«Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν» (Κατηχ. λόγ. Ἰω. Χρυσ.)
Λαμπρά, ἀγαπητοί μου, λαμπρὰ εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα· «Πάσχα Κυρίου»,«ἑορτὴ ἑορτῶν καὶ πανήγυρις πανηγύρεων» (καν. Πάσχ. ᾠδ. α΄ καὶη΄). Ἑορτάζει, πανηγυρίζει ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ. Κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ φύσις ἀπέβαλε τὴν χειμερινὴ ἐνδυμασία της καὶ ἔχει ντυθῆ τὴν ἀνοιξιάτικη φορεσιά της. Τὰ πάντα εἶνε γεμᾶτα ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ὕμνοι, τὰ τροπάρια, τὸ κοντάκιο, ὁ κανόνας ποὺ ψάλλονται ἀπόψε, ὅλα ἔχουν ἕνα τόνο χαρμόσυνο -πανηγυρικό, ἕνα τόνο νίκης καὶ θριάμβου.
Θυμᾶστε ἀπὸ τὴν ἱστορία τὸ «Νενικήκαμεν»; «Νενικήκαμεν!» εἶπε γεμᾶτος χαρὰ ἕνας στρατιώτης ποὺ ἔφτασε τρέχοντας ἀπὸ τὸ Μαραθῶνα καὶ ἀνήγγειλε στοὺς Ἀθηναίους ὅτι Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν», ὅπως ἔγραψε μετὰ ὁ Σιμωνίδης· οἱ Ἀθηναῖοι δηλαδὴ ὑπερασπίζοντας τὴν Ἑλλάδα ἰσοπέδωσαν τὴ δύναμι τῶν χρυσοστόλιστων Περσῶν.
«Νενικήκαμεν!» λέμε κ᾽ ἐμεῖς, σὲ ἀνώτερο ὅμως ἐπίπεδο· νίκησε ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς χάρισε τέτοιανίκη ποὺ δὲν συγκρίνεται μὲ καμμιά ἄλλη. Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ, ὅτι τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ποὺ ἀκούγεται κ᾽ ἐπαναλαμβάνεται τώρα ἀμέτρητες φορές, τὸ πρῶτο «Χριστὸς ἀνέστη», τὸ ἄκουσαν –ποιοί; φιλόσοφοι; ῥήτορες; βασιλεῖς; στρατηγοί; μεγάλοι καὶ ἔνδοξοι τῆς γῆς; Ὄχι.
Ὅπως τὸ «Χριστὸς γεννᾶται» τὸ ἄκουσαν πρῶτοι οἱ τσοπάνηδες, ἔτσι καὶ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τὸ ἄκουσαν ὄχι ἄντρες οὔτε αὐτοὶ οἱ ἀπόστολοι· τὸ ἄκουσαν γυναῖκες. Καὶ ὅπως στὰ πάθη τοῦ Κυρίου μία γυναίκα τὸν ὑπερήσπισε (ἡ Κλαυδία Πρόκλα, ἡ σύζυγος τοῦ Πιλάτου), ἔτσι καὶ στὴν ἀνάστασί του γυναῖκες ἦταν πάλι ἐκεῖνες ποὺ ὄρθρου βαθέος ἄκουσαν πρῶτες τὸ χαρμόσυνο μήνυμα.
Ἡ θεία λειτουργία τοῦ Πάσχα ἔχει καὶ τοῦτο τὸ ἰδιάζον, ὅτι ἐπιστεγάζεται μὲ ἕνα λόγο,τὸν Κατηχητκὸ λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου,μιὰ ὁμιλία- ἀριστούργημα. Ἂν ὁ ἀετὸς εἶνε ὁ βασιλιᾶς τῶν πουλιῶν καὶ τὸ λιοντάρι ὁ βασιλιᾶς τῶν ζῴων, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θὰ μείνῃ γιὰ πάντα ὁ βασιλιᾶς τῶν ἱεροκηρύκων. Ἂς πάρουμε λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, κάτι ἀπὸ τὴν ὁμιλία αὐτή. Τί λέει;
Ἐλᾶτε, λέει, ὅλοι· «νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες», μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται, σοφοὶ καὶ ἄσοφοι, μικρὰ παιδιὰ καὶ ἀσπρομάλληδες γέροντες· ἐλᾶτε ὅλοι νὰ εὐφρανθοῦμετὴν ἡμέρα αὐτή· «ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν». Τί ἆραγε νὰ σημαίνῃ αὐτό; Πολλὴ παρεξήγησις γίνεται στὴ φράσι αὐτή. Παλαιότερα, ὅταν ὑπηρετοῦσα σὲ κάποια πόλι, τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα συνάντησα στὸ δρόμο ἕνα μεθυσμένο. Τοῦ λέω· –Τέτοια μέρα, καὶ νά ᾽σαι ἔτσι; –Δὲν ἄκουσες, παππούλη, στὴν ἐκκλησία τὸ βράδυ; λέει τραυλίζοντας· δὲν εἶπε, ὅτι «ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν»; Τὸ ἐπιτρέπει ἡ ἡμέρα. –Μπᾶ, λέω,ἔτσι τὸ ἑρμηνεύεις ἐσὺ αὐτό;… Τί σημαίνει λοιπὸν ὁ λόγος αὐτός; Ποιά «τράπεζα» ἐννοεῖ;
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, δύο τράπεζες.
○ Ἡ μία τράπεζα εἶνε ἡ ὑλική, ἡ αἰσθητή, αὐτὴ ποὺ γνωρίζουμε καὶ στὴν ὁποία καθόμαστε φοῦ τελειώσῃ ἡ ἀναστάσιμη λειτουργία, μὲ τὸ κρέας, τὸ κρασί, τὰ γλυκὰ κι ὅ,τι ἄλλο ἐκλεκτό.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ μοῦ ἔρχεται μία σκέψι μελαγχολική. Ὅσοι ζήσαμε τὸ Πάσχα τοῦ 1942, ᾿43,᾿44, ᾿45, τί Πάσχα ἦταν ἐκεῖνα! Τώρα «ἡ τράπεζα γέμει»· τότε εὐτυχισμένο θεωροῦσαν ὅποιον εἶχε ὄχι κρέας καὶ κρασὶ ἀλλὰ λίγο ζουμὶ ἀπὸ χόρτα ἢ φασόλια καὶ φακές. Τέτοια Πάσχα ἔζησε ὁ λαός μας γιὰ τὴν ἐλευθερία…
Σήμερα στὸ πασχαλινὸ τραπέζι ὑπάρχει ἀφθονία ἀπ᾽ ὅλα τ᾽ ἀγαθά. Τὰ ἀπαγορεύει ἡ θρησκεία μας αὐτά; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ὁ Θεὸςτὰ ἔφτειαξε ὅλα καὶ πλούτισε τὴ γῆ αὐτὴ ποὺ κατοικοῦμε, γιὰ νὰ κάνῃ τὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν του εὐτυχισμένη. Στὴ σελήνη ὑπάρχει ξηραΰλα· οὔτε ἕνα ἀχλάδι, οὔτε ἕνα μῆλο, οὔτε νερό,οὔτε ὀξυγόνο· τίποτα. Οἱ ἀστροναῦτες ἔλεγαν· Πότε νὰ κατεβοῦμε στὴ γῆ, νὰ πιοῦμε ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ ν᾽ ἀναπνεύσουμε ἀέρα!… Ὁ Θεὸς λοιπὸν τὰ ἔδωσε αὐτά, νὰ τ᾽ ἀπολαμβάνῃ ὁ ἄνθρωπος μὲ μέτρο καὶ εὐγνώμονα καρδιά. Γι᾽ αὐτὸ νὰ προσέξουμε νὰ μὴ γίνῃ κατάχρησι τροφῆς· μὴ ζήσουμε σὰν Ἐπικούρειοι, μὲ δόγμα τὸ «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν»(Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32) .Ἂν περιορισθῇς μόνο στὴν ὑλικὴ τράπεζα, τότε θὰ μοῦἐπιτρέψῃς νὰ σοῦ πῶ ὅτι δὲν διαφέρεις ἀπὸ τὰ ζῷα· κι αὐτὰ χαίρονται ὅταν βροῦν τροφή.
○ Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τράπεζα αὐτὴ ὑπάρχει μιὰἄλλη τράπεζα, τράπεζα οὐράνια καὶ θεία, συμπόσιο ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Καὶ ἡ τράπεζα αὐτὴ ποιά εἶνε; Ἐγὼ νὰ σᾶς τὴν ὑποδείξω; ῥίξτε ἕνα βλέμμα στὸ ἱερὸ βῆμα κ᾽ ἐκεῖ θὰ δῆτε τὴν ἁγία τράπεζα. Τί ὑπάρχει ἐπάνω σ᾽αὐτήν; –ἐὰν πιστεύῃς! ἐὰν δὲν πιστεύῃς, μεῖνε στὸ σπίτι σου, μὴν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Τί ὑπάρχει ἐκεῖ; Ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα τῶν ὀρθοδόξων ὑπάρχουν δύο πράγματα· τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ δισκοπότηρο. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ δισκοπότηρο εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
«Λάβετε φάγετε…» καὶ «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,26. Μᾶρκ. 14,22). Μέγα τὸ μυστήριο. Ὅποιος ἀπορεῖ καὶ λέει, Μὰ ψωμὶ καὶ κρασὶ βλέπουμε, αὐτὸς ἀγνοεῖ τὸ μυστήριο, τὴ μεταβολὴ ποὺ γίνεται. Ἐδῶ συμβαίνει θαυμαστὴ «μεταστοιχείωσις» –μιὰ λέξι ποὺ ἀκούσαμε τὶς ἡμέρες αὐτὲς κάπου στὴν ὑμνολογία μας (βλ. καν. Μ. Σαβ. ᾠδ. στ΄). Ἡ ἐπιστήμη χρησιμοποιεῖ κι αὐτὴ τὸν ὅρο «μεταστοιχείωσις»· γιατὶ καὶ στὴ φύσι παρατηρεῖ ὅτι τὸ κάρβουνο π.χ. γίνεται διαμάντι καὶ στοὺς ὀργανισμοὺς ἡ τροφὴ καὶ τὸνερὸ γίνονται αἷμα κ.λπ.. Τὰ περιγράφει αὐτὰ ἡ ἐπιστήμη χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ τὰ ἐξηγήσῃ.
Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ κάνει στὴ φύσι αὐτὲς τὶς μεταστοιχειώσεις, αὐτὸς ὁ ἴδιος μεταβάλλει καὶ στὴν ἁγία τράπεζα τὸ ψωμὶ σὲ σῶμα Χριστοῦ καὶ τὸ κρασὶ σὲ αἷμα Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶνε τὸ μέγα μυστήριο. Πρέπει νὰ ἔχῃς ἀπόλυτη πίστι ὅτι, ὅταν κοινωνεῖς, παίρνεις μέσα σου τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Ὅποιος κοινωνεῖ «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» (θ. Λειτ.), μὲ δέος καὶ δάκρυα ὅπως οἱ πρόγονοί μας, ποὺ ἦταν μὲν ἀγράμματοι ἀλλὰ εἶχαν πίστι βουνό, αὐτὸς κατεβάζει τὸν οὐρανὸ μέσ᾿ στὴν καρδιά του!
Νά λοιπὸν ποιά τράπεζα ἐννοεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· δὲν ἀποκλείει τὴν ὑλικὴ τράπεζα, πρὸ παντὸς ὅμως ἐννοεῖ τὴν τράπεζα τὴν πνευματική. Ὁ δὲ «μόσχος ὁ σιτευτὸς» (Λουκ. 15,23,27) ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἑρμηνεία τῆς φράσεως «Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν». Ὅλοι πρέπει νὰ κοινωνήσουμε τὰ ἄχραντα μυστήρια.
Ἂν δὲν κοινωνήσῃς σήμερα, Πάσχα δὲν ἔκανες . Δὲν εἶνε γαστρονομικὴ ἑορτὴ ἡ ἡμέρα αὐτή. Μὴ γίνεσα σὰν ἕνας ἄλλος Ἐπίκουρος ἢ Λούκουλλος ἢ Σαρδανάπαλος.
Μετὰ ἀπὸ λίγο, ἀγαπητοί μου, θὰ πᾶτε στὰ σπίτια σας. Προσπαθῆστε σᾶς παρακαλῶ νὰμὴν καθίσετε μόνο σὲ ὑλικὴ τράπεζα. Δοξάστε τὸ Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα του, σκεφθῆτε ὅμως καὶ τί γίνεται κάπου ἀλλοῦ, ἐκεῖ ποὺ τὰ καθε-στῶτα δὲν ἐπιτρέπουν ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις. Ἐμεῖς ἐδῶ ἑορτάζουμε εἰρηνικὰ καὶ χαρμόσυνα τὸ Πάσχα· ἂς σκεφθοῦμε κ᾽ ἐκεῖνα τὰ ἀδέλφια μας καὶ ἂς εὐχηθοῦμε γι᾽ αὐτά. Ἐσὺ ὁ πατέρας, σὲ παρακαλῶ ἄκουσέ με κ᾽ἐμένα. Πὲς στὸ παιδί σου νὰ ψάλῃ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ὅπως ἑώρταζαν παλιὰ στὴ Μακεδονία. Πὲς στὴν οἰκογένειά σου λίγα λόγιαγιὰ τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ.
Πὲς μερικὰ λόγια καὶ γι᾿ αὐτὴ τὴν πατρίδα , γι᾽ αὐτὰ τὰ παλληκάρια ποὺ ἔπεσαν· δὲν εἶνε μικρὸ πρᾶγμα ἡ θυσία τόσων νέων… Ἐγώ, ποὺ ἐχρημάτισα στρατιωτικὸς ἱερεὺς κ᾽ ἔχουμε θάψει τόσα παιδιά, αἰσθάνομαι συγκίνησι· ἔπεσαν ἐκεῖνοι στὰ πεδία τῶν μαχῶν, γιὰ νὰ ζοῦμε ἐμεῖς ἐλεύθεροικαὶ νὰ διασκεδάζουμε τώρα… Λοιπὸν θυμήσου· μίλα γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ τοὺς νεκρούςμας, γιὰ τοὺς ἥρωες, γιὰ τοὺς μάρτυρες. Μίλα γιὰ τὴ μαρτυρική μας φυλή, γιὰ τὴν Κύπρο τὴν πονεμένη, γιὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο…
Μίλα μπροστὰ στὰ παιδιά σου γιὰ τὸ Χριστό! Καὶ νά ᾿σαι, πατέρα, βέβαιος· τὸ φαῒ θὰ τὸ λησμονήσουν, τὰ λόγια αὐ τὰ ὅμως ὄχι. Ἐσὺ θα ᾽σαι στὸ νεκροταφεῖο, τὰ λόγια ποὺ θὰ πῇς σήμερα δὲν θὰ τὰ ξεχάσουν. Ἡ τροφὴ χάνεται,ἀποσυντίθεται· τὰ λόγια τῶν γονέων μένουν. Ἀπόψε τὸ Πάσχα νὰ μὴν εἶνε ἁπλῶς Πάσχα ὑλικῆς τραπέζης· νὰ εἶνε πνευματικὸ συμπόσιο, πρὸς δόξαν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὀρθὰ νὰ ἑρμηνεύουμε καὶ ὀρθὰ νὰ κατανοοῦμε τὸ ῥητὸ «Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν αὐγὴ τῆς 4-5-1975.), Ζωηφόρος