Οἱ ἄνθρωποι, ἀγαπητοί μου, ἔχουν διαφόρους χαιρετισμούς. Τὸ πρωὶ λένε καλημέρα, τὸ δειλινὸ καλησπέρα, κι ὅταν πάει νὰ βραδιάσῃ λένε καληνύχτα. Ἀλλὰ ὁ πιὸ ὡραῖος χαιρετισμὸς εἶνε ὁ χαιρετισμὸς ποὺ ἀκούστηκε τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ λέγεται καὶ ν᾽ ἀκούγεται 40 μέρες, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως.
Καὶ αὐτὸς ὁ χαιρετισμὸς εἶνε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη».
Δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο ἄλλος χαιρετισμὸς πιὸ γλυκὺς καὶ πιὸ εὐφρόσυνος ἀπὸ αὐτόν.
Ποιός ἄκουσε τὸ χαιρετισμὸ αὐτὸ γιὰ πρώτη φορά; Αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία. Θά ᾽πρεπε νὰ τὸν ἀκούσουν πρῶτοι οἱ μαθηταί. Δὲν τὸν ἄκουσαν δυστυχῶς. Γιατὶ ὁ ἕνας τὸν ἀρνήθηκε, ὁ ἄλλος τὸν πρόδωσε, καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὸ φόβο τους ἔγιναν λαγοὶ καὶ κρύφτηκαν.
Τὸ πρῶτο «Χριστὸς ἀνέστη» τὸ ἄκουσαν γυναῖκες. Ὅπως ὅταν γεννήθηκε ὁ Χριστὸς τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τὸ ἄκουσαν πρῶτοι οἱ βοσκοί, κι ὄχι οἱ σοφοί, οἱ βασιλιᾶδες, οἱ στρατηγοί, οἱ μεγάλοι καὶ ἰσχυροὶ τῆς γῆς, ἔτσι καὶ τώρα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τὸ ἄκουσαν γιὰ πρώτη φορὰ γυναῖκες, οἱ μυροφόρες.
Γι᾿ αὐτὸ σήμερα, Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, τὸ εὐαγγέλιο προβάλλει τὸ παράδειγμά τους.
* * *
Τί λέει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο; Ὅλοι ξέρουμε, ὅτι τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ὁ Χριστὸς ἦταν ἐπάνω στὸ σταυρὸ «ἀπὸ ἕκτης ὥρας …ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. 27,45) σύμφωνα μὲ τὸ ἑβραϊκὸ ὡρολόγιο (μὲ τὸ ἑλληνικὸ ἀπὸ 12 τὸ μεσημέρι μέχρι 3 τὸ ἀπόγευμα). Τρεῖς ὧρες δηλαδὴ ἦταν καρφωμένος ὁ Χριστὸς ζωντανὸς ἐπάνω στὸ σταυρό. Καὶ μετά, ὅταν εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30), παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν οὐράνιο Πατέρα.
Μὲ τὸ «Τετέλεσται» τελείωσε καὶ ἡ ἐπίγειος ζωή του. Ἦταν πλέον νεκρός. Ποιός θὰ φρόντιζε γιὰ τὴν ταφή του; ποιός θὰ τὸν κατέβαζε ἀπὸ τὸ σταυρό; Κανείς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν τολμοῦσε νὰ πλησιάσῃ. Ὅλοι κρύφτηκαν.
Φόβος καὶ τρόμος κυρι αρχοῦσε. Θὰ ἔμενε λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔτσι ἐκεῖ; Καὶ τί θὰ γινόταν; Αὐτοὶ ποὺ σταυρώνονταν ἔμεναν ἔτσι πάνω στοὺς σταυρούς, καὶ ἔρχονταν ἔπειτα τὰ κοράκια καὶ ἔτρωγαν τὶς σάρκες τους. Περνοῦσαν λοιπὸν οἱ ὧρες καὶ κανείς δὲν φαινόταν. Αὐτός, ποὺ εὐεργέτησε ὅλους, τώρα ἔμενε ὁλομόναχος.
Ὅταν πλέον βράδιασε καὶ κόντευε νὰ δύσῃ ὁ ἥλιος, νά καὶ ἔρχεται κάποιος. Ἀποκαλυφθῆτε. Εἶνε ἥρωας· αὐτὸς νίκησε τὸ φόβο. Εἶνε ὁ Ἰωσήφ. Τί ἦταν τότε ὁ Ἰωσήφ; Εἶχε ἀξίωμα μεγάλο, ἦταν βουλευτής. αὐτὸς τόλμησε. Πῆγε στὸν Πιλᾶτο, ζήτησε τὸ σῶμα, κι ἀφοῦ διαπιστώθηκε ὅτι πράγματι ὁ Χριστὸς ἀπέθανε, ἔδωσε ἄδεια στὸν Ἰωσὴφ γιὰ τὴν ταφή.
Πῆγε ὁ Ἰωσὴφ στὸ Γολγοθᾶ, ἀνέβηκε στὸ σταυρό, ξεκάρφωσε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ κατέβασε μὲ εὐλάβεια, ἔπλυνε τὶς πληγές του, τὸ τύλιξε μὲ καθαρὸ σεντόνι, καὶ τὸ ἀπέθεσε σὲ μνῆμα ὅπου κανείς ὣς τότε δὲν εἶχε ταφῆ.
Ὁ Ἰωσὴφ εἶχε τὴν τιμὴ νὰ κηδεύσῃ, νὰ ἐνταφιάσῃ, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ κοντὰ στὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας ἦρθαν καὶ κάποιες γυναῖκες ποὺ ἀγαποῦσαν τὸ Χριστὸ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του. Ἦταν πάντα κοντά του. Αὐτὲς τὴ νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου δὲν κοιμήθηκαν ἀλλὰ προετοιμάζονταν. Ἀγόρασαν πολύτιμα ἀρώματα, καὶ πρωὶ - πρωὶ πῆγαν στὸν τάφο.
Μὰ ἐκεῖ παραξενεύτηκαν. Οἱ στρατιῶτες, ποὺ διέταξε ὁ Πιλᾶ τος νὰ φρουροῦν, δὲν ὑπῆρχαν. Εἶδαν ἔπειτα, ὅτι ἡ μεγάλη πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸν τάφο, εἶχε παραμερισθῆ. Μετά, ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τίποτε παρὰ μόνο τὰ σάβανα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ σουδάριο τυλιγμένο σ᾿ ἕνα μέρος. Θαύμασαν.
Ἔπειτα παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος μὲ ῥοῦχα λευκὰ καὶ τοὺς εἶπε· «Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε» (Μᾶρκ. 16,6). Καὶ τοὺς παρήγγειλε, νὰ πᾶνε νὰ εἰδοποιήσουν τοὺς μαθητάς, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη.
Αὐτὰ λέει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο.
* * *
Θαυμάζουμε τὸν Ἰωσήφ, ἀλλὰ θαυμάζουμε καὶ τὶς γυναῖκες αὐτές, ποὺ φάνηκαν ἡρωίδες, ἀνώτερες ἀπὸ τοὺς μαθητάς· γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκαν πρῶτες νὰ ἀκούσουν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», κ᾽ εἶνε πρὸς τιμὴν τοῦ γυναικείου φύλου.
Εἶνε γεγονὸς ὅτι καὶ μέχρι σήμερα ἡ γυναίκα ἀγαπάει τὸ Χριστὸ περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄντρα. Ἡ πατρίδα μας ἔχει 8.000 ἐκκλησίες.
Ὅπου καὶ νὰ πᾶμε, καὶ Ἀθήνα καὶ Θεσσαλονίκη καὶ στὸ πιὸ μικρὸ χωριό, θὰ δῆτε μέσα στὴν ἐκκλησία οἱ ἄντρες νὰ εἶνε λίγοι, ἐνῷ οἱ γυναῖκες διπλάσιες καὶ τριπλάσιες. Καὶ ὑπάρχουν χωριά, ποὺ μέσα στὴν ἐκκλησία εἶνε μόνο γυναῖκες· οἱ ἄντρες εἶνε στὸ καφενεῖο.
Πῆγα σ᾿ ἕνα χωριό –δὲν σᾶς λέω ποιό–, ποὺ μέσα στὴν ἐκκλησία ἦταν μόνο γυναῖκες· οἱ ἄντρες εἶχαν πάει γιὰ …ἀγριογούρουνα.
Ἡ γυναίκα ἀνέκαθεν ἀγαποῦσε πιὸ πολὺ τὸ Χριστό. Σπάνιο πρᾶγμα νὰ βρῇς γυναῖκα ἄπιστη . Ἄπιστοι εἶνε οἱ ἄντρες· ὄχι βέβαια ὅλοι, ἀλλὰ κάποιοι ποὺ ἔβγαλαν τὸ πανεπιστήμιο κ᾽ ἔπειτα θέλουν νὰ κάνουν τὸ μορφωμένο καὶ τὸ δάσκαλο, ἐνῷ «δὲν ξέρουν ποῦ πᾶν τὰ τέσ σερα»· αὐτοὶ φωνάζουν, ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός.
Καὶ σήμερα ὑπάρχουν γυναῖκες, ποὺ μοιάζουν μὲ τὶς μυροφόρες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἔχουν τὰ γνωρίσματα ἐκείνων τῶν γυναικῶν.
Ἡ καλὴ γυναίκα, ποὺ πιστεύει στὸ Χριστό , κάνει τὸ σπίτι της ἐκκλησία. Ἔχει εἰκονίσματα, θυμιατίζει κάθε βράδι ὅταν βασιλεύει ὁ ἥλιος, κάνει τὴν προσευχή της. Προσέχει τὴ γλῶσσα της, προσέχει τὴ διαγωγή της. Εἶνε ἐργατική. Τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία. Ἐξομολογεῖται. Κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Μένει πιστὴ στὸν ἄντρα της, τὸν ἀγαπᾷ, ἀγαπᾷ τὰ παιδιά της. Εἶνε πιστὴ γυναίκα. Καὶ στὰ νοσοκομεῖα ποιοί κάθονται δίπλα στοὺς ἀρρώστους; Οἱ γιατροὶ συνήθως τὸ σκᾶνε· κοιτᾶνε τὸ σφυγμὸ τοῦ ἀρρώστου,\τὸν ἐξετάζουν, καὶ μετὰ φεύγουν.
Ποιοί μένουν κοντά του; Οἱ ἡρωΐδες γυναῖκες, ποὺ ἀγαπᾶνε καὶ πιστεύουν στὸ Χριστό, στέκονται καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κρεβάτι τοῦ ἀρρώστου.
Ἀλλὰ ὅσο καλὸ κάνει στὸν κόσμο μιὰ καλὴ γυναίκα, ποὺ εἶνε θησαυρὸς καὶ ἄγγελος, τόσο κακὸ κάνει ἡ κακιὰ γυναίκα. Ὅποιος ἄντρας ἔχει καλὴ γυναῖκα, ἔχει θησαυρὸ πολύτιμο στὸ σπίτι του, κι ἂς εἶνε φτωχός· ὅποιος ὅμως ἔχει κακορρίζικια καὶ γλωσσώδη γυναῖκα, ὁ ἄντρας αὐτὸς εἶνε δυστυχισμένος καὶ φτωχός, ἔστω κι ἂν ἔχῃ ὅλα τὰ πλούτη καὶ τ᾿ ἀξιώματα τοῦ κόσμου.
Ὅσο λοιπὸν καλὸ κάνει ἡ καλὴ γυναίκα, τόσο κακὸ κάνει ἡ κακὴ καὶ διεστραμμένη. Καὶ τώρα δυστυχῶς οἱ κακὲς γυναῖκες αὐξάνουν.
Τὶς βλέπεις; δὲν γεννοῦν παιδιά. Ἡ φύσι τῆς γυναίκας εἶνε νὰ γεννᾷ νέους ἀνθρώπους. Ἐμεῖς αὐτὸ τὸ χάσαμε. Ἂν πᾶτε στὴν Ἀλβανία, εἶνε γεμάτη παιδιά· πρὸ εἴκοσι ἐτῶν οἱ Ἀλβανοὶ ἦταν 1.500.000, τώρα εἶνε 3.000.000. Ἂν πᾶτε στὴ Σερβία, στὴ Βουλγαρία, στὴ Ῥωσία, εἶνε γεμᾶτες παιδιά. Ἂν πᾶτε καὶ στὴν Τουρκία; μὲ τὸ σάλιο τους θὰ μᾶς πνίξουν!
Ἐδῶ πάει, κατήντησε μόδα ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας καὶ οἱ κατηραμένες ἐκτρώσεις.
Νὰ τὸ ξέρετε· αὐτή, ποὺ τρέχει σὲ κλινικὲς καὶ κάνει ἐκτρώσεις, δὲν εἶνε Χριστιανή, δὲν ἀγαπάει τὸ Χριστό. Προτιμότερο νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησιά, παρὰ ν᾽ ἀποκλείσῃς τὴ ζωὴ σ᾽ ἕνα παιδὶ ἤ, τὸ ἀκόμη χειρότερο, νὰ σκοτώσῃς παιδί.
Εἶνε μεγάλο ἁμάρτημα. Κι ὅμως δὲν τὸ αἰσθάνεσαι! Θὰ τὸ αἰσθανθῇς, ὅταν ὁ σεισμὸς ταρακουνᾷ τὴ γῆ, ὅταν πέφτουν τὰ κεραμίδια καὶ τὰ σπίτια καὶ τὰ σχολεῖα καὶ τὰ κωδωνοστάσια καὶ τὰ πάντα. Τότε θὰ φωνάξῃς Παναγία μου! καὶ Κύριε ἐλέησον! ἀλλὰ θά ᾽νε ἀργά.
Ἡ γυναίκα, ποὺ δὲν πιστεύει στὸ Χριστό, κάνει μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ ὅταν ρώτησαν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ, Ποιό εἶνε φοβερώτερο κακό, ἡ κακιὰ γυναίκα ἢ ὁ διάβολος; ἐκεῖνος ἀπήντησε· Ἡ κακιὰ γυναίκα εἶνε χειρότερη ἀπὸ τὸ διάβολο.
Ὅσο λοιπὸν σήμερα ἐπαινοῦμε τὴν καλὴ γυναῖκα καὶ λέμε ὅτι εἶνε ἄγγελος ποὺ παρηγορεῖ τὸν κόσμο, τόσο ἀντιθέτως πρέπει νὰ ἐλέγχουμε καὶ νὰ κατηγοροῦμε τὴν κακιὰ γυναῖκα, ποὺ φέρει μεγάλη καταστροφὴ στὸν κόσμο.
Ποιός τὸ περίμενε, μέσα στὴν Ἑλλάδα νὰ γίνωνται 400.000 ἐκτρώσεις τὸ ἔτος; Ἑκατὸ χρόνια νὰ περνοῦσαν στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὴ Μακεδονία μας, δὲν γινόταν ἔκτρωσι. Τώρα, ὅπως πᾶνε στὸν ὀδοντίατρο καὶ βγάζουν ἕνα δόντι, ἔτσι πετᾶνε τὰ παιδιά τους.
* * *
Θέλω νὰ πιστεύω, ὅτι ὅσες γυναῖκες εἶστε ἐδῶ στὴν ἐκκλησία καμμία δὲν ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν κακῶν γυναικῶν, ἀλλὰ εἶστε ὅλες πιστὲς στὸ Χριστὸ καὶ ζῆτε σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του.
Εἴθε ὁ Θεὸς διὰ τῶν πρεσβειῶν τῶν ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν νά ᾽νε πάντοτε μαζί σας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: Αναβάσεις