Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΜΕΛΕΤΗ ΛΒ’
Στην Ανάσταση του Κυρίου, στην οποία οφείλουμε να χαρούμε μαζί
Α’. Με τον Χριστό που αναστήθηκε.
Β’. Με την αγιώτατη μητέρα του.
Γ’. Με το σώμα μας.
Α’.
Σκέψου, αγαπητέ, ότι εμείς παρακινούμενοι από τον προφήτη Δαυίδ που λέει να ευφραινώμαστε στην ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου λέγοντας· «Αυτή είναι η ημέρα, την οποία έκανε ο Κύριος· ας χαρούμε και ας ευφρανθούμε σ’ αυτήν» (Ψαλμ. 117, 23), είμαστε υποχρεωμένοι πρώτα απ’ όλα να χαρούμε μαζί με τον Ιησού Χριστό, ο οποίος στην χαρμόσυνη Ανάστασί του απέκτησε πάλι, και μάλιστα με αμέτρητο κέρδος όλα εκείνα που είχε χάσει στο πάθος του. Τέσσερα πράγματα είχε χάσει τότε· την χαρά, την ωραιότητα, την τιμή και την ζωή. Τώρα, όμως που αναστήθηκε, έλαβε πάλι την ζωή· αλλά τι είδους ζωή; μία ζωή, που θανάτωσε εντελώς τον θάνατο και γι’ αυτό θα είναι για πάντα μόνο ζωή, χωρίς να φοβάται να δεχθή άλλη φορά τον θάνατο· «Ο Χριστός αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς δεν θα πεθάνη πια· ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω του» (Ρωμ. 6, 9). Έλαβε πάλι την τιμή και την εξουσία, επειδή εκείνος ο ίδιος που προηγουμένως λογαριαζόταν κατώτερος από άνθρωπο και καταφρονείτο χειρότερα από ένα σκουλήκι, τώρα ανασταίνεται και αρχίζει να βασιλεύη στον ουρανό και στην γη· γι’ αυτό και έλεγε μετά την Ανάστασι· «Μου δόθηκε κάθε εξουσία στον ουρανό και στην γη» (Ματθ. 28, 18). Έλαβε πάλι την χαρά, επειδή γκρεμίστηκαν εντελώς τα μεσότοιχα, που κρατούσαν προηγούμενως εκείνο το πέλαγος της χαράς μόνο στο ανώτερο μέρος της ψυχής του Κυρίου· και τώρα όλο το πλήρωμα της χαράς εκείνης που ήταν δέσμιο για τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια, ξεχύθηκε, για να πλημμυρίση τις κατώτερες δυνάμεις της ψυχής και τα μέλη του λυτρωτή. Γι’ αυτό και, όταν αναστήθηκε από τον τάφο, ο πρώτος λόγος που έβγαλε από το άγιο στόμα του, φανέρωνε αυτή του την χαρά· «Και να, τις συνάντησε ο Ιησούς και τις είπε χαίρετε» (Ματθ. 28, 9). Έλαβε πάλι την ωραιότητα και την δόξα, διότι εκείνος που ήταν χθες και προχθές άμορφος, άδοξος, ανείδεος, τώρα αναστήθηκε από το μνήμα σαν ένας νυμφίος από τον νυφικό θάλαμο, πάρα πολύ ωραίος, όλος δόξα, όλος με την μορφή του ηλίου· επειδή η χάρις και η δόξα του σώματος του Χριστού, που αναστήθηκε, είναι τόσο υπερβολική, που στον ουρανό αυτή θα είναι η ανώτατη μακαριότητα της ψυχής και του σώματος και όλων των αισθήσεών μας. Και θα είναι αρκετή να γνωρίση σε όλους τους μακαρίους, τόσο αγγέλους όσο και ανθρώπους, έναν παράδεισο, μέσα στον οποίο θα ευφραίνονται αχόρταγα σε όλους τους αιώνες· θέλεις να το καταλάβης καλλίτερα;
Σχημάτισε με τον νου σου έναν ήλιο τόσο λαμπρό, που με το φως του να σκεπάζη χιλιάδες ήλιους, όπως και αυτός ο αισθητός ήλιος σκεπάζει όλα τα άστρα. Τώρα, ένας ήλιος τόσο λαμπρός, θα είναι σαν ένα μικρό κάρβουνο συγκρινόμενος με το ένδοξο σώμα του Ιησού, το οποίο με την υπερβολική του λάμψι θα απορροφήση την λάμψι τόσων μυριάδων μακάριων σωμάτων των αγίων, από τα οποία το καθένα θα είναι λαμπρότερο από αυτόν τον ήλιο, καθώς είναι γραμμένο· «Τότε οι δίκαιοι θα λάμψουν ως ο ήλιος στην βασιλεία του πατέρα τους» (Ματθ. 13, 43)· εδώ το «ως» δεν σημαίνει ομοίωσι, αλλά υπεροχή· δηλαδή θα λάμψουν περισσότερο από τον ήλιο, όπως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος. Αυτή είναι εκείνη η δόξα και ωραιότητα που ζητούσε ο Χριστός με τόση παράκλησι από τον ουράνιο Πατέρα του πριν από το πάθος λέγοντας· «Δόξασέ με, συ, πατέρα, κοντά σου με την δόξα που είχα μαζί σου, πριν να υπάρξη ο κόσμος» (Ιω. 17, 5)· με αυτά τα λόγια δείχνει, ότι επιζητούσε και ήθελε να εξαπλωθή η δόξα της θεότητάς του, για να δοξασθή πάρα πολύ έτσι και η ανθρωπότητά του, διότι χωρίς αυτή την δόξα και ωραιότητα της ανθρώπινης φύσεως του Ιησού Χριστού, κανένας δεν θα μπορούσε να δεχθή την δόξα και μακαριότητα και στην συνέχεια κανένας δεν θα μπορούσε να γίνη μακάριος, ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος· διότι η ανθρωπότητα του Θεού Λόγου, που έμεινε σαν γέφυρα ανάμεσα στον Κτίστη και στα λοιπά χτίσματα, δέχεται από τον Θεό όλο το πλήρωμα της δόξας και της μακαριότητάς του, το μετριάζει κατά κάποιο τρόπο κι έτσι μέσα από αυτή μεταδίδει την δόξα αυτή σε όλους τους μακάριους και αγγέλους και ανθρώπους. Αλλά δεν την μεταδίδει όπως η ίδια την δέχεται από τον Θεό ακέραιη και ολόκληρη, διότι είναι αδύνατο να την δεχθή έτσι κανένα απλό κτίσμα· αλλά συσκιασμένη και μετριότερη, για να την δεχθούν οι μακάριοι, τόσο οι άγγελοι, όσο και οι άνθρωποι.
Το ότι οι άγγελοι δέχονται την δόξα και μακαριότητα μέσα από τον αναστημένο Ιησού Χριστού, μαρτυρεί ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος λέγοντας ότι τα τάγματα των αγγέλων μετέχουν στην φωτοδοσία του Ιησού όχι με κάποιες εικόνες αλλά με άμεση μετουσία στην γνώσι των θεουργικών του φώτων [Τα λόγια του θείου Διονυσίου, που αναφέρει για την πρώτη τάξι των Θρόνων, των Χερουβίμ και των Σεραφίμ είναι τα εξής: «Επίσης αξιώνονται να μετέχουν του Ιησού όχι από εικόνες πλασμένες μ’ ευλάβεια που αποτυπώνουν σε μορφές το καθ’ ομοίωσι, αλλά πλησιάζοντας τον πραγματικά με μία άμεση πρώτη μετουσία της γνώσεως των θεϊκών φώτων» (Περί ουρανίου ιεραρχίας, κεφ.ζ’)]. Και ο σοφός Θεοδώρητος ο Κύρου λέγει: «Μετά την σάρκωσι φανερώθηκε ο Θεός στους αγγέλους όχι σε ομοίωμα της δόξας του, αλλά χρησιμοποιώντας σαν περιβολή το αληθινό και ζωντανό κάλυμμα της σάρκας» (Διάλ. α’ κατά Ευτυχ.)· ο άγιος Ισαάκ μάλιστα λέει, ότι «πριν από την σάρκωσι δεν μπορούσαν οι άγγελοι να εισέλθουν στα υψηλότερα μυστήρια της θεώσεως, όταν όμως έλαβε σάρκα ο Λόγος του Θεού, τους ανοίχθηκε θύρα μέσω του Ιησού» (Λόγ. πδ’ σελ. 478). Και πάλι· «Αυτή η πρώτη τάξις των ασωμάτων με θάρρος λέει, ότι δεν γνωρίζει τίποτε από μόνη της, αλλά έχει διδάσκαλό της τον μεσίτη Ιησού εκείνον, από τον οποίον δέχεται την γνώσι και την μεταδίδει στους κατωτέρους» (αυτόθι σελ. 477).
Ότι δε και οι μακάριοι άγιοι μέσα από την ανθρώπινη φύσι του Ιησού βλέπουν την δόξα του Θεού, βεβαίωσε ο Κύριος λέγοντας· «Πατέρα, θέλω όπου είμαι εγώ, να είναι μαζί μου και εκείνοι που μου έδωσες για να βλέπουν την δόξα μου» (Ιω. 17, 24)· και δεν σταματάει μέχρις εδώ, αλλά προσθέτει· «την οποία μου έδωσες», για να φανερώση με αυτό την δόξα, που δόθηκε στην ανθρώπινη φύσι του. Ω δόξες! ω λαμπρότητες! ω μεγαλεία της Αναστάσεως του Κυρίου! Πραγματικά «αυτή είναι η ημέρα, την οποία δημιούργησε ο Κύριος». Διότι την δεύτερη και τρίτη ημέρα δημιούργησε το πρωτόγονο εκείνο φως και την τέταρτη, πέμπτη, έκτη και έβδομη είχε το φως ο ήλιος που τον δημιούργησε την τέταρτη μέρα. Την Κυριακή, που είναι και η πρώτη μέρα, την δημιούργησε ο Κύριος από την ανυπαρξία στην ύπαρξι μόνος και άμεσα και κατά την κοσμογενεσία, (γιατί σύμφωνα με τους θεολόγους το φως της πρώτης ημέρας δεν άρχισε από το πρωί αλλά από το μεσημέρι), και τώρα πάλι μόνος ο νοητός Ήλιος Χριστός την δημιούργησε, όταν αναστήθηκε από το μνήμα σαν από ορίζοντα· και αυτή η Κυριακή τώρα, βέβαια, είναι εικόνα του μέλλοντος αιώνος· ενώ τότε θα είναι αυτός ο ίδιος ο όγδοος αιώνας [Και τα δυο αυτά τα βεβαιώνει ο μέγας Βασίλειος· διότι απορώντας ο άγιος γιατί ο Μωυσής ωνόμασε την Κυριακή μία και όχι πρώτη, λέγει· «Θέλοντας λοιπόν, να ελκύση τον νου μας προς την μέλλουσα ζωή, ωνόμασε μία την εικόνα του μέλλοντος αιώνος την απαρχή των ημερών, την συνομίληκη του φωτός, την αγία Κυριακή· αυτήν που έχει τιμηθή με την Ανάστασι του Κυρίου. Λέγει. «Εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί ημέρα μία» (ομιλ. β’ εις την Εξαήμερον). Το ότι η Κυριακή πρόκειται να είναι αυτός ο όγδοος αιώνας λέει πάλι εκεί ο ίδιος ο μέγας Βασίλειος· «Επειδή, ο λόγος γνωρίζει, ότι η ημέρα εκείνη πρόκειται να είναι ανέσπερη και αδιάδοχη και ατέλειωτη, την οποία και ο ψαλμωδός την ωνόμασε όγδοη, γιατί βρίσκεται έξω από τον εβδομαδιαίο κύκλο, τότε είτε την αναφέρεις ως ημέρα είτε ως αιώνα, την ίδια έννοια έχει» (ό. π.). Σχεδόν τα ίδια λενε για την Κυριακή και ο θεολόγος Γρηγόριος στην Πεντηκοστή και ο Νύσσης και ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την επιγραφή του 6ου ψαλμού υπέρ της ογδόης. Και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος “στην Καινή Κυριακή”. Γι’ αυτό και η Εκκλησία του Χριστού, όλη την διακαινήσιμη εβδομάδα την υπολογίζει ως μία ημέρα της λαμπροφόρου Κυριακής, για να δείξη με αυτό, ότι όλος ο εβδοματικός αυτός αιώνας της παρούσας ζωής πρόκειται να γίνη μία ημέρα, η όγδοη και Κυριακή, που θα είναι ο όγδοος εκείνος αιώνας της μέλλουσας ζωής· διότι κατά το μεσονύκτιο της Κυριακής πρόκειται να γίνη η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και να έλθη ο Χριστός,ο άδυτος ήλιος της δικαιοσύνης, όπως αναφέρουν οι θεοφόροι Πατέρες. Λοιπόν, εκείνη η Κυριακή, αφού δεχθή για μία φορά το φως από τις ακτίνες εκείνου του ήλιου, δεν θα έχη πλέον εσπέρας αλλά θα είναι μία ανέσπερη ημέρα και αδιάδοχη στους αιώνες των αιώνων]. Πραγματικά! «Ας αναστηθή ο Θεός και ας διασκορπισθούν οι εχθροί του» (Ψαλμ. 117, 23)· οι εχθροί του δαίμονες· ο εχθρός του θάνατος· ο εχθρός του η αμαρτία· ο εχθρός του άδης· οι εχθροί του Ιουδαίοι που τον σταύρωσαν και τον μισούν. Πράγματι κινδύνευε το καράβι να πνίγη και δεν μπορούσε να συνεχίση να ταξιδεύη, μέχρι που ο Ιωνάς ρίχθηκε στην θάλασσα και τον κατάπιε το κήτος. Καράβι είναι ο κόσμος που δεν μπορούσε να προχωρήση στο αγαθό·θάλασσα είναι τα πάθη και οι θλίψεις του κόσμου·Ιωνάς ο Χριστός·κήτος ήταν ο θάνατος και ο άδης. Ρίχθηκε ο Χριστός στην θάλασσα και τα πάθη· τον κατάπιε ο θάνατος και ο άδης· και επειδή η ζωοποιός θεότητα δεν χωρίσθηκε ούτε από το νεκρό σώμα, που βρισκόταν στον τάφο, ούτε από την ψυχή που κατέβηκε στον άδη, γι’ αυτό νέκρωσε και τον θάνατο, νέκρωσε και τον άδη και αναστήθηκε τριήμερος και έτσι ο κόσμος που κινδύνευε σώθηκε· «Όπως ο Ιωνάς ήταν στην κοιλιά του κήτους τρεις μέρες και τρεις νύχτες, έτσι θα είναι και ο Υιός του ανθρώπου στην καρδιά της γης τρεις μέρες και τρεις νύχτες» (Ματθ. 12, 40).
Τώρα εσύ, αδελφέ, μπορείς να μελετήσης αυτές τις αλήθειες και να μη γεμίση η καρδιά σου από χαρά για την υπέρτατη ευδαιμονία και δόξα, στην οποία βλέπεις ότι έφθασε ο Λυτρωτής σου με την Ανάστασι όχι μόνον κατά την ψυχή αλλά και κατά το πανάγιο σώμα του; Γι’ αυτό επιθύμησε, λοιπόν, ν’ απολαύσης όλες τις χάρες των αγγέλων και όλων των αγίων, που συναναστήθηκαν σήμερα και ελευθερώθηκαν από τον άδη, για να συγχαρής μαζί τους τον αναστάντα Δεσπότη και για να ευφρανθής με όλη σου την καρδιά για την καινούργια αυτή χαρά και δόξα και νίκη του, στοχαζόμενος πως η δική του χαρά είναι και χαρά δική σου· η δική του δόξα είναι και δόξα δική σου· και η δική του νίκη είναι και νίκη δική σου· και γενικά, όσα προνόμια και αξιώματα έλαβε αυτός με την Ανάστασί του, όλα γίνονται και δικά σου με την πίστι και την θερμή σου αγάπη προς αυτόν. Δικά του ως κεφαλής που είναι· δικά σου ως μέλους που είσαι· εκείνου ως πατέρα· και δικά σου ως υιού· εκείνου ως αρχιστράτηγου και βασιλιά και δικά σου ως στρατιώτη και υποτακτικού του βασιλιά· εκείνου αγαπώμενου και εσένα ως αγαπώντα, επειδή η αγάπη έχει φυσικό ιδίωμα να κάνη κοινά τα των φίλων, σύμφωνα με την παροιμία: «Τα των φίλων κοινά». Και όπως χθες και προχθές γίνατε κοινωνοί στα πάθη και στην θλίψι του Κυρίου με την πίστι και την αγάπη, έτσι και σήμερα, είναι δίκαιο να γίνετε κοινωνοί στην χαρά, στην δόξα και στην Ανάστασί του· «Κατά το μέτρο που γίνεσθε κοινωνοί των παθημάτων του Χριστού, να χαίρεσθε, για να αισθανθήτε χαρά και αγαλλίασι και όταν αποκαλυφθή η δόξα του» (Α’ Πέτρ. 4,13).
Και αν ο Αβραάμ, τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, είδε αυτή την ημέρα της Αναστάσεως του Σωτήρα και χάρηκε, όταν έλαβε ζωντανό τον γυιο του, όπως είπε ο Κύριος· «Ο Αβραάμ, ο πατέρας σας αισθάνθηκε αγαλλίασι, διότι περίμενε να δη την ημέρα μου και την είδε και χάρηκε» (Ιω. 8, 56)· πώς λοιπόν, εσύ, αδελφέ, να μη χαρής σ’ αυτή την ημέρα του Κυρίου, κατά την οποία η φθορά μεταβλήθηκε σε αφθαρσία, ο θάνατος σε ζωή, ο ακάνθινος στέφανος σε ρόδα και άνθη, ο κάλαμος, η λόγχη, τα καρφιά, ο σταυρός και τα λοιπά όργανα του πάθους και της ατιμίας έγιναν όργανα δόξης και απαθείας; Πώς να μη ευφρανθής αυτήν την ημέρα, κατά την οποία οι άγγελοι στον ουρανό αγάλλονται απολαμβάνοντας και αυτοί με την Ανάστασι την σωτηρία; δηλαδή την τέλεια ατρεψία και ακινησία προς το κακό, την οποία δεν είχαν προηγουμένως, όπως μαρτυρεί ο Θεολόγος Γρηγόριος στον λόγο του στο Πάσχα λέγοντας· «Σήμερα σωτηρία στον κόσμο, και όσος ορατός και όσος αόρατος»· και ο σχολιαστής του Νικήτας [Τα λόγια του σοφού Νικήτα είναι τα εξής· «Οι άγγελοι όντας δυσκίνητοι προς το κακό αλλ’ όχι ακίνητοι, μετά την Ανάστασι του Χριστού έγιναν, λοιπόν, και ακίνητοι, όχι από την φύσι, αλλά με την χάρι του Θεού· η ατρεψία τους είναι η σωτηρία τους, διότι δεν φοβούνται πλέον την μεταβολή προς το χειρότερο και την καταστροφή, που προέρχεται από αυτήν. Ακίνητοι, όμως, έγιναν οι Άγγελοι προς το κακό μετά την Ανάστασι, επειδή και έμπρακτα έμαθαν από τον Δεσπότη Χριστό την ταπείνωσι, ο οποίος ταπεινώθηκε όχι μόνο επειδή έγινε άνθρωπος, αλλά κυρίως επειδή καταδέχθηκε να πλένη τα πόδια των μαθητών του και έγινε υπήκοος μέχρι των παθών και του σταυρικού θανάτου και της ταφής». Γι’ αυτό και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος είπε· «Από εδώ οι άγγελοι δέχθηκαν την ατρεψία, έμπρακτα μαθαίνοντας από τον Κύριο, ότι δρόμος, που οδηγεί στον ουρανό και μας κάνει όμοιους με τον Θεό, δεν είναι η έπαρσις, αλλά η ταπείνωσις» (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν)] ερμηνεύει· Οι προπάτορες στον άδη ευφραίνονται, όσοι είναι στα μνήματα ανασταίνονται, οι Απόστολοι στην γη χαίρονται και ο άδης ο ίδιος πανηγυρίζει μαζί με όλα τα επίγεια και τα επουράνια και άλλο δεν ακούγεται σε κάθε μέρος παρά το «Χριστός ανέστη». Πώς εσύ να μη χαίρεσαι αυτήν την ημέρα της χαράς που είναι των «εορτών εορτή και πανήγυρις των πανηγύρεων», κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο; Άνοιξι της Εκκλησίας ανάμεσα στις εποχές· ήλιος ανάμεσα στ’ άστρα, χρυσός ανάμεσα στα μέταλλα και βασίλισσα των ημερών μεταξύ όλων των ημερών του χρόνου; Γνώριζε ότι, αν δεν χαρής πνευματικά σε όλα αυτά τα υπερφυσικά χαρίσματα της Αναστάσεως του Χριστού, είναι κακό σημάδι για σένα ότι δεν αγαπάς τον αναστάντα Χριστό και άρα δεν είσαι αληθινός χριστιανός αλλά ξένος και αλλότριος του Χριστού, διότι δεν συγχαίρεις στην χαρά και την δόξα του Κυρίου σου.
Γι’ αυτό, αδελφέ, άναψε στην καρδιά σου μία φλόγα αγάπης προς τον αναστάντα Χριστό, ευφραινόμενος στην ευτυχία και στο δικό του καλό περισσότερο, απ’ όσο θα ευφραινόσουν, αν ήταν δικό σου. Και επειδή σήμερα έγιναν καινούργια όλα, τα πάντα, όπως λέγει ο Παύλος· «Τα αρχαία πέρασαν, έχουν γίνει όλα καινούργια» (Β’ Κορ. 5, 17)· καινούργιος ο τάφος· καινούργια τα σινδόνια· καινούργια η Ανάστασις του Κυρίου· καινούργιοι oι αναστάντες προπάτορες και δίκαιοι· καινούργιος ο ουρανός· καινούργια η γη· ψάλλε και συ, λοιπόν, καινούργια άσματα, όπως σε προστάζει ο Δαβίδ· «Ψάλατε στον Κύριο καινούργιο τραγούδι» (Ψαλμ. 149, 1). Και συλλογίζου καινούργιους λογισμούς· κάνε έργα καινούργια· ζήσε ζωή καινούργια και αντάξια της καινούργιας Αναστάσεως του Χριστού·εσύ όταν βαπτίσθηκες συμπέθανες και συντάφηκες μαζί με τον Χριστό στην αγία κολυμβήθρα και συναναστήθηκες μαζί του και υποσχέθηκες να ζήσης μία καινούργια ζωή, όπως λέει ο Παύλος· «Με το βάπτισμα έχουμε ταφή μαζί του στον θάνατο ώστε, όπως ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς με την δόξα του Πατέρα, έτσι και εμείς να ζήσουμε μία νέα ζωή» (Ρωμ. 6, 4). Πρέπει να ντραπής που μέχρι τώρα παρέβαινες την υπόσχεσι αυτή κι έζησες μία ζωή παλιά και διεφθαρμένη· και αποφάσισε από σήμερα και στο εξής να ανακαινίσης την πρώτη εκείνη υπόσχεσι, που έδωσες στο άγιο βάπτισμα και να ζήσης μία άλλη, καινούργια ζωή· όχι με διασκεδάσεις και ξεφαντώματα και χορούς και τραγούδια· όχι με φιληδονίες και φιλοδοξίες· όχι με φιλαργυρίες και άλλες αμαρτίες· διότι αυτά είναι της παλιάς ζωής και του ανθρώπου, πουαπέβαλες στο άγιο Βάπτισμα και, όποιος τα κάνει αυτά, θα πεθάνη· «Διότι, εάν ζήτε κάτω από την εξουσία της σάρκας θα πεθάνετε» (Ρωμ. 8, 13). Αλλά με την παρθενία και την αφθαρσία του σώματος· με την καθαρότητα και απάθεια της ψυχής· με την πνευματική γνώσι και θεωρία του νου και με τις υπόλοιπες αρετές που δίνουν ζωή, και με καλά έργα, τα οποία είναι γνωρίσματα της νέας ζωής του καινούργιου ανθρώπου και της αναστάσεως του Χριστού, ο οποίος αφού αναστήθηκε έζησε μία νέα ζωή, ελεύθερη μέχρι και από τα αδιάβλητα πάθη της ανθρωπίνης φύσεως όπως η πείνα, η δίψα, το ψύχος και τα λοιπά, έτσι κι εσύ, αφού με την πίστι αναστήθηκες με τον Χριστό, οφείλεις να ζης ελεύθερος τουλάχιστον από τα διαβλητά πάθη και αμαρτίες και να διατηρής καθαρή αυτή τη νέα ζωή που σου χάρισε ο Χριστός·και μη σε πλανήση ο διάβολος λέγοντάς σου αυτές τις άγιες ημέρες· “τώρα είναι ανάστασις και λαμπρή· φάγε, πιες διασκέδαζε, ξεφάντωνε”. Διότι λέει ο ιερός Χρυσόστομος ότι, μολονότι πέρασε ο καιρός της νηστείας, ο καιρός όμως της εγκράτειας είναι πάντοτε μαζί μας και μάλιστα διότι η Αγία Πεντηκοστή ακολουθεί και μας αναμένει και μας προσμένει και πρέπει τις ημέρες αυτές να καθαριζώμαστε, για να δεχθούμε στην ψυχή μας την έλευσι και την χάρι του Αγίου Πνεύματος· διότι έτσι ψάλλει και η Εκκλησία μας· «Αφού διδαχθήκαμε από τον Χριστό νέο και καινούργιο τρόπο ζωής ας τον διατηρήσουμε μέχρι τέλους, ιδιαίτερα, όμως ας φροντίσουμε, να απολαύσουμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος». Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος είπε· «Πώς θα μας υποδεχθή η Πεντηκοστή, όταν με τέτοιο τρόπο περιφρονήθηκε η εορτή του Πάσχα; Την Πεντηκοστή έγινε σε όλους φανερή η αρχή και η επιδημία του Αγίου Πνεύματος· εσύ, όμως, πρόλαβες και έκανες τον εαυτό σου κατοικητήριο του αντίθετου πνεύματος, έγινες ναός ειδώλων, αντί να γίνης ναός του Θεού με την ενοίκησι του Αγίου Πνεύματος, και επέσυρες έτσι την κατάρα του Προφήτη, που είπε από μέρους του Θεού· “Θα μεταστρέψω τις εορτές τους σε πένθος” (Αμώς 6, 16)». (Στο τέλος του λόγου κατά μεθυόντων). Ευχαρίστησε τον Κύριο για τα χαρίσματα, που σου έδωσε μέσα από την Ανάστασί του και ιδιαίτερα διότι με την ανάστασί του σε έκανε καινούργιο αντί παλιό· «Εάν κανείς είναι ενωμένος με τον Χριστό, αυτός είναι καινούργια κτίσις» (Β’ Κορ. 5, 17). Και επειδή, σύμφωνα με τους νηπτικούς και θεόσοφους Πατέρες τρεις είναι οι αναστάσεις που ενεργούνται μυστικά και ηθικά στον άνθρωπο, η μία του σώματος, η άλλη της ψυχής και η άλλη του νου [Μη απορήσης, αναγνώστα, αν λέμε εδώ τρεις αναστάσεις, ενώ στον επόμενο συλλογισμό της Μελέτης αυτής αναφέρουμε δύο αναστάσεις, ψυχής και σώματος· διότι αυτές σε δυο συμπεριλαμβάνονται, της ψυχής και του νου, επειδή ο νους με την επίνοια ξεχωρίζει από την ψυχή]·η μία της αρετής που κατορθώνεται με την πρακτική φιλοσοφία, η άλλη του λόγου, που κατορθώνεται με την θεωρία των όντων και την πνευματική γνώσι και η άλλη της υπέρλογης σιγής που κατορθώνεται με την αρπαγή προς τον Θεό. Παρακάλεσε τον Κύριο, που αναστήθηκε σήμερα, να ενεργήση και σε σένα με την χάρι του τις τρεις αυτές αναστάσεις και να ζωοποιήση το σώμα σου, που νεκρώθηκε από την εμπάθεια, την ψυχή σου, που νεκρώθηκε από την ηδυπάθεια, και τον νου σου, που νεκρώθηκε από την προσπάθεια· και έτσι, αφού ζωοποιήση αυτά τα τρία μέρη με την απάθεια, να σε αξιώση να αναστηθής από εδώ μαζί με αυτόν όχι μόνο με την απλή πίστι, αλλά με την πείρα και με την νοερή αίσθησι, ώστε να λες αληθινά και όχι με τα λόγια μόνο το· «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον»· και να βασιλεύη και να ζη ο Χριστός μόνο μέσα σου κι εσύ αντίστροφα να βασιλεύεσαι και να ζης μόνο μέσα στον Χριστό, σύμφωνα με την παραγγελία που σου δίνει ο Απόστολος· «Ώστε εκείνοι που ζουν, να μη ζουν πλέον για τον εαυτό τους αλλά για εκείνον που πέθανε γι’ αυτούς και αναστήθηκε» (Β’ Κορ. 5, 15).
Β’
Σκέψου, αγαπητέ, ότι κατά δεύτερο λόγο έχουμε χρέος να συγχαρούμε με την Παναγία Παρθένο, που, όταν είδε τον Υιό και Θεό της ότι αναστήθηκε, γέμισε αμέσως από τόση μεγάλη χαρά, όσο μεγάλη ήταν και η προηγούμενη θλίψις που δοκίμασε στα πάθη του. Οι πόνοι και οι θλίψεις της μετριούνται με την γνώσι, που είχε για την αμέτρητη αξία του σαρκωμένου Λόγου, και από την αγάπη που είχε προς αυτόν, όχι μόνο ως Θεό μαζί και γέννημα των σπλάγχνων της, αλλά ως μονογενή Υιό της και επειδή αυτή μόνη ήταν μητέρα του χωρίς πατέρα, θέματα τα οποία δεν άφηναν την αγάπη της να μοιρασθή σε άλλα πράγματα, αλλά την πολλαπλασίαζαν μόνο στον γλυκό της Υιό. Έτσι, επειδή τον γνώριζε περισσότερο, τον αγαπούσε και περισσότερο από όσο τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν όλοι οι άγγελοι στον ουρανό· έτσι επόμενο είναι να πούμε ότι η Παναγία Παρθένος έπαθε στο πάθος του Υιού της περισσότερο από όσο έπαθαν όλα μαζί τα κτίσματα· και ότι η λύπη της δεν βρίσκει άλλη παρόμοια για να συγκριθή, παρά μόνο την λύπη, που δοκίμασε ο αγαπημένος της Ιησούς· «Και την δική σου την ψυχή, θα την διαπεράση ρομφαία» (Λουκ. 2, 35). Αφού όμως αυτή πρώτη πήγε κατά το μεσονύκτιο, για να δη τον τάφο του Υιού της· και αφού γι’ αυτή και μόνη έγινε ο σεισμός και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο συνήθης διακονητής και τροφέας και ευαγγελιστής της [Ότι ο θείος Γαβριήλ ήταν αυτός, που κατέβηκε από τον ουρανό και αποκύλισε τον μεγάλο λίθο από την πόρτα του μνημείου του Κυρίου, το αναφέρουν πολλά ασματικά τροπάρια της Εκκλησίας], κατέβηκε από τους ουρανούς και κύλησε την πέτρα από την πόρτα του τάφου και καθόταν πάνω σ’ αυτήν σαν αστραπή και με μορφή ολόλευκη σαν το χιόνι· «Άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό, πλησίασε και κύλισε τον λίθο από την πόρτα του μνήματος και καθόταν πάνω του. Το πρόσωπό του ήταν σαν αστραπή και το ένδυμά του λευκό σαν χιόνι» (Ματθ. 28, 2-3). Αφού, λέω, κατέβηκε ο θείος Γαβριήλ, ω, πώς μεταβλήθηκε αμέσως σε υπερβολική χαρά η υπερβολική της λύπη! ω, πόσο αγαλλίασε το πνεύμα της όταν είδε ότι γι’ αυτή μόνο ανοίχθηκε ο τάφος του Υιού της; (Γιατί όπως για την Θεοτόκο ανοίχθηκαν στους ανθρώπους τα ουράνια και τα επίγεια, έτσι και για την Θεοτόκο ανοίχθηκε ο ζωοποιός τάφος του Κυρίου) καθώς λέει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος· «Εγώ πάντως νομίζω ότι γι’ αυτήν πρώτα ανοίχθηκε εκείνος ο ζωηφόρος τάφος· διότι γι’ αυτήν πρώτη και μέσω αυτής όλα ανοίχθηκαν σ’ εμάς, όσα βρίσκονται πάνω στον ουρανό και όσα βρίσκονται κάτω στη γη» (Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων). Και όταν πρώτη αυτή είδε την Ανάστασι του Υιού της, ω! πόσο χάρηκε, όταν πλησιάζοντας στον αγαπητό της Ιησού έπιασε με απόλυτη ευλάβεια και αγάπη τα άγια πόδια του και τα προσκύνησε! Και όταν είδε ότι είναι γεμάτα από θείο φως και από το φως της Αναστάσεως τα μέλη του γλυκύτατου Υιού της, που πριν από λίγο ήταν όλα καταξεσχισμένα· όλα άτιμα και άμορφα! Ιδιαίτερα, όμως πόσο χάρηκε, όταν άκουσε από το θεϊκό στόμα του Υιού της τον χαροποιό εκείνο λόγο, που της είπε το χαίρε. Μολονότι και ο ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει, ότι ήταν μαζί της και η Μαγδαληνή Μαρία και έπιασε και αυτή τα πόδια του Κυρίου και άκουσε και αυτή το χαίρε, με σκοπό να μη αμφισβητήται η Ανάστασις του Κυρίου, αν μαρτυρείτο μόνο από την Παναγία Μητέρα του, λόγω της φυσικής συγγένειας όπως το αποδεικνύει ισχυρά ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων). Και, λοιπόν, ποιος νους μπορεί να καταλάβη τι είδος τελειότητα αγάπης και χαράς υπήρξε μεταξύ της Θεοτόκου και του Χριστού, μεταξύ μίας τέτοιας Μητέρας και ενός τέτοιου Υιού;
Έτσι, αν η Θεοτόκος είναι φυσική Μητέρα του Χριστού και θετή και πνευματική μητέρα όλων των χριστιανών και τέτοια μητέρα, ώστε, όπως ο Χριστός μας παραγγέλλει να μη ονομάσουμε πατέρα στην γη, επειδή κυρίως ένας είναι ο πατέρας μας, ο επουράνιος· «Και κανένα μη ονομάσετε πατέρα σας στην γη, διότι ένας είναι ο Πατέρας σας εκείνος που είναι στους ουρανούς» (Ματθ. 23, 9)· έτσι ακριβώς έχουμε δίκαιο να πούμε ότι και εμείς άλλη κυρίως μητέρα δεν έχουμε, παρά μόνο την Θεοτόκο. Αν, λέω, η Θεοτόκος είναι η μητέρα των χριστιανών, οφείλεις και συ, αδελφέ, ως χριστιανός και υιός της Παρθένου να χαρής μαζί της σ’ αυτή την μεγάλη χαρά της· διότι, αν στον καιρό της τόσης ευτυχίας της δεν χαρής μαζί με την Παναγία, σίγουρα θα φανής ανάξιος της αγάπης της. Και αν φανής ανάξιος της αγάπης της, θα φανής και ανάξιος να γίνης δεκτός κάτω από την σκέπη της· κι αν αυτή, η μητέρα όλων μας, δεν σε δεχθή κάτω από την σκέπη της, αλλοίμονο σε σένα! Ποια ελπίδα θα απομείνη για την σωτηρία σου; Επειδή αυτή είναι η μητέρα της ελεημοσύνης και μέσα από τα χέρια της περνούν όλες οι χάρες του Θεού, τόσο στον ουρανό, όσο και στην γη, τόσο στους αγγέλους όσο και στους ανθρώπους· διότι αυτή, αφού έγινε μεθόριο μεταξύ του Θεού και των κτισμάτων, δέχεται από την Τρισήλια Θεαρχία όλες τις υπερφυσικές δωρεές και τα χαρίσματα και τα μεταδίδει σαν πολύ φιλάνθρωπη βασίλισσα σ’ όλες τις τάξεις των αγγέλων και των ανθρώπων, ανάλογα με την αγάπη που έχουν προς αυτήν· αυτή, λοιπόν, είναι και ο ταμιούχος αλλά ταυτόχρονα και χορηγός του πλούτου της θεότητας και χωρίς την μεσιτεία της δεν μπορεί να πλησιάση κανείς τον Θεό, ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος όπως αναφέρει υπέροχα γι’ αυτήν ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος στον α’ λόγο των Εισοδίων [Τα λόγια του ιερού Πατέρα είναι τα εξης· «… Μόνο αυτή είναι μεθόριο της κτιστής και άκτιστης φύσεως και κανείς δεν θα μπορούσε να έλθη προς τον Θεό, παρά μόνο μέσω αυτής και του μεσίτη που προήλθε από αυτήν και κανένα από τα χαρίσματα του Θεού δεν θα δινόταν στους αγγέλους και στους ανθρώπους παρά μέσω αυτής». Και πάλι· «Κάθε πρόοδος θείας φωτοφάνειας και κάθε αποκάλυψις θείων μυστηρίων και κάθε ιδέα πνευματικών χαρισμάτων χωρίς αυτήν είναι για όλους αδύνατη. Αυτή, δεχόμενη πρώτη το πλήρωμα του πληρούντος τα σύμπαντα, το καθιστά χωρητό σε όλους κατανέμοντας στον καθένα κατά την δύναμί του, σύμφωνα με την αναλογία και το μέτρο της καθαρότητάς του, ώστε αυτή να είναι ταμείο και πρύτανις του πλούτου της θεότητας» (Λόγος ΛΖ’ Εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου). «Και προς αυτήν προσβλέπουν και σ’ αυτήν έχουν πεποίθησι οι ανώτατες χερουβικές ιεραρχίες, και γενικά σε όλους και σε όλες κατά το μέτρο του απαθούς και θείου πόθου προς αυτήν και του αΰλου και ατελεύτητου έρωτα θα επακολουθήση και η στάσις και η καθαρότητα του θείου φωτισμού» (Λόγος ΝΓ’ εις την Είσοδον… της Θεοτόκου)]. Γι’ αυτό και ο Κύριος θέλησε οι πρεσβείες της Θεοτόκου να είναι νόμοι απαράβατοι και να δέχωνται το έλεος και την ευσπλαγχνία του για όσους εκείνη πρεσβεύει· «Το στόμα της ανοίγει σοφά και όπως αρμόζει, ενώ η ελεημοσύνη ανέστησε τα τέκνα της και πλούτησαν» (Παροιμ. 29, 28). Και ο άγιος Γερμανός λέγει· «Δεν πρόκειται ποτέ να σε παρακούση· επειδή πειθαρχεί σε όλα και για όλα ως Θεός, επειδή είσαι η αληθινή άχραντη Μητέρα του» (Λόγ. εις την Κοίμησιν). Να χαίρεσαι, λοιπόν, με όλη σου την καρδιά μαζί με αυτήν την Δέσποινα του ουρανού και της γης της χαράς το δοχείο· επειδή σ’ αυτήν πρώτη δόθηκε η χαρά και πριν από την Ανάστασι στον Ευαγγελισμό της και μετά την Ανάστασι, σήμερα. Να χαίρεσαι μαζί με την Θεοτόκο, όπως χαίρεται μαζί της και όλη η Εκκλησία του Χριστού σε αμέτρητα μέρη των ασματικών τροπαρίων της ψάλλοντάς της χαρμόσυνα και πανηγυρικά, άλλοτε: «Ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, αγνή Παρθένε, χαίρε και πάλιν ερώ χαίρε· ο σος υιός ανέστη τριήμερος εκ τάφου»· άλλοτε πάλι· «Εσύ αγνή Θεοτόκε να χαίρεσαι κατά την έγερσι του τόκου σου», άλλοτε πάλι· «Βλέποντας αναστημένο τον Υιό σου και Θεό σου να χαίρεσαι, Θεοχαρίτωτε, αγνή, με τους Αποστόλους»· και άλλοτε πάλι· «Αυτή που σαν Μητέρα πόνεσε στο πάθος σου περισσότερο από όλους, έπρεπε και κατά την δόξα της ανθρωπίνης φύσεώς σου να απολαύση υπερβολική χαρά». Τι λέω; Να χαίρεσαι μαζί με την Θεοτόκο, όπωςχαίρεται μαζί της και όλη η άλογη και αναίσθητη κτίσις και χαίρεται στην Ανάστασι του Υιού της και της προσφέρει ως δώρα όλα τα καλλίτερα και εξαιρετικά δώρα και χάρες της γλυκυτάτης ανοίξεως. Και δεν βλέπεις μόνος με τα μάτια σου, ότι τώρα ο ουρανός είναι καθαρώτερος; ότι ο κύκλος της σελήνης είναι λαμπρότερος και αργυροειδέστερος και όλος ο χορός των αστέρων φαίνεται καθαρώτερος; Δεν βλέπεις ότι τώρα η γη είναι στεφανωμένη με τα πολυποίκιλά της χορτάρια, με τα ανοιγμένα διάφορα δένδρα της και με τα ποικιλόχρωμα και ευωδέστατα άνθη και ρόδα της, που άλλα βγήκαν τελείως από τους κάλυκές τους και δείχνουν σε όσους τα βλέπουν την ροδόπνοη χάρι τους, ενώ άλλα βγήκαν λίγο και άλλα ακόμη είναι κλεισμένα στους κάλυκές τους σαν σε νυφικό θάλαμο; Δεν ακούς με τα αυτιά σου την συμφωνία και την εναρμόνια μουσική, που τώρα μελωδούν με τις γλυκύτατες φωνές τους πάνω στα χρυσοπράσινα και πυκνόφυλλα δέντρα τα αηδόνια, τα χελιδόνια, τα τρυγόνια, τα κοτσύφια, οι κούκοι, οι πέρδικες, οι κίσσες, οι φάσσες, οι σπίνοι και όλα τα ωδικά όρνια και πουλιά και πως συναγωνίζονται να νικήσουν το ένα το άλλο με τα ποικιλόφθογγα και γοργογλυκόστροφα κελαηδήματά τους; Και ότι κατασκευάζουν με τόση τέχνη τις φωλιές τους και τα μεν θηλυκά κάθονται και ζεσταίνουν τα αυγά μέσα σ’ αυτές, ενώ τα αρσενικά πετούν τριγύρω και κελαηδούν γλυκύτατα; Δεν βλέπεις ότι τώρα οι βρύσες τρέχουν καθαρώτερα; ότι οι ποταμοί ελεύθεροι από τους χειμωνιάτικους πάγους τρέχουν πλουσιώτερα και ποτίζουν, από όπου περνούν, το πρόσωπο της γης; Ότι τα περιβόλια ευωδιάζουν; Ότι το χορτάρι κόβεται; Ότι τα μικρά και τρυφερά αρνάκια πηδούν και χορεύουν πάνω στους χλοηφόρους κάμπους και τα χωράφια; Δεν βλέπεις ότι οι φιλόπονες μέλισσες βγαίνοντας τώρα από τις κυψέλες τους βομβούν γλυκύτατα και πετούν τριγύρω από τους λειμώνες και τα περιβόλια και κλέβουν τα άνθη και πλάθουν τις κηρήθρες τους, τοποθετώντας τις ευθείες γραμμές απέναντι στις γωνίες για μεγαλύτερη ασφάλεια και ομορφιά συγχρόνως του έργου τους και κατασκευάζουν το γλυκύτατο μέλι; Δεν βλέπεις ότι τώρα ησυχάζουν οι άνεμοι; Ότι πνέουν οι γλυκιές αύρες του ζέφυρου; Ότι η θάλασσα είναι γαλήνια και ήρεμη· ότι οι ναύτες ταξιδεύουν άφοβα και ότι τα δελφίνια συνταξιδεύουν με τα πλοία φυσώντας και κολυμπώντας πάρα πολύ όμορφα και ξεπροβοδίζουν τους ναύτες με ευθυμία; Δεν βλέπεις ότι τώρα οι γεωργοί ζέβοντας τα βόδια και οργώνοντας την γη με το άροτρο είναι γεμάτοι χαρά με τις καλές ελπίδες των καρπών; Ότι οι ποιμένες και οι βοσκοί κατασκευάζοντας φλογέρες και σουραύλια περνούν την άνοιξι μέσα στα δένδρα και ότι οι ψαράδες ρίχνοντας τα δίχτυα και τους γρίπους στην θάλασσα τα βγάζουν τώρα γεμάτα ψάρια; Δεν βλέπεις ότι τώρα όλα τα ορατά κτίσματα, όπου κι αν γυρίσης να δης είναι τερπνά, ευωδιαστά, δροσερά, πολύ χαρούμενα και ευφρόσυνα ευχαριστώντας τις πέντε αισθήσεις του σώματος; Και ότι φαίνονται σαν να αναστήθηκαν και αυτά μαζί με τον Χριστό και να ζωντάνεψαν, ενώ προηγουμένως ήταν σαν νεκρωμένα και θαμμένα από την ψύχρα και δριμύτητα του χειμώνα; Και, για να μιλήσω με συντομία, να χαίρεσαι και εσύ, αδελφέ, με την Θεοτόκο, όπως χάρηκαν μαζί της και οι θείες Μυροφόρες, η Μαγδαληνή Μαρία, η Σαλώμη και η Ιωάννα. Γιατί, μπορείς αν θέλης να γίνης και συ στην ψυχή σαν αυτές, όπως σε παρακινεί ο Θεολόγος Γρηγόριος στον λόγο του “Εις το Πάσχα” λέγοντας· «Και αν είσαι κάποια Μαρία ή Σαλώμη ή Ιωάννα, δάκρυσε κατά τα χαράματα, δες πρώτη τον λίθο κυλισμένο, ίσως και τους αγγέλους και τον ίδιο τον Ιησού»· εδώ ο σχολιαστής Νικήτας λέγει· «Μαρία Μαγδαληνή είναι κάθε ψυχή πρακτική, που καθαρίσθηκε με τον λόγο των ευαγγελικών εντολών, σαν από δαιμόνια, από την προσκόλλησι στα γήϊνα της εβδοματικής αυτής ζωής. Σαλώμη, που ερμηνεύεται ειρήνη, είναι η ψυχή εκείνη, που θα νικήση τα πάθη, και θα υποτάξη το σώμα στην ψυχή και με την θεωρία των πνευματικών νοημάτων θα αποκτήση την γνώσι των όντων και γι’ αυτό θα κατέχη την τέλεια ειρήνη. Ιωάννα πάλι, ερμηνεύεται περιστερά, και είναι η ψυχή εκείνη η άκακη και πολύ καρποφόρα στις αρετές που με την πραότητα απέβαλε κάθε πάθος και είναι θερμή στο να γεννά τα πνευματικά νοήματα με γνώσι και διάκρισι. Αν γίνη τέτοια η ψυχή σου, αγαπητέ, πήγαινε σαν τις μυροφόρες με προθυμία και γρηγοράδα (γιατί ο όρθρος δηλώνει προθυμία και ταχύτητα) στον τάφο, δηλαδή στο βάθος όπου είναι κρυμμένος ο λόγος των επίγειων και των ουράνιων και στην δική σου καρδιά [Διότι λέει ο άγιος Μάξιμος ότι «μνημείο δεσποτικό είναι η καρδιά κάθε πιστού» (κεφ. ξα’ της α’ εκατοντ. των θεολογικών)] και ζήτησε με δάκρυα νοητά και αισθητά να μάθης αν αναστήθηκε μέσα σου ο λόγος της αρετής και της γνώσεως. Αν ζητήσης με τέτοιον τρόπο, πρώτα θα δης να φεύγη από την καρδιά σου ο λίθος, δηλαδή η πώρωσις της ασάφειας του λόγου, και αφού φύγει αυτή, θα δης τους αγγέλους, δηλαδή τις κινήσεις της συνειδήσεώς σου να σου κηρύττουν ότι αναστήθηκε μέσα σου ο λόγος της αρετής και της γνώσεως, που είχε νεκρωθή εξ αιτίας της κακίας, επειδή στην ψυχή του φαυλόβιου ανθρώπου ο λόγος δεν ενεργεί, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, είναι σαν νεκρός. Και κατόπιν θα δης και αυτόν τον ίδιο τον λόγο να σου εμφανίζεται στον νου γυμνός και χωρίς τύπους και σύμβολα και να γεμίζη από πνευματική χαρά τις νοερές δυνάμεις της ψυχής σου. Έτσι, αφού πληροφορηθής την ανάστασι του λόγου με την πρακτική, να χαίρεσαι και με την άλλη Μαρία, δηλαδή την Μητέρα του Θεού, που περιέχεται στον τύπο της θεωρητικής ζωής που αφού πρόλαβε και είδε μία φορά την Ανάστασι του Υιού της πληροφορήθηκε και ησύχασε και δεν ξαναπήγε στον τάφο σαν τις άλλες Μυροφόρες επειδή και η θεωρία προηγείται και νοεί απλά, ενώ η πράξις ακολουθεί και αποκτά την γνώσι με την πείρα [Από το παράδειγμα του Ιωάννη, που είναι τύπος της θεωρίας και του Πέτρου, που είναι τύπος της πράξεως, πίστεψέ τα αυτά. Διότι, όπως λέει το Ευαγγέλιο, οι δύο αυτοί έτρεχαν μαζί, αλλά ο Ιωάννης έφθασε νωρίτερα από τον Πέτρο· «Ο άλλος μαθητής λέει, έδραμε τάχιον του Πέτρου». Πάλι· Ο μεν Ιωάννης βλέπει «τα οθόνια κείμενα μόνα» και πιστεύει, ενώ ο Πέτρος εισέρχεται στον τάφο και περιεργάζεται τα οθόνια και το σουδάριο και τα υπόλοιπα και έτσι πιστεύει»]. Η μεγαλύτερη όμως χαρά που μπορείς να προξενήσης στην Θεοτόκο, είναι να πάρης απόφασι να νικάς κάθε στιγμή τα πάθη σου και να παρθενεύης για την αγάπη της Παρθένου· και για να γίνης άξιος να σε υπερασπίζεται και να σε έχη για παιδί της, φρόντιζε να υποτάσσεσαι και να υπηρετής όσο μπορείς περισσότερο αυτήν και τον μονογενή της Υιό και να δουλεύης και παρακάλεσέ την να σε συναριθμήση με τους ευλαβείς δούλους της και να σε αξιώση να χαίρεσαι μαζί της αιώνια στον ουρανό, ψάλλοντας σ’ αυτήν εκείνο το δαβιτικό· «Θα θυμηθώ το όνομά σου σε όλες τις γενιές· γι’ αυτό οι λαοί θα σε δοξολογήσουν στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. 44, 17).
Γ’.
Σκέψου, αγαπητέ, ότι κατά τρίτο λόγο πρέπει να χαρούμε μαζί με το σώμα μας· διότι ο Κύριος που αναστήθηκε από τους νεκρούς δεν ευχαριστήθηκε μόνο με τον τύπο του θανάτου και της αναστάσεώς του, που είναι το άγιο Βάπτισμα. Διότι το άγιο Βάπτισμα αυτά έχει ως τύπο, όπως λέει ο θείος Παύλος·«Αν ενωθήκαμε μαζί του σε έναν θάνατο σαν τον δικό του, τότε θα ενωθούμε μαζί του και σε μία ανάστασι σαν την δική του» (Ρωμ. 6, 5), δεν ευχαριστήθηκε, λέω, με τον τύπο της αναστάσεώς του να συγχωρήση το προπατορικό μόνον αμάρτημα και να αφήση την ποινή και τα αποτελέσματά του να ενεργούν, αλλά σήμερα με την πραγματική του ανάστασι εξαλείφει ακόμη και αυτήν την ποινή και το αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος που είναι ο θάνατος· «Τελευταίος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α’ Κορ. 15, 26) και έτσι με τελειότητα, ως νέος Αδάμ, σηκώνει από την μέση την αμαρτία του παλαιού Αδάμ με όλες τις ρίζες και τους κλάδους και τους καρπούς της. Διότι με την δύναμι της σημερινής αναστάσεως χαρίζει σε όλους τους ανθρώπους την ανάστασι των σωμάτων, τόσο εκείνων που πιστεύουν σ’ αυτόν, όσο και εκείνων που απιστούν. Και ως προς αυτό το σημείο είναι ανώτερο το χάρισμα του νέου Αδάμ από την αμαρτία του παλαιού Αδάμ, διότι όσοι ήταν συμμέτοχοι του αμαρτήματος εκείνου, εκείνοι πέθαναν· όσοι όμως μετέχουν στην πίστι του Χριστού, δεν ανασταίνονται μόνοι, αλλά ακόμη και όσοι δεν έγιναν μέτοχοι της πίστεως όπως λέει ο κριτικός Φώτιος ερμηνεύοντας το αποστολικό εκείνο· «Αλλά το δώρο της χάριτος δεν είναι όπως το αμάρτημα. Διότι, εάν λόγω του αμαρτήματος του ενός πέθαναν οι πολλοί, η χάρις και η δωρεά του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού, περίσσευε στους πολλούς» (Ρωμ. 5, 15)·
Και η αιτία είναι η εξής· όπως ο Κύριος ανέλαβε όλη την φύσι των ανθρώπων στην θεϊκή του υπόστασι, έτσι ανακαίνισε και όλη την φύσι, αφού ανέστησε και αυτούς τους άπιστους οι οποίοι αμάρτησαν μαζί με τον Αδάμ φυσικά και όχι προαιρετικά·επειδή, όμως δεν ήθελαν να πιστέψουν στον νέο Αδάμ, γι’ αυτό και τα σώματά τους τα οποία πρόκειται να αναστηθούν, θα έχουν μεγάλη και ασύγκριτη διαφορά με τα σώματα των πιστών, που θα αναστηθούν. Διότι εκείνα θα είναι σκληρά, βαρεία, άσχημα, άτιμα, μαύρα, σκοτεινά, ψυχρά και χοντρά και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τους πρόκειται να αυξάνουν ή να ελαττώνωνται ανάλογα με την απιστία τους και την κακία τους· ενώ αντίθετα, τα σώματα των πιστών και ορθοδόξων θα είναι μαλακά, ελαφριά, ωραία, ένδοξα, διαφανή, φωτεινά, θερμά και πνευματικά. Και όλα αυτά τα ευλογημένα χαρακτηριστικά τους πρόκειται να αυξάνουν ή να ελαττώνωνται ανάλογα με την πίστι και την αρετή τους, όπως αναφέρει γενικά για τα γνωρίσματα αυτά ο Απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους κεφ. 15, 42 λέγοντας· «Εκείνο που σπείρεται είναι φθαρτό, εκείνο που ανασταίνεται άφθαρτο. Σπέρνεται άδοξο, ανασταίνεται ένδοξο· σπέρνεται σε κατάστασι αδυναμίας, ανασταίνεται σε κατάστασι δυνάμεως· σπέρνεται σώμα φυσικό, ανασταίνεται σώμα πνευματικό».
Σκέψου, λοιπόν, αδελφέ, πόσο μας αγάπησε ο δεσπότης μας Ιησούς Χριστός ώστε δεν θέλησε να είναι αθάνατος και μακάριος κατά την ψυχή και το σώμα χωρίς εμάς, αλλά θέλησε και τα δικά μας σώματα να θριαμβεύσουν κατά του θανάτου και να ζουν πάλι μαζί μ’ αυτόν για πάντα δοξασμένα και μακάρια· «Διότι, αν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός με τον Ιησού, θα φέρη μαζί του εκείνους που κοιμήθηκαν» (Α’ Θεσσαλ. 4, 14). Επειδή με τον θάνατο και την Ανάστασί του μας έκανε άξιους για μία τέτοια ζωή και μακαριότητα, γενόμενος για χάρι μας πατέρας μας αθάνατος κι εμείς αθάνατα τέκνα του στους αιώνες των αιώνων, σύμφωνα με τον τίτλο που του έδωσε ο προφήτης «Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησ. 9, 6). Μάλιστα, θέλησε να υπηρετήση στην ανάστασί μας· όχι μόνον σαν μισθός δικός μας αλλά και σαν αρχέτυπο· ώστε το σώμα μας όταν αναστηθή, να έχη μεγάλη αναλογία και ομοιότητα συγκρινόμενο με εκείνο το δοξασμένο δικό του σώμα· «Θα μεταμορφώση το ταπεινό μας σώμα, ώστε να λάβη την ίδια μορφή προς το ένδοξο σώμα του» (Φιλιπ. 3, 21). Και όπως ο αισθητός ήλιος όταν στέλνη τις ακτίνες του σ’ ένα καθαρό καθρέφτη, ο καθρέφτης εκείνος γίνεται άλλος ήλιος, έτσι κι ο νοητός Ήλιος, ο Χριστός, στην μέλλουσα ανάστασι στέλνοντας τις ακτίνες του στα αναστημένα σώματά μας, θα τα κάνη να λάμπουν όπως άλλοι ήλιοι όμοιοί του, όπως είναι γραμμένο: «Τότε οι δίκαιοι θα λάμψουν όπως τον ήλιο στην βασιλεία του πατέρα τους» (Ματθ. 13, 43).
Ω θαυμάσιες εφευρέσεις που βρήκε ο γλυκύτατός μας Ιησούς για να μας ευεργετήση! Ω ασύγκριτα χαρίσματα, που μας χάρισε με την Ανάστασί του! Και τι άλλο μεγαλύτερο και θεοπρεπέστερο μπορούσε να μας χαρίση απ’ αυτό που μας χάρισε, δηλαδή το να δοξάση αιώνια με τόση μεγαλοπρέπεια όχι μόνο την ψυχή, αλλά και αυτό το σώμα μας; Έστω, η ψυχή είναι τελικά καθαρό πνεύμα· είναι συγγενές με τους αγγέλους και εικόνα της θεότητας· γι’ αυτό δεν φαίνεται τόσο υπερβολική αγάπη το να πάθη ο Κύριος για να την δοξάση αιώνια. Αλλά τι είδος υπερβολή αγάπης είναι αυτή, το να πάθη τόσο ένας Υιός του Θεού, για ν’ αξιώση μιας αιωνίας δόξας το σώμα μας που είναι χώμα και στάχτη; Που είναι ένα σκεύος γεμάτο από δυσωδία και ακαθαρσία και που απομακρύνθηκε μάλιστα τόσες και τόσες φορές από το θεϊκό του θέλημα με τις κακές του επιθυμίες; Αλήθεια, αν εμείς θέλαμε να καταξεσχίσουμε το σώμα μας με χίλια μαρτύρια για τον Ιησού Χριστό· αν θέλαμε να το καρφώσουμε στον σταυρό για την αγάπη του· ή, το λιγότερο, αν το κρατούσαμε καθαρό από κάθε είδους αμαρτίας και μολυσμό, πάλι δεν άξιζε το σώμα μας ν’ απολαύση στον ουρανό ένα προνόμιο τόσο υψηλό, ώστε να δοξασθή μαζί με το σώμα του Λυτρωτή μας· «Τα παθήματα του παρόντος καιρού δεν έχουν καμμία αξία συγκρινόμενα με την δόξα, που πρόκειται να αποκαλυφθή» (Ρωμ. 8, 18). Και τώρα να απολαύση αυτό το προνόμιο αυτό το σώμα, αφού πρόσβαλε τον Θεό, για να ικανοποιήση τον εαυτό του και αφού μολύνθηκε με τόσες αμαρτίες, μόνο διότι καθαρίστηκε κάπως με την μετάνοια; Αυτό εκπλήττει κάθε νου, αυτό αφήνει άφωνη κάθε γλώσσα.
Ω μακάριες λοιπόν, που είναι οι ελπίδες των χριστιανών, που αναμένουν με βεβαιότητα ν’ απολαύσουν τα σώματά τους μία τέτοια ανάστασι και δόξα! Αυτές οι ελπίδες της αναστάσεως κάνουν σήμερα να χαίρωνται οι προπάτορες και οι προφήτες. Ο Άβελ, που τον σκότωσαν· ο Νώε, που δεν πιστευόταν· αυτός που φιλοξενήθηκε στα ξένα, δηλαδή ο Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ· ο Ιώβ, που λεπρώθηκε· ο Μωυσής που διώχθηκε, ο Ααρών, που συκοφαντήθηκε· ο Ιησούς του Ναυή, που πολεμούσε· ο πεινασμένος Δαυίδ, ο απελπισμένος Ηλίας, ο Ελισσαίος που τον κορόιδευαν, ο Ησαΐας που τον πριόνισαν· ο Ιερεμίας που τον έρριξαν στον λάκκο· ο Μιχαίας που τον ράπισαν, ο Ναβουθαί, που τον λιθοβόλησαν. Αυτές οι ελπίδες κάνουν να ευφραίνωνται οι απόστολοι και οι μάρτυρες ο Ιάκωβος και Παύλος που αποκεφαλίσθηκαν· ο Πέτρος και ο Ανδρέας που σταυρώθηκαν· ο Ιωάννης ο θεολόγος που ήπιε δηλητήριο και ρίχθηκε σε βραστό λάδι· ο Ματθαίος και ο Πολύκαρπος, που πυρπολήθηκαν· οι Γεώργιοι, οι Δημήτριοι, οι Ευστάθιοι και όλοι οι υπόλοιποι· αυτές οι ελπίδες κάνουν σήμερα να χαίρωνται όλοι οι όσιοι και οι ασκητές, που περιπλανήθηκαν σε ερημιές σε όρη και σε σπήλαια ταλαιπωρούμενοι και βασανίζοντας την σάρκα τους με διάφορες κακοπάθειες και όσο περισσότερο βασανίζονταν, τόσο περισσότερο χαίρονταν· γιατί; για να δεχθούν ενδοξότερη ανάστασι· «Δεν δέχθηκαν την σωτηρία, για να επιτύχουν καλλίτερη ανάστασι» (Εβρ. 11, 35).
Αυτές οι μακάριες ελπίδες της αναστάσεώς σου πρέπει να κάνουν και σένα, αδελφέ, να χαίρεσαι στις θλίψεις σου, να πλουτίζης στη φτώχεια σου· να παρηγορήσαι στις ασθένειές σου και να ευφραίνεσαι σε όλες τις δυστυχίες που σου έρχονται· γιατί όσο περισσότερο θλιβείς και κακοπαθήσεις εδώ, τόσο πιο ένδοξη ανάστασι θα δεχθής· «Για να επιτύχουν καλλίτερη ανάστασι». Ώστε, αν τυφλωθής να χαίρεσαι, γιατί αυτά τα μάτια θα λαμπρυνθούν περισσότερο και θα δουν καθαρότερα το φως της τρισήλιου θεότητας· αν μείνης κουλός να χαίρεσαι, γιατί αυτά τα χέρια θα υψώνωνται με περισσότερη παρρησία στον Θεό· αν μείνης κουτσός να χαίρεσαι, γιατί θα χορεύης καλλίτερα στον παράδεισο· αν λεπρωθή όλο σου το σώμα, να χαίρεσαι, γιατί θα αναστηθή ενδοξότερο, λαμπρότερο και ωραιότερο. Αν μετανοής και κλαις για τις αμαρτίες σου, να χαίρεσαι, γιατί με τα δάκρυα αυτά θα πλυθής από κάθε μολυσμό και θα αναστηθής καθαρότερος. Και για ποιο λόγο τότε φρίττεις και τρέμεις τόσο πολύ την μετάνοια; γιατί αποφεύγεις τόσο κάθε είδους πειρασμό και θλίψι, αντί να επιθυμής να έλθουν επάνω σου όλες οι τιμωρίες για να δοκιμασθή τώρα σε αυτές σαν το χρυσάφι και να αναστηθής λαμπρότερος; Και τι νομίζεις; ένας αναμάρτητος Ιησούς ήταν ανάγκη να πάθη τόσα βάσανα, για να μπη στην δόξα, που οφειλόταν στο θεϊκό σώμα του για πολλούς λόγους; «Δεν έπρεπε ο Χριστός να τα πάθη όλα αυτά και να εισέλθη στην δόξα του;» (Λουκ. 14, 26)·και συ θέλεις να μη πάθης τίποτε και να μπης στην ίδια δόξα, αφού έγινες ανάξιος γι’ αυτήν τόσες φορές όσες αμάρτησες;
Βγάλε από τον νου σου αυτή την πλάνη· ανάμεσα από όλο το πλήθος των δικαίων, όπως αναφέρει ο Θεολόγος Ιωάννης στην Αποκάλυψί του, κανένας δεν μπόρεσε να απολαύση τόση ευδαιμονία με άλλον τρόπο, παρά μόνο με την μεγάλη θλίψι· «Αυτοί είναι εκείνοι που έρχονται από την μεγάλη θλίψι» (Αποκ. 9, 14)· και συ επιθυμείς να γίνη για σένα μία καινούργια πόρτα στον Παράδεισο, για να περάσης άκοπα και να χαίρεσαι με την ψυχή και το σώμα όλες τις απολαύσεις του ουρανού, αφού υπηρέτησες τις αισθήσεις σου με όλες τις απολαύσεις της γης; Ανόητος που είσαι! Ένας Παύλος χαιρόταν να συγκοινωνή με τα παθήματα του Χριστού με τα βάσανα και να συμμετέχη στον θάνατό του, για να απολαύση την μελλοντική δόξα της αναστάσεως· «Να βρεθώ ενωμένος μαζί του… συμμετέχοντας στα παθήματά του, συμμετέχοντας στον θάνατό του με την ελπίδα να φθάσω στην ανάστασι των νεκρών» (Φιλιπ. 3, 10) και συ θέλεις να απολαύσης αυτή την δόξα της αναστάσεως τρώγοντας και πίνοντας και χωρίς να δοκιμάσης καμμία θλίψι και δοκιμασία; πλανεμένος που είσαι από τον κόσμο και τον διάβολο! Διότι πρέπει να γνωρίζης ότι όπως ο άνθρωπος είναι διπλός αποτελούμενος από ψυχή και σώμα, έτσι και η ανάστασις είναι διπλή, πρώτη και δεύτερη. Η πρώτη είναι της ψυχής που την ενεργεί η χάρις του αγίου Πνεύματος στην παρούσα ζωή, μέσα από την εργασία τωνεντολών του Χριστού και την κάθαρσι των ψυχικών και σωματικών παθών, για την οποία ανάστασι έχει γραφή στην Αποκάλυψι: «Αυτή είναι η ανάστασις η πρώτη» (Αποκάλ. 20, 5). Η δεύτερη ανάστασις είναι του σώματος που πρόκειται να γίνη στην συντέλεια του κόσμου. Και όποιος αξιωθή από εδώ ν’ αναστηθή κατά την ψυχή, αυτός δεν θα δοκιμάση τον δεύτερο θάνατο, που είναι η κόλασις αλλά θα αναστηθή με το σώμα, για να ζήση και να συμβασιλεύση αιώνια με τον Χριστό, κατά την Αποκάλυψι πάλι· «Μακάριος και άγιος αυτός που συμμετέχει στην πρώτη ανάστασι· επάνω του δεν έχει εξουσία ο δεύτερος θάνατος» (Αποκ. 20, 6). Όποιος όμως δεν αναστηθή από εδώ κατά την ψυχή, αυτός κινδυνεύει όχι να δοξασθή με την ανάστασι του σώματος, αλλά να κολασθή με το σώμα και με την ψυχή. Διότι λέει και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ότι, όπως ο αληθινός θάνατος δηλαδή η αμαρτία, ο αίτιος του πρώτου και του δευτέρου, δηλαδή του πρόσκαιρου και του παντοτινού θανάτου της ψυχής και του σώματος άρχισε μέσα στον τόπο της ζωής, δηλαδή στον Παράδεισο, έτσι και η αληθινή ζωή, που είναι η αρετή και η ένωσις με τον Θεό, πρέπει να αρχίση από τον τόπο του θανάτου, δηλαδή από την παρούσα ζωή. Και όποιος αυτή την ζωή δεν φροντίσει να την αποκτήση από εδώ, αυτός ας μη απατά τον εαυτό του με κενές ελπίδες ότι θα την αποκτήση εκεί· «Ώστε και η πραγματική ζωή, η πρόξενη της αθάνατης και της πραγματικής ζωής έχει την αρχή της σ’ αυτόν τον τόπο του θανάτου και όποιος δέν φροντίζει να την αποκτήση εδώ στην ψυχή του, ας μη απατά τον εαυτό του με κενές ελπίδες ότι θα την λάβη εκεί» (Λόγος εις την Ξένην).
Πρέπει να ντραπής αδελφέ, για την άγνοια, που είχες γύρω από αυτές τις αλήθειες και γιατί νόμισες ότι θ’ απολαύσης την μέλλουσα δόξα της αναστάσεως χωρίς θλίψεις και βάσανα· γι’ αυτό μη αφήσης τον εαυτό σου να πλανηθή άλλο. Αποφάσισε από τώρα και μπρος να υπομένης θεληματικά κάθε κόπο για την αρετή· να υπομένης ευχάριστα και κάθε ακούσιο πειρασμό για την ελπίδα της μελλοντικής αναστάσεως που σε προσμένει. Όπως ο γεωργός για την ελπίδα των καρπών υπομένει κόπους, χιόνια, βροχές, χειμώνες και καλοκαίρια· και ο πραγματευτής για το κέρδος τρέχει πάνω – κάτω μέσα από ξηρά και θάλασσα· και ο στρατιώτης για την ελπίδα της νίκης δεν σκέπτεται καθόλου τον πόλεμο· και ο ασθενής για την ελπίδα της υγείας πίνει με χαρά τα πικρά φάρμακα. Και επειδή ο Κύριος είναι η ανάστασις και η ζωή· «Όποιος πιστεύει σε μένα, κι αν πεθάνη, θα ζήση» (Ιω. 11, 25)· γι’ αυτό παρακάλεσέ τον να τυπώση μέσα στην καρδιά σου αυτόν τον λογισμό· “Εγώ θα αναστηθώ οπωσδήποτε και θα συνδοξασθώ μαζί με τον Ιησού, πρέπει, λοιπόν, να ετοιμάζομαι“· ώστε με αυτόν τον λογισμό και την ελπίδα να καθαρίζης τις αισθήσεις και όλα τα μέλη σου από κάθε είδος μολυσμού και αμαρτίας, όπως είναι γραμμένα «Όποιος έχει αυτήν την ελπίδα σ’ αυτόν, αγνίζεται, όπως εκείνος είναι αγνός» (Α’ Ιω. 3, 3)· και έτσι ενεργώντας, θα ετοιμασθής από εδώ με μία ζωή καθαρή, αγία και άξια, για να δεχθής έμπρακτα τέτοιες εξαίρετες επαγγελίες κατά τόν καιρό εκείνο· δηλαδή για να αναστηθής όχι σε ανάστασι κρίσεως, όπως πρόκειται να αναστηθούν οι αμαρτωλοί, αλλά σε ανάστασι ζωής, όπως πρόκειται να αναστηθούν οι δίκαιοι· «Εκείνοι που έκαναν το καλό θα αναστηθούν για ζωή, ενώ εκείνοι που έκαναν το κακό θα αναστηθούν για την καταδίκη» (Ιω. 5, 29).
Πηγή: («ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ» ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 2008), Η άλλη όψη
2. Πάσχα του Κυρίου, Πάσχα, και πάλι θα πω Πάσχα, προς τιμή της Αγίας Τριάδας. Αυτή είναι η γιορτή των γιορτών και το πανηγύρι των πανηγυριών, που ξεπερνά τόσο πολύ όλες τις άλλες, όχι μόνο τις ανθρώπινες και από τα κάτω προερχόμενες, αλλά ακόμη και τις γιορτές του ίδιου του Χριστού και αυτές που τελούνται προς τιμήν Του, όσο ξεπερνά ο ήλιος τους αστέρες…
Σήμερα αυτήν την Ανάσταση γιορτάζουμε, όχι πια ως κάτι που ελπίζουμε, αλλ’ ήδη ως γεγονός, που συνάζει κοντά της όλον τον κόσμο. Ο καθένας λοιπόν ας προσφέρει ως καρπό κάτι διαφορετικό τον καιρό αυτό, και ας φέρει δώρο γιορτινό, ή μικρό ή μεγάλο, απ’ όσα είναι πνευματικά κι αγαπητά στο Θεό, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Γιατί, δώρο αντάξιο προς τη γιορτή, μόλις και μετά βίας θα μπορούσαν να πετύχουν και οι άγγελοι, οι πρώτοι νοεροί και καθαροί, και επόπτες και μάρτυρες της θεϊκής δόξας, έστω κι αν είναι εφικτό σ’ αυτούς κάθε είδος υμνολογίας.
Εμείς θα προσφέρουμε λόγο, το πιο ωραίο και πολύτιμο απ’ όσα αγαθά έχουμε υμνώντας το Λόγο και μ’ άλλον τρόπο, για την ευεργεσία του προς τους ανθρώπους. Θ’ αρχίσω δε από το σημείο αυτό. Γιατί δεν ανέχομαι να προσφέρω θυσία τους λόγους, για το μεγάλο θύμα και τη μέγιστη ημέρα και να μην ανατρέξω προς το Θεό και να ξεκινήσω από κει. Καθαρίστε προς χάρη μου και το νου και την ακοή και τη διάνοια, όσοι εντρυφάτε στα τέτοια πράγματα (επειδή για το Θεό και θεϊκός είναι ο λόγος), ώστε να φύγετε, αφού εντρυφήσετε πράγματι σ’ αυτά που δεν τελειώνουν ποτέ…
17…Γιατί αν κι είναι καλός ο νέος ζυγός και το φορτίο ελαφρό, όπως ακούς στο Ευαγγέλιο, όμως εξαιτίας της ελπίδας και της ανταπόδοσης της άλλης ζωής το λέει, που είναι αυτή η ανταπόδοση πολύ πιο πλουσιοπάροχη απ’ την κακοπάθεια της εδώ ζωής. Επειδή αλλιώς ποιός δε θα’ λεγε, ότι το Ευαγγέλιο είναι πολύ κοπιαστικότερο και δυσκολότερο απ’ τις διατάξεις του νόμου; Διότι ο νόμος απαγορεύει τη διάπραξη των αμαρτημάτων, ενώ εμείς κατηγορούμαστε και για τις αιτίες τους σχεδόν σαν να τα είχαμε διαπράξει. «Δεν θα μοιχεύσεις», λέει ο νόμος. Ενώ εσύ πρέπει ούτε και να επιθυμήσεις, αναφλέγοντας το πάθος από το περίεργο και πονηρό βλέμμα. «Δεν θα φονεύσεις», λέει εκείνος. Συ δε όχι μόνο δεν πρέπει να ανταποδώσεις το κτύπημα, αλλά ν’ αφήσεις και τον εαυτό σου στη διάθεση αυτού που κτυπά.
Πόσο είναι πιο φιλοσοφημένα από εκείνα! «Δεν θα παραβείς τους όρκους σου», λέει εκείνος. Συ δε δεν θα πρέπει ούτε και να ορκιστείς καθόλου, ούτε λίγο ούτε πολύ, κι αυτό γιατί την επιορκία την γεννάει ο όρκος. «Δεν θα ενώσεις άλλο σπίτι με το σπίτι σου και άλλο χωράφι με το χωράφι σου, καταπιέζοντας τον φτωχό», λέει εκείνος ο νόμος. Συ όμως παίρνεις την εντολή να κάνεις πέρα, με προθυμία, κι από αυτά που απέκτησες δίκαια, και να μείνεις γυμνός για χάρη των φτωχών, έτσι ώστε ανάλαφρα να σηκώνεις το σταυρό και ν’ αποκτήσεις πλούτο εκεί που δεν βλέπονται.
23. Θα γίνουμε δε μέτοχοι του Πάσχα, τώρα μεν τυπικά ακόμη, και, αν είναι το παλαιό, ακόμη πιο ανεπίσημα (διότι το νομικό Πάσχα, τολμώ να το πω, ήταν πιο αμυδρός τύπος του τύπου). Ύστερα δε από λίγο τελειότερα και καθαρότερα, όταν θα το πίνει καινούργιο μαζί μας ο Λόγος στη βασιλεία του πατρός, αποκαλύπτοντας και διδάσκοντάς μας όσα τώρα φανέρωσε με μέτρο.
Διότι είναι καινούργιο πάντοτε αυτό που τώ ρα γίνεται γνωστό. Ποιά δε είναι η πόση και η απόλαυση, εμείς μεν πρέπει να το μάθουμε, εκείνος δε να το διδάξει και να ανακοινώσει το λόγο στους μαθητές του. Γιατί η διδασκαλία είναι τροφή και γι’ αυτόν που τρέφει. Αλλά εμπρός κι εμείς ας γίνουμε μέτοχοι του νόμου με τον τρόπο που λέει το Ευαγγέλιο, δηλ. πνευματικά και όχι κατά γράμμα. Με τρόπο τέλειο και όχι ατελή. Αιώνιο και όχι πρόσκαιρο.
Ας κάνουμε πρωτεύουσά μας, όχι την κάτω Ιερουσαλήμ, αλλά την ουράνια Μητρόπολη. Όχι αυτήν που καταπατείται τώρα από στρατόπεδα, αλλ ‘ αυτήν που δοξάζεται από τους αγγέλους. Ας θυσιάσουμε, όχι νέα μοσχάρια, ούτε αρνιά «που έχουν κέρατα και νύχια», στα οποία υπάρχει κατά μεγάλος μέρος νέκρα και αναισθησία. Αλλά ας προσφέρουμε στο Θεό θυσία ευχαριστίας στο ουράνιο θυσιαστήριο μαζί με τις αγγελικές χοροστασίες.
Ας διασχίσουμε το πρώτο καταπέτασμα, ας προσέλθουμε στο δεύτερο, ας πλησιάσουμε με σεβασμό στα ’για των Αγίων. Θα πω το μεγαλύτερο, ας προσφέρουμε θυσία στο Θεό τους εαυτούς μας. Μάλλον ας προσφέρουμε θυσία την κάθε μέρα μας και την κάθε μας κίνηση. Ας δεχόμαστε τα πάντα για χάρη του Λόγου, ας μιμούμεθα το πάθος Του με τα πάθη μας, ας τιμάμε το αίμα Του με το αίμα μας, ας ανερχόμαστε στο σταυρό με προθυμία. Είναι γλυκά τα καρφιά, κι ας είναι πολύ οδυνηρά. Γιατί το να πάσχουμε μαζί με το Χριστό και για χάρη του Χριστού είναι προτιμότερο απ’ την τρυφή με άλλους.
[…] 24. Αν είσαι Σίμων Κυρηναίος, σήκωσε το σταυρό και ακολούθησέ Τον. Αν σταυρωθείς μαζί Του ως ληστής, γνώρισε το Θεό σαν ευγνώμων δούλος. Αν κι Εκείνος λογιάσθηκε με τους ανόμους για χάρη σου και την αμαρτία σου, γίνε συ έννομος για χάρη Εκείνου. Προσκύνησε αυτόν που κρεμάστηκε στο σταυρό για σένα, έστω κι αν κρέμεσαι κι εσύ. Κέρδισε κάτι κι απ’ την κακία. Αγόρασε τη σωτηρία με το θάνατο. Μπες με τον Ιησού στον Παράδεισο, ώστε να μάθεις από τι έχεις ξεπέσει. Δες τις εκεί ομορφιές. ’σε το ληστή που γογγύζει, να πεθάνει έξω μαζί με τη βλασφημία του. Κι αν είσαι Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ζήτησε το σώμα απ’ το σταυρωτή. Ας γίνει δικό σου αυτό που καθάρισε τον κόσμο. Κι αν είσαι Νικόδημος, ο νυκτερινός θεοσεβής, ενταφίασέ τον με μύρα.
Κι αν είσαι κάποια Μαρία ή η άλλη Μαρία ή η Σαλώμη ή η Ιωάννα, δάκρυσε πρωί-πρωί. Δες πρώτη την πέτρα σηκωμένη, ίσως δε και τους αγγέλους κι αυτόν τον ίδιο τον Ιησού. Πες κάτι, άκουσε τη φωνή. Αν ακούσεις «Μη μ’ αγγίζεις», στάσου μακριά, σεβάσου το Λόγο, αλλά μη λυπηθείς. Γιατί ξέρει σε ποιους θα φανερωθεί πρώτα. Καθιέρωσε την Ανάσταση. Βοήθησε την Εύα, πού ‘πεσε πρώτη, και πρώτη να χαιρετήσει το Χριστό και να το ανακοινώσει στους μαθητές. Γίνε Πέτρος ή Ιωάννης. Σπεύσε στον τάφο, τρέχοντας μαζί ή προπορευόμενος, συναγωνιζόμενος τον καλό συναγωνισμό. Κι αν σε προλάβει στην ταχύτητα, νίκησε με το ζήλο σου, όχι παρασκύβοντας στο μνημείο, αλλά μπαίνοντας μέσα.
Κι αν σαν Θωμάς χωρισθείς απ’ τους συγκεντρωμένους μαθητές, στους οποίους εμφανίζεται ο Χριστός, όταν τον δεις, μην απιστήσεις. Κι αν απιστήσεις, πίστεψε σ’ αυτούς που στο λένε. Κι αν ούτε και σ’ αυτούς πιστέψεις, δείξε εμπιστοσύνη στα σημάδια των καρφιών. Αν κατεβαίνει στον ’δη, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε και τα εκεί μυστήρια του Χριστού, ποιο είναι το σχέδιο της διπλής καταβάσεως, ποιος είναι ο λόγος της: απλώς σώζει τους πάντες με την εμφάνιση Του ή κι εκεί ακόμα αυτούς που τον πιστεύουν;
28. Τώρα δε είμαστε αναγκασμένοι ν’ ανακεφαλαιώσουμε το λόγο ως εξής: Δημιουργηθήκαμε, για να ευεργετηθούμε. Ευεργετηθήκαμε, επειδή δημιουργηθήκαμε. Μας δόθηκε ο Παράδεισος, για να ευτυχήσουμε. Λάβαμε εντολή, για να ευδοκιμήσουμε με τη διαφύλαξή της, όχι γιατί ο Θεός αγνοούσε αυτό που θα γινόταν, αλλά γιατί νομοθετούσε το αυτεξούσιο.
Απατηθήκαμε, γιατί μας φθόνησαν. Ξεπέσαμε, γιατί παραβήκαμε την εντολή. Είμαστε αναγκασμένοι σε νηστεία, γιατί δε νηστεύσαμε, καθώς εξουσιασθήκαμε απ’ το δένδρο της γνώσης. Γιατί ήταν παλιά η εντολή και σύγχρονη με μας, σαν κάποια διαπαιδαγώγηση της ψυχής και σωφρονισμό απ’ τις απολαύσεις. Τη λάβαμε εύλογα, για να απολαύσουμε με την τήρησή της αυτό που χάσαμε με τη μη διαφύλαξή της. Χρειασθήκαμε Θεό που σαρκώθηκε και πέθανε, για να ζήσουμε. Νεκρωθήκαμε μαζί Του, για να καθαρισθούμε. Αναστηθήκαμε μαζί Του, επειδή μαζί Του και νεκρωθήκαμε. Συνδοξασθήκαμε, επειδή συναναστηθήκαμε.
29. Είναι πολλά μεν λοιπόν τα θαύματα της τότε εποχής: Θεός που σταυρώνεται, ήλιος που σκοτίζεται και πάλι ανατέλλει (γιατί έπρεπε και τα κτίσματα να συμπάσχουν με τον Κτίστη). Καταπέτασμα που σχίζεται, αίμα και νερό που χύνεται απ’ την πλευρά (το μεν αίμα, γιατί ήταν άνθρωπος, το δε νερό γιατί ήταν πάνω απ’ τον άνθρωπο). Γη, που σείεται, πέτρες που σχίζονται για χάρη της πέτρας (που είναι ο Χριστός), νεκροί που ανασταίνονται, ως επιβεβαίωση της τελευταίας και κοινής αναστάσεως. Τα σημεία δε στον τάφο, τα μετά τον τάφο, ποιος θα μπορούσε επάξια να τα υμνήσει; Τίποτε δε δεν υπάρχει σαν το θαύμα της σωτηρίας μου: λίγες σταγόνες αίματος αναπλάθουν τον κόσμο όλο και γίνονται σαν χυμός γάλακτος για όλους τους ανθρώπους, που συνδέουν και συνάγουν εμάς σε μια ενότητα.
30. Αλλ ‘ ω Πάσχα, το μέγα και ιερό, που καθαρίζεις τον κόσμο όλο! Γιατί θα σου μιλήσω σαν κάτι έμψυχο. Ω Λόγε Θεού και φως και ζωή και σοφία και δύναμη! Γιατί χαίρομαι μ’ όλα σου τα ονόματα! Ω γέννημα κι ορμή και σφραγίδα του μεγάλου νου! Ω Λόγε που νοείσαι κι άνθρωπε που φαίνεσαι, ο οποίος φέρεις τα πάντα προσδεδεμένα στο λόγο της δυνάμεώς σου! Τώρα μεν ας δεχθείς το λόγο αυτό, όχι ως απαρχή, αλλ ‘ ως συμπλήρωση ίσως της δικιάς μας καρποφορίας, ευχαριστία το ίδιο κι ικεσία, για να μην κακοπάθουμε εμείς τίποτε περισσότερο πέρα απ’ τους αναγκαίους κόπους κι ιερούς πόνους για τις εντολές σου, με τους οποίους ζήσαμε μέχρι τώρα.
Κι ας σταματήσεις την εναντίον μας τυραννία του σώματος (βλέπεις, Κύριε, πόσο μεγάλη είναι και πόσο μας λυγίζει), ή την κρίση σου, αν θέλαμε να καθαρισθούμε από σένα. Αν δε τερματίσουμε άξια με τον πόθο μας και γίνουμε δεκτοί στις ουράνιες σκηνές, αμέσως κι εδώ θα σου προσφέρουμε θυσίες δεκτές στο άγιό σου θυσιαστήριο. Πατέρα και Λόγε και Πνεύμα άγιο. Γιατί σε σένα αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
«Μιλάει ο Γρηγόριος Θεολόγος,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991, σελ. 47-51»
Απόδοση στη νεοελληνική Πρωτοπρ. Γωργίου Δορμπαράκη
Πηγή: Αποστολική Διακονία, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
(Ματθ. 27, 62- 28, 10)
«Την δε επομένην ημέραν, μετά την Παρασκευήν, συνεκεντρώθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι εις τον Πιλάτον και του είπαν· Κύριε, ενεθυμήθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν, όταν ακόμη εζούσε, μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγήν να ασφαλισθή ο τάφος έως την τρίτην ημέραν, μήπως έλθουν οι μαθηταί Του και τον κλέψουν και ειπούν εις τον λαόν ότι ανεστήθη από τους νεκρούς, οπότε η τελευταία αυτή απάτη θα είναι χειροτέρα από την πρώτη»
Παντού η πλάνη συγκρούεται με τον εαυτό της και άθελά της συνηγορεί υπέρ της αληθείας. Πρόσεξε όμως. Έπρεπε να πιστευθή ότι απέθανεν, ότι ετάφη και ότι ανέστη. Και όλα αυτά γίνονται από τους εχθρούς. Κύτταξε λοιπόν ότι τα λόγια αυτά βεβαιώνουν όλα αυτά. «Ενεθυμήθημεν», λέγει, «ότι εκείνος ο πλάνος είπεν ενώ ακόμη εζούσεν»· άρα απέθανεν· «Ότι μετά από τρεις ημέρας θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγήν να σφραγισθή ο τάφος»· άρα ετάφη· «Μήπως έλθουν οι μαθηταί του και τον κλέψουν». Άρα, εάν ο τάφος σφραγισθή δε θα γίνη καμμία απάτη. Δεν έγινε λοιπόν. Επομένως η απόδειξις της αναστάσεως, με όσα επροτείνατε σεις, έγινεν αναντίρρητος. Διότι αφού εσφραγίσθη, δεν συνέβη καμμία απάτη. Εάν δε δεν έγινε καμμία απάτη, ευρέθη όμως κενός ο τάφος, είναι φανερόν ότι ανέστη σαφώς και αναντιρρήτως.
Είδες ότι και χωρίς να το θέλουν υποστηρίζουν την απόδειξιν της αληθείας; Συ δε κάνε μου την χάριν να προσέξης την φιλαλήθειαν των μαθητών· ότι δεν αποκρύπτουν τίποτε από όσα λέγουν οι εχθροί, και όταν ακόμη λέγουν πράγματα υβριστικά. Να που τον ονομάζουν και πλάνον και αυτοί δεν το αποσιωπούν. Αυτά δε δείχνουν και την σκληρότητα εκείνων, αφού ούτε με τον θάνατον απέβαλαν την οργήν, και αυτών την απλότητα και φιλαλήθειαν.
Αξίζει δε να αναζητήσωμεν και τούτο, που είπεν ότι «μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ;» Διότι δεν θα το εύρη κανείς πουθενά να λέγεται τόσον σαφώς, εκτός από το παράδειγμα του Ιωνά. Ώστε λοιπόν εγνώριζαν αυτά που έλεγαν και ηθελημένως τα παραποιούσαν. Τι απαντά δε ο Πιλάτος; «Έχετε φρουράν, ασφαλίσατέ τον όπως γνωρίζετε. Και τον ησφάλησαν σφραγίσαντες τον λίθον μαζί με την φρουράν». Διατί αφήνει μόνους τους στρατιώτας να τον σφραγίσουν; Διότι, επειδή είχε μάθει τα σχετικά με Αυτόν, δεν ήθελε πλέον να συμπράξη με αυτούς. Αλλά διά να απαλλαγή από αυτά ανέχεται και τούτο και λέγει· Σφραγίσατέ τον όπως θέλετε σεις, διά να μη ημπορήτε να κατηγορήτε άλλους. Διότι εάν τον εσφράγιζαν μόνοι οι στρατιώται, θα ημπορούσαν να ειπούν (αν και θα ήσαν απίθανα και ψευδή όσα θα έλεγαν, αλλ’ όμως, όπως εις τα άλλα έδειχναν αναισχυντίαν, έτσι θα ημπορούσαν να ειπούν και εις την περίπτωσιν αυτήν), ότι οι στρατιώται επιτρέψαντες να κλαπή το σώμα, έδωσαν το δικαίωμα εις τους μαθητάς να πλάσουν το κήρυγμα της αναστάσεως. Τώρα όμως που οι ίδιοι εσφράγισαν τον τάφον, ούτε αυτό ημπορούν να ειπούν.
Είδες πώς πασχίζουν άθελά τους υπέρ της αληθείας; Διότι αυτοί προσήλθαν εις τον Πιλάτον, αυτοί εζήτησαν να ασφαλισθή ο τάφος, αυτοί τον εσφράγισαν μαζί με την φρουράν, ώστε να είναι κατήγοροι και ελεγκταί των εαυτών των. Αν και πότε θα ημπορούσαν να τον κλέψουν; Το Σάββατον; Και με ποίον τρόπον, αφού ούτε να εξέλθουν ήτο δυνατόν; Εάν πάλιν παρέβαιναν τον νόμον, πώς θα ετόλμων να εξέλθουν αυτοί οι τόσον δειλοί; Πώς ακόμη θα ημπορούσαν να πείσουν το πλήθος; Τί θα έλεγαν; Τί θα έκαναν; Με ποίαν διάθεσιν θα ετάσσοντο με το μέρος του νεκρού; Ποίαν επί τέλους αντιμισθίαν θα επερίμεναν; Ποίαν ανταμοιβήν; Ενώ ακόμη ήτο ζωντανός, και μόνον όταν τον είδαν να συλλαμβάνεται, έφυγαν. Και θα ωμιλούσαν με θάρρος μετά τον θάνατόν Του υπέρ Αυτού εάν δεν είχεν αναστηθή;
Και πώς θα ημπορούσαν αυτά να δικαιολογηθούν; Διότι ότι ούτε εσκέφθησαν ούτε ημπορούσαν να πλάσουν μίαν ανάστασιν η οποία δεν έγινεν, είναι φανερόν από τα εξής: Πολλά τους είχεν ειπεί και συνεχώς τους έλεγε περί της αναστάσεως, όπως είπαν και αυτοί οι ίδιοι ότι «μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ». Εάν όμως δεν ανίστατο, είναι ολοφάνερον ότι, επειδή αυτοί είχαν απατηθή και είχαν παρασυρθή εξ αιτίας Του εις πόλεμον προς ολόκληρον το έθνος, και είχαν μείνει χωρίς οικογένειαν και χωρίς πατρίδα, θα τον απεστρέφοντο και δεν θα ήθελαν να του προσδώσουν τοιαύτην δόξαν, καθόσον είχαν απατηθή και είχαν περιέλθει εις έσχατον κίνδυνον δι΄ Αυτόν.
Ότι δε δεν θα ημπορούσαν, εάν η ανάστασις δεν ήτο αληθινή, να την πλάσουν, αυτό δεν χρειάζεται ούτε απόδειξιν. Διότι εις τι θα εβασίζοντο; Εις την δεινότητα των λόγων; Αλλ’ αυτοί ήσαν πιο αμαθείς από όλους. Μήπως εις τα πολλά τους χρήματα; Αλλ’ αυτοί δεν είχαν ούτε ράβδον ούτε υποδήματα. Μήπως εις την ευγενή καταγωγήν των; Αλλ’ αυτοί ήσαν άσημοι και κατήγοντο από ασήμους γονείς. Μήπως εις την μεγάλην πατρίδα των; Αλλά κατήγοντο από ασήμαντα χωριά. Μήπως εις τον μεγάλον αριθμόν των; Αλλά δεν ήσαν περισσότεροι από ένδεκα και αυτοί μάλιστα διεσπαρμένοι. Μήπως εις τας υποσχέσεις του Διδασκάλου των; Ποίας; Διότι εάν δεν ανίστατο, ούτε εκείναι θα ήσαν δι’ αυτούς αξιόπιστοι.
Πώς δε θα υπέφεραν τον μαινόμενον όχλον; Διότι εάν ο κορυφαίος από αυτούς δεν άντεξε τον λόγον της θυρωρού που ήτο γυναίκα, όλοι δε οι υπόλοιποι όταν τον είδαν δεμένον διεσκορπίσθησαν, πώς θα διενοούντο να τρέξουν εις τα πέρατα της οικουμένης και να σπείρουν το φανταστικόν κήρυγμα της αναστάσεως; Διότι, εάν ο μεν πρώτος δεν αντέστη εις την απειλήν της γυναικός, οι δε άλλοι ούτε εις την θέαν της δεσμεύσεως, πώς ημπορούσαν να αντισταθούν εις βασιλείς και άρχοντας και πλήθη, όπου υπήρχαν ξίφη και τηγάνια και κάμινοι και μυρίου είδους θανατώσεως καθημερινώς, εάν δεν εδέχοντο την δύναμιν και την τόνωσιν του αναστάντος; Τόσα και τοιούτου είδους θαύματα είχαν γίνει και τίποτε από αυτά δεν εσεβάσθησαν οι Ιουδαίοι, αλλά εσταύρωσαν Αυτόν που τα έκαμεν· και θα έλεγαν εις αυτούς απλώς να πιστεύσουν εις την ανάστασιν; Δεν είναι δυνατά αυτά, δεν είναι· αλλά μόνον η δύναμις του αναστάντος τα έκαμεν.
Κάνε μου δε την χάριν να προσέξης την καταγέλαστον απάτην των. «Ενεθημήθημεν», λέγει, «ότι εκείνος ο πλάνος είπεν όταν ακόμη εζούσεν, ότι μετά από τρεις ημέρας θα αναστηθώ». Και εφ’ όσον ήτο πλάνος και εκαυχάτο ψευδώς, διατί εφοβήθητε και τρέχετε τριγύρω και δείχνετε τόσην βιασύνην; Φοβούμεθα, λέγει, μήπως Τον κλέψουν οι μαθηταί και εξαπατήσουν τα πλήθη. Αν και βεβαίως απεδείχθη ότι ο φόβος των αυτός δεν είχε κανένα λόγον, αλλά η κακία είναι πράγμα φιλόνεικον και αναιδές και επιχειρεί και τα παράλογα. Έτσι παρακαλούν να ασφαλισθή ο τάφος επί τρεις ημέρας, ωσάν να ηγωνίζοντο περί αποφάσεων, και θέλοντες να δείξουν ότι και πριν από αυτό ότι είναι πλάνος, δι’ αυτό επεκτείνουν την κακίαν των μέχρι του τάφου.
Διά τούτο ακριβώς ανεστήθη ενωρίτερα, διά να μη λέγουν ότι διεψεύσθη και ότι εκλάπη. Διότι αυτό μεν, το να αναστηθή ενωρίτερα, δεν επέτρεπε κατηγορίαν, ενώ το να αναστηθή βραδύτερον, ήτο γεμάτον υποψίας. Διότι, εάν δεν ανίστατο τότε, όταν εκάθηντο αυτοί εκεί και εφύλασσαν τον τάφον, αλλά όταν θα ανεχώρουν μετά τρεις ημέρας, θα είχαν κάτι να ισχυρισθούν και να αντείπουν, έστω και ανοήτως. Δι’ αυτό λοιπόν τους επρόλαβε. Διότι έπρεπε καθώς εκάθηντο κοντά εις τον τάφον και τον εφύλασσαν να γίνη η ανάστασις. Επίσης έπρεπε να γίνη εντός των τριών ημερών, διότι εάν εγίνετο όταν παρήρχοντο αυταί και ανεχώρουν, θα εθεωρείτο ύποπτον το πράγμα. Δι’ αυτό και επέτρεψε να σφραγίσουν τον τάφον όπως ήθελαν και στρατιώται εφύλασσαν.
Και δεν τους έμελε που έκαναν αυτά εις ημέραν Σαββάτου και ότι ειργάζοντο, αλλά μόνον εις ένα πράγμα απέβλεπαν, την πονηρίαν των, πώς δηλαδή θα επικρατήσουν με αυτήν, πράγμα το οποίον ήτο δείγμα εσχάτης μωρίας και φόβου ο οποίος τους ετάρασσε δυνατά. Διότι αυτοί οι οποίοι Τον συνέλαβαν ζωντανόν, τον εφοβούντο νεκρόν. Αν και, εάν ήτο απλός άνθρωπος, έπρεπε να έχουν θάρρος. Αλλά διά να μάθουν ότι και όταν ήτο ζωντανός με την θέλησίν Του έπαθε αυτά τα οποία έπαθεν, ετοποθετήθη και η σφραγίς και ο λίθος και η φρουρά, και δεν ημπόρεσαν να τον κρατήσουν. Με όλα αυτά ένα πράγμα μόνον επιτυγχάνεται, να γίνη γνωστή δημοσία η ταφή και έτσι να πιστευθή η ανάστασις. Διότι και στρατιώται εφύλασσαν και οι Ιουδαίοι εκάθηντο πλησίον.
«Αργά δε το Σάββατον, μόλις ήρχισε να φωτίζη η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθεν η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία διά να ιδούν τον τάφον. Και τότε έγινε μεγάλος σεισμός, διότι ένας άγγελος του Κυρίου κατέβη από τον ουρανόν και αφού επλησίασεν απεκύλισε τον λίθον από την θύραν του μνήματος και εκάθητο επάνω εις αυτόν. Το πρόσωπόν του δε ήτο ωσάν αστραπή και το ένδυμά του λευκόν ωσάν το χιόνι». Μετά την ανάστασιν ήλθεν ο άγγελος. Διατί λοιπόν ήλθε και εσήκωσε τον λίθον; Διά τας γυναίκας. Διότι αυταί τον είδαν τότε εις τον τάφον. Διά να πιστεύσουν λοιπόν ότι ανεστήθη, βλέπουν τον τάφον να είναι άδειος από το σώμα. Δι’ αυτό εσήκωσε τον λίθον, δι’ αυτό έγινε και σεισμός, διά να ξυπνήσουν και να σηκωθούν. Διότι είχαν έλθει διά να βάλουν έλαιον και αυτά εγίνοντο κατά την διάρκειαν της νυκτός και ήτο φυσικόν μερικαί να έχουν αποκοιμηθή.
Και ένεκα τίνος και διατί λέγει· «Μη φοβείσθε εσείς»; Πρώτα τας απαλλάσει από τον φόβον και έπειτα ομιλεί περί της αναστάσεως. Και το «εσείς» περιέχει πολύ μεγάλην τιμήν και δείχνει ότι η εσχάτη τιμωρία αναμένει εκείνους που διέπραξαν όσα απετόλμησαν, εάν δεν μετανοήσουν. Λέγει δηλαδή, δεν πρέπει σεις να φοβήσθε, αλλά εκείνοι που Τον εσταύρωσαν.
Αφού τας απήλλαξε λοιπόν από τον φόβον, και με τα λόγια και με την εμφάνισίν του (διότι και η εμφάνισίς του ήτο χαρωπή, εφ΄ όσον έφερε τέτοιαν χαρμόσυνον αγγελίαν), επρόσθεσε λέγων «γνωρίζω ότι ζητείτε τον Ιησούν τον εσταυρωμένον». Και δεν εντρέπεται να Τον αποκαλή εσταυρωμένον, διότι αυτό ήτο η απαρχή των αγαθών. «Ανέστη». Από πού είναι φανερόν; «όπως είπεν». Ώστε και αν δυσπιστήτε εις εμέ, λέγει, θυμηθείτε τα λόγια Εκείνου και έτσι ούτε εις εμέ, θα δυσπιστήσετε.
Έπειτα ακολουθεί και άλλη απόδειξις· «Ελάτε να ιδήτε τον τόπον όπου ευρίσκετο». Δι’ αυτό εσήκωσε τον λίθον, ώστε και από αυτό να πάρουν αυταί απόδειξιν. «Και να ειπήτε εις τους μαθητάς, ότι θα τον ιδήτε εις την Γαλιλαίαν». Και με άλλα τας προετοιμάζει να διαδώσουν το χαρμόσυνον μήνυμα, πράγμα το οποίον τας κάνει να πιστεύσουν καλύτερα. Και καλώς είπεν «εις την Γαλιλαίαν», απαλλάσσων από ενοχλήσεις και κινδύνους, ώστε να μη παρεμποδίση ο φόβος την πίστιν των.
«Και εβγήκαν από το μνήμα με φόβον και με χαράν». Διατί άραγε; Διότι είδαν καταπληκτικόν και παράδοξον πράγμα, κενόν τον τάφον, όπου προηγουμένως τον είχαν ιδεί να τοποθετήται. Δι’ αυτό και τας ωδήγησε να ιδούν, διά να γίνουν μάρτυρες και των δύο, και του ενταφιασμού και της αναστάσεως. Διότι κατενόουν ότι κανείς δεν ημπορούσε να Τον πάρη, αφού εφύλασσαν τόσοι στρατιώται, εάν δεν ανέστησεν ο ίδιος τον εαυτόν Του. Δι’ αυτό και χαίρονται και απορούν και αμοίβονται για την τόσην παραμονήν των, με το να ιδούν πρώται και να διακηρύξουν όχι μόνον όσα ελέχθησαν, αλλά και όσα ωράθησαν.
Όταν λοιπόν εξήλθαν με φόβον και χαράν «τας συνήντησεν ο Ιησούς και είπε· χαίρεται. Αυταί δε έπιασαν τα πόδια Του». Και αφού έτρεξαν πλησίον του με μεγάλην χαράν, έλαβαν και διά της αφής απόδειξιν και διαβεβαίωσιν της αναστάσεως. «Και τον επροσκύνησαν». Τι τους λέγει δε Εκείνος; «Μη φοβάσθε». Και αυτός δηλαδή εκδιώκει τον φόβον των και προετοιμάζει την οδόν διά την πίστιν. «Αλλά πηγαίνετε και να ειπήτε εις τους αδελφούς μου να αναχωρήσουν εις την Γαλιλαίαν· και εκεί θα με ιδούν». Πρόσεξε ότι και Αυτός διά μέσου αυτών κηρύσσει εις τους μαθητάς το χαρμόσυνον άγγελμα, πράγμα το οποίον ανέφερα πολλές φορές, τιμών και αναθέτων χρηστάς ελπίδας εις το γένος, που κατ’ εξοχήν είχε περιφρονηθή και θεραπεύων το ασθενές φύλον.
Μήπως κανείς από σας θα ήθελε να ευρίσκετο εις την θέσιν των και να κρατήση τα πόδια του Ιησού; Ημπορείτε και τώρα όσοι θέλετε, όχι μόνον τα πόδια και τα χέρια, αλλά ακόμη και την ιεράν εκείνην κεφαλήν να αγκαλιάσετε, συμμετέχοντες εις τα φρικτά μυστήρια με καθαράν συνείδησιν. Και όχι μόνον εδώ, αλλά και κατ’ εκείνην την ημέραν θα τον ιδήτε να έρχεται με την απερίγραπτον εκείνην δόξαν και με το πλήθος των αγγέλων, εάν θελήσετε να γίνετε φιλάνθρωποι. Και θα ακούσετε όχι μόνον τα λόγια αυτά, όπως το «χαίρετε», αλλά και τα άλλα· «Ελάτε οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήσατε την βασιλείαν η οποία είναι ητοιμασμένη προς χάριν σας από τον καιρόν της δημιουργίας» (Ματθ. 25, 34).
Γίνετε λοιπόν φιλάνθρωποι, διά να ακούσετε αυτά και σεις αι χρυσοφορεμέναι γυναίκες, αι οποίαι είδατε την διαδρομήν των γυναικών αυτών, αφού αποβάλετε έστω και καθυστερημένα την αρρώστιαν της επιθυμίας των χρυσαφικών. Εις τρόπον ώστε, εάν θαυμάζετε τας γυναίκας, να αντικαταστήσετε τα κοσμήματα που φορείτε με την ελεημοσύνην. Ειπέ μου, ποιον είναι το όφελος αυτών των πολυτίμων λίθων και των χρυσοκεντήτων ενδυμάτων; Χαίρεται μ’ αυτά, ισχυρίζεται, η ψυχή και ευφραίνεται.
Εγώ σε ερώτησα ποιον είναι το κέρδος· ενώ συ μου ανέφερες την ζημίαν. Διότι δεν υπάρχει χειρότερον πράγμα από το να ασχολήσθε με αυτά και να χαίρεσθε και να προσηλώνεσθε εις αυτά. Μάλιστα η φοβερά αυτή δουλεία γίνεται ακόμη πιο οδυνηρά, όταν κανείς, ενώ καθίσταται δούλος, χαίρεται. Διότι διά ποίον από τα πνευματικά πράγματα θα ενδιαφερθή ποτέ όπως πρέπει και πότε θα περιγελάση όπως αξίζει τα βιωτικά πράγματα, αυτή η οποία νομίζει ότι είναι άξιον χαράς το να είναι δεμένη με χρυσόν; Διότι αυτός που μένει εις το δεσμωτήριον και ευχαριστείται, ποτέ δεν θα θελήση να απαλλαγή, όπως και αυτή εδώ. Αλλ’ επειδή έχει γίνει αιχμάλωτος αυτής της κακής επιθυμίας, δεν ανέχεται ούτε φωνήν πνευματικήν να ακούση με όσην χρειάζεται επιθυμίαν και προθυμίαν, από φόβον μήπως αλλάξη ασχολίαν.
Ειπέ μου λοιπόν ποιον είναι το κέρδος αυτών των κοσμημάτων και αυτής της μωρίας; Ευχαριστούμαι, λέγει. Πάλιν όμως μου ανέφερες την ζημίαν και την καταστροφήν. Αλλά απολαμβάνω και πολλάς τιμάς, λέγει, από εκείνους που με βλέπουν. Και τι σημαίνει αυτό; Διότι αυτό είναι άλλη αιτία διαφθοράς, όταν ωθή εις αλαζονείαν και εις ανοησίαν. Έλα λοιπόν, αφού εσύ δεν ανέφερες το κέρδος, ανέξου εμένα να σου διηγηθώ τας ζημίας.
Ποίαι λοιπόν είναι αι ζημίαι που προκύπτουν από αυτά; η φροντίς, η οποία είναι μεγαλυτέρα από την ευχαρίστησιν. Δι’ αυτό, πολλοί από εκείνους που βλέπουν, με αυτά τα παχύτερα ευχαριστιούνται περισσότερον, παρά συ η οποία τα φορείς. Διότι συ καλλωπίζεσαι με φροντίδα, ενώ εκείνοι χωρίς αυτήν δίνουν τροφήν εις τους οφθαλμούς των. Άλλη πάλιν ζημία είναι ότι ταπεινώνεται η ψυχή και συκοφαντείται από παντού. Διότι όσαι είναι κοντά, πληγωθείσαι οπλίζονται εναντίον των ανδρών των και σου ανάπτουν φοβερούς πολέμους. Μαζί με αυτά ζημία είναι και το ότι δαπανάς όλον τον ελεύθερον χρόνον σου και όλας τας φροντίδας σου προς τον σκοπόν αυτόν, ότι δεν επιδίδεσαι πάρα πολύ εις τα πνευματικά κατορθώματα, ότι γεμίζεις από αλαζονείαν και ανοησίαν και ματαιοδοξίαν, ότι προσηλώνεσαι εις την γην και μαδιέσαι, και αντί να είσαι αετός, γίνεσαι σκύλος και χοίρος. Διότι έπαψες να βλέπης προς τον ουρανόν και να πετάς και όπως οι χοίροι κυττάζεις κάτω, περιεργαζομένη μέταλλα και κοιλώματα και κάμνουσα την ψυχήν σου άνανδρον και ανελευθέραν.
Αλλά περιφέρεσαι εμφανιζομένη εις όσους ευρίσκονται εις την αγοράν; Δι’ αυτό ακριβώς δεν έπρεπε να χρυσοφορής, διά να μη γίνεσαι δημόσιον θέαμα και ανοίγης τα στόματα πολλών φιλοκατηγόρων. Διότι κανείς από όσους συναναστρέφεσαι δεν σε θαυμάζει, αλλά σε κοροϊδεύουν ως φιλάρεσκον, ως αλαζόνα, ως γυναίκα αισθησιακήν. Και εις την εκκλησίαν εάν εισέλθης, θα εξέλθης χωρίς να λάβης τίποτε, εκτός από άπειρα σκώμματα και κακολογίας και κατάρας, όχι μόνον από εκείνους που σε βλέπουν, αλλά και από τον προφήτην. Διότι αμέσως μόλις σε ιδή ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας θα φωνάξη «Τα εξής λέγει ο Κύριος εις τας θυγατέρας της Σιών αι οποίαι άρχουν· επειδή βαδίζουν με τεντωμένον τον τράχηλον και με νεύματα των οφθαλμών, και κατά το βάδισμα των ποδιών των σύρουν τους χιτώνας των και συγχρόνως παίζουν με τα πόδια των· θα ξεσκεπάση ο Κύριος τον διάκοσμόν των και αντί της ευχαρίστου οσμής θα γίνη σκόνη, θα τας ζώση δε με σχοινί αντί ζώνης» (Ησ. 3, 16, 17 και 24).
Αυτά απειλούνται εναντίον σου, εξ αιτίας τουκαλλωπισμού. Διότι δεν ελέχθησαν μόνον εναντίον εκείνων αυτά, αλλά προς κάθε γυναίκαν η οποία τας μιμείται. Και ο Παύλος όμως μαζί με εκείνον εμφανίζεται κατήγορος λέγων εις τον Τιμόθεον να συστήση εις τας γυναίκας «να στολίζωνται όχι με πλέξιμο των μαλλιών, ή με χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή με πολυτελή φορέματα» (Α’ Τιμ. 2, 9). Ώστε παντού η πολυτελής εμφάνησις είναι βλαβερά, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν εισέρχεσαι εις την εκκλησίαν, όταν περνάς μέσα από τους πτωχούς. Διότι εάν επιθυμούσες να κατηγορήσης τον εαυτόν σου πάρα πολύ, δεν θα εχρησιμοποιούσες άλλην εμφάνισιν, παρά αυτό το προσωπείον της σκληρότητος και της απανθρωπίας.
Σκέψου λοιπόν πόσας πεινασμένας κοιλίας προσπερνάς με αυτήν την περιβολήν, πόσα γυμνωμένα σώματα με αυτήν την σατανικήν εμφάνισιν. Σκέψου πόσον καλύτερον είναι να διατρέφης πεινασμένας ψυχάς, παρά να διατρυπάς το κάτω μέρος των αυτιών σου και να κρεμάς τας τροφάς μυρίων πτωχών αλόγιστα και μάταια! Μήπως ο πλούτος αποτελεί εγκώμιον; Μήπως το να φορής χρυσοκέντητα είναι έπαινος; Ακόμη και αν προήρχοντο αυτά που φορείς από τιμίους κόπους, και πάλιν θα ήτο πολύ μεγάλη κατηγορία αυτό που κάμνεις. Όταν μάλιστα προέρχωνται από αδικίαν, φαντάσου πόσον περισσότερον.
Αλλά αγαπάς τους επαίνους και την δόξαν; Βγάλε λοιπόν αυτήν την γελοίαν αμφίεσιν και τότε θα σε θαυμάσουν όλοι· τότε και δόξαν θα απολαύσης και καθαράν ευχαρίστησιν, ακριβώς όπως τώρα είσαι γεμάτη από σκώμματα, δημιουργούσα από αυτά εις βάρος σου πολλάς αφορμάς στενοχωρίας. Διότι εάν κάποιο από αυτά πέση, σκέψου πόσα κακά δημιουργούνται από αυτό. Πόσαι υπηρέτριαι θα μαστιγωθούν, πόσοι άνδρες θα ενοχληθούν, πόσοι θα οδηγηθούν εις τα δικαστήρια, πόσοι θα κλεισθούν εις την φυλακήν. Και δικαστήρια εξ αιτίας αυτού, και προσαγωγαί εις δίκην και μύριαι από παντού κατάραι και κατηγορίαι, της γυναικός από τον άνδρα, του ανδρός από τους φίλους, της ψυχής από τον εαυτόν της.
Ας υποθέσωμεν όμως ότι δεν χάνονται. Αν και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολον, αλλά και να ακόμη διασωθούν διά παντός, και όταν διασώζωνται πάλιν προκαλούν πολλήν μέριμναν και φροντίδα και δυσαρέσκειαν, και κέρδος κανένα. Διότι ποίον έσοδον γίνεται από αυτά εις την οικίαν; Ποίον όφελος εις αυτήν που τα φορεί; Όφελος βέβαια κανένα, αλλά πολλή ακαταστασία και κατηγορία από παντού. Πώς θα ημπορέσης να φιλήσης και να κρατήσης τα πόδια του Χριστού, έτσι όπως είσαι στολισμένη; Αυτόν τον στολισμόν Εκείνος τον αποστρέφεται. Δι’ αυτό κατεδέχθη να γεννηθή εις την οικίαν του μαραγκού, ή μάλλον ούτε εις εκείνην την οικίαν, αλλά εις καλύβην και φάτνην.
Πώς λοιπόν θα δυνηθής να Τον ιδής, χωρίς να έχης ωραιότητα η οποία του είναι ποθητή, χωρίς να φορής στολισμόν αξιαγάπητον εις Αυτόν, αλλά μισητόν; Διότι εκείνος που Τον πλησιάζει δεν πρέπει να καλλωπίζεται με τέτοια ιμάτια, αλλά να ενδύεται με αρετήν. Σκέψου τι είναι επί τέλους αυτό το χρυσάφι. Τίποτε άλλο παρά χώμα και στάχτη. Βάλε νερό και θα γίνη πηλός. Σκέψου και δοκίμασε εντροπήν διότι κάνεις τον πηλόν κύριον και αφήνεις τα πάντα και κάθεσαι κοντά του και τον φορείς παντού και τον περιφέρεις και όταν ακόμη εισέρχεσαι εις την εκκλησίαν, όπου προ παντός έπρεπε να τον αποφεύγης. Διότι η εκκλησία δεν εκτίσθη δι’ αυτό, διά να επιδεικνύης εις αυτήν τον πλούτον αυτόν, αλλά τον πνευματικόν πλούτον.
Συ όμως καλλωπίζεις τον εαυτόν σου από κάθε άποψιν μιμουμένη τας γυναίκας του θεάτρου και φορείς με αφθονίαν αυτά τα καταγέλαστα φρύγανα, ωσάν να εισέρχεσαι εις πομπήν. Ακριβώς δι’ αυτό εις πολλούς προκαλείται καταστροφή, και όταν τελειώση η εκκλησία, εις τας οικίας, εις τα τραπέζια, θα ακούση κανείς αυτά να διηγούνται οι περισσότεροι. Διότι αντί να συζητούν ότι αυτό και αυτό είπεν ο προφήτης και ο Απόστολος, σχολιάζουν την πολυτέλειαν των ενδυμάτων, το μέγεθος των πολυτίμων λίθων και όλην την άλλην ασχημοσύνην εκείνων που φορούν αυτά.
Αυτά και σας κάνουν αδρανείς προς την ελεημοσύνην, και εκείνους που κατοικούν μαζί σας. Διότι καμμία από σας δεν θα επροτιμούσεν εύκολα να σπάση κάποιο από τα χρυσαφικά αυτά και να θρέψη ένα πεινασμένον. Όταν δε κι η ιδία θα επροτιμούσες να ευρεθής εις στενοχωρίαν, παρά να ιδής αυτά να θραύωνται εις δύο, πώς θα ημπορούσες να θρέψης άλλον με αυτά; Διότι αι περισσότεραι διάκεινται προς αυτά ως προς έμψυχα και όχι κατώτερα από ό,τι προς τα παιδιά των.
Μακρυά από εδώ κάτι τέτοιο, λέγει. Δείξατέ το μου λοιπόν αυτό, δείξετέ το με τα έργα, διότι τώρα τουλάχιστον βλέπω τα αντίθετα. Διότι ποίος ποτέ από εκείνους που έχουν κυριευθή πάρα πολύ από αυτό το πάθος, έλυωσεν αυτά διά να γλυτώση από τον θάνατον την ψυχήν ενός παιδιού; Και διατί λέγω παιδιού; Ποίος εξηγόρασε με αυτά την ιδικήν του ψυχήν όταν εχάνετο; Αντιθέτως μάλιστα οι περισσότεροι καθημερινώς την πωλούν εξ αιτίας αυτών. Και εάν μεν τους εύρη σωματική ασθένεια κάνουν τα πάντα. Όταν όμως βλέπουν την ψυχήν να διαφθείρεται, δεν κάνουν τίποτε τέτοιο, αλλά παραμελούν και τους απογόνους και την ψυχήν των, μόνον και μόνον διά να παραμένουν αυτά δια μέσου του χρόνου. Και συ μεν φορείς μυρίων ταλάντων χρυσαφικά, ενώ το μέλος του Χριστού δεν έχει ούτε την απόλαυσιν της αναγκαίας τροφής. Αλλ’ ο μεν κοινός όλων Δεσπότης, και του ουρανού, και αυτών που ευρίσκονται εις τους ουρανούς, προσέφερε και την πνευματικήν τράπεζαν εις όλους εξ ίσου· ενώ συ δεν προσφέρεις εις Αυτόν ούτε αυτά που καταστρέφονται, διά να μείνης δεμένη συνεχώς με τας φοβεράς αυτάς αλυσίδας.
Από εδώ προέρχονται τα μύρια κακά. Από εδώ προέρχονται αι πορνείαι των ανδρών, όταν αντί να τους προετοιμάζετε να υπομένουν, τους εκπαιδεύετε να χαίρωνται με αυτά, με τα οποία στολίζονται αι γυναίκες που πορνεύονται. Δι’ αυτό και νικώνται γρήγορα. Διότι εάν τον εξεπαίδευες αυτά μεν να τα παραβλέπη, να χαίρεται δε με την σωφροσύνην, την ευλάβειαν, την ταπεινοφροσύνην, δεν θα εσκλαβώνετο εύκολα από τα πτερά της πορνείας. Διότι έτσι ημπορεί να στολισθή η πόρνη και ακόμη περισσότερον· με εκείνα όμως όχι πια. Συνήθεσέ τον λοιπόν να χαίρεται με αυτόν τον στολισμόν, τον οποίον δεν ημπορεί να τον εύρη εις την πόρνην. Πώς δε θα τον οδηγήσης εις αυτήν την συνήθειαν; Εάν αφαιρέσης αυτόν τον στολισμόν και φορέσης εκείνον. Έτσι και ο άνδρας θα βρίσκεται εν ασφαλεία και συ θα εκτιμάσαι και ο Θεός θα σας λυπηθή και όλοι οι άνθρωποι θα σας θαυμάζουν και τα μελλοντικά αγαθά θα επιτύχετε, με την χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις αιωνίως. Αμήν.
Πηγή: Η άλλη όψη
Μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, φθάσαμε στὸ τέλος τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου. Πρώτη ἑορτὴ εἶνε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία ἐξαίρει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Καὶ σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο διαφέρουμε ἀπὸ τοὺς φράγκους, ποὺ ἑορτάζουν μεγαλοπρεπέστερα τὰ Χριστούγεννα· οἱ ὀρθόδοξοι στὴν Ἀνατολὴ ὡς βασιλίδα τῶν ἑορτῶν ἔχουμε τὸ Πάσχα· σαράντα μέρες ἀκούγεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Μετὰ τὴν Ἀνάστασι εἶνε ἡ ἀνάληψις τοῦ Κυρίου, ποὺ ἑωρτάσαμε πρὸ δέκα ἡμερῶν. Τί νόημα ἔχουν οἱ ἑορτὲς αὐτές; Ἡ Ἀνάστασις· ζῇ καὶ βασιλεύει ὁ Χριστός. Ἡ Ἀνάληψις· «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας».
* * *
Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε Πεντηκοστή, τὴ μεγάλη ἑορτὴ ποὺ εἶνε ἡ συμπλήρωσις τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας καὶ σημαίνει τὴν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἂν πᾶτε στὸ Ἅγιο Ὄρος, σὲ βυζαντινοὺς ναούς, θὰ δῆτε πῶς ζωγραφίζεται ἡ Πεντηκοστή.
Βυζαντινοὶ ἁγιογράφοι, ὄχι ὅπως οἱ σημερινοὶ ποὺ μοσχοπωλοῦν τὸ Χριστὸ ἀλλὰ τεχνῖτες ποὺ ζωγράφιζαν μὲ πίστι κι ἀνακάτευαν τὰ χρώματα μὲ τὰ δάκρυά τους καὶ νήστευαν γιὰ νὰ ζωγραφίζουν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας, δημιούργησαν εἰκόνες θαυματουργές. Ἀπὸ τὶς σημερινὲς εἰκόνες ἀμφιβάλλω ἂν μέσα σὲ δέκα χιλιάδες θὰ βρεθῇ μία ποὺ νά ᾽νε θαυματουργή. Ἡ κάθε εἰκόνα ἔχει βέβαια ἀφ᾿ ἑαυτῆς τὴν ἀξία της, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἰκονίζει, ἀλλὰ ἄλλη χάρι ἔχει ὅταν προέρχεται καὶ ἀπὸ μάτι καὶ χέρι ἑνὸς ἁγιασμένου ζωγράφου.
Στὴ βυζαντινὴ λοιπὸν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς θὰ δῆτε ὅτι στὸ κέντρο ζωγραφίζεται ἕνας προφήτης, ὁ προφήτης Ἰωήλ. Εἰκονίζεται νὰ κρατάῃ ἕνα εἰλητάριο κ᾽ ἐπάνω σ᾽ αὐτὸ εἶνε γραμμένο τὸ ῥητὸ «Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα…» (Ἰωὴλ 3,1-2).
Θέλω νὰ μιλήσω, ἀλλὰ διστάζω. Διότι τί ὠφελούμεθα ἀπὸ τὶς ἑορτές; Τώρα γιὰ πολλοὺς ἑορτὴ ἴσον γλέντι, διασκέδασι, χορός… Δὲν λιγοστεύουμε τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ τὶς αὐξάνουμε. Ἐνῷ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ ἑορτὴ εἶνε χαρὰ καὶ εὐφροσύνη πνευματική, ἐμεῖς ἑορτάζουμε κατὰ τρόπο ἰουδαϊκὸ καὶ εἰδωλολατρικό. Σ᾽ ἐμᾶς ἁρμόζει ἡ φρικτὴ ἐκείνη προφητεία τοῦ Θεοῦ ποὺ λέει «Τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου» (Ἠσ. 1,14).
Διστάζω ἀκόμη, διότι ἡ Πεντηκοστὴ εἶνε ἑορτὴ ποὺ δίδει στὸν ἱεροκήρυκα τὸ δυσκολώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ θέματα. Τί εἴμαστε ἐμεῖς; Ὕλη, σκουλήκια, ἀκάθαρτα ζῷα· ταπεινοί, ἁμαρτωλοί, «ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντες, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος» (Ἠσ. 6,5). Πῶς νὰ λαλήσουμε σήμερα περὶ Πνεύματος ἁγίου, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ συγκλονίζεται ἀπὸ τὰ ἀθεϊστικὰ κηρύγματα, τὶς αἱρέσεις καὶ τὴν ἐν γένει διαφθορά;
Θά ᾽πρεπε στὴ θέσι μου νὰ εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρας, τὰ ἄυλα ἐκεῖνα πνεύματα ποὺ δὲν εἶχαν οὔτε μόριο σαρκικότητος καὶ ποὺ ὅταν προσεύχονταν δὲν πατοῦσαν τὴ γῆ. Καὶ θά ᾿πρεπε κ᾽ ἐσεῖς οἱ ἀκροαταί μου νὰ εἶστε ἐξαγνισμένοι, ὥστε τὰ πνεύματά μας νὰ συντονισθοῦν καὶ νὰ ὑψωθοῦμε ὅπως οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι στὸ ὑπερῷο, γιὰ νὰ ἔλθῃ καὶ σ᾽ ἐμᾶς Πνεῦμα ἅγιο.
Ἰδού γιατί διστάζω νὰ μιλήσω. Ἀλλὰ ἕνα ῥητὸ ἀπὸ τὶς σημερινὲς εὐχὲς τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς γονυκλισίας μὲ κάνει νὰ παραμερίσω τοὺς δισταγμούς. Πιστέψτε με, δὲν θὰ ἄνοιγα τὸ θέμα αὐτό, ἐὰν δὲν μὲ ἐνθάρρυναν τὰ λόγια ἐκεῖνα· «…Ἰδού γὰρ φόβῳ παρίσταμαί σοι, εἰς τὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους σου τὴν ἀπόγνωσιν ἀπορρίψας τῆς ψυχῆς μου». Στέκω, λέει, μὲ φόβο μπροστά σου, Κύριε, ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ῥίχνω τὴν ἀπόγνωσι τῆς ψυχῆς μου στὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους σου (3η εὐχή).
῾Ρίχνω λοιπὸν κ᾽ ἐγὼ τὸν ἑαυτό μου στὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπικαλούμενος τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος τολμῶ νὰ ψελλίσω λίγες λέξεις. Ἢ μᾶλλον δὲν θὰ μιλήσω ἐγώ· θὰ γίνω ἕνα μικρόφωνο γιὰ ν᾽ ἀκούσετε τὶς γνῶμες τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
* * *
Πεντηκοστή! «Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα…». Ἡ ἔκχυσις τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀγαπητοί μου, στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ στοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται μὲ πολλὰ ὀνόματα. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ παίρνω ἕνα μόνο, τὸ ὄνομα «δωρεά». Γιατί λέγεται ἔτσι; Διότι εἶνε τὸ ἀποκορύφωμα ὅλων ὅσων ὁ Θεὸς χάρισε καὶ χαρίζει.
Ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶνε τὸ μόνο ἀγαθὸ ποὺ ἔλαβε ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ τὸ Θεό. «Ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Πράξ. 17,28), ἐπαναλαμβάνοντας φράσι ἀρχαιοτέρου ποιητοῦ (τοῦ Ἀράτου). Κολυμποῦμε μέσα στὸ πέλαγος τῶν ἐνεργειῶν καὶ δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Τί ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴ τὸ ἔχουμε ὡς δωρεὰ ἀπὸ τὸ Θεό!
Ἀφήνω τὰ δῶρα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα· ὑπενθυμίζω τὶς σπουδαιότερες τακτικὲς δωρεὲς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ψηλά, ἀπ᾽ τὸν οὐρανό.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς τακτικὲς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν καὶ ἔκτακτες δωρεές, ὅπως ἦταν π.χ. στὴν παλαιὰ διαθήκη τὸ μάννα, ἡ γλυκυτάτη ἐκείνη τροφή, ποὺ ἔπαιρνε στὸ στόμα τῶν Ἑβραίων ὅποια γεῦσι ἐπιθυμοῦσαν, γινόταν ὅ,τι ἤθελαν. Καὶ ὅμως οἱ ἀγνώμονες ἐπότισαν τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου «ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν» (Μ. Παρ. ὄρθρ., ἀντίφ. ιβ΄). Αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος.
* * *
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, ἕως ἐδῶ ὅλες αὐτὲς τὶς δωρεὲς μὲ ἐνδιαφέρον. Σᾶς εἶπα πράγματα κατανοητὰ καὶ ἁπτά, πράγματα ποὺ τὰ ξέρουμε καὶ τὰ ζοῦμε, ἀφοῦ ἡ ζωή μας εἶνε συνυφασμένη μ᾽ αὐτά.
Ἀλλ᾽ ὁ ἄνθρωπος δὲν περιορίζεται ἕως ἐδῶ, στὴ φυσικὴ μόνο σφαῖρα, στὴ ζωὴ τοῦ σώματος. Δὲν εἶνε σῶμα μόνο· εἶνε καὶ πνεῦμα, καὶ κυρίως πνεῦμα. Ἔχει λοιπὸν καὶ ἄλλη ζωή, ζῇ καὶ στὴ σφαῖρα τοῦ πνεύματος. Καὶ ἐκεῖ, στὴ σφαῖρα τοῦ πνεύματος, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλου εἴδους ἐφόδια. Πῶς νὰ σᾶς δώσω νὰ τὸ καταλάβετε; Ζητῶ τὴ χάρι καὶ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ.
Παραπάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ὑλικὲς δωρεές, ποὺ τὶς αἰσθανόμεθα ὅλοι γιατὶ ἀπὸ αὐτὲς ζοῦμε καὶ ἐξαρτώμεθα, εἶνε μία ἄλλη, μεγάλη, ὑψίστη δωρεά. Ὅλες αὐτὲς οἱ δωρεές, τακτικὲς καὶ ἔκτακτες, εἶνε μικρές. Ἡ μεγάλη δωρεὰ εἶνε ἡ σημερινή, εἶνε τὸ Πνεῦμα ἅγιο· «…λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Πράξ. 2,38). Σπουδαῖα καὶ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ ζωή μας τὸ φῶς, τὸ νερό, ὁ ἀέρας· ἀλλ᾽ αὐτὰ εἶνε ἁπλῶς εἰκόνες καὶ σύμβολα τῆς μεγάλης αὐτῆς δωρεᾶς ποὺ λέγεται Πνεῦμα ἅγιον.
Ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο! Ὁ Θεὸς πραγματοποιεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Ἦταν προφητευμένο ἀπὸ τὴν παλαιὰ διαθήκη διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ. Ἦταν ὑπόσχεσι τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητάς του προτοῦ ν᾽ ἀναληφθῇ στοὺς οὐρανούς. Ἦταν ἡ ὁλοκλήρωσι τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας, τοῦ μεγαλειώδους ἔργου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ δόξα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Χωρὶς τὴν δωρεὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας θὰ ἦταν ἀτελὲς καὶ ἀνολοκλήρωτο. Σήμερα τὸ ἔργο τοῦτο ὡλοκληρώθηκε. Δόξα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Α΄ μέρος ἀπομαγνητ. ἑσπερ. ὁμιλίας· ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι» – Ἀθῆναι τὴν 28-5-1961), π. Αυγουστίνος Καντιώτης
Εἶναι γνωστή σέ ὅλους, ὅσοι διαβάζουν τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ ἱστορία γιά τόν πύργο τῆς Βαβέλ. Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως ια΄ 1-9, διαβάζουμε γιά τόν ἑωσφορικό ἐγωϊσμό τῶν ἀνθρώπων : «δεῦτε οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καί πύργον, οὗ ἔσται ἡ κεφαλή ἕως τοῦ οὐρανοῦ». Αὐτός ὁ ἐγωϊσμός τοῦ ἀνθρώπου νά ὁμοιάσει στόν Θεό, ἔφερε τό ἀποτέλεσμα τῆς συγχύσεως τῶν γλωσσῶν στά ἔθνη : «δεῦτε καί καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τήν γλώσσαν, ἵνα μή ἀκούσωσιν ἕκαστος τήν φωνήν τοῦ πλησίον».
Βαβέλ σημαίνει σύγχυση. Φιλοδόξησαν οἱ ἄνθρωποι ἑνότητα, χωρίς τόν Θεό.
Στήν Καινή Διαθήκη, στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, β΄ κεφάλαιο, καί ἔπειτα ἀπό τήν ἐπαγγελία τοῦ Σωτῆρος ὅτι θά στείλει ἄλλον Παράκλητον, μετά τήν Ἀνάληψή Του, «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου καί ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις…….ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν». Στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ἡ Βαβέλ δίνει τή θέση της στήν ἑνότητα κάτω ἀπό τή χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός .» ( Κολ. γ΄ 11).
Πεντηκοστή! Πάντες οἱ βαπτιζόμενοι στο ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ζοῦν την ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς και Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, κοινωνώντας το Σῶμα και το Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, πού σήμερα πορεύεται μέ τό ΕΓΩ του, ἄν θέλει νά ζήσει ὄχι μόνο στόν χρόνο, ἀλλά καί στό ὑπέρχρονο, ὀφείλει νά ἀσπαστεῖ τό κήρυγμα τῆς ἑνότητος τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ ἑνότητα πού προσφέρει ὁ Χριστός εἶναι πρόσκληση σέ ὅλα τά ἔθνη, γιά νά ζήσουν ὡς Σῶμα τό ὁποῖο θά πορεύεται στό ἀτέρμονο. Διαφορετικά, ἡ Βαβέλ θα ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή μοναξιά , ἀπομόνωση, ἀπελπισία καί στόν πνευματικό θάνατο.
Ἐγωϊσμός ἤ Ταπείνωση; Θάνατος ἤ Ἀνάσταση; Κοινωνία ἤ Μοναξιά; Τέλος ἤ Αἰώνια Ζωή;
Ἡ αἰώνια ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου βρίσκει τή λύση της στή λέξη ΧΡΙΣΤΟΣ.
«Ὃτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος. Ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε. Καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (Κοντάκιον ἑορτῆς τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς).
Εἶναι γνωστή σέ ὅλους, ὅσοι διαβάζουν τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ ἱστορία γιά τόν πύργο τῆς Βαβέλ. Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως ια΄ 1-9, διαβάζουμε γιά τόν ἑωσφορικό ἐγωϊσμό τῶν ἀνθρώπων : «δεῦτε οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καί πύργον, οὗ ἔσται ἡ κεφαλή ἕως τοῦ οὐρανοῦ». Αὐτός ὁ ἐγωϊσμός τοῦ ἀνθρώπου νά ὁμοιάσει στόν Θεό, ἔφερε τό ἀποτέλεσμα τῆς συγχύσεως τῶν γλωσσῶν στά ἔθνη : «δεῦτε καί καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τήν γλώσσαν, ἵνα μή ἀκούσωσιν ἕκαστος τήν φωνήν τοῦ πλησίον».
Βαβέλ σημαίνει σύγχυση. Φιλοδόξησαν οἱ ἄνθρωποι ἑνότητα, χωρίς τόν Θεό.
Στήν Καινή Διαθήκη, στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, β΄ κεφάλαιο, καί ἔπειτα ἀπό τήν ἐπαγγελία τοῦ Σωτῆρος ὅτι θά στείλει ἄλλον Παράκλητον, μετά τήν Ἀνάληψή Του, «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου καί ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις…….ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν». Στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ἡ Βαβέλ δίνει τή θέση της στήν ἑνότητα κάτω ἀπό τή χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός .» ( Κολ. γ΄ 11).
Πεντηκοστή! Πάντες οἱ βαπτιζόμενοι στο ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ζοῦν την ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς και Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, κοινωνώντας το Σῶμα και το Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, πού σήμερα πορεύεται μέ τό ΕΓΩ του, ἄν θέλει νά ζήσει ὄχι μόνο στόν χρόνο, ἀλλά καί στό ὑπέρχρονο, ὀφείλει νά ἀσπαστεῖ τό κήρυγμα τῆς ἑνότητος τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ ἑνότητα πού προσφέρει ὁ Χριστός εἶναι πρόσκληση σέ ὅλα τά ἔθνη, γιά νά ζήσουν ὡς Σῶμα τό ὁποῖο θά πορεύεται στό ἀτέρμονο. Διαφορετικά, ἡ Βαβέλ θα ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή μοναξιά , ἀπομόνωση, ἀπελπισία καί στόν πνευματικό θάνατο.
Ἐγωϊσμός ἤ Ταπείνωση; Θάνατος ἤ Ἀνάσταση; Κοινωνία ἤ Μοναξιά; Τέλος ἤ Αἰώνια Ζωή;
Ἡ αἰώνια ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου βρίσκει τή λύση της στή λέξη ΧΡΙΣΤΟΣ.
«Ὃτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος. Ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε. Καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (Κοντάκιον ἑορτῆς τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς).
Μόλις ηκούσαμε τον υιό της βροντής, τον Ιωάννην, ή μάλλον το Άγιον Πνεύμα που από αλιέα και χειροτέχνη τον έκαμε συγγραφέα και κήρυκα θείων όντως και υψηλών υποθέσεων, να μας εκθέτη το θαύμα της σωματικής και πνευματικής αναβλέψεως του εκ γενετής τυφλού. Στο προηγούμενο κεφάλαιον ανέλυσε την πολλή και εκτεταμένη διάλεξι του Κυρίου, με την οποία καθωδηγούσε τον απειθή και δύστροπον εβραϊκό λαό στην θεογνωσία του Πατρός και του Υιού, απομακρύνοντας τον νου τους από την έννοια της μοναρχίας• τους ήνοιγε την πόρτα για να περάσουν από την νομική παράδοσι στην χάριν, οδηγώντας τους ομαλώς από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη, όπως κάποτε από την έρημο προς την πλούσια και εύφορον γη.
Αλλά αν και εφανέρωνε ποικιλοτρόπως και την ιδική του προΰπαρξι, ότι δηλαδή υπάρχει προαιωνίως και ευρίσκεται πάντοτε σε συνάφεια με τον Πατέρα, και εφώναζε με σαφήνεια στα ώτα των κωφών: «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμι», εκείνοι δεν αντελήφθησαν την δύναμι του λόγου, ούτε εκείνο, το οποίον δεν παρεδέχθησαν, το ήλεγξαν με κάποιαν επιστημονικήν αντίρρησι⋅ αλλά αντί των λόγων έπιασαν τους λίθους και ενώ ευρίσκοντο ακόμη μακρυά από τον σταυρόν, εγύμναζαν τα φονικά τους χέρια για την δολοφονία. Εκείνος όμως που πάντοτε προέκρινε την μακροθυμίαν εμπρός στον υβριστή και βλάσφημο λαόν, απέφυγε την οργή και την οχλαγωγία τους• απέδρασε, όχι όμως με τρόπο ταπεινό, αλλά θεϊκό⋅ εστάθη μεταξύ τους, τόσο κοντά ώστε να τον φθάνουν με τα χέρια τους, αλλά δεν τον έβλεπαν, και ενώ ήγγιζε τους εξοργισμένους, δεν εφαίνετο.
Είχαν μείνει τότε εμβρόντητοι, φονεύοντας με την προαίρεσι, χωρίς όμως να ευρίσκουν τρόπο να εκτονώσουν την οργή τους˙ όμοιοι με τους απείρους κυνηγούς, οι οποίοι, εάν φοβίσουν και διώξουν το κυνήγι παράκαιρα και το ελάφι εύρη διέξοδο σε κάποιο δάσος και διαφύγη κρυφά, περιπλανώνται χωρίς λόγο στην κοιλάδα περιφέροντας τα δίκτυα ασκόπως, τραβώντας μαζί τους και τα σκυλιά ματαίως. Εγώ δε, αν και κατά τα άλλα είμαι αχρείος, δεν ελησμόνησα πως είμαι δούλος και οφείλω να εξεγερθώ κατά των υβριστών υποστηρίζοντας τον Δεσπότη μου. Γι’ αυτό και θα φωνάξω στους Εβραίους σαν να είναι σήμερα παρόντες και έχουν καταληφθή από μανία: Λιθοβολείτε, ελεεινοί, τον Ευεργέτη; Και ποιος σάς ξεδίψασε κάποτε από μία πέτρα; Πετάτε λίθους σ’ αυτόν που ενομοθέτησε την ζωή σας με τις λίθινες πλάκες; Στον λίθο τον εκλεκτό και πολύτιμο που προεφήτευσεν ο Ησαΐας; Στον λίθο τον νοητό που απεσχίσθη από τον απότομο βράχο χωρίς ανθρώπινο χέρι, όπως ο θεσπέσιος Δανιήλ σάς εδίδαξε; Λιθοβολείτε τον «λίθον τον ακρογωνιαίον» ο οποίος συνήνωσε τους δύο τοίχους, της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης; Και αν εσείς δεν πιστέψετε, «δυνατός ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ»• δηλαδή να συνάξη στον Χριστό λαόν περιούσιο, τους απεριτμήτους εθνικούς. Αυτή την επαγγελία εδέχθη και ο Αβραάμ, όταν ο Θεός του είπε ότι «ευλογηθήσονται εν σοί πάντα τα έθνη»⋅ διότι βλέποντας ο Θεός με την απόρρητο πρόγνωσί του το μέλλον, εχάρισε στον αρχηγό της πίστεως ως τέκνα όλους εκείνους που επρόκειτο στο μέλλον να πιστέψουν.
Επειδή προέβλεπε την επανάστασι των Εβραίων, αλλά και τους λίθους έβλεπε, που θα εσήκωναν εναντίον του τα ψευδώνυμα τέκνα του, τα είχε συμπεριλάβει στους αποκηρυγμένους. Και επειδή κηρύττοντάς τους την αλήθεια, δεν τους έπειθε να ευσεβούν, ενώ ήταν παρών, εκρύβη και καθώς τον έβλεπαν, εξηφανίσθη, ώστε με αυτήν την θαυματουργία του να τους κάνη να συγκατατεθούν ότι πράγματι ήταν ο Χριστός και Θεός από τον Αβραάμ παλαιότερος. Έτσι παρελογίζοντο οι ανόητοι Εβραίοι, και ο Κύριος και Σωτήρας μας σαν κάποιος ιατρός σοφός και επιμελής, αφού το πάθος δεν υπεχώρησε με την πρώτην επέμβασι, μεταχειρίζεται άλλον τρόπο θεραπείας.
Θέλει να θεραπεύση τους διανοητικώς τυφλούς δια μέσου ενός σωματικώς τυφλού που έτυχε να ευρίσκεται εκεί, ο οποίος δεν ετυφλώθη από κάποιαν αρρώστεια, αλλά από λάθος της φύσεως είχε έλθει έτσι στην ζωή. Βλέποντας, λοιπόν, αυτόν τον άνθρωπον εστάθη, έτοιμος να τον θεραπεύση με τρόπο που ξεπερνά την ανθρώπινη λογική και τέχνη. Επειδή η ιατρική και η θεραπευτική της ασχολείται με τα νοσήματα εκείνα τα οποία παρουσιάζονται, όταν ήδη η φύσις έχει φέρει στο φως έναν άρτιον οργανισμό, και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, δεν ασχολείται όμως με την θεραπεία μιας σωματικής βλάβης η οποία έχει γεννηθή μαζί με τον άνθρωπο, αλλά ούτε όλα τα νοσήματα που συμβαίνουν αργότερα μπορεί να θεραπεύση, και το μαρτυρούν αυτό οι ακρωτηριασμένοι άνθρωποι, των οποίων ουδείς ιατρός επανώρθωσε την στέρησι των μελών, γι’ αυτό ακριβώς και οι μαθηταί συμπονώντας για το πάθημα και βλέποντας έναν άνθρωπο που δεν είχε δοκιμάσει την μεγαλύτερη απ’ όλες απόλαυσι του φωτός, προσπαθούσαν να ανακαλύψουν την αιτία της κακώσεως αυτής⋅ ηρώτησαν λοιπόν τον Κύριο με απλότητα, για να μάθουν εάν από ιδική του αμαρτία ή από ευθύνη των γονέων του ήλθε έτσι στην ζωή.
Και τα δύο όμως σκέλη της ερωτήσεως έχουν κάτι το επιλήψιμο⋅ διότι δεν θα κατεκρίνετο εξαιτίας των γονέων του, αφού ο Θεός δεν τιμωρεί άλλον αντ’ άλλου⋅ ούτε βέβαια επλήρωνε για ιδικά του αμαρτήματα, αφού εγεννήθη έτσι τυφλός⋅ επειδή κανείς δεν αμαρτάνει πριν από την γέννησι. Η ερώτησις λοιπόν δεν ήταν τόσο επιτυχής⋅ να ιδούμε όμως πως απεκρίθη η Αλήθεια, ο Κύριός μας, στην ερώτησι. Αυτό το πάθος, μαθηταί μου, λέγει, δεν προήλθε από αμαρτίες, αλλά αποτελεί ετοιμασία μελλοντικής οικονομίας, ώστε αυτός που θεωρείται κοινός άνθρωπος να ενεργήση υπεράνθρωπα και ο Κτίστης των όλων, μετά την πρώτη να εύρη αφορμή για νέα δημιουργία⋅ έτσι από το μερικό να επιβεβαιώση το γενικό και ο σκληρός και δύστροπος λαός να πεισθή να τον προσκυνή αντί να τον πετροβολή. Ας φωτισθούν λοιπόν οι οφθαλμοί που δεν βλέπουν, για να λάμψη στις ψυχές των ασυνέτων ο ήλιος της δικαιοσύνης. Ας γίνη αυτό το παράδοξο, να πλασθούν οφθαλμοί, για να μάθουν οι επαναστάται ότι ο λεγόμενος υιός του Ιωσήφ, εάν πράγματι είχε πατέρα τον ξυλουργό, θα ημπορούσε μεν να διορθώση ένα σπασμένο σκαμνί ή να κολλήση τα ξύλα που έχασαν την επαφή τους ή να στερεώση κάποια σπασμένη δοκό• αλλά δεν θα ημπορούσε να φτιάξη ένα μέλος ανθρώπου και μάλιστα το ομορφότερο, τον οφθαλμό, ο οποίος δημιουργείται από την φύσι με τον πιο προσεκτικό και πολύπλοκον τρόπο, άλλος από αυτόν που έχει εξ αρχής την εξουσία επάνω στην φύσι.
Και εάν κάποιος θελήση να ερευνήση με προσοχή τα ανθρώπινα μέλη, ιδιαιτέρως σ’ αυτό το μέρος του σώματος θα διαπιστώση την παντοδύναμο και ποικίλη σοφία του Θεού, ο οποίος ετίμησε την μικρή περιοχή που καταλαμβάνει αυτό το μέλος επιδεικνύοντας τόσο μεγάλη τέχνη. Διότι από όλα τα άλλα, αυτό το μέλος περισσότερο το διακρίνει μία χάρις• και είναι απαλώτατο και άσαρκο, θα έλεγε κανείς, συνδυάζοντας το τρυφερό με το στερεό και το μαλακό με το σκληρό. Είναι διανθισμένο και με διάφορα χρώματα⋅ το κέντρο του είναι ζωγραφισμένο μαύρο⋅ διασπά όμως την μονοχρωμία ένας συνδυασμός από ποικιλόχρωμους ομοκέντρους κύκλους που το περιβάλλει⋅ ώστε το κεντρικό τμήμα έχει και το βαθύτερο χρώμα, ενώ η περιφέρεια προχωρεί βαθμιαίως προς μία ξανθότερη απόχρωσι. Αυτούς τους κύκλους τους περιβάλλει ένας χιτώνας χρώματος λευκού γυαλιστερός και λαμπερός, που έχει όμως και κάτι για να μειώνη την λευκότητα, μοιάζει δε με κρύσταλλο καθαρό. Το κόκκινον ευρίσκεται στην άκρη, εκεί που αναβλύζει το δάκρυ, ώστε να δίδη χάρι στο λευκό και στο μαύρο.
Επίσης, είναι εσωτερικώς τόσο λείος και διαφανής και ομοιογενής ως προς την πυκνότητα, ώστε να δημιουργή είδωλα των μορφών που ευρίσκονται εμπρός του και να αποτυπώνη σαν ακριβής καθρέπτης τα χαρακτηριστικά των συνομιλητών γι’ αυτό και ο κεντρικός κύκλος ονομάζεται κόρη, αφού στον οφθαλμό που βλέπει τον απέναντί του σχηματίζεται ανθρωπίνη μορφή. Όπως δεν είναι δυνατόν σ’ αυτόν που βλέπει σε καθρέπτη να μην ιδή μέσα στο υλικό τα ιδικά του χαρακτηριστικά, έτσι και σ’ εκείνον που βλέπει κατά πρόσωπο έναν άνθρωπο είναι αδύνατον να μη σχηματίση στον οφθαλμό την μορφή του. Οι άνθρωποι λοιπόν καθώς βλέπονται μεταξύ τους γίνονται ο ένας καθρέπτης του άλλου.
Αξιοθαύμαστο κτίσμα λοιπόν ο οφθαλμός• αυτός μου αποκαλύπτει τον Θεόν, εξετάζοντας με ακρίβεια όλη την κτίσι και υποδεικνύοντας από τα έργα τον τεχνίτη• αυτός από τα ορατά εξηγεί τα αόρατα⋅ με αυτόν εγνώρισα τον ήλιο και έμαθα την διακόσμησι του ουρανού, εζωγράφησα την ομορφιά των αστέρων, την υπόστασι της γης, την φύσι της θαλάσσης• των σπόρων την διαφορά, των φυτών την ποικιλία και των χρωμάτων την διαφορετικήν χροιά⋅ του σκότους την κατήφεια και του φωτός την λαμπρότητα, και όλα γενικώς όσα ο Θεός έκτισε επαινώντας τα ως .καλά λίαν.. Ώστε, εάν δεν υπήρχε ο οφθαλμός, η κτίσις θα εγήρασκε χωρίς να έχη αυτόπτες μάρτυρες, αφού κα είς δεν θα έβλεπε την και την δύναμι του Θεού που υπάρχει μέσα της.
Εξ αιτίας λοιπόν αυτής της θαυμαστής λειτουργίας της οράσεως εκτίσθησαν και τώρα αυτοσχέδιοι οφθαλμοί, ώστε να απομακρύνωμε εμείς τις μικροπρεπείς έννοιες που μας προξενεί η σάρκα του Μονογενούς, αποβάλλοντας από την ψυχή με την μεγαλειώδη αυτήν ενέργεια κάθε ταπεινή και γήινη υπόληψι περί αυτού• και να μάθωμε ότι το μακάριον φως και κάλλος της θεότητος το εδέχθηκε ένα πήλινο σκεύος, διακονώντας όπως ο λύχνος διακονεί το φως. Πραγματοποιεί δε με τα ίδια του τα χέρια την θεραπείαν ο Κύριος και δεν χρησιμοποιεί τον λόγο μόνο για να ενεργήση, αυτός που με πρόσταγμα μόνον εδημιούργησε όλον τον κόσμο και με δύο μικρές λέξεις εθεράπευσε τον παράλυτο. Αλλά και με το στόμα και με τα χέρια και με πολλήν φροντίδα θεραπεύει την τυφλότητα, ώστε από τις ενέργειές του να προξενήση στους απίστους την βεβαία πίστι. Έπτυσε στο έδαφος και με τον τρόπον αυτόν έφτιαξε λάσπη, χρησιμοποιώντας και την γην για την θεραπεία, ώστε να δείξη πως με εκείνο το χώμα από το οποίον είχε πλασθή αρχικώς ολόκληρο το σώμα δημιουργείται αυτή την στιγμή και το μέρος αυτό που του λείπει. Το αναμιγνύει δε με σίελο και κολλά έτσι τους διάχυτους κόκκους, ώστε να έχουν συνοχή, για να μας δείξη φανερά ότι με την δύναμι του στόματός του ο Λόγος κατώρθωσε τα πάντα. Επειδή «τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών».
Αλλά και για έναν άλλο λόγο θεραπεύει με πτύσμα: για να συνεφέρη προς κατάνυξι και φόβον αυτούς που λίγο αργότερα πρόκειται να τον υβρίζουν πτύοντάς τον. Και όμως δεν εμείωσε το θράσος των μαινομένων, αλλά υπέμεινε εμπτυσμούς πολλούς εκείνος που τα κατώρθωσε όλα αυτά με το πτύσμα. Με την πρώτην αυτή λοιπόν ενέργεια φανερώνει την δημιουργική του δύναμι˙ και προστάζοντας τον τυφλό να πλυθή στού Σιλωάμ την κολυμβήθρα μας δεικνύει την δια του ύδατος σωτηρία, την οποίαν εχάρισε ο απεσταλμένος Σιλωάμ (Σιλωάμ ερμηνεύεται απεσταλμένος). Διότι τότε βλέπουμε αληθώς, όταν εξέλθωμε από το μυστικόν ύδωρ του βαπτίσματος˙ τότε μας λαμπρύνει το φως της χάριτος, όταν η δύναμις αυτού του μυστηρίου αποπλύνη την ακαθαρσία και τις κηλίδες των αμαρτιών. Και όλοι όσοι με την εντολή του Σιλωάμ λουζόμεθα, βλέπουμε το πνευματικόν φως «το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».
Ω του θαύματος και της μεγάλης ευεργεσίας! Έφυγε από την κολυμβήθρα ο προ ολίγου τυφλός, στολισμένος στο πρόσωπο με την προσθήκη των οφθαλμών και βλέποντας καθαρά τις ηλιακές ακτίνες. Με έκπληξι είδαν οι γείτονες και οι γνωστοί το γεγονός⋅ εθορυβήθησαν από τον πρωτοφανή τρόπο της θεραπείας˙ περιεφέρετο στην πόλιν ο άνθρωπος βλέποντας, για να βλέπεται από όλους το πρωτάκουστο και παράδοξον έργον εκείνου που εγεννήθη στην Βηθλεέμ, του μικρού βρέφους το οποίο στην φάτνη ετυλίχθη με σπάργανα. Επειδή αυτά είναι που έκαναν τους Ιουδαίους να απιστούν στην θεότητα. Ω, σεις, λοιπόν, ανόητοι και παχυκάρδιοι, βάλετε στον νού σας όλους τους ανθρώπους των αιώνων. Αρχίσετε απ’ τον Αδάμ και ερευνήσετε όλους τους μεταγενεστέρους˙ ευρίσκετε να έγινε σε κάποιον άλλο αυτό που συνέβη τώρα; Υπάρχει στον κόσμο παράδειγμα παρόμοιας θεραπείας; Αλλά σεις επιμένετε να διασύρετε τον Κύριό μου και τον αποκαλείτε τέκνο του ξυλουργού – «ουχ ούτος εστιν ο του τέκτονος υιός;» – του οποίου γνωρίζετε τους αδελφούς και την κατοικία. Απαριθμήσετε όλα τα ταπεινά, φιλονικήσετε, υποτιμήσετέ τον, όσο θέλετε. Αν όμως τίποτε παρόμοιο δεν έγινε ποτέ από άνθρωπο, ούτε ο κόσμος εγνώρισε άλλο περιστατικό, τότε ανοίξετε τα μάτια σας και αντικρύσετε την αλήθεια, κατακρίνοντας την άγνοιά σας. Νιφθήτε και σεις στον Σιλωάμ για να μην αποθάνετε τυφλοί.
Αλλά από ό,τι φαίνεται, καθόλου δεν συνήλθαν. Ούτε με τα λόγια ηθέλησαν να μάθουν, ούτε η πράξις τους εδίδαξε, ούτε τα θαύματα τους επροξένησαν σεβασμό⋅ αντιθέτως, από την υπερήφανον αχαριστία τους επιχειρούσαν με μύριους τρόπους όλα να τα εξαφανίσουν και να τα διασύρουν. Αλλά η κακουργία αντεστρέφετο κατά του εαυτού τους˙ διότι όσον απιστούσαν και με τις ερωτήσεις τους προσπαθούσαν να ανατρέψουν τα γεγονότα, τόσο περισσότερον εβεβαιώνετο η αλήθεια⋅ έπαθαν ό,τι και τα θηρία εκείνα τα οποία επληγώθησαν από κάποιον, αλλά επειδή δεν έχει εισχωρήσει βαθειά στα σπλάγχνα τους το μαχαίρι, ορμούν εξαγριωμένα στον άνθρωπον εκείνον αποτελειώνοντας μόνα τους την σφαγή.
Την εριστικότητά τους την έδειξαν κατ’ αρχήν ψάχνοντας εάν τους επαρουσιάσθη ο ίδιος ο τυφλός ή άλλος αντί για εκείνον. Γι’ αυτό σαφώς τους διεβεβαίωνε ο άνθρωπος αναγγέλλοντάς τους και την διαδικασία της θεραπείας, ότι δηλαδή το φάρμακο της τυφλώσεως ήταν ο πηλός, με τον οποίο τον έχρισε ο Ιησούς- και όταν εξέπλυνε τον πηλό στην κολυμβήθρα, ευρήκε το φως του. Αυτά περιεργάζοντο οι γείτονες και τα έμαθαν, τα αναζητούσαν και οι Φαρισαίοι και δεν επείθοντο. Δεύτερο τέχνασμα με το οποίον απεπειράθησαν να διαστρεβλώσουν το γεγονός ήταν η προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι δεν ήταν ο Χριστός εκείνος που τον εθεράπευσε. Επειδή δε ο άνθρωπος ανεκήρυττε τον Σωτήρα και με την ομολογία του κηρύγματος ανταπέδιδε την χάρι διαφημίζοντας τον ευεργέτη, εκείνοι του έκλειναν το στόμα και με το μυαλό ζαλισμένο, επειδή είχαν τι να κάνουν, επανέρχονται πάλι στην ίδια συζήτησι. Περιεργάζονται εάν ήταν τυφλός εκ γενετής, αναζητούν τους γονείς του ανθρώπου και εξετάζουν τι κάθε τι με ακρίβεια, όχι για να βεβαιώσουν το γεγονός, αλλά για να εύρουν κάποιαν αφορμή να διαψεύσουν το θαύμα και κατασκευάζοντας κάποια ψεύτικη σκευωρία να ανατρέψουν την ορμητικότητα του πλήθους που επίστευσε.
Τι υπερβολή κακίας! Να πολεμούν την αλήθεια και να διασύρουν, αντί να προσκυνούν, τον ευεργέτη⋅ αντί να θαυμάζουν την δύναμί του, προσπαθούν να παρουσιάσουν σαν ασήμαντα τα γεγονότα. Πεισθήτε και από τους γονείς, Φαρισαίοι, για το ότι ο άνθρωπος εγεννήθη μαζί με την τύφλωσι⋅ τρέξετε πάλι στον τυφλό και δεύτερη και τρίτη φορά, για να σάς αποκαλύψη εκείνος την κακία και την επιβουλή που κρύβουν αυτά τα επιχειρήματα.
Αλλά σεις όταν δοκιμάσετε την πρώτην απογοήτευσι, προχωρείτε στην δεύτερη⋅ όταν δοκιμάσετε την δεύτερη, στην τρίτη, και ούτω καθεξής. Ακολουθείτε την πορεία της κακούργου αλεπούς. Είστε από παντού περικυκλωμένοι με τα δίκτυα της αληθείας⋅ αδυνατείτε να αρνηθήτε το θαύμα, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Παρ’ όλα ταύτα δεν αμελείτε με κάθε τρόπο να περιπλέκετε το πράγμα, υφαίνοντας ιστόν αράχνης με όλη σας την τέχνη• ανίσχυρος όμως και ανώφελος είναι η επιβουλή σας. Προγονική η αρρώστια σας. Απίστων πατέρων όμοια τέκνα. Έτσι αντιμετώπιζαν κι εκείνοι τα θαύματα της Αιγύπτου. Εσώζοντο από πολέμους παραδόξως και ανελπίστως και απιστούσαν σ’ αυτόν που εχάριζε την σωτηρία⋅ ετρέφοντο με τροφές που υπερέβαιναν την φύσι και ήσαν πιο αχάριστοι κι από αυτούς που λιμοκτονούν υπεδέχοντο το μάννα που τους απεστέλλετο από τον ουρανό και ποθούσαν την δυσωδία των σκόρδων και των κρεμμυδιών της Αιγύπτου. Με στήλη νεφέλης εσκεπάζοντο την ημέρα για να μη ταλαιπωρούνται από το καύμα του ηλίου και με στήλη φωτεινή εφωτίζοντο την νύκτα, απολαμβάνοντας άλλον, νέο φωστήρα εκτός από την σελήνη⋅ και σαν να μην είχαν ευεργετηθή με καμμία θεϊκή ενέργεια, όταν ο Μωϋσής είχε ανεβή στο όρος για να του δοθή ο νόμος και καθυστερούσε να επιστρέψη, αυτοί εζητούσαν και εύρισκαν νέους και ανύπαρκτους θεούς.
Είστε όντως κληρονόμοι της αχαριστίας τους⋅ και τον νόμο δεν αγαπήσατε, και την χάρι μισείτε⋅ σάς χρειάζεται ράβδος, φτιαγμένη όχι από καρυδιά, για επιστασία, αλλά από σίδηρο. Βλέπετε έναν άνθρωπο που αν και τον είδε το φως, αυτός ευρίσκεται στο σκοτάδι μέχρι τέτοια ηλικία. Δεν ξέρει τι είναι η δράσις και οδηγείται από ξένους οφθαλμούς⋅ κάθε ημέρα κάθεται εμπρός στον ναό φανερώνοντας την συμφορά του, για να προσελκύση πολλούς σε ελεημοσύνη και έχει όλη την πόλι μάρτυρα του πάθους του. Σε μία στιγμή τον βλέπετε να θεραπεύεται και να αναβλέπη, όχι με συνδυασμό διαφόρων φαρμάκων, ούτε με χρήσι χειρουργικών εργαλείων, αλλά μόνο με λάσπη κι αυτή από πτύσμα⋅ και πως δεν θαμβώνεσθε, δεν εκπλήττεσθε, δεν πίπτετε στην γη να προσκυνήσετε αυτόν που από την γη έπλασε τους οφθαλμούς, σεβόμενοι την θεϊκήν ενέργεια; Αντιθέτως, σεις κινδυνεύετε να διαρραγήτε από τον φθόνο και ζηλεύετε τον Θεό σαν αντίζηλο, σαν δημιουργοί τον Δημιουργό, σαν κοινό άνθρωπο τον Θεάνθρωπο. Και διαβάζετε μεν της Παλαιάς Διαθήκης τα βιβλία, όσα εγράφησαν εκεί για να οικονομήσουν τον λαό, και όσα διδάσκουν περί των βασιλέων και της ιστορίας τους, πείθεσθε δε και παραδέχεσθε όσα γράφουν για τον καθένα. Ότι τον Μωϋσή λίγο έλειψε να τον εκλάβουν ως Θεό και τον Ελισσαίο τον υπερεθαύμαζαν και τον διδάσκαλό του τον Ηλία πολύ τον εξυμνούσαν και όλους τους αγίους κάθε γενεάς, οι οποίοι έλαβαν τις ενέργειες του Θεού και πραγματοποίησαν τα μεγάλα και πασίγνωστα, τους τιμάτε ως αγγέλους. Σε τίποτε δεν αμφισβητείτε τους αρχαίους, ούτε απιστείτε στις διηγήσεις των πατέρων σας, μολονότι οι άνθρωποι εκ φύσεως δίδουν λιγώτερη πίστι στην ακοή.
Αυτό όμως που συνέβη στις ημέρες σας με τους οφθαλμούς εκείνου και το είδατε με τους οφθαλμούς τους ιδικούς σας, ημπορείτε δε και με τα δάκτυλα να το ψηλαφήσετε και να ακούσετε με ακρίβεια την εξιστόρησί του, αυτό με τόσην απιστία και αχαριστία κακοτρόπως το επιβουλεύεσθε, καταπατώντας τις προφητείες και προσπαθώντας να διαψεύσετε την εκπλήρωσί τους. Αφού όσα βλέπουμε τώρα να πραγματοποιούνται, είχε προφθάσει ο Ησαΐας να μας τα διδάξη λέγοντας: «Ιδού ο Θεός ημών κρίσιν (δικαιοσύνη) ανταποδίδωσι, και ανταποδώσει, αυτός ήξει και σώσει ημάς. Τότε ανοιγήσονται οφθαλμοί τυφλών, και ώτα κωφών ακούσονται, τότε αλείται ως έλαφος ο χωλός, τρανή δε έσται γλώσσα μογιλάλων» (τότε θα πηδά ως έλαφος ο κουτσός και τρανή θα γίνη η γλώσσα των κωφαλάλων).
Αυτά δεν είναι λόγια του Πέτρου και του Ιωάννου, ούτε κάποιου από τα πρόσωπα που υποπτεύεσθε, ώστε να απιστήσετε στην αλήθειαν υποθέτοντας ότι χαρίζονται στον Κύριο και κάνουν διαφήμισι⋅ είναι λόγια της ιδικής σας προφητείας, εάν βέβαια αναγνωρίζετε τους Προφήτες σας, και μάλιστα τον μεγαλύτερο από τους Προφήτες και διδασκάλους του Νόμου. «Τω δε Θεώ δόξα, κράτος, τιμή νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν
Πηγή: (4ος – 5ος αιών, Migne, P.G. τ.40, στ. 249, Περιοδικό "Πειραϊκή Εκκλησία" (Μάιος 2010). Από το συλλογικό έργο «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», Ι. Μ. ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ – Ι. ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗ – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ), Αντιαιρετικό Εγκόλπιον, Η άλλη όψη
«Ίδε υγιής γέγονας· μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται» (Ιω. 5, 14)
«ΠΡΟΣΕΞΕ, έχεις γίνει καλά· από δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Αυτή τη συμβουλή έδωσε ο Κύριος στον παράλυτο που θεράπευσε, όπως ακούσαμε σήμερα στο Ευαγγέλιο.
Αγαπητοί αδελφοί! Η συμβουλή του Κυρίου έχει και για μας πολύ μεγάλη σημασία. Κι αυτό, γιατί μας πληροφορεί ότι για τις ασθένειες και τα άλλα δεινά της επίγειας ζωής μας ευθύνονται οι αμαρτίες μας. Και όταν ο Θεός μας απάλλάξει από μιαν ασθένεια ή άλλη δυστυχία, τότε, αν αρχίσουμε πάλι να ζούμε αμαρτωλά, θα μας βρουν νέα δεινά, χειρότερα από τα πρώτα, που ήταν παιδαγωγικές και σωφρονιστικές θείες τιμωρίες.Η αμαρτία είναι η αιτία όλων των θλίψεων του ανθρώπου στον χρόνο και στην αιωνιότητα. Οι θλίψεις αποτελούν τη φυσική συνέπεια της αμαρτίας, όπως οι πόνοι αποτελούν τη φυσική συνέπεια των σωματικών ασθενειών, τη χαρακτηριστική τους ενέργεια. Η αμαρτία με την πλατιά της έννοια, δηλαδή η πτώση της ανθρωπότητας και ο αιώνιος θάνατός της, περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους χωρίς καμιάν εξαίρεση. Κάποιες αμαρτίες αποτελούν θλιβερή κληρονομιά ολόκληρων κοινοτήτων ανθρώπων. Κάθε άνθρωπος, τέλος, έχει τα προσωπικά του πάθη και, συνακόλουθα, τα προσωπικά του αμαρτήματα, αμαρτήματα που ανήκουν αποκλειστικά στον ίδιο. Η αμαρτία σ’ όλες αυτές τις μορφές της είναι η αιτία και η αρχή των θλίψεων και των δεινών της ανθρωπότητας γενικά, των επιμέρους ανθρωπίνων κοινωνιών και κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Η δηλητηριασμένη από την αμαρτία φύση μας απέκτησε την ιδιότητα να αμαρτάνει, απέκτησε τη ροπή προς την αμαρτία, υποτάχθηκε στην τυραννική εξουσία της αμαρτίας, παράγει μέσα της την αμαρτία και δεν μπορεί ν’ απαλλάξει καμιά μορφή της δραστηριότητάς της από την παρουσία της αμαρτίας. Ο μη ανακαινισμένος άνθρωπος δεν μπορεί να μην αμαρτάνει, ακόμα κι αν θέλει να μην αμαρτάνει (βλ. Ρωμ. 7, 14-25).
Τρεις τιμωρίες έχει ορίσει η θεία δικαιοκρισία για τις αμαρτίες όλης της ανθρωπότητας. Οι δύο έχουν επιβληθεί ήδη· απομένει η επιβολή της τρίτης. Η πρώτη τιμωρία ήταν ο αιώνιος θάνατος, που επιβλήθηκε στη ρίζα της ανθρωπότητας, τους προπάτορες, για την παράβαση της εντολής του Θεού στον παράδεισο (βλ. Γεν. 2, 16-17· 3, 1-19). Η δεύτερη ήταν ο παγκόσμιος κατακλυσμός (βλ. Γεν. 7, 10-24), που επιβλήθηκε επειδή οι άνθρωποι άφησαν τη σάρκα να κυριαρχήσει στο πνεύμα τους (βλ. Γεν. 6, 3), διαπράττοντας όλο και περισσότερες αμαρτίες (βλ. Γεν. 6, 5) και εξομοιώνοντας έτσι τον εαυτό τους με τα άλογα ζώα (Πρβλ. Ψαλμ. 48, 13, 21). Η τελευταία τιμωρία θα είναι η διάλυση και το τέλος του ορατού κόσμου για την αποστασία των ανθρώπων από τον Σωτήρα Χριστό, για την παράδοσή τους στα πονηρά πνεύματα και τη διαρκή κοινωνία τους μ’ αυτά.
Όχι σπάνια κάποια συγκεκριμένη αμαρτία κυριεύει ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων, επισύροντας τη θεία τιμωρία. Έτσι, οι Σοδομίτες κάηκαν με φωτιά που έπεσε από τον ουρανό για την άνομη ικανοποίηση της σάρκας τους (βλ. Γεν. 19, 12-25). Οι Ισραηλίτες κατατροπώθηκαν αρκετές φορές από αλλόφυλους εχθρούς για την αποστασία τους από τον αληθινό Θεό και τη μεταστροφή τους στην ειδωλολατρία (Βλ. Κριτ. 2,11-15· 3, 1-8· 6, 1-6· 10, 6-9). Και στη μεγαλόπρεπη Ιερουσαλήμ, την οικοδομημένη με διαλεχτές πέτρες, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, καθώς οι Ρωμαίοι την κατέσκαψαν, σφάζοντας ή αιχμαλωτίζοντας όλους τους κατοίκους της, με επιταγή του Θεού, για την απόρριψη και τη θανάτωση του Σωτήρα. Είναι μεταδοτική ασθένεια η αμαρτία. Δεν είναι εύκολο ν’ αντισταθεί ένας άνθρωπος σε κάποιαν αμαρτία, όταν έχει παρασυρθεί σ’ αυτήν μια ολόκληρη κοινωνία.
Παράδειγμα προσωπικής τιμωρίας από τον Θεό για προσωπικό αμάρτημα αποτελεί η πολύχρονη ασθένεια του παραλύτου που θεράπευσε ο Κύριος (βλ. Ιω. 5, 1-15). Αφού είπαμε μόνο όσα είναι αναγκαία να γνωρίζουμε και όσα ήταν δυνατό ν’ αναφέρουμε εδώ για την αμαρτωλότητα όλου του ανθρωπίνου γένους και των επιμέρους ανθρωπίνων κοινωνιών, θα εξετάσουμε πιο αναλυτικά την προσωπική αμαρτωλότητα του κάθε ανθρώπου. Αυτή η εξέταση είναι απολύτως απαραίτητη και εξαιρετικά ωφέλιμη για μας, καθώς μπορεί να έχει σωτήρια επίδραση στη διαγωγή μας, μεταβάλλοντάς την από άνομη σε θεάρεστη. Ο θείος νόμος θα μας φωτίσει, διδάσκοντάς μας ότι ο Κύριος δεν είναι μόνο ελεήμων αλλά και δικαιοκρίτης, γι’ αυτό στην αμαρτωλή ζωή θα επιβάλει την ανάλογη τιμωρία. Γνωρίζοντάς το, λοιπόν, θα καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για ν’ απαλλαγούμε από τα προσωπικά μας πάθη και ν’ αντισταθούμε στις επιλήψιμες συνήθειες της κοινωνίας, ώστε, συνακόλουθα, να λυτρωθούμε τόσο από τις πρόσκαιρες όσο και από τις αιώνιες τιμωρίες του Θεού.
Οι άγιοι πατέρες επισημαίνουν (βλ. Αββά Δωροθέου, Διδασκαλία Α’, 1-3) ότι μέχρι τη λύτρωση του ανθρωπίνου γένους από τον Θεάνθρωπο όλοι οι άνθρωποι βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία της αμαρτίας και έκαναν, θέλοντας και μη, το θέλημά της. Μετά τη λύτρωση, όσοι πίστεψαν στον Χριστό και αναγεννήθηκαν με το άγιο Βάπτισμα, δεν εξουσιάζονται πια τυραννικά από την αμαρτία, αλλά έχουν την ελευθερία είτε ν’ αντισταθούν σ’ αυτήν είτε ν’ ακολουθήσουν εκούσια τις υποβολές της. Αν κάνουν το δεύτερο, χάνουν πάλι την ελευθερία τους και μπαίνουν κάτω από τον ζυγό της αμαρτίας (βλ. Ματθ. 12, 43-45). Αν, με τη χειραγωγία του λόγου του Θεού, κάνουν το πρώτο, με τον καιρό θα νικήσουν πλήρως την αμαρτωλότητά τους. Και νικώντας την αμαρτωλότητά τους, νικούν συγχρόνως και τον αιώνιο θάνατο.
Όποιος νικά τη δική του αμαρτωλότητα, τα προσωπικά του πάθη, μπορεί εύκολα ν’ αντισταθεί και στις επιλήψιμες συνήθειες, στα κοινά πάθη, στις γενικευμένες πλάνες της κοινωνίας. Αυτό το βλέπουμε στους άγιους μάρτυρες: Έχοντας νικήσει την αμαρτία στον εαυτό τους, αντιστέκονταν αποτελεσματικά στην ειδωλολατρική πλάνη του λαού, ομολογούσαν τον Ιησού Χριστό και επισφράγιζαν την ομολογία τους με το αίμα τους. Απεναντίας, όποιος παρασύρεται και τυφλώνεται από την προσωπική του αμαρτωλότητα, δεν είναι δυνατό να μην παρασυρθεί από την εμπάθεια ή την πλάνη του κοινωνικού περίγυρου· δεν τη βλέπει καθαρά, δεν την αντιλαμβάνεται πλήρως και, προπάντων, δεν μπορεί να της εναντιωθεί με αυταπάρνηση, επειδή της ανήκει με την καρδιά. Η ουσία του πνευματικού μας αγώνα έγκειται στη διάλυση της φιλίας μας με την αμαρτία, στον πόλεμο εναντίον της αμαρτίας, στην κατανίκηση της αμαρτίας μέσα στον νου και την καρδιά μας, κατανίκηση με ευεργετικά αποτελέσματα και για το σώμα.
«Ο αληθινός θάνατος», λέει ο όσιος Μακάριος ο Μέγας, «είναι κρυμμένος μέσα στην καρδιά. Από τον θάνατο αυτό ο άνθρωπος νεκρώνεται εσωτερικά (αν και εξωτερικά φαίνεται ότι ζει). Όποιος, όμως, “έχει περάσει από τον θάνατο στη ζωή” (Ιω. 5, 24) μυστικά (μέσα στην καρδιά του), αυτός πραγματικά ζει αιώνια και δεν πεθαίνει ποτέ. Μολονότι τα σώματα τέτοιων ανθρώπων λιώνουν πρόσκαιρα, θα αναστηθούν ένδοξα (Πρβλ. Α’ Κορ. 15, 43), γιατί έχουν αγιαστεί. Γι’ αυτό και τον θάνατο των αγίων τον ονομάζουμε κοίμηση» (“Περί φυλακής καρδίας”, 2).
Όλοι οι άγιοι, χωρίς καμιάν εξαίρεση, μολονότι από την παρούσα πρόσκαιρη ζωή είχαν νικήσει τον αιώνιο θάνατο και είχαν αποκαλύψει την αιώνια ζωή μέσα τους, πέρασαν πολλές βαριές θλίψεις και δοκιμασίες (Βλ. Εβρ. 12, 4-11) Γιατί, άραγε; Φυσική και δίκαιη είναι η επιβολή θείων τιμωριών στους αμαρτωλούς. Γιατί, όμως, το ραβδί του Θεού πέφτει πολλές φορές βαρύ πάνω στους εκλεκτούς Του; Την απάντηση μας τη δίνουν η Αγία Γραφή και οι θεοφόροι πατέρες:
Είναι αλήθεια ότι στους ανθρώπους που έχουν ορθή πίστη και θεάρεστη διαγωγή, η αμαρτωλότητα έχει νικηθεί. Είναι αλήθεια ότι το Άγιο Πνεύμα έχει ενοικήσει στους ανθρώπους αυτούς και έχει νεκρώσει μέσα τους τον αιώνιο θάνατο. Ωστόσο, δεν τους έχει επιβληθεί ισόβια παραμονή τους στο καλό και αδυναμία διαπράξεως του κακού, δεν τους έχει αφαιρεθεί η ελευθερία επιλογής είτε του καλού είτε του κακού (Βλ. Οσίου Μακαρίου του Μεγάλου, Περί ελευθερίας νοός λόγος 3). Η αμετάπτωτη παραμονή στο καλό είναι χαρακτηριστικό του μελλοντικού κόσμου. Η επίγεια ζωή μέχρι την τελευταία της στιγμή είναι πεδίο αγώνων εκούσιων και ακούσιων.
«Με σκληρές ασκήσεις ταλαιπωρώ το σώμα μου και το υποδουλώνω, από φόβο μήπως, ενώ θα έχω κηρύξει στους άλλους, εγώ ο ίδιος κριθώ ακατάλληλος», λέει ο μέγας Παύλος (Α’ Κορ. 9, 27). Και το λέει για ένα σώμα στολισμένο και αγιασμένο από τη θεία χάρη, ένα σώμα που δεν το έβλαπταν τα δηλητήρια των φιδιών (Βλ. Πράξ. 28, 3-6), ένα σώμα που και τα ρούχα του επιτελούσαν θεραπείες (Βλ. Πράξ. 19, 12). Ακόμα κι ένα τέτοιο σώμα, λοιπόν, χρειαζόταν διαρκή και σκληρή άσκηση, ώστε να διατηρείται η νέκρωσή του ως προς την αμαρτία, ώστε να μην αναζωογονηθούν από τη ραθυμία και τη λήθη τα νεκρωμένα του πάθη, ώστε να μην αναστηθεί μέσα του ο αιώνιος θάνατος.
Όσο ο χριστιανός —ακόμα κι αν είναι εκλεκτό σκεύος του Αγίου Πνεύματος— βρίσκεται σ’ αυτόν τον κόσμο, ο αιώνιος θάνατος μπορεί ν’ αναστηθεί μέσα του και η αμαρτωλότητα μπορεί να κυριέψει πάλι την ψυχή και το σώμα του. Ο προσωπικός αγώνας του δεν επαρκεί για την αποτροπή της πτώσεως στην αμαρτία, που φωλιάζει στην ίδια του τη φύση και επιδιώκει διαρκώς να ξανακυριαρχήσει πάνω του. Του χρειάζεται και η βοήθεια του Θεού. Ο Θεός, λοιπόν, θα τον βοηθήσει με τη χάρη Του αλλά και με κάποια πατρική δοκιμασία. Το είδος και η ένταση της δοκιμασίας ποικίλλουν κατά περίπτωση.
Στον μεγάλο Παύλο δόθηκε, όπως μαρτυρεί ο ίδιος, «ένα αγκάθι στο σώμα του, ένας υπηρέτης του σατανά, για να τον ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανεύεται» (Πρβλ. Β’ Κορ. 12, 7) για τα υψηλά πνευματικά του μέτρα, για τις μεγάλες οπτασίες και αποκαλύψεις που του χάρισε ο Κύριος (βλ. Β’ Κορ. 12, 1), για το πλήθος των πνευματικών του χαρισμάτων, για τα εξαίσια θαύματα που επιτελούσε. Τόσο έχει αλλοιωθεί η φύση μας από το δηλητήριο της αμαρτίας, ώστε ακόμα και η αφθονία της θείας χάριτος μπορεί να γίνει αιτία υπερηφάνειας και απώλειάς μας.
Έτσι, ούτε τιμή ούτε δόξα ούτε αναντίρρητη υπακοή περίμεναν τον Παύλο, όταν κήρυσσε τον Χριστό στην οικουμένη, αποδεικνύοντας την αλήθεια του κηρύγματός του με θαύματα. Ο σατανάς του ετοίμαζε παντού εναντιώσεις, εξευτελισμούς, διωγμούς, συμφορές, θάνατο. Κατανοώντας ότι όλα αυτά γίνονταν με παραχώρηση του Θεού, ο απόστολος αναφωνεί: «Γι’ αυτό χαίρομαι για τα παθήματά μου, για τις βρισιές, τις θλίψεις, τους διωγμούς και τις στενοχώριες που πέρασα για χάρη του Χριστού» (Β’ Κορ. 12, 10). Ο Παύλος έβλεπε την ανάγκη της εξασθενίσεως του σώματος για την καταστολή των σαρκικών παθών και ο Οφθαλμός της θείας πρόνοιας έβλεπε την ανάγκη των θλίψεων για την προφύλαξη της ψυχής του Παύλου από την υπερηφάνεια.
Ακόμα και η πιο καθαρή ανθρώπινη ψυχή έχει μέσα της κάποιαν, ελάχιστη έστω, τάση προς την υπερηφάνεια (Πρβλ. Οσίου Μακαρίου του Μεγάλου, Περί ελευθερίας νοός λόγος 4). Να γιατί οι δούλοι του Θεού υποβάλλουν τον εαυτό τους σε εκούσιες στερήσεις και κόπους. Να γιατί, επίσης, υποβάλλονται σε ακούσιες θλίψεις και δοκιμασίες με παραχώρηση της θείας πρόνοιας, η οποία με τον τρόπο αυτό προφυλάσσει την άσκησή τους από τον μολυσμό της αμαρτίας.
Ο δρόμος της επίγειας ζωής ήταν για όλους τους αγίους γεμάτος αγκάθια και τριβόλια, γεμάτος δυσκολίες και κινδύνους. «Άλλοι», λέει ο απόστολος, «βασανίστηκαν ως τον θάνατο… Άλλοι δοκίμασαν εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι με προβιές και κατσικίσια δέρματα, έζησαν με στερήσεις, υπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις και κακουχίες —ο κόσμος δεν ήταν άξιος να έχει τέτοιους ανθρώπους—, πλανήθηκαν σε ερημιές και σε βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης» (Εβρ. 11, 35-38).
Ο όσιος Συμεών ο Μεταφραστής σημειώνει στον βίο του αγίου Ευσταθίου: «Δεν είναι ευάρεστο στον Θεό να τιμώνται και να δοξάζονται πρόσκαιρα και ανώφελα σ’ αυτόν τον κόσμο της πλάνης και της ματαιότητας οι δούλοι Του, για τους οποίους Εκείνος έχει ετοιμάσει στους ουρανούς ασφαλή τιμή και αιώνια δόξα» (βλ. Συναξάρι αγίου μάρτυρος Ευσταθίου, 20 Σεπτεμβρίου). Γιατί; Επειδή, όπως λέει ο αββάς Ισαάκ, με πολύ μεγάλη δυσκολία βρίσκεται άνθρωπος που μπορεί να σηκώσει την τιμή, ίσως μάλιστα δεν βρίσκεται καθόλου, ούτε ακόμα κι αν γίνει κανείς ισάγγελος (Πρβλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι Ασκητικοί Α’, 1).
Μετά την προπατορική πτώση οι ψυχές μας έγιναν ασταθείς και ευμετάβλητες. Όταν μεταβάλλονται τα πράγματα, οι περιστάσεις και η κατάστασή μας, το πνεύμα μας μεταβάλλει ανάλογα τη διάθεσή του, η οποία επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τις εξωτερικές συνθήκες (Πρβλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι Ασκητικοί Α’, 8). «Κολλήθηκε στο χώμα η ψυχή μου» (Ψαλμ. 118, 25), λέει στον Θεό ο προφήτης, εκπροσωπώντας κάθε πεσμένο άνθρωπο. Από το χώμα θα με σηκώσει και θα με οδηγήσει στη σωτηρία «το δεξί Σου χέρι» (Ψαλμ. 17, 36), το πανάγιο θέλημά Σου και η θεία πρόνοιά Σου, διαλύοντας με τις θλίψεις την πρόσκαιρη ευτυχία μου και συνάμα παρηγορώντας με πνευματικά με τη χάρη Σου, που κάνει την καρδιά μου να τείνει προς τα ουράνια. Χωρίς αυτή τη βοήθειά Σου, εξαιτίας της ροπής μου προς το κακό, την οποία δεν μπορώ να χαλιναγωγήσω με τις δικές μου μόνο δυνάμεις, θα προσηλωνόμουν ολόψυχα στα υλικά, τα μάταια και ολέθρια, και θα απατούσα τον εαυτό μου, έχοντας λησμονήσει την αιωνιότητα. Έτσι, θα έχανα οριστικά και τα αιώνια αγαθά.
Με υποταγή στον Θεό, με ευχαριστία προς τον Θεό, με δοξολόγηση του Θεού δέχονταν οι αληθινοί υπηρέτες Του τις θλίψεις που τους έβρισκαν με παραχώρηση της θείας πρόνοιας. Γνώριζαν, όπως ο απόστολος Παύλος, πως αυτές ήταν ωφέλιμες και αναγκαίες, δικαιολογημένες και ευεργετικές. Έτσι, ταύτιζαν το θέλημά τους με το θείο θέλημα, γι’ αυτό όχι μόνο δεν δυσανασχετούσαν, αλλά και χαίρονταν με τα παιδαγωγικά χτυπήματα του Κυρίου. Τέτοια ήταν η διάθεση της καρδιάς, τέτοιος ήταν ο τρόπος σκέψεως των αγίων μπροστά στις συμφορές. Πνευματική παρηγοριά και χαρά, ανακαίνιση της ψυχής με αισθήματα της μελλοντικής αιωνιότητας -αυτοί ήταν οι καρποί της ταπεινοφροσύνης τους.
Τι να πούμε εμείς, οι αμαρτωλοί, για τις θλίψεις μας; Και πρώτα-πρώτα, ποια είναι η αιτία τους; Πρωταρχική αιτία των βασάνων των ανθρώπων είναι, όπως είδαμε, η αμαρτία. Πολύ καλά θα κάνει, λοιπόν, κάθε αμαρτωλός, αν, κάθε φορά που τον βρίσκει μια θλίψη, αναλογίζεται τις αμαρτίες του, ομολογεί τις αμαρτίες του, αποδοκιμάζει τις αμαρτίες του, κατηγορεί τον εαυτό του για τις αμαρτίες του και αναγνωρίζει τη θλίψη σαν δίκαιη τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες του.
Αλλά υπάρχει άλλη μία αιτία των θλίψεων: Είναι η ευσπλαχνία του Θεού προς τον αδύναμο άνθρωπο. Παραχωρώντας θλίψεις για τους αμαρτωλούς, ο Θεός τους ταρακουνά, προκειμένου να συνέλθουν, να εναντιωθούν στα πάθη τους, να θυμηθούν την αιωνιότητα, να στραφούν σ’ Εκείνον. Οι θλίψεις αποδεικνύουν ότι ο Θεός δεν έχει ακόμη λησμονήσει τους αμαρτωλούς αυτούς, ότι δεν τους έχει ακόμη αποστραφεί, ότι διακρίνει ακόμη στις ψυχές τους κάποια δυνατότητα μετάνοιας, διορθώσεως και σωτηρίας.
Αμαρτωλοί που τιμωρείστε από τον Θεό, παραδεχθείτε το! «Όποιον αγαπά ο Κύριος, τον διαπαιδαγωγεί, και μαστιγώνει καθέναν που παραδέχεται για παιδί Του» (Εβρ. 12, 6). Αυτό εξαγγέλλει η Αγία Γραφή, νουθετώντας μας, παρηγορώντας μας, ενισχύοντάς μας. «Αρπάξτε και κρατήστε σφιχτά τη (φρόνηση που σας χαρίζει η) διαπαιδαγώγησή σας (με τις θλίψεις) από τον Κύριο, μην τυχόν (για την αμέλειά σας) οργιστεί κάποτε ο Κύριος, και καταστραφείτε για την παρέκκλισή σας από τον ίσιο δρόμο» (Ψαλμ. 2, 12). Δεχθείτε την τιμωρία, αναγνωρίζοντας- πως την αξίζετε. Δεχθείτε την τιμωρία, δοξολογώντας τον δικαιοκρίτη αλλά και εύσπλαχνο μέσα στη δικαιοκρισία Του Θεό. Δεχθείτε την τιμωρία, εξετάζοντας χωρίς αυτοδικαίωση τη μέχρι τώρα διαγωγή σας. Δεχθείτε την τιμωρία με δάκρυα μετάνοιας, με Εξομολόγηση των αμαρτιών σας, με διόρθωση του βίου σας. Για την εξωτερική διόρθωση δεν χρειάζεται συνήθως πολύς χρόνος και μεγάλος κόπος, όπως, απεναντίας, για την εσωτερική διόρθωση —τη διόρθωση του τρόπου σκέψεως, τη διόρθωση των αισθημάτων, τη διόρθωση της προαιρέσεως.
Έχετε ξεφύγει από τον δρόμο της αρετής με τα αμαρτήματά σας; Μην τον χάσετε τελειωτικά με τον γογγυσμό, με την ενοχοποίηση άλλων, με τη δικαιολόγηση του εαυτού σας απέναντι στη συνείδηση που σας ελέγχει, με την απελπισία, με τη βλασφημία του Θεού. Το δοσμένο από τον Θεό μέσο βοήθειας για την επάνοδό σας στον δρόμο της ευσέβειας, δηλαδή τη θλίψη, την οποία δοκίμασε ακόμα και ο αναμάρτητος Σωτήρας μας, μην το μετατρέψετε σε μέσο καταστροφής σας. Διαφορετικά, δίκαια θα οργιστεί ο Κύριος μ’ εσάς και θα σας εγκαταλείψει. Δεν θα ασχολείται μαζί σας, σαν να είστε ξένοι προς Αυτόν. Δεν θα σας στέλνει παιδαγωγικές θλίψεις, σαν να είστε νόθα και όχι γνήσια παιδιά Του (πρβλ. Εβρ. 12, 8). Θα σας αφήσει να σπαταλήσετε την επίγεια ζωή σας σύμφωνα με τις αμαρτωλές επιθυμίες της εμπαθούς καρδιάς σας, και θα προστάξει τον θάνατο να σας θερίσει ξαφνικά σαν ζιζάνια, που έγιναν αυτοπροαίρετα τροφή της φωτιάς της γέεννας (πρβλ. Ματθ. 13, 40-42).
Όσοι υπομένουν, όπως πρέπει, ως το τέλος τις δοκιμασίες, στις οποίες τους υποβάλλει παιδαγωγικά ο Θεός, αποκτούν παρρησία σ’ Αυτόν, γίνονται παιδιά Του, όπως μαρτυρεί ο απόστολος: «Αν δείχνετε υπομονή κατά τη διαπαιδαγώγησή σας, ο Θεός σας μεταχειρίζεται σαν παιδιά Του» (Εβρ. 12, 7). Γεμίζει με πνευματικά αγαθά ο Κύριος τον άνθρωπο που υπομένει μια δοκιμασία με ταπεινό πνεύμα και κατανυκτική προσευχή. Και όταν εκπληρωθεί ο πνευματικός σκοπός της δοκιμασίας, της δίνει τέλος.
Αυτό έκανε ο Κύριος και στην περίπτωση του παραλύτου, ο οποίος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια κειτόταν, ανάμεσα σε πλήθος άλλων αρρώστων, σε μια στοά της δεξαμενής Βηθεσδά, ελπίζοντας να θεραπευθεί. «Γιατί, από καιρό σε καιρό, ένας άγγελος κατέβαινε στη δεξαμενή και ανατάραζε τα νερά· όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος (στη δεξαμενή) μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε» (Ιω. 5, 4). Πόσο μαρτυρική ήταν η ζωή εκείνου του παραλύτου από την αρρώστια και τη φτώχεια! Μην έχοντας άλλο μέσο θεραπείας, περίμενε μόνο ένα θαύμα. Η παράλυσή του, πάντως, ήταν προφανώς τιμωρία για κάποιες αμαρτίες, όπως δείχνει η συμβουλή που του έδωσε ο Κύριος, όταν τον θεράπευσε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά· από δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Την ίδια συμβουλή έδωσε αργότερα και στην αμαρτωλή γυναίκα, που τη συγχώρησε. «Πήγαινε» της είπε, μολονότι, σύμφωνα με τον νόμο, έπρεπε να θανατωθεί με λιθοβολισμό, «πήγαινε, κι από δω και πέρα μην αμαρτάνεις πια» (Ιω. 8, 11).
Η θεραπεία τόσο της ψυχής όσο και του σώματος δίνεται από τον εύσπλαχνο Κύριο μ’ έναν όρο, μόνο μ’ έναν όρο: την αποδέσμευση από την αμαρτία, και μάλιστα από τη θανάσιμη αμαρτία. Η αμαρτία της γυναίκας ήταν θανάσιμη. Φαίνεται ότι και του παραλύτου η αμαρτία τέτοια ήταν. Αυτές ακριβώς οι αμαρτίες είναι που αιχμαλωτίζουν την ψυχή και την οδηγούν στην αιώνια κόλαση. Όποιος, λοιπόν, έχει βυθιστεί στον βούρκο των θανάσιμων αμαρτιών, προκειμένου να βγει από κει, χρειάζεται ιδιαίτερη θεία βοήθεια. Και η βοήθεια αυτή παρέχεται από τον Θεό με κάποια δοκιμασία, η οποία εξωτερικά φαίνεται ως σωφρονιστική τιμωρία, αλλά μυστικά αποτελεί κλήση σε μετάνοια. Σε μετάνοια καλείται ο άνθρωπος είτε με κάποιαν αρρώστια, όπως έγινε στην περίπτωση του παραλύτου, είτε με διωγμό από ανθρώπους, όπως έγινε στην περίπτωση του Δαβίδ (Βλ. Α’ Βασ. 19, 1 κ. ε.), είτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Όποια κι αν είναι η θεία τιμωρία, πρέπει να τη δεχθούμε με ταπείνωση και αμέσως να επιδιώξουμε την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο την έστειλε ο Θεός: Να σταματήσουμε τη διάπραξη της αμαρτίας, που αποτελεί την αιτία της τιμωρίας μας, και να φροντίσουμε για τη θεραπεία της ψυχής μας με το φάρμακο της μετάνοιας. Η αμαρτία μας υποδεικνύεται αξιόπιστα από την ίδια τη συνείδησή μας. Η άφεσή της και η λύτρωση από τη συνέπειά της, τη θλίψη, μας παρέχονται από τον Θεό με τον μοναδικό όρο που αναφέραμε πιο πάνω: την οριστική εγκατάλειψή της. Και η εγκατάλειψη της αμαρτίας γίνεται πιο εύκολη, όταν έχουμε αντιληφθεί και διαπιστώσει πόσο ολέθρια είναι για μας και πόσο βδελυκτή στον Θεό.
Η επανάληψη μιας αμαρτίας για την οποία, αφού τιμωρηθήκαμε σωφρονιστικά από τον Κύριο, μετανοήσαμε και συγχωρηθήκαμε, συνεπάγεται ακόμα μεγαλύτερα δεινά, και μάλιστα δεινά αιώνια μετά τον σωματικό θάνατο. Τριάντα οκτώ χρόνια ταλαιπωρήθηκε ο παράλυτος για την αμαρτία του. Αυστηρή, πολύ αυστηρή τιμωρία! Αλλά ο Κύριος προαναγγέλλει ακόμα πιο αυστηρή τιμωρία για την επιστροφή στην αμαρτία. Ποια τιμωρία μπορεί να είναι πιο αυστηρή από μια τριανταοκτάχρονη παράλυση με όλες τις επακόλουθες στερήσεις; Καμιά άλλη παρά μόνο τα αιώνια βάσανα του άδη, που περιμένουν όλους τους αμετανόητους και αδιόρθωτους αμαρτωλούς.
Αμήν.
Πηγή: (“Ασκητικές ομιλίες Α’” Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής), Η άλλη όψη
Ἀπολαμβάνοντας ἐλεύθερα τίς ἐκκλησιαστικές μας ἑορτές, πανηγυρίζοντας μάλιστα ὅλο χαρά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δύσκολα θά ἔρθουμε στή θέση τῶν ρώσων ἀδελφῶν μας πού στά χρόνια τοῦ στυγνοῦ ἀθεϊσμοῦ στερούνταν αὐτή τή μεγάλη εὐφρόσυνη καί λαμπροφόρα ἠμέρα, εἰδικά ὅσοι εὑρίσκονταν φυλακισμένοι στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ἡ ἀκόλουθη διήγηση εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων Τρόϊτσκυ, ἱερομάρτυς καί πρόμαχος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» Ἔκδόσεις Ἄθως, Ἀθήνα 2012. Βρισκόμαστε στά 1926.
Πάσχα στό νησί Πόποβα
Τήν ἄνοιξη τοῦ 1926 ἀποφάσισαν νά τόν φέρουν [τόν ἐπίσκοπο Ἱλαρίωνα] πίσω στά Σολοφκύ. Στό στρατόπεδο μεταγωγῶν, στό νησί Πόποβα ἔφτασε λίγο πρίν τό Πάσχα. Τήν πασχαλινή ἀκολουθία ἐτέλεσε ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων μαζί μέ τόν ἐπίσκοπο Νεκτάριο Τρεζβίνσκυ καί τόν ἱερέα Παῦλο Τσεχράνωφ σέ ἕνα μισοτελειωμένο φοῦρνο παρά τήν αὐστηρή ἀπαγόρευση τῆς διοικήσεως τοῦ στρατοπέδου. Νά πῶς περιγράφει αὐτό τό γεγονός ὁ π. Παῦλος Τσεχράνωφ:
«Πλησίαζε τό Πάσχα. Πῶς θά ἤθελα ἀκόμη καί σ’αὐτές τίς συνθῆκες νά κάνουμε τήν Πασχαλινή ἀκολουθία! ʺΠῶς θά γίνει αὐτό;ʺ σκεπτόμουνα ʺἈκόμη καί τώρα, πού ἀκόμη καί γιά νά κουβεντιάσεις εἶναι δύσκολο καί πρέπει νά χωθεῖς ἀνάμεσα στό πλῆθος, πῶς νά μήν ψάλλουμε τό ʺΧριστός Ἀνέστηʺ τήν πασχαλινή νύχτα; ʺ. Ἀποφάσισα λοιπόν νά προετοιμάσω τους ἄλλους πατέρες. Ἔκαμα συζητήσεις μέ τόν καλοκάγαθο ἐπίσκοπο Νεκτάριο Τρεζβίνσκυ, τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἱλαρίωνα, τόν ἐπίσκοπο Μητροφάνη, τόν ἐπίσκοπο Ραφαήλ καί τόν ἐπίσκοπο Γαβριήλ... Ὅμως μόνο ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων καί ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος συμφώνησαν νά τελέσουμε τήν πασχαλινή ἀκολουθία στόν μισοτελειωμένο φοῦρνο, ὅπου ὑπῆρχαν μόνο ἀνοίγματα χωρίς πόρτες καί παράθυρα. Οἱ ὑπόλοιποι ἀποφάσισαν νά κάμουν τήν ἀκολουθία στήν παράγκα τους, στήν Τρίτη κουκέτα, κάτω ἀπό τήν ὀροφή ἔχοντας ʺπαρέαʺ τόν κοιτῶνα τοῦ λόχου τῆς διοικήσεως. Ἀλλά ἐγώ ἀποφάσισα νά ψάλλω τήν ἀκολουθία ἔξω ἀπό τήν παράγκα, ὥστε, ἔστω κι αὐτές τίς στιγμές, νά μήν ἀκούω αἰσχρολογίες.
Συμφωνήσαμε. Ἔφτασε τό Μεγάλο Σάββατο. Ἡ αὐλή καί οἱ παράγκες ἦσαν γεμάτες σάν βαρέλια μέ σαρδέλλες ἀπό τούς κρατουμένους πού εἶχαν φθάσει ἀπό τή δουλειά τοῦ ἐφοδιασμοῦ ξυλείας. Ἀλλά μᾶς συνέβη τότε καινούργια δοκιμασία. Βγῆκε διαταγή τοῦ διοικητή πρός τούς ὑπευθύνους τῶν λόχων τῶν κρατουμένων μέ τήν ὁποία δέν ἐπιτρεπόταν οὔτε νύξη γιά πασχαλινή ἀκολουθία καί ἀπό τίς 8 τό βράδυ δόθηκε ἐντολή νά μήν ἀφήνουν νά μπεῖ κανένας ἀπό ἄλλους λόχους κρατουμένων σέ ἄλλη παράγκα. Μέ θλίψη μοῦ ἀνήγγειλαν τό νέο οἱ ἐπίσκοποι Μητροφάνης καί Γαβριήλ. Ὅμως ἐγώ συνέχιζα τόν... ʺἐξάψαλμοʺ: ʺΠαρ’ ὅλα αὐτά θά προσπαθήσουμε νά κάνουμε ἀκολουθία στό φοῦρνοʺ. Ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος συμφώνησε ἀμέσως καθώς καί ὀ ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων, ὁ ὁποῖος ζήτησε νά ἐγερθοῦμε στίς 12 τά μεσάνυχτα.
Στίς 11μ.μ. κατευθύνθηκα στήν παράγκα ὅπου ἔμενε ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος. Οἱ πόρτες ἦσαν ὀρθάνοιχτες, ἀλλά, καθώς μπῆκα μέσα γρήγορα, μοῦ ἔκλεισε τό δρόμο ὁ στρατιώτης ὑπηρεσίας.
- Δέν ἐπιτρέπεται σέ κανένα νά μπεῖ ἀπό ἄλλους λόχους.
Σταμάτησα ἀναποφάσιστος. Ὅμως ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος ἦταν ἕτοιμος.
- Τώρα, τώρα! μοῦ εἶπε.
Τράβηξα γιά τόν ἐπίσκοπο Ἱλαρίωνα. Μπαίνοντας ὁρμητικά στήν παράγκα προχώρησα δίπλα ἀπό τό στρατιώτη ὑπηρεσίας, ὁ ὁποῖος μοῦ φάνηκε γνωστός καί συμπαθής.
- Παρακαλῶ, κάνετε γρήγορα καί φύγετε. Δέν ἐπιτρέπεται...
Ἔγνεψα μέ τό κεφάλι μου, πλησίασα στόν ἐπίσκοπο Ἱλαρίωνα, ὁ ὁποῖος κοιμόταν. Τόν ἄγγιξα στήν μπότα του καί σηκώθηκε.
- Ἔφτασε ἡ ὥρα, τοῦ εἶπα ψυθυριστά.
Ὅλη ἡ παράγκα κοιμόταν. Βγῆκα ἔξω. Στό δρομάκι μέ περίμενε ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος. Γρήγορα ἦρθε κοντά μας ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων. Ἥσυχα, ὁ ἕνας πίσω ἀπό τόν ἄλλο, προχωρήσαμε πρός τό πίσω μέρος τῶν παραπηγμάτων. Πέρα ἀπό τό δρόμο βρισκόταν ὁ σκελετός τοῦ μισοφτιαγμένου φούρνου μέ ἀνοίγματα ἀντί γιά πόρτες καί παράθυρα. Γλυστρήσαμε μέσα ἕνας - ἕνας. Ὅταν βρεθήκαμε στό ἐσωτερικό τοῦ κτιρίου διαλέξαμε ἕνα τοῖχο, πού μᾶς ἔκρυβε καλλίτερα ἀπό τό βλέμμα ὅσων περνοῦσαν στό δρομάκι, καί ʺκολλήσαμεʺ σ’ αὐτόν. Ἀριστερά ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος, στή μέση ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων καί δεξιά, ἐγώ.
Ἀρχίστε, εἶπε ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος.
Τόν Ὄρθρο; ρώτησε ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων.
Ὄχι, ὅλα κατά τάξιν, ἀπό τό Μεσονυκτικό.
Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν... πρόφερε ἥσυχα ὁ ἐπίσκοπος Ἰλαρίων.
- Κύματι θαλάσσης... ἀρχίσαμε νά ψάλλουμε τόν Κανόνα τοῦ Μεσονυκτικοῦ. Καί μέ ἕνα παράδοξο τρόπο ἔβρισκαν μέσα στίς καρδιές μας ἀνταπόκριση αὐτά τά λόγια μέ τή συναρπαστική μελωδία. ʺδιώκτην, τύραννον ὑπό γῆς ἔκρυψαν...ʺ. Καί ὅλη αὐτή ἡ τραγωδία τοῦ διώκοντος Φαραώ σ’ αὐτή τήν εἰδική κατάσταση γινόταν αἰσθητή στίς καρδιές μας μέ ὅσο ποτέ ἄλλοτε δριμύτητα : Ἡ λευκή θάλασσα μέ τό λευκό παγωμένο κάλυμμα, τά δοκάρια τοῦ πατώματος, στά ὁποῖα στεκόμασταν λές καί ἦταν ὁ χῶρος τοῦ ἀναλογίου, ὁ φόβος νά μή μᾶς δοῦν σέ κάποιο ἔλεγχο. Ὅμως ἡ καρδιά μας ἦταν ὅλο χαρά πού τελούσαμε τήν πασχαλινή ἀκολουθία, παρά τήν αὐστηρή ἀπαγόρευση τοῦ διοικητοῦ.
Ψάλαμε τό Μεσονυκτικό. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων ἔβαλε Εὐλογητό γιά τόν Ὄρθρο.
- Ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ...εἶπε ψιθυριστά, κοιτώντας προσεχτικά τή νυχτερινή καταχνιά, ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων.
Ἐμεῖς ψάλαμε τό ʺΧριστός Ἀνέστηʺ. Δέν ἤξερα τί νά κάνω. Νά κλάψω ἤ νά γελάσω ἀπό χαρά. Πόσο θά ἤθελα νά ψάλλουμε μέ δυνατή φωνή τά θαυμάσια τροπάρια μέ τούς εἱρμούς τους! Ὅμως μᾶς καθοδηγοῦσε ἡ περίσκεψη. Τελειώσαμε τόν Ὄρθρο.
- Χριστός Ἀνέστη! εἶπε ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων καί οἱ τρεῖς μας ἀσπαστήκαμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ὁ ἐπίσκοπος ἔκαμε Ἀπόλυση καί ἔφυγε γιά τήν παράγκα του...
Αὐτή ἡ πασχαλινή ἀκολουθία ἔμεινε στή μνήμη τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος. Τό Μαϊο τοῦ 1927 μοῦ ἔγραψε: ʺΘυμᾶμαι τό προηγούμενο Πάσχα. Πόσο ξεχώριζε ἀπό τό σημερινό! Πόσο πανηγυρικά τό γιορτάσαμε τότε!».
Ἥκω τὸ περιλειφθὲν ὄφλημα καταβαλεῖν ἐπειγόμενος. Εἰ γὰρ καὶ πένης εἰμὶ, ἀλλὰ τὴν εὐγνωμοσύνην ὑμῶν ἐκβιάζομαι. Ὑπεσχόμην ὑποδεικνύναι τοῦ Θωμᾶ τὴν ἀπιστίαν· καὶ δὴ πάρειμι ταύτην ἀποδώσων ὑμῖν· προθυμοῦμαι γὰρ τὰς πρώτας ὀφειλὰς πρῶτον ἀποτιννύειν, ἵνα μὴ τοῖς ἐπισυναγομένοις τόκοις κατασχεθῶ. Συμπράξατε οὖν μοι πρὸς τὴν τοῦ χρέους καταβολὴν, καὶ καθικετεύσατε τὸν Θωμᾶν, ἵνα τὴν ἁγίαν αὐτοῦ δεξιὰν τὴν ἁψαμένην τῆς τοῦ Δεσπότου πλευρᾶς τοῖς ἐμοῖς χείλεσιν ἐπιθεὶς, νευρώσῃ μου τὴν γλῶτταν πρὸς τὴν ἐξήγησιν τῶν ποθουμένων ὑμῖν. Ἐγὼ δὲ ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἀποστόλου καὶ μάρτυρος Θωμᾶ θαῤῥῶν, κηρύττω τὴν προτέραν ἀμφιβολίαν αὐτοῦ, καὶ τὴν δευτέραν ὁμολογίαν, τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν κρηπῖδα τυγχάνουσαν καὶ θεμέλιον. Εἰσελθόντος τοῦ Σωτῆρος πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ μαθητὰς κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ πάλιν ἐξελθόντος ὥσπερ εἰσῆλθεν, ὁ Θωμᾶς ἀπελιμπάνετο μόνος. Ἦν δὲ καὶ τοῦτο θείας οἰκονομίας ἔργον, ὥστε τὸν χωρισμὸν τοῦ μαθητοῦ πρόξενον γενέσθαι πλείονος ἀσφαλείας καὶ βεβαιότητος. Εἰ γὰρ παρῆν ὁ Θωμᾶς, οὐκ ἂν πάντως ἀμφέβαλλεν· εἰ δὲ μὴ ἀμφέβαλλεν, οὐκ ἂν περιέργως ἐζήτησεν· εἰ δὲ μὴ ἐζήτησεν, οὐκ ἂν ἐψηλάφησεν· εἰ δὲ μὴ ἐψηλάφησεν, οὐκ ἂν Κύριον καὶ Θεὸν ἀνηγόρευσεν· εἰ δὲ μὴ Κύριον καὶ Θεὸν τὸν Χριστὸν ἀπεκάλεσεν, οὐκ ἂν ἡμεῖς οὕτως αὐτὸν ἀνυμνεῖν ἐδιδάχθημεν. Ὥστε καὶ μὴ παρὼν ὁ Θωμᾶς ἡμᾶς πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἐποδήγησε, καὶ παραγενόμενος ὕστερον βεβαιοτέρους περὶ τὴν πίστιν ἐποίησεν. Ἔλεγον τοίνυν οἱ μαθηταὶ τῷ Θωμᾷ τελευταῖον ἐπεισελθόντι, Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον, ἑωράκαμεν τὸν εἰπόντα, Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ἑωράκαμεν τὸν εἰπόντα, Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθειᾳ· καὶ τῶν λόγων τὴν ἀλήθειαν εὕρομεν τοῖς πράγμασι λάμπουσαν· ἑωράκαμεν τὸν εἰπόντα, Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι· καὶ τὴν ἀνάστασιν ἰδόντες, τὸν ἀναστάντα προσεκυνήσαμεν· ἠκούσαμεν αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς εἰπόντος, Εἰρήνη ὑμῖν, καὶ τὴν ζάλην τῆς λύπης πρὸς γαλήνης εὐφροσύνην ἐτρέψαμεν· ἐθεασάμεθα τὰς χεῖρας αὐτοῦ τὰς ὑποδεξαμένας τὰς τῶν ἥλων ἀκμάς, ἐθεασάμεθα τὰς χεῖρας τὰς καταβοώσας τῆς λύσσης τῶν θεομάχων κυνῶν, ἐθεασάμεθα τὰς χεῖρας τὰς ὑφανάσας τὴν ἀφθαρσίαν ἡμῖν, ἐθεασάμεθα καὶ τὴν πλευρὰν τὴν παντὸς κήρυκος λαμπρότερον βοῶσαν τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ πληγέντος· αὐτὴν ἐθεασάμεθα τὴν πλευράν, ἣν ὑμνοῦσιν ἄγγελοι, καὶ σέβουσιν οἱ πιστεύοντες, καὶ δαίμονες φρίττουσιν. Ὑπεδεξάμεθα καὶ φύσημα θεῖον ἐκ τοῦ θείου στόματος αὐτοῦ, φύσημα πνευματικόν, φύσημα πάσης χάριτος χορηγόν. Ἐχειροτονήθημεν ἐκ τοῦ Δεσπότου δεσπόται τῆς τῶν πλημμελημάτων ἀφέσεως· ἐγενόμεθα καὶ κύριοι τῆς τῶν ἁμαρτωλῶν κρίσεως, τοιοῦτον ῥῆμα παρ᾿ αὐτοῦ δεξάμενοι σύνθημα· Ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Τοιούτων λόγων κατετρυφήσαμεν τοῦ Σωτῆρος, τοιούτων δωρεῶν ἀπηλαύσαμεν· οὐ γὰρ ἐνῆν ἡμᾶς μὴ πλουτισθῆναι πλουσίου περιτυχόντας Δεσπότου· σὺ δὲ μό- νος πτωχὸς ἔμεινας μὴ παρών. Τί οὖν πρὸς αὐτοὺς ὁ Θωμᾶς; Ἑωράκατε τὸν Κύριον; καλῶς. Οὐκοῦν ὃν ἐθεάσασθε, μειζόνως σέβεσθε· ὃν κατωπτεύσατε, κηρύττοντες διαγίνεσθε. Ἐγὼ δὲ Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Ἀλλ᾿ ὑμεῖς οὐκ ἂν ἐπιστεύσατε, εἰ μὴ πρῶτον ἐθεάσασθε· οὕτω κἀγὼ, ἐὰν μὴ ἴδω, οὐ πιστεύσω. Ἐπίμεινον, ὦ Θωμᾶ, τῷ τοιούτῳ πόθῳ, σπουδαίως ἐπίμεινον, ἵνα σοῦ βλέποντος ἐγὼ βεβαιωθῶ τὴν ψυχήν· ἐπίμεινον, ζητῶν τὸν εἰπόντα, Ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε· μὴ παρέλθῃς ἁπλῶς ἐρευνῶν, ἐὰν μὴ εὑρήσῃς ὃν ζητεῖς θησαυρόν· ἐπίμεινον κρούων τὴν θύραν τῆς ἀναντιῤῥήτου γνώσεως. ἕως ἂν ὑπανοίξη σοι ταύτην ὁ εἰπών· Κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. Φιλῶ σου τὴν διχόνοιαν τῶν λογισμῶν, ὡς πᾶσαν διχόνοιαν τέμνουσαν· ἀγαπῶ σου τὸν φιλομαθῆ τρόπον, ὡς πᾶσαν φιλονεικίαν ἐκκόπτοντα· ἡδέως ἀκούω σου πολλάκις λέγοντος· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω. Σοῦ γὰρ ἀπιστοῦντος, ἐγὼ πιστεύειν διδάσκομαι· σοῦ τῇ δικέλλῃ τῆς γλώττης ὀρύττοντος τὰς τοῦ θείου σώματος ἀρούρας, ἐγὼ τὸν καρπὸν ἀπόνως θερίζω καὶ σωρεύω πρὸς ἐμαυτόν. Ἐὰν μὴ ἴδω τούτοις μου τοῖς ὀφθαλμοῖς τοὺς ἐν ταῖς ἁγίαις αὐτοῦ χερσὶν αὔλακας, οὓς ἠροτρίασαν οἱ δυσσεβεῖς, οὐδαμῶς τοῖς ὑμετέροις συνθήσομαι ῥήμασιν· ἐὰν μὴ βάλω τοῦτόν μου τὸν δάκτυλον εἰς τὰ κοιλώματα τῶν ἥλων, οὐκ ἂν τὸ ὑμέτερον Εὐαγγέλιον παραδέξωμαι· ἐὰν μὴ κρατήσω ταύτῃ μου τῇ χειρὶ τὴν πλευρὰν ἐκείνην, τὴν ἀνύποπτον μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως, οὐκ ἂν τῷ ὑμετέρῳ πιστεύσοιμι δόγματι. Ἅπας γὰρ λόγος κεκτημένος τὴν ἀπὸ πάντων πραγμάτων συνηγορίαν, ἰσχυρὸς ὑπάρχει καὶ βέβαιος· πᾶσα δὲ φωνὴ τῆς ἀπὸ τῶν ἔργων μαρτυρίας ἐστερημένη, ἐστὶν ἐξίτηλος, ἐκ τῶν χειλέων εἰς τὸν ἀέρα χεομένη. Μέλλω κηρύττειν τοῖς ἀνθρώποις τοῦ διδασκάλου τὰ θαύματα· πῶς οὖν ἃ μὴ παρέλαβον τοῖς ὀφθαλμοῖς, ταῦτα τοῖς λόγοις ἐξείπω; πῶς πείσω τοὺς ἀπίστους πιστεῦσαι, οἷς οὔτε αὐτὸς τέως παρηκολούθησα; Εἴπω τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς Ἕλλησιν, ὅτι Σταυρούμενον μὲν τὸν ἐμὸν Δεσπότην τεθέαμαι, ἀναστάντα δὲ οὐκ εἶδον, ἀλλ᾿ ἤκουσα; καὶ τίς οὐ γελάσει μου τὴν φωνήν; τίς οὐ διαπτύσει τὸ κήρυγμα; Ἕτερον γάρ ἐστιν ἀκοὴ, καὶ ἕτερον ὄψις· καὶ ἕτερόν ἐστι λόγων ἀπαγγελία, καὶ ἄλλο πραγμάτων θέα καὶ πεῖρα. Οὕτως ἀμφίβολον κεκτημένου τὴν γνῶσιν τοῦ Θωμᾶ, μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ὁ Δεσπότης πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ μαθητὰς συνηθροισμένους ὁμοῦ παρεγένετο. Ἀφῆκε τὸν Θωμᾶν ἐν ταῖς μέσαις ἡμέραις κατηχηθῆναι πρῶτον ὑπὸ τῶν ἑταίρων αὐτοῦ, συνεχώρησεν αὐτὸν ἐκκαῆναι τῷ δίψει τῆς θέας αὐτοῦ· καὶ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ σφοδρῶς ἀναφλεχθείσης τῷ πόθῳ τῆς ὄψεως, τότε λοιπὸν εὐκαίρως ὁ ποθούμενος τὸν ποθοῦντα κατέλαβεν. Ὁμοίως δὲ, καθάπερ τὸ πρὶν, τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, τοῦτο πεποίηκε, καὶ πάλιν, καθάπερ καὶ πρότερον, εἶπεν αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν, ἵνα καὶ τοῦ πράγματος καὶ τοῦ θαύματος ᾖ ταυτότης, καὶ τῶν ἀποστόλων τὴν ἐπαγγελίαν βεβαιώσῃ, καὶ παραστήσῃ τῆς δευτέρας αὐτοῦ ἐπελεύσεως τὸ ἀκριβές. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. Ὢ φιλανθρωπίας ἀπεράντου ὕψος! ὢ συγκαταβάσεως ἀμετρήτου πέλαγος! Οὐκ ἀνέμεινε τὴν πρόσοδον τοῦ μαθητοῦ, οὐ περιέμεινε τὸν δεόμενον προσελθεῖν καὶ δεηθῆναι καὶ τυχεῖν ὧν ἐβούλετο, οὐκ ἀπεστέρησεν αὐτὸν οὐδὲ πρὸς βραχὺ τῆς εὐχῆς, ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ ἐρώμενος τὸν ἐραστὴν πρὸς τὸν ποθούμενον ἐβίαζεν, αὐτὸς τῇ φωνῇ τὸν δάκτυλον τοῦ ποθοῦντος πρὸς αὐτὸν ἐπεσπάσατο, αὐτὸς τῇ Δεσποτικῇ γλώττῃ τὴν δουλικὴν δεξιὰν εἵλκυσεν εἰπὼν πρὸς αὐτόν· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. Ἤκουσα, Θωμᾶ, μὴ παρὼν ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ παρὼν ὡς Θεὸς, ἅπερ ἐλάλησας πρὸς τοὺς σοὺς ἀδελφούς· παρήμην ὑμῖν τῇ θεότητι, κεχωρισμένος ὑμῶν τῇ ἀνθρωπότητι. Θέλεις ὑπομνήσω σοι τῶν εἰρημένων πρώην ῥημάτων; οὐκ εἶπας, Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τόπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω; οὐ ταῦτα τὰ ῥήματα διὰ τῶν σῶν ἐῤῥύη χειλέων; οὐ ταῦτα τὰ ῥήματα τυγχάνει τῶν σῶν λογισμῶν; Διὰ ταῦτα πάλιν ἐλήλυθα, δι᾿ ἅπερ ἀμφιβάλλεις· τοῦτο δεύτερον ἐπλησίασα, δι᾿ ἅπερ ἐπιθυμεῖς, ἀφῖγμαι. Καὶ νῦν διὰ σὲ τὸν ἕνα παρεγενόμην πρὸς σὲ, ὁ διὰ τὸ πλανώμενον πρόβατον κατελθὼν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ τοὺς οὐρανοὺς μὴ καταλιπών. Μὴ τοίνυν αἰσχυνθῇς μαθεῖν ἃ ποθεῖς, μὴ ἐντραπῇς περιεργάσασθαι ἅπερ ἐπιζητεῖς· μὴ παραιτήσῃ τὸν σὸν δάκτυλον ἐπιβαλεῖν ταύταις μου ταῖς χερσίν. Ἀνέχομαι καὶ δακτύλου περιέργου, ὡς ἠνεσχόμην τῶν ἥλων· ὑπομένω τοῦ φιλοῦντος τὴν περιεργίαν, ὡς ὑπέμεινα τὴν τῶν μισούντων ἐπήρειαν· σταυρούμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν οὐκ ἠγανάκτησα, καὶ παρὰ σοῦ ἐρευνώμενος οὐχ ὑποίσω, Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου τὰς τραυματισθείσας ὑπὲρ ὑμῶν, ἵνα θεραπευθῶσιν οἱ μώλωπες τῶν ὑμετέρων ψυχῶν· ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ λόγισαι κατὰ σαυτόν, πότερον ἐκεῖνός εἰμι ὁ σταυρωθεὶς ἑκὼν, ἢ ἄλλος τις παρ᾿ ἐκεῖνον· ἴδε τὰς χεῖράς μου, ἃς ἔχειν ἀφῆκα τῆς Ἰουδαϊκῆς μανίας τὰ σύμβολα, ἵν᾿ ὅταν συνήθως ἀναισχυντήσωσιν οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, καὶ εἴπωσι πρός με, Ἡμεῖς σε οὐκ ἐσταυρώσαμεν Δέσποτα, ὑποδείξω τοῖς πολεμίοις τὰς χεῖρας ἐν τούτῳ τῷ σχήματι, καὶ τῇ ὄψει καταισχύνωμαι τὰ πρόσωπα τῶν Ἰουδαίων. Ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ τὴν ἀλήθειαν τῆς ἐμῆς ἀναστάσεως· μὴ νομίσῃς φαντασίαν εἶναί τινα. Κράτησον ταύτας τὰς χεῖρας, ὡς ὁμήρους τῆς ὑμετέρας ἀναγεννήσεως· κράτησον ταύτας τὰς χεῖρας, ὡς ἐνέχυρα τῆς ἐκ τῶν μνημάτων ἐπαναδύσεως· κράτησον ταύτας τὰς χεῖρας, ἄγκυραν τοῦ ἐν τῷ ᾅδῃ βυθοῦ. Μὴ φοβηθῇς μηδένα χειμῶνα βιωτικόν, μὴ φρίξῃς μηδεμίαν ζάλην κοσμικὴν, μὴ φοβηθῇς τὰς τῶν ἐναντίων ἀνέμων πνοὰς, μὴ φροντίσῃς τῶν καταιγίδων καὶ τῶν σπιλάδων τῆς τῶν πολεμίων θαλάσσης. Πλέε θαῤῥῶν τοῦ βίου τὸ πέλαγος, πλέε κατέχων τὴν ἄγκυραν τοῦ πνεύματος, πλέε προσέχων ὡς λιμένι τῷ οὐρανῷ, πλέε φοβούμενος μόνον τῆς ἐμῆς ἀρνήσεως τὸ ναυάγιον· γέλα τὸν θάνατον ὡς νεκρόν, παῖζε τὴν φθορὰν ὡς ἀνίσχυρον, ἀσπάζου τὴν δι᾿ ἐμὲ τελευτὴν ὡς ἀρχὴν ἐνδοτέρας ζωῆς, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου· ἄντλησον διὰ τῆς σῆς χειρὸς ἐκ τῆς ζωηφόρου μου κρήνης τὸ ποθούμενον πόμα, καὶ τὸ δίψος παραμύθησαι τὸ σόν. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου· εἰσάγαγε τὴν σὴν δεξιὰν εἰς τὸ ἰατρεῖον τῆς φύσεως, καὶ ἔκβαλε τὸ φάρμακον τῆς σῆς προαιρέσεως· φέρω χειρὸς φιλούσης ἐπιβολὴν, ὁ δεξάμενος λόγχῃ πληγήν. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, ἵνα ἔχῃς ὑπὲρ αὐτῆς ἀγωνίζεσθαι, ἵνα ἔχῃς λέγειν πρὸς τοὺς ἀντιφθεγγομένους τῇ ἀληθείᾳ, ὅτι μετὰ τὴν ἀνάστασιν εἶδές με καὶ κατέμαθες καὶ ἐψηλάφησάς με ἀκριβῶς. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου· διὰ σὲ γὰρ ταύτην οὕτω κατέλιπον, ὁ τῶν ἄλλων τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχὰς ἰασάμενος, προειδὼς ὡς Θεὸς, ὅτι θελήσεις αὐτὴν οὕτως ἰδεῖν, ἵνα σὺ τοῦ πάθους τῆς ἐμῆς σαρκὸς τοὺς τύπους ἰδὼν, τῆς σῆς ψυχῆς θεραπεύσῃς τὸ πάθος. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, ἣν οὕτως, ὡς βλέπεις, ἐφύλαξα, ἵν᾿, ὅταν παραγένωμαι πάλιν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ καθίσω κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν, ἴδωσιν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς κακῆς αὐτῶν ἐργασίας ἀντιπρόσωπα τὰ ἔργα φαινόμενα, καὶ αὐτοκατάκριτοι γένωνται. Καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Κακὸν ἡ ἀπιστία, βυθίζει τὸν νοῦν. Ἡ πίστις μετεωρίζει τοῦτον εἰς οὐρανόν· ἡ ἀπιστία τυφλοῖ τὴν ψυχήν· ἡ πίστις φωτίζει τοὺς λογισμούς· ἡ ἀπιστία καὶ τὰ ὁρατὰ παρορᾷ· ἡ πίστις καὶ τὰ ἀόρατα καθορᾷ· ὁ ἄπιστος παντάπασιν ἀγνοεῖ. Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός· ἀποδίωξον τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας, καὶ θέασαι τὰς καθαρὰς ἀκτῖνας τῆς πίστεως. Γενοῦ καὶ διὰ πάντων ἀπόστολος τῆς ἐμῆς θεότητος ἄξιος· γενοῦ τοιοῦτος, οἷον εἶναι χρὴ τὸν ἐμοὶ συντυχόντα καὶ τυχόντα τούτων, ὧνπερ τετύχηκας. Ὁμοίως τοῖς ἄλλοις ἀποστόλοις ἐκλήθης, ὁμοίως αὐτοῖς ἐτιμήθης, ὁμοίως αὐτοῖς καθοπλίσθητι· ὁμοίως αὐτοῖς ἅπερ εἶδον τεθέασαι, ὁμοίως αὐτοῖς ἐθαῤῥήθης, ὡς φίλος, ὅλον μου τὸ μυστήριον· ὁμοίως αὐτοῖς κήρυττε τὴν ἐμὴν δύναμιν. Μὴ πάλιν εἴπῃς μετὰ τὸ ἅπαξ ἰδεῖν· Ἐὰν μὴ πάλιν ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω. Ἕως εἰμὶ μεθ᾿ ὑμῶν, ὡς βούλει, πολυπραγμόνησον· ἕως ἔχεις παρισταμένην σοι τὴν οὐράνιον ἄμπελον, πάντας τοὺς κλάδους αὐτῆς καὶ τοὺς βότρυας ἐρεύνησον. Ἀνελεύσομαι γὰρ εἰς οὐρανοὺς, ὅθεν ἦλθον εἰς γῆν, ἀνελεύσομαι ὅπου εἰμὶ, ἀνελεύσομαι τῇ ἀνθρωπότητι ὅθεν συγκατέβην ὑμῖν τῇ θεότητι, ἀνελεύσομαι μετὰ τούτου τοῦ σώματος, ὁ χωρὶς τούτου ἐκδημήσας ἐκεῖθεν, καὶ μείνας ἐκεῖ· ἀνελεύσομαι μετὰ τῆς ὑμετέρας φύσεως πρὸς τὸν πατρῷον κόλπον, Ὁ ὢν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ πατρός· ἤνυσα γὰρ τὸ ἔργον, δι᾿ ὃ τὴν ὁδὸν ταύτην πεποίημαι. Ἁψάμενος τοίνυν ὁ Θωμᾶς τῶν Δεσποτικῶν χειρῶν καὶ τῆς θείας πλευρᾶς, καὶ μεστὸς γενόμενος δειλίας ὁμοῦ καὶ περιχαρείας ἐκ τῆς θέας ὧν ἐπεθύμησε, πρὸς ὑμνῳδίαν εὐθέως τὴν γλῶτταν κινεῖ, βοῶν πρὸς τὸν Κύριον· Ὁ Κύριός μου, καὶ ὁ Θεός μου· σὺ εἶ Κύριος καὶ Θεὸς, σὺ εἶ καὶ ἄνθρωπος καὶ φιλάνθρωπος, σὺ εἶ ξένος καὶ παράδοξος τῆς φύσεως ἰατρός· οὐ τέμνεις σιδήρῳ τὰ πάθη, οὐ καίεις πυρὶ τὰ ἕλκη, οὐκ ἐρανίζῃ παρὰ βοτανῶν τὴν τῶν φαρμάκων ἰσχὺν, οὐκ ἐπιδεσμεύεις ἐπιδέσμοις ὁρατοῖς τὰ κάμνοντα ἕλκη· ἔχεις οἰκτιρμῶν ἐπιδέσμους ἀοράτους, ἀοράτως τὰ διαλελυμένα συσφίγγοντας· ἔχεις λόγον σιδήρου τομώτερον, ἔχεις ῥῆμα πυρὸς δυνατώτερον, ἔχεις νεῦμα φαρμάκου προσηνέστερον. Ὡς δημιουργὸς ἀπόνως ἁγιάζεις τὸ ποίημα, ὡς πλάστης μεταπλάττεις ἀκαμάτως τὰ πλάσματα. Σὺ λέπραν ἀπέξεσας, ὡς ἠθέλησας, σὺ χωλοὺς δρομαίους ἀνέδειξας, σὺ παραλύτους βαστάζειν τὰς ἑαυτῶν κλίνας ἐποίησας, σὺ τυφλοὺς ἐκ γενετῆς ἀπονίψασθαι τὸν ζόφον ἐκέλευσας, σὺ τοὺς δαίμονας ἐκ τῶν σῶν ποιημάτων ἐξώρισας, σὺ παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἐκρατήθης βουλόμενος, σὺ θέλων παρὰ τῶν Ἰουδαίων πάντα κατὰ σάρκα πέπονθας δι᾿ ἐμὲ, Ὁ Κύριός μου, καὶ ὁ Θεός μου. Ἐπέγνων τὸν ἐμὸν Δεσπότην, ἐπέγνων τὸν ἐμὸν ἁλιέα καὶ φύλακα, ἐπέγνων τὸν ἐμὸν βασιλέα καὶ κύριον, Ὁ Κύριός μου, καὶ ὁ Θεός μου. Πιστεύω σου, Δέσποτα, τῇ οἰκονομίᾳ, πιστεύω σου τῇ συγκαταβάσει, πιστεύω σου τῇ προσλήψει τῆς ἐμῆς ἀρχῆς, πιστεύω σου τὸν προσκυνούμενον σταυρόν, πιστεύω σου τοῖς παθήμασι τῆς σαρκὸς, πιστεύω σου τῷ τριημέρῳ θανάτῳ, πιστεύω σου τῇ ἀναστάσει· λοιπὸν οὐκ ἔτι πολυπραγμονῶ· πιστεύω, οὐκέτι λογοθετῶ· πιστεύω, οὐκέτι ζυγοστατῶ· πιστεύω, οὐκέτι περιεργάζομαι· πιστεύω τοῖς ἐμοῖς ὀφθαλμοῖς, πιστεύω τῇ ἐμῇ δεξιᾷ. Ἔμαθον ἀφ᾿ ὧν εἶδον μὴ λογοθετεῖν· ἔμαθον ἀφ᾿ ὧν ἐψηλάφησα προσκυνεῖν, μὴ ζυγομαχεῖν· ἕνα Κύριον καὶ Θεὸν ἐπίσταμαι, τὸν Δεσπότην Χριστόν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
Ἔρχομαι νὰ καταβάλλω χωρὶς ἄλλο τὴν ὀφειλή μου. Γιατὶ κι ἂν εἶμαι φτωχὸς ὅμως θέλω νὰ ἀποσπάσω βίαια τὴν εὐγνωμοσύνη σας. Ἔδωσα τὴν ὑπόσχεση νὰ σᾶς φανερώσω τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ καὶ τώρα ἔρχομαι νὰ τὴν ἐκπληρώσω. Τὶς πρῶτες ὀφειλὲς πρῶτα βιάζομαι νὰ ἐξοφλῶ, γιὰ νὰ μὴ μὲ πνίξουν οἱ τόκοι ποὺ μαζεύονται. Συνεργαστῆτε καὶ σεῖς στὴν καταβολὴ τοῦ χρέους μου καὶ ἱκετέψετε τὸ Θωμᾶ, νὰ βάλῃ στὰ χείλη μου τὸ ἅγιο χέρι του, ποὺ ἄγγιξε τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου, νὰ νευρώσῃ τὴ γλῶσσα μου, γιὰ νὰ σὰς ἐξηγήσῃ ὅσα ποθῆτε. Κι ἐγὼ παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀποστόλου καὶ μάρτυρα Θωμᾶ διαλαλῶ τὴν πρώτη του ἀπιστία καὶ τὴν ὕστερη ὁμολογία, ποὺ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας κρηπίδα καὶ θεμέλιο. Ὅταν μπῆκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάς του, ἐνῷ οἱ πόρτες ἦσαν κλεισμένες καὶ βγῆκε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μαθητοῦ νὰ προξενήσῃ περισσότερη ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα. Γιατὶ ἂν ἦταν μαζὶ ὁ Θωμᾶς, δὲ θὰ εἶχε βέβαια ἀμφιβολία· κι ἂν δὲν εἶχε ἀμφιβολία, δὲν θὰ ζητοῦσε μ᾿ ἐπιμονή· καὶ ἂν δὲν ζητοῦσε, δὲ θὰ ψηλαφοῦσε· ἂν ὅμως δὲν ψηλαφοῦσε, δὲ θὰ ὡμολογοῦσε τὸν Κύριο καὶ Θεὸ κι ἂν δὲν ὡμολογοῦσε Κύριο καὶ Θεό, τὸ Χριστό, δὲ θὰ εἴχαμε ἐμεῖς διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὥστε μὲ τὴν ἀπιστία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ ὅταν ἦρθε ὕστερα σταθεροποίησε τὴν πίστη μας.
Έλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταὶ στὸ Θωμᾶ ὅταν ἦρθε. Ἔχομε δεῖ τὸν Κύριο, ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια· καὶ βρήκαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπῃ μέσα στὰ πράγματα. Ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· σὲ τρεῖς ἡμέρες σηκώνομαι, κι ἀφοῦ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴν ἀνάσταση προσκυνήσαμε αὐτὸν ποὺ ἀναστήθηκε. Τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς λέῃ «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», κι ἀλλάξαμε τὸ σκοτισμὸ τῆς λύπης σὲ γαλήνια χαρά. Εἴδαμε τὰ χέρια του ποὺ δέχτηκαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴ λύσσα τῶν θεομάχων σκυλιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία μας. Εἴδαμε καὶ τὴν πλευρὰ ποὺ κραυγάζει καθαρώτερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν καλωσύνη τοῦ πληγωμένου. Εἴδαμε τὴν ἴδια τὴν πλευρά, ποὺ οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν καὶ οἱ πιστοὶ σέβονται καὶ οἱ δαίμονες τρέμουν. Δεχτήκαμε καὶ τὴ θεϊκὴ πνοὴ ἀπὸ τὸ θεϊκὸ στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα ποὺ σκορπίζει κάθε χάρη. Ὁ ἐξουσιαστὴς ἔδωσε καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἐξουσία νὰ συγχωροῦμε τὰ σφάλματα. Ἀποκτήσαμε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τέτοια ἐντολή. Ἂν ἀφήσετε τὶς ἁμαρτίες μερικῶν, ἀφήνονται· ἂν μερικῶν τὶς κρατήσετε, κρατοῦνται. Τέτοια βαθειὰ χαρὰ πήραμε ἀπ᾿ τὸ Σωτῆρα, τέτοια δῶρα ἀπολαύσαμε. Ἀδύνατο νὰ μὴν πλουτίσωμε, ἀφοῦ μας ἔτυχε τέτοιος Κύριος. Ἔμεινε φτωχὸς μόνο αὐτὸς ποὺ δὲ βρέθηκε μαζί μας. Κι ὁ Θωμᾶς τί τοὺς εἶπε. Ἔχετε δεῖ τὸν Κύριο; Καλά. Αὐτὸν ποὺ εἴδατε λοιπὸν νὰ τὸν σέβεστε πιὸ πολύ. Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, νὰ τὸν κηρύττετε ἀδιάκοπα. Ἐγὼ ὅμως, ἂν δὲ δῶ μέσα στὶς παλάμες του τὰ ἴχνη τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω. Κι ἐσεῖς δὲ θὰ πιστεύατε, ἂν δὲν βλέπατε πρῶτα· ἔτσι κι ἐγὼ ἂν δὲν ἰδῶ δὲ θὰ πιστέψω». Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερὸς στὸν πόθο σου αὐτόν, μεῖνε σταθερός με ἐπιμονή, γιὰ νὰ δῇς ἐσὺ καὶ νὰ βεβαιωθῇ ἡ ψυχή μου. Μεῖνε σταθερός, ζητώντας αὐτὸν ποὺ εἶπε, «Ζητᾶτε καὶ θὰ βρῆτε». Μὴν προσπεράσης ἁπλῶς, ἐρευνώντας, ἂν δὲν εὕρῃς τὸ θησαυρὸ ποὺ ζητᾷς, χτύπα μ᾿ ἐπιμονὴ τὴν πόρτα τῆς ἀναντίρρητης γνώσης, ὥσπου νὰ σοῦ τὴν ἀνοίξῃ αὐτὸς ποὺ εἶπε «χτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοίξω». Ἀγαπῶ τὸ διχασμὸ τῶν λογισμῶν σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Ἀγαπῶ τὴ φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Μὲ χαρὰ ἀκούω πολλὲς φορὲς τὰ λόγια σου· ἂν δὲ δῶ στὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιά, δὲ θὰ πιστέψω. Γιατί σὺ ἀπιστεῖς κι ἐγὼ μαθαίνω νὰ πιστεύω. Ἐσὺ σκάβεις μὲ τὸ δικέλλι τῆς γλώσσας τὸ θεῖο σῶμα, κι ἐγὼ θερίζω ἄκοπα τὸν καρπὸ καὶ τὸν μαζεύω γιὰ μένα. Ἂν δὲν ἰδῶ μ᾿ αὐτά μου τὰ μάτια μέσα στ᾿ ἅγια του χέρια, τ᾿ αὐλάκια ποὺ σὰν μὲ ἀλέτρι χάραξαν οἱ ἀσεβεῖς, μὲ κανένα τρόπο δὲ θὰ συμφωνήσω μὲ τὰ λόγιά σας. Ἂν δὲ βάλω αὐτό μου τὸ δάχτυλο στὶς λακκοῦβες τῶν καρφιῶν, δὲ θὰ δεχτῶ τὸ καλὸ μήνυμά σας. Ἂν δὲν κρατήσω μ᾿ αὐτό μου τὸ χέρι τὴν πλευρὰ ἐκείνη, ποὺ ἀνύποπτη μαρτυρεῖ τὴν ἀνάσταση, δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω τὴ γνώμη σας. Γιατί κάθε λόγος εἶναι ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος, ἂν δεχτῇ τὴ συνηγορία ὅλων τῶν πραγμάτων· καὶ κάθε λόγος ποὺ δὲν ἔχει τὴ μαρτυρία τῶν ἔργων εἶναι χωρὶς σημασία καὶ ἀπὸ τὸ στόμα στὸν ἀέρα χάνεται. Θὰ κηρύξω στοὺς ἀνθρώπους τὰ θαύματα τοῦ Δασκάλου. Πῶς λοιπὸν μὲ τὰ λόγια νὰ πῶ αὐτὰ ποὺ δὲν ἀντιλήφθηκα μὲ τὰ μάτια μου; Πῶς θὰ κάνω τοὺς ἄπιστους νὰ πιστέψουν, αὐτὰ ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν τἄχω παρακολουθήσει; Νὰ πῶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες ὅτι ἔχω δεῖ τὸν Κύριό μου νὰ τὸν σταυρώνουν. Δὲν τὸν εἶδα ὅμως νὰ ἔχει ἀναστηθῇ ἀλλὰ μόνο ἄκουσα. Καὶ ποιὸς δὲν θὰ περιπαίξῃ τὰ λόγια μου; Ποιὸς δὲ θὰ δείξη περιφρόνηση στὸ κήρυγμά μου; Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ν᾿ ἀκούσῃς κάτι καὶ ἄλλο νὰ τὸ δῇς, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀφήγηση λόγων κι ἄλλο ἡ θέα καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων. Ἔτσι ἐπειδὴ ὁ Θωμᾶς εἶχε ἀμφίβολη γνώση, σὲ ὀχτὼ μέρες ὁ Δεσπότης ξαναῆρθε πάλι στοὺς μαθητάς του ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζί. Ἄφησε πρῶτα νὰ κατηχηθῆ ὁ Θωμᾶς ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του στὶς ἐνδιάμεσες μέρες. Παραχώρησε νὰ φλογιστῇ ἀπὸ τὴ δίψα νὰ τὸν ἀντικρύσῃ. Κι ὅταν ἡ ψυχή του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας του, τότε στὴν ὥρα πάνω ὁ ποθητὸς βρῆκε αὐτόν, ποὺ τὸν ποθοῦσε. Ὅμοια, ὅπως καὶ πρῶτα, μὲ κλεισμένες τὶς πόρτες τὸ ἔκανε αὐτὸ καὶ ξανά, ὅπως καὶ πρῶτα, τοὺς εἶπε· «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», γιὰ νὰ ταυτιστῇ τὸ πρᾶγμα μὲ τὸ θαῦμα καὶ γιὰ νὰ βεβαιώσῃ τὸ λόγο τῶν ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήσῃ τὴν ἀκρίβεια τοῦ δεύτερου ἐρχομοῦ του. Ἔπειτα εἶπε στὸ Θωμᾶ. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Τί ὕψος ἀπέραντης φιλανθρωπίας! Τί πέλαγος ἀμέτρητης συγκαταβάσεως! Δὲν περίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν περίμενε νὰ πλησιάσῃ αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέσῃ καὶ νὰ ἐπιτύχῃ ὅτι ἤθελε. Μήτε γιὰ λίγο δὲν τὸν στέρησε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγαποῦσε μὲ τὴ βία τραβοῦσε κοντά του, ὁ ἴδιος ἔσυρε στὴν πληγὴ τὸ δάχτυλο ἐκείνου ποὺ εἶχε τὸν πόθο, ὁ ἴδιος με τὴ δεσποτικὴ γλῶσσα του, τράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ᾿ αὐτόν. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Ἄκουσα, Θωμᾶ, ἀπὼν σὰν ἄνθρωπος ἀλλὰ παρὼν σὰν Θεός, ὅ,τι εἶπες στοὺς ἀδελφούς σου. Ἤμουν κοντά σας μὲ τὴ θεϊκότητά μου καὶ χώρια σας μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου. Θέλεις νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω τὰ λόγια ποὺ εἶπες προηγουμένως; Δὲν εἶπες, ἂν δὲ δῶ μέσα στὰ χέρια τοῦ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω; Δὲ βγῆκαν ἀπὸ τὰ χείλη σου τὰ λόγια αὐτά; Τὰ λόγια αὐτὰ δὲ ἀνταποκρίνονται στοὺς λογισμούς σου; Γι᾿ αὐτὸ ξαναῆλθα· γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλῃς. Γι᾿ αὐτὸ εἶμαι κοντὰ σας δεύτερη φορά, γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖς ἔχω φτάσει καὶ τώρα ἦρθα γιὰ σένα, τὸν ἕνα, ἐγὼ ποὺ γιὰ τὸ χαμένο πρόβατο κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χωρὶς ἐν τούτοις νὰ τοὺς ἀφήσω. Μὴ διστάσῃς λοιπὸν νὰ μάθῃς ὅ,τι ποθεῖς, μὴν ντρέπεσαι νὰ κοιτάξῃς καλὰ ὅ,τι θέλεις. Μὴν ἀποφύγῃς νὰ βάλῃς τὸ δάχτυλό σου στὰ ἴδια τὰ χέρια μου. Ἀνέχομαι καὶ τὰ περίεργα δάχτυλα, ὅπως ἀνέχτηκα τὰ καρφιά. Ὑπομένω τὴν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπόμεινα τὴν κακία τῶν ἐχθρῶν. Μὲ σταύρωσαν οἱ ἐχθροί μου καὶ δὲν ἀγανάκτησα καὶ δὲ θὰ ὑποφέρω τὴν δική σου ἐξέταση; Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ τραυματίστηκαν γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ θεραπεύουν τὰ χτυπήματα τῶν δικῶν σὰς ψυχῶν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου καὶ συλλογίσου ἂν εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ θεληματικὰ σταυρώθηκε ἡ κάποιος ἄλλος. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ ἄφησα νὰ διατηροῦν τὰ σύμβολα τῆς Ἑβραϊκῆς μανίας κι ὅταν μὲ τὴ συνηθισμένη ἀναίδειά τούς μοῦ ποῦν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅτι ἐμεῖς Κύριε, δὲ σὲ σταυρώσαμε, τότε θὰ δείξω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ πολέμησαν, τὰ χέρια μου μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφὴ καὶ θὰ ντροπιάσω τοὺς Ἑβραίους μόλις τ᾿ ἀντικρύσουν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, καὶ τὸ ἀληθινὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεώς μου μὴ νομίσῃς πῶς εἶναι μία φαντασία. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ὁμήρους γιὰ τὸν ξαναγεννημό σας. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἐνέχυρα γιὰ τὴν ἀνάστασή σας μέσα ἀπὸ τὸν τάφο. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἄγκυρα ποὺ ἔπεσε στὸ βυθὸ τοῦ Ἅδη. Καμμιὰ χειμωνιὰ τῆς ζωῆς μὴ φοβηθῇς, καμμιὰ ζάλη τοῦ κόσμου ἂς μὴ σὲ ζαλίσῃ. Μὴ φοβηθῇς τὸ φύσημα τῶν ἀντιθέτων ἀνέμων, ἂς μὴ σὲ ἀνησυχήσουν οἱ καταιγίδες κι οἱ σκόπελοι τῆς θάλασσας τῶν ἐχθρῶν. Πέρνα μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, ταξίδευε κρατώντας τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, ταξίδευε ἔχοντας μπροστά σου σὰν λιμάνι τὸν οὐρανό. Ταξίδευε καὶ νὰ φοβᾶσαι μόνο τῆς ἀρνήσεώς μου τὸ ναυάγιο. Περιγέλα τὸ θάνατο σὰ νεκρό, περίπαιζε τὴ φθορὰ σὰν ἀνίσχυρη. Ἀποδέχου γιὰ χάρη μου τὸ τέλος τῆς ζωῆς σὰν ἀρχὴ μιᾶς πιὸ ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Ἄντλησε μὲ τὸ χέρι σου ἀπὸ τὴ βρύση αὐτὴ τῆς ζωῆς τὸ νᾶμα ποὺ ποθεῖς, τὴ δίψα σου ἀνακούφισε. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Βάλε τὸ χέρι στὸ ἰατρεῖο τῆς πλάσης καὶ βγάλε τὸ φάρμακο τῆς ἐπιθυμίας σου. Δέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ ποὺ μ᾿ ἀγαπᾷ ἐγὼ ποὺ δέχτηκα τὴν πληγὴ τῆς λόγχης. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀγωνίζεσαι γι᾿ αὐτήν, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀποκριθῇς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια, ὅτι μὲ εἶδες μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ μ᾿ ἀναγνώρισες καὶ μὲ ψηλάφησες προσεκτικά. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Γιὰ σένα τὴν ἄφησα ἔτσι ἐγὼ ποὺ θεράπευσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων. Πρόβλεψα σὰν Θεὸς ὅτι θὰ θελήσῃς νὰ τὴ δῇς ἔτσι καὶ βλέποντας τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πάθους στὴν σάρκα μου θέλησα νὰ θεραπεύσῃς τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. Φέρε τὸ χέρι σου, καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου ποὺ τὴ φύλαξα ἔτσι μὲ κάποιο σκοπό. Ὅταν γυρίσω πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω σὲ θρόνο κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν νὰ ἰδοῦν οἱ Ἑβραῖοι κατάματα τὰ ἔργα τῆς κακίας τους καὶ μόνοι τους ν᾿ αὐτοδικαστοῦν - καὶ μὴ φανῇς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Κακὸ ἡ ἀπιστία, κάνει τὸν νοῦ νὰ βουλιάξῃ. Ἢ πίστη τὸν ἀναρπάζει στὸν οὐρανό. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχή. Ἡ πίστη σκορπᾷ τὸ φῶς της στοὺς λογισμούς. ἡ πίστη καὶ τὰ ἀόρατα κατακάθαρα βλέπει, ὁ ἄπιστος εἶναι σ᾿ ἄγνοια ὁλοκληρωτική. Μὴ γίνῃς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Παραμέρισε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίταξε τὶς καθαρὲς ἀκτῖνες τῆς πίστης. Γίνου μέσα σὲ ὅλους ἄξιος ἀπόστολος τῆς θεότητάς μου. Γίνου τέτοιος ὅπως πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ συνάντησε καὶ εἶδε τέτοια ὅπως ἐσύ. Ὅμοια μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους σὲ κάλεσα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ τίμησα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς ὁπλίσου. Ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς εἶδες ὅ,τι εἶδαν, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ ἐμπιστεύθηκα σὰ φίλο, ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς κήρυξε τὴ δύναμή μου. Μὴν πῶς πάλι, ἀφοῦ μὲ εἶδες μία φορά. Ἂν δὲ δῶ πάλι στὰ χέρια του τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν δὲ θὰ πιστέψω. Ὅσο εἶμαι μαζί σας ἄφησε ἐλεύθερη, ὅπως θέλεις, τὴν περιέργειά σου. Ὅσο ἔχεις δίπλα σου τὸ οὐράνιο κλῆμα ὅλα τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ σταφύλια τοῦ ἐρεύνησε. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανούς, ἀπ᾿ ὅπου ἦρθα στὴ γῆ, θ᾿ ἀνεβῶ, ὅπου εἶμαι. Θ᾿ ἀνεβῶ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου γιὰ χάρη σὰς κατέβηκα μὲ τὴ θεία μου φύση. Θ᾿ ἀνεβῶ μ᾿ αὐτό μου τὸ σῶμα, ἂν καὶ χωρὶς αὐτὸ ἦρθα ἀπὸ κεῖ κι ἔμεινα ἐκεῖ πέρα. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς κόλπους τοὺς πατρικοὺς μὲ τὴ δική σας φύση, ἂν καὶ εἶμαι στοὺς κόλπους τοῦ πατέρα. Τελείωσα τὸ ἔργο μου γιὰ χάρη τοῦ ἔκανα αὐτὴ τὴν πορεία. Ἀφοῦ ἄγγιξε λοιπὸν ὁ Θωμᾶς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου καὶ τὴ θεία πλευρὰ γέμισε ἀπὸ δειλία καὶ ἀπὸ χαρὰ μαζὶ βλέποντας αὐτὰ ποὺ ἐπιθύμησε καὶ ἀμέσως ξεσπᾷ σὲ ὕμνο τοῦ Κυρίου κραυγάζοντας. Κύριέ μου καὶ Θεέ μου. Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός. Σὺ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ φιλάνθρωπος. Σὺ εἶσαι ξενόφερτος καὶ παράξενος γιατρὸς τῆς πλάσης. Δὲν κόβεις μὲ τὸ νυστέρι τ᾿ ἄρρωστα μέλῃ, δὲν καῖς μὲ τὴ φωτὰ τὶς πληγές, δὲν μαζεύεις ἀπ᾿ τὰ βοτάνια τὴν δύναμη τῶν φαρμάκων σου, δὲ δένεις μὲ ὁρατοὺς ἐπιδέσμους τὶς πληγὲς ποὺ μᾶς ἀφανίζουν. Διαθέτεις ἀόρατους ἐπιδέσμους ἀγάπης, ποὺ ἀόρατα τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγο ποὺ εἶναι πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ τὸ μαχαῖρι. Ἔχεις λόγο πιὸ δυνατὸ ἀπ᾿ τὴ φωτιά. Ἔχεις βλέμμα ἀπ᾿ τὸ φάρμακο πιὸ ἁπαλό. Σὰν δημιουργὸς ἁγιάζεις χωρὶς κόπο τὸ δημιούργημά σου, σὰν πλάστης χωρὶς νὰ κουραστῇς μεταπλάθεις τὰ πλάσματά σου. Σὺ κατὰ τὸ θέλημά σου τοὺς λεπροὺς καθάρισες, τοὺς κουτσούς τους ἔκανες νὰ τρέχουν, τοὺς παράλυτους νὰ σηκώνουν τὰ κρεβάτια τους, τοὺς γεννημένους τυφλοὺς τοὺς προστάζεις νὰ πετάξουν μὲ νίψιμο τὸ σκοτάδι. Ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπ᾿ τὰ δημιουργήματά σου, μὲ θέλημά σου πιάστηκες ἀπ᾿ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἑβραίους, τὰ πάντα δέχτηκες γιὰ μένα στὸ σῶμα σου. Ὦ Κύριε καὶ Θεέ μου. Ἀναγνώρισα τὸν Κύριό μου, ἀναγνώρισα τὸν ἁλιέα καὶ φύλακά μου, ἀναγνώρισα τὸ βασιλιὰ καὶ Κύριό μου. Ὦ Κύριέ μου καὶ Θεέ μου. Πιστεύω Κύριε στὴν οἰκονομία σου, πιστεύω στὴν συγκατάβασή σου, πιστεύω στὴν ἀνάληψη ἀπὸ μέρους σου τῆς φροντίδας μου, πιστεύω στὸν προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στὰ παθήματα τῆς σάρκας σου, πιστεύω στὸν τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στὴν ἀνάστασή σου. Λοιπὸν δὲν ἔχω πιὰ περιέργεια. Πιστεύω, δὲν κάνω πιὰ ἔλεγχο. Πιστεύω, δὲν στήνω πιὰ τὴ ζυγαριὰ τοῦ νοῦ. Πιστεύω, δὲν ἔχω πιὰ περιέργεια. Πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου. Μὲ δίδαξαν αὐτὰ ποὺ εἶδα νὰ μὴν κάνω ἔλεγχο. Ψηλάφησα κι ἔμαθα νὰ προσκυνῶ ὄχι νὰ φιλονικῶ. Ἕνα Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Κύριό μου Χριστό. Ἂς εἶναι δεδοξασμένος καὶ δυνατὸς στοὺς αἰῶνες. |
Αφού ο άνθρωπος σώζεται με το γεγονός της ενανθρώπησης του Λόγου, γιατί ο Χριστός έπρεπε να παραδώσει το σώμα Του στο θάνατο;
Το σώμα του Χριστού ήταν κτιστό και επομένως θνητό μπορούσε να αποθάνει. Όμως επειδή ήταν ενωμένο με τον ίδιο τον Λόγο του Θεού, που ήταν η ζωή (Ιω. α' 4, ιδ' 6, Α' Ιω. ε' 11), δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει νεκρό. Δια τούτο απέθανε μεν ως θνητόν, ανέζησεν όμως λόγω της ζωής που είχε μέσα του (Μ. Αθαν. Πρβλ. Β' Κορ. ιγ'4. Ψαλμ.ξζ'2,ζ'7-9).
Έτσι ο Λόγος του Θεού ενανθρώπησε (Ιω. α' 14), έλαβε δηλαδή σώμα θνητό, για να μπορέσει και να αποθάνει, αλλά και να εξαφανίσει το θάνατο, μια και ο θάνατος δεν μπορούσε να κρατήσει τον αρχηγό της ζωής (Πράξ. θ'24.γ' 15).
Με το θάνατό Του ο Χριστός προσέφερε το σώμα Του για χάρη όλων των ανθρώπων. Έπαθε υπέρ πάντων και με το πάθος Του κατάργησε το θάνατο, αφού ο θάνατος δεν μπόρεσε να Τον νικήσει. Ταυτόχρονα όμως κατάργησε και εκείνον που εξουσίαζε το καθεστώς του θανάτου, δηλαδή τον ίδιο το διάβολο, και απάλλαξε τους ανθρώπους από τη σκληρή δουλεία της αμαρτίας (Εβρ. β 14-15).
Ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει πως κατά τη δευτέρα παρουσία του Χριστού θα πραγματοποιηθεί ο λόγος: Που η νίκη σου, θάνατε; που το κέντρο σου. άδη; (Ως. ιγ' 14). Με τη δική μας ανάσταση θα ολοκληρωθεί η νίκη κατά του θανάτου Και όταν αυτό το οποίο είναι φθαρτό θα ενδυθεί την αφθαρσία, τότε θα εκπληρωθεί ο λόγος που είναι γραμμένος·
Κατεβροχθίσθη ο θάνατος και ενικήθη. Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου; που είναι, άδη, η νίκη σου;...Ας ευχαριστήσωμε τον Θεόν, που μας δίδει την νίκη δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (Α' Κορ. ιε' 54-57).
Που σου, θάνατε, το κέντρον; που σου, άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέθλησαι!, επαναλαμβάνει η Εκκλησία μας τη νύχτα του Πάσχα.
Εάν ένας αληθινός βασιλεύς κατανικήσει ένα τύραννον και του δέσει τα χέρια και τα πόδια, όλοι πλέον οι περαστικοί τον περιπαίζουν και τον κτυπούν και τον διασύρουν, διότι δεν φοβούνται τη μανία του και την αγριότητά του, χάρις εις τον νικητή βασιλέα. Έτσι, αφού ο Σωτήρ ενίκησε και εδειγμάτισε τον θάνατον εις τον σταυρόν και έδεσε τα χέρια του και τα πόδια του, όλοι όσοι ζουν χριστιανικώς τον καταπατούν και όσοι ομολογούν τον Χριστόν τον χλευάζουν και τον περιπαίζουν λέγοντες αυτά που εξ αρχής έχουν γραφεί εναντίον του:
- Που σου, θάνατε, το νίκος; Που σου, άδη, το κέντρον; (Μ. Αθανάσιος).
Ο θάνατος καταβροχθίσθηκε από τη νίκη που συντελέσθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός μετέσχε των αυτών, έγινε δηλαδή μέτοχος των ιδίων πραγμάτων, όπως και ο άνθρωπος, κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, για να καταργήσει δια του θανάτου τον διάβολον και να ελευθερώσει εκείνους οι οποίοι από τον φόβο του θανάτου ήταν υποδουλωμένοι καθ' όλη την διάρκεια της ζωής των (Εβρ. β' 14-15)· η νίκη συντελέσθηκε εν τη σαρκί του Χριστού (Εφεσ. θ' 15).
Η νίκη αυτή δεν περιορίσθηκε στους ζώντες πάνω στη γη. Με τη θριαμβευτική κάθοδο του Χριστου στον άδη συμπεριέλαβε και τους κεκοιμημένους αδελφούς μας (Α' Πέτρ. γ' 19). Γι' αυτό αναφέρει ο ύμνος της Εκκλησίας μας:
Βασιλεύει, άλλ' ουκ αιωνίζει άδης του γένους των βροτών Συ γαρ τεθείς εν τάφω, Κραταιέ, ζωαρχχική παλάμη, τα του θανάτου κλείθρα διεσπάραξας και εκήρυξας τοις άπ' αιώνος εκεί καθεύδουσι λύτρωσιν αψευδή, Σώτερ, γεγονώς νεκρών πρωτότοκος.
Δεν μπορούσε άραγε ο θάνατος να νικηθεί με άλλο τρόπο, έξω από το σώμα του Χριστού; Ο θάνατος δεν ήταν έξω από το σώμα· είχε συμπλεχτεί με το σώμα. Ήταν λοιπόν ανάγκη και η ζωή να συμπλεχτεί με το σώμα, ώστε το σώμα να αποβάλει τη φθορά και αντί γι' αυτήν να ενδυθεί τη ζωή. Αφού το σώμα ενδύθηκε τη φθορά, δεν θα μπορούσε να αναστηθεί, εάν δεν ενδυόταν τη ζωή. Έπρεπε ο εχθρός να αντιμετωπισθεί στο σώμα. Γι' αυτό ο Χριστός ενδύθηκε σώμα, για να συναντήσει με το σώμα το θάνατο και να τον εξαλείψει. Πλησιάζει λοιπόν ο θάνατος και αφού κατέπιε το δόλωμα του σώματος, σουβλίζεται με το αγκίστρι της Θεότητος και αφού εγεύθη από το αναμάρτητο και ζωοποιό σώμα, εξοντώνεται και ξερνά όλους όσους κατέπιεν από την αρχήν (Ιω. Δαμασκ.).
Ο Μ. Βασίλειος συνοψίζει το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου: Ο Υιός και Λόγος του Θεού σαρκώνεται, γεννάται εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας (Ρωμ. η' 3). Λαμβάνει δηλαδή το αμαρτωλό σώμα μας, χωρίς όμως να διαπράξει αμαρτία (Ης. νγ' 9. Λουκ. κγ' 41. Ιω. η' 46. Β' Κορ. ε' 21. Εβρ. δ' 15. Α' Πέτρ. θ' 22). Μ' αυτό τον τρόπο ο θάνατος, που κληρονομήθηκε με την καταγωγή μας από τον Αδάμ, κατεπόθη από την Θεότητα και η αμαρτία εξηφανίσθη υπό της εν Χριστώ Ιησού δικαιοσύνης, ώστε κατά την ανάστασιν να απολαύωμε την σάρκα, που δεν είναι ούτε υπόδικος εις τον θάνατον, ούτε υπεύθυνος εις την αμαρτίαν (πρβλ. Ρωμ. ε' 12, 17).
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι το ότι ο Χριστός παρέδωσε το σώμα Του στο θάνατο, αλλά το ότι ο θάνατος δεν μπόρεσε να κρατήσει κάτω από την εξουσία του τον αρχηγό της ζωής (Πράξ. β' 24, γ' 15).
Ο θάνατος υπερίσχυσε και κατέπιε πολλούς,
αλλά πάλιν αφήρεσε Κύριος ο Θεός
παν δάκρυον από παντός προσώπου·
αφήρεσε το όνειδος του λαού από πάσης της γης
(Ης. κε'8).
Έτσι με το θάνατό Του ο Χριστός κατάργησε εκείνον που είχε το κράτος του θανάτου και εχάρισε την ελευθερία στους ανθρώπους (Πρβλ. Α' Κορ., ιε' 20-23, 54, Εβρ. 6' 14-15, Αποκ. κ' 14). Γι' αυτό και η Εκκλησία μας ψάλλει: Θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος.
Αλλά ο θάνατος μένει για τη διάνοια του πιστού φοβερό και απροσπέλαστο μυστήριο. Αυτό εκφράζουν με ανεπανάληπτο τρόπο τα ιερά κείμενα από την ακολουθία της κηδείας.
Θρηνώ και οδύρομαι
όταν αναλογισθώ τον θάνατο,
και ίδω στους τάφους κειμένη
την ωραιότητα μας την κατ' εικόνα Θεού,
άμορφη, άδοξη, χωρίς σχήμα.
Ω θαύμα!
Τι μυστήριο συνέβη σε μας... Όντως φοβερώτατο το του θανάτου μυστήριο πως η ψυχή από την αρμονία με το σώμα χωρίζεται βίαια, και πως αποκόπτεται της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός με θεία βούληση...
Όμως για τον πιστό δεν υπάρχει εδώ αδιέξοδο· δεν οδηγείται σε απόγνωση, αλλά στην ελπίδα: Αδελφοί, δεν θέλουμε να αγνοείτε ό,τι αφορά τους κεκοιμημένους, δια να μη λυπείσθε όπως και οι λοιποί, που δεν έχουν ελπίδα. Γιατί αν πιστεύουμε πως ο Ιησούς απέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός δια του Ιησού θα φέρει μαζί του και τους κοιμηθέντας... ώστε παρηγορείτε ο ένας τον άλλον με τα λόγια αυτά (Α' Θεσ. δ' 13-18).
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...