Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Όταν μετά τη σταύρωσι του Κυρίου διαρσκορπίστηκαν οι μαθηταί Του, όπως το είχε προείπει, δύο απ’ αυτούς πήραν τους δρόμους. Ήθελαν να φύγουν από τα Ιεροσόλυμα. Να απομακρυνθούν από τον τόπο των φρικτών γεγονότων. Να συζητήσουν. Να ανταλλάξουν γνώμες. Να τα δουν όλα από πιο μακριά, μήπως τα δουν καλύτερα. Μήπως σταλάξη μέσα τους παρηγοριά που θα φέρνη ελπίδα.
Και ενώ η πορεία συνεχίζεται, η συζήτησι προχωρεί. Μία στιγμή κάποιος άγνωστος πλησιάζει. Συμπορεύεται μαζί τους. Δεν θέλει να τους διακόψη, ούτε να τους κάμη διδασκαλία, αλλά να τους ακούση. Γι’ αυτό τους προκαλεί, προσποιούμενος άγνοια και ρωτώντας τους ευγενικά: Για ποιο θέμα μιλάτε και είστε σκυθρωποί;
Τους δημιουργεί αίσθησι εμπιστοσύνης. Και τους παρέχει δυνατότητα να συνεχίσουν τη συζήτησι. Να διατυπώσουν τον πόνο τους. Να πουν το προβληματισμό τους. Φαίνεται ο άγνωστος να έχη κατανόησι. Δεν τους εμποδίζει. Δεν τους ενοχλεί. Τους παρακινεί να μιλήσουν. Τους βοηθά να εκφραστούν. Να τα πουν όλα όπως τα νιώθουν. Και εκείνοι συνεχίζουν.
Όταν πια παρουσιάζεται να μην ξέρη τι έγινε και ποιος είναι ο ιησούς, τότε και οι δύο μαζί λένε απνευστί όλη την ιστορία. Το τι συνέβη. Ποιος ήταν ο Ιησούς, δυνατός εν έργω και λόγω. Το τι έκαμαν οι αρχιερείς και οι λοιποί άρχοντες. Το που έχουν φτάσει τα πράγματα: στην απόγνωσι. Γιατί ημείς ηλπίζομεν ότι αυτός θα λύτρωνε τον Ισραήλ. Τώρα δεν ελπίζουμε πια. Δεν μπορούμε να ελπίζωμε. Τρεις μέρες βρίσκεται στον τάφο νεκρός. Άσχετα, αν κάποιες γυναίκες της συντροφιάς μας μας παραξένεξαν, γιατί πήγαν στον τάφο και δεν τον βρήκαν. Και είπαν ότι είδαν αγγέλους, αυτόν όμως δεν τον βρήκαν.
Αφού τα είπαν όλα, αφού εκτονώθηκαν, αναπαυθήκαν, ο ξένος, που τους παρακολουθούσε με κατανόησι και υπομονή, άκουγε όλα όσα είπαν σαν να φαινόταν ότι συμφωνούσε. Δικαιολογούσε τον προβληματισμό τους. Ήθελε να τους αφήση να ομολογήσουν ξεκάθαρα την τελική τους απόγνωσι. Και αυτοί τον αγάπησαν, τον δέχτηκαν ως φίλο και συνομιλητή που έδιδε παρηγοριά. Δεν ήταν ξένος, αλλά οικείος. Γι’ αυτό, όταν παίρνη τον λόγο, μιλά ελεύθερα, χρησιμοποιώντας εκφράσεις που μόνο μία αμοιβαία αγάπη και φιλία τις κάνει ανεκτές, φανερώνοντας τη γνήσια οικειότητα που είχε αναπτυχθή μεταξύ τους. Διαφορετικά, για ξένους, θα ήσαν ανυπόφορες, μέχρι και απαράδεκτες, οι εκφράσεις: "ω ανόητοι και βραδείς τη καρδία". Δηλαδή, είστε βραδύνοες και στενόκαρδοι. Δεν έχετε νου ούτε καρδιά αγάπης, για να μπορέσετε να καταλάβετε όλα όσα είπαν οι Προφήτες. Δεν έπρεπε να τα πάθη όλα αυτά ο Χριστός, για να μπη στη δόξα Του; Και άρχισε να τους ερμηνεύη όσα είπαν ο Μωυσής και οι Προφήτες για το πρόσωπό Του.
Και ενώ προχωρούσε η ερμηνεία, προχωρούσε και η πορεία. Πλησίασαν στο χωριό που πήγαιναν. Και ο Ιησούς προσποιήθηκε ότι πάει παραπέρα. Αυτός, που δεν τους «παρεβίασε» στο ελάχιστο, τους έδωσε το δικαίωμα αυτοί, αν θέλουν, να Τον «παραβιάσουν». Και αυτοί παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες: μείνον μεθ’ ημών ότι προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα. Μη μας αφήνεις μόνους, έτσι που είμαστε. Μέχρις εκεί που μας πήγες, μας τα ερμήνευσες όλα. Μας γαλήνεψες την καρδιά. Τώρα που πάς; Δεν σε αφήνομε να φύγης. Δεν μπορούμε να κάνωμε μόνοι. Τελειώνει η ημέρα. Προς εσπέρα εστί. Έρχεται σκότος. Πέφτει η νύχτα. Χωρίς Εσένα τα πάντα είναι νύχτα. Είσαι το φως, η ανέσπερη ημέρα. Ή θα έλθωμε μαζί Σου ή θα έλθης μαζί μας.
Και εισήλθε του μείναι συν αυτοίς. Και κατά την κλάσι του άρτου ανοίγονται τα μάτια τους. Τον γνωρίζουν. Και Αυτός γίνεται άφαντος.
Είχε έλθει η ώρα, μετά από τόσο κόπο και πόνο ψυχής και σώματος, να φανερώθή όντως με το να γίνη άφαντος.
Γινόμενος άφαντος αισθητά, φανερώνεται θεϊκά. Βρίσκεται για πάντα μέσα τους. Σφραγίζει την ύπαρξί τους. Φωτίζει, πληροί τα πάντα. Και αυτοί φεύγουν. Δεν μπορούν να μείνουν. Πρέπει να πουν το γεγονός. Τώρα η οικουμένη είναι σπίτι τους. Δεν υπάρχει πια απελπισία. Δεν υπάρχει κούρασι οδοιπορίας. Δεν είναι εσπέρα. Δεν σβήνει η ημέρα. Τα « πάντα πεπλήρωται φωτός». Είναι ημέρα όγδόη και ανέσπερη. Ήλιος άδυτος. Το «άφαντος» ταυτίζεται με αστραπή ακτίστου φάους. Θυμούνται τα παλιά. Παίρνουν δύναμι για τα μέλλοντα. Αυτή τη ώρα φεύγουν για τα Ιεροσόλυμα. Νέα πορεία. Νέα άφιξι σε άλλη λειτουργική σύναξι. Πριν δώοσυν χαρά, παίρνουν από τους άλλους. Πριν προλάβουν να μιλήσουν, σπέυδουν οι έντεκα και φωνάζουν: Όντως ηγέρθη ο Κύριος και ώφθη Σίμωνι. Και αυτοί εξηγούντο τα εν τη οδώ…
Δίδουν και παίρνουν όλοι. Προχωρούν ακατάπαυστα από δόξης εις δόξαν. Από λειτουργική σύναξι σε νέα λειτουργική σύναξι. Τα πάντα γίνανε Λειτουργία.
Στην πορεία προς Εμμαούς, μόλις «επέγνωσαν Αυτόν…άφαντος εγένετο απ’ αυτών». Έγινε άφαντος, για να μείνη για πάντα μαζί τους. Εάν έμενε, αφού Τον εγνώρισαν, θα Τον έχαναν, γιατί θα τον εντόπιζαν χρονικά και τοπικά, θα έλεγαν: «Αυτός είναι τώρα εκεί». Έγινε άφαντος, αφού Τον γνώρισαν, αυτό σημαίνει ότι φανερώθηκε όντως και μένει μαζί τους παντού και πάντα. Οράται αοράτως και γινώσκεται αγνώστως ο υπεράνω πάσης γνώσεως υπάρχων.
Είναι τόσο μεγάλος, που όχι μόνο πρέπει να απομακρυνθή, για να φανερωθή το πραγματικό του μέγεθος, αλλά πρέπει να γίνη τελείως άφαντος, για να αποκαλυφθή Αυτός που είναι.
Φανερούμενος αυτός που είναι, μας ανιστά στη ζωή. Μας κάνει να βρούμε τον εαυτό μας. Και βρίσκει την ψυχή του ο άνθρωπος χάνοντάς την ένεκεν του Κυρίου και του εαυγγελίου Του.
Έτσι , ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αναλαμβάνεται στον ουρανό. Παίρνει άλλες διαστάσεις. Απόλαμβάνει το ίδιον μέγεθος και το αρχαίον κάλλος. Έρχεται «εν συνάφεια ασυγχύτω» με την αιώνιο Ζωή...
Αρχιμ. Βασίλειος Γοτικάκης, πρώην καθηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων
«Το κάλλος θα σώση τον κόσμο»
Πηγή: Με παρρησία...
Το άγιο Πάσχα αποτελεί την κορωνίδα του ορθοδόξου εορτολογίου. Είναι, κατά τον ιερό υμνογράφο της αναστάσεως, η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων». Η σημασία της μεγάλης εορτής οφείλεται στο ότι εκφράζει το πέρας και τον τελικό θρίαμβο της επιτυχίας του επί γης απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Εορτάζεται πανηγυρικότατα η νίκη του Αγαθού κατά του Κακού, η επικράτηση του φωτός στο νοητό σκοτάδι της αμαρτίας και της φθοράς, η κατάργηση του 'δη και πάνω απ' όλα η αναίρεση του θανάτου, του χειρότερου εχθρού μας!
Η είσοδος του κακού στον κόσμο μαζί με τα άλλα μύρια κακά, έφερε και τον θάνατο, ως την φυσική κατάληξη μιας αφάνταστα μαρτυρικής ζωής. Ο πικρός 'δης υπήρξε ο τόπος κατάληξης όλων των ανθρωπίνων ψυχών. Η έννοια της αθανασίας, ως το σπουδαιότερο αρχέγονο δώρο του Θεού στον άνθρωπο, έμεινε ως μια μακρινή Η λαχτάρα για την νίκη του θανάτου εκφράστηκε ποικιλότροπα μέσα στις ανάμνηση στην ανθρώπινη σκέψη και ως μια αμυδρή προσδοκία ανάκτησής της στο μέλλον.
διάφορες μυθολογίες των λαών. Οι προφήτες και οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, ως όργανα του Θεού για την προετοιμασία του ανθρωπίνου γένους για την εν Χριστώ σωτηρία, προείδαν πιο καθαρά την μελλοντική νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Ο Ίδιος ο Θεός θα δοκιμάσει το πικρό ποτήρι του θανάτου και θα νικήσει τον 'δη, θα τον συλήσει από τους απ' αιώνος δεσμίους του νεκρούς και θα κλείσει οριστικά το δρόμο του θανάτου για τους πιστούς Του. Ο μοναδικός ζωντανός Θεός είναι ο Ίδιος η ζωή και η πηγή της ζωής σε όλα τα όντα. Αυτός «θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει» (Α΄ Βασιλ.2,6). Ο Ηλίας και ο Ελισαίος ανασταίνουν νεκρούς στο όνομα του Κυρίου (Γ΄ Βασιλ.17,23, Δ΄ Βασιλ.4,33). Ο προφήτης Ωσηέ, προβλέποντας την εις άδου κάθοδον του Μεσσία, την εκ νεκρών ανάστασή Του και την συντριβή του θανάτου διακηρύσσει στους άπιστους συμπατριώτες του «Πορευθώμεν και επιστρέψωμεν προς Κύριον! ... Υγιάσει ημάς μετά δύο ημέρας, εν τη τρίτη ημέρα εξαναστηθώμεθα και ζησόμεθα ενώπιον αυτού» (Ωσηέ 6,1) και γι' αυτό σκιρτώντας από άκρατο ενθουσιασμό φωνάζει να το ακούσουν όλοι οι άνθρωποι «Που σου η δίκη σου, θάνατε, που το κέντρον σου άδη;» (Ωσηέ 13,14).
Στο θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού βρήκε το ανθρώπινο γένος τον πραγματικό λυτρωτή του. Αυτός, ως ο σαρκωμένος Θεός, υλοποίησε το θείο σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Πέτυχε τη σωτηρία μας ως διδάσκαλος, ως ιερεύς και ως βασιλεύς. Δίδαξε πρωτόγνωρη διδασκαλία, αποκάλυψε τα μυστήρια του Θεού και έδωσε νέο τρόπο ζωής στους ανθρώπους. Ιερούργησε την πιο αποτελεσματική θυσία όλων των εποχών, με ιερείο άμωμο τον ίδιο Του τον εαυτό, πάνω στον φρικτό Γολγοθά και πέτυχε την περιπόθητη καταλλαγή του ανθρώπου με το Θεό. «Ο δε Θεός πλούσιος ων εν ελέει, δια την πολλήν αγάπην αυτού ην ηγάπησεν ημάς και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι συνεζωοποίησε τω Χριστώ... και συνήγειρε και συνεκάθησεν εν τοις επουρανίοις» (Εφ.2,4-6). Τέλος ως θριαμβευτικός νικητής, νίκησε τις αντίθεες δυνάμεις και το κακό, νίκησε το θάνατο και ανέστη από τους νεκρούς, ανελήφθη στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού, συνεχίζοντας το απόλυτο και αναντικατάστατο μεσιτικό Του έργο. Αποτέλεσμα: «Νυνί δε εν Χριστώ Ιησού υμείς οι ποτέ όντες μακράν εγγύς εγενήθητε εν τω αίματι του Χριστού. Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον κόσμον των εντολών εν δογμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην» (Εφ.2,13-15).
Ο Ιησούς Χριστός διακήρυξε: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή, ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάν.11,25). Αυτός είναι ο μόνος, ο Οποίος μπορεί να νικήσει τον θάνατο. Με την λαμπροφόρο Ανάστασή Του πραγματοποίησε αυτή την λαμπρή νίκη, ανάστησε το σώμα Του και μαζί ολόκληρη την ανθρώπινη φύση., δηλαδή όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα όλων των εποχών, ως κύτταρα του σώματός Του. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ήδη αναστημένος δυνητικά από την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου. Είναι μια δυνητική κατάσταση την οποία μπορεί να αποδεχτεί και να αξιοποιήσει ο κάθε άνθρωπος. Ο βιολογικός θάνατος, ως προσωρινή κατάσταση, δεν αίρει το γεγονός της αναστάσεως και της αιώνιας ζωής, διότι «έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότι οι νεκροί ακούσουσι της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25). «Ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών δια το ενοικούν αυτού Πνεύμα εν υμίν» (Ρωμ.8:11). Αυτή είναι (πρέπει να είναι) η μόνιμη χαρά στις ψυχές των πιστών του Χριστού, διότι έχουμε τη βεβαιότητα, ότι χάρις στην Ανάσταση του Κυρίου μας, «μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (1 Ιωάν.3,14) και « Πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν.11,26).
Απτά παραδείγματα της αναστάσεώς μας είναι οι θαυμαστές νεκραναστάσεις που έκανε ο Κύριος κατά την επί της γης παρουσίας Του. Οι αναστάσεις της κόρης του Ιαείρου (Μαρκ.5,21-42, του γιου της χείρας στη Ναϊν (Λουκ.7,11-17), του Λαζάρου (Ιωάν.11,1-44). Επίσης η ανάσταση των «κεκοιμημένων αγίων» (Ματθ.27,52), κατά την ημέρα της Σταυρώσεως του Κυρίου, είναι οι προάγγελοι και της δικής μας αναστάσεως.
Η λαμπροφόρος Ανάσταση του Σωτήρος μας σημαίνει ακόμα και την οντολογική αλλαγή του κόσμου. Ο παλαιός πτωτικός κόσμος της φθοράς άλλαξε κυριολεκτικά σύσταση, διότι με την Ανάσταση του Κυρίου νικήθηκαν οι αντίθεες δυνάμεις και απαλλάχτηκε από το κράτος του διαβόλου. Χάρη στην Ανάσταση του Χριστού ξαναβρήκε ο κόσμος την πραγματική του θέση μέσα στη θεία δημιουργία. Τη φθορά, που δημιούργησε η πτώση, διαδέχτηκε η αφθαρσία. Ο πιστός άνθρωπος δεν ζει πλέον για να πεθάνει, αλλά ζει για να μεταβεί στην αιωνιότητα και να συμβασιλεύει αιώνια με τον Χριστό.
Το μέγα και ανεπανάληπτο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου είναι για τους πιστούς Του μια διαρκής χαρά και ατέλειωτη αισιοδοξία. Η Ορθοδοξία μας ζει ακατάπαυτα την εορτή του Πάσχα. Κάποιοι ετερόδοξοι μελετητές αποκάλεσαν την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας ως την Εκκλησία της Αναστάσεως, διότι κάθε Κυριακή είναι για μας Πάσχα! Οι άγιοι Απόστολοι έγιναν οι διαπρύσιοι κήρυκες του Ευαγγελίου στα έθνη χάρις στην εμπειρία της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Τα νέφη των Μαρτύρων θυσίασαν την πολύτιμη ζωή τους χάρις στην βεβαιότητα της Αναστάσεως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ζούσαν το γεγονός της Αναστάσεως ως μια ατέρμονη προσωπική συγκλονιστική εμπειρία.
Αυτήν ακριβώς την αναστάσιμη χαρά και αισιοδοξία θέλει η αγία μας Εκκλησία να μεταδώσει και σε μας σήμερα. Μας καλεί να αποβάλλουμε το άγχος της καθημερινότητας και κυρίως το φόβο του θανάτου και να διαποτίσουμε την ύπαρξή μας με την μακάρια ελπίδα και της δικής μας ανάστασης, της οποίας τεκμήριο και απαρχή υπήρξε η Ζωηφόρος Ανάσταση του Λυτρωτή μας Χριστού.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ποτέ καί πουθενά, σέ καμμία θρησκεία ψεύτικη ἤ φιλοσοφία ἀνθρώπινη, ποτέ κανείς δέν ἐσκέφθηκε, εἴτε στά σοβαρά, εἴτε στά ἀστεῖα, πώς ἦταν δυνατόν νά νικηθῆ ὁ πιό ἀνεπιθύμητος παρείσακτος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας, ὁ θάνατος, πού ἀναμφισβήτητα ἀποτελεῖ τήν κορυφαία ὀδύνη τῆς παρούσης ζωῆς.
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, πού κατήργησε τόν θάνατο, ἔχει ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τήν κοινή ἀνάστασι τῶν νεκρῶν. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια ἀκραιφνῶς χριστιανική. Δέν τήν ἐπενόησαν οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί οἱ ἁπλοί ψαράδες, πού προφανῶς δέν εἶχαν καμμία διάθεσι γιά φιλοσοφίες καί θεωρίες. Ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόησι, ἀλλά ἔργο καί ἀποκάλυψι τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Τριαδικοῦ Θεοῦ πρός τόν πεσμένο ἄνθρωπο.
Ποτέ κανείς στήν ἀρχαιότητα, ἀπό τόν πιό σοφό, διανοούμενο, ἐπιστήμονα, φαντασιόπληκτο, ρομαντικό, μέχρι τόν πιό ἀφελῆ, ψεύτη, παραμυθᾶ, ποτέ κανείς δέν ἐσκέφθηκε πώς ἦταν δυνατόν νά νικηθῆ ὁ θάνατος. Δέν εἶχε γραφεῖ οὔτε στά παραμύθια. Δέν ὑπῆρχε κἄν σάν νοσταλγία, ὄχι διότι οἱ ἄνθρωποι δέν θά τό ἐπιθυμοῦσαν, κάθε ἄλλο. Ἁπλῶς τούς ἦταν τόσο ἄπιαστο πρᾶγμα, πού οὔτε κἄν ἐτόλμησαν νά τό ἐπιθυμήσουν, ἤ νά τό διανοηθοῦν. Καί ὅλοι γνωρίζομε καλά, ὅτι στήν ζωή ἐπιθυμοῦμε ἐκεῖνα τά πράγματα πού ἔχομε κάποια, ἔστω ἐλαχίστη, πιθανότητα νά τά ἐπιτύχωμε ἤ ἔχομε δεῖ ἄλλους νά τά ἔχουν ἐπιτύχει.
Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἁπλῶς μία διδασκαλία, ἀλλά πρωτίστως εἶναι γεγονότα χειροπιαστά καί κατοχυρωμένα, ἀπό τά ὁποῖα ἐκπηγάζει αὐτομάτως χωρίς λόγια ἡ ἀλήθεια τῆς κεντρικῆς του τουλάχιστον διδασκαλίας περί Θεοῦ, ἀνθρώπου, κόσμου, κλπ. Ἐν προκειμένῳ, ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν εἶναι συνέπεια τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐφ᾽ ὅσον ὁ Χριστός προεῖπε ὅτι θά ἀναστηθῆ, καί ἔτσι ἔγινε, καί ὁ ἴδιος εἶπε ὅτι θά ἀναστηθοῦμε, τότε, ἐφ᾽ ὅσον ἐπραγματώθη τό ἕνα, εἶναι βέβαιο ὅτι θά συμβῆ καί τό ἄλλο, ἐφ᾽ ὅσον καί τά δύο εἶναι ἐξ ἴσου ἀνθρωπίνως ἀδύνατα.
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἔχει διπλῆ κατοχύρωσι, προφητική καί ἱστορική, ἄρα εἶναι τό πιό βέβαιο γεγονός στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Γι᾽ αὐτό, πάλιν καί πολλάκις, Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΟΛΓΟΘΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ*
Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ.Π. Θεμελή - Αγία Σιών, τεύχη Γ' - Δ' Ιεροσόλυμα 1928
Τα δημόσια Οικοδομήματα του Πασχαλίου Χρονικού εξηγήθηκαν εικαστικά (καλλιτεχνικά) από τον πατέρα Germer Durand.[1] Αυτός έκανε την υπόθεση ότι το τετράνυμφο θα είναι η πηγή του Σιλωάμ, η οποία έχει μνημονευθεί από τον προσκυνητή των Βορδιγάλλων ως «quadriporticus», δηλαδή ως τέσσερις περίστυλοι. Ασφαλώς, υπάρχει η βεβαίωση ότι ο Αυτοκράτορας στην περιοχή του Ιουδαϊκού ναού ανήγειρε ναό του Καπιτωλίου Διός και έστησε μέσα σε αυτόν ένα άγαλμά του.[2] Ο προσκυνητής των Βορδιγάλλων (333) λέει ότι είδε δύο αγάλματα του Αδριανού(;). Αυτή η άποψη αποδείχθηκε αργότερα λανθασμένη, αλλά πρόλαβε να παγιδεύσει και τον ίδιο τον Γερμανό καθηγητή της Βόννης Krafft, ο οποίος από την επιγραφή που υπήρχε συμπέρανε ότι η πύλη σε εκείνο το σημείο ήταν έργο του Αδριανού. Και ο A. Thierry κατά τον ίδιο τρόπο υποστήριξε ότι τα δύο αγάλματα είναι του Αδριανού. [3]
Πολλοί θεωρούν ότι άδικα τα δύο αγάλματα αποδόθηκαν στον Αδριανό. Το ένα από αυτά τα δύο παριστάνει τον Αντωνίνο τον Ευσεβή, διότι από έξω από τον περίβολο του Haram-ech-Cherif προς τα δεξιά και απέναντι από την πύλη της κάτω πλευράς του El-Aksa φαίνεται στο τείχος επιγραφή, η οποία αποτελεί μέρος της βάσης του αγάλματος:
TITO AEL. HADRIANO
ANTONINO AVG. PIO
P. P. PONTIF. AVGVR.
D. D.
Αυτή η επιγραφή σημαίνει: «προς τιμή του Αυτοκράτορα Καίσαρα Τίτου Αιλίου Αδριανού Αντωνίνου Αυγούστου του Ευσεβούς, Πατέρα της Πατρίδος, Ποντίφικα, Προφήτη με απόφαση των βουλευτών».[4]
Από τους "θεούς", εκτός από τον Δία, λατρεύονταν ο Βάκχος, ο Σέραπις, οι Διόσκουροι και η Αφροδίτη. Δεν είναι, όμως, γνωστό πότε εισήχθη η λατρεία αυτών των θεών, αλλά είναι αναμφίβολο ότι αυτοί εδώ οι ναοί υπήρξαν πράγματι στην Ιερουσαλήμ.
Ο Ευσέβιος λέει ότι στους Αγίους Τόπους ασεβείς άνδρες έστησαν άγαλμα στην Αφροδίτη, ενώ ο Νικητής Κωνσταντίνος στην επιστολή του προς τον Επίσκοπο Ιεροσολύμων γράφει ότι στον ιερό τόπο υπήρχε απρεπέστατο άγαλμα. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι ιστορικοί Σωκράτης, Σωζόμενος και Αλέξανδρος ο Μοναχός, χωρίς, όμως, να προσδιορίζουν το χρόνο της ίδρυσης αυτού του αγάλματος. Μόνο ο Ιερώνυμος γύρω στα 395[5] λέει ότι από τον Αδριανό μέχρι τον Κωνσταντίνο υπήρχε άγαλμα του Δία στον τόπο της Αναστάσεως και της Αφροδίτης πάνω στον Γολγοθά. Τελευταία ερευνήθηκε από το Αγγλικό Παλαιστινολογικό τύπο η άποψη ότι μετά την καταστροφή από τον Τίτο, οι ειδωλολάτρες στην Ιερουσαλήμ ανήγειραν ναό της Αστάρτης στη θέση του Παναγίου Τάφου.[6]
Για αυτό το γεγονός υπάρχει η ένσταση, την οποία τονίζει ο Crome και άλλοι σε υπερβολικό βαθμό, ότι οι Ρωμαίοι ποτέ δεν ίδρυαν τους ναούς τους στους τόπους των θανατικών τους εκτελέσεων, τους οποίους η θρησκευτική συνείδηση θεωρεί ανόσιους και βέβηλους.[7]
Η αλήθεια είναι ότι ο τόπος του Γολγοθά δεν ήταν ούτε εκ φύσεως ούτε από το νόμο ένας τόπος θανατικών εκτελέσεων∙ απλά, εκεί συνέβη η σταύρωση του Χριστού και των ληστών. Έπειτα, όμως, όταν αυτή η τοποθεσία συμπεριλήφθηκε στην πόλη με τα νέα τείχη του Αδριανού, θεωρήθηκε ότι ήταν ιερή και από τους ίδιους τους ειδωλολάτρες, χωρίς να επηρεάσει τις προλήψεις τους το μεμονωμένο γεγονός της σταύρωσης. Εκτός από αυτό, ο Γολγοθάς, από τη σταύρωση του Κυρίου και εξής, δεν είναι πλέον φρικτό ξύλινο κατασκεύασμα των κακούργων. Εδώ, στον Γολγοθά, σβήνει η κάθε αμαρτία, πηγάζει η σωτηρία και γι' αυτό στη χριστιανική συνείδηση θεωρείται μεγαλοπρεπές και συγχρόνως σεμνό θυσιαστήριο. Αυτό που είναι σιχαμερό για τον ειδωλολάτρη και τον Ιουδαίο γίνεται ποθητό και τίμιο για τον Χριστιανό.[8] Γι' αυτό ο Γολγοθάς από τη στιγμή της σταύρωσης είναι ο πιο ιερός τόπος. Η αντιπάθεια, από την άλλη, των ειδωλολατρών προς τους χριστιανούς, κάλλιστα θα μπορούσε να εξηγήσει την ίδρυση ειδωλολατρικού ναού στον Γολγοθά. Και η ίδια η ιστορία μαρτυρεί τη μετατροπή των ειδωλολατρικών ναών σε εκκλησίες και των εκκλησιών σε τεμένη. Ο Ρουφίνος (345-410) λέει[9] ότι το άγαλμα της Αφροδίτης στήθηκε εκεί που σταυρώθηκε ο Ιησούς, ώστε οι χριστιανοί, οι οποίοι τιμούσαν αυτόν τον τόπο, αντί να αποδίδουν τη λατρεία στον Χριστό, να την αποδίδουν στην Αφροδίτη. Ο Παυλίνος από τη Νώλη (353-431) γράφοντας προς τον Σεβήρο[10] λέει ότι ο Αδριανός, επειδή ήθελε φανερά να σβήσει τη Χριστιανική πίστη με την εξαφάνιση των αγίων Τόπων, έστησε άγαλμα του Δία εκεί. Ο Σουλπίκιος Σεβήρος (363-420) αναφέρει ότι τα αγάλματα των δαιμόνων ήταν στο ναό, εκεί όπου ο Κύριος έζησε τα πάθη Του. Ο Αμβρόσιος (340) στον ψαλμό XLVII (47) αναφέρεται στον Γολγοθά λόγω του αγάλματος της Αφροδίτης «Venerarium»[11] που υπήρχε εκεί.
Την ύπαρξη τέτοιων ναών στο μέρος αυτό, εκτός από τις ιστορικές ενδείξεις που έχουν μνημονευθεί παραπάνω, πιστοποιεί και η νομισματική.[12] Άλλωστε και η ίδια η λέξη Γολγοθάς που συγγενεύει με το κοσμητικό επίθετο Calva της Αφροδίτης υποδηλώνει κάποια παρόμοια σύνδεση με το Καπιτώλιο. Αυτή η λέξη παράγεται από το caput: κεφάλι και το Olus ή Tolus και σημαίνει κεφάλι του βασιλιά Όλου ή Τόλου που ανακαλύφθηκε στην κορυφή του Καπιτωλίνου λόφου στη Ρώμη, όταν τέθηκαν εκεί τα θεμέλια του ναού του Δία. Επομένως, και οι δύο λέξεις Καπιτώλιο και Γολγοθάς έχουν την ίδια σημασία και μπορούμε να πούμε ότι το Καπιτώλιο της Ιερουσαλήμ ήταν ο Γολγοθάς.[13]
Στον Καπιτωλίνο λόφο υπήρχε και ναός της Καπιτωλίνης Αφροδίτης ή της Συριακής Αστάρτης και ονομαζόταν Venus Victrix ή Calva, απ' όπου παράγεται το Calvaria που εξηγείται με τη λέξη Γολγοθάς. Αλλά ας επιμείνουμε πιο πολύ στην ετυμολογία. Στην Ανατολή η Αφροδίτη λατρευόταν στην Κύπρο και ιδιαίτερα στους Γολγούς, πόλη που πήρε το όνομά της από τον Γόλγο, γιο της Αφροδίτης, που απέκτησε με παράνομο γάμο. Κατά τον Sepp[14] η πόλη ονομάστηκε έτσι από το κωνοειδές σχήμα Heb; galgal golgol, το οποίο σχήμα πρωταγωνιστεί στις τελετές που είναι συνδεδεμένες με τη λατρεία της Αφροδίτης, την οποία αποκαλούν «γολγών άνασσα» (=βασίλισσα των γολγών).
Από τους νεότερους ερευνητές ο Mommert υποστηρίζει τη γνησιότητα του Γολγοθά ως εξής:
«Αναμφισβήτητα ήταν γνωστή η τοποθεσία του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου στους ανθρώπους που ζούσαν κατά το θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, είτε ήταν φίλοι Του είτε εχθροί Του. Αυτό το μαρτυρούν ο Ιωάννης με τη Μαρία, τη Μητέρα του Ιησού, και τις ευσεβείς γυναίκες που στέκονταν δίπλα στον Σταυρό, οι βρισιές κατά του Χριστού από τους εχθρούς Του, η Αποκαθήλωση από τον Σταυρό, η φρουρά γύρω από τον Τάφο και η επίσκεψη του Πέτρου, του Ιωάννη και των ευσεβών γυναικών στην περιοχή, όπως διηγείται το ιερό Ευαγγέλιο.
Από αυτούς τους σύγχρονους, βέβαια, πολλοί ακόμα ζούσαν, όταν μετά από δέκα περίπου έτη από τον Σταυρικό θάνατο του Σωτήρα η πόλη επεκτάθηκε με το τείχος του Αγρίππα και περιέλαβε μέσα και τον Γολγοθά. Μερικοί επέζησαν και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο γύρω στο 70 μ. Χ. Σχετικά με έναν Συμεών, γιο του Κλεόπα, που κατέλαβε την επισκοπική έδρα των Ιεροσολύμων το έτος 64, γνωρίζουμε ότι έζησε μέχρι την ηλικία των 129 ετών και πέθανε μαρτυρικά το 108, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός. Έτσι η μαρτυρία των συγχρόνων του Ιησού Χριστού φτάνει μέχρι το πρώτο τέταρτο του δεύτερου αιώνα. Είναι αναμφισβήτητο ότι μετά την επέκταση της πόλης και της επισκευής του επονομαζόμενου τρίτου τείχους του Αγρίππα, η μνήμη των αγίων Τόπων δεν έσβησε, καθώς ο Γολγοθάς βρισκόταν κοντά στο αποκαλούμενο δεύτερο τείχος και κοντά στις πύλες της πόλης, και οι οικοδομές που βρίσκονταν στο μέρος αυτό θα δυσκόλευαν την υπεράσπιση της πόλης. Στον Γολγοθά μέχρι και τη βασιλεία του Αδριανού δεν κτίστηκε κανένα οικοδόμημα, όπως συμπεραίνεται από το ότι ο Αδριανός, όταν έχτισε τα οικοδομήματα εκεί το 135, δεν κατεδάφισε κανένα κτίριο.
Αναμφισβήτητο είναι και ότι η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο δεν μπόρεσε να σβήσει τη μνήμη των αγίων Τόπων. Σύμφωνα με εξήγηση των Ρωμαίων, η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Πέλλα, πέρα από τον Ιορδάνη. Ο Επιφάνιος, ο Επίσκοπος της Κύπρου, κατά το 367 πληροφορεί ότι μετά την αναχώρηση του Τίτου η χριστιανική κοινότητα επανήλθε και πάλι στην πατρίδα της και εγκαταστάθηκε στα ερείπια της πόλης.
Αναμφισβήτητο είναι και το ότι το 135, όταν ο Αυτοκράτορας Αδριανός, μετά την κατάπνιξη της επανάστασης του Βαρ Κοχέβα, ίδρυσε πάνω στα ερείπια της αρχαίας Ιουδαϊκής Ιερουσαλήμ τη Ρωμαϊκή αποικία Αιλία, οι άγιοι Τόποι του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου ήταν καλά γνωστοί και οι χριστιανοί τους τιμούσαν∙ διότι διαφορετικά οι ειδωλολάτρες δε θα έστρεφαν την προσοχή τους στο μέρος αυτό και δε θα το μόλυναν με την ίδρυση ιερού της Αφροδίτης. Αναμφισβήτητο ακόμη είναι ότι οι χριστιανοί δεν ξέχασαν τους αγίους Τόπους, και όταν ακόμη δεν μπορούσαν να προσκυνήσουν εκεί. Οι πιστοί πραγματοποιούσαν τα ιερά προσκυνήματα στην Ιερουσαλήμ, οι επιστήμονες εξακολουθούσαν να καταγίνονται με τους αγίους Τόπους, όπως γίνεται φανερό από τους συγγραφείς Τερτυλλιανό, Ωριγένη, Κυπριανό, Αθανάσιο και Ιερώνυμο. Αλλά και πολλοί σκεπτικιστές συγγραφείς παραδέχονται ως δυνατή τη μέχρι του Μεγάλου Κωνσταντίνου διάσωση της παράδοσης σχετικά με την τοποθεσία των αγίων Τόπων. Διότι πράγματι, εάν εξαφανιζόταν κάθε αναφορά σχετικά με τον Γολγοθά, πώς θα μπορούσε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος να γράψει στον Επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο να στολίσει με οικοδόμημα το γνωστό άγιο Τόπο; Επομένως, η τοποθεσία του Γολγοθά ήταν τότε πολύ γνωστή σε όλους.[15]
Από την όλη έρευνα προκύπτει ως αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι η γνησιότητα του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου είναι τόσο αληθινή, όσο αληθινό και βέβαιο είναι ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων διαφύλαξε άθικτη και αμιγή τη χριστιανική αλήθεια.
Φιλολογική επιμέλεια για την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Τερζή Όλγα
Πτ. Φιλοσοφίας (Α.Π.Θ.)
(*) Βλέπε Τεύχος Δ'. 1928, σελ. 193.
[1] Echos d' Orient 1904 σελ.. 65-71. Revue Biblique I. σελ. 369-387. Περισσότερα για την Αιλία βλέπε Deyling's de Aeliae Capitolinae orig. et historia. Munter's History of the Jewish war under Trajan and Hadrian. Το έργο αυτό μεταφράστηκε στην Bibliotheca Sacra του Robinson σελ. 393-455.
[2] Δίων Κάσσιος LXIX, 12.
[3] Ο Άγιος Ιερώνυμος, μετάφραση Νικ. Ι. Σταματιάδου, Σάμος 1893, σελ. 168.
[4] F. de Saulcy, Jerusalem, Paris 1882 σελ. 87-88.
[5] Epist. 49 ad Paulin.
[6] The camp of the tenth Legion at Jerusalem and the city of Aelia από τον W. Wilson στο Pal. Exp. Fund 1905, σελ. 138-144.
[7] Coquerel, Topographie de Jerusalem σελ. 130-131.
[8] Η μεταβολή αυτή υπενθυμίζει πολύ φυσικά το «απομάκρυνε τους άθεους» του ιερού Πολυκάρπου και τη δύναμη του Ωριγένη. Στους ειδωλολατρικούς ναούς υπήρχε η συνήθεια να μοιράζονται κλαδιά από φοίνικα∙ ο Ωριγένης, αφού πήγε με τη βία σε ειδωλολατρικό ναό και μοίρασε τέτοια κλαδιά, είπε αμέσως: « Ελάτε να πάρετε όχι το κλαδί των ειδώλων, αλλά το βλαστό του Χριστού» (Επιφαν. αιρεσ. 1, 64).
[9] Εκκλησ. Ιστορ. X, 7.
[10] Epist. XXXI.
[11] «Dominus secundum coeli tractum in Venerario passus est, qui erat locus in parte aquilonis».
[12] F. de Sauley, Jerusalem, Paris 1882. Πρβλ. de Sauley Num. de la Terre Sainte σελ. 374. Palestine Exploration Fund 1903 σελ. 242.
[13] Pal. Explor. Fund 1902 σελ. 67-70.
[14] Das heilige Land I, 419.
[15] C. Memmert, Golgotha, 4-10∙ πρβλ. Νέα Σιών 1914,33.
Πηγή: (Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ.Π. Θεμελή - Αγία Σιών, τεύχη Γ' - Δ' Ιεροσόλυμα 1928), Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
Η βεβαιότητα της ευλογίας, που έλαβαν οι πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, υπάρχει διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος· το αγαθό της πνευματικής νομοθεσίας κατορθώνεται διά της ελπίδος προς τον Άγιο Θεό· τα υπέρ φύση προφητικά λόγια των Προφητών ευαγγελίζονται και όλα αυτά είναι οι καρποί της χάριτος της παρούσης ημέρας, της Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Διά του Σαββάτου της πρώτης κοσμογενείας σημαίνεται αυτό τούτο το ευλογημένο Σάββατο, «την της καταπαύσεως ημέραν», την οποίαν ευλόγησε ο Θεός περισσότερο απ’ όλες τις άλλες ημέρες. Διότι, πράγματι κατ’ αυτήν κατέπευσε απ’ όλα τα έργα του ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, διά της κατά τον θάνατο οικονομίας «τη σαρκί σαββατίσας»· και επανελθών εκεί όπου ήταν εξ αρχής, διά της αναστάσεως συνανέστησε όλο το ανθρώπινο γένος γενόμενος γι’ αυτούς ζωή, ανάσταση, ανατολή και ημέρα για όλους εκείνους που ήσαν βυθισμένοι μέσα στο σκοτάδι και ζούσαν κάτω από τη σκιά και την τυραννία του θανάτου.
Ας δούμε όμως μερικά γεγονότα που προμήνυσαν την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο Αβραάμ, ο πατέρας του Ισαάκ, δεν δίστασε να προσφέρει τον μονογενή αυτού υιό προσφορά και θυσία, και αντί αυτού αμνός σφαγιάζεται κρεμάμενος από το ξύλο (Γεν. 22:1-14). Ο Ισαάκ βαστάζει το φορτίο των ξύλων της ολοκάρπωσης και ο Υιός του Θεού φέρει το φορτίο των δικών μας αμαρτιών υπό του ξύλου του Σταυρού βαστάζων ως Θεός και ως Αμνός βασταζόμενος. Μέσα από την θυσία του προβάτου φανερώνεται το μυστήριο του θανάτου, μέσα από τον μονογενή φανερώνεται η ζωή, που δεν διακόπτεται από τον θάνατο. Ο Μωϋσής με την έκταση των χειρών διέγραφε τον τύπο του Σταυρού και διά του σχήματος αυτού κατέστρεψε την δύναμη του Αμαλήκ (Εξ. 17:11-12). Ο Προφήτης Ησαϊας αναφωνεί λέγοντας: «Παιδίον εγεννήθη ημίν, και υιός εδόθη ημίν· ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου αυτού, μεγάλης βουλής Άγγελος» (Ησ. 9:6). Αυτό το παιδί, «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτό άφωνος» (Ησ. 53:7)· και ως λέγει ο Προφήτης Ιερεμίας αυτό είναι «το αρνίον το άκακον, το αγόμενον του θύεσθαι» (Ιερ. 11:19). Ο Προφήτης Ιωνάς προδιαγράφει σαφώς το μυστήριο της τριημέρου ταφής και της αναστάσεως. Διότι, απαθώς καταδύεται υπό του κήτους, και χωρίς πάθος αναδύεται, παρ’ όλο που έμεινε στην κοιλία του κήτους τρεις μέρες και τρεις νύκτες, προδιαγράφοντας μ’ αυτό τον τρόπο την τριήμερο ταφή και ανάσταση του Κυρίου (Ιωνάς 2:1. Ματθ. 12:40).
Με την Ανάσταση του Κυρίου λαμβάνει τέλος η σκιά των προδιαγραφομένων και γίνεται η απαρχή των νέων αγαθών. Διότι, ήλθε η Βασιλεία της ζωής και καταλύθηκε το κράτος του θανάτου. Στην ανθρωπότητα δημιουργήθηκε άλλη γέννηση, που δεν προξενείται «εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, αλλ’ εκ Θεού» (Ιωάν. 1:13) γενομένη· και άλλος τρόπος ζωής δόθηκε. Έτσι, πραγματοποιήθηκε η μεταστοιχείωσης της φύσεώς μας. Αυτός ο τόκος κυοφορείται διά της πίστεως· οδηγείται στο φως διά της αναγεννήσεως. Η Εκκλησία γίνεται η τροφός μητέρα· το προσφερόμενο γάλα είναι τα θεία διδάγματα· η τροφή, ο άρτος ο εξ ουρανού καταβάς· ο γάμος, η συμβίωση με την σοφία· παιδιά, οι ελπίδες· σπίτι, η Βασιλεία του Θεού· τέλος, αντί του θανάτου, προσφέρεται η αϊδιος ζωή και η μακαριότητα των αγίων.
«Αύτη εστίν ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος» (Ψαλμ. 117:24). Κατ’ αυτήν ο Θεός εποίησε «καινόν ουρανόν και καινήν γην» (Ησ. 65:17). Ο ουρανός είναι το στερέωμα της πίστεως στον Χριστό· η γη είναι η αγαθή καρδιά. Μέσα σ’ αυτή τη νέα κτίση, ο ήλιος είναι ο καθαρός βίος· τα αστέρια είναι οι αρετές· ο αέρας είναι η διαφανής πολιτεία· η θάλασσα είναι το βάθος του πλούτου της σοφίας και της γνώσεως· τα βλαστήματα είναι η αγαθή διδασκαλία και τα θεία διδάγματα, τα οποία η ποίμνη του Θεού τρεφομένη απολαμβάνει· τα καρποφόρα δένδρα είναι η εργασία των εντολών. Μέσα σ’ αυτή την νέα κτίση οικοδομείται ο αληθινός άνθρωπος, που πλάστηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» (Γεν. 1:26) του Θεού.
Η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου έλυσε τον πόνο του θανάτου. Αυτή εμαιεύετο τον πρωτότοκο των νεκρών. Κατ’ αυτήν συνετρίβησαν οι πύλες του θανάτου. Κατ’ αυτή οι μοχλοί του Άδη συνεθλάσθησαν. Τώρα ανοίγεται το δεσμωτήριο του θανάτου. Τώρα κηρύσσεται η άφεση στους αιχμαλώτους. Τώρα γίνεται η ανάβλεψη στους τυφλούς. Τώρα πραγματοποιείται η εξ ύψους ανατολή επίσκεψη σ’ εκείνους που ήσαν καθήμενοι μέσα στο σκοτάδι και κάτω από την σκιά του θανάτου.
Το σώμα του Κυρίου κατήλθε κάτω στην καρδιά της γης, ώστε να μωράνει τον νουν του αρχεκάκου εχθρού. Διότι, επειδή ήταν αδύνατο ο άρχων του σκότους να προσμίξει την παρουσία του φωτός της Θεότητος με το δικό του σκότος, γι’ αυτό, μόλις είδε το θεοφόρο σώμα και επειδή είδε τα θαύματα που τέλεσε η Θεότητα δι’ αυτού, ήλπισε, ότι, εάν κρατήσει αυτό διά του θανάτου, θα κρατούσε και όλη την δύναμη που ευρίσκετο μέσα σ’ αυτό. Και χάρη στο δόλωμα της σαρκός αγκιστρώθηκε ο διάβολος πάνω στο αγκίστρι της Θεότητος (Ιώβ 40:24). Μ’ αυτή την ελπίδα δέχεται ο Άδης μέσα του Εκείνον, που επεδήμησε κάτω στους ανθρώπους από φιλανθρωπία.
Η αληθινή Σοφία του Θεού, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, κατέρχεται στη καρδιά της γης, για να εξαφανίσει απ’ αυτή τον μέγα της κακίας άρχοντα του σκότους, να φωτίσει το σκοτάδι, να νικηθεί η φθορά από την ζωή, να μεταχωρήσει το κακό στην ανυπαρξία και να καταργηθεί ο έσχατος εχθρός, που είναι ο θάνατος. Διότι, «πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρεώθησαν» (Ψαλμ. 13:3), και τίποτε το καλό δεν ευρίσκετο, παρά μόνον το όργανο της κακίας. Αυτή την σωρεία του κακού, που συγκεντρώθηκε από την καταβολή του κόσμου μέχρι της θείας οικονομίας, που πραγματοποιήθηκε στο πάθος του Κυρίου, διέλυσε ο Κύριος επιδεικνύοντας με την ανάστασή Του την θεία δύναμή Του, διά της οποίας αφάνισε την τόση κακία.
Το κακό επινοήθηκε από τον Διάβολο· η γυναίκα απατήθηκε από τον δράκοντα· και ο άνδρας απατήθηκε μέσον της γυναικός. Επειδή μέσα σ’ αυτά τα τρία κακά πλημμύρησε η κακία, γι’ αυτό χρειάσθηκε τρεις μέρες ο Κύριος για να εξαφανίσει τη αρρώστια. Την πρώτη ημέρα οι άνδρες καθαρίζονται· τη δεύτερη θεραπεύεται το γένος των γυναικών· τέλος, έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος και οι περί αυτόν αντικείμενες δυνάμεις.
Η Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι το σημαντικότερο γεγονός μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητος. Όταν, λοιπόν, πλησιάσουμε την Θεία Ευχαριστία και λάβουμε ως αναστάσιμο δώρο εκείνο το θείο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Σωτήρος, ας μη το λάβουμε με λερωμένη την συνείδησή μας, μήτε το μνήμα της καρδιάς μας να μυρίζει από την δυσωδία των νεκρών έργων, όπως τα κόκαλα των νεκρών. Αλλά, ας τρέξουμε και εμείς για να δούμε το παράδοξο θαύμα, διότι ο Χριστός αναστήθηκε. Ας έχομε εμείς μέσα στα χέρια μας αντί τα αρώματα, την πολύτιμη πίστη. Ας μη αναζητούμε πλέον τον Ζώντα ανάμεσα στους νεκρούς, διότι «ουκ έστιν ώδε· ηγέρθη γαρ καθώς είπε. Δεύτε ίδετε τον τόπον όπου έκειτο ο Κύριος» (Ματθ. 28:6). Γι’ αυτό ας αναφωνήσουμε με πίστη και μ’ όλη μας την καρδιά το:
Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Πηγή: Αναβάσεις
1. Τελείωσε πια η αληθινή κατάπαυση του Σαββάτου, που δέχτηκε την ευλογία του Θεού, κατά την οποία ο Κύριος αναπαύθηκε από όλα τα έργα του για τη σωτηρία του κόσμου τελώντας το Σάββατο της αργίας του θανάτου και έδειξε τη χάρη και στα μάτια και στις ακοές και στην καρδιά, με τα οποία τελέσαμε την εορτή, με όσα είδαμε, με όσα ακούσαμε και όσων τη χαρά δεχτήκαμε στην καρδιά μας. Γιατί το φως που βλέπουμε με τα μάτια μας ήταν το φως της πύρινης νεφέλης που σκορπίζουν οι λαμπάδες μας μέσα στη νύκτα, ο λόγος που όλες τις νύχτες αντηχεί στις ακοές μας με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, κυλώντας με την ακοή σαν ένα ρεύμα μέσα στην ψυχή, μας γέμισε από αγαθές ελπίδες, ενώ η καρδιά, γεμάτη χαρά από τα λεγόμενα και βλεπόμενα, σφράγιζε την άφραστη μακαριότητα καθοδηγούμενη από τα φαινόμενα στο αόρατο, ώστε να είναι εικόνα των αγαθών εκείνων, «που ούτε μάτι είδε ούτε αυτί άκουσε ούτε ένιωσε καρδιά ανθρώπου» (Α´ Κορ 2, 9), τα αγαθά αυτής της ανάπαυσης, βεβαιώνοντας με την παρουσία τους την ανείπωτη ελπίδα των μελλοντικών.
2. Επειδή λοιπόν αυτή η φωτεινή νύχτα ένωσε το φως των λαμπάδων με τις ορθρινές ακτίνες του ήλιου κι αποτέλεσε μια συνεχή ημέρα που δεν τη διχοτόμησε η παρεμβολή του σκότους, ας σκεφτούμε, αδελφοί, την προφητεία που λέει, «αυτή είναι η ημέρα που έκανε ο Κύριος» (Ψαλμ. 117, 24), που δε μας προτείνει κάποιο έργο βαρύ και δυσκολοκατόρθωτο, αλλά χαρά και ευφροσύνη και αγαλλίαση, αφού αυτό μας είπε ο λόγος, «ας νιώσομε κατ αυτήν χαρά και αγαλλίαση» (Ψαλμ. 117, 24). Πόσο ωραία εντολή, πόσο ωραία νομοθεσία. Ποιος αναβάλλει ν ακούσει τέτοιες εντολές; Ποιος δε θεωρεί ζημία και τη μικρή αναβολή στην εκτέλεση της εντολής; Η ενέργεια είναι χαρά, η προσταγή αγαλλίαση, που διαλύουν την καταδίκη για αμαρτίες και μεταβάλλονται τα λυπηρά σε χαρά.
3. Αυτό είναι το απόφθεγμα της σοφίας, ότι σε ημέρα χαράς τα κακά αμνηστεύονται (Σοφία Σειρ. 11, 25). Η ημέρα αυτή επέφερε λήθη της πρώτης εναντίον μας απόφασης η καλύτερα όχι λήθη, αλλά αφανισμό. Γιατί έσβησε τελείως οτιδήποτε θύμιζε την καταδίκη μας. Τότε ο τοκετός γινόταν με πόνους (Γεν. 3, 16), τώρα η γέννηση γίνεται χωρίς ωδίνες. Τότε γεννηθήκαμε σάρκες από σάρκα, τώρα ό,τι γεννιέται είναι πνεύμα από Πνεύμα. τότε γεννηθήκαμε υιοί ανθρώπων, τώρα υιοί του Θεού. Τότε από τους ουρανούς ξεπέσαμε στη γη, τώρα ο επουράνιος έκανε ουράνιους κι εμάς. Τότε με την αμαρτία βασίλεψε ο θάνατος, τώρα παίρνει με τη σειρά της την εξουσία η δικαιοσύνη. Ένας άνοιξε τότε την είσοδο του θανάτου και τώρα με έναν μπαίνει στη θέση του θανάτου η ζωή. Με το θάνατο τότε ξεπέσαμε από τη ζωή και τώρα η ζωή αναιρεί το θάνατο. Τότε κρυφτήκαμε από ντροπή με τα συκόφυλλα (Γεν. 2, 7), τώρα πλησιάζομε τιμημένοι το ξύλο της ζωής. Τότε με την παρακοή διωχτήκαμε από τον Παράδεισο, τώρα μπαίνομε μέσα στον Παράδεισο με την πίστη. Πάλι βρίσκεται μπροστά μας και στην εξουσία μας για να τον απολαύσομε ο καρπός της ζωής (Γεν. 2, 9). Πάλι η πηγή του παραδείσου μοιράζεται σε τέσσερις κλάδους (Γεν. 2, 10) και με τα ποτάμια των ευαγγελίων ποτίζει ολόκληρη την Εκκλησία, ώστε και να μεθάνε τα αυλάκια των ψυχών μας, που όργωσε με το αλέτρι της διδασκαλίας ο σπορέας των λόγων (Μάρκ. 4, 15), και να πληθαίνουν της αρετής τα γεννήματα. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν αυτοί; Τι άλλο παρά να μιμούνται με τα σκιρτήματά τους τα όρη και τα βουνά των προφητών. Γιατί λέει, «τα όρη σκίρτησαν όπως κριάρια και τα βουνά όπως μικρά αρνιά» (Ψαλμ. 113, 4).
4. Ελάτε λοιπόν κι ας χαρούμε με τον Κύριό μας που κατέλυσε τη δύναμη του εχθρού και ύψωσε για χάρη μας το μεγάλο τρόπαιο του σταυρού με τη συντριβή του αντιπάλου μας. Ας αλαλάξουμε.κι αλαλαγμός είναι οι επινίκιες ζητωκραυγές που υψώνουν οι νικητές κατά των νικημένων. Αφού λοιπόν συντρίφτηκε η παράταξη του εχθρού κι ο ίδιος ο αρχηγός της πονηρής δαιμονικής στρατιάς έφυγε και εξαφανίστηκε και κατάντησε πια μηδέν, ας πούμε ότι «ο Θεός είναι μεγάλος Κύριος και μεγάλος βασιλέας σ όλη τη γη» (Ψαλμ. 94,3. 46, 3) «αυτός που ευλόγησε το στέφανο του χρόνου με τα αγαθά της χρηστότητάς του» Ψαλμ. 64, 12) και μας συγκέντρωσε σ αυτήν την πνευματική χοροστασία στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο η δόξα ανήκει στους αιώνες. Αμήν.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ανάσταση! Ένας μοναδικός θρίαμβος. Ένας θρίαμβος όχι συνηθισμένων διαστάσεων, αλλά θρίαμβος κοσμικών, και χρονικώς αιωνίων διαστάσεων.
«Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω». «Εορταζέτω δε κόσμος ορατός τε και αόρατος», γιατί «τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». «Άγγελοι και άνθρωποι την του Σωτήρος υμνούσι τριήμερον έγερσιν». «Λαοί υμνούσι... Πάσχα μέγα εξανατείλαν υπό του Αναστάντος εκ τάφου Χριστού του ζωοδότου και Λυτρωτού πάσης κτίσεως». «Ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» αναγνωρίζουν το μεγάλο και μοναδικό γεγονός της Αναστάσεως. Και δικαιολογημένα ψάλλει η Εκκλησία θριαμβευτικά και με ακράτητον ενθουσιασμό την Ανάσταση. «Ώφθη φως απρόσιτον ημίν λάμπων από του τάφου ωραίος Χριστός ο Κύριος. Άδης ηχμαλώτισται. σατάν ηφάνισται. χαίρει κόσμου τα πέρατα», μέλπει Εκκλησία του Χριστού.
Και με το στόμα του μεγαλυτέρου ρήτορός της κράζει θριαμβευτικά:
«Μηδείς θρηνήτω πενίαν. εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα. συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον. ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην... ο Άδης επικράνθη... Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, Άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν άγγελοι. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας».
(Κατηχητικός Λόγος Ιω. Χρυσοστόμου, Κυριακής Πάσχα).
Αυτόν τον ενθουσιασμό με παραλήρημα χαράς ανεκφράστου ακράτητο βιώνει η Εκκλησία μας πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο της επετείου της Αναστάσεως του Κυρίου. Και τον εκφράζει διαποτισμένον με πίστη απαρασάλευτη και ζώσα με την πλούσια και ασύγκριτη υμνολογία της. Αυτόν τον θρίαμβο εξυμνεί εκφράζοντας τα θεία και ουράνια αισθήματά της καλώντας σε συμμετοχή τους πάντες, ιδιαίτερα όμως ετούτες τις ημέρες, όλους τους πιστούς της. Και τους καλεί να συμμετάσχουν σε αυτά όχι για να προκαλέση στις ψυχές κάποια έντονα στιγμιαία ιερά συναισθήματα, αλλά μόνιμα βιώματα και πεποιθήσεις εσωτερικές ακλόνητες και οδηγητικές της πορείας μέσα στη ζωή του καθενός. Βιώματα εν πίστει, που να διαποτίζουν ολόκληρη την ύπαρξη, ώστε να αποτελούν όλο και πιο αποφασιστικά και με συνέπεια αποδοχή της καινής ζωής, που εμπνέει ο κενός τάφος ως μάρτυρας σιωπηλός μεν, αλλά αναμφίλεκτος, της αναχωρήσεως από αυτόν του προσωρινού Ενοίκου του, που αναχώρησε στο ολόφωτο βασίλειο του ουρανού ως ταυτόχρονα φορεύς και της εξαγιασμένης ανθρώπινης φύσεως της ενωμένης αχώριστα με την θεϊκή του φύση.
Είναι όμως αδύνατο να περιγράψη κανένας με λόγια το γεγονός, που ολόκληρο το σύμπαν, όλος ο υλικός και πνευματικός κόσμος, αδυνατεί και να περιχωρήση και να κατανοήση εις βάθος και να εκτιμήση ανάλογα με τη σημασία και το μέγεθός του. Και βέβαια είναι απολύτως αδύνατη η περιγραφή του και παρουσίασή του στα πολύ περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας πενιχρής ομιλίας. Παραμένει μόνο η θελκτικότητα του βιώματος και η διαισθητική προσέγγιση του μεγάλου αυτού μυστηρίου εν πίστει και χαρά αφ' ενός και εν βιώσει του στην πορεία και τον αγώνα της ζωής αφ' ετέρου.
Θα έπρεπε όμως να εκταθή υπέρμετρα ο λόγος και με ακροθιγή, έστω, αναφορά του στο άφραστον αυτό θαύμα. Όσα έχουν αναφερθή ως το σημείο αυτό, αναφέρθηκαν μόνον ως στοιχειωδέστατη και ατελής υπογράμμιση της σημασίας της Αναστάσεως του Κυρίου και οπωσδήποτε αφετηριακά, γιατί το θέμα μας δεν είναι αυτό, αλλά Η Ανάσταση ως θρίαμβος της αγάπης. Ποιας αγάπης; και ποιου θριάμβου; Της αγάπης του Θεού και του θριάμβου της, όπως θα επιχείρηση η συνέχεια του λόγου να καταδείξη. Αποτελεί άλλωστε το θέμα αυτό μια ουσιαστική, αν όχι την ουσιαστικώτερη, πλευρά του γεγονότος της Αναστάσεως. Και χρειάζεται, φρονώ, περισσότερη έξαρσή του, αφού η αγάπη του Θεού είναι εκείνη, που αποτελεί τον θρίαμβό της και αυτή η αγάπη μας ενδιαφέρει περισσότερο από κάθε τι άλλο. Στην πλευρά αυτή θα προσπαθήσουμε να στρέψουμε την προσοχή μας.
α) Η αγάπη του Θεού
«Ο Θεός αγάπη εστί» (Α' Ιω. δ' 8). Όσο κι αν μας φαίνεται κατανοητή η φράση αυτή και ο προσδιορισμός του νοήματός της, όμως αποτελεί μυστήριο, γιατί μυστήριο είναι ο ίδιος ο Θεός, με τον οποίο ταυτίζεται. Όσο άπειρος είναι ο Θεός, τόσο άπειρη είναι και η αγάπη του. Και όσο λίγο κατανοούμε τον Θεό, τόσο λίγο μπορούμε να κατανοήσουμε και το νόημα αυτής της φράσεως, ότι ο Θεός είναι αγάπη στην ολότητά του, γιατί ξεπερνάει τα όρια της περιωρισμένης μας λογικής. Μένουν όμως κάποια στοιχεία και μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων εκδηλώσεων της αγάπης του Θεού, τόσο στη σύνολη δημιουργία, όσο και στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η ομιλία αυτή.
Μια προσπάθεια προσεγγίσεως της θείας αγάπης αποτελεί η περιγραφή, που επιχειρεί σχετικά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλώντας για την αγάπη του Θεού ως «εκστατικότητα του Θεού». Η αγάπη του Θεού είναι μια κατά κάποιον τρόπο μυστικόν και απροσπέλαστον νοητικά «έκσταση», δηλαδή έξοδος του Θεού από τον εαυτό του, χωρίς όμως να «εξίσταται» ο Θεός, χωρίς δηλαδή να βγαίνη από τον εαυτό του! Ακατανόητο αυτό και αντινομικό, αλλά μόνον έτσι μπορεί να εκφρασθή αυτή η διαπίστωση. Ο Θεός πληροί τα πάντα και περιέχει τα πάντα, αλλά ο ίδιος δεν περιέχεται από τίποτε. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να «εξίσταται» ο Θεός, αφού δεν υπάρχει χώρος για να «εκστή» έξω από αυτόν, γιατί είναι απερίληπτος; Πώς μπορεί δε να εξίσταται, και όμως να παραμένη μη εξιστάμενος; «Μείωση» ή «σμίκρυνση» του Θεού είναι απαράδεκτη και ακατανόητη. Ας ιδούμε όμως τί ακριβώς μας λέει ο Άγιος και ας κατανόηση ο καθένας μας ό,τι μπορεί, αφού ο χρόνος δεν μας επιτρέπει αναλύσεις και σχολιασμούς.
«Ας τολμήσουμε, λέει, να πούμε ετούτο χάριν της αλήθειας, ότι αυτός ο αίτιος των όλων εξαιτίας του καλού και αγαθού έρωτος για όλα, από υπερβολή ερωτικής αγαθότητος βγαίνει έξω από τον εαυτό του με τις πρόνοιές του για όλα τα όντα. Και θέλγεται κατά κάποιον τρόπο από την αγαθότητα και την αγάπη και τον θείον έρωτα. Από εκεί, που είναι πάνω από όλα και υψηλότερος απείρως από αυτά, κατεβαίνει σε όλα με εκστατική δύναμη υπερούσια χωρίς να εξέρχεται ουσιαστικά από τον εαυτό του. Γι' αυτό και εκείνοι, που ξέρουν καλά τα θεία τον αποκαλούν ζηλωτή, (Δευτερ. ε' 9), επειδή έχει πολύν αυτόν τον έρωτα προς τα όντα. Και επειδή γι' αυτά προνοεί».
Και επεξηγεί ο άγιος Ιερόθεος την έννοια του όρου έρως: «Τον έρωτα είτε θείον ειπούμε είτε αγγελικόν είτε νοερόν είτε ψυχικόν είτε ακόμη και φυσικόν, πρέπει να τον εννοήσουμε ως μια δύναμη που προξενεί ένωση. Και κινεί τα ανώτερα να προνοούν για τα κατώτερα, εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τα κινεί να έχουν αμοιβαία συνοχή και κοινωνία και τέλος κινεί τα κατώτερα να επιστρέψουν στα καλύτερα και ανώτερά τους».
Και ο άγιος Διονύσιος συνεχίζει: «Επομένως ο Θεός "εξίσταται" με μια πνευματική κίνηση αγαπητική προς τα δημιουργήματά του και ειδικώτερα προς τα λογικά πλάσματά του, όπως είναι ο άνθρωπος. Ο θείος έρως είναι από τη φύση του εκστατικός. Δεν αφήνει τους εραστές να ανήκουν στον εαυτό τους. Και αυτό το δείχνουν από την πρόνοια, που δείχνουν για τα κατώτερα. Εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τη δείχνουν από την μεταξύ τους συνοχή. Και τα χαμηλότερα από τη θειότερη επιστροφή τους προς τα πρώτα. Γι' αυτό ο θείος Παύλος, που κυριεύθηκε από τον θείον έρωτα και δοκίμασε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: "δεν ζω εγώ, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός". (Γαλ. β' 13) ως αληθινός εραστής, που μέσα του είχε υποστή έκσταστη προς τον Χριστό, όπως λέει ο ίδιος στην προς Κορινθίους Επιστολή του (Β', ε' 13). Δεν ζούσε επομένως τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του αγαπημένου του ως υπερβολικά αγαπητή και ποθητή».
Και ο μεγάλος θεολόγος, ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, (Ζ' εκατοντ. Θεολογίας, όπου και τα παραπάνω των αγίων Διονυσίου και Ιεροθέου κεφ. 84 εξ.) λέει τα εξής: Οι θεολόγοι ονομάζουν το θείον άλλοτε έρωτα, άλλοτε αγάπη, άλλοτε εραστό και αγαπητό. Γι' αυτό ο έρως, που είναι αγάπη κινείται (προς τα έξω), ως εραστό δε και αγαπητό κινεί προς τον εαυτό του όλα όσα είναι δεκτικά έρωτος και αγάπης. Και, για να το ξαναπούμε καθαρώτερα και σαφέστερα, κινείται προς εκείνα, που είναι δεκτικά έρωτος και αγάπης προξενώντας μια εσωτερική σχέση. Και κινεί, γιατί είναι εκ φύσεως ελκυστικός της επιθυμίας εκείνων, που κινούνται προς αυτόν. Και πάλι κινεί και κινείται, γιατί ο θείος έρως διψάει να τον διψούν, ποθεί να ποθήται και αγαπάει να τον αγαπούν. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και από την πλευρά των αγαπημένων εν σχέσει προς τον Κύριο, ως πηγή της θείας αγάπης.
Και συνεχίζει (κεφ. 87): Πηγή και γεννήτορας της αγάπης και του θείου και αγίου έρωτος είναι ο ίδιος ο Θεός. Γιατί αυτός, ενώ υπήρχε αυτή η αγάπη μέσα του, την πρόβαλε προς τα έξω, δηλαδή προς τα κτίσματά του. Σύμφωνα με αυτό έχει λεχθή ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (Α' Ιω. δ' 16). Και πάλι λέγεται για τον Θεό, ότι είναι «γλυκύτης και επιθυμία», δηλαδή αγάπη και θείος έρως (Άσμα Ασμ. ε' 16). Υποκείμενο λοιπόν, άλλα και αντικείμενο αγάπης και θείου έρωτος είναι ο ίδιος. Λοιπόν με το να ξεχύνεται από αυτόν ο θείος έρως και η θεία αγάπη, αυτή η έκβλυση σημαίνεται ως κίνηση. Με το να είναι αυτός το πράγματι αξιέραστο και αγαπητό και επιθυμητό και προτιμητό, κινεί εκείνα, που στρέφονται προς αυτόν ανάλογα προς τη δύναμη της επιθυμίας τους.
β) Η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο
Ο Θεός ο υπεράγαθος και υπεράγιος, ο Θεός, που είναι η αγάπη η άπειρη και απερινόητη, δεν ανεχόταν να περιορίζεται σε μόνον τον εαυτό του το αγαθό, που τον χαρακτηρίζει, και η χωρίς όρια μακαριότης του, χωρίς αυτά τα αγαθά να μετέχωνται και από άλλους εκτός του εαυτού του. Γι' αυτό δημιούργησε τις νοερές αγγελικές δυνάμεις, τον αισθητό κόσμο και ανάμεσά τους τον άνθρωπο, τον περιβεβλημένον υλικό σώμα, αλλά και προικισμένον με πνευματικόν πλούτο μέσα σε αυτό. Όλα έγιναν από πολλή αγάπη και μόνο, γιατί ο Θεός είναι ανενδεής, δηλαδή δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Είναι παντοδύναμος και δεν χρειάζεται συμπλήρωση από τίποτε. Είναι απολύτως μακάριος και δεν χρειάζεται προσθήκη άλλης δυνάμεως. Είναι πάνσοφος και δεν χρειάζεται συμβούλους και έξωθεν σοφία όντας αυτός αυτοσοφία και πηγή κάθε σοφίας. Ο μόνος λόγος νοερής και υλικής δημιουργίας ήταν η απέραντη αγάπη του για να μετάσχουν και τα δημιουργήματά του από τον πλούτο των αγαθών, των οποίων είναι ο ίδιος φορεύς και να γεύωνται τον πλούτο της αγάπης του.
Έτσι έχουμε μια κίνηση αγάπης, που εκπορεύεται από τον Θεό, διαπερνάει και διαποτίζει όλα τα όντα, πνευματικά και υλικά, και επιστρέφει πάλι στον ίδιο τον Θεό ως πηγή της. Ιδιοποιούμενα δε τα πλάσματά του αυτήν την αγάπη, την προσφέρουν με τη σειρά τους στην αέναη πηγή της, για να συνεχίζη ακατάπαυστα αυτή η θεία ροή και η υπερλογική ανακύκληση. Έτσι ο λόγος «Τα σα εκ των σων» αποτελεί μια ατέλειωτη και αδιάκοπη και διαρκώς επαναλαμβανόμενη περίοδο αγάπης, που ζωοποιεί και χαρίζει ό,τι καλό σε όλους τους αποδέκτες της και προ πάντων στους λογικούς αποδέκτες της, που του προσφέρουν με τη σειρά τους ως δική τους, συνειδητά δική τους, την αγάπη τους στον Θεό, από τον οποίο και ξεκίνησε.
Αυτό τονίζει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Η ερωτική κίνηση του αγαθού, η οποία προϋποθέτει τον Αγαθό Κύριο του παντός και το Αγαθό, που σε Αυτόν προϋπάρχει και που από Αυτόν προέρχεται, ξαναγυρίζει στον ίδιο, γιατί η κίνηση αυτή είναι χωρίς τέλος και χωρίς αρχή. Αυτό φανερώνει και την ακατάπαυστη επιθυμία μας προς ένωση μαζί του. Γιατί η αγαπητική ένωση με τον Θεό είναι πολύ πιο πάνω από κάθε άλλη ένωση» (όπ. π. κεφ. 89).
Η κίνηση αυτή είναι κίνηση αγαπητική κοινωνίας με τον Θεό. Ιδιαίτερα τα λογικά πλάσματα, ακριβώς γιατί έχουν λογικό και αυτοσυνειδησία, κοινωνούν συνειδητότερα και βαθύτερα με τον Θεό. Η κοινωνία αυτή βέβαια δεν είναι κοινωνία ίσων προς ίσον, αλλά κοινωνία πλασμάτων σχετικών και περιορισμένων προς τον άπειρο Δημιουργό τους. Με άλλα λόγια. αλλιώς αγαπάει ο Θεός τα πλάσματά του και αλλιώς τα πλάσματα τον Θεό. Η αγάπη του Θεού είναι απροσμέτρητη και άπειρη σε μέγεθος και βάθος και πλάτος και γνησιότητα. Η αγάπη των πλασμάτων προς τον δημιουργό τους πάντοτε περιορισμένη και σχετική και οπωσδήποτε ανάλογη με τη δύναμη προσφοράς τους.
Ο άνθρωπος, όπως είπαμε, δημιουργήθηκε από τον Θεό ως έκφραση της απέραντης αγαθότητος και κοινωνικότητός του. Και δημιουργήθηκε με κέντρο της υπάρξεώς του τον Δημιουργό του, από τον οποίο την πήρε και η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να συνεχίζεται και να διατηρήται αλώβητη, όπως π.χ. τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, η γη διατηρήται και διατηρεί όλον τον πλούτο της από τον ήλιο, που τη συγκρατεί στην τροχιά της και την ζωογονεί με το φως και τη θερμότητά του.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού». Και αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι δημιουργήθηκε και με τα ιδιαίτερα χαρίσματα της λογικότητος, της αυτοσυνειδησίας και της ελευθερίας και επομένως με τη δυνατότητα προσωπικής και αγαπητικής κοινωνίας με τον Θεό. Και αυτή πάντοτε εν ελευθερία. Αυτός ήταν ο πρωταρχικός σκοπός, όπως ήδη τονίσθηκε και πιο πάνω και για τα άλλα λογικά και πνευματικά όντα. Όχι βέβαια γιατί είχε ανάγκη ο Θεός, το τονίζουμε και πάλι αυτό, της κοινωνίας του ανθρώπου μαζί του, αλλά από αγαθότητα απέραντη και από αγάπη και με την επιθυμία να μετέχη διαρκώς και περισσότερο ο άνθρωπος στις πνευματικές και άλλες δωρεές του Θεού, στη μακαριότητα και στην απεριόριστη χαρά και ευτυχία του. και, αν μπορούμε να το πούμε και αλλιώς, να χαίρεται ο Θεός βλέποντας χαρούμενον και μακάριον τον άνθρωπο και διαρκώς προοδεύοντα στην μαζί του σχέση.
Ο Θεός φύσηξε στον Αδάμ πνοήν ζωής. Και του έδωσε άφθονη τη θεία χάρη γιατί προίκισε τον Αδάμ με «ψυχήν ζώσαν» και όχι απλώς ψυχή, που είχαν άλλα έμβια όντα. Και δεν ήταν η ψυχή του ανθρώπου απλώς ζωή, αλλά ψυχή, που δεχόταν την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος και που θα μπορούσε να τη διατηρή, εφόσον θα ζούσε πνευματικά. Έτσι το Άγιον Πνεύμα θα γινόταν η ψυχή της ψυχής του, ο μόνιμος κάτοικός της, και επομένως θα γινόταν «τέλειος και ολόκληρος και εν μηδενί λειπόμενος». Όσο θα εξακολουθούσε αυτή η ψυχή του Αδάμ να είναι τέτοια, θα του έδινε συνεχή δόξα και θεόμορφη και θεοειδή λαμπρότητα. Θα έβλεπε τα πράγματα διορατικά και προφητικά και θα γινόταν συνδημιουργός του Θεού στην κλίμακα και τον κύκλο της ανθρώπινης υπάρξεώς του.
Όπως δημιουργήθηκε ο πρώτος άνθρωπος, μας λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «δεν χρειαζόταν να παρεμβάλλεται μεταξύ αυτού και του Θεού κάτι, που να χρειάζεται να το γνωρίζη και που να τον εμποδίζη στην αυτόβουλη σχέση και συγγένειά του με τον Θεό. Αυτό θα πραγματοποιούνταν μέσω της αγάπης κατά την κίνησή του προς αυτόν. Επειδή με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος ήταν απαθής, δεν θα μπορούσαν να τον εξαπατήσουν με την ηδονή οι φαντασίες των παθών. Επειδή δε ήταν χωρίς ανάγκες, ήταν ελεύθερος από τις περιστατικές ανάγκες των τεχνών, για την οποιαδήποτε χρεία του. Και επειδή ήταν σοφός, ήταν χάρις στη γνώση ελεύθερος από την εξάρτηση και αναγκαστική θεώρηση της φύσεως, γιατί θα την γνώριζε άμεσα και με τη βοήθεια της χάριτος. Αυτή δε η κατάσταση μονιμοποιούμενη ελεύθερα με την προσωπική προσπάθεια και ελεύθερη συμβολή του ίδιου του ανθρώπου θα τον ωδηγούσε στη θέωση».
Όμως ο Αδάμ έπεσε θεληματικά παρακούοντας την σαφή εντολή του Θεού. Έπεσε πολύ βαριά. Και ευρισκόμενος στην κατάσταση της παρακοής στερήθηκε τη θεία χάρη και αποξενώθηκε από τον Θεό. Έχασε το ζωοποιό και φωτιστικό Άγιο Πνεύμα, αφού δεν θέλησε να τιμήση και την προνομιακή θέση, που σε αυτήν τον τοποθέτησε ο Θεός καθώς και τις ανεκτίμητες ευεργεσίες, που του έκανε ο Δημιουργός του. «Και άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε. Παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Έτσι βυθίστηκε στην άγνοια και στο σκοτάδι μη έχοντας πια οδηγό του το Άγιο Πνεύμα και δεν του ήταν πια δυνατή η πρώτη οικεία σχέση του με τον Θεό. Κατάντησε λοιπόν ο άνθρωπος γεώδης και βοσκηματώδης, σκλάβος των παθών του και της αμαρτίας, που τον κυρίεψε ολοκληρωτικά. Ο άνθρωπος έμεινε πια μόνος του, με μόνο σύντροφό του την πικρή, την κατάπικρη, τώρα για την κατάστασή του ανάμνηση μιας τρομερής πτώσεως και καταπτώσεως, αλλά και μιας ανέφικτης πια και οριστικά χαμένης ευτυχίας και ενός απολεσθέντος Παραδείσου.
«Οίμοι! ο Αδάμ εν θρήνω κέκραγεν, ότι όφις και γυνή Θεϊκής παρρησίας με έξωσαν, και Παραδείσου της τρυφής ξύλου βρώσις ηλλοτρίωσεν! Οίμοι! Ου φέρω λοιπόν το όνειδος. ο ποτέ βασιλεύς πάντων κτισμάτων του Θεού, νυν αιχμάλωτος ώφθην, υπό μιας αθέσμου συμβουλής και ο ποτέ δόξαν αθανασίας ημφιεσμένος της νεκρώσεως την δοράν περιφέρω. Οίμοι! Τίνα των θρήνων συνεργάτην ποιήσομαι;» (Στιχηρόν των αίνων της Κυριακής Τυρινής).
Άδικα λοιπόν δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο; Θα έμενε πια όνειρο μακρινό η αρχέγονη κατάσταση; Θα ήταν για πάντα κλειστός για τον άνθρωπο ο ουρανός;
γ) Η ανόρθωση και ο θρίαμβος της αγάπης
Ο Θεός όμως δεν είναι μικροπρεπής ούτε εκδικητικός. «Ουκ εις τέλος οργισθήσεται ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί. Ου κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν». Θα ψάλη αργότερα ο ιερός Ψαλμωδός. Αλλά ο Θεός ήταν και είναι πάντα ο ίδιος. Το πλάσμα του ελεύθερα τον παρήκουσε. Διεχώρισε την πορεία του από την πορεία, που του χάραξε ο Δημιουργός του. Αλλά εκείνος, μακρόθυμος ων και πολυέλεος, δεν μπορούσε να υποφέρη βλέποντας το πλάσμα του καταδικασμένο στη φθορά και στον θάνατο από τον ίδιο τον εαυτό του. Αν ο άνθρωπος λησμόνησε τον Πλαστουργό του, ο Πλαστουργός του δεν λησμόνησε ποτέ το πλάσμα του το ξεπεσμένο και δυστυχισμένο από τη δική του παράνοια και ανυπακοή. «Ο Θεός αγάπη εστί». Και η αγάπη του Θεού «ουδέποτε εκπίπτει» σε μη - αγάπη. Ο Θεός δεν έπαψε να αγαπά το δημιούργημά του, στο οποίο μάλιστα εγκατέστησε την εικόνα του. Ως Παντογνώστης, αλλά και πλήρως Προγνώστης του μέλλοντος είχε σχεδιάσει «προ καταβολής κόσμου» την επανόρθωση του πεσόντος Αδάμ και της καταπεσμένης ανθρώπινης φύσεως. Και προγραμμάτισε κάτι, που όχι ανθρώπου διάνοια, αλλά και αυτών των αγίων αγγέλων ο άγιος νους ήταν αδύνατο να φαντασθή.
Επειδή δε δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παραβιάση την ελευθερία του ανθρώπου, που ο ίδιος του χάρισε και την οποία δεν ήθελε χρησιμοποιώντας τη θεία δύναμή του να αναγκάση τον άνθρωπο να δεχθή τη λύτρωσή του, έπρεπε να χρησιμοποιήση τρόπο τέτοιον, που να βοηθηθή ο άνθρωπος να δεχθή ελεύθερα και αβίαστα την επάνοδό του στην αγαπητική σχέση με τον Δημιουργό του.
Δύο ενέργειες καθιστούν φανερόν και γνήσιον τον εραστή και φορέα της θείας αγάπης.
Πρώτον, η ευποιΐα και ευεργεσία προς τον αγαπημένο και
Δεύτερον, η αδίστακτη προσφορά και των μεγαλυτέρων θυσιών και δεινών χάριν του αγαπημένου.
Η δεύτερη ενέργεια είναι ανώτερη από την πρώτη. Η δεύτερη ενέργεια είναι επίσης πειστικώτερη από την πρώτη. Και γι' αυτό και είναι σπανιώτερη από την πρώτη. Στον ανθρώπινο βίο βέβαια, όχι όμως και προκειμένου περί του Θεού.
Και η πρώτη ενέργεια για τον Θεό ήταν προχειρότατη. Και την είχε εκδηλώσει προηγουμένως με πλούσια δώρα στον άνθρωπο και μπορούσε να την επαναλάβη με περισσότερες και ακόμη ανώτερες δωρεές και ευεργεσίες. Η δεύτερη όμως ενέργεια θα σκόνταβε στο ότι ο Θεός είναι απρόσβλητος από ο,τιδήποτε μειωτικό και αρνητικό, γιατί ο Θεός δεν είναι παθητός. Όμως η αγάπη του δεν σταμάτησε σε αυτό το εμπόδιο. Η αγάπη του ως πάνσοφη και απείρως εφευρετική θα εύρισκε τον τρόπο να προχωρήση και στη δεύτερη ενέργεια, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να πείση την ανθρώπινη φύση για τη γνησιότητα της αγάπης του χωρίς να την παραβιάση ή να την παραμορφώση ή να την άρη και να την αφαιρέση. Ο Θεός χαρίζει αμεταμέλητα ό,τι χαρίζει. Δεν μετανοιώνει ποτέ για ό,τι έκανε, γιατί δεν κάνει τίποτε, που να μην είναι και σοφά καμωμένο και ακριβώς σύμφωνο με αυτό ακριβώς, που ήθελε να κάνη. Και λοιπόν βρήκε τη λύση. Βρήκε τη λύση όχι περιμένοντας την πτώση του ανθρώπου, αλλά προαιωνίως, γιατί ό Θεός ήξερε τί επρόκειτο να συμβή με τον άνθρωπο. Και ποια θα ήταν η λύση; Η λύση θα ήταν η «κένωση». Η κένωση; Τί σημαίνει κένωση; Σημαίνει, ότι θα άδειαζε από τη θεότητά του και θα έπαιρνε σάρκα και οστά ο μονογενής Υιός του, η απόλυτη αγάπη του θείου προσώπου του, το θείο και υπερφυσικό Γέννημά του.
Τί πιο μεγαλειώδες και πιο υπέροχο σχέδιο από αυτό; Σχέδιο, που μόνον Αυτός μπορούσε και να το σκεφθή και προ πάντων να το θέση σε εφαρμογή επισκεπτόμενος τον άνθρωπο ο Θεός σαν άνθρωπος και αυτός στο πρόσωπο του αγαπημένου του Μονογενούς Υιού και Λόγου του, που ήταν και είναι ισοδύναμος και συνάναρχος με τον Πατέρα, Θεός εκ Θεού. Και θα τον έστελνε όχι με θείο μεγαλείο και δόξα ουράνια και στρατιές αγγέλων δορυφορούντων αυτόν, αλλά ως ταπεινόν άνθρωπο.
Αυτό θα ψάλη αργότερα η Εκκλησία:
«Ο εκ Θεού Πατρός Λόγος, προ των αιώνων γεννηθείς, επ' εσχάτων δε των χρόνων, ο αυτός εκ της απειρογάμου σαρκωθείς, βουλήσει σταύρωσιν θανάτου υπέμεινε, και τον πάλαι νεκρωθέντα άνθρωπον έσωσε, διά της εαυτού Αναστάσεως» (Πεντηκοστάριον, Σάββατον Διακαινησίμου, στιχηρόν εις το Κύριε εκέκραξα).
«Ο Βασιλεύς των ουρανών διά φιλανθρωπίαν, επί της γης ώφθη, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη. Εκ Παρθένου γαρ αγνής σάρκα προσλαβόμενος, και εκ ταύτης προελθών μετά της προσλήψεως, εις έστιν Υιός διπλούς την φύσιν, αλλ' ου την υπόστασιν. Διό τέλειον αυτόν Θεόν, και τέλειον άνθρωπον, αληθώς κηρύττοντες, ομολογούμεν Χριστόν τον Θεόν ημών, ον ικέτευε Μήτερ ανύμφευτε, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών» (ένθ. ανωτέρω).
Με άλλα λόγια δεν θα γινόταν άνθρωπος άλλος από τον ίδιο τον Θεό, γιατί στο πρόσωπο του Υιού του Θεού θα ήταν ο ίδιος ο Θεός, αφού ο Λόγος του Πατρός είναι Θεός όπως ο Πατήρ χωρίς καμμιά διαφορά εκτός της υποστατικής ιδιότητός του ως εκ Πατρός γεννηθέντος. «Ούτος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» κατά την μαρτυρία του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου.
Ναι τέτοιος είναι ο Θεός. Γεμάτος απέραντη αγάπη θερμή, τρυφερή, απαλή, ποτέ κουραστική και ποτέ εκβιαστική. Υπέροχη εικόνα αυτής της ανεκτίμητης απαλής αγάπης και θείας λεπτότητος παρουσίας του έδωσε ο ίδιος ο Θεός στον δυναμικό προφήτη Ηλία, στον οποίο είπε:
«Εξελεύση αύριον και στήση ενώπιον Κυρίου εν τω όρει. Ιδού παρελεύσεται Κύριος. Και πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου. ουκ εν τω πνεύματι ο Κύριος. Και μετά το πνεύμα συσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ ο Κύριος. Και μετά τον συσσεισμόν πυρ. ουκ εν τω πυρί Κύριος. Και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος!» (Γ' Βασιλ. 19, 11-12).
Ναι, αυτός είναι ο Κύριος. «Φωνή αύρας λεπτής», γαλήνια αύρα, που δροσίζει, που γαληνεύει, που εξηρεμεί, που ειρηνεύει και που θωπεύει τρυφερά και σπλαχνικά τον ξεπεσμένον άνθρωπο. Ως τέτοιος θα επισκεπτόταν τον άνθρωπο. Θα επισκεπτόταν τον άνθρωπο ο Μονογενής Υιός, ως άνθρωπος. Όχι μεταμορφωμένος σε άνθρωπο, χωρίς να είναι, αλλά σε πραγματικόν άνθρωπο, με σάρκα και αίμα, ως «ενανθρωπίσας Θεός». Ως ίσος προς ίσους, έστω κι αν πίσω του θα κρυβόταν η Θεότης του, αφού θα ήταν θεάνθρωπος. Όμως θα φαινόταν και θα λεγόταν και θα ήταν και «υιός του ανθρώπου». «Και λοιπόν ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν τοις ανθρώποις». Μάλιστα. «άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται»!
«Ο Υιός λοιπόν του Θεού εν μορφή Θεού υπάρχων... εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β' 6-8).
Ο λόγος του Θεού, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Χριστός, που ως απαράλλακτη εικόνα του Θεού και Πατρός ήταν και ο ίδιος Θεός, άδειασε τον εαυτό του από το θεϊκό του μεγαλείο, τον σμίκρυνε μόνος του θεληματικά από αγάπη και μόνο και από απόλυτη υπακοή στο θέλημα του αγαπημένου του Πατρός και έλαβε μορφή δούλου, δηλαδή έγινε άνθρωπος και ουσιαστικά ίδιος με τους ανθρώπους κατά το εξωτερικό του φαινόμενο, χωρίς όμως αμαρτία, και ταπείνωσε τον εαυτό του μέχρι θανάτου και μάλιστα σταυρικού θανάτου οδυνηρού και ατιμωτικού.
«Ο περί τους ανθρώπους έρως τον Θεόν εκένωσε», θα σχολιάση ένας εκκλησιαστικός Πατήρ.
Πλήθος είναι οι σχετικές γραφικές μαρτυρίες για το θέμα αυτό. Κάποιες από αυτές θα αναφέρουμε για να πιστοποιηθή πόση αγάπη και πόσον πόθο είχε ο Θεός να σώση τον άνθρωπο συμφιλιώνοντάς τον μαζί του.
«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ' ίνα σωθή ο κόσμος δι' αυτού» (Ιω. γ' 16).
Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονογενή του Υιόν, για να μη χαθή και καταδικαστή ο κόσμος, αλλά να σωθή ο καθένας, που θα πιστέψη σε αυτόν και να κληρονομήση την αιώνια ζωή. Γιατί δεν έστειλε ο Θεός τον Υιό του στον κόσμο για να κρίνη και να καταδικάση τον κόσμο, αλλά για να σωθή ο κόσμος βάσει της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού.
Αντί λοιπόν να παρουσιασθή ένδοξος και περιβεβλημένος όλη του τη θεία δύναμη και το μοναδικό του μεγαλείο, ήρθε ταπεινά, από αγάπη και εντελώς αθόρυβα, για να κάνη ό,τι ο θείος Απόστολος Παύλος σημειώνει αναφερόμενος στο γεγονός αυτό.
«Ιδού γέγονε καινά τα πάντα. Τα δε πάντα εκ του Θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ διά του Ιησού Χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής, ως ότι Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών, και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής. Υπέρ Χριστού ουν πρεσβεύομεν ως του Θεού παρακαλούντος δι' ημών. δεόμεθα υπέρ Χριστού, καταλλάγητε τω Θεώ. τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ» (Β' Κορ. ε' 17-21).
Όλα έγιναν καινούργια. Και όλες οι δωρεές πηγάζουν από τον Θεό, ο οποίος μας συμφιλίωσε με τον εαυτό του διά του Ιησού Χριστού και ανέθεσε σ' εμάς τους αποστόλους το έργο του να υπηρετούμε σε αυτήν την συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους. Γιατί ο Θεός ήταν ενωμένος με τον Ιησούν Χριστόν σε μια θεανδρική υπόσταση συμφιλιώνοντας τους ανθρώπους με τον εαυτό του και μη καταλογίζοντας τα αμαρτήματα εις βάρος των ανθρώπων. Αυτός μας ανέθεσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που συμφιλιώνει με τον Θεό. Είμαστε λοιπόν πρεσβευτές του Χριστού προς τους άλλους ανθρώπους, γιατί ο Θεός διά μέσου μας σας παρακαλεί. Και εμείς λοιπόν παρακαλούμε εξ ονόματος του Χριστού και σας λέμε. συμφιλιωθήτε με τον Θεό!
Και τώρα είναι πια εύκολο έργο η συμφιλίωση με τον Θεό διά μέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που ως άνθρωπος δεν γνώρισε ποτέ καμμιά αμαρτία από προσωπική πείρα, αυτόν τον Ιησούν Χριστό τον έκανε για μας αμαρτία, τον φόρτωσε, με άλλα λόγια, τις δικές μας αμαρτίες, και τον άφησε να κατακριθή ως αμαρτωλός για χάρη μας, ώστε εμείς διά μέσου του και της θυσίας του να δικαιωθούμε απέναντι του Θεού.
Ο Πατήρ αγάπησε πράγματι τον κόσμο. Το ίδιο και ο Υιός του. Αγάπησε και αυτός με την ίδια θέρμη και στον ίδιο βαθμό τον άνθρωπο. Αυτό μας βεβαιώνει ο άγιος Απόστολος Παύλος γράφοντας στους Θεσσαλονικείς:
«Αυτός δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός και Πατήρ ημών, ο αγαπήσας ημάς και δους παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι, παρακαλέσαι υμών τας καρδίας και στηρίξαι υμάς εν παντί λόγω και έργω αγαθώ» (Β' Θεσ. β' 16-17).
Ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και ο Θεός και Πατέρας μας, που μας αγάπησε, μας έδωσε παρηγορία ανεξάντλητη με τη χάρη και την καλή ελπίδα του ουρανού και των αγαθών του. Είθε αυτός να παρηγορήση τις καρδιές σας και να σας στηρίξη με κάθε διδασκαλία οικοδομητική και κάθε καλό έργο.
Και ο Ευαγγελιστής της αγάπης, ο άγιος απόστολος Ιωάννης, καταθέτει και αυτός τη δική του μαρτυρία.
«Εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών» (Α' Ίω. δ' 10).
Η αγάπη του Θεού φαίνεται και συνιστάται στο γεγονός, ότι δεν είμαστε εμείς εκείνοι, που πρώτοι αγαπήσαμε τον Θεό, αλλά εκείνος αγάπησε πρώτος εμάς τους αμαρτωλούς και έστειλε τον Υιό του για να προσφέρη τον εαυτό του ως θυσία λυτρωτική για τις αμαρτίες μας και τη συμφιλίωσή μας με τον Θεό.
Και ο απόστολος Παύλος προσθέτει δοξολογικά και ευχαριστιακά ό,τι θα αποτελούσε και σύνοψη του θείου έργου της αγαπητικής για τη σωτηρία του ανθρώπου οικονομίας του Θεού.
«Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ευλογήσας ημάς εν πάση ευλογία πνευματική εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ, καθώς εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον αυτού, εν αγάπη προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν διά του Ιησού Χριστού εις αυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος αυτού, εις έπαινον δόξης της χάριτος αυτού, εν η εχαρίτωσεν ημάς εν τω ηγαπημένω, εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού, ης επερίσσευσεν εις ημάς εν πάση σοφία και φρονήσει, γνωρίσας ημίν το μυστήριον του θελήματος αυτού κατά την ευδοκίαν αυτού, ην προέθετο εν αυτώ εις οικονομίαν του πληρώματος των καιρών, ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν Χριστώ, τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης, εν αυτώ, εν ω και εκληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν του τα πάντα ενεργούντος κατά την βουλήν του θελήματος αυτού, εις το είναι ημάς εις έπαινον της δόξης αυτού, τους προηλπικότας εν τω Χριστώ» (Εφεσ. α' 3-12).
Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος μας έχει χορηγήσει πλούσια κάθε ευλογία πνευματική διά μέσου του Ιησού Χριστού, ώστε να αποκτήσουμε και να απολαύσουμε τα επουράνια αγαθά. Αυτό το πραγματοποίησε σύμφωνα με την εκλογή, που μας έκανε διά μέσου του Ιησού Χριστού προτού να δημιουργηθή ο κόσμος. Και το έκανε με σκοπό να γίνουμε εμείς άγιοι και αψεγάδιαστοι μπροστά του. Με την αγάπη του μας προώρισε να υιοθετηθούμε και να γίνουμε παιδιά του χαριστικώς διά μέσου του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με την αγαθή του διάθεση και το άγιό του θέλημα. Και αυτό, με το να υμνούνται και να δοξάζονται η χάρη του και οι πλούσιες δωρεές του, που με αυτές μας στόλισε και μας έκανε χαριτωμένους πνευματικά διά μέσου του αγαπημένου του Υιού.
Πραγματικά διά μέσου του Υιού του λάβαμε και έχουμε την απελευθέρωση από την σκλαβιά της αμαρτίας και τη σωτηρία με το αίμα του, που χύθηκε επάνω στον Σταυρό για να εξαγορασθούμε. Έτσι λάβαμε και έχουμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας βάσει του πλούτου της χάριτός του. Τη χάρη αυτή μας την χορήγησε πλούσια και με το παραπάνω μαζί με κάθε σοφία πνευματική. Και αυτό, για να γνωρίσουμε μεγάλες αλήθειες και για να σκεφτόμαστε σωστά και να ρυθμίζουμε όσα μας αφορούν καθώς πρέπει.
Ακόμα μας έκανε γνωστό το μυστικό και κρυμμένο μέχρι τότε για τον άνθρωπο θέλημά του σύμφωνα με την καλή διάθεση, που είχε για μας πριν από αιώνες ο Θεός. Και η καλή του διάθεση ήταν να πραγματοποιηθή στον κατάλληλο καιρό, όταν αυτός θα ερχόταν, για τη σωτηρία μας. Και έτσι να ενώση διά μέσου του Χριστού σε μια αρμονική ενότητα τα πάντα, τους αγγέλους του ουρανού και τους ανθρώπους στη γη. Διά μέσου του Χριστού και εμείς έχουμε εκλεγή σαν να έγινε κλήρωση γι' αυτό, δηλαδή χωρίς εμείς να κοπιάσουμε καθόλου, και έχουμε προορισθή σύμφωνα με την άγια πρόθεση του Θεού. Ο Θεός ενεργεί και τα κάνει όλα σύμφωνα με το αγαθό του θέλημα. Έχουμε επομένως προορισθή να αποτελούμε έπαινον και ύμνον παντοτεινό της άπειρης δόξας του και της αγαθότητός του εμείς οι χριστιανοί, που και από πριν (όσοι ήμασταν πρώην πιστοί Ιουδαίοι και γίναμε τώρα χριστιανοί) ελπίζαμε και περιμέναμε τη σωτηρία μας διά μέσου του Ιησού Χριστού.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στην Αποκάλυψή του μας λέει ετούτα:
«Ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις... από Κυρίου Ιησού Χριστού, ο μάρτυς ο πιστός, ο πρωτότοκος των νεκρών και άρχων των βασιλέων της γης, τω αγαπώντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών...» (Αποκ. α' 4-5).
Εγώ ο Ιωάννης απευθύνομαι στις επτά εκκλησίες (της Μ. Ασίας) και σας εύχομαι να έχετε τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός είναι ο αξιόπιστος μάρτυρας της αλήθειας του Θεού. Αυτός είναι εκείνος, που έχει αναστηθή πρώτος από τους νεκρούς και έγινε αρχή της αναστάσεως όλων των πιστών στη νέα ζωή. Αυτός είναι ο εξουσιαστής και κύριος όλων των βασιλέων της γης. Αυτός λοιπόν ο Ιησούς και μας αγαπάει και μας έχει λούσει και καθαρίσει με το αίμα του από τις αμαρτίες μας.
Κάτι, που έχει σημαντική βαρύτητα και αποτελεί θεμελιώδη σημασία για την αγάπη του Θεού, είναι και η εμπειρία των Αγίων και η προσωπική βίωση της αγάπης αυτής. Αυτήν καταθέτει ο άγιος απόστολος Παύλος, που έχει ζήσει όσο λίγοι την αγάπη αυτή και μας λέει τα ακόλουθα:
«Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν. Έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. Μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται. υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν. Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι' αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού. Ου μόνον δε, αλλά και καυχώμενοι εν τω Θεώ διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι' ου νυν την καταλλαγήν ελάβομεν» (Ρωμ. 5,5-11).
Δεν μας ντροπιάζει η ελπίδα στον Θεό, γιατί η αγάπη του Θεού έχει χυθή πλούσια και έχει πλημμυρίσει τις καρδιές μας με το Άγιον Πνεύμα. Και μας δόθηκε ως προκαταβολή για τις δωρεές, που με βέβαιη ελπίδα περιμένουμε να δεχθούμε από τον Θεό. Η άπειρη αγάπη και συγκατάβαση του Θεού απέναντί μας έγινε φανερή από τούτο, δηλαδή από το ότι, ενώ εμείς ήμασταν άρρωστοι πνευματικά, δηλαδή αμαρτωλοί και ένοχοι, ο Χριστός στον καιρό, που γνώριζε από πριν ποιος θα είναι ο κατάλληλος, πέθανε επάνω στο σταυρό για να σώση με τη θυσία του τους ασεβείς.
Πραγματικά είναι μεγάλη η αγάπη του Θεού. Πολύ δύσκολα μπορεί πιθανόν να υπάρξη άνθρωπος που να θυσιασθή για κάποιον δίκαιον. Για έναν αγαθόν και καλόν άνθρωπο ίσως τολμήση κάποιος να πεθάνη. Ο Θεός όμως δείχνει με τρόπο αναμφισβήτητο την αγάπη του για μας με το γεγονός, ότι, αν και εμείς ήμασταν αμαρτωλοί, πέθανε για χάρη μας ο Χριστός. Πολύ περισσότερο λοιπόν τώρα, που δικαιωθήκαμε με το αίμα του, θα σωθούμε από την μελλοντική οργή. Και αυτό, γιατί, ενώ εμείς ήμασταν εχθροί συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό μέσω του σταυρικού θανάτου του Χριστού, πολύ περισσότερο τώρα, που έχουμε συμφιλιωθεί, θα σωθούμε μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού, που ζη (με την Ανάστασή του) αιώνια, κοντά στον Θεό ως μεσίτης μας. Και όχι μόνο θα σωθούμε, αλλά απολαμβάνοντας από τώρα τις ευεργεσίες του Θεού καυχώμαστε για την αγάπη του διά μέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που με την παρέμβασή του έχουμε αποκαταστήσει τις σχέσεις μας με τον Θεό.
* * *
Αλήθεια ποιος άνθρωπος αγάπησε τόσο πολύ; Κι αν αγάπησε έναν ή κάποιον αριθμό συνανθρώπων του δεν του ήταν δυνατό να αγαπήση όλους τους ανθρώπους με την ίδια απέραντη αγάπη και για όλους μαζί και για τον καθένα τους χωριστά. Όλους, όχι μόνο τους τωρινούς ανθρώπους, αλλά όλους, μικρούς και μεγάλους, καλούς και κακούς, δικαίους και αδίκους, όσοι υπήρξαν και όσοι θα υπάρξουν επάνω στη γη. Είναι αδιανόητο αυτό για άνθρωπο. Όση αγάπη κι αν νιώθει ένας φιλόστοργος πατέρας είναι αγάπη για το δικό του παιδί και βέβαια αγάπη ανθρώπινη, περιωρισμένη, αδύναμη, ασύγκριτα μικρή μπρος στην αγάπη του Θεού. Όση αγάπη κι αν έχει μια μητέρα για τα παιδιά της, δεν μπορεί να έχη την ίδια αγάπη και για όλα τα παιδιά του κόσμου, έστω κι αν θυσιασθή γι' αυτά. Η αγάπη της είναι ανθρώπινη, και γι' αυτό περιορισμένη και ανίκανη να σώση το παιδί της από την αμαρτία ή να του εξασφάλιση αιώνια ζωή.
Ποιος καλός άνθρωπος ένιωσε τέτοιον μανικόν έρωτα για τους ανθρώπους, ώστε να αγαπάη απαραμείωτα και μισούμενος και διωκόμενος και βασανιζόμενος και κακοπαθών ως καταγέλαστος και περιφρονημένος από τους ίδιους τους αγαπημένους του χωρίς πικρία, χωρίς αγανάκτηση, χωρίς απογοήτευση; Και μάλιστα διατηρώντας από ευγνώμονα αγάπη τη μνήμη των αγνωμόνων και σαδιστών δημίων του; Ποιος θα έδειχνε θεωρώντας τα τραύματα των βασανιστηρίων του δείγματα αγάπης αδιάσειστα ως προς τη γνησιότητά της; Αυτά μόνο η κενωθείσα και ενανθρωπήσασα αγάπη ήταν ικανή να πραγματοποιήση όχι σε περιωρισμένη κλίμακα, αλλά σε όλη την έκτασή τους. Επανερχόμενος στη ζωή ο ενανθρωπήσας και σταυρωθείς και αναστάς Ιησούς, ανασταίνοντας το σώμα του διατηρεί τις ουλές του και τις πληγές του και στα μάτια των αγγέλων και στα μάτια των Μαθητών του, τους οποίους αφήνει να τα ψαύσουν προς επιβεβαίωση της ταυτότητός του και της θυσίας της αγάπης του. Και ενώ απέρριψε όλα τα άλλα σωματικά στοιχεία και όποιο άλλο χαρακτηριστικό της υλικότητος του πριν από την ανάσταση σώματός του και όποιο άλλο αδιάβλητο πάθος (π.χ. πείνα, δίψα, βάρος, ανάπαυση κ.λπ.) κρατάει συνεχώς τις ουλές του και τα σημάδια των πληγών του. Και μάλιστα με χαρά και καμάρι και ικανοποίηση. Πώς λοιπόν να μη βρουν ανταπόκριση σε αυτήν την αγάπη τα αναρίθμητα πλήθη αγίων μαρτύρων, που «επικολούθησαν τοις ίχνεσιν αυτού» βαδίζοντας τον ίδιο δρόμο του μαρτυρίου χάριν της υπέρτατης αγάπης του Κυρίου για τους ανθρώπους και μαρτύρησαν με τη σειρά τους και αυτοί από αγάπη προς τον πρώτον αγαπήσαντα αυτούς Κύριον;
Ο Κύριος «εαυτόν εκένωσε και έλαβε δούλου μορφήν... και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Με τη σταύρωση και την ταφή του φάνηκε πως όλα τελείωναν. Έγινε λοιπόν άδικα η θυσία; Όλα όσα είπε και έκανε ο Ιησούς, ο Μονογενής Υιός του Θεού, όλα αυτά αποτελούσαν απλούστατα φενάκη; Στηρίχθηκαν λοιπόν ελπίδες στο πρόσωπό του και στο έργο του και όλα τάφηκαν πίσω από μια βαρειά ταφόπετρα; Έτσι φάνηκε τουλάχιστον. Μιαν αναλαμπή απολυτρώσεως στο Πρόσωπο του Κυρίου την διέψευδε η αλυσίδα των δραματικών γεγονότων των ελάχιστων ημερών, που προηγήθηκαν και τα σφράγισε πια για πάντα η σιγή του τάφου; Για λίγες μέρες έτσι φάνηκε, πως όλα πήγαν χαμένα. «Και ημείς ηλπίζομεν ότι αυτός εστίν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ. αλλά γε συν πάσι τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον, αφ' ου ταύτα εγένετο...». Πόση θλίψη, αλήθεια, πόση απογοήτευση, πόσο ζοφερή απαισιοδοξία, αλλά και απελπισία δεν μαρτυρούν αυτά τα λόγια! Καμμιά ελπίδα πια μετά την ταφόπετρα, που φάνηκε να σκεπάζη και νεκρώνη ελπίδες, όνειρα, προσδοκίες....
Αυτή ήταν η ανθρώπινη πλευρά.
Και η θεία πλευρά; Η θεία πλευρά δεν μίλησε με λόγια. Μίλησε με τον πιο αυθεντικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο, με την ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
Γιατί με την ανάσταση:
«Η φθορά εξωστράκισται.
αφθαρσία εξήνθησε.
ο δεσμός ο χρόνιος διαλέλυται.
οι ουρανοί, η γη και τα επίγεια ευφραίνονται.
εξανέστη γαρ Χριστός.
εσκύλευται ο θάνατος»
και η συνδιαλλαγή Θεού και ανθρώπου
επισφραγίσθηκε οριστικά και αμετάκλητα.
Γιατί «η ευφρόσυνος επεφάνη ημέρα»,
που κατ' αυτήν πραγματοποιήθηκε
ο θρίαμβος της αγάπης
του αιωνίου Θεού!
Αυτώ η δόξα, η τιμή, το κράτος, η σοφία, η αγάπη, ο αίνος και η αιωνία ευγνώμων ευχαριστία! ΑΜΗΝ!
(Όρθρος Παρασκευής Θωμά, Στιχηρά Αίνων).
* Κείμενο επίκαιρης ομιλίας σε εκκλησιαστικό ακροατήριο που πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας την 18.4.2004.
Πηγή: («ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ», Ιερομ. Ευσεβίου Βίττη, Εκδοσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»), Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
1. Εἶναι μεγάλα, ἀγαπητοί, καί ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρώπινη λογική τά χαρίσματα πού μᾶς δώρησε σήμερα ὁ φιλάνθρωπος Θεός. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ἄς χαιρόμαστε ὅλοι μαζί καί χορεύοντας ἀπό χαρά ἄς ὑμνήσομε τόν Κύριό μας. Γιατί ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι γιά μᾶς ἑορτή καί πανήγυρη. Ὅπως δηλαδή ἡ μία ἐποχή διαδέχεται τήν ἄλλη καί τό ἕνα ἡλιοστάσιο τό ἄλλο, ἔτσι ἀκριβῶς καί στήν Ἐκκλησία ἡ μία ἑορτή διαδέχεται τήν ἄλλη καί μᾶς πηγαίνουν ἀπό τή μία στήν ἄλλη. Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες λοιπόν ἑορτάσαμε τό σταυρό, τό πάθος, τήν ἀνάσταση, ὕστερα ἀπό αὐτά τήν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό. Σήμερα ὅμως συναντήσαμε τήν ἴδια τήν κορυφή τῶν ἀγαθῶν, φθάσαμε στή μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, βρισκόμαστε στήν πραγματοποίηση τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Κυρίου. «Γιατί ἄν ἐγώ φύγω», λέγει, «θά σᾶς στείλω ἄλλον Παράκλητο καί δέ θά σᾶς ἀφήσω ὀρφανούς» (Ἰω. 16, 7).
Εἴδατε ἐνδιαφέρον; εἴδατε ἄπειρη φιλανθρωπία; Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἀνέβηκε στόν οὐρανό, ξανακάθισε στό βασιλικό θρόνο, πῆρε τή θέση στά δεξιά τοῦ Πατέρα καί μᾶς χαρίζει σήμερα τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔτσι μᾶς δίνει τά ἄπειρα οὐράνια ἀγαθά. Γιατί, πές μου, ποιό ἀπό αὐτά πού συντελοῦν στή δική μας σωτηρία δέν τό ἔχει δώσει τό Ἅγιο Πνεῦμα; Αὐτό μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν πνευματική δουλεία, μᾶς καλεῖ στήν ἐλευθερία, μᾶς ὁδηγεῖ στήν υἱοθεσία καί, γενικά, μᾶς ξαναγεννᾶ ἀπό τήν ἀρχή, καί μᾶς ξεφορτώνει τό βαρύ καί ἀποκρουστικό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν. Μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλέπουμε τούς πολλούς ἱερεῖς καί ἔχουμε τά τάγματα τῶν διδασκάλων. Ἀπό τήν πηγή αὐτή βγῆκε καί τό προφητικό χάρισμα καί ἡ δύναμη νά θεραπεύουν ἀσθένειες. Καί ὅλα τά ὑπόλοιπα, τά ὁποῖα στολίζουν συνήθως τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἀπό ἐκεῖ ἔχουν τήν προέλευση. Καί φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας.«Ὅλα αὐτά τά χαρίσματα ἐνεργεῖ τό ἕνα καί μοναδικό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο τά μοιράζει χωριστά στόν καθένα ὅπως θέλει» (Α´ Κορ 12, 11). Ὅπως θέλει, λέγει, ὄχι ὅπως διατάχθηκε.μοιράζει, δέ μοιράζεται.ἔχει ἐξουσία, δέ βρίσκεται κάτω ἀπό ἐξουσία. Γιατί τήν ἴδια ἀκριβῶς ἐξουσία, πού βεβαίωσε στόν Πατέρα, ἀναθέτει ὁ Παῦλος καί στό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὅπως λέγει γιά τόν Πατέρα.«Ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού ἐνεργεῖ τά πάντα σ᾿ ὅλους» (Α´ Κορ. 12, 6).ἔτσι καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα.«Καί ὅλα αὐτά τά χαρίσματα», λέγει, «ἐνεργεῖ τό ἕνα καί μοναδικό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο τά μοιράζει χωριστά στόν καθένα ὅπως θέλει».
Εἶδες τέλεια ἐξουσία; Γιατί αὐτά πού ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, εἶναι φανερό ὅτι ἔχουν καί τήν ἴδια ἐξουσία.καί αὐτά πού ἔχουν τήν ἴδια ἀξία, ἔχουν καί τήν ἴδια δύναμη καί τήν ἴδια ἐξουσία. Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιτύχαμε τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἁμαρτίες καί ξεπλύναμε κάθε ἀκαθαρσία. Μέ τή χάρη του ἀπό ἄνθρωποι γίναμε ἄγγελοι, ὅσοι πλησιάσαμε τή χάρη του, χωρίς ν᾿ ἀλλάξουμε τή φύση μας, ἀλλά, πράγμα πού εἶναι πολύ πιό ἀξιοθαύμαστο, παραμένοντας στήν ἀνθρώπινη φύση δείχνουμε ἀγγελική συμπεριφορά. Γιατί τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καί ὅπως ἡ φωτιά αὐτή πού βλέπουμε, ὅταν παραλάβει τόν μαλακό πηλό, τόν κάνει σκληρό κεραμίδι, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν παραλάβει μία συνετή ψυχή, καί ἄν ἀκόμα τή βρεῖ πιό μαλακή ἀπό τόν πηλό, τήν κάνει πιό σκληρή ἀπό τό σίδερο. Ἐπίσης αὐτόν πού πρίν ἀπό λίγο ἦταν μολυσμένος ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν ἁμαρτιῶν, τόν κάνει ἀμέσως πιό λαμπρό ἀπό τόν ἥλιο.
Αὐτά ἀκριβῶς θέλοντας νά μᾶς διδάξει ὁ μακάριος Παῦλος φώναζε δυνατά λέγοντας.«Μήν πλανᾶστε.οὔτε οἱ πόρνοι, οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες, οὔτε οἱ μοιχοί, οὔτε οἱ θηλυπρεπεῖς, οὔτε οἱ παιδεραστές, οὔτε οἱ πλεονέκτες, οὔτε οἱ κλέφτες, οὔτε οἱ μέθυσοι, οὔτε ἐκεῖνοι πού περιπαίζουν καί βρίζουν, οὔτε οἱ ἅρπαγες θά κληρονομήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 6, 9-10). Καί ἀφοῦ ἀρίθμησε ὅλα, κατά κάποιο τρόπο, τά εἴδη τῆς κακίας, καί ἀφοῦ μᾶς δίδαξε ὅτι οἱ ὑπεύθυνοι τέτοιων ἁμαρτημάτων ἀποξενώνονται ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως πρόσθεσε·«Καί τέτοιοι ἤσαστε μερικοί ἀπό σᾶς, ἀλλά λουσθήκατε ἀπό τά ἁμαρτήματα αὐτά, ἁγιασθήκατε καί γίνατε δίκαιοι» (Α´ Κορ. 6, 11). Πές μου, πῶς καί μέ ποιόν τρόπο; γιατί αὐτό εἶναι πού θέλουμε νά μάθουμε. «Γιατί βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ», λέγει, «καί στή χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μας». Εἶδες, ἀγαπητέ, τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; εἶδες ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐξαφάνισε ὅλη ἐκείνη τήν κακία, καί ὅτι ἐκείνους πού ἦταν προηγουμένως ὑποδουλωμένοι στίς δικές τους ἁμαρτίες, τούς ἀνέβασε ἀμέσως στήν ὑψηλότερη τιμή;
2. Ποιός λοιπόν θά μποροῦσε νά κλάψει καί νά θρηνήσει, ὅπως ἀξίζει, ἐκείνους πού ἐπιχειροῦν νά μιλοῦν περιφρονητικά γιά τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκείνους πού, σάν νά ἦταν τρελλοί, δέν κατόρθωσαν οὔτε οἱ πολλές εὐεργεσίες νά τούς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἀχαριστία τους, ἀλλά τολμοῦν νά κάνουν τά πάντα ἐναντίον τῆς σωτηρίας τους, ἀποστερώντας τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσο τούς εἶναι δυνατό, ἀπό τή θεϊκή του ἀξία, καί προσπαθοῦν νά τό κατεβάσουν στήν κατηγορία τῶν κτισμάτων; Ἐκείνους θά ἤθελα νά ἐρωτήσω.γιά ποιό λόγο ἐσεῖς πολεμᾶτε τόσο πολύ τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; ἤ καλύτερα, γιατί πολεμᾶτε τή σωτηρία σας, καί δέ θέλετε νά καταλάβετε τά λόγια πού εἶπε ὁ Σωτήρας στούς μαθητές του; «Πηγαίνετε νά διδάξετε ὅλους τούς λαούς, βαπτίζοντας αὐτούς στό ὄνομα τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19). Εἶδες ὅτι ἔχουν ἰσότιμη ἀξία; Εἶδες ὅτι ἔχουν τέλεια συμφωνία; Εἶδες ὅτι ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ἀδιαίρετη; Μήπως ὑπάρχει κάποια διαφορά ἤ ἀλλαγή ἤ ἔλλειψη; Γιατί τολμᾶτε νά παραποιεῖτε τά λόγια τοῦ Κυρίου;
Ἤ δέ γνωρίζετε ὅτι καί στά ἀνθρώπινα πράγματα, ἄν κάποιος ἐπιχειρήσει ποτέ ἤ τολμήσει, νά προσθέσει ἤ νά ἀφαιρέσει κάτι στίς διαταγές τοῦ βασιλιᾶ, πού εἶναι ὅμοιός μας καί ἔχει τήν ἴδια φύση μέ μᾶς, τόν τιμωροῦν μέ τή χειρότερη τιμωρία καί τίποτε δέν μπορεῖ νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν τιμωρία αὐτήν; Ἐάν στήν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει τόσο μεγάλος κίνδυνος, πῶς θά μποροῦσαν νά συγχωρηθοῦν ἐκεῖνοι πού εἶναι τόσο ἀπερίσκεπτοι καί πού προσπαθοῦν νά παραποιήσουν τά λόγια τοῦ Σωτήρα ὅλων μας καί πού δέ θέλουν ν᾿ ἀκούσουν οὔτε τόν Παῦλο, ὁ ὁποῖος ὅταν ὁμιλεῖ ἔχει μέσα του τό Χριστό καί φωνάζει μέ καθαρή φωνή καί λέγει.«Δέν εἶδε μάτι καί αὐτί δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινος νοῦς δέ φαντάστηκε ἐκεῖνα πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γι᾿ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν» (Α´ Κορ. 2, 9); Ἐάν λοιπόν δέν εἶδε μάτι, οὔτε αὐτί ἄκουσε, οὔτε ἀνθρώπινος νοῦς μπόρεσε νά κατανοήσει ἐκεῖνα πού ὁ Θεός ἑτοίμασε γι᾿ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν, πῶς θά μπορέσουμε ἐμεῖς, μακάριε Παῦλε, νά τά γνωρίσουμε; Περίμενε λίγο καί θ᾿ ἀκούσεις τόν Παῦλο νά φανερώνει καί αὐτό. Πρόσθεσε λοιπόν λέγοντας.«Σ᾿ ἐμᾶς ὅμως ὁ Θεός τά φανέρωσε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμά του» (Α´ Κορ. 2, 10). Καί οὔτε ἐδῶ σταμάτησε, ἀλλά γιά νά δείξει καί τή μεγάλη δύναμή του, καθώς καί τό ὅτι ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, λέγει.«Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐξετάζει τά πάντα, ἀκόμη καί τά κρυφά σχέδια τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 2, 10).
Ἔπειτα θέλοντας νά μᾶς κάμει ἀκριβέστερη τή διδασκαλία του μέ παραδείγματα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή, πρόσθεσε.«Γιατί, ποιός ἄλλος ἀπό τούς ἀνθρώπους γνωρίζει τά ἰδιαίτερα τοῦ ἀνθρώπου, παρά μόνο τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι μέσα του; Ἔτσι καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ κανένας ἄλλος δέ γνωρίζει, παρά μόνο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 2, 11). Εἶδες τέλεια διδασκαλία; Ὅπως, λέγει, δέν εἶναι δυνατό νά γνωρίζει κανένας ἄλλος αὐτά πού εἶναι μέσα στή σκέψη ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά μόνος του ὁ καθένας γνωρίζει τά δικά του, ἔτσι καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ κανένας δέ γνωρίζει, παρά μόνο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο καί μέ τό παραπάνω ἀρκετό γιά νά ἀποδείξει τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί μᾶς ἔφερε ἕνα παράδειγμα καί μᾶς λέγει καθαρά ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά μή γνωρίζει ποτέ κάποιος ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτά πού εἶναι μέσα στή σκέψη του. Ὅπως λοιπόν αὐτό δέν εἶναι δυνατό νά γίνει, ἔτσι μέ τόση ἀκρίβεια, λέγει, τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δέν ξέρω πῶς οὔτε μέ τά λόγια του αὐτά ὁ μακάριος Παῦλος δέν πείθει ἐκείνους πού στρέφονται μόνοι τους ἐναντίον τῆς σωτηρίας τους καί κάνουν τόσο μεγάλο πόλεμο ἐναντίον τῆς ἀξίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὅσο μποροῦν τό ἀποξενώνουν αὐτό ἀπό τή θεϊκή του ἀξία καί τό κατεβάζουν στήν ἀσήμαντη θέση τῶν δημιουργημάτων. Ἀλλ᾿ ἄν καί αὐτοί συμπεριφέρονται ἐχθρικά καί εἶναι ἀντίθετοι στά λεγόμενα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἐμεῖς, ἀφοῦ δεχόμαστε τά θεῖα δόγματα σάν ἀποκάλυψη πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ἄς προσφέρουμε στόν Κύριο τή δοξολογία πού ἁρμόζει, δείχνοντας μαζί μέ τή σωστή πίστη καί τό ὅτι τηροῦμε ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια.
Πρός αὐτούς λοιπόν πού ἐπιχειροῦν νά διδάσκουν τά ἀντίθετα ἀπό ἐκεῖνα πού εἶπε τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ἀρκετά ὅσα εἴπαμε, εἶναι ἀνάγκη ὅμως νά ποῦμε στή δική σας ἀγάπη, γιά ποιό λόγο δέ μᾶς χάρισε ὁ Κύριος ἀμέσως μετά τήν ἄνοδό του στόν οὐρανό τήν αἰτία τῶν τόσων ἀγαθῶν, ἀλλ᾿ ἄφησε πρῶτα νά περάσουν λίγες ἡμέρες καί νά μείνουν μόνοι τους οἱ μαθητές, καί ὕστερα ἔστειλε κάτω στή γῆ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό δέν ἔγινε ἄσκοπα, οὔτε τυχαῖα. Ἐπειδή δηλαδή γνώριζε ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέ θαυμάζουν μ᾿ ὅμοιο τρόπο τά ἀγαθά πού ἔχουν στά χέρια τους, οὔτε ἐκτιμοῦν τήν ἀξία πού πραγματικά ἔχουν ἐκεῖνα, πού εἶναι εὐχάριστα καί σημαντικά, ἄν δέν ὑπάρχουν καί τά ἀντίθετα. Ἐννοῶ περίπου τό ἑξῆς.γιατί πρέπει νά τό πῶ σαφέστερα. Ἐκεῖνος πού εἶναι ὑγιής καί δυνατός στό σῶμα δέν αἰσθάνεται, οὔτε μπορεῖ νά ξέρει καλά, πόσα ἀγαθά τοῦ χάριζε ἡ ὑγεία, ἄν δέν ἀποκτήσει ἀρρωσταίνοντας πείρα καί τῆς ἀρρώστιας. Καί ἐκεῖνος πού βλέπει πάλι τήν ἡμέρα δέ θαυμάζει ὅπως πρέπει τό φῶς, ἐάν δέν τό διαδεχθεῖ τό σκοτάδι τῆς νύχτας. Γιατί, πραγματικά, ἡ πείρα πού ἔχουμε γιά τά ἀντίθετα γίνεται πάντοτε σαφής διδάσκαλος γιά ἐκεῖνα, πού ἔτυχε νά ἀπολαύσουμε προηγουμένως.
Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί τότε, ἐπειδή οἱ μαθητές εἶχαν ἀπολαύσει παρά πολλά ἀγαθά, ὅταν ἦταν μαζί τους ὁ Κύριος, καί ἦταν πολύ εὐτυχισμένοι ἐπειδή τόν συναναστρέφονταν (γιατί ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Παλαιστίνης ἔβλεπαν στά πρόσωπά τους σάν νά ἔβλεπαν σέ κάποια ἀστέρια, ἀφοῦ καί νεκρούς ἀνάσταιναν, καί λεπρούς καθάριζαν, καί δαιμόνια ἔδιωχναν, καί ἀρρώστιες θεράπευαν καί ἔκαναν καί πολλά ἄλλα θαύματα), ἐπειδή λοιπόν ἦταν τόσο σπουδαῖοι καί πασίγνωστοι, γι᾿ αὐτό τούς ἄφησε νά ἀποχωρισθοῦν γιά λίγο ἀπό τή δύναμη πού τούς βοηθοῦσε, ὥστε, ὅταν βρεθοῦν μόνοι τους, νά μάθουν τί τούς χάριζε ἡ παρουσία τῆς ἀγαθότητας τοῦ Κυρίου, καί, ἀφοῦ ἀντιληφθοῦν τά ἀγαθά τοῦ παρελθόντος, νά ὑποδεχθοῦν μέ μεγαλύτερη προθυμία τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πραγματικά, ἐνῶ ἦταν στενοχωρημένοι, τούς παρηγόρησε, καί, ἐνῶ ἦταν σκυθρωποί καί θλιμμένοι γιά τό χωρισμό τους ἀπό τό Διδάσκαλο, τούς φώτισε μέ τό δικό του φῶς, καί, ἐνῶ ἦταν σχεδόν νεκροί, τούς ἀνέστησε καί σκόρπισε τό σύννεφο τῆς λύπης καί τούς ἔβγαλε ἀπό τή δύσκολη θέση.
Ἐπειδή δηλαδή εἶχαν ἀκούσει τά λόγια τοῦ Κυρίου, «Πηγαίνετε νά διδάξετε ὅλα τά ἔθνη», καί βρίσκονταν στή συνέχεια σέ δύσκολη θέση καί δέν ἤξεραν ποῦ πρέπει νά κατευθυνθεῖ ὁ καθένας καί σέ ποιό μέρος τῆς γῆς νά κηρύξει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν καί μοιράζει στόν καθένα τά μέρη τῆς γῆς πού ἔπρεπε νά κηρύξει καί μέ τή γλώσσα πού ἔδωσε, σάν μέ κάποιο σημείωμα, γνωρίζει στόν καθένα τά ὅρια τῆς ἐξουσίας καί τῆς διδασκαλίας πού ἔπρεπε ν᾿ ἀναλάβει. Γι᾿ αὐτό ἐμφανίσθηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν. Καί ὄχι μόνο γι᾿ αὐτό, ἀλλά γιά νά μᾶς θυμίσει καί κάποια παλιά ἱστορία. Ἐπειδή δηλαδή στά παλιά χρόνια παραλογίσθηκαν οἱ ἄνθρωποι καί θέλησαν νά κτίσουν ἕνα πύργο πού νά φθάνει ὥς τόν οὐρανό, καί μέ τή σύγχυση τῶν γλωσσῶν τους διέλυσε ὁ Θεός τήν κακή ἀπόφασή τους (Ἀναφέρεται στόν πύργο τῆς Βαβέλ. Βλ. Γεν. 11, 1-9), γι᾿ αὐτό καί τώρα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν πετᾶ σ᾿ αὐτούς τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά ἑνώσει μ᾿ αὐτό τήν οἰκουμένη πού ἦταν χωρισμένη.
Καί ἔγινε κάτι ἀσυνήθιστο καί παράξενο. Γιατί ὅπως τότε στά παλιά χρόνια γλῶσσες χώρισαν τήν οἰκουμένη καί διέλυσαν τήν κακή συμφωνία, ἔτσι καί τώρα γλῶσσες ἕνωσαν τήν οἰκουμένη καί ὁδήγησαν σέ ὁμόνοια αὐτά πού ἦταν χωρισμένα. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ἐμφανίσθηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή γλωσσῶν καί σάν πύρινες γλῶσσες γιά τό ἀγκάθι τῆς ἁμαρτίας πού μεγάλωσε πολύ μέσα μας. Γιατί ὅπως ἡ γῆ, ὅταν δέν καλλιεργεῖται, ἐνῶ εἶναι γόνιμη καί πλούσια, βγάζει πολλά ἀγκάθια, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐνῶ εἶναι καλή ἀπό τό δημιουργό της καί κατάλληλη γιά τά ἔργα τῆς ἀρετῆς, ἐπειδή δέ δέχθηκε τό ἄροτρο τῆς εὐσέβειας, οὔτε τό σπόρο τῆς θεογνωσίας, βλάστησε μέσα μας τήν ἀσέβεια σάν ἀγκάθια καί ἄλλα ἄχρηστα φυτά. Καί ὅπως ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς πολλές φορές δέ φαίνεται ἀπό τά πολλά ἀγκάθια καί τά ἄγρια χόρτα, ἔτσι καί ἡ εὐγένεια καί ἡ ἁγνότητα τῆς ψυχῆς μας δέ φαινόταν, μέχρις ὅτου ἦλθε ὁ γεωργός τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἔβαλε τή φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν καθάρισε καί τήν προετοίμασε νά δεχθεῖ τόν οὐράνιο σπόρο.
3. Τόσα πολλά καί ἀκόμη περισσότερα ὑπῆρξαν γιά μᾶς τά ἀγαθά ἀπό τή σημερινή ἡμέρα. Γι᾿ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, ἄς ἑορτάσουμε καί ἐμεῖς ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός, ὄχι στεφανώνοντας τήν πόλη, ἀλλά καλλωπίζοντας τίς ψυχές μας, ὄχι στολίζοντας τήν ἀγορά μέ παραπετάσματα, ἀλλά κάνοντας χαρούμενη τήν ψυχή μας μέ τά ἐνδύματα τῆς ἀρετῆς γιά νά μπορέσουμε ἔτσι καί τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά ὑποδεχθοῦμε καί τούς καρπούς πού μᾶς προσφέρει ν᾿ ἀποκτήσουμε. Καί ποιός εἶναι ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἄς ἀκούσουμε τόν Παῦλο πού λέγει.«Ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέγει, «εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη» (Γαλ. 5, 22). Πρόσεχε τήν ἀκρίβεια τῶν λέξεων καί τή σειρά τῆς διδασκαλίας. Ἔβαλε πρώτη τήν ἀγάπη καί ὕστερα ἀνάφερε τά ἄλλα. Φύτεψε τό δένδρο καί ὕστερα τόν καρπό. Ἔβαλε τά θεμέλια καί ὕστερα πρόσθεσε τήν οἰκοδομή. Ἄρχισε ἀπό τήν πηγή καί ὕστερα ἔφθασε στούς ποταμούς.
Πράγματι δέν μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε πρῶτα τή χαρά, ἄν δέ θεωρήσουμε πρῶτα ὅτι εἶναι δική μας ἡ χαρά τῶν ἄλλων καί ἄν δέ λογαριάσουμε ὅτι εἶναι δικά μας τά ἀγαθά τῶν συνανθρώπων μας. Καί αὐτά δέν εἶναι δυνατό ποτέ νά φανοῦν ἀπό τίποτε ἄλλο, ἄν δέ μᾶς κυριέψει ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ρίζα, ἡ πηγή καί ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Γιατί πράγματι σάν ρίζα κάνει νά βλαστήσουν ἄπειρα κλαδιά ἀρετῆς, σάν πηγή βγάζει πολλά νερά καί σάν μητέρα σφίγγει μέσα στήν ἀγκαλιά της ἐκείνους πού καταφεύγουν σ᾿ αὐτήν. Αὐτό ἀκριβῶς γνωρίζοντας καί ὁ μακάριος Παῦλος ὀνόμασε τήν ἀγάπη καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἀλλοῦ τῆς χάρισε τόσο μεγάλο προτέρημα, ὥστε νά πεῖ ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ τέλεια τήρηση καί ἐκπλήρωση τοῦ νόμου.«Γιατί ἡ ἀγάπη», λέγει, «εἶναι ἡ τέλεια τήρηση καί ἐκπλήρωση τοῦ νόμου» (Ρωμ. 13, 10). Ὁ Κύριος τῶν πάντων δέ θεώρησε καμιά ἄλλη προϋπόθεση ἀρκετή καί ἀπόδειξη ἀξιόπιστη γιά νά φαίνονται οἱ μαθητές του, παρά μόνο τήν ἀγάπη, λέγοντας.«Μ᾿ αὐτό θά μάθουν ὅλοι ὅτι εἶστε μαθητές μου, ἐάν ἔχετε μεταξύ σας ἀγάπη» (Ἰω. 13, 35).
Γι᾿ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, ἄς καταφύγουμε ὅλοι σ᾿ αὐτήν, ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε καί μ᾿ αὐτήν ἄς ὑποδεχθοῦμε τή σημερινή ἑορτή. Γιατί, ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἀδρανοῦν τά πάθη τῆς ψυχῆς. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, σταματοῦν οἱ παράλογες σαρκικές ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς. «Ἡ ἀγάπη», λέγει ὁ Παῦλος, «δέν ὑπερηφανεύεται, δέ φουσκώνει ἀπό ἐγωισμό, δέ φέρεται ἄσεμνα» (Α´ Κορ. 13, 4-5). Ἡ ἀγάπη δέν κάνει κακό στό συνάνθρωπο. Ὅπου κυβερνᾶ ἡ ἀγάπη, πουθενά δέν ὑπάρχει Κάιν νά σκοτώσει τόν ἀδελφό του. Βγάλε ἀπό τήν καρδιά σου τήν πηγή τοῦ φθόνου, καί ἔβγαλες τόν ποταμό ὅλων τῶν κακῶν. Κόψε τή ρίζα, καί κατέστρεψες ταυτόχρονα καί τόν καρπό. Καί τά λέγω αὐτά, γιατί λυπᾶμαι περισσότερο ἐκείνους πού φθονοῦν, παρά ἐκείνους πού φθονοῦνται, γιατί ἐκεῖνοι εἶναι κυρίως πού ζημιώνονται πάρα πολύ καί πού προξενοῦν μεγάλη καταστροφή στόν ἑαυτό τους. Ἐπειδή γι᾿ αὐτούς πού φθονοῦνται ὁ φθόνος εἶναι, ἐάν τό θελήσουν, ἀφορμή γιά βράβευση.
Καί πρόσεχε, σέ παρακαλῶ, πῶς ὁ δίκαιος Ἄβελ ἐπαινεῖται καί ἀναφέρεται καθημερινά, καί ἡ σφαγή του ἔγινε γι᾿ αὐτόν ἀφορμή καλῆς φήμης. Καί αὐτός μετά τό θάνατό του ὁμιλεῖ ἐλεύθερα καί κατηγορεῖ μέ δυνατή φωνή τό δολοφόνο του. Ὁ Κάιν ὅμως, πού δῆθεν ἔμεινε στή ζωή, πῆρε τήν ἀμοιβή του ἀνάλογα μέ τά ἔργα του, καί ἔζησε ἐπάνω στή γῆ ἀναστενάζοντας καί τρέμοντας. Ὁ Ἄβελ ὅμως πού σκοτώθηκε καί ξαπλώθηκε νεκρός ἔδειξε μετά τό θάνατό του μεγαλύτερη παρρησία (Γεν. 9, 10). Καί ὅπως ἔκαμε ἐκεῖνον ἡ ἁμαρτία του νά ζεῖ πιό ἄθλια καί ἀπό τούς νεκρούς, ἔτσι ἔκαμε αὐτόν ἡ ἀρετή του νά λάμπει περισσότερο καί μετά τό θάνατό του. Γι᾿ αὐτό λοιπόν καί ἐμεῖς, γιά ν᾿ ἀποκτήσουμε μεγαλύτερη παρρησία καί σ᾿ αὐτή τή ζωή καί στήν ἄλλη, γιά νά ἀπολαύσουμε περισσότερη χαρά πού πηγάζει ἀπό τήν ἑορτή, ἄς καταστρέψουμε ὅλα τά ἀκάθαρτα ἐνδύματα τῆς ψυχῆς, ἄς γυμνωθοῦμε ἰδιαίτερα ἀπό τό ἔνδυμα τοῦ φθόνου. Γιατί καί ἄν ἀκόμη φανοῦμε ὅτι πετύχαμε πάρα πολλά, ὅλα θά τά χάσουμε, ὅταν μᾶς ἐνοχλεῖ τό πικρό καί ἄγριο αὐτό ἐλάττωμα, πού μακάρι νά τό ἀποφύγουμε ὅλοι μας, καί ἰδιαίτερα αὐτοί πού σήμερα μέ τή χάρη τοῦ βαπτίσματος ἔβγαλαν τό παλιό ἔνδυμα τῶν ἁμαρτημάτων τους καί πού μποροῦν νά λάμπουν σάν τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου.
Ἑσεῖς λοιπόν, παρακαλῶ, οἱ ὁποῖοι υἱοθετηθήκατε σήμερα ἀπό τό Θεό, οἱ ὁποῖοι ντυθήκατε τό λαμπρό αὐτό φόρεμα, διατηρῆστε μέ κάθε τρόπο τή χαρά, στήν ὁποία εἶστε τώρα, ἀφοῦ φράξετε ἀπό παντοῦ τήν εἴσοδο στό διάβολο, ὥστε νά ἀπολαύσετε ἀφθονότερη τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μπορέσετε ν᾿ ἀποδώσετε καλά ἔργα ὁ ἕνας τριάντα, ὁ ἄλλος ἑξήντα, ὁ ἄλλος ἑκατό, καί νά ἀξιωθεῖτε νά συναντήσετε μέ παρρησία τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν, ὅταν πρόκειται νά ἔλθει καί νά μοιράσει τά ἀπερίγραπτα ἀγαθά σ᾿ ἐκείνους πού ἔζησαν ἐνάρετα τήν παρούσα ζωή, μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ι. Μ. Καισαριανής, Βύρωνα και Υμηττού, http://www.alopsis.gr/alopsis/pendiko2.htm
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη μίας πολὺ μικρῆς ὁμάδας μαθητῶν καὶ ὀπαδῶν Του. Σήμερα παρουσιάζει μπροστά σου μόνο τριακόσιους δεκαοκτὼ γλυκεῖς, εὐώδεις καὶ ἀμάραντους καρπούς. Μιὰ μικρὴ ἀλλά ἐκλεκτὴ ὁμάδα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ τριακόσιοι δεκαοκτὼ ἅγιοι πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τὸ 325 μ. Χ., τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση, ἀποσαφήνιση καὶ βεβαίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Ἐκκλησία εἶχαν ἐμφανιστεῖ «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. κ' 29), πού φοροῦσαν ροῦχα ὅμοια μὲ τῶν ποιμένων. Αὐτοὶ εἶχαν ἔκλυτη ζωὴ καὶ γι' αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν μέσα τους τόπο γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔπεσαν κι οἱ ἴδιοι, ἀλλά παρέσυραν καὶ τοὺς πιστοὺς σὲ πλάνες. Ἡ διδασκαλία τους ἦταν διαβρωτική, ὅπως κι ἡ ζωή τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λοιπὸν σύναξε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ Σύνοδο, ὥστε νὰ φανοῦν οἱ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πλανεμένους· νὰ φανεῖ ἡ δύναμη ἐκείνων πού ἀγωνίζονται γιὰ τὸν Χριστὸ ἐναντίον ἐκείνων πού τὸν πολεμοῦν καὶ νὰ διακριθεῖ ὁ γλυκὺς καρπὸς τοῦ καλοῦ Δέντρου, πού εἶναι ὁ Χριστός, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σάπιους καὶ πικροὺς καρποὺς τοῦ δέντρου τοῦ πονηροῦ.
Οἱ ἅγιοι πατέρες ἔλαμψαν στὴ Νίκαια ὅπως τὰ ἄστρα στὸν οὐρανό, πού παίρνουν τὸ φῶς τους ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν Χριστοφόροι ἄνθρωποι, ὁ Χριστὸς ζοῦσε κι ἔλαμπε μέσα ἀπὸ τὸν καθένα τους. Ἦταν οὐρανοπολίτες μᾶλλον παρὰ πολίτες τῆς γῆς, ἀγγελόμορφοι, ἔμοιαζαν περισσότερο μὲ ἀγγέλους παρὰ μὲ ἀνθρώπους. Ἦταν πραγματικὰ «ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω» (Β' Κόρ. στ' 16).
Πιστεύω πώς εἶναι ἀρκετὸ ν' ἀναφερθῶ σὲ τρεῖς μόνο ἀπ’αὐτούς· ἐκείνους πού σοῦ εἶναι οἱ πιὸ γνωστοί, γιὰ νὰ 'χεις μιὰ ἰδέα πῶς ἦταν κι οἱ ὑπόλοιποι τριακόσιοι δεκαπέντε. Κι ἀναφέρομαι στὸν ἅγιο πατέρα Νικόλαο, στὸν ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μέγα. Πολλοὶ ἀπό τούς ἅγιους πατέρες ἔφτασαν στὴ Σύνοδο φέροντας στὸ σῶμα τους τραύματα πού εἶχαν δεχτεῖ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Παφνούτιος, γιὰ παράδειγμα, εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι ὅταν τὸν βασάνιζαν. Ὅλοι τους ἔλαμπαν ἀπὸ ἕνα ἐσωτερικὸ φῶς πού προερχόταν ἀπὸ τὸν Θεό, ἕνα φῶς ὅπου διακρινόταν καθαρὰ ἡ ἀλήθεια. Ὡς ἀκόλουθοι τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲν λογάριαζαν τὰ βασανιστήρια. Ἡ ἀφοβία τους στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας ἦταν μέγιστη, ἀπεριόριστη. Μὲ τὴ θεόσδοτη γνώση τῆς ἀλήθειας πού κατεῖχαν καὶ τὴν τόλμη τους στὴν ὑπεράσπισή της, οἱ ἅγιοι αὐτοὶ πατέρες ἀναίρεσαν καὶ συνέτριψαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ καθιέρωσαν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού κρατοῦμε ὡς σήμερα καὶ ὁμολογοῦμε ὡς τὴ μόνη σωστικὴ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
Tό σημερινὸ εὐαγγέλιο δέν μᾶς μιλάει γιὰ τὴ Σύνοδο αὐτή, ἀλλά γιὰ τὴν τελευταία προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Γιατί διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ στὴ σημερινὴ γιορτή; Ἐπειδὴ δείχνει τὴν ἐπιρροή του στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς αὐτῆς ὁ Θεὸς ἐνίσχυσε τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Συνόδου καὶ τοὺς ἔκανε ἀτρόμητους ὑπερασπιστὲς τῆς ἀλήθειας, νικητὲς στὶς ἀμφισβητήσεις καὶ τὴν κακία ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων. Νά, πῶς ἀρχίζει ἡ προσευχὴ αὐτή:
«Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε» (Ἰωάν. ιζ' 1). Ὅλα ὅσα δίδαξε ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώπους, τὰ εἶχε ἐφαρμόσει ὁ ἴδιος. Εἶχε διδάξει τοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ προσεύχονται: «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...» (Ματθ. στ' 9). Ὁ ἴδιος σήκωσε τὸ βλὲμμα Του στοὺς οὐρανούς, ὅπου κατοικεῖ ὁ Πατέρας Του καὶ εἶπε: «Πάτερ!» Δὲν εἶπε «Πάτερ ἡμῶν», ὅπως κάνουμε ἐμεῖς, ἀλλά ἁπλά «Πάτερ!» Μόνο Αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ «Πατέρα μου». Αὐτὸς καὶ κανένας ἄλλος, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ, ἀφοῦ Αὐτὸς μόνο εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱός τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ὁ μόνος ἴσος μὲ τὸν Πατέρα τόσο κατὰ τὴν ὕπαρξη ὅσο καὶ κατὰ τὴν οὐσία· ὁ μοναδικὸς Υἱός τοῦ μοναδικοῦ Πατέρα. Ἐμεῖς εἴμαστε μόνο υἱοί ἐξ υἱοθεσίας, μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν. Δέν σήκωσε μόνο τὰ σωματικά Του μάτια ἀλλά καὶ τὰ πνευματικά, κυρίως αὐτά. Ὁ Ἄσωτος «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι» (Λουκ. ιη' 13), γιατί αἰσθανόταν τὴν ἁμαρτωλοτητά του. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν ἐλεύθερα, γιατί ἦταν ἀναμάρτητος.
Ἡ ὥρα Του -ἡ ὥρα τοῦ μεγάλου πάθους- πλησίαζε. Μόνο Αὐτὸς ἔβλεπε τὴν ὥρα αὐτή, τὴν πιὸ φοβερὴ ἀπὸ καταβολῆς καὶ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Μόνο Αὐτὸς τὴν ἔβλεπε καθαρὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὴν προεῖπε ἀπὸ τὴν ἀρχή καὶ μίλησε γι' αὐτὴν στοὺς μαθητές Του. Οἱ μαθητὲς Του ὅμως δὲν τὸ κατάλαβαν αὐτό, δὲν τὸ ἔβαλαν στὴν καρδιά τους, δὲν τὸ ἔκαναν δικό τους, ὡς τὴ στιγμὴ πού ἡ ὥρα δὲν ἀπεῖχε πιὰ μέρες, ἀλλά λεπτά.
«Δόξασόν σου τὸν υἱόν!» Δόξασέ Τον τὴ φοβερὴ αὐτὴ ὥρα, ὅπως τὸν δόξασες μέχρι τώρα. Δόξασέ Τον στὸ θάνατο, ὅπως τὸν δόξασες στὴ ζωή. Δόξασέ Τον στὴν ταπείνωση καὶ στὰ πάθη Του, ὅπως τὸν δόξασες μέ τούς δυνατοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα Του. Δόξασέ Τον στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν εἶχες δοξάσει ἀπὸ τὴν ἀρχή στοὺς ἀγγέλους Σου. Δόξασε τὸν Υἱόν Σου «ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε». Ἂν ἀπὸ τὸ πρῶτο μέρος τῆς πρότασης φαίνεται πώς ὁ Υἱός εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα, στὸ δεύτερο αὐτὸ μέρος βλέπουμε καθαρὰ τὴν ἰσότητά Τους καὶ τὴν ἀμοιβαία συμμετοχὴ στὴν ἴση δύναμή Τους. Ὁ Πατέρας δοξάζει τὸν Υἱό καὶ ὁ Υἱός δοξάζει τὸν Πατέρα, μὲ ἀδιαίρετη δύναμη καὶ ἀδιαίρετη ἀγάπη. «Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει» (Α' Ἰωάν. β' 23). Ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱὸ στὸν κόσμο· ὁ Υἱός φανέρωσε τὸν Πατέρα στὸν κόσμο.
Τίποτα δέν θὰ ξέραμε γιὰ τὸν Υἱό χωρὶς τὸν Πατέρα, οὔτε γιὰ τὸν Πατέρα χωρὶς τὸν Υἱό, ὅπως δέν θὰ γνωρίζαμε γιὰ τὸ φῶς, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἥλιος. Μὰ οὔτε καὶ γιὰ τὸν ἥλιο θὰ ξέραμε ἂν δὲν τὸν φανέρωνε τὸ φῶς. Ὁ ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τὴ σύγκριση αὐτὴ καὶ ὀνομάζει τὸν Χριστὸ «ἀπαύγασμα τῆς δόξης (τοῦ Πατρὸς)» (Ἑβρ. α' 3). Ὁ Κύριος δέν ζητᾶ νὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ χάρη τοῦ ἰδίου, μὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τ' ἀκόλουθα λόγια:
«Καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. ιζ' 2). Προσέξτε μὲ ποιὸ τρόπο ὁ Κύριος ἀναφέρεται στὴ δόξα Του: μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος! Τὸ κάνει, γιὰ νὰ γίνει τὸ μέσον πού θὰ χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ εἶναι πού ζητᾶ ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα πού ζητάει. Τὴ στιγμὴ πού οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑτοιμάζουν ἕνα πικρὸ ποτήρι θλίψεων, γεμάτο μὲ βάσανα, ἱδρῶτα καὶ αἷμα, Ἐκεῖνος προσεύχεται γιὰ νὰ δώσει στοὺς ἀνθρώπους αἰώνια ζωή. Ἡ ἀπάντησή Του στὴν πιὸ βαριὰ πέτρα, εἶναι τὸ γλυκύτερο ψωμί. Κι ἀνέφερε ἀρκετὲς φορὲς ὅτι ὁ Πατέρας τοῦ ἔδωσε δύναμιν ἐπὶ πάσης σαρκός. «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου» (Ματθ. ια' 27), εἶπε. Κι ἀλλοῦ πάλι: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ' 15). Ἀλλά καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅταν φανερώθηκε στοὺς μαθητὲς Του εἶπε: «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη' 18).
Ὅπως λοιπὸν εἶχε λάβει ἐξουσία πάνω σὲ κάθε ὕπαρξη, ὁ Κύριος ζητάει τώρα ἀπὸ τὸν Πατέρα Του ἐξουσία στὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες πού τὸν εἶχαν ἐμπιστευτεῖ, νὰ τοὺς χαρίσει δηλαδὴ τὴν αἰωνιότητα. Ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ ἔχεις ἐξουσία πάνω στὸν ὑλικὸ καὶ φθαρτὸ κόσμο κι ἄλλο νὰ ἔχεις στὴ δικαιοδοσία σου τὴν αἰώνια ζωή. Ὅταν στὴν ἀρχή θέλησε ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, ζωντανὸ καὶ ἀθάνατο, στὴ δημιουργία ἔλαβε μέρος ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως διαβάζουμε στὴ Γένεση (α' 26): «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν». Τώρα, πού ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου θέλει νὰ δώσει αἰώνια ζωὴ στοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους, προσφεύγει στὸν Πατέρα, ἐνῶ εἶναι αὐτονόητη καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν περίπτωση αὐτή, ὅπως καὶ στὴ δημιουργία, ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀποκλειστικὸ χάρισμα τῆς Ἁγίας Τριάδας.
Καὶ στὴ μιὰ περίπτωση καὶ στὴν ἄλλη, ἡ αἰώνια ζωὴ δηλώνεται πώς εἶναι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ πού χαρίζει ὁ Θεός. Ἡ στιγμὴ πού ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στὴν αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀνυπέρβλητη, μοναδική, ὅπως κι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλό. Τὸ νὰ κάνεις ἕνα θνητὸ ἄνθρωπο ἀθάνατο εἶναι τόσο μεγαλειώδης καὶ θεϊκὴ πράξη, ὅσο κι ἡ δημιουργία ἀπὸ τὸν πηλό.
«Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. ιζ' 3). Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπίγεια ζωὴ μας εἶναι ἀπαρχὴ καὶ πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς πού ζοῦμε ἀκόμα στὴ γῆ. Πῶς ὅμως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ στὴ μέλλουσα κατάστασή μας; «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α' Κορ. β' 9). Αὐτὸ τὸ ἀποκάλυψε πνευματικὰ ὁ Θεὸς σ' αὐτὸν τὸν κόσμο μόνο σὲ κείνους πού Τὸν εὐαρέστησαν. Ἡ μεγαλύτερη εὐφροσύνη ὅμως στὴν αἰώνια ζωή, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πρέπει νὰ συνίσταται στὴ μέγιστη γνώση τοῦ Θεοῦ, στὴ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὰ παιδιὰ εἶχε πεῖ: «... οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ιη' 10).
Ἡ ἀκόρεστη θέαση τοῦ Θεοῦ, ἡ διαρκής ζωὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, μέσα σὲ μιὰν ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση καὶ χαρά, ἀέναη δοξολογία κι ἀγάπη, δὲν εἶναι ζωὴ ἀγγελική, πού ἁρμόζει καὶ στοὺς ἁγίους στὸν ἄλλο κόσμο; Δὲν εἶναι ζωὴ μὲ γνώση τοῦ Θεοῦ; Ὅσο ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, στὴ γῆ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «βλὲπομεν δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α' Κορ. ιγ' 12).
Ἡ γνώση πού ἔχουμε τώρα γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι μερική, τότε ὅμως θὰ εἶναι πλήρης. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ νομίζουμε πώς ἕνας ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν Θεὸ ὅταν φτάνει μὲ τὶς διεργασίες τοῦ νοῦ στὸ συμπέρασμα πώς ὁ Θεὸς ὑπάρχει κατὰ κάποιο τρόπο καὶ κατοικεῖ κάπου.
Τὸ Θεὸ γνωρίζει ἐκεῖνος πού νιώθει μέσα του ἀλλά καὶ γύρω του τὴ ζείδωρη πνοὴ τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς πού μὲ τὴν καρδιά, τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ του αἰσθάνεται τὴ μεγαλειώδη καὶ φοβερὴ παρουσία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ στὴ φύση, μὰ καὶ στὴν προσωπικὴ ζωή του.
Γιατί ὁ Χριστὸς τονίζει τὰ λόγια τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν; Ἐπειδὴ θέλει νὰ προφυλάξει τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τὸν πανθεϊσμὸ καὶ τὴν εἰδωλολατρεία, νὰ βεβαιώσει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορά τὰ λόγια πού εἶπε μέσω τοῦ Μωυσῆ: «Ἐγώ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου... οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» (Ἐξ. κ' 2, 3). Καὶ γιατί ἐπισημαίνει πώς αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μέσω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσο μπορεῖ ν' ἀποκαλυφθεῖ στὸ θνητὸ ἄνθρωπο, κι ἐπειδὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ μποροῦν νὰ φτάσουν οἱ ἄνθρωποι στὴν πληρέστερη γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ σ' αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στοὺς Ἰουδαίους, «εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα μου ᾔδειτε ἄν» (Ἰωάν. η' 19). Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ βγαίνει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα πώς τὸν Πατέρα μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε μόνο μέσω τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
«Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω» (Ἰωάν. ιζ' 4). Τί σημαίνουν τὰ λόγια ἐπὶ τῆς γῆς; Σημαίνουν πώς αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐν σαρκί, ζώντας ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἔργο πού ἔκανε καὶ τελείωσε ὁ Κύριος ἐν σαρκί, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου Του στὸ σταυρό, τὸ ἔργο αὐτὸ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λόγια ζωοποιά, τέτοια πού δὲν εἶχαν ξανακουστεῖ στὴ γῆ, καθὼς κι ἀπὸ ἀμέτρητα θαύματα, τέτοια πού δὲν εἶχαν ξαναγίνει. Ὁ Κύριος ὅμως πιστώνει τὰ λόγια καὶ τὰ ἒργα Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα, γιὰ νὰ διδάξει σ' ἐμᾶς τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή.
«Καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» (Ἰωάν. ιζ' 5). Τί μποροῦν νὰ ποῦν τώρα ἐκεῖνοι πού λένε πώς ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, ἕνα πλάσμα τοῦ Θεοῦ ὅπως καὶ τ' ἄλλα πλάσματά Του; Ὁ Κύριος ἐδῶ μιλάει γιὰ τὴ δόξα πού εἶχε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου! Εἶπε κάποτε ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἑαυτό Του: «πρὶν ᾿Αβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι» (Ἰωάν. η' 58). Εἶπε πώς ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Αὐτὸ μόνο μποροῦσε νὰ πεῖ στοὺς ἄφρονες Ἰουδαίους, μὰ στὴν προσευχὴ Του εἶπε πώς ὑπῆρχε καὶ μάλιστα μὲ δόξα, πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀποκαλύψει περισσότερα. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσευχή Του, τὸ ἀποκαλύπτει στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Γιατί τώρα μόνο; Ἐπειδὴ γνωρίζει ὡς παντογνώστης πώς ἡ προσευχή Του θὰ φτάσει στ' αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων μόνο μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, τότε πού θὰ εἶναι εὔκολο νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν προαιώνια δόξα Του.
Ἡ δόξα Του εἶναι ἴδια μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ εἶναι «δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάν. α' 14). Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πώς «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ' 15); Ἑπομένως ἡ δόξα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ δική Του δόξα. Τόσο στὴ δόξα ὅσο καὶ στὴν ἐξουσία εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα. Τότε γιατί προσεύχεται στὸν Πατέρα νὰ τὸν δοξάσει; Δέν ζητάει νὰ δοξαστεῖ ὡς πρὸς τὴ Θεία φύση Του, ἀλλὰ τὴν ἀνθρώπινη. Γιὰ τὸν πλασμένο κόσμο ἡ ἀνθρώπινη φύση Του εἶναι καινούργια, ὄχι ἡ Θεία. Ἡ ἀνθρώπινη φύση Του πρέπει νὰ θεωθεῖ, νὰ φτάσει στὴ Θεία δόξα, ὥστε κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ προσεγγίσουμε τὴ δόξα Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος, τὸ στεφάνωμα ὅλων ὅσα ἔκανε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς εἰρήνευσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἡ εὐλογημένη υἱοθεσία τους ὡς κατὰ Χάρη υἱῶν, μέσω τῆς δόξας τοῦ Θεανθρώπου.
Πρόσεξε ἐπίσης ποιὰ σπουδαία στιγμὴ διάλεξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Πατέρα καὶ νὰ τὸν δοξάσει. Κι αὐτὸ ἔγινε τότε πού, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὁ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ καθαρὴ καὶ σαφὴς διδασκαλία πρὸς ἐμᾶς. Μᾶς λέει πώς, γιὰ νὰ περιμένουμε ἀνταπόδοση ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει πρῶτα νὰ τηρήσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θυμήσου τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πώς, στὸ τέλος τοῦ χρόνου, ὅταν «μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ» (Ματθ. ιστ' 27). Εὐλογημένοι καὶ μακάριοι θὰ εἶναι τότε οἱ ἅγιοι κι οἱ δίκαιοι, γιατί θὰ λάβουν ὡς ἀνταπόδοση ἑκατὸ φορὲς περισσότερα ἀπ’ ὅσα καλὰ ἔργα ἔκαμαν, θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο μὲ τὸ φῶς τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ, μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου.
«᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι» (Ἰωάν. ιζ' 6). Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ πού φανέρωσε ὁ Κύριος στὸν κόσμο; τὸ ὄνομα «Πατέρας». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο τόσο στοὺς εἰδωλολάτρες ὅσο καὶ στοὺς Ἰουδαίους. Εἶναι μιὰ ὁλότελα καινούργια ἀποκάλυψη στὸν κόσμο. οἱ προφῆτες κι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν τὸν Θεὸ μὲ τὰ ὀνόματα «Θεός», «Δημιουργός», «Κύριος», «Βασιλιᾶς», «Κριτής», ποτὲ ὅμως δὲν τὸν ἤξεραν ὡς «Πατέρα». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ἀνά τούς αἰῶνες.
Κανένας θνητὸς ἄνθρωπος δέν θὰ μποροῦσε ν' ἀποκαλύψει τὸ οἰκεῖο αὐτὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γιατί κανένας θνητὸς δέν θὰ μποροῦσε νὰ νιώσει τὴν πατρότητα τοῦ Δημιουργοῦ Του, ζώντας κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τοῦ σκότους καὶ τοῦ τρόμου, τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸ πού δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει κανείς, ἀκόμα κι ἂν τὸ ἐκφράσει μὲ τὴ γλώσσα του, δὲν ἔχει οὐσιαστικὴ σημασία. Μόνο ὁ Μονογενὴς Υἱός μπορεῖ ν' ἀποκαλέσει τὸν Θεὸ «Πατέρα». «ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰωάν. α' 18).
Σὲ ποιὸν ἀποκάλυψε ὁ Κύριος τὸ γλυκύτατο αὐτὸ ὄνομα τοῦ «Πατέρα»; Στοὺς ἀνθρώπους, οὕς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Κάποιοι σχολιαστὲς νομίζουν πώς τόνισε ἰδιαίτερα ἐκ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἀναφέρεται στοὺς ἀγγέλους, τοὺς «οὐράνιους ἀνθρώπους», ἀλλά στοὺς συνηθισμένους, τοὺς ἐπίγειους ἀνθρώπους. Ὁπωσδήποτε ὅμως φαίνεται πιὸ ὀρθὸ νὰ θεωρήσουμε πώς ὁ Κύριος ἐδῶ ἀναφέρεται στοὺς μαθητές Του, τόσο μὲ τὴ στενὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια. Αὐτὸ προκύπτει μὲ σαφήνεια ἀπὸ ἐκεῖνα πού λέει στὴ συνέχεια στὴν προσευχή Του: «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ» (Ἰωάν. ιζ' 20). Τὸ σκεπτικὸ ἐκείνων πού ἰσχυρίζονται πώς στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὁ «προορισμός», πού διακρίνουν στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ προειλημμένη ἀπόφαση σωτηρίας ἡ καταδίκης, εἶναι ἐντελῶς ἀβάσιμο.
«Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας» (Ἰωάν. ιζ' 6). Δηλαδή, δικοί Σου ἦταν ὡς πλάσματα καὶ δοῦλοι, Σὲ γνώριζαν μόνο ὡς Δημιουργὸ καὶ Κριτή. Τώρα ὅμως ἔμαθαν ἀπὸ Ἐμένα τὸ γλυκύτερο καὶ ἀγαπητὸ ὄνομά Σου, υἱοθετήθηκαν ἀπὸ Μένα κατὰ Χάρη. Μοῦ τοὺς ἔδωσες ὡς σκλάβους, γιὰ νὰ τοὺς παραδώσω σὲ Σένα ὡς υἱούς. Ἀπόδειξαν πώς εἶναι ἄξιοι τῆς τιμῆς αὐτῆς, γιατί τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς μαθητές Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Καὶ συνεχίζει τὰ ἐγκώμια Του:
«Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν» (Ἰωάν. ιζ' 7). οἱ πονηροὶ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό. Γι' αὐτὸ καὶ συκοφαντοῦσαν τὸν Κύριο, ἔλεγαν πώς εἶχε δαιμόνιο καὶ πώς ἡ θαυματουργική Του δύναμη προερχόταν ἀπὸ τὸν Βεελζεβούλ, τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμόνων. Πρέπει νὰ 'χουμε κατὰ νοῦ πώς ἀνάμεσα στοὺς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ὑπῆρχε κάποια σύγχυση καὶ διαφωνία γιὰ τὸν Χριστό: Ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ὄχι; Ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς ἀποστόλους πού πίστευαν πώς ἦταν Θεός. Πάντα ὅσα δέδωκάς μοι, δηλαδή, ὅλα τὰ λόγια κι ὅλα τὰ ἔργα.
«Ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας» (Ἰωάν. ιζ' 8). Μὲ τὰ ρήματα πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅλη τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη πού ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, ὄχι μόνο τὰ λόγια. Τὴν ἐνέργεια τῆς σοφίας καὶ τῆς δύναμης τὴν εἶχαν ἤδη δοκιμάσει οἱ μαθητὲς ὅλο τὸ διάστημα πού ἔζησαν κοντὰ στὸν Κύριο στὴ γῆ καὶ εἶχαν πειστεῖ πώς ὅλη ἡ σοφία κι ἡ δύναμή Του ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό.
«᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι» (Ἰωάν. ιζ' 9). Μήπως αὐτὸ σημαίνει πώς ὁ Κύριος δὲν προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλά μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του; οἱ μαθητὲς ἦταν ἡ καλὴ γῆ, ὅπου ὁ οὐράνιος Σπορέας ἔσπειρε τὸ σωστικό Του σπόρο. Γιὰ τὸν ἀγρό αὐτόν, πού ὁ ἴδιος ὁ Σπορέας καλλιέργησε κι ἔσπειρε, προσευχήθηκε στὸ πρῶτο μέρος.
Ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πώς πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ταπεινοφροσύνη μόνο αὐτὰ πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα. Μέσα στὴν ἀκαλλιέργητη καὶ ἄγονη γῆ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ ἴδιος διάλεξε ἕνα μικρὸ ἀγρό, τὸν περιέφραξε κι ἔσπειρε ἐκεῖ τὸν πολύτιμο σπόρο. Καθὼς ὁ σπόρος αὐτὸς ἀναπτύσσεται καὶ καρποφορεῖ, ὁ ἀγρὸς μεγαλώνει κι ὁ σπόρος ποὺ θὰ σπαρεῖ θὰ εἶναι περισσότερος. Ἑπομένως δὲν εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸ γεωργὸ νὰ προσεύχεται μόνο γιὰ τὸν περιφραγμένο, καλλιεργημένο καὶ σπαρμένο ἀγρό κι ὄχι γιὰ τὸν ἄγονο κι ἀκαλλιέργητο;
Πολλοὶ νεωτεριστὲς στὴ διαδρομὴ τῆς Ἱστορίας, φυσιωμένοι ἀπὸ τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἔπαρσή τους, προσπάθησαν μὲ τὶς θεωρίες τους νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία στὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ μιὰ κίνηση, κάνοντας ἔκκληση σ' ὁλόκληρο τὸν κόσμο. οἱ προσπάθειές τους ὅμως γρήγορα ἐκμηδενίστηκαν καὶ χάθηκαν σὰν φουσκάλες τοῦ νεροῦ, ἀφήνοντας τὸν ἀπατημένο κόσμο σὲ ἀκόμα μεγαλύτερη δυστυχία.
Τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἔχουν μιὰν ἀόρατη, μιὰ δυσθεώρητη ἀρχή, ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ πού σπέρνεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς κι ἀναπτύσσεται ἀργά. Ὅταν μεγαλώσει ὅμως καὶ γίνει δέντρο, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κουνήσει κανένας ἄνεμος. Ὅταν γίνεται σεισμὸς καταστρέφει πύργους ὑψηλούς, κατασκευάσματα ἀνθρώπων, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει οὔτε ἕνα δέντρο. Σὲ κάθε περίπτωση ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ προσευχήθηκε στὸν Πατέρα Του μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἀλλά ὅπως θὰ δοῦμε ἀργότερα, καὶ περὶ τῶν πιστευὸντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ. Καὶ πάλι ὅμως ὄχι γιὰ ὅλους τούς ἄγονους κι ἀκαλλιέργητους ἀγροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλά μόνο γιὰ τὸν διευρυμένο ἀγρό, ὅπου οἱ μαθητὲς θὰ σπείρουν τὸν πολύτιμο σπόρο τοῦ εὐαγγελίου.
«Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ιζ' 10). Ἐκτός ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά Του, ὁ Υἱός εἶναι σὲ ὅλα ἴσος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἴσος στὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀθανασία ἴσος στὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ἴσος στὴ σοφία καὶ τὴ δικαιοσύνη. Στὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ὅμως, ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱὸς εἶναι γεννητὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἡ σχέση τοῦ Πατέρα μὲ τὸν Υἱό εἶναι τοῦ Γεννήτορα καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τῆς Πηγῆς. Ἡ κυριότητα κι ἡ αὐθεντία σ' ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου κόσμου ἀνήκουν ἐξίσου καὶ ἀδιαίρετα στὸν Πατέρα, τὸν Υἱό καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ οὐσία κι ἡ ὕπαρξη τῶν τριῶν προσώπων εἶναι μιὰ ἀόρατη μονάδα, τῶν ὑποστάσεων εἶναι ἀσύγχυτη Τριάδα.
Ἔτσι ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας τὰ ἔχει καὶ ὁ Υἱός καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς τοῦ Χριστοῦ. Ἀνήκουν στὸν Πατέρα ὅπως ἀνήκουν καὶ στὸν Υἱό, καθὼς καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ὁ Κύριος εἶπε λίγο νωρίτερα, Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας καὶ τώρα λέει, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά; Ἐπειδὴ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατέρα τοὺς εἶχε παραλάβει ἀπὸ Ἐκεῖνον ὡς ἀκατέργαστο ὑλικὸ κι ὁ ἴδιος τούς ἐπεξεργάστηκε καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ τώρα τοὺς παραδίδει ξανὰ καλλιεργημένους καὶ λυτρωμένους στὸν Πατέρα Του. Ἑπομένως ὅσα εἶναι τοῦ Πατέρα εἶναι δικά Του κι ὅσα εἶναι δικά Του, εἶναι καὶ τοῦ Πατέρα.
Ὅπως εἶναι δύσκολο νὰ μοιράσεις τὴν ἀγάπη δυὸ ἀνθρώπων πού ἀγαπιοῦνται, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ μοιράσεις αὐτὸ πού ἀνήκει ξεχωριστὰ στὸν καθένα. Ὁ Κύριος εἶπε ἐπίσης: «καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς». Ὡς Θεὸς δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Κι ὡς ἄνθρωπος δοξάζεται ἐνώπιόν τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τῶν ἀγγέλων. Ἀπὸ τί ἐγκωμιάζεται ἕνα δέντρο ἂν ὄχι ἀπό τούς καρπούς του; Ὁ Κύριος δέν ζητεῖ μάταιη δόξα, κενή, ζητεῖ τὴ δόξα Του ἀπό τούς καρποὺς Του -τοὺς μαθητές Του- πού τὸν ἀκολούθησαν μὲ πίστη καὶ καλὰ ἔργα, μὲ ἀγάπη καὶ ζῆλο. Ὑπάρχουν γονεῖς πού ζητοῦν μεγαλύτερη δόξα ἀπ’ αὐτὴν πού τοὺς δίνουν τὰ παιδιά τους; Ἡ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ παιδιά Του, τοὺς πιστοὺς ὀπαδούς Του.
«Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰωάν. ιζ' 11). Γιατί λέει ὁ Κύριος πώς δὲν εἶναι πιὰ στὸν κόσμο; Ἐπειδὴ τελείωσε τὸ ἔργο Του καὶ τώρα πιὰ περιμένει νὰ ὑποστεῖ τὸ ἔσχατο καὶ μέγιστο πάθος, νὰ σφραγίσει τὸ τελειωμένο ἒργο μὲ τὸ ἀθῶο αἷμα Του.
Προσέξτε μὲ πόση ἀγάπη προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του! Καμιὰ μητέρα δέν θὰ προσευχόταν μὲ τόση στοργὴ γιὰ τὰ παιδιά της. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς. Τοὺς ἀφήνει ὡς πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους. Ἂν δὲν τοὺς προστάτευε κάποιο μάτι ἀπὸ τὸν οὐρανό, θὰ τοὺς εἶχαν κατασπαράξει ὅλους οἱ λύκοι. Τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου, ὡς γονιός, ὡς Πατέρας. Γίνου δικός τους Πατέρας, ὅπως εἶσαι καὶ δικός Μου. Μὲ τὴν πατρική Σου ἀγάπη στήριξέ τους καὶ προστάτεψέ τους ἀπό τους κακοὺς λύκους, ὁδήγησέ τους, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡμεῖς. Στὴν τέλεια αὐτὴ ἑνότητα δέν θὰ δεῖς μόνο τὴν πανίσχυρη δύναμη τῶν πιστῶν, μὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱός ἔχουν τὴν ἴδια οὐσία καὶ διαφέρουν μόνο στὰ πρόσωπα, ἂς γίνει τὸ ἴδιο καὶ στοὺς πιστούς: πολλὰ καὶ διάφορα τὰ πρόσωπα, ἀλλά οὐσιαστικὰ ἕνας στὴν ἀγάπη, τὸ θέλημα καὶ τὸ νοῦ.
Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος: «Ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ» (Ἰωάν. ιζ' 12). Κανένας ἀπ’ὅσους διάλεξε ὁ Κύριος δέν θὰ χαθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰούδα τὸν προδότη, ὅπως εἶναι γραμμένο καὶ στὴ Γραφή. Ὁ Ἰούδας βέβαια δέν χάθηκε ἐπειδὴ εἶναι γραμμένο, ἀλλ' ἐπειδὴ ἔδειξε ὅτι ἀπίστησε στὸν Θεὸ καὶ λάτρεψε τὸ χρῆμα. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχουν γραφεῖ τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια γιὰ τὸν Ἰούδα: «Ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ' ἐμέ πτερνισμὸν» (Ψαλμ. μ' 10), τὸ χωρίο αὐτό ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης στὸ εὐαγγέλιό του (βλ. Ἰωάν. ιγ' 18). «Καί τήν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος» (Ψαλμ. ρη' 8), ἀναφέρει ξανὰ ἡ Ἁγία Γραφή. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν στὸν Ἰούδα. Ἔφαγε τὸν ἄρτο μαζὶ μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ κι ἔπειτα σήκωσε τὴν φτέρνα ἐναντίον Του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Ὁ τρώγων μετ' ἐμοῦ τὸν ἄρτον ἐπῆρεν ἐπ' ἐμέ τὴν πτέρναν» (Ἰωάν. ιγ' 18). Καὶ μετὰ τὴν προδοσία του ὁ Ἰούδας κρεμάστηκε κι ὁ Ματθίας πῆρε τὴν ἀποστολικὴ θέση του. Καὶ τελειώνει ὁ Κύριος:
«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ιζ' 13). Ὁ Κύριος κάνει τὴν προσευχὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα Του λίγο προτοῦ ἀποχωριστεῖ ἀπό τούς μαθητές Του κι ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος γνωρίζει πώς τὸν περιμένει ὁ θάνατος κι ὁ τάφος. δέν μιλάει γι' αὐτὸ ὅμως στὸν ἀθάνατο Πατέρα Του, ἀφοῦ ὁ θάνατος κι ὁ τάφος δὲν ἔχουν καμιὰ σημασία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Μιλάει γιὰ ἐπιστροφὴ στὸν Πατέρα Του -νῦν δέν πρὸς σὲ ἔρχομαι- στὴν αἰώνια δόξα -τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Μετὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του, γιὰ νὰ ἔχουν τὴ δική Του χαρὰ καὶ μάλιστα πεπληρωμένην.
Τί εἴδους χαρὰ εἶναι αὐτή; Εἶναι ἡ χαρὰ πού ἔχει ὁ ὑπάκουος γιὸς ὅταν ἐκπληρώνει τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ εἰρηνοποιοῦ, πού ἡ δική του ἐσωτερικὴ καὶ θεϊκὴ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ διαταραχθεῖ ἀπὸ τὰ παραληρήματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νοικοκύρη, πού ἀφοῦ καθάρισε τὸν ἀγρό του, τὸν ὄργωσε καὶ τὸν ἔσπειρε, ὕστερα βλέπει τὸν καρπὸ ν' ἀναπτύσσεται, νὰ ὡριμάζει καὶ ν' ἀποδίδει. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νικητή, πού κατατρόπωσε ὅλους τούς ἐχθρούς του καὶ χάρισε τὴ δύναμη τῆς νίκης στοὺς φίλους του, γιὰ νὰ 'ναι νικητὲς ὡς τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Εἶναι τελικὰ ἡ χαρὰ τῆς ἁγνῆς καὶ θεοφίλητης καρδιᾶς, ἡ χαρὰ αὐτὴ πού εἶναι ζωή, ἀγάπη καὶ δύναμη. Τέτοια χαρὰ εἶναι στὴν πληρότητά της ἐκείνη πού ζητοῦσε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς μαθητὲς Του προτοῦ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο.
Ἡ προσευχὴ αὐτὴ πού ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Του εἶχε τὴν ἄμεση καὶ πλήρη προσοχὴ τοῦ Πατέρα Του. Τ' ἀποτελέσματά της φάνηκαν σύντομα. Τὴ στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου του ὁ πρωτομάρτυρας τῆς χριστιανικῆς πίστης ἀρχιδιάκονος Στέφανος, εἶδε «δόξαν Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ζ' 55). Κι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος γράφει πώς ὁ Θεὸς «ἐκάθισεν (τὸν Χριστὸ) ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζόμενου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά καί ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Ἐφ. α' 20-22). Αὐτὰ ἀναφέρονται στὴ δόξα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῶν πιστῶν τώρα, ὅλα ἐξελίχτηκαν ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἴδιος ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ἀναφέρεται πώς «ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν» (Πράξ. α' 14) καὶ «τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (δ' 32).
Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς ἀποστόλους -ἂν καὶ κατὰ κύριο λόγο ἀναφέρεται σ' αὐτοὺς- ἀλλά καὶ σ' ὅλους ἐκείνους πού πίστεψαν ἤ θὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ λόγια τους. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἑπομένως ἦταν καὶ γιὰ τοὺς ἅγιους πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού γιορτάζουμε σήμερα. Τήρησον αὐτούς, προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα Του. Κι ὁ Πατέρας τοὺς τήρησε καὶ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὶς πλάνες τοῦ Ἀρείου. Τοὺς φώτισε, τοὺς ἐνέπνευσε καὶ τοὺς ἐνίσχυσε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ὅμως ἔγινε καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς πού ἔχουμε βαφτιστεῖ στὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ πού μάθαμε ἀπό τούς ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους τὸ σωτήριο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτήρα μας.
Ἀδελφοί μου! Σκεφθεῖτε πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Του, ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια, σκέφτηκε καί σᾶς, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς! Εὔχομαι ἡ παντοδύναμη αὐτὴ προσευχὴ νὰ σᾶς προστατεύει καὶ νὰ σᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ ἑνώσει τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ψυχές σας! Εἴθε καὶ μεῖς νὰ δοξολογοῦμε ἑνωμένοι τὸν Πατέρα, τὸν Υἱό καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!
Έξι μήνες πριν από την σταυρική του Θυσία, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, στην γιορτή της Σκηνοπηγίας, πήγε στα Ιεροσόλυμα, μολονότι γνώριζε, ότι οι άρχοντες των Ιουδαίων ζητούσαν να τον θανατώσουν, και κήρυττε μέσα στο περίβολο του Ναού. Βγαίνοντας, είδε ένα τυφλό να κάθετε σε μιά γωνιά και να ζητά ελεημοσύνη. Οι Μαθητές ρώτησαν τον Διδάσκαλό τους, «Κύριε, ποιός αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός»; Και Εκείνος, που γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων απάντησε με φιλάνθρωπα αισθήματα αγάπης και ευσπλαχνίας. «Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του. Γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν τα έργα του Θεού».
Στο Ιουδαϊκό λαό βασίλευε η αντίληψη, ότι οι αμαρτίες των γονέων ταλαιπωρούν τις μεταγενέστερες γενεές των παιδιών τους. Αυτή η αντίληψη προήλθε από την παρεξήγηση της εντολής του Θεού, ο Οποίος διέταξε τον Ισραήλ να μη κατασκευάσει είδωλα, μήτε να λατρεύσει άψυχα ξόανα. Με άλλα λόγια προέτρεπε το λαό του Ισραήλ, να μη επανέλθη στην πολυθεϊα των ειδώλων. Σε περίπτωση δε που θα παράκουε και θα αποστατούσε από την πίστη στον ένα Αληθινό Θεό, τότε η τιμωρία της αμαρτίας τους θα μεταβιβαζόταν και στα παιδιά των μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς. Αυτή την ειδική διάταξη γενικεύθηκε από τον άνθρωπο για κάθε αμάρτημα. Αυτή την αντίληψη βλέπομε να έχουν και οι άγιοι Απόστολοι του Χριστού.
Βέβαια ο Μωσαϊκός Νόμος, προκειμένου περί των ατομικών αμαρτημάτων, δήλωνε με κάθε σαφήνεια, ότι οι ευθύνες είναι ξεχωριστές για τον καθένα. Διότι, ούτε οι πατέρες θα τιμωρηθούν για τα ατομικά αμαρτήματα των παιδιών τους, ούτε τα παιδιά για τα προσωπικά αμαρτήματα των γονιών τους. Ο καθένας έχει να δώσει λογοδοτήσει ανάλογα με τις πράξεις του.
Ο εκ γενετής Τυφλός δεν γεννήθηκε έτσι, γιατί έτσι θέλησε ο Θεός να τιμωρήσει στο πρόσωπό του τους γονείς του. Και ο Ιησούς το διαβεβαιώνει: «Ούτε ούτος ήμαρτε, ούτε οι γονείς αυτού».
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να διευκρινίσουμε το εξής. Σήμερα, πολλά νεογέννητα γεννώνται ελαττωματικά και παραμορφωμένα, εξ αιτίας της αμαρτωλής ζωής των γονέων των. Όταν οι γονείς είναι αιχμάλωτοι του αλκοολισμού και των ναρκωτικών’ όταν μιά μητέρα είναι κάτω από επήρεια βλαπτικών φαρμάκων ή τα παίρνει με σκοπό να αποβάλει και να φονεύσει το έμβρυο της, το μωρό της, τα ίδια της τα σπλάγχνα, τότε η δική τους αμαρτία βαραίνει και τους απογόνους τους. Εδώ το βαρύ έγκλημα διαπράττεται από τους ανθρώπους, από τους γονείς, και δεν είναι θεία τιμωρία προερχόμενη από τον Άγιο Θεό.
Η ερώτηση των Μαθητών είναι μιά αγνή απορία, γιατί πολλές φορές στο παρελθόν είχαν ακούσει το Διδάσκαλο να λέγει στους παραλυτικούς, ότι αρρώστησαν εξ αιτίας της αμαρτωλής ζωής των. Ο εκ γενετής Τυφλός όχι μόνον δεν γεννήθηκε τυφλός, αλλά και χωρίς οφθαλμούς. Ο Κύριος δεν του χαρίζει μόνον το φως των οφθαλμών του, αλλά πλάθει νέους οφθαλμούς εκ πηλού. Και εδώ είναι το μέγα θαύμα! Πού ξανακούστηκε τέτοιου είδους θεραπεία; Ποιός γιατρός μπόρεσε ποτέ να χαρίσει οφθαλμούς σ’ έναν, που γεννήθηκε χωρίς οφθαλμούς; Ποιό θαύμα μπορεί να συγκριθεί με το παρόν;
Εδώ πιστοποιείται, ότι ο Ιησούς είναι ο Αυτός Θεός, που στην αρχή της δημιουργίας έλαβε το χώμα της γης και έπλασσε τον άνθρωπο. Και αφού φύσηξε πνοή στο πρόσωπό του, τον κατέστησε “ψυχήν ζώσαν”. Ο ίδιος Θεός και εδώ φτιάχνει από πηλό και δημιουργεί νέους οφθαλμούς, χαρίζοντας στον εκ γενετής Τυφλό, το φως το αισθητό, που τόσο πολύ στερήθηκε.
Ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, είναι το Φως του κόσμου. Είναι Αυτός, που φωτίζει και αγιάζει τη ζωή μας, και μας καθοδηγεί στο να πράττουμε πάντοτε το σωστό. Χωρίς το Χριστό ο άνθρωπος ζει μέσα στο σκοτάδι της αγνωσίας. Χωρίς το Χριστό, όση μόρφωση κι αν αποκτήσει κανείς, όσα πλούτη και δόξα, παραμένει κάτω από την κυριαρχία της αμαρτίας, που σκοτίζει και μαυρίζει την όλη ύπαρξή του.
Η αμαρτία και τα αμαρτωλά πάθη τυφλώνουν τους πνευματικούς οφθαλμούς της ψυχής. Ο άνθρωπος της αμαρτίας, αν και έχει σωματικούς οφθαλμούς και βλέπει το φως το αισθητό, παραμένει τυφλωμένος και δεν θεωρεί το νοητό φως των θείων αποκαλύψεων. Εκείνος, που αιχμαλωτίζεται από τα πάθη της αμαρτίας, γίνεται σκλάβος της αμαρτίας. Στερεί από τον εαυτό του την πραγματική του ελευθερία, που χαρίζει μόνον ο Άγιος Θεός.
Για να απολαύσουμε τη θέα των θείων Δωρεών του Θεού, οφείλομε να απομακρυνθούμε από την αιτία της πνευματικής τύφλωσης, την αμαρτία. Όσο εμμένομε στις αμαρτωλές μας επιθυμίες, τόσο περισσότερο καθυστερούμε το φως να εισέλθει μέσα στο ναό της ψυχής μας.
Μπορούμε να παρομοιάσουμε την αμαρτία σαν ένα σκοτεινό σύννεφο, που επισκιάζει το πρόσωπο της γης και δεν αφήνει τις ακτίνες του ήλιου να φωτίσουν και να ζωογονήσουν τη ζωή. Έτσι και η αμαρτία γίνεται το εμπόδιο, ώστε οι ακτίνες της θείας Χάριτος να μη φθάνουν μέχρι την ψυχή, ώστε να χαρίσουν την αιώνιο ζωή στον άνθρωπο.
Ο σημερινός εκ γενετής Τυφλός βρήκε το φως του κοντά στο Χριστό. Γνώρισε το Χριστό και τον ομολόγησε Θεό Αληθινό. Εμείς ακολουθώντας το δικό του παράδειγμα, ας πλησιάσουμε τον Ιησούν και ας Του ζητήσουμε να μας θεραπεύσει από τη δική μας πνευματική τύφλωση. Ας Τον παρακαλέσουμε, να μας χαρίσει το Φως το νοητό, ώστε να βλέπουμε το δρόμο των αρετών επάνω στο οποίο οφείλομε να βαδίζουμε. Ας Τον παρακαλέσουμε, να αποτινάξει από επάνω μας το βαρύ σκοτάδι των παθών, που μας βυθίζουν στο ανεξιχνίαστο σκοτάδι. Ο Κύριος είπε: «Εάν το φως το εν σοί σκότος εστί, το σκότος πόσον»; Ας Τον παρακαλέσουμε να μας χαρίσει την θεία Του ευσπλαγχνία και έλεος, ώστε διά των πρεσβειών της υπερευλογημένης δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων να αξιωθούμε της εν Χριστώ σωτηρίας μας. Αμήν.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...