
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Μοναχός Μητροφάνης: Έπρεπε να δω, ως άλλος άπιστος Θωμάς, με τα μάτια μου, τι ακριβώς γίνεται μέσα στον Τάφο για να πιστέψω.
Αυτά τα λόγια ίσως βρίσκονται στο μυαλό πολλών ανθρώπων που αμφιβάλλουν για το συνεχώς επαναλαμβανόμενο θαύμα μέσα στους αιώνες, την έλευση του Αγίου φωτός στον Πανάγιο Τάφο των Ιεροσολύμων, ως μόνιμη υπενθύμιση της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ!
Όσοι λοιπόν έχουν έστω και μια αμφιβολία αλλά καλή προδιάθεση ίσως συναισθανθούν την αγωνία, το βίωμα και τη η μαρτυρία του Μοναχού Μητροφάνη την οποία διηγήθηκε μετά από 55 χρόνια, το Πάσχα του 1980, στον Κύπριο ιερέα Σάββα Αχιλλέως, ο οποίος τα κατέγραψε στο σύγγραμμα ΄΄Είδα το Άγιον Φως΄΄. Το έτος εκείνο ο πατήρ Μητροφάνης ήταν 80 ετών και αριθμούσε ήδη 56 συνεχόμενα χρόνια φύλακας του αγίου Τάφου.
Ο π. Μητροφάνης αναζητούσε επί πολύ καιρό τον τρόπο για να δώσει απάντηση στα ερωτήματά του όταν, μια μέρα που καθάριζε τον θόλο στην οροφή του Τάφου, ανακάλυψε μια μικρή εσοχή όπου μετά βίας χωρούσε το σώμα ενός άνδρα. Αυτό ήταν και το μοναδικό μέρος στο οποίο θα μπορούσε να κρυφτεί προκειμένου να παρακολουθήσει αθέατος την έλευση του Αγίου Φωτός. Επί 12 ώρες παρέμεινε ακίνητος και σιωπηλός. Μαζί του είχε μόνο λίγο νερό και έναν μικρό φακό, τον οποίο χρησιμοποίησε στις 11 το πρωί, όταν ο Τάφος σφραγίστηκε με μελισσοκέρι και έμεινε μόνος του στο σκοτάδι. Μια ώρα αργότερα, σύμφωνα με το τυπικό, τη δωδεκάτη μεσημβρινή, η πόρτα του Τάφου αποσφραγίστηκε και αργότερα εισήλθε ο Έλληνας πατριάρχης. Το απόσπασμα που ακολουθεί έχει αποδοθεί στη δημοτική και περιγράφει όσα λαμβάνουν χώρα μετά την είσοδο του πατριάρχη, όπως ακριβώς τα διηγείται ο ίδιος.
«Τότε διέκρινα τη μορφή του πατριάρχη, που έσκυψε για να εισέλθει μέσα στο ζωοδόχο μνήμα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, που η αγωνία μου βρισκόταν σε φοβερή υπερένταση μέσα στη νεκρική σιγή, που μόλις άκουγα την αναπνοή μου, ξαφνικά άκουσα έναν ελαφρύ συριγμό. Έμοιαζε με λεπτή πνοή ανέμου. Και αμέσως είδα ένα αλησμόνητο θέαμα, ένα γαλάζιο Φως να γεμίζει ολόκληρο τον ιερό χώρο του Ζωοδόχου Τάφου…. Πόση ανησυχία είχε εκείνο το γαλάζιο Φως, μέσα από το οποίο έβλεπα καθαρά τον πατριάρχη, από το πρόσωπο του οποίου κυλούσε ο ιδρώτας…. Και σαν να φωτιζόταν από το Φως άρχισε να αναγιγνώσκει τις ευχές…… Και αμέσως το γαλάζιο Φως άρχισε να μεταμορφώνεται σε ένα ολόλευκο Φως όπως εκείνο της Μεταμορφώσεως του Χριστού. Εν συνεχεία το ολόλευκο εκείνο Φως μεταμορφώθηκε σε μια ολόφωτη σφαίρα σαν τον ήλιο, που έμεινε ακίνητη πάνω από την κεφαλή του πατριάρχη. Κατόπιν είδα τον πατριάρχη να κρατάει τις δεσμίδες των 33 κεριών. Και όπως ανύψωσε αργά τα χέρια του, άναψε αυτομάτως η αγία κανδήλα και οι τέσσερις δεσμίδες των κεριών του. Εκείνη τη στιγμή εξαφανίστηκε η ολοφώτεινη σφαίρα. Τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα και το σώμα μου καιγόταν ολόκληρο».
Εύχομαι να αξιωθούμε να αισθανθούμε στα κατάβαθα της ψυχής μας αυτό, που δεν μπορούμε να δούμε!
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
*Να σημειώσω ότι ο π. Μητροφάνης σε ηλικία 21 ετών κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Ποντίων αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε σε φυλακή. Μετά από μερικούς μήνες κατάφερε να δραπετεύσει από τα κάτεργα. Χωρίς πατρίδα και οικογένεια, μοναδικό σκοπό της ζωής του είχε να καταφέρει να φθάσει ζωντανός στην Ιερουσαλήμ, για να προσκυνήσει στον Τάφο του Χριστού.
Όλα τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του δραμινού συγγραφέα Χάρη Σκαρλακίδη «ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ».
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Τις μέρες μετά το Πάσχα, επιστρέφω συνεχώς και ασυνείδητα στο ίδιο ερώτημα: αν η πρωτάκουστη διαβεβαίωση «Χριστός ανέστη» περιέχει ολόκληρη την ουσία, το βάθος και το νόημα της χριστιανικής πίστης, αν κατά τα λόγια του αποστόλου Παύλου «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ...; κενή δε και η πίστις υμων» (Α' Κορ. 15,14), τι να σημαίνει τότε άραγε αυτό το γεγονός για τη ζωή μου;
Άλλο ένα Πάσχα ήρθε και έφυγε. Για άλλη μια φορά ζήσαμε αυτή την εκπληκτική νύχτα, τη θάλασσα των αναμμένων κεριών, τη μεγάλη συγκίνηση, εκεί ήμασταν ξανά, στο μέσο μιας ακολουθίας ακτινοβόλας χαράς, που ολόκληρο το περιεχόμενό της ήταν σαν ένας ύμνος αγαλλιάσεως: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια, εορταζέτω γουν πασα κτίσις την έγερσιν Χριστου, εν ω εστερέωται».
Τι χαρούμενα νικητήρια λόγια! Τα πάντα ενώνονται: ουρανός, γη και το υποχθόνιο βασίλειο του θανάτου. Ολόκληρος ο κόσμος συμμετέχει σ' αυτή τη νίκη και στην ανάσταση του Χριστού ανακαλύπτει το δικό του νόημα και τη δική του αυτοπεποίθηση.
Όμως πέρασε, η νύχτα τέλειωσε, η γιορτή ολοκληρώθηκε, αφήνουμε το φως και επιστρέφουμε στον κόσμο, κατεβαίνουμε στη γη και εισερχόμεθα πάλι στην ομαλότητα, στην καθημερινότητα, στην πραγματικότητα της ζωής μας. Και τι βρίσκουμε; Όλα είναι ίδια, τίποτε δεν άλλαξε, και φαίνεται πώς τίποτε, απολύτως τίποτε δεν έχει κάτι το κοινό με τον ύμνο που ακούσαμε στην εκκλησία, «εορταζέτω γουν πασα κτίσις την έγερσιν Χριστου, εν ω εστερέωται».
Και τώρα αμφιβολίες αρχίζουν να εισβάλλουν στην ψυχή μας. Αυτά τα τόσο όμορφα και υπέροχα λόγια -πιο όμορφα και υπέροχα από κάθε άλλο λόγο πάνω στη γη- μπορούν να είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, ένα όνειρο; Η ψυχή και η καρδιά πίνουν παθιασμένα απ' αυτά τα λόγια, αλλά ηψυχρή λογική αποφαίνεται: όνειρα, αυταπάτη!
Δυο χιλιάδες χρόνια πέρασαν και τι μπόρεσαν να κάνουν αυτά τα λόγια; Θεέ μου, πόσο συχνά οι χριστιανοί δε χαμηλώνουν το κεφάλι τους βλέποντας το, και ούτε καν προσπαθούν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια του παζλ. Άφησέ μας μόνους, μοιάζει να λένε στον κόσμο, άφησέ μας το τελευταίο πράγμα που μας απόμεινε, την άνεση και τη χαρά! Μην ανακατεύεσαι τη στιγμή που διακηρύσσουμε στις εκκλησιές, πίσω από κλειστές πόρτες, πώς ολόκληρος ο κόσμος αγάλλεται.
Αν δεν ανακατευτείς, δε θα ανακατευτούμε κι εμείς στον τρόπο με τον οποίο ευχαριστείσαι να κτίζεις, να κατευθύνεις και να ζεις σ' αυτόν τον κόσμο ...
Στη βαθύτερη όμως γωνιά της συνείδησής μας, γνωρίζουμε πώς αυτή η ατολμία και αυτός ο μινιμαλισμός, αυτή η εσωτερική φυγή σ' ένα μυστικό εορτασμό είναι ασυμβίβαστη με το αυθεντικό νόημα και τη χαρά του Πάσχα.
Ο Χριστός ή ανέστη ή δεν ανέστη. Ή το ένα ή το άλλο! Αν ανέστη (γιατί άλλωστε θα είχαμε την πασχαλινή αγαλλίαση να γεμίζει ολόκληρη τη νύχτα με φως, θρίαμβο και νίκη), αν σε μια αποφασιστική και μοναδική στιγμή στην ανθρώπινη και παγκόσμια ιστορία, αυτή η ανήκουστη νίκη πάνω στο θάνατο συνέβη πραγματικά, τότε όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν γίνει όντως διαφορετικά και νέα, είτε οι άνθρωποι το γνωρίζουν είτε όχι.
Τότε όμως εμείς, ως πιστοί, ως αυτοί που χαρήκαμε και γιορτάσαμε, έχουμε την ευθύνη να γνωρίσουν και να πιστέψουν και άλλοι, να δουν, να ακούσουν και να εισέλθουν σ' αυτή τη νίκη και σ' αυτή τη χαρά.
Οι πρώτοι χριστιανοί δεν αποκαλούσαν την πίστη τους θρησκεία, αλλά Καλά Νέα («Ευαγγέλιον»), και είχαν σκοπό να το διαδώσουν και να το διακηρύξουν στον κόσμο. Γνώριζαν και πίστευαν πώς η ανάσταση του Χριστού δεν ήταν απλώς ευκαιρία για μία ετήσια γιορτή, αλλά πηγή μιας ενεργητικής και μεταμορφωμένης ζωής. Αυτό που άκουγαν να ψιθυρίζεται, το φώναζαν «από των δωμάτων» (Ματθ. 10, 27) ...;
«Και τι μπορώ να κάνω;» απαντά η σώφρων και ρεαλιστική λογική. «Πώς μπορώ να διακηρύξω ή να φωνάξω ή να μαρτυρήσω; Εγώ, ένας αδύνατος μικρός κόκος άμμου, χαμένος ανάμεσα στις μάζες;» Η ένσταση όμως αυτή της λογικής και του «υγιούς μυαλού» είναι ένα ψέμα, ίσως το τρομερότερο και δαιμονικότερο ψέμα του σημερινού κόσμου.
Ο κόσμος μας έχει κατά κάποιο τρόπο πείσει πώς η δύναμη και η σπουδαιότητα προέρχεται μόνο από τους μεγάλους αριθμούς, τα πλήθη, τις μάζες. Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος ενάντια σε όλους τους άλλους;
Είναι όμως σωστό πως, παρά το ψέμα, η θεμελιώδης βεβαιότητα του Χριστιανισμού πρέπει να κηρυχθεί με όλη τη δύναμη και την απαράμιλλη λογική της. Ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται πως ένας άνθρωπος μπορεί να είναι δυνατότερος από κάθε άλλον, και πως αυτός ο ισχυρισμός είναι ακριβώς τα καλά νέα του Χριστού. Σκεφτείτε αυτούς τους αξιόλογους στίχους από το έργο του Μπόρις Πάστερνακ, «ο κήπος της Γεσθημανής»:
Παραιτήθηκε χωρίς έχθρα,
σαν να γύριζε δανεισμένα πράγματα,
τα θαύματά Του και τη δύναμή Του.
Και τώρα, ήταν θνητός σαν εμάς.
Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του Χριστού: άνθρωπος δίχως εξουσία, έχθρα, οποιαδήποτε επίγεια δύναμη. Ένας άνθρωπος! Εγκαταλελειμένος, προδομένος, απορριμμένος από όλους! Όμως νικητής. Ο Πάστερνακ συνεχίζει:
Βλέπεις την προέλαση των αιώνων,
σαν την πορεία προς Εμμαούς.
Μπορεί ν' ανάψει τις καρδιές στο δρόμο.
Λόγω της φοβερής μεγαλοσύνης
που υπάρχει στο εθελούσιο μαρτύριο,
κατεβαίνω μέχρι τον τάφο.
Κατεβαίνω στον τάφο
και στην Τρίτη μέρα «αναστήσομαι»,
Και σαν τις σχεδίες που πλέουν στο ποτάμι,
έτσι σε μένα για την κρίση,
όπως οι μαούνες στη σειρά,
οι αιώνες, από το σκοτάδι, θα έρχονται παρασυρμένοι ...
«Μπορεί ν' ανάψει τις καρδιές στο δρόμο ...». Στη φράση «μπορεί ν' ανάψει» βρίσκουμε το κλειδί της απάντησης στις αμφιβολίες της «σώφρονος» λογικής.
Τι θα συνέβαινε αν ο καθένας που έχει ζήσει τη χαρά της ανάστασης, που έχει ακούσει για τη νίκη της, που πίστεψε σ' αυτό που επιτελέστηκε, άγνωστο στον κόσμο, αλλά μέσα στον κόσμο και χάριν αυτού, αν ο καθένας μας, ξεχνώντας τους μεγάλους αριθμούς, τα πλήθη και τις μάζες, μετέδιδε αυτή τη χαρά και αυτή την πίστη μόνο σε έναν άλλον άνθρωπο, άγγιζε μόνο μια άλλη ανθρώπινη ψυχή;
Αν αυτή η πίστη και η χαρά μπορούσε να είναι μυστικά παρούσα σε κάθε συζήτηση, ακόμη και στην πιο ασήμαντη, στις κοινές πραγματικότητες της καθημερινής μας ζωής, θα άρχιζε αμέσως, εδώ και τώρα, σήμερα να μεταμορφώνεται ο κόσμος και η ζωή.
Ο Χριστός είπε, «ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως» (Λουκ.17,20). Η Βασιλεία του Θεού έρχεται με δύναμη, φως και νίκη κάθε φορά που οι πιστοί τη μεταφέρουν μαζί τους από την εκκλησία στον κόσμο, και αρχίζουν να τη ζουν στη ζωή τους. Τότε τα πάντα, πάντοτε και κάθε στιγμή «μπορούν ν' ανάψουν τις καρδιές στο δρόμο ...».
Πηγή: Ψήγματα Ορθοδοξίας
Η χριστιανική ζωή και η άσκηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους στη χριστιανική ζωή. Δε νοείται η μία χωρίς την άλλη. Ο πιστός, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, προσπαθεί να απαλλαγεί από το ζυγό της αμαρτίας από την κυριαρχία των παθών και να καταστεί ζωντανό μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Στην προσπάθεια αυτή, σημαντική θέση κατέχει και η νηστεία. Σύνθετη λέξη από το αρνητικό μόριο νη και το ρήμα εσθίω. Έτσι προήλθε το ρήμα νηστεύω και το ουσιαστικό νηστεία, που αρχικά σήμαινε την πλήρη αποχή από τροφή και ποτό και αργότερα τη μερική αποχή από ορισμένες τροφές και την κατανάλωση άλλων συγκεκριμένων τροφών.
Η νηστεία αποτελεί έναν πανάρχαιο εκκλησιαστικό θεσμό. Ως θρησκευτικό φαινόμενο, προϋπήρχε της Χριστιανικής Εκκλησίας. Τη συναντούμε και στην Παλαιά Διαθήκη, στους Ισραηλίτες, αλλά και σε άλλους λαούς της Ανατολής, ακόμη και τους Έλληνες και Ρωμαίους. Κοινή πεποίθηση όλων των λαών ήταν, ότι με τη νηστεία μπορούσαν να εξευμενίσουν τους θεούς και να πετύχουν την πνευματική τους ανάταση ή τον ηθικό τους εξαγνισμό.
Η Εκκλησία μας, ανάμεσα στις μεγάλες νηστείες του έτους, θεωρεί ότι η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι η αρχαιότερη και αυστηρότερη περίοδος νηστείας. Μαζί με τη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής υπάρχει στην Εκκλησία από την Αποστολική εποχή, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από αδιαμφισβήτητες ιστορικές μαρτυρίες πού έχουμε.
Αφετηρία και πυρήνα αυτής της νηστείας είναι η αρχαιότατη νηστεία πριν από το Πάσχα, η οποία καθιερώθηκε σε ανάμνηση των παθών του Κυρίου και ως περίοδος προπαρασκευής των πιστών για την εορτή του Πάσχα και των κατηχουμένων για το Βάπτισμα. Οι Αποστολικές Διαταγές συνδέουν την καθιέρωση της νηστείας του Πάσχα με τα λόγια του Κυρίου «όταν απαρθή απ' αυτών ο νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν εν εκείναις ταις ημέραις» (Μάρκ. 2,20· Ματθ. 9,15· Λουκ. 5,35). «Εκείναι αι ημέραι» είναι, κατά τις Διαταγές, ο χρόνος της νηστείας πριν από το Πάσχα. Αρχικά δεν ήταν ούτε μεγάλος ούτε και ο ίδιος σε όλες τις τοπικές Εκκλησίες. Υπήρχε δηλαδή στην πρώτη Εκκλησία ελευθερία και όχι απόλυτη ομοιομορφία. Ποικιλία ακόμη παρατηρούμε και στον τρόπο, με τον οποίο νήστευαν οι χριστιανοί αυτήν την περίοδο.
Πότε ακριβώς εμφανίζεται η Τεσσαρακοστή ως περίοδος νηστείας πριν από την εορτή του Πάσχα, είναι δύσκολο να καθορισθεί με ακρίβεια. Μία αναφορά στη νηστεία της Τεσσαρακοστής του 5ου Κανόνα της Α' οικουμενικής Συνόδου, πού συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κατά την εποχή πού συγκλήθηκε η Σύνοδος (325 μ.Χ.) η Τεσσαρακοστή αποτελούσε καθιερωμένο θεσμό σ' ολόκληρη την εκκλησία.
Άλλες ιστορικές μαρτυρίες, όπως αυτή του ιστορικού Ευσεβίου Καισαρείας, αναφέρονται με μεγαλύτερη σαφήνεια στην ύπαρξη της Τεσσαρακοστής και συνδέουν την καθιέρωσή της ως περιόδου νηστείας και πνευματικής προπαρασκευής για το Πάσχα με την τεσσαρακονθήμερη νηστεία του Κυρίου και των προφητών Μωϋσή και Ηλία.
Όπως στην αρχική νηστεία πριν από το Πάσχα, έτσι και στη νηστεία της Τεσσαρακοστής υπήρχε μεγάλη ποικιλία από τόπο σε τόπο μέχρι την οριστική διαμόρφωση της. Διαφορές υπήρχαν και στον υπολογισμό της χρονικής διάρκειας της και στον τρόπο, με τον οποίο οι χριστιανοί τηρούσαν τη νηστεία.
Αυτό όμως πού με ασφάλεια μπορούμε να υποστηρίξουμε είναι ότι ανέκαθεν η νηστεία της Τεσσαρακοστής ήταν πολύ αυστηρή νηστεία. Ο 69ος Κανών των Αγίων Απόστολων απειλεί με καθαίρεση τους κληρικούς και με αφορισμό τους λαϊκούς, πού δεν νηστεύουν «την αγίαν Τεσσαρακοστήν του Πάσχα». Σύμφωνα με τον 50ο Κανόνα της τοπικής Συνόδου της Λαοδικείας (συγκλήθηκε γύρω στο 360 μ.Χ.) «δει πάσαν την Τεσσαρακοστήν νηστεύειν ξηροφαγούντες». Οι ερμηνευτές των κανόνων (Ζωναράς και Βαλσαμών), αναφέρουν ότι «οι γουν άνευ νοσήματος… νηστεύοντες παρανομούσι».
Τώρα ως προς τα είδη τροφών και ποτών, από τα οποία έπρεπε οι χριστιανοί να απέχουν, η αρχή πού, από ενωρίς, επικράτησε ήταν ότι οι νηστεύοντες οφείλουν να απέχουν από τροφές εξ αίματος (κρέας - ψάρια), από τροφές ζωικής προελεύσεως (γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά) και από τον οίνο. Ο τύπος νηστείας για όλη την Τεσσαρακοστή ήταν να παραμένουν οι χριστιανοί άσιτοι μέχρι την ενάτη ώρα (3 μ.μ) και να απέχουν από τις τροφές πού αναφέραμε κατά το γεύμα.
Το όνομα Τεσσαρακοστή πού προσέλαβε ή προ του Πάσχα μακρά περίοδος νηστείας, συνδέεται σίγουρα με τον αριθμό των σαράντα ημερών νηστείας που η περίοδος περιλαμβάνει. Οι Αποστολικές Διαταγές συνιστώντας τον εορτασμό διαφόρων χριστιανικών εορτών, προσθέτουν: «Μεθ' ημάς υμίν φυλακτέα η νηστεία της Τεσσαρακοστής, μνήμην περιχέουσα της του Κυρίου πολιτείας τε και νομοθεσίας».
Ότι το όνομα Τεσσαρακοστή σχετίζεται με τον αριθμό των σαράντα ημερών νηστείας, φαίνεται και από τα όσα μας λένε οι Αποστολικές Διαταγές στη συνέχεια: «Επιτελείσθωδε η νηστεία αυτή προ της νηστείας του Πάσχα (προφανώς εννοούν τη νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας), αρχομένη μεν από Δευτέρας (της Καθαρός δηλαδή),πληρουμένη δε εις Παρασκευήν (την παραμονή του Σαββάτου του Λαζάρου). Μεθ' ας (τις σαράντα ημέρες της
Τεσσαρακοστής) απονηστεύσαντες άρξασθε της αγίας του Πάσχα εβδομάδος, νηστεύοντες αυτήν πάντες μετά φόβου και τρόμου».
Η Τεσσαρακοστή πολύ ενωρίς ονομάστηκε Μεγάλη. Ο χαρακτηρισμός αυτός της αποδόθηκε όχι μόνο για να διακρίνεται από τις άλλες μακρές νηστείες του έτους, αλλά και για να τονιστεί ιδιαίτερα η σημασία της. Η αυστηρότητα της νηστείας και γενικότερα της άσκησης πού προϋποθέτει και ο σκοπός χάρη του οποίου καθιερώθηκε, σηματοδοτεί την πνευματική μας προετοιμασία , ώστε να βιώσουμε την κορυφαία εορτή της χριστιανοσύνης , του Πάσχα.
Πώς πρέπει να νηστεύουμε σήμερα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή;
Όπως αναφέραμε ήδη, η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ήταν από την αρχή ιδιαίτερα αυστηρή. Με ανάλογη αγωνιστική διάθεση επιδιώκουμε εμείς, οι Ορθόδοξοι χριστιανοί, να την τηρούμε και τη σημερινή εποχή της αφθονίας και του καταναλωτισμού.
Πρώτη ή αλλιώς Καθαρά Εβδομάδα.
Πολλοί —και όχι μόνο μοναχοί— τηρούν το λεγόμενο «τριήμερο» απέχουν δηλαδή από κάθε είδος τροφής κατά τις τρεις πρώτες ημέρες και κοινωνούν κατά την πρώτη λειτουργία των Προηγιασμένων. Άλλοι παραμένουν άσιτοι μέχρι την ώρα του Μεγάλου Απόδειπνου.
Με τον ίδιο περίπου τρόπο οφείλουμε να νηστεύουμε και το άλλο διάστημα της Τεσσαρακοστής. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και σύμφωνοι με το πνεύμα της νηστείας, οφείλουμε να απέχουμε από λάδι όλες τις ημέρες της εβδομάδας και όχι μόνο την Τετάρτη και την Παρασκευή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, σύμφωνα με τους Κανόνες, λάδι καταλύουμε (= μπορούμε να καταναλώσουμε) μόνο το Σάββατο και την Κυριακή. Αν ορισμένοι τώρα καταλύουν λάδι και άλλες ημέρες (Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη), αυτό θα πρέπει να γίνεται μόνο για λόγους αδυναμίας («δι' ασθένειαν σωματικήν», όπως λέει ό 69ος Αποστολικός Κανών και επαναλαμβάνεται στον 50ο της Συνόδου της Λαοδικείας και επικυρώνεται στον 28ο της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Όλα αυτά όμως πρέπει να γίνεται μετά από έγκριση του Πνευματικού τους.
Όπως αναφέραμε, κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή ανεμπόδιστα και υποχρεωτικά κατάλυση οίνου και ελαίου έχουμε μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές. Εξαίρεση επίσης γίνεται για την εορτή των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, κατά την οποία επιτρέπεται η κατάλυση οίνου και ελαίου και για την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου κατά την οποία καταλύουμε ψάρι.
Σε ό,τι αφορά την κατάλυση ιχθύων κατά την Κυριακή των Βαΐων, μερικά μοναστηριακά Τυπικά, το Τριώδιο και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης συνιστούν την κατάλυση ιχθύων, κατά πρώτο λόγο για τη λήξη της νηστείας (η νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής λήγει το βράδυ της Παρασκευής πριν από το Σαββάτου του Λαζάρου) και κατά δεύτερο λόγο για να τιμηθεί η θριαμβευτική νίκη του Χριστού επί του προαιώνιου εχθρού του ανθρώπου, του θανάτου, με την ανάσταση του Λαζάρου. Έτσι η Κυριακή των Βαΐων λογίζεται ως Δεσποτική εορτή.
Την Μεγάλη Εβδομάδα η νηστεία έχει έναν ιδιαίτερο αυστηρό τόνο. Είναι και αυτή αρχαιότατη και αποτελεί ένα ιδιαίτερο τμήμα της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Όλες τις ημέρες απέχουμε από λάδι και τηρούμε ξηροφαγία. Ακόμη και το Μέγα Σάββατο, είναι ημέρα αυστηρής νηστείας και είναι το μοναδικό Σάββατο του έτους που νηστεύεται.
Ας προετοιμαστούμε λοιπόν σωματικά και πνευματικά, ώστε να υποδεχτούμε όλοι μας την Ανάσταση του Χριστού μας.
«…Όταν ο Κύριος βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε εν είδη περιστεράς.
Εμφανίσθηκε, όχι για να προσθέσει κάτι στον Χριστό, αλλά έτσι συμβολικά ώστε να δείξει αυτό που υπάρχει μέσα στον Χριστό:δηλαδή,
την ακακία, την καθαρότητα και την ταπεινότητα. Αυτό συμβολίζει το περιστέρι.
Όταν οι Απόστολοι συγκεντρώθηκαν την Πεντηκοστή ημέρα από την ήμερα της Ανάστασης, το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινων γλωσσών. Εμφανίσθηκε ως πύρινη γλώσσα για να τους αφαιρέσει κάτι και να τους προσθέσει κάτι.
Δηλαδή, να αφαιρέσει από αυτούς κάθε αμαρτία, κάθε αδυναμία, φόβο και ακαθαρσία της ψυχής τους και να τους δωρίσει τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά.
Οι πύρινες γλώσσες επισημαίνουν συμβολικά αυτά τα τρία: τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά.
Γνωρίζεις ότι η φωτιά, φωτίζει και ζεσταίνει. Αλλά όταν μιλάς για το Άγιο Πνεύμα πρόσεξε να μην σκέπτεσαι υλικά αλλά πνευματικά. Γίνεται λόγος λοιπόν, για την πνευματική δύναμη, για το πνευματικό φώς και για την πνευματική ζεστασιά.
Και αυτά είναι: η δυνατή θέληση, ο φωτισμένος νους και η ζέση της αγάπης.
Μ΄ αυτά τα τρία πνευματικά όπλα εξόπλισε το Άγιο Πνεύμα τους στρατιώτες του Χριστού για να αντιμετωπίσουν τον κόσμο. Ο Διδάσκαλος τους είχε απαγορεύσει ακόμα και ράβδο να φέρουν από τα επίγεια όπλα.
Γιατί όμως το πυρ εμφανίζεται με τη μορφή γλωσσών πάνω άπό τα κεφάλια τους;
Επειδή οι Απόστολοι έπρεπε μέσω της γλώσσας να κηρύξουν στους λαούς το χαρμόσυνο νέο, την Ευαγγελική αλήθεια και ζωή, την επιστήμη της μετάνοιας και της συγχώρεσης.
Με τον λόγο έπρεπε να μάθουν με τον λόγο να θεραπεύουν, με τον λόγο να παρηγορούν, με τον λόγο να αγιάζουν και να καθοδηγούν, με τον λόγο να φροντίζουν την Εκκλησία.
Επίσης, με τον λόγο να αμύνονται, αφού τους είπε ό Οδηγός να μην φοβούνται τους διώκτες και να μην υπερασπίζονται εαυτούς στα δικαστήρια κατά το δοκούν, επειδή είναι απλοί άνθρωποι, και τους βεβαίωσε: «Ου γαρ υμείς έστε οι λαλούντες αλλά το Πνεύμα του πατρός υμών το λαλούν εν υμίν» (Ματθ. 10,20).
Θα μπορούσαν άραγε να μιλούν τη συνηθισμένη γλώσσα των ανθρώπων για το μέγιστο χαρμόσυνο νέο το όποιο έφθασε ποτέ στα αυτιά των ανθρώπων, δηλαδή ότι ο Θεός εμφανίσθηκε στη γη και άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της αθάνατης ζωής;
Θα μπορούσε άραγε ο άνθρωπος με τη θνητή ανθρώπινη φύση να διαδώσει αυτό το ζωοποιό βάλσαμο μέσα από τη δυσωδία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μάλιστα έως την άκρη του κόσμου;
Με τίποτα και ποτέ !
Μόνο το πύρινο Πνεύμα του Θεού μπορούσε να το κάνει, το οποίο διά στόματος Αποστόλων σκόρπισε ουράνιες σπίθες στο επίγειο σκοτάδι.
Αλλά, άνθρωπε, δεν αισθάνθηκες ποτέ το Πνεύμα του Θεού μέσα σου; Δες, και εσύ είσαι βαπτισμένος με Πνεύμα· με νερό και Πνεύμα.
Άραγε ποτέ δεν σε ξάφνιασε μέσα σου κάποια μεγάλη και φωτεινή σκέψη, σιωπηρός λόγος του Αγίου Πνεύματος; Ποτέ δεν σε ξάφνιασε σαν άνεμος και δεν φούντωσε μέσα στην καρδιά σου η αγάπη για τον Δημιουργό σου φέρνοντας σου δάκρυα στα μάτια;
Παραδώσου στην θέληση του Θεού και φύλαξε αυτό που δονεί την ψυχή· θα γνωρίσεις το θαύμα της Πεντηκοστής, που στάθηκε πάνω από τους αποστόλους.
Ειρήνη και χαρά από το Άγιο Πνεύμα.
Πηγή: Απάντηση σ΄ ένα γράμμα του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς από το βιβλίο του «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται», Εκδ. Εν πλω, σ. 104
Τό σημερινό μας θέμα ἀναφέρεται εἰς τήν Ἁγία Τριάδα καί κυρίως εἰς τήν ἐκπόρευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἐκπόρευσις εἶναι μία ἀπό τίς πάμπολλες διαφορές μας πού ἔχομε μέ τούς αἱρετικούς Παπικούς.
Ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε μέ τήν Θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος
κατά τόν τέταρτο αἰῶνα, ὁ ὁποῖος διεσφάλισε τήν ''ὁμοουσιότητα'' τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν Πατέρα, ἀλλά καί μεταξύ των, ὅτι δηλαδή ἔχουν καί τά τρία Πρόσωπα, ὄχι ἁπλῶς ὁμοία, ἀλλά τήν ἰδία κοινή οὐσία μεταξύ των.
Ἐτόνισε ἐπί πλέον τήν ἑνότητα τῆς ἐνεργείας τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐκδηλουμένης ''ἐκ τοῦ Πατρός δι᾽ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι''. Ὑπάρχει δηλαδή κοινή ἐνέργεια τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί φυσικά κοινή βούλησις, ἤ θέλησις. ''Ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή'' - γιά τόν Θεό ὅμως ἀχρόνως - καί τά τρία Πρόσωπα ἐνεργοῦν καί θέλουν τά ἴδια ἀκριβῶς πράγματα. Εἶναι καί αὐτό ἄλλωστε ἕνα ἰδίωμα διά τοῦ ὁποίου κατ᾽ ἄνθρωπον προσεγγίζεται ἐντελῶς ἁμυδρᾶ ἡ ὄντως ἀκατάληπτη μονοθεΐα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς τρισηλίου μιᾶς Θεότητος.
Ὁ Θεός εἶναι ἕνας, ἀλλά δέν εἶναι μόνος. Ὁ ἕνας Θεός εἶναι τρία Πρόσωπα. Ἐνῷ, ἐπί παραδείγματι, ἄν πάρωμε τρεῖς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί ἄν εἶναι κατά τό δυνατόν ἴδιοι σέ ὅλα - πρᾶγμα ἀδύνατον βέβαια -, ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή θά σκέφτωνται καί θά θέλουν διαφορετικά πράγματα ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον. Δηλαδή εἰς τούς τρεῖς αὐτούς ἀνθρώπους δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά ὑπάρξη ταυτόχρονα κοινή βούλησις καί κοινή ἀνθρωπίνη ἐνέργεια.
Ὁ καθορισμός ὅμως τῶν σχέσεων τῶν τριῶν Προσώπων καί τοῦ τρόπου ὑπάρξεώς Των, ἔγινε ἀπό τούς Καππαδόκες μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Μέγα Βασίλειο, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης.
Αὐτοί, γιά πρώτη φορά, ἐταύτισαν τόν ὅρο ''ὑπόστασις'' μέ τόν ὅρο ''πρόσωπο''. Ὕστερα ἀποδέσμευσαν τόν ὅρο ''ὑπόστασις'' ἀπό τό ὅρο ''οὐσία''. Οἱ Καππαδόκες Πατέρες τόν ἀποδέσμευσαν ἅπαξ διά παντός καί εἰσήγαγαν ἐπί πλέον τήν ἔννοια τῆς ''αἰτίας'' στό εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Δηλαδή, εἰς τόν Θεόν δέν προηγεῖται ἡ κοινή οὐσία, ὅπως ἐσφαλμένως νομίζουν οἱ λατινόφρονες, ἀλλά προηγεῖται τό Πρόσωπο τοῦ Πατρός πού κάνει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ νά ὑφίσταται. Ὅπως λέγουν «ἐκ τοῦ ὄντος, ἐκ τοῦ προσώπου δηλαδή, ἡ οὐσία» καί ποτέ «ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὤν.
Τό πρόσωπο εἶναι λοιπόν τό αἴτιο τῆς ὑπάρξεως καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει ἐλεύθερα καί ὄχι λόγῳ μιᾶς δεδομένης οὐσίας, μιᾶς δεδομένης ἀρχικῆς πραγματικότητος.
Ὁ Θεός ὑπάρχει μόνον ἐπειδή τό θέλει ὁ ἴδιος καί ὄχι γιατί ἐπειδή τό ἠθέλησε κάποιος ἄλλος νά ὑπάρχη. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά ἰδιώματα τοῦ ἀκτίστου ὄντος. Ἐνῷ ἐμεῖς, πού εἴμαστε κτιστοί, ὑπάρχωμε ὄχι ἐπειδή τό ἠθελήσαμε ἀπό μόνοι μας - ἄλλωστε, πῶς νά τό θελήσωμε ἀφοῦ κἄν δέν ὑπήρχαμε -, ἀλλά ὑπάρχομε ἐπειδή τό ἠθέλησε ὁ Θεός.
Ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι πρωταρχική ὀντολογική ἔννοια καί δέν πρόκειται γιά κάτι πού προσθέτομε στό εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει καί προσθέτομε στήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ τήν Ἁγία Τριάδα. Αὐτό εἶναι βλάσφημο καί αἱρετικό, εἶναι λάθος. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἄν βγῆ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός δέν ὑπάρχει. Δηλαδή, δέν ὑπάρχει ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ κάπου ἕτοιμη, ἤ σχεδόν ἕτοιμη, ἤ κάποια μορφή θεότητος, κάποια μορφή ''θεϊκῆς στόφας'' ἀκατέργαστης, κατεργασμένης, κλπ. - συγγνώμη γιά τίς ἐκφράσεις - καί μετά ἔρχεται ἡ Τριάς καί γίνεται ὁ τελικός γνωστός Θεός, ἔστω κι ὅλα αὐτά ἀχρόνως. Αὐτό εἶναι ἐσφαλμένο.
Τό λάθος τῶν Δυτικῶν εἶναι ὅτι ἀναζητοῦν ἀνθρωπομορφικό μοντέλλο σέ ἕναν ἄνθρωπο γιά τόν Θεό. Ἐνῷ οἱ Καππαδόκες χρειάζονται τρεῖς ἀνθρώπους. Στούς Δυτικούς, ὁ ἕνας Θεός εἶναι ἡ μία οὐσία. Ἔτσι ξεκινοῦν. Ἡ ἀπρόσωπη οὐσία. Δηλαδή, γι᾽ αὐτούς ὁ Πατήρ, τό πρῶτο Πρόσωπο, εἶναι δευτερογενής ἔννοια ἐν σχέσει μέ τόν Θεό, μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ εἶναι τό πρῶτο μεγάλο καθοριστικό λάθος τους. Πρῶτα ὁμιλοῦν περί ἑνός Θεοῦ ὡς οὐσία καί μετά περί Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι, ἐκτός τῶν ἄλλων, χάνεται ἡ ἔννοια τῆς αἰτιότητος καί ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας εἰς τήν Ἁγία Τριάδα.
Ἐπίσης, οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἔκαναν πρῶτοι διάκρισι μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἄλλο ἡ ἀμέθεκτος καί ἀκοινώνητος οὐσία τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλο ἡ ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὅ,τι ξεκινάει ἀπό τόν Θεό καί ''φθάνει'' εἰς τά κτίσματα καί τά διέπει.
Ἡ ἑνότης τοῦ Θεοῦ περιποιεῖ δύο κατηγορίες λοιπόν. Τήν οὐσία, πού εἶναι παντελῶς ἀκοινώνητη, ἀπρόσιτος καί ἀμέθεκτος, καί στούς ἀγγέλους, καί στούς ἀνθρώπους, καί τήν ἄκτιστο θεία ἐνέργεια.
Ἡ οὐσία εἶναι μία εἰς τόν Τριαδικό Θεό καί εἶναι κοινή εἰς τίς τρεῖς Ὑποστάσεις, εἰς τά τρία δηλαδή Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἰς τό κάθε Πρόσωπο ὑπάρχει ὅλη ἡ θεία οὐσία, ἡ κοινή θεία οὐσία, ἤ, ὅπως λέγωμε διαφορετικά, ὑπάρχει ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος.
Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινές καί στά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί συνιστοῦν τίς παντοειδεῖς σχέσεις τοῦ Θεοῦ μέ τήν κτίσι. Ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία Χάρις, στήν ὁποία μετέχουν οἱ ἄξιοι, κλπ., ὅλα αὐτά εἶναι ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σχολιάζοντας τούς Πατέρες, λέγει τά ἑξῆς:
Κατά τόν Μέγαν Βασίλειον τά ποιήματα εἶναι μέν ἐνδεικτικά τῆς δυνάμεως καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὄχι καί τῆς οὐσίας Του. «Ἡμεῖς, ἔγραφε εἰς τόν Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου, ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν, τῇ δέ οὐσίᾳ Αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα· αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι Αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία Αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». Καί «αἱ μέν ἐνέργειαι Αὐτοῦ ποικίλαι, ἡ δέ οὐσία Αὐτοῦ ἁπλῆ». Διά τόν ἄνθρωπον ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατανόητος καί ἄρρητος· γνωστή εἶναι μόνον εἰς τόν Μονογενῆ καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα. Κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον, «ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ''τά ἅγια τῶν ἁγίων'', ἅ καί τοῖς Σεραφείμ συγκαλύπτεται καί δοξάζεται τρισίν ἁγιασμοῖς, εἰς μίαν συνιοῦσι κυριότητα καί θεότητα».
Πάντως ὅμως εἶναι εἰς τόν κτιστόν νοῦν δυνατόν νά σκιαγραφήσῃ ποιάν τινα ἁμυδράν εἰκόνα τῆς ἀληθείας, πού ἐμπερικλείεται εἰς τό ἀπέραντον πέλαγος τῆς θείας οὐσίας, ὄχι ὅμως ἐκ τοῦ τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ««ἐκ τῶν περί Αὐτῶν». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέγει: «Ἡ θεία φύσις παντελῶς ἐστιν ἀκατάληπτος καί ἀσύγκριτος, διά δέ μόνων τῶν ἐνεργειῶν Αὐτῆς γινώσκεται», ὅλα δέ, ὅσα λέγομεν περί τοῦ Θεοῦ, δέν δείχνουν τήν θείαν φύσιν, ἀλλά «τά περί Αὐτήν», τάς ἐνεργείας Της. Ἡ θεία φύσις εἶναι ἀκατάληπτος, ἀνώνυμος, ἄρρητος. Τά πολυάριθμα σχετικά ὀνόματα πού ἀποδίδονται εἰς τόν Θεόν ὁμιλοῦν ὄχι διά τήν φύσιν ἤ οὐσίαν Του, ἀλλά διά τάς θείας ἰδιότητάς Του. Ὅμως αἱ θεῖαι ἰδιότητες...... εἶναι δυνάμεις καί ἐνέργειαι πραγματικαί, οὐσιώδεις, ζωοποιοί· ἀποκαλύψεις τῆς θείας ζωῆς· πραγματικαί εἰκόνες τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίσιν, πού συνδέονται ἄμεσα μέ τήν εἰκόνα τῆς κτίσεως ἐν τῇ αἰωνίᾳ γνώσει καί περί αὐτῆς βουλῇ τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέ εἶναι «τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ».
Δέν ὑπάρχει διαίρεσις ἤ χωρισμός τοῦ Θεοῦ εἰς οὐσίαν καί ἐνεργείας. Ἡ διαφορά ἔγκειται κυρίως εἰς τό ὅτι ἡ μέν οὐσία εἶναι ἐντελῶς ἀκοινοποίητος (ἀμέθεκτος) καί ἀπρόσιτος εἰς τά κτίσματα, ἐνῷ διά τῆς μεθέξεως ἔρχονται εἰς πραγματικήν καί τελείαν κοινωνίαν καί ἕνωσιν μέ τόν Θεόν καί λαμβάνουν τήν θέωσιν, πού εἶναι «φυσική καί ἀχώριστος ἐνέργεια καί δύναμις τοῦ Θεοῦ», δηλαδή ἡ κοινή καί θεία δύναμις καί ἐνέργεια τοῦ Τρισυποστάτου Θεοῦ». Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ προέρχεται, ''προΐησι'', ἀπό τήν οὐσία Του, ἀλλά καί «προϊοῦσα'' δέν χωρίζεται ἀπό αὐτήν. Ὅπως ἀναφέρεται εἰς τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχομεν «.... ἕνωσιν θείας οὐσίας καί ἐνεργείας ἀσύγχυτον.... καί διαφοράν ἀδιάστατον...».
Ὁ Θεός εἶναι πολυώνυμος, διότι εἰς τήν πραγματικότητα εἶναι ἀνώνυμος. Καί εἶναι ἀνώνυμος, διότι τό ὄνομα ὁρίζει, ἐνῷ ὁ Θεός δέν ὁρίζεται.
Τήν διάκρισι ἐντός τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ ἡ ὕπαρξις τῶν τριαδικῶν Ὑποστάσεων - Προσώπων. Ἑκάστη Ὑπόστασις ἔχει τά αὐστηρῶς προσωπικά Της ἰδιώματα - χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα εἶναι ἀκοινώνητα μεταξύ των καί διακρίνουν, ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως, τόν Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἄν καί εἶναι σέ γένος οὐδέτερο εἰς τά Ἑλληνικά, ὅμως εἶναι πρόσωπον. Εἶναι τό τρίτο Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ὁμόδοξα, ἔχουν τήν ἴδια δόξα, ὁμόθρονα, τήν ἴδια τιμή καί ἀξία, καί εἶναι συναΐδια, δηλαδή δέν ἔχει, τό καθένα ἀπό αὐτά, οὔτε χρονική ἀρχή, οὔτε χρονικό τέλος. Εἶναι ἐκτός χρόνου. Ἄλλωστε, καί τά τρία ἐδημιούργησαν τόν χωροχρόνο. Γιά κανένα ἀπό τά τρία Πρόσωπα δέν ἰσχύει ἡ φρᾶσις «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν». Εἶναι ἄκτιστα, δηλαδή ἀδημιούργητα, σύνθρονα, εἶναι καί συμπλαστουργά, ἔχουν δηλαδή συμμετάσχει στήν Δημιουργία τῆς κτίσεως.
Ἡ μονοθεΐα εἰς τήν Ἁγία Τριάδα ἐξασφαλίζεται ἀπό τήν μοναρχία τοῦ Πατρός. Δηλαδή, αἰτία ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ - τοῦ δευτέρου Προσώπου - καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος - τοῦ τρίτου Προσώπου - εἶναι μόνον ὁ Θεός Πατήρ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ἀναίτιος, δέν ἔχει δηλαδή αἰτία ὑπάρξεως.
Κατά τήν τριαδολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, ἡ ὑπόστασις τοῦ Πατρός καί ὄχι ἡ φύσις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ αἰτία τῶν δύο ἄλλων ὑποστάσεων, δηλαδή τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης «τό αἴτιον εἶναι τό ἀκοινώνητον ὑποστατικόν ἰδίωμα τοῦ Πατρός», διά τοῦτο ἡ ἔννοια τῆς αἰτίας δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμοσθῆ καί εἰς τόν Υἱόν. Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ τοῦ Υἱοῦ ἐστί πλήν τῆς αἰτίας». Διά τοῦτο ὁ Πατήρ εἶναι τό μοναδικόν αἴτιον τῆς ὑποστατικῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς καθ᾽ ὕπαρξιν ἐκπορεύσεως Αὐτοῦ.
Ὅλα τά ἰδιώματα-χαρακτηριστικά τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κοινά, ἐκτός ἀπό τά λεγόμενα ''ὑποστατικά'' - προσωπικά, πού εἶναι ἄκρως ἀκοινώνητα. Αὐτά τά ἄκρως προσωπικά ἰδιώματα κάνουν νά διαφέρουν μεταξύ των τά τρία Πρόσωπα. Αὐτά τά ''ὑποστατικά'' ἰδιώματα εἶναι ἡ ''ἀγεννησία'' γιά τόν Πατέρα, ἡ ''γέννησις'' γιά τόν Υἱό καί ἡ ''ἐκπόρευσις'' γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτά τά ὑποστατικά ἰδιώματα ἔχουν σχέσι τώρα μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὑπάρχουν, ἐννοεῖται ἀχρόνως, τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι διάφορος τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ.
Κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἡ ἑνότης τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία δηλοῖ τήν ὁμοουσιότητα καί τήν ἰσότητα Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, μαρτυρεῖται πολλαχοῦ τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Ματθ. ΚΗ´, 19) (Ἰωάν. ΙΔ´, 2) (Α´ Κορ. ΙΒ´, 4-6) (Β´ Κορ. ΙΓ´, 13) (Α´ Ἰωάν. Α´, 5) (Ἑβρ. Α´, 3).
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἰς τήν ἐπιστολήν του πρός Σεραπίωνα σημειώνει, ὅτι ὁλόκληρος ἡ Τριάς εἶναι Θεός καί ὄχι ὡρισμένα Πρόσωπα Αὐτῆς. Αὕτη εἶναι ἀδιαίρετος καί ἡνωμένη. Λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὅτι ὁ Υἱός ὑπάρχει ἐκ τοῦ Πατρός γεννητῶς, τό Πνεῦμα ἐκπορευτῶς, «αὐθυποστάτως μέν ἀμφότερα - ἔχουν ἰδίαν ὑπόστασιν - τά δέ ἄλλα πάντα ὡς κτίσματα ἐκ τοῦ Δημιουργοῦ».
Ὁ Πατήρ ὑπάρχει ἀϊδίως, ἐκτός χρόνου δηλαδή, ''πρό τῶν αἰώνων'', καί ἐλευθέρως, ὄχι δηλαδή κατ᾽ ἀνάγκην, ἀλλ᾽ ὑπάρχει ἐπειδή τό θέλει ἀπό μόνος Του. Γεννᾶ ἀχρόνως, ἀϊδίως τόν Υἱό, τόν μονογενῆ καί ἐκπορεύει, πάλι ἀχρόνως, μόνον τό τρίτο ξεχωριστό καί αὐτοτελές Πρόσωπο, τό ὁμόδοξον μέ τά ἄλλα δύο, πού εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής σημειώνει ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἑνώσεως καί τῆς διακρίσεως τῶν θείων Προσώπων εἶναι ἡ ὑπόστασις τοῦ Πατρός. Ὁ Πατήρ, ὡς ὑπόστασις, μεταδίδει τήν κοινήν θείαν οὐσίαν εἰς τόν Υἱόν διά τῆς γεννήσεως καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα διά τῆς ἐκπορεύσεως, ''ἀχρόνως'' καί ''ἀγαπητικῶς''. Διά τοῦτο ἡ πρός τόν κόσμον κοινή ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος δηλώνεται κάποιες φορές, ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο, μέ τόν ὅρο ''ἔρως''.
Τώρα, εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρωμε ὅτι οἱ Καππαδόκες Πατέρες κατηγορηματικώτατα ἀποφεύγουν νά δώσουν θετικό περιεχόμενο στίς ὑποστατικές ἰδιότητες τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Π.χ. ἀποφεύγουν νά προσδιορίσουν τήν διαφορά μεταξύ γεννήσεως καί ἐκπορεύσεως. Γιατί οὐσιαστικά, τί σημαίνει ''γέννησις'' καί τί σημαίνει ''ἐκπόρευσις'' κανείς ἄνθρωπος ποτέ, κανείς ἄγγελος, κανέν κτῖσμα δέν ἠμπορεῖ νά τό συλλάβη, νά τό ἐννοήση καί νά τό καταλάβη, οὔτε κἄν φυσικά νά τό πλησιάση.
Ἔτσι, οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἀρκοῦνται μόνον εἰς τό νά λέγουν ὅτι ὁ Υἱός διαφέρει ἀπό τόν Πατέρα, διότι δέν εἶναι Πατήρ. Καί τό Πνεῦμα δέν εἶναι Υἱός, κ.ο.κ. Καί αὐτό τό κάνουν διά νά μήν ὑπάρξη κίνδυνος ἀνθρωπομορφισμοῦ εἰς τόν ὁποῖο μοιραῖα πέφτουν ὅλοι οἱ Δυτικοί, καί ἀφ᾽ ἑτέρου γιά νά μή κινηθοῦμε ὑποχρεωτικά σέ λογική ἀνάγκη ὡς πρός τήν Οἰκονομία.
Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὑπάρχει μόνον διά τῆς ἐκπορεύσεως μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ἄνευ δηλαδή συμμετοχῆς τοῦ Υἱοῦ.
Ὡρισμένα δέ χωρία τῶν Καππαδοκῶν, ὡς καί πολλῶν μεταγενεστέρων Πατέρων, ὅπως τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κλπ., εἰς τά ὁποῖα φέρεται ὁ Υἱός ὡς αἴτιον τοῦ Πνεύματος, ὅλοι αὐτοί ἀναφέρονται εἰς τήν ἀποστολήν καί φανέρωσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι εἰς τήν αἰτιατήν ὕπαρξίν Του.
Τά χωρία αὐτά, δυστυχῶς, ἐχρησιμοποίησαν οἱ λατινόφρονες, κυρίως τοῦ 13ου αἰῶνος, προκειμένου νά θεμελιώσουν τήν αἱρετική τους θέσι πού εἶναι ἡ ''καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ'' ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (τό filioque, στά Λατινικά).
Ἐάν ὁ ἕνας Θεός εἶναι ὁ Πατήρ, τότε μέ τό νά κάνωμε καί τόν Υἱό πηγή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι σάν νά εἰσάγωμε δύο θεούς, δύο ὀντολογικές ἀρχές εἰς τήν Ἁγία Τριάδα. Κινδυνεύει ὁ μονοθεϊσμός.
Στήν Δύσι ὅμως, δέν ὑπῆρχε αὐτό τό πρόβλημα, διότι γι᾽ αὐτούς ὁ μονοθεϊσμός διησφαλίζετο μέ τήν μία κοινή οὐσία. Ἡ μία κοινή οὐσία ἐξέφραζε τόν ἕνα Θεό. Ἔτσι ἐδῶ ὑπῆρχε οὐσιαστικά μία διακοπή ἐπικοινωνίας. Διότι τό ἐπιχείρημα πού προέβαλε ἡ μία πλευρά δέν ἴσχυε γιά τήν ἄλλη. Καί δέν ἴσχυε γιά τήν ἄλλη, διότι ἔκαναν τό πρῶτο μεγάλο ὀλίσθημα οἱ Δυτικοί, πού ἐξασφάλιζαν τήν μονοθεΐα μέ τήν κοινή οὐσία, καθ᾽ ὅ,τι γι᾽ αὐτούς προϋπάρχει δῆθεν ἡ οὐσία καί μετά ἡ Ἁγία Τριάς, ἐνῷ γιά ἐμᾶς εἴπαμε τί ἰσχύει, ὅτι ἄν βγῆ ἡ Τριάς, ὁ Θεός δέν ὑπάρχει.
Μέ τό filioque, στήν Ἀνατολή, αὐτόματα εἰσάγονται δύο ὀντολογικές ἀρχές εἰς τήν Ἁγία Τριάδα, ἐφ᾽ ὅσον τό Ἅγιον Πνεῦμα θά ὤφειλε τήν ὕπαρξί Του καί εἰς τόν Πατέρα, καί εἰς τόν Υἱόν, δηλαδή ἔχομε αὐτόματη εἰσαγωγή διθεΐας καί σπάει ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἐπί πλέον τό Ἅγιον Πνεῦμα ὑποβιβάζεται.
Τελικά ὅμως τό filioque εἶναι ἡ παρονυχίς τῆς ὑποθέσεως καί ὄχι ἡ οὐσία. Εἶναι τό αἰτιατόν καί ὄχι τό αἴτιον. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα. Παρά ταῦτα, εἶναι τελικά, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀρχικοῦ αἰτίου πού προαναφέραμε, μία δογματική παρέκκλισις ἱκανή καί ἀπό μόνη της ὥστε νά ἐκπέσουν οἱ Δυτικοί τῆς ἅπαξ παραδοθείσης ἀποκεκαλυμμένης θεϊκῆς καί ἐν προκειμένῳ τριαδολογικῆς παναληθείας.
Κατά τήν Δυτικήν ''ἐκκλησίαν'', ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι μία ἀρχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι δύο ἀρχές. Διότι, λέγουν, ὅπως ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι ἕνας Θεός καί ἕνας Ποιητής σέ σχέσι μέ τά κτίσματα, ἔτσι ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι μία ἀρχή, ἐν σχέσει μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἡ Δυτική ''ἐκκλησία'' ταυτίζει οὐσίαν καί ἐνεργείας, ἀποδέχεται κτιστή Χάρι, κλπ. Μέγα τό ὀλίσθημα. Διά τῆς ταυτίσεως ὅμως ταύτης ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνδέεται ἀφ᾽ ἑνός μέν, μετά τοῦ τρόπου τῆς καθ᾽ ὕπαρξιν προελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός ὡς αἰτίας, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ, μετά τῆς κοινῆς ἐνεργείας τῆς θεότητος. Τοιουτοτρόπως, τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἕνεκα τῆς μή διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν, ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Γενικώτερα, τό ὅτι εἰς τόν Θεόν δέν προηγεῖται ἡ κοινή οὐσία, ὅπως ἐσφαλμένως νομίζουν οἱ λατινόφρονες, ἀλλά προηγεῖται τό Πρόσωπο τοῦ Πατρός πού κάνει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ νά ὑφίσταται, ἡ μή διάκρισις μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν, ὅπως ὑποστάσεως καί ἐνεργειῶν, εἰς τήν ''Σχολαστική'', ὅπως λέγεται, Θεολογία τῆς Δύσεως, ἀποτελοῦν τήν βασική αἰτία τοῦ filioque καί πολλῶν ἄλλων βέβαια πλανῶν, καί σέ δογματικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί σέ σωτηριολογικό ἐπίπεδο.
Τί νά πρωτοαναφέρωμε; ''Φθάνομε, λέγουν, εἰς τόν Θεό μέ τήν διαλεκτική, μέ τήν ὀρθή σκέψι, μέ τούς συλλογισμούς, μέ τόν στοχασμό''. Οἱ σκέψεις, αὐτές καθ᾽ ἑαυτές, ὅταν αὐτονομοῦνται, εἶναι ἕνας ἐγκεφαλικός λαβύρινθος χωρίς ἀρχή καί χωρίς τέλος.
Εἰς τόν Θεόν ''φθάνομε'', πλησιάζομε, γνωρίζομε, μέ τήν ἐν Θεῷ σύγκρασι, μέ τό νά μετέχη δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἐμπειρικά μέ ὅλο του τό εἶναι εἰς τίς θεῖες ἐνέργειες, εἰς τήν θεία δόξα, εἰς τό Θαβώρειον ἄκτιστο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Αὐτό εἶναι Ὀρθοδοξία, αὐτό ὄντως εἶναι θεοκοινωνία, γι᾽ αὐτό ἦλθε ὁ Χριστός εἰς τήν γῆ, αὐτήν τήν ἀλήθεια καί τήν πραγματικότητα μᾶς ἐφανέρωσε. Οἱ ἄξιοι ἠμποροῦν, θείᾳ Χάριτι πάντα, νά μετέχουν καί ἀπό αὐτήν τήν ζωή, εἰς τό μέτρον τοῦ δυνατοῦ, εἰς τήν ἀτέρμονη δόξα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μία κατάστασις, μία θεογνωσία, μία ἐμπειρία, προοίμιο τῆς μελλοντικῆς ἐσχατολογικῆς δόξης πού θά ἔχουν ὄχι μόνον οἱ Ἅγιοι, ἀλλά γενικῶς ὅλοι οἱ σεσωσμένοι. Μία δόξα, ἡ ὁποία θά εἶναι ὄχι στατική, ἀλλά δυναμική, συνεχῶς αὐξάνουσα ἀκόπως ''σύν τῷ χρόνῳ'', ἄν καί δέν θά ὑπάρχη τότε ἐκεῖ ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου.
Ἐπίσης νά ἀναφέρωμε ὅτι ὅλα αὐτά τά προβλήματα κατ᾽ ἀρχάς ἐνεφανίσθησαν εἰς τήν Ἰσπανία τόν 6ο αἰῶνα, μετά εἰσήχθησαν τόν 8ο αἰῶνα εἰς τό φραγκικό κράτος ἀπό τόν Κάρολο τόν Μέγα καί μετά εἰσήχθησαν εἰς τήν Γερμανία καί τήν Ἰταλία, παρά τήν ἀντίδρασι τοῦ Πάπα Λέοντος τοῦ Γ´. Ὁ πάπας Νικόλαος ὁ Α´, ἐκτός ἀπό τίς δογματικές, εἶχε καί κάποιες ἄλλες διοικητικές ἀξιώσεις, πού ἀπεκρούσθησαν ἀπό τόν Μέγα Φώτιο.
Ὁ τελευταῖος, ὑπομνημάτισε πλήρως τούς Καππαδόκες Πατέρες. Εἶπε μεταξύ τῶν ἄλλων ὅτι, ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὁ Υἱός τότε καθίσταται αἴτιον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί αἰτιατόν, ἐννοεῖται τοῦ Πατρός, τοῦ πρώτου Προσώπου, πού οὕτως ἤ ἄλλως ὄντως εἶναι, καί ἔτσι τό ἴδιον Πρόσωπον, ὁ Υἱός, καθίσταται καί αἴτιον καί αἰτιατόν, πρᾶγμα ἄτοπον, καί προσβάλλεται ἐπί πλέον ἡ ἰσοτιμία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπίσης, ἡ ὑποτιθέμενη καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθιστᾶ τόν Πατέρα ἀτελές αἴτιον, πρᾶγμα πού ἀντιβαίνει εἰς τήν τελειότητα τοῦ Πατρός. Ὅμως, ὅπως τονίζει ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Πατήρ, ὡς τέλειος Θεός, τελείαν τήν ἐκπόρευσιν ποιεῖται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μηδενός προσδεόμενος τοῦ Υἱοῦ. Ἡ ἐξάρτησις ἄλλωστε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ διπλοῦ αἰτίου, ὅπως προενεφέρθη, ὑποβιβάζει Αὐτό ἔναντι τῶν ἄλλων θείων Προσώπων καί ὡς ἐκ τούτου προσβάλλει τήν ἰσοτιμίαν τοῦ Πνεύματος πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν. Περιττόν νά εἴπωμε ὅτι ἔτσι θά ἔπιπτε εἰς τό κενόν τό ὅτι ἡ μονοθεΐα εἰς τήν Ἁγία Τριάδα ''ἐξασφαλίζεται'' ἀπό τήν μοναρχία τοῦ μόνου ἀναιτίου Πατρός.
Διέκρινε ἐπίσης μεταξύ ὑπάρξεως τῶν θείων Προσώπων καί ἀποστολῆς Αὐτῶν, καθώς καί μεταξύ ὑποστάσεως καί κοινῆς ἐνεργείας. Ὑπεγράμμισε ὅτι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, κατά τήν ἐνέργεια, εἶναι μία ἀρχή ποιητική καί συντηρητική τῆς κτιστῆς Δημιουργίας. Καί τά τρία Πρόσωπα, πιό ἁπλᾶ, συντηροῦν τήν Δημιουργία, τήν ὁποίαν ἐκ τοῦ μή ὄντος, ἐκ τοῦ μηδενός, ἔφεραν εἰς τήν ὕπαρξιν. Ἀντιθέτως, λέγει ὁ Μέγας Φώτιος: Ὅ,τι δέν εἶναι κοινό εἰς τήν Ἁγία Τριάδα «ἑνός ἐστί μόνον τῶν τριῶν». Δηλαδή, ὅ,τι δέν εἶναι κοινό εἰς τήν Ἁγία Τριάδα ἀνήκει μόνον σέ ἕνα ἀπό τά τρία Πρόσωπα.
Ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν εἶναι κοινόν, ἀλλά εἶναι ὑποστατική - αὐστηρῶς προσωπική - ἰδιότης. Ἀνήκει ἀποκλειστικά εἰς ἕνα Πρόσωπον, πού εἶναι ὁ Πατήρ. Ἡ ἀποστολή ὅμως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (τῆς ἐνεργείας Του) εἰς τόν κόσμον εἶναι κοινή ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος καί πραγματοποιεῖται ὑπό τῶν τριῶν Προσώπων, ἄρα καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Τελικά, τό ἐπί Μεγάλου Φωτίου ἀρξάμενο Σχίσμα κατέστη ὁριστικό τό 1054 ἐπί τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Μετά τό Σχίσμα ἔγιναν κατά καιρούς ἑνωτικές προσπάθειες. Αὐτό φυσικά πού ἔχει σημασία εἶναι ὅτι ὁ Θεός στήν κάθε ἐποχή εἶχε τούς ἰδικούς Του ἀνθρώπους γιά νά περισώζουν, θείᾳ Χάριτι, τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτήν μόνον ἀπεκάλυψε καί παρέδωσε ὁ σεσαρκωμένος Λόγος τοῦ Πατρός ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβάς, ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἄλλωστε, τότε δέν ὑπῆρχε παρά μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς Ἀρχαία Ἐκκλησία. Καί αὐτήν τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας θά ἀπαιτήση ὅταν θά ξαναέλθη ὡς ἄνθρωπος μετά δόξης ἀφάτου γιά νά κρίνη τά σύμπαντα.
Ἔτσι, συμπερασματικά, ὁ Υἱός συμμετέχει μόνον εἰς τήν ἐν χρόνῳ Ἀποστολήν τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄλλο ''πέμψις'' - ἀποστολή -, καί ἄλλο ''ἐκπόρευσις''. Ὅπως λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ''οὐ ταὐτόν'', δέν εἶναι δηλαδή τό ἴδιον πρᾶγμα. Καί τοῦτο, ἐφ᾽ ὅσον ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχη σχέσιν μέ τόν τρόπον ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἔχει ὡς μοναδική αἰτία τό πρῶτο Πρόσωπον, τόν Θεόν Πατέρα.
Εὔχομαι, τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ ἐνέργειά Του δηλαδή, νά μᾶς διέπη ἐξ ὁλοκλήρου καί νά μᾶς καθοδηγῆ ὅλους μας σέ ἀληθῆ ἐμπειρική Ὀρθόδοξη θεογνωσία. Ἀμήν.
(Ἑσπερινή ὁμιλία εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος - 16/6/2003)
Πηγή: Θρησκευτικά
Από τα μεγαλύτερα γεγονότα τής πίστεώς μας σε Παγκόσμια κλίμακα είναι το γεγονός τής Πεντηκοστής. Δηλ. η έλευσις του Αγίου Πνεύματος και η ίδρυσις της Εκκλησίας τού Χριστού.
Κατά την ημέρα αυτή οι μαθητές τού Χριστού “επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου”. Εφωτίσθηκαν και έλαβαν τα εφόδια της χάριτος για να γίνουν οι διδάσκαλοι πάσης τής οικουμένης και φυσικά οι πρώτοι ιερουργοί των μυστηρίων τής σωτηρίας που κατά αποκλειστικό τρόπο κατέχει η Ορθόδοξος Εκκλησία μας. Ήδη όμως με την καταγραφή των χαρακτηριστικών αυτών περάσαμε στο θέμα μας που είναι η Εκκλησία.
Και προβάλλει το ερώτημα τι είναι Εκκλησία;
Εκκλησία είναι το Σώμα τού Χριστού που κεφαλήν του έχει τον ίδιο τον Χριστό και μέλη αυτού τού Σώματος είναι οι βαπτισμένοι και πιστεύοντες στην θεότητα του Χριστού και σε ό,τι ακριβώς διδάσκει αυθεντικώς η Εκκλησία, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί. Όπου ευρίσκονται τα μέλη τού Σώματος συγκεντρωμένα “ομοθυμαδόν επί το αυτό”, όπως οι Απόστολοι κατά την ημέρα τής Πεντηκοστής για να λατρεύσουν ορθώς τον Θεό και να δεχθούν την χάριν Του διά των ιερών μυστηρίων, εκεί έχουμε “Εκκλησίαν Θεού ζώντος”. Εκεί ευρίσκεται ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, εκεί ο Πατήρ, εκεί και το Πνεύμα το Άγιον, για να φωτίσει και αγιάσει τους πιστούς. Ακριβώς εκεί με κέντρο τη θεία λατρεία οι Ορθόδοξοι πιστοί καταρτίζονται σε Σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους.
Η Εκκλησία ονομάζεται ΜΙΑ. Και είναι όντως μία διότι ο ιδρυτής της και αρχηγός της, ο Χριστός είναι ένας και μία είναι η αλήθεια την οποία κηρύσσει η Εκκλησία. Εάν ένας αρνείται να παραδεχθεί την μοναδικότητα της Εκκλησίας και θεωρεί τις δογματικές αυτές αλήθειες ξεπερασμένες· εάν κηρύσσει δικά του οθνεία διδάγματα και αλλοιώνει την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, αυτός είναι αιρετικός και αποκόπτεται από το Σώμα τής Εκκλησίας. Όπως επίσης δυνάμει αιρετικοί έχουν καταντήσει οι οικουμενιστές που κακοδόξως διδάσκουν ότι υπάρχουν πολλές σώζουσες Εκκλησίες.
Και μόνο που θα κηρύξει ένας “ορθόδοξος ποιμένας” τέτοιου είδους απαράδεκτες δοξασίες και οικουμενιστικές ανοησίες, προσωπικώς έχει χάσει την χάρι τού Θεού καίτοι τα μυστήρια που τελεί είναι έγκυρα. Επομένως ομιλούμε περί κακού ποιμένος, πλανεμένου και λύκου εν δορά προβάτου.
Εννοείται δε ότι η σωτηρία τόσο αυτού αλλά και όσων επιμένουν να τον ακολουθούν αντί να τον ελέγξουν και να τον αποκόψουν, καθίσταται προβληματική. Αυτά μάς διδάσκει η Ιερά Αποστολική παράδοσις, αυτά διασαλπίζουν επί του θέματος οι Άγιοι και αυτά πιστεύουμε και ομολογούμε έστω κι αν ορισμένοι δυσαρεστούνται, που μακάρι να συμβαίνει αυτό, μήπως και κάποιες ψυχές αφυπνιστούν από τον ύπνο τής πνευματικής ραστώνης και του επάρατου συμβιβασμού. Ο πιστός λοιπόν Ορθόδοξος Χριστιανός ενωμένος με την Εκκλησία του και καθοδηγούμενος από τους Αγίους και από τους φωτισμένους και θεούμενους ποιμένες και μοναχούς πιστεύει και ακολουθεί επακριβώς όσα διδάσκει η Εκκλησία. Ζει στο φως, αγωνίζεται κατά τής ποικίλης πλάνης και των εκφραστών αυτής , όποια θέση και αν κατέχουν τα τέκνα τού σκότους και προσανατολίζει την ζωή του στις εντολές τού Θεού.
Δεν αρκεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι ευρίσκεται εντός τού σκάφους της Εκκλησίας απλώς και μόνον. Φυσικά, αυτό είναι εκ των ων ουκ άνευ. Χρειάζεται επιπλέον να υπακούει στα κελεύσματα της αληθείας εφαρμόζοντας αυτά σε κάθε πτυχή τής ζωής. Και τούτο διότι, ναι μεν το σκάφος, παρά τις θύελλες και τα κύματα που αντιμετωπίζει, παρά τις συμπληγάδες των αιρέσεων και του οικουμενισμού, της αθεΐας και της Νέας Εποχής, είναι βέβαιον ότι θα φθάσει στον προορισμό του, στον ακύμαντο λιμένα τής Βασιλείας των Ουρανών, όσοι όμως επιβαίνουν επί του σκάφους δεν είναι βέβαιον ότι και αυτοί θα προσορμισθούν και θα λάβουν το ποθούμενον. Και αυτό όχι διότι υπάρχει πρόβλημα εις το σκάφος-Εκκλησία, αλλά διότι αυτοί ως επιβάτες, αντί να υπακούσουν στις εντολές των Αγίων, υψώνουν την θρασείαν κεφαλήν τού εγωισμού, νομίζοντες ότι θα διορθώσουν την αποκεκαλυμμένη αλήθεια.
Ναι, η Εκκλησία είναι η σώζουσα διότι είναι ΑΓΙΑ. Ομολογούμε όλοι μας πίστιν “εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν”. Αυτό, διότι ο αρχηγός της, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, είναι Άγιος. Ο Άγιος των αγίων. Και άγιος είναι ο σκοπός τής Εκκλησίας. Παρά τα ανθρώπινα λάθη, παρά τις αμαρτίες και τις ελλείψεις, η Εκκλησία μας είναι Αγία και μόνο εντός Αυτής καθαρίζουμε εαυτούς “από παντός μολυσμού σαρκός και Πνεύματος και επιτελούμεν αγιοσύνην εν φόβω Θεού”. Αυτός είναι και ο λόγος που όχι μόνο σεβόμαστε την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, αλλά με την σφενδόνην τού Πνεύματος είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε όσους έρχονται έξωθεν μη φέροντες την διδαχήν, ή όσους έχει παρασύρει ο Σατανάς έσωθεν για να αλλοιώσουν τόσο το δόγμα όσο και τον αγιαστικόν τρόπον ζωής που κατέχει το Σώμα τού Χριστού.
Πεντηκοστή λοιπόν. Γενέθλιος ημέρα τής Εκκλησίας μας.
Επιβάλλεται ως καθήκον ιερό η εγκάρδιος δοξολογία και ευγνωμοσύνη προς τον Παράκλητον – το Πνεύμα τής αληθείας, αλλά και ιερά απόφασις να παραμείνουμε εδραίοι και αμετακίνητοι επί των επάλξεων της αληθείας όποιο και αν είναι το κόστος.
Και ας μη λησμονούμε ποτέ τον καταπληκτικό λόγο τού Αγίου Κυπριανού.
Extra Ecclesiam nulla salus. Δηλ. εκτός Εκκλησίας (Ορθοδόξου) ουκ έστι σωτηρία. Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ: Οι Ιουδαίοι κατά την περίοδο της Π. Διαθήκης γιόρταζαν την Πεντηκοστή, ή εορτή των εβδομάδων (7 επί 7), που ονομαζόταν ακόμη “εορτή θερισμού των πρωτογεννημάτων” (Εξ. κγ΄16). Κατά τη γιορτή προσφέρονταν στο Θεό θυσίες πρωτογεννημάτων (καρπών σιτηρών, οικιακών ζώων). Επίσης, κατά παράδοση, ο Δεκάλογος δόθηκε στο Μωυσή την 50η μέρα μετά το ιουδαϊκό Πάσχα. Κατ' αντιστοιχία, όπως κατά την εβραϊκή Πεντηκοστή, εκφράζονταν ευχαριστίες για τα πρωτογεννήματα, έτσι για την χριστιανική Πεντηκοστή εκφράζονται ευχαριστίες για “τας απαρχάς του Πνεύματος”.
Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ: Η πρώτη αναφορά στην εορτή βρίσκεται στην απόκρυφη “Επιστολή των Αποστόλων”. Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, Πεντηκοστή ονομαζόταν ολόκληρο το διάστημα των 50 ημερών από την Ανάσταση του Κυρίου μέχρι και την έβδομη Κυριακή μετά από αυτή. “Πάσα η Πεντηκοστή της εν τω αιώνι προσδοκώμενης αναστάσεως εστί υπόμνημα. Η γαρ μία και πρώτη εκείνη ημέρα (Ανάσταση), επτάκις πολλαπλασιασθείσα, τας επτά της ιεράς Πεντηκοστής εβδομάδας αποτελεί.” (Μ. Βασίλειος, PG 32, 192) Αυτές τις πενήντα μέρες απαγορευόταν γονυκλισία και νηστεία, λόγω του χαρμοσύνου των ημερών.
Αυτό μαρτυρείται ήδη από νωρίς (Τερτυλλιανός). Ακόμη, λόγω της ιερότητας της περιόδου, αποφεύγονταν ιπποδρομίες και θεατρικές παραστάσεις. Από τα χρόνια του Χρυσοστόμου, αποκλειστικό αποστολικό ανάγνωσμα ήταν οι περικοπές του βιβλίου των Πράξεων, που αφορούσαν άλλωστε στη γέννηση και εξάπλωση της Εκκλησίας.
Η τελευταία ημέρα της Πεντηκοστής αποκτά σπουδαιότερη από τις προηγούμενες σημασία, γιατί θεωρείται δικαίως ως η ημέρα “η τελειώσασα την Εκκλησίαν αιτία” (Θρ. Ηθ. Εγκυκλοπαίδεια). Η εκκλησία βεβαίως, ως σύνολο πιστών υπήρχε και πριν την Πεντηκοστή, εφόσον υπήρχε ιεραρχία, οργανωτικές βάσεις, παράδοση Μυστηρίων, αλλά έλειπε η κινώσα ζωτική πνοή του Θεού. Αυτή του Αγίου Πνεύματος, της τρίτης υποστάσεως του Αγίου Τριαδικού Θεού. “Εορτάζουμε καί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος καιί την πραγματοποίηση της υποσχέσεως καί την εκπλήρωση της ελπίδας.”, γράφει ο Γρηγόριος Θεολόγος. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει σχετικά: “Ει (εάν) μη Πνεύμα παρήν, ουκ αν συνέστη η Εκκλησία. Ει δε συνίσταται η Εκκλησία εύδηλον ότι Πνεύμα πάρεστιν”. Η Πεντηκοστή, “μητρόπολις των εορτών” κατά τον Ι. Χρυσόστομο, κατέστη η αφετηρία της Εκκλησίας ή καλύτερα η γενέθλιος μέρα του έργου της, διότι εκείνη τη μέρα κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον στους πρώτους Μαθητές. Γράφει ο ίδιος Πατέρας για την εορτή: “Η φύσις η ημετέρα προ δέκα ημερών (διά της Αναλήψεως) εις τον θρόνον ανέβη τον βασιλικόν και το Πνέυμα το Άγιον κατέβη σήμερον προς την φύσιν την ημετέραν. Ανήνεγκεν ο Κύριος την απαρχήν την ημετέραν καικατήνεγκε υο Πνεύμα το Άγον.” (PG 50,454,456)
Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ: Το Άγιο Πνεύμα πάντοτε υπήρχε και υπάρχει και θα υπάρχει, δεν έχει αρχή ούτε τέλος, αλλ' είναι πάντοτε ενωμένο και συναριθμείται με τον Πατέρα καί τον Υιό. [Το Άγιο Πνεύμα] πάντοτε και αιώνια μεταλαμβάνεται [με τις θείες ενέργειές Του], δεν μεταλαμβάνει, οδηγεί στην τελείωση [τους ανθρώπους], δεν τελειώνεται, παρέχει την πνευματική πλήρωση, δεν έχει ανάγκη πληρώσεως, αγιάζει, δεν αγιάζεται, κάνει [τους ανθρώπους] θεούς, (...) είναι πάντοτε το ίδιο και απαράλλακτο, αόρατο, άχρονο, αχώρητο, αναλλοίωτο, υπεράνω από κάθε έννοια ποιότητας, ποσότητας και μορφής, αψηλάφητο, κινούμενο αφ' Εαυτού, κινούμενο συνεχώς, έχοντας αφ' Εαυτού εξουσία, έχοντας αφ' Εαυτού δύναμη, παντοδύναμο (...). Είναι ζωή και πρόξενος ζωής, το φως και χορηγεί φως, αφ' Εαυτού αγαθό και πηγή αγαθότητας. Πνεύμα ευθές, ηγεμονικό, κύριο [καλεί και] αποστέλλει [τους άξιους, όπως ο Πατήρ και ο Υιός], θέτει όρια [σε όλη την κτίση] κάνει τους ανθρώπους ναούς οίκους Του, οδηγεί, ενεργεί όπως θέλει, διανέμει χαρίσματα. Είναι Πνεύμα υιοθεσίας [κάνει τους ανθρώπους υιούς του Θεού], αληθείας, σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, ευσέβειας, βουλής, δυνάμεως, φόβου [θείου], (...). Δια του Αγίου Πνεύματος γνωρίζεται ο Πατήρ και δοξάζεται ο Υιός, και από Αυτούς μόνο γνωρίζεται Αυτό, είναι δηλαδή τα τρία πρόσωπα Εν, μία είναι η λατρεία και η προσκύνηση [που προσφέρεται], μία η δύναμη, η τελειότητα, ένας ο αγιασμός [που παρέχεται].
ΟΙ ΔΩΡΕΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ: Τι χορηγεί το Άγιο Πνεύμα; “Πάντα χορηγεί: βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξε, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας” (Πεντηκοστάριον Χαρμόσυνον). Τα Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, δύο εκ των κορυφαίων δωρεών του Αγίου Πνεύματος, τελούνταν τους πρώτους αιώνες κατά την εορταστική αγρυπνία της εορτής της Πεντηκοστής (όπως άλλωστε και των Χριστουγέννων και της Αναστάσεως). Το Άγιο Πνεύμα ακόμη και σήμερα πρέπει να εμψυχώνει τους ορθοδόξους λειτουργούς του Υψίστου, διότι κατά τον Χρυσόστομο “δυνάμεθα αεί Πεντηκοστήν επιτελείν”. Εξάλλου πρέπει να γνωρίζουμε ότι: “Το Πνεύμα το Άγιον αποτελεί την πηγή του ανακαθαρμού, της αναγέννησης και εξαγιασμού των πιστών.” (Π. Ν. Τρεμπέλας, Ομιλητική, σ.220, από τον Γρηγορίο Παλαμά).
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ: Με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και της μυστικής επικοινωνίας τη ψυχής του πιστού με Αυτό, η ψυχή δέχεται και αντανακλά δόξα Κυρίου, και μεταμορφώνεται σε όμοια εικόνα με τον Αυτόν, προχωρώντας βαθμηδόν από “δόξης εις δόξαν” (Β΄Κορ. γ΄18), προοριζόμενη να φτάσει στο καθ' ομοίωσιν με τον Δημιουργό, που ήταν και ο κορυφαίος σκοπός του έργου του Τριαδικού Θεού κατά τη δημιουργία του κόσμου. Το Θείο Πνεύμα φέρνει στην ψυχή μια ατμόσφαιρα Παραδείσου, μέσα στην οποία γονιμοποιούνται όλα τα άνθη της και ωριμάζουν οι καρποί του Πνεύματος: “αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις,πραότης, εγκράτεια” (Γαλ. ε΄22). Επισφράγιση δε των δωρεών του Πνεύματος είναι η υιοθεσία που αποτελεί και τον αρραβώνα της αιώνιας κληρονομίας του Θεού.
ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ: “Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί Θεού (...) Αυτό το Πνεύμα συμμαρτηρεί τω πνεύματι ημών, ότι εσμέν τέκνα Θεού, ει δε τέκνα καικληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού.” (Ρωμ. η΄14-17). Όλη αυτή η αγιοπνευματική βιοτή επιτυγχάνεται μόνο δια της μυστηριακής ζωής της γεννημένης δια του Αγίου Πνεύματος Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Χριστός τήρησε την υπόσχεση που έδωσε και την ημέρα της Πεντηκοστής έστειλε στους μαθητές το Πανάγιο Πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα επεδήμησε στους Αποστόλους, στην Εκκλησία και δι'αυτών σ' όλους όσοι ανοίγουν σ' αυτό την πόρτα της ψυχής τους. Δια του Αγίου Πνεύματος «πάσα ψυχή ζωούται» και «περικρατείται πάντα τα ορατά συν τοις αοράτοις». Δια του Αγίου Πνεύματος «πάσα η κτίσις καινουργείται», δι' αυτού «ο πας πλούτος της δόξης, εξ ου χάρις και ζωή πάση τη κτίσει» δι' αυτού «πάσα ψυχή ζωούται», δι' αυτού «τα σύμπαντα το είναι έχει». (Αναβαθμοί Όρθρου)
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ: Ο Χρυσορρήμων Πατέρας της Ορθοδοξίας τονίζει ότι διά του Αγίου Πνεύματος: “δουλείας απαλλαττόμεθα, εις ελευθερίαν καλούμεθα, εις υιοθεσίαν αναγόμεθα, άνωθεν αναπλαττόμεθα, το βαρύ και δυσώδες των αμαρτημάτων φορτίων αποτιθέμεθα. Διά του Πνεύματος του Αγίου, ιερέων βλέπομεν χορούς, διδασκάλων έχουμε τάγματα. (...)
Διά της τούτου δυνάμεως εξ ανθρώπων άγγελοι γεγόναμεν οι τη χάριτι προσδραμόντες ,” χωρίς να μεταβάλλουμε τη φύση μας, αλλά κάτι το περισσότερο θαυμαστό: μένοντας στην ανθρωπινη φύση, “την των αγγέλων πολιτείαν επιδεικνύμεθα.” Και όπως η αισθητή φωτιά, όταν θερμάνει τον πηλό, όστρακον ισχυρόν τον αναδεικνύει, “ούτω δη και το πυρ του Πνεύματος, επειδάν λάβη ψυχήν ευγνώμονα και εύρη πηλού μάλλον διαλελυμένην, σιδήρου στερροτέραν αυτήν απεργάζεται. Και τον προ μικρού τω βορβόρω των αμαρτημάτων μεμολυσμένον, αθρόον του ηλίου λαμπρότερον αναδείκνυσιν” (PG 50, 463-5).
Πηγή: Ακτίνες
Α´. Μεταβολήν τοῦ νοῦ.
Β´. Μεταβολήν τῆς καρδίας.
Γ´. Μεταβολήν τῆς γλώσσης.
Συλλογίσου ἀγαπητέ, πῶς τό Πανάγιον Πνεῦμα ὅταν κατέβη εἰς τό ὑπερῷον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὡσάν ἕνας σφοδρότατος ἄνεμος καί βροντή, ἐγέμισεν ὅλον τόν οἶκον, εἰς τόν ὁποῖον ἦσαν καθήμενοι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ἐπροσηύχοντο· «καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· καί τόν ἔκαμεν ὡσάν μίαν κολυμβήθραν, ὡς λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά νά βαπτίσῃ τούς Ἀποστόλους μέ τήν θείαν χάριν του, περί τοῦ ὁποίου τούτου βαπτίσματος προεῖπεν εἰς αὐτούς ὁ Κύριος· «ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας (Πράξ. α´ 5).
Ἐπλήρωσε δέ τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αὐτόν ἀπεργαζομένη πνευματικήν, καί πληροῦσα τήν τοῦ Σωτῆρος ἐπαγγελίαν, ἥν καί αὐτήν ἀναλαμβανόμενος πρός αὐτούς ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ…ἀλλά καί τήν κλῆσιν ἥν αὐτοῖς ἐπέθηκεν, ἐπαληθεύουσαν ἔδειξε· διά γάρ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ τούτου ἤχου, ὄντως υἱοί βροντῆς γεγόνασιν οἱ Ἀπόστολοι» (Λόγος εἰς τήν Πεντηκ.) Τότε δή τότε αὐτό τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐνήργησεν εἰς τούς Ἀποστόλους τρεῖς μεταβολάς (καί αὐταί αἱ μεταβολαί εἶναι κυρίως ὁ καρπός καί τῶν παρόντων πνευματικῶν γυμνασμάτων).
Ἡ α´ μεταβολή ἦτο τοῦ νοός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία μετέβαλεν εἰς αὐτούς ἐκείνας τάς πρώτας ἰδέας ὅπου εἶχον περί τῶν πράγματων τοῦ κόσμου τούτου καί τούς ἔκαμε νά γνωρίσουν καθαρά τό ταπεινόν καί μάταιον τῶν παρόντων ἀγαθῶν, καί ἐξεναντίας νά γνωρίσουν τό μεγαλεῖον καί αἰώνιον τῶν μελλόντων, ὥστε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὀλίγον προτήτερα φιλονικοῦσαν ἀναμεταξύ τους ποῖος ἀπό αὐτούς νά ἦτο ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος· «ἐγένετο δέ καί φιλονικία ἐν αὐτοῖς τό τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24). Ὕστερα ἀφ᾿ οὗ ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐμετροῦσαν διά μεγάλην εὐτυχίαν, τό νά εἶναι μικρότεροι ἀπό ὅλους· τό νά καταφρονοῦνται ἀπό ὅλους διά τόν Χριστόν καί τό νά λογίζωνται ἀσθενεῖς, μωροί, ἄτιμοι, ὄνειδος, σκύβαλα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων· «ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν, ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ἡμεῖς ἄτιμοι, ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α´ Κορ. δ´ 10).
Τώρα ἀδελφέ στοχάσου ἀνίσως ἔγινε καί εἰς ἐσέ αὐτή ἡ μεταβολή τοῦ νοός διά μέσου τούτων τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων ὅπου ἀνάγνωσες καί ἕως εἰς ποῖον βαθμόν ἔφθασες, διότι ἀνίσως καί ἕως τώρα ἐνόμισες ἕνα μεγάλον καλόν, τό νά σέ τιμοῦν καί νά σέ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ὑπόληψιν, τό νά ζῇς εἰς τήν καρδίαν πάντων, ἤγουν τό νά σέ ἀγαποῦν ὅλοι, τό νά γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ἡδοναῖς καί νά ἐξοδεύης εἰς αὐταῖς τόν καιρόν ὅπου σοῦ ἐδόθη διά νά κερδίσης τά αἰώνια ἀγαθά καί τό νά ζῇς μέ τέλη καί ἀντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν εἶναι ὅτι ὁ νοῦς σου ὡδηγεῖτο ἕως τώρα ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ὄχι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί πρέπει διά τοῦτο νά λυπῆσαι καί νά μετανοῇς διότι ἀπέθανεν ὁ Χριστός καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ὄχι διά νά σοῦ δώσῃ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου.'Aλλά διά νά σοῦ δώσῃ τό Πνεῦμα τό ἰδικόν του καί ἐσύ μέ τήν κακήν ζωήν ὅπου ἔζησες δέν ἔγινες δεκτικός τοῦ θείου του Πνεύματος· «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. β´ 12).
Πρέπει ὅμως ἀπό τώρα καί ὕστερα νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά κάμνης ὅλα τά ἐναντία, ἤγουν νά ὁδηγῆσαι μέ τάς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μή λογιάζῃς ἄλλην τιμήν, παρά ἐκείνην ὅπου σέ μεγαλύνει ἐμπρός εἰς τόν Θεόν καί νά μή ψηφᾷς ἄλλο καλόν, παρά ἐκεῖνο ὅπου σοῦ προξενεῖ τήν ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου.
Εἶναι καλόν σημάδι πῶς ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄρχισε νά φωτίζῃ τόν νοῦν σου καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό ἐκεῖνον ὅπου ἤσουν εἰς ἄνδρα ἄλλον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ· «καί ἐφαλεῖται ἐπί σέ Πνεῦμα Κυρίου, καί στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) καί πρέπει διά τοῦτο νά χαίρῃς καί νά εὐχαριστῇς τόν Κύριον ὅπου σέ ἐφώτισε μέ τό Ἅγιόν του Πνεῦμα, διά νά μή περιπατῇς πλέον ὡσάν νήπιος, ἀλλά ὡσάν ἄνδρας τέλειος· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· καί διά νά μή ἀκολουθῇς πλέον τό φρόνημα τῆς σαρκός ὅπου εἶναι θάνατος ἀλλά τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος ὅπου εἶναι ζωή· «τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος· τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η´. 6).
Αἰσχύνθητι λοιπόν διά τήν περασμένην ζωήν ὅπου ἔζησες ὄχι ὡσάν οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὡσάν ξένος καί ἀλλότριος, μέ τό νά μή εἶχες τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον· «εἴ τις Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔχει οὗτος, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. η´ 9). Καί παρακάλεσαι ταπεινῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα νά μεταβάλη τελείως τόν νοῦν σου εἰς τό θεῖον του θέλημα, φωτίζωντάς τον μέ τήν χάριν του. Ὄχι κατά τήν ἐπιφάνειαν ἀλλά κατά βάθος διά νά μή ὑστερηθῇς καί ἐσύ τόν φωτισμόν καί τήν χάριν του καί νά λέγῃς μέ τόν Δαβίδ· «καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί αὐτό οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ» (Ψαλμ. λζ´ 10)· ἀλλά μᾶλλον νά λαμβάνης ἐπάνω εἰς τόν ἁμυδρότερον φωτισμόν, ἄλλον καθαρώτερον καί λαμπρότερον φωτισμόν καί νά λέγῃς· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε´ 10).
Πῶς δέ νά συγκρατῇς τόν φωτισμόν τοῦτον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τόν νοῦν σου καί πῶς νά μή τόν ἀφήσῃς νά σβύσῃ; Ἄκουσον τί σοῦ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· καθώς τό φῶς τοῦ λύχνου μέ τό λάδι ἀνάπτει καί συγκρατεῖται, καί ὅταν σωθῇ τό λάδι τότε σβύνει καί αὐτό, ἔτσι καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνάπτει καί μᾶς φωτίζει, ὅταν ἔχωμεν καλά ἔργα, καί ἐλεημοσύνην εἰς τήν ψυχήν μας. Ὅταν δέ τά καλά ἔργα λείψουν καί ἡ ἐλεημοσύνη, ἀναχωρεῖ ἀπό ἡμᾶς καί τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· «καθάπερ γάρ τό λυχνιαῖον φῶς ἐλαίῳ κατέχεται καί ἀναλωθέντος τούτου, κᾀκεῖνο σβέννυται, οὕτω δή καί ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλαίῳ κατεχομένη ἡ φλόξ· ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι καί ἀναχωρεῖ» (Τόμ. Θ´ λόγος 55). Καθώς καί τό Πνεῦμα Κυρίου ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Σαούλ, ἀνεχώρησεν ἀπό λόγου του μέ τό νά μή εἶχε γνώμην ὀρθήν καί ἔργα θεάρεστα· «Πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπό Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14· διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος παραγγέλει γράφων· «τό Πνεῦμα μή σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).
Λέγει γάρ ὁ μέγας Βασίλειος καί καθώς ἄλλη μέν θερμότης εὑρίσκεται εἰς τά σώματα καθ᾿ ἕξιν πολυχρόνιος, ἄλλη δέ κατά διάθεσιν ὀλιγοχρόνιος, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰς ἄλλους μέν παραμένει καθ᾿ ἕξιν διά τήν στρεότητα τῆς καλῆς των γνώμης, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Ἐλδάδ καί Μωδάδ, περί τῶν ὁποίων γράφουσιν οἱ ἀριθμοί, ὅτι ἐπροφήτευον πάντοτε· εἰς ἄλλους δέ μόνον εὑρίσκεται ὡς διάθεσις, καί γρήγορα ἀναχωρεῖ διά τό ἀστερέωτον τῆς γνώμης των, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Σαούλ καί εἰς τούς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι μίαν φοράν μόνον ἐπροφήτευσαν, καί ὕστερον ἔχασαν τῆς προφητείας τό χάρισμα. Ὡς ἐν σώμασιν ὑγίεια, ἤ θερμότης, ἤ ὅλως εὐκίνητοι διαθέσεις, οὕτω καί ἐν ψυχῇ πολλάκις ὑπάρχει τό πνεῦμα, τοῖς διά τό τῆς γνώμης ἀνίδρυτον εὐκόλως ἥν ἐδέξατο χάριν ἀπωθουμένοις οἷος ὁ Σαούλ καί οἱ πρεσβύτεροι οἱ ἑβδομήκοντα τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πλήν τοῦ Ἐλδάδ καί Μωδάδ· «τούτοις γάρ μόνοις ἐκ πάντων φαίνεται παραμεῖναν τό Πνεῦμα· καί ὅλως εἴ τις τούτοις τήν προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).
Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν β´. μεταβολήν ὅπου ἔκαμε τό Πανάγιον Πνεῦμα εἰς τήν καρδίαν τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν ἀρχήν ἦσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, ὅπου διά νά φυλάξουν τήν ζωήν τους, ὁ ἕνας ἄφησε τόν διδάσκαλόν του εἰς τό πάθος καί ἔφυγε γυμνός· «καί εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνοῦ… ὁ δέ καταλιπών τήν συνδόνα γυμνός ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Οὗτος ἦτο ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅστις ἐφόρει ἕνα μόνον ἱμάτιον εἰς ὅλην του τήν ζωήν, ὡς λέγει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος), ὁ ἄλλος τόν ἠρνήθη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν· «καί ἀφέντες αὐτόν πάντες ἔφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Καί τόσον ἦσαν τρομαγμένοι ὡσάν λαγωοί ὅπου ἔστεκαν κεκλεισμένοι ἀπό τόν φόβον τους μέσα εἰς τό ὑπερῶον καί δέν ἐτόλμων νά εὔγουν ἔξω σχεδόν εἰς ὅλον τό διάστημα τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν ὅπου ἐπέρασαν μετά τήν Ἀνάστασιν ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ κατέβη εἰς αὐτούς τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέβαλε τήν ἀσθένειαν τῆς καρδίας των εἰς ἀνδρείαν καί γενναιότητα.
Ὅθεν εὐγῆκαν ἔξω ὡσάν τόσοι ἄφοβοι λέοντες καί ἐκήρυττον τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν ἐμπρός εἰς ὅλον τό πλῆθος τοῦ λαοῦ μέ μέτωπον ἀνοικτόν, μέ στῆθος ἀνδρειωμένον καί μέ τόλμην καί παρρησίαν χωρίς νά δειλιάσουν οὔτε ἀπό φοβερισμούς, οὔτε ἀπό δαρμούς, οὔτε ἀπό βάσανα καί μαρτύρια, οὔτε ἀπό τόν ἴδιον θάνατον· ἀλλ᾿ ἐπεθύμουν ταῦτα πάντα ὡς τρυφάς καί ξεφαντώματα καί ἔχαιρον ὑπερβολικά ὅταν τά ἐλάμβανον· «οἱ μέν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πραξ. ε´. 41).
Τότε ἤθελες ἰδεῖ ἐκεῖνον τόν δειλότατον καί φιλόζωον Πέτρον, ὅπου πρότερον δέν ἠδυνήθη νά ἀκούσῃ χωρίς φόβον οὔτε ἕνα ψιλόν λόγον ἑνός δυστυχισμένου κορασίου, πῶς ἐστάθη μέ τόσην ἀφοβίαν καί τόλμην καί ἐδημηγόρησε μεγαλοφώνως ἔμπροσθεν εἰς ἕνα μυριάριθμον πλῆθος ἀνθρώπων, χωρίς νά στοχάζεται πῶς εἶναι ὁλότελα ἄνθρωποι ἀλλά πῶς εἶναι κνώδαλα καί φυτά ἤ λίθοι, καί μέ τήν δημηγορίαν του εἵλκυσεν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τρεῖς χιλιάδας λαοῦ· «σταθείς δέ Πέτρος σύν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ, καί ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς» (Πράξ. β´. 14).
Τότε ἤθελες ἰδῇ ἐκείνους τούς ἁλιεῖς καί ἀγραμμάτους πλουτισμένους ἀπό τόσην σοφίαν καί σύνεσιν, ὥστε νά κάμνουν τούς σοφούς καί γραμματισμένους νά ἐξίστανται καί νά ἀποροῦν· «καί καταλαβόμενοι, ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καί ἰδιῶται ἐθαύμαζον». (Πράξ. δ´ 13). Καί τοῦτο διατί; διότι ἔδωκεν εἰς τήν καρδίαν αὐτῶν χῦμα γνώσεως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σολομῶντος· «καί ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σολομών καί χῦμα καρδίας» (Γ´ Βασιλ. δ´ 29)· καί διότι " ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν ὡς γέγραπται» (Α´ Βασιλ. ι´ 26).
Ὤ χάρις! ὤ ἐνέργεια! ὤ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ὅταν μίαν φοράν ἀνάψῃ τήν καρδίαν, τούς λαγῳούς κάμνει λέοντας, τούς ἀδυνάτους δυνατούς, τούς ἀσόφους σοφούς, τούς πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους καί τούς πρῴην ἀνδριάντας μεταβάλλει εἰς ἄνδρας τελείους. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεός ὑπεσχέθη νά δώσῃ διά τοῦ Προφήτου Μιχαίου λέγων· «οὐκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν, ἐάν μή ἐγώ ἐμπλήσω ἰσχύν ἐκ Πνεύματος Κυρίου» (Μιχ. γ´ 8).
Τώρα καί ἐσύ ἀδελφέ ὅπου ἀναγινώκεις ταῦτα, στοχάσου, ἐάν ἔλαβες αὐτήν τήν γενναιότητα καί θέρμην εἰς τήν καρδίαν σου διά νά μή φοβῆσαι σάρκα, κόσμον καί κοσμοκράτορα, τοῦτο εἶναι σημεῖον πῶς μετεβλήθης ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου, καθώς εἶναι γεγραμμένον· «τότε μεταβαλεῖ τό Πνεῦμα καί διελεύσεται, καί ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχύς τῷ Θεῷ μου» (Ἀββακ. α´ 11).
Στοχάσου, καί ἐάν ἐσύ προτήτερα ἐγύρευες μέ ὅλην τήν ὁρμήν τῶν ἐπιθυμιῶν σου τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τά πλούτη, τάς δόξας, τάς ἡδονάς καί ἐλόγιαζες ὅτι ἦτο μακαριώτερος ὅποιος εἶχεν ἀπό αὐτά τά ἀγαθά περισσότερα, ἤξευρε ὅτι ἕως τώρα ἦτο ἡ καρδία σου πεπαλαιωμένη, ἀναίσθητος καί πεπωρωμένη ὡσάν πέτρα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός. Καί λυπήσου διά τοῦτο καί μετανόησον, πώς εἰς τόσους χρόνους τῆς ζωῆς σου, δέν ἔγινες ἄξιος νά λάβῃς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδίαν αἰσθητικήν τοῦ συμφέροντός σου, τήν ὁποίαν ὑπεσχέθη νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός· «καί δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν δώσω ὑμῖν· καί ἀφελῶ τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην καί τό πνεῦμά μου δώσω ἐν ὑμῖν» (Ἰεζεκ. λς´. 26).
Ἐάν δέ τώρα γυρεύῃς ὅλα τά ἐναντία καί ἀντί νά ὑπερηφανεύεσαι διά τά πλούτη, ἐσύ περισσότερον ταπεινώνεσαι καί χαίρεις εἰς τήν πτωχείαν· ἀντί νά θέλῃς τάς τρυφάς καί τά ξεφαντώματα, ἐσύ ἀγαπᾷς τήν ὀλιγάρκειαν καί ἐγκράτειαν, ἤξευρε, ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἄρχισε νά μεταβάλῃ τήν καρδίαν σου εἰς ἄλλην καρδίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ. «Καί ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπό Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεός καρδίαν ἄλλην». (Α´. Βασίλ. ι´. 9)
Ὅθεν εὐφράνθητι καί εὐχαρίστησαι τόν Κύριον, ὅπου διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο σοῦ ἐκαθάρισε τόν νοῦν, ἀλλά καί σοῦ ἐθέρμανε τήν καρδίαν καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό σαρκικόν εἰς πνευματικόν· ἀπό νήπιον μωρόν, εἰς ἄνδρα σοφόν· καί ἀπό κοσμικόν καί ἐθνικόν, εἰς ἀληθινόν χριστιανόν. Τοιαύτας γάρ θεοπρεπεῖς καί παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει νά ἐνεργῇ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς θεολογεῖ περί αὐτοῦ ὁ Μέγας Θεολόγος Γρηγόριος· «τοῦτο τό Πνεῦμα (σοφώτατον γάρ καί φιλανθρωπότατον) ἄν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα καί βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ ἀναδείκνυσιν· ἐάν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται· τόν Δαβίδ καί τόν Ἀμώς ἐνθυμήθητι· ἐάν μειράκιον εὐφυές λάβῃ πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτήν καί παρ᾿ ἡλικίαν· μαρτυρεῖ Δανιήλ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας· ἐάν ἁλιέας εὕρῃ, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμον ὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι καί Ἀνδρέαν καί τούς τῆς βροντῆς υἱούς τά πνευματικά βροντήσαντας· ἐάν τελώνας, εἰς μαθητείαν κερδαίνει καί ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ· φησί Ματθαῖος, ὁ χθές τελώνης, καί σήμερον εὐαγγελιστής· ἐάν διώκτας θερμούς, τόν ζῆλον μετατίθησι, καί ποιεῖ Παύλους ἀντί Σαύλων καί τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν, ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβε». (λογ. Εἰς τήν Πεντηκοστήν).
Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διότι ἕως τώρα ἤσουν μακράν ἀπό τέτοιους συλλογισμούς, πορευόμενος ἐν τοῖς κακοῖς θελήμασι τῆς καρδίας σου καί μή δίδωντας τόπον εἰς αὐτήν, διά νά κατοικήσῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· καί συντόμως εἰπεῖν, διότι ἔζησες ὡσάν ἕνας ψυχικός μόνον ἄνθρωπος, ὅς οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος· «μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι» (Α´. Κορ. β´ 14). Κάμε ἀπόφασιν εἰς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου, νά μή λυπήσης πλέον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ καμμίαν ἄτακτον καί κακήν ὄρεξιν τῆς καρδίας σου, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος· «καί μή λυπῆτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. δ´. 30)· μηδέ νά ἐναντιωθῇς ὡς σκληροκάρδιος εἰς τό Ἅγιον αὐτοῦ θέλημα, κατά τούς σκληροκαρδίους ἐκείνους Ἑβραίους, πρός τούς ὁποίους εἶπεν ὁ Στέφανος· «σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καί τοῖς ὠσίν· ὑμεῖς ᾀεί τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε» (Πράξ. ζ´. 51)· ἀλλά νά δώσῃς ὅλην τήν καρδίαν σου εἰς αὐτό μέ ὅλας της τάς ἐπιθυμίας διά νά ἐνοικήσῃ καθώς αὐτό τό ἴδιον πνεῦμα σέ προστάζει λέγον· «υἱέ δός μοι τήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´. 26).
Θέλεις δέ δώσει τήν καρδίαν σου εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐάν μελετᾷς πάντοτε εἰς αὐτήν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ μίαν ἀδιάλειπτον προσευχήν. Ἐπειδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μολονότι καί ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅμως εἶναι καί λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διά τήν ὁμοουσιότητα καί ἐν τῷ Υἱῷ ἀναπαύεται καί χαίρει ὅταν αὐτός ὀνομάζεται· «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις, κράζον ἀββᾶ ὁ Πατήρ»· (Γαλ. δ´. 6)·" ἵνα διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς καί πνευματικῆς προσευχῆς , ἐν μέν τῷ Πνεύματι θεωρῇς τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῳ θεωρῇς τόν Πατέρα", ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· καί ἵνα καταξιωθῇς διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς ἐργασίας, νά εὕρῃς καί νά ἰδῇς νοερῶς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔλαβες μέν διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τήν ἔχωσες δέ ὡσάν σπινθῆρα μέσα εἰς τά πάθη καί ἁμαρτίας.
Καί τέλος πάντων, ἐπειδή καί τό Πανάγιον Πνεῦμα· ὁ ἄλλος παράκλητος, τό συμπληρωτικόν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὁ χορηγός πάντων τῶν χαρισμάτων ἡ ζωή τῶν ζώντων· ἡ κίνησις τῶν κινουμένων· καί ἡ τελειότης ἁπάντων τῶν ὄντων, ἠθέλησεν ἐκ μόνης τῆς φιλανθρωπίας του νά εἰδοποιήσῃ εἰς τήν καρδίαν σου τάς πρώτας γραμμάς καί τό πρῶτον σχέδιον τῆς χάριτός του, παρακάλεσαί τον νά μή σέ ἀφήσῃ ἀτελῆ ἀλλά νά φέρῃ εἰς τελειότητα αὐτήν τήν εἰδοποίησιν καί τό ἔργον ὅπου ἄρχισεν εἰς ἐσέ, χαρίζωντάς σου τό χάρισμα τῆς διαμονῆς καί τῆς μέχρι τέλους ὑπομονῆς ἐν τῇ αὐτοῦ χάριτι, τό ὁποῖον χάρισμα εἶναι τό μεγαλύτερον ἀπό ὅλα τά χαρίσματα καί αὐτό μόνον συνιστᾷ καί ἐπισφραγίζει τόν ἑκάστου προορισμόν κατά τούς θεολόγους καί διά τοῦ χαρίσματος τούτου νά σέ ἀξιώσῃ ἀπό ἐδῶ ἀκόμη, νά γίνῃς ὅλος πνευματικός, ὅλος ἀγγελοειδής, ὅλος ἅγιος καί υἱός Θεοῦ, καί Θεός κατά χάριν, ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅπου εἶσαι τώρα γῆ καί σποδός· καθώς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελθόν εἰς ψυχήν ἀνθρώπου, ἔδωκε μέν ζωήν, ἔδωκε δέ ἀθανασίαν· ἤγειρε κείμενον· τό δέ κινηθέν κίνησιν ἀΐδιον ὑπό Πνεύματος Ἁγίον, ζῶον ἅγιου ἐγένετο· ἔσχε δέ ἄνθρωπος ἀξίαν πνεύματος εἰσοικισθέντος ἐν αὐτῷ προφήτου, ἀποστόλου, ἀγγέλου Θεοῦ, ὤν πρό τοῦ, γῆ καί σποδός»· (ὁμιλ. Περί τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, ἧς ἡ ἀρχή, ἐνθυμηθῶμεν πᾶσα ψυχή).
Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν γ´. μεταβολήν ὅπου ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν Ἀποστόλων· διότι ἐκεῖνοι ὅπου προτήτερα δέν ἐλαλοῦσαν ἄλλο παρά γήϊνα καί χαμερπῆ διά δόξας καί τιμάς προσωρινάς καί ματαίας· «δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι´. 37)· ἐκεῖνοι ὅπου ἐλάλουν περί τοῦ Χριστοῦ ταπεινά καί εὐτελῆ· «ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὦδε εἶναι καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν Ἠλίᾳ» (Λουκ. θ´. 33).
Ἐκεῖνοι ὅπου πρότερον ἔφθασαν ἕως καί νά συμφωνήσουν μέ τόν Ἰούδαν καί νά κατηγορήσουν τήν εὐλογημένην ἐκείνην Μαρίαν καί νά θυμωθοῦν καταπάνω της, διότι ἄλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ μέ τόσον πολυέξοδον μῦρον, λέγοντες μέ ἀγανάκτησιν· «εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γάρ τοῦτο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καί δοθῆναι πτωχοῖς καί ἐνεβριμῶντο αὐτῇ» (Μάρκ. ιδ´. 4) Αὐτοί λέγω οἱ ἴδιοι, ὕστερα ἀπό τόν ἐρχομόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἐλαλοῦσαν πλέον δι᾿ ἄλλο, παρά διά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, διά ὑψηλά καί μεγάλα πράγματα διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, διά τήν θεολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά τό ἀκατανόητον μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· διότι εἶναι Θεός ἀληθινός ὁ Χριστός· μέ ρητορικήν ἀνήκουστον, μέ ἐλευθεροστομίαν ἀσύγκριτον καί μέ γλῶσσας διαφόρους· «ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ". (Πράξ. β´ 11).
Τώρα στοχάσου ἐσύ ἀγαπητέ τά λόγια ὅπου ὡμιλοῦσες προτήτερα ἀπό τά παρόντα γυμνάσματα, καί τά λόγια ὅπου πρέπει τώρα νά λαλῇς, διά νά λάβῃς καί ἐσύ τήν μεταβολήν αὐτήν τῆς γλώσσης ἀπό τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τήν γλῶσσαν σοῦ τήν ἔδωκεν ὁ Θεός ἀδελφέ ὄργανον διά νά λαλῇς ὅλα τά καλά ὄχι τά κακά. Ὅθεν πρέπει νά τήν μεταχειρίζεσαι καί ἐσύ κατά τόν σκοπόν ὅπου ὁ Θεός σοῦ τήν ἔδωκεν· ἤγουν εἰς τό νά δοξολογῇς καί νά αἰνῇς μέ αὐτήν πάντοτε τόν Θεόν, καί νά μελετᾷς τά θεῖα του λόγια καθώς γέγραπται· «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β´ 11).
Καί πάλιν «καί ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, ὅλην τήν ἡμέραν τόν ἔπαινόν σου»· (Ψαλμ. λδ´. 32)· καί ὄχι εἰς τό νά λαλῇς λόγια ἀνευλαβῆ κατά τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό νά ὀνομάζῃς τό θεῖον του ὄνομα εἰς πράγματα μάταια· «οὐ λήψῃ γάρ φησι τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ» (Ἐξοδ. κ´. 7) εἰς τό νά κατηγορῇς καί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτόν σου καί ὄχι εἰς τό νά τόν ἐπαινῇς μόνος σου «ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καί μή τό σόν στόμα· ἀλλότριος, καί μή τά σά χείλη» (Παροιμ. κζ´. 2).
Εἰς τό νά συμβουλεύῃς τόν ἀδελφόν σου ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶναι συμφέροντα εἰς τήν σωτηρίαν του καί νά στερεώνῃς εἰς τό καλόν καί τήν ἀρετήν, καί ὄχι εἰς τό νά ἀκονᾷς ὡς μάχαιραν τήν γλῶσσάν σου κατ᾿ αὐτοῦ περιπαίζωντάς τον, κατηγορῶντάς τον καί ὑβρίζωντάς τον καταφρονητικῶς μέ θυμόν· «ἠκόνησαν ὡς ραμφαίαν τήν γλῶσσαν αὐτῶν» (Ψαλμ. ξγ´. 30) ἤ καί δίδωντάς του κακάς συμβουλάς μέ λόγια ἁπαλά μέν καί φιλικά, ἐπίβουλα δέ καί ἐχθρικά, διά νά τόν κακοποιήσῃς καί νά τόν βλάψῃς· «ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπέρ ἔλαιον καί αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ. νδ´. 24).
Καί διά νά εἰπῶ μέ ἕνα λόγον, εἰς τήν γλῶσσάν σου πρέπει νά ἔχῃς τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τά λόγια τῆς παλαιᾶς καί νέας Γραφῆς· τά περί τῆς θείας προνοίας· τά περί τῆς κρίσεως· καί τά περί τῆς ἀγαθότητός του· καί ὅλαι αἱ συνομιλίαι σου νά ᾖναι περί πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων καί περί ὠφελείας ψυχικῆς. Ἐάν περί τοιούτων μεταχειρίζεσαι τήν γλῶσσάν σου, ἤξευρε, ὅτι ὁ Κύριος ἔπλασε νοερῶς τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καθώς ἔπλασε ποτέ καί τοῦ κωφοῦ καί μογιλάλου· «καί πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ… καί ἐλύθη ὁ δεσμός τῆς γλώσσης αὐτοῦ». (Μάρκ. ζ´ 33). Καί εἶναι καλόν σημάδι, ὅτι ἄρχισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά μεταβάλῃ καί τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καί νά λαλῇ αὐτό δι᾿ αὐτῆς, ὡς ποτέ ἐλάλει καί διά τῶν Ἀποστόλων καί διά τοῦ Δαβίδ «Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί καί ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπί γλώσσης μου» (Β´. Βασιλ. κγ´. 2).
Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, πῶς ἕως τώρα ἐλάλεις ὡσάν ἕνας σαρκικός καί νήπιος καί ὄχι ὡσάν πνευματικός καί τέλειος ἄνδρας· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν» (Α´. Κορ. ιγ´ 11) καί ἡ γλῶσσά σου ἐμελέτα τήν ἀδικίαν, καθώς λέγει ὁ Ἡσαΐας· «ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀδικίαν μελετᾷ» (νθ´. 3).
Ἀποφάσισαι εἰς τό ἑξῆς νά μή ἀφήνῃς νά εὔγουν ἀπό τό στόμα σου λόγια σαπρά, λόγια γελοιώδη καί μάταια, ἀλλά ὠφέλιμα καί σωτηριώδη πρός οἰκοδομήν τῶν ἀκουόντων, καθώς σοῦ παραγγέλει ὁ Ἀπόστολος· «πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴτις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσιν» (Ἐφέσ. δ´ 29)· διότι ὁ λόγος εἶναι σκιά τοῦ ἔργου, καθώς εἶπεν ἕνας σοφός (Οὗτος ἐστίν ὁ Δημόκριτος εἰπών· «λόγος ἔργου σκιή»)· καί οἱ λόγοι οἱ κακοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά κακά, καθώς καί ἐκ τοῦ ἐναντίου οἱ λόγοι οἱ καλοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά καλά. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ Σολομῶν, ὅτι εἰς τό χέρι τῆς γλώσσης στέκεται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος· «θάνατος καί ζωή ἐν χειρί γλώσσης» (Παροιμ. ιη´. 21). Καί καθώς ὅποιος βαστᾷ μυρωδικά καί τόν ἑαυτόν του εὐωδιάζει καί τούς ἄλλους ὁμοίως καί ὅποιος βαστᾷ βρωμερά καί τόν ἑαυτόν βρωμίζει καί τούς ἄλλους· τοιουτοτρόπως καί ὅποιος λαλεῖ τά καλά λόγια, ἤ τά κακά καί τόν ἑαυτόν του ὠφελεῖ, ἤ βλάπτει καί τούς ἀκούοντάς του.
Καί τέλος πάντων, παρακάλεσαι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά δυναμώσῃ τοῦτο ὅπου ἄρχισε νά ἐνεργῇ εἰς ἐσέ· «δυνάμωσον ὁ Θεός τοῦτο, ὅ κατειργάσω ἐν ἡμῖν» (Ψαλμ. ξζ´. 31)· καί νά δείξῃς μίαν τελείαν μεταβολήν εἰς τήν γλῶσσάν σου διά τῆς χάριτός του, ὥστε νά μή σέ ἀφήσῃ νά σφάλῃς πλέον μέ αὐτήν εἰς κανένα λόγον ἄπρεπον· «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ (Ἰακώβ. γ´. 2)· ἀλλά νά μεταχειρισθῇ τήν γλῶσσάν σου ὡσάν ἕνα κονδύλι, διά νά τήν κινῇ μέ τήν δεξιάν του εἰς τό νά λαλῇς ἐκεῖνα μόνον ὅπου αὐτό θέλει καί βούλεται· ὥστε ὅπου, σύ μέν νά λέγῃς· «ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου» (Ψαλμ. μδ´ 2)· ἐκεῖνοι δέ ὅπου σέ βλέπουν καί σοῦ ἀκούουν, νά λέγουν· «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου». (Ψαλμ. ος´ 10).
Πηγή: Η άλλη όψη
«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί του, λέγοντες· Διδάσκαλε, ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, ὥστε νά γεννηθῇ τυφλός;»
1. «Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς». Ἐπειδή εἶναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος καί φροντίζει διά τήν σωτηρίαν μας καί θέλων νά κλείσῃ τά στόματα τῶν ἀχαρίστων, δέν παραλείπει νά κάνῃ ἀπό ἐκεῖνα πού ἔπρεπε νά κάνῃ καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν ἐπρόσεχεν. Αὐτό λοιπόν γνωρίζων καλά καί ὁ προφήτης ἔλεγεν· «Διά νά δικαιωθῇς μέ τούς λόγους σου καί νά νικήσῃς μέ τήν κρίσιν σου» (Ψαλμ. 50, 6).
Διά τοῦτο λοιπόν καί ἐδῶ, ἐπειδή δέν ἐδέχθησαν τό ὑψηλόν νόημα τῶν λόγων του, ἀλλά τόν ὠνόμασαν καί δαιμονισμένον καί ἐπεχείρουν καί νά τόν φονεύσουν, ἀφοῦ ἐξῆλθεν ἀπό τόν ναόν, θεραπεύει τόν τυφλόν, καί καταπραύνων τήν ὀργήν των μέ τήν ἀπουσίαν του καί μέ τήν πραγματοποίησιν τοῦ θαύματος μαλακώνων τήν σκληρότητα καί τήν ἀσπλαχνίαν των καί κάμνων πιστευτούς τούς λόγους του· καί τό θαῦμα πού κάμνει δέν εἶναι τυχαῖον, ἀλλά τότε συνέβη διά πρώτην φοράν. Καθ̉ ὅσον λέγει· «Ποτέ πρίν δέν ἠκούσθη, ὅτι ἤνοιξε κάποιος τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς» (Ἰω. 9, 32)· διότι ἴσως κάποιος νά ἤνοιξε τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ, ἐκ γενετῆς ὅμως ὄχι ἀκόμη. Καί τό ὅτι ἐξελθών ἀπό τόν ναόν, ἦλθεν ἐπίτηδες νά κάνῃ τό θαῦμα γίνεται φανερόν ἀπό τό ἑξῆς· αὐτός δηλαδή εἶδε τόν τυφλόν, καί δέν προσῆλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός, καί μέ τόσην προσοχήν τόν εἶδεν, ὥστε καί εἰς τούς μαθητάς νά κάνῃ ἐντύπωσιν.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν ἔσπευσαν νά τόν ἐρωτήσουν· διότι, βλέποντες αὐτόν νά τόν βλέπῃ μέ τόσην προσοχήν, ἐζητοῦσαν νά μάθουν, λέγοντες· «Ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του;». Ἐσφαλμένη ἡ ἐρώτησις· διότι πῶς ἦτο δυνατόν ν̉ ἁμαρτήσῃ πρίν γεννηθῇ; πῶς δέ, ἄν ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς του, ἦτο δυνατόν αὐτός νά τιμωρηθῇ; Διατί λοιπόν ἔκαμαν αὐτήν τήν ἐρώτησιν; Πρίν ἀπό αὐτό τό θαῦμα, θεραπεύων τόν παράλυτον, ἔλεγεν· «Νά ἔγινες ὑγιής· μή ἁμαρτάνῃς εἰς τό ἑξῆς» (Ἰω. 5, 14).
Αὐτοί λοιπόν ἀντιληφθέντες ὅτι ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του, τοῦ λέγουν· «Ἔστω, ἐκεῖνος ἔγινεν παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτημάτων του, δι̉ αὐτόν ὅμως τί θά ἠμποροῦσες νά εἰπῇς; αὐτός ἥμαρτεν; Ἀλλά δέν ἠμπορεῖς νά τό εἰπῆς, διότι εἶναι τυφλός ἐκ γενετῆς. Μήπως ὅμως ἥμαρτον οἱ γονεῖς του; Ἀλλ̉ οὔτε αὐτό, διότι τό παιδί δέν τιμωρεῖται διά τάς ἀδικίας τοῦ πατρός του» Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν, βλέποντες κάποιο παιδί νά εὑρίσκεται εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, λέγομεν, «Τί θά ἠμποροῦσε κανείς νά εἰπῇ δι̉ αὐτό; τί ἔκαμε τό παιδί»; χωρίς νά ἐρωτῶμεν, ἀλλά ἐκφράζομεν ἀπορίαν, ἔτσι λοιπόν καί οἱ μαθηταί, δέν τό ἔλεγον αὐτό τόσο ὑπό μορφήν ἐρωτήσεως ἀλλά ἀπορίας.
Τί ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Χριστός; «Οὔτε αὐτός ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς του». Αὐτό δέ δέν τό λέγει ἀπαλλάσσων αὐτούς ἀπό τάς ἁμαρτίας (Διότι δέν εἶπεν ἁπλῶς, «Οὔτε αὐτός ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς του», ἀλλά ἐπρόσθεσεν, «Διά νά γεννηθῇ τυφλός»), ἀλλά γιά νά δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· ἡμάρτησε βέβαια καί αὐτός καί οἱ γονεῖς του, ἀλλά δέν προέρχεται, λέγει, ἀπό αὐτήν τήν αἰτίαν ἡ τύφλωσις.
Αὐτά δέ τά ἔλεγεν ὄχι γιά νά δείξῃ αὐτό, ὅτι δηλαδή αὐτός μέν δέν ἐτυφλώθη δι̉ αὐτήν τήν αἰτίαν, ἐνῶ ὡρισμένοι ἄλλοι ἐτυφλώθησαν ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν αἰτιῶν, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν γονέων των· καθ̉ ὅσον δέν εἶναι δυνατόν ν̉ ἁμαρτάνῃ ἄλλος καί νά τιμωρῆται ἄλλος. Διότι ἐάν τό παραδεχθῶμεν αὐτό, κατ̉ ἀνάγκην θά παραδεχθῶμεν καί ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδή ἡμάρτησε πρίν γεννηθῇ. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν εἰπών, ὅτι «οὔτε αὐτός ἥμαρτεν», δέν ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν ἐκ γενετῆς ν̉ ἀμαρτήσῃ καί τιμωρηθῇ, ἔτσι εἰπών· «Οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ», δέ ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν νά τιμωρηθῇ ἐξ αἰτίας τῶν γονέων του· καθ̉ ὅσον διά τοῦ Ἰεζεκιήλ ἀναιρεῖ αὐτήν τήν σκέψιν «Ὁρκίζομαι εἰς τόν ἑαυτόν μου, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι δέν θά λέγεται αὐτή ἡ παροιμία, οἱ πατέρες ἔφαγον ἄγορα σταφύλια καί ἐμωδίασαν τά δόντια τῶν παιδιῶν των» (Ἰεζ. 18, 3´2). Καί ὁ Μωϋσῆς δέ λέγει· «Δέν θά ἀποθάνῃ ὁ πατέρας ἐξ αἰτίας τοῦ υἱοῦ του» (Δευτ. 24, 16).
Καί γιά κάποιο βασιλέα λέγεται ὅτι, γι̉ αὐτό τό λόγο δέν τό ἔκαμεν αὐτό, φυλάσσων τόν νόμο τοῦ Μωϋσέως (Δ´ Βασ. 14, 6). Ἐάν δέ λέγῃ κάποιος, πῶς λοιπόν ἐλέχθη «Αὐτός πού καταλογίζει ἁμαρτίας γονέων εἰς τά τέκνα μέχρι τρίτην καί τετάρτην γενεάν»; (Δευτ. 5, 9) ἐκεῖνο θά ἠμπορούσαμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι ἡ ἀπόφασις αὐτή δέν ἐλέχθη δι̉ ὅλους, ἀλλά δι̉ ἐκείνους πού ἐξῆλθον ἀπό τήν Αἴγυπτον. Αὐτό δέ πού ἐννοεῖ εἶναι τό ἑξῆς· Ἐπειδή αὐτοί πού ἐξῆλθον ἀπό τήν Αἴγυπτον εἶχον γίνει μετά τά σημεῖα καί θαύματα χειρότεροι ἀπό τούς προγόνους των πού δέν εἶδαν κανένα ἀπό αὐτά, τά ἴδια, λέγει, θά πάθουν πού ἔπαθον ἐκεῖνοι, ἐπειδή διέπραξαν τά ἴδια παραπτώματα. Καί τό ὅτι ἐλέχθη δι̉ ἐκείνους θά τό διαπιστώσῃ κανείς ἐάν ἐξετάσῃ ἀκριβέστερον τό χωρίον.
Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐγεννήθη τυφλός; «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», λέγει. Νά καί πάλιν ἄλλη ἀπορία, ἐάν λοιπόν δέν ἦταν δυνατόν νά φανῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν τιμωρίαν αὐτοῦ. Βέβαια δέν ἐλέχθη αὐτό, ὅτι δέν ἦτο δυνατόν (διότι ἦτο δυνατόν), ἀλλά διά νά φανερωθῇ καί εἰς αὐτόν. Τί λοιπόν, λέγει, ἠδικήθη διά τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ; Ποίαν ἀδικίαν; εἰπέ μου· διότι ἐάν ἤθελεν οὔτε κἄν θά τόν ἔφερεν εἰς τήν ζωήν. Ἐγώ ὅμως λέγω, ὅτι καί εὐηργετήθη ἀπό τήν τύφλωσιν, καθ̉ ὅσον ἀνέβλεψε μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς· διότι τί ὠφελήθησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπό τούς σωματικούς ὀφθαλμούς; (διότι ἐτιμωρήθησαν χειρότερα, ἀφοῦ ἐτυφλώθησαν ὡς πρός τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς)· ποία δέ ἡ βλάβη εἰς αὐτόν ἀπό τήν τύφλωσιν; Διότι μέ τήν τύφλωσίν του αὐτήν ἀνέβλεψεν.
Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν τά κακά δέν εἶναι κακά, δηλαδή τά κακά τῆς παρούσης ζωῆς, ἔτσι οὔτε τά ἀγαθά δέν εἶναι ἀγαθά, ἀλλά κακόν εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ τύφλωσις δέν εἶναι κακόν. Αὐτός δέ πού τόν ἔφερεν εἰς τήν ζωήν ἀπό τήν ἀνυπαρξίαν, ἐξουσίαν εἶχεν καί νά τόν ἀφήσῃ εἰς αὐτήν τήν κατάστασιν.
Μερικοί δέ λέγουν, ὅτι αὐτή ἡ φράσις δέν ἔχει αἰτιολογικόν χαρακτῆρα, ἀλλ̉ ἐκφράζει τό ἀποτέλεσμα, ὅπως ἐπί παραδείγματι ὅταν λέγῃ· «Ἐγώ ἦλθα εἰς αὐτόν τόν κόσμον διά κρίσιν, διά ν̉ ἀποκτήσουν τό φῶς των ἐκεῖνοι, πού δέν βλέπουν καί νά γίνουν τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν», (Ἰω. 9, 39) (καί ὅμως δέν ἦλθεν δι̉ αὐτόν τόν λόγον, διά νά γίνουν δηλαδή τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν). Καί πάλιν ὁ Παῦλος λέγει· «Αὐτό πού εἶναι δυνατόν νά γίνῃ γνωστόν περί τοῦ Θεοῦ τούς εἶναι φανερόν, ὥστε νά εἶναι ἀδικαιολόγητοι» (Ρωμ. 1, 19-20) (ἄν καί βέβαια δέν ἐφανέρωσε εἰς αὐτούς τά περί ἑαυτοῦ δι̉ αὐτόν τόν λόγον, διά νά στερηθοῦν τήν ἀπολογίαν, ἀλλά διά νά τύχουν ἀπολογίας).
Καί πάλιν ἀλλοῦ λέγει· «Ὁ νόμος δέ ἐδόθη διά νά πλεονάσουν τά παραπτώματα» (Ρωμ. 5, 20) (μολονότι βέβαια δέν εἰσῆλθεν εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων δι̉ αὐτόν τόν λόγον, ἀλλά διά νά ἐμποδισθῇ ἡ ἁμαρτία).
2. Βλέπεις εἰς ὅλας τάς περιπτώσεις ὅτι ὁ προσδιορισμός δεικνύει τό ἀποτέλεσμα; Διότι ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἄριστος οἰκοδόμος, τό μέν ἕνα τμῆμα τῆς οἰκίας τό κατασκευάζει, τό δέ ἄλλο τό ἀφήνει ἀτελείωτον, ὥστε μέ τό ὑπόλοιπον νά ἀπολογηθῇ πρός αὐτούς πού δέν πιστεύουν δι̉ ὅλον τό ἔργον του, ἔτσι καί ὁ Θεός, ὡσάν μίαν οἰκίαν ἑτοιμόρροπον, συγκολλεῖ τό σῶμα μας καί τό τελειοποιεῖ, θεραπεύων τήν ξηράν χεῖρα, δίδων ζωήν εἰς παράλυτα μέλη, θεραπεύων τούς χωλούς, καθαρίζων τούς λεπρούς, θεραπεύων τούς ἀσθενεῖς, καθιστῶν ἀρτιμελεῖς τούς ἀναπήρους, ἐπαναφέρων εἰς τήν ζωήν ἀπό τόν θάνατον τούς νεκρούς, διανοίγων τούς ὀφθαλμούς τῶν τυφλῶν καί δίδων ὀφθαλμούς εἰς ἐκείνους πού δέν ἔχουν, καί διορθώνων ὅλα αὐτά, πού ἦσαν ἀτέλειαι τῆς ἐκ φύσεως ἀσθενείας, ἐδείκνυε τήν δύναμίν του. Εἰπών δέ, «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», ἐννοεῖ τόν ἑαυτόν του καί ὄχι τόν Πατέρα, διότι ἡ δόξα ἐκείνου ἦτο φανερά.
Ἐπειδή λοιπόν ἤκουον ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα ἀπό τήν γῆν, διά τοῦτο καί αὐτός ἔπλασε καθ̉ ὅμοιον τρόπον τό χῶμα· διότι τό νά εἰπῇ, ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού ἔλαβον χῶμα ἀπό τήν γῆν καί ἔπλασα τόν ἄνθρωπον, ἐφαίνετο ὅτι δυσαρεστοῦσε τούς ἀκροατάς, ἀποδεικνυόμενον ὅμως αὐτό ἐμπράκτως, δέν θά ἐνοχλοῦσε πλέον αὐτούς.
Διά τοῦτο λοιπόν καί αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα καί τό ἀνέμειξε μέ τό πτύσμα, ἐφανέρωσε μέ τήν ἐνέργειάν του αὐτήν τήν κρυμμένην δόξαν του· διότι δέν ἦτο μικρή δόξα τό νά θεωρηθῇ αὐτός δημιουργός τῆς κτίσεως· καθ̉ ὅσον ἀπό αὐτό ἠκολούθουν καί τά ἄλλα καί ἀπό τό ἐπί μέρους ἐγένετο πιστευτόν τό ὅλον·διότι ἡ πίστις διά τό μεγαλύτερον ἔργον του, ἐπεβεβαίωνε καί τό μικρότερον· καθ̉ ὅσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό πολυτιμώτερον ἀπό ὅλα τά ὄντα τῆς κτίσεως, καί ἀπό τά μέλη μας πολυτιμώτερος εἶναι ὁ ὀφθαλμός.
Διά τοῦτο ἔδωσε τό φῶς εἰς τούς ὀφθαλμούς ὄχι ἔτσι ἁπλῶς, ἀλλά μέ ἐκεῖνον τόν τρόπον· διότι ἄν καί εἶναι μικρόν τό μέλος αὐτό ὡς πρός τό μέγεθος, ἀλλ̉ ὅμως εἶναι ἀναγκαιότερον ἀπό ὅλα τά μέλη σώματος. Καί αὐτό δηλῶν ὁ Παῦλος, ἔλεγεν· «Ἐάν εἰπῇ ἡ ἀκοή, ἐπειδή δέν εἶμαι ὀφθαλμός, δέν ἀνήκω εἰς τό σῶμα, μήπως παύῃ, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, νά ἀνήκῃ εἰς τό σῶμα;» (Α´ Κορ. 12, 16). Διότι ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μας εἶναι ἀπόδειξις τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερον δέ ὁ ὀφθαλμός. Καθ̉ ὅσον αὐτός διακυβερνᾷ ὁλόκληρον τό σῶμα, αὐτός δίδει τό κάλλος εἰς ὅλον τό σῶμα, αὐτός στολίζει τό πρόσωπον, αὐτός εἶναι ὁ λύχνος ὅλων τῶν μελῶν· διότι αὐτό πού εἶναι ὁ ἥλιος διά τήν οἰκουμένην, αὐτό εἶναι ὁ ὀφθαλμός διά τό σῶμα.
Ἄν σβήσῃς τόν ἥλιον, ὅλα τά κατέστρεψες καί τά ἀνέτρεψες· ἄν σβήσῃς τούς ὀφθαλμούς καί τά πόδια εἶναι ἄχρηστα καί τά χέρια καί ἡ ψυχή· διότι χάνεται ἡ γνῶσις ἀχρηστευομένων αὐτῶν· καθ̉ ὅσον δι̉ αὐτῶν ἐγνωρίσαμεν τόν Θεόν· «Διότι τά ἀόρατα τοῦ Θεοῦ βλέπονται καθαρά ἀπό τότε πού ἐκτίσθη ὁ κόσμος διά μέσου τῶν δημιουργημάτων» (Ρωμ. 1, 20). Ἑπομένως δέν εἶναι ὁ ὀφθαλμός μόνον λύχνος εἰς τό σῶμα, ἀλλά περισσότερον ἀπό τό σῶμα εἶναι λύχνος τῆς ψυχῆς. Καί ἀκριβῶς λοπόν διά τοῦτο ἔχει τοποθετηθῆ, ὡσάν ἀκριβῶς εἰς κάποιαν βασιλικήν θέσιν, εἰς τό ὑψηλότερον μέρος τοῦ σώματος καί προΐσταται τῶν ἄλλων αἰσθήσεων. Αὐτόν λοιπόν διαπλάσσει.
Εἰς τήν συνέχειαν, διά νά μή νομίσῃς ὅτι ἔχει ἀνάγκην ἀπό ὕλην ὅταν δημιουργῇ, καί διά νά μάθῃς ὅτι οὔτε καί εἰς τήν ἀρχήν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό πηλόν (διότι αὐτός πού ἔφερεν εἰς τήν ὕπαρξιν τάς σπουδαιοτέρας οὐσίας πού δέν ὑπῆρχον, πολύ περισσότερον ἐδημιούργησεν αὐτήν χωρίς νά ὑπάρχῃ ὕλη), διά νά μάθῃς λοιπόν, ὅτι αὐτό δέν τό κάμνει ἀπό ἀνάγκην, ἀλλά διά νά διδάξῃ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀρχικός δημιουργός, ἀφοῦ ἄλειψε τόν πηλόν εἰς τούς ὀφθαλμούς εἶπεν· «Πήγαινε καί πλύσου», διά νά γνωρίσῃς, ὅτι δέν ἔχω ἀνάγκην ἀπό πηλόν διά νά ἀνοίξω τούς ὀφθαλμούς, ἀλλά διά νά φανερωθῇ μέ αὐτήν τήν ἐνέργειάν μου ἡ δόξα μου.
Τό ὅτι λοιπόν ὁμιλεῖ περί τοῦ ἑαυτοῦ του γίνεται φανερόν ἀπό τό ὅτι, ἀφοῦ εἶπεν, «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», ἐπρόσθεσεν· «Ἐγώ πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μέ ἔστειλεν»· δηλαδή, ἐγώ πρέπει νά φανερώσω τόν ἑαυτόν μου καί νά πράξω ἐκεῖνα πού ἠμποροῦν νά ἀποδείξουν ὅτι πράττω τά ἴδια μέ τόν Πατέρα, ὄχι παρόμοια, ἀλλά τά ἴδια, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει εἰς μεγαλύτερον βαθμόν ὅτι εἶναι ὅμοια ἀκριβῶς τά ἔργα του μέ τά τοῦ Πατρός, καί τό ὁποῖον λέγεται ἐπί τῶν πραγμάτων ἐκείνων πού δέν διαφέρουν καθόλου.
Ποῖος λοιπόν θά ἀμφισβητῇ εἰς τό ἑξῆς, βλέπων αὐτόν νά ἠμπορῇ νά πράττῃ τά ἴδια μέ τόν Πατέρα; διότι δέν ἔπλασε μόνον ὀφθαλμούς, οὔτε ἤνοιξεν, ἀλλά καί ἐχάρισε καί τήν ὅρασιν, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἐνεφύσησε καί ψυχήν· καθ̉ ὅσον ἐάν ἐκείνη δέν ἐνεργῇ, ὁ ὀφθαλμός, καί ἄν ἀκόμη εἶναι ὑγιέστατος, δέν θά ἠμπορέσῃ ποτέ νά ἰδῆ τίποτε. Ὥστε καί τήν ἐνέργειαν τῆς ψυχῆς ἐχάρισε καί ἔδωσεν εἰς τό μέλος τά πάντα, καί ἀρτηρίας καί νεῦρα καί φλέβας καί αἷμα καί ὅλα τά ἄλλα, ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελεῖται τό σῶμα μας.
«Ἐγώ πρέπει νά ἐργάζωμαι ἐν ὅσῳ ἀκόμη εἶναι ἡμέρα». Τί θέλουν νά εἰποῦν αὐτοί οἱ λόγοι; ποίαν σημασίαν ἔχουν; Πολλήν. Διότι αὐτό πού λέγει ἔχει τήν ἑξῆς σημασίαν· «Ἕως ἡμέρα ἐστίν»· Ἐν ὅσῳ ἀκόμη ἠμποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά πιστεύουν εἰς ἐμέ, ἐν ὅσῳ συνεχίζεται αὐτή ἡ ζωή, πρέπει νά ἐργάζωμαι. «Ἔρχεται νύξ (δηλαδή ὁ μέλλων καιρός), ὁπότε κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐργάζεται». Δέν εἶπεν, ὁπότε ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά ἐργάζωμαι, ἀλλά «ὁπότε κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐργάζεται», δηλαδή, τότε πού δέν θά ἰσχύῃ πλέον ἡ πίστις, οὔτε οἱ κόποι, οὔτε ἡ μετάνοια. Τό ὅτι βέβαια ἔργον ὀνομάζει τήν πίστιν, γίνεται φανερόν ἀπό τήν ἐρώτησιν πρός αὐτόν· «Τί θά κάνωμεν, διά νά ἐκτελέσωμεν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;» (Ἰω. 6, 28). Ἀπαντᾶ· «Αὐτό εἶναι τό ἔργον τοῦ Θεοῦ, διά νά πιστεύσετε εἰς αὐτόν πού ἀπέστειλε ἐκεῖνος» (Ἰω. 6, 29).
Πῶς λοιπόν αὐτό τό ἔργον «δέν ἠμπορεῖ κανείς νά τό πράξῃ τότε»; Διότι τότε οὔτε ἡ πίστις ἰσχύει, ἀλλ̉ ὅλοι θά ὑπακούσουν εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι. Διά νά μή εἰπῇ λοιπόν κάποιος ὅτι αὐτό τό κάνει ἀπό φιλοδοξίαν, δεικνύει ὅτι ὅλα τά κάνει ἀπό ἐνδιαφέρον δι̉ αὐτούς πού ἔχουν τήν δυνατότητα μόνον ἐδῶ νά πιστεύσουν, καί δέν ἠμποροῦν πλέον ἐκεῖ νά ἔχουν καμμίαν ὠφέλειαν. Διά τοῦτο δέν ἔκαμεν αὐτό πού ἔκαμεν ἀφοῦ ἦλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός.
Τό ὅτι βέβαια ἦτο ἄξιος μέν νά θεραπευθῇ καί, ἐάν ἔβλεπεν, θά ἐπίστευε καί θά προσήρχετο, καί, δέν θά ἔδειχνεν ἀδιαφορίαν καί πάλιν ἐάν ἤκουεν ἀπό κάποιον πού ἦτο ἐκεῖ, γίνεται φανερόν ἀπό τά ἑξῆς, ἀπό τήν ἀνδρείαν καί τήν ἰδίαν τήν πίστιν του· καθ̉ ὅσον φυσικόν ἦτο νά σκεφθῇ καί νά εἰπῇ· Μά τί τέλος πάντων σημαίνει αὐτό; ἔκαμε πηλόν καί ἤλειψε τούς ὀφθαλμούς μου καί μοῦ εἶπε· «Πήγαινε καί πλύσου». Δέν ἠμποροῦσε νά μέ θεραπεύσῃ καί μετά νά μέ στείλῃ εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ; Πολλές φορές ἐπλύθην ἐκεῖ μαζί μέ ἄλλους πολλούς καί δέν εἶδα καμμίαν ὠφέλειαν· ἐάν εἶχε κάποιαν δύναμιν θά ἠμποροῦσε νά μέ θεραπεύσῃ παρόντα, πρᾶγμα πού καί ὁ Νεεμάν ἔλεγε πρός τόν Ἐλισσαῖον· καθ̉ ὅσον καί ἐκεῖνος, λαβών ἐντολήν νά ὑπάγῃ καί νά λουσθῇ εἰς τόν Ἰορδάνην δυσπιστοῦσε, καί ὅλα αὐτά τήν στιγμήν πού τόση φήμη ὑπῆρχε περί τοῦ Ἐλισσαίου (Δ´ Βασ. 5, 10-11). Ἀλλ̉ ὅμως ὁ τυφλός δέν ἠπίστησεν οὔτε ἔφερεν ἀντίρρησιν οὔτε ἐσκέφθη μέσα του· Τί τέλος πάντων σημαίνει αὐτό; ἔπρεπε νά ἀλείψῃ τούς ὀφθαλμούς μου μέ πηλόν; αὐτό περισσότερον τυφλώνει· ποῖος ποτέ ἀνέβλεψε μέ αὐτόν τόν τρόπον; Ἀλλά τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἐσκέφθη. Εἶδες πίστιν σταθεράν καί προθυμίαν; «Ἔρχεται ἡ νύκτα». Δείχνει μέ αὐτό ὅτι καί μετά τήν σταύρωσίν του πρόκειται νά συνεχίσῃ τήν πρόνοιάν του διά τούς ἀσεβεῖς καί νά ἐπιστρέψῃ πολλούς εἰς τήν πίστιν· διότι ἀκόμη εἶναι ἡμέρα. Μετά δέ ἀπό αὐτό τούς ἀπομακρύνει τελείως. Καί θέλων νά δηλώσῃ αὐτό, ἔλεγεν· «Ὅσον καιρόν εἶμαι εἰς τόν κόσμον, εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου»· πρᾶγμα πού ἔλεγε καί πρός ἄλλους· «Πιστεύετε ἐν ὅσῳ τό φῶς εἶναι μαζί σας» (Ἰω. 12, 36).
3. Καί διατί λοιπόν ὁ Παῦλος τήν μέν παροῦσαν ζωήν ὠνόμασε νύκτα, τήν δέ μέλλουσαν ἡμέραν; Δέν ἀντιτίθεται πρός τόν Χριστόν, ἀλλά λέγει τά ἴδια, ἄν καί ὄχι μέ τά ἴδια λόγια, ἀλλά μέ τό ἴδιο νόημα· καθ̉ ὅσον λέγει· «Ἡ νύκτα ἐπροχώρησε, ἡ δέ ἡμέρα ἐπλησίασεν» (Ρωμ. 13, 12). Διότι νύκτα ὀνομάζει τήν παροῦσαν ζωήν δι̉ ἐκείνους πού κάθονται εἰς τό σκότος, ἤ συγκρίνων αὐτήν μέ ἐκείνην τήν ἡμέραν, ἐνῷ ὁ Χριστός νύκτα ὀνομάζει τήν μέλλουσαν ζωήν λόγῳ τοῦ ὅτι δέν συγχωροῦνται τότε τά ἁμαρτήματα, ὁ Παῦλος ὅμως ὀνομάζει τήν παροῦσαν ζωήν νύκτα ἐπειδή εὑρίσκονται μέσα εἰς τό σκότος αὐτοί πού ζοῦν μέσα εἰς τήν κακίαν καί τήν ἀπιστίαν. Ἀπευθυνόμενος πρός πιστούς, ἔλεγεν· «Ἡ νύκτα ἐπροχώρησεν, ἡ δέ ἡμέρα ἐπλησίασεν», καθ̉ ὅσον πρόκειται νά ἀπολαύσουν ἐκεῖνο τό φῶς, καί νύκτα ὀνομάζει τόν παλαιόν βίον· διότι λέγει· «Ἄς ἀποβάλωμεν τά ἔργα τοῦ σκότους» (Ρωμ. 13, 12). Βλέπεις πού λέγει δι̉ ἐκείνους ὅτι εἶναι νύκτα; Διά τοῦτο λέγει· «Ἄς συμπεριφερώμεθα σεμνά, ὅπως ὅταν εἶναι ἡμέρα» (Ρωμ.13, 13) διά νά ἀπολαύσωμεν ἐκεῖνο τό φῶς. Διότι, ἐάν αὐτό τό φῶς εἶναι τόσον ὡραῖον, σκέψου πόσον ὡραῖον θά εἶναι ἐκεῖνο· ὅσον δηλαδή ἀνώτερον εἶναι τό φῶς τοῦ ἡλίου ἀπό τό τοῦ λύχνου, τόσον καί πολύ περισσότερον ἐκεῖνο εἶναι ἀνώτερον ἀπό αὐτό. Καί διά νά δηλώσῃ αὐτό, ἔλεγεν ὅτι «ὁ ἥλιος θά σκοτισθῇ» (Ματθ. 24, 29), δηλαδή ἐξ αἰτίας ἐκείνης τῆς ἀφθόνου λαμπρότητός του οὔτε ὁ ἥλιος θά φανῇ. Ἐάν δέ τώρα δαπανῶμεν ἀμέτρητα χρήματα διά νά ἔχωμεν φωτεινάς καί εὐαέρους οἰκίας κτίζοντες αὐτάς καί ταλαιπωρούμενοι, σκέψου πῶς πρέπει νά μεταχειριζώμεθα τά σώματα διά νά οἰκοδομήσωμεν λαμπράς οἰκίας εἰς τούς οὐρανούς, ὅπου ὑπάρχει τό ἀπερίγραπτον ἐκεῖνο φῶς· διότι ἐδῶ μέν γίνονται καί μάχαι καί φιλονικίαι διά τά σύνορα καί τούς τοίχους, ἐνῷ ἐκεῖ δέν ὑπάρχει τίποτε τό παρόμοιον, οὔτε φθόνος οὔτε κακολογία, καί κανείς δέν θά φιλονικήσῃ μαζί μας διά σύνορα κτημάτων. Καί αὐτήν μέν τήν οἰκίαν εἴμεθα ἀναγκασμένοι νά τήν ἐγκαταλείψωμεν ὁπωσδήποτε ἐνῷ ἐκείνη θά παραμείνῃ διαρκῶς· καί αὐτή μέν κατ̉ ἀνάγκην καταστρέφεται ἀπό τόν χρόνον καί ὑφίσταται μυρίας ζημίας, ἐνῷ ἐκείνη μένει αἰωνίως ἄφθαρτος· καί αὐτήν μέν δέν ἠμπορεῖ πτωχός νά τήν οἰκοδομήσῃ, ἐνῷ ἐκείνην μπορεῖ νά τήν οἰκοδομήσῃ καί μέ δύο ὀβολούς, ὅπως ἀκριβῶς ἡ χήρα. Διά τοῦτο λυποῦμε ὑπερβολικά, διότι ἄν καί εὑρίσκονται ἔμπροσθέν μας τόσα ἀγαθά, ραθυμοῦμεν καί ἀδιαφοροῦμεν, καί πράττομεν μέν τά πάντα διά νά ἔχωμεν ἐδῶ λαμπράς οἰκίας, ἀδιαφορῶμεν ὅμως καί δέν φροντίζομεν νά ἀποκτήσωμεν εἰς τούς οὐρανούς ἔστω καί μικρόν κατάλυμα.
Εἰπέ μου λοιπόν, πού θά ἤθελες νά ἔχῃς οἰκίαν ἐδῶ; ἆρά γε εἰς τήν ἐρημίαν ἤ εἰς μίαν ἀπό τάς μικράς πόλεις; Ἐγώ τουλάχιστον δέν τό νομίζω, ἀλλά θά ἤθελες νά ἔχῃς εἰς τάς βασιλικωτάτας καί μεγάλας πόλεις, ὅπου ὑπάρχει περισσότερον ἐμπόριον καί μεγαλυτέρα πολυτέλεια. Ἀλλ̉ ἐγώ σέ ὁδηγῶ εἰς μίαν τέτοιαν πόλιν, τῆς ὁποίας τεχνίτης καί δημιουργός εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖ σέ παρακαλῶ νά κτίζῃς καί νά οἰκοδομῇς μέ ὀλιγώτερα χρήματα καί ὀλιγώτερον κόπον. Ἐκείνην τήν οἰκίαν τήν οἰκοδομοῦν τά χέρια τῶν πτωχῶν καί αὐτό πρό πάντων εἶναι οἰκοδομή· διότι αὐτά πού γίνονται τώρα εἶναι δείγματα τῆς πιό φοβερᾶς παραφροσύνης. Καθ̉ ὅσον ἐάν κάποιος σέ ὡδήγει εἰς τήν περσικήν γῆν διά νά ἰδῇς τά ἐκεῖ καί νά ἐπανέλθῃς καί εἰς τήν συνέχειαν σέ διέτασσε νά κτίσῃς οἰκίαν, ἆρά γε δέν θά ἀπέδιδες εἰς αὐτόν τήν πιό χειροτέραν ἀνοησίαν, μέ τό νά σέ διατάσσῃ νά κάμνῃς ἀσκόπους δαπάνας; Πῶς λοιπόν κάμνῃς τό ἴδιο πρᾶγμα εἰς τήν γῆν, τήν ὀποίαν μετά ἀπό ὀλίγον θά ἐγκαταλείψῃς;
Ἀλλά, λέγει, θά τήν ἀφήσω εἰς τά παιδιά μου. Ὅμως καί ἐκεῖνα μετά ἀπό ὀλίγον ἀπό σένα θά τήν ἐγκαταλείψουν, πολλές φορές δέ καί πρίν ἀπό σένα, καί ὁμοίως καί οἱ μετά ἀπό ἐκείνους. Καί αὐτό τό πρᾶγμα γίνεται εἰς σέ αἰτία ἀπογοητεύσεως, ὅταν δέν ἰδῇς τούς κληρονόμους σου νά κατέχουν αὐτά. Ἐκεῖ ὅμως τίποτε παρόμοιον δέν εἶναι δυνατόν νά φοβηθῇς, ἀλλά μένει σταθερά αὐτό πού ἀπέκτησες καί εἰς ἐσένα καί εἰς τά παιδιά σου καί εἰς τά ἐγγόνια σου, ἄν ἐπιδείξουν τήν ἰδίαν ἀρετήν. Τήν οἰκοδόμησιν ἐκείνης τῆς οἰκίας τήν κάμνει ὁ Χριστός· ἐάν οἰκοδομῇς ἐκείνην δέν εἶναι ἀνάγκη νά ὁρίζῃς ἐπιστάτας, οὔτε νά φροντίζῃς, οὔτε νά μεριμνᾷς· διότι ὅταν ὁ Θεός ἀναλάβῃ τό ἔργον τί χρειάζεται ἡ φροντίς; Ἐκεῖνος τά συγκεντρώνει ὅλα καί κτίζει τήν οἰκίαν. Καί δέν εἶναι αὐτό μόνον τό ἀξιοθαύμαστον, ἀλλ̉ ὅτι αὐτός ἔτσι οἰκοδομεῖ αὐτήν, ὅπως ἀρέσει εἰς ἐσένα, ἀλλά καί περισσότερον ἀπό αὐτό πού σοῦ ἀρέσει καί ἀπό αὐτό πού θέλεις· διότι εἶναι τεχνίτης ἄριστος καί φροντίζει πάρα πολύ διά τά συμφέροντά σου. Καί ἄν εἶσαι πτωχός καί θελήσῃς νά οἰκοδομήσῃς αὐτήν τήν οἰκίαν κανείς δέν θά σέ φθονήσῃ οὔτε καί θά σέ κακολογήσῃ· διότι κανείς δέν τήν βλέπει αὐτήν ἀπό ἐκείνους πού φθονοῦν, ἀλλ̉ οἱ ἄγγελοι πού γνωρίζουν νά χαίρωνται μέ τά ἰδικά σου ἀγαθά. Κανείς δέν θά ἠμπορέσῃ νά ἐξουσιάσῃ αὐτήν, διότι κανείς δέν κατοικεῖ πλησίον της ἀπό αὐτούς πού πάσχουν ἀπό παρόμοια νοσήματα. Γείτονας ἐκεῖ ἔχεις τούς ἁγίους, τούς περί τόν Παῦλον καί Πέτρον, ὅλους τούς προφήτας, τούς μάρτυρας, τό πλῆθος τῶν ἄγγελων καί τῶν ἀρχαγγέλων.
Διά τοῦτο λοιπόν ὅλα αὐτά τά ὑπάρχοντά μας ἄς τά προσφέρωμεν εἰς τούς πτωχούς , διά νά ἐπιτύχωμεν ἐκείνας τάς σκηνάς, τά ὁποίας μακάρι νά ἐπιτύχωμεν ὅλοι ἡμεῖς μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου καί μετά τοῦ ὁποίου ἀνήκει εἰς τόν Πατέρα δόξα συγχρόνως καί εἰς τό ἅγιον Πνεῦμα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Η άλλη όψη
Με την Ανάσταση του Χριστού επήγασαν από το κενό Μνημείο του Παναγίου και ζωοδόχου τάφου τα δώρα του Αναστημένου Χριστού: η χαρά, η ειρήνη, η άφεση των αμαρτιών μας. “Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε”, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος.
Η νίκη και η Ανάσταση του Κυρίου μας είναι και δική μας. Ο θρίαμβός του και δικός μας. Συμμετέχουμε στη μεγάλη στρατιά του Χριστού που νίκησαν τον θάνατο. Πρωτότοκος ο Χριστός εκ νεκρών εγένετο και ακολουθούμε εμείς στην κοινή των πάντων ανάσταση. Δεν θα μας φάει για πάντα το μαύρο σκοτάδι του τάφου. Προηγήθηκε ο Χριστός και ακολουθούμε εμείς.
Νικήθηκαν οι μεγάλοι εχθροί του ανθρωπίνου γένους: ο διάβολος, ο άδης, ο θάνατος και η αμαρτία, “κατελύθη το κράτος του διαβόλου”.
Τώρα ξέρουμε ότι όλες οι θλίψεις και οι στενοχώριες έχουν ημερομηνία λήξεως. Ακόμη και ο θάνατος δεν είναι απελπισία και τέρμα, είναι μετάβαση και ελπίδα σε μια άλλη ζωή και μια χαρά στον Παράδεισο.
Οι κεκοιμημένοι μας δεν είναι πεθαμένοι και χαμένοι. Κοιμούνται και θα ξυπνήσουν, όπως κι εμείς για να λάβουμε το καινούργιο και αναστημένο σώμα και να πάμε στον Παράδεισο να χαιρόμαστε αιώνια.
Τα πάθη και οι αδυναμίες, τα λάθη και οι αμαρτίες μας, έχουν νικηθεί, διότι με την Ανάστασή του και μετά με την Ανάληψή του ανέβηκε ο Χριστός στα ουράνια δώματα και με το άγιο Πνεύμα μας έστειλε τη χάρη και τα χαρίσματα διά της Εκκλησίας του και τώρα τα ανίκητα νικούνται και τα αδύνατα γίνονται δυνατά και αναδεικνύονται οι άνθρωποι νικητές της αμαρτίας και άγιοι.
Είμαστε πλέον μέλη της Βασιλείας των Ουρανών, η οποία αρχίζει από τη γη και συνεχίζεται θριαμβευτικά στον ουρανό. Τούτο σημαίνει βάπτισμα και Θεία Κοινωνία και όλα τα άγια μυστήρια που επήγασαν από την λογχισμένη πλευρά του Κυρίου στο Γολγοθά.
Μέσα στα πλαίσια της χαράς της Αναστάσεως οφείλουμε:
Πρώτον, να διαλαλούμε το χαρμόσυνο και κοσμοϊστορικό γεγονός με τον αθάνατο χαιρετισμό : “Χριστός Ανέστη - Αληθώς Ανέστη” προς πάσα κατεύθυνση αντί άλλου οποιουδήποτε χαιρετισμού, από χρέος ευγνωμοσύνης, πίστεως και ομολογίας, συγχρόνως δε και ιεραποστολής.
Δεύτερον, μέσα στο φως της αναστάσεως οφείλουμε να συγχωρήσουμε τους εχθρούς μας και η συγχώρεση αυτή θα αυξήσει τη χαρά μας και θα φωτίσει τις ψυχές που ακόμη κάθονται εν χώρα άδου και σκιά θανάτου. Η αγάπη πλέον είναι το σήμα κατατεθέν των χριστιανών, που γεύθηκαν την αγάπη της αναστάσεως.
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...