
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η "σύνοδος" του Κολυμπαρίου άνετα μπορεί να συγκαταριθμηθεί με τις ληστρικές ψευδοσυνόδους του παρελθόντος.
Πηγή: Ακτίνες
Οἱ ἀνησυχίες καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἔκβαση τῶν ἐργασιῶν τῆς λεγόμενης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπαληθεύθηκαν. Ἡ σύναξη αὐτὴ δὲν εἶναι οὔτε σύνοδος οὔτε ἁγία οὔτε μεγάλη.
Δὲν εἶναι σύνοδος, διότι δὲν ἔχει τίποτε κοινὸ μὲ τὶς συνόδους τῆς Ὀρθοδό-ξου Ἐκκλησίας· διακόπτει τὴν παράδοση τῶν ὀρθοδόξων συνόδων, δὲν ἀποτελεῖ συνέχειά τους, συνιστᾶ συνοδικὴ παρεκτροπὴ καὶ κανονικὴ καινοτομία. Ἡ ἐκκλησιολογικὰ κυνικὴ καὶ προκλητικὴ ὁμολογία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας ὅτι «δὲν εἶναι ἀντίγραφο τῶν παλαιῶν συνόδων ἀλλὰ ἕνα νέο εἶδος συνόδου», ἐπαινεθεῖσα ἀπὸ τὸν πρωτοστάτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἰκουμενικὸ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸν καὶ πρόεδρο τῆς «Συνόδου», καθιστᾶ ὅλους τοὺς συμμετέχοντες ἀρχιερεῖς, ποὺ τὴν ἀποδέχθηκαν ἀδιαμαρτύρητα, καινοτόμους καὶ παραβάτες τῆς μακραίωνης συνοδικῆς καὶ κανονικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑποκείμενους στὴν κρίση μιᾶς μελλοντικῆς ἀληθοῦς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Ἡ εἰκόνα τῶν συμπροσευχομένων μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους αἱρετικῶν παρατηρητῶν, Μονοφυσιτῶν, Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν καὶ οἱ φιλόφρονες πρὸς αὐτοὺς λόγοι καὶ ἐκδηλώσεις βοοῦν καὶ κραυγάζουν γιὰ τὴν πρωτοφανῆ συνοδικὴ καινοτομία καὶ τὴν εὐθεία προσβολὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Δὲν εἶναι ἁγία, διότι ὁρισμένα σημαντικὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐνέκρινε εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ληφθεῖσες διὰ τῶν αἰώνων ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἰδιαίτερα ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸν ἑαυτό του· ἄλλοτε νὰ καταδικάζει, στὶς ὄντως ἅγιες συνόδους, τὶς αἱρέσεις καὶ νὰ ἀναθεματίζει τοὺς αἱρετικούς, καὶ ἄλλοτε, ὅπως στὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης, νὰ τὶς θεωρεῖ ἐκκλησίες. Καὶ ἐπειδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι εὐθές, ἀναλλοίωτο καὶ ἄτρεπτο, διεστραμμένες καὶ ἀλλοιωμένες εἶναι κάποιες ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῆς συνάξεως τοῦ Κολυμπαρίου ποὺ ἔχουν κατεξοχὴν δογματικὸ περιεχόμενο. Δὲν ἐλήφθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀλλ᾽ ἐν ἄλλῳ πνεύματι, σκολιῷ καὶ ἀλλοτρίῳ.
Δὲν εἶναι ἐπίσης μεγάλη ἡ «σύνοδος» γιὰ δύο λόγους. Τὸ μεγαλεῖο ἐν πρώτοις συνδέεται μὲ τὴν θεοσέβεια καὶ τὴν ἁγιότητα. Ἡ Ἐκκλησία ὀνόμασε μεγάλους ὅσους Ἁγίους διακρίθηκαν εἴτε στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας εἴτε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁγιότητα ἢ καὶ στὰ δύο· Μέγας Ἀθανάσιος, Μέγας Κωνσταντῖνος, Μέγας Βασίλειος, Μέγας Ἀντώνιος, Μέγας Εὐθύμιος καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης στὴν ὑπεράσπιση τῆς πίστεως ὄχι μόνον δὲν παίρνει μεγάλο βα-θμό, ἀλλὰ ἡ ἐπίδοσή της εἶναι ἀρνητική, κάτω ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀφοῦ δὲν καταπολεμεῖ, ἀλλὰ ἐκκλησιοποιεῖ τὶς αἱρέσεις.
Εἶναι μικρὴ καὶ γιὰ ἄλλο σημαντικὸ λόγο· ἡ παρουσία ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὶς μεγάλες συνόδους πιστοποιεῖ τὴν διὰ τῶν ποιμένων παρουσία ὅλου τοῦ ποιμνίου, τὴν ἔκφραση τῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης εἶναι κολοβὴ καὶ ἐλλιπής. Δὲν ἐκλήθησαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ἀλλὰ μικρός, περιορισμένος ἀριθμὸς ἐπισκόπων. Ἑπομένως δὲν ἐκπροσωπεῖται ὅλο τὸ πλήρωμα. Ἀλλὰ καὶ οἱ κληθέντες, βάσει τοῦ ἀπαράδεκτου Κανονισμοῦ, δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα διὰ τῆς ψήφου τους νὰ ἐκφράσουν τὴν συμφωνία ἢ τὴν διαφωνία τους πρὸς τὰ ἀποφασιζόμενα, νὰ ἐκφράσουν τὸ ἐκπροσωπούμενο ποίμνιο. Ἀποτελεῖ μοναδικὴ ἱστορικὴ πρωτοτυπία παπικῆς, ὀλιγαρχικῆς, ἀντισυνοδικῆς ἐμπνεύσεως. Ψηφίζουν ὄχι ὅλοι οἱ παρόντες ἐπίσκοποι, ἀλλὰ ὁ μικρὸς ἀριθμὸς τῶν δεκατεσσάρων (14) προκαθημένων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται οἱονεὶ πάπες ὑπεράνω τῶν συνόδων τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ μικρὴ σύναξη προκαθημένων, γιὰ ἕνα ἄγνωστο καινοφανῆ θεσμό, ποὺ προσβάλλει τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων, διότι μεταβάλλει τοὺς προκαθημένους ἀπὸ «πρώτους μεταξὺ ἴσων» (primos inter pares) σέ «πρώτους ἄνευ ἴσων» (primos sine paribus).
Δύο ἀκόμη παράγοντες ἐσμίκρυναν τὴν δῆθεν μεγάλη σύνοδο· ἡ ἀπουσία τεσσάρων πατριαρχῶν, προκαθημένων ἰσαρίθμων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ὄχι ἐκ λόγων ἀνάγκης, ὅπως ὑγείας, πολεμικῶν συγκρούσεων καὶ ἄλλων, ἀλλὰ λόγῳ διαφωνιῶν πρὸς τὴν διαδικασία συγκλήσεως, τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας καὶ τῆς Θεματολογίας τῆς συνόδου. Δὲν ἔλαβαν μέρος οἱ αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Ρωσίας, τῆς Βουλγαρίας καὶ τῆς Γεωργίας. Πρὶν νὰ συνέλθει ἡ «σύνοδος» ἔχασε τὸν πανορθόδοξο χαρακτήρα της καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀξιοπιστία τῶν ἀποφάσεών της, διότι οἱ ἀπόντες κατήγγειλαν ἔλλειψη συνοδικότητας, διαφάνειας καὶ σεβασμοῦ τῶν παραδεδομένων, ἐν ὀλίγοις ἔλλειμμα Ὀρθοδοξίας, καὶ προώθηση προειλημμένων ἀποφάσεων. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια μόνον ἡ ἀπουσία τῶν τεσσάρων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν ποὺ μικραίνει τὴν «σύνοδο»· περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ εἶναι ἡ μὴ ἐκπροσώπηση τοῦ συντριπτικὰ μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ πιστῶν, τῆς πληθυσμιακῆς ὑπεροχῆς τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ δὲν ἐκπροσωπήθηκαν στὴν «σύνοδο».
Ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» ἀγωνίσθηκε μὲ συνέδρια, ὁμιλίες, συνεντεύξεις καὶ ἀρθογραφία τῶν μελῶν της, συνεργαζόμενη μὲ ὁμόφρονες ἐπισκόπους, νὰ ἐνημερώσει τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς γιὰ τὴν κακὴ πορεία τῆς «συνόδου», ἰδιαίτερα κατὰ τὴν τελευταία φάση τῆς προετοιμασίας της. Θὰ ἤ-μασταν εὐτυχεῖς, ἂν εἶχε ἀποτραπῆ ἡ σύγκληση αὐτῆς τῆς οἰκουμενιστικῆς συνόδου ἢ ἂν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν της κάποιοι προκαθήμενοι ἢ συμμετέχοντες ἀρχιερεῖς ἀγωνίζονταν ἀποφασιστικὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ νὰ ἀπορριφθεῖ ὁλόκληρο τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», τὸ ὁποῖο νομιμοποιεῖ καὶ θεσμοθετεῖ τὸν Οἰκουμενισμό. Οἱ διορθώσεις καὶ οἱ βελτιώσεις, τὶς ὁποῖες ἐπρότεινε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀκόμη καὶ ἂν ἐγίνοντο συνοδικὰ δεκτές, δὲν ἐπρόκειτο βέβαια νὰ καταστήσουν τὸ κείμενο ὀρθόδοξο καὶ ἀποδεκτό, ἀφοῦ οὔτε τὰ ἀπαράδεκτα κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἐκρίνοντο οὔτε πολὺ περισσότερο ἡ μὲ ἀντορθόδοξους ὅρους συμμετοχή μας στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Ἀντίθετα, μέσα στὸ κείμενο ἐπαινοῦνται καὶ ἐγκωμιάζονται. Ἡ δὲ ὀρθὴ πρόταση τὸ «χριστιανικὲς ἐκκλησίες» νὰ γίνει «χριστιανικὲς κοινότητες» συνάντησε λυσσώδη ἀντίδραση καὶ ἀπορρίφθηκε μὲ ἀνιστόρητες, ἀθεολόγητες, παράλογες, σοφιστικὲς ἀντιπροτάσεις, τὶς ὁποῖες υἱοθέτησε, ἄγνωστο πῶς, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ποὺ δὲν ὑπεστήριξε, ὡς ὄφειλε, τὴν ἀπόφαση τῆς συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος καί ὑπερέβη ἀναιτιολόγητα τὴν ἐξουσιοδότηση, ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ αὐτήν, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῶν ἀποφάσεων ποὺ ἐλήφθησαν. Ἀναμένονται οἱ ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις ποὺ ὀφείλουν νὰ δώσουν στὸ Σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τόσο ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅσο καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἑλλαδίτες Ἱεράρχες τῆς «συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ἀπὸ τὸ ναυάγιο στὰ θολὰ νερὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν τελευταία στιγμὴ γλύτωσαν, κολυμπώντας ὀρθόδοξα στὸ Κολυμπάρι, οἱ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν ὑπέγραψαν τὸ περιλάλητο κείμενο ἤ διετήρησαν τὶς ἐπιφυλάξεις τους. Πρόκειται, ἀπ’ ὅσα γνωρίζουμε ἕως τώρα, γιὰ τοὺς Μητροπολίτες Μπάτσκας κ. Εἰρηναῖο (ἀπὸ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας), ἀπὸ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τοὺς Μητροπολίτες Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιο, Μόρφου κ. Νεόφυτο, Ἀμαθοῦντος κ. Νικόλαο, Λήδρας κ. Ἐπιφάνιο, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπέγραψαν τὸ κείμενο, καὶ Νεαπόλεως κ. Πορφύριο, ὁ ὁποῖος διετήρησε ἐπιφυλάξεις κατὰ τὴν ὑπογραφή, καὶ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο (ὁ μόνος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ποὺ δὲν ὑπέγραψε). Ἀρκετοὶ ἀκόμη Ἱεράρχες ἄσκησαν ἔντονη κριτικὴ στὸ ἐν λόγῳ κείμενο καὶ διετήρησαν τὶς ἐπιφυλάξεις τους κατὰ τὴν ὑπογραφή του. Ἀποτελοῦν τὴν συνέχεια τῶν ὁμολογητῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς ἐλπίδα καὶ προοπτικὴ πὼς στὸ μέλλον συνοδικὰ καὶ ὀρθόδοξα θὰ ἀπορριφθεῖ ἡ «σύνοδος» τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, ὡς οὐνιτική, οἰκουμενιστικὴ καὶ φιλοπαπική, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ μία πρώτη ἀποτίμηση· θὰ ἀκολουθήσουν λεπτομερέστερες καὶ ἐμβριθέστερες.
Γιὰ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν»
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου |
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
|
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς |
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης |
Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος, Ἄνω Γατζέας Βόλου
|
Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Σύμβουλος) |
Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους |
«Δεν δικαιολογείται κανείς Επίσκοπος από καμμία Ορθόδοξη Εκκλησία που δεν θα πάρει θέση σε αυτά που έγιναν, σε αυτά τα κείμενα.
Θα πρέπει οπωσδήποτε ή να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει λέγοντας τους λόγους της διαφωνίας του.
Αυτό, θα έλεγα ότι αφορά και εμάς κάπως τους λαϊκούς μεν αλλά ειδικούς στον χώρο όπως είμαι εγώ, και το είπα μάλιστα και σε Επισκόπους της Εκκλησίας της Ελλάδος, ότι οφείλουν να το κάνουν ανεξάρτητα αν ήτανε στη Σύνοδο αυτή που έγινε ή παρά τη θέλησή τους δεν ήταν, και είναι πάρα πολύ βασικό αυτό.
Οφείλουν να το κάνουνε και ολόκληρες οι τοπικές Εκκλησίας, ήταν αυτές που δεν πήγαν οι τέσσερις δηλαδή. Οφείλουν να πάρουν θέση οπωσδήποτε, είτε συμφωνώντας και υπογράφοντας οι προκαθήμενοί τους, είτε διαφωνώντας και τεκμηριώνοντας τους λόγους διαφωνίας τους. Γιατί τα πράγματα πρέπει να είναι διάφανα.»
Το απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα είναι από ΕΔΩ
***
Σχόλιο: Είναι μία θλιβερή πραγματικότητα, αλλά η πλήρης αδιαφορία της συντριπτικής πλειοψηφίας των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος να αφυπνίσουν το ποίμνιο την ώρα που η Εκκλησία δέχεται πόλεμο από την παναίρεση του οικουμενισμού, κρυβόμενοι πίσω από ‘φιλανθρωπικά έργα’, εντυπωσιακές εμφανίσεις, αγαπολογίστικες ομιλίες ανακατεμένες με την τρέχουσα κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα, αντανακλά την πνευματική παραλυσία αυτού του Τόπου και αποτελούν απόδειξη της ποιμαντικής τους ανεπάρκειας. Οι Μητροπολίτες βολεμένοι στους καθιερωμένους τύπους της ‘καλής συμπεριφοράς’ κοιμίζουν τον κόσμο και φέρουν τεράστια ευθύνη. Οι ενορίτες έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν τις θέσεις των Μητροπολιτών τους για να μην αναγκαστούν μια ημέρα να τους τις βγάλουν απ’ το στόμα με το ζόρι.
Πηγή: Αβέρωφ
Ἔχουν δημοσιευθῆ διάφορα σχόλια σχετικά μέ τήν στάση πού τήρησα ὡς πρός τό κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίτλο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Ἄλλοι γράφουν ὅτι δέν τό ὑπέγραψα, ἄλλοι ὅτι τό ὑπέγραψα μέ ἐπιφυλάξεις καί ἄλλοι ὅτι τό ὑπέγραψα.
Μέ τήν δήλωσή μου αὐτή ἐπιβεβαιώνω ὅτι πράγματι δέν ὑπέγραψα αὐτό τό κείμενο, καί ἐπί πλέον ἐξέφρασα τίς ἐπιφυλάξεις μου γιά τά κείμενα «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ» καί «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ», σέ συγκεκριμένα σημεῖα, τά ὁποῖα ἀνέπτυξα κατά τίς Συνεδριάσεις.
Εἰδικά γιά τό πρῶτο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» θέλω νά πῶ ὅτι ὄντως δέν τό ὑπέγραψα μετά ἀπό βαθειά σκέψη, ἔχοντας θεολογικά κριτήρια.
∆έν εἶναι καιρός ἀκόμη νά ἀναπτύξω ὅλα τά ἱστορικά καί θεολογικά ἐπιχειρήματά μου, πράγμα τό ὁποῖο θά τό κάνω ὅταν ἀναλύσω γενικότερα ὅλες τίς διαδικασίες καί τήν ἀτμόσφαιρα πού διέγνωσα κατά τήν διεξαγωγή τῶν Συνεδριῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἐδῶ θά ἀναφέρω ἐπιγραμματικά μερικούς εἰδικούς λόγους.
1. Θεωρῶ ὅτι δέν πέρασαν ὅλες οἱ ὁμόφωνες ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνον ὡς πρός τήν φράση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων» ἀλλά καί σέ τέσσερεις - πέντε ἄλλες περιπτώσεις.
Ἐπέλεξα ἀπό τήν ἀρχή νά ἀποδεχθῶ τήν συμμετοχή μου στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνέμενα ὅμως τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 προκειμένου νά ἀποφασίσω τελικῶς γιά τό ἄν θά παραστῶ. Ὅταν διεπίστωσα ὅτι οἱ
ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας ἦταν σημαντικές καί ὁμόφωνες κατέληξα στό νά συμμετάσχω στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο προκειμένου νά τίς ὑποστηρίξω.
2. Προβληματιζόμουν ἀπό τήν ἀρχή μέ τήν ὅλη δομή καί σκέψη τοῦ κειμένου, διότι προῆλθε ἀπό τήν συνένωση δύο διαφορετικῶν κειμένων, ἀλλά μέχρι τέλους ἤλπιζα στίς διορθώσεις του, μέ τίς προτάσεις καί τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν.
Ὅμως τελικά παρατήρησα ὅτι οἱ διορθώσεις πού προτάθηκαν ἀπό τίς Ἐκκλησίες δέν πέρασαν ὅλες στό κείμενο γιά διαφόρους λόγους. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου, ὁ ὁποῖος, προφανῶς ὡς Σύμβουλος, μέ τήν προτροπή τοῦ Πατριάρχου ἦταν τελικός ἀξιολογητής τῶν προτάσεων ἤ τίς ἀπέρριπτε ἤ τίς διόρθωνε ἤ τίς υἱοθετοῦσε καί γινόταν ἀποδεκτή ἡ ἀξιολόγησή του ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τίς ἄλλες Ἐκκλησίες.
Ἔτσι, τό κείμενο κατά τήν ἄποψή μου δέν ἦταν ὥριμο γιά νά ἐκδοθῆ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀφοῦ μέχρι τήν τελευταία στιγμή, πρίν τήν ὑπογραφή του, διορθωνόταν καί ἐπεξεργαζόταν, ἀκόμη καί στήν μετάφρασή του στίς τρεῖς ἄλλες γλῶσσες, γαλλικά, ἀγγλικά καί ρωσικά. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού μερικές Ἐκκλησίες ἀπό τήν ἀρχή ζήτησαν τήν ἀπόσυρση τοῦ κειμένου γιά περαιτέρω ἐπεξεργασία. Ἐπίσης, τό κείμενο εἶναι περισσότερο διπλωματικό καί ὁ καθένας μπορεῖ νά τό χρησιμοποιήση κατά τίς προτιμήσεις του.
Ὅπως ὑποστήριξα στήν Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τό κείμενο δέν ἔχει αὐστηρή ἐκκλησιολογική βάση, καί τό θέμα τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη της ἦταν ἕνα ἀπό τά 100 σχεδόν θέματα πού εἶχαν προταθῆ γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀλλά ἐν τῷ μεταξύ ἐξέπεσε, μέ τήν προοπτική νά γίνη εὐρύτερη συζήτηση καί διάλογος καί μετά νά ἀποφασισθῆ σχετικῶς. Ἔπρεπε, ἑπομένως, πρῶτα νά συζητηθῆ καί ὁρισθῆ τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη της καί ἔπειτα νά καθορισθῆ ἡ θέση τῶν ἑτεροδόξων.
Ἐπίσης, ἐάν ὑπέγραφα τό κείμενο αὐτό, στήν πράξη θά ἀρνιόμουν ὅλα ὅσα κατά καιρούς ἔχω γράψει σέ θέματα ἐκκλησιολογίας ἐπί τῇ βάσει τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό δέν μποροῦσα νά τό πράξω.
3. ∆έν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθῆ πλήρως τό γιατί ἀρνήθηκα τήν ὑπογραφή μου, ἐάν δέν δώσω καί μερικές πληροφορίες γιατί οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἄλλαξαν ἐκείνη τήν στιγμή τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς γνωστόν ἡ ἀρχική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 ἦταν ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων», καί αὐτή τροποποιήθηκε μέ τήν πρόταση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Ἡ διαφορά μεταξύ τῶν δύο φράσεων εἶναι ἐμφανής.
Τήν Παρασκευή πού συζητεῖτο τό συγκεκριμένο κείμενο ἡ συζήτηση ἔφθασε σέ ἀδιέξοδο στήν ἕκτη παράγραφο, ὅπου γινόταν λόγος γιά τήν ὀνομασία τῶν Ἑτεροδόξων. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας πρότεινε νά λέγωνται «Ὁμολογίες καί Ἑτερόδοξες Κοινότητες». Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου πρότεινε νά λέγωνται «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρότεινε νά λέγωνται «Χριστιανικές Ὁμολογίες καί Κοινότητες». Ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ἀπέσυρε τήν πρότασή της, γινόταν συζήτηση μεταξύ τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, πού γινόταν ἀποδεκτή ἀπό ἄλλες Ἐκκλησίες, καί τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Σέ εἰδική σύσκεψη τῆς ἀντιπροσωπείας μας τήν Παρασκευή τό μεσημέρι ἀποφασίσθηκε νά παραμείνουμε σταθεροί στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καί νά προταθοῦν ἐναλλακτικές λύσεις, ἤτοι νά γραφῆ «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων» ἤ «ἄλλων Χριστιανῶν» ἤ «μή Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν».
Ἐπειδή δέν γίνονταν ἀποδεκτές οἱ προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης στήν ἀπογευματινή Συνεδρίαση τῆς Παρασκευῆς πρότεινε δημοσίως νά γίνη συνάντηση μεταξύ τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου καί ἐμοῦ προκειμένου νά βρεθῆ λύση. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου δέν φάνηκε διατεθειμένος γιά κάτι τέτοιο καί ἐγώ δήλωσα ὅτι δέν εἶναι θέμα προσωπικό γιά νά ἀναλάβω τέτοια εὐθύνη, ἀλλά εἶναι θέμα ὅλης τῆς ἀντιπροσωπείας. Τότε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης πρότεινε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν νά βρεθῆ ὁπωσδήποτε λύση.
Τό Σάββατο τό πρωΐ πρίν τήν Συνεδρίαση, ἡ ἀντιπροσωπεία μας συναντήθηκε γιά νά ἀποφασίση σχετικῶς. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος, φερόμενος δημοκρατικά, ἀνέφερε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς συγκεκριμένες λύσεις. Ἡ πρώτη νά παραμείνουμε στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας· ἡ δεύτερη νά καταθέσουμε μιά νέα πρόταση, γιά τήν ὁποία δέν γνωρίζω πῶς προέκυψε καί ποιός τήν πρότεινε, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» μέ τό ἰδιαίτερο σκεπτικό· καί ἡ τρίτη νά δεχθοῦμε τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, πού ἔκανε λόγο γιά «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ἔγινε συζήτηση καί ψηφοφορία μεταξύ τῶν μελῶν τῆς ἀντιπροσωπείας μας πάνω στίς τρεῖς προτάσεις. Προσωπικά ὑποστήριξα τήν πρώτη πρόταση μέ τίς ἐναλλακτικές της διατυπώσεις πού ἀναφέρθησαν προηγουμένως, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι παρόντες ἐψήφισαν τήν δεύτερη νέα πρόταση.
Θεώρησα ὅτι αὐτή ἡ πρόταση δέν ἦταν ἡ πλέον ἐνδεδειγμένη ἀπό πλευρᾶς ἱστορικῆς καί θεολογικῆς καί δήλωσα ἀμέσως ἐνώπιον ὅλων τῶν παρόντων ὅτι δέν θά ὑπογράψω τό κείμενο αὐτό, ἐάν κατατεθῆ αὐτή ἡ πρόταση, χάριν ὅμως τῆς ἑνότητος θά ἐπέχω ἀπό τήν περαιτέρω συζήτηση. Ἑπομένως, δέν θά μποροῦσα καί γιά τόν λόγο αὐτό νά ὑπογράψω τό κείμενο.
4. Ἕνας ἀκόμη λόγος, πού δέν εἶναι βέβαια καί οὐσιαστικός, ἀλλά ἔχει ἕνα εἰδικό βάρος εἶναι ὅτι ἀσκήθηκε ἔντονη λεκτική κριτική πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά τήν ἀπόφασή της. Βέβαια, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος ἀπέρριψε μέ πολύ σημαντικό λόγο τήν ὑβριστική αὐτή τοποθέτηση. Τελικά, ὅμως, ἡ ἀντίδραση αὐτή ἔπαιξε ἕναν ψυχολογικό ρόλο στήν διαμόρφωση τῆς ἄλλης πρότασης.
Τοὐλάχιστον ἐγώ προσωπικά δέχθηκα σοβαρή πίεση καί ὑβριστική ἀντιμετώπιση ἀπό Ἱεράρχες γιά τήν στάση μου, πληροφορήθηκα δέ ὅτι πιέσεις δέχθηκαν καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί ἐπειδή πάντοτε ἐνεργῶ μέ ψυχραιμία, νηφιαλιότητα καί ἐλευθερία, δέν μποροῦσα νά ἀποδεχθῶ τέτοιες ὑβριστικές πρακτικές.
Αὐτοί εἶναι οἱ βασικότεροι λόγοι πού μέ ἔκαναν ἐνσυνειδήτως καί θεολογικῶς νά ἀρνηθῶ τήν ὑπογραφή μου. Βέβαια, στό τελικό κείμενο πού δημοσιεύθηκε χρησιμοποιήθηκε καί τό ὄνομά μου ὡς δῆθεν ὑπογράψαντα τό κείμενο, προφανῶς διότι ἤμουν μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτά εἶναι μερικά στοιχεῖα ἀπό ὅσα ἔγιναν γιά τό θέμα αὐτό. Περισσότερα θά γράψω ἀργότερα, ὅταν θά ἀναλύσω καί τήν προβληματική – ἀπό πλευρᾶς ἱστορίας καί θεολογίας– τῆς τελικῆς πρότασης πού ὑπέβαλε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί πέρασε στό ἐπίσημο κείμενο.
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση
Σχολιασμός μετά τη Σύνοδο - Καθηγητής Δογματικής Δημήτριος Τσελεγγίδης. Ομιλία στις 27-06-2016 στην Θεσσαλονίκη.
Ο Καθηγητής δίνει θεολογικές απαντήσεις όσον αφορά την ονομασία, τον ορισμό του ''ιδιόρυθμου'' αυτού συνεδρίου, που εφόσον δεν πληρεί τις Ορθόδοξες Συνοδικές προυποθέσεις, δεν μπορεί να λέγεται Σύνοδος...
Αυτό έχει ιδιαίτερη θεολογική σημασία, καθώς οι αποφάσεις της δεν μπορούν βάση των προδιαγραφών της, να έχουν το κύρος μιας Οικουμενικής Συνόδου, και ως εκ τούτου δεν είναι δεσμευτικές για τον λαό, τον ορθόδοξο χριστιανό, και δεν υποχρεούται κανείς να τις ακολουθήσει....
Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος, ἔχοντας ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν Κρήτη, ὅπου συμμετέσχε στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἔχει τὴν ἐπιτακτικὴ ὑποχρέωση ἐνώπιον τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ τῆς θεοσώστου Μητροπόλεώς του, τοὺς ὁποίους καὶ ἐξεπροσώπησε στὴν ἐν λόγῳ Σύνοδο, καὶ πρὸς γνῶσιν καὶ ἐπίγνωσιν πάντων, νὰ κοινοποιήσει, μέσῳ δημοσίευσης στὴν ἐπίσημη αὐτὴ ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του, τὸ Ὑπόμνημα, τὸ ὁποῖο συνέταξε καὶ κατέθεσε στὴν Σύνοδο, ἀναφορικῶς πρὸς τὸ θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον».
Συμπληρωματικὰ καὶ πρὸς ἐνημέρωση ὅσων ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πεπραγμένα, ἀλλὰ καὶ χάριν τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, δηλώνει καὶ τὰ ἑξῆς:
Τό μόνο κείμενο, τὸ ὁποῖο δὲν ὑπέγραψε κατὰ τὶς ἐργασίες τῆς ἐν λόγῳ Μεγάλης Συνόδου, εἶναι τὸ τελευταῖο συζητηθὲν καὶ ὑπὸ τῶν πλειόνων ἀρχιερέων-μελῶν τῆς Συνόδου συμφωνηθέν, ἀναφορικῶς πρὸς τὶς «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον». Ἡ ἀνάγνωση τοῦ κατωτέρω δημοσιευομένου Ὑπομνήματος τοῦ Πανιερωτάτου Μόρφου δίδει εὔγλωττες ἀπαντήσεις, γιατὶ αὐτὸς δὲν ὑπέγραψε τὸ ὡς ἄνω συμφωνηθὲν κείμενο.
Οἱ σύγχρονοι ἅγιοι Πατέρες Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Παΐσιος Ἁγιορείτης, Ἰάκωβος Τσαλίκης, Εὐμένιος Σαριδάκης καὶ Σωφρόνιος Σαχάρωφ, τοὺς ὁποίους ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου γνώρισε ἐν ζωῇ καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὸν βίο τῶν ὁποίων παραθέτει στὸ δημοσιευόμενο Ὑπόμνημά του χαρακτηριστικὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα, εἶναι σαφέστατοι ὡς πρὸς τὸ τί καὶ ποιά εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ποιά ἡ ἐνδεδειγμένη της στάση ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν. Τὸ σοφὸν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ εἶναι πάντοτε σαφές. Ὁ Πανιερώτατος Μόρφου λοιπόν, «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», κατέθεσεν ἐνώπιον τῆς Μεγάλης Συνόδου τὴν Πίστιν τῶν Πατέρων ἡμῶν καὶ προφορικῶς καὶ γραπτῶς. Στὰ τῆς Πίστεως πρέπει νὰ «ἀληθεύομεν ἐν ἀγάπῃ». Καί, κατὰ τὸ Κυριακὸ λόγιο, «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς».
Σὲ μία Μεγάλη Σύνοδο, ὅπως ἦταν αὐτὴ τῆς Κρήτης, ἀπαιτεῖται δογματικὴ σαφήνεια τοῦ τί ἐστὶν Ἐκκλησία καὶ τί ἑτερόδοξοι χριστιανοί. Τὸ ἀνωτέρω συμφωνηθὲν σχετικὸ κείμενο ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι πάσχει ἀπὸ ἠθελημένη θεολογικὴ ἀσάφεια. Αὐτὴ τὴν ἀσάφεια οἱ Ποιμένες ἔχουν ὑποχρέωση, τόσο πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, ὅσο καὶ πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, νὰ τὴν διασαφηνίσουν, ὄχι μόνον ἱστορικῶς, ἀλλὰ πρωτίστως καὶ κυρίως θεολογικῷ τῷ τρόπῳ. Τὸ ἐλπίζουμε καὶ προσευχόμαστε νὰ ἐπιτευχθεῖ σὲ ἑπόμενη Σύνοδο τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
***
Παναγιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα, Οἰκουμενικὲ Πατριάρχα Κωνσταντινου-πόλεως κ. Βαρθολομαῖε καὶ Πρόεδρε τῆς Ἁγίας ταύτης Συνόδου,
Ἅγιοι Προκαθήμενοι τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἀναφορικῶς πρὸς τὸ θέμα τῆς παρούσης Συνόδου, «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον», εὐχαριστοῦμεν ἐκ βαθέων τὴν πατρικὴν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ Πρόνοιαν, ἡ ὁποία ἀξιώνει ἡμᾶς νὰ καταθέσωμεν ἐνώπιον Ὑμῶν ἐμπειρίας ἁγίων ἀνθρώπων, ὡς πρὸς τὸ τί εἶναι Ἐκκλησία, καὶ πῶς ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται εἰς τὴν Θεολογίαν τῆς ἐμπειρίας καὶ εἰς τὴν ἁγιοπνευματικὴν ἐμπειρίαν μεγάλων θεολόγων τοῦ συγχρόνου Ὀρθοδόξου κόσμου, ἀνεγνωρισμένου κύρους. Καὶ ταῦτα, καθόσον, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ἀληθὴς καὶ ἀπλανὴς θεολόγος εἶναι ὁ τῶν παθῶν διὰ τῆς πράξεως, ἤτοι τῆς τηρήσεως τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν, καθαρθείς, φωτισθεὶς διὰ τῆς Τριαδικῆς ἐλλάμψεως καὶ κατὰ χάριν θεωθεὶς διὰ τῆς καθαρᾶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι προσευχῆς. «Διὰ πολιτείας, ἄνελθε· διὰ καθάρσεως, κτῆσαι τὸ καθαρόν. Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ, καὶ τῆς θεότητος ἄξιος; τὰς ἐντολὰς φύλασσε· διὰ τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πρᾶξις γὰρ ἐπίβασις θεωρίας· ἐκ τοῦ σώματος τῇ ψυχῇ φιλοπόνησον», κατὰ τὸν μέγαν ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριον τὸν Ναζιανζηνόν. Κατὰ δὲ τὴν ἀπόφανσιν τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ, «Εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς· καί, εἰ ἀληθῶς προσεύξῃ, θεολόγος εἶ.»
Καταθέτομεν λοιπὸν ἐν συνεχείᾳ τὰς ἐν λόγῳ θεολογικὰς ἐμπειρίας, ὡς πρὸς τὸ ἀνωτέρω θέμα, παραθέτοντες καταρχὴν σχετικὰ ἀποσπάσματα ἐκ τοῦ βαρυσημάντου ἔργου, Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὅπως κατέγραψε καὶ ἐξέδωκεν αὐτὰς ὁ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργός, Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος.
α. «Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι βαπτίζονται καὶ χρίονται, ὅσοι κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουν νοερὰ προσευχὴ στὴν καρδιά... Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι ἔχουν λάβει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.»
β. «Ὁ Χριστὸς σώζει τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλο τρόπο Ἐκεῖνος γνωρίζει, ἀλλὰ ἐμεῖς γνωρίζουμε τὸν τρόπο ποὺ σώζεται κανείς, ἤτοι διὰ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου εὐσεβείας, ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση, ἤ, ὅπως ἀλλοιῶς λέγεται, πράξη καὶ θεωρία.
Ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Ὁ Χριστὸς προσφέρει τὴ σωστικὴ Χάρη σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν σώζεται κανεὶς ἐκτὸς τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς σώζει αὐτόν. Ἐὰν αὐτὸς εἶναι μέλος ἑτερόδοξο, τότε σώζεται διότι τὸν σώζει ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ἡ ''παραφυάς'', στὴν ὁποία ἀνήκει, διότι μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ σώζει, δηλαδὴ ὁ Χριστός.»
γ. «Ὅπου δὲν ὑπάρχει τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀποφανθεῖ περὶ τῆς ἐγκυρότητος τῶν Μυστηρίων. Κατὰ τοὺς Πατέρας, τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα οὐδέποτε χωρίζεται ἀπὸ τὴν πνευματικότητα... Τὸ κριτήριο τῆς ἐγκυρότητος τῶν Μυστηρίων γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους εἶναι ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀνάγουμε τὴν χειροτονία στοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε Ὀρθόδοξο Δόγμα... Ὅπου ὑπάρχει ὀρθὴ διδασκαλία, ὑπάρχει καὶ ὀρθὴ πράξη. Ὀρθοδοξία σημαίνει ὀρθὴ δόξα καὶ ὀρθὴ πράξη.»
δ. «Ὑπάρχει μία ταυτότητα μεταξὺ Ὀρθοδόξου Θεολογίας καὶ Μυστηρίων.»
ε. «Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι τὸ κατοικητήριο τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ . Δὲν μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε καὶ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Χριστό.
Στὸν Παπισμὸ καὶ Προτεσταντισμὸ γίνεται σαφὴς διάκριση μεταξὺ τοῦ Σώματος καὶ τῆς Ἐκκλησίας... Αὐτὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατον.»
στ. «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατὴ καὶ ἀόρατη... Οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ἐκ πείρας τὴ συνύπαρξη ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου στοιχείου τῆς Ἐκκλησίας . Ἡ ἐμφάνιση πολλῶν ἁγίων σὲ ζῶντα θεούμενα μέλη τῆς Ἐκκλησίας δείχνει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀληθινὴ γνώση τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία ἔχουν ὅσοι ἔχουν προσωπικὴ ἐμπειρία.»
Ταῦτα, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων παρεμφερῶν, καταθέτει καὶ μαρτυρεῖ τὸ γνήσιον τέκνον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ αὐθεντικὸς συνεχιστὴς τῆς ἀληθοῦς πατερικῆς παραδόσεως, μακαριστὸς πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Ρωμανίδης, καὶ ἐπιμένει νὰ παραπέμπει εἰς τὴν προσωπικὴν ἐμπειρίαν τῶν ἁγίων Πατέρων.
Εἰς τὴν προσωπικὴν ἡμῶν ζωήν, Παναγιώτατε καὶ ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἀνεζητήσαμεν τοιούτους θεοφόρους Πατέρας καὶ Μητέρας. Καὶ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς «ὑπερεκπερισσοῦ ὧν ᾐτούμεθα ἢ ἐνοοῦμεν» (πρβλ. Ἐφεσ. 3, 20), καὶ ἠξίωσεν ἡμᾶς νὰ γνωρίσωμεν ἐκ τοῦ σύνεγγυς καὶ νὰ συναναστραφῶμεν μετὰ γνησίων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
Δύο ἐξ αὐτῶν ὑπῆρξαν οἱ ὅσιοι Γέροντες Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καὶ Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, τὴν ἁγιότητα τῶν ὁποίων ἀνεκήρυξε προσφάτως τὸ Σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Παραθέτω ἐν συνεχείᾳ χαρακτηριστικὰ ἀποσπά-σματα ἐκ τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων τούτων ἀνδρῶν ἀναφορικῶς πρὸς τὸ ὑπὸ ἐξέτασιν θέμα, καὶ μάλιστα τὸ θέμα τοῦ μετὰ τῶν ἑτεροδόξων διαλόγου, τοῦ τρόπου προσεγγίσεως τούτων καὶ τῆς εὐθύνης ἡμῶν ἔναντι αὐτῶν.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος ἔλεγεν εἰς πνευματικὰ αὐτοῦ τέκνα·
«Ἐσεῖς θὰ κρατήσετε (στοὺς διαλόγους μὲ τοὺς παπικοὺς) καὶ θὰ ἀκολουθήσετε τὴν Ὀρθόδοξη θέση. Ἂν τώρα αὐτοὶ (οἱ παπικοὶ) θέλουν νὰ ἔρθουν μαζί μας, οὔτε μποροῦμε, ἀλλὰ οὔτε καὶ πρέπει νὰ τοὺς ἐμποδίσουμε νὰ ἔλθουν...
Μὴ φοβᾶστε. Οἱ διαθέσεις τοῦ Πάπα ἀνέκαθεν ἦταν νὰ ὑποτάξει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ θὰ ἔλθει ἡμέρα, ποὺ ὁ διάλογος θὰ ματαιωθεῖ· τίποτε δὲν πρόκειται νὰ γίνει· ἄλλωστε τοὺς Οὐνίτες, αὐτὸ τὸν δούρειο ἵππο, εἶναι φῶς φανάρι ὅτι τοὺς ἐνδιαφέρει νὰ ἀναγνωρίσουν οἱ Ὀρθόδοξοι κεφαλὴν τὸν Πάπα καὶ τίποτε περισσότερο.»
Ὁ δὲ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ὑπαγορεύει τὰ ἑξῆς βαρυσήμαντα:
«Πολλοὶ ἅγιοι Μάρτυρες, ὅταν δὲν ἤξεραν τὸ δόγμα, ἔλεγαν: ‘‘Πιστεύω ὅ,τι θέσπισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.’’ Ἂν κάποιος τὸ ἔλεγε αὐτό, μαρτυροῦσε. Δὲν ἤξερε δηλαδὴ νὰ φέρη ἀποδείξεις στοὺς διῶκτες γιὰ τὴν πίστη του καὶ νὰ τοὺς πείση, ἀλλὰ εἶχε ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Σκεφτόταν; ‘‘Πῶς νὰ μὴν ἔχω ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες; Αὐτοὶ ἦταν καὶ πιὸ ἔμπειροι καὶ ἐνάρετοι καὶ ἅγιοι. Πῶς ἐγὼ νὰ δεχθῶ μία ἀνοησία; Πῶς νὰ ἀνεχθῶ νὰ βρίζη ἕνας τοὺς Ἁγίους Πατέρες;’’ Νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν παράδοση. Σήμερα, δυστυχῶς, μπῆκε ἡ εὐρωπαϊκὴ εὐγένεια καὶ πᾶνε νὰ δείξουν τὸν καλό. Θέλουν νὰ δείξουν ἀνωτερότητα καὶ τελικὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα. ‘‘Μία θρησκεία,’’ σοῦ λένε, ‘‘νὰ ὑπάρχη’’, καὶ τὰ ἰσοπεδώνουν ὅλα. Ἦρθαν καὶ σ’ ἐμένα μερικοὶ καὶ μοῦ εἶπαν: ‘‘ Ὅσοι πιστεύουμε στὸν Χριστό, νὰ κάνουμε μία θρησκεία.’’ ‘‘Τώρα εἶναι σάν νὰ μοῦ λέτε’’, τοὺς εἶπα, ‘‘χρυσὸ καὶ μπακίρι, χρυσὸ τόσα καράτια καὶ τόσα ποὺ τὰ ξεχώρισαν, νὰ τὰ μαζέψουμε πάλι καὶ νὰ τὰ κάνουμε ἕνα. Εἶναι σωστὸ νὰ τὰ ἀνακατέψουμε πάλι; Ρωτῆστε ἕναν χρυσοχόο: «Κάνει νὰ ἀνακατέψουμε τὴν σαβούρα μὲ τὸν χρυσό;» Ἔγινε τόσος ἀγώνας, γιὰ νὰ λαμπικάρη τὸ δόγμα.’’ Οἱ Ἅγιοι Πατέρες κάτι ἤξεραν καὶ ἀπαγόρευσαν τὶς σχέσεις μὲ αἱρετικό. Σήμερα λένε: ‘‘ Ὄχι μόνο μὲ αἱρετικό, ἀλλὰ καὶ μὲ Βουδδιστὴ καὶ μὲ πυρολάτρη καὶ μὲ δαιμονολάτρη νὰ συμπροσευχηθοῦμε. Πρέπει νὰ βρίσκωνται στὶς συμπροσευχές τους καὶ στὰ συνέδρια καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι μία παρουσία.’’ Τί παρουσία; Τὰ λύνουν ὅλα μὲ τὴν λογική καὶ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα. Τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα νομίζει ὅτι καὶ τὰ πνευματικά θέματα μποροῦν νὰ μποῦν στὴν Κοινή Ἀγορά.»
«Αὐτό, ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο, εἶναι νὰ βάζη τὴν καλὴ ἀνησυχία καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, νὰ καταλάβουν δηλαδὴ ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη, γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους, καὶ στερηθοῦν καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὶς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ στερηθοῦν τὶς περισσότερες καὶ αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ.»
Ἕτερος σύγχρονος ὅσιος, μετὰ τοῦ ὁποίου ἠξιώθημεν νὰ συνδεθῶμεν πνευματικῶς, ὑπῆρξεν ὁ ἁγίας μνήμης Γέρων Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης, ὁ «μὲ συγχωρεῖτε». Τὸ προσφάτως ἐκδοθὲν βιβλίον περὶ τῆς ἁγίας αὐτοῦ βιοτῆς , ἀναφέρει καὶ τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικὸν περιστατικόν, τὸ ὁποῖον θεωροῦμεν ὅτι ἀφορᾶ καὶ εἰς τὸ ὑπὸ ἐξέτασιν θέμα τῆς Συνόδου καὶ ἐνέχει ἰδιαιτέραν ποιμαντικὴν ἀξίαν. Τὸ παραθέτομεν ἐν συνεχείᾳ:
«Ὅταν ἔμεινε γιὰ διανυκτέρευση στὸ Μοναστήρι ἕνας παπικός, ὁ Γέροντας τοῦ φέρθηκε μὲ ἀγάπη. Ὁ ἐπισκέπτης ἦταν καλοπροαίρετος καὶ εἶχε πολλὲς ἀπορίες. Ὁ Γέροντας τοῦ ἐξηγοῦσε μὲ καλωσύνη καὶ πραότητα. Τότε τὸ Μοναστήρι δὲν εἶχε τὴν μεγάλη τράπεζα ποὺ ἔχει τώρα, καὶ ἔτρωγαν ὅλοι μαζὶ (μοναχοί, κληρικοί, λαϊκοὶ) σὲ μιὰ μικρὴ τράπεζα (τραπεζαρία) στὸ ἰσόγειο, δίπλα στὴ βρύση. Εἶχαν προπορευθῆ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Κάθησαν στὴν τράπεζα καὶ περίμεναν τὸν Γέροντα. Ὅταν μπῆκε ὁ Γέροντας μέσα, ὅλοι σηκώθηκαν ἀπὸ σεβασμὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γίνη ἡ συνηθισμένη προσευχὴ τῆς τράπεζας. Ὁ Γέροντας κάθησε, εἶπε καὶ στοὺς ἄλλους νὰ καθήσουν, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἄρχισε νὰ τρώη. Ὁ παπικὸς ἦταν πιστός. Παίρνει τὸν λόγο καὶ λέει στὸν Γέροντα: ‘‘Γέροντα, δὲν θὰ κάνωμε προσευχή;’’ Καὶ ὁ Γέροντας ἤρεμα τοῦ ἀπαντᾶ: ‘‘Καλύτερα νὰ κάνωμε σιωπή.’’ Καὶ συνέχισε τὸ φαγητό του. Ἂς κατανοήσουν τὸ πνεῦμα τοῦ ἁγίου Γέροντος ὅσοι ἐπιμένουν στὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους.»
Ἄλλος σύγχρονος θεοφόρος πατήρ, τὸν ὁποῖον ἠξιώθημεν νὰ γνωρίσωμεν κατὰ τὴν νεότητα ἡμῶν, εἶναι ὁ τότε ἐφημέριος τοῦ Λεπροκομείου (Νοσοκομείου Λοιμωδῶν Νόσων) Ἀθηνῶν, ἀείμνηστος Γέρων Εὐμένιος Σαριδάκης, γέννημα τῆς ἁγιοτόκου νήσου Κρήτης -ἥτις καὶ φιλοξενεῖ τὴν Σύνοδον ταύτην-, πνευματικὸν τέκνον τοῦ ὁσίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ . Παραθέτομεν ἐν συνεχείᾳ θαυμαστὸν γεγονός, τὸ ὁποῖον συνέβη εἰς τὸν Γέροντα Εὐμένιον καὶ σχετίζεται ἀμέσως πρὸς τὸ ὑπὸ ἐξέτασιν θέμα, ὅπως τοῦτο καταγράφεται εἰς ἡμέτερον, προσφάτως ἐκδοθὲν πόνημα . Τοῦ περιστατικοῦ τούτου ἤμην αὐτήκοος (ἐκ τοῦ Γέροντος Εὐμενίου) μάρτυς. Ἀλλ᾽ ἐπειδή, κατὰ τὸ Κυριακὸν λόγιον, «ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ῥῆμα» (Ματθ. 18, 16), εἰς τὸ ὡς ἄνω βιβλίον καταγράφομεν τοῦτο κατὰ τὴν συμμαρτυρίαν τοῦ πνευματικοῦ ἡμῶν ἀδελφοῦ, μοναχοῦ Ἱεροθέου.
«Ὁ Γέροντάς μας, π. Εὐμένιος Σαριδάκης, προσευχόταν κάποτε γιὰ τὸν διάβολο. Τὸν σταμάτησε ὅμως ὁ Θεός, λέγοντάς του ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι ἀτελέσφορη, ὡς πρὸς τὸ ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα. Κάποτε, ὁ Γέροντας μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε ὅτι μνημόνευσε στὴν Πρόθεση τὸν Εὐρωπαῖο γνωστὸ ἀνθρωπιστὴ Ραοὺλ Φολλερώ, παπικὸ στὸ δόγμα, ἐπειδὴ εἶχε εὐεργετήσει τὸ Λεπροκομεῖο καὶ ἦταν πολὺ καλὸς ἄνθρωπος. Τότε, ἄγγελος Κυρίου τοῦ πέταξε τὴ μερίδα ἀπὸ τὸ ἅγιο Δισκάριο τρεῖς φορές. Τὴν τρίτη φορά, τοῦ ἐμφανίσθηκε λέγοντάς του ὅτι ἐκεῖ (στὴν Πρόθεση) ἔχουν θέση μόνο τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ ἐξήγησε ὅτι στὸ κομβοσχοίνι του μπορεῖ νὰ βάλει προσευχόμενος τοὺς πάντες, αἱρετικούς, ἑτεροθρήσκους, φονιάδες, ἐγκληματίες, ἀσελγεῖς, τὸ πλήρωμα ὅλης τῆς οἰκουμένης, ζῶντες καὶ κεκοιμημένους. Στὴν εὐχαριστιακὴ Ἀναφορὰ ὅμως, μόνο τοὺς Ὀρθοδόξους, γιατὶ αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὰ μέλη τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.»
Συχνῶς πυκνῶς παραπέμπομεν εἰς τὴν θεόπνευστον ρῆσιν τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, «Διὰ δὲ τῶν μυστηρίων καὶ ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται, σῶμα οὖσα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους... Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις, οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾽ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη… Οὐ γὰρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον, ἢ ἀναλογία ὁμοιότητος, ἀλλὰ πράγματος ταυτότης.» Ἰδού, λοιπόν, ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ συγχρόνου ἁγίου πατρὸς Εὐμενίου Σαριδάκη -εἰς τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁποίου ἀνεφέρθη ἐνθέρμως ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης εἰς τὸν Προλογικὸν Χαιρετισμὸν Ἑορτολογίου τῆς Μητροπόλεως Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας (ἔτους 2014)-, τί καταθέτει εἰς ἡμᾶς τοὺς περισπουδάστους, μετὰ βροντώδους ἁπλότητος καὶ ἐκπληκτικῆς ἀκριβείας, ἐπικυροῦσα κατὰ πάντα τοὺς θεολογικωτάτους λόγους τοῦ Καβάσιλα. Ὅτι δηλαδὴ «ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις», εἰς τὴν ἱερὰν Πρόθεσιν τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Καὶ τὸ ἀξιοπρόσεκτον εἶναι ὅτι ἄγγελος Κυρίου ἀπεκάλυψε τὴν μεγίστην ταύτην, προικοδοτηθεῖσαν εἰς ἡμᾶς, ἀλήθειαν, περὶ τοῦ τί ἐστὶ δηλονότι Ἐκκλησία, ποῖα τὰ μέλη αὐτῆς καὶ τίς ἡ ἡμετέρα εὐθύνη πρὸς τὰ μὴ ἀποτελοῦντα μέλη αὐτῆς.
Τέλος, παραθέτομεν βαρυσήμαντον κείμενον ἐπιστολῆς τοῦ μεγάλου καὶ συγχρόνου ὁσίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, ἱδρυτοῦ τῆς ἐν Ἔσσεξ Ἀγγλίας Πατριαρχικῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
«Ἐδῶ ὅμως θέλω νὰ πῶ καὶ λίγα λόγια γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι μιὰ σημαντικὴ μερίδα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου κλίνει σήμερα νὰ ἀποδεχθεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπικίνδυνες αἱρέσεις (Σ.Ε.: ὁ Γέρων ἐννοεῖ ἐνταῦθα τὸν Οἰκουμενιστικὸν Συγκριτισμόν). Αὐτὴ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ διαπίστωση ὅτι δῆθεν στὶς ἡμέρες μας δὲν ὑπάρχει οὔτε μιὰ ἐκκλησία ποὺ νὰ ἔχει διαφυλάξει πλήρως τὴν ἀλήθεια τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ· ὅτι καμιὰ ἐκκλησία δὲν κατέχει σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ τὴ γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας, χαρισματικῆς χριστιανικῆς ζωῆς σὲ ἠθικὸ καὶ ἀσκητικὸ ἐπίπεδο· ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες, ποὺ ἀποκαλοῦνται χριστιανικές, ἔχουν ἴση χάρη, καὶ γι’ αὐτὸ ὀφείλει νὰ ἐπέλθει ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν μὲ βάση κάποιον κοινὸ γιὰ ὅλες παρονομαστή.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συχνὰ ἐρωτήματα, ποὺ τυχαίνει νὰ ἀντιμετωπίζουμε, εἶναι τὸ ἐρώτημα ποιός σώζεται καὶ ποιός ὄχι. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ συνήθως σκέπτονται ὅτι σώζεται ὄχι μόνο ὁ Ὀρθόδοξος (σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) ἢ μόνο ὁ Καθολικὸς (σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν), ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν στὸν Χριστό. Ἡ ἄποψη αὐτὴ πέρασε ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες καὶ στοὺς πιστοὺς τῶν ὑπολοίπων ἐκκλησιῶν. Ὑπάρχουν πολλοὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψη αὐτή. Μερικοὶ μάλιστα σκέπτονται ὅτι οὔτε μιὰ ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες ἐκκλησίες δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως καὶ τῆς χάριτος, γιατὶ ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς κατὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο βαθμὸ ἔχει παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Οἱ ἴδιοι πάντοτε πιστεύουν ὅτι μόνο τώρα, στὰ τέλη τῶν αἰώνων, συνέλαβαν πλήρως τὸ πνεῦμα τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ μέχρι τώρα ὅλος ὁ χριστιανικὸς κόσμος, στὴ ροὴ τόσων αἰώνων, βρισκόταν σὲ πλάνη. Λένε ὅτι τώρα ἦρθε ὁ καιρός, ποὺ πρέπει νὰ ἑνωθοῦν ὅλα τὰ διχασμένα μέρη σὲ μιὰ παγκόσμια καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Αὐτή, σύμφωνα μὲ τοὺς ἴδιους, θὰ κατέχει τὴν πλήρη ἀλήθεια ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις, ἂν κατὰ τὴν (παραπάνω) ἕνωση γίνει ἀποδεκτὸ μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελεῖ κοινὸ χαρακτηριστικὸ γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ἄλλοι πάλι, φαινόμενο ἀκόμη χειρότερο, διαλογίζονται στὶς καρδιές τους γιὰ κάποιο εἶδος ὑψηλοῦ μυστικισμοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀντιλήψεως τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ὥστε... δὲν θέλω οὔτε νὰ ἀναφερθῶ περισσότερο σὲ ὅλα αὐτά. Ἐπιθυμῶ μόνο κλείνοντας τὸ θέμα αὐτὸ νὰ πῶ παρενθετικὰ ὅτι πολὺ θὰ ἤθελα (καὶ γι’ αὐτὸ προσεύχομαι στὸν Θεὸ) ἐσεῖς νὰ μὴ πλανηθεῖτε μὲ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ νὰ πιστεύετε ἀκράδαντα μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸν νοῦ ὅτι ὑπάρχει πάνω στὴ γῆ ἐκείνη ἡ Μία, Μοναδικὴ καὶ Ἀληθινὴ Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος. Ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ διατηρεῖ ἁλώβητη καὶ ἀκέραιη τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ (καὶ ὄχι ξεχωριστὰ μέλη της), κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως καὶ τῆς χάριτος καὶ εἶναι ἀλάθητη. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ μερικοὺς δὲν φαίνεται νὰ εἶναι πλήρης διδασκαλία, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ δυνατότητα γιὰ ἐπιστημονικὴ ἐπεξεργασία ποὺ προσφέρει ὁ ἀπεριόριστος καὶ ἀνεξάντλητος πλοῦτος της. Αὐτὸ ὅμως δὲν συγκρούεται καθόλου μὲ ὅ,τι εἴπαμε παραπάνω γιὰ τὴν κατοχὴ τοῦ πληρώματος τῆς γνώσεως.
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔλαβε τὴν τελική της μορφὴ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, δὲν ἐπιδέχεται καμιὰ ἀλλαγή. Ὅλη ἡ μετέπειτα ἐπιστημονικὴ ἐργασία πρέπει ἀπαραίτητα νὰ συμφωνεῖ μὲ ὅ,τι ἤδη δόθηκε στὴ θεία ἀποκάλυψη καὶ διατυπώθηκε στὴ διδαχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ χάρη. Τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος, μπορεῖ νὰ κατέχει μόνο ἡ μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία. Ὅλες ὅμως οἱ ἄλλες ἐκκλησίες διαθέτουν χάρη ἐξαιτίας τῆς πίστεως στὸν Χριστό, ὄχι ὅμως στὴν πληρότητα. Μποροῦμε νὰ πιστεύουμε ὅτι καὶ στὶς ἡμέρες μας ἀκόμη ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ κατὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἴσοι μὲ τοὺς μεγάλους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἀρχαίων χρόνων (τὸ λέω σὲ σχέση μὲ ὅ,τι ἔτυχε νὰ ἀκούσω γιὰ μερικοὺς ἀνθρώπους στὴ Ρωσία), γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ‘‘χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας’’. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅποιος ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν πίστη αὐτή, δὲν θὰ σταθεῖ.»
* * *
Παναγιώτατε, ἅγιοι Προκαθήμενοι, ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἐὰν θέλωμεν νὰ εἴμεθα τῇ ἀληθείᾳ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», πρέπει νὰ λάβωμεν σοβαρῶς ὑπ᾽ ὄψιν τὴν θεολογικὴν καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐμπειρίαν αὐτῶν. Καί, μία Σύνοδος, ὡς ἡ παροῦσα, ἡ ὁποία θέλει νὰ εἶναι ἁγία καὶ Μεγάλη, πρέπει ἀναντιρρήτως νὰ λάβει ὑπ᾽ ὄψιν τοὺς ἁγίους καὶ μεγάλους τῆς Πίστεως ἡμῶν.
Αἱ ἀποφάσεις μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἔστω καὶ Διορθοδόξου ἕνεκα κραυγαλέων ἀπουσιῶν, ταπεινῶς φρονοῦμεν ὅτι θὰ τύχωσιν ἀποδοχῆς ὑπὸ κλήρου καὶ λαοῦ εἰς τὸ μέτρον ὅπου εἰς ταύτας ὑπάρχει συμφωνία οὐρανοῦ καὶ γῆς, ἀγγέλων καὶ ἁγίων καὶ ἀνθρώπων. Οἱ χρησιμοποιούμενοι ὅροι εἰς τὰς ἀποφάσεις μιᾶς τοσοῦτον ἱστορικῆς καὶ σημαινούσης Συνόδου, πρέπει νὰ διακρίνωνται διὰ τὴν θεόθεν σοφίαν καὶ τὴν κρυσταλλίνην αὐτῶν θεολογικὴν σαφήνειαν. Αἱ Οἰκουμενικαὶ καὶ Τοπικαὶ Σύνοδοι οὕτω ἀπεφαίνοντο, δογματίζουσαι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, κατὰ τὸ ἀποστολικόν, «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. 15, 28). Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελοῦσι τεχνικοὺς ὅρους ἢ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ‘‘διπλωματικῆς’’ ἀβρότητος αἰ ἀποφάσεις μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου. Μόνον οὕτω θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ συντελέσωσιν εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας ἑνότητα καὶ νὰ ἀποτελέσωσι σημεῖον ἀσφαλοῦς θεολογικῆς ἀναφορᾶς εἰς τοὺς μεταγενεστέρους.
Διὰ νὰ μὴν ταλαιπωρήσω λοιπὸν Ὑμᾶς μετὰ ἡμετέρων λόγων, προέκρινα νὰ παραθέσω Ὑμῖν τὴν φωτίζουσαν καὶ συνετίζουσαν ἐπὶ τοῦ πρὸς ἐξέτασιν θέματος ἁγιοπνευματικὴν ἐμπειρίαν συγχρόνων ἁγίων μορφῶν τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Αἰτούμενοι τὰς Ὑμετέρας εὐχάς, διατελοῦμεν
Μετὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφικῆς ἀγάπης
Ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος
Ἐν Κολυμπαρίῳ Κισάμου τῆς Κρήτης, τῇ 24ῃ.06.2016.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Μόρφου , Ακτίνες
Με παρέμβαση του αμερικανικού ΥΠΕΞ «πείσθηκαν» και έστειλαν εκπροσώπους τους στην Πανορθόδοξη Σύνοδο και δύο από τα Πατριαρχεία της Αν. Ευρώπης .
Μπορεί το θέμα να αφορά σε μια ιστορία που πλέον έχει ολοκληρωθεί, ωστόσο δεν χάνει το ενδιαφέρον του, γιατί εξηγεί πράγματα και γεγονότα τα οποία με μια πρώτη ματιά φαντάζουν δυσεξήγητα.
Ο λόγος, εν προκειμένω, έχει να κάνει με την Πανορθόδοξη Σύνοδο των Εκκλησιών, που ως γνωστόν, πραγματοποιήθηκε-μετά από 55 χρόνια προετοιμασίας-στο Κολυμπάρι των Χανίων.
Ως γνωστόν, όταν ξεκίναγε, υπήρχαν ηχηρές απουσίες πατριαρχείων, που εξασθένιζαν την αίγλη της Συνόδου. Ωστόσο, όπως γίνεται τώρα γνωστό, με παρέμβαση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών «πείσθηκαν» και έστειλαν εκπροσώπους τους στην Πανορθόδοξη Σύνοδο και δύο από τα Πατριαρχεία της Ανατολικής Ευρώπης. Ετσι λύθηκε το μυστήριο της συμμετοχής τους..
Μας λένε μάλιστα ότι υπάρχει και σχετικό έγγραφο που επιβεβαιώνει αυτή την παρέμβαση από τις ΗΠΑ, η οποία στηρίζει πολύ το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως προκύπτει από όλα τα παραπάνω.
῾Όπως ἦταν ἀναμενόμενο, ὄχι, ὄχι, δὲν ἦταν καθόλου ἀναμενόμενο· ἐλπίζαμε, ναί, ἐλπίζαμε… ὄχι νὰ γινόταν τὸ μεγάλο θαῦμα ἡ οἰκουμενιστικὴ Σύνοδος νὰ ἀποδώσει Ὀρθόδοξα κείμενα (γιὰ νὰ λάβουν τέτοιο φωτισμὸ οἱ Συνοδικοὶ Πατέρες πρέπει νὰ τὸν ἐπιζητοῦν), ἀλλὰ νὰ γίνει τὸ θαῦμα νὰ ἀναφανεῖ ἕνας, ἕνας μόνο ἱεράρχης. Θὰ ἀρκοῦσε.
Αὐτὴ ἦταν ἡ προσευχὴ μας, ἡ προσευχὴ πολλῶν, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὴν τόλμη, τὸ σθένος, τὴν παρρησία οὔτε ἕνας ἱεράρχης, νὰ βροντοφωνίσει τὸ “οὐκ ἔξεστί σοι”.
Τὸ πανηγύρι τέλειωσε, τὰ φῶτα ἔσβησαν.
Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐθριάμβευσε.
Κι ἐμεῖς ἐλπίζαμε… Αἰσθανόμαστε ἐγκαταλελημένοι ἀπὸ τοὺς πατέρες μας, ὀρφανεμένοι, προδωμένοι.
Καὶ τώρα;
Ποῦ θὰ βροῦμε στήριγμα, προστάτη, ἕναν νέο Ἅγιο Μάρκο, νὰ ξεσηκώσει τὸν εὐσεβῆ λαὸ καὶ κλῆρο, καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν κανένα ἀπ᾽ αὐτοὺς νὰ πατήσουνε πόδι στὶς ἐκκλησιές μας;
Βρῆκαν ὡραία λύση: “ Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἰστορικὴν ὀνομασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”.
Προτείνω στὴν Ἑλληνικὴ κυβέρνηση νὰ χρησιμοποιήσει τὴν εὔστοχη αὐτὴ ἔκφραση καὶ νὰ λυθεῖ ἐπιτυχῶς τὸ πρόβλημα τῆς ὀνομασίας τῶν Σκοπίων: “ Ἡ Ἑλληνικὴ Δημοκρατία ἀποδέχεται τὴν ἰστορικὴν ὀνομασίαν τῆς Δημοκρατίας τῆς Μακεδονίας”.
Γιατὶ ὄχι, ἐφ᾽ ὅσον αὐτὸ δὲν συνεπάγεται ἀναγνώριση τοῦ κρατιδίου ποὺ σφετερίζεται τὸ ὄνομα;
Σχόλιο σε σχετικό άρθρο: Τό μετέωρο βῆμα τῆς Ἱεραρχίας... πρός μία νέα ἐκκλησιολογία!
Πηγή: Τρελογιάννης
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 27η Ιουνίου 2016.
ΠΡΩΤΕΣ ΘΛΙΒΕΡΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ
Με πολύ θλίψη και οδύνη ψυχής παρακολουθήσαμε από τα ΜΜΕ την έναρξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αρχής γενομένης από την Θεία Λειτουργία της Κυριακής της Πεντηκοστής και καταθέτουμε με πολλή συντομία στις γραμμές που ακολουθούν στον πιστό λαό του Θεού τις πρώτες διαπιστώσεις μας.
Πρώτη θλιβερή διαπίστωση, η παρουσία και συμπροσευχή κατά τον Όρθρο και την Θεία Λειτουργία της μεγάλης αυτής Δεσποτικής εορτής στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά Ηρακλείου, των αιρετικών Παπικών, Προτεσταντών και Μονοφυσιτών, κάτι το οποίον, όπως είναι γνωστό σε όλους, απαγορεύεται από τους Ιερούς Κανόνες. Οι Ορθόδοξοι προκαθήμενοι και οι άλλοι συμμετάσχοντες ιεράρχες καταπάτησαν Ιερούς Κανόνες, Αποστολικούς και Συνοδικούς, θέλοντας έτσι εκ προοιμίου να στείλουν ένα μήνυμα σ’ όλο τον κόσμο, πόσο σέβονται τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και κατ’ επέκτασιν τον Συνοδικό Θεσμό, για τον οποίο κόπτονται και ομιλούν με μεγαλόστομες διακηρύξεις.
Δεύτερη θλιβερή διαπίστωση, η παρουσία κατά την έναρξη των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ως επισήμων προσκεκλημένων των αντιπροσωπειών, που έστειλαν οι αιρετικές κοινότητες των Παπικών, Προτεσταντών, και Μονοφυσιτών, κάτι που είναι μια πρωτοφανής καινοτομία, ξένη προς την Συνοδική μας Παράδοση. Μάλιστα οι εν λόγω αντιπρόσωποι προσφωνήθηκαν ως «εκπρόσωποι αδελφών Εκκλησιών» από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, προτού ακόμη η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αποφανθεί περί της εκκλησιαστικότητος, η μη των εν λόγω αιρετικών κοινοτήτων. Έτσι ο κ. Βαρθολομαίος δημιουργώντας ένα τετελεσμένο γεγονός, έστειλε ένα δεύτερο μήνυμα, στα μέλη της Συνόδου αυτή τη φορά, ότι δεν έχει καμιά διάθεση να ονομάσει τους ετεροδόξους αιρετικούς, αλλά αδελφές Εκκλησίες. Ποτέ στην ιστορία των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων της βυζαντινής περιόδου δεν υπήρξε το φαινόμενο των «παρατηρητών». Το να παρίστανται δηλαδή ως τιμώμενα πρόσωπα αιρετικοί, των οποίων οι αιρετικές διδασκαλίες έχουν καταδικασθεί από προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους. Οι αιρετικοί προσκαλούντο μεν, αλλ’ ως υπόδικοι, προκειμένου να απολογηθούν και όχι ως τιμώμενα πρόσωπα. Μόνο στην Α΄ και Β΄ Βατικανή Σύνοδο εμφανίστηκε το καθεστώς των «παρατηρητών». Είναι φανερό ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αντιγράφει παπικά πρότυπα.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση, αυτή καθ’ εαυτήν η έναρξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Το γεγονός δηλαδή ότι η Σύνοδος αυτή ξεκίνησε τις εργασίες της κατά παράβασιν του Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας, που υπογράφηκε κατά την Σύναξη των Προκαθημένων τον Ιανουάριο του 2016. Ο εν λόγω Κανονισμός μεταξύ άλλων προβλέπει ότι η Σύνοδος «συγκαλείται υπό της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου, συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασών των υπό πάντων ανεγνωρισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών» (αρθ.1). Ώστε λοιπόν τώρα που τέσσαρες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας και Αντιοχείας), διαφωνούν αιτιολογημένα ως προς την σύγκληση της Συνόδου και ζητούν στην παρούσα φάση την αναβολή της, δεν πληρούται ο όρος: «συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων». Επομένως δεν δικαιούνται, βάσει του ως άνω Κανονισμού, ούτε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ούτε όλες μαζί οι υπόλοιπες τοπικές Εκκλησίες να συγκροτήσουν Σύνοδο, αν θέλουν βέβαια να είναι συνεπείς με τον Κανονισμό, τον οποίον υπέγραψαν. Κατά τα άλλα καυχώνται οι Προκαθήμενοι και τα μέλη της Συνόδου ότι τηρούν επακριβώς Κανονισμό.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση το γεγονός ότι η Σύνοδος ξεκίνησε το έργο της χωρίς προηγουμένως να επικυρώσει τους Συνοδικούς Όρους και τους Συνοδικούς Ιερούς Κανόνες όλων των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων, έτσι ώστε να είναι όντως και η παρούσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδος οργανική συνέχεια όλων των προγενεστέρων. Σημειωτέον ότι η αναφορά αυτή στις προγενέστερες Οικουμενικές Συνόδους ήταν μια πάγια τακτική που τηρείτο από τους αγίους Πατέρες των εν λόγω Συνόδων. Με την τακτική αυτή οι άγιοι Πατέρες ήθελαν να διακηρύξουν ότι αποδέχονται όσα οι προηγούμενες Οικουμενικές Σύνοδοι δογμάτισαν και προτίθενται να συνεχίσουν το έργο εκείνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αναγνώριση της Συνόδου του 787 μ. Χ. ως Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου υπό της Η΄ Οικουμενικής Συνόδου του αγίου Φωτίου το 879-880 μ. Χ.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση το γεγονός ότι η Σύνοδος ξεκίνησε το έργο της επί τη βάσει ενός Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας ο οποίος δεν έγινε ομοφώνως αποδεκτός από όλους τους προκαθημένους κατά την Σύναξη αυτών του Ιανουαρίου 2016, αφού η Εκκλησία της Αντιοχείας δεν τον υπέγραψε. Η αρχή όμως της ομοφωνίας είναι απαραίτητος όρος και απαραίτητη προϋπόθεση για να συγκληθεί η Σύνοδος, η οποία προβλέπεται στον ως άνω Κανονισμό.
Επίσης ξεκίνησε το έργο της με βάση τα ομοφώνως αποδεκτά εξ κείμενα της Ε΄ Προσυνοδικής Διασκέψεως. Η βάση όμως αυτή δεν αποδείχθηκε ασφαλής, στέρεη και αμετακίνητη, όπως φάνηκε εκ των υστέρων. Και τούτο διότι τα έξι προσυνοδικά κείμενα έγιναν μεν αποδεκτά ομοφώνως από τους εκπροσώπους της Ε΄ Προσυνοδικής και από την Σύναξη των Προκαθημένων, (του Ιανουαρίου 2016), αλλά όχι και από όλες τις Ιεραρχίες των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Οι Εκκλησίες αυτές όταν παρέλαβαν από τους Προκαθημένους τα εξ προσυνοδικά κείμενα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στην Ε΄ Προσυνοδική, στη συνέχεια τα μελέτησαν συνοδικώς. Πολλές από αυτές, όπως η Εκκλησία της Βουλγαρίας, της Ελλάδος, της Γεωργίας κλπ.) κατά την συνοδική μελέτη των κειμένων διαπίστωσαν κενά, ασάφειες, κακόδοξες διατυπώσεις κλπ., οπότε επέβαλαν τροποποιήσεις και διορθώσεις. Για τις Εκκλησίες λοιπόν αυτές που επέβαλαν τις εν λόγω διορθώσεις και τροποποιήσεις μετά από συνοδική μελέτη, είναι αυτονόητο ότι δεν ισχύουν πλέον τα προσυνοδικά κείμενα στην μορφή που αυτά είχαν κατά την Ε Προσυνοδική, αλλά στη νέα μορφή που πήραν μετά τις διορθώσεις. Το γεγονός ότι οι προκαθήμενοι υπέγραψαν τα εξ κείμενα της Ε΄ προσυνοδικής ομοφώνως, (όπως και τον κανονισμό λειτουργίας της Συνόδου), αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ιεραρχίες των κατά τόπους εκκλησιών δεσμεύονται από τις υπογραφές των προκαθημένων, για να δεχθούν τα κείμενα αυτά όπως έχουν. Η προσωπική γνώμη ενός Προκαθημένου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δεσμεύσει και να υποχρεώσει τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, στην οποία αυτός ανήκει σε συμμόρφωση και αποδοχή της γνώμης του. Διότι τότε καταργείται ο Συνοδικός Θεσμός και ο κάθε προκαθήμενος μεταβάλλεται σε Πάπα, ο οποίος αποφασίζει και επιβάλλεται κυριαρχικά. Το ανώτατο όργανο διοικήσεως των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση, δεν είναι ο Προκαθήμενος αλλά η Σύνοδος της Ιεραρχίας.
Μετά από όσα αναφέραμε προηγουμένως γίνεται πλέον κατανοητό, ότι είναι πέρα για πέρα εσφαλμένος ο ισχυρισμός του Οικ. Πατριάρχου στην εισαγωγική του ομιλία: «Χωρούμεν, συνεπώς, επί το έργον ημών επί τη βάσει ομοφώνως εγκεκριμένων υπό των Εκκλησιών ημών Κειμένων, άτινα εκάστη Εκκλησία έχει ήδη αποδεχθή». Εδώ ο Οικουμενικός ως «ομοφώνως εγκεκριμένα κείμενα» εννοεί προφανώς τα κείμενα της Ε΄ Προσυνοδικής, που υπεγράφησαν από την Σύναξη των Προκαθημένων, (Ιανουάριος 2016), τα οποία όμως δεν ισχύουν για ορισμένες Εκκλησίες, μετά τις διορθώσεις και αλλαγές, που αυτές επέβαλαν συνοδικώς. Φυσικά θα πρέπει να λεχθεί επίσης, ότι δεν ισχύει και η ομοφωνία, για την οποία ομιλεί ο Οικουμενικός, αφού ορισμένες εκκλησίες διαφοροποιούνται. Περιττό να λεχθεί επίσης ότι ο παρά πάνω εσφαλμένος ισχυρισμός του Οικ. Πατριάρχου, δεν ήταν ο μόνος στην εισαγωγική ομιλία του. Υπάρχουν και άλλα σημεία στην εν λόγω ομιλία του, τα οποία χρήζουν κριτικής, και τα οποία ασφαλώς θα επισημάνουν άλλοι εν Χριστώ αδελφοί.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση το γεγονός ότι οι τέσσερις Εκκλησίες που δεν συμμετείχαν στη Σύνοδο, διασύρθηκαν διεθνώς. Η απουσία τους παρουσιάσθηκε τόσον από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, όσο και από άλλους προκαθημένους, στις εισαγωγικές των ομιλίες, ως τελείως αδικαιολόγητη και κατακριτέα. Και ούτε λίγο ούτε πολύ οι Εκκλησίες αυτές εμφανίσθηκαν με την απουσία τους ως ένοχες και υπόλογοι για δημιουργία σχισμάτων και διαιρέσεων. Ωστόσο, οι εν λόγω Εκκλησίες τελικά δεν συμμετείχαν, όχι διότι έτσι τους «κάπνισε», αλλά διότι, όπως εξηγήσαμε παρά πάνω, διαπίστωσαν μετά από συνοδικό έλεγχο ότι τα προσυνοδικά κείμενα πάσχουν. Και όπως ήταν πολύ φυσικό, ζήτησαν την αναβολή της Συνόδου, προκειμένου να μελετηθούν αυτά βαθύτερα, να γίνουν οι αναγκαίες διορθώσεις, και να παραχθούν έτσι νέα κείμενα, τα οποία θα γίνουν ομοφώνως αποδεκτά από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες. Επειδή όμως δεν έγινε δεκτή η πρότασή τους περί αναβολής της Συνόδου, επόμενο ήταν οι Εκκλησίες αυτές να μην συμμετάσχουν.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση, ίσως η πιο θλιβερή από όλες τις προηγούμενες, η μέσω μιας σκοτεινής και γριφώδους νέας διατυπώσεως στο κείμενο: «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ουσιαστική αναγνώριση εκκλησιαστικότητος στους ετεροδόξους αιρετικούς. Ιδού ποια διατύπωση έγινε ομοφώνως αποδεκτή από την Σύνοδο: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν άλλων ετεροδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», αντί της διατυπώσεως: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών». Δηλαδή η λέξις «ύπαρξις» αντικαθίσταται με την λέξη «ονομασία» και στη φράση «Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» προστίθεται ο προσδιορισμός «ετεροδόξων». Την εν λόγω αλλαγή στη διατύπωση πρότεινε ο Μακ. Αρχ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, μετά από πολύωρες συζητήσεις και διαβουλεύσεις κατά τις οποίες εκφράσθηκαν πολλές αντικρουόμενες απόψεις. Με την νέα διατύπωση ισχυρίζεται ο Μακ. Αρχ. Αθηνών ότι «πετυχαίνουμε μία συνοδική απόφαση που για πρώτη φορά στην ιστορία περιορίζει το ιστορικό πλαίσιο των σχέσεων προς τους ετεροδόξους όχι στην ύπαρξη, αλλά ΜΟΝΟ στην ιστορική ονομασία αυτών ως ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών η Ομολογιών». Εδώ αναφύεται το εύλογο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να ονομάσει κανείς οτιδήποτε, ενώ παράλληλα απορρίπτει την ύπαρξή αυτού, το οποίον ονομάζει; Αντιφατική και απαράδεκτη επίσης από δογματικής απόψεως είναι και αποδοχή του όρου «ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών». Οι ετερόδοξες ομολογίες, δεν μπορούν να ονομασθούν «Εκκλησίες» επειδή ακριβώς αποδέχονται έτερα, αιρετικά δόγματα και ως αιρετικές δεν μπορούν να αποτελούν «Εκκλησίες». Πολύ λυπηρό επίσης είναι το γεγονός, ότι η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν παρέμεινε πιστή και αμετακίνητη στις αποφάσεις της Συνόδου της Ιεραρχίας της 24ης και 25ης Μαΐου ε. ε. όπως όφειλε να πράξει, σχετικά με το εν λόγω θέμα. Η Σύνοδος της εν λόγω Ιεραρχίας είχε αποφασίσει την αντικατάσταση της φράσεως «ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων» με την φράση «ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Οµολογιών και Κοινοτήτων».
Τέλος μια άλλη θλιβερή διαπίστωση, τα όσα διεκήρυξε, με ιδιαιτέρα μάλιστα καύχηση ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος κατά την λήξη των εργασιών. Μεταξύ άλλων διεκήρυξε ότι «το Οικουμενικόν Πατριαρχείον υπήρξε πρωτοπόρον στον χώρο της Οικουμενικής Κινήσεως». Αναφέρθηκε επίσης στην παναιρετική Εγκύκλιο του 1920 «η οποία από πολλούς χαρακτηρίζεται ως ο Καταστατικός χάρτης του αργότερον ιδρυθέντος Π.Σ.Ε.» και ότι το «Οικουμενικόν Πατριαρχείον υπήρξεν εκ των ιδρυτικών μελών του Π.Σ.Ε. εις το Άμστερνταμ…».
Περιοριστήκαμε προς το παρόν μόνο στα παρά πάνω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εδώ τελειώνει ο κατάλογος των θλιβερών διαπιστώσεων. Εύλογα, μετά από όσα αναφέραμε παρά πάνω, γεννάται το ερώτημα: Από μια Σύνοδο που ξεκίνησε και προχώρησε με τέτοιο τρόπο, τι μπορεί κανείς να περιμένει; Όπως επισημαίνει ο Κύριος: «Ου γαρ εστι δένδρον καλόν ποιούν καρπόν σαπρόν, ουδέ δένδρον σαπρόν ποιούν καρπόν καλόν• έκαστον γαρ δένδρον εκ του ιδίου καρπού γινώσκεται» (Λουκ.6,43-44). Ο κάθε αναγνώστης ας βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...