Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ποιο είναι το σενάριο Β’ του Ν. Χριστοδουλίδη απέναντι στην τουρκική αταλάντευτη αξίωση για λύση δύο κρατών; Δεν έχει! Δεν θέλει να μελετήσει. Αρνείται να ετοιμάσει, διότι επιμένει στη διζωνική που οι Τούρκοι έχουν ενταφιάσει.
Ο Γρηγόριος άφησε πολλά αυτοβιογραφικά κείμενα, και οι περιγραφές που μας δίνει για τη ζωή του είναι γεμάτες από λυρισμό και δραματικότητα. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Όμως εκλήθη από το θέλημα του Θεού και τις επιθυμίες των άλλων προς λόγους, έργα, και ποιμαντική διακονία σε μια περίοδο υπερβολικής συγχύσεως και αναταραχής. Σε όλη του τη ζωή, που ήταν γεμάτη από θλίψεις και επιτεύγματα, υποχρεώνονταν συνεχώς να καταπνίγει τις φυσικές του επιθυμίες και τους φυσικούς του πόθους.
Ο Άγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1848 μ.Χ. στο χωριό Μάλιε Μορόσκι της επαρχίας του Ταμπώφ της Ρωσίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο εκκλησιαστικό σχολείο και έπειτα σπούδασε στη θεολογική σχολή του Κιέβου. Όταν το 1874 μ.Χ. αποπεράτωσε τις σπουδές του, διορίσθηκε ως καθηγητής στην εκκλησιαστική σχολή του Ταμπώφ, όπου και νυμφεύθηκε.
Από μικρό παιδί είχε κλήση προς την ιεροσύνη. Έτσι, το έτος 1882 μ.Χ., χειροτονείται πρεσβύτερος και τοποθετείται στο ναό του Κοζλώφ. Η πρώτη δοκιμασία δεν άργησε να έλθει. Στην αρχή της ιερατικής του διακονίας, μαζί με τον σταυρό της ιεροσύνης, σηκώνει και τον σταυρό της χηρείας. Το 1886 μ.Χ. απεβίωσε η πρεσβυτέρα σύζυγός του και λίγο αργότερα το μονάκριβο παιδί του.
Η υπομονή του Αγίου ήταν όμοια με αυτή του πολύπαθου Ιώβ. Φεύγει πλέον από τον κόσμο και ακολουθεί τη μοναχική οδό. Εγκαταβιώνει σε μονή του Κοζλώφ και στις 6 Φεβρουαρίου 1886 μ.Χ. κείρεται μοναχός με το όνομα Βλαδίμηρος. Το έτος 1888 μ.Χ. εκλέγεται Επίσκοπος της πόλεως Σταρορούσκϊυ και καλείται να διακονήσει το λαό του Θεού. Αφιερώνεται ολόψυχα στο πολύπαθο και ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Όλοι αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον αληθινό ποιμένα και πατέρα και του φιλανθρώπου Χριστού τον γνησιότατο μιμητή.
Στις 19 Ιανουαρίου 1891 μ.Χ. εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Σαμάρα, το 1892 μ.Χ. Αρχιεπίσκοπος Καρτάλιν και Καχεζίας και στις 21 Φεβρουαρίου 1898 μ.Χ. Μητροπολίτης Μόσχας. Το ποιμαντικό, φιλανθρωπικό και κοινωνικό του έργο είναι τεράστιο. Διακόπτεται, όμως και πάλι, όταν εκλέγεται, στις 23 Νοεμβρίου 1912 μ.Χ., Μητροπολίτης της Αγίας Πετρουπόλεως. Το 1915 μ.Χ. η Εκκλησία του αναθέτει τα καθήκοντα του Μητροπολίτη Κιέβου.
Σε κάθε τόπο που διακονούσε ο Άγιος Βλαδίμηρος άφηνε τα ίχνη της αγιότητάς του. Κυριολεκτικά δαπανούσε τον εαυτό του για την σωτηρία των ανθρώπων. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Το επαναστατικό κίνημα άρχισε να φουντώνει. Ο Άγιος προβλέποντας τα μέλλοντα, μιλώντας προς τους σπουδαστές του εκκλησιαστικού σεμιναρίου της Μόσχας, έλεγε: «Ίσως να πιστεύετε ότι ο Πνευματικός άρτος που δίδει η Εκκλησία στον κόσμο έχει γίνει πολύ σκληρός, για να φαγωθεί από τους ανθρώπους. Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για το ποιοι εμείς είμαστε και τι κάνουμε για τους πτωχούς αδελφούς μας. Οι αδελφοί μας πεινάνε. Είναι στο σκοτάδι. Και εμείς οφείλουμε να εργασθούμε, για να φωτίσουμε την ζωή τους με το φως του Χριστού, την πίστη, την ελπίδα».
Τα γεγονότα της Οκτωβριανής επαναστάσεως (1917) αποτέλεσαν, για τους κατοίκους του Κιέβου, την αφορμή για να επιχειρήσουν την ανεξαρτησία τους. Το Ουκρανικό συμβούλιο πίεσε τον Άγιο να προβεί σε εκκλησιαστική αυτονομία. Εκείνος δεν το έπραξε και τον εκθρόνισαν.
Ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος, οντάς τότε 70 χρόνων, υπέφερε πολλές ύβρεις, απειλές καί θλίψεις. Στίς 12 Δεκεμβρίου 1917 τόνισε με θάρρος: «Δεν φοβάμαι τίποτε καί κανέναν. Είμαι έτοιμος σε κάθε στιγμή να δώσω τη ζωή μου για την αληθινή ρωσική πίστη καί για την Εκκλησία του Ίησού Χρίστου,για να εμποδίσω τους εχθρούς της Εκκλησίας από το να την εμπαίξουν. Θα υποφέρω τα μαρτύρια μέχρι τέλους, για να διατηρήσω τη Ρωσική Εκκλησία στο Κίεβο,οπού πήρε την αρχή της». Λέγοντας αυτά αναλύθηκε σε δάκρυα.
Μετά τον παραγκωνισμό του κατέφυγε στην περίφημη Μονή των Σπηλαίων (Περτσέσκαγια Λαύρα). Δεν θέλησε να υποχωρήσει, παρά τίς απειλές. "Αν υποχωρούσε, θα διέφευγε το μαρτυρικό θάνατο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός καί το Κίεβο δοκίμασε τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Πολλές εκκλησίες καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς των μπολσεβίκων. Το πανύψηλο κωδωνοστάσιο της Λαύρας θεωρήθηκε ότι ήταν παρατηρητήριο, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν. "Ομως το περίφημο μοναστήρι δέχθηκε ανηλεείς βομβαρδισμούς από τους μπολσεβίκους.
Τελικά το Κίεβο κατελήφθη από τον «κόκκινο στρατό». Στίς 23 Ιανουαρίου 1918 οι «κόκκινοι» κατέφθασαν στην Περτσέσκαγια Λαύρα. Μπήκαν στίς εκκλησίες αναιδέστατα, με τα τσιγάρα στο στόμα καί άρχισαν το αποτρόπαιο έργο της βεβήλωσης καί λεηλασίας. Την ώρα της εισβολής οι μοναχοί έψαλλαν την ακολουθία τους.Δεν τους σεβάστηκαν.'Αρχισαν να βλαστημούν, να βρίζουν, να καταστρέφουν, να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Το μένος τους στράφηκε καί κατά των μοναχών, τους οποίους έβγαλαν στην αυλή καί τους υποχρέωσαν να βγάλουν τα παπούτσια τους καί τα εξωτερικά τους ρούχα. Έπειτα άρχισαν να τους χτυπούν αλύπητα με μαστίγια από δέρμα.
Ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος έβλεπε με θλίψη όλο αυτό το όργιο λεηλασίας καί βεβήλωσης. Δεν αντέδρασε. Έβρισκε καταφύγιο στην προσευχή. Στίς 24 Ιανουαρίου τέλεσε τη Θεία Λειτουργία πού έμελλε να είναι ή τελευταία του. Λειτούργησε με έκδηλη κατάνυξη. Τήν ίδια μέρα κατέφθασε ένα άλλο στρατιωτικό απόσπασμα με τον αξιωματικό τους. Προχώρησαν στην τράπεζα της μονής για να φάνε. Το μαύρο ψωμί των μοναχών το περιφρόνησαν. Το πέταξαν με οργή στο πάτωμα λέγοντας «ότι δεν είναι γουρούνια για να φάνε τέτοιο ψωμί». Οι μοναχοί απάντησαν ήρεμα:
› Σάς δίνουμε το ψωμί πού τρώμε καί εμείς...
Την επόμενη μέρα τρείς άνδρες καί μία γυναίκα, οπλισμένοι, βρέθηκαν καί πάλι στην τράπεζα της μονής. Αφού έφαγαν, ό επικεφαλής αξιωματικός δήλωσε ψυχρά στους μοναχούς:
› Δεν θα ξαναδείτε το Μητροπολίτη σας.
Έπειτα μπήκαν στο ήγουμενείο, έκαναν ερευνά καί έκλεψαν χρήματα καί κάθε πράγμα αξίας. Ή έρευνα επεκτάθηκε καί σε αλλά κελλιά καθώς καί στο κελλί του Μητροπολίτη Βλαδίμηρου. Δεν βρήκαν τίποτα το αξιόλογο.
Το ίδιο βράδυ οι μπολσεβίκοι πήγαν στο ισόγειο ενός κτιρίου της μονής, εκεί πού ζούσε τον τελευταίο καιρό ό Μητροπολίτης. Χτύπησαν δυνατά το κουδούνι καί τους άνοιξε ένας μοναχός. Ρώτησαν αγριεμένοι:
› Που είναι ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος; Θέλουμε να του μιλήσουμε.
Ό Μητροπολίτης βρισκόταν στο προσευχητάριο του καί προσευχόταν. Σάν ακούσε τίς φωνές σταμάτησε την προσευχή του, παρουσιάστηκε μπροστά τους καί τους ρώτησε τί θέλουν.
Οι μπολσεβίκοι, μόλις τον είδαν, τον συνέλαβαν καί τον οδήγησαν στο κελλί του, οπού έμειναν για 20 λεπτά. Σ' αυτό το διάστημα άρχισαν να τον βρίζουν χυδαία, να τον απειλούν, να τον χτυπούν. Τον έσφιξαν στο λαιμό με την άλυσίδα του σταυρού του απαιτώντας να τους δώσει χρήματα. Έπειτα του είπαν να τους ακολουθήσει. Σύντομα ντύθηκε επίσημα, σαν να πήγαινε για να λειτουργήσει. Φόρεσε το ράσο, το άσπρο επάνω καλύμμαυχο καί το εγκόλπιο του. Κατά τη διαδρομή συνάντησαν τον επίσκοπο Θεόδωρο καί τον ηγούμενο της Λαύρας Αμβρόσιο. Ό Μητροπολίτης γύρισε καί τους είπε:
› Με πάνε για να με τουφεκίσουν.
Προχώρησαν λίγο ακόμη κι έφτασαν στη σκάλα πού όδηγούσε στο πρώτο πάτωμα. Ό Μητροπολίτης γύρισε καί τους είπε:
› "Αν θέλετε να με τουφεκίσετε, κάνετε το εδώ.
Ό αξιωματικός φώναξε αγριεμένος:
› Ποιος θέλει να σε τουφεκίσει; Εμπρός, πάμε.
Περπατώντας έξω στην αυλή, ένας ηλικιωμένος μοναχός, ό Φίλιππος,τον πλησίασε, του έβαλε μετάνοια καί ζήτησε την ευλογία του. Ό αξιωματικός τον έσπρωξε θυμωμένος καί φώναξε:
› 'Οχι πια προσκυνήματα σ' αυτές τίς βδέλλες πού πίνουν το αίμα του λάου! Αρκετά πια.
Ό Μητροπολίτης ατάραχος πλησίασε το γέροντα μοναχό , τον ευλόγησε, τον ασπάσθηκε καί του είπε:
› Αντίο Φίλιππε. (Λέξη πού στα ρωσικά σημαίνει καί «συγγνώμη».)
Ήταν καί ό τελευταίος πού αποχαιρέτησε. Σά να το ένιωσε, τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.'Εβγαλε το μαντίλι του καί τα σκούπισε. Ό μοναχός Φίλιππος παρατηρούσε με συγκίνηση το Μητροπολίτη.
Διηγείτο μάλιστα:
› Ό Σεβασμιώτατος όταν έβγαινε από τη μονή ήταν τόσο ειρηνικός, όσο ήταν συνήθως πρίν τελέσει τη Θεία Λειτουργία.
Ό Μητροπολίτης ακολουθούσε τους στρατιώτες «ως πρόβατον επί σφαγήν». Βγήκαν από την κεντρική πύλη του μοναστηριού καί προχώρησαν. Δεν είχε πλέον καμιά άμφιβολία για τίς προθέσεις καί διαθέσεις των μπολσεβίκων. Στίς δύσκολες τελευταίες αυτές στιγμές, όταν ή δειλία προσπαθεί να εισβάλει στην ψυχή καί να φέρει αναστάτωση ή καί απόγνωση, ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος, μιμούμενος τους αγίους μάρτυρες, σ' όλη τη διαδρομή προσευχόταν, έψαλλε ύμνους κι έκανε το σημείο του σταυρού. Προχώρησαν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από τη Λαύρα. Εκεί σταμάτησαν. Ό Μητροπολίτης κατάλαβε. Γύρισε καί ήρεμα ρώτησε:
› Εδώ θέλετε να με εκτελέσετε;
Ένας από τους εκτελεστές απάντησε ειρωνικά:
› Γιατί όχι; Μήπως περιμένεις να σε τιμήσουμε;
Κι ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα έπαιρνε θέση,ζήτησε να του χαρίσουν λίγη ώρα να προσευχηθεί. 0ι δήμιοι του επέτρεψαν λέγοντας:
› Ναί, μόνο κάνε γρήγορα.
'Υψωσε τα χέρια του στον ουρανό καί προσευχήθηκε δυνατά.
› Κύριε, συγχώρεσε μου όλα τα αμαρτήματα, τα εκούσια καί τα ακούσια καί δέξου την ψυχή μου εν ειρήνη.
Έπειτα, πιάνοντας με τα δύο του χέρια το σταυρό του, μιμούμενος τον άνεξίκακο Κύριο του, ευλόγησε τους δημίους του καί είπε:
› Ό Θεός να σας συγχωρήσει.
Οι δήμιοι δεν περίμεναν άλλο. Ή μορφή του ήταν έλεγχος στη συνείδηση τους. "Ηθελαν να τελειώνουν γρήγορα. Έστρεψαν τίς κάνες των οπλών τους καί τον πυροβόλησαν. Μέσα στη νύχτα ακούστηκαν τέσσερις πυροβολισμοί. 'Επειτα δύο. Κι άλλος ένας. Ή ψυχή του νεομάρτυρα Μητροπολίτη φτερούγισε για τον ουρανό, για να συναντήσει Αυτόν πού τόσο αγάπησε καί για να δεχτεί το μαρτυρικό στεφάνι. Ή αγιασμένη γη του Κιέβου ποτίστηκε με το αίμα του πρώτου νεομάρτυρα Μητροπολίτη.
«Ην δε νύξ». Κατάλληλη ώρα για τέτοιου είδους εγκλήματα, όπως είπε ό Χριστός εκείνη τη νύχτα στη Γεθσημανή.
«Αυτή εστίν υμών ή ώρα καί ή εξουσία του σκότους». Οι πυροβολισμοί ακούστηκαν στο μοναστήρι. Ένας δόκιμος μοναχός είπε ανήσυχος:
› Πυροβόλησαν το Μητροπολίτη.
Ένας άλλος απάντησε:
› "Οχι, δεν πιστεύω, οι πυροβολισμοί ήταν πολλοί για ένα μάρτυρα.
Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα λεπτά καί δεκαπέντε επαναστάτες με ρόπαλα καί φανάρια άρχισαν να τρέχουν στην αυλή του μοναστηρίου. Ένας άπ' αυτούς ρώτησε τους μοναχούς:
› Συνέλαβαν τό Μητροπολίτη;
Οί μοναχοί απάντησαν:
› Ναί, τον οδήγησαν έξω από την πόλη.
Οί επαναστάτες έτρεξαν έξω. Σέ μισή ώρα ξαναγύρισαν καί οι μοναχοί τους ρώτησαν:
› Βρήκατε το Μητροπολίτη;
Κι αυτοί απάντησαν:
› Ναί, τον βρήκαμε καί θα κάνουμε σ' όλους σας, ο,τι έγινε μ' αυτόν!
Λέγοντας αυτά έφυγαν.
Οι μοναχοί έμειναν με την απορία καί την αμφιβολία για την τύχη του Μητροπολίτη. Ή νύχτα κύλησε μέσα σε κλίμα αγωνίας καί φόβου. Το θλιβερό γεγονός μαθεύτηκε την άλλη μέρα. Μερικές πιστές γυναίκες, πού συνήθιζαν κάθε μέρα να πηγαίνουν στην πρωινή ακολουθία της Λαύρας, βρήκαν το σώμα του Μητροπολίτη. Συγκλονισμένες έτρεξαν στο μοναστήρι κι ενημέρωσαν τους μοναχούς. Οί μοναχοί, με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη 'Ανφίν καί μαζί με τέσσερις γιατρούς, έτρεξαν καί βρήκαν το σώμα του σ' ένα χωράφι πεσμένο ανάσκελα καί σκεπασμένο μ' ένα πανωφόρι. Οί δήμιοι είχαν κλέψει το εγκόλπιο, το σταυρό, το ρολόι, ακόμα καί τα παπούτσια του νεομάρτυρα.
Αργότερα ή ιατρική εξέταση απέδειξε ένα τραύμα από πυροβολισμό στο δεξί του μάτι, μια τομή στο κεφάλι του,μια βαθιά πληγή κάτω από το δεξί αυτί, τέσσερις κοψιές στα χείλη του, δύο πληγές από πυροβολισμούς στη δεξιά ωμοπλάτη, ένα βαθύ τραύμα στο στήθος, μια βαθιά πληγή στη μέση.
Οί μοναχοί ανέπεμψαν σύντομη δέηση στον τόπο του μαρτυρίου. Έπειτα τοποθέτησαν το σώμα του σε φέρετρο καί το μετέφεραν στο μοναστήρι. Κατά τη μεταφορά του μαρτυρικού σκηνώματος του περικύκλωσαν τους μοναχούς δέκα οπλισμένοι επαναστάτες, οι όποιοι άρχισαν να περιπαίζουν, να ειρωνεύονται καί να βρίζουν το νεομάρτυρα Μητροπολίτη καί τους μοναχούς. Φώναζαν στον αρχιμανδρίτη Άνφίν:
› Θέλεις να θάψεις αυτόν; Αυτός αξίζει να πεταχτεί στο χαντάκι. Θέλεις να κάνεις άγια λείψανα, Γι αυτό παίρνεις το σώμα του.
Όταν ή νεκρική πομπή πλησίασε στη Λαύρα, οι πιστές γυναίκες πού ακολουθούσαν έκλαιγαν, προσεύχονταν κι έλεγαν:
› Βασανισμένε άγιε μάρτυρα. Σου αξίζει ό παράδεισος.
Καί οί μπολσεβίκοι απαντούσαν με μίσος:
› Στήν κόλαση είναι ή θέση του, βαθιά στην κόλαση!
Το μαρτυρικό λείψανο του τοποθετήθηκε στην εκκλησία οπού παρέμενε τον τελευταίο καιρό προσευχόμενος. Ή νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε μέσα σε γενική συγκίνηση.
Το θλιβερό νέο μαθεύτηκε στη Μόσχα, Οπου γινόταν ή σύναξη των Ρώσων επισκόπων. Τα μέλη της συνόδου με πολλή συγκίνηση άκουσαν για το μαρτυρικό θάνατο του καί κήρυξαν τη μέρα της έκδημίας του ως ημέρα ετήσιας προσευχής για όλους τους Ρώσους μάρτυρες καί όμολογητές της πίστης, πού βρήκαν το θάνατο κατά τη μαρτυρική αύτη περίοδο. 'Εγινε μάλιστα ειδική τελετή, οπού έλαβαν μέρος ό Πατριάρχης Τυχών, τα μέλη της συνόδου καί όλος ό κλήρος της Μόσχας.'Ολοι ένιωθαν ότι το μαρτύριο του μητροπολίτη Βλαδίμηρου ήταν προανάκρουσμα μιας μαρτυρικής πορείας καί ό πρώτος κρίκος στην αλυσίδα αμέτρητων νεομαρτύρων.
Από την πρώτη στιγμή στη συνείδηση των πιστών ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος εθεωρείτο άγιος. Ή επίσημη διακήρυξη της αγιότητας του έγινε 71 χρόνια μετά, στίς 3 Όκτωβρίου 1989, από τη σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας.
Το λείψανό του βρίσκεται στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.
Πηγή: (Από το βιβλίο «Ρώσοι νεομάρτυρες και ομολογητές 1917-1922», Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Αντωνόπουλος, Σειρά Αγιολογική Βιβλιοθήκη 13, Εκδόσεις Ακρίτας, 2000) Προσκυνητής
Ο Σύλλογος Πολυτέκνων Λαρίσης και Περιχώρων και τα Ορθόδοξα Χριστιανικά Σωματεία της πόλης μας, σε συνέχεια πρόσκλησης που είχαν απευθύνει στους βουλευτές του Νομού Λάρισας λόγω της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης για θεσμοθέτηση του γάμου ομόφυλων ζευγαριών,
Τὴν κοιλίαν μου, τὴν κοιλίαν μου ἀλγῶ, καὶ τὰ αἰσθητήρια τῆς καρδίας μου μαιμάσσει, φησί που τῶν ἑαυτοῦ λόγων Ἱερεμίας, ὁ τῶν προφητῶν συμπαθέστατος, ἀποκλαιόμενος τὸν Ἰσραὴλ ἀπειθοῦντα, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας ἀλλοτριούμενον, κοιλίαν μὲν τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ὀνομάζων,
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 21 Ιανουαρίου 2024.
Ο ηγέτης Κυριάκος, έτοιμος να επαναφέρει την ανθρωπότητα στις παραδοσιακές αξίες της.
Στο Ακρωτήρι ανατολικά της πόλης των Χανίων στην ιστορική τοποθεσία του Προφήτη Ηλία, υπήρξε το επίκεντρο της τελευταίας απελευθερωτικής επανάστασης της Κρήτης εναντίον των Τούρκων.
Ο κρητικός λαός κατά το διάστημα 1890 έως 1895 βρίσκεται σε δεινή κατάσταση καθώς πρέπει να αντιμετωπίσει τη βαριά φορολογία, την καταπίεση, τις βιαιοπραγίες και τις δολοφονίες από μέρος των Τούρκων. Το νησί βρίσκεται και πάλι σε επαναστατικό αναβρασμό. Η Μεταπολιτευτική Επιτροπή η οποία συγκροτήθηκε το Σεπτέμβριο του 1895 με αρχηγό το Μανούσο Κούνδουρο, πρωτοδίκη στο Βάμο, είχε ως σκοπό της να ανακηρυχθεί η Κρήτη σε αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στο Σουλτάνο και να επανέλθουν τα προνόμια της Σύμβασης της Χαλέπας, που είχαν καταργηθεί μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1889. Η Μεταπολιτευτική Επιτροπή σημείωσε σημαντικές πολεμικές επιτυχίες, με κυριότερη την πολιορκία του Βάμου (4-18 Μαΐου 1896). Η ήττα αυτή προκάλεσε την οργή του τουρκικού όχλου, ο οποίος επιτέθηκε εναντίον των Χριστιανών. Οι βαρβαρότητες και οι σφαγές των Τούρκων δεν περιορίστηκαν μόνο στα Χανιά, αλλά επεκτάθηκαν και σε χωριά της Κυδωνίας, της Κισάμου και της Πεδιάδας του Ηρακλείου. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, γι' αυτό και κατέπλευσαν στο λιμάνι των Χανίων ένα αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό, ιταλικό και αυστριακό πλοίο. Υπό την πίεση των Ευρωπαίων ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ αναγκάστηκε να δεχτεί τα αιτήματα των Κρητικών, δηλαδή να διοριστεί χριστιανός διοικητής στην Κρήτη για πέντε χρόνια με την έγκριση των Δυνάμεων, να συγκαλείται κάθε δύο χρόνια συνέλευση αντιπροσώπων των κατοίκων, οι Κρητικοί να έχουν δικαίωμα να ψηφίζουν τους νόμους και τον προϋπολογισμό, να διοριστούν υπάλληλοι Χριστιανοί σε αναλογία 2/3, να υπάρχει δικαστική ανεξαρτησία και να αναδιοργανωθεί η χωροφυλακή από Ευρωπαίους αξιωματικούς.
Όμως η Τουρκία άρχισε με πολύ αργούς ρυθμούς να εφαρμόζει τις συμφωνίες, στις οποίες οι Τούρκοι αντέδρασαν με εμπρησμούς και δολοφονίες στο Ηράκλειο, Ρέθυμνο και Χανιά. Η κατάσταση έγινε δραματική στις 23 και 24 Ιανουαρίου 1897, όταν ξέσπασαν άγριες σφαγές στα Χανιά και πυρπολήθηκαν η Επισκοπή και η χριστιανική συνοικία στο κέντρο της πόλης. Τότε εκατό περίπου επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στο Ακρωτήρι αποφασισμένοι να διεκδικήσουν με κάθε μέσο την Ένωση. Το ψήφισμα των πληρεξουσίων στις 25 Ιανουαρίου στο Ακρωτήρι κήρυσσε την κατάλυση της τουρκικής κατοχής και καλούσε τον Έλληνα βασιλιά να καταλάβει το νησί. Τις επόμενες μέρες έφτασαν στο Ακρωτήρι και άλλοι ένοπλοι σχηματίζοντας έτσι ένα επαναστατικό στρατόπεδο. Οι λόγοι της επιλογής του Ακρωτηρίου ήταν ότι βρισκόταν κοντά στα Χανιά και ότι οι κατέχοντες τη θέση αυτή μπορούσαν να παρακολουθούν κάθε κίνηση από την πόλη και προς αυτήν. Το στρατόπεδο οργανώθηκε από τους Αντώνιο Σήφακα, Ελευθέριο Βενιζέλο, Νικόλαο Πιστολάκη, Κωστή Φούμη και Γεώργιο Μυλωνογιάννη.
Ο κίνδυνος περιπλοκής του κρητικού ζητήματος έκανε τις δυνάμεις να αποφασίσουν τη διεθνή κατοχή των πόλεων Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Η νέα αυτή εξέλιξη οδήγησε το βασιλιά Γεώργιο Α΄ και την κυβέρνηση Δηλιγιάννη να επέμβουν άμεσα. Εκστρατευτικό σώμα 1500 ανδρών μ' επικεφαλής τον συνταγματάρχη και υπασπιστή του βασιλιά Τιμολέοντα Βάσσο, αποβιβάστηκε την 3η Φεβρουαρίου 1897 στο Κολυμπάρι. Στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο στάλθηκαν εθελοντές και πολεμοφόδια. Ο Βάσσος ανακοινώνει την εντολή που έχει να καταλάβει το νησί στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις τον ειδοποιούν να μην πλησιάσει την πόλη σε ακτίνα μικρότερη των έξι χιλιομέτρων. Η απόβαση του ελληνικού στρατού προκάλεσε την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα του Κάιζερ της Γερμανίας. Μετά από τις μεταξύ τους διαβουλεύσεις έγιναν δεκτές οι ρωσικές προτάσεις, δηλαδή να κηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη με την επικυριαρχία του Σουλτάνου και να αποσυρθούν οι ελληνικές δυνάμεις από το νησί.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις για να αποτρέψουν τη σύγκρουση των δύο αντιπάλων δημιούργησαν ουδέτερη ζώνη στο Ακρωτήρι μεταξύ Κρητικών και Τούρκων. Ο Ιμπραήμ πασάς προκάλεσε έντεχνα συμπλοκή με τους επαναστάτες, τους οποίους παρέσυραν υποχωρώντας οι Τούρκοι στην ουδέτερη ζώνη. Οι ναύαρχοι του στόλου των Δυνάμεων απαίτησαν να αποσυρθούν οι επαναστάτες στις προηγούμενες θέσεις τους, πράγμα που εκείνοι αρνήθηκαν. Στις 9 Φεβρουαρίου 1897 ο Ιταλός Κανεβάρο, επικεφαλής των ναυάρχων, άρχισε το βομβαρδισμό του επαναστατικού στρατοπέδου. Τότε μία οβίδα σπάει τον ιστό της ελληνικής σημαίας και ο αγωνιστής Σπύρος Καγιαλεδάκης την υψώνει ξανά κάνοντας το σώμα του κοντάρι. Το γεγονός του βομβαρδισμού προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις και το επεισόδιο της σημαίας έγινε θρύλος. Σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις φοιτητές έκαναν διαδηλώσεις, ενώ διανοούμενοι και πολιτικοί κατέκριναν τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Βενιζέλος συνέταξε έντονη διαμαρτυρία προς τους ναυάρχους, όπου διακήρυττε την αποφασιστικότητα των Κρητικών. Η επανάσταση πλέον είχε ξεσηκώσει όλη την Κρήτη.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν αναπτύξει μεγάλη διπλωματική δραστηριότητα για να βρουν ένα σχέδιο κοινά αποδεκτό για τη λύση του κρητικού ζητήματος. Στις 6 Μαρτίου 1897 οι ναύαρχοι πήραν εντολή από τις κυβερνήσεις των χωρών τους να κηρύξουν την αυτονομία της Κρήτης υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Οι Κρητικοί απάντησαν ότι δεν δέχονται την αυτονομία αλλά μόνο την Ένωση, ενώ η Πύλη δήλωσε ότι θα ενέκρινε ως διοικητή της Κρήτης Τούρκο υπήκοο. Στο μεταξύ τα πνεύματα στην Ελλάδα είχαν οξυνθεί και πολλοί ζητούσαν την κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας. Το αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού πολέμου, δηλαδή η ήττα της Ελλάδας, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του κρητικού ζητήματος. Η κυβέρνηση Ράλλη αναγκάστηκε να ανακαλέσει στις 21 Απριλίου τον Τιμολέοντα Βάσσο και το εκστρατευτικό σώμα από την Κρήτη.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Κρητικοί, μετά από συνελεύσεις των ηγετών τους στους Αρμένους, στις Αρχάνες και στο Μελιδόνι, αναγκάστηκαν να δεχτούν την αυτονομία. Τα γεγονότα του Ηρακλείου, δηλαδή οι σφαγές και οι λεηλασίες τον Αύγουστο του 1898, έπεισαν τις Μεγάλες Δυνάμεις να λάβουν δραστικά μέτρα. Μετά από τη σύγκλιση στρατοδικείου, 17 Τουρκοκρητικοί απαγχονίστηκαν, πολλοί φυλακίστηκαν και άλλοι εξορίστηκαν. Ο τουρκικός στρατός διατάχθηκε να εγκαταλείψει το νησί το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Μαζί του έφυγε και ο μισός μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης, περίπου 40 χιλιάδες. Έπειτα οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν τον τρόπο διοίκησης του νησιού, δηλαδή οι Ιταλοί θα είχαν υπό την κατοχή τους το νομό Χανίων, οι Ρώσοι το Ρέθυμνο, οι Άγγλοι το Ηράκλειο και οι Γάλλοι το Λασίθι. Επίσης αποφάσισαν να διορισθεί ως Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης ο πρίγκιπας Γεώργιος Β΄, ο γιος του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου Α΄. Στις 8 Δεκεμβρίου ο Αβδούλ Χαμίτ αποδέχθηκε τη διεθνή απόφαση και στις 9 Δεκεμβρίου 1898 ο πρίγκιπας έφτασε στη Σούδα, όπου τον υποδέχτηκαν οι ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων και ο κρητικός λαός με μεγάλο ενθουσιασμό. Στις 25 Δεκεμβρίου ορίζεται η επιτροπή για την κατάρτιση του Συντάγματος της Κρήτης, της οποίας μέλος και βασικός συντάκτης είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έτσι αρχίζει μια νέα περίοδος για την ιστορία της Κρήτης, η περίοδος της Κρητικής Πολιτείας, ενώ η διεκδίκηση της Ένωσης θα αφεθεί για ευνοϊκότερες εθνικές και διεθνείς συγκυρίες.
Το Ακρωτήρι των Χανίων (Κύαμον στην αρχαιότητα, Μελέχα στην Ενετοκρατία) είναι χερσόνησος σε σχήμα κεφαλιού, που υψώνεται βορειο-ανατολικά της πόλης των Χανίων με μορφολογία οροπεδίου. Με τα Χανιά συνδέεται με στενό λαιμό (3,5 χιλιομέτρων πλάτους) και ανυψούμενο, δημιουργεί στα νότια το θαυμάσιο φυσικό λιμάνι της Σούδας, «μήλον της έριδος» από αρχαίων χρόνων για τους κατά καιρούς επίδοξους κυριάρχους της Μεσογείου. Το Ακρωτήρι παλιότερα εθεωρείτο το «Άγιο Όρος» της Κρήτης με το πλήθος των ιερών κτισμάτων του, τα μοναστήρια και τα ταπεινά εξωκλήσια, που η ευλάβεια των χριστιανών σκόρπισε παντού.
Το Ακρωτήρι με τη διάφανη ατμόσφαιρα, τη γλυκύτητα του κλίματος, τη μοναδική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις και τη φιλόξενη διάθεση των κατοίκων του, αποτελούσε το ιδεώδες θέρετρο των Χανιωτών. Σήμερα, λόγω της θέσης του, δέχτηκε τις επιδράσεις του πολιτισμού: το διεθνές αεροδρόμιο «Δασκαλογιάννης», το Πολυτεχνείο Κρήτης, τη Ναυτική Ακαδημία, καθώς και το Πεδίο Βολής της Κρήτης.
Εδώ κάθε χρόνο οι ομιλητές ζωντανεύουν τους θρύλους της Κρήτης και τ' Ακρωτηριού στους λόγους τους. Τη δραματική επανάσταση του ΄97 με τα παράτολμα γεγονότα, που έφεραν την Κρήτη κοντά στην απελευθέρωση. Τον αποτρόπαιο βομβαρδισμό των επαναστατών του Ακρωτηριού από τους στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων. Τον θρύλο του Καγιαλέ, του ηρωικού επαναστάτη, που περιφρονώντας ζωή και θάνατο έστησε το κορμί του απέναντι στα βόλια των ισχυρών της γης. Μια πράξη άκρως ηρωική, μια απίστευτη αντίσταση στην επιβαλλόμενη βία, που προκάλεσε την κατάπληξη και τον ενθουσιασμό των πληρωμάτων των ναυλοχούντων περί το Ακρωτήρι πλοίων, αλλά που εγείρει ακόμη τον θαυμασμό και την περίσκεψη στους επισκέπτες. Το γεγονός αυτής της αντίστασης του Κρητικού σε υπέρμετρες δυνάμεις έχει αποθανατίσει στο χαλκό ο χανιώτης γλύπτης Ιωάννης Μαρκαντωνάκης με το θαυμάσιο ανδριάντα του επαναστάτη του Ακρωτηρίου Σπύρου Καγιαλέ.
Η ανατροπή της Roev. Wadeκατάφερε ένα πλήγμα στους αριθμούς, αλλά ο αριθμός των νεκρών εξακολουθεί να είναι συντριπτικός.
«Ο μακάριος αυτός και θεσπέσιος Κλήμης σε όλη σχεδόν την ανθρώπινη ζωή του πέρασε μαρτυρικά. Διότι επί είκοσι οκτώ χρόνια παρατάθηκε ο αγώνας του προς τους τυράννους, χωρίς να διακόπτεται από κάποια εκεχειρία ούτε από κάποια ανακωχή και ειρήνη, όπως γίνεται στους πολέμους, ώστε ανανεωμένοι οι αντίπαλοι να ξαναρχίσουν και πάλι τον πόλεμο. Αντιθέτως, οι τύραννοι δυνατοί και σκληροί τον πολεμούσαν διαρκώς, ο ίδιος δε υπέμενε σαν να έπασχε κάποιος άλλος, παρά το πλήθος και τη συνεχή φορά των κακών. Πέρασε λοιπόν από κάθε είδος βασανιστηρίων και αφού έλεγξε τους κυρίαρχους τότε τυράννους και βασιλείς και έγινε θέατρο σε όλη σχεδόν την οικουμένη, κατέπληξε ακόμη και τους αγγέλους με την καρτερικότητά του και έτσι έλαβε το στεφάνι της δόξας. Καταγόταν από την πόλη Άγκυρα της Γαλατίας και ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης, η δε μητέρα του ευσεβής και πιστή χριστιανή, ονόματι Σοφία. Ακολούθησε ο άγιος τον μοναχικό βίο από δώδεκα ετών. Στα είκοσι χρόνια του η Εκκλησία τον έκανε αρχιερέα. Άθλησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Τα είδη των βασάνων που πέρασε ήταν τα παρακάτω: Τον ανάρτησαν σε ξύλο και τον μάτωσαν με ξυσμούς. Τον κτύπησαν με πέτρες, όπως επίσης του κτύπησαν το στόμα με σκληρά αντικείμενα. Τον έβαλαν στη φυλακή. Τον έδεσαν σε τροχό και τον κτύπησαν με ρόπαλα. Τον κατέκοψαν με μαχαίρια. Του ξανακτύπησαν το στόμα με ξυλόκαρφα. Του σύντριψαν τις σιαγόνες και του έσπασαν όλα τα δόντια. Τον έδεσαν με σίδερα και τον ξανάριξαν στη φυλακή. Του πέρασαν στα αυτιά σιδερένιες πυρωμένες βελόνες. Τον έριξαν σε λαμπάδες φωτιάς. Τον έδεσαν σε μεγάλη πέτρα και τον κτύπησαν με σκληρά αντικείμενα στο πρόσωπο και το κεφάλι. Και παρόλο ότι καθημερινά λάμβανε πενήντα πληγές, αυτός υπέμενε. Τελευταίο δε, έκοψαν τα κεφάλια αυτού και του μαθητή του αγίου Αγαθαγγέλου στην Άγκυρα της Γαλατίας. Τελείται η σύναξή τους στον αγιότατο ναό τους, εκεί που έγινε το μαρτύριο, που βρίσκεται πέρα από την περιοχή του Ευδοξίου, πιο πέρα από το Ανάπλι, και στην αγιότατη Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης της παλαιάς και της νέας».
Η επισήμανση του συναξαρίου του αγίου Κλήμεντα, ότι όλη η ζωή του ήταν μία μαρτυρική πορεία, αποτελεί και το κεντρικό σημείο που προβάλλει ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου. «Διάνυσες εκτεταμένους αγώνες πάνω στη γη, όσιε, και αξιώθηκες να λάβεις έτσι το στεφάνι της βασιλείας των ουρανών» («Εκτεταμένους αγώνας επί της γης διανύσας, όσιε, βασιλείας ουρανών ηξιώθης στέφανον λαβείν»). «Υπέμεινες, πάνσοφε, τις πληγές των βασάνων, τις πολυχρόνιες και μακρότατες, γι’ αυτό και αποδείχτηκες πολύαθλος» («Αικίσεις, πάνσοφε, καρτερών, τας πολυχρονίους και μακροτάτας, πολύαθλος πέφηνας»). Πράγματι, είναι να απορεί κανείς για το πλήθος και τη διάρκεια των βασανιστηρίων που υπέμεινε ο άγιος, με σταθερό λογισμό, προσβλέποντας πάντοτε στον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν κατέπεσε με τα πρώτα κτυπήματα. Οι δήμιοι υπήρξαν απέναντί του μεθοδικοί και σκληροί: ήξεραν πώς να τον βασανίζουν, χωρίς να επιφέρουν όμως το αποφασιστικό κτύπημα. Αλλά βεβαίως έμεναν στην επιφάνεια των βασανιστηρίων τους. Αγνοούσαν και δεν μπορούσαν να δουν βεβαίως ότι τα κτυπήματα αυτά, μεταποιούμενα από την πίστη του αγίου και τη χάρη του Θεού, γίνονταν γι’ αυτόν, αλλά και για όλη την οικουμένη, «κατορθώματα και πανηγύρι». «Το ιερότατο πανηγύρι των κατορθωμάτων σου, που φωτιζόταν από το ουράνιο φως, φωτίζει αυτούς που κραυγάζουν: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας» («Η των σων κατορθωμάτων ιερωτάτη πανήγυρις, ουρανίω φωτί λαμπομένη, καταυγάζει τους κράζοντας∙ Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών»). Αυτή είναι η μυστική διάσταση των δοκιμασιών και των βασάνων που υφίσταται ένας χριστιανός: έχοντας λόγο για τα βάσανα που περνά – την πίστη και την αγάπη του για τον Χριστό – αυτά γίνονται η τρυφή και η διασκέδασή του. Δεν χαίρεται δηλαδή για τα βάσανα καθεαυτά – αυτό συνιστά ψυχική αρρώστια, όπως έχουμε ξαναπεί - αλλά για το τι προκαλούν αυτά και στον ίδιο και σε όλη την οικουμένη: την αύξηση της χάρης του Θεού, τη φανέρωση της Βασιλείας του Θεού.
Δεν πρέπει να θεωρούμε παράδοξο τον λόγο περί της παγκοσμιότητας του μαρτυρίου ενός μάρτυρα. Διότι είπαμε ότι και ο ίδιος πανηγυρίζει, αλλά και όλη η οικουμένη, δηλαδή όλη η Εκκλησία, η επίγεια και η ουράνια. Όταν πάσχει ένας πιστός για την πίστη του στον Χριστό, σημαίνει ότι κατεξοχήν τότε ενεργοποιεί τη θέση του ως μέλος Χριστού, ως μέλος δηλαδή Εκείνου που έπαθε υπέρ ημών. Και συνδεδεμένος έτσι με τον Χριστό, άρα και με όλον τον κόσμο, τον οποίο προσέλαβε ο Χριστός, απλώνει τη χάρη που εισπράττει διά του μαρτυρίου του και σε όλα τα υπόλοιπα μέλη, ακόμη και σε εκείνα που ακόμη δεν έχουν γίνει ενεργά διά του αγίου βαπτίσματος, όπως και σε όλη τη δημιουργία. Πρόκειται για τη συμμετοχή των αγίων στην καθολικότητα της σωτηρίας που έφερε ο ίδιος ο Χριστός. Την αλήθεια αυτή δεν τονίζει ο άγιος Θεοφάνης μόνον με το παραπάνω αναφερθέν τροπάριο, αλλά και με άλλα, όπως αυτό της εβδόμης ωδής του κανόνα: «Με το φως του μαρτυρίου σου, χαροποίησες την οικουμένη, καθώς έψελνες στον Χριστό με την καθαρότητα της διάνοιας και της ψυχής σου: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας» («Τη αίγλη του μαρτυρίου, την οικουμένην εφαίδρυνας, αναμέλπων Χριστώ, διανοίας και ψυχής καθαρότητι∙ Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών»).
Ο άγιος Θεοφάνης αξιοποιεί αυτό που κάνουν όλοι οι υμνογράφοι σε ανάλογες περιπτώσεις: το όνομα του αγίου: «Κλήμης», αλλά και τον τόπο της επισκοπής του: «Άγκυρα». Αφενός το όνομά του τον παραπέμπει στη σύνδεση που έχουμε οι χριστιανοί με τον Κύριο, σύμφωνα με Εκείνου τη διαβεβαίωση: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα», σύνδεση ουσιαστική και άμεση: «Έγινες τίμιο κλήμα της αμπέλου του Χριστού, πανεύφημε Κλήμη», («Της αμπέλου γέγονας τίμιον κλήμα του Χριστού, πανεύφημε Κλήμη»), «Έφερες ωραίους καρπούς, επειδή υπήρξες κλήμα της ζωηφόρου αμπέλου του Χριστού» («Ωραίους ήνεγκας καρπούς, κλήμα της ζωηφόρου χρηματίσας αμπέλου»), αφετέρου η Άγκυρα, της οποίας ήταν ο ποιμένας, του θυμίζει την άγκυρα της πίστεως στον Χριστό (μη ξεχνάμε ότι η άγκυρα ήταν ένα από τα γνωστότερα πρωτοχριστιανικά σύμβολα που δήλωνε τη στέρεα πίστη), οπότε την συνδέει με τις άλλες σχετικές αρετές, την αγάπη και την ελπίδα. «Έβαλες θεμέλιο την πίστη σαν ασφαλή άγκυρα, όπως και την ελπίδα και την αγάπη, και ανέθεσες τον εαυτό σου σαν αγιασμένο ναό, Πάτερ παμμακάριε, στην αγία ιερή Τριάδα» («Την πίστιν άγκυραν ασφαλή, ως και την ελπίδα και την αγάπην, θεμέλιον θέμενος, τη σεπτή Τριάδι σαυτόν ανέθηκας ναόν ηγιασμένον, Πάτερ πανόλβιε»).
Πηγή: Ακολουθείν
Ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, προστάτης και πολιούχος της Πιερίας, γεννήθηκε περίπου το 1500 μ. Χ. στη Θεσσαλία στο χωριό Σκλάταινα ή Σθλάτενα ή Πλάτινα, σήμερα αποκαλούμενο Δρακότρυπα, της επαρχίας Φαναρίου. Ο πατέρας του Αγίου ονομαζόταν Νικόλαος και η μητέρα του Θεοδώρα. Ήταν φτωχοί, αλλά πολύ ευσεβείς. Ο πατέρας του Αγίου παράλληλα με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές του εργασίες ήταν και σφυροκόπος (σπαθοποιός).
Ο Άγιος που το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος Καλέτσης ήταν παιδί της προσευχής. Σύμφωνα με παράδοση που υπάρχει στη γενέτειρά του, Τετάρτη και Παρασκευή δεν θήλαζε. Επίσης οι γονείς του, όταν ακόμα ήταν βρέφος και κοιμόταν, έβλεπαν από πάνω του ένα φωτεινό Σταυρό που λαμποκοπούσε σαν τον ήλιο. Αυτό, έλεγαν, ότι ήταν σημείο που φανέρωνε την κατά Θεό προκοπή του, όταν θα μεγάλωνε.
Σε ηλικία επτά ετών τον έστειλαν στο σχολείο, όπου και φάνηκε πολύ επιμελής. Κυρίως όμως προσπαθούσε να μελετά και να συμμορφώνεται με τις εντολές της Αγίας Γραφής, την οποία συνεχώς διάβαζε. Επίσης μελετούσε και τους βίους των Αγίων, τη ζωή των οποίων προσπαθούσε να μιμηθεί.
Η τοπική παράδοση της Σκλάταινας αναφέρει ότι στα διαλείμματα, στο σχολείο, ο Άγιος συγκέντρωνε τους ήσυχους και επιμελείς μαθητές και τους μιλούσε για την πίστη μας. Ένας μαθητής είπε το γεγονός αυτό στο δάσκαλό τους. Ο Άγιος, παρά τις συμβουλές του δασκάλου του να παίζει στα διαλείμματα, συνέχισε τη θεάρεστη ασχολία του. Μια μέρα ο δάσκαλός του, επειδή δεν βγήκε στο διάλειμμα, για να τον τιμωρήσει τον πέταξε από το παράθυρο. Στο μέρος που πάτησε ο Άγιος έμεινε αποτύπωμα του ποδιού του, το οποίο κατά τις βεβαιώσεις των κατοίκων σωζόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια.
Σε πολύ νεαρή ηλικία πήρε τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του. Να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό, γινόμενος μοναχός. Εκείνο τον καιρό πέρασε από το χωριό του ένας μοναχός από τα Μετέωρα, ονομαζόμενος Άνθιμος. Μετά από πολύωρη συζήτηση αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
Στα Μετέωρα υποτάχθηκε σε έναν πολύ ενάρετο μοναχό ονόματι Σάββα ο οποίος τον ρασοφόρεσε και τον ονόμασε Δανιήλ. Εκεί ο Άγιος επιδόθηκε στην προσευχή, τη νηστεία και τη μελέτη, φθάνοντας σε μεγάλο πνευματικό ύψος.
Μια μέρα ο ηγούμενος του μοναστηριού τον έστειλε να ανακατέψει το καζάνι με τον τραχανά. Όταν έφτασε στο μαγειριό είδε το φαγητό να είναι φουσκωμένο κι έτοιμο να χυθεί έξω. Επειδή δεν προλάβαινε να πάρει την κουτάλα, αναγκάστηκε να ανακατέψει το καζάνι με τα χέρια του. Έκπληκτοι οι πατέρες που ήταν εκεί είδαν ότι ο Άγιος δεν έπαθε τίποτα.
Αφ’ ενός το παραπάνω γεγονός το οποίο τον ανέβασε πολύ ψηλά στη συνείδηση των συμμοναστών του, αφ’ ετέρου ο πόθος του να μονάσει στο Άγιο Όρος για περισσότερη άσκηση και ησυχία, τον οδήγησαν μια νύχτα κρυφά να φύγει από το μοναστήρι. Μάλιστα πήδησε από ένα βράχο χωρίς να πάθει το παραμικρό.
Μετά από πολύ κόπο έφθασε στο περιβόλι της Παναγίας μας και συγκεκριμένα στις Καρυές, όπου υποτάχθηκε στο γέροντα Γαβριήλ τον πνευματικό, τον ικανό Πρώτο του Αγίου Όρους (1517 – 1518) ο οποίος έζησε κοντά στον Άγιο Νήφωνα τον Β΄. Ο Ιερομόναχος Γαβριήλ δεν τον κράτησε στην αρχή κοντά του, εξ’ αιτίας κανόνος που απαγόρευε την παραμονή των αγενείωνστο Άγιο Όρος. Τον έστειλε στη γειτονική Χαλκιδική, στο χωριό Άγιος Μάμας, όπου έμεινε κοντά στον επίσκοπο Κασσανδρείας Ιάκωβο για ένα χρόνο περίπου. Μόλις άρχισαν να φυτρώνουν τα γένια του επέστρεψε στο Άγιο Όρος.
Με πολύ μεγάλη συγκίνηση ο Άγιος στις 12 Ιουλίου, πιθανώς του 1512, εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός και από Δανιήλ μετονομάστηκε Διονύσιος. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος από τον επίσκοπο Ιερισού και Αγίου Όρους. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του γέροντά του Γαβριήλ στη Βλαχία το 1517, όπου τον είχε καλέσει μαζί με όλους τους Αγιορείτες ηγουμένους ο φίλος του ηγεμόνας Νεάγκος Βασαράβας, ο Άγιος Διονύσιος έκλινε τα γόνατά του για δεύτερη φορά ενώπιον του φρικτού θυσιαστηρίου και έλαβε το δεύτερο βαθμό της Ιερωσύνης, αυτόν του Πρεσβυτέρου. Επί μία διετία εφημέρευσε στον πανίερο Ναό του Πρωτάτου.
Στην Αθωνική πρωτεύουσα ο Άγιος παρέμεινε περίπου δέκα χρόνια. Μόλις επέστρεψε ο γέροντας του Γαβριήλ από τη Βλαχία, ζήτησε να απομακρυνθεί από το Πρωτάτο. Αφού έλαβε την ευλογία του, πορεύθηκε στη Σκήτη του Καρακάλου όπου έχτισε Ναό αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα και κελί. Εκεί επιδόθηκε περισσότερο στην προσευχή, τη νηστεία και την αγρυπνία. Τροφή του ήταν η μελέτη της αγίας Γραφής και λίγα κάστανα. Χαρακτηριστική επίσης ήταν και η ακτημοσύνη του. Η πόρτα του δεν είχε κλειδαριά.
Ο Άγιος είχε μεγάλη επιθυμία να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Κάποτε η επιθυμία του αυτή πραγματοποιήθηκε και έλαβε μεγάλη ψυχική ωφέλεια και χαρά. Μάλιστα στο ταξίδι του αυτό δέχθηκε δυο τιμητικές προτάσεις για το επισκοπικό αξίωμα. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δωρόθεος και ο Μητροπολίτης Ικονίου, εκτιμώντας τις αρετές και την πνευματικότητά του, θέλησαν να τον κρατήσουν ο καθένας για διάδοχό του. Ο Άγιος Διονύσιος και στους δύο αρνήθηκε και επέστρεψε στο ερημικό ησυχαστήριό του στον Άθωνα. Στο κελί του Αγίου πολλά θαυμαστά σημεία συνέβαιναν. Όταν θέλησε να μεγαλώσει το εκκλησάκι, Άγγελοι τον βοηθούσαν στη μεταφορά των πετρών. Άγγελος επίσης τον επισκέφθηκε, παραμονή της Τυροφάγου, και του πρόσφερε φρέσκα ψάρια και τυρί. Κάποτε κάποιος ληστής θέλησε να τον σκοτώσει, για να του ληστέψει το κελί που, όπως νόμιζε, θα είχε αρκετά χρήματα. Έστησε καρτέρι σε ένα κοντινό χείμαρρο και περίμενε να περάσει ο Άγιος. Η ώρα όμως περνούσε και ο Άγιος δεν φαινόταν. Τότε πήγε στο κελί του και τον είδε μέσα. Όταν ο Άγιος, απαντώντας σε ερώτησή του, του είπε πως πέρασε από μπροστά του, εκείνος θαύμασε, διότι τυφλώθηκε και δεν τον είδε. Στη συνέχεια μετανόησε, εξομολογήθηκε και, αφού τον συμβούλεψε κατάλληλα ο Άγιος, αποφάσισε να γίνει και μοναχός.
Μετά από επίμονη παράκληση των πατέρων της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, ενθρονίστηκε ηγούμενός της. Για την ανόρθωση των οικονομικών της Μονής ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, από όπου επέστρεψε με αρκετά χρήματα και νέους μοναχούς. Στη Μονή προσπάθησε να επιβάλλει τάξη και ευπρέπεια. Από ιδιόρρυθμη την μετέτρεψε σε κοινοβιακή και από Βουλγάρικη σε Ελληνική. Στην προσπάθειά του όμως αυτή συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις και μίσος από του Βούλγαρους. Έτσι αποφάσισε να αφήσει το Άγιο Όρος και εγκαταβίωσε στη Σκήτη Βεροίας με μια μικρή συνοδεία Φιλοθεϊτών, όπου και μετέφερε το πνεύμα του Αγίου Όρους.
Στη Βέροια εκείνο τον καιρό εκοιμήθη ο επίσκοπός της Ματθαίος. Τότε όλοι οι κάτοικοι και οι άρχοντες τον παρακαλούσαν να γίνει επίσκοπός τους. Ο Άγιος για τρίτη φορά αρνήθηκε να χειροτονηθεί Επίσκοπος και αναχώρησε για περισσότερη ησυχία στον Όλυμπο. Εκεί έχτισε ωραιότατο μοναστήρι και Ναό, αλλά δεν τον είχε ακόμη αφιερώσει σε κάποιον Άγιο. Μετά από προσευχή, κάποιο πρωινό, καθώς ανέτειλε ο ήλιος φάνηκε πάνω από το Ναό ένας κύκλος και τρεις ηλιακές ακτίνες. Έτσι αφιέρωσαν το Ναό στην Αγία Τριάδα και με τον καιρό μαζεύτηκαν αρκετοί μοναχοί.
Η οικοδομική όμως δραστηριότητα του Αγίου εξόργισε τον Τούρκο άρχοντα της περιοχής, διότι έχτιζαν χωρίς την άδειά του. Έτσι έφυγαν και πήγαν στο Πήλιο όπου έχτισαν κι εκεί Ναό και κελιά.
Από την ημέρα της φυγής του όμως δεν έβρεξε στον Όλυμπο. Τότε, και αφού εν τω μεταξύ συνέβησαν και άλλα σημεία, λόγω της φυγής του, οι πρόκριτοι πήγαν να ξαναφέρουν τον Άγιο πίσω. Ο Άγιος επέστρεψε στον Όλυμπο όπου έγινε δεκτός με τιμές και ο Τούρκος άρχοντας τον εφοδίασε με έγγραφη άδεια ανοικοδομήσεως Ναού και κελιών.
Πρέπει να αναφέρουμε πως ο Άγιος από μικρός ασκήθηκε στην καλλιγραφία, την Αγιογραφία και την υμνογραφία. Σίγουρα δε ως γέροντας στο μοναστήρι, θα ίδρυσε σχολή Αγιογραφίας και αντιγραφής κωδίκων, αφού αυτό επέβαλαν και οι ουσιαστικές πνευματικές και εκπαιδευτικές ανάγκες των χρόνων της τουρκοκρατίας.
Στον Όλυμπο ο Άγιος έζησε σαν επίγειος άγγελος και γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του ένα πλήθος Μοναχών, που έκανε το Μοναστήρι του πραγματική Λαύρα. Ωστόσο ο ίδιος χρησιμοποιούσε ακόμα για προσευχή και ησυχία τα σπήλαια που υπήρχαν γύρω από το Μοναστήρι και που τα είχε μετατρέψει σε ναΐσκους. Εκεί έμεινε τον περισσότερο χρόνο, ζώντας μέσα στο γνόφο της νοεράς προσευχής. Πολλές φορές καθώς ερχόταν από αυτές τις σπηλιές στο Μοναστήρι τον έβλεπαν να λάμπει ολόκληρος, λουσμένος στο αναστάσιμο φως του μέλλοντα αιώνα,«μέσα στη παράφορη άνοιξη».
Ο Άγιος δεν παρέλειπε να περιέρχεται, σαν άλλος Πρόδρομος του Πατροκοσμά του Αιτωλού, τα γύρω χωριά, για να μιλήσει στους υπόδουλους, να εξομολογήσει, να στηρίξει, να αφυπνίσει τους Έλληνες. Είχε απέραντη αγάπη για το λαό. Αγκάλιαζε τους πάντες και τους βοηθούσε πνευματικά και υλικά. Όταν τον πλησίαζε κάποιος, είχε την αίσθηση ότι πλησιάζει τον ίδιο το Χριστό.
Ο Άγιος Διονύσιος για ένα διάστημα ασκήτεψε και στο μέχρι σήμερα σωζόμενο σπήλαιο, παρακάτω από το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, όπου υπάρχει και το Αγίασμα. Είχε δε τη συνήθεια να ονοματίζει τις γύρω από το μοναστήρι περιοχές με ονόματα των Αγίων Τόπων, όπως Γολγοθάς, Όρος των Ελαιών, Άγιος Λάζαρος και άλλα. Δύο φορές το χρόνο συνήθιζε να ανεβαίνει στην κορυφή του Ολύμπου, στα εορτάζοντα Παρεκκλήσια, του Προφήτου Ηλία στις 20 Ιουλίου και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου.
Στη βιογραφία του που έγραψε ο Δαμασκηνός ο Στουδίτης και την οποία παραθέτει ο κ.Γλαβίνας στο βιβλίο του «Ο Άγιος Διονύσιος ο εν τω Ολύμπω», αναφέρεται το εξής περιστατικό: Κάποτε επισκέφθηκαν τον Άγιο δύο μοναχοί από τη μονή Καρακάλλου, οι οποίοι του ανέφεραν ότι ένας κακός μοναχός «ετζάκιζε» μια νύχτα το σκευοφυλάκιο και τους πήρε τον χρυσό που φύλαγαν για τις ανάγκες του μοναστηριού. Μετά από αγρυπνία και προσευχή › καθώς αναφέρεται, ο Όσιος τους παρηγόρησε, λέγοντας «υπάγετε εις την νήσον Σκίαθον, και εκεί ευρήσετε τον κλέπτην εκείνον αμόναχον» και τους συμβούλεψε «μη τον ελέγξετε παρρησία, να μη το μάθουν οι Αρχηγοί των κρατούντων και πάρουν τα χρήματα, αλλά συντέχετέ του με καλόν τρόπον, με πραότητα, να τα λάβετε. Ούτω γουν εποίησαν, και λαβόντες τα χρήματα επέστρεψαν εις το μοναστήριον».
Έφτασε κάποτε και στιγμή που ο Κύριός μας θα τον καλούσε κοντά Του. Λίγες ημέρες νωρίτερα τον πληροφόρησε, για να ετοιμαστεί. Τότε βρισκόταν σε κάποιο μοναστήρι του Πηλίου. Εκεί, την ώρα του μεσονυκτικού, είδε όραμα. Του απεκάλυψε ο Θεός τον θάνατό του. Αποχαιρέτησε τότε τους πατέρες και αναχώρησε για το αγαπημένο μοναστήρι του στον Όλυμπο. Πριν φύγει είπε στους μοναχούς του Πηλίου:
› Αδελφοί και πατέρες και τέκνα μου, ο καιρός της τελευτής μου έφθασε, όπως με πληροφόρησε ο Θεός. Σας παραγγέλλω, λοιπόν, να μην αμελείτε την ψυχή σας, αλλά να μετανοείτε για τις αμαρτίες σας, έως ότου έχετε καιρό, για να γλιτώσετε την κόλαση και να αξιωθείτε να απολαύσετε την αιώνια αγαλλίαση.
Μόλις έφθασε στον Όλυμπο, οι πατέρες τον υποδέχθηκαν με χαρά. Εκείνος όμως δεν κάθισε στο μοναστήρι, αλλά κατέφυγε στον «Γολγοθά», χωρίς θέρμανση και σκεπάσματα. Ας ήταν χειμώνας.
Εκεί μελετούσε μέρα και νύχτα τα ιερά βιβλία και έψαλε ύμνους στο Θεό. Ήταν Ιανουάριος μήνας και χιόνιζε και ο Άγιος ήταν χωρίς ζεστασιά. Όπως ήταν φυσικό, από το πολύ κρύο, αρρώστησε. Μετά από πίεση των αδελφών της Μονής, δέχθηκε να τον μεταφέρουν στο κοινόβιο, αλλά δεν έμεινε μέσα στο μοναστήρι. Πήγε στο σπήλαιο του Αγίου Λαζάρου.
Οι πατέρες τον περιποιήθηκαν με αγάπη περισσή κι εκείνος τους έδωσε σαν στοργικός πατέρας τις συμβουλές του. Τους συμβούλεψε πως πρέπει να φυλάγουν τους κανόνες της μοναχικής ζωής. Μαζεύτηκαν τότε κοντά του οι μοναχοί και του είπαν:
› Η διαθήκη που μας άφησες, άγιε πατέρα μας, είναι σε μερικά σημεία βαριά.
Τότε ο Άγιος τους αποκρίθηκε:
› Όσα είναι καλά και εύλογα, φυλάξτε τα. Όσα όμως είναι βαριά, αφήστε τα. Όμως σας δίνω μία παραγγελία, να βαδίζετε σύμφωνα με το τυπικό του Αγίου Όρους. Να αγωνίζεστε όσο μπορείτε και ο Κύριος θα σας κυβερνήσει αντί εμού. Να έχετε αγάπη, υπομονή και ταπείνωση. Να φυλάγετε αγόγγυστα τη σιωπή, την προσευχή και τις νηστείες που μας παρέδωσαν οι Άγιοι Πατέρες. Να κάνετε μάλιστα και όσες περισσότερες μπορείτε.
Κανένας σας να μην είναι ανυπότακτος και ιδιόρρυθμος. Αυτό είναι το χειρότερο από όλα τα αμαρτήματα, διότι όποιος κοινοβιάτης έχει ρούχα και χρήματα περισσότερα από τους άλλους, δεν αξιώνεται της Ουρανίου αγαλλιάσεως. Εάν τυχόν βρεθεί κανένας τέτοιος, να τον διώχνετε από το μοναστήρι, για να μην παρασυρθούν και άλλοι.
Να εξομολογείστε συχνά τους λογισμούς σας, για να μην φωλιάζουν στις ψυχές σας οι δαίμονες. Αλλά και εάν δύο ψυχραθούν, να συμφιλιωθούν πριν βασιλέψει ο ήλιος, όπως λέει η Αγία Γραφή.
Να εργάζεστε όλοι εργόχειρο, ο καθένας ό,τι ξέρει και μπορεί. Όποιος όμως μπορεί και δεν εργάζεται, εκείνος να μην τρώει, όπως λέει ο Απόστολος. Όποιος θέλει να φύγει από το μοναστήρι, να το λέει νωρίτερα στον ηγούμενο, ώστε να λαμβάνει συγχώρηση. Εάν όμως φύγει κρυφά, ας είναι το αμάρτημα στην ψυχή του και εγώ θα είμαι αθώος της απωλείας του.
Οι νεώτεροι να υποτάσσονται στους γέροντες και οι γέροντες να τους συμβουλεύουν.
Τον ασθενή να τον φροντίζετε σαν μέλος σας.
Να μην έχετε φιλία με νεώτερο, ούτε να πηγαίνετε ο ένας στο κελί του άλλου, για να μην τον εμποδίζετε.
Να έχετε αγάπη αναμεταξύ σας. Εάν έτσι πολιτευτείτε, θα αξιωθείτε της Βασιλείας των Ουρανών, για να συνεφραίνεσθε πάντα με το Δεσπότη Χριστό και όλους τους Αγίους. Εάν μάλιστα βρω κι εγώ παρρησία προς Αυτόν, θα παρακαλώ για εσάς πάντοτε. Σαν καλό σημάδι ότι ο Χριστός δέχθηκε τους κόπους μου, θα είναι η αύξηση των μοναστηριών, τα οποία έχτισα με πολλούς κόπους και ιδρώτες και για τα οποία τόσο πολύ βασανίστηκα.
Μετά από εκτενή και θερμή προσευχή, παρέδωσε το πνεύμα στο Θεό στις 23 Ιανουαρίου. Το τίμιο λείψανό του ενταφίασαν με πολλά δάκρυα οι πατέρες στο νάρθηκα του Ναού που ο ίδιος έχτισε. Μετά από λίγα χρόνια άνοιξαν τον τάφο και βρήκαν το Άγιο λείψανο να ευωδιάζει από άρρητη ευωδία.
Αργότερα οι πατέρες της Μονής έλαβαν από τα ευωδιάζοντα Άγια λείψανα την κάρα, την σιαγόνα και την δεξιά χείρα. Στις 12 Ιουλίου 1890 στη Νιγρίτα Σερρών κλάπηκε δυστυχώς η κάρα του Αγίου Διονυσίου, όπου είχε μεταφερθεί για προσκύνημα. Τα Ιερά λείψανα του Αγίου σκορπούν άρρητη ευωδία και επιτελούν με τη χάρη του Θεού πολλά θαύματα.
Σχετικά με την ιστορική Μονή της Αγίας Τριάδος Ολύμπου, την οποία έχτισε ο Άγιος Διονύσιος, πρέπει να αναφέρουμε ότι το 1943 βομβαρδίστηκε και ανατινάχτηκε από τους Γερμανούς. Έτσι καταστράφηκαν και σπάνια κειμήλια, Ιερά σκεύη, άμφια, βιβλία, χειρόγραφα κ.λ.π.
Σήμερα στη θέση του παλαιού μετοχίου (Σκάλας) λειτουργεί η νέα Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου, ενώ καταβάλλονται προσπάθειες για την αναστήλωση της παλαιάς Μονής.
Η μνήμη του Αγίου Διονυσίου του εν τω Ολύμπω, εορτάζεται στις 23 Ιανουαρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Ὀλύμπου οἰκήτωρ Πιερίας ἀγλάϊσμα, καὶ τῆς ἐπωνύμου Μονῆς σου ἱερὸν περιτείχισμα, ἐδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ὥσπερ Ἄγγελος ἐν γῇ, καὶ παρέχεις τὴν σὴν χάριν τοῖς εὐλαβῶς, προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐγκρατείας σκάμμασι Πάτερ ἐκλάμψας, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὤφθης δοχεῖον καθαρόν, Πάτερ σοφὲ Διονύσιε, πταισμάτων λύσιν ἡμῖν ἐξαιτούμενος.
Μεγαλυνάριον.
Λάμψας ἐν Ὀλύμπῳ ἀσκητικῶς, θαυμάτων ἀκτῖσι, καταυγάζεις ὡς ἀληθῶς, πᾶσαν Πιερίαν, πιστῶς ἀνευφημοῦσαν, θεόφρον Διονύσιε, τοὺς ἀγῶνάς σου.
Πηγή: Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, Drakotrypa.gr, Μέγας Συναξαριστής
Αν κάνει κάποιος το σφάλμα να ανοίξει τηλεοπτικό δέκτη, πέρα από το γεγονός ότι -κυριολεκτικά- θα σκοτώσει τον χρόνο του, θα γίνει και συνεργός στη δολοφονία της ελληνικής γλώσσας
ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (1830 - 1832)
OI ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
Στην Πετρούπολη υπογράφτηκε το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στην Ελλάδα
Συνθήκες και Πρωτόκολλα για την Ανεξαρτησία της Ελλάδας
Κατά τη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας, η οποία άρχισε με την Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η προοπτική να εξασφαλίσουν οι Ελληνες την ελευθερία τους έμοιαζε μακρινή. Μόνο προς τα τέλη του 18ου αιώνα άρχισαν να εκδηλώνονται τα πρώτα σκιρτήματα του εθνικού κινήματος, ενός αιώνα κατά τη διάρκεια του οποίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται στρατιωτικά, εδαφικά και οικονομικά...
H επιφανής ομάδα των ελλήνων Φαναριωτών αλλά και η εύρωστη τάξη των εμπόρων ελληνικής καταγωγής και παιδείας που έφτασαν να κυριαρχούν στο εμπόριο της αυτοκρατορίας προσέφεραν την απαραίτητη υλική βάση για μια πνευματική αναγέννηση με σκοπό να τονωθεί το αίσθημα του απαράμιλλου εθνικού κληροδοτήματος, ενώ ο άνεμος που φύσηξε με το ξέσπασμα της πρόσφατης Γαλλικής Επανάστασης έπνεε ακόμη.
Κυριότεροι φορείς αυτής της πνευματικής κινητοποίησης ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ρήγας Βελεστινλής, το μαρτύριο του οποίου ενέπνευσε τρεις νεαρούς Ελληνες, μέλη των εμπόρων της διασποράς, τους Εμμανουήλ Ξάνθο, Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ, να ιδρύσουν τη Φιλική Εταιρεία (1814) με σκοπό την απελευθέρωση της «Μητέρας Πατρίδας».
H ηγεσία της (μετά την απόρριψη του διεθνούς φήμης διπλωμάτη, κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, που θεωρούσε ότι το εγχείρημα παρεξέκλινε από τον στόχο του) προσφέρθηκε στον Φαναριώτη Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος πέρασε (Μάρτιος 1821) με τον μικρό αλλά ανομοιογενή στρατό του τον Προύθο ποταμό επικαλούμενος τα πνεύματα του Επαμεινώνδα, του Θρασύβουλου, του Μιλτιάδη και του Λεωνίδα στον αγώνα για να φέρει ελευθερία στην «κλασική γη της Ελλάδας».
Και μπορεί ο στρατός του να ηττήθηκε στη μάχη του Δραγατσανίου, ο κρυφός αναβρασμός όμως που επικρατούσε στην Πελοπόννησο και αλλού δεν άργησε να εκδηλωθεί σε μεγάλη έκρηξη. H πρώτη απόπειρα συνένωσης των δυνάμεων του έθνους έγινε από τον ηγεμόνα της Μάνης Πετρόμπεη, ο οποίος πήρε τα όπλα τον Μάρτιο του 1821 και κατέλαβε την Καλαμάτα, ενώ στην Πάτρα πολλοί από τους προκρίτους μαζί και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έβγαλαν προκήρυξη που έστειλαν σε όλους τους προξένους της Πόλης, τον Αγγλο τον Ρώσο, τον Γάλλο και τον Πρώσο: «Ημεις το Ελληνικόν έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας... απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν, και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας ζητούντες τα δικαιώματά μας...» .
Από την αρχή της εξέγερσής τους οι Ελληνες αντιλήφθηκαν ότι πρέπει να εξασφαλίσουν την εύνοια των μεγάλων δυνάμεων. Τις ίδιες ημέρες ο Κολοκοτρώνης μπήκε με ένα πρόχειρα οργανωμένο σώμα στην Καρύταινα. Οι σπίθες της πυρκαϊάς δεν άργησαν να εξαπλωθούν από την Πελοπόννησο στα νησιά, την Υδρα, τις Σπέτσες, την Κάσο, τα Ψαρά, αλλά και στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στην Ηπειρο και, βεβαίως, στην Κρήτη.
Το Αναθεωρημένο Σύνταγμα
Πρώτη μεγάλη επιτυχία των επαναστατημένων η - συνοδευόμενη από ωμότητες εκ μέρους των πολιορκητών - πτώση της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβριο του 1821, που συνέβαλε στο να ανατείλει το άστρο του Κολοκοτρώνη και υπήρξε καθοριστική για την εδραίωση του Αγώνα, μολονότι την ίδια περίοδο είχαν αρχίσει να απειλούν την ενότητα των αγωνιστών οι αντιθέσεις προκρίτων και στρατιωτικών. «Φθόνος και εμφύλιον μίσος κατατρώγει τα σπλάχνα μας» έγραφε ο Τρικούπης.
Και μπορεί στις επιτυχίες του Αγώνα να είχαν προστεθεί οι πτώσεις των φρουρίων Μονεμβασίας, Νεοκάστρου, Ακροκορίνθου (ενώ, αντίθετα, η απόπειρα πολιορκίας του Ναυπλίου αποδείχθηκε αποτυχημένη), αλλά στον κατάλογο των πληρεξουσίων της A´ Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου τον Δεκέμβριο του 1821 βλέπει κανείς ότι επικράτησαν οι πρόκριτοι, οι λόγιοι, οι κληρικοί, ενώ «πρόσκαιρος» Πρόεδρος εξελέγη ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και άλλοι από τους σημαντικούς αγωνιστές απουσίαζαν. H ατμόσφαιρα όμως δεν ήταν βαριά. Γενικός ενθουσιασμός επισφράγισε την ψήφιση του πρώτου προσωρινού πολιτεύματος της Ελλάδας, ενώ σύμφωνα με το κείμενο του όρκου των πληρεξουσίων «ορκιζόμεθα... να συσκεπτώμεθα εν ειλικρινεία καθαρά και αδελφική αγάπη, αδιαφορούντες περί των προσωπικών συμφερόντων μας...».
H Επανάσταση στις βόρειες και βορειοανατολικές επαρχίες, ωστόσο, δεν είχε την ίδια επιτυχία με αυτήν της Πελοποννήσου, της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας. Στις αρχές του 1822 οι μόνοι που αγωνίζονταν στην Ηπειρο ήταν οι ηρωικοί Σουλιώτες. H καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στο χωριό Πέτα, ωστόσο, σήμανε και το τέλος κάθε ελπίδας σωτηρίας για το Σούλι.
H Επανάσταση από το Σούλι μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι, όπου ο Μαυροκορδάτος φτάνοντας εκεί με τον Μάρκο Μπότσαρη και τα λείψανα του Πέτα συνέβαλε στη σωτηρία του τελευταίου προμαχώνα της Δυτικής Ελλάδας. Είχε προηγηθεί η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη πασά στα Δερβενάκια από τον Κολοκοτρώνη και τις δυνάμεις του, ενώ στα νησιά είχε συμβεί ό,τι περίπου και στην ηπειρωτική Ελλάδα. H Επανάσταση, παίρνοντας στην αρχή μεγάλες διαστάσεις, περιορίστηκε στη συνέχεια στα πιο κοντά στην Ελλάδα νησιά, περιστολή που άρχισε με την καταστροφή της Χίου το 1822.
Αυτή η χρονιά όμως είχε να αναδείξει ναυτικούς θριάμβους, με τις φυσιογνωμίες των Ανδρέα Μιαούλη και Κωνσταντίνου Κανάρη να κυριαρχούν στις θάλασσες, ενώ το ελληνικό ναυτικό συνέβαλε στον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού άρα και στην παράδοση του φρουρίου του Ναυπλίου στον Κολοκοτρώνη (Νοέμβριος 1822).
Εν τω μεταξύ τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου η B´ Εθνική Συνέλευση στο Αστρος ψήφισε το νέο αναθεωρημένο Σύνταγμα, με προοδευτικές διατάξεις που αποτελούσαν απηχήσεις των φιλελεύθερων γαλλικών συνταγμάτων, περιορίζοντας την εξουσία του Μαυροκορδάτου και αφήνοντας για μια φορά δυσαρεστημένους στρατιωτικούς αλλά και νησιώτες, Ρουμελιώτες και Φαναριώτες. Ο Κολοκοτρώνης υπέγραψε μόνο και μόνο για να μη θεωρηθεί ότι ακολουθεί αντεθνική στάση.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης έμεινε εντελώς ασυμβίβαστος και δεν προσήλθε να υπογράψει. Αποτέλεσμα, η περίοδος που ακολούθησε να διχάσει περισσότερο τους Ελληνες και να βαθύνει την εμφύλια διαμάχη. Προσωπικές φιλοδοξίες, συμφέροντα, τοπικιστικό και φατριαστικό πνεύμα καθιστούσαν αμφίβολη την έκβαση του Αγώνα της ανεξαρτησίας σε κρίσιμες στιγμές του.
Ο Όρκος του Μακρυγιάννη
Το 1823 και το 1824 η Πελοπόννησος δεν δέχθηκε καμία μεγάλη εχθρική επίθεση και έτσι δεν μεσολάβησε εξωτερικός κίνδυνος ικανός να κατευνάσει τις εμφύλιες διενέξεις. Το Εκτελεστικό ήρθε σε σύγκρουση με το Βουλευτικό, το καθένα κήρυξε παράνομο το άλλο, και η διαμάχη δεν άργησε να οδηγηθεί σε πολεμική σύγκρουση. Τι κι αν στις αρχές του 1823 η Υψηλή Πύλη φάνηκε να φροντίζει ιδιαίτερα τις ναυτικές επιχειρήσεις της; Είναι ενδεικτική η αναφορά του γάλλου μοίραρχου Δεριγνύ (μετέπειτα ναυάρχου στη ναυμαχία του Ναυαρίνου):
«Οι φοβερές προετοιμασίες των Τούρκων δεν καταφέρνουν τίποτα. Συμπληρώνεται το τρίτο έτος της ελληνικής Επανάστασης και οι αγώνες των Τούρκων δεν έχουν αποτέλεσμα. H Τούρκοι μπορούν να καταστρέψουν τους Ελληνες, όχι όμως και να τους υποτάξουν... Από την άλλη μεριά, οι Ελληνες τρώγονται μεταξύ τους μόλις η τύχη τούς χαμογελάσει λίγο και δεν μπορούν να κάνουν περισσότερα απ' όσα έχουν καταφέρει μέχρι τώρα...».
Πράγματι, στη διάρκεια του 1824 οι εχθροί είχαν επιχειρήσει μόνο μία εκστρατεία στην Ανατολική Ελλάδα και από εκεί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν άπρακτοι μετά τη μάχη στην Αμπλιανη. Στη θάλασσα τα κατορθώματα των Ελλήνων ήταν ενδοξότερα. Παρά τις ολοσχερείς (και ανόσιες σύμφωνα με τη διεθνή κατακραυγή των φιλελληνικών ρευμάτων του εξωτερικού) καταστροφές της Κάσου και των Ψαρών, οι εχθρικοί στόλοι, νικημένοι πολλές φορές από το ελληνικό ναυτικό, είχαν σημαντικές απώλειες.
Δυστυχώς όμως, στο εσωτερικό μέτωπο η εμφύλια σύγκρουση μαινόταν. Χαρακτηριστικό το παράπονο του στρατηγού Μακρυγιάννη: «Πήρα όρκο να πολεμήσω τους Τούρκους και όχι τους Ελληνες». Στις ένοπλες συγκρούσεις μάλιστα σκοτώθηκε ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος, και ο Γέρος του Μοριά καταβλήθηκε τόσο ώστε παραδόθηκε στην κυβέρνηση.
Επεμβαίνει ο Ιμπραήμ
Δυστυχώς όμως, τα δάνεια που απέσπασε η ελληνική διπλωματία δεν επενδύθηκαν στη δημιουργία τακτικού στρατού. Και η απειλή μιας σύγκρουσης με στρατό πολύ διαφορετικό από τα άτακτα τουρκικά στίφη που οι Ελληνες αντιμετώπιζαν ως τότε είχε πλέον πλησιάσει: η αποτυχία καταστολής του κινήματος της ελληνικής Επανάστασης ανάγκασε τον σουλτάνο Μαχμούτ B' να βρει σύμμαχο τον - κατ' όνομα μόνο - υποτελή του κυβερνήτη της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή και τον γιο του, Ιμπραήμ, αρχηγό τολμηρότατο και συνετό μιας τακτικής δύναμης, στους οποίους υποσχέθηκε ένα μεγάλο μερίδιο από τα λάφυρα. Και ο αιγύπτιος πασάς, έχοντας καταπνίξει στο αίμα την Επανάσταση στην Κρήτη, ξεκίνησε από τη Σούδα για τα μεσσηνιακά παράλια κατορθώνοντας να σπείρει τον τρόμο και τον πανικό.
Υπό την εχθρική απειλή η κυβέρνηση αμνήστευσε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος κατόρθωσε να αναπτερώσει το ηθικό του στρατού και του λαού χρησιμοποιώντας σε ηγετικές θέσεις πρόσωπα που δεν είχαν φθαρεί όπως ο Δημήτριος Υψηλάντης ή ο Μακρυγιάννης. Ως το τέλος του 1825 όμως, η επικράτηση των Αιγυπτίων στην Πελοπόννησο, εκτός της Αργοναυπλίας και ορεινών περιοχών της Πελοποννήσου όπου μαινόταν ο κλεφτοπόλεμος, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί.
Στη Στερεά μόνο το ηρωικό Μεσολόγγι αντιστεκόταν και μια άλλη γωνιά, στην Αττική, όπου οι Ελληνες κατείχαν την Ακρόπολη, έμενε ελεύθερη. Και κάτω από αυτή τη στρατιωτική απειλή, οι Ελληνες στράφηκαν απεγνωσμένα προς τις μεγάλες δυνάμεις αναζητώντας διέξοδο στη δυσχερή τους κατάσταση.
Είχαν αρχίσει να σκέπτονται ότι έπρεπε να συγκαλέσουν γενική συνέλευση του έθνους για τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια λίγων ή και ενός που θα είχε τη δύναμη και το κύρος να διαπραγματευθεί με τις ξένες δυνάμεις για την επίλυση του ζητήματος. Δεν στέγνωνε όμως το μελάνι του ψηφίσματος για τη διεκδίκηση νέου δανείου που να χρησιμεύσει «για το Μεσολόγγι και τα γύρω στρατόπεδα» και η πόλη έπεφτε ύστερα από μαραθώνια πολιορκία με ηρωική έξοδο τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826. Βαριά έπεσε η σιωπή στη Συνέλευση όταν έφθασε η είδηση. Καθώς έλεγε ο Κολοκοτρώνης: «Εμέτραε ο καθένας με το νου του τον αφανισμό μας...».
Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης
Κι όμως. Δεκατέσσερις ημέρες αργότερα υπογραφόταν στην Πετρούπολη το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στην Ελλάδα. Οι συνθήκες στο διεθνές διπλωματικό πεδίο είχαν ωριμάσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι ελληνικές επιτυχίες είχαν παρουσιάσει την Επανάσταση στην Ευρώπη πολύ πιο σπουδαία απ' ό,τι λογιζόταν, οι σφαγές και οι καταστροφές των Τούρκων δυνάμωσαν τη συμπάθεια για το ελληνικό έθνος (χαρακτηριστική η περίπτωση του λόρδου Βύρωνα που άφησε την τελευταία του πνοή επί ελληνικού εδάφους), η επιτήδεια εργασία του Μαυροκορδάτου συνέβαλε στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης υπέρ της Ελλάδας στη Δύση και η καίρια διπλωματική παρέμβαση του Καποδίστρια έφερε αποτέλεσμα την αναχώρηση του ρώσου πρεσβευτή Στρογκανόφ από την Κωνσταντινούπολη ήδη από τον Ιούλιο του 1821.
Αποχωρώντας από το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας το 1822, ο Καποδίστριας άφηνε συγκεκριμένες κατευθύνσεις που έμελλε να καρποφορήσουν αργότερα. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν η ανάρρηση του Τζορτζ Κάνινγκ («ο οποίος έτρεφε γνήσια συμπάθεια στο ελληνικό ζήτημα», σύμφωνα με τον βρετανό καθηγητή Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας Ρίτσαρντ Κλογκ) στο πόστο του υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας το 1822 που σήμανε μεταστροφή τής ως τότε φιλοτουρκικής, αγγλικής πολιτικής.
Κυρίως όμως οι μεγάλες δυνάμεις στράφηκαν στην υιοθέτηση ενός παρεμβατικού ρόλου, όχι μόνο γιατί θίγονταν τα εμπορικά τους συμφέροντα αλλά και γιατί η καθεμιά φοβόταν ότι η άλλη θα κατάφερνε να στρέψει τη συνεχιζόμενη σύγκρουση προς δικό της πολιτικό όφελος.
Με θετικό στοιχείο, ως διαπραγματευτικό όπλο, την εμπιστευτική διαβεβαίωση του Μαυροκορδάτου και του Ζωγράφου ότι πολλοί έλληνες αρχηγοί θα δέχονταν ως λύση την αυτονομία της Ελλάδας στον έκτακτο απεσταλμένο της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνινγκ, μια αποστολή του δούκα του Γουέλινγκτον κατέληξε στο Πρωτόκολλο της Πετρούπολης στις 24 Απριλίου του 1826, σύμφωνα με το οποίο η Βρετανία και η Ρωσία ανελάμβαναν να μεσολαβήσουν στη σύγκρουση. Το Πρωτόκολλο δεν ήταν πρότυπο στο είδος του (ο Κάνινγκ το χαρακτήρισε «όχι πολύ αριστοτεχνικά συντεταγμένο») και ιδιαίτερα αόριστο. Ναι μεν τα μέλη όριζαν να δράσουν, αλλά δεν καθόριζαν τον τρόπο της ενδεχόμενης δράσης τους.
Τα Πυροβόλα της Ειρήνης
Ιδού πώς χαρακτήρισε την πολιτική των δυνάμεων σε απόρρητη επιστολή του ο μεγάλος πολέμιος των ελληνικών συμφερόντων, ο αυστριακός καγκελάριος Μέτερνιχ, που αρεσκόταν να φιλοσοφεί: « H πορεία της Ρωσίας είναι αμφίβολη, γιατί έχει χαρακτήρα πότε αυστηρό και πότε ήπιο. Της Αγγλίας αγέρωχη, αλαζονική και γεμάτη απροσδόκητα τολμήματα. Της Γαλλίας είναι απερίσκεπτη, αμφίρροπη και αμφιταλαντευόμενη...». Πράγματι, η Γαλλία δεν συντάχθηκε με τις άλλες δύο δυνάμεις ώσπου πείστηκε ότι θα προέβαιναν σε πράξεις χωρίς αυτή.
Ετσι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τη συμμετοχή της Γαλλίας για την πιο πρακτική ειρήνευση. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στη Συνθήκη που υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 6 Ιουλίου του 1827, που σήμανε σπουδαιότατη πρόοδο του ελληνικού ζητήματος: το πρώτο άρθρο της όριζε ότι θα απαιτηθεί από τα αντιμαχόμενα μέρη συμβιβασμός και ανακωχή. Αν ο σουλτάνος δεν το δεχόταν θα επιβαλλόταν η ανακωχή και ύστερα ειρήνη με τον όρο της επικυριαρχίας της Πύλης στην αυτόνομη Ελλάδα διά μέσου ετήσιου φόρου. Οπωσδήποτε οι τρεις σύμμαχοι (η Αυστρία έμεινε απ' έξω από την «Ιουλιανή Συνθήκη») θα δημιουργούσαν προξενικές σχέσεις με την Ελλάδα.
Το σημαντικότερο όμως απ' όλα ήταν ότι σε ένα άρθρο της Συνθήκης οριζόταν ότι «εάν η ανακωχή δεν εγένετο δεκτή εντός μηνός, οι υπογράφουσαι Δυνάμεις ήθελον λάβη τα προσήκοντα εις τας περιστάσεις μέτρα...». Τι σήμαινε αυτό; Ιδού τι απάντησε ο Στράτφορντ Κάνινγκ στον άγγλο ναύαρχο Κόδριγκτον, αρχηγό των αγγλικών δυνάμεων της Μεσογείου, που προέβλεψε άρνηση του Ιμπραήμ: «... Αν δεν γίνεται αλλιώς, να επιβάλετε την ειρήνη με τα πυροβόλα σας».
Λίγους μήνες νωρίτερα, η ηγεσία του Αγώνα στη θάλασσα και στη στεριά ανετέθη στους Βρετανούς στην Γ´ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (η οποία συστήθηκε μετά τη διακοπή που είχε προκαλέσει η ανακοίνωση της πτώσης του Μεσολογγίου). Ο λόρδος Κόχραν διορίστηκε αρχηγός του στόλου, ο Ριχάρδος Τσορτς αρχιστράτηγος των δυνάμεων της ξηράς και ο Ιωάννης Καποδίστριας κυβερνήτης της Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που το 1827 είχε περιορίσει την Επανάστασή της στα τείχη του Ναυπλίου και του Ακροκορίνθου, στους βράχους της Μάνης και της Υδρας.
Παρά την ηρωική δράση του Καραϊσκάκη, η Στερεά Ελλάδα είχε υποταχθεί εντελώς, ενώ το Αιγαίο είχε μεταβληθεί σε ορμητήριο ληστών. Ο Ιμπραήμ, μάλιστα, άρχισε να ετοιμάζεται για το αποφασιστικό χτύπημα εναντίον των Ελλήνων, την εκστρατεία εναντίον της Υδρας που ο ίδιος ονόμαζε «Μικρή Αγγλία», παρ' ότι η Ιουλιανή Συνθήκη είχε ανακοινωθεί επισήμως.
Ωστόσο πολεμικά πλοία των Αγγλων και των Γάλλων από τους στόλους της Μεσογείου συγκεντρώθηκαν το καλοκαίρι του 1827 στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, όπου πήγε να ενωθεί μαζί τους και μια μοίρα του ρωσικού στόλου με ναύαρχο τον Χέυδεν. Οταν ενώθηκαν οι τρεις μοίρες σχημάτισαν ενιαίο στόλο υπό τις διαταγές του άγγλου ναυάρχου Κόδριγκτον.
Στη σύστασή τους να επιβληθεί η ανακωχή, ο Ιμπραήμ απάντησε ότι θα ζητούσε διαταγές από Αίγυπτο και Κωνσταντινούπολη. Και ίσως να τις περίμενε άπρακτος αν οι αντίπαλοί του δεν επιχειρούσαν νέες εχθροπραξίες. Οι ναύαρχοι των συμμαχικών δυνάμεων, φοβούμενοι τις συνέπειες της πράξης, απαίτησαν πιο αυστηρά την αποδοχή της ανακωχής από τον Ιμπραήμ.
Αυτός ζήτησε να τιμωρήσει εκείνους που προέβησαν σε εχθροπραξίες. Δεν τήρησε έτσι τα υπεσχημένα και τα πράγματα οδηγήθηκαν στην ιστορική ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827), τελευταία μεγάλη ναυμαχία στην ιστορία του ναυτικού, όπου έγινε σχεδόν ολοσχερής καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου από τους ενωμένους στόλους των τριών δυνάμεων.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου
H Υψηλή Πύλη όμως, όχι μόνο δεν δέχθηκε να υποχωρήσει στα δικαιώματα της Ελλάδας, αλλά κάλεσε στα όπλα εναντίον του άπιστου λαού, με αποτέλεσμα η Ρωσία να της κηρύξει τον Απρίλιο 1828 τον πόλεμο που απειλούσε να ξεσπάσει εδώ και επτά χρόνια. Πόλεμος που αποδυνάμωσε τη θέση των Οθωμανών και διευκόλυνε τις περαιτέρω ενέργειες των δυνάμεων προς όφελος της Ελλάδας. Σε αυτό συνετέλεσε το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του 1828 είχε φθάσει στην Ελλάδα ο νέος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και συγκροτήθηκε η πρώτη κυβέρνηση που άξιζε να αποκαλείται έτσι.
Ηταν ιδιαίτερα κρίσιμες οι στιγμές για τη ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος, ιδιαίτερα αφότου ο θάνατος του Τζορτζ Κάνινγκ (Αύγουστος 1827) είχε συμβάλει στο να ατονήσει το ενδιαφέρον της Αγγλίας. Τις διπλωματικές ενέργειες ανέλαβε ο υπερέμπειρος Καποδίστριας και εργάστηκε προς αυτή την κατεύθυνση με άκρα επιμέλεια, έμπνευση και αποτελεσματικότητα.
Πρωτίστως φρόντισε να ενισχύσει την εξουσία του εξαιτίας των περιστάσεων (η νέα πολιτειακή οργάνωση του κράτους οριστικοποιήθηκε με την Δ´ Εθνική Συνέλευση του Αργους τον Ιούλιο του 1829) και εν συνεχεία να ανασυγκροτήσει τις ένοπλες δυνάμεις της Επανάστασης παράλληλα με τα επιτεύγματά του στους τομείς της εσωτερικής πολιτικής και κυρίως της παιδείας.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1828 ο Ιμπραήμ είχε αποχωρήσει αμαχητί από την Πελοπόννησο βοηθούντων και των ξένων δυνάμεων, ενώ η έγκαιρη ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας το 1828 και το 1829 είχε σκοπό να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός όταν επρόκειτο να κριθεί από τις μεγάλες δυνάμεις το θέμα των συνόρων της χώρας.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου ωστόσο, που υπογράφηκε στις 10-22 Μαρτίου του 1829, περιείχε τον όρο ότι η Ελλάδα θα τελούσε υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης και καθοριζόταν ετήσιος φόρος προς τον σουλτάνο 1.500.000 γρόσια. Οριζόταν συνοριακή γραμμή στο ύψος Αμβρακικού - Παγασητικού κόλπου, ενώ προβλεπόταν επίσης κληρονομικός ηγεμόνας της Ελλάδας χριστιανός, ξένος προς τις βασιλικές οικογένειες των τριών δυνάμεων, που θα εκλεγόταν «κατά συναίνεσιν των τριών Αυλών και της Οθωμανικής Πύλης».
H Υψηλή Πύλη αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις αποφάσεις του Λονδίνου όταν καταβλήθηκε οριστικά από τη Ρωσία. Ενώ στις 27 Ιουλίου του 1829 απέρριπτε υπεροπτικά «την φιλικήν μεσιτείαν των ξένων Αυλών» και δεν δεχόταν «μηδέ και την υποτελή αυτονομίαν των εν Πελοποννήσω Ελλήνων», ύστερα από 18 ημέρες, όταν οι Ρώσοι είχαν διαβεί τον Αίμο και πλησίαζαν προς την Αδριανούπολη, η οθωμανική Πύλη έσπευσε να δηλώσει ότι «υπό αισθημάτων καλοκαγαθίας ορμωμένη, συγκατατίθεται εις την Συνθήκην του Λονδίνου και δέχεται τας προτάσεις των Πρεσβευτών αλλά υπό όρους».
Λίγες ημέρες αργότερα, στο στρατηγείο του ρώσου αρχιστρατήγου στην Αδριανούπολη, οι εκπρόσωποι της οθωμανικής Πύλης υπέγραψαν το κείμενο της Συνθήκης της Αδριανούπολης της 14ης Σεπτεμβρίου του 1829 και αποδέχθηκαν με το άρθρο 10 της Συνθήκης αυτής όχι αόριστα μόνο τη Συνθήκη της 6ης Ιουλίου του 1827 αλλά και το Πρωτόκολλο της 10-22 Μαρτίου 1829, δηλαδή και τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής Αμβρακικού - Παγασητικού κόλπου. Κατά τον μεγάλο άγγλο πολιτικό Γλάδστωνα, η Συνθήκη της Αδριανούπολης υπήρξε «το διεθνές συμβόλαιο της πολιτικής υπόστασης και αυτοτέλειας του ελληνικού κράτους».
H Συνθήκη της Αδριανούπολης, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε ταραχή και δυσφορία στην αγγλική κυβέρνηση δημιουργώντας αυξημένο γόητρο της ρωσικής αυτοκρατορίας στην Ελλάδα. Εξάλλου εμφανίστηκε στη σκέψη πολλών ως λύση του κενού από τη μελλοντική διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ύπαρξη ανεξάρτητου, ισχυρού ελληνικού κράτους.
Προς τη λύση αυτή προσανατολίστηκε κατ' εξοχήν ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, λόρδος Αμπερντίν, που ξαναβρήκε τον, φλογερό πριν από 8 χρόνια, φιλελληνισμό του. Οι διαθέσεις και η κατάσταση, όπως είχαν διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες του 1829, έδειχναν ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος οριστικά. Και ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Γουέλινγκτον απότομα στράφηκε προς την προοπτική ίδρυσης ελληνικού κράτους ολωσδιόλου ανεξάρτητου.
Υστερα από διαβουλεύσεις επί περίπου τρεις μήνες γύρω από το πρόσωπο του «Ηγεμόνα της Ελλάδος» και αφού ο Γουέλινγκτον είχε αποδεχθεί τον πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σαξ - Κοβούργου, εγκρίθηκε από την αγγλική κυβέρνηση στις 11 Ιανουαρίου 1830 σχέδιο πρωτοκόλλου για τη ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος. Στο μεταξύ ο Λεοπόλδος είχε φροντίσει να εισηγηθεί, ύστερα από αναφορές του Καποδίστρια, τη συμπερίληψη της Κρήτης στο ελληνικό κράτος και να δηλώσει ότι δεν θα δεχόταν τον θρόνο αν δεν επιδοκίμαζε ο ελληνικός λαός την εκλογή του, όροι οι οποίοι αγνοήθηκαν.
H Ελλάδα Ανεξάρτητη
Στις 22 Ιανουαρίου - 3 Φεβρουαρίου του 1830 η διάσκεψη του Λονδίνου, ύστερα από αγγλική πρόταση, διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου που υπογράφτηκε από τους πληρεξουσίους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 όριζε: «H Ελλάς θέλει σχηματίσει έν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».
H πανηγυρική αυτή διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας συνιστούσε διπλωματική πράξη ιδρυτική του ελληνικού κράτους. H διεθνής αναγνώριση του ελληνικού κράτους σήμαινε έναρξη της υπάρξεώς του από την άποψη της διεθνούς κοινωνίας. H πρόοδος σχετικά με τους αντίστοιχους ορισμούς του Πρωτοκόλλου της 10-22 Μαρτίου 1829 ήταν μεγάλη και είχε σπουδαιότητα κρίσιμη. Αντίθετα οι ορισμοί του Πρωτοκόλλου εκείνου για τα σύνορα του ελληνικού κράτους αθετούνταν μερικώς με ό,τι όριζε πολύ δυσμενέστερα για την Ελλάδα το άρθρο 2 του νέου Πρωτοκόλλου.
H συνοριακή γραμμή του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου κρατούσε έξω από το έδαφος της Ελλάδας μεγάλο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Ως αντάλλαγμα προς την Πύλη για την οδυνηρή θυσία της πλήρους ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, έγινε περικοπή της νέας γραμμής στη Δυτική Ελλάδα και ολόκληρη η περιοχή πέρα από τον Αχελώο επανήλθε στην εξουσία του σουλτάνου. Οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου επίσης αποσκοπούσαν να ικανοποιηθεί η επιθυμία των άγγλων αποικιοκρατών για κατοχύρωση των Ιονίων νήσων από τον κίνδυνο, τον απότοκο της κυριαρχίας των Ελλήνων στη γειτονική Ακαρνανία.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, «η ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας». Το ίδιο άρθρο παρείχε στις τρεις δυνάμεις το δικαίωμα της εκλογής του προσώπου του βασιλέα της Ελλάδας χωρίς καθόλου να έχει ερωτηθεί ο ελληνικός λαός.
H εκπλήρωση του αρχικά διακηρυγμένου σκοπού της επεμβάσεως των τριών συμμάχων στον ελληνοτουρκικό αγώνα εξαίρεται και στο «Συμπέρασμα» του Πρωτοκόλλου όπου «αι τρεις Δυνάμεις συγχαίρουν αλλήλας» για το «κλείσιμο» του ελληνικού ζητήματος. Πράγματι, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία έβλεπαν σε αυτό το Πρωτόκολλο την οριστική διευθέτηση ενός ενοχλητικού ζητήματος. Οι Ελληνες, αντίθετα, έβλεπαν σε αυτό την απαρχή του ελεύθερου πολιτικού βίου του έθνους.
Το νέο κράτος, αν και περιείχε λιγότερο από το ένα τρίτο των ελλήνων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την εποχή που ξέσπασε ο Αγώνας, ωστόσο αναγνωριζόταν επίσημα στη διεθνή κοινωνία. Ετσι πραγματοποιούνταν κρίσιμη καμπή της ελληνικής Ιστορίας.
«...Ροζιασμένος, γέρος, γερακομύτης, πρόσωπο μελαμψό και ρυτιδωμένο, με έκφραση σκληρή και μάτια που σπίθιζαν ή θόλωναν... Εδινε την εντύπωση πως είχε ξεπηδήσει από κάποια ρωγμή της πελοποννησιακής γης σα δαιμονικό που ξεπετάχτηκε, κι ελευθερωμένο πια δεν το χωράει τίποτα...». H περιγραφή του Αγγελου Σ. Βλάχου αιχμαλωτίζει τη μορφή του επιφανέστερου στρατιωτικού ηγέτη της ελληνικής Επανάστασης, του Γέρου του Μοριά, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με τις σημαντικότερες φάσεις του Αγώνα στην Πελοπόννησο.
H ακτινοβολία και το κύρος της ηγετικής του φυσιογνωμίας επισφραγίστηκαν με την άλωση της Τριπολιτσάς (1821) και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (1822), αλλά ο φατριασμός και το παρασκήνιο του Αγώνα τον βρήκαν να ηγείται του «στρατιωτικού» κόμματος.
Αποτέλεσμα της εμφύλιας σύγκρουσης ήταν η κράτησή του στο Ναύπλιο (1824), για να αποφυλακιστεί από την ανάγκη αντιμετώπισης του Ιμπραήμ, να του ανατεθεί η αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων και ως το τέλος της Επανάστασης να παρενοχλεί τις δυνάμεις του αιγύπτιου πασά διαδραματίζοντας ρόλο στα πολιτικά πράγματα.
Μπορεί να δέχθηκε την άφιξη του Οθωνα με ενθουσιασμό, γρήγορα όμως διαφώνησε με τα μέτρα της αντιβασιλείας, συνελήφθη (1833), κλείστηκε σε αυστηρή απομόνωση στο Ιτς Καλέ του Ναυπλίου και στις 25 Μαΐου του 1834 καταδικάστηκε σε θάνατο για να αμνηστευθεί με την ενηλικίωση του Οθωνα και να αναλάβει το αξίωμα του συμβούλου της Επικρατείας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπαγόρευσε στον Τερτσέτη τα Απομνημονεύματά του.
ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
Ένα και πλέον χρόνο μετά τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο κι ενώ η Oθωμανική Aυτοκρατορία είχε εμπλακεί σε ένα νέο πόλεμο με τη Pωσία, οι τρεις Mεγάλες Δυνάμεις συνέχιζαν να διαβουλεύονται σχετικά με τους όρους επίλυσης του ελληνικού ζητήματος. Oι περιοχές που θα περιλαμβάνονταν στο μελλοντικό ελληνικό κράτος και το καθεστώς του (αυτονομία ή ανεξαρτησία) υπήρξαν τα βασικά ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκαν. Aποτέλεσμα των διαβουλεύσεων αυτών υπήρξε μια σειρά από πρωτόκολλα που υπογράφτηκαν στο Λονδίνο από τα τέλη του 1828 έως τις αρχές του 1830, οπότε και η Oθωμανική Aυτοκρατορία υποχρεώθηκε κάτω από το βάρος της ήττας της στον πόλεμο με τη Ρωσία να αποδεχτεί τις αποφάσεις των Mεγάλων Δυνάμεων σχετικά με τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Aπό το Σεπτέμβριο του 1828 οι πρεσβευτές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας διασκέπτονταν στον Πόρο με στόχο να καταλήξουν σε μια πρόταση προς τις κυβερνήσεις τους σχετικά με τα εδαφικά όρια του ελληνικού κράτους. Στην κοινή τους πρόταση λήφθηκαν υπόψη, σ' ένα βαθμό, οι διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν με τα υπομνήματα που τους απέστειλε ο Καποδίστριας στις 11/23 Σεπτεμβρίου και 30 Oκτωβρίου/11 Nοεμβρίου. Eισηγήθηκαν λοιπόν να περιληφθούν στην ελληνική επικράτεια οι περιοχές της Στερεάς Eλλάδας που βρίσκονταν νοτίως της γραμμής που συνέδεε τον Aμβρακικό κόλπο στα δυτικά και τον Παγασητικό στα ανατολικά.
Παρά τη γνωμάτευση αυτή κι ενώ η διάσκεψη στον Πόρο δεν είχε ολοκληρωθεί υπογράφτηκε στο Λονδίνο πρωτόκολλο μεταξύ του βρετανού υπουργού Εξωτερικών και των πρεσβευτών των άλλων δύο χωρών. Tο πρωτόκολλο αυτό (4/16 Nοεμβρίου 1828) άφηνε εκτός ελληνικής επικράτειας τη Στερεά Eλλάδα. Στα σύνορα του υπό διαμόρφωση ελληνικού κρατικού μορφώματος θα περιλαμβάνονταν μόνο η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες. Ωστόσο, μερικούς μήνες αργότερα οι προτάσεις της διάσκεψης των τριών πρεσβευτών στον Πόρο έγιναν αποδεκτές. H συνοριακή γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού υιοθετήθηκε από τις Δυνάμεις στο Πρωτόκολλο της 10/22 Mαρτίου 1829 που υπογράφτηκε στο Λονδίνο• στα σύνορα αυτά δεν περιλήφθηκε και η Kρήτη. Tο Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς η Oθωμανική Aυτοκρατορία υποχρεώθηκε να αποδεχτεί το πρωτόκολλο αυτό, στο περιθώριο της συνθηκολόγησής της με τη Pωσία (Συνθήκη Aδριανούπολης).
Στις αρχές του επόμενου έτους και συγκεκριμένα στις 22 Iανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 οι τρεις Mεγάλες Δυνάμεις προχώρησαν στην υπογραφή ενός νέου πρωτοκόλλου, στο Λονδίνο και πάλι, το οποίο έμεινε γνωστό ως το Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας. Eπρόκειτο για την πρώτη επίσημη διεθνή πράξη που αναγνώριζε την Eλλάδα ως κράτος κυρίαρχο και ανεξάρτητο και όχι φόρου υποτελές στην Oθωμανική Aυτοκρατορία. H σημαντική αυτή απόφαση συνοδευόταν από τον προσδιορισμό μιας νέας συνοριακής γραμμής. Στα εδάφη του νέου κράτους περιλαμβάνονταν οι περιοχές που βρίσκονταν μεταξύ των ποταμών Aχελώου στα δυτικά και Σπερχειού στα ανατολικά.
Mε τον τρόπο αυτό αποφευγόταν η γειτνίαση των δυτικών επαρχιών της Aιτωλοακαρνανίας με τη Λευκάδα, που, όπως και τα υπόλοιπα Eπτάνησα, βρισκόταν υπό αγγλική κυριαρχία. Aπό την άλλη δίνονταν στο ελληνικό κράτος, πέραν των Kυκλάδων και της Πελοποννήσου, οι Σποράδες και η Eύβοια. Tέλος, στο Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας η Aγγλία, η Γαλλία και η Pωσία συμφωνούσαν στην αναγόρευση του Λεοπόλδου του Σαξ Kόμπουργκ ως ηγεμόνα του ελληνικού κράτους. Kι αυτές οι αποφάσεις ωστόσο έμελλε να μην είναι οριστικές τόσο όσον αφορά τα σύνορα όσο και ως προς το πρόσωπο και τον τίτλο του ηγεμόνα. H τελική ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος θα επέλθει ενάμισυ περίπου χρόνο αργότερα, στα τέλη Αυγούστου του 1832.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (1839)
Η Συνοριακή Γραμμή Αχελώου - Σπερχειού
Το ζήτημα δημιουργίας ανεξάρτητου ελληνικού κράτους τέθηκε με επιτακτικό τρόπο, για πρώτη φορά στα νεότερα χρόνια, μέσα από την Επανάσταση του 1821.
Αρχικά (1821-1822), οι Μεγάλες Δυνάμεις αντιμετώπισαν με εχθρότητα τον ελληνικό αγώνα. Όμως, οι επιτυχίες των Ελλήνων στα πεδία των μαχών έδειξαν ότι αργά ή γρήγορα θα σχηματιζόταν κάποιας μορφής ελληνικό κράτος. Έτσι, οι Δυνάμεις αναθεώρησαν τη στάση τους απέναντι στους Έλληνες. Η Μεγάλη Βρετανία, αρχικά, και η Ρωσία στη συνέχεια άρχισαν να δείχνουν θερμότερο ενδιαφέρον για την τύχη της Ελληνικής Επανάστασης. Μάλιστα προχώρησαν στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης (1826) που πρόβλεπε τη δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους.
Μετά την άρνηση της οθωμανικής πλευράς να δεχτεί αυτή τη ρύθμιση, η Βρετανία, η Ρωσία και η Γαλλία προχώρησαν στην υπογραφή της Ιουλιανής Σύμβασης του Λονδίνου (1827), η οποία έκανε λόγο για ίδρυση αυτόνομου ελληνικού κράτους. Αντιμετωπίζοντας τη νέα άρνηση του Σουλτάνου, οι Δυνάμεις προχώρησαν σε ναυτική σύγκρουση με την Οθωμανική αυτοκρατορία, τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827), προκειμένου να επιβάλλουν τους όρους τους.
Παρά την ένοπλη επέμβαση των Δυνάμεων, η οποία λειτούργησε υπέρ των Ελλήνων, πολλά προβλήματα έμεναν άλυτα: η ακριβής υπόσταση του νέου κράτους (αυτόνομο, όπως επιθυμούσαν οι Δυνάμεις ή ανεξάρτητο, όπως ήθελαν οι Έλληνες), τα εδάφη που θα περιλάμβανε, η άρνηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να δεχτεί τη δημιουργία ελληνικού κράτους, οποιασδήποτε μορφής.
Παράλληλα, η όξυνση των σχέσεων των Δυνάμεων με την Οθωμανική αυτοκρατορία, εξαιτίας του αποτελέσματος της ναυμαχίας του Ναβαρίνου, οδήγησε στην έκρηξη ενός νέου ρωσοτουρκικού πολέμου (1828-1829). Οι ρωσικές στρατιές όχι μόνο νίκησαν τον τουρκικό στρατό αλλά και έφτασαν λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, η Ρωσία, πανίσχυρη τόσο απέναντι στο Σουλτάνο όσο και απέναντι στις άλλες Δυνάμεις, φαινόταν έτοιμη και ικανή να λύσει μόνο της το Ελληνικό Ζήτημα επιβάλλοντας μια λύση που θα της εξασφάλιζε τα μεγαλύτερα οφέλη.
Αντιμέτωπες μ' ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία συμφώνησαν στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Σημαντικό ρόλο στην κατάληξη αυτή έπαιξε και ο Ιωάννης Καποδίστριας , Κυβερνήτης της Ελλάδας από το 1828, που ασκούσε διπλωματικές πιέσεις στις Δυνάμεις.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) που έμεινε γνωστό ως Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίαςήταν η πρώτη διπλωματική πράξη που υπογράφτηκε από τις Δυνάμεις και την Οθωμανική αυτοκρατορία και αναγνώριζε την ύπαρξη ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με αυτό η ελληνική επικράτεια θα περιλάμβανε τα εδάφη που βρίσκονταν νότια της γραμμής που ενώνει τους ποταμούς Αχελώο και Σπερχειό (συνοριακή γραμμή Αχελώου-Σπερχειού).
Η ρύθμιση αυτή άφηνε έξω από την ελληνική επικράτεια σημαντικό τμήμα της δυτικής Στερεάς Ελλάδας το οποίο βρισκόταν υπό ελληνικό έλεγχο και κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς. Αυτό έγινε για δύο, κυρίως, λόγους: αφενός για να πειστεί η Οθωμανική αυτοκρατορία να αποδεχτεί την ελληνική ανεξαρτησία και αφετέρου γιατί η Μεγάλη Βρετανία δεν επιθυμούσε το νέο ελληνικό κράτος να έχει άμεση γεωγραφική επαφή με τα αγγλοκρατούμενα, τότε, Επτάνησα.
Tέλος, στο Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας η Aγγλία, η Γαλλία και η Pωσία συμφωνούσαν στην αναγόρευση του Λεοπόλδου του Σαξ Kόμπουργκ ως ηγεμόνα του ελληνικού κράτους. Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές έμελλε να μην είναι οριστικές τόσο όσον αφορά τα σύνορα όσο και ως προς το πρόσωπο και τον τίτλο του ηγεμόνα. H τελική ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος θα επέλθει αργότερα, στα τέλη Αυγούστου του 1832.
Τελικά, η δημιουργία της Ελλάδας, του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους, ήταν αποτέλεσμα δύο, κυρίως, παραγόντων: από τη μια πλευρά του πολύχρονου και πολυαίμακτου αγώνα των Ελλήνων για Ανεξαρτησία, που ξεκίνησε με την Επανάσταση του 1821 και από την άλλη πλευρά των διαβουλεύσεων και της παρέμβασης των ισχυρών Δυνάμεων της εποχής.
ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ή ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ
Στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830, (Η Ελληνική Πολιτεία εφάρμοσε το Γρηγοριανό ημερολόγιο το έτος 1923. Η επομένη της 15-2-1923 ονομάσθηκε 1-3-1923.) η Διάσκεψη του Λονδίνου διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, πράξη η οποία συνιστούσε διεθνή αναγνώριση του ελληνικού κράτους, και κατά συνέπεια την ίδρυση και την έναρξη της ύπαρξής του από την άποψη της διεθνούς κοινότητας.
Πριν όμως προχωρήσουμε διεξοδικά για το Πρωτόκολλο του Λονδίνου 1830, ας περιγράψουμε με λίγα λόγια τι είχε προηγηθεί.
Από τη μία οι συνεχής στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων και από την άλλη οι σφαγές και οι καταστροφές των Τούρκων (Μεσολόγγι) δυνάμωσαν τη συμπάθεια για το ελληνικό έθνος (χαρακτηριστική η περίπτωση του λόρδου Βύρωνα που άφησε την τελευταία του πνοή επί ελληνικού εδάφους) αλλά και οι ενέργειες του Μαυροκορδάτου και η διπλωματική παρέμβαση του Καποδίστρια κατέδειξαν με περίτρανο τρόπο στις Μεγάλες Δυνάμεις πως αργά ή γρήγορα θα δημιουργούνταν Ελληνικό Κράτος.
Έτσι οι Μεγάλες Δυνάμεις άρχισαν να αναθεωρούν τη στάση τους απέναντι στους Έλληνες. Η Μεγάλη Βρετανία, αρχικά, και η Ρωσία στη συνέχεια άρχισαν να δείχνουν θερμότερο ενδιαφέρον για την τύχη της Ελληνικής Επανάστασης. Μάλιστα προχώρησαν στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης(1826) που πρόβλεπε τη δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους. (Πιστές στις αρχές τους προσπάθησαν αρχικά να διαφυλάξουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία).
Μετά την άρνηση της οθωμανικής πλευράς να δεχτεί αυτή τη ρύθμιση, η Βρετανία, η Ρωσία και η Γαλλία προχώρησαν στην υπογραφή της Ιουλιανής Σύμβασης του Λονδίνου (1827), η οποία έκανε λόγο για ίδρυση αυτόνομου ελληνικού κράτους. Αντιμετωπίζοντας τη νέα άρνηση του Σουλτάνου, οι Δυνάμεις προχώρησαν σε ναυτική σύγκρουση με την Οθωμανική αυτοκρατορία, τη ναυμαχία του Ναβαρίνου(1827), προκειμένου να επιβάλλουν τους όρους τους.
Παρά την ένοπλη επέμβαση των Δυνάμεων, η οποία λειτούργησε υπέρ των Ελλήνων, πολλά προβλήματα έμεναν άλυτα: η ακριβής υπόσταση του νέου κράτους (αυτόνομο, όπως επιθυμούσαν οι Δυνάμεις ήανεξάρτητο, όπως ήθελαν οι Έλληνες), τα εδάφη που θα περιλάμβανε, η άρνηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να δεχτεί τη δημιουργία ελληνικού κράτους, οποιασδήποτε μορφής.
«...Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου ωστόσο, που υπογράφηκε στις 10-22 Μαρτίου του 1829, περιείχε τον όρο ότι η Ελλάδα θα τελούσε υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης και καθοριζόταν ετήσιος φόρος προς τον σουλτάνο 1.500.000 γρόσια. Οριζόταν συνοριακή γραμμή στο ύψος Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου, ενώ προβλεπόταν επίσης κληρονομικός ηγεμόνας της Ελλάδας χριστιανός, ξένος προς τις βασιλικές οικογένειες των τριών δυνάμεων, που θα εκλεγόταν «κατά συναίνεσιν των τριών Αυλών και της Οθωμανικής Πύλης».
H Υψηλή Πύλη αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις αποφάσεις του Λονδίνου όταν καταβλήθηκε οριστικά από τη Ρωσία. Ενώ στις 27 Ιουλίου του 1829 απέρριπτε υπεροπτικά «την φιλικήν μεσιτείαν των ξένων Αυλών» και δεν δεχόταν «μηδέ και την υποτελή αυτονομίαν των εν Πελοποννήσω Ελλήνων», ύστερα από 18 ημέρες, όταν οι Ρώσοι είχαν διαβεί τον Αίμο και πλησίαζαν προς την Αδριανούπολη, η οθωμανική Πύλη έσπευσε να δηλώσει ότι «υπό αισθημάτων καλοκαγαθίας ορμωμένη, συγκατατίθεται εις την Συνθήκην του Λονδίνου και δέχεται τας προτάσεις των Πρεσβευτών αλλά υπό όρους».
Λίγες ημέρες αργότερα, στο στρατηγείο του ρώσου αρχιστρατήγου στην Αδριανούπολη, οι εκπρόσωποι της οθωμανικής Πύλης υπέγραψαν το κείμενο της Συνθήκης της Αδριανούπολης της 14ης Σεπτεμβρίου του 1829 και αποδέχθηκαν με το άρθρο 10 της Συνθήκης αυτής όχι αόριστα μόνο τη Συνθήκη της 6ης Ιουλίου του 1827 αλλά και το Πρωτόκολλο της 10-22 Μαρτίου 1829, δηλαδή και τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου. Κατά τον μεγάλο άγγλο πολιτικό Γλάδστωνα, η Συνθήκη της Αδριανούπολης υπήρξε «το διεθνές συμβόλαιο της πολιτικής υπόστασης και αυτοτέλειας του ελληνικού κράτους...».
Παράλληλα, η όξυνση των σχέσεων των Δυνάμεων με την Οθωμανική αυτοκρατορία, εξαιτίας του αποτελέσματος της ναυμαχίας του Ναβαρίνου, οδήγησε στην έκρηξη ενός νέου ρωσοτουρκικού πολέμου (1828-1829). Οι ρωσικές στρατιές όχι μόνο νίκησαν τον τουρκικό στρατό αλλά και έφτασαν λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, η Ρωσία, πανίσχυρη τόσο απέναντι στο Σουλτάνο όσο και απέναντι στις άλλες Δυνάμεις, φαινόταν έτοιμη και ικανή να λύσει μόνο της το Ελληνικό Ζήτημα επιβάλλοντας μια λύση που θα της εξασφάλιζε τα μεγαλύτερα οφέλη.
Αντιμέτωπες με ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία συμφώνησαν στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Σημαντικό ρόλο στην κατάληξη αυτή έπαιξε και ο Ιωάννης Καποδίστριας , Κυβερνήτης της Ελλάδας από το 1828, που ασκούσε διπλωματικές πιέσεις στις Δυνάμεις.
Στις 22 Ιανουαρίου – 3 Φεβρουαρίου του 1830 η διάσκεψη του Λονδίνου, ύστερα από αγγλική πρόταση, διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου που υπογράφτηκε από τους πληρεξουσίους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 όριζε:
«H Ελλάς θέλει σχηματίσει έν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν» .
H πανηγυρική αυτή διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας συνιστούσε διπλωματική πράξη ιδρυτική του ελληνικού κράτους. H διεθνής αναγνώριση του ελληνικού κράτους σήμαινε έναρξη της υπάρξεώς του από την άποψη της διεθνούς κοινωνίας. H πρόοδος σχετικά με τους αντίστοιχους ορισμούς του Πρωτοκόλλου της 10-22 Μαρτίου 1829 ήταν μεγάλη και είχε σπουδαιότητα κρίσιμη. Αντίθετα οι ορισμοί του Πρωτοκόλλου εκείνου για τα σύνορα του ελληνικού κράτους αθετούνταν μερικώς με ό,τι όριζε πολύ δυσμενέστερα για την Ελλάδα το άρθρο 2 του νέου Πρωτοκόλλου.
Έτσι η ελληνική επικράτεια θα περιλάμβανε τα εδάφη που βρίσκονταν νότια της γραμμής που ενώνει τους ποταμούς Αχελώο και Σπερχειό (συνοριακή γραμμή Αχελώου-Σπερχειού).
Η ρύθμιση αυτή άφηνε έξω από την ελληνική επικράτεια σημαντικό τμήμα της δυτικής Στερεάς Ελλάδας το οποίο βρισκόταν υπό ελληνικό έλεγχο και κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς. Αυτό έγινε για δύο, κυρίως, λόγους: αφενός για να πειστεί η Οθωμανική αυτοκρατορία να αποδεχτεί την ελληνική ανεξαρτησία και αφετέρου γιατί η Μεγάλη Βρετανία δεν επιθυμούσε το νέο ελληνικό κράτος να έχει άμεση γεωγραφική επαφή με τα αγγλοκρατούμενα, τότε, Επτάνησα.
Tέλος, στο Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας η Aγγλία, η Γαλλία και η Pωσία συμφωνούσαν στην αναγόρευση του Λεοπόλδου του Σαξ Kόμπουργκ ως ηγεμόνα του ελληνικού κράτους. Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές έμελλε να μην είναι οριστικές τόσο όσον αφορά τα σύνορα όσο και ως προς το πρόσωπο και τον τίτλο του ηγεμόνα. H τελική ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος θα επέλθει αργότερα, στα τέλη Αυγούστου του 1832.
Τελικά, η δημιουργία της Ελλάδας, του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους, ήταν αποτέλεσμα δύο, κυρίως, παραγόντων: από τη μια πλευρά του πολύχρονου και πολυαίμακτου αγώνα των Ελλήνων για Ανεξαρτησία, που ξεκίνησε με την Επανάσταση του 1821 και από την άλλη πλευρά των διαβουλεύσεων και της παρέμβασης των ισχυρών Δυνάμεων της εποχής.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 (αποσπάσματα)
1. Η Ελλάς θέλει σχηματίσει εν κράτος ανεξάρτητον και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν.
2. Η διοριστική γραμμή των συνόρων της Ελλάδος, αρξαμένη από τας εκβολάς του Ασπροποτάμου, θέλει ανατρέξει τον ποταμόν αυτόν έως κατέναντι της λίμνης του Αγγελοκάστρου, και διασχίσασα τόσον αυτήν την λίμνην όσον και τας του Βραχωρίου και της Σταυροβίτσας, θέλει καταλήξει εις το όρος Αρτοτίνα, εξ ου θέλει ακολουθήσει την κορυφήν του όρους 'ξου, την κοιλάδα της Κοτούρης και την κορυφήν του όρους Οίτης έως τον κόλπον του Ζητουνίου, εις τον οποίον θέλει καταντήσει προς τας εκβολάς του Σπερχειού.
Όλαι αι χώραι και τόποι κείμενοι προς Μεσημβρίαν αυτής της γραμμής, την οποίαν το συμβούλιον εχάραξεν επί του ενταύθα υπό στοιχείον Στ συναπτομένου γεωγραφικού πίνακος, θέλουν ανήκει εις την Ελλάδα.
Θέλουν ανήκει ωσαύτως εις την Ελλάδα η νήσος Εύβοια ολόκληρος, αι Δαιμονόνησοι, η νήσος Σκύρος και αι νήσοι, αι εγνωσμέναι το αρχαίον υπό το όνομα Κυκλάδες, συμπεριλαμβανομένης και της νήσου Αμοργού.
3. Η Ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας. Θέλει εμπιστευθή εις ένα Ηγεμόνα, όστις δεν θέλει είναι δυνατόν να εκλεχθή μεταξύ των οικογενειών των βασιλευουσών εις τας Επικρατείας τας υπογραψάσας την συνθήκην της 6ης Ιουλίου 1827, και θέλει φέρει τον τίτλον Ηγεμών Κυριάρχης της Ελλάδος.
Από τα σχέδια έως την τελική ρύθμιση
1. ΙΣΘΜΟΣ: Με το δεύτερο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Νοέμβριος 1828) η Ελλάδα εκτείνεται μέχρι τον Ισθμό. Περιλαμβάνονται στα σύνορά της «η Πελοπόννησος, αι παρακείμεναι νήσοι και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες». Προορίζεται να είναι αυτόνομη υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου.
2. ΒΟΛΟΣ-ΑΡΤΑ: Το τρίτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Μάρτιος 1829) προβλέπει τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Περιλαμβάνουν τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και τις Κυκλάδες. Το νέο κράτος προβλέπεται να βρίσκεται υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου.
3. ΑΧΕΛΩΟΣ-ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ: Με το τέταρτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1830) τα σύνορα ορίζονται από τη γραμμή των ποταμών Αχελώου (Ασπροπόταμου) και Σπερχειού. Περιλαμβάνεται η «Νήσος Εύβοια ολόκληρος, αι Δαιμονόνησοι (Σποράδες), η νήσος Σκύρος και αι νήσοι αι εγνωσμέναι το αρχαίον υπό το όνομα Κυκλάδες, συμπεριλαμβανομένης και της νήσου Αμοργού».
4. ΒΕΛΤΙΩΣΗ: Με το πέμπτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Σεπτέμβριος 1831) αίρονται οι εδαφικοί περιορισμοί του προηγούμενου Πρωτοκόλλου. Αποφασίζεται η «βελτίωση των ορίων της Ελλάδας διά διαπραγματεύσεων με την Οθωμανικήν Πύλην».
5. ΠΑΓΑΣΗΤΙΚΟΣ ΑΜΒΡΑΚΙΚΟΣ: Μετά εξάμηνες διαπραγματεύσεις υπογράφτηκε ο Διακανονισμός της Κωνσταντινουπόλεως (Ιούλιος 1832). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπογράφει μαζί με τις τρεις Δυνάμεις αποδεχόμενη τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Την ακριβή χάραξη αναλάμβανε επιτροπή οροθετών.
6. Η ΛΑΜΙΑ: Με το έκτο και τελευταίο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Αύγουστος 1832) η αμφισβητούμενη μέχρι τότε από την Πύλη περιοχή της Λαμίας (Ζητούνι) επιδικάζεται στην Ελλάδα. Διακήρυξη των αντιπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων για την «αποπεράτωση» του ελληνικού ζητήματος.
7. ΕΚΤΑΣΗ-ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ: Επιτροπή οροθετών από εκπροσώπους των τριών Δυνάμεων, της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 1832) χαράσσει τα τελικά σύνορα. Η συνοριακή γραμμή αναγνωρίζεται από Οθωμανούς (Δεκέμβριος 1832) και Ελληνες (Φεβρουάριος 1833). Το τελευταίο γίνεται αμέσως μετά την έλευση του Οθωνα και την ανακοίνωση για την κατάληψη Αττικής, Φθιώτιδας και Εύβοιας. Η ανεξάρτητη Ελλάδα έχει έκταση 47.516 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 750.000 κατοίκους.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Η Ελλάδα μεγάλωνε και μίκραινε αναλόγως με τα συγκυριακά συμφέροντα των τριών Μεγάλων Δυνάμεων
Τέτοιες μέρες, τον Μάρτιο του 1830, επιδίδονταν στις ελληνικές και τις οθωμανικές αρχές το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. To περίφημο κείμενο, που έχει περάσει στην ιστορία μας ως η συνθήκη ανεξαρτησίας της Ελλάδας.
Το ιστορικό ντοκουμέντο, με τα 11 άρθρα του, είχε υπογραφεί στις 22 Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου με το νέο ημερολόγιο) από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και διευθετούσε το «ελληνικό ζήτημα».
Ηταν το τέταρτο στη σειρά (είχαν προηγηθεί άλλα τρία Πρωτόκολλα από το 1828 ) στο πλαίσιο της διαρκούς Διάσκεψης του Λονδίνου για το ανατολικό ζήτημα και συνιστούσε έναν συμβιβασμό μεταξύ των συμφερόντων των «προστάτιδων» δυνάμεων. Προβλεπόταν η ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους κι όχι αυτόνομου, υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, όπως στο παρελθόν.
Πλην όμως, το νέο κράτος περιοριζόταν εδαφικά, αφού τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα ορίζονταν προς Βορρά από τη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού κι όχι από τη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού, όπως είχε συμφωνηθεί πριν από ένα περίπου χρόνο (3ο Πρωτόκολλο του Μαρτίου 1829). Ετσι, δεν συμπεριλαμβάνονταν στο ελληνικό κράτος μεγάλο τμήμα της Στερεάς (Ακαρνανία και μέρος της Αιτωλίας).
Βρετανικές αντιρρήσεις
Η εδαφική συρρίκνωση, όπως επισημαίνει το σύνολο των ιστορικών, οφειλόταν κυρίως στη βρετανική στάση. Το Λονδίνο, αφενός δεν επιθυμούσε ένα κράτος αυτόνομο, που θα μπορούσε να εύκολα να γίνει «ρωσικό όργανο». Αφετέρου θεωρούσε ότι τα συμφέροντά του στα Ιόνια Νησιά που κατείχε τότε θα δοκιμάζονταν, αν οι απέναντι ακτές της Στερεάς ανήκαν στο Ελληνικό κράτος.
Ετσι κι αλλιώς, είτε ανεξάρτητο είτε αυτόνομο, το υπό ίδρυση Ελληνικό κράτος η Μεγάλη Βρετανία ήθελε, σε πρώτη φάση, να περιλαμβάνει μόνο την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες.
Τυπικά, ο περιορισμός των συνόρων δικαιολογούνταν από τους αντιπροσώπους των τριών Δυνάμεων με το επιχείρημα ότι θα έπρεπε να δοθεί αντάλλαγμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να υποχωρήσει, ώστε να αναγνωρισθεί στην Ελλάδα πολιτική ανεξαρτησία.
Λίγες μέρες μετά την κοινοποίηση του Πρωτοκόλλου στον Σουλτάνο οι οθωμανικές αρχές απάντησαν στους πρεσβευτές των τριών Προστάτιδων Δυνάμεων ότι αποδέχονται τις σχετικές αποφάσεις. Ετσι, αναγνώρισαν την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Διαφορετικές ήταν οι εξελίξεις στην Ελλάδα. Το Πρωτόκολλο κοινοποιήθηκε στην κυβέρνηση, δηλαδή στον Καποδίστρια, μαζί με διακοίνωση. Σύμφωνα με αυτήν έπρεπε αμέσως οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις να αποχωρήσουν απ όλα τα μέρη τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονταν στα νέα σύνορα.
Ο Καποδίστριας αποδέχτηκε το Πρωτόκολλο, αλλά θα αρχίσει έναν συστηματικό και ανένδοτο αγώνα για τη διεύρυνση των συνόρων. Σε αυτόν θα φανεί όλη η διπλωματική ευστροφία του. Δεκατρείς μέρες πριν δολοφονηθεί, θα προλάβει να δει την πολιτική του να αποδίδει καρπούς.
Χάρισμα ή κατάκτηση;
› Η συμβολή των Μεγάλων Δυνάμεων στη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους είναι δεδομένη... Η Επανάσταση όμως είχε γίνει πρόβλημα ευρωπαϊκό. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε μονοσήμαντα για μια ελευθερία που χαρίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις στους επαναστατημένους Ελληνες, ούτε ότι οι Ελληνες κέρδισαν από μόνοι τους εκείνη τη στιγμή την ελευθερία τους ή ότι δεν μπορούσαν να την κερδίσουν...
Ερήμην των Ελλήνων
› Τα πρωτόκολλα και οι συνθήκες από το 1827 μέχρι το 1832 είναι μονομερείς αποφάσεις, που ελήφθησαν από τις μεγάλες δυνάμεις χωρίς τη συμμετοχή των Ελλήνων... Αντανακλούν πολύ περισσότερο τους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων και την προσπάθεια να βρεθεί κάποιος συμβιβαστικός δρόμος ανάμεσα στα αντιμαχόμενα συμφέροντά τους, παρά ένα πνεύμα δικαιοσύνης ή, τουλάχιστον, τη φροντίδα για μια βιώσιμη λύση της ελληνοτουρκικής διαφοράς που θα έπαιρνε υπόψη στοιχειώδη συμφέροντα των λαών.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Οι «τρεις αγχόνες» και ο Καποδίστριας
Η εδαφική συρρίκνωση των συνόρων προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα στη Δυτική Ελλάδα. Στους δρόμους και τα καφενεία η ελληνική αθυροστομία εξαντλούνταν κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας. Χαρακτηριστικό είναι πως στο Ναύπλιο το καφενείο Les trois Puissances (Οι Τρεις Δυνάμεις) μετονομάστηκε χλευαστικά σε Les trios Potences (Οι Τρεις Αγχόνες).
Αποδέκτης της ογκούμενης διαμαρτυρίας ήταν και ο Κυβερνήτης, ο οποίος χρεώθηκε τις εξελίξεις λόγω κακών χειρισμών, όπως κρίνανε πολλοί. Οι κατηγορίες αυτές συμπλέκονταν μαζί με κείνες που του αποδίδανε - όχι αδικαιολόγητα- για δικτατορικές τάσεις και αυταρχισμό.
Αλλά και ίδιος ο Καποδίστριας, πραγματικά αγανάκτησε από τη νέα τροπή των πραγμάτων. Ηταν πεισμένος ότι η «επιμονή των δυτικών δυνάμεων να περιορίσουν την εδαφική έκταση της Ελλάδας είναι ενδεικτική των επιδιώξεών τους να υποβιβάσουν τη χώρα σε αποικία τους».
Ο Καποδίστριας προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Αποδεχόμενος το Πρωτόκολλο δήλωσε διπλωματικά ότι μόνο η Εθνοσυνέλευση ήταν σε θέση να επικυρώσει οριστικές αποφάσεις.
Ετσι άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για βελτιώσεις στη συνοριακή γραμμή. Ούτε δέχτηκε να αποσύρει αμέσως τον ελληνικό στρατό από τις περιοχές που δεν συμπεριλαμβάνονταν στα σύνορα, όπως αξίωνε η Αγγλία. Αυτό θα γινόταν, δήλωνε, αν αποχωρούσαν και οι Οθωμανοί από την Αττική και την Εύβοια. Παράλληλα πρόβαλλε το σοβαρό πρόβλημα που θα προκαλούσε η συρροή προσφύγων από τα εκτός συνόρων εδάφη. Ενώ δεν παρέλειπε να επικαλείται ότι η απόσυρση των δυνάμεων θα ήταν δυνατή μόνο μετά την ολοκλήρωση της επιτροπής οροθετών.
Επιχείρησε ακόμη να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του προς τις τρεις Δυνάμεις με τη συνδρομή του πρίγκιπα Λεοπόλδου, ο οποίος είχε οριστεί ως μονάρχης της Ελλάδας. Σε συνεννόηση με τον Καποδίστρια ο Γερμανός πρίγκιπας και μελλοντικός μονάρχης, πράγματι, κινήθηκε για τη βελτίωση των συνόρων. Ζήτησε, μάλιστα, από τους Βρετανούς να συμπεριλάβουν ακόμη και την Κρήτη στο νέο κράτος. Τελικά, ένας από τους λόγους της παραίτησής του από τον θρόνο (Μάιος 1830) ήταν ο φόβος του να βασιλεύσει σε μια φτωχή χώρα με τόσο μειωμένα σύνορα.
Το διάστημα που μεσολάβησε από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου έως την παραίτηση του Λεοπόλδου, αλλά και το επόμενο, μέχρι να βρεθεί άλλος υποψήφιος μονάρχης, το ευρωπαϊκό σκηνικό μεταβαλλόταν. Η σύνθεση των εκπροσώπων των τριών Δυνάμεων στη Διάσκεψη του Λονδίνου άλλαξε και ήταν λιγότερο άκαμπτη.
Ετσι, έγινε δυνατή η διεύρυνση, τελικά, των ελληνικών συνόρων και επιλέχτηκε ο ανήλικος Οθων για να βασιλεύσει. Παρά το γεγονός ότι η χώρα ασφυκτιούσε μέσα σε στενά σύνορα -περιοχές με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς (Θεσσαλία, Μακεδονία, Ηπειρος, Θράκη, Μικρά Ασία, Κρήτη, Σάμος, άλλα νησιά) βρίσκονταν εκτός των ορίων του πρώτου νεοελληνικού κράτους, επιβλήθηκε ξενόφερτη κληρονομική μοναρχία- το μεγάλο νέο ήταν η γέννηση του πρώτου κράτους στη Βαλκανική.
Οι επικυρώσεις
Εντελής ανεξαρτησία
› Η Ελλάς θέλει σχηματίσει εν κράτος ανεξάρτητον και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά τα προσφεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησία...
(Το πρώτο άρθρο του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 22 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου του 1830).
Η Ελληνική έγκριση
› Ηύχετο η Γερουσία να ευρίσκετο εις θέσιν του να εκφράση ζωηρώτατα... τα αισθήματα της βαθείας ευγνωμοσύνης... Με όλον τούτο εγκρίνει παμψηφεί ...και οσονούπω θέλει εκφράσει τας λεπτομερείς σκέψεις και παρατηρήσεις της
(η πρώτη ελληνική αντίδραση στο Πρωτόκολλο).
Η συγκατάθεση της Πύλης
› Δίδει η Υψηλή Πύλη εις τούτο την συγκατάθεσίν της και αποδέχεται τα περί αυτό αποφασισθέντα, ως αφορώντα εις το να παρέξωσιν εις τον τόπον ασφάλειαν και ησυχίαν και να στερεώσωσι την καθολικήν ευδαιμονίαν...
(Η απάντηση του Σουλτάνου στο Πρωτόκολλο).
Η συμφωνία στην 28η Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ (COP 28) στο Ντουμπάι των ΗΑΕ το Δεκέμβρη του 2023 καταλήγοντας τις 12 Δεκεμβρίου 2023 για σταδιακή απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα.
Στις 18 Ιουλίου 2019 το Βρετανικό Εθνικό Αρχείο, είχε αποδεσμεύσει και έγγραφα για τις μυστικές συνεργασίες του Χ. Κίσινγκερ με τους Βρετανούς, τα οποία δημοσίευσα.
Ὁ χλευασμὸς τους προέρχεται ἀπὸ τὴν μοχθηρὴ καρδιά· τὸ χαμόγελό σου ἂς εἶναι χωρὶς κακία. Ὁ χλευασμὸς ἁρμόζει στὴν ἄγνοια, ἐνῶ στὴ γνώση ἁρμόζει τὸ χαμόγελο. Μὲ τὸν χλευασμό τους αὐξάνουν τὴν τιμὴ τῆς προσευχῆς σου μπροστὰ στὸν αἰώνιο Δικαστή.
Ἔχοντας ὑπομείνει τή δυσωδία τῶν φρικτῶν συγγραφέων πού παρατίθενται στό βιβλίο «Ἕλξη καί πάθος» εἶναι, φρονῶ, ἀναγκαῖο νά παραθέσουμε τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων σχετικά μέ τή μανία τῆς ὁμοφυλοφιλίας.
Ανάμεσα στους διαπρεπέστερους θεολόγους και μαχητικότερους αγωνιστές της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως εξέχουσα θέση κατέχει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος αναδείχθηκε «οὐρανόφωτος φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας» και «πανάριστος μυστογράφος τῶν ἀρρήτων», «κρουνός σοφίας» και «διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας καί τῆς σεμνότητος», «θεόπνευστο ἐγκαλλώπισμα τῶν μοναζόντων» και «στερρός ὑπέρμαχος τῆς ἀληθείας», όπως τόσα εύστοχα υμνείται και γεραίρεται μέσα από την Ιερά του Ακολουθία.
«Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. 17,17)
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...