Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Εξαπάτησις.
Ο Νικόλαος, ο ένδοξος νεομάρτυρας του Χριστού, γεννήθηκε στο Καρπενήσι της Ευρυτανίας από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Οι γονείς του τον ανάθρεψαν πολύ καλά και χριστιανικά και τον έστειλαν στο σχολείο, όπου και έμαθε τα ιερά γράμματα. Όταν έγινε δέκα πέντε ετών τον πήρε ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν παντοπώλης και τον είχε στο εργαστήρι του σ’ ένα μέρος που λεγόταν Ταχτά Καλέ.
Απέναντι απ’ το εργαστήρι του είχε το κουρείο του ένας Αγαρηνός φίλος του πατέρα του και που ήξερε καλά τα τουρκικά γράμματα. Σ’ αυτόν λοιπόν έστειλε τον Νικόλαο ο πατέρας του για να μάθει και τουρκικά γράμματα. Αυτό φυσικά ήταν πολύ επικίνδυνο και μπορούσε να έχει άσχημες συνέπειες για τον νέο και να τον χωρίσει σιγά › σιγά απ' την πίστη του Χριστού.
Στον Νικόλαο όμως έγινε εντελώς το αντίθετο. Καθώς, λοιπόν, διδασκόταν τα τουρκικά γράμματα και όπως ήταν πολύ έξυπνος, τα μάθαινε τόσο γρήγορα κι εύκολα, ώστε τον θαύμαζε ο δάσκαλός του και τον φθονούσε για τη γρήγορη πρόοδό του. Έτσι, έβαλε στο μυαλό του και πήρε την απόφαση αν βρει τρόπο να τουρκέψει τον νέο, να τον κάνει δηλαδή Μωαμεθανό. Μηχανεύτηκε, λοιπόν, το εξής κακούργημα.
Μία μέρα φώναξε κι άλλους Τούρκους, αυτούς που τους έλεγαν Γενίτσαρους. και τους είπε:
› O παντοπώλης αυτός έχει ένα γιο πολύ φρόνιμο και πολύ έξυπνο στα γράμματα, τόσο, ώστε μόλις του παραδώσω το μάθημα το μαθαίνει αμέσως. Σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, να βοηθήσετε και σεις για να τουρκέψουμε ένα τέτοιο προκομμένο παιδί.
Βρήκε ακόμη και τον τρόπο αυτός και τους τον εξήγησε κι εκείνοι του υποσχέθηκαν ότι θα τον βοηθήσουν σ’ αυτό όσο μπορούν.
Έπειτα από λίγες μέρες έγραψε ο κουρέας το σαλαβάτι, δηλαδή την ομολογία της πίστεώς τους, και το είχε έτοιμο. Όταν ήρθε για το μάθημα ο Νικόλαος, όπως συνήθιζε, αφού του παρέδωσε το μάθημα ο δάσκαλος, στο τέλος του έδωσε στα χέρια το σαλαβάτι και του είπε μπροστά στους Γενίτσαρους που είχαν έρθει εν τω μεταξύ.
› Διάβασε αυτόν τον τεσκερέν.
Πήρε το γράμμα ο Νικόλαος, χωρίς να ξέρει ότι είναι το σαλαβάτι τους, και το διάβασε. Αμέσως εκείνοι οι Τούρκοι, σύμφωνα με την εντολή του κουρέα, φώναξαν και του είπαν:
› Έγινες Τούρκος, Νικόλαε, γιατί διάβασες το σαλαβάτι.
Ξαφνιάστηκε από το τέχνασμα ο Νικόλαος και είπε:
› Είμαι Χριστιανός και όχι Μωαμεθανός, όπως λέτε εσείς. Εγώ είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι μάθημα μου δώσει ο δάσκαλός μου.
Στον κριτή.
Εκείνοι τότε άρπαξαν τον νέο και τον οδήγησαν με τη βία στον καϊμακάμη, δηλαδή στον επίτροπο του Βεζύρη. Όταν τον πήγαν, λοιπόν, στον καϊμακάμη άλλοι φώναζαν, άλλοι ψευδομαρτυρούσαν κι άλλοι κατηγορούσαν κι έλεγαν:
› Αυτός ο άνθρωπος, αφέντη, έκανε σαλαβάτι μπροστά μας κι αν θέλεις να βεβαιωθείς για την αλήθεια δες και τον τεσκερέ που το έχει γραμμένο και το διαβάζει κάθε ώρα. Τώρα τον παρακινούμε να γίνει Τούρκος κι αυτός κοροϊδεύει την πίστη μας.
› Νικόλαε, αφού έγραψες και διαβάζεις το σαλαβάτι, γιατί έπειτα δε γίνεσαι Τούρκος; του είπε ο καϊμακάμης.
Τότε χωρίς καμιά δειλία και με τόνο πολύ έντονο αποκρίθηκε στον κριτή ο Νικόλαος.
› Σήμερα, ύστερα απ' το μάθημα, ο δάσκαλός μου μου έδωσε κι αυτό το γράμμα και μου είπε να το διαβάσω, αλλά εγώ δεν ήξερα ότι είναι το σαλαβάτι σας. Εγώ, νόμιζα ότι επειδή είναι δάσκαλός μου είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι γράμμα μου δώσει.
› Επειδή, Νικόλαε, διάβασες το σαλαβάτι πρέπει να γίνεις Τούρκος, ξαναείπε ο κριτής. Εγώ έπειτα θα σού δώσω μεγάλο αξίωμα, όποιο θέλεις. Θα σε πλουτίσω, θα σε τιμήσω και θα σε δοξάσω μέσα στα βασίλεια.
› Εγώ είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου πιστεύω Θεό αληθινό, απάντησε ο Άγιος. Οι τιμές και τα αξιώματα που μου υπόσχεσαι δε μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Στο Χριστό πιστεύω. για το όνομά Του πεθαίνω. Τούρκος δεν γίνομαι.
Περιτομή με τη βία.
Βλέποντας ο καϊμακάμης ότι δεν κατορθώνει τίποτε, κάνει το εξής: Διατάζει να δέσουν τα χέρια του πίσω και να τον κρεμάσουν σ’ ένα στύλο του μεγάρου του κι έπειτα του λέει:
› Νικόλαε, δες τι πρόκειται να σου κάνομε. Γι' αυτό γίνε με το καλό Τούρκος.
› Είσαι εξουσιαστής, γι' αυτό κάνε ότι θέλεις, απάντησε ο νέος. Εγώ είμαι Χριστιανός. Δε λέει το κιτάπι σας (το Κοράνιο) να μη κάνετε Τούρκο με τη βία κανένα;
Τότε έδωσε διαταγή ο κριτής να του κάνουν περιτομή νομίζοντας ότι θα πεισθεί έτσι και θα ομολογήσει τη θρησκεία τους σαν αληθινή. Αυτός όμως πιο έντονα ακόμη φώναζε:
› Γιατί με κόβετε; εγώ είμαι Χριστιανός. Στον Χριστό μου πιστεύω σαν Θεό αληθινό. Και το σώμα μου όλο αν το κατακόψετε σε μικρά κομματάκια τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Σ' αυτόν πιστεύω, αυτόν λατρεύω, αυτόν έχω βοηθό, που στέκεται αόρατα και με δυναμώνει.
› Συ έκανες σαλαβάτι, Νικόλαε, του είπαν πάλι οι Τούρκοι, κι εμείς σου κάναμε περιτομή, τώρα είσαι Τούρκος.
› Ψέματα λέτε. εγώ είμαι Χριστιανός και μόνο στον Χριστό μου πιστεύω, ήταν η σταθερή απάντηση του Αγίου.
Φυλάκιση και βασανιστήρια.
Βλέποντας ο καϊμακάμης ότι ούτε και με την περιτομή δεν κατόρθωσε τίποτε, έδωσε διαταγή να τον βάλουν στη φυλακή των κακούργων και των φονιάδων δίνοντας παραγγελία στους φύλακες να μη του δώσουν ούτε ψωμί, ούτε νερό. Έτσι έμεινε στη φυλακή εξηνταπέντε μέρες. Έπειτα τον αποφυλάκισαν και τον πήγαν πάλι στον καϊμακάμη, ενώ το πρόσωπό του ήταν χαρούμενο και λαμπρό σαν να ήταν σε συμπόσιο γάμου. Οι κατήγοροί του εν τω μεταξύ φώναζαν:
› Ή να γίνει Τούρκος ή να θανατωθεί.
Ο καϊμακάμης τον ρώτησε πάλι αν τυχόν μετανόησε και δέχεται την πίστη του Μωάμεθ. Αυτός όμως πήρε περισσότερο θάρρος και με μεγαλύτερη τόλμη φώναζε:
› Είμαι Χριστιανός και στον Χριστό μου πιστεύω. Δεν αρνούμαι των Χριστό μου κι αν μου κάνετε μύρια βασανιστήρια.
Τον φυλάκισαν, λοιπόν, πάλι και συχνά τον έδερναν αλύπητα. Ενώ βρισκόταν στη φυλακή και μαστιγωνόταν άσπλαχνα απ' τους αιμοβόρους δημίους, τον επισκέφθηκε ο Αγαρηνός που ήταν ιδιοκτήτης του εργαστηρίου κι επειδή ήταν πάμπλουτος του υποσχόταν να του δώσει την θυγατέρα του μαζί με πολύ μεγάλη προίκα και εργαστήρια με μεγάλη αξία, αν γινόταν Τούρκος. Αυτά όμως όλα τα θεώρησε ο Νικόλαος σαν όνειρα και σκιά και σκόνη.
› Εγώ, έλεγε, έχω πλούτο που δεν μπορούν να τον κλέψουν μέσα στην καρδιά μου, την πίστη του Χριστού μου. Αυτός μου έχει ετοιμάσει στον ουρανό δόξα αμάραντη και τιμή ανυπέρβλητη, χαρά και βασιλεία ατέλειωτη, που για το πολλοστημόριό της δεν είναι αντάξιος όλος ο κόσμος.
Όταν τ' άκουσε αυτά απ' το Μάρτυρα ο Αγαρηνός, έφυγε άπρακτος. Έπειτα πάλι με διαταγή του καϊμακάμη αποφυλάκισαν τον Άγιο και τον πήγαν στον κριτή. Ο κριτής βλέποντάς τον πολύ νέο και το πρόσωπό του φωτεινό άρχισε με πολλή ημερότητα να τον κολακεύει.
› Άκουσέ με, νέε μου, και μη θέλεις τόσο πρόωρα να χάσεις τη ζωή σου. Έλα στην πίστη μας και τότε θα καταλάβεις την ωφέλεια και το καλό της επειδή τώρα είσαι ανήλικος και δε μπορείς να καταλάβεις την αλήθεια.
› Είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, επανέλαβε με θάρρος πάλι ο μάρτυρας. Γιατί καθυστερείτε; Αυτή τη χάρι μόνο σας ζητώ, να μου δώσετε όσο γίνεται γρηγορότερα τον θάνατο.
Μαρτύριο.
Ακούγοντας αυτά ο κριτής και βλέποντας απ' την ασάλευτη στάση του ότι δεν ήταν δυνατό να τον αλλάξει απ' την πίστη του Χριστού, για να μη ντροπιάζεται περισσότερο, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Τον παρέδωσε, λοιπόν, στον έπαρχο κι εκείνος τον έδεσε και τον έφερε στο εργαστήρι του, στον Ταχτά Καλέ. Περνώντας απ' εκεί ο Μάρτυρας ήταν όλος χαρά και το πρόσωπό του άστραφτε σαν να πήγαινε σε γάμο κι όχι στον θάνατο.
Όταν έφθασε στον καθορισμένο τόπο του Μαρτυρίου γονάτισε ο Άγιος και όσο μπορούσε άπλωσε το λαιμό του, για να τον αποκεφαλίσει ο δήμιος εύκολα και γρήγορα. Του έκοψαν το κεφάλι ενώ προσευχόταν στις 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1672 και έτσι πήρε το στεφάνι του Μαρτυρίου.
Μερικοί Χριστιανοί πήγαν στον κριτή και του έδωσαν αρκετά χρήματα, για να πάρουν το Άγιο λείψανο. Έπειτα το μετέφεραν και το έθαψαν με ευλάβεια στο Μοναστήρι της Παναγίας που ονομάζεται Χάλκη.
Πολλά θαύματα έγιναν με το αίμα το μαρτυρικό του Αγίου και θεραπεύτηκαν πολλές αρρώστιες. Κάποιος ευλαβής πήρε το μαντήλι που είχαν δεμένα τα μάτια του Μάρτυρα, όταν τον αποκεφάλισαν, όπως ήταν συνήθεια, κι αφού το έβαλε πάνω σε κάποιον άνθρωπο που είχε θέρμη χρόνια, τον γιάτρεψε αμέσως με τη χάρη και τη μεσιτεία του Αγίου.
Η Εκκλησία μας τιμά και γιορτάζει τη μνήμη του Μάρτυρα Νικολάου στις 23 Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκας ἤνεγκας τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, νῖκος ἔδωκας τῇ σῇ πατρίδι τῇ καλλινίκῳ ἀθλήσει, Νικόλαε. Νεομαρτύρων ἡ δόξα ἡ ἄφθιτος, ὁδὸν Κυρίου νεότητι ἔδειξας· ταῖς πρὸς Χριστὸν θερμαῖς δεήσεσιν ὅθεν ἱκέτευε ἀεὶ νίκας χαρίζεσθαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Καλλιδρόμης κλεινὸν ἀξιάγαστον βλάστημα καὶ Σχολῶν Εὐγενίου θεοδίδακτον καύχημα, Νικόλαον τιμήσωμεν πιστοί, νεώτατον Χριστοῦ τὸν μιμητήν, τὴν τῶν νέων ἀρετὴν ἀθλητικῶς κρατύνοντα. Δόξα τῷ δεδοκότι τὴν ἀλκήν, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι ἐν παισὶν ἀεὶ θαυμάσια.
Μεγαλυνάριον
Τὸν Καρπενησίου κλεινὸν βλαστὸν καί τῆς νεολαίας Θεοφώτιστον ὁδηγόν, τῶν Νεομαρτύρων τὸν μέγα ἀριστέα, Νικόλαον τὸν Νέον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν ἐν παιδομάρτυσι θαυμαστόν, ἐκ Καρπενησίου Χριστομίμητον ὁδηγόν, εὐλαβῶν νέων ὑπέρμαχον προστάτην, Νικόλαον τὸν νέον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
ΠΗΓΗ: (Βίοι Αγίων, Έκδοσις Ορθοδόξου Ιδρύματος «Ο Απόστολος Βαρνάβας») Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ανάμεσα στη χορεία των Νεομαρτύρων της Εκκλησίας μας υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι χαρακτηρίζονται: «εξ Αγαρηνών». Πρόκειται για πολλούς τούρκους μουσουλμάνους, οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό και αξιώθηκαν του μαρτυρίου.
Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος νεομάρτυρας Ιωάννης ο εξ Αγαρηνών, ο Βραχωρίτης, τούρκος στην καταγωγή, γιός του φημισμένου Σεΐχη της Κόνιτσας και δερβίσης, δηλαδή θρησκευτικός αρχηγός και δάσκαλος της περιοχής. Γεννήθηκε περί το 1790 στην Κόνιτσα και ονομαζόταν Χασάν. Ο πλούσιος και ευγενής πατέρας του φρόντισε να του εμπεδώσει τις αρχές του Ισλάμ και να σπουδάσει κοντά σε ξακουσμένους ιεροδιδασκάλους του Ισλάμ. Κατόπιν τον έστειλε στα Γιάννενα, όπου σε ηλικία είκοσι ετών έγινε και αυτός δερβίσης. Ο Αλή Πασάς εκτίμησε τα χαρίσματά του και τις ικανότητές του και τον έστειλε στον διοικητή της Αιτωλοακαρνανίας Γιουσούφ Αράπη, να υπηρετήσει στην αυλή του, στο Βραχώρι (σημερινό Αγρίνιο), ως δερβίσης. Εκείνος τον δέχτηκε με χαρά, διότι ήταν και φίλος του πατέρα του, αναθέτοντάς του την θρησκευτική επιστασία της περιοχής, διδάσκοντας το Κοράνιο και στηρίζοντας στους μουσουλμάνους.
Αλλά ο νεαρός δερβίσης Χασάν ήταν άνθρωπος καλής θελήσεως. Διέθετε αγαθή ψυχή και έδειχνε συμπόνια για όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως καταγωγής και θρησκείας. Μάτωνε η ψυχή του βλέποντας τα δεινά των υποδούλων Χριστιανών, ενοχλούμενος για τις θηριωδίες των ομοφύλων του. Δε μπορούσε να δικαιολογήσει τη διδασκαλία του Κορανίου για τους αλλοθρήσκους, οι οποίοι ήταν άξιοι τιμωριών και εξοντώσεως.
Μια απρόσμενη όμως συνάντηση και ένας σύντομος διάλογος με έναν σεβάσμιο ορθόδοξο ιερέα, έξω από τον ναό του Αγίου Δημητρίου Αγρινίου, άλλαξε τη ζωή του. Για πρώτη φορά άκουσε για την αγάπη του Θεού, της οποίας είναι αποδέκτες όλοι οι άνθρωποι, χωρίς διακρίσεις. Διαπίστωσε με έκπληξη ότι ο ραγιάς ιερέας δεν τον μισούσε!
Μετά από αυτό, κάτι άλλαξε μέσα του. Κάποια ανεξήγητη δύναμη οδηγούσε συχνά τα βήματά του στον περίβολο του ναού. Ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, όταν αποφάσισε κάποιο βράδυ να μπει στο φτωχικό το ιερέα για να μάθει, ό, τι του απέκρυψαν οι δάσκαλοί του, για τη χριστιανική πίστη. Ακολούθως, τα βράδια της Μ. Εβδομάδος παρακολουθούσε κρυφά από κάποιο παράθυρο τις Ιερές Ακολουθίες. Η θέα του Εσταυρωμένου, το βράδυ της Μ. Πέμπτης, τον συντάραξε, παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση να αρνηθεί το Ισλάμ και να ασπασθεί τον Χριστιανισμό.
Ζήτησε από τον ιερέα να τον βαπτίσει, αλλά εκείνος, φοβούμενος γενική σφαγή των κατοίκων, τον συμβούλεψε να πάει αλλού να βαπτισθεί. Κατέφυγε λοιπόν στην βενετοκρατούμενη Ιθάκη, όπου κατηχήθηκε, βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα Ιωάννης. Δεν γύρισε πλέον στο Αγρίνιο, αλλά εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Ξηρομέρου, στο χωριό Φυτείες, όπου νυμφεύτηκε μια ευσεβή νέα και προσλήφτηκε, από τον κτηματία Πάνο Γαλάνη, ως αγροφύλακας. Τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στην ύπαιθρο κρυμμένος, για να μην προδοθεί στους τούρκους, δοξολογώντας ασίγαστα το Χριστό, που τον αξίωσε να αναγεννηθεί και να γίνει πιστός του. Μια απόμακρη σπηλιά την είχε μεταβάλλει σε ναό, όπου προσεύχονταν με αστείρευτα δάκρυα ευγνωμοσύνης προς το Θεό. Στο χωριό έμπαινε για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων.
Αλλά όμως τόσο οι δικοί του, όσο και οι τουρκικές αρχές του Βραχωρίου τον αναζητούσαν. Απεσταλμένοι του πατέρα του τον εντόπισαν. Προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, χωρίς αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα κάποιος τούρκος νερολόγος τον αναγνώρισε και τον κατάγγειλε στον νέο διοικητή του Βραχωρίου Σουλεϊμάν Μπέη, ως αποστάτη του Ισλάμ. Αστυνομικό απόσπασμα τον συνέλαβε και τον οδήγησε στον Μουσελίμη του Βραχωρίου Ελμάς για απολογία, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες να τον πείσει να ασπασθεί ξανά το Ισλάμ. Αλλά ο Ιωάννης με γαλήνια διάθεση, του απάντησε πως άδικα κουράζεται, διότι βρήκε την αλήθεια, που χρόνια έψαχνε και η οποία θα του χαρίσει την αιώνια ζωή. Αυτό που του ζητούσε ήταν ενάντια στην ευτυχία που βίωνε ως πιστός του Χριστού, του αληθινού και ζωντανού Θεού. Ήξερε βεβαίως πως τον περίμενε η θανατική καταδίκη, διότι αυτό προστάζει το Κοράνιο σε περίπτωση αλλαξοπιστίας μουσουλμάνου.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο φανατικός Μουσελίμης έγινε θηρίο από το θυμό του, θεωρώντας τα μεγάλη προσβολή. Διέταξε να τον κλείσουν στο μπουντρούμι, αφού τον βασανίσουν χωρίς λύπηση, ελπίζοντας ότι έτσι θα μεταπείθονταν. Τον άρπαξαν οι στρατιώτες, φορώντας του βαριά αλυσίδα στο λαιμό και δένοντάς του τα πόδια σε βαρύ ξύλο. Τον ραβδίζανε ανελέητα, τον κλωτσούσαν και τον περιγελούσαν. Ο Ιωάννης υπόμεινε με υπεράνθρωπη καρτερία το μαρτύριο για μέρες, δεν φώναζε, δεν διαμαρτύρονταν, παρά μόνο προσευχόταν: «Θεέ μου βοήθησε με»!
Ο θηριώδης Μουσελίμης αφού είδε ότι δεν έφερναν αποτέλεσμα τα βασανιστήρια, αποφάσισε να τον θανατώσει, διότι δεν ήθελε μια νέα προσβολή από τον Μάρτυρα. Διέταξε να τον μεταφέρουν στον περίβολο του ναού του Αγίου Δημητρίου. Εκεί κάτω από τον θεόρατο πλάτανο, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα, τον αποκεφάλισαν, αρνούμενοι να του επιτρέψουν να κάμει το σημείο του σταυρού. Ήταν 23 Σεπτεμβρίου του 1814. Απαγόρευσαν δε να ταφεί το λείψανό του, ρίχνοντάς το σε παρακείμενο βούρκο για να το φάνε τα σκυλιά. Κάποιοι όμως τολμηροί Χριστιανοί ζήτησαν και πήραν την άδεια ταφής του σε κοντινό χωράφι, με την προϋπόθεση να μην τελεσθεί χριστιανική κηδεία.
Λίγο καιρό μετά μετέφεραν τα τίμια λείψανά του, με κίνδυνο, στην ιστορική Ιερά Μονή Προυσού, όπου τα εντοίχισαν στο ναό. Βρέθηκαν το 1974 να ευωδιάζουν, επιτελώντας πολλά θαύματα.
Τόσο το Αγρίνιο, όσο και η γενέτειρά του η Κόνιτσα, τιμούν αρκούντως τον άγιο Ιωάννη. Μάλιστα εφέτος συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από το μαρτυρικό του θάνατο. Η ιερή μνήμη του τιμάται στις 23 Σεπτεμβρίου, την ημέρα του ενδόξου μαρτυρίου του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλάγιος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Νεομάρτυρα πάντες σεμνὸν τιμήσωμεν, ἐξ ἀλλοπίστων Κονίτσης, τὸν γενναιόφρονα ᾿Ιωάννην βαπτισθέντα τὸν μακάριον· τὸν μετὰ ζήλου τὸν Χριστὸν ὁμολογήσαντα Θεὸν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ· ἀεὶ δὲ πᾶσι κηρύττοντα ᾿Ορθοδοξίαν, σέβας τὸ σωτήριον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Κονίτσης τόν γόνον, Βραχωρίου τό καύχημα, καί Χριστοῦ ὁπλίτην τόν νέον, Ἰωάννην τιμήσωμεν· ἐκ ῥίζης γάρ δυσώδους προελθών, ἐνήθλησε λαμπρῶς ὑπέρ Χριστοῦ, καί κινδύνων ἐξαιτεῖται ἀπαλλαγήν, τοῖς πρός αὐτόν κραυγάζουσιν· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, ἡμῖν παθῶν ἐκλύτρωσιν.
Κοντάκιον
Τὴν πατρῴαν πίστιν σου, σοφέ, ἀφῆκας καὶ Χριστὸν ὡς Κύριον ὁμολογήσας καὶ Θεόν, ἐβίωσας τὰς ἐντολὰς τοῦ Εὐαγγελίου. ῎Εδωκας τῇ νέα πίστει καὶ τὴν ζωήν σου, διὰ τοῦτο καὶ κατελέχθης ἐν Νεομάρτυσιν, ᾿Ιωάννη ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον
Πίστιν ἀποπτύσας εἰδωλικὴν Χριστὸν ὡς Θεόν σου ὡμολόγησας, ἀγαθέ. ᾿Εν λόγοις καὶ ἐν βίῳ τιμῆς κατηξιώθης καὶ μαρτυρίου δόξης, ᾿Ιωάννη ἅγιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μαρτυρίου χάριν σὺ ὁ λαβὼν καὶ ἐν Νεομαρτύρων τῇ χορείᾳ καταλεχθείς, τίμια λείψανα σου Μονῇ τῆς Προυσιωτίσσης, ὄλβον μέγαν ἀφῆκας, μάρτυς θεόσοφε.
Πηγή: Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Μια από τις βασικότερες προτεραιότητες της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1928 ήταν η συνεννόηση με την Φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1968 (10 Σεπτεμβρίου με το παλιό ημερολόγιο) έφυγε για την αιώνια πατρίδα ο Ρώσος γέροντας του π.Παϊσίου, παπα Τύχων ο πνευματικός. Δίπλα του καθ΄όλες τις τελευταίες μέρες της ζωής του ήταν ο γέρων Παϊσιος, του οποίου είναι και η παρακάτω διήγηση για το βίο του παπα-Τύχωνος.
O παπα – Τυχών γεννήθηκε στη Ρωσία, στη Νόβια Μιχαλόσκα το 1884. Οι γονείς του, ο Παύλος και ή Ελένη, ήταν ευλαβείς άνθρωποι, και επόμενο ήταν και ο καρπός τους, ο Τιμόθεος κατά κόσμον, να έχη κληρονομική την ευλάβεια και την αγάπη προς τον Θεό και να θέλη να αφιερωθή στον Θεό από μικρό παιδί.
Έβλεπαν οι γονείς τον μεγάλο θείο ζήλο του παιδιού τους, αλλά δίσταζαν να του δώσουν την ευχή τους να πάη σε Μοναστήρι, επειδή το έβλεπαν εύσωμο και με ζωηρή φύση. Ήθελαν να ωρίμαση και στην σκέψη και μετά να αποφασίση μόνος του ο Τιμόθεος. Του έδωσαν όμως ευλογία να επισκέπτεται τις Μονές το διάστημα των τριών ετών, από δέκα επτά μέχρι είκοσι χρονών. Τότε έκανε τα μεγάλα και ατέλειωτα προσκυνήματα στα Μοναστήρια της Ρωσίας και πέρασε περίπου από διακόσιες Μονές. Στα Μοναστήρια πού πήγαινε, παρόλο πού ήταν κατάκοπος και εξαντλημένος από την οδοιπορία του, απέφευγε με τρόπο την φιλοξενία, για να ασκείται ο ίδιος και να μην επιβαρύνη τους άλλους.
Σε μια επαρχία όμως είχε ταλαιπωρηθή πολύ, γιατί οι κάτοικοι εκεί έτρωγαν ψωμί από βρίζα (σίκαλη). Επειδή δε ο Τιμόθεος δεν έτρωγε τίποτε άλλο εκτός από ψωμί, και το ψωμί της σίκαλης έχει συνήθως μια άσχημη μυρωδιά και είναι σαν λάσπη, δεν μπορούσε να το φάη. Γι’ αυτό είχε εξαντληθή ο νέος. Πηγαίνει λοιπόν στον φούρναρη, από τον όποιο είχε ζητήσει και άλλη φορά, να τον ξαναπαρακαλέση για λίγο άσπρο ψωμί, επειδή νόμιζε ότι θα έχη για τον εαυτό του καλό ψωμί. Εκείνος όμως, μόλις είδε τον Τιμόθεο από μακριά ακόμη, του είπε να φυγή.
Λυπημένος και εξαντλημένος όπως ήταν δ νέος, έπιασε μια άκρη και με όλη την παιδική του απλότητα έκανε προσευχή στην Παναγία: «Παναγία μου, θέλω να με βοηθήσης, γιατί θα πεθάνω στο δρόμο, πρίν να γίνω Καλόγηρος, δεν μπορώ να το φάω αυτό το ψωμί». Δεν πρόλαβε να τελείωση την προσευχή του, και ξαφνικά του παρουσιάζεται μια Κόρη με λαμπερό πρόσωπο, του δίνει μια φραντζόλα άσπρο ψωμί και αμέσως εξαφανίζεται! Εκείνη την στιγμή τόχασε ο Τιμόθεος. Δεν μπορούσε να το εξηγήση αυτό το γεγονός! Του περνούσαν διάφοροι λογισμοί. Ένας λογισμός ήταν μήπως τον ακούσε η κόρη του φούρναρη και τον λυπήθηκε και είπε στον πατέρα της να του δώση λίγο καλό ψωμί. Σηκώνεται πάλι ο νέος και πηγαίνει να τον ευχαρίστηση. Άλλα ο φούρναρης νόμιζε πώς τον κορόιδευε ο Τιμόθεος, και τον έβρισε θυμωμένος.
- Άντε, φύγε από εδώ! ούτε γυναίκα έχω ούτε κόρη. Αφού έφαγε μετά από το ευλογημένο εκείνο ψωμί ο Τιμόθεος και δυνάμωσε και πνευματικά, συνέχισε το προσκύνημα του και στα επίλοιπα Μοναστήρια, άλλ’ όμως το ανεξήγητο εκείνο γεγονός συνέχεια τριγύριζε στο νου του. Πέρασε αρκετό διάστημα με την απορία αυτή, αλλά αργότερα, όταν του έδωσε ένας Μοναχός ένα βιβλίο με τις θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας της Ρωσίας, και είδε την Παναγία του Κρεμλίνου, σκίρτησε η καρδιά του από ευλάβεια, τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης, και είπε: «Αυτή η Παναγία μου έδωσε το άσπρο ψωμί!» Από τότε πια την Παναγία την ένιωθε πιο κοντά, όπως το παιδί την μάνα του.
Μετά, λοιπόν, από τα Μοναστήρια της Πατρίδος του, έκανε προσκύνημα στο Θεοβάδιστον Όρος του Σινά, όπου παρέμεινε δύο μήνες, και από εκεί στους Αγίους Τόπους, όπου και ασκήτεψε ένα χρονικό διάστημα, πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό. Ενώ τον βοηθούσε ο Άγιος Τόπος, ησυχία όμως δεν έβρισκε από το ανήσυχο κοσμικό πνεύμα της εποχής μας, πού κατέστρεψε, δυστυχώς, με τον δήθεν πολιτισμό της και τα άγια ακόμη ερημικά μέρη, πού γαληνεύουν και αγιάζουν τις ψυχές. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να φυγή για το Άγιον Όρος.
Ό πειρασμός όμως, βλέποντας με την πολυχρόνιο πείρα του ότι ο ευλαβής αυτός νέος πολύ θα προχώρηση στην πνευματική ζωή και πολλές ψυχές θα βοηθήση για να σωθούν, βάλθηκε να τον αχρηστέψη. Ενώ είχε επιστρέψει από την έρημο του Ιορδανού στην Ιερουσαλήμ, για να ετοιμασθή και να προσκύνηση για τελευταία φορά τον Πανάγιο Τάφο και να αποχαιρετήση και τους γνωστούς του, χρησιμοποίησε ο πονηρός για όργανά του δύο αθεόφοβες γυναίκες, πατριώτισσες του, οι όποιες τον κάλεσαν στο σπίτι, όπου έμειναν, για να του δώσουν δήθεν ονόματα να μνημόνευση στο Άγιον Όρος. Ό απονήρευτος Τιμόθεος, πού είχε όλο καλούς λογισμούς, το πίστεψε και πήγε. Άλλα, όταν τον έκλεισαν μέσα στο σπίτι και όρμησαν επάνω του με ανήθικες διαθέσεις, ταχασε! Κοκκίνησε και δίνει μια σπρωξιά σ’ αυτές και άλλη μια στην πόρτα και ξέφυγε από τα νύχια των γερακιών, σαν νέος Ιωσήφ, και φυλάχτηκε αγνός.
Ήρθε μετά, όπως ήταν αγνό λουλούδι, και φυτεύτηκε στο Περιβόλι της Παναγίας και πρόκοψε και ευωδίασε με τις αρετές του, όπως θα ιδούμε πιο κάτω.
Ή πρώτη του μετάνοια ήταν το Κελλί του Μπουραζέρι, όπου και παρέμεινε πέντε χρόνια. Επειδή σ’ αυτό δεν εύρισκε ησυχία από τους πολλούς προσκυνητάς, Ρώσους, πήρε ευλογία και πήγε στα Καρούλια και εκεί ασκήτεψε δεκαπέντε χρόνια. Όλο το διάστημα στα Καρούλια περνούσε με σκληρούς αγώνες. Το εργόχειρο του ήταν οι μεγάλες και οι μικρές μετάνοιες μαζί με την ευχή και την μελέτη. Δανειζόταν βιβλία από τις Μονές, άπ’ όπου έπαιρνε και ευλογία, παξιμάδι, από τα περισσεύματα των κλασμάτων, για την οποία έκανε κομποσχοίνι. Έτσι φιλότιμα αγωνιζόταν, για να γίνη και εσωτερικά Άγγελος και όχι μόνο εξωτερικά με το Αγγελικό Σχήμα.
Μετά από τα Καρούλια ήρθε στην άκρη της Καψάλας (πάνω από την Καλιάγρα), σ’ ένα Κελλί Σταυρονικητιανό, και γηροκόμησε έναν Γέροντα. Αφού πέθανε το Γεροντάκι, και πήρε την ευχή του, έμεινε μόνος του στην Καλύβη. Από τότε όχι μόνο δεν αμέλησε τους πνευματικούς του αγώνες, αλλά τους αύξησε, και επόμενο ήταν να δεχθή πλούσια την Χάρη του Θεού, αφού αγωνιζόταν φιλότιμα και με πολλή ταπείνωση.
Ή Θεία Χάρις πια τον φανέρωνε στους ανθρώπους, κι έτρεχαν πολλοί πονεμένοι άνθρωποι, για να τον συμβουλευθούν και να παρηγορηθούν από την πολλή του αγάπη. Άλλοι τον παρακαλούσαν να ιερωθή, για να βοηθάη πιο θετικά με το Μυστήριο της θείας Εξομολογήσεως, αφού θα έδινε και την άφεση των αμαρτιών. Αυτή την ανάγκη, να βοηθηθούν οι άλλοι, την διεπίστωσε και ο ίδιος και δέχτηκε να χειροτονηθή.
Στο Κελλί του όμως Ναός δεν υπήρχε, ενώ ήταν πια απαραίτητος, ούτε και χρήματα είχε, αλλά είχε μεγάλη πίστη στον Θεό. Έκανε λοιπόν προσευχή και ξεκίνησε για τις Καρυές με την εμπιστοσύνη στον Θεό ότι θα του οικονομούσε τα χρήματα, πού θα χρειαζόταν για τον Ναό. Πριν φθάση ακόμη στις Καρυές, τον είδε από μακριά τον Παπα – Τύχωνα ο Δίκαιος του Προφήτη Ηλία (Ρωσικού) και τον φώναξε. Όταν πλησίασε κοντά, του είπε:
- Κάποιος καλός Χριστιανός από την Αμερική μου έστειλε μερικά δολάρια, να τα δώσω σ’ εκείνον πού δεν έχει Ναό, για να κτίση. Εσύ δεν έχεις Ναό πάρ’ τα και φτιάξε.
Δάκρυσε ο Γέροντας από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη στον Θεό, ευχαρίστησε και τον Δίκαιο και είπε το «Θεός συγχωρέσοι» για τον άνθρωπο του Θεού πού του έστειλε την ευλογία. Ό Καλός Θεός, σαν καρδιογνώστης, είχε φροντίσει για τον Ναό του, πριν ακόμη Τον παρακάλεση ο Γέροντας, για να του έχη έτοιμα τα χρήματα, την ώρα πού θα Του τα ζητούσε. Επόμενο ήταν να τον ακούση ο Θεός, αφού ο Γέροντας από μικρό παιδί άκουγε και τηρούσε τις θείες εντολές του Θεού και δεχόταν ουράνιες ευλογίες.
Στην συνέχεια βρίσκει δύο Μοναχούς τεχνίτες, για να λένε και την ευχή την ώρα πού θα εργάζωνται. Όταν, λοιπόν, τελείωσε ο Ναός, τον αφιέρωσε στον Τίμιο Σταυρό, γιατί τον είχε σε ευλάβεια, αλλά και για να αποφεύγη τα Πανηγύρια με τον φυσιολογικό αυτόν τρόπο, επειδή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού νηστεύουν, και η ημέρα είναι πένθιμη. Ό Γέροντας δεν αναπαυόταν στα Πανηγύρια, γιατί δημιουργούν ανησυχία και περισπασμό, ενώ αυτός πανηγύριζε κάθε μέρα πνευματικά με το ήσυχο Σταυροαναστάσιμο τυπικό του, με την πολλή του άσκηση και με την καθόλου σχεδόν ανθρώπινη παρηγοριά μέσα στο λάκκο της Καλιάγρας, όπου έβλεπε ουρανό και ζούσε παραδεισένιες χαρές μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους. Όταν τον ρωτούσε κανείς «μόνος σου μένεις εδώ στην ερημιά», απαντούσε ο Γέροντας:
- Όχι, εγώ μένω μαζί με τους Αγγέλους και Αρχαγγέλους, με τους Αγίους Πάντες, με την Παναγία και με τον Χριστό.
Πράγματι την ένιωθε την παρουσία των Αγίων και την βοήθεια του φύλακα Αγγέλου του. Μια μέρα πού τον είχα επισκεφθη, ενώ ανέβαινε τα σκαλάκια, έπεσε ανάποδα και σφηνώθηκε στην πόρτα, γιατί φορούσε πολλά καπιά, και δυσκολεύτηκα να τον σηκώσω. Όταν τον ρώτησα μετά «τι θα έκανες, Γέροντα, μόνος σου, εάν δεν ήμουν εδώ», με κοίταξε παράξενα και μου απήντησε με βεβαιότητα:
- Ό φύλακας μου Άγγελος θα με σήκωνε.
Ενώ βρισκόταν σε έρημο τόπο, μόνος του, και το Κελλί του δεν είχε σχεδόν τίποτα, για να έχη όμως τον Χριστό μέσα του, δεν του χρειαζόταν τίποτα, γιατί όπου Χριστός εκεί Παράδεισος, και για τον Παπα – Τύχωνα το Περιβόλι της Παναγίας ήταν επίγειος Παράδεισος.
Είχε χρόνια αρκετά να βγη στον κόσμο, αλλά χωρίς να το θέλη, τον ανάγκασαν κάποτε, πού είχε γίνει πυρκαϊά στην Καψάλα, μαζί με άλλους Πατέρες να πάη κι αυτός ως μάρτυρας στην Θεσσαλονίκη. “Όταν επέστρεψε στο Άγιον Όρος ο Γέροντας, τον ρωτούσαν οι Πατέρες:
- Πώς είδες την πόλη και τον κόσμο μετά από τόσα χρόνια πού είχες να ιδής τον κόσμο;
Ό Γέροντας απήντησε:
- Εγώ δεν είδα πολιτεία με ανθρώπους, αλλά δάσος με καστανιές.
Έφθασε σ’ αυτή την πνευματική αγία κατάσταση ο Γέροντας, γιατί αγάπησε πολύ τον Χριστό, την ταπείνωση και την φτώχεια. Μέσα στο κελλί του Γέροντα δεν έβλεπες ούτε ένα πράγμα της προκοπής, πού να εξυπηρετή άνθρωπο. Από αυτά πού είχε μέσα στο κελλί του έβρισκε κανείς όσα ήθελε πεταγμένα άπ’ έξω, στο λάκκο. Άλλα για τους πνευματικούς ανθρώπους, ό,τι παλιό και εάν είχε ο Παπα – Τυχών, είχε μεγάλη αξία, γιατί ήταν αγιασμένο. Ακόμη και τα κουρέλια του τα έβλεπαν με ευλάβεια και τα έπαιρναν για ευλογία. Ο,τι επίσης παλιό φορούσε ή ασουλούπωτο, δεν φαινόταν άσχημο, γιατί ομόρφαινε και αυτό από την εσωτερική ομορφιά της ψυχής του. Για σκουφιά έραβε μόνος του με την σακοράφα κομμάτια ράσου, σαν σακούλες, και τα φορούσε, αλλά σκορπούσαν περισσότερη χάρη από τις πολύτιμες μίτρες τις δεσποτικές (όταν, φυσικά, δεν υπάρχη στην καρδιά του Μητροπολίτου «ο Πολύτιμος Μαργαρίτης»).
Κάποτε τον φωτογράφισε ένας επισκέπτης, όπως ήταν με την σακούλα για σκουφί και με μια πιτζάμα πού του είχε ρίξει στις πλάτες του, γιατί είδε τον Γέροντα να κρυώνη. Και τώρα, όσοι βλέπουν στην φωτογραφία τον Παπα – Τύχωνα, νομίζουν ότι φορούσε δεσποτικό μανδύα, ενώ ήταν μια παλιά παρδαλή πιτζάμα.
Πολύ αναπαυόταν στα φτωχά και ταπεινά πράγματα και πολύ αγαπούσε την άκτημοσύνη, η οποία και τον ελευθέρωσε και του έδωσε τα πνευματικά φτερά, και έτσι με φτερουγισμένη ψυχή αγωνιζόταν πολύ, χωρίς να αισθάνεται τον σωματικό κόπο, όπως το παιδάκι δεν νιώθει κούραση, όταν κάνη τα θελήματα του πατέρα του, αλλά νιώθει την αγάπη και την στοργή με τα χάδια. Φυσικά, αυτά δεν συγκρίνονται με τα θεϊκά χάδια της Χάριτος ούτε κατά διάνοια.
Όπως ανέφερα, το εργόχειρο του ήταν οι πνευματικοί αγώνες: νηστεία, αγρυπνία, ευχή, μετάνοιες κ.α. όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλες τις ψυχές του κόσμου (ζωντανούς και πεθαμένους). Όταν πια είχε γεράσει και δεν μπορούσε να σηκωθή, όταν έπεφτε κάτω με τις στρωτές μετάνοιες, έδεσε ένα χονδρό σχοινί ψηλά και τραβιόταν για να σηκωθή. Έτσι, πάλι έκανε μετάνοιες και προσκυνούσε τον Θεό με ευλάβεια. Αυτό το τυπικό τηρούσε μέχρι πού έπεσε πια στο κρεβάτι, όπου ξεκουράστηκε για είκοσι μέρες, και μετά έφυγε για την αληθινή αιώνια ζωή, όπου και ξεκουράζεται πια αιώνια κοντά στον Χριστό.
Το ίδιο επίσης τυπικό της ξηροφαγίας, πού είχε από νέος, τηρούσε και στην συνέχεια μέχρι τα γεράματα του. Την μαγειρική την θεωρούσε και για σπατάλη χρόνου, εκτός πού δεν ταιριάζουν στην Καλογερική τα καλομαγειρευμένα φαγητά. Φυσικά, μετά από τόση άσκηση και τέτοια πνευματική κατάσταση δεν του έκανε καμιά αίσθηση η καλή τροφή, Αφού κατοικούσε μέσα του ο Χριστός, πού τον γλύκαινε και τον έτρεφε παραδεισένια.
Στις συζητήσεις του πάντα ανέφερε για τον γλυκό Παράδεισο, και από τα μάτια του κυλούσαν τα γλυκά δάκρυα, και δεν του έκανε καρδιά να ασχολήται με μάταια πράγματα, όταν τον ρωτούσαν κοσμικοί άνθρωποι.
Τα ελάχιστα πράγματα πού του χρειάζονταν, για να συντηρηθή, τα οικονομούσε από το λίγο εργόχειρο πού έκανε’ αγιογραφούσε έναν Επιτάφιο κάθε χρόνο και τον έδινε πεντακόσιες ή εξακόσιες δραχμές και μ’ αυτά τα χρήματα περνούσε ολόκληρη την χρονιά του.
Όπως ανέφερα, ήταν πολύ λιτοδίαιτος και ολιγαρκής, αφού ένα Άποστολιάτικο σύκο το έκοβε στα δύο και το έτρωγε δύο φορές. Μου έλεγε: «Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό είναι πολύ μεγάλο!» – ενώ εγώ, για να χορτάσω, έπρεπε να φάω ένα κιλό.
Κάθε Χριστούγεννα ο Γέροντας θα οικονομούσε μια ρέγκα, για να πέραση όλες τις χαρμόσυνες ήμερες του Δωδεκαημέρου με κατάλυση ιχθύος. Την δε ραχοκοκαλιά της ρέγκας δεν την πετούσε, αλλά την κρεμούσε με μια κλωστή και, όποτε ήταν καμιά Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή και είχε κατάλυση ιχθύος, έβραζε λίγο νερό σ’ ένα κονσερβοκούτι, βουτούσε την ραχοκοκαλιά δυο -τρεις φορές στο νερό, για να πάρη λίγη μυρωδιά, και μετά έριχνε λίγο ρύζι. Έτσι έκανε κατάλυση και κατηγορούσε και τον εαυτό του ότι τρώει και ψαρόσουπες στην έρημο! Την ραχοκοκαλιά αυτή την κρεμούσε πάλι στο καρφί και για άλλη κατάλυση, μέχρι πού άσπριζε πια και τότε την πετούσε.
“Όταν έβλεπε τους ανθρώπους να του συμπεριφέρονται με ευλάβεια, αυτό τον στενοχωρούσε και τους έλεγε:
- Εγώ δεν είμαι ασκητής, αλλά ψεύτης ασκητής.
Μόνο στα τελευταία του πια δέχθηκε λίγη περιποίηση από τους ανθρώπους πού τον αγαπούσαν ιδιαίτερα, για να μη τους λύπηση.
“Όταν του έδινε κανείς ευλογία από τρόφιμα, την κρατούσε και μετά την έστελνε σε Γεροντάκια στην Καψάλα. Εάν του έστελναν χρήματα, τα έδινε σ’ έναν ευλαβή μπακάλη, για να αγοράζη ψωμιά και να τα μοιράζη στους φτωχούς.
Κάποτε του είχε στείλει κάποιος από την Αμερική μια επιταγή. Την ώρα όμως πού την έπαιρνε ο Γέροντας από το Ταχυδρομείο, τον είδε ένας κοσμικός και νικήθηκε από τον πειρασμό της φιλαργυρίας. Πήγε λοιπόν την νύχτα στο Κελλί του Γέροντα, για να τον ληστέψη, με τον λογισμό ότι θα εύρισκε και άλλα χρήματα, χωρίς να ξέρη ότι και εκείνα πού είχε πάρει ο Γέροντας τα είχε δώσει την ίδια ώρα στον κυρ – Θόδωρο, για να πάρη ψωμιά για τους φτωχούς. Αφού τον βασάνισε αρκετά τον Γέροντα – τον έσφιγγε με ένα σχοινί στον λαιμό του – διεπίστωσε ότι πράγματι δεν είχε χρήματα και ξεκίνησε να φυγή. Ό Παπα – Τυχών του είπε:
- Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου. Ό κακοποιός αυτός άνθρωπος πήγε και σε άλλον Γέροντα με τον ίδιο σκοπό, αλλά εκεί τον έπιασε ή Αστυνομία, και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και στον Παπα – Τύχωνα. Ό Αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα και ζήτησε τον Γέροντα για ανάκριση, επειδή θα γινόταν η δίκη του κλέφτη. Ό Γέροντας στενοχωρέθηκε γι’ αυτό και έλεγε στον χωροφύλακα:
- Παιδί μου, εγώ τον συγχώρεσα με όλη την καρδιά μου τον κλέφτη.
Εκείνος όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του Γέροντα, γιατί εκτελούσε ανώτερη διαταγή, και τον τραβούσε και του έλεγε: – Άντε, γρήγορα, Γέροντα! εδώ δεν έχει συγχώρεση και «ευλόγησαν».
Τελικά τον λυπήθηκε ο Διοικητής και τον άφησε από την Ιερισσό να γυρίση στο Κελλί του, επειδή έκλαιγε σαν μωρό παιδί, γιατί νόμιζε ότι θα γίνη και αυτός αιτία να τιμωρηθή ο κλέφτης.
Όταν το θυμόταν αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσε να το χωρέση στο μυαλό του και μου έλεγε:
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν” δεν έχουν το «εύλόγησον», «Θεός συγχωρέσοι» – ενώ ο Γέροντας την λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον», όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση». Μετά από τον συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:
- Εγώ τώρα κεράσματα.
Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα – Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ’ ευλογείτε!» και περίμενε να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του. Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.
Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε:
- Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.
Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φυγή. Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλλευθή κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του έλεγε:
-Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω’ πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθής καλά.
Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Ή προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια.
Κάποτε τον είχε επισκεφθή ο Πατήρ Άγαθάγγελος ο Ίβηρίτης, ως Διάκος. Όταν έφευγε, ήταν σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Ό Παπα – Τυχών προεΐδε τον κίνδυνο, πού θα διέτρεχε ο Διάκος, και ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι της μάνδρας και ευλογούσε συνέχεια. Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε τον Γέροντα να εύλογη ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη κουράζεται, να μπή στο κελλί του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια, σαν τον Μωυσή, προσευχόταν και ευλογούσε. Ενώ λοιπόν βάδιζε ξένοιαστος ο Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σε καρτέρι κυνηγών, πού περίμεναν αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός τράβηξε να ρίξη, αλλά οι ευχές του Γέροντα έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον κυνηγό από την φυλακή. Γι’ αυτό μου έλεγε πάντα ο Γέροντας:
-Παιδί μου, να μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία περπατούν, και οι κυνηγοί τα περιμένουν κρυμμένοι…
Ακόμη και για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό, πού θα τον βοηθούσε και θα έκανε τον ψάλτη, να έρχεται το πρωΐ με το φώτισμα. Την ώρα δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένη στον μικρό διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέη το Κύριε, ελέησαν, για να νιώθη τελείως μόνος του και να κινήται άνετα στην προσευχή του. Όταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα -Τυχών ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο ψάλτης θα έπρεπε να επαναλάβη πολλές φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούση τις περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο. “Όταν τον ρωτούσα μετά στο τέλος «τι βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε:
-Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό.
Έλεγε επίσης στην συνέχεια:
- Έμενα μετά από μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακας μου Άγγελος και τότε συνεχίζω την Θεία Λειτουργία.
Κάποτε, τον είχε επισκεφθή ο π. Θεόκλητος ο Διονυσιάτης. Επειδή ή πόρτα του Παπα – Τύχωνα ήταν κλειστή, και από τον Ναό ακούγονταν γλυκιές ψαλμωδίες, δεν θέλησε να ενόχληση με το χτύπημα της πόρτας, αλλά περίμενε να τελειώσουν, γιατί νόμιζε ότι βρίσκονται στο «Κοινωνικό». Σε λίγο βγαίνει ο Παπα – Τυχών και ανοίγει την πόρτα. Όταν μπήκε ο π. Θεόκλητος, δεν βρήκε κανέναν άλλον εκτός από τον Παπα – Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ότι οι ψαλμωδίες εκείνες ήταν Αγγελικές.
Στα γεράματα του πια, επειδή έτρεμαν τα πόδια του, έρχονταν συνήθως και λειτουργούσαν ο Παπα – Μάξιμος και ο Παπα – Αγαθάγγελος, οι Ιβηρίτες, πού ήταν πιο κοντά, και του άφηναν και Άγιον Άρτο, γιατί κοινωνούσε κάθε μέρα. Φυσικά, ήταν προετοιμασμένος κάθε μέρα με την αγία του ζωή.
Για τον Παπα – Τύχωνα όλες σχεδόν οι ημέρες του χρόνου ήταν Διακαινήσιμες, και ζούσε πάντα την Πασχαλινή χαρά. Συνέχεια άκουγε κανείς από το στόμα του το Δόξα σοι ο Θεός, Δόξα σοι ο Θεός. Αυτό συνιστούσε και σε όλους: να λέμε το Δόξα σοι ο Θεός, όχι μόνο όταν περνάμε καλά, αλλά και όταν περνάμε δοκιμασίες, γιατί και τις δοκιμασίες τις επιτρέπει ο Θεός για φάρμακα της
ψυχής.
Πολύ πονούσε για τις ψυχές πού υπέφεραν στο άθεο καθεστώς της Ρωσίας. Μου έλεγε με δακρυσμένα μάτια:
-Παιδί μου, η Ρωσία έχει ακόμη κανόνα από τον Θεό’ θα πέραση όμως.
Για τον εαυτό του ό Γέροντας δεν νοιαζόταν καθόλου ούτε και φοβόταν, γιατί είχε πολύ φόβο Θεού (θεία συστολή) και ευλάβεια. Επειδή αγωνιζόταν και με πολλή ταπείνωση, δεν διέτρεχε ούτε τον πνευματικό κίνδυνο της πτώσεως. Επομένως, πώς να φοβηθή και τι να φοβηθή; Τους δαίμονες, πού τρέμουν από τον ταπεινό άνθρωπο, ή τον θάνατο, πού συνέχεια τον μελετούσε και ετοιμαζόταν χαρούμενος γι’ αυτόν; Μάλιστα, είχε ανοίξει και τον τάφο του μόνος του, για να είναι έτοιμος, και έμπηξε και τον Σταυρό, πού και αυτόν τον είχε κάνει ο ίδιος, και έγραψε τα εξής, αφού είχε προαισθανθή τον θάνατο του: «Αμαρτωλός Τυχών, Ιερομόναχος, 60 χρόνια στο Άγιον Όρος. Δόξα σοι ο Θεός».
Πάντα με το Δόξα σοι ο Θεός θα άρχιζε και με το Δόξα σοι ο Θεός θα τελείωνε ο Γέροντας. Είχε συμφιλιωθή πια με τον Θεό, γι’ αυτό χρησιμοποιούσε περισσότερο το Δόξα σοι ο Θεός παρά το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Κινείτο, όπως είδαμε, στον θείο χώρο, αφού λάμβανε μέρος και στην ουράνια δοξολογία με τους Αγίους Αγγέλους την ώρα της Θείας Λειτουργίας.
Επειδή είχε ανάψει πια η φλόγα του θείου έρωτος μέσα στην καρδιά του, γι’ αυτό και δεν τον συγκινούσαν τα μάταια πράγματα, όπως ανέφερα. Το κελλί του ήταν και αυτό μικρό. Είχε ένα τραπεζάκι πού ακουμπούσε εικόνες, καθώς και το ακοίμητο κανδήλι και το θυμιατήρι. Δίπλα είχε το Αγγελικό του Σχήμα και το τριμμένο του ράσο. Από την άλλη πλευρά του τοίχου είχε τον Εσταυρωμένο και σε μια άκρη είχε τρεις σανίδες για κρεβάτι με μια κουρελιασμένη κουβέρτα απλωμένη για στρώμα. Για σκέπασμα είχε ένα παλιό πάπλωμα με τα βαμβάκια άπ’ έξω, από το όποιο έπαιρναν και τα ποντίκια βαμβάκι, για να κάνουν τις φωλιές τους. Επάνω στο δήθεν μαξιλάρι του είχε το Ευαγγέλιο και ένα βιβλίο με ομιλίες του Αγίου Χρυσοστόμου. Το δε πάτωμα του κελλιού του ήταν μεν από σανίδες, αλλά φαινόταν σαν σουβαντισμένο, επειδή δεν σκούπιζε ποτέ, και οι λάσπες, πού έμπαιναν από έξω, με τα γένια και τα μαλλιά, πού έπεφταν κάτω χρόνια ολόκληρα, είχαν σχηματίσει κανονικό σουβά.
Ό Παπα – Τυχών δεν έδινε καμιά σημασία στο καθάρισμα του κελλιού του αλλά στο καθάρισμα της ψυχής του, γι’ αυτό και κατόρθωσε να γίνη δοχείο της Χάριτος του Θεού. Συνέχεια έπλενε την ψυχή του με τα πολλά του δάκρυα και χρησιμοποιούσε χονδρά προσόψια, επειδή τα συνηθισμένα μανδήλια δεν τον εξυπηρετούσαν.
Είχε φθάσει σε μεγάλη κατάσταση πνευματική ο Γέροντας! Ή ψυχή του είχε γίνει πολύ ευαίσθητη, αλλά, για να βρίσκεται ο νους του συνέχεια στον Θεό, είχε φθάσει και σε αναισθησία σωματική, Αφού δεν αισθανόταν πια καμιά ενόχληση από τις μύγες, τα κουνούπια και τους ψύλλους, πού είχε χιλιάδες. Το κορμί του ήταν κατατρυπημένο και τα ρούχα του γεμάτα από κόκκινα στίγματα. Μου λέει ο λογισμός μου ότι και με τις σύριγγες να του τραβούσαν το αίμα του τα ζουζούνια, πάλι δεν θα το αισθανόταν. Μέσα στο κελλί του κυκλοφορούσαν όλα ελεύθερα, από ζουζούνια μέχρι ποντίκια.
Κάποτε του είπε ένας Μοναχός, επειδή έβλεπε τα ποντίκια να χοροπηδούν:
-Γέροντα, θέλεις να σου φέρω μια γάτα; Εκείνος απήντησε:
- Όχι, παιδί μου. Εγώ έχω μια γάτα, μιάμιση φορά μεγαλύτερη από την γάτα. Έρχεται εδώ, την ταΐζω, την χαϊδεύω, και μετά πηγαίνει στην καλύβα της κάτω στο λάκκο και ησυχάζει.
Ήταν μια αλεπού, ή οποία επισκεπτόταν τον Γέροντα τακτικά, σαν καλός γείτονας.
Είχε επίσης και μία αγριόχοιρο, πού γεννούσε κάθε χρόνο κοντά στο φράχτη του κήπου του, για να την προστατεύη ο Γέροντας. “Όταν έβλεπε κυνηγούς να περνούν από την περιοχή του, τους έλεγε ο Παπα – Τυχών:
- Παιδιά μου, εδώ δεν υπάρχουν μεγάλα γουρούνια.
Φύγετε.
Οι κυνηγοί νόμιζαν ότι δεν υπάρχουν αγριόχοιροι
στην περιοχή του και έφευγαν.
Ό άγιος Γέροντας σαν καλός πατέρας τους μεν ανθρώπους έτρεφε πνευματικά, τα δε μεγάλα άγρια ζώα τα ταΐζε από την λίγη τροφή πού είχε και τα χόρταινε περισσότερο από την πολλή του αγάπη, και τα μικρά ζουζούνια τ’ αφήνε να θηλάζουν από το λίγο του αίμα.
Είχε γερή κράση ο Γέροντας, αλλά από την πολλή άσκηση είχε έξαντληθή. “Όταν τον ρωτούσε κανείς «τι κάνεις, Γέροντα, είσαι καλά», απαντούσε:
- Δόξα σοι ο Θεός, καλά είμαι, παιδί μου. Εγώ δεν είμαι άρρωστος, αλλά αδυναμία έχω.
Πολύ στενοχωριόταν, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο νέο, και περισσότερο, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, επειδή δεν ταιριάζουν τα παχιά με το Αγγελικό Σχήμα.
Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας λαϊκός πολύ χονδρός και του λέει:
- Γέροντα, έχω πόλεμο σαρκικό με βρώμικους λογισμούς, πού δεν μ’ αφήνουν καθόλου να ησυχάσω.
Ό Παπα – Τυχών του είπε:
- Εάν, παιδί μου, εσύ θα κάνης υπακοή, με την Χάρη του Χρίστου εγώ θα σε κάνω Άγγελο. Να λες, παιδί μου, συνέχεια την ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και να περνάς όλες τις ήμερες με ψωμί και νερό, και το Σάββατο και την Κυριακή να τρως φαγητό με λίγο λάδι. Να κάνης και από εκατόν πενήντα μετάνοιες την νύκτα και να διαβάζης μετά την Παράκληση της Παναγίας και ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο και το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας.
Μετά από έξι μήνες, πού τον ξαναεπισκέφτηκε, ο Γέροντας δεν μπόρεσε να τον γνωρίση, γιατί είχαν φύγει όλα τα περίσσια παχιά, και με ευκολία πια χωρούσε από την στενή πόρτα του Ναού του. Ό Γέροντας τον ρώτησε:
- Πώς περνάς τώρα, παιδί μου; Και εκείνος απήντησε:
- Τώρα νιώθω πραγματικά σαν Άγγελος, γιατί δεν έχω ούτε σαρκικές ενοχλήσεις ούτε και βρώμικους λογισμούς και αισθάνομαι πολύ ελαφρός, πού έφυγαν τα πάχυ.
Με τέτοιες πρακτικές συμβουλές νουθετούσε τους ανθρώπους πού του ζητούσαν βοήθεια. Έκτος, φυσικά, από την μεγάλη πείρα πού είχε αποκτήσει, είχε λάβει και θείο φωτισμό από τους μεγάλους ασκητικούς του αγώνες. Μετά από τις νουθεσίες του επακολουθούσαν οι προσευχές του, πού τις αισθάνονταν οι επισκέπτες έντονα, όταν έφευγαν.
Το πετραχήλι σχεδόν ποτέ δεν το έβγαζε, γιατί πολλες φορές το σήκωνε από τον έναν άνθρωπο και το άπλωνε στον άλλον και έπαιρνε τις αμαρτίες από τους συνανθρώπους του και τους ξαλάφρωνε με το Μυστήριο της θείας Έξομολογήσεως. Τις εξομολογήσεις, πού του έκαναν οι άνθρωποι, τις ξεχνούσε αμέσως και έτσι έβλεπε όλους τους ανθρώπους πάντοτε καλούς και όλο καλούς λογισμούς είχε για όλους, γιατί είχε εξαγνισθή πια η καρδιά του και ο νους του.
Κάποτε τον είχε ρωτήσει ένας Ηγούμενος: -Γέροντα, ποιος αδελφός είναι πιο καθαρός μέσα στο Κοινόβιο;
Ό Παπα – Τυχών απήντησε:
- Άγιε Καθηγούμενε, όλοι οι αδελφοί είναι καθαροί. Ποτέ δεν πλήγωνε άνθρωπο, αλλά του θεράπευε τα
τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του Χρίστου. Έλεγε στην πονεμένη ψυχή:
- Παιδί μου, εσένα ο Χριστός σε αγαπάει, σε συγχώρεσε. Ό Χριστός αγαπάει περισσότερο τους αμαρτωλούς πού μετανοούν και ζουν με ταπείνωση.
Πάντα τόνιζε την ταπείνωση και έλεγε χαρακτηριστικά:
- Ένας ταπεινός άνθρωπος έχει περισσότερη Χάρη από πολλούς ανθρώπους. Κάθε πρωΐ ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι, άλλ’ όταν ιδή κανέναν ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δυο Του χέρια. Πά-πά-πά, παιδί μου! εκείνος πού έχει μεγαλύτερη ταπείνωση, είναι ο μεγαλύτερος από όλους.
Επίσης, έλεγε γι’ αυτούς πού παρθενεύουν πώς πρέπει να έχουν και ταπείνωση, γιατί αλλιώς δεν σώζονται μόνο με την παρθενία, διότι ή κόλαση είναι γεμάτη και από υπερήφανους παρθένους.
- Όταν καυχάται κανείς ότι είναι παρθένος – έλεγε -θα του πή ο Χριστός: «Επειδή δεν έχεις και ταπείνωση, πήγαινε στην κόλαση». Ενώ σ’ εκείνον πού ήταν αμαρτωλός και μετανόησε και ζή ταπεινά με συντριβή καρδίας και ομολογεί ότι είναι αμαρτωλός, θα του πή ο Χριστός: «Έλα, παιδί μου, εδώ στον γλυκό Παράδεισο».
Έκτος από την ταπείνωση και την μετάνοια τόνιζε πολύ την μελέτη του Θεού, δηλαδή ο νους του άνθρωπου να γυρίζη συνέχεια γύρω από τον Θεό. Επίσης, τόνιζε την μελέτη της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων: Ευεργετινό, Φιλοκαλία, Άγιο Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Άγιο Μάξιμο, Συμεών Νέο Θεολόγο, Άββά Μακάριο και Άββά Ισαάκ. «Ή μελέτη, έλεγε ο Γέροντας, θερμαίνει και την ψυχή, καθαρίζει και τον νου και έτσι ασκείται με προθυμία ο άνθρωπος και αποκτάει αρετές, ενώ, όταν δεν ασκήται, αποκτάει πάθη».
Μια μέρα με ρώτησε:
- Εσύ, παιδί μου, τι βιβλία διαβάζεις; Του απήντησα:
-Άββα Ισαάκ.
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτός ο Άγιος είναι μεγάλος! Ούτε έναν ψύλλο δεν σκότωνε ο Άββας Ισαάκ.
Ήθελε με αυτό πού είπε να τονίση την μεγάλη πνευματική ευαισθησία του Αγίου.
Ό Πάπα – Τυχών προσπαθούσε να μιμηθή τον Άγιο Ισαάκ, όχι μόνο στο ησυχαστικό του πνεύμα αλλά και στην ευαισθησία της πνευματικής του αρχοντιάς, και δεν επιβάρυνε κανέναν άνθρωπο. Έλεγε στους Μοναχούς ότι πρέπει να ζουν ασκητικά, για να ελευθερωθούν από τις μέριμνες, και όχι να δουλεύουν σαν εργάτες και να τρώνε σαν κοσμικοί. Γιατί το έργο του Μονάχου είναι οι μετάνοιες, οι νηστείες, οι προσευχές, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για όλο τον κόσμο, ζωντανούς και πεθαμένους, και λίγη δουλειά για τα απαραίτητα, για να μην επιβαρύνη τους άλλους, διότι με την πολλή δουλειά και μέριμνα ξεχνάει κανείς τον Θεό. Έλεγε χαρακτηριστικά:
- Ό Φαραώ έδινε πολλή δουλειά και πολύ φαγητό στον λαό του Ισραήλ, για να ξεχάσουν τον Θεό.
Πριν αρχίση τις συμβουλές του ο Γέροντας, είχε τυπικό να κάνη πρώτα προσευχή, να επικαλεσθή το “Αγιο Πνεύμα, για να τον φώτιση, και αυτό συνιστούσε και στους άλλους. Έλεγε: «Ό Θεός άφησε το Άγιο Πνεύμα, για να μας φωτίζη. Αυτό είναι νοικοκύρης. Γι’ αυτό και ή Εκκλησία μας αρχίζει με το Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας». Ενώ έλεγε αυτά για το Άγιο Πνεύμα, αλλοιωνόταν το πρόσωπο του, και πολλοί ευλαβείς άνθρωποι την έβλεπαν αυτή την αλλοίωση.
Μερικοί τον τραβούσαν και καμιά φωτογραφία κρυφά. Άλλοι του ζητούσαν ευλογία για να τον φωτογραφίσουν, και αυτός το δεχόταν απλά. Σηκωνόταν αμέσως, πήγαινε στο Ναό και φορούσε το Αγγελικό του Σχήμα. Έπαιρνε και τον Σταυρό στο ένα χέρι και με το άλλο ξέπλεκε την μεγάλη του γενειάδα, την οποία έδενε κότσο, και φαινόταν πράγματι σαν τον Πατριάρχη Αβραάμ, ιδίως στα υστερνά του, πού είχε γίνει ολόλευκος πια εσωτερικά και εξωτερικά. Αφού λοιπόν ετοιμαζόταν, στεκόταν κάτω από την ελιά, για να τον φωτογραφίσουν, και έπαιρνε μια στάση μικρού παιδιού. Είχε ωριμάσει πια πνευματικά και είχε γίνει σαν μικρό παιδί, όπως μας συνιστα ο Χριστός να γίνουμε σαν τα άκακα παιδιά.
Οι Πατέρες πού τον συμβουλεύονταν, στα γεράματα του τον επισκέπτονταν πιο τακτικά, για να του προσφέρουν καμιά βοήθεια, και τον ρωτούσαν:
- Γέροντα, μήπως θέλεις να σου κόψουμε ξύλα; Εκείνος απαντούσε:
- Κάνετε υπομονή, εάν δεν πεθάνω το καλοκαίρι, να μου κόψετε ξύλα για τον χειμώνα.
Το 1968 είχε προαισθανθή πια τον θάνατο του, γιατί συνέχεια ανέφερε για τον θάνατο. Τον είχαν εγκαταλείψει και οι λίγες σωματικές του δυνάμεις. Μετά της Παναγίας(τον Δεκαπενταύγουστο) είχε πέσει στο κρεβάτι και έπινε μόνο νερό, γιατί καιγόταν εσωτερικά. Παρόλο πού βρισκόταν σ΄ αυτή την κατάσταση, πάλι δεν ήθελε να μένη άνθρωπος κοντά του, για να μη τον περισπά στην αδιάλειπτη προσευχή του.
Όταν είχε πλησιάσει η τελευταία εβδομάδα της ζωής του επί της γης, τότε μου είπε να καθήσω κοντά του, γιατί θα αποχωριζόμασταν πια, αφού θα έφευγε εκείνος για την αληθινή ζωή. Ακόμη και αυτές τις δέκα ήμερες δεν με άφηνε να μένω συνέχεια κοντά του, αλλά μου έλεγε να πηγαίνω στο διπλανό κελλάκι, για να προσεύχωμαι κι εγώ μετά από την μικρή βοήθεια πού του πρόσφερα. Φυσικά, δεν είχα τα απαιτούμενα για να τον ανακουφίσω όσο έπρεπε, αλλά, επειδή δεν είχε ανακουφισθή ποτέ το ταλαιπωρημένο του σώμα, και ή ελάχιστη βοήθεια του φαινόταν πολύ μεγάλη.
Μια μέρα, είχα οικονομήσει δύο λεμόνια και του έκανα μια λεμονάδα. Μόλις ήπιε λίγο δροσίστηκε και με κοιτούσε παράξενα.
-Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό το νερό είναι πολύ καλό! Που το βρήκες; Ό Χριστός να σου δώση σαράντα χρυσά στεφάνια.
Φαίνεται δεν είχε πιή ποτέ λεμονάδα ή είχε πιή, όταν ήταν πολύ μικρός, και είχε ξεχάσει την γεύση της.
Επειδή ήταν ακίνητος πια στο κρεβάτι, γιατί είχε παραδώσει σ’ αυτό τις λίγες του σωματικές δυνάμεις και δεν μπορούσε να σηκωθή να πάη στο Ναό του Τιμίου Σταυρού, όπου λειτουργούσε με ευλάβεια χρόνια ολόκληρα, μου ζήτησε να του φέρω τον Σταυρό από την Αγία Τράπεζα για παρηγοριά. Όταν είδε τον Σταυρό, γυάλισαν τα μάτια του και, αφού τον ασπάσθηκε με ευλάβεια, τον κρατούσε σφιχτά στο χέρι του με όλη την δύναμη πού του είχε απομείνει. Είχα δέσει και ένα κλωνάρι βασιλικό στον Σταυρό και του έλεγα:
-Μυρίζει καλά, Γέροντα; Εκείνος μου απαντούσε:
- Ό Παράδεισος, παιδί μου, μυρίζει πολύ καλύτερα.
Μια μέρα από εκείνες τις τελευταίες του, είχα βγει έξω, για να του φέρω λίγο νερό. Όταν άνοιξα μετά και μπήκα στο κελλί του, με κοιτούσε παράξενα και μου λέγει:
- Εσύ, ο Άγιος Σέργιος είσαι;
- Όχι, Γέροντα, είμαι ο Παΐσιος.
-Τώρα, παιδί μου, ήταν εδώ ή Παναγία, ο Άγιος Σέργιος και ο Άγιος Σεραφείμ. Που πήγαν; Κατάλαβα ότι κάτι γίνεται και τον ρώτησα:
- Τι σου είπε ή Παναγία;
-Θα πέραση η Πανήγυρη και μετά θα με πάρη.
Ήταν απόγευμα, παραμονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου, 7 Σεπτεμβρίου του 1968 και μετά από τρεις ήμερες, στις 10 Σεπτεμβρίου, αναπαύθηκε εν Κυρίω.
Την προτελευταία ήμερα μου είχε πει ο Γέροντας:
- Αύριο θα πεθάνω και θέλω να μη κοιμηθής, για να σε ευλογήσω.
Εγώ τον λυπόμουνα εκείνο το βράδυ, πού κουραζόταν, γιατί συνέχεια τρεις ώρες είχε τα χέρια του επάνω στο κεφάλι μου, με ευλογούσε και με ασπαζόταν για τελευταία φορά. Για να έκφραση και την ευγνωμοσύνη του για το λίγο νερό πού του είχα δώσει στα τελευταία του, μου έλεγε:
- Γλυκό μου Παΐσιο, εμείς, παιδί μου, θα έχουμε αγάπη εις αιώνας αιώνων, η αγάπη είναι ακριβή η δική μας. Εσύ θα κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα κάνω από τον Ουρανό. Πιστεύω ότι θα με ελεήση ο Θεός, γιατί εξήντα χρόνια, παιδί μου, Καλόγηρος, συνέχεια έλεγα Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Έλεγε επίσης:
- Εγώ θα λειτουργώ πια στον Παράδεισο. Εσύ να κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω. Εάν εσύ θα καθήσης στό Κελλί αυτό, εγώ θα έχω χαρά, αλλά όπως ο Θεός θέλει, παιδί μου. Σου έχω και κουμπάνια, για τρία χρόνια κονσέρβες, και μου έδειχνε, δίπλα, έξι μικρά κουτιά σαρδέλες και αλλά τέσσερα κουτιά καλαμάρια, πού τα είχε φέρει κάποιος από καιρό, και έμειναν στην ίδια θέση, όπου τα είχε αφήσει ο επισκέπτης τότε. (Για μένα αυτές οι κονσέρβες δεν έφθαναν ούτε για μια εβδομάδα).
Ξανά επανελάμβανε ο Γέροντας:
- Εμείς, παιδί μου, θα έχουμε ακριβή αγάπη εις αιώνας αιώνων, και θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω, και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα συνέχεια.
Είναι αλήθεια ότι εκείνες οι δέκα τελευταίες ήμερες πού παρέμεινα κοντά του, ήταν η μεγαλύτερη ευλογία του Θεού για μένα, γιατί βοηθήθηκα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, Αφού μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ζήσω λίγο από κοντά και να τον γνωρίσω καλύτερα. Αυτό πού μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το πόσο στα ζεστα είχε πάρει το θέμα της σωτηρίας της ψυχής! Δίπλα από το κρεβάτι του είχε έτοιμες επιστολές, για να τις ταχυδρομήσω, μόλις πεθάνη, σε γνωστούς του Επισκόπους, για να τον μνημονεύουν. Επίσης μου έδωσε εντολή να φέρω Επίσκοπο να τον διάβαση στον τάφο και να τον αφήσω εκεί – να μη του κάνω την εκταφή – μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χρίστου.
Είχα ειδοποιήσει εν τω μεταξύ στο Μοναστήρι ότι είναι πια στα τελευταία του ο Παπα – Τυχών, και ήρθε ο Πατήρ Βασίλειος, για να τον ετοιμάσουμε. Έβλεπες πια σιγά – σιγά να σβήνη ο Γέροντας, σαν το κανδήλι, πού τελειώνει το λάδι από την κούπα και μένει λίγο στο φυτίλι, και κάνει τις τελευταίες του αναλαμπές.
Έτσι μας έφυγε η αγιασμένη του ψυχή και μας άφησε το σώμα του και ένα μεγάλο κενό. Τον ετοιμάσαμε οι δυο μας και ειδοποιήσαμε το πρωΐ και τους άλλους Πατέρες, και του διάβασαν την νεκρώσιμη ακολουθία οι γνωστοί του Ιερείς με ευλάβεια. Μας άφησε πόνο, φυσικά, στις ψυχές μας με τον αποχωρισμό του, γιατί ή παρουσία του έπαιρνε πόνο και σκορπούσε παρηγοριά. Τώρα πια ο Γέροντας θα μας επισκέπτεται εκείνος από τον Ουρανό και θα μας βοηθάη περισσότερο. Άλλωστε, το είχε ύποσχεθη ο ίδιος: «Εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω».
Πέρασαν τρία χρόνια ολόκληρα, χωρίς να μου παρουσιασθή, και αυτό με έβαλε σε λογισμούς: «μήπως έσφαλα σε κάτι;» Μετά από τρία χρόνια μου έκανε την πρώτη του επίσκεψη. Εάν εννοούσε ο Γέροντας ότι το «…κάθε χρόνο» θα άρχιζε μετά από τα τρία χρόνια, αυτό με παρηγορεί, γιατί έτσι δεν ήμουν εγώ αίτια σ’ αυτό το θέμα.
Ή πρώτη λοιπόν φορά ήταν στις 10 Σεπτεμβρίου 1971, βράδυ, μετά το μεσονύκτιο. Ενώ έλεγα την ευχή, βλέπω ξαφνικά τον Γέροντα να μπαίνη στο κελλί! Πετάχτηκα και του έπιασα τα πόδια και τα φιλούσα με ευλάβεια. Δεν κατάλαβα όμως πώς ξεγαντζώθηκε από τα χέρια μου και, καθώς έφευγε, τον είδα να μπαίνη στο Ναό, και εξαφανίστηκε. Φυσικά, τα χάνει κανείς εκείνη την ώρα, όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα. Ούτε και μπορεί να τα εξήγηση αυτά με την λογική, γι’ αυτό και λέγονται θαύματα. Άναψα αμέσως το κερί, γιατί μόνο το κανδήλι είχα αναμμένο, όταν συνέβη αυτό, για να σημειώσω στο ημερολόγιο την ήμερα αυτή πού μου είχε παρουσιασθή ό Γέροντας, για να το θυμάμαι. “Όταν είδα ότι ήταν ή ήμερα πού είχε κοιμηθή ό Γέροντας (10η Σεπτεμβρίου), πολύ λυπήθηκα και ελέγχθηκα, πού μου πέρασε τελείως απαρατήρητη εκείνη η ήμερα. Πιστεύω να με συγχώρησε ο καλός Πατέρας, γιατί εκείνη την ήμερα, από το φώτισμα το ηλιοβασίλεμα, είχα επισκέπτες στο Καλύβι και είχα κουραστή και ζαλιστή και ξεχάστηκα τελείως. Αλλιώς, κάτι θα έκανα για να βοηθηθώ ο ίδιος και να δώσω λίγη χαρά στον Γέροντα με ολονύκτια προσευχή.
Δεν ξέρω εάν είχε παρουσιασθη σε άλλον, πριν από την πρώτη αυτή επίσκεψη πού μου έκανε. Στο Κελλί μου πάντως είχε παρουσιασθή και σ’ έναν άγνωστο Μοναχό (πρώην Καρακαλληνό), στον Πατέρα Ανδρέα, ως έξης:
Είχε έρθει στο Κελλί μου, για να τον εξυπηρετήσω σε κάτι πού ήθελε. Φυσικά, ούτε με γνώριζε ούτε και εγώ τον γνώριζα. Περίμενε λοιπόν έξω από το Κελλί μου, κάτω από την ελιά, γιατί νόμιζε ότι απουσιάζω. Εγώ ήμουν μέσα στο εργαστήρι και δεν ακουγόμουνα, γιατί βερνίκωνα εικονάκια. Όταν τελείωσα, έψαλα το Άγιος ο Θεός και! βγήκα έξω. Μόλις με είδε ο Πατήρ Ανδρέας, ξαφνιάστηκε και μου διηγήθηκε με θαυμασμό το έξης γεγονός:
«Ενώ περίμενα κάτω από την ελιά, είχαν κλείσει τα μάτια μου, αλλά τις αισθήσεις μου τις είχα. Βλέπω, λοιπόν, έναν Γέροντα να βγαίνη από εκείνα τα δενδρολίβανα και να μου λέη:
— Ποιόν περιμένεις;
Και εγώ του απήντησα:
-Τον Πατέρα Παΐσιο.
Ό Γέροντας μου είπε:
- Εδώ είναι, και έδειχνε με το δάκτυλο προς το κελλί.
Έκείνη την στιγμή πού έδειχνε, άκουσα να ψέλνης το Άγιος ο Θεός και βγήκες έξω. Αυτός, Πάτερ Παΐσιε, θα είναι κανένας Άγιος, γιατί τους καταλαβαίνω. Έχω ιδεί και άλλες φορές τέτοια!»
Τότε του διηγήθηκα μερικά για τον Γέροντα και του είπα ότι εκεί στα δενδρολίβανα είναι ο τάφος του. Είχα φυτέψει γύρω – γύρω δενδρολίβανα, τα όποια είχαν μεγαλώσει, και δεν διακρινόταν ο τάφος, για να μη πατιέται το Λείψανο του, μια πού μου έδωσε εντολή να μη του κάνω εκταφή.
Νομίζω ότι από τα λίγα αυτά πού ανέφερα και από τα λίγα πού έγραψα γύρω από την ζωή του σεβαστού Γέροντος, πολλά θα καταλάβουν όσοι έχουν εσωτερικά βιώματα. Φυσικά, όσοι ζούνε ταπεινά και στην αφάνεια μπορούν να καταλάβουν πόσο αδικούνται οι Άγιοι, με το να βλέπουμε μόνο τις εξωτερικές αρετές των Αγίων – όσες δεν κρύβονται – και αυτές μόνο να γράφουμε, ενώ ο πνευματικός πλούτος των Αγίων μας είναι σχεδόν άγνωστος. Αυτά τα λίγα, συνήθως, πού έχουμε από τους Αγίους ή τους ξέφυγαν, διότι δεν μπόρεσαν να τα κρύψουν, ή τους ανάγκαζε η μεγάλη τους αγάπη να κάνουν αυτή την πνευματική ελεημοσύνη.
Φυσικά, μόνο ο Θεός γνωρίζει τα πνευματικά μέτρα των Αγίων. Ούτε και οι ίδιοι οι Άγιοι τα γνώριζαν, διότι οι Άγιοι μόνο τις αμαρτίες τους μετρούσαν και όχι τα πνευματικά τους μέτρα. Έχοντας λοιπόν ύπ’ όψιν μου το άγιο αυτό τυπικό των Αγίων, πού δεν αναπαύονται στους ανθρώπινους επαίνους, προσπάθησα να περιοριστώ στα απαραίτητα γεγονότα.
Πιστεύω ότι είναι ευχαριστημένος και ο Παπα – Τυχών και δεν θα παραπονεθή, όπως παραπονέθηκε σ’ αυτόν ο φίλος του Γερο – Σιλουανός, όταν είχε γράψει για πρώτη φορά τον Βίο του ο Πατήρ Σωφρόνιος. Είχε παρουσιασθή τότε ο Γερο – Σιλουανός στον Παπα – Τύχωνα και του είπε:
-Αυτός ο ευλογημένος Πατήρ Σωφρόνιος πολλά εγκώμια μου έγραψε, δεν το ήθελα.
Γι’ αυτό φυσικά είναι και Άγιοι. Επειδή απέφευγαν την ανθρώπινη δόξα, τους δόξασε ο Θεός.
Οι ευχές του Παπα – Τύχωνα και όλων των γνωστών και αγνώστων Αγίων να μας βοηθάνε στα δύσκολα χρόνια πού περνάμε. Αμήν.
Πηγή: Γέροντας
Οι Οσίες Ξανθίππη και Πολυξένη ήταν Ισπανίδες αδελφές και έζησαν στα μέσα του πρώτου αιώνα μετά Χριστόν, όταν Καίσαρ ήταν ο Κλαύδιος ο Α’ (41-54 μ.Χ.).
Οι βασικές προτεραιότητες της "επαναστατικής επιτροπής" Πλαστήρα - Γονατά όταν ανέλαβε πραξικοπηματικά την διακυβέρνηση της Χώρας, αποτέλεσε η ενίσχυση του μετώπου της Θράκης και η αποκατάσταση της εύνοιας των Συμμάχων (Αγγλίας - Γαλλίας)
Εμείς οι Έλληνες θεωρούμε – και δικαίως – ότι η Ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί ένα σταθμό στην ελληνική ιστορία. Η νίκη αυτή των Ελλήνων – όσων αντιστάθηκαν στους Πέρσες – όντως ανέκοψε την προέλαση του Ξέρξη και τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για κατάληψη ολόκληρης της ελληνικής χερσονήσου.
– Γέροντα, συχνὰ βλέπω τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων καὶ τοὺς κρίνω.
Ο Άγιος Φωκάς έζησε στις αρχές του 2ου αιώνα, κατά τα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού (98 - 117). Κατάγονταν από την Σινώπη του Πόντου. Ο πατέρας του Πάμφυλος (ναυπηγός στο επάγγελμα) και η μητέρα του Μαρία, μετέδωσαν από την παιδική του ηλικία τη φλόγα της θερμής και αγνής πίστης τους και την μεγάλη ευσέβειά τους. Ο Άγιος Φωκάς, από μικρό παιδί εντρυφούσε στην ανάγνωση των Ιερών Γραφών και εκείνο που ιδιαίτερα τον διέκρινε ήταν η θερμή και ειλικρινή αγάπη που είχε προς το Θεό, αλλά και προς τους συνανθρώπους του. Γιατί οδηγό στην αγάπη του αυτή είχε πάντα τα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής, που λέει:
«Εκείνος που αγαπά τον αδελφό του, μένει μέσα στο πνευματικό και ηθικό φως. Ενώ εκείνος που μισεί τον αδελφό του, μένει μέσα στο πνευματικό και ηθικό σκοτάδι.»
Ο Άγιος Φωκάς, με την αγάπη που τον διέκρινε, διέδιδε τον λόγο του Θεού και της χριστιανικής πίστης στο πλήρωμα της εκκλησίας της Σινώπης και παρηγορούσε με τα λόγια του, όλους τους χριστιανούς που είχαν ανάγκη στήριξης. Οι ευσεβείς χριστιανοί του πρότειναν να γίνει ιερέας, πράγμα που ο Άγιος Φωκάς δέχθηκε.
Μετά από λίγο καιρό, αναδείχθηκε Επίσκοπος της Σινώπης και ευτύχησε να έχει το χάρισμα της επιτέλεσης θαυμάτων στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Κήρυττε άφοβα το Ευαγγέλιο και με τα θαύματα που έκανε, κατόρθωσε να φέρει πολλούς ειδωλολάτρες στην αληθινή πίστη. Ανέπτυξε έντονη ιεραποστολική δραστηριότητα, όχι μόνο στην περιοχή της Επισκοπής του, αλλά και πέρα από αυτή, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο σε κάποιους φανατικούς ειδωλολάτρες.
Καταγγέλθηκε στον έπαρχο της περιοχής Αφρικανό, ο οποίος διέταξε την σύλληψή του, όπως και έγινε. Αφού παρουσιάστηκε μπροστά του, σε ερώτηση που του έγινε, ομολόγησε ότι πιστεύει στον Έναν και μόνο αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό. Ύστερα από αυτήν του την ομολογία, ο έπαρχος άρχισε να βρίζει τον Χριστό και προσπάθησε να χτυπήσει τον Άγιο Φωκά. Τότε έγινε ένας τρομερός σεισμός και ο έπαρχος έπεσε αμέσως κάτω νεκρός, όπως επίσης και οι στρατιώτες του. Τότε ο Άγιος Φωκάς, μετά από τις παράκληση της γυναίκας του έπαρχου, ανάστησε τον Αφρικανό και τους άντρες του.
Μετά από αυτό το γεγονός οι φανατικοί ειδωλολάτρες γεμάτοι μίσος για αυτή του την πράξη, τον οδήγησαν στον αυτοκράτορα, που περιόδευε εκείνη την εποχή στην επαρχία του Πόντου. Αλλά και μπροστά στον αυτοκράτορα, ο Άγιος Φωκάς ομολόγησε και πάλι την πίστη του στον Θεό. Αμέσως τότε, ο αυτοκράτορας διέταξε να τον βασανίσουν.
Πρώτα τον κρέμασαν από ένα ξύλο και του έσκισαν το σώμα με σιδερένια νύχια και μετά τον έριξαν μέσα σε ένα λάκκο με ασβέστη. Ο Άγιος Φωκάς υπέμενε καρτερικά όλα αυτά τα βασανιστήρια και ευλογούσε τους βασανιστές του. Με την δύναμη που του έδινε ο Θεός άντεξε τις δοκιμασίες αυτές και έμεινε σταθερός μέχρι τέλους. Ύστερα, τον έβαλαν σε μια δεξαμενή γεμάτη με βραστό νερό, όπου μετά από θερμή προσευχή στον Θεό, ο Άγιος Φωκάς παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Η Εκκλησία μας εορτάζει και τιμά την ιερά μνήμη του στις 22 Σεπτεμβρίου.
«Σσσσσώπα!…Είναι ο Άγιος ιερομάρτυς Φωκάς!…»
Μια νύχτα, ξημέρωνε η γιορτή του Αγίου ιερομάρτυρος Φωκά (22 Σεπτεμβρίου). Είχαν συγκεντρωθεί όλες οι αδελφές που τον διακονούσαν για τον Όρθρο. Μια από τις κατά πνεύμα θυγατέρες του, ήταν δίπλα του από τα δεξιά και όπως ήταν όρθια, την πήρε ένας ελαφρύς ύπνος. Και βλέπει πίσω από τον Άγιο Πατέρα Νικόλαο (τον Πλανά) να βρίσκεται ένας μεγαλοπρεπής Ιερέας με επανωκαλύμμαυχο και να παρακολουθεί την ακολουθία.
Συνήλθε αμέσως και λέει σιγά στον Πατέρα Νικόλαο:
«Πάτερ… ένας μεγαλοπρεπής Ιερέας πίσω σας, παρακολουθεί προσεκτικά πώς ψάλλουμε την ακολουθία…»
Ο Άγιος Νικόλαος έφερε το δάχτυλο στο στόμα του και της λέει:
«Σσσσσώπα!…Είναι ο Άγιος ιερομάρτυς Φωκάς!…»
Και σώπαινε να μη το ακούσουν αυτό και οι άλλες. Όσο μπορούσε, τέτοια συμβάντα τα έκρυβε. Είχε μεγάλη επικοινωνία με τους Αγίους και το νόμιζε πολύ φυσικό να τους βλέπει.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τοῦ Πνεύματος, ὀφθεὶς δοχεῖον λαμπρόν, θαυμάτων ἐπλούτησας, τὴν παρ’ αὐτοῦ δωρεάν, Φωκᾶ ἱερώτατε· ὅθεν ἱερουργήσας, τῷ Σωτῆρι ὁσίως, ἔπιες ἐν ἀθλήσει, τὸ ποτήριον τούτου· ᾧ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν πλουσιόδωρον χάριν, ὡς πηγὴν θεόβρυτον, ἐν τῇ ψυχῇ κεκτημένος, ἔσβεσας, πόνων ἱδρῶσι πλάνης τὴν φλόγα, βρύεις δὲ, θαυμάτων ῥεῖθρα τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κλέος Ἱερέων, καὶ τῶν Μαρτύρων Φωκᾶ μακάριε.
Μεγαλυνάριον
Τοῦ Εὐαγγελίου μυσταγωγός, ἱερῶν θαυμάτων, θεοδόξαστος αὐτουργός, Ἐκκλησίας στῦλος, Φωκᾶ Ἱερομάρτυς, ἐδείχθης διασώζων, τοὺς προσιόντας σοι.
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, σε μια εποχή που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια και δοκιμαζόταν από τις εσωτερικές διαμάχες της δυναστείας των Παλαιολόγων, στην οποία ανήκε.
Ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος γεννήθηκε το 1370 και υπήρξε πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Δ’ Παλαιολόγου (1348-1385) και της συζύγου του Μαρίας Κυράτζας (1348-1390), κόρης του τσάρου της Βουλγαρίας Ιβάν Αλεξάντρ. Παππούς του ήταν ο επίσης αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος (1332-1391).
Συμβασίλευσε με τον πατέρα του (1376-1379), ο οποίος με τη βοήθεια των Οθωμανών Τούρκων είχε ανατρέψει τον παππού του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Μετά την παλινόρθωσή του το 1379, ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος τύφλωσε μερικώς, τόσο τον γιο του, όσο και τον εγγονό του. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1385, ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος θεώρησε εαυτόν νόμιμο διάδοχο του θρόνου και αντιτάχθηκε στις βλέψεις του θείου του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου.
Στις 14 Απριλίου 1390 ανέτρεψε τον παππού του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, με τη βοήθεια των Γενουατών και του Οθωμανού Σουλτάνου. Ο Βαγιαζήτ Α’ (1354-1403) επιθυμούσε την ανατροπή του αυτοκράτορα, που έτρεφε αντιτουρκικά και φιλοβενετικά αισθήματα. Είχε προηγηθεί ταξίδι του Ιωάννη Ζ’ στη Γένουα το 1389 προς αναζήτηση πολιτικής υποστήριξης έναντι του θείου του, Μανουήλ. Ο Ιωάννης Ζ’ παρέμεινε στον θρόνο για λίγους μήνες έως τις 17 Σεπτεμβρίου 1390, οπότε ανατράπηκε με πρωτοβουλία του θείου το Μανουήλ Β’. Ο πατέρας του Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος ανακηρύχθηκε για τρίτη φορά αυτοκράτορας.
Αμέσως μετά την αποκατάσταση του Ιωάννη Ε’ στον θρόνο του Βυζαντίου, ο Ιωάννης Ζ’ και ο Μανουήλ Β’ κλήθηκαν από τον Βαγιαζήτ, βάσει των όρων υποτέλειας που είχε συμφωνήσει ο Ιωάννης Ε’ να συμμετάσχουν στην επόμενη στρατιωτική εκστρατεία των Τούρκων, κατά της Φιλαδέλφειας, η οποία μέχρι εκείνη την ώρα ήταν σε Βυζαντινά χέρια. Ενώ βρίσκονταν στη Μικρά Ασία τους αναγγέλθηκε η είδηση για τον θάνατο του Ιωάννη Ε’ (16 Φεβρουαρίου 1391). Οι δυο τους συμφώνησαν να στεφθεί αυτοκράτορας ο Μανουήλ Β’ και ο Ιωάννης Ζ’ να ανακηρυχθεί διάδοχός του, αφού ο Μανουήλ ήταν ακόμη ανύπαντρος.
Ο Βαγιαζήτ επιθυμούσε την αποκατάσταση του Ιωάννη Ζ’ στον θρόνο του Βυζαντίου και δεν δίστασε να αποκλείσει και να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο κλοιός γύρω από την πόλη έγινε ασφυκτικότερος μετά την αποτυχημένη Σταυροφορία του 1396, που τερματίστηκε με τη συντριπτική νίκη του σουλτάνου στη μάχη της Νικόπολης το ίδιο έτος. Το 1399 εισήλθε πανηγυρικά ο Ιωάννης Ζ’ στην Πόλη, χωρίς όμως να επιτρέψει την παράδοσή της στους Οθωμανούς. Ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής της άμυνας ως αντιβασιλιάς, ενώ ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ περιόδευσε στη Δύση, με σκοπό να συγκεντρώσει πολύτιμη βοήθεια. Όλοι περίμεναν το θαύμα, το οποίο ήρθε με τη μορφή του Ταμερλάνου. Το 1402 ο Βαγιαζήτ έλυσε την πολιορκία για να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Ορδή του Μογγόλου ηγέτη. Υπέστη συντριβή στη μάχη της Άγκυρας (20 Ιουλίου 1402) και συνελήφθη αιχμάλωτος.
Τον επόμενο χρόνο ο Ιωάννης Ζ’, εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές διαμάχες των Οθωμανών, υπογράφει συνθήκη μαζί τους και η Θεσσαλονίκη περιέρχεται και πάλι στο Βυζάντιο (3 Ιουνίου 1403). Έχοντας αποκαταστήσει πλήρως τις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα και θείο του Μανουήλ Κομνηνό εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη και αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιοχής ως «Δεσπότης της Θεσσαλονίκης» και «Βασιλεύς πάσης Θεσσαλίας».
Το 1399 νυμφεύτηκε τη γενουατικής καταγωγής Ευγενία Γκατιλούζιο, πρωτότοκο κόρη του Λόρδου της Λέσβου Φραντσέσκο Β’ Γκατιλούζιο, η οποία μετονομάστηκε σε Ειρήνη. Μαζί απέκτησαν τον Ανδρόνικο Ε’ Παλαιολόγο, ο οποίος συμβασίλευσε με τον πατέρα του από το 1403 έως το 1407, οπότε πέθανε σε ηλικία επτά ετών.
Ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος πέθανε στις 22 Σεπτεμβρίου 1408, σε ηλικία 38 ετών.
Πηγή: Σαν σήμερα
Μια φορά Εύζωνας, για πάντα Εύζωνας!
Η ίδια φωνή, ἀγαπητοί μου, ἀκούγεται καὶ πάλι. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι καὶ σήμερα κατηγορούμενος.
Ο Νίκος Καπετανίδης γεννήθηκε το 1889 στη Ριζούντα του Πόντου και σπούδασε στο περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας1,
«Τα τουρκικά εγκλήματα δεν είναι στο Netflix είναι στα στοιχεία που κρύψαμε» ήταν ο τίτλος του άρθρου του συνάδελφου Άριστου Μιχαηλίδη στον «Φ» στις 7.9.24.
Η μάχη στο Ρίμινι ήταν μία Στρατιωτική αναμέτρηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την οποία δοξάστηκαν τα Ελληνικά όπλα. Διεξήχθη από τις 13 έως τις 21 Σεπτεμβρίου 1944 επί ιταλικού εδάφους, στο πλαίσιο της συμμαχικής Επιχείρησης Ελαία (Operation Olive). Είχε ως αντικειμενικό σκοπό την διάσπαση της λεγόμενης «Γοτθικής Αμυντικής Γραμμής», που είχαν συμπήξει οι υποχωρούντες Γερμανοί.
Μετά την κατάληψη της Ρώμης από τα συμμαχικά στρατεύματα (4 Ιουνίου 1944), οι γερμανικές δυνάμεις που στάθμευαν στην Ιταλία συμπτύχθηκαν επί της «Γοτθικής Αμυντικής Γραμμής», που εκτεινόταν από την Πίζα έως το Ρίμινι στις ακτές της Αδριατικής. Την εκτέλεση της Επιχείρησης Ελιά ανέλαβαν η 5η Αμερικανική Στρατιά υπό τον αντιστράτηγο Μαρκ Κλαρκ στον δυτικό τομέα και η 8η Βρετανική Στρατιά υπό τον αντιστράτηγο σερ Όλιβερ Λις στον ανατολικό τομέα, ο οποίος εκτεινόταν έως την Αδριατική Θάλασσα.
Στην 8η Βρετανική Στρατιά είχε ενταχθεί η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία, αποτελούμενη από τρία τάγματα πεζικού, με διοικητή τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο (1897-1989). Η μονάδα αυτή είχε συγκροτηθεί στην Μέση Ανατολή μετά το ΕΑΜικό στασιαστικό κίνημα της 6ης Απριλίου 1944 και αποτελείτο κυρίως από νομιμόφρονες προς την εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, Αξιωματικούς και στρατιώτες. Η Ταξιαρχία μεταφέρθηκε στο Τάραντα στις 11 Αυγούστου 1944 και από εκεί σιδηροδρομικώς στο χωριό Κατόλικα, 20 χιλιόμετρα νοτίως του Ρίμινι, όπου από τις 8 Σεπτεμβρίου ανέλαβε τον παραλιακό τομέα, ενταχθείσα αρχικά υπό τις διαταγές της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας και στην συνέχεια υπό τη 1η Καναδική Μεραρχία.
Το ίδιο βράδυ, αλλά και στις 10 Σεπτεμβρίου, βρέθηκε κάτω από εχθρικά πυρά, τα οποία απέκρουσε επιτυχώς. Την περιοχή του Ρίμινι υποστήριζαν μονάδες της 76ης Μηχανοκίνητης Στρατιάς της Βέρμαχτ, υπό την διοίκηση του στρατηγού Τράουγκοτ Χερ.
Από τις 13 Σεπτεμβρίου η Ελληνική ταξιαρχία πέρασε στην αντεπίθεση. Υποστηριζόμενη από το πυροβολικό και τα τεθωρακισμένα των συμμάχων είχε ως αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της πόλης του Ρίμινι. Οι Γερμανοί αμύνονταν λυσσωδώς, αλλά η Ελληνική επίθεση υπήρξε θυελλώδης.
Την νύχτα 13/14 Σεπτεμβρίου, η 1η Καναδική Μεραρχία συγκεντρώθηκε στην περιοχή νότια του ποταμού Μαράνο, για να επιτεθεί στις 06:30 της 14ης Σεπτεμβρίου. Η III EOT (Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία) διατάχθηκε να ενεργήσει νυχτερινή επίθεση στις 02:00 της ίδιας ημέρας, σε συνδυασμό με την 3η Καναδική Ταξιαρχία, η οποία θα ενεργούσε στο αριστερό πλευρό της. Η κίνηση των τμημάτων της Ταξιαρχίας για την κατάληψη της βάσεως εξορμήσεως άρχισε τις τελευταίες νυχτερινές ώρες 13/14 Σεπτεμβρίου.
Στις 15 Σεπτεμβρίου οι άνδρες του Τσακαλώτου επιτέθηκαν στο αεροδρόμιο του Ρίμινι, το οποίο κατέλαβαν μετά από τριήμερη μάχη. Ο δρόμος για το Ρίμινι ήταν ανοιχτός.
Η επίθεση της Ταξιαρχίας άρχισε στις 16:00 της 20ής Σεπτεμβρίου με το Ι Τάγμα μετά από δεκάλεπτο βομβαρδισμό πυροβολικού. Με την υποστήριξη των αρμάτων μάχης και με σκληρό αγώνα κατέλαβε την Σάντα Μαρία ντε λε Κολονέλε. Ακολούθησε στις 16:30 η επίθεση του II Τάγματος με την υποστήριξη πυροβολικού και αρμάτων μάχης.
Το Τάγμα, πολεμώντας ηρωικά, ανέτρεψε τις εχθρικές αντιστάσεις στον τομέα του και προωθήθηκε 1.200 μέτρα νοτιοανατολικά του Ρίμινι, καταλαμβάνοντας τον πρώτο αντικειμενικό σκοπό της ημέρας αυτής!
Στις 7:45 π.μ. ο Δήμαρχος του Ρίμινι παρέδωσε άνευ όρων την πόλη δια πρωτοκόλλου στον διοικητή του 2ου Λόχου του 3ου Τάγματος, λοχαγό Μιχαήλ Αποστολάκη. Το Ρίμινι έπεσε τελικά στις 09:00 της 21ης Σεπτεμβρίου 1944.
Η κατάληψή του ήταν το έπαθλο δεκαπενθήμερου αγώνα της III EOT εναντίον εχθρού που είχε ισχυρή αμυντική οργάνωση και έδωσε σκληρή μάχη από σπίτι σε σπίτι και από πολυβολείο σε πολυβολείο διεκδικώντας με πείσμα το έδαφος.
Τις απογευματινές ώρες της 21ης Σεπτεμβρίου έγινε στην πλατεία της πόλεως τελετή, με την παρουσία αντιπροσωπειών των μονάδων της Ελληνικής Ταξιαρχίας και των καναδικών και νεοζηλανδικών μονάδων, για να αποδοθούν τιμές στην πολεμική σημαία του II Τάγματος, που πρώτο εισήλθε στο Ρίμινι.
Από το γεγονός αυτό, η ΙΙΙ ΕΟΤ ονομάστηκε έκτοτε «Ταξιαρχία Ρίμινι».
Οι συνολικές απώλειες της Ελληνικής Ταξιαρχίας στις εννιά ημέρες που διάρκεσε η Μάχη του Ρίμινι ανήλθαν σε 116 νεκρούς (10 αξιωματικοί και 106 οπλίτες) και 316 τραυματίες (23 αξιωματικοί και 293 οπλίτες).
Ο Διοικητής των Συμμαχικών Στρατευμάτων στην Ιταλία, βρετανός Στρατάρχης Χάρολντ Αλεξάντερ, σε έκθεση του με τον τίτλο «Οι Σύμμαχοι Στρατοί στην Ιταλία από τις 3 Σεπτεμβρίου 1943 μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 1944» σημειώνει για την δράση της 3ης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας τα εξής:
"Στις 20 Σεπτεμβρίου, έπειτα από πάλη χωρίς ελπίδα, εκκαθαρίσθηκε το Σαν Φορτουνάτο και στην διάρκεια της νύχτας οι Έλληνες, υπό την διοίκηση της 1ης Καναδικής Μεραρχίας, εισήλθαν στο Ρίμινι. Ήμουνα ευτυχής, γιατί η επιτυχία αυτή είχε τόσο έγκαιρα λαμπρύνει τα πεπρωμένα της Ηρωικής αυτής χώρας, που ήταν η μόνη μαχόμενη σύμμαχος στο πλευρό μας σε στιγμές ζοφερές και γιατί μία νέα νίκη στην Ιταλία είχε προστεθεί στην δόξα που αποκτήθηκε στα βουνά της Αλβανίας".
Πηγή: Περί Πάτρης
Ο Πλάτων Αϊβαζίδης (Αϊβάζης ή Αϊβαζόγλου) γεννήθηκε το 1852 στην Πάτμο απο τον χιώτη Νικόλαο και τη Μαρία. Μαθήτευσε στην Πατμιάδα Σχολή και σε ηλικία 15 ετών έγινε δόκιμος στην Ι.Μ Αγ. Ιωάννου Θεολογου, όπου μόναζαν δύο θείοι του μοναχοί και παρέμεινε ως τα 25 του έτη. Μετά πορεύεται στην Κωνσταντινούπολη και φοιτά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, γνωρίζοντας τον εκεί φοιτητή Γερμανό Καραβαγγέλη. Παράλληλα, εκτελούσε χρέη Διακόνου στη Μητρόπολη Καστοριάς (1883› 1888) και Λήμνου (1888› 1894). Στη Λήμνο χειροτονείται πρεσβύτερος και γίνεται Πρωτοσύγγελος (δηλαδή δεύτερος τη τάξει) απο τον Μητρ. Αθανάσιο Καποράλη. Το 1899 ο Μητρ. Αθανάσιος μετατίθεται στην Καστοριά και παίρνει μαζί του τον Πρωτοσύγγελο Πλάτωνα. Σε ένα μόλις χρόνο ξαναμετατίθεται στη Σάμο και τη θέση του παίρνει ο Μητρ. Γερμανός, ο οποίος όμως κρατά κοντά του τον Πλάτωνα. Το διάστημα μέχρι το 1908, ουσιαστικά όλη την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, διακονεί πιστά τον Καραβαγγέλη, παραμείνει στην πόλη ως υπεύθυνος κατα τις μεγάλες περιοδείες του, φροντίζει για την αποκατάσταση των πληγέντων γυναικόπαιδων και τη σωστή λειτουργία ιδρυμάτων. Οι δύο μαζί τέλεσαν την κηδεία και τα τρισάγια στο μνήμα του Παύλου Μελά .
Μετά την απομάκρυνση του Γερμανού απο την Καστοριά, ο Πρωτοσύγγελος Πλάτων τον ακολουθεί στην Μητρόπολη Αμάσειας του Πόντου και την έδρα της την Αμισό (Σαμψούντα). Εκεί, πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια ένα πρωτοφανές έργο με την ανοικοδόμηση δεκάδων σχολείων, εκκλησιών και ιδρυμάτων στις ελληνικές κοινότητες. Ο Πλάτωνας πάλι ως έμπιστος αναλαμβάνει υπεύθυνος μαζί με τον Επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο κατα τις περιοδείες του Γερμανού στην επαρχία, αλλά και τα ταξίδια του στην Πόλη. Διδάσκει σε διάφορα σχολεία της περιοχής και βοηθά στον απελευθερωτικό αντάρτικο αγώνα των Ποντίων με κηρύγματα αφύπνισης και υλική βοήθεια. Την 4η Φεβρουαρίου 1921 φυλακίζονται οι προύχοντες και όλα τα εξέχοντα μέλη της ελληνικής κοινότητας Αμισού, μεταξύ των οποίων και ο Πλάτων για επαναστατική δράση. Παραμένει 8 μήνες στις άθλιες φυλακές Αμάσειας εμψυχώνοντας τους συγκρατούμενούς του. Δικάζεται δύο φορές, αρχικά με κάθειρξη φυλάκισης 7 ετών και αργότερα με την καταδίκη του θανάτου απο εκτακτα στρατοδικεία, χωρίς ανάλογες αποδείξεις. Απαγχονίστηκε στην πλατεία Ωρολογίου της Αμάσειας μαζί με άλλους 68 Έλληνες την 21 Σεπτεμβρίου 1921, μέρα που τιμάται η μνήμη του.
Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ
Ἤδη ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1921, εἶχαν ἀρχίσει οἱ συλλήψεις πολλῶν προυχόντων τῆς περιοχῆς ὅπου ἡ Μητρόπολη τῆς Ἀμασείας. Τὴν νύχτα τῆς 4ης Φεβρουαρίου 1921, γίνεται ἔφοδος ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς στὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο. Συλλαμβάνεται ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τὸ διοικητικὸ προσωπικό, καὶ ἄλλοι ὑπάλληλοι τῆς Μητροπόλεως. Ὁ Χρῆστος Σαμουηλίδης σημειώνει:
Τὰ ὀνόματά τους ἦταν ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ τῆς Σαμψοῦντας. Ἀντιπροσώπευαν τὴν ἀφόκρεμα τῆς κοινωνίας, τὸν πλοῦτο, τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἐπιῤῥοή. Ἀνάμεσά τους ἦταν ἐπιστήμονες, γιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, καθηγητές, δάσκαλοι, ἀνώτεροι ὑπάλληλοι τῆς Ὀθωμανικῆς Τράπεζας, τοῦ Μονοπωλείου καπνοῦ τῆς Ῥεζῆ καὶ τῶν ἄλλων ἐταιρειῶν καὶ πρακτορείων τῆς πόλης. Τοὺς σήκωσαν ἀπὸ τὰ ζεστὰ κρεβάτια τους καὶ τοὺς ἔῤῥιξαν στὰ παγωμένα μπουντρούμια, ὑπόδικους, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι συνεργάζονταν μὲ τοὺς ἀντάρτες τῶν βουνῶν γιὰ τὴν ἀπόσπαση τοῦ Πόντου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια[1].
Ταυτόχρονα, γίνονται ἐξονυχιστικὲς ἔρευνες στὰ γραφεῖα καὶ τὰ ὑπόλοιπα δωμάτια τοῦ Μητροπολιτικοῦ μεγάρου. Ἀδειάζονται ντουλάπια, ἀναποδογυρίζονται γραφεῖα καὶ συρτάρια, μὲ τὴν ἐλπίδα πῶς θὰ βρεθοῦν ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα καὶ στοιχεῖα.
Παράλληλα, συλλαμβάνονται καὶ ἄλλοι προύχοντες καὶ μή, Ἀμιτσηνοί, Ἀλατζάνοι καὶ Παμφραῖοι ἔμποροι καὶ ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦνται χειροδέσμιοι μὲ μεγάλη συνοδεία ἐνόπλων στρατιωτῶν καὶ χωροφυλάκων στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμισοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμασείας.
Ἡ ζωὴ μέσα στὶς φυλακὲς εἶναι ἀφόρητη καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα βαρειὰ καὶ ἀποπνικτική, ἐξαιτίας τῶν μικρῶν χώρων, μέσα στοὺς ὁποίους εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ συνωστίζονται πολλοὶ φυλακισμένοι. Πολλὲς φυλακές, κατερειπωμένες καὶ ἀκατάλληλες καὶ γιὰ τὰ ζῶα ἀκόμη, εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ τὶς ἐπισκευάζουν μὲ ἁδρὰ δικά τους ἔξοδα. Οἱ κακὲς μυρωδιὲς ἀπὸ τὰ ἀποχωρητήρια καὶ ἡ μυρωδιὰ τοῦ ἀνθρακικοῦ ὀξέος ἀπὸ τὰ κάρβουνα ποὺ ἀνάβουν γιὰ τὸ φαγητὸ τόσων φυλακισμένων καὶ γιὰ τὴν θέρμανσή τους, δημιουργοῦν τὴν πιὸ ἀπαίσια καὶ ἀνθυγιεινὴ κατάσταση.
Τὰ θερμουργὰ κηρύγματα τοῦ Πλάτωνα μέσα στὴν φυλακή, τονώνουν τὴν πίστη τῶν συγκρατουμένων του στὴν πρόνοια τοῦ Παναγάθου Θεοῦ. Δέχεται μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ ὑποταγὴ κάθε σωματικὸ πόνο καὶ κάθε θλίψη τῆ ψυχῆς. Καταῤῥέει καθημερινὰ σωματικά, ἀλλὰ ἀναγεννᾶται πνευματικά. Δίδει τὸ ὁλοζώντανο παράδειγμα τῆς πλήρους, μὲ ἡρεμία ψυχῆς, ὑποταγῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ καθημερινό: Γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου, ἦταν ἔκφραση τῆς ὁλόψυχης ἐμπιστοσύνης του στὸν Θεό, καὶ τὸ διαρκές: Δόξα Σοι ὁ Θεός, μαρτυρία της εὐγνωμονοῦσας ψυχῆς του.
Ὡστόσο οἱ ἑβδομάδες καὶ οἱ μῆνες περνοῦσαν ὅπως γράφει ὁ Χ. Σαμουηλίδης καὶ ἡ κατάστασή τους χειροτέρευε:
Μόνο ἡ ὑπομονὴ κρατοῦσε τοὺς ὑπόδικους στὴν ζωή. Ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπίδα πὼς οἱ Ἕλληνες ἀδελφοὶ τῆς Κωνσταντινούπολης θὰ εἶχαν ἄγρυπνο τὸ μάτι πάνω τους καὶ θὰ παρενοχλοῦσαν τοὺς συμμάχους μὲ τὰ διαβήματά τους γιὰ νὰ μὴν πάθουν κανένα ἀνεπανόρθωτο κακό. Οἱ πιὸ αἰσιόδοξοι μάλιστα, ὅπως ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων Αἰβαζίδης καὶ ὁ καθηγητὴς Βαλιούλης, στήριζαν τὶς ἐλπίδες του στὴν πυγμὴ τῆς Ἑλληνικῆς κυβέρνησης καὶ στὴν δύναμη τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ποὺ πατοῦσε τὸ πόδι του στέρεα πάνω στὰ χώματα τῆς Μικρασίας. Βολεύονταν καλά, μὲ τὴν πεποίθηση τούτη, καὶ τὴν μετέδιναν καὶ στοὺς ἄλλους, προσθέτοντας ὅτι πολὺ σύντομα θὰ ἄλλαζαν τὰ πράγματα, θὰ ξαναγύριζαν στὰ σπίτια τους καὶ ὅλα τοῦτα τὰ φρικτὰ μερόνυχτα θὰ ξεχνιόνταν σὰν τὰ ἐφιαλτικὰ ὄνειρα.
Τὴν αἰσιοδοξία τους ὅμως αὐτή, λίγοι τὴν συμμερίζονταν.
Οἱ πιὸ πολλοί, ἦσαν ἄκεφοι καὶ ἀπαισιόδοξοι. Μερικοὶ μάλιστα, μὲ τελείως χαμένο τὸ ἠθικό τους, ἀποτραβιόνταν στὶς γωνίες μοναχικοί, ἤ ἔβρισκαν τὰ ταίρια τους καὶ σχημάτιζαν μικρὲς παρέες, ὅπου ἐκμυστηρεύονταν τοὺς τρομεροὺς φόβους τους γιὰ τὸ σκοτεινὸ μέλλον. Ἀνάμεσά τους, ὁ πρώην βουλευτὴς Τραπεζοῦντας Ματθαῖος Κωφίδης ἦταν ὁ πιὸ ἀπαγοητευμένος. Ἔβλεπε τὰ πάντα μαῦρα καὶ ἄραχνα, χωρὶς καμμία ἀχτίνα φωτός. Καὶ τούτη τὴν ἀπελπισμένη διάθεση τὴν μετέδινε σὰν κολλητικὴ ἀῤῥώστια σὲ ὅποιον τὸν πλησίαζε. Πολλοί, ἀκόμα καὶ ἀπαισιόδοξοι, ἀπέφευγαν τὴν παρέα του, γιὰ νὰ μὴν βασανίζονται ὑπερβολικὰ μὲ τὰ κακὰ προαισθήματα ποὺ τοὺς ὑπέβαλλε.
Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου, ὁ ὁποῖος φυλακισμένος καὶ αὐτὸς ὑποφέρει μαζὶ μὲ τοὺς συγκρατούμενούς του, τὴν ἀφόρητη κατάσταση τῶν τρομερῶν φυλακῶν. Κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, 18 Ἀπριλίου τοῦ 1921, πηγαίνοντας πρὸς τὰ ἀποχωρητήρια τῶν φυλακῶν, περνώντας ἀπὸ τὸν διάδρομο, ὅπου βρίσκονταν καὶ ἄλλα κελλιὰ μὲ φυλακισμένους, εἶχε τὴν εὐτυχία νὰ τοὺς χαιρετήσει μὲ τό: Χριστὸς Ἀνέστη, καὶ νὰ τοὺς εὐχηθεὶ: καλὴ λευτεριά . Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ κάνει τοὺς βαρβάρους δεσμοφύλακες νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὰ ὑπόγεια τῶν φυλακῶν, ὅπου κρατοῦνται οἱ βαρυποινίτες, ποὺ ἦσαν γεμάτοι βρωμιά, ψεῖρες καὶ μικρόβια. Σὲ 3› 4 μέρες μολύνθηκε ἀπὸ τὰ μικρόβια καὶ προσβλήθηκε ἀπὸ ἐξανθηματικὸ τύφο. Ὅταν τὸν μετέφεραν στὸν πάνω ὅροφο ἦταν στὰ κακά του χάλια. Σὲ λίγες ἡμέρες (30 Μαιου 1921) μαζὶ μὲ ἄλλους δύο συγκρατουμένους, τὸν Βασίλη Καλαϊτζή, καὶ τὸν Ἀνδρέα Κολλάρο, πεθαίνει ἀπὸ τὴν φοβερὴ αὐτὴ ἀῤῥώστεια. Μόλις καὶ μετὰ βίας οἱ Τοῦρκοι ἐπιτρέπουν στὸν φίλο καὶ συναγωνιστή του, Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα νὰ τὸν συνοδέψει νεκρὸ ὡς τὴν ἔξοδο τῆς φυλακῆς καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσει τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν[2]. Κάποιες ἄλλες πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐπέτρεψαν στὸν Πλάτωνα νὰ τὸν κηδεύσει καὶ νὰ τὸν συνοδεύσει μέχρι τὸν τάφο του[3].
Ὅταν ἐπέστρεψε μὲ λυγμοὺς ὁ Πρωτοσύγκελλος στὴν φυλακή του, ἐλεεινολογοῦσε τὴν μοίρα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀγνοώντας ὁ ἄτυχος ὅτι τοῦ ἐπιφυλάσσονταν χειρότερα, δεδομένου ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἀπέθανε, τουλάχιστον μὲ φυσικὸ θάνατο, ὁ ἴδιος ὅμως ἦταν πεπρωμένο νὰ μαρτυρήσει ἀργότερα μὲ τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον. Ἐκεῖ ὅπου θὰ λήξει ἡ περιπέτειά του καὶ θὰ τελεσιουργηθεῖ ἡ πνευματική του ὁλοκλήρωση.
Στὴν Ἀμάσεια καταρτίστηκε ἕνα ἔκτατο στρατοδικεῖο μὲ σκοπὸ νὰ δικάσει τοὺς Ἕλληνες ὑποδίκους. Οἱ ἐργασίες του ἄρχισαν τὴν παραμονὴ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ μὲ τὴν ὑπόθεση τοῦ μουσικιοφιλολογικοῦ συλλόγου Ὀρφεύς. Οἱ πέντε ἀνώτεροι ἀξιωματικοὶ τοῦ στρατοδικείου κάλεσαν στὴν αἴθουσα τῆς ἀναμονῆς τῶν φυλακῶν σὲ ἀνάκριση τὰ μέλη τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου, στὰ ὁποῖα ἀνῆκε καὶ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων μὲ τὴν κατηγορία ὅτι πίσω ἀπὸ τὶς μουσικοφιλολογικὲς ἐκδηλώσεις διατηροῦσαν σχέσεις μὲ τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τῶν ἀνταρτῶν. Ὅλοι τους ὑπεστήριξαν, ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ συλλόγου ἦταν καλλιτεχνικός, καὶ φιλανθρωπικός, καὶ ὅτι ἦταν συνέχεια τοῦ παλαιοῦ Συλλόγου, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι ἔπρεπε νὰ διαχωρίσουν τὶς εὐθύνες τους. Ὁ ἀνακριτὴς Σουκρῆ μπέης στὸ τελος τοὺς ἔδειξε ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα: προκηρύξεις, σχέσεις μὲ μυστικὰ σωματεῖα, ἀποφάσεις γιὰ συγκέντρωση στρατιωτικῆς δύναμης ἀπὸ τοὺς νέους καὶ μιὰ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πρὸς τὸν παλιὸ σύλλογο ποὺ μιλοῦσε γιὰ ἀγορὰ ὅπλων. Στὸ τελος ὅλους τοὺς καταδίκασαν σὲ θάνατο, ἀλλὰ λόγω τοῦ ὅτι δὲν ἦσαν ἄμεσοι αὐτουργοὶ κακοβούλων ἐνεργειῶν τοῦ συλλόγου, ἀλλὰ βοηθητικὰ ὄργανα, μετρίασαν τὴν ποινή τους σὲ κάθειρξη ἑπτὰ ἐτῶν. Ὁ Χ. Σαμουηλίδης μᾶς διασώζει ἕναν διάλογο τοῦ Πλάτωνος μὲ τὸν ἀνακριτὴ στὴν δίκη ἐκείνη:
Ἔπειτα ἀπὸ δύο› τρεῖς μέρες, κάλεσαν ὅλους τοὺς προκρίτους τῆς Σαμψοῦντας καὶ τῶν ἄλλων πόλεων καὶ τοὺς ἀπάγγειλαν τὴν κοινὴ κατηγορία, ὅτι εἶναι συνεργάτες τῶν ἀνταρτῶν, ὅτι ἀποβλέπουν στὴν ἀπόσπαση ἀπὸ τὴν ἐπικράτεια τῆς Τουρκίας ἑνὸς μεγάλου μέρους της καὶ ὅτι ἐπιδιώκουν τὴν ἀνεξαρτησία καὶ αὐτονομία τοῦ Πόντου. Τὸν Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα Αἰβαζίδη τὸν χαρακτήρισαν ὑπαρχηγὸ τοῦ κινήματος, μὲ ἀρχηγὸ τὸν ἀπόντα Μητροπολίτη Γερμανὸ Καραβαγγέλη.
Ἀκούγοντας τὴν βαριὰ καὶ ἀναπάντεχη κατηγορία οἱ ὑπόδικοι, ἔμειναν ἔμβρόντητοι! Μιὰ σιωπὴ θανάτου ἁπλώθηκε μονομιᾶς στὴν αἴθουσα τῆς ἀνάκρισης. Κρύος ἱδρώτας ἔτρεχε ἀπὸ τὰ πρόσωπα πολλῶν, ποὺ ἤξεραν καλὰ τὶ σήμαινε ἡ φράση: ἀπόσπαση μέρους ἐκ τῆς ἐπικρατείας. Μόνο ὁ Πρωτοσύγκελλος κράτησε τὴν ψυχραιμία του καὶ εἶχε τὸ κουράγιο νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ πεῖ μὲ σταθερὴ φωνή:
› Ἀρνοῦμαι τὶς κατηγορίες ποὺ μᾶς ἀποδίδετε. Τὶς ἀποκρούω ὅλες ὡς ἀβάσιμες. Ὑποστηρίζω ἀντιθέτως, ὅτι ὅλοι οἱ ὑπόδικοι ποὺ ἔχετε αὐτὴ τὴν στιγμὴ μπροστά σας, εἶναι οἱ πιὸ φιλήσυχοι, νομοταγεῖς καὶ νοικοκύρηδες ἄνθρωποι ὁλόκληρου τοῦ Πόντου. Εἶναι ἀμέτοχοι σὲ κάθε κίνημα ἀνατρεπτικό...
› Εἶσαι βέβαιος γιὰ αὐτὰ ποὺ λές: τὸν διέκοψε ὁ ἀνακριτής.
› Τόσο πολύ, ὥστε ζητῶ νὰ δοθεῖ τέρμα στὴν κράτησή μας, ποὺ παρατείνεται τόσον καιρὸ παράνομα.
› Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε, εἶπε ὀργισμένος ὁ Σουκρῆ μπέης. Τώρα πηγαίνετε στὸν θάλαμό σας.
Οἱ ὑπόδικοι γύρισαν στὸν θάλαμο χλωμοί, καὶ τσακισμένοι ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη ἐξέλιξη ποὺ ἔπαιρνε ἡ ὑπόθεσή τους. Οἱ πρῶτοι φόβοι γιὰ τὴν ἴδια τὴν ζωῆ τους ἄρχισαν κιόλας νὰ θρονιάζονται στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς τους.
Μαρτυρίες γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικώδη γεγονότα ἔχουμε ἀπὸ ὁρισμένους αὐτόπτες μάρτυρες ποὺ τὰ ἔζησαν ἀπὸ κοντά, καὶ τὰ περιγράφουν μὲ ζωντάνια καὶ γλαφυρότητα. Σὲ μιὰ ἀναφορά της πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ Διευθύντρια τοῦ Ἑλληνικοῦ (ἀργότερα Τουρκικοῦ) Παρθεναγωγείου Ἀμισοῦ, Ἑλένη Δημητριάδου, διεκτραγωδεῖ τὶς ταλαιπωρίες τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς ἐκείνης γράφοντας:
Ἐν ἔτει 1920, ἐγκατασταθεῖσα ἐν Ἀμισῷ ὡς διευθύντρια τοῦ ἤδη τουρκικοῦ γενομένου Παρθεναγωγείου, ὅπερ σὺν τοῖς λοιποῖς ἐκπαιδευτηρίοις ἔπαυσε λειτουργοῦν ἀπὸ πέρυσιν, εἶδον ἰδίοις ὄμμασιν φρικαλέαν συμφοράν, ἐνσκήψασα πρῶτον ἐπὶ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ εἶτα ἐπὶ παντὸς τοῦ χριστεπωνύμου κοινοῦ, καθ᾿ ἣν ἄνδρες ἀκμαῖοι κατὰ χιλιάδας ἐξοριζόμενοι, αὐτὸ τὸ τῆς νεότητος ἄνθος, ἡ σφριγῶσα παρ᾿ ἀνθρώποις ζωὴ ἀπώλοντο.
Τῇ 18ῃ Ἰανουαρίου μηνός, 1921 ἔτους, περιπολία ἀστυνομικὴ ἐν συνοδείᾳ στρατιωτῶν μὲ ἐφ᾿ ὅπλου λόγχην περιζώσασα ἐξαπίνης ἀπάσας τὰς συνοικίας ὑπὸ τὸ πρόσχημα δῆθεν ἐρεύνης τῶν οἰκιῶν συνελάμβανε τοὺς ἄνδρας καὶ ἐν τοῖς πρώτοις τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον τοῦ Ἁγίου Ἀμασείας ἀείμνηστον νῦν ἅγιον Ζήλων Εὐθύμιον μετὰ τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἀοιδίμου Πλάτωνος Αἰβατζίδου καὶ λοιποῦ προσωπικοῦ, οἳτινες πάντες σὺν τοῖς Ἐφόροις τῶν Ἐκπαιδευτηρίων, Ἐπιτρόποις τῆς Ἐκκλησίας, Διευθυνταῖς ἐφημερίδων, λεσχῶν, σωματείων κ.λ.π. ἐν συνοδείᾳ στρατιωτῶν ἐφυλακίζοντο τὸ πρῶτον μὲν ἐν ταῖς εἱρκταῖς Ἀμισοῦ, εἶτα δὲ μετὰ παρέλευσιν ἠμερῶν τινῶν ὡδηγοῦντο εἰς τὰς κεντρικὰς τοιαῦτας τῆς Ἀμασείας τέσσαρας μέρας ἀπεχούσης τῆς Ἀμισοῦ. Ἐκεῖ κατόπιν ἀνακρίσεως, αἳτινες διήρκεσαν ὀκτὼ ὅλους μῆνας ὑπὸ τοῦ δικαστηρίου τῆς ἀνεξαρτησίας, ἐξεδίδετο ἀπόφασις δι ἧς κατεδικάζοντο εἰς τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον (8 Σεπτεμβρίου 1921 ἐξετελέσθη ἡ θανατικὴ καταδίκη).
Σημειωτέον δέ, ὅτι ἐν ᾧ χρόνῳ οἱ Ἑθνομάρτυρες ἐκεῖνοι εἰσέτι ἐδικάζοντο περὶ τὰς ἀρχὰς Ἰουλίου μηνός, ἐτίθετο εἰς ἐφαρμογὴν τὸ τελείως ἐξοντωτικὸν πρόγραμμα τῶν διὰ προμελετωμένης ἐξορίας ἀπασῶν τῶν τάξεων τοῦ λαοῦ τῆς Ἀμισοῦ, ἣτις διήρκεσεν ἐπὶ ἕνα μήνα...[4]
Παρόμοιες ἕρευνες ἔχουμε καὶ ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ ἀγωνιστῆ τοῦ Πόντου Παντελῆ Ἀναστασιάδη (Παντελ› Ἀγα) ποὺ ἔγραψε ἀπὸ τὸ 1963 ὡς τὸ 1965 στὸ χωριὸ Ποντολίβαδο τῆς Καβάλας καὶ ποὺ ἡ ἐγγονή του Μελίνα Παρασκευοπούλου παρεχώρησε στὸν Γιάννη Καψῆ. Παραθέτουμε μερικὰ ἀποσπάσματα ποὺ σὲ πολλὰ σημεῖα μᾶς θυμίζουν τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη.
Εἰς τὸ διάστημα τοῦ τριμήνου (Ἰανουάριος› Φεβρουάριος› Μάρτιος 1921) κατὰ τὰς ἀρχὰς Μαρτίου ἐγένοντο ὁρισμέναι συλλήψεις ἀτόμων οἵτινες ἀπεστάλησαν εἰς Ἀμάσειαν. Πάντως, παρ᾿ ἡμῶν ὑπελογίζετο τὸ 1915› 1916 ὡς ἐξορία εἰς διάφορα μεσογειακὰ μέρη, οἳτινες ἐπανῆλθον μετὰ τὴν Ἀνακωχὴν 1918, πλείστων δὲ ἀποθανόντων ἐκ κακουχιῶν καὶ πείνης. Ἐν μέσῳ Μαρτίου, ὅλως ἐξαφνικῶς ἀνεφάνησαν εἰς τὸν λιμένα Ἀμισοῦ μεταφορικὰ βαπόρια. Τὴν δὲ ἑπομένην ἔφυγαν ἐντελῶς. Μετὰ 2› 3 ἡμέρες συνελήφθησαν ὁ Σεβασμιώτατος Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἅγιος Πλάτων Αἰβαζίδης μαζὶ μὲ τὸ ἐπιτελεῖόν του, γραμματεῖς τῆς Μητροπόλεως Παναγιώτη Χατζῆ Ἀναστασίου, Χαραλάμπου Φιλοθείδην, Λεφτὲρ Χότζα (καπετάνιου Ἑρπάα) καὶ ἄλλους προκρίτους Ἰατρούς, Φαρμακοποιούς κ.λ.π. Ἀμισιανούς, ὡς καὶ πολλοὺς προκρίτους ἐκ Πάφρας, τοὺς ὁποίους ἐπίσης ἔστειλαν μὲ μεγάλη συνοδεία αἱμοβόρων χωροφυλάκων (τζανταρμάδων) εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας...
... Ἐν συνεχείᾳ ἔγιναν καὶ ἄλλες 3› 4 ἀποστολὲς κατ᾿ ὅμοιον ἐξοντωτικὸν καὶ βάρβαρον τρόπον, δεκατισθέντος τοῦ πληθυσμοῦ Ἀμισοῦ καὶ Ἄνω Ἀμισοῦ (Κατὶ› Κιοι) εἰς ἄνδρας κατὰ 8% περίπου, τῶν δὲ ὑπολοίπων σταλέντων ὑπὸ τύπον ἐξορίας. Πάντοτε διαλέγοντες τοὺς προκρίτους καὶ διανοουμένους, τοὺς ἔστελναν εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας, ὡς καὶ Παφρούσης καὶ ἄλλων πόλεων τοῦ Πόντου, ἐκτὸς τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Εὐθυμίου Ζήλωνος καὶ τῆς ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Ἁγίου Πλάτωνος Πρωτοσυγκέλλου καὶ τῶν Γραμματέων Παναγιώτη Ἀναστασιάδου (ἀδελφοῦ μου καπετᾶν Παντελῆ) καὶ Χαραλάμπου Φιλοθείδη, τοὺς κ. κ. Νικόλαον Τελλόγλου, Θεαγ. Ἐνφιετζόγλου, Γεώργιον Τζινεκίδην, Ἀρζόγλου Παντελήν, Ἀνταβαλόγλου Γιουβὰν Ἀγὰ καὶ υἱόν του Σοφοκλὴν Ἐκχαράγογλου, Ἀλέξανδρον Χατζη Ἀντώνογλου καὶ πολλοὺς ἄλλους περίπου 1.000 ἐξ ὧν οἱ μὲν 200 περίπου γενομένου δῆθεν Ἀνωτάτου στρατοδικείου (ἱστισκλὰλ› Μουαχκεσή), ἐδικάσθησαν ἐλαφρυντικῶς καὶ εὑρέθησαν ἐν τέλει σῶοι μὲ μεγάλες ταλαιπωρίες. Οἱ δὲ λοιποὶ 800 ἐπέστησαν τὸν δι᾿ ἀγχόνην θάνατον μὲ μεθόδους βαρβάρους, ὡς δῆθεν ὑποκινηταὶ τῆς Ἀνεξαρτησίας τοῦ Πόντου. Σχετικῶς γιὰ τὸν Σεβασμιώτατον Ζήλων ἐλέγετο πὼς ἀπεβίωσεν ὑποφέρων ἀπὸ βασανιστήρια, ἄλλη δὲ ἐκδοχὴ τὸν ἐδηλητηρίασαν εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας. Οἱ ὑπόλοιποι, Πρωτοσύγκελλος Πλάτων καὶ λοιποὶ μετὰ τῶν προκρίτων ὑποστάντες τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον ἐτάφησαν ὁμαδικῶς χωρὶς ἱεροτελεστία, ἄγνωστον ποῦ. Τοιοῦτον αἰσχρὸν καὶ βάρβαρον ἦτο ὁ θάνατος τῶν ἐθνομαρτύρων πατριωτῶν τοῦ Πόντου. Αἰωνία των ἡ μνήμη ἄνδρες ἥρωες, οἳτινες ἀγογγύστως καὶ μὲ ὑπερηφάνειαν ὑπέστησαν τὸν μαρτυρικὸν θάνατον μακρὰν τῶν οἰκείων των.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης στὰ ἀπομνημονεύματά του σημειώνει:
Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀναπόφευκτη ἥττα μας μπροστὰ στὰ στενὰ τῆς Ἄγκυρας οἱ Τοῦρκοι ἀποθρασύνθηκαν καὶ ξέσπασαν τὴν μανία τους στὸν ἀνυπεράσπιστο πληθυσμὸ τοῦ Πόντου. Ὀκτὼ ὁλόκληρους μῆνες βρισκόντουσαν στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμασείας ὁ βοηθός μου ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, ὁ ἡρωϊκὸς καὶ ἀφοσιωμένος ἀπὸ τὸν Μακεδονικὸ ἀκόμα Ἀγώνα πρωτοσύγκελλός μου Πλάτων καὶ ἑκατοντάδες ἄλλοι ἐξέχοντες ὁμογενεῖς ἀπὸ τὴν Ἀμισό, τὴν Πάφρα, τὸ Ἁλάτζαμ, Μερζεφοῦντα, Βεζὺρ Κιοπροῦ, καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς ἑπαρχίες Τραπεζοῦντος, Κερασοῦντος καὶ Νεοκαισαρείας, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ ἄνθος τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων, ἐπιστήμονες, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐκλεκτὸ εἶχε νὰ ἐπιδείξει ὁ Πόντος. Καὶ σάπιζαν ἀδίκαστοι μέσα στὰ μπουντρούμια, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι φοβόντουσαν νὰ τοὺς σκοτώσουν πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ ἔκβαση τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Μόλις ὅμως μαθεύτηκε ἡ ἥττα καὶ ἡ ὀπισθοσχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, στέλνεται ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα στὴν Ἀμάσεια ὁ Ἀμισηνὸς κακοῦργος δικηγόρος Ἐμὶν βέης, ἄλλοτε Νεότουρκος καὶ τώρα φανατικὸς ὀπαδὸς τοῦ Κεμάλ. Καὶ μέσα σὲ μία νύχτα, μὲ συνοπτικὴ διαδικασία, χωρὶς νὰ ἐπιτρέψει καμιὰ ἀπολογία, τοὺς καταδικάζει ὅλους σὲ θάνατο. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺςὅλους τοὺς μητροπολίτες τοῦ Πόντου, καὶ πρῶτα› πρῶτα ἐμένα. Ἔτσι τὴν ἴδια νύχτα ἀπαγχονίζεται ὁ γηραιὸς πρωτοσύγκελλος Πλάτων μὲ ἑβδομήντα προύχοντες. Καὶ τὶς ἑπόμενες νύχτες εἶχαν τὴν ἴδια τύχη πολλὲς ἑκατοντάδες ἐπιφανεῖς ὁμογενεῖς. Σώθηκε μόνον ὁ ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, γιατὶ εἶχε προφθάσει νὰ πεθάνει λίγες μέρες πρὶν στὴν φυλακή, ἀπὸ ἐξανθηματικὸ τύφο. Σώθηκα καὶ ἐγώ, γιατὶ βρισκόμουν συμπτωματικά, σὰν συνοδικός, στὸ Φανάρι. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἄλλοι μητροπολίτες ποὺ εἶχαν ἐκτοπισθεῖ πρὶν ἀπὸ καιρὸ στὴν Κωνσταντινούπολη[5].
ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
Ὀκτὼ ὁλόκληροι μῆνες πέρασαν μέσα στὶς ἄθλιες ἐκεῖνες φυλακές, καὶ γιὰ τὴν κακὴ τύχη τῶν πατριωτῶν, καταργεῖται τὸ στρατοδικεῖο τῆς Ἀμισοῦ, τοῦ ὁποίου στρατοδίκης Πρόεδρος ἦταν ὁ μετριοπαθὴς Ταχτσῆ Μπέης. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Κεμὰλ Ἀτατούρκ, στήνεται νέο δικαστήριο, τὸ λεγόμενο Δικαστήριο τῆς Ἀνεξαρτησίας, ποὺ μόνο κατὰ τὸ ὄνομα ἦταν δικαστήριο, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπονέμει δικαιοσύνη. Πρόεδρός του διορίζεται ὁ κακεντρεχής, καὶ τρομερὸς μισέλληνας, ὁ ἀπαισίας μνήμης χριστιανομάχος δικηγόρος καὶ βουλευτὴς Ἀμισοῦ Ἐμὶν Μπέης. Στὸν ἐθνικὸν ὅρκον (μισάκι› μιλί), ποὺ ψηφίστηκε στὸ Συνέδριο τῆς Σεβαστείας τοῦ Κεμάλ, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1919, ἡ λέξη Ἀνεξαρτησία ἦταν γραμμένη σὲ κάθε γραμμή του. Οἱ ὁπαδοὶ τοῦ Κεμάλ, ἤθελαν νὰ διώξουν τὶς συμμαχικὲς δυνάμεις, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν Πόλη καὶ τὰ ἄλλα τουρκικὰ ἐδάφη καὶ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Ἤθελαν νὰ ξεκαθαρίσουν τὴν Τουρκία ἀπὸ τὰ ξένα στοιχεῖα, ποὺ κατέλυαν τὴν ἀνεξαρτησία της. Τὴν περίοδο αυτή, ἔπαιρναν ὅλα τὴν ὀνομασία ἀνεξαρτησία. Στὴν τάση τῆς ἀνεξαρτησίας στηρίζονταν τὰ Δικαστήρια τῆς Ἀνεξαρτησίας (Ἱστικλὰλ Μαχκεμεζί), ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἄγκυρας στὰ 1921 καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀμάσεια, γιὰ νὰ δικάσουν τοὺς ἐσωτερικοὺς ἐχθροὺς τοῦ καθεστῶτος καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ θὰ παραμείνουν στὴν παγκόσμια ἱστορία σὰν τὴν κορωνίδα τῆς ἠθικῆς παραβίασης καὶ κάθε ἕννοιας δικαίου.
Τὸ Δικαστήριο ἑδρεύει στὸ κτίριο τῆς Γαλλικῆς Σχολῆς τῆς Ἀμασείας. Ὁ Ἐμὶν Μπέης, ἀαφοῦ ἦλθε στὴν Ἀμάσεια στὶς 20 Αὐγούστου τοῦ 1921, καταδικάζει σχεδὸν ἀναπολόγητους στὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον τοὺς καθηγητὲς καὶ μαθητὲς τοῦ Ἀμερικανικοῦ Κολλεγίου καὶ ἄλλους 52 χωρικούς, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἦσαν μέλη τῆς ἐπαναστατικῆς ὀργανώσεως γιὰ τὴν ἀνακήρυξη τῆς Ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας τοῦ Πόντου. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, στὶς 4 Σεπτεμβρίου, καλεῖ 95 φυλακισμένους Ἀμισηνοὺς καὶ Παμφραίους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους βρίσκεται καὶ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων. Ἀνάμεσα σὲ δύο στοίχους ἀπὸ ὁπλισμένους Τούρκους στρατιῶτες, ὁδηγοῦνται στὴν Γαλλικὴ Σχολή, ὅπου εἶναι τὸ Δικαστήριο. Στὴν ἕδρα ὁ Ἐμίν, μὲ δύο ἄλλους δικαστές, καὶ ἕναν γραμματέα.
Τὸ ἀκροατήριο ἀποτελεῖται κυρίως ἀπὸ Τούρκους, ποὺ ἦλθαν νὰ ἀπολαύσουν τὸν θρίαμβο γιὰ τὴν βέβαιη καταδίκη τῶν ὑποδίκων. Γιὰ τὸν τύπο ὁ Ἐμὶν ῥωτάει τοὺς κατηγορουμένους γιὰ τὴν ἰδιότητα τοῦ καθενός, καὶ σὲ κάθε ἀπάντηση ἔχει ἕτοιμη καὶ μιὰ κεραυνοβόλα ἀπειλή. Ἀπαιτεῖ νὰ ὁμολογήσουν πῶς εἶναι οἱ διοργανωτὲς τοῦ μυστικοῦ κινήματος τοῦ Πόντου καὶ ὅτι σχετίζονται μὲ τοὺς ἀντάρτες ποὺ εἶναι στὰ βουνά, καὶ ὅτι παίρνουν ὁδηγίες ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση μέσω τοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Χρῆστος Σαμουηλίδης, μᾶς διασώζει ἕναν διάλογο τοῦ Προέδρου τοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἀνεξαρτησίας καὶ τοῦ Πρωτοσυγκέλλου Πλάτωνος τὸν ὁποῖο παραθέτουμε γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν ἀπολίτιστο καὶ ἀπαίσιο τρόπο ποὺ μιλάει ἕνας τούρκος δικηγόρος βουλευτής, καὶ δικαστής, σὲ ἕναν ὀρθόδοξο ἱερωμένο.
Κατακόκκινος ἀπὸ τὴν ἔξαψή του, ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἱστικλὰλ Μαχκιμεσί, κάθησε στὴν θέση του καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιτάζει τοὺς ὑποδίκους, χωρὶς νὰ μαλακώνει διόλου τὸ βλέμμα του. Ἡ ὀργισμένη φωνή του πλανιόταν ἀκόμη στὴν μεγάλη αἴθουσα σὰν ἀντίλαλος. Ὅλοι μέσα ἐκεῖ, ὑπόδικοι καὶ ἀκροατές, σώπαιναν κρατώντας τὴν ἀναπνοή τους, γιὰ νὰ δοῦν τὶ θὰ ἐπακολουθήσει. Πέρασε λίγη ὥρα, καὶ μετά, ὁ Ἐμὶν ἐφέντης κάρφωσε τὰ μικρὰ καὶ παγερὰ μάτια του πάνω στὸν Πρωτοσύγκελλο. Τὸν κοίταξε ἄγρια καὶ βρυχήθηκε.
› Κατηγορούμενε Πλάτων Αἰβαζίδη, ὁμολογεῖς τὴν ἐνοχή σου;
Ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἀρχιμανδίτης σηκώθηκε σὰν ἐλατήριο ὄρθιος καὶ μέσα στὴν γενικὴ σιγή, ἀκούστηκε νὰ λέει μὲ σταθερὴ καὶ καθαρὴ φωνή:
› Ὄχι κύριε Πρόεδρε! Θεωρῶ ὅλες τὶς κατηγορίες συκοφαντικές. Εἴμαστε ὅλοι ἀθῶοι τῶν κατηγορῶν ποὺ μᾶς ἀποδίδετε...
› Κάτσε κάτω τράγο, οὔρλιαξε ὁ Ἐμίν.
Ἐπειδὴ δὲν ἱκανοποιεῖται ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν ὑποδίκων, ἐξοργίζεται καὶ ἀναβάλλει τὴν συνέχεια τῆς δίκης γιὰ τὴν ἄλλη μέρα. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀναβολὴ εἶναι βέβαιο πὼς εἶναι προανάκρουσμα τῆς καταδίκης τους, ἄσχετα ἂν αὐτοὶ γυρίζοντας στὶς φυλακὲς χαίρονται, γιατί... θὰ ζήσουν ἀκόμα μία μέρα!
Τὴν ἄλλη μέρα εἶναι Κυριακή. Στὶς φυλακὲς τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία, στὴν ὁποία πρωτοστατεῖ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπευθύνει βαρυσήμαντη προσφώνηση καὶ μὲ λόγια γεμάτα πίστη καὶ θάῤῥος ἐμψυχώνει ὅλους τοὺς παρισταμένους καὶ προσπαθεῖ νὰ θωρακίσει μὲ τὴν βαθειά του πίστη τὶς ψυχὲς τοῦ κατατρεγμένου ποιμνίου του. Καὶ ὅταν ἔρχεται ἡ κατάλληλη ὥρα, ὅλοι εἶναι πρόθυμοι νὰ κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, νιώθοντας πραγματικὴ ἀνακούφιση καὶ ἐνίσχυση. Πρῶτος κοινωνεῖ γιὰ τελευταία φορά, τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου ποὺ ὑπῆρξε σὲ ὅλο του τὸν βίο ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς του καὶ τώρα τὸ φάρμακο τῆς ἀθανασίας του ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, ὁ ὁποῖος στρεφόμενος πρὸς τοὺς ὑπολοίπους προτείνει: Συγχωρήσατέ με καὶ ὁΘεὸς συγχωρήσῃ ὑμᾶς.[6] Τὴ λεπτομερῆ περιγραφὴ γιὰ αὐτὴ τὴν τελευταία λειτουργία μᾶς δίδει μὲ λογοτεχνικὴ γλώσσα ὁ Χρ. Σαμουηλίδης:
Τὴν ἄλλη μέρα, 18 Σεπτεμβρίου, ἀπὸ τὰ χαράματα κιόλας, οἱ θάλαμοι βρίσκονταν σὲ ζωηρὴ κίνηση. Ὁ Ῥαπτάρχης ποὺ κοιμόταν ἀκόμα, ξύπνησε ἀπὸ ἕνα ἐλαφρὸ σπρώξιμο ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Πάντζος.
› Τί τρέχει; ῥώτησε ξαφνιασμένος καὶ βαρύθυμος ὁ νέος.
› Σήκω παιδί μου. Εἶναι Κυριακή.
› Καὶ σὰν εἶναι; Μήπως εἴμαστε λεύτεροι γιὰ νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία;
› Σήκω! Εἰδοποίησαν οἱ δικοί μας ὅτι θὰ γίνει λειτουργία.
› Λειτουργία; Καὶ ποῦ θὰ τὴν κάνουν;
› Θὰ δοῦμε. Ἑτοιμάσου νὰ πᾶμε. Ἀπὸ τὰ ἄλλα κελλιὰ ξεκίνησαν κιόλας.
Ὁ Ῥαπτάρχης ντύθηκε στὰ πεταχτά, καὶ ἀκολούθησε τὸν πατέρα τοῦ Στάθιου. Πέρασαν μαζὶ τὸν διάδρομο καὶ προχωρώντας πρὸς τὸ βάθος, εἶδαν μπροστά, στὸν ἀκρινὸ θάλαμο τῆς φυλακῆς, πολλοὺς συμπρατιῶτές τους ποὺ συνωστίζονταν γιὰ νὰ βροῦν μιὰ ἄνετη θέση. Σὲ λίγο ἄρχισε ἡ πρόχειρη λειτουργία. Ἀκούστηκε πρῶτα ἡ ἐπίσημη φωνὴ τοῦ παπα› Γιώργη καὶ κατόπιν ἀντήχησαν οἱ καμπανιστὲς ψαλμουδιὲς τοῦ διάκου Βασιλείου Φελέκη.
Ἀπόλυτη σιγὴ ἐπικράτησε στὸν κατάμεστο θάλαμο. Οἱ κρατούμενοι παρακολουθοῦσαν μὲ κατάνυξη τὴν λειτουργία. Οἱ πιὸ πολλοί, κινοῦσαν συγκινημένοι τὰ χείλη τους καὶ παρακαλοῦσαν βουβὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσει κουράγιο γιὰ νὰ ἀντέξουν στὸ μαρτύριο καὶ στὴν ἀγωνία τῆς δίκης. Ἱκέτευαν τὸν Χριστό, νὰ μαλακώσει τὶς καρδιὲς τῶν ἀγριεμένων Ὀθομανῶν καὶ νὰ σώσει τοὺς πιστούς του ἀπὸ τὴν ἐγκληματικὴ μανία τῶν φανατικῶν δικαστῶν καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἐμίν. Καθὼς συνεχιζόταν κανονικὰ ἡ λειτουργία, ἡ συγκίνηση φούντωνε τὶς ψυχές, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι ἡ τελευταία τῆς ζωῆς τους. Οἱ ψάλτες ἔβαζαν ὅλες τὶς δυνάμεις καὶ ὅλη τὴν τέχνη τους γιὰ νὰ συντελέσουν σὲ μία λαμπρὴ ἱερὴ ἀκολουθία, ποὺ θὰ ἔδινε κουράγιο καὶ λύτρωση στοὺς ὁμόδοξους συντρόφους τους. Οἱ φωνές τους ἀντιδονοῦσαν στὸ ταβάνι καὶ στοὺς τέσσερις γυμνοὺς τοίχους τοῦ θαλάμου. Μιὰ πανηγυρική, καὶ μεγαλοπρεπὴ ἀτμόσφαιρα δημιουργήθηκε. Οἱ πιστοί, ῥουφοῦσαν ὅλες τὶς λέξεις καὶ τοὺς μελωδικοὺς φθόγγους, ποὺ ἀνάμεσά τους κρυβόταν ἡ ποίηση τῆς θρησκείας τους καὶ στοχάζονταν πάνω στὸ λυτρωτικὸ νόημα τῶν φράσεων.
Μερικοί, ποὺ βρίσκαν λίγο ἄδειο χῶρο μπροστά τους, ἔπεφταν σὲ γονυκλισίες, καὶ ὁλόσωμους κλονισμούς. Λυγμοί, καὶ ἀναστεναγμοί, μουρμουρητά, καὶ εὐχές, γέμιζαν τὰ μακρὰ διάκενα τῆς λειτουργίας. Οἱ Τοῦρκοι φύλακες ποὺ στέκονταν παράμερα, ἄκουγαν μὲ φανερὴ εὐχαρίστσης τοὺς καλλίφωνους ψάλτες καὶ δὲν ἔκρυβαν τὸν θαυμασμό τους γιὰ τὴν ἐπισημότητα καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς τελετῆς.
Τὴν ὥρα τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων Ἀϊβαζίδης διάβασε μὲ θερμὴ καὶ σταθερὴ φωνή, τὴν περικοπή, προσπαθώντας νὰ θωρακίσει μὲ τὴν βαθειὰ πίστη του τὶς ψυχὲς τοῦ κατατρεγμένου ποιμνίου του. Τέλος ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κηρύγματος. Ὁ Ἀρχιμανδίτης Βασίλειος Φελέκης ἄρχισε νὰ μιλάει μὲ πίστη καὶ πάθος. Ἡ καμπανιστὴ φωνή του συνεπῆρε ἀμέσως τὸ ἐκκλησίασμα, γιατὶ ὁ ῥήτορας ἔνιωθε μιὰ δυνατὴ ἔξαρση μέσα του. Τὴν ἔξαρση τοῦ μάρτυρα ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει γιὰ τὴν πίστη του. Μὲ κάθε τρόπο, μὲ φραστικὰ σχήματα, μὲ τὴν ἔνταση στὸν τόνο τῆς φωνῆς καὶ τὴν θερμὴ συγκίνηση, πάσχιζε νὰ μεταδώσει καὶ στοὺς ἀδελφούς του τὴν ἱερὴ φλόγα ποὺ ἔκαιγε μέσα του. στὸ τέρμα τοῦ κηρύγματός του δὲν κρατήθηκε καὶ χρησιμοποιώντας μορφὴ ἀπαγγελίας εἶπε:
› Κάποτε, κάποια γίδα παλαβή, μπῆκε σὲ ἕνα ἀμπέλι καὶ χύθηκε μὲ λύσσα νὰ τὸ καταστρέψει! Μὰ τότε ἀνασηκώθηκε τὸ κλῆμα καὶ τῆς εἶπε: Γίδα τρελλή! Ὅσο καὶ ἂν τρῶς ἀλύπητα τὰ πράσινα βλαστάρια καὶ τὰ φύλλα, μάθε πῶς δὲν θὰ τελειώσουμε ποτέ! Γιατὶ καινούργια θὰ βλαστήσουνε κλαδιὰ σταφυλοβόλα, καὶ ὁ κόκκινος ζωμὸς τῶν σταφυλιῶν, σπονδὴ θὰ γίνει γιὰ τὸν θάνατό μου!...
Οἱ Ῥωμιοὶ ξαφνιάστηκαν, νιώθοντας τέλεια τὸ ἀλληγορικὸ νόημα τοῦ λόγου! Οἱ καρδιές τους χτύπησαν γρήγορα καὶ ζωηρά! Ἕνας δυνατὸς ἐνθουσιασμος τοὺς συνεπῆρε καὶ ἡ πίστη τους γιὰ τὴν νίκη τοῦ Καλοῦ πάνω στὸν Κακό, τονώθηκε. Ἐπὶ πλέον, ἔνιωθαν νὰ τοὺς διαποτίζει τὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἰδέα δικαίωσης. Ἀπὸ τὸ χάος τοῦ φόβου γιὰ τὸ ἄτομό τους, ἔβλεπαν νὰ δημιουργεῖται μέσα τους κάποιος σκοπός, κάποιο βαθὺ νόημα στὴν δοκιμασία τους.
Ἡ πρόχειρη καὶ ἀστόλιστη τούτη μυσταγωγία, στάλαξε στὶς καρδιές τους δύναμη καὶ ἀποφασιστικότητα. Καὶ ὅταν στὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ὁ παπα Γιώργης πρόφερε χαμηλόφωνα: Τοῦ Δείπνου Σου τοῦ μυστικοῦ, σήμερον Υἱὲ Θεοῦ..., οἱ κρατούμενοι παρατάχθηκαν πίσω ἀπὸ τὸν Πρωτοσύγκελλο, ποὺ προχωροῦσε πρὸς τὸν ἱερέα γιὰ νὰ μεταλάβει. Μιὰ μεγάλη οὐρὰ σχηματίστηκε. Οἱ φυλακισμένοι ἀκολούθησαν μὲ τὴν σειρὰ τὸ ποιμενάρχη τους, χωρὶς νὰ κάνουν τὸν παραμικρὸ θόρυβο, γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Ὅσοι τελειώναν, γυρνοῦσαν μὲ τάξη στὰ κελλιά τους.
Τὴν ἴδια μέρα, ἂν καὶ ἦταν Κυριακὴ γιὰ τοὺς Χριστιανούς, συνεχίζεται ἡ δίκη, ἡ ὁποία ὅμως καὶ πάλι ἀναβάλλεται. Οἱ ὑπόδικοι κερδίσανε καὶ ἄλλη μιὰ μέρα ζωῆς. Ὅμως, τὴν τρίτη μέρα τῆς δίκης, στὶς 6 Σεπτεμβρίου τοῦ 1921, ὁ φανατικὸς 40χρονος πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου Ἐμίν, ἐπιτίθεται μὲ ἄγριες φωνὲς ἐναντίον τῶν κατηγορουμένων. Τοὺς ἀποκαλεῖ ἐκμεταλλευτὲς τῶν ἁπλοϊκῶν τοῦρκων καὶ ἀχάριστους προδότες τῆς πατρίδος. Οἱ κατηγορούμενοι τὴν προηγούμενη μέρα εἶχαν συντάξει μιὰ ἔγγραφη ἀπολογία τὴν ὁποία παρέδωσαν στὸν Ἐμίν. Αὐτὸς τὴν δίνει στὸν γραμματέα νὰ τὴν διαβάσει. Στὴν ἀπολογία αὐτὴ ἀποῤῥίπτοται περιληπτικὰ οἱ παραπάνω κατηγορίες:
1. Ἀποῤῥίπτεται ἡ κατηγορία περὶ ἐνοχῆς καὶ διοργανώσεως κινήματος γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Πόντου.
2. Γίνεται ἀπολογισμὸς τῶν ποσῶν ποὺ διαχειρίστηκε ἡ Ἐπιτροπὴ Προσφύγων χάριν φιλανθρωπικῶν σκοπῶν.
3. Ἀποδεικνύεται ἡ ἀθωότητα τῶν παρόντων ὑποδίκων, οἱ ὁποῖοι ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν στοιχεῖα, χωρὶς νὰ βρεθεῖ τίποτε τὸ ἐνοχοποιητικὸ κατὰ τὴν λεπτομερῆ ἕρευνα τῶν σπιτιῶν τους.
4. Ἀποκρούεται ἡ κατηγορία ὅτι οἱ παρόντες ὑπόδικοι εἶχαν σχέση μὲ τοὺς ἀντάρτες, δεδομένου ὅτι οἱ ἀντάρτες ἦσαν φυγόστρατοι καὶ ἀνυπότακτοι, οἱ ὁποῖοι κατέφυγα στὰ βουνὰ γιὰ λόγους ἀσφαλείας, χωρὶς ἄλλο σκοπό.
5. Ἀνασκευάζεται ἡ κατηγορία ἐναντίον τοῦ ἀργοῦντος Συλλόγου τῆς Ἀμισοῦ Ὀρφεύς, καὶ ἐναντίον τῆς Ἐμπορικῆς Λέσχης, τῆς ὁποίας οἱ περισσότεροι θαμῶνες ἦσαν Τοῦρκοι.
6. Καὶ τέλος ἐξηγεῖται ἡ στάση τοῦ Μητροπολίτη Γερμανοῦ Καραβαγγέλη καὶ οἱ σχέσεις Κοινότητος καὶ Μητροπόλεως.
Μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς ἀπολογίας αὐτῆς, διαβάζονται ἀπὸ τὸν γραμματέα τοῦ δικαστηρίου, σὰν ἀπάντηση σὲ αὐτήν, τὰ δῆθεν ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα:
1. Μία προκήρυξη, χωρὶς χρονολογία καὶ ὑπογραφή, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς Ἀμισηνούς, καὶ τοὺς προτρέπει νὰ ἐργάζονται ἐθνικῶς.
2. Δύο ἐπιστολὲς μὲ ὑπογραφή: Λεωνίδας Παρασκευάς, καὶ μὲ σφραγίδες: Ἱερὸς Μικρασιατικὸς Σύνδεσμος, μὲ σταυρὸ στὴ μέση καὶ χρονολογία 1918.
3. Μία ἐπιστολὴ τοῦ Μητροπολίτη Τραπεζοῦντος Χρυσάνθου καὶ μετὰ τοῦ Γ. Τσόντου, χρονολογίας 1908, 13 χρόνια νωρίτερα, πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἀμασείας. Ἐκ μνήμης ὁ συγκρατούμενος καθηγητὴς θεολογίας Παντελῆς Βαλιούλης, διέσωσε τμῆμά της: ἐλάβομεν τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Συλλόγου Ὀρφεύς, καὶ ὅτι τὰ ζητούμενα ὅπλα θέλουσι σταλῆ μέσον ἐμπίστου πλοιάρχου, ἐντὸς βαρελίων συσκευασμένα... Στὴν συνέχεια ἀναφέρει κάτι σχετικὰ μὲ τὴν κατάσταση στὴν Μακεδονία καὶ γιὰ ἐνέργειες τῶν ἐκεῖ Κρούμων... Ποιός, ὅσο ἀφελὴς καὶ ἂν εἶναι, θὰ μποροῦσε νὰ πιστέψει ποτέ, ὅτι ἦταν δυνατὸ νὰ γραφτεῖ μία τέτοια ἐπιστολὴ ἀπὸ ἕναν ἔμπειρο Μακεδονομάχο ὅπως ἦταν ὁ Γεώργιος Τσόντος, καὶ πολὺ περισσότερο νὰ κρατηθεῖ ἀφύλακτη μέσα στὰ ἀρχεῖα ἤ σὲ κάποιο συρτάρι τῆς Μητροπόλεως;
4. Ἕνας κανονισμός, γραμμένος μὲ μολύβι, χωρὶς χρονολογία καὶ ὑπογραφή, ἀποτελούμενος ἀπὸ 14 ἄρθρα.
5. Μερικὰ γράμματα κάποιου ἀντάρτη πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἀμασείας.
6. Ἕνας χάρτης τῆς Ποντιακῆς Δημοκρατίας, τὸν ὁποῖον ἔριξε κρυφὰ στὰ ἔγγραφα τῆς Μητροπόλεως ὁ Διευθυντὴς τῆς Ἀστυνομίας Ἀμισοῦ Σαμῆ, καὶ μερικὰ ἄλλα, ποὺ κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἦσαν πλαστὰ καὶ ἐμβόλιμα. Γράφει ὁ Σαμουηλίδης:
Ὁ γραμματέας διάβασε ἕνα γράμμα τοῦ Μητροπολίτη Τραπεζοῦντος Χρύσανθου, ἕνα ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πρὸς τον Μητροπολίτη Ἀμασείας καὶ Ἀμισοῦ μὲ τὴν ὑπογραφὴ Γεώργιος Τσόντος καὶ χρονολογία 1902, δύο ἄλλα γράμματα ἑνὸς ἀντάρτη πρὸς τὸν Μητροπολίτη Γερμανό, καὶ τέλος παρουσιάστηκε καὶ ἐπιδείχτηκε ἕνας χάρτης τῆς Δημοκρατίας τοῦ Πόντου ποὺ βρέθηκε μέσα στὰ χαρτιὰ τοῦ μακαρίτη Ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου.
› Αὐτὸν τὸν χάρτη, φώναξε ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, τὸν ἔβαλε στὰ χαρτιὰ τῆς Ἐπισκοπῆς ὁ Διοικητὴς τῆς Ἀστυνομίας Σαμῆ.
› Σκασμός, τραγόπαπα! Κραύγασε ἄγρια ὁ Ἐμὶν πρὸς τὸν ἱερωμένο.
Οἱ ὑπόδικοι διαμαρτυρήθηκαν μὲ ζωηρὲς φωνὲς γιὰ τὴν ἀσέβεια τοῦ Προέδρου καὶ γιὰ τὴν ἔλλειψη κάθε δισταγμοῦ στὴν προσκόμιση πλαστῶν καὶ ἄσχετων στοιχείων. Ἰδιαίτερα γιὰ τὸν χάρτη, ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἐπανέλαβαν τὴν καταγγελία τοῦ Πρωτοσυγκέλλου ὅτι ἦταν ῥιγμένος ἐπίτηδες μέσα στὰ χαρτιὰ τοῦ Ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν Σαμῆ...
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἀναφέρουμε καὶ κάποιο δυσάρεστο περιστατικό. Ἕνας ἄπατρις ἐφιάλτης, Ἕλληνας καταδότης, ὁ Φεκέρης ἀπὸ τὴν Φάτσα, γνωστὸς καὶ μὲ τὸ παρώνυμο Φάτσαρης, παρουσιάστηκε στὸ δικαστήριο καὶ κατήγγειλε ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἐπιχειροῦσαν νὰ δωροδοκήσουν τοὺς δικαστές, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν θανατικὴ ποινή. Ὁ Ἐθνομάρτυς Πλάτων στὴν ἀπολογία του λέει:
Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές. Σύμφωνα μὲ τὸ ἱερό μας Εὐαγγέλιο, κάθε ἐξουσία πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἑπομένως καὶ ἐσεῖς οἱ δικαστές, ἔχετε τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνετε, ὄχι κληρονομικὰ ἀπὸ τὸν πατέρα σας ἢ τὴν μητέρα σας, καὶ γιὰ αὐτὸ θὰ δικάσετε μὲ δικαιοσύνη. Εἶμαι ἡλικίας 70 περίπου ἐτῶν καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ πεθάνω. Ὁμολογῶ στὴν ἱερωσύνη μου καὶ στὴν συνείδηση μου καὶ στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἀπὸ τοὺς παρόντες κανεὶς δὲν γνωρίζει τίποτα γιὰ τὸ Ποντιακὸ Κίνημα καὶ οὔτε κἂν διανοήθηκε νὰ μετάσχει σὲ κάτι τέτοιο, ἀφοῦ εἶναι ἀνύπαρκτο. Ἄν ὅμως ἡ δικαιοσύνη σας πρόκειται νὰ καταδικάσει κάποιους ἀπὸ μᾶς, σᾶς παρακαλῶ πρῶτος νὰ εἶμαι ἐγώ[7].
Εἰρωνικὰ γέλια κάλυψαν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἐθνομάρτυρα, τόσο ἀπὸ τὸν Ἐμὶν καὶ τοὺς δικαστές, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο, ποὺ ἦσαν στὴν πλειονότητά τους Τοῦρκοι.
› Πολὺ καλά, θὰ σοῦ κάνουμε τὸ χατίρι· ἀπάντησε μὲ ἀρκετὴ δόση εἰρωνείας ὁ πρόεδρος Ἐμίν.
Στὶς 20 Σεπτεμβρίου, ἀπαγγέλθηκε ἡ τελεσίδικη ἀπόφαση:
Ἐπειδὴ ἀποδείχθηκε ὅτι οἱ παρόντες καὶ μερικοὶ ἁπόντες, σκόπευαν καὶ ἐνεργοῦσαν νὰ ἱδρύσουν Δημοκρατία τοῦ Πόντου, ἀποσπώντας μεγάλο τμῆμα τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα μέχρι τὴν Ζογκουάκ, καὶ μέχρι τὴν Σεβάστεια, καταδικάζονται ὀνομαστικὰ 69 παρόντες εἰς τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον, 15 ἐρήμην, τῶν ὁποίων οἱ περιουσίες θὰ δημευθοῦν. Ἑπτὰ καταδικάζονται σὲ 15ετῆ κάθειρξη στὶς φυλακὲς τοῦ Ἐρζικιάν. Δεκατρεῖς καταδικάζονται νὰ μείνουν μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου στὶς φυλακὲς τῆς Σεβαστείας.
Ἀνάμεσα στοὺς 15 ἐρήμην καταδικασθέντες, ἦσαν καὶ οἱ Μητροπολίτες Ἀμασείας Γερμανὸς Καραβαγγέλης, ὁ Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ Νεοκαισαρείας Πολύκαρπος, ὁ Χαλδίας καὶ Κερασοῦντος Λαυρέντιος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος, ποὺ εἶχε πεθάνει στὸ μεταξύ. Τὴν ὥρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ τῶν μελλοθανάτων ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους καταδικασθέντες σὲ φυλάκιση, ὁ Πρωτοσύγκελλος ἀποχαιρέτησε τοὺς ἄλλους καὶ κάλεσε τὸν καθηγητὴ τῆς Θεολογίας Παντελῆ Βαλιούλη καὶ τὸν Κώστα Σερέψα, τοὺς παρέδωσε τὸ ῥολόϊ του καὶ τὰ λίγα χρήματά του καὶ τοὺς ἐπιτίμησε ἐπειδὴ κλαίγανε μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅταν οἱ μαθητές του κλαίγοντας τὸν παρακαλοῦσαν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Καισάρεια καὶ νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα μήπως τὸν συλλάβουν οἱ Ἰουδαίοι:
› Τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; Ἀποθνήσκομεν δολοφονούμενοι χάριν τῆς πίστεως καὶ τοῦ Ἔθνους κατὰ τὸν χριστιανικὸν τοῦτον διωγμὸν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος.
Παίρνοντας δὲ παράμερα τὸν καθηγητὴ Παντελῆ Βαλιούλη, τοῦ λέει:
› Διαλαλήσατε παντοῦ ἀγαπητὲ Παντελῆ, τὸν ἄδικο χαμό μας. Ἐκφράσατε τὴν λύπη μας εἰς τὴν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν, διότι ἐπὶ ἑπτὰ ὁλοκλήρους μῆνας ἀναμένομεν ματαίως νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν διάσωσίν μας.
Τοῦ φίλησαν τὸ χέρι καὶ φύγανε γιὰ τὶς φυλακές. Γράφει ὁ Σαμουηλίδης:
Μέσα σὲ λίγη ὥρα, ὅλη ἡ Ἀμάσεια ἔμαθε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, τὴν ὁμαδικὴ καταδίκη τῶν διαλεχτῶν Ποντίων. Οἱ Ῥωμιοὶ τῆς Πόλης, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, ἔτρεξαν στοὺς δρόμους ἀπὸ ὅπου θὰ περνοῦσαν οἱ κρατούμενοι γιὰ νὰ τοὺς δοῦν. Περίμεναν ἀνυπόμονα καὶ μὲ συντριμμένη την ψυχή, νὰ διαπιστώσουν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια τὴν τρομερὴ ειδηση. Ὅταν κάποτε φανηκε ἡ συνοδεία τῶν 95 νὰ προχωρεῖ σιωπηλή, ἀπὸ μπροστά τους, συγκλονίστηκαν. Κάρφωσαν μὲ δέος τὰ μάτια τοὺς πάνω στοὺς συμπρατιῶτές τους ποὺ βάδιζαν στὸν Γολγοθᾶ τους ἄλλοι περήφανοι καὶ ἥρεμοι καὶ ἄλλοι χλωμοί, καὶ σκεφτικοί.
Οἱ Ἀμασιῶτες δάκρυσαν, ἐνῶ οἱ γυναῖκές τους ἄρχισαν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ μοιρολογοῦν γοερὰ τοὺς ζωντανοὺς νεκρούς, ποὺ διάβαιναν μὲ ἀργὸ καὶ σταθερὸ βῆμα μπροστὰ ἀπὸ τὰ πλημμυρισμένα μὲ δάκρυα μάτια τους. Ἀκολουθώντας κατόπιν τὴν θλιβερὴ πομπή, ἔφθασαν μαζὶ ὡς τὶς φυλακές. Ἐκεῖ ὁ ὁμαδικός τους θρῆνος κορυφώθηκε. Τὰ δυνατὰ κλάματα, τὰ μοιρολόγια καὶ οἱ οἰμωγὲς ἀντιχτυπιόνταν στὰ τείχη τοῦ μεσαιωνικοῦ φρουρίου καὶ δονοῦσαν τὴν ἀτμόσφαιρα!...
Μπροστὰ στὴν πύλη, ἄρχισε νὰ γίνεται ὁ χωρισμὸς τω μελλοθανάτων ἀπὸ ἐκείνους τὴν γλύτωσαν τὴν ζωή τους. Ὁ διευθυντὴς των φυλακῶν διάβασε πρῶτα τὸν κατάλογο τῶν καταδικασμένων σὲ θάνατο. Ὅσοι ἄκουγαν τὰ ὀνόματά τους, ἔβγαιναν στὴν ἄκρη.
› Μὴν κλαῖτε ἀδέλφια! Ἔχετε γειά! Φώναζαν μερικοί. Πεθαίνουμε γιὰ τὴν πίστη μας! Χανόμαστε γιὰ τὸ ἔθνο! Γιὰ τὴν Ῥωμιοσύνη!...
› Ζήτω τὸ ἔθνος! Ζήτω ἡ Ἑλλάδα! Χαίρετε γιὰ πάντα ἀδέλφια, φώναζαν ἄλλοι. Καλὴ ἀντάμωση στὸν ἄλλο κόσμο!
Καὶ οἱ μὲν 69 δέσμιοι, ἀπηγοντο εἰς τὰς κεντρικὰς φυλακάς, νὰ θανατωθῶσι τὴν ἐπαύριον, βλέποντες καθ᾿ ὁδὸν τὰ δι᾿ αὐτοὺς ἐστημένα ἰκριώματα, ἡμεῖς δὲ ἐθρηνοῦμεν δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς ἐκείνης. Εἶναι ἀξιοθαύμαστος ἡ ἀνδροπεπὴς στάσις ἁπάντων ἀνεξαιρέτως τῶν ἰατρῶν καὶ τῶν ἐμπόρων καὶ εὔχομαι νὰ εὑρεθῆ φαντασία πτερωτή, καὶ κάλαμος ἐμπνευσμένος καὶ μοῦσα λυρική, νὰ ψάλη τῶν ἀοιδίμων ἐσαεὶ καὶ νὰ ἐξυμνήσῃ θάῤῥος ἀξιόλογον, χριστιανικὰς πεποιθήσεις ἀκραδάντους, περιφρόνησιν τοῦ θανάτου θαυμαστήν, αἰσθήματα ὑπέροχα ψυχικοῦ κάλλους ἐκλεκτοῦ.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΣ
Ἦταν ἡ τελευταία τους νύχτα στὴν φυλακή, μιὰ νύχτα ποὺ δὲν κοιμήθηκε κανείς, μιὰ νύχτα ποὺ μεταβλήθηκε σὲ ἐθνικὸ πανηγύρι. Ἄλλοι ἔψαλλαν καὶ προσευχόταν, ἄλλοι τραγουδοῦσαν πατριωτικὰ τραγούδια καὶ ζητωκραύγαζαν. Πρὶν νὰ χαράξει, ὁ Πρωτοσύγκελλος τοὺς καλεῖ νὰ ψάλλουν τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία τους[8]. Στὸ τέλος, παρ᾿ ὅλη τὴν καταπόνηση τῆς νυχτός, τοὺς ἐμψυχώνει μὲ θερμὰ πατριωτικὰ λόγια καὶ τοὺς ἀσπάζεται γιὰ τελευταία φορά. Μάλιστα, γράμματα ποὺ ἐγράφησαν ἀπὸ τοὺς συγκρατουμένους του μέσα στὴν φυλακή, καὶ ἐστάλησαν στοὺς συγγενεῖς τους, ἀποδεικνύουν τὴν πίστη, τὸ θάῤῥος, τὴν ψυχραιμία καὶ τὴν ἀποφασιστικότητα ποὺ τοὺς μετέδωσε.
Ἡ αὐγή, βρῆκε τὸ ἄνθος τῆς ἀριστοκρατίας, τῆς μορφώσεως καὶ τοῦ πλούτου, ἀλυσοδεμένους στοὺς δρόμους καὶ παρατεταγμένους σὲ δύο σειρές. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ὁ Πλάτων, ἕνα πρόσωπο φορτωμένο μὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἀνατολῆς, μὲ ὅλη τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ἕνας πτωχὸς ὐπηρέτης τοῦ ἑλλήνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Σύρθηκε στοὺς δρόμους τῆς πόλεως τῆς Ἀμασείας δεμένος στὴν οὐρὰ ἑνὸς ἀλόγου, ἐνῶ οἱ τσέτες οὐρλιάζοντας ἀπὸ χαρά, χτυποῦσαν τὰ πρωτόγονα τουρμπελέκια τους μὲ φανατικὸ ὑστερισμό[9]. Ἀνέβηκε τὸν δρόμο τοῦ δικού του Γολγοθᾶ καὶ μαρτυρίου, κουβαλώντας στὶς πλάτες του, τὸν βαρὺ σταυρὸ τῆς δοκιμασίας. Ἕνα δρόμο, ποὺ τὸν ὁδήγησε ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς διακονίας, στὴν αἰωνιότητα τοῦ οὐρανοῦ· ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἰδιότητα, στὴν ἰδιότητα τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἐθνικοῦ συμβόλου. Δὲν τὸν συνόδεψε ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὴν θεωρησε ἀπατηλότερη τῶν ὀνείρων. Τὸ μόνο ποὺ ἀναζήτησε ἐκεῖνες τὶς ὥρες ἦταν ἡ θεϊκὴ παντοδυναμία νὰ ἀγκαλιάσει τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία του καὶ ἕναν τόπο χλοερό, καὶ ἀναψύξεως γιὰ νὰ κατασκηνώσει τὸ πνεῦμά του.
Ὁδηγήθηκαν καὶ οἱ 69 μελλοθάνατοι στὴν πλατεία τοῦ Ὡρολογίου τῆς πόλεως, ὅπου ἐκεῖ εἶχαν μαζευθεῖ πολλοὶ συγγενεῖς τους, ποὺ θρηνοῦσαν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν φρικτὴ ἐκτέλεσή τους. Στὸ στῆθος τοῦ Πρωτοσυγκέλλου, εἶχαν κρεμάσει ἕνα χαρτί, μὲ τὴν κατηγορία τῆς καταδίκης ὅλων. Σύντομα, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, θύματα ὅλοι τοῦ μίσους τῶν ἰσλαμιστῶν καὶ τῆς ἀδιαφορίας τῶν συμμάχων μας, ἀλλὰ κυρίως τοῦ καταραμένου διχασμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ζητωκραυγάζοντας ὑπὲρ τῆς πατρίδος, παρατάσσονται κάτω ἀπὸ τὶς ἀγχόνες καὶ ἀπέρχονται στὴν χώρα τῆς μακαριότητος, ἐλπίζοντας ὅτι οἱ ἀγχόνες τους θὰ ἦσαν οἱ πρῶτες καὶ οἱ τελευταῖες. Μετὰ μία ὥρα δέ, ἀφοῦ τοὺς ἀπογύμνωσαν τοὺς μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τοὺς ἔθαψαν ὅλους μαζί, σὲ ἕνα λάκκο, χωρὶς λιβάνι καὶ κερί, χωρὶς παπά, καὶ ψάλτη.
Ἥρεμος καὶ ταπεινὸς λοιπὸν καὶ ὁ Πλάτων, γεμάτος ἀπὸ τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, μέσα του ἀληθινὰ ἐξαϋλωμένος καὶ συνεχῶς προσευχόμενος, προετοιμασμένος, σὰν τὶς μὴ μωρὲς παρθένες ποὺ ὑποδέχθηκαν τὸν Νυμφίο Χριστό, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν ἀγωνοθέτη Θεό.
Ἔτσι τὴν 21η Σεπτεμβρίου 1921 περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἱστορία στὸν θρύλο, τυλιγμένος τὴν τιμιώτερη βασιλικὴ πορφύρα, τὴν πορφύρα τοῦ αἵματός του, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ καὶ γενόμενος πρόδρομος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Σμύρνης Χρυσοστόμου μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες.
Παραπομπές
[1] Σαμουηλίδη Χρήστου: Μαύρη Θάλασσα› Χρονικὰ ἀπὸ τὴν τραγωδία τοῦ Πόντου. Β´ Ἔκδοση, Ἀθῆναι 1970, Ι. Δ. Κολλάρος καὶ Σία Α. Ε.
[2] Ψαθᾶ Δημήτρη: Γῆ τοῦ Πόντου, Ἐκδόσεις Μαρία Δ. Ψαθᾶ, Ἀθήνα, χ.χ. &
Βαλιούλη Παντελή: Σελίδες ἐκ τῆς συμφορᾶς τοῦ Πόντου 1921› 1924, Ἀθῆναι, 1957
[3] Ἀνδρεάδη Γεωργίου: Ἀπὸ τὸν μύθο στὴν ἔξοδο. Ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ἐκδ. ἀφῶν Κυριακίδη Α. Ε. Θεσσαλονίκη, 1994
[4] Καψῆ Π. Γιάννη: 1922, Ἡ Μαύρη Βίβλος, Ἐκδόσεις Νέα Σύνορα› Λιβάνη, Ἀθήνα 1992.
[5] Μπέλου› Θρεψιάδη Ἀντιγόνης: Μορφὲς Μακεδονομάχων καὶ τὰ Ποντιακὰ τοῦ Γ. Καραβαγγέλη, ἐκδόσεις Τροχαλία, Ἀθήνα, 1984
[6] Ζουζούλα Στυλιανοῦ: Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ Πόντου, Ἀθήνα, 1982.
[7] Ζουζούλα Στυλιανοῦ: Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ Πόντου (60 χρόνια ἀπὸ τὴν καταστροφή), Ἀθήνα 1982, σελ. 42· &
Κυνηγοπούλου Νικολάου: Ἡ Πάφρα τοῦ Πόντου› ἡ χώρα τῶν γενναίων, Θεσσαλονίκη 1991, σ.σ. 188› 191.
[8] Βοβολίνη Κωνσταντίνου: Ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας (1453› 1953), ἐκδ. Παν. Κλεισιούνης, Ἀθῆναι 1952, σ.σ. 247› 252.
[9] Ἰωαννίδη Γιάννη: Μικρὴ Ἐγκυκλοπαίδεια Ἐθνομαρτύρων Κληρικῶν, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι, 1991, σ.σ. 16› 17.
Πηγή: («Ὁ Ἅγιος Ἐθνο› Ἱερομάρτυς Πλάτων», Ἑπτάλοφος, Ἀρχιμανδρίτης Πλάτων Κρικρής, Ἀθήνα, 1997), Ιστορικά Καστοριάς , users.uoa.gr/~nektar/
«Τοὺς Νινευΐτας, ψυχή, ἀκήκοας
μετανοοῦντας Θεῷ σάκκῳ καὶ σποδῷ·
τούτους οὐκ ἐμιμήσω,
ἀλλ᾿ ὤφθης σκαιοτέρα
πάντων τῶν πρὸ νόμου
καὶ μετὰ νόμον ἐπταικότων»
(Μέγας Κανών, ᾠδή η')
Πρόλογος
ΓΝΩΣΤΗ στους περισσότερους είναι η ιστορία τού προφήτη Ιωνά΄ γνωστή και χαριτωμένη και διδακτική. Για τον προφήτη, εκτός από το επεισόδιο που περιγράφεται στο ομώνυμο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης, τίποτε άλλο δεν γνωρίζουμε, παρά μόνο ότι ήταν γιός τού Αμαθεί, από τη φυλή Ζαβουλών, και έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ.
Σύμφωνα με το βιβλίο, ο Ιωνάς παίρνει από το Θεό εντολή να πάει στη Νινευή, τη μεγάλη πρωτεύουσα του ασσυριακού κράτους, και να κηρύξει μετάνοια στους κατοίκους της. Αυτός όμως δεν υπακούει, αλλά φεύγει με πλοίο για την ισπανική πόλη Θαρσίς (την Ταρτησσό των Ελλήνων). Στη διάρκεια του ταξιδιού σηκώνεται με θεία βουλή φοβερή τρικυμία. Οι ναυτικοί, μετά από κλήρωση, ρίχνουν σαν ένοχο στη θάλασσα τον Ιωνά, που τον καταπίνει ένα τεράστιο ψάρι. Μέσα στην κοιλιά του ο προφήτης προσεύχεται τρία μερόνυχτα στο Θεό, ο οποίος προστάζει το κήτος να τον ξεράσει στη στεριά. Μετά απ’ αυτό ο προφήτης υπακούει στη θεϊκή εντολή, πηγαίνει στη Νινευή και αναγγέλλει την καταστροφή της, που αποτρέπεται όμως με τη βαθειά μετάνοια των κατοίκων της. Ο προφήτης λυπάται για τη σωτηρία της, αλλά παίρνει το κατάλληλο δίδαγμα από τον Κύριο.
Στο περιστατικό αυτό είναι αφιερωμένος ένας συγκλονιστικός λόγος τού κατανυκτικότατου οσίου Εφραίμ του Σύρου. Ένας λόγος με καυτή επικαιρότητα, μια και ολόκληρη η ανθρωπότητα ζει σήμερα στην κατάσταση της Νινευή: Σε κατάσταση ανταρσίας απέναντι στο Θεό και το νόμο Του.
Αλλά ο καρπός τής ανταρσίας και της αμαρτίας είναι ο θάνατος. Στο θάνατο οδηγούσε τότε τον Ιωνά η παρακοή του. Στο θάνατο οδηγούσε επίσης την κοσμοκράτειρα Νινευή το πλήθος των αμαρτιών της. Στο θάνατο όμως, με μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά βεβαιότητα, οδηγούμαστε κι εμείς σήμερα. Η γη μας βρίσκεται αντιμέτωπη με τις απειλές ποικίλων καθολικών καταστροφών, όπως είναι, ενδεικτικά, το πυρηνικό ολοκαύτωμα και η οικολογική φθορά καταστροφών, που έχουν ως κύρια αιτία τη γενική αποστασία μας από το Θεό.
Ας ξυπνήσουμε όλοι οι σύγχρονοι Νινευΐτες από την πνευματική μας νάρκη και ας ετοιμαστούμε. Ας ακούσουμε τη φωνή τού Ιωνά και του οσίου Εφραίμ. Γιατί δεν ξέρουμε τη μέρα και την ώρα, που θα έρθει ο Κύριος να κάνει την κρίση Του και να ζητήσει λόγο για τα έργα μας. Ο ίδιος μας προειδοποίησε: «Οι κάτοικοι της Νινευή θ’ αναστηθούν την ημέρα τής Κρίσεως μαζί με τη σημερινή γενεά και θα την καταδικάσουν, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ τώρα το κήρυγμα της μετάνοιας σας το κάνω εγώ ο ίδιος, που είμαι πολύ ανώτερος από τον Ιωνά»(Ματθ. 12:41) -και αλίμονο σ’ εκείνους που δεν θα το ακούσουν...
Ιωνάς και Νινευίτες
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ιωνάς, αφού σώθηκε από τα δόντια τού κήτους και βγήκε από τη θάλασσα, άρχισε να κηρύσσει στους κατοίκους τής Νινευή, που ήταν ειδωλολάτρες. Αρχισε να τους κηρύσσει μετάνοια, όπως τον είχε προστάξει ο Θεός. Τους συμβούλευε να μετανοήσουν, γιατί αλλιώς σε τρεις μέρες η μεγάλη πόλη Νινευή θα καταστρεφόταν!
Το φοβερό προφητικό κήρυγμα ξάφνιασε τους Νινευίτες. Κατατρόμαξε την κυρίαρχη εκείνη πολιτεία, τη συγκλόνισε απ’ άκρη σ' άκρη. Κομμάτιασε τις καρδιές και του λαού και των αρχόντων, γιατί κατέστρεφε την πόλη τους και κάθε τους ελπίδα.
Ακουσαν την προφητική φωνή οι βασιλιάδες και ταράχθηκαν. Τόσο ταπεινώθηκαν, που πέταξαν τα στέμματά τους και πόθησαν τη μετάνοια.
Την άκουσαν οι άρχοντες, και θορυβήθηκαν. Έβγαλαν τα λαμπρά φορέματά τους κι έβαλαν τρίχινα και ταπεινά.
Την άκουσαν οι γεροντότεροι, κι έχωσαν από συντριβή τα κεφάλια τους μες στη στάχτη.
Την άκουσαν οι πλούσιοι, κι αμέσως άνοιξαν τους θησαυρούς τους στους φτωχούς.
Την άκουσαν οι δανειστές, και ξέσχισαν αμέσως τα γραμμάτιά τους.
Την άκουσαν οι οφειλέτες, κι έτρεξαν να ξοφλήσουν τα χρέη τους.
Την άκουσαν οι κλέφτες, κι έδιναν πίσω βιαστικά τα κλοπιμαία στους δικαιούχους.
Την άκουσαν όμως και οι δικαιούχοι, και προσποιούνταν πως τα κλεμμένα δεν ήτανε δικά τους, αφήνοντάς τα όλα στους κλέφτες.
Την άκουσαν οι φονιάδες, και εξομολογούνταν τα εγκλήματά τους, καταφρονώντας πια το φόβο τών δικαστών.
Την άκουσαν όμως και οι δικαστές, και τους συγχώρεσαν, γιατί μέσα σ’ εκείνη την απερίγραπτη συγκίνηση κανείς δεν είχε τη δύναμη να δικάσει.
Την άκουσαν οι αμαρτωλοί, και εξομολογήθηκαν τις κακές τους πράξεις.
Την άκουσαν οι δούλοι, κι έγιναν με το παραπάνω τίμιοι απέναντι στους αφέντες τους.
Την άκουσαν οι πλούσιοι και οι επίσημοι, και έριξαν την έπαρσή τους.
Κοντολογίς, άρχισε ο καθένας να φροντίζει για τη σωτηρία του και να παρακαλεί το Θεό. Δεν υπήρχε πια κανείς που να θέλει το κακό τού άλλου. Όλοι τώρα είχαν ένα μονάχα πόθο: Πώς να κερδίσουν την ψυχή τους. Και όλοι έσπερναν φιλανθρωπία για να θερίσουν τη συγχώρηση!
Ο προφήτης Ιωνάς στάλθηκε σαν γιατρός στη Νινευή. Και ο γιατρός ανοίγει τις πληγές και τις καθαρίζει με φάρμακα στυπτικά.
Σαν νυστέρι χρησιμοποίησε τη φοβερή φωνή του. Δεν τους κάλεσε να μετανοήσουν. Τους έκλεισε τελείως τη θύρα τής ελπίδας, για να φοβηθούν και να σταματήσουν τα κακά, που γεννούν τις ψυχικές αρρώστιες. Γιατί η χάρη τού Θεού δεν έστειλε τον Ιωνά στην πόλη για να την καταστρέψει, μα για να τη μεταστρέψει.
Ακουσε λοιπόν η Νινευή την προειδοποίησή του, και με νηστείες και προσευχές επέστρεψε στο σωστό δρόμο τής ζωής, δείχνοντας πόσα κατορθώνει η καταφυγή στο Θεό. Γιατί αυτή άλλαξε την απόφασή Του.
Σταμάτησαν τα πολυτελή δείπνα των αρχόντων... Αλλά τί λέω; Αφού τα βρέφη τους έπαψαν να θηλάζουν, ποιός θά ’ταν εκείνος που θ’ αναζητούσε την απόλαυση των νόστιμων φαγητών; Αφού στα ζώα τους δεν έδιναν νερό, ποιός απ’ αυτούς θα έπινε κρασί; Αφού ο βασιλιάς φόρεσε τρίχινο σάκκο, ποιός θα ντυνόταν με πολύτιμη φορεσιά; Αφού έβλεπαν τις γυναίκες τού δρόμου να σωφρονούν, ποιός θα έκανε γάμο ή θα πάντρευε τα παιδιά του; Αφού οι ακατάστατοι συμμαζεύονταν από το φόβο, από ποιό στόμα θά ’βγαινε γέλιο; Αφού όλοι έκλαιγαν και πενθούσαν, ποιός θα διασκέδαζε; Αφού οι κλέφτες αυτοτιμωρούνταν για τις κλοπές τους, πού θα βρισκόταν καταχραστής; Αφού η πόλη χανόταν, ποιός θα φύλαγε το σπίτι του;
Το χρυσάφι ήταν ριγμένο καταγής, και όλοι το περιφρονούσαν. Ανοιχτά ήταν τα θησαυροφυλάκια, και κανείς δεν τα πλησίαζε. Οι ακόλαστοι έκλειναν τα μάτια τους, για να μη δουν με πόθο τις ομορφιές τών γυναικών. Και οι γυναίκες κρύβονταν για να μη σκανδαλίζουν τους άνδρες.
Ο καθένας κοίταζε να ωφελήσει τον διπλανό του και να ωφεληθεί κι ο ίδιος, για να σωθούν στο τέλος όλοι. Ο καθένας παρακινούσε τον άλλο σε προσευχή και εξομολόγηση. Ο καθένας πρόσεχε να μην αμαρτήσει κανείς τους. Έτσι ολόκληρη η πόλη έγινε σαν ένα σώμα. Δεν προσευχόταν εκεί κανένας να σωθεί μονάχος του, αλλά ικέτευε για τη σωτηρία όλων. Γιατί όλοι, σαν ένας άνθρωπος, κινδύνευαν απ' τον αφανισμό και την καταστροφή. Οι δίκαιοι παρακαλούσαν για τους αμαρτωλούς. Και οι αμαρτωλοί φώναζαν στο Θεό ν’ ακούσει τους δικαίους.
Συμμάζεψε το νου σου, αδελφέ μου, και δες πως όλοι μαζί ζούσαν μέσα σε βαρύ πένθος. Το σπαραξικάρδιο κλάμα των νηπίων έκανε όλη την πόλη να οδύρεται. Το ξεφωνητό των παιδιών ξέσχιζε τις καρδιές των γονιών. Οι γέροι μαδούσαν τα μαλλιά τους. Κι οι νέοι, βλέποντάς τους, θρηνολογούσαν με κραυγές. Γιατί όλοι έβλεπαν να πεθαίνουν μαζί την ίδια στιγμή, θάβοντας ο ένας τον άλλο.
Πρωί και βράδυ μετρούσαν τις ημέρες που απόμεναν από την προθεσμία του Ιωνά... Αλλη μια μέρα πέρασε! Ελάχιστες είχαν ακόμα! Πλησίαζε η καταστροφή!
Τα παιδιά ρωτούσαν τους πατεράδες με δάκρυα: «Πέστε μας, ποιά είν' η ώρα που ο Εβραίος όρισε να κατεβούμε όλοι μαζί ζωντανοί στον άδη; Πότε θ’ αφανιστεί η ωραία μας πόλη; Ποιά είν’ η μέρα τής καταστροφής μας;». Κι οι πατεράδες, με κόπο συγκρατώντας το κλάμα τους, για να μην απελπίσουν τα παιδιά τους και τα στείλουν στον τάφο μια ώρα αρχύτερα, τους έλεγαν παρηγορητικά: «Μη φοβάστε, αγαπημένα μας. Έχετε θάρρος. Ο Κύριος είναι πολύ φιλάνθρωπος. Δεν θα εξαφανίσει το πλάσμα Του. Αν ένας ζωγράφος φροντίζει και συντηρεί με κάθε επιμέλεια την άψυχη εικόνα που φιλοτεχνεί, δεν θα φυλάξει ο Κύριος την έμψυχη και λογική εικόνα Του; Όχι, δεν θα καταστραφεί η πόλη μας! Απλά ο προφήτης, με την απειλή, μας καλεί σε μετάνοια. Εσείς, παιδιά μας, πόσες φορές φάγατε ξύλο από μάς; Είδατε την ωφέλεια της φοβέρας; Με την τιμωρία γίνατε πιο σοφοί και συνετοί. Σαν πατέρας λοιπόν και ο φιλάνθρωπος Θεός σηκώνει το ραβδί Του, για να φοβίσει και να σωφρονίσει τους γιούς Του. Παιδεύει μα δεν θανατώνει. Συνετίζει και οδηγεί στη μετάνοια... Παρηγορηθείτε, παιδιά, και σταματήστε να κλαίτε. Δεν θ’ αφανιστεί η πόλη μας...»
Και να που οι Νινευίτες, παρηγορώντας με τέτοια λόγια τα παιδιά τους, προφήτευαν χωρίς να το θέλουν. Έγιναν αληθινοί προφήτες. Η μετάνοια τους έκανε προφήτες. Εκείνοι, ωστόσο, δεν το ήξεραν. Γι’ αυτό και δεν σταμάτησαν να κλαίνε και να πενθούν. Με αυστηρή νηστεία και με αδιάκοπες προσευχές περνούσαν τις λίγες μέρες τής προθεσμίας ως την καταστροφή, που τους είχε αναγγείλει ο προφήτης.
Βγήκε ο βασιλιάς απ’ το παλάτι του, και η πόλη ολόκληρη ζάρωσε από το φόβο της, βλέποντάς τον ντυμένο με τρίχινο σάκκο. Είδε κι ό βασιλιάς την πόλη βυθισμένη στο θρήνο, και βούρκωσαν τα μάτια του. Έκλαψε η πόλη για το βασιλιά, όταν είδε τη συντριβή του. Έκλαψε κι ο βασιλιάς για την πόλη, όταν είδε το πένθος της. Κι ήταν τόσο το κλάμα, τόσος ο οδυρμός του, που έκανε και τις πέτρες να ραγίζουν.
Αν τώρα παραβάλουμε τη μετάνοια των Νινευϊτών με τη δική μας, αυτή μοιάζει με όνειρο και σκιά, που φεύγει και χάνεται γρήγορα. Ποιός από μας προσευχήθηκε έτσι; Ποιός παρακάλεσε με τέτοιο τρόπο; Ποιός ταπεινώθηκε τόσο αφάνταστα ενώπιον του Θεού; Ποιός έβγαλε από πάνω του τις φανερές και κρυφές του πράξεις; Ποιός, στο άκουσμα μιας απλής φωνής, μετανόησε τόσο πολύ για τις αμαρτίες του, που ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει από την πολλή συντριβή; Ποιός άκουσε ένα λόγο και θόλωσε ο νους του; Ποιός άκουσε μιαν απειλή και στερέωσε μέσα του τη μνήμη τού θανάτου; Ποιός αντίκρυσε με τη μετάνοια μπροστά του τον φιλάνθρωπο Θεό;
Όλοι μαζί λοιπόν πενθούσαν, γιατί όλοι άκουσαν πως οι μέρες τους τελείωναν μια για πάντα. Ζωντανή κλήθηκε όλη η πόλη να κατεβεί στον άδη!
Ο βασιλιάς συγκέντρωσε το στρατό του κι άρχισε με δάκρυα στα μάτια να τους λέει:
«Σε πόσους πολέμους νίκησα! Και πόσες φορές δοξαστήκατε κι εσείς μαζί μου, πολεμώντας γενναία εναντίον τών εχθρών! Τώρα όμως δεν έχουμε να κάνουμε συνηθισμένο πόλεμο. Νικήσαμε πολλά έθνη και λαούς, μα σε τούτη την περίσταση κινδυνεύουμε να νικηθούμε από έναν άσημο Εβραίο! Η βροντερή φωνή μας τρόμαξε στρατηγούς και βασιλιάδες, και τώρα η φωνή αυτού του ασήμαντου ανθρώπου μάς προξενεί τόση φρίκη! Εμείς ερημώσαμε τόσες πόλεις, και τώρα μέσα στη δική μας πόλη κυριαρχεί ένας ξένος!
Η Νινευή, η μάνα τών γιγάντων, έπεσε σε τέτοια ταραχή μέσα στα ίδια της τα τείχη από την παρουσία ενός Εβραίου! Στην οικουμένη ολόκληρη βρυχιόταν η φοβερή λέαινα, η Νινευή. Και τώρα ένας Ιωνάς βρυχιέται εναντίον της!
› Ας μην αδρανήσουμε, φίλοι μου, στη δύσκολη αυτή στιγμή, ούτε και να χαθούμε σαν άνανδροι και δειλοί. Γιατί όποιος υπομένει με ανδρεία τον πειρασμό, κερδίζει δυο πράγματα: Και όσο ζει δοξάζεται, και αφού πεθάνει επαινείται σαν ανδρείος και γενναίος αθλητής. Ας δυναμώσουμε λοιπόν και ας αντισταθούμε γενναία. Ας αγωνιστούμε μ’ όλη μας τη δύναμη. Έτσι, κι αν δεν νικήσουμε, ας πεθάνουμε ηρωικά, αφήνοντας πίσω μας δοξασμένο όνομα.
› Έχουμε ακούσει, πως η δικαιοκρισία τού Θεού απειλεί τους κακούς και τους οδηγεί σε συναίσθηση, ενώ η φιλανθρωπία Του χαρίζει σωτηρία. Ας φοβηθούμε λοιπόν τη δικαιοκρισία Του και ας αυξήσουμε την ευσπλαχνία Του. Αν εξιλεωθεί η δικαιοκρισία τού Θεού, το πλήθος των οικτιρμών Του θα είναι μαζί μας.
› Ας μην καταφρονήσουμε τον Ιωνά. Ας μην παρακολουθούμε το κήρυγμά του επιπόλαια. Μπροστά σε όλους τον ρώτησα επανειλημμένα, για να δοκιμαστούν τα λόγια του. Τον κολάκεψα, μα δεν τον έπεισα. Τον φοβέρισα, μα δεν τον έκανα να δειλιάσει.
› Του πρόσφερα πλούτη, αλλά με περιγέλασε. Τον απείλησα με το σπαθί, και το ειρωνεύτηκε. Ούτε οι απειλές ούτε τα δώρα χαλάρωσαν το φρόνημά του.
› Ο λόγος του έγινε για μας καθρέφτης. Είδαμε να κατοικεί μέσα του ο Θεός και ν’ απειλεί τις πονηρές πράξεις μας. Ήρθε σ’ εμάς σαν ένας ευσυνείδητος γιατρός, που λέει πάντα στον άρρωστο την αλήθεια. Δεν διστάζει να πει ότι χρειάζεται χειρουργική επέμβαση.
› Ποιός θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ψεύτη αυτόν που προφητεύει συμφορά; Αν ήταν ψεύτης, θα μας μιλούσε διπλωματικά και με επιφανειακή ευγένεια. Αν διαλαλούσε πως θα έχουμε νίκες και ειρήνη, τότε θα τον υποπτευόμασταν σαν κάποιον αισχροκερδή, που προφητεύει δήθεν καλά για μας, αποβλέποντας σε δώρα και απολαυές. Αυτός εδώ όμως ούτε λίγο ψωμάκι δεν δέχεται από τα χέρια μας. Νηστεύει και προσεύχεται. Ίσως φιλοδοξεί να καταστραφεί η πόλη μας, για να μη διαψευσθεί το κήρυγμά του. Ε λοιπόν, κι εμείς με νηστεία και προσευχή ας του εναντιωθούμε, γιατί δεν είν' εκείνος που αμάρτησε, αλλά εμείς.
› Την πόλη μας, φίλοι μου, δεν την καταστρέφει ο προφήτης. Την καταστρέφουν τα άνομα έργα μας. Εχθρός μας δεν είν' ο Ιωνάς. Έχουμε άλλον εχθρό, αόρατο, πανούργο. Μ' αυτόν πρέπει να πολεμήσουμε γενναία. Έχουμε ακούσει για τ’ αγωνίσματα του δίκαιου Ιώβ. Γνωστή είναι η δοκιμασία του, που κήρυξε σαν σάλπιγγα σ’ όλη την οικουμένη τη νίκη του εναντίον τού διαβόλου. Αν λοιπόν ο διάβολος πολεμάει τόσο σκληρά τους δικαίους, πόσο θα πολεμήσει άραγε εμάς, τους αμαρτωλούς;
› Εμείς νικήσαμε βασιλιάδες στον πόλεμο. Ας νικήσουμε τώρα το σατανά με τη μετάνοιά μας. Εμπρός, ας αναμετρηθούμε μαζί του! Βγάλτε τους θώρακες και βάλτε σάκκους τρίχινους! Πετάξτε τα τόξα και τρέξτε στις προσευχές! Αφήστε τα σπαθιά κι αρπάξτε την πίστη! Σπάστε τα βέλη και πιάστε τη νηστεία!...
› Αν νικήσουμε το σατανά, θα είν’ η νίκη μας η μεγαλύτερη απ’ όλες μέχρι τώρα. Και όπως έμπαινα εγώ πρώτος στους άλλους πολέμους, έτσι και σε τούτον τώρα μπαίνω πρώτος.»
Μ’ αυτά τα λόγια, πέταξαν τους χιτώνες τους οι στρατιωτικοί κι έβαλαν σάκκους, όπως ο βασιλιάς. Κι ήταν ντυμένοι όλοι τώρα ταπεινά, αυτοί που πάντα ήταν λαμπροφορεμένοι.
Σκόρπισε κήρυκες ο βασιλιάς, που καλούσαν όλη την πόλη σε μετάνοια, φωνάζοντας:
› Να εγκαταλείψει ο καθένας την κακία του, για να μην πληγωθεί και σκοτωθεί σ’ αυτόν τον πόλεμο. Ο άρπαγας να επιστρέψει αυτά που άρπαξε. Ο άσωτος να σωφρονιστεί. Ο οργίλος να γίνει πράος. Κανένας να μη μνησικακεί. Κανένας να μην καταριέται. Κανένας να μην κακοκαρδίζει ούτε να κακολογεί τον άλλον. Αν εμείς συγχωρέσουμε τα σφάλματα των συνανθρώπων μας, τότε και ο Θεός θα συγχωρέσει τα δικά μας σφάλματα. Εμπρός λοιπόν, ας οπλιστούμε με νηστείες και προσευχές κι ας αγωνιστούμε όλοι μαζί με ανδρεία και γενναιότητα για τη σωτηρία μας.
Με το διάγγελμα αυτό ο βασιλιάς έφερε στο λαό του την αγάπη, την πίστη και την ελπίδα, που έχουν πολλή δύναμη και προσφέρουν ανακούφιση και χαρά.
Έτσι ο γιός τού γενναίου γίγαντα Νεβρώδ εγκατέλειψε τα κυνήγια και, αντί γι’ άγρια ζώα, άρχισε να κυνηγάει και να χτυπάει τα πάθη του. Αντί για αγρίμια, έσφαξε τις αισχρές αμαρτίες. Αφήνοντας τα έξω θηρία, πολεμούσε την πονηριά που είχε μέσα του. Κατεβαίνοντας από το καταστόλιστο άρμα του, τριγυρνούσε με τα πόδια στην πόλη και καλούσε όλους σε μετάνοια. Απ’ άκρη σ’ άκρη διέσχιζε τη Νινευή και πάσχιζε να την καθαρίσει απ’ τη βρωμιά τής αμαρτίας.
Βλέπει ο Ιωνάς αυτή την απίστευτη μετάνοια και τα χάνει. Θαυμάζει τους Νινευΐτες και ταυτόχρονα πενθεί για τους Ισραηλίτες. Είδε τους απογόνους τής Χαναάν να δικαιώνονται με την πίστη, και τους απογόνους τού Αβραάμ να έχουν προδώσει το Θεό. Είδε τη Νινευή να μετανοεί πικρά, και τη Σιών να πορνεύει με μανία. Είδε αμαρτωλές τής Νινευή να σωφρονούν, και θυγατέρες τού Ιακώβ να ασωτεύουν. Είδε στη Νινευή ψεύτες να κηρύσσουν την αλήθεια, και στη Σιών ψευδοπροφήτες να παρασύρουν με δόλο το λαό στην ειδωλολατρία. Στη Νινευή τα είδωλα γκρεμίστηκαν στα φανερά, ενώ στην Ιερουσαλήμ λατρεύονταν στα κρυφά. Η Νινευή έγινε ναός και εκκλησία τού Θεού, ενώ των Ιεροσολύμων ο ναός κατάντησε σπήλαιο ληστών.
Βλέπει ο Ιωνάς τους Νινευΐτες να είναι πιο μυαλωμένοι και θεοσεβείς. Κι ενώ ο ίδιος με την απειλή του τους έκοβε την ελπίδα, η νηστεία τους την πολλαπλασίαζε και τους υποσχόταν ζωή. Βλέπει ο προφήτης τη μετάνοια και φοβάται μήπως βγει ψεύτικο το κήρυγμά του. Αυτός μετράει τις μέρες και τις νύχτες ως την καταστροφή, ενώ οι Νινευΐτες μετρούν τις αμαρτίες τους. Στέκονται στο στόμα τού θανάτου και τρέμοντας χτυπούν τις πύλες τού άδη, περιμένοντας τη δίκαιη οργή τού Θεού, μα δεν παύουν να ελπίζουν και στο άπειρο έλεός Του. Αισθάνονται πως ο Θεός είναι πολυέλεος και δείχνει την αγάπη και την ευσπλαχνία Του σ' όσους μετανοούν. Νιώθουν πως ο προφήτης είναι σκληρός, ενώ ο Θεός φιλάνθρωπος. Γι’ αυτό αφήνουν τον σκληρό και καταφεύγουν στον Εύσπλαχνο. Σ’ Εκείνον, που σηκώνει το ραβδί Του για να φοβερίσει και όχι για να συντρίψει, για να παιδαγωγήσει και όχι για να θανατώσει.
Συνέχεια λοιπόν νήστευαν και αδιάκοπα παρακαλούσαν. Δεν στέγνωσαν τα μάτια τους απ’ της μεταμέλειας τα δάκρυα. Δεν κουράστηκε η γλώσσα τους να εκλιπαρεί το θείο έλεος. Με τη μετάνοια έδεσαν τη νηστεία και με τη νηστεία την καθαρότητα και τη σωφροσύνη.
Όταν η χάρη τού Θεού είδε αυτά τα πράγματα, σπλαχνίστηκε τους Νινευΐτες κι έστειλε πάνω τους τη δροσιά τής ζωής και της συμπάθειάς Του. Γιατί ο Κύριος, ως φιλάνθρωπος και αγαθός και μακρόθυμος που είναι, δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφή και τη μετάνοια και τη σωτηρία του.
Έφτασε όμως και η μέρα τής γενικής καταστροφής τους. Και γέμισε κλάματα η πολιτεία. Το χώμα τής γης από την πλημμύρα των δακρύων είχε γίνει σαν πλίθρα.
Σήκωσαν οι πατεράδες τα παιδιά τους, για να θρηνήσουν μαζί τον πικρό τους θάνατο. Γέροντες και γερόντισσες πήγαν να κλάψουν στους τάφους, όπου κανένας δεν υπήρχε ούτε για να θάψει ούτε για να θαφτεί. Οι θρηνητικές κραυγές όλων υψώθηκαν ως τους ουρανούς. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο με αγωνία: «Ποιά νά ’ναι η ώρα, που όρισε ο Θεός να κατεβούμε όλοι μαζί στον άδη; Με ποιό τρόπο θα έρθει ο θάνατος;...»
Κόντευε να βραδιάσει. Στάθηκαν οι Νινευΐτες στη θέση τού θανάτου και, κρατώντας ο ένας το χέρι τού άλλου, θρηνούσαν όλοι για όλους.
Αναρωτιόντουσαν, σε ποιά στιγμή θ’ ακουγόταν η φωνή τού εξολοθρεμού τους. Νόμιζαν πως το βράδυ θα καταστρεφόταν η πόλη. Περίεργο, όμως! Έφτασε το βράδυ, και δεν είχαν πάθει τίποτα. Ύστερα νόμισαν ότι τη νύχτα θα παραδοθούν στο χάος. Μα και η νύχτα πέρασε, και πάλι τίποτα! Περίμεναν, τέλος, πως θα χαθούν εξάπαντος το πρωί. Να, όμως, που το πρωί ήρθε, και το κακό δεν έγινε!...
Ε, τώρα πια όλα άλλαξαν! Την ώρα που νόμιζαν πως δεν θα υπάρχουν, η ελπίδα τους έγινε βεβαιότητα και η βεβαιότητα χαρά. Η ατμόσφαιρα, από σκυθρωπή, έγινε λαμπρή και γιορταστική. Όλοι μαζί, με συγγενείς και φίλους, δεν ήξεραν πώς να εκφράσουν τη χαρά τους, πώς να δοξάσουν το Θεό, που τους ελέησε, που δέχτηκε τη μετάνοιά τους.
Ο Ιωνάς στεκόταν και παρακολουθούσε από μακριά, γεμάτος φόβο μην αποδειχθεί ψεύτης. Μα η προσδοκία του δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί ο αγαθός Θεός, βλέποντας τα δάκρυα της μετάνοιας των Νινευϊτών, τους σπλαχνίστηκε και ξαναζωντάνεψε τη νεκρή πόλη. Γιατί, αν και δεν είχαν πεθάνει, όμως, με το να περιμένουν έναν τόσο σύντομο και κακό θάνατο, είχαν γίνει σαν νεκροί.
Τώρα τους ζωοποίησαν η ελπίδα κι η χαρά, γιατί είδαν τη θεϊκή οργή να έχει μεταβληθεί σε έλεος. Γονάτισαν λοιπόν σε προσευχή και, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, ευχαριστούσαν το Θεό, που τους έσωσε απροσδόκητα από το θάνατο και με την ευσπλαχνία Του τους χάρισε τη ζωή.
Ο Ιωνάς όμως, βλέποντας ότι, με το να σωθούν οι Νινευΐτες, βγήκε ψεύτης, ήταν υπερβολικά λυπημένος. Όταν τον είδαν σ’ αυτή την κατάσταση, άρχισαν να τον καλοπιάνουν και να του λένε: «Μη λυπάσαι, Ιωνά. Να χαίρεσαι, γιατί εξαιτίας σου βρήκαμε καινούργια ζωή. Εξαιτίας σου γνωρίσαμε το Θεό, τον πλάστη και δημιουργό μας. Μη φοβάσαι, δεν φάνηκες ψεύτης, γιατί καταστράφηκε η κακία μας και οικοδομήθηκε η πίστη μας. Με την υπόδειξή σου βρήκαμε τη μετάνοια και απολαύσαμε ό,τι χρειαζόταν για τη σωτηρία μας από τους θησαυρούς τής ευσπλαχνίας τού Θεού. Πες μας, Ιωνά, τί θα ωφελούσε αν είχε καταστραφεί η πόλη μας; Αν είχαμε πεθάνει όλοι; Τί είχες να κερδίσεις, γιέ του Αμαθεί, αν μας είχε καταπιεί όλους ο άδης; Λυπάσαι εσύ, που μας θεράπευσες από τα κακά; Εμείς σ’ ευχαριστούμε μάλλον ως ευεργέτη. Γιατί λοιπόν αναστενάζεις; Επειδή κόπιασες για να έρθει η πόλη όχι στην καταστροφή, αλλά στη θεογνωσία; Και γιατί πενθείς; Επειδή σωθήκαμε με τη μετάνοια; Μα εσύ τώρα έχεις στεφανωθεί. Και αυτό πρέπει να σε γεμίζει χαρά. Χαροποίησες τους αγγέλους στα επουράνια. Πρέπει να χαρείς κι εσύ στη γη, αφού κι ο ίδιος ο Θεός χαίρεται τώρα για μας...»
Ας δοξάσουμε κι εμείς το Θεό, που μας παρέχει παράδειγμα μετάνοιας και αρραβώνα σωτηρίας μέσω των Νινευϊτών. Γιατί όπως έσωσε τότε εκείνους με τον Ιωνά, έτσι τώρα και πάντοτε σώζει το λαό Του με τον Υιό Του τον μονογενή και καταργεί τον ισραηλιτικό λαό, την άκαρπη συκιά, που εμποδίζει τα έθνη να σώζονται από τους καρπούς τής μετάνοιας στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον όποιο ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Σάλπιγξ εὔηχος, θείων κριμάτων, κόσμῳ πέφηνας, ἀναφωνοῦσα, Ἰωνᾶ τοῖς Νινευΐταις μετάνοιαν· καὶ συσχεθεὶς ἐν τῷ κήτει προέγραψας, τὴν τοῦ Σωτῆρος τριήμερον ἔγερσιν· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν κοιλίᾳ ἔνδοξε, τριημερεύσας τοῦ κήτους, τοῦ Χριστοῦ τὴν κάθοδον, τοῖς ἐν τῷ Ἅδῃ προφαίνεις· πάθος γάρ, δεχθεὶς σαρκὶ ἑκὼν ὁ Δεσπότης, ἔλαμψεν, ἀπὸ τοῦ μνήματος τριημέρως· διὰ τοῦτό σε Προφῆτα, ὡς τύπον τούτου, Ἰωνᾶ μέλπομεν.
Μεγαλυνάριον.
Βροντὴ οὐρανία τῇ Νινευΐ, ἡ φωνή σου ὤφθη, μετανοίας τὰς ἀπαρχάς, ταύτῃ προξενοῦσα, ὦ Ἰωνᾶ Προφῆτα, καὶ παύουσα κακίας, ὁρμὴν τὴν ἄσχετον.
Πηγή: («Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ-14: Ιωνάς και Νινευίτες», Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής) Ιερά Μονή Παρακλήτου, Μέγας Συναξαριστής
Ὁ Ἀπόστολος Κοδράτος περιγράφεται στὰ Συναξάρια ὡς μέγας ἀπολογητὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ζηλωτής, σοφὸς καὶ ρήτορας μὲ ἄριστη διαλεκτικὴ ἱκανότητα. Ὡς Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν -μιᾶς πόλεως στὴν ὁποία ἀνθοῦσαν ἀκόμη οἱ διάφορες φιλοσοφικὲς Σχολὲς καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν ἀπαραίτητη ἡ παρουσία Ἐπισκόπου μὲ τὰ παραπάνω προσόντα- ἤλεξγε τὴν ἀθεότητα τῶν εἰδωλολατρῶν φιλοσόφων καὶ ὁδήγησε πολλοὺς καλοπροαιρέτους στὴν ἀλήθεια. Ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ ἀδυνατοῦσαν νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν τὸν συκοφάντησαν καὶ τὸν ἀπεμάκρυναν ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, χωρὶς ὅμως νὰ μπορέσουν νὰ κάμψουν τὸ ἀγωνιστικό του φρόνημα. Τὸν ἐξόρισαν στὴν Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ κατάφερε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο του νὰ ὁδηγήση πλήθη ἀνθρώπων στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Ἔγραψε δὲ καὶ ἀπολογία γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὴν ἀπέστειλε στὸν αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης Ἀδριανό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθῆ, νὰ βασανισθῆ καὶ νὰ σφραγίση τὴν ὁμολογία του γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου του.
Ὁ ἱερὸς Ὑμνογράφος τὸν ἀποκαλεῖ φωστήρα ἀπλανῆ, ὁ ὁποῖος ηὔγασε δόγματα ζωῆς. «Σοφίας ταῖς ἀκτίσι φαιδρύνας σου τὸν βίον, εἴλκυσας τοῦ Πνεύματος μάκαρ τὴν πυρίπνοον χάριν, καὶ ηὔγασας δόγματα ζωῆς, Κοδρᾶτε ὡς Ἀπόστολος Χριστοῦ διὰ τοῦτο ὡς φωστῆρα σὲ ἀπλανῆ, γεραίροντες ἐκβοῶμεν δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου, πάσιν ἰάματα» (Ἀπολυτίκιο).
Στὴν συνέχεια θὰ τονισθοῦν τὰ ἀκόλουθα:
Πρῶτον. «Ηὔγασας δόγματα ζωῆς».
Οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὐθεντικοὶ θεολόγοι, κατάφεραν νὰ μεταφέρουν, μὲ συνοπτικὸ τρόπο, μέσα στὰ ὑμνολογικὰ κείμενα ὅλη τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικὰ μεγάλος σύγχρονος θεολόγος, «τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας τὶς ψάλλουμε, τὶς τραγουδᾶμε».
Οἱ ὅσιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεοπτες καὶ θεοδίδακτοι θεολόγοι, ἀλλὰ καὶ ὡς γνήσιοι ποιμένες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διετύπωσαν καὶ ἐπεκύρωσαν σὲ Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους τὶς ἀλήθειες τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐπειδὴ κατὰ καιροὺς αὐτὲς ἀλλοιώθηκαν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ τὸ ἔκαναν αὐτὸ γιὰ νὰ προφυλάξουν τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὶς λοιμώδεις νόσους τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν στὴν ἀσθένεια καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Οἱ αἱρέσεις νοθεύουν καὶ ἀλλοιώνουν τὴν πίστη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἰδεολογία, ἀλλὰ τρόπος ζωῆς. Καὶ ὅπως εἶναι γνωστόν, ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ πίστη, τότε χάνεται ἡ μέθοδος θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη καὶ διακυβεύεται ἡ σωτηρία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἀποκαλεῖ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως «δόγματα ζωῆς», ἐπειδὴ ἡ βίωσή τους ὁδηγεῖ στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Ἑπομένως, ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ ὅλων ἐκείνων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ποῦ ἐπιθυμοῦν καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτύχουν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμό, συνδέεται ἄμεσα μὲ τὰ δόγματα, τὰ ὁποῖα ὀνομάζονται καὶ ὄροι, ἐπειδὴ ἀποτελοῦν τὰ ὅρια μεταξὺ ἀληθείας καὶ πλάνης.
Ἡ αἵρεση εἶναι ἀσθένεια τοῦ λογιστικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, τὸ ὁποῖο καταλαμβάνεται καὶ ὑποδουλώνεται ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ ἑπομένως ἡ ἀσθένεια αὐτὴ θεραπεύεται κυρίως μὲ τὴν προσευχή. Οἱ ἅγιοι, ἐπειδὴ καταυγάζονται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἔχουν τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων καὶ γι’ αὐτὸ μποροῦν νὰ διακρίνουν τὸ θεϊκὸ ἀπὸ τὸ δαιμονικό, τὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸ κίβδηλο, τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο προφυλάσσουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις.
Τὰ δόγματα δὲν δεσμεύουν τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν διασφαλίζουν, ἐπειδὴ βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν καὶ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου. Ἄλλωστε, αὐτὴ εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό του ἀγώνα καθάρισε τὴν καρδιά του καὶ κυριάρχησε στὰ πάθη του, αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ἐλεύθερος. Βέβαια, ὁ διάβολος δὲν θὰ παύση νὰ τὸν πολεμᾶ μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του, εἶναι ὅμως ἀδύνατον νὰ τὸν κάνη ὑποχείριό του, ἐπειδὴ μέσα στὴν καθαρὴ ἀπὸ τὰ πάθη καρδιὰ του:
«κατοικεῖ καὶ ἐνεργεῖ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ γι’ αὐτὸ στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ διάβολος, ὅπως τονίζει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικής, δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθη μέσα στὴν καρδιά, ἀλλὰ ἐνεργεῖ ἐξωτερικὰ στὸ περικάρδιο.»
Ἑπομένως, τὰ ὀρθόδοξα δόγματα εἶναι πνευματικὴ τροφή, ἀλλὰ καὶ τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς αὐθεντικῆς ἀγάπης.
Δεύτερον. «Διὰ τοῦτο ὡς φωστήρα σὲ ἀπλανῆ».
Ὅσοι ἔχουν τὴν εὐθύνη νὰ ὁδηγήσουν καὶ νὰ κατευθύνουν στὸν προορισμὸ τοῦ πλοῖο ἢ ἀεροπλάνο, αὐτοὶ γνωρίζουν ὅτι γιὰ νὰ τὸ κάνουν μὲ ἀσφάλεια πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διαθέτουν, μεταξὺ ἄλλων, ἕνα εἰδικὸ ὄργανο ποῦ ὀνομάζεται πυξίδα. Ἐπίσης, ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸν ἀθλητισμὸ γνωρίζουν καὶ αὐτοὶ ὅτι χωρὶς προπονητὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη κανεὶς σωστὸς ἀθλητής, ὅπως ἐπίσης χωρὶς τὴν παρουσία διαιτητὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ διεξαχθῆ ἀθλητικὸς ἀγώνας. Τὸ ἴδιο θὰ λέγαμε ὅτι συμβαίνει κατ’ ἀναλογία καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Δηλαδή, δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ πορευθῆ τὴν «ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ» καὶ νὰ φθάση μὲ ἀσφάλεια στὸν προορισμό του, χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ ξεστρατίση καὶ νὰ πλανηθῆ, ἐὰν δὲν καθοδηγῆται ἀπὸ πνευματικὴ πυξίδα, ἤτοι ἀπὸ ἔμπειρο πνευματικὸ ὁδηγό, ἀπὸ ἀπλανῆ «φωστήρα».
Καὶ τέτοιοι ἀπλανεῖς φωστῆρες καὶ ὁδηγοὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι οἱ ἅγιοι, καθὼς ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι οἱ πνευματικοὶ πατέρες οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτύχουν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμό, καὶ ταυτόχρονα ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν ἁγιασμένη ζωὴ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τὴν θεόπνευστη διδασκαλία τους. Αὐτοὶ μποροῦν νὰ καθοδηγοῦν ἀπλανῶς τοὺς πιστοὺς στὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς τελειότητος, ἐπειδὴ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ εἰσέρχονται στὸ βάθος τῶν ἀνθρωπίνων προβλημάτων καὶ νὰ ἀντιλαμβάνονται τὰ βαθύτερα αἴτιά τους.
Ἡ διανοητικὴ ἐνασχόληση μὲ τὰ «δόγματα ζωῆς» δὲν ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀλλοιώση ἐσωτερικά. Αὐτὸ ποῦ τὸν ὠφελεῖ καὶ τὸν σώζει εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν δογμάτων σὲ πνευματικὴ βρώση καὶ πόση, δηλαδὴ σὲ καθημερινὸ τρόπο ζωῆς. Καὶ αὐτὸ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικὸ ἀγώνα τοῦ καθενὸς καὶ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση «ἀπλανοῦς φωστῆρος».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Σοφίας ταῖς ἀκτῖσι φαιδρύνας σου τὸν βίον, εἴλκυσας τοῦ Πνεύματος μάκαρ τὴν πυρίπνοον χάριν, καὶ ηὔγασας δόγματα ζωῆς, Κοδρᾶτε ὡς Ἀπόστολος Χριστοῦ· διὰ τοῦτο ὡς φωστῆρά σε ἀπλανῆ, γεραίροντες ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς Ἱεράρχην τίμιον, καὶ Ἀθλητὴν στερρότατον, ἡ οἰκουμένη προσάγει σοι Κύριε, Κοδρᾶτον τὸν Ἀπόστολον· καὶ τοῖς ὕμνοις γεραίρει τὴν σεπτὴν αὐτοῦ μνήμην, αἰτοῦσα πάντοτε πταισμάτων ἄφεσιν, δι’ αὐτοῦ δωρηθῆναι, τοῖς μέλπουσι τοῦτον Εὔσπλαγχνε.
Μεγαλυνάριον.
Ἱερῶν δογμάτων ὑφηγητά, στόμα εὐσεβείας, πνευματέμφορον καὶ τερπνόν, κοινωνὲ Μαρτύρων, Ἀπόστολε Κοδρᾶτε, μετάδος τῇ ψυχῇ μου, ἐκ τῆς σῆς χάριτος.
Η ιστορία είναι τραγική και αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι η γερμανική Βέρμαχτ ήταν ένας στρατός αδίστακτος. Πρόκειται για την ιστορία της εκτέλεσης των πρώην συμμάχων Ιταλών στη Κεφαλονιά.
Το NHS στην Αγγλία, αναζήτησε την αλήθεια για την αντιμετώπιση των παιδιών με δυσφορία φύλου και συνέταξε τη “Cass Review”. Εμείς ακόμη θα υποστηρίζουμε το ιδεολόγημα της «επιλογής του φύλου» και θα εγκαταλείπουμε τα παιδιά στο έλεος της αυθαιρεσίας;
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...