
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στις 17 Μαρτίου του 2021 συστήθηκε επιτροπή διαμόρφωσης Εθνικής Στρατηγικής για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+. Σε αυτά τα πλαίσια ενεργοποιήθηκαν προγράμματα για «Εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς», (η γνωστή καταστροφική Συμπεριληπτική Σχολική Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση), προγράμματα «Ισοτιμίας στην εργασία», διαμορφώθηκαν πολιτικές (π.χ ομόφυλος «γάμος», απαγόρευση «θεραπειών μεταστροφής»), νέα πλαίσια στον εργασιακό χώρο, διάφορες δράσεις (παρελάσεις) κ.α.
Η Κρίση στα Ίμια άφησε πίσω της «Εθνική πίκρα», τους τρεις νεκρούς Ήρωες Αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού και «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο.
H Εκκλησία, ώς σώμα αλλά και ως οργανισμός, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ήταν πάντοτε παρούσα σε όλες τις δύσκολες στιγμές του Γένους, προσφέροντας τα μέγιστα για την τόνωση και την διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας των Ρωμη(ι)ών.
Σχόλιο Τ.Ι.: Οι Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι έχουν αναγνωρισθεί προστάτες των ιατρών του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
Οι άγιοι μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης ζούσαν επί Διοκλητιανού του βασιλιά. Ο μεν Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ο δε Ιωάννης από την Έδεσσα. Λόγω του επικρατούντος τότε λοιπόν διωγμού, ο οποίος κατέστρεφε τους χριστιανούς, ο Κύρος προχώρησε προς την Αραβία, σε έναν παραθαλάσσιο τόπο, έγινε μοναχός και κατοίκησε εκεί. Ο δε Ιωάννης που έφθασε στα Ιεροσόλυμα, άκουσε για τις θαυματουργίες του αγίου Κύρου (διότι θεράπευε κάθε νόσο και αρρώστια), πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί, από ό,τι φημολογείτο για τον άγιο ως προς τον τόπο διαμονής του, έφθασε εκεί που έμενε και έζησε μαζί του.
Όταν συνελήφθη κάποια γυναίκα, που λεγόταν Αθανασία, μαζί με τις τρεις θυγατέρες της, την Θεοδότη, την Θεοκτίστη και την Ευδοξία, για την πίστη τους στον Χριστό, και επρόκειτο να παρασταθούν στο δικαστικό βήμα, φοβήθηκαν οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης μήπως πάθουν κάτι που είναι φυσικό να συμβαίνει και μάλιστα στις γυναίκες, δηλαδή να τρομάξουν από το μέγεθος των μαρτυρικών βασάνων, γι’ αυτό και πήγαν εκεί που τις κρατούσαν, τις έδιναν θάρρος και τις προετοίμαζαν για τα μαρτύρια. Επειδή συνελήφθησαν και αυτοί όμως και ομολόγησαν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ότι είναι αληθινός Θεός, υποβλήθηκαν σε πολλές τιμωρίες, οπότε στο τέλος τούς έκοψαν τα κεφάλια, μαζί με τις γυναίκες που αναφέραμε. Τελείται δε η σύναξή τους στο Μαρτύριό τους, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου.
Τα τίμια σώματα των αγίων Αναργύρων, Κύρου και Ιωάννου, τα πήραν οι πιστοί και τα έκρυψαν με πολλή φροντίδα και επιμέλεια. Αργότερα όμως, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αρκάδιος (395-408 μ.Χ.) και πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (385-412 μ.Χ.), βρέθηκαν τα άγια αυτά λείψανα. Κατά την ημέρα που ήρθαν στο φως από τα σπλάχνα της γης οι ασύλητοι αυτοί θησαυροί, έτρεξαν στον τόπο εκείνο αναρίθμητα πλήθη, κατεχόμενα από ποικίλα νοσήματα, και αξιώθηκαν της θεραπείας και της ιάσεως. Και πραγματικά, δαιμονισμένοι ελευθερώνονταν από τα δαιμόνια, ασθενείς θεραπεύονταν, τυφλοί ανέβλεπαν, χωλοί (κουτσοί) περπατούσαν και, με λίγα λόγια, κάθε είδους ίαση και θεραπεία παρείχαν σε όλους τους ανθρώπους τα τίμια αυτά λείψανα. Και δεν γίνονταν μόνο τότε τέτοια θαυμάσια, αλλά και μέχρι σήμερα όσοι προσέρχονται σ’ αυτά με πίστη και ζητούν τη βοήθειά τους λαμβάνουν γρήγορα κάθε θεραπεία, προς δόξα και αίνο Χριστού.
Οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης ανήκουν στη μεγάλη χορεία των αναργύρων αγίων, όπως οι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλαιος και Τρύφων. Η υμνολογία τους μάλιστα τους χαρακτηρίζει και ως «εξάρχους των Αναργύρων», πλην των άλλων εγκωμιασμών τους. Είναι ευνόητο δε να επικεντρώνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό στη θαυματουργία των αγίων και στη χάρη που πηγάζει από τα τίμια λείψανά τους, χάρη που ιάται «άπαντα ημών τα πάθη» και όλους «τους εν ποικίλαις νόσοις υπάρχοντας», είτε σωματικά είτε και ψυχικά, διότι ακριβώς «θείοι ιατροί υπάρχουσιν». Ιατροί λοιπόν των ψυχών και των σωμάτων και αυτοί οι ανάργυροι άγιοι. Ενώ όμως οι ύμνοι αναφέρονται στην θεραπευτική εκ Θεού χάρη των αγίων για τον όλο άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του, τονίζουν ιδιαιτέρως την ιατρεία που παρέχουν ως προς τα ψυχικά πάθη των ανθρώπων, καλύτερα: ο υμνογράφος στρέφει εκεί περισσότερο την προσοχή μας. «Του νοός μου εκτροπάς τυραννούσας με θραύσατε, και ιάσασθε της ψυχής μου τα πάθη» (συντρίψατε τις αμαρτωλές εκτροπές του νου μου που με τυραννούν, και γιατρέψτε τα πάθη της ψυχής μου)∙«Δυάς μαρτύρων σήμερον ανέτειλεν ημίν, τας ψυχικάς αλγηδόνας ημών θεραπεύουσα, Κύρος και Ιωάννης οι θαυματουργοί» (Ανέτειλε για εμάς σήμερα η δυάδα των μαρτύρων, που θεραπεύει τα ψυχικά τραύματά μας, ο Κύρος και ο Ιωάννης, οι θαυματουργοί).
Δεν πρόκειται ασφαλώς περί υποβάθμισης της σημασίας των σωματικών πόνων και ασθενειών: το σώμα μας είναι και αυτό δημιούργημα του Θεού, αξιότιμο και ισοστάσιο με την ψυχή μας, γι’ αυτό και ο Κύριος θεράπευε και τις σωματικές αρρώστιες των ανθρώπων. Ο άγιος υμνογράφος όμως θέλει να τονίσει την προτεραιότητα της ψυχής, διότι όταν πάσχει η ψυχή, το αντίκτυπο είναι αιώνιο, κάτι που δεν συμβαίνει με τις σωματικές αρρώστιες, οι οποίες μάλιστα πολλές φορές γίνονται μέσον αγιασμού των ανθρώπων με την υπομονή που μπορεί αυτοί να επιδείξουν. «Καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου» (θα καυχηθώ για τις ασθένειές μου) όπως λέει και ο απόστολος, διότι «όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι», αφού ο ίδιος ο Κύριος βεβαιώνει: «η δύναμίς μου εν ασθενείαις τελειούται» (η δύναμή μου φθάνει στην τελείωσή της μέσα από τις αρρώστιες). Και βλέπουμε μάλιστα ότι ο υμνογράφος θεωρεί ως αρρώστια, ως «τυραννία» κυριολεκτικά της ψυχής, «τις εκτροπές του νοός». Γιατί άραγε; Διότι ο νους του ανθρώπου, ο ηγεμόνας της ψυχής, θα έπρεπε πάντοτε να είναι στραμμένος προς τον Θεό, με όλη την αγάπη και την έντασή του. Η εντολή του Θεού είναι σαφής: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Με το σκεπτικό βεβαίως ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Ό,τι πιο φυσιολογικό λοιπόν είναι να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο ο ηγεμόνας νους, ώστε και όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής: τα συναισθήματα και οι επιθυμίες, να τον ακολουθούν, κάνοντας βεβαίως και το σώμα να βρίσκεται σε υπακοή προς την αγάπη του Θεού. Λόγω της πτώσεως όμως στην αμαρτία και της επιρροής του αρχεκάκου εχθρού διαβόλου, ο νους γοητεύεται από τον κόσμο και τις προκλήσεις του μέσω των αισθήσεων του σώματος, οπότε από τη φυσιολογική πορεία του προς τον Θεό οδηγείται στην ανώμαλη πορεία του προς τον κόσμο, με αποτέλεσμα να τυραννείται από τις εκτροπές των παθών και ο άνθρωπος ψυχοσωματικά να διαστρέφεται.
Η κατεξοχήν ιατρεία λοιπόν που παρέχουν οι άγιοι, εν προκειμένω οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης, είναι σε αυτό το επίπεδο: να βοηθήσουν με τη χάρη του Θεού ο νους μας να σταθεροποιηθεί στην κανονική του πορεία: την αγάπη προς τον Θεό, η οποία βεβαίως εκφράζεται ως αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Τη φυσιολογία αυτή την έζησαν πρώτα από όλα στον εαυτό τους οι άγιοι, γι’ αυτό και χαριτώθηκαν από τον Θεό να την δωρίζουν και σε εμάς, όπως άλλωστε έκαναν και με τις συναθλήσασες με αυτούς άγιες Αθανασία με τις κόρες της. «Σε, Σώτερ, η δυάς των Μαρτύρων επόθησε» (Εσένα, Σωτήρα Κύριε, η δυάδα των μαρτύρων πόθησε)∙ «Κατεθέλχθησαν τω έρωτι της Τριάδος, και υπ’ αυτής οι Μάρτυρες σφοδρώς ερρωσθέντες, Κύρος και Ιωάννης τε, ενώσει τη κρείττονι, όργανα Θεού ανεδείχθησαν» (Καταγοητεύθηκαν από τον έρωτα της αγίας Τριάδος, ο Κύρος και ο Ιωάννης, και αφού πήραν τεράστια δύναμη από αυτήν οι μάρτυρες, με την πιο ανώτερη και καλύτερη ένωση που υπάρχει, αναδείχτηκαν όργανα του Θεού). Και από την άλλη: «Σε μόνον αγαπάν απτοήτω φρονήματι αλείψαντες τας Παρθένους, Ιωάννης και Κύρος, ανδρείας απειργάσαντο» (Καθοδήγησαν τις παρθένους με τη μητέρα τους βεβαίως, ο Ιωάννης και ο Κύρος, με άφοβο φρόνημα, και τις έκαναν να είναι ανδρείες). Το έχουμε μάλιστα ξαναπεί: όσο ο άνθρωπος είναι στραμμένος προς τον Θεό και Αυτόν έχει ως προτεραιότητα της ζωής του, όσο δηλαδή βρίσκεται στη φυσιολογική του κατάσταση, τόσο και υπερβαίνει όλα τα προβλήματα της ζωής αυτής, ιδίως μάλιστα τα ψυχολογικά λεγόμενα, τα οποία ταλαιπωρούν πλήθος συνανθρώπων μας και τους κάνουν τη ζωή «κόλαση» που λέμε. Οι άγιοι ανάργυροι δίνουν σήμερα με τη μνήμη τους και την πρόκληση αυτή: να θυμηθούμε ότι η ιατρεία του ανθρώπου είναι πρωτίστως ιατρεία ψυχής, και μάλιστα ρύθμισης του νου.
(Πηγή: παπα Γιώργης Δορμπαράκης, Ακολουθείν)
Τό θαύμα πού έγινε στόν Άγιο Σωφρόνιο
Ο Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολυμων αφηγείται ο ίδιος πως οι Άγιοι Ανάργυροι Κύρος και Ιωάννης του θεράπευσαν τα μάτια:
«Ηταν τόσο μεγάλη ή εύγνωμοσύνη, πού ένιωθε ό πρώην δαιμονιζόμενος τού Εύαγγελίου, όταν άπαλλάχθηκε από τα βάσανά του, πού αν καί ό Κύριος τού έδωσε έντολή μόνο στούς δικούς του να πάει καί να τούς άναγγείλει τή σωτήρια έλεημοσύνη πού άνέλπιστα έλαβε, αύτός, έπιστρέφοντας στή πόλη του, έγινε διαπρύσιος καί άκούραστος κήρυκας τού Σωτήρα σέ όλη τή Δεκάπολη γι αυτό μή μάς κατακρίνει κανείς πού καί εμείς θελήσαμε να γίνουμε μιμητές του καί να διακηρύξουμε, άλλά καί να άποτυπώσουμε με γραφίδα τις εύεργεσίες, πού λάβαμε από τόν Κύρο καί τόν Ιωάννη.
Γιατί καί τό λεπρό πού ό Χριστός καθάρισε δεν τόν μέμφθηκε κανείς έπειδή τη θεραπεία παντού κήρυξε καί τόν Χριστό πού τόν θεράπευσε καί αν καί διατάχθηκε να σιωπήσει, αύτός όμως δεν τό θέλησε και παράκουσε τήν έντολή. Επειδή λοιπόν αυτών των δύο ζηλέψαμε τήν εύγνωμοσύνη, δέν θα αποκρύψουμε κι εμείς τή θεραπεία, άλλά θά γίνουμε εύγνώμονες κήρυκες τών δωρεών τών αγίων. Θά πούμε λοιπόν τό όνομα καί τή πόλη καί τήν πατρίδα καί όπου από τόν Θεό ταχθήκαμε, άλλά καί τήν άσθένεια τών οφθαλμών καί τήν έπίσκεψη τών άγιων, όπως κάναμε καί γιά όλους τούς άλλους θεραπευθέντες.
Τό όνομα τού συγγραφέα είναι Σωφρόνιος καί ή γενέτειρά του είναι ή Δαμασκός, πατρίδα του δέ ή Φοινίκη, όχι όμως ή παραλιακή, άλλά αυτή πού είναι πάνω στό όρος τού Λιβάνου. Είχε πάει στήν Αλεξάνδρεια ό Σωφρόνιος και εκεί αρρώστησε καί στά δυό του μάτια, κι όχι γιά λίγες μέρες, άλλά έπί πολλούς μήνες καταταλαιπωρούνταν και κατατρύχονταν, έπειδή δέ δέν μπορούσε να υποφέρει το πέλαγος τής οδύνης, πήγε στούς καλύτερους γιατρούς τής πόλης καί μάλιστα σ’ αύτούς πού θεωρούνταν ότι ήξεραν κάτι περισσότερο από τούς άλλους καί οί όποιοι τον έβγαζαν συχνά έξω καί έξετάζοντας τίς κόρες τών ματιών του ύπό τό φώς τού ήλιου, άποφθέγγονταν πώς αιτία της νόσου ήταν ή άλλαγή τού κλίματος.
Καθώς όμως επέμενε τό νόσημα, τούς φάνηκε σάν ξηροφθαλμία, ή όποια αυτή τή φορά δέν είχε αιτία τήν άλλαγή κλίματος, άλλά τή δυσκρασία τού σώματος, γι αυτό καί διέταξαν μία γενική δίαιτα, γιατί θεωρείται ότι, όσοι πάσχουν από αυτήν την ασθένεια καί άδυνατίσουν, θεραπεύονται, άλλά έπειδή και πάλι δέν μπόρεσαν καί μ’ αυτό να φέρουν κάποιο άποτέλεσμα, άν καί ό άσθενής ύπάκουσε κατ’ ανάγκη σε όλα, κατέφυγαν στη διάγνωση ότι δήθεν πρόκειται γιά έπίχυση, καταρράκτη καί πλατυκορία, πού είναι άσθένειες άθεράπευτες. Οί μέν ύποστήριζαν τή μία άποψη οί δέ τήν άλλη κι Ενώ στήν άρχή διαφωνούσαν άναμεταξύ τους, τελικά άρχισαν να μάχονται γιά τήν ονομασία τής άσθένειας, συμφωνώντας μόνο σ’ αυτό, στό ότι ή άρρώστια αυτή είναι άνίατος.
Βλέποντας τούτο ό Σωφρόνιος καί άντιλαμβανόμενος ότι δέν θά μπορούσε να έχει καμία βοήθεια από άνθρώπους, από τήν άλλη δέ μαθαίνοντας όλες τίς δωρεές καί τίς εύεργεσίες πού έκαναν οί άγιοι Κύρος καί Ιωάννης καί πόσα και τί είδους θαύματα έπιτελούν άκόμη καί στίς πιό άπίθανες από τίς άσθένειες, προστρέχει σ’ έκείνους μέ πίστη, μέ την οποία όσοι προσέρχονται βρίσκουν πάντα αυτό πού ποθούν. Οί όποιοι άγιοι βλέποντας τόν Σωφρόνιο να έχει έρθει μέ μεγάλη πίστη, αφού πρώτα άνέτρεψαν τίς φλύαρες καί άνόητες διαγνώσεις τών γιατρών καί αφού τόν έπεισαν οτι δέν πρόκειται ποτέ να θεραπευτεί μέ βάση τά όσα εκείνοι τού έλεγαν, μετά άπ’ όλα αυτά τού χάρισαν τή ύγεία, πού οι άλλοι άδυνατούσαν να τού τήν προσφέρουν καί να πώς:
Φανερωθήκανε στόν ύπνο του τήν τρίτη μέρα άπ’ όταν ήρθε στό τέμενος καί τόν έπεισαν ότι θά γίνει καλά μέ τον εξής τρόπο. Ό ένας ήταν ντυμένος μέ σχήμα άναχωρητού καί έμοιαζε μέ τόν πνευματικό πατέρα καί διδάσκαλο τού άσθενούς Σωφρονίου, πού κι αύτός είχε έρθει στό ναό ικετεύοντας για τή θεραπεία τού μαθητή του κι αύτός ήταν ό μάρτυρας Κύρος, πού πήρε τή μορφή τού μοναχού καί τό ένδυμα του άναχωρητού.
Ό δέ μακάριος Ιωάννης, ό έτερος των δυο άγιων μαρτύρων, έμοιαζε με τόν Πέτρο τόν Αλεξανδρινό, τόν έπαρχο των Πρατωρίων ό όποιος φορώντας μιά χλαμύδα, πού άστραπτε από τή λαμπρότητα, ρώτησε τόν Κύρο πού έμοιαζε μέ τό διδάσκαλο τού Σωφρονίου «Έχεις κάποιον μαθητή πού ονομάζεται Όμηρος;».
Γνωρίζουν δέ ακόμη καί αυτοί πού πάτησαν μόνο τό κατώφλι τής παιδείας ότι ό Όμηρος ήταν τυφλός από έπίχυση, πού τού έφεραν τα γηρατειά κι αυτό υπονοούσε ό αινιγματικός λόγος των αγίων.
Εκείνος όμως τούς διαβεβαίωνε μέ όρκους ότι είχε μεν μαθητή, άλλά δέν τόν έλεγαν Όμηρο, προσθέτοντας μάλιστα ότι ούτε καν ένα στίχο τού Όμήρου δέν είχε διαβάσει αύτός ό μαθητής, θέλοντας μέ αυτό να τονίσει ότι ήταν και μακριά από τήν άχλή καί τή θολούρα τού Όμήρου. Τότε ό άγιος Ιωάννης μιλώντας πρός τόν πατέρα του άποκρίθηκε: «Εμείς έπειδή πειστήκαμε γι’ αυτό έχουμε έρθει να τόν συνδράμουμε, όμως άν δέν λέγεται Όμηρος, τότε άς δοξάσουμε τόν Θεό, πού τόν λύτρωσε από μιά τέτοια προσωνυμία καί από ένα τέτοιο νόσημα!» καί αφού τού εμφανίστηκαν κατ’ αυτόν τρόπο καί αφού τόν διαβεβαίωσαν ότι ποτέ δεν θά πάθει τήν ασθένεια τού Όμήρου, ήτοι τήν τύφλωση, χάθηκαν από τό όνειρο του.
Μετά από λίγες μέρες τού φανερώνονται καί πάλι μέ τη μορφή μοναστών καί τόν προστάζουν να πάρει κερί από τη λαμπάδα καί λάδι από τή κανδήλα, πού έκαιγαν πάνω από τό μνήμα τους καί μέ αυτά να έπαλείψει τά μάτια του, καθώς δέ τό έκαμε αυτό, άνέλαβε μέρος όμως θέλησαν από φιλευσπλαχνία να τόν θεραπεύσουν έντελώς, τότε του έμφανίστηκαν σε όραμα ώς έξης:
«Ήταν νύκτα καί ένώ ό Σωφρόνιος κοιμόταν στό στρώμα του, του φάνηκε ότι ό διδάσκαλός του ό Ιωάννης έκανε τραπέζι σέ όλους τους άδελφούς, πού ήταν μαζεμένοι στο τέμενος. Ήταν μιά κυκλοτερής τράπεζα, πού έκτείνονταν σε όλο τό μήκος τής στοάς του ναού, πού είχε καί αυτή κυκλικό σχήμα. Στήν κορυφή τής τράπεζας κάθονταν ό άγιος Θεόδωρος, πού τόν ευλαβούνταν πολύ ό άσθενής, μετά δε από κείνον ήταν ό Κύρος, ένώ είχε στά δεξιά του τόν Ιωάννη, δηλαδή ήταν ό μάρτυρας Θεόδωρος μεταξύ τών δύο άγιων μαρτύρων. Αυτή δέ τή φορά δέν χρησιμοποίησαν άλλα σχήματα, ούτε διαφορετικές μορφές, άλλά φαινόταν όπως ήταν στήν πραγματικότητα καί όπως ακριβώς ακονίζονται! Μετά από αύτούς κάθονταν όλος ό όμιλος των άσθενών άδελφών. Όλους αύτούς τούς διακονούσε ό Σωφρόνιος, ένώ ό δάσκαλός του Ιωάννης, σέ γειτονικό κελί, παρασκεύαζε τά φαγητά.
Όταν δέ τέλειωσε ή συνεστίαση καί σηκώθηκαν οί τρεις άγιοι, ό Θεόδωρος λέγει πρός τόν Σωφρόνιο: «Πήγαινε, κάλεσε τόν διδάσκαλό σου Ιωάννη, γιά να του έπιδώσει ό Κύρος ό,τι του οφείλει» κι εκείνος έτρεξε εκτελώντας την εντολή. Όταν δέ ήρθε ό Ιωάννης, του είπε ό μάρτυς Θεόδωρος: «Τί σου οφείλει ό μάρτυρας Κύρος, γιά να σου το αποδώσει πάραυτα;» κι εκείνος, πέφτοντας κατά πρόσωπο, είπε ότι δέν του χρωστάει τίποτε άπολύτως. Ό μάρτυρας όμως Θεόδωρος του είπε «Καί όμως θά τό πεις!» Άλλά και πάλι ό πατέρας τήν ίδια άπάντηση έδωσε, αφού δέ αυτό επαναλήφτηκε πολλές φορές καί έβλεπε ότι δέν υποχωρούσε ό άγιος «Σέ μένα βέβαια δέν οφείλει τίποτα» άπάντησε «αυτό όμως παρακαλώ καί δέομαι μέ όλη μου τή ψυχή, να έλθει στό ταπεινό κελάκι μας καί εκεί να μάς επισκέπτεται συχνά καί να μάς ευλογεί όταν υγιαίνουμε, να μάς θεραπεύει δέ όταν αρρωσταίνουμε». Ακούγοντας αυτά ό άγιος Κύρος, αμέσως απάντησε «Όντως έρχομαι! Όντως έρχομαι! Όντως έρχομαι!», μέ την τριπλή επανάληψη έπιβεβαιώνοντας την ιερή του άφιξη. Καί αυτό τό έκανε καθότι έπισκέπτεται τόκελί τους πολύ συχνά.»
Καί ό μεν διδάσκαλος Ιωάννης μ’ αυτά τά λόγια παρηγορήθηκε, αφού έλαβε ένορκη υπόσχεση γιά τά αίτηθέντα, ό δέ μαθητής του Σωφρόνιος, βλέποντας ότι οι άγιοι πρόσχαρα προσφέρουν τίς θείες δωρεές καί γι αυτό είχαν παραμείνει στή τράπεζα έως τώρα, μετά τό φαγητό προσήλθε στόν μάρτυρα Θεόδωρο καί τόν παρακαλούσε σκυμμένος κάτω, στά γόνατα, μέ τό πρόσωπο στό έδαφος, να μεσιτεύσει γι’ αυτό στόν άγιο Κύρο.
Ό δέ στρατηλάτης Θεόδωρος αποδεχτείς τήν ικεσία καί απευθυνόμενος πρός τον Κύρο «Γιά τό Θεό, παρηγόρησε καί τούτον τόν δούλο σου!», τού είπε κι εκείνος τού αποκρίθηκε: «Ναί!», διατάζοντας συγχρόνως να τόν σηκώσουν από τό έδαφος. Τόν περιέφραξε μέ τό σημείο τού σταυρού, σφραγίζοντάς τον μέ το λιχανό τού δεξιού χεριού πολύ κοντά στό μάτι του, λέγοντας σέ κάθε σφράγισμα «Εύλογητός Κύριος!», τό όποιο ήταν προμήνυμα της έπακολουθούσης ίασης.
Μετά από λίγες μέρες έμφανίζονται οί μάρτυρες καί πάλι στόν Σωφρόνιο, σέ όραμα ένώ κοιμόνταν, γιά να έκπληρώσουν τίς ύποσχέσεις, πού είχαν δοθεί από αύτούς. Κοιμόντανε λοιπόν αύτός πού τώρα τά διηγείται καί έβλεπε τον εαυτό του να μπαίνει σέ κάποιο παρεκκλήσι τής μονής.
Έξω από τήν πόρτα συνάντησε τόν Απόστολο καί μάρτυρα Θωμά καί άναγνωρίζοντάς τον από τή στολή καί τη μορφή καί άπ’ τά ύπόλοιπα χαρακτηριστικά ευθύς τον άγκαλιάζει καί τόν θερμοπαρακαλάει γιά τή θεραπεία του.
Αύτός ό Απόστολος κάνει πολλά θαύματα καί σημεία παράδοξα στή Δαμασκό καί τόν άδελφό τού Σωφρονίου, πού ήταν παράλυτος, μέσα σέ έξι μήνες τόν σήκωσε όρθιο γι` αυτό τιμάται ύπερβολικά ό Απόστολος μεταξύ των κατοικων τής Δαμασκού, έπειδή δρέπουν συνεχώς τά ίάματα καί τίς θεραπείες καί τρυγούν τά χαρίσματα, πού επιδαψιλεύει προς αύτούς, τόν όποιον, βρίσκοντας ό Σωφρόνιος, άπ’ τόν μεγάλο καί αμέτρητο πόθο, οπού τού είχε, τον ικέτευε γιά τά μάτια του, είτε όντας στήν πραγματικότητα μάρτυρας Κύρος μέ τή μορφή τού Αποστόλου, είτε ήταν ο ίδιος ό Απόστολος καί ό Κύρος ήταν μέ τήν συνάθροιση των μαρτύρων, γιατί ακολουθούσε τόν Απόστολο μέγα πλήθος μοναχών καί άλλων άγιων, πού φορούσαν λαμπρά αστραφτερά ρούχα.
Ό δέ μάρτυρας καί μαθητής καί Απόστολος σηκώνοντας το δεξί του χέρι, καί πάλι μέ τό λιχανό αγγίζοντας τά βλέφαρο τού αριστερού του ματιού, τά σφράγισε τρεις φορές, σχηματίζοντας τό σημείο τού σταυρού. Κι ένώ έλεγε του γραφόντα «απόλυσε με» αυτός τόν ικέτευε να σφραγίσει και το δεξί του μάτι. Εκείνος όμως τού είπε ότι εκείνο δέν έχει τίποτε καί λέγοντας αυτό έφυγε καί βγήκε άπ’ τό όραμα.
Αυτός, όμως, όταν ξύπνησε, είχε χαρά ανακατεμένη μαζί τή λύπη, χαρά μέν γιατί αξιώθηκε να τόν επισκεφτούν οι Άγιοι, λύπη δέ γιατί άφησε να φύγει ό άγιος χωρίς να του σφραγίσει τό άλλο μάτι κι έτσι όπως ήταν λυπημένος, αποκοιμήθηκε ξανά. Καί οραματίζεται αμέσως τόν Ιωάννη, τον φίλο τού Κύρου καί συνόμιλο μέ τή μορφή τού Ίωάννου του ρήτορα πού επάξια τιμούνταν μέ τή θέση τού Έπάρχου να τον ρωτά, άν τόν βοήθησαν οί άγιοι.
Κι αυτός είπε γιά την επίσκεψη τών άγιων καί ότι τό δεξί του μάτι δέν σφραγίστηκε καί γι αυτό τό λόγο είναι πολύ λυπημένος, επειδή δέν θεραπεύτηκε έξ ολοκλήρου. Κι ό μάρτυρας τόν παρηγόρησε, λέγοντας του ότι «Δέν θα πάθουν πλέον κάτι κακό τά μάτια ούτε τό σφραγισμένο ούτε τό ασφράγιστο, αφού ό άγιος σου είπε ότι τό μάτι πού φοβάσαι δέ νοσεί» κι αφού τά επιβεβαίωσε μέ όρκο, γιά περισσότερη πληροφορία του ασθενούς καταφίλησε τρεις φορές τό μάτι πού δέν είχε σφραγιστεί καί αφού μέ αυτό τού χάρισε την τέλεια υγεία και τη χάρη του, μέ αίσιο τρόπο τελείωσε καί τό ενύπνιο.
Γιατί δέν είναι δυνατόν αυτοί πού μιμούνται τόν Θεό πού δίνει τέλεια αγαθά καί δωρήματα, να είναι διανομείς ατελούς χαράς καί ελαττωματικής δωρεάς.
Έτσι λοιπόν ό Σωφρόνιος, αφού παρέλαβε τη δωρεά των αγίων καί απέθεσε τη θαμπάδα των ματιών του, όρμησε στη συγγραφή όλων των θαυμάτων, πού είναι γραμμένα σ’ αυτό έδώ τό έργο, μα κάμνοντας πάντοτε μνεία τής θεραπείας του, άλλά καί τής ύπόσχεσης, πού είχε δώσει πρίν από αυτήν. Καί τοποθέτησε καί τόν εαυτόν του τελευταίον στη σειρά τών θαυματουργικώς θεραπευθέντων, ώς τόν μικρότερο καί τόν άναξιότερο από όλους τούς άλλους, πού άπήλαυσαν τή δωρεά τής ίασης, τήν όποια παρακαλεί διά βίου να τού δίνουν οί άγιοι διττή καί γιά τή ψυχή καί γιά τό σώμα, καί να τόν λυτρώνουν κάθε φορά από τίς δυσχέρειες της ζωής.»
(Πηγή: από το βιβλίο του Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, «Αββάκυρος. Ο ισάγγελος βίος και τα παράδοξα θαύματα των Αγίων Άμπακίρ (Κύρου) και Αμπαγιοχάνα (Ιωάννου)», μετάφραση από Γιάννη Φουρτούνα, Θεολόγο, εκδόσεις ΚΕ.Π.Ε., Αθήνα, Άπαντα Ορθοδοξίας)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τῇ γῇ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζοντες, τοῖς βοῶσιν ἀπαύστως· χαίρετε κρῆναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄.
Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.
Κάθισμα Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.
Ὁ Οἶκος
Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε πασχόντων θεραπευταί, Κῦρε θεοφόρε, Ἰωάννη τε θαυμαστέ· δωρεὰν γὰρ πᾶσι, παρέχοντες ἰάσεις, εὐεργετεῖτε πάντας, ὡς χριστομίμητοι.
Καύχημα καί κλέος γιά τήν πόλη τῆς Καλαμάτας ἀποτελεῖ ὁ Ὁσιομάρτυς Ἠλίας ὁ Ἀρδούνης. Γεννήθηκε, ἔζησε καί μαρτύρησε στήν «περίδοξον» τούτη πόλη. Κατέλιπε ὡς ἱερά παρακαταθήκη τά ἱερά θαυματουργά αὐτοῦ Λείψανα, τά ὁποία ἀποτελοῦν γιά τήν πόλη μας μεγάλη εὐλογία καί ἰδιαίτερη τιμή. Φυλάσσονται εὐλαβῶς, ὡς πολύτιμος θησαυρός καί ἱερά φυλακτήρια καί γιά τούς ὅλους ἐμᾶς τούς κατοικοῦντες τήν πόλη τῆς Καλαμάτας εἶναι ἡ καταφυγή μας στούς πειρασμούς καί ἡ παρηγορία στίς θλίψεις μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´: Γέννησις, ἀνατροφὴ καὶ παιδεία τοῦ Ἁγίου
«Ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με»
«Ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ». (Ψαλμ. 26, 147)
Ὁ ἐν ἐσχάτοις τοῖς καιροῖς ἀναλάμψας ὡς ἀστὴρ φαεινὸς ἐν τῷ τῆς ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας νοητῶ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἀρσένιος Σεργίου Σεργιάδης γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα τῆς Ἠπείρου ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς τὴν 31ην Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1800, ὀνομασθεὶς ἐν τῷ Ἁγίῳ Βαπτίσματι Ἀθανάσιος. Παιδιοῦ ἔτι ὄντος, ἐτελεύτησαν οἱ γονεῖς του καὶ ἔμεινε ὀρφανός. Ἄλλα δὲν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ τὸν Οὐράνιον Πατέρα, διότι ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ τὸν ἐγκατέλιπον οἱ γονεῖς του, μεταβάντες ἐκ τῆς ἐπιγείου πατρίδος εἰς τὴν οὐράνιον, εὐθὺς τὸν προσέλαβεν καὶ τὸν ἀνέλαβε ὁ Οὐράνιος Πατὴρ καὶ ἐπληρώθη ἀκριβῶς εἰς αὐτὸν τὸ Προφητικὸ καὶ Ψαλμικὸ λόγιον «Ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με...», «Ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ».
Καὶ ἦτο ποτὲ δυνατὸν ὁ Πανάγαθος Θεὸς καὶ Πατὴρ ἡμῶν ὁ Οὐράνιος, ἐκεῖνος ὅστις ἐποίησε τὰ πάντα, ὁρατά τε καὶ ἀόρατα, ἐκεῖνος ὅστις μὲ ἁρμονία ἀκατανόητο καὶ ἀνερμήνευτον κυβερνᾷ πᾶσαν τὴν κτίσιν καὶ προνοεῖ περὶ πάντων τῶν κτισμάτων αὐτοῦ, λογικῶν, ἀλόγων, ἐμψύχων-ἀψύχων, καὶ οὐδὲν ἀφῆκεν ἀπρονόητον οὐδ᾿ ἠμελημένον, ἐκεῖνος ὅστις τὸν ἄνθρωπον ἐξαιρετικῶς τίμησε μὲ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα ἑαυτοῦ καὶ ὁμοίωσιν» καὶ τὸν κατέστησε βασιλέα καὶ ἐξουσιαστὴ ἁπάντων τῶν ἐπιγείων κτισμάτων, τὸν ἀξίωσε νὰ ὀνομάζῃ αὐτὸν Πατέρα Οὐράνιον, ἦτο λέγω δυνατὸν νὰ ἄφηνε τὸ τέκνον του, Ἀθανάσιο, ἀπροστάτευτο; Ὄχι. Ἐκεῖνος, ὡς Πατὴρ Οὐράνιος Φιλοστοργότατος, τὸν ἀνέλαβε καὶ τὴ ἀοράτω Αὐτοῦ Πρόνοια καὶ ὁδηγία μετέβη εἰς τὰς Κυδωνιὰς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἰς τὸν τότε διάσημο ἐπ᾿ ἀρετῇ καὶ παιδείᾳ Ἱερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη, Σχολάρχη καὶ Διευθυντὴ τῆς ἐν Κυδωνίαις Ἐκπαιδευτικῆς καὶ Ἀναμορφωτικῆς Σχολῆς, ὅστις ὡς ἀπὸ Θεοῦ σταλέντα αὐτῷ τὸν ἐδέχθη, 9ετή ὄντα, καὶ τὸν συνηρίθμησε τοῖς λοιποῖς μαθηταὶς καὶ ὡς παῖδα αὐτοῦ τὸν ἠγάπα, βλέπων αὐτοῦ τὸ ἁπλοῦν, τὸ ἄκακον, τὸ πρᾶο, τὸ ἀκέραιο, τὸ ταπεινό, τὸ ἡσύχιον, τὴν σύνεσιν, τὴν φρόνησιν, τὴν εὐλάβεια, τὴν εὐσέβεια, τὴν πίστιν, καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀγάπην, ἣν εἶχε πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς πάντας, διὰ τὰς ὁποίας ἄρετάς του, οὗ μόνον παρὰ τοῦ Διευθυντοῦ › Σχολάρχου, ἀλλὰ καὶ παρὰ τῶν λοιπῶν διδασκάλων καὶ συμμαθητῶν του ἐξετιμήθη καὶ ἠγαπήθη. Πέντε ἔτη φοίτησε εἰς τὴν ἀνωτέρω Σχολὴ καὶ πάντας τοὺς συσπουδαστάς του ὑπερέβη εἰς τὴν σπουδὴν καὶ τὴν μάθησιν καὶ τὰς ἀρετάς. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς φοιτήσεως τοῦ εἰς τὴν ἀνωτέρω Σχολὴ συνέπεσε ἢ μᾶλλον κατ᾿ οἰκονομία Θεοῦ ἦλθε εἰς Κυδωνιάς, χάριν ἐξομολογήσεως, ὁ ἐκ Ζαγορᾶς τῆς Δημητριάδος Πνευματικὸς Γέρων Δανιήλ, εἷς ἐκ τῶν ὀλίγων ὀνομαστῶν καὶ ἐκλεκτῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Πνευματικῶν.
Μὲ τὸν ἄριστον τοῦτον Πνευματικὸν συνέδεσε ὁ Διευθυντὴς τῆς Σχολῆς τὸν μαθητὴ τοῦ Ἀθανάσιο, ὅστις ἀφ᾿ οὗ γνώρισε τοιοῦτον σοφὸ ἐνάρετον Πνευματικὸν Πατέρα, Ἅγιον, καὶ ἐξωμολογήθη, ἠκολούθησεν αὐτόν, ὡς ἄλλοτε ὁ Ἐλισαιὲ τὸν Διδάσκαλόν του Προφήτη Ἠλία καὶ ὡς ὁ νέος Θεολόγος Συμεὼν τὸν αὐτοῦ Γέροντα Πνευματικόν, Συμεὼν τὸν Παλαιόν, ἐγένετο ὑποτακτικός του καὶ δὲν ἐχωρίσθη πλέον ἀπ᾿ αὐτοῦ ἕως θανάτου. Ἀφῆκε λοιπὸν τὴν σπουδήν, τὴν μάθησιν τῶν γραμμάτων καὶ τῆς γηίνου καὶ πρόσκαιρου φιλοσοφίας καὶ ἐπεθυμησε τὴν σπουδὴν καὶ μάθησιν τῆς ἀληθοῦς καὶ οὐρανίου φιλοσοφίας, ἠράσθη τοῦ κάλλους αὐτῆς, φίλησε ταύτην ἐκ νεότητάς του καὶ ζήτησε νύμφη ἀγαγέσθει αὐτῷ ὅτι ὁ πάντων Δεσπότης ἠγάπησεν αὐτήν. Ἤκουσε γὰρ παρὰ τοῦ σοφοῦ Παροιμιαστοῦ ὅτι «τιμιωτέρα ἐστὶ λίθων πολυτελῶν, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστίν». (Παροιμ. 8: 2).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β´: Ἀναχώρησις τοῦ παιδὸς Ἀθανασίου ἐκ Κυδωνιῶν καὶ μετάβασις αὐτοῦ εἰς τὸ Ἁγιώνυμον ὄρος τοῦ Ἄθω. Οἱ πρῶτοι πνευματικοὶ ἀγῶνες αὐτοῦ πρὸς ἀπόκτησιν τῆς ἀληθοῦς σοφίας, τῶν ἀρετῶν, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἡ κουρά του ὡς μεγαλοσχήμου Μοναχοῦ ὑπὸ τοῦ Γέροντος Δανιήλ.
«Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγᾶς τῶν ὑδάτων οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς Σὲ Θεός»
«Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν ζῶντα. Πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ. 41)
Δὲν παρῆλθε πολὺς χρόνος ἀφ᾿ ὅτου ἐγνωρίσθη μὲ τὸν Πνευματικὸν Πατέρα Δανιὴλ ὁ παῖς Ἀθανάσιος καὶ ὁ Γέρων Δανιὴλ ἀπεφάσισε νὰ μεταβῇ εἰς Ἅγιον Ὄρος πρὸς ἡσυχία καὶ ἄσκησιν. Τοῦτο μαθῶν ὁ παῖς Ἀθανάσιος ἐλυπήθην σφόδρα καὶ πεσὼν εἰς τοὺς πόδας τοῦ τὸν παρεκάλει μετὰ δακρύων λέων: «Γέροντά μου, σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ ἀφήσεις ὀρφανόν, παράλαβέ με μαζί σου. Ἐπιθυμῶ νὰ ἔλθω εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, νὰ γίνω μοναχός. Δὲν θέλω νὰ μείνω εἰς τὸν μάταιο καὶ φθαρτὸ τοῦτον κόσμον, τὸν Χριστὸν ζητῶ, τὸν Χριστὸν ἐπιθυμῶ, τὸν Χριστὸν θέλω ν᾿ ἀκολουθήσω» Μετεχειρίζετο δὲ καὶ τὰ ἴδια λόγια, τὰ ὁποῖα ἔλεγε ὁ Προφήτης Ἐλισαιὲ εἰς τὸν Διδάσκαλο τοῦ Προφήτη Ἠλία, ὅταν τῷ εἶπεν ὅτι θὰ ὑπάγῃ μόνος του εἰς τὸν Ἰορδάνη: «Ζῇ Κύριος, τῷ εἶπε, καὶ ζῇ ἡ ψυχῇ σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε». (Δ´ Βασιλ. 2: 1). Καμφθεὶς ὁ Γέρων Δανιὴλ εἰς τὰς παρακλήσεις καὶ τὰ δάκρυά του, τὸν προσέλαβε, 15ετή, ὄντα, τὴν ἡλικία, καίτοι γνώριζε ὅτι οἱ Κανόνες καὶ τὰ τυπικὰ τοῦ Ἁγ. Ὄρους ἀπαγορεύουν τὴν εἴσοδον καὶ τὴν παραμονὴ ἀγενείων. Ὑπάρχουν καὶ ἑξαιρέσεις εἰς σπανίας περιπτώσεις καὶ τὸ σπάνιον δὲν γίνεται νόμος.
Φθάσας εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ παῖς Ἀθανάσιος, παρέμεινε πλησίον τοῦ Γέροντός του, παρὰ τοῦ ὁποίου διδάχθηκε τὰ μαθήματα, τοὺς κανόνας, τοὺς νόμους καὶ τοὺς τρόπους τῆς ἀληθοῦς σοφίας, τῆς μοναστικῆς καὶ Ἀγγελικῆς πολιτείας τῆς ἀληθοῦς φιλοσοφίας, ἥτις λέγεται καὶ εἶναι «τέχνη τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν». Ἄλλα καθὼς γνωρίζομεν, οἱ ἀπερχόμενοι πρὸς ἐκμάθησιν τέχνης τινὸς ἢ ἐπιστήμης, ὅλοι δὲν γίνονται τέλειοι τεχνίται καὶ ἐπιστήμονες, διὰ δυὸ λόγους: εἴτε διότι οἱ διδάσκαλοι αὐτῶν δὲν εἶναι καλοί, δὲν εἶναι τέλειοι τεχνῖται καὶ ἐπιστήμονες, εἴτε διότι οἱ μαθητευόμενοι εἶναι ἀπρόσεκτοι καὶ ἀμελεῖς. Ἐπὶ τοῦ προκειμένου συνέτρεξαν καὶ τὰ δυό. Καὶ ὁ Διδάσκαλος, Γέρων Δανιήλ, ἦτο τέλειος διδάσκαλος ἔργα καὶ λόγω τῆς μοναστικῆς πολιτείας, καὶ ὁ μαθητὴς Ἀθανάσιος προσεκτικότατος καὶ ἐπιμελέστατος εἰς τὸ νὰ ἐκμάθῃ καλῶς τὴν βασιλίδα καὶ κορωνίδα τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν, τὴν ἀληθῆ σοφία καὶ ἀληθῆ μοναστικὴ πολιτείαν, τῆς ὁποίας πρῶτοι ἀρχηγοί, διδάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ ἦσαν οἱ ἁγιώτατοι τῶν ἀνθρώπων ὁ Προφήτης Ἠλίας εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ Πρόδρομος εἰς τὴν Καινήν.
Ἀφ᾿ οὗ ἐνέδυσεν, ὁ Γέρων Δανιὴλ μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς μετανοίας τὸν μαθητή του Ἀθανάσιο, ἤρχισεν νὰ τὸν διδάσκῃ τὰ μαθήματα τῆς μοναστικῆς ὑψηλοτάτης Ἀγγελικῆς Πολιτείας, ἡ ὁποία λέγεται Ἀγγελική, διότι ὅσοι θέλουν νὰ γίνουν μοναχοὶ πρέπει καὶ ὀφείλουν νὰ διάγουν καὶ νὰ πολιτεύωνται ὡς Ἄγγελοι ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ δυνατὸν αὐτοῖς. Οὕτως ὁρίζει ὁ Μέγας καθηγητὴς τῆς Μοναστικῆς Πολιτείας Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος συγγραφεύς: «Μοναχός ἐστι τάξις καὶ κατάστασις ἀσωμάτων ἐν σώματι ὑλικῷ καὶ ῥυπαρῷ ἐκτελούμενη». Ὡσαύτως καὶ ἕτερος Μέγας καθηγητὴς καὶ διδάσκαλος, ὁ θεοφόρος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁρίζει: «Μοναχὸς ἐστὶν ὁ τῶν ὑλικῶν πραγμάτων τὸν νοῦν ἀποχωρίας καὶ δι᾿ ἐγκρατείας, ἀγάπης καὶ ψαλμῳδίας καὶ προσευχῆς προσκαρτερῶν τῷ Θεῷ ὡς Ἄγγελος».
«Ἄκουσον, τέκνον, καὶ πρόσεχε εἰς τοὺς λόγους μου. Ἐὰν θέλῃς νὰ γίνῃς ἀληθὴς μοναχὸς καὶ τέλειος, νὰ μάθῃς καλῶς τὴν μοναστικὴ πολιτείαν ἥτις ἐστι καὶ ἀληθὴς φιλοσοφία καὶ τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον ἀσφαλῶς εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Κατ᾿ ἀρχὰς τρία μαθήματα εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθῃς, τὰ ὁποῖα, ἐὰν προσέξης καλῶς καὶ ἐπιμεληθῇς καὶ τὰ μάθῃς, εὔκολα κατόπιν θὰ μάθῃς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαθήματα ὅσα σοὶ καὶ ἀναγκαῖα διὰ τὴν τελείαν ἐκμάθησιν τῆς ἐπιστήμης τὴν ὁποίαν ἀπεφάσισες ν᾿ ἀκολουθήσεις, ἢ μᾶλλον εἰς αὐτὰ τὰ τρία μαθήματα ὅλος ὁ νόμος, ὅλαι αἱ ἀρεταὶ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαθήματα περικλείονται (κρέμανται). Εἶναι δὲ τὰ τρία ταῦτα μαθήματα τὰ ἑξῆς: Τὸ πρῶτον λέγεται ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τὸ δεύτερον ταπείνωσις καὶ τὸ τρίτον ὑπακοή. Αὐτὰ τὰ μαθήματα εἶναι εὔκολον νὰ τὰ μάθῃ τις, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ νὰ τὰ μάθῃ δὲν ὠφελεῖ, ὠφελεῖ τὸ νὰ τὰ πράττει· εὔκολον εἶναι νὰ μάθῃ τις τί εἶναι ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τί εἶναι ταπείνωσις, τί εἶναι ὑπακοή· εὔκολον ν᾿ ἀναγνώσῃ εἰς τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, τῶν Ἁγ. Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας τοὺς λόγους, τὰς διδασκαλίας καὶ εἰς ἡμισεία τὸ πολὺ μίαν ὥραν νὰ τὰ μάθῃ. Ἀλλ᾿ ἐνῷ εἶναι τόσον εὔκολον νὰ τὰ ἀναγνώσῃ καὶ νὰ τὰ μάθῃ εἶναι δύσκολο νὰ τὰ πράττει. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδίως ἐγγράμματοι, ἐπιστήμονες, διδάσκαλοι, ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, νομικοὶ τὰ ἀνέγνωσαν, τὰ ἀναγινώσκουν καὶ τὰ ἔμαθαν, πολλοὶ δὲ καὶ τὰ ἐδίδασκον καὶ τὰ διδάσκουν εἰς ἄλλους, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν τὰ ἔπρατταν, οὐδόλως ὠφελήθηκαν, μᾶλλον ἐβλάβησαν καὶ ἔβλαψαν καὶ ἄλλους, ἐπειδὴ «ὁ γνοὺς πολλὰ καὶ μὴ ποιήσας, δαρήσεται πολλά, ὁ δὲ μὴ γνούς, δαρήσεται ὀλίγα». Δι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς παρήγγειλε εἰς τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους του καὶ δι᾿ ἐκείνων εἰς ἡμᾶς καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν γενεῶν, πρώτον νὰ ποιοῦμεν καὶ κατόπιν νὰ διδάσκωμεν. «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Βλέπεις ὅτι ὁ Κύριος δὲν εἶπεν «ὅπως ἴδωσι ἢ ἀκούσωσιν τὰ καλά σας λόγια», ἀλλὰ «τὰ καλά σας ἔργα». Ὡσαύτως «ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Οὐχὶ «ὃς ἂν διδάξῃ» μόνον, ἀλλὰ καὶ «ποιήσῃ πρῶτον». (Ματθ. 5: 16-20).
Καὶ ἐγὼ μέν, ὦ τέκνον, ἐπειδὴ ὡς Πνευματικὸς Πατὴρ σὲ ἀνέλαβον, καθῆκον Πατρικὸ ἐκπληρῶν, θὰ σὲ διδάξω τὰ ἀνωτέρω τρία μαθήματα, σὺ δὲ ὡς τέκνον γνήσιον πρόσεξε νὰ μὴ γίνεις παρήκοος, διότι καθὼς οἱ προπάτορες ἡμῶν παρακούσαντες τὴν ἐντολὴ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς ἐξωρίσθησαν τοῦ Παραδείσου, οὕτω καὶ σύ, ἐὰν παρακούῃς ἐντολὴ ἐμοῦ τοῦ ἐλαχίστου πνευματικοῦ Πατρός σου, δὲν θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὸν Παράδεισον. Ἐὰν ὅμως προσέξῃς καὶ ὑπακούσῃς εἰς πάσας τὰς ἐντολὰς ποὺ θὰ λάβῃς παρ᾿ ἐμοῦ, τότε εὐκόλως καὶ ἀσφαλῶς, θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παροῦσαν πρόσκαιρον ζωὴν θὰ ἀξιωθῇς νὰ λάβῃς παρὰ Θεοῦ οὐράνια χαρίσματα. Ἡ γὰρ παρακοὴ προξένησε, προξενεῖ καὶ θὰ προξενεῖ θάνατον, ἐκ τοῦ ἐναντίου δὲ ἡ ὑπακοὴ προξένησε, προξενεῖ καὶ θὰ προξενεῖ ζωὴν αἰώνιον καὶ βασιλείαν οὐράνιον καὶ ἀτελεύτητον. Γίνωσκε καὶ τοῦτο, τέκνον: αὐτὰ τὰ τρία μαθήματα ὁποῖος, τὰ μάθει μὲ τὸ ἔργον, εἶναι ἀνώτερος, εἶναι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων, αὐτὸς γίνεται μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ὅτε ἦλθε εἰς τὸν κόσμον, αὐτὰ τὰ τρία μαθήματα δίδαξε μὲ τὸ ἔργον Του. Καὶ πρῶτον ὅταν ὁ οὐράνιος Πατὴρ τὸν ἔστειλε εἰς τὸν κόσμον δὲν ἠναντιώθη, δὲν ἔκαμε τὸ θέλημά του, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός Του. Δεύτερον, Θεὸς ὧν, ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, μορφὴν δούλου λαβών, καὶ ἐγένετο ἄνθρωπος. Τρίτον, «ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ, δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ Αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο Αὐτῷ ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς Δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιππ. 2: 12). «Οὕτω καὶ σύ, τέκνον, ἐὰν κόψῃς τὸ θέλημά σου, ἐὰν ταπεινωθῆς καὶ ἐὰν κάμῃς τελείαν ὑπακοή, γρήγορα θὰ προκόψεις καὶ εἰς τὰς ἄλλας ἀρετὰς καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ δοξάσῃ».
Ταῦτα ἀκούων ὁ νεανίας Ἀθανάσιος, δόξαζε καὶ ηὐχαρίστει τὸν Θεὸν ὅτι τῷ ἔστειλε τοιοῦτον Γέροντα φωστῆρα ἀπλανῆ, διακριτικὸν καὶ ἐφρόντιζε πῶς νὰ τὸν εὐχαριστήσᾳ καὶ ἐντὸς ὀλίγου χρονικοῦ διαστήματος ἔμαθε τελείως τὰ τρία μαθήματα: τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοὴ μὲ τὸ ἔργον. Ἐξ ἄλλου ὁ Γέρων, βλέπων τὴν πρόοδο καὶ προκοπὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ἔχαιρε καὶ αὐτὸς καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεὸν ποὺ τοῦ ἔστειλε τοιοῦτον ὑποτακτικόν. Δοκιμάσας δὲ αὐτὸν καὶ ἐννοήσας ὅτι ἦτο ἄξιος, διὰ τὰς ἀρετάς του, νὰ γίνῃ μοναχός, τὸν ἐνέδυσε τὸ μέγα καὶ Ἀγγελικὸν σχῆμα, ὀνομάσας αὐτὸν Ἀρσένιον. Ἔκτοτε ὁ Ἀρσένιος ἠγωνίζετο περισσότερον εἰς τὸ νὰ φυλάττῃ τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεὸν καὶ τὸν Γέροντά του, διὰ τὴν μεγάλην τιμὴν καὶ τὸ ἀξίωμα ποὺ τοῦ ἔδωσαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ´: Ἀναχώρησις τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου μετὰ τοῦ Γέροντος τοῦ Δανιὴλ ἐκ τοῦ Ἁγ. Ὄρους καὶ μετάβασις αὐτῶν εἰς Ἱ. Μονὴν Πεντέλης, Παρόν, Σίκινον καὶ Φολέγανδρο.
«Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός Σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου Σὸν ποῦ φύγω;
Ἐὰν ἀνάβω εἰς τὸν οὔρανον σὺ εἶ ἐκεῖ· ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατά της θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ, ἡ χείρ σου». (Ψαλμ. 138)
Παραμείνας ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος μετὰ τοῦ Γέροντός του ἐπὶ ἓξ ἔτη, ἀνεχωρησεν ἐπειδὴ εἶχον ἐγερθῇ σκάνδαλα ἀπὸ τίνας μοναχοὺς ἀνόητους καὶ ἀμαθεῖς, οἵτινες (ἀνοήτως φερόμενοι καὶ ὑπὸ τοῦ πονηροῦ ἐλαυνόμενοι ἐξηγέρθησαν ἐναντίον τῶν σοφῶν, εὐλαβῶν καὶ ἐνάρετων καὶ ἁγίων ἐκείνων ἀνδρῶν, οἵτινες ὑπεστήριζαν ὅτι ὁ Χριστιανὸς καὶ ἰδίως ὁ μοναχός, διὰ νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολο καὶ διὰ νὰ πλησιάζῃ εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀρετήν, πρέπει νὰ ἐξομολογῆται καθαρά, νὰ προσεύχεται, νὰ προετοιμάζεται καὶ συνεχέστερο νὰ κοινωνῇ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, διὰ νὰ ἐνισχύηται καὶ νὰ λαμβάνῃ δύναμιν πνευματικὴν ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου› ὡς τοῦτο ὁρίζουσι καὶ οἱ Ἀποστολικοὶ καὶ οἱ Πατερικοὶ κανόνες. Ἀντιθέτως, οἱ ἀμαθεῖς μοναχοί, ἔλεγον ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταλαμβάνουν συχνά, διότι εἶναι φρόνημα αἱρετικόν. Οἱ οὕτως ἀνοήτως φρονοῦντες ἐποίησαν σύγχυσιν, θόρυβο, σκάνδαλα, διήγειρον καὶ ἄλλους ὁμοίους των καὶ ἐκατηγόρησαν καὶ ἐσυκοφάντησαν εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως τοὺς ἀνωτέρω Ἁγίους, ὁ δὲ Πατριάρχης, πιστεύσας τὰς ῥᾳδιουργίας καὶ ψευτοκατηγορίας, χωρὶς νὰ ἐξέταση ἀκριβῶς αὔτας, ἐπέβαλε ἐπιτίμια εἰς τοὺς ἀνωτέρω Ἁγίους. Λαβόντες οὕτως θάῤῥος οἱ ἄδικοι, ἀπεθρασύνθησαν καὶ κίνησαν διωγμὸν ἐναντίον τῶν ἐκλεκτῶν καὶ Ἁγίων του Ἁγίου Ὄρους Πατέρων καὶ ἄλλους ἐξώρισαν, ἄλλους κακοποίησαν καὶ ἄλλους ὕβριζαν καπηλικώτατα. Τούτου ἕνεκεν πολλοί, βαρυθέντες τὰ σκάνδαλα, ἀνεχώρησαν ἐξ Ἁγίου Ὄρους καὶ διεσπάρησαν εἰς διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος, διασπείραντες οὕτως τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὠφελήσαντες καὶ σώσαντες πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων.
Μεταξὺ τῶν ἐναρέτων τούτων καὶ ἐκλεκτῶν Πατέρων ἦτο καὶ ὁ Ὅσιος Δανιὴλ μὲ τὸν ὑποτακτικόν του Ἀρσένιο. «Δίδοντες τόπον τῇ ὀργῇ» ἀνεχώρησαν ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐλθόντες ἐγκατεστάθησαν κατ᾿ ἀρχὰς εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Πεντέλης, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἤρχισε ἡ Ἐπανάστασις ἐν Ἑλλάδι καὶ ἀπὸ ὅλας τὰς γωνίας τῆς Ἑλλάδος ἠνήφθη ἡ φλὸξ τοῦ πολέμου, ἠναγκάσθησαν νὰ τὴν ἐγκαταλείψουν, προειπόντος τοῦ Γέροντος Δανιὴλ τὴν λεηλασία, τὴν ἐρήμωσιν καὶ καταστροφὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὑπὸ τῶν Τούρκων ὃ καὶ ἐγένετο καὶ ζήτησαν ἄσυλον εἰς τὰς νήσους Κυκλάδες, εἰς τὰς ὁποίας σχετικῶς ὑπῆρχε ἡσυχία. Κατ᾿ ἀρχὰς ἦλθον εἰς τὴν Μονὴ τῆς «Λογγοβάρδας», εἰς τὸν γνωστόν τους ἐξ Ἁγ. Ὄρους Φιλόθεον Ἡγούμενον, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἡ Μονὴ τότε εὑρίσκετο ὄχι εἰς τόσον ἀνθηρὰ κατάστασιν, λόγω τοῦ ὅτι οἱ τότε ὀλίγοι μοναχοί της μόλις ἠδυνήθησαν καὶ ἦλθον εἰς Πάρον μόνον μὲ τὰ ῥάσα ποὺ ἐφόρουν φεύγοντες τὴν κατ᾿ αὐτῶν ἐπιδρομὴ τοῦ Δράμαλη, τοὺς ἔστειλε ὁ Ἡγούμενος Φιλόθεος εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου κειμένην ἐν Μαρπίσσῃ, πρὸς τὸν ἐκεῖ διαμένοντα διάσημον Ἱεραπόστολο Ἐθνοκήρυκα Κύριλλον Παπαδόπουλο ὅστις ἡσύχαζε ἐκεῖ μὲ τινὰς ἀδελφοὺς Ἁγιορείτας ἐκ τῶν λεγομένων Κολλυβάδων οἵτινες εἶχον καταφύγει ἐκεῖ πρὸς ἡσυχία. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ σάλος καὶ ἡ τρικυμία ἥτις ἠγέρθη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος διὰ τὸ προαναφερθὲν ζήτημα τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως καὶ τὸ περὶ μνημοσύνων, ἤρχισε νὰ καταπαύει, οἱ ἀνωτέρω ἀδελφοὶ ὑπέστρεψαν εἰς Ἅγιον Ὄρος ἀφήσαντες τινὰς εἰκόνας (διότι ἦσαν Ἁγιογράφοι) εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τῆς «Λογγοβάρδας», εἰς τοὺς ἀδελφοὺς τῶν μεθ᾿ ὧν εἶχον συγκακοπαθήσει καθὼς καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους: Νικόδημον Ἁγιορείτη, Ἀθανάσιον Πάριον, Μακάριον Κορίνθου καὶ ἄλλους ἐκλεκτοὺς καὶ Ἁγίους. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Πατὴρ Κύριλλος μόλις εἶχε ἀρχίσει νὰ ἱδρύῃ τὸ Μονύδριον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἠναγκάσθησαν καὶ κατέφυγαν εἰς τὴν νῆσον Σίκινο καὶ κατόπιν εἰς τὴν Φολέγανδρο εἰς ἣν καὶ παρέμειναν ἀρκετὰ ἔτη, διότι οἱ Φολεγάνδριοι ἔδειξαν μεγάλην ἀγάπην, ἐκτίμησιν καὶ σεβασμὸ τοὺς παρεκάλεσαν «τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς». Ἐπειδὴ δὲ ἐστεροῦντο διδασκάλου παρεκάλεσαν τὸν Γέροντα Δανιὴλ νὰ ἐπιτρέψει εἰς τὸν ὑποτακτικόν του Ἀρσένιον νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἐκμάθησιν γραμμάτων εἰς τὰ τέκνα των. Καμφθεὶς ὁ Γέρων Δανιὴλ εἰς τὰς παρακλήσεις τῶν ἀγραμμάτων ἐκείνων, ἀλλὰ ταπεινῶν, ἁπλοϊκῶν καὶ ἀκάκων ἀνθρώπων, τῷ ἐπέτρεψε. Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἔλαβον τὴν συγκατάθεσιν τοῦ Ἁγίου Γέροντος οἱ Φολεγάνδριοι τὸν προέτειναν εἰς τὸν Σεβασμιώτατον τότε Θήρας καὶ τὸν ἐχειροτόνησεν Διάκονον, ἀπὸ δὲ τὴν Ἑλληνικὴν Κυβέρνησιν ζήτησαν νὰ τὸν διορίσῃ Ἑλληνοδιδάσκαλον. Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἔλαβε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Γέροντά του καὶ τὸν διορισμό του ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἐπεδόθη μὲ ζῆλο νὰ διδάξῃ τὰ τέκνα τῶν Φολεγανδρίων ὄχι μόνον τὰ γράμματα, ἀλλὰ καὶ τὰς ἀρετάς, διότι τὰ γράμματα χωρὶς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν ἠθικὴ περισσότερον βλάπτουσι παρὰ ὠφελοῦσι. Τοὺς ἐδίδασκε νὰ φυλάττουσι τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, νὰ ἀγαπῶσιν τὸν Θεὸν μὲ ὅλην των τὴν ψυχὴν καὶ καρδίαν, νὰ ἀγαπῶσι τοὺς γονεῖς των, ἀδελφούς, συγγενεῖς καὶ πάντα ἄνθρωπον, νὰ σέβονται νὰ τιμῶσι καὶ νὰ ὑπακούωσι τοὺς γονεῖς των, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς διδασκάλους, τοὺς πρεσβυτέρους, νὰ ἀποφεύγωσι τὸ ψεῦδος, τὴν πολυλογίαν, ἀργολογία, κατάκρισιν, καταλαλιά, αἰσχρολογία, φιλονεικίαν, ἀμέλεια, ὀκνηρίαν καὶ πᾶσαν ἄλλην ἁμαρτίαν, νὰ προσεύχονται, νὰ ἐξομολογῶνται, νὰ νηστεύουν, νὰ κοινωνοῦν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, νὰ ἐπισκέπτονται τοὺς ἀσθενεῖς νὰ παρηγοροῦν τοὺς τεθλιμμένους, νὰ ἐλεοῦν τοὺς πτωχούς. Καὶ εἰς ὀλίγον καιρόν, ἀφ᾿ ἑνὸς ὁ Γέρων Δανιὴλ μὲ τὴν ἐξομολόγησιν καὶ πνευματικὴν διδασκαλία εἰς τοὺς μεγάλους, ἀφ᾿ ἑτέρου ὁ Διάκονος Ἀρσένιος μὲ τὰ γράμματα καὶ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία εἰς τὰ μικρὰ παιδιά, κατώρθωσαν ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Φολεγάνδρου, πλουσίους καὶ πτωχούς, μεγάλους καὶ μικρούς, ἄνδρας καὶ γυναίκας, νὰ τοὺς πλησιάσουν εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ τοὺς συνδέσουν τὴν ἀγάπην, ὡσὰν νὰ ἦσαν ὅλοι μία οἰκογένεια ἠγαπημένη. Ἐνταῦθα ἤκμαζε τὸ Δαυϊδικὸν λόγιον: «Ἰδοὺ δή τι καλὸν ἤ τι τερπνὸν ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό;» (Ψαλμ. 133) καὶ τὸ Εὐαγγελικὸν «οὐ γάρ εἰσι δυὸ ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἔμον ὄνομα ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν». (Ματθ. 18: 20).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ´: Θάνατος τοῦ Γέροντος Πατρὸς Δανιήλ. Ἐπιστροφὴ Ὁσ. Ἀρσενίου εἰς Πάρον. Γνωριμία αὐτοῦ μὲ τὸν π. Ἠλία. Παραμονή του εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον.
«Ἀπόκειται, τοῖς ἄνθρωποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετὰ δὲ τοῦτο κρίσης». (Ἑβρ. 9:27β)
«Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι ἐν ἀναπαύσει ἔσται». (Παροιμ.)
Ἀρκετὰ ἔτη παρέμειναν ἐν Φολεγάνδρῳ ὁ Γέρων Δανιὴλ μετὰ τοῦ ὑποτακτικοῦ του Ἱεροδιακόνου Ἀρσενίου, ἠγαπημένοι καὶ συνδεδεμένοι ὡς μία ψυχὴ σὲ δυὸ σώματα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἄνθρωποι ἦσαν καὶ αὐτοί, ὑποκείμενοι εἰς τὸν θάνατον κατὰ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Κυρίου, δοθεῖσαν εἰς τοὺς προπάτορας ἡμῶν, διὰ τὴν παράβασιν τῆς ἐντολῆς του, «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει» (Γεν. 3: 9) καὶ «ἀπόκειται τοῖς ἄνθρωποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9: 27β) ἦλθε ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεως ἐκ τῶν πρόσκαιρων τοῦ Γέροντος Δανιὴλ καί, προγνωρίσας τοῦτο, κάλεσε τὸν μαθητήν του Ἀρσένιον καὶ τῷ λέγει: «ἐγὼ μὲν τέκνον μου ἀναχωρῶ ἐκ τῆς παρούσης ταύτης καὶ προσκαίρου ζωῆς καὶ πατρίδος καὶ μεταβαίνω εἰς τὴν αἰώνιον, εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ κατὰ τὸν Θεοκήρυκα Ἀπόστολο Παῦλον «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλά, τὴν μέλλουσα ἐπιζητοῦμεν». Σὺ δὲ μένε ἐνταῦθα καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν διετίας νὰ παραλάβῃς τὰ ὀστά μου καὶ νὰ μεταβῇς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἢ εἰς τὸ μέρος ποὺ σὲ ἔχει ὁ Κύριος προορίσει νὰ ζήσῃς τὰς ὑπολοίπους βραχυτάτας ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ κατόπιν νὰ ἔλθῃς ἐκεῖ εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴν ἀληθινὴν καὶ παντοτινὴν Πατρίδαν, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ σὲ ἀναμένω ἵνα καθὼς ἐδῶ προσκαίρως εἴμεθα μαζὶ ἡνωμένοι, οὕτω καὶ ἐκεῖ θὰ εἴμεθα ἡνωμένοι καὶ ἀχώριστοι αἰωνίως, ἡνωμένοι δὲ καὶ μὲ τὸν Θεόν, τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους, ὑμνοῦντες, εὐλογοῦντες καὶ ἀκαταπαύστως δοξολογοῦντες εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας τὸ Πάντιμον καὶ Πανάγιον καὶ Μεγαλοπρεπὲς Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἀμήν...»
Ταῦτα λέγων ὁ σεβάσμιος καὶ προορατικὸς ἐκεῖνος ἅγιος Γέρων καὶ δοὺς τὰς τελευταίας ὑποθήκας καὶ Πατρικὰς συμβουλὰς τῷ ὑποτακτικῷ αὐτοῦ Ἀρσενίῳ καὶ τοῖς πνευματικοῖς του τέκνοις Φολεγανδρίοις, τοὺς ὁποίους ἠγάπησεν ὡς πραγματικά του γνήσια τέκνα καὶ ἠγαπήθη παρ᾿ αὐτῶν, προετοιμασθεὶς δὲ διὰ τελευταῖον ἀσπασμὸν αὐτοῖς καὶ ἀποχαιρετήσας, παρέδωκε τὸ πνεῦμα αὐτοῦ εἰς χεῖρας Θεοῦ, ὃν ἐκ νεότητος ἠγάπησεν, ἠκολούθησεν καὶ ἐδούλευσεν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπεδήμησεν.
Μέγα πένθος ἀφῆκεν ἡ Ἀναχώρησις τοῦ σεβασμίου Γέροντος εἰς πάντας τοὺς Φολεγανδρίους, οἵτινες τὸν ἠγάπησαν ὡς Πατέρα των φιλόστοργον, διότι πολὺ ὠφελήθησαν πνευματικὸς παρ᾿ αὐτοῦ, ἀλλὰ περισσότερον ἐπένθησεν καὶ ἐλυπήθην, ὁ ὑποτακτικὸς αὐτοῦ Διάκονος Ἀρσένιος, τὸν ὁποῖον ὀρφανὸν ἐκ παιδικῆς ἡλικίας ἀνέλαβε καὶ σωματικῶς καὶ περισσότερον πνευματικὸς γαλούχησε καὶ ἐξέθρεψε. Ἄλλα, πιστεύων ὅτι ὁ Γέροντάς του δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ μετέβη ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ἀγήρω μακαριότητα καὶ ὅτι μεταβαίνων εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν θὰ δέεται ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ὅλων τῶν πνευματικῶν τοῦ τέκνων, παρηγορήθη καί, ἀφ᾿ οὗ παρέμεινε δύο περίπου ἔτη, ποιήσας ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων τοῦ ἀειμνήστου Γέροντός του καὶ παραλαβὼν αὐτά, ἡτοιμάσθη πρὸς ἀναχώρησιν. Τοῦτο ἀντιληφθέντες οἱ Φολεγάνδριοι ἅπαντες, ἐδραμον σὺν γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις αὐτῶν, παρακαλοῦντες καὶ μετὰ δακρύων ἱκετεύοντες, νὰ μὴ τοὺς ἐγκαταλείψῃ καὶ ἀναχωρήσῃ. «Μὴ μᾶς ἐγκαταλείψῃς, τῷ ἔλεγον, ὀρφανούς. Λυπήσου τοὺς κόπους σου ποὺ τόσα ἔτη ἐκοπίασες νὰ μάθεις γράμματα τὰ παιδιά μας, νὰ τὰ ὁδηγήσῃς καὶ ἐκεῖνα καὶ ἡμᾶς εἰς τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. ἀπέθανε ὁ Γέροντάς σου, μᾶς ἄφησε, ἀλλ᾿ εἴχαμε σὲ ὡς Διδάσκαλον καὶ Πατέρα μας, τώρα μᾶς ἀφήνεις καὶ σὺ καὶ ποῖον θὰ ἔχομεν εἰς τὸ ἑξῆς πατέρα καὶ Διδάσκαλο; Ὄχι δὲν σὲ ἀφήνομε νὰ φύγῃς. Ὅμως ἐκεῖνος ἐπέμεινε, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτοὺς τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντός του —τινὲς ἐξ αὐτῶν διὰ νὰ τὸν πείσουν νὰ μείνῃ καὶ νὰ φύγῃ, τῷ εἶπον· ἀφ᾿ οὗ δὲν θέλεις νὰ μείνῃς μαζί μας, θὰ ἔλθωμεν ἡμεῖς μαζί σου καὶ οὕτω τὸν ἠκολήθησαν — καὶ ἀνεχώρησεν ἐκ Φολεγάνδρου μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ὑπάγῃ εἰς Ἅγιον Ὄρος καὶ διερχόμενος ἐκ Πάρου ἐσκέφθη νὰ ἐξέλθῃ νὰ ἀποχαιρετήσῃ τοὺς γνωστούς του Γέροντας Φιλόθεον τὸν Α´, Ἡγούμενον τῆς Μονῆς «Λογγοβάρδας» καὶ Γέροντα Κύριλλον, Ἡγούμενον Μονυδρίου Ἁγίου Γεωργίου καὶ λάβῃ παρ᾿ αὐτῶν τὰς εὐχὰς καὶ εὐλογίας των. Ἐξελθὼν εἰς Πάρον μετέβη πρῶτον εἰς «Λογγοβάρδαν» καὶ εὗρε τὸν Γέροντα Φιλόθεον καὶ ἔμαθεν ὅτι ὁ π. Κύριλλος μετέβη πρὸς τὰς ἀΰλους Μονάς, πλὴν ὅμως δὲν ἠμποδίσθη νὰ ὑπάγῃ εἰς Ἅγιον Γεώργιον. Μετέβη μὲ τὸν σκοπὸν νὰ προσκυνήσῃ τὸν τάφον τοῦ πατρὸς Κυρίλλου καὶ ἀφ᾿ οὗ προσκυνήσῃ καὶ ζητήσῃ τὰς εὐχάς του καὶ τὰς εὐλογίας του, νὰ ἀναχωρήσῃ. Ἀλλ᾿ ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὅστις δὲν εἶχεν ἀποθάνει, ἀλλ᾿ εὑρίσκετο —καὶ εὑρίσκεται εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν— κοντὰ εἰς τὸν Θεὸν ἐπειδὴ κατὰ τὸν σοφὸ Παροιμιαστὴν «δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἄψηται αὐτῶν βάσανος» δὲν τὸν ἄφησε νὰ φύγῃ, τὸν ἤθελε ἀντικαταστάτη του καὶ διάδοχόν του.
Εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, εὗρε διάδοχον τοῦ π. Κυρίλλου τὸν πνευματικόν του υἱὸν Ἠλία τὸν ἐξ Ἠπείρου, ἄνδρα σοφὸν καὶ ἐνάρετον, ἐπιστήμονα λόγιον καὶ ζηλωτή, Ἱεροκήρυκα Κυκλάδων, ὅστις μαθὼν τὸν σκοπὸ τοῦ Ἀρσενίου, ὅτι προτίθεται νὰ μεταβῇ εἰς Ἅγιον Ὄρος, τῷ εἶπεν: «Ἀδελφὲ Ἀρσένιε, ἄκουσον, δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ ὑπάγῃς εἰς Ἅγιον Ὄρος, Θέλημα Θεοῦ εἶναι νὰ μείνης ἐδῶ μαζί μας· ὁ Θεὸς σὲ ἔστειλε ἐδῶ καὶ ἡ εὐχὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν Δανιὴλ καὶ Κυρίλλου σὲ ἔφερε. Μεῖνε λοιπὸν μαζί μας. Ἐδῶ, παρὰ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, περισσότερον καὶ θὰ ὠφεληθῇς καὶ θὰ ὠφελήσῃς.
Πεισθεὶς ὁ Θεῖος Πατὴρ Ἀρσένιος ὅτι ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ μείνη εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, διότι καὶ ὁ Γέροντας τοῦ Δανιὴλ δὲν τῷ εἶπεν ὁριστικῶς «νὰ ὑπάγεις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος» ἀλλὰ τῷ εἶπεν «νὰ ὑπάγῃς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἢ εἰς τὸ μέρος ποὺ σὲ ἔχει προορίσει ὁ Θεός», προβλέπων ἴσως ὡς προορατικὸς ὅτι ὁ Θεὸς τὸν εἶχεν προορίσει διὰ τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ἔμεινεν ἐκεῖ καὶ συνηριθμήθη εἰς τὰ μέλη τῆς ἀδελφότητας.
Ἦσαν δὲ τότε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἥτις ἦτο Μετόχιον τῆς ἐν Νάξῳ Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης —καθὼς καὶ εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τῆς Φανερωμένης— ἄνδρες ἐκλεκτοί, θαυμάσιοι, σοφοὶ καὶ πεπαιδευμένοι, εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ εἰς τὴν ἄσκησιν. Τοιούτοις ἀνδράσι συναναστρεφόμενος, συνασκούμενος, συγκοπιῶν, συναγωνιζόμενος καὶ συγκακοπαθῶν, πάντας ὑπερήλασε ταῖς ἀρετὲς καὶ ταῖς ἀσκητικαῖς ἀγωγαῖς. Ἠγρύπνει τὸ πλεῖστον τῆς νυκτός, 3-4 ὥρας ἐκοιμᾶτο μόνον τὸ ἡμερονύκτιον, πολλάκις δὲ ὅλην τὴν νύκτα ἠγρύπνει προσευχόμενος μετὰ δακρύων ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν πνευματικῶν του τέκνων καὶ τῶν μαθητῶν, τοὺς ὁποίους ἐγκατέλιπεν εἰς τὴν Φολέγανδρον, ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν του συνασκητῶν καὶ ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἅπαξ τῆς ἡμέρας ἐσιτίζετο, ἡ δὲ τροφή του ἦτο λιτοτάτη, ἔτρωγε δὲ τόσον ὅσον νὰ ζῇ, νὰ στηρίζεται, νὰ διακονῇ καὶ νὰ ὑπηρετῇ εἰς ὅλας τὰς διακονίας τῆς Μονῆς. Τροφὴν εἶχε πνευματικὴν τὴν ἀνάγνωσιν τῶν θείων Γραφῶν καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὴν ὁποίαν τροφὴν ἔτρωγε μὲ πολλὴν εὐχαρίστησιν καὶ προθυμίαν, καὶ τὴν ὁποίαν ἐθεώρει καὶ ὡς ἀναγκαιοτέραν καὶ ὠφελιμωτέραν τῆς σωματικῆς, ὑλικῆς τροφῆς, ἡ ὁποία μόνον τὸ σῶμα τρέφει, ἐνῷ ἡ πνευματικὴ τροφὴ πολλάκις τρέφει καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, διότι ἡ γλυκύτης τῆς πνευματικῆς τροφῆς, πολλάκις ὅταν αὐτὴ τρώγεται μὲ πολλὴν ὄρεξιν καὶ εὐχαρίστησιν, μεταδίδεται καὶ εἰς τὸ σῶμα τὸ ὁποῖον γλυκαινόμενον εὐφραίνεται τόσον ὥστε νὰ ἀηδιάζῃ τὴν ὑλικὴν καὶ νὰ μὴ θέλῃ νὰ φάγῃ. Καθὼς τοῦτο γίνεται δῆλον ἀπὸ τὸν βίον πολλῶν Προφητῶν καὶ Ἁγίων.
Ὁ Προφήτης Μωυσῆς καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας μὲ μιᾶς ἡμέρας τροφὴν πέρασαν ἡμέρας 40 τελείως ἄσιτοι. Ποῖος τοὺς ἔτρεφε; ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς, ἡ πνευματικὴ τροφή. Ἐκείνη ἡ τροφὴ ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ τοῦ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. 4: 4), ὁ Προφήτης τοῦ Ὑψίστου ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστὴς Ἰωάννης μὲ ἀκρόδρυα (βλαστοὺς θάμνων) καὶ μέλι ἄγριον, ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ἡ Ἁγία Θεοκτίστη, πολλοὶ ἐρημίται, ἀσκηταί, ἐτρέφοντο ἐπὶ πολλὰ ἔτη εἰς ὅλην των τὴν ζωὴν μὲ χόρτα μόνον καὶ ὕδωρ. Ἦτο δυνατὸν μόνον μὲ χόρτα ὠμά, ἄγρια νὰ ζήσῃ ἄνθρωπος τόσα ἔτη; Ἐν τούτοις ἔζων. Πῶς ἔζων; Μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, τὴν πνευματικὴν τροφήν, τὴν ἐνθύμησιν τοῦ Θεοῦ, τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, μὲ αὐτὰ περισσότερον ἐτρέφοντο, τινὲς δὲ ἔζησαν καὶ μόνον μὲ τὴν Ἁγίαν Κοινωνίαν· ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος πολλάκις ἐνῷ ἔτρωγε τροφὴν ὑλικὴ ὡς ἄνθρωπος μὲ τοὺς μαθητάς του, ἤρχετο εἰς ἔκστασιν καὶ ἔπαυε νὰ τρώγῃ. Κάποτε δὲ ἐνῷ ἔτρωγε, ἔπαυσε νὰ τρώγῃ καὶ ἤρχισε νὰ κλαίῃ. Ἐρωτώμενος δὲ παρὰ τῶν μαθητῶν τοῦ «Διατὶ Πάτερ κλαίεις;» «Κλαίω τέκνα μου, ἀπήντησε, διότι ἐνῷ εἶμαι ἄνθρωπος λογικὸς τρώγω τὴν τροφὴν τῶν ἀλόγων ζῴων». Οὕτω καὶ ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος πολλάκις ἐνῷ ἀναγίνωσκε τὰς Ἁγίας Γραφὰς ἢ προσηύχετο καὶ ἐσήμαινε τὸ σήμαντρον τῆς τραπέζης, ἐλυπεῖτο, ἐστενοχωρεῖτο καὶ πολλάκις ἔκλαιε διότι ἄφηνε τὴν πνευματικὴν τροφήν, τὴν γλυκυτάτην, τὴν ἄφθαστον, τὴν ἀθάνατον καὶ πήγαινε νὰ φάγῃ τὴν ὑλικὴν καὶ σωματικὴν τροφήν. Ἀλλ᾿ ὑπὲρ πάσας τὰς ἄλλας ἀρετὰς περισσότερον ἐπιμελεῖτο τὴν φιλαδελφίαν. Ἠγάπα πάντας καὶ περισσότερον τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς Γέροντας, τοὺς ἐπιμελεῖτο καὶ τοὺς ὑπηρέτει μὲ πολλὴν προθυμίαν, εὐχαρίστησιν καὶ ἀγάπην. Ἀλλὰ περισσότερον πάντων ἠγάπα τὸν Θεὸν μὲ ὅλην του τὴν ψυχὴν καὶ καρδίαν καὶ δι᾿ αὐτὸ ἠγαπήθη παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ παρὰ τῶν ἀνθρώπων.
«Ἂς ἀγαπήσωμεν, λέγει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, τὸν Ἕνα (δηλαδὴ τὸν Θεόν) διὰ νὰ ἀγαπήσωσιν ἡμᾶς οἱ πολλοί».
Ἀφοῦ παρέμεινε ὀλίγα ἔτη καὶ ἠγάπησε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἠγαπήθη καὶ ἐκεῖνος ὑπ᾿ αὐτῶν καὶ ὄχι μόνον ὑπ᾿ αὐτῶν ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν λαϊκῶν τῶν ἐγγὺς τῆς Μονῆς καὶ τῶν μακράν, πάντες εἶχον ἐλπίδας ὅτι μίαν ἡμέραν θ᾿ ἀξιωθῶσιν νὰ τὸν ἔχωσι Πνευματικόν των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε´: Χειροτονία τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου εἰς Πρεσβύτερο. Χειροθεσία εἰς Πνευματικόν. Ἀνάδειξις αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς ὡς Προεστῶτος Ἡγουμένου. Ἡ Πνευματικὴ αὐτοῦ ἐργασία εἰς τὰς ἐν Πάρῳ Μονάς, εἰς τὴν νῆσον καὶ ἔξω τῆς νήσου.
«Ὄντως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν
τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». (Ματθ. 5:16)
Βλέποντας οἱ Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τὰς ἀρετάς, ἰδίως τὴν ταπείνωσιν, τὴν πραότητα, τὴν ἀκακία, φιλαδελφία καὶ ἀγάπην, ὅλοι ὁμοφώνως, μὲ μίαν γνώμην καὶ καρδίαν, πρότειναν αὐτῷ νὰ χειροτονηθεῖ Ἱερεύς, ἀλλὰ ἐκεῖνος στοχαζόμενος τὸ ὕψος τῆς Ἱεροσύνης παρεκάλει τοὺς Πατέρας νὰ μὴ τὸν ἐνοχλοῦν, διότι ἐθεώρει ἑαυτὸν ἀνάξιον τοιούτου μεγίστου ἀξιώματος. Πληροφορηθεὶς ὁ τότε Μητροπολίτης Κυκλάδων Δανιήλ, περὶ τῆς ἐνθέου ἀσκητικῆς καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας τοῦ Ἀρσενίου, τὸν ἐκάλεσε εἰς Σῦρον καί, μὴ θέλοντα, τὸν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερον καὶ τὸν ἐχειροθέτησε Πνευματικόν. Ἀπὸ τότε ηὔξησε τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας, διότι γνώριζε καὶ ἠσθάνετο ὁποῖος πρέπει νὰ εἶναι ὁ Ἱερεὺς καὶ μάλιστα ὁ Πνευματικὸς Πατήρ. Πάντοτε εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του τὴν παραγγελίαν καὶ ἐντολὴ ἣν ἔδωκεν ὁ Κύριος τοῖς Ἀποστόλοις αὐτοῦ καὶ δι᾿ αὐτῶν τοῖς διαδόχοις αὐτῶν Ἱερεῦσιν, «οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν, τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» καὶ «ὁ ποιήσας καὶ διδάξας μέγας κληθήσεται» καὶ δι᾿ αὐτὸ ἠγωνίζετο πρῶτον νὰ ποιῇ καὶ κατόπιν νὰ λέγῃ. Φρόντιζε νὰ συμφωνοῦν τὰ ἔργα μὲ τὰ λόγια καὶ μᾶλλον νὰ προπορεύονται τὰ ἔργα τῶν λόγων. Ἤκουσε δὲ καὶ τὸν Μέγαν Διδάσκαλο Ἰσίδωρον τὸν Πηλουσιώτην νὰ λέγει: «ἅπτει λύχνον ὁ Θεὸς Ἱερέα καὶ τίθησιν αὐτὸν ἐπὶ τῆς λυχνίας τῆς ἑαυτοῦ φωτοφόρου καθέδρας ἵνα ἐξαστράπτῃ φωτισμῷ τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ δογμάτων καὶ πράξεων σκότους ἀπηλλαγμένον, ὅπως ὀρῶντες οἱ λαοὶ τὰς ἀκτῖνας τῆς ζωτικῆς λαμπηδόνος πρὸς ἐκείνας εὐθύνονται καὶ τὸν Πατέρα τῶν φώτων δοξάζωσι».
Ὁσάκις ἐλειτούργει, παρίστατο εἰς τὸ Ἅγιον Θυσιαστήριον μετὰ φόβου καὶ τρόμου καὶ φαίνεται ὡς νὰ παρίστατο ἐνώπιον τοῦ ἀοράτως πανταχοῦ παρόντος Θεοῦ, τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων καὶ Κυρίου τῶν κυριευόντων, διακόνων Αὐτῷ.
Συναισθανόμενος δὲ ὅτι τὸ διακονεῖ τῷ Θεῷ μέγα καὶ φοβερόν ἐστι καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν, ἐγένετο ἡ μορφὴ αὐτοῦ φωτοειδὴς ὡς Ἄγγελος καὶ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ἔρρεον δάκρυα κατανύξεως. Πολλάκις δὲ ὡς διηγήσαντό μοι τινές, λαϊκοὶ ὄντες, τοὺς ὁποίους ἐγνώρισα ἐν Ἀθήναις, νέος ὢν καὶ ὑπηρετῶν εἰς τὰς τάξεις τοῦ Στρατοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀκούοντες τὴν ἀγγελικὴν αὐτοῦ βιοτὴν καὶ τὰς ἀρετὰς μετέβαινον εἰς Πάρον καὶ ἐξομολογοῦντο καὶ πολλάκις παρέμειναν παρ᾿ αὐτῷ ἡμέρας πολλάς, διδασκόμενοι τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν, παρακολουθοῦντες οἱ ἄνθρωποι τὰς ὀρθρινὰς καὶ νυκτερινὰς ἀκολουθίας ἐν τῷ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ἱερῷ Ναῷ, ἤκουον ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ βήματος, εἰς τὸ ὁποῖον μόνος ὡς ἐφημερεύων ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος εὑρίσκετο προσευχόμενος, κλαυθμοὺς καὶ στεναγμούς, οἵτινες ἐξήρχοντο ἐκ τῆς καρδίας τοῦ Ἁγίου. Ἡ κατάνυξις, τὸ πένθος, ὁ κλαυθμός, οἱ στεναγμοὶ καὶ τὰ δάκρυα εἶναι χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ὁποῖα δίδονται εἰς ἐκείνους, οἵτινες ἔκοψαν τὸ θέλημά των, ἐφύλαξαν ὑπακοὴ καὶ εἶχον ταπείνωσιν.
Ἐκ τῶν ἀρετῶν αὐτῶν ὡς προείπομεν, ἐν τῷ β´ κεφαλαίῳ, εὐκόλως ἀποκτᾷ ὁ Μοναχὸς καὶ ὁ Χριστιανὸς ὅλας τὰς ἀρετάς, λαμβάνει θεῖα καὶ οὐράνια χαρίσματα ὡς καὶ τὸ χάρισμα τοῦ χαροποιοῦ πένθους τῆς κατανύξεως καὶ τῶν δακρύων, γίνεται μακάριος, ὡς εἶπεν ὁ Κύριος, «μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσοναι» (Ματθ. 5: 4) καὶ ἀξιοῦται τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν (αὐτόθι). Τούτου τοῦ χαρίσματος τῶν δακρύων ἠξιώθη καὶ ὁ εἰς παλαιοὺς χρόνους ἀκμάσας Μέγας Ἀρσένιος, ὅστις ἐπειδὴ ἔκλαιε, διαρκῶς ἐδάκρυεν, καὶ εἶχε μετ᾿ αὐτοῦ μανδήλιον διὰ τοῦ ὁποίου σπόγγιζε τὰ δάκρυα. Τούτου τοῦ Μεγάλου Ἀρσενίου ἐφρόντιζε καὶ ἠγωνίζετο «μιμητὴς γενέσθαι κατὰ πάντα» ἰδίως εἰς τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία καὶ τὸ πένθος καὶ ὁ ἡμέτερος Ἀρσένιος. Ἐπειδὴ δέ, φύλαξε μὲ μεγάλην προσοχὴν καί, ἐπιμέλεια τὰς τρεῖς μεγάλας ἀρετάς, τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοή, τὰς ὁποίας ἀρετὰς ἐδιδάχθη ἀπὸ τὸν ἑαυτοῦ Γέροντα καὶ τὰς ὁποίας πρῶτος ἐδίδαξε διὰ τοῦ παραδείγματός του ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ἦτο ἑπόμενο, πλούτισε πάσας τὰς ἄλλας ἀρετὰς περὶ τῶν ὁποίων λέγουν οἱ θεῖοι Πατέρες ὅτι ὅλαι αἱ ἀρεταὶ ἀπὸ αὐτὰς τὰς τρεῖς γεννῶνται, «ἡ ὑπακοή, λέγει ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς γεννᾷ τὴν ταπείνωσιν, ἡ ταπείνωσις γεννᾷ τὴν πραότητα, ἡ πραότης γεννᾷ τὴν διάκρισιν, ἡ διάκρισις γεννᾷ τὴν διόρασιν, ἡ διόρασις γεννᾷ τὴν προόρασιν, ἡ προόρασις ἀναβιβάζει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν τελείαν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον». Ὡσαύτως ὁ Ἀββᾶς Μωυσῆς λέγει: «δεῦρο, ἀδελφέ, εἰς τὴν ὑπακοὴ τῆς ἀληθείας, ὅπου ἐστὶν ταπείνωσις, ὅπου ἐστὶν ἰσχύς, ὅπου ἐστὶ χαρά, ὅπου ἐστὶν ὑπομονή, ὅπου ἐστὶ μακροθυμία, ὅπου ἐστὶ φιλαδελφία, ὅπου ἐστὶν κατάνυξις, ὅπου ἐστὶν ἀγάπη. ὁ γὰρ ἔχων ὑπακοὴν ἀγαθὴν πασῶν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ πεπλήρωται». Χάριν συντομίας παραλείπω τὰς τῶν πολλῶν μαρτυρίας. Ἐφ᾿ ὅσον δὲ ἐπλουτίσθη καὶ ἔγινε θησαυροφυλάκιον τῶν ἀρετῶν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ ἐγίνοντο φανεραὶ αἱ ἀρεταί του, εἰς τοὺς ἐγγὺς καὶ εἰς τοὺς μακράν. Ἡ ἀρετὴ ὁμοία ἐστὶ τοῦ φωτός. Καθὼς τὸ φῶς δὲν κρύπτεται ἀλλ᾿ ὅταν φανῇ, ὅταν ἀνατείλῃ ὅλοι τὸ βλέπουσι καὶ μόνον οἱ πάσχοντες ἀπὸ ἀορασία (οἱ τυφλοὶ) δὲν τὸν βλέπουν, οὕτω καὶ ἡ ἀρετὴ δὲν κρύπτεται, ὅλοι τὴν βλέπουν, ἐκτὸς ἐκείνων οἵτινες πάσχουσιν ἀπὸ τύφλωσιν ψυχική. Οἱ πραγματικὸς καὶ ἀληθῶς ἐνάρετοι, φοβούμενοι τὴν ὑπερηφάνειαν, τὴν κενοδοξίαν, μὴ τοὺς σκορπίσουν τὰς ἀρετάς, τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, ἥτις προκαλεῖ τὸν Θεὸν νὰ «σκορπίζει ὀστὰ ἀνθρωπαρέσκων», κρύπτουν ὅσον δύνανται τὰς ἀρετάς των, ἀλλὰ ὅσον καὶ ἂν τὰς κρύπτουν, δὲν κρύπτονται ἐπειδὴ εἶναι φῶς. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὁ Ὁποῖος παρήγγειλε νὰ ποιῶμεν τὰς ἀρετὰς ὄχι εἰς τὸ φανερόν, νὰ τὰς βλέπωσιν οἱ ἄνθρωποι, νὰ μᾶς ἐπαινῶσι καὶ οὕτω νὰ χάνωμεν τὸν μισθό μας, ἀλλὰ νὰ τὰς κάμωμεν εἰς τὸ κρυπτόν, ὥστε νὰ μὴ τὰς βλέπωσιν οἱ ἄνθρωποι, νὰ τὰς βλέπῃ μόνον ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ὅταν δῇ ὅτι κρύπτομεν τὰς ἀρετάς μας διὰ νὰ φυλάξωμεν τὴν ἐντολήν Του, ὅτι τὰς κάμνομε διὰ δόξαν δικήν Του καὶ ὄχι διὰ δόξαν καὶ ἱκανοποίησιν δικήν μας, διὰ νὰ μᾶς δοξάσουν οἱ ἄνθρωποι, τότε Ἐκεῖνος τὰς κάμνει φανερὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, δοξάζεται τὸ Ὄνομα αὐτοῦ τὸ ὑπερύμνητον καὶ ὑπερένδοξον, δοξάζει δὲ ὁ Θεὸς καὶ ἡμᾶς. «Ζῶ ἐγώ, λέγει ὁ Θεός, τοὺς ἐμὲ δοξάζοντας δοξάσω», «Σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην, μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου, ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ καὶ ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ αὐτὸς ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ... σὺ δὲ ὅταν προσευχὴ εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖον σου καὶ κλείσας τὴν θύραν σου, πρόσευξαι τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῳ» (Ματθ. 6: 3-7).
Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης ἐν ἐρήμῳ διέτριβε νηστεύων καὶ προσευχόμενος ἐν τῷ κρυπτῷ. Οὐδεὶς ἄλλος τὸν ἔβλεπε εἰ μὴ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος βλέπων τὸν Πρόδρομον ἐν τῷ κρυπτῷ νηστεύοντα καὶ προσευχόμενον δι᾿ Αὐτόν, διὰ τὴν Δόξαν Τοῦ φανέρωσε τὰς ἀρετάς του εἰς ὅλους καὶ καθὼς λέγει ὁ σοφὸς Νεῖλος οἱ ἄνθρωποι ἄφηνον τὰς πόλεις καὶ ἔτρεχαν εἰς τὴν ἔρημον καὶ οἱ πλούσιοι ποὺ εἶχον χρυσοφόρους οἰκίας καὶ ἐνεδύοντο σηρικὰ ἱμάτια, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶχον λιθοκολλήτους (πολυτίμους) κλίνας καὶ ἀνεπαύοντο σὲ μαλακὰ καὶ ἀπαλὰ στρώματα, κατεκλίνοντο εἰς τὴν ὕπαιθρον καὶ εἰς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ Ἰορδάνου. Διατί; Διὰ νὰ ἰδοῦν ἕναν πτωχὸν ἄνθρωπον ἐνδεδυμένον μὲ ἕνα δέρμα καμήλου καὶ μὲ μίαν ζώνη δερματίνη, ἐσθίοντα ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. Ἀλλὰ δὲν ἦτο αὐτὴ ἡ αἰτία. Ἡ αἰτία ἦτο ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀνδρός. Ἡ ἀρετὴ ἡ ὁποία ὡς μαγνήτης ἕλκει τὸν ἄνθρωπον. Παραθέτω κατωτέρω τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ Νείλου, διὰ νὰ θαυμάσει πᾶς τις τὸ μεγαλεῖον, τὴν ἀξία, τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τῆς ἀρετῆς. «Πάντα ἣν αὐτοῖς ἀνεκτά, καίτοι παρὰ τὸ ἔθος γινόμενα› ὑπέτεμνε γὰρ τὴν ἐπὶ τοῖς ἀλγεινοῖς αἰσθῆσιν, ὁ πόθος τῆς θεωρίας τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὸν ἐπὶ σκληραγωγίᾳ πόνον ἔκλεπτε τὸ θαῦμα τῆς ἀρετῆς. Τοσοῦτον ἐστὶν ἡ ἀρετὴ πλούτου τιμιωτέρα καὶ βίος ἡσύχιος χρημάτων πολλῶν περιφανέστερος. Πόσοι κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦσαν πλούσιοι καὶ μέγα φρονοῦντες ἐπὶ δόξῃ σεσίγηνται καὶ τὸ θαῦμα τοῦ ἀδόξου μέχρι τοῦ νῦν ᾄδεται καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἐρημοπολίτου πᾶσιν ἐστὶν περισπούδαστος ἀΐδιον γὰρ τῆς ἀρετῆς τὸ ἀοίδιμον καὶ τὴν φήμην ἐξαποστείλλει ἄγγελον τῶν οἰκείων καλῶν». Ὡσαύτως ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ὁ Ἀρχηγὸς τῶν μοναστῶν, ὁ πολιστὴς τῆς ἐρήμου. Οὐδεὶς ἔβλεπε αὐτὸν εἰς τὴν ἔρημον, οὐδεὶς ἔβλεπε τὰς ἐν κρυπτῷ ἀρετὰς αὐτοῦ, τὰς προσευχάς, τὰς νηστείας, τὰς ἀγρυπνίας, τὴν ταπείνωσιν, τὴν πίστιν αὐτοῦ, τὴν ἀγάπην. Μόνον ὁ Θεὸς ὁ τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων εἰδῶς. Καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπε ὅτι ὅσα ἐποίει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐν τῷ κρυπτῷ, τὰ ἐποίει ὄχι διὰ δόξαν δίκη του, ἀλλὰ διὰ δόξαν Θεοῦ, ὁ Θεὸς φανέρωσε τὰς ἀρετάς του εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἔτρεχαν πανταχόθεν οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν ἰδοῦν νὰ θαυμάσουν τὰς ἀρετάς του, νὰ ἀκούσουν τὰς συμβουλάς του, καὶ ἔγινε ἡ ἔρημος πόλις καὶ ἐπλήθυναν τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον, τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα.
Καὶ ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐποιει ὅσον ἤδυνατο ἐν κρυπτῷ τὰς ἀρετὰς φεύγων τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς, ὁ βλέπων τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας, βλέπων ὅσα ἐποίει ἐν τῷ κρυπτῷ πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, τὸν ἐδόξασε φανερὰ καί, γνωρίσαντες καὶ ἀκούσαντες οἱ ἄνθρωποι τὰς ἀρετάς του, ἔτρεχον πρὸς αὐτὸν καὶ ἐξομολογοῦντο, οὐ μόνον ἀπὸ τὴν Πάρον ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Σῦρον, ἀπὸ Ἀθήνας, Πειραιᾶ, καὶ ἄλλας πόλεις, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἄλλας Μονὰς τῆς Ἑλλάδος, πάντες δὲ ὠφελοῦντο ἐκ τῆς ἐξομολογήσεως, διότι ὁ Θεὸς τὸν εἶχε πλουτίσει μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καὶ τῆς ἀγάπης. Ἐδέχετο πάντας με ἀγάπην καὶ στοργὴν πατρικὴν καὶ εἰς πάντας ἔδιδε μετὰ συνέσεως καὶ διακρίσεως τὰ ἀναγκαῖα καὶ ὠφέλιμα πρὸς θεραπεία φάρμακα. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἀναγκαίων φαρμάκων ἔδιδε πρὸς πάντας δυὸ κοινὰ φάρμακα: τὸ φάρμακο τῆς μετανοίας καὶ τὸ φάρμακο τῆς εὐσπλαχνίας καὶ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, προέτρεπε τοὺς πάντας νὰ μετανοοῦν εἰλικρινῶς, καὶ νὰ μὴν ἀπελπίζονται διὰ τὰς πολλάς των ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζουν εἰς τὴν ἄμετρον εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπην αὐτοῦ καὶ ὅτι ὄχι μόνον ὁ Θεὸς δέχεται τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅταν μετανοήσουν, ἀλλὰ καὶ πρὸς χάριν αὐτῶν κάμνει πανήγυριν καὶ χαρὰν μεγάλην εἰς τοὺς οὐρανοὺς μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους. Ἔφερε δὲ πρὸς ἀπόδειξιν τῆς μεγάλης του Θεοῦ εὐσπλαχνίας παραδείγματα ὅπως τοῦ ἀσώτου, τοῦ λῃστοῦ, τῆς πόρνης, τοῦ τελώνου καὶ πολλῶν ἄλλων. Πολλούς, διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ καλοῦ τρόπου, τοὺς ὡδήγησεν εἰς μετάνοιαν καὶ τοὺς ἔσωσε.
Ἦτο ἀκριβὴς φύλαξ τῶν Πατερικῶν παραδόσεων. Εἰς τοὺς ἀσεβεῖς ἀπίστους, ὑβριστὰς καὶ κατάφρονας τῶν θείων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἱερῶν παραδόσεων —καὶ ἐμμένοντας εἰς τὴν ἁμαρτίαν— ἦτο αὐστηρὸς καὶ ἄκαμπτος, ἀλλ᾿ εἰς τοὺς ἀληθῶς μετανοοῦντας ἦτο ἐπιεικὴς καὶ συγκαταβατικός. Προσεπάθει δὲ μὲ ὑπομονή, μὲ πραότητα, ἀγάπην καὶ μακροθυμίαν νὰ φέρει τοὺς πάντας εἰς μετάνοιαν, νὰ τοὺς πλησιάσῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλον «τοῖς πάσιν ἐγένετο τὰ πάντα, ἵνα τοὺς πάντες κερδίσῃ καὶ τῷ Χριστῷ προσφέρῃ». Διὰ τοῦτο πολλοὶ ἀκούοντες τὴν θαυμάσια πολιτείαν καὶ διαγωγή του καὶ βλέποντες τὰ καλὰ ἔργα του προσήρχοντο ἀθρόοι πρὸς αὐτὸν καὶ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας των ἐθεραπεύοντο, δοξάζοντες καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν Θεόν, διότι εἰς τὰς ἐσχάτας πονηρὰς ταύτας ἡμέρας ἀνέδειξε τοιοῦτον Ἅγιον Πνευματικὸν Πατέρα καὶ Ἰατρόν, θεραπευτὴν τῶν σωματικῶν καὶ ψυχικῶν ἀσθενειῶν των, καὶ ἐπληρώθη εἰς τὸν Ἅγιον Ἀρσένιον καθὼς καὶ εἰς τοὺς Ἁγ. Ἀποστόλους καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους, τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παραγγελθέν: «Οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἴδωσι ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5: 16).
Ἀποθανόντος τοῦ ἀειμνήστου Πατρὸς Ἠλιού, συνασκητοῦ, συμψύχου φίλου καὶ συμπατριώτου τοῦ Πατρὸς Ἀρσενίου, Προϊσταμένου τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πάντες οἱ Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς, κοινῇ τῇ γνώμῃ, ἐξέλεξαν Προϊστάμενο τὸν Ἅγιον Ἀρσένιο ὅστις θεαρέστως καὶ θεοφιλῶς ἐποίμανε τὸ ἐμπιστευθὲν αὐτῷ μικρὸν ποίμνιον. Βλέπων ὅμως, ὅτι τὰ καθήκοντα τοῦ Ἡγουμένου καὶ αὐτῆς τῆς Μονῆς καὶ τῶν ἀδελφῶν αἱ μέριμναι καὶ φροντίδαι τῷ ἔφερον κώλυμα εἰς τὸ ἔργον τῆς ἐξομολογήσεως, (ἐπειδὴ ἐκτὸς τῆς ἐξομολογήσεως τῶν ἀδελφῶν τῶν Μονῶν Ἁγ. Γεωργίου, Λογγοβάρδας καὶ τῆς Γυναικείας Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν κατοίκων τῆς νήσου, ἤρχοντο καὶ μακρόθεν ἐκ Σύρου, Πειραιῶς, Ἀθηνῶν καὶ ἄλλων μερῶν, ἀκόμη καὶ ἐξ Ἁγίου Ὄρους διὰ τοῦτο ἠναγκάσθη καὶ παρητήθη τῆς Ἡγουμενίας καὶ ἀφωσιώθη τελείως καὶ μονίμως εἰς τὴν προσευχὴν καὶ ἐξομολόγησιν. Διὰ νὰ δύναται δὲ νὰ προσεύχηται ἀπερίσπαστος, καὶ καθ᾿ ὁδόν, ὁσάκις μετέβαινε ἀπὸ τὸν Ἅγιον Γεώργιο ἢ εἰς τὴν Γυναικείαν Μονὴν ἢ εἰς τὴν «Λογγοβάρδαν», ἐπὶ ὄνου καθήμενος, σκέπαζε μὲ τὸ ἐπανωκαλύμαυχόν του τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ ἄλλο τι καὶ περισπᾶται ὁ νοῦς του παρὰ νὰ βλέπῃ μόνον τὸν Θεὸν μὲ τὸν ὁποῖον συνωμίλει. Εἰς τὴν «Λογγοβάρδαν» ἤρχετο κατὰ καιροὺς εἰς τὸν ἐπίσης διάσημον καὶ Ἅγιον τῷ καιρῷ ἐκεῖνο Πνευματικὸν Ἰερόθεον Βοσυνιώτην τὸν Α´ καὶ ἐξομολογοῦντο ἀλλήλοις κατὰ τὸν Ἀπόστολο Ἰάκωβον λέγοντα: «Ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα ὑμῶν καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων ὅπως ἰαθῆτε» (Ἰακ. 5: 16).
Μοὶ διηγεῖτο ὁ ἐκ Λευκῶν Γέρων Ἰγνάτιος Ῥαγκούσης τὰ ἑξῆς: «Ἐπειδὴ ὡς νέος καὶ ἀρχάριος ὅτε ἦλθον εἰς τὴν Μονὴν ὑπηρετοῦσα τὸν Γέροντα Ἰερόθεο, πολλάκις ἤνοιγον τὴν θύραν χωρὶς νὰ κτυπήσω, καὶ πολλὲς φορὲς ἔβλεπα ἄλλοτε τὸν Γέροντα Ἰερόθεο γονατιστὸ ἐμπρὸς εἰς τὸν Πατέρα Ἀρσένιο καὶ ἐξομολογεῖτο καὶ ἄλλοτε τὸν Πατέρα Ἀρσένιο γονατιστὸ ἐμπρὸς εἰς τὸν Γέροντα Ἰερόθεο». Ὁσάκις δὲ μοὶ διηγεῖτο τοῦτο μὲ ὅλην τὴν ἁπλότητα ἡ ὁποία τὸν ἐκόσμει συνεκινεῖτο καὶ ἐδάκρυε.
Κρίνω ἁρμόδιον ὅπως ἐνταῦθα παραθέσω περικοπὴ τοῦ ὕμνου ὃν ἐποιησεν ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς Κουτρέλης, πνευματικὸν τέκνον καὶ θαυμαστὴς τῶν ἀνωτέρω Πνευματικῶν καὶ Ἁγίων Πατέρων, Ἀρσενίου καὶ Ἰεροθέου:
«.. Δυὸ εἴχαμε Γέροντας στὴν Πάρο αὐτὰ τὰ χρόνια,
εἰς τοῦ νησιοῦ μας τὰ δυὸ βουνὰ τοὺς δυὸ φωλεμένους,
ἄσπρους κάτασπρους καὶ τοὺς δυὸ σὰν τοῦ Γενάρη χιόνια
στὴ ράχη τ᾿ Ἅη-Γιώργη καὶ στοῦ Μπαχνᾶ κρυμμένους.
Σ᾿ αὐτοὺς ὁ κόσμος ἔτρεχε καὶ ἐξομολογεῖτο
κι᾿ ἐλάμβανε τὴν ἄφεσιν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας.
Ἦσαν κι᾿ οἱ δυὸ Πρόδρομοι καὶ ἂς μὴ ἐκαλεῖτο
οὐδὲ Πατέρας κανενὸς μονάχα Ζαχαρίας
εἰς τὸ νησί μας ἤρχετο ἡ Σύρος γιὰ νὰ λάβῃ
τοῦ Ἀρσενίου τὴν εὐχὴ καὶ τοῦ Ἰεροθέου.
Κι᾿ νόμιζα ἡ δόξα μας ποτὲ πὼς δὲν θὰ παύσῃ
πλὴν ψεύδονται οἱ λογισμοὶ παντὸς θνητοῦ ματαίου.
Πρὸ δέκα χρόνων ἔχασε τὸν ἕνα Γέροντά της
ποὺ καύχημα τὴν δόξαν του εἶχε ντυθεῖ ἡ Πάρος.
καὶ τώρα πάλιν ἔχασε ἀπάν᾿ ἀπ᾿ τὰ πλευρά της
τὸν Γερο-Ἰερόθεο.
Ὢ ματαιότης! Ὢ θνητὲ τῆς γῆς μας Ὁδοιπόρε
οὐδὲν ἐγκλείουν σταθερὸ τῆς γῆς μας αὐτῆς αἱ χώραι.
Πρὸ δέκα χρόνων εἴμεθα στὴ δόξα τὴν μεγάλη.
Ἀνθοῦσε τότε τὸ νησὶ κι᾿ ἡ ἀρετὴ τῆς Πάρου.
Καὶ δέκα χρόνια πέρασαν κι᾿ χάσαμε τὰ κάλλη
σὰν ἔκρυψε τοὺς Γέροντας ἡ πλάκα τοῦ μαρμάρου.
Τοὺς Γέροντας ποὺ ἤτανε ἡ δόξα καὶ τιμή μας
καὶ νὰ καυχᾶται δι᾿ αὐτοὺς μποροῦσε τὸ νησί μας.»
Ποῦ τώρα τοιοῦτοι Πατέρες Πνευματικοί, τοιοῦτοι Ἅγιοι Γέροντες; Τοιοῦτοι σήμερον δὲν ὑπάρχουν εἰς τὴν Πάρον ἀλλ᾿ οὔτε εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, οὔτε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, οὔτε εἰς τὸ Ὄρος Σινᾶ, οὔτε εἰς τὰς ἔρημους τῆς Αἰγύπτου, Θηβαΐδος, Νιτρίας, Εὐρώπης, Ἀσίας, Ἀφρικῆς. Οἴμοι, ψυχή μου, κλαῦσον καὶ θρήνησον γοερῶς, ὅτι ἐξέλιπε Ὅσιος ἀπὸ τῆς γῆς. «Πάντες ἔξεκλιναν ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἐστὶ ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». (Ψαλμ. 13). Φεῖσαι, Φεῖσαι, Κύριε, τοῦ λαοῦ Σου, ἐλέησον τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Σου, ἐξαπόστειλον βοήθειαν ἐξ Ἁγίου κατοικητηρίου Σου. Μὴ διὰ τὰς πολλὰς ἡμῶν ἁμαρτίας ἀφανίσῃς ἡμᾶς. Ἐπλήθυναν οἱ ἁμαρτιαι ἡμῶν οὐκ ἔστιν ἐν τῷ καιρῷ τούτω οὐκ ἔστιν Ἄρχων καὶ ἁμαρτίαι ἡμῶν οὐκ ἐστὶ ἕως τῷ καιρῷ τούτῳ οὐκ ἔστιν Ἄρχων καὶ Προφήτης καὶ Ἡγούμενος καὶ Πνευματικὸς Πατήρ. Σὺ Κύριε κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους Σου, καὶ τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἀνάδειξον ἄνδρας συνετούς, σοφούς, φρονίμους, καὶ ἐναρέτους Ἄρχοντες τῆς πολιτείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας, Πνευματικοὺς Πατέρες, καὶ Ποιμένα: διὰ νὰ ὁδηγήσουν καὶ νὰ διαφυλάξουν τὴν Πατρίδα καὶ τὴν Ἐκκλησία· Πνευματικοὺς Πατέρες καὶ Ποιμένες διὰ νὰ ὁδηγήσουν καὶ νὰ διαφυλάττουν τὴν Πατρίδα καὶ τὴν Ἐκκλησία ἐκ τῶν νοητῶν λύκων τῶν λυμαινομένων αὐτάς, θὰ ἐπισυνάξωσιν καὶ ἐπαναφέρωσιν εἰς τὴν λογικὴν μάνδραν τὰ διεσκορπισθέντα πρόβατα καὶ ὁδηγήσωσιν αὐτὰ εἰς νομὰς ζωηφόρους, πνευματικάς.
Τοιοῦτοι ἦσαν οἱ δυὸ οὖτοι Γέροντες Πνευματικοί, Ἀρσένιος καὶ Ἱερόθεος, τόσον ταπεινοί, ὥστε θεωροῦν ἑαυτοὺς ὡς ἁμαρτωλοὺς καὶ συχνὰ ἐξομολογοῦντο ἀλλήλοις, εἶχον ἐπίγνωσιν καὶ συναίσθησιν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὅσον καὶ ἐὰν βιάζει τὸν ἑαυτόν του πρὸς τὴν τελειότατα, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ἁμαρτίας οὔτε εἰς τελειότητα οὔτε εἰς ἀναμαρτησία δύναται νὰ φθάσῃ ποτέ. Μόνος τέλειος καὶ ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Θεός. «Καὶ τῶν ἀρίστων ὁ μῶμος ἅπτεται» λέγει ὁ Μέγας Γρηγόριος· ὁ δὲ θεῖος Χρυσόστομος λέγει ὅτι τὸ «ἁμαρτάνειν καὶ μὴ μετανοεῖν εἶναι σατανικόν». Διὰ τῆς μετανοίας, καὶ ἐξομολογήσεως ἐξαλείφονται αἱ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων, προσθέτει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος: «...τὸν ἁμαρτωλὸν ὅταν διὰ τῆς ἐξομολογήσεως τὰ ἠμαρτημένα ἐξείπτει καὶ τὴν ἑξῆς ἀσφάλειαν ποιήσηται, ἀθρόον ὁ Θεὸς δίκαιον ἀποφαίνει»· τοῦτο γινώσκοντες, οἱ ἀνωτέρω ἀοίδιμοι Ἅγιοι Πατέρες ἐξομολογοῦντο ἀλλήλοις. Βλέπων ὁ Θεὸς τὴν ταπείνωσίν των, τοὺς ἐπλούτισε μὲ χαρίσματα οὐράνια, μὲ τὰ χαρίσματα τῆς σοφίας, τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, τῆς συνέσεως τῆς διακρίσεως, ἀκόμη καὶ τῶν θαυμάτων καὶ τοὺς ἀνέδειξε ὡς δυὸ στύλους τηλαυγεστάτους, φωτοειδεῖς, φωτίζοντας οὐ μόνον τοὺς ἐγγύς, τοὺς ἐν Πάρῳ, ἀλλὰ καὶ τοὺς μακράν. Ἐὰν καὶ σήμερον ὑπῆρχαν τοιοῦτοι ταπεινοὶ Πνευματικοί, Ἅγιοι, ...
ὁ σπανιοτάτων ἐξαιρέσεων, δὲν ἐξομολογοῦνται. Πολὺ περισσότερον ἔπρεπε νὰ ἐξομολογοῦνται οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, διότι τὸ νὰ μὴ ἐξομολογοῦνται δύο τινὰ σημαίνει: ἢ ὅτι φαντάζονται πὼς εἶναι ἀναμάρτητοι, ὁπότε πάσχουν ἐξ ἑωσφορικῆς ὑπερηφάνειας, ἢ ὅτι δὲν δίδουν καμμιὰν σημασία εἰς τὸ σωτηριωδέστατον μυστήριον τῆς ἐξομολογήσεως καὶ μετανοίας ἄνευ τοῦ ὁποίου, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν Πατέρων, «ἢ οὐδεὶς ἢ πολλὰ ὀλίγοι θὰ ἐσώζοντο». Διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως ὄχι μόνο πολλοὶ ἐσώθησαν ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἡγίασαν. Ἐὰν ἐξακολουθήσωμεν καὶ κλῆρος καὶ λαὸς νὰ μὴ μετανοῶμεν καὶ ἐξωμολογώμεθα, ἔχει ἐκδοθῇ ἀπόφασις ἀπὸ αὐτὸν τὸν Κύριον ὅτι θὰ ἀπολεσθῶμεν. «Ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὁμοίως ἀπόλλυσθε» (Λουκ. 13: 3).
ταῦτα περὶ τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Τιμοθέου καὶ περὶ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως κατὰ παρέκβασιν, ἀλλ᾿ ὡς ἀναγκαῖα εἴπωμεν. Ἂς ἐπανέλθωμεν ἐπὶ τὸ προκείμενο.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος γνωρίζων ὅτι ὁ Χριστιανὸς καὶ ἰδίως ὁ μοναχὸς ἔχει διαρκῆ ἀγῶνα καὶ πάλιν οὐχὶ πρὸς σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις, ἠγωνίζετο ὡς ἄσαρκος πρὸς ἀσάρκους ἐχθροὺς δυσμενεῖς, ἐνήστευε τόσον ὅσον νὰ μὴ ἀποθάνῃ καὶ νὰ δύναται νὰ κινῆται, νὰ περιπατῇ, νὰ ἐξομολογῇ, νὰ προσεύχηται, νὰ ἀγρυπνῇ τὸ πλεῖστον της νυκτός, καὶ προσηύχετο πάντοτε μετὰ κατανύξεως καὶ δακρύων ὡς ὁ συνώνυμός του Μέγας Ἀρσένιος, τὸν ὁποῖον προσπαθεῖ νὰ μιμεῖται κατὰ πάντα καὶ ἰδίως εἰς τὴν σιωπὴν καὶ ἡσυχίαν, τὰς μωρὰς συζητήσεις, τὰς ἀκαίρους καὶ ἀκάρπους συνομιλίας ἀπέφευγε, προσεχῶν ἵνα μὴ λόγος ἀργὸς ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ. Ηὐχαριστεῖτο νὰ συνομιλῇ κάλλιον μὲ τὸν Θεὸν τῆς προσευχῆς καὶ μελέτης. Εἰς οὐδὲν ἄλλο ἐσχόλαζεν εἰ μὴ εἰς προσευχήν, μελέτην καὶ ἐξομολόγησιν.
Καιρόν τινα μετέβη ἐπίσημός τις εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον πρὸς ἐπίσκεψιν τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου καὶ πρὸς ἐξομολόγησιν, καὶ ἀφ᾿ οὗ ἐξομολογήθη εἶπεν εἰς τὸν Ἅγιον: «Πάτερ Ἀρσένιε, ἔχετε ὡραῖον κῆπο μὲ πορτοκαλέας, λεμονέας, μηλέας, καρυδέας καὶ ἄλλα ὀπωροφόρα δένδρα καὶ ἄνθη, ἂς ὑπάγωμεν λίγη ὥραν νὰ ἀπολαύσωμεν τὸ κάλλος καὶ τὴν θέαν τῶν δέντρων καὶ τῶν ἀνθέων». Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος τῷ ἔδειξε τὴν μικρὰν Βιβλιοθηκῶν του καὶ τῷ εἶπε·. «Ἰδοὺ ὁ δικός μου κῆπος ὁ τερπνότατος καὶ ὡραιότατος». Τῷ ἔδειξε μερικὰ βιβλία μεγάλα ἐκ τῶν συγγραμμάτων τοῦ Μ. Βασιλείου, Χρυσοστόμου κ.ἄ. Ἁγ. Πατέρων καὶ τῷ εἶπε: «Ἰδοὺ τὰ ἀγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη καρπῶν εὐχύμων καὶ νοστίμων». Τῷ ἔδειξε καὶ μικρὰ τίνα βιβλία Ἐκκλησιαστικά: «Ἰδοὺ καὶ ἄνθη ἡδύπνοα πανεύοσμα καὶ πάντερπνα, τρέφοντα, τέρποντα καὶ εὐφραίνοντα τὴν ἀθάνατον ψυχήν».
Διὰ τῆς ἐκμαθήσεως καὶ τηρήσεως τῶν πρώτων τριῶν διδαγμάτων, τὰ ὁποῖα ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐδιδάχθη κατ᾿ ἀρχὰς ἀπὸ τὸν ἀείμνηστον Γέροντά του Δανιήλ, τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος, τῆς ταπεινώσεως, καὶ ὑπακοῆς, ἐξέμαθε καὶ τὰς λοιπὰς ἀρετάς, τὴν νῆψιν, τὴν προσευχήν, τὴν σιωπή, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀγάπην καὶ τοιουτοτρόπως ἐπειδὴ ἠγάπησε τὸν Θεὸν ἠγαπήθη παρ᾿ αὐτοῦ καὶ ἡνώθη μετ᾿ αὐτοῦ καθὼς λέγουσιν οἱ τῆς φιλοσοφίας Καθηγηταί, οἱ Νηπτικοὶ Πατέρες. «Νοῦς Θεῷ συναπτόμενος καὶ αὐτῷ ἐγχρονίζων διὰ προσευχῆς καὶ ἀγάπης, σοφὸς γίνεται καὶ ἀγαθὸς καὶ δυνατὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων καὶ μακρόθυμος καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα σχεδὸν τὰ θεῖα ἰδιώματα, ἐν ἑαυτῷ περιφέρει, τούτου δὲ ἀναχωρῶν ἢ κτηνώδης γίνεται καὶ φιλήδονος ἢ θηριώδης καὶ διὰ ταῦτα τοῖς ἄνθρωποις μαχόμενος», λέγει ὁ θεοφόρος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Ὁ δὲ σοφὸς Ἄντιοχος λέγει τὰ ἑξῆς: «Φιλήσυχος Μοναχὸς ἀγαπᾶται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἀγαπῶν τὸν Θεόν, αὐτῷ μόνῳ θέλει προσομιλεῖν διὰ τῆς καθαρᾶς προσευχῆς καὶ ἐπὶ γῆς διάγων τὰ οὐράνια ἀεὶ φαντάζεται καὶ μεριμνᾷ ὅλος ὁ νοῦς αὐτοῦ πῶς ἀρέσει τῷ Θεῷ καὶ γένηται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ τοιοῦτος τοῖς Ἀγγέλοις τῷ βίῳ συναμιλλᾶται, πάντοτε τὰς ἐρήμους διώκων, ἵνα ἐν πολλῇ ἡσυχίᾳ καὶ ἀμεριμνίᾳ προσομιλῶν τῷ Θεῷ, τὸν ἑαυτοῦ νοῦν ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον ἀπεργάσηται κατὰ τοὺς Προφήτας Ἠλίαν καὶ Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν.
Μακάριος ὁ τοιοῦτος ἐπὶ γῆς καὶ ἐν οὐρανῷ ὃς πάντα εἶναι ἠγήσατο σκύβαλα, ἵνα Χριστὸν κερδίσει καὶ εὑρέθη ἐν τῷ πραέῳ καὶ ἡσυχίω βαδίζων πνεύματι».
Τοιουτοτρόπως θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως πολιτευόμενος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἀρσένιος ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς αὐτοῦ τελειώσεως, ἔφθασε ὁ καιρὸς νὰ μεταβῇ ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν ἐκ τῶν προσκαίρων εἰς τὰ ἀεὶ διαμένοντα, ἐκ τῶν λυπηρῶν εἰς τὰ χαρμόσυνα, ἐκ τῶν γηίνων εἰς τὰ οὐράνια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ´: Ἀποδημία τοῦ Ἁγίου πρὸς Κύριον. Ἡ μεγάλη θλῖψις τῶν κατοίκων τῆς νήσου καὶ τῶν Πνευματικῶν του τέκνων.
«Τίς ἐστὶν ἄνθρωπος ὃς ζήσεται καὶ οὐκ ὄψεται θάνατον». (Ψαλμ. 40)
«Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Κυρίου καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος». (Παροιμ.)
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπεν εἰς τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ ὅτε ἀπέστειλεν αὐτοὺς νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὴν οἰκουμένη: «Διὰ πολλῶν θλίψεων θὰ εἰσέλθητε εἰς τὴν ζωήν... καὶ ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε, ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωαν. 16: 33). Αἱ δὲ ἐνοχλήσεις τὰς ὁποίας ἐδοκίμαζε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τοὺς ἀσάρκους δαίμονας, τοὺς ὁποίους ἐπολέμει διό, τῆς προσευχῆς καὶ τῶν ἀγρυπνιῶν, μόνον ὁ Θεὸς γινώσκει. Ἑνίοτε δὲ ἤκουον καὶ οἱ ὑποτακτικοί του τὸν πόλεμον ὃν εἶχε μὲ τοὺς πονηροὺς δαίμονας. Ἀγωνισθεὶς τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν καὶ τηρήσας καθαρὰν καὶ ἀνόθευτο τὴν Ὀρθόδοξο πίστιν τοῦ Χριστοῦ, τελειώσας τὸν δρόμον καὶ φθάσας εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ἦτο ἄνθρωπος καὶ ὡς ἄνθρωπος ὑπέκειτο εἰς τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ δοθεῖσαν κοινὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου, τὴν δοθεῖσαν ἀρχικῶς εἰς τοὺς προπάτορας ἡμῶν, «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» κατὰ δὲ τὸν Προφητάνακτα Δαυὶδ «οὐδεὶς ἐστὶν ὃς ζήσεται καὶ οὐκ ὄψεται θάνατον» καὶ τὸν θεοκήρυκα Ἀπόστολο Παῦλον «πάντες ἀποθνῄσκομεν, ἀπόκειται γὰρ τοῖς ἄνθρωποις ἅπαξ ἀποθανεῖν καὶ μετὰ τοῦτο κρίσις» φθάσας εἰς ἡλικία 77 ἐτῶν τὴν 31ην Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1877 ἀπεδήμησε πρὸς ὃν ἐκ παιδικῆς ἡλικίας ἐπόθησε καὶ πιστῶς ἐδούλευσεν Θεόν. Τὴν τελευτὴν αὐτοῦ προειδῶς πρὸ ἡμερῶν προεῖπεν εἰς τὰ πνευματικά του τέκνα πρὸ ἑνὸς μηνὸς κατὰ τὴν Λειτουργίαν τὴν ὁποίαν ἐτέλεσεν εἰς τὴν 1ην Ἰανουαρίου κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Μ. Βασιλείου, εἰπὼν αὐτοῖς «νὰ ἠξεύρετε τέκνα μου, ὅτι ὀλίγας ἡμέρας θὰ εὑρίσκομαι μεθ᾿ ὑμῶν. Θὰ ἀναχωρήσω διὰ τὴν Οὐράνιον Πατρίδα. Μετὰ τὴν Λειτουργίαν ἐπῆγεν εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἀνεκλίθη· παρέμεινε ἐπὶ κλίνῃς διότι ἠσθάνετο ὅτι αἱ δυνάμεις του αἱ σωματικαί, ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ, ἠλαττοῦντο καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ νὰ κινηθῇ. Εἰς τὴν ἑορτὴν τῶν Θεοφανείων κατῆλθεν εἰς τὸν Ναὸν καὶ μετὰ πολλοὶ κόπου ἐτέλεσε τὴν θείαν Λειτουργίαν καὶ τὸν Μέγαν Ἁγιασμὸν καὶ ἀπελθὼν ἐξηπλώθη ἡσύχως εἰς τὴν κλίνην του καὶ εἶπεν εἰς τὰς παρισταμένας μοναχάς: «Αὕτη, τέκνα μου, ἦτο ἡ τελευταία Λειτουργία τὴν ὁποίαν ἐτέλεσα. Εὐχαριστῶ τὸν Πανάγαθον Θεόν, ὁ ὁποῖος μὲ βοήθησε, διότι ἐὰν δὲν μὲ ἐβοήθει δὲν θὰ ἠδυνάμην νὰ τελειώσω τὴν Λειτουργίαν καὶ τὸν Ἁγιασμόν. Δόξα τῇ Παναγάθῳ Βουλῇ αὐτοῦ καὶ τῇ Ἀπείρῳ Ἀγαθότητι. Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου, τῷ οὕτως ἀγαπήσαντί με καὶ παραδόντι Ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ εἰς τὸν ἐπονείδιστον Σταυρικὸν Θάνατον, οὐκ ἔχω ἄξιον τί νὰ ἀνταποδώσω Αὐτῷ ὑπὲρ πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι. Ὑπερευχαριστῶ καὶ πάλιν τὸν Δημιουργὸν καὶ Πλάστη μου, τὸν Χορηγὸν τῶν ἀπείρων δωρεῶν, εὐλογιῶν καὶ χαρίτων καὶ ἀγαθῶν ἃ δέδωκέ μοι. Οὐδὲν ἄλλο θέλω, οὐδὲν ἄλλο ἐπιθυμῶ, οὐδὲν ἄλλο ζητῶ, εἰ μὴ συγχωρήσῃ τὰς πολλάς μου ἁμαρτίας καὶ νὰ παραλάβῃ τὴν ψυχήν μου».
Διαδοθείσης ἀστραπιαίως τῆς φήμης εἰς ὅλην τὴν νῆσον, ὅτι ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἀσθενεῖ καὶ πρόκειται νὰ ἀποθάνῃ, ἔτρεχον ἀπὸ ὅλα τὰ χωρία τῆς νήσου, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέοι, γέροντες, μεγάλοι καὶ μικροί, πλούσιοι καὶ πτωχοὶ καὶ πάσης ἡλικίας, τάξεως καὶ καταστάσεως ἄνθρωποι, κλαίοντες καὶ θρηνοῦντες διὰ τὴν ὀρφάνεια των, διότι ἔχαναν τὸν Πνευματικόν των Πατέρα, τὸν Πατέρα τῆς ψυχῆς των, ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τοὺς ἠγάπα καὶ ἐφρόντιζε νὰ τοὺς ἀποσπᾷ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολον καὶ νὰ τοὺς ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν μετάνοιαν καὶ τὸν Θεόν. Ἔτρεχον ὡς διψασμένα ἐλάφια νὰ προφθάσουν νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐχὴν καὶ τὴν εὐλογίαν του. Τὴν δὲ παραμονὴν τῆς τελευτῆς του ἐκάλεσε τὰς ἀδελφὰς τῆς Μονῆς καὶ ἀνήγγειλε αὐταῖς τὸ διὰ τὸν ἑαυτόν του εὐχάριστον μήνυμα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ δι᾿ ἐκείνας δυσάρεστον καὶ λυπηρόν. «Νὰ ἠξεύρετε τέκνα μου ὅτι αὔριον ἀναχωρῶ τῆς προσκαίρου ζωῆς καὶ πατρίδος καὶ μεταβαίνω εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ τὴν Οὐράνιον Πατρίδα διότι ἐδῶ δὲν ἔχομε Πατρίδα, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἴμεθα ξένοι καὶ πάροικοι». Μόλις ἤκουσαν αἱ μοναχαὶ τὸ θλιβερὸν δι᾿ αὐτὰς μήνυμα, ἐξέσπασαν εἰς λυγμοὺς καὶ ἤρχισαν γοερῶς νὰ θρηνοῦν. «Πατέρα μας, Πνευματικέ, μὴ μᾶς ἀφήνεις ὀρφανάς. Σὺ γνωρίζεις πόσους κινδύνους διατρέχομε. Ἐν ὅσῳ ἔζης σύ, ὡς Πατὴρ συμπαθὴς καὶ φιλόστοργος μᾶς ἠγάπας ὡς τέκνα σου, καίτοι ἡμεῖς πολλάκις σὲ παρωργίσαμε. Σὲ παρηκούσαμε καὶ σὲ ἐλυπήσαμε ἀλλὰ οὐ ὡς συμπαθὴς μᾶς ὑπέμεινας καὶ μᾶς συνεβούλευες καὶ μᾶς παρηγόρεις καὶ ὡς Πνευματικὸς Ἰατρὸς ἐθεράπευες τὰς ψυχικὰς ἀσθενείας. Τώρα διατί μᾶς ἀφήνεις; Εἰς ποίον θὰ καταφύγωμεν; Ποῖος θὰ ἐνδιαφερθῆ δι᾿ ἡμᾶς τὰς ἀθλίας, ὡς σύ, Πάτερ; Βλέπων αὐτὰς ὁ Ἅγιος οὕτως θρηνούσας τὰς παρηγορεῖ. «Παύσετε τέκνα μου τὸν θρῆνον, μὴ θρηνεῖτε οὕτω, μὴ ἀπελπίζεστε, διότι ἁμαρτάνετε. Ἐγὼ μὲν ἀναχωρῶ ἀλλὰ σᾶς ἀφήνω εἰς τὴν προστασία ἄλλου Πατρός, ὅστις πολὺ-πολὺ ἀνώτερός μου καὶ σᾶς ἀγαπᾷ περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, ἀκόμη σᾶς ἀγαπᾷ περισσότερον καὶ ἀπὸ ὅτι ἀγαπᾶτε σεῖς αἱ ἴδιαι τὸν ἑαυτόν σας. Ἐγὼ σᾶς ἀφήνω εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Χριστοῦ ὅστις εἶναι Πατὴρ καὶ ἰδικός σας καὶ πάντων ἀνθρώπων καὶ ἀγαπᾷ πάντας καὶ φροντίζει περὶ πάντων καὶ προνοεῖ καὶ μεριμνᾷ ὄχι μόνον δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐξαιρετικῶς μᾶς ἐτίμησε μὲ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ὁμοίωσιν, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν πτηνῶν καὶ ὅλων τῶν ζῴων, χερσαίων καὶ θαλασσίων.
Πιστεύσατε εἰς αὐτόν, ἐλπίσατε εἰς αὐτόν, ἀγαπήσατε αὐτὸν μὲ ὅλην σας τὴν ψυχὴν καὶ καρδίαν καὶ ὅ,τι ζητήσετε ἀπὸ αὐτὸν μὲ πίστιν καὶ εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον σας, θὰ σᾶς τὸ δώσῃ. Καὶ ἰδίως νὰ ζητῆτε τὴν Βασιλείαν Σου τὴν Οὐράνιον. Νὰ ἠξεύρετε δὲ καὶ νὰ πιστεύετε ὅτι ὅταν τὸν ἀγαπᾶτε καὶ ποιῆτε τὰς ἔντολάς του θὰ σᾶς ἀγαπήσει καὶ Αὐτὸς καὶ θὰ εἶσθε ἡνωμέναι μαζί του καὶ ὅταν ἔχητε τὸν Θεὸν μαζί σας δὲν ἔχετε ἀνάγκην οὔτε ἀπὸ ἐμὲ οὔτε ἀπὸ ἄλλον τινα. «Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ». Αὐτὴ τεκνία μου εἶναι ἡ τελευταία μου πρὸς ὑμᾶς παραγγελία καὶ ἐντολή: νὰ εἰρηνεύετε ἀναμεταξύ σας, νὰ ἔχετε ταπείνωσιν, νὰ ἐνθυμῆσθε τὸν Χριστὸν καὶ νὰ μιμεῖσθε τὴν ταπείνωσιν αὐτοῦ τὴν ὑπακοὴν καὶ πρὸς πάντας ἀγάπην, ἄνευ τῆς ὁποίας ἀδύνατον νὰ σωθεῖτε, ἄνευ τῆς ὁποίας ὅλαι αἱ ἀρεταὶ αἱ ἄλλαι δὲν ὠφελοῦσι. Μὴ λησμονεῖτε τὸν ἀρχικὸ σκοπὸν διὰ τὸν ὁποῖον ἀνεχωρήσατε ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ γίνατε Μοναχαί. Ὁ σκοπός σας ποὺ ἀφήσατε τὸν κόσμον, τοὺς γονεῖς, ἀδελφούς, φίλους καὶ συγγενεῖς σας καὶ ὅλα του κόσμου τὰ ἀγαθά, δὲν ἦτο ἄλλος παρὰ νὰ νυμφευθῆτε τὸν Χριστὸν καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ νὰ κερδίσετε. Διὰ νὰ ἀποκτήσετε τὸν Χριστὸν πρέπει νὰ τὸν μιμηθεῖτε κατὰ τὸν δυνατόν, πρέπει νὰ γεμίσετε ὡς αἱ φρόνιμοι Παρθένοι τὰς λαμπάδας τῶν ψυχῶν σας ἔλαιον, δηλαδὴ ἀγάπη καὶ τότε ὅταν ἔλθῃ ὁ Νυμφίος Χριστὸς κατὰ τὴν δευτέραν Παρουσίαν θὰ εἰσέλθετε μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸν Οὐράνιον νυμφῶνα. Ἐὰν ὅμως ἀμελήσετε, μεριμνήσετε καὶ δὲν γεμίσετε τὰς λαμπάδας τῶν ψυχῶν σας ἔλαιον, δηλαδὴ ἀγάπην, ὅταν ἔλθῃ ὁ Νυμφίος θὰ ὑπάγετε διὰ νὰ εἰσέλθετε καὶ σεῖς εἰς τὸν νυμφῶνα, ἀλλὰ θὰ σᾶς κλείσει τὴν θύραν καὶ θὰ μείνετε ἔξω τοῦ νυμφῶνος ὡς αἱ μωραὶ παρθένοι, θὰ κτυπᾶτε τὴν θύραν ἀλλὰ πλέον δὲν θὰ σᾶς ἀκούει. Θὰ μετανοεῖτε τότε, θὰ κλαίετε, θὰ θρηνεῖτε, ἀλλὰ ματαίως. Ἐκλείσθη ἡ θύρα, ἐκλείσθη διὰ πάντα. Λοιπὸν ἀγαπητά μου τέκνα, διὰ νὰ μὴ μείνετε ἔξω τοῦ Οὐρανίου νυμφῶνος καὶ στερηθῆτε τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἀγαπήσετε τὸν Θεὸν διὰ νὰ εὕρητε χάριν αἰώνιον. Μηδὲν προτιμήσετε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ εὕρητε ἀνάπαυσιν μετὰ πάντων τῶν ἁγίων. Ἄλλα καὶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος ἐὰν εὕρω παρρησίαν πλησίον εἰς τὸν Θεὸν δὲν θὰ παύσω νὰ σᾶς ἀγαπῶ καὶ νὰ παρακαλῶ τὸν Οὐράνιον Θεὸν καὶ Πατέρα νὰ σᾶς σκέπῃ καὶ διαφυλάττῃ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ δολίου δράκοντας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώσῃ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὧν γένοιτο πάντας ἀξιωθῆναι. Ἀμήν».
Ἀφ᾿ οὗ ἱκανῶς ἐνουθέτησε τὰς ἀδελφὰς ἐζήτησε καὶ τῷ ἔκαμαν Ἅγιον Εὐχέλαιον καὶ τὴν ἑπομένην μετασχὼν τῶν Ἄχραντων Μυστηρίων, ἀφ᾿ οὗ ηὐχαρίστησε τὸν Κύριον, ἔκαμε δέησιν θερμοτάτην πρὸς Θεὸν ὑπὲρ τῶν Πνευματικῶν του τέκνων, ὑπὲρ τῶν κατοίκων τῆς νήσου, ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὲρ τοῦ ἔθνους, τοῦ Στρατοῦ καὶ ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως. Εἶτα ὕψωσεν τὰς χεῖρας του καὶ τὴν διάνοιάν του πρὸς τὸν Οὐρανὸν καὶ εἶπε: «Κύριε εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τὸ μικρὸν τοῦτο ποίμνιον ὅπερ μοὶ ἐνεπιστεύθης καὶ τὸ πνεῦμα μου ὅπερ μοι δέδωκας. Σὸς εἰμὶ ἐγὼ Κύριε, σῶσον με, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα».
Καὶ ταῦτα εἰπών, ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ παρέδωκε τὸ πνεῦμα τὴν 31ην Ἰανουαρίου 1877, εἰς ἡλικία 77 ἐτῶν.
Μόλις ἠκούσθη, πρῶτον εἰς τὴν χώραν τῆς νήσου, ὅτι ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἐτελεύτησε, διεδόθη εἰς ὅλα τὰ χωρία τῆς νήσου καὶ ὅλη ἡ νῆσος ἐβυθίσθη εἰς μέγα πένθος. Ἔκλαιον πάντες καὶ ὠδύροντο τὴν στέρησιν τοιούτου Ἁγίου Πατρός. Ἔδραμον δὲ πάντες σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις νὰ ἀσπασθῶσι τὸ τίμιον λείψανον αὐτοῦ καὶ συνοδεύσωσιν ἄχρι τοῦ τάφου. Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἦτο δυνατὸν πάντες νὰ τὸ ἀσπασθῶσι διὰ τὸ πλῆθος καὶ ἐπειδὴ οἱ μακρὰν ἐν τοῖς χωρίοις δὲν ἠδυνήθησαν αὐθημερὸν νὰ προσέλθωσιν, ἀφῆκαν τὸ λείψανόν του ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ δυνηθῶσι νὰ τὸ ἀσπασθῶσι καὶ τότε ἅπαντες αὐτὸ μετὰ ὕμνων καὶ θαυμάτων καὶ μετὰ πολλῶν δακρύων ἐνεταφίασαν αὐτὸ εἰς τόπον τὸν ὁποῖον ἔτι ζῶν ὑπέδειξε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος, οὗ ταῖς πρεσβείαις καὶ ἱκεσίες σου θείημεν πάντες. Ἀμήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ´: Θαύματα τοῦ Ἁγίου ἐν ζωῇ.
Θαῦμα 1ον.
Συνέβη ποτὲ εἰς τὴν νῆσον μεγάλη ξηρασία ἐξ ἀνομβρίας καὶ ἐκινδύνευον οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ζῶά των νὰ ἀποθανώσιν ἐκ τῆς πίνης καὶ τῆς δίψης. Πολλαὶ πηγαὶ τελείως ἐξηράνθησαν, τὰ σπαρμένα σιτηρά, καὶ αὐτὰ τὰ χόρτα τὰ ὁποῖα μόλις εἶχον ἀναφυῆ, ἐξηράνθησαν. Τὰ ζῶα ἐλλείψει χόρτου ἀπέθνησκον, ὁ κίνδυνος ἦτο ἄμεσος. Οἱ κάτοικοι τῆς νήσου, βλέποντες τὸν κίνδυνον ἐποίουν προσευχάς, ἐτέλουν λιτανείας διὰ νὰ τοὺς λυπηθῇ ὁ Θείς, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἐδέχετο τὰς προσευχάς των. Ἀπελπίσαντες οἱ κάτοικοι καὶ κατανοήσαντες ὅτι διὰ τὰς ἁμαρτίας των δὲν τοὺς εἰσακούει ὁ Θεός, κατέφυγον εἰς τὸν Ὅσιον Ἀρσένιον. Συγκεντρωθέντες ἅπαντες οἱ τῶν ἀνατολικῶν χωρίων τῆς νήσου καὶ τελέσαντες λιτανείαν, λιτανεύοντες ἀνῆλθον εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ σχηματισθεῖσα ἐπιτροπή, μετέβησαν εἰς τὸ κελλίον του καὶ τὸν παρεκάλουν θερμῶς νὰ ἐξέλθει νὰ κάμει δέησιν πρὸς τὸν Θεόν. Κατ᾿ ἀρχήν, ὡς ταπεινόφρων, ἀπεποιεῖτο νὰ ποιήσει προσευχήν, ἐπειδὴ γνωρίζει ἑαυτὸν ἁμαρτωλόν· ἀλλ᾿ ἐκείνων ἐπιμενόντων καὶ παρακαλούντων μετὰ δακρύων, ἐξῆλθε ἔξω της Μονῆς, προχώρησε ὀλίγα μέτρα μακρὰν τοῦ πλήθους καὶ θεὶς τὰ γόνατα, καὶ τὴν κεφαλὴν ἐγγίσας ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, προσηύχετο μυστικά ἐπ᾿ ἀρκετὴν ὥραν, βρέχων τὴν γῆν διὰ δακρύων, καὶ κατόπιν ἐγερθεὶς λέγει εἰς τὰ πλήθη: Νὰ τρέχετε γρήγορα, διὰ νὰ μὴν σᾶς προλάβει ἡ βροχή· καὶ βιαστικὰ ἐπέστρεψε καὶ ἐκλείσθη εἰς τὸ κελλίον του. Ἦτο μὴν Ἀπρίλιος, ὁ οὐρανὸς ἦτο καθαρός, ὁ ἥλιος ἔκαιε ὡσὰν νὰ ἦτο Ἰούλιος. Οἱ ἄνθρωποι ἤρχισαν νὰ σχολιάζουν τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου. Ἐπέστρεφον ὅθεν ἀπελπισμένοι. Αἴφνης, σκοτείνιασε, ὁ οὐρανὸς ἐκαλύφθη ὑπὸ νεφῶν, ἀστραπαί, βρονταί, καὶ βροχὴ ῥαγδαιοτάτη ἤρχισε νὰ πίπτει. Τοσαύτη δὲ βροχὴ κατέπεσε, ὥστε μέθυσε τοὺς αὔλακας τῆς γῆς καὶ τοιαύτη καρποφορία καὶ εὐτυχία ἐγένετο τὴν ὁποίαν παλαιοὶ Γέροντες δὲν ἐνεθυμήθησαν νὰ εἶδον ἄλλοτε.
Θαῦμα 2ον.
Παρόμοιον τοῦ ἀνωτέρου θαύματος, ἐγένετο ὅτε ὁ Ὅσιος εἰς ἄλλον καιρόν, εὑρισκόμενος εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, καὶ παρακληθεὶς ὑπὸ τῶν κατοίκων τῆς Παροικίας, οἵτινες λιτανεύοντες ἐν καιρῷ ἀνομβρίας μετέβησαν εἰς τὴν Μονήν, καὶ παρεκάλεσαν τὸν Ἅγιον νὰ προσευχηθῇ. Ὁ Ἅγιος προσευχηθεὶς μετὰ πίστεως καὶ δακρύων καὶ είσακουσθεὶς παρὰ Θεοῦ, λύτρωσε τοὺς κατοίκους τοῦ αὐχμοῦ τῆς ἀνομβρίας.
Θαῦμα 3ον.
Εἰς τὴν θέσιν Λαγκαδά, εἰς τὰ κτήματα τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ἄλλων γειτόνων ἐχόντων ἀγροικίας καὶ κτήματα συνορευόμενα μετὰ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς, παρετήρησαν οἱ ἐν ταῖς ἀγροικίαις κατοικοῦντες, ὅτι κατὰ τὰς νύκτας εἰσήρχοντο ἄγριοι βόες εἰς τὰ κτήματα καὶ ἐπροξένουν ζημίας. Ὅταν τὸ ἀντελαμβάνοντο οἱ ἐν ταῖς ἀγροικίαις οἰκοῦντες, ἔτρεχον νὰ τοὺς ἐκδιώξουν καὶ οἱ φαινόμενοι ἐκεῖνοι ἄγριοι βόες, ἀντὶ νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῶν κτημάτων, κατήρχοντο ἀπό τινας ἀπότομους κρημνώδεις τόπους· τρέχοντες δὲ οἱ ἄνθρωποι νὰ τοὺς φθάσουν διὰ νὰ τοὺς ἐκβάλουν ἀπὸ τὴν εἴσοδο, ἐκινδύνευον νὰ κρημνισθῶσιν καὶ φονευθῶσι. Μετέβησαν καὶ ἀνήγγειλαν τοῦτο εἰς τὸν Ἅγιον, διαμένοντα τότε εἰς τὴν Μονήν, ὃς τοὺς παρηγόρησε καὶ τοὺς ἐνεθάῤῥυνεν εἰπὼν εἰς αὐτούς: Μὴ φοβεῖσθε τέκνα, ἔχετε θάῤῥος. Ἐγὼ θὰ ἔλθω νὰ ἐκδιώξω τοὺς ἀγρίους αὐτοὺς βόας. Νὰ ἠξεύρετε, δὲ ὅτι δὲν εἶναι ἀληθινοὶ βόες, ἀλλὰ φθονεροὶ δαίμονες εἰς τὴν μορφὴν τῶν βοῶν, διὰ νὰ σᾶς πειράξουν. Ὅταν ἔλθωσιν εἰδοποιήσατέ με νὰ ἔλθω νὰ τοὺς ἐκδιώξω. Νύκτα τινὰ σεληνοφώτιστον, εἰσῆλθον οἱ φαινόμενοι βόες εἰς τὰ κτήματα καὶ ἤρχισαν τὴν ζημίαν. Ἔτρεξαν εὐθὺς οἱ ἄνθρωποι καὶ εἰδοποίησαν τὸν Ὅσιον εἰ τὴν Μονήν. Ὁ δὲ Ἅγιος, λαβὼν εἰς χεῖρας τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἔσπευσεν εἰς τὸν τόπον. Σταυρώσας τὸν τόπον ἐκεῖνον, καὶ εἰπών: Σταυρὸς ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης... Σταυρὸς Ἀγγέλων ἡ δόξα καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα· πλησίασε ἀφόβως, οἱ δὲ φαινόμενοι ἄγριοι βόες ἔμειναν ὡς νεκροί. Λαβὼν δὲ ἕνα ἀπὸ τὸ ὠτίον καὶ ἀκολουθοῦντων τῶν λοιπῶν ἔφθασαν εἰς τὸ πλησίον σπήλαιον, τὸ λεγόμενον Καλαμπάκα, τὸ ὁποῖο εἶναι μέγα καὶ βαθύτατο, καὶ λέγει εἰς τοὺς δαίμονας: Σᾶς προστάσσει ὁ Κύριος ἐκεῖνος ὅστις σᾶς ἐκρήμνισεν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, δι᾿ ἐμοῦ τοῦ ἀναξίου καὶ ἐλαχίστου δούλου Του Ἀρσενίου, καὶ κατέλθητε εἰς τὸ βάθος τούτου τοῦ σπηλαίου, καὶ νὰ μὴν ἐξέλθητε καὶ ἀδικήσητε τινὰ ἕως νὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν, νὰ σᾶς ῥίψῃ εἰς τὸ πῦρ τὸ τῆς γεέννης, ὅπου ὁ σκώληξ οὐ τελευτᾷ, καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται.
Θαῦμα 4ον.
Καιρόν τινα ὁ Ἅγιος μετέβαινεν ἐκ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως. Διερχόμενος ἀπὸ τὴν Λαγκάδα, ἔξωθεν τῆς ἀγροικίας τοῦ γέροντος Νικήτα Χανιώτου καὶ ἰδὼν οὗτος τὸν Πατέρα Ἀρσένιον, ἔτρεξε νὰ ἠσπάσθη τὴν δεξιάν του καὶ τῷ λέγει:
› Εἶχα Γέροντα τάξει νὰ ἔστελνα εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Χριστοῦ 21/2 ὀκάδες ἔλαιον διὰ τὰς κανδήλας τοῦ Ναοῦ. Μήπως εἶναι δυνατὸν ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ ποὺ πηγαίνετε νὰ τὸ βάλω εἰς μπουκάλαν χιλιάρικην, νὰ τὴν τοποθετήσω γιὰ ἀσφάλειαν εἰς ἕνα καλάθιον καὶ νὰ τὴν φορτώσωμεν εἰς τὸ ζῶον; Δὲν ἔχει βάρος.
› Εὐχαρίστως γέρο Νικήτα, νὰ τὴν πάρω. Φέρε την, περιμένω.
Εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν του ὁ γερὸ Νικήτας, ἐπληροφορήθη ὅτι κατὰ λάθος τὴν μπουκάλα τὴν ἔσπασαν τὰ παιδιά, καὶ δὲν εἶχε ἄλλην. Ἤρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ μαλώνει τὰ παιδιά του. Ἀκούσας τὰς φωνὰς ὁ Ἅγιος κατῆλθεν ἀπὸ τὸ ὑποζύγιον, καὶ εἰσελθὼν τοῦ γέρο-Νικήτα, ἔμαθε τὴν αἰτίαν καὶ τοῦ λέει: Μὴ στενοχωριέσαι, ἔχω ἐγὼ μέρος πάνω εἰς τὸ ζῶον. Κρέμαται ἄδειον. Φέρε το ἐκεῖ νὰ τὸ ἀδειάσῃς καὶ θὰ τὸ ὑπάγω ἀσφαλῶς εἰς τὴν Μονήν. Ὄντως πῆγε ὁ γέρο Νικήτας καὶ τῷ δεικνύει ὁ Ὅσιος ἕνα καλάθι ἀδειανό καὶ τῷ λέγει: Ἄδειασέ το ἐκεῖ. Ναὶ σοβαρῶς τὸ λέγω, ἄδειασέ το ἐκεῖ καὶ μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε ὅτι τὸ λάδι δὲν θὰ χαθῇ, ἀλλὰ ἀσφαλῶς θὰ φθάσῃ ἐκεῖ ποὺ τὸ ἔχεις τάξει. Πιστεύσας ὁ γέρο Νικήτας, ἄδειασε τὸ ἔλαιον εἰς τὸ καλάθι καὶ οὐδὲ ῥανὶς ἐλαίου ἐχύθη, οὔτε αὐτὴν τὴν στιγμήν, οὔτε κατὰ τὴν διάρκεια ὅλης τῆς ὁδοῦ, ἀλλὰ ἔφθασεν εἰς τὴν Μονὴν ἀσφαλῶς, πρὸς ἔκπληξιν καὶ θαυμασμὸν ὅλων τῶν καλογραιῶν αἵτινες τὸ εἶδον.
Θαῦμα 5ον.
Ἡ μοναχὴ Μαρία Δημητρίου Σιφναίου ἐκ Παροικίας τῆς Πάρου, εἶχεν ἀδελφὴν 20ετή, ὀνόματι Ἑλένην. Αὕτη ἐνῷ ἦτο καλά, νύκτα τινά, ἐνῷ ἐκοιμᾶτο ξύπνησε μὲ ἀφόρητους πόνους καὶ στρέβλωσιν τοῦ προσώπου της, ἰδίως τοῦ στόματος. Οἱ ἰατροὶ τοὺς ὁποίους ἐκάλεσεν, δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τὴν θεραπεύσουν. Οἱ φίλοι τοῦ πατρός της τὸν συνεβούλευσαν νὰ τὴν ὑπάγῃ εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως ὅπου εὑρίσκετο ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος καὶ θὰ τὴν θεραπεύσει ὁ Ἅγιος. Ἡτοιμάσθησαν νὰ ὑπάγωσιν εἰς τὸν Ἅγιον καὶ τὸ παρήγγειλε ὁ πατὴρ εἰς τὴν κόρην του τὴν μοναχήν, γιὰ νὰ εἰδοποιήσῃ. Πληροφορηθεῖσαι τοῦτο αἱ ἀδελφαὶ κατεθορυβήθησαν καὶ παρήγγειλαν νὰ μὴν ὑπάγῃ, φοβηθεῖσαι μήπως εἶχε προσβληθῆ ἐκ τῆς ἐνσκηψάσης ταῖς ἡμέρες ἐκεῖνες λοιμικῆς νόσους. Τοῦτο μαθὼν ὁ Ὅσιος τὰς μὲν μοναχὰς καθησύχασε, παρήγγειλε δὲ νὰ ὑπάγουν τὴν ἀσθενῆ. Καὶ ὅταν τὴν ἐπῆγαν, τὴν εὐσπλαγχνίσθη, τὴν συνεπόνεσε καὶ λαβὼν τὸν Τίμιον Σταυρὸν καὶ σταυρώσας αὐτὴν τρὶς εἰς τὸ πρόσωπον, ὑγιᾶ τελείως ἀποκατέστησεν, ἥτις ηὐχαρίστει καὶ ἐδοξόλογει τὸν Κύριον καὶ τὸν Ἅγιον Ἀρσένιον μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της.
Θαῦμα 6ον.
Γυνή τις Ἑλένη Δαβαρία ὀνόματι, κατοικοῦσα ἐν Παροικίᾳ ἀνέβαινε συχνάκις εἰς τὴν Μονήν, καὶ ἐξετέλει διαφόρους ἐργασίας εἰς τὰς ἀδελφὰς τῆς Μονῆς. μίαν ἡμέραν τῆς λέει ὁ Ὅσιος:
› Τέκνον, ἐδῶ ποὺ ἔρχεσαι καὶ ἐργάζεσαι, τί σοὶ δίδου αἱ ἀδελφαὶ διὰ τὸν κόπον σου; Σὲ πληρώνουν;
› Ὄχι, δὲν μοῦ δίδουν χρήματα διότι δὲν ἔχουν, ἀλλὰ μοῦ δίδουν ἄρτον, καφέ, ζάχαρη καὶ ἄλλα εἴδη.
› Ἀπὸ αὐτὰ τὰ εἴδη ποὺ σοῦ δίδουν, δίδεις εἰς κανένα πτωχόν, ὅταν σοῦ ζητήσει ἢ τύχει νὰ συναντήσεις τινὰ εἰς τὴν ὁδόν.
› Ὄχι, Γέροντα, δὲν μοῦ ζητοῦν διότι γνωρίζουν ὅτι εἶμαι πτωχή, ἀλλ᾿ οὔτε εἰς τὸν δρόμον συνήντησα τινὰ νὰ μοῦ ζητήσει.
› Ἄκουσον τέκνον, ἐὰν θέλεις ὁ Χριστὸς νὰ εὐλογῇ καὶ σὲ καὶ τὰ ὀλίγα τρόφιμα ποὺ σοῦ δίδουν, ὅταν συναντήσεις τινὰ πτωχὸν πεινασμένον καὶ σοῦ ζητήσει νὰ τοῦ δίδεις, ὡσαύτως ὅταν γνωρίζεις κανένα ὅτι εἶναι πτωχὸς καὶ ἔχει ἀνάγκην ἢ καμμίαν χήραν ἢ ὀρφανὸ νὰ πεινοῦν, μὴν περιμένεις νὰ σοῦ ζητήσουν. Δίδε μὲ εὐχαρίστηση καὶ μὴ φοβᾶσαι, ἀλλὰ νὰ πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς ἀοράτως θὰ εὐλογῇ τὰ ὀλίγα ὑπάρχοντά σου καὶ δὲν θὰ πεινάσεις, οὔτε θὰ ὑστερηθῇς μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σου.
› Εὐχαρίστως Γέροντα, εἰς ὅ,τι μοῦ εἶπες, θὰ σᾶς κάμω ὑπακοήν.
Βαλοῦσα μετάνοιαν καὶ ἀναχωρήσασα ἐκ τῆς Μονῆς, εἶχε μεθ᾿ ἑαυτῆς καὶ 8 ἄρτους τοὺς ὁποίους τῆς εἶχον δώσει. Μόλις ἀπεμακρύνθη τῆς Μονῆς ἕως 500 μέτρα συναντᾷ τὸν γέροντα Δημήτριον Μαούνην, ὅστις τῆς ζήτησε ὀλίγο ψωμί, γιατὶ εἶχε νὰ φάει ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἡμέρα. Ἡ Ἑλένη ἀμέσως ἔβγαλε ἕνα ἄρτον ἀπὸ τὸ ταγάρι της καὶ τῷ ἔδωκε μὲ πολλὴν προθυμίαν. Ὅταν προχώρησε ἄλλα 500 μέτρα, βλέπει μία σύζυγο ψαρᾶ ποὺ μάζευε χόρτα, καθὼς ὁ σύζυγός της εἶχε 4 μέρες νὰ πιάσει ψάρια, ὅπως ἔμαθε ἡ Ἑλένη ἀφοῦ τὴν ῥώτησε. Τότε, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ταγάρι της καὶ τῆς ἔδωσε 2 ψωμιά. Φθάσασα δὲ εἰς τὴν Παροικίαν, βλέπει παιδίον 4ετὲς κλαῖον, ἐπειδὴ πεινοῦσε καὶ ἡ μάνα του δὲν εἶχε νὰ τοῦ δώσει ψωμί, βλέπει καὶ τὴν μητέρα τοῦ παιδίου καὶ ἵστατο ἔσωθεν τῆς θύρας τοῦ σπιτιοῦ της μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, προσευχομένη καὶ κλαίουσα. Λαμβάνει τότε ἕνα ἄρτον καὶ τὸ δίδει εἰς τὸ παιδίον. Ἡ δὲ Ἑλένη, φθάσασα εἰς τὴν οἰκίαν της ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ταγάρι της τὰ πράγματα καὶ βλέπει ὅτι οἱ ἄρτοι, ἀντὶ νὰ ἦταν 4, δὲν λιγόστεψαν, ἔμειναν 8. Θαυμάσα εἰς τὸ γεγονός, ἐπιστρέφει πάραυτα εἰς τὴν Μονὴν συγκεκινημένη καὶ δακρύουσα πίπτει γονυκλινῆς εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ὁσίου καὶ διηγεῖται τὸ θαῦμα εὐχαριστοῦσα τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον.
Θαῦμα 7ον.
Εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ Γέροντός του Δανιήλ, ἡμέραν τινὰ λέγει ὁ Γέρων Δανιήλ: Νὰ ὑπάγωμεν τέκνον, εἰς ἐπίσκεψιν τῶν ἐν τῇ Σκήτῃ Ἰβήρων ἀδελφῶν. Ἀπήντησεν ὁ Ἀρσένιος, παῖς ἔτι ὢν τότε: Νὰ εἶναι εὐλογημένον. Μόλις προχώρησαν λίγο εἰς τὸ δάσος ἀπὸ τὸ ἔξωθι τῶν Καρεῶν κελλίον αὐτῶν, λέγει ὁ Ἀρσένιος πρὸς τὸν Γέροντα: Γέροντα, ἂς ὑπάγωμεν ἀπὸ ἄλλον δρόμον εἰς τὴν Σκήτην, διότι ἀπὸ ἐδῶ θὰ κινδυνεύσωμεν. Ἀλλὰ ὁ Γέρων δὲν ἔδωσε προσοχὴν καὶ μόλις προχώρησαν λίγο, εὑρέθησαν πρὸ μεγάλης πυρκαϊᾶς, ἥτις τοὺς περικύκλωσε καὶ διέτρεξαν μέγαν κίνδυνον. Καὶ ὁ μὲν Ἀρσένιος ἐξῆλθεν ἀβλαβῆς, ἀλλὰ ὁ Γέρων Δανιὴλ ἐτραυματίσθη εἰς τὸν πόδα· καὶ τὸ μὲν τραῦμα ἐθεραπεύθη, ἡ δὲ οὐλὴ τοῦ τραύματος παρέμεινεν ἄχρι θανάτου.
Θαῦμα 8ον.
Ὁ Μακράκης, εὑρισκόμενος εἰς Πάρον, μετέβη εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, διὰ νὰ γνωρίσει τὸν Πατέρα Ἀρσένιον καὶ νὰ ἐξομολογηθῇ. Ἤρχισε νὰ ἐξομολογῆται, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ ἐξομολογηθῇ μὲ ταπείνωση καὶ συντριβὴ καρδίας τὰς ἁμαρτίας του, ἤρχισε νὰ διηγῆται τὰ κατορθώματά του καὶ ὅτι ἐλέγχει τοὺς ἁμαρτάνοντας καὶ ἰδίως τοὺς ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄρχοντας καὶ δημοσιεύει μετὰ θάῤῥους τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος μὲ πραότητα τῷ εἶπεν:
› Ἄκουσον τέκνον. Πρέπει νὰ γνωρίζεις ὅτι εἰς τὴν ἐξομολόγησιν οἱ ἄνθρωποι ὁμολογοῦν τὰ ἁμαρτήματά των καὶ ὄχι τὰ κατορθώματά των. Τὸ ὅτι κηρύττεις καλὸν καὶ θεάρεστον ἐστίν, ἀλλὰ νὰ κηρύττῃς μετὰ ταπεινώσεως καὶ οὐχὶ ὑπερηφανείας. Τὸ δὲ νὰ ἐλέγχῃς καὶ νὰ δημοσιεύεις τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, τοῦτο οὐ μόνον δὲν οἰκοδομεῖ, ἀλλὰ κρημνίζει καὶ προξενεῖ βλάβην εἰς ἐσὲ καὶ εἰς τοὺς ἀκροατάς σου. Πρόσεχε σεαυτῷ καὶ ἐὰν θέλεις νὰ ὠφεληθῇς καὶ νὰ ὠφελήσῃς, νὰ βλέπεις τὰ δικά σου ἁμαρτήματα καὶ ὄχι τῶν ἄλλων. Μὴν κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε. Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; Νὰ προσεύχεσαι μετὰ ταπεινώσεως, καὶ νὰ κάνεις καὶ μερικὰς γονυκλυσίας.
› Αἱ μετάνοιαι εἶναι διὰ τοὺς καλογήρους. Ἐγὼ ἔχω ἀνώτερο καὶ ὑψηλότερο ἔργο, τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐλέγχω καὶ κατακρίνω τοὺς ἁμαρτάνοντας.
› Ὤφειλες ἄνθρωπε νὰ ταπεινωθῇς καὶ ὑπακούσῃς διὰ νὰ μὴν σὲ ταπεινώσει ὁ Κύριος, ὅστις ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι Χάριν. Γίνωσκε ὅτι γόνυ ὅπερ δὲν κάμπτεται, συντρίβεται.
Καὶ πράγματι, ἀναχωρήσας ὁ Μακράκης τῆς Μονῆς, καθήμενος ἐπὶ ἡμιόνου, μόλις κατῆλθε τῆς Μονῆς ὀλίγα μέτρα ἔπεσε καὶ ἔθλασε τὸν πόδα του κατὰ τὴν πρόῤῥησιν τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ οὔτε συνετίσθη, οὔτε κἂν ἐπῆγε εἰς τοὺς γιατρούς, παθὼν ἐκ γαγγραίνης ἀπέκοψαν τὸν πόδα ἐκ τοῦ μηροῦ του καὶ ἔμεινε χωλός.
Καθ᾿ ἣν ὥραν ὁ Μακράκης ἀνεχώρει ἐκ τῆς Μονῆς, ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος προεῖπεν εἴς τινας παρεστῶτας: Νὰ ἠξεύρετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πάσχει ἐξ ἑωσφορικῆς ὑπερηφανείας, θὰ πέσει εἰς πλάνας καὶ θὰ προξενήσει σχίσμα καὶ βλάβην εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.
Θαῦμα 9ον.
Ὁ Πατὴρ Δανιὴλ ὁ Σμυρναῖος, διηγεῖτο:
Ὅτε εἰς παιδικήν μου ἡλικίαν ἦλθον εἰς Πάρον καὶ ἐξωμολογήθην τὸν παρεκάλεσα νὰ μείνω μαζί του ἀλλὰ δὲν μὲ ἀφῆκε. Μοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς: Νὰ ἐπιστρέψῃς τέκνον μου εἰς τὴν Σμύρνην, νὰ τελειώσεις τὸ Γυμνάσιον καὶ κατόπιν θὰ ὑπάγῃς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, θὰ παραμείνεις εἴς τινας Μονάς, θὰ γίνεις μοναχός, καὶ τελευταῖον θὰ καταλήξεις εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ Ἄθωνος, νὰ ἀσκητεύσεις καὶ ἐκεῖ θὰ λάβεις τὸ μακάριον τέλος.
Ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Θαῦμα 10ον.
Εἰς τὴν Μάρπισσαν τῆς Πάρου ἦτο πλούσιός τις, ὁ πλουσιώτερος τῆς περιφερείας, Δελαγραμμάτης ὀνόματι, ἀλλὰ ἦτο φιλάργυρος, ψεύστης, πλεονέκτης, ἄδικος καὶ ἠδίκει τοὺς πτωχούς, τὰς χήρας, ὀρφανάς, τοὺς ἐργάτας καὶ ὑπηρέτας του. Ἡ γυνή του, ὡς ἐνάρετος καὶ θεοφοβουμένη, ἐβοήθη καὶ ἠλέει τοὺς πτωχούς, τὰς χήρας καὶ τὰ ὀρφανά κρυφίως, διότι τὴν ἠπείλει ὅτι θὰ τὴν φονεύσει ἢ θὰ τὴν ἐκδιώξει. Πληροφορηθεὶς ταῦτα ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος, τῷ παρήγγειλε νὰ παύσει τοιαύτῃ συμπεριφορά, διότι εἰδάλλως ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος πολλάκις ἀργεῖ ἀλλὰ οὐδέποτε λησμονεῖ, θὰ τὸν φέρει εἰς τὴν θέσιν τῶν πτωχῶν, νὰ πεινᾷ, νὰ ζητῇ καὶ οὐδεὶς νὰ τοῦ δίδει, οἱ δὲ πτωχοὶ τοὺς ὁποίους τώρα ἀδικεῖ θὰ τοὺς δώσει ὁ Κύριος ὅλα τὰ ἀγαθά. Ἀλλὰ ὁ ἄδικος καὶ ἄσπλαγχνος δήμαρχος πεπωρωμένην ἔχων τὴν συνείδηση αὐτοῦ, ἀντὶ νὰ συνετισθῇ περισσότερον ἐσκληρύνθη καὶ ἔγινε ἀδικώτερος. Μετὰ παρέλευσιν ὀλίγων ἡμερῶν συνήντησε καθ᾿ ὁδὸν ὁ Ἅγιος τὴν σύζυγον τοῦ Δημάρχου, ἡ ὁποία ἤρχισε νὰ παραπονῆται κατὰ τοῦ συζύγου της. Ὁ Ἅγιος ἀφ᾿ οὗ τὴν ηὐλόγησε τὴν παρηγόρησε καὶ κατόπιν τὴν ἐνεθάῤῥυνε καὶ τῆς ἐπανέλαβε ὅτι εἶχε μηνύσει στὸν σύζυγό της. Καὶ πράγματι, δὲν παρῆλθον πολλὰ ἔτη καὶ ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους ἠδίκησεν ὁ πλούσιος Δήμαρχος, τοὺς ηὐνόησεν ὁ Θεὸς καὶ πλούτισαν καὶ εὐγνώμονες πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ Δημάρχου ἡ ὁποία πολλάκις τοὺς εἶχεν ἐλεήσει, τὴν ἐβοήθουν εἰς ὅλα. Ἀλλὰ τὸν ἄδικον Δήμαρχον, καθὼς ἐκεῖνος οὐδένα ἠλέει, οὐδεὶς τὸν ἠλέησε καὶ ἀπέθανεν ἐκ τῆς πείνης καὶ τῶν στερήσεων.
Θαῦμα 11ον.
Εἰς λιτανείαν τινὰ τὴν ὁποίαν ἔκαμεν ὁ Ὅσιος πρὸς κατάπαυσιν λοιμικῆς νόσου, παρηκολούθησε καί τις Ἀρμένιος, ὅστις εἶχεν ἔλθει εἰς Πάρον δι᾿ ὑποθέσεις του. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἐκράτει εἰς χεῖρας Σταυρόν, καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς λιτανείας, προσήρχοντο οἱ Χριστιανοὶ καὶ προσεκύνουν τὸν Σταυρόν, ἀσπαζόμενοι καὶ τὴν χεῖρα τοῦ Ἁγίου. Προσῆλθε καὶ ὁ Ἀρμένιος, ἀλλὰ μετὰ φόβου. Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἅγιος, τῷ λέγει: Πρόσελθε τέκνον, μὴ φοβοῦ ἂν καὶ δὲν εἶσαι Ὀρθόδοξος, εἶσαι καὶ σὺ τέκνον τοῦ Χριστοῦ. Ἔκπληκτος ἐγένετο ὁ Ἀρμένιος, διότι οὔτε αὐτὸς γνώριζε τὸν Ἅγιον, οὔτε ὁ Ἅγιος αὐτόν.
Θαῦμα 12ον.
Ὁ ἐκ Παροικίας Γεώργιος Καλακώνας, μετέβη πρὸς τὸν Ἅγιον διὰ νὰ ἐξομολογηθῇ. Ἀφ᾿ οὗ ἐξομολογήθη τὰς ἄλλας ἁμαρτίας του, ἀφῆκε μίαν ἁμαρτίαν. Ὁ δὲ ἅγιον, γινώσκων αὐτό, τῷ λέει:
› Ἐξωμολογήθης τέκνον μου τὰς ἁμαρτίας σου;
› Ναὶ Γέροντα.
› Μήπως ἀφῆκες καμμίαν ἁμαρτίαν ἀνεξομολόγητον, γιὰ στοχάσου;
› Ὄχι Γέροντα, ὅλας τὰς εἶπα.
› Ἀλλὰ τὰ λεμόνια ποὺ ἔκλεψες δὲν τὰ ἐξωμολογήθης.
Τότε, γονυπέτησε ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου, ὁμολόγησε τὴν κλοπή, καὶ ζήτησε μετὰ δακρύων τὴν συγχώρηση.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε αἰτία ὥστε πᾶς προσερχόμενος εἰς ἐξομολόγησιν νὰ ἐξομολογῆται ὅλα τὰ παραπτώματά του.
Θαῦμα 13ον.
Εἰς τὴν Πάρον εἶχεν ἔλθει Ἕλλην τις ὁμογενής, ὅστις ἐπεσκέφθη τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, οὐχὶ ἐξ εὐλαβείας, ἀλλὰ ἐκ περιεργείας. Φθάσας εἰς τὸ προαύλιον τῆς Μονῆς, βλέπει ἄνωθεν τῆς θύρας τῆς εἰσόδου, εἴς τι παράθυρον, νέαν τινὰ καλογραίαν εὐειδῆ τὴν ὄψιν, ποτίζουσα βασιλικόν. Ὡς ἀνευλαβὴς καὶ ἐμπαθής, ἐτρώθη εὐθὺς εἰς ἔρωτα, καὶ ζήτησε κατ᾿ ἀρχὴν τὴν προεστῶσαν τῆς Μονῆς, ἥτις τὸν παρέπεμψεν εἰς τὸν Πατέρα Ἀρσένιον. Παρουσιασθεὶς μὲ τρόπο αὐθαδέστατον ἐζήτει νὰ τοῦ δώσουν τὴν μοναχὴν ἐκείνην, ἀλλιῶς πολλὰ κακὰ θὰ προξενοῦσε εἰς τὴν Μονήν. Ὁ Ἅγιος τὸν νουθέτησε μὲ πραότητα καὶ ἡμερότητα, μὲ τρόπον γλυκύτατον καὶ εὐγενέστατον. Ἀλλὰ ὁ νέος ἐκεῖνος, ἐξεμάνη καὶ μετὰ θυμοῦ ἠπείλει καὶ τὸν Ἅγιον καὶ φεύγων ὡς ἐξεστηκώς, ἠπείλει ὅτι θὰ ἐπέστρεφε νὰ πάρει διὰ τὴν βίας τὴν μοναχήν. Καὶ ὁ Ἅγιος μὲ πραότητα εἶπε: Παῦσον ὦ τέκνον τὰς ἀπειλάς, καὶ μετανόησον, ἀλλιῶς θὰ μείνει ἀκίνητος καὶ παράφρων. Πράγματι, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἔμεινε παράλυτος καὶ παράφρων, καὶ βασταζόμενος ὑπὸ τεσσάρων μετεφέρθη εἰς τὸ ἄσυλον τῶν ἀνιάτων καὶ ἐκεῖ κακῶς ὁ κακὸς ἐξέψυξε. Ὁ δὲ Ἅγιος, συνεβούλευσε τὰς μοναχὰς τοῦ λοιποῦ νὰ μὴν θέτουν ἄνθη εἰς τὰ παράθυρα καὶ νὰ μὴν παρακύπτουν ὁσάκις ὑπάρχουν ξένοι ἐκ τῶν παραθύρων.
Θαῦμα 14ον.
Γυνή τις ὀνόματι Γραμματικὴ Σιλβέστρου, μεταβαίνουσα πολλάκις πρὸς ἐξομολόγησιν, ἔχουσα φθόνον ἐναντίον ἄλλης γυναικός, κατηγόρει καὶ ἐσυκοφάντει ταύτην εἰς πολλούς, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν. Ὁ Ἅγιος τὴν συνεβούλευσε νὰ παύσει νὰ φθονῇ καὶ νὰ συκοφαντῇ, ἀλλὰ αὐτὴ ἐπέμενε. Ἡμέραν τινὰ μετέβη ἡ συκοφαντηθεῖσα εἰς τὸν Ἅγιον μετὰ δακρύων καὶ παρεκάλει αὐτόν:
› Τί νὰ κάμω Πάτερ; Πῶς νὰ φυλαχθῶ ἀπὸ τὰς συκοφαντίας τῆς γυναικὸς ταύτης τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἔθιξα, οὐδὲ κακὸν λόγον εἶπον αὐτῇ ἢ κατ᾿ αὐτῆς καὶ μᾶλλον τὴν ἔχω εὐεργετήσει;
› Μὴ λυπεῖσαι τέκνον. Ἐξακολούθει νὰ εὔχεσαι ὑπὲρ αὐτῆς καὶ νὰ τὴν εὐεργετῇς καὶ ὁ Θεὸς σύντομα θὰ σὲ ἀπαλλάξῃ, διότι δὲν μετανοεῖ.
Πράγματι, μετὰ ὀλίγας ἡμέρας ἠσθένησεν ἡ συκοφάντις, ἐξώδευσε τὴν περιουσίαν της εἰς φάρμακα καὶ ἰατρούς, ὑστερήθη καὶ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου καὶ τελευταῖον ἐτυφλώθη καὶ ἀπέθανε τυφλή.
Θαῦμα 15ον.
Εἰς τὴν Παροικίαν, ἦτο ἁλιεύς τις ὀνόματι Νικόλαος Τσαντάνης ἢ Κολολόμπας. Οὗτος ἦτο πολὺ βλάσφημος καὶ ἀσεβής. Ἀνέβη ποτὲ εἰς τὴν Μονὴν μετὰ ἄλλων καὶ ἐξομολογηθεὶς καὶ νουθετηθεὶς παρὰ τοῦ Ἁγίου νὰ παύσει τὴν βλασφημίαν, αὐτὸς ἀσυνειδήτως καὶ αὐθαδῶς ἀπήντησεν εἰς τὸν Ἅγιον ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ παύσει νὰ βλασφημῇ διότι ἐὰν δὲν βλασφημήσει, ἡ βάρκα του δὲν γεμίζει ψάρια. Τότε, ὁ Ἅγιος, ἀποβαλὼν τὴν συνήθη του πραότητα μετ᾿ ἀγανακτήσεως τῷ λέγει: Ὕπαγε ἀσεβέστατε, καὶ κατὰ τὴν σκληρότητα καὶ ἀμετανόητόν σου καρδίαν θὰ πνιγῇς καὶ θὰ εἶναι ἡμέρα Σάββατον. Ὅπερ καὶ ἐγένετο. Εὑρισκόμενος οὗτος εἰς τὸν λιμένα τῆς Ἀντιπάρου ἐν ὥρᾳ γαλήνης, ἐσχίσθη ἡ λέμβος του εἰς τὸ μέσον καὶ ἐπνίγη μόνος αὐτός.
Θαῦμα 16ον.
Εἰς ἀγροικίαν τῆς Λαγκάδας, κατώκει ὁ ἐκ Λευκῶν Γεώργιος Ῥοῦσσος ἢ Λύκος, μεγαλοκτηματίας. Πλὴν ὅμως ἐδυστύχει καὶ ἐστερεῖτο, διότι τὰ κτήματά του δὲν ἐκαρποφόρουν. Εἰς τοιαύτην τὴν κατάστασιν εὑρισκόμενον μετέβη εἰς τὸν Ἅγιον καὶ ὁ Ἅγιος τῷ λέγει: Αὐτὸ τὸ παθαίνεις διότι κλέπτεις καὶ ἀδικεῖς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Δὲν γνωρίζεις ἀνόητε ὅτι ὁ Θεὸς μισεῖ τὴν ἀδικίαν καὶ τιμωρεῖ τοὺς ἀδίκους; Δὲν ἤκουσες ὅτι ὅποιος ἁρπάζει τὰ ξένα χάνει καὶ τὰ δικά του; Ὕπαγε, μετανόησον, ἐπίστρεψε ὀπίσω τὰ ἀδικηθέντα, ζήτησε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ ὅσους ἠδίκησες καὶ παῦσε τοῦ λοιποῦ τὰς ἀδικίας καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ στείλει τὰς εὐλογίας του καὶ θὰ πλουτίσεις καὶ θὰ εὐτυχίσεις. Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ καιρὸς τοῦ σπόρου, νὰ μὲ πάρεις εἰς τὰ κτήματά σου, τὰ ὁποῖα θὰ σπείρεις. Πράγματι ἔτσι ἔγινε, καὶ τὴν περίοδο τῆς σπορᾶς, τὸν πῆρε μὲ τὸ ζῶόν του εἰς τὰ κτήματά του καὶ ἐτέλεσεν ὁ Ἅγιος ἁγιασμόν, καὶ ἀφοῦ ῤάντισε τὰ κτήματα, πῆρε μὲ τὴν φούχτα του σιτάρι καὶ τὸ ἔσπειρε μόνος του. Κατόπιν πῆρε τὸ ἄροτρον μὲ τοὺς βόας καὶ ἐποίησε διὰ τοῦ ἀρότρου σημεῖον Σταυρόν, καὶ λέγει εἰς τὸν Ῥοῦσσον: Τώρα σπεῖρε κανονικῶς, καὶ τὰ χωράφια σου θὰ καρποφορήσουν. Τόση δὲ καρποφορία ἐγένετο, ὥστε αἱ ἀποθῆκαί του ὑπερεπληρώθησαν ἀπὸ καρποῦ σίτου οἴνου καὶ ἐλαίου, τὰ ζῶά του, οἱ βόες τὰ πρόβατα οἱ μελισσῶνες ἐπλήθυναν, ὥστε εἰς ὀλίγον χρόνον, ὁ γέρων Ῥοῦσσος ἔγινε εὐτυχὴς καὶ πολλοὺς ἔσωσεν διὰ τῆς ἐλεημοσύνης.
Ἀλλὰ ἡ εὐτυχία ὀλίγα ἔτη διήρκησε, διότι ὁ Ῥοῦσσος μεθυσθεὶς ἐκ τῆς εὐτυχίας του καὶ μὴ ἀρκούμενος εἰς ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἔδιδεν ὁ Θεός, ἤρχισεν καὶ πάλιν νὰ κλέπτει, καὶ διὰ τοῦτο ἔπεσε καὶ πάλιν ὀργὴν Θεοῦ ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ εἰς τὰ ὑπάρχοντά του. Βλέπων τὴν συμφοράν του προσέτρεξε πάλιν εἰς τὸν Ἅγιον. Ὁ Ἅγιος, τῷ λέγει: Ἄθλιε, γίνωσκε ὅτι ἐπειδὴ εἰς τὴν εὐεργεσίαν ποὺ σοῦ ἔκαμεν ὁ Θεὸς ἐφάνης ἀχάριστος, Χεὶρ Κυρίου ἔρχεται ἐπὶ σέ, τὰ ὑπάρχοντά σου θὰ τὰ λάβουν ἄλλοι, σὺ δὲ θὰ ἀποθάνῃς ἐκ τῆς πείνης, τὸ δὲ σῶμά σου θὰ καταφαγωθῇ ὑπὸ τῶν φθειρῶν. Πράγματι. Δὲν παρῆλθον ἱκαναὶ ἡμέραι καὶ αὐτὸς ἠσθένησε, τὰ ὑπάρχοντά του διηρπάγησαν, αὐτὸς ἐστερεῖτου τοῦ ἄρτου, πρὶν δὲ ἀποθάνει τὸ σῶμά του καὶ ἡ κλίνη του ἐκαλύφθησαν ὑπὸ τῶν φθειρῶν, αἵτινες κατέφαγον τὸ μιαρόν του σῶμα, καὶ οὕτω κακῶς ὁ κακὸς ἀπέθανε. Οἱ δὲ ψείρες μάλιστα τὸν συνόδευαν μέχρι τοῦ τάφου.
Θαῦμα 17ον.
Ὁ Κωνσταντῖνος Μαύρης ἐκ Παροικίας, κατηγορήθηκε ψευδῶς ὅτι ἔκλεψε χρήματα πλουσίου τινὸς εἰς τοῦ ὁποίου τὸν οἶκον ἔμενε. Μὴ δυνηθεὶς παρὰ τὰς διαμαρτυρίας του νὰ ἀποδείξει τὴν ἀθωότητά του ἐκλείσθη εἰς τὰς φυλακάς· ἠναγκάσθη δὲ νὰ πωλήσει τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸν κτῆμα τὸ ὁποῖον εἶχε καὶ πλήρωσε τὸ ὑποτιθέμενο χρέος καὶ ἔμενε φτωχότατος. Κατέφυγεν εἰς τὸν Πατέρα Ἀρσένιον διὰ νὰ ἐξομολογηθῇ καὶ νὰ παρηγορηθῇ. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος τῷ εἶπεν: Μῆ λυπεῖσαι τέκνον μου διὰ τὴν ἀδικίαν ποὺ σοῦ ἔκαμαν. Ὕπαγε εἰς τὴν εὐχήν μου καὶ μετὰ ὀλίγας ἡμέρας, ὁ Θεὸς θὰ σοῦ ἀποδώσει τὸ δίκαιον καὶ δι᾿ ἐκεῖνα ποὺ ζημιώθηκες καὶ λάβεις ἑκατονταπλασίως περισσότερα. Πράγματα, μετὰ ὀλίγας ἡμέρας τῷ παρουσιάσθησαν τόσαι πολλαὶ ἐργασίαι καὶ ἐργολαβίαι δι᾿ οἰκοδομὰς ἐν Πάρῳ καὶ Ἀντιπάρῳ, καὶ κέρδισε ἐντὸς ὀλίγου τόσα χρήματα ὥστε ἠγόρασε 3 μεγάλα κτήματα καὶ προίκισε τὰς 3 θυγατέρας του. Μετέβη δὲ καὶ εἰς τὸν Ἅγιον καὶ τὸν εὐχαρίστησε θερμότατα.
Θαῦμα 18ον.
Συγγενής τις τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου, ἔχων υἱὸν πάσχοντα ἐκ φθίσεως καὶ ἄλλων ἀσθενειῶν, ἔχοντα ὄψιν κίτρινην χλωμήν, φαινόμενον ὡς σκιὰν καὶ ὡς ἄταφον νεκρόν, καὶ φέροντα κάπα καινούργια, τὸν ἔφερεν εἰς τὸν Ἅγιον. Ἡμέραν τινὰ τῷ λέγει ὁ Ἅγιος: Πολὺ ὡραίαν κάπα φορεῖς. Δὲν μοῦ τὴν δίδεις νὰ τὴν φορέσω καὶ ἐγώ; Ὁ ἀσθενὴς τοῦ τὴν ἔδωσεν. Ὁ Ἅγιος τὴν ἐνεδύθη καὶ κατόπιν ἀπὸ δύο λεπτὰ τὴν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ἀσθενή, ὁ ὁποῖος μόλις τὴν ἐνεδύθη ἔγινε ἐντελῶς ὑγιής. Ἡ ὄψις τελείως ἤλλαξε. Ἔγινε φαιδρά, ἱλαρά, ῥοδοκόκκινος, καὶ ὁ ἀσθενὴς ἠσθάνθη νέας δυνάμεις καὶ ἔγινε ἐντελῶς καλά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η´: Θαύματα τοῦ Ἁγίου μετὰ θάνατον.
Θαῦμα 1ον.
Γυνή τις, ἔχουσα παιδίον τυφλὸν ἐκ γενετῆς, ὀλίγα ἔτη μετὰ τὴν τελευτὴν τοῦ Ἁγίου, ὅτε ἐκτίσθη ὁ πρῶτος μικρὸς ναὸς εἰς τιμὴν τοῦ Ὁσίου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἦτο ὁ τάφος του, ἔχουσα πίστιν εἰς τὸν ἅγιον παρέλαβε τὸ τυφλὸν παιδίον καὶ προσέτρεξεν εἰς τὸν τάφον παρακαλοῦσα μετὰ δακρύων νὰ δώσει τὸ φῶς εἰς τὸ παιδί της. Ἀφοῦ ἐπὶ ἀρκετὴν ὥραν προσηυχήθη καταβρέχουσα τὸν τάφον ἐκ τῶν δακρύων της, ἐξῆλθε τοῦ τάφου. Τότε, λέει τὸ παιδίον: Μάννα, τί εἶναι ἐκεῖνο; Καὶ συγχρόνως κύπτει χάμω καὶ λαμβάνει εἰς τὴν χεῖρά του μικρὰν βελόνην. Βλέπει ἡ μητέρα ὅτι οἱ κεκλεισμένοι ὀφθαλμοὶ τοῦ τέκνου τῆς ἠνεώχθησαν, ἐπιστρέφει εἰς τὸν τάφον καὶ μὲ φωνὰς μεγάλας ἐδοξολόγησε τὸν Ἅγιον.
Θαῦμα 2ον.
Ἕτερα τις γυνὴ ἐξ Ἀγγεριῶν Πάρου, ἔχουσα παιδὶ παράλυτο, παραλαβοῦσα αὐτὸ προσέτρεξε καὶ αὐτὴ μετὰ πίστεως εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου. Μετὰ τὸ τέλος τῆς παρακλήσεως τὸ παιδὶ ἠγέρθη τελείως ὑγιές, καὶ ἤρχισε νὰ περιπατῇ εἰς ἔκπληξιν καὶ θαυμασμὸν τῶν παρισταμένων.
Θαῦμα 3ον.
Ὁμὰς ληστοσυμμοριτῶν ἦλθε ποτὲ εἰς Πάρον καὶ ἐν καιρῷ νυκτὸς ἀνῆλθε εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, ὁ δὲ ἀρχηγὸς αὐτῶν ἐκτύπησε τὴν θύραν, ἀπαιτώντας νὰ τοῦ δώσουν ὅλα τὰ τιμαλφὴ τῆς Μονῆς καὶ τὰς νέας καλογραίας. Οἱ μοναχαὶ ἀρχικὰ δὲν ἤθελαν καὶ τοὺς κατέβασαν μὲ ἕνα καλάθι τρόφιμα. Ἀλλὰ οἱ ληστὲς ἐπέμεναν νὰ τοὺς ἀνοίξουν, ἀλλιῶς θὰ ἔκαιγαν τὴν Μονήν. Τότε, ἀνοιξαν τὴν θύρα, ἀλλὰ μὲ τὸ ποὺ εἰσῆλθον ὑβρίζοντες καὶ βλασφημούντες, τὰ πόδια των παρέλυσαν καὶ μποροῦσαν νὰ σαλεύσουν. Ἔμειναν ἀκίνητοι. Τότε, κατάλαβαν τὸ λάθος του καὶ ζήτησαν συγχώρεση ἀπὸ τὶς μοναχές, καὶ βοήθεια ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Τότε, ἐλύθησαν ἀπὸ τὰ δεσμά των, ἔκαμαν ἐδαφίαιαις μετάνοιαν, φίλησαν τὸ χέρι τῆς ἡγουμένης, καὶ προσκύνησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ δὲ ἀρχηγός, ἔδωσε στὴν ἡγουμένη μία σακκούλα μὲ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ νομίσματα καὶ ἄλλα τιμαλφὴ καὶ κοσμήματα καὶ τῆς εἶπεν: Αὐτὰ τὰ χαρίζω εἰς τὴν Μονήν. Δι᾿ ἐμὲ εἶναι ἄχρηστα. Ἀπεφάσισα νὰ ἀφήσω τοὺς συντρόφους μου καὶ θὰ γίνω καλόγηρος. Παρακαλῶ, ποῖος εἶναι ὁ Ἅγιος ποῦ σὰς προστατεύει; Ἡ ἡγουμένη τὸν ὁδήγησε εἰς τὸν τάφον τοῦ Ὁσίου. Ὁ ἀρχιληστής, γονυπετήσας, ἠσπάσθη μετὰ πολλῶν δακρύων τὸν τάφον, ζητήσας συγχώρησιν καὶ ἀπελθὼν ἀφῆκε τὴν ληστρικὴν ζωὴν καὶ ἔγινε ἐνάρετος μοναχός.
Θαῦμα 4ον.
Παιδίον 8ετές, Γεώργιος Βαζαῖος, ἐκ Μαρμάρων τῆς Πάρου, μετέβη μετὰ τῆς μητρός του εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Χριστοῦ πρὸς ἐπίσκεψιν τῆς θείας τους μοναχῆς Θεοφανοῦς. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς κανόνας τῆς Μονῆς δὲν ἐπιτρέπεται ἐντὸς τῆς Μονῆς ἄνω τῶν 5 ἐτῶν παιδίον νὰ κοιμηθῇ ἐντός της, ἐκοιμᾶτο εἰς τὸν ἔξω τῆς Μονῆς ξενῶνα διὰ ἄνδρας. Νύκτα τινὰ ξύπνησε τὸ παιδίον, ἐξῆλθε τοῦ δωματίου του καὶ βλέπει εἰς τὰ σκαλοπάτια τοῦ ξενῶνος γέροντα λευκογένειον μετρίου ἀναστήματος ὀλίγον κυρτωμένον καὶ ἐφοβήθη. Ὁ γέρων τῷ λέγει: Μὴ φοβεῖσαι παιδί μου. Ἐγὼ κάθομαι καὶ σὲ φυλάττω. Μένω ἐδῶ καὶ εἶμαι φύλαξ καὶ τῶν καλογραιῶν. Τὸ παιδὶ ἔλαβε θάῤῥος καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἀπεκοιμήθη ἥσυχον. Τὸ πρωὶ διηγήθη τοῦτο εἰς τὴν μητέρα καὶ θείαν του καὶ κατάλαβαν ὅτι ὁ γέρων ἦταν ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος, τὸν ὁποῖον καὶ ἄλλοι κατὰ καιροὺς εἶδον πέριξ τῆς Μονῆς νὰ τὴν περιέρχηται ὡς φύλαξ αὐτῆς.
Θαῦμα 5ον.
Κατὰ Ἰούλιον καὶ Αὔγουστον τοῦ 1925 ἠσθένησα ἀπὸ ἑλώδεις πυρετούς. Εἰσήχθην εἰς τὸ νοσοκομεῖον Εὐαγγελισμὸς καὶ ὑπέστην ἐγχείρησιν. Τὴν 4η ἡμέρα ὑπέστην κρίσιν καὶ ἦλθον εἰς κίνδυνον. Οἱ γιατροὶ σήκωσαν τὰ χέρια ψηλά. Δὲν εἶχαν κάτι ἄλλο νὰ κάμουν. Δὲν παρῆλθον ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας καὶ μὲ ἐπεσκέφθη ὁ Πνευματικὸς Πατὴρ Νικόλαος Γεωργιάδης, μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Αρσενίου. Μαθὼν τὰ συμβάντα, μοὶ λέγει: Ἔχε ὑπομονὴν καὶ περίμενε ὀλίγον. Ἔφυγε βιαστικά. Ὑπέθεσα ὅτι ὑπάγει νὰ φέρει γνωστόν του γιατρὸν καὶ παρηγορήθην κάπως. Ἀλλὰ ἐνῷ ἀνέμενα, ἐξαίφνης, ὅλως παραδόξως καὶ ἀνελπίστως ἠσθάνθην τὸν ἑαυτόν μου τελείως ὑγιᾶ, εὔχαρι καὶ ἐλαφρόν. Ἐνῷ ἠπόρουν, ἐπέστρεψεν ὁ Πατὴρ Νικόλαος ἱδρωμένος καὶ κατακόκκινος καὶ μαθαίνοντας πὼς ἤμουν ἐντελῶς καλὰ μοὶ λέει:
› Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος σὲ ἔκαμε καλά. Ὅτε μοὶ εἶπον οἱ ἰατροὶ ὅτι ἡ κατάστασίς σου ἦτο δεινή, καὶ θὰ προέβαινον εἰς νέαν ἐγχείρησιν ὁπότε καὶ ἐκεῖνοι δὲν εἶχον βεβαίας ἐλπίδας περὶ τῆς σωτηρίας σου, ἐνεθυμήθην τὸν Ἅγιον Ἀρσένιον, ὅτι εἰς πολλὰς περιστάσεις μὲ ἐβοήθησε καὶ ἔσπευσα δρομαίως εἰς τὸν ναόν, εἰσῆλθον εἰς τὸ ἱερὸν καὶ γονυπετήσας τὸν παρεκάλουν νὰ σοῦ δώσει τὴν ὑγείαν σου. Ἀφ᾿ οὗ προσηυχήθην ἐπὶ μίαν σχεδὸν ὥρα, ἠσθάνθην ὡς νὰ μοὶ εἶπέν τις: Ὕπαγε καὶ ἰάθη ὁ ἀσθενής. Καὶ ἦλθον μὲ πεποίθησιν ὅτι θὰ σὲ εὕρισκον τελείως ὑγιᾷ.
Θαῦμα 6ον.
Ὁ δάσκαλος Νικόλαος Κρητικός, διηγεῖται:
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1946, εἶχε ἀσθενήσει ἡ κόρη μου ἀπὸ παρατύφον καὶ ἀπὸ τὸν τριήμερον πυρετό. Ὁ γιατρὸς Καστανός, μοὶ εἶπε: Νίκο, μόνο εἰς ἕνα θαῦμα ἐλπίζω, φρόντισε νὰ προετοιμάσεις τὴν γυναῖκά σου. Ἦταν Σάββατον, ὅταν μετὰ τὸν ἑσπερινόν, στὴν Μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως ἔγινε παράκλησις ὑπὲρ ὑγείας τῆς κόρης μου. Τὴν Κυριακή, ἔστειλαν στὸ σπίτι λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τοῦ Ἁγίου. Τὴν σταυρώνω καὶ αὐτὸ ἦταν. Ἀμέσως ὁ πυρετὸς ἔπεσε καὶ τὸ στηθάκι της ποὺ πρῶτα ἀνεβοκατέβαινε γρήγορα σὰν φυσαρμόνικα, ἤρχισε νὰ κτυπᾷ κανονικά. Ὁ γιατρὸς ἐπιβεβαίωσε ὅτι ἔγινε καλὰ ἡ Σμαράγδα.
Πηγή: (Φιλοθέου Ζερβάκου ἀρχιμανδρίτου, «Βίος καὶ θαύματα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ νέου τοῦ ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ ἀσκήσαντος», Ἐκδοση ἕκτη, Ἱερὰ Μονὴ Χριστοῦ Δάσους, Πάρος, 1996) users.uoa.gr/
Οι τρεις μεγάλοι Ιεράρχες της Οικουμένης δεν ήταν μόνον φιλάνθρωποι, επειδή πρόσφεραν ό, τι είχαν και δεν είχαν σε όσους είχαν ανάγκη, αλλά, κυρίως, επειδή πότισαν με διαχρονικά νάματα θεογνωσίας ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Ἡ ὁμιλία τοῦ ἀειμνήστου Νικολάου Βασιλειάδη, Θεολόγου – Συγγραφέα, μὲ θέμα: «Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι», ἡ ὁποία ἔγινε στὴν Ἀθήνα, στὴν Αἴθουσα τοῦ Συλλόγου Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολικῆς Δράσεως «Ὁ Μέγας Βασίλειος», στὶς 26 Ἰανουαρίου 2014.
Χορωδία νέων ιεροψαλτών, της Ορθόδοξης Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σωτήρ», ψάλλει επίκαιρους βυζαντινούς ύμνους της εορτής των Τριών Ιεραρχών, πριν την ομιλία του ἀειμνήστου Νικολάου Βασιλειάδη.
Ἀλλὰ ἀδελφοί μου, ἐδῶ εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου (τοῦ Θεολόγου) νὰ προσέξετε, διότι παρεμβάλλεται ἕνα ἐπεισόδιον τὸ ὁποῖον εἶναι ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς.
Στίς 30 Ιανουαρίου 1827, ο Κιουταχής επιχείρησε νέα επίθεση, αυτή τή φορά στόν λόφο τής Καστέλλας ή Μουνιχίας, τόν οποίον είχαν οχυρώσει οι Έλληνες. Αφού έστησε τά πυροβόλα του καί άρχισε νά βομβαρδίζει τίς θέσεις τών Ελλήνων, εξαπέλυσε τό πεζικό του γιά νά τίς καταλάβει.Οι Έλληνες μέ τή σειρά τους είχαν στήσει καί αυτοί κανόνια στόν λόφο τής Καστέλλας καί μαζί μέ τά πυροβόλα τής Καρτερίας καί τών δύο ψαριανών πολεμικών πλοίων πού πυροβολούσαν από τό λιμάνι τής Μουνιχίας, επέφεραν βαρύτατες απώλειες στόν εχθρό.
Εισαγωγικό Σημείωμα
Η αιτία για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Εκκλησία είναι το εξής γεγονός:
Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού (1081 - 1118 μ.Χ.), ο οποίος διαδέχθηκε στη βασιλική εξουσία τον Νικηφόρο Γ’ τον Βοτενειάτη (1078 - 1081 μ.Χ.), έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο (βλέπε 1 Ιανουαρίου), χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία. Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον ιερό Χρυσόστομο (βλέπε 13 Νοεμβρίου) και τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο και, τέλος, άλλοι, προσκείμενοι στον Γρηγόριο τον Θεολόγο (βλέπε 25 Ιανουαρίου), θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν «Ιωαννίτες», άλλοι «Βασιλείτες» και άλλοι «Γρηγορίτες».
Στην έριδα αυτή έθεσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης ο Μαυρόπους. Αυτός, κατά την διήγηση του Συναξαριστή, είδε σε οπτασία τους μέγιστους αυτούς Ιεράρχες, πρώτα καθένα χωριστά και στη συνέχεια και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν:
«Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε ένα κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε. Όμως, κάτω από τις ιδιαίτερες χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις που βρέθηκε ο καθένας μας, κινούμενοι και καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γράψαμε σε συγγράμματα και με τον τρόπο του ο καθένας, διδασκαλίες που βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν τον δρόμο της σωτηρίας. Επίσης, τις βαθύτερες θείες αλήθειες, στις οποίες μπορέσαμε να διεισδύσουμε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις συμπεριλάβαμε σε συγγράμματα που εκδώσαμε. Και ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, αλλά, αν πεις τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι. Σήκω, λοιπόν, και δώσε εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν τις έριδες και να πάψουν να χωρίζονται για εμάς. Γιατί εμείς, και στην επίγεια ζωή που είμασταν και στην ουράνια που μεταβήκαμε, φροντίζαμε και φροντίζουμε να ειρηνεύουμε και να οδηγούμε σε ομόνοια τον κόσμο. Και όρισε μία ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη μας και καθώς είναι χρέος σου, να ενεργήσεις να εισαχθεί η εορτή στην Εκκλησία και να συνταχθεί η ιερή ακολουθία. Ακόμη ένα χρέος σου, να παραδόσεις στις μελλοντικές γενιές ότι εμείς είμαστε ένα για τον Θεό. Βεβαίως και εμείς θα συμπράξουμε για τη σωτηρία εκείνων που θα εορτάζουν τη μνήμη μας, γιατί έχουμε και εμείς παρρησία ενώπιον του Θεού.»
Έτσι ο Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης ανέλαβε τη συμφιλίωση των διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου και συνέγραψε και κοινή Ακολουθία, αντάξια των τριών Μεγάλων Πατέρων.
Η εορτή αυτής της Συνάξεως του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποτελεί το ορατό σύμβολο της ισότητας και της ενότητας των Μεγάλων Διδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν με τον άγιο βίο τους το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι εκείνοι, οι οποίοι εξ’ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν λάβει το χάρισμα να εκφράζουν την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας και ότι διδάσκουν δεν είναι απλώς δική τους σκέψη ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλά είναι επιπλέον η ίδια η μαρτυρία της Εκκλησίας, γιατί μιλούν από το βάθος της καθολικής της πληρότητας.
Περί τις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ. ανεγέρθη ναός των Τριών Ιεραρχών κοντά στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, δίπλα σχεδόν στη μονή της Παναχράντου.
(Πηγή: Ελλήνων Εκκλησία )
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι Πρότυπα Ἀγωνιστῶν,
(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης
Κῆπος πνευματικὸς εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Μέσα σ᾿ αὐτὸν ἀναπνέομε τὸ ἄρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Στὸν ἀνθῶνα αὐτὸν τὸν πνευματικὸν ὑπάρχουν τρία λουλούδια ποὺ ἔχουν εὐωδίαν ἀθάνατον. Λουλούδια πνευματικά, λουλούδια πίστεως καὶ ἀρετῆς, λουλούδια ἀθάνατα, λουλούδια ποὺ δὲν θὰ τὰ μαράνῃ ὁ χρόνος. Καὶ τὰ λουλούδια αὐτὰ εἶνε οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Τὸ ἕνα λουλούδι εἶνε ὁ ἅγιος Βασίλειος, τὸ ἄλλο λουλούδι εἶνε ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τὸ τρίτο λουλούδι εἶνε ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἔχουν γίνει θέμα ὁμιλιῶν. Ἐκ διαφόρων ἐπόψεων ἐξετάζουν τὸν βίον τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς ῥήτορας. Καὶ εἶνε πράγματι ῥήτορες. Ἂν διαβάσῃς τὸ Χρυσόστομο, δὲν σοῦ κάνει καρδιὰ νὰ διαβάσῃς τὸν Δημοσθένη. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς φιλοσόφους. Καὶ εἶνε φιλόσοφοι. Ἂν διαβάσῃς τὸν Γρηγόριον τὸν Ναζιανζηνό, δὲν σοῦ κάνει καρδιὰ νὰ διαβάσῃς Πλάτωνα. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς κοινωνιολόγους, ἄλλοι ὡς προστάτας τῶν γραμμάτων καὶ ἐπιστημῶν. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς συνδυαστάς· ὅτι συνεδύασαν τὰ δύο μεγάλα ῥεύματα, τὸν χριστιανισμὸν καὶ τὸν ἑλληνισμόν, καὶ ἐδημιούργησαν τὴν ἑλληνοχριστιανικὴν ἀγωγὴν καὶ πολιτείαν. Καὶ ἄλλοι κατ᾿ ἄλλους τρόπους ἐξετάζουν τοὺς ἁγίους.
Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν θὰ τοὺς πάρω τοὺς ἁγίους οὔτε ὡς ῥήτορας, οὔτε ὡς φιλοσόφους, οὔτε ὡς κοινωνιολόγους, οὔτε ὡς συνδυαστὰς τῶν δύο ῥευμάτων τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ θὰ τοὺς πάρω ὡς ἀγωνιστάς. Διότι πιστεύω ὅτι ἡ ζωὴ αὐτή, ἡ ζωὴ ἡ χριστιανική, δὲν εἶνε ἁπλῶς ῥητορεία, δὲν εἶνε φιλολογία, δὲν εἶνε λογοτεχνία, δὲν εἶνε κοινωνιολογία, δὲν εἶνε ἀνάκλιντρα φιλοσοφικά, ἀλλὰ ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε ἀγών, μάχη καὶ πόλεμος. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὑπῆρξαν ἀγωνισταί, πρότυπα ἀγωνιστῶν.
* * *
Ἐπικρατεῖ μιὰ ἰδέα, ὅτι ἡ ἐποχὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἦταν μιὰ χρυσῆ ἐποχή· ἐπικρατεῖ μιὰ ἰδέα, ὅτι ὅπως ἦταν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἦταν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς. Λάθος. Καὶ ἡ ἐποχὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἦταν μιὰ κοινωνία ποὺ παρουσίαζε ἐλαττώματα, κακίες, πάθη, ἐγκλήματα, σκάνδαλα, πλάνας, αἱρέσεις φοβεράς. Μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐποχὴν ἔζησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Δὲν παρεσύρθησαν ἀπὸ τὰ ῥεύματα τῆς ἐποχῆς. Ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖον τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Δὲν παρεσύρθησαν ἀπὸ τὰ σύγχρονα ῥεύματα. Ἀλλὰ ἀντεστάθησαν ἐναντίον τοῦ ῥεύματος τῆς ἐποχῆς των. Ἐπολέμησαν ἀνδρείως καὶ γενναίως, καὶ εἶνε πλέον τὰ πρότυπα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς χριστιανικῆς παρατάξεως.
Ἀπὸ τὴν ζωὴν τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀγωνιστῶν θὰ κάνω μία ἀνθολογία. Θὰ παρουσιάσω μερικὰ στιγμιότυπα τῆς ἁγίας των ζωῆς ὡς ἀγωνιστῶν, ὡς τιμίων στρατιωτῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας, τὰ ὁποῖα θὰ προβάλω ἐνώπιόν σας ὡς παραδείγματα, διὰ νὰ μιμηθοῦμε καὶ ἡμεῖς ἀναλόγως τὴν ζωὴν τῶν τριῶν τούτων ἀγωνιστῶν.
1. ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Δάκρυα μᾶς ἔρχονται στὰ μάτια ἂν σκεφτοῦμε, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Μέγας Βασίλειος. Καὶ μόνον ἡ πατρίδα του μᾶς φέρει τὸ δάκρυ. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐγεννήθη στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.
Καισάρεια! Πόλις ἑλληνική. Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κέντρα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Πόλις τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων. Ὅσοι στρατιῶται μας αἰχμάλωτοι τοῦ μεγάλου θηρίου, ἐπῆγαν ἐκεῖ, ἐδάκρυσαν ὅταν εἶδαν ἐκεῖ τὰ βουνὰ τῆς Καισαρείας τρυπημένα· σπήλαια, καὶ χιλιάδες ἀσκηταὶ ἀσκήτευαν εἰς τὰ πέριξ βουνὰ τῆς Καισαρείας. Μέχρι τὸ 1923 ἦταν ἑλληνικὴ ἡ πόλις.
Ἐκεῖ ἦταν ὁ λόφος ποὺ ἔκτισε τὴν περίφημο Βασιλειάδα του, τὸ φιλανθρωπικὸν συγκρότημα, ὁ ἅγιος Βασίλειος. Ἐκεῖ αἱ σχολαὶ, ἐκεῖ τὰ μοναστήρια, ἐκεῖ τὰ ἐκπαιδευτήρια, ἐκεῖ οἱ σύλλογοι, ἐκεῖ ἐκκλησιές. Τώρα; Βρωμερὰ πόδια πατοῦν τὰ ἅγια αὐτὰ ἐδάφη. Τζαμιὰ καὶ «Ἀλλὰχ» ἀκούονται ἐπάνω ἀπὸ τοὺς μιναρέδες τῆς Καισαρείας. Καισάρεια γιὰ μᾶς σήμερα; Μιὰ ἀνάμνησις. Τί ἔμεινε; Μερικὰ καντήλια, μερικὲς εἰκόνες, μερικὰ εὐαγγέλια καλλιτεχνικὰ πού εἶνε στὸ Ἐθνικὸ Μουσεῖο, κ᾿ ἕνα μικρὸ χωριουδάκι ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη μὲ διακόσα σπίτια διαλαλεῖ τὴν ποτὲ δόξαν τῆς Καισαρείας.
Μᾶς ἐτιμώρησε ὁ Θεός. Γιατὶ ὅταν πατήσαμε στὴ Σμύρνη πέρα, ἐμολύναμε τὰ φαράγγια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μὲ τὶς φρικτὲς βλασφημίες, ποὺ καὶ οἱ Τοῦρκοι ἔφριττον. Δὲν μᾶς ἐνίκησαν οἱ Τοῦρκοι· μᾶς ἐσάρωσε ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀνομία καὶ ἡ διαίρεσις. Καὶ τώρα κλαίομεν ὡς «ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος» (Ψαλμ. 136,1).
Στὴν Καισάρεια λοιπὸν ἐγεννήθη ὁ Βασίλειος. Ἦτο εὐφυέστατος, καὶ οἱ γονεῖς του τὸν ἐβοήθησαν νὰ μάθῃ γράμματα. Εἶχε πολλοὺς δασκάλους. Σὲ κάποια ἐπιστολὴ τοὺς ἀναφέρει ὅλους καὶ τοὺς εὐγνωμονεῖ· καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐδίδαξε τὴ γραμματική, καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐδίδαξε τὸ συντακτικό, καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐδίδαξε τὴ ῥητορική, τὴ γεωμετρία, τὴν ἰατρική… Ἀλλά ἕνας ὅμως ἦτο ὁ σπουδαιότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς δασκάλους καὶ καθηγητάς, ὁ ὁποῖος ἐπέδρασε τεραστίως ἐπάνω στὴν ψυχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ ἐζύμωσε τὸ ζυμάρι αὐτό, καὶ τὸν ὁποῖον δὲν ἐλησμόνησε ποτέ μέχρις ὅτου ἐξέπνευσε· ἦταν ἡ γιαγιά του ἡ ἀγράμματος. Τὸ ὄνομά της Μακρίνα. Ἦταν κόρη μάρτυρος καὶ μαθήτρια Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ. Τὴν πίστι μου, λέγει, τὴν ἐδιδάχθηκα ἀπὸ τὴν Μακρίνα τὴ γιαγιά μου, ποὺ μὲ κρατοῦσε στὰ γόνατά της καὶ ἔπαιρνε τὰ δάχτυλά μου καὶ μὲ μάθαινε νὰ κάνω τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Μεγάλη ἡ ἀποστολὴ τῆς γιαγιᾶς μέσα στὴν οἰκογένεια. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θαυμάζει τὴ γιαγιὰ τοῦ Τιμοθέου· «Τιμόθεε παιδί μου, θαυμάζω τὴν «ἀνυπόκριτη πίστι» σου, τὴν πίστι σου τὴν ἁγνή, τὴν φλογερή, ἡ ὁποία ἐρρίζωσε πρῶτα στὴν καρδιὰ τῆς γιαγιᾶς σου, «ἐνῴκησε πρῶτον ἐν τῇ μάμμῃ σου Λωΐδι καὶ τῇ μητρί σου Εὐνίκῃ» (Β΄ Τιμ. 1,5).
Μέσα σὲ τέτοιο χριστιανικὸ σπίτι ἀνετράφη ὁ μικρὸς Βασίλειος. Ἔκανε ῥίζες. Μεγάλο πρᾶγμα οἱ ῥίζες! Ἔπιασε τὸ δέντρο ῥίζες; μὴ τὸ φοβᾶσαι· ἔχει τὸ σπίτι θεμέλια; μὴ τὸ φοβᾶσαι. Καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει ῥίζες, δὲν πά᾿ νὰ ᾿ρθοῦν ὅλοι οἱ διάβολοι; δὲν τὸ ξερριζώνεις αὐτὸ ποὺ ἐφύτευσε μέσ᾿ στὴν καρδιὰ ἡ γιαγιά. Τέτοια θεμέλια εἶχε.
Ὅταν ἔγινε εκοσι ἐτῶν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καισάρεια καὶ πῆγε στὴν Ἀθήνα. Ἀθήνα…· καταστροφὴ τῆς νεότητος! Μόνο μιὰ μικρὰ κοινότης Χριστιανῶν ὑπῆρχε στὴν Ἀθήνα. Λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁ φίλος του· «Αἱ Ἀθῆναι ἦσαν διὰ τοὺς ἄλλους βλαβεραί, καταστρεπτικαί, ἀλλὰ γιὰ μένα ἦσαν χρυσαῖ. Χρυσαῖ, γιατὶ δὲν βρῆκα κανένα θησαυρό, καμμιὰ φλέβα χρυσοῦ· ἀλλὰ γιατὶ βρῆκα κάτι ἀνώτερο ἀπὸ χρυσό. Βρῆκα φίλον ἀνεκτίμητον. Βρῆκα τὸν Βασίλειον».
Ἀλλὰ Καὶ πράγματι δὲν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα στὴ γῆ ἀπὸ φίλον πιστόν. Φίλος κραταιὰ ἀσπίς, φίλος πύργος ἀκαθαίρετος. Τέτοιον φίλον ἀπέκτησε μέσα στὴν Ἀθήνα. Καὶ συνδεθήκανε καὶ οἱ δύο, ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος, μὲ ἄρρηκτον φιλίαν. Καὶ ἡ φιλία αὐτὴ ἦταν ἐκείνη ποὺ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὴν διαφθορὰν τῆς πόλεως. «Πῶς νὰ ξεχάσω», λέγει σὲ μιὰ ἐπιστολὴ ὁ Γρηγόριος, «πῶς νὰ ξεχάσω τὶς ὄμορφες ἡμέρες ποὺ ζήσαμε μέσα στὴν Ἀθήνα οἱ δύο φίλοι;». Στὴν Ἀθήνα εἶχαν μαζευτῆ ὅλα τὰ πλουσιόπαιδα ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἀνατολή, ὅλα τὰ πλούσια παιδιὰ στρατηγῶν, πατρικίων, ὑπάτων κ.λπ.. Ἐρχόταν στὴν Ἀθήνα, καὶ τοὺς στέλνανε οἱ γονεῖς τὸ χρυσὸ μὲ τὸ καντάρι, καὶ τὸ ξωδεύανε δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Καὶ εἶχαν μαζευτῆ εκει ὅλα τὰ διεφθαρμένα γύναια. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ μείνανε κρίνα ἐν μέσῳ ἀκανθῶν ἦταν αὐτοὶ οἱ δύο. Ὅλοι τοὺς ἐθαύμαζαν. Ἄλλος καυχόταν γιατὶ ἔχει πατέρα στρατηγό, ἄλλος γιατὶ ἔχει πατέρα ὕπατο, ἄλλος γιατὶ ἔχει πατέρα πλούσιο. «Ὁ καθένας καυχόταν γιὰ τοὺς γονεῖς του, γιὰ τὴ δόξα του. Ἡμεῖς ὅμως οἱ δύο εχαμε καύχημα ἕνα καὶ μόνο· τὸ ὅτι ἐγεννήθημεν Χριστιανοί». Ἦταν ὑποδείγματα κι ὅλοι τοὺς θαύμαζαν. Ἔμψυχα ἀγάλματα ἀρετῆς ἐν μέσῳ τῆς διαφθορᾶς τῆς πόλεως ἐκείνης. Πολλοὺς δρόμους εἶχε ἡ Ἀθήνα, αὐτοὶ ὅμως δύο δρόμους ἤξεραν· ἕναν ποὺ πήγαινε στὸ σχολεῖο, καὶ τὸν ἄλλο ποὺ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Μέσα λοιπὸν στὴν Ἀθήνα ἔμειναν ἀκέραιοι καὶ ἀμόλυντοι.
Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Βασίλειος πῆγε στὴν Καισάρεια. Ὅταν πῆγε στὴν Καισάρεια ἐπεκράτει ὁ ἀρειανισμός ―ἀρειανὸς ἦταν καὶ διος ὁ αὐτοκράτωρ―, ἡ φοβερὰ αὐτὴ αἵρεσις ποὺ κατεβίβαζε τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τὸν ἔρριπτε κάτω στὴ γῆ καὶ τὸν ἔκανε ἕνα κοινὸ ἄνθρωπο. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ ἐκάλεσε τὸν Μόδεστον καὶ τοῦ λέγει· Θὰ πᾷς στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ θὰ κάνῃς ὅλους τοὺς ἐπισκόπους κι ὅλη τὴ Μικρὰ Ἀσία νὰ γονατίσῃ στὴν αἵρεσι καὶ νὰ ὑπογράψουν ὅλοι. Πῆρε τὸ χαρτὶ ὁ Μόδεστος κι ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ νὰ πηγαίνῃ εἰς διαφόρους πόλεις καὶ νὰ ὑποχρεώνῃ μὲ ἀπειλὰς νὰ ὑπογράψουν τὴ δήλωσι, ὅτι εἶνε ἀρειανοί. Ὅλοι ὑπέγραφαν. Ἔφθασε στὴν Καισάρεια. Πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. ―Τί ζητεῖς; ―Μιὰ ὑπογραφή. ―Δὲν γίνεται. Ὁ ἐμὸς βασιλεὺς μοῦ τὸ ἀπαγορεύει νὰ βάλω μιὰ τέτοια ὑπογραφή. ―Δὲν φοβᾶσαι τὸν αὐτοκράτορα; ―Τί θὰ μοῦ κάνῃ; ―Θὰ σοῦ δημεύσῃ τὴν περιουσία, ἢ ἐξορία, ἢ θάνατο! Ἐμειδίασε ὁ Μέγας Βασίλειος. ―Ἔχεις τίποτε ἄλλο χειρότερο; Δήμευσι περιουσίας; Ἕνα ῥάσο καὶ λίγα βιβλία. Ἐξορία; «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1)· ὅπου νὰ πάω, ἐξόριστος εἶμαι. Θάνατος; Γιὰ μένα ὁ θάνατος εἶνε εὐεργεσία, χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις. Ἄκουε ὁ Μόδεστος καὶ παραξενεύετο. ―Ἂν μοῦ ζητοῦσες, λέγει [ὁ Βασίλειος\, ὑλικὰ πράγματα, θὰ σοῦ τά ᾿δινα. Ἀλλὰ ὑπογραφὴ ὄχι. Δὲν ὑποχωρῶ…
Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀντίστασις τὴν ὁποία ἔφερε ὁ Μέγας Βασίλειος· καὶ μέσα στὴν Ἀθήνα ὅταν ἦταν φοιτητής, καὶ στὴν Καισάρεια, καὶ μπροστὰ στὸν Μόδεστο καὶ στὸν αὐτοκράτορα. Κι ἄλλα σημεῖα ἀντιστάσεως ἔχει. Ἀλλὰ ἂς ἀφήσωμεν τὸν Μέγαν Βασίλειον κι ἂς δοῦμε τὸ πνεῦμα τῆς ἀντιστάσεως ποὺ διέκρινε τὸν Γρηγόριον τὸν Θεολόγο, τὸν φίλον του.
2. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Πρῶτα – πρῶτα τὸ πνεῦμα τῆς ἀντιστάσεως τὸ βλέπουμε μέσα στὴν Ἀθήνα. Δὲν ἐπηρεάσθη ἀπὸ τὰ κακὰ παραδείγματα. Δίπλα του, μέσα στὸ σχολεῖο ποὺ ἐσπούδαζε, εἶχε τὸν Ἰουλιανὸν τὸν Παραβάτην. Καὶ ὅμως ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου δὲν ἐπηρεάσθη ὁ Γρηγόριος, ἀλλὰ ἐπολέμησε ἐναντίον τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν σκέψεων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου.
Κατόπιν πῆγε στὸ χωριό του Ἀριανζό, ἔγινε πρεσβύτερος. Ὡς πρεσβύτερος ἐκλήθη στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅπου ἐπεκράτει ὁ ἀρειανισμός. Οἱ ἀρειανοὶ οἱ αἱρετικοὶ πήρανε ὅλες τὶς ἐκκλησίες καὶ ἀφήσανε μόνο μιὰ ἐκκλησία, μικρὴ πολλὴ μικρή, στὴν ἄκρη τῆς πόλεως· ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἐκεῖ ἐξεφώνησε τοὺς περιφήμους λόγους του περὶ ἁγίας Τριάδος. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆρε τὸ ὄνομα Θεολόγος.
Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν τοῦ ᾿διναν σημασία, ἀλλὰ κατόπιν ἄρχισε νὰ σείῃ μὲ τὰ κηρύγματα ὁλόκληρον τὴν πόλιν. Οἱ ἀρειανοὶ ἐφρύαξαν· ἐλύσσαξαν, ἐλύσσαξαν ἐναντίον του. Μιὰ μέρα, τὸ Πάσχα, μπήκανε μὲ ῥόπαλα, μὲ ξύλα καὶ λιθάρια κι ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸ ἐκκλησίασμα· καὶ τραυμάτισαν θανάσιμα τὸν Γρηγόριον. Σχεδὸν ἡμιθανὴς ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ δρᾶμα αὐτὸ τῆς νυκτὸς τοῦ Πάσχα, ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν.
Ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν, ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς του.
Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμε στὸ Χρυσόστομο.
3. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ὁλόκληρος ἡ ζωή του εἶνε μιὰ ἐπανάστασις, ὁλόκληρος ἡ ζωή του εἶνε μία μάχη. Στὰ συγγράμματά του, στὶς ὁμιλίες, χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις μάχη, πόλεμος, ὅπλα, ἀγών. Λέγει κάπου· Ἔρχομαι ἀπὸ μάχη! Κι ὅταν τὸν ἀκούει κανείς, νομίζει ὅτι ἦταν στὸν πόλεμο· ἀλλὰ πόλεμος ἐδῶ εἶνε ὁ πνευματικός, ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ἠγωνίσθη.
α΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρικῶν τελετῶν καὶ διασκεδάσεων. Κάθε μέρα γλεντούσανε μέσα στὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ εχανε τὰ ἱπποδρόμια καὶ τὰ θέατρα καὶ τοὺς φαύλους χορούς. Ἦταν ἐναντίον τῶν θεάτρων. Κανείς ἄλλος ἱεροκήρυκας δὲν ἐπολέμησε τὰ θέατρα, δὲν ἐπολέμησε τὰ ἱπποδρόμια καὶ τοὺς χοροὺς ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
β΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν πλουσίων. Ἦσαν πλούσιοι ποὺ εἶχαν κρεβάτια φτειαγμένα ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀσήμι. Φρικτὴ ἡ κατάστασις. Ἀναστέναζε ὁ Χρυσόστομος. Ἔλεγε στοὺς πλουσίους· Ὅποιος δὲν βοηθάει τὸ φτωχό, κλέβει τὸ Θεό· εἶνε ἱερόσυλος.
γ΄. Ἐναντίον τῆς πολυτελείας. Ἦταν κάτι κυρίες, ποὺ ἦταν μέσα στὰ ἀνάκτορα καὶ κάθε μέρα φοροῦσαν καινούργιες ἐνδυμασίες. Μέσα στὰ μεταξωτὰ καὶ στὰ χρυσᾶ.
δ΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ Εὐτροπίου. Τί ἦταν ὁ Εὐτρόπιος; Ἀξία μηδέν. Κι αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε καμμιά προσωπικὴ ἀξία, ἕνα πρωΐ, πρωθυπουργὸς τῆς χώρας! Τρίβανε τὰ μάτια τους ὁ κόσμος ὅλος. Πῶς ἔγινε; Ὁ λαὸς δὲν τὸν ἐξέλεξε, ἀπὸ τὶς κάλπες δὲν βγῆκε. Τί συνέβη; Ἦταν ὁ εὐνοούμενος τῆς αἰσχρᾶς καὶ ἀνηθίκου βασιλίσσης Εὐδοξίας. Αὐτὴ τὸν ἐξέλεξε καὶ τὸν ἔθεσε πρωθυπουργό. Ποιός τολμοῦσε νὰ διαμαρτυρηθῇ; Ἡ ἀστυνομία δική του, ὁ στρατὸς δικός του, τὰ πάντα δικά του. Τύπος δὲν ὑπῆρχε. Ἕνας μόνον ὑπῆρχε, ἀρκοῦσε αὐτός.
Μόλις ἔγινε ὕπατος, πρωθυπουργός, ἀνέπτυξε μιὰ δραστηριότητα ἁρπαγῆς καὶ πλεονεξίας. Δὲν ἄφησε σπιτάκι χήρας καὶ ὀρφανοῦ. Τὸ ὑπόγειό του ἦταν γεμᾶτο χρυσάφι. Τοῦ φώναξε ὁ Χρυσόστομος· Ὁ δρόμος ποὺ πῆρες εἶνε καταστρεπτικός…
Τίποτε αὐτός. Εἶχε μεθύσει. Δὲν μεθάει ὁ ἄνθρωπος μόνον ἀπὸ κρασί· αὐτὸ εἶνε τὸ ὀλιγώτερο. Μεθάει ἀπὸ τρία πράγματα ὁ ἄνθρωπος· «Οὐαὶ οἱ μεθύοντες ἄνευ οίνου» . Μεθάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ χρῆμα, μεθάει ἀπὸ τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις, μεθάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ δόξα. Μεθύσια τρομερά, ἐγκληματικὰ μεθύσια. Ὁ ἄλλος ξεμεθάει, αὐτοὶ δὲν ξεμεθᾶνε. Εἶχε μεθύσει ὁ Εὐτρόπιος ἀπὸ τὰ χρήματα, ἀπὸ τὰς ἡδονάς, ἀπὸ τὴ δόξα. Ἐπάνω στὴ δόξα του καὶ τὴν ἀκμή του τίποτε δὲν ὑπολόγιζε.
Ἦταν ἕνα ἱερὸ ἔθιμο, ποὺ τὸ ἐνέκρινεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Καὶ ἔλεγε τὸ ἔθιμο αὐτό, ὁ νόμος αὐτός· Ὅποιος καταδιώκεται ἀπὸ τὴν ἀστυνομία καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ προφθάσῃ καὶ μπῇ μέσα σὲ ἐκκλησία, δὲν ἔχει δικαίωμα κανείς νὰ τὸν πειράξῃ. Ὅλη ἡ ἐξουσία σταματᾷ. Τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν. Εἶχε διαφόρους ἐχθροὺς ὁ Εὐτρόπιος. Τοὺς κυνηγοῦσε καὶ πήγαιναν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Πῆγε τότε στὸ Χρυσόστομο καὶ τοῦ λέγει· ―Θὰ μοῦ κάνῃς μιὰ χάρι· θὰ μοῦ καταργήσῃς τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν, νά ᾿χω τὸ δικαίωμα νὰ μπαίνω μέσα σὰν γεράκι καὶ νὰ ἁρπάζω τὰ ὀρνίθια. ―Αὐτὸ δὲν γίνεται, τοῦ λέει. ―Θὰ σὲ ἐξορίσω. ―Κάνε ὅ,τι θέλεις· τὸ ἄσυλο [δὲν καταργεῖται\. Ἐφ᾿ ὅσον ἐγὼ εἶμαι πατέρας, θὰ στέκωμαι ἐκεῖ μπροστὰ νὰ ὑποστηρίζω τὰ παιδιά μου. Θὰ προτιμήσω νὰ πατήσουν ἐπάνω στὸ πτῶμα μου οἱ στρατιῶτες σου καὶ οἱ ἀστυνομικοί σου, παρὰ νὰ παραδώσω τὰ παιδιά μου.
Μιὰ μέρα ἐκήρυττε ὁ Χρυσόστομος στὸ ναό. Βοὴ μεγάλη [ἀκούστηκε\, θόρυβος, κόσμος, ὀχλοβοή, κυνηγητό… Σταματάει τὸ κήρυγμα ὁ Χρυσόστομος. Τί νὰ δῇ; Τρέχει κάποιος ἱδρωμένος, ἐλεεινός, τρισάθλιος. Μπαίνει βιαστικά, πατάει τὸ κατώφλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἀγκαλιάζει τὶς κολῶνες. Ποιός ἦταν; Ἦταν ὁ Εὐτρόπιος, ὁ ὕπατος, ὁ πρωθυπουργὸς ὁ διος. Αὐτός, ποὺ ἤθελε νὰ καταργήσῃ τὸ ἄσυλον, ἔγινε κίνημα καὶ τὸν κατέβασαν ἄλλοι στρατηγοὶ ἀπὸ τὸ θρόνο· καὶ γιὰ νὰ σωθῇ, νὰ μὴ τὸν πιάσουνε, ἔτρεξε καὶ μπῆκε στὸ ναὸ γῆς Ἁγίας Σοφίας. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Χρυσόστομος, ἔκανε τὸ σταυρό του. Ἀπ᾿ ἔξω ὄχλος πολὺς φώναζε· Νὰ μᾶς τὸν δώσῃς, νὰ τὸν κάνουμε χίλια κομμάτια. Μᾶς κατέστρεψε, μᾶς διέλυσε… Τοῦ Εὐτροπίου ἔτρεμαν τὰ σαγόνια του.
Ἀνέβηκε τότε ὁ Χρυσόστομος ἐπάνω στὸν ἄμβωνα καὶ ἐξεφώνησε τὸν περίφημον, τὸν ἀριστουργηματικόν, λόγον Εἰς πρὸς Εὐτρόπιον. Εἶπε τότε· «“Ματαιότης ματαιοτήτων…” (Ἐκκλ. 1,2). Ἐλᾶτε, πλούσιοι, ἐλᾶτε βασιλιᾶδες, ἐλᾶτε νὰ δῆτε αὐτόν· ποῦ ἦταν χθές, ποῦ ἦταν πρὸ μιᾶς ὥρας, καὶ ποῦ εὑρίσκεται τώρα…».
Δὲν τοὺς τὸν παρέδωσε.
ε΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ Εὐτροπίου, τοῦ εὐνοουμένου τῆς αὐτοκρατείρας Εὐδοξίας, ἀλλὰ ἀγωνίσθηκε ἀκόμη καὶ μὲ τὴν αὐτοκράτειρα. Καὶ στὴν πάλη τοῦ ἁγίου ἀνδρὸς καὶ αὐτοκρατείρας ἐνίκησε ἡ γυναίκα, νίκην αἰσχρὰν διὰ τὸ γυναικεῖον γένος. Ἡ αὐτοκράτειρα ἦταν μία ἀγράμματος καὶ ἀστοιχείωτος καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ Βυζαντίου. Ἀλλὰ εἶχε ἕνα μεγάλο προσόν, ποὺ εἶνε τὸ δόλωμα τῶν ἀνοήτων· εἶχε τὸ προσὸν τῆς ὡραιότητος. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὴν ὡραιότητα ἐκρύπτετο ὅλη ἡ ἄβυσσος καὶ ὅλη ἡ κόλασις. Κατώρθωσε νὰ κάνῃ παιχνίδι τὸν Ἀρκάδιον· τὸν ἔπαιζε ὅπως ἤθελε. Ἀνέβαζε καὶ κατέβαζε τοὺς πάντας. Καὶ νόμισε, ὅτι θὰ παίξῃ καὶ τὸν Χρυσόστομον. Τί συνέβη· οἱ κυρίες τῶν τιμῶν κολάκευαν τὴ βασίλισσα καὶ λέγανε· Τέτοια βασίλισσα, τόσο ὡραία, τέτοια καλλονὴ δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο. Εἶνε κρῖμα. Πρέπει νὰ σοῦ φτειάξουμε τὸ ἄγαλμα…
Κάνανε ἔρανο, μαζέψανε ὅλο τὸ ἀσήμι, τὸ χύσανε, καὶ φτειάξανε ἕνα ἄγαλμα τῆς βασιλίσσης. Καὶ τὸ στήσανε ὄχι στὴν πλατεῖα ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία. Καὶ ὡρίσανε ἡμέρα νὰ μαζευτοῦν καὶ νὰ κάνουν τελετή. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Χρυσόστομος ἐξηγέρθη. Ἀφώρισε τοὺς διοργανωτὰς τῆς τελετῆς, ὑπάτους καὶ στρατηγούς, ὡς βεβηλοῦντας τὸ ἱερόν, καὶ ἠπείλησε ὅτι, ἐὰν ἐντὸς τῆς ἑβδομάδος δὲν σηκώσῃ τὸ ἄγαλμα, τὸ βδέλυγμα ἐρημώσεως, θὰ σηκώσῃ ἐπανάστασι.
Ὅταν μάθανε στὰ ἀνάκτορα ὅτι δὲν ἀστειεύεται, ἐταράχθησαν. Σύσκεψις ἔκτακτος. Τότε ἄρχισε ὁ μακρὸς ἐκεῖνος ἀγών· καὶ ὄργανα τοῦ ἀγῶνος ἦσαν καὶ ἐπίσκοποι ἀνάξιοι. Δύο φορὲς ἐξωρίσθη. Τὴ δεύτερη φορὰ ἔγινε σεισμὸς μέγας, ποὺ συνεκλόνισε τὰ πάντα ὅταν ἔφευγε. Ἔφυγε, προχώρησε στὰ βαθειά, πέρα μέχρι τὴν Ἀρμενία. Κατάκοπος, ἐξηντλημένος, πονεμένος, διωγμένος ὁ μέγας μάρτυς τοῦ καθήκοντος, ὁ βασιλεὺς τῶν ἱεροκηρύκων, ποὺ ἰσάξιον δὲν ἐγνώρισαν οἱ αἰῶνες, ἐπὶ τέλους ἕνα βράδι, [τὴν ὥρα\ ποὺ ἐβασίλευε ὁ ἥλιος, σ᾿ ἕνα μικρὸ χωριὸ ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα, στὰ Κόμανα τῆς Ἀρμενίας, ξάπλωσε μέσα στὸ ναΐσκο νὰ κοιμηθῇ. Τὴ νύχτα εἶδε ὅραμα. Παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος Βασιλίσκος καὶ τοῦ εἶπε·
«Ἀδελφὲ Ἰωάννη, θάρσει. Αὔριον θὰ εμεθα μαζί. Ἀπόψε μόνο εἶσαι κάτω στὴ Γῆ». Ὅλη τὴ νύχτα εἶχε ἀγωνία. Τὸ πρωῒ σηκώθηκε, μοίρασε τὰ ῥοῦχα στοὺς στρατιώτας ποὺ τὸν συνώδευαν, ἔκανε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ τρεῖς φορὲς εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, καὶ μετὰ εἶπε κάτι λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Καὶ παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχήν. Ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἔπεσε πάνω στὸ καθῆκον.
* * *
Ἀγαπητοί! Μιὰ σταχυολογία, κάτι ἐλάχιστα, εἶπα ἀπὸ τὴν ἀγωνιστικὴν ζωὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Καὶ τὸ ἔκανα ὑπείκων εἰς τὸν ἀπόστολον Παῦλον, λέγοντα· «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7). Πρέπει νὰ τοὺς θυμούμεθα, πρέπει νὰ ἀναπολοῦμε τὴ ζωή τους, πρέπει νὰ μιμούμεθα τὸν βίον τους. Καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἀντεστάθησαν στὴν ἐποχήν τους. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν ἐποχή μας.
Ἀγαπητοὶ μου! Ἐδῶ στὴ γῆ ποὺ εὑρισκόμεθα, στὴ φλούδα αὐτὴ τῆς γῆς, δὲν μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς νὰ ζήσωμεν λίγα χρόνια καὶ νὰ κάνωμεν τὰ κέφια τοῦ διαβόλου. Δὲν μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς ἐδῶ στὸν κόσμο νὰ κάνωμε τὰ κέφια τῆς σάρκας, τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Μᾶς ἔφερε νὰ κάνωμε τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Λέμε στὴν προσευχήν μας· «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου…» (Ματθ. 6,10). «Τὸ θέλημά σου»· ὄχι τὸ θέλημα τοῦ ἄλφα, βῆτα, καὶ γάμμα· «τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς». Πρέπει πάνω ἀπ᾿ ὅλα, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ συνεπῶς, ὅταν παρουσιάζεται περίπτωσις ποὺ τὸ θέλημα τοῦ κόσμου, τὸ θέλημα τῆς σάρκας, τὸ θέλημα τῆς γειτονιᾶς εἶνε ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡμεῖς νὰ ἐκλέξωμεν ἀσυζητητὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Περιπτώσεις:
α΄. Μυστήριον μέγα ὁ γάμος. Ἡ γυναίκα πρέπει νὰ ὑπακούῃ στὸν ἄνδρα μέχρις ἑνὸς ὡρισμένου σημείου. Ἐὰν ὁ ἄνδρας δώσῃ διαταγὴ νὰ μὴ πατάῃ στὴν ἐκκλησία, νὰ μὴ κάνῃ τὴν προσευχή της, νὰ μὴν ἐξομολογῆται, νὰ μὴ πηγαίνῃ σὲ θρησκευτικὲς συγκεντρώσεις· ἐὰν ―ἀκόμη χειρότερα― ὁ ἄνδρας ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα πρὸς τὸ σαφὲς θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ γυναίκα ἔχει δυὸ ἀγάπες μπροστά της· τὴν ἀγάπη τοῦ ἄνδρα, καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τί θὰ διαλέξῃ; Νῦν κρίσις γυναικός ἐστι, νῦν κρίσις τοῦ γάμου. Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ ἄνδρα; ἔπαυσε νὰ εἶνε Χριστιανή. Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; χίλια στεφάνια πλέκουν οἱ ἄγγελοι. Νὰ πῇ στὸν ἄνδρα· Σύζυγε, σὲ πῆρα νὰ σ᾿ ἔχω σύντροφο στὴ ζωὴ· δὲν σὲ πῆρα νὰ μὲ κολάσῃς. Ἀλλὰ λένε· Ἂν δὲν κάνῃς τὰ θελήματα τοῦ ἀνδρός, φεύγει. Φεύγει; σὺ νὰ μὴ γίνεσαι αἰτία. Ἔφυγε; ὥρα καλή του. Προτιμότερο χωρισμένη ἀπὸ τὸν ἄνδρα, παρὰ χωρισμένη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔχει μύρια μέσα καὶ τέχνες ἡ γυναίκα νὰ ὑποτάξῃ τὸν ἄνδρα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ μπορέση; ἂς φύγῃ.
β΄. Ἂν πάλι ὁ ἄνδρας βρεθῇ σὲ μιὰ γυναῖκα ποὺ ἔχει ἀξιώσεις ἐντελῶς ἀντιχριστιανικές, δὲν πρέπει νὰ ὑποχωρήσῃ εἰς ὅλας τὰς ἐπιθυμίας τῆς γυναικὸς ποὺ ἀντιστρατεύονται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ πρέπει ν’ ἀντισταθῇ εἰς τὰς ἐπιθυμίας τῆς γυναικός, νὰ κρατήσῃ τὴν κυριαρχίαν μέσα στὸ σπίτι.
γ΄. Εἶσαι παιδί; ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς. Ἐὰν ὅμως βρεθοῦν γονεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ συμβουλεύσουν πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, τότε τὸ παιδὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπακούσῃ στοὺς γονεῖς. Εἶνε ἐλεύθερον πλέον νὰ χαράξῃ τὴν γραμμήν του, τὴ γραμμὴ τοῦ καθήκοντος, τὴν γραμμὴν τῆς ἀρετῆς, τὴν γραμμὴν τῆς πίστεως, καὶ ν’ ἀντισταθῇ στὸ θέλημα τοῦ πατρός.
δ΄. Εἶσαι στρατιώτης; ὑπακοὴ στὴν πατρίδα, ὑπακοὴ στοὺς ἀξιωματικοὺς μέχρι ἑνὸς σημείου. Βλασφήμησε μπροστά σου ὁ ἀξιωματικὸς τὰ θεῖα καὶ τὰ ἱερά; νὰ ἀντισταθῇς σ’ αὐτὸν τὸν διο· καὶ νά ᾿χῃς τὸ θάρρος νὰ πῇς, ὅτι ἐδῶ μέσα στὸ στρατὸ δὲν ἦρθα νὰ σταυρώνωμεν τὸ Χριστό, ἀλλὰ νὰ ὑπερασπίζωμεν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἠθικήν.
ε΄. Εἶσαι ὑπάλληλος; ὑπακοὴ μέχρις ἑνὸς σημείου. Θὰ ἀντισταθῇς στὸν προϊστάμενό σου, ἂν ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Χριστιανοί μου! Τελειώνω μὲ ἕνα παράδειγμα. Βρέθηκα μιὰ μέρα κοντὰ στὸν ποταμὸ Ἁλιάκμονα ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ποὺ ἔχει τὶς πηγές του ψηλὰ στὰ βουνὰ τῆς Σαμαρίνας. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἕνας ψαρᾶς ψάρευε. Σὲ μιὰ στιγμὴ μοῦ λέγει· ―Μπορεῖς νὰ διακρίνῃς τὰ ζωντανὰ ψάρια ἀπὸ τὰ ψόφια; Λέγω· ―Νὰ τὰ δῶ πρῶτα. ―Ὄχι, λέει, ἔτσι. Ἐγὼ ἀπὸ μακριὰ τὰ καταλαβαίνω. Καὶ συνέχισε· Τὰ ψόφια ψάρια τὰ παίρνει τὸ ῥεῦμα καὶ τὰ πετάει κάτω στὴ Θεσσαλονίκη, κάτω στὸν κόλπο. Τὰ ζωντανὰ τὰ ψάρια, ὅσο ὁρμητικὸ νὰ εἶνε τὸ ῥεῦμα, δὲν πᾶνε πρὸς τὰ κάτω. Πᾶνε κόντρα στὸ ῥεῦμα, ἀντίθετα στὸ ῥεῦμα. Πηδᾶνε βράχια, καταρράχτες, κάνουν ἅλματα μεγάλα καὶ φθάνουν μέχρι τὴ Σαμαρίνα, τὴν Πίνδο. Τὰ ψόφια ψάρια δὲν ἔχουν δύναμι· τὰ παρασύρει τὸ ῥεῦμα.
Τί είμεθα, ἀγαπητοὶ μου, νεκροὶ ἢ ζωντανοὶ Χριστιανοί; Ἂν νεκροί, θὰ μᾶς παρασύρῃ τὸ ῥεῦμα τῆς ἁμαρτίας καὶ θὰ μᾶς ῥίψῃ μέσα στὴν ἄβυσσο. Ἂν ὅμως ζωντανοί, δὲν θὰ μᾶς παρασύρῃ τὸ ῥεῦμα τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν, τοῦ ὑλισμοῦ κ.λπ., ἀλλὰ θὰ πᾶμε κόντρα. Κόντρα μὲ ὅλα τὰ ῥεύματα. Κόντρα καὶ πάλι κόντρα. Ἀντίστασι στὰ ῥεύματα τῆς ἐποχῆς. Οἱ δὲ Τρεῖς Ἱεράρχαι, τὰ πρότυπα τῶν ἀγωνιστῶν, εθε νὰ μᾶς εὐλογοῦν στὸν ἀγῶνα μας αὐτόν. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Πηγή: Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης στην αίθουσα των «Tριών Iεραρχών» Aθηνών 30-1-1966, Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης )
Ἡ ἑλληνική καί ἡ κατά Χριστόν μόρφωσις, κατά τούς τρεῖς Ἱεράρχας
(†) Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης
Εορτάζουμε σήμερα την μνήμη των τριών μεγάλων Ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Των τριών μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος.
Οι άμβωνες της Κωνσταντινουπόλεως, της Αντιοχείας, της Καισαρείας της Καππαδοκίας, της Ναζιανζού έγιναν αιώνιοι άμβωνες της Εκκλησίας, από τους οποίους οι τρεις Ιεράρχαι κηρύττουν την Ορθόδοξο Θεολογία και πίστι μας και μας υποδεικνύουν την γνησία Χριστιανική ζωή.
Γι’ αυτό και σε κάθε ακολουθία και Θεία Λειτουργία τους μνημονεύουμε. Ο μακαρισμός και έπαινός τους στην Εκκλησία του Θεού είναι πολύς, αδιάκοπος και αιώνιος.
Τιμώνται ιδιαίτερα ο καθένας την ημέρα της μνήμης του και όλοι μαζί σήμερα, ώστε οι Χριστιανοί να τους θεωρούν ισαξίους και ισοτίμους.
Μετά την απελευθέρωσι του Γένους από την φοβερή τουρκική σκλαβιά, η νεοελληνική πολιτεία καθιέρωσε η σημερινή εορτή τους να εορτάζεται και ως εορτή της Παιδείας.
Η καθιέρωσις της εορτής αυτής ως εορτής των Γραμμάτων και της Παιδείας ήταν επιβεβλημένη. Είναι αλήθεια ότι μετά την απελευθέρωσι οι ηγεσίες του Ελληνικού Κράτους, επηρεασμένες από τα δυτικά ρεύματα και πρότυπα και μάλιστα κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας των Βαυαρών, δεν ετίμησαν και δεν αξιοποίησαν δεόντως την Παράδοσι του Γένους και κάποτε ασέβησαν απέναντι της, εκτός εξαιρέσεων.Όμως η ανακήρυξις των Τριών Ιεραρχών ως προστατών της Ελληνορθοδόξου Παιδείας ήταν πράξις αξία της Παραδόσεως του Γένους, αφού οι Τρείς Ιεράρχαι συνδυάζουν την Χριστιανική διδασκαλία με την θύραθεν και μάλιστα την Ελληνική μόρφωση.
Τον 4ον αιώνα που έζησαν οι τρεις Ιεράρχαι, υπήρχε διαμάχη μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Υπήρχαν δύο αντίθετα άκρα. Το ένα εκ μέρους Χριστιανών που απέρριπταν τελείως την Ελληνική σοφία, λόγω του φόβου της ειδωλολατρείας. Το άλλο εκ μέρους των φανατικών ελληνολατρών-ειδωλολατρών, που οχι μόνο απέρριπταν την Χριστιανική πίστι αλλά και θεωρούσαν τους Χριστιανούς αναξίους να σπουδάζουν τα Ελληνικά Γράμματα. Κύριος εκπρόσωπός των ήταν ο ειδωλολάτρης Ιουλιανός ο Παραβάτης, συμμαθητής του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου στην Αθήνα, που όταν έγινε αυτοκράτωρ εξέδωκε διάταγμα κατά των Χριστιανών διδασκάλων, να μη διδάσκουν την Ελληνική φιλοσοφία.
Οι Τρεις Ιεράρχαι δεν παρασύρθηκαν από αυτά τα άκρα, αλλά προχώρησαν σε ένα μεγαλειώδη συνδυασμό – σύζευξι Χριστιανισμού και Ελληνικής σοφίας.
Γράφει σχετικώς ο άγιος Γρηγόριος:
«Νομίζω ότι όλοι οι φρόνιμοι έχουν ομολογήσει, οτι η μόρφωσις είναι το πρώτον αγαθόν που έχομεν. Όχι μόνον αυτή η ευγενεστέρα και ιδική μας που περιφρονούσα κάθε κομψότητα και κάθε φιλοδοξίαν των λόγων κρατά μόνον την σωτηρίαν και το κάλλος των νοητών, αλλά και η εξωτερική μόρφωσις την οποίαν πολλοί Χριστιανοί από κακήν εκτίμησιν απορρίπτουν, διότι τάχα είναι ύπουλη και απατηλή και απομακρύνει από τον Θεόν.» (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον, 11, Ε.Π.Ε. τ.6, σελ. 145).
Με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος κατενόησαν δύο βασικές αλήθειες της Ορθοδόξου Πίστεως.
Πρώτον, ότι η Εκκλησία δεν ημπορεί να αδιαφορήση για τον κόσμο και εν προκειμένω για τον προχριστιανικό Ελληνισμό. Πρέπει να τον προσλάβη στο Σώμα Της, δηλαδή το Σώμα του Χριστού, για να τον θεραπεύση, γιατί όπως είχε διδάξει ο Μ. Αθανάσιος (τον οποίο ο Μ. Βασίλειος είχε προσωπικά γνωρίσει) «το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον» .
Και δεύτερον, ότι αυτή η πρόσληψις έπρεπε να γίνη με διάκρισι, σύμφωνα με το αποστολικόν τα «πάντα δοκιμάζετε το καλόν κατέχετε» (Α’ Θεσ. 5, 21). Θα έπρεπε λοιπόν να γίνη δεκτόν ό,τι καλόν είχε η αρχαία σοφία και να απορριφθή ως άχρηστο και επικίνδυνο για την ψυχή ό,τι αντίθετο προς την χριστιανική πίστι και ηθική υπήρχε σ’ αυτήν. Αν και από τα αρνητικά θα μπορούσαν να διδαχθούν οι Χριστιανοί, αφού από την σύγκρισί τους με τα καθ’ ημάς θα φανερωνόταν η αλήθεια και ανωτερότης της πίστεώς μας, όπως π.χ. από τις διηγήσεις περί των ερώτων και των αντιζηλιών των θεών.
Δεν θα μπορούσαν οι Τρείς Ιεράρχαι να κάνουν αυτή την κάθαρσι και πρόσληψι της Ελληνικής σοφίας, εάν οι ίδιοι δεν την είχαν σπουδάσει ή δεν είχαν αντιμετωπίσει κατά τρόπον όχι μόνο διανοητικό αλλά και υπαρξιακό το πρόβλημα. Οι δύο κόσμοι αντιπάλαιαν και αυτή η αντιπαλότης ζητούσε να λάβουν οι ίδιοι μία υπεύθυνη στάση.
Είναι γνωστό ότι οι Τρεις Ιεράρχαι έλαβαν ανωτέρα πανεπιστημιακή μόρφωσι. Ο Μ. Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος σε διάφορα μορφωτικά κέντρα της εποχής των και τελικά εις τας “χρυσάς Αθήνας”, όπου υπήρχαν οι ανώτερες πανεπιστημιακές σπουδές.
Ήσαν ακόμη κατηχούμενοι. Αλλά διεκρίνοντο για το ήθος τους. Δεν συμμετείχαν σε διασκεδάσεις και άλλες εκδηλώσεις των συμφοιτητών τους. Δύο δρόμους εγνώριζαν: τον ένα προς την χριστιανική Εκκλησία και τον άλλο προς την Σχολή.
Έδειξαν έτσι από τότε ότι, ενώ ήσαν πιστοί Χριστιανοί νέοι, εκτιμούσαν και την Ελληνική σοφία. Πόσο καλά την έμαθαν, φαίνεται και από τα συγγράμματα που κατόπιν έγραψαν. Μάλιστα τον άγιο Γρηγόριο, όταν τελείωσε τις σπουδές του, δεν τον άφησαν να αναχωρήση από την Αθήνα μαζί με τον Μ. Βασίλειο, όπως είχαν συμφωνήσει, αλλά οι φοιτητικοί σύλλογοι τον κράτησαν και τον ανεβίβασαν στο καθηγητικό αξίωμα, όπου μόλις μετά δύο χρόνια ημπόρεσε να αναχωρήση.
Είναι γνωστό ακόμη οτι ο άγιος Χρυσόστομος εμαθήτευσε και στον περίφημο Λιβάνιο στην Αντιόχεια, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε ποιόν θα άφηνε διάδοχό του, απήντησε: τον Ιωάννη, εάν δεν τον είχαν συλήσει οι Χριστιανοί.
Ο άγιος Γρηγόριος ήταν άριστος φιλόλογος. Εχειρίζετο θαυμάσια προφορικά και γραπτά την αττική διάλεκτο και έγραφε ποιήματα στο γλωσσικό ιδίωμα και στα μέτρα των αρχαίων ποιητών. Συνολικά έγραψε 19.000 στίχους.
Ο Μ. Βασίλειος εσπούδασε και εγνώριζε όχι μόνο την φιλοσοφία και ρητορική αλλά και την αστρονομία και την ιατρική και φυσική. Αυτή η γνώσις του φαίνεται και στην γνωστή Εξαήμερο, δηλαδή την ερμηνεία των εξ ημερών της Δημιουργίας του πρώτου κεφαλαίου της Γενέσεως.
Ομιλών ο άγιος Γρηγόριος για την μόρφωσι του Μεγ. Βασιλείου γράφει:
«Ποιος ήτο τόσο ικανός εις την ρητορικήν που πνέει φλόγα, αν και ο τρόπος του δεν είναι ρητορικός; Ποιος ήτο τόσο ικανός εις την γραμματικήν ή εξελλήνιζε την γλώσσαν; Ποίος συνεκέντρωνε τόσας γνώσεις, ήτο κάτοχος της στιχουργικής και έθετε νόμους εις την ποίησιν; Ποίος ήτο τόσον ικανός εις την φιλοσοφίαν αυτήν, που είναι υψηλή πράγματι και τείνει εις τα άνω, ειτε αναφέρεται εις πρακτικά και επιστημονικά θέματα είτε ασχολείται με λογικάς αποδείξεις και αντιθέσεις και αμφισβητήσεις και έχει ως γνωστόν το όνομα διαλεκτική; Έτσι είναι ευκολώτερον να περάσης μέσα από λαβυρίνθους παρά να διαφύγης εάν εχρειάζετο, από τα δίκτυα των λόγων εκείνου. Από την Αστρονομίαν, την γεωμετρίαν και τας σχέσεις της αριθμητικής επήρε τόσην μόρφωσιν, ώστε να μη κλονίζεται από τα παράδοξα των Επιστημών αυτών. Περιεφρόνησε το περισσόν ως άχρηστον δι’ όσους επιδιώκουν την ευσέβειαν.
Ωστε ημπορεί να θαυμάση κάποιος αυτό που επροτιμήθη περισσότερον από εκείνο που επεριφρονήθη και εκείνο που επεριφρονήθη περισσότερον από αυτό που επροτιμήθη. Την ιατρικήν που είναι καρπός της φιλοσοφίας και της φιλοπονίας του, την έκαμαν απαραίτητον και η ασθένεια του σώματός του και η περιποίησις των ασθενών. Από αυτά ήρχισε και επέτυχε την κατοχήν της τέχνης, κατοχήν που δεν περιορίζεται εις την επιφάνειαν και το χαμηλότερον επίπεδον, αλλά υψώνεται εις τας αρχάς και την επιστήμην. Τι σημασίαν όμως έχουν όλα αυτά, και ας είναι τόσον αξιόλογα, διά την διάπλασιν του χαρακτήρος του;» (Γρηγορίου του Θεολόγου, Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, 23, Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ. 169-171).
Τις απόψεις του Μ. Βασιλείου για την Ελληνική σοφία βρίσκουμε στον λόγο του «Προς τους νέους, Οπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Τον λόγο αυτό έγραψε σαν απάντησι στην απαγόρευσι που επέβαλε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης στους Χριστιανούς νέους, να μη σπουδάζουν τα Ελληνικά γράμματα, αλλά και για καθοδήγησι των Χριστιανών νέων πως να σπουδάζουν αυτά.
Δεν είναι υπερβολή να ειπούμε, ότι οι Τρεις Ιεράρχαι ήσαν όσο ολίγοι άνθρωποι της εποχής των μορφωμένοι. Παρ’ όλα αυτά στην θύραθεν, την κοσμική, μόρφωσι έδιναν σχετική μόνο σημασία και αξία.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο, η σοφία του Θεού είναι «κυρία», ενώ η σοφία του κόσμου «θεραπαινίς» (Γ. Σωτηρίου, Οι άγιοι Τρεις Ιεράρχαι, Μυτιλήνη 1993, σελ. 48).
Κατά δε τον Μέγα Βασίλειο, η Χριστιανική παιδεία είναι «ο καρπός», ενώ η Ελληνική παιδεία είναι «τα φύλλα», που όμως και αυτά χρειάζονται γιατί προσδίδουν ωραιότητα στον καρπό (Μ. Βασιλείου, Λόγος προς τους νέους, Ε.Π.Ε. τ. 7, σελ. 323).
Εγνώριζαν οι Τρεις Ιεράρχαι ότι ο άνθρωπος επλάσθη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Δημιουργού και ότι με την αμαρτία των πρωτοπλάστων και όλων των ανθρώπων το κατ «εικόνα αρρώστησε, εφθάρη, έχασε την αρχική του ωραιότητα και λαμπρότητα και έτσι δεν ημπορεί να επιτύχη τον τελικό του σκοπό, που είναι το καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή να ομοιάση με τον Θεό και έτσι να γίνη Θεός κατά Χάριν.
Τώρα ο άνθρωπος δεν εχει την ευμορφίαν του κατ’ εικόνα. Είναι παραμορφωμένος από τα πάθη. Όσο και αν μορφωθή με ανθρωπίνη σοφία, η παραμόρφωσις δεν θεραπεύεται. Πρέπει να ξαναβρή την αληθινή εικόνα του Θεού που είναι ο Χριστός, ώστε παίρνοντας την μορφή του Χριστού να θεραπευθή από τις παραμορφώσεις των παθών και της αμαρτίας, να επιτύχη τον ύψιστο προορισμό του, το καθ’ όμοίωσιν, την θέωση.
Πράγματι τα πάθη, ο εγωισμός, η αμαρτία, η απιστία, παραμορφώνουν και ασχημίζουν τον άνθρωπο.
Αυτό είχαν πάθει και οι Γαλάται, που αν και είχαν πιστεύσει με το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, εξέπεσαν και γι’ αυτό ο Απόστολος πονούσε μέχρις ότου με την μετάνοια λάβουν πάλι την μορφή του Χριστού: «Τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν» (Γαλ. 4,19). Γράφει σχετικώς ο ιερός Χρυσόστομος: «Διεφθείρατε… την εικόνα, απωλέσατε την συγγένειαν, την μορφήν ηλλοιώσατε˙ αναγεννήσεως ετέρας υμίν δει και αναπλάσεως» (Ομιλία εις την προς Γαλατάς, κεφ. δ’, Ε.Π.Ε. τ. 20, σελ. 332).
Αυτή την μόρφωσι ποθούσαν οι Τρεις Ιεράρχαι. Να λάβουν την μόρφωσι του Χριστού. Να γίνουν Χριστοειδείς. Αυτή, κατά τους Τρείς Ιεράρχας, είναι η ανωτέρα μόρφωσις, η αληθινή φιλοσοφία, η σώζουσα μόρφωσις.
Αυτή την μόρφωσι αποκτά ο Χριστιανός μέσα στην Εκκλησία.
Η Εκκλησία, μας λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, είναι ιατρείον, όπου μπαίνουμε οι παραμορφωμένοι και άρρωστοι άνθρωποι για να ιαθούμε.
Στην Εκκλησία τα άγρια θηρία ημερώνονται. Οι λύκοι γίνονται αμνοί (βλ. Ομιλία εις το ρητόν «Ουδέποτε άφ’ εαυτού ποιεί ο Υιός ουδέν…», Ε.Π.Ε. τ. 27, σελ. 590).
Η Εκκλησία μας θεραπεύει από την παραμόρφωσι με την διδασκαλία Της, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, την άσκησι, τα ιερά Της Μυστήρια, με το ποιμαντικό έργο των ποιμένων Της.
Στο άγιο Βάπτισμα εγκεντριζόμεθα στον Χριστό, στο άγιο Χρίσμα λαμβάνουμε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Στην Θ. Ευχαριστία ενωνόμαστε με τον Χριστό. Με την μετάνοια όλο και περισσότερο πάσχουμε την καλήν αλλοίωσιν και ομοιάζουμε με τον Χριστό.
Κατά τον άγιο Χρυσόστομο, είναι δυνατόν και μετά την αμαρτία μας να μορφωθή ο Χριστός εν ημίν, εφ’ όσον «μόνον αφώμεθα της μετανοίας» (Ομιλία θ’ εις την προς Εβραίους Επιστολήν, Ε.Π.Ε. τ. 24, σελ. 438).
Οι Τρεις Ιεράρχαι τονίζουν ότι πολύ μας βοηθεί η προσευχή και η μελέτη των θείων Γραφών. Με όλα αυτά τα μέσα της αγάπης του Θεού οι ταπεινές και δεκτικές ψυχές μορφώνονται, λαμβάνουν την μορφή του Χριστού. Αυτή κατά τον άγιο Γρηγόριο είναι και η λαμπρότης του γένους, «η της εικόνος τήρησις και η προς το αρχέτυπον εξομοίωσις, όσον εφικτόν της σαρκός δεσμίοις» (Εις τον άγιον Κυπριανόν, Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ. 118).
Αυτή η εν Χριστώ μόρφωσις του Χριστιανού δεν γίνεται από την μία ώρα στην άλλη. Χρειάζεται ισόβιος αγώνας. Στον αγώνα αυτό βοηθεί και η μίμησις του Χριστού. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Διά τούτο η μετά σαρκός επιδημία Χριστού, αι των ευαγγελικών πολιτευμάτων υποτυπώσεις, τα πάθη, ο σταυρός, η ανάστασις˙ ώστε τον σωζόμενον άνθρωπον διά μιμήσεως Χριστού την αρχαίαν εκείνην υιοθεσίαν απολαβείν. Αναγκαία τοίνυν εστί προς τελείωσιν η Χριστού μίμησις» (Περί του Αγιου Πνεύματος, κεφ. ιε’, Ε.Π.Ε. τ. 10 σελ. 366).
Η μίμησις του Χριστού, που δεν γίνεται με πνεύμα ηθικιστικό αλλά με φρόνημα ταπεινό, βοηθεί τον αγωνιζόμενο Χριστιανό να αποκτά τις αρετές του Χριστού. Την αγάπη, την ταπείνωσι, την πραότητα, την συγχωρητικότητα, την αγνότητα, ώστε να μορφώνη στον εαυτό του τον Χριστό. Έτσι γίνεται αυτό που λέγει ο θείος Παύλος: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Ο Χριστιανός αλλάζει τον παραμορφωμένο νουν με νουν Χριστού, την παραμορφωμένη καρδιά του με καρδίαν και ευσπλαγχνίαν Χριστού, το παραμορφωμένο ήθος του με ήθος Χριστού.
Ο πιστός ενδύεται τον Χριστόν και γίνεται άλλος Χριστός. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Διότι, αν δι’ ημάς η ζωή είναι ο Χριστός, κατά συνέπειαν και ο λόγος μας πρέπει να είναι περί Χριστού και η σκέψις μας και κάθε πράξις μας να έχουν άμεσον σχέσιν με τας εντολάς Του, καθώς και η ψυχή μας να έχη λάβει μορφήν ανάλογον προς Αυτόν» (Έπιστ. 309, Προς Ευπατέριον και την θυγατέρα αυτού, Ε.Π.Ε. τ. 3, σελ. 507).
Όμως αυτή η διά του Χριστού αποκατάστασις της εικόνος του Θεού στον παραμορφωμένο άνθρωπο δεν θα εγίνετο, εάν ο Χριστός δεν ελάμβανε δούλου μορφήν, όπως θεολογεί ο Μ. Βασίλειος στην αγία Αναφορά της Θ. Λειτουργίας του, ακολουθών τον θείον Παύλον, και δεν εγίνετο «σύμμορφος τω σώματι της ταπεινώσεως ημών, ίνα ημάς συμμόρφους ποιήση της εικόνος της δόξης αυτού».
Είναι φανερό από όσα ελέχθησαν, ότι η εν Χριστώ μόρφωσις προϋποθέτει ένωσι και κοινωνία με τον Χριστό. Σ’ αυτή την κοινωνία καλεί ο Χριστός τον πιστό, όπως γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλης εγώ˙ μηδενός εν χρεία καταστής. Εγώ και δουλεύσω˙ ήλθον γάρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος, και μέλος, και κεφαλή, και αδελφός, και αδελφή, και μήτηρ, πάντα εγώ˙ μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης διά σε˙ και αλήτης διά σε’ επί σταυρού διά σε’ επί τάφου διά σε· άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί, κάτω υπέρ σου πρεσβευτής γέγονα παρά του Πατρός. Πάντα μοι συ, και αδελφός, και συγκληρονόμος, και φίλος, και μέλος. Τί πλέον θέλεις;» (Ομιλία οστ’, Ε.Π.Ε τ. 12, σελ. 34).
* * *
Η σύζευξις Ελληνισμού και Χριστιανισμού που επραγματοποίησαν οι Τρεις Ιεράρχαι όχι μόνο δεν έβλαψε τα δύο αυτά μεγέθη, αλλά αντιθέτως και τα ωφέλησε.
Τον μέν Ελληνισμό, όπως δέχεται ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, διότι, ενώ τον βρήκε ο Χριστιανισμός ημιθανή, τον εζωοποίησε και ανέστησε.
Την δε Εκκλησία, διότι η Ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία της έδωσε την δυνατότητα να εκθέση κατά τρόπο αριστοτεχνικό την πίστι και θεολογία της, χωρίς να αρνηθή τίποτε από την ευαγγελική διδασκαλία.
Η άποψις του μεγάλου Ρώσσου θεολόγου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, οτι ο Ελληνισμός κατέστη μόνιμος κατηγορία του Χριστιανισμού, είναι τολμηρή αλλά αληθινή. Μπορεί κανείς να φαντασθή την Ορθοδοξία χωρίς την Ελληνική της έκφρασι;
Αυτός είναι ο λόγος που και τα άλλα Ορθόδοξα έθνη, που παρέλαβαν την Ορθοδοξία από το Βυζάντιο, εθεώρησαν οτι καθόλου δεν μειώνονται από την συνεργασία Ορθοδοξίας και Ελληνισμού, αλλά αντιθέτως και εμπλουτίζονται. Οι Τρείς Ιεράρχαι έθεσαν τα θεμέλια της Ελληνορθοδοξίας. Έγιναν οι πρωτεργάται της ιστορικής πορείας του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού μας.
Αυτός ο πολιτισμός δοκιμάσθηκε έκτοτε μέσα στους αιώνας και άντεξε. Και είναι ζωντανός και δημιουργικός μέχρι σήμερα.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και αυτοί που τον επιβουλεύονται και θέλουν να χωρίσουν τον Ελληνισμό από την Ορθοδοξία, γιατί θέλουν να διώξουν τον Χριστό από την Πατρίδα μας. Και το ακόμη χειρότερο, να επαναφέρουν την αθεΐα ή την αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία με τους ψευδείς Ολυμπίους θεούς, τις θυσίες και τις τελετές της.
Θέλουν δηλαδή να επαναφέρουν αυτά, από τα οποία ο Χριστός μας ελύτρωσε και αυτά που με αγώνες πολλούς οι Τρεις Ιεράρχαι και το μέγα νέφος των Χριστιανών Μαρτύρων με το αίμα τους εκαθάρισε.
Η Εκκλησία προσέλαβε τον Έλληνα άνθρωπο, τον εβάπτισε, τον εκαθάρισε, τον εφώτισε και τον έκανε Χριστιανό Έλληνα. Τώρα θέλουν τον φωτισμένο Έλληνα να τον ξεβαπτίσουν και να τον υποτάξουν και πάλι στο σκοτάδι της ειδωλολατρείας και της αθεΐας.
Απορεί κανείς για το τόλμημα.
Ο σοφός Blaise Pascal γράφει κάπου ότι ο άνθρωπος (προφανώς ο άπιστος) είναι πρόθυμος να πιστεύση την οιανδήποτε ανοησία εκτός από την προφανή αλήθεια του Ευαγγελίου.
Σε όλους αυτούς που διά των αιώνων προσπάθησαν να γκρεμίσουν την Εκκλησία και τον έξ αυτής πηγάσαντα Ελληνορθόδοξο πολιτισμό της λέγει ο άγιος Χρυσότομος: «Η Εκκλησία πολεμουμένη νικά˙ επιβουλευομένη περιγίνεται˙ υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται˙ δέχεται τραύματα, και ου καταπίπτει υπό των ελκών κλυδωνίζεται, άλλ’ ου καταποντίζεται˙ χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένεί˙ παλαίει, άλλ’ ουχ ηττάται˙ πυκτεύει, άλλ’ ου νικάται» (Ομιλία Β’ προς Ευτρόπιον, Ε.Π.Ε. τ. 33, σελ 110).
Ευχαριστούμε τους Τρεις Ιεράρχας για το πολύτιμο δώρο που μας παρέδωσαν, την αγία Ελληνορθόδοξο Παράδοσί μας. Ζητούμε την ευλογία τους, να μη φάνουμε αχάριστοι στην προσφορά τους, αλλά να την κρατήσουμε, να την αξιοποιήσουμε και να την παραδώσουμε στους μεταγενεστέρους ως πολύτιμο κληρονομιά.
(Πηγή: Ομιλία εκφωνηθείσα εις την εν Αγίω Όρει Αθωνιάδα Σχολήν τη 30η Ιανουαρίου 2001, εορτή των Τριών Ιεραρχών, Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄, Τεύχος 27ο, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 2002, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος )
Παιδεία καί ἀγωγή τῶν νέων κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες,
π. Θεόδωρος Ζήσης ( ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ., έδρα της Πατρολογίας)
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Σερρών, ποιμενάρχα της ιστορικής Μητροπόλεως των Σερρών, σεβαστοί πατέρες, κυρίες και κύριοι, τα τελευταία χρόνια στις εορτές των Αγίων Τριών Μεγάλων Ιεραρχών, Οικουμενικών Διδασκάλων και προστατών της Παιδείας μας, συνειδητά προβληματιζόμαστε όλοι και ανησυχούμε για την πορεία, στην οποία βρίσκεται η Παιδεία διεθνώς, αλλά ιδιαίτερα στην χώρα μας, η οποία έχει χιλιετιών παράδοση παιδείας και προσφοράς πολιτιστικής.
Ο αποχωρήσας 20ος αιών, με τον οποίον έκλεισε η δεύτερη χιλιετία, θεωρείται ως αποκορύφωση της προσπάθειας, που άρχισε ο Δυτικός πολιτισμός και εφήρμοσε επί τρεις αιώνες, να έρθει σε πλήρη ρήξη με το παρελθόν, ν’ απορρίψει σχεδόν στο σύνολό της την πολιτιστική κι εκπαιδευτική παράδοση της ελληνοχριστιανικής αρχαιότητος, της προχριστιανικής και της χριστιανικής, να αποδεσμευτεί από την ιστορική μνήμη, από δοκιμασμένες και καθιερωμένες αξίες και πεποιθήσεις και να στηρίξει το μέλλον της ανθρωπότητος στη γνώση και στην επιστήμη. Ιδιαίτερα στην προσπάθεια αυτή επλήγησαν οι θρησκευτικές και ηθικές αξίες, που συνδέονται άμεσα μεταξύ τους αφού ουσιαστικά χωρίς Θεό, νομοθέτη και ρυθμιστή της ηθικής συμπεριφοράς, όλα επιτρέπονται και όλα μεταβάλλονται ανάλογα με τις χρησιμοθηρικές και ευδαιμονιστικές απόψεις της κάθε εποχής. Η μικρή αθεϊστική ομάδα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων μαζί με τους σοφιστές, που σχετικοποιούν τις αξίες, έγιναν το πρότυπο των νέων σοφών και επιστημόνων. Το μεγάλο όμως και κυρίαρχο αίτημα της εθνικής παιδευτικής παραδόσεως του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Πυθαγόρα, του Πλουτάρχου, του Πλωτίνου και στη συνέχεια των μεγάλων Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας μας, που το εσυνέχισαν και το επλούτισαν, αγνοήθηκε και συκοφαντήθηκε γιατί δεν ταίριαζε στο νέο πολιτιστικό δρόμο και όραμα.
Διαπνεόταν αυτή η παράδοση των ευσεβών φιλοσόφων και των Αγίων Πατέρων από ισχυρή μεταφυσική πνοή, από θεοσέβεια, και προέβαλε, μαζί με τη γνώση, την αναγκαιότητα της αρετής και την αποφυγή της κακίας. Όλος ο πνευματικός βίος της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου σφραγίζεται από την ευσέβεια και την αρετή, όπως αυτό αποτυπώνεται ακόμα και στις αρχαίες τραγωδίες, στην καθημερινή ζωή, στα μνημεία που σώθηκαν, τον Παρθενώνα και την Αγιά Σοφιά, πολύ περισσότερο βέβαια στο πλήθος των Αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίοι ουσιαστικά πραγματοποίησαν το ιδανικό του «φιλοσόφου βίου». Επί δυόμισι και πλέον χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα πορεύτηκε εξισορροπητικά και πολιτισμένα. Δεν έλειψαν βέβαια οι σκοτεινές πλευρές και οι παρεκκλίσεις, οι αδικίες και οι ανισότητες, οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις, οι διωγμοί και οι κατατρεγμοί και φαινόμενα παρακμής, και ηθικής ακόμη. Υπήρχε όμως πάντοτε η δυνατότητα και η θέληση, ακόμα και μέσα σ’ αυτά, να καθρεφτίζεται η ανθρωπότητα στον καθρέπτη των ηθικών και πνευματικών αξιών και να βλέπει το παραμορφωμένο της πρόσωπο, να φιλοσοφεί, να στοχάζεται για το πρέπον και το δέον, να αξιολογεί και να εκτιμά και να προσπαθεί να βελτιωθεί πνευματικά.
Αυτός ο κόσμος όμως των δυόμισι χιλιάδων ετών της κοινής ελληνοχριστιανικής παιδευτικής παραδόσεως από τον 18ο αιώνα, τον περίφημο αιώνα του Διαφωτισμού, αποτελεί παρελθόν για τον Δυτικό πολιτισμό, μέσα στον οποίον, δυστυχώς, έχουμε ενταχθεί κι εμείς και πηγαίνουμε πιο βαθιά. Δεν υπάρχει πλέον ο καθρέπτης της ανθρωπιστικής, της ελληνοχριστιανικής παιδείας, η ευσέβεια και η αρετή είναι συκοφαντημένες και άχρηστες, δεν είναι πλέον αξίες αλλά είναι απαξίες. Ο σκοπός της παιδείας δεν είναι διπλός, η καλλιέργεια δηλαδή της επιστήμης αλλά και της αρετής, η μέσω της γνώσης μορφοποίηση-μεταμόρφωση του ανθρώπου εις καλόν καγαθόν, αλλά η αποοικειοποίηση της γνώσης και της επιστήμης, η εκτροπή της παιδείας σε εμπορικό και οικονομικό μέγεθος, που θα εξασφαλίζει επαγγελματικά και οικονομικά οφέλη, η μετατροπή των μαθητών από πρόσωπα με ποικίλες πτυχές σε εγκεφάλους, σε computers, σε μηχανές που απομνημονεύουν και παράγουν. Αυτή η περίφημη σκοποθεσία της παιδείας απασχολεί ως και άλλους και την ελληνική πραγματικότητα, αφού και από το Σύνταγμα και τους σχετικούς νόμους προσπαθούν οι σοφοί μεταρρυθμιστές να απαλείψουν οτιδήποτε έχει σχέση με θρησκευτική και ηθική αγωγή των ελληνοπαίδων και να εισαγάγουν το Δυτικό μοντέλο της παιδείας.
Για το Δυτικό αυτό μοντέλο της παιδείας έγραφε παλαιότερα πολύ χαρακτηριστικά ο Φώτης Κόντογλου, συγκλονιστικά:
«Οι ψυχές των νέων είναι ρημαγμένες από τα άγρια ένστικτα, που τα ανεβάσανε στην επιφάνεια από τα σκοτεινά τάρταρα της ανθρώπινης φύσης, κάποιοι εχθροί του ανθρώπου, κάποιοι πνευματικοί ανθρωποφάγοι, που ανάμεσα τους πρωτοστατεί ένας τρελός λύκος λεγόμενος Νίτσε, μια μούμια σαν παλιόγρια λεγόμενος Βολταίρος, κάποιος ζοχαδιακός Φρόυντ, κι ένα πλήθος από τέτοια όρνια και κοράκια και νυχτερίδες. Όσοι τους θαυμάζανε, ας καμαρώσουνε σήμερα τα φαρμακερά μανιτάρια που φυτρώσανε μέσα στις καρδιές και στις ψυχές της γαγγραινιασμένης ανθρωπότητος.»
Εν όψει λοιπόν αυτού του Δυτικού μοντέλου, του οποίου η καρποφορία είναι πλέον εμφανής στη συμπεριφορά των νέων μας, αρχίζουμε όλοι και προβληματιζόμαστε.
Πού οφείλεται άραγε αυτή η απαξίωση κι αυτή η παιδευτική παρακμή; Δεν είναι δύσκολο να δώσει κανένας την απάντηση. Οφείλεται στο πνευματικό κενό που δημιούργησαν οι κρατούντες και οι σχεδιάζοντες διεθνώς για να μεταβάλλουν τους ανθρώπους σε καταναλωτικές μηχανές, ώστε να αυξάνουν τα κέρδη τους από τον υπερκαταναλωτισμό και την ηδονοφιλία. Και τότε αυτό είναι αιτία χειρότερη, καινούρια κατάσταση· ξεφύγαμε από τον Διαφωτισμό και περάσαμε πλέον στον υλισμό και στη σαρκολατρεία και στην εμπορευματοποίηση της παιδείας. Αποθεώνουν συστηματικά το σεξ, τη σαρκική ηδονή, προβάλουν τις μοιχείες και τις πορνείες, τις διαλυμένες οικογένειες, τα διαζύγια, τις εξωγαμικές ελεύθερες συμβιώσεις, την ομοφυλοφιλία, τα γλέντια και τις διασκεδάσεις, τα πανάκριβα ενδύματα, τα είδη καλλωπισμού, διαλύουν την Παιδεία και τα σχολεία με τον μαθητικό και φοιτητικό συνδικαλισμό.
Ως πρότυπα για τους νέους δεν είναι πλέον οι ηθικοί και ενάρετοι άνθρωποι αλλά οι κακοπληρωμένοι ηθοποιοί, τραγουδιστές, δημοσιογράφοι, ποδοσφαιριστές, τεχνοκράτες. Οι λέξεις αρετή, τιμιότης, σεβασμός, υπακοή, υπομονή, σεμνότητα, πειθαρχία, ευνομία, τάξη, κόπος, μάθηση, δικαιοσύνη, εγκράτεια, ολιγάρκεια και πολλές άλλες χάθηκαν από το λεξιλόγιο διδασκόντων και διδασκομένων. Και επειδή αδειάσαμε τις ψυχές των νέων από αξίες και τις γεμίσαμε με υλικά σκουπίδια και απόβλητα, με το σεξ, την καλοπέραση και τη βία, αγρίεψαν τώρα· δεν υπάρχουν πνευματικά αντισώματα, ηθικές αναστολές αλλά και ελπίδες. Δεν έμαθαν να υπομένουν, να εγκρατεύονται, να ζουν με ολιγάρκεια και λιτότητα αν χρειαστεί, όπως έζησαν τόσες γενιές προηγουμένως. Ατίθασοι και ανυπάκουοι επαναστατούν και καταστρέφουν χωρίς η διαλυμένη και συκοφαντημένη οικογένεια και το αλλοπρόσαλλο σχολείο, που έχει χάσει τον προσανατολισμό του, να μπορούν να βοηθήσουν. Χωρίς την εξημερωτική δύναμη του Ευαγγελίου αγριεύουν οι ψυχές των ανθρώπων.
Παλαιότερα βάρβαροι και άγριοι λαοί δέχθηκαν το Ευαγγέλιο και εξημερώθηκαν· τώρα εξορίζουμε το Ευαγγέλιο, υποβιβάζουμε και καταργούμε από τα σχολεία τον κατηχητικό, βιωματικό, εξημερωτικό, ανθρωποπλαστικό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών και αφήνουμε να φουντώνουν τα πάθη και οι κακίες στις ψυχές των νέων ανθρώπων. Οδηγούμε τον κόσμο σε παλινβαρβάρωση. Το Ευαγγέλιο ενοχλεί όσους ζουν στο σκότος, όσους θέλουν να διαπράττουν πονηρά έργα. «Το φως ελύληθεν εις τον κόσμον και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως, ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα» (Ιωάν., 3, 19). Η προ Χριστού ανθρωπότης εγκαταλείψασα τον αληθή Θεό, όπως τον εγκαταλείπουμε κι εμείς τώρα, παλινβαρβάρωση, και προσκολληθείσα στα άψυχα και ανόητα είδωλα παραδόθηκε σε πάθη ατιμίας, που εξευτέλισαν την αξία του ανθρώπου, όπως διαπιστώνει ο Απόστολος Παύλος,«φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών. Διό και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς» (Ρωμ., 1, 22-24) και αυτή την εικόνα τη ζούμε και τώρα· έχουμε παραδοθεί σε πάθη ατιμίας. Η περιγραφή των μακράν του Θεού ανθρώπου περιγράφει και την ευθύνη όσων εκδιώκουν τον Θεό από την Παιδεία και την κοινωνία, και φωτογραφίζει την σημερινή κατάσταση όπως την κατήντησαν οι θεομάχοι και οι εκκλησιομάχοι, πολιτικοί και άλλοι ηγέτες χωρίς Θεό. Και οι άνθρωποι πλέον είναι, όπως λέει κι ο Απόστολος Παύλος, «πεπληρωμένοι πάσης αδικίας, πορνείας, πονηρίας, πλεονεξίας, κακίας, μεστοί φθόνου, φόνου, έριδος, δόλου, κακοηθείας, ψιθυρισταί, καταλάλοι, θεοστυγείς, υβρισταί, υπερήφανοι, αλαζόνες, εφευρεταί κακών, γονεύσιν απειθείς, ασύνετοι, άστοργοι, άσπονδοι, ανελεήμονες» (Ρωμ., 1, 29-31).
Ίσως αυτή η εικόνα, την οποία με εισαγωγικά εδώ σας παρουσίασα, να θεωρείται υπερβολικά απαισιόδοξη για την Παιδεία μας, αλλά δεν παρουσιάζει όλο το σκοτάδι και όλο τον γνόφο αυτής της καταστάσεως. Να κάνετε λίγη υπομονή για μερικά λεπτά ακόμη πριν μπω στο να σας παρουσιάσω τα μεγάλα πρότυπα των Αγίων Ιεραρχών για τη διδασκαλία τους, να σας ενημερώσω από σύγχρονες φωνές που διατραγωδούν σε ποια κατάσταση είναι η Παιδεία μας.
Γιατί αν δεν συνειδητοποιήσουμε πού βρίσκεται σήμερα η Παιδεία μας κι αν δεν φροντίσουμε ν’ αλλάξει αυτή η εικόνα, τι νόημα έχει κάθε χρόνο τυπικά να γιορτάζουμε την εορτή των Τριών Αγίων Ιεραρχών; Ήρθε στα χέρια μου από βιβλιοπωλεία αυτές τις ημέρες ένα βιβλίο ενός εκπαιδευτικού, νομίζω είναι φιλόλογος, ο Γιάννης Τσέντος, με θέμα «Η Παιδεία σε κρίση», εκδόσεις Τήνος, «σκέψεις πάνω στα αδιέξοδα του σημερινού σχολείου». Σας διαβάζω μόνον δύο παραγράφους από το βιβλίο αυτό. Λέει λοιπόν εδώ ο καλός αυτός εκπαιδευτικός και ο αγωνιών:
«Μία από τις σημαντικότερες αλήθειες είναι ότι τα αδιέξοδα της παιδείας είναι περισσότερο από οπουδήποτε αλλού ορατά στην εικόνα των σημερινών μαθητών. Όχι τα προβλήματα ότι ξεκινούν από εκεί, αλλά σίγουρα καταλήγουν, ξεσπούν εκεί. Όλοι μας έχει τύχει να δούμε παρέες ανηλίκων», και ακούστε τώρα, εγώ τρόμαξα, αλλά μετά κατοχυρώνοντας και από αλλού, είδα ότι έχει δίκιο, έχουμε δει «παρέες ανηλίκων, που λίγο απέχουν από συμμορίες αλητών.»
Και παρακάτω «αλλά θα διερωτάσθε, τι είναι άραγε αυτό που κάνει κάποια παιδιά σήμερα ακόμη και κατ’ αρχήν αξιαγάπητα το καθένα ξεχωριστά, να λειτουργούν συχνά μέσα σε μία σχολική τάξη σαν αγέλη λύκων ανθρωποφάγων;». Αλητόπαιδα, αγέλη λύκων ανθρωποφάγων…
Θεώρησα υπερβολική αυτή την διαπίστωση του εκπαιδευτικού, αλλά μετά τον δικαιολόγησα όταν έφτασε στα χέρια μου ένα βιβλίο γραμμένο για τον γέροντα Παΐσιο, ο οποίος γέροντας Παΐσιος έχοντας επαφή με γενιές, γενιές, γενιές νέων ανθρώπων, λέει τα εξής για τη νεολαία μας: ρωτάει, τον ρώτησε κάποιος «αν κάνουν παρατήρηση οι μικροί στους μεγάλους είναι κακό;».
Αυτό είναι το τυπικό της νέας γενιάς, αλλά η Γραφή λέει έλεγξον τον αδελφόν σου, δεν λέει έλεγξον τον πατέρα σου! Οι σημερινοί νέοι έχουν λόγο, έχουν το αντάρτικο, δίχως να το καταλαβαίνουν. Την θεωρούν φυσιολογική αυτήν την συμπεριφορά. Μιλούν με αναίδεια και σου λένε: «Το είπα απλά». Έχουν επηρεασθή από αυτό το πνεύμα του κόσμου το αλήτικο, που δεν σέβεται τίποτε. Δεν υπάρχει σεβασμός στην συμπεριφορά του μικρού προς τον μεγάλο και δεν το καταλαβαίνουν πόσο κακό είναι αυτό. Όταν ο μικρός λέει κατεστημένο τον σεβασμό στον μεγάλο, για να έχει δήθεν προσωπικότητα, τι περιμένεις; Χρειάζεται πολλή προσοχή. Το κοσμικό πνεύμα, το σύγχρονο, λέει: «Μην ακούτε τους γονείς, τους δασκάλους, τους μεγαλυτέρους». Γι’ αυτό τα μικρότερα παιδιά γίνονται χειρότερα τώρα.
Μεγαλύτερη ζημιά παθαίνουν ιδίως εκείνα τα παιδιά που οι γονείς τους δεν καταλαβαίνουν τι κακό τα κάνουν με το να τα θαυμάζουν και να τα θεωρούν σπουδαία, όταν μιλούν με αναίδεια.» Και διηγείται το εξής περιστατικό· έχει πολλά, θα σας πω μόνον αυτό: «Είχαν έρθει στο Καλύβι δυο ξαδελφάκια οκτώ-εννιά χρονών με τον πατέρα τους. Τα πήρα το ένα δεξιά, το άλλο αριστερά. Ήταν εκεί και ένας γνωστός μου ζωγράφος, πολύ καλό παιδί και καλλιτέχνης· σε ένα λεπτό, τακ-τακ, τον ζωγραφίζει τον άλλον. «Διονύση, του λέω, ζωγράφισε τα παιδιά έτσι όπως καθόμαστε μαζί». «Για να δούμε, λέει, αν τα καταφέρω, γιατί κουνιούνται». Έβγαλε μια κόλλα και άρχισε να ζωγραφίζει. Πετιέται το ένα και λέει: «Για να δούμε, βρε βλάκα, τι θα κάνεις!», και να είναι ο κόσμος μπροστά! Ο νέος δεν ταράχτηκε καθόλου. «Αυτά είναι τα σημερινά παιδιά», μου είπε και συνέχισε να ζωγραφίζει. Εμένα μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Και ο πατέρας του σαν να μη συνέβαινε τίποτε! Να λένε έτσι σε άνθρωπο τριάντα χρονών και ο άνθρωπος να κάθεται και να τα ζωγραφίζει και να μη διαμαρτύρεται;». Και παρακάτω διηγείται και πολλά άλλα περιστατικά, που ένας νέος επειδή ο πατέρας του τον σκαμπίλισε, τον πήγε στην αστυνομία.
Και υπάρχει επίσης και το γνωστό, πιστεύω σε πολλούς εδώ στις Σέρρες, διότι ο συγγραφεύς είναι γνωστός, έρχεται συχνά στην πόλη σας, το βιβλίο του Σαράντου Καργάκου, «Ελληνική Παιδεία, ένας νεκρός με μέλλον». Θεωρεί ο Σαράντης Καργάκος ότι η Παιδεία μας ήδη είναι νεκρή. Και σημείωσα απλώς εδώ –έχει πολλά θέματα μέσα, είναι συλλογή ομιλιών και άρθρων του- σημείωσα εδώ ένα σύμπτωμα, μία αρρώστια της σημερινής αγωγής προς τους νέους, την οποία επικρίνουν και οι Τρεις Ιεράρχαι. Λέει εδώ: «θα πρέπει η Παιδεία να μη γίνει εξάρτημα ή παράρτημα των κομμάτων, αλλά δυστυχώς αυτό έγινε· και το σχολείο πέθανε. Τον υπερπατριώτη ποιητή αντικατέστησε ο κομματικός ινστρούχτορας καθηγητής. Η παιδοκολακεία»,παιδοκολακεία, να κολακεύουμε τα παιδιά, όλα για τα παιδιά, «η παιδοκολακεία ακόνισε το ήθος της Ελληνικής Παιδείας. Επί τέσσερις παρά κάτι δεκαετίες η μαθητική και φοιτητική νεολαία θυμιατίζεται και λιβανίζεται σαν τον νεκρό πριν μπει στον τάφο». Τους θυμιατίζουμε, τους κάνουμε τα χατίρια, τους θυμιατίζουμε για να μπουν στον τάφο.
Ένα θαυμάσιο άλλο νεανικό περιοδικό, το οποίο εκδίδει ο γνωστός συγγραφεύς νεανικών βιβλίων, ο Κώστας Παπαδημητρακόπουλος, λέει στο τέλος, έχει μια στατιστική: στους δέκα εφήβους, επισκέπτονται πορνογραφικές ιστοσελίδες δύο στους δέκα εφήβους· επισκέπτονται πορνογραφικές ιστοσελίδες οι δύο από τους δέκα, ενώ είκοσι τέσσερις έφηβοι ως τώρα επιχείρησαν να βάλουν τέρμα στη ζωή τους μέσω του διαδικτύου κατά την τελευταία τριετία. Αυτά, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκαν στην ημερίδα που διοργάνωσε ο Δήμος Αμαρουσίου με θέμα «Φροντίδα των παιδιών και ασφαλής πλοήγηση στο διαδίκτυο». Ο ίδιος, ο Παπαδημητρακόπουλος, αναφερόμενος στο σχεδιασμό για την ταφή του σχολείου και της Παιδείας μας λέει τα εξής γι’ αυτούς, οι οποίοι τα σχεδιάζουν όλα αυτά. Ο Παπαδημητρακόπουλος, ενημερωτικά για όσους δεν ξέρουν, έχει γράψει τα καλύτερα νεανικά βιβλία στη σειρά «Φωτοδότες», μία έξοχη σειρά για νέους ανθρώπους, που πρέπει όλες οι βιβλιοθήκες και όλα τα σπίτια να τα έχουν. Έχω εδώ μπροστά μου ένα από τα βιβλία του, «Η παγκοσμιοποίηση και οι νέοι». Λέει λοιπόν:
«Τι προσπαθούν να κάνουν; Τι απαιτείται; Η χειραγώγηση και ο έλεγχος της νεολαίας· ο αποπροσανατολισμός, η αποπροσωποποίηση, η αποχαύνωσή της προκειμένου να γίνει αυτή μαλθακή και άνευρη. Πώς να το πούμε; Κάτι σαν πτώμα. Πεθαίνει η παιδεία, πτώματα και οι νέοι. Ναι, μια νεολαία που παραπαίει, μια νεολαία που χάνεται στα ναρκωτικά με τη διαφθορά, μια νεολαία χωρίς προσανατολισμούς ανώτερους, ιδανικά και αξίες, είναι εξαιρετικά ευάλωτη. Μπορούν πλέον να περάσουν σ’ αυτή και το αύριο του κόσμου οτιδήποτε. Και μάλιστα χωρίς αντίσταση, δίχως εμπόδια και δίχως τριγμούς.»
Και ένα μόνον από τα σκοτεινά σημεία σας αναφέρω.
Ένας άλλος, επίσης πνευματικός άνθρωπος, που εκδίδει το περιοδικό «Χριστιανική Βιβλιογραφία», ο Στυλιανός Λαγουρός, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Τα βιβλία του Γυμνασίου προπαγανδίζουν την πορνεία και αθωώνουν την παιδεραστία», και λέει τα εξής, ότι η εφημερίδα «Απογευματινή» στις 10 Ιουνίου το 2007, έγραψε τον εξής εντυπωσιακό τίτλο για τα πορνοβιβλία του Υπουργείου Παιδείας· ο δημοσιογράφος το λέει «πορνοβιβλία». Ο τίτλος, «Κορίτσια, γίνετε εταίρες να τα ‘κονομάτε!…». «Υπάρχει στο βιβλίο αυτό», το οποίο καταγγέλλεται, «ειδικό κεφάλαιο αφιερωμένο στις εταίρες της αρχαιότητος.
Ανθολογείται ο ποιητής Αλέξις της Μέσης Κωμωδίας, που έζησε λίγο μετά τον Μέγα Αλέξανδρο. Και να επί λέξει το μεταφρασμένο στα νεοελληνικά ποίημα του Αλέξιδος», το οποίο διδάσκεται στους μαθητάς:
«Κατ’ αρχάς ένα και μόνο ενδιαφέρει τις εταίρες. Να κερδίζουν και να λεηλατούν όσους τις πλησιάζουν. Κι όταν κάποτε πλουτίσουν, στρατολογούν νέες εταίρες πρωτόβγαλτες στο επάγγελμα…»
Ακολούθως ο Αλέξις μάς περιγράφει πώς «οι πορνοβοσκοί», λέει, επιτρέψτε μου, «(νεοελληνιστί νταβατζήδες) επεξεργάζονται τις εταίρες για να έχουν επιτυχία:
«Είναι κάποια ψηλή; Φοράει σανδάλι», τα λέει κι ο αρχαίος ποιητής αυτά, «φοράει σανδάλι με σόλα λεπτή και κυκλοφορεί με το κεφάλι γερμένο στον ώμο. Αυτό αφαιρεί ύψος Δεν έχει κάποια γλουτούς; Τις προσθέτει ραμμένους κάτω απ’ το φόρεμα. Έτσι – όσοι την βλέπουν, εκστασιάζονται με τα οπίσθια της!… Έχει κοιλιά; Διαθέτουν για λόγου της στήθη. Φορώντας τα πρόσθετα και στητά, το φόρεμα καταφέρνει να μην φαίνεται πολύ η κοιλιά της!…»
Και σχολιάζει:
«Αμέσως μετά το κείμενο αυτό υπάρχουν ερωτήσεις για να τις επεξεργαστούν τα παιδιά στο σχολείο. Μία απ’ αυτές τις ερωτήσεις λέει: «Με βάση τις βελτιωτικές επεμβάσεις που αναφέρονται στο κείμενο, να γράψετε τις προδιαγραφές για την εμφάνιση και την συμπεριφορά της ιδεώδους εταίρας!…»
Και ποιο είναι το μήνυμα τώρα στα παιδιά, ιδιαίτερα στις νέες κοπέλες; Να γίνουν ιδεώδεις εταίρες;
«Γίνετε εταίρες να τα ‘κονομάτε και να κυκλοφορείτε με τζιπ στα 21 σας χρόνια.»
Απλώς σας παρουσίασα ορισμένα στοιχεία από αυτή την ζοφερή κατάσταση για να δείτε πού πάει αυτό το δυτικό μοντέλο παιδείας, το οποίο ξέφυγε πλέον από τον Διαφωτισμό και από την αθεΐα και έγινε πλέον ένα ζωώδες μοντέλο παιδείας, ένα υλιστικό, ένα ηδονιστικό μοντέλο παιδείας.
Απέναντι, λοιπόν, σ’ αυτήν την κατάσταση, η οποία έχει αρχίσει και κρούει και τις θύρες μας, και τις θύρες της Ελλάδος, νομίζω πως καλά κάνουμε και καλά θα κάνουμε κάθε χρονιά τη γιορτή των Αγίων Τριών Ιεραρχών να παρουσιάζουμε το πρόσωπο και το έργο τους, να παρουσιάζουμε τις δικές τους απόψεις για την Παιδεία, οι οποίες απόψεις για την Παιδεία των Τριών Ιεραρχών διατυπώθηκαν κι εμφανίστηκαν σ’ έναν κόσμο που παρουσίαζε παρόμοια παρακμή. Ο Ελληνορωμαϊκός κόσμος είχε αρχίσει να παρακμάζει και υπήρχαν και τότε παρόμοια φαινόμενα, την εποχή που ζούσαν οι Τρεις Ιεράρχαι.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο γνωστό του έργο «Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων», μας παρουσιάζει ακριβώς ποια ήταν η παιδευτική κατάσταση των χρόνων του. Είχε αρχίσει ο εκχριστιανισμός, είχε προχωρήσει ο εκχριστιανισμός αλλά εξακολουθούσε η παλαιά παιδευτική αντίληψη, η ρωμαϊκή, η διαφθορά εξακολουθούσε να υπάρχει ακόμη και μέσα στη χριστιανική κοινωνία, ενώ βέβαια ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ακόμη εξακολουθούσε να είναι ειδωλολάτρες. Μας λέει, λοιπόν, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο έργο αυτό ότι τρία στοιχεία κυριαρχούσαν στη νοοτροπία την κοινωνική της εποχής εκείνης. Κυριαρχούσαν τρεις έρωτες· κυριαρχούσε ο έρωτας της δόξας, κυριαρχούσε ο έρωτας των χρημάτων και κυριαρχούσε και ο έρωτας του σεξ.
Είναι μία εικόνα της σημερινής παρακμιακής εποχής, όπως την περιγράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την δική του παρακμιακή εποχή. Όταν λέει, οι γονείς θέλουν να παροτρύνουν τα παιδιά τους για να σπουδάσουν και να μάθουν γράμματα, δεν τους λένε πρέπει να γίνεις καλός άνθρωπος, να έχεις αγιότητα, να έχεις αρετή, να γίνεις καλός, να γίνεις αγαθός, αλλά του λένε, πρέπει να τελειώσεις το σχολείο, να πάρεις δίπλωμα, να πάρεις μια καλή θέση, να παντρευτείς, να πάρεις μια πλούσια νύφη, να έχεις χρήματα να διασκεδάζεις, να γίνεις υπουργός, να πας κοντά στο βασιλιά… Και το χειρότερο, λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκτός του ότι υποθάλπτουν έτσι την τάση προς την δόξα και την τάση προς τον πλούτο, το χειρότερο είναι ότι τα έσπρωχναν τότε τα παιδιά και τα σπρώχνουν και τώρα, ακόμη και στο σεξ. Και λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αγανακτισμένος για την τότε κατάσταση, και πρέπει κι εμείς επιτέλους να αγανακτήσουμε· το αναφέρω αυτό, διότι κατόρθωσαν τότε οι Τρεις Ιεράρχαι και όλοι οι άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας αυτόν τον παρηκμασμένο κόσμο να τον αλλάξουν και να εμφανιστούν άγιοι, όσιοι, αγνοί, νέοι.
Το Βυζάντιο, η Ρωμιοσύνη μας, είναι γεμάτο από αρετή κι από αγιότητα, από αγγελικές μορφές· μέχρι και πριν από σαράντα-πενήντα χρόνια υπήρχε αγνότης στα ήθη και στη συμπεριφορά. Κι έφθασαν σαράντα χρόνια να μας καταστρέψουν αυτόν τον κόσμο, τον οποίον έπλασαν και δημιούργησαν οι Τρεις Ιεράρχες. Λέει λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ουδαμόθεν την διαστροφήν γίνεσθαι των τέκνων, αλλ’ εκ της περί τα βιωτικά μανίας»· από τίποτε άλλο δεν διαστρέφονται τα παιδιά, παρά από την μανία για τα βιοτικά, που τα βάζουμε από την παιδική τους ηλικία. Και μέσα, λέει, σ’ αυτήν την κατάσταση εκεί, της παρακμής της ηθικής και πνευματικής του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου, μέσα σ’ αυτήν την πνευματική σύγχυση, την οποία ζούμε τώρα και στις μέρες μας, επανερχόμαστε στην βαρβαρότητα, δεν υπήρχε τίποτα σαφές. Και δέστε πώς φωτογραφίζει τη δική μας την εποχή: ούτε τα δικαστήρια ούτε οι νόμοι ούτε τα σχολεία μπορούσαν να βοηθήσουν. Τους δικαστάς τους διέφθειραν με χρήματα οι πλούσιοι και κάποιοι άλλοι, οι δε δάσκαλοι ενδιαφέρονταν μόνο για το μισθό τους, για την αμοιβή τους. «Ουδέν όφελος δικαστηρίων, ουδέ νόμων, ουδέ παιδαγωγών, ου πατέρων, ουκ ακοκλούθων, ου διδασκάλων· τους μεν γαρ ίσχυσαν διαφθείραι χρήμασιν, οι δε (διδάσκαλοι) όπως αυτοίς μισθός γένοιτο μόνον ορώσι», βλέπουν πώς θα πάρουν το μισθό τους. Και φωνάζει, «Τούτο εστι, ο την οικουμένην ανατρέπει πάσαν», αυτό ανατρέπει όλη την οικουμένη, ότι «των οικείων αμελούμεν παίδων», αμελούμε τα παιδιά μας, «και των μεν κτημάτων αυτών επιμελούμεθα της δε ψυχής αυτών καταφρονούμεν».
Με αυτήν λοιπόν την παρουσία των Αγίων Τριών Ιεραρχών, των μεγάλων αυτών διδασκάλων, θα χρειαζόταν κανένας πολλές ώρες για να παρουσιάσει το παιδευτικό έργο, και στη ζωή τους και στο έργο τους, των Τριών Αγίων Μεγάλων Ιεραρχών. Και για να φράξουν τα στόματα, να φραγούν τα στόματα, αυτών οι οποίοι τολμούν και υποβιβάζουν τους Τρεις Αγίους ως προστάτας της Παιδείας και αρχίζουν σιγά-σιγά με την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως προστατών της Παιδείας, να την υποβαθμίζουν, αλλά ακόμη κι από καθαρά κοσμική άποψη, από καθαρά κοσμικής παιδείας δεν υπάρχουν ανάλογα πρότυπα μορφωμένων ανθρώπων και παιδαγωγών σαν τους Τρεις Ιεράρχες.
Σε έρευνες που έχουνε γίνει από σύγχρονους ερευνητάς γνωρίζετε ότι οι Τρεις Ιεράρχες στην εποχή τους ήταν περισσότερο μορφωμένοι, περισσότερο αρχαιομαθείς, είχαν σπουδάσει του κόσμου τις επιστήμες και κανένας δεν μπορούσε να συγκριθεί και να παραβληθεί με την εποχή τους. Και μια και ο λόγος το φέρνει εδώ, να σας πω π.χ., το έχω σημειώσει κάπου εδώ, ότι ο Μέγας Βασίλειος διατηρούσε αλληλογραφία με το γνωστό ρήτορα της αρχαιότητος τον Λιβάνιο, τον οποίον είχε περί πολλού ο αυτοκράτωρ ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος επεδίωκε να καταργήσει, να χτυπήσει τον χριστιανισμό για να επαναφέρει την ειδωλολατρία.
Είδωλο της ελληνικής παιδείας της ειδωλολατρικής ο ρήτωρ Λιβάνιος, καλοπληρωμένος· τον έπαιρναν από πόλη σε πόλη με χρυσούς μισθούς για να διδάσκει ρητορική και φιλολογία. Μαθηταί του Λιβανίου ήταν και οι Τρεις Ιεράρχαι. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στα γεράματά του, οι δύο που ήταν μεγαλύτεροι ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε νεότερη ηλικία, στην Αντιόχεια και στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζετε όλοι σας ότι όταν ερωτήθηκε ο Λιβάνιος, ποιον θα επιθυμούσε ν’ αφήσει διάδοχο, απήντησε «Ιωάννην ή μη αυτόν οι χριστιανοί εσύλησαν» · ήθελα ν’ αφήσω ως διάδοχό μου τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο αν δεν ήταν Χριστιανός, αν δεν τον είχαν κερδίσει οι χριστιανοί. Κι έχω εδώ, θα σας το πω όμως περιληπτικά, έχω εδώ ένα κείμενο αλληλογραφίας ανάμεσα στο Λιβάνιο και στον Μέγα Βασίλειο.
Έστειλε ο Μέγας Βασίλειος στο Λιβάνιο μία επιστολή στέλνοντάς του κάποιον γνώριμό του από την Καππαδοκία· και του γράφει του Λιβανίου: «Ιδού πέμπω σοι και έτερον Καππαδόκην», του έστελνε συχνά Καππαδόκες ο Μέγας Βασίλειος του Λιβανίου. Όταν λοιπόν πήρε την επιστολή του Μεγάλου Βασιλείου ο Λιβάνιος, του λέει στην αρχή, μου αρέσει αυτό που διαρκώς μου λες, ιδού πέμπω σοι και έτερον Καππαδόκην, και μου στέλνεις πολλούς μαθητάς Καππαδόκες. Αλλά αυτό που έπαθα με την επιστολή σου, λέει, θα σου το διηγηθώ· το διηγείται στην επιστολή του. Όταν, λέει, διάβασα την επιστολή σου, μια ολιγόλογο, λιτή, ακριβολόγο επιστολή -λιτός λόγος, αρχαιοελληνικός- γέλασα, χάρηκα, ευφράνθηκα για το πόσο καλός μαθητής μου είσαι. Και με είδαν, λέει, όσοι ήταν εκεί αξιωματούχοι και με ρώτησαν, γιατί γελάς; Γελάω, λέει, αλλά συγχρόνως και λυπάμαι. Γελάω διότι έχω έναν τόσο καλό μαθητή και λυπούμαι διότι «νενικήμεθα», γιατί νικηθήκαμε. Από ποιον νικήθηκες, του είπαν οι εκεί παριστάντες. Νικηθήκαμε απ’ τον χριστιανό τον Βασίλειο.
Και γνωρίζετε όλοι σας το παίγνιο που αντηλλάγη μεταξύ του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιουλιανού του Παραβάτου. Ορισμένοι ερευνηταί αμφισβητούν τη γνησιότητα της επιστολής ανάμεσα στον Μέγα Βασίλειο και στον Λιβάνιο, αλλά αυτό είναι δείγμα πάντως αυτού του πνεύματος. Έγραψε ο Μέγας Βασίλειος στον Λιβάνιο μία επιστολή, τη διάβασε ο Λιβάνιος και είπε «ανέγνων, έγνων, κατέγνων», την διάβασα, την κατάλαβα και την καταδίκασα. Τον απαντάει, -δέστε εδώ αριστομάθεια, την οποίαν την καταργήσαμε- ο Μέγας Βασίλειος: «ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως· ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως», την διάβασες αλλά δεν την κατάλαβες· γιατί αν την καταλάβαινες δεν θα την καταδίκαζες.
Δεν θέλω εδώ να σας παρουσιάσω γνώμες συγχρόνων ερευνητών, του Βιλαμόβιτς, του Πίεχ, του Γάλλου, μεγάλων γραμματολόγων, οι οποίοι λένε π.χ. ότι, από την εποχή του Κικέρωνος είχε να ακουστεί ρήτορας σαν τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο· κι ότι επίσης, κανένας δεν μιλούσε και δεν έγραφε όπως έγραφαν αυτοί οι Τρεις Μεγάλοι Ιεράρχες. Επομένως κι από την πλευρά μόνον της καθαρής κλασσικής παιδείας και της ελληνομαθείας, και μόνο για το λόγο αυτό θα έπρεπε να έχουμε προστάτας της Παιδείας τους Τρεις Ιεράρχας. Δεν υπάρχει ανώτερος στη γνώση και στην επιστήμη και στη σοφία, σε σχέση με τους Τρεις Ιεράρχες, ακόμη και οι σύγχρονοί τους, ειδωλολάτρες όλοι. Κι αν βέβαια συνδυαστεί αυτό και με την άλλη τους σοφία, τη χριστιανική πίστη και τη χριστιανική σοφία, οι Άγιοι Ιεράρχες αποτελούν τα πρότυπα του διδασκάλου, του αρίστου διδασκάλου, όπως καθιερώθηκε στην παράδοση του Γένους μας. Στην παράδοση του Γένους και της προχριστιανικής και της χριστιανικής περιόδου ο δάσκαλος πρέπει να διαθέτει γνώσιν αλλά και αρετήν. Σχετικά δε στην δική μας την παράδοση, αλλά και στην αρχαιοελληνική, ο δάσκαλος θα πρέπει όχι μόνο να μιλάει και να διδάσκει αλλά και να πράττει.
Υπάρχουν του κόσμου τα παραθέματα γύρω από το θέμα αυτό. Γι’ αυτό λοιπόν κι από της πλευράς αυτής ότι οι Τρεις Ιεράρχες συνδυάζουν την αρχαιοελληνική γνώση και την χριστιανική παιδεία, χριστιανική πίστη, συνδυάζουν λόγο και έργο, λόγο και πράξη και διδάσκουν με το παράδειγμά τους, με την αγιότητά τους, υπήρχε καλύτερη περίπτωση για να αγορεύσουμε τους Τρεις Ιεράρχας ως προστάτας της Παιδείας;
Σε όσο χρόνο μου απομένει θα προσπαθήσω εδώ να σας παρουσιάσω από το πλήθος των παιδαγωγικών θέσεων, που υπάρχουν στα συγγράμματα των Αγίων Τριών Ιεραρχών, επιλεκτικά, μία, δύο, τρεις, τέσσερις μόνο θέσεις. Μπορεί κανένας να αριθμήσει δεκάδες, μέχρι και εκατοντάδες θέσεων παιδαγωγικών. Έχουν γίνει ερευνητικές προσπάθειες, έχουν αποθησαυριστεί αυτές οι παιδαγωγικές θέσεις των Αγίων Τριών Ιεραρχών σε τόμους. Αλλά εγώ επέλεξα αυτές τις θέσεις για να έχουν σχέση με τη σύγχρονη παιδαγωγική πραγματικότητα. Μας απασχολεί όλους ο προβληματισμός για το σκοπό της Παιδείας· ποιος είναι ο σκοπός της Παιδείας;
Σύμφωνα με τους Αγίους Τρεις Ιεράρχας, που ακολουθούν εν πολλοίς και την αρχαιοελληνική παράδοση, ο σκοπός της Παιδείας είναι η κατόρθωση της αρετής και η αποφυγή της κακίας, όπως και η θεοσέβεια και η ομοίωσις με το Θεό. Είναι εκπληκτικό αλλά ποιος τα διδάσκει όλα αυτά; Να βρίσκει κανένας μέσα σε έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, στον Πλάτωνα, να μιλάει για ομοίωση με το Θεό! Να γράφουν οι μεγάλοι μας ποιηταί, οι τραγικοί, να γράφουν οι μεγάλοι μας φιλόσοφοι, ότι χωρίς αρετή δεν είναι νοητή η επιστήμη! Σας υπενθυμίζω το πασίγνωστο που λέει ο Πλάτων, «Πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής, πανουργία ου σοφία φαίνεται». Ο Αριστοτέλης, «Αρετά, πολύμοχθε γένει βροτείω, θήραμα κάλλιστον βίω, σας πέρι, παρθένε, μορφάς και θανείν ζαλωτός εν Ελλάδι πότμος· Αρετή πολύμοχθε, γένει βροτίω, θήραμα κάλλιστον βίω», η καλύτερη κατάκτηση στο βίο είναι η αρετή, και για σένα, παρθένε Αρετή, είναι καλό και να πεθάνει κανένας.
Ο Μέγας Βασίλειος στο γνωστό του έργο «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» (PG 54, 199-211), διδάσκει εκεί στους νέους της εποχής… ποιος τα διδάσκει σήμερα αυτά; Στα βιβλία μας έχει περάσει η πορνεία κι έχουν περάσει ανοησίες για καφετέριες και τώρα εισάγεται και η σεξουαλική αγωγή. Δεν αφήνουμε τα παιδιά μας στο δρόμο αυτό της μαθήσεως και της σπουδής, να μην έχουν περισπασμούς, όπως λέτε και παλαιοί πολλοί αλλά και σύγχρονοι «φυλακή των αισθήσεων», να μην ενοχλούνται από τις αισθήσεις, να είναι απερίσπαστα τα παιδιά για να διαβάζουν και να μάθουν, όπως κάναμε και εμείς, και οι παλαιότερες γενιές. Εγώ κινηματογράφο είδα στα 22 μου χρόνια· και πολλοί άλλοι γεροντότεροι. Δεν είχαμε οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα κι είχαμε αφοσιωθεί στο έργο της αγωγής και της παιδείας, ήσυχοι από ερεθισμούς· και δεν πάθαμε και τίποτε!
Αντίθετα πλουτίσαμε, ανδρωθήκαμε, γεμίσαμε, χορτάσαμε παιδεία και καλλιεργήσαμε τις ψυχές μας και προσφέραμε στην Πατρίδα και στο Γένος. Ο Μέγας Βασίλειος λοιπόν στο έργο του αυτό λέει ότι όλη η ποίησις του Ομήρου και τα έργα του Ησιόδου είναι «αρετής έπαινος». Την αρετή επαινεί και ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Κι έχει του κόσμου τα παραδείγματα μέσα στο έργο αυτό, παρουσιάζει ακόμη και από τον Πρόδικο τον μύθο του Ηρακλή, ότι βρέθηκε ο Ηρακλής κάποια φορά σε δίλημμα ποιον δρόμο ν’ ακολουθήσει -τον ξέρουμε όλοι, παλαιά τον ξέραμε- και του παρουσιάζονται εκεί δύο γυναίκες. Από τις οποίες η μία γυναίκα παρίστανε την Αρετή και η άλλη την Κακία. Η γυναίκα που παρίστανε την Κακία ήταν ντυμένη όπως είναι ντυμένες οι πόρνες, αρωματισμένη, με κοσμήματα, με ακριβά φορέματα κλπ, προκλητική και η άλλη που παρίστανε την Αρετή ήταν ισχνή και σεμνά ντυμένη. Και ποια ακολούθησε ο Ηρακλής; Ακολούθησε τη σεμνή, ακολούθησε την Αρετή, δεν ακολούθησε την Κακία· την στενή και τεθλιμμένη οδό του Ευαγγελίου.
Κι επειδή πολύς λόγος γίνεται για τη σεξουαλική αγωγή και την πορνογραφία, δάσκαλοι και καθηγητές συλλαμβάνονται να έχουν και να διακινούν δίκτυα παιδεραστίας, παρουσιάζει ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του αυτό τον Μέγα Αλέξανδρο ως πρότυπο εγκρατείας. Όταν ήρθαν μπροστά του, λέει, οι κόρες του Δαρείου, πανέμορφες Ασιάτισσες οι κόρες του Δαρείου, και τις παρουσίασαν μπροστά στον Μέγα Αλέξανδρο, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν γύρισε ούτε να τις κοιτάξει. Γιατί λέει η σχετική διήγησις από τον Πλούταρχο –δεν θυμάμαι από αλλού- ότι θα ήταν γι’ αυτόν άτιμο και ανόητο, αυτός που νίκησε τόσους άντρες στις μάχες να ηττηθεί από τις γυναίκες!
Η αρετή λοιπόν, η κατόρθωση της αρετής και η αποφυγή της κακίας είναι ο βασικός στόχος της αρχαιοελληνικής και της χριστιανικής παιδείας. Έχω αποθησαυρίσει εδώ του κόσμου.
Δεύτερο στοιχείο: η παιδική ηλικία και η νεανική είναι δύσκολη ηλικία αλλά είναι ο καταλληλότερος χρόνος για να θεμελιώσει κανένας αρχές και αξίες. Έχει μείνει σε όλους μας αυτό που λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «δυσκάθεκτος η νεότης και ευόλισθος η νεότης», δύσκολα συγκρατάς την νεότητα είναι ευόλισθος. Αλλά επειδή η νεότης είναι ευόλισθος και δυσκάθεκτος γι’ αυτό «δείται και ισχυροτέρου χαλινού», πρέπει να την χαλιναγωγήσουμε τη νεότητα. Και επικρίνει εδώ ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος –αν ποτέ δημοσιευθεί αυτή η ομιλία θα παραθέσω εδώ καταπληκτικά κείμενα, που δεν έχω χρόνο να σας παρουσιάσω- λέει ότι είναι εγκληματίας ο δάσκαλος, ο οποίος καλοπιάνει και κολακεύει τα παιδιά.
Καλός δάσκαλος είναι εκείνος, ο οποίος είναι αυστηρός στα παιδιά. Κάποια φορά, πριν από πολλά χρόνια, δεν είχα γίνει κληρικός ακόμη, ήμουν ακόμη λαϊκός καθηγητής, πριν από 20-30-40 χρόνια, τότε είχε αρχίσει το ξεθεμέλιωμα αυτής της Παιδείας, βρέθηκα σ’ ένα συνέδριο εκπαιδευτικών, μ’ είχαν καλέσει δάσκαλοι για να μιλήσω. Και έπεσα από τα σύννεφα όταν κάποιος δάσκαλος με ρώτησε και μου είπε: «Πάτερ Θεόδωρε, πρέπει ο δάσκαλος να κρατάει αποστάσεις από τον μαθητή;». Ουδέποτε είχε περάσει στις γενιές των εκπαιδευτικών μας το αντίθετο. Ασφαλώς αγαπάει τους μαθητάς, φροντίζει για τους μαθητάς, αλλά κρατάει κι αποστάσεις, σοβαρότητα, υπευθυνότητα.
Δεν παραλείπουν βέβαια οι Τρεις Ιεράρχες, για να μη τους θεωρήσει κανένας και υπερβολικά σαδιστές, να λένε ότι χρειάζεται αυστηρότης και χρειάζεται και επιβολή τιμωριών· αλλά όχι διαρκής επιβολή τιμωριών, αλλά κάπου κάπου χρειάζεται και άνεσις. Γιατί και οι υπερβολικές τιμωρίες και το υπερβολικό ξύλο μπορεί να κάνουν κακό. Λένε επίσης ότι στην περίοδο αυτή, την παιδική και της νεότητος, είναι ο πιο κατάλληλος χρόνος για να τοποθετήσεις και να εμφυτεύσεις και να ζωγραφίσεις αρχές και αξίες. Οι ψυχές των παιδιών είναι άγραφες· αφού λοιπόν οι ψυχές είναι άγραφες ή είναι σαν ένα χωράφι χέρσο, γιατί ν’ αφήσουμε να φυτρώσουν ζιζάνια κι αγκάθια και κακίες και να μη φροντίσουμε να φυτρώσουν μέσα αρετές και αξίες; Και γιατί μέσα στον άγραφο χάρτη της ψυχής του παιδιού να μη ζωγραφίσουμε την αρετή, να μη ζωγραφίσουμε την αγιότητα;
Είναι καταπληκτικά τα κείμενα των Αγίων Τριών Ιεραρχών που αναφέρονται στους γονείς τους. Κι εδώ κάνω μία μνεία μόνον των παραγόντων της αγωγής, τι σπουδαίο ρόλο παίζει η οικογένεια. Κι επειδή σεβασμιώτατε, έχω την εντύπωση ότι θα επανέλθουμε σε παλινβαρβαρισμό, θα πρέπει αυτά τα κείμενα, αυτές οι αρχές, που λειτούργησαν σε ανάλογες περιπτώσεις να μας γίνουν μαθήματα. Και ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Θεολόγος και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τα πρώτα θεμέλια της παιδείας τα πήραν από τους γονείς τους, ιδιαίτερα από τις μητέρες τους. Έχει συγκινητικές αναφορές ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, στα ποιήματά του μέσα, για την μητέρα του τη Νόννα. Ο Μέγας Βασίλειος ότι έργο, λέει, έχω διασώσει μέχρι τώρα, αυτό οφείλεται σε σπέρματα, που μου έβαλε μέσα η μάνα μου η Εμμέλεια και η γιαγιά μου η Μακρίνα· αυτά τα σπέρματα αυξήθηκαν και μεγάλωσαν. Το ίδιο και η μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ενθυμούμαστε όλοι μας τον θαυμασμό του Λιβανίου: μια νεαρή κοπέλα σε ηλικία 20 ετών, η Ανθούσα, έμεινε χήρα.
Πόσες γυναίκες σήμερα μένουν χήρες και αφοσιώνονται στην ανατροφή των παιδιών τους, ενός παιδιού; Κάνουν δεύτερο και τρίτο γάμο· και χωρίς να χηρέψουν τώρα, κάνουν διαζύγια και διαλύουν τους γάμους. Θαύμασε αυτή τη γυναίκα, η οποία έμεινε χήρα στα είκοσί της, πλούσια γυναίκα και αφιερώθηκε στην ανατροφή του Χρυσοστόμου. Γι’ αυτό έβγαλε το Χρυσόστομο! Και είπε ο Λιβάνιος, «βαβαί, οίαι παρά χριστιανοίς εισί γυναίκες», δέστε τι γυναίκες έχουν οι χριστιανοί! Μπορούμε σήμερα να το πούμε αυτό για τις χριστιανές γυναίκες, δέστε τι γυναίκες έχουν οι χριστιανοί; Θα αναγκαστούμε λοιπόν, λόγω αυτής της παρακμής της παιδείας μας, της νεοεποχίτικης, της παγκοσμιοποιημένης, θ’ αναγκαστούμε να επιστρέψουμε στον πρώτο παράγοντα, στον παράγοντα της οικογενείας. Και ήδη έχει αρχίσει και στη χώρα μας και προβληματίζει ο θεσμός της «κατ’ οίκον παιδείας». Παιδεία στο σπίτι. Στην Αμερική ήδη γίνεται. Γονείς που ξέρουν γράμματα, δίνεται η δυνατότητα από τις αρχές τις εκπαιδευτικές να μη στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία· ποια σχολεία; Τα σχολεία με τα πορνοβιβλία; Και να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους μέσα στα σπίτια τους. Ήδη υπάρχει εδώ, στην Ελλάδα, στη χώρα μας, εδώ κοντά στη Θεσσαλονίκη, ένας Αμερικανός Ορθόδοξος, ο οποίος με τη γυναίκα του, Ελληνίδα Ορθόδοξη, πήραν κάποια έγκριση, θα σημειωθεί, που μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα στο σπίτι.
Και θαυμάζει ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, το προβάλλει ως πρότυπον, πώς, λέει, τόλμησαν οι μητέρες των Τριών Αγίων Ιεραρχών, να τους στείλουν στην Αθήνα, στο κέντρο της ειδωλολατρίας και στο κέντρο της ηθικής ασυδοσίας, με κακές παρέες και έκλυτες παρέες, πώς τόλμησαν και έστειλαν τα παιδιά τους σε νεαρή ηλικία στην Αθήνα; Που ήταν κέντρο όχι μόνο της ειδωλολατρίας, κέντρο βέβαια γραμμάτων, φιλοσοφίας, αλλά και κέντρο ηθικής εκλύσεως. Και λέει ο Άγιος Νεκτάριος, τα έστειλαν και τόλμησαν γιατί γνώριζαν ότι οι ίδιες είχαν κάνει σπουδαίο έργο αγωγής.
Δάσκαλος. Λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι είναι, οι δάσκαλοι, οι οποίοι δεν προσπαθούν να διδάξουν στα παιδιά την αρετή και την αγιότητα, να μορφοποιήσουν, να διαμορφώσουν, είναι χειρότεροι από εγκληματίες και χειρότεροι από ανδροφόνος. Ο δάσκαλος, λέει, πρέπει και να διδάσκει και να είναι πρότυπο αρετής και αγιότητος. Δεν ωφελεί μόνο η διδασκαλία, πρέπει ο ίδιος να δίνει το σχετικό παράδειγμα.
Και η Εκκλησία. Γνωρίζουμε πόσο αυστηρός είναι και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος για νοσηρά φαινόμενα ακόμη και στο χώρο της Εκκλησίας. Υπάρχουν θαυμάσια κείμενα· δεν μπορώ να σας τα παρουσιάσω εδώ.
Και επίσης το κοινωνικό περιβάλλον, συναναστροφές, η νοοτροπία. Τα παιδιά πλέον, ακόμα κι αν στο σπίτι γίνεται προσπάθεια να διαμορφωθούν, χαλούν έξω· η νοοτροπία η κοινωνική κι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ιδίως, ας μου επιτραπεί η έκφραση, για να μείνει, δεν είναι δική μου, την παίρνω κι εγώ από άλλους μαθητάς: ιδιαίτερα τη νοοτροπία και το περιβάλλον αυτό τη διαμορφώνουν «τα πορνοκάναλα και τα βοθροκάναλα». Είναι φοβερή, απαράδεκτη αυτή η κατάσταση· μία πληγή στο σώμα της κοινωνίας μας. Όποια στιγμή κι αν ανοίξεις στα κανάλια της τηλεοράσεως, ακόμη και στις ειδήσεις, θα δεις γύμνιες και αισχρότητες και πορνείες και μοιχείες. Πώς λοιπόν τα παιδιά αυτά να παραμείνουν έτσι;
Και τελευταίο στοιχείο, και τελειώνω, είναι οι Τρεις Ιεράρχες, το έθιξα ήδη εν μέρει, είναι άριστοι εκφραστές για τις δύο Παιδείες, τις οποίες συνήνωσαν στο πρόσωπό τους. Κι αυτό πρέπει να είναι το ιδανικό της παιδευτικής μας παραδόσεως. Αν θέλουμε ν’ αποφύγουμε την εξαφάνισή μας, την αφομοίωσή μας μέσα στην χοάνη της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, τις αξίες μας, τις ελληνικές και τις χριστιανικές, τις οποίες τις χάσαμε.
Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης επιχείρησε να το κάνει αυτό· επιχείρησε να απαγορεύσει στους χριστιανούς διδασκάλους να διδάσκουν στα σχολεία και απηγόρευσε και στους χριστιανούς μαθητάς να παρακολουθούν Έλληνας δασκάλους, ρήτορας, φιλοσόφους, για να καταδικάσει σε αγραμματοσύνη τους χριστιανούς. Κι έρχεται εδώ ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος και οι άλλοι και τον κάνουν τον Ιουλιανόν τον Παραβάτην, ιδιαίτερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στους δύο στηλιτευτικούς του λόγους εναντίον του Ιουλιανού, επιτρέψτε μου την έκφραση, με τα κρεμμυδάκια! Τι είσαι εσύ; Η γλώσσα είναι δικό σου κτήμα; Θα μας απαγορεύσεις να μαθαίνουμε την ελληνική γλώσσα; «Ελλάς εμή», η Ελλάδα είναι δική μου. «Αττικός συ, αττικοί και ημείς», είσαι συ αττικός, είμαστε αττικοί και ημείς. Και μόνο για την περίπτωση που θα επιτύγχαναν τα μέτρα αυτά του Ιουλιανού, ιδιαίτερα ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος έγραψε ποιήματα με μέτρα ιαμβικά και άλλα για να διδάσκονται οι χριστιανοί μαθητές ποίηση αρχαία Ελληνική και τραγωδία γραμμένα από τον Άγιο Γρηγόριο Θεολόγο. Και λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «πάσιν ανωμολογήσθαι τον νουν εχόντων, παίδευσιν είναι το μείζον αγαθών», όλοι ομολογούν ότι η Παιδεία είναι το μεγαλύτερο αγαθό. «Ου μόνον δε ταύτην την ημετέραν», όχι μόνον την δική μας, τη χριστιανική «αλλά και την θύραθεν, ην πολλοί χριστιανοί διαπτύουσιν κακώς ειδότες», όχι μόνο τη δική μας, τη χριστιανική παιδεία, το Ευαγγέλιο, την Αγία Γραφή, έχει τα πρωτεία αυτή, αλλά και τη θύραθεν, την Ελληνική Παιδεία, την οποία μερικοί χριστιανοί την αποφεύγουν κακώς ποιούντες, κακώς ειδότες, είναι σκληροί κι αγράμματοι αυτοί.
Και δεν έκαναν τίποτε οι Τρεις Ιεράρχες στο θέμα της συζεύξεως χριστιανικής και ελληνικής παιδείας, αυτό που έκανε ο Απόστολος Παύλος. Μερικές φορές οι ομιληταί και οι θεολόγοι όταν μιλούν των Τριών Ιεραρχών κάνουν ένα σοβαρό λάθος. Και το σοβαρό λάθος είναι ότι ομιλούντες περί των Αγίων Τριών Ιεραρχὠν, λένε ότι οι Τρεις Ιεράρχαι έκαναν την σύνθεση της Χριστιανικής και της Ελληνικής Παιδείας· είναι λάθος. Δεν έκαναν την σύνθεση, διετήρησαν την σύνθεση και προφύλαξαν την σύνθεση από του χωρισμού, που επιχειρούσε ο Ιουλιανός. Ο Ιουλιανός θέλησε να ξεχωρίσει τη Χριστιανική από την Ελληνική Παιδεία και οι Τρεις Ιεράρχες είπαν, «είναι και δική μας η Ελληνική Παιδεία». Τι έκανε ο Απόστολος Παύλος; Δεν μνημονεύει μέσα στις Επιστολές του και μέσα στις Πράξεις των Αποστόλων, στις δημηγορίες του, χωρία Ελλήνων ποιητών; «του γαρ και γένος εσμέν», «ζητείν αυτόν και εύροιεν και ου μακράν εξ ημών απέχοντος».
Έχουν διαπιστώσει πολλοί ερευνητές ότι μέσα στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου υπάρχουν του κόσμου τα κείμενα από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Επομένως, η σύζευξη Χριστιανικής και Ελληνικής Παιδείας κι όπως λέει κι ο μεγάλος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκι, ο ελληνισμός είναι ενωμένος στη φύση, μέσα στην κούνια του χριστιανισμού, είναι αδιαίρετη κατηγορία της χριστιανικής σκέψεως. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις χριστιανισμό και ελληνισμό. Κι έχουμε τώρα τους ανοήτους δωδεκαθεϊστάς και ειδωλολάτρες, οι οποίοι προσπαθούν να επαναφέρουν το όραμα και την τακτική του Ιουλιανού του Παραβάτη και του Γεωργίου Πλήθωνος και να πουν ότι, δική μας είναι η Παιδεία και η ειδωλολατρία μαζί· ότι η Ελληνική Παιδεία ταιριάζει με την ειδωλολατρία όχι με τη χριστιανική πίστη.
Αγαπητοί μου, και τελειώνω μ’ αυτό σεβασμιώτατε, ο Ελληνισμός θριάμβευσε και μεγαλούργησε σε δύο περιόδους: τον 4ο π.Χ. αι. όταν κυριάρχησε στη φιλοσοφία η μεταφυσική πνοή του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και μετά των Πυθαγορείων και θριάμβευσε επίσης ο Ελληνισμός και η Ελληνική Παιδεία στον 4ο μ.Χ. αι., και οι δύο χρυσοί αιώνες. Αλίμονο αν φτάναμε στο σημείο να αποχωρίσουμε τα δύο! Έχουμε αυτή την μεγάλη ευλογία, κουβαλούμε δύο παραδόσεις, να κουβαλούμε τον Παρθενώνα και την Αγιά Σοφιά, να κουβαλούμε τους αρχαίους Έλληνες σοφούς με όσα σημάδια έχουν καλά, αρετής έπαινος, εκτός, λέει ο Μέγας Βασίλειος προς τους νέους, εκτός από τις αναφορές στους θεούς· που κι αυτό βέβαια δείχνει πόσο θεοσεβείς ήσαν οι αρχαίοι Έλληνες. Και το κάνει αυτό ο Μέγας Βασίλειος όχι μόνο γιατί θέλει να παρουσιάσει την σημασία του ενός Θεού, αλλά και γιατί ο βίος και οι αναφορές στην μυθολογία στους θεούς είναι γεμάτα από πολέμους, από έριδες κι από ανηθικότητες. Ο Δίας ο ανώτερος, λέει ο Μέγας Βασίλειος, γύριζε από κρεβάτι σε κρεβάτι στην κάθε θεά. Παίρνουμε λοιπόν τα καλά στοιχεία, τα υγιή από τον αρχαίο Ελληνισμό και μαζί με τον υπέροχο λόγο του Ευαγγελίου, τον άφθαστο λόγο, ο τέλειος λόγος, η τέλεια αποκάλυψη, η τέλεια αλήθεια, υπηρετουμένη και επενδεδυμένη από τον τέλειο λόγο της αρχαίας Ελληνικής σκέψεως.
Αυτοί λοιπόν είναι εν ολίγοις. Νομίζω πως και πάλι λίγο ξέφυγα από αυτά που είχα προγραμματίσει εδώ να σας πω, ας μείνουν όμως σήμερα αυτά κι αν ο Θεός βοηθήσει να καταγραφούν αυτά σ’ ένα γραπτό κείμενο, εκεί θα υπάρχουν και περισσότερες αναφορές.
Ας διδαχθούμε από το έργο των Τριών Ιεραρχών. Μπορεί σήμερα να επανέλθει η Παιδεία μας στη θεοσέβεια και στην αρετή; Μπορούν τα παιδιά μας να πάψουν να είναι ομάδες αλητών και αγέλες λύκων και στα σχολεία μας να διδάσκεται η πορνογραφία; Τα παιδιά μας να είναι, όπως έλεγε ο Άγιος Κοσμάς, γουρουνόπουλα; Στην Τουρκοκρατία, όταν πήγαν τα παιδιά στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, λέει, «τι τα φέρατε τα παιδιά σας; Αυτά είναι γουρουνόπουλα». Αν δεν ξέρουν τι είναι Θεός, τι είναι αρετή, τι είναι άγιοι, τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάδα, αν δεν παν στο σχολείο να μάθουν γράμματα, αυτά είναι γουρουνόπουλα!
Μπροστά λοιπόν σ’ αυτήν την τάση της Παιδείας η μόνη διέξοδος που έχουμε είναι ν’ ακολουθήσουμε τη ζωή και το παράδειγμα και τη διδασκαλία των Αγίων Τριών Ιεραρχών και όσα αυτοί έκαναν στην εποχή τους και επέβαλλαν τους σκοπούς της Παιδείας και εξημέρωσαν την ανθρωπότητα, όχι μόνο την Ελλάδα, εν γένει τους άγριους τους εξημέρωσαν, τους έφεραν στον πολιτισμό· σήμερα δεν κάνουμε τίποτα, υποπροϊόντα. Αν λοιπόν θέλουμε, πρέπει ξανά πίσω, επιστροφή στους Τρεις Ιεράρχες. Και αντίσταση στα θλιβερά και νοσηρά φαινόμενα της σημερινής Παιδείας.
Σας ευχαριστώ.
(Πηγή: Ομιλία στην Αίθουσα Μητροπόλεως Σερρών, 31/01/2010, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’.
Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Τούς Ἱερούς καί θεοφθόγγους Κήρυκας, τήν κορυφήν τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν σου καί ἀνάπαυσιν· τούς πόνους γάρ ἐκείνων καί τόν κάματον, ἐδέξω ὑπέρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς μεγάλους φωστῆρας τοὺς φεραυγεῖς, Ἐκκλησίας τοὺς πύργους τοὺς ἀρραγεῖς, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τῶν καλῶν ἀπολαύοντες, καὶ τῶν λόγων τούτων, ὁμοῦ καὶ τῆς χάριτος· τὸν σοφὸν Χρυσορρήμονα, καὶ τὸν μέγαν Βασίλειον, σὺν τῷ Γρηγορίῳ, τῷ λαμπρῷ θεολόγῳ· πρὸς οὓς καὶ βοήσωμεν, ἐκ καρδίας κραυγάζοντες· Ἱεράρχαι τρισμέγιστοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ὁ Οἶκος
Τὶς ἱκανὸς τὰ χείλη διᾶραι, καὶ κινῆσαι τὴν γλῶσσαν πρὸς τοὺς πνέοντας πῦρ, δυνάμει Λόγου καὶ Πνεύματος; ὅμως τοσοῦτον εἰπεῖν θαρρήσω, ὅτι πᾶσαν παρῆλθον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν οἱ τρεῖς, τοῖς πολλοῖς καὶ μεγάλοις χαρίσμασι, καὶ ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τοὺς κατ᾿ ἄμφω λαμπροὺς ὑπεράραντες· διὸ μεγίστων δωρεῶν τούτους ἠξίωσας, ὡς πιστούς σου θεράποντας, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.
Μεγαλυνάριον
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.
Πηγή: Ελλήνων Εκκλησία , Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης , Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος , Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Ένας πιλότος πολλά υποσχόμενος στην ελληνική πολεμική αεροπορία είναι δυστυχώς νεκρός.
Όταν επρόκειτο να πεθάνει ο αββάς Στέφανος ο Κυπριώτης, ο οποίος μαζί μου είχε έλθει στο άγιο όρος του Σινά – και ο οποίος ήταν ειρηνικότατος και με άγιο Πνεύμα μέσα του και με κάθε αρετή στολισμένος – έβγαλε έκζεμα τέτοιο, που πιθανόν κανείς από τους ανθρώπους δεν είδε ως τότε· και αφού πολλές μέρες έμεινε σ’ αυτή την κατάσταση, πέθανε.
Οι Τρεις Ιεράρχες πρώτευσαν σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής. Κατέκτησαν με τον προσωπικό τους αγώνα και την βοήθεια της θείας Χάριτος τις κορυφές της αγιότητος και καλούσαν τους πιστούς να ανεβαίνουν στις ωραίες πνευματικές αναβάσεις.
Βράχε συ του Ελληνισμού που εδόξασες, ω! Μεταξά, των Ελλήνων το θάρρος επρόταξες
Ο Ι. Μεταξάς γεννήθηκε στην Ιθάκη στις 12 Απριλίου του 1871. Οι ρίζες της οικογένειας του ανάγονται στο Βυζάντιο. Η διαδρομή της ζωής του υπήρξε πολυτάραχη και η παρουσία του στην διαμόρφωση της ιστορικής πορείας του Έθνους έντονη. Και ως Στρατιωτικός και ως πολιτικός. Το 1879 τελειώνει το γυμνάσιο Αργοστολίου, οπού η οικογένειά του είχε μετοικίσει από την Ιθάκη.
Οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 αποτέλεσαν την πρώτη πολιτική ομαλοποίηση της Χώρας μετά από την πολιτειακή αλλαγή του 1924 και μια τετραετία στρατιωτικών κινημάτων,
Ο καλλίνικος Δημήτριος ήταν γέννημα και θρέμμα της Χίου, από το μέρος εκείνο της πόλης που ονομάζεται Παλαιόκαστρο. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αποστόλης και η μητέρα Μαρουλού. Ο Δημήτριος και ένας μεγαλύτερος αδελφός του, ο Ζαννής, ξενιτεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο της τσόχας. Μετά από καιρό ο Δημήτριος αρραβωνιάστηκε στο Σταυροδρόμι με μια κοπέλα χωρίς τη συγκατάθεση του αδελφού του και των μαστόρων του, και αυτοί θυμωμένοι τον έδιωξαν από κοντά τους. Διωγμένος, μετά από λίγες ημέρες άρχισε και αυτός να στερείται, και θυμήθηκε πως κάτι χρωστούμενα είχε να παίρνει από τον Σεχισελάμ (1). Έτσι πήγε στο σεράι να τα ζητήσει, χωρίς να ξέρει πως ο διάβολος του είχε στημένη παγίδα. Διότι καθώς ήταν νέος, είκοσι ή εικοσιδύο ετών, και όμορφος, και πήγαινε εκεί πρωτύτερα με εμπόρευμα, η κόρη του Σεχισελάμ βλέποντάς τον τόν είχε ερωτευθεί.
Ο Δημήτριος λοιπόν, πήγε χωρίς να ξέρει τίποτε, και εκεί τον δέχτηκε εκείνη με πολλή χαρά. Τον έβαλε να καθίσει, του έφερε καφέ και του είπε:
› Τώρα δεν γλιτώνεις από τα χέρια μου. Ή θα γίνεις Τούρκος, να έρθεις στην πίστη μου, ή θα κοπεί το κεφάλι σου και θα χάσεις τη ζωή σου.
› Τι να κάνω ο δυστυχής; έλεγε αργότερα ο ίδιος.
› Για να μην πάω ανεξομολόγητος, ως αμαρτωλός που ήμουν, υποχώρησα και χωρίς να το θέλω δέχτηκα τη βρομερή τους πίστη.
Ωστόσο το έκανε με πολλή λύπη και έκλαιγε νύκτα και ημέρα όταν έμενε μόνος του. Η θλίψη του όμως γινόταν φανερή και γι’ αυτό τον φύλαγαν με πολλή προσοχή, τάχα ώσπου να συνηθίσει.
Αυτό κράτησε πενήντα εννέα μέρες. Έπειτα ευδόκησε ο Θεός και βρήκε κατάλληλη ευκαιρία τον καιρό του ραμαζανιού, που όλοι ήταν σε βαθύτατο ύπνο, Κάνοντας τον σταυρό του, ρίχτηκε έξω αθόρυβα και γρήγορα, και πηγαίνοντας στο Σταυροδρόμι κρύφτηκε στο σπίτι ενός φίλου Χριστιανού, χύνοντας ποταμούς δακρύων για το μεγάλο κακό που έπαθε. Έπειτα φώναξε εκεί τον πνευματικό του πατέρα και εξομολογήθηκε με θερμά δάκρυα και με κατάνυξη και συντριβή. Εκεί φώναξε και τον αδελφό του και του ζήτησε συγχώρηση για τα περασμένα, χωρίς όμως να του φανερώσει τον σκοπό του μαρτυρίου που είχε λάβει. Έπειτα έγραψε επιστολή στους γονείς του, διηγούμενος όσα του συνέβησαν, ζητώντας τους συγχώρηση και φανερώνοντας σε αυτούς πως έβαλε σκοπό να πάει ενώπιον των τυράννων και να ομολογήσει τον γλυκύτατό του Ιησού Χριστό, τον οποίο αρνήθηκε. Τους ζήτησε μάλιστα να μη λυπηθούν αλλά να χαρούν και να του δώσουν την ευχή τους.
Μια νύχτα, που ήταν η μνήμη του Αγίου Νικολάου, προσευχόμενος κοιμήθηκε και είδε μια γυναίκα ευπρεπέστατη με ένα βρέφος στην αγκαλιά της, μέσα σε μια ωραιότατη πεδιάδα. Μακριά στεκόταν και ένας δήμιος, και η γυναίκα είπε στον Δημήτριο:
› Αν δεν πέσεις στα χέρια αυτού του δημίου, δεν κληρονομείς την εύφορη αυτή πεδιάδα.
Ξύπνησε ο νέος, κατάλαβε ότι είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήσει και χάρηκε η ψυχή του και ο πόθος του μεγάλωσε. Τα εξομολογήθηκε αυτά στον πνευματικό του, εκείνος όμως δεν του έδωσε αμέσως την άδεια, αλλά τον συμβούλεψε να ζήσει με νηστεία, προσευχή και μετάνοια.
Με αυτόν τον τρόπο πέρασαν δεκαπέντε μέρες και πάλι ο πνευματικός τού είπε να επιτείνει τους αγώνες του και να ζητά το έλεος του Θεού. Υπάκουσε μετά χαράς ο νέος και αύξησε τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές και τα δάκρυα.
Μετά πέντε μέρες, μια νύχτα που ξημέρωνε Κυριακή, στις έντεκα η ώρα, καθώς προσευχόταν στα σκοτεινά επειδή είχε σβηστεί η καντήλα, είδε ένα φως υπερβολικό και άκουσε μια φωνή γλυκύτατη μέσα από το φως να του λέει:
› Χαίροις, μάρτυς του Χριστού Δημήτριε. Έχε θάρρος, διότι με τις πρεσβείες της Κυρίας Θεοτόκου ο Υιός της, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, είναι μαζί σου να σε ενδυναμώνει, και γενναία και σύντομα θα τελειώσεις το μαρτύριο.
Ακούγοντας αυτά ο γενναίος έπεσε καταγής με πολλά δάκρυα και δόξαζε και ευχαριστούσε τον Θεό και την Θεοτόκο Παρθένο. Έπειτα, μόλις ξημέρωσε, κάλεσε τον πνευματικό του και βουτηγμένος στα δάκρυα του διηγήθηκε την οπτασία του. Μετά από αυτό ο πνευματικός τού διάβασε τις συγχωρητικές ευχές, τον έχρισε με το άγιο Μύρο, τον αξίωσε των αχράντων Μυστηρίων την Τρίτη το πρωί και τον αποχαιρέτησε με δάκρυα, ευχόμενος να έχει οδηγό και βοηθό του την Κυρία Θεοτόκο, όπως του είχε υποσχεθεί, μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Πήγε λοιπόν ο Δημήτριος και παρουσιάστηκε στον καϊμακάμη και του είπε:
› Αφέντη, γνωρίζετε ότι εγώ ήμουν Χριστιανός και με βία με έφεραν σε αυτήν τη μιαρή και καταφρονημένη θρησκεία σας. Όμως εγώ και ήμουν και είμαι Χριστιανός, και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, και γι’ αυτό ήρθα εδώ, για να ομολογήσω μπροστά σου πως έσφαλα και να κηρύξω την αλήθεια της αγίας μου πίστεως. Λοιπόν έσφαλα βαριά, το ομολογώ. Μία είναι η πίστη, των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών.
Ο καϊμακάμης άρχισε να του μιλά με ημερότητα, βλέποντάς τον όμως ότι καταφρονούσε όσα του έλεγε, πρόσταξε να τον ρίξουν στη φυλακή και να του βάλουν δύο αλυσίδες, μία στα πόδια και μία στον λαιμό. Το βράδυ τον έβαλαν μπρούμυτα στο τιμωρητικό ξύλο, ο μάρτυρας όμως πέρασε όλη τη νύχτα δοξάζοντας τον Θεό και παρακαλώντας Τον με δάκρυα να τον αξιώσει να βάλει στην καλή αρχή και ένα τέλος καλό και μακάριο.
Όταν ξημέρωσε και άνοιξε το δικαστήριο, τον έφεραν για νέα εξέταση, η οποία όλη ήταν μια κολακευτική νουθεσία, με υποσχέσεις και ταξίματα, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι τύραννοι στους θείους μάρτυρες. Βλέποντας όμως πως ο νέος στεκόταν αμετάβλητος στην απόφασή του άρχισαν να τον φοβερίζουν. Εκείνος τους αποκρίθηκε:
› Είμαι έτοιμος να υπομείνω και μαστίγια και τιμωρίες και βάσανα κάθε λογής για την αγάπη του γλυκύτατού μου Ιησού Χριστού.
Τότε ο καϊμακάμης του είπε με θυμό:
› Έτσι λες εσύ, ότι μπορείς να υποφέρεις ό,τι σου κάνουν, για να σε προσκυνούν οι γκιαούρηδες, εγώ όμως θα σου κόψω ξαφνικά το κεφάλι για να κολαστείς.
Ο μάρτυρας του Χριστού απάντησε:
› Πριν κόψεις εσύ εμένα, θα κόψει ο Θεός τη δική σου ζωή και θα πας ως ασεβής στην αιώνια κόλαση.
Αφού είπε αυτά ο μάρτυς, πρόσταξε ο τύραννος και τον έβαλαν στην φυλακή, με απόφαση την επομένη να τον θανατώσει. Την άλλη μέρα λοιπόν πρόσταξε να τον φέρουν στο δικαστήριο, την ίδια όμως ώρα έφτασε η είδηση πως ήρθε ο Καπετάν πασάς (ο ναύαρχος), και πηγαίνοντας ο καϊμακάμης να τον υποδεχτεί, έπεσε ξαφνικά και ξεψύχησε κι έτσι εκπληρώθηκε η προφητεία του μάρτυρα.
Αφού λοιπόν διορίστηκε νέος καϊμακάμης, δεν έπαψαν να τον παρουσιάζουν καθημερινά στο δικαστήριο και να μεταχειρίζονται πότε κολακείες και πότε απειλές, αλλά ο γενναίος αθλητής έμενε ανένδοτος. Το ίδιο και όταν τον οδήγησαν στον Σταμπούλ εφέντη, δηλαδή τον κριτή της Πόλης. Φέρνοντάς τον πίσω στη βασιλική φυλακή, του έδωσαν επτακόσιους ραβδισμούς και τον έβαλαν στο τιμωρητικό ξύλο, και σε τόση υπερβολική ψύχρα έχυναν και νερό από κάτω του, το οποίο κρυστάλλωνε και του προξενούσε οδύνη αφάνταστη. Ο γενναίος όμως αθλητής του Χριστού τα υπέμενε όλα δοξάζοντας τον Θεό.
Μια μέρα το λυσσασμένο εκείνο γύναιο που τον είχε επιβουλευτεί στην αρχή, πήγε με την άδεια του καϊμακάμη στη φυλακή και τον συνάντησε. Κι εδώ τώρα καθένας ας φανταστεί μια τέτοια γυναίκα, φλογισμένη από σατανικό έρωτα, τι δεν είπε και τι δεν έκανε για να χαλαρώσει την ψυχή του γενναίου αθλητή. Αλλά χάρη στον νικοποιό Σωτήρα Χριστό, τον φοβερό αυτό πειρασμό τον απέδειξε μάταιο η στερεότητα του καλλίνικου Δημητρίου. Και η ξεδιάντροπη αποχώρησε λέγοντας:
› Πήρα τον λογαριασμό μου και τώρα κάντε του ό,τι θέλετε.
Στο μεταξύ οι Χριστιανοί, και μάλιστα οι Χίοι, ως συμπατριώτες, επειδή φοβήθηκαν μήπως δεν αντέξει ως το τέλος, σκέφτηκαν να δώσουν ένα σεβαστό ποσό στους κρατούντες για να τον βγάλουν από την φυλακή, τάχα ως τρελό, και εκείνοι συμφώνησαν. Όταν όμως το έμαθε ο άδολος αθλητής, θύμωσε πολύ και τους μήνυσε, αντί γι’ αυτό, να προσεύχονται περισσότερο και να κάνουν παρακλήσεις στις Εκκλησίες, για να τον ενισχύσει η χάρη του Θεού να τελειώσει ευάρεστα τον δρόμο του.
Την ένατη μέρα από τότε που άρχισε τον αγώνα του, το πρωί, τον έφεραν τελευταία φορά στο δικαστήριο και βλέποντάς τον αμετάπειστο τον καταδίκασαν σε θάνατο, να εκτελεστεί δηλαδή με ξίφος στο Μπαλούκ παζάρι (την ψαραγορά). Τον οδήγησαν λοιπόν στον τόπο της καταδίκης και εκεί γονάτισε. Ο γενναίος δεν θέλησε να του κλείσει ο δήμιος τα μάτια κατά την συνήθεια, αλλά γονατιστός φώναξε τρεις φορές: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου» και έκλινε το κεφάλι του στο ξίφος του δημίου, στις 29 Ιανουαρίου (1802), νέος 22 ετών.
Τότε τα πλήθη των συγκεντρωμένων Χριστιανών, ιερωμένων και λαϊκών, όρμησαν και σπρώχνονταν μεταξύ τους για να βουτήξουν στο μαρτυρικό αίμα άλλος μαντίλι, άλλος βαμβάκι και να αρπάξουν άλλος τρίχες από το κεφάλι του, άλλος κανένα κομμάτι από τα ρούχα του· και ενώ οι Αγαρηνοί τους χτυπούσαν αλύπητα και αδιάκριτα και τους έδιωχναν προς τα πίσω, δεν μπόρεσαν να τους εμποδίσουν.
Ένας ευλαβής αρχιδιάκονος συμφώνησε με τον δήμιο να του δώσει το μαντίλι του και, όταν αποκεφαλίσει τον μάρτυρα, να σκουπίσει με αυτό το σπαθί του και να πάρει 25 γρόσια. Έτσι κι έγινε. Το μαντίλι ήταν λευκό και, ω του θαύματος, έτσι όπως ήταν διπλωμένο πρόχειρα, βρέθηκαν σε διάφορα μέρη του σταυροί σχηματισμένοι από το μαρτυρικό αίμα.
Την τρίτη μέρα αφού αποκεφαλίστηκε ο μάρτυρας, δόθηκε προσταγή το λείψανό του να μη δοθεί στους Χριστιανούς, αλλά να ριχτεί στη θάλασσα. Όμως ο Θεός οικονόμησε και με κάποιο μυστικό τρόπο, με την καλή διάθεση του δημίου, το μετέφεραν στο νησί Πρώτη και το ενταφίασαν μέσα στον ναό του Μοναστηριού.
Ο καλλίνικος αυτός νεομάρτυρας Δημήτριος έλαβε από τον Θεό μεγάλη χάρη και εκτελεί πολλά και εξαίσια θαύματα. Γιατί ο Κύριος δοξάζει αυτούς που τον δοξάζουν. Σε Αυτόν, τον τριαδικό Θεό μας, ανήκει η δόξα και η εξουσία και η προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
(1) Παραφθορά της λέξης Σεϊχουλισλάμ, που σήμαινε τον ανώτατο θρησκευτικό αξιωματούχο.
Ἀπολυτίκιον Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Χαίρε βλάστημα, τερπνόν της Χίου` χαίρε καύχημα, των ορθοδόξων, καρτερόψυχε, νέε Δημήτριε` την γαρ αντίχριστον πλάνην εφαύλισας, ένθα του κράτους υπάρχει το φρύαγμα, ως ανέκραζες, Θεόν τον Χριστόν επίσταμαι, δωρούμενον ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Η λαμπρά του Βύζαντος, και μεγαλώνυμος Πόλις, μελωδείτω σήμερον, μεγαλοφώνως βοώσα, σκάμματα τα υπέρ φύσιν του Δημητρίου, νέου μεν, μετά τον πάλαι τον Μυρορροάν, διά σε Χριστόν σφαγέντος, όνπερ ανύμνει σε, ως φύσει Θεού Υιόν.
Κάθισμα Ήχος α'. Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Ευφράνθησαν εν σοι, Ορθοδόξων τα πλήθη, φαυλίσαντι λαμπρώς, των ανόμων την πλάνην` ανήλθες επί βήματος, υπερτάτου της Βύζαντος, και ανέκραζες, ω ασεβείας προστάται, τον θεάνθρωπον, εγώ κηρύττω Σωτήρα, του κόσμου και Κύριον.
Ὁ Οἶκος
Δημητρίου του Χιοπολίτου την άθλησιν, τα παλαίσματα και τον ένδοξον υπέρ Χριστού θάνατον, δεύτε φιλέορτοι συνελθόντες, ύμνοις, εγκωμίων, και ωδαίς πνευματικαίς ευφημήσωμεν` ότι τη δυνάμει του Χριστού καθοπλισθείς, την κακέμφατον των της Άγαρ κατέπτυσε πλάνην, εν αυτώ τω του κράτους υπρτάτω βήματι, καταπλήξας αυτούς, τη του φρονήματος παρρησία, και την τούτων μιαιφόνον ερεθίσας μανίαν, εις το παρ` αυτών σφαγήναι, ότι τρανώς Θεόν αληθινόν τον Χριστόν ωμολόγει, ως φύσει Θεού Υιόν.
Μεγαλυνάριον
Τους ανευφημούντας σου ευλαβώς, τους λαμπρούς αγώνας, και τους άθλους Μάρτυς Χριστού, και την θείαν μνήμην τελούντας ετησίως, περίσωζε Δημήτριε ταις πρεσβείαις σου.
Πηγή: (από το βιβλίο «Συναξαριστής Νεομαρτύρων», Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 252, διασκευή για την Κοινωνία Οροθοδοξίας) Κοινωνία Οροθοδοξίας
Ο παπά – Δημήτρης γεννήθηκε το 1902 στον Πλάτανο Τρικάλων, χωριό που για 42 ολόκληρα χρόνια, (1931-1973) υπηρέτησε ως εφημέριος «ελλαμπόμενος από τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος». Και εκεί στις 29 Ιανουαρίου, 1975, «εξήχθη εις αναψυχήν, συναντήσας το Φως της ζωής». Η φτώχεια δεν του επέτρεψε να πάρει μόρφωση και μικρός έγινε τσοπανόπουλο. Βόσκοντας, όμως, τα πρόβατα, άρχισε να έχει τις πρώτες πνευματικές εμπειρίες. Γράφει ο ίδιος: “Για να ενδυναμώσω την πίστη μου διάβαζα στην καλύβα μου βίους Αγίων. Απέφευγα τις συναναστροφές του κόσμου.
«Από φέτος λοιπόν θα υπάρχει η επίσημη ημέρα μνήμης και φέτος για πρώτη χρονιά θα τιμηθεί ανά την Ελλάδα» λέει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θρακικών Σωματείων
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...