Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Το 1912 ο Ελληνικός στρατός απελευθερώνει τη Μακεδονία και την Ήπειρο και στη συνέχεια το Γενικό Επιτελείο Στρατού αποφασίζει την απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου.
Βρισκόμαστε στο 1825, στο 5ο έτος του Αγώνος της Εθνεγερσίας.Ύστερα από τις καθοριστικές Ελληνικές νίκες των ετών 1821-1825, οι τούρκοι στον Μοριά έχουν φύγει και οι πρώην ραγιάδες της Πελοποννήσου ανασαίνουν ελεύθερα.
ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΗΝΑ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ
καὶ
ΜΕΡΙΚΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΔΙΗΓΗΣΙΣ
Πολλῆς ὠφελείας καὶ σωτηρίας εἶναι πρόξενον, εὐλογημένοι Χριστιανοί, νὰ διηγῆταί τινας τῶν ἁγίων Μαρτύρων τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰ κατορθώματα, καὶ οὐ μόνον ἐκεῖνος ὁποῦ τὰ διηγεῖται ὠφελεῖται, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀκούοντες ἔχουσι μέγα διάφορον εἰς τὴν ψυχήν τους. Διότι, ὅταν ἀκούῃ τις, πῶς ἐπολιτεύθη ὁ δεῖνα Ἅγιος, πῶς ἐμαρτύρησε, πῶς ἔχυσε τὸ αἷμα του ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, παρακινεῖται καὶ ἐκεῖνος πρὸς μίμησιν καὶ πάντοτε προθυμεῖται ὁ τοιοῦτος, ἐὰν ἔλθῃ καιρὸς νὰ ὑπομείνῃ καὶ αὐτὸς τὰ ὅμοια. Πάντων μὲν οὖν τῶν ἐνδόξων Μαρτύρων, ὡς εἶπον, αἱ διηγήσεις δίδουσι μέγα διάφορον εἰς τὴν τοῦ διηγουμένου ψυχὴν καὶ εἰς τὴν τῶν ἀκουόντων, ἐξόχως δὲ τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, τοῦ σήμερον ἑορταζομένου, ἡ διήγησις πολλὴν ὠφέλειαν ψυχικὴν δύνεται νὰ δώσῃ καὶ εἰς τὸν λέγοντα καὶ εἰς τοὺς ἀκούοντας. Διὰ τοῦτο, εὐσεβέστατοι Ἄρχοντες, γενῆτε πρόθυμοι εἰς τὴν ἀκρόασιν τῆς διηγήσεως, καὶ δεήθητε καὶ ἐσεῖς τοῦ Ἁγίου, νὰ μὲ δώσῃ λόγον ἱκανὸν νὰ διηγηθῶ τὸ Μαρτύριόν του καὶ τὰ θαύματά του.
Διότι ἐγὼ ἔπαθα ὥσπερ εἷς πτωχὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀποτολμήσας νὰ φιλεύσῃ τὸν Βασιλέα μὲ ὅλον του τὸ στράτευμα, πῶς εἰς τὰ ὕστερα ἀνάγκη νὰ ἐντραπῇ, ὅτι δὲν δύνεται νὰ ἔχῃ τόσην ὑπηρεσίαν, οὐδὲ φαγητὰ ἄξια διὰ βασιλέα καὶ τόσον λαόν. Τὸ αὐτὸ συνέβη καὶ εἰς ἐμέ ἐπειδὴ ἐγὼ μὲν εἶμαι πτωχὸς εἰς τὸν λέγειν καὶ ἀδύνατος νὰ διηγοῦμαι τοιούτου μεγάλου Ἁγίου μαρτύριον. ἡ δὲ αὐθεντία σας ὡς βλέπω, ἔχετε μεγάλην προθυμίαν νὰ ἀκούετε, καὶ ἀναμένετε ὅλοι σας νὰ φιλευθῆτε πνευματικῶς ἀπὸ ἑνὸς πτωχοῦ στόμα. Διὰ τοῦτο γοῦν, παρακαλῶ τὴν ἀντίληψίν σας, δεηθῆτε τοῦ θεοῦ, ἵνα διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου, δώσης μοι λόγον πρέποντα ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματος, διότι βούλομαι νὰ ἀρχίσωι τὴν περὶ τοῦ Ἁγίου διήγησιν, καὶ ἀκούσατε τὴν προθύμως, ἵνα λάβητε καὶ τὸν ἄξιον μισθὸν παρ᾿ αὐτοῦ.
Μετὰ τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν τοῦ Χριστοῦ, ὡς τριακοσίους χρόνους, ἦσαν δύο τινὲς βασιλεῖς κατὰ πολλὰ ἀσεβεῖς καὶ Χριστιανομάχοι, ὁ Διοκλητιανός, λέγω, καὶ ὁ Μαξιμιανός, τὸ ζεῦγος τοῦ διαβόλου, καὶ ὁ μὲν Διοκλητιανὸς ἐβασίλευεν εἰς τὴν Ἀνατολὴν πᾶσαν, ὁ δὲ Μαξιμιανός, ὁ ὁποῖος εἶχε γυναῖκα τὴν θυγατέρα τοῦ Διοκλητιανοῦ τούτου, ἐβασίλευεν εἰς τὴν Δύσιν. Τοιαύτην γοῦν βουλὴν ἐβάλασιν οἱ ἀσεβέστατοι, καὶ τοῦτο ἦτο τὸ ἔργον τους, ὅτι παντελῶς νὰ σβήσουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ἀφανίσουσι τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν, διότι οὐδὲ πόλεις εἶχαν εἰς τὸν νοῦν τοὺς νὰ αὐγατίσουν εἰς τὴν ἐξουσίαν τούς, οὐδὲ ἔθνη ἤθελαν νὰ ὑποτάξουν εἰς τὴν βασιλείαν τους, μόνον ἕνα σκοπὸν ἀσεβέστατον καὶ ἕνα; ἔργον παρανομώτατον, εἶχον νὰ τυραννοῦσι τοὺς Χριστιανούς. Τότε τί κακὸν δὲν ἐγίνετο εἰς τοὺς ἀγαπῶντας τὸν Χριστόν; ἐστενοχωροῦντο αἱ φυλακὲς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν καθ᾿ ἑκάστην τιμωρουμένων Χριστιανῶν, τὰ σπίτια ὁποῦ εἶχον οἰκοκυροὺς Χριστιανούς, ἐρημώνοντο, αἱ ἐρημίαι καὶ τὰ ὄρη ἐγίνοντο ὡσὰν κάστρη ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν ὁποῦ ἔφευγαν ἐκεῖ.
Οἱ πτωχοὶ Χριστιανοί, καὶ φίλοι τῆς ἀληθείας, ὡσὰν νὰ ἤθελαν κάμῃ μέγα τίποτες πταίσιμον, ἔτσι ἐπαιδεύοντο, τὰ χρήματα τῶν Χριστιανῶν ἐδιαρπάζοντο ἐκ τῶν Ἑλλήνων, οἱ νόμοι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως διελύοντο. Διότι οἱ πατέρες οἱ Ἕλληνες ἐπρόδιδαν τοὺς υἱοὺς τοὺς ὁποῦ ἐπιστευαν τὸν Χριστόν, εἰς θάνατον, οἱ παῖδες ὁμοίως ἐγκαλοῦσαν τοὺς πατέρας ὡς Χριστιανούς, καὶ σχεδὸν εἰπεῖν, σκότος καὶ σύγχυσις μεγάλη ἦτον εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Διότι οἱ μὲν ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ ἐπαῤῥησιάζοντο, καὶ οἱ δαίμονες ὡς θεοὶ ἐπροσκυνοῦντο, οἱ δὲ φίλοι τῆς ἀληθείας Χριστιανοὶ ἐδιώκοντο, καὶ ὁ ἀληθὴς Θεὰς ὁ Χριστὸς ὡς πλάνος ἐνυβρίζετο. Τότε τινὲς ὑπήγαιναν φανερὰ καὶ ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθῆ, καὶ μὲ πολλὰ βάσανα ἀπέθνησκαν, ἄλλοι δὲ πάλιν διὰ τὸν φόβον τῶν βασάνων ὑπήγαιναν καὶ ἀρνοῦντο τὸν Χριστόν, καὶ ἐθυσίαζον τοῖς εἰδώλοις, ὅσοι δὲ μήτε νὰ μαρτυρήσουν ἐδύναντο, μήτε νὰ γένουν Ἕλληνες ἤθελον, ἔφευγαν εἰς τὰ ὄρη καὶ εἰς τὰ σπήλαια, καὶ ἐκρύβοντο ἐκεῖ, ἀναμένοντες τὸν καιρόν, ὅσον νὰ γνωρίσουν ὅτι εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ παῤῥησιασθοῦσι.
Τότε δὴ τότε καὶ ὁ θαυμαστὸς οὗτος Μηνᾶς, ὁ τὴν ἀρετὴν περιβόητος, ἔλαμπε ὥσπερ ἥλιος, πατρίδα μὲν εἶχε τὴν Αἴγυπτον, ἥτις τανῦν ὀνομάζεται Μυσύριον, προγόνους δὲ καὶ πατέρα εἶχεν ἀσεβεῖς κατὰ τὴν θρησκείαν καὶ ὅλως διόλου τετυφλωμένους εἰς τὴν Ἑλληνικὴν πλάνην. καὶ ὅμως, ἀπὸ τοιούτους γονεῖς γεννηθεὶς ὁ Ἅγιος, ἐχρημάτισε δοῦλος τοῦ Χριστοῦ ἐκλεκτός, καὶ ἦτον ὡσὰν τὸ τριαντάφυλλον, ὁποῦ γίνεται μὲν ἀπὸ τὴν ἀκανθώδη τριανταφυλλέαν, πάντες δὲ τὸ ὀρέγονται. Ἀφόντις γοῦν ἀνετράφη ὁ ἅγιος καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν ἀνδρῶν, ἀπεγράφη εἰς τὴν τάξιν τῶν στρατιωτῶν καὶ ἦτον καὶ αὐτὸς εἷς στρατιώτης τοῦ Μαξιμιανοῦ, μὲ ἄλλους πολλοὺς στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι ἦτον μὲν εἰς τὸ τάγμα, ὅπερ ὠνομάζετο Ῥουταλιακόν, εἶχον δὲ πρῶτον ἀπάνω του ταξίαρχον ἄνθρωπόν τινα Φιρμιλιανὸν ὀνόματι, ἀπὸ ὅλους δὲ τοὺς στρατιώτας τοῦ τάγματος ἐκείνου ἐνδιάφερεν ὁ Ἅγιος καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν τοῦ κορμίου, καὶ εἰς τὴν εὐμορφίαν καὶ εἰς τὴν ἀνδρείαν τῶν χειρῶν, ἀλλὰ καὶ δὴ εἰς τὴν φρόνησιν· ἀπ᾿ αὐτὸ ἦτον καὶ γνώριμος εἰς τοὺς πολλοὺς καὶ εἶχεν ὄνομα ἐπαινετόν.
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀρκοῦσιν εἰς τοσοῦτον, ἂς ἐλθοῦμεν δὲ εἰς τὸν τρόπον τῆς μαρτυρίας του. Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὁ ταξίαρχος Φιρμιλιανὸς συνάξας τοὺς στρατιώτας του ὑπῆγεν εἰς ἕνα κάστρον τῆς Μπαρμπαρίας γιὰ τὸ φυλάττῃ, Κοτυάειον λεγόμενον, τὸ ὁποῖον εἶναι εἰς τὰ σύνορα τῆς Φρυγίας Σαλουταρίας. Ἀνάμεσα δὲ εἰς ἐκείνους τοὺς στρατιώτας ἦτον, ὡς εἶπον καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος Μηνᾶς. Μίαν δὲ τῶν ἡμερῶν, ὡς ἤκουσε τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ βασιλέως ὁποῦ τοὺς ἐδιαλαλούσαν, πῶς οἱ τοιοῦτοι στρατιῶται νὰ πιάνουσι τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τοὺς τυραννούσιν ἐμίσησε τὸ τοιοῦτον ἀσεβέστατον πρόσταγμα καὶ ἔῤῥιψε μὲν τὴν ζώνην τὴν στρατιωτικήν, ἡ ὁποία; ἦτον σημεῖον κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν εἰς τοὺς στρατιώτας, ἐπῆγε δὲ εἰς τὸ ὄρος, ὁποῦ ἦτον ἀπάνωθεν τοῦ Κοτυαείου, καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε. Διότι καλλία προέκρινε νὰ κατοικῇ μὲ τὰ θηρία παρὰ νὰ εὑρίσκεται μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ εἰδωλολάτρας.
Ἐκεῖ γοῦν διατρίψας ὁ Ἅγιος ἱκανὸν καιρόν, καὶ νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις εὐαρεοτήσας τῷ Θεῷ, εἶδε καὶ ἀπσκάλυψιν, ὅτι καιρὸς εἶναι νὰ μαρτυρήσῃ, διὰ τοῦτο ἐφύλαξε μίαν ἡμέραν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκάμνασι πανήγυροιν μεγάλην οἱ ἄνθρωποι τοῦ Κοτυαείου, μὲ θυσίας, μὲ χοροὺς μὲ παιγνίδια καὶ πηλαλήματα ἀλόγων καὶ μὲ ἀλλες θεραπεῖες τῶν δαιμόνων. Εἰς αὐτὴν γοῦν γνωρίσας ὁ Ἅγιος ὅτι εἶναι κόσμος πολὺς συναγμένος, καὶ πάντες ὠφεληθῇ θέλουσι, καὶ μάλιστα πολλοὶ κρύφοι χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν μαρτυρίαν του, ὑπῆγεν εἰς τὸ μέσον τῆς ἑορτῆς καὶ ἐκάθισεν εἰς ἕνα τόπον ὑψηλόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἔμελλον νὰ ἰδοῦσι, πολλοί, καὶ μετὰ μεγάλης φωνῆς ἔκραξε λέγοντας. Ἰδοὺ ἐγώ, δίχως νὰ μὲ ζητῆτε, ἦλθον· καὶ δίχως νὰ μὲ γυρεύετε, εὑρέθην, ἀσεβέστατοι. Γνωρίσετε καλά, ὅτι εἷς εἶναι ἀληθὴς Θεός, ὁ Χριστός, αὐτὰ δὲ ὁποῦ προσκυνεῖτε ἐσεῖς καὶ λατρεύετε εἶναι ξύλα κωφὰ καὶ ἀναίσθητα.
Ὅσοι γοῦν ἤκουσαν τὴν τοιαύτην φωνὴν τοῦ Ἁγίου, ὅλοι ἐσύνδραμαν πρὸς αὐτὸν νὰ ἰδοῦσι τίς εἶναι, καὶ πλέον τόσον δὲν τοὺς ἔκαμε χρεία νὰ ἀκούουσι τὰ παιγνίδια ἢ νὰ βλέπουσι τοὺς χορούς, ὅσον ἐθαύμαζαν τὸν Ἅγιον, πῶς ἀπετόλμησεν εἰς τόσον πλῆθος Ἑλλήνων νὰ παῤῥησιασθῇ μὲ τοιούτους λόγους. Ὅσοι μὲν γοῦν ἦσαν ἐκεῖ κρύφοι Χριστιανοὶ ἐχάρηκαν εἰς τὴν παῤῥησίαν τοῦ Ἁγίου, οἱ δὲ ἀσεβέστατοι Ἕλληνες ἔτριζαν τοὺς ὀδόντας ἕνας τὸν ἄλλον, ἐσυνερίζοντο, ποῖος νὰ πιάσῃ πρῶτος τὸν Ἅγιον διότι ἐθαῤῥοῦσαν, ὅτι θέλει φύγῃ ὁ Ἅγιος, δὲν ἐκαταλάμβαναν οἱ πεπλανημένοι, ὅτι ἑκουσίως ἦλθεν εἰς τὸ μαρτύριον, ὥσπερ καὶ ὁ Χριστός μου ποτε εἰς τὸν Σταυρόν. Τί τὸ ἐντεῦθεν; σύροντες, δέρνοντες, ἔφεραν τὸν Ἅγιον ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος ἐκαλεῖτο μὲν Πύῤῥος, ἔτυχε δὲ τότε καθήμενος ἐφ᾿ ὑψηλοῦ θρόνου, διὰ νὰ βλέπῃ τὸ θέατρον. Ὡς δὲ εἶδε τὸν Ἅγιον ἀπὸ κοντά, εὐλαβήθη τὰ σχῆμα του καὶ τὴν ἡλικίαν του, διότι ἦτον τότε ὁ Ἅγιος ὡς πεντήκοντα ἐτῶν καὶ εἶχε πρόσωπον καὶ σχῆμα ἄξιον εὐλαβείας, διὰ τοῦτο δὲν ἐπίασε μετὰ κακίας νὰ τὸν ἐξετάζῃ, ἀλλὰ ἐσχηματίσθη μὲ ἡμερότητα καὶ μετὰ γλυκολογίας ἀρχισε νὰ ἐρωτᾷ τὸν Ἅγιον πόθεν εἶναι καὶ τίς εἶναι καὶ ἀπὸ ποίαν θρησκείαν.
Πρὸς ταῦτα ὁ Ἅγιος πατρίδα μέν, εἶπεν, ἔχω τὴν Αἴγυπτον, καλοῦμαι δὲ Μηνᾶς, ἤμουν δὲ καί ποτε στρατιώτης, ἀλλ᾿ ὅμως μὲ τὸ νὰ εἶστε ἀσεβεῖς καὶ εἰδωλολάτραι ἄφησα τὴν τιμήν σας καὶ ἤμουν εἰς τὸ ὄρος κεκρυμμένος Χριστιανός, τώρα δὲ ἦλθα νὰ παῤῥησιασθῶ ἐνώπιον πάντων, νὰ ὁμολογήσω τὸν Χριστόν μου, ὡς Θεὸν ἀληθινόν, ἵνα καὶ αὐτὸς ὁμολογήσῃ με ὡς δοῦλον αὐτοῦ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, καθὼς τὸ ὥρισε καὶ μόνος του, ὅστις μὲ ὁμολογήσει ἐμποσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ ἡγεμὼν πλέον δὲν ἐδυνήθη νὰ στέκεται εἰς τὰ πλαστὸν σχῆμα τῆς ἡμερότητος. ἀλλὰ μετὰ μεγάλης μανίας καὶ ὀργῆς ἐπρόσταξε νὰ βάλουσι τὸν Ἅγιον εἰς τὴν φυλακήν, ἕως οὗ τὸ ταχὺ νὰ συλλογισθῇ μὲ τί βάσανα νὰ τὸν θανατώσῃ, καὶ τὴν μὲν ἡμέραν ἐκείνην ἐπέρασεν ἡ μιαρὰ πανήγυρις τῶν Ἑλλήνων, τὸ δὲ ταχὺ ὁ ἄρχων ἐκεῖνος Πύῤῥος, θυμωμένος ὢν περισσὰ κατὰ τοῦ Ἁγίου, ὥρισε νὰ τὸν ἐβγάλουσιν ἀπὸ τὴν φυλακήν.
Καὶ πρῶτον μὲν ἔλεγεν, ὡς μέγα ἔγκλημα κατὰ τοῦ Ἁγίου, πῶς ἀπετόλμησεν εἰς τόσον πλῆθος νὰ εἴπῃ τοιαῦτα λόγια, διότι καταφρόνησιν εἰδικήν του εἶχε τὴν παῤῥησίαν τοῦ Ἁγίου, πῶς δὲν τὸν ἐφοβήθη, ἀλλὰ ἐσύντυχεν ἐχθὲς τοιούτους λόγους, ἔπειτα δὲ τὸν ὠνείδιζε, καὶ πῶς ἄφησε τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ βασιλέως· ὁ δὲ Ἅγιος εἰς αὐτὸ μάλιστα χαίρων, καὶ συλλογιζόμενος πῶς δὲν τὸν ἐδειλίασε, ἀπεκρίθη. Ναὶ ἡγεμών, ἔτσι πρέπει τὸν Χριστόν μου νὰ ὁμολογοῦμεν φανερὰ καὶ παῤῥησιασμένα, ὅτι εἶναι φῶς. Νὰ μὴν φοβούμεστε, καθὼς ἐκεῖνος εἶπεν, ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ζημιῶσαι, ἀλλὰ νὰ τὸν κηρύττωμεν καὶ στόματι καὶ καρδίᾳ, διότι καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔτσι μᾶς ἐδίδαξε λέγοντας. Καρδία μὲν πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.
Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ ἡγεμὼν εἰς πολλοὺς σκοποὺς ἐμεταγύρισεν, ποτὲ μὲν ἐφοβέριζε, ποτὲ δὲ ἐκαλοπίανε τὸν Ἅγιον, ἤθελε μὲν νὰ τὸν παιδεύσῃ, ἀλλ᾿ ὅμως ἐσυλλογίζετο, ὅτι αὐτὸς ὁποῦ θεληματικῶς ἐπαῤῥησιάσθη, οὐδὲ θέλει πονέσει. Τέλος πολλὰ συλλογιζόμενος, ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του, ὅτι πρῶτον νὰ τὸν καλοπιάσῃ μὲ λόγους εἰρηνικούς, ἴσως νὰ τὸν καταπείση, καὶ λέγειν του· βλέπω σε, ὦ Μηνᾶ, ὅτι δὲν εἶσαι νέος ἄτακτος καὶ μωρός, νὰ μὴ ἠξεύρῃς τὸ συμφέρον σου, ἀλλὰ ἰδοὺ ἔχεις ἡλικίαν γεροντικήν, μὴ γοῦν κάμῃς ὡς μωρὸς καὶ καταφρονήσῃς ἐτούτην τὴν γλυκυτάτην ζωήν, καὶ διαλέξεις τὸν θάνατον, τὸ μισητὸν πρᾶγμα καὶ ὄνομα, ἀλλ᾿ ὡς φρόνιμος συλλογίσου τὸ καλλίτερον, καὶ ἔλα γενοῦ συγκοινωνὸς μετ᾿ ἐμᾶς, καὶ ἔχε τὴν πρώτην σου τάξιν· καὶ ἐὰν μᾶς ἀκούσῃς, καὶ ὁ βασιλεὺς ὁ πολυχρονεμένος θέλει σε τιμήσει πλέον περισσότερον καὶ θέλεις μένει τιμιώτερος καὶ φημισμένος εἰς τὸ γένος σου, καὶ πᾶς ἕνας θέλει σε ἐπαινέσει, μάλιστα δὲ καὶ οἱ εὔσπλαχνοι θεοὶ θέλουν σε συγχωρήσῃ, ἐὰν καὶ τοὺς ὕβρισες χθές.
Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ Ἅγιος, πρῶτον μὲν ἐγέλασεν εἰς τοὺς λόγους τοῦ ἡγεμόνος, ἔπειτα δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε, δὲν εἶναι κανένα πρᾶγμα, ὦ ἡγεμών, μηδὲ καμμία βάσανος, ὁποῦ νὰ μὲ χωρίσῃ ἐμένα ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μου, καὶ ἐὰν θέλῃς νὰ τὸ εἰδῂς καὶ μὲ ἔργον, κάμε εἴτι παίδευσιν θέλεις, νὰ σὲ ἔχω καὶ χάριτας. Ἀφόντις ἤκουσεν ὁ Πύῤῥος τοὺς τοιούτους λόγους, πλέον κρατημὸν δὲν εἶχεν, ἀλλὰ παρευθὺς μὲ κακίαν πολλὴν εἶπε πρὸς τοὺς στρατιώτας, πιάσατε τὸ μιαρὸν τοῦτον, καὶ τανύσετε τὸν κατὰ γῆς εἰς τέσσαρα, ἔπειτα ἐπάρτε νεῦρα ὠμὰ βοῶν, καὶ δέρνετέ τον ἀσυμπάθητα, ἕως οὗ νὰ ἀπολαύσῃ ἐκεῖνο ὁποῦ ζητεῖ. Δὲν ἐπρόφθασεν ὁ Πύῤῥος νὰ εἴπῃ τὸν λόγον, καὶ παρευθὺς ἐγίνετο τὰ πρόσταγμα. Τί γοῦν ὁ Ἅγιος; ἐκεῖ ἔδειξε τὴν ὑπομονήν του, ἐκεῖ ἔδειξε τὴν καρτερίαν του, εἶπες ὅτι ἄλλος ἐπαιδεύετο.
Ἔτσι ἐφαίνετο ὁ Ἅγιος ὅλος χαρούμενος, ὅλος εὐφραινόμενος, δύο καὶ τρεῖς φορὲς ἀλλάχθησαν οἱ στρατιῶται, καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος ὁ αὐτὸς ἦτον, τόσην δὲ ἀνδρείαν ἔδειξεν ὁ Ἅγιος, ὅτι ὅλοι ἐθαύμαζαν, ὄχι τόσον εἰς τὴν πρώτην ἀποκοτίαν του, ὅσον εἰς τὴν τοιαύτην ὑπομονήν. Ἕνας δὲ φίλος παλαιὸς τοῦ Ἁγίου, στρατιώτης καὶ αὐτὸς ὀνόματι Πηγάσιος, βλέποντας τὸ κορμὶ τοῦ Ἁγίου πῶς μέλλει νὰ σκορπίσῃ ἀπὸ τὰς πληγάς, ὑπῆγεν ὡς λυπούμενος πρὸς τὸν Ἅγιον, καὶ λέγει τόν, δὲν βλέπεις ὦ ἄνθρωπε, ὅτι ὅλος ἐδιελύθης; πῶς τὰ κρέατά σου κολλοῦσιν εἰς τὰ λουριά; πῶς εἰς ὀλίγην ὥραν μέλλει ἀδίκως νὰ θανατωθῇς, εἰπὲ ὅτι θυσιάζεις, καὶ ὁ Θεὸς θέλει βοηθήσῃ, ὅτι δὲν τὸ κάμνεις μὲ τὸ θέλημά σου, ἀλλὰ μὲ τὸ στανέος σου διὰ τὰς ἀφορήτους πληγάς. Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ Ἅγιος ἐγύρισε μὲ βλέμμα φοβερόν, καὶ λέγει τον, ἀποστῆτε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, λεῖψε ἀπὸ ἐμένα, ἐχθρὲ τῆς ἀληθείας, καὶ ὄχι φίλε μου. Διότι ἐγὼ τὸν Χριστόν μου ἐθυσίασα καὶ θέλω θυσιάσει, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ βοηθός μου, καὶ τὲς πληγὲς ἐτοῦτες μὲ δυναμώνει νὰ τὲς ὑπολαμβάνω διὰ τρυφὴν καὶ χαράν.
Ταῦτα βλέπωντας ὁ δικαστής, καὶ πλέον ἀνάπτων εἰς τὸν θυμὸν πάλιν ἐπενόησεν ἄλλην μεγαλυτέραν βάσανον κατὰ τοῦ Ἁγίου, καὶ παρευθὺς ἐπρόσταξε νὰ τὸν δέσουν ὑψηλὰ τανυοτὸν εἰς ἕνα ὀρθὸν ξύλον, καὶ πάρουν σιδερένια ὀνύχια, τὰ ὁποῖα τὰ εἶχαν ἐπὶ τὸ αὐτό, νὰ τυραννοῦσι τοὺς Χριστιανούς, καὶ μετ᾿ ἐκεῖνα νὰ ξέουσι δυνατὰ τὸ κορμὶ τοῦ Ἁγίου, ἕως οὗ νὰ φανοῦσι καὶ τὰ ἐντόσθιά του. Ταύτης γοῦν τῆς βασάνου γενομένης, ὁ δικαστὴς ἐκεῖνος, ὁ θὴρ μᾶλλον ἢ ἄνθρωπος, ὥσπερ ἀναγελῶντας τὸν Ἅγιον εἶπεν· ἐγνώρισες εἰς τὸ κορμί σου, ὦ Μηνᾶ, ὀλίγην παίδευσιν, νὰ φρονιμεύσῃς, ἢ ἀκόμη θέλεις νὰ σὲ αὐγατίσωμεν καὶ ἄλλην τιμωρίαν, εἰς χαράν σου καὶ ἀγαλλίασιν; Ὁ Μάρτυς εἶπεν, ὤ! τί βάνεις εἰς τὸν νοῦν σου, ὦ ἀνόητε δικαστά, μὲ τέτοια παιγνίδια νὰ μεταγυρίσῃς ἐμένα ἀπὸ τὴν πίστιν μου, ἢ μὲ τοιαύτας βασάνους, νὰ διασείσῃς τὸν στερεὸν πύργον τῆς ὁμολογίας μου; Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ ἡγεμών, ὥρισε τοὺς στρατιώτας του, πλέον περισσότερον νὰ ξοῦσι τὸν Ἅγιον, καὶ πρὸς αὐτὸν εἶπεν· ἄφες τὴν κακὴν ἀποκοτίαν, ὦ Μηνᾶ, καὶ ὑπόταξον τῷ μεγάλῳ βασιλεῖ Μαξιμιανῷ. Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, διὰ νὰ μὴν ἠξεύρῃς ποῖος εἶναι ὁ βασιλεὺς ὁποῦ ὁμολογῶ ἐγώ, διὰ τοῦτο λέγεις νὰ τὸν ἀρνηθῶ, νὰ ὑποταχθῶ τῷ φθαρτῷ καὶ γηίνῳ βασιλεῖ. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα, ὅστις δίδει πνοὴν καὶ ζωὴν πᾶσι τοῖς ἐν τῇ γῇ, καὶ ἔδωκε καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῖς βασιλεῦσι. Ὁ δὲ δικαστὴς οὐχὶ θέλων μαθεῖν ἀλλὰ προσποιούμενος, ὅτι δὲν γνωρίζει, τίνα λέγει ὁ Ἅγιος, εἶπε καὶ ποῖος εἶναι αὐτός, ὦ Μηνᾶ, ὁποῦ δίδει τὴν ἐξουσίαν τοῖς βασιλεῦσι καὶ εἶναι καὶ βασιλεὺς πάσης τῆς κτίσεως;
Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι, ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός, ὁ πάντοτε ζῶν καὶ διαμένων, εἰς τὸν ὁποῖον ὑποτάσσονται πάντα τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ. Ὁ δικαστὴς εἶπε, καὶ δὲν ἠξεύρεις, ὦ Μηνᾶ, ὅτι διὰ αὐτὸ τὸ ὄνομα ὁποῦ λέγεις, κακιώνουσιν οἱ πολυχρονημένοι βασιλεῖς, καὶ προστάζουσι νὰ σὰς παιδεύωμεν ἀνηλεῶς; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ἂς κακίζουσιν οἱ βασιλεῖς, ὦ δικαστά, ἐμένα δὲν μὲ μέλει, οὐδὲ τοὺς βάνω εἰς τὸν νοῦν μου, ἐγὼ ἕνα σκοπὸν ἔχω, νὰ ἀποθάνω εἰς τὴν καλὴν ταύτην ὁμολογίαν, τὰς δὲ βασάνους σου καὶ τοὺς φοβερισμοὺς τῶν βασιλέων τοὺς βάνω εἰς τὸν νοῦν μου ὡσὰν μικροῦ παιδίου λόγια. Διότι, ὡς λέγει καὶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Τίς μᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ; θλίφις, ἡ στενοχώρια, ἡ λιμός, ἡ διωγμός, ἡ μάχαιρα;
Ταῦτα ὁ μὲν Ἅγιος ἔλεγεν, ὁ δὲ μιαρὸς δικαστὴς ἀκούοντας ταῦτα πλέον περισσότερον ἐθυμώθη, καὶ προστάζει τοὺς στρατιώτας νὰ πάρουν τρίχενα σακκία, νὰ τρίβουν δυνατὰ τὸ κρέας τοῦ Ἁγίου τὸ ἐξυσμένον. Τούτου δὲ γενομένου, ὁ Ἅγιος ἔλεγε, σήμερον ἀποδύομαι τοὺς δερματίνους τῆς ἁμαρτίας χιτῶνας καὶ ἐνδύομαι τὸ φωτεινὸν φόρεμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Πάλιν ὁ δικαστὴς βλέπων ὅτι καὶ ταύτην τὴν βάσανον ὁ Ἅγιος ὡς παίγνιον τὴν ὑπολαμβάνει ἐπρόσταξε νὰ πάρουν λαμπάδας ἀναμμένας, νὰ κατακαίουν ὁλόγυρα τὸ κορμὶ τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν βάσανον ὁ Ἅγιος ἔλεγεν, ἔχω τὸν Χριστόν μου βοηθόν, ὁποῦ ὥρισε νὰ μὴ φοβούμεστεν ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι. Ταῦτα ἀκούων ὁ δικαστὴς καὶ βλέπων ὅτι πλέον δὲν δύνεται μὲ ἄλλην βάσανον νὰ ἐπιστρέψῃ τὸν Ἅγιον ἐπρόσταξε νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὸ ξύλον καὶ νὰ τὸν ὑπάγωσιν ἔμπροσθέν του.
Ἔπειτα τὸν λέγει, εἰπὲ μέ, ὦ Μηνᾶ, πόθεν σὲ ἦλθεν ἡ τοσαύτη σοφία τῶν γραμμάτων, νὰ ἀποκρίνεσαι οὕτως, σὺ ὁποῦ χθὲς καὶ προχθὲς ἤσουν στρατιώτης, εἰς πολέμους καὶ φόνους μαθημένος; Ὁ ἅγιος ἀπεκρίθη· ὁ Θεός μου, ἡ ἀληθὴς σοφία τοῦ Πατρός, αὐτὸς μὲ ἐσόφισεν, ὢ δικαστά, νὰ ἐλέγξω τὴν ἀθεότητά σου. Διότι αὐτὸς ἔτσι ὥρισεν, ὅταν ὑπάγετε ἔμπροσθεν βασιλέων καὶ τυράννων διὰ τὸ ὄνομά μου, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσητε, δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ σοφία, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῆς». Ὁ ἡγεμὼν εἶπε, καὶ τάχατες ἤξευρεν ὁ Χριστός σας, πῶς μέλλετε οἱ Χριστιανοὶ νὰ πεθαίνετε ἀπὸ ἡμᾶς; Ὁ ἅγιος ἀπεκρίθη· ἐπειδὴ Θεὸς Θεὸς ἀληθὴς εἶναι, ἀνάγκη νὰ τὸ ἤξευρε. Διότι αὐτὸς εἶναι καὶ καρδιογνώστης τῶν ἀνθρώπων καὶ προγνώστης τῶν μελλόντων, ἐξ οὗ καὶ ἡ κτίσις πᾶσα ἐγένετο, καὶ εἶναι φανερὴ ἐνώπιόν του.
Πρὸς ταῦτα ὁ δικαστὴς μὴ δυνάμενος ἀποκριθῆναι εἶπεν, ἄφες τὰς ματαιολογίας καὶ περισσολογίας, ὦ Μηνᾶ καὶ διάλεξε ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἢ τὴν τοῦ Χριστοῦ σοῦ ὁμολογίαν, ἢ τὴν μετ᾿ ἐμᾶς διαγωγήν. Ὁ ἅγιος ἀπεκρίθη, μὲ τὸν Χριστόν μου καὶ ἤμουν καὶ εἶμαι καὶ θέλω εἶσθαι. Ὁ δικαστὴς εἶπε. λυποῦμαί σε, ὦ Μηνᾶ, νὰ σὲ θανατώσω τοιοῦτον ἄνθρωπον ὄντα· ὅμως ἔχε ἄδειαν εἰς μίαν ὥραν, νὰ συλλογισθῇς τὸ καλλίτερόν σου. Ὁ ἅγιος ἀπεκρίθη, κἂν δέκα χρόνους μὲ ἀφήσῃς, ὦ δικαστά, ἐγὼ ἄλλην βουλὴν δὲν μεταβουλεύομαι, μόνον τοῦτο ἠξεύρω, νὰ κηρύττω τὸν Χριστόν μου Θεὸν ἀληθινόν, τοὺς δὲ θεοὺς τῶν Ἑλλήνων νὰ τοὺς ὀνομάζω ξύλα κωφὰ καὶ ἀναίσθητα, καὶ δαίμονας μᾶλλον εἰπεῖν ἀκαθάρτους ἢ θεούς.
Ἐπὶ τούτοις ὁ δικαστὴς μεγάλως θυμωθεὶς ἐπρόσταξε νὰ σκορπίσουν εἰς τὴν γῆν τριβόλια σιδηρένια, τὰ ὁποῖα τὰ εἶχεν ἐπὶ τὸ αὐτό, νὰ τυραννοῦσι τοὺς Χριστιανούς, καὶ εἰς ἐκεῖνα νὰ σέρνουσι τὸν Ἅγιον γυμνὸν ἐπὶ ὥραν ἱκανήν. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος νομίζων, ὅτι ἐπάνω εἰς τριαντάφυλλα τὸν σέρνουσιν, ἔτσι ἐχαίρετο, καὶ μὲ ἐλευθέραν γλῶσσαν ὕβριζε τοὺς θεοὺς τῶν Ἑλλήνων. Ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔτι πλέον ὀργιζόμενος, καὶ μὴ θέλων ἀκούειν τοῦ Ἁγίου πῶς ὑβρίζει τούτους, πάλιν ἐπρόσταξε μὲ ῥάβδους ἀκανθώδεις νὰ τὸν κρούουσιν ἐπάνω εἰς τὸν αὐχένα, καὶ ἄλλοι νὰ τὸν δίδουσι ῥάπισμα εἰς τὸ πρόσωπον λέγοντες, τίμα τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς βασιλεῖς.
Ταῦτα πάντα ὁ Ἅγιος ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος ἔχαιρε ψάλλοντας· παρανόμους ἐμίσησα, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησας. Εἷς δὲ τῶν τοῦ ἡγεμόνος ἐκείνου στρατιωτῶν, Ἡλιοδωρος ὀνόματι, παρεστὼς ἐκεῖ, καὶ βλέπων τὴν τοσαύτην καρτερίαν τοῦ Ἁγίου, θέλωντας νὰ φανῇ πρὸς τὸν ἡγεμόνα ὡς σύμβουλος καλὸς λέγει τὸν αὐθέντα, ἡγεμών, νομίζω ὅτι καὶ ἡ αὐθεντία σου νὰ τὸ ἠξεύρης, πὼς αὐτὸ τὸ μιαρὸν γένος τῶν Χριστιανῶν εἶναι πολλὰ φιλονεικον καὶ πεισματάρικον, καὶ ἔτσι εὔκολα δὲν κατεπείθεται νὰ μεταγυρίσω ἀπὸ τὸ θέλημά του, ὅμως διὰ νὰ ἀναπαυθῇς καὶ ἡ αὐθεντία σου ἀπὸ πολλὲς ἔννοιες, καὶ αὐτὸς ὁ μιαρὸς νὰ λάβῃ τὰ πρεπούμενον τοῦ τέλος προσταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ δικαστὴς βλέπων δὲ καὶ τὸ ἀμετάθετον τοῦ σκοποῦ ἔγραψε τὴν ἀπόφασιν οὕτως. Μηνᾶν τὸν Αἰγύπτιον, ὁποῦ ὑβρίζῃ τοὺς μεγάλους θεούς, προστάσσω νὰ τὸν ἀποκεφαλίσετε. Ταύτης τῆς ἀποφάσεως ἐξενεχθείσης, πολλοὶ φίλοι τοῦ Ἁγίου προσελθόντες, ἐκολάκευάν τον, ἐφιλίασάν τον, ἀγκαλίαζάν τον λέγοντες: μὴ μᾶς καταφρονήσῃς, ὦ Μηνᾶ, μηδὲ μᾶς παραβλέψῃς, ἐνθυμήσου τοὺς φίλους σου τοὺς ἰδικούς σου, τὴν τιμήν σου, ἐνθυμήσου πῶς ἤσουν τιμημένος εἰς τὴν μέσην μας, καὶ φημισμένος εἰς τὸ τάγμα μας, τώρα μὴ θελήσῃς νὰ θανατωθῇς μοναχός σου, μὴ προκρίνῃς τὸν θάνατον, τὸ μισητὸν πρᾶγμα, καὶ καταφρονῇς τὴν ζωὴν ἐτούτην τὴν ἐπιθυμητήν, μόνον μετανόησον, μεταγνώμησον, νὰ σὲ ἔχωμεν πάλιν καύχημά μας εἰς τὴν μέσην μας.
Τοιαῦτα καὶ ἄλλα πλείοντα ἔλεγον οἱ στρατιῶται, νομίζοντες μεταβαλεῖν τοῦ Ἁγίου τὸν σκοπόν. Ἀλλὰ ὁ Μάρτυς ὡσὰν φαρμάκι ἐχίδνης ὑπολαμβάνων τοὺς τοιούτους λόγους τῶν στρατιωτῶν, εἶπε: λείψετε ἀπὸ ἐμένα, θεομάχοι, καὶ μάλιστα τοῦ λόγου σας καθοδηγήσατε, νὰ ἐπιστραφῆτε ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων, διότι εἰς ὀλίγον καιρὸν παρέρχεται ἐτούτη ἡ πρόσκαιρος ζωὴ καὶ σᾶς θέλει κληρονομήσει ἀτελεύτητος κόλασις καὶ ἐσᾶς, καὶ τοὺς βασιλεῖς σας, καὶ τοὺς ἄρχοντάς σας. Τότε ἰδόντες οἱ στρατιῶται ὅτι πλέον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μεταγυρίσουν τὴν γνώμην τοῦ Ἁγίου ἐπῆραν τον (11 Νοεμβρίου, πιθανότατα το 304 μ.Χ.) νὰ τὸν ὑπᾶσιν ἔξω τῆς πόλεως νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Πηγαινάμενος δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης εἶδέ τινας φίλους του, κεκρυμμένους Χριστιανούς, καὶ λέγει τους μυστικά, παρακαλῶ σας μετὰ τὸν θάνατόν μου νὰ πάρετε τὸ κορμί μου νὰ τὸ ὑπάγετε εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν Αἴγυπτον.
Ὅτε δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν τόπον, ἐσήκωσε τὰς χεῖρας του εἰς τὸν Οὐρανόν· καὶ δεόμενος ἔλεγεν: εὐχαριστῶ σοι Δέσποτα καὶ Θεέ, ὁποῦ μὲ καταξίωσες νὰ γένω κοινωνὸς τῶν παθημάτων σου, ὁποῦ δὲν μὲ μὲ παρέδωκες εἰς τὰ θηρία τὰ ἀνήμερα νὰ μὲ κερδίσουν, ὁποῦ μὲ ἐφύλαξες ἕως τοῦ νῦν καθαρὸν εἰς τὴν ὁμολογίαν σου, ἀλλὰ καὶ νῦν δέομαί σου καὶ ἱκετεύω σε, παράλαβε τὴν ψυχήν μου εἰς τὴν βασιλείαν σου, καὶ δὸς τὴν χάριν σου καὶ τὴν βοήθειά σου εἰς ἐκείνους ὁποῦ μὲ θέλουν ἐπικαλεῖσθαι. Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἅγιος, καὶ κλίνας τὸ γόνυ, ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν, κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ἑνδεκάτην οὖσαν τοῦ Νοεμβρίου. Ἀλλὰ ἴδετε τὴν μανίαν τῶν ἀθέων Ἑλλήνων, οὐδὲ γὰρ εἰς τοῦτο ἱκανώθησαν, πῶς τὸν ἀπεκεφάλισαν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, λαβόντες ταύτην καὶ τὸ ἄλλο κορμί, παρέδωκαν τῷ πυρί, καὶ ἡ μὲν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἐπορεύθη εἰς τόπους φωτεινούς, εἰς τόπους ἀναπαύσεως, εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος, τὸ δὲ τίμιον καὶ ἅγιον αὐτοῦ σῶμα, τῷ πυρὶ παρεδοθέν, μέρος μὲν κατεκάη, μέρος δὲ ἔμεινεν ὑγιές, τὸ ὁποῖόν τινες τῶν κεκρυμμένων Χριστιανῶν καὶ φίλων τοῦ Ἁγίου, λαβόντες τὴν παραγγελίαν του, μύροις καὶ ὀθονίοις ἐντυλίξαντες, ἀπεκόμισαν εἰς τὴν Αἴγυπτον. Διότι ἔτσι ἔπρεπε, ὅτι ἡ πόλις ὁποῦ τὸν ἀνέθρεψεν, αὐτὴ νὰ τὸν ἀπολαύσῃ καὶ μετὰ τὸν θάνατον, ὡς πλοῦτον ἀδαπάνητον. Αὐτὸ εἶναι τὸ μαρτύριον τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, εὐλογημένοι χριστιανοί, οὕτως ἠγωνίσθη μέχρι θανάτου ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Θαύματα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ
Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστὸς τοιουτοτρόπως τὸν ἐτίμησε καὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ καὶ εἰς ἐτοῦτον τὸν κόσμον, ὅτι μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἄπειρα θαύματα ἔκαμεν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα βούλομαι νὰ διηγηθῶ μερικὰ εὐσεβέστατοι χριστιανοί, ἀλλὰ πρὸ τοῦ νὰ ἀρχίσω τὴν διήγησιν, τοῦτο δέομαι τὴν αὐθεντία σας, νὰ μὴν ἀπιστῆτε εἰς αὐτά, ἐὰν εἶναι καὶ παράδοξα, διότι ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ οὐ μόνον τοιαῦτα δύνεται νὰ τελειώσῃ, ἀλλὰ καὶ ἄλλα μεγαλήτερα, θαῤῥῶ δὲ ὅτι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν τοιαῦτα καὶ ἄλλα παραδοξότερα ἀκούομεν ἀπὸ τὸς γραφάς, ὁποῦ ἐγίνοντο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας καὶ ὁσίους εἰς τοὺς παλαιοὺς καιρούς. Μὴ γοῦν ἀπιστοῦμε καὶ εἰς ταῦτα, ἀλλὰ μετὰ πίστεως καὶ καθαροῦ συνειδότος ἂς ἀκούσωμεν καὶ τὴν περὶ τούτων διήγησιν, ἵνα λάβωμεν καὶ τέλειον τὸν μισθὸν τοῦ κόπου μας παρὰ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ.
1) Εἰς τὴν Κωνσταντινουπολιν ἦτο ποτὲ ναὸς τοῦ Ἁγίου τούτου ἐπιφανὴς καὶ περίβλεπτος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐσύντρεχαν πανταχόθεν τὰ περίχωρα, καὶ ἑώρταζαν τὴν πανήγυριν τοῦ Ἁγίου, κατὰ τὴν σήμερον ἡμέραν. Ἕνας γοῦν Χριστιανὸς εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν, θέλοντας νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν πανήγυριν τοῦ Ἁγίου, ἐπῆρε καὶ μερικὰ ἄσπρα μετὰ τοῦ λόγου του νὰ ἀγοράσῃ πραγματείαν, καὶ ἐπειδὴ ἐνύκτωσε, καὶ δὲν ἐφτασε νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὰ κάστρον, ἔμεινε εἰς τινὸς Χριστιανοῦ ὁσπίτιον, θαῤῥώντας ὅτι εἶναι ξενοδόχος καλός, ἐκεῖνος δέ, ὡς εἶδε τὸν ξένον μοναχόν, καὶ ὅτι εἶχε καὶ ἄσπρα πλησίον του, εἰς πόσα φέρνει ἡ φιλαργυρία τὸν ἄνθρωπον! σηκώνεται τὴν νύκτα καὶ φονεύει τον. Καὶ διὰ νὰ μὴ φαίνεται ἀκέραιον τὸ κορμί, ἐπίασε καὶ κατέκοψέν το εἰς λεπτὰ κομμάτια, ἔπειτα ἔβαλέν το εἰς ἕνα δισάκκιον, καὶ ἐκρέμασεν τὸ εἰς τὸ παράμεσον κελλάρι, ἀπαντυχαίνοντας, πότε νὰ εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον νὰ τὸ παραμερίσῃ, καὶ νὰ τὸ ῥίξῃ εἰς ἀπόκρυφον τόπον. Πρὸς δὲ τὸ ταχὺ φαίνεται ὁ ἅγιος Μηνᾶς εἰς στρατιώτου σχῆμα καβαλλάρης, καὶ ἐρωτᾷ τον διὰ τὸν ξένον ὁποῦ ἐπέζευσεν ἀποσπερῆς.
Ἐκεῖνος δέ, ἐπειδὴ ἐγνώριζε τὸν ἑαυτόν του πταίστην, ὤμνυεν ὅτι δὲν εἶδε τόσες ἡμέρες ἄνθρωπον ξένον νὰ πεζεύσῃ ἐκεῖ. Τότε ὁ ἅγιος ἐκατέβη ἀπὸ τὸ ἄλογόν του, καὶ εἰσέβη εἰς τὸ κελλάρι τοῦ ξενοδόχου, καὶ εὑρὼν τὸ δισάκκι ἐκατέβασέν το, καὶ λέγει τον: τί εἶναι τοῦτο; Ἐκεῖνος δὲ ὡς εἶδεν ὅτι δὲν ἔλαθεν, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου, μὴν ἠξεύροντας ὅτι εἶναι ὁ ἅγιος, ἀλλὰ θαῤῥώντας ὅτι εἶναι τίς στρατιώτης βασιλικός, καὶ μετὰ δακρύων ἐδέετο νὰ μὴ φανερώσῃ τὸ πρᾶγμα, ὅμως ὁ ἅγιος, συμμαζώξας τὰ κατακεκομμένα μέλη τοῦ σώματος, πᾶσα ἕνα εἰς τὴν ἁρμονίαν του, καὶ ποιήσας προσευχήν, ἀνέστησε τὸν νεκρόν, εἰπών, δὸς δόξαν τῷ Θεῷ. Ἐκεῖνος δὲ ὥσπερ ἐξ ὕπνου ἀναστάς, καὶ συλλογισθεὶς ὅσα καὶ οἷα ἔπαθεν ἀπὸ τὸν ξενοδόχον, ἐδόξασε τὸν Θεόν, ὁμοίως καὶ τὸν φαινόμενον στρατιώτην εὐχαριστήσας, τὴν πρέπουσαν ἐδίδου προσκήνησιν. Τότε ὁ ἅγιος ἐπιπλήξας τὸν ξενοδόχον ἔλαβε παρ᾿ αὐτοῦ τὰ ἄσπρα τοῦ ξένου, καὶ ἐπιδέδωκεν αὐτῷ, εἰπών: πορεύου τὴν ὁδόν σου, ἀδελφέ, εὐχαρίστων τῷ Θεῷ. Πρὸς δὲ τὸν ξενοδόχον ἐπιστρέψας, εἶπεν. Ἵνα τί ἐμελέτησας πονηρὰ κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου; πλὴν ἂς εἶσαι συγχωρημένος εἰς τοῦτο, καὶ πρόσεχε ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ μὴ ποιήσῃς τὰ ὅμοια. Ταῦτα εἰπὼν ὁ ἅγιος, καὶ ἄλλα πλεῖστα, πάλιν ἐκαβαλλίκευσε, καὶ παρευθὺς ἐγένετο ἀφανὴς ἀπὸ ἔμπροσθεν τοῦ ξενοδόχου. Τότε ἐγνώρισεν ἐκεῖνος ὅτι ὁ ἅγιος Μηνᾶς ἦτον ὁ φανείς, εἰς τοῦ ὁποίου τὴν πανήγυριν ἐπήγαινεν ὁ ξένος ἐκεῖνος νὰ προσκυνήσῃ.
2) Ἄλλος τις Χριστιανὸς ἄρχων ἔταξε νὰ κάμῃ δίσκον εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγίου τούτου ἀσημένιον, ἔκραξε γοῦν τὸν χρυσοχόον καὶ ἐπαράγγειλε τόν, ὅτι νὰ μὲ κάμῃς δύο ταψία ἀσημένια, εἰς τὸ ἕνα νὰ γράφῃ τὸ ὄνομά μου, νὰ βάνω φαγὶ ἐγὼ νὰ τρώγω, καὶ εἰς τὸ ἄλλο νὰ γράφῃ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου νὰ τὸ δώσω εἰς τὴν ἐκκλησίαν του, νὰ τὸ ἔχουν διὰ δίσκον τοῦ ἀντιδώρου. Ταύτην τὴν παραγγελίαν λαβὼν ὁ χρυσοχόος, ἐποίησεν ὡς προσετάγη, ἔκαμε δύο ταψία. Καὶ εἰς μὲν τὸ ἓν ἔγραψε τὸ ὄνομα τοῦ ἄρχοντος, εἰς δὲ τὸ ἄλλο τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου. Μετὰ δὲ ταῦτα ἔφερε τὰ ἔμπροσθεν τοῦ ἄρχοντος καὶ τὰ δύο. Ὁ δὲ ἄρχων, ὡς εἶδε ὅτι εἶναι εὐμορφότερον καὶ τεχνικώτερον ἐκεῖνο ὁποῦ ἔγραφε τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, ἐζήλευσέ το. Καὶ ἐκεῖνο μὲν ἐκράτησέ το, νὰ βάνῃ φαγὶ νὰ τρώγῃ, τὸ δὲ ἄλλο ὁποῦ ἔγραφε τὸ δικόν του ὄνομα, ἔδωκέ το εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγίου. Τί γοῦν τὸ ἐντεῦθεν; Ἦλθε καιρὸς νὰ ὑπάγῃ ὁ ἄρχων διὰ θαλάσσης εἰς τὸ ταξείδιον, μέσα γοῦν εἰς τὸ καράβι ἐζήτησε φαγὶ νὰ φάγῃ εἰς τοῦ ἁγίου τὸν δίσκον.
Ἀφόντις δὲ ἀπέφαγε, ἐπῆρέ τον ὁ δοῦλός του καὶ ἔσκυψεν ἀπὸ τὸ καράβι εἰς τὴν θάλασσαν νὰ τὸν ἐκπλύνῃ, καὶ ἐκπλύνωντάς τον ἐγλύστρισε ἀπὸ τὰς χεῖρας του, καὶ ὁ δοῦλος ἀπὸ τὸν φόβον του θέλοντας νὰ τὸν πιάσῃ ἔπεσε μετ᾿ ἐκεῖνον εἰς τὴν θάλασσαν. Τοῦτο ἰδὼν ὁ ἄρχων ἐκεῖνος κλαίων καὶ ἐλεεινολογούμενος ἔλεγεν: οὐαὶ μοι τῷ ἀθλίῳ ὅτι διὰ νὰ ζηλεύσω τὸν δίσκον τοῦ ἁγίου ἔχασα καὶ αὐτὸν τὸν δοῦλόν μου, ἀλλὰ ἐσὺ Κύριε ὁ Θεός μου ἐτοῦτο τάσσω ἐνώπιόν σου, ὅτι, ἐὰν μόνον τὰ λείψανον εὕρω τοῦ δούλου μου, νὰ δώσω διπλῆν τὴν τιμὴν τοῦ δίσκου εἰς τὸν ναὸν τοῦ μάρτυρός σου Μηνᾶ. Ταῦτα τοῦ ἄρχοντος κλαίοντος, μετὰ μίαν ἡμέραν, ἔφθασαν καὶ οἱ ναῦται εἰς λιμένα καὶ ἄραξαν. Ὁ δὲ ἄρχων εἶχε πάντοτε θάῤῥος εἰς τὸν ἅγιον ὅτι κἂν τὸ λείψανον τοῦ δούλου του νὰ τὸ ῥίξῃ ἔξω ἡ θάλασσα, καὶ διὰ τοῦτο ὅλον ἕνα ἔβλεπε πρὸς τὴν θάλασσαν. Ὡς οὖν εἶχε τὸν ὀφθαλμόν του ἀείποτε, ἐκεῖ, μόνον βλέπει τὸν δοῦλόν του, καὶ ἐβγαίνει ἀπὸ τὴν θάλασσαν εἰς τὴν ξηράν, περιπατώντας καὶ βαστώντας τὸν δίσκον εἰς τὰς χεῖρας του.
Καὶ ὡς τὸν εἶδεν, ἀπὸ τὸ θαῦμα τὸ πολὺ ἔκραξε μεγαλοφώνως: «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου», ὁμοίως καὶ οἱ ναῦται ἰδόντες τὸ τοιοῦτον παράδοξον θαῦμα ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ τὸν αὐτοῦ μεγαλομάρτυρα Μηνᾶν ἀνευφήμησαν. Τότε ἐρώτησεν ὁ ἄρχων τὸν δοῦλόν του, πῶς ἐγένετο ἡ ὑπόθεσις, καὶ δὲν ἐπνίγη εἰς τὴν θάλασσαν. Καὶ αὐτὸς εἶπε, τὴν ὥραν ὁποῦ ἔπεσα μέσα εἰς τὴν θάλασσαν ἐφάνησαν τρεῖς ἄνθρωποι, ὁ εἰς ὡσὰν γεροντοποιὸς στρατηγός, ὁ ἄλλος ὡσὰν νέος, καὶ ὁ τρίτος, ὡσὰν διάκονος, ἐκεῖνοι μὲ ἅρπαξαν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, καὶ μὲ ἐσυνόδευσαν ἐχθὲς καὶ σήμερον ἕως ἐδῶ, καὶ οὕτως διεσώθην. Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ ἄρχων καὶ οἱ ναῦται, ἔδωκαν δόξαν τῷ Θεῷ τῷ θαυμαστῷ ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἀναφέραμεν, πῶς μετὰ τοῦ ἁγίου Μηνᾶ ἐφάνησαν καὶ ἄλλοι δύο ἄνθρωποι εἰς τὴν θάλασσαν, ὁ εἷς νέος, καὶ ὁ ἄλλος διάκονος, καὶ ἐπήρασι τὸν δοῦλον ἐκεῖνον, ἀκούσατε τίνες εἶναι ἐκεῖνοι. Ὁ μὲν εἷς ἦτον ὁ ἅγιος Βίκτωρ, ὁ δὲ ἄλλος ἦτον ὁ ἅγιος Βικέντιος, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν αὐτὴν ἡμέραν τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, καὶ τιμῶνται καὶ αὐτοὶ κατὰ τὴν σήμερον ἡμέραν. Καὶ ὁ μὲν ἅγιος Βίκτωρ ἐμαρτύρησε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως τῆς Ῥώμης Ἀντωνίου, τοῦ σεβαστοῦ Δουκὸς ἐν Ἰταλία, διότι ἀναγκασθεὶς νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστὸν καὶ μὴ πεισθεὶς πρῶτον μὲν ἐθλάσθη τοὺς δακτύλους τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, εἶτα ἐβλήθη εἰς κάμινον πυρός, καὶ τρεῖς ἡμέρας ἐν αὐτῇ διαρκέσας, ἐξῆλθεν ἀβλαβής. Μετὰ ταῦτα ἠναγκάσθη πιεῖν θανατηφόρα βότανα, ἀλλὰ καὶ ἐκ τούτων ἀβλαβὴς διαφυλαχθείς, εἵλκυσεν εἰς θεογνωσίαν τὸν ταῦτα κεράσαντα Μάγον. Ἐπὶ τούτοις ἀνασπᾶται τὰ νεῦρα καὶ εἰς χάλκωμα πλῆρες ἐλαίου πυρωμένον ἐμβάλλεται, εἶτα κρεμασθεὶς λαμπάσι κατακαίεται καὶ ὄξος δριμὺ μετὰ κατασταλακτῆς εἰς τὸ στόμα δέχεται, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκβάλλεται, κατὰ κεφαλῆς ἐκρεμάσθη ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς, καὶ τελευταῖον τὸ δέρμα τοῦ σώματος ἐκδαρθείς, τὴν ἁγίαν ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ παρατίθεται.
Ὁ δὲ Ἅγιος Βικέντιος ὑπῆρχε Διάκονος εἰς μίαν πόλιν τῆς Ἰσπανίας, Αὐγουστοπολιν λεγομένην, διὰ δὲ τὸ κηρύττειν τὸν Χριστὸν καὶ διδάσκειν τὸν λαὸν κρατηθεὶς ἤχθη εἰς τὸν Κριτήριον τοῦ Ἄρχοντος Δομετιανοῦ μετά τινος Ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος ὀνόματι. Αὐτὸς οὖν ἐκέλευσε δεσμευθέντας αὐτοὺς σιδηραῖς ἁλύσεσιν ἀπαχθῆναι εἰς τίνα Πόλιν Βαλεντίαν λεγομένην, καὶ νὰ βαλοῦν ἐκεῖ εἰς μίαν φυλακὴν σκοτεινὴν καὶ βρωμεσμένην. Εἶτα μετὰ ἡμέρας τινάς, ἐκβαλὼν ὁ ἄρχων τὸν Ἅγιον Βικέντιον, ἐκέλευσε ξεέσθαι σιδηροῖς ὄνυξι καὶ τῷ Σταυρῷ καταπήγνυσθαι. Ἀπ᾿ ἐκεῖθεν καταβιβασθεὶς ἐβάλθη εἰς στρέβλαν καὶ ἐστρεβλώθη ὅλον τὸ σῶμα, ἔπειτα κατεκάη τὰς πλευρὰς λαμπάσι καὶ ῥάβδους σιδηρᾶς πεπυρακτωμένας κατὰ τὸ στῆθος δέχεται, μετὰ ταῦτα, ἀποῤῥιφθεὶς ἐν τῇ φυλακῇ ἡμιθανὴς καὶ ἡμέρας τινὰς διαρκέσας τὸ πνεῦμα τῷ Θεῷ παρατίθεται. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ Μαρτύριον τῶν Ἁγίων τούτων, Βίκτωρος καὶ Βικεντίου, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ὡς ἐν συντόμῳ, καθὼς τὸ ἠκούσατε, καὶ αὐτοὶ ἦσαν ὁποῦ ἐφάνηκαν εἰς τὸν δοῦλον ἐκεῖνον τοῦ Ἄρχοντος μετὰ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμεν πάλιν καὶ εἰς ἄλλο θαῦμα τοῦ Ἁγίου.
3) Γυνή τις εὐσεβὴς καὶ φοβουμένη τὸν Θεὸν ἐκίνησέ ποτε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου τούτου, χάριν προσκυνήσεως, κατὰ τὴν σήμερον ἡμέραν, καὶ ἐπειδὴ ἦτον μακρὰν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου καὶ αὐτὴ ἦτον μοναχή, ἔτυχεν εἷς ἄνθρωπος κακότροπος καβαλλάρης εἰς τὴν στράταν, καὶ ἰδὼν τὴν γυναῖκα, ἐπεθύμησε νὰ ποιήσῃ μετ᾿ ἐκείνην ἁμαρτίαν, καὶ αὐτὸς μὲν ἐπέζευσε καὶ ἐτύλιξε τὸ σαλιβάρι τοῦ ἀλόγου εἰς τὸ ποδάρι του, νὰ ποιήσῃ τὴν ἁμαρτίαν, ἐκείνη δέ, ὡς εἶδε τὰ δύο στενά, μὴ ἔχουσα πόθεν βοήθειαν, ἔκραξε μεγαλοφώνως: Ἅγιε Μηνᾶ, βοήθει μοι. Καὶ παρευθὺς τὸ ἄλογον ἐκεῖνο, ὡσὰν νὰ μὴν ἦτο ἄλογον, ἀλλὰ θηρίον ἄγριον, ἔτσι ἀγριώθη, καὶ φεύγοντας, καὶ σύροντας τὸν μιαρὸν ἐκεῖνον ἄνθρωπον ἀπὸ τὸ ποδάρι ὑπῆγέ τον ἕως τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου. Ὡς δὲ ἤκουσαν οἱ Χριστιανοὶ τὸν χλιμιτρισμὸν τοῦ ἀλόγου καὶ τὲς φωνὲς τοῦ ἐλεεινοῦ ἀνθρώπου, ἐβγήκαν νὰ ἰδοῦσι, τίς εἶναι ἡ σύγχυσις. Ἐπῆγαν γοῦν νὰ πιάσουν τὸ ἄλογον, καὶ ἐκεῖνο παντελῶς δὲν ἕστεκεν, ἕως οὗ, ἰδὼν ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος, ὅτι κινδυνεύει τὸ ἄλογον ὁλοτελῶς νὰ τὸν διασπαράξῃ, ἐξωμολογήθη μοναχός του τὸ ἁμάρτημά του, καὶ τότε ἐστάθη τὸ ἄλογον. Μὲ τοιοῦτον τρόπον ἐλευθερωθεὶς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τοῦ πικροῦ θανάτου ἀπῆλθεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου ἐξομολογούμενος τὴν ἁμαρτίαν του. Ὁμοίως καὶ ἡ γυνὴ ἰδοῦσα τὴν παράδοξον θαυματουργίαν τοῦ Ἁγίου ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ τὸν αὐτοῦ θεράποντα μεγαλομάρτυρα Μηνᾶν. Ἀκούσατε καὶ ἄλλο θαῦμα παράδοξον, γεμάτον ἡδονῆς.
4) Κουλλός ποτε καὶ μία γυνὴ βουβὴ ἐκάθηντο εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου, πρὸς τὸ θεραπευθῆναι. Μίαν γοῦν τῶν ἡμερῶν, πρὸς τὸ μεσονύκτιον, φαίνεται ὁ Ἅγιος Μηνᾶς εἰς τὸν κουλλὸν καὶ λέγει τον, σηκώσου, σῦρε πιάσε καὶ τράβιζε τὴν ποδίαν τοῦ ῥούχου τῆς βουβῆς, ἐὰν θέλῃς νὰ ἰατρευθῇς. Ἐσηκώθη ἐκεῖνος καὶ ὑπῆγε καὶ ἐτράβιξε τὸ ῥοῦχον της γυναικός, ἐκείνη δὲ διὰ θαῦμα παράδοξον, ἔβγαλε φωνὴν ὡς ἐγκαλοῦσα τὸν κουλλόν. Τότε ὁ κουλλὸς φοβηθεὶς ἀρχισε νὰ πηλαλῇ καὶ νὰ φεύγῃ, καὶ οὕτως μὲ ὥραν ἱκανήν, γνωρίσαντες καὶ οἱ δύο τους τὴν παρὰ τοῦ Ἁγίου γενομένην εἰς αὐτοὺς θαυματουργίαν, ἐδόξασαν τὸν Θεόν.
5) Ἑβραῖός τις εἶχεν ἕνα Χριστιανὸν ἐμπιστευμένον φίλον, καὶ πολλάκις πορευόμενος εἰς τόπον μακρυνὸν ὁ Ἑβραῖος, ἐπειδὴ δὲν εἶχέ τινα ἐδικὸν εἰς τὸ σπίτι του, ἄφηνε τὴν παρακαταθήκην του εἰς τὸν Χριστιανόν, καὶ οὕτως ἐποίει πάντοτε. Μίαν δὲ τῶν ἡμερῶν πηγαινάμενος κατὰ τὴν συνήθειαν ὁ Ἑβραῖος εἰς τὴν ξενιτείαν ἄφησεν εἰς τὸν Χριστιανὸν φλωρία διακόσια, μὲ μίαν σακκούλαν βουλλωμένην, νὰ τοῦ φυλάγῃ, ἕως νὰ ἐπιστρέψῃ.
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος πονηρὰ μελετήσας ἐβουλήθη νὰ τοῦ τὰ ἀρνηθῇ, ὅπερ καὶ ἐποίησε, διότι ἐλθόντος τοῦ Ἑβραίου καὶ ζητοῦντος τὴν παρακαταθήκην, ὁ Χριστιανὸς ὅλος ἔξαφνος ἦν, μηδὲν λέγων αὐτῷ παραθεῖναι εἰς ταύτην τὴν φοράν. Ὁ δὲ Ἑβραῖος ἀθάῤῥετα ἀκούσας τὸν τοιοῦτον λόγον παρὰ τοῦ Χριστιανοῦ, ἄλλος ἐξ ἄλλου ἐγένετο. ὅμως μετὰ ὥραν ἱκανὴν εἶπε πρὸς τὸν Χριστιανόν: «ἐπειδὴ μάρτυρας δὲν ἔχω, ἔλα κάμε με ὅρκον εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, ὁποῦ τὸν ἔχετε Ἅγιον ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, καὶ τότε σῦρε εἰς τὸ καλόν». Τότε ὁ Χριστιανὸς μηδόλως φοβηθεὶς τὸν Θεὸν ἐκίνησε νὰ ὑπάγῃ μετὰ τοῦ Ἑβραίου εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου νὰ ὀμόσῃ, καὶ ἐπειδὴ ἦτον ὁ τόπος μακρυνὸς ἐκαβαλλίκευσαν καὶ οἱ δύο τους νὰ ὑπάγουν ἕως εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου. Ἀφόντις δὲ ἀπώμωσεν ὁ Χριστιανός, πάλιν ἐγύρισε μετὰ τοῦ Ἑβραίου νὰ ἔλθουν ὄπισθεν εἰς τὰ ὁσπήτιά τους, ἀλλὰ εἰς τὴν στράταν τί ἐθαυματούργησεν ὁ Ἅγιος; τὸ ἄλογον τοῦ Χριστιανοῦ ἄρχισε νὰ δαιμονίζεται καὶ νὰ πηδᾷ ἕως οὗ τὸν ἐῤῥιξε κατὰ γῆν ἡμιθανῆ. Καὶ αὐτὸς μὲν δὲν ἐθανατώθη, μόνον δὲ τὸ μανδήλιόν του καὶ τὸ βουλλωτήριόν του ἔχασε, μετὰ δὲ ὥραν ἱκανὴν πάλιν ἀναστὰς ἐκαβαλλίκευε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ σπίτι του. Τότε θέλωντας ὁ Ἑβραῖος νὰ τὸν πιάσῃ μὲ καλόν, μήπως καὶ τοῦ τὰ δώσῃ, λέγει τον: «κάθισε φίλε, νὰ φάμε ψωμί, ἐπειδὴ καὶ ὁ τόπος εἶναι ἐπιτήδειος, καὶ ἡ ὥρα ἐπέρασε, καὶ τότε θέλεις καβαλλικεύσῃ νὰ ὑπάγομεν».
Ἤκουσέ τον ὁ Χριστιανὸς καὶ ἀπόμεινε, καὶ ἐκεῖ ὁποῦ ἔτρωγαν μόνον βλέπει ὁ Χριστιανὸς τὸν δοῦλόν του, καὶ ἔρχεται βαστώντας, εἰς μὲν τὸ ἕνα χέρι, τὸ σακκούλι τοῦ Ἑβραίου μὲ τὴν παρακαταθήκην, εἰς δὲ τὸ ἄλλο, τὸ ἐδικόν του μανδήλιον καὶ τὸ κλειδίον του καὶ τὴν βούλλαν του. Καὶ ὡς τὸν εἶδεν, ἐξεπλάγη, καὶ πρὸς αὐτὸν εἶπε: «Πῶς ἦλθες ἐδῶ;» Ἀπεκρίθη ὁ δοῦλος: «φοβερός τις καβαλλάρης ἦλθε πρὸς τὴν Κυρίαν μου, καὶ εἶπεν την: «ἰδοὺ τὸ μανδήλιον καὶ τὸ κλειδίον καὶ ἡ βούλλα τοῦ ἀνδρός σου διὰ ἐμπιστοσύνην, λοιπὸν στεῖλε γρήγορα τὴν παρακαταθήκην τοῦ Ἑβραίου μὲ ἕνα σου δοῦλον, νὰ τὸν εὕρῃ εἰς τὴν δεῖνα στράταν ὁποῦ ἔρχεται, διότι κινδυνεύει νὰ ἀποθάνῃ, ἐὰν δὲν τὴν πηγαίνη». Καὶ ἰδοὺ ἔδραμον ὡς βλέπεις νὰ σὲ προφθάσω. Τοῦτο τὸ θαῦμα ὡς εἶδεν ὁ Ἑβραῖος, περιχαρὴς γενόμενος, ὑπέστρεψε μετὰ τοῦ Χριστιανοῦ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου, καὶ αὐτὸς μὲν ἐδέετο τὸν ἱερέα νὰ τὸν βαπτίσῃ, ὁ δὲ Χριστιανὸς ἐζήτει συμπάθειαν εἰς τὸν ὅρκον του. Καὶ ἔτσι τυχόντες οἱ δύο τους ὧν ἐπόθουν, ὁ μὲν τὸ βάπτισμα, ὁ δὲ τὴν συγχώρησιν, ὑπέστρεψαν ἀμφότεροι εἰς τὰ ἴδια, χαίροντες καὶ δοξάζοντες τὸν Θεόν.
6) Οὐ μόνον δὲ τὸν παλαιὸν καιρὸν ἐθαυματούργει ὁ Ἅγιος, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ τὴν σήμερον ἡμέραν, εἰς τίς τὸν ἐπικαλεσθῇ μετὰ πίστεως, εὑρίσκει τὸν ἕτοιμον πληρωτὴν εἰς κάθε του ζήτημα. α) Κατὰ τὸ ἔτος 1826, τὴν ἐποχὴν ἐκείνην τοῦ τρόμου καὶ τῶν σφαγῶν, καθ᾿ ἣν κατὰ πολλοὺς τρόπους ἐπεβουλεύετο ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἡρακλείου Κρήτης ἐνόμισαν ὅτι ἡ καταλληλότερα περίστασις, ἵνα κορέσωσι τὴν φανατικὴν αὐτῶν μανίαν κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἦτο ἡ ἡμέρα τοῦ Πάσχα, 18 Ἀπριλίου, ὅτε θὰ εὕρισκον αὐτοὺς συνηγμένους ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν τῷ ἱερῷ ναῷ τῆς Μητροπόλεως, τιμωμένῳ ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, καὶ θὰ τοὺς κατελάμβανον ἀπαρασκεύους καὶ ἀνικάνους νὰ ὑπερασπίσωσιν ἑαυτούς.
Ἵνα δὲ παραπλανήνωσι τὴν προσοχὴν τῆς ἐγχωρίου Διοικήσεως ἔβαλον πῦρ εἰς διάφορα μέρη τῆς πόλεως καὶ προεκάλεσαν πυρκαϊὰν εἰς συνοικίας μεμακρυσμένας τῆς Μητροπόλεως. Καὶ ἤδη, ἀρξαμένης τῆς ἱερᾶς Λειτουργίας, ἀνεγιγνώσκετο τὸ Εὐαγγέλιον, ὅτε τὰ μανιώδη στίφη εἶχον περικυκλώσει τὸν ἱερὸν ναὸν καὶ ἦσαν ἕτοιμα νὰ ὁρμήσουν καὶ ἀρχισουν τὸ ἀποτρόπαιον τῆς σφαγῆς ἔργον. Ἀλλ᾿ αἴφνης πολιός τις γέρων ἐμφανίζεται μεταξὺ αὐτῶν ἔφιππος περιτρέχων τὸν ναὸν καὶ μετὰ γυμνοῦ τοῦ ξίφους ἀποδιώκων αὐτούς. Εὐθὺς δὲ οἱ βάρβαροι περιδεεῖς ἐτράπησαν εἰς φυγήν, καταληφθέντες ὑπὸ φόβου ἀκατανοήτου, καὶ οὕτως ἐματαιώθη τὰ καταχθόνιον αὐτῶν σχέδιον διὰ τῆς προστασίας τοῦ μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, ὅστις ἐνεφανίσθη ὑπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ πολιοῦ γέροντος.
Οἱ δὲ ἐπιδραμόντες Τοῦρκοι ἐν τῷ νυκτερινῷ σκότει καὶ τῇ συγχύσει αὐτῶν ἐξέλαβον τὸν Ἅγιον ὡς τὸν πρῶτον τῶν προκρίτων, ἀποσταλέντα πρὸς ματαίωσιν τῆς σφαγῆς ὑπὸ τοῦ Διοικητοῦ τῆς πόλεως, πρὸς τὸν ὁποῖον διεμαρτυρήθησαν ἀκολούθως. Οὐδὲν ὅμως οὗτος ἐγνώριζε σχετικῶς, ὁ δὲ πρῶτος τῶν προκρίτων, ὡς διεπιστώθη, δὲν εἶχεν ἀπομακρυνθῇ τὴν νύκτα ἐκείνην τοῦ οἴκου του. Ἐννοῆσαν ὅθεν τότε ὅτι ἐπρόκειτο περὶ θαυματουργικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Πολιούχου ἁγίου Μηνᾶ, κατέστησαν δὲ γνωστὸν τὸ θαῦμα οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι. Ἔκτοτε οὗτοι κατείχοντο ὑπὸ δέους καὶ εὐλαβείας ἀπέναντι τοῦ Ἁγίου, τινὲς δ᾿ ἐξ αὐτῶν προσέφερον ἐτησίως διάφορα δῶρα εἰς τὸν ναὸν αὐτοῦ.
Ἐπὶ τῇ εὐεργετικῇ ταύτῃ θαυματουργίᾳ τοῦ Ἁγίου, συσκέψεως γενομένης κατόπιν μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων Ἀρκαδίας Μαξίμου, Σητείας Μελετίου καὶ Πέτρας Δωροθέου, ἐθεσπίσθη ὅπως ἐνιαυσίως τελῆται ἑορτὴ τῇ Τρίτῃ τῆς Διακαινησίμου πρὸς δόξαν τοῦ Ἁγίου καὶ διαιώνισιν τοῦ θαύματος, ἥτις καὶ τελεῖται ἐν τῷ παλαιῷ Μητροπολιτικῷ Ναῷ ἔνθα ἐγένετο θαῦμα. Κατὰ τὴν ἑορτὴν ταύτην, θεωρουμένην ὡς δευτέραν ἐτησίαν ἑορτὴν τοῦ Πολιούχου τοῦ Ἡρακλείου ἁγίου Μηνᾶ, ἐκτίθεται εἰς προσκύνησιν εὐθὺς ἀπὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τὸ ἐν Μητροπολιτικῷ Ναῷ φυλασσόμενον τίμιον καὶ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον.
7) Ἀκούσατε ὅμως καὶ ἄλλο θαῦμα φοβερώτατον, τὸ ὁποῖον ὁ ἅγιος Μεγαλομάρτυς Μηνᾶς ἐτέλεσεν εἰς τὰς ἡμέρας μας καὶ τοῦ ὁποίου τὰ εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα ἀπολαμβάνομεν ὅλοι οἱ Ἕλληνες, ἀκόμη δὲ καὶ Ὅλος ὁ κόσμος ἐκεῖνος ὅστις εὑρίσκετο τότε παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς δοκιμαζομένης πατρίδος μας. Ὅλοι γνωρίζομεν εἰς ὁποίαν δεινὴν θέσιν εὑρέθη ἡ Ἑλλὰς κατὰ τὴν περίοδον τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου τῶν ἐτῶν 1939-1945. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ὑποστᾶσα ἡ Ἑλλὰς τὴν ἐπίθεσιν τῶν ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρων δυνάμεων τοῦ Ἄξονος, ἐπολέμησε μὲν ἐῤῥωμένως καὶ ἐφ᾿ ὅσον ἐμάχετο ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν ἀντεπεξήρχετο νικηφόρως, ὅταν ὅμως ἐπετέθησαν ἐναντίον αὐτῆς καὶ αἱ σιδηροφρακτοι στρατιαὶ τῶν Γερμανὼν τοῦ Χίτλερ, τότε αὐτὴ ἐκάμφθη καὶ κατεκτήθη ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν της Γερμανῶν, Ἰταλῶν, Βουλγάρων καὶ Ἀλβανῶν καὶ διεμελίσθη, διαμοιρασθεῖσα μεταξὺ αὐτῶν, εἶναι δὲ γνωστὰ τὰ ἀφάνταστα μαρτύρια τὰ ὁποῖα ὑπέστησαν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς βαρβάρους αὐτοὺς κατακτητὰς κατὰ τὴν περίοδον ἐκείνην. Τότε ὀλίγος στρατὸς Ἑλληνικὸς διαφυγὼν τὴν αἰχμαλωσίαν διεπεραιώθη εἰς τὴν Αἴγυπτον, τὴν πατρίδα τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, καὶ ἐκεῖ ἀπετέλεσε τὸν πυρῆνα τοῦ ἀνασυσταθέντος Ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ὅστις καὶ ἀπὸ τὴν χώραν αὐτὴν συνέχισε τὸν ἀγῶνα τοῦ διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς σκλαβωμένης πατρίδος.
Καὶ τίς ἀπὸ ἡμᾶς δὲν ἐνθυμεῖται μετὰ δέους τὴν περίοδον ἐκείνην τοῦ φόβου καὶ τοῦ τρόμου, κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ στρατιαὶ τοῦ Χίτλερ μὲ ἀρχηγὸν τὸν περιβόητον ἐκεῖνον Ῥόμμελ, καταλαβοῦσαι ὁλόκληρον σχεδὸν τὴν βόρειον Ἀφρικὴν ἐβάδιζεν καὶ κατὰ τῆς Ἀλεξανδρείας; Καὶ τίς δὲν ἐνθυμεῖται τὴν περιώνυμον ἐκείνην μάχην τοῦ Ἐλ Ἀλαμέϊν τοῦ ἔτους 1942, κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ συμμαχικαὶ δυνάμεις, μεθ᾿ ὧν συνεμάχοντο καὶ οἱ ὀλίγοι ἐλεύθεροι Ἕλληνες, ἀνέκοψαν τὴν προέλασιν τοῦ Ῥόμμελ καὶ κατανικήσασαι τὰς δυνάμεις αὐτοῦ ἔτρεψαν αὐτοὺς εἰς φυγὴν καὶ κατεδίωξαν ἕως οὗ ἅπαντας τοὺς ἐχθροὺς συνέλαβον αἰχμαλώτους; Τίς ἔτι δὲν ἐνθυμεῖται ὅτι συνεχισθέντος ἀπὸ τότε τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῶν τέως πανισχύρων ἐχθρῶν κατεβλήθησαν οὗτοι τελείως ἐντὸς δύο ἐτῶν ἀπελευθερωθεισὼν μαζὶ μὲ τὴν πατρίδα μας, τὴν Ἑλλάδα, καὶ ὅλων τῶν χωρῶν ἐκείνων τὰς ὁποίας εἶχον καταλάβει οἱ τύραννοι; Καὶ ποῖος δὲν γνωρίζει ὅτι, ἐὰν δὲν εἶχε γίνει ἡ θαυμάσια ἐκείνη μεταστροφὴ τοῦ πολέμου εἰς τὸ Ἐλ Ἀλαμέϊν θὰ εἴμεθα σήμερον αἰχμάλωτοι καὶ δοῦλοι τῶν ἐχθρῶν μας; Τίς ἔκαμε τὸ μεγάλον αὐτὸ θαῦμα; Τίς ἄλλος ἀπὸ τὸν ἅγιον μεγαλομάρτυρα Μηνᾶν, τὸν προστάτην μας, καὶ ἀκούσατε διὰ νὰ λάβητε πολλὴν τὴν ἀγαλλίασιν.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἐλ Ἀλαμέϊν εἶναι Ἀραβικὴ παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, ἔλαβε δὲ τὸ ὄνομα τοῦτο διότι ἐκεῖ, εἰς τὸ Ἐλ Ἀλαμέϊν, ὑπάρχει ναὸς τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, λέγεται δὲ ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρξε καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου[1]. Εἰς τὸν Ναὸν αὐτὸν τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ προσέτρεχον ἐπὶ αἰῶνας ὁλοκλήρους προσκυνηταὶ ἀπὸ ὅλας τὰς παραμεσογείους χώρας καὶ πλεῖστα θαύματα ἐπετελοῦντος διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου, σῴζονται δὲ μάλιστα μέχρι σήμερον εἰς τὰ ἐρείπεια τοῦ ἀρχαίου αὐτοῦ Ναοῦ πολλαὶ παραστάσεις τῶν διαφόρων θαυμάτων τοῦ Ἁγίου μιὰ μάλιστα ἐκ τῶν παραστάσεων αὐτῶν εἰκονίζει τὸν Ἅγιον Μηνᾶν ὁδηγοῦντα καμήλους καραβανίου τινός, τὸ ὁποῖον διέσωσεν ἀπὸ βέβαιον κίνδυνον.
Ὅταν λοιπὸν αἱ στρατιαὶ τοῦ Ῥόμελ ἐβάδιζον κατὰ τῆς Ἀλεξανδρείας ἔφθασαν εἰς τὸ Ἐλ Ἀλαμέϊν, εἰς τὸ ὁποῖον ἐστρατοπέδευσαν τὴν νύκτα ἐκείνην καὶ τὴν πρωίαν ἡτοιμάζοντο νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τῆς πόλεως. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος καὶ περισσότερον ἡμεῖς οἱ ὑπόδουλοι τότε Ἕλληνες ὑπὸ δέους συνεχόμενοι, ἀνεμέναμεν ὡς βεβαίαν τὴν πτῶσιν αὐτῆς, μαζὶ μὲ τὴν ὁποίαν θὰ ἐχάναμεν καὶ τὰς τελευταίας ἐλπίδας τῆς ἀπελευθερώσεως μας, ὡς καὶ αὐτὰ τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα τοῦ ἐλευθέρου στρατοῦ μας.
Ὅμως ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Μηνᾶς δὲν ἀφῆκε νὰ γίνῃ ἡ ὁλοκληρωτικὴ αὐτὴ καταστροφὴ διότι ὡς Ἕλλην καὶ αὐτὸς Αἰγυπτιώτης συνεπόνεσε τοὺς πάσχοντας Ἕλληνας καὶ τοὺς συμμάχους αὐτῶν καὶ τὸ μεσονύκτιον, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ἐπρόκειτο νὰ ἀρχίσῃ ἡ μάχη, ὢ ἐξαισίου θαυματουργήματος! βλέπουν τινὲς εὐσεβεῖς τὸν Ἅγιον Μηνᾶν ἐξερχόμενον ἐκ τῶν ἐρειπίων τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ καὶ ὁδηγοῦντα καμήλους, ὡς ἀκριβῶς ἐν τῇ προῤῥηθείσῃ τοιχογραφίᾳ εἰκονίζετο, εἰσχωροῦντα δὲ ὁμοῦ μὲ αὐτὰς εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν.
Εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψῃ τις τὸν πανικὸν ὅστις κατέλαβεν ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης τοὺς τέως πανισχύρους καὶ ἀηττήτους ἐχθρούς, καθὼς ἐπίσης ἀπερίγραπτος τυγχάνει ἡ ἔκτασις τῆς καταστροφῆς αὐτῶν. Ἀρκεῖ δὲ μόνον νὰ εἴπωμεν ὅτι, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης ἐσήμανε τὸ τέλος τῆς παντοδυναμίας αὐτῶν καὶ ἐντὸς ὀλίγου χρόνου κατενικήθησαν τελείως, ἀπελευθερωθείσης οὕτω τῆς ἡμετέρας πατρίδος.
Τὸ θαῦμα τοῦτο ἐκτιμῶντες καὶ αὐτοὶ οἱ ἀλλόδοξοι σύμμαχοι, προσέφερον εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Ἀλεξανδρείας τὸν τόπον ἐκεῖνον διὰ νὰ ἀνακτισθῇ ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ ἱδρυθῇ ἐκεῖ καὶ Μοναστήριον ἐπ᾿ ὀνόματι αὐτοῦ εἰς ἔνδειξιν αἰωνίου εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Ἅγιον καὶ διὰ νὰ ὑμνολογῆται εἰς αὐτὸν ἀπαύστως, διὰ τὴν ἐπιτελεσθεῖσαν ἐξαίσιον θαυματουργίαν, ὁ ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ ἐνδοξαζόμενος Θεὸς καὶ ὁ ἔνδοξος αὐτοῦ Μεγαλομάρτυς Ἅγιος Μηνᾶς,
Νεώτερα θαύματα τοῦ Ἁγ. Μηνᾶ.
8) Ὁ Εὐάγγελος Φράγκου κάτοικος Ἀμφιάλης πλησίον Ἁγίου Μηνᾶ Πειραιᾶ, διηγήθηκε τὸ ἑξῆς θαῦμα ποὺ ἔγινε στο παιδί του: Στοὺς δευτέρους χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας τὸ παιδί του ἐπῆγε γιὰ πρώτη φορὰ μὲ ἀεροπλάνο στην Αἴγυπτο. Τὸ ἀεροπλάνο βρῆκε μεγάλη ἀνεμοθύελλα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προσγειωθεῖ πουθενὰ καὶ ὁ πιλότος τὸ ἔριξε σὲ μία λίμνη καὶ τὸ ἀεροπλάνο ἔγινε συντρίμμια. Χωρὶς νὰ ξεροῦν οἱ γονεῖς ὅτι τὸ παιδὶ τοὺς ἐκινδύνευσε, ἡ μὲν μητέρα ἦταν ἀφοσιωμένη στην Παναγία, καὶ προσευχόταν, ὁ δὲ πατέρας ἦταν ἀφοσιωμένος στον Ἁγιο Μηνᾶ καὶ τοῦ φάνηκε ὅτι κουνήθηκε ἡ εἰκόνα του καὶ σὰν νὰ τοῦ εἶπε ὅτι πάει νὰ σώσει τὸ παιδί του. Βλέποντας ὁ πατέρας τὴν κινήσῃ αὐτὴ τῆς εἰκόνας, τὸν ἔπιασε ῥῖγος, σὰν λυποθυμία, χωρὶς νὰ ξέρει ὅτι τὸ παιδί του ἐκινδύνευε. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἐμαθαν ὅτι σκοτώθηκαν ὅλοι οἱ ἐπιβάται τοῦ ἀεροπλάνου καὶ σώθηκε μόνο τὸ παιδί τους. Αὐτὸ ἦταν θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.
9) Ἡ Βαρβάρα Κωστοπούλου διηγηθηκετο ἑξῆς θαῦμα ποὺ ἔκανε γι᾿ αὐτὴν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς: Ἀγαποῦσε ἐναν ἄνδρα ποὺ δούλευε στον ΟΤΕ. Καὶ αὐτὸς τὴν ἀγαποῦσε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν παντρευτεῖ ἤθελε ἕνα σπίτι καὶ λεπτά, ἐνῶ αὐτὴ ἦταν φτωχή. Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγ. Μηνᾶ, ὅταν χτύπησαν οἱ καμπάνες, παρακάλεσε τὸν Ἅγ. Μηνᾶ νὰ κάνει τὸ θαῦμα του καὶ νὰ τὴν βοηθήσει νὰ βρει τὸν καταλληλο ἀνθρωπο γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ. Καὶ πράγματι ὁ Ἅγ. Μηνᾶς ἔκανε τὸ θαῦμα του. Τῆς ἐτηλεφώνησε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε, ὅτι θὰ πάει στο σπίτι της γιὰ νὰ τὴν ζητήσει ἀπὸ τοὺς γονεῖς της. Ἀπὸ τότε δοξάζει τὸν Ἅγ. Μηνᾶ καὶ μιλάει παντοῦ γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ τῆς ἔκανε.
10) Ἡ Ἀρτεμία Παστρικοῦ, κ άτοικος Ἀμφιάλης Πειραιῶς πλησίον Μονῆς Ἁγίου Μηνᾶ, διηγεῖται τὸ ἑξῆς θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ποὺ ἔγινε σ᾿ αὐτήν: Ὅταν ἦταν 12 ἐτῶν εἶχε ἀῤῥωστήσει ἀπὸ κοιλιακὸ τύφο μὲ πολὺ ὑψηλὸ πυρετὸ καὶ ὁ γιατρὸς ποὺ τὴν παρακολουθοῦσε εἶπε ὅτι μόνο ἕνα θαῦμα μποροῦσε νὰ τὴν σώσει. Μιὰ μέρα, ὅταν ἄνοιξε τὰ μάτια της, εἶδε στὰ πόδια της τὴν κάρα καὶ δύο ὀστᾶ τοῦ Ἁγ. Μηνᾶ καὶ ἔβαλε τίς φωνὲς καὶ τοὺς εἶπε νὰ τὰ πᾶνε στο Ἱερό. Μετὰ εἶδε ὅτι ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ εἴχανε ἀφήσει στὸ σπίτι τους γιὰ κουδούνι, πέρασε ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, ἕνα νέο καὶ ὄμορφο παλληκάρι ἐπάνω σὲ ἄσπρο ἀλογο, τὴν πάτησε, τῆς χαμογέλασε καὶ τῆς εἶπε: μὴ φοβᾶσαι, ἐγὼ θὰ σὲ κάνω καλά. Τὴν ἄλλη μέρα ὁ πυρετὸς ἄρχισε νὰ πέφτει καὶ σὲ τρεῖς μέρες ἔγινε καλὰ καὶ ἀπὸ τότε ἔχει τὸν Ἅγιο Μηνᾶ προστάτη της.
11) Ἡ Σπυριδούλα Σεϊτανίδου διηγήθηκε τὸ ἑξῆς θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Ἅγιος Μηνᾶς: Πρὶν δύο χρόνια ὁ πατέρας της ἔπαθε διάτρηση στομάχου καὶ τὸν ἐπῆγαν στο νοσοκομεῖο. Τοῦ βρήκαν ὅτι εἶχε ὑπόταση 2 καὶ ἤτανε ἑτοιμοθάνατος καὶ εἴπανε ὅτι μόνο ἕνα θαῦμα θὰ τὸν σώσει. Ἔλεγε συνεχῶς τὸ τροπάριο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ σώσει τὸν πατέρα της. Πράγματι ἔγινε ἡ ἐγχείριση καὶ οἱ γιατροὶ ἐβγῆκαν εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὸ χειρουργεῖο καὶ εἴπανε ὅτι ἦταν θαῦμα ποὺ ἔζησε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος σὲ ἐγχείριση μὲ ὑπόταση 2. Αὐτὸ ἦταν θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ποὺ ἀκουσε τίς παρακλήσεις της.
12) Ἡ Ἀρτεμία Παστρικοῦ διηγήθηκε τὸ ἑξῆς γιὰ τὸν πατέρα της: καθόμαστε πρὶν 10 χρόνια περίπου, στην ταράτσα μας, καὶ τρώγαμε. Ὁ πατέρας ἀφοῦ ἔφαγε καὶ ξάπλωσε ἄρχισε νὰ ἀερίζεται. Τοῦ εἶπε ἡ μητέρα μου, δὲν ντρέπεσαι, ποὺ ἀπέναντι εἶναι ὁ Ἅγιος Μηνᾶς; Λέει τότε ὁ πατέρας μου; Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς εἶναι φίλος μου. Τὸ προσωπικό του ὅμως δὲν μὲ ἀρέσῃ. Δὲν περάσανε οὔτε 10 λεπτά, καὶ ξαφνικὰ τρώη δύο χαστούκια, καὶ αὐτομάτως πρίστηκε τὸ πρόσωπό του. Ἀπὸ τότε δὲν ξαναεῖπε λέξη γιὰ τὸν Ἁγιο. Καὶ τὸν πιστεύῃ, καὶ τὸν ἀγαπάῃ.
Ἕως αὐτοῦ ἀρκεῖ καὶ ἡ διήγησις τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου, πρέπον δὲ εἶναι ἡμεῖς, ὁποῦ ἀκούομεν τῶν Ἁγίων τὰς διηγήσεις καὶ τὰ μαρτύρια, νὰ σπουδάζωμε πῶς νὰ τοὺς μιμηθῶμεν. διότι καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς τοιούτους ἐπαινεῖ, εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ἐν κεφαλαίῳ ια´ καὶ λέγει: «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν. Λοιπὸν πρέπει ὡσὰν πῶς ἔχομεν τὴν ὀρθὴν πίστιν, ἔτσι νὰ ἔχομεν καὶ ἔργα θεάρεστα, ἵνα καὶ ἡ πίστις νὰ στερεώνεται μὲ τὰ ἔργα, καὶ τὰ ἔργα νὰ βεβαιώνωνται μὲ τὴν πίστιν, διότι οὐδὲ ἐὰν ἔχωμε πίστιν ὀρθήν, καὶ ἔργα θεάρεστα δὲν ἔχωμεν, δυνόμαστεν νὰ σωθοῦμεν, οὐδὲ πάλιν, ἐὰν ἔχωμεν ἔργα, καὶ δὲν πιστεύωμεν ὀρθά, δυνόμαστεν νὰ κερδήσωμεν σωτηρίαν, διὰ τοῦτο εἶναι τὸ δίκαιον, ἐὰν θέλωμεν καὶ τῆς κολάσεως νὰ ἐλευθερωθῶμεν, καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν νὰ ἐπιτύχωμεν, καὶ μὲ τὰ δύο νὰ στολιζόμεστεν, καὶ μὲ πίστιν ὀρθὴν καὶ μὲ ἔργα θεάρεστα, διότι τί τὸ ὄφελος, εἰπέ μοι, ἐὰν ἕνα δένδρον εἶναι ὑψηλόν, καὶ ἔχῃ φύλλα πολλά, καρπὸν δὲ νὰ μὴν ἔχῃ;»
Ἔτσι καὶ τὸν Χριστιανὸν δὲν τὸν ὠφελεῖ τίποτες ἡ πίστις, ἐὰν ἀμελῇ τῶν ἀρετῶν, ἐπειδὴ ἡ διὰ τῶν ἔργων πίστις εἶναι πλέον βεβαιότερη παρὰ τὴν διὰ λόγου. Μὴ γοῦν θαῤῥοῦμεν μόνον μὲ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν νὰ σωθοῦμεν, εὐσεβέστατοι ἄρχοντες, ἀλλὰ πρὸς τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν ἂς σπουδάσωμεν νὰ κατορθώσωμεν καὶ ἔργα θεάρεστα. Μὴν ἀγωνιζώμεστεν μόνον πῶς νὰ θεραπεύωμεν τὸ κορμὶ μας, ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον ἂς σπουδάσωμεν νὰ ἰατρεύωμεν τὴν ψυχήν μας. Διότι, εἰπέ μοι, δὲν συγκείμεθα ἀπὸ δύο φύσεις, ἐκ ψυχῆς λέγω καὶ σώματος; Τὸ λοιπὸν διατὶ δὲν ἐπιμελούμεθα κἂν Τσια τῶν δύο; ἀλλὰ τὸ μὲν κορμὶ μὲ κάθε τρόπον τὸ θεραπεύομεν, καὶ μὲ φαγὶ πλέον τοῦ πρέποντος τὸ τρέφομεν, καὶ ἐὰν καὶ καμμίαν φορὰν παραμικρὴ ἀσθένεια μᾶς ἔλθῃ, πᾶσαν μηχανὴν κάμνομεν, πᾶσαν τέχνην γυρεύομεν, ὥστε νὰ διορθώσωμεν τὸ αἴτιον τῆς ἀῤῥωστίας, καὶ εἰς μὲν τὸ ἔλαττον καὶ τὸ ἀτιμότερον κορμὶ τοιαῦτα καὶ ἄλλα περισσότερα σπουδάζομεν, διὰ δὲ τὴν ταλαίπωρον ψυχὴν οὐδὲ κἂν ἔννοιαν ἔχομεν ὅτι ἀσθενεῖ;
Καὶ τοῦτο, ἐὰν θελήσῃς νὰ ἴδῃς, πόσον διαφέρει τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ψυχήν, θέλεις τὸ καταλάβῃ, ἐὰν συλλογισθῇς, ποταπὸν ἀναμένει τὸ κορμί, ὅταν χωρισθῇ τῆς ψυχῆς. Μὴ γοῦν ἀμελοῦμεν διὰ τὸ αἰώνιον, καὶ διὰ τὸ φθαρτὸν ἐννοιαξόμεστεν. Μὴ σπουδάζωμεν διὰ τὸ πρόσκαιρον κορμί, καὶ διὰ τὴν ἀθάνατον ψυχὴν ἀμελοῦμεν, ἀλλὰ ὡσὰν πῶς τρέφομεν τὸ κορμὶ μὲ αἰσθητὰ φαγητά, ἔτσι ἂς τρέφωμεν καὶ τὴν ψυχήν μας μὲ τὴν μελέτην τῶν θείων Γραφῶν, ὡσὰν πῶς ἐνδύνομεν τὸ κορμὶ μας, ἔτσι ἂς ἐνδύσωμεν καὶ τὴν ψυχήν μας μὲ ἀρετές, ὡσὰν πῶς πίνομεν σιρόπια καὶ καθάρσια διὰ τὴν ὑγείαν τοῦ σώματος, ἔτσι ἂς ἐξομολογούμεστεν, καὶ ἂς μετανοοῦμεν εἰς τὰς ἁμαρτίας μας, νὰ καθαριζώμαστε. Καὶ μάλιστα, ἐὰν θέλῃς νὰ τὸ ἐξετάσῃς ἡ μὲν θεραπεία τοῦ σώματος ἔχει καὶ πολλὴν ἔξοδον, ἡ δὲ τῆς ψυχῆς εἶναι κατὰ πολλὰ εὔκολη, καὶ ἀνέξοδος καὶ ἑλαφρά, διότι ἐδῶ μὲν ἐπὶ τῆς ἐπιμελείας τοῦ σώματος, ὅταν ἀῤῥωστήσῃς ἀνάγκη εἶναι καὶ χρήματα νὰ ἐξοδιάσῃς, ἀλλὰ μὲν εἰς τοὺς ἰατρούς, ἀλλὰ δὲ εἰς φαγητὰ καὶ ἐνδύματα, ἐπὶ δὲ τῆς ψυχῆς οὐδεμία ἔξοδος γίνεται, ἀλλὰ ἐὰν θελήσῃς, ἀνέξοδα εὑρίσκεις τὴν θεραπείαν.
Διότι, εἰπέ μοι: ποία ἔξοδος εἶναι νὰ συχνάζῃς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ ἀκούῃς τὰς θείας Γραφὰς καὶ νὰ τρέφῃς τὴν ψυχήν σου; Εἶδε καὶ θέλεις νὰ μάθῃς, ὅτι ἡ ἀκρόασις τῆς Γραφῆς εἶναι τροφὴ τῆς ψυχῆς, ἄκουε τοῦ Μωϋσέως ἐν τῷ Δευτερονομίῳ λέγοντος, «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ». Ποία ἔξοδος εἶναι νὰ μετανοήσῃς καὶ νὰ ἐξομολογηθῇς τὰς ἁμαρτίας σου εἰς πνευματικὸν Πατέρα; Ποῖος κόπος εἶναι νὰ εἴπῃς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἥμαρτες; Ποῖος μόχθος εἶναι νὰ ὁμολογήσῃς τοῦ λόγου σου πταίστην κατ᾿ ἔμπροσθεν τοῦ καρδιογνώστου Θεοῦ; διότι, μὴν ὁ Θεὸς δὲν ἠξεύρει τὰς ἁμαρτίας σου, καὶ τὰς κρύβεις; μὴν θέλῃς νὰ τὸν λάβῃς, καὶ φοβᾶσαι νὰ τὲς ἐξομολογηθῇς; καὶ προτοῦ νὰ ἁμαρτήσῃς; ὁ Θεὸς ἐπρογίνωσκέ τι. Τί γοῦν; θέλει νὰ μετανοήσῃς, μοναχός σου, θέλει νὰ εἴπῃς, ὅτι ἔσφαλες, καὶ αὐτὸς σὲ δικαιώνει, διότι ἔτσι ὥρισε διὰ τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου: «λέγε σὺ πρῶτος τὰς ἁμαρτίας σου, ἵνα δικαιωθῇς». Καὶ πάλιν ὁ Προφήτης Δαβὶδ ἐν τῷ λα´ Ψαλμῷ, «εἶπα ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου».
Μὴ γοῦν εὑρίσκωμεν ἀφορμὴν καὶ λέγωμεν, ὅτι βαριὲς εἶναι αἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, διότι κάμνομεν τὸν Χριστὸν ψεύστην, ὅστις ὁρίζει εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον ἐν τῷ ια´ κεφαλαίῳ: «Ὁ ζυγὸς χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι». Ὁμοίως καὶ τὸν θεολόγον Ἰωάννην, ὅστις γράφει εἰς τὴν πρώτην του ἐπιστολὴν ἐν κεφαλαίῳ ε´ καὶ λέγει, «καὶ αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσί». Μάλιστα, δὲ τοῦ λόγου μας ἂς αἰτιαζώμεστεν, ὅτι διὰ νὰ εἴμεσθεν ἀμελεῖς καὶ ὀκνηροί, μᾶς φαίνουνται βαριές. Διὰ τοῦτο μὴν ἀμελοῦμεν τὰς σωτηρίας, μας τώρα, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι, ὁποῦ ἔχομεν καιρόν, διότι θέλει ἔλθῃ καιρός, ὁποῦ αὐτὲς ἡ ἀφορμὲς δὲν μᾶς θέλουν ὠφελήσῃ τίποτες μόνον ἕως ἔχομεν καιρὸν μετανοίας, ἂς λάβωμεν ἔννοιαν τῆς μελλούσης κρίσεως, ἂς ἐνθυμηθοῦμεν καὶ τὸν θάνατον μας καμμίαν φοράν, ἂς ἐνθυμηθοῦμεν τὰ ὑστερινά μας, ἂς ἐνθυμηθοῦμεν, πῶς γινόμεστεν χῶμα καὶ γῆ καὶ σποδός, ἂς ἐνθυμηθοῦμεν, ὅτι δὲν μᾶς ἔπλασε ὁ Θεὸς μόνον διὰ ἐτοῦτον τὸν κόσμον ἀλλά. διὰ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν μελλόντων αἰωνίων ἀγαθῶν.
Διότι, μὴν νὰ ἐγενηθήκαμεν εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ εἴμεσθεν ἀθάνατοι; μὴ διὰ τοῦτον ἐπλάσθημεν ἐκ Θεοῦ, διὰ νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν; οὐχὶ ἔγινεν ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ φαγί, ἀλλὰ τὸ φαγὶ ἔγινε διὰ τὸν ἄνθρωπον. Μὴ γοῦν ἀντιστρέφωμεν τὴν τάξιν, μηδὲ ὡσὰν νὰ ἐγίναμεν διὰ τὸ φαγί, ἔτσι ἂς τὸ σπουδάζωμεν. ἀλλὰ ἂς ἔχῃ καὶ αὐτὸ μέτρον καὶ ὥραν, τῆς δὲ ψυχῆς ἡ τροφὴ ἂς εἶναι περισπούδαστος εἰς ἡμᾶς. μόνον αὐτὴ ἀςμὴν ἔχῃ μέτρον καὶ ὥραν, μάλιστα δὲ πᾶσαν ὥραν ἂς τὴν σπουδάζωμεν. Καὶ ὡσὰν πῶς δὲν περνᾷ ὥρα, ἐὰν δὲν ἀναππνεύσωμεν, ἔτσι μηδὲ ὥρα νὰ μὴ περνᾷ, ἐὰν μὴ μελετήσωμεν περὶ τῆς ψυχικῆς τροφῆς, ἥτις ἐστίν, ὡς εἴπομεν, ἡ ἀνάγνωσις τῶν θείων Γραφῶν, ἡ μελέτη τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, καὶ ἐπὶ τούτοις ἡ ἐξομολόγησις. Ταῦτα ἀείποτες ἂς ἐννοιαζώμεστεν, αὐτὰ πάντοτε ἂς μελετοῦμεν, ἵνα τοιουτοτρόπως πολιτευόμενοι τῆς μὲν κολάσεως ἐλευθερωθῶμεν, τῆς δὲ Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἀξιωθῶμεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. ᾯ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
******
[1] Όταν ο διωγμός των χριστιανών έπαυσε η παράδοση λέγει ότι άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αθανάσιο, λέγοντας να φορτώσει το σώμα του Αγ. Μηνά σε μια καμήλα και να κατευθυνθεί προς τη Δυτική έρημο. Στο μέρος που κατά θεία παρέμβαση σταματησε η καμήλα και αρνούνταν να προχωρήσει παραπέρα, κοντά στη Μαρεώτιδα λίμνη, έθαψαν το σώμα του. Για πολλά χρόνια δεν γνώριζαν τίποτα για τον μάρτυρα στρατιώτη Αγ.Μηνά. Μέχρι που κάποια στιγμή κάποια άρρωστα πρόβατα και ο βοσκός που βρισκόνταν σε εκείνα τα μέρη έγιναν κατά θαυμαστό τρόπο καλά. Πολλοί άρρωστοι άρχισαν να έρχονταν εκεί και γινόνταν καλά χωρίς να γνωρίζουν ποιός έκανε αυτά τα θαύματα. Μέχρι και η κόρη ενός αυτοκράτορα του Βυζαντίου (πιθανότατα του Μεγ.Κωνσταντίνου) ήλθε εκεί για να θεραπευθεί. Ένα βράδυ και ενώ βρισκόνταν σ'αυτό το μέρος, εμφανίστηκε στον ύπνο της ο Αγ. Μηνάς λέγοντάς της ότι εκεί βρίσκονται τα άγια λείψανά του και να χτιστεί εκεί ένας ναός προς τιμήν του. Στα 45 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Αλεξάνδρειας, ο Αυτοκράτορας, έχτισε προς τιμήν του όχι μόνο έναν ναό αλλά μια πόλη, που συμπεριλάμβανε δρόμους, κτίρια εκκλήσίες και ένα βαπτιστήριο. Η μαρμάρινη πόλη του Αγ.Μηνά (Abu Mena) έγινε ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της χριστιανοσύνης, αφού έχουν βρεθεί μπουκαλάκια λαδιού ή αγιασμού με χαραγμένο επάνω τους το όνομα του Αγ. Μηνά σε πολλές αρχαιολογικές ανασκαφές στην Χαιδελβέργη, στο Μιλάνο, στη Δαλματία, στη Μασσαλία και στην Ιερουσαλήμ. Από το 1979 η μαρμάρινη πόλη του Αγ.Μηνά ανήκει στα μνημεία παγκοσμίου κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στρατείαν κατέλιπες τὴν κοσμικήν, ἀθλητά, οὐράνιον εἴληφας τὴν κληρουχίαν, σοφέ, καὶ στέφος ἀμάραντον, δόξαν ἀποδιώξας βασιλέως γηϊνου, ἄθλους δὲ διανύσας μαρτυρίου γενναίου. Διό, μεγαλομάρτυς Μηνᾷ, πρέσβευε σωθήναι ἠμᾶς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Tρισάριθμον σύνταγμα τῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ συμφώνως τιμήσωμεν ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδημον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν, Χριστέ, ἱκεσίαις πάντας ἐλέησον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Τους μεγίστους αγώνας του μαρτυρίου σου, καρτεροψύχως ανύσας Μεγαλομάρτυς Μηνά, ουρανίων δωρεών λαμπρώς ηξίωσαι, και θαυμάτων αυτουργός, εκ Θεού αναδειχθείς, προστάτης ημίν εδόθης, και βοηθός εν ανάγκαις, και αντιλήπτωρ εναργέστατος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνθημα, των αθλοφόρων Χριστού, υμνήσωμεν άσμασι, χαριστηρίοις πιστοί, Μηνάν τον αοίδιμον, Βίκτωρα τον γενναίον, και Βικέντιον θείον, πλάνην την των ειδώλων, καταργήσαντας πίστει. Αυτών ταις ικεσίαις, Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς στρατειᾶς ἥρπασε, τῆς ἐπικήρου, καὶ ἀφθάρτου ἔδειξε, σὲ Ἀθλοφόρε κοινωνόν, Μηνᾶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τῶν Μαρτύρων ἀκήρατος στέφανος.
Ἕτερον Κοντάκιον τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν τούτους δοξάσαντα.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Ἡ τὸ πρὶν ἀγνωσίας σκότει δεινῷ, κρατουμένη θεόφρον, Μάρτυς Μηνᾶ, Αἴγυπτος ἀνέτειλε, σὲ φωστῆρα παγκόσμιον, ἀθεΐας νύκτα, συντόνως ἐλαύνοντα, ταῖς βολίσι Μάκαρ, τῶν θείων ἀγώνων σου· ὅθεν τὴν φωσφόρον, καὶ σεπτήν σου ἡμέραν, φαιδρῶς ἑορτάζοντες, ἐκτενῶς σοι κραυγάζομεν, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον.
Φύλαξ καὶ θερμότατος ἀρωγός, πέλων Ἀθλοφόρε, τῶν καλούντων σε ἐν παντί, πλήρου τὰς αἰτήσεις, Μηνᾶ θαυματοβρύτα, τῶν πόθῳ ἐκζητούντων, τὴν σὴν ἀντίληψιν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων.
Ὕμνοις φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν, σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου, ἐγκωμιάσωμεν.
Ὁ Οἶκος
Μεγάλης πρόξενος ἡμῖν, ὑπάρχει θυμηδίας, ἡ μνήμη τῶν Μαρτύρων, κατὰ παθῶν ἀνδρείαν, καὶ ἀριστείαν κατ' ἐχθρῶν ἐπιδεικνυμένη, ἐν φαιδρᾷ καὶ προσηνεῖ ὁμολογίας χάριτι· Δεῦτε οὖν ἐν ταύτῃ, φιλέορτοι πάντες εὐφρανθῶμεν, τῆς προσκαίρου εὐφροσύνης τὴν κρείτονα καὶ τελεωτέραν, Μηνᾶ τοῦ Ἀθλητοῦ τὴν μνήμην τελοῦντες, καὶ λαμβάνοντες παθῶν δῶρον τὴν λύσιν, τούτων δὲ δοτήρ, Χριστὸς ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ὁ τῶν Μαρτύρων ἀκήρατος στέφανος.
Πηγή: (Ἔκδοσις Ἱ. Ν. Ἁγίου Μηνᾶ Ἀμφιάλης, ἐν Πειραιεῖ, 1982), uoa.gr/~nektar/, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Η σημαντικότερη μάχη ανταρτών και χωροφυλακής στο Άγιο Όρος, ήταν αυτή που διεξήχθη την αυγή της 16/10/1948 από 400 περίπου ένοπλους αντάρτες που ήταν τμήμα της VI Μεραρχίας του ΔΣΕ .
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στὰ 1840 μ.Χ. στὰ Φάρασα ἢ Βαρασιό, στὸ Κεφαλοχῶρι τῶν ἕξι χριστιανικῶν χωριῶν τῆς περιφερείας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι σὲ ἀρετὲς καὶ μέτριοι σὲ ἀγαθά. Εἶχαν ἀποκτήσει δύο ἀγόρια, τὸν Βλάσιο καὶ τὸν Θεόδωρο (τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο).
Είναι δυο εβδομάδες τώρα που μ΄ ένα τελεσίγραφο, μοναδικό στα διπλωματικά χρονικά των εθνών, για το περιεχόμενο, την ώρα και τον τρόπο που το παρουσίασαν, η Ιταλία κάλεσε την Ελλάδα να της παραδώσει τα εδάφη της, ν΄ αρνηθεί την ελευθερία της και να κατασπιλώσει την τιμή της.
Οι Οθωμανοί, σχετικά γρήγορα θα συνέλθουν από την ήττα τους από τους Μογγόλους στην Άγκυρα, το 1402. Στην Πόλη, που είχε κερδίσει εδάφη αλλά και χρόνο, ο Μανουήλ είναι πια γέρος και κουρασμένος.
Το θρυλικό κείμενο του Αγίου Νεκταρίου για τον Ελληνισμό
– Γέροντα, αὐτὸν τὸν καιρό, στενοχωριέμαι πολύ.
Μία ακόμη επίδειξη δύναμης στη χώρα μας έκανε ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα κατά την επίσκεψή του χθες 3 Νοεμβρίου στη Θεσσαλονίκη. Πέρα από μάθημα "δημοκρατίας" θέλησε να μας δώσει και μαθήματα " ιστορίας", ορίζοντας ο ίδιος , τι ανήκει στο παρελθόν και τι στο παρόν του ιστορικού γίγνεσθαι.
Μία, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὶς ὡραιότερες παραβολὲς τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου . Τὴν εἶπε ὁ Κύριος μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐρώτησι ἑνὸς νομικοῦ «τίς ἐστί μου πλησίον;», καὶ ἀποτελεῖ σύνοψι τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, περίληψι ὅλου τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Περιέχειὕψος ἰδεῶν, ποὺ θαυμάζουν οἱ αἰῶνες.
Παραγωγή για τον αείμνηστο Μητροπολίτη Πενταπόλεως Ιγνάτιο.
Τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, ἀνεχώρησε γιά τόν οὐρανό ὁ Πενταπόλεως Ἰγνάτιος (Μαδενλίδης), ὁ φλογερός ἱεραπόστολος καί ἀκάματος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου
Ο Άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός του οποίου την μνήμη εορτάζουμε στις 9 Νοεμβρίου είναι ένας από τους Πατέρες της Εκκλησίας, όπου η αγιότητα του βίου του συνδυάζεται με τη χάρη της θαυματουργίας. Η ζωή του ήταν μια ιερή πορεία εβδομηντατεσσάρων χρόνων κατάφορτη από καρπούς του Αγίου Πνεύματος.
Οι ιστορικές συνεννοήσεις που προηγήθηκαν της 20ης Ιουλίου 1974 μεταξύ Τούρκου πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετσεβίτ και της μισής του κυβέρνησης στρατιωτικής και πολιτικής και Βρετανού πρωθυπουργού
"Βράχε θυσίας ιερέ, στα
σκόρπια απομεινάρια
ακόμη δεν ξεθώριασαν του
αίματος τ' αχνάρια"
Σε απόσταση 23 χιλιομέτρων από το Ρέθυμνο στη Βορειοδυτική πλευρά του Ψηλορείτη και σε υψόμετρο 500 μέτρων από τη θάλασσα, βρίσκεται η ιστορική Μονή Αρκαδίου, το ιερότερο σύμβολο της Κρητικής λευτεριάς. Είναι κτισμένη σε οροπέδιο, εκεί που ενώνονται οι επαρχίες Ρεθύμνης, Αμαρίου και Μυλοποτάμου. Το Τοπίο συναρπάζει, γοητεύει και ξεκουράζει κάθε προσκυνητή, το οποίο και υποδέχεται καλοσυνάτα η Μονή.
Για την ίδρυση του μοναστηριού, δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Η παράδοση λέει πως θεμελιώθηκε από τον Ηράκλειο και ανοικοδομήθηκεαπότον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αρκάδιο τον 5ο μ.Χ. αιώνα από τον οποίο πήρε και το όνομα του. Κατ' άλλη εκδοχή ιδρύθηκεαπόκάποιο Μοναχό Αρκάδιο και γι αυτό ονομάστηκε Μονή Αρκαδίου.
Ο μεγαλόπρεπος δίκλυτος Ναός είναι αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα Χριστού και στον Άγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη.
Τη χρονιά του 1866 το Αρκάδι θα γίνει ένας Θρύλος, μια ολοζώντανη Ιστορία, ένας φάρος άσβεστος, που θα φέγγει σε όλους τους αιώνες και θα διδάσκει τους Λαούς πόσο αξίζει, αλλά και πόσο στοιχίζει η Ελευθερία.
Διακόσια πενήντα χρόνια βρίσκονταν οι Τούρκοι στο πολύπαθο νησί της Κρήτης. Οι επαναστάσεις των Κρητικών πνίγονταν στο αίμα, όπως του 1770, 1811, 1821, 1822, 1828 και κάθε φορά η Κρήτη ντυνόταν στα μαύρα και φορούσε και μαύρο κεφαλομάντηλο. Σ' όλους αυτούς τους ιερούς αγώνες, πόθος του Κρητικού λαού ήταν η ένωση με τη μητέρα πατρίδα.
1η Μαΐου 1866
Χίλιοι Πεντακόσιοι Κρητικοί επαναστάτες συγκεντρώνονται στο ιστορικό μοναστήρι με αρχηγό τον Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη , και αποφασίζουν να χτυπήσουν τον Τούρκο δυνάστη. Πρόεδρος της επιτροπής Ρεθύμνης , εκλέγεται ο Ηγούμενος της Μονής Χατζή Γαβριήλ Μαρινάκης,απότο χωριό Μαργαρίτες Μυλοποτάμου. Ο Ισμαήλ πασάς παραγγέλνει στον ηγούμενο να διώξει την Επιτροπή γιατί αλλιώς θα καταστρέψει το μοναστήρι. Ο Γαβριήλ γνήσιος απόγονος των πολεμάρχων της Κρήτης αρνείται. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο Πασάς ξαναμηνά, να φύγει η Επιτροπή, αλλά οι αγωνιστές, γαλουχημένοιαπότα νάματα του "Κρυφού σχολειού" και τραγουδώντας το τιμημένο τραγούδι "Πότε θα κάμει ξαστεριά...." περιφρονούν πάλι το βάρβαρο καταχτητή.
24 Σεπτεμβρίου 1866
Ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Πάνος Κορωναίος μαζί με τον ανθυπολοχαγό πεζικού Ιωάννη Δημακόπουλο απο την Βυτίνα της Αρκαδίας , αποβιβάζονται στο Μπαλί και αμέσως πηγαίνουν στο Αρκάδι για να βοηθήσουν τον αγώνα.
7 Νοεμβρίου 1866
Μέσα στο μοναστήρι βρίσκονται 964 ψυχές, 325 άνδρεςαπότους οποίους είναι 259 με όπλα και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα. Ο Μουσταφά πασάς, που στο μεταξύ έχει αντικαταστήσει τον Ισμαήλ, ξεκινάαπότο Ρέθυμνο με 15.000 ταχτικό στρατό και 30 κανόνια. Το πρωί της 8ης Νοεμβρίου, οι Τούρκικες ορδές βρίσκονται στο Αρκάδι και ορίζεται αρχηγός τους ο Σουλειμάν Βέης (γαμπρός του Μουσταφά), ενώ ο ίδιος παραμένει στο χωριό Μέση.
Οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" κάνουν το σημείο του Σταυρό και ετοιμάζονται για τον άνισο αγώνα με τους άπιστους. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ ιερουργεί τιμώντας τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ και σαν θεματοφύλακας των ιερών και οσίων της Φυλής μας , εμψυχώνει το εκκλησίασμα να αντισταθεί μέχρι θανάτου στους "σκύλους" που περιφέρονται λυσσασμένοι έξωαπότο Άγιο Μοναστήρι. Σε λίγο ο Σουλεϊμάν Βέης καλείαπότο λόφο Κορέ τους χριστιανούς να παραδοθούν. Την απάντηση όμως τη δίνουν τα τουφέκια των επαναστατών.
Το Ιερό λάβαρο της Μονής κυματίζει περήφανα μαζί με τη Γαλανόλευκη. Οι Τούρκοι μαζί με τα κανόνια τους χτυπούν αδιάκοπα τη δυτική πόρτα. Το πολύπρακτο Αρκαδικό δράμα έχει αρχίσει.
Οι γυναίκες που ήταν μέσα στο Μοναστήρι παίρνουν μέρος στον αγώνα και προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες. "Διακόσιοι πενήντα εννιά Κρήτες επολεμούσαν γέροι, γυναίκες και παιδιά φυσέκια κουβαλούσαν....."
Οι πολιορκημένοι δεν αστοχούν με τα βόλια τους, έτσι οι Τούρκοι δεν μπαίνουν στο Αρκάδι. Η σκληρή μάχη συνεχίζεται όλη τη μέρα με πολλούς τούρκους νεκρούς. Η σκοτεινή βροχερή νύχτα που φθάνει σωπαίνει τα όπλα. Η Θέση των πολιορκημένων χειροτερεύει, γιατί οι Τούρκοι φέρνουναπότο Ρέθυμνο δύο βαριά κανόνια και τα τοποθετούν στους στάβλους δίπλα στη Μονή.
Την ίδια νύχτα οι χριστιανοί στέλνουν στον Παπά Κρανιώτη,απότην Κράνα Μυλοποτάμου, και τον Αδάμ Παπαδάκηαπότο Πίκρι Ρεθύμνου, στο Κλησίδι Αμαρίου, όπου βρισκόταν ο Πάνος Κορωναίος για να ζητήσουν βοήθεια. Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου η καμπάνα καλεί τους πιστούς για τελευταία φορά, στο θυσιαστήριο του Θεού και καταλαμβάνουν των αχράντων μυστηρίων.
Ξημερώνει η 9η Νοεμβρίου. Η μάχη αρχίζει με πολλή λύσσα. Τα κανόνια σφυροκοπούν την δυτική πόρτα, ασταμάτητα και τραντάζει συθέμελα το Μοναστήρι μέχρι που η πόρτα αποχωρεί. Οι άπιστοι ρίχνονται σαν τίγρεις να κατασπαράξουν το αθώο θήραμα.
"Γιουρούσι κάνει η Τουρκιά
απάνω στα τειχειά του
και μεταθέτουν τα θρονιά κι'
ανοίγουν τα κελιά του ..."
Οι τούρκοι μπαίνουν στο περίβολο της εκκλησίας και αρχίζει η γιγαντομαχία ανάμεσα στους υπερασπιστές της Λευτεριάς και στα ανθρωπόμορφα τέρατα που δεν σέβονται τίποτα ιερό στο τόπο του μοναστηριού. Ο Γαβριήλ, ο τιμημένος αυτός ρασοφόρος, συνεχιστής της δόξας και των μεγαλείων του ιερού μας κλήρου, δίνει θάρρος και με βροντερή φωνή καλεί τους Χριστιανούς, να πολεμήσουν μέχρι θανάτου, για του Χριστού την πίστη και για την ελευθερία της Πατρίδας. όσοι επιζήσουν, να τρέξουν στην μπαρουταποθήκη, στην Καστρινή πόρτα για να δώσουν φωτιά στο μπαρούτι, να καούν ζωντανοί, για να μην πιαστούν αιχμάλωτοι.
Σκηνές αλλοφροσύνης εκτυλίσσονται στο μοναστήρι. Δύσκολο πράγμα να περιγράψει κανείς τον ηρωισμό που έδειξαν οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" της Μονής Αρκαδίου. Είχαν νικήσει το θάνατο και αγωνίζονταν για τη πίστη τους, τη θρησκεία τους, την πατρίδα τους. Βραδιάζει και τα περισσότερα γυναικόπαιδα είναι συγκεντρωμένα στη Μπαρουταποθήκη. Ο Κωνσταντίνος Δημ. Γιαμπουδάκης,απότο Άδελε Ρεθύμνης με τη πιστόλα στο χέρι είναι έτοιμος. Περιμένει να ευλογήσει ο Ηγούμενος, αλλά και να μαζευτούν, πολλοί τούρκοι να τους πάρει κι αυτούς ο χάρος. Ο Ηγούμενος ευλογεί και τότε ο μάρτυρας της λευτεριάς κάνει το σταυρό του και ανάφτει τη "λαμπάδα" που θα συμβολίζει αιώνια τη δόξα του Αρκαδίου.
Μιαθεόρατηλάμψη φάνηκε κι ένας τεράστιος κρότος ακούστηκε. Η λάμψη αυτή θα φωτίσειαπότη μια ως την άλλη της άκρη τη μαρτυρική Μεγαλόνησο, και ο Κρότος θα ξυπνήσει όλους όσους κοιμούνται ακόμη.
Το όραμα είχε συντελεστεί. Πέτρες, κορμιά, κεφάλια, βαρέλια και χώματα βρέθηκαν σ'ένα παράξενο ανακάτωμα, όπως μας λέει η λαϊκή μούσα:
"Σφαγή μεγάλη αρχινά, περίσσια φωνοκλήσι
ετούτ' η ώρα θ'ακουστεί σ' Ανατολή και Δύση.
Και μέσα στον αναβρασμό , που ο Χάρος εβρουχάτο
βροντή, σεισμός εγίνηκε , κι ο κόσμος άνω - κάτω
φωθιά, καπνός και κτήρια , κορμιά κομματιασμένα
άντρες και γυναικόπαιδα στα νέφελα ανεβαίνουν.
Τρόχαλος έγινε η Μονή κι' εσείστη ο Ψηλορείτης
κι' αντιλαλούνε τα βουνά κι απ' άκρου ως άκρου η Κρήτη"
Οι Τούρκοι, που στο μεταξύ έχουν εξαγριωθεί, σφάζουν όποιο βρίσκουν μπροστά τους. Το μοναστήρι είναι γεμάτοαπόσκοτωμένους χριστιανούς και τούρκους. Ανεξάντλητοι οι αγώνες του Κρητικού λαού, για λευτεριά και ανεξαρτησία, πλημμυρίζουν την ιστορία του νησιού, μα πάνω απ' όλους στέκεται η μεγάλη θυσία του Αρκαδίου. Το Αρκάδι είναι ένα φαινόμενο που λάμπει και διδάσκει όχι μόνο την έκταση, αλλά και με το ύψος του μεγαλείου του.
Το Αρκάδι παρέδωσε στις νεότερες γενιές ένα ολόφωτο στεφάνι, μια δόξα κι έναν έπαινο, αλλά και ένα χρέος, βαρύ και δυσβάσταχτο: Τούτο τον ιερό τόπο, που καθαγιάστηκε με αίμα των υπερασπιστών της Μονής, να τον φυλάξομε "σαν τα μάτια μας" και να φανούμε αντάξιοι,ανχρειαστεί και γνήσιοι απόγονοι των πολεμάρχων εκείνων .Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή που διαβάζει ο ευλαβικός προσκυνητής του Αρκαδίου στη Μπαρουταποθήκη , η οποία δείχνει περίτρανα την αδούλωτη ψυχή του Κρητικού λαού.
"Αυτή η φλόγα π' άναψε
μέσα εδώ στη κρύπτη
κι απάκρου σ' άκρο φώτισε
τη δοξασμένη Κρήτη,
ήτονε φλόγα του Θεού,
μέσα εις την οποίαν
Κρήτες ολοκαυτώθησαν
για την Ελευθερίαν"
Πηγή: Περί Πάτρης
Τι είναι αυτό που οδηγεί έναν νέο άνθρωπο στο κατώφλι της Σχολής Ικάρων; Ποια είναι τα στοιχεία που τον μετατρέπουν σε μαχητή αεροπόρο και σε πτήσεις στα ανώτερα όρια ύψους εξαντλώντας όλες τις δυνατότητες που του προσφέρει ένα υπερσύγχρονο πολεμικό αεροσκάφος;
Σήμερα, το να μεγαλώνεις μια κόρη σε αυτό το βίαιο και σεξουαλικά φορτισμένο κόσμο είναι μια πρόκληση. Και αυτό γιατί δεν μιλάμε μόνο για επιρροές από τον εξωτερικό, τον φυσικό κόσμο, αλλά και από το κόσμο που βρίσκεται στα smartphone που κουβαλούν τα κορίτσια στις τσέπες τους και τους υποδεικνύει τα πρότυπα ομορφιάς.
Αν ίσως, αγαπητοί μου Πατέρες και αδελφοί, ήθελε δοθή εις εμέ τον ταπεινόν το χάρισμα τούτο, το να αποκτήσω δηλαδή μίαν γλώσσαν από εκείνας όπου έχουσιν οι Άγγελοι, ως λέγει ο του Χριστού Απόστολος Παύλος, «εάν τάς γλώσσας των Αγγέλων λαλώ»,
Η 8η Νοεμβρίου 1940 προσπαθούσε να ξημερώσει. Τα πυκνά σύννεφα όμως, που άγγιζαν τις βουνοκορφές, δεν το επέτρεπαν. Το κρύο ήταν ανυπόφορο, η βροχή πότιζε ως το κόκαλο, άνδρες και άλογα, μια βροχή παγωμένη που σύντομα μετατράπηκε σε χιόνι. Τα ορεινά μονοπάτια είχαν μεταβληθεί σε λασπότοπους.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...