![ti_08_mobile.png](/images/template/ti_08_mobile.png)
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο αριθμός των παιδιών που νιώθουν ότι είναι παγιδευμένα σε λάθος σώμα διπλασιάζεται κάθε χρόνο στη Σουηδία, με παιδιά από την ηλικία των έξι να θέλουν να γίνουν το αντίθετο φύλο, λένε οι γιατροί σύμφωνα με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης.
Πέρυσι, μια Σουηδική ομάδα έρευνας των δύο φύλων ανέφερε ότι 197 παιδιά και νέοι ήταν πρόθυμοι να υποβληθούν σε ανάλυση για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του φύλου τους και να γίνουν το αντίθετο φύλο, η Louise Frisén, παιδοψυχίατρος στο Παιδικό Νοσοκομείο Άστριντ Λίντγκρεν στη Στοκχόλμη, είπε στην Σουηδική καθημερινή Aftonbladet.
”Υπάρχει μια 100% αύξηση του αριθμού κάθε χρόνο”, δήλωσε η Frisén.
”Όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι και περισσότερα παιδιά έρχονται σε πολύ νεαρή ηλικία. Η αύξηση είναι πανομοιότυπη και από την πλευρά των ενηλίκων”, πρόσθεσε.
Η χώρα έχει έξι κλινικές για ανθρώπους που αναζητούν την έρευνα φύλων. Η συνολική αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που πιστεύουν ότι γεννήθηκαν σε λάθος σώμα δείχνει μια “μεγαλύτερη διαφάνεια” στη Σουηδική κοινωνία, είπε η Cecilia Dhejne, επικεφαλής της ομάδας έρευνας της ταυτότητας φύλου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Karolinska.
Η Dhejne προειδοποίησε, ωστόσο, ότι οι πόροι του τομέα της υγείας έχουν ήδη ταλαιπωρηθεί. “Το πρόβλημα στη Σουηδία είναι ότι υπάρχει μια μεγάλη ουρά για ανθρώπους, τόσο για την έναρξη έρευνας για την ταυτότητα του φύλου τους όσο και για τα διάφορα στάδια της θεραπείας σε όλη τη χώρα. Είναι ανησυχητικό.”
Στο μεταξύ το Αμερικανικό Κολλέγιο Παιδιάτρων έχει καλέσει επαγγελματίες υγείας και νομοθέτες να καταργήσουν όλες τις πολιτικές που επηρεάζουν τα παιδιά να “αποδεχθούν ως φυσιολογική” μια ζωή “χημικής και χειρουργικής πλαστοπροσωπίας του αντίθετου φύλου.”
“Το να επηρεάζεις τα παιδιά στο να πιστεύουν ότι μια ζωή χημικής και χειρουργικής πλαστοπροσωπίας του αντίθετου φύλου είναι φυσιολογικό και υγιεινό, είναι κακοποίηση παιδιών”, είπε η ομάδα σε μια ανοικτή επιστολή.
”Το να εγκρίνεις την ασυμφωνία μεταξύ των φύλων ως φυσιολογική μέσω δημόσιας εκπαίδευσης και νομικών πολιτικών θα μπερδέψει τα παιδιά και τους γονείς, οδηγώντας περισσότερα παιδιά να παρουσιαστούν σε «κλινικές φύλων», όπου θα τους δοθούν φάρμακα αποκλειστμού της εφηβείας”, ανέφερε η δήλωση. Αυτό σε αντάλλαγμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε “περιττό χειρουργικό ακρωτηριασμό υγιών τμημάτων του σώματος τους ως νέοι ενήλικες.”
Η θεωρία του ”κοινωνικού φύλου” που ενδεχομένως επηρεάζει τα παιδιά καθώς διδάσκει αυτή καθαυτή την αλλαγή στο αντίθετο φύλο ως φυσιολογική χωρίς καν κάποια βιολογική αιτία, υιοθετήθηκε και από την Ελληνική κυβέρνηση και έχει περάσει στην διδασκαλία της θεματικής εβδομάδας καθώς και στην αναμενόμενη ”σεξουαλική αγωγή” για τα σχολεία.
Πηγή: RT, offtherecord, Ακτίνες
Ἡ Αὐτοκρατορία δὲν ἔπεσε. Τὸ Βυζάντιο δὲν χάθηκε. Συνέχισε νὰ ὑπάρχη στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ σὲ ὅλα τὰ ὀρθόδοξα μοναστήρια τῆς χριστιανοσύνης. Στὰ ὀρθόδοξα κάστρα τῆς Ρωμιοσύνης. Περνῶντας τὶς Πύλες ἑνὸς ἁγιορείτικου μοναστηριοῦ νομίζεις ὅτι ταξιδεύεις μέσα στὸ χρόνο καὶ βρίσκεσαι στὰ χρόνια τὰ βυζαντινά, ποὺ ἡ πατρίδα ὡς ὑπερδύναμη τότε, σκορποῦσε τὸ Φῶς τῆς χριστιανικῆς γνώσης στὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης.
Ἀκοῦς τοὺς καλόγερους νὰ σοῦ λένε… αὐτὸν τὸν πύργο τὸν ἔχτισε ὁ τάδε αὐτοκράτορας, ἐδῶ ἐρχόταν καὶ προσευχόταν ὁ δεῖνα αὐτοκράτορας, αὐτὲς ἦταν οἱ Βυζαντινὲς πανοπλίες τῶν μαχητῶν, αὐτὸ τὸ στέμμα τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, αὐτὸ τὸ λάβαρο τοῦ Παλαιολόγου καὶ νιώθεις τὴν ἐπικαιρότητα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς σὰν νὰ μὴν πέρασε μία μέρα!
Σὲ αὐτὰ ἐδῶ τὰ κάστρα ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου δὲν ἔπεσε ποτέ. Οὔτε καὶ οἱ Δικέφαλοι Ἀετοὶ καὶ τὰ τέσσερα Βήτα.
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν Ἀθανασίου, τοῦ Μετεωρίτου [20 Απριλίου]
῾Ο Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, κατά κόσμον ᾿Ανδρόνικος, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1302 στήν πόλη τῶν Νέων Πατρῶν ἤ τῆς Νέας Πάτρας, τή σημερινή ῾Υπάτη, κοντά στό ὄρος Μολύβιον, ἀπό γονεῖς πού ἀνῆκαν στήν ἀριστοκρατική τάξη· «...γονέων ἐπιφανῶν υἱός καί τῆς πατρίδος αὐτοῦ τῶν πολλῶν ὑπερεχόντων».
῾Η μητέρα του ἀπέθανε κατά τήν ὥρα τοῦ τοκετοῦ καί μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἀναπαύθηκε καί ὁ πατέρας του. ῎Ετσι, ὁ μικρός ᾿Ανδρόνικος ἔχασε καί τούς δύο γονεῖς του σέ πολύ μικρή λικία. Τότε εὑρῆκε συμπαράσταση, στοργή καί ἀγάπη ἀπό τόν ἀδελφό τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τήν κηδεμονία του, φροντίζοντας γιά ὅλα του τά ἀναγκαῖα καί γιά τή μάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων.
῞Οταν τό ἔτος 1319 Νέα Πάτρα καταλήφθηκε ἀπό τούς Φράγκους, ὁ ᾿Ανδρόνικος αἰχμαλωτίσθηκε καί μάλιστα, χαριτωμένος καθώς ἦταν στή μορφή, ἐκινδύνευσε νά σταλεῖ στό σπίτι τοῦ κατακτητοῦ ᾿Αλφόνσου Φαδρίγου σάν ζωντανό λάφυρο. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως κατάλαβε τίς προθέσεις του καί ἐσώθηκε μέ τή φυγή. ᾿Αφοῦ συναντήθηκε μέ τόν ἐξόριστο κηδεμόνα του, ἀπέπλευσαν μαζί καί κατέληξαν στή Θεσσαλονίκη. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἀπέθανε ὁ θεῖος του, ἄρρωστος ἀπό βαριά ἀρθρίτιδα, στή μονή τοῦ ᾿Ακαπνίου στή Θεσσαλονίκη. ῎Ετσι ὁ νεαρός ᾿Ανδρόνικος, τό ἔτος 1319 (σέ λικία 16-17 ἐτῶν), ἔμεινε γιά τρίτη φορά ὀρφανός χωρίς κανένα προστάτη καί, προκειμένου νά ἐξοικονομήσει τά ἀναγκαῖα γιά τή διαβίωσή του, προσελήφθη στήν ὑπηρεσία ἑνός γραμματέως βασιλικῶν ὁρισμῶν στή Θεσσαλονίκη. ῾Η μεγάλη του ἀγάπη γιά τά γράμματα ἀφ᾿ ἑνός καί ἔλλειψη χρημάτων ἀφ᾿ ἑτέρου τόν ἀναγκάζουν νά πηγαίνει στά σχολεῖα τῶν διδασκάλων καί καθισμένος ἔξω ἀπό τήν πόρτα νά παρακολουθεῖ τά μαθήματα.
Η ροπή του πρός τόν ἀσκητισμό καί ἀναζήτηση τῆς ἀπερίσπαστης ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό τόν ὁδήγησαν στό ῞Αγιον ῎Ορος. Νεαρός ὅμως καθώς ἦταν καί ἀγένειος δέν ἔγινε δεκτός ἀπό τούς πατέρες. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐκάμφθηκε. Παίρνοντας τήν εὐχή τῶν πατέρων πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀσπάσθηκε τούς ἱερούς ναούς καί τά τίμια λείψανα τῶν ῾Αγίων. Συγκατοίκησε μέ δύο μοναχούς, οἱ ὁποῖοι διαβλέποντας τά ἐξαιρετικά καί σπάνια χαρίσματα τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος ἐπλησίαζε\τά\χαρακτηριστικά ἑνός παιδαριογέροντα, τοῦ πρότειναν νά μείνει στό συχαστήριό τους καί νά τόν κάνουν προεστῶτα. ῾Ο ἴδιος ὅμως μέ ταπείνωση ἀρνήθηκε.
Στήν Κωνσταντινούπολη συναναστράφηκε μέ κορυφαῖες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἐπηρέασαν τή ζωή του, ὅπως τόν ῞Οσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη, τόν πατέρα τῆς νηπτικῆς θεολογίας, τόν Δανιήλ τόν ῾Ησυχαστή, τόν ᾿Ισίδωρο, ὁ ὁποῖος μετέπειτα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης (1347-1350) ὑποστήριξε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί κατόπιν τόν κατέστησε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, καί πολλούς ἄλλους ῾Αγίους Πατέρες, ἀπό τούς ὁποίους ὠφελήθηκε πνευματικά σάν\τή\μέλισσα\πού «συλλέγει τά καίρια».
Στή συνέχεια, μάλλον γιά βιοποριστικούς λόγους, μετέβη στήν Κρήτη γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα. ᾿Εκεῖ ἐγνωρίσθηκε μέ κάποιο φιλάνθρωπο Κρητικό, ὁ ὁποῖος ἐκτιμώντας τίς ἀρετές του ἐσκέφθηκε νά τόν παντρέψει μέ τή θυγατέρα του. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως, καταλαβαίνοντας τίς βλέψεις του καί γιά νά μήν ἐμπλακεῖ «ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις», ἐγκατέλειψε ἀμέσως τήν Κρήτη, συνάμα καί τήν κοσμική ζωή, καί ἐπέστρεψε καί πάλι στό ῞Αγιον ῎Ορος, γιά νά ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό «ὡς καλός στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», διότι ἐπίστευε ὅτι μόνο ἐκεῖ μποροῦσε νά βιώσει τό ἀσκητικό ἰδεῶδες.
᾿Αρχικά κατέφυγε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ καί εἰδικά στήν ὀρεινή τοποθεσία τήν λεγόμενη Μηλέα. ᾿Εκεῖ ἔγινε δεκτός ἀπό δύο ἁγιορεῖτες ἀσκητές, τόν ἱερομόναχο Γρηγόριο τόν Κωνσταντινουπολίτη καί τόν Μωυσῆ. Σέ λικία τριάντα ἐτῶν ἔγινε ρασοφορία του ἀπό τόν γέροντά του Γρηγόριο καί μετονομάσθηκε ᾿Αντώνιος.\Πολύ γρήγορα ἔγινε καί μεγαλόσχημος μοναχός παίρνοντας τό ὁριστικό του πιά μοναχικό ὄνομα ᾿Αθανάσιος, μέ τό ὁποῖο ἔγινε γνωστός καί ἐπέρασε μέσα στό χορό τῶν ῾Οσίων τῆς ᾿Εκκλησίας, καθώς καί τῶν ὑψηλῶν ἀναστημάτων τοῦ ᾿Ορθοδόξου μοναχισμοῦ, καί εἰδικότερα στήν ἱστορία τοῦ μετεωρίτικου μοναχισμοῦ.
῾Ο ᾿Αθανάσιος κατά τήν παραμονή του στό ῎Ορος ἀσκήθηκε στίς κατά Θεόν ἀρετές, στήν προσευχή, στήν ὑπακοή καί στήν ὑποταγή, ἀντιμετωπίζοντας τίς δοκιμασίες καί τίς διάφορες κακουχίες ἀγόγγυστα καί ὑπομονετικά.
Τίς σκληρές μά ἥσυχες στιγμές τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦρθαν νά ταράξουν οἱ ληστρικές ἐπιδρομές τῶν ᾿Αγαρηνῶν Τούρκων καί οἱ ἄγριες διώξεις ἐναντίον τῶν κατοίκων τῶν ᾿Αθωνικῶν παραλίων. ᾿Εξ αἰτίας αὐτῶν τῶν γεγονότων οἱ μοναχοί ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τό ῞Αγιον ῎Ορος καί νά καταφύγουν σέ μέρος ἀσφαλέστερο. ῾Ο μέν Μωυσῆς μετέβη στή μονή τῶν ᾿Ιβήρων, ὁ δέ ᾿Αθανάσιος μαζί μέ τόν γέροντα καί θεῖο του Γρηγόριο καί μέ ἕναν ἄλλο μοναχό\μέ\τό\ὄνομα Γαβριήλ κατέφυγαν πρός τά δυτικά μέρη τῆς ῾Ελλάδος.
᾿Αφοῦ ἐπέρασαν ἀπό τή Θεσσαλονίκη ἔφθασαν στή Βέροια, πόλη καλῶς τειχισμένη. ᾿Εκεῖ πολλοί ἐπιφανεῖς ἠθέλησαν νά κρατήσουν κοντά τους τούς ἁγιορεῖτες ἀσκητές καί νά τούς προσφέρουν τά ἀναγκαῖα γιά τή συντήρησή τους. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐδέχθησαν, κυρίως γιατί ὁ ᾿Αθανάσιος ἀποστρεφόταν τήν κοσμική καί πολυθόρυβη ζωή τῶν πόλεων καί ἐπιζητοῦσε χῶρο ἰδανικό γιά ἄσκηση, ἀπομόνωση καί συχία.
Μετά ἀπό κάποια ἀγνώστου χρόνου παραμονή τῶν δύο ῾Οσίων στή Σκήτη τῆς Βεροίας, στή μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐπορεύθησαν πρός τόν ᾿Επίσκοπο Σερβίων. Κατόπιν, μέ ὑπόδειξη τοῦ ἐν λόγῳ ᾿Επισκόπου, κατέφυγαν στούς θεόκτιστους Θεσσαλικούς βράχους τῶν Σταγῶν.
Φθάνοντας περί τό 1333-1334 στόν τόπο ἐκεῖνο εὑρῆκαν μέν τούς λίθους, ὅπως τούς εἶχε περιγράψει ὁ ᾿Ιάκωβος, ἀλλά «οὐκ ἦν τις ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοῖς, πλήν γυπῶν καί κοράκων». ῞Ενας μόνο λίθος ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ πιό γειτονικός πρός τήν πόλη τῶν Σταγῶν, εἶχε κατά τήν παράδοση κατοικηθεῖ παλιότερα ἀπό κάποιο βοσκό, ὁ ὁποῖος μεταμόρφωσε ἕνα κοίλωμα τοῦ βράχου σέ λαξευτό ναό τῶν Ταξιαρχῶν καί μετονόμασε τό βράχο Στύλο. Σ᾿ αὐτό τό λίθο λοιπόν πηγαίνοντας ὁ ᾿Αθανάσιος μέ τόν γέροντά του Γρηγόριο εὑρῆκαν μέσα ἕναν λικιωμένο μοναχό, ὀνομαζόμενο Τρυφερό, καί ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν.
῾Ο γέροντας Γρηγόριος βλέποντας τή σκληρότητα τοῦ τόπου ἠθέλησε νά φύγει καί νά γυρίσει πίσω. ῾Ο ᾿Αθανάσιος ὅμως, ἀ-ντιλαμβανόμενος τίς προθέσεις του, τόν ἐνεθάρρυνε. Καί\ἐπειδή πολύς θόρυβος ἔφθανε ἐκεῖ ἀπό τήν πόλη, καθώς αὐτό τό μέρος τοῦ Στύλου ἦταν κοντά της, μέ τή συγκατάθεση τοῦ γέροντος κατέβηκε σέ ἐρημικότερο μέρος τοῦ βράχου, ὅπου καί ἐγκαταστάθηκε. ᾿Εκεῖ ὁ ᾿Αθανάσιος σύχαζε τίς ἕξι μέρες τῆς ἑβδομάδος καί ἀνέβαινε στό Στύλο μόνο κάθε Κυριακή γιά τήν ἀγρυπνία· ἀφοῦ μετελάμβανε τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων καί ἔτρωγε στήν κοινή τράπεζα, κατέβαινε καί πάλι κάτω στό κελλί του.
Μετά ἀπό μικρό διάστημα παραμονῆς του ἐκεῖ, κάποια νύχτα ἐδέχθηκε ἐπίθεση ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευαν ὅτι κάτι θά εὕρισκαν νά ἁρπάξουν ἀπό τό κελλί του. ᾿Εκεῖ ὅμως δέν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρά μόνο λίγο λάδι καί λίγα ξερά ψωμιά. Τούς ληστές τότε ἀντιλήφθηκε ἀπό ψηλά ἕνας ἄλλος ἀδελφός, Βαρλαάμ ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος τούς ἔδιωξε μέ τή σφενδόνα του, ὅπως τούς λύκους.
Στή συνέχεια ὁ ᾿Αθανάσιος, προκειμένου νά εὑρίσκεται μακριά ἀπό ληστές καί νά συχάζει ἀπερίσπαστα, ζητεῖ εὐλογία ἀπό τό γέροντά του γιά ν᾿ ἀνεβεῖ στόν Πλατύλιθο, δηλαδή στό σημερινό βράχο τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Σ᾿ αὐτόν λοιπόν τό βράχο, «τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν εἰς αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ἀνέβηκε γύρω στά 1343-1344 ὁ ᾿Αθανάσιος καί ἐγκαταστάθηκε ὁριστικά πιά, ποθώντας τήν ἀνεύρεση περισσότερης συχίας καί τήν τελειότερη ἄσκηση.
᾿Αρχικά ὁ ᾿Αθανάσιος ἔμεινε μόνος του σέ μιά σπηλιά τοῦ βράχου. Λίγο ἀργότερα ὅμως\ἐδέχθηκε καί δύο ἄλλους ἀδελφούς, πού\ἦρθαν\γιά νά συγκατοικήσουν μέ αὐτόν, σύμφωνα μέ τόν ὅρο πού τοῦ εἶχε θέσει ὁ γέροντάς του. Τόν ἕνα ἀπό αὐτούς, τόν ᾿Ιάκωβο, τόν ἔστειλε στόν ᾿Επίσκοπο καί τόν ἐχειροτόνησε ἱερέα. Στό βράχο ὁ ῞Οσιος ἀσκητής ἐδημιούργησε πρόχειρη τήν κατοικία του καί ὀργάνωσε τήν πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα τῶν Μετεώρων. Πρῶτα ὅμως οἰκοδόμησε ναό τῆς Θεομήτορος, τῆς Παναγίας τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας, στήν ὁποία ἀφιέρωσε καί τή μονή.
Μέ δαπάνη κάποιου τοπικοῦ ἄρχοντα ὁ ᾿Αθανάσιος διευκόλυνε τόν τρόπο ἀνόδου στό βράχο μέ τή δημιουργία στοᾶς καί τήν ἐλάττωση τῶν βαθμίδων τῆς κλίμακος. Τό γεγονός αὐτό φανερώνει ἐπίσης τήν ἐπίδραση, τήν πνευματική ἀκτινοβολία καί αἴγλη πού ἀσκοῦσε ὁ ᾿Αθανάσιος καί στούς πολιτικούς ἄρχοντες τῆς περιοχῆς.
Μέ τή χρηματική συνεισφορά κάποιου Τριβαλλοῦ, δηλαδή Σέρβου μεγιστάνα, καί μέ τή βοήθεια τῶν συμμοναστῶν του, ὁ ᾿Αθανάσιος οἰκοδόμησε ἄλλον ὡραιότατο ναό, πρός τιμήν τοῦ Μεταμορφωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ. Μέ τήν πάροδο ὅμως τῶν χρόνων καί μέ τήν καθημερινή αὔξηση τῶν μοναχῶν ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος διαπίστωσε ὅτι τό νά ζεῖ ὁ καθένας ἀνεξάρτητα καί νά φροντίζει μόνος του τόν ἑαυτό του θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι τήν ὁμόνοια, ἀλλά τή διχόνοια καί τή φιλονικία. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἀπεφάσισε νά ἐπιβάλει στούς ἀδελφούς πού εἶχε στήν ὑποταγή του κοινοβιακό τύπο ζωῆς μέ αὐστηρό μοναστικό κανονισμό.
῾Η φήμη τοῦ συχαστοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε καί γεροντάδες ἦλθαν μέ τή συνοδεία τους νά ὑποταχθοῦν σ᾿ αὐτόν,\ὅπως ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος\καί πνευματικότατος ᾿Ιγνάτιος, ὁ ὁποῖος μέ πέντε ἄλλους μαθητές του ἦλθε καί ἔμεινε κοντά στόν ᾿Αθανάσιο καί ὁ πνευματικός ᾿Αγάθων, πού πρίν ὑπῆρξε συμμοναστής του στό ῞Αγιον ῎Ορος. ῞Ολοι τους διακρίθηκαν γιά τήν ἀγάπη, τήν ὑπακοή καί τήν ὑποταγή, τόσο πρός τόν ῞Οσιο ᾿Αθανάσιο, ὅσο καί μεταξύ τους.
῾Ο ῞Οσιος, πού καμιά στιγμή δέν ἔπαψε νά νουθετεῖ ὅσους ἦταν κοντά του, εὑρισκόμενος πλέον σέ προχωρημένη λικία, ἀσθένησε.\Μετά καί\ἀπό τίς τελευταῖες του νουθεσίες καί τήν παράταση τῆς ἀσθένειάς του γιά σαράντα περίπου μέρες, σέ λικία 78 ἐτῶν, ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, περί τό ἔτος 1380, συναριθμούμενος καί αὐτός στή χορεία τῶν μεγάλων ῾Οσίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Πηγή: Άγια Μετέωρα, Ακτίνες
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν ᾿Ιωάσαφ, τοῦ Μετεωρίτου [20 Απριλίου]
Δεύτερος κτίτορας τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου καί διάδοχος τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ὑπῆρξε ὁ «᾿Ιωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθείς ᾿Ιωάσαφ μοναχός». Δυστυχῶς δέν εὑρέθηκε βιογραφία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάσαφ τοῦ Μετεωρίτου καί ὅλες τίς πληροφορίες πού ἔχουμε γι᾿ αὐτόν τίς ἀντλοῦμε ἀπό τή βιογραφία τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου καί ἀπό διάφορα ἐπίσημα ἔγγραφα.
῾Ο ᾿Ιωάννης - ᾿Ιωάσαφ ὁ Μετεωρίτης ἦταν υἱός τοῦ ῾Ελληνοσέρβου βασιλέως ᾿Ηπείρου καί Μεγάλης Βλαχίας, δηλαδή Θεσσαλίας, μέ ἕδρα τά Τρίκαλα, Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου (1359-1370). ῾Η μητέρα του, Θωμαΐς, ἦταν θυγατέρα τοῦ δεσπότου τῆς ᾿Ηπείρου ᾿Ιωάννου Βύ ᾿Ορσίνη (1323-1335) καί ἀδελφή τοῦ μετέπειτα δεσπότου τῆς ᾿Ηπείρου Νικηφόρου Βύ ᾿Ορσίνη.
῾Ο ᾿Ιωάννης ἐγεννήθηκε κατά τό 1349-1350. ᾿Από τή μητέρα του συγγένευε μέ τή βυζαντινή αὐτοκρατορική οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων, ἐκ τῶν ὁποίων διετήρησε καί τό ἐπώνυμο. ῾Η γιαγιά του, Μαρία Παλαιολογίνα, δισέγγονη τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Μιχαήλ Ηύ Παλαιολόγου (1259-1282) ἀπό τόν πατέρα της ᾿Ιωάννη Παλαιολόγο, καί ἐγγονή ἀπό τή μητέρα της Εἰρήνη, τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου Θεοδώρου Μετοχίτη, κτίτορος τῆς περιώνυμης μονῆς τῆς Χώρας στήν Κωνσταντινούπολη, εἶχε νυμφευθεῖ τόν παππού τοῦ ᾿Ιωάννου - ᾿Ιωάσαφ, τό Σέρβο βασιλέα Στέφανο Γύ Οὔρεση (1321-1331). ᾿Ακόμη ὁ ᾿Ιωάννης εἶχε καί ἕνα νεότερο ἑτεροθαλή ἀδελφό, τόν Στέφανο, καί μία ἀδελφή, τή Μαρία ᾿Αγγελίνα Κομνηνή Δούκαινα Παλαιολογίνα, νυμφευμένη μέ τόν δεσπότη τῶν ᾿Ιωαννίνων Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς.
Τό 1359-1360 ὁ ᾿Ιωάννης Παλαιολόγος ἀναγορεύθηκε στήν Καστοριά συναυτοκράτορας τοῦ πατέρα του, σέ λικία μόλις 10 ἐτῶν. Περί τό 1370 ἀπέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Συμεών Οὔρεσης, καί ὁ ᾿Ιωάννης τόν διαδέχθηκε στήν ἐξουσία. Δέν ἐκυβέρνησε ὅμως γιά πολύ. Σύντομα ἐγκατέλειψε τά ἀνώτατα κοσμικά ἀξιώματα, ἀνταλλάσσοντας τή βασιλική πορφύρα μέ τόν τρίχινο σάκκο τοῦ μοναχοῦ. ᾿Αρνήθηκε τό βασιλικό στέμμα γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἀκανθοστεφανωμένου Βασιλέως Χριστοῦ, παραδίδοντας τή διοίκηση τῆς Θεσσαλίας στόν Καίσαρα ᾿Αλέξιο ῎Αγγελο Φιλανθρωπηνό. ῎Ετσι λοιπόν, τό Νοέμβριο τοῦ 1372 καί πρίν ἀπό τόν ᾿Ιούνιο τοῦ 1373, ὁ ᾿Ιωάννης Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος, σέ λικία περίπου εἴκοσι δύο ἐτῶν, κατέφυγε στή μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ὅπου ἐδέχθηκε τό μοναχικό σχῆμα καί μετονομάσθηκε ᾿Ιωάσαφ, συνασκούμενος δίπλα στόν ῞Οσιο ᾿Αθανάσιο τόν Μετεωρίτη.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, σύμφωνα μέ τά ἀναφερόμενα στό βίο του, ἐκτιμώντας τήν προσωπικότητα τοῦ ῾Οσίου ᾿Ιωάσαφ, καί ἔχοντας σύμφωνους τούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς, τοῦ παρεχώρησε κάθε ἐξουσία καί δικαιοδοσία καθιστώντας τον διάδοχό του.
Μετά ἀπό μικρό χρονικό διάστημα ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ γιά ἄγνωστους λόγους ἐγκατέλειψε τό μοναστήρι μεταναστεύοντας στή Θεσσαλονίκη. Τό γεγονός αὐτό πρέπει νά συνέβη περί τό 1379-1380.
Λίγο μετά τήν κοίμηση τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ξαναγύρισε στή μονή τοῦ Μετεώρου, ὅπου καί ἀνέλαβε τά καθήκοντα ὡς διάδοχός του, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ῾Οσίου πνευματικοῦ του πατέρα, ὁ ὁποῖος στίς τελευταῖες του παραγγελίες καί ὑποθῆκες πρός τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς συμπλήρωσε γιά τόν ῞Οσιο ᾿Ιωάσαφ, πού τότε ἀπουσίαζε· «᾿Επειδή διά τήν μετέραν ἁμαρτίαν ἐξῆλθε τοῦ κελλίου ὁ κῦρις ᾿Ιωάσαφ καί οὐκ ἐνέμεινε μεθ᾿ ἠμῶν καθά συνέταξεν, ὅμως, ὅταν ἐπιστρέψῃ ἐνταῦθα καί στέρξῃ τά συνταγέντα, ἵνα πολιτεύηται κατά τήν ἀκολουθίαν τοῦ τυπικοῦ τοῦ κελλιοῦ, ἄς εἶναι, ἐλπίζω γάρ ὅτι ἐπιστρέψει πάλιν, καί ἄς ἄρχῃ γοῦν καί ἀποδότε αὐτῷ πάντες οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγήν καί εὐπείθειαν».
Στά τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1384 καί στίς ἀρχές ᾿Ιανουαρίου τοῦ 1385 ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ γιά οἰκογενειακούς λόγους πῆγε στά ᾿Ιωάννινα. Μετά τή δολοφονία τοῦ Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (23 Δεκεμβρίου 1384), τοῦ δεσπότου τῆς πόλεως αὐτῆς, οἱ ὑπήκοοι τοῦ δεσποτάτου ἀνακήρυξαν κυβερνήτρια τῆς δεσποτείας τῆς ᾿Ηπείρου τή σύζυγό του καί ἀδελφή τοῦ ᾿Ιωάσαφ, Μαρία ᾿Αγγελίνα.
῎Ετσι, κατόπιν προσκλήσεως ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ μετέβη στά ᾿Ιωάννινα προκειμένου νά στηρίξει τήν ἀδελφή του στή διακυβέρνηση τοῦ κράτους.
Μέ βάση τίς πληροφορίες πού μᾶς παρέχει βιογραφία τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου, ἐπεξέτεινε σέ μῆκος καί σέ ὕψος καί ἀνοικοδόμησε λαμπρότερο τόν ἀρχικό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, πού εἶχε ἀνεγείρει ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος.
Στά τέλη τοῦ 1393 - ἀρχές τοῦ 1394 ἔγινε εἰσβολή τῶν Τούρκων στή Θεσσαλία καί κατάληψή της ἀπό τόν Σουλτάνο Βαγιαζίτ Αύ. ᾿Εξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ μαζί μέ τόν ἱερομόναχο Σεραπίωνα καί τούς μοναχούς Φιλόθεο καί Γεράσιμο κατέφυγαν στό ῞Αγιον ῎Ορος καί ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Βατοπαιδίου. ᾿Εκεῖ, σύμφωνα μέ ἐπίσημο ἔγγραφο τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, στίς 17 ᾿Οκτωβρίου τοῦ 1394, συγκρότησε ἀδελφότητες καί τοῦ παραχωρήθηκαν δύο κελλιά, ἐνῶ τοῦ δόθηκε μάλιστα ὡς ἀντάλλαγμα καί ἕνας χρυσός σταυρός.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη κατά τά ἔτη 1422-1423.
Πηγή: Άγια Μετέωρα, Ακτίνες
Η Ελλάδα στην πρώτη γραμμή του νέου μεγάλου πειράματος για την εξάλειψη των μετρητών. Η «πρώτη φορά αριστερά» έχει εμπλέξει την Ελλάδα σε ένα πρωτοφανές πείραμα των διεθνών κέντρων για την ταχεία και χωρίς αντιδράσεις εξάλειψη των μετρητών ανά τον κόσμο.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην Ουάσιγκτον δημοσίευσε ένα έγγραφο εργασίας για τις συνέπειες στις οικονομίες από την «εξάλειψη των μετρητών». Το έγγραφο αυτό καταδεικνύει σαφώς ό,τι ακριβώς αυτή είναι η κεντρική τους κατεύθυνση. Παρέχει συμβουλές σε κυβερνήσεις που θέλουν να ενταχθούν σε αυτήν την τελευταία οδηγία για – την κατάργηση των μετρητών. Ο αναλυτής του ΔΝΤ Alexei Kireyev συνιστά στα συμπεράσματά του:
«Παρά το γεγονός ότι ορισμένες χώρες πιθανότατα μέσα σε λίγα χρόνια, θα καταργήσουν εντελώς τα μετρητά, αυτή η διαδικασία θα πρέπει να εφαρμοστεί με σταδιακά βήματα. Η διαδικασία –απομετρητοποίησης- (σημ. κάνω νεολογισμό για τη διαδικασία εξάλειψης των μετρητών) θα μπορούσε να βασιστεί αρχικά σε μεγάλο βαθμό από μη αμφισβητούμενα βήματα, όπως η σταδιακή κατάργηση των μεγάλων ανώνυμων λογαριασμών, η τοποθέτηση ανώτατων ορίων στις συναλλαγές με μετρητά και η αναφορά για τα μετρητά που διακινούνται με διασυνοριακές συναλλαγές. Περαιτέρω μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη δημιουργία οικονομικών κινήτρων για τη μείωση της χρήσης των μετρητών στις συναλλαγές, απλοποιώντας το άνοιγμα και τη χρήση των μεταβιβάσιμων καταθέσεων, και την περαιτέρω μηχανοργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Μια έρευνα του Associated Press για τις αποστολές των Ηνωμένων Εθνών κατά τα τελευταία 12 χρόνια βρήκε σχεδόν 2.000 καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση από ειρηνευτικές δυνάμεις και άλλο προσωπικό σε όλο τον κόσμο – σηματοδοτώντας ότι η κρίση είναι πολύ μεγαλύτερη από ό, τι γνωρίζαμε στο παρελθόν.
Το AP βρήκε ότι σε περισσότερες από 300 καταγγελίες εμπλέκονται παιδιά, αλλά μόνο ένα μέρος των φερόμενων δραστών έκανε κάποιο χρόνο στη φυλακή.
Από νομική άποψη, ο ΟΗΕ είναι σε δύσκολη θέση. Δεν έχει καμία δικαιοδοσία επί της ειρηνευτικής δύναμης, αφήνοντας την τιμωρία για τις χώρες που συνεισφέρουν τα στρατεύματα.
Το AP πήρε συνεντεύξεις από τα φερόμενα θύματα, νυν και πρώην αξιωματούχους και ερευνητές του ΟΗΕ και ζήτησε απαντήσεις από 23 χώρες σχετικά με τον αριθμό των ειρηνευτικών δυνάμεων που αντιμετωπίζουν τέτοιες καταγγελίες και, ό, τι αν μη τι άλλο, μπορούσε να γίνει για να διερευνηθεί. Με σπάνιες εξαιρέσεις, μερικές χώρες ανταποκρίθηκαν στις επανειλημμένες αιτήσεις, ενώ τα ονόματα εκείνων που βρέθηκαν ένοχοι παραμένουν εμπιστευτικά, καθιστώντας την ευθύνη αδύνατο να προσδιοριστεί.
………. Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν τον αριθμό 14, αν και οι ερωτήσεις δεν έδειχναν να τελειώνουν σύντομα.
- Παιδιά, είπε αίφνης ο κ. Αδάμος, μην ξεχνάτε ότι με περιμένουν για φαγητό. Θέλετε να μαλώσω με την οικογένειά μου εξαιτίας σας;
Γέλασαν όλοι χαλαρωτικά, αίσθηση που την είχαν άλλωστε ανάγκη. Ο ιδιοκτήτης προσέφερε κρύο νερό και άλλη μια μερίδα ζεστά κουλουράκια, για τα οποία όλοι τον ευχαρίστησαν. Η παρέα είχε ήδη πιεί τον καφέ της προ πολλού, πλην όμως κανείς δεν τολμούσε να παραγγείλει άλλον ένα γύρο από καφεΐνη, αφού τον κ. καθηγητή κρατούσαν εξάλλου με δυσκολία κοντά τους. Η ‘ομάδα των 5’ επιτάχυνε:
- κ. καθηγητά, είπε η Γιάννα, φτάνουμε προς το τέλος. Δεν θα σας καθυστερήσουμε πολύ ακόμη. Σας παρακαλούμε, λόγω των ημερών εξάλλου, να συζητήσουμε λίγο το φλέγον θέμα της Ανάστασης του Ιησού. Είναι δυνατόν να αποδειχθεί το γεγονός της αναστάσεως;
Ενώ ο Ταγίπ Ερντογάν σχεδιάζει να μετατρέψει σε τέμενος την Αγια-Σοφιά και οι προκλήσεις στη Θράκη διαρκώς κλιμακώνονται, η κυβέρνηση αποκαθιστά μουσουλμανικά τζαμιά υποκύπτοντας στις εξ Ανατολών πιέσεις
Αμεση αποκατάσταση του καμένου τζαμιού Βαγιαζίτ στο Διδυμότειχο διέταξε η κυβέρνηση. Αμεση ολοκλήρωση των εργασιών κατασκευής του τζαμιού στο Βοτανικό ανακοίνωσε πριν από 15 ημέρες το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών και παράδοσή του στους πιστούς το επόμενο διάστημα. Σύντομα εγκαινιάζεται το τέμενος Ταμπακχανέ στην Κομοτηνή, το οποίο ανακαινίστηκε από την τοπική Διαχειριστική Επιτροπή Μουσουλμανικής Περιουσίας.
Πολλές ακόμα «πρωτοβουλίες» αποκατάστασης μουσουλμανικών μνημείων σε ολόκληρη τη χώρα οδηγούν σε μια αργή αλλά σταθερή εξισλαμοποίηση, την ώρα που ο Ταγίπ Ερντογάν μετατρέπει μεθοδευμένα τον Iερό Nαό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη σε τέμενος.
Οι δύο πρώτοι άξονες, που σχετίζονται με την διατροφή και την πρόληψη των εξαρτησιογώνων ουσιών, μπορούν να συμβάλουν στο να αναθεωρήσουν οι νέοι την στάση τους στα κρίσιμα αυτά θέματα, αν και γεννιέται το ερώτημα με ποια πρότυπα συμπεριφοράς θα συμβεί αυτό. Ο τρίτος όμως άξονας πώς συνδέεται με την εκπαίδευση και την αειφόρο ανάπτυξη;
Ἀποβλέπει τελικῶς το Υπουργείο με τἡν ἑβδομάδα αὐτή στήν ἀποδόμηση τῶν ἔμφυλων στερεοτύπων, στήν κατάργηση τῶν φύλων καί στή διαμόρφωση ἑνός ἄφυλου ἰδεώδους, όπως στη Σουηδία και στις Η. Π. Α.; Ἐκεῖ δείχνει να ὁδηγεῖ ὁ τρίτος θεματικός ἄξονας. Στήν κατάργηση μέ ἄλλα λόγια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, στήν ἀποδόμηση κάθε ὁρίου καί κάθε ταυτότητος (φυλετικῆς, ἐθνικῆς, πολιτισμικῆς).
Έτσι καταστρέφεται ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα καί ὅλες ἐν γένει οἱ ἀνθρώπινες ἀξίες. Και αναιρεῖται ἡ Γραφική διακήρυξη ὅτι ὁ Θεός «ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν...» (Γεν. 1, 27).
Εὐλόγως διερωτᾶται κάθε νουνεχής: Ποῦ πᾶμε; Ποιά μεγαλύτερη συμφορά θά προκαλοῦσε καί ὁ πλέον ἀδυσώπητος ἐχθρός μας ἀπό αὐτή πού προκαλοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στό κοινωνικό σῶμα; Τί κοινωνία ἑτοιμάζουμε γιά τίς ἑπόμενες γενιές μέ τήν πρωτοβουλία, την ἀνοχή και την συναίνεσή μας;
Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, παρουσιάστηκα γιὰ νὰ ὑπηρετήσω τὴ στρατιωτική μου θητεία σὲ στρατόπεδο τῆς Κοζάνης καὶ συγκεκριμένα στὸ Μαυροδένδρι. Ἦταν Μάϊος τοῦ 2011 καὶ ὅλα κυλοῦσαν ἤρεμα καὶ ὁμαλὰ μὲ ἐμπειρίες ποὺ θὰ μοῦ μείνουν ἀξέχαστες.
Στὴ ζωὴ πολλὲς φορὲς καλούμαστε νὰ κάνουμε πράγματα ποὺ ὑπερβαίνουν τὸν ἑαυτό μας. Ἐκεῖ στὸ Μαυροδένδρι ἔφτασε καὶ ἡ μέρα τῆς ἐπιλογῆς μας στὰ διάφορα Σώματα. (σημ. ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς στρατιωτικῆς θητείας ἀξιωματικοὶ ἀπὸ ἄλλα Σώματα καὶ Ὃπλα ἐπισκέπτονται διάφορα στρατόπεδα καὶ ζητοῦνε νεοσυλλέκτους γιὰ νὰ ἐπανδρώσουν τὰ ἐν λόγῳ Σώματα). Νὰ προσθέσω ὅτι ἤμουν ἕνας συνηθισμένος νεαρὸς ποὺ ἀντιμετώπιζε μὲ σκεπτικισμὸ τὴν ὑπηρεσία στὴν Προεδρικὴ Φρουρά, ἂν καὶ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή μοῦ φαινόταν εὐχάριστο, ἂν συνέβαινε. Ἕνας ἀξιωματικός τῆς Προεδρικῆς Φρουρᾶς φώναξε:
-Ὅποιοι στρατιῶτες θέλουν γιὰ Προεδρικὴ Φρουρά, νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν παράταξή τους. Βγῆκα πρῶτος ἀπὸ τὴ γραμμή, ἔχοντας μιὰ σιγουριὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου, τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλοι οἱ ἄλλοι στρατιῶτες μὲ κοιτοῦσαν παράξενα καὶ μὲ ἀπορία, γιατί σίγουρα ἀναλογίζονταν, ἂν εἶμαι σὲ θέση νὰ γνωρίζω τὴ δυσκολία αὐτοῦ τοῦ Σώματος. Ἀπὸ τοὺς νεοσύλλεκτους τῆς Κοζάνης ἐπιλέχτηκε ἄλλος ἕνας στρατιώτης ὡς ὑποψήφιος γιὰ τὴν Προεδρικὴ Φρουρά. Ὁ ἁρμόδιος ἀξιωματικός μᾶς τόνισε ὅτι ἡ ἀπόφασή μας ἦταν ἀπόφαση ἀνδρείας καὶ ἔκρυβε μεγάλη δυσκολία.
Οἱ Ἅγιοι Ἑκατὸν ἑβδομήντα ἐννιὰ Ὁσιομάρτυρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορα Ταώ Πεντέλης (ἱδρύθηκε τόν 9ο αἰ. ὡς ἀνδρικό κοινόβιο) μαρτύρησαν περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. Τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 1680 Ἀγαρηνοί Πειρατές λεηλατοῦσαν καί ἐρήμωναν τά παράλια μέρη τῆς Ραφήνας. Κάποιος ὑπηρέτης τῆς Μονῆς, ἀπό φθόνο κινούμενος, συννενοήθηκε μέ τούς πειρατές νά τούς ὁδηγήσει ἀσφαλῶς στήν Μονή, μέσω ἑνός μυστικοῦ περάσματος πού γνώριζε.
Πήγα εχθές να δηλώσω κατόπιν ραντεβού ένα αγροτεμάχιο στο οποίο εκκρεμούσε ένα συμβόλαιο για το Κτηματολόγιο. Ένας μακρινός γνωστός μου βρισκόταν πριν από μένα. Γνωρίζω ότι ο άνθρωπος είναι άνεργος. Έφτασε στο σημείο όπου θα του έλεγαν πόσα πρέπει να πληρώσει. Η υπάλληλος του είπε το ίδιο ποίημα που είχε πει και σε μένα πριν έναν μήνα, το ίδιο ποίημα που της είπαν να λέει σε όλους.
«Το ποσό είναι τάδε. Πηγαίνετε εδώ [και δείχνει το χαρτί] να το πληρώσετε σε μία τράπεζα. Πρέπει να πληρωθεί σήμερα έως αύριο» [Σημειώνω εδώ ότι τους προηγούμενους μήνες η προθεσμία πληρωμής ήταν ολίγων εβδομάδων.]
Ακολουθεί συνήθως η ερώτηση:
«Δεν υπάρχει μια δυνατότητα διακανονισμού; Πως θα πληρωθούν όλα αυτά μαζί;»
Η απάντηση που ακολουθεί είναι η εξής:
«Αν έχετε πιστωτική κάρτα μπορείτε να πληρώσετε με δόσεις. Πρέπει όμως να μην το καθυστερήσετε διότι τα πρόστιμα είναι τσουχτερά και είναι κρίμα.»
Μας δουλεύουν κι από πάνω, μας λένε «είναι κρίμα»!!
Ο γνωστός μου έσκυψε το κεφάλι του, έκανα πως δεν τον γνώριζα για να μην τον προσβάλω και τον στενοχωρήσω.
Ο δικτάτορας Ε. Χότζα, από την πρώτη στιγμή που πήρε την εξουσία, στόχευε με μίσος και βαρβαρότητα ν’ αφανίσει τους ανθρώπους με δημοκρατικά φρονήματα, καθώς και τη θρησκεία η οποία συγκέντρωνε στους Ναούς της το μεγαλύτερο μέρος του λαού. Για να τρομοκρατήσουν το λαό, άνθρωποι των γραμμάτων, δάσκαλοι, ιερείς και πρόκριτοι, δολοφονηθήκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και διαπομπεύτηκαν ως εχθροί του λαού και του κόμματος. Το καμπανάκι χτύπησε πένθιμα για τη θρησκεία στο Αλύκο και στις 10.04.1959, με τη σύλληψη των: Βασίλη Β. Παππά και Βαγγέλη Χρ. Δημόπουλο απ’ το Αλύκο και τον Πέτρο Μ. Λιώλη απ’ το Τσαούσι, προσωπικότητες με κύρος στο χώρο και συνάμα εκλεκτά μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής της Αγίας Βαρβάρας. Κατάσχεσαν τις περιουσίες τους και το ταμείο της εκκλησίας (185 χρυσές λίρες) όπου τις κατείχε ο επίτροπος Ευ. Δημόπουλος. Το τελευταίο χτύπημα κατά της θρησκείας και των Ναών ολοκληρώθηκε με το νόμο 4337/13.11.1967, με τον οποίο καταργήθηκε η θρησκεία και θεωρούνταν ποινικό αδίκημα η πίστη στο Θεό. Συνεχίστηκαν πρωτοφανείς βανδαλισμοί και βιαιοπραγίες. Οι ιερείς αποσχηματίστηκαν, οι Ναοί γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν σε αποθήκες και στάβλους.
Τήν ἁγία καί λαμπρά νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, στόν ὄρθρο και στήν Θεία Λειτουργία ὅλα ἀστράπτουν καί λάμπουν στό φῶς τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας.
Τό φῶς αὐτό φωτίζει καί χαροποιεῖ τούς Χριστιανούς καί ὅλη τήν κτίσι, ὁρατή καί ἀόρατο, «οὐρνόν τε καί γῆν καί τά καταχθόνια» (Ἀναστάσιμος Κανών).
Ὁ Ἀναστάς Κύριος ἔρχεται ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ Του καί ἐκπληρώνει τήν ὑπόσχεσί Του: «ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαράν γενήσεται...καί την χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰωάν. ιστ΄, 20,22). Ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἀναφαίρετος. Εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή χαρά.
Ὁ μεγάλος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος «ἵνα γένηται τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνίου ζωῆ ἀρχηγός καί πίστωσις, λύσας τήν ἀπόγνωσιν ΄ἵνα υἱός ἀνθρώπου γενόμενος καί τῆς θνητότητος μεταβαλών υἱούς Θεοῦ τούς ἀνθρώπους ἀπεργάσηται, κοινωνούς ποιήσας τῆς θείας ἀθανασίας» (Περί τῆς κατά σάρκα τοῦ Κυρίου ἡμῶν οἰκονομίας).
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι λοιπόν ὁ ἀρχηγός καί ἡ βεβαίωσις τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνιοτητός μας. Ἔγινε ἄνθρωπος καί συμμερίστηκε τήν θνητότητά μας, ὥστε νά μᾶς κάνῃ υἱούς Θεοῦ, κοινωνούς τῆς θείας ἀθανασίας. Ἕτσι ἔλυσε τήν ἀπόγνωσι.
Holy Pascha - Saint Anthony's Greek Orthodox Monastery in Arizona.
Documentary DVD showing excerpts from the church services of Holy Saturday and Easter Sunday (Pascha) at St. Anthony’s Monastery in 2007.
It shows services of the Lamentations, procession with the Epitaphios, Orthros (Matins) and Divine Liturgy of the Resurrection.
Please visit the website to order
http://www.stanthonysmonastery.org/cc...
Please visit my blog dedicated to Elder Ephraim done with the blessing from the monastery
Elder Ephraim Arizona - Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας
http://elderephraimarizona.blogspot.ca/
ΕΜΠΟΝΟΣ ΚΡΑΥΓΗ
ΚΕΛΛΙΩΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΗΜΩΝ
ΜΑΡΤΙΟΣ 2017
Ἀπὸ τὶς 27 Ἰουνίου 2016 ἔχουν εἰσέλθει εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου εἰς τὸ Κολυμπάριον Κρήτης. Τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεων ποὺ ἐδημοσιεύθησαν, κατ᾽ ἐντολὴν πρέπει νὰ ἔχουν «πανορθόδοξον κῦρος» (Κανονισμὸς ὀργανώσεως... Ἄρθρον 13, §2).
῾Όμως, κατὰ τούς παρελθόντας ἤδη ἐννέα μῆνας, αἱ ἀποφάσεις αὐταὶ ἔχουν γίνει «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ αἴτιον σφοδρᾶς διαμάχης. Ἔχουν δημοσιευθῆ πολλὰ σημαντικὰ ἐπικριτικὰ κείμενα ἀπὸ Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερὰς Συνόδους Ἐκκλησιῶν. Ἐπειδὴ τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου ἅπτονται τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ βάσις καὶ τὸ θεμέλιον καὶ τῆς ἡμετέρας ἀσκήσεως ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καὶ τῆς ὅλης ἀφιερώσεως τῆς ζωῆς ἡμῶν εἰς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ ἐπειδὴ μᾶς ἐπιβάλλονται ὡς ἔχοντα πανορθόδοξον κῦρος, διὰ τοῦτο μετὰ προσοχῆς καὶ προσευχῆς τὰ ἐμελετήσαμεν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσπερασθοῦν μὲ ἀδιαφορίαν καὶ νὰ παραβλεφθοῦν, διότι δὲν εἶναι ἁπλαῖ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» προσωπικαὶ διακηρύξεις – ὅπως ἕως τώρα συνέβαινε – ἀλλ᾽ ἔχουν καὶ τὰς ὑπογραφὰς τῶν Προκαθημένων καὶ εὐαρίθμων Μητροπολιτῶν τῶν συνόδων δέκα αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν δεκατεσσάρων εἰς τὸ σύνολον.
Πίστις, λοιπόν, τὸ προκείμενον καί «πίστις ἐστὶ τὸ πολεμούμενον καὶ κοινὸς σκοπὸς ἅπασι τοῖς ἐναντίοις καὶ ἐχθροῖς τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας, τὸ στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως κατασεῖσαι...» (Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος § 25, ΒΕΠΕΣ 52, σελ. 251). Εἰς τὴν ἰδίαν «συχνότητα» τῶν λόγων τοῦ Μ. Βασιλείου, ἔχομε νωποὺς τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου: «Σήμερα προσπαθοῦν νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη, γι᾽ αὐτὸ ἀφαιροῦν σιγά-σιγὰ ἀπὸ καμμία πέτρα, γιὰ νὰ σωριασθῆ τὸ οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Ὅλοι ὅμως εὐθυνόμαστε γιὰ τὸ γκρέμισμα αὐτό. Ὄχι μόνον αὐτοὶ ποὺ ἀφαιροῦν τὶς πέτρες καὶ τὸ γκρεμίζουν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι βλέπουμε νὰ γκρεμίζεται καὶ δὲν προσπαθοῦμε νὰ τὸ ὑποστυλώσουμε» (Ἁγίου Παϊσίου, Λόγοι Β´, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Σουρωτῆς, σ.20).
Ἀκολουθοῦντες, λοιπόν, τὰς ἐντολὰς καὶ τὴν παράδοσιν τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, ἐμελετήσαμεν μετὰ προσοχῆς καὶ προσευχῆς, ὅπως ἐλέχθη, τὰ συνοδικὰ κείμενα. Κάτωθι, ἀναφέρομεν συνοπτικῶς τὰς ἡμετέρας διαπιστώσεις.
1. Εἰσαγωγικῶς καὶ γενικῶς, θὰ πρέπῃ νὰ ἐπισημανθῇ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὰ κείμενα ὑπάρχουν καὶ ἀρκεταὶ φράσεις, ἐπιδεχόμεναι καὶ Ὀρθόδοξον καὶ αἱρετικὴν ἑρμηνείαν, ὅπως ἐπίσης καὶ μερικαὶ σαφῶς Ὀρθοδοξόταται διατυπώσεις. Τὸ τελευταῖον αὐτό, ὅμως, – πολλῷ μᾶλλον τὸ πρῶτον – οὐδόλως εἶναι ἱκανὸν νὰ μᾶς καθησυχάσῃ καὶ ἐπαναπαύσῃ, ἐφ᾽ ὅσον – ὅπως θὰ δειχθῇ κατωτέρω – παραλλήλως συνυπάρχουν καὶ αἱ ἀντίστοιχοι κακόδοξοι τοιαῦται. Ἁπλῶς εὑρισκόμεθα πρὸ φαινομένου κλασσικῆς διγλωσσίας. Ὅπως ἐδήλωσεν χαριτολογῶν ἱεράρχης, συμμετέχων μάλιστα εἰς τὴν σύνοδον: «Ἡ σύνοδος μᾶς τὰ ἔδωσε ὅλα. Ὁ καθεὶς διαλέγει καὶ παίρνει ὅ,τι θέλει!».
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ὅμως, ἄλλως ἔπραττον καὶ ἄλλως μᾶς ἐδίδαξαν. Ὁ λόγος των δὲν ἦτο «ναὶ καὶ οὔ», ἀλλά «ναί, ναὶ καὶ οὔ, οὔ» (Β´ Κορ. α´, 17-20 καὶ Ἰακ. ε´, 12), ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας προστάσσει (Ματθ. ε´, 37). Εἰς τὰς Ἱερὰς Συνόδους δὲν προσεπάθουν διὰ τῆς διγλωσσίας νὰ ἐπαναπαύσουν εἰς τὴν πλάνην των τοὺς αἱρετικούς, ἐπιφέροντες οὕτω καὶ σύγχυσιν εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, οὔτε ἐφεύρισκον καὶ ἐχρησιμοποίουν ἀμφισήμους διατυπώσεις, συστεγαζούσας ἀλήθειαν καὶ πλάνην, πρὸς ἐπιτυχίαν μιᾶς κακῶς νοουμένης ψευδεπιγράφου ἑνότητος. Τοὐναντίον, ἠγωνίζοντο μέχρις ἐσχάτων διὰ τὴν ἐξάλειψιν καὶ τοῦ παραμικροῦ ι (ἰῶτα), τὸ ὁποῖον θὰ συνετέλει εἰς αἱρετικὴν διατύπωσιν (Πρβλ. τοὺς ἀγῶνας των κατὰ τοῦ «ὁμοιουσίου»), καὶ ἐπέμενον ἀνυποχωρήτως καὶ διὰ τὴν συμπερίληψιν καὶ τῆς παραμικρᾶς προθέσεως, ὥστε ἡ διατύπωσις νὰ ἀποκλείῃ αἱρετικὴν παρερμηνείαν καὶ νὰ διασφαλίζῃ τὴν Ὀρθόδοξον ἑρμηνείαν. (Πρβλ. τὴν ἐπιμονήν των διὰ τὴν ἀποδοχὴν καὶ τοῦ «ἐν δύο φύσεσιν», καὶ ὄχι μόνον τοῦ «ἐκ δύο φύσεων» τῶν μετριοπαθῶν Μονοφυσιτῶν).
2. Ἐπὶ τῶν ἄρθρων τοῦ Κανονισμοῦ τῆς συνόδου, ἔχομεν ἐν πρώτοις νὰ παρατηρήσωμεν ὅτι, βάσει τοῦ ἄρθρου 8 § 2 καὶ ἄρθρ. 9 § 3, ἀπαγορεύετο ἡ ἐλευθέρα τοποθέτησις τῶν ἐπισκόπων, ἢ καὶ αὐτῶν τῶν προκαθημένων, ἐπὶ νέων μὴ ὁμοφώνως συμπεφωνημένων ζητημάτων εἰς τὰς προσυνοδικὰς διασκέψεις τῶν ἐπιτροπῶν. Ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὅμως ἱστορίας γνωρίζομεν ὅτι, εἰς τὰς οἰκουμενικὰς ἁγίας καὶ μεγάλας Συνόδους, ὑπῆρχε ἡ πλήρης ἐλευθερία οἱουδήποτε ἐπισκόπου καὶ ποιμενάρχου, νὰ θέςῃ ἕνα ζήτημα, πίστεως ἢ ποιμαντικὸν, πρὸς συζήτησιν καὶ ἐπίλυσιν. Ὡς παράδειγμα, ἀναφέρομεν τὴν πρώτη πρᾶξιν τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς καὶ δὴ τὴν συζήτησιν τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Ταρασίου μετὰ τῶν μοναχῶν.
Εἰς τὸ ἄρθρο 11 § 2, καθορίζεται ἡ «ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας» τῶν τροπολογιῶν ἐπὶ τῶν ἀρχικῶν προσυνοδικῶς συμπεφωνημένων κειμένων, πρὸς διαμόρφωσιν τῶν τελικῶν κειμένων, καθὼς καὶ ἡ ἀπόρριψις τῶν μὴ ὁμοφώνως ἀποδεκτῶν τροπολογιῶν. Κατ᾽ ἀρχάς, εἶναι ἐξόφθαλμον ὅτι καὶ μόνη ἡ διαφωνία καὶ ἡ μὴ συμμετοχὴ τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων καταργεῖ τὸ ἄρθρον καί, κατὰ συνέπειαν, τὴν νομιμότητα τῆς συνόδου.
Πέραν τούτου, εἴδαμε ἐπὶ τοῦ πρακτέου, νὰ ὑπάρχῃ διαφωνία ἐπὶ δογματικῶν ζητημάτων, καὶ εἰς τὰ προσυμπεφωνημένα, καὶ εἰς τὰ τελικὰ μὲ τὰς τροπολογίας, καὶ νὰ συνεχίζουν οἱ πλειοψηφοῦντες καὶ οἱ διαφωνοῦντες ὡς νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε. Ἐρωτῶμεν εὐθαρσῶς, ἦτο σύναξις ἁγιοπνευματική, ποιμένων ὁμονοούντων ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ;
Διότι, δημιουργήθηκε ἔτσι νέα καὶ πρωτοφανὴς ἐκκλησιαστικὴ κατάστασις, ὅπου μειοψηφοῦντες ἀρχιερεῖς νὰ διαφωνοῦν ἐπὶ δογματικῶν ζητημάτων καὶ νὰ εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν αἱρετίζουσαν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας.
Εἰς τὸ ἄρθρο 12 § 1-3 καθορίζεται ἡ ψήφισις τῶν κειμένων τῆς συνόδου μόνον ὑπὸ τῶν προκαθημένων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτό, ὑπενθυμίζομεν τὴν συνοδικὴν Ὀρθόδοξον παράδοσιν τῆς πλήρους καὶ ὁμοτίμου συμμετοχῆς τῶν ἀπανταχοῦ ἐπισκόπων, νοουμένων ὡς ποιμένων. Εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου ἔχομε διὰ πρώτην φορὰν νὰ ἐκπροσωποῦνται οἱ παρόντες ἐπίσκοποι ἀπὸ τὸν προκαθήμενόν τους.
Ἡ ὀδυνηρὰ συνέπεια εἶναι ὅτι ἀκυρώνεται ἡ διαχρονικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ τοῦ ὁμοτίμου, ἐπισκόπου πρὸς ἐπίσκοπον. Διεχωρίσθησαν οἱ ἐπίσκοποι εἰς τοὺς κυριαρχικὰ πρώτους, τοὺς προέδρους τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ἀπὸ τοὺς περὶ αὐτοὺς ἐπισκόπους, δίκην αὐλικῶν. Ἔτσι δημιουργήθηκε εἰς αὐτὴν τὴν σύνοδον μία τετραώροφος ἀρχιερωσύνη (δηλ. ὁ πρῶτος – προκαθήμενοι – λοιποὶ παρόντες – ἀποκλεισθέντες)· καὶ ἡ διαβάθμισις αὐτὴ τῆς ἑνιαίας ἀρχιερωσύνης δὲν παρουσιάζεται ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντας τῆς συνόδου ὡς ἁπλῆ διοικητική, ἀλλὰ ὡς ἔχουσα θεολογικὰς βάσεις, κάτι τὸ ὁποῖον εἶναι ἀλλότριον τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
Τέλος, βάσει τοῦ ἄρθρου 14, «νομίμως» ἦσαν προσκεκλημένοι, εἰς τὴν ἔναρξιν καὶ εἰς τὴν λῆξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου, ἀνίεροι ἑτερόδοξοι ψευδεπίσκοποι, πρὸς τοὺς ὁποίους μάλιστα ἐξεφράσθησαν μὲ πλῆθος ἐπαίνων, ὁ πρῶτος τῆς συνόδου, οἱ προκαθήμενοι καὶ πλειὰς ἱεραρχῶν.
Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, τὸν ὁποῖον ὅμως δὲν ἀκολουθοῦν οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, «τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ, τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ, ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;» (Β´ Κορ. στ΄, 14-15). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἐξεφώνουν τὸ «ἀνάθεμα» κατὰ τῶν ἀμετανοήτων αἱρετικῶν· ἐμεῖς τοὺς ἐγκωμιάζομε!
Παραλείπομε νὰ σχολιάσωμεν ἀνηκούστους παραβιάσεις τοῦ Κανονισμοῦ – ὡς λ.χ. τὴν ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Σερβίας ὑπογραφὴν κειμένου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ διαφωνοῦντες ἐπίσκοποί του ἦσαν ὑπερδιπλάσιοι τῶν συμφωνούντων(!), ἢ τὴν ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου παράνομον τοποθέτησιν τῆς ὑπογραφῆς του ἀντὶ τῆς ὑπογραφῆς τῶν μὴ ὑπογραψάντων διαφωνούντων ἐπισκόπων του(!!!) - διότι τοιαῦτα ἐξωφρενικὰ δὲν συμβαίνουν, ὄχι εἰς Ἁγίαν Σύνοδον, ἀλλ᾽ οὔτε εἰς ἀρχαιρεσίας τοῦ εὐτελεστέρου συλλόγου, παρὰ μόνον εἰς δικτατορικὰ καθεστῶτα.
Τὸ συμπέρασμα αὐτῆς τῆς ἑνότητος εἶναι ὅτι καὶ ὁ Κανονισμὸς λειτουργίας τῆς συνόδου ἦταν καινοφανὴς καὶ ἀντορθόδοξος, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ πράξει καὶ αὐτὸς ὁ ἀντορθόδοξος Κανονισμὸς πολλάκις παρεβιάσθη!
3. Εἰς τὴν «Ἐγκύκλιον» τῆς συνόδου, κεφ. 1 § 1, ἀναφέρεται ἡ Ἐκκλησία, «ὡς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἡ ἀναφορὰ αὐτή δὲν ἔχει καμμίαν πατερικὴν παραπομπήν, οὔτε καὶ ἀναλύεται. Εἰς τὸ προσυνοδικὸν κείμενο «Ἡ Ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ», εἰς τὴν πρώτην παράγραφον τοῦ Β´ κεφαλαίου ὑπῆρχεν ἡ ἀναφορὰ διὰ τὸν ἄνθρωπον «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατὰ χάριν διὰ τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τὴν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωὴν καὶ κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων». Ἡ ἀναφορὰ αὐτή, ἡ ὁποία ἡρμήνευεν τὴν ὡς ἄνω θέσιν, ἀπηλείφθη καὶ ἔτσι ἔμεινεν μόνον ὡς τίτλος τοῦ πρώτου κεφ. τῆς Ἐγκυκλίου. Ἡ ἀμάρτυρος αὐτὴ θέσις, εἰς ὅλην τὴν ἁγιοπατερικὴν παράδοσιν, δημιουργεῖ πρόβλημα, διότι γίνεται εἴσοδος ψευδωνύμου διδασκαλίας.
Εἰς τὰς 17 Νοεμβρίου 2016, ἔγινεν εἰς τὸ Κολυμπάρι σεμινάριον μὲ θέμα «Εἰσαγωγὴ εἰς τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου». Εἰς τὸ μήνυμά του πρὸς τὸ σεμινάριον, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δίδει τὴν κεκαλυμμένην ἑρμηνείαν τῆς ὡς ἄνω θέσεως, ἀναφέρων: «Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ οὐσία τῆς συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, καθὼς ἡ πηγὴ τῆς ἀρχῆς αὐτῆς εὑρίσκεται εἰς τὴν σχέσιν τῶν τριῶν προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος, τὰ ὁποῖα καὶ ἐνεργοῦν συνοδικῶς εἰς τὸ σχέδιον τῆς σωτηρίας ἑνὸς ἐκάστου μέλους» (panorthodoxSynod.blogspot.gr/Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016).
Περισσότερον ἀναλυτικὴν ἑρμηνείαν τῆς θέσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «εἰκόνα τῆς ῾Αγίας Τριάδος», κάνει ὁ «θεολογικός» νοῦς τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, ὁ Μητροπ. Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, ὁ ὁποῖος, ἀναφερόμενος εἰς τὸ «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» § 63 τοῦ Μεγ. Βασιλείου, γράφει: «Ἀντὶ νὰ κάνει λόγο γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ τὴ φύση του, προτιμᾶ νὰ ὁμιλεῖ γι᾽ αὐτὴ σὲ σχέση μὲ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων· ἡ “κοινωνία” εἶναι γιὰ τὸν Βασίλειο ὀντολογικὴ κατηγορία. Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινωνία. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι τὰ πρόσωπα προηγοῦνται ὀντολογικὰ τῆς κοινῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι ἡ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ συμπίπτει μὲ τὴν κοινωνία τῶν Τριῶν Προσώπων». (Μητρ. Περγάμου Ἰωάννου, Ἔργα Α´, ἐκδόσεις ΔΟΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2016, σελ. 260-261). Βεβαίως μὲ μίαν ἁπλῆν ἀνάγνωσιν τοῦ κειμένου τοῦ Ἁγ. Βασιλείου, γίνεται φανερὸν ὅτι κακοποιεῖται καὶ διαστρεβλώνεται ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου.
Εἰς ἄλλα κείμενά του ὁ Μητροπολ. Περγάμου γίνεται περισσότερον ἑρμηνευτικὸς αὐτῆς τῆς θέσεως. «Πρωτεῖο ὑπάρχει ἀκόμη καὶ στὴ ζωὴ τῆς Τριάδος, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ὁ Πατήρ ἡ “αἰτία” τῶν Τριαδικῶν Προσώπων... Τὸ πρωτεῖο στὴν τοπικὴ ἐκκλησία ἀναδύθηκε μέσα ἀπὸ τὴν Tριαδολογικὴ καὶ Xριστολογικὴ θεολογία, οἱ ρίζες του εἶναι βαθιὰ θεολογικές... Ὅτι τὸ πρωτεῖο αὐτὸ ἀποτυπώνεται στὴν Τριαδολογικὴ θεολογία καὶ στὴν Χριστολογία εἶναι προφανές, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ primus (ὁ ἐπίσκοπος) νοεῖται ὡς ἐπέχων στὴν Ἐκκλησία τὴν θέσι (τὸν τόπο) τοῦ Πατρός» (Conciliarity and Primacy, Metropolitan of Pergamon John Zizioulas, Θεολογία 2/2015, σελ. 29-30).
Ἐκ τῶν ἰθυνόντων, λοιπόν, τῆς συνόδου, βλέπομε σαφῶς ἀποκαλύπτεται ἡ ἑρμηνεία τῆς ὡς ἄνω θέσεως, ἡ ὁποία εἶναι: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος – Ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι μία σύνοδος Τριῶν προσώπων. Εἰς αὐτὴν τὴν σύνοδον ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ πρῶτος, ὅστις καὶ διασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἁγιοτριαδικῆς συνόδου – Ἑπομένως, καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι μία διαρκὴς σύνοδος, ἥτις διὰ «Θεολογικούς» λόγους ἔχει ἀνάγκην ἕναν πρῶτον, καὶ μάλιστα παγκόσμιον.
Εἰς αὐτὸ τὸ θεολογικὸν κατασκεύασμα, ἔχομε συνοπτικῶς τὰς ἑξῆς αἱρέσεις.
Πρῶτον , οὐδέποτε οἱ Ἅγιοι Πατέρες θέτουν εἰς μίαν ἑνιαίαν ὑπαρκτικὴν ὁμοιότητα καὶ ἀναλογίαν, τὴν Θεολογίαν (δηλ. τὴν ἐνδοτριαδικὴν ζωήν) μὲ τὴν Οἰκονομίαν (δηλ. τὴν σχέσιν τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμον καὶ τὴν ἐκκλησίαν). Μόνον ἡ παπικὴ θεολογία τὸ δέχεται ὡς ὅρον πίστεως, συμφώνως πρὸς τὴν analogia entis. Κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἀρχήν, ἡ κτιστὴ φύσις εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν ἄκτιστον φύσιν. Μέσα ἀπὸ τὴν μελέτην τῆς κτιστῆς πραγματικότητος, κατανοεῖται καὶ περιγράφεται ἡ ἄκτιστος φύσις, μὲ ἐργαλεῖον τὴν ἀνθρωπίνην νόησιν. Ἡ Ὀρθόδοξος ὅμως Θεολογία, ἡ μόνη ἀληθινὴ πίστις, ὁμολογεῖ ὅτι ὁ ἄκτιστος Τριαδικὸς τρόπος ὑπάρξεως εἶναι ἀμέθεκτος καὶ ὑπὲρ πᾶσαν νόησιν. Οὐδέποτε μποροῦμε νὰ εἰποῦμε μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια εἴτε ὅτι εἶναι σύνοδος ἡ Ἁγία Τριάς, εἴτε ὅτι εἶναι κοινωνία.
Δεύτερον , ἐὰν ὅπως ἰσχυρίζονται, ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι σύνοδος (μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια), συνεπάγεται ὅτι κάθε θεῖον Πρόσωπον ἔχει ἰδικήν του ὑποστατικὴν ἐνέργειαν, ἡ ὁποία συνέρχεται ἐν συνόδῳ μὲ τὰ ὑπόλοιπα θεῖα πρόσωπα. Εἰς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ μαθητεύουν καθημερινῶς εἰς τὰ κείμενα τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ Ἁγία Τριὰς ἔχει μίαν ἐνέργειαν, μίαν δόξαν, μίαν θέλησιν, μίαν πρόνοιαν, διότι ἔχει μίαν οὐσίαν (= ὁμοούσιος). Ἂν δεχθῶμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα ὡς σύνοδον, τότε συνεπάγεται ὅτι ἔχομεν τρεῖς ἐνεργείας προσώπων τὰ ὁποῖα συνέρχονται συνοδικῶς, ὁπότε αὐτομάτως ὁδηγούμεθα εἰς τρεῖς οὐσίας, διότι ἡ κάθε οὐσία ἔχει καὶ τὴν ἰδικήν της ἐνέργειαν. Ἑπομένως, χάνομε τὸ ὁμοούσιον, διὰ τὸ ὁποῖον οἱ Ἅγιοί μας ἔδωσαν μάχας καὶ αἷμα, καὶ καταλήγομεν εἰς τριθεΐαν, εἰς τρεῖς ἱεραρχημένους Θεούς, μὲ πρῶτον τὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος διαφυλάσσει τὴν ἑνότητα αὐτῆς τῆς Τριάδος, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὴν ἀληθινὴν Ἁγίαν Τριάδα.
4. Μελετῶντες τὰ κείμενα τῆς συνόδου, πολλάκις συνηντήσαμε φράσεις περί «ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος» («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας...» §4, §19, §22, §24), περί «προωθήσεως τῆς ἑνότητος» («Σχέσεις...» §16), περί «φανερώσεως τῆς ἑνότητος» («Ὀρθόδ. Διασπορά» §2, γ), καὶ συγκρίνοντες μὲ τὸ Unitatis Redintegratio (τὸ διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β΄ Βατικανῆς), εἴδαμε ἀκριβῶς τὰς ἰδίας ἐκφράσεις καὶ ἐκεῖ, μὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα (UR § 1 § 5).
Τὴν λύπην αὐτῆς τῆς διαπιστώσεως μᾶς τὴν διεσκόρπισεν ἡ ἀπόφασις τῆς Ἱερὰς Συνόδου Πατριαρχ. Βουλγαρίας, ἡ ὁποία εἰς τὰ σημεῖα ποὺ σχολιάζει τὰς §4, §5 καὶ §12 τοῦ κειμένου «Σχέσεις», ἀναφέρει σχετικῶς: «Ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἑνότητα ὅλων, δὲν σημαίνει τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μὲ ἄλλους χριστιανούς, λὲς καὶ ἡ ἑνότης εἶναι κάτι ποὺ ἔχει χαθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στοὺς κόλπους της, ὅσων ἔχουν ἐκπέσει ἐξ αὐτῆς, μέσα ἀπὸ τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα καὶ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἐπὶ πλέον, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (τοῦ Πατριαρχ. Βουλγαρίας), δηλώνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθῆ τὶς διάφορες θεωρίες περὶ αὐτῆς τῆς ἑνότητος ποὺ ἐπικρατοῦν στοὺς ἑτεροδόξους, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴν θεωρία τῆς “ἀοράτου Ἐκκλησίας”, τὴν “θεωρία τῶν κλάδων” καὶ τὴν θεωρία τῆς “ἰσότητος τῶν δογμάτων”, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν νοεσύστατη θεωρία τῆς “βαπτισματικῆς θεολογίας”, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὑπάρχει μία ἀρχέγονη ἑνότητα σὲ ἕνα “κοινὸ βάπτισμα”. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας ἐδήλωσε ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ θεωρίες συνδέονται μὲ τὴν διδαχὴ περί “κτιστῆς χάριτος” τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἔχει καταδικασθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία».
«Τὴν δήλωσιν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμμετέχει σὲ οἰκουμενιστικὲς πρωτοβουλίες “μὲ στόχο τὴν ἀναζήτησιν τῆς (ἀπωλεσθείσης) ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν”, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὴν θεωρεῖ ἀπαράδεκτη καὶ ἀνεπίτρεπτη, δεδομένου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀπολέσει οὐδέποτε τὴν ἑνότητά της. Ἀντιθέτως, αὐτὸ ποὺ συνέβη εἶναι ὅτι οἱ αἱρέσεις, ποὺ ἐμφανίσθηκαν καὶ τὰ σχίσματα, ποὺ ἔγιναν, ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν».
«Ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος περνάει ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου βαπτίσματος» (orthodoxethos.com/Ἀπόφασις Ἱερᾶς Συνόδου Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας). Δηλαδή, διὰ νὰ ἑνωθοῦν οἱ αἱρετικοί μὲ τὴν Ἐκκλησίαν θὰ πρέπῃ νὰ μετανοήσουν, νὰ ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ νὰ λάβουν τὸ Ὀρθόδοξον βάπτισμα.
Ἐμεῖς, ἀκολουθοῦντες τὴν διαχρονικὴν Πατερικὴν Διδασκαλίαν («ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι») καὶ συνακολουθοῦντες εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Βουλγαρίας, ὁμολογοῦμεν ὅτι, ὅπως δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάρχουν πολλὰ σώματα ἐν Χριστῷ, ἔτσι δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάρχουν καὶ πολλαὶ Ἐκκλησίαι· «... μία τὲ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἕν τὸ τοῦ Χριστοῦ μυστήριον...» (Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ε.Π.Ε, τομ. 3, σ. 150) Συνεπῶς, ὁ διχασμὸς καὶ ἡ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πράγματα, ὀντολογικῶς καὶ οὐσιαστικῶς ἀδύνατα, διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός. Διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ὑπῆρξε, οὔτε καὶ θὰ ὑπάρξῃ. Ὑπῆρξε καὶ θὰ ὑπάρξῃ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα της (πρβλ. Ἰω. ιε΄, 1-6). Εἰς τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀπεσχίσθησαν καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν Μίαν, μοναδικὴν καὶ ἀδιαίρετον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν διάφοροι αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι ἔπαψαν νὰ εἶναι μέλη της καὶ σύσσωμοι τοῦ θεανθρωπίνου Σώματός της.
Ἔτσι, πρῶτοι ἀπὸ ὅλους, ἐξέπεσαν οἱ Γνωστικοί, μετὰ οἱ Ἀρειανοί, οἱ Πνευματομάχοι, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσίται, οἱ Εἰκονομάχοι, οἱ Παπικοὶ, καὶ μετ᾽ αὐτῶν οἱ Προτεστάνται καὶ οἱ Οὐνίται, καὶ ὅσοι ἄλλοι ἀνήκουν εἰς τὴν αἱρετικο-σχισματικὴ λεγεῶνα, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων, δυστυχῶς, ἦσαν ἐπίσημα προσκεκλημένοι εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου.
Εἰς τὸ ἴδιον πνεῦμα εἶχεν ἐκφρασθῆ καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Γεωργιανῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (8 Ὀκτωβρ. 1998), εἰς μίαν σειρὰν ἀποφάσεων, ὅπου εἰς τὸ ἄρθρο 5 ἀναφέρει: «Ἡ αἱρετικὴ ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία, ποὺ ἀναπτύχθηκε στὰ βάθη τῆς μὴ Ὀρθοδόξου, μοντερνιστικῆς θεολογίας, ἀναφορικὰ μὲ τὴν ὕπαρξιν σωτηριώδους χάριτος πέραν τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ ἡ ἀκραία ἐκδήλωσίς της, ἡ λεγομένη “Θεωρία τῶν κλάδων”, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ποικίλοι χριστιανικοὶ κλάδοι, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, θεωροῦνται διαφορετικοὶ καὶ ἰσότιμοι κλάδοι τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπαράδεκτη». (orthodoxethos.com / Ἡ Συνοδικὴ ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας τοῦ 1998).
5. Συναφὴς καὶ ἀλληλένδετος πλάνη μὲ τὴν προαναφερθεῖσαν («ἀναζήτησιν καὶ ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος»), ὑπάρχουσα εἰς ἀρκετὰ σημεῖα τῶν συνοδικῶν κειμένων, εἶναι καὶ ἡ ἐκκλησιοποίησις τῶν αἱρέσεων. Κατέστη πλέον ἐμφανὲς ὅτι αὐτὸς ἦτο καὶ ὁ κύριος στόχος αὐτῶν ποὺ ἐπρωτοστάτησαν κατὰ τὴν προετοιμασίαν καὶ τὴν διεξαγωγὴν τῆς συνόδου. Οὕτως ἑρμηνεύονται, ἄλλωστε, καὶ οἱ πανηγυρισμοὶ τοῦ Πάπα, καὶ δὴ διὰ τῆς δηλώσεώς του: «Τὸ πρῶτο βῆμα ἔγινε». (Πρωτοπρ. Θ. Ζήσης, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης σὲ σύγκριση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης (1273)», «Θεοδρομία», ἔτος ΙΗ΄, τ. 3 – 4, σ. 547).
Ἐξ ὅλων τῶν σχετικῶν σημείων τῶν συνοδικῶν κειμένων, τὸ ἀπόσπασμα, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη τὰς περισσοτέρας καὶ ἐντονωτέρας ἐπικρίσεις, εἶναι τὸ ἐν τῇ § 6 τοῦ κειμένου «Σχέσεις...», τὸ ὁποῖον – ὅπως τελικῶς διεμορφώθη – ἀναφέρει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν».
Δὲν θὰ ἐπαναλάβωμεν ἐδῶ τὰ ὅσα εὔστοχα ἀντέτειναν εἰς τὴν ἀνωτέρω διατύπωσιν παραδοσιακοὶ Ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὰς ἐντόνους πιέσεις, ἀπειλὰς καὶ εἰρωνείας, παρέμειναν ἀνυποχώρητοι καὶ δὲν ὑπέγραψαν τὸ ἐν λόγῳ κείμενον. Ἁπλῶς, θὰ ἀπαντήσωμεν εἰς δύο δικαιολογίας, τὰς ὁποίας χρησιμοποιοῦν, εἴτε ἐξ ἀφελείας, εἴτε ἐκ πονηρίας –Κύριος οἶδεν-, ὅσοι ὑπερασπίζονται, ἔτι δὲ καὶ ἐγκωμιάζουν τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα ὡς Ὀρθοδοξότατον!
α´ Ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» (εἰς τὸ ἀπόσπασμα) δὲν χρησιμοποιεῖται ἐν δογματικῇ ἐννοίᾳ, ἀλλ᾽ ὡς «τεχνικὸς ὅρος», λόγῳ τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν Χριστιανικῶν κοινοτήτων ὡς «Ἐκκλησίαι». Ὅμως, πέραν τοῦ ὅτι ἡ τοιαύτη χρῆσις ἀντενδείκνυται διὰ συνοδικὸν κείμενον καὶ οὐδέποτε μέχρι τοῦδε ἐπεχειρήθη, ἐρωτῶμεν: Ἄν, ὄντως, αὐτὸ ἦτο τὸ πνεῦμα τῶν ἀγνώστων ἐφευρετῶν τῆς ἀμφισήμου ταύτης διατυπώσεως, διατὶ δὲν τὸ διετύπωσαν σαφέστερον; Λ.χ.: «τὴν ὀνομασίαν “Ἐκκλησία” τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων», θέτοντές την μάλιστα ἐντὸς εἰσαγωγικῶν· ἤ «ἁπλῶς χρησιμοποιεῖ (ἡ Ὀρθ. Ἐκκλ.) κατ᾽ οἰκονομίαν καὶ καταχρηστικῶς τὸν ὅρον “Ἐκκλησία” ἐν τοῖς διαλόγοις». Διατί ἀντικατέστησαν τὸ προταθὲν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «γνωρίζει» διὰ τοῦ «ἀποδέχεται»; Διατί, τέλος, τὸ ἁπλούστατον, δὲν ἔβαλαν μίαν ὑποσημείωσιν, ἀναφέρουσαν τὴν ἐκ τῶν ὑστέρων δῆθεν ἑρμηνείαν των (τὸ ὅτι δηλαδή, ὁ ὅρος δὲν χρησιμοποιεῖται ἐν δογματικῇ - ἐκκλησιολογικῇ ἐννοίᾳ), ὥστε νὰ κατασιγάσῃ ἡ θύελλα τῶν ἀντιδράσεων, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιτύχουν τὴν πολυπόθητον ὑπ᾽ αὐτῶν ὁμόφωνον ψήφισιν τοῦ κειμένου; Σαφέστατα, διότι δὲν ἐπίστευον ὅσα προφορικῶς ἰσχυρίζονται καὶ διότι ἐπεδίωκον πάσῃ θυσίᾳ νὰ ἐπιτευχθῇ γραπτῶς καὶ συνοδικῶς ἡ Ἐκκλησιοποίησις τῶν αἱρέσεων.
β´ Ἀπαιτοῦν στέφανον ὁμολογίας (!), διότι ἐχαρακτήρισαν τάς «Ἐκκλησίας» αὐτὰς ὡς «ἑτεροδόξους». Ἐρωτῶμεν: Ἀγνοοῦν –ἤ προσποιοῦνται ἄγνοιαν– ὅτι εἰς τὴν Οἰκουμενιστικὴν γλῶσσαν (τόσον τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων ὅσον καὶ τῶν ἐκ τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν) ὁ ὅρος «ἑτερόδοξος» δὲν ἑρμηνεύεται ὡς «κακόδοξος», ἀλλ᾽ ὡς «ὀρθόδοξος πιστεύων εἰς μίαν ἑτέραν θεμιτὴν ποικιλομορφίαν καὶ ἰδιαιτερότητα»; Εἰς τὸ κείμενον, μάλιστα, τῆς Ι´ Συνελεύσεώς της, ἐν Ραβέννῃ (Ὀκτώβρ. 2007), ἡ Διεθνὴς Ἐπιτροπὴ διὰ τὸν Διάλογον Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν ἐγκωμιάζει καὶ ὑπογράφει τὴν θεωρίαν τῆς «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως τῶν κανονικῶν νομοθετημάτων ἐν ταῖς θεμιταῖς τούτων ποικιλομορφίαις», καὶ τὴν ἀπαισιωτέραν θεωρίαν τῆς «ἑνότητος τῆς καλούσης μακριὰ ἀπὸ τὴν πτῶσιν στὴν ὁμοιομορφίαν πρὸς τὴν ποικιλομορφίαν καὶ ἰδιαιτερότητα» (ἄρθρα 16 καὶ 31 τῆς συμφωνίας τῆς Ραβέννης). Κατὰ τὰ ἀνωτέρω, ἡ ἑνότης μεταξὺ ἑτεροδόξων εἶναι τὸ ἰδεατόν (!), ἐνῷ ἡ ἑνότης μεταξὺ ὁμοδόξων μόνον εἶναι ἀπευκταία «πτῶσις»!!!
Ἄλλωστε καὶ ἡ προσθήκη τῆς λέξεως «ἄλλων» πρὸ τοῦ «ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» εἰς τὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα («Σχέσεις...», § 6), προδίδει ὅτι οἱ ἀποκρυπτόμενοι ἐφευρεταί του θεωροῦν καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς μίαν «ἄλλην» παράλληλον ποικιλομορφίαν καὶ ἰδιαιτερότητα. Διαφορετικά, ἦτο περιττὴ ἡ χρῆσις τῆς λέξεως.
Ἐπιτευχθείσης τῆς Ἐκκλησιοποιήσεως ἐν τῇ § 6, πλειστάκις καὶ ἀλλαχοῦ κατονομάζονται ἀπεριφράστως Ἐκκλησίαι ἡ πανσπερμία τῶν αἱρετικῶν (π.χ.: «Σχέσεις...» § 16, § 17, § 19, § 21).
Περαίνοντες ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ θέματος, ἐπισημαίνομεν ὅτι εἰς τὸ αὐτό κείμενον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διακρίνεται, εἰς μέν τὴν § 4, τῆς «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκησίας», τὴν δημιουργίαν τῆς ὁποίας ἐπιδιώκει δῆθεν διά τῆς ἑνώσεώς της μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν, εἰς δέ τὴν § 5, (διακρίνεται) τῆς «ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἐπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Ἐκ τῶν δύο αὐτῶν παραγράφων φανερώνεται, σύν τοῖς ἄλλοις, ὅτι ἡ σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀποδέχεται καὶ υἱοθετεῖ τὴν δομικήν θεολόγησιν τοῦ Π.Σ.Ε., δηλαδή, τὴν «θεωρίαν τῶν κλάδων».
6. Πάντως, ὡς ὀλεθριώτερον καὶ κινδυνωδέστερον ἐξ ὅλων τῶν ἀποφασισθέντων εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου, θεωροῦμεν τὴν μακρὰν ἀναφοράν της εἰς τοὺς διμερεῖς διαλόγους καὶ εἰς τὸ Π.Σ.Ε. Ἐν αὐτῇ:
α´. Προτρέπει, πιέζει καὶ σχεδὸν ἐξαναγκάζει, ἁπάσας τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας πρὸς συμμετοχὴν εἰς τοὺς διαιωνιζομένους σχεδὸν ἄνευ ὅρων διαλόγους, μέχρις ἐπιτεύξεως τοῦ τελικοῦ σκοποῦ τῆς ἑνώσεως, περιφρονοῦσα τὴν ἀποστολικὴν ἐντολήν: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. γ´, 10).
β´. Διὰ τῆς σιωπῆς της, εἰς τὴν οὐσίαν ἐπευλογεῖ πλείστας ὅσας φρικτὰς ἀντικανονικότητας (συμπροσευχάς, καὶ μάλιστα Λειτουργικάς, Οἰκουμενιστικὰς ἀκολουθίας κ.ἄ.), αἱ ὁποῖαι πραγματοποιοῦνται κατὰ τὴν διεξαγωγήν των, τῇ παρουσίᾳ καὶ συμμετοχῇ καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων, ἀδιαφοροῦσα, ὄχι μόνον δι᾽ ὅσα διακελεύουν οἱ σχετικοὶ Ἱεροὶ Κανόνες – τῶν ὁποίων οὐδεμίαν μνείαν ποιεῖται – ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν πρόσφατον σχετικῶς ἀπόφασιν διορθοδόξου Συνάξεως, τὴν ὁποίαν ἐπικαλεῖται καὶ ἡ κατωτέρω Συνοδικὴ ἀπόφασις τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας: «Τέλος, τόσον ἡ συμπροσευχή, ὅσον καὶ ἡ μετοχὴ στὰ μυστήρια, ἀπὸ κοινοῦ μὲ μὴ Ὀρθοδόξους, εἶναι ἀπαράδεκτες, ὅπως αὐτὸ ἐπαναβεβαιώθηκε στὸ τελικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖον ἀπεδέχθη ἡ διορθόδοξος Σύναξις ὅλων τῶν κανονικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Θεσσαλονίκη, 29 Ἀπριλίου – 2 Μαΐου 1998). Σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρον 13, § Β´ τοῦ κειμένου αὐτοῦ: «Οἱ Ὀρθόδοξες ἀντιπροσωπεῖες δὲν θὰ συμμετέχουν στὶς οἰκουμενικὲς ἀκολουθίες, τὴν κοινὴ προσευχὴ καὶ λατρεία τοῦ «Θεοῦ», οὔτε σὲ ἄλλες θρησκευτικὲς τελετὲς τῆς συνάξεως» (orthodoxethos.com, Ἡ Συνοδικὴ ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας τοῦ 1998).
Ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ ὁ δεδηλωμένος οἰκουμενιστὴς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας εἰς Ἐγκύκλιόν του πρὸς τοὺς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (31-1-52) εἶχεν ἐπισημάνη: «Δέον ἵνα οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοὶ ἀντιπρόσωποι ὦσιν ὅσῳ τὸ δυνατὸν ἐφεκτικοὶ ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν, ὡς ἀντικειμέναις πρὸς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας καὶ ἀμβλυνούσαις τὴν ὁμολογιακὴν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων...» (εἰς τό: Καρμίρη, Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα, σ.σ. 962-963). Εἶναι φοβερὸν καὶ νὰ τὸ διανοηθῶμεν. Αὐτή «ἡ ἄμβλυνσις τῆς ὁμολογιακῆς εὐθιξίας τῶν Ὀρθοδόξων», ἀπὸ κινδυνώδης καὶ ἀπευκταία ποὺ ἐθεωρεῖτο ἐπὶ Ἀθηναγόρου, σήμερον ἔχει καταστῆ ἐπιδιωκόμενος σκοπός! Δι᾽ αὐτό, οὐδέποτε εἴδομεν νὰ ἐπιβάλλωνται ἱεροκανονικαὶ ποιναὶ καὶ κυρώσεις εἰς τοὺς κατ᾽ ἐξακολούθησιν συμμετέχοντας ἀντιπροσώπους. Ἀπ᾽ ἐναντίας, παραμένουν εἰς τὰς θέσεις των, ἀλλὰ καὶ ἐπιβραβεύονται. Αὐτὸν τὸν ἐπιδιωκόμενον σκοπὸν ὑπηρέτησε, δυστυχῶς, καὶ ἡ σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου.
γ´. Τὸ χείριστον. Διὰ τῶν προτροπῶν καὶ ἐγκωμίων της διὰ τοὺς διμερεῖς διαλόγους καὶ τὸ Π.Σ.Ε., ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, νομιμοποιεῖ καὶ ἐπισφραγίζει σωρείαν αἱρετικῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ἔχουν συνυπογράψει καὶ οἱ «Ὀρθόδοξοι» ἀντιπρόσωποι. Λ.χ.:
- Μετὰ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων: Κοιναὶ συμφωνίαι (1989), (1990).
- Μετὰ τῶν Παπικῶν: Εἰς Μπάρι (1987), Μπάλαμαντ (1993), Ραβέννα (2007) κ.ἄ.
- Εἰς τὰς συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε.: Εἰς: Πόρτο-Ἀλέγκρε (2006), Πουσάν (2013) κ.ἄ.
Ἰδιαιτέρως μέσα εἰς τὸν «θεολογικόν» χῶρον τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι υἱοθετημέναι ὅλαι αἱ νέαι θεωρίαι περί «ἀοράτου Ἐκκλησίας», «θεωρία τῶν κλάδων», περί «ἰσότητος τῶν δογμάτων», «Βαπτισματικὴ Θεολογία».
Ἐπίσης, ὅλαι αἱ δραστηριότητες τοῦ Π.Σ.Ε ἔχουν ὡς στόχον τὴν ἀναζήτησιν τῆς χαμένης ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κείμενον τοῦ Π.Σ.Ε., συμπεφωνημένον καὶ ὑπὸ τῶν «Ὀρθοδόξων», κατὰ τὰς περιοδικὰς γενικὰς συνελεύσεις των, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀποδεκτὸν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Θεολογίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων μας.
Μέχρι στιγμῆς καθησυχάζαμε τὴν συνείδησίν μας – καὶ ἐν μέρει τὴν κατεπιέζαμε – καὶ ἀνεχόμεθα, χρησιμοποιοῦντες ὡς ἐπιχείρημα τὸ ὅτι τὰ ἀνωτέρω ἦσαν ἐνέργειαι ἐλαχίστων ἐκπροσώπων (ὁμιλοῦμεν ἐκ τῆς πλευρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων) ἐνεργούντων αὐθαιρέτως. Καί, ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον τὰ ὑπογραφόμενα δὲν ἐτύγχανον τῆς ἐπισφραγίσεώς των ὑπὸ τῶν τοπικῶν συνόδων τῶν Ἱεραρχιῶν – αἵτινες τὰς περισσοτέρας φορὰς οὔτε κἂν ἐνημερώνοντο ὑπευθύνως –, εἶναι ἄνευ οὐδεμιᾶς ἰσχύος, καί, συνεπῶς, θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἀδιαφορήσωμεν. Ἁπλῶς προσηυχόμεθα, καὶ ἠλπίζαμε καὶ ἀνεμέναμε νὰ ἀκυρωθοῦν καὶ καταδικασθοῦν ἀπὸ μίαν γενικωτέραν – ἢ ἔστω τοπικήν – Σύνοδον. Καὶ ἐνῷ αὐτὸ ὤφειλε νὰ εἶναι τὸ μοναδικὸν ἔργον τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, αὕτη, ἀπεναντίας, διὰ τῶν ὡς ἄνω ἐπαίνων καὶ προτροπῶν της, ἐπεσφράγισεν ἐμμέσως πάσας τὰς αἱρετικὰς ἀποφάσεις!
Καὶ ὄχι μόνον ἐμμέσως. Ἔχομεν καὶ ἄμεσον ἐπισφράγισιν! Εἰς τὴν § 19 τοῦ Κειμένου «Σχέσεις...» διακηρύσσεται ἀπεριφράστως ὅτι: «Αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης “Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν”, εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον». Καὶ ναὶ μέν, ἐν συνεχείᾳ παραθέτει μερικὰ “ἀθῶα” ἀποσπάσματα ἐξ αὐτῆς τῆς Δηλώσεως, ὅμως ἀποσιωπᾷ καὶ ἀποκρύπτει ἕτερα. Συγκεκριμένως, ἡ Δήλωσις καταλήγοντας ἀναφέρει: «Οἱ Ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελῆ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐρύτερον καὶ περιεκτικώτερον (wider and more inclusive) ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελῆ μέλος τῆς ἰδίας του Ἐκκλησίας»!!! Υἱοθετεῖται, δηλαδή, ἀμέσως, σαφέστατα καὶ ἀπροκάλυπτα ἡ αἱρετικὴ Ἐκκλησιολογία τοῦ Προτεσταντισμοῦ! Πέραν τοῦ ὅτι καὶ μόνον ὁ τίτλος τῆς Δηλώσεως, ὁ ὁποῖος καὶ περιέχεται εἰς τὸ συνοδικὸν κείμενον, διὰ τῆς διακρίσεως Ἐκκλησίας καὶ Ἐκκλησιῶν διατρανώνει τὴν αἱρετικὴν Ἐκκλησιολογίαν.
Ὁμοίως ἔχομεν ἄμεσον ἐπισφράγισιν αἱρετικῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ὑπὸ τοῦ ἰδίου συνοδικοῦ κειμένου ἄλλας δὺο φορὰς. Ἀφ᾽ ἐνός μὲν, εἰς τὴν § 17, τῶν ἀναφερομένων εἰς τὴν εἰσήγησιν τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τὸ Π.Σ.Ε.», τῶν τελικῶς ἐπικυρωθέντων ὑπὸ τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. τὸ 2002, ἀφ᾽ ἑτὲρου δέ, εἰς τὴν § 21, τῶν θεολογικῶν κειμένων τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» [ Ἀναλυτικήν ἀναφοράν περὶ αὐτῶν βλ. εἰς τὰ κείμενα: Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου «Παρέμβασις καὶ κείμενον εἰς τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», Ὀρθ. Τύπος, ἀρ. φύλ. 2148, σελ. 5 καὶ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου «Ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ Π.Σ.Ε.», Ὀρθ. Τύπος, ἀρ. φύλ. 2136, σελ. 1 καὶ 5].
Θεωροῦμεν ὅτι καὶ μόνον δι᾽ αὐτάς τάς τρεῖς ἀμέσους ἐπισφραγίσεις της, καὶ κυρίως δι᾽ αὐτάς, διότι εἶναι τόσον ἀπροκάλυπτοι, ὥστε νὰ μὴ ἐπιδέχωνται καμμίαν ὑπεκφυγὴν ἢ συγκάλυψιν, ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης καθίσταται καταδικαστέα.
7. Τὸ ἀναφερόμενον εἰς τὴν § 22 τοῦ κειμένου «Σχέσεις...»: «Ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος» εἶναι πάντῃ καινοφανὲς καὶ ξένον πρὸς τὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἐν πρώτοις, δι᾽ αὐτοῦ ἀντιφάσκει καὶ πρὸς ἑαυτὴν ἡ σύνοδος, καθόσον, εἰς τὴν § 3 τῆς «Ἐγκυκλίου» της, ἀναγνωρίζει τὸ κῦρος τῆς Συνόδου τοῦ 1484, τῆς ἀποκηρυξάσης τὴν Σύνοδον τῆς Φλωρεντίας (1438-1439), καὶ δικαιωσάσης τὸν Ἅγιον Μᾶρκον τὸν Εὐγενικόν, τὸν μόνον κατ᾽ οὐσίαν ἀντιδράσαντα καὶ ἀνατρέψαντα αὐτήν. Ἐὰν ἤθελεν ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης νὰ εἶναι συνεπὴς πρὸς τὴν ἀνωτέρω § 22 τοῦ συνοδικοῦ κειμένου της, ὤφειλεν, ἀπεναντίας, νὰ καταδικάσῃ τὴν Σύνοδον τοῦ 1484, ὡς περιφρονήσασαν τὸ «συνοδικὸν σύστημα (δηλαδή__________, τὴν Σύνοδον τῆς Φλωρεντίας)... τὴν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπὶ θεμάτων πίστεως» καὶ δικαιώσασαν «ἄτομον» (τὸν Ἅγιον Μᾶρκον), συντελέσαν εἰς τὴν «διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ προφάσει τηρήσεως ἢ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας» (πάντα τὰ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν προέρχονται ἀπὸ τὴν § 22). Ἀλλά, φυσικά, δὲν εἶχε τὴν τόλμην νὰ προχωρήσῃ – τοὐλάχιστον πρὸς τὸ παρόν – μέχρις ἐκεῖ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔλθῃ εἰς ἀντίθεσιν πρὸς ἑαυτήν.
Ἀντιτίθεται, φυσικά, διὰ τῆς § 22, καὶ πρὸς τὴν διαχρονικὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν καταδικάσασαν συνόδους καὶ χαρακτηρίσασαν αὐτὰς ὡς Αἱρετικάς, Ληστρικὰς καὶ Ψευδοσυνόδους [ὡς λ.χ. τὴν ἐν Ἐφέσῳ (449), τῆς Ἱερείας (754), τῆς Λυῶνος (1274) κ. ἄ.], καὶ συγχρόνως ἁγιοκατατάξασαν τοὺς ἀντιταχθέντας πρὸς αὐτὰς καὶ διωχθέντας καὶ μαρτυρήσαντας ὑπ᾽ αὐτῶν.
Ἀντιτίθεται ἀκόμη καὶ πρὸς τὴν Ἐγκύκλιον τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν (1848), ἡ ὁποία κηρύσσει ὅτι: «τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός» εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος διασφαλίζει τὴν διατήρησιν τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ ὄχι τὸ συνοδικὸν σύστημα, –καὶ μάλιστα «μόνον» αὐτό–, ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ σύνοδος εἰς τὴν § 22.
Ὡς ἐπισφράγισιν, παραθέτομε τὴν ἀπάντησιν τὴν ὁποίαν δίδει ἐν προκειμένῳ πρὸς τὴν σύνοδον τῆς Κρήτης, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας: «Τελικά, ὅσον ἀφορᾶ τὴν § 22, ἡ ὁποία δηλώνει ὅτι “ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος”, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (ἐνν. τῆς Βουλγαρίας) δηλώνει, ἀντιθέτως, ὅτι τὸ τελικὸν κριτήριον γιὰ τὴν ἀποδοχὴν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων εἶναι ἡ ἐπάγρυπνη δογματικὴ συνείδησις ὅλου τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Δηλώνει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὅτι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν χορηγεῖ μὲ αὐτόνομον ἢ μηχανιστικὸν τρόπον τὴν ὀρθὴν ἐκδοχὴν τῆς πίστεως, ἡ ὁποία ὁμολογεῖται ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανούς» (orthodoxethos.com / Ἀπόφασις Ἱ. Συνόδου Πατριαρχείου Βουλγαρίας).
Τέλος, ἡ παραπομπὴ εἰς τὸν 6ον Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τίθεται ἐν κατακλεῖδι τῆς § 22 – πρὸς δῆθεν κατοχύρωσιν –, εἶναι τελείως ἄσχετος, ἐφ᾽ ὅσον ὁ κανὼν δὲν ἀναφέρεται εἰς θέματα πίστεως! Δι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ συντάξας τὴν ἐν λόγῳ § 22, δεδομένου ὅτι τὸ περιεχόμενόν της ὡμιλοῦσε διὰ τὴν διασφάλισιν τῆς πίστεως, προσέθεσε «ξεκάρφωτα» εἰς τὸ τέλος τὴν φράσιν «καὶ κανονικῶν διατάξεων», προφανῶς διὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ ὡς “γέφυραν” πρὸς τὸν ἄσχετον κανόνα, τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνάγκην πρὸς κατοχύρωσιν!
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἐκπλήσσει, θλίβει, ἀλλὰ καὶ προκαλεῖ ἱερὰν ἀγανάκτησιν ἡ εἴδησις, καθ᾽ ἥν, ὑπέρμαχοι τῆς συνόδου τῆς Κρήτης ἤρχισαν νὰ ἀπειλοῦν καὶ νὰ διώκουν τοὺς μὴ ἀποδεχομένους αὐτήν, βασιζόμενοι εἰς αὐτὴν τὴν ἀνυποστάτου περιεχομένου § 22· καὶ μόνον εἰς αὐτήν! Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ ἐξαντλήσῃ τὴν ἀνοχὴν τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος, καὶ θὰ ἐπισπεύσῃ τὴν καταδίκην τῆς συνόδου καὶ ὅσων θὰ συνεχίσουν ἀμετανοήτως νὰ τὴν ὑποστηρίζουν.
8. Εἰς τὸ ἐπίσημον «Μήνυμα» τῆς συνόδου ἀνεγνώσαμεν ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκφράζει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθολικότητά της ἐν Συνόδῳ» («Μήνυμα», 1). Δηλαδή, ἡ σύνοδος θέλει νὰ μᾶς εἰπῇ ὅτι ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης «πραγματοποιεῖται» εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου, ἑπομένως τὸ πλήρωμα αὐτῶν εὑρίσκει τὴν ἔκφρασίν του ΜΟΝΟΝ ἐν Συνόδῳ καὶ ἐγγυητὴς καθίσταται ὁ πρῶτος τῆς Συνόδου. Ἀποφεύγουν νὰ μᾶς εἰποῦν εἰς τί ἔγκειται ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ τὴν Παράδοσιν τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἀναφέρεται εἰς τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖον εἶναι αὐτὴ αὕτη ἡ πίστις ἡμῶν, - «ἡ μητέρα τῆς αἰωνίου ζωῆς» κατὰ τόν Ἁγ. Κύριλλον Ἀλεξανδρείας - καὶ ὄχι εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου. Εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν εἶναι δεδομένη ἡ ἑνότης, εἰς τὴν δευτέραν εἶναι ζητουμένη. Ἐξ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ἡ Σύνοδος προϋποθέτει τὴν ἑνότητα, δὲν τὴν ἀναζητεῖ. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» καὶ εἰς τὴν ἑνότητα πάντας καλεῖ. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα εἶναι δεδομένον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τοὺς μετέχοντας εἰς Αὐτήν, διότι δέν εἶναι κάτι τὸ ὁποῖον εἶναι ἀπωλεσμένο καὶ ἀναζητεῖται.
Εἰς τὸ «Μήνυμα» τῆς συνόδου, βλέπομεν λοιπὸν νὰ μεταθέτουν τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον τῆς πίστεως, εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου, διὰ τὴν τοπικὴν ἐκκλησίαν, καὶ εἰς τὴν σύναξιν τῶν ἐπισκόπων, διὰ τὴν ἐπαρχιακήν, ἢ οἰκουμενικὴν σύνοδον. Ἡ μετάθεσις αὐτὴ γεννᾷ μεγάλα ἐκκλησιολογικὰ προβλήματα. Θὰ περιορισθῶμεν εἰς μίαν μόνον παρατήρησιν. Κατά τὸν Μητροπολίτην Περγάμου «Ἡ μοναδικότητα τοῦ ἐπισκόπου σὲ κάθε τοπικὴ ἐκκλησία εἶναι ἕνας ὅρος “ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ” γιὰ τὴν καθολικότητα αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας» (Μητρ. Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλα, Ἔργα Α´, ὅπ.π., σελ. 586).
Δηλαδή, μὲ βάσιν τὰ ἀνωτέρω, αἱ τοπικαὶ Ἐκκλησίαι αἱ ὁποῖαι χηρεύουν λόγῳ θανάτου τοῦ ἐπισκόπου των, ἢ διὰ πολλοὺς ἄλλους λόγους, ἐπὶ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, αὐτομάτως παύουν νὰ ἔχουν τὴν καθολικότητα καὶ τὴν ἑνότητα, ἐφ᾽ ὅσον χρόνον τοὺς λείπει τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου; Αὐτὰ εἶναι πράγματα ἀπαράδεκτα διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Διὰ νὰ μὴ πελαγοδρομοῦμεν εἰς ἀλλοτρίους καὶ πειρασμικὰς ἐννοίας, θὰ ἀναφέρωμεν τὸν Ὀρθόδοξον λόγον τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, τοῦ νέου ὁμολογητοῦ: «Στὴν οὐσία της ἡ καθολικότητα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν Θεανθρωπότητα, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἐν Ἑαυτῷ ἑνώνει, συνάγει, καθολικοποιεῖ, οἰκουμενικοποιεῖ ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα μὲ τὸν ἑαυτό του, τὸν Δημιουργό, ἀλλὰ καὶ τὰ λογικὰ κτίσματα μεταξύ τους. Ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ζωὴ σὲ αὐτὴν τὴν καθολικοποίηση πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση καὶ διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν… Στὴν πραγματικότητα, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς, εἶναι ὅλο τὸ βάθος, ὅλο τὸ ὕψος καὶ ὅλο τὸ πλάτος τῆς καθολικότητος» (Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ἡ Ἐκκλησία, τὸ παμμυστήριον τοῦ Χριστοῦ», σελ. 259).
9. Εἰς τὸ κείμενον τοῦ «Μηνύματος», καθὼς καὶ εἰς τὴν «Ἐγκύκλιον», ὑπάρχει ἡ προβληματικὴ φράσις, «ἡ Ἐκκλησία δὲν ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτόν της». Ἀρχικῶς, ὀφείλομεν νὰ ἀποκαλύψωμεν ὅτι ἡ φράσις αὐτὴ εἶναι ἀκριβὴς ἀντιγραφὴ ἀπὸ τὸ κείμενον τοῦ διατάγματος «Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα. Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο» (GS) τῆς Β´ Βατικανῆς συνόδου. Ἐξ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ὅμως, ὁ ἑαυτὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ ὄντως διὰ τὸν ἑαυτόν της, δηλ. τὸν Χριστὸν, καὶ εἶναι τελείως αὐτόνομος ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ κόσμου. Ἂν δεχθῶμεν τὴν φράσιν αὐτὴν τοῦ «Μηνύματος», ὁμιλοῦμεν πλέον διὰ τὴν ἐκκοσμίκευσιν τῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα εἰς τὰ κείμενα τοῦ «Μηνύματος», τῆς «Ἐγκυκλίου» καὶ τῆς «Ἀποστολῆς» διακρίνομεν εὐκρινῶς μίαν γλῶσσαν ὅπως ἐκείνη τοῦ «κοινωνικοῦ Εὐαγγελίου» τῶν Προτεσταντῶν καὶ τοῦ κειμένου «Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὸν σύγχρονον κόσμον», τῶν Παπικῶν. Βλέπομεν μίαν παρέμβασιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰ ἁπτὰ προβλήματα τῆς πολιτικῆς κοινωνίας καὶ εἰς τὰ ἀκανθώδη ζητήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου, μέ μίαν γλῶσσαν ἀκινδύνου ρητορικῆς, ἀπογεγυμνωμένης ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ Σταυροῦ, τὴν ὁποίαν προσφέρει ἡ Θεία Χάρις.
10. Ὑπάρχουν βεβαίως, πολλὰ ἀκόμη τὰ ὁποῖα θὰ ἠμποροῦσαν νὰ ἐπισημανθοῦν. Ὡς παράδειγμα, ἀναφέρομεν τὰ «παραθυράκια» τὰ ὁποῖα ἔχουν δημιουργηθῆ, ὅσον ἀφορᾷ τὰ κωλύματα γάμου. Διὰ μὲν τὸν γάμον Ὀρθοδόξων μεθ᾽ ἑτεροδόξων τὸ «παράθυρον ἀνοίγεται» ὑπὸ τῆς συνόδου διὰ τῆς προσφερομένης δυνατότητος ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὑπὸ τῆς Ἱ. Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (§ 5ii)· ὁπότε δίδεται συνοδικὴ ἐπισφράγισις εἰς τὸ φαινόμενον, οἱ ἑτερόδοξοι σύζυγοι νὰ ἀνήκουν, εἰς τὸ ὀρθόδοξον ἐκκλησίασμα, παραμένοντες ἀβάπτιστοι καὶ ἀχαρίτωτοι. Διὰ δὲ τὸν γάμον μετὰ τὴν χειροτονίαν τὸ «παράθυρον παραμένει μισάνοικτον», καθ᾽ ὅσον δηλοῦται μὲν ὅτι ἡ ἰσχύουσα κανονικὴ παράδοσις τὸν κωλύει, προηγουμένως ὅμως ἔχει προδηλωθῆ ὅτι «ἡ ἱερωσύνη αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτὴν δὲν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου» (§ 4). Τέλος, διὰ τὸν γάμον μετὰ τὴν μοναχικὴν κουρὰν καὶ διὰ τὸν γάμον Ὀρθοδόξων μετὰ μὴ Χριστιανῶν, τά «παράθυρα περιμένουν κλειστὰ μίαν ἑπομένην σύνοδον νὰ τὰ ἀνοίξῃ» –ἐντὸς τῆς ἑπομένης ἑπταετίας, κατὰ τὴν δήλωσιν τοῦ «Μηνύματος» –, καθ᾽ ὅσον κωλύονται μέν «κατ᾽ ἀκρίβειαν», χωρὶς ὅμως νὰ ἀναφέρεται ρητῶς ἡ ἔλλειψις δυνατότητος ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας (§ 3 καὶ § 5 iii).
Κατακλείοντες τὰς κυριωτέρας ἐπιλεκτικὰς καὶ συνοπτικὰς διαπιστώσεις, ἐπὶ τῆς συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, πιστεύομεν πώς ἐκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων, κατέστη ἐμφανὲς ὅτι τὰ κείμενα αὐτῆς δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν εἰς τὴν θεολογικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· διότι δὲν ἀποτελοῦν συνεπῆ καὶ ἀκριβῆ συνέχειαν τῆς θεολογίας τῶν Θεοφόρων Πατέρων, τῶν ὁποίων τὰς εὐχὰς ἐπικαλούμεθα εἰς τὸ τέλος κάθε Ἐκκλησιαστικῆς πράξεως. Ἐπὶ Τριαδολογικοῦ καὶ Ἐκκλησιολογικοῦ ἐπιπέδου, ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου, εἶναι ἀπαράδεκτα. Ὅλως ἰδιαιτέρως τὰ κείμενα: «Μήνυμα», «Ἐγκύκλιος», «Ἀποστολή», «Σχέσεις» καὶ «Μυστήριον τοῦ γάμου», εἶναι ἐπηρεασμένα κατὰ τὸ μεγαλύτερον ποσοστόν, ἀπὸ τὰ ἀντίστοιχα διατάγματα τῆς Β´ Βατικανῆς συνόδου.
Εἶναι, λοιπόν, «ἡλίου φαεινότερον» ὅτι ἀδυνατοῦμε νὰ δεχθῶμεν τὰς ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, διότι ἐν αὐταῖς ὑπάρχουν κείμενα δογματικῶς μὴ ὀρθόδοξα, τὰ ὁποῖα ἡ Ὀρθόδοξος δογματικὴ συνείδησίς μας καὶ κυρίως ἡ ἱερὰ παράδοσις τῶν Ἁγίων Πατέρων μας δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀνεχθῶμεν, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κείμενα αὐτά αὐτοτιτλοφοροῦνται ὡς ἔχοντα ἀναντίρρητον «πανορθόδοξον κῦρος».
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ σκοπός τοῦ ἡμετέρου κειμένου εἶναι, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν νὰ ὁμολογήσωμεν διὰ λόγους συνειδήσεως τὴν ἀντίθεσίν μας πρὸς τὴν σύνοδον τῆς Κρήτης, ἀφ᾽ ἑτέρου, νὰ ἐνημερώσωμεν τούς παραπληροφορημένους ἐκ τῶν ἀδελφῶν μας κληρικούς καὶ λαϊκούς καὶ τέλος, νὰ ἀντιδράσωμεν πρὸς τὰς διαρκῶς αὐξανομένας ἐκκλησιαστικάς ἀπειλάς καὶ διώξεις κατὰ τῶν μὴ ἀποδεχομένων τὴν σύνοδον, ὡς μὴ ἐκφράζουσαν τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν. Τὸ κείμενον αὐτὸ εἶναι ἔκφρασις πόνου καὶ ἀνησυχίας καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγιορειτῶν ἀδερφῶν μας τούς ὁποίους ἐκπροσωποῦμε οἱ κάτωθι ὑπογράφοντες.
Εὐχόμεθα καὶ κραυγάζομεν ἐμπόνως, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὅπως ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεὸς δώσῃ τὴν φωτοποιὸν Χάριν Του, καὶ μία ἄλλη μεταγενεστέρα Σύνοδος, ὡς χειρουργός, ἐκβάλῃ τὰ κείμενα αὐτὰ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπέλθῃ ἡ ἴασις.
Μετὰ πόνου καὶ ἀγάπης Χριστοῦ
οἱ κάτωθι Ἁγιορεῖται Κελλιῶται Πατέρες
Γ. Παΐσιος Μοναχός μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίων Ἀρχαγγέλων «Ἀβερκαίων», Καρυαί.
Γ. Ἀρσένιος Ἱερομόναχος μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον «Παναγούδα».
Γ. Εὐφρόσυνος Μοναχός μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον Τιμίου Προδρόμου, Καρυαί.
Γ. Νικόλαος Μοναχός - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίου Δημητρίου, Καρυαί.
Γ. Παντελεήμων Ἱερομόναχος - Ἱερ. Ἡσυχαστήριο Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Κατουνάκια.
Γ. Νικόδημος Μοναχός - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Καρυαί.
Το έντυπο ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή Pdf
Πηγή: Αγιότοκος Καππαδοκία, Ακτίνες
Εὐλόγητος ὁ Θεός.
Εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν μονογενῆ Θεὸν,
Τὸν τῶν οὐρανίων γεννήτορα,
Τὸν τῶν κρυφίων λαγόνων τῆς γῆς ὑπερκύψαντα
καὶ ταῖς φαεσφόροις ἀκτῖσι τὴν ὅλην οἰκουμένην ἀποσκιάσαντα.
Εὐφημήσωμεν σήμερον τὴν ταφὴν τοῦ Mονογενοῦς,
τὴν ἀνάστασιν τοῦ Νικητοῦ,
τὴν Xαρὰν τοῦ κόσμου,
τὴν Zωὴν τῶν ἐθνῶν τοῦ κόσμου.
Εὐφημήσωμεν σήμερον Tὸν τὴν ἁμαρτίαν ἐνδυσάμενον.
Εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν Θεὸν λόγον,
ὃς τὴν τοῦ κόσμου σοφίαν ἤλεγξε,
τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν ἐκύρωσε,
τῶν ἀποστόλων τὸν σύνδεσμον συνήθροισε,
τῆς ἐκκλησίας τὴν κλῆσιν,
τοῦ πνεύματος τὴν χάριν ἀφήπλωσε.
Ἰδοὺ γὰρ ἡμεῖς οἵ ποτε ξένοι ὄντες τῆς τοῦ Θεοῦ ἐπιγνώσεως
τὸν Θεὸν ἐπέγνωμεν καὶ τὸ γεγραμμένον πεπλήρωται·
Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς Κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον Aὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν.
Tί μνησθήσονται;
Τὴν παλαιὰν πτῶσιν,
τὴν νέαν ἀνάστασιν,
τὴν ἀρχαίαν παράβασιν καὶ τὴν ὕστερον διόρθωσιν,
τὴν θνῆσιν τῆς Εὔας,
τῆς παρθένου τὴν γέννησιν,
τῶν ἐθνῶν τὴν ἐπανόρθωσιν,
τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν ἄφεσιν,
τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν,
τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα,
τῆς κολυμβήθρας τὴν ἀναγέννησιν,
τοῦ παραδείσου τὴν εἰσοίκησιν,
τῶν οὐρανῶν τὴν ἐπάνοδον,
τὸν δημιουργὸν ἀναστησάμενον,
τὸν τὴν ἀπρέπειαν ἀποδυσάμενον,
τὸν τῇ θεϊκῇ μεγαλουργίᾳ τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν μεταλλεύσαντα.
Καὶ ποίαν ἀπρέπειαν ἀπέθετο;
Ἣν Ἠσαΐας εἶπε·
Καὶ εἴδομεν αὐτόν, φησί, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος,
ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον, ἐκλεῖπον παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε τοῖς ἀλιτηρίοις Ἰουδαίοις προσωμίλει καὶ Σαμαρίτης καὶ δαιμόνιον ἔχων ἐκαλεῖτο,
ὅτε Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καὶ τὰ τοῦ σκότους γεννήματα πρὸς φόνον ἐκράτουν τὸν ἀχώρητον.
Οὐκ ἀσκόπως ἔλεγεν αὐτοῖς Ἰωάννης·
Γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;
Ὄντως γὰρ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μενεῖ ἐπ αὐτούς.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε τὸ βλάστημα τῆς ἐπιεικείας ῥαπίσμασι ἐλάμβανον καὶ μεθ ὅρκων ἠρώτων τὸν τῶν ὅρκων δικαστὴν ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε ἐδικάζετο ὁ δικαστὴς καὶ ἐκρίνετο ὁ κριτὴς τοῦ κόσμου,
ὁ οἰκέτης ἠρώτα καὶ ὁ Δεσπότης ἐσιώπα,
τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ τὸ σκότος ἐγαυρία,
τὸ πλάσμα ἐθρασύνετο καὶ ὁ δημιουργὸς ἐκαρτέρει.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε οἱ ταῦροι ἐκεράτιζον καὶ ὁ μόσχος παρίστατο,
ὅτε ὁ λέων ὠρύετο καὶ οἱ ταῦροι ἐγαυρύνοντο καθὼς γέγραπται·
Περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με·
Ἤνοιξαν ἐπ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε οἱ κύνες ὑλάκτουν καὶ ὁ Δεσπότης ἠνείχετο,
ὅτε οἱ λύκοι ἥρπαζον καὶ τὸ πρόβατον παρίστατο,
ὅτε ὁ λῃστὴς εἰς ζωὴν ἐκαλεῖτο,
ἡ δὲ ζωὴ τοῦ κόσμου εἰς θάνατον εἵλκετο,
ὅτε ἐβόων ἐκείνην τὴν ἄτακτον καὶ ὀλέθριον φωνὴν
Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν,
τὸ αἷμα Αὐτοῦ ἐφ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν,
οἱ κυριοκτόνοι, οἱ προφητοκτόνοι, οἱ θεομάχοι,
οἱ μισόθεοι, οἱ τοῦ νόμου ὑβρισταί, οἱ τῆς χάριτος πολέμιοι,
οἱ ἀλλότριοι τῆς πίστεως τῶν πατέρων,
οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου,
τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυρισταί, οἱ κατάλαλοι,
οἱ ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων,
τὸ συνέδριον τῶν δαιμόνων, οἱ ἀλάστορες, οἱ πάμφαυλοι, οἱ λιθασταί, οἱ μισόκαλοι.
Εἰκότως γὰρ ἔκραζον·
Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν.
Ἐβάρει γὰρ αὐτοὺς ἡ ἐπιδημία τῆς θεότητος μετὰ σαρκὸς
καὶ ἐλυπεῖτο τὸν ἔλεγχον ὁ τρόπος·
Ἔθος γὰρ ἁμαρτωλοῖς μισεῖν τὴν τῶν δικαίων συντυχίαν.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε Αὐτὸν ἐφραγέλλωσαν καὶ τὸ σῶμα Αὐτοῦ τὸ ἅγιον ἐβασάνιζον φέροντα ἑκουσίως πάθη, ἵνα τοὺς παλαιοὺς μώλωπας τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων θεραπεύσῃ,
ὅτε τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐβάσταζε
τὸ κατὰ τοῦ διαβόλου τρόπαιον,
ὅτε στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιέβαλλον
Τῷ στεφανοῦντι τοὺς πεποιθότας ἐπ Αὐτόν,
ὅτε πορφύραν ἐνέδυσαν
Τὸν ἀφθαρσίαν τοῖς ἀναγεννωμένοις δι ὕδατος καὶ πνεύματος ἁγίου χαριζόμενον,
ὅτε προσήλωσαν τῷ ξύλῳ
Τὸν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου Κύριον ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε ἐθριάμβευον ἐμπαίζοντες οἱ στρατιῶται τὸν τῆς στρατιᾶς τῶν οὐρανῶν Δεσπότην.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε καλάμῳ περιθέντες σπόγγον ἐμπλήσαντες ὄξους ἐπότιζον αὐτὸν καὶ χολὴν ἐδίδουν Τὸν τὸ μάννα αὐτοῖς ἐπομβρήσαντα,
ὅτε αἱ πέτραι ἐρρήγνυντο καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίζετο τῶν ἀλιτηρίων τὴν τόλμαν ἐκπληττόμενα,
ὅτε ὁ ἥλιος ἐπένθει καὶ τὸ σκότος ὡς σάκκον ἐνεδύετο πενθῶν τὴν τῶν Ἰουδαίων ἀπόπτωσιν·
Ἐθρήνει γὰρ ἡ ἡμέρα τὰς Ἰουδαίων συμφοράς,
ὅτε ἐν μέσῳ λῃστῶν ἡ Ζωὴ ἐκρέματο τοῦ μὲν ὀνειδίζοντος καὶ καταλαλοῦντος,
τοῦ δὲ τῇ μετανοίᾳ λῃστεύοντος τὸν παράδεισον.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε τὸ σῶμα πρὸς ταφὴν ἐδίδοτο.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε οἱ στρατιῶται ἐφύλαττον καὶ ἡ γῆ κατέκρυπτε
Τὸν τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἑδράσαντα,
ὅτε οἱ ἀπόστολοι ἐκρύπτοντο τῶν πειρασμῶν τὸν ὄγκον οὐ δυνάμενοι φέρειν.
Ἀλλὰ ὅρα, ἀγαπητέ, τοῦ Θεοῦ τὰ θαύματα καὶ μετὰ τὸ πάθος τῆς χαρᾶς τὰ κατορθώματα.
Ὁ ἄτιμος εἰς εὐδοξίαν μετεβάλλετο
καὶ ἡ τοῦ κόσμου Χαρὰ ἄφθαρτος ἐγήγερται μετὰ τοῦ σώματος.
Τότε ὤδινεν ἡ γῆ καὶ ἐκυοφόρησεν ἡ ἡμέρα καὶ ἀπέπτυσεν ὁ θάνατος τὴν πάντων ζωήν·
Οὐ γὰρ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ θανάτου
Τὸν πάντα λόγῳ κρατοῦντα.
Ἑορτάσωμεν τοίνυν τριήμερον ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου πρόξενον.
Ὥσπερ γὰρ Μαρία ἡ Θεοτόκος παρθενικὰς καὶ ἀνυμφεύτους ὠδῖνας οὐ λύσασα βουλήσει Θεοῦ καὶ πνεύματος χάριτι ἐγέννησε
Τὸν τῶν αἰώνων ποιητὴν
Τὸν ἐκ Θεοῦ Θεὸν λόγον,
οὕτως καὶ ἡ γῆ ἐκ τῶν οἰκείων λαγόνων τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου λύσασα ἀπέπτυσε κελευσθεῖσα τὸν τῶν Ἰουδαίων δεσπότην·
Οὐ γὰρ ἠδύνατο κατέχειν σῶμα φορεῖον ἀθανασίας γενόμενον.
Σκοπῶν τοίνυν ὁ προφήτης ∆αβὶδ τῆς εὐπρεπείας τὴν διόρθωσιν,
τοῦ θανάτου τὴν λύσιν,
τῶν ποτε δούλων τὴν ἐλευθερίαν βοᾷ καὶ λέγει·
Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο.
Ποίαν εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο;
Τὴν ἀφθαρσίαν, τὴν ἀθανασίαν,
τῶν ἀποστόλων τὴν σύγκλητον, τῆς ἐκκλησίας τὸν στέφανον.
Οὐκέτι Ἰούδας προδίδωσιν, οὐκέτι Καϊαφᾶς ἀπειλεῖ, οὐκέτι Ἡρώδης πρὸς παιδοκτονίαν ὁπλίζεται, οὐκέτι Πιλᾶτος δικάζει οὔτε Ἰσραηλῖται κρατοῦσι·
Τὸ γὰρ φθαρτὸν γέγονεν ἄφθαρτον καὶ ὁ παρ αὐτοῖς νομιζόμενος ἄνθρωπος ψιλὸς Θεὸς ἀποδέδεικται ἀληθινός.
Διὸ καὶ ἡμεῖς βοῶμεν·
Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον;
Ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;
Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο,
ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο.
Δύναμιν λέγει τὴν διὰ σαρκὸς οἰκονομίαν·
Ὅτι γὰρ ἐκείνης δυνατώτερον οὐδὲν,
διὰ σώματος ὁ ἀσώματος δαίμονας κατέβαλε,
διὰ σταυροῦ τὰς ἀντικειμένας δυνάμεις ἐξεπολιόρκησεν.
Ἐπειδὴ γὰρ τὰ πρῶτα ἐκλόνει τὴν γῆν ἡ ἁμαρτία,
ἀναστὰς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς προεῖπεν,
ἐστερέωσεν αὐτὴν τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ μηκέτι πρὸς ὄλισθον ἀπωλείας βαδίζειν μήτε χειμῶσι τῆς πλάνης ῥιπίζεσθαι.
Μάρτυρα δὲ τοῦ λόγου τὸν μακάριον Παῦλον ἀγάγωμεν λέγοντα οὕτως.
∆εῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν.
Διὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέγει·
Ἕτοιμος ὁ θρόνος Σου ἀπὸ τότε, ἀπὸ τοῦ αἰῶνος Σὺ εἶ, καί·
Ἡ βασιλεία Σου βασιλεία αἰώνιος, ἥτις οὐ διαφθαρήσεται, καὶ πάλιν·
Ἡ βασιλεία Σου βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ πάλιν·
Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, ἀγαλλιασθήτω ἡ γῆ,
εὐφρανθήτωσαν νῆσοι πολλαί,
ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Στο δελτίο τύπου της η ‘’Ένωση αθέων’’ προτάσσει το εξής απαράδεκτο : «Υποτίθεται ‘’άγιο φως’’ : Όνειδος και ασυνέπεια’’. Η ‘’Ένωση αθέων’’ με επιστολή της απυεθύνεται προς τη Βουλή των Ελλήνων, στα Πολιτικά κόμματα κλπ, και διαμαρτύρεται για την επίσημη υποδοχή του Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού κράτους.
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Μάκης Μπαλαούρας το χαρακτήρισε ως ‘’οπισθοδρομικό έθιμο’’ και ‘’κατάλοιπο της παγανιστικής περιόδου’’. Ο κ. Χάρης Κονιδάρης ο εκπρόσωπος Τύπου του Αρχιεπισκόπου, στο protothema.gr σχολίασε ως εξής την απαράδεκτη αυτή στάση για το Άγιο Φώς : «Δυστυχώς, κάποιοι, λίγο πριν από τις άγιες ημέρες του Πάσχα, επιχειρούν να αποκτήσουν υπόσταση και να κάνουν καριέρα, υβρίζοντας χυδαία την πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων».
Παρόμοια αντίδραση από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών υπήρξε και για την αναφορά του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Χρήστου Καραγιαννίδη ότι ‘’αυτό δεν συμβαίνει σε ένα πολιτισμένο κράτος’’. Να υπενθυμίσουμε ότι στον ΒΗΜΑ 99,5 ο πρώην υπουργός Παδείας κ. Ν. Φίλης παλαιότερα δήλωσε τα εξής : «Πριν μερικό καιρό, την Μεγάλη Παρασκευή, ήρθε το Άγιο Φως με τιμές πάλι αρχηγού κράτους, δηλαδή δύο αρχηγοί κρατών επισκέφτηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ την Ελλάδα και είναι το Άγιο Φως και τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας».
Όσον αφορά τη δήλωση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Φωτεινής Βάκη, ότι κατά τον Αδαμάντιο Κοραή το Άγιο Φως αποτελεί ‘’ψευδοθαύμα’’, θα πρέπει να πούμε ότι ο Κοραής δεν αποτελεί παράδειγμα Ορθοδόξου φρονήματος. Αρκεί πιστεύω να αναφέρομε ότι ο Κοραής αποκάλεσε τον Άγιον Αθανάσιον τον Πάριον, «γελοίον» «έρημον», «ταραχοποιόν και κακόν γερόντιον της Χίου».
Όμως θα πρέπει να επισημάνουμε και τη ζημιά που γίνεται σε αυτό το θέμα από ανθρώπους της Εκκλησίας. Να υπενθυμίσουμε αυτά που είχε γράψει ο πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου π. Γεώργιος Τσέτσης, σε άρθρο του στο Βήμα στις 21 Απριλίου 2006, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής απαράδεκτα : «Υπάρχει, αιώνες τώρα, διάχυτη η πεποίθηση στον ευσεβή μεν, αλλά θεολογικά και λειτουργικά απαίδευτο ορθόδοξο πιστό, που ψάχνει για ‘’θαύματα’’ προκειμένου να πληρώσει το πνευματικό του κενό, ότι κατά την τελετή αφής το Άγιον Φως κατέρχεται θαυματουργικά ‘’ουρανόθεν’’ για να ανάψει τη λαμπάδα του Πατριάρχου».
Καμιά όμως επίσημη αντίδραση δεν έγινε. Και αυτό φυσικά έχει τις αρνητικές επιπτώσεις του. Υπέδειξε ο π. Γεώργιος Τσέτσης ότι ο λαός ‘’ψάχνει για ‘’θαύματα’’ προκειμένου να πληρώσει το ‘’πνευματικό του κενό’’. Αν όμως υπεδείκνυε με τον ίδιο ζήλο το ‘’πνευματικό κενό’’ των αιρετικών πεντηκοστιανών και των άλλων αιρετικών μελών του Π.Σ.Ε., τότε που όχι μόνο ήταν Μόνιμος Αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην έδρα του Π.Σ.Ε., αλλά και μέλος επιτροπών του Π.Σ.Ε., ίσως να ήταν διαφορετικά τα δεδομένα στο βαβέλειο αυτό συνοθύλευμα.
Πηγή: Ακτίνες
Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἐπιφανίου ἐπισκόπου Κύπρου λόγος εἰς τὴν θεόσωμον ταφὴν τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ εἰς τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας, καὶ εἰς τὴν ἐν τῷ ᾅδῃ τοῦ Κυρίου κατάβασιν, μετὰ τὸ σωτήριον πάθος παραδόξως γεγενημένην.
Τί τοῦτο;
σήμερον σιγὴ πολλὴ ἐν τῇ γῇ·
σιγὴ πολλὴ καὶ ἠρεμία λοιπόν·
σιγὴ πολλὴ, ὅτι ὁ Βασιλεὺς ὑπνοῖ·
γῆ ἐφοβήθη καὶ ἡσύχασεν, ὅτι ὁ Θεὸς σαρκὶ ὕπνωσε, καὶ τοὺς ἀπ' αἰῶνος ὑπνοῦντας ἀνέστησεν.
Ὁ Θεὸς ἐν σαρκὶ τέθνηκε, καὶ ὁ ᾅδης ἐτρόμαξεν.
Ὁ Θεὸς πρὸς βραχὺ ὕπνωσε, καὶ τοὺς ἐν τῷ ᾅδῃ ἐξήγειρε.
Ποῦ ποτε νῦν εἰσιν αἱ πρὸ βραχέος ταραχαὶ, καὶ φωναὶ, καὶ θόρυβοι κατὰ τοῦ Χριστοῦ, ὦ παράνομοι;
ποῦ οἱ δῆμοι, καὶ ἐνστάσεις, καὶ τάξεις, καὶ τὰ ὅπλα, καὶ δόρατα;
ποῦ οἱ βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ κριταὶ οἱ κατάκριτοι;
ποῦ αἱ λαμπάδες καὶ μάχαιραι καὶ οἱ θρύλλοι οἱ ἄτακτοι;
ποῦ οἱ λαοὶ, καὶ τὸ φρύαγμα, καὶ ἡ κουστωδία ἡ ἄσεμνος;
ἀληθῶς ὄντως, ἐπεὶ καὶ ὄντως ἀληθῶς λαοὶ ἐμελέτησαν κενὰ καὶ μάταια.
Προσέκοψαν τῷ ἀκρογωνιαίῳ λίθῳ Χριστῷ, ἀλλ' αὐτοὶ συνετρίβησαν·
προσέῤῥηξαν τῇ πέτρᾳ τῇ στερεᾷ, ἀλλ' αὐτοὶ συνετρίβησαν,
αὶ εἰς ἀφρὸν τὰ κύματα αὐτῶν διελύθησαν·
προσέκοψαν τῷ ἀηττήτῳ ἄκμονι, καὶ αὐτοὶ κατεκλάσθησαν·
ὕψωσαν ἐπὶ ξύλου τὴν πέτραν τῆς ζωῆς, καὶ κατελθοῦσα αὐτοὺς ἐθανάτωσεν·
ἐδέσμησαν τὸν μέγαν Σαμψὼν ἥλιον Θεόν·
ἀλλὰ λύσας τὰ ἀπ' αἰῶνος δεσμὰ, τοὺς ἀλλοφύλους καὶ παρανόμους ἀπώλεσεν.
Ἔδυ Θεὸς ἥλιος Χριστὸς ὑπὸ γῆν, καὶ σκότος πανέσπερον Ἰουδαίοις πεποίηκεν.
Σήμερον σωτηρία τοῖς ἐπὶ γῆς, καὶ τοῖς ἀπ' αἰῶνος ὑποκάτω τῆς γῆς·
σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος ὁρατὸς, καὶ ὅσος ἀόρατος.
∆ιττὴ σήμερον τοῦ ∆εσπότου παρουσία, διττὴ ἡ οἰκονομία, διττὴ φιλανθρωπία, διττὴ ἡ κατάβασις ὁμοῦ καὶ συγκατάβασις, διττὴ πρὸς ἀνθρώπους ἐπίσκεψις·
ἀπ' οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν γῆν, ἀπὸ τῆς γῆς ὑποκάτω τῆς γῆς ὁ Θεὸς παραγίνεται·
πύλαι ᾅδου ἀνοίγονται.
Οἱ ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένοι, ἀγάλλεσθε·
οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθήμενοι, τὸ μέγα φῶς ὑποδέξασθε.
Μετὰ τῶν δούλων ὁ ∆εσπότης·
μετὰ τῶν νεκρῶν ὁ Θεός·
μετὰ τῶν θνητῶν ἡ ζωή·
μετὰ τῶν ὑπευθύνων ὁ ἀνεύθυνος·
μετὰ τῶν ἐν σκότει τὸ ἀνέσπερον φῶς·
μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐλευθερωτής·
καὶ μετὰ τῶν κατωτάτω ὁ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν.
Χριστὸς ἐπὶ γῆς, πεπιστεύκαμεν·
Χριστὸς ἐν νεκροῖς, συγκατέλθωμεν καὶ θεάσωμεν καὶ τὰ ἐκεῖ μυστήρια·
γνῶμεν κρυπτοῦ κρυπτὰ ὑπὸ γῆν θαυμάσια·
μάθωμεν πῶς καὶ τοῖς ἐν ᾅδου ἐπεφάνη τὸ κήρυγμα.
Τί οὖν;
πάντας ἁπλῶς σώζει ἐπιφανεὶς ἐν ᾅδῃ Θεός·
οὐχὶ, ἀλλὰ κἀκεῖ τοὺς πιστεύσαντας.
Χθὲς τὰ τῆς οἰκονομίας, σήμερον τὰ τῆς ἐξουσίας·
χθὲς τὰ τῆς ἀσθενείας, σήμερον τὰ τῆς αὐθεντίας·
χθὲς τὰ τῆς ἀνθρωπότητος, σήμερον τὰ τῆς θεότητος ἐνδείκνυται.
Χθὲς ἐῤῥαπίζετο, σήμερον τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος τὸ τοῦ ᾅδου ῥαπίζει οἰκητήριον·
χθὲς ἐδεσμεῖτο, σήμερον ἀλύτοις δεσμοῖς καταδεσμεῖ τὸν τύραννον·
χθὲς κατεδικάζετο, σήμερον τοῖς καταδίκοις ἐλευθερίαν χαρίζεται·
χθὲς ὑπουργοὶ τοῦ Πιλάτου αὐτῷ ἐνέπαιζον, σήμερον οἱ πυλωροὶ τοῦ ᾅδου ἰδόντες αὐτὸν, ἔφριξαν.
Ἀλλὰ γὰρ ἄκουσον τοῦ Χριστοῦ πάθους τὸν λόγον ἀνώτερον·
ἄκουσον, καὶ ὕμνησον·
ἄκουσον, καὶ δόξασον·
ἄκουσον, καὶ κήρυξον Θεοῦ μεγάλα θαυμάσια·
πῶς ὁ νόμος ὑποχωρεῖ·
πῶς ἡ χάρις ἐπανθεῖ·
πῶς οἱ τύποι παρέρχονται·
πῶς αἱ σκιαὶ διαβαίνουσιν·
πῶς ὁ ἥλιος τὴν οἰκουμένην πληροῖ·
πῶς ἡ Παλαιὰ πεπαλαίωται·
πῶς ἡ Καινὴ βεβαιοῦται·
πῶς τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, καὶ πῶς τὰ νέα ἐπήνθησε.
∆ύο λαοὶ ἐν Σιὼν κατὰ τοῦ Χριστοῦ πάθους καιρὸν παραγεγόνασι·
ὁ ἐξ Ἰουδαίων ὁμοῦ, καὶ ὁ ἐξ ἐθνῶν·
δύο βασιλεῖς, Πιλᾶτος καὶ Ἡρώδης·
δύο ἀρχιερεῖς, Ἄννας καὶ Καϊάφας·
ἵνα τὰ δύο ὁμοῦ πάσχα γένωνται, τὸ μὲν καταπαυόμενον, τὸ δὲ τοῦ Χριστοῦ ἐναρχόμενον·
δύο θυσίαι κατ' αὐτὴν τὴν ἑσπέραν ἐπετελοῦντο·
ἐπειδὴ καὶ σωτηρίαι, ζώντων λέγω καὶ νεκρῶν, ἐπραγματεύοντο.
Καὶ ὁ μὲν Ἰουδαῖος ἐδέσμει θύων ἀμνὸν ἐπὶ σφαγὴν, ὁ δὲ ἐξ ἐθνῶν Θεὸν ἐν σαρκί.
Καὶ ὁ μὲν τῇ σκιᾷ ἠτένιζεν·
ὁ δὲ τῷ ἡλίῳ Θεῷ προσέτρεχε, Καὶ οἱ μὲν δήσαντες Χριστὸν ἀπεπέμποντο, οἱ δὲ ἐξ ἐθνῶν προθύμως αὐτὸν ἐδέχοντο.
Καὶ οἱ μὲν κτηνόθυτον, οἱ δὲ θεόσωμον θυσίαν προσέφερον.
Ἀλλ' οἱ μὲν Ἰουδαῖοι τὴν ἐξ Αἰγύπτου διάβασιν ἐμνημόνευον, οἱ δὲ ἐξ ἐθνῶν τὴν ἐκ τῆς πλάνης λύτρωσιν προεκηρύττοντο.
Καὶ ταῦτα ποῦ;
ἐν Σιὼν τῇ πόλει τοῦ Βασιλέως τοῦ μεγάλου·
ἐν ᾗ εἰργάσατο σωτηρία ἐν μέσῳ τῆς γῆς, ἐν μέσῳ δύο ζώων γνωσθεὶς Ἰησοῦς ὁ θεόπαις·
ἐν μέσῳ Πατρὸς καὶ Πνεύματος τῶν δύο ζώων, ζωὴ ἐκ ζωῆς, φησὶ, ζωὸς γνωριζόμενος, καὶ ἐν μέσῳ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων τῇ φάτνῃ τικτόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ δύο λαῶν λίθος ἀκρογωνιαῖος κείμενος·
καὶ ἐν μέσῳ νόμου καὶ προφητῶν ὁμοῦ κηρυττόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ Μωϋσῆ καὶ Ἠλία ἐπὶ τοῦ ὄρους ὀπτανόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ τῶν δύο λῃστῶν Θεὸς τῷ εὐγνώμονι λῃστῇ γνωριζόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τῆς μελλούσης κριτὴς αἰώνιος καθεζόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ σήμερον ζώντων καὶ νεκρῶν διττὴν ζωὴν καὶ σωτηρίαν ποιησάμενος.
∆ιττὴν πάλιν λέγω ζωὴν, διττὴν γέννησιν ὁμοῦ καὶ ἀναγέννησιν, καὶ ἄκουσον Χριστοῦ διττοῦ τόκου τὰ πράγματα, καὶ κρότει τὰ θαύματα.
Ἄγγελος μὲν τῇ Μαρίᾳ μητρικὴν τοῦ Χριστοῦ γέννησιν εὐηγγελίσατο·
ἄγγελος δὲ τῇ Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ τὴν ἐκ τοῦ τάφου φρικτὴν ἀναγέννησιν εὐηγγελίσατο.
Νυκτὶ Χριστὸς ἐν Βηθλεὲμ γεννᾶται·
νυκτὶ πάλιν ἐν τῇ Σιὼν ἀναγεννᾶται.
Σπάργανα εἰς τὴν γέννησιν καταδέχεται·
σπάργανα καὶ ἐνταῦθα κατατυλίττεται.
Σμύρναν γεννηθεὶς ἐδέξατο σμύρναν καὶ ἐν τῇ ταφῇ καὶ ἀλοὴν καταδέχεται.
Ἐκεῖ Ἰωσὴφ ἄνανδρος ἀνὴρ τῆς Μαρίας προσηγόρευται·
ἀλλ' ὧδε Ἰωσὴφ ὁ ἐξ Ἀριμαθαίας κηδευτὴς τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀναδείκνυται.
Ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν φάτνῃ ὁ τόπος·
ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ τάφῳ ὡς ἐπὶ φάτνης ὁ τόπος.
Πρῶτοι πάντων ποιμένες τὴν Χριστοῦ εὐηγγελίζοντο γέννησιν·
ἀλλὰ καὶ πρῶτοι πάντων ποιμένες Χριστοῦ μαθηταὶ εὐηγγελίσθησαν τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀναγγέννησιν.
Ἐκεῖ, Χαῖρε, ὁ ἄγγελος τῇ Παρθένῳ ἐβόησε·
καὶ ἐνταῦθα, Χαίρετε, ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς ἄγγελος Χριστὸς ταῖς γυναιξὶ ἀνακέκραξεν.
Ἐν τῇ πρώτῃ γεννήσει Χριστὸς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλὴμ, εἰς τὸν ναὸν, καὶ προσήγαγεν ὡς πρωτότοκος ζεῦγος τρυγόνων Θεῷ·
ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ ἐκ νεκρῶν ἀναστάσει Χριστὸς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἀνῆλθεν εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ, ὅθεν οὐκ ἐχωρίζετο, καὶ εἰς τὰ ὄντως Ἅγια τῶν ἁγίων ὡς πρωτότοκος ἄφθαρτος ἐκ νεκρῶν, καὶ προσήγαγε τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ ὡς δύο ἀμώμους τρυγόνας, τὴν ψυχὴν καὶ τὴν σάρκα τὴν ἡμετέραν·
ὃν καὶ ὑπεδέξατο, ὡς Συμεών τις, ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν Θεὸς καὶ Πατὴρ, ὡς ἐν ἀγκάλαις ἐν ἰδίοις κόλποις ἀπεριγράπτως.
Ἐὰν δὲ μυθικῶς ταῦτα καὶ οὐ πιστῶς ἀκούῃς, κατηγοροῦσί σου αἱ ἄλυτοι σφραγῖδες τοῦ ∆εσποτικοῦ τῆς ἀναγεννήσεως Χριστοῦ μνήματος.
Ὥσπερ γὰρ ἐσφραγισμένων τῶν πανεμφύτων μητρανοίκτων κλείθρων τῆς παρθενικῆς φύσεως Χριστὸς ἐκ Παρθένου γεγέννηται·
οὕτως ἀδιανοίκτων ὄντων τῶν τοῦ τάφου σφραγίδων ἡ Χριστοῦ ἀναγέννησις πέπρακται.
Πῶς δὲ ἐν τάφῳ καὶ πότε, καὶ ὑπὸ τίνων Χριστὸς ἡ ζωὴ κατατίθεται, τῶν ἱερῶν λογίων ἀκούσωμεν.
Ὀψίας γενομένης, φησὶν, ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσήφ·
οὗτος τολμήσας εἰσῆλθεν πρὸς Πιλᾶτον, καὶ ᾐτήσατο παρ' αὐτοῦ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Εἰσῆλθεν βροτὸς πρὸς βροτὸν, αἰτούμενος λαβεῖν τὸν Θεόν·
τὸν Θεὸν τῶν βροτῶν αἰτεῖται·
πηλὸς πρὸς πηλοῦ λαβεῖν τὸν πάντων πλαστουργόν·
ὁ χόρτος παρὰ χόρτου κομίσασθαι τὸ οὐράνιον πῦρ·
ἡ σταγὼν ἡ οἰκτρὰ παρὰ σταγόνος οἰκτρᾶς λαμβάνει τὴν ἄβυσσον.
Τίς ἴδε;
τίς ἤκουσε πώποτε;
Ἄνθρωπος ἀνθρώπῳ τὸν ποιητὴν τῶν ἀνθρώπων χαρίζεται·
ἄνομος τῶν ἀνόμων τὸν ὅρον καὶ τοῦ νόμου ὑπισχνεῖται χαρίζεσθαι·
κριτὴς ἄκριτος ὡς κατάκριτον τὸν κριτὴν τῶν κριτῶν εἰς ταφὴν ἀφίησιν.
Ὀψίας γενομένης, φησὶν, ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσήφ.
Ὄντως πλούσιος, πᾶσαν τὴν σύνθετον τοῦ Κυρίου ὑπόστασιν κομισάμενος·
ἀληθῶς πλούσιος, ὅτι τὴν διττὴν οὐσίαν τοῦ Χριστοῦ παρὰ Πιλάτου ἔλαβε·
καὶ γὰρ πλούσιος, ὅτι τὸν ἀτίμητον μαργαρίτην ἠξιώθη κομίσασθαι.
̓ ̣̣́τ πλούσιος·
βαλάντιον γὰρ ἐβάστασε γέμον τοῦ θησαυροῦ τῆς θεότητος.
Πῶς γὰρ οὐ πλούσιος ὁ τὴν τοῦ κόσμου ζωὴν καὶ σωτηρίαν κτησάμενος;
πῶς δὲ οὐ πλούσιος Ἰωσὴφ, δῶρον δεξάμενος τὸν πάντα τρέφοντα καὶ πάντα δεσπόζοντα;
Ὀψίας γενομένης·
ἦν γὰρ λοιπὸν δύσας ἐν ᾅδῃ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος.
∆ιὸ ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὃς ἦν κρυβόμενος, διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων.
Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτός.
Μυστήριον μυστηρίων ἀπόκρυφον.
∆ύο κρυπτοὶ μαθηταὶ κατακρύψαι Ἰησοῦν ἐν τάφῳ ἔρχονται, τὸ κρυπτὸν ἐν τῷ ᾅδῃ μυστήριον τοῦ κρυπτοῦ Θεοῦ ἐν σαρκὶ διὰ τῆς ἰδίας κρύψεως διδάσκοντες.
Ἕτερος δὲ τὸν ἕτερον ὑπερβάλλων τῇ πρὸς Χριστὸν διαθέσει.
Ὁ μὲν γὰρ Νικόδημος ἐν τῇ σμύρνῃ, καὶ ἐν τῇ ἀλόῃ μεγαλόψυχος·
ὁ δὲ Ἰωσὴφ ἐν τῇ πρὸς Πιλᾶτον τόλμῃ καὶ παῤῥησίᾳ ἀξιέπαινος.
Οὗτος γὰρ πάντα φόβον ἀποῤῥιψάμενος, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον, αἰτούμενος τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ·
καὶ εἰσελθὼν πανσόφως ἐχρήσατο, ἵνα τοῦ ποθουμένου σκοποῦ ἐντὸς γένηται.
∆ιὸ οὐκ ἐχρήσατο πρὸς Πιλᾶτον κόμποις τισὶ καὶ ὑψηλοῖς ῥήμασιν, ἵνα μὴ εἰς ὀργὴν τοῦτον ἐξάψας ἐκπέσῃ τῆς αἰτήσεως·
οὐδὲ λέγει πρὸς αὐτόν·
∆ός μοι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ πρὸ βραχέως τὸν ἥλιον σκοτίσαντος, τὰς πέτρας ῥήξαντος, καὶ τὴν γῆν δονήσαντος, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνοίξαντος, καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίσαντος.
Οὐδὲν τοσοῦτον πρὸς Πιλᾶτον λέγει.
Ἀλλὰ τί;
αἴτησίν τινα οἰκτρὰν, καὶ τοῖς πᾶσι μικράν.
Ὦ κριτὰ, αἰτούμενος παρὰ σοῦ ἐλήλυθα αἴτησιν πάνυ μικράν.
Καὶ οὕτως·
∆ός μοι νεκρὸν πρὸς ταφήν·
τὸ σῶμα ἐκείνου τοῦ παρὰ σοῦ κατακριθέντος Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρινοῦ, Ἰησοῦ τοῦ πτωχοῦ, Ἰησοῦ τοῦ ἀοίκου, Ἰησοῦ τοῦ κρεμαμένου, τοῦ γυμνοῦ, τοῦ εὐτελοῦς, Ἰησοῦ τοῦ τέκτονος υἱοῦ, Ἰησοῦ τοῦ δεσμίου, τοῦ αἰθρίου, τοῦ ξένου, καὶ ἐπὶ ξενίᾳ ἀγνωρίστου, τοῦ εὐκαταφρονήτου, καὶ ἐπὶ πᾶσι κρεμαμένου.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
τί γάρ σε ὠφελεῖ τὸ σῶμα τούτου τοῦ ξένου;
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
ἐκ μακρᾶς γὰρ ἦλθεν ὧδε τῆς χώρας, ἵνα σώσῃ τὸν ξένον·
κατῆλθε γὰρ εἰς τὴν σκοτεινὴν ἀνενέγκαι τὸν ξένον.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
αὐτὸς γὰρ καὶ μόνος ὑπάρχει ξένος.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὴν χώραν ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὸν πατέρα ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὸν τόπον καὶ τὸν τόκον, καὶ τὸν τρόπον ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ξένην ζωὴν καὶ βίον ζήσαντα ἐπὶ ξένα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν Ναζωραῖον ξένον [οὗ τὸν τόκον καὶ τὸν τρόπον ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ἑκούσιον ξένον], τὸν μὴ ἔχοντα ὧδε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ὡς ξένον ἐπὶ ξένης ἄοικον, ἐπὶ φάτνης τεχθέντα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐξ αὐτῆς τῆς φάτνης ὡς ξένον ἐξ Ἡρώδου φυγόντα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐξ αὐτῶν τῶν σπαργάνων ἐν Αἰγύπτῳ ξενωθέντα, οὐ πόλιν ἔχοντα, οὐ κώμην, οὐκ οἶκον, οὐ μονὴν, οὐ συγγενῆ·
ἐπ' ἀλλοδαπῆς δὲ χώρας τυγχάνει οὗτος ὁ ξένος.
∆ός μοι, ὦ ἡγεμὼν, τοῦτον τὸν ἐπὶ ξύλου γυμνόν·
σκεπάσω τὸν τῆς ἐμῆς φύσεως σκεπάσαντα γύμνωσιν.
∆ός μοι τοῦτον τὸν νεκρὸν ὁμοῦ καὶ Θεόν·
σκεπάσω τὸν τὰς ἐμὰς ἀνομίας καλύψαντα.
∆ός μοι, ὦ ἡγεμὼν, νεκρὸν, τὸν ἐπὶ Ἰορδάνου τὴν ἐμὴν ἁμαρτίαν ἐνθάψαντα.
Ὑπὲρ νεκροῦ παρακαλῶ ὑπὸ πάντων ἀδικηθέντος, ὑπὸ φίλου πραθέντος, ὑπὸ μαθητοῦ προδοθέντος, ὑπὸ ἀδελφῶν διωχθέντος, καὶ ὑπὸ δούλου ῥαπισθέντος.
Ὑπὲρ νεκροῦ πρεσβεύω, τοῦ ὑπὸ τῶν ὑπ' αὐτοῦ ἐκ δουλείας ἐλευθερωθέντων κατακριθέντος, τοῦ ὑπ' αὐτοῦ ὄξος ποτισθέντος, τοῦ ὑπὸ τῶν ἰαθέντων ὑπ' αὐτοῦ τραυματισθέντος, τοῦ ὑπὸ τῶν μαθητῶν καταλειφθέντος, καὶ αὐτῆς τῆς μητρὸς ἀποστερηθέντος.
Ὑπὲρ νεκροῦ, ὦ ἡγεμὼν, δυσωπῶ, τοῦ ἐπὶ ξύλου κρεμαμένου ἀοίκου.
Οὐ γὰρ πάρεστι τούτῳ οὐ πατὴρ ἐπὶ γῆς, οὐ φίλος, οὐ μαθητὴς, οὐ συγγενὴς, οὐκ ἐνταφιαστής·
ἀλλ' αὐτὸς μόνος τοῦ μόνου μονογενὴς, ἐν κόσμῳ Θεὸς, καὶ ἄλλος οὐδείς.
Τούτων οὕτως ὑπὸ Ἰωσὴφ πρὸς Πιλᾶτον εἰρημένων, ἐκέλευσεν ὁ Πιλᾶτος δοθῆναι αὐτῷ τὸ πανάγιον σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Καὶ ἐλθὼν ἐπὶ τὸν Γολγοθὰ τόπον, καθεῖλε Θεὸν ἐν σαρκὶ ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ τίθησιν ἐπὶ γῆν·
Θεὸν ἐν σαρκὶ γυμνὸν, καὶ ἄνθρωπον οὐ ψιλόν.
Καὶ ὁρᾶται κείμενος κάτω, ὁ πάντας ἑλκύσας ἄνω·
καὶ γίνεται πρὸς βραχὺ ἄπνους, ἡ πάντων ζωὴ καὶ πνοή·
καὶ ὁρᾶται ἀόμματος, ὁ κτίσας τὰ πολυόμματα·
καὶ κεῖται ὕπτιος, ἡ πάντων ἀνάστασις·
καὶ νεκροῦται σαρκὶ Θεὸς, ὁ τοὺς νεκροὺς ἀνιστῶν·
καὶ σιγᾷ πρὸς βραχὺ ἡ τοῦ Θεοῦ λόγου βροντή·
καὶ αἴρεται παλάμαις, ὁ τὴν γῆν κατέχων δρακί.
Ἆρα γὰρ, ἆρα, ὦ Ἰωσὴφ, αἰτήσας καὶ λαβὼν, οἶδας ὃν εἴληφας;
ἆρα προσελθὼν τῷ σταυρῷ, καθελὼν Ἰησοῦν, οἶδας τίνα ἐβάστασας;
Εἰ ὄντως οἶδας ὃν κρατεῖς, νῦν γέγονας πλούσιος.
Πῶς δὲ ἄρα καὶ τὴν θεόσωμον ταύτην καὶ φρικωδεστάτην Ἰησοῦ ἐπιτελεῖς κηδείαν;
Ἐπαινετός σου ὁ πόθος·
ἀλλ' ἐπαινετώτερος ὁ τῆς ψυχῆς σου τρόπος.
Ἆρα γὰρ, ἆρα οὐ φρίττεις, ὃν τὰ χερουβὶμ φρίττουσιν, ἐπὶ χειρῶν βαστάζων;
ἢ ποίῳ φόβῳ πάντως τῆς θείας ἐκείνης σαρκὸς ἀπογυμνοῖς τὸ λέντιον;
πῶς δὲ δὴ εὐλαβῶς τὸ ὄμμα κατέστελλες;
οὐ φρίττεις ἐνατενίζων, ἀνακαλύπτων φύσιν σαρκὸς Θεοῦ, τοῦ ὑπὲρ φύσιν;
Ἆρα γὰρ, ἆρα, εἰπέ μοι, ὦ Ἰωσὴφ, καὶ πρὸς ἀνατολὰς καταθάπτεις νεκρὸν, τὴν ἀνατολὴν τῶν ἀνατολῶν;
ἆρα δὲ καὶ τοῖς σοῖς δακτύλοις νεκροπρεπῶς Ἰησοῦ κατακλείεις τὰ ὄμματα τοῦ τῷ ἀχράντῳ δακτύλῳ τοῦ τυφλοῦ ἀνοίξαντος ὄμμα;
ἆρα δὲ καὶ τὸ στόμα περικλείεις τοῦ τὸ μογιλάλου ἀνοίξαντος στόμα;
ἆρα δὲ καὶ χεῖρας περιστέλλεις τοῦ ἐκτείναντος τὰς ξηρανθείσας χεῖρας;
ἢ καὶ τοὺς πόδας νεκροπρεπῶς καταδεσμεῖς τοῦ τὸ βαδίζειν δόντος τοῖς ἀκινήτοις ποσίν;
ἆρα καὶ ἐπὶ κλίνης αἴρεις τὸν τῷ παραλύτῳ κελεύσαντα·
Ἆρον σοῦ τὸν κράβατον, καὶ περιπάτει;
ἆρα δὲ καὶ μύρα κενοῖς τῷ οὐρανίῳ μύρῳ τὰ ἑαυτοῦ κενώσαντι, καὶ κόσμον ἁγιάσαντι;
ἆρα καὶ τὴν θεόσωμον ἔτι αἱμοῤῥοοῦσαν ἐκείνην Ἰησοῦ ἐκμάξαι τολμᾷς πλευρὰν, τοῦ τὴν αἱμοῤῥοοῦσαν ἰασαμένου Θεοῦ;
ἆρα δὲ καὶ ὕδατι καταπλύνεις σῶμα Θεοῦ, τοῦ πάντας ἐκπλύναντος, καὶ τὴν κάθαρσιν δόντος;
Ποίας δὲ ἆρα καὶ λαμπάδας ὑπανάψεις τῷ φωτὶ τῷ ἀληθινῷ, τῷ φωτίσαντι πάντα ἄνθρωπον;
ποίας δὲ καὶ ᾄσεις ἐπιταφίους ᾠδὰς τῷ ἀσιγήτως αἰνουμένῳ ὑπὸ πάσης οὐρανίου στρατιᾶς;
ἆρα δὲ καὶ δακρυῤῥοεῖς ὡς νεκρὸν τὸν δακρύσαντα, καὶ νεκρὸν τετραήμερον τὸν Λάζαρον ἀναστήσαντα;
ἆρα δὲ καὶ θρήνους ποιεῖς τῷ τὴν χαρὰν πᾶσι διδόντι, καὶ τὴν λύπην τῆς Εὔας διαλύσαντι;
Ὅμως μακαρίζω σου τὰς χεῖρας, ὦ Ἰωσὴφ, ὑπουργησάσας, καὶ ψηλαφησάσας ἔτι αἱμοῤῥοούσας τὰς θεοσώμους Ἰησοῦ χεῖρας καὶ πόδας·
μακαρίζω σου τὰς χεῖρας προσεγγισάσας τῇ τοῦ Θεοῦ αἱμοῤῥοούσῃ πλευρᾷ, πρὸ Θωμᾶ τοῦ πιστοῦ ἀπίστου καὶ ἐπαινουμένου περιέργου·
μακαρίζω σου τὸ στόμα ἐμπλησθὲν ἀπλήστως καὶ ἑνωθὲν πρὸς Ἰησοῦ τὸ στόμα, καὶ Πνεύματος ἁγίου ἐκεῖθεν πληρωθέν·
μακαρίζω σου τοὺς ὀφθαλμοὺς προστεθέντας τοῖς τοῦ Ἰησοῦ ὀφθαλμοῖς, καὶ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἐκεῖθεν μεταλαχόντας·
μακαρίζω σου τὸ πρόσωπον προσπελάσαν πρὸς τὸ τοῦ Θεοῦ πρόσωπον·
μακαρίζω σου τοὺς ὤμους βαστάσαντας τὸν πάντας βαστάζοντα·
μακαρίζω σου τὴν κεφαλὴν ἐν ᾗ προσήγγισεν Ἰησοῦς πάντων κεφαλή·
μακαρίζω σου τὰς χεῖρας, ἐν αἷς ἐβάστασας τὸν βαστάζοντα πάντα·
μακαρίζω Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημον.
Γεγόνασι γὰρ πρὸ τῶν χερουβὶμ Θεὸν ἐν ἑαυτοῖς ὑψώσαντες καὶ φέροντες·
γεγόνασι πρὸ τῶν ἑξαπτερύγων Θεοῦ ὑπουργοὶ, οὐ πτέρυξιν, ἀλλὰ σινδόσι τὸν Κύριον καλύψαντες, καὶ τιμήσαντες.
Ὃν τὰ χερουβὶμ τρέμουσι, τοῦτον ἐπὶ τῶν ὤμων Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος φέρουσι, καὶ πᾶσαι αἱ τῶν ἀσωμάτων τάξεις ἐξίστανται.
Ἦλθε γὰρ Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος·
οὐκοῦν συνέδραμε πᾶς καὶ ὁ τῶν ἀγγέλων θεόδημος·
καὶ προφθάνει χερουβὶμ, καὶ συντρέχει σεραφὶμ, καὶ συμβαστάζουσι θρόνοι, καὶ καλύπτουσι τὰ ἑξαπτέρυγα, καὶ φρίττουσι τὰ πολυόμματα, ὁρῶντα ἐν σαρκὶ Ἰησοῦν ἀόμματον, καὶ συγκαλύπτουσι δυνάμεις, καὶ ᾄδουσιν αἱ ἀρχαὶ, καὶ φρίττουσιν αἱ τάξεις, καὶ ἐξίστανται πᾶσαι αἱ στρατιαὶ τῶν μεταρσίων ταγμάτων, καὶ θαμβούμεναι πρὸς ἑαυτὰς διαποροῦσι, καὶ λέγουσι·
Τίς οὗτος ὁ φοβερὸς λόγος, καὶ φόβος, καὶ τρόμος, καὶ τρόπος;
τί τοῦτο τὸ μέγα, καὶ παράδοξον, καὶ ἀκατάληπτον θέαμα;
Ὁ ἄνω ἡμῖν τοῖς ἀσωμάτοις ὡς Θεὸς γυμνὸς, ἀθεώρητος, κάτω βροτοῖς γυμνὸς εὐθεώρητος.
Ὧ παρίστανται χερουβὶμ μετ' εὐλαβείας, τοῦτον Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος κηδεύουσι μετ' ἀδείας.
Πότε κατῆλθεν ὁ τὰ ἄνω μὴ λιπών;
πῶς ἐξῆλθεν ὁ ἔσω ὤν;
πῶς ἦλθεν ἐπὶ γῆς ὁ τὰ πάντα πληρῶν;
πῶς ἐξέδυ ὁ πάντας λαθών;
Ὁ ἄνω μετὰ Πατρὸς ὡς Θεὸς ἀνελλειπὴς, κάτω μετὰ τῆς μητρὸς ὡς βροτὸς ἀληθῶς ἀνελλειπῶς.
Ὁ οὐ πώποτε ἡμῖν ἐκφανεὶς, πῶς ἀνθρώποις ὡς ἄνθρωπος ὁμοῦ καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ἐπιφαίνεται;
πῶς ὁ ἀόρατος ὡράθη;
πῶς ὁ ἄϋλος ἐσαρκώθη;
πῶς ὁ ἀπαθὴς ἔπαθε;
πῶς ὁ κριτὴς εἰς κριτήριον παρέστη;
πῶς ἡ ζωὴ θανάτου ἐγεύσατο;
πῶς ὁ ἀχώρητος ἐν τάφῳ χωρεῖται;
πῶς οἰκεῖ τὸ μνῆμα ὁ μὴ λιπὼν τὸν κόλπον τὸν πατρικόν;
πῶς σπηλαίου πύλην εἰσέρχεται ὁ πύλας τοῦ παραδείσου ἀνοίξας, τὰς δὲ πύλας τῆς Παρθένου μὴ διαῤῥήξας, ἀλλὰ πύλας τοῦ ᾅδου συντρίψας;
ὁ πύλας ἐπὶ Θωμᾷ μὴ ἀνοίξας, ἀλλὰ πύλας τῆς βασιλείας ἀνθρώποις διανοίξας, τὰς δὲ πύλας τοῦ τάφου καὶ σφραγῖδας ἀδιανοίκτους σώζων;
Πῶς δὲ ἐν νεκροῖς λογίζεται ὁ ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος;
πῶς τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερον ἐν σκοτεινοῖς καὶ σκιᾷ θανάτου παραγίνεται;
ποῦ πορεύεται;
ποῦ παραγίνεται ὁ ὑπὸ θανάτου κρατηθῆναι μὴ δυνάμενος;
Τίς ὁ λόγος;
τίς ὁ τρόπος;
τίς ἡ βουλὴ τῆς ἐν τῷ ᾄδῃ αὐτοῦ καταβάσεως;
Τάχα τὸν Ἀδὰμ τὸν κατάδικον καὶ ἡμῶν σύνδουλον ἀνενέγκαι κατέρχεται.
Ὄντως τὸν πρωτόπλαστον ὡς ἀπολωλὸς πρόβατον ἐπιζητῆσαι πορεύεται.
Πάντως καὶ τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένους βούλεται ἐπισκέψασθαι·
πάντως τὸν αἰχμάλωτον Ἀδὰμ, καὶ τὴν συναιχμάλωτον Εὔαν τῶν ὀδυνῶν λύσαι πορεύεται ὁ Θεὸς, καὶ υἱὸς αὐτῆς ὅθεν καὶ υἱὸς αὐτοῦ ἀναδέδεικται.
Ἀλλὰ συγκατέλθωμεν, ἀλλὰ συγχορεύσωμεν, ἀλλὰ σπεύσωμεν, ἀλλὰ συσκιρτήσωμεν, ἀλλὰ προπέμψωμεν, ἀλλὰ ἀνυμνήσωμεν, ἀλλὰ ταχύνωμεν, Θεοῦ καταλλαγὰς πρὸς ἀνθρώπους βλέποντες, καταδίκων ἀπόλυσιν ἐξ ἀγαθοῦ ∆εσπότου γινομένην.
Πορεύεται γὰρ ὁ φύσει φιλάνθρωπος ἐξάξαι τοὺς ἀπ' αἰῶνος δεσμίους ἐν ἀνδρείᾳ καὶ ἐξουσίᾳ πολλῇ, τοὺς κατοικοῦντας ἐν τάφοις, οὓς κατέπιεν τυραννικῶς ὁ πικρὸς καὶ ἀκόρεστος θάνατος τυραννήσας, καὶ ἐκ Θεοῦ ἀποσυλήσας ὁμοῦ τε καὶ σωρεύσας, τοῖς ἄνω κατοικοῦσιν ἐλευθερώσας συναριθμῆσαι.
Ἐκεῖ δέσμιος Ἀδὰμ ὁ πρωτόπλαστος, καὶ πρωτογέννητος πάντων κατωτάτων καταδίκων κατώτερος.
Ἐκεῖ Ἄβελ ὁ πρωτόθνητος, καὶ πρωτοδίκαιος ποιμὴν Χριστοῦ ποιμένος τύπος τῆς ἀδίκου σφαγῆς.
Ἐκεῖ Νῶε ὁ Χριστοῦ τύπος, τῆς μεγάλης κιβωτοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας κτιστὴς, τῆς τὰ θηριώδη ἔθνη πάντα ἐκ κατακλυσμοῦ ἀσεβείας διὰ περιστερᾶς, ἁγίου Πνεύματος, διασωσάσης, καὶ τὸν ζοφερὸν κόρακα ἐκ ταύτης ἐξορισάσης.
Ἐκεῖ Ἀβραὰμ ὁ Χριστοπάτωρ θύτης, ὁ τὴν ξιφάξιφον ὁμοῦ, καὶ θνητάθνητον Θεῷ θύσας θυσίαν πανόλβιον.
Ἐκεῖ κάτω δέσμιος Ἰσαὰκ ὁ πάλαι δέσμιος Χριστότυπος ὑπὸ Ἀβραὰμ γενόμενος ἄνω.
Ἐκεῖ Ἰακὼβ ἐνᾅδῃ κατώδυνος κάτω πρὶν διὰ Ἰωσὴφ κατώδυνος ἄνω.
Ἐκεῖ Ἰωσὴφ ὁ δέσμιος, ὁ ἐν Αἰγύπτῳ γεγονὼς ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ εἰς Χριστοῦ τύπον δεσμώτης καὶ δεσπότης.
Ἐκεῖ Μωϋσῆς ἐν σκοτεινοῖς κάτω, ὁ ποτὲ ἐν τῇ θήκῃ ἐν σκοτεινοῖς ἄνω.
Ἐκεῖ ∆ανιὴλ ἐν ᾅδῃ τῷ λάκκῳ, ὁ ἐν τῷ λάκκῳ ποτὲ τῶν λεόντων ἄνω.
Ἐκεῖ Ἱερεμίας ὡς ἐν λάκκῳ βορβόρου, ἐν τῷ λάκκῳ τοῦ ᾅδου καὶ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου.
Ἐκεῖ ἐν τῷ κοσμοδόχῳ κήτει τοῦ ᾅδου κεῖται εἰς τύπον Ἰωνᾶς Χριστοῦ τοῦ αἰωνίου καὶ προαιωνίου Ἰωνᾶ τοῦ ζῶντος εἰς αἰῶνα, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ἐπ' αἰῶνα.
Καὶ ἔτι ἐκεῖ ∆αβὶδ ὁ Θεοπάτωρ, ἐξ οὗ τὸ κατὰ σάρκα Χριστός.
Καὶ τί λέγω ∆αβὶδ καὶ Ἰωνᾶν καὶ Σολομῶντα;
Ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ὁ πολὺς Ἰωάννης, ὁ μείζων πάντων τῶν προφητῶν, ὡς ἐν τῇ σκοτεινῇ μήτρᾳ Χριστὸν προκηρύττων τοῖς ἐν ᾅδῃ ἅπασιν·
ὁ διττὸς πρόδρομος, καὶ κῆρυξ ζώντων καὶ νεκρῶν·
ὁ ἐκ φυλακῆς Ἡρώδου τῇ πανδήμῳ φυλακῇ παραπεμφθεὶς τοῦ ᾅδου ὅθεν τῶν ἀπ' αἰῶνος δικαίων τε καὶ ἀδίκων κεκοιμημένων.
Οἱ δὲ προφῆταί τε καὶ δίκαιοι ἅπαντες λιτὰς ἀλήκτους κρυφιομύστως Θεῷ ἐκεῖθεν προσέφερον, λύτρωσιν ἐξαιτοῦντες τῆς πανωδύνου ἐκείνης καὶ κατηφοῦς ἐχθροκράτου ζοφερᾶς, καὶ πανεσπέρου παννυξίας.
Καὶ ὁ μὲν πρὸς Θεὸν ἔλεγε·
Ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἄκουσον, φωνῆς μου·
ὁ δ' ἄλλος·
Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε·
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου·
καὶ ἄλλος·
Ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου, καὶ σωθησόμεθα·
καὶ ἕτερος·
Ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν χερουβὶμ, ἐμφάνηθι·
καὶ ἄλλος·
Ἐξέγειρον τὴν δυναστείαν σου, καὶ ἐλθὲ εἰς τὸ σῶσαι ἡμᾶς·
καὶ ἕτερος·
Ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε·
καὶ ἄλλος·
Ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἐξ ᾅδου κατωτάτου·
καὶ ἕτερος·
Κύριε, ἀνάγαγε ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου·
καὶ ἄλλος·
Μὴ ἐγκατάλιπε τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην·
καὶ ἕτερος·
Ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου πρὸς σὲ, Κύριε ὁ Θεός μου.
Ὧν δὴ ἁπάντων ὑπακούσας ὁ πανοικτίρμων Θεὸς ὁ Χριστὸς οὐ δίκαιον κέκρικε τοῖς ἐπ' αὐτοῦ καὶ μετ' αὐτὸν τῆς οἰκείας μεταδοῦναι μόνοις φιλανθρωπίας·
ἀλλὰ καὶ τοῖς πρὸ τῆς αὐτοῦ ἐπιδημίας ἐν ᾅδῃ κατεχομένοις, καὶ καθημένοις ἐν σκότει, σκιᾷ θανάτου.
∆ιὸ ἀνθρώπους μὲν ἐν σαρκὶ ὄντας διὰ σαρκὸς ἐμψύχου ὁ Θεὸς Λόγος ἐπεσκέψατο·
ψυχαῖς δὲ σωμάτων ἀπηλλαγμέναις διὰ τῆς ἐνθέου καὶ ἀχράντου αὐτοῦ ψυχῆς ἐν ᾅδῃ ἐπέφανε, σώματος ἀλλ' οὐ θεότητος ἀπηλλαγμένης.
Οὐκοῦν σπεύσωμεν τῷ νῷ, καὶ ἐπὶ τὸν ᾅδην βαδίσωμεν, ὅπως ἴδωμεν πῶς ἐκεῖ ποτε τὸν τῷ κράτει κραταιὸν κατὰ κράτος κρατεῖ τοῦ κράτους κρατοτύραννον, καὶ λαῷ πανστρατὶ τῇ αὐτοῦ ἀστραπῇ τὰς ἀθανάτους ἐκείνας τῶν φαλάγγων ἀχειρὶ χειροῦται τάξεις·
θύρας ἀθύρους ἄρας ἐκ μέσου, καὶ πύλας ἀξύλους τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ Χριστὸς ἡ θύρα κατακλάσας, ἥλοις τε τοῖς ἐνθέοις μοχλοὺς αἰωνίους συντρίψας καὶ συνθλάσας·
καὶ δεσμοῖς χειρενθέοις τὰς ἀλύτους ἁλύσεις ὡς κηρὸν διαλύσας·
καὶ λόγχῃ τῇ θεοπλεύρῳ καρδίαν τοῦ τυράννου τὴν ἄσαρκον διατρήσας.
Ἐκεῖ συνέτριψε τὰ κράτη τῶν τόξων, ὅτε τῷ σταυρῷ τοξότας χειροθέους νευρὰς διέτεινε.
∆ιὸ ἐὰν μεθ' ἡσυχίας ἀκολουθήσῃς Χριστῷ, νῦν ὄψῃ ποῦ μὲν τὸν τύραννον ἔδησε·
ποῦ δὲ τὴν τούτου κεφαλὴν ἀνήρτησε·
πῶς δὲ τὸ δεσμωτήριον ἀνέσκαψε, ποῦ δὲ τοὺς δεσμώτας ἐξήγαγε, πῶς δὲ τὸν ὄφιν ἐπάτησε, καὶ ποῦ τὴν κάραν ἐκρέμασε·
πῶς δὲ τὸν Ἀδὰμ ἠλευθέρωσε, καὶ πῶς τὴν Εὔαν ἀνέστησε, καὶ πῶς τὸ μεσότοιχον ἔλυσε, καὶ πῶς τὸν πικρὸν κατεδίκασε δράκοντα, καὶ πῶς τὰ ἀήττητα ἔστησε τρόπαια·
ποῦ δὲ τὸν θάνατον ἐθανάτωσε, καὶ πῶς τὴν φθορὰν κατέφθειρε, καὶ ποῦ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ ἀρχαῖον κατέστησεν ἀξίωμα.
Ὁ χθὲς τοίνυν οἰκονομικῶς τὰς λεγεῶνας τῶν ἀγγέλων παραιτούμενος, καὶ λέγων τῷ Πέτρῳ·
Οὐ δύναμαι ἄρτι παραστῆσαι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων;
σήμερον θεοπρεπῶς ὁμοῦ τε καὶ πολεμικῶς, καὶ δεσποτικῶς κάτεισι κάτω τοῦ ᾅδου καὶ θανάτου·
καὶ τύραννον διὰ θανάτου τὰς ἀθανάτους τῶν ἀσωμάτων στρατευμάτων καὶ ταγμάτων ἀοράτων οὐ δώδεκά τινας λεγεῶνας, ἀλλὰ μυρίας μυριάδας καὶ χιλίας χιλιάδας ἔχων ἀγγέλων, ἐξουσιῶν, θρόνων ἀθρόνων, ἑξαπτερύγων, ἀπτερύγων, πολυομμάτων, ἀομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων·
ἅτε δὴ ἅτε ὡς οἰκεῖον ∆εσπότην, καὶ βασιλέα προπεμπούσας, καὶ δορυφορούσας, καὶ τιμώσας Χριστόν·
οὐ συμμάχους·
ἄπαγε! Ποίας γὰρ καὶ συμμαχίας ὁ παντοδύναμος ἐπιδέεται Χριστός;
Ἀλλ' ὀφειλούσας ὁμοῦ καὶ φιλούσας τῷ ἑαυτῶν ἀεὶ παρίστασθαι ∆εσπότῃ τῷ Θεῷ φερέγγειοί τινες δορυφόροι, ὁπλῖται καὶ σκηπτοῦχοι λαμπροὶ τῆς θείας ὀξεῖς δεσποτικῆς σκηπτουχίας, νεύματι μόνῳ σπουδῇ τῷ θείῳ τάχει ἀλλήλας προφθανούσας, ὁμοῦ εἰς ἔργον ἀγούσας τῇ κελεύσει τὴν πρᾶξιν, καὶ τῇ νίκῃ κατεστεμμένας πρὸς ἐχθρῶν καὶ παρανόμων παρατάξεις.
∆ιὸ δὴ καὶ κατιούσας τότε δρόμοις ὁμοῦ τε καὶ σύνδρομοι τῷ Θεῷ καὶ ∆εσπότῃ ἐπὶ τὰ ἐν ᾅδου καὶ ὑπόγεια, καὶ γῆς ἁπάσης βαθύτερα, τῶν ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένων ὑποχθόνια οἰκητήρια, ἐξάγων ἐν ἀνδρείᾳ τοὺς ἀπ' αἰῶνος πεπεδημένους.
Ὡς γοῦν τὰ παντόθυρα, καὶ ἀνήλια, καὶ πανέσπερα τοῦ ᾅδου δεσμωτήρια καὶ οἰκητήρια, καταδύσεις καὶ σπήλαια ἡ θεόδημος τοῦ ∆εσπότου κατέλαβεν αἰγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας Γαβριὴλ ἀρχιστράτηγος·
ἅτε δὴ ἅτε ἐξ ἔθους ὢν χαρᾶς εὐαγγέλια ἀνθρώποις φέρειν καὶ ῥῆσίν τινα ἰσχυρὰν ἀρχαγγελικωτάτων καὶ στρατηγικωτάτων λαμπρὰν καὶ λεοντιαίαν φωνὴν πρὸς τὰς ἐναντίας δυνάμεις, καὶ λέγει·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν·
μεθ' ὃν βοᾷ καὶ Μιχαήλ·
Καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι.
Εἶτα καὶ αἱ δυνάμεις φασίν·
Ἀπόστητε, πυλωροὶ οἱ παράνομοι·
εἶτα καὶ ἐξουσίαι μετ' ἐξουσίας·
Συντρίβητε, αἱ ἁλύσεις αἱ ἄλυτοι·
καὶ ἄλλος·
Αἰσχύνθητε, ἐναντίοι πολέμιοι·
καὶ ἕτερος·
Φοβήθητε, τύραννοι οἱ παράνομοι.
Καὶ καθάπερ ἐπί τινος φοβερᾶς καὶ ἀηττήτου παντοδυνάμου βασιλικῆς τροπαιούχου στρατοῦ παρατάξεως φρίκη τις καὶ τάραχος καὶ φόβος κατώδυνος τοῖς τοῦ ἀκαταγωνίστου ∆εσπότου ἐπιπίπτει ἐχθροῖς·
οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τοῖς ἐν ᾅδου ἐκείνοις καὶ παραδόξου Χριστοῦ ἐν τοῖς καταχθονίοις παρουσίας ἐξαίφνης ἐγένετο·
ἄνωθεν ἀστραπῆς ἡ ἀμαύρωσις τῶν ἐναντίων τοῦ ᾅδου δυνάμεων τὰς ὄψεις σκοτίζουσα καὶ βροντοφώνων βοῶν ἀκουόντων καὶ στρατῶν κελευόντων λέγοντας·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Οὐ γὰρ ἀνοίξατε, ἀλλ' ἐξ αὐτῶν θεμελίων ταύτας ἄρατε, ἐκριζώσατε, μεταστήσατε εἰς τὸ μηκέτι κλείεσθαι·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Οὐχ ὡς ἀδυνατοῦντος τοῦ παρόντος ∆εσπότου καὶ θυρῶν κεκλεισμένων ὅτε κελεύει εἰσέρχεσθαι, ἀλλὰ δραπετοδούλως ὑμῖν ἐπιτρέποντος τὴν τῶν πυλῶν τῶν αἰωνίων ἔπαρσιν καὶ μετάστασιν καὶ κατάκλασιν.
∆ιὸ οὐδὲ τοῖς δήμοις ὑμῶν, ἀλλ' αὐτοῖς τοῖς δοκοῦσι παρ' ὑμῶν εἶναι ἄρχουσιν, αὐτοῖς ἐπιτρέπει λέγων·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Ὑμῶν, ἀλλ' οὐκ ἄλλων τινῶν.
Λοιπὸν ἄρχοντες.
Εἰ γὰρ καὶ μέχρι τοῦ νῦν τῶν ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένων κακῶς ἤρξατε·
ἀλλ' οὐκέτι λοιπὸν αὐτῶν, ἀλλ' οὐδ' ἄλλων, ἀλλ' ὑμῶν, ἀλλ' οὐδ' αὐτῶν ὑμῶν ἔσεσθε ἄρχοντες.
Πάρεστι γὰρ Χριστὸς ἡ οὐράνιος θύρα·
Ὁδοποιήσατε τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τῶν τοῦ ᾅδου δυσμῶν.
Κύριος ὄνομα αὐτοῦ, καὶ τοῦ Κυρίου Κυρίου αἱ διέξοδοι τῶν τοῦ θανάτου πυλῶν.
Ὑμεῖς ἐποιήσατε τὰς εἰσόδους·
τὰς διεξόδους αὐτὸς ποιῆσαι παραγέγονεν.
∆ιὸ μὴ μέλλετε·
Ἄρατε πύλας καὶ ταχύνατε·
ἄρατε, καὶ μὴ ἀναβάλλετε.
Εἰ δὲ ἀναμένειν νομίζετε, αὐταῖς ταῖς πύλαις ἀχειρὶ καὶ αὐτοματὶ αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν.
Καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι.
Ἅμα αἱ δυνάμεις ἐβόησαν, ἅμα αἱ πύλαι ἐπήρθησαν, ἅμα αἱ ἁλύσεις ἐλύθησαν, ἅμα οἱ μοχλοὶ κατεκλάσθησαν, ἅμα τὰ κλεῖθρα ἐξέπεσαν, ἅμα τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου ἐδονήθησαν, ἅμα αἱ ἐναντίαι δυνάμεις εἰς φυγὴν ἐτράπησαν, ἕτερος ἕτερον συνωθούμενος, καὶ ἄλλος πρὸς ἄλλον συμποδιζόμενος, καὶ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ φεύγειν φθεγγόμενος·
ἔφριξαν, ἐσαλεύθησαν, κατεπλάγησαν, ἐταράχθησαν, ἠλλοιώθησαν, ἐθροήθησαν, ἔστησαν ὁμοῦ καὶ ἐξέστησαν, ἠπόρησαν ὁμοῦ καὶ ἐτρόμαξαν.
Καὶ ὁ μὲν κεχηνὼς ἵστατο, ὁ δὲ τοῖς γόνασι τὸ πρόσωπον συνεκάλυπτε·
καὶ ἄλλος πρηνὴς ἀνεπήγνυτο, καὶ ἕτερος ὡσεὶ νεκρὸς ἀπεστηλοῦτο, καὶ ἄλλος τῷ θάμβει κατείχετο, καὶ ἕτερος οὐρανίων ἠλλοιωμένος κατέκειτο, καὶ ἄλλος ἐνδότερον ἔφευγεν.
Ἐκεῖ γὰρ τότε διέκοψε Χριστὸς ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν·
ἐκεῖ ἐσείσθησαν ἐν αὐτῷ, ἐκεῖ διήνοιξαν χαλινοὺς αὐτῶν λέγοντες·
Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;
τίς ἐστιν οὗτος ὁ τοσοῦτος, ὁ μετὰ τοσούτων τοιαῦτα ἐνταῦθα ἐπιτελῶν θαύματα;
Τίς οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, ὁ ἐν ᾅδῃ ποιῶν νῦν τὰ οὐδέποτε ἐν ᾅδῃ γενόμενα;
τίς οὗτος ὁ ἐξάγων ἔνθεν τοὺς ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένους;
τίς ἐστιν οὗτος ὁ λύσας καὶ καταλύσας ἡμῶν τῶν ἀηττήτων τὸ θράσος καὶ τὸ κράτος, καὶ ἐξάγων ἐκ τῆς τοῦ ᾅδου φυλακῆς τοὺς ἀπ' αἰῶνος πεπεδημένους;
Πρὸς οὓς ἀνέκραζον αἱ τοῦ ∆εσπότου δυνάμεις λέγουσαι·
Μαθεῖν βούλεσθε, ὦ παράνομοι τύραννοι, τίς ἐστιν οὗτος βασιλεὺς τῆς δόξης;
Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός·
Κύριος δυνατὸς καὶ ἰσχυρὸς καὶ ἀήττητος ἐν πολέμοις.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἐκ τῶν οὐρανίων ἀψίδων ἐξορίσας καὶ ἀποῤῥίψας ὑμᾶς, ὦ δείλαιοι καὶ παράνομοι τύραννοι! Ἐκεῖνος οὗτός ἐστιν ὁ ἐν ὕδασι Ἰορδάνου συντρίψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ὑμῶν.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ διὰ σταυροῦ στηλιτεύσας, καὶ θριαμβεύσας, καὶ νεκρώσας ὑμᾶς.
Ἐκεῖνος οὗτός ἐστιν ὁ δήσας, καὶ ζοφώσας, καὶ τῇ ἀβύσσῳ παραπέμψας ὑμᾶς.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ πυρὶ αἰωνίῳ καὶ γεέννῃ παραπέμπων καὶ ἀπολλῶν ὑμᾶς.
Λοιπὸν μὴ μέλλετε, μηδὲ ἀναμένετε, ἀλλὰ σπεύσατε, καὶ τοὺς δεσμίους ἐξάξατε, οὓς μέχρι καὶ νῦν κακῶς κατεπίετε.
Τὸ γὰρ ὑμέτερον κράτος λοιπὸν καταλέλυται·
ἡ ὑμῶν τυραννὶς λοιπὸν πέπαυται·
τὸ ὑμέτερον φρύαγμα δεινῶς κατήργηται·
ἡ ὑμῶν μεγαλαυχία εἰς τέλος ἐκλέλοιπεν·
ἡ ὑμῶν ἰσχὺς πεπάτηται καὶ ἀπόλωλε.
Ταῦτα αἱ δεσποτικαὶ τοῦ ∆εσπότου δυνάμεις ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἔλεγον, ὁμοῦ τε καὶ κατέσπευδον.
Καὶ οἱ μὲν τὸ δεσμωτήριον ἐξ αὐτῶν τῶν θεμελίων κατέσκαπτον·
οἱ δὲ τὰς ἐναντίας ἐξουσίας κατεδίωκον ἐκ τῶν ἐξωτέρων ταμείων φευγούσας ἐνδότερον.
Καὶ ἄλλοι τὰς καταδύσεις, καὶ τὰ φρούρια, καὶ τὰ σπήλαια διερεύνων, καὶ ἔτρεχον.
Καὶ ἕτεροι ἄλλος ἄλλον ἄλλοθεν δέσμιον τῷ ∆εσπότῃ προσέφερον, καὶ ἄλλοι τὸν τύραννον δεσμοῖς ἀλύτοις ἔδεον, καὶ ἕτεροι τοὺς ἀπ' αἰῶνος δεσμίους ἀπέλυον·
καὶ ἄλλοι ἐπέταττον, καὶ ἕτεροι ὑπούργουν ὡς τάχιστα·
καὶ οἱ μὲν εἰσερχομένου τοῦ ∆εσπότου ἐνδότερον προέτρεχον, οἱ δὲ ὡς βασιλεῖ καὶ Θεῷ νικηφόρῳ παρείποντο.
Τούτων δὴ λοιπὸν οὕτως, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τούτων ἐν τῷ ᾅδῃ γινομένων τε καὶ βοωμένων, θρυλλουμένων ἁπάντων καὶ σειομένων, ὡς ἡ παρουσία τοῦ ∆εσπότου αὐτὰ τὰ κατώτατα τῶν κατωτάτων καταλαμβάνειν ἔμελλεν, ὁ Ἀδὰμ ἐκεῖνος, ὁ πάντων ἀνθρώπων πρωτόκτιστος, καὶ πρωτόπλαστος, καὶ πρωτόθνητος ἐνδότερος πάντων, μετὰ πολλῆς τῆς ἀσφαλείας δέσμιος κατεχόμενος, ἤκουε τῶν τοῦ ∆εσπότου ποδῶν πρὸς τοὺς δεσμίους εἰσερχομένων, καὶ ἐγνώρισε τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ περιπατοῦντος, καὶ στραφεὶς πρὸς ἅπαντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἀπ' αἰῶνος δεσμίους φησί·
Φωνὴν ποδῶν τινος ἀκούω πρὸς ἡμᾶς εἰσερχομένου·
καὶ ἐὰν ὅλως ἐνταῦθα ἐκεῖνος παραγενέσθαι κατηξίωσεν, ἡμεῖς τῶν δεσμῶν ἠλευθερώθημεν·
ἐὰν ὅλως ἐκεῖνον μεθ' ἡμῶν ὀψόμεθα, ἡμεῖς τοῦ ᾅδου λυτρούμεθα.
Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα τοῦ Ἀδὰμ πρὸς πάντας τοὺς συγκαταδίκους αὐτοῦ λέγοντος, εἰσῆλθεν ὁ ∆εσπότης πρὸς αὐτοὺς, τὸ νικητικὸν ὅπλον τοῦ σταυροῦ κατέχων.
Ὃν ἰδὼν ὁ Ἀδὰμ ὁ πρωτόπλαστος, καὶ τῇ ἐκπλήξει τὸ στῆθος τύψας, ἐβόησε πρὸς πάντας, καὶ εἶπεν·
Ὁ Κύριός μου μετὰ πάντων.
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Χριστὸς, λέγει τῷ Ἀδάμ·
Καὶ μετὰ τοῦ πνεύματός σου·
καὶ κρατήσας αὐτοῦ τῆς χειρὸς ἀνίστησι, λέγων·
Ἔγειρε, ὁ καθεύδων, καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός.
Ἐγὼ ὁ Θεός σου, ὁ διὰ σὲ γενόμενος υἱός σου, ὁ διὰ σὲ καὶ τοὺς ἀπὸ σοῦ, νῦν λέγων καὶ κατ' ἐξουσίαν ἐπιτρέπων τοῖς ἐν δεσμοῖς·
Ἐξέλθετε, καὶ τοῖς ἐν σκότει·
Φωτίσθητε, καὶ τοῖς κεκοιμημένοις·
Ἀνάστητε·
σοὶ διακελεύομαι·
Ἔγειρε, ὁ καθεύδων·
οὐ γὰρ διὰ τοῦτό σε πεποίηκα, ἵνα ἐν ᾅδῃ κατέχῃ δέσμιος.
Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν·
ἐγώ εἰμι ἡ ζωὴ τῶν νεκρῶν.
Ἀνάστα, πλάσμα τὸ ἐμὸν, ἀνάστα, μορφὴ ἡ ἐμὴ, καὶ κατ' εἰκόνα ἐμὴν γεγενημένη.
Ἔγειρε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν·
σὺ γὰρ ἐν ἐμοὶ, κἀγὼ ἐν σοὶ, ἓν καὶ ἀδιαίρετον ὑπάρχομεν πρόσωπον·
διὰ σὲ ὁ Θεός σου γέγονα υἱός σου·
διὰ σὲ ὁ ∆εσπότης, ἔλαβον τὴν σὴν μορφὴν τοῦ δούλου·
διὰ σὲ ὁ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν ἦλθον ἐπὶ γῆς καὶ ὑποκάτω γῆς·
διὰ σὲ τὸν ἄνθρωπον γέγονα ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος, ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος·
διὰ σὲ τὸν ἀπὸ κήπου ἐξελθόντα ἀπὸ κήπου Ἰουδαίοις παρεδόθην, καὶ ἐν κήπῳ ἐσταυρώθην.
Ἴδε τοῦ προσώπου μου τὰ ἐμπτύσματα, ἅπερ διὰ σὲ κατεδεξάμην, ἵνα σε ἀποκαταστήσω εἰς τὸ ἀρχαῖον ἐμφύσημα.
Ἴδε μου τῶν σιαγόνων τὰ ῥαπίσματα, ἃ κατεδεξάμην, ἵνα σου τὴν διαστραφεΐσαν μορφὴν ἐπανορθώσω εἰς τὸ κατ' εἰκόνα μου.
Ἴδε μου τοῦ νώτου τὴν φραγγέλλωσιν, ἣν κατεδεξάμην, ἵνα σκορπίσω τῶν ἁμαρτιῶν σου τὸ φορτίον τὸ ἐπὶ τοῦ νώτου κείμενον.
Ἴδε μου τὰς προσηλωθείσας χεῖρας ἐν τῷ ξύλῳ καλῶς, διὰ σὲ τὸν ἐκτείναντα τὴν χεῖρα ἐν τῷ ξύλῳ κακῶς.
Ἴδε μου τοὺς προσηλωθέντας, καὶ ὀρυχθέντας τῷ ξύλῳ πόδας, διὰ τοὺς σοὺς πόδας τοὺς κακῶς δραμόντας ἐπὶ τὸ ξύλον τῆς παρακοῆς τῇ ἕκτῃ ἡμέρᾳ, ᾗ ἡ ἀπόφασις γέγονεν, καὶ τὴν σὴν ἀνάπλασιν, καὶ παραδείσου ἄνοιξιν πεπόνημαι.
Ἐγευσάμην διὰ σὲ χολὴν, ἵνα ἰάσωμαί σοι τὴν διὰ βρώσεως ἐκείνης τῆς γλυκείας πικρὰν ἡδονήν.
Ἐγευσάμην ὄξους, ἵνα καταργήσω τοῦ σοῦ θανάτου τὸ δριμὺ, καὶ παρὰ φύσιν ποτήριον.
Ἐδεξάμην σπόγγον, ἵνα ἐξαλείψω τὸ χειρόγραφόν σου τῆς ἁμαρτίας.
Ἐδεξάμην κάλαμον, ἵνα ὑπογράψω ἐλευθερίαν τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων.
Ὕπνωσα ἐν τῷ σταυρῷ, καὶ ῥομφαίᾳ ἐνύχθην τὴν πλευρὰν, διὰ σὲ τὸν ἐν παραδείσῳ ὑπνώσαντα, καὶ τὴν Εὔαν ἐκ πλευρᾶς ἐξενέγκαντα.
Ἡ ἐμὴ πλευρὰ ἰάσατο τὸ ἄλγος τῆς πλευρᾶς·
ὁ ἐμὸς ὕπνος ἐξάξει σε ἐκ τοῦ ἐν ᾅδῃ ὕπνου·
ἡ ἐμὴ ῥομφαία ἔστησε τὴν κατὰ σοῦ στρεφομένην ῥομφαίαν.
Λοιπὸν ἔγειρε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν.
Ἐξήγαγέ σε ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ γῆς παραδείσου·
ἀποκαθιστῶ σε οὐκέτι ἐν παραδείσῳ, ἀλλ' ἐν οὐρανίῳ θρόνῳ.
Ἐκώλυσά σε τοῦ ξύλου τοῦ τυπικοῦ τῆς ζωῆς, ἀλλ' ἰδοὺ αὐτὸς ἐγὼ ἡνώθην σοι ἡ ζωή.
Ἔταξα τὰ χερουβὶμ δουλοπρεπῶς φυλάττειν σε·
ποιῶ τὰ χερουβὶμ θεοπρεπῶς προσκυνῆσαί σε.
Ἐκρύβης ἀπὸ Θεοῦ ὡς γυμνός·
ἀλλ' ἰδοὺ ἔκρυψας ἐν ἑαυτῷ Θεὸν γυμνόν.
Ἐνεδύθης τὸν τῆς αἰσχύνης δερμάτινον χιτῶνα·
ἀλλ' ἐνεδύθην Θεὸς ὢν τὸν τῆς σῆς σαρκὸς αἱμάτινον χιτῶνα.
∆ιὸ ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν, ἀπὸ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν, ἀπὸ τῆς φθορᾶς εἰς ἀφθαρσίαν, ἀπὸ τοῦ σκότους εἰς τὸ αἰώνιον φῶς.
Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν, ἀπὸ τῆς ὀδύνης εἰς εὐφροσύνην, ἀπὸ δουλείας εἰς ἐλευθερίαν, ἀπὸ φυλακῆς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ, ἀπὸ τῶν δεσμῶν ἐπὶ τὴν ἄνεσιν, ἀπὸ τῆς κατοχῆς ἐπὶ τὴν τοῦ παραδείσου τρυφὴν, ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸν οὐρανόν.
Ἐπὶ τοῦτο γὰρ ἀπέθανον, καὶ ἀνέστην, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσω.
Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν·
ὁ γὰρ Πατήρ μου ὁ οὐράνιος τὸ ἀπολωλὸς ἐκδέχεται πρόβατον.
Τὰ ἐννενήκοντα ἐννέα τῶν ἀγγέλων πρόβατα τὸν σύνδουλον ἀναμένουσιν Ἀδὰμ, πότε ἀναστῇ, καὶ πότε ἀνέλθῃ καὶ πρὸς Θεὸν ἐπανέλθῃ.
Χερουβικὸς θρόνος ηὐτρέπισται·
οἱ ἀναφέροντες ὀξεῖς τε καὶ ἕτοιμοι·
ὁ νυμφὼν παρεσκεύασται·
ἐδέσματα ἕτοιμα·
αἱ αἰώνιοι σκηναὶ καὶ μοναὶ ἕτοιμοι·
οἱ θησαυροὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνεῴχθησαν, ἡ τῶν οὐρανῶν βασιλεία πρὸ αἰώνων ἡτοίμασται·
ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδεν, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἀγαθὰ τὸν ἄνθρωπον περιμένουσι.
Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα τοῦ ∆εσπότου λέγοντος, ἀνίστανται σὺν αὐτῷ ὁ ἐν αὐτῷ ἡνωμένος Ἀδὰμ, καὶ συνανίσταται καὶ ἡ Εὔα·
καὶ ἄλλα πολλὰ σώματα πίστει ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένα ἀνέστησαν κηρύττοντα τοῦ ∆εσπότου τριήμερον ἀνάστασιν, ἣν φαιδρῶς, οἱ πιστοὶ, ὑποδεξώμεθα, καὶ ὀψώμεθα, καὶ περιπτυξώμεθα μετὰ ἀγγέλων χορεύοντες, μετὰ τῶν ἀσωμάτων ἑορτάζοντες, ὁμοῦ καὶ συνδοξάζοντες τὸν ὑμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς Χριστὸν ἀναστήσαντα, καὶ ζωοποιήσαντα·
ᾧ ἡ δόξα, καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ, καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι·
νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Ἡ πιὸ ἱερὴ ὥρα τοῦ κόσμου. Ἡ πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς ἱστορίας του. Ἡ ὥρα ποὺ πέθαινε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός! Ἐγκαταλελειμμένος, ὑβρισμένος, σταυρωμένος. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀγάπησε μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἦλθε νὰ σώσει. Ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους. Τὸ αἷμα Του πότισε τὴ γῆ καὶ «ἡ γῆ ἐσείσθη». Σεισμὸς στὴ γῆ. Ἔκσταση καὶ στὸν οὐρανό. Τὸ θέαμα τοῦ σταυρωμένου Θεοῦ δὲν τὸ ἄντεχε οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ οὐρανός. «Ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε», ψάλλουν οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι.
Μὲ λιτὲς ἐκφράσεις περιγράφουν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια τὸν συγκλονισμὸ τῆς κτίσεως κατὰ τὴν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου: «Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. κζ΄ [27] 45). Ἀπὸ τὴ δωδέκατη ὥρα τὸ μεσημέρι μέχρι τὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα, δηλαδὴ στὸ διάστημα ποὺ ἦταν κρεμασμένος στὸ Σταυρὸ ὁ Κύριος, ἔγινε σκοτάδι σ’ ὅλη τὴ γῆ.
Δὲν ἦταν ἐξαιτίας κάποιου φυσικοῦ φαινομένου αὐτὸ τὸ σκοτάδι. Δὲν ἦταν μιὰ ἔκλειψη τοῦ ἡλίου, διότι τὶς μέρες ἐκεῖνες ἦταν πανσέληνος, καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἔκλειψη ἡλίου. Τὸ σκοτάδι ἦταν ὑπερφυσικό.
Ζητοῦσαν ἐπίμονα οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν Σταυρό Του, γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμή Του. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν κατέβηκε, διότι ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ θυσιασθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία του. Φανέρωσε ὅμως τὴ δύναμή Του, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μὲ πολὺ ἐκπληκτικότερο τρόπο. Διότι ἀπὸ τὸ νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ εἶναι πολὺ θαυμαστότερο, ἐνῶ εἶναι στὸ Σταυρό, νὰ συγκλονίζει ὅλη τὴν κτίση.
Ἐπιπλέον δίνει μιὰ εὐκαιρία στοὺς σταυρωτές Του νὰ καταλάβουν Ποιὸς πράγματι εἶναι καὶ τί ἐκεῖνοι ἐπιχείρησαν νὰ κάνουν. «Ὀργιζομένου γὰρ ἐπὶ τοῖς τολμωμένοις ἦν τὸ σκότος ἐκεῖνο», συμπληρώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Τὸ σκοτάδι ἐκεῖνο φανέρωνε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅσα τόλμησαν νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι καὶ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας τους καὶ σὲ μετάνοια. Καὶ πράγματι, ἀρκετοὶ μετενόησαν καὶ ἐπέστρεψαν στὴν πόλη «τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη» (Λουκ. κγ΄ [23] 48).
Ἐπαναστάτησε ἡ κτίση γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸν Κτίστη καὶ Δημιουργό της. Τὴν ὥρα τὴ φρικτὴ τῆς Σταυρώσεως «τὰ πάντα συνέπασχον τῷ τὰ πάντα κτίσαντι». Ὑπέφεραν τὰ πάντα μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἔκτισε τὰ πάντα. Καὶ ὁ ἥλιος, ποὺ δὲν ἀντίκρισε ποτὲ τέτοιο φρικτὸ ἔγκλημα πάνω στὴ γῆ, δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀκτινοβολεῖ τὸ ἄπλετο καὶ ζωογόνο φῶς του, «μὴ φέρων θεάσασθαι Θεὸν ὑβριζόμενον». Δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὸν Θεὸ νὰ περιφρονεῖται, νὰ ὑβρίζεται καὶ νὰ πεθαίνει ἐξουθενωμένος πάνω στὸ Σταυρό. Κατέβασε τὸ πρόσωπό του, σκυθρώπασε, ἔκρυψε τὶς ἀκτίνες του καὶ σκοτάδι ἔγινε τὸ καταμεσήμερο σ’ ὅλη τὴ γῆ!
Ὅταν γεννήθηκε Αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, μέσα στὴ νύχτα ἔλαμψε φῶς θεῖο, λαμπρὸ καὶ ὑπερκόσμιο ποὺ περικύκλωσε καὶ φώτισε τοὺς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἀστέρι φωτεινὸ ὁδήγησε τοὺς Μάγους τῆς ἀνατολῆς νὰ ἔλθουν νὰ Τὸν προσκυνήσουν. Τώρα ποὺ πεθαίνει πάνω στὸ Σταυρό, ἐνῶ εἶναι μεσημέρι, σκοτάδι καλύπτει τὴ γῆ!
Ὥρα φρικτή. Ὥρα μοναδική. Ὁ Χριστὸς πεθαίνει. Ἡ κτίση συγκλονίζεται. Ὁ διάβολος συντρίβεται. Ἡ ἁμαρτία νικᾶται.
Ὁ Ἐσταυρωμένος τότε ποὺ ἦταν κρεμασμένος πάνω στὸ ἀτιμωτικὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔδωσε τὴ μεγαλύτερη μάχη στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, τὴ μάχη μὲ τὸ κακό, μὲ τὸν αἴτιο τοῦ κακοῦ, τὸν διάβολο, καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία.
Ναί! Πάνω στὸ Σταυρὸ καταλύεται τὸ κράτος τοῦ διαβόλου, διαλύεται τὸ χειρότερο σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
Ὅσοι καταφεύγουν στὸν Ἐσταυρωμένο, ὅσοι Τὸν πιστεύουν καὶ Τὸν ἀκολουθοῦν, ὅσοι προσκυνοῦν τὸν ζωοποιὸ Σταυρό Του, ὁπλίζονται μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη, πολεμοῦν τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν νικοῦν.
Σήμερα βλέπουμε τὴν ἁμαρτία νὰ ἐπικρατεῖ καὶ τὸ σκοτάδι της νὰ ἁπλώνεται «ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν». Ἡ ἀδικία, ἡ στυγνὴ ἐκμετάλλευση, τὸ ἔγκλημα, ἡ τρομοκρατία, ἡ ἀναρχία καὶ ὁ μηδενισμός, ἡ σαρκολατρία, ἡ διαστροφή, ἡ φρίκη καὶ ὁ θάνατος φαίνεται νὰ κυριαρχοῦν παντοῦ. Ἀκόμη καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας νομοθετήματα ἀντίθεα ἀγνοοῦν τὶς αἰωνόβιες Παραδόσεις μας καὶ τὴν πατροπαράδοτη Πίστη μας, εἰσάγουν ξενόφερτες τακτικὲς στὴ ζωή μας καὶ ἀλλάζουν τὰ ἤθη μας.
Φόβος μεγάλος καὶ βαθιὰ ἀπορία κυριαρχεῖ στὶς ψυχές μας: Ποῦ πᾶμε; Ποῦ βαδίζουμε; Ποιὸς θὰ ἀνακόψει τὴν πορεία μας στὸ σκοτάδι ποὺ ἀπειλητικὸ μᾶς κυκλώνει ἀπὸ παντοῦ;
Οἱ ἅγιες μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ζωντανεύουν στὶς ψυχές μας τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου. Μᾶς ὁδηγοῦν νοερὰ στὸ Γολγοθᾶ. Μᾶς θυμίζουν τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο σκοτάδι ποὺ κάλυψε τὴ γῆ κατὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Κυρίου. Γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ ὅλα τὰ σκοτάδια ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ ποὺ κυριαρχοῦν γύρω μας. Γιὰ νὰ λάμψει τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας καὶ στὸν κόσμο μας. Γιὰ νὰ μὴ νικήσει ὁ θάνατος, ἀλλὰ νὰ κυριαρχήσει ἡ ζωή, ἡ αἰώνια καὶ ἀληθινή, τὴν ὁποία μᾶς ἐξασφάλισε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν ζωοποιὸ Σταυρὸ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του.
Πηγή: Ο Σωτήρ
Πρὸ ἡμερῶν θαυμαστής τοῦ Κώστα Σημίτη ἔγραψε πὼς μεταξύ των ἐπιτυχιῶν του ἐξέχουσα θέση ἔχει ἡ «νίκη» του στὸ θέμα τῶν ταυτοτήτων. Τὸ «ἐπίτευγμα» του ἦταν ὅτι μὲ τὴν πανίσχυρη ἐξουσία του καὶ τὸν παντοδύναμο προπαγανδιστικὸ μηχανισμὸ ποὺ διέθετε, «νίκησε» τρία καὶ πλέον ἑκατομμύρια ἀνίσχυρων πολιτῶν, ποὺ δήλωσαν τὴ θέλησή τους νὰ ἀναγράφεται προαιρετικά το θρήσκευμα στὶς ἀστυνομικὲς ταυτότητες, γιατί ἡ Ὀρθοδοξία γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἰδιοπροσωπίας τους. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ κ. Σημίτη ἤταν ὅτι συσπείρωσε σὲ εἰρηνικὴ ἐκδήλωση ὑπὲρ τῆς ταυτότητάς τους τόσους Ἕλληνες. Ἦταν ἡ πολυπληθέστερη μὴ κομματικὴ ἐκδήλωση στὴν Ἱστορία τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους.
Ἐνέργειες κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Τοῦ ὑπῆρξαν πολλὲς στὰ 2000 χρόνια ποὺ πέρασαν. Πρῶτα οἱ φαρισαῖοι ἐναντίον τοῦ Ἰδίου. Πίστεψαν πὼς μὲ τὸ νὰ Τὸν ἐξοντώσουν τέλειωσαν μαζί Του. Λάθεψαν. «Μάταια φυλάττεις τὸν τάφο κουστωδία». Ἀκολούθησαν οἱ αὐτοκράτορες – θεοί, μὲ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μαρτύρια σὲ βάρος τῶν μαθητῶν Του, οἱ Σουλτάνοι, μὲ τοὺς βίαιους ἐξισλαμισμούς, καὶ στὸν 20ό αἰώνα ὁ «πατερούλης» Στάλιν καὶ.... ὁ «ὑπεράνθρωπος» Χίτλερ. Ὅλοι τους νόμισαν ὅτι ἐξόντωσαν τὴν Ἐκκλησία. Ὅλοι τους ἡττήθηκαν καὶ ἔμειναν στὴν Ἱστορία ὡς αἱμοσταγεῖς τύραννοι.
Στὸν τρέχοντα, 21ο αιώνα, τὸ ἔργο τῶν διωκτῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβαν οἱ φανατικοὶ ἄθεοι, πολιτικοὶ καὶ διανοούμενοι, ὀπαδοὶ τοῦ Σὰντ καὶ τοῦ Μαμωνᾶ. Οἱ παλιοὶ καὶ οἱ σύγχρονοι διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας βάλλουν σὲ βάρος Της ἐν ὀνόματι τοῦ «προοδευτισμοῦ». Εἶναι καλοὶ ἐκφραστὲς τῆς γλώσσας, ποὺ περιγράφει ὁ Ὄργουελ.
Ὁ Ἐρρίκος Ἴψεν, στὸ θεατρικό του ἔργο «Αὐτοκράτορας καὶ Γαλιλαῖος», περιγράφει τὴ ζωὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, τοῦ ἐπιλεγόμενου Παραβάτη. Αὐτὸς ἐπιχείρησε νὰ ἀναβιώσει τὴν εἰδωλολατρία, διώκοντας ἀμείλικτά τους χριστιανούς, καίγοντας βιβλία τους, καταστρέφοντας ναούς τους. Ὅταν διαπίστωσε πῶς οἱ χριστιανοὶ προτιμοῦσαν τὸ μαρτύριο ἀπὸ τὸν «προοδευτισμὸ» τῶν εἰδώλων διερωτήθηκε: «Μὲ δώδεκα ἀνθρώπους τιποτένιους, ψαράδες, ἀγράμματους, ἔφτιαξε ὅλο αὐτό;». Καὶ ὅταν ὁ Μάξιμος, ὁ μυστικιστὴς σύμβουλός του, τοῦ εἶπε ὅτι θὰ νικήσει τὸ Χριστό, συνέχισε νὰ διερωτᾶται: « Καὶ ποιὸ θὰ εἶναι τὸ ὄφελος γιὰ τὸν νικητή;...Οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρωμαῖοι μιλοῦν γιὰ τὶς νίκες τοὺς μ’ ἕνα ψυχρὸ θαυμασμό, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄλλος, ὁ Γαλιλαῖος, ὁ γιὸς τοῦ ξυλουργοῦ, θρονιάστηκε μὲς στὶς φλογερὲς ψυχὲς τῶν πιστῶν σὰν βασιλιὰς τῆς Ἀγάπης!...».
Ὁ Ἰουλιανὸς πέρασε στὴν Ἱστορία ὡς ὁ ἡττημένος. Τὸ ἴδιο οἱ φαρισαῖοι καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι διῶκτες τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὡς πρὸς τοὺς χριστιανούς, ὁ Ἴψεν βάζει τὸν Μέγα Βασίλειο νὰ λέγει, στὸ τέλος τοῦ ἔργου, ὅτι οἱ διωγμοὶ εἶναι ὄχι γιὰ τὸν θάνατο, ἀλλὰ γιὰ τὴ λύτρωση καὶ τὴν ἐξύψωσή τους καὶ τὴ Μακρίνα, τὴν ἀδελφή του, νὰ τονίζει πὼς ὁ Παντοδύναμος θὰ κρίνει, κείνη τὴ μεγάλη μέρα, «τοὺς νεκροὺς ποὺ ζοῦνε καὶ τοὺς ζωντανοὺς ποὺ εἶναι πεθαμένοι».-
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...