
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῶν Βασιλέων ἐν ἔτει ψπ', (780), εἰς τὰ μέρη τῆς Παφλαγονίας ἦτο χώρα ὀνόματι Ἄμνεια, ἤτις ὑποτάσσεται εἰς τὴν Μητρόπολιν τῆς Γάγγρας.
Εἰς τούτην ὑπῆρχεν ἄνθρωπός τις εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, καὶ Φιλάρετος εἰς τὰς πράξεις καὶ τὸ ὄνομα, καὶ πολλὰ πλούσιος ψυχῇ τε καὶ σώματι.
Εἶχε κτήνη πολλά, πρόβατα χιλιάδας δώδεκα, βόδια ἑξακόσια, ἄλογα, χωράφια, ἀμπελῶνας, καὶ ἄλλα ὅμοια·δούλους, καὶ ὑπηρέτας.
Εἶχε δὲ καὶ γυναίκα ὀνόματι Θεοσεβὼ εὐγενικὴν καὶ φοβουμένην τὸν Κύριον, καὶ παιδίον ἀρσενικόν ὀνόματι Ἰωάννην, καὶ θυγατέρας δύο, τὴν μίαν ἔλεγαν Ὑπατίαν, καὶ τὴν ἄλλην Εὐανθίαν, αἵτινες ἦσαν πολλὰ ώραιόταται ἀπὸ ὅλας τὰς γυναίκας τοῦ τόπου ἐκείνου.
Ἦτον δὲ ὁ Φιλάρετος πολὺ ἐλεήμων, φιλόπτωχος, καὶ φιλόξενος, καὶ καθεκάστην ἔδιδεν ἀφθόνως τὸν πλούτον τοῖς πένησι.
Πεινασμένους ἐχόρταινε, γυμνούς ἐνέδυε, τὰς χήρας καὶ ὀρφανὰ ἐκύτταζε, ξένους ὑπεδέχετο, καὶ ἁπλῶς ὅλους τοὺς ἐνδεεῖς εὐσπλαγχνίζετο, καὶ τοὺς ἔδιδεν, εἴτι ἐχρειάζοντο, οὐ μόνον τοὺς πλησίον αὑτοῦ, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπον ἐφιλοδώρει πλουσιοπαρόχως, καὶ κατὰ ἀλήθειαν ἄλλος Ἁβραὰμ ἐγνωρίζετο εἰς φιλοξενίαν, καὶ τὴν πρὸς τὸν πλησίον συμπάθειαν.
Ἠκούσθη λοιπὸν ἡ χριστομίμητος φήμη του εἰς ὅλην τὴν Ἀνατολήν, καὶ ἤρχοντο ὅλοι οἱ ἐνδεεῖς καὶ πένητες καὶ ἐλάμβανον παρ' αὐτοῦ ἄλλος χρήματα, ἄλλος κτήνος, καὶ ἕτερος ἄλλο κατὰ χρείαν του.
Ἡ οἰκία τοῦ Φιλαρέτου πρὸς τοὺς κεκαυμένους ἀπὸ τὴν δίψαν τῆς πτωχείας ἦτον πηγὴ ἀνεξάντλητος, καὶ ὅσον αὐτὸς ἔδιδε μὲ ἱλαρὸν πρόσωπον καὶ γνώμην φιλάγαθον, τοσοῦτον καὶ ὁ πλουσιόδωρος Κύριος ἐπλήθυνε τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ περισσότερον.
Ὁ δὲ μισόκαλος καὶ δόλιος Δαίμων ἐφθόνησε τὴν ἀρετὴν τοῦ ἀνδρός, καὶ ἐζήτησε παρὰ θεοῦ ἐξουσίαν νὰ τὸν πειράξῃ, ὥσπερ ποτὲ καὶ Ἱώβ τὸν ἀείμνηστον, λέγων οὕτω.
› Δέν εἶναι θαυμαστόν, ἐὰν από τὰ πολλὰ ὅπου ἔχει ἐλεεῖ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ ἄς ἐμβῇ εἰς πτωχείαν, καὶ τότε νὰ γνωρίσω τὴν καλωσύνην του.
Ἔδωκε θέλημα τοῦ Δαίμονος νὰ τὸν πτωχεύση, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ του δὲν ἔχει ποσῶς ἐξουσίαν νὰ κακοποιήσῃ τινά.Ὁ γάρ Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ, κατὰ τὴν Γραφήν.
Δίδων ἐν τοσούτῳ ὁ Ἅγιος κατὰ τὸ σύνηθες έλεημοσύνην, καὶ διαμοιράζων καθεκάστην τὰ κτήνη, καὶ τὴν λοιπήν περιουσίαν αὐτοῦ, μέρος πάλιν ἀπὸ κλέπτας καὶ δυνάστας, καὶ ἑτέρας τινάς δυστυχίας, κατήντησεν εἰς τελείαν πτωχείαν, ὥστε δὲν τοῦ ἔμεινεν ἄλλο, εἰμὴ μόνον ἕνα ζευγάρι βόδια, εἷς ὄνος, μία ἀγελὰς μὲ τὸ μοσχάριόν της, καὶ τινα μελίσσια.
Τὰ ζευγολατεία τὰ ἥρπασαν δυναστικῶς οἱ γεωργοί καὶ γείτονες, διότι ὡς εἶδον ὅτι ἐπτώχευσε, καὶ δὲν δύναται νὰ τὰ καλλιεργῇ, ἄλλοι στανικῶς, καὶ ἄλλοι μὲ παρακάλεσιν, ἐπῆραν τοὺς τόπους του καὶ δὲν τοῦ ἄφησαν ἄλλο, εἰμὴ μόνον τὴν οἰκίαν ὅπου ἐκατώκει.
Εἰς αὐτὰ ὅλα ὅπου ἔπαθε δὲν ἐλυπήθη, οὔτε ποτέ ἐλάλησε λόγον ἀπρεπῆ, ἀλλὰ καθώς ὅταν πλουτήσῃ αἴφνης ὁ ἄνθρωπος, ὅλως χαίρεται, οὕτω καὶ ἐκεῖνος εὐχαριστεῖτο εἰς τὴν πτωχείαν, ἐνθυμούμενος τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν εἰσελεύσεται.
Μίαν ἡμέραν ἐπῆρεν ὁ Φιλάρετος τὸ ζευγάρι του, καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸ χωράφιον.
Ἐργαζόμενος οὖν εὐχαρίστει τὸν Κύριον, ὅπου ἐκοπίαζε μόνος του νὰ άποκτᾷ τὴν ζωοτροφίαν του μὲ τὸν ίδρῶτα τοῦ προσώπου του, κατὰ τὴν άράν τοῦ Προπάτορος, καὶ παρεκάλει αὐτὸν νὰ τοῦ δίδῃ ὑπομονήν ἕως τέλους.
Ἄλλος τις γεωργός πτωχὸς ἐδούλευε μὲ τὸ ζευγάρι του εἴς τι χωράφιον ἐκεῖ πλησίον, καὶ ἔπεσε τὸ ἕνα του βόδι, καὶ ἐψόφησεν, ὅθεν ἐλυπήθη πολύ, διότι ἦτον πολλὰ πτωχός, καὶ ἐχρεώστει.
Λοιπὸν ἀπῆλθεν εἰς τὸν Φιλάρετον νὰ τοῦ εἰπῇ τὴν συμφοράν του, νὰ τὸν παρηγορήσῃ κἄν μὲ λόγον καλόν, ἐπειδὴ νὰ τοῦ δώσῃ βοήθειαν δὲν ἠδύνατο διὰ τὴν πτωχείαν του.
Ὁ δὲ ἐλεήμων καὶ χριστομίμητος ἄνθρωπος, ὡς εἶδε τὸν πλησίον δακρυρροούντα, τὸν ἐσυμπόνεσε, καὶ ἐξέζευξεν εὐθύς τὸ ἕνα του βόδιον, καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισεν.
Ὁ γεωργός θαυμάσας τὴν ἀγαθήν προαίρεσιν τοῦ Ἁγίου, εἶπεν αὐτῷ.
› Κύριέ μου, ἠξεύρω ὅτι ἄλλο βόδιον δὲν ἔχεις, καὶ πώς νὰ καλλιεργήσης τὸ χωράφι σου;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο.
› Ἔχω ἄλλο καλλίτερον εἰς τὸν οἶκόν μου, καὶ λάβε το νὰ κάμῃς τὴν ὑπηρεσίαν σου, πρὶν τὸ μάθῃ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου νὰ πικρανθώσι.
Λαβών οὖν αὐτὸ ὁ γεωργός ἀπῆλθε, δοξάζων τὸν Θεόν, εὐχόμενος τὸν Ἅγιον, ὅπου ἔκαμεν εἰς ἐκεῖνον τοσοῦτον ἔλεος.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἐπῆρεν εἰς τὸν ὥμον του τὸν ζυγόν καὶ τὸ ἀλέτρι, καὶ ὑπῆγε μὲ τὸ ἕνα βόδι εἰς τὴν οἰκίαν του.
Ἐρωτηθείς ὑπὸ τῆς γυναικός του τὶ ἔγεινε τὸ ἄλλο βόδιον εἶπεν, ὅτι ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ ὁλίγον τὸ μεσημέρι, καὶ ἄφησέ το νὰ βόσκῃ, καὶ ἔφυγεν.
Ὁ δὲ υἱὸς του ἐξῆλθεν εἰς ἀναζήτησιν αὐτοῦ, καὶ εὑρίσκων τὸν γεωργόν ὅτι τὸ εἶχε ἐζευγμένον, ἐθυμώθη, καὶ τοῦ λέγει
› Πῶς ἐτόλμησες, ἄνθρωπε, νὰ ζεύξῃς κτῆνος ἀλλότριον; διατὶ ἐπτωχύναμεν οἱ ταλαίπωροι, μᾶς καταφρονεῖτε τοσοῦτον καὶ ἁρπάζετε βιαίως τὸ πρᾶγμα μας;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο·
› Τέκνον μου, παρακαλῶ σε, μὴ ὁργίζου κατ' ἐμοῦ ἀναιτίως, διότι ὁ πατήρ σου μοῦ τὰ ἐχάρισεν.
Ὁ δὲ νέος τοῦτο ἀκούσας, ἀπῆλθε περίλυπος, καὶ τὸ ἀνήγγειλε τῆς μητρός του, ἡ ὁποῖα ἔῤῥιψε τὸ μανδήλιον ἀπὸ τὸ κεφάλι της, καὶ κλαίουσα ἔλεγε κατὰ τοῦ ἀνδρός της ταῦτα.
›ᾯ ἄσπλαγχνε ἀκάματε, ἄν καὶ ἐμὲ δὲν λυπεῖσαι ὅπου νὰ μὴ σὲ ἤθελα γνωρίσῃ, ἀλλὰ κἄν τὰ παιδία σου σπλαγχνίσου πῶς νὰ ζήσωσι; πέτρινος εἶσαι καὶ ἀγροῖκος, καὶ ἐβαρέθης νὰ κοπιάζῃς· ὅθεν διὰ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνος ἔδωσες τὸ ζυγόν σου, καὶ ὄχι διὰ τὸν Κύριον.
Ἐκεῖνος δὲ ὑπέμεινε τοὺς ὁνειδισμούς μὲ πραότητα, καὶ δὲν τῆς ἀντιλογήθῃ ποσῶς, διὰ νὰ μὴ χάσῃ τὸν μισθό τῆς ἐλεημοσύνης μόνον τῆς εἶπε.
› Μὴ λυπᾶσαι ἀδελφή μου, ὅτι ὁ Θεός εἶναι πλούσιος, καὶ δύναται νὰ μᾶς δώσῃ ἑκατόν εἰς τὸ ἕνα. Ἐκεῖνος τρέφει τὰ πετεινά τοῦ Οὐρανοῦ, καὶ ἡμᾶς θέλει ἀφήσει νὰ πεινάσωμεν; μὴ μεριμνᾶς περί τῆς αὔριον, ἀλλ' ἔλπισον εἰς αὐτόν, νὰ σοῦ δώση ὅσα χρειάζεσαι, καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον.
Μετὰ πέντε ἡμέρας πάλιν, ἐκεῖ ὅπου ἔβοσκε τὸ ἄλλο βόδι τοῦ γεωργοῦ, ἔφαγε βοτάνι φαρμακερόν, καὶ ἐψόφησεν.
Ὅθεν ἔλαβε ἐκεῖνο ὅπου τοῦ ἐχάρισεν ὁ Φιλάρετος, καὶ τοῦ τὸ ἔστρεψε εἰς τὸν οἶκov του, λέγων·
› Διά τὴν ἁμαρτίαν, ὅπου ἔκαμα, καὶ ἡδίκησα τὰ παιδία σου, καὶ ἐπῆρα τὸ βόδι σου, δὲν ἐβάσταξεν ὁ Θεός τὴν ἀδιακρισίαν μου, καὶ μοῦ ἐσκότωσε καὶ τὸ ἕτερον.
Ὁ δὲ Φιλάρετος τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ ἄλλο, εἰπῶν·
› Λάβε καὶ τοῦτο, ἐργάζου, διότι ἐγὼ ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου νὰ ὑπάγω εἰς τόπον μακρυνόν, καὶ δὲν το χρειάζομαι.
Λαβών οὖν αὐτὸ ὁ γεωργός, ἀπῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν του ἀγαλλόμενος, καὶ θαυμάζων εἰς τὴν ἐλευθερίαν καὶ ἁπλότητα τοῦ Ἁγίου, ὅτι εἰς τοσαύτην πτωχείαν κατήντησε, καί πάλιν τὴν ἐλεημοσύνην δὲν ἔπαυεν.
Ἤρχισαν οὖν νὰ κλαίουν τὰ παιδία μὲ τὴν μητέρα των, καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους.
› Κακῶς ἐγνωρίσαμεν τὸν ἄνθρωπον τοῦτον τὸν σαλογέροντα, ὅτι ἐὰν ἐπτωχεύσαμεν, ἀλλὰ εἴχαμεν κἄν τὸ ζευγάρι παρηγορίαν, νὰ μὴ χαθοῦμεν ἀπὸ τὴν πείναν οἱ τάλανες.
Ὁ δὲ ἅγιος Γέρων τοὺς ἐπαρηγόρει, λέγων
› Μὴ λυπεῖσθε, ἔχω χρήματα κεκρυμμένα εἰς τόπον τινά, τόσον πολλά, ὅπου ἐὰν ζήσετε ἑκατόν χρόνους χωρίς νὰ δουλεύσετε, σᾶς φθάνουσι νὰ τρέφεσθε, καὶ νὰ ἐνδύεσθε, ὅτι ἐγὼ ἐπρογνώρισα τὴν πτωχείαν ταύτην, ὅπου ἔμελλε νὰ μᾶς ἔλθῃ, καὶ ἐπώλουν ἀπό τὰ κτήνη, καὶ ἐφύλαττον τὰ ἀργύρια.
Ταῦτα τοὺς ἔλεγε μεθ' ὅρκου, διότι ἐπρόβλεπεν, ὡς προορατικὸς μὲ τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἐκεῖνο ὅπου ἔμελλε νὰ τοῦ ἔλθῃ ὕστερον, ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἦλθεν διαταγὴ βασιλική, νὰ ὑπάγουν οἱ στρατιῶται εἰς πόλεμον κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν.
Εἷς δὲ στρατιώτης, Μουσούλιος ὀνόματι, ἦτον πολλὰ πτωχὸς καὶ δὲν εἶχεν ἄλλο πράγμα, μόνον τὸ ἄλογόν του καὶ ἕνα κοντάρι, καὶ καθὼς ἔτρεχαν ὅλοι, ἐκεῖ ὅπου ἔκαμναν τὴν δοκιμήν τοῦ πολέμου βιαστικά, ἔτυχε καὶ ἐσκόνταψε τοῦ πτωχοῦ τὸ ἄλογον, καὶ ἐψόφησεν.
Ἦλθεν εἰς ἀπορίαν πολλήν, μὴ ἔχων νὰ ἀγοράσῃ ἕτερον, καὶ ἀπελθὼν εἰς τὸν ἅγιον Φιλάρετον, τὸν κάλεσε νὰ τοῦ δανείσῃ τὸ ἄλογόν του, ἕως νὰ περάσῃ ἡ δοκιμή, νὰ μὴ τὸν κακοποιήσῃ ὁ Χιλίαρχος.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἀκούσας τὴν συμφοράν αὐτοῦ, τοῦ τὸ ἐχάρισε τελείως λέγων αὐτοῦ·
› Λάβε τοῦτο ἀντὶ τοῦ ἰδικοῦ σου, ἔχε το ἔως νὰ ζῇ, καὶ ὁ Θεός νὰ σὲ φυλάξῃ ἀκίνδυνον.
Τὸ ἔλαβε ὁ Μουσούλιος, καὶ ἀπῆλθε δοξάζων τὸν Κύριον.
Ἦλθε δὲ καὶ ἄλλος τις πτωχὸς εἰς τὸν Ἅγιον, καὶ τοῦ ἐζήτησε νὰ τοῦ δώσῃ ἕνα μοσχάριον νὰ κάμῃ ἀρχήν, διατί ἡ δόσις του ἦτον καλή, καὶ εἴ τινος ἤθελε δώσει ἐλεημοσύνην, ἐπλήθυνεν ἡ εὐλογία του, καὶ ἐπλούταινεν.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ἐχώρισε εὐθύς ἀπ' τὴν ἀγελάδα τὸ μοσχάριον, καὶ τὸ ἔδωσεν, ἡ δὲ άγελάδα ἐζήτει τὸ τέκνον της, καὶ ἐφώναζε.
Τότε τοῦ λέγει ἡ γυνή του·
› Ημᾶς δὲν λυπεῖσαι ἄσπλαγχνε, ἀλλὰ κἄν τὴν ἀγελάδα δὲν συμπονεῖς, καὶ τὴν ἐχώρισες ἀπ` τὸ παιδίον της ;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο·
› Νά ἦσαι εὐλογημένη από τὸν Θεόν, ὅτι δικαίως ἐλάλησας, καὶ δὲν ἦτο πρέπον νὰ τὰ χωρίσω.
Ταῦτα εἰπών, ἐπροσκάλεσε τὸν πτωχόν ἐκεῖνον, ὅπου τοῦ ἔδωσε τὸ μοσχάριον, καὶ τοῦ λέγει.
› Ἡ γυναῖκά μου λέγει, πῶς ἔκαμε ἁμαρτίαν νὰ τὰ χωρίσω.Λοιπόν λάβε καὶ τὴν μάνα του, καὶ ὁ Θεός νὰ τὰ εὐλογήση εἰς τὸν οἶκον σου, νὰ σοῦ τὰ πληθύνῃ, καθὼς ποτὲ καὶ τὴν ἰδικὴν μου ἀγέλην.
Καὶ οὕτως ἔγεινε, καὶ ἀπέκτησε τόσα βόδια ἀπ' ἐκείνην τὴν εὐλογίαν, ὥστε ἐπλούτησεν.
Ἡ δὲ γυνή του ἐμέμφετο τὸν ἑαυτόν της λέγουσα·
› Καλὰ ἔπαθα, διότι ἐὰν δὲν ἤθελον ὁμιλήση, ἔμενε ἡ ἀγελάδα εἰς τὴν οἰκίαν μου.
Κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἔγεινε λιμός εἰς ἐκείνην τὴν χώραν, καὶ μὴ ἔχων νὰ θρέψῃ τὴν γυναίκα καὶ τὰ παιδία του, ἐπῆρε τὸ κτῆνος, καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἄλλον τόπον εἰς ἕνα του γνώριμον, καὶ ἐδανείσθη ἕξ κοιλὰ σίτου.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασεν εἰς τὸν οἶκόν του, ὅταν τὸ ἐξεφόρτωσεν, ἦλθεν πτωχὸς τις καὶ τοῦ ἐζήτησεν λίγον.
Ὁ δὲ εἶπε τῆς γυναικός του, νὰ τοῦ δώσῃ τὸ ἕνα κοιλόν.
Αὐτὴ τοῦ εἶπε.
› Δός μας πρῶτον μερίδιον ἀπὸ ἕνα κοιλόν καθ' ἑνός, καὶ τὸ ἐπίλοιπον δός το εί τινος θέλεις.
Ὁ δὲ εἶπεν
› Αλλ' ἐγὼ δὲν ἔχω μερίδα;
Λέγει του ἐκείνη·
› Σύ εἶσαι Ἄγγελος, καὶ δὲν τρώγεις, διότι ἐὰν εἶχες χρείαν ἀπὸ ἄρτον, δὲν ἐχάριζες τὸν σῖτον, ὅπου ἐδανείσθης, καὶ τὸν ἔφερες ἀπὸ τόσα μίλια.
Τότε έλάλησε πρὸς αύτήν, καὶ τῆς εἶπε·
› Ο Θεὸς νὰ σοῦ συγχωρήσῃ.
Ἔπειτα ἐμέτρησε δύο κοιλά, καὶ τὰ ἔδωσε τοῦ πτωχοῦ.
Ἡ δὲ εἶπεν αὐτῷ
› Δός του τὸ ἥμισυ φορτίον, νὰ τὸ μοιρασθῆτε.
Λοιπὸν ἐμέτρησε καὶ τὸ τρίτον κοιλόν, καὶ τοῦ τὸ ἔδιδε.
Μὴ ἔχων δὲ ὁ πτωχὸς σακκί νὰ τὸ βάλλῃ, εἶπεν ἡ Θεοσεβὼ περιπαικτικῶς πρὸς τὸν ἄνδρα της·
› Δὲν τοῦ δίδῃς καὶ τὸ σακκὶ νὰ λάβῃ;
Καὶ αὐτὸς τοῦ τὸ ἔδωσεν.
Ἡ δὲ πάλιν εἶπεν αὐτῷ·
› Διὰ τὸ πεῖσμά μου δός του ὅλον τὸ σιτάρι.
Καὶ αὐτὸς τοῦ τὸ ἔδωσε.
Πλὴν ὁ πτωχὸς μὴ δυνάμενος νὰ σηκώσῃ ἕξ κοιλὰ σῖτον διὰ μιᾶς, εἶπε πρὸς τὸν νέον Ἱώβ·
› Ας μένῃ Κύριέ μου, νὰ τὸ μεταφέρω εἰς τὸν οἶκον μου.
Ἡ δὲ Θεοσεβὼ εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα της·
› Δός του καὶ τὸν ὄνον, νὰ μὴ κάμνῃ τόσον κόπον ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτὸς τὴν εὐχήθη, καὶ φορτώσας ὅλον τὸν σῖτον, τὸν ἔδωσε τοῦ πτωχοῦ μὲ τὸ κτῆνος, καὶ ἀπῆλθεν ἀγαλλόμενος.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ἔλεγεν·
› Ο πτωχὸς δὲν ἔχει μέριμναν. Γυμνός ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός καὶ ἀπελεύσομαι.
Ἡ δὲ συμβία αὐτοῦ ἔκλαιε μὲ τὰ παιδία της πεινασμένοι, καὶ μὴ ἔχοντες τὶ νὰ φάγουν, ἐδανείσθῃ ἕνα ψωμὶ ἀπὸ τὸν γείτονά της καὶ ἔβρασεν ἀγριολάχανα καὶ ἔφαγαν.
Ὁ δὲ Φιλάρετος ὑπῆγεν εἰς ἄλλον γείτονα, καὶ ἐδείπνησεν, εὐχαριστῶν τὸν Κύριον.
Εἷς δὲ ἄρχων, φίλος μέγας τοῦ Φιλαρέτου, ὅστις ἦτον κυβερνήτης τῆς πόλεως, ἀκούσας ταύτην τὴν ἐσχάτην πτωχείαν τοῦ πρῴην ἐκλαμπροτάτου φίλου του, τοῦ ἔστειλε τεσσαράκοντα κοιλὰ σίτου, τὸν ὁποῖον βλέπων ὁ Ἅγιος εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ὅπου φροντίζει διὰ τοὺς δούλους του.
Πλὴν ἡ γυναῖκα του τὸ ἐμοίρασε, καὶ ἔλαβε ἕκαστος πέντε κοιλά.
Ἔλαβε τὸ μερίδιόν του καὶ ὁ Ἅγιος, καὶ ἔδιδε τοῖς πτωχοῖς ἀπ' ἐκεῖνο, καὶ ἕως τὴν τρίτην ἡμέραν δὲ εἶχε πλέον·ἄλλ' ὅταν ἔτρωγεν ἡ γυνή του μὲ τοὺς ἄλλους, ὑπήγαινε καὶ αὐτὸς, καὶ τοῦ ἔδιδαν γογγύζοντες, καὶ λέγοντες αὐτῷ·
› Εως πότε δὲν εὐγάνεις τὸν κεκρυμμένον βίον, νὰ ἀγοράζῃς νὰ τρώγῃς, ἀλλὰ ἔρχεσαι καὶ πέρνεις πάλιν ἀπ' ἐκεῖνο, ὅπου μᾶς ἔδωκες;
Δὲν τοῦ ἔμεινεν ἄλλο τι, παρὰ τὰ μελίσσια μόνον, καὶ ὅταν ἤρχετο πτωχός τις μὴ ἔχων τὶ νὰ τοῦ δώσῃ, τὸν ἔπερνεν εἰς τὸν μελισσῶνα, καὶ τὸν ἐχόρταινε μέλι, καὶ οὕτως ἔκαμνε καθ' ἑκάστην, ἕως οὗ ἔμεινε μόνον ἕνα κοφίνι, τὸ ὁποῖον ὑπῆγον κρυφίως τὰ παιδία του, καὶ τὸ ἐτρύγησαν.
Πάλιν ἐλθὼν ἄλλος πτωχός, τὸν ὑπῆγεν εἰς τὸν μελισσῶνα, καὶ μὴ εὑρίσκων μέλι ποσῶς, εὔγαλε τὸ φόρεμά του, καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε, διὰ νὰ μὴ τὸν ἐκβάλῃ καινόν.
Ἐρωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν παίδων, εἶπεν, ὅτι τὸ ἔχασε, καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ τὸν βλέπουν οὕτως, ἔκοψεν ἡ γυνή του ἕνα της ροῦχον, καὶ τὸ ἔκαμεν ἀνδρίκειον, καὶ τὸ ἐφόρει.
Τόν καιρόν ἐκεῖνον ἐβασίλευσεν ἡ φιλόχριστος Εἰρήνη, καὶ Κωνσταντῖνος ὁ υἱός της, οἵτινες ἔστειλαν στρατιώτας εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν νὰ γυρεύσουν κόρην εὔμορφον καὶ ἐνάρετον διὰ τὸν βασιλέα.
Ἀπελθόντες οὖν εἰς ὅλας τὰς πόλεις καὶ χώρας, ἦλθον καὶ εἰς τὴν Ἄμνειαν, καὶ ἰδόντες οἱ βασιλικοί ἄνθρωποι τὴν οἰκίαν τοῦ Φιλαρέτου μεγάλην καὶ εὔμορφον, ἐνόμισαν ὅτι ἦτο ἄρχων τις μέγας, καὶ προσέταξαν τοὺς ὑπηρέτας νὰ καταλύσωσιν.
Οἱ δὲ ἄνθρωποι τῆς χώρας ἔλεγον·
› Μήν ὑπάγετε αὐτοῦ αὐθένται νὰ πεζεύσετε, ὅτι πτωχὸς τις γέρων κατοικεῖ εἰς αὐτά, ὅπου δὲν ἔχει τίποτε.
Οἱ δὲ ἀπεσταλμένοι νομίζοντες ὅτι ἦτο πλούσιός τις, καὶ τὸν ἐφοβοῦντο οἱ ἄνθρωποι τῆς χώρας, καὶ δι' αὐτὸ τοὺς ἐμπόδιζαν, εἶπαν μετ' ὀργῆς πρὸς τοὺς ὑπηρέτας.
› Υπάγετε ἐκεῖ, ὅπου σᾶς λέγομεν, καὶ τινὸς μὴν ἀκούετε.
Ὁ δὲ φιλόθεος Φιλάρετος, ἔλαβε τὴν ράβδον του, καί προϋπήντησεν αὐτοὺς μὲ πολλήν χαράν, καὶ τοὺς εὐχήθη, καὶ ηὐχαρίστησε, διότι ἐκαταδέχθησαν νὰ καταλύσουν εἰς τὴν πενιχράν καὶ ταπεινήν του οἰκίαν·
ἔπειτα ἐπρόσταξε τὴν γυναῖκά του νὰ ἐτοιμάση φαγητόν ἐπιμελῶς, νὰ τοὺς φιλεύσουν.
Ἡ δὲ εἶπε·
› Μίαν ὄρνιθα δὲν ἄφηκες ταλαίπωρε, εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ τὶ νὰ τοὺς φιλεύσωμεν; ἤ νὰ μαγειρεύσω ἄγρια λάχανα;
Λέγει της ὁ Ἅγιος.
› Άναψε ἐστίαν, στόλισε τὸ μέγα τρίκλινον, καὶ σπόγγισε τὴν ἐλεφάντινον τράπεζαν, καὶ ὁ Θεός μᾶς στέλλει τώρα καὶ φαγητά ὅσα θέλομεν.
Οὕτω λοιπὸν ηὐτρέπισεν ἡ γυνή, καὶ ἰδοὺ οἱ πρῶτοι τῆς χώρας ἔφεραν ἀπὸ τὴν ἰδιαιτέραν θύραν κριούς, ἀρνία, ὄρνιθας, περιστέρια, κρασὶ παλαιόν, καὶ ὅσα ἄλλα ἔκαμναν χρεία, καὶ τὰ ἐμαγείρευσεν ἡ Θεοσεβὼ ἐπιτήδεια μὲ μυρωδικά, καὶ ηὐτρέπιζαν τὴν τράπεζαν ἐπάνω εἰς τὸ μέγα τρίκλινον, τὸ ὁποῖον ἦτο πολλὰ ὡραιότατόν πρᾶγμα, στρογγυλλοειδές, καὶ τόσον μεγάλον, ὥστε ἐχώρει νὰ καθίσουν ἄνδρες τριάκοντα ἕξ.
Ἰδόντες οὖν οἱ βασιλικοί ἄνθρωποι τοιαύτην εὐπρέπειαν, καὶ τὰ φαγητά ὅπου ἔφεραν, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἄξια διὰ μεγάλους ἄρχοντας, καὶ τὸν γέροντα ἱεροπρεπῆ καὶ σεβάσμιον, διότι ἦτο καθ' ὅλα ὅμοιος τῷ Ἁβραᾲμ οὐ μόνον εἰς τὴν φιλοξενίαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν θεωρίαν, ἔμειναν καταπολλά εὐχαριστημένοι, καὶ καθὼς ἔτρωγαν, ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ γέροντος ὁ Ἰωάννης, εἰς τὴν ὅψιν καὶ εἰς τὸ σῶμα ὅμοιος τῷ πατρί αὐτοῦ, ἀνδρεῖος ὡς τὸν Σαμψών, καὶ ὡραῖος ὑπέρ τὸν Ἰωσήφ.
Εἰσῆλθον δὲ καὶ τὰ ἐπίλοιπα ἐγγόνιά του, ὅπου ἔφερναν τὰ φαγητά εἰς τὴν τράπεζαν, τῶν ὁποίων τὸ κάλλος, τὴν εὐταξίαν, καὶ παίδευσιν θαυμάσαντες οἱ στρατιῶται, εἶπον τῷ γέροντι
› Έχεις γυναῖκα;
Ὁ δὲ εἶπε·
› Ναὶ κύριοί μου, καὶ αὐτὰ τὰ παιδία εἶναι ἐγγόνια καὶ τέκνα μου.
Οἱ δὲ εἶπον αύτῷ·
› Ας ἔλθῃ λοιπὸν ἡ γυνή σου νὰ μᾶς εὐχηθῇ.
Ἀφοῦ ἦλθεν, ἰδόντες αὐτὴν τοσούτον ὡραίαν, μὲ ὅλον ὅπου ἦτον γηραιά, έθαύμασαν τὸ κάλλος της καὶ τὴν εὐπρέπειαν, καὶ ἠρώτησαν ἐὰν εἶχε καὶ θυγατέρας;
Ἡ δὲ εἶπεν·
› Η πρώτη μου θυγατέρα ἔχει τρία κοράσια.
Καί λέγουσιν·
› Ας έλθουν νὰ τὰ ἰδοῦμεν κατὰ τὴν πρόσταξιν τῶν θειοτάτων βασιλέων.
Ὁ δὲ Γέρων εἶπεν·
› Ας φάγωμεν εἴτι ἔδωσεν ὁ Θεός νὰ χαροῦμεν, ὅτι ἡ ἐντιμότης σας εἶσθε κοπιασμένοι ἀπὸ τὸν δρόμον, νὰ ἀναπαυθῆτε, καὶ αὔριον, νὰ γένη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Οὕτω διῆλθον κατ' ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
Τῇ ἐπαύριον ἐστολίσθησαν τὰ κοράσια, καὶ ἐξῆλθον εὐτάκτως, καὶ προσεκύνησαν τοὺς στρατιώτας μὲ σχῆμα θαυμάσιον.
Οἱ δὲ ἰδόντες τὸ κάλλος αὐτῶν, τὴν στολήν, τὴν κατάστασιν, καὶ εὐταξίαν, καὶ τὰ ἐπίλοιπα ἄξια θαύματος, ἐξέστησαν καὶ ἔλαβον πολλήν ἀγαλλίασιν, καὶ μετρήσαντες αὐτάς, εὗρον τὴν πρώτην ἡλικίαν, καθώς ἤθελαν, καὶ εἰς τὸ μέτρον τοῦ ποδός ἴσια, κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ βασιλέως, καὶ ὡμοίαζε μὲ τὴν ζωγραφίαν, ὅπου ἐβάσταζον.Τότε τὰς ἐπῆραν ὅλας μὲ πολλήν χαράν, τὸν γέροντα, τὴν γυναῖκα, καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς του, ψυχάς τριάκοντα, καὶ ἀπῆλθον εἰς τὰ βασίλεια.
Τά δὲ ὀνόματα τῶν παίδων αὐτοῦ εἰσί ταύτα, Ἰωάννης ὁ πρώτος υἱός.
Ἡ πρώτη του θυγατέρα Ὑπατία, χήρα μὲ δύο θυγατέρας Μαρίαν καὶ Μαρανθίαν.
Ἔκλεξαν δὲ καὶ ἄλλα δέκα κοράσια ἀπὸ ἄλλους τόπους, εἰς τὰς ὁποίας ἦτον καὶ τινός πλουσίου Γεροντιανοῦ θυγατέρα, καλὴ εἰς τὴν θεωρίαν, καὶ ὑψηλὸν τὸ φρόνημα έχουσα.Ἡ δὲ τοῦ Ἐλεήμονος ἐγγόνη Μαρία εἶπε πρὸς τὰς ἄλλας·
› Ας κάμωμεν ἀδελφαὶ συμφωνίαν πρὸς ἀλλήλας, ὁποία θελήσει ὁ Θεός καὶ βασιλεύσει νὰ εὐεργετήσῃ τὰς ἄλλας.
Ἡ δὲ τοῦ Γεροντιανοῦ θυγατέρα ἀπεκρίθη·
› Εγὼ βέβαια τὸ γνωρίζω, ὅτι ὡς πλουσιωτέραν, καὶ εὐγενεστέραν εἰς τὴν όψιν καὶ ὡραιότητα, ἐμὲ θέλει ὁ βασιλεύς, ἀλλὰ σεῖς, ὅπου εἶσθε πτωχαὶ καὶ ἀπροστάτευται, ματαίως ἐλπίζετε.
Ἡ δὲ Μαρία ἀκούσασα ἐντράπη καὶ ἐσιώπησε, πλὴν μὲ τὸν νούν της ἐπεκαλεῖτο τὰς εὐχὰς τοῦ Γέροντος νὰ τῆς βοηθήσουν.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἔφεραν πρώτον τοῦ Γεροντιανοῦ τὴν θυγατέρα εἰς τὸν Σταυράκιον τὸν παιδαγωγόν τοῦ βασιλέως καὶ διοικητήν τοῦ παλατίου καὶ ἰδὼν αὐτήν εἶπε·
› Καλὴ καὶ εὔμορφη εἶναι, ἀλλὰ μὲ τὸν βασιλέα δὲν ταιριάζει...
Ἔδωκε πολλὰ χαρίσματα, καὶ τὴν ἀπέστειλεν εἰς τὸν τόπον της.
Ἀφοῦ ἔφεραν καὶ τὰς ἄλλας, ἰδὼν ὁ βασιλεύς, ἡ μητέρα του, καὶ ὁ Σταυράκιος τὸ κάλλος ὑπέρλαμπρον τῶν ἐγγόνων τοῦ Φιλαρέτου, ἐθαύμασαν τὴν εὐταξίαν αὐτῶν καὶ εὐγένειαν.
Παρευθὺς τὴν μέν πρώτην Μαρίαν ἐστεφανώθη ὁ Βασιλεύς, τὴν δευτέραν ἕνας μέγας Ἄρχοντας Πατρίκιος τὸ ἀξίωμα, καὶ τὴν ἄλλην τῆς ἄλλης θυγατρός τοῦ Ἁγίου ἔστειλαν εἰς τὸν Λαγγούβαρδον βασιλέα τὸν Ἀργούσην, ὅστις εἶχε ζητήσῃ τὸν καιρόν ἐκεῖνον νὰ τοῦ στείλουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν μίαν κόρην, νὰ τὴν στεφανωθῇ εἰς γυναῖκά του.
Ἔγιναν οὖν οἱ γάμοι χαρμονικῶς, καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεύς τὴν συγγένειαν ὅλην τοῦ Φιλαρέτου, καὶ ἔδωκεν ὅλων, ἀπὸ τὸν μέγαν ἕως τὸν μικρότερον, τόπους πολλούς νὰ ὁρίζουσι, βίον πολύν, κτήματα, φορεσίας, χρυσίον, λίθους τιμίους, μαργαριτάρια, καὶ οἰκίας μεγάλας, νὰ κατοικοῦν πλησίον εἰς τὸ παλάτιον.
Τότε ἐνθυμήθησαν τὴν πρόγνωσιν τοῦ Γέροντος, ὁποῦ τοὺς ἔλεγε, ὅτι ἔχει βίον πολύν κεκρυμμένον, καὶ τὸν ἐμακάριζαν, καὶ ηὔχοντο, ὅτι ἡ καλή του γνώμη τοὺς ἐπροξένησε τοσαύτην μακαριότητα, ὁ δὲ τίμιος καὶ ἅγιος Γέρων ἀπολαύσας ἀπὸ τὸν βασιλέα τοσαύτα δωρήματα δὲν ἐλησμόνησε τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, οὕτε ἀφῆκε τὴν προτέραν συνήθειαν·
ἀλλὰ εὐχαρίστει λόγοις τε καὶ ἔργοις, ἀεὶ καὶ πάντοτε.
Ἡμέραν τινά εἶπε τῆς γυναικὸς καὶ τῶν συγγενῶν του:
› Ας κάμωμεν καὶ ἡμεῖς πλουσίαν τράπεζαν, νὰ ὑποδεχθῶμεν τὸν βασιλέα μὲ ὅλους τοὺς ἄρχοντας.
Ἁφοῦ ηὐτρέπισαν, καὶ ἡτοίμασαν ὅσα τοὺς ἐπρόσταξε, καὶ εὐωδίασαν τὸν τόπον νὰ ὑποδεχθῶσι τὸν βασιλέα, ἐξῆλθε τὸ πρωὶ ὁ μακάριος εἰς τοὺς δρόμους καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ ὅσους εὗρε λωβούς, κουλούς, καὶ γέροντας, συμποσουμένους διακοσίους τὸν ἀριθμόν, προλαβών εἰς τὸν οίκόν του, εἶπε τοὺς συγγενείς του.
› Τώρα έρχεται ὁ βασιλεύς μὲ ὅλους τοὺς φίλους του..
Οἱ δὲ ἔκαμον θόρυβον πολὺν καὶ οἰκονομίαν, διὰ νὰ ὑποδεχθώσι τοιαύτα πρόσωπα.
Οὕτω βλέπουσι τοὺς πτωχούς, καὶ εἰσῆλθον, καὶ ὅσοι εἶχον τοὺς πόδας των σώους ἐκάθησαν εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ οἱ ἐπίλοιποι χαμηλά; ἔπειτα ἐκάθησε καὶ ὁ καλεστής μαζή των.
Οἱ δὲ συγγενείς του ἔλεγον κρυφίως πρὸς ἀλλήλους των
› Αληθῶς ὁ Γέρων τὴν πρώτην τάξιν δὲν τὴν ἀμέλησεν, ἀλλὰ κἄν τώρα δὲν φοβούμεθα νὰ πτωχεύσωμεν.
Ἐπρόσταξεν οὖν τὸν υἱὸν του Ἰωάννην, τὸν ὁποῖον ἔκαμεν ὁ βασιλεύς πρωτοσπαθάριον, νὰ ὑπηρετήση τὴν τράπεζαν·ὁμοίως καὶ τὰ ἐγκόνιά του νὰ παραστέκωσιν ἐπιμελῶς, καὶ ὅταν ἐσήκωσε τὴν τράπεζαν, εἶπε ταύτα πρὸς τοὺς συγγενείς του·
› Ιδοὺ τὸ πρᾶγμα, ὅπου σᾶς ἔταξα, σᾶς τὸ ἔδωσεν ὁ ἐλεήμων Θεός· τάχα χρεωστῶ σας πλέον τίποτε;
Τότε αὐτοὶ ἐνθυμήθησαν τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Γέροντος, καὶ ἐδάκρυσαν, λέγοντες·
› Αληθῶς Κύριε ἐπρογνώριζες αὐτὰ ὅλα ὡς δίκαιος, καὶ φρόνιμα ἔκαμνες τὴν ἐλεημοσύνην σου·ἡμεῖς δὲ ὡς ἄγνωστοι ἐλυπήσαμεν τὴν ἁγιωσύνην σου ἀλλὰ συγχώρησον ἡμῖν, ὅτι ἐσφάλαμεν εἰς τὸν Θεόν καὶ ἑνώπιόν σου.
Ταῦτα εἰπόντες, ἔπεσον εἰς τοὺς πόδας του·ἤγειρεν αὐτούς, λέγων·
› Ιδοὺ ὁ Κύριός μου ἐκεῖνο ὅπου ἔταξε μὲ τὸ ἅγιόν του στόμα εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, νὰ δίδῃ ἐκατονταπλασίονα εἰς ἐκείνους ὅπου τὸν ἀγαπῶσι, καὶ ἐλεημονοῦν τοὺς πτωχούς μᾶς τὸ ἔδωκεν·εἰδὲ θέλετε νὰ κληρονομήσετε καὶ ζωὴν αἰώνιον, ἄς χαρίσῃ ἕκαστος δέκα νομίσματα, νὰ τὰ δώσωμεν εἰς τοὺς καλεσμένους ἀδελφούς μας.
Ἐκεῖνοι δὲ μετὰ πάσης προθυμίας ἔκαμαν τὸ πρόσταγμά του, καὶ λαβόντες οἱ πένητες τὴν εὐλογίαν τοῦ Δικαίου, ἀνεχώρησαν, εὐχαριστούντες τὸν Κύριον, καὶ εὐχόμενοι δια τοὺς εὐεργέτας αὐτῶν.
Μετὰ ταύτα εἶπε πάλιν ἡμέραν τινά εἰς τοὺς ἰδικούς του,
› Εὰν θέλετε νὰ ἐξαγοράσετε τὸ μερίδιόν μου, αὐτὰ ὅπου μοῦ ἐχάρισεν ὁ Βασιλεύς, ἄς μοῦ δώσῃ ἕκαστος τὴν τιμήν ἐκείνου τοῦ πράγματος, ὅπου θέλει νὰ λάβῃ, εἰδὲ καὶ δὲν θέλετε, τὰ χαρίζω εἰς τοὺς πτωχούς ἀδελφούς μου·ἐμὲ δὲ σώζει μόνον, ὅτι μὲ λέγουν τοῦ βασιλέως πατέρα.
Ἐκεῖνοι δὲ ἔδωσαν, τὴν τιμήν τῶν πραγμάτων ἑνός ἑκάστου, καὶ ἔγιναν ἑξήκοντα λίτραι ἀργύριον καὶ χρυσίον.Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεύς καὶ οἱ ἄρχοντες, ἐπήνεσαν τὴν πλουσίαν γνώμην αὐτοῦ, καὶ συμπάθειαν πρὸς τοὺς πένητας.
Εἶχε δὲ αὐτὴν τὴν συνήθειαν ὁ μακάριος Φιλάρετος, καὶ δὲν ἔδιδε ποτὲ ἕνα νόμισμα, ἤ μίαν φόλαν, ἀλλὰ ἐγέμιζε τρία πουγγία ὅμοια καὶ ἴσια ὅλα ἀπ' ἔξω·εἰς τὸ ἕνα ἔβαλλε φλωρία, εἰς τὸ ἄλλο ἀργύρια, καὶ εἰς ἕτερον χαλκοῦν, καὶ τα ἐκράτει ὁ δοῦλος του, ὅπου τὸν εἶχε διατεταγμένον διὰ τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην.
Ὅταν ἤρχετο πτωχὸς νὰ ζητήσῃ, ἔλεγε τοῦ δούλου καὶ ἔφερε τὸ ἕνα πουγγί, ὅποιον ἤθελε τὸν φωτίση ὁ Κύριος, ὅπου ἐγνώριζε τὴν χρείαν τῶν προσερχομένων·
ἐπειδὴ εἶναι πτωχοί τινες εἰς τὸ φαινόμενον, ὅπου ἔχουσιν χρήματα, ἀλλὰ διὰ τὴν παλαιάν συνήθειαν δὲν αφήνουν τὴν πλεονεξίαν, ἀλλὰ ζητοῦσι χωρίς νὰ ἔχωσι χρείαν.
Πάλιν εἶναι ἄλλοι πολλοί, ὅπου ἦσαν πλούσιοι, καὶ ἐπτώχευσαν, καὶ τὸ μέν ἀρχοντικὸν φόρεμα βαστάζουσι διὰ τὴν εὐγένειάν των, ἀλλὰ μὴ ἔχοντες τὰ πρὸς τὴν χρείαν, εἶναι ἀνάγκη νὰ δέωνται.Ταῦτα μελετῶν ὁ Ἅγιος, ἐδέετο τοῦ Θεοῦ νοερώς, νὰ τὸν φωτίζη νὰ δίδη καθ' ἑνός κατὰ τὴν χρείαν αὐτοῦ, καὶ οὕτως ἔβαλλε τὴν χεῖρα του εἰς ὅποιον πογγίον ἤθελε τύχη, καὶ ἔδιδεν ὅσα ἦσαν Θεοῦ θέλημα.
Ἔλεγε δὲ καὶ τούτο μεθ' όρκου, ὅτι
› Πολλάκις ἔβλεπα τινά, ὅπου ἐφόρει καλόν ίμάτιον, καὶ ἔβαλα τὴν χεῖρα μου νὰ τοῦ δώσω ὁλίγα χρήματα, καὶ μὴ θέλων ἐγώ, ἥπλωνεν ἡ χείρ μου, καὶ ἐλάμβανε πολλὰ καὶ πάλιν ἄλλον ἐθεώρουν μὲ παλαιά φορέματα, καὶ ἔβαλα τὴν χεῖρά μου νὰ λάβω πολλὰ καὶ ἐξέβαλεν λίγα.
Οὕτως οὖν ἔδιδε τὴν ἐλεημοσύνην καθώς ἤθελεν οἰκονομήσῃ ὁ Κύριος.
Ἔζησεν εἰς τὸ παλάτιον ὁ δίκαιος Φιλάρετος ἔτη τριάκοντα, καὶ δὲν ἠθέλησε ποτέ νὰ φορέσῃ μεταξωτόν ἱμάτιον, ἤ χρυσόν ζωνάρι, οὔτε ἀξίωμα ἠθέλησε ποτέ νὰ λάβῃ βασιλικόν·
μόνον ἀπὸ πολλήν παράκλησιν τοῦ βασιλέως καὶ τῆς βασιλίσσης, ἐδέχθη μὲ βίαν μεγάλη τὴν ἀξίαν τοῦ Ὑπάτου, καὶ ἔλεγε·
› Σώζει ὅπου μὲ λέγουν πάππον τῆς βασιλίσσης, ὅπου ἤμην πτωχὸς τῆς γῆς, καὶ κοπρίας πένης.
Τόσον ἦτον ταπεινός, που δὲν ἤθελε νὰ τοῦ λέγουν ἄλλο ὄνομα, μόνον τὸ πρῶτον, ὁ Ἀμνειάτης Φιλάρετος, ἤτοι τῆς πενιχρᾶς του χώρας τὸ ὄνομα.
Άλλ' ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔλαβε τὸν ὑπηρέτην ἐκεῖνον, ὅπου ἐκράτει τὰ βαλάντια τῆς ἐλεημοσύνης, καὶ ἀπελθόντες μυστικῶς εἰς ἕνα Μοναστήριον τῆς πόλεως, ὅπου τὸ ἔλεγαν Κτίσις, καὶ ἐκατοικοῦσαν Παρθένοι Μονάστριαι, ἐζήτησεν ἀπὸ τὴν Ἡγουμένην μνῆμα καὶ τῆς ἔδωσεν ἱκανὰ ἀργύρια.
Ἐκείνη τοῦ ἐπρόσφερεν ἕνα μνήμα πελεκητόν καινουργῆ·ὁ δὲ Ἅγιος τῆς εἶπε·
› Μετὰ δέκα ἡμέρας ἐξέρχομαι ἀπὸ τὴν ζωήν ταύτην, καὶ ὑπάγω εἰς ἑτέραν βασιλείαν, καὶ θέλω νὰ ἐνταφιασθῶ εἰς αὐτὸ τὸ μνῆμα τὸ ἄθλιον σῶμά μου·
τὸν δὲ ὑπηρέτην ἐπαρήγγειλε νὰ μὴ τὸ ὁμολογῇ τινός. Ἀπελθών δὲ εἰς τὴν οἰκίαν του ἔπεσεν εἰς τὴν κλίνην ἀσθενησμένος, καὶ τὴν ἐννάτην ἡμέραν προσκαλεσάμενος πάντας τοὺς συγγενεῖς του, εἶπεν αὐτοῖς·
› Τέκνα μου, ὁ Βασιλεύς μὲ ἐκάλεσε, καὶ ὑπάγω πρὸς αὐτὸν σήμερον.
Οἱ δὲ νομίζοντες ὅτι διὰ τὸν γαμβρόν του λέγει, εἶπον αὐτῷ·
› Πῶς δύνασαι νὰ ὑπάγης πάτερ, ὅπου εἶσαι ἐξησθενημένος ἐκ τῆς ἀσθενείας ;
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο.
› Ἐκεῖνοι που θέλουν νὰ μὲ σηκώσωσιν μὲ θρόνον χρυσόν, ἵστανται ἐδῶ δεξιά μου μὲ δόξαν πολλήν, ἀλλὰ σεῖς δὲν τοὺς βλέπετε.
Τότε ἐγνώρισαν τοὺς λόγους του, καὶ ἔκαμαν μεγάλον κλαυθμόν, ὡς ποτὲ ἐπὶ τὸν Ἰακώβ τὰ παιδία του.
Ὁ δὲ Ἅγιος ἔνευσε μὲ τὴν χεῖρα του νὰ σιωπήσουν καὶ νουθετῶν, ἔλεγεν αὐτοῖς·
› Ηξεύρετε καλά τὴν ζωήν μου τέκνα μου φίλτατα, πῶς ἔκαμνα τὴν ἐλεημοσύνην ἀπὸ τὸν κόπον μου, καὶ ὄχι μὲ ἀδικίας καὶ ἁρπαγάς· ἐνθυμεῖσθε τὸν πλοῦτον ὅπου εἶχον πρῶτον, καὶ τὴν πτωχείαν ὅπου μοῦ ἦλθον ἐκ Θεοῦ, καὶ πάλιν βλέπετε τοῦτον τὸν ἔσχατον πλοῦτον, ὅπου ὁ Κύριος μὲ ἐξαπέστειλε. Μὴ νὰ μὲ εἴδετε ποτέ νὰ ὑπερηφανευθῶ εἰς τὰς εὐτυχίας; ἤ νὰ γογγύσω εἰς τὴν πτωχείαν μου;ἤ νὰ ἀδικήσω κανέν ἄνθρωπον; Λοιπόν οὕτω κάμετε καὶ σεῖς, ἐὰν ποθῆτε τὴν σωτηρίαν σας· μὴ λυπηθῆτε τὸν φθειρόμενον πλοῦτον, ἀλλὰ νὰ τὸν δίδετε εἰς τοὺς πτωχούς. Στείλετέ μου τὸν εἰς ἐκεῖνον τόν Κόσμον, ὅπου ὑπάγω ἐγώ, καὶ θέλω σᾶς τὸν φυλάξει ἄσηπον, νὰ τὸν εὕρητε ὅταν ἔλθητε· μὴ τὸν αφήσετε ἐδῶ διὰ νὰ μὴ τὸν χαρούσιν ἄλλοι, καὶ σεῖς νὰ ὁδυνᾶσθε αἰώνια·ἀλλὰ διαμοιράσετε αὐτὸν εἰς χήρας καὶ όρφανά, εἰς φυλακισμένους καὶ πένητας, καθώς εἴδετε καὶ ἔκαμα ἐγώ, διὰ νὰ σᾶς τὸν ἀνταποδώση ὁ πλουσιόδωρος Βασιλεύς νὰ ἀγάλλεσθε εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν αὐτοῦ ἀτελευτήτως.
Ταύτα καὶ ἄλλα πλείονα εἶπεν αὐτοῖς, ἔπειτα ὡς προορατικός καὶ Ἅγιος ἐπροφήτευσε ὅσα μέλλουν νὰ πάθουν, λέγων πρὸς τὸν Ίωάννην, ὅτι θέλει γεννήσει ἑπτά παιδία, καὶ τότε θά ἀποθάνῃ, καθώς καὶ ἔγεινεν·καὶ τὸν δεύτερον εἶπεν, ὅτι ὁλίγον καιρόν θέλει ζήσει εἰς τὴν νεότητα, καὶ ὅταν φθάση εἰς τὰ εἰκοσιτέσσαρα ἔτη, ἀποθνήσκει·
ὁ ὁποῖος ἔγεινε Μοναχός, διαμοιράσας τὸ πρᾶγμά του τοῖς πτωχοῖς·
καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ εἰκοστὸν τέταρτον ἔτος τῆς ἡλικίας του, κατὰ τὴν πρόρρησιν τοῦ Ἁγίου, ἐτελείωσε μὲ καλήν μετάνοιαν.
Ὁμοίως καὶ τοῦ τρίτου υἱοῦ προεῖπεν ὅσα ἔχει νὰ πάθῃ, καὶ πότε μέλλει νὰ ἀποθάνῃ.
Αἱ δὲ θυγατέρες καὶ ἐγγόναι εἶπον αὐτῷ·
› Εὐλόγησον καὶ ἡμᾶς πάτερ Ἅγιε.
Ὁ δὲ εἶπεν·
› Εὐλογημέναι νὰ εἶσθε παρὰ Θεοῦ, καὶ θέλετε μείνει ἀμίαντοι ἀπὸ τοῦ φιλαμαρτήμονος Κόσμου τούτου, καὶ εἰς ὁλίγον καιρόν ὑπάγετε εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.
Τό ὁποῖον ἔγεινεν, ὅτι ἄφησαν ὅλα, καὶ ἔγειναν Καλογραίαι εἰς ἕνα Mοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ ἀγωνισάμεναι καλὰ καὶ θεάρεστα, μὲ νηστείας καὶ ἀγρυπνίας, ἔκαμαν δώδεκα ἔτη εἰς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν, καὶ οὔτως ἐκοιμήθησαν καὶ αἱ δύο μίαν ἡμέραν. Ἁφοῦ εὐχήθη ὁ μακάριος τὴν γυναῖκά του, καὶ ὅλην του τὴν συγγένειαν, ἔλαμψε τὸ πρόσωπόν του ὥσπερ τὸν ἥλιον, καὶ ἔψαλλε μετ' εὐφροσύνης.
› Έλεον καὶ κρίσιν ᾄσομαί σου Κύριε.
Καί τελειώνων ὅλον τὸν Ψαλμόν, ἐξῆλθε τόση εὐωδία εἰς ὅλον τὸν οἶκον, ὥσπερ νὰ ἤθελαν χύση μύρον πολύτιμον καὶ νὰ θυμιάζουν πολλὰ ἀρώματα.
Τότε πάλιν εἶπε τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ήτοι τό, «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν» καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ ὅταν ἔλεγε·
› Γεννηθήτω τὸ θέλημά σου
παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχήν εἰς χείρας Θεοῦ, γέρων ἤδη καὶ πλήρης ἡμερῶν, καὶ οὔτε οἱ ὀδόντες αὐτοῦ, οὔτε τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου του μετεβλήθη ἐκ τοῦ γήρατος· ἀλλ' ἀνθηρὸς καὶ εὔμορφος εἰς τὴν ὅψιν, ὥσπερ μῆλον ἤ ρόδον ἡ θεωρία του. Τότε ἦλθεν ὁ βασιλεύς καὶ πᾶσα ἡ Σύγκλητος, καὶ ὅλη του ἡ συγγένεια, καὶ ἔθαψαν εἰς τὸν τάφον, ὅπου ηύτρέπισεν ὁ ἴδιος, τὸ τίμιον αὐτοῦ Λείψανον, καὶ ἔδωκαν τὴν ἡμέραν ἐκείνην πολλήν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθούντες ὅλοι εἰς τὸ ἅγιον Λείψανον, ἐβόων μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Θεόν, λέγοντες·
› Διατί Κύριε μᾶς ὑστέρησες τὸν τροφέα καὶ εὐεργέτην μας; τὶς νὰ ἐνδύσῃ τὰ γυμνά μας σώματα; τίς νὰ πληρώσῃ τὰ χρέη μας; τίς ἄλλος νὰ εὑρεθῇ ποτέ, νὰ ἔχῃ πρὸς ἡμᾶς τοὺς εὐτελεῖς τοσαύτην συμπάθειαν;
Οὕτως οἱ πάντες ὡδύροντο, καὶ ἕνας ἀπ' ἐκείνους εἶχεν ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του δαιμόνιον, ὅστις ἐπήγαινε συχνάκις ζῶντος τοῦ Ἁγίου καὶ ἐλάμβανε ἀπ' αὐτοῦ ἐλεημοσύνην· τότε δὲ ἀκολουθῶν καὶ αὐτὸς εἰς τὸ Λείψανον, ἐφώναζεν ἀτάκτως, καὶ ἔδραξε τὴν κλίνην νὰ τὴν ρίψῃ. Ἁφοῦ δὲ ἔφθασαν εἰς τὸν τάφον, ἔῤῥιψε τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν γήν, καὶ τὸν ἐτάραξε, καὶ τότε ἔφυγε τὸ δαιμόνιον, καὶ ἔμεινεν ὁ ἄνθρωπος ὑγιής διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Φιλαρέτου. Οἱ δὲ παρεστώτες ἐδόξασαν τὸν Θεόν, που ἔδωκε τοσαύτην χάριν τοῦ δούλου του.
Τότε τὸν ἐνταφίασαν εἰς τὴν Λάρνακα,τήν ὁποίαν ἡγόρασεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς Κρίσεως, ὑμνούντες τὸν Κύριον.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πολιτεία τοῦ χριστομιμήτου καὶ φιλοικτίρμονος Φιλαρέτου, ὅστις εὐηρέστησε τῷ Θεῷ, καὶ ἐδοξάσθη παρ' αὐτοῦ εἰς τοῦτον τὸν Κόσμον, καὶ εἰς τὸν μέλλοντα κατηξιώθη τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
Ἄς σπουδάσωμεν οὖν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοὶ νὰ τὸν μιμηθῶμεν, ἕκαστος κατὰ τὴν δύναμιν αὐτοῦ. Τοὺς πτωχούς καὶ ξένους ἄς ἐπιτηρήσωμεν, τοὺς φυλακισμένους ἄς κυττάξωμεν, τοὺς ἀσθενεῖς ἄς κυβερνήσωμεν, τὰς Ἐκκλησίας ἄς ἐπιμεληθῶμεν, καὶ ἁπλῶς ὅσα ἔκαμεν οὗτος ὁ Ἅγιος, ἄς τελέσωμεν, ἴνα καὶ ἐνταῦθα ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ καὶ πάσι τοῖς ἀγαθοῖς διαπεράσωμεν.
Εἱ δὲ πάλιν καὶ ἔλθῃ μας πειρασμός ἐξ ἀνθρώπων, ἤ ἀπὸ φθόνον δαίμονος καὶ πτωχεύσωμεν, ἄς ἐλπίζωμεν ἐπὶ τὸν Κύριον ἀναμφιβόλως, καὶ πάντως, θέλει μᾶς δώσει ἑκατονταπλάσια, καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον κληρονομήσομεν,ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν,ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.
ἈπολυτίκιονἮχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως περιουσίᾳ, διεσκόρπισας τοῖς δεομένοις τὸν προσιόντα σοι πλοῦτον, Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγὸν τοῦ ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσι σε ῥανίδα οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.
ΚοντάκιονἮχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἰὼβ κτησάμενος, ἐν πειρασμοῖς τὴν ἀνδρείαν, τοῖς πτωχοῖς διένειμας, ὡς συμπαθὴς τὸν σὸν πλοῦτον· ὤφθης γὰρ, τῆς εὐσπλαγχνίας ἔμψυχος βρύσις, νάμασι, τῶν θείων τρόπων σου ἱλαρύνων, τοὺς ἐκ πόθου σοι βοῶντας· χαίροις θεράπον Χριστοῦ Φιλάρετε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν πενήτων ὁ προμηθεύς, καὶ τῶν δυστυχούντων, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· χαίροις ὁ ἐν οἴκτῳ, τὸν Λόγον θεραπεύσας, Φιλάρετε τρισμάκαρ, Δικαίων σύσκηνε.
Πηγή: Orthodox Fathers, Σύλλογος Ὀρθοδόξων Γυναικῶν «Ἅγιος Φιλάρετος ὁ Ἐλεήμων»
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κατέρχονται στα Χανιά και υψώνουν την Ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά, στο λιμάνι των Χανίων.
Με την συμβολική αυτή πράξη επισημοποιείται η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η Κρήτη πανηγυρίζει την Ένωσή της με την Ελλάδα!
Πηγή: Περί Πάτρης
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Ναούμ. Ὁ Ναοὺμ εἶν’ ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα «ἐλάσσονας», δηλαδὴ μικρότερους Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ δώδεκα «ἐλάσσονες» Προφῆτες μὲ τὴ σειρὰ εἶναι οἱ ἑξῆς· Ὠσηέ, Ἀμώς, Μιχαίας, Ἰωήλ, Ἀβδιού, Ἰωνᾶς, Ναούμ, Ἀββακούμ, Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας καὶ Μαλαχίας. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα αὐτοὺς «ἐλάσσονας» Προφῆτες, εἶναι καὶ οἱ τέσσερις «μείζονες» δηλαδὴ μεγαλύτεροι, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ ἑξῆς· Ἠσαΐας, Ἱερεμίας, Ἰεζεκιὴλ καὶ Δανιήλ. Τῶν δεκαέξη αὐτῶν μεγάλων καὶ μικρῶν Προφητῶν τὰ προφητικὰ βιβλία περιλαμβάνονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ σειρὰ τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων Προφητῶν εἶναι χρονολογική.
Τὸ ὄνομα Ναούμ, ποὺ εἶναι βέβαια ἑβραϊκό, στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ παρηγοριὰ ἤ ἀνάπαυση. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὴν πόλη Καπερναούμ, ποὺ ἦταν, καθὼς βλέπομε στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, ἡ «ἰδία πόλις» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸ κέντρο τῆς θεϊκῆς του διακονίας. Γιατί, καθὼς ξέρομε, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ, μεγάλωσε στὴ Ναζαρὲτ καὶ δίδαξε καὶ θαυματούργησε τρία χρόνια μὲ κέντρο τὴν Καπερναούμ. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Προφήτης λέγει πὼς ἦταν Ἐλκεσσαῖος, ποὺ θὰ πῆ πὼς γεννήθηκε στὸ Ἕλκος, ἕνα χωριό, ποὺ θὰ ἦταν κάπου ἐκεῖ κοντὰ στὴν Καπερναούμ. Τὸ ὄνομα Καπερ-Ναοὺμ θὰ πῆ χωριὸ τοῦ Ναούμ.
Ὁ προφήτης Ναοὺμ ἔζησε καὶ προφήτεψε 650 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ προφητεία τοῦ Ναούμ, ποὺ εἶν’ ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σὲ τρία κεφάλαια, προφητεύει τὴν καταστροφὴ τῆς Νινεβῆ. Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ ὅτι, ἑκατὸ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ Ναούμ, μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κήρυξε μετάνοια στὴ Νινεβὴ ὁ προφήτης Ἰωνᾶς. Τότε, ἐπειδὴ μετανόησαν οἱ Νινεβίτες, ἡ πόλη δὲν καταστράφηκε, ἀλλὰ τώρα, λίγα χρόνια μετὰ τὴν προφητεία τοῦ Ναούμ, ἡ Νινεβὴ καταστράφηκε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τοὺς Βαβυλώνιους. Ἡ Νινεβὴ ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῶν Ἀσσυρίων, μία πόλη τότε μὲ ἕνα ἑκατομμύριο κατοίκους καὶ μὲ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καὶ σπουδαιότερες βιβλιοθῆκες τοῦ ἀρχαίου κόσμου.
Καλὸ εἶναι νὰ ποῦμε ἐδῶ λίγα λόγια γιὰ τοὺς Προφῆτες. Στὰ δύσκολα χρόνια τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ Θεὸς κάλεσε ὡρισμένους ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς ἔστειλε νὰ κηρύξουν στὸ λαὸ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. Αὐτοὶ ἦσαν οἱ Προφῆτες, ποὺ ἡ ἐποχὴ τους εἶναι ἀπὸ τὸ 800 ὥς τὸ 400 πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ Προφῆτες λοιπόν, ποὺ τὰ ὀνόματά τους εἴπαμε παραπάνω, ἔδρασαν μέσα σὲ τετρακόσια χρόνια. Οἱ Προφῆτες εἶναι ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ποὺ «ἐλάλησαν φερόμενοι ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου». Ἡ προφητεία εἶναι ὑπερφυσικὸς τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους τὴ βουλή του, καὶ εἶναι μοναδικὸ γεγονὸς στὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς καὶ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ.
Ἂς ἔλθωμε τώρα στὴν προφητεία τοῦ Ναοὺμ κι ἂς προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε πολὺ γενικὰ τὸ περιεχόμενό της. Στὸ πρῶτο κεφάλαιο ὁ Προφήτης ὑπενθυμίζει τὴν πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια προφητεία τοῦ Ἰωνᾶ γιὰ τὴ Νινεβὴ καὶ κηρύττει ὅτι ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται στὸν κόσμο μαζὶ μὲ τὸ ἔλεός του· «ἐκδικὼν Κύριος», ἀλλὰ καὶ «Κύριος μακρόθυμος». Στὸ δεύτερο κεφάλαιο, περιγράφοντας τὴ Νινεβή, μὲ τὶς πολλὲς προστατευτικὲς τάφρους γύρω ἀπὸ τὰ τείχη της, τὴν βλέπει σὰν μία λίμνη· «Καὶ Νινεβή, ὡς κολυμβήθρα ὕδατος τὰ ὕδατα αὐτῆς». Στὸ τρίτο κεφάλαιο, προβλέποντας τὴν ἐπικείμενη καταστροφὴ τῆς Νινεβῆ, τὴν ὀνομάζει πόλη αἱμάτων· «Ὦ πόλις αἱμάτων, ὅλη ψευδής, ἀδικίας πλήρης». Γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τέτοιας πόλης, καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Κύριο λέει:
«Χριστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοὶ πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος.» (Ναούμ, Α’ 7 – 8)
Δηλαδὴ ὁ Κύριος εἶναι εὐεργετικὸς γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν κοντά Του στὶς ἡμέρες τῶν θλίψεών τους. Γνωρίζει ὁ Κύριος καὶ περιβάλλει μὲ συμπάθεια ἐκείνους ποὺ Τὸν σέβονται. Ἐναντίον ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ἀλαζονικὰ μὲ κάθε εἴδους ἁμαρτία ἐγείρονται ἐναντίον Του, θὰ ὁρμήσει σὰν κατακλυσμὸς γιὰ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει τελείως. Θὰ καταδιώξει τοὺς ἐχθρούς Του καὶ θὰ τοὺς κυριεύσει τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου.
Ὁ προφητικὸς λόγος εἰν’ ἕνα ξεχωριστὸ εἶδος στὴν παγκόσμια φιλολογία. Οἱ Προφῆτες βλέπουν ἐξωκόσμια ὁράματα καὶ κρίνουν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς των καὶ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ θείου νόμου. Ἡ γλώσσα τους εἶναι συμβολικὴ καὶ ἡ ἀλήθεια μὲς ἀπὸ τὶς προφητεῖες βγαίνει αἰνιγματική, περιμένοντας ἕναν καιρὸ στὰ κατοπινὰ χρόνια, γιὰ νὰ ξεδιαλυθῆ. Ὁ Προφήτης δὲν ἐξηγεῖ, ἀλλὰ σημαίνει καὶ προμηνάει ὅ,τι θὰ βρῆ τὴν ἐκπλήρωσή του στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μεσσία. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λαλεῖ στὶς Γραφὲς «διὰ τῶν Προφητῶν» καὶ προμηνάει «τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα καὶ τὰς μετὰ ταῦτα δόξας». Ἡ προφητεία τοῦ Ναοὺμ τὶς παραμονὲς τῆς καταστροφῆς τῆς Νινεβῆ εἶναι ἡ κραυγὴ τῶν βασανισμένων τοῦ κόσμου γιὰ δικαιοσύνη. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ναοὺμ τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμω ἔλαμψας, προαναγγέλλων, τᾶς τῆς χάριτος, Ναοὺμ Προφήτα, ὀμωνύμως παρακλήσεις ἐν Πνεύματι· δι' ὧν ὁ Λόγος οὐσίαν τὴν βρότειον, ἐπιφανεῖς τοὶς ἀνθρώποις κατηύφρανεν ὅθεν πρέσβευε, Τριάδι τὴ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς πυρσὸς ἀκοίμητος Ναοὺμ Προφῆτα, φρυκτωρεῖς ἐν πέρασι, δι’ αἰνιγμάτων ἱερῶν, τὴν τῶν μελλόντων ἀλήθειαν, ὧν τὰς ἐκβάσεις ὁρῶντες τιμῶμέν σε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀμιγῆ χαρακτήρων τῶν κάτω ἔνδοξε, σὺ τὸν νοῦν κεκτημένος, τοῦ θείου Πνεύματος, καθαρώτατον Ναοὺμ δοχεῖον γέγονας, τὰς ἐλλάμψεις τὰς αὐτοῦ, εἰσδεχόμενος λαμπρῶς, καὶ πᾶσι διαπορθμεύων· διό σε ἐκδυσωποῦμεν, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου πρέσβευε.
Μεγαλυνάριον
Φρόνημα οὐράνιον αἰσχηκώς, οὐρανίου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός, βίῳ τε τὸν λόγον, Ναοὺμ ἐπισημαίνων· διὸ σὲ ὡς Προφήτην, θεῖον γεραίρομεν.
Πηγή: Ἁγία Ζώνη, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Εμέμφθη ποτέ τις αδελφός, ως μη ποιήσας ελεημοσυνην, και μετά παρρησίας και αυθαδείας ανταπεκρίθη τω μεμψαμένω αυτόν, μοναχοίς ουχ υπόκειται ποιείν ελεημοσύνην. Και προς αυτόν αντέφη ο μεμψάμενος* δήλος εστί και φανερός ο μοναχός,
Οι διωγμοί και τα μαρτύρια, αφενός και αφετέρου η έρημος, τα σπήλαια, οι κατακόμβες και τα Κολοσσαία αποτέλεσαν τον θρίαμβο και τη δόξα της Εκκλησίας, διότι εκεί στήθηκαν τα παράδοξα τρόπαια της νίκης της πίστεως, έναντι των διωκτών της.
Η σκλαβωμένη Μονή του Απόστολου Ανδρέα βρίσκεται σε βραχώδη παραλία στο ανατολικότερο άκρο του ακρωτηρίου της Καρπασίας. Κτίστηκε το 1867 με την πρωτοβουλία του οικονόμου ιερέα Ιωάννη και εγκαινιάστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο Α’.
ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΘΗΚΕ τελικὰ ὅτι θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ βεβήλωση, γιὰ μία ἀκόμα φορά, τῶν αἱματοβαμμένων χωμάτων τῆς πατρίδος μας, ἀπὸ τὸν ἀμετανόητο αἱρεσιάρχη καὶ ὁρκισμένο ἀνθέλληνα «Πάπα».
Ο άγιος Φρουμέντιος έζησε, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (330 μ.Χ.). Σύμφωνα με τον συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου και τον εκκλησιαστικό ιστορικό Σωζομενό, ο Φρουμέντιος και ο αδελφός του Αιδέσιος συνόδευαν έναν φιλόσοφο ονόματι Μερόπιο, Τύριο στην καταγωγή, που κατευθυνόταν στην Αιθιοπία, με σκοπό να μελετήσει την ιστορία της. Έπεσαν όμως στα χέρια αδίστακτων ληστών. Όλοι οι επιβάτες του πλοίου με το οποίο ταξίδευαν θανατώθηκαν με διαφόρους τρόπους – συμπεριλαμβανομένου και του φιλοσόφου – εκτός από τα δύο αδέλφια, που τα λυπήθηκαν λόγω του νεαρού της ηλικίας τους. Τους φυλάκισαν και τους πρόσφεραν στον βασιλιά της Αιθιοπίας ως σκλάβους.
Ο βασιλιάς γρήγορα διαπίστωσε τις ικανότητες των δύο αδελφών και τους διόρισε υπεύθυνους και οικονόμους της βασιλικής αυλής. Λίγο πριν πεθάνει τους αντάμειψε χαρίζοντάς τους την ελευθερία. Η βασίλισσα, όμως, τους παρακάλεσε να μείνουν για λίγο χρόνο ακόμα μέχρι ο υιός της να μεγαλώσει και να μπορέσει να διοικήσει μόνος του το βασίλειο. Έτσι, χωρίς να το επιδιώξουν, η χάρις του Θεού από υπηρέτες τούς κατέστησε διοικητές του βασιλείου της Αιθιοπίας.
Το διάστημα που ο Φρουμέντιος διοικούσε το βασίλειο, είχε συγκεντρώσει τους χριστιανούς της περιοχής – κυρίως εμπόρους – και τους κατηχούσε. Όλοι μαζί προσεύχονταν, εκκλησιάζονταν -αφού είχαν χτίσει ναούς- και τους προέτρεπε να δραστηριοποιούνται ιεραποστολικά. Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και ο διάδοχος του θρόνου έγινε έφηβος, αυτοί ζήτησαν άδεια να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Έτσι, ο μεν Αιδέσιος επέστρεψε στην Τύρο, συνάντησε την οικογένεια του και έμεινε μαζί τους, αφού πρώτα χειροτονήθηκε ιερέας, ο δε Φρουμέντιος επέλεξε την ιεραποστολική δράση. Ποθούσε να επιστρέψει στην Αιθιοπία, αυτήν την φορά όχι ως υπηρέτης του επίγειου βασιλιά μα του ουράνιου, όχι σαν δούλος αλλά σαν εν Χριστώ Ιησού ελεύθερος.
Αυτό του τον πόθο τον μοιράστηκε με τον αρχιεπίσκοπο Αλεξάνδρειας Μέγα Αθανάσιο, επισημαίνοντάς του ότι είναι επιτακτική και αμετάθετη ανάγκη η άμεση ιεραποστολική διακονία στην Αιθιοπία. Ο Αθανάσιος απάντησε:
› Και ποιος, αγαπητέ μου, είναι καλύτερος και ικανότερος από εσένα για να διώξει, από την μια μεριά, από τις ψυχές των ντόπιων το σκοτάδι της πλάνης και από την άλλη να φανερώσει σε αυτούς το φως του θείου κηρύγματος;
Μια ερώτηση – προτροπή την οποία ακολούθησε η χειροτονία του Φρουμεντίου σε επίσκοπο από τον πατριάρχη Αλεξάνδρειας και η επιστροφή του για να φωτίσει με το φως του Χριστού τους Αιθίοπες. Ο Φρουμέντιος άσκησε τα ποιμαντικά του καθήκοντα με ιδιαίτερη επιμέλεια και αφοσίωση, σε σημείο που βαπτίσθηκε ολόκληρος ο λαός των Αιθιόπων. Τέλος, αφού πρώτα ο Κύριος του έδωσε το χάρισμα της θαυματουργίας, τον κάλεσε κοντά του με ειρηνικό τρόπο.
Ένα όμορφο ρητό αναφέρει: «Αν επιθυμείς κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί να το πετύχεις».
Η αγάπη του αγίου Φρουμέντιου για τον Χριστό και για τον συνάνθρωπο, έχοντας ως βάση τα λόγια του Θεανθρώπου «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λκ 18,27), έγινε πόθος ιεραποστολής και αυτός ο πόθος , συνοδοιπόρος του θείου σχεδίου, δημιούργησε τις ιεραποστολικές του πρωτοβουλίες.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή. Είναι πιθανόν, με βάση φυσικά αυτά που ακολούθησαν στο βίο του αγίου, ο Φρουμέντιος να συνόδευε τον φιλόσοφο Μερόπιο όχι μόνο για να γνωρίσει την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα των Αιθιόπων αλλά και από ιεραποστολικό ενδιαφέρον. Αυτό τους το ταξίδι ήταν προγραμματισμένο μετ’ επιστροφής. Αφού μελετούσαν τη ζωή των Αιθιόπων θα εξήγαγαν τα συμπεράσματά τους και θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Εκτός εάν…
Φανερώνεται ξεκάθαρα το σχέδιο του Θεού για την σωτηρία του λαού της Αιθιοπίας. Από εδώ και πέρα ξεκινούν οι ιεραποστολικές πρωτοβουλίες του Αγίου Φρουμέντιου. Συγκεντρώνει τους ελάχιστους χριστιανούς της χώρας και δημιουργεί την πρώτη Εκκλησία. Τους καλλιεργεί με τον λόγο του, με τις κοινές προσευχές και τους εκκλησιασμούς, κυρίως όμως γίνεται ένα φωτεινό παράδειγμα για όλους. Και όλα αυτά, ως λαϊκός. Του προσφέρεται η δυνατότητα να επιστρέψει στην πατρίδα του και στους γονείς του. Αυτός, αντί τούτου, επισκέπτεται τον πατριάρχη Αλεξανδρείας προκειμένου να τον ενημερώσει για την νεοϊδρυθείσα Εκκλησία της Αιθιοπίας και να τον παρακαλέσει, όχι να εκλέξει αυτόν, αλλά να αποστείλει έναν επίσκοπο για να ποιμάνει τους πιστούς μαθητές του.
Φεύγει από την Αλεξάνδρεια ως επίσκοπος πλέον και κατευθύνεται προς το ποίμνιό του… Στα αυτιά του ηχεί η φράση του αγίου Αθανασίου που απευθύνεται σε κάθε πιστό, σε κάθε ψυχή που φλέγεται από αγάπη και κυριεύεται από πόθο για την ιεραποστολή: «Και ποιος, αγαπητέ μου, είναι καλύτερος και ικανότερος από εσένα…» να διακονήσει, με την χάρη του Θεού, το έργο της ορθόδοξης μαρτυρίας στα έθνη;
Μετά τη συνθήκη που υπογράφηκε στο Πέτα στις αρχές Σεπτεμβρίου 1821, ανάμεσα στους Έλληνες και στους αλβανούς, τα πράματα ωρίμασαν για μια σημαντική πια επιθετική ενέργεια των συμμάχων κατά των τούρκων. Σε μια σύσκεψη στο Βραχώρι, αποφασίστηκε να γίνει επίθεση κατά της Άρτας. Αλλά στο μεταξύ έπεσε στα χέρια των τούρκων ένα από τα φρούρια του Αλή (η Λιθαρίτσα) και οι Σουλιώτες με τους αλβανούς αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του στρατοπέδου του Χουρσίτ, που πολιορκούσε τον Αλή.
Ο Αλής όμως φοβούμενος μη γίνει υποχείριος στους Σουλιώτες, τους αναχαίτισε μ΄ένα του γράμμα:
«Πολυφίλητα τέκνα μου. Προ μικρού επληροφορήθην ότι έρχονται τα παλληκάρια σας εναντίον του εχθρού μου Χουρσίτ. Προειδοποιώ ότι στο φρούριό μου είμαι απόρθητος. Περιφρονώ τον ασίαιο (=από την Ασία) αυτόν πασά και μπορώ ν΄ αντισταθώ επί πολλά χρόνια.Η μόνη εκδούλευσις που ζητάω από την ανδρεία σας, είναι να καθυποτάξετε την Άρτα και να πιάσετε ζωντανό τον Ισμαήλ Πασόμπεη, τον αρχαίο μου δούλον, τον λυσσαλέον εχθρόν της οικογενείας μου, τον εργάτην των κακών και δεινών συμφορών που μαστίζουν την ατυχή χώρα μας, που την ερήμωσε μπροστά στα μάτια σας. Διπλασιάσατε τας προσπαθείας σας προς τούτο.Θα κόψετε το κακό στη ρίζα του, οι δε θησαυροί μου θα είναι ανταμοιβή των παλληκαριών σας, των οποίων η αντρεία κάθε μέρα αποκτά νέα εκτίμηση στα μάτια μου. Αλής».
Ύστερα από αυτή την επιθυμία του Αλή, οι σύμμαχοι αλβανοί, Σουλιώτες και λοιποί Έλληνες, αποφάσισαν να στραφούν κατά της Άρτας. Την Άρτα την υπεράσπιζαν πέντε χιλιάδες τούρκοι, ιππικό και πυροβολικό. Μερικοί καπεταναίοι ήταν υπέρ της αναβολής της επίθεσης.
Οι Σουλιώτες προτιμούσαν μια επίθεση προς τη Θεσπρωτία, γιατί -υποστήριζαν- οι ίδιοι θέλουν θάλασσα, κι η Άρτα είναι στεριανή. Τελικά επικράτησε η άποψη για την επίθεση στην Άρτα. Πρώτοι κινήθηκαν οι Σουλιώτες. Πλησίασαν το δυτικοβόρειο μέρος της πόλης. Κάθε σώμα είχε επί κεφαλής τον αρχηγό μιάς φάρας.Ήταν εκεί ο Μάρκος Μπότσαρης με τριακόσιους δικούς του, ο Νότης Μπότσαρης, οι Τζαβελαίοι, ο Δράκος, οι Ζερβαίοι, ο Βέικος, ο Φωτομάρας, οι αλβανοί Άγο Βάσιαρης, Σουλειμάν Μέτος, Τσένκο Βελής,ο γιος του Μούρτο Τζάλη κι άλλοι. Προς τη Γραμμενίτσα ήταν ο Τσαρακλής, οι Κουτελιδαίοι κι άλλοι. Στις 14 Νοεμβρίου ο Μάρκος έπιασε το Μαράτι, χωριό της Άρτας, που χωρίζεται απ΄την Άρτα με τον Άραχθο ποταμό, κι οχυρώθηκε στο εκεί τζαμί και στο χάνι.Μαζί του ήταν κι ο Καραϊσκάκης με εξ συνοδούς του, που είχε πάει να επισκεφτεί τον Μάρκο. Στην Κούλια του Μαρατιού οχυρώθηκαν οι Λιόνε Παντούλης κι ο Γιωργάκης Μαλάμος. Η θέση του Μαρατιού είναι κατά τον Πουκεβίλ «περίκυκλος εκ καλαμών του είδους όπερ καλείτε calamus orientalis, πορτοκαλλεών, λεμονιών και ελαιών».Κατά τον Μακρυγιάννη, ήταν τότε στην Άρτα περί τις 12.000 τούρκοι, ενώ ο Φιλήμων τους υπολογίζει σε 4.000.Στις 15 Νοεμβρίου οι τούρκοι «από βαθείας πρωίας ήρξαντο αδιακόπου τηλεβολισμού»κατά του Μαρατιού.Και μετά το μεσημέρι, εξόρμησαν πρώτα κατά των Ζερβαίων, ύστερα κατά των Τζαβελαίων και τέλος κατά των Μποτσαραίων. Οι Έλληνες έπαθαν αρκετές ζημιές και ο Μάρκος κλείστηκε στο τζαμί,απ΄όπου απέκρουσε τρείς επιθέσεις των τούρκων. Κατά τον Κουτσονίκα,οι τούρκοι που επετέθησαν στο Μαράτι ήσαν 4.000, κι είχαν επί κεφαλής τον Μεχμέτ Δεσίτ Πασά Κιουταχή, τον Ισμαήλ Πλιάσα, τον Χασάν Κασάμπαση κι άλλους.Σ΄αυτή την κρίσιμη για τους Σουλιώτες στιγμή,φάνηκε πάνω στα υψώματα του Μαρατιού ο Νότης Μπότσαρης με 300 άντρες.Τότε βγήκε κι ο Μάρκος από το τζαμί, κι όλοι μαζί πήραν κυνηγητό τους τούρκους. Οι τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 150 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, κι ένα τηλεβόλο, απ΄αυτά που χειρίζονταν πυροβοληταί εκπαιδευμένοι στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καραϊσκάκης, που είχε ακούσει, αλλά δεν είχε ιδεί άλλοτε τους Σουλιώτες να πολεμούν, τους θαύμασε κι ιδιαίτερα τον Μάρκο τον οποίο χαρακτήρισε «αμίμητο».Το βράδυ της ίδιας μέρας (15 Νοεμβρίου), οι Έλληνες που ήσαν στα υψώματα του Πέτα, κινήθηκαν προς την Άρτα. Έχοντας επί κεφαλής τον Γώγο Μπακόλα, τον Βαρνακιώτη, τον Ίσκο, τον Τσόγκα, τον Βαλτινό, τον Κατσικογιάννη, τον Βλαχόπουλο κι άλλους, προχώρησαν κι έπιασαν τον Αϊ-Λιά της Άρτας, «πανουκέφαλα» στην πόλη.Στα ΝΑ της Άρτας, στο μονοαστήρι της Φανερωμένης και στις Πόρτες (ανατολική είσοδος στην Άρτα), ήταν οχυρωμένοι οι τούρκοι του Σμαήλπασα Πλιάσα. Στις 16 Νοεμβρίου, στο εκκλησάκι του Αϊ-Λιά της Άρτας, έγινε συνάντηση των απεσταλμένων των σουλιωτών Φωτομάρα, Καραϊσκάκη και Άγου, με το Γώγο Μπακόλα και τους άλλους αρχηγούς κι έβαλαν το σχέδιο για την τελική επίθεση κατά της Άρτας.
Τρακόσιοι σουλιώτες, θα περνούσαν το ποτάμι και από το Μαράτι, θά ‘πιαναν στο βορειοδυτικό άκρο της Άρτας τους μύλους και το Μουχούστι, προάστειο τότε της Άρτας, που γινόταν η ετήσια ζωοπανήγυρη κι εκατό από τις δυνάμεις που ήσαν στον Αϊ-Λιά, θα κατέβαιναν βορειοδυτικά γιά να πιάσουν το μοναστήρι της Οδηγήτριας και το εκκλησάκι των αγίων Αποστόλων. Αρχηγοί στους τρακόσιους ορίστηκαν ο Μάρκος, ο Καραϊσκάκης, ο Βέϊκος, ο Δράκος, ο Κουτελίδας, ο Τσαρακλής και το παιδί του Μούρτο Τζάλιου. Αρχηγοί των εκατό ορίστηκαν ο Φωτομάρας κι ο Μακρυγιάννης. Την ίδια μέρα (16 Νοεμβρίου) που στρώνονταν το σχέδιο, ο Μάρκος με τους Σουλιώτες του έκαναν έφοδο προς την γέφυρα της Άρτας.
Οι τούρκοι, παρ΄ότι είχαν κανόνια δυτικά από τη γέφυρα, πανικοβλήθησαν, τα εγκατέλειψαν κι έτρεχαν να σωθούν προς την πόλη. Μερικοί από τους Σουλιώτες πέρασαν τη γέφυρα κι ανακατωμένοι με τους τούρκους,έφτασαν ως το Μουχούστι.Ο Μάρκος Μπότσαρης εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στη γέφυρα κι είχε για προσκεφάλι του τη βάση ενός κανονιού, απ΄ αυτά που παράτησαν οι τούρκοι.Στις 17 Νοεμβρίου το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Οι τρακόσιοι Σουλιώτες όρμησαν από το Μαράτι, πέρασαν το ποτάμι, έφτασαν απέναντι. Πεζικό και καβαλαρία των τούρκων τους χτύπησε, αλλα αυτοί ήσαν «αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Ένα τουφέκι ρίξαν στους τούρκους και βγάλανε αμέσως τα σπαθιά και τους αφανίσαν και τους έμπασαν μέσα στη χώρα και εις το σαράι και γύρα εις τις δυνατές τους θέσεις κι εκεί τους άφησαν και πιάσαν τα διορισμένα πόστα τους οι τρακόσιοι».
Σύγχρονα, άλλοι Σουλιώτες πέρασαν σαν αστραπή τη γέφυρα και προχώρησαν στο Μουχούστι, σέρνοντας μαζί τους τα κυριευμένα τούρκικα κανόνια και χτυπώντας μ΄αυτά τους εχθρούς τους. Και οι εκατό του Αϊ-Λιά, είχαν να αντιμετωπίσουν οχτακόσιους τούρκους. Οι τούρκοι ήσαν στο μοναστήρι της Οδηγήτριας, στους Αγίους Αποστόλους και στην κούλια της Μητρόπολης κι από κει χτυπούσαν τους εκατό.«Αν ήμαστε οι εκατό κιοτήδες κι ανάξιοι, οι τριακόσιοι μας φιλοτίμησαν».Ρίχτηκε το πρώτο ντουφέκι, χτυπήθηκε ο πρώτος τούρκος, ύστερα άλλοι είκοσι, κι οι τούρκοι, με την ορμή των Ελλήνων φοβήθηκαν, παράτησαν την Οδηγήτρια και τ’ άλλα οχυρά τους στο μέρος αυτό και τράβηξαν προς την πόλη, στη δεύτερη, ας πούμε, οχυρωματική γραμμή, που ήταν η Παρηγορήτισσα και το Σαράι. Στην Παρηγορήτισσα μάλιστα, ο Πασόμπεης Γιαννιώτης είχε βάλει στα παράθυρά της κανονάκια. Αλλά ούτε στη γραμμή αυτή κρατήθηκαν οι τούρκοι.Οι Έλληνες τους έβγαλαν απ΄την Παρηγορήτισσα. Έτσι στο ύψωμα αυτό κι όλος ο μαχαλάς του βουνού έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Παράλληλα οι τρακόσιοι Σουλιώτες έβγαλαν τους τούρκους από το σαράι και τό ‘καψαν. Κατέλαβαν και το μισό παζάρι, που λεγόταν «γύφτικα».Την τελική επίθεση την έκανε ο Γώγος Μπακόλας στη Φανερωμένη και τις Πόρτες. Αλλά ο Χασάνπασας είχε εγκατασταθεί στο γαλλικό προξενείο (κονσουλάτο), που ήταν στο λόφο της Αγίας Θεοδώρας και μπορούσε από κει να ελέγχει το απέναντι βουνό, απ΄το οποίο κατέβαιναν οι Έλληνες.
Κι ενώ ο Γώγος κατελάμβανε τη Φανερωμένη και τις Πόρτες, μπήκαν στη μάχη κι οι αλβανοί του Ταχίρ Αμπάζη, του Άγο Βάσιαρη, του Ελμάζ-μπεη, κάπου δυό χιλιάδες, για να υποστηρίξουν τους συμμάχους τους Έλληνες. Ο Πουκεβίλ θα σημειώσει: «οι στρατιώται του Χριστού και του Μωάμεθ επολέμουν υπό τας αυτάς σημαίας».Κι ο Μάρκος Μπότσαρης ξεπερνάει τις τούρκικες κανονιοστοιχίες και προχωρεί στην κεντρική αγορά της πόλης. Απάνω στη μάχη συναντά τον Καραϊσκάκη, που ερχόταν από άλλο σημείο πολεμώντας.Οι δυό πολέμαρχοι, οι δυό ήρωες, ίσως οι αγνότεροι και τολμηρότεροι των ηρώων μας, πιάνουν ο ένας το χέρι του άλλου και χαιρετιούνται θερμά.Οι τούρκοι μαζεύονται στο εσωτερικό της πόλης. Πολλοί μπέηδες και αγάδες αλβανοί, «βλέποντες συμπολεμούντας μετά των Ελλήνων τους Άγο Μουχουρδάρην κλπ., αυτομόλησαν και εν λόγω τιμής παρεδόθησαν σύμμαχοι γενόμενοι και ούτοι», γράφει ο Φιλήμων.
Ο πόλεμος στην Άρτα κράτησε δεκάξι μέρες. Κι οι Έλληνες λιγόστευσαν, όχι από τα βόλια του εχθρού, αλλά γιατί καθένας που εξασφάλισε διάφορα λάφυρα απ΄τους εχθρούς, πήγαινε μακριά από την πόλη για να τα εξασφαλίσει. «Και είχαμεν μείνει πολλά ολίγοι, ως τρεις χιλιάδες, ότι πήρε ο καθείς των Αρτινών και πήγε εις τον τόπο του να τον σώσει» γράφει ο Μακρυγιάννης.
Πηγή: Αβέρωφ
Η Loran Denison ήταν έγκυος στο τέταρτο παιδί της το οποίο διαγνώστηκε με σύνδρομο Edwards*. Προχώρησε στην έκτρωσή του, αλλά ο γιος της γεννήθηκε ζωντανός. Οι γιατροί δεν φρόντισαν το μωρό της, όμως η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπά για 10 ώρες και εκείνη το κρατούσε στην αγκαλιά της. Ονόμασε τον γιο της Kiyo Bleu.
Στην έρευνα Γερμανών επιστημόνων αποκαλύπτεται ότι όσο αυξάνεται το ποσοστό εμβολιασμού τόσο υψηλότερη είναι η υπερβολική θνησιμότητα.
Ένας νέος όρος κάνει ολοένα και περισσότερο την εμφάνιση του και θα αποτελέσει το σημείο καμπής των επερχόμενων τεχνολογικών εξελίξεων.
Ο άγιος Brendan του Birr ήταν ένας από τους πρώτους Ιρλανδούς μοναχούς αγίους. Ήταν μοναχός και έπειτα ηγούμενος του 6ου αιώνα. Είναι γνωστός σαν “άγιος Brendan ο γηραιότερος” προκειμένου να τον ξεχωρίζουν από τον φίλο του άγιο Brendan τον πλοηγό. Ήταν ένας από τους δώδεκα αποστόλους της Ιρλανδίας, φίλος και υποτακτικός του αγίου Columba, και σύντροφος του Brendan του Clonfert.
Στην Χριστιανική Ιρλανδία η παράδοση των Δρυίδων κατέρρευσε με την εξάπλωση της νέας πίστης. Η μελέτη των Λατινικών και της Χριστιανικής Θεολογίας στα μοναστήρια άνθησε. Ο Brendan έγινε μαθητής στο μοναστηριακό σχολείο στο μοναστήρι του Clonard. Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα, μερικά από τα ποιο αξιοσημείωτα ονόματα στην ιστορία της Ιρλανδικής Χριστιανοσύνης φοίτησαν στο μοναστήρι Clonard. Λέγεται ότι ο αριθμός των σπουδαστών στο Clonard έφτανε τους 3.000. Δώδεκα μαθητές οι οποίοι σπούδασαν υπό τον άγιο Finian έγιναν γνωστοί σαν οι Δώδεκα Απόστολοι της Ιρλανδίας, ο Brendan του Birr ήταν ένας από αυτούς. Στο Clonard ο Brendan έγινε φίλος και σύντροφος του Brendan του Clonfert.
Ίδρυσε μοναστήρι στο Birr στην κεντρική Ιρλανδία γύρω στο 540, υπηρετώντας σαν ηγούμενος. Σε παλιά Ιρλανδικά γραπτά τον χαρακτηρίζουν σαν γενναιόδωρο και ελεήμονα άντρα με έφεση στην αγιοσύνη και την πνευματικότητα και μπορούσε να διακρίνει καθαρά τον χαρακτήρα του άλλου. Τον θεωρούσαν σαν έναν από του βασικούς προφήτες της Ιρλανδίας. Αυτό μαρτυρείτε στο όνομα που του δώσανε (Προφήτης της Ιρλανδίας), και στην συμμετοχή του στην σύνοδο του Meltown, στην οποία ο άγιος Columba είχε κληθεί προκειμένου να δικαστεί για τον ρόλο του στην μάχη του Cúl Dreimhne το 561. Ο Brendan μίλησε υπέρ του αγίου Columba προτρέποντας τους κληρικούς να καταδικάσουν σε εξορία τον άγιο Columba και όχι με αφορισμό.
Η φιλία του και η υποστήριξη του για τον Columba οδήγησε σε μια σημαντική σύνδεση ανάμεσα στο Birr και στα μοναστήρια του Columba. Ένας βοηθός του Columba είπε πως ο άγιος είδε ένα όραμα στο οποίο Άγγελοι μετέφεραν την ψυχή του αγίου Brendan μετά το θάνατο του. Έπειτα έδωσε εντολή να γίνεται θεία λειτουργία προς τιμήν του. Το μοναστήρι του Brendan θα έδινε αργότερα τα Ευαγγέλια MacRegol, τα οποία σήμερα φυλάσσονται στην βιβλιοθήκη Bodleian στην Οξφόρδη. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Νοεμβρίου.
Οι άγιοι ζούσαν επί Δεκίου του βασιλιά και του άρχοντα Ακυλίνου. Η αφορμή γι’ αυτούς της πίστεώς τους στον Χριστό και της τελειώσεώς τους είναι η παρακάτω: Σε τόπο της Βαλσατίας, που ονομαζόταν Ιερό, υπήρχε πολλή και πλούσια ανάδυση θερμών υδάτων, η οποία θεράπευε κατά παράδοξο τρόπο τις αρρώστιες. Εδώ λοιπόν έφτασε για θεραπεία του σώματός του ο άρχοντας της Ανατολής Ακυλίνος, ο οποίος είχε διατάξει να τον ακολουθήσουν δέσμιοι από τη Νικομήδεια και οι αθλητές που είχαν συλληφθεί για την πίστη τους στον Χριστό. Όταν πήγε στο τέμενος της Ίσιδος και πρόσφερε τις βδελυρές θυσίες του, διέταξε και τους αγίους να θυσιάσουν στα είδωλα και να τα προσκυνήσουν. Επειδή βεβαίως εκείνοι αρνήθηκαν να το κάνουν, έδωσε προσταγή να τους σκοτώσουν όλους με ξίφη. Έτσι οι γενναίοι γίνανε θαυμαστοί μάρτυρες του παμβασιλέως Χριστού του Θεού, με τη βοήθεια Εκείνου, τριακόσιοι εβδομήντα τον αριθμό.
Βλέποντας αυτούς ο άγιος Παράμονος, με μεγάλη φωνή φώναξε και είπε:
› Βλέπω μεγίστη ασέβεια. Διότι ο μιαρός αυτός κατασφάζει τόσους δικαίους και ξένους με παράλογο τρόπο.
Ο άρχοντας, όταν το άκουσε, καταλήφθηκε από μανία και διέταξε αμέσως να τον σκοτώσουν. Οι απεσταλμένοι του άρχοντα αφού συνέλαβαν τον Παράμονο, ο οποίος δεν γνώριζε τη διαταγή και συνέχιζε να βαδίζει στον τόπο που βρισκόταν, δεν ήθελαν ένας να διαπράξει τον φόνο, αλλά όλοι. Έτρεξαν λοιπόν να χύσουν αίμα αθώο, μπροστά στα μάτια του άρχοντα, με τα ίδια τους τα χέρια και με τα δικά τους όπλα. Άλλοι τότε τον κτυπούσαν με λόγχες, άλλοι με μυτερά καλάμια, περνώντας τα μέσα από τη γλώσσα και τα λοιπά μέλη του αγίου, μέχρις ότου μπροστά στον τύραννο τον σκότωσαν στον τόπο που είπαμε, και τον έστειλαν έτσι στις ουράνιες σκηνές. Στον ίδιο χώρο με τους αγίους τριακοσίους εβδομήντα μάρτυρες και στις ίδιες θήκες με αυτούς συγκαταριθμήθηκε και ο άγιος και κατατέθηκε το λείψανό του.
Αυτό που θαυμάζει κανείς στον άγιο Παράμονο εξαρχής, είναι η αντίδρασή του μπροστά σε μία εξώφθαλμη αδικία. Μπροστά στο τρομερό γεγονός του μαρτυρικού θανάτου τόσων ανθρώπων, η ψυχή του «πνίγεται» και αντιδρά. Δεν κρύβεται, δεν κάνει τον «ανήξερο», δεν ακολουθεί τον δρόμο της «σύνεσης», για να μην πάθει κι εκείνος τίποτε – έβλεπε οπλισμένους στρατιώτες και την εξουσία του τόπου, συνεπώς ανθρωπόμορφα θηρία που μπορούσαν να του κάνουν κακό – με άλλα λόγια, δεν ακολουθεί την «πεπατημένη» του ιερέα και του λευίτη της παραβολής του καλού Σαμαρείτη – «ύπτιος εν καιρώ των αγώνων ου γέγονας, εγηγερμένος δε μάλλον και προς θείαν άθλησιν ρωμαλέος», δηλαδή: δεν ήσουνα ξαπλωμένος στον καιρό των αγώνων, αλλά μάλλον όρθιος και ρωμαλέος για τη θεία άθληση - αλλά αφήνει να εκφραστεί η αγανάκτησή του, με τρόπο που να ακουστεί. Κι αυτή η αντίδρασή του, η οποία τελικώς θα στοιχίσει και τη δική του ζωή, φανέρωσε την υπάρχουσα μέσα του καλή διάθεση της ψυχής. Ο άγιος Παράμονος είχε καλή καρδιά, που διατηρούσε μέσα της ανθρωπιά, δηλαδή αγάπη. Μας το αποκαλύπτει ο απόστολος Παύλος, όταν θα πει μεταξύ των άλλων ότι «η αγάπη ου χαίρει επί τη αδικία». Έτσι ο άγιος Παράμονος λειτούργησε σαν τον καλό Σαμαρείτη, που ναι μεν δεν μπορούσε να βοηθήσει τους σφαγιαζομένους μάρτυρες, αν είχε όμως τη δυνατότητα, θα το έκανε.
Ο άγιος υμνογράφος κινείται σ’ αυτό το σκεπτικό. Θεωρεί μάλιστα ότι όχι μόνον η αντίδρασή του αγίου ήταν θέμα αληθινής ανθρωπιάς, αλλά και χάρης Θεού, θεϊκού ζήλου. Διότι μόνον ένας που η καρδιά του νύττεται από ζήλο Θεού, μπορεί και αυτός να θελχθεί από το μαρτύριο των αγίων, πολύ περισσότερο να γίνει και ο ίδιος μάρτυρας. «Δια τον πάντων Θεόν και Βασιλέα, δήμον πολυάριθμον κατασφαττόμενον κατανοήσας, Παράμονε, τω θείω ζήλω όλως εθέλχθης και ανεβόησας∙ Χριστού δούλος γνήσιος υπάρχω πάντοτε∙ γνώτε παράνομοι τύραννοι∙ και ως αρνίον άκακον θύεσθαι νυν αυτόκλητος παρεγενόμην». (Μόλις κατενόησες, Παράμονε, ότι ο πολυάριθμος δήμος των μαρτύρων κατασφάττεται για την πίστη του πάντων Θεού και βασιλέα, θέλχθηκες εντελώς από τον ζήλο του Θεού και φώναξες δυνατά: Είμαι πάντοτε κι εγώ γνήσιος δούλος Χριστού. Μάθετέ το παράνομοι τύραννοι. Και να, τώρα, παρευρίσκομαι από μόνος μου, προκειμένου να θυσιαστώ σαν άκακο αρνί).
Εκείνο που κινητοποίησε τον άγιο Παράμονο, ώστε να προκληθεί και να θεριέψει η πίστη του στον Χριστό, ήταν βεβαίως το παράδειγμα των πολυαρίθμων μαρτύρων. Δεν άκουσε λόγια περί Χριστού – αναγκαία ασφαλώς κι αυτά – δεν διάβασε κάτι για Εκείνον. Είδε σαρκωμένη και έμπρακτη την πίστη. Και ζήλεψε. Και κινητοποιήθηκε. Και αντέδρασε. Και έγινε και αυτός μάρτυρας. «Υπομονήν εκπληττόμενος των μαρτύρων και την αυτών τελείωσιν, ένδοξε, θαυμάζων, τούτοις εκοινώνησας του ζήλου της πίστεως και της υπερτίμου αθλήσεως». (Μένοντας έκπληκτος, ένδοξε, από την υπομονή των μαρτύρων, και θαυμάζοντας το τέλος τους, έγινες κοινωνός μ’ αυτούς στον ζήλο της πίστεώς τους και της υπέρτιμης άθλησής τους). Για να αποδειχτεί για μία ακόμη φορά ότι μεγαλύτερο μάθημα πίστεως από το προσωπικό παράδειγμα, από την πράξη της ζωής, δεν υπάρχει. Που σημαίνει: αν θέλουμε να βοηθήσουμε κι εμείς τον παραπαίοντα κόσμο μας, που ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ πίστεως και απιστίας, αν θέλουμε η πίστη του Χριστού να φουντώσει, πέρα από τη χάρη Εκείνου που έτσι κι αλλιώς μας τη δίνει πλουσιοπάροχα κάθε στιγμή, χρειάζεται και η δική μας συνέργεια. Κι αυτό σημαίνει πρωτίστως: λιγότερα λόγια και προσωπικό παράδειγμα. Την ώρα που ο κάθε πιστός μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, εκείνην την ώρα προσφέρεται ο ουρανός στους άλλους ανθρώπους και λάμπει ο ήλιος της πίστεως.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.
ΚάθισμαἮχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Πηγή: Ακολουθείν. Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ο Ερντογάν, φαίνεται ότι έχει αποκτήσει μια συνήθεια. Του αρέσει να αγοράζει πλωτά γεωτρύπανα με άρωμα ελληνικό! Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι τα εργαλεία που αγοράζει για την Turkish Petroleum (τα πλωτά τουρκικά γεωτρύπανα), κάποτε βρίσκονταν σε χέρια ελληνικά. Μάλιστα τα δύο πρώτα είχαν άρωμα Αθήνας, ενώ τα δύο επόμενα άρωμα Λευκωσίας!
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη που μεταδίδεται από τα κανάλια Altas TV και Αχελώος TV (Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021)
Ο Ίων Δραγούμης (1878 - 31 Ιουλίου 1920), ήταν μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας. Υπήρξε ήρωας των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων της εποχής του, πολιτικός, διανοούμενος αλλά και συγγραφέας.
εξιστορεί στο protothema.gr η κόρη του, Ελένη Κόκκα, που μετέβη στην Κύπρο - Τα οστά του εντοπίστηκαν στο Κιονέλι, το χωριό της Λευκωσίας, όπου έπεσε νεκρός
O όσιος Θεοδόσιος (βουλγαρικής καταγωγής) έζησε στα τέλη του 13ου αιώνος στην περιοχή του Τυρνόβου. Υπήρξε μια μεγάλη εκκλησιαστική μορφή της εποχής του. Είναι εκείνος πού πρώτος έφερε στη Βουλγαρία τη διδασκαλία του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου και το ορθόδοξο ασκητικό ήθος του Αγίου Όρους.
Ο ισχυρός πόθος του να αφιερωθεί στον Θεό από τη νεανική του ηλικία τον έκανε να απαρνηθεί τα εγκόσμια, πατρίδα, περιουσία και συγγενείς, και να πορευθεί στη Μονή του Αγίου Νικολάου του Άρτσάρ (περιοχή Βιδυνίου). Έκεί απορροφήθηκε από τη μελέτη των Αγίων Γραφών. Αποστήθισε το Ψαλτήριο και προσευχόταν απερίσπαστα καλλιεργώντας τις αρετές της νηστείας, της ταπεινοφροσύνης και της υπακοής. Όταν έκοιμήθη ό πνευματικός του καθοδηγός Ίώβ, αναχώρησε για την Ιερά Μονή της Θεοτόκου της Οδηγήτριας στο Τύρνοβο. Έκεΐ μέσα στην ησυχία των δασών του Σλίβεν με μια ομάδα ασκητών μοναχών απολάμβανε την παρουσία του Θεού και ζοΰσε πλημμυρισμένος από τη θεία Χάρη του.
Συντομα όμως αναχώρησε για τη Μονή της Θεοτόκου Έπικέρνους αναζητώντας νέο πνευματικό οδηγό. Ό Κύριος ικανοποίησε τον βαθύ πόθο του δούλου του.Έκεί στα σύνορα της Βουλγαρίας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατέφθασε τότε από το Άγιον "Ορος ό μεγάλος ασκητής και όσιος, ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης με συνοδεία μαθητών. Οι ληστρικές επιδρομές Σαρακηνών πειρατών είχαν καταστήσει το Άγιον Όρος την εποχή εκείνη δύσκολο τόπο ασκήσεως.Συνάντησε λοιπόν ό όσιος Θεοδόσιος τον όσιο Γρηγόριο καί συνέβη, όπως λέει ό βιογράφος του, να έλκυσθεί από αυτόν τόσο ισχυρά «όπως ό σίδηρος έλκεται από τον μαγνήτη».
Ό Θεοδόσιος ανακάλυψε στο πρόσωπο του οσίου Γρηγορίου πνευματικό θησαυρό. Αφοσιώθηκε στο νέο του γέροντα απορροφώντας με δίψα το ασκητικό του ήθος αλλά και τις σοφές διδαχές του. Σύντομα ό Θεοδόσιος αναδείχθηκε πρότυπο μονάχου, έγινε «υπόδειγμα υπακοής καϊ ζηλωτής νοεράς προσευχής». Στή συνοδεία αυτή γνώρισε και συνεδέθη με πνευματική φιλία και με τον όσιο Ρωμύλο. Δυστυχώς όμως ό Θεοδόσιος δεν απόλαυσε για πολύ τη χαρά του Κοινοβίου, γιατί ό όσιος Γρηγόριος έκοιμήθη. Οι μοναχοί προέκριναν για νέο ηγούμενο τον όσιο και ευλαβή Θεοδόσιο.
Αυτός όμως έντονα αρνήθηκε και αναχώρησε αμέσως με τον συμμοναστή του Ρωμύλο για την περιοχή του Σλίβεν και τον Αθωνα για μελέτη των έργων των αγίων Πατέρων. Επειδή όμως οί πειρατείες δεν είχαν κοπάσει, σύντομα αναχώρησε και από εδώ. Και μετά από επίπονη περιοδεία (Θεσσαλονίκη - Βέροια - Κωνσταντινούπολη - Παρορια, Σλίβεν) κατέληξε στο όρος Κελιφάρεβο (κοντά στο σημερινό Μπουργκάς στη Μαύρη θάλασσα). Εκεί με τη συνδρομή του Βούλγαρου βασιλιά Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371), πού αγαπούσε και θαύμαζε πολύ τον Μοναχισμό και τον βυζαντινό πολιτισμό, έκτισε Μονή.
Το ιερό αυτό συγκρότημα από 50 περίπου μοναχούς πού διηύθυνε ό Θεοδόσιος θεμελιώθηκε στις πνευματικές αυστηρές βάσεις της ασκητικής διδασκαλίας του οσίου Γρηγορίου. Υπήρξε φάρος της Ορθοδοξίας πού εξέπεμπε το φως του γνήσιου ήσυχασμού σ' όλη τη Βουλγαρία και έξω από τα σύνορα της. Έκεϊ οί μοναχοί «αντέγραφαν χειρόγραφα και μετέφραζαν στα Σλαβονικά έργα μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας» μεταγγίζοντας στη χώρα τους την αγιοπνευματικη εμπειρία της Ορθοδοξίας. Σ' αυτή τη Μονή έφθαναν μαθητές από τη Σερβία, Ουγγαρία και Βλαχία για να φωτισθούν και να ακούσουν την ορθόδοξη διδασκαλία. Ή Μονή υπήρξε ακόμη και κέντρο άντιαιρετικό πού αντιμετώπιζε με σθένος τους οπαδούς των αιρετικών Βαρλαάμ και Ακίνδυνου, τους Βογομίλους και Ίουδάίζοντες.
Μεγάλη υπήρξε ή συμβολή του οσίου Θεοδοσίου και στη Σύνοδο της Βουλγαρίας του 1359, πού συγκλήθηκε για θέματα αιρέσεων. Ό ίδιος ό Όσιος προήδρευσε σ' αυτήν και με τη δυναμική του συμβολή χάρισε νίκη στην Ορθοδοξία. "Ομως επιδρομές αλλοθρήσκων ανάγκασαν τον Θεοδόσιο να αναχωρήσει από το Μοναστήρι. Αποσύρεται λοιπόν σε απρόσιτο σπήλαιο, όπου έζησε έκεί τρία χρόνια με αυστηρότερη άσκηση.Ασθένεια όμως βαριά τον καθήλωσε επί είκοσι μήνες. Αγόγγυστα ύπέμενε τη νέα δοκιμασία ευρισκόμενος πάντα ξαπλωμένος με αχώριστο σύντροφο τη νοερά προσευχή και την ιερά μελέτη.
Επιθυμούσε όμως πολύ πριν πεθάνει να επισκεφθεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο τον Α', παλαιό φίλο και συμμαθητή του. Έφθασε λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και του υπέβαλε ευλαβικά τη «μετάνοια» του. Ζήτησε την ευλογία του και συζήτησε μαζί του με εγκαρδιότητα όχι μόνο θέματα πνευματικής ζωής αλλά και για προβλήματα της Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Μέχρι το τέλος της ζωής του ό μακάριος όσιος Θεοδόσιος παρέμεινε στη Βασιλεύουσα στην Ιερά Μονή του Άγιου Μάμαντος.
Προαισθανόμενος το τέλος του κάλεσε γύρω του τους μαθητές του αφήνοντας τους τις τελευταίες του υποθήκες. Τους είπε: «Να είστε αυστηροί στα δόγματα, να μένετε προσηλωμένοι στο Θεό, να προσεύχεσθε, να άγνίζετε τα συναισθήματα σας και να εύαρεστείτε στον πανάγιο Θεό με τον αγώνα σας».
Οί μαθητές ασπάστηκαν με δάκρυα τα χέρια και τα πόδια του άγιου καθοδηγού τους. Και άφοΰ ό Όσιος άπήγγειλε το «Πιστεύω» και μετέλαβε με κατάνυξη τα Άχραντα Μυστήρια, παραδόθηκε σε έκσταση βλέποντας γύρω του φωτοειδεϊς Αγγέλους. Και με ειρηνικό μειδίαμα στα χείλη κλείνοντας τα βλέφαρα του παρέδωσε την ψυχή του στον Δημιουργό του, τον Κύριο και Θεό μας, στις 27 Νοεμβρίου του 1363. Τότε γέμισε το κελλί του από μια άρρητη ευωδιά.
'Ο Κύριος δόξασε τον δούλο του και πιστό του μαθητή Θεοδόσιο. Ή κηδεία του έγινε στην Κωνσταντινούπολη με μεγαλοπρέπεια με την παρουσία του Πατριάρχου και τής'Ιεράς Συνόδου. Το έργο του οσίου Θεοδοσίου δεν έσβησε. Δικά του πνευματικά αναστήματα εϊναι ό άγιος Κυπριανός Κιέβου (16/9) και ό άγιος Ευθύμιος Πατριάρχης Τυρνόβου(20/1).
Το αγνό, γνήσιο και αυθεντικό ήθος και δόγμα της "Ορθοδοξίας μας, πού μας χάρισε ό πανάγιος Θεός, ας το απολαμβάνουμε. Και ας το μεταλαμπαδεύουμε γύρω μας με καύχηση εν Κυρίω και με συναίσθηση ευθύνης όπως ό όσιος Θεοδόσιος ό εν Τυρνόβω.
Πηγή: (Από το περιοδικό «Ο Σωτήρ», τ. 1989) Προσκυνητής
Ὁ Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμασκηνὸς εἶναι ἐξέχουσα μορφὴ ἁγίου Ἱεράρχου ὄχι μόνον τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλὰ ὅλων τῶν χρόνων τῆς δουλείας, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ πνευματικὸ φάρο ποὺ κατέλαμψε τὸ τότε πνευματικὸ σκότος τοῦ Γένους, δοξάζοντας καὶ τὴν περίφημη Ἐπισκοπὴ Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἡ ὁποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σὲ αὐτόν.
Γεννημένος περὶ τὸ 1520 στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου ἔλαβε ἄριστη μόρφωση, ὁ ἅγιός μας -κατὰ κόσμον ἴσως Δημήτριος- μετέβη νέος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου πρὶν τό 1546 ἔγινε Μοναχὸς τῆς Ἀδελφότητος «τῶν Στουδιτῶν», λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Δαμασκηνὸς καὶ τὴν προσωνυμία «Στουδίτης»· ἤδη ὡς ὑποδιάκονος, σπου-δάζοντας στὴν περίφημη Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία, ὑπῆρ-ξε καὶ περιφανὴς ἱεροκήρυκας τῆς Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ὠφελείας, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἀποτέλεσαν τὸ ὑλικὸ γιὰ τὸ βιβλίο του «Θησαυρός».
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1550 καὶ 1558 ὁ Ἅγιος Δαμασκη-νὸς δραστηριοποιήθηκε στὴν περιοχὴ τῶν Τρικάλων, πιθανότατα ὡς Διδάσκαλος τῆς ἐκεῖ Σχολῆς, καὶ πρὶν τὸ 1558 ἔλαβε τὴν Ἱερωσύνη. Στὸ ἴδιο διάστημα μετέβη καὶ στὴ Βενετία γιὰ νὰ τυπώσει τὸν δημοφιλῆ «Θησαυρό».
Τὸ 1560 στὸ Ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων («Ροτόντα») τῆς Θεσσαλονίκης ὁ Ἱερομόναχος Δαμασκηνὸς χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνᾶ (τόν πρό τοῦ 1560-65· δὲν πρόκειται περὶ τοῦ γνωστοῦ ἁγίου).
Παρὰ τὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ἦταν μόνον Ἐπίσκοπος, ὡστόσο δὲν ἔπαυσε νὰ διαλάμπει μὲ τὸν συν-δυασμὸ τῆς λαμπρῆς παιδείας του καὶ τῆς ἄμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ὁ Γερμανὸς θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546-1612), μολονότι ἐχθρικὸς πρὸς τὴν Ὀρθο-δοξία, ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμα-σκηνὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς πιὸ μορφωμένους Ὀρθοδόξους Κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀπὸ αὐτούς ἦταν ὁ πιὸ ἐπαινετὸς «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».
Λόγῳ τῶν χαρισμάτων του αὐτῶν ὁ Ἅγιος ἀπέλαυε τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν Πατριαρχῶν γιὰ σημαίνουσες ἀποστολές ὡς Ἔξαρχος, ὅπως στὸ Ἅγιον Ὄρος (1567), ἀλλὰ καὶ στὴ Μικρὰ Ρωσία (Οὐκρανία), ὅπου στὰ ἔτη 1565-1572 ὁ Δαμασκηνὸς συνετέλεσε ἀποφασιστικά στὴν κατανίκηση τῆς αἱρετικῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας. Ἀργότερα, κατὰ τὴν Πατριαρχία τοῦ Ἱερεμίου Β΄τοῦ Τρανοῦ (†1595), ὁ ὁποῖος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου, ὁ Δαμασκηνὸς ἔλαβε μέρος στὴ σύνταξη τῆς πατριαρχικῆς δογματικῆς ἀπαντήσεως (1572-73) στοὺς Λουθηρανοὺς Προτεστάντες τῆς Τυβίγγης, διετέλεσε δὲ καὶ τοποτηρητὴς τοῦ Θρόνου στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ ἀρκετοὺς μῆνες, κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Πατριάρχου.
Τὸ 1574, ὁ Ἅγιός μας προβιβάσθηκε σὲ «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ὡς Δαμασκηνὸς Γ΄ ὁ Στουδίτης, θρόνο ποὺ ὑπηρέτησε ἐπὶ δύο περίπου ἔτη, μέχρι τὸ 1576, ὅταν συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῶν λογίων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγο ἀργότερα, τὸ σωτήριον ἔτος 1577, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ καὶ ἐτάφη στὴ μητροπολιτική του περιφέρεια, στὴ Ναύπακτο ἢ τὴν Ἄρτα. Ἐπίγραμμα ἀναφερόμενο στὸν Ἅγιο, πλέκει τὸν ἔπαινό του, χαρακτηρίζοντας τὸν Δαμασκηνὸ ὡς «σοφία τῶν Ἑλλήνων» καὶ τὸν θάνατό του ὡς κακὴ στιγμή, ἡ ὁποία ἄφησε τοὺς φιλέλληνες ὀρφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».
Στὰ συγγράμματά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θησαυρός», τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορὲς μέχρι τὸ 1926) καὶ ποὺ μαρτυρεῖ τὰ γνήσια μοναχικὰ του βιώματα καὶ τὸ σέβας στὴν Ὀρθοδοξία καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, ὅπως Κανόνες πρὸς τιμὴν τοῦ Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554), ποιήματα πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας σὲ ὁμηρικὴ γλῶσσα, μία Παραίνεσις πρὸς Μοναχούς, καὶ ἄλλα, ὅπως σύγγραμμα ζωολογίας καὶ ἕτερο μετεω-ρολογίας, ποὺ πιστοποιοῦν τὴν εὐρεῖα παιδεία του. Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς πρέπει νὰ ὑπῆρξε διδάσκαλος καὶ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς τελευταίους Στουδίτες, τοῦ Ὁσίου Διονυσίου τοῦ «Ρήτορος» (†1606), μετέπειτα ἀσκητοῦ στὴ Μικρὰ Ἁγία Ἄννα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Παρὰ τὴ λιπαρή του παιδεία, χάρις στὴν ὁποία κατεῖχε ἄριστα τὴν ὁμηρικὴ καὶ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο, ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης, Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἔγραφε καὶ σὲ ἁπλῆ καὶ καθαρὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε πολλὴν ἀνάγκη τῆς «στερεᾶς τροφῆς» τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ «Θησαυρὸς» τοῦ Δαμασκηνοῦ ὑπῆρξε τὸ πιὸ διαδεδομένο στὸν τομέα του βιβλίο καὶ ἐνίσχυσε τὸ δοῦλο Γένος στὶς θλίψεις καὶ τὰ μαρτύρια. Ἡ προσφορά του ἐπεκτάθηκε ὅταν μεταφράσθηκε καὶ στὰ τουρκικά (1731), γιὰ τοὺς τουρκόφωνους Ρωμηούς, στὰ σερβικὰ (1580) καὶ τὰ ρωσικά (1656,1715). Ἰδιαιτέρως στὴ Βουλγαρία θεωρεῖται ὅτι ἡ μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) ἀπέτρεψε τὸν ἐκτουρκισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων Βουλγάρων.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον, εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον, τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς, πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.
Πηγή: (Έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου Παντοκράτορος Μελισσοωρίου) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...