Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στις 5 Ιανουαρίου του 1822, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, επικεφαλής 600 Μανιατών, αποδεχόμενος την πρόσκληση του επισκόπου Καρυστίας Νεοφύτου, αποβιβάζεται στο Αλιβέρι και τίθεται επικεφαλής των Ελληνικών δυνάμεων για την απελευθέρωση της Καρύστου και της Νότιας Εύβοιας γενικότερα. Μολονότι οι ντόπιοι στρατιωτικοί είχαν ανακηρύξει αρχηγό τον Βάσο Μαυροβουνιώτη και υπήρχαν επίσης οι ηγετικές μορφές του Νικολάου Κριεζιώτη και του Αγγελή Γοβγίνα, η άφιξη του 27χρονου Ηλία Μαυρομιχάλη έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, αφού ήταν γνωστές οι στρατιωτικές του ικανότητες. Νωρίτερα, ο επίσκοπος Καρυστίας, που χρηματοδοτούσε τις επαναστατικές δυνάμεις στην περιοχή, είχε απορρίψει πρόταση του Οδυσσέα Ανδρούτσου να συνδράμει στις επιχειρήσεις, επειδή τον θεωρούσε απρόβλεπτο!
Η είδηση για την άφιξη των Μανιατών στο Αλιβέρι ανησύχησε τον πανίσχυρο μπέη της Καρύστου και ικανό στρατιωτικό Ομέρ, που αμέσως σκέφθηκε να επιτεθεί κατά των Ελλήνων στο Αλιβέρι, προτού αυτοί επιχειρήσουν κάθοδο προς την Κάρυστο. Για κάθε ενδεχόμενο ενίσχυσε τα Στύρα, που ήταν υποχρεωτικό πέρασμα για τις Ελληνικές δυνάμεις, με 150 άνδρες και επικεφαλής τον γαμπρό του Γιουσούφ Αγά.
Μόλις ο Ηλίας Μαυρομιχάλης πληροφορήθηκε την άφιξη των ανδρών του Γιουσούφ στα Στύρα, κινήθηκε εναντίον του με 1.000 άνδρες και στις 11 Ιανουαρίου στρατοπέδευσε στις Κουβέλες, στα βόρεια περίχωρα των Στύρων. Υπό τις διαταγές του τέθηκαν οι τοπικοί πολέμαρχοι Μαυροβουνιώτης, Κόττας και Κριεζιώτης.
Την επομένη το πρωί, ο Μαυροβουνιώτης, χωρίς να συνεννοηθεί με τον Μαυρομιχάλη, όρμησε εναντίον των Τούρκων, που είχαν βγει από τα Στύρα για να χτυπήσουν το Ελληνικό στρατόπεδο, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Τότε, ο Μαυρομιχάλης μπήκε στην μάχη με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις. Κατόρθωσε να τους νικήσει στην θέση Άγιος Βασίλειος και στην συνέχεια να πολιορκήσει τα Στύρα. Οι Τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 27 νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Στο μεταξύ, ο Ομέρ που είχε πληροφορηθεί τις κινήσεις των Ελλήνων, έσπευσε με 300 πεζούς και ιππείς στην Κάρυστο. Πέρασε σχεδόν ανενόχλητος από την θέση Διακόφτι (πλησίον του χωριού Κάψαλα, νότια των Στύρων), το μόνο πέρασμα που θα μπορούσαν να τον αναχαιτίσουν οι Έλληνες. Είναι αλήθεια ότι ο Κριεζιώτης το είχε επισημάνει στον Μαυρομιχάλη, αλλά αυτός τον άκουσε καθυστερημένα. Έστειλε τον θείο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, τον Μαυροβουνιώτη και τον Κόττα, οι οποίοι όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν τους άνδρες του Ομέρ, αλλά διασκορπίστηκαν από το ιππικό του και δεν μπόρεσαν στην συνέχεια να δώσουν χείρα βοηθείας στον Μαυρομιχάλη.
Με τον ελιγμό του Ομέρ, οι Ελληνικές δυνάμεις που πολιορκούσαν τα Στύρα βρέθηκαν περικυκλωμένες. Τότε, οι περισσότεροι Μανιάτες βλέποντας το μάταιο του αγώνα, εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης. Ο Μαυρομιχάλης, παρά την προτροπή του Κριεζιώτη να υποχωρήσουν και να δώσουν άλλη ημέρα την μάχη, θεώρησε αδιανόητο να λιποψυχήσει. Κλείσθηκε με επτά συντρόφους του στον Κοκκινόμυλο, έναν ερειπωμένο ανεμόμυλο των Στύρων και αποφάσισε να αντιτάξει άμυνα μέχρις εσχάτων.
Επί δύο ώρες οι γενναίοι Μανιάτες αγωνίσθηκαν με αυτοθυσία. Μετά την εξάντληση των πυρομαχικών τους, όσοι είχαν απομείνει άρχισαν να λιθοβολούν τους εχθρούς τους! Σε μια στιγμή, ο τραυματισμένος Μαυρομιχάλης προσπάθησε να σπάσει τον εχθρικό κλοιό με το σπαθί του, αλλά έπεσε νεκρός από την σπαθιά ενός Τούρκου. Από τους επτά γενναίους συντρόφους του μόνο ένας διασώθηκε!
Αμέσως μετά την κατάληψη του Κοκκινόμυλου, ο τούρκος σημαιοφόρος ονόματι Μερτάνης, έκοψε το κεφάλι του Μαυρομιχάλη και πήρε ως λάφυρο το σπαθί του. Το κεφάλι του μεταφέρθηκε ενώπιον του Ομέρ, ο οποίος θαυμάζοντας την γενναιότητα και την ομορφιά του γενναίου Μανιάτη οπλαρχηγού, είπε: «Κρίμα τον άνδρα!».
Τα κεφάλια των σκοτωμένων Μανιατών καρφώθηκαν σε πασσάλους και εκτέθηκαν στο κέντρο των Στύρων προς υποδήλωση του θριάμβου των Τούρκων και προς εκφοβισμό του Ελληνικού άμαχου πληθυσμού. Τελικά, το κεφάλι του Ηλία Μαυρομιχάλη στάλθηκε ως δώρο στον σουλτάνο Μαχμούτ από τον Ομέρ Μπέη.
Πηγή: Περί Πάτρης
11 Ιανουαρίου 1828 ο Καποδίστριας απεβιβάσθη στην Αίγινα. Ο Γ. Τερτσέτης στα «Απόλογα για τον Καποδίστρια» περιγράφει συνομιλία του Κυβερνήτη με τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη:
Πλοιοκτήτης, έμπορος και εθνικός ευεργέτης. Γεννήθηκε το 1745 στα Ψαρά και ήταν γιος του Ανδρέα Λεοντίδη και της Μαρίας Μάρου. Σε ηλικία 17 ετών ήταν ήδη ένας έμπειρος ναυτικός με δικό του πλοίο («Άγιος Ανδρέας»). Ξόδεψε όλη του την περιουσία για να το μετατρέψει σε πολεμικό και το 1768 το ενέταξε στη δύναμη του ρωσικού ναυτικού, που μαχόταν τους Οθωμανούς (Ρωσοτουρκικός Πόλεμος 1768-1774). Επέδειξε ιδιαίτερες οργανωτικές και πολεμικές ικανότητες κατά την Ναυμαχία του Τσεσμέ (5 - 7 Ιουλίου 1770), με αποτέλεσμα οι συναγωνιστές του να του κολλήσουν το παρατσούκλι Βαρβάκης (από το αρπακτικό πουλί βαρβάκι). Του άρεσε και το χρησιμοποίησε ως επίθετο για το υπόλοιπο της ζωής του!
Μετά την υπογραφή της ταπεινωτικής για τους Οθωμανούς, Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (21 Ιουλίου 1774), ο Βαρβάκης βρέθηκε άφραγκος, αφού το καράβι του κατασχέθηκε από τις τουρκικές αρχές, όταν επεχείρησε να το πουλήσει στην Κωνσταντινούπολη. Σκέφθηκε να μεταβεί στην Ρωσία και να ζητήσει ακρόαση από την Αικατερίνη την Μεγάλη, όπου θα της διεκτραγωδούσε την κατάστασή του, αλλά και θα τις τόνιζε τις υπηρεσίες που προσέφερε στην χώρα της. Η συνάντηση κλείστηκε στην Αγία Πετρούπολη με την μεσολάβηση του στρατάρχη Ποτέμκιν, εραστή της τσαρίνας.
Η Αικατερίνη προς μεγάλη του έκπληξη φάνηκε γενναιόδωρη μαζί του. Για τις υπηρεσίες του προς την Ρωσία, τον ονόμασε Ανθυποπλοίαρχο του ρωσικού πολεμικού ναυτικού, του έδωσε προνομιακή άδεια αλιείας στην Κασπία Θάλασσα και 1.000 χρυσά ρούβλια. Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς Βαρβάτσι, ήταν τώρα ρώσος πολίτης.
Με τα χρήματα της τσαρίνας και την άδεια αλιείας ανά χείρας και αφού διήνυσε απόσταση 5.000 χιλιομέτρων από την Αγία Πετρούπολη εγκαταστάθηκε στο Αστραχάν. Μέσα σε λίγα χρόνια έγινε πάμπλουτος από την αλιεία οξύρρυγχου και το εμπόριο του χαβιαριού. Το 1788 είχε στην δούλεψή του 3.000 άτομα. Μεγάλο μέρος της περιουσίας του το διέθεσε για κοινωφελή έργα στην περιοχή (γέφυρες, νοσοκομείο, διώρυγα κλπ).
Για τις υπηρεσίες αυτές παρασημοφορήθηκε από τον τσάρο Αλέξανδρο Α' και το 1810 απέκτησε τίτλους ευγενείας αυτός και η οικογένειά του. Το 1812 μετακόμισε πιο δυτικά και συγκεκριμένα στην πόλη Ταγκαρόγκ (Ταϊγάνι), όπου ανθούσε μια μεγάλη Ελληνική κοινότητα. Διέθεσε 600.000 ρούβλια για την ανέγερση ενός επιβλητικού μοναστηριού, όπου εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία για τον τσάρο Αλέξανδρο Α'.
Ο Βαρβάκης δεν ξέχασε την πατρίδα του και βοήθησε παντοιοτρόπως τους επαναστατημένους Έλληνες. Μετά την καταστροφή των Ψαρών επανήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Ζάκυνθο, όπου πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 1825. Δύο μέρες νωρίτερα, με την διαθήκη του κληροδότησε το μεγαλύτερο μέρος για την ανέγερση Λυκείου («Βαρβάκειο»), την κλειστή αγορά («Βαρβάκειος Αγορά»), την συντήρηση απόρων οικογενειών και την εξαγορά αιχμαλώτων.
Ανδριάντας του Ιωάννη Βαρβάκη βρίσκεται στο Ζάππειο.
Πηγή: Περί Πάτρης
Μετά την πτώση του Ναυπλίου 30 Νοεμβρίου 1822 οι Τούρκοι της Κορίνθου μαστιζόμενοι από την πείνα και τις αρρώστιες βρέθηκαν σε αξιοθρήνητη κατάσταση . Στο μεταξύ πέθανε και ο Μαχμούτ-Ζίχναλης και την αρχηγία του στρατού ανέλαβε ο Αρχηγός του Ιππικού Δελή-Αχμέτ.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1828 δημοσιεύεται το διάταγμα, με το οποίο ο Ιωάννης Καποδίστριας ιδρύει στο Ναύπλιο τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Η σύσταση και η λειτουργία της στρατιωτικής σχολής ξεκίνησε λίγο αργότερα την 1η Ιουλίου 1828.
Την οργάνωση της Σχολής ο Καποδίστριας την ανέθεσε στον συνταγματάρχη Heideck, γεγονός που πιθανόν να οφείλεται στο ότι ο Καποδίστριας δεν ήθελε μεγάλη ανάμειξη των Γάλλων στα ζητήματα του στρατού. Ο Κυβερνήτης έδωσε στους μαθητές της νεοσύστατης Σχολής το όνομα Ευέλπιδες.
Ο πρώτης Διοικητής της Σχολής
Διοικητής της Σχολής τα πρώτα χρόνια ήταν ο Ιταλός Λοχαγός Σαλτάλι και ανώτερος επόπτης ο Βαυαρός Συνταγματάρχης Έιδεκ. Το διάταγμα της ίδρυσής της θα υπογραφεί αργότερα, στις 21 Δεκεμβρίου 1828. «Άρχεσθαι μαθών άρχειν επιστήσει» το μότο της σχολής.
Για αρκετό καιρό (1894-1982) έδρευε σε εγκαταστάσεις βόρεια του Πεδίου του Άρεως στην Αθήνα, όπου σήμερα στεγάζεται το Πρωτοδικείο Αθηνών, εκτός του παλαιού Διοικητηρίου, στο οποίο σήμερα στεγάζεται η Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το 1982 μετακινήθηκε στο σημερινό της στρατόπεδο στη Βάρη. Εκεί βρίσκονται στρατώνες, σύγχρονες κτιριακές εγκαταστάσεις, υπαίθριοι χώροι εκπαίδευσης και αθλητισμού, καθώς και το Μουσείο της Σχολής.
Η φοίτηση στη Σχολή Ευελπίδων (μια από τις αποκαλούμενες «παραγωγικές σχολές» στην ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων) διαρκεί τέσσερα χρόνια και οι Ευέλπιδες αποφοιτούν με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Τα τελευταία χρόνια η εγγραφή στη Σχολή ημεδαπών μαθητών ακολουθεί το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων παράλληλα με τεστ και αθλητικές επιδόσεις. Στη Σ.Σ.Ε. φοιτούν επίσης και αλλοδαποί μαθητές - στελέχη ξένων Ενόπλων Δυνάμεων.
Το όραμα του Καποδίστρια για τη Σχολή
Για την ιστορία η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Σ.Σ.Ε.) υπήρξε προσωπικό όραμα του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος είναι και ο ιδρυτής της Σχολής. Τον Ιούνιο του 1828 ανακοίνωσε τη σύσταση της Σχολής και μάλιστα ο ίδιος ονόμασε τους πέντε (5) πρώτους μαθητές «Ευέλπιδες».
Φωτογραφία: Ιωάννης Καποδίστριας
Το 1824, ο συνταγματάρχης Charles Fabvier (Κάρολος Φαβιέρος) (1782-1855) συμφώνησε με την ελληνική κυβέρνηση να του δοθούν 3 ή 4 χιλιάδες στρέμματα στα απελευθερωμένα εδάφη. Σε αντάλλαγμα θα αναλάμβανε ορισμένες υποχρεώσεις, μια από τις οποίες ήταν και η ίδρυση Στρατιωτικής Ακαδημίας.
Ο Καποδίστριας, έχοντας αποφασίσει να διατηρήσει το Τακτικό Σώμα, αναγνωρίζοντας την ανάγκη πλαισίωσής του με ικανά στελέχη, μακριά από τις τοπικές και προσωπικές αντιζηλίες, έχοντας πιθανόν υπόψη του, τόσο το σχέδιο οργανισμού της παιδείας, όσο και τη συμφωνία κυβέρνησης - Fabvier, προχώρησε, την 1η Ιουλίου 1828, στη σύσταση της Στρατιωτικής Σχολής.
Η μακρόχρονη Ιστορία της Σχολής είναι συνυφασμένη με αυτήν του Ελληνικού Έθνους των νεότερων χρόνων μιας και αποτελεί το φυτώριο από το οποίο ξεπηδούν προσωπικότητες, οι οποίες διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στα πεπραγμένα της Πατρίδος μας.
Σημειώνεται ότι η Πολιτεία αναγνωρίζοντας το τεράστιο έργο συνεισφοράς της Σχολής στην υπηρεσία του Έθνους το 1926 της απονέμει Πολεμική Σημαία και στη συνέχεια παρασημοφορεί αυτή με το Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας Α΄ Τάξεως το 1931, τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ Τάξεως το 1943, τον Ταξιάρχη του Αριστείου Ανδρείας το 1946 και τέλος τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρα το 1978.
Ο Σκοπός της Σχολής
Η κύρια αποστολή της Σχολής είναι να παρέχει στρατιωτικούς επιστήμονες και ηγέτες στο Στρατό Ξηράς, μέσω της στρατιωτικής ζωής και της πολύπλευρης στρατιωτικής και ακαδημαϊκής εκπαίδευσης.
Η είσοδος στη Σχολή επιτυγχάνεται με υψηλή βαθμολογία στις εισιτήριες πανελλήνιες εξετάσεις και η φοίτηση διαρκεί τέσσερα χρόνια. Κάθε έτος χωρίζεται σε δύο εξάμηνα. Το χειμερινό εξάμηνο ξεκινά τον Σεπτέμβριο και ολοκληρώνεται τον Φεβρουάριο, ενώ το εαρινό ξεκινά τον Μάρτιο και τελειώνει τον Αύγουστο. Κάθε εξάμηνο περιλαμβάνει Ακαδημαϊκή και Στρατιωτική εκπαίδευση, τόσο θεωρητική όσο και πρακτική.
Κάθε Ακαδημαϊκό έτος αποτελείται από τριάντα εννέα (39) εβδομάδες, από τις οποίες οι είκοσι έξι (26) είναι Ακαδημαϊκής φύσεως και οι δεκατρείς (13) είναι καθαρά Στρατιωτικής. Από αυτές, τέσσερις (4) εβδομάδες χρησιμοποιούνται για τις εξετάσεις Α΄ και Β΄ εξαμήνου ενώ οκτώ (8) εβδομάδες οι Ευέλπιδες απουσιάζουν σε άδειες.
Η Σχολή προσφέρει ευρεία Ακαδημαϊκή μόρφωση, η οποία συμπληρώνει αλλά και διευρύνει την Στρατιωτική εκπαίδευση. Το πρόγραμμα της Ακαδημαϊκής εκπαίδευσης περιλαμβάνει αντικείμενα από ένα ευρύ φάσμα των επιστημών, από Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες μέχρι Εφαρμοσμένες Επιστήμες, από Χημεία σε Ιστορία και από Ψυχολογία σε Μηχανική.
Η Στρατιωτική εκπαίδευση ξεκινά από το πρώτο έτος, οπότε ο Εύελπις υφίσταται Βασική Στρατιωτική Εκπαίδευση και εκπαιδεύεται στην ατομική τακτική. Συνεχίζει τα επόμενα χρόνια και γίνεται άριστος γνώστης στη διοίκηση ομάδος και διμοιρίας και μαθαίνει τα στοιχεία οργάνωσης και λειτουργίας του Λόχου Πεζικού. Η Στρατιωτική εκπαίδευση λαμβάνει χώρα είτε στην περιοχή της Βάρης είτε σε άλλους χώρους ανά την Ελλάδα (Λιτόχωρο Πιερίας, Παρνασσός, κ.λ.π.).
Σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση του Εύελπι παίζει η φυσική αγωγή, με σκοπό αφ’ενός την προσωπική ενδυνάμωσή του ώστε να ανταπεξέρχεται στις κακουχίες και στον απαιτητικό τρόπο ζωής του στρατιωτικού και αφ’ετέρου τη δυνατότητα λειτουργίας του ως εκπαιδευτού, ο οποίος θα εκπονεί και εκτελεί ένα κατάλληλο, ασφαλές και αποτελεσματικό πρόγραμμα σωματικής αγωγής για τους υφισταμένους του.
Πέρα από το έντονο πρόγραμμα για την βελτίωση της φυσικής κατάστασης των Ευελπίδων, διοργανώνονται κάθε έτος εσωτερικά πρωταθλήματα μεταξύ των δύο Ταγμάτων σε διάφορα αθλήματα, καθώς και Πρωτάθλημα μεταξύ των Παραγωγικών Σχολών, στο οποίο η Σχολή μετρά πολλές επιτυχίες κάθε έτος.
Το σώμα των Ευελπίδων οργανώνεται σε ένα Σύνταγμα των δύο (2) Ταγμάτων. Τα Τάγματα ονομάζονται προς τιμήν ηρώων, 1ο Τάγμα Ευελπίδων «Τχης (ΠΖ) Βελισσάριος Ιωάννης και 2ο Τάγμα Ευελπίδων «Τχης (ΠΒ) Παπαρρόδου Ιωάννης. Στη Σχολή εκπαιδεύονται σήμερα σπουδαστές από 20 κράτη. Η πολυεθνικότητα της σύνθεσης προσδίδει στη Σχολή τον ρόλο του πρεσβευτή των ηθών και παραδόσεών μας εκτός Ελληνικών συνόρων. Όλοι οι Ευέλπιδες ακολουθούν το ίδιο έντονο και απαιτητικό πρόγραμμα Στρατιωτικής και Ακαδημαϊκής εκπαίδευσης ανεξαρτήτως εθνικότητας και φύλου.
Με την ολοκλήρωση των σπουδών στη Σχολή, πολλοί απόφοιτοί της γίνονται δεκτοί και συνεχίζουν τις σπουδές τους είτε σε μεταπτυχιακά προγράμματα είτε σε προπτυχιακά για την απόκτηση δεύτερου τίτλου σπουδών σε διάφορα Ελληνικά και Ξένα Ανώτατα Ιδρύματα.
Διακεκριμένοι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων
Στην διάρκεια λειτουργίας της ΣΣΕ υπήρξαν Ευέλπιδες οι οποίοι ήταν πρωταγωνιστές στην Ελληνική Ιστορία. Ευέλπιδες οι οποίοι διακρίθηκαν τόσο στον στρατιωτικό χώρο όσο και στην επιστήμη και στην πολιτική της Ελλάδος.
Παναγιώτης Δαγκλής
Πάνος Κολοκοτρώνης
Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας
1890 Ιωάννης Μεταξάς (ΜΧ)
Νικόλαος Ζορμπάς
Αλέξανδρος Οθωναίος
Ιωάννης Φραγκούδης-Ολυμπιονίκης
1894 Ανδρέας Μιχαλακόπουλος
1897 Στυλιανός Γονατάς
1897 Ιωάννης Βελισσαρίου[7] (ΣΣΥ)
1891 Παύλος Μελάς, πρωταγωνιστής στο Μακεδονικό Αγώνα.
Αλέξανδρος Παπάγος
1900 Θεόδωρος Πάγκαλος
Πρίγκιπας Ανδρέας της Ελλάδας
1908 Μιχαήλ Μουτούσης
1910 (;) Ευριπίδης Μπακιρτζής
1912 Πρίγκηπας Αλέξανδρος ( Βασιλιάς της Ελλάδας 1917-1920 )
Γεώργιος Β΄ της Ελλάδας
To έμβλημα της Σχολής
Το έμβλημα της Σχολής είναι μια σύνθετη απεικόνιση, δύο τυφεκίων, δύο ξιφών, σωλήνα πυροβόλου και οβίδας, που συμβολίζουν τα ιστορικά όπλα του Ελληνικού Στρατού (Πεζικό, Τεθωρακισμένα και Πυροβολικό). Η σύνθεση αυτή, πλαισιώνεται με το έτος ιδρύσεως της Σχολής (1828), με δύο κλάδους δάφνης και το έμβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Επίγραμμα του εμβλήματος, είναι η φράση του σοφού της αρχαίας Αθήνας Σόλωνα, "ΑΡΧΕΣΘΑΙ ΜΑΘΩΝ ΑΡΧΕΙΝ ΕΠΙΣΤΗΣΕΙ", το οποίο υποδηλώνει το βασικό σκοπό της παιδευτικής αγωγής των Ευελπίδων και τους υπενθυμίζει την αξία της πειθαρχίας
Πηγή: (Με πληροφορίες από sansimera.gr, sse.army.gr), On Alert
Ένας από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς αρχηγούς και ήρωες της σαμιακής επανάστασης του 1821. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Φώκος. Το «Λαχανάς» ήταν παρωνύμιο, αλλά επεκράτησε του πραγματικού επωνύμου. Ο Καπετάν Κωσταντής Λαχανάς γεννήθηκε στο Πάνω Βαθύ το 1769. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος Φώκος και η Κυριακή. Μικρός υιοθετήθηκε από τον θείο του Γιακουμή.
Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη θάλασσα και έγινε πλοίαρχος, ταξιδεύοντας αρχικά στα παράλια της Μικράς Ασίας. Αργότερα τα ταξίδια του έφτασαν μέχρι τη Συρία, τη Βόρειο Αφρική, τον Εύξεινο Πόντο και την Ιταλία.
Το 1798 ενόσω βρισκόταν στην Αίγυπτο κατετάγη στην Ελληνική Λεγεώνα του Ναπολέοντα και έλαβε μέρος στις μάχες που δόθηκαν εκεί από γαλλικά στρατεύματα. Μετά την αναχώρηση του Ναπολέοντα από την Αίγυπτο ο Λαχανάς επανήλθε στη Σάμο και έλαβε μέρος στους αγώνες για την κατάκτηση της προυχοντικής εξουσίας, αφού τάχθηκε στο πλευρό της παράταξης των Καρμανιόλων, που επεδίωκαν την κατάργηση των παλαιών προεστών και τη διαφάνεια στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών του νησιού. (1806-1812).
Το 1812, όταν οι αντίπαλοι των Καρμανιόλων, οι Καλικάντζαροι, επικράτησαν στον Κοινό της Σάμου ο Κ. Λαχανάς καταδιώχθηκε και διέφυγε από το νησί για να σωθεί. Κατά τις περιπλανήσεις του έφτασε μέχρι Θεσσαλονίκη, συνδέθηκε δε με τον περιβόητο αρματωλό Νίκο Τζάρα, έγινε οπαδός του και πολέμησε μαζί του εναντίον των Τούρκων.
Ο Νικοτζάρας ναγνωρίζοντας την ανδρεία του Λαχανά τον έκαμε πρωτοπαλίκαρό του. Μετά τον θάνατο του Νικοτζάρα ο τότε νομάρχης Θεσσαλονίκης Μπεκίρ πασάς που υπήρξε παλιότερα βοεβόδας Σάμου τον διόρισε κυβερνήτη του εκεί σταθμεύοντος αυτοκρατορικού πάρωνος. Μετά την απόλυση του Μπεκίρ πασά, παραιτήθηκε και ο Λαχανάς και επέστρεψε στη Σάμο ασχολούμενος με το αρχικό του επάγγελμα κυβερνώντας το ιδιόκτητο πλοίο του «Πυθαγόρας».
Τον Φεβρουάριο του 1819 μυήθηκε από τον Γεράσιμο Σβορώνο στη Φιλική Εταιρεία. Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση του 21, ο Καπετάν Κωνσταντής υπήρξε ο πρώτος που συνήγειρε τους οπαδούς του και στις 18 Απριλίου 1821 κήρυξε την επανάσταση υψώνοντας τη σημαία στη θέση Πηγαδάκι Άνω Βαθέος, καλώντας όλους τους κατοίκους του Βαθέος να αγωνισθούν υπέρ της Πατρίδος. Στα τέλη Απριλίου 1821 έφτασε στη Σάμο ο Λογοθέτης Λυκούργος και ανέλαβε τη γενική αρχηγία του αγώνα στο νησί θέτοντας σε εφαρμογή το τοπικό πολίτευμα, τον «Στρατοπολιτικό Διοργανισμό της νήσου Σάμου». Ο Λυκούργος οργάνωσε την άμυνα του νησιού συγκροτώντας τέσσερις χιλιαρχίες στη μία των οποίων διόρισε τον Λαχανά χιλίαρχο. Υπό την ιδιότητά του αυτή υπεράσπισε το νησί και στις τρεις μεγάλες επιθέσεις που επιχείρησε ο τουρκικός στόλος το 1821, 1824, 1826 εναντίον της Σάμου.
Τον Ιούλιο του 1821 ο Λαχανάς εξασφάλισε την άμυνα των ανατολικών παραλίων και του λιμανιού του Βαθιού. Μετά την απόκρουση των Τούρκων επικεφαλής μικρού σώματος έβγαλε από τα βυθισμένα στη θάλασσα εχθρικά πλοία 33 τηλεβόλα, τα οποία μετέφερε στη Σάμο για την ενίσχυση της άμυνάς της. Στη συνέχεια εξεστράτευσε με άλλους 300 Σαμιώτες στη Μικρά Ασία όπου συνήψε μάχες και λαφυραγώγησε τουρκικές περιοχές απομακρύνοντας το ενδεχόμενο τουρκικής επίθεσης κατά της Σάμου. Το 1822 έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Χίου. Μετά την αποτυχία αυτής της εκστρατείας και την καταστροφή της Χίου έλαβε μέρος σε ναυμαχία του ελληνικού στόλου κατά του τουρκικού έξω από τις Σπέτσες, όπου και ανδραγάθησε.
Τον Μάρτιο του 1823 επικεφαλής 600 ανδρών επέδραμε και πάλι κατά της Μικράς Ασίας λεηλατώντας τα παράλια από τη περιοχή του Τσαγίου μέχρι την Αλικαρνασσό. Στη Σάμο είχε έλθει σε αντίθεση με τον έπαρχο Κυριάκο Μώραλη ό οποίος τον συνέλαβε κατά προτροπή των πολιτικών του αντιπάλων και τον φυλάκισε, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει και να σωθεί. Το 1824 αντίπαλοι του Λαχανά, φυγάδες από τη Σάμο μαζί με άλλους Ψαριανούς αποβιβάσθηκαν κρυφά στη Σάμο με σκοπό να εξοντώσουν τον ίδιο και τους οπαδούς του. Πολιόρκησαν το σπίτι του στο Πάνω Βαθύ και το κατέστρεψαν, αλλά ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει και να αποκρούσει με επιτυχία την επιδρομή των φυγάδων.
Στην μεγάλη εκστρατεία του τουρκικού στόλου κατά της Σάμου το 1824 ο Λαχανάς είχε διορισθεί από την Γενική Συνέλευση Γενικός Καπετάνιος του εν Σάμω Ελληνικού Στρατού και υπεράσπισε το νησί από τις περιοχές Μεσοκάμπου – Μολαϊμβραήμ, απ’ όπου κανονιοβολούσε με επιτυχία τον τουρκικό στόλο που πολιορκούσε στενά τη Σάμο. Το 1825 επιχείρησε νέα επιδρομή κατά της Μικράς Ασίας. Την αυτή γενναιότητα έδειξε και το 1826 κατά εκστρατεία των Τούρκων εναντίον της Σάμου.
Το 1828, όταν στη Σάμο έφτασε ο Ιωάννης Κωλέτης ως Έκτακτος Επίτροπος Ανατολικών Σποράδων και καθ’ όλη τη διάρκεια της καποδιστριακής περιόδου ο Λαχανάς διετέλεσε αρχηγός της Εκτελεστική Δυνάμεως. Στη διάρκεια της Ελευθέρας Πολιτείας Σάμου (1830-1834) διορίστηκε από τον Λογοθέτη Λυκούργο στρατιωτικός αρχηγός. Στο τετραετές αυτό διάστημα οι Σαμιώτες επεδίωκαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Αφού αυτό δεν είχε αίσιο τέλος και στη Σάμο επιβλήθηκε το ηγεμονικό καθεστώς ο Λαχανάς μαζί με τους υπόλοιπους αρχηγούς της σαμιακής επανάστασης και πλήθος Σαμίων επέλεξε την αυτοεξορία από το νησί κι έτσι το καλοκαίρι του 1834 μετανάστευσε στην ελεύθερη Ελλάδα. Μαζί του αναχώρησε και η οικογένειά του. Από το Καρλόβασι μετέβησαν στη Μύκονο και από εκεί στο Ναύπλιο. Για τους Σαμιώτες μετανάστες η ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε μια περιοχή στην Χαλκίδα για να εγκατασταθούν.
Η ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζοντας τους αγώνες του καπετάν Κωνσταντή Λαχανά τον διόρισε ταγματάρχη της Εθνοφυλακής με το ΒΔ 20/1834 και τον ετίμησε με τον Αργυρό Σταυρό του Αγώνος και το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος.
Ο Καπετάν Λαχανάς πέθανε στην Χαλκίδα στις 19 Δεκεμβρίου 1842. Η γενέτειρά του τιμώντας τον έχει τοπθετήσει στη θέση Πηγαδάκι την προτομή του.
Βασική πηγή για το βιογραφικό του σημείωμα το βιβλίο Βιογραφία του Σαμίου οπλαρχηγού Κωνσταντίνου Λαχανά υπό Ν. Σταματιάδου, Εν Σάμω 1906.
Πηγή: Δήμος Σάμου
Σουλιώτες ήταν οι κάτοικοι μιας ορεινής περιοχής της Θεσπρωτίας με την ονομασία Σούλι.
Το τραγούδι τώρα πια ένας θρήνος. Το 1803, είναι η χρονιά της συντέλειας. Το Σούλι με τις τόσες θυσίες και τους ακόμη περισσότερους ηρωϊσμούς πέφτει ύστερα από προδοσία.
Ένας Ηπειρώτικος θρήνος ένα μοιρολόι που μέσα στη λιτότητά του τα λέει όλα. Τον πόνο της καταστροφής. Την ανυποχώρητη κραυγή “Θάνατος ή λευτεριά”.
Οι γυναίκες προτιμούν το Ζάλογγο, ο Σαμουήλ την ολοκαυτωματική ανατίναξη.
Ένα πουλάκι ξέβγαινε ψηλά από το Σούλι.
Παργιώτες το ρωτήσανε, Παργιώτες το ρωτάνε:
- “Πουλάκι πούθεν έρχεσαι, πουλί μου πού πηγαίνεις;”.
- “Από το Σούλι έρχομαι και στη Φραγκιά πηγαίνω”.
- “Πουλάκι πες μας τίποτε, κανά καλό μαντάτο”.
- “Αχ τι μαντάτο να σας πω, τι να σας μολογήσω;
Πήραν το Σούλι πήρανε, πήραν τον Αβαρίκον
πήραν την Κιάφα την κακή, επήραν και το Κούγκι
κι έκαψαν τον Καλόγερο με τέσσερις νομάτους”.
Τον Ιούνιο του 1803 ο Αλή Πασάς εφοδιασμένος με σουλτανική διαταγή, εκστρατεύει, επικεφαλής 15.000 τουρκαλβανικών δυνάμεων, εναντίον του Σουλίου. Η επίθεση αποτυγχάνει. Οργανώνεται πολιορκητικός κλοιός γύρω από το Σουλιώτικο όρος. Οι Σουλιώτες που διαισθάνθηκαν τι τους περιμένει άρχισαν να ψάχνουν για συμμάχους για να εξασφαλίσουν την προμήθεια πυρομαχικών, αλλά και των αναγκαίων τροφών. Μεταξύ των άλλων έγραψαν και στους Διοικητές της Κέρκυρας. Τελικά έμειναν αβοήθητοι.
Ακολούθησαν πολλές μάχες και μηχανορραφίες του Αλή, ο οποίος επιτίθεται στο Κούγκι καθημερινά και οι Σουλιώτες αμύνονται λυσσαλέα. Σε κάθε επίθεση σκοτώνονται πάνω από 70 ως 100 Τουρκαλβανοί. Ο Αλή Πασάς απογοητεύεται και όταν διαπιστώνει ότι με τα όπλα δεν πετύχαινε τίποτα προσπάθησε τότε με δωροδοκίες και διαφθορές να εκπορθήσει το Σούλι. Στη προσπάθειά του αυτή ήρθε συνεργός στο γιο του Αλή, τον Βελή Πασά, όπως φημολογείται, ο Σουλιώτης Πήλιος Γούσης, που υπηρετούσε ως έμπιστος του Τουρκαλβανού στρατηγού Ζελιχτάρ Μπόττα, ο οποίος και υπέδειξε στους Τουρκαλβανούς που επιχειρούσαν τον αποκλεισμό των Σουλιωτών ένα ιδιαίτερο αφύλακτο μονοπάτι που οδηγούσε στο Κούγκι.
Όταν ένα τμήμα των τουρκαλβανών ανέβηκε αυτό το μονοπάτι οι μαχόμενοι Σουλιώτες βρέθηκαν ανάμεσα στα πυρά τους όπου αναγκάστηκαν πλέον να υποχωρήσουν, να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους και τελικά, λόγω και έλλειψης τροφών και πολεμοφοδίων να συνθηκολογήσουν και να εκπατριστούν στη συνέχεια στη ρωσοκρατούμενη τότε Πάργα και από εκεί στη Κέρκυρα.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1803 υπογράφεται η συνθήκη παράδοσης του Σουλίου. Δύο χιλιάδες περίπου Σουλιώτες με Αρχηγούς τους τον Φώτο Τζαβέλα, Δήμο Δράκο, και Τζίμα Ζέρβα οδοιπορούν για την Πάργα. Ανάμεσα σ’ αυτούς και η φάρα των Θανασάτων (με τις οικογένειες των Σούλων), η οποία κουβαλάει μαζί της και το οικογενειακό χειρόγραφο. Άλλοι χίλιοι περίπου με Αρχηγούς τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κουτσονίκα φέυγουν για το Ζάλογγο. Άλλες μικρότερες ομάδες φεύγουν για το Βουλγαρέλι και άλλα κοντινά χωριά. Ο Καλόγερος Σαμουήλ με τέσσερις Σουλιώτες παρέμεινε στο Κούγκι φυλάγοντας τα πολεμοφόδια των Σουλιωτών, αυτά που δεν πήραν μαζί τους αυτοί που έφυγαν. Στις 16 Δεκεμβρίου 1803, όταν πηγαίνουν οι Τούρκοι να τα παραλάβουν ο Σαμουήλ βάζει φωτιά στο μπαρούτι και ανατινάζει το Κούγκι μαζί με τον εαυτό του, τους τέσσερις Σουλιώτες και τους Τούρκους.
Την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης από τον Σαμουήλ πήρε σαν αφορμή ο Βελή Πασάς και δεν τήρησε τους όρους της Συμφωνίας του για την Ειρήνη. Παράλληλα, ενώ το Σώμα του Φώτου Τζαβέλα έφτασε στην Πάργα, το Σώμα του Κίτσου Μπότσαρη και του Κουτσονίκα χτυπιέται στα στενά του Ζαλόγγου από τους Τουρκαλβανούς του Βελή Πασά. Έγιναν σφορδρές μάχες, στις οποίες οι άνδρες σκοτώθηκαν.
Τότε 55 γυναίκες, οι ατρόμητες Σουλιώτισσες ανέβηκαν στους βράχους του Ζαλόγγου και προτίμησαν τον θάνατο παρά την ατιμία.
Πηγή: Το όραμα, Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Το Κούγκι είναι πύργος του Σουλίου στην Ήπειρο επάνω σε απότομο βράχο, στον οποίο υπάρχει και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Όταν το 1803 οι τουρκαλβανοί κατέλαβαν το Σούλι, κλείστηκαν στο Κούγκι 600 Σουλιώτες με αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα. Προβάλλοντας αντίσταση απέκρουσαν τέσσερεις εφόδους των τουρκαλβανών του Αλή Πασά. Επειδή τα τρόφιμα εξαντλήθηκαν, οι πολιορκημένοι πρότειναν στον Αλή να βγουν αφού τους εγγυηθεί, πως δεν θα τους πειράξει.
Ο Αλή αναγκάστηκε να δεχθεί λόγω των μεγάλων απωλειών που υπέστη.Μετά την αναχώρησή τους έμεινε στο Κούγκι ο καλόγερος Σαμουήλ με δυο πολεμιστές για να παραδώσoυν το φρούριο. Όταν όμως οι απεσταλμένοι ήρθαν να το παραλάβουν, ο Σαμουήλ έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχθηκαν όλοι στον αέρα. Την ηρωική αυτή θυσία την ύμνησε ο ποιητής Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Ο Σαμουήλ».
Ο εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους γράφει:
«Τρία έτη διήρκεσεν ο αγών ούτος και οι Σουλιώται δεν έπαυον νικηφορούντες ότε κατά Σεπτέμβριον του 1803, διά της προδοσίας του Πήλιου Γούση, εκυριεύθη τελευταίον το Σούλι, οι δε πρόμαχοί του υποχωρήσαντες εις την αγίαν Παρασκευήν και πάσχοντες τα πάνδεινα ιδίως εκ της δίψης, διότι οι περιζώσαντες αυτούς πολέμιοι είχον καταλάβει τας των υδάτων πηγάς, συνήνεσαν τελευταίον, όχι να παραδοθώσιν, αλλά να συνθηκολογήσωσιν ότι θέλουσιν απέλθει ελευθέρως, όπου βούλωνται μετά των όπλων και των σκευών.
Ο Αλής εκύρωσε τας συνθήκας ταύτας και τη 12η Δεκεμβρίου 1803 εγκατέλειπον οι Σουλιώται την πατρίδα αυτών, διαιρεθέντες εις τρία σώματα. Εμειναν δε εις αγίαν Παρασκευήν ο μοναχός Σαμουήλ και πέντε έτεροι άνδρες ίνα παραδώσωσι τον χώρον και λάβωσι κατά τα συμφωνηθέντα το αντίτιμον των εν αυτώ σωζόμενων έτι πολεμοφοδίων.
Αλλ ότε προσήλθον δύο Τούρκοι και εις γραμματεύς του Αλή ίνα εκτελέσωσι τους όρους τούτους, ο γραμματεύς του Αλή, αφού επλήρωσε τα χρήματα, είπε σαφώς εις τον Σαμουήλ ότι θέλει υποστή δεινήν τιμωρίαν, αφού έσχε την αφροσύνην να παραδοθή εις χείρας του βεζύρη.
Ο δε «καμμίαν», απήντησεν αμέσως, «δεν δύναται να μ επιβάλη τιμωρίαν», και κενώσας το όπλον του επί της πυριτοθήκης έθαψεν υπό τα ερείπια του τελευταίου εκείνου προμαχώνος εαυτόν τε και τους συναγωνιστάς και τους Τούρκους. Ουδ ελαττώνει την αξίαν της θυσίας ταύτης το γεγονός ότι ο Αλής έλαβεν αυτήν ως πρόφασιν ίνα θεωρήση ακύρους τας προς τους Σουλιώτας γενομένας συνθήκας…».
Πηγή: Ιστορία σαν σήμερα…
Μετά τήν καταστροφή τών Τούρκων στήν Αράχωβα, ο Καραϊσκάκης έστειλε τούς Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δράκο καί Λάμπρο Βέϊκο νά πολιορκήσουν τά Σάλωνα, τούς Ρουμελιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δυοβουνιώτη, Γιάννη Ρούκη καί Χριστόφορο Περραιβό νά καταλάβουν τή Βελίτσα (Άνω Τιθωραία) καί τόν Γιάννη Μπαϊρακτάρη νά οχυρώσει τό Δίστομο.
Η Βελίτσα ήταν ένα άριστα οχυρωμένο χωριό καί συχνά χρησίμευε ως καταφύγιο γιά τά κατατρεγμένα γυναικόπαιδα. Οι Έλληνες κατέλαβαν εύκολα τή Βελίτσα καί στίς 29 Νοεμβρίου 1826 έφθασε καί ο αρχιστράτηγος, ο οποίος συσκέφθηκε μέ τούς άλλους αρχηγούς γιά νά οργανώσουν τίς μελλοντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις καί κυρίως γιά νά διακόψουν τίς επικοινωνίες τού Κιουταχή μέ τή Λαμία.
Στίς 4 Δεκεμβρίου 1826, ένας χωρικός από τή Δαμάστα έδωσε τήν πληροφορία στόν Καραϊσκάκη ότι πεντακόσιοι Τούρκοι ιππείς μέ επικεφαλής τόν Οσμάν μπέη Κόρτζα είχαν ξεκινήσει από τό Ζητούνι μέ 2000 φορτηγά ζώα φορτωμένα μέ προμήθειες γιά τόν στρατό τού Κιουταχή. Η διαδρομή πού θά ακολουθούσε ο εχθρός περνούσε από τή Μπουντουνίτσα (Μενδενίτσα), τή Φοντάνα (στενό ορεινό πέρασµα τού Καλλίδροµου, ανάµεσα στά χωριά Ρεγκίνι καί Μόδι) καί τό Τουρκοχώρι Ελάτειας.
Τά χαράματα τής 7ης Δεκεμβρίου 1826, οι Έλληνες έπιασαν τίς δασωμένες πλαγιές τού βουνού έξω από τό ερειπωμένο Τουρκοχώρι καί ο Χατζημιχάλης μέ τό ιππικό του κρύφτηκε στό χωριό Μόδι. Η χωσιά (ενέδρα) ήταν άρτια οργανωμένη καί οι Τούρκοι θά πάθαιναν τήν ίδια καταστροφή πού είχαν πάθει στά γειτονικά Βασιλικά τό 1821, εάν κάποιοι απρόσεκτοι Έλληνες στρατιώτες δέν πρόδιδαν τήν θέση τους στούς προπορευόμενους Τούρκους ιππείς. Οι Έλληνες επιτέθηκαν αλλά δέν σκότωσαν παραπάνω από 100 Τούρκους δεδομένου ότι ο εχθρός πρόλαβε νά οργανώσει τήν άμυνά του. Ολόκληρο όμως τό φορτίο πού συνόδευαν οι Τούρκοι ιππείς πέρασε στά χέρια τών Ελλήνων, οι οποίοι μέσα στή λαχτάρα τους νά τό λαφυραγωγήσουν, άφησαν ακάλυπτο τόν αρχηγό τους πού κινδύνεψε σοβαρά νά συλληφθεί από τούς εχθρούς. Οι Σουλιώτες τού Γιαννούση Πανομάρα καί τού Νάσου Κουτσονίκα άκουσαν τίς φωνές τού Καραϊσκάκη καί κατάφεραν νά τόν απεγκλωβίσουν από τόν εχθρικό κλοιό. Ένας από τούς αρχηγούς τής συνοδείας, ο γιός τού Πασόμπεη Μεχμέτ πασάς, σκοτώθηκε από τόν ίδιο τόν Καραϊσκάκη.
Οι Έλληνες έχοντες επί κεφαλής τόν Καραϊσκάκην επέπεσαν κατ’ αυτών ως κεραυνοί καί τούς διεσκόρπισαν καί κατεδίωξαν μέχρι τής Μενδενίτσας φονεύσαντες μέχρι τούς 30, επήραν δέ καί χίλια ζώα μέ φορτώματα των εκ διαφόρων πραγμάτων, ακολούθως επροχώρησε μέχρι τών χωρίων τής Υπάτης, αλλ’ ελθούσης εις αυτόν ειδήσεως, ότι ο Καρύστιος Ομέρ πασσάς ητοιμάζετο νά εκστρατεύση κατά τών επαρχιών τής Στερεάς επανήλθεν εις Ράχωβαν, ακολούθως εξεστράτευσεν εις Λιδωρίκι καί εκείθεν εξαπέστειλε τόν Ξύδην, τόν Καλύβαν, καί έπειτα τόν Μακρήν εις Κράβαρα, οίτινες απέκλεισαν τούς εκεί ευρισκομένους Τούρκους εντός τών Λομποτινών (Άνω Χώρα Ναυπακτίας), καί τούς οποίους συνέλαβαν καί τούς απέστειλαν εις τήν κυβέρνησιν ζώντας. Φθάσας δέ μέ τούς υπ’ αυτόν ο Καραϊσκάκης εις τό Λιδωρίκι έμαθεν ότι χίλιοι πεντακόσιοι εχθροί υπό τόν Βελήν Αγά Γρεβενίτην διερχόμενοι διά τής Δυτικής Ελλάδος έφθασαν εις τήν Ναύπακτον καί εντεύθεν μετέβαινον διά τό στρατόπεδον τού Κιουταχή εις Αθήνας. Εξήλθεν απέναντι αυτών, ούς καί απήντησεν εις τό χωρίον Ομέρ Εφέντη (Καστράκι) έξωθεν τής Ναυπάκτου, επιτεθείς δέ κατ’ αυτών τούς διεσκόρπισε καί τούς επέταξε πέραν τού Μόρνου καί τοιούτος τρόμος τούς κατέλαβεν ώστε δέκαν μόνο ιππείς τού Χατζημιχάλη τούς κατεδίωξαν μέχρι τών πυλών τής Ναυπάκτου. Αι φήμαι τών νικών τών υπό τόν Καραϊσκάκην Ελλήνων διαδοθείσαι καθ’ όλην τήν Ελλάδα ενέπλησαν χαρά καί θάρρος άπαντας, τόν δέ αρχηγόν τού οθωμανικού στρατού τών Αθηνών Κιουταχήν κατεθορύβησε καί απήλπισεν, ώστε δέν ήξευρεν τί περί τούτου ν’ αποφασίση. Εσκέπτετο δέ νά εξέλθη καί μόνος του διά νά τούς πολεμήση καί ν’ αναχαιτίση τήν πρόοδόν των, αλλ’ εφοβείτο τήν διάλυσιν τής πολιορκίας τής ακροπόλεως. Επί τέλους δέ απεφάσισε νά εξαποστείλη αντ’ αυτού τόν Καρύστιον Ομέρ πασσάν μετά τού αδελφού τού Μουστάμπεϊ Καροφίλμπεϊ επί κεφαλής δύω χιλιάδων πεζών καί πεντακοσίων ιππέων, τούς οποίους εξεκίνησεν καί τήν 17ην Ιανουαρίου τού έτους 1827 τό πρωΐ ενεφανίσθησαν έξωθεν τού χωρίου Διστόμου, τό οποίον κατείχετο από τριακοσίους Σουλιώτας υπό τόν Νότη Μπότσαρη, Γεώργιο Καραΐσκο, Κουτσονίκα, Χρήστο Κουτσονίκα, Ιωάννη Μπαϊρακτάρη, Νικόλαον Κάσκαρην καί Ιωάννην Μπιλπίλην Ευβοέα.» . |
Ύστερα καί από αυτή τή νίκη του, ο Σταυραετός τής Ρούμελης, επέστρεψε στήν Αράχωβα, αφού όμως ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από τή δυνατή βροχή καί τή λάσπη, η οποία τού προκάλεσε τόν θάνατο τεσσάρων ανδρών στά χωριά Σουβάλα (Πολύδροσο) καί Αγόριανη. Στή συνέχεια ο Έλληνας αρχιστράτηγος πήγε στά Κράβαρα γιά νά αντιμετωπίσει τά εχθρικά αποσπάσματα πού είχαν εξορμήσει από τό Μεσολόγγι καί είχαν καί τή συνεργασία τού προσκυνημένου οπλαρχηγού Ανδρέα Σαφάκα. Στά Λαμποτινά Ναυπακτίας (Άνω Χώρα) οι Δημήτριος Μακρής, Ξυδής καί Καλύβας αιχμαλώτισαν ένα τουρκικό απόσπασμα πού ήταν στήν περιοχή καί λεηλατούσε τά χωριά. Εκεί ο Καραϊσκάκης ειδοποιήθηκε γιά τήν εισβολή τού Ομέρ πασά τής Ευβοίας στήν Ανατολική Στερεά καί έτσι αναγκάστηκε νά επιστρέψει στή Βελίτσα.
Σημείωση Μέλιας: Το άρθρο παραπέμπει στο έργο Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα αλλά ο σύνδεσμος που παρατίθεται είναι ανενεργός. Η «Ανέμη» διαθέτει δωρεάν το έργο ΕΔΩ
Πηγή: Αβέρωφ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...