Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Σαν σήμερα πεθαίνει ο γιος του Κολοκοκτρώνη, αγωνιστής του '21 και πολιτικός. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας από τις 26 Μαΐου έως τις 10 Οκτωβρίου του 1862. Ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης γεννήθηκε το 1805 στη Ζάκυνθο και ήταν δευτερότοκος γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της Κατερίνας Καρούσου. Το προσωνύμιο «Γενναίος», με το οποίο είναι γνωστός, του δόθηκε από τους συναγωνιστές του, λόγω της γενναιότητας που επεδείκνυε στα πεδία των μαχών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Ζάκυνθο, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του από την Πελοπόννησο. Γράμματα δεν έμαθε και από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια εργάστηκε «ως μούτζος εις τα πλοία», όπως αναφέρει στα «Απομνημονεύματά του». Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση πήγε στην Πελοπόννησο και τέθηκε υπό τις διαταγές του πατέρα του.
Παρά το νεαρό της ηλικία του, έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και τον επόμενο χρόνο στην πολιορκία της Πάτρας. Στη συνέχεια μετέβη στη Δυτική Ελλάδα, επικεφαλής 400 ανδρών, για να λάβει μέρος στην εκστρατεία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο, αλλά επέστρεψε στην Πελοπόννησο πριν από την καταστροφική μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822).
Μέσα στο 1822 έλαβε μέρος στη μάχη των Δερβενακίων (26-28 Ιουλίου) και το 1823 στην πολιορκία και άλωση του Ναυπλίου και του Ακροκορίνθου. Επέδειξε αξιοσημείωτες στρατιωτικές ικανότητες και προήχθη στον βαθμό του χιλίαρχου. Στο διάστημα των Εμφυλίων συγκρούσεων (1823-1824) τάχθηκε στο πλευρό του πατέρα του, αλλά δεν φυλακίστηκε, όπως ο Γέρος του Μοριά.
Κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο ανέπτυξε σημαντική πολεμική δράση και διακρίθηκε στις μάχες των Τρικόρφων (24 Ιουνίου 1825), της Πολιανής (21 Μαΐου 1826), της Τραμπάλας (5-7 Ιουνίου 1826), και της Δαβιάς (14 Αυγούστου 1826). Τον Μάρτιο του 1827, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος, έφθασε στην Αττική για να ενισχύσει τον αγώνα του Καραϊσκάκη. Συμμετείχε στη Μάχη του Δαφνίου (21 Μαρτίου 1827). Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827) και τη Μάχη του Αναλάτου (24 Απριλίου) επέστρεψε στην Πελοπόννησο και συνέχισε τον αγώνα του κατά του Ιμπραήμ. «Μέχρι της αναχωρήσεως του Ιμπραήμ (1828) κατά τας περιστάσεις έκαμε πολλούς ακροβολισμούς και εις πολλάς θέσεις. Ο Γενναίος ήταν ο μόνος στρατηγός, που έμπαινε εις το ρουθούνι των Αράβων, εζάλισε κατά τούτο τον Ιμπραήμ και το μαρτυρεί όλη η Πελοπόννησος» γράφει ο ιστορικός του Αγώνα Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος).
Κατά την καποδιστριακή περίοδο έλαβε μέρος στην πολιορκία και την άλωση της Ναυπάκτου (Απρίλιος 1829) και προήχθη στον βαθμό του συνταγματάρχη. Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, του οποίου υπήρξε θερμός φίλος, η δράση του υπήρξε παράλληλη με την στάση του πατέρα του, όπως και κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. Μετά τη χορήγηση χάριτος και την αποφυλάκιση του καταδικασμένου σε θάνατο πατέρα του, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης διορίστηκε υπασπιστής του Όθωνα και το 1841 προήχθη σε υποστράτηγο.
Πιστός στον Όθωνα, τάχθηκε κατά της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, γεγονός που τον οδήγησε σε ολιγόμηνη φυγή από την Ελλάδα. Μετά την επάνοδό του διορίστηκε γερουσιαστής, διατηρώντας παράλληλα τη στρατιωτική του ιδιότητα. Το 1852 κατέστειλε την εξέγερση του Παπουλάκου στη Μάνη και το 1862 κατέπνιξε τη λεγόμενη Ναυπλιακή Επανάσταση. Στις 26 Μαΐου 1862 σχημάτισε την τελευταία κυβέρνηση του Όθωνα, σε μια προσπάθεια να σώσει τον θρόνο. Το αντιοθωνικό ρεύμα είχε φουντώσει και ο Κολοκοτρώνης αντιλαµβανόµενος τις δυσκολίες των περιστάσεων υπέβαλε δυο φορές την παραίτησή του, τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 1862. Και οι δυο παραιτήσεις δεν έγιναν δεκτές και τελικά η κυβέρνησή του ανατράπηκε στις 11 Οκτωβρίου 1862, με την έξωση του Όθωνα. Έζησε για λίγο στην Ιταλία και τον Φεβρουάριο του 1863 επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά δεν αναμίχθηκε έκτοτε στην πολιτική. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης άφησε δύο πολύτιμα έργα-πηγές για την ιστορία της Επανάστασης και την πρώτη περίοδο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους: τα «Ελληνικά Υπομνήματα, ήτοι επιστολάς και διάφορα έγγραφα αφορώντα την Ελληνικήν Επανάστασιν» (1856) και τα «Απομνημονεύματα» (1955).
Από το 1828 ήταν παντρεμένος με τη Φωτεινή Τζαβέλα (1809-1890), κόρη του σουλιώτη πολέμαρχου Φώτου Τζαβέλα, η οποία διατέλεσε κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας. Το ζευγάρι απέκτησε έξι παιδιά: τον στρατιωτικό, πολιτικό και λογοτέχνη Θεόδωρο Κολοκοτρώνη-Φαλέζ (1829-1894), τη Γεωργίτσα Πετιμεζά, την Αικατερίνη Ροδίου, την Ελένη Ζώτου, τη Ζωίτσα Μανέτα και την Ευφροσύνη Κολοκοτρώνη.
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης πέθανε από ανίατη ασθένεια στις 23 Μαΐου 1868.
Πηγή: sansimera.gr, OnAlert
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (11 Μαΐου 1771 – 22 Μαΐου 1825) ήταν Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Με καταγωγή από την αρβανίτικη κοινότητα της Ύδρας, η Λασκαρίνα Πινότση, όπως ήταν το όνομά της, γεννήθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της, Παρασκευώ (Σκεύω), επισκέφθηκε τον σύζυγό της και πατέρα της Λασκαρίνας, Σταυριανό Πινότση, ο οποίος ήταν ετοιμοθάνατος και είχε φυλακιστεί εκεί από τους Τούρκους επειδή είχε συμμετάσχει στην επανάσταση της Πελοποννήσου το 1769-1770, τα γνωστά Ορλωφικά.
Μετά τον θάνατο του πατέρα της, επέστρεψε μαζί με την χήρα μητέρα της στην Ύδρα όπου έζησαν για τέσσερα χρόνια. Ύστερα μετακόμισαν στις Σπέτσες, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον εντόπιο καπετάνιο Δημήτριο Λαζάρου-Ορλώφ.
Από την παιδική της ηλικία η Λασκαρίνα είχε πάθος με την θάλασσα και με τις ιστορίες ναυτικών, καθώς και με τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου για την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους που ήταν υπό τουρκικό ζυγό για 400 περίπου χρόνια.
Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1788 όταν ήταν 17 χρονών, τον Δημήτριο Γιάννουζα (σκοτώθηκε το 1797), με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Ο δεύτερος σύζυγός της ήταν ο Δημήτριος Μπούμπουλης, τον οποίο παντρεύτηκε σε ηλικία 30 ετών το 1801 και από τον οποίο πήρε και το όνομα και έγινε γνωστή ως «Μπουμπουλίνα».
Όμως και οι δύο σύζυγοι της, Σπετσιώτες καπεταναίοι, σκοτώθηκαν σε ναυμαχίες εναντίον πειρατών που έκαναν ληστρικές επιδρομές στα παράλια της Ελλάδας. Ειδικά ο Μπούμπουλης σκοτώθηκε το 1811 από βόλι στο μέτωπο.[6].
Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια». Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.
Στις 13 Μαρτίου 1821, στο λιμάνι των Σπετσών, η Μπουμπουλίνα ύψωσε στο κατάρτι του πλοίουΑγαμέμνων την δική της επαναστατική σημαία, την οποία χαιρέτησε με κανονιοβολισμούς. Η σημαία αυτή είχε κόκκινο περίγυρο και μπλε φόντο και απεικόνιζε έναν βυζαντινό μονοκέφαλο αετό ο οποίος κρατούσε μια άγκυρα και έναν φοίνικα. Ο αετός ο οποίος είχε τα φτερά γυρισμένα προς τα κάτω, συμβόλιζε το σκλαβωμένο Ελληνικό έθνος, το οποίο θα αναγεννιόταν όπως ο φοίνικας με την βοήθεια του Ναυτικού, το οποίο συμβόλιζε η άγκυρα. Το λάβαρο αυτό η Μπουμπουλίνα το εμπνεύστηκε από το λάβαρο της βυζαντινής Δυναστείας των Κομνηνών. Στις 3 Απριλίου και ανήμερα των Βαΐων, οι Σπέτσες, πρώτες από όλα τα νησιά, επαναστατούν ενώ το Μάιο οι Σπέτσες, η Ύδρα και τα Ψαρά αποτελούσαν τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις της επαναστατημένης Ελλάδας.
Η Μπουμπουλίνα, ως επικεφαλής μοίρας πλοίων – 8 πλοία, από τα οποία τρία ήταν δικά της – έπλευσε προς το Ναύπλιο το οποίο ήταν ένα απόρθητο οχυρό εφοδιασμένο με 300 κανόνια και αποτελούμενο από τρία φρούρια, το Μπούρτζι, την Ακροναυπλία και το Παλαμήδι. Τα πληρώματα του στόλου της αποβιβάστηκαν στο κοντινό λιμάνι, στους Μύλους του Άργους (δίπλα στην αρχαία Λέρνα) και με τον ενθουσιασμό της έδωσε θάρρος στο πλήρωμά της και στους Αργείους για την πολιορκία του Ναυπλίου, που είναι μια απαράμιλλη πράξη ηρωισμού. Αρχικά έδινε κατευθύνσεις στους άντρες της και αργότερα συμμετείχε η ίδια στην μάχη.
Εκτός από την πολιορκία του Ναυπλίου, πήρε μέρος στον ναυτικό αποκλεισμό της Μονεμβασιάς και στην παράδοση του κάστρου της, καθώς και στην πολιορκία του Νεοκάστρου της Πύλου και τον ανεφοδιασμό του Γαλαξιδίου, όπου κυβερνήτες ήταν τα παιδιά και τα αδέλφια της. Στη μάχη του Χάραδρου κοντά στο Άργος, ένα σώμα Σπετσιωτών πολεμιστών αντιμετώπισε 2.000 Τουρκαλβανούς, οι οποίοι είχαν σταλεί από τον Χουρσίτ Πασά με επικεφαλής τον Βελή-μπέη, με σκοπό την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους εξεγερμένους Έλληνες. Εκεί ο γιος της Μπουμπουλίνας, Γιάννης Γιάννουζας, ο οποίος ήταν και ο αρχηγός του σώματος αυτού, σκοτώθηκε ηρωϊκά. Αυτή η μάχη έδωσε χρόνο στους άοπλους Αργείους να τρέξουν και να κρυφτούν στα γύρω βουνά.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1821 κατά την άλωση της Τριπολιτσάς, η Μπουμπουλίνα βοήθησε να σωθεί το χαρέμι του Χουρσίτ Πασά με κίνδυνο της ζωής της, γιατί όπως λέγεται είχε υποσχεθεί στην Σουλτάνα όταν την είχε συναντήσει στην Κωνσταντινούπολη για βοήθεια το 1816, ότι οποιαδήποτε Τουρκάλα της ζητούσε βοήθεια, αυτή θα της την έδινε. Έτσι η γυναίκα του Πασά που της ζήτησε να σώσει το χαρέμι, την ευχαρίστησε που έσωσε τις γυναίκες του χαρεμιού και τα παιδιά τους. Πριν την άλωση της Τριπολιτσάς, η Μπουμπουλίνα έφτασε έφιππη στο ελληνικό στρατόπεδο έξω από την πόλη όπου συνάντησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, η φιλία και ο αλληλοσεβασμός των οποίων οδήγησε στο να παντρευτούν τα παιδιά τους Πάνος Κολοκοτρώνης και Ελένη Μπούμπουλη. Η Μπουμπουλίνα έπαιρνε μέρος στα πολεμικά συμβούλια και στις αποφάσεις ως ισάξια των άλλων οπλαρχηγών, της απονέμεται ο τίτλος της «Καπετάνισσας» και της «Μεγάλης Κυράς».
Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη (η κυβέρνηση των Καπεταναίων των νησιών) υπερισχύει του συνασπισμού των Κοτζαμπάσηδων και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που διατελούσε φρούραρχος Ναυπλίου, να δολοφονηθεί και ο Κολοκοτρώνης να συλληφθεί και να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι της Ύδρας, τον Προφήτη Ηλία. Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη[10], λόγω του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν. Τότε η ίδια κρίνεται επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης που το Κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο.
Το 1825 και ενώ η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκο-αιγυπτιακό στόλο, αποβιβάζεται στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση. Η Μπουμπουλίνα, παραμερίζοντας την δυσαρέσκειά της για τους πολιτικούς και καθοδηγούμενη μόνο από την φιλοπατρία της, άρχισε να προετοιμάζεται για νέες μάχες όταν έρχεται όμως τότε το άδοξο τέλος της, στις 22 Μαΐου 1825. Ο μικρότερος γιός της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύεται την κόρη της πολύ πλούσιας οικεγένειας των Κουτσαίων στις Σπέτσες. Οι Κουτσαίοι ήταν πάρα πολύ πλούσια οικογένεια και πρόκριτοι των Σπετσών, οι οποίοι όμως δεν ήθελαν τον γάμο μεταξύ των δύο οικογενειών διότι η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει πια την τεράστια περιουσία της και είχε παραπέσει οικονομικά. Υπάρχει και η εκδοχή ότι η κοπέλα αυτή, Ευγενία Κούτση, ήταν ήδη λογοδοσμένη να πάρει κάποιον άλλον πλουσιότερο Σπετσιώτη. Οι δύο νέοι όμως αγαπιούνται, κλέβονται και πάνε στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημήτριου Γιάννουζα. Η Μπουμπουλίνα μαθαίνει το γεγονός και πάει και αυτή στο σπίτι να δει τι γίνεται, λίγο αργότερα καταφθάνουν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής. Κατά την διάρκεια μιάς πάρα πολύ μεγάλης λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, κάποιος από αυτούς την πυροβολεί – καθώς ήταν σκοτάδι η ταυτότητα του δράστη είναι μέχρι και σήμερα άγνωστη – το βόλι την πετυχαίνει στο μέτωπο και την αφήνει αμέσως νεκρή. Έτσι η Μπουμπουλίνα, που αφιέρωσε όλη της τη ζωή για την απελευθέρωση του έθνους της, σκοτώθηκε άδοξα. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.
Στις αρχές του 1825 η Ελληνική Επανάσταση διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, όχι μόνο από τον Ιμπραήμ, αλλά και εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Ο αιγύπτιος πολέμαρχος, μετά την κατάληψη του Νεόκαστρου (κάστρου της Πύλου), γρήγορα έγινε κυρίαρχος σχεδόν όλης της Μεσσηνίας και ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Τριπολιτσάς, διοικητικού κέντρου της Οθωμανικής Πελοποννήσου, που κατείχαν οι Έλληνες από το 1822.
Εξημερόθημεν έχοντες υπ όψιν τόν εχθρόν όντα κατά τήν Άνδρον, ημείς ορτζάρομεν μέ μαϊστραλάκι (βορειοδυτικός άνεμος) τόν εχθρόν όντα κατά τόν κάβο Δόρον (ακρωτήριο Κάβο Ντόρος) μέ σύσημον (σήμα) όλα τά πλοία νά κρατούν πολλά πανιά, προχωρούντες είδομεν όλην τήν μικρήν αρμάδα ήτις ήτον ήδη απερασμένη τόν κάβο τής Άνδρου, αλλ’ ευρίσκετο εις γαλήνην είδομεν δέ καί έως 20 κομμάτια μεγάλα περιμαζευμένα εις ένα αυλάκι τής Άνδρου, όθεν καί αυξήσαμεν πανιά προχωρούμεν εμπρός μέ λεπτόν άνεμον μαϊστραλάκι.
Λίγες μόλις μέρες, μετά την ιστορική μάχη του Βαλτετσίου (12 Μαϊου 1821) η οποία καλλιέργησε υψηλό ηθικό στις καρδιές των επαναστατημένων Ελλήνων αλλά και κλόνισε σε τεράστιο βαθμό την μέχρι τότε επικρατούσα φήμη σχετικά με το αήττητο των Τούρκων, συντελέστηκε στα Αρκαδικά χώματα, στα Βέρβενα και στα Δολιανά, μια ιδιαίτερη μάχη.
Έως εις τάς 10 Μαΐου ήτον συνηγμένοι εις την Βέρβαιναν τέσσαρες ώς έγγιστα χιλιάδες στρατιώται υπό την διεύθυνσιν των αρχιερέων Έλους και Βρεσθένης, Παναγιώτου Γιατράκου, τού Νικολάκη Δεληγιάννη και τού Δημητρίου Καραμάνου, καί οί οπλαρχηγοί Παπακαλομοίρης, Μπαρμπιτσιώτης, Κουμουστιώτης, Κοντάκης κτλ. Ήτον καί ό Αντωνάκης Μαυρομιχάλης μέ 100, ώς έγγιστα, Μανιάτας.
Όταν ο Χουρσίτ πασάς, που βρισκόταν στα Ιωάννινα πολιορκώντας τον Αλή πασά, έμαθε για την αποστασία των Ελλήνων αλλά και την απρόσμενη πρόοδό της, διέταξε στα μέσα Απριλίου τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά να προετοιμάσει μια μεγάλη στρατιά και να βαδίσει προς την Ανατολική Στερεά Ελλάδα με προοπτική να εισβάλει στην Πελοπόννησο. Ο Κιοσέ Μεχμέτ κατάφερε να συγκεντρώσει 8000 ενόπλους και 800 ιππείς στο Ζητούνι (Λαμία) στις 19 Απριλίου 1821 και από εκεί ακολούθησε μια καθοδική πορεία εισβάλλοντας στις περιοχές που έλεγχαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί είχαν βρεθεί σε δυσχερή θέση καθώς όλες οι δυνάμεις τους ήταν μόλις 1500 οπλοφόροι, ενώ ο οπλαρχηγός της Υπάτης Κοντογιάννης δεν ενώθηκε τελικά μαζί τους.
Τήν επόμενη ημέρα από την πυρπόληση της Αγ. Λαύρας, ο Ιμπραήμ χωρίς νά συναντήσει καμμία αντίσταση, έφτασε μέ τήν βοήθεια ενός Τούρκου Καλαβρυτινού στά Κλουκινοχώρια τής Αιγιάλειας (Αγρίδι, Αγία Βαρβάρα, Ζαρούχλα, Σόλο, Περιστέρα), στούς πρόποδες τού όρους Χελμού τά οποία ο Οθωμανός πασάς επίσης κατέκαψε καί λεηλάτησε.
Οι οπλαρχηγοί Αναγνώστης Καλογριάς, Νικόλαος Σολιώτης καί Γκολφίνος Πετμεζάς οχυρώθηκαν στήν θέση Καστράκι μαζί μέ 8000 γυναικόπαιδα καί περίμεναν τόν εχθρό. Οι Τουρκοαιγύπτιοι τού Ιμπραήμ μαζί μέ τούς Τουρκαλβανούς τών Πατρών επιτέθηκαν μέ σφοδρότητα καί μετά από φοβερή μάχη, οι Έλληνες υποχώρησαν αφήνοντας στό έλεος τού εχθρού πολλά από τά ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα καί στό πεδίο τής μάχης πάνω από 300 νεκρούς.
Σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, οι μουσουλμάνοι έσφαξαν μέ απίστευτη βαρβαρότητα πάνω από 1000 αμάχους, ενώ δέν ήταν λίγες εκείνες οι γυναίκες πού προτίμησαν νά πέσουν μέ τά μωρά τους από τά βράχια, γιά νά μήν πιαστούν αιχμάλωτες από τους τουρκοάραβες, γράφοντας ένα νέο αλλά άγνωστο Ζάλογγο.
Μία γυναίκα, πού υπηρετούσε τήν οικογένεια τού Αναγνώστη Πετμεζά, έτρεχε μέ τά δύο μικρά παιδιά τού αφέντη της πάνω στά χιονοσκέπαστα βουνά, ακολουθούμενη κατά πόδας από Αιγύπτιους στρατιώτες. Μόλις κατάλαβε ότι ένας μουσουλμάνος θά τήν έπιανε, άφησε τά παιδιά καί τόν περίμενε στό χείλος τού γκρεμού, προσποιούμενη ότι παραδιδόταν. Μόλις εκείνος τήν έπιασε καί πήγε νά τήν βιάσει τόν έσπρωξε καί έπεσαν καί οι δύο κάτω στόν βράχο.
Ανάμεσα στούς εκατοντάδες αιχμαλώτους πού πιάστηκαν καί τελικά χάθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τής Μπαρμπαριάς, ήταν καί η οικογένεια τού γενναίου αγωνιστή Σολιώτη.
Από τά Κλουκινοχώρια ο Ιμπραήμ έστειλε 600 ιππείς νά κυριεύσουν τήν Μονή τού Μεγάλου Σπηλαίου όπου είχε οχυρωθεί ο Νικόλαος Πετμεζάς μέ 150 άνδρες. Όμως η θέση τής Μονής καί οι σφαίρες τών Πετμεζαίων τούς απέτρεψαν από τό εγχείρημά τους. Ο Ιμπραήμ συνέχισε τήν πορεία του καίγοντας τό Βραχνί, τό Σούβαρδο, τήν Ζαχλωρού, τά Καλάβρυτα, τήν Κερπινή καί στίς 8 Μαΐου 1826 έφθασε στήν Τριπολιτσά σέρνοντας μαζί του χιλιάδες γυναικόπαιδα καί πολλά λάφυρα.
Πηγή: Περί Πάτρης
Στις 3 Μαΐου 1810 ο γνωστός φιλέλληνας και μεγάλος ρομαντικός ποιητής Λόρδος Βύρων διέπλευσε τον Ελλήσποντο, μιμούμενος τον μυθικό Λέανδρο.1 Κολύμβησε περίπου 3 μίλια (4 χλμ) σε 1 ώρα και 10 λεπτά. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του ίδιου του Λόρδου Βύρωνα, στον Ελλήσποντο είχε πάει με τη φρεγάτα «Σάλσετ» («Salsette»). Διήνυσε μαζί με τον υποπλοίαρχο Έκενχεντ (Ekenhead) απόσταση περίπου τεσσάρων αγγλικών μιλίων, ενώ το πλάτος του κόλπου ήταν περίπου ένα μίλι από την Άβυδο, που βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά του Ελλησπόντου, στη Σηστό, η οποία βρίσκεται στην ασιατική πλευρά.
Η δίκη του Κολοκοτρώνη άρχισε στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του ιδίου έτους. Διεξήχθη στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου – το σημερινό Βουλευτικό. Εισαγγελέας ορίσθηκε ο Εδουάρδος Μάσον, «ο εμπαθής εκείνος πολέμιος», όπως γράφει ο ιστορικός Μέντελσον, «της ρωσικής μερίδος και του Κολοκοτρώνη, που υπερασπιίσθηκε με πάθος τον φονιά του Καποδίστρια Γεώργιο Μαυρομιχάλη» και κατηγόρησε με άκαμπτο πείσμα τον Κολοκοτρώνη.
Σκωτσέζος, νομικός, θεολόγος και φιλόσοφος, είχε έλθει το 1824 στην Ελλάδα με την ιδιότητα του φιλέλληνα. Δεν είχε σπουδαία δράση κατά τον Αγώνα, μετά την απελευθέρωση δε άρχισε να δικηγορεί, έως ότου ο Όθωνας τον διόρισε καθηγητή της ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναμίχθηκε στις εσωτερικές μας διενέξεις και υπηρέτησε, ουσιαστικά, την αγγλική πολιτική. Ένας ξένος, και αυτός, που κάτω από την ηθική δικαίωση του φιλελληνισμού, αναμίχθηκε, κατά τρόπο εξοργιστικό, στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελλήνων. Τον κατείχε, όπως και άλλους παρεμφερείς φιλέλληνες, η εγωιστική πεποίθηση ότι οι μικρές ή μεγάλες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην αγωνιζόμενη χώρα τούς έδιναν ιδιαίτερα δικαιώματα, ακόμα και το ύπατο δικαίωμα να κρίνουν επί της ζωής των επιφανέστερων ανδρών αυτού του τόπου.
Η τακτική του Μάσον κατά το στάδιο της προανάκρισης έδειξε ότι έλειπε από τη νομική και φιλοσοφική του σκέψη η βαθύτερη έννοια της δικαιοσύνης. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα, να κατασκευάσει ψευδομάρτυρες ή να διαστρέψει τις μαρτυρικές καταθέσεις. Απέφυγε συστηματικά να αναζητήσει την αλήθεια, όση κρυβόταν κάτω από την καιροσκοπική δίωξη του Κολοκοτρώνη και διακήρυττε ότι ήταν ακλόνητα πεπεισμένος περί της ενοχής του γέρου. Όταν πήγε στο Ιτς Καλέ, όπου ήταν φυλακισμένος ο Γέρος του Μοριά, για να ανακρίνει τον εγκάθειρκτο στρατηγό και τον πίεζε επί ώρες να ομολογήσει ότι «είχε προπαρασκευάσει αποστασίαν εναντίον της κυβερνήσεως», ο Κολοκοτρώνης, με πολύ πικρή θυμοσοφία, τον αποστόμωσε, αναφέροντας την ιστορία του λύκου και της προβατίνας, του λύκου ο οποίος για να βρει δικαιολογία να φάει την προβατίνα, άρχισε να της φωνάζει: «μου θόλωσες το νερό της πηγής και δεν μπορώ να πιω». Ανάλογους δικολαβισμούς επικαλέσθηκε ο Μάσον και κατά τη διάρκεια της δίκης και κατά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο (7 Μαρτίου 1834) ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας είχαν οργανώσει την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1833 και είχαν από κοινού κατευθύνει συνομωσία που αποσκοπούσε να διαταράξει την δημόσια ασφάλεια, να παρασύρει τους υπηκόους του βασιλιά σε ληστείες και σε εμφύλια διαμάχη και να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη.
Από όλες τις δεινές κατηγορίες, καμία δεν αποδείχτηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Και αν ακόμη υπήρχαν κάποιες ενδείξεις, αοριστίες, κατά το πλείστον, έλλειπαν όμως τα αδιαφιλονίκητα εκείνα στοιχεία που θα θεμελίωναν την παραπομπή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, και μάλιστα «επί εσχάτη προδοσία». Οι 44 μάρτυρες κατηγορίας, που παρουσιάστηκαν, δεν κατέθεσαν στοιχεία που να μη μπορούν να αμφισβητηθούν. Αντιστρόφως οι 115 μάρτυρες υπεράσπισης που εξετάσθηκαν διέψευσαν τα περισσότερα σημεία της κατηγορίας.
Οι κατηγορούμενοι στρατηγοί, με απλή στολή καπετάνιου χωρίς παράσημα οδηγούνται στην αίθουσα και κάθονται στον πάγκο τους συνοδευόμενοι από όργανα τάξης και τους συνηγόρους τους. Συνήγοροι και χωροφύλακες παίρνουν κι αυτοί τις θέσεις τους. Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο. Όταν μάλιστα ο Γέρος, ρωτήθηκε «Τι επάγγελμα έχεις;» και έδωσε την ιστορική απάντηση «Στρατιωτικός! Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα!», ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του στρατηλάτη.
Επί είκοσι ημέρες παρέλασαν προ του δικαστηρίου οι μάρτυρες και ήταν σαν να παρέλαυναν όλα τα κομματικά πάθη που είχαν έως τότε συγκλονίσει τη μαχόμενη Ελλάδα. Εκ πρώτης όψεως δικαζόταν ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Στην ουσία όμως επρόκειτο περί της δίκης ολόκληρου του φατριαστικού πνεύματος, που σαν δαίμονας αλάστωρ είχε κατακυριεύσει, διαδοχικά, κατά καιρούς, όχι μόνο τους κομματιζόμενους ηγέτες, αλλά ακόμη και τις ευγενέστερες, τις πατριωτικές καρδιές. Πίσω από την ατελείωτη αυτή σειρά των κατηγορουμένων διαγράφονταν οι άλλοι, οι μεγαλύτεροι ίσως ένοχοι, οι αρχηγοί των ξένων ανακτοβουλίων και οι μακιαβελίσκοι της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Στην ερώτηση του προέδρου «Τι επάγγελμα κάνεις;» ο Γέρος του Μοριά απάντησε; «Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω».
Η τελευταία ερώτηση ήταν: «Γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία;» Απάντηση: «Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος».
Ακολούθησε η απολογία του Δημητρίου Πλαπούτα, στο τέλος της οποίας τόνισε (μετά από ερώτηση του Προέδρου αν έχει να συμπληρώσει κάτι): «Τούτα δω μονάχα. Κατηγορούν εμένα και τον Γέρο, πως τάχα σηκώσαμε κεφάλι ενάντια στην Αντιβασιλεία και το Βασιλιά. Μα μήπως εγώ δε συνόδεψα τη Μεγαλειότη του και μπήκα εγγυητής για να ‘ρθει να καθίσει το θρονί; Μας ανακατεύουν πάλι με ληστές και κάτι ασήμαντους ανθρώπους. Εμείς το ‘χουμε ψηλά και καθαρό το κούτελο και δε μηχανευόμαστε βρομοδουλειές όπως η αφεντιά εκείνων που μας κατηγορούν γι’ αναρχικούς. Ό,τι έχουμε να πούμε το λέμε ντρέτα και σταράτα (ειρωνικά και υπονοώντας τον Επίτροπο). Κύριοι δικαστές, είμαστε αθώοι. Άλλοι είναι οι εχθροί και προδότες της Πατρίδας».
Η αγόρευση του Μάσον που κράτησε πεντέμισι ώρες, στην ουσία ήταν μια επανάληψη του Κατηγορητηρίου και των όσων είχαν υποστηρίξει οι μάρτυρες κατηγορίας, κατέληγε δε ως εξής: «Επιμένω εις την κατηγορίαν και με τα δόντια και με τα νύχια θα την υποστηρίξω. Διακηρύττω (θεωρώ), λοιπόν τους εγκαλουμένους ως ενόχους, και απαιτώ τον θάνατόν τους!».
Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, Π. Βαλσαμάκη (συνήγορος του Κολοκοτρώνη) και Χ. Κλωνάρη (συνήγορος του Πλαπούτα), αλλά «μυστηριωδώς» ένα σημαντικό μέρος των σελίδων των πρακτικών της συνεδρίασης, που αφορούν τις αγορεύσεις αυτές, έχουν…εξαφανιστεί.
Ο Κλωνάρης ολοκλήρωσε το αποδεικτικό έργο, για να καταλήξει με ένα πανηγυρικό εγκώμιο των μεγάλων εθνικών υπηρεσιών που είχαν προσφέρει ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Και όταν μέσα στο τούρκικο τζαμί αντήχησαν τα ονόματα των ιστορικών τοποθεσιών όπου άπειρες φορές είχαν προμαχήσει οι σημερινοί κατηγορούμενοι επί «εσχάτη προδοσία», οι παρευρισκόμενοι συμπολεμιστές τους άφησαν ελεύθερα τα δάκρυά τους, πνίγοντας αδιάκοπα τους λυγμούς που τάραζαν τα λάσια στήθη τους.
Πριν από την έναρξη της δίκης ο Μάσον είχε καλέσει στο σπίτι του και τα πέντε μέλη του δικαστηρίου και αφού τους παρουσίασε όσα στοιχεία είχε συγκεντρώσει, τους ρώτησε αν τα έβρισκαν αρκετά για να καταδικάσουν τους δυο στρατηγούς. Ο Πολυζωίδης εξεγέρθηκε και δήλωσε αμέσως: «Θάπτω εις τους κρυψώνας της σιωπής την αντάμωσίν μας εδώ, το διατί και το πώς. Αν είναι ανάγκη να προείπομεν τι, προλέγω ότι, αν οι στρατιωτικοί Έλληνες είναι αθώοι, έχομεν τιμιότητα να τους αθωώσωμεν, αν ένοχοι, αγάπην Πατρίδος να τους καταδικάσομεν εις δεσμά, εις θάνατον».
Προσπάθησαν επίσης να εξαγοράσουν και τον Τερτσέτη ενώ η δίκη διαρκούσε ακόμη.
Ήταν ξεκάθαρο ότι εκτός από τον Τερτσέτη και τον Πολυζωίδης, οι άλλοι τρεις δικαστές ήταν αποφασισμένοι να καταδικάσουν σε θάνατο τους στρατηγούς.
Στην αίθουσα της διάσκεψης του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν, σκηνές συγκλονιστικές. Ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης με επιχειρήματα προσπαθούν να προκαταλάβουν τους τρεις «καταδικαστικούς» δικαστές.
Επιφανής λόγιος ο Τερτσέτης, προσπάθησε με μια δραματική έξαρση, να συγκινήσει τους τρεις καταδικαστικούς. «Ναι» παραδέχτηκε αργότερα, «έκλαυσα ενώπιον των τριών, θέλοντας να βοηθήσω τα δικαιώματα δυο υπηκόων της Βασιλείας. Μου έκαιε την καρδιά η μοίρα πολλών άλλων Ελλήνων, τους οποίους ανακροάστους σχεδόν συναποφασίζαμεν με την καταδίκην των δυο Πελοποννησίων (στρατηγών). Ναι! Σχεδόν εγονάτισα, φιλώντας τα χέρια των τριών!».
Τα αντρικά δάκρυα του Τερτσέτη δεν επηρέασαν τους «μιλημένους» δικαστές. Ακόμα και όταν ο Τερτσέτης τους φώναξε, «με τέτοια αποδεικτικά, ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται εις θάνατον!», αυτοί παρέμειναν αμετακίνητοι στις εντολές που είχαν λάβει.
Τώρα ο Πολυζωίδης, αποφασίζει να δώσει την ύστατη μάχη του. Με ιερή αγανάκτηση δηλώνει στους τρεις καταδικαστικούς: «Θεωρώ την απόφασίν σας εντελώς άδικον. Δεν στηρίζεται εις τας δημοσίως διαξαχθείσας αποδείξεις, αλλά επί ψευδεστάτης βάσεως. Είναι αντίθετος της κοινής γνώμης, κρίσεως και πεποιθήσεως. Και αποτελεί προσβολήν και αυτού του ιερού ονόματος της αληθείας».
Οι τρεις, ατάραχοι, τον καλούν να υπογράψει πρώτος την απόφαση και προσπαθούν να πείσουν τον Τερτσέτη να υπογράψει, και τον απειλούν ότι «τυχόν άρνησίς του αποτελεί τουλάχιστον πράξιν τιμωρουμένην υπό του νόμου». Ο Τερτσέτης απαντά: «Ποτέ! Όποιαι και αν είναι αι συνέπειαι, δεν θα γίνω συνεργός δικαστικού εγκλήματος».
Αναλαμβάνει δράση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Σχινάς όπου σε έντονο ύφος καλεί τον Πολυζωίδη να υπογράψει την απόφαση. Εκείνος αρνείται και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
- Σας διατάσσω να την υπογράψετε.
- Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν την υπογράφω!
- Εσείς τουλάχιστον, Τερτσέτη, θα υπογράψετε, ναι ή όχι;
- Όχι! Δεν θα με έχετε συνεργόν στον φόνον δυο ανθρώπων.
Ο Σχινάς απευθύνεται στον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη λέγοντας: «Δεν το θεωρώ σπουδαίον ότι δεν υπογράφετε. Τούτο ίσως είναι δικαίωμά σας. Σας διατάσσω όμως, εν ονόματι του νόμου, να αναλάβετε τας έδρας σας εις την αίθουσαν συνεδριάσεων δια να απαγγελθεί αμέσως η απόφασις».
Οι άλλοι δικαστές τρέχουν να συμμορφωθούν. Ο Μάσον σπεύδει να καθίσει στον εισαγγελικό του θώκο. Αλλά ο Πολυζωίδης μένει «βιδωμένος» στην καρέκλα του, ενώ ο Τερτσέτης κοιτάζει από το παράθυρο το πλήθος που συνωστίζεται στην πλατεία. Ο υπουργός με παθιασμένη αυταρχικότητα φωνάζει: «Ε, και η υπομονή έχει τα όριά της. Κλητήρες πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες!». Οι χωροφύλακες ορμούν, αρπάζουν τον Πρόεδρο του δικαστηρίου. Εκείνος αμύνεται, κρατιέται από το τραπέζι, από τις καρέκλες, από τις πόρτες φωνάζοντας «σεβαστείτε την ατομική μου ελευθερία». Οι χωροφύλακες, παρουσία του υπουργού, τον βλασφημούν, τον χτυπούν, τον σπρώχνουν, του σκίζουν τα ρούχα και δια της βίας τον φέρνουν στο κάθισμα της προεδρίας. Τον Τερτσέτη τον άρπαξαν τέσσερις χωροφύλακες και τον έφεραν στην έδρα. Ο Τερτσέτης φώναζε: «Το σώμα μου μπορείτε να το κάνετε ό,τι θέλετε. Τον στοχασμό μου όμως και την συνείδησή μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε!». Η σκηνή είναι ασύλληπτη, εφιαλτική.
Ο υπουργός διατάζει το γραμματέα να διαβάσει την απόφαση, επειδή ο Πολυζωίδης, ως πρόεδρος, δεν ήθελε να διαβάσει την απόφαση που δεν είχε υπογράψει. Καθώς ανακοινώνεται η απόφαση, ο Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια, με τα χέρια του. Σ’ αυτή τη στάση, οδύνης και ντροπής για όσα γίνονταν, θα μείνει ως το τέλος.
Όσο διαρκούσε η ανάγνωση της απόφασης, ο Κολοκοτρώνης διατηρεί την ψυχραιμία του παίζοντας απαλά τις χάντρες του κομπολογιού του. Δε δείχνει ιδιαίτερη συγκίνηση ούτε όταν ακούει την τρομερή φράση, «Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Έκανε μόνο το σταυρό του και είπε: «Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Ύστερα πήρε από την ταμπακιέρα του μια πρέζα ταμπάκο, τον ρούφηξε και πρόσφερε σε όσους τον είχαν περιτριγυρίσει. Στους δικηγόρους του είπε με σταθερή φωνή: «Αντίκρυσα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε τώρα τον φοβούμαι». Σε έναν οπαδό του που του φώναξε συγκινημένος: «Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ», αποκρίθηκε με πικρή θυμοσοφία: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια».
Ο Πλαπούτας είχε αντίθετα ταραχτεί και δάκρυα έπεφταν από τα μάτια του. Συλλογιζόταν την ορφάνια των παιδιών του, επτά κοριτσιών και ενός γιου ανήλικου. Ο Κολοκοτρώνης με συμπόνια, τον κοίταξε και του είπε: «Εγώ δε λυπάμαι για τον εαυτό μου, μα γι’ αυτόν που έχει εφτά κόρες». Καθώς ο Πλαπούτας βούρκωσε στα λόγια αυτά, ο Γέρος τον αποπήρε: «Βρε συ, δε ντρέπεσαι; Εσύ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουράγιο ξάδερφε! Τ’ όνειρό μας ήταν να λευτερώσουμε την πατρίδα. Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάσουν».
Ο Κολοκοτρώνης, τελικά, έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835. Οι συνθήκες διαβίωσης των δυο στρατηγών στους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Ιτς Καλέ, αλλά και τους άλλους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Παλαμήδι, θα ταίριαζαν μόνο σε κακούργους. Εκεί μάλιστα ο Κολοκοτρώνης αρρώστησε βαριά και χωρίς καμία περίθαλψη κινδύνεψε να πεθάνει.
Η Δίκη των Πολυζωίδη και Τσερτσέτη.
(στην φωτογραφία οι προτομές των Πολυζωίδη και Τσερτσέτη έξω από το Δικαστικό Μέγαρο Ναυπλίου)
Ο υπουργός Σχινάς και ο Μάσον παρέπεμψαν σε δίκη τους έντιμους δικαστές Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη, επειδή είχαν αρνηθεί να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη των δυο στρατηγών. Η νέα δίκη έγινε στο ίδιο τζαμί του Ναυπλίου, «ενώπιον του Εγκληματικού Δικαστηρίου», στις 27 Σεπτεμβρίου 1834. Επίτροπος πάλι ο Μάσον. Αυτή τη φορά όμως είχε να αντιμετωπίσει δυο κατηγορούμενους οι οποίοι ήταν κάτοχοι και της δικαστικής επιστήμης και της τέχνης του λόγου. Οι απολογίες τους αποτέλεσαν δεινό κατηγορητήριο κατά του Μάσσον και κάποια στιγμή ο Τερτσέτης του φώναξε από το εδώλιό του: «Ποιος είσαι εσύ, Επίτροπε ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνον δια την τιμήν και την ζωήν των υπηκόων; Ποιος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας»; Και στον ίδιο μαχητικό τόνο ο δικαζόμενος δικαστής διακήρυξε ότι δεν είχαν υπογράψει τη θανατική καταδίκη Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, διότι εκτός από το νόμο τους εμπόδιζε και ένα άλλο αίτιο κατά πολύ ανώτερο: «Ο Εθνισμός μας!… Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευθέντων εις τον αγώνα. Και δεν ήταν θέλημα Θεού ημείς, εις την 26 Μαΐου, να φθάσομεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού. Το έργον εκείνης της ημέρας ήταν το νομιμότατον σχόλιον της επαναστάσεως και η ωραιότατη ημέρα της βασιλείας. Τι ήταν η επανάστασίς μας; Ήταν άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμό, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήταν η υπογραφή μας;»…
Από το εδώλιό του ο Τερτσέτης με την απολογία του έδωσε υψηλό δίδαγμα προς εκείνους που καυχιόνταν ότι είχαν έλθει να μας φέρουν τον ανώτερο πολιτισμό τους και αντ’ αυτού μας έδιναν αναίσχυντα μαθήματα βιασμού της δικαιοσύνης. Η μαχητική αυτή απόλογία ή μάλλον το αντικατηγορώ του Τερτσέτη, καθώς και του Πολυζωίδη, επηρέασε αποφασιστικά το δικαστήριο που στάθηκε κι αυτό στο ύψος της αποστολής του και αθώωσε πανηγυρικά τους δυο κατηγορούμενους.
Το ακροατήριο ζητοκραύγασε την απόφασή τους. Έπειτα ακολούθησαν σκηνές λαϊκού ενθουσιασμού με δάκρυα χαράς και πανηγυρικά επιφωνήματα. Σήκωσαν στους ώμους τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη και περιέφεραν στη μεγάλη πλατεία του Ναυπλίου. Τους αποκαλούσαν: «νέους Αριστείδες» και η λαϊκή κρίση τους ύψωσε, «κοινή βοή», στη θέση των εθνικών ειδώλων
Η δίκη των δικαστών Πολυζωίδη και Τερτσέτη για απείθεια και η πανηγυρική τους αθώωση κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας στην Ελλάδα του Όθωνος. Μια πραγματική σελίδα της Ελληνικής ιστορίας.
Η Δίκη Των Δικαστών
Η ταινία ‘Η Δίκη Των Δικαστών’ προβλήθηκε στις αίθουσες Αθηνών - Πειραιώς - προαστίων το 1974 και έκοψε 98.299 εισιτήρια. Ήρθε στην 2η θέση σε 47 ταινίες.
Σκηνοθεσία: Πανος Γλυκοφρυδης, Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Ένα τεράστιο καστ, το μισό ελληνικό θέατρο με επικεφαλής τον Νίκο Κούρκουλο και με "ευγενώς προσφερθέντες" του Μάνου Κατράκη στον ρόλο του Κολοκοτρώνη και τον Δημήτρη Μυράτ στο ρόλο του Καποδίστρια. Η ταινία γυρίστηκε στην Αθήνα και στο Ναύπλιο. Άλλοι ηθοποιοί: Νικηφόρος Νανέρης, Χρήστος Τσάγκας, Σπύρος Καλογήρου, Χρήστος Καλαβρούζος, Μάκης Ρευματάς, Γιώργος Μοσχίδης, Γιώργος Παληός, Κώστας Μεσσάρης κ.α.
Μάνος Κατράκης- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από την Τράπεζα Ἰδεῶν .
Πηγή: Κόκκινος Ουρανός
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...