
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Οι Τούρκοι προσπάθησαν αρκετές φορές να καταλάβουν το Λασίθι αλλά η γεωγραφική ιδιομορφία και η αντίσταση των επαναστατών (χαϊνηδες) ήταν τέτοια που του ανάγκαζε σε φυγή.
Η Α’ Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου ή Πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου έγινε το 1821 και ήταν η πρώτη συνέλευση νομοθετικού σώματος του νέου Ελληνικού κράτους. Συνήθως αναφέρεται και ως Α’ Συνέλευση Επιδαύρου ή ως Α’ Εθνοσυνέλευση.
Στην Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου γράφτηκε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος, ορίστηκε ο τρόπος της προσωρινής λειτουργίας του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους και ψηφίστηκε την 1 Ιανουαρίου 1822 το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας , το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», έργο του Ιταλού Βιντσέντζο Γκαλλίνα (Vincenzo Gallina) μαζί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Θεόδωρο Νέγρη.
Σε αυτό το Σύνταγμα, ορίστηκε και το εθνικό σύμβολο, η ελληνική σημαία. Τα γνωρίσματά του ήταν το κυανό και λευκό χρώμα και το κυκλικό σχήμα. Το Ελληνικό εθνόσημο υπέστη πολλές, μέχρι σήμερα, μεταβολές στο σχήμα και στις παραστάσεις μετά την πρώτη καθιέρωσή του, κυρίως εξαιτίας των πολιτειακών μεταβολών.\
Το πρώτο Ελληνικό εθνόσημο έφερε έμβλημα την Αθηνά και την κουκουβάγια και μετά την άφιξη του Καποδίστρια προσετέθη και ο φοίνικας σαν σύμβολο αναγέννησης. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, το βασιλικό έμβλημα, με τα δυο στεφανωμένα λιοντάρια που κρατούσαν το θυρεό με το βασιλικό στέμμα, έγινε το εθνόσημο του κράτους. Το βαυαρικό έμβλημα αντικαταστάθηκε από μια απλή μορφή λευκού σταυρού πάνω σε γαλάζιο πλαίσιο, με στέμμα μετά την άφιξη του Γεωργίου του Α΄.
Μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας το 1924 το εθνόσημο είχε απλή μορφή λευκού σταυρού πάνω σε γαλάζιο πλαίσιο. Το δανικό έμβλημα επανήλθε με την επαναφορά της βασιλείας μέχρι το 1967.Το εθνόσημο του 1975 ορίστηκε με τον Νόμο 48 (ΦΕΚ Α΄ 108/7.6.1975) και σχεδιάστηκε από τον χαράκτη Κώστα Γραμματόπουλο.
Το Σύνταγμα που ψηφίστηκε προέβλεπε προστασία των ατομικών ελευθεριών, την αντιπροσωπευτική αρχή καθώς και της διάκριση των εξουσιών. Ορίστηκε ότι η «Διοίκησις» θα γινόταν από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», ενώ το «Δικαστικόν» θα ήταν ανεξάρτητο όργανο. Η απονομή δικαιοσύνης προβλεπόταν από τα «Κριτήρια» (τα δικαστήρια). Στη Β’ Εθνοσυνέλευση Άστρους, το 1823 το Σύνταγμα αυτό βελτιώθηκε.
Ένα από τα σημαντικά σημεία της Πρώτης Εθνοσυνέλευσης είναι η έλλειψη αναφοράς στη Φιλική Εταιρεία.
Εικόνα από:www.mpetskas.gr
Στην εθνοσυνέλευση συμμετείχαν εκπρόσωποι από την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα (Ανατολική χέρσος Ελλάδα και Δυτική χέρσος Ελλάδα όπως ήταν χωρισμένη) καθώς και από τα νησιά Ύδρα -Ιωάννης Ορλάνδος, Μανώλης Τομπάζης, Αναγνώστης Οικονόμου ή Οικονόμος,Φ. Βούλγαρης, Χ. Γιάννης Μέξης αναφέρεται και Μαίξις, Γκίκας Μπότασης,Βασίλειος Ν. Μπουντούρης , Σπέτσες και Ψαρά. Επίσης συμμετείχε, ψήφισε και υπέγραψε και αντιπρόσωπος των Αλβανών.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1828 δημοσιεύεται το διάταγμα, με το οποίο ο Ιωάννης Καποδίστριας ιδρύει στο Ναύπλιο τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Η σύσταση και η λειτουργία της στρατιωτικής σχολής ξεκίνησε λίγο αργότερα την 1η Ιουλίου 1828.
Την οργάνωση της Σχολής ο Καποδίστριας την ανέθεσε στον συνταγματάρχη Heideck, γεγονός που πιθανόν να οφείλεται στο ότι ο Καποδίστριας δεν ήθελε μεγάλη ανάμειξη των Γάλλων στα ζητήματα του στρατού. Ο Κυβερνήτης έδωσε στους μαθητές της νεοσύστατης Σχολής το όνομα Ευέλπιδες.
Ο πρώτης Διοικητής της Σχολής
Διοικητής της Σχολής τα πρώτα χρόνια ήταν ο Ιταλός Λοχαγός Σαλτάλι και ανώτερος επόπτης ο Βαυαρός Συνταγματάρχης Έιδεκ. Το διάταγμα της ίδρυσής της θα υπογραφεί αργότερα, στις 21 Δεκεμβρίου 1828. «Άρχεσθαι μαθών άρχειν επιστήσει» το μότο της σχολής.
Για αρκετό καιρό (1894-1982) έδρευε σε εγκαταστάσεις βόρεια του Πεδίου του Άρεως στην Αθήνα, όπου σήμερα στεγάζεται το Πρωτοδικείο Αθηνών, εκτός του παλαιού Διοικητηρίου, στο οποίο σήμερα στεγάζεται η Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το 1982 μετακινήθηκε στο σημερινό της στρατόπεδο στη Βάρη. Εκεί βρίσκονται στρατώνες, σύγχρονες κτιριακές εγκαταστάσεις, υπαίθριοι χώροι εκπαίδευσης και αθλητισμού, καθώς και το Μουσείο της Σχολής.
Η φοίτηση στη Σχολή Ευελπίδων (μια από τις αποκαλούμενες «παραγωγικές σχολές» στην ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων) διαρκεί τέσσερα χρόνια και οι Ευέλπιδες αποφοιτούν με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Τα τελευταία χρόνια η εγγραφή στη Σχολή ημεδαπών μαθητών ακολουθεί το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων παράλληλα με τεστ και αθλητικές επιδόσεις. Στη Σ.Σ.Ε. φοιτούν επίσης και αλλοδαποί μαθητές - στελέχη ξένων Ενόπλων Δυνάμεων.
Το όραμα του Καποδίστρια για τη Σχολή
Για την ιστορία η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Σ.Σ.Ε.) υπήρξε προσωπικό όραμα του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος είναι και ο ιδρυτής της Σχολής. Τον Ιούνιο του 1828 ανακοίνωσε τη σύσταση της Σχολής και μάλιστα ο ίδιος ονόμασε τους πέντε (5) πρώτους μαθητές «Ευέλπιδες».
Φωτογραφία: Ιωάννης Καποδίστριας
Το 1824, ο συνταγματάρχης Charles Fabvier (Κάρολος Φαβιέρος) (1782-1855) συμφώνησε με την ελληνική κυβέρνηση να του δοθούν 3 ή 4 χιλιάδες στρέμματα στα απελευθερωμένα εδάφη. Σε αντάλλαγμα θα αναλάμβανε ορισμένες υποχρεώσεις, μια από τις οποίες ήταν και η ίδρυση Στρατιωτικής Ακαδημίας.
Ο Καποδίστριας, έχοντας αποφασίσει να διατηρήσει το Τακτικό Σώμα, αναγνωρίζοντας την ανάγκη πλαισίωσής του με ικανά στελέχη, μακριά από τις τοπικές και προσωπικές αντιζηλίες, έχοντας πιθανόν υπόψη του, τόσο το σχέδιο οργανισμού της παιδείας, όσο και τη συμφωνία κυβέρνησης - Fabvier, προχώρησε, την 1η Ιουλίου 1828, στη σύσταση της Στρατιωτικής Σχολής.
Η μακρόχρονη Ιστορία της Σχολής είναι συνυφασμένη με αυτήν του Ελληνικού Έθνους των νεότερων χρόνων μιας και αποτελεί το φυτώριο από το οποίο ξεπηδούν προσωπικότητες, οι οποίες διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στα πεπραγμένα της Πατρίδος μας.
Σημειώνεται ότι η Πολιτεία αναγνωρίζοντας το τεράστιο έργο συνεισφοράς της Σχολής στην υπηρεσία του Έθνους το 1926 της απονέμει Πολεμική Σημαία και στη συνέχεια παρασημοφορεί αυτή με το Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας Α΄ Τάξεως το 1931, τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ Τάξεως το 1943, τον Ταξιάρχη του Αριστείου Ανδρείας το 1946 και τέλος τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρα το 1978.
Ο Σκοπός της Σχολής
Η κύρια αποστολή της Σχολής είναι να παρέχει στρατιωτικούς επιστήμονες και ηγέτες στο Στρατό Ξηράς, μέσω της στρατιωτικής ζωής και της πολύπλευρης στρατιωτικής και ακαδημαϊκής εκπαίδευσης.
Η είσοδος στη Σχολή επιτυγχάνεται με υψηλή βαθμολογία στις εισιτήριες πανελλήνιες εξετάσεις και η φοίτηση διαρκεί τέσσερα χρόνια. Κάθε έτος χωρίζεται σε δύο εξάμηνα. Το χειμερινό εξάμηνο ξεκινά τον Σεπτέμβριο και ολοκληρώνεται τον Φεβρουάριο, ενώ το εαρινό ξεκινά τον Μάρτιο και τελειώνει τον Αύγουστο. Κάθε εξάμηνο περιλαμβάνει Ακαδημαϊκή και Στρατιωτική εκπαίδευση, τόσο θεωρητική όσο και πρακτική.
Κάθε Ακαδημαϊκό έτος αποτελείται από τριάντα εννέα (39) εβδομάδες, από τις οποίες οι είκοσι έξι (26) είναι Ακαδημαϊκής φύσεως και οι δεκατρείς (13) είναι καθαρά Στρατιωτικής. Από αυτές, τέσσερις (4) εβδομάδες χρησιμοποιούνται για τις εξετάσεις Α΄ και Β΄ εξαμήνου ενώ οκτώ (8) εβδομάδες οι Ευέλπιδες απουσιάζουν σε άδειες.
Η Σχολή προσφέρει ευρεία Ακαδημαϊκή μόρφωση, η οποία συμπληρώνει αλλά και διευρύνει την Στρατιωτική εκπαίδευση. Το πρόγραμμα της Ακαδημαϊκής εκπαίδευσης περιλαμβάνει αντικείμενα από ένα ευρύ φάσμα των επιστημών, από Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες μέχρι Εφαρμοσμένες Επιστήμες, από Χημεία σε Ιστορία και από Ψυχολογία σε Μηχανική.
Η Στρατιωτική εκπαίδευση ξεκινά από το πρώτο έτος, οπότε ο Εύελπις υφίσταται Βασική Στρατιωτική Εκπαίδευση και εκπαιδεύεται στην ατομική τακτική. Συνεχίζει τα επόμενα χρόνια και γίνεται άριστος γνώστης στη διοίκηση ομάδος και διμοιρίας και μαθαίνει τα στοιχεία οργάνωσης και λειτουργίας του Λόχου Πεζικού. Η Στρατιωτική εκπαίδευση λαμβάνει χώρα είτε στην περιοχή της Βάρης είτε σε άλλους χώρους ανά την Ελλάδα (Λιτόχωρο Πιερίας, Παρνασσός, κ.λ.π.).
Σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση του Εύελπι παίζει η φυσική αγωγή, με σκοπό αφ’ενός την προσωπική ενδυνάμωσή του ώστε να ανταπεξέρχεται στις κακουχίες και στον απαιτητικό τρόπο ζωής του στρατιωτικού και αφ’ετέρου τη δυνατότητα λειτουργίας του ως εκπαιδευτού, ο οποίος θα εκπονεί και εκτελεί ένα κατάλληλο, ασφαλές και αποτελεσματικό πρόγραμμα σωματικής αγωγής για τους υφισταμένους του.
Πέρα από το έντονο πρόγραμμα για την βελτίωση της φυσικής κατάστασης των Ευελπίδων, διοργανώνονται κάθε έτος εσωτερικά πρωταθλήματα μεταξύ των δύο Ταγμάτων σε διάφορα αθλήματα, καθώς και Πρωτάθλημα μεταξύ των Παραγωγικών Σχολών, στο οποίο η Σχολή μετρά πολλές επιτυχίες κάθε έτος.
Το σώμα των Ευελπίδων οργανώνεται σε ένα Σύνταγμα των δύο (2) Ταγμάτων. Τα Τάγματα ονομάζονται προς τιμήν ηρώων, 1ο Τάγμα Ευελπίδων «Τχης (ΠΖ) Βελισσάριος Ιωάννης και 2ο Τάγμα Ευελπίδων «Τχης (ΠΒ) Παπαρρόδου Ιωάννης. Στη Σχολή εκπαιδεύονται σήμερα σπουδαστές από 20 κράτη. Η πολυεθνικότητα της σύνθεσης προσδίδει στη Σχολή τον ρόλο του πρεσβευτή των ηθών και παραδόσεών μας εκτός Ελληνικών συνόρων. Όλοι οι Ευέλπιδες ακολουθούν το ίδιο έντονο και απαιτητικό πρόγραμμα Στρατιωτικής και Ακαδημαϊκής εκπαίδευσης ανεξαρτήτως εθνικότητας και φύλου.
Με την ολοκλήρωση των σπουδών στη Σχολή, πολλοί απόφοιτοί της γίνονται δεκτοί και συνεχίζουν τις σπουδές τους είτε σε μεταπτυχιακά προγράμματα είτε σε προπτυχιακά για την απόκτηση δεύτερου τίτλου σπουδών σε διάφορα Ελληνικά και Ξένα Ανώτατα Ιδρύματα.
Διακεκριμένοι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων
Στην διάρκεια λειτουργίας της ΣΣΕ υπήρξαν Ευέλπιδες οι οποίοι ήταν πρωταγωνιστές στην Ελληνική Ιστορία. Ευέλπιδες οι οποίοι διακρίθηκαν τόσο στον στρατιωτικό χώρο όσο και στην επιστήμη και στην πολιτική της Ελλάδος.
Παναγιώτης Δαγκλής
Πάνος Κολοκοτρώνης
Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας
1890 Ιωάννης Μεταξάς (ΜΧ)
Νικόλαος Ζορμπάς
Αλέξανδρος Οθωναίος
Ιωάννης Φραγκούδης-Ολυμπιονίκης
1894 Ανδρέας Μιχαλακόπουλος
1897 Στυλιανός Γονατάς
1897 Ιωάννης Βελισσαρίου[7] (ΣΣΥ)
1891 Παύλος Μελάς, πρωταγωνιστής στο Μακεδονικό Αγώνα.
Αλέξανδρος Παπάγος
1900 Θεόδωρος Πάγκαλος
Πρίγκιπας Ανδρέας της Ελλάδας
1908 Μιχαήλ Μουτούσης
1910 (;) Ευριπίδης Μπακιρτζής
1912 Πρίγκηπας Αλέξανδρος ( Βασιλιάς της Ελλάδας 1917-1920 )
Γεώργιος Β΄ της Ελλάδας
To έμβλημα της Σχολής
Το έμβλημα της Σχολής είναι μια σύνθετη απεικόνιση, δύο τυφεκίων, δύο ξιφών, σωλήνα πυροβόλου και οβίδας, που συμβολίζουν τα ιστορικά όπλα του Ελληνικού Στρατού (Πεζικό, Τεθωρακισμένα και Πυροβολικό). Η σύνθεση αυτή, πλαισιώνεται με το έτος ιδρύσεως της Σχολής (1828), με δύο κλάδους δάφνης και το έμβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Επίγραμμα του εμβλήματος, είναι η φράση του σοφού της αρχαίας Αθήνας Σόλωνα, "ΑΡΧΕΣΘΑΙ ΜΑΘΩΝ ΑΡΧΕΙΝ ΕΠΙΣΤΗΣΕΙ", το οποίο υποδηλώνει το βασικό σκοπό της παιδευτικής αγωγής των Ευελπίδων και τους υπενθυμίζει την αξία της πειθαρχίας
Πηγή: (Με πληροφορίες από sansimera.gr, sse.army.gr), On Alert
Ένας από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς αρχηγούς και ήρωες της σαμιακής επανάστασης του 1821. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Φώκος. Το «Λαχανάς» ήταν παρωνύμιο, αλλά επεκράτησε του πραγματικού επωνύμου. Ο Καπετάν Κωσταντής Λαχανάς γεννήθηκε στο Πάνω Βαθύ το 1769. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος Φώκος και η Κυριακή. Μικρός υιοθετήθηκε από τον θείο του Γιακουμή.
Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη θάλασσα και έγινε πλοίαρχος, ταξιδεύοντας αρχικά στα παράλια της Μικράς Ασίας. Αργότερα τα ταξίδια του έφτασαν μέχρι τη Συρία, τη Βόρειο Αφρική, τον Εύξεινο Πόντο και την Ιταλία.
Το 1798 ενόσω βρισκόταν στην Αίγυπτο κατετάγη στην Ελληνική Λεγεώνα του Ναπολέοντα και έλαβε μέρος στις μάχες που δόθηκαν εκεί από γαλλικά στρατεύματα. Μετά την αναχώρηση του Ναπολέοντα από την Αίγυπτο ο Λαχανάς επανήλθε στη Σάμο και έλαβε μέρος στους αγώνες για την κατάκτηση της προυχοντικής εξουσίας, αφού τάχθηκε στο πλευρό της παράταξης των Καρμανιόλων, που επεδίωκαν την κατάργηση των παλαιών προεστών και τη διαφάνεια στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών του νησιού. (1806-1812).
Το 1812, όταν οι αντίπαλοι των Καρμανιόλων, οι Καλικάντζαροι, επικράτησαν στον Κοινό της Σάμου ο Κ. Λαχανάς καταδιώχθηκε και διέφυγε από το νησί για να σωθεί. Κατά τις περιπλανήσεις του έφτασε μέχρι Θεσσαλονίκη, συνδέθηκε δε με τον περιβόητο αρματωλό Νίκο Τζάρα, έγινε οπαδός του και πολέμησε μαζί του εναντίον των Τούρκων.
Ο Νικοτζάρας ναγνωρίζοντας την ανδρεία του Λαχανά τον έκαμε πρωτοπαλίκαρό του. Μετά τον θάνατο του Νικοτζάρα ο τότε νομάρχης Θεσσαλονίκης Μπεκίρ πασάς που υπήρξε παλιότερα βοεβόδας Σάμου τον διόρισε κυβερνήτη του εκεί σταθμεύοντος αυτοκρατορικού πάρωνος. Μετά την απόλυση του Μπεκίρ πασά, παραιτήθηκε και ο Λαχανάς και επέστρεψε στη Σάμο ασχολούμενος με το αρχικό του επάγγελμα κυβερνώντας το ιδιόκτητο πλοίο του «Πυθαγόρας».
Τον Φεβρουάριο του 1819 μυήθηκε από τον Γεράσιμο Σβορώνο στη Φιλική Εταιρεία. Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση του 21, ο Καπετάν Κωνσταντής υπήρξε ο πρώτος που συνήγειρε τους οπαδούς του και στις 18 Απριλίου 1821 κήρυξε την επανάσταση υψώνοντας τη σημαία στη θέση Πηγαδάκι Άνω Βαθέος, καλώντας όλους τους κατοίκους του Βαθέος να αγωνισθούν υπέρ της Πατρίδος. Στα τέλη Απριλίου 1821 έφτασε στη Σάμο ο Λογοθέτης Λυκούργος και ανέλαβε τη γενική αρχηγία του αγώνα στο νησί θέτοντας σε εφαρμογή το τοπικό πολίτευμα, τον «Στρατοπολιτικό Διοργανισμό της νήσου Σάμου». Ο Λυκούργος οργάνωσε την άμυνα του νησιού συγκροτώντας τέσσερις χιλιαρχίες στη μία των οποίων διόρισε τον Λαχανά χιλίαρχο. Υπό την ιδιότητά του αυτή υπεράσπισε το νησί και στις τρεις μεγάλες επιθέσεις που επιχείρησε ο τουρκικός στόλος το 1821, 1824, 1826 εναντίον της Σάμου.
Τον Ιούλιο του 1821 ο Λαχανάς εξασφάλισε την άμυνα των ανατολικών παραλίων και του λιμανιού του Βαθιού. Μετά την απόκρουση των Τούρκων επικεφαλής μικρού σώματος έβγαλε από τα βυθισμένα στη θάλασσα εχθρικά πλοία 33 τηλεβόλα, τα οποία μετέφερε στη Σάμο για την ενίσχυση της άμυνάς της. Στη συνέχεια εξεστράτευσε με άλλους 300 Σαμιώτες στη Μικρά Ασία όπου συνήψε μάχες και λαφυραγώγησε τουρκικές περιοχές απομακρύνοντας το ενδεχόμενο τουρκικής επίθεσης κατά της Σάμου. Το 1822 έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Χίου. Μετά την αποτυχία αυτής της εκστρατείας και την καταστροφή της Χίου έλαβε μέρος σε ναυμαχία του ελληνικού στόλου κατά του τουρκικού έξω από τις Σπέτσες, όπου και ανδραγάθησε.
Τον Μάρτιο του 1823 επικεφαλής 600 ανδρών επέδραμε και πάλι κατά της Μικράς Ασίας λεηλατώντας τα παράλια από τη περιοχή του Τσαγίου μέχρι την Αλικαρνασσό. Στη Σάμο είχε έλθει σε αντίθεση με τον έπαρχο Κυριάκο Μώραλη ό οποίος τον συνέλαβε κατά προτροπή των πολιτικών του αντιπάλων και τον φυλάκισε, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει και να σωθεί. Το 1824 αντίπαλοι του Λαχανά, φυγάδες από τη Σάμο μαζί με άλλους Ψαριανούς αποβιβάσθηκαν κρυφά στη Σάμο με σκοπό να εξοντώσουν τον ίδιο και τους οπαδούς του. Πολιόρκησαν το σπίτι του στο Πάνω Βαθύ και το κατέστρεψαν, αλλά ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει και να αποκρούσει με επιτυχία την επιδρομή των φυγάδων.
Στην μεγάλη εκστρατεία του τουρκικού στόλου κατά της Σάμου το 1824 ο Λαχανάς είχε διορισθεί από την Γενική Συνέλευση Γενικός Καπετάνιος του εν Σάμω Ελληνικού Στρατού και υπεράσπισε το νησί από τις περιοχές Μεσοκάμπου – Μολαϊμβραήμ, απ’ όπου κανονιοβολούσε με επιτυχία τον τουρκικό στόλο που πολιορκούσε στενά τη Σάμο. Το 1825 επιχείρησε νέα επιδρομή κατά της Μικράς Ασίας. Την αυτή γενναιότητα έδειξε και το 1826 κατά εκστρατεία των Τούρκων εναντίον της Σάμου.
Το 1828, όταν στη Σάμο έφτασε ο Ιωάννης Κωλέτης ως Έκτακτος Επίτροπος Ανατολικών Σποράδων και καθ’ όλη τη διάρκεια της καποδιστριακής περιόδου ο Λαχανάς διετέλεσε αρχηγός της Εκτελεστική Δυνάμεως. Στη διάρκεια της Ελευθέρας Πολιτείας Σάμου (1830-1834) διορίστηκε από τον Λογοθέτη Λυκούργο στρατιωτικός αρχηγός. Στο τετραετές αυτό διάστημα οι Σαμιώτες επεδίωκαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Αφού αυτό δεν είχε αίσιο τέλος και στη Σάμο επιβλήθηκε το ηγεμονικό καθεστώς ο Λαχανάς μαζί με τους υπόλοιπους αρχηγούς της σαμιακής επανάστασης και πλήθος Σαμίων επέλεξε την αυτοεξορία από το νησί κι έτσι το καλοκαίρι του 1834 μετανάστευσε στην ελεύθερη Ελλάδα. Μαζί του αναχώρησε και η οικογένειά του. Από το Καρλόβασι μετέβησαν στη Μύκονο και από εκεί στο Ναύπλιο. Για τους Σαμιώτες μετανάστες η ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε μια περιοχή στην Χαλκίδα για να εγκατασταθούν.
Η ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζοντας τους αγώνες του καπετάν Κωνσταντή Λαχανά τον διόρισε ταγματάρχη της Εθνοφυλακής με το ΒΔ 20/1834 και τον ετίμησε με τον Αργυρό Σταυρό του Αγώνος και το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος.
Ο Καπετάν Λαχανάς πέθανε στην Χαλκίδα στις 19 Δεκεμβρίου 1842. Η γενέτειρά του τιμώντας τον έχει τοπθετήσει στη θέση Πηγαδάκι την προτομή του.
Βασική πηγή για το βιογραφικό του σημείωμα το βιβλίο Βιογραφία του Σαμίου οπλαρχηγού Κωνσταντίνου Λαχανά υπό Ν. Σταματιάδου, Εν Σάμω 1906.
Πηγή: Δήμος Σάμου
Το τραγούδι τώρα πια ένας θρήνος. Το 1803, είναι η χρονιά της συντέλειας. Το Σούλι με τις τόσες θυσίες και τους ακόμη περισσότερους ηρωϊσμούς πέφτει ύστερα από προδοσία.
Ένας Ηπειρώτικος θρήνος ένα μοιρολόι που μέσα στη λιτότητά του τα λέει όλα. Τον πόνο της καταστροφής. Την ανυποχώρητη κραυγή “Θάνατος ή λευτεριά”.
Οι γυναίκες προτιμούν το Ζάλογγο, ο Σαμουήλ την ολοκαυτωματική ανατίναξη.
Ένα πουλάκι ξέβγαινε ψηλά από το Σούλι.
Παργιώτες το ρωτήσανε, Παργιώτες το ρωτάνε:
- “Πουλάκι πούθεν έρχεσαι, πουλί μου πού πηγαίνεις;”.
- “Από το Σούλι έρχομαι και στη Φραγκιά πηγαίνω”.
- “Πουλάκι πες μας τίποτε, κανά καλό μαντάτο”.
- “Αχ τι μαντάτο να σας πω, τι να σας μολογήσω;
Πήραν το Σούλι πήρανε, πήραν τον Αβαρίκον
πήραν την Κιάφα την κακή, επήραν και το Κούγκι
κι έκαψαν τον Καλόγερο με τέσσερις νομάτους”.
Τον Ιούνιο του 1803 ο Αλή Πασάς εφοδιασμένος με σουλτανική διαταγή, εκστρατεύει, επικεφαλής 15.000 τουρκαλβανικών δυνάμεων, εναντίον του Σουλίου. Η επίθεση αποτυγχάνει. Οργανώνεται πολιορκητικός κλοιός γύρω από το Σουλιώτικο όρος. Οι Σουλιώτες που διαισθάνθηκαν τι τους περιμένει άρχισαν να ψάχνουν για συμμάχους για να εξασφαλίσουν την προμήθεια πυρομαχικών, αλλά και των αναγκαίων τροφών. Μεταξύ των άλλων έγραψαν και στους Διοικητές της Κέρκυρας. Τελικά έμειναν αβοήθητοι.
Ακολούθησαν πολλές μάχες και μηχανορραφίες του Αλή, ο οποίος επιτίθεται στο Κούγκι καθημερινά και οι Σουλιώτες αμύνονται λυσσαλέα. Σε κάθε επίθεση σκοτώνονται πάνω από 70 ως 100 Τουρκαλβανοί. Ο Αλή Πασάς απογοητεύεται και όταν διαπιστώνει ότι με τα όπλα δεν πετύχαινε τίποτα προσπάθησε τότε με δωροδοκίες και διαφθορές να εκπορθήσει το Σούλι. Στη προσπάθειά του αυτή ήρθε συνεργός στο γιο του Αλή, τον Βελή Πασά, όπως φημολογείται, ο Σουλιώτης Πήλιος Γούσης, που υπηρετούσε ως έμπιστος του Τουρκαλβανού στρατηγού Ζελιχτάρ Μπόττα, ο οποίος και υπέδειξε στους Τουρκαλβανούς που επιχειρούσαν τον αποκλεισμό των Σουλιωτών ένα ιδιαίτερο αφύλακτο μονοπάτι που οδηγούσε στο Κούγκι.
Όταν ένα τμήμα των τουρκαλβανών ανέβηκε αυτό το μονοπάτι οι μαχόμενοι Σουλιώτες βρέθηκαν ανάμεσα στα πυρά τους όπου αναγκάστηκαν πλέον να υποχωρήσουν, να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους και τελικά, λόγω και έλλειψης τροφών και πολεμοφοδίων να συνθηκολογήσουν και να εκπατριστούν στη συνέχεια στη ρωσοκρατούμενη τότε Πάργα και από εκεί στη Κέρκυρα.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1803 υπογράφεται η συνθήκη παράδοσης του Σουλίου. Δύο χιλιάδες περίπου Σουλιώτες με Αρχηγούς τους τον Φώτο Τζαβέλα, Δήμο Δράκο, και Τζίμα Ζέρβα οδοιπορούν για την Πάργα. Ανάμεσα σ’ αυτούς και η φάρα των Θανασάτων (με τις οικογένειες των Σούλων), η οποία κουβαλάει μαζί της και το οικογενειακό χειρόγραφο. Άλλοι χίλιοι περίπου με Αρχηγούς τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κουτσονίκα φέυγουν για το Ζάλογγο. Άλλες μικρότερες ομάδες φεύγουν για το Βουλγαρέλι και άλλα κοντινά χωριά. Ο Καλόγερος Σαμουήλ με τέσσερις Σουλιώτες παρέμεινε στο Κούγκι φυλάγοντας τα πολεμοφόδια των Σουλιωτών, αυτά που δεν πήραν μαζί τους αυτοί που έφυγαν. Στις 16 Δεκεμβρίου 1803, όταν πηγαίνουν οι Τούρκοι να τα παραλάβουν ο Σαμουήλ βάζει φωτιά στο μπαρούτι και ανατινάζει το Κούγκι μαζί με τον εαυτό του, τους τέσσερις Σουλιώτες και τους Τούρκους.
Την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης από τον Σαμουήλ πήρε σαν αφορμή ο Βελή Πασάς και δεν τήρησε τους όρους της Συμφωνίας του για την Ειρήνη. Παράλληλα, ενώ το Σώμα του Φώτου Τζαβέλα έφτασε στην Πάργα, το Σώμα του Κίτσου Μπότσαρη και του Κουτσονίκα χτυπιέται στα στενά του Ζαλόγγου από τους Τουρκαλβανούς του Βελή Πασά. Έγιναν σφορδρές μάχες, στις οποίες οι άνδρες σκοτώθηκαν.
Τότε 55 γυναίκες, οι ατρόμητες Σουλιώτισσες ανέβηκαν στους βράχους του Ζαλόγγου και προτίμησαν τον θάνατο παρά την ατιμία.
Πηγή: Το όραμα, Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Το Κούγκι είναι πύργος του Σουλίου στην Ήπειρο επάνω σε απότομο βράχο, στον οποίο υπάρχει και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Όταν το 1803 οι τουρκαλβανοί κατέλαβαν το Σούλι, κλείστηκαν στο Κούγκι 600 Σουλιώτες με αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα. Προβάλλοντας αντίσταση απέκρουσαν τέσσερεις εφόδους των τουρκαλβανών του Αλή Πασά. Επειδή τα τρόφιμα εξαντλήθηκαν, οι πολιορκημένοι πρότειναν στον Αλή να βγουν αφού τους εγγυηθεί, πως δεν θα τους πειράξει.
Ο Αλή αναγκάστηκε να δεχθεί λόγω των μεγάλων απωλειών που υπέστη.Μετά την αναχώρησή τους έμεινε στο Κούγκι ο καλόγερος Σαμουήλ με δυο πολεμιστές για να παραδώσoυν το φρούριο. Όταν όμως οι απεσταλμένοι ήρθαν να το παραλάβουν, ο Σαμουήλ έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχθηκαν όλοι στον αέρα. Την ηρωική αυτή θυσία την ύμνησε ο ποιητής Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Ο Σαμουήλ».
Ο εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους γράφει:
«Τρία έτη διήρκεσεν ο αγών ούτος και οι Σουλιώται δεν έπαυον νικηφορούντες ότε κατά Σεπτέμβριον του 1803, διά της προδοσίας του Πήλιου Γούση, εκυριεύθη τελευταίον το Σούλι, οι δε πρόμαχοί του υποχωρήσαντες εις την αγίαν Παρασκευήν και πάσχοντες τα πάνδεινα ιδίως εκ της δίψης, διότι οι περιζώσαντες αυτούς πολέμιοι είχον καταλάβει τας των υδάτων πηγάς, συνήνεσαν τελευταίον, όχι να παραδοθώσιν, αλλά να συνθηκολογήσωσιν ότι θέλουσιν απέλθει ελευθέρως, όπου βούλωνται μετά των όπλων και των σκευών.
Ο Αλής εκύρωσε τας συνθήκας ταύτας και τη 12η Δεκεμβρίου 1803 εγκατέλειπον οι Σουλιώται την πατρίδα αυτών, διαιρεθέντες εις τρία σώματα. Εμειναν δε εις αγίαν Παρασκευήν ο μοναχός Σαμουήλ και πέντε έτεροι άνδρες ίνα παραδώσωσι τον χώρον και λάβωσι κατά τα συμφωνηθέντα το αντίτιμον των εν αυτώ σωζόμενων έτι πολεμοφοδίων.
Αλλ ότε προσήλθον δύο Τούρκοι και εις γραμματεύς του Αλή ίνα εκτελέσωσι τους όρους τούτους, ο γραμματεύς του Αλή, αφού επλήρωσε τα χρήματα, είπε σαφώς εις τον Σαμουήλ ότι θέλει υποστή δεινήν τιμωρίαν, αφού έσχε την αφροσύνην να παραδοθή εις χείρας του βεζύρη.
Ο δε «καμμίαν», απήντησεν αμέσως, «δεν δύναται να μ επιβάλη τιμωρίαν», και κενώσας το όπλον του επί της πυριτοθήκης έθαψεν υπό τα ερείπια του τελευταίου εκείνου προμαχώνος εαυτόν τε και τους συναγωνιστάς και τους Τούρκους. Ουδ ελαττώνει την αξίαν της θυσίας ταύτης το γεγονός ότι ο Αλής έλαβεν αυτήν ως πρόφασιν ίνα θεωρήση ακύρους τας προς τους Σουλιώτας γενομένας συνθήκας…».
Πηγή: Ιστορία σαν σήμερα…
Μετά τήν καταστροφή τών Τούρκων στήν Αράχωβα, ο Καραϊσκάκης έστειλε τούς Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δράκο καί Λάμπρο Βέϊκο νά πολιορκήσουν τά Σάλωνα, τούς Ρουμελιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δυοβουνιώτη, Γιάννη Ρούκη καί Χριστόφορο Περραιβό νά καταλάβουν τή Βελίτσα (Άνω Τιθωραία) καί τόν Γιάννη Μπαϊρακτάρη νά οχυρώσει τό Δίστομο.
Η Βελίτσα ήταν ένα άριστα οχυρωμένο χωριό καί συχνά χρησίμευε ως καταφύγιο γιά τά κατατρεγμένα γυναικόπαιδα. Οι Έλληνες κατέλαβαν εύκολα τή Βελίτσα καί στίς 29 Νοεμβρίου 1826 έφθασε καί ο αρχιστράτηγος, ο οποίος συσκέφθηκε μέ τούς άλλους αρχηγούς γιά νά οργανώσουν τίς μελλοντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις καί κυρίως γιά νά διακόψουν τίς επικοινωνίες τού Κιουταχή μέ τή Λαμία.
Στίς 4 Δεκεμβρίου 1826, ένας χωρικός από τή Δαμάστα έδωσε τήν πληροφορία στόν Καραϊσκάκη ότι πεντακόσιοι Τούρκοι ιππείς μέ επικεφαλής τόν Οσμάν μπέη Κόρτζα είχαν ξεκινήσει από τό Ζητούνι μέ 2000 φορτηγά ζώα φορτωμένα μέ προμήθειες γιά τόν στρατό τού Κιουταχή. Η διαδρομή πού θά ακολουθούσε ο εχθρός περνούσε από τή Μπουντουνίτσα (Μενδενίτσα), τή Φοντάνα (στενό ορεινό πέρασµα τού Καλλίδροµου, ανάµεσα στά χωριά Ρεγκίνι καί Μόδι) καί τό Τουρκοχώρι Ελάτειας.
Τά χαράματα τής 7ης Δεκεμβρίου 1826, οι Έλληνες έπιασαν τίς δασωμένες πλαγιές τού βουνού έξω από τό ερειπωμένο Τουρκοχώρι καί ο Χατζημιχάλης μέ τό ιππικό του κρύφτηκε στό χωριό Μόδι. Η χωσιά (ενέδρα) ήταν άρτια οργανωμένη καί οι Τούρκοι θά πάθαιναν τήν ίδια καταστροφή πού είχαν πάθει στά γειτονικά Βασιλικά τό 1821, εάν κάποιοι απρόσεκτοι Έλληνες στρατιώτες δέν πρόδιδαν τήν θέση τους στούς προπορευόμενους Τούρκους ιππείς. Οι Έλληνες επιτέθηκαν αλλά δέν σκότωσαν παραπάνω από 100 Τούρκους δεδομένου ότι ο εχθρός πρόλαβε νά οργανώσει τήν άμυνά του. Ολόκληρο όμως τό φορτίο πού συνόδευαν οι Τούρκοι ιππείς πέρασε στά χέρια τών Ελλήνων, οι οποίοι μέσα στή λαχτάρα τους νά τό λαφυραγωγήσουν, άφησαν ακάλυπτο τόν αρχηγό τους πού κινδύνεψε σοβαρά νά συλληφθεί από τούς εχθρούς. Οι Σουλιώτες τού Γιαννούση Πανομάρα καί τού Νάσου Κουτσονίκα άκουσαν τίς φωνές τού Καραϊσκάκη καί κατάφεραν νά τόν απεγκλωβίσουν από τόν εχθρικό κλοιό. Ένας από τούς αρχηγούς τής συνοδείας, ο γιός τού Πασόμπεη Μεχμέτ πασάς, σκοτώθηκε από τόν ίδιο τόν Καραϊσκάκη.
Οι Έλληνες έχοντες επί κεφαλής τόν Καραϊσκάκην επέπεσαν κατ’ αυτών ως κεραυνοί καί τούς διεσκόρπισαν καί κατεδίωξαν μέχρι τής Μενδενίτσας φονεύσαντες μέχρι τούς 30, επήραν δέ καί χίλια ζώα μέ φορτώματα των εκ διαφόρων πραγμάτων, ακολούθως επροχώρησε μέχρι τών χωρίων τής Υπάτης, αλλ’ ελθούσης εις αυτόν ειδήσεως, ότι ο Καρύστιος Ομέρ πασσάς ητοιμάζετο νά εκστρατεύση κατά τών επαρχιών τής Στερεάς επανήλθεν εις Ράχωβαν, ακολούθως εξεστράτευσεν εις Λιδωρίκι καί εκείθεν εξαπέστειλε τόν Ξύδην, τόν Καλύβαν, καί έπειτα τόν Μακρήν εις Κράβαρα, οίτινες απέκλεισαν τούς εκεί ευρισκομένους Τούρκους εντός τών Λομποτινών (Άνω Χώρα Ναυπακτίας), καί τούς οποίους συνέλαβαν καί τούς απέστειλαν εις τήν κυβέρνησιν ζώντας. Φθάσας δέ μέ τούς υπ’ αυτόν ο Καραϊσκάκης εις τό Λιδωρίκι έμαθεν ότι χίλιοι πεντακόσιοι εχθροί υπό τόν Βελήν Αγά Γρεβενίτην διερχόμενοι διά τής Δυτικής Ελλάδος έφθασαν εις τήν Ναύπακτον καί εντεύθεν μετέβαινον διά τό στρατόπεδον τού Κιουταχή εις Αθήνας. Εξήλθεν απέναντι αυτών, ούς καί απήντησεν εις τό χωρίον Ομέρ Εφέντη (Καστράκι) έξωθεν τής Ναυπάκτου, επιτεθείς δέ κατ’ αυτών τούς διεσκόρπισε καί τούς επέταξε πέραν τού Μόρνου καί τοιούτος τρόμος τούς κατέλαβεν ώστε δέκαν μόνο ιππείς τού Χατζημιχάλη τούς κατεδίωξαν μέχρι τών πυλών τής Ναυπάκτου. Αι φήμαι τών νικών τών υπό τόν Καραϊσκάκην Ελλήνων διαδοθείσαι καθ’ όλην τήν Ελλάδα ενέπλησαν χαρά καί θάρρος άπαντας, τόν δέ αρχηγόν τού οθωμανικού στρατού τών Αθηνών Κιουταχήν κατεθορύβησε καί απήλπισεν, ώστε δέν ήξευρεν τί περί τούτου ν’ αποφασίση. Εσκέπτετο δέ νά εξέλθη καί μόνος του διά νά τούς πολεμήση καί ν’ αναχαιτίση τήν πρόοδόν των, αλλ’ εφοβείτο τήν διάλυσιν τής πολιορκίας τής ακροπόλεως. Επί τέλους δέ απεφάσισε νά εξαποστείλη αντ’ αυτού τόν Καρύστιον Ομέρ πασσάν μετά τού αδελφού τού Μουστάμπεϊ Καροφίλμπεϊ επί κεφαλής δύω χιλιάδων πεζών καί πεντακοσίων ιππέων, τούς οποίους εξεκίνησεν καί τήν 17ην Ιανουαρίου τού έτους 1827 τό πρωΐ ενεφανίσθησαν έξωθεν τού χωρίου Διστόμου, τό οποίον κατείχετο από τριακοσίους Σουλιώτας υπό τόν Νότη Μπότσαρη, Γεώργιο Καραΐσκο, Κουτσονίκα, Χρήστο Κουτσονίκα, Ιωάννη Μπαϊρακτάρη, Νικόλαον Κάσκαρην καί Ιωάννην Μπιλπίλην Ευβοέα.» . |
Ύστερα καί από αυτή τή νίκη του, ο Σταυραετός τής Ρούμελης, επέστρεψε στήν Αράχωβα, αφού όμως ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από τή δυνατή βροχή καί τή λάσπη, η οποία τού προκάλεσε τόν θάνατο τεσσάρων ανδρών στά χωριά Σουβάλα (Πολύδροσο) καί Αγόριανη. Στή συνέχεια ο Έλληνας αρχιστράτηγος πήγε στά Κράβαρα γιά νά αντιμετωπίσει τά εχθρικά αποσπάσματα πού είχαν εξορμήσει από τό Μεσολόγγι καί είχαν καί τή συνεργασία τού προσκυνημένου οπλαρχηγού Ανδρέα Σαφάκα. Στά Λαμποτινά Ναυπακτίας (Άνω Χώρα) οι Δημήτριος Μακρής, Ξυδής καί Καλύβας αιχμαλώτισαν ένα τουρκικό απόσπασμα πού ήταν στήν περιοχή καί λεηλατούσε τά χωριά. Εκεί ο Καραϊσκάκης ειδοποιήθηκε γιά τήν εισβολή τού Ομέρ πασά τής Ευβοίας στήν Ανατολική Στερεά καί έτσι αναγκάστηκε νά επιστρέψει στή Βελίτσα.
Σημείωση Μέλιας: Το άρθρο παραπέμπει στο έργο Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα αλλά ο σύνδεσμος που παρατίθεται είναι ανενεργός. Η «Ανέμη» διαθέτει δωρεάν το έργο ΕΔΩ
Πηγή: Αβέρωφ
Την 2αν Δεκεμβρίου 1868 έν εκ των τολμηροτέρων καταδρομικών της Κρητικής Επαναστάσεως, η «Ένωσις», επανήρχετο εκ της τελευταίας εις Κρήτην εκδρομής της, δι’ ήν είχεν απάρει από της 23ης Νοεμβρίου.
Κατά τας δέκα αυτάς ημέρας η «Ένωσις» άπαξ μόνο έσβυσε τα πυρά των λεβήτων της, «τρέχουσα δε μεταξύ Σύρου και Γυθείου, Κιμώλου και Κρήτης και ολόκληρον την νήσον ταύτην περιγράφουσα δια γιγαντιαίων καμπυλών επραγματοποίησεν υπέρ τα χίλια εξακόσια μίλλια εμμανούς, φρενιτώδους, φανταστικής σχεδόν νηοδρομίας» (σ.).
Εν τω μεταξύ ο αντιναύαρχος Χόβαρτ Πασσάς, Άγγλος υπηρετών εις το Οθωμανικόν Ναυτικόν και αρχηγός της αποκλειούσης την Κρήτην Τουρκικής μοίρας απελπισθείς να συλλάβη την «Ένωσιν» αποφασίζει να ενεδρεύση αυτην εκτός της Σύρου παρά την εκ τούτου μέλλουσαν να προκύψη παραβίασιν των διεθνών νομίμων.
Την 6ην π.μ. της 2ας Δεκεμβρίου 1868 η «Ένωσις» αποπλεύσασα εκ Πάρου έπλεεν αμέριμνος προς την Σύρον, ότε μετ’ ολίγον σαφώς διέκρινε δύο εύδρομα και μίαν φρεγάταν, άτινα μετ’ εκπλήξεως ανεγνωρίσθησαν ως Τουρκικά, και άτινα επείχον εναντίον της. Το έν των ευδρόμων ήτο το «Ιτζεδίν», ο νικητής του «Αρκαδίου».
Αλλ’ η έκπληξις δεν διήρκεσε μακρόν επί της «Ενώσεως»• εσήμανε πάραυτα πολεμιή έγερσις επί του ατρομήτου καταδρομικού, ούτινος και ηυξήνθη η ταχύτης, όπως καταφύγη το ταχύτερον εις τον λιμένα της Σύρου. Εν τω μεταξύ, ολονέν εμειούτο η απόστασις από των πολεμικών πλοίων, άτινα αιφνιδίως ήνοιξαν το πυρ κατά της «Ενώσεως».
Εις το πυρ του εχθρού απαντά αμέσως η «Ένωσις» δια του πρυμνιαίου αυτής πυροβόλου. Σκοπεύει ο υποκελευστής Δρούδες και με το βλήμα του πλήττει το «Ιτζεδίν», εκεί όπου τούτο προ έτους είχε βάλει το «Αρκάδι», εις τον αριστερόν τροχόν. Το «Ιτζεδίν» χωλαίνον βραδυπορεί και, εν ώ προέπλεε της Τουρκικής φρεγάτας, πλέει ήδη παραλλήλως προς αυτήν.
Επωφελουμένη του τοιούτου, η «Ένωσις» παρενθέτει το «Ιτζεδίν» μεταξύ αυτής και της φρεγάτας, ήτοις ητοίμαζεν ολότοιχον το πυρ κατ’ αυτής και μονομαχεί μετά του «Ιτζεδίν», εντός του οποίου δεύτερον επιτυχές βλήμα εκ της «Ενώσεως» ενσπείρει την σύγχυσιν.
Η φρεγάτα τότε «Χουδαβενδικιάρ», η ναυαρχίς του Χόβαρτ, αποκαλυφθείσα μετά τον αντίπλουν τούτον στρέφεται και απειλεί δια φοβεράς ομοβροντίας να καταβυθιση την «Ένωσιν». Αλλ’ ενώ το Τουρκικόν πλοίον παρασκευάζεται εις τούτο στρέφον δεξιά, ίνα δείξη ολόκληρον την τηλεβολοστοιχίαν του, η «Ένωσις» φεύγει δεικνύουσα μόνον την πρύμναν αυτής και βάλλουσα δια του πυροβόλου της υποχωρήσεως.
Ευστοχήσαν βλήμα αυτής διέρχεται διαγωνίως από πρώρας εις πρύμναν της «Χουδαβενδικιάρ», ανατρέπει παν το προστυχόν, φονεύει και τραυματίζει πολλούς ναύτας και αποδιώκει προς ώραν τους υπηρέτας των τηλεβόλων. Δεύτερον βλήμα αναρπάζει εις συντρίματα δύο αυτής λέμβους.
Η «Ένωσις» επωφεληθείσα στιγμιαίως προς Βορράν διευθύνσεως της τουρκικής φρεγάτας, πλέει ήδη εν πάση ταχύτητι προς τον λιμένα της Σύρου, βάλλουσα μέχρις εξαρθρώσεως των πυροβόλων της, αλλά καια βαλλομένη μανιωδώς υπό των Τουρκικών πλοίων, εντελώς όμως εις μάτην. Αι αποστάσεις ολοέν αυξάνουσι, το δε φεύγον καταδρομικόν δεν δεικνύει ή ελάχιστον μέρος της επιφανείας του.
Εντός ολίγου τέλος ασθμαίνουσα η «Ένωσις» αγκυροβολεί εις Σύρον όπισθεν της εκεί καθωρμισμένης Αυστριακής κανονιοφόρου «Βάλλ». Τραυματίσασα επωδύνως τους δύο αντιπάλους της, χάρις εις την ευστοχίαν των εις το Β. Ναυτικόν ανηκόντων πυροβολητών της, η «Ένωσις», άθικτος η ιδία ως εκ θαύματος, έμελλεν εντός ολίγου ν’ αποτελέσει το αντικείμενον δεινοτάτης έριδος και εξευτελιστικών αιτήσεων εκ μέρους του Χόβαρτ.
Σημείωση: Κ.Ν. ‘Ράδου op. cit.
.
Πηγή: (Αντιπλοιάρχου Δημητρίου Γ. Φωκά, Χρονικά του Ελληνικού Β. Ναυτικού 1833 – 1873, έκδοσις Γενικού Επιτελείου Β. Ναυτικού 1923, σελ. 256 – 258), Αβέρωφ
Μετά τη συνθήκη που υπογράφηκε στο Πέτα στις αρχές Σεπτεμβρίου 1821, ανάμεσα στους Έλληνες και στους αλβανούς, τα πράματα ωρίμασαν για μια σημαντική πια επιθετική ενέργεια των συμμάχων κατά των τούρκων. Σε μια σύσκεψη στο Βραχώρι, αποφασίστηκε να γίνει επίθεση κατά της Άρτας. Αλλά στο μεταξύ έπεσε στα χέρια των τούρκων ένα από τα φρούρια του Αλή (η Λιθαρίτσα) και οι Σουλιώτες με τους αλβανούς αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του στρατοπέδου του Χουρσίτ, που πολιορκούσε τον Αλή.
Ο Αλής όμως φοβούμενος μη γίνει υποχείριος στους Σουλιώτες, τους αναχαίτισε μ΄ένα του γράμμα:
«Πολυφίλητα τέκνα μου. Προ μικρού επληροφορήθην ότι έρχονται τα παλληκάρια σας εναντίον του εχθρού μου Χουρσίτ. Προειδοποιώ ότι στο φρούριό μου είμαι απόρθητος. Περιφρονώ τον ασίαιο (=από την Ασία) αυτόν πασά και μπορώ ν΄ αντισταθώ επί πολλά χρόνια.Η μόνη εκδούλευσις που ζητάω από την ανδρεία σας, είναι να καθυποτάξετε την Άρτα και να πιάσετε ζωντανό τον Ισμαήλ Πασόμπεη, τον αρχαίο μου δούλον, τον λυσσαλέον εχθρόν της οικογενείας μου, τον εργάτην των κακών και δεινών συμφορών που μαστίζουν την ατυχή χώρα μας, που την ερήμωσε μπροστά στα μάτια σας. Διπλασιάσατε τας προσπαθείας σας προς τούτο.Θα κόψετε το κακό στη ρίζα του, οι δε θησαυροί μου θα είναι ανταμοιβή των παλληκαριών σας, των οποίων η αντρεία κάθε μέρα αποκτά νέα εκτίμηση στα μάτια μου. Αλής».
Ύστερα από αυτή την επιθυμία του Αλή, οι σύμμαχοι αλβανοί, Σουλιώτες και λοιποί Έλληνες, αποφάσισαν να στραφούν κατά της Άρτας. Την Άρτα την υπεράσπιζαν πέντε χιλιάδες τούρκοι, ιππικό και πυροβολικό. Μερικοί καπεταναίοι ήταν υπέρ της αναβολής της επίθεσης.
Οι Σουλιώτες προτιμούσαν μια επίθεση προς τη Θεσπρωτία, γιατί -υποστήριζαν- οι ίδιοι θέλουν θάλασσα, κι η Άρτα είναι στεριανή. Τελικά επικράτησε η άποψη για την επίθεση στην Άρτα. Πρώτοι κινήθηκαν οι Σουλιώτες. Πλησίασαν το δυτικοβόρειο μέρος της πόλης. Κάθε σώμα είχε επί κεφαλής τον αρχηγό μιάς φάρας.Ήταν εκεί ο Μάρκος Μπότσαρης με τριακόσιους δικούς του, ο Νότης Μπότσαρης, οι Τζαβελαίοι, ο Δράκος, οι Ζερβαίοι, ο Βέικος, ο Φωτομάρας, οι αλβανοί Άγο Βάσιαρης, Σουλειμάν Μέτος, Τσένκο Βελής,ο γιος του Μούρτο Τζάλη κι άλλοι. Προς τη Γραμμενίτσα ήταν ο Τσαρακλής, οι Κουτελιδαίοι κι άλλοι. Στις 14 Νοεμβρίου ο Μάρκος έπιασε το Μαράτι, χωριό της Άρτας, που χωρίζεται απ΄την Άρτα με τον Άραχθο ποταμό, κι οχυρώθηκε στο εκεί τζαμί και στο χάνι.Μαζί του ήταν κι ο Καραϊσκάκης με εξ συνοδούς του, που είχε πάει να επισκεφτεί τον Μάρκο. Στην Κούλια του Μαρατιού οχυρώθηκαν οι Λιόνε Παντούλης κι ο Γιωργάκης Μαλάμος. Η θέση του Μαρατιού είναι κατά τον Πουκεβίλ «περίκυκλος εκ καλαμών του είδους όπερ καλείτε calamus orientalis, πορτοκαλλεών, λεμονιών και ελαιών».Κατά τον Μακρυγιάννη, ήταν τότε στην Άρτα περί τις 12.000 τούρκοι, ενώ ο Φιλήμων τους υπολογίζει σε 4.000.Στις 15 Νοεμβρίου οι τούρκοι «από βαθείας πρωίας ήρξαντο αδιακόπου τηλεβολισμού»κατά του Μαρατιού.Και μετά το μεσημέρι, εξόρμησαν πρώτα κατά των Ζερβαίων, ύστερα κατά των Τζαβελαίων και τέλος κατά των Μποτσαραίων. Οι Έλληνες έπαθαν αρκετές ζημιές και ο Μάρκος κλείστηκε στο τζαμί,απ΄όπου απέκρουσε τρείς επιθέσεις των τούρκων. Κατά τον Κουτσονίκα,οι τούρκοι που επετέθησαν στο Μαράτι ήσαν 4.000, κι είχαν επί κεφαλής τον Μεχμέτ Δεσίτ Πασά Κιουταχή, τον Ισμαήλ Πλιάσα, τον Χασάν Κασάμπαση κι άλλους.Σ΄αυτή την κρίσιμη για τους Σουλιώτες στιγμή,φάνηκε πάνω στα υψώματα του Μαρατιού ο Νότης Μπότσαρης με 300 άντρες.Τότε βγήκε κι ο Μάρκος από το τζαμί, κι όλοι μαζί πήραν κυνηγητό τους τούρκους. Οι τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 150 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, κι ένα τηλεβόλο, απ΄αυτά που χειρίζονταν πυροβοληταί εκπαιδευμένοι στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καραϊσκάκης, που είχε ακούσει, αλλά δεν είχε ιδεί άλλοτε τους Σουλιώτες να πολεμούν, τους θαύμασε κι ιδιαίτερα τον Μάρκο τον οποίο χαρακτήρισε «αμίμητο».Το βράδυ της ίδιας μέρας (15 Νοεμβρίου), οι Έλληνες που ήσαν στα υψώματα του Πέτα, κινήθηκαν προς την Άρτα. Έχοντας επί κεφαλής τον Γώγο Μπακόλα, τον Βαρνακιώτη, τον Ίσκο, τον Τσόγκα, τον Βαλτινό, τον Κατσικογιάννη, τον Βλαχόπουλο κι άλλους, προχώρησαν κι έπιασαν τον Αϊ-Λιά της Άρτας, «πανουκέφαλα» στην πόλη.Στα ΝΑ της Άρτας, στο μονοαστήρι της Φανερωμένης και στις Πόρτες (ανατολική είσοδος στην Άρτα), ήταν οχυρωμένοι οι τούρκοι του Σμαήλπασα Πλιάσα. Στις 16 Νοεμβρίου, στο εκκλησάκι του Αϊ-Λιά της Άρτας, έγινε συνάντηση των απεσταλμένων των σουλιωτών Φωτομάρα, Καραϊσκάκη και Άγου, με το Γώγο Μπακόλα και τους άλλους αρχηγούς κι έβαλαν το σχέδιο για την τελική επίθεση κατά της Άρτας.
Τρακόσιοι σουλιώτες, θα περνούσαν το ποτάμι και από το Μαράτι, θά ‘πιαναν στο βορειοδυτικό άκρο της Άρτας τους μύλους και το Μουχούστι, προάστειο τότε της Άρτας, που γινόταν η ετήσια ζωοπανήγυρη κι εκατό από τις δυνάμεις που ήσαν στον Αϊ-Λιά, θα κατέβαιναν βορειοδυτικά γιά να πιάσουν το μοναστήρι της Οδηγήτριας και το εκκλησάκι των αγίων Αποστόλων. Αρχηγοί στους τρακόσιους ορίστηκαν ο Μάρκος, ο Καραϊσκάκης, ο Βέϊκος, ο Δράκος, ο Κουτελίδας, ο Τσαρακλής και το παιδί του Μούρτο Τζάλιου. Αρχηγοί των εκατό ορίστηκαν ο Φωτομάρας κι ο Μακρυγιάννης. Την ίδια μέρα (16 Νοεμβρίου) που στρώνονταν το σχέδιο, ο Μάρκος με τους Σουλιώτες του έκαναν έφοδο προς την γέφυρα της Άρτας.
Οι τούρκοι, παρ΄ότι είχαν κανόνια δυτικά από τη γέφυρα, πανικοβλήθησαν, τα εγκατέλειψαν κι έτρεχαν να σωθούν προς την πόλη. Μερικοί από τους Σουλιώτες πέρασαν τη γέφυρα κι ανακατωμένοι με τους τούρκους,έφτασαν ως το Μουχούστι.Ο Μάρκος Μπότσαρης εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στη γέφυρα κι είχε για προσκεφάλι του τη βάση ενός κανονιού, απ΄ αυτά που παράτησαν οι τούρκοι.Στις 17 Νοεμβρίου το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Οι τρακόσιοι Σουλιώτες όρμησαν από το Μαράτι, πέρασαν το ποτάμι, έφτασαν απέναντι. Πεζικό και καβαλαρία των τούρκων τους χτύπησε, αλλα αυτοί ήσαν «αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Ένα τουφέκι ρίξαν στους τούρκους και βγάλανε αμέσως τα σπαθιά και τους αφανίσαν και τους έμπασαν μέσα στη χώρα και εις το σαράι και γύρα εις τις δυνατές τους θέσεις κι εκεί τους άφησαν και πιάσαν τα διορισμένα πόστα τους οι τρακόσιοι».
Σύγχρονα, άλλοι Σουλιώτες πέρασαν σαν αστραπή τη γέφυρα και προχώρησαν στο Μουχούστι, σέρνοντας μαζί τους τα κυριευμένα τούρκικα κανόνια και χτυπώντας μ΄αυτά τους εχθρούς τους. Και οι εκατό του Αϊ-Λιά, είχαν να αντιμετωπίσουν οχτακόσιους τούρκους. Οι τούρκοι ήσαν στο μοναστήρι της Οδηγήτριας, στους Αγίους Αποστόλους και στην κούλια της Μητρόπολης κι από κει χτυπούσαν τους εκατό.«Αν ήμαστε οι εκατό κιοτήδες κι ανάξιοι, οι τριακόσιοι μας φιλοτίμησαν».Ρίχτηκε το πρώτο ντουφέκι, χτυπήθηκε ο πρώτος τούρκος, ύστερα άλλοι είκοσι, κι οι τούρκοι, με την ορμή των Ελλήνων φοβήθηκαν, παράτησαν την Οδηγήτρια και τ’ άλλα οχυρά τους στο μέρος αυτό και τράβηξαν προς την πόλη, στη δεύτερη, ας πούμε, οχυρωματική γραμμή, που ήταν η Παρηγορήτισσα και το Σαράι. Στην Παρηγορήτισσα μάλιστα, ο Πασόμπεης Γιαννιώτης είχε βάλει στα παράθυρά της κανονάκια. Αλλά ούτε στη γραμμή αυτή κρατήθηκαν οι τούρκοι.Οι Έλληνες τους έβγαλαν απ΄την Παρηγορήτισσα. Έτσι στο ύψωμα αυτό κι όλος ο μαχαλάς του βουνού έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Παράλληλα οι τρακόσιοι Σουλιώτες έβγαλαν τους τούρκους από το σαράι και τό ‘καψαν. Κατέλαβαν και το μισό παζάρι, που λεγόταν «γύφτικα».Την τελική επίθεση την έκανε ο Γώγος Μπακόλας στη Φανερωμένη και τις Πόρτες. Αλλά ο Χασάνπασας είχε εγκατασταθεί στο γαλλικό προξενείο (κονσουλάτο), που ήταν στο λόφο της Αγίας Θεοδώρας και μπορούσε από κει να ελέγχει το απέναντι βουνό, απ΄το οποίο κατέβαιναν οι Έλληνες.
Κι ενώ ο Γώγος κατελάμβανε τη Φανερωμένη και τις Πόρτες, μπήκαν στη μάχη κι οι αλβανοί του Ταχίρ Αμπάζη, του Άγο Βάσιαρη, του Ελμάζ-μπεη, κάπου δυό χιλιάδες, για να υποστηρίξουν τους συμμάχους τους Έλληνες. Ο Πουκεβίλ θα σημειώσει: «οι στρατιώται του Χριστού και του Μωάμεθ επολέμουν υπό τας αυτάς σημαίας».Κι ο Μάρκος Μπότσαρης ξεπερνάει τις τούρκικες κανονιοστοιχίες και προχωρεί στην κεντρική αγορά της πόλης. Απάνω στη μάχη συναντά τον Καραϊσκάκη, που ερχόταν από άλλο σημείο πολεμώντας.Οι δυό πολέμαρχοι, οι δυό ήρωες, ίσως οι αγνότεροι και τολμηρότεροι των ηρώων μας, πιάνουν ο ένας το χέρι του άλλου και χαιρετιούνται θερμά.Οι τούρκοι μαζεύονται στο εσωτερικό της πόλης. Πολλοί μπέηδες και αγάδες αλβανοί, «βλέποντες συμπολεμούντας μετά των Ελλήνων τους Άγο Μουχουρδάρην κλπ., αυτομόλησαν και εν λόγω τιμής παρεδόθησαν σύμμαχοι γενόμενοι και ούτοι», γράφει ο Φιλήμων.
Ο πόλεμος στην Άρτα κράτησε δεκάξι μέρες. Κι οι Έλληνες λιγόστευσαν, όχι από τα βόλια του εχθρού, αλλά γιατί καθένας που εξασφάλισε διάφορα λάφυρα απ΄τους εχθρούς, πήγαινε μακριά από την πόλη για να τα εξασφαλίσει. «Και είχαμεν μείνει πολλά ολίγοι, ως τρεις χιλιάδες, ότι πήρε ο καθείς των Αρτινών και πήγε εις τον τόπο του να τον σώσει» γράφει ο Μακρυγιάννης.
Πηγή: Αβέρωφ
Ο Μαχμούτ-Πασάς-Ζίχναλης που διαδέχθηκε τον Δράμαλη, έστειλε 10.000 πεζούς και καβαλάρηδες με αρκετό πυροβολικό και με αρχηγό τον επί κεφαλής του Ιππικού Δελή-Αχμέτ με πρόγραμμα να καταλύσουν στο Χάνι της Κουρτέσας.Ο Κολοκοτρώνης που ήταν άρρωστος στα Δερβενάκια από τις 19 Νοεμβρίου, μόλις έγινε καλά, άγρυπνα παρακολουθούσε προσωπικά τις κινήσεις των Τούρκων.
Ειδοποίησε αμέσως με τους υπασπιστές του, τον Σταϊκόπουλο στο Ναύπλιο, τον Τσώκρη στο Αργός, τον Χατζηχρήστο στο Στεφάνι, τον Παπανίκα στην Στιμάγκα και τους άλλους οπλαρχηγούς της Κορίνθου, τον Νοταρά, τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη, κ.λ.π. να κινηθούν τη νύχτα και να βρίσκονται πριν ξημερώσει στα Δερβενάκια.Με τον Φωτάκο ειδοποίησε τον Νικήτα Σταματελόπουλο και τον Παπαρσένη, οι οποίοι είχαν αναλάβει την φύλαξη του Αγίου Σώστη να τρέξουν και να συναντηθούν μαζί του.
Όταν συναντήθηκαν ο Κολοκοτρώνης τους επέστησε την προσοχή στο δύσβατο και άγνωστο στους πολλούς μονοπάτι, μεταξύ Αϊ Βασίλη και της πίσω πλευράς του Αγίου Σώστη, για να μη το χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι, γιατί υπήρχε κίνδυνος να υπερφαλαγγιστούν οι προμαχώνες τους στον Άγιο Σώστη και να κινδυνέψει όλο το Στράτευμα.
Ο Νικήτας και ο Παπαρσένης παρά τις διαβεβαιώσεις τους, από αμέλεια δεν φρόντισαν να διαφυλάξουν το μυστικό μονοπάτι, με αποτέλεσμα 150 Τούρκοι από τους ντόπιους να φθάσουν γύρω τα μεσάνυχτα στο Άγιο Σώστη και καθώς μιλούσαν Ελληνικά, δεν έγιναν αντιληπτοί από τους Έλληνες μέχρι το πρωί, οπότε ανακαλύφθηκαν και μόλις πρόλαβαν να σωθούν καταδιωκόμενοι από τον Χατζηχρήστο που στο μεταξύ είχε φθάσει από το Στεφάνι και διαλύθηκαν στη πεδιάδα.
Κατά τα ξημερώματα ξεκίνησε από το χάνι της Κουρτέσας ο Τουρκικός Στρατός, ο οποίος θα έφθανε στον Άγιο Σώστη στις 9 η ώρα το πρωί, Τρίτη 28 Νοεμβρίου 1822. Καθώς πλησίασαν οι Τούρκοι αμέτρητα πυρά κτύπησαν τους προμαχώνες των Ελλήνων. Οι Έλληνες δεν κλονίστηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος του Τούρκικου Στρατού γύρισε στις αρχικές του θέσεις. Στο μεταξύ όμως οι Τούρκοι που είχαν οχυρωθεί πάνω από τον προμαχώνα του Παπαρσένη, έδωσαν το σύνθημα της γενικής επίθεσης.
Οι Έλληνες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Ο Παπαρσένης ο ανιψιός του Σπανός και άλλοι γενναίοι οπλαρχηγοί σκοτώθηκαν, οι Έλληνες βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών. Στη κρίσιμη αυτή στιγμή ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε, αν και επικρατούσε ομίχλη, από την διασταύρωση των πυρών, τη δύσκολη θέση των Ελλήνων και χωρίς να χάσει καιρό ειδοποίησε με τους υπασπιστές του τον Πάνο Ζαφειρόπουλο και τους άλλους εκεί κοντά οπλαρχηγούς να τρέξουν πίσω από τον Άγιο Σώστη και να βοηθήσουν τα μαχόμενα εκεί τμήματα, ώστε να υπερφαλαγγιστούν οι Τούρκοι.
Τον Νικήτα Σταματελόπουλο που κινδύνευσε να αιχμαλωτισθεί, έσωσε ο γενναίος οπλαρχηγός του Δάρα Κολιός Μπακόπουλος. Η μάχη συνεχίστηκε από προμαχώνα σε προμαχώνα όπου όλοι πολέμησαν γενναιότατα. Ο Νικηταράς, ο Τσώκρης και άλλοι πολλοί θριάμβευσαν.
Οι Τούρκοι κτυπήθηκαν από όλες τις μεριές και τρομοκρατημένοι πετούσαν τα άρματα για να σωθούν. Ο Νικηταράς όρμησε πρώτος από τον πύργο του Κολοκοτρώνη, κατά τη στιγμή ακριβώς που τον κανονιοβολούσαν οι Τούρκοι, κρατώντας στα χέρια του το φονικό σπαθί. Το παράδειγμα του ακολούθησαν και”- άλλοι και έτσι αποδεκατίσθηκαν τα αφηνιασμένα Τούρκικα στίφη.
Ο υπασπιστής, του Κολοκοτρώνη Φωτάκος καθώς κυνηγούσε τυχαία έναν Τούρκο, κατόρθωσε να του αποσπάσει τα κομμένα κεφάλια του Παπαρσένη και του ανιψιού του Σπανού, τα οποία μετά την ανεύρεση και των σωμάτων στον Αγιο Σώστη τα έθαψαν με μεγάλες τιμές.
Οι Τούρκοι αφού άφησαν στο πεδίο της μάχης 200 νεκρούς και το μεγαλύτερο μέρος ι του φορτίου επισιτισμού, που προοριζόταν για το Ναύπλιο, γύρισαν το απόγευμα στην Κόρινθο1 σε άθλια κατάσταση . Τις επόμενες δύο ημέρες 29 και 30 Νοεμβρίου 1822 επακολούθησε η κατάληψη του Παλαμηδίου και η παράδοση του Ναυπλίου στους Έλληνες.
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Μπιμπή
.
Πηγή: ΧΕΛΙ – ΑΡΑΧΝΑΙΟ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...