Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Μετά τη συνθήκη που υπογράφηκε στο Πέτα στις αρχές Σεπτεμβρίου 1821, ανάμεσα στους Έλληνες και στους αλβανούς, τα πράματα ωρίμασαν για μια σημαντική πια επιθετική ενέργεια των συμμάχων κατά των τούρκων. Σε μια σύσκεψη στο Βραχώρι, αποφασίστηκε να γίνει επίθεση κατά της Άρτας. Αλλά στο μεταξύ έπεσε στα χέρια των τούρκων ένα από τα φρούρια του Αλή (η Λιθαρίτσα) και οι Σουλιώτες με τους αλβανούς αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του στρατοπέδου του Χουρσίτ, που πολιορκούσε τον Αλή.
Ο Αλής όμως φοβούμενος μη γίνει υποχείριος στους Σουλιώτες, τους αναχαίτισε μ΄ένα του γράμμα:
«Πολυφίλητα τέκνα μου. Προ μικρού επληροφορήθην ότι έρχονται τα παλληκάρια σας εναντίον του εχθρού μου Χουρσίτ. Προειδοποιώ ότι στο φρούριό μου είμαι απόρθητος. Περιφρονώ τον ασίαιο (=από την Ασία) αυτόν πασά και μπορώ ν΄ αντισταθώ επί πολλά χρόνια.Η μόνη εκδούλευσις που ζητάω από την ανδρεία σας, είναι να καθυποτάξετε την Άρτα και να πιάσετε ζωντανό τον Ισμαήλ Πασόμπεη, τον αρχαίο μου δούλον, τον λυσσαλέον εχθρόν της οικογενείας μου, τον εργάτην των κακών και δεινών συμφορών που μαστίζουν την ατυχή χώρα μας, που την ερήμωσε μπροστά στα μάτια σας. Διπλασιάσατε τας προσπαθείας σας προς τούτο.Θα κόψετε το κακό στη ρίζα του, οι δε θησαυροί μου θα είναι ανταμοιβή των παλληκαριών σας, των οποίων η αντρεία κάθε μέρα αποκτά νέα εκτίμηση στα μάτια μου. Αλής».
Ύστερα από αυτή την επιθυμία του Αλή, οι σύμμαχοι αλβανοί, Σουλιώτες και λοιποί Έλληνες, αποφάσισαν να στραφούν κατά της Άρτας. Την Άρτα την υπεράσπιζαν πέντε χιλιάδες τούρκοι, ιππικό και πυροβολικό. Μερικοί καπεταναίοι ήταν υπέρ της αναβολής της επίθεσης.
Οι Σουλιώτες προτιμούσαν μια επίθεση προς τη Θεσπρωτία, γιατί -υποστήριζαν- οι ίδιοι θέλουν θάλασσα, κι η Άρτα είναι στεριανή. Τελικά επικράτησε η άποψη για την επίθεση στην Άρτα. Πρώτοι κινήθηκαν οι Σουλιώτες. Πλησίασαν το δυτικοβόρειο μέρος της πόλης. Κάθε σώμα είχε επί κεφαλής τον αρχηγό μιάς φάρας.Ήταν εκεί ο Μάρκος Μπότσαρης με τριακόσιους δικούς του, ο Νότης Μπότσαρης, οι Τζαβελαίοι, ο Δράκος, οι Ζερβαίοι, ο Βέικος, ο Φωτομάρας, οι αλβανοί Άγο Βάσιαρης, Σουλειμάν Μέτος, Τσένκο Βελής,ο γιος του Μούρτο Τζάλη κι άλλοι. Προς τη Γραμμενίτσα ήταν ο Τσαρακλής, οι Κουτελιδαίοι κι άλλοι. Στις 14 Νοεμβρίου ο Μάρκος έπιασε το Μαράτι, χωριό της Άρτας, που χωρίζεται απ΄την Άρτα με τον Άραχθο ποταμό, κι οχυρώθηκε στο εκεί τζαμί και στο χάνι.Μαζί του ήταν κι ο Καραϊσκάκης με εξ συνοδούς του, που είχε πάει να επισκεφτεί τον Μάρκο. Στην Κούλια του Μαρατιού οχυρώθηκαν οι Λιόνε Παντούλης κι ο Γιωργάκης Μαλάμος. Η θέση του Μαρατιού είναι κατά τον Πουκεβίλ «περίκυκλος εκ καλαμών του είδους όπερ καλείτε calamus orientalis, πορτοκαλλεών, λεμονιών και ελαιών».Κατά τον Μακρυγιάννη, ήταν τότε στην Άρτα περί τις 12.000 τούρκοι, ενώ ο Φιλήμων τους υπολογίζει σε 4.000.Στις 15 Νοεμβρίου οι τούρκοι «από βαθείας πρωίας ήρξαντο αδιακόπου τηλεβολισμού»κατά του Μαρατιού.Και μετά το μεσημέρι, εξόρμησαν πρώτα κατά των Ζερβαίων, ύστερα κατά των Τζαβελαίων και τέλος κατά των Μποτσαραίων. Οι Έλληνες έπαθαν αρκετές ζημιές και ο Μάρκος κλείστηκε στο τζαμί,απ΄όπου απέκρουσε τρείς επιθέσεις των τούρκων. Κατά τον Κουτσονίκα,οι τούρκοι που επετέθησαν στο Μαράτι ήσαν 4.000, κι είχαν επί κεφαλής τον Μεχμέτ Δεσίτ Πασά Κιουταχή, τον Ισμαήλ Πλιάσα, τον Χασάν Κασάμπαση κι άλλους.Σ΄αυτή την κρίσιμη για τους Σουλιώτες στιγμή,φάνηκε πάνω στα υψώματα του Μαρατιού ο Νότης Μπότσαρης με 300 άντρες.Τότε βγήκε κι ο Μάρκος από το τζαμί, κι όλοι μαζί πήραν κυνηγητό τους τούρκους. Οι τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 150 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, κι ένα τηλεβόλο, απ΄αυτά που χειρίζονταν πυροβοληταί εκπαιδευμένοι στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καραϊσκάκης, που είχε ακούσει, αλλά δεν είχε ιδεί άλλοτε τους Σουλιώτες να πολεμούν, τους θαύμασε κι ιδιαίτερα τον Μάρκο τον οποίο χαρακτήρισε «αμίμητο».Το βράδυ της ίδιας μέρας (15 Νοεμβρίου), οι Έλληνες που ήσαν στα υψώματα του Πέτα, κινήθηκαν προς την Άρτα. Έχοντας επί κεφαλής τον Γώγο Μπακόλα, τον Βαρνακιώτη, τον Ίσκο, τον Τσόγκα, τον Βαλτινό, τον Κατσικογιάννη, τον Βλαχόπουλο κι άλλους, προχώρησαν κι έπιασαν τον Αϊ-Λιά της Άρτας, «πανουκέφαλα» στην πόλη.Στα ΝΑ της Άρτας, στο μονοαστήρι της Φανερωμένης και στις Πόρτες (ανατολική είσοδος στην Άρτα), ήταν οχυρωμένοι οι τούρκοι του Σμαήλπασα Πλιάσα. Στις 16 Νοεμβρίου, στο εκκλησάκι του Αϊ-Λιά της Άρτας, έγινε συνάντηση των απεσταλμένων των σουλιωτών Φωτομάρα, Καραϊσκάκη και Άγου, με το Γώγο Μπακόλα και τους άλλους αρχηγούς κι έβαλαν το σχέδιο για την τελική επίθεση κατά της Άρτας.
Τρακόσιοι σουλιώτες, θα περνούσαν το ποτάμι και από το Μαράτι, θά ‘πιαναν στο βορειοδυτικό άκρο της Άρτας τους μύλους και το Μουχούστι, προάστειο τότε της Άρτας, που γινόταν η ετήσια ζωοπανήγυρη κι εκατό από τις δυνάμεις που ήσαν στον Αϊ-Λιά, θα κατέβαιναν βορειοδυτικά γιά να πιάσουν το μοναστήρι της Οδηγήτριας και το εκκλησάκι των αγίων Αποστόλων. Αρχηγοί στους τρακόσιους ορίστηκαν ο Μάρκος, ο Καραϊσκάκης, ο Βέϊκος, ο Δράκος, ο Κουτελίδας, ο Τσαρακλής και το παιδί του Μούρτο Τζάλιου. Αρχηγοί των εκατό ορίστηκαν ο Φωτομάρας κι ο Μακρυγιάννης. Την ίδια μέρα (16 Νοεμβρίου) που στρώνονταν το σχέδιο, ο Μάρκος με τους Σουλιώτες του έκαναν έφοδο προς την γέφυρα της Άρτας.
Οι τούρκοι, παρ΄ότι είχαν κανόνια δυτικά από τη γέφυρα, πανικοβλήθησαν, τα εγκατέλειψαν κι έτρεχαν να σωθούν προς την πόλη. Μερικοί από τους Σουλιώτες πέρασαν τη γέφυρα κι ανακατωμένοι με τους τούρκους,έφτασαν ως το Μουχούστι.Ο Μάρκος Μπότσαρης εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στη γέφυρα κι είχε για προσκεφάλι του τη βάση ενός κανονιού, απ΄ αυτά που παράτησαν οι τούρκοι.Στις 17 Νοεμβρίου το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Οι τρακόσιοι Σουλιώτες όρμησαν από το Μαράτι, πέρασαν το ποτάμι, έφτασαν απέναντι. Πεζικό και καβαλαρία των τούρκων τους χτύπησε, αλλα αυτοί ήσαν «αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Ένα τουφέκι ρίξαν στους τούρκους και βγάλανε αμέσως τα σπαθιά και τους αφανίσαν και τους έμπασαν μέσα στη χώρα και εις το σαράι και γύρα εις τις δυνατές τους θέσεις κι εκεί τους άφησαν και πιάσαν τα διορισμένα πόστα τους οι τρακόσιοι».
Σύγχρονα, άλλοι Σουλιώτες πέρασαν σαν αστραπή τη γέφυρα και προχώρησαν στο Μουχούστι, σέρνοντας μαζί τους τα κυριευμένα τούρκικα κανόνια και χτυπώντας μ΄αυτά τους εχθρούς τους. Και οι εκατό του Αϊ-Λιά, είχαν να αντιμετωπίσουν οχτακόσιους τούρκους. Οι τούρκοι ήσαν στο μοναστήρι της Οδηγήτριας, στους Αγίους Αποστόλους και στην κούλια της Μητρόπολης κι από κει χτυπούσαν τους εκατό.«Αν ήμαστε οι εκατό κιοτήδες κι ανάξιοι, οι τριακόσιοι μας φιλοτίμησαν».Ρίχτηκε το πρώτο ντουφέκι, χτυπήθηκε ο πρώτος τούρκος, ύστερα άλλοι είκοσι, κι οι τούρκοι, με την ορμή των Ελλήνων φοβήθηκαν, παράτησαν την Οδηγήτρια και τ’ άλλα οχυρά τους στο μέρος αυτό και τράβηξαν προς την πόλη, στη δεύτερη, ας πούμε, οχυρωματική γραμμή, που ήταν η Παρηγορήτισσα και το Σαράι. Στην Παρηγορήτισσα μάλιστα, ο Πασόμπεης Γιαννιώτης είχε βάλει στα παράθυρά της κανονάκια. Αλλά ούτε στη γραμμή αυτή κρατήθηκαν οι τούρκοι.Οι Έλληνες τους έβγαλαν απ΄την Παρηγορήτισσα. Έτσι στο ύψωμα αυτό κι όλος ο μαχαλάς του βουνού έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Παράλληλα οι τρακόσιοι Σουλιώτες έβγαλαν τους τούρκους από το σαράι και τό ‘καψαν. Κατέλαβαν και το μισό παζάρι, που λεγόταν «γύφτικα».Την τελική επίθεση την έκανε ο Γώγος Μπακόλας στη Φανερωμένη και τις Πόρτες. Αλλά ο Χασάνπασας είχε εγκατασταθεί στο γαλλικό προξενείο (κονσουλάτο), που ήταν στο λόφο της Αγίας Θεοδώρας και μπορούσε από κει να ελέγχει το απέναντι βουνό, απ΄το οποίο κατέβαιναν οι Έλληνες.
Κι ενώ ο Γώγος κατελάμβανε τη Φανερωμένη και τις Πόρτες, μπήκαν στη μάχη κι οι αλβανοί του Ταχίρ Αμπάζη, του Άγο Βάσιαρη, του Ελμάζ-μπεη, κάπου δυό χιλιάδες, για να υποστηρίξουν τους συμμάχους τους Έλληνες. Ο Πουκεβίλ θα σημειώσει: «οι στρατιώται του Χριστού και του Μωάμεθ επολέμουν υπό τας αυτάς σημαίας».Κι ο Μάρκος Μπότσαρης ξεπερνάει τις τούρκικες κανονιοστοιχίες και προχωρεί στην κεντρική αγορά της πόλης. Απάνω στη μάχη συναντά τον Καραϊσκάκη, που ερχόταν από άλλο σημείο πολεμώντας.Οι δυό πολέμαρχοι, οι δυό ήρωες, ίσως οι αγνότεροι και τολμηρότεροι των ηρώων μας, πιάνουν ο ένας το χέρι του άλλου και χαιρετιούνται θερμά.Οι τούρκοι μαζεύονται στο εσωτερικό της πόλης. Πολλοί μπέηδες και αγάδες αλβανοί, «βλέποντες συμπολεμούντας μετά των Ελλήνων τους Άγο Μουχουρδάρην κλπ., αυτομόλησαν και εν λόγω τιμής παρεδόθησαν σύμμαχοι γενόμενοι και ούτοι», γράφει ο Φιλήμων.
Ο πόλεμος στην Άρτα κράτησε δεκάξι μέρες. Κι οι Έλληνες λιγόστευσαν, όχι από τα βόλια του εχθρού, αλλά γιατί καθένας που εξασφάλισε διάφορα λάφυρα απ΄τους εχθρούς, πήγαινε μακριά από την πόλη για να τα εξασφαλίσει. «Και είχαμεν μείνει πολλά ολίγοι, ως τρεις χιλιάδες, ότι πήρε ο καθείς των Αρτινών και πήγε εις τον τόπο του να τον σώσει» γράφει ο Μακρυγιάννης.
Πηγή: Αβέρωφ
Ο Μαχμούτ-Πασάς-Ζίχναλης που διαδέχθηκε τον Δράμαλη, έστειλε 10.000 πεζούς και καβαλάρηδες με αρκετό πυροβολικό και με αρχηγό τον επί κεφαλής του Ιππικού Δελή-Αχμέτ με πρόγραμμα να καταλύσουν στο Χάνι της Κουρτέσας.Ο Κολοκοτρώνης που ήταν άρρωστος στα Δερβενάκια από τις 19 Νοεμβρίου, μόλις έγινε καλά, άγρυπνα παρακολουθούσε προσωπικά τις κινήσεις των Τούρκων.
Ειδοποίησε αμέσως με τους υπασπιστές του, τον Σταϊκόπουλο στο Ναύπλιο, τον Τσώκρη στο Αργός, τον Χατζηχρήστο στο Στεφάνι, τον Παπανίκα στην Στιμάγκα και τους άλλους οπλαρχηγούς της Κορίνθου, τον Νοταρά, τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη, κ.λ.π. να κινηθούν τη νύχτα και να βρίσκονται πριν ξημερώσει στα Δερβενάκια.Με τον Φωτάκο ειδοποίησε τον Νικήτα Σταματελόπουλο και τον Παπαρσένη, οι οποίοι είχαν αναλάβει την φύλαξη του Αγίου Σώστη να τρέξουν και να συναντηθούν μαζί του.
Όταν συναντήθηκαν ο Κολοκοτρώνης τους επέστησε την προσοχή στο δύσβατο και άγνωστο στους πολλούς μονοπάτι, μεταξύ Αϊ Βασίλη και της πίσω πλευράς του Αγίου Σώστη, για να μη το χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι, γιατί υπήρχε κίνδυνος να υπερφαλαγγιστούν οι προμαχώνες τους στον Άγιο Σώστη και να κινδυνέψει όλο το Στράτευμα.
Ο Νικήτας και ο Παπαρσένης παρά τις διαβεβαιώσεις τους, από αμέλεια δεν φρόντισαν να διαφυλάξουν το μυστικό μονοπάτι, με αποτέλεσμα 150 Τούρκοι από τους ντόπιους να φθάσουν γύρω τα μεσάνυχτα στο Άγιο Σώστη και καθώς μιλούσαν Ελληνικά, δεν έγιναν αντιληπτοί από τους Έλληνες μέχρι το πρωί, οπότε ανακαλύφθηκαν και μόλις πρόλαβαν να σωθούν καταδιωκόμενοι από τον Χατζηχρήστο που στο μεταξύ είχε φθάσει από το Στεφάνι και διαλύθηκαν στη πεδιάδα.
Κατά τα ξημερώματα ξεκίνησε από το χάνι της Κουρτέσας ο Τουρκικός Στρατός, ο οποίος θα έφθανε στον Άγιο Σώστη στις 9 η ώρα το πρωί, Τρίτη 28 Νοεμβρίου 1822. Καθώς πλησίασαν οι Τούρκοι αμέτρητα πυρά κτύπησαν τους προμαχώνες των Ελλήνων. Οι Έλληνες δεν κλονίστηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος του Τούρκικου Στρατού γύρισε στις αρχικές του θέσεις. Στο μεταξύ όμως οι Τούρκοι που είχαν οχυρωθεί πάνω από τον προμαχώνα του Παπαρσένη, έδωσαν το σύνθημα της γενικής επίθεσης.
Οι Έλληνες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Ο Παπαρσένης ο ανιψιός του Σπανός και άλλοι γενναίοι οπλαρχηγοί σκοτώθηκαν, οι Έλληνες βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών. Στη κρίσιμη αυτή στιγμή ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε, αν και επικρατούσε ομίχλη, από την διασταύρωση των πυρών, τη δύσκολη θέση των Ελλήνων και χωρίς να χάσει καιρό ειδοποίησε με τους υπασπιστές του τον Πάνο Ζαφειρόπουλο και τους άλλους εκεί κοντά οπλαρχηγούς να τρέξουν πίσω από τον Άγιο Σώστη και να βοηθήσουν τα μαχόμενα εκεί τμήματα, ώστε να υπερφαλαγγιστούν οι Τούρκοι.
Τον Νικήτα Σταματελόπουλο που κινδύνευσε να αιχμαλωτισθεί, έσωσε ο γενναίος οπλαρχηγός του Δάρα Κολιός Μπακόπουλος. Η μάχη συνεχίστηκε από προμαχώνα σε προμαχώνα όπου όλοι πολέμησαν γενναιότατα. Ο Νικηταράς, ο Τσώκρης και άλλοι πολλοί θριάμβευσαν.
Οι Τούρκοι κτυπήθηκαν από όλες τις μεριές και τρομοκρατημένοι πετούσαν τα άρματα για να σωθούν. Ο Νικηταράς όρμησε πρώτος από τον πύργο του Κολοκοτρώνη, κατά τη στιγμή ακριβώς που τον κανονιοβολούσαν οι Τούρκοι, κρατώντας στα χέρια του το φονικό σπαθί. Το παράδειγμα του ακολούθησαν και”- άλλοι και έτσι αποδεκατίσθηκαν τα αφηνιασμένα Τούρκικα στίφη.
Ο υπασπιστής, του Κολοκοτρώνη Φωτάκος καθώς κυνηγούσε τυχαία έναν Τούρκο, κατόρθωσε να του αποσπάσει τα κομμένα κεφάλια του Παπαρσένη και του ανιψιού του Σπανού, τα οποία μετά την ανεύρεση και των σωμάτων στον Αγιο Σώστη τα έθαψαν με μεγάλες τιμές.
Οι Τούρκοι αφού άφησαν στο πεδίο της μάχης 200 νεκρούς και το μεγαλύτερο μέρος ι του φορτίου επισιτισμού, που προοριζόταν για το Ναύπλιο, γύρισαν το απόγευμα στην Κόρινθο1 σε άθλια κατάσταση . Τις επόμενες δύο ημέρες 29 και 30 Νοεμβρίου 1822 επακολούθησε η κατάληψη του Παλαμηδίου και η παράδοση του Ναυπλίου στους Έλληνες.
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Μπιμπή
.
Πηγή: ΧΕΛΙ – ΑΡΑΧΝΑΙΟ
Η ναυμαχία του Δραγαμέστου. Yδατογραφία αγνώστου. Η έξοχη αυτή σύνθεση αποδίδει τη διάσπαση του τουρκικού αποκλεισμού στον κόλπο του Δραγαμέστου από τον ελληνικό στόλο, με τον Μιαούλη, τον Σαχτούρη και άλλους αγωνιστές, μετά τον ανεφοδιασμό του Μεσολογγίου, τον Ιούλιο του 1825, κατά τη διάρκεια της πρώτης πολιορκίας του.
Στη περιοχή του κόλπου του Αστακού έλαβε χώρα στις 21 Νοεμβρίου 1825 η Ναυμαχία του Δραγαμέστου.
Ήδη από τον Απρίλη του 1825, το Μεσολόγγι τελούσε υπό πολιορκία, με τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά Κιουταχή να έχει πάρει εντολή από το σουλτάνο «ή το Μεσολόγγι, ή το κεφάλι σου!».
Την εποχή εκείνη (Αύγουστος-Δεκέμβριος 1825) είχε στρατοπεδεύσει στην περιοχή (μονή Προφήτη Ηλία και αποθήκες Σκάλας) ο οπλαρχηγός Καραϊσκάκης , ο οποίος προκαλούσε σημαντικές φθορές στην τουρκική γραμμή ανεφοδιασμού Μεσολόγγι-Καρβασαράς (σημ. Αμφιλοχία), ενώ συνεργαζόταν και με το στόλο για τον ανεφοδιασμό του Μεσολογγίου.
Από τη θάλασσα, ο ναύαρχος Μιαούλης έσπαγε συνεχώς τον κλοιό των τουρκικών πλοίων και μετέφερε εφόδια στην πολιορκημένη πόλη…………..
Από τον Οκτώβρη του 1825 όμως, είχαν καταφθάσει και τα πλοία των Αιγυπτίων και ο κλοίος έσφιξε κι άλλο .
Στις 20 Νοέμβρη, καταπονημένος από την προσπάθεια, ο στόλος του Μιαούλη ελλιμενίστηκε στον νησάκι Πεταλάς.
Τα πλοία του αντιναύαρχου Σαχτούρη εκτελούσαν περιπολίες ανάμεσα στα νησάκια των Εχινάδων για να κρατούν ανοικτή τη δίοδο προς το Μεσολόγγι.
Τα ξημερώματα της 21ης Νομεβρίου έγιναν αντιληπτά από τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο και κινήθηκαν προς τον κόλπο του Αστακού.
Οι Αιγύπτιοι, έχοντας τον άνεμο με το μέρος τους, επιτέθηκαν πρώτοι σε ένα ελληνικό πυρπολικό αλλά αυτό με έναν επιδέξιο ελιγμό κατάφερε να ξεφύγει.
Στη συνέχεια, τα ελληνικά πλοία επιτέθηκαν στο μεγαλύτερο και κατάφεραν να ανάψουν φωτιά στο κατάστρωμα. Οι Αιγύπτιοι ναύτες το εγκατέλειψαν έντρομοι και τα ελληνικά πλοιάρια το αποτέλειωσαν ακυβέρνητο στις ακτές μιας νησίδας.
Τα υπόλοιπα εχθρικά πλοία εκδιώχθηκαν από τις κανονιές των Ελλήνων. Η ναυμαχία διήρκεσε περίπου πέντες ώρες και οι ανταλλαγές πυρών συνεχίστηκαν μέχρι την επόμενη μέρα.
Στη ναυμαχία σκοτώθηκαν δύο πλοίαρχοι του εχθρού ενώ από τους Έλληνες αρκετοί ναύτες πληγώθηκαν . Μετά τη ναυμαχία, φορτώθηκαν εκ νέου από το λιμανάκι του Πεταλά προμήθειες για το Μεσολόγγι.
Πηγή: Αβέρωφ
Υἱοθετήθηκε μέ πρόταση τοῦ ὑπουργοῦ Ναυτικῶν Δ. Μπουντούρη στό ΥΠΕΞ τό 1865 – Ὁ Σολωμός ἦταν ὁ πρῶτος πού τόνισε πρίν ἀπό τόν Παπαρρηγόπουλο τήν συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους ἕως τίς ἡμέρες μας
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Από τις 18 έως τις 24 Νοεμβρίου του 1826 συντελέστηκε στην Αράχοβα ένα από τα κορυφαία γεγονότα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Ο "αετός της Ρούμελης" στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, επικεφαλής πολλών εμπειροπόλεμων καπεταναίων και ανδρειωμένων αγωνιστών της επαναστατημένης Ρούμελης κυρίως, αλλά και πολλών άλλων περιοχών της Ελλάδας και με τη συνδρομή 300 περίπου Αραχοβιτών κατανίκησε και σχεδόν εξολόθρευσε εκστρατευτικό σώμα 2.200 επίλεκτων Τουρκαλβανών, υπό την αρχηγία του περιβόητου Μουσταφάμπεη Κιαφεζέζη.
Η περίλαμπρη νίκη, που αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων μετά την πτώση του Μεσολογγίου και κράτησε αναμμένη τη δάδα της εθνεγερσίας στη Ρούμελη, αποδόθηκε στη σωτήρια επέμβαση του υπέρτατου Στρατηλάτη Αγίου Γεωργίου, που με τον άγριο Κατεβατό, την ξαφνική χιονοθύελλα και το αναπάντεχο κρύο, συνέδραμε τους Έλληνες στη φονική καταδίωξη των Τούρκων στις αφιλόξενες γι' αυτούς πλαγιές του Παρνασσού.
Τα ηρωικά γεγονότα εκείνων των ημερών έμειναν για πάντα ζωντανά στα χείλη και στις καρδιές των Αραχωβιτών και συνδέθηκαν αδιάσπαστα με την ολόθερμη πίστη στην προστασία του τόπου και των ανθρώπων από τον Τροπαιοφόρο Άγιο. Έπειτα ενσωματώθηκαν στην υπάρχουσα από παλιά στην Αράχοβα λαμπρή θρησκευτική γιορτή του Αγίου Γεωργίου, το ξακουστό Πανηγυράκι, προσδίδοντάς της από τότε και έντονο εθνικό χαρακτήρα.
Νοέμβριος 1826
Γύρω κι απέναντι απ την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου γίνεται η μεγάλη μάχη, που χαρακτηρίστηκε σαν δεύτερη Επανάσταση της Ρούμελης. Για μια φορά ακόμη πλούσια εξέχεε τη Χάρη του ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος, οδηγώντας στην κρίσιμη ώρα τούς Έλληνες.
Όντως, η σημασία της μάχης εκείνης ήταν καθοριστική για την έκβαση της Επανάστασης, που μετά την πτώση, του Μεσολογγίου «έπνεε τα λοίσθια» . Ο Σουλτάνος εκμεταλλεύτηκε την πτώση του ηθικού των Ελλήνων και εξαπέλυσε «φιρμάνι στους Ρωμηούς» να προσκυνήσουν, να παραδώσουν τα όπλα τους και να πάρουν γενική αμνηστία.
Κρίσιμη η στιγμή, στ' αλήθεια, για τους τυραννισμένους Ρωμηούς. Το μέγεθος του κινδύνου μας δείχνει η επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη προς τον πρωθυπουργό Ανδρέα Ζαίμη: «Η Ελλάς προσκυνεί και πάσχισον δια την κοινήν σωτηρίαν».
Τα σχέδια των Τούρκων ήταν να πατάξουν τη Ρούμελη και να ολοκληρώσουν ύστερα την κατάληψη της Πελοποννήσου. Ματαιώθηκαν όμως από το Γ. Καραϊσκάκη, που διορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης. Στην κρίσιμη ώρα συγκέντρωσε τους θορυβημένους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και κατέλαβε την Αράχωβα. Έδωσε έτσι με τα όπλα την απάντηση στο φιρμάνι του Σουλτάνου.
Στη μάχη της Αράχωβας βρέθηκαν αντιμέτωποι οι πιο έμπειροι αξιωματικοί των Τούρκων και οι Έλληνες καπεταναίοι, που τους ένωσε και τους οδήγησε στο θρίαμβο ο Γ. Καραϊσκάκης η εκπληκτική προσωπικότητα, η στρατηγική μεγαλοφυία, που άλλαξε την πορεία της Εθνεγερσίας.
Η επιστολή του Ανδ. Ζαίμη προς τον Καραϊσκάκη είναι απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του στρατάρχη. «Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν, τι είναι ο Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραϊσκάκην δεν εκατορθούτο, οτι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον» (17-1-1827). Δίκαια στο τραγούδι τους οι Αραχωβίτες τον αποκάλεσαν:
«Καραγισκάκημ' αρχηγέ και πρώτε καπιτάνιε...» .
Για τους Τουρκαλβανούς, όμως, η ανάμνηση της μάχης της Ράχωβας και η καταδίωξη, που ακολούθησε, ήταν οδυνηρότατη για πολλά χρόνια. Παροιμιώδης έμεινε στους Αλβανούς η φράση, που έλεγαν για κάποιον, όταν έφευγε βιαστικά: ‘'Που φεύγεις μωρέ, ωσάν να σε κυνηγά ο Καραϊσκάκης;'' Αλλά και στις μεταξύ τους συμπλοκές οι Αλβανοί φώναζαν: "Στάσου, στάσου να ιδείς μια φορά τουφέκι του Καραϊσκάκη" .
Ας διαγράψουμε όμως το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων του 1826.
Η Ακρόπολη των Αθηνών πολιορκείται απ' τον Κιουταχή και ο Καραϊσκάκης εκστρατεύει στη Ρούμελη για να κάμει αντιπερισπασμό, διώχνοντας τις τουρκικές φρουρές της περιοχής και καταλαμβάνοντας στρατηγικές θέσεις, ώστε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια ανεφοδιασμού και ενίσχυσης του Κιουταχή.
Προχωρεί, λοιπόν, ο Καραϊσκάκης απ' τη Δόμβραινα προς το Δίστομο, αφού πέρασε απ' τα μοναστήρια Δομβού και Οσίου Λουκά. Ο Μουστάμπεης για να τον εμποδίσει κίνησε απ' τη Λιβαδειά, για να καταλάβει την Αράχωβα. Τον συνοδεύουν κι άλλοι μπέηδες και 2.000 Τουρκαλβανοί. Φτάνουν στην Αράχωβα και ταμπουρώνονται πάνω απ' τον Αϊ Γιώργη. Στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και στα γύρω σπίτια ταμπουρώθηκε η εμπροσθοφυλακή του Καραϊσκάκη κι ο στρατάρχης στήνει το στρατηγείο του στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη.
Αν και Νοέμβριος, το κρύο ήταν αβάσταχτο, όπως και τα βόλια των Ελλήνων. Μην αντέχοντας λοιπόν περισσότερο σύρθηκαν ταπεινωμένοι οι Τουρκαλβανοί εκλιπαρώντας ανακωχή. Τα λόγια τους, όπως τα διέσωσε o Χρ. Περραιβός, είναι πρωτόγνωρη ταπείνωση για τους περήφανους μπέηδες και ξεκάθαρη ομολογία, πως ο Θεός προστάτευε τους Έλληνες:
«Ημείς εκινήσαμεν με σκοπόν να σας χαλάσωμεν, ο Θεός όμως δεν ήθελε. Δια τον κακόν μας, λοιπόν, σκοπόν αρκετά μας επαίδευσε και μας εντρόπιασε...»
Οι όροι όμως της παράδοσης, που πρότειναν οι Έλληνες, ήταν βαρείς. Στις 22-11-1826 ο Μουστάμπεης τραυματίζεται και την επόμενη ημέρα πεθαίνει. Ο Κατεβατός και τα βόλια δεν αφήνουν περιθώρια αναμονής και ενίσχυση δεν μπορεί να πλησιάσει. Έτσι, οι Τουρκαλβανοί επιχειρούν έξοδο προς τον Παρνασσό, αλλά ο στρατάρχης Καραϊσκάκης είχε διακόψει κάθε δυνατότητα διαφυγής.
Στο πεδίο τrς μάχης γίνεται πάλη σώμα προς σώμα και άγρια καταδίωξη στις απόκρημνες πλαγιές του Παρνασσού μέσα στο χιόνι και στο «καταργιακό».
Την επόμενη ημέρα (25 Νοεμβρίου) 300 τούρκικα κεφάλια στήθηκαν τρόπαιο της νίκης στη θέση Πλόβαρμα, στα Πλατάνεια. Η συνήθεια αυτή, που ήταν τουρκική, υιοθετήθηκε απ΄ τον Καραϊσκάκη για να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων. Το δημοτικό μας τραγούδι σώζει τη βροντερή φωνή του πολέμαρχου Καραϊσκάκη:
«Που' στε μπρε Ρουμελώτες μου, παιδιά μ' αντρειωμένα
Γυμνώστε τ' αλαφρά σπαθιά και ρίξτε τα ντουφέκια,
βάλτε τους Τούρκους στα μπροστά και κόψτε και σκοτώστε»
Ο Υπέρτατος Στρατηλάτης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
Στη νίκη όμως αυτή, που κατά την εκτίμηση του Γ. Καραϊσκάκη «είναι η σημαντικοτέρα της Ελλάδος», εκείνος που οδηγούσε ως υπέρτατος στρατηλάτης ήταν ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος. Οι πολεμιστές βίωσαν τη σωτηριώδη επέμβαση του Αγίου. Το θαύμα εκείνο έμεινε για πάντα ζωντανό στα χείλη και στην καρδιά των Αραχωβιτών.
«Τότε, λοιπόν, πολλοί απ' τους Έλληνες πολεμιστές είχανε να λένε πως μέσα σ' αυτή τη χιονούρα και της μάχης τη χλαπαταγή βλέπανε μέσα σ' ένα σύγνεφο από αντάρα κάποιο καβαλάρη να κυνηγάει κι αυτός τον εχθρό και να παρακινάει με νοήματα τους Έλληνες να τον ακολουθήσουν. Ήταν ένα πανώριο χρυσοφορεμένο παλικάρι μ' αργυρό κοντάρι πάνω σ' άσπρο ομορφοσελωμένο άτι μ' ασημένια χάμουρα. Όσοι τον είδανε, όλοι τους τον γνώρισαν, πως ήταν ο Αϊ Γιώργης».
Και δεν είναι οι Έλληνες, μόνο, που είδαν τον Άγιο Γεώργιο, μα και οι Τουρκαλβανοί. Στις 22 Νοεμβρίου τη νύχτα, οι Τούρκοι είδαν ένα καβαλλάρη πάνω σ' άσπρο άλογο να τρέχει μέσα στο στρατόπεδο τους κι άρχισαν τους πυροβολισμούς. Οι Έλληνες που αναρωτήθηκαν για τους πυροβολισμούς εκείνους, νόμισαν τότε, πως ήταν κάποιο στρατήγημα των Τούρκων. Όμως, ένας Τούρκος αιχμάλωτος μετά τη μάχη τους αποκάλυψε το θαύμα εκείνο.
Και ήταν τόσο βαριά η ξαφνική χιονούρα και ο Κατεβατός, ώστε όλα τα γράμματα απ' το στρατόπεδο προς τη Διοίκηση, έλεγαν, πως ήταν φανερό σημάδι του Θεού η κακοκαιρία εκείνη. Την ίδια πίστη εξέφραζε και ο Σπυρίδων Τρικούπης στον επινίκιο λόγο του.
Πραγματικά, η βοήθεια του Υψίστου ήταν φανερή προς τους αδικημένους Έλληνες, που η φωνή της απελπισίας τους έφτασε ως τον ουρανό: «Πότε ήλθαμε εις τον τόπον σας να σας βλάψωμεν; Ημείς δεν ζητούμεν άλλο τι σήμερον παρά την ελευθερία μας, την οποίαν ο Θεός χάρισε εις κάθε άνθρωπον να την χαίρεται εν όσω ζει». Έτσι μίλησαν οι Έλληνες. Για τούτο η Δικαιοσύνη του Υψίστου και η Χάρη του Αγίου ενήργησαν τόσο φανερά. Ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος αναδείχτηκε για μια ακόμη φορά υπέρμαχος και υπερασπιστής των αδικουμένων. Στο τέλος της επινίκιας δοξολογίας στις 28 Νοεμβρίου στην τότε πρωτεύουσα Αίγινα, ο Σπ.Τρικούπης προσκάλεσε το λαό και έψαλαν τρεις φορές το «Τίς Θεός μέγας».
«Οι αθλήσαντες και στεφανωθέντες εις Αράχωβαν εφάνησαν όργανα των μεγάλων του Ουρανού βουλών, ας δώσωμεν δόξαν και μεγαλωσύνην εις τον Ουράνιον Πατέρα».Είναι τα λόγια του Σπυρίδωνος Τρικούπη απ' τον επινίκιο λόγο του και είναι αληθινή ομολογία του θαύματος.
Αλλά και ο στρατάρχης Γ. Καραϊσκάκης αρχίζει την αναφορά του με την ίδια ομολογία: «Δια της δυνάμεως και βοηθείας του Υψίστου Θεού πέμπομεν τας χαροπάς αγγελίας περί της λαμπράς νίκης εις Ράχωβαν».
Ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος απάντησε εδώ στην Αράχωβα την Εθνεγερσία κι ορμήνεψε τον Καραϊσκάκη: «πως από δω να διαφεντέψει με το σπαθί τα πεπρωμένα της Φυλής»
Καθώς διηγούνται οι γέροντες της Αράχωβας, «ο καπετάν Καραϊσκάκης ανταριαζότανε, μήπως χάνανε τον αγώνα, γι' αυτό διέταξε να προσευχηθούμε όλοι στον Αϊ Γιώργη». Την άλλη μέρα μετά τη μάχη, σαν πήγε αρκετό δρόμο προς τη Μονή της Αγίας Ιερουσαλήμ και διαπίστωσε μόνος του, πόση ήταν η φθορά των Τούρκων, γύρισε στην Αράχωβα και δακρυσμένος προσευχήθηκε στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη, ευχαριστώντας το Θεό και τον Άγιο.
Πόσες, αλήθεια, προσευχές δεν θα είχε απευθύνει στον Άγιο ο στρατάρχης με το αδύνατο σώμα, το μαυριδερό πρόσωπο και τα βαθουλωμένα μάτια, που αστραποβολούσαν πάθος και ενεργητικότητα; Συνδεδεμένος με τον Άγιο Γεώργιο, καθώς έφερε το όνομά του, αξιώθηκε να κάμει στρατηγείο του την εκκλησιά του Τροπαιοφόρου σε κείνη τη σημαδιακή ώρα του Αγώνα.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας έσωσε μια αυθεντική μαρτυρία για εκείνες τις ηρωικές ημέρες, γύρω απ' την εκκλησιά του Αϊ Γιώργη. Δυο κουβέντες του Καραϊσκάκη, που έσωσε η παράδοση, φανερώνουν μια απλή ηρωική ψυχή, γεμάτη αυτοθυσία. «Οι οπλαρχηγοί, που έφτασαν εις την Αράχωβαν (δια Πορέσης, Πέντε Ορίων, Αγίας Ευθυμίας, Σαλώνων, Καστρίου), εύρον τον Καραϊσκάκην καθήμενον πλησίον μεγάλης πυράς έξω, όπισθεν του ιερού βήματος της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Όταν έφτασαν οι οπλαρχηγοί της Δωρίδος, ηγέρθη και περιπτυχθείς τους εφίλησεν αδερφικώς:
- Έ, τους έχομεν καλά, είπε, να πιάσετε τα ταμπούρια, καπεταναραίοι, και υπομονή, ντε: "όποιος αγαπάει την πατρίδα θα υποφέρει". Αξιοθαύμαστο το "μέσα πλούτος" του ήρωα με το ασθενικό κορμί!
Μια σύντομη παρένθεση για την προσωπικότητά του είναι η ουσιαστικότερη κατάθεση ευγνωμοσύνης.
Βαθιά ευλαβική η ψυχή του, έσπειρε με προσευχές την πορεία του προς την Αράχωβα. Περνώντας απ' τα Μοναστήρια των Βοιωτών Αγίων, του Οσίου Σεραφήμ του Δομβοϊτου και του Οσίου Λουκά, μαζί με την οργάνωση της άμυνάς τους αντλούσε και ο ίδιος δύναμη, επικαλούμενος με θερμή ψυχή τη βοήθειά τους.
Στις συχνές αρρώστιες του κατέφευγε στη Χάρη της Προυσιώτισσας. Σε αυτό το Μοναστήρι ακούστηκαν δυο κουβέντες του Καραϊσκάκη, που φανερώνουν την ψυχή του. Ήταν στα 1823. Ύστερα απ' τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο φέρνουν νεκρό τον ήρωα Μάρκο Μπότσαρη στο Μοναστήρι. Ο Καραϊσκάκης, που ήταν άρρωστος στο Μοναστήρι, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι του και ασπάστηκε το νεκρό με τούτα τα λόγια.:
-«Άμποτε, Μάρκο ήρωά μου, να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο». Και ύστερα συμπλήρωσε μπρος στο νεκρό ήρωα:
-«Ο Μάρκος ήτανε τρανός. Είχε μυαλό όσο κανείς άλλος. Καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκηα σαν του Χριστού. Ούτε το δάχτυλό του δε φτάνουμε εμείς».
Τα λόγια περισσεύουν για τέτοιες ψυχές. Και όντως ο θάνατος του Καραϊσκάκη ήταν όπως τον ευχήθηκε. Άνθος αυτοθυσίας για την πατρίδα η ψυχή του, άνθησε την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, 23 Απριλίου 1827 (4 η ώρα ξημερώνοντας).
Είναι να θαυμάζει κανείς, πόσο τέλεια συντέθηκαν στην άδολη ψυχή του πολέμαρχου το άγριο και το ήμερο, το τραχύ και το μαλακό. Φιλόδοξος, ηγετικός, αφιλοκερδής, οξύθυμος και παράλληλα αγαθός και μεγαλόκαρδος, αθυρόστομος, αλλά και πικρός υβριστής των ανάνδρων, ταπεινόφρων, που άκουγε προσεκτικά τη γνώμη των άλλων, αλλά και ηγέτης, που θαυμάστηκε κι από τους αντιπάλους του. Παράτολμος, στρατηγικός, ακούραστος, αν και διαρκώς άρρωστος.
Είναι ζήτημα αν τιμήθηκε τόσο πολύ ήρωας σ' άλλο τόπο, όσο ο Καραϊσκάκης στην Αράχωβα. "Γέροντα" τον αποκάλεσαν οι Αραχωβίτες εκφράζοντας έτσι τον σεβασμό τους και την αγάπη τους. Τίτλος, που είναι μονολεκτική δικαίωση της ιστορίας, η οποία κατέταξε τον Καραϊσκάκη: "στους διαλεχτούς της άρνησης και ακριβογιούς της πίστης"
Και μετά τη μάχη οι Αραχωβίτισσες έστελναν τα παιδιά τους να φιλήσουν το χέρι του Καραϊσκάκη, όπως διηγούνται οι αιωνόβιοι Αραχωβίτες. Ζωντανή κρατήθηκε στην Αραχωβίτικη ψυχή η ιστορία μαζί με τη βεβαιότητα για το θαύμα, βεβαιότητα, που αντλείται από τη ζωντανή πίστη. Αυτή η πίστη γέννησε πολλά τραγούδια, όπως το ιστορικό τραγούδι της μάχης, σκιαγραφία αληθινή της Αραχωβίτικης ψυχής. Στο τραγούδι αυτό ο Άγιος Γεώργιος, στρατηγός υπέρτατος, προστάζει και υπόσχεται:
Βγάτε να τους μποδίσετε, ίσως και το ταχιά ταχύ να πέσει και το χιόνι,τότες θα ξεπαγιάσουνε, θα ξεραθούνε όλοι.
Μ' αυτή τη βεβαιότητα για το θαύμα πορεύεται στην ιστορία της η Αράχωβα. Μόνο μέσα απ' αυτή την ξεκάθαρη θεώρηση των γεγονότων του Νοεμβρίου του 1826 εξηγείται ο τρόπος, που κάθε χρόνο γιορτάζει η Αράχωβα τον πολιούχο της Άγιο Γεώργιο. Η ανοιξιάτικη εθνικοθρησκευτική γιορτή του Αγίου Γεωργίου, το Πανηγυράκι, αποδείχνει ακλόνητη την πίστη στο θαύμα.
Το κανόνι
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, εκφράζοντας ευλαβικά τις ευχαριστίες του στον Άγιο Γεώργιο, του αφιέρωσε ένα κανόνι από τα λάφυρα της μάχης. Έτσι έμεινε και το έθιμο των κανονιοβολισμών στο τριήμερο Πανηγυράκι προς τιμήν του Τροπαιοφόρου.
Όταν αργότερα τούτο το κανόνι πάλιωσε, ο Ελληνικός στρατός δώρισε ένα άλλο κανόνι στο «στρατιώτη του Χριστού». Τούτο το κανόνι έμελλε να συνδεθεί με ένα ακόμη θαύμα του Αγίου στα χρόνια της Ιταλικής κατοχής. Το κανόνι που βλέπουμε σήμερα μπροστά στο μνημείο του Καραϊσκάκη, στην αυλή της εκκλησίας, μέχρι την κατοχή βρισκόταν στο πυροβολείο, από εκεί ψηλά, απ' το πεδίο της μάχης, το Μουστάμπεϊ και κάθε χρόνο στο Πανηγυράκι «βροντούσε» προς τιμήν του Αϊ Γιώργη.
Όμως οι Ιταλοί κατακτητές ένοιωθαν ανασφάλεια έχοντας ένα κανόνι πάνω απ' το κεφάλι τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να το μεταφέρουν στο φρουραρχείο τους, στη δυτική πλευρά της Αράχωβας, το ζεύουν στα μουλάρια και αρχίζουν να το κατεβάζουν. Όταν όμως έφτασαν έξω απ' την εκκλησία, τα ζώα δεν έκαναν ούτε ένα βήμα και όπως «μολογάνε» οι Αραχωβίτες «τα ζά έσκασαν», έπεσαν κάτω ακίνητα και μην έχοντας τι άλλο να κάνουν αποφάσισαν να το καταστρέψουν. Έτσι κατάφεραν να σπάσουν ένα μικρό κομμάτι μπροστά στην κάνη. Πρόσφατα το θραύσμα συγκολλήθηκε να μη χαθεί. Πραγματικά, η λογική αδυνατεί να εξηγήσει το γιατί στάθηκε αδύνατο να μεταφερθεί πέρα απ' το χώρο της εκκλησίας το μικρό κανόνι, αν και μεταφέρθηκε χωρίς προβλήματα μέχρι το σημείο εκείνο.
Το μνημείο
Σήμερα, όποιος βρεθεί στον Αϊ Γιώργη, μπορεί να θυμηθεί την ένδοξη εκείνη μάχη. Στον περίβολο της εκκλησίας θα δει το μνημείο του Καραϊσκάκη και το μικρό κανόνι μπροστά του, με τη χάλκινη εικόνα του ήρωα να φέρει την επιγραφή:
Στρατηγείον Καραϊσκάκη
1826 Νοεμβρίου 24.
«Ο Στρατηγός της Ρούμελης εδώ από τη θέση αυτή τα πεπρωμένα της Φυλής διαφέντεψε με το σπαθί του».
Είναι η ζωντανή απόδειξη του θαύματος του Αγίου Γεωργίου, ένα θαύμα, που ο καθένας μπορεί να ψηλαφίσει.
Προς την Αράχωβα
Η στρατιωτική ιδιοφυΐα του είχε προδιαγράψει το καλύτερο δυνατό για την περίσταση σχέδιο. Ίσως ένας άλλος στη θέση του, μόλις έπαιρνε την είδηση πως ο εχθρός θα τράβαγε την άλλη μέρα για την Αράχοβα, να ξεκινούσε αμέσως μ' όλο το στρατό του να πιάσει τα στενά για να την προστατέψει. Εκείνος, αντίθετα, έστελνε μια μικρή μονάχα δύναμη και παράγγελνε στους άλλους καπεταναίους να κυκλώσουν την Αράχοβα δυτικά κι ανατολικά. Ό ίδιος θα' παιρνε από πίσω τον τούρκικο στρατό που θα πέρναγε από το Ζεμενό.
Δε γύρευε δηλαδή να προστατέψει την Αράχοβα, παρά να κλείσει μέσα και γύρω από αυτή τους εχθρούς και να τους εξοντώσει. Και, καθώς θα δούμε, οι δυο πιο ξακουστοί στρατηγοί του Κιουταχή, ο Κεχαγιάμπεης κι ο Μουστάμπεης, οδηγώντας το πιο διαλεχτό ασκέρι της τούρκικης στρατιάς, θα πέσουν στην παγίδα που τους έστησε.
Έπειτα από τούτη τη γλήγορη πορεία ο Καραϊσκάκης λογάριαζε να ξεκουράσει κάπως το στρατό του στο Δίστομο, ώσπου να μάθει τις κινήσεις του Κεχαγιάμπεη και του Μουστάμπεη που είχαν σμίξει πια τ' ασκέρια τους και δρούσαν ενωμένα. Το ίδιο κείνο βράδυ ο Καραϊσκάκης βρισκόταν σιμά στην παραστιά ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού. του φέρανε το μερδικό του από το κοκορέτσι που είχανε ψήσει τα παλικάρια κι άρχισε να το τρώει έχοντας για ψωμί μια λειψοκουλούρα φτιαγμένη από κριθαρένιο ακοσκίνιστο αλεύρι.
Δίπλα του καθόταν ή περίφημη Τουρκοπούλα Μαριώ, που ο Καραϊσκάκης την έσωσε σαν ήταν στο Μοριά, την πήρε κοντά του, της φόρεσε αντρικά ρούχα, της έδωσε τ' όνομα Ζαφείρης κι από τότε, αρματωμένη, στεκόταν ο πιο πιστός του φύλακας. Έξω στην αυλή βρίσκονταν ξαπλωμένα ως δέκα παλικάρια κι άκουγαν ένα λεβεντονιό που έπαιζε το λιογκάρι του και σύγκαιρα τραγουδούσε. Κείνη την ώρα φτάνει κάποιος αγωνιστής και λέει στον αρχηγό πώς στα καραούλια μας παρουσιάστηκε ένας νιός καλόγερος και γύρευε να τον δει για κάτι το σπουδαίο.
Είπε να τον φέρουν. Ερχόταν από το μοναστήρι Ιερουσαλήμ που βρίσκεται στη Δαύλεια του Παρνασσού.
- Μ' έστειλε, λέει στον Καραϊσκάκη, ο ηγούμενος να σου πω πώς ο Κεχαγιάμπεης κι ο Μουστάμπεης, με δυόμισι ως τρεις χιλιάδες ασκέρι, βρίσκονται στο μοναστήρι μας και στα γύρω μέρη. Λογαριάζουν να διαβούν αύριο από την Αράχοβα και να τραβήξουν στα Σάλωνα, να χτυπήσουν τους δικούς μας που πολιορκούνε τους Τούρκους στο κάστρο.
- πως, ορέ, τα' μαθε αυτά ο ηγούμενος; ρωτάει ο Καραϊσκάκης.
- Ένας από τους υποταχτικούς μας που ξέρει τα τούρκικα, υπηρετώντας τους μπέηδες που φάγανε στο μοναστήρι, άκουσε τον Μουστάμπεη να ξηγάει το σχέδιο στον Κεχαγιάμπεη.
- Και ποίο είν' αυτό;
-Πως πεντακόσιοι Αρβανίτες θα σηκωθούν αξημέρωτα και θα τραβήξουν από τον Παρνασσό για τη Ράχοβα. Το αποδέλοιπο ασκέρι του θα περάσει από το Ζεμενό. Aν στο στενό βρουν αντίσταση, οι άλλοι που θά' χουν φτάσει πρωτύτερα στην Αράχοβα θα χτυπήσουν πισώπλατα τους Έλληνες.
- Ξέρουν πώς είμαστε εμείς εδώ;
- Oχι, θαρρούνε πώς βρισκόσαστε ακόμα στη Ντομπραίνα.
- Γύρνα δίχως να χασομερήσεις και πες στον ηγούμενο πώς του χρωστάω μεγάλη χάρη για το μαντάτο που μoύ' στειλε.
Ο Καραϊσκάκης πετιέται πάνω είχε ξυπνήσει μέσα του ο πολεμάρχης. άστραψε στο νου του ευθύς το σχέδιο, που θα οδηγούσε σε μια από τις πιο λαμπρές νίκες του Εικοσιένα. Παραγγέλνει ναρθούν δίχως την παραμικρή άργητα να τον βρουν ο Γαρδικιώτης Γρίβας, ο Γιώργης Βάγιας κι ο Χατζηπέτρος.
- Εσείς οι δύο, λέει στον Γαρδικιώτη και Βάγια, θα ξεκινήσετε αμέσως για την Αράχοβα, με πεντακόσια παλικάρια. Σα θα φτάσετε σ' αυτή θα ταμπουρωθείτε στην εκκλησία και στα πιο γερά σπίτια, για να χτυπήσετε τους Τούρκους που θα κατεβαίνουν από τον Παρνασσό να μπούνε στο χωριό. Εσύ, Χατζηπέτρο, θα φύγεις λίγο πριν ξημερώσει και θα διαβείς από τα βουνά ανάμεσα Δίστομο κι 'Αράχοβα. Φτάνοντας αντίκρυ απ' αυτή θα σταθείς για να συντρέξεις τον Γαρδικιώτη και τον Βάγια. Τ' αποδέλοιπα είναι δικά μου.
Έπειτα φώναξε όλους τους καπεταναίους και τους πρόσταξε να παραγγείλουν στα παλικάρια τους να φτιάξουν ψωμί, γιατί μόλις θα πρόβελνε ο ήλιος θα ξεκινούσαν. Σύγκαιρα κάλεσε τον γραμματικό του Αινιάνα και του υπαγόρεψε γράμματα, τόσο στους καπεταναίους που πολιορκούσαν τα Σάλωνα όσο και σ' εκείνους που βρίσκονταν στα γύρω μέρη, να τρέξουν στην Αράχοβα.
Ώσπoυ να δώσει ο Καραϊσκάκης τις διαταγές, να υπαγορέψει τα γράμματα και να τα στείλει, είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Τότε πια κουκουλώθηκε με την κάπα του και ξάπλωσε για να ξεκουράσει κάπως τ' άρρωστο κορμί του. Σε λίγο σηκώθηκε και βγήκε έξω να δει τι καιρό κάνει. άστραφταν όλα τ' αστέρια στον ουρανό. Τα πάντα προμηνούσαν πώς ή μέρα που ερχόταν θά' ταν μία από τις πιο λαμπρές εκείνου του φθινοπώρου.
- Ξυπνήστε τ' ασκέρι, πρόσταξε, για να ετοιμαστεί να ξεκινήσουμε.
Η Νίκη
Ο Γαρδικιώτης κι ο Βάγιας φτάσανε στην Αράχοβα πριν ακόμα να ξημερώσει κι έπιασαν την εκκλησιά και τα πιο γερά σπίτια. Μόλις όμως πρόβαλε η μέρα, 19 του Νοέμβρη, φάνηκαν οι Αρβανίτες του Μουστάμπεη να ροβολούν από τον Παρνασσό να μπούνε στην Αράχοβα. Σε λίγο ξεχώρισε κι ο νταϊφάς του Χατζηπέτρου να κατηφορίζει από την αντικρινή πλαγιά του Παρνασσού. Οι Αρβανίτες μόλις είδαν πώς το χωριό βρισκόταν πιασμένο από τους δικούς μας ρίχτηκαν να τους ξεπατώσουν. Οι Έλληνες τους αντιβγήκαν θαρρετά κι άρχισε πεισματικός πόλεμος κι από τα δυο τα μέρη. Ο Χατζηπέτρος πιάνει κάποιο ψήλωμα σιμά στην Αράχοβα, μα λίγη ήταν ή βοήθεια που μπόραγε να δώσει στους κλεισμένους. Και να, αρχίζει να φτάνει από το Ζεμενότο τούρκικο ασκέρι του Κεχαγιάμπεη. Καθώς έρχονταν μπουλούκια μπουλούκια, ρίχνονταν στη μάχη κι αυτοί ν' αποτελειώσουν τους ταμπουρωμένους στα σπίτια.
Στην κρίσιμη τούτη ώρα ο Καραϊσκάκης μ' οχτακόσια παλικάρια περνά το Ζεμενό, κυνηγώντας τους πιο βραδυπορεμένους Τούρκους. Όταν σίμωσε στέλνει σημαντική δύναμη αγωνιστών δεξιά από το χωριό. Έτσι, σε λίγο, οι εχθροί χτυπιόνταν από τέσσερα μέρη από κείνους που είχαν ταμπουρωθεί στο χωριό, από τον Καραϊσκάκη ανατολικά, από το σώμα που έταξε προς τα δυτικά κι από τον Χατζηπέτρο.
Τούρκοι κι Αρβανίτες τα χάνουν και γυρεύουν να σωθούν με τη φυγή, ροβολώντας κατά τους Δελφούς. Μα καθώς κάνουν να βγουν από την Αράχοβα βρίσκουν το στενό πιασμένο από τον Δυοβουνιώτη, τον Νάκο Πανουργιά και τον Γιαννάκη Πανομάρα, που μόλις πήραν το γράμμα του Καραϊσκάκη ξεκίνησαν από τα Σάλωνα και φτάνανε στην Αράχοβα. Πισωδρομάνε προς το μόνο μέρος όπου τους απόμενε ακόμα ανοιχτό στ' αλώνια πάνω από το χωριό.
Τρέχουν οι δικοί μας, τους κυκλώνουν και σηκώνουν ταμπούρια. Οι εχθροί είχαν πια μαντρωθεί.
Ο πόλεμος κράτησε πεισματικός όλη την άλλη μέρα. Οι τούρκοι βάλανε ολόγυρα τα μουλάρια και τα σαμάρια τους κι απελπισμένα πολεμούσαν προστατευμένοι πίσω απ' αυτά. Το ίδιο κείνο βράδυ δυναμώθηκαν οι Έλληνες με τον ερχομό των νταϊφάδων του Δ. Μακρή, του Γ. Δράκου, του Κ. Καλύβα, του Τρ. Αποκορίτη και του Γ. Γιολδάση,
Την τρίτη μέρα, 21 του Νοέμβρη, τούρκοι από τη Δαύλεια κι από άλλα γύρω μέρη, τρέξανε σε βοήθεια των μπλοκαρισμένων. Όταν φτάσανε - παραπάνω από οχτακόσιοι - ρίχνουν μια μπαταριά στον αέρα να ιδεάσουν τους δικούς τους. Ξεχύνονται οι κλεισμένοι εχθροί να σπάσουν τον κλοιό. Μα ο Καραϊσκάκης, με την εφεδρική δύναμη που είχε κρατήσει κοντά του, κάνει κόντρα γιουρούσι φωνάζοντας:
- που είσαι, Νικηταρά; που είσαι Βάγια; Που είσαι Πανουργιά; που είσαι, Πανομάρα; Έλληνες, προλάβετε μη μας φύγουν οι τούρκοι και ρεζιλευτούμε, ορέ!
Και οι Έλληνες και τους μπλοκαρισμένους κράτησαν στο μέρος που είχαν πρόχειρα περιχαρακωθεί και τους Τούρκους που ήρθαν σε βοήθεια τους αναγκάζουν, παρατώντας όλα τα ζώα τους και τα εφόδια, να φύγουν κατατσακισμένοι.
Έπειτα από τούτη την ήττα, οι κλεισμένοι μηνάνε την άλλη μέρα στον Καραϊσκάκη, καθώς μάλιστα ο καιρός χάλασε κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο και δεν είχαν που να προστατευθούν, πως του δίνoυν πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια, φτάνει να τους αφήσει να περάσουν. Η απόκρισή του ήταν να του παραδώσουν όχι μονάχα τ' άρματα και τα χρήματά τους, παρά και τα Σάλωνα και τη Λεβαδιά. τους γύρεψε ακόμα, εγγύηση πως θα κρατήσουν τη συμφωνία, όμηρους τον Κεχαγιάμπεη και τον Καρεφίλμπεη, αδελφό του Μουστάμπεη,
Οι εχθροί, που λογαριάζονταν, καθώς είπαμε, το καλύτερο ασκέρι που είχε η Τουρκία στη Ρούμελη, αποφασίζουν να καρτερέψουν με την ελπίδα να τους στείλει βοήθεια ο Κιουταχής.
Τη νύχτα που ακολούθησε και την άλλη μέρα έπεφτε ασταμάτητα χιονόνερο. Κι αδιάκοπα χειροτέρευε ο καιρός. Στις 24 του Νοέμβρη άρχισε να ρίχνει χιόνι, που γινόταν όλο και πιο πυκνό. Οι μπλοκαρισμένοι απελπίστηκαν και οι μπουλουξήδες παρουσιάζονται στον Κεχαγιάμπεη και του λένε:
-Άδικα καρτεράμε μιντάτι. Μπαϊλντίσαμε πια ! Σώθηκε το ζαϊρε και δε μας απόμεινε τίποτις να φάμε. Ψοφήσανε και τα ζα από την πείνα και το κρύο. Στεκόμαστε μέρα νύχτα στο χιονόνερο με τα πόδια στα νερά και τη λάσπη ως το γόνα. Κάψαμε και τα σαμάρια και δεν έχουμε πια με τι ν' ανάψουμε φωτιά. Μια μέρα να μείνουμε ακόμα εδώ χάμω και δε θα βρούμε τη δύναμη μήτε να κινηθούμε. Τ' ασκέρι γυρεύει να πάρετε απόφαση γιατί βλέπει πως χανόμαστε.
Ο Κεχαγιάμπεης τους αποκρίνεται πως καταλαβαίνει σε ποιόν κίνδυνο πέσανε και θα πάει, στο τσαντίρι του Μουστάμπεη, να τον βρει ν' αποφασίσουν. Μα ο Μουστάμπεης, που είχε λαβωθεί την προηγούμενη μέρα, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.
Κι ο αδελφός του μηνάει στον Κεχαγιάμπεη:
- Ο Μουστάμπεης είναι του θανατά και να μην τον λογαριάζετε πια ανάμεσα στους ζωντανούς. Πάρετε μόνοι σας όποια απόφαση θέλετε.
Κι όσο γίνονταν αυτά, όλο και πιο πυκνό έπεφτε το χιόνι. Μέσα σε μια μονάχα ώρα ψήλωσε ίσαμε το γόνυ. «Όλη η ατμόσφαιρα εσκοτίσθη από πυκνότατα και μελανώτατα νέφη», γράφει ο Περραιβός που πήρε μέρος σ' εκείνη τη μάχη «μετά τούτο άρχισαν να πίπτωσι χιόνια με σφοδρότατον καί ψυχρότατον βόρειον άνεμον, ο οποίος περιστρεφόμενος εις τα πλάγια και κοιλάδας του Παρνασσού απετέλει την χιόνα ως το σαβούνα εις τήν ατμοσφαίραν, κατευθυνομένη δε εις την επιφάνειαν της γης παρά των ανέμων εσχημάτιζε τόσους σίφουνας και λαίλαπας τα φαινόμενα ταύτα ήσαν αλλεπάλληλα και τρομερά, ωστ' εβίαζον έκαστον να ζητή προσωρινόν καταφύγιον».
Ένας θεριακωμένος Γκέκας συνάζει γύρω του τους πιο εγκαρδιωμένους πατριώτες του και τους λέει πως δεν τους απόμενε άλλο παρά να κάνουν γιουρούσι κι όσοι σωθούν.
- Και πως, ορέ, ρωτάει κάποιος Αρβανίτης, θα βρούμε το δρόμο μέσα σε τούτο το κακό που γίνεται;
- Θα σας τον δείξω εγώ, είπε ο προδότης Ζελιγιανναίος, πού ήξερε όλα τα μονοπάτια του Παρνασσού.
Σε λίγο, θά' ταν ίσαμε δυο από το μεσημέρι, οι Γκέκηδες, μ' οδηγό τον προδότη, ρίχνονται στα καραούλια μας με τα γιαταγάνια στα χέρια. Κόβει τότε το κεφάλι του ζωντανού ακόμα Μουστάμπεη ο αδελφός του για να μην πέσει στα χέρια των Γκιαούρηδων, το βάζει σ' ένα σακί κι ορμά να γλιτώσει. Κι ο Κεχαγιάμπεης, περιτριγυρισμένος από τους τζοανταραίους του, κινά μέσα στ' ανεμοσούρι.
Σαν είπανε στον Καραϊσκάκη πως οι τούρκοι κάνανε γιουρούσι για να φύγουν, παρατά το γιατάκι του, όπου τον κράταγε η φθίση που έτρωγε τα πνευμόνια του, και γυρίζοντας σα δαιμονισμένος το χωριό ξεσηκώνει τους αγωνιστές, όπως οι πιότεροι απ' αυτούς είχανε φύγει από τα ταμπούρια τους και μπήκανε στα σπίτια κάπως να προστατευτούν από το χαλασμό που γινόταν.
Και σε λίγο αρχίζει μάχη βουβή καθώς ο θάνατος, όπως αχρηστεύθηκαν από το χιόνι τα ντουφέκια και οι πιστόλες. Μονάχα τα σπαθιά, τα γιαταγάνια και οι πάλες δούλευαν κι από τα δύο μέρη. Οι Έλληνες κόβουνε στη μέση την τούρκικη φάλαγγα πού είχε ξεχυθεί κι αρχίζει το μακελειό. Ξέχωρα ωσάν μανιασμένοι σκότωναν τούς Αρβανίτες όσοι από τούς δικούς μας ήταν από τη φρουρά του Μεσολογγίου, μια και είχανε τώρα μπροστά τους ίδιους εκείνους εχθρούς πού ξολόθρεψαν στην έξοδο τόσους δικούς μας στη χωσιά πού τους στήσανε όταν τράβαγαν για το μοναστήρι του Αϊ Συμιού.
Από τις δύο χιλιάδες που έφταναν οι εχθροί ίσαμε τρακόσοι μονάχα σώθηκαν, «αλλά και αυτοί κατέστησαν άχρηστοι σχεδόν εις πόλεμον, διότι έπαθον χείρας τε και πόδας από τους πάγους». Πολλοί θάφτηκαν τη νύχτα από τα χιόνια κι όταν ή άνοιξη ήρθε και λιώσανε τους βρήκανε αγκαλιασμένους, καθώς γύρευαν κάπως να ζεσταθούν, κάτω από το λευκό σάβανο που τους σκέπασε.
Η «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος», αναγγέλλοντας θριαμβευτικά τη νίκη, έγραφε: «Πληροφορούμεθα παρά των μοναχών του κατά τον Παρνασσόν μοναστηρίου Ιερουσαλήμ [...] ότι αυτοί οι ίδιοι εχθροί, εις το μοναστήριον διασωθέντες, ομολογούν εν συνειδήσει ότι το κατά την Ράχοβαν πάθος των ήτo αληθώς κατά θείαν βούλησιν, και ρητώς παραδειγματίζουν οι ίδιοι την δυστυχίαν των Γάλλων μετά την εις Μόσχαν αναχώρησιν, αν πρέπει τις να παραβάλλη τα μικρά προς τα μεγάλα». Και πρόσθετε πως από την Αράχοβα ως το μοναστήρι, τέσσερεις ώρες δρόμος, «κείτονται σωρηδόν τα εχθρικά πτώματα».
Ανάμεσα στα κεφάλια των σκοτωμένων που έφεραν οι αγωνιστές στον Καραϊσκάκη ήταν και των δύο Τούρκων αρχηγών του Κεχαγιάμπεη και του Μουστάμπεη.
Μα κουβάλησαν ακόμα τα παλικάρια κι ένα Ρωμιό που πιάσανε ανάμεσα στους Τούρκους τον Τάτση Μαγγίνα. «Αυτός απήρχετο πολιτικός άρχων», γράφει ο Σπηλιάδης, «διορισθείς εις τας επαρχίας της Δυτικής Ελλάδος υπό του Κιουταχή, συνοδευμένος, με τον Μουστάμπεη και τα ύπ' αυτόν στρατεύματα, ν' αγρυπνεί και συμβουλεύει τους υποτεταγμένους, να μένωσι πιστοί ραγιάδες του Σουλτάνου και να καταπείσει όσους τυχόν ήθελαν αποστατήσει να προσκυνήσουν». Ο "καλός" αυτός πατριώτης, όργανο του Μαυροκορδάτου, ήταν ένας απ' όσους με φανατισμό γύρεψαν και πέτυχαν να κηρυχθεί προδότης ο Καραϊσκάκης. Όταν είδε να του τον φέρνουν μπροστά του, πετάχτηκε πάνω:
- Hθελες εσύ, πουλημένο τομάρι στον Κιουτάγια, να με βγάλεις εμένα προδότη. Σε κρατώ τώρα και σε κάνω ό,τι θέλω. Μα όχι, χαμένο κορμί, δε θα λερώσω τα χέρια μου παίρνοντας τη ζωή σου.
Και δίνοντάς του μια σπρωξιά του λέει:
- Θα σε στείλω στην Κυβέρνηση κι αυτή ας σε τιμωρήσει όπως σου αξίζει.
Και πραγματικά η κυβέρνηση τον τιμώρησε, τον έστειλε πληρεξούσιο στην Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας κι αργότερα ο Όθωνας τον έκανε υπουργό.
Ο αντίχτυπος της νίκης
Η νίκη της Αράχοβας γιορτάστηκε όμοια μ' εκείνη στα Δερβενάκια, καθώς κι αυτή ήρθε ν' αναφτερώσει τις ελπίδες των Ελλήνων σε μια από τις πιο κρίσιμες ώρες της επανάστασης. «Aς πανηγυρίσει λοιπόν το έθνος την λαμπρότατη αυτήν νίκη», γράφανε στην αναφορά που στείλανε οι νικητές στην κυβέρνηση από την Αράχοβα στις 26 του Νοέμβρη. Δεν την υπόγραφε μονάχα ο Καραϊσκάκης παρά κι άλλοι ενενήντα τέσσερις μεγάλοι και μικροί καπεταναίοι, όπως ο μεγαλόψυγος αρχηγός θέλησε όλοι να συμμερισθούν τη δόξα. Ο Παπαρηγόπουλος γράφει: «Οπωσδήποτε δίκαιον είχεν ο Καραϊσκάκης ονομάζων την νίκην ταύτην λαμπροτάτην και υπέγραψαν μεν εν τι εκθέσει εκείνη, παρεκτός αυτού, 94 έτι οπλαρχηγοί, άλλ' εννοείται ότι το κατόρθωμα ωφείλετο κυρίως εις την στρατηγική περίνοιαν, εις την σύνεσιν και την δραστηριότητα ενός και μόνου ανδρός».
Πηγές:
* "Ο Αφέντης Αϊ Γιώργης της Αράχωβας και το Πανηγυράκι" -της Καλής Γ. Λούσκου και Ευάγγελου Ν. Νικολιδάκη.
* ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ '21-Δ.ΦΩΤΙΑΔΗΣ
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Η Εκκλησία πάλι πρωτοπόρος στη Θυσία και σκαπανέας της Ένωσης της Κρήτης με την Μητέρα Ελλάδα
Στις 8 Νοεμβρίου, των Ταξιαρχών, συμπληρώνονται 150 χρόνια από τη θυσία των Ελλήνων στη Μονή Αρκαδίου της Κρήτης. Στη θυσία αυτή συμπυκνώνεται το μεγαλείο του έπους της Κρητικής Επαναστάσεως. Εκείνη την ημέρα του 1866 ο ηγούμενος της Μονής Γαβριήλ, υπερασπιστές της Μονής και γυναικόπαιδα με την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης Της θυσίασαν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της Κρήτης από τον απάνθρωπο τουρκικό ζυγό και την ένωσή Της με την Μητέρα Ελλάδα.
Ο Αγώνας των Ελλήνων στην Κρήτη είχε αρχίσει λίγους μήνες πριν. Κέντρο της Επανάστασής τους ήταν η Μονή Αρκαδίου. Εκεί ήταν το κρησφύγετο της Επαναστατικής Επιτροπής και αγωνιστών. Εκεί είχαν βρει καταφύγιο και γυναικόπαιδα, κυνηγημένα από τους Τούρκους. Ο οθωμανός διοικητής της Μεγαλονήσου, Μουσταφάς πασάς, έστειλε μήνυμα στον ηγούμενο Γαβριήλ, πως αν δεν τους διώξει θα τινάξει το μοναστήρι στον αέρα. Ο ηγούμενος Γαβριήλ, η Επιτροπή και οι αγωνιστές αποφάσισαν να μείνουν στη Μονή και να φύγουν τα γυναικόπαιδα. Η ηρωίδα του Αρκαδίου Χαρίκλεια Δασκαλάκη αντέδρασε. « Θα πολεμήσουμε όλες οι γυναίκες μαζί σας και θα μοιραστούμε τον αγώνα σας», τους είπε. Οι άντρες υποχώρησαν μπρος στην αποφασιστικότητα των γυναικών. Αποφάσισαν όλοι τους να αμυνθούν μέχρις εσχάτων, γιατί, όπως διαμήνυσαν στον Πασά, ο όρκος που έδωσαν ήταν «ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ».
Αρχές Νοεμβρίου του 1866 δέκα χιλιάδες Οθωμανοί στρατιώτες, με τη συνοδεία κανονιών, πολιόρκησαν τη Μονή. Μέσα σ’ Αυτήν βρίσκονταν 964 Έλληνες, από τους οποίους 325 πολεμιστές και οι άλλοι γυναικόπαιδα. Στην πολιορκία οι Έλληνες πολέμησαν με άφθαστο ηρωισμό. Κοντά τους αγωνίστηκαν οι γυναίκες και τα παιδιά. Όσες μπορούσαν κρατούσαν όπλα. Οι υπόλοιπες και τα παιδιά βοηθούσαν γεμίζοντας τα όπλα και κουβαλώντας φυσίγγια, μπαρούτι, νερό και τρόφιμα. Η λαϊκή μούσα απαθανάτισε τη στάση των γυναικοπαίδων: «...μ’ ήρθεν η γ’ ώρα του Θεού, κι οι άντρες πολεμούσι, γυναίκες, κόρες και παιδιά φυσέκια κουβαλούσι...».
Στις 8 Νοεμβρίου του 1866 οι Οθωμανοί τοποθέτησαν κανόνι απέναντι από την πύλη της Μονής, και την ανατίναξαν. Η μάχη συνεχίστηκε σώμα με σώμα στην αυλή της. Οι περισσότεροι ήρωες υπερασπιστές έπεσαν μπρος στους πολυπληθείς εχθρούς. Τα γυναικόπαιδα μαζεύτηκαν στο λαγούμι, γύρω από τον ηγούμενο Γαβριήλ. Ο αγωνιστής Γιαμπουδάκης με την κουμπούρα του γεμάτη και στραμμένη στο μπαρούτι κάνει μια τελευταία ερώτηση στα γυναικόπαιδα: «Θέλουμε να παραδοθούμε στους οθωμανούς ή να πεθάνουμε;». Ο ηγούμενος με το βλέμμα του γεμάτο πόνο, αγάπη και στοργή, τα διαβεβαίωσε πως όλοι μαζί θα βρεθούν κοντά στο Χριστό. Αυτά τότε αποφασιστικά φώναξαν «Φωτιά καλύτερα». Η κουμπούρα άδειασε και το μοναστήρι, με τους δικούς και τους εχθρούς, τινάχθηκε στον αέρα.
Η θυσία των Ελλήνων στο Αρκάδι για την ελευθερία τους είχε παγκόσμιο αντίκτυπο. Το όνομα της Μονής και του ηγουμένου της Γαβριήλ συνδέθηκε με το Μεσολόγγι και την Κιάφα, που επίσης κληρικοί ήσαν οι πρώτοι στη θυσία, δείχνοντας την ταυτότητα αντιλήψεων και αξιών του όπου γης Ελληνισμού. Επί πλέον το Αρκάδι έγινε σύμβολο των κοινών αγώνων των Κρητών με όλους τους άλλους Έλληνες. Σημειώνεται ότι Έλληνες εθελοντές, από διάφορα μέρη, αγωνίστηκαν μαζί με τους Κρήτες κατά του τουρκικού ζυγού και Κρητικοί πολέμησαν με γενναιότητα στον Μακεδονικό Αγώνα, στους Βαλκανικούς πολέμους και στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Στις 21 Αυγούστου 1866, όταν η Επαναστατική Συνέλευση κάλεσε τον λαό της Κρήτης να πάρει τα όπλα κατά του οθωμανικού ζυγού στη σχετική προκήρυξή της έγραψε: «Εμμένοντες καρτερικώς εις τον όρκον ημών του 1821, εμπνεόμενοι από το εθνικόν αίσθημα του ελληνικού μεγαλείου και της εθνικής ενότητος και έμπλεοι ελπίδος εκ του δικαίου του αγώνος ημών, απορρίπτομεν πάσαν προσφοράν και θαρραλέως διακηρύττομεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων ως τον μόνον ομόθυμον και διαρκή πόθον ημών την Ένωσιν μετά της Μητρός Ελλάδος. Καταθικετεύοντες τον Παντοδύναμον...να ευλογή τα όπλα ημών δια πληρεστάτης επιτυχίας».
Η Κρήτη ενσωματώθηκε επίσημα στην υπόλοιπη ελεύθερη Ελλάδα την 1η Δεκεμβρίου 1913. Έτσι δικαιώθηκαν οι επί πολλούς αιώνες αγώνες και θυσίες των Κρητών έναντι αδυσώπητων κατακτητών.-
Πηγή: Ακτίνες
Συμφωνία, με την οποία ο Σουλτάνος παραχώρησε μία σειρά προνομίων στους χριστιανούς υπηκόους του στην Κρήτη, σε συνέχεια του Οργανικού Νόμου του 1868, τα οποία ουσιαστικά ισοδυναμούσαν με την παροχή καθεστώτος ημιαυτονομίας στη Μεγαλόνησο. Υπογράφτηκε στις 3 Οκτωβρίου 1878 στο προάστιο των Χανίων, Χαλέπα.
Τον Ιανουάριο του 1878 το πολυπληθές χριστιανικό στοιχείο της Κρήτης ξεσηκώθηκε για μία ακόμη φορά κατά του οθωμανού δυνάστη, θέλοντας να εκμεταλλευθεί τη δυσμενή για τους Τούρκους εξέλιξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου και να επιτύχει την πολυπόθητη Ένωση με τη μητέρα Πατρίδα. Συγκρότησε την «Παγκρήτιο Επαναστατική Επιτροπή» στο Φρε Αποκορώνου, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη της Αθήνας και του πρωθυπουργεύοντος Χαρίλαου Τρικούπη (27 Δεκεμβρίου 1877).
Από την πλευρά του, ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ Β' με την προτροπή της Αγγλίας αναζήτησε πολιτική λύση στο αναφυέν πρόβλημα. Απέρριπτε, όμως, τα αιτήματα των χριστιανών, που ζητούσαν αυτονομία της Κρήτης και χριστιανό διοικητή ως ηγεμόνα. Η κίνησή του αυτή εξόργισε τους επαναστάτες, οι οποίοι μέχρι τα τέλη Μαρτίου είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους την κρητική ύπαιθρο, περιορίζοντας τους μουσουλμάνους στα φρούρια των μεγάλων πόλεων.
Η ραγδαία αυτή εξέλιξη δημιούργησε προς στιγμήν ελπίδες ότι η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ήταν πολύ κοντά. Διαψεύστηκαν, όμως, όταν το Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου - 13 Ιουλίου 1878), που συγκάλεσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, απέρριψε το σχετικό αίτημά τους, υποδεικνύοντας στην Τουρκία να προχωρήσει σε νέες παραχωρήσεις προς τους Χριστιανούς της Κρήτης.
Πράγματι, στις 3 Οκτωβρίου 1878 υπογράφηκε η Σύμβαση ή Χάρτης της Χαλέπας, που χορηγούσε καθεστώς ημιαυτονομίας στη Μεγαλόνησο. Οι κυριότερες διατάξεις προέβλεπαν τα εξής:
Τη συμφωνία υπέγραψαν από Οθωμανικής πλευράς ο βαλής της Κρήτης (γενικός διοικητής) Κωστάκης Αδοσίδης Πασάς, ο στρατηγός Μουχτάρ Πασάς και ο Σελίμ Εφέντι, ενώ από χριστιανικής πλευράς οι εκπρόσωποι της «Παγκρητίου Επαναστατικής Επιτροπής», Γεώργιος Παπαδοπετράκης, Κωσταρός Βολουδάκης, Ιωάννης Σφακιανάκης, Χαρίλαος Ασκούτσης, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Αντώνιος Μιχελιδάκης, Ζ. Θειακάκης, Κυριάκος Χατζηδάκης, Στυλιανός Σταυρούδης, Αντώνιος Σήφακας και Α. Μενεγίδης.
Η Σύμβαση επικυρώθηκε τις αμέσως επόμενες μέρες με φιρμάνι του Σουλτάνου, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1878 διόρισε βαλή της Κρήτης τον ελληνικής καταγωγής χριστιανό αξιωματούχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Ισκεντέρ Πασά (Αλέξανδρο Καραθεοδωρή).
Η Σύμβαση της Χαλέπας εφαρμόστηκε μέχρι την επόμενη εξέγερση των Κρητικών το 1889. Τα 11 χρόνια της εφαρμογής της αθετήθηκε πολλάκις από την Οθωμανική διοίκηση, όπως και ο Οργανικός Νόμος του 1868, και υπονομεύτηκε από την οξεία πολιτική και κομματική διαμάχη μεταξύ «Καραβανάδων» (συντηρητικών) και «Ξυπόλυτων» (φιλελεύθερων).
Πηγή: Σαν σήμερα
Όταν τελείωσε η μάχη στα Δερβενάκια, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα. Αναζήτησαν τον στρατηγό τους, τον Νικηταρά.
Όπως είναι γνωστό, όταν έπεσε η Πόλη (το 1453), το θλιβερό γεγονός αντιμετωπίστηκε μοιρολατρικά: «ήτανε θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει», είπαν πολλοί. Ακολούθησαν χρόνοι δύσκολοι και σκοτεινοί...
Το νησί των Σπετσών έχει στο ενεργητικό του το γεγονός ότι, πολλές φόρες πρωταγωνίστησε στα απελευθερωτικά κινήματα των υπόδουλων Ελλήνων. Αναμίχθηκε στο κίνημα του Ορλώφ με επακόλουθο την καταστροφή του (1770) και την εξορία των κατοίκων του μέχρι το 1772, αναμίχθηκε στις καταδρομές του Λ. Κατσώνη και στην Επανάσταση του 1821.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...