Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1870 στην Μασσαλία της Γαλλίας. Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Γ. Μελάς (1833-1897) και μητέρα του η Ελένη, το γένος Βουτσινά, κόρη γνωστού Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό. Ο Παύλος Μελάς κατάγεται από την μεγάλη και ιστορική οικογένεια των Μελάδων της Ηπείρου, με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη (πριν την Άλωση), ανάμεσα στις πιο ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές οικογένειες του Βυζαντίου, των Κεφαλάδων ή κατά άλλους των Μελανιάδων (λόγω του χαρακτηριστικού μελαμψού χρώματος του προσώπου τους), ενώ κατά άλλους των Στρατηγόπουλων.
Ο πατέρας του Παύλου, στην Μασσαλία, ασχολήθηκε με το εμπόριο και απόκτησε σημαντική περιουσία μεγάλο μέρος της οποίας, σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειάς του, διέθεσε για εθνικούς και για κοινωνικούς σκοπούς. Δραστήρια κοινωνικά και εθνικά ήταν και η μητέρα του Παύλου.
Το 1874 η οικογένεια Μελά έρχεται για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και κατοικούν στο κτίριο της οδού Πανεπιστημίου όπου βρίσκεται η Αθηναϊκή Λέσχη. Εκεί μεγαλώνει ο Παύλος με τα έξι αδέλφια του, το όμορφο, ψηλό και μελαχρινό αγόρι. Τα καλοκαίρια τους τα περνούν πότε στην Οδησσό και πότε στο Φάληρο, αλλά πιο συχνά στην Κηφισιά όπου ο πατέρας του κτίζει το εξοχικό τους σπίτι. Η μητέρα του, μεριμνά για όλους και για όλα, επιβλέπει και κατευθύνει το υπηρετικό προσωπικό, ράβει και πλέκει η ίδια για τα παιδιά της, φροντίζει για τους φτωχούς και γενικά, προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους. Τα βράδια με τον σύζυγο της, ομορφοντυμένη, παραβρίσκεται στις χοροεσπερίδες της κοσμικής -τότε- Αθήνας. Πολλές φορές, με ένα λαντώ (αμαξίδιο της εποχής) παίρνει τα παιδιά της να παίξουν στις εξοχές της Κηφισιάς, του Φαλήρου, του Ελαιώνα ή του Βασιλικού -τότε, Εθνικού σήμερα- Κήπου.
"... Το περιβάλλον του σπιτιού του, η εθνική δράσις του πατέρα του, η παρακολούθηση των εθνικών εορτών και τελετών, ενασκούν τεράστια ψυχολογική επίδραση επ' αυτού (του νεαρού τότε Παύλου). Το τυχαίον αντίκρυσμα πολλών όπλων φυλασσομένων κρυφά εις τα υπόγεια του σπιτιού του και προοριζομένων διά την Κρήτην, αι συζητήσεις περί των εθνικών θεμάτων που ήκουε συχνά εις το σπίτι του την εποχήν εκείνη, μετά τον Ρωσσοτουρκικόν Πόλεμον και την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), του επροξένησαν μεγάλη εντύπωσιν. Έκτοτε ήδη ονειροπολεί να καταταγεί εις τον Στρατόν, όταν μεγαλώσει, ώστε και αυτός να αγωνισθή διά την επανόρθωσιν των αδικιών ...".
Μεγαλώνοντας ο Παύλος αρχίζει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα αδέρφια του για την προθυμία του, την υποχωρητικότητά του και κυρίως για την καλοσύνη του και το ενδιαφέρον του προς τα μικρότερα παιδιά ή τα ζώα και γενικότερα τους αδυνάτους. Στο σχολείο υποστηρίζει τα μικρότερα και τ' αδύνατα παιδιά όταν τα ενοχλούσαν τα μεγαλύτερα και αργότερα, παλικάρι πια, φροντίζει μια άρρωστη φτωχή δασκάλα, ενώ συνεισφέρει και ενισχύει πρόθυμα, μυστικά, κάθε εθνική και φιλανθρωπική δράση.
Ο Παύλος Μελάς αγαπά με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα! Στον πατέρα του οφείλεται το ότι δεν ξεχνάει την Γιαννιώτικη καταγωγή του και ο μεγάλος πόθος του να ελευθερωθούν τα Γιάννενα. Ακούει με έντονο ενδιαφέρον τις ιστορίες που του λέει ο πατέρας του για τις οικογενειακές περιπέτειες του 1821 και η αγάπη του για την πατρίδα γίνεται όλο και πιο δυνατή. Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου για τον Παύλο είναι μεγάλη ημέρα και συμμετέχει με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση.
Αυτή η εποχή, που μεγαλώνει ο Παύλος, είναι μια εποχή ιδιαίτερης αναταραχής για τα Βαλκάνια και τους βαλκανικούς λαούς. Από την Κρήτη μέχρι την Βοσνία (οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι "Βόσνιοι" ονομάζονται οι εξισλαμισμένοι Σέρβοι!) έχουν ξεσηκωθεί με επαναστάσεις ενάντια στον Τούρκο Σουλτάνο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Κρήτη, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Ήπειρος βρίσκονται ξεσηκωμένες και επαναστατικά αντάρτικα σώματα ξεπηδούν από παντού ζητώντας ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό και την ένωση με την "Μητέρα Ελλάδα".
Τα σώματα αυτά ενισχύονται διαρκώς από εθελοντές, λαϊκοί και κληρικοί, στρατιωτικοί, χωροφύλακες, φοιτητές, μέχρι παιδιά-μαθητές και γέροι τρέχουν να προσφέρουν βοήθεια στους υπόδουλους αδελφούς τους. Εθελοντές και βοήθεια με την μορφή εράνων φθάνουν από την Κύπρο, από το εξωτερικό, από παντού! Ταυτόχρονα, μεγάλα συλλαλητήρια ξεσπούν στην Ελλάδα κι ο λαός απαιτεί να κηρύξει η Ελλάδα πόλεμο κατά της Τουρκίας στο πλευρό της Ρωσίας (έχει ήδη ξεσπάσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος). Και ενώ ξεκινάει η επιστράτευση, ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος τελειώνει και υπογράφεται ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (1878). Ο Ελληνικός Στρατός τελικά βρίσκεται συγκεντρωμένος στην Λαμία, χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στον πόλεμο. Το όφελος της Ελλάδας από αυτά τα γεγονότα ήταν να επιτύχει αμνηστία για τους αγωνιστές- επαναστάτες της Κρήτης, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας και την αποστολή Χριστιανού Διοικητή στην Κρήτη, και κάποιες αόριστες υποσχέσεις για το μέλλον...
Ο οκτάχρονος -τότε- Παύλος Μελάς πολύ λίγα καταλαβαίνει από τα γεγονότα αυτά, ζει όμως μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα κι ανυπομονεί να μεγαλώσει για να πολεμήσει κι αυτός. Κάποτε, ψάχνοντας να βρει τον πατέρα του, κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού τους και με έκπληξή του αντίκρισε ξύλινες κάσες γεμάτες με όπλα. Ο μικρός Παύλος διακατέχεται από έντονη επιθυμία να τα δει από κοντά, να τ' αγγίξει. Το ίδιο ξαφνιάστηκε και ο πατέρας του που τον βρήκε εκεί. Του εξήγησε ότι αυτά τα όπλα βρισκόταν εκεί για να συγκεντρωθούν και να σταλούν κρυφά στους επαναστάτες της Κρήτης και ότι δεν πρέπει να το συζητήσει με κανέναν αυτό και να το κρατήσει μυστικό. Κι ο μικρός Παύλος φυλάει γερά το μυστικό βαθιά στην καρδιά του αλλά το μυαλό του γυρίζει διαρκώς εκεί, στον αγώνα για την λευτεριά της πατρίδας.
Το 1881 ελευθερώνονται και προσαρτούνται στο Ελληνικό Κράτος η Θεσσαλία και η Άρτα, ενώ το 1885, σαν τελειόφοιτος του Γυμνασίου, ζει έντονα τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία και την αναταραχή που τα ακολούθησε. Τα πατριωτικά του αισθήματα πληγώνονται και υποφέρει σε μεγάλο βαθμό. Σχεδιάζει να καταταγεί εθελοντής στο Στρατό ή να βγει "αντάρτης" στα Ελληνο-τουρκικά σύνορα, να πολεμήσει, αλλά ένα σπάσιμο του ποδιού του τον κρατά τελικά καθηλωμένο στην Αθήνα. Την επόμενη χρονιά (1886), του δίνεται η ευκαιρία να δώσει εξετάσεις για την εισαγωγή του στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων (ΣΣΕ).
Η εισαγωγή του Παύλου Μελά στη Σχολή Ευελπίδων
Η συνειδητή αυτή επιλογή του συμφωνεί απόλυτα με τα ευγενή και υψηλά ανθρωπιστικά του αισθήματα αλλά και τους υψηλούς και ανιδιοτελείς εθνικούς του σκοπούς. Από τις σημειώσεις στο προσωπικό του ημερολόγιο, τρεις μέρες πριν από τις εισιτήριες εξετάσεις στην ΣΣΕ (Αύγουστος 1886) διαβάζουμε:
" ... Επιλέγων το στάδιο αυτό, δεν υπάκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και εις τον τόπον μου... Αυτή είναι όλη μου η φιλοδοξία και όπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω να υπηρετήσω την Πατρίδα μου και δι' αυτήν να αποθάνω. Καμιά δυσκολία δεν θα με σταματήσει... Δεν θα υποχωρήσω ποτέ προ των εμποδίων. Προς το παρόν, άλλωστε, δεν θα υποστώ εις την Στρατιωτικήν Σχολήν, παρά πειθαρχίαν, ολίγον σκληράν, και μερικές στερήσεις ..." 3.
Τον Σεπτέμβριο του 1886 ο Παύλος γίνεται δεκτός στην ΣΣΕ και ένα πρωινό του ιδίου μήνα, με ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης, αποχαιρετά του γονείς και διαβαίνει την πύλη της Σχολής, που εκείνη την εποχή στεγάζεται στον Πειραιά. Ταραγμένος νιώθει ακόμη την παράξενη συγκίνηση με την οποία, πριν να φύγει, είχε φιλήσει το χέρι των γονιών του και στ' αυτιά του αντηχούν η βραχνή φωνή του πατέρα του που τον συμβουλεύει: "... υποταγή στο καθήκον... Έτσι θα πάρωμε τα Γιάννενα...", και ο τρυφερός αποχαιρετισμός της μητέρας του: "...ο Θεός μαζί σου, γιέ μου ...".
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της εισόδου του στην ΣΣΕ, αναγκάζεται -όπως κι οι υπόλοιποι Ευέλπιδες- να προσαρμοστεί, τόσο στο πρόγραμμα όσο και στο πνεύμα της Σχολής. Η ζωή του αλλάζει από τα καθιερωμένα. Το ντύσιμό του, τώρα, είναι το γαλαζόμαυρο αμπέχωνο με τις κίτρινες επωμίδες, το μακρύ παντελόνι και το πηλήκιο της στολής. Το πρωινό εγερτήριο είναι στις 4:30 το πρωί το καλοκαίρι και στις 5 το πρωί τον χειμώνα. Μαθήματα, μελέτη, σκληρά γυμνάσια, κρύο φαγητό, μικρή ψυχαγωγία και σιωπητήριο στις 9.30 μ.μ. Ανάμεσα όμως σ΄αυτά, που αποτελούν το καθημερινό πρόγραμμα του Εύελπι, υπάρχουν και τα καψόνια από τους ανωτέρους, που συχνά του φέρνουν δάκρυα στα μάτια, όχι από τον πόνο αλλά από την προσβολή και την οργή που νιώθει, γιατί δεν μπορεί ν΄αντιδράσει. Μόνο να τα εγκαταλείψει όλα μπορεί, αλλά δεν το κάνει, γιατί θα φανεί δειλός και άλλωστε μόνος του αποφάσισε να γίνει στρατιωτικός. Και σφίγγει τα δόντια και υπομένει και ξαφνικά γίνεται άντρας και μαθαίνει να ξεπερνά τις δυσκολίες και να επιμένει στο σκοπό του.
Δε λείπουν επίσης και οι επιπλήξεις για τα σφάλματα συμπεριφοράς και οι ποινές -οι καμπάνες- για ό,τι προβλέπει ή και δεν προβλέπει ο κανονισμός. Κρατήσεις, στερήσεις εξόδου, φυλακίσεις και παρουσίαση στο Διοικητή την ώρα της αναφοράς κρίνονται αναγκαία, για να συνηθίσουν το νέο σ΄έναν αυστηρό και πειθαρχημένο τρόπο ζωής γιατί έτσι θα πρέπει να ζει στο εξής. Ευχάριστα διαλείμματα στην αυστηρά προγραμματισμένη ζωή του αποτελούν οι ολιγόωρες έξοδοι της Κυριακής και η άδεια, μια φορά το μήνα, με ή χωρίς διανυκτέρευση.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1886 ορκίζεται πρωτοετής Εύελπις.
Η επιστολή που στέλνει στον πατέρα του, μετά την ορκωμοσία του, αντανακλά έντονα τις ιδέες και τα συναισθήματα που κατακλύζουν τον νεαρό Εύελπη, τις μελλοντικές προσδοκίες και τα όνειρά του, αλλά και της αίσθησης της ευθύνης που αναλαμβάνει, παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Γράφει λοιπόν:
" ... Σεβαστέ μου πατέρα... Προχθές το πρωί έδωσα τον νενομισμένον όρκον... Σας βεβαιώ ότι ορκίσθην έχων πλήρη συναίσθησιν των υπό του όρκου επιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δεν απόφαση να τα εκτελέσω. Δια τούτο και εκ βάθους καρδίας ωρκίσθην υπακοήν εις τους νόμους της Πατρίδος, σέβας, πίστιν και αφοσίωσιν εις τον Βασιλέα μου και ότι θέλω υπερασπίσει μέχρι τελευταίας πνοής την σημαίαν και την Πατρίδαν ... Πριν τελειώσω την επιστολή μου σας παρακαλώ, Σεβαστέ μου πατέρα, να μ' ευχηθείτε όπως ο Θεός με βοηθήσει να τηρήσω εντίμως τον όρκον μου, μέχρι τελευταίας στιγμής της ζωής μου...".
Με αγωνία περιμένει τον Παύλο η μητέρα του σε κάθε άδειά του κι ενώ τον περιποιείται, προσπαθεί με τρόπο να καταλάβει πώς περνά. Αλλά και ο Παύλος νιώθει μισή τη χαρά της άδειας, αν δεν κατορθώσει να περάσει κάποια ώρα το απόγευμα με τον πατέρα του συζητώντας μακριά από τους άλλους για τα όσα συμβαίνουν γύρω τους. Αλληλογραφεί συχνά με την οικογένειά του και ιδίως με τη μητέρα του και κυρίως, όταν για κάποια απειθαρχία του, χάνει την άδειά του.
Και φθάνει ο πέμπτος και τελευταίος χρόνος. Και ο Παύλος, αφού μαθαίνει τα αποτελέσματα των εξετάσεων, σβήνει με το μολύβι την τελευταία ημέρα στο ημερολόγιό του, ενώ ταυτόχρονα περνούν από μπροστά του τα όσα πέρασε στα πέντε χρόνια των σπουδών του, πού όμως δεν θα ήθελε να ξαναζήσει, έστω και αν τα θυμάται με αγάπη.
Η αποφοίτησή του από την ΣΣΕ και ο γάμος του με την Ναταλία Δραγούμη
Τον Αύγουστο του 1891 και μετά από 5ετή φοίτηση στην ΣΣΕ, ο Παύλος Μελάς αποφοίτησε σαν Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού (ΠΒ). Για τρεις μήνες όμως υπηρετεί σαν απλός στρατιώτης στην αρχή και ως υπαξιωματικός στην συνέχεια, στους στάβλους και στους θαλάμους του Α' Συντάγματος Πυροβολικού.
Για να διοικήσεις αργότερα σωστά, πρέπει να γνωρίζεις και συ αλλά και ο τελευταίος στρατιώτης σου ότι είσαι ικανός για όλα (να περιποιείσαι τα άλογα, να κοιμάσαι σε σανίδες κ.λ.π.). Και κάθε μέρα με τον ίδιο ενθουσιασμό κάνει πρωί και απόγευμα την υπηρεσία του: γυμνάσια, επιθεώρηση, εκπαίδευση ανδρών, θεωρία, βολή. Τους άνδρες του τους γνωρίζει καλά έναν-έναν, τους αγαπάει. Κι αυτοί τον εμπιστεύονται, του φανερώνουν τις στενοχώριες τους, τις σκέψεις τους και τον αποκαλούν πατέρα. Και είναι ακόμη τόσο νέος και είναι η αρχή!
Το ίδιο καλοκαίρι του 1891 που τελειώνει τη Σχολή, γνωρίζει και την Ναταλία Δραγούμη, που την παντρεύεται τον επόμενο χρόνο, τον Οκτώβριο του 1892. Είναι σε ηλικία 22 μόλις χρονών. Πεθερός του είναι ο Στέφανος Δραγούμης, που ασχολείται με την πολιτική, αλλά και με αρχαιολογικές και γλωσσολογικές μελέτες. Αδερφός της Ναταλίας είναι ο Ίωνας Δραγούμης. Η οικογένεια Δραγούμη κατάγεται απο το Βογατσικό της Μακεδονίας και είναι ένθερμοι πατριώτες, περήφανοι για την καταγωγή τους. Ο γάμος του αυτός, με την Ναταλία, υπήρξε καθοριστικός για τον Παύλο, τόσο για την αποκρυστάλλωση των πατριωτικών του αισθημάτων και πεποιθήσεων προς την Μακεδονία, όσο και για την μετέπειπα σύντομη ζωή του.
Αυτό ομολογεί κι ο ίδιος σε επιστολή του που σώζεται προς τη σύζυγό του, στα οποία μεταξύ άλλων της γράφει: " ... τα πολυάριθμα παραδείγματα πατριωτισμού και θάρρους φυσικού, αλλ' ιδίως ηθικού, τα οποία συνάντησα εις την αγαπητήν, την αγία σου οικογένεια μ' εβοήθησαν ..."5.
Ο Παύλος συμφωνεί απόλυτα με την γυναίκα του στις ιδέες, γιατί έχουν υποστεί και οι δύο τον ίδιο τρόπο της πατριαρχικής ανατροφής με τα πολλά και χαρούμενα αδέλφια. Η νέα οικογένεια του Παύλου δεν τον ξεχωρίζει από τα παιδιά της και τα αδέλφια της γυναίκας του λατρεύουν αυτόν τον ψηλό αξιωματικό, το γλυκομίλητο, με το ωραίο πρόσωπο και το λιγερό παράστημα και που στα μάτια τους φαντάζει σαν Έκτορας ή Μάρκος Μπότσαρης ή Αθανάσιος Διάκος. Και η ζωή του κυλά ήρεμα και όμορφα ανάμεσα στην καθημερινή του υπηρεσία στο στρατώνα, στο σπίτι του, στις εκδρομές, στους χορούς και στις συναναστροφές.
Στα μέσα του 1894 γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη. Την χαρά όμως που νιώθει από την γέννηση και το μεγάλωμα του γιου του, του την μειώνει η γενική κατάσταση της πατρίδας του, που δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. Η Μακεδονία υπονομεύεται από την Βουλγαρία, η Κρήτη σιγοβράζει επικίνδυνα κάτω πάλι από Τούρκο επίτροπο, η Κρητική επανάσταση του 1889 μένει αβοήθητη από τον Ελληνικό Στρατό και η οικονομία της χώρας πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Όταν όμως το 1895 με έξοδα του ηπειρώτη Αβέρωφ αρχίζει να γίνεται το Παναθηναϊκό Στάδιο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνονταν το 1896 στην Αθήνα, ο Ελληνισμός για λίγο ανασαίνει. Κι όταν ο Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης, ανάμεσα σε τόσους ξένους αθλητές έρχεται πρώτος στο Μαραθώνιο δρόμο, ο ελληνισμός μεθάει από τη νίκη και καμαρώνει ξεχνώντας για λίγο τα προβλήματά του!
Τον Μαΐο του 1896 ξεσπά καινούρια επανάσταση στην Κρήτη και η αδράνεια του Ελληνικού Στόλου ενοχλεί και στενοχωρεί τον Παύλο, που με την Χαρτογραφική Υπηρεσία του Στρατού βρίσκεται εκείνη την εποχή στους Μύλους του 'Αργους. Στα τέλη του Αυγούστου 1896, η Τουρκία φοβισμένη από την διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων για τις σφαγές των Αρμενίων στην Κων/πολη, παραχωρεί στην Κρήτη ένα είδος αυτονομίας και οι Κρήτες ησυχάζουν. 'Οταν όμως στο τέλος του Οκτωβρίου 1896 δεν εφαρμόζεται σωστά ο νέος οργανισμός, αρχίζουν καινούριες ταραχές. Η Κρήτη ξεσηκώνεται και στις 25 Ιανουαρίου 1897 η επαναστατική κυβέρνηση κηρύσσει στη Χαλέπα την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η συμπαράσταση τότε του Ελληνικού στόλου είναι άμεση και κατεβαίνει στην Κρήτη, για να εμποδίσει την απόβαση τουρκικού στρατού στις ακτές του νησιού. Ο Παύλος που τον απασχολούν ιδιαίτερα τα εθνικά θέματα, παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα γεγονότα της Κρήτης, ενώ ταυτόχρονα ανησυχεί πολύ για τη Μακεδονία, που υποφέρει και από τους Τούρκους και από τους Βουλγάρους. Η ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας -12 Νοεμβρίου 1894 - της μυστικής δηλαδή οργάνωσης -που έχει σαν σκοπό της να βοηθήσει στην επίλυση των εθνικών προβλημάτων με τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας και την ηθική της ανύψωση, τον ανακουφίζει και τον κάνει να ελπίζει για το καλύτερο.
Το "βάπτισμα του πυρός" του Ανθυπολοχαγού (ΠΒ) Παύλου Μελά και η συμμετοχή του στον "άτυχο" πόλεμο του 1897
Ο Παύλος υπηρετεί ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο, όταν τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου του 1897 διατάσσεται να επιστρέψει με τους άνδρες του στο στρατώνα του πυροβολικού, γιατί το μεσημέρι της επόμενης ημέρας αναχωρεί στρατός, για να καταλάβει την Κρήτη.
Απογοητευμένος γιατί η δική του μονάδα δε μετέχει σ΄αυτή την επιχείρηση, επιστρέφει στο σπίτι του και ενημερώνει τους δικούς του. Και παρά την πίκρα του, παίρνοντας μέρος στη γενική χαρά γράφει στο σημειωματάριό του "...με κόπο συγκρατω τά δάκρυά μου... Θεέ μου, κάμε να σωθή αυτός ο δυστυχής τόπος... δέν έζησα παρά μέ αυτήν καί δι΄αυτήν την ιδέαν. Και σήμερα ήλθεν επί τέλους η ποθητή στιγμή...".
Στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου ο Παύλος κατευοδώνει μια στρατιωτική φάλαγγα, μαθαίνει με χαρά ότι η πεδινή πυροβολαρχία του πρίγκιπα Νικολάου στην οποία υπηρετεί, διατάσσεται ν΄αναχωρήσει το γρηγορότερο για τη Λάρισα. Πετώντας σχεδόν επιστρέφει στο στρατώνα του για να καταλήξει σπίτι του και να παίξει με το γιο του. Πρώτη φορά δεν αισθάνεται λύπη που θα αφήσει τους δικούς του. Μετά τρεις ημέρες επιβιβαζόμενοι σε πλοία στον Πειραιά αναχωρούν και μέσω Χαλκίδας φθάνουν στο Βόλο, απ΄όπου σιδηροδρομικώς καταλήγουν στη Λάρισα, όπου η υποδοχή που τους γίνεται αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης. "... Είμαι ευτυχής μόνον μέ τήν ιδέαν ότι είμεθα εδώ διά νά υπερασπίσωμεν την πατρίδα..." γράφει στη γυναίκα του περιμένοντας την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, "... από στιγμής εις στιγμήν αναμένομεν να φύγωμεν. Ο Θεός να δώση...".
Στις 5 Απριλίου 1897 αρχίζουν οι εχθροπραξίες. Το τηλεγράφημα του Παύλου που φθάνει στην Αθήνα φανερώνει τον ενθουσιασμό του για το ξεκίνημα του πολέμου.
"... Ευχηθητε υπέρ πατρίδος μόνον. Ασπάζομαι πάντας. Εύχομαι ο Μίκης να αισθανθεί κάποτε καί αυτός την χαράν μου..."
Ενθουσιασμένος κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, πολύ σύντομα και σε λίγες μόνο μέρες γίνεται αφάνταστα πικραμένος, λόγω της τροπής που πήρε για την Ελλάδα ο πόλεμος εκείνος. Μέσα από τα επόμενα γράμματά προς τη γυναίκα του, γραμμένα τα περισσότερα βιαστικά με μολύβι, περνούν τα δυσάρεστα γεγονότα αλλά και τα όσα νιώθει ο ίδιος αυτές τις τριάντα (30) οδυνηρές ημέρες του 1897. Έτσι ο αρχικός του ενθουσιασμός: "... εις ολίγα λεπτά φεύγομεν διά το Μπουγάζι (αριστερά του Τυρνάβου)... Περιττόν να σου ειπώ την χαράν, την ευτυχία μου....", μετατρέπεται γρήγορα σε απογοήτευση: "... Δεν σου περιγράφω την κατάσταση αυτήν, διότι παραφρονώ όταν την συλλογίζομαι... 32.000 άνδρες το έκοψαν λάσπη στο άκουσμα πώς έρχονται οι Τούρκοι...". Ύστερα, και πάλι σε καινούρια ελπίδα με τη διαταγή του Διαδόχου: "... ότι θέλομεν υπερασπισθή το έδαφος του Δομοκού ...", για να καταλήξει σε λίγο πάλι σε απόγνωση και απελπισία: "... ήρχισεν η νυκτερινή αυτή υποχώρησις. Φοβερωτέρας ώρας ουδέποτε διήλθον...". Σε άλλο του γράμμα πάλι, καταλήγει: "... Σκέπτομαι αδιάκοπα τα αγαπημένα μου πρόσωπα και παρακαλώ τον Θεόν να μου επιτρέψει να τα ξαναδώ, μόνον αφού σβύσωμεν την φοβεράν ατιμίαν του δυστυχισμένου τόπου μας...".
Τέλος, το τηλεγράφημα του πατέρα του, που έρχεται από την Αθήνα με τα λόγια: "... Απεφασίσθη ανακωχή..." (6η Μαΐου 1897), είναι για τον Παύλο ο ταπεινωτικός επίλογος μιας εκστρατείας, από την οποία περίμενε πολλά!
Κουρασμένος τότε περισσότερο ψυχικά - "...κατόπιν της εκ Δομοκού γενναίας φυγής μας..." - παρά σωματικά, αρρωσταίνει με υψηλό πυρετό. Ανήσυχος ο γιατρός του Συντάγματος τον στέλνει στην Λαμία, όπου στο πλωτό νοσοκομείο "Θεσσαλία" συναντά την γυναίκα του Ναταλία, η οποία υπηρετεί εκεί ως νοσοκόμος. Τρομαγμένη αντικρίζει τον αδύνατο και εξαντλημένο άνδρα της και σιωπηλή και ξάγρυπνη κάθεται όλη την νύκτα στο πλάι του, ενώ εκείνος παραδέρνει σε ύπνο ταραγμένο. Φθάνοντας στην συνέχεια στην Αθήνα βρίσκει παρηγοριά στην οικογενειακή θαλπωρή. Δεν μένει όμως πολύ. Σε μία εβδομάδα ζητάει να μετατεθεί στην Λαμία, στις προφυλακές. Κι ενώ υπηρετεί χωρίς απρόοπτα στην πυροβολαρχία του, ένα μήνυμα για την αρρώστια του πατέρα του τον ταράζει. Κατεβαίνει αμέσως στην Αθήνα και τον προλαβαίνει ζωντανό. Σε δυο όμως ημέρες, ο πατέρας του πεθαίνει. Ο θάνατος αυτός, που τον συγκλονίζει, είναι γι΄αυτόν το συμπλήρωμα της εθνικής καταστροφής!
Μετά τον θάνατο του πατέρα του ξαναγυρίζει απαρηγόρητος στην Λαμία. Η συγκατοίκησή του με δύο αγαπητούς του συναδέλφους μετριάζει την βαθιά του λύπη. Χωρίς αυτούς θα είχε παραιτηθεί και θα είχε επιστρέψει στο σπίτι του. Τότε μάλιστα περνά την πιο δύσκολη περίοδο της ζωής του. Όπως ομολογεί και ο ίδιος "... πότε είμαι ευχαριστημένος διότι ελπίζω να διορθωθεί αυτή η κατάστασις, πότε πάλιν αηδιάζω και απογοητεύομαι και δεν θέλω ν΄ακούω και να σκέπτομαι τίποτε...". Παντού όμως και πάντα θυμάται τον πατέρα του, που κοντά του "... ελησμονούσα όλας τάς στεναχωρίας μου...".
Κι ενώ τον πνίγει η μονοτονία της Λαμίας, στις 5 Μαΐου 1898 (έναν χρόνο μετά την ανακωχή του 1897) αρχίζει η εκκένωση του θεσσαλικού κάμπου από τους Τούρκους. Ο Παύλος, έφιππος, επισκέπτεται το χώρο που μόλις έχουν εγκαταλείψει οι Τούρκοι και μεταξύ άλλων γράφει συγκινημένος στους δικούς του. "... είναι αδύνατον να σας ειπώ τι αισθάνεται ένας άνθρωπος, όταν επαναβλέπει μέρη και πράγματα παρά τα οποία ησθάνθη συγκινήσεις διά βίου αλησμονήτους..." .
Η 2η αποστολή στην Μακεδονία
Η διαταγή, που τον έχει φέρει στην Αθήνα, αναφέρεται σε προσωρινή ανάκληση. Το γεγονός αυτό καθώς και οι επίσημες διαβεβαιώσεις για σύντομη επιστροφή, του δημιουργούν ελπίδες. Αλλά ο καιρός περνά χωρίς τίποτα το ουσιαστικό και η ανυπομονησία του μεγαλώνει. Στο μεταξύ τα γράμματα που του έρχονται από την Μακεδονία είναι γεμάτα από περιγραφές τραγικών συμβάντων και απελπισμένες εκκλήσεις για βοήθεια. Και νιώθει υπεύθυνος, γιατί η προηγούμενη αποστολή του έχει δημιουργήσει στους δυστυχείς Μακεδόνες ελπίδες, που μέχρι τώρα αποδεικνύονται μάταιες.
Ένα απόγευμα, στα τέλη του Ιουνίου του 1904, δύο πρόσωπα από την Κοζάνη τον επισκέπτονται και αφού του ανακοινώνουν ότι έχουν ετοιμάσει την άμυνά τους, τον παρακαλούν να μεσολαβήσει ώστε να τους σταλούν Έλληνες Αξιωματικοί, για να τη διευθύνουν και να την οργανώσουν πιο συστηματικά. Παράλληλα όμως, του αποκαλύπτουν ότι "...όλοι επιθυμούν έντονα να τον ξαναδούν κοντά τους...". Και ο Παύλος, συγκινημένος, τους υπόσχεται αμέσως ότι "...γρήγορα θα βρεθεί στην Κοζάνη, για να τους οργανώσει...".
Μάταια οι δικοί του προσπαθούν να τον μεταπείσουν! Έχει όπως λέει "...αρβανίτικο, αγύριστο κεφάλι!" και δεν αλλάζει γνώμη. Έτσι στις 9 Ιουλίου 1904 παίρνει εικοσαήμερη άδεια από τον διοικητή του και μεταμφιεσμένος σε χωρικό, αναχωρεί μυστικά τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας για την καινούρια του αποστολή, που έχει αποφασίσει μόνος του. Μετά από ένα δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι φθάνει στην Κοζάνη στις 19 Ιουλίου 1904. Στις αλλεπάλληλες και με μεγάλη μυστικότητα και προσοχή συναντήσεις που έχει με τα μέλη της επιτροπής Αμύνης στην Κοζάνη αρχικά και στην Σιάτιστα στην συνέχεια, συμβουλεύει, καθοδηγεί και οργανώνει. Προτείνει να αυξήσουν τον αριθμό των τμημάτων της Άμυνας, να διενεργούν εράνους για την ενίσχυση του αγώνα, να ενισχύουν το φρόνημα και το ηθικό των άτολμων και δειλών και η Εκκλησία, όπως πάντα, να συμπαραστέκεται, να προστατεύει και να ενισχύει με κάθε τρόπο.
Στα γράμματά του που στέλνει κυρίως στην γυναίκα του περιγράφει τις δύσκολες συνθήκες της διαβίωσης του, την συνεχή του προσπάθεια να κρατήσει μυστική την ταυτότητά του - συναλλάσσεται μάλιστα σαν ζωοέμπορος στις αγορές - αλλά και τον ενθουσιασμό του, γιατί παρά τις αρχικές του απογοητεύσεις, οι προσπάθειές του αποδίδουν καρπούς: "... Δεν έχεις ιδέαν πόσον πατριωτισμόν έχουν αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζει κανείς τους κινδύνους, τους οποίους καθ΄εκάστην διατρέχουν, δια να εννοήση και το θάρρος και τον πατριωτισμόν των...".
Η εικοσαήμερη όμως άδειά του πλησιάζει στο τέλος της και η αίτησή του για επιπλέον άδεια τεσσάρων μηνών δεν εγκρίνεται. Αναγκάζεται λοιπόν να επιστρέψει ικανοποιημένος, από το μέχρι τώρα έργο του, και αποφασισμένος να ξαναγυρίσει. Στην Αθήνα, αφού εκθέσει στον Πρωθυπουργό Θεοτόκη την κατάσταση, ζητάει την άδεια να συγκροτήσει στρατιωτικό σώμα, να επιστρέψει εκ νέου στην Μακεδονία και ν΄αγωνισθεί μαζί τους. Με αυτά τα σχέδια φθάνει στις 3 Αυγούστου 1904 στην Αθήνα και, αφού ζει για λίγο την οικογενειακή θαλπωρή, αρχίζει πάλι ετοιμασίες για αναχώρηση στην Μακεδονία.
Οι συνθήκες τώρα για την ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα είναι πολύ καλύτερες απ' ότι στην αρχή (1903). Ο Λάμπρος Κορομηλάς είναι Γενικός Πρόξενος στην Θεσσαλονίκη, οι δραστηριότητες των Ελλήνων Αξιωματικών και των αντάρτικων ομάδων στην Κεντρική και Ανατολική κυρίως Μακεδονία είναι συστηματοποιημένη, οι δισταγμοί και τα εμπόδια έχουν παραμεριστεί και το κυριότερο, ο Παύλος αναλαμβάνει τη γενική αρχηγία των σωμάτων στις περιφέρειες Μοναστηριού και Καστοριάς (όπως αναφέραμε και παραπάνω).
Σε ένα γράμμα προς την γυναίκα του αναφέρει χαρακτηριστικά "...Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχία που αφήνω αισθάνομαι ότι μ΄όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήρα μου, ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ' από τινός δεν ηξεύρω τι έπαθα, έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τα άλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονία ...".
Η 3η αποστολή στην Μακεδονία
Την 18η Αυγούστου 1904 αποχαιρετά τη γυναίκα του για τρίτη και τελευταία, όπως της υπόσχεται, και με τις γνωστές ήδη δυσκολίες φθάνει στην Μακεδονία στις 27 του ίδιου μήνα (27η Αυγούστου 1904) με 27 άνδρες.
Πεζοπορώντας για πολλές ώρες, πολλές ημέρες και με πολλές προφυλάξεις για να μη συναντηθούν με τουρκικά αποσπάσματα, προχωρούν μέσα στο μακεδονικό έδαφος με τελικό προορισμό την Καστοριά. Προβλήματα διαρκώς ορθώνονται μπροστά τους, όπως φαίνεται από τα γράμματά του: "...Είμεθα ήδη μίαν εβδομάδα εν πορεία και ακόμη τριγυρίζομεν περί την Σαμαρίναν, ενω κάθε ημέρα που περνά και πολύτιμος καιρός χαμένος είναι και εις περισσότερον κίνδυνο προδοσίας ή καταδόσεως μας θέτει.... Οι άνδρες μου είναι μελαγχολικοί, εγώ δε ενδομύχως πλέον ή λυπημένος. Βλέπω μέχρι ώρας μόνον δυσκολίας... Οι Τούρκοι είναι ειδοποιημένοι, οδηγόν δέν έχομεν, το έδαφος δεν το γνωρίζομεν! Θα φθάσωμεν ποτέ εκεί ή μήπως οι Τούρκοι θα μας αρχίσουν το κυνηγητό και έτσι θα ναυαγήσουν όλοι οι πόθοι να βοηθήσωμεν τους εκεί αδελφούς; Θεέ μου, Θεέ μου!
Και ενώ ευρίσκομαι εις τόσην απόγνωσιν ενδομύχως, προσπαθώ να ενθουσιάζω και να ενθαρρύνω τους άνδρας μου... Βρέχει δυνατά και ακατάπαυστα... από χθές το πρωί, εκτός μιας παλιοπροβαίνας, την οποίαν εμοιράσαμεν 27 άνδρες χωρίς ψωμί, είμεθα εντελώς νηστικοί. Πεινώμεν φοβερά .... Είμεθα όλοι υγροί ως τα κόκκαλα, οι πλειστοι έχουν πυρετόν .... Ομίχλη φοβερά διαδεχθείσα μετ΄ολίγον την βροχήν επιβραδύνει ουκ ολίγον την πορείαν μας... Η απότομος και ολισθηρά κλίσις του βουνού, τα πυκνότατα και δύσκαμπτα δενδρύλλια, τα οποία είναι κάθυγρα από την βροχήν, μας παιδεύουν φοβερά. Ημείς, τα όπλα μας, οι κάπες μας βαρειές από την βροχήν, πέφτομεν, σκοντάφτομεν, γλυστρώμεν διαρκώς...".
Μόνο όποιος έχει βρεθεί και έχει περπατήσει στα μέρη που περιγράφει στο γράμμα του και με τέτοιες συνθήκες γνωρίζει πόσο δύσκολη πραγματικά και δύσβατη είναι αυτή η περιοχή! Μετά από συνεχή πορεία αρκετών ημερών και συνήθως σε συνθήκες βροχής και κακοκαιρίας, φθάνει με τους άνδρες του στις 8 Σεπτεμβρίου 1904 στο Κωσταράζι από το οποίο η Καστοριά απέχει δύο ώρες με τα πόδια. Εκεί μένουν δύο ημέρες για να συνέλθουν, ώστε ξεκούραστοι να συνεχίσουν την εκτέλεση της αποστολής τους. "... Τρέμω καί συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θά φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως καί ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ΄ανυπομονώ να το κάμω..."
Και αρχίζει τις επαφές του στη γύρω περιοχή. Για λόγους ασφαλείας, επισκέπτεται νύχτα την Καστοριά, της οποίας ο θαρραλέος Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, που είναι η "ψυχή" όλης της περιφέρειας, και καταλήγει με τους άνδρες του στη Μονή Τσιριλόβου, όπου τους φιλοξενούν οι μοχαχοί. Οι Μακεδόνες, μαθαίνοντας την άφιξή τους ανασαίνουν και ενθουσιάζονται, τους αντιμετωπίζουν σαν σωτήρες. Στις επιδιώξεις του Παύλου - του καπετάν Μίκη Ζέζα - και των ανδρών του είναι και η σύλληψη και η τιμωρία των Ελλήνων προδοτών, που συμπράττουν με τους κομιτατζήδες. Και ο Παύλος αναριωτιέται "...αν ειχα τo δικαίωμα εγώ να συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπον, οσονδήποτε κακούργος και αν ειναι, να τον τραβήξω από την οικογένειάν του και να τον φονεύσω!... Εγώ όμως ουδέν άλλο στήριγμα πλην της προς την πατρίδα και το γένος μου αγάπης έχω. Μα την αλήθειαν, πολύ θά τ΄αγαπώ και τα δύο διότι, καίτοι υποφέρω, καίτοι κλαίω, θ΄αφήσω να γίνει εκείνο που απεφασίσθη..." .
Κι ενώ ετοιμάζεται να επιτεθεί σε περιοχή, όπου κρύβονται κομιτατζήδες, οι ντόπιοι κάτοικοι αρνούνται να τον οδηγήσουν, ενώ ο ίδιος δε γνωρίζει τα μέρη, για να κινηθεί. Είναι η δεύτερη φορά που ματαιώνονται τα σχέδιά του από την απροθυμία των κατοίκων. Στενοχωριέται, αλλά τους δικαιολογεί, γιατί ο μικρός αριθμός των ανδρών του δεν τους εμπνέει εμπιστοσύνη και η πιθανή αποτυχία θα δημιουργήσει σκληρά αντίποινα σε βάρος τους. "... Εχουν και δίκαιον οι δυστυχείς και πολλάκις μου υπενθυμίζουν την από ημας εγκατάλειψίν των την άνοιξιν ..."
Εν τούτοις, παρά την απροθυμία των κατοίκων και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες - βρέχει συνεχώς για 23 ημέρες - με κέντρο τα ελληνοαλβανικά χωριά Νεγοβάνη, Λέχοβο και Νέβεσκα, που βρίσκονται βορειοανατολικά της Καστοριάς, οργανώνει τα περίχωρα, ώστε να περιθάλπουν τα στρατιωτικά αποσπάσματα, να φροντίζουν την ασφάλεια των κατοίκων, τους οποίους να διαφωτίζουν και να ενθαρρύνουν, ώστε να μην πείθονται από την προπαγάνδα και εγκαταλείποντας την ορθοδοξία να γίνονται σχισματικοί. Γιατί οι Βούλγαροι εποφθαλμιούν τη Μακεδονία και επειδή δε μπορούν να την προσαρτήσουν στη χώρα τους με επανάσταση, όπως έκαναν με την ελληνική Ανατολική Ρωμυλία το 1885, προσπαθούν να το πετύχουν πείθοντας τους Μακεδόνες ότι αν ξεσηκωθούν μαζί τους θα αποκτήσουν την αυτονομία τους. Και παρασύρουν μερικούς και τους ζητούν χρήματα, για να τους εξοπλίσουν δήθεν, μα όπλα δεν τους δίνουν ποτέ! Κι όταν οι Μακεδόνες συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται να ελευθερωθούν αλλά να αλλάξουν απλώς κατακτητή - από τους Τούρκους δηλαδή να περάσουν στους Βουλγάρους - και αντιστέκονται, αντιμετωπίζουν την οργή των συμμοριών που ορμούν στα άοπλα χωριά και καίνε, βασανίζουν, σκοτώνουν, αποκεφαλίζουν αρχίζοντας κυρίως από τους ιερείς, τους δασκάλους, τους προεστούς που είναι η πηγή της αντίστασης.
Και γι΄αυτό είναι ευχαριστημένος, γιατί η οργάνωση προχωρεί με επιτυχία και αρχίζει να γίνεται και ο ίδιος ο φόβος των Βουλγάρων και των προδοτών. Η φήμη του εξαπλώνεται σε όλη την περιφέρεια! Πολλοί μάλιστα τον επισκέπτονται και του φέρνουν τα παιδιά τους να του φιλήσουν το χέρι, ενώ άλλοι του γράφουν. "... Καταλαβαίνομεν... την καλοσύνην σου και είδομεν το φως το αληθινόν...". Όλες αυτές οι εκδηλώσεις τον συγκινούν βαθιά και γεμάτος έλεος για τις μικρότητες που βλέπει γύρω του, συνεχίζει με αγάπη και ενθουσιασμό τη δύσκολη αποστολή του!
Ο θάνατος του Παύλου Μελά και η σημασία του για τον αγώνα στην Μακεδονία
Ακαταπόνητος συνεχίζει τον αγώνα του και με αγωνία περιμένει όπλα από τις αθηναϊκές πατριωτικές οργανώσεις, για να εξοπλίσει όλα τα χωριά της περιοχής του. Στο μεταξύ, με όσα διαθέτει και παρά τις εναντίον του βουλγαρικές απειλές, οργανώνει την άμυνα τεσσάρων χωριών και προειδοποιεί ότι θα κάψει τα σπίτια εκείνων που θα συμπράξουν με τους βούλγαρους κομιτατζήδες.
Παράλληλα, εξακολουθώντας να εμπιστεύεται στα γράμματά του τις σκέψεις και τα συναισθήματά του σημειώνει. "...Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλά ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ΄ εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και πρό πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε; ΄Η θα χανδακώσω την ιεράν αυτήν υπόθεσιν; Αισθανόμενος το μέγεθος της ευθύνης, πότε τρέμω και πότε ενθουσιώ...".
Στο μεταξύ το σώμα του ενισχύεται και με ντόπιους και φθάνει τώρα τα 50 άτομα και έτσι οι χωρικοί νιώθουν πιο ασφαλείς γνωρίζοντας την παρουσία του. Κι ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό Στάτιστα, (ή και Σιάτιστα) για να ξεκουράσει τους άνδρες του. Στις αντιρρήσεις που εκφράζει για αυτή την στάση τους ο φίλος και υπαρχηγός του Νίκος Πύρζας, επειδή στο χωριό κατά τις πληροφορίες τους υπάρχει τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο Παύλος απαντά: "...Είναι αμαρτία, τά παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα ας μείνωμεν εις το χωριό νά στεγνώσουν ολίγον ...".
Αυτή η απόφαση του θα είναι τελικά γι΄αυτόν μοιραία, γιατί οι Τούρκοι ειδοποιημένοι και οδηγημένοι από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο για την εκεί παρουσία τους, επιτίθενται και κατά την συμπλοκή ο Παύλος τραυματίζεται σοβαρά, "στην μέση με πήρε, παιδιά...". Κι ενώ οι άντρες του τρέχουν να τον βοηθήσουν μπαίνει μόνος του στο σπίτι, κάθεται και απευθυνόμενος στον Νίκο Πύρζα του λέει: "Τον Σταυρό να τον δώσεις στην γυναίκα μου, το τουφέκι του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου το έκαμα ...".
Στην συνέχεια βγάζει το πορτοφόλι του με τις φωτογραφίες των παιδιών του κι επειδή αρχίζει να πονά, παρακαλεί να τον σκοτώσουν και να μην τον αφήσουν ζωντανό στα χέρια των Τούρκων. Όλοι γύρω του λυπημένοι και ανήμποροι να βοηθήσουν παρακολουθούν τις τελευταίες στιγμές του παλικαριού που ψιθυρίζει πότε "πονώ!", πότε "σκοτώστε με!" και πότε τα ονόματα των παιδιών του "Μίκη, Ζωή!". Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα, με την λέξη "πονώ!" αφήνει την τελευταία του πνοή επάνω στην διψασμένη για αίμα ηρώων Ελληνική γη...
Οι συναγωνιστές του, του κόβουν το κεφάλι για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων και θάβουν το πτώμα του στο παρεκκλήσι των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς...
Η τραγική είδηση φθάνει στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα με τηλεγράφημα του Προξένου του Μοναστηρίου που αναφέρει τα εξής:
"...Παρελθούσαν Τετάρτην, 13 τρέχοντος (Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος επί κεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον εναπέθεσαν παρακειμένω οικίσκω, ένθα, μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε..."!
Ο θάνατός του αιφνιδιάζει και θλίβει τους Μακεδόνες, γιατί σ΄αυτόν είχαν στηρίξει όλες τους τις ελπίδες για τη σωτηρία τους. Και μολονότι δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει το οδυνηρό γεγονός, αρχίζει η δυσάρεστη διαδικασία του ενταφιασμού. Από γράμμα που στέλνει ο ελληνοδιδάσκαλος και υπάλληλος του προξενείου Μοναστηρίου Βασίλειος Αγοραστός στον 'Ιωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο του Παύλου, έχουμε τις λεπτομέρειες του ενταφιασμού. Σύμφωνα με αυτές, ο ίδιος ο Αγοραστός εκτελώντας εντολή του προξενείου φθάνει στο Πισοδέρι, για να μεριμνήσει για την ταφή του ήρωα. Επειδή εκεί πληροφορείται ότι οι κάτοικοι της Στάτιστας τον έχουν ήδη ενταφιάσει σε ασφαλές μέρος, προχωρεί στο Ζέλοβο απ΄όπου στέλνει άνδρα του σώματος του Παύλου μεταμφιεσμένο στη Στάτιτσα, για να παραλάβει κρυφά και να μεταφέρει στο Ζέλοβο το σώμα του γενναίου αρχηγού του.
Επειδή όμως οι Τούρκοι, μετά από τα δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου πληροφορούνται τα σχετικά με το θάνατο και την ταφή του Παύλου Μελά, επανέρχονται στη Στάτιστα και μετά από προσεκτικότερη έρευνα ανακαλύπτουν το ακέφαλο σώμα του. Με τη μεσολάβηση όμως του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, η σωρός του μεταφέρεται στην πόλη, όπου με θρήνους, και ενώ χοροστατεί ο Μητροπολίτης Γερμανός, κηδεύεται και ενταφιάζεται στον περίβολο του βυζαντινού Ναού των Ταξιαρχών. Αργότερα, το 1950, μεταφέρεται εκεί και η κεφαλή του δίπλα στο σώμα του και έτσι σήμερα, όλο το σκήνωμα του Παύλου Μελά αναπαύεται τώρα στην Καστοριά. Πλάι του μάλιστα, ύστερα από δική της επιθυμία, αναπαύεται και η γυναίκα του Ναταλία.
Η είδηση του θανάτου του Παύλου Μελά συγκλόνισε ολόκληρη την Ελλάδα και την Αθήνα και ιδιαίτερα φυσικά, την οικογένειά του. Ολόκληρος ο ελληνικός λαός πενθεί τον ήρωα, που έφυγε τόσο νέος, μόλις 34 χρονών, και σε τόσο μάλιστα κρίσιμες στιγμές για το Έθνος και τον Ελληνισμό! Το όνομά του γίνεται σύμβολο του μακεδονικού αγώνα, ενώ μεγάλος αριθμός Αξιωματικών και ιδιωτών πολιτών αρχίζουν να σπεύδουν στη Μακεδονία και πυκνώνουν τις τάξεις εκείνων που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή της, ακολουθώντας τον δρόμο του Παύλου Μελά και το παράδειγμά του. Τη θυσία του υμνεί ο λαός με το δημοτικό τραγούδι και ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς.
Αλλά και η πατρίδα, τιμώντας τον, τον αναγνωρίζει σαν εθνικό ήρωα και η Στάτιστα, το χωριό στο οποίο σκοτώθηκε, μετονομάστηκε σε "Παύλος Μελάς".
Πηγή: e-istoria.com, Περί Πάτρης
Το Μακεδονικό ζήτημα, εξακολουθεί να δεσπόζει στην επικαιρότητα. Σήμερα, ημέρα του μεγάλου παμμακεδονικού συλλαλητηρίου στη Θεσσαλονική, σκεφτήκαμε να αναφερθούμε σε ορισμένους, από τους χιλιάδες Μακεδονομάχους. Κάποιους γνωστούς, κάποιους λιγότερο γνωστούς και κάποιους σχετικά άγνωστους.
Είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής για όλους εκείνους που αγωνίστηκαν για μια ελεύθερη, ελληνική Μακεδονία. Μερικοί έχασαν τη ζωή τους, άλλοι τραυματίστηκαν. Και πολλοί από αυτούς που βγήκαν αλώβητοι από τις μάχες με τους Τούρκους και τους Βούλγαρους, πήραν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, ακόμα και τη Μικρασιατική εκστρατεία. Χωρίς καμία ουσιαστική ανταμοιβή, πολεμώντας μόνο για τις αξίες, τα ιδανικά τους και την Ελλάδα …
Τα γεγονότα ως την εξέγερση του Ίλιντεν
Το 1870, ιδρύθηκε η βουλγαρική Εξαρχία, η αυτοκέφαλη βουλγαρική Εκκλησία δηλαδή. Το γεγονός αυτό, σήμανε την αρχή του ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού για τον έλεγχο των επισκοπών στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κήρυξε το 1872 την Εξαρχία σχισματική. Η ανάδειξη του πανσλαβισμού σε βασικό άξονα της ρωσικής πολιτικής, είχε σαν αποτέλεσμα με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), τη δημιουργία μιας «μεγάλης Βουλγαρίας»
Κάνουμε εδώ μια παρένθεση, για να αναφέρουμε ότι οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Βουλγαρίας, είχαν αρχίσει να καλλιεργούνται από την Πανσλαβιστική Οργάνωση, πρώτη επίσημη εκδήλωση της οποίας ήταν το Α’ πανσλαβιστικό συνέδριο στην Πράγα, το 1848.
Ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες της οργάνωσης αυτής, ήταν ο Ρώσος κόμης Ιγνάτιεφ, διπλωμάτης, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας.
Θεωρείται ο ιθύνων νους της Συνθήκης. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, είπε στους Βουλγάρους: «Τώρα ας πάνε κολυμπώντας οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη»!
Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν από τη δημιουργία της «μεγάλης Βουλγαρίας», είχαν ως αποτέλεσμα στο Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουλίου 1878) που ακολούθησε, να γίνει επανακαθαρισμός των συνόρων. Ωστόσο, το θέμα της Μακεδονίας, άρχισε να απασχολεί την ευρωπαϊκή διπλωματία, η οποία ως τότε, μάλλον το αγνοούσε.
Οι Βούλγαροι, το 1885 κατέλαβαν πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία ενώ παράλληλα άρχισαν να ιδρύουν επισκοπές και εξαρχικά σχολεία στη Μακεδονία. Από ελληνικής πλευράς, στη Δυτική Μακεδονία, άρχισαν να λειτουργούν από το 1871 ελληνικά σχολεία . Ιδιαίτερα σημαντικό, ήταν το ιστορικό Γυμνάσιο Τσοτυλίου (Κοζάνης), το οποίο θεμελιώθηκε τον Μάιο του 1873.
Το 1894, ιδρύθηκε στην Αθήνα η «Εθνική Εταιρεία», από αξιωματικούς του Στρατού, με σκοπό, ανάμεσα στους άλλους, τη διάσωση του υπόδουλου ελληνισμού της Μακεδονίας. Έτσι, το 1896, συγκροτήθηκαν αντάρτικα σώματα (Βερβέρη, Παπαδήμου, Βελέντζα, Σαράντη, Γκρούτα), που κατευθύνθηκαν προς τη Μακεδονία.
Ένας από τους θρυλικούς Μακεδονομάχους, ο πρώτος που έχασε τη ζωή του στον αγώνα για τη Μακεδονία, ήταν ο Αθανάσιος Μπρούφας (1850 – 1896), που σκοτώθηκε μετά από προδοσία των Βουλγάρων, σε μάχη με τους Τούρκους στο Μορίχοβο.
Η ατυχής έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897, είχε σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της δραστηριότητας από ελληνικής πλευράς στη Μακεδονία. Άλλωστε και πριν, το επίσημο κράτος δεν υιοθετούσε αλλά και δεν απαγόρευε τις αποστολές στη Μακεδονία.
Όμως οι Βούλγαροι αποθρασύνθηκαν. Άγριες επιθέσεις των κομιτατζήδων σε πολλά χωριά της Μακεδονίας, αναγκάζουν ελληνικούς πληθυσμούς να προσχωρήσουν στη βουλγαρική Εξαρχία.
Η εξέγερση του Ίλιντεν (21/7/1903), παρά την τελική της αποτυχία, είχε σαν αποτέλεσμα, Έλληνες κάτοικοι χωριών όπως τα Άλωνα και το Κρατερό, να γίνουν στόχος των τουρκικών στρατευμάτων αλλά και ατάκτων που είχαν σταλεί στην περιοχή για να επιβάλλουν την τάξη με κάθε τρόπο.
Παράλληλα, πολλά χωριά που είχαν παραμείνει πιστά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποτέλεσαν τους πρώτους στόχους των Εξαρχικών. Ο ηρωικός θάνατος του Παύλου Μελά (13 Οκτωβρίου 1904), όπως αναφέραμε και σε σχετικό άρθρο μας στο protothema. gr (15/10/2017) είχε σαν αποτέλεσμα την εθνική αφύπνιση και τη συγκρότηση ένοπλων σωμάτων, που πολέμησαν εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων στη Μακεδονία. Επικεφαλής τους, ήταν τόσο αξιωματικοί από την «Παλαιά Ελλάδα» όσο και ντόπιοι, γηγενείς οπλαρχηγοί.
Έδωσαν τη ζωή τους για τη Μακεδονία
Στον Μακεδονικό Αγώνα, πήραν μέρος χιλιάδες.
Σύμφωνα με τους επίσημους πίνακες των Μακεδομάχων έχασαν τη ζωή τους:
i) | Αξιωματικοί αρχηγοί Σωμάτων | 10 |
ii) | Ιδιώτες αρχηγοί Σωμάτων | 5 |
iii) | Οπλαρχηγοί Α΄ Τάξεως | 17 |
iv) | Οπλαρχηγοί Β’ Τάξεως | 12 |
v) | Ομαδάρχες | 25 |
vi) | Οπλίτες | 315 |
Σύνολο | 384 |
Οι αξιωματικοί που πήραν μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, ήταν πενήντα. Οι δέκα από αυτούς έχασαν τη ζωή τους. Εκτός από τον Παύλο Μελά, οι υπόλοιποι ήταν.
i) Ανθυπολοχαγός Σαραντέλος ή Τέλος Αγαπηνός (καπετάνιος Άγρας).
Καταγόταν από τους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας.
Γεννήθηκε το 1881. Το 1901, αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πεζικού. Το 1906, απογοητευμένος από την αδράνεια της στρατιωτικής ζωής στην Ελλάδα, πέρασε τα σύνορα και επικεφαλής μικρού ένοπλου σώματος, έδρασε στο Βέρμιο, αλλά, κυρίως, στην περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών την οποία εκκαθάρισε από τους κομιτατζήδες.
Προσβλήθηκε από ελονοσία και επρόκειτο να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αναμένοντας τον αντικαταστάτη του Δουμπιώτη επιχείρησε να προσεταιριστεί τα βουλγαρικά σώματα των Κασάσεφ και Ζλατάν με τους οποίους δεν είχε συγκρουστεί. Ζήτησε να συνεννοηθεί μαζί τους σε ουδέτερο έδαφος και πήγε μάλιστα στον τόπο των συζητήσεων μόνο με ένα οπλίτη. Καλόπιστα, παρέδωσε τον ατομικό του οπλισμού, όπως και του συνοδού του, στους κομιτατζήδες. Αυτοί τους αιχμαλώτισαν, τους περιέφεραν στα χωριά της περιοχής και στη συνέχεια τους κρέμασαν σ’ ένα δέντρο ανάμεσα στα χωριά Τέχοβο (σημ. Καρυδιά) και Βλάδο (σημ. Άγρας), στις 8 Ιουνίου 1907. Και η άνανδρη εκτέλεση του Τέλου Αγαπηνού έδωσε νέα ώθηση στον μακεδονικό αγώνα.
ii) Ανθυπολοχαγός Βλαχάκης Αντώνιος (Νάκης Λίτσας).
Γεννήθηκε το 1874 στο Γύθειο Λακωνίας. Εγκατέλειψε τις σπουδές του και έγινε στρατιωτικός. Το 1897, τραυματίστηκε βαριά στη μάχη του Δομοκού.
Το 1905, ζήτησε άδεια για να μεταβεί στο Παρίσι και να τελειοποιήσει τις στρατιωτικές του σπουδές. Ωστόσο πήγε στη Μακεδονία και από την περιοχή του Βοΐου που ήταν το ορμητήριο του, πραγματοποίησε επιθέσεις εναντίον των κομιτατζήδων στη Σταρίτσανη και το Έζερετς. Για καλύτερη οργάνωση του αγώνα, ήρθε στην Αθήνα και επέστρεψε στη Μακεδονία με τον Λεωνίδα Πετροπουλάκη και 75 άνδρες.
Στις 7 Μαΐου 1906, σε συμπλοκή με τους κομιτατζήδες στο χωριό Οσνίτσανη (σημ. Καστανόφυτο της Φλώρινας) τραυματίστηκαν θανάσιμα και οι δύο.
iii) Ανθυπολοχαγός Λυμπερόπουλος Μαρίνος (καπετάν Κρόμπας), από την Ιθώμη της Μεσσηνίας. Γεννήθηκε το 1875. Έδρασε στην περιοχή του Μορίχοβου και έφθασε ως το Μοναστήρι. Έγινε φόβος και τρόμος των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Η δράση του θορύβησε και
τους Τούρκους, που κινήθηκαν εναντίον του και τον περικύκλωσαν. Στις 7 Νοεμβρίου 1905, σκοτώθηκε στο χωριό Πετάλινο (σημ.ανήκει στη FYROM).
iv) Λοχαγός Μωραΐτης Μιχαήλ (καπετάν Κόδρος), από την Αθήνα. Γεννήθηκε το 1856. Πήρε μέρος στον πόλεμο του 1897. Την άνοιξη του 1905, επικεφαλής σώματος 40 ανδρών, πέρασε στη Μακεδονία. Στις 16 Μαΐου 1905, συνέτριψε μεγάλη δύναμη κομιτατζήδων έξω από την Καστανερή. Δυο μέρες αργότερα, περικυκλώθηκε από μεγάλη δύναμη Τούρκων και σκοτώθηκε μαζί με τους περισσότερους άνδρες του.
v) Ανθυπολοχαγός Τσοτάκος Νικόλαος (καπετάν Γέρμας). Γεννήθηκε στη Γέρμα Λακωνίας το 1874, απ’ όπου πήρε και το ψευδώνυμό του. Ως Ανθυπολοχαγός, με ένα σώμα 45 επίλεκτων ανδρών, κυρίως από τη Λακωνία, στις 7 Ιουνίου 1907 πέρασε στη Μακεδονία όπου ανέπτυξε έντονη δράση προστασίας των ελληνικών πληθυσμών. Έπεσε όμως θύμα προδοσίας. Περικυκλώθηκε από 2.000 Τούρκους και έπεσε ηρωικά μαχόμενος (16/7/1907) στη θέση Καλογερικό. Μόλις τρεις από τους άνδρες του σκοτώθηκαν.
vi) Ανθυπολοχαγός Παπαδάς Ζαχαρίας (καπετάν Φούφας) από τον Άγιο Πέτρο Αρκαδίας. Γεννήθηκε το 1876. Στη Δυτική Μακεδονία, πέρασε το 1906. Έδρασε στην ευρύτερη περιοχή Βιτσίου – Φλώρινας – Περιστερίου. Τον Μάρτιο του 1906, εισέβαλε στην περιοχή των Κορεστίων, όπου απέκρουσε τουρκική επίθεση 250 ανδρών. Τον Ιούλιο του 1906, επέστρεψε στην Ελλάδα. Στις 10 Απριλίου 1907, επικεφαλής 35 ανδρών, πέρασε πάλι στη Μακεδονία. Τη νύχτα της 7ης προς 8η Μαΐου 1907, επιτέθηκε εναντίον Βούλγαρων κομιτατζήδων στο Παλαιοχώρι (σημ. Φούφας). Στη μάχη που ακολούθησε, έχασε τη ζωή του, μαζί με 4 άνδρες του.
vii) Ανθυπίλαρχος Πραντούνας Χρήστος (καπετάν Καψάλης). Ο πατέρας του, ναξιώτικης καταγωγής, ήταν ειρηνοδίκης στα Λεχαινά Ηλείας, όπου γεννήθηκε το 1873 ο Χρήστος Πραντούνας. Παππούς της μητέρας του, ήταν ο Μεσολογγίτης ήρωας του 1821, Χρήστος Καψάλης. Σπούδασε δυο χρόνια στην Ιατρική και το 1893 κατατάχθηκε εθελοντικά στο ιππικό. Ως λοχίας, διακρίθηκε στον πόλεμο του 1897. Το 1901, μετά από φοίτησή του σε στρατιωτική Σχολή, αποφοίτησε ως Ανθυπίλαρχος. Δεινός ιππέας, άριστος ξιφομάχος και σκοπευτής, χορευτής, αθλητής αλλά και καλλιτέχνης (ζωγράφος κλπ), ήταν περιζήτητος στους αριστοκρατικούς κύκλους της Αθήνας. Τα εγκατέλειψε όμως όλα για τη Μακεδονία. Του ανατέθηκε η πλέον επικίνδυνη αποστολή, της εκκαθάρισης της λίμνης των Γιαννιτσών από τους κομιτατζήδες. Στις 28 Απριλίου 1906, έδωσε σκληρή μάχη εναντίον επταπλάσιων εχθρών πάνω σε πλάβες (βάρκες). Πολεμούσε όρθιος, παρά τις προτροπές των συντρόφων του να προστατευτεί. Μια σφαίρα τον βρήκε στο μέτωπο. Τα τελευταία του λόγια ήταν «Ζήτω η Μεγάλη Ελλάς».
iix) Ανθυπολοχαγός Φραγκόπουλος Σπυρίδων (καπετάν Ζόγρας). Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1879. Καταγόταν από ονομαστή βυζαντινή οικογένεια. Σκοτώθηκε στα Λειβάδια του όρους Πάικο, στις 18/5/1905.
ix) Υπολοχαγός Παπαδόπουλος Γεώργιος (καπετάν Νικηφόρος Β’). Δυστυχώς βρήκαμε ελάχιστα στοιχεία γι’ αυτόν. Καταγόταν από τη Βράχα Αιτωλοακαρνανίας. Σκοτώθηκε στο Πέτροβο στις 22/6/1907.
x) Παύλος Κύρου. Σλαβόφωνος μακεδονομάχος από το Ανταρτικό της Φλώρινας. Από το 1881 ως το 1897, βρέθηκε στην Αθήνα, όπου ήρθε σε επαφή με Μακεδόνες πολιτικούς, όπως ο Στέφανος Δραγούμης. Επέστρεψε στη Μακεδονία και δεν ενέδωσε στις πιέσεις των Εξαρχικών να τον προσεταιριστούν. Συνεργάστηκε με τον καπετάν Κώττα, τον Ι. Καραβίτη, τον Γ. Τσόντο, τον Ν. Καλομενόπουλο, τον Γ. Κατεχάκη και τον Ε. Σκουντρή. Σκοτώθηκε στο χωριό Τρίγωνο της Φλώρινας, στις 13 Νοεμβρίου 1906, καθώς έπεσε σε ενέδρα οθωμανικού αποσπάσματος.
xi) Ευάγγελος Νάτσης (Γεωργίου) ή Στρεμπενιώτης. Καταγόταν από τα Ασπρόγεια της Φλώρινας. Γεννήθηκε το 1876. Πήρε μέρος στον πόλεμο του 1897. Αρχικά, συνεργαζόταν με το βουλγαρικό κομιτάτο, ωστόσο η συνάντησή του με τον Γερμανό Καραβαγγέλη τον έκανε ν’ αλλάξει στάση. Το 1901, ήταν επικεφαλής σώματος 12 ανδρών. Τον Ιούνιο του 1903, ηγήθηκε ομάδας από Κρητικούς και Μακεδόνες. Μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, πρόβαλε σθεναρή αντίσταση εναντίον των κομιτατζήδων. Στις 12/5/1904, επιστρέφοντας από το Μοναστήρι, έπεσε σε ενέδρα Βούλγαρων μεταξύ Αετού και Ασπρογείων και σκοτώθηκε.
xii) Καπετάν Κώττας (Κωνσταντίνος Χρήστου). Ένας από τους πιο ξακουστούς μακεδονομάχους. Γεννήθηκε στη Ρούλια της Φλώρινας (σημ. Κώτας) το 1863. Υπήρξε πρόκριτος της κοινότητας και πρόεδρός της από το 1893 ως το 1896. Έκανε διάφορα επαγγέλματα. Ήταν σλαβόφωνος και έδειχνε μηδενική ανοχή προς τους Τούρκους μπέηδες, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν θύματά του. Αρχικά βρέθηκε να πολεμά στο πλευρό των Εξαρχικών. Η αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα εναντίον του από τους Πετρόφ και Τσακαλάροφ, το 1901 και η γνωριμία του με τον Γερμανό Καραβαγγέλη το 1902, είχε σαν αποτέλεσμα να στραφεί εναντίον των Τούρκων και των κομιτατζήδων. Τον Αύγουστο του 1902, με υπαρχηγούς τους Σ. Παρασκευαΐδη, Π. Κύρου και Δ. Νταλίπη, ξεκίνησε τη δράση του. Σημείωσε μεγάλες νίκες επί των τούρκων στον Λευκώνα, το Πισοδέρι και τον Άγιο Γερμανό. Από τον Ιανουάριο του 1904, συνεργάστηκε με Έλληνες αξιωματικούς που είχαν έρθει στη Μακεδονία. Στις 9 Ιουνίου 1904 συνελήφθη από τους Τούρκους στη Ρούλια και απαγχονίστηκε στο Μοναστήρι, παρά τις προσπάθειες για την απελευθέρωσή του.
xiii) Δημήτριος Γκογκολάκης. Καταγόταν από το Μητρούσι Σερρών, απ’ όπου πήρε και το προσωνύμιο «Μητρούσης». Από το 1904, εντάχθηκε στο Σώμα του Χαλκιδικιώτη οπλαρχηγού Γιαγκλή. Η δολοφονία της γυναίκας του και του παιδιού τους από κομιτατζήδες το 1906, τον συγκλόνισε. Με τους άνδρες του, σκότωσε 30 κομιτατζήδες. Στις αρχές του 1907 φυγαδεύτηκε στην Αθήνα, όπου γνωρίστηκε και με τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Την άνοιξη του 1907 επέστρεψε στις Σέρρες, συγκροτώντας μικρό ένοπλο σώμα. Στις 13 Ιουλίου 1907, κυνηγώντας τον κομιτατζή Τάσκα στη συνοικία Καμενίκια των Σερρών, περικυκλώθηκε με 4 άνδρες του (τον ανιψιό του Μιχαήλ Ουζούνη, τον Ιωάννη Ούρδα και τους λοχίες Θεόδωρος Τουρλεντέ από τη Μεγαλόπολη και Νικόλαο Παναγιώτου από το Αγρίνιο) από την Οθωμανική στρατιωτική δύναμη της φρουράς Σερρών και εκατοντάδες ατάκτους. Ο Μητρούσης προσποιήθηκε ότι θα παραδοθεί και σκότωσε τον Αστυνομικό Διευθυντή Σερρών. Στη μάχη που ακολούθησε, συνελήφθησαν οι Ούρδας και Παναγιώτου οι οποίοι αργότερα εκτελέστηκαν. Ο Μητρούσης με τους άλλους δύο, κλείστηκαν στο καμπαναριό της εκκλησίας της Ευαγγελίστριας. Σκότωσαν πολλούς Οθωμανούς, αλλά και ο Θ. Τουρλεντές έχασε τη ζωή του. Ο Μητρούσης με τον Ουζούνη πολέμησαν ώσπου τους τελείωσαν οι σφαίρες. Με την τελευταία σφαίρα ο Μητρούσης σκότωσε τον ανιψιό του και στη συνέχεια αυτοκτόνησε με μαχαίρι για να μην συλληφθεί…
Με τον ηρωικό και τραγικό θάνατο του Δημήτρη Γκογκολάκη, κλείνουμε εδώ το αφιέρωμά μας σε μερικούς από τους Μακεδονομάχους που έδωσαν τη ζωή τους για τη Μακεδονία. Εκείνοι έκαναν το χρέος τους, αυτό που θεωρούσαν καθήκον προς την πατρίδα. Και αναμφισβήτητα η Μακεδονία και η Ελλάδα τους οφείλουν πολλά…
Πηγές:
«Αφανείς Γηγενείς Μακεδονομάχοι 1903 – 1913», επιμέλεια Ιάκωβος Λ. Μιχαηλίδης, Κωνσταντίνος Σ. Παπανικολάου, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 2008
Γιώτα Γ. Σφυρή, «Το Έπος του Μακεδονικού Αγώνα 1904 – 1908, Κρήτες και Μανιάτες Μακεδονομάχοι», εκδόσεις Βεργίνα, 2009
Πηγή: Πρώτο Θέμα
Θεοσεβής και ευλαβέστατος ο ατρόμητος καπετάνιος, εξέφρασε την ύστατη επιθυμία του να καρεί μοναχός στο Άγιο Όρος, πράγμα που έγινε. Περιγράφει ο συγγραφέας την τελευταία εξομολόγηση του γέροντα καπετάνιου, μοναχού Γαβριήλ πλέον, στον συνονόματο πνευματικό του παπά-Γαβριήλ.
«Περίδακρυς και συντετριμμένος από μετάνοια τον παρακαλούσε: [Ο διάλογος δεν είναι… λογοτεχνικός. Είναι αληθινός και αυθεντικότατος. Τον απεκάλυψε-χρόνια αργότερα- ο Πνευματικός. Μου μεταφέρθηκε από μέλος της συνοδείας του (π.Μελέτιος)].
- Θέλω ν΄ακούσουνε τ΄αφτιά μου τη διαβεβαίωσί σου. Πνευματικέ, για ν΄αναθαρρήση και γλυκάνη η ψυχή μου από ελπίδα πως θα΄δώ πρόσωπο Θεού και Παράδεισο… Δεν σκότωνα για να σκοτώνω. Για την Πατρίδα και τ΄άγια της τόκανα. Με βαραίνει όμως και με πονάει, που στα γιουρούσια, στις μάχες και στο να προστατευθώ και προστατέψω, έκανα έτσι, που «χάθηκαν» κι΄ «άφταιγοι». Τα ξέρεις όλα. Σκληρός ο πόλεμος. Σου «πετρώνει» την καρδιά, σου «θολώνει το μάτι». Είχα, βλέπεις, στο λαιμό μου και την υπακοή μου και ένα σωρό παλικάρια. Αλλά για όλους και τα όλα ήμουν υπεύθυνος εγώ. Πες μου ο Θεός θα με σχωρέση;…
- Ο Χριστός σ΄έχει ήδη σχωρεμένο και μάλιστα τώρα, που στα χέρια σου δεν κρατάς πιστόλι, αλλά τούτο το περίστροφο (κομποσχοίνι), που σώζει.
Και για τους «άφταιγους» σε σχωρνάει ο Θεός, γιατί βλέπει τα δάκρυα και τον πόνο της καρδιάς σου. Όσο για τα άλλα σου… άξιος ο μισθός σου γιατί αν δεν ήσουν σύ, η Μακεδονία μας σήμερα θα ήταν Βουλγαρική κι οι συμπατριώτες μας βασανισμένοι, ξέκληροι, μακριά απ΄τις εκκλησίες στις οποίες βαπτίσθηκαν κι΄απ΄τα σπιτικά τους φευγάτοι. Δεν σκότωνες για να σκοτώνης. Επιδρομείς κυνηγούσες και σχέδια πονηρά ματαίωνες. Θεός σχωρές, άξιος ο μισθός σου…».
Πηγή: («Γράμματα και Άρματα στον Άθωνα» του Αγιορείτη Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσόστομου.), Τρελογιάννης
Μοναδικό ντοκουμέντο: «H σκέψη μας στους Μακεδονομάχους, όχι στους μπολσεβίκους»
O ελληνικός Τύπος βρίθει αυτές τις ημέρες πολυσέλιδων αφιερωμάτων για μια «επανάσταση» που απέτυχε: Μόλις εβδομήντα χρόνια άντεξε o υπαρκτός σοσιαλισμός, πριν καταρρεύσει υπό το βάρος της φτώχειας. Η δική μας σκέψη, όμως, είναι σήμερα προσηλωμένη στο έθνος, όχι στους διεθνιστές. Στους Μακεδονομάχους, όχι στους μπολσεβίκους. Στον Παύλο Μελά, όχι στον Λένιν. Στον μεγάλο αυτόν εθνικό ήρωα, ο οποίος εγκατέλειψε τη βολή του και πήγε στην υπόδουλη Μακεδονία για να ξεσηκώσει τους αδελφούς μας και να επιτύχει την απελευθέρωσή της. Για να μην ξεχνάμε ότι δεν έχουν περάσει αιώνες, «χθες» η Μακεδονία ήταν στα χέρια κατακτητών.
Η «δημοκρατία», σε ένδειξη τιμής στον Μακεδονομάχο, δημοσιεύει σήμερα ένα μοναδικό ντοκουμέντο: Την τελευταία (άγνωστη) επιστολή που έστειλε στην κόρη του Ζωή ο Παύλος Μελάς, στις 29 Φεβρουαρίου 1904, μήνες πριν από τη δολοφονία του στα Στάτιστα. Επιστολή από την οποία προκύπτει ότι πιθανολογούσε πως θα «πέσει» στη μάχη και αποτελεί προσωπική παρακαταθήκη προς τα παιδιά του. Η «δημοκρατία» ευχαριστεί τον πρόεδρο του Συλλόγου Φίλων Παύλου Μελά «Μίκης Ζέζας», Γ. Μελά, ο οποίος μας παραχώρησε την επιστολή από το αρχείο της οικογένειας, καθώς και τους Δ. Αγγελίδη (αντιπρόεδρος) και Μ. Παπαδόπουλο (γραμματέας). Η συγκινητική επιστολή έχει ως εξής:
«Ζωή μου, κόρη μου
Είσαι τώρα μικρούτσικη, μόλις 5,5 ετών αγγελούδι, γλυκιά γλυκιά και λεπτή. Εγώ είμαι γέρος 34 ετών και φεύγω μετ' ολίγας ώρας διά την Μακεδονίαν, όπως πολεμήσω εναντίον των Βουλγάρων, οι οποίοι δολοφονούν τους αδελφούς μας. Πριν φύγω, θέλω να σου γράψω αυτό το γράμμα διά να το διαβάσεις όταν μεγαλώσεις και να έχεις μίαν ενθύμησίν μου. Δεν έχω να σου δώσω συμβουλάς, διότι τελειότερο αγγελούδι δεν είδον. Εχεις χάριν πνεύματος και σώματος. Είσαι λεπτοτάτη και ευαισθητοτάτη, και εν ταυτώ έχεις χαρακτήρα και θέλησιν ισχυροτάτους. Η ευσυνειδησία σου είναι έκτακτος, εν γένει δε έχεις όλα τα προτερήματα της καλής μητρός σου. Ουδέ ανησυχώ διά την επιμέλειάν σου, διότι από τώρα φαίνεται η φιλομάθειά σου.
Συ παρακαλώ μόνον, αγάπη μου, όταν μεγαλώσεις να προσέχης ολίγον τον Μίκην μου. Είναι ζωηρός ολίγον και αγαπά τα παιγνίδια. Οταν τον βλέπεις να παραμελεί τα μαθήματά του, να του τα υπενθυμίζεις και να του λέγεις ότι ο μπαμπάς θα ήτο πολύ λυπημένος εάν τον έβλεπε αμελούντα τα μαθήματα. Συ δε, αγγελάκι μου, να ενθυμήσαι καμιά φορά τον μπαμπά σου, ο οποίος εχόρευε μαζί σου το two steps.
Σε φιλώ, παιδάκι μου, εξ όλης [...] ψυχής και σε ευλογώ.
Ο πατήρ σου, που σε ελάτρευσε
Παύλος Μ. Μελάς
Ανθυπολοχαγός».
Πηγή: Εφημερίδα "Δημοκρατία"
Σαν σήμερα στις 13 Οκτωβρίου του 1904 πεθαίνει ο Παύλος Μελάς. Ο Παύλος Μέλας ήταν Έλληνας αξιωματικός του Στρατού, πρωτομάρτυρας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.
Φωτογραφία: Παύλος Μελάς
Tα πρώτα χρόνια
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία. Ο πατέρας του Μιχαήλ Μελάς (1833-1897) δραστηριοποιούταν ως έμπορος στην περιοχή. Το 1886 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού στις 8 Αυγούστου του 1891. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), κόρη του τραπεζίτη και πολιτικού Στέφανου Δραγούμη. Με τη σύζυγο του απέκτησε δύο παιδιά, τον στρατιωτικό Μιχαήλ Μελά (1894-1950) και τη χημικό Ζωή Μελά - Ιωαννίδη (1898-1996).
Φωτογραφία: O Παύλος Μελάς ''Ευέλπις'' μαζί με την οικογένεια του στην οικία του
Ο Ρόλος του Μελά στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897
Υπήρξε δραστήριο μέλος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής οργάνωσης, που είχε ως σκοπό την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων με κάθε θυσία, και έπαιξε αρνητικό ρόλο στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Με την έκρηξη του πολέμου μάχεται στα μέτωπα της Θεσσαλίας, ως διοικητής ουλαμού της 2ης Πεδινής Πυροβολαρχίας. Αισιόδοξος για την έκβασή του πολέμου , γράφει στους γονείς του:
«...Αν ο θεός μας βοηθήση ολίγον, σύντομα θα λάβετε γράμμα μου από την Θεσσαλονίκην. ΄Ώστε θάρρος, αγαπητοί μου γονείς, θάρρος και πεποίθησιν· διότι και αν φέρη ο διάβολος, να νικηθώμεν, θα νικηθώμεν παλικαρίσια...». Δέκα μέρες αργότερα, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τον απογοητεύει και τον αηδιάζει. «Οι ηλίθιοι που φωνάζουν εναντίον του (εννοεί τον διάδοχο Κωνσταντίνο) έπρεπε να είναι εις την Λάρισσαν την επαύριο, της ατίμου, ατίμου, ατίμου φυγής μας, δια να ιδούν την κατάστασιν του στρατού και ν’ αντιληφθούν αν ήτο δυνατόν να κάμη μαζί του ένα βήμα προς τα εμπρός...» γράφει εκ νέου στους γονείς του.
Στις αρχές του 20ου αιώνα τον απασχολεί έντονα η κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τον ανησυχεί η δράση των κομιτατζήδων, που επιδιώκουν την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Τον επηρεάζει έντονα ο Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, ενώ έχει πληροφόρηση από πρώτο χέρι από τον αδελφό της γυναίκας του Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετεί ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι.
Η μυστική αποστολή στην Μακεδονία
Τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους λογαχούς Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα και τον ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, συμμετέχει σε μυστική αποστολή στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (Μίκης, από το όνομα του γιου του Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της κόρης του Ζωής, που τη φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα), κατόπιν εντολής της κυβέρνησης Θεοτόκη. Η ομάδα των τεσσάρων αξιωματικών, συνοδευόμενη από μακεδόνες αγωνιστές, δραστηριοποιήθηκε στη δυτική Μακεδονία, αλλά οι κινήσεις της έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους, οι οποίοι ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την ανάκλησή τους. Έτσι, ο Μελάς μαζί με τους τρεις άλλους αξιωματικούς επέστρεψαν στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου.
Φωτογραφία: O Παύλος Μελάς με τα παιδιά του
Τον Ιούλιο, ενώ υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 20ήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία. Στο πλαστό διαβατήριό του αναγραφόταν το όνομα Πέτρος Δέδες και ως επάγγελμα δήλωνε ζωέμπορος. Μόλις έφθασε στην Κοζάνη συναντήθηκε με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και αποφασίστηκε η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων με τη στρατολόγηση ανδρών από τις γύρω περιοχές και η ανάληψη άμεσης δράσης στη Δυτική Μακεδονία. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου γεμάτος αισιοδοξία για την έκβαση του Αγώνα.
Μετά από 15 ημέρες ζήτησε κι έλαβε τετράμηνη άδεια από το στράτευμα για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς και του Μοναστηρίου, κατόπιν υπόδειξης του Μακεδονικού Κομιτάτου. Λίγο πριν από την αναχώρησή του εξομολογείτο στη γυναίκα του: «...Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που αφήνω· αισθάνομαι ότι μ’ όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ’ από τινος δεν ηξεύρω τι έπαθα· έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ’ αλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονίαν». Και από τη Λάρισα συμπλήρωνε με νέο γράμμα προς την σύζυγό του, ωσάν να προαισθανόταν το τέλος του: «...Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτου...».
Ο θάνατος του Παύλου Μελά
Στις 28 Αυγούστου ο Καπετάν Μίκης Ζέζας διέβη τα σύνορα, συνοδευόμενος από αρκετούς Μακεδόνες, Λάκωνες και Κρήτες, και στα μέσα Σεπτεμβρίου στρατοπέδευσε στην περιοχή της Καστοριάς. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 εισήλθε στο χωριό Στάτιστα για να αναπαυτεί αυτός και οι άνδρες του. Όμως, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος, προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση, ειδοποίησε τις οθωμανικές αρχές. Επί τόπου κατέφθασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 150 άνδρες και στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην οσφυϊκή χώρα και μετά από μισή ώρα άφησε την τελευταία του πνοή.
Φωτογραφία: Απόκομα της εφημερίδας Εμπρός με την είδηση του Θανάτου του Παύλου Μελά
Το κεφάλι του αποκόπηκε από τους συμπολεμιστές του και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι. Το σώμα του παραδόθηκε από τις οθωμανικές αρχές στον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό (Καραβαγγέλη) και τάφηκε στον βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών στην Καστοριά, όπου αναπαύεται και η κάρά του από το 1950. Στον ίδιο ναό έχει ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ’ επιθυμίαν της.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά έγινε γνωστός στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου και συγκλόνισε την κοινή γνώμη, λόγω του ακέραιου και αγνού χαρακτήρα του ανδρός, αλλά και του γνωστού ονόματος της οικογένειάς του, που είχε μεγάλους δεσμούς με τη Μακεδονία και την κοινωνία των Αθηνών. Η θυσία του σηματοδότησε την ουσιαστική έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, που κορυφώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.
Σημειώνεται ότι το στρατόπεδο ‘’Παύλος Μελάς’’ ιδρύθηκε το 1881 στη Θεσσαλονίκη και επεκτάθηκε από τον Ελληνικό Στρατό μετά την απελευθέρωση. Στη διάρκεια της κατοχής ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης αντιστασιακών, τόπος εκτελέσεων και βασανιστηρίων. Οι στρατιωτικές μονάδες απομακρύνθηκαν σταδιακά.
Πηγή: (Με πληροφορίες από sansimera, wikimapia), OnAlert
Σ᾿ ὅλες τὶς κρίσιμες φάσεις τῆς μακραίωνης «ταραγμένης» ἑλληνικῆς ἱστορίας δὲν ἔλειψαν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀφιέρωσαν τὴ ζωή τους στὸ νὰ «φυλᾶνε Θερμοπύλες». Σ᾿ αὐτὴν τὴν κατηγορία ἀνῆκε καὶ ὁ Μακεδονομάχος Δημήτριος Μαυρομάτης.
Ἀφ᾿ ἑνὸς τὸ ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Μακεδονίας καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ εὐθύγραμμη ἐξ αἵματος συγγένεια (δισέγγονος) μὲ τὸν Μακεδονομάχο Δημήτριο Μαυρομάτη, μὲ ὤθησαν στὴν ἔρευνα γιὰ τὴ δράση του στὴν περιοχὴ Βιλαέτι Θεσσαλονίκης (1904–1908).
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρω ὅτι μετὰ τὸ θανάσιμο τραυματισμὸ τοῦ Παύλου Μελᾶ στὰ Στάτιστα τὸ 1904 καὶ τὰ τελευταῖα του λόγια, πρὶν ξεψυχήσει: «Βούλγαρος νὰ μὴ μείνει», προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση. Οἱ ἐθελοντὲς καὶ τὰ συνεπακόλουθα τμήματα πολλαπλασιάστηκαν θεαματικά. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἐθελοντὲς ἦταν καὶ ὁ Δημήτριος Μαυρομάτης ἀπὸ τὴ Μηλιὰ Πιερίας ἀπὸ τοὺς ἐλαχίστους, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ἔρευνα, τῆς περιοχῆς Πιερίας. Κατόπιν προφορικῆς παράδοσης, ἀπὸ τὴ σύζυγό του Κωνσταντία Μαυρομάτη στὴν ἐγγονὴ της ὀνόματι Κωνσταντία Μαυρομάτη (μητέρα μου), ὁ ἐν λόγῳ ἀγωνιστὴς ἀποχαιρέτησε τὴ μητέρα του, τὴ σύζυγό του καὶ τὸ γυιό του Γεώργιο Μαυρομάτη (παπποῦ μου) καὶ ἐφόσον ἵππευσε τὸ ἄσπρο ἄλογο κατευθύνθηκε στὰ βουνὰ τῆς Πιερίας καὶ ἐντάχθηκε στὸ Σῶμα τοῦ Ἐπιλοχία πυροβολικοῦ Βασίλειου Σταυρόπουλου (γνωστοῦ ὡς Καπετὰν Κόρακα).
Ἡ δράση τοῦ Δημητρίου Μαυρομάτη καὶ τῶν συναγωνιστῶν, ἡ ὁποία ἐκτείνεται κατὰ κύριο λόγο στὸ Βέρμιο καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Βέροιας, περιστράφηκε στὴν κυρίως ἐξουδετέρωση πρακτόρων τοῦ κομιτάτου, στὴν ἐκμηδένιση τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας, στὸν περιορισμὸ τῆς δράσης τῶν ληστρικῶν σωμάτων, τὰ ὁποῖα κινοῦνταν μεταξὺ παρανομίας καὶ ἐθνικοῦ ἀγώνα, ταλαιπωρώντας τοὺς ἀγροτικοὺς πληθυσμούς. Ἐπίσης, ἀξίζει νὰ ἀναφέρω ὅτι ἔλαβε μέρος καὶ σὲ ὁρισμένες συγκρούσεις μὲ τὰ τούρκικα ἀποσπάσματα.
Οἱ ἔρευνες, ὅσο μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν οἱ γραπτές (χρονικά, ἀπομνημονεύματα, κ.ἄ.) καὶ προφορικές μαρτυρίες (διηγήσεις παλαιοτέρων κατοίκων, Δημοτικά τραγούδια), περιορίζονται κατὰ κύριο λόγο στὸ ἔτος 1908. Ἐνδεικτικὰ παραθέτω μερικὰ ἀποσπάσματα ποὺ σκιαγραφοῦν τὴν προσωπικότητα καὶ τὴ δράση τοῦ Δ. Μαυρομάτη.
Στὴ ζωτική, στρατιωτική περιοχὴ τῆς Βέροιας τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1908 δροῦσε τὸ ἑλληνικὸ Σῶμα τοῦ Ἐπιλοχία Βασίλειου Σταυρόπουλου (Καπετάν Κόρακα), τὸ ὁποῖο εἶχε πετύχει νὰ τὴν ἐλέγχει πλήρως. Στὶς 18 Ἰανουαρίου τὸ Σῶμα εἶχε καταφύγει, λόγῳ δριμύτατου ψύχους, στὸ χωριὸ Τσέρνοβο (Φυτιά), βορειανατολικὰ τῆς Βέροιας. Μεσάνυχτα τῆς ἴδιας ἡμέρας τὸ Σῶμα Βασίλειου Σταυρόπουλου (Καπετάν Κόρακα), στὸ ὁποῖο ἀνῆκε καὶ ὁ Δ. Μαυρομάτης, βρέθηκε περικυκλωμένο ἀπὸ ἰσχυρὸ τουρκικὸ ἀπόσπασμα, προφανῶς κατόπιν προδοσίας. Ὁ Ἐπιλοχίας Σταυρόπουλος, ὅταν ἀντιλήφθηκε τὸ συμβάν, συγκέντρωσε τὸν Μαυρομάτη καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἄντρες καὶ πέτυχε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν τούρκικο κλοιὸ ἐφαρμόζοντας τὸ παλαιὸ τέχνασμα, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖτο ἀπὸ τοὺς Κλέφτες. Ἄφησαν μπροστὰ στὶς θέσεις μάχης τοῦ τούρκικου ἀποσπάσματος ἕναν εὐμεγέθη κριό, τὸν ὁποῖο συντηροῦσε τὸ Σῶμα ὡς «μασκότ». Κατὰ τὰ ἔθιμα τῶν Τούρκων ὁ ἐλεύθερος αὐτὸς κριὸς ἔπρεπε νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ προσφερθεῖ ὡς θυσία στὸν Ἀλλάχ. Ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦσαν νὰ συλλάβουν τὸν κριό, οἱ Ἕλληνες ἀγωνιστὲς βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ διαρρεύσουν διὰ μέσῳ τῶν τουρκικῶν θέσεων καὶ νὰ σωθοῦν.
Στὶς ἀρχές Μαρτίου 1908 ὁ Σταυρόπουλος πληροφορήθηκε ὅτι Σῶμα Ρουμανόβλαχων μὲ ἀρχηγὸ τὸν Χατζηγώγα διέτρεχε τὴν περιοχὴ τῆς Βέροιας. Συγχρόνως διατάχθηκε ἀπὸ τὸ Προξενεῖο Θεσσαλονίκης νὰ ἀποκόψει τὶς ἐπικοινωνίες μεταξὺ Βέροιας καὶ γειτονικῶν χωρῶν. Κατόπιν τῶν παραπάνω τὴν 8η Μαρτίου 1908 ὁ Σταυρόπουλος προσέβαλε σὲ ἐνέδρα τοὺς ρουμανίζοντες Βλάχους τῆς Ντόλιανης (Κουμαριᾶς) κατὰ τὸ διάστημα ποὺ ἐργάζονταν στὰ χωράφια τους, σκοτώνοντας ἀρκετούς. Σὲ ἀντίποινα τῆς προσβολῆς αὐτῆς ρουμανίζοντες Βλάχοι προσέβαλαν τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Δοβρᾶς (Καλή Παναγιά) καὶ σκότωσαν τοὺς μοναχοὺς Παπασταῦρο καὶ Μᾶρκο Σαφάρη. Ὁ Σταυρόπουλος γιὰ νὰ τρομοκρατήσει τοὺς ρουμανίζοντες Βλάχους ἀποφάσισε νὰ δράσει καὶ μέσα στὴ Βέροια. Ἀφοῦ ἐγκατέστησε τὸ Σῶμα του στὴ λίμνη, μπῆκε μεταμφιεσμένος στὴν πόλη τῆς Βέροιας μὲ τρεῖς ἀπὸ τοὺς ἄνδρες του, στοὺς ὁποίους περιλαμβανόταν καὶ ὁ ὁπλαρχηγὸς Σκοτίδας. Σκοπὸς του ἦταν νὰ σκοτώσει τὸν φανατικὸ ὀπαδὸ τῆς ρουμανικῆς κίνησης ιερέα Παπαγιώργη. Στήθηκε ἐνέδρα καὶ ὁ Παπαγιώργης πυροβολήθηκε ἀπὸ ἕνα ἐρειπωμένο σπίτι, ἐνῷ πήγαινε μὲ πολλοὺς ὀπαδοὺς του προκειμένου νὰ λειτουργήσει, κατὰ τοὺς ρουμανικοὺς κανόνες, στὴν ἐκκλησία τῆς Κάτω Παναγιᾶς. Μετὰ τὸ ἐπεισόδιο οἱ Τοῦρκοι πραγματοποίησαν ἐκτεταμένες ἔρευνες, ἐνῷ ὁ Σταυρόπουλος μαζὶ μὲ τὸν Μαυρομάτη καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἄντρες κατόρθωσαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ καταφύγουν στὴ λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν.
Ἡ ζωή, τόσο τοῦ Δημήτριου Μαυρομάτη ὅσο καὶ τῶν ἄλλων ἀγωνιστῶν, περιγράφεται ἀπὸ τὴ Λ. Φωκίδου σὲ ἄρθρο γιὰ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν Μακεδονομάχων, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ταλαιπωρία, κούραση, πορεία πάντα μέσα στὴ νύχτα, φαγητὸ λιτό, σχεδὸν τιποτένιο καὶ ὕπνος πάνω σὲ τσαλιά, μέσα σὲ ἄδειες στάνες, σὲ δάση καὶ σπηλιὲς ἦταν οἱ καθημερινοὶ σύντροφοι, οἱ ἀχώριστοι. Ἀλλὰ στὶς καρδιὲς μας μέσα, βαθὺς ἦταν ὁ πόθος γιὰ τὴ λευτεριά τῆς Μακεδονίας».
Μὲ τὸν πιὸ ἀνάγλυφο τρόπο σᾶς περιγράφω τὶς τελευταῖες ὧρες τοῦ Μακεδονομάχου Δημητρίου (Μήτρου) Μαυρομάτη μέσα ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Βασίλειου Σταυρόπουλου (Καπετάν Κόρακα). «Ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸ Τσόρνοβο κατηφόρισε ὁ Σταυρόπουλος (Καπετὰν Κόρακας) μαζὶ μὲ τοὺς ἄντρες του (ἐνν. καὶ τὸν Δ. Μαυρομάτη) γιὰ τὴ Νάουσα. Οἱ Ναουσαῖοι τοὺς ὑποδέχτηκαν μὲ πραγματικὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ τοὺς φιλοξένησαν μὲ χίλια καλά. Ἀφοῦ ξεκουράστηκαν γιὰ λίγο ὅλοι τους, ἀμέσως μετὰ ἀποφάσισαν νὰ («χτυπήσουν») τοὺς Ρουμανόβλαχους ποὺ παραχείμαζαν στὶς μάντρες τους στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Καστανιᾶς, τρεῖς ὧρες ἔξω ἀπὸ τὴ Βέροια. Ὅλα ἦταν καλὰ καὶ μελετημένα, μόνο ποὺ πάλι παρουσιαζόταν μπροστά τους τὸ γνωστὸ ἐμπόδιο, ὁ ποταμὸς Ἀλιάκμων. Χωρὶς χρονοτριβὴ ξεκίνησαν (ὁ Σταυρόπουλος, ὁ Μαυρομάτης καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἄντρες) καὶ κατηφόρισαν πρὸς τὴν Κόκοβα. Εἶχαν μάθει πὼς ἐκεῖ βρισκόταν κάποιος ὀνόματι Ἀναγνώστης, ἕνας φλογερὸς πατριώτης γεμᾶτος ἐνθουσιασμό, ὁ ὁποῖος τοὺς καλοδέχτηκε καὶ κάνοντας μία βάρκα ἀπὸ ἕνα μεγάλο σκαφίδι ζυμώματος τὴν ἔδεσε σ᾿ ἕνα σκοινὶ καὶ τοὺς πέρασε ὅλους σιγὰ–σιγὰ ἀπὸ τὴν Κόκοβα στὴν Καστανιά. Ἀμέσως προχώρησαν πρὸς τὴν Καστανιὰ καὶ κατηφόρισαν πρὸς τὸν Ἅγιο Ἰωάννη. Ἡ ὥρα ἦταν τρεισήμισι. Ἀποφάσισαν (ὁ Β. Σταυρόπουλος, ὁ Δ. Μαυρομάτης καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἄντρες) νὰ ἐπιτεθοῦν τὰ χαράματα. Ὁ Β. Σταυρόπουλος (Καπετὰν Κόρακας) σκόρπισε ἥσυχα τοὺς ἄντρες του μέσα στοὺς θάμνους καὶ περίμενε. Σὰν ἔπιασε νὰ ἀχνοφέγγει, μάζεψε τοὺς ἄντρες του καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες, χωρίστηκανσὲ τρεῖς ὁμάδες καὶ ἐπιτέθηκαν ἀπὸ τρεῖς διαφορετικὲς μεριὲς ἐντελῶς ξαφνικά. Οἱ Ρουμανόβλαχοι μόλις κατάλαβαν ὅτι περικυκλώθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἀγωνιστὲς ἑτοιμάστηκαν νὰ πολεμήσουν ὅπως – ὅπως. Τρόπος νὰ ξεφύγουν δὲν ὑπῆρχε. Ἐπακολούθησε μεγάλη συμπλοκή, ὅπου σκοτώθηκαν δέκα Ρουμανόβλαχοι καὶ σφάχτηκαν τρεῖς χιλιάδες ζωντανά, αἰγοπρόβατα μέσα στὶς μάντρες. Ἐνῷ πολεμοῦσαν στῆθος μὲ στῆθος, ἀπ᾿ τὸ Σῶμα Σταυρόπουλου σκοτώθηκε ὁ Δημήτριος Μαυρομάτης ἀπ᾿ τὸ Χάνι τῆς Μηλιᾶς (σὲ ἡλικία περίπου 28 ἐτῶν), χωρὶς κανεὶς ἄλλος νὰ πάθει τὸ παραμικρό. Ἀμέσως μετὰ ἐνημερώθηκε ὁ Β. Σταυρόπουλος ὅτι ἐρχόταν ὁ Τουρκικὸς στρατὸς μαζὶ μὲ χωρικοὺς ἀπὸ τὸ Χάντοβο νὰ βοηθήσουν τοὺς Ρουμανόβλαχους τοῦ Ἁγ. Ἰωάννη. Ὁ Τουρκικὸς στρατὸς ἦταν πολὺ περισσότερος ἀπ᾿ τὸ Σῶμα τοῦ Σταυρόπουλου καὶ ἐφόσον ἐκτίμησε τὴν κατάσταση δὲν ὠφελοῦσε νὰ ἐπιμένει καὶ διέταξε τὴν ὀπισθοχώρηση. Ἄρχιζαν νὰ κατηφορίζουν πάλι πρὸς τὸν Ἀλιάκμονα. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως καὶ οἱ Χαντοβίτες «πέσαν τὸ κατόπιν μας». Ἔπρεπε οἱ ἄντρες τοῦ Σταυρόπουλου νὰ ὀπισθοχωροῦν καὶ νὰ πολεμοῦν συγχρόνως. Κάποια ὥρα ἔφτασαν στὸ ποτάμι. Ἡ διάβαση καταντοῦσε προβληματική, διότι τὸ νερὸ ἦταν θολὸ καὶ ὁρμητικό. Πρῶτα πέρασε ὁ Σταυρόπουλος (Καπετὰν Κόρακας), ὁ ὁποῖος κόντεψε νὰ πνιγεῖ ἀπὸ τὴν ὁρμητικό τητα τοῦ ποταμοῦ, ἀλλὰ σώθηκε χάρη στὴν ἔγκαιρη ἐπέμβαση τοῦ φλογεροῦ πατριώτη Ἀναγνώστη. Στὴ συνέχεια πέρασαν καὶ τὰ ὑπόλοιπα παλληκάρια. Ὁ ἐχθρὸς κυνηγώντας τους ἔφθασε ὡς ἐκεῖ, ἀλλὰ σταμάτησε δῶθε ἀπὸ τὸν Ἀλιάκμονα. Τὸ Σῶμα Κόρακα, λόγῳ τῆς καταδίωξης ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀναγκάσθηκε τὸν Ἰούλιο τοῦ 1908 νὰ καταφύγει στὸν Ὄλυμπο, ὅπου τὸ βρῆκε τὸ νεοτουρκικὸ κίνημα».
Ὅταν κατέφθασε τὸ δυσάρεστο μήνυμα (κατόπιν προφορικῆς μαρτυρίας) στὴ σύζυγό του Κωνσταντία Μαυρομάτη ἀποπειράθηκε νὰ αὐτοκτονήσει καὶ σώθηκε χάρη στὴν ἔγκαιρη ἐπέμβαση τοῦ Σώματος τοῦ Βασίλειου Σταυρόπουλου. Ἐνῷ ἡ μητέρα (Ἑλένη Μαυρομάτη) τοῦ πεσόντος (Δημ. Μαυρομάτη) κατέφυγε σ᾿ ἕνα ὕψωμα γιὰ νὰ κλάψει τὸ γυιό της. Τὸ τοπωνύμιο «ὄχτος (=χαμηλό ὕψωμα) Μαυρομάτινας» στὴν περιοχή «Σαϊντάδικα» τῆς Μηλιᾶς Πιερίας, ὀφείλεται σ᾿ αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ εἶναι ἄρρηκτα δεμένο μὲ τὴν ἱστορία τοῦ τόπου. Ζωντανὸ παράδειγμα, ἀποτελεῖ καὶ τὸ Δημοτικὸ τραγούδι ποὺ γράφτηκε, στὴν τελευταία αἱματηρὴ συμπλοκή τοῦ Δημήτριου (Μήτρου) Μαυρομάτη στὸν Ἅγ. Ἰωάννη τῆς Καστανιᾶς:
«Ὀρὲ ποιὸς εἶναι ἄξιος καὶ γρήγορος, ὀρὲ ἕνα ἄξιο παλληκάρι, νὰ πάει νὰ πεῖ τῆς Μήτραινας (συζύγου τοῦ Μαυρομάτη), ὀρὲ τὴ Δημήτραινα, τῆς μικροπαντρεμένης, νὰ μὴν ἀλλάξει παιδιά μου τὴ Λαμπρή, φλουριὰ νὰ μὴ φορέσει, ὀρὲ τὸ Μῆτρο, παιδιά μου, τὸν σκοτώσανε».
Ἀλλὰ ἡ μανία τῶν ἐχθρῶν δὲν σταμάτησε ἐδῶ. Ἀργότερα ἔκαψαν ὁλοσχερῶς καὶ τὴν οἰκία του, ἡ ὁποία ἦταν χτισμένη κοντά στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴν Ἄνω Μηλιὰ Πιερίας, μ᾿ ἀποτέλεσμα νὰ χαθεῖ κάθε πολύτιμο στοιχεῖο (ἀλληλογραφία, φωτογραφίες κ.λπ.) ποὺ προφανῶς θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς δώσει περισσότερες πληροφορίες.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Βασίλειου Σταυρόπουλου, τῆς Πηνελόπης Δέλτα καὶ τὸ Μακεδονικὸ Ἡμερολόγιο 1909, σημαντικὲς πληροφορίες, γιὰ τὴ δράση τοῦ Μαυρομάτη καὶ τὸν θάνατό του στὴ μάχη ποὺ ἔγινε στὸν Ἅγ. Ἰωάννη Καστανιᾶς, μᾶς δίνει καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Γερμανὸς Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριᾶς, ὁ ὁποῖος διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὴ διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Ἔτσι μὲ τὴ γενναιότητα ποὺ ἐπέδειξαν τὰ Ἑλληνικὰ Σώματα, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ Ἐπίσκοπος Γερμανὸς Καραβαγγέλης, περιόρισαν τὴ δράση τῶν Βουλγάρων ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἕνωση Δυτικῆς καὶ Κεντρικῆς Μακεδονίας μὲ τὴν Ἑλλάδα.
Τέλος, ὁ Δημήτριος Μαυρομάτης τοῦ Ταξιάρχη ἀναγνωρίστηκε ἐπίσημα ὡς Μακεδονομάχος τὸ ἔτος 1962.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Από τα μέσα του 19ου αιώνα συμπαγείς βουλγαρικές μάζες, συνέρρεαν στη Μακεδονία και Θράκη, για να δουλέψουν με φτηνό μεροκάματο στα τουρκικά και εβραϊκά τσιφλίκια. Ήταν επόμενο λοιπόν οι αλλεπάλληλες και μακροχρόνιες ελληνοσλαβικές επιμιξίες να συντελέσουν στη γλωσσική και πληθυσμιακή αλλοίωση του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας.
Έτσι η σύνθεση του πληθυσμού της Λιγκοβάνης μετά την εγκατάσταση και των σλάβων σ’ αυτή, αποτελούνταν από Έλληνες, Βούλγαρους και Τούρκους
Όλοι αυτοί, συμβίωναν μάλλον ειρηνικά ως το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οπότε προβλήθηκαν δυναμικά οι εθνικές διεκδικήσεις των Βουλγάρων. Ως αντίδραση στη βουλγαρική διείσδυση οργανώθηκε η ελληνική αντίσταση, αρχικά γύρω από την κοινότητα, στη συνέχεια γύρω από την εκκλησία και το σχολείο και αργότερα με τον σχηματισμό αντάρτικων ομάδων.
Οι διαμάχες είχαν στην αρχή θρησκευτικό, χαρακτήρα στη συνέχεια όμως έλαβαν και εθνικό χαρακτήρα, με την προσπάθεια της βουλγαρικής προπαγάνδας να καλλιεργήσει μαζί με την θρησκευτική και εθνική συνείδηση στο σλαβικό στοιχείο που κατοικούσε στην Λιγκοβάνη.
Ως κύριο όπλο διέθετε η Βουλγαρική προπαγάνδα την ομοιότητα του σλαβοφανούς μακεδονικού ιδιώματος με την Βουλγαρική γλώσσα[1].
Από το 1870, όταν δημιουργήθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία, όλη η δραστηριότητα της Βουλγαρικής προπαγάνδας στην Μακεδονία διενεργούνταν κυρίως στα ομιλούντα το σλαβόφωνο ιδίωμα διαμερίσματα. Είχε σκοπό την απόσχιση των διαμερισμάτων αυτών από το Πατριαρχείο και την ενίσχυση της Εξαρχίας με τη δημιουργία νέων σχισματικών εξαρχικών μητροπόλεων.
Ο Γ. Μόδης αφηγείται διάφορα απίστευτα περιστατικά, τα οποία μεταφέρω, όπως συνέβησαν στη Λιγκοβάνη αυτή την περίοδο και αποτελούν ζωντανό δείγμα του λυσσαλέου αλληλοσπαραγμού που είχε ξεσπάσει σ’ όλα τα σλαβόφωνα χωριά όπου ο βουλγαρισμός είχε παρασύρει ένα μέρος των κατοίκων.
Η Λιγκοβάνη είχε αποκτήσει βουλγαρική κοινότητα και είχε χωριστεί σε δύο εχθρικά στρατόπεδα απ’ το 1872. Ιδρυτής της Βουλγαρικής κοινότητας Λιγκοβάνης σύμφωνα με την κατάθεση του Ηλία Γεωργιάδη στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ του 1910 ήταν ο Παπαπέτρος.[2]
«…..Αυτός ο Παππαπέτρος είνε ο ιδρύσας και εν Λυγκοβάνι την σχισματικήν κοινότητα. …….»
Από τότε, 40 χρόνια συνέχεια δεν πέρασε ούτε μια μέρα χωρίς καυγάδες, συμπλοκές, φόνους, εξαφανίσεις, συκοφαντίες, ραδιουργίες !!! Παλιοί συγγενικοί δεσμοί και φιλίες πήγαν περίπατο. Μάλωναν, αλληλοβρίζονταν, αλληλοκατηγορούνταν για λογαριασμό δύο διαφορετικών εθνών στην ίδια διάλεκτο….
Ο εφημέριος του χωριού Παπαγεώργης, αγράμματος και ανεμάνθρωπος, λιποτάκτησε ξαφνικά και πήγε με τους Βουλγάρους για 10 μετζήτια (λιγότερα από 2 λίρες), που του έδωσαν οι Βούλγαροι. Τον έστειλαν και σε κάποιο φροντιστήριο να μάθει και τα βουλγαρικά γράμματα. Φωτίστηκε όμως εκεί τόσο δυνατά, που έχασε το δικό του φως! Γύρισε στο χωριό θεότυφλος και περιφρονημένος, αφού ήταν άχρηστος πια και στους Βουλγάρους…. Οι χωριανοί που είδαν στο φοβερό πάθημά του τη θεία δίκη, τον υποδέχτηκαν με γιουχαϊσμούς. Σε λίγες μέρες πέθανε. Ο μουχτάρης, (πρόεδρος) του χωριού Συμεών Χαριζάνης έγραψε στον τάφο του: «Εδώ σαπίζει ο Ιούδας Παπαγεώρης που πρόδωσε για δέκα μετζήτια».
Ο Συμεών Χαριζάνης, δεν κράτησε πολύ καιρό τη μουχτάρικη σφραγίδα και την εξουσία. Μια μέρα που καθόταν έξω από ένα καφενεδάκι, πέρασε ο αστυνομικός σταθμάρχης μαζί με τον Βούλγαρο μουχτάρη. Οι Τούρκοι είχαν γενικά μη στάξει και μη βρέξει τους Βουλγάρους. Ο Τούρκος αστυνόμος κάθισε κοντά του παρασέρνοντας και τον προστατευόμενό του Βούλγαρο. Ο Χαριζάνης αναγκάστηκε να τους κεράσει. Φιλοτιμήθηκε και ο Βούλγαρος συνάδελφος του και κέρασε και αυτός. Για να τον περιποιηθεί μάλιστα καλύτερα πήγε στον πάγκο να ετοιμάσει καλό μεζέ και ούζο. Γύρισε με ένα πιάτο μεζέδες και μεγάλα ποτήρια ούζο και έβαλε το ένα μπροστά στον Χαριζάνη, που πέθανε σε λίγες ώρες με φρικτούς πόνους στην κοιλιά!... Στους συγγενείς του φαρμακωμένου που έκλαιγαν και διαμαρτύρονταν, ο λαμπρός αστυν. Σταθμάρχης είπε σταυρώνοντας τα χέρια: «Είναι δουλειά του Αλλάχ. Τι μπορώ να κάνω εγώ; …!»
Με την αποσκίρτηση και το θάνατο του Παπαγεώργη οι Λιγκοβανιώτες έμειναν χωρίς εφημέριο, ενώ οι Βούλγαροι είχαν φέρει το μορφωμένο Παπαγιοβάν που ήξερε και καλά Ελληνικά και Γαλλικά. Αναγκάζονταν να κάνουν τις κηδείες χωρίς ιερωμένο! Δεν μπορούσαν να φέρουν ξένο παπά, γιατί οι Βούλγαροι οργανωμένοι τον ξυλοφόρτωναν… Τους καταπατούσε τα οικόπεδα… Ο Νικόλαος Δημητρίου και Δαυίδ Άγγελος που έφεραν παπά απ’ άλλο χωριό για να βαφτίσει τα μωρά τους, είδαν να κόβεται στη μέση το «μυστήριο». Οι Βούλγαροι κακοποίησαν και έδιωξαν τον παπά. Η αστυνομία έμεινε ουδέτερη, έτοιμη να βοηθήσει τους ταραχοποιούς.
Ωστόσο ο αρχιτσέλιγκας και προύχοντας Βασίλης Βαγγέλης ενθουσιασμένος, γιατί ο Θεός τούδωσε δύο δίδυμα αγοράκια, κάλεσε τον Παπαβαγγέλη από την Μπέροβα να τα βαφτίσει. Ήταν πλούσιος «τσιορμπατζής» είχε βοηθήσει και ευεργετήσει πολλούς. Ποιος θα τολμούσε να χαλάσει τα βαφτίσια του! Έβαλε και τέσσερα σφαχτά στη σούβλα. Πραγματικά κανένας δεν ενόχλησε τον Παπαβαγγέλη. Άρχισε η ιεροτελεστία με απόλυτη τάξη. Πήραν θάρρος και ήρθαν στην εκκλησία και οι φοβισμένοι και διστακτικοί. Μα ξάφνου εισόρμησε στην εκκλησία μια μεγάλη παρέα ρεμπεσκέδες οπλισμένοι με χοντρά ξύλα και μεθυσμένοι από κρασί και φανατισμό και άρχισαν τις κραυγές. Βρε τραγόπαπα, βρε τραγογένη, βρε μασκαρά τι γυρεύεις στο χωριό μας και το μαγαρίζεις;!
Ο Βασίλης τους είπε: «βρε παιδιά. Σας παρακαλώ. Εγώ τον έφερα. Να βαφτίσει τα παιδιά μου, ελάτε κάτσετε, έχω και σφαχτά στη σούβλα και μπόλικα πιοτά.» Εκείνοι εξακολουθούσαν το υβρεολόγιο του παπά. Ο τσέλιγκας ξαναφώναξε ονομαστικά «Κώστα, Στογιάννη, Στέφο, Πάνο, που είχε ευεργετήσει, Ντροπή!
Σας παρακαλώ αφήστε μας ήσυχους.» Τον άφησαν αληθινά αυτόν ήσυχο, μα πλήρωσαν τα γένια του παπά !…
Αναγκάστηκε τότε να σηκώσει κι αυτός την γκλίτσα του. Και μαλλιά κουβάρια έγιναν στην εκκλησία. Άντρες, γυναίκες ρίχτηκαν στους ιεροσύλους με μπαστούνια, γροθιές και νύχια. Ο Παπαβαγγέλης ξέφυγε χωρίς παπούτσια με τ’ άμφια ξεσχισμένα και τα γένια αραιωμένα… Σαν τους πέταξαν έξω από την εκκλησία κακήν κακώς με τα ξεροκέφαλά τους σπασμένα και γύρισαν να ιδούν τα δύο μωρά, τα βρήκαν νεκρά. Είχαν πνιγεί στην κολυμπήθρα….[3]
Η τουρκική αστυνομία έμεινε πάλι θεατής.
Ο Δήμος Μπάλιος ύστερα από το πάθημα του αρχιτσέλιγγα πήγε να βαφτίσει το μωρό του στη Μπέροβα. Ήταν η συνήθεια του χωριού να βαφτίζουν το νεογέννητα την πρώτη κιόλας εβδομάδα. Καβαλίκεψε το άλογο, πήρε το μωρό στην αγκαλιά και ξεκίνησε. Στο δρόμο μερικοί χωριανοί του, Βούλγαροι, που είχαν βγεί τάχα για κυνήγι, θέλησαν να τον σταματήσουν.
- Για πού, ώρα καλή, Δήμο:
- Στη Μπέροβα, στους συμπεθέρους.
- Δε μας δίνεις τη ταμπακέρα σου να στρίψουμε κανένα τσιγάρο: Ξεχάσαμε να πάρουμε καπνό μαζί μας.
- Δεν πήρα κι εγώ μαζί μου.
- Μα στάσου. Τι κάνεις έτσι;
- Βιάζομαι.
- Κάτι θα σου πούμε για τη Μπέροβα.
Και χίμηξαν ν’ αρπάξουν το άλογο από τα χαλινάρια. Ο Δήμος το σπιρούνιασε και ξέφυγε. Άρχισαν τότε τις τουφεκιές. Το ξανασπιρούνιασε και τόβαλε στα τέσσαρα σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά. Ήταν γερό το άλογο και αυτός περίφημος καβαλάρης. Μα όταν έφτασε στην Μπέροβα το μωρό απ΄ το σφίξιμο και το τράνταγμα είχε ξεψυχήσει!..
Έστειλαν μια επιτροπή απ’ τον Αναστάσιο Βαμπερτζή και Λάζαρο Λίμο στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και έπειτα Πατριάρχη Ιωακείμ. Του διεκτραγώδησαν τούρκικα, γιατί δεν ήξεραν αρκετά ελληνικά, τη φοβερή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στο χωριό. Ο Ιωακείμ ήρθε αμέσως στη Λιγκοβάνη. Ιερούργησε και χειροτόνησε εφημέριο τον καλό και φτωχό Χριστόφορο. Στην έξοδο όμως απ’ την εκκλησία το κακό ξέσπασε πάλι. Πολλά κεφάλια γέμισαν αίματα και ο ίδιος ο Μητροπολίτης δεν καλοπέρασε.
Γύρισε αμέσως αγανακτισμένος στη Θεσσαλονίκη κι έστειλε τηλεγράφημα στο Πατριαρχείο και εντονότατο «τσακίρι» στον Βαλή για την ανήκουστη ασυδοσία των κακοποιών της Λιγκοβάνης.
Το αποτέλεσμα ήταν να διατάξουν οι Τούρκοι να λειτουργούν στην εκκλησία τη μια εβδομάδα οι «ρούμ» (Έλληνες) και την άλλη οι «Μπουλγκάρ»…
Οι Βούλγαροι όμως με την πλάτη πάντοτε των Τούρκων δεν πολυσεβάστηκαν την Τουρκική διαταγή. Πήγαιναν και έπιαναν νύχτα την εκκλησία και όταν δεν ήταν η δική τους σειρά.
Την 25η Μαρτίου 1883 είχαν καταλάβει την εκκλησία απ’ τα μεσάνυκτα από χριστιανική υπερευλάβεια. Όταν ξημέρωσε ο καλός Θεός και πήγαν οι δικοί μας να εκκλησιαστούν, βρήκαν βουλγαρική λειτουργία! Πλησιάζει οΧρήστος Μόσχος τον Βούλγαρο ψάλτη και του λέει να σταματήσουν, γιατί ήταν Ελληνική η σειρά και η γιορτή του Ευαγγελισμού «ανήκε θεόθεν στους Γραικούς». Οι Βούλγαροι όμως εξηκολούθησαν τον χαβά τους …. Βρέθηκαν στο τέλος έξω απ’ την εκκλησία με πολλά αδιόρθωτα κεφάλια σπασμένα. Έμεινε όμως μέσα νεκρός ο Χρήστος Μόσχος! Τον έβαλαν σε μια άκρη και άρχισαν εξαρχής την Ελληνική λειτουργία…
Την «Ανάσταση» (Μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου) της ίδιας χρονιάς, ήταν πάλι η σειρά των δικών μας. Ιερουργούσε ο παπά Χριστόφορος. Τη στιγμή του έβγαινε στην Ωραία Πύλη με τα τρίκερα και το Άγιο Φως του ζήτησαν οι Βούλγαροι να τραβηχτεί και να φέρει το Άγιο Φως ο δικός τους παπάς, που ήξερε πολλά γράμματα και ήταν περισσότερο φωτισμένος και, επειδή αρνήθηκε, του ξερίζωσαν πολλά μαλλιά μαζί με το δέρμα!... Μαγκούρες, μανουάλια, γροθιές μπήκαν πάλι σε ενέργεια και η εκκλησία του Θεού της αγάπης γέμισε αίματα.
Ασχολήθηκαν τότε οι Βούλγαροι με τον Παπαχριστόφορο. Τούκλεψαν όλα τα ιερά άμφια. Επειδή ήταν πολύ φτωχός για να ξαναφτιάξει καινούργια και ήξερε ότι και εάν έφτιαχνε θα του τα ξανάκλεβαν, έκανε το ζωνάρι του «πετραχήλι» και το ράσο «φελόνι», αφού του έραψε από μέσα ένα σταυρό… Έτσι δεν είχε κανένα κίνδυνο να του τα κλέψουν[4]».
Τέτοιες τραγωδίες η Λιγκοβάνη πολλές έχει να επιδείξει.
Ενώ η αρχική εμφάνιση της Βουλγαρικής προπαγάνδας μόνο κωμική μπορεί να χαρακτηριστεί, σε λίγο άρχισε να διαδίδεται και να αποκτά έδαφος, κυρίως στη Ζάροβα (Νικόπολη), η οποία είχε εκβουλγαριστεί εξ ολοκλήρου.
Οι Λιγκοβανιώτες μετά τα πιο πάνω τραγικά γεγονότα προέβηκαν σε αντίποινα. Ο Μήτρος Τάντσουφ πήγε να δουλέψει στο Όρλιακο και εξαφανίστηκε. Ο Λάζαρος Μπίκουφ πήγε στο παζάρι της Νιγρίτας και δεν γύρισε.
Οι τούρκικες αρχές πάντα μεροληπτούσαν υπέρ των Βουλγάρων. Η μεροληπτική υπέρ των Βουλγάρων στάση των τουρκικών αρχών επέδρασε καταλυτικά στον ελληνικό πληθυσμό της Λιγκοβάνης και άρχισαν να φαίνονται σημάδια εκβουλγαρισμού. Μάταια οι αδελφοί Κων/νος και Σωτήριος Χαριζάνης, Κιουτσούκ Άγγελος και Αμπάκοςπροσπάθησαν να ενθαρρύνουν το ελληνικό στοιχείο. Οι Βούλγαροι τοποθέτησαν απέναντί τους τον Παπαηλία, ιερέα, γνώστη της ελληνικής, τουρκικής και γαλλικής γλώσσας με τα πρωτοπαλήκαρά του, Κόλε, Ζάχωφ, Μπίκωφ,Καραδαλίφ κ.α..
Το ελληνικό στοιχείο για να προλάβει τα χειρότερα κάλεσε τον (Ιωάννη Στόγιου) Κινέ από τις Σέρρες, για να ανοίξει ως δάσκαλος το δημοτικό σχολείο που και αυτό ήταν κλειστό για τους ίδιους λόγους με την εκκλησία. Το ηθικό αναπτερώθηκε και πάλι, το σχολείο ξανάνοιξε και η δράση του Σ. Κινέ ήταν πολύ μεγάλη. Οι Βούλγαροι άρχισαν να τον καταδιώκουν και με δόλο τον κατηγόρησαν στην Τουρκική εξουσία η οποία τον παρέπεμψε σε δίκη παρωδία στην οποία όμως αθωώθηκε, αλλά μετά από λίγο καιρό οι Βούλγαροι τον σκότωσαν με απάνθρωπο τρόπο.
Ο Κινές ήταν ένα ορφανό παιδί της Λιγκοβάνης. Σε κάποιον διερχόμενο έμπορο από τις Σέρρες έκανε εντύπωση η εξυπνάδα του και τον πήρε στις Σέρρες. Εκεί ο Κινές εργαζόταν και φοιτούσε στο σχολείο. Όταν αποφοίτησε, διορίστηκε δάσκαλος μέσα στις Σέρρες. Δεν ξέχασε όμως το χωριό του, που στο μεταξύ το βουλγαρικό κομιτάτο προσπαθούσε να το εκβουλγαρίσει.
Έρχεται πίσω στο χωριό. Με τη χρήση του όπλου πήρε πίσω την εκκλησία, άνοιξε το σχολείο, ανήγειρε νέο διδακτήριο και ενθάρρυνε τους συγχωριανούς του. Κήρυξε τον πόλεμο κατά κάθε βουλγαρικού και κατόρθωσε να αναπτερώσει το ηθικό τους. Οι Βούλγαροι αναταράχθηκαν και οι φοβισμένοι Έλληνες αναθάρρησαν. Τα όσα είχαν κατορθώσει οι Βούλγαροι σε μια εικοσαετία με τις αλογάριαστες λίρες τους, με τη χατζάρα, τα περίστροφα, τους δυναμίτες, ο Κινές τα διασκόρπισε!
Άρχισαν λοιπόν να τον διαβάλλουν στον Τούρκο αστυνόμο, ότι κηρύττει την επανάσταση και δεν υπακούει στους τούρκικους νόμους. Οι Βούλγαροι Μήτρος Ίντζουφ, Νικόλα Καμπάκουφ και Μήτρη Τουσίνουφ καταγγέλουν στον Τούρκο αστυνόμο ότι ο Κινές καταφέρεται υβριστικά για το πρόσωπο του σουλτάνου. Ο αστυνόμος τον συλλαμβάνει και τον στέλνει σιδηροδέσμιο στις Σέρρες προκειμένου να δικαστεί. Με την επέμβαση όμως των ομογενών και του μητροπολίτη Σερρών απαλλάσσεται των κατηγοριών. Ξαναδιορίζεται με την επέμβαση του μητροπολίτη στο χωριό Σεκάφτσα του Στρυμώνα.
Το 1897 οι Βούλγαροι αποφασίζουν την με κάθε μέσο εξόντωση του νεαρού δασκάλου. Επειδή όμως δεν τολμούσαν να τον αντιμετωπίσουν παλικαρίσια, κατέφυγαν στο δόλο. Έτσι παρουσιάστηκε στο σπίτι του κάποιοςΘόδωρος, παλιός φίλος του από τις Σέρρες. Χωρίς να ξέρει ο Κινές ότι είχε εξαγοραστεί στο μεταξύ από τους Βουλγάρους, με το πρόσχημα ότι τον έστειλε ο μητροπολίτης Σερρών να τον πάρει στις Σέρρες για κάποια σπουδαία υπόθεση. Πείστηκε ο Κινές και ξεκίνησαν μαζί για τις Σέρρες.
- Αυτήν την Κυριακή, καλό μου εγγονάκι, τιμούμε την επέτειο του Μακεδονικού Αγώνα. Στις εκκλησιές μας θα γίνουν μνημόσυνα για τους Μακεδονομάχους και θα ψαλούν δοξολογίες. Τα σπίτια και τα δημόσια κτίρια θα σημαιοστολιστούν. Οι δάσκαλοι, στα σχολεία, θα μιλήσουν στα παιδιά για τις θυσίες και τα μαρτύρια των αγωνιστών και οι προτομές των μακεδονομάχων θα στολιστούν με δάφνινα στεφάνια.
- Και γιατί όλα αυτά, παππού; Τόσο σημαντική είναι αυτή η επέτειος;
- Είναι πολύ σημαντική, παιδί μου, αλλά δυστυχώς εμείς οι Έλληνες δεν της έχουμε δώσει την αξία και την λαμπρότητα που της πρέπει. Αρκεί να σου πω ότι η επέτειος αυτή τιμάται μονάχα εδώ, στα χώματα της Μακεδονίας μας, ενώ σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα δεν γίνεται ούτε η παραμικρή αναφορά. Κι ας έχουνε πει γνωστοί ιστορικοί και μεγάλοι πολιτικοί άνδρες ότι η επέτειος του Μακεδονικού Αγώνα είναι ισάξια με εκείνη της 25ης Μαρτίου.
- Εσύ , παππού, πολέμησες στον Μακεδονικό Αγώνα;
- Εγώ , άγγελέ μου, δεν πολέμησα. Πολέμησε, όμως, ο πατέρας μου, δηλαδή ο προπάππος σου. Ο Αγώνας τον είχε βρει παλληκαράκι είκοσι χρονών. Σαν να τον βλέπω, τώρα, να μας διηγείται γεγονότα και περιπέτειες από τα χρόνια εκείνα.
- Και τι σας έλεγε, παππού;
- Θυμάμαι , που μας μιλούσε για τον Παύλο Μελά, για τον καπετάν Άγρα και τον βάλτο των Γιαννιτσών, για τον δεσπότη της Καστοριάς, τον Γερμανό Καραβαγγέλη, για τον καπετάν Ράμναλη και πιο πολύ θυμάμαι, που τα μάτια του ήτανε συνεχώς βουρκωμένα. Μας τραγουδούσε στο τέλος και ένα τραγούδι για τον θάνατο του Παύλου Μελά και μετά έπεφτε σε βαθείς συλλογισμούς.
-Με ποιους πολεμούσε ο Παύλος Μελάς, παππού;
- Χρυσό μου εγγονάκι, ο Παύλος Μελάς στα 1904, τότε δηλαδή που η Μακεδονία μας κινδύνεψε πάρα πολύ, ήταν ένας γενναίος ανθυπολοχαγός, που άφησε, στην Αθήνα την γυναίκα του και τα δυο του μικρά παιδιά και ήρθε εδώ στην Μακεδονία, μαζί με άλλους αξιωματικούς από την ελεύθερη Ελλάδα, για να οργανώσει τον Αγώνα και να σώσει την Μακεδονία μας.
- Από ποιους να την σώσει, παππού; Η Μακεδονία δεν ήταν ελεύθερη το 1904;
- Στα χρόνια εκείνα, η Ελλάδα μας δεν ήτανε έτσι όπως την ξέρεις σήμερα. Η ελεύθερη Ελλάδα έφτανε τότε μέχρι την Ελασσόνα. Λίγο πάνω από την Λάρισα, δηλαδή. Η Μακεδονία μας, στα 1904, ήταν ακόμα σκλαβωμένη στους Τούρκους, όπως επίσης και η Ήπειρος και η Θράκη και τα νησιά μας.
Το πρόβλημα, όμως, τότε, δεν ήτανε μονάχα ο τούρκικος ζυγός. Ο πιο μεγάλος κίνδυνος ήταν από αλλού. Από τους Βουλγάρους.
- Γιατί , παππού; Τι έκαναν οι Βούλγαροι και κινδύνεψε τόσο πολύ η Μακεδονία μας;
- Οι Βούλγαροι , στα 1870, έφυγαν από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και ίδρυσαν δικό τους πατριαρχείο, την λεγόμενη βουλγαρική εξαρχία. Από τότε και μετά έβαλαν σκοπό τους, να μας αναγκάσουν όλους τους Μακεδόνες, να μιλάμε την βουλγάρικη γλώσσα, να έχουμε στα σχολεία μας Βούλγαρους μονάχα δασκάλους και οι παπάδες μας να υπάγονται εκκλησιαστικώς στην βουλγάρικη εξαρχία και όχι στο δικό μας το Πατριαρχείο. Με άλλα λόγια, βάλθηκαν να μας αρπάξουν την Μακεδονία μας και να την κάνουνε βουλγαρική.
Στην αρχή προσπάθησαν να το πετύχουν με το καλό. Με δώρα και με υποσχέσεις. Σαν είδαν, όμως, ότι οι Έλληνες αντιστέκονταν και δεν εγκατέλειπαν ούτε την Γλώσσα τους ούτε και το Πατριαρχείο τους, έβαλαν μπρος τις απειλές, την τρομοκρατία, τα βασανιστήρια, τους εμπρησμούς, τα μαχαιρώματα, τις εκτελέσεις και τις κρεμάλες.
Ένοπλες ομάδες φανατικών Βουλγάρων, οι λεγόμενοι κομιτατζήδες, είχανε γίνει τότε ο φόβος και ο τρόμος των χωριών μας. Αλλοίμονο, παιδάκι μου, σε όποιον αντιστεκόταν στο πέρασμά τους. Ολόκληρα χωριά παραδόθηκαν στις φλόγες. Σοδιές και ζωντανά αρπάχτηκαν και αφανίστηκαν. Γυναίκες βιάστηκαν. Μικρά παιδιά κακοποιήθηκαν. Παπάδες κρεμάστηκαν. Δάσκαλοι αποκεφαλίστηκαν. Γιατροί και προύχοντες εκτελέστηκαν.
- Τους παπάδες και τους δασκάλους γιατί, παππού, τους κυνηγούσαν οι κομιτατζήδες με τόση λύσσα;
- Τους κυνηγούσανε , παιδάκι μου, διότι τους χαλούσαν τα σχέδιά τους. Ήταν εκείνοι, που κρατούσανε στα χωριά μας άσβεστη την φλόγα της Πίστης και του Γένους μας. Νεαρές δασκάλες πλήρωσαν τότε με το ίδιο τους το αίμα την απόφασή τους, κάτω από τις απειλές των κομιτατζήδων, να συνεχίζουν να διδάσκουν στα Ελληνόπουλα την Γλώσσα και την Ιστορία των προγόνων μας.
Τώρα που μεγάλωσες και μπορείς και διαβάζεις μόνος σου, θα πάμε μια μέρα μαζί και θα αγοράσουμε ένα βιβλίο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, που αναφέρεται στην δράση του Μητροπολίτη της Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη. Εκεί να δεις αγώνες και κινδύνους και φυλακίσεις και θυσίες για την Πατρίδα και την Πίστη.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν ο συντονιστής του Μακεδονικού Αγώνα. Ήταν εκείνος, που συνεργαζότανε στα κρυφά με τον Παύλο Μελά, που στήριζε τους τρομοκρατημένους χωρικούς, πηγαίνοντας, με κίνδυνο της ζωής του, από χωριό σε χωριό, που άνοιγε εκκλησιές κλειδωμένες από τους Βουλγάρους, που ενίσχυε ηθικά και υλικά όλα τα ελληνικά ανταρτικά σώματα.
- Τι ήταν , παππού, τα ελληνικά ανταρτικά σώματα;
- Οι Έλληνες , καλό μου εγγονάκι, μπροστά στις βαναυσότητες των Βουλγάρων, δεν έμειναν με δεμένα τα χέρια. Οι πιο τολμηροί και οι πιο γενναίοι αποφάσισαν να αντισταθούν. Να φυλάξουν τα χωριά τους από τις εγκληματικές επιδρομές των κομιτατζήδων, να κρατήσουν τα σχολεία τους ανοιχτά με δασκάλους Έλληνες και να συνεχίσουν να λειτουργούν τις εκκλησιές τους στο όνομα του Πατριάρχη.
Έτσι, πήραν στα χέρια τους τα όπλα και δημιούργησαν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα σε ολόκληρη σχεδόν την Μακεδονία.
Ο ρόλος των Ελλήνων αξιωματικών, που αποστέλλονταν μυστικά από την ελεύθερη Ελλάδα, όπως ο Παύλος Μελάς, ο Καραβίτης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μαζαράκης κ.α, δεν ήταν άλλος από την καλύτερη δυνατή οργάνωση αυτών των γηγενών Μακεδονομάχων. Αυτών των Ηρώων, που με το αίμα τους λύτρωσαν την Μακεδονία μας από την καταιγίδα του βουλγαρισμού. Την έσωσαν, δηλαδή, από τις σφαγές, από την ισοπέδωση της πολιτισμικής μας ταυτότητας και τον αφανισμό της εθνικής μας ελληνικής αυτοσυνειδησίας.
- Πόσο κράτησε, παππού, αυτός ο Αγώνας;
- Ο Μακεδονικός Αγώνας, παιδί μου, στην πραγματικότητα είχε αρχίσει από το 1870 περίπου. Από τότε, δηλαδή, που οι Βούλγαροι ξεκίνησαν την εγκληματική τους δράση. Η κρισιμότερη, όμως, φάση κράτησε τέσσερα χρόνια. Από το 1904 μέχρι το 1908. Στα χρόνια αυτά, Μακεδονομάχοι απ’ όλη την Ελλάδα -ντόπιοι Μακεδόνες, Κρήτες, Μανιάτες, Νησιώτες- δίνοντας σκληρές μάχες και θυσιάζοντας και την ζωή τους ακόμη, κατόρθωσαν στο τέλος, να κρατήσουν τους κομιτατζήδες μακριά από τα χωριά μας και να σώσουν την Μακεδονία μας.
- Δηλαδή , παππού, ο Μακεδονικός Αγώνας τελείωσε στα 1908;
- Όχι, παιδί μου. Ο Αγώνας ο Μακεδονικός δεν τελείωσε στα 1908. Συνεχίστηκε και συνεχίζεται ακατάπαυστα μέχρι και σήμερα.
Εκείνα τα χρόνια χρειάστηκε να γίνει με θυσίες και όπλα. Σήμερα συνεχίζεται, το ίδιο σκληρός και αδυσώπητος, στα τραπέζια των διπλωματικών διαπραγματεύσεων, στα πανεπιστήμια, στις αίθουσες των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε κάθε περίπτωση, που δίνεται ευκαιρία για σχετική ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης.
Όσο θα υπάρχουν εχθροί μας, που αμφισβητούν το όνομα και την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας, ο Αγώνας θα συνεχίζεται, χωρίς σταματημό, με τον ίδιο ζήλο και τον ίδιο ενθουσιασμό.
- Παππού , τους Βούλγαρους κομιτατζήδες τους αντιμετώπισαν και τους απώθησαν τότε οι Μακεδονομάχοι. Από τους Τούρκους, όμως, πότε ελευθερώθηκε τελικά η Μακεδονία μας;
- Η πολυπόθητη ελευθερία της Μακεδονίας μας και η ένωσή της στον κορμό της Ελλάδας ήρθε, τέσσερα χρόνια μετά, με τους Βαλκανικούς πολέμους.
Το καμπαναριό του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη χτύπησε ελεύθερα, για πρώτη φορά μετά από πεντακόσια χρόνια, ανήμερα της γιορτής του. Στις 26 Οκτωβρίου του 1912.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Παύλος Μελάς
…Ο χειμώνας ήρχουνταν βαρύς από πάνω.
Από την Ελλάδα, αφήνουν το Μίκη Ζέζα χωρίς βοήθεια, ενώ τους παρακαλεί κάθε μέρα να του στείλουν και τους αρχηγούς που του έταξαν και τα όπλα, γιατί βλέπει πως ένας άνθρωπος, και σιδερένιος αν είναι, μόνος δεν μπορεί να τα προφθάση όλα.
Κάποτε, πριν έλθη, πίστευε πως στο χέρι του ήταν να κάμη μόνος ό,τι έπρεπε να γίνη.
Η κούραση πλακώνει που και που την ψυχή του τώρα.
Βάλσαμο του πόνου είναι η θύμηση μονάχα του σπιτιού του και τα γράμματα από κει, που τον εγκαρδιώνουν.
Και γράφει της γυναικός του σ’ ένα από τα τελευταία του γράμματα:
«Πότε σας συλλογίζομαι και σας επιθυμώ με πόθον ακατάσχετον, πότε πάλι είμαι ενθουσιασμένος και αισιόδοξος, πότε απογοητευμένος αλλ’ οπωσδήποτε πάντοτε πάσχων τόσον πολύ ηθικώς, ώστε λησμονώ τους σωματικούς κόπους και πόνους».
Και κάποτε στην άπονη μοναξιά, που βρίσκεται, σα να προβλέπη το θάνατο:
«Σε φιλώ άλλην μίαν φοράν και σου εύχομαι, αγάπη μου, ευτυχίαν και χαράν εις τον βίον σου.
Την νύκτα εις τα λημέρια μας όταν τυχόν φανή ενα άστρο σου στέλλω χίλια φιλιά…»
Η ιστορική φωτογραφία, που τράβηξε στα 1902 ο Παύλος Μελάς την ήμερα που θα φευγε ο Ιων Δραγούμης ως υποπρόξενος για το Μοναστήρι. Ο πατέρας του Στέφανος Δραγούμης του δίδει οδηγίας και συστατικάς επιστολάς
Ένα άστρο στον ουρανό είναι το μόνο πράγμα που απόμεινε να μπορούν την ίδια στιγμή να βλέπουν και οι αγαπημένοι του και να τον πείθη πως ζούν ακόμη μ’ αυτόν στον ίδιον κόσμο.
Μια βραδυά έφθασαν σ’ ένα χωριό μουσκεμένοι από τη βροχή και κατακουρασμένοι από μακρύ και δύσκολο δρόμο.
Ο αρχηγός μοίρασε τα παιδιά του σε μερικά σπίτια για να στεγνώσουν και να κοιμηθούν καλά’ και ο ίδιος πήγε σ’ ένα σπίτι με τέσσερεις άλλους.
Μόλις κάθησε, ρώτησε το σπιτονοικοκύρη αν ήξερε που βρίσκουνταν έκείνη την ήμέρα ο καπετάν Ευθύμης, και εκείνος αποκρίθηκε πως ήταν στο Zέλοβο.
Τότε ζήτησε να βρούν κανέναν άνθρωπο να στείλουν με γράμμα στο Ζέλοβο.
Έφεραν δύο χωριανούς και έγραψε ο αρχηγός το γράμμα στον Εύθυμη λέγοντας του να έλθη ως έξω από τη Στάτιτσα την άλλη μέρα για ν’ ανταμωθούν.
Οι χωρικοί πήραν το γράμμα κ’ έφυγαν.
Το πρωί ήρθαν χωριάτες να δουν τον καπετάνιο’ τους ρώτησε για το χωριό, για τις δουλιές τους και αν περνά στρατός από κει αποκρίθηκαν πως στρατός μένει σ’ ένα άλλο χωριό μακρίτερα.
Έπειτα παράγγειλε να ετοιμάσουν ένα σφαχτό και να το μοιράσουν στα σπίτια, που έμεναν τα παιδιά’ στο δικό του τραπέζι κράτησε δυό προεστούς να φάγουν μαζί’ το απόγεμα πήγαν οι δυό αυτοί χωριανοί να μηνύσουν και τους άλλους να έλθουν και αυτοί κατά το βράδυ να τους μιλήσει ο καπετάνιος.
Έξαφνα μπαίνει η σπιτονοικοκυρά και λέγει πως μια γριά είδε στρατό στο δρόμο από το Κονομπλάτι.
— Aϊ, θα περάση, είπε ο Παύλος.
Σε λίγο πάλι έρχεται η γυναίκα και λέγει πως ο στρατός ζύγωσε στο χωριό. Σηκώθηκαν, πήγαν στα παράθυρα και είδαν στρατιώτες μέσα στο χωριό σκορπισμένους.
Αμέσως ο αρχηγός μηνά στα καταλύματα να είναι έτοιμοι, μα να μην κουνηθή κανένας.
Έπειτα από λίγα λεπτά έρχονται δυό γυναίκες και λέγουν πως ο στρατός τράβηξε κατά τον απάνω μαχαλά, και, αν θέλουν, να φύγουν.
Έρχονται και άλλες γυναίκες σταλμένες από τα καταλύματα και ρωτούν τι να κάμουν, να φύγουν;
να πυροβολήσουν;
Ο αρχηγός τους μήνυσε να μην πυροβολήση κανείς χωρίς να διατάξη αυτός, τίποτε να μην κάνουν παρά να μείνουν στη θέση τους.
Έρχονται πάλι γυναίκες και λέγουν πως ο στρατός κατεβαίνει προς τα κάτω. Ο αρχηγός είχε πιάσει το παράθυρο μ’ ένα χωριανό και κοίταζε είδε μερικούς στρατιώτες που πήγαιναν στο αντικρυνό κατάλυμα’ άρχισαν οι στρατιώτες να χτυπούν με τους κόπανους στην πόρτα του σπιτιού, άλλα καμιάν απάντηση δεν έλαβαν’ άρχισαν να χτυπούν δυνατώτερα, φωνάζοντας:
— θα κάψουμε το σπίτι…
Σηκώνει ο άρχηγός το τουφέκι του και πυροβολεί’ ο χωριανός που ήταν κοντά του τραβά και αυτός’ αρχίζουν και από το αντικρυνό κατάλυμα να πυροβολούν.
Οι Τούρκοι σκόρπισαν’ πιάνουν όμως θέσεις και πυροβολούν και αυτοί.
Νάουσα, Σκάλα σπιτιού.
Οι πυροβολισμοί κόπηκαν’ ο αρχηγός με τους δικούς του κατεβαίνει κάτω στην αυλή του σπιτιού και μπαίνουν σ’ ένα μικρό στάβλο, γιατί επάνω δεν ήταν ασφαλισμένοι. Στάθηκε στην πόρτα και βλέπει ένα στρατιώτη, που έρχεται κατά την αυλή τραβά και ο στρατιώτης πέφτει ένα από τα παλληκάρια του βγαίνει και παίρνει το τουφέκι του σκοτωμένου.
Άρχισε να νυχτώνη ο αρχηγός προσεχτικά βγαίνει έξω με δυό από τα παιδιά του’ οι άλλοι μένουν μέσα, προσμένοντας.
Ακούσθηκε μια τουφεκιά και ύστερα μια φωνή:
— Με χτύπησαν, παιδιά.
Ήρχουνταν πίσω ο άρχηγός κατά το στάβλο μπήκε μέσα και κάθησε σε κάτι άχυρα’ φώναξε ένα από τους συντρόφους του και, βγάζοντας από το λαιμό το σταυρό που φορούσε είπε:
— Να το δώσης στη γυναίκα μου και το τουφέκι στον υίό μου να πης ότι το καθήκον μου το έκαμα…
Ξεζώσθηκε κ’ έπεσαν λίρες από το κεμέρι του που το είχε τρυπήσει το βόλι’ φάνηκαν αίματα’ άρχισαν πόνοι’ και έλεγε:
— Σκοτώστε με, βρε παιδιά’ πως θα μ’ αφήστε στους Τούρκους ;..
Όσο περνούσε η ώρα τόσο πονούσε δυνατώτερα όταν τον συνέπαιρνε δυνατός ο πόνος, σχεδόν βογγούσε και έλεγε:
— Πονώ, σκοτώστε με… Καί πάλι: σκοτώστε με…
Και άλλοτε ωνόμαζε τα παιδιά του.
Ο σύντροφος, που είχε έλθει κοντά του, είπε:
— Καπετάνιε, δε σ’ αφήνουμε στους Τούρκους.
Και έσκυψε και τον εφίλησε στο στόμα’ τα χείλη του ήταν ψυχρά. Και πάλι τον συνεπήραν οι πόνοι δυνατοί κ’ έλεγε όλο πιο σιγανά:
— Πονώ, σκοτώστε με!…
Δεν μπορούσε πιά να κουνηθή από τη θέση του ούτε τα παιδιά του δεν ωνόμαζε τώρα ως που δεν ακούσθηκε πιά φωνή…
Οι Τούρκοι φοβούνταν να προχωρέσουν στο σκοτάδι έμειναν στις θέσεις, που είχαν πιάσει, περιμένοντας το πρωί.
Ακούσθηκαν πάλι πυροβολισμοί κατά το αντικρυνό σπίτι και αμέσως έπειτα μπαίνει ένας άνθρωπος μεσ΄ στο στάβλο ντυμένος χωριάτικα’ το ρωτούν από που είναι και τι ήλθε’ αποκρίνεται πως έβοσκε τα αγελάδια του και οι στρατιώτες τον πήραν με τη βία να τους οδηγήση’ άπό τις τουφεκιές φοβήθηκε και ήρθε μέσα.
Γύρισε ένας και είπε σιγά στους άλλους:
— Δεν είναι από δω αύτός, θα είναι Βούλγαρος. Αυτός μας πρόδωσε, θέλει κόψιμο.
Ένας άλλος είπε:
— Σταθήτε, βρε παιδιά, δεν ξέρουμε τι άνθρωπος είναι.
Με τις φοβέρες τον έβαλαν και πήγε άθελα να κοιτάξη αν άπό την άλλη μεριά του σπιτιού, πίσω από τον τοίχο, είναι στρατιώτες’ πήγε ως στη γωνιά και γύρισε πίσω’ δεν είδε κανένα. Αποφάσισαν να φύγουν. Κατά τα μεσάνυχτα διώχνουν τον άνθρωπο, πηδούν τον τοίχο με προσοχή να μην κάμουν ταραχή και φεύγουν κρυφά κατά το βουνό μες΄ στο σκοτάδι.
Αντίγραφον τηλεγραφήματος
Ο Πρόξενος Μοναστηριού
Προς
Το Υπουργείον Εσωτερικών
Παρελθούσαν Τετάρτην 13 τρέχοντος (‘Οκτωβρίου) ημετέρων εύρεθέντων εν χωρίω Στάτιτσα, στρατιωτικόν απόσπασμα ελθόν εκ Κονομπλατίου (το αύτό πιθανώς όπερ έστάλη εκ Φλωρίνης εις Νερέτι προς καταδίωξιν ήμετέρας και βουλγαρικής συμμορίας) περιεκύκλωσε Στάτιτσαν, και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ήμετέρων.
Ήμέτεροι άπήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσουν έξοδον.
Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος έπίκεφαλής τούτων, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως.
Σύντροφοί του τον απέσυραν εντός χωρίου και εναπέθεσαν παρακειμένφω οικίσκω ένθα μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, έθνικός ήρως ησύχασε.
Υπαρχηγός Πύρζας παρέλαβε σακκίδιον αυτού μεθ’ όλων εν αυτώ εγγράφων, επιστολών, ως και τα λοιπά επ΄ αυτού αντικείμενα, άτινα σταλέντα μοί διά προσώπου εμπιστοσύνης, Ίσως λάβω σήμερον.
Απέστειλα διά πρωινής Αμαξοστοιχίας πρόσωπον εμπιστοσύνης Πισοδέριον όπως πληροφορηθεί περί ταφής Μελά.
Απόσπασμα επιστολής
Κύριον Ίωνα Δραγούμην
Αθήνας
Εν Μοναστηρίω τη 20η Οκτωβρίου 1904
…Επανήλθον εκ Ζελόβου και Πισοδερίου, όπου μετέβην τη παρελθούση Κυριακή 17 ισταμένου, κατόπιν της αυθημερόν ληφθείσης θλιβεράς αγγελίας περί του θανάτου του πολυκλαύστου Παύλου Μελά και της ανατεθείσης μοι εντολής υπό του διευθύνοντος το ενταύθα Β. Προξενείον κ. Φ. Κοντογούρη, όπως μεριμνήσω περί του ενταφιασμού αυτού… είχε ληφθή εγκαίρως φροντίς υπό των ορθοδόξων χωρικών Στατίτσης περί ενταφιασμού αυτού εις μέρος ασφαλές…
Περί την 3 μετά μεσονύκτιον ώραν επωφελούμενος της πυκνής ομίχλης ήτις μας περιέβαλλε, και του σκότους της νυκτός, εξήλθον εκ Πισοδερίου και κατηυθύνθην εις Ζέλοβον..
όπου ήλπιζον να συναντήσω τα ενταύθα καταφυγόντα μέλη της ομάδος του αοιδίμου Μελά, μετά το ατύχημα της Στατίτσης, αλλ’ ατυχώς εύρον μικρόν μόνον σώμα εξ 9 ανδρών αποτελούμενον, υπό την οδηγίαν του γνωστού σοι Παύλου Κύρου, εκ Ζελόβου…
ούτος έσπευσε ν’ αποστείλη ένα νέον εκ του χωρίου Στατίτσης, τον οποίον ο μακαρίτης είχεν εις την υπηρεσίαν του ονόματι Ντίναν, μετημφιεσμένον, εις Στάτιτσαν, όπως παραλάβη και μεταφέρη κρυφίως το νεκρόν σώμα…
Μετά δύο ώρας ο νέος επανήλθε λίαν τεταραγμένος, ον λαβών κατ΄ ιδίαν εξήτασα και ήκουσα ότι μόλις είχεν αρχίσει το έργον της εκταφής ανηγγέλθη αθτώ ότι ισχυρόν στρατιωτικόν απόσπασμα διηυθύνετο προς το χωρίον.
«Έσπευσα τότε ν’ αποκόψω την κεφαλήν του αρχηγού μου, »
την οποίαν περιτυλίξας Ακολούθως εις λευκόν τι πανίον
» εκρυψα έντός του σάκκου μου, είτα δ΄ εκάλυψα και πάλιν »
το λοιπόν σώμα του διά χώματος και ίσοπεδώσας το μέρος εκάλυψα διά χόρτων τον τάφον του άρχηγού μου». …
Φέρων υπό μάλης τον σάκκον εν ω περιείχετο η κεφαλή του ατυχούς αρχηγού του και την αξίνην επ’ ώμου, κατώρθωσε να διαφύγη την προσοχήν του στρατού και να φθάση μέχρι Ζελόβου, όπου εις οικίαν τινά κειμένην εις το άκρον του χωρίου, απέκρυψεν εις ασφαλές μέρος αυτήν.
Έτρεμον εκ συγκινήσεως σύσσωμος και κλαίων κατεφίλουν τον γενναίον εκ Στατίτσης νέον, εζήτησα δε τότε παρ΄ αύτού να μοί αποδοθή το πολύτιμον δι’ εμέ κειμήλιον.
Moι επετράπη, αμέσως δ’ έσπευσα εις την υποδειχθείσαν μοι οικίαν.
Αδυνατώ, αδελφέ μου, να σοι περιγράψω τι συνέβη την στιγμήν καθ’ ην μοί άπεδόθη το πολύτιμον σακκίδιον…
’Ανοίξας μετά πολλής και όντως θρησκευτικής εύλαβείας το σακκίδιον εκείνο, εν αποκρύφω και ήμιφωτίστω δωματίω ανεγνώρισα, φεύ, την κεφαλήν του αρειμανίου εκείνου άνδρός, ον ωδήγουν διά των αποκέντρων οδών της πόλεώς μας εις το προξενείον την Μεγάλην Πέμπτην.
Η ιδέα ότι η καταζητουμένη εκείνή υπό του στρατού κεφαλή, και ότι αν ανεκαλύπτετο, πόσοι εξευτελισμοί και πόσοι ονειδισμοί επεφυλάσσοντο δι΄ ημάς, μοί έδωκε δυνάμεις και τυλίξας αυτήν επιμελώς και θείς εν τω σάκκω έλαβον μετ’ εμού, παραλαβών δε και τους ακολουθήσαντάς με εκ Πισοδερίου φίλους, εξήλθομεν του χωρίου ομού κρατούντες ανά χείρας τον πολύτιμον σάκκον.
Ένταύθα σκέψεως γενομένης απεφασίσθη, προς πρόληψή παντός απευκταίου, εγώ μεν μετά των δύο διδασκάλων να προηγηθώμεν και μεταβώμεν εις την Μονήν της Αγίας Τριάδος, όπου θα ήρχετο προς συνάντησίν μας ο Χατζή Κώτσης, όστις ανέλαβε να κομίση το σακκίδιον έφιππος, ο δε Μ. Χασόπουλος να επιστρέψη εις Πισοδέριον…
Επροτίμησα να διέλθω το προ της Μονής δάσος πεζή συλλέγων τα εναπολειφθέντα εν αύτω άνθη δι’ ων έστεψα την κεφαλήν τού έθνικού ήρωος…
Ο Τάφος του ήρωα Παύλου Μελά.
Ήσχολήθην εις την εξεύρεσιν καταλλήλου προς ενταφιασμόν μέρους, και ως τοιούτον προετίμησα το παρακείμενον τη έκκλησία του Πισοδερίου παρεκκλήσιον της ‘Αγίας Παρασκευής.
Παρεσκευάσαμεν ακολούθως τα διά την κηδείαν χρειώδη, κατεσκευάσαμεν κιβώτιον, επρομηθεύθημεν σάβανον εξ έκείνων του Παναγίου Τάφου, είδοποιήθη ο ίερεύς Παπα – Σταύρος, και όταν ήδη ήσαν πάντα έτοιμα, εξεκινήσαμεν εν τω σκότει φέροντες μεθ’ ήμών πάντα τα χρειώδη, εγώ δε τον σάκκον, τον οποίον εναπέθεσα προ της εικόνος της Μητρός του Χριστού, μέχρις ου εξορυχθή ο ταφίσκος.
Έκεί, εν τω ρηθέντι παρεκκλησίω, προ της ωραίας Πύλης, αφ΄ ου εξωρύχθη ο ταφίσκος, εκομίσθη το κιβώτιον, εν ω, επιστρώσας το σάβανον έθηκα ιδίαις μου χερσί την τιμίαν κεφαλήν κοσμήσας διά των ανθέων του δάσους…
Η ακολουθία εψάλη ολόκληρος. Έδώκαμεν τον τελευταίον ασπασμόν, και αφού αφήρεσα εκ της εστεμμένης κεφαλής του μεγάλου τούτου τέκνου της Ελλάδος ολίγα άνθη, άτινα απέκρυψα εις το υπ’ αύτού δωρηθέν χαρτοφυλάκιον, εκάλυψα διά του ετέρου ημίσεος του σαβάνου και επιθέσας το κάλυμμα του κιβωτίου, επεσώρευσα χώμα επ’ αυτού και προσήρμοσα καλώς την πλάκα…
Η μόνη παρηγορία, αδελφέ μου, είναι ότι απέθανεν ο πολύκλαυστος γαμβρός υμών εν τη εκπληρώσει του καθήκοντός του ως αληθής ήρως και ότι το όνομά του θα καταλάβη εν τη ιστορία της Πατρίδος του Μεγάλου Αλεξάνδρου μίαν εκ των λαμπροτέρων σελίδων.
Έσο γενναίος, ως πάντοτε υπήρξες, προς παρηγορίαν του αγαπητού σου φίλου
Βασιλείου Αγοραστού
Απόσπασμα εγγράφου
τη 25η Οκτωβρίου 1904
Προς
Το Υπουργείον των Εξωτερικών
Ελληνικόν Προξενείον Μοναστηρίου
…Ούτω την Δευτέραν 18ην ‘Οκτωβρίου, στρατιωτικόν απόσπασμα μετέβη, ως έγραψα υμίν, εις Στάτιτσαν και υπέβαλεν εις ανάκρισιν τους χωρικούς, παρ’ ων όμως παρά το ανηλεές αυτών ξυλοκόπημα και την απειλήν περί εμπρησμού ολοκλήρου του χωρίου ούδέν ήδυνήθη να μάθη…
επιμελεστέρα έρευνα εν τω χωρίω αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε — καθώς αυτός ο Βαλής μοί είπε χθες, η ανακάλυψις ακεφάλου πτώματος.
Επιστολή δε του Μητροπολίτου Καστορίας σήμερον ληφθείσα μοί αγγέλλει, ότι το ακέφαλον πτώμα μετεκομίσθη προχθές εις Καστορίαν, ένθα χθες επρόκειτο να κηδευθή…
Απόσπασμα επιστολής
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης με τον Πρωτοσύγγελο Πλάτωνα. Επιμνημόσυνος δέησης στον τάφο του Παύλου Μελά.
Tη 26η Νοεμβρίου 1904
Κύριον
Ίωνα Δραγούμην
Αθήνας
…Τα χρέη των συγγενών του αειμνήστου εθνομάρτυρος είχον το ατύχημα να εκτελέσω εγώ. Τη 23ητου απαισίου μηνός μετέφερεν επί κραβάτου εις την πόλιν ημών ο στρατός το ιερόν σώμα του πολυκλαύστου μας εθνομάρτυρος. ..
Περί την δύσιν του ήλιου μοί παρεδόθη υπο των Αρχών …
κατέθεσα τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας,
κειμένης απέναντι της Μητροπόλεως, δι’ όλης -δε της νυκτός άγρυπνος διαμείνας εν τω οίκω φίλου επιστηθίου λαβόντος με παρ’ έαυτω, όπως με παρηγορήση,
ητοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού και το κλεινόν όνομά του, ητοίμασα τον ένδοξον τάφον -του εν τω περιβόλω του βυζαντινού ναού υπό δύο δενδρύλλια απέναντι του παραθύρου μου, τη δε επαύριον Κυριακή, όρθρου βαθέος, περιέθεσα τας χείρας του με εν μετάξινον μαντίλιόν μου,
κατέθεσα επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον,
ένα Σταυρόν και
μίαν Εικόνα
και πριν αρχίση η λειτουργία ετελέσαμεν την κηδείαν του πεπνιγμένος εν λυγμοίς ανέγνωσα τας ευχάς εντός του Μητροπολιτικού ναού
και μη υπάρχοντος εν αύτω νεκροταφείου μετέφερα ο ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του βυζαντινού ναού των Ταξιαρχών το σεπτόν σκήνος του,
τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου όπως θρηνώ τον άοίδιμον ήρωα.
Οι ιερείς καθ’ εκάστην ημέραν διετάχθησαν να εύχωνται επί του τάφου του.
Προσωρινώς ανιδρύσαμεν ευπρεπή τάφον επί του οποίου φέγγει ο νεκρικός φανός, μέχρις ου άνατείλη η ήμέρα καθ’ ην η ΠατρΙς θα ανεγείρη σύσσωμος επ’ αυτού το αθάνατον της δόξης τρόπαιον.
Απαρηγόρητος
Κώστας Γεωργίου
(Καστορίας Γερμανός)
Πηγή: Αβέρωφ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...