Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Τις γιορτές για να τις ζήσουμε πρέπει να έχουμε στο νου μας στις Άγιες Ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε τις Άγιες Ημέρες. Να σκεφτόμαστε τα γεγονότα της κάθε Άγιας Ημέρας και να λέμε την ευχή δοξολογώντας τον Θεό. Έτσι να γιορτάζουμε με ευλάβεια κάθε γιορτή», έλεγε ο Όσιος Παΐσιος (Οσιου Γέροντος Παϊσίου ‘’Περί προσευχής, Λόγος στ΄).
Διαβάζοντας αυτά που είπε ο Όσιος Παΐσιος, θυμήθηκα ότι στο σκλαβωμένο σήμερα χωριό μου δεν είχαμε ιδιαίτερα παραδοσιακά έθιμα, ανήμερα των Χριστουγέννων. Ούτε και ιδιαίτερο στολισμό είχαμε, εκτός από την απαιτούμενη καθαριότητα η οποία προηγείτο. Εκείνη τη μέρα τα παλιά χρόνια το μόνο που έκαναν αρκετοί συγχωριανοί μου ήταν να πηγαίνουν αχάραδα στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού (τώρα δυστυχώς οι Τούρκοι την έκαναν τζαμί), για τη Θεία Λειτουργία της Γέννησης του Χριστού. Οπωσδήποτε θα συμμετείχαν οι περισσότεροι στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Η Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, στο χωριό μου ήταν σαν μια μικρή αγρυπνία. Όσο αφορά το υπόλοιπο της μέρας, μετά τη Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, δεν είχε κάτι διαφορετικό. Ούτε και πολύ διαφορετικό φαγητό υπήρχε, αλλά ούτε και εδέσματα, για αρκετούς συγχωριανούς μου. Το μόνο ιδιαίτερο ήταν η βασιλόπιττα, όχι σε μορφή γλυκίσματος, αλλά ένα πιο μεγάλο ψωμί με σταυρό, το οποίο άφηναν για την πρωτοχρονιά, που είναι η εορτή του Αγίου Βασιλείου.
Είχαν όμως μια χαρά διαφορετική αρκετοί από αυτούς. Θα φανώ υπερβολικός αν πω ότι δεν υπήρχε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα που να τους έδιδε ξεχωριστή χαρά τη μέρα αυτή. Γι’ αυτούς η μέρα εκείνη ήταν Χριστούγεννα. Αυτή ήταν η μεγάλη χαρά για αρκετούς από αυτούς. Ήταν Χριστούγεννα. Αυτή ήταν η πηγή της χαράς για αρκετούς από τους συγχωριανούς μου, η Γέννηση του Χριστού. Είναι υπερβολή; Αυτό κράτησα από το σκλαβωμένο σήμερα χωριό μου τη μέρα εκείνη.
«Ο Χριστός με τη μεγάλη του αγάπη και με τη μεγάλη του αγαλλίαση που σκορπάει στις ψυχές των πιστών με όλες τις Άγιες Γιορτές του, μας ανασταίνει αληθινά αφού μας ανεβάζει ψηλά πνευματικά. Αρκεί να συμμετέχουμε και να έχουμε όρεξη πνευματική να τις πανηγυρίζουμε πνευματικά», έλεγε ο Όσιος Παΐσιος (Οσιου Γέροντος Παϊσίου ‘’Περί προσευχής, Λόγος στ΄).
Πηγή: Ακτίνες
«Ἐπὶ γῆς εἰρήνη» (Λουκ. 2,14)
Σὲ ἐξαιρετικὴ κίνησι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σὲ ἐξαιρετικὴ κίνησι βρίσκεται ἀπόψε – νύκτα τῆς γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ὁ ἀγγελικὸς κόσμος.
Μακριὰ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ἕνα ἄσημο σημεῖο τῆς γῆς, τὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, συγκεντρώνει τὴν προσοχὴ τῶν ἀγγέλων. Ἐκεῖ συνέβη τὸ μοναδικὸ γεγονός, ποὺ οὔτε ἔγινε ποτὲ ἄλλοτε οὔτε θὰ ξαναγίνῃ.
Γι᾽ αὐτὸ κατεβαίνει οὐράνια στρατιά· γιὰ νὰ χαιρετίσῃ καὶ νὰ προσκυνήσῃ τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεέμ, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία γιὰ μᾶς ἔγινε καὶ Υἱὸς ἀνθρώπου. Οἱ αἰθέρες τῶν οὐρανῶν ἀντιλαλοῦν καὶ δονοῦνται ἀπὸ τοὺς χαρμόσυνους ἤχους τοῦ ὕμνου τους· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14), ποὺ ἀναλυτικώτερα σημαίνει· Δοξασμένος στὰ οὐράνια ἀπ᾽ τοὺς ἀγγέλους του ὁ Θεός, καὶ κάτω ἐδῶ στὴν ταραγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία γῆ ἂς βασιλέψῃ πιὰ ἡ ποθητὴ εἰρήνη τῶν ψυχῶν· εὐδόκησε τώρα ὁ Πανάγαθος νὰ φέρῃ στοὺς ἀνθρώπους τὴ σωτηρία.
Οἱ καθαρὲς καρδιὲς τῶν ποιμένων, ποὺ «ἀγραυλοῦν», μένουν στοὺς ἀγροὺς - στὸ ὕπαιθρο, καὶ «φυλάσσουν φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν» (ἔ.ἀ. 2,8), φρουροῦν τὴ νύχτα τὸ κοπάδι τους μὲ βάρδιες, αὐτὲς οἱ καρδιὲς σὰν ἄριστος ψυχικὸς δέκτης συλλαμβάνουν κι ἀκοῦνε πρῶτες τοῦτο τὸν ὕμνο. Κι ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ποιμένων ὁ θεσπέσιος αὐτὸς ὕμνος μεταδίδεται ἀπὸ τότε στὸν χριστιανικὸ λαό. Καὶ εἶνε αὐτὸς ὁ τελειότερος ὕμνος, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων μποροῦν νὰ ὑμνήσουν τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Σὲ δοξάζουμε, Κύριε, λέμε στὸ Χριστὸ μὲ τὸν ὕμνο τοῦτο· διὰ σοῦ δοξάζεται ὁ Θεός, διὰ σοῦ εἰρηνεύει ἡ γῆ, διὰ σοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται παιδὶ ἀγαπημένο τοῦ οὐράνιου Πατέρα.
Τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεέμ, λοιπόν, ἦρθε γιὰ νὰ φέρῃ στὸν κόσμο τὴν εἰρήνη. Αὐτὸ τὸ Νήπιο εἶνε ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων. Στὸ νόημα αὐτὸ παρακαλῶ νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας.
***
Δὲν πρόκειται πάντως γιὰ εἰρήνη ἁπλῶς ἐξωτερική, ὅπως αὐτὴ ποὺ ἐννοεῖ συνήθως ὁ κόσμος καὶ οἱ πολιτικοί· πρόκειται γιὰ εἰρήνη ἐσωτερική, βαθειά, μυστική, θεία. Εἶνε μία κατάστασι τῆς ψυχῆς, ποὺ μόνο ὅσοι ἔχουν πλησιάσει τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου μὲ πίστι καὶ μετάνοια εἶνε σὲ θέσι νὰ ζήσουν. Εἶνε δώρημα θεῖο. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, αὐτὴ εἶνε ἡ εἰρήνη ποὺ μᾶς ἔφερε ὁ Χριστός.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε κάπως καλύτερα τί σημαίνει «εἰρήνη Χριστοῦ», πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν, ὅτι μέχρι τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος βρισκόταν σὲ ἐχθρότητα μαζί του, τὸν χώριζε τεῖχος· τὸ τεῖχος ἦταν ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶνε φραγμός, τεῖχος σινικό, ποὺ διακόπτει τὶς σχέσεις ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Καὶ ὁ φραγμὸς αὐτὸς ἦταν φραγμὸς αἰώνων. Ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνοντας ἀπομακρυνόταν συνεχῶς ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν πηγὴ τοῦ καλοῦ, καὶ ὁ φραγμὸς ὁλοένα ὑψωνόταν. Οἱ πρωτόπλαστοι ἔβαλαν τὸν πρῶτο λίθο· πάνω στὸν λίθο αὐτόν, στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, προστέθηκε δεύτερος λίθος, τὸ ἁμάρτημα τοῦ Κάιν·
στὸν δεύτερο λίθο τρίτος καὶ οὕτω καθεξῆς· καὶ ἔτσι διὰ μέσου τῶν αἰώνων οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρωπίνου γένους σχημάτισαν τείχη σινικά, μέσα στὰ ὁποῖα κλείστηκε αἰχμάλωτη ἡ
ἀνθρώπινη ψυχή, χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ Θεό.
Οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρχάγγελος μποροῦσε νὰ γκρεμίσῃ τὸ φοβερὸ αὐτὸ τεῖχος. Τί λέω νὰ γκρεμίσῃ; Οὔτε μιὰ πέτρα ν᾽ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὰ τείχη αὐτά, ποὺ μαῦρα, ἀπαίσια, βουβά, ἀκίνητα ὑψώνονταν μπροστὰ στὴν ἀνθρωπότητα. Ποιός θὰ κατεδάφιζε τὰ τείχη αὐτὰ τῆς ἁμαρτίας, τὰ ἀπείρως πιὸ φοβερὰ ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Ἰεριχοῦς; Ποιός θὰ ἐπανασυνέδεε τὸ πλάσμα μὲ τὸν Πλάστη του;
ποιός θὰ συμφιλίωνε πάλι τὸν ἐπαναστάτη μὲ τὸν Βασιλέα του, ποιός θὰ εἰρήνευε τὸν ἄσωτο υἱὸ μὲ τὸν Πατέρα του;
Τὸ πρόσωπο, ποὺ θ᾿ ἀνελάμβανε τὸ ἔργο αὐτό, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἀνώτερο ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀνώτερο κι ἀπὸ ἀγγέλους. Μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶχε τὴ δύναμι αὐτή. Γι᾿ αὐτὸ ἐνανθρώπησε. Μὲ τὸ αἷμα, ποὺ ἔχυσε πάνω στὸ σταυρό του ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου ποὺ ἦταν καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, συμφιλίωσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ἔπαψε πιὰ νὰ εἶνε τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀποστροφῆς καὶ ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε φίλος τοῦ Θεοῦ, οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ, τέκνον τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι τὸ τεῖχος τῆς ἁμαρτίας γκρεμίστηκε.
Ἀλλ᾽ ἐὰν ἡ κορυφὴ τῆς εἰρήνης αὐτῆς χάνεται στὰ μυστηριώδη ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, ἡ βάσι, τὸ θεμέλιό της, βρίσκεται μέσα στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ καὶ ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτὸν μιὰ ψηλαφητὴ πραγματικότητα. Καὶ πῶς ὄχι; Ἦταν ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ γύρω του καὶ ὅλα τὰ ἐντός του μαρτυροῦσαν, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ σχέσι ὁ ἀκάθαρτος μὲ τὸν Ἀμόλυντο, ὁ ἐπαναστάτης μὲ τὸν Βασιλέα, ὁ ἀποστάτης μὲ τὸν Κύριό του.
Ἡ συναίσθησι αὐτὴ τὸν τυραννοῦσε. Σὰν δαμόκλειος σπάθη κρεμόταν πάνω ἀπ᾽ τὴ συνείδησί του καὶ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἡσυχάσῃ. Ἤθελε νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τὸ Θεό, ζητοῦσε τρόπο. Ἀλλὰ πῶς; μὲ ὁδοιπoρίες σὲ ἁγίους τόπους; μὲ νηστεῖες; μὲ θυσίες; μὲ τί τέλος πάντων θὰ ἐξευμένιζε τὴν θεία ὀργή, ὅπως πίστευαν οἱ ἀρχαῖοι; Τὰ δοκίμασε ὅλα· μὰ ὕστερα ἀπὸ τόσες δοκιμὲς ὁ ἄνθρωπος αἰσθανόταν πάλι, ὅτι δὲν ἐπῆλθε τὸ προσδοκώμενο καὶ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα, ἡ εἰρήνη. Ἡ ταραχὴ τῆς συνειδήσεώς του ἐξακολουθοῦσε νά ᾽νε ἡ ἴδια ἢ καὶ γινόταν ἀκόμα πιὸ σφοδρή.
Ἀνήσυχη ἡ ψυχὴ ἀτένιζε πρὸς τὰ ὕψη καὶ μὲ βαθὺ πόνο ζητοῦσε τὸν Συμφιλιωτή, ἐκεῖνον ποὺ θὰ τὴν συνέδεε μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ θὰ τὴν ἔφερνε σὲ ἐπικοινωνία, σὲ σχέσεις φιλικές, στενές, τρυφερές, ἅγιες, μὲ τὸν Αἰώνιο Κυρίαρχό του.
Καὶ ὁ Συμφιλιωτὴς βρέθηκε! βρέθηκε μόνο στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του ἕνωσε τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Αὐτὸς ἔστειλε τὸ περιστέρι τῆς εἰρήνης, νὰ πετάξῃ πάνω ἀπ᾽ ὅλη τὴν ὑδρόγειο καὶ νὰ φέρῃ τὸν κλάδο τῆς ἐλαίας, τὸ μήνυμα τῆς συμφιλιώσεως, ὅπως εἶχε γίνει ἄλλοτε μὲ τὴν περιστερὰ τοῦ Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμό (βλ. Γέν. 8,11).
Αὐτὸς ἐξαφάνισε τὸ χάσμα, τὸ βαθὺ καὶ ἀγεφύρωτο, καὶ ἔζευξε τὸ κενό. Αὐτὸς μὲ τὸ αἷμά του ὑπέγραψε στὸν Γολγοθᾶ τὴν συμφιλίωσι τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ Θεό. Αὐτός, καὶ μόνο αὐτός, ἔχει τὴ μυστικὴ δύναμι νὰ ἐπαναφέρῃ στὴν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀσώτους καὶ νὰ δημιουργήσῃ ἄρρηκτους δεσμοὺς εἰρήνης ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ τὸν Δημιουργό της·
δεσμούς, ποὺ οἱ γνωστοί μας ἀνθρώπινοι δεσμοὶ τῆς φιλίας, τῆς συγγενείας, τῆς συζυγικῆς ἀγάπης εἶνε ἀσθενεῖς σκιές.
Ἔτσι ἐπιτεύχθηκε ἡ συμφιλίωσις.
***
«Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη», ἀδελφοί μου!
Ἂς πλησιάσουμε τὸν σαρκωθέντα Θεό. Ἂς πιστέψουμε σ᾽ αὐτόν. Τότε ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ σὰν λεπτὴ πνοή, σὰν δροσερὴ αὔρα τοῦ οὐρανοῦ, θὰ δροσίζῃ, θὰ διαποτίζῃ καὶ θὰ ζωογονῇ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξί μας.
Ἂν ἐμεῖς ἔχουμε βαθειὰ μέσα μας τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, θὰ μένουμε ἀσάλευτοι ὅπως μένουν ἀσάλευτα τὰ νησάκια μέσα στὴ θύελλα τοῦ ὠκεανοῦ καὶ ὅπως μένουν ἀκίνητοι οἱ βράχοι μέσα στὴ θαλασσοταραχὴ τοῦ πελάγους. Ἂς μαίνωνται οἱ ἄνεμοι, ἂς λυσσοῦν ὅσο θέλουν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ἂς σείεται ἡ γῆ, ἂς βροντᾷ ὁ οὐρανός, ἂς σαλεύωνται τὰ ὄρη, ἂς σκοτίζεται ὁ ἥλιος, ἂς πέφτουν τ᾽ ἀστέρια, ἂς πολεμοῦν τὰ ἔθνη, ἂς γίνεται ὁ κόσμος ἄνω κάτω· ἐμεῖς θὰ ἔχουμε μέσα μας τὴν εἰρήνη, καὶ θὰ εἴμαστε εὐτυχισμένοι.
Τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐσωτερική, τὴ μυστική, τὴ βαθειά, τὴν θεία, κανένας ἄνθρωπος καὶ κανένα πρᾶγμα δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ.
Αὐτός, μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο ταραγμένο καὶ ἀνήσυχο, θὰ μπορῇ τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων νὰ ψάλλῃ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, φ. 230-231/1939, σ. 138) καὶ ἀναδημοσιεύθηκε στὸ βιβλίο Χριστούγεννα (Ἀθῆναι 1995 2 , σσ. 319-325). Μεταγλώττισις στὴν ὁμιλουμένη σήμερα καὶ ἐλάχιστη ἐπέκτασις 21-11-2016.)
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ Γεννηθέντι ἀδελφοί,
Ἡ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ ἡμῶν κατά τήν ἀνθρώπινή Του φύση, πρό περίπου δύο χιλιάδων ἐτῶν, συνέβη κατά τό πάνσοφο θεῖο σχέδιο σέ περίοδο γεωπολιτικῆς εἰρήνης καί ἁρμονίας ὑπό τόν Καίσαρα Αὔγουστο τῆς Ρώμης, ὥστε ἀργότερα ἡ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου νά ἐπιτευχθεῖ εὐχερέστερα· κατά τήν ἱερά Ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπί τῆς γῆς ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο ... καί ὑπό μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται». Πόσο διαφορετική ἀπό ἐκείνην εἶναι ἡ σημερινή κατάσταση, ὅταν παγκοσμίως, παρά τήν τεχνική πρόοδο τοῦ ἀποστατοῦντος κόσμου, ἐπικρέμανται τώρα «φόβοι καί προσδοκίαι τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ» ποικίλων δεινῶν (Λουκ. 21, 26)!
Ἐάν ὅμως ἀπουσιάζει ἐν πολλοῖς στίς μέρες μας ἡ γεωπολιτική εἰρήνη, καί μάλιστα ἡ εὐσεβής καί ἔνθεη ἐκείνη τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμηοσύνης μας διατήρησε ἐπί αἰῶνες, ὡστόσο τό κοσμοσωτήριον ἔργο τοῦ τικτομένου ἐν τῇ Ἁγίᾳ Πόλει Βηθλεέμ Σωτῆρος Χριστοῦ, «τοῦ ἀναβάντος ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τά πάντα» (Ἐφ. 4,10), εἶναι διά παντός τέλειο – χωρίς νά χρῄζει συμπληρώσεως ἤ ἀνανεώσεως - ἀνεξάλειπτο, παγκόσμιο καί νικητήριον ἐπί τοῦ κόσμου, διότι «μείζων ἐστίν ὁ ἐν ἡμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω. 4, 4)· τῆς δικῆς Του πολιτείας καί Βασιλείας ἔχουμε πολιτογραφηθεῖ πολῖτες μέσῳ τοῦ Παναγίου Σώματος τῆς Ἐκκλησίας· «ἐπεγράφημεν οἱ πιστοί ὀνόματι Θεότητος, Σοῦ τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς Ἁγνῆς». Ἡ ἰδιότητα αὐτή τῆς κατά Χριστόν πολιτείας δέν εἶναι καταχωρισμένη μόνον σέ χαρτιά καί ἐκφαινόμενη σέ ἔργα πολιτισμοῦ, ἀλλά στόν ἔσω ἄνθρωπο τῆς καρδίας, μέ ἐσωτερική ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ βεβαιότητα · εἶναι «ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλά Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλά ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Β΄ Κορ. 3,3).
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ μόνοι αὐθεντικοί ἑρμηνευτές τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ, οἱ διάδοχοι τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν καί Προφητῶν καί Ἀποστόλων, διεισδύουν εἰς βάθος στό ἀπερινόητο μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ καί ἐξάγουν ἀπό τά βάθη τοῦ Πνεύματος διδάγματα ἅγια, ἱερά, πού ἀνυψώνουν τόν νοῦν καί τήν καρδιά μας πολύ μακρύτερα ἀπό μιά ἁπλῆ, ἑορταστική καί ἠθικολογική ἀντιμετώπιση τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ὡς ἑνός «παραδείγματος»· μᾶς εἰσάγουν στό εὐρύτερο πλαίσιο τῆς θείας Οἰκονομίας, τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαρχή τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε ἡ ἱστορική κατά σάρκα Γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ δικός μας Συμπολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀναπτύσσει μέ θεϊκή σοφία τό πῶς ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀναδεικνύει μεταξύ ἄλλων ὄχι μόνον τήν θεία φιλανθρωπία, ἀλλά καί τήν θεία δικαιοσύνη · ἔτσι ὁ Χριστός μᾶς διδάσκει ἐμπράκτως τό νά εἴμαστε δίκαιοι, ἀκόμη καί ὅταν μποροῦμε νά δροῦμε μέ ἀκατάβλητη ἰσχύ, ὥστε νά γίνει ἡ δικαιοσύνη αἰώνιο κτῆμα μας· «διδαχθῆναι δέ καί τούς ἀνθρώπους ἔδει τήν δικαιοσύνην ἐνταῦθα δι΄ ἔργων ἐν τῷ καιρῷ τῆς θνητότητος ἐπιδείκνυσθαι, ἵν’ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἀθανασίας τήν δύναμιν λαβόντες, ἀκατάβλητον ἔχωσι».
Σέ τί συνίσταται, ὅμως, ἡ θεία αὐτή δικαιοσύνη ἐν προκειμένῳ, χάριν τῆς ὁποίας ὁ Θεός Λόγος ἐνηνθρώπησε, ἄν καί ἦταν δυνατόν νά καταργήσει κατ’ εὐθεῖαν, χωρίς νά γεννηθεῖ ὡς ἄνθρωπος, τήν δύναμη τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου; Ἐν πρώτοις, ἐπειδή ἡ ἀνθρωπότητα νικήθηκε ἀπό τόν διάβολο διά τῆς προπατορικῆς παρακοῆς, ἦταν ἀπαραίτητο τώρα νά νικήσει τόν ἀρχέκακον ὄφι ἡ ἀνθρώπινη φύση, καί ὄχι ἀπ’εὐθείας ὁ Παντοδύναμος Θεός· «ἔδει ὑπό τῆς νικηθείσης φύσεως νικηθῆναι τόν νικήσαντα ... ἔδει τε καί ἀναγκαῖον ἦν ἄνθρωπον γενέσθαι ἁμαρτίας ἄγευστον ἐσόμενον»· ὅμως μόνον ὁ Θεάνθρωπος μποροῦσε νά εἶναι ὡς ἄνθρωπος ἐντελῶς ἀναμάρτητος, ὥστε νά νικήσει, καθότι εἶναι «τῆς τοῦ διαβόλου δουλείας δικαίως ἐλεύθερος». Ἐπίσης, ἐπειδή ὅλοι οἱ μέχρι τότε ἄνθρωποι φαίνονταν κληρονόμοι τῆς προπατορικῆς φθορᾶς, τῶν συνεπειῶν τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων, κατηγορεῖτο ἀδίκως ἡ ἀνθρωπίνη φύση ὡς ἐκ τῆς δημιουργίας της κακή· μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀποκαθίσταται καί ἀποδεικνύεται ὄχι μόνον ἐκ φύσεως καλλίστη, ἀλλά κατάλληλη νά τήν ἐνδυθεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ἐπί πάντων Θεός· «διά τοῦτο ἀναλαμβάνει τήν ἀνθρωπίνην φύσιν Θεός, ἵνα δείξῃ τοσοῦτον ἁμαρτίας οὖσαν ἐκτός, καί τοσοῦτο κεκαθαρμένην, ὡς καί ἑνωθῆναι Τούτῳ δύνασθαι καθ΄ ὑπόστασιν καί συνδιαιωνίζειν Αὐτῷ ἀδιαίρετον». Ἔτσι δικαιώνεται καί ἡ ἀρχαία θεία παιδαγωγία ἐπί τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν θνητοί «φθόνῳ τοῦ πονηροῦ καί συγχωρήσει δικαίᾳ τοῦ Ἀγαθοῦ», διότι θά ἦταν ἄδικο νά ἔχει τιμωρήσει ὁ Θεός τήν ἀνθρώπινη φύση, ἄν θά ἦταν αὐτή ἐξ ὁρισμοῦ κακή, «ὡς μή δικαίως καταδικάσας τόν ὑπ’ Αὐτοῦ γεγονότα καταδίκης ἄξιον ἄνθρωπον»
Περαιτέρω, ἡ θεία δικαιοσύνη ἐξισορροπεῖ τήν κακία τοῦ διαβόλου κατά τοῦ ἀνθρωπίνου γένους: ὁ διάβολος, «τῆς τυραννίδος ἐραστής, τῇ δικαιοσύνῃ μαχόμενος», ἀδίκως μᾶς φθόνησε, ὁ Θεός καί Πλάστης μας δικαίως ἀγάπησε τήν σωτηρία μας· ὁ πονηρός μέ ἀδικία καί δόλο διενήργησε ὅσα ὁδήγησαν στήν πτώση μας, ἐνῷ ὁ Σωτήρ μέ δικαιοσύνη καί σοφία ἐπέφερε τήν τελεία ἧττα τοῦ διαβόλου· «ὡς ἐκεῖνος ἀδίκως ἠράσθη τῆς ἀπωλείας τοῦ Θεοῦ πλάσματος, οὕτως ἐνδίκως ὁ πλάσας ἠράσθη τῆς σωτηρίας τοῦ πλαστουργήματος· καί ὡς ἐκεῖνος ἀδικίᾳ καί δόλῳ τήν νίκην ἑαυτοῦ καί τήν τοῦ ἀνθρώπου πτῶσιν κατέπραξεν, οὕτως ὁ ἐλευθερωτής ἐν δικαιοσύνῃ καί σοφίᾳ τήν ἧτταν εἰς τέλος τοῦ ἀρχεκάκου καί τήν ἀνακαίνισιν τοῦ οἰκείου ἐξείργασται πλάσματος». Σέ ὅλα αὐτά διαλάμπει ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐνεργεῖ δικαίως καί ὄχι τυραννικῶς: «αὕτη γάρ ἀρίστη τάξις, προηγεῖσθαι τήν δικαιοσύνην τῆς δυνάμεως, καί τοῦτο θείας ὡς ἀληθῶς καί ἀγαθῆς δεσποτείας, ἀλλ’ οὐ τυραννίδος ἔργον τῇ δικαιοσύνῃ τήν δύναμιν ἕπεσθαι».
Ἡ ἄκτιστη θεία Σοφία καί Πρόνοια, Ταμίας καί Παροχεύς τῆς ὁποίας εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Πατρός, βλέπουμε ὅτι ἐπιβλέπει ὅλη τήν πορεία τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου μας· οἱ ἅγιοι Πατέρες πάντοτε καί ἐν προκειμένῳ μᾶς τονίζουν ὅτι οἱ δυσχέρειες τοῦ παρόντος βίου, κατά μίμηση τοῦ Γεννωμένου καί διωκομένου Χριστοῦ, εἶναι ἀπαραίτητη προετοιμασία γιά τήν σωτηρία μας, «πρός διόρθωσιν τῶν ἁμαρτημάτων, πρός γυμνασίαν, πρός κατάληψιν [=συνειδητοποίησιν] τῆς τοῦ βίου τούτου ταλαιπωρίας, πρός προτροπήν τοῦ ἐπιθυμεῖν διαπύρως τήν καινήν ὄντως ζωήν καί μακαριότητα» μολονότι παραμένουμε «ἀοράτως ἐνδεδυμένοι Χριστόν». Ἡ ἱερά ὑμνογραφία μᾶς προτρέπει, λοιπόν, αὐτές τίς ἡμέρες νά προετοιμασθοῦμε καταλλήλως, ἱερουργώντας ἐσωτερικῶς τήν ἀπολύτρωσή μας μέ τήν ἱερά Ἐξομολόγηση καί τά δάκρυα μετανοίας, «ἱερουργεῖσθαι τό λύτρον γινώσκοντες ἐκ τῶν ἰδίων σπλάγχνων τε καί δακρύων πηγῆς, Χριστῷ διά τῆς ἐξαγορεύσεως πιστοί προσέλθωμεν», ὥστε νά συμμετάσχουμε στήν παγκόσμια χαρά · «ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καί ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε λαοί, ὅτι δεδόξασται» !
Μέ θερμότατες εὐχές γιά εὐλογημένα Χριστούγεννα,
Ὁ Καθηγούμενος τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Παντοκράτορος
† Ἀρχιμανδρίτης Κύριλλος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕν᾿ ἄχυρο, ἕνα φτωχὸ κομάτι
τὴν ὥρα π᾿ ἄνοιγ᾿ ὁ Χριστὸς στὸν ἥλιο του τὸ μάτι.
Νὰ ἰδῶ τὴν πρώτη του ματιὰ καὶ τὸ χαμόγελό του,
τὸ στέμμα τῶν ἀκτίνων του γύρω στὸ μέτωπό του.
Νὰ λάμψω ἀπὸ τὴ λάμψι του κι᾿ ἐγὼ σὰν διαμαντάκι
κι᾿ ἀπὸ τὴ θεία του πνοὴ νὰ γίνω λουλουδάκι.
Νὰ μοσκοβοληθῶ κι᾿ ἐγὼ ἀπὸ τὴν εὐωδία,
ποὺ ἄναψε στὰ πόδια του τῶν Μάγων ἡ λατρεία.
Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕνα ἄχυρο ἕνα φτωχὸ κομμάτι
Τὴν ὥρα π᾿ ἄνοιγ᾿ ὁ Χριστὸς στὸν ἥλιο του τὸ μάτι.
Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές.
Οἱ μεγάλοι καφενέδες ἤτανε γεμάτοι καπνὸ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ φουμάριζε. Ὁ καφενὲς τ᾿ Ἀσημένιου εἶχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εἶχε μέσα δύο σόμπες, καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θαμπά, ἀπ᾿ ὄξω ἔβλεπες σὰν ἤσκιους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ μουστερῆδες εἴχανε βγαλμένες τὶς γοῦνες ἀπὸ τὴ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραῖοι.
Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα.
Ἀντίκρυ στὸν μεγάλον καφενὲ τ᾿ Ἀσημένιου ἤτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα καὶ τέτοια. Ἴσια-ἴσια ἀντίκρυ στὴ μεγάλη πόρτα τοῦ καφενὲ ἤτανε ἕνα μικρὸ καφενεδάκι, τὸ πιὸ φτωχικὸ σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία, μία ποντικότρυπα.
Ἐνῷ ὁ μεγάλος ὁ καφενὲς φεγγολογοῦσε καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θολὰ ἀπὸ τὴ ζέστη, ἡ ποντικότρυπα ἤτανε σκοτεινή, γιατὶ ἡ λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία ἄναβε, μία ἔσβηνε, ὅπως ἔμπαινε ὁ χιονιᾶς ἀπὸ τὰ σπασμένα τζάμια τῆς πόρτας. Ἡ φιτιλήθρα ἤτανε στραβοβιδωμένη καὶ τσαλαπατημένη σὰν τὸ μοῦτρο τοῦ καφετζῆ, τοῦ μπαρμπα-Γιαννακοῦ τοῦ Χατζῆ, τὸ φιτίλι στραβοκομμένο, τὸ γυαλὶ σπασμένο ἀπὸ τό ῾να μάγουλο καὶ στὴν τρύπα εἴχανε κολλημένο ἕνα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μὲ νοῦ σου τί φῶς ἔδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τὰ σανίδια ἤτανε σάπια καὶ τρίζανε. Στὸν τοῖχο ἤτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σὰν ἀρχαῖα εἰκονίσματα: τό ῾να παρίστανε τὸν Μέγα Πέτρο μέσα σὲ μία βάρκα ποὺ τὴν ἔδερνε ἡ φουρτούνα, τ᾿ ἄλλο τὸν μάντη Τειρεσία ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τ᾿ ἄλλο τὸν Παναγῆ τὸν Κουταλιανὸ ποὺ πάλευε μὲ τὴν τίγρη.
Ἡ πελατεία ἤτανε συνέχεια μὲ τὸ καφενεῖο. Ὅλοι-ὅλοι ἤτανε πέντ᾿ - ἕξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μὲ κάτι τρύπιες γοῦνες ποὺ δὲν τὶς ἔπιανε ἀγκίστρι. Δύο-τρεῖς ἤτανε γιαλικάρηδες, δηλαδὴ εἴχανε καμιὰ σάπια βάρκα καὶ βγάζανε θαλασσινὰ γιὰ μεζέδες, ποὺ τὰ λέγανε γιαλικά, γιατὶ βρίσκουνται στὸ γιαλό, δηλαδὴ στὰ ρηχὰ νερά. Οἱ ἄλλοι ἤτανε φρουκαλάδες, δηλαδὴ κάνανε φρουκαλιές. «Ἤτανε καὶ κανένας νεροκουβαλητὴς καὶ κανένας καρβουνιάρης. Νά, αὐτὴ ἤτανε ἡ πελατεία.
Ὁ βοριᾶς ἔμπαινε μέσα μὲ τὴν τρούμπα, καὶ στριφογύριζε τὴ λάμπα ποὺ κρεμότανε ἀπὸ τὸ μαυρισμένο ταβάνι, κι ἀναβόσβηνε. Ἀπὸ τὸ κρύο τρέμανε οἱ γέροι καὶ χουχουλίζανε τὰ χέρια τους, τὰ βάζανε κι ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ τσιγάρο, τάχα γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε.
Ὁ φουκαρὰς ὁ καφετζής, γιὰ νὰ μὴν παγώσει, ἔκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε ἀπὸ τὸ τεζάκι ἴσαμε τὴν πόρτα, μὲ τὴν παλιογούνα ριχμένη ἀπὸ πάνω του καί, γιὰ νὰ δώσει κουράγιο στὴν πελατεία, ἐκεῖ ποὺ σουλατσάριζε, τὸν ἐπίανε τὸ σύγκρυο καὶ χτυπούσανε τὰ κατωσάγονά του, κι ἕσφιγγε ἀπάνω του τὴν παλιοπατατούκα του κι ἔλεγε:
— Ἐεεέχ! Μωρὲ ζεστὸ ποὺ εἶναι τὸ καφενεδάκι μας!...
Ὕστερα γύριζε κι ἔδειχνε τὸν μεγάλον καφενέ, ποὺ καπνίζανε κάργα οἱ σόμπες, κι ἔλεγε:
— Ἀντίκρυ, σκυλὶ ψοφᾶ ἀπὸ τὸ κρύο..., σκυλὶ ψοφᾶ!
Ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Χατζῆς!
Ἀπ᾿ ὄξω περνοῦσε κόσμος βιαστικός, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές. Ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ ῾κεῖ ἀκουγόντανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ μαγαζιά.
Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἀνάριευε σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος. Τὰ μαγαζιὰ σφαλοῦσαν ἕνα-ἕνα. Μοναχὰ μέσα στὰ μπαρμπεριὰ ξουριζόντανε ἀκόμα κάτι λίγοι.
Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:
Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη...
Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε μὲ τοῦτα τὰ λόγια:
Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν,
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.
Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.
Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθεῖτε,
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε, μὲ προθυμίαν μπεῖτε.
Ν᾿ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.
Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας,
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.
Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε, γευθεῖτε, εὐφρανθεῖτε,
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.
Δότε κι ἐμᾶς τὸν κόπον μας, ὅ,τ᾿ εἶναι ὁρισμός σας,
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.
Καὶ εἰς ἔτη πολλά.
Νπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.
Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!
Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.
Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Τώρα ἂς πᾶμε τὴν ἴδια βραδιὰ στὴν ἀντικρινὴ στεριά, ποὺ τρεμοσβήνουνε ἕνα-δύο μικρὰ φωτάκια, πέρα ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγᾶ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν χιονιᾶ.
Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες. Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι.
Ἐκεῖ-μέσα βρίσκουνται ἓξ᾿-ἑφτὰ νοματέοι, καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὸν σοφρᾶ. Πρῶτος εἶναι ὁ ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τὸν δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀρχαῖος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες εἶναι σὰν τὸν Γιάννη, μονάχα ποὺ ὁ Γιάννης κάθεται μὲ τὸ πουκάμισο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ βγαίνουνε ὄξω γιὰ νὰ κοιτάζουνε τὰ νιογέννητα, φορᾶνε προβιὲς προβατίσιες μὲ τὸ μαλλὶ γυρισμένο ἀπὸ μέσα.
Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί. Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ.
Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ.
Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός.
Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ.
Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε. Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε:
Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα!
Κανένας δὲ μίλησε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε:
«Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;...
Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του:
Δὲν μπορεῖ! Κάτιτις θὰ ὑπάρχει…
Καὶ δὲν ξαναμίλησε.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
1. Χριστούγεννα σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί. Ἑορτάζουμε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος. Ἑνώθηκε μέ τήν φύση μας τήν ἀνθρώπινη, γιά νά τήν ἁγιάσει καί νά τήν θεώσει. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν οὐρανό ψηλά κατέβηκε στήν γῆ χαμηλά, γιά νά πάρει τόν ἄνθρωπο ἀπό χαμηλά καί νά τόν ἀνεβάσει ψηλά. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο θεό. «Ἐνηνθρώπησεν, ἵνα θεώσῃ τόν ἄνθρωπον», ὅπως τό λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
2. Αὐτός, χριστιανοί μου, ἦταν ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν ὁποῖο δημιουργήθηκε. Νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Ἀλλά εἶναι δυνατόν ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύση νά ἑνωθεῖ μέ τήν θεία φύση καί νά θεωθεῖ; Πῶς καί μέ ποιό τρόπο μπορεῖ νά γίνει αὐτό; Γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς, χριστιανοί μου, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά δείξει στόν ἄνθρωπο τόν τρόπο πρός τήν θέωση. Δηλαδή, δέν ἔφτανε πού ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἀλλά γιά τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἔπρεπε καί νά σαρκωθεῖ ὁ Θεός. «Ἔδει σαρκωθῆναι». Ἔτσι, ἐπειδή στήν συνέχεια συνέβηκε καί ἡ πτώση, ἡ ἁμαρτία δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, «ἔδει παθεῖν» (Πράξ. 17,3), ἔπρεπε νά σταυρωθεῖ, γιά νά μᾶς δώσει μέ τήν σταυρική Του Θυσία τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας.
3. Στόν κόσμο πού ἦρθε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, ἀδελφοί, ἔφερε τήν θεογνωσία καί κήρυξε ὄμορφη θεϊκή διδασκαλία, πού εἶναι γραμμένη στό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Αὐτή τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ γεννηθέντος Μεσσία, πρέπει νά μελετᾶμε συνεχῶς καί μέ βάση αὐτή τήν διδασκαλία νά ρυθμίζουμε τήν ζωή μας. «Νά ζοῦμε βίο τέλειο κατά τό Εὐαγγέλιο», ὅπως μᾶς τό λένε τά κάλαντα τῶν παιδιῶν μας.
4. Ἀλλά νά σᾶς πῶ καί τό ἄλλο. Ξέρετε, χριστιανοί μου, γιατί ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος καί ἦρθε ἀνάμεσά μας; Γιά νά κάνει τήν οἰκογένειά Του! Καί σ᾽ αὐτήν τήν οἰκογένεια ἀνήκουμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί. Γιατί τό βάπτισμα εἶναι ἡ θύρα ἀπό τήν ὁποία μπαίνουμε στήν ἱερή αὐτή οἰκογένειά Του. «Ἐκκλησία» λέγεται ἡ οἰκογένεια αὐτή τοῦ Θεοῦ. Σ᾽ αὐτήν τήν οἰκογένειά μας νοιώθουμε ὡραῖα μέ τήν ἀγάπη στόν Θεό καί τήν ἀγάπη μεταξύ μας. Στήν Ἐκκλησία μας λεγόμαστε καί εἴμαστε ὅλοι «ἀδέλφια», γιορτάζουμε ὅλοι μαζί καί τρῶμε ὅλοι μαζί! Ἡ τροφή μας εἶναι θεϊκή. Τρῶμε τόν Ἴδιο τόν Θεό! Ὁ Ἰώβ κάποτε εἶχε πεῖ ἀπό παλαιά, προτοῦ ἀκόμη νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Εἶχε πεῖ: «Ποιός θά μοῦ δώσει τήν σάρκα (τοῦ Θεοῦ) νά τοῦ τήν φάω;» (Ἰώβ 31,31). Μέ τήν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἑορτάζουμε σήμερα, καί μέ τήν ἐντολή πού μᾶς ἔδωσε «νά τρῶτε τό Σῶμα Μου» καί «νά πίνετε τό Αἷμά Μου», ἔχουμε πραγματικά ἕνα Θεῖο Δεῖπνο, στό Ὁποῖο γευόμαστε οὐσιαστικά τόν Θεό μας. Ὅλα αὐτά τά ἀγαθά πού ζοῦμε στήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά καί τά ἄλλα ἀγαθά πού περιμένουμε καί στήν μελλοντική μας ζωή, στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅλα αὐτά τά ἀποκτήσαμε μέ τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πού ἑορτάζουμε σήμερα. Γι᾽ αὐτό καί δοξάζουμε μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί λέγουμε: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»!
Χρόνια Σας πολλά!
Μέ πολλές εὐχές
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
Σήμερα να πούμε μερικά που αναφέρονται ακριβώς στις γιορτές, στις μεγάλες αυτές γιορτές που θα γιορτάσουμε και που πρέπει να προσέχουμε αυτά τα οποία περιέχονται στα βιβλία της Εκκλησίας και τα οποία είτε αναγινώσκονται είτε ψάλλονται στους ναούς και ιδιαίτερα τώρα τις μεγάλες γιορτές.
Τίποτε άλλο δεν θέλει ένας χριστιανός, τίποτε άλλο, παρά να πάει στην εκκλησία τα Χριστούγεννα, και απ’ όσα θα γίνουν εκείνη την ημέρα στο ναό –σ’ όποιο ναό κι αν πάει– απ’ όσα θα ακούσει, πολύ λίγα να πιάσει, πολύ λίγα να κρατήσει, πολύ λίγα να φθάσουν στην ψυχή του. Αυτά του φθάνουν να ζήσει μια ολόκληρη χρονιά, του φθάνουν για όλη του τη ζωή, του φθάνουν, αν θέλετε, για την αιωνιότητα. Μόνο το απολυτίκιο, ας πούμε, των Χριστουγέννων να προσέξει κανείς λέξη προς λέξη και με τον φωτισμό του Θεού να εμβαθύνει στο νόημά του, του φθάνει. Μόνο το κοντάκιο να προσέξει ή μόνο το εξαποστειλάριο «Επεσκέψατο ημάς…» ή ένα τροπάριο από τους αίνους ή από τις καταβασίες ή από τα καθίσματα «Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθη ο Χριστός…» του φθάνει, ένα τροπάριο να προσέξει κανείς. Αλλά να το προσέξει, να το εννοήσει, να τον φωτίσει ο Θεός να εμβαθύνει στο νόημα, να ανοίξει ο Θεός την καρδιά του, να μαλακώσει ο Θεός την καρδιά του, για να αγγίξουν τα νοήματα που περιέχονται στο καθένα απ’ αυτά την καρδιά του. Και φθάνει αυτό, για να πάθει ο άνθρωπος αλλοίωση εσωτερική, αλλαγή εσωτερική, να γιορτάσει πραγματικά Χριστούγεννα, ν’ αρχίσει γι’ αυτόν πράγματι μια καινούργια ζωή, να καταλάβει για πρώτη φορά γιατί ήρθε ο Χριστός στη γη, που ακούει και ξανακούει μια ζωή ολόκληρη ότι ήρθε ο Χριστός στη γη.
Ένα παιδί σε κάποιο χωριό στη Ρωσία τα παλιά χρόνια πήγαινε τακτικά μέσα στο ιερό μαζί με άλλα παιδιά, όπου υπηρετούσε, και άκουε τον ιερέα που έλεγε σε κάθε θεία Λειτουργία, στον εσπερινό, στον όρθρο: «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν». Και διερωτάτο το παιδί· «Τι θα πει άνωθεν ειρήνη; Τι είναι άνωθεν ειρήνη;»
Το παιδί, με όσα είχε ακούσει από δω κι από κει, ήξερε ότι ειρήνη είναι να έχουν ειρήνη στο σπίτι, να έχουν ειρήνη στο χωριό οι άνθρωποι, να μη μαλώνουν, να έχει ειρήνη ο κόσμος, ας πούμε, η οικουμένη, να μη γίνεται πόλεμος κλπ. Τι είναι αυτή η άνωθεν ειρήνη; Αργότερα, όταν μεγάλωσε, ήρθε εδώ στην Ελλάδα, πήγε να μονάσει στο Άγιον Όρος, όπου έμαθε αυτά που μαθαίνει καθένας που πηγαίνει εκεί, όποιος βέβαια θέλει να μάθει. Δεν έμαθε με το μυαλό του, δεν διάβασε και έμαθε, αλλά μαθαίνει πλέον η καρδιά. Ο άνθρωπος αρχίζει και ζει ορισμένα πράγματα. Έμαθε λοιπόν, προχώρησε και τότε κατάλαβε τι είναι άνωθεν ειρήνη. Τότε θυμήθηκε και πήρε απάντηση στο ερώτημα που είχε πάντοτε τι σημαίνει άνωθεν ειρήνη.
Ένιωθε μια ειρήνη την οποία ποτέ δεν είχε νιώσει ή ποτέ δεν είχε ακούσει γι’ αυτή την ειρήνη. Ήταν κάτι άλλο αυτή η ειρήνη κι όχι η ειρήνη για την οποία ομιλούν οι άνθρωποι. Κατάλαβε ότι είναι αυτή η ειρήνη για την οποία ομιλεί ο ίδιος ο Κύριος που δίνει την ειρήνη. «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν», λέει, «ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν» (Ιω. 14:27). Ναι· ο Χριστός δίνει μια δική του ειρήνη. Είναι η ουράνια ειρήνη, που είναι κάτι θεϊκό, είναι μια θεϊκή δύναμη, είναι μια θεϊκή παρουσία μέσα στον άνθρωπο, είναι μια θεϊκή ενέργεια. Για να πάρετε απλώς μια ιδέα –μερικοί δεν καταλαβαίνουν, όταν λέμε αυτά– θα φέρω ένα παράδειγμα.
Είναι ένας μελαγχολικός, ας πούμε, άνθρωπος. Πάντοτε μελαγχολικός, πάντοτε έχει ένα κενό μέσα του, πάντοτε μέσα του έχει μια λύπη, μια κατάθλιψη… Κάποτε κάτι γίνεται, και αλλάζουν τα πράγματα μέσα του, και αισθάνεται μια χαρά. Δεν ακούει για χαρά, δεν πιστεύει απλώς σε χαρά, αλλά την αισθάνεται, τη ζει, την έχει μέσα του τη χαρά. Η χαρά αυτή έχει διώξει την κάθε λύπη, την κάθε μελαγχολία, την κάθε κατάθλιψη, όλη αυτή τη σκοτεινή κατάσταση που είχε μέσα του. Δεν ακούει, επαναλαμβάνω, για τη χαρά ή πιστεύει ή έχει διαβάσει σε βιβλία ή άκουσε συζητήσεις να γίνονται για τη χαρά, αλλά είναι κάτι που το νιώθει ο ίδιος. Είναι κάτι άλλο, είναι κάτι που το ζει. Και ο ίδιος δεν μπορεί να μας πει. Απλώς ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται, ο τρόπος με τον οποίο είναι εν μέσω των άλλων, δείχνει ότι, ναι, δεν είναι αυτός που ήταν, ο άνθρωπος με την κατάθλιψη και με τη μελαγχολία, αλλά είναι ο άνθρωπος που είναι πλημμυρισμένος από χαρά.
Αυτό είναι ένα απλό παραδειγματάκι, για να καταλάβουμε ότι, όταν έρθει η ειρήνη –αλλά όχι η ειρήνη σαν μια ανακούφιση, μια πληρότητα εσωτερική, ένα γέμισμα εσωτερικό, για την οποία λένε καμιά φορά οι άνθρωποι και που είναι ανθρώπινα αυτά, είναι ψυχολογικά– όταν λοιπόν έρθει η ειρήνη που δίνει ο Χριστός, ο άνθρωπος δεν μπορεί να πει τίποτε. Τι να πει; Είναι κάτι θεϊκό αυτό. Δεν είναι απλώς ότι σκέπτεται κανείς πως έχει μέσα του τον Θεό, ότι θυμάται ή πιστεύει πως έχει μέσα του τον Θεό, αλλά είναι όντως μέσα του ο Θεός δια της Χάριτός του, και τότε ο άνθρωπος έχει αυτή την ειρήνη. Δεν μπορεί, επαναλαμβάνω, να την εκφράσει, αλλά όμως την έχει και καταλαβαίνει μετά γιατί ο ιερέας λέει «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης».
Έτσι λοιπόν, επανέρχομαι, να πάμε στην εκκλησία και να προσέξουμε όλα αυτά τα οποία γίνονται εκεί, όλα αυτά τα οποία λέγονται εκεί, όλα αυτά τα οποία ψάλλονται. Βέβαια, εφόσον πάμε στην εκκλησία, όλοι κάτι έχουμε και πάμε. Έχουμε μια κάποια πίστη, έχουμε μια κάποια σχέση με όλα αυτά και ίσως όλοι σιγομουρμουρίζουμε μαζί με τους ψάλτες τα καθίσματα, τα απολυτίκια, τα κοντάκια, τα εξαποστειλάρια, τις καταβασίες και άλλα. Και οπωσδήποτε είναι μια κάποια χαρά, και όλοι παίρνουν μια κάποια χαρά εκείνη την ημέρα, είτε είναι Χριστούγεννα είτε είναι Ανάσταση είτε είναι Θεοφάνεια. Ο Θεός είναι αγαθός και δίνει προς όλες τις κατευθύνσεις. Όμως άλλο είναι αυτό, και άλλο είναι να βρει ο Θεός μια ψυχή και να αναπαυθεί εκεί μέσα, όπως τρόπον τινά βρήκε κατάλληλη τη μήτρα της Παναγίας και πήγε και ανεπαύθη εκεί και εσαρκώθη και έγινε άνθρωπος για όλους μας. Αλλά έγινε άνθρωπος, πήρε την ανθρωπίνη φύση από την Παναγία, ακριβώς για να επικοινωνήσει με όλους μας, για να έρθει στις καρδιές όλων μας, και για να μπορεί ο κάθε άνθρωπος να αισθάνεται μέσα του τον Χριστό. Να το προσέξουμε, σας παρακαλώ, αυτό.
Όλα γίνονται γι’ αυτό το πράγμα· εάν δεν συντελεσθεί κάποτε αυτό μέσα μας, δεν αξίζει που ζούμε εδώ, δεν αξίζει ούτε καν να υπάρχει ο άνθρωπος. Δηλαδή να νιώσει ο άνθρωπος ότι ήρθε μέσα του ο Χριστός και ήρθε κατά τρόπο που πέθανε ο δικός του εαυτός. Αυτός ο εαυτός του με τα ελαττώματά του, με τις αδυναμίες του, με τις αμαρτίες του, με τις πτώσεις του, με τις δειλίες του, με τους φόβους του, με τις ανασφάλειές του, με την κατάθλιψή του, με όλα αυτά τα ανθρώπινα.
«Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2:20). Όταν λέει ο απόστολος Παύλος ότι ζει μέσα του ο Χριστός και δεν ζει πλέον αυτός, δεν το εννοεί μόνο από την πλευρά ότι «να, δεν αμαρτάνω πια. Πέθανε ο Παύλος που έκαμνε αμαρτίες, και τώρα ζει μέσα μου ο Χριστός. Δεν ζω εγώ». Δεν το λέει μόνο μ’ αυτή την έννοια, να, έχασε τον εαυτό του, αλλά το λέει με την έννοια ότι ο άνθρωπος και άγιος να είναι, δηλαδή και αναμάρτητος να είναι –αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι μπορεί να είναι ο άνθρωπος αναμάρτητος– άμα μείνει σκέτος άνθρωπος και δεν έχει μέσα του τον Θεό, δεν έχει μέσα του την Χάρι του Θεού, είναι φτωχός, πολύ φτωχός.
Ο πατήρ Αθανάσιος Γιέφτιτς σε ένα μικρό κήρυγμα του αναφέρθηκε σ’ εκείνο που είπε ο Κύριος: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιω. 10:10). Εγώ ήρθα, για να ‘χουν οι άνθρωποι ζωή «και περισσόν έχωσι». «Και περισσόν», είπε ο πατήρ Αθανάσιος, δεν είναι απλώς περισσότερη ζωή, απλώς κάτι παραπάνω. Το θέμα δεν είναι μόνο να ζει ο άνθρωπος, να υπάρχει ο άνθρωπος. Έτσι κι αλλιώς θα υπάρχει ο άνθρωπος αιώνια. Όποιος έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο, θα υπάρχει αιώνια. Ό,τι και να γίνει, κανείς δεν πρόκειται να χαθεί. Ας λένε οι Χιλιαστές ό,τι λένε. Ο κάθε άνθρωπος θα υπάρχει αιώνια. Αυτό είναι εξασφαλισμένο· έτσι το κανόνισε ο Θεός. Όμως δεν φθάνει αυτό· απλώς να υπάρχει ο άνθρωπος, απλώς να ζει είτε σ’ αυτόν τον κόσμο είτε στον άλλο κόσμο. Εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι αυτό το «περισσόν». Και το «περισσόν» είναι ότι ο Χριστός δίνει τον εαυτό του. Ο Χριστός ενώνει τον εαυτό του με τον άνθρωπο. Ο Κύριος δίνει την Χάρι, αυτό το θεϊκό, κι έτσι ο άνθρωπος αισθάνεται ότι έχει σώμα, ψυχή, αλλά έχει και την Χάρι του Θεού, έχει μέσα του και τον Θεό. Δεν είναι σκέτος άνθρωπος, έστω καθαρός, ας πούμε, από αμαρτία ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή. Αυτό δεν φθάνει μόνο του, αλλά χρειάζεται να είναι μέσα του ο Θεός.
Τι σημαίνει Χριστούγεννα; Λέει ο άγιος Αθανάσιος: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός». Δεν μπορούμε να σταθούμε μόνο στο ένα, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Για όσους το πιστεύουν αυτό –είναι κάποιοι που δεν το πιστεύουν· ας τους αφήσουμε εκείνους– δεν φθάνει αυτό μόνο, ότι έγινε ο Θεός άνθρωπος, αλλά ο σκοπός που έγινε άνθρωπος ο Θεός είναι να κάνει τον άνθρωπο θεό. Και τον κάνει τον άνθρωπο θεό. Δηλαδή ενώνεται με τον άνθρωπο, κοινωνεί με τον άνθρωπο και δίνει στον άνθρωπο αυτή την άλλη, την άνωθεν ειρήνη, ας πούμε, αυτή τη θεϊκή κατάσταση. Αυτό αρχίζει ο άνθρωπος να το αισθάνεται απ’ αυτόν τον κόσμο. Στην αρχή λίγο, έπειτα περισσότερο, έπειτα ακόμη περισσότερο, ωσότου ετοιμασθεί και φύγει από εδώ. Φεύγοντας από τον κόσμο αυτό και ιδίως κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα του το δώσει όλο ο Θεός. Θα ενωθεί δηλαδή ολοκληρωτικά ο Θεός με τον άνθρωπο.
Πηγή: (Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Συνάξεις Δωδεκαημέρου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 13.), Κοινωνία Ορθοδοξίας
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 22α Δεκεμβρίου 2016
ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΠΙ ΤΩ ΑΓΙΩ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΩ
Με τη χάρη και την ευλογία του Τριαδικού Θεού, οδεύουμε και εφέτος προς το νοητό σπήλαιο της Βηθλεέμ, να συναντήσουμε για μια ακόμα φορά τον δι’ ημάς νηπιάσαντα Υιό και Λόγο του Θεού, ο Οποίος «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ.4,4), «εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενομένος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ.2,6-8).
Να συναντήσουμε τον «Μεγάλης Βουλής Άγγελο» (Ησ.9,6), ο Οποίος ήρθε στον κόσμο για να αναγγείλει το πλέον χαρμόσυνο άγγελμα όλων των εποχών, να «σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτού» (Ματθ.1,22). Ήρθε «μεθ’ ημών ο Θεός» (Ματθ.1,24) για να μείνει εις τον αιώνα ως «φως εις αποκάλυψιν εθνών» (Λουκ.2,32). Για να λάβουμε και πάλι τη χαμένη υιοθεσία μας και να μπορέσουμε να γίνουμε παιδιά του ουράνιου Πατέρα μας, υιοί και κληρονόμοι της ατέρμονης βασιλείας Του. Να πάψουμε να είμαστε δούλοι της αμαρτίας και υποκείμενοι στη φθορά και στο θανάτου, σύμφωνα με το λόγο του αποστόλου Παύλου, «ώστε ουκέτι ει δούλος, αλλ’ υιός, ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού» (Γαλ.4,7).
Η υπέρτατη όμως αυτή θεία δωρεά απαιτεί από εμάς τα πεσόντα στην αμαρτία ανθρώπινα πρόσωπα την υποχρέωση να την αποδεχτούμε. Να αφήσουμε κατά μέρος την εγωκεντρική μας αυτάρκεια. Να εξέλθουμε από την ατομική μας περιχαράκωση. Να ανοίξουμε διάπλατα την ψυχή μας και να πούμε το μεγάλο ΝΑΙ, στη προσφερόμενη από τον Ενανθρωπήσαντα Θεό μας σωτηρία. Να αλλάξουμε τον σκοτισμένο από την αμαρτία νου μας, με το «νουν Χριστού» (Α΄Κορ.2,15). Να αποβάλλουμε τον «παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού, και ενδυσάμενοι τον νέον, τον ανακαινόύμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος» (Κολ.3,9), δηλαδή να νεκρώσουμε τα μέλη μας «τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστί ειδωλολατρία, δι’ α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας» (Κολ.3,5-6).
Ταυτόχρονα με την αποδοχή της χάριτος της σωτηρίας και τον προσωπικό μας καθαρισμό, έχουμε την υποχρέωση να δώσουμε τον «καλόν αγώνα» (Β΄Τιμ.4,7) και για την κοινωνική κάθαρση για την απελευθέρωση του κόσμου από την αιχμαλωσία του διαβόλου και την δουλεία της αμαρτίας. Να δώσουμε τη μαρτυρία μας για την μοναδική και αποκλειστική εν Χριστώ σωτηρία και απολύτρωση, η οποία στις δύστηνες ημέρες μας αμφισβητείται βάναυσα, ακόμη και από εκκλησιαστικούς άνδρες, οι οποίοι υπηρετούν με πάθος την παναίρεση του Οικουμενισμού και πασχίζουν να σχετικοποιήσουν το απολυτρωτικό έργο του δι’ ημάς νηπιάσαντος Υιού και Λόγου του Θεού. Να βάλουμε φραγμούς στην ξέφρενη εισβολή του σύγχρονου θρησκευτικού συγκρητισμού, ο οποίος δηλητηριάζει αθόρυβα και σταθερά την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου και τον απομακρύνει από την σωτήρια πορεία του Ιησού Χριστού, οδηγώντας τον σε ατραπούς αδιέξοδους, σε θρησκευτικές πίστεις «ετέρων ευαγγελίων» (Γαλ.1,6), οι οποίες οδηγούν με ακρίβεια στην απώλεια και τον όλεθρο. Να αντισταθούμε στο σύγχρονο νοσηρό πνευματικό «κλίμα» του αποκρυφισμού της «Νέας Εποχής», και να το απορρίψουμε ως σαφέστατη δαιμονική «πνευματικότητα», η οποία τείνει να εκτοπίσει την αληθινή και γνήσια πνευματικότητα του Αγίου Πνεύματος.
Μέσα στο εορταστικό κλίμα του Αγίου Δωδεκαημέρου είναι και η εναλλαγή του χρόνου, η οποία για μας τους πιστούς δεν είναι (δεν πρέπει να είναι) μια ευκαιρία κάποιας ευωχίας, αλλά πνευματικής περισυλλογής και προβληματισμού. Ευκαιρία για μια νοητή αναδρομή στη χρονιά που πέρασε, αναλογιζόμενοι τις παραλείψεις μας και τα σφάλματά μας. Ένας επίσης προγραμματισμός για την καινούργια χρονιά, να διορθώσουμε τα λάθη μας και τις παραλείψεις μας. Να εντείνουμε τον αγώνα μας για προσωπική και κοινωνική κάθαρση. Να αυξήσουμε τον αγώνα μας για την απεμπολή του παρείσακτου κακού στην προσωπική και κοινωνική μας ζωή. Να διατρανώσουμε, πάνω απ’ όλα την πίστη μας στο Χριστό, στο μοναδικό Λυτρωτή και Σωτήρα μας και να εδραιώσουμε έτι περισσότερο την οργανική μας ενότητα στην μητέρα μας Εκκλησία, η Οποία αποτελεί την μοναδική πύλη της σωτηρίας μας.
Να κλείνουμε γόνυ στο Θεό και να τον παρακαλέσουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, να δώσει φώτιση στους πνευματικούς και πολιτικούς ηγέτες της χώρας μας και ολοκλήρου της ανθρωπότητας, να αποβάλλουν το πνεύμα της εξουσιομανίας και να εμπληστούν με αίσθημα θυσιαστικής διακονίας για το καλό του κάθε ανθρωπίνου προσώπου, το οποίο αποτελεί εικόνα του Θεού. Να πάψουν να συντάσσονται με τους ισχυρούς του κόσμου και να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και να ενσκήψουν στα προβλήματα των αδυνάτων.
Να καλέσουμε τέλος τους εκκλησιαστικούς μας ταγούς να αλλάξουν τακτική. Να πάψουν να σκανδαλίζουν τους πιστούς με τα «τολμηρά ανοίγματά» τους προς τους αιρετικούς. Η μόνη κοινωνία τους με τις αιρετικές, εκτός Εκκλησίες, κοινότητες, να είναι η κλήση τους για μετάνοια και επιστροφή στην σώζουσα αγκαλιά της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας μας, η Οποία είναι η μόνη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού.
Κλείνουμε την ανακοίνωσή μας με τις πλέον εγκάρδιες ευχές μας προς τους αναγνώστες μας, για ευλογημένο Άγιο Δωδεκαήμερο και επίσης ευλογημένο, ειρηνικό και καρποφόρο το νέο έτος 2017.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Πηγή: Ακτίνες
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς Θεάνθρωπος εἶναι μοναδικός καί ἀσύγκριτος, ὅπως ἀποδεικνύεται σέ ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή του. Εἶναι ὁ μόνος πού ἦταν γνωστός καί ἀναμενόμενος πρίν ἀκόμη ἀπό τήν ἐμφάνισή του στή σκηνή τῆς Ἱστορίας. Ὑποσχέθηκε τήν ἔλευσή του ἀμέσως μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων μέ τό γνωστό «πρωτευαγγέλιον» (βλ. Γέ 3,15). Ὑπῆρξε ὄντως ἡ «προσδοκία ἐθνῶν» (Γέ 49,1), ὅλου τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό ἡ νοσταλγία καί ἡ λαχτάρα ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας προσανατολίσθηκε πρός τό μέλλον, στήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ἀνασύνδεση μαζί του καί τή λύτρωσή της. Ἡ προσμονή αὐτή ἄφησε ἔντονα ἴχνη σέ ὅλο τόν κόσμο, σέ Ἀνατολή καί Δύση, ἰδιαίτερα ὅμως στούς Ἰσραηλῖτες. Οἱ θεόπνευστοι προφῆτες ἐκεῖ κηρύττουν τόσο ἔντονα καί μέ βεβαιότητα τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ, σάν νά πρόκειται γιά ἤδη βιωμένη πραγματικότητα.
Σαφής, ὅμως, καί ξεκάθαρη εἶναι ἡ προσδοκία καί στούς ἄλλους λαούς, Ἕλληνες, Ρωμαίους, Κινέζους, Ἰνδούς, Ἰρανούς, Αἰγύπτιους. Ἀπό ὅλες αὐτές τίς μαρτυρίες θά ἀναφέρω ἐπιγραμ- ματικά τίς ἔξοχες φωνές, Ἑλλήνων καί Ρωμαίων, πού σάν ἀστραπές προσπάθησαν νά σχίσουν τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας, στό ὁποῖο κυλιόταν ὁ ἀρχαῖος εἰδωλολατρικός κόσμος, καί νά ἀναθερμάνουν τή γλυκειά ἀπαντοχή τοῦ Σωτήρα.
Ὁ μεγάλος τραγικός ποιητής Αἰσχύλος συνέγραψε τή θαυμάσια τριλογία «Προμηθεύς Πυρφόρος», «Προμηθεύς Δεσμώτης» καί «Προμηθεύς Λυόμενος», ἀπό τήν ὁποία διασώθηκε μόνον ἡ δεύτερη τραγωδία. Ὁ Προμηθέας, λέγει, ἁμάρτησε βαρύτατα, γιατί θέλησε νά γίνει ἴσος μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καταδικάζεται στήν τρομερή τιμωρία τῆς προσπασσάλωσής του σέ φαράγγι δυσχείμερο τοῦ ὄρους Καυκάσου. Ἕνας γύπας, γεννημένος ἀπό ἔχιδνα, πού κατά τό ἥμισυ ἦταν γυναίκα, καθημερινά πλησίαζε τόν δεσμώτη, βύθιζε τό ράμφος του μέσα στό στῆθος του καί κατέτρωγε τό ἧπαρ τοῦ Προμηθέα, τό ὁποῖο ἀναπληρωνόταν τή νύχτα. Ἀπό αὐτή τήν τραγική θέση ἐκφράζει πρός στιγμή τήν ἐλπίδα ὅτι θά συγχωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι δίκαιος, ἀλλά καί «μακρόθυμος». Λέγει ἀκόμη ὅτι ὁ λυτρωτής του θά εἶναι τό παιδί τό ὁποῖο θά γεννηθεῖ ἀπό τήν παρθένο Ἰώ καί τόν Θεό, θά εἶναι υἱός Θεοῦ καί υἱός Παρθένου, δηλαδή θεάνθρωπος, καί θά γεννηθεῖ ὑπερφυσικά. Ὁ παρθενογέννητος αὐτός θεάνθρωπος θά ἐξαφανίσει τό κράτος τῶν παλαιῶν θεῶν. Ὁ Ἑρμῆς μάλιστα προλέγει στόν Προμηθέα:
«Καί μήν προσμένεις στό μαρτύριο αὐτό σου τέλος,
πρίν νά βρεθεῖ κανείς θεός πού νά θελήσει
νά πάρει ἐπάνω του τά πάθια σου καί πάει
στοῦ ἄφεγγου τ’ Ἅδη τ’ ἄραχλα βαθιά σκοτάδια».
Μιά ἁπλή ἀντιπαραβολή τῆς μεγαλειώδους αὐτῆς εἰκόνας μέ τό 53ο κεφάλαιο τοῦ Ἠσαΐα ἀρκεῖ γιά νά μείνει κανείς ἔκπληκτος ἀπό τό θάμβος τῆς θείας Πρόνοιας, πού κυβερνᾶ τά πάντα καί ἡ ὁποία μέ τόσο θαυμαστό τρόπο προεξαγγέλλει τά θαυμάσια τῆς λύτρωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν θεάνθρωπο Λυτρωτή, προετοιμάζοντας ὅλο τόν κόσμο γιά τόν ἐρχομό του.
Κατά τήν ἐποχή τοῦ Σωκράτη ἀσίγητη μένει ἡ προσμονή τοῦ Λυτρωτῆ καί ἀσίγαστη σιγοκαίει ἡ λαχτάρα γιά τήν ἔλευσή Του. Ἔτσι, ὁ μεγάλος φιλόσοφος μέ σαφήνεια ἐξαγγέλλει ἀπολογούμενος στούς δικαστές του: «Σέ πνευματικό λήθαργο θά εἶσθε, ἐάν ὁ Θεός φροντίζοντας γιά σᾶς δέν στείλει κάποιον ἄλλον πρός ἐσᾶς».
Ὁ Πλάτων στήν «Πολιτεία» του, μέ ἐνάργεια πού θυμίζει τό 40ό κεφάλαιο τοῦ μεγαλοφωνότατου προφήτη Ἠσαΐα, λέγει: «Χωρίς νά ἔχει κάμει ποτέ τήν παραμικρότερη ἀδικία, ἄς τόν θεωροῦν ὡς τόν χειρότερο κακοῦργο, γιά νά περάσει ἡ ἀρετή του ἀπό τίς μεγαλύτερες δοκιμασίες... Καί ἔτσι συμπεριφερόμενος ὁ δίκαιος θά μαστιγωθεῖ, θά ριχτεῖ στά σίδερα καί, ἀφοῦ περάσει ἀπ’ ὅλα τά βασανιστήρια, θά ἀνασκολοπιστεῖ». Τό χωρίο αὐτό ἤδη ἀπό τήν πρώτη χριστιανική γραμματεία θεωρήθηκε ὡς σαφῶς μεσσιανικό.
Καταπληκτική ἐπίσης γιά τό θέμα μας εἶναι καί ἡ μεταξύ Σωκράτη καί Ἀλκιβιάδη στιχομυθία στό ἔργο τοῦ Πλάτωνα «Ἀλκιβιάδης Δεύτερος», πού ἀφορᾶ στό θέμα τῆς προσευχῆς. Ἀπό τή συζήτηση συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά περιμένει πότε θά φθάσει ὁ καιρός -καί δέν θά ἀργήσει- πού κάποιος θά τόν διδάξει πῶς πρέπει νά διάκειται ἀπέναντι στούς θεούς καί στούς ἀνθρώπους. Ὁ προφητικός αὐτός διάλογος βρίσκει τήν ἐκπλήρωσή του στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο (11ο κεφάλαιο). Τέσσερις αἰῶνες ἀργότερα, ὁ Χριστός ἀνταποκρινόμενος στό αἴτημα τῶν μαθητῶν «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι», δίδαξε στήν ἀνθρωπότητα τί πρέπει νά ζητεῖ, ὅταν γονατίζει μπροστά στόν οὐράνιο Πατέρα.
Στόν χῶρο τῶν Ρωμαίων ὁ Κικέρων, 50 χρόνια πρίν τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, νοσταλγεῖ τήν ἐποχή πού θά κυβερνᾶ παντοῦ ἕνας Διδάσκαλος καί Κυρίαρχος, ὁ Θεός!
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει μία πρόρρηση τοῦ Βιργιλίου, πού διατυπώθηκε 41 χρόνια πρίν γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Στήν «4η Ἐκλογή» του μιλᾶ γιά τό θεῖο Παιδί, τό ὁποῖο θά ἐπαναφέρει στήν ἀνθρωπότητα τόν χρυσό αἰώνα, καί δέεται: «Ἐλθέ, πολυτίμητε Υἱέ τοῦ Θεοῦ, μεγάλε Υἱέ τοῦ Ὑψίστου. Σέ λίγο φτάνει ἡ ἐποχή. Ρίξε τό βλέμμα σου στήν ἀνθρωπότητα, πού κλονίζεται ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας. Ρίξε τό βλέμμα σου καί δές πῶς τά πάντα σκιρτοῦν γιά τήν ἐποχή ἡ ὁποία σύντομα φτάνει!».
Καί σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα προσδεμένη στόν βράχο τῆς ἀποστασίας της ἀναζητεῖ ἐναγωνίως Λυτρωτή. Μοιάζει σπαρταρώντας νά κραυγάζει: «Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρω 7,24). Καί φέτος, 2016 χρόνια μετά Χριστόν, θά ἀνοίξουν καί πάλι οἱ οὐρανοί, γιά νά ἀκουσθεῖ στά πέρατα τῆς οἰκουμένης τό ἀγγελικό μήνυμα «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» (Λκ 2,11). Δέν ἔχουμε παρά «ὅσοι πιστοί», ὅπως τότε οἱ ἀγραυλοῦντες ποιμένες καί οἱ ὁδοιποροῦντες μάγοι, νά σπεύσουμε στή φάτνη, νά βροῦμε καί ταπεινά νά προσκυνήσουμε τό θεῖο Βρέφος, τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου καί προσωπικό μας Σωτήρα. Ἀμήν.
Πηγή: Ακτίνες
.. και είδα ξαφνικά μπροστά μου έναν Γέροντα ..
Τον Γέροντα τον γνώρισα το 1987. Σπούδαζα Θεολογία και σαν παιδί, ήμουνα λίγο ατίθασο. Η μητέρα μου μου έλεγε πολλές φορές, πήγαινε στον Γέροντα Πορφύριο, να γνωρίσεις τον Γέροντα Πορφύριο, που είναι ένας άνθρωπος άγιος. Εγώ όμως δεν πήγαινα, δεν την άκουγα και μετάνιωσα για αυτό αργότερα. Αλλά ο Θεός οδήγησε τα βήματά μου -φαίνεται ο Γεροντας άκουγε την προσευχή της μάνας μου και ποιός ξέρει ποιων άλλων ανθρώπων- και είχα πάει με τους φίλους μου για μπάνιο στον Ωρωπό. Ο Ωρωπός είναι λίγο πιο κάτω από το Μήλεσι, εκεί που ήταν το ησυχαστήριο του Γέροντα. Εγώ δεν ήξερα όμως που είναι το ησυχαστήριο, μου έλεγε η μητέρα μου στον Ωρωπό αλλά δεν ήξερα που ακριβώς ήτανε.
Ανεβαίνοντας όμως από τον δρόμο μετά το μπάνιο προς τη Μαλακάσα, συναντήσαμε μια πινακίδα λίγο πιο πάνω από το Μήλεσι που έγραφε Ιερόν Ησυχαστήριον Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Γέροντος Πορφυρίου, και είπα στους φίλους μου, α εδώ είναι το μοναστήρι που μου λέει να πάω η μητέρα μου. Τότε είχε χτιστεί ο πρώτος όροφος νομίζω και ήτανε ακόμη απερίφραχτο. Ήταν ένα πευκόδασος και ήταν απερίφραχτο το μέρος. Βγήκα από το αυτοκίνητο και προχώρησα να δω τι ακριβώς είναι γιατί δεν φαινότανε για μοναστήρι και βρέθηκα μέσα στο πευκόδασος και είδα ξαφνικά μπροστά μου έναν Γέροντα, ήταν ο Γέροντας Πορφύριος, ο οποίος ήτανε ντυμένος πολύ καλά, φορούσε μία χοντρή μάλλινη ζακέτα μαύρη, είχε ένα σκούφο στο κεφάλι του, τα άσπρα του τα γένια, και τα μάτια του κοίταζαν χαμηλά και κρατούσε ένα φύλλο στα χέρια του..
Και μου έκανε με το χέρι του ένα νόημα να πάω κοντά του. Εγώ δεν ήξερα ότι ήταν ο Γέροντας Πορφύριος δεν κατάλαβα ότι ήταν ο Γέροντας αυτός. Πήγα κοντά του και με έπιασε με το ένα χέρι από τον καρπό και με το άλλο χέρι μου έδωσε μία σφαλιάρα και μου είπε κιόλας, Βρε δεν ντρέπεσαι εσύ θεολόγος άνθρωπος να γυρνάς .. γιατί ήμουνα από το μπάνιο και ήμουνα με ένα παρεό.
Εκείνη την ώρα η σφαλιάρα αυτή που μου ‘δωσε σα να άνοιξε το μυαλό μου, σα να ήταν μία πνευματική σφαλιάρα και άνοιξε το μυαλό μου και κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο Γέροντας Πορφύριος. Έμεινα έκπληκτη από τη συμπεριφορά του, δηλαδή απ’ την κίνηση που έκανε, να μου πιάσει τον καρπό, να μου φερθεί έτσι, και να μου πει ότι εγώ σπουδάζω Θεολογία. Δεν ήξερα δηλαδή, δεν κατάλαβα ότι ένας άνθρωπος μπορούσε να ξέρει ποια είμαι εγώ και τι κάνω. Και μετά άρχισε να μου λέει, πιάνοντας πάλι έτσι τον σφιγμό μου, Βρε παιδάκι μου εσύ τι καλή ψυχή που είσαι, τι καλή ψυχή που είσαι, θέλω να σε δώ, θέλω να ‘ρθείς να σε δω και τώρα δεν μπορώ να σου μιλήσω κρυώνω, να με πας μέσα, να με πας μέσα.
Και έτσι έγινε η πρώτη μας γνωριμία. Μετά από ‘κει πήγαινα πολύ συχνά και ο Γέροντας στάθηκε για μένα τα πάντα μπορώ να πω. Στάθηκε πατέρας βασικά, στάθηκε οδηγός μου, γιατί μπορώ να πω σήμερα ότι αν δεν ήταν ο Γέροντας στη ζωή μου εγώ θα ήμουν ή πεθαμένη ή στη φυλακή. Ένα από τα δύο θα συνέβαινε, γιατί είχα φίλους έτσι, πολύ άτακτους, πολύ μπερδεμένους όπως έλεγε ο ίδιος, και αυτοί οι φίλοι μου βρήκανε σωτηρία απ’ τον Γέροντα. Δηλαδή ήταν παιδιά που άκουγαν πολύ new age μουσική και ήτανε πολύ προχωρημένοι. Ο Γέροντας, με θαύματα που έδειξε στη ζωή μας μας έβαλε στο σωστό δρόμο, στο σωστό σκοπό. Γιαυτό είπα ότι θα ήμασταν ή στη φυλακή ή πεθαμένοι.
.. πω πω ο Γέροντας πόσο μ’ αγαπάει, πόσο μ’ αγαπάει, πόσο μ’ αγαπάει ..
Ήταν ένας άνθρωπος απλός, πολύ απλός. Ο λόγος του ήτανε καίριος, δηλαδή, επειδή είχε έντονα το διορατικό και το προορατικό χάρισμα χτυπούσε καίρια εκεί που πονούσες. Εσύ έβλεπες άλλη αιτία, που πάσχεις, και ο Γέροντας ήξερε την πραγματική αιτία του προβλήματός σου. Και ενώ εσύ του ‘λεγες το πρόβλημά σου, εκείνος σου ‘λεγε το πραγματικό, αυτό που μέσα σου έπρεπε να γιατρευτεί για να γιατρευτεί και το πρόβλημα.
Πολλά παραδείγματα που εγώ πήγαινα και του έλεγα τις ανησυχίες μου, τις αναζητήσεις μου και εκείνος πάντοτε μου έλεγε για τον μοναχισμό. Έβλεπε τον μοναχισμό και πάντοτε μου έδινε κατεύθυνση για τον μοναχισμό. Εγώ όμως αντιδρούσα, ζητούσα το γάμο, έλεγα μα δε θέλω εγώ να είμαι μοναχή, εγώ θέλω να παντρευτώ και εκείνος μου έλεγε, Όχι βρε παιδάκι μου εσύ θα γίνεις μοναχή. Και αυτό επαληθεύτηκε μετά από λίγο που όντως βρήκα τη χαρά, βρήκα τον σύντροφό μου στο πρόσωπο του Χριστού ..
.. Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε γλυκύ τρόπο συμπεριφοράς. Αυτό που σήμερα πάσχουν οι περισσότεροι πνευματικοί, είναι απόμακροι. Ο Γέροντας σε αγκάλιαζε, σε φιλούσε, σου μιλούσε σα να ήσουνα η ψυχή του. Έβγαινες από το εξομολογητήριο και νόμιζες ότι αγαπούσε μόνον εσένα. Αυτό αν το έλεγες στους αδερφούς σου θα λέγανε, μόνο εμένα αγαπάει, μόνο εμένα αγαπάει, κι όμως ο Γέροντας αγαπούσε όλους και είχε αυτόν τον ιδαίτερο τρόπο απέναντι σε όλους. Εγώ όταν έφευγα από εκεί πετούσα, για να φτάσω στην Αθήνα νόμιζα ότι είχα φτερά στην πλάτη μου και όταν έφτανα έλεγα πω πω ο Γέροντας πόσο μ’ αγαπάει, πόσο μ’ αγαπάει, πόσο μ’ αγαπάει, αλλά αυτό το ένοιωθα και απ’ τις αδερφές μου εκεί μέσα και έλεγα πω πω όλους μας αγαπάει. Ήταν μία κοινωνία αγάπης πραγματικά ο Γέροντας.
.. σηκώθηκε πάνω σαν τον Μωυσή, άπλωσε τα χέρια του και μου είπε, Πω πω, ξέρεις σήμερα βρε τι καλό βρήκανε αυτοί οι άνθρωποι από τη δική σου προσευχή;
Μια φορά με φώναξε και μου είπε, θέλω να πας στο τάδε νεκροταφείο και εκεί ξέρεις έχει κάτι μνήματα ατημέλητα που δεν πηγαίνουνε και δεν τους ανάβει κανένας κανα κερί, κανένα καντήλι και είναι ξεχασμένοι αυτοί οι άνθρωποι, να γράψεις τα ονόματά τους τα θέλω.
Και εγώ πήγα στο νεκροταφέιο και όπου συναντούσα τάφο έτσι ατημέλητο έγραφα και το όνομα του κεκοιμημένου. Πήγα στα βρέφη, πήγα και στους στρατιώτες και πήγα μετά και του λέω, να Γέροντα αυτές οι σελίδες είναι, αυτά τα ονόματα είναι. Και μου λέει, Α να τώρα θα κάνουμε έναν κανόνα οι δυό μας. Τι κανόνα Γέροντα; Να, θα τα μνημονεύεις έξι μήνες και άλλους έξι εγώ. Μα Γέροντα λέω τι να τα μνημονεύω έξι μήνες; Όχι θα τα μνημονεύεις έξι μήνες, αυτοί οι άνθρωποι από σένα περιμένουνε, μου είπε. Θα κάνεις αυτήν την προσευχή για αυτούς τους ανθρώπους είναι ανάγκη, μου έλεγε.
Ε, και ‘γω καθόμουνα το βράδυ που είχαμε ορίσει μία ώρα και μνημόνευα αυτά τα ονόματα. Εκείνος όμως διείδε ότι εγώ δεν τα μνημόνευα με πόνο, τα μνημόνευα έτσι, ξερά, μόνο και μόνο για την εντολή του Γέροντα. Και μου λέει, Όχι έτσι βρε παιδάκι μου, όχι έτσι όπως τα μνημονεύεις, σου λέω αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι καλά, αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση πόνου. Εσύ όταν πονάς πώς φωνάζεις τον Θεό; Δεν βγαίνει η φωνή σου στον Θεό όταν πονάς;
Ε, καταλάβαινα τι ήθελε να μου πει και άρχισα και εγώ να τους μνημονεύω, και έβαζα στο νού μου ότι αυτοί οι άνθρωποι ας πούμε βρίσκονται σε κατάσταση κολάσεως και πόνου και έλεγα, Θεέ μου πως είναι δυνατόν, και άρχισα να κλαίω στην προσευχή μου. Και όταν πέρασαν έξι μήνες, σηκώθηκε πάνω σαν τον Μωυσή, άπλωσε τα χέρια του και μου είπε, Πω πω, ξέρεις σήμερα βρε τι καλό βρήκανε αυτοί οι άνθρωποι από τη δική σου προσευχή; Και εγώ άρχισα να κλαίω και να του λέω, Γέροντα δεν βρήκανε καλό απ’ τη δική μου προσευχή αλλα απ’ τη δική σας, γιατί μάλλον η δική σας προσευχή είναι αυτή που τους αναπαύει και όχι η δική μου, η δική μου είναι φτωχή προσευχή, ποιος να ακούσει τώρα τη δική μου φτωχή και ανήμπορη φωνή ..
Άποψη του Ιερού Ησυχαστηρίου του Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου στον Γέρακα Ξάνθης
.. θα πας να ζήσεις στα ριζά ενός βουνού, εκεί θα ανακαλύψεις τον Θεό και εκεί θα Τον ευαρεστήσεις ..
.. Εγώ αγαπούσα πολύ το Γαλαξείδι και ήθελα να πάω κάπου εκεί σε ένα μοναστήρι αλλά αυτό το μοναστήρι ήταν ψηλά και όποτε πήγαινα δεν κοίταζα προς τα κάτω, κοίταζα πάντοτε προς τα πάνω, προς τη μεριά του βουνού και δεν πήγαινα και στο τείχος της μονής γιατί το ύψος μου έφερνε λίγη δυσφορία και ο Γέροντας το έβλεπε αυτό και μου έλεγε, Όχι εκεί βλογημένη, όχι εκεί βρε παιδί μου δε με καταλαβαίνεις, εκεί, εκεί εσύ ζαλίζεσαι. Σε ανύποπτο χρόνο είχε πει, θα πας να ζήσεις στα ριζά ενός βουνού, εκεί θα ανακαλύψεις τον Θεό και εκεί θα Τον ευαρεστήσεις.
Όταν ήρθαμε εδώ πέρα, ήρθαμε μπορώ να πω εντελώς τυχαία. Βέβαια τίποτα δεν είναι τυχαίο, είναι καθ’ υπόδειξη πάντοτε του Θεού τα πάντα, αλλά δεν πίστευα ότι θα επαληθευόταν ο λόγος του. Όταν ήρθαμε εδώ πέρα στον πρώτο χρόνο ήταν εδώ ένα χωριό μουσουλμανικό, ο Γέρακας, και δίπλα ήταν το Μέγα Εύμοιρο και ‘κείνο επίσης μουσουλμανικό χωριό. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα οι δεκαπέντε οικογένειες του Γέρακα έφυγαν, μείναν μόνο δύο οικογένειες. Αυτό θεώρησα ότι ήταν ένα θαύμα του Αγίου Πορφυρίου του Γάζης, γιατί ο Άγιος Πορφύριος όταν πήγε στη Γάζα της Παλαιστίνης βρήκε 188 χριστιανούς, όλοι οι άλλοι ήταν ειδωλολάτρες και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα που αρχιεράτευσε στη Γάζα άφησε 188 ειδωλολάτρες, όλους τους είχε κάνει χριστιανούς. Θεώρησα λοιπόν ότι το ίδιο έκανε και εδώ ο Άγιος Πορφύριος ο Γάζης. Έδιωξε τους ειδωλολάτρες και άφησε εδώ μόνο δύο και αυτά τα σπίτια όλα αγοράστηκαν από χριστιανούς και ένα χωριό ολόκληρο μετάλλαξε σε χριστιανικό χωριό, από μουσουλμανικό χωριό έγινε χριστιανικό χωριό. Αυτό ήταν ένα καθαρό θαύμα του Αγίου Πορφυρίου του Γάζης.
Πριν αγιοκαταταχθεί ο Γέροντας Πορφύριος, το μοναστήρι τιμούσε επισήμως τον Άγιο Πορφύριο Γάζης (εορτάζει στις 26 Φεβρουαρίου). Τον Άγιο που γιόρταζε ο Γέροντας Πορφύριος.
Μέσα σε αυτόν τον πρώτο χρόνο είχε γίνει και ένα άλλο συγκλονιστικό θαύμα, προσωπικό. Είχε κοιμηθεί ένας μουσουλμάνος σε κάποιο χωριό εδώ απέναντι, και κάποια εδώ στο δικό μας το χωριό στο Γέρακα με παρακάλεσε να την πάω. Οι μουσουλμάνοι κάνουν την κηδεία μετά το μεσημέρι πάντοτε και επειδή δεν είχαν αυτοκίνητα την εποχή εκείνη, εμείς είχαμε αυτοκίνητο, ε μου είπε θα με πάς; πέθανε ο Ζιά, γίνεται να με πας στην κηδεία;
Έτσι πήγα το πρωί, και πήγα να την αφήσω και να φύγω, ενώ εκείνη μου είπε δεν είναι σωστό να φύγεις αλλά να μπεις μέσα να δεις, να χαιρετήσεις τον κεκοιμημένο. Θεώρησα λογική την πρότασή της, μπήκα μέσα, είδα κάτω στο πάτωμα μέσα στο χαγιάτι του σπιτιού είχανε στρώσει μια κουρελού και είχανε από ‘κει τον κεκοιμημένο, και είχανε σκεπάσει το πρόσωπό του. Έμπαιναν ένας ένας μέσα, τον χαιρετούσαν και έφευγαν. Και ήρθε και η σειρά μου κάποια στιγμή, τελευταία, να μπω και εγώ. Όταν άνοιξα το πρόσωπό του, το πρόσωπό του ήτανε θλιμμένο, είχε ένα χρώμα μελιτζανί έτσι, πολύ θλιμμένο. Όταν τον είδα βέβαια θυμήθηκα ότι πριν από μήνες είχα ξανανέβει σ’αυτό το χωριό με την ίδια γυναίκα τη μουσουλμάνα, και αυτός ο παππούς μου είχε δώσει ένα ποτήρι γάλα να πιω.
Όταν θυμήθηκα ποιος είναι ο Ζιάν τελικά έκανα τον εξής λογισμό, είπα, τι κρίμα, που να βρίσκεται αυτή η ψυχούλα τώρα, τι μπορείς να κάνεις για αυτήν την ψυχούλα που σου είχε δώσει και ένα ποτήρι γάλα να πιεις. Και είπα, δεν ψάλλω ένα τρισάγιο όπως το ψάλλουμε στην Εκκλησία, με τις ευχές, Μετα πνευμάτων δικαίων .. ε κάτι μπορεί να ωφελήσει αυτήν την ψυχή που οδεύει προς τον ουρανό. Και άρχισα σιγά έτσι ψιθυριστά να ψάλλω το τρισάγιο. Είχα σκεπάσει το πρόσωπό του και πήγα να σηκωθώ να φύγω αλλά κάτι μ’ έσπρωξε να ανοίξω το μαντήλι πάλι και να τον δω. Τότε, είδα ότι είχε αλλάξει η έκφραση του προσώπου του, φαινόταν ένα μειδίαμα ευχαριστίας, .. είχε πιάσει να χαμογελάει δηλαδή, και είχε φύγει η ωχρότητα, εκείνο το πένθιμο χρώμα που είχε το πρόσωπό του.
Τότε πραγματικά συγκλονίστηκα και με πιάσαν τα κλάματα. Έφυγα και γύρισα πίσω εδώ στο μοναστήρι και ήτανε εκείνο καθαρά μία επέμβαση του Θεού, γιατί ο Γέροντας μου είχε πει θα ανακαλύψεις τον Θεό εκεί που θα πας. Ήτανε καθαρά μία αποκάλυψη αυτό το γεγονός, το ότι η πίστη η δική μας είναι η μοναδική, αληθινή πίστη απ’ όλες τις πίστεις του κόσμου. Έτσι σταθεροποιήθηκα στην πίστη, έγινε μέσα μου μία μετάλλαξη, έγινε μία έκρηξη ηφαιστείου και πλέον τίποτε πια δεν μπορούσε να κλονίσει την πίστη μου. Ήταν ένα θαύμα του Γέροντος αυτό το οποίο από τότε μέχρι σήμερα συνεχίζεται και έχω μέσα μου ακράδαντη πίστη στη θεότητα του προσώπου του Ιησού Χριστού.
Ροδόπη: Το Άγιον Όρος της Θράκης την εποχή του Βυζαντίου.
Γερόντισσα, είπατε ότι σας υπέδειξε κατά κάποιο τρόπο ο Γέροντας, ο Άγιος Πορφύριος, τον τόπο που θα ‘ρθείτε. Για ποιον λόγο επέλεξε την Ξάνθη, τη Θράκη ίσως.
Να σας πω, ούτε κι αυτό το γνωρίζω γιατί ο Γέροντας αγαπούσε πολύ τη Θράκη, μου το είπε αυτό η κυρία Αθηνά η Σιδέρη η οποία ήτανε δώδεκα χρόνια κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, και όταν μιλήσαμε μου είπε, ξες πόσο ο Γέροντας μιλούσε για τη Θράκη, έλεγε, Βρε παιδιά αυτά τα παιδιά εκεί στη Ροδόπη ξέρετε πόσο τ’ αγαπώ, να βοηθήσουμε τα παιδιά στη Ροδόπη.
Ξέρετε εδώ ο τόπος ήτανε τόπος καθαρά μοναστηριακός. Όλη η Δυτική Ροδόπη ήταν το Άγιον Όρος της Θράκης την εποχή του Βυζαντίου. Υπήρχαν εδώ, πάνω από 280 μοναστήρια την εποχή εκείνη τη Βυζαντινή. Από εδώ πέρασε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μεγάλη νηπτική ασκητική μορφή της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης. Θεωρώ ότι ο Γέροντας, εκείνος ξέρει για ποιους λόγους, διείδε ίσως ότι εδώ η Θράκη κινδυνεύει, η Θράκη είναι υπό αμφισβήτηση και θέλησε να αναπτυχθεί ο μοναχισμός στη Θράκη.
Αυτό το ζούμε και εμείς τώρα 20 χρόνια γιατί βλέπουμε ότι όπου υπάρχει αναπτυγμένος μοναχισμός, όπου υπάρχουν μοναστήρια επανδρωμένα με λειτουργική ζωή, τότε οι πόλεις που είναι δίπλα από τα μοναστήρια αμέσως αναβαθμίζονται πνευματικά. .. Είναι πνευματικός άξονας ο μοναχισμός για όλον τον κόσμο.
.. τα τραπέζια της αγάπης ..
Ξέρετε στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία είχαν τα τραπέζια της αγάπης, και τρώγανε όλοι στα τραπέζια της αγαπης. Και τι κάνανε; Κάνανε ένα κοινόβιο. Ο Χριστός ήτανε ας πούμε ο Γέροντας του κοινοβίου και οι μαθητές, οι απόστολοι και όλοι οι προσήλυτοι ήτανε υποτακτικοί του Χριστού και αυτό ήθελε να κάνει τελικά ο Χριστός στον κόσμο, ήθελε να ιδρύσει ένα μεγάλο μοναστήρι όπου ο ίδιος θα ήταν Ηγούμενος, Γέροντας του μοναστηριού. Αυτό το οποίο απώλεσε η Εκκλησία τον τρίτο αιώνα γιατί αυτό μπόρεσε να το κρατήσει η Εκκλησία δύο-τρεις αιώνες, το κοινοβιακό σύστημα εννοώ. Μετά από εκεί το απώλεσε, το’ χασε η Εκκλησία, γιατί υπερπληθύνθηκε, βγήκε από τις κατακόμβες, ανέβηκε επάνω στην επιφάνεια, ελευθέρα Εκκλησία, και άρχισε ο καθένας να αποκτά την περιουσία του, από εκεί που όλοι δίναν τις περιουσίες τους στα μοναστήρια και δεν είχανε μέριμνα για τα βιωτικά. Τους έθρεφαν τα τραπέζια της αγάπης, είχανε την εργασία ως πάρεργο, δεν την βλέπανε ως κύριο σκοπό της ζωής τους, η εργασία ήταν πάρεργο, ήτανε μια εργασία πους τους απέφερε ένα μικρό εισόδημα ίσα ίσα για να ντυθούνε και να κοιμηθούνε, να έχουν σκεπάσματα να κοιμηθούνε όπως λέει ο Απόστολος Παύλος.
Μετά όμως η εργασία κατήντησε κύριος σκοπός .. κοσμικοποιήθηκε τελικά η Εκκλησία. Σήμερα πού τηρείται το κοινοβιακό σύστημα; Τηρείται μέσα στα μοναστήρια. Άρα τα μοναστήρια είναι η αυτούσια εντολή του Χριστού για πλήρη αγάπη μεταξύ των προσώπων. Βλέπετε δεν αγαπάμε σήμερα ο ένας τον άλλον μέσα στον κόσμο, μισούμε τον διπλανό μας και δεν του δίδουμε αγάπη γιατί χάσαμε το κοινόβιο. Αν είχαμε κοινόβιο, αν είχαμε τα πάντα κοινά δεν θα είχαμε να μοιραστούμε τίποτα οπότε θα υπήρχε αγάπη μεταξύ μας.
.. ‘Δεν θέλω ‘χονδρούς’ ανθρώπους γύρω μου’ ..
.. Όταν ο Ισραήλ γινόταν αποστάτης από τον Θεό, τότε και ο Θεός είχε ένα παιδευτικό σύστημα για να φέρει ξανά τον Ισραήλ στη μετάνοια, στην ταπείνωση. Και επέτρεπε ο Θεός ειδωλολατρικούς λαούς γύρω από τον Ισραήλ να κάνουνε κατάληψη του λαού του Ισραήλ και μετά ήτανε σε αιχμαλωσία ο Ισραήλ. Μετά ξανά έστελνε προφήτες για να μετανοήσει ο Ισραήλ. Το ίδιο γίνεται και σήμερα στην Ελλάδα. Δεν ξέρω κατά πόσο όμως ο Έλληνας μπορεί να καταλάβει τη φιλανθρωπία του Θεού για να γυρίσει ξανά στον Θεό.
Βλέπεις σήμερα πάσχουμε από υπέρμετρο εγωίσμό. Δεν έχουμε ταπείνωση, δεν έχουμε σιωπή, δεν έχουμε αρετές, δεν κυνηγάμε τις αρετές, κυνηγάμε συνεχώς το κοσμικό .. Έχει ο καθένας τον εγωϊσμό του. Δεν μπορεί να καταλάβει τον Λόγο ενός μοναχού, ενός ασκητή. Για να τον καταλάβεις, πρέπει να ενσκύψεις μέσα σου, να κάνεις αυτογνωσία, να καταλάβεις ότι πάσχεις, να καταλάβεις ότι είσαι αδύναμος και να ζητήσεις να σου δώσει ο Θεός τη δύναμη δια μέσω των Πρεσβειών της Παναγίας μας, των Αγίων μας .. Από μικρά παιδιά μας κάνουνε να νοιώθουμε ισχυροί, να νοιώθουμε γεμάτοι με την ηδονή, με την ελευθερία, έχουμε κακήν έννοια της ελευθερίας ‘αφήστε τα παιδιά να ζήσουν ελεύθερα, μην τα καταπιέζετε‘ ..
Ξέρετε η άσκηση αυτόν τον λόγο έχει, της στέρησης. Τι είναι η στέρηση; Είναι η στέρηση για τον Θεό. Εάν δεν στερηθείς για τον Θεό, τότε τα πάντα επιτρέπονται. Όταν επιτρέπονται τα πάντα και δεν έχεις μάθει να στερείσαι για τον Θεό θα ‘ρθεί η στιγμή που θα οδυνάσαι, διότι κάθε ηδονή που θα θελήσεις να γευθείς θα φέρει και οδύνη, θα φέρει πόνο. Ενώ, η πνευματική ηδονή της στερήσεως, στερούμαι για τον Θεό και το κάνω ακριβώς γιατί αγαπώ τον Χριστό .. με φέρνει σε ευφορία ψυχική. Δε λένε οι πατέρες, ‘λεπταίνει ο νούς‘; Τι είναι η λεπτότητα του νου; Είναι το ότι ο νούς αρχίζει να λεπταίνει, να αισθάνεται την παρουσία του Θεού.
.. Όπως έλεγε ο Άγιος Πορφύριος, Δεν θέλω ‘χονδρούς’ ανθρώπους γύρω μου, δεν εννοούσε χονδρούς σαρκικά, εννοούσε χονδροκομμένους στη σκέψη. Τι θα πει στη σκέψη χονδροκομμένους; Ανθρώπους που κοιτάζουνε τι θα φάμε, τι θα πιούμε και δεν θα καταλάβουμε ότι αύριο αποθνήσκωμεν κιόλας και θα δώσουμε και λόγο. Αυτούς τους χονδροκομμένους ανθρώπους δεν τους ήθελε, ήθελε ευγενείς ανθρώπους, ήθελε ποιητές ανθρώπους δίπλα του, ήθελε λεπτούς, τρυφερούς, ευγενικούς ανθρώπους δίπλα του. Γι’ αυτό και σήμερα, η εποχή μας βλέπεις, έχουμε εξωτερική καλή ευγένεια, είμαστε δηλαδή Φαρισαίοι, είμαστε υποκριτές, προσπαθούμε να τηρήσουμε τον εξωτερικό τύπο, μέσα όμως η καρδιά πάσχει ..
.. «οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθουσι» ..
.. Η κατάσταση της μετανοίας είναι καθημερινή κατάσταση. Εμείς στο μοναστήρι, μετέχοντας στη λειτουργική ζωή και διαβάζοντας τους Πατέρες .. καθημερινώς ζούμε την κατάσταση της συγχωρήσεως. Δεν επιτρέπεται να βρεθούμε στο κρεβάτι μας το βράδυ χωρίς να ανταλλάξουμε ένα ευλόγησον με τις αδερφές .. να είμαστε συγχωρητικοί ο ένας απέναντι στον άλλον και αυτό αν το έκανε και ο κόσμος, αν μιμούνταν τους μοναχούς .. σήμερα θα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάστση, σε πολύ καλύτερη μοίρα. Δεν το κάνει ο κόσμος, βρίσκεται σε εγωϊσμό.
Φταίει και η Εκκλησία η ίδια διότι άλλαξε ίσως ο ρόλος της, θέλει να αλλάξει ο ρόλος της, βλέπετε πάσχουμε από οικουμενισμό, πάσχουμε από έναν θρησκευτικό συγκρητισμό, δεν έχουμε δηλαδή ατόφια την πίστη μας. Που τηρείται η πίστη ατόφια; Στα μοναστήρια. Ακούγεται Λόγος Πατερικός. Εμείς σήμερα θέλουμε να κάνουμε μετα-Πατερική θεολογία, να ξεπεράσουμε τους Πατέρες και να πούμε, ε οι Πατέρες ήταν αυστηροί, ήταν για την εποχή τους, εμείς τώρα έχουμε και λόγο πέρα από τους Πατέρες και γι’ αυτό θέλουμε έναν μοντέρνο λόγο γιατί ο κόσμος προχωρά. Ο Χριστός όμως είναι ο Ίδιος και ο Αυτός σε όλα, δεν αλλάζει. Λέει, «οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθουσι». Ο κόσμος θα παρέλθει, θα φύγει ο κόσμος, θα διασαλευτούν οι δυνάμεις του κόσμου, αλλά οι Λόγοι μου δεν πρόκειται ποτέ μα ποτέ να ξεπεραστούν. Γι’ αυτό και πρέπει να γυρίσουμε στην Παράδοση, να γυρίσουμε πίσω, να αποκτήσουμε μέσα μας εμπειρία Θεού, να ‘ρθει το Θείο να πιάσει επάνω μας, να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι ο στόχος. Αν ο άνθρωπος ανοίξει τα ματάκια του προς τον Θεό, τότε ο Θεός αμέσως και με μεγάλη άνεση και γρηγοράδα θα του δώσει τη Χάρη Του.
.. η αγαπητική κοινωνία, ειδικά στις δύσκολες μέρες μας ..
.. Έλεγε ο Γέροντας πολύ ωραία, Μην τον βλέπεις μέσα στην αμαρτία του, δες τα προτερήματά του, αυτά να βλέπεις και να τον συγχωρείς. Γιατί, όταν πήγαινα και του ‘λεγα, εκείνη μου είπε έτσι και εκείνη μου έκανε έτσι .. μου έλεγε, Μην την βλέπεις έτσι, είναι καλή, δες τα προτερήματά της, δες τις αρετές της και θα την συγχωρέσεις. Μου ‘λεγε μάλιστα, Βρε αυτή, έχει ένα σύννεφο πάνω απ’ το κεφάλι της, δεν το βλέπεις; Και έλεγα, τι σύννεφο Γέροντα; Βρε καλοσύνης, έχει ένα σύννεφο καλοσύνης, δες το. Αλλά ο Γέροντας που τα έβλεπε αυτά, έτσι τα μετέδιδε και έτσι μπορείς να βλέπεις και τον άλλον άνθρωπο, δεν μπορείς να τον βλέπεις τον άνθρωπο με απόσταση, πρέπει να τον βλέπεις ως αδερφό σου. Υμείς φίλοι μου έστε, λέει ο Χριστός. Αφού ο Χριστός μας θεωρεί φίλους του, εμείς ο ένας με τον άλλον θα είμαστε εχθροί; Δε θα είμαστε φίλοι ο ένας με τον άλλον; Θα είμαστε φίλοι, βέβαια θα είμαστε φίλοι, γι’ αυτό και έδωσε και εντολή, Αγαπάτε τους εχθρούς υμών. Όποιος τηρήσει και κάνει υπέρβαση του εαυτού του και αγαπήσει τον εχθρό του, αυτός είναι κατά Χριστόν άνθρωπος.
.. Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με ..
Έλεγε ο Γέροντας, Ο νούς να ασχολείται συνεχώς μετά του Θεού, μετά της προσευχής. Γι’ αυτό λέμε το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με. .. Αν βάλεις κάποιον να το πει, που δεν έχει ας πούμε ενταχθεί μέσα στην προσευχή, θα το πει ξερά στην αρχή, μετά σιγά σιγά όταν θα ‘ρθει η χάρη θα θερμαίνεται η ψυχή σαν ένα καζάνι που βράζει, και θα αρχίσει συνεχώς η ψυχή να αναζητά το Θεό και θα λέει Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με .. Θα το θεωρεί ανάγκη να το πει.
Αν πήγαινες [στον Γέροντα] και του ‘λεγες ένα πρόβλημα έλεγε, Κύριε Ιησού Χριστέ, και έκλαιγε, και μνημόνευε αυτό το όνομα. Ή έλεγε, Μέσα στο ελέησόν με είμαστε όλοι μας. Πόσο βάση έχει αυτό, πόσο κοινοβιακό σύστημα είναι αυτό. Το ελέησόν με είναι κοινοβιακό σύστημα. Μέσα στο ελέησόν με δεν προσεύχομαι για τον ευατόν μου μόνο, προσεύχομαι για όλον τον κόσμο. Είναι εγωϊστικό να προσεύχομαι μόνο για τον εαυτόν μου.
Να κάνεις προσευχή βρε, σου έλεγε. Να πεις εκατό ευχές για αυτό το πρόσωπο για αυτό το όνομα, και εκείνος έλεγε μία και του έλεγα έτσι καμιά φορά, Γέροντα εσείς λέτε μία και πιάνει, εγώ λέω εκατό και δεν πιάνει, γιατί δεν πιάνει; Δεν τα λες με πόνο, μου έλεγε. Δεν καταλαβαίνεις αυτή η γυναίκα είναι άρρωστη; Και άρχιζε να κάνει ανάλυση της ψυχολογίας της γυναίκας, εκείνης που ήταν άρρωστη.
Και τώρα τα πνευματικά παιδιά του Γέροντας Πορφυρίου το έχουμε κρατήσει αυτό .. Με παίρνουνε τηλέφωνο και μου λένε, κάνε προσευχή για εκείνο το παιδί, και βλέπω ότι αυτά τα παιδιά του Γέροντος Πορφυρίου έχουν αισθανθεί τον πόνο του ανθρώπου, και αμέσως γίνεται έμπονη προσευχή για το πρόσωπο αυτό και δείχνει ο Θεός έλεος ..
Έτσι μάθαμε και έτσι θέλουμε και οι άνθρωποι που έρχονται, και στο μοναστήρι αλλά και γενικά σε επαφή, να μάθουνε πως ενεργούσε ο Γέροντας και έτσι ακριβώς να πιάσουν αυτόν τον τρόπο σκέψης, τον τρόπο λειτουργίας του νου, να αγιαστεί ο νους. Αν αγιαστεί ο νους, αγιάζεται ταυτοχρόνως και η καρδία, η ψυχή του ανθρώπου αγιάζεται. Αν μολυνθεί ο νους, μολύνονται και τα άλλα όργανα.
.. Μερικές φορές ο Γέροντας σιωπούσε και του έλεγα, Γέροντα η σιωπή είναι προσευχή; Η σιωπή είναι υπέρτατη προσευχή, μου έλεγε. Γιατί κουράζεται ο νους από τις λέξεις και όταν βρει τον Θεό δια της σιωπής γίνεται ένα πανηγύρι μέσα του. Έρχεται ο Θεός και δίδει χάρη και έρχεται η χαρά ανεκλάλητη στην καρδιά του ανθρώπου και λες, Θεέ μου, κόψε τα ρεύματα της Χάριτός Σου γιατί τώρα θα σπάσει η καρδιά από τη χαρά.
.. Δεν έχω τίποτα και χαίρομαι για όλα ..
Λέει πολύ ωραία ο Απόστολος Παύλος ότι δεν έχω τίποτα και χαίρομαι για όλα .. ως μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων.. Έτσι είναι και ο μοναχός, δεν έχει τίποτα, ζει στα βουνά, ζει στα δάση, ζει δεν ξέρω και ‘γω που μπορεί να ζήσει .. Ζω στα άστρα, έλεγε ο Γέροντας και χαιρόταν η ψυχή του και είχε μέσα του τη χαρά του Χριστού. Και έλεγες, αυτός ο άνθρωπος, πού τη βρίσκει αυτή τη χαρά που όλη μέρα πονάει με τόσες ασθένειες;
.. θα βρεθούμε στην προσευχή ..
Ο Γέροντας είχε ορίσει μια ώρα κοινής προσευχής. Δηλαδή το βράδυ, σε άλλους έλεγε δέκα με έντεκα, έντεκα με δώδεκα, και έλεγε, θα βρεθούμε στην προσευχή. Εκείνη την ώρα έπρεπε να κάνεις την ευχή, να πεις Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με, να μνημονεύσεις τα ονόματα που σου είπε να μνημονεύσεις, αλλά ήθελε όμως, αν την άλλη μέρα ο νους βολόδερνε περί πολλών, ήθελε εκείνη την ώρα την συγκεκριμένη που σου έλεγε, να τηρήσεις το νου σου αμόλυντο όσο μπορείς. Δηλαδή, έφευγε ο αλήτης νους, αμέσως να τον ξαναγυρίσεις πίσω. Καταλάβαινες ότι εκείνη την ώρα είχες βοηθό στην προσευχή σου τον Γέροντα, γιατί η ώρα εκείνη της προσευχής ήταν με τον Γέροντα. Το καταλάβαινες, ήταν σα να ήταν αισθητά παρών ο Γέροντας. Έβλεπε και πολλές φορές σου έλεγε, Χθες δεν είχες προσευχή ενώ αν πήγαινε καλά η προσευχή σου έλεγε, Χθες πετούσες. .. Το να είμαστε συνεχώς σε προσευχητική στάση είναι η στάση του Ορθοδόξου Χριστιανού. Σας είχα πει πριν ότι η εργασία για τους πρώτους Χριστιανούς ήταν πάρεργο, δεν ήταν η κύρια δουλειά τους ..
.. εργοστάσιο καλών λογισμών ..
Κάποτε ο Γέροντας πήγε σε μία ομιλία, να δει έναν Ηγούμενο που ήταν πνευματικό του παιδί να ομιλεί σε ένα εκκλησίασμα φοιτητών. Κάθισε σε μια γωνιά εκεί στην άκρη, μίλησε αυτός ο Ηγούμενος, τα είπε καλά, τον φώτισε ο Θεός, και πήγε ο Γέροντας μετά σιγά σιγά να φύγει, και τα παιδιά τον είδανε, και του λένε, Γέροντα να μας πείτε και ‘σεις δυο λόγια. Εκείνος δε μιλούσε σε ακροατήρια. Έλεγε, Ε τώρα τι να σας πω βρε παιδιά, αφήστε με τώρα τι να σας πω βρε παιδιά. Εκείνοι όμως επιμένανε .. Αχ αυτά τα παιδιά πόσο τ’ αγαπώ δεν μπορώ να τα λυπήσω, να πάω να πω και ‘γω δυό λόγια. Και ανέβηκε στο έδρανο και τους είπε με απλά λόγια:
Έχουμε ένα δωμάτιο που είναι γεμάτο καλούς ανθρώπους, κι απ’ έξω είναι οι κακοί. Αν οι κακοί θέλουν να μπουνε μέσα, δεν έχει χώρο να μπούνε γιατί [μέσα] είναι οι καλοί.
Έτσι ακριβώς είναι η ψυχή του ανθρώπου, ο νούς του ανθρώπου .. Αν κατεργάζεται συνεχώς το καλό, είναι γεμάτος από καλό, δεν έχει χώρο το κακό να μπει μέσα ..
Έλεγε ο Πατήρ Παΐσιος, Κάντε ένα εργοστάσιο καλών λογισμών. Έρχεται ο κακός λογισμός, δεν είσαι δικός μου δε σε δέχομαι, δεν μπορώ να σε βάλω μέσα, που να σε βάλω μέσα. Και αμέσως αποκτά ο νους του ανθρώπου αγιασμό, διότι συνεχώς αγιάζεται ο αδερφός, αγιάζομαι και εγώ από τον αδερφό, έχω μέσα μου μόνο καλούς, δέχομαι μόνο καλούς .. και έτσι θα προσπαθήσουμε να αγιαστούμε στο νου μας για να αγιαστεί όλο το σώμα μας.
Αυτή ήταν και η γραμμή του Γέροντα. Τα παιδιά σηκωθήκανε και χειροκροτούσαν τον Γέροντα. Μίλησε και ο Ηγούμενος, τα είπε θεολογικά πολύ ωραία, μίλησε και ο Γέροντας τα είπε απλά, με τον τρόπο του. Αυτός ήταν ο Λόγος του Γέροντα .. [σε μία φράση] τα είχε όλα μέσα.
.. νοερά προσευχή ..
.. Να βάζεις έναν ταπεινό λογισμό και να λες, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με .. να λες την ευχούλα που είναι μονολόγιστη, δηλαδή είναι μία μικρή σύντομη προσευχή, περιεκτικότατη, θεολογικότατη, και αγιάζεται ο νους του ανθρώπου. Αν δείξει βία ο άνθρωπος στην αρχή, αμέσως ο Θεός δίνει θερμό ζήλο, αυξάνει, για να βρει ο άνθρωπος αμέσως ανταπόκριση και να αρχίσει σιγά σιγά .. να κατεργάζεται συνεχώς την ευχή. Αν κατεργαστεί την ευχή έξι μήνες ο άνθρωπος, κάνει μία σπουδή έξι μήνες στην αρχή, μετά από έξι μήνες θα του ‘ρχεται μόνη της η ευχή. Δηλαδή, θα περπατάει, θα κάνει δουλειές, και ενώ δεν θα έχει δώσει ο ίδιος εντολή στο νου του να πει την ευχή, θα έρχεται μόνη της η ευχή, θα γεννάται από μέσα μόνη της. Θα λες, Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με και θα λες, μα τώρα μόνη της αρχίζει να λέγεται η ευχή; Κι αν δείξει και ακόμα περισσότερο ζήλο, θέρμη, σιγά σιγά η ευχή θα κατεβαίνει στην καρδιά. Δηλαδή, ενώ λέγεται στην αρχή με το νου, μετά αρχίζει και κατεβαίνει στην καρδιά και λέγεται η ευχή μέσα στην καρδιά, ενώ κοιμάσαι λες ευχή, ενώ σηκώνεσαι, ενώ περπατάς, ενώ δουλεύεις, ενώ μιλάς, ενώ γράφεις, λες ευχή. Νοερά προσευχή. Αυτή είναι εργασία νηπτική. Είναι από το ρήμα νήφω που θα πει, προσέχω το νου μου. Νήφω, είμαι στην πόρτα του νου και βλέπω να λέγεται μέσα μόνο η προσευχή και τίποτε άλλο.
Θα μου πεις, δεν έχει προβλήματα ο κόσμος; Δεν μπορεί να ασχοληθεί με τα προβλήματά του; Πως θα τα λύσει;
Όχι. Αν πει την ευχή τα προβλήματα θα λυθούν μόνα τους. Βλέπετε, ο Γέροντας Πορφύριος ζούσε μέσα στην περιοχή του θαύματος, ήταν ο ίδιος ένα θαύμα. Και πως η προσευχή του, ένός γέρου ανθρώπου, άρρωστου, από εκεί που ήτανε κλεισμένος, έκανε θαύματα! Εδώ υπάρχουνε μαρτυρίες που έχει βγει από το σώμα του ο Γέροντας, ενώ ήτανε στο Μήλεσι άρρωστος, και έχει σώσει ανθρώπους, τον έχουν δει μπροστά τους άνθρωποι. Μια κοπέλα πήγε να πέσει να αυτοκτονήσει απ’ τις γραμμές του τραίνου και ο Γέροντας βρέθηκε μπροστά της και της είπε, Παιδί μου μην το κάνεις αυτό, και την έσωσε. Πως έγινε; Η προσευχή.
Το ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ενωμένος μετά του Θεού, πήρε τις ενέργειες του Θεού. Ο Θεός έχει τέτοιες ενέργειες, να είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Μάλιστα έλεγε ο Γέροντας, έτσι πολύ με στόχο, Δεν ξέρω πώς, αλλά ένας που επικαλλείται τον Άγιο Σπυρίδωνα εδώ, τον Άγιο Σπυρίδωνα στην Αμερική και στην Αυστραλία, είναι ταυτοχρόνως ο Άγιος Σπυρίδωνας και εδώ και στην Αμερική και στην Αυστραλία και εισακούει την προσευχή ..
Ο Γέροντας, που ήταν ένας επίγειος Θεός. Τι μπορούσε να είναι; Ένας επίγειος Θεός, έφερε μέσα του τη Θεότητα. Ήταν ολόλαμπρος, έβλεπες το πρόσωπό του να λάμπει, να ευωδιάζει, που είχε απλησιά ο Γέροντας, δεν πλενότανε. Κι όμως, βλέπεις πώς ενεργούσε η Χάρις του Θεού σε αυτό το φτωχικό, γερασμένο, άρρωστο σώμα! Και αυτό ήτανε και από εμάς οδηγός. Δηλαδή έβλεπες τη χάρη αυτού του Γέροντα και έλεγες, μα πως αυτός ο άνθρωπος απέκτησε αυτήν την αγιότητα! Τι έδωσε στο Θεό, να δώσω και ‘γω ..
Βέβαια, δεν πιστεύω ότι βγαίνουνε Πορφύριοι κάθε μέρα, μπορεί να βγει ένας Πορφύριος κάθε εκατό χρόνια, κάθε διακόσια χρόνια, ο Θεός ξέρει πότε τους στέλνει αυτούς τους προφήτες στη γη. Αλλά, ας μετέχουμε και ‘μεις λίγο της Χάριτος αυτής. Είναι και το ζητούμενο στην εποχή μας η αγιότητα. Να αγιαστούν οι γονείς, θα αγιαστούν και τα παιδιά. Να αγιαστείς εσύ που είσαι επιπλοποιός, θα αγιάσεις και τα έπιπλα που κάνεις. Στο Άγιον Όρος δεν αγιάζεται το φαΐ; Λένε την ευχή, μαγειρεύουν αλάδωτα και είναι τα αλάδωτά τους πεντανόστιμα. Γιατί είναι πεντανόστιμα; Γιατί αγιάζονται δια της προσευχής. Δεν βάζουν μέσα ούτε knorr, ούτε διάφορα μυρωδικά, και βλέπεις ο άλλος πάει στο Άγιον Όρος και λέει, το φαγητό που έφαγα σε ‘κείνο το μοναστήρι δεν το έχω ξαναφάει στη ζωή μου. [επιβεβαιώνει και ένα από τα παιδιά που πήρε τη συνέντευξη: Αυτό είναι αλήθεια. Δεν έτρωγα ρεβύθια, έφαγα νερόβραστα και ήτανε λες και έτρωγα το ΤΟ καλύτερο φαγητό που είχα φάει στη ζωή μου ]
Έτσι, αγιασμένα, η κάθε ενέργειά μας αγιάζει τα πάντα...
Πηγή: Αβέρωφ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...