Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ἀπέστειλε ἐπί τῇ εἰσόδῳ εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν καί τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας τίς κάτωθι Ποιμαντορικές Ἐγκυκλίους πρός τόν εὐαγῆ Κλῆρον καί τόν φιλόχριστον Λαόν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Ἐκ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΕΠΙ ΤΗι ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2017
* * * * *
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Εἰσερχόμενοι στὴν εὐλογημένη περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, φέρνουμε στὸ νοῦ μας τοὺς λόγους τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ: «῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν» (Μτθ. 6,16).
Τούτη ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου, ἔρχεται νὰ τοποθετηθεῖ ἔναντι ἑνὸς ἐρωτήματος, ποὺ ὁ καθένας μᾶς θέτει κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτές. Καὶ τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τὸ «πῶς πρέπει νὰ νηστεύσω κατὰ τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς;».
Ἡ Ἐκκλησία μας μέσα ἀπό τὶς τυπικές της διατάξεις, ὁρίζει ἕνα τρόπο νηστείας. Κατὰ τὶς ἔξι ἑβδομάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθὼς καὶ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, καλούμαστε νὰ απέχουμε ἀπὸ τὸ κρέας, από τὰ αὐγά, ἀπὸ τὸ γάλα καὶ τὰ προϊόντα ποὺ παράγονται ἀπὸ αὐτὸ, καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια. Ἀπὸ τὴν Δευτέρα ἕως καὶ τὴν Παρασκευὴ τῆς κάθε ἑβδομάδος ἡ τράπεζά μας πρέπει νὰ στερεῖται ἀκόμα καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, ἐνῶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, τὰ δύο αὐτὰ εἴδη ἐπιστρέφουν πρὸς ἐνίσχυση καὶ παρηγορία.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὅμως νηστεία δὲν περιορίζεται στὸν καθορισμὸ τῶν τροφῶν, ὅπως συμβαίνει στὸ πλαίσιο ἑνὸς διαιτολογίου, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ νηστεύουμε καὶ κατ’ ἐπέκταση, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο καλούμαστε νὰ ζήσουμε.
Ἀναζητώντας λοιπὸν τὸν τρόπο, ἐρχόμαστε νὰ προσεγγίσουμε μία ἐπισήμανση τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ τῆς Σιναϊτικῆς ἐρήμου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος παρατηρεῖ, πὼς σὲ ὅλες τὶς κατὰ Θεὸν προσπάθειές μας, οἱ δαίμονες, μᾶς σκάπτουν ὕπουλα τρεῖς λάκκους. Πρῶτα ἀγωνίζονται νὰ μᾶς ἐμποδίσουν νὰ πράξουμε τὸ καλό. Ἄν ἀποτύχουν σ᾿ αὐτό, τότε ἀγωνίζονται νὰ νοθεύσουν τὸ ἀγαθό, ὥστε νὰ μὴ γίνη κατὰ τρόπο θεάρεστο. Τέλος ἂν δὲν ἐπιτύχουν οὔτε τὴν νόθευση, προσπαθοῦν νὰ ρίξουν τὴν ψυχὴ στὴν ὑπερηφάνεια, μὲ ἀφορμὴ τὴ δῆθεν ἀρετή της (ἀπὸ τὸν 26ο Λόγο τῆς Κλίμακος: «Περὶ διακρίσεως λογισμῶν καὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν»).
Τὶς τρεῖς αὐτὲς παγίδες ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ πρέπει νὰ προσέξουμε στὸν ἀγώνα ποὺ ξεκινοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν Σαρακόστη. Ἂς ὑπερπηδήσουμε τὸν πρῶτο λάκκο, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἐγκλωβίσει στὸν λογισμὸ ὅτι «ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ νηστεύσω». Οἱ ὑποχρεώσεις, ἡ ὑγεία, ἡ ἀδυναμία, ἡ καθημερινότητα ἔρχονται νὰ συμμαχήσουν σὲ τούτη τὴν παγίδευση. Ὅμως τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ οὐσιαστικὰ ὡς ἐμπόδιο στὴν ἐπιθυμία τοῦ πιστοῦ νὰ νηστεύσει. Καὶ ἂν δὲν μπορεῖ κανεὶς τὸ ἄλαδο, καὶ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ στερηθεῖ κάποια τροφή, καὶ ἂν χρειάζεται ἀσβέστιο, καὶ ἂν τοῦ λείπει ὁ σίδηρος, καὶ ἂν ὁ χαρακτήρας τοῦ εἶναι ἀδύναμος, ξέρει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀσκεῖ οἰκονομία. Ἂς καταφύγουμε στοὺς πνευματικούς μας, καὶ ἐκεῖνοι δὲν θὰ μᾶς στερήσουν οὔτε τὰ ἀπαραίτητα, οὔτε τὴν χαρὰ τῆς νηστείας. Ὑπάρχουν τρόποι κανεὶς καὶ νὰ νηστεύει καὶ νὰ οἰκονομεῖται στὰ ἀπαραίτητα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἀποφύγουμε τὸν πρῶτο δαιμονικὸ πειρασμὸ τῆς ἄρνησης τῆς νηστείας, καὶ δὲν θὰ δώσουμε τὴν ἱκανοποίηση στὸν πονηρό, πὼς μᾶς παγίδευσε στὰ εὔκολα.
Ὁ δεύτερος λάκκος ἀπαιτεῖ μεγαλύτερη προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν ὑπερβεῖ κανείς, κι αὐτὸ γιατί εἶναι διττὸς ὁ πειρασμὸς ποὺ κρύβει.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης περιγράφει τὴν νέα αὐτὴ ἐνέδρα τοῦ πονηροῦ ὡς «νόθευση τοῦ ἀγαθοῦ». Τούτη ἡ νόθευση μπορεῖ νὰ εἶναι γέννημα εἴτε τῆς αὐθαιρεσίας εἴτε τῆς ὑποκρισίας.
Ὁ τρόπος τῆς αὐθαιρεσίας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνεργοῦμε τὴ νηστεία μὲ κριτήριο τὸ ἴδιον θέλημα. Νηστεύω ὅπως μου ἀρέσει, ὅποτέ μου ἀρέσει, χωρὶς καμία ἀναφορὰ καὶ χωρὶς καμία εὐλογία. Ἔτσι ὁ ὅποιος κόπος, ἡ ὅποια προσπάθεια καταβάλουμε μὲ τὴν ἐγωκεντρικὴ αὐτὴ «νηστεία» γίνονται τροφὴ γιὰ τὰ πάθη μας. Οἱ ἀρετὲς πνίγονται μέσα στὰ ζιζάνια τῶν παθῶν μας ποὺ θεριεύουν καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπογοητεύεται καὶ θυμώνει, χωρὶς νὰ κατανοεῖ τὸ γιατί.
Ὁ τρόπος τῆς ὑποκρισίας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνεργοῦμε τὴ νηστεία μὲ κριτήριο τὴν ἰδεατή μας εἰκόνα. Νηστεύω γιὰ νὰ ἀποκαλύψω στοὺς ἄλλους τὴ σπουδαιότητά μου, τὴν δύναμή μου, τὸν πνευματικό μου πλοῦτο. Ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα μου δὲν εἶναι ὁ ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ, ἡ θλίψη γιὰ τὸ κατάντημά μου, ἡ μετάνοια, ἀλλὰ ἡ βεβαιότητα «ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί». Τούτη ἡ στάση μὲ ὁδηγεῖ σὲ ἕνα πνευματικὸ αὐτισμό. Δὲν εἶμαι σὲ θέση οὔτε νὰ ἐπικοινωνήσω, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ ἀγαπήσω τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κοινωνήσω ἀληθινὰ μετὰ τοῦ Θεοῦ. Κατ’ οὐσία ἔχω ὀλισθήσει χωρὶς νὰ τὸ κατανοῶ σὲ μία ἰδιότυπη εἰδωλολατρία, ὅπου στὴ θέση τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἔχω ἐγκαταστήσει τὸ εἴδωλο τοῦ ἰδεατοῦ ἑαυτοῦ μου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μᾶς συμβουλεύει ὅσους θέλουμε νὰ ξεπεράσουμε καὶ αὐτὸν τὸν λάκκο, νὰ καταφύγουμε στὴν ὑποταγὴ καὶ στὴν ἐξουδένωση. Μὲ τὴν ὑποταγὴ θὰ νικήσουμε τὸν πειρασμὸ τῆς αὐθαιρεσίας, μὲ τὴν ἐξουδένωση θὰ στερήσουμε τὸν ἐγωισμό μας ἀπὸ τὶς δυνάμεις ποὺ τὸν ἑδραιώνουν. Ἂς ἀσκηθοῦμε στὴν τούτη τὴ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ στὸ πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, πρῶτα στὴν Ἐκκλησία, στοὺς πνευματικοὺς πατέρες, καὶ ἔπειτα ὁ ἕνας χριστιανὸς στὸν ἄλλον, οἱ σύζυγοι μεταξύ τους, τὰ παιδιὰ πρὸς τοὺς γονεῖς, καὶ οἱ γονεῖς πρὸς τὶς ἀλήθειες τῶν παιδιῶν τους καὶ τότε θὰ ἐπιτύχουμε νὰ ὑπερβοῦμε τὸν δεύτερο λάκκο ποὺ χαίνει μπροστά μας. Ἡ νηστεία καὶ ὁ ἀγώνας μας ἐν γένει δὲν θὰ νοθευτοῦν ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό μας, ὑπηρετώντας ἀλλότριες ἐπιδιώξεις.
Ἂν κανεὶς καταφέρει νὰ ξεπεράσει τοὺς δύο πρώτους λάκκους, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸν προειδοποιεῖ πὼς τὸν περιμένει καὶ ἕνα τρίτο ὄρυγμα, προπαρασκευασμένο ἀπὸ τὸν διάβολο γιὰ νὰ μᾶς ρήξει ἐντός του. Τούτη ἡ φοβερὴ παγίδα εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἀκόμα καὶ ἂν κάποιος καταφέρει μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀκολουθήσει τὴν νηστεία ὅπως τοῦ ὅρισε ὁ πνευματικός του, χωρὶς νὰ τὴν νοθεύσει, ἐνεργώντας τὴν μὲ ἀγωνιστικὴ διάθεση καὶ πνεῦμα ὑπακοῆς, ὑπάρχει ἀκόμα καὶ τότε ὁ φόβος νὰ ξεγελαστεῖ ὡς πρὸς τὸ μέγεθος τῶν κατορθωμάτων του. Ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς ἔπαρσης ποῦ γεννοῦν ἡ προσπάθεια, ἡ ἀνταπόκριση, ἡ ἐπιτυχία.
Τοῦτος ὁ λάκκος εἶναι πιὸ φοβερὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατί δὲν εἶναι ἀπότομος, ἀλλὰ κατέρχεσαι σὲ αὐτὸν σταδιακά, ὅπως κατεβαίνει κανεὶς σὲ μία κατηφόρα. Μὰ κι ὅταν βρεθεῖς ἐντός του, δὲν σκιάζεσαι ὅπως σὲ μία ἄβυσσο, γιατί μοιάζει μὲ πλατειὰ ὁδὸ καὶ μὲ γνώριμα μέρη. Εἶναι σκοτεινὸς μὲν καὶ χωρὶς οὐρανὸ ὁ τόπος αὐτός, ὅμως ἐσὺ ξεγελιέσαι, ἀφοῦ πιστεύεις ὄτι ὡς προχωρημένος πλέον στὰ πνευματικά, ὀφείλεις νὰ περάσεις καὶ ἀπὸ τέτοια δύσκολα μονοπάτια. Καὶ ἔτσι νηστεύεις καὶ προσεύχεσαι, ὑπακούεις καὶ ὑπομένεις, ἀσκεῖς φιλανθρωπία καὶ ἀγαθοργεῖς, ὅμως ὅλα αὐτὰ σὲ πᾶνε ὅλο καὶ πιὸ βαθειά, σὲ ἀκόμα μεγαλύτερο σκότος, σὲ τόπο ποὺ συναντιέσαι μὲ τὸν ἑωσφορικὸ ἐγωισμό, ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἱκανὸς γιὰ τὴν μεγαλύτερη πτώση.
Γιὰ νὰ διασωθεῖ κανεὶς ἀπὸ τούτη τὴν πλάνη, πρέπει νὰ καλλιεργήσει τὴν αὐτομεμψία, μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Ἡ αὐτομεμψία εἶναι ἐκεῖνο τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ χριστιανὸς ἐλέγχει τὸν ἑαυτὸ τοῦ εἰς βάθος καὶ μὲ αὐστηρότητα. Τούτη ἡ αὐστηρότητα δὲν ἔρχεται νὰ ζορίσει τὸν ἄνθρωπο, προκαλώντας τοῦ αἰσθήματα ἐνοχῆς ἢ κατωτερότητας. Ἀντιθέτως κατεργάζεται τὴν ψυχικὴ ὑγεία τοῦ πιστοῦ. Ἡ αὐτομεμψία μοιάζει μὲ ἐκεῖνον τὸ χειρουγρὸ ὁ ὁποῖος θέλοντας νὰ σώσει τὸν ἀσθενῆ του, ἀφαιρεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ καρκίνωμα καὶ λίγο ὑγιῆ ἱστὸ ἀπὸ τὴν γύρω περιοχή, γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος πὼς τὸν καθάρισε πλήρως. Ἔτσι καὶ τὸ πρόσωπο ποὺ αὐτομέμφεται, προτιμᾶ νὰ ἀδικήσει λίγο τὸ ἴδιο του τὸν ἑαυτό, παρὰ νὰ ἀφήσει τὸν καρκίνο τῶν παθῶν ἐντός της ψυχῆς του.
Ὁ διαρκὴς αὐστηρὸς ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὁδηγεῖ στὴν ἁγία ταπείνωση, ἡ ὁποία καταξιώνει τὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Ὅταν ἀποκτηθεῖ ἡ ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ πὼς ὅ,τι καλὸ ὑπάρχει σὲ αὐτὸν εἶναι δώρημα θεϊκό, τὸ ὁποῖο ἔχει χορηγηθεῖ γιὰ νὰ προσφερθεῖ στὴ διακονία τῶν ἀδελφῶν μας. Μέσα στὸ πνεῦμα αὐτὸ οἱ ἀρετὲς δὲν κατανοοῦνται σὰν ἀτομικὰ κατορθώματα, ποὺ αὐτοδικαιώνουν καὶ καταξιώνουν τὸν πιστό, ἀλλὰ ὡς θεῖες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἔχουν κατοικήσει στὴ ψυχή μας καὶ μᾶς κινοῦν καὶ μᾶς φωτίζουν. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴν ἔπαρση τοῦ Ἐγώ, ἀλλὰ μόνο εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἐπιβλέπει ἐπὶ τοὺς ταπεινούς του δούλους.
Ἂς πορευτοῦμε ἀγαπητά μου παιδιὰ σὲ τούτη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὄχι σκυθρωποί, μὰ μὲ χαρὰ μεγάλη. Τὴ χαρὰ τῆς νηστείας, τὴν χαρὰ τῆς ἀσκήσεως, τὴ χαρὰ τῆς ὑπέρβασης τῶν παθῶν, τὴ χαρὰ τῆς καρποφορίας τῶν ἀρετῶν, τὴ χαρὰ τῆς νίκης ἐπὶ τοῦ θανάτου.
Εὐχόμαστε διὰ τὸν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, τοῦ καθηγητοῦ τῆς Σιναϊτικῆς ἐρήμου, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ συνοδοιπορήσει μαζί μας σὲ τούτη τὴν πνευματικὴ πορεία, ἐνισχύοντας καὶ ἁγιάζοντας ὅλους.
Εὔχομαι εὔδρομον τό Στάδιον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ποὺ τὴν διαβάζουμε τὴν δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου κρύβει πλούσια μηνύματα καὶ νοήματα. Ἀρχίζει μὲ μιὰ ἀπαιτητικὴ κίνηση τοῦ μικροῦ υἱοῦ πρὸς τὸν πατέρα, ὁ ὁποῖος ζητάει τὸ «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας», κομμάτι δηλαδὴ τῆς περιουσίας τὸ ὁποῖο δικαιοῦται, καὶ ὁ πατέρας ἀμέσως τοῦ τὸ ἐκχωρεῖ. Ἀκολουθεῖ μιὰ ἱστορία ὑποδοχῆς ἀπὸ τὸν πατέρα, πανηγυριοῦ καὶ χαρᾶς, ἡ ὁποία ὅμως στιγματίζεται ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ ἀντίδραση τοῦ μεγάλου υἱοῦ, τοῦ «καλοῦ παιδιοῦ». Θὰ μποροῦσε κανεὶς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν παραβολὴ νὰ δανειστεῖ κάτι γιὰ νὰ κατανοήσει τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα, κάτι ἴσως γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς μετανοίας τοῦ υἱοῦ, κάτι γιὰ νὰ διακρίνει αὐτὴ τὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, κάτι γιὰ νὰ καταλάβει πῶς μπορεῖ μὲν νὰ εἶναι κανεὶς καλὸς καὶ σωστὸς ἀλλα παράλληλα ὅμως νὰ βρίσκεται στὸ κατάντημα τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ.
Ἂς μείνουμε στὸ πρῶτο, στὴ σχέση αὐτοῦ τοῦ πατέρα μὲ τὸ παιδί του, καὶ ἂς δοῦμε κάποια βασικὰ χαρακτηριστικὰ τόσο ἀναγκαῖα νὰ τὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς, ἰδίως οἱ γονεῖς.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ τόσο ἐντυπωσιακὰ φαίνεται εἶναι αὐτὴ ἡ ἐλευθερία τοῦ πατέρα. Τοῦ ζητάει τὸ παιδί του τὸ «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Ἐπιβάλλον σημαίνει ὅτι ἦταν...
ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ τὸ δώσει. Δὲν ἦταν ἐπιβάλλον. Ἂν ἤθελε τοῦ τὸ ἔδινε. Καὶ ὁ πατέρας χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε -κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ τὸ ἔκανε ἴσως- «διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον». Ἀμέσως διήρεσε τὴν περιουσία καὶ τοῦ τὴν ἐξεχώρησε γνωρίζοντας τὶς ἐπιπτώσεις. Μιὰ κίνηση παράξενη. Δὲν τὸν βομβάρδισε μὲ συμβουλές, οὔτε πάλι τὸν πολιόρκησε μὲ περιορισμούς, ἀλλὰ τοῦ δημιούργησε ἕνα κλῖμα τέτοιο ποὺ δὲν ἀπηγόρευε τὴν πτώση στὴν ἐκτροπὴ καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἀντιθέτως δημιουργοῦσε θαυμάσια καὶ ὅλες τὶς προϋποθέσεις τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς ὑποδοχῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο σημεῖο.
Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ὑπακοή• ἡ ὑποταγὴ τοῦ πατέρα πρὸς τὸ παιδί. Δὲν ἀπαίτησε ἀπὸ τὸ παιδί του νὰ ὑποταχθεῖ σ´ αὐτὸν, παρὰ μὲ τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴν ὑπετάγη ἐκεῖνος στὸ παιδί.
Κι ἂς προχωρήσουμε στὸ τρίτο χαρακτηριστικό. Ὁ πατέρας ἀπὸ μακρυὰ κοίταζε, παρατηροῦσε μήπως ἐπιστρέψει ὁ υἱός του• πότε θὰ γυρίσει. Ἄρα εἶχε προσδοκία, εἶχε ἐλπίδα. Πόσες φορὲς ἐμεῖς ἔχουμε χάσει αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, αὐτὴ τὴν προσδοκία. Καὶ εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὸ παιδί του τὴν ὥρα ποὺ ἐπέστρεφε καὶ «δραμών», ἔτρεξε ὁ ἴδιος νὰ τὸ συναντήσει. Δὲν σκέφτηκε: «Τὸ παλιόπαιδο, ἂς ἔλθει ἐδῶ πέρα νὰ ζητήσει συγγνώμη καὶ θὰ τὰ ποῦμε». Αὐτὴ εἶναι μιὰ συνήθης ρήση. Ἀντ᾿ αὐτοῦ ὁ πατέρας κάνει μιὰ νέα κίνηση. Ζώντας τόσο καιρὸ μυστικὰ τὸ δράμα καὶ τὸν πόνο του, ὑπερβαίνει τὸν ἑαυτό του καὶ τρέχει αὐτὸς στὸ παιδί του μ᾿ ἕναν ἐκστατικὸ τρόπο. Αὐτὸ σημαίνει ἐκστατικός, τὸ νὰ ξεπεράσει τὸν ἑαυτό του. Τὸ τέταρτο λοιπὸν στοιχεῖο εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκστατικότητα.
Καὶ «ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἔπεσε στὸ λαιμό του, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν ἔπνιξε στὰ φιλιά, ὅπως θὰ λέγαμε στὴ σημερινὴ διάλεκτο, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ πατέρας αὐτὸς διατήρησε μέσα στὴν καρδιά του, πέρα ἀπὸ τὴ δοκιμασία τὴν ὁποία πέρασε, αἰσθήματα στοργικότητας καὶ τρυφερότητας, δηλαδὴ συγχωρητικότητα. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέταρτο στοιχεῖο.
Ἂν προσέξει κανεὶς βλέπει ὅτι ἐνῶ γίνεται αὐτὴ ἡ ἐπιστροφή, ὁ πατέρας δὲν τοῦ λέει τίποτα, κάποιες συμβουλὲς νὰ τοῦ δώσει, κάποιες παρατηρήσεις καὶ ὑποδείξεις νὰ τοῦ κάνει. Ὅλοι εἴμαστε σίγουροι ἀπὸ τὸ σκηνικὸ αὐτῆς τῆς ἱστορίας ὅτι μὲ πολλὴ εὐκολία θὰ τὶς δεχόταν αὐτὸ τὸ παιδί. Καὶ δὲν τοῦ τὶς κάνει. Ἀλλὰ σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα, τὸν δέχτηκε στην ἀγκαλιά του. Τότε ὁ πατέρας ζήτησε νὰ τοῦ ἀλλάξουν τὰ ροῦχα καὶ ἀπὸ τὰ κουρέλια ποὺ φοροῦσε νὰ τοῦ δώσουν καινούργιο ἔνδυμα, νὰ τοῦ βάλουν δαχτυλίδι, νὰ τοῦ δώσουν παπούτσια ποὺ ἦταν ξυπόλυτος καὶ νὰ σφάξουν τὸ καλύτερο θρεφτάρι ποὺ εἶχαν γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει δεῖπνο πανηγύρεως. Σὰν νὰ εἶχε φύγει αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ σὰν νὰ εἶχε πολλαπλασιάσει τὴν περιουσία καὶ νὰ τοῦ ὄφειλε ὁ πατέρας ἕνα βραβεῖο καὶ ἕναν ἔπαινο. Ἠταν ὑπερβατικὸς ὁ πατέρας, πληθωρικός στὰ αἰσθήματα. Πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ὄφειλε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρόσφερε στὸ παιδί του.
Ἐπιπλέον εἶχε ἀντοχὴ καὶ δύναμη νὰ ὑπομένει τὰ ἀναπάντεχα χτυπήματα. Τὸ πρῶτο χτύπημα ἦταν ἡ ἀπαίτηση τοῦ παιδιοῦ του νὰ πάρει τὴν περιουσία ποὺ βέβαια δὲν τοῦ ἀνῆκε καὶ σίγουρα νὰ τὴν κατασπαταλήσει. Τὸ δεύτερο, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο του παιδί, γιὰ τὸ ὁποῖο γνώριζε πολὺ καλὰ τὸ πῶς τελικὰ ζοῦσε. Μόλις τόλμησε νὰ νοιώσει λίγα σπέρματα χαρᾶς καὶ παρηγοριᾶς ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ του, ὁ μεγάλος γυιός του, τὸ «καλό» του παιδί, τοῦ φέρθηκε τόσο σκληρὰ καὶ τόσο ἀπάνθρωπα. Ἀντοχὴ καὶ δύναμη λοιπόν τὸ πέμπτο χαρακτηριστικό.
Ὁ πατέρας αὐτὸς γνώριζε πολὺ καλὰ πότε νὰ μιλάει καὶ πότε νὰ σιωπᾶ. Στὸ μικρό του τὸ παιδί, τὸ ἄσωτο, ποὺ ἀποστάτησε, οὔτε μιὰ κουβέντα δὲν λέει. Στὸ «καλό» του τὸ παιδί, ποὺ τελικὰ ἀποδείχτηκε σκληρόψυχο καὶ σκληρόκαρδο, φέρεται μὲ ἕναν τρόπο παρακλητικό. Ἦταν παρακλητικὸς ὁ πατέρας. Πήγαινε καὶ παρακαλοῦσε τὸν μεγάλο του γυιὸ νὰ ἔλθει κι αὐτὸς νὰ συμμετάσχει στὴν εὐφροσύνη καὶ στὴν πανήγυρη.
Τί φοβερὸς ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς αὐτῆς! Εἶχε μοναδικὰ χαρίσματα: ἐλευθερία, ὑπακοή, ἀντοχή καὶ δύναμη, συγχωρητικότητα, ἐκστατικότητα καὶ ὑπερβατικότητα, παρακλητικότητα, καὶ πληθωρισμὸ αἰσθημάτων. Ἕνας πατέρας τόσο ἀνώτερος δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔβγαζε δύο καρπούς, οἱ ὁποῖοι πραγματικὰ νὰ τοῦ πρόσφεραν ἱκανοποίηση καὶ ἀνάπαυση; Ἔχει δυὸ γυιοὺς ποὺ ὁ ἕνας μέσα ἀπὸ τὴν καλωσύνη του τὸν τυραννάει. Κι ὁ ἄλλος μέσα ἀπὸ τὴν πιστότητα καὶ τὴ συνέπειά του, μένοντας στὸ σπίτι, ἀποδεικνύεται σκληρὸς καὶ βασανιστικός, σφιχτὸς καὶ δύσκολος.
Τὸ ἕνα τὸ παιδί του, τὸ «κακό» κάνει τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ζεῖ μὲ τὴν συναίσθηση ὅτι εἶναι παιδί του. Τὴ λέξη «πατέρας» τὴν ἀναφέρει 3-4 φορὲς σ᾿ αὐτὴν τὴν παραβολή. Ὁ γυιὸς ποὺ μένει στὸ σπίτι, τὸ «καλὸ» παιδί, δὲν τὸν ἀποκαλεῖ πατέρα, ἀλλά, ὅπως πολὺ ὡραία ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, αἰσθάνεται μέσα στὴν ἀγκαλιά τῆς οἰκογένειας του σὰν ἕνας δοῦλος. Ὁ πρῶτος γυιὸς μόλις δεῖ τὴν πτώση του, καὶ τὸ κατάντημά του συναισθάνεται καὶ τὴν ἐνοχή του καὶ πολὺ ἁπλᾶ τὴν ὁμολογεῖ. Ὁ δεύτερος ἀρκεῖται μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ καὶ κακῶς ἐννοούμενη συμμόρφωσή του καὶ τὸ μόνο ποὺ ξέρει νὰ κάνει εἶναι νὰ διαμαρτύρεται καὶ νὰ ἐπιρρίπτει τὶς εὐθύνες στὸν πατέρα.
Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο τὸν ἀδελφό του δὲν τὸν ὀνομάζει ἀδελφό, ἀλλὰ τὸν ὀνομάζει «παιδί σου» ὅταν ἀπευθύνεται στὸν πατέρα. Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε μ´ ἕναν τρόπο ἐλεγκτικὸ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ καρπὸς ὁ δικός σου». Ἕνας ἄνθρωπος διαρκοῦς ἀρνητικότητας: «Ποτὲ δὲν μοῦ ἔδωσες ἕνα κατσίκι νὰ σφάξω γιὰ νὰ γλεντήσω κι ἐγώ μὲ τοὺς φίλους μου, ὁ ὁποῖος δούλεψα πραγματικὰ στὸ σπίτι σου σὰν ἕνας πιστὸς δοῦλος». «Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ».
Ὑπάρχουν πολλὲς γλῶσσες, διάλεκτοι καὶ τρόποι ἐπικοινωνίας. Ὅταν ἡ καρδιὰ πλατύνεται, τότε αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἄνεση ἐκφράζεται στὴν περίπτωση τοῦ πατέρα ὡς ἐλευθερία καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ ὡς αἴσθηση καὶ βίωμα υἱοθεσίας. Ἀντιθέτως, στὸν πρεσβύτερο καὶ «καλὸ» υἱὸ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ στενότητα τῆς καρδιᾶς καί, ἐνῶ ζεῖ μέσα στὸ πατρικὸ σπίτι, νοιώθει ὡς δοῦλος.
Ἡ ἐπικοινωνία τοῦ πατέρα μὲ τὸν ἄσωτο υἱὸ δὲν ἔχει λόγια, δὲν χρειάζεται λόγια. Ὑπάρχει ἡ ἀγκαλιά, τὸ φίλημα• αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος καὶ ἡ διάλεκτος ἐπικοινωνίας. Καὶ ὁ καρπὸς εἶναι ἡ εὐφροσύνη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ πανήγυρις. Ἐνῶ στὴν περίπτωση τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ ὑπάρχει ὁ διάλογος, χρειάζεται τὸ δίκαιο, εἶναι ἀνάγκη νὰ παρουσιαστοῦν τὰ ἐπιχειρήματα. Καὶ ἀντὶ εὐφροσύνης καὶ πανηγύρεως, ἔρχεται ἡ ἀπομάκρυνση, ἡ ἀπομόνωση καὶ ἡ ὀργή γιὰ τὴν ὁποία μᾶς μιλάει τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.
Προχωροῦμε στὸ Τριώδιο. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ἡ Ἐκκλησία μας βάζει αὐτὴν τὴν παραβολὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὸ πρόγραμμα μας. Τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει καὶ ἔτσι μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν δικοί Του ἄνθρωποι θὰ ἀγωνιστοῦμε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἐν ἐλευθερίᾳ νὰ πορευθοῦμε πρὸς τὸ Πάσχα, καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς χαρᾶς καὶ τῆς πανηγύρεως τῆς αἰωνίου Ἀναστάσεως καὶ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός της. Ἀμήν.
Τριώδιο 2017
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ήταν δυό αδέλφια τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια. (Λουκά 15: 11 κ.ε.) Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.
Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε μ όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.
Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.
Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντάς τους αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου» (Ιερ. 2, 19). Γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μη πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλωντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι.
Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.
Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.
Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ' ότι περιέπεσε σ' αμέτρητα κακά.
Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένος έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πως έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφομε κοντά Του, αλλά μας δέχεται το ίδιο αγαπητικά με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται ν αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος.
Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.
Γι αυτό ο Παύλος, για ν' ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α' Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β' Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β' Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).
Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.
Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ' όλα τ αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν
Πηγή: http://asiminakisangelos.blogspot.gr/2011/02/blog-post_20.html
Ὁ ἀναμορφωτὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Μουσικῆς, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γεννήθηκε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 7ου μ.Χ. αἰῶνα, πιθανώτατα τὸ 676 μ.Χ., ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς, στὴ Δαμασκὸ καὶ γι’ αὐτὸ Δαμασκηνὸς ἐπικαλεῖται. Ὁ πατέρας του, ὀνομαζόμενος Σέργιος, ἦταν πλούσιος χριστιανὸς καὶ λόγῳ τῆς ἐναρέτου ζωῆς του ἦταν πρωτοσύμβουλος τοῦ Ἀμηρᾶ, Ἀγαρηνοῦ ἄρχοντος τῆς Δαμασκοῦ. Γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν πρὸς τοὺς πένητας συμπάθειά του ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε ἕνα παιδὶ, τὸ ὁποῖο ὀνόμασε Ἰωάννη καὶ τὸ ὁποῖο ἔμελλε νὰ γίνη παγκόσμιος φωστῆρας τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν ὁποία στόλισε μὲ τόσα παναρμόνια τροπάρια.
Ἰδιαίτερη φροντίδα ἔδειχνε ὁ Σέργιος πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς ὁποίους ἀπελευθέρωνε μὲ δικά του χρήματα, καὶ πρὸς τὰ ὀρφανά. Ἔτσι ὁ Σέργιος πῆρε μὲ υἱοθεσία ἕνα ὀρφανὸ παιδὶ τῆς ἡλικίας τοῦ Ἰωάννη, ὀνομαζόμενο «Κοσμᾶ», τὸ ὁποῖο μεγάλωνε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη στὸ σπίτι του. Μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων χριστιανῶν ποὺ ἔφεραν τότε οἱ Ἀγαρηνοὶ στὴ Δαμασκὸ, ἔφεραν καὶ κάποιον μοναχὸ ὀνομαζόμενο Κοσμᾶ ἀπὸ τὴν Ἰταλία, τὸν ὁποῖο πλησίασε ὁ Σέργιος, καὶ ὅταν διαπίστωσε ὅτι ἦταν λόγιος, τὸν ἀπελευθέρωσε, ὅπως συνήθιζε, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ διδάξη στὰ δύο παιδιὰ «τὴν Φιλοσοφίαν, Ρητορικήν, Ἀριθμητικήν, Γεωμετρίαν καὶ μάλιστα τὴν ὠφέλιμον καὶ ψυχοσωτήριον χαρμόσυνον μουσικήν». Ἀπὸ τὸν μοναχὸ Κοσμᾶ, λοιπόν, ἔμαθε μουσικὴ ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς καὶ ὁ θετὸς ἀδελφὸς του Κοσμᾶς, μετέπειτα ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, δύο μεγάλοι ποιητὲς καὶ μελοποιοὶ ποὺ κόσμησαν τὶς ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καρπὸς ἐνάρετης ζωῆς καὶ μεγάλης παιδείας ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς διακρίθηκε καὶ ὑπερέβη κατὰ πολὺ τὸν δάσκαλό του στὴ μουσική, τὴν ποίηση, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τὶς ὁποῖες διδάχθηκε. Ἦταν σὲ ὅλους γνωστὴ ἡ ἱκανότητά του νὰ συνθέτη καὶ νὰ μελοποιῆ ὕμνους. Βαρυνθείς τὰ ἐγκόσμια καὶ τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου, μοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ μαζὶ μὲ τὸν θετό του ἀδελφό Κοσμᾶ πῆγαν στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου καὶ ἐμόνασαν. Ὁ γέροντας, στὸν ὁποῖο τὸν ὅρισε νὰ ὑποταχθῆ ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα, στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν δεχόταν, λέγοντας ὅτι δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ προστάζη «τοιοῦτον ἄνθρωπον», ἀλλὰ, γιὰ νὰ ὑπακούση στὸν Ἡγούμενό του, δέχθηκε. Πῆρε στὸ κελλί του τὸν ἀρχάριο Ἰωάννη καὶ τὸν νουθέτησε λέγοντας «πρόσεχε νὰ μὴν κάνης τίποτε, οὔτε νὰ ψάλλης κανένα τροπάριο χωρὶς τὸ θέλημά μου, γιατὶ ἔτσι ἐπιτάσσει ὁ βασικὸς κανόνας τῆς μοναχικῆς ζωῆς».
Κάποτε πέθανε ἕνας γείτονας τοῦ Ἰωάννη καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ νεκροῦ, μὴν μπορώντας νὰ ἀνθέξη τὸ γεγονός, παρακάλεσε τὸν Ἰωάννη νὰ συνθέση ὕμνον πρὸς παρηγοριά. Ὁ Ἰωάννης συνέθεσε καὶ μελοποίησε τὸν ἐξαίσιο ὕμνον «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα…», ποὺ μέχρι σήμερα ψάλλεται στὴν ἐκκλησία. Τυχαῖα τὸν ἄκουσε ὁ γέροντας νὰ τὸ ψάλλη καὶ ἐπειδὴ τὸ εἶχε κάνει χωρὶς τὴν εὐλογία του, τὸν ἔδιωξε, διότι παραβίασε τὸν βασικὸ κανόνα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν ὑπακοή. Μάταια παρακάλεσε ὁ Ἰωάννης ζητώντας νὰ μεσιτεύσουν πρὸς τὸν γέροντα ὁ Ἡγούμενος καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς πιέσεις ὑποχώρησε ὁ γέροντας νὰ τὸν δεχθῆ καὶ πάλι, μὲ τὸν ὅρο νὰ καθαρίση ὅλες τὶς ἀκαθαρσίες τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα μὲ τὰ χέρια του. Ὁ Ἰωάννης μὲ χαρὰ τὸ ἔκανε προκειμένου νὰ τὸν δεχθῆ ὁ γέροντάς του.
Τὴ νύχτα φανερώθηκε στὸν γέροντα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ τοῦ λέγει: «Διατὶ ἔφραξες τοιαύτην βρύσιν θαυμάσιαν; Ἄφες τὴν πηγὴν νὰ ποτίση τὴν οἰκουμένην. Αὐτὸς ἔχει νὰ ὑπερβῆ τὴν προφητικὴν κιθάραν καὶ τὸ ψαλτήριον τοῦ Δαβίδ…». Τὸ πρωὶ ξύπνησε ὁ γέροντας καὶ ἀποκάλυψε στὸν Ἰωάννη τὴν ὀπτασία καί, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε μετάνοια, τοῦ εἶπε: «Ὦ τέκνον τῆς ὑπακοῆς τοῦ Χριστοῦ, ἄνοιξον τὸ στόμα σου καὶ λάλησον λόγους τοὺς ὁποίους ἔγραψεν εἰς τὴν καρδίαν σου τὸ Ἅγιον Πνεῦμα… Καὶ συγχώρησόν μοι δι’ ὅσα σοῦ ἔπταισα, διότι ἀπὸ τὴν ἀγνωσίαν μου σὲ ἠμπόδισα» . Τότε ἄρχισε ὁ Ἰωάννης νὰ συνθέτη καὶ νὰ ψάλλη τὰ μελίρρυτα ἐκεῖνα ἄσματα καὶ θεῖα μελωδήματα, μὲ τὰ ὁποῖα τόσο φαιδρύνεται κάθε μέρα ἡ ἐκκλησία καὶ ἀκούεται ὁ καθαρὸς ἦχος τῶν ἑορταζόντων ποὺ ψάλλουν: «Δόξα σοι, Κύριε» .
Προικισμένος μὲ τὸ ἐξαίρετο μουσικὸ αἰσθητήριο, γνώριζε ὄχι μόνο ὅτι «ἡ μεταβολὴ τῶν μουσικῶν τρόπων (ἤχων) ἐπιφέρει μετακίνησιν καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν σπουδαιοτάτων νόμων», (Πλατ.Πολιτεία 424 C), ἀλλὰ καὶ ὅτι «ἡ μουσικὴ ὡς ρυθμομελωδιὸ φαινόμενο ἀσκεῖ ὑψίστην ἐπίδρασιν εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν συναισθηματικῶν προδιαθέσεων τοῦ ἀνθρώπου» (Μ.Βασίλειος). Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὰ πολυάριθμα μέλη τῶν ἤχων καθιέρωσε γιὰ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μέλη σεμνὰ καὶ ἁρμόζοντα στὴ θεία λατρεία καὶ προσέδωσε ἔτσι στὴ θεία μελωδία τὸ ἄσπιλο κάλλος της. Εἶναι ἱστορικὰ βεβαιωμένο ὅτι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ ἀρχίζει ἡ δεύτερη σημαντικὴ ἐποχὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, μὲ κύρια γνωρίσματα τὴν ἀνάπτυξη τοῦ παπαδικοῦ μέλους καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς πρώτης μουσικῆς σημειογραφίας. Μέχρι τῶν ἡμερῶν του ἡ διδασκαλία τῆς μουσικῆς γινόταν μόνο μὲ τὴ φωνητικὴ παράδοση «τὴ μεγάλη αὐτὴ διδάσκαλο», γιατὶ δὲν ὑπῆρχε θεωρητικὴ ἐργασία. Τὸ κενὸ αὐτὸ κάλυψε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ὁ κράτιστος μουσικὸς πατὴρ ἐκπόνησε θεωρητικὴ μουσικὴ ἐργασία γραμμένη «κατ’ ἐρωταπόκρισιν» καὶ ἐπιγραφομένη μὲ τὸν τίτλο: «Γραμματικὴ τῆς μουσικῆς ἤτοι κανόνιον κατὰ τοὺς ὁρισμοὺς καὶ κανόνας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων».
Ἡ σημειογραφία ἢ παρασημαντική, δηλαδὴ ὁ τρόπος γραφῆς τῆς μουσικῆς, χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν ἐπιφανῆ Ἕλληνα μουσικὸ καὶ φιλόσοφο, πατέρα τῆς μουσικολογίας Ἀριστόξενο τὸν Ταραντῖνο (3ο π.Χ. αἰῶνα), μαθητὴ τοῦ Ἀριστοτέλη τοῦ Σταγειρίτη. Ἡ σημειογραφία ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖτο ἀπὸ τὰ γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου συνδέθηκαν μὲ διάφορα ἄλλα σύμβολα. Ἔτσι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ «Μαΐστορος» Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ ὑπῆρχε ἕνα σύστημα γραφῆς μὲ πλῆθος σημείων καὶ γραμμάτων, τὸ λεγόμενο «ἀγκιστροειδοῦς γραφῆς». Ἡ γραφὴ αὐτὴ στὴ Δύση ἐξελίχθηκε στὴ σημερινὴ σημειογραφία τῆς Εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς, ἐνῷ στὴν Ἀνατολὴ ἀποτέλεσε τὴν ἀπαρχὴ ἐκφωνητικοῦ συστήματος γραφῆς.
Πολλοὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἀγκιστροειδὴς γραφὴ εἶναι ἐφεύρημα τοῦ «Ὑφηγητοῦ» τῆς μουσικῆς καὶ μελωδοῦ Δαμασκηνοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἀστήρικτο, γιατὶ ἡ ἀγκιστροειδὴς γραφὴ προϋπῆρχε τοῦ Ἰωάννη. Τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ μουσικοῦ Ἀντιφωναρίου τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ συνέταξε τὸ Ἀντιφωνάριό του μὲ ἀγκιστροειδῆ γραφή. Ἡ ἐκμάθηση τῆς ἀγκιστροειδοῦς γραφῆς ἦταν πολὺ δύσκολη καὶ γι’ αὐτό, ὅπως πιστοποιοῦν κριτικοὶ παρατηρητές, ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς τὴν τροποποίησε καὶ τὴν ἔκανε εὐκολώτερη. Παρὰ τὴν προσπάθεια τοῦ Δαμασκηνοῦ νὰ τροποποιήση τὴ γραφὴ τῆς μουσικῆς, τὸ μουσικὸ σύστημα δὲν ἔπαψε νὰ εἶναι μία «μουσικὴ στενογραφία». Σημαδόφωνα ποὺ ὑποδηλώνουν ἀκόμη καὶ ὁλόκληρες μουσικὲς γραμμὲς (ὑποστάσεις) πρέπει νὰ γνωρίζη ὁ μελπήτωρ (ψάλτης) ἀπὸ μνήμης, πρᾶγμα ἐξαιρετικὰ δύσκολο. Ἡ δυσκολία αὐτὴ τοῦ μουσικογραφικοῦ συστήματος δημιούργησε τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξηγήσεως καὶ συστηματικῆς ἀναλύσεως τῆς «μελικῆς ἐνέργειας τῶν σημαδοφώνων». Γι’ αὐτὸ ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ γραφὴ ὑπέστη πολλὲς ἐξηγήσεις-ἀναλύσεις μέσα στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων ἀπὸ ἐξέχουσες μουσικὲς προσωπικότητες καὶ κορυφαίους μελωδούς.
Ὁ ἀείμνηστος Κ. Ψάχος παρατηρεῖ ὅτι: «Ἡ πολυσχιδὴς αὐτὴ ἐξέλιξις τῆς σημειογραφίας εἶναι ἡ πρώτη μουσικὴ γραφὴ ἡ ἀποδιδομένη στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, ὅστις τυγχάνει ὁ περισσότερον τῶν προγενεστέρων καὶ συγχρόνων αὐτοῦ ἐργασθεὶς πρὸς ἀναμόρφωσιν καὶ τελειοποίησιν τοῦ γραφικοῦ συστήματος». Οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι ἀποτυπώνουν μελωδικὰ συστήματα καὶ ὄχι ἁπλὰ τονικά, τὸ μέτρο τῶν ὕμνων ἐξαρτᾶται προπαντὸς καὶ πρωτίστως ἀπὸ τὸ μέλος αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ μέχρι τὸν 8ο μ.Χ. αἰῶνα ὁ μελοποιὸς καὶ ὁ ποιητὴς τῶν ὕμνων ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. Οἱ ἱκανότητες αὐτὲς ὑπῆρχαν στὸν μεγαλύτερο δυνατὸ βαθμὸ στὸν ἅγιο Δαμασκηνό.
Στὴ μουσικὴ γραφὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ ἀποδίδονται πολλὲς Θεοτερπεῖς μελισματικὲς δημιουργίες ὅπως «τὰ ὀκτὼ μέγιστα κεκραγάρια», τὸ «Τὸ Προσταχθέν μυστικῶς…», τὸ δίχορο ἀργό «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ…», καὶ πολλὰ ἄλλα. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ἡ «ὀκτώηχος», ἔργο μὲ ἀσύγκριτο φιλολογικὸ κάλλος καὶ ἄπειρο θεολογικὸ βάθος. Μερικοὶ τόλμησαν νὰ ἀμφιβάλουν γι’ αὐτό. Τὸ ὅτι συγγραφέας τῆς ὀκτωήχου εἶναι ὁ πολυγραφότατος πατὴρ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ Μαΐστωρ μαρτυρεῖται, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἀπὸ τὸ ὄνομά του ποὺ κρύβεται ὡς «θησαύρισμα σεπτόν» μέσα στὴν ὀκτώηχο. Ἄν πάρωμε τὸ πρῶτο γράμμα τῶν Δοξαστικῶν, τῶν ἀντιστοίχων τῆς ὀκτωήχου στοὺς ἑσπερινούς τῶν Σαββάτων κατὰ τὴ σειρὰ τῶν ἤχων πλὴν τοῦ πλαγίου τετάρτου, σχηματίζεται ἡ λέξη «ΙΩΑΝΝΟΥ», αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά του (Ἰωάννης) σὲ γενικὴ πτώση. Οἱ μελουργοὶ καὶ ποιητὲς τῆς ἐκκλησίας συνέθεταν τὰ ἔργα τους aaφωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Στὸ καθένα ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ σφραγῖδα τοῦ ποιητῆ καὶ ἡ ἀσφάλεια τῆς γνησιότητας ποὺ, δυστυχῶς, στὴν ἐποχή μας δύσκολα ἀναγνωρίζονται.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς συνέταξε καὶ μελοποίησε κανόνες, τροπάρια, μουσικὰ ἰδιόμελα καὶ προσόμοια, ἐγκώμια στὴν Παναγία μας καὶ σὲ πολλοὺς Ἁγίους, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ βρίσκονται στὰ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀλλὰ καὶ πανηγυρικοὺς λόγους, δογματικὲς μελέτες συνέταξε καὶ θεολογικὰ ἔργα οἰκοδομῆς καὶ πίστεως συνέγραψε καὶ καθιέρωσε νὰ διαβάζωνται στὴν Ἐκκλησία, μὲ σπουδαιότερο ὅλων τὸ ἔργο του «Πηγὴ Γνώσεως».
Σήμερα ὅλοι δέχονται ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός εἶναι αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τῶν δογμάτων, ἐπηρέασε ὁλόκληρο τὸ Θεολογικὸ κίνημα τῆς Δύσης. Ὑπῆρξε ἀναμορφωτὴς τῆς μεγαλειώδους Βυζαντινῆς Μουσικῆς, γιατὶ καθάρισε τὴν Ἱερὰ μελωδία ἀπὸ μέλη ἀνάρμοστα, γιατὶ δημιούργησε πρόσθετα μελικορυθμικὰ στοιχεῖα μὲ βάση τὴν ἀρχαία ἐλληνικὴ μουσική. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, «τιμῶσα τὸν μακάριο Ἰωάννη Δαμασκηνό» ὡς «δογματικὸ Θεολόγο», σὰν «ἄριστο μύστη τῆς μουσικῆς» καὶ «σοφώτατο ὑμνογράφο», τὸν κατέταξε στὴ χορεία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Εκκλησίας καὶ ὅρισε ἡ σεβάσμια μνήμη του νὰ ἐπιτελῆται στὶς 4 Δεκεμβρίου κάθε χρόνο.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ο μωσαϊκός νόμος, ο οποίος επρόσταζε να προσφέρεται κάθε πρωτότοκο αρσενικό βρέφος στον Ναό του Σολομώντος την τεσσαρακοστή ημέρα από της γεννήσεώς του, απέβλεπε στο να προετοιμάση τον Ισραηλιτικό λαό, όπως και άλλες διατάξεις του Νόμου, για την έλευσι του Μεσσίου. Για εκείνον τον μοναδικό πρωτότοκο Υιό τής Παρθένου, ο οποίος θα ήτο ολοκληρωτικά αφιερωμένος εις τον Θεόν, δηλαδή τον Μεσσίαν. Είχε λοιπόν μεσσιανικό χαρακτήρα αυτή η εντολή. Και με παρόμοιες εντολές διατηρήθηκε στον Ισραηλιτικό λαό η συνείδησις της ανεπαρκείας του Νόμου για την σωτηρία των ανθρώπων και της προσδοκίας του ερχομένου Μεσσίου, ο οποίος θα επλήρωνε τον Νόμο και θα έφερε το πλήρωμα της σωτηρίας και της αιωνίου ζωής στους ανθρώπους.
Αφορούσε λοιπόν τον Χριστόν η διάταξις αυτή, και ο Κύριος, προς τον οποίον κατέτεινε αυτή η εντολή, δεν εχρειάζετο να προσφερθή εις τον Ναόν, διότι ήτο ο ίδιος ο Ναός της Θεότητος. Ηθέλησε όμως αυτός ο Ποιητής του Νόμου να πληρώση τον Νόμον, τιθέμενος υπό τον Νόμον. Και ως δούλος και αυτός να προσφερθή εις τον Ναόν από την Μητέρα Του και τον θετό πατέρα Του και να γίνουν τα ειθισμένα και υπό του Νόμου προβλεπόμενα, οι τελετουργίες και οι προσφορές ζεύγους τρυγόνων ή δύο νεοσσών περιστερών.
Έτσι ο Κύριος, όπως και με την Περιτομή και με το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό και με άλλες πράξεις Του, κατέστησε τον εαυτό Του υπό τον Νόμον, ώστε να υπερβή τον Νόμον διά της υπακοής του εις τον Νόμον, να πληρώση τον Νόμον και να χαρίση εις τους ανθρώπους, δι’ αυτής της υποταγής Του εις τον Νόμον, την αληθινή ελευθερία. Δεν είχε ανάγκη Εκείνος να κερδίση την ελευθερία υποτασσόμενος εις τον Νόμον, διότι ήτο ο Ίδιος ο χορηγός της ελευθερίας, η όντως Ελευθερία. Αλλά για να δώση σε μας ελευθερία, εμπήκε υπό τον Νόμον. Συγχρόνως δε, για να δώση και σε μας παράδειγμα ότι, εάν θέλουμε να αποκτήσουμε την αληθινή ελευθερία, πρέπει να μπούμε και εμείς εκουσίως υπό τον Νόμον του Χριστού. Όχι βέβαια τώρα υπό τον Νόμον του γράμματος της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά υπό τον Νόμον της Χάριτος της Καινής Διαθήκης.
Αυτός είναι και ο σκοπός του Μοναχού. Ο Μοναχός εκουσίως θέτει τον εαυτό του υπό τον νόμον της υπακοής, για να αποκτήση την αληθινή ελευθερία. Και όσο καλυτέρα υπακοή κάνει, τόσο πιο ελεύθερος γίνεται. Ελεύθερος από τα πάθη, ελεύθερος από τον εγωισμό, ελεύθερος από κάθε δουλεία, ελεύθερος τελικά και από αυτόν τον θάνατον.
Θυμάστε τον μακαριστό πατέρα Αυξέντιο, ο οποίος είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής; Όταν του λέγαμε ότι είναι πια γεροντάκι και να μη πηγαίνη στην Εκκλησία, διότι τα πόδια του δεν τον βαστούσαν, αυτός απαντούσε: «δεν είναι κατά Θεόν στην Εκκλησία αισθάνομαι ελευθερία». Αυτή την ελευθερία αισθάνεται ο Μοναχός, όταν κάνη την αδιάκριτο υπακοή, όπως την θέλει ο Θεός. Εάν ταλαιπωρούμεθα από λογισμούς ή από ακαταστασίες πνευματικές, αυτό συμβαίνει διότι δεν κάνουμε την υπακοή που πρέπει. Και γνωρίζετε και εσείς εκ πείρας, ότι, οσάκις κάνετε υπακοή όπως την θέλει Θεός, τότε αισθάνεσθε ελευθερία. Ας το υποσημειώσωμε λοιπόν αυτό σήμερα επ’ ευκαιρία της υπακοής που έκανε ο Κύριος -και που δεν εχρειάζετο να την κάνη για τον εαυτό Του, αλλά την έκανε για μας- στον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, για να πορευώμεθα και εμείς διά της πιστής υπακοής στην αληθινή ελευθερία των τέκνων του Θεού, την οποία ο ίδιος ο Κύριος μας εχάρισε.
Πηγή: (Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, Προηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου «Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές (των ετών 1981-1991) Α’, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, 2015), Η άλλη όψη, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος
Ο «Βίος τον Αντωνίου» (Vita Antonii) δεν είναι μόνο μια πλούσια πηγή για τη ζωή του Αγ. Αντωνίου, δεν είναι μόνο μια πλούσια πηγή για τις αρχές του μοναχισμού, αλλά είναι και η αρχαιότερη μοναστική βιογραφία που έχουμε. Κατά την παράδοση η συγγραφή της έχει αποδοθεί στον Αγ. Αθανάσιο. Αυτό είναι ένα αμφισβητούμενο θέμα. Εντούτοις, δεν υπάρχει ακόμα σοβαρός λόγος για να αποκλείσουμε το να έχει γράψει ο Άγ. Αθανάσιος ένα αρχικό σχετικό κείμενο, η ένα μέρος ενός αρχικού κειμένου, στο οποίο άλλοι αργότερα έχουν ίσως κάνει προσθήκες. Οπωσδήποτε, δεν έχει τόση σπουδαιότητα το ποιος έγραψε αυτό το βιβλίο, όσο το περιεχόμενο του. Ο Αγ, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός έγραψε ότι ο «Βίος του Αντωνίου» μας δίνει την εικόνα, τη μορφή, το χαρακτήρα της πρώτης μοναστικής ζωής. Ο «Βίος» αποκαλύπτει ένα δυναμισμό στην πνευματική ζωή του μοναχισμού, μια μέθοδο που γεννά όλο και πιο βαθιά πνευματική ανάπτυξη η οποία τελικά καταλήγει στη μορφή μιας πνευματικής «πατρότητας».
Ο συγγραφέας γράφει ότι του ζήτησαν να «περιγράψει τον τρόπο ζωής του μακαρίου Αντωνίου». Αυτοί που του ζήτησαν αυτή την περιγραφή ήθελαν να μάθουν «αν αυτά που ειπώθηκαν γι’ αυτόν είναι αληθινά». Υπήρχε μια επιθυμία «να μιμηθούν» τον τρόπο ζωής του αγ. Αντωνίου και ο συγγραφέας συμφωνεί ότι «η ζωή του Αντωνίου είναι ένα επαρκές υπόδειγμα πειθαρχίας (discipline)» -πραγματικά η ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται στο «Βίο» για την «πειθαρχία» είναι η λέξη «άσκησις». Ο συγγραφέας τους συμβουλεύει να πιστέψουν αυτά που άκουσαν και τους ενθαρρύνει επιπλέον να ανακαλύψουν περισσότερα για τη ζωή του «αλλά σκεφθείτε μάλλον ότι σας έχουν πει μόνο λίγα πράγματα, γιατί οπωσδήποτε αυτοί δύσκολα μπορούσαν να σας έχουν δώσει λεπτομέρειες για τόσο σπουδαία γεγονότα. Και επειδή Εγώ, με δική σας παράκληση, έχω κληθεί να θυμηθώ μερικά γεγονότα σχετικά με αυτόν, και θα στείλω όσα μπορώ να πω σ' ένα γράμμα, μην αμελήσετε να ρωτήσετε εκείνους που αποπλέουν από εδώ: γιατί πιθανόν, όταν όλοι θα έχουν αφηγηθεί ό,τι γνωρίζουν γι’ αυτόν, η περιγραφή να μην είναι ανάλογη προς τα κατορθώματα του». Ο συγγραφέας γράφει ότι «είχε διακαή πόθο να μάθει οποιαδήποτε νεότερη πληροφορία» όταν έλαβε το αίτημα τους, και ήθελε να στείλει ορισμένους μοναχούς που είχαν γνωρίσει καλά τον Αντώνιο να ρωτήσουν για τη ζωή του. Αλλά η «εποχή για θαλασσινά ταξίδια έφθανε στο τέλος της» και ο συγγραφέας «βιαζόταν να γράψει … ό,τι ο ίδιος γνωρίζει, αφού τον είχε δει πολλές φορές». Ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι ήταν «ακόλουθος για πολύν καιρό» του Αντωνίου. Ο συγγραφέας είναι συνετός και συμβουλεύει ότι αυτοί θα έπρεπε να έχουν ως αντικειμενικό τους σκοπό την αλήθεια, «ώστε κανένας τους να μην δυσπιστήσει επειδή θα ακούει περισσότερα, ούτε πάλι να καταφρονήσει του ανδρός επειδή θα ακούει λιγότερα του δέοντος».
Η περιγραφή της πρώτης ζωής του Αντωνίου και ό,τι τον οδήγησε στη «δοκιμασία» του μεταφέρει μια ρεαλιστική εικόνα του ασκητισμού εκείνης της εποχής. «Ο Αντώνιος … ήταν εκ καταγωγής Αιγύπτιος. Οι γονείς του ήταν από καλή οικογένεια και είχαν σημαντική περιουσία (στην Κόμα της Μέσης Αιγύπτου, κατά τον Ιστορικό Σωζόμενον). Αφού οι γονείς του ήταν Χριστιανοί, ο Αντώνιος ανατράφηκε στην ίδια πίστη». Ο συγγραφέας γράφει ότι ο Αντώνιος δεν αγαπούσε το σχολείο «δεν ανεχόταν να μάθει γράμματα». Ο λόγος που δίνεται είναι ασαφής «μη ενδιαφερόμενος να συναναστρέφεται με άλλα παιδιά». Το κείμενο υπονοεί ότι ο Αντώνιος ήταν, τρόπον τινά, από τον χαρακτήρα του, επιρρεπής στη μοναξιά και την απομόνωση. Ο Αντώνιος παρακολουθούσε τις εκκλησιαστικές ακολουθίες κανονικά «με τους γονείς του πήγαινε στον οίκο του Κυρίου, και ούτε σαν παιδί ήταν οκνηρός ούτε όταν μεγάλωσε τις καταφρονούσε». Ήταν «προσεκτικός» στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και «φύλαγε ό,τι διαβαζόταν μέσα στην καρδιά του». Τονίζεται ότι ήταν υπάκουος γιος. Ο συγγραφέας έχει άμεσα απεικονίσει τον χαρακτήρα του: είχε τάση προς απομόνωση, ενδιαφερόταν σοβαρά για τη θρησκεία του και ήταν υπάκουος. Η στάση του Αντωνίου έναντι της οικονομικής ανέσεως της οικογενείας του είναι σπουδαία «αν και ως παιδί μεγάλωσε μέσα σε αρκετή οικονομική άνεση, δεν ταλαιπώρησε τους γονείς του ζητώντας τους ποικίλα και πολυτελή φαγητά, ούτε αυτά ήταν γι’ αυτόν πηγή ευχαριστήσεως».
Ύστερα ήρθε ο θάνατος και των δυο γονιών. «Έμεινε μόνος με μια μικρή αδελφή: η ηλικία του ήταν περίπου δεκαοκτώ η είκοσι ετών, και έπεσε πάνω του η φροντίδα του σπιτιού και της αδελφής του. «Έξι μήνες ύστερα από το θάνατο των γονέων του ο Αντώνιος ήταν, ως συνήθως, στον οίκο του Κυρίου «συγκεντρωμένος στον εαυτό του και σκεπτόμενος». Σκεφτόταν «πως οι Απόστολοι άφησαν τα πάντα και ακολούθησαν το Σωτήρα (Ματθαίος 4:20), και πως οι πρώτοι Χριστιανοί πούλησαν τα υπάρχοντα τους και τα έφεραν και τα έθεσαν στα πόδια των Αποστόλων για να διανεμηθούν στους φτωχούς (Πράξεις 4:35)». «Αναλογιζόμενος αυτά τα πράγματα μπήκε στην Εκκλησία και συνέβη να διαβάζεται το ευαγγέλιο και άκουσε τον Κύριο να λέγει στον πλούσιο, αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε και πούλησε τα υπάρχοντα σου και μοίρασε τα στους φτωχούς, και ακολούθησε με, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό' (Ματθαίος 19:21). Ο Αντώνιος, σαν να τον είχε βάλει ο Θεός να θυμηθεί τους αγίους, και σαν να είχε διαβαστεί η περικοπή γι’ αυτόν, βγήκε αμέσως από την Εκκλησία και έδωσε όλα τα κτήματα των προγόνων του στους χωρικούς -αυτά ήταν τριακόσια στρέμματα («άρουραι») «παραγωγικής και πολύ καλής γης». Ο συγγραφέας γράφει ότι το έκανε αυτό «ώστε αυτά να μην είναι πια βάρος σ' αυτόν και την αδελφή του». Μερικοί ερμηνεύουν αυτό με μια έννοια που υπάρχει στο γράμμα η στο πνεύμα του κειμένου ότι το έκανε αυτό για να αποφύγει τους φόρους. Ο Αντώνιος ύστερα μάζεψε τα υπόλοιπα «κινητά υπάρχοντα», τα πούλησε, και τα έδωσε στους φτωχούς, «κρατώντας λίγα για την αδελφή του».
Και πάλι στην Εκκλησία, ο Αντώνιος ακούει την ευαγγελική προτροπή «Μη μεριμνάτε λοιπόν για την αυριανή ημέρα» (Ματθαίος 6:34). «Φαίνεται ότι αυτό ήταν εκείνο που τον παρακίνησε να δώσει, ό,τι είχε απομείνει στους φτωχούς και να ξεκινήσει για τη «δοκιμασία» του. Από το κείμενο γίνεται φανερό ότι υπήρχε ήδη ένας καθιερωμένος θεσμός για την άσκηση, ιδιαίτερα για τις παρθένες. «Αφού ανέθεσε την αδελφή του σε γνωστές και πιστές παρθένες, και βάζοντας την σ' ένα σπίτι για παρθένες «εις παρθενώνα» για να την μεγαλώσουν, ο ίδιος αφιερώθηκε εκείνο τον καιρό σε άσκηση έξω από το σπίτι του, αδιαφορώντας για τον εαυτό του και ασκώντας τον με υπομονή». Ο συγγραφέας ύστερα προσθέτει τη σημαντική δήλωση «επειδή δεν υπήρχαν τότε ακόμα τόσο πολλά μοναστήρια στην Αίγυπτο, και κανένας απολύτως μοναχός δεν ήταν γνωστός στην μακρινή έρημο». Το κείμενο καθίστα σαφές ότι υπήρχε ήδη μια ασκητική παράδοση για παρθένες και μια μη συστηματικά οργανωμένη μοναστική ζωή. «Όλοι όσοι ήθελαν να προσέξουν τον εαυτό τους ησκούντο μόνοι τους κοντά στο χωριό τους».
Ο Αντώνιος μιμήθηκε τη ζωή «ενός γέροντος» σ' ένα γειτονικό χωριό. Όποτε ο Αντώνιος άκουγε «για έναν καλό άνθρωπο οπουδήποτε, σαν σοφή μέλισσα, πήγαινε και τον αναζητούσε». Αν και η λέξη «όρκος» δεν χρησιμοποιείται (στο κείμενο) φανερά, είναι φανερό ότι ο Αντώνιος είχε ήδη πάρει αποφάσεις που εμπίπτουν μέσα στο πνεύμα του όρκου. Μια τέτοια απόφαση η ένας τέτοιος «όρκος» είναι ότι «επιβεβαίωσε την απόφαση του να μην γυρίσει στο πατρικό του σπίτι ούτε να θυμάται τους συγγενείς του, αλλά να διαθέσει όλη την επιθυμία και την ενέργεια του στην τελειοποίηση της ασκήσεώς του». Εκείνο που θα ευχαριστούσε το Λούθηρο και τον Καλβίνο, τουλάχιστον μερικώς, είναι ότι ο Αντώνιος «εργαζόταν με τα χέρια του, γιατί είχε ακούσει, αυτός που είναι οκνηρός, να μην τρώει» (Β΄ Θεσ. 3:10). Τα χρήματα που ο Αντώνιος έπαιρνε από την εργασία του τα χρησιμοποιούσε για να αγοράζει ψωμί, και τα υπόλοιπα «τα έδινε στους φτωχούς» (Ματθαίος 5:7). Την ώρα που ο Αντώνιος εργαζόταν, συνέχιζε την πνευματική ζωή της προσευχής: «Προσευχόταν συνεχώς, γιατί ήξερε ότι ο άνθρωπος έπρεπε αδιαλείπτως να προσεύχεται κατ' ιδίαν» (Α' Θεσ. 5:17).
Ύστερα στο κείμενο περιγράφεται το ιδεώδες της εν αγάπη πνευματικής αδελφότητας. Ο Αντώνιος «ηγαπάτο από όλους». Πρόσεχε τις ιδιαίτερες περιοχές «του ζήλου και της ασκήσεως» όπου άλλοι ήταν πιο προχωρημένοι από αυτόν. «Έβλεπε τη φιλανθρωπία του ενός· την ακατάπαυστη προσευχή του άλλου- μάθαινε την απαλλαγή κάποιου από την οργή και την αγαθότητα ενός αλλού. Πρόσεχε κάποιον καθώς αγρυπνούσε, και άλλον καθώς μελετούσε· τον έναν τον θαύμαζε για την υπομονή του, τον άλλον για τη νηστεία του και για το ότι κοιμόταν στο έδαφος· την πραότητα του ενός και τη μακροθυμία του άλλου τις παρατηρούσε με προσοχή, ενώ πρόσεχε την προς τον Χριστό ευσέβεια και την αμοιβαία αγάπη που εμψύχωνε όλους».
Το κείμενο του «Βίου του Αντωνίου» τονίζει επίσης ότι ο Αντώνιος θυμόταν τις Αγιογραφικές περικοπές που διαβάζονταν στην Εκκλησία «κανένα από όσα ήταν γραμμένα δεν άφηνε να πέσει στο έδαφος, αλλά τα θυμόταν όλα, κι ύστερα η μνήμη του, του χρησίμευε ως βιβλίο». Το κείμενο μιλά αλλού για το σεβασμό του προς το διάβασμα. Εκείνο που συχνά παραλείπεται από μερικούς σχολιαστές του Αντωνίου είναι η ζωή της προφορικής παραδόσεως. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πολύ συχνά σκλάβος του γραπτού κειμένου, ξεχνά πολύ συχνά ότι οι κοινωνίες ήκμαζαν κάποτε στηριζόμενες μόνο στον προφορικό λόγο. Οι άνθρωποι της αρχαιότητας μπορούσαν να απομνημονεύσουν τεράστια τμήματα του παραδοσιακού τους πνευματικού πολιτισμού. Είναι απλώς το φαινόμενο του γραπτού λόγου που επέτρεψε στο σύγχρονο άνθρωπο να υποδουλωθεί, τρόπον τινά, σ' αυτόν, να διαβάζει μάλλον ένα κείμενο παρά να το ακούει και να το απομνημονεύει. Ένας συγγραφέας γράφει ότι «ένας αριθμός Αγιογραφικών χωρίων ήταν γνωστός (στον Αντώνιο), αλλά για μια συνεχόμενη και βαθειά γνώση της Αγίας Γραφής από αυτόν, η από αυτούς γενικά τους αναχωρητές, δεν έχουμε ίχνη». Μια τέτοια εκτίμηση δεν είναι ακριβής και βασίζεται πάνω στη σύγχρονη προσέγγιση της αναλύσεως της Αγίας Γραφής ως γραπτού λόγου. Ο Αντώνιος — και γενικά οι πρώτοι μοναχοί γνώριζε την περισσότερη, αν όχι όλη την Καινή Διαθήκη «από στήθους». Επιπλέον, η γνώση τους, για την Αγία Γραφή επεκτεινόταν και στην Παλιά Διαθήκη, μεγάλα τμήματα της οποίας απομνημόνευαν. Το ότι αυτός δεν ήταν ικανός να «συνδέει λογικά» τα διάφορα τμήματα της Αγίας Γραφής, είναι μια κρίση που δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα και προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να δομεί ή να συνδέει λογικά υλικό που απομνημονεύεται «εν τη καρδία».
Το επόμενο βήμα του Αντωνίου για την οδό της «δοκιμασίας» του ήταν να «αγωνιστεί να ενώσει τις ιδιότητες του καθενός». Το ιδεώδες της ασκητικής αναζητήσεως είναι να προοδεύει χωρίς ζηλοτυπία για τους άλλους και χωρίς να προκαλεί τη ζηλοτυπία των άλλων. Αυτό το ιδεώδες αποτυπώνεται καθαρά μέσα στο «Βίο τον Αντωνίου». «Και αυτό το έκανε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη θίξει τα αισθήματα κανενός, και τους έκανε να χαίρονται γι’ αυτόν. Έτσι όλοι σ' εκείνο το χωριό και οι καλοί άνθρωποι με τους όποιους σχετιζόταν, όταν έβλεπαν ότι ήταν άνθρωπος αυτού του είδους, συνήθιζαν να τον ονομάζουν Αγαπημένο του Θεού ('θεοφιλή'). Και μερικοί τον υποδέχονταν σαν γιο, και άλλοι σαν αδελφό».
Ο «Βίος του Αντωνίου» αποκαλύπτει ότι η αντίθεση προς την ασκητική και μοναστική ζωή αρχίζει από τις εισηγήσεις του διαβόλου, ο οποίος αγωνίζεται πάντα να εμποδίσει αυτήν την οδό, αυτήν τη «δοκιμασία». Τα δαιμονικά μέσα με τα οποία επιχειρείται να εμποδιστεί αυτή η οδός μπορεί να είναι άλλοτε λεπτά και άλλοτε χονδροειδή, και πάντοτε υποβάλλουν στον υποψήφιο ασκητή την αμφιβολία για την ορθότητα της οδού, πάντοτε υποβάλλουν τη σκέψη ότι αυτή μπορεί να μην είναι λογική. Η προσπάθεια του διαβόλου είναι «να του ψιθυρίσει την ανάμνηση του πλούτου του, την φροντίδα για την αδελφή του, τις απαιτήσεις των συγγενών, την αγάπη του χρήματος, την αγάπη της δόξας, τις διάφορες ευχαριστήσεις του τραπεζίου και τις άλλες ανέσεις της ζωής». Και ύστερα έρχονται οι υπομνήσεις «της δυσκολίας της αρετής και των κόπων που αυτή απαιτεί, της αδυναμίας του σώματος, και του μάκρους της ζωής». Αυτό, διακηρύσσει ο «Βίος του Αντωνίου», δεν απέδωσε, ακριβώς εξαιτίας του «καθορισμένου σκοπού» του Αντωνίου.
Ύστερα ακολουθεί η περιγραφή του πνευματικού αγώνα του Αντωνίου κατά της προσπάθειας του διαβόλου να αποτρέψει τον Αντώνιο από την οδό της «δοκιμασίας» του φέρνοντας τον αντιμέτωπο με την αδυναμία της σάρκας, και με τον σεξουαλικό πειρασμό. «Γιατί αυτά είναι η πρώτη παγίδα για τους νέους αυτός επιτίθεται κατά του νέου, (του Αντωνίου), ενοχλώντας τον τη νύχτα και βασανίζοντας τον την ημέρα, έτσι ώστε ακόμα και οι θεατές είδαν τον αγώνα που γινόταν μεταξύ τους. Ο διάβολος του υπέβαλε αχρείες σκέψεις και ο Αντώνιος τις αντιμετώπιζε με προσευχές. Ο διάβολος του άναβε τη λαγνεία και ο Αντώνιος, κοκκινίζοντας από ντροπή, οχύρωνε το σώμα του με πίστη, προσευχές και νηστείες. Και μια νύχτα ο διάβολος … μεταβλήθηκε ακόμα και σε γυναίκα και μιμείτο όλα τα φερσίματα της μόνο και μόνο για να παγιδεύσει τον Αντώνιο. Αλλά ο Αντώνιος, έχοντας γεμάτο το νου του με τον Χριστό και με την ευγένεια που εμπνέεται από το Χριστό, και σεβόμενος την πνευματικότητα της ψυχής του, έσβησε τον αναμμένο άνθρακα της απάτης του διαβόλου. Και πάλι ο εχθρός του υπέβαλε 'το λείον της ηδονής'. Αλλά ο Αντώνιος, γεμάτος θλίψη και οργή, έστρεψε τις σκέψεις του στο απειλούμενο πυρ και τον κατατρώγοντα σκώληκα … και πέρασε μέσα από τον πειρασμό αβλαβής». Το σχόλιο μέσα στο «Βίο του Αντωνίου» γι’ αυτόν τον αγώνα είναι οπωσδήποτε του Αθανασίου. «Γιατί ο Κύριος εργαζόταν μαζί με τον Αντώνιο, ο Κύριος που για μας έγινε σαρξ και έδωσε στο σώμα τη νίκη κατά του διαβόλου, ώστε όλοι όσοι αληθινά πολεμούν να μπορούν να λένε: όχι εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου (Α' Κορινθίους 15:10)». Εδώ ο «Βίος του Αντωνίου» όχι μόνο εκφράζει τη συνεργιστική οδό δηλώνοντας ότι «ο Κύριος συνεργούσε με τον Αντώνιο», αλλά το υποστηρίζει καθαρά αυτό από τον Απ. Παύλο, από ένα χωρίο που μίλα για την προτεραιότητα της χάριτος του Θεού. Αυτό το χωρίο δεν πρέπει να λησμονείται όταν κανείς συναντά τον πνευματικό αγώνα στην Ανατολική και Βυζαντινή ασκητική και μοναστική πνευματικότητα. Η ουσία του οράματος, η ουσία του αγώνα, πάντα γνωρίζει για την πρωτοβουλία του Θεού και για την προτεραιότητα της χάριτος, ανεξάρτητα από το πόσο τα κείμενα μπορεί συχνά να τονίζουν την πλευρά της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ο «Βίος του Αντωνίου» ύστερα περιγράφει πως παρουσιάστηκε ο διάβολος στον Αντώνιο ως παιδί -παίρνοντας ένα ορατό σχήμα «σύμφωνα με το νου του» και μιλώντας σ' αυτόν «με ανθρώπινη φωνή». «Είμαι ο φίλος της πορνείας και έχω πάρει μαζί μου για τους νέους διεγερτικά που οδηγούν σ’ αυτήν. Ονομάζομαι πνεύμα πορνείας». Οι λέξεις του κειμένου που σχολιάζουν τις προηγούμενες προτάσεις είναι σπουδαίες. Ο Αντώνιος έχει θριαμβεύσει κατά του διαβόλου στην πρώτη συμπλοκή που είχε μαζί του. Εν τούτοις το κείμενο εξηγεί: «Αυτή ήταν η πρώτη πάλη του Αντωνίου κατά του διαβόλου, ή μάλλον αυτή η νίκη ήταν του Σωτήρος εν τω Αντωνίω». Σ’ αυτήν τη δήλωση βρίσκεται η ουσία της βασικής και θεμελιώδους θεολογικής κατανοήσεως της πνευματικής «δοκιμασίας» στην Ανατολική και Βυζαντινή ασκητική και μοναστική σκέψη. Το δεύτερο μέρος του σχολίου προστίθεται σχεδόν παρενθετικά. Πράγματι, σε πολλά κείμενα της ασκητικής και μοναστικής γραμματείας αυτό αργότερα θα παραλείπεται. Αλλά εάν παραλείπεται, παραλείπεται γιατί αυτό αποτελεί προφανή προϋπόθεση ολόκληρης της Χριστιανικής ζωής, ολόκληρης της πνευματικής «δοκιμασίας». Αυτός είναι ο αυθεντικός συνεργισμός της Ανατολικής και Βυζαντινής παραδόσεως και ο Αντώνιος «εργάζεται» και ο Θεός «εργάζεται», όμως είναι σαφές ότι όλα προέρχονται από τον Θεό, ότι ακόμα και στην πνευματική «δοκιμασία» του ανθρώπου το έργο, η ενέργεια, η δύναμη, και η νίκη προέρχονται από τον Κύριο μας, είναι στ' αλήθεια το έργο του Κυρίου μας. Ο συγγραφέας ύστερα παραθέτει το χωρίο Ρωμαίους 8:3-4.
Αλλά η «δοκιμασία» συνεχίζεται. Η πνευματική ζωή δεν σταματά ποτέ, όπως ολοφάνερα διευκρινίζεται από την Καινή Διαθήκη. «Αλλά ούτε ο Αντώνιος, αν και ο πονηρός δαίμονας είχε νικηθεί, σταμάτησε στο εξής την προσπάθεια του … , ούτε ο εχθρός, αν και ηττήθηκε, σταμάτησε να στήνει παγίδες στον Αντώνιου. Και πάλι ο συγγραφέας επικαλείται τη γνώση της Καινής Διαθήκης από τον Αντώνιο. «Αλλά ο Αντώνιος, έχοντας μάθει από τις Γραφές (Εφεσίους 6:11) ότι οι μέθοδοι (αι μεθοδείαι) του διαβόλου είναι πολλές, συνέχιζε με ζήλο την άσκησή του, κατανοώντας ότι, αν και ο διάβολος δεν μπόρεσε να απατήσει την καρδιά του με την ηδονή του σώματος, θα προσπαθούσε να τον δελεάσει με άλλα μέσα». Ο Αντώνιος αποφάσισε να αυξήσει την καταστολή «του σώματος» για να το κρατήσει «σε υποταγή» (Α' Κορινθίους 9:27). «γι’ αυτό σχεδίαζε να συνηθίσει τον εαυτό του σ’ έναν αυστηρότερο τρόπο ζωής». Ο σκοπός αυτής της αυστηρότερης μορφής ασκήσεως είναι να εξασθενίσει το σώμα για να έλθει το αποτέλεσμα των λόγων του Αγ. Παύλου: «όταν ασθενώ, τότε είμαι ισχυρός» (Β΄ Κορινθίους 12:10). Ο Αντώνιος έλεγε ότι «ο τόνος της ψυχής τότε υγιαίνει όταν οι ηδονές του σώματος είναι ασθενείς».
Ο συγγραφέας λέγει ότι ο Αντώνιος είχε φθάσει «σ' αυτόν τον αληθινά θαυμάσιο σκοπό του» «ότι η πρόοδος στην αρετή, και η απάρνηση του κόσμου για χάρη της, δεν θα έπρεπε να μετρείται με το χρόνο, αλλά με τον πόθο και τη σταθερότητα του σκοπού», Ο Αντώνιος, σαν να ήταν στην «αρχή της ασκήσεως του», απέρριπτε σκέψεις του παρελθόντος και «αναλάμβανε μεγαλύτερους πόνους για την προκοπή του, επαναλαμβάνοντας συχνά τους λόγους του Παύλου: «ξεχνώντας τα περασμένα, και προχωρώντας προς τα εμπρός» (Φιλιπ. 3:14). Αν και η δεύτερη άποψη της σκέψεως του Απ. Παύλου στο στίχο 14 δεν περιέχεται στο «Βίο τον Αντωνίου», όμως προϋποτίθεται από το κείμενο: «Τρέχω προς το τέρμα, προς το βραβείο της επουράνιας κλήσεως του Θεού δια Ιησού Χριστού». Ο Απ. Παύλος ύστερα προσθέτει: «Όσοι λοιπόν είμαστε τέλειοι, ας σκεφτόμαστε κατ' αυτόν τον τρόπο» («όσοι ουν τέλειοι, τούτο φρονώμεν»). Είναι σαφές ότι τέτοια κείμενα του Απ. Παύλου εκφράζουν έναν πνευματικό δυναμισμό, μια ανάπτυξη στην πνευματικότητα. Είναι ακόμα φανερό ότι το τέρμα είναι η «άνω κλήσις» — και αυτή η «άνω κλήσις» ή η «κλήσις άνωθεν» συνδέεται με την «τελείωση». Ο Αντώνιος, όπως φαίνεται, εφαρμόζει τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης. Ο συγγραφέας ύστερα παραθέτει το στίχο 18:15 από την Α' Βασιλειών «Ζη ο Κύριος, μπροστά στον οποίο σήμερα στέκομαι». Ο συγγραφέας υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του «σήμερα» για τη δυναμική πορεία της πνευματικής «δοκιμασίας». «Γιατί ο Αντώνιος παρατήρησε ότι, λέγοντας 'σήμερα' ο προφήτης [Ηλίας], δεν μετρούσε τον χρόνο που πέρασε, αλλά την κάθε μέρα την έπαιρνε ως αρχή, σαν να άρχιζε πάντα από την αρχή». Και πάλι η προτεραιότητα της θελήσεως του Θεού τοποθετείται στη σωστή της προοπτική: «αυτός πρόθυμα προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό του να φαίνεται κατάλληλος προ του Θεού, όντας καθαρός στην καρδιά και πάντα έτοιμος να υποταγεί στη βουλή του Θεού και στον Θεό μόνο». Και ο Αντώνιος βρήκε στον Ηλία ένα πρότυπο του ερημίτη: «Και αυτός συνήθιζε να λέγει ότι στη ζωή του μεγάλου Ηλία ο ερημίτης έπρεπε να βλέπει τη δική του ζωή σαν σε καθρέπτη».
Το επόμενο βήμα στο δρόμο της «δοκιμασίας» του Αντωνίου είναι η είσοδος του στα «μνήματα». Ο «εχθρός φοβήθηκε ότι σε λίγο χρόνο ο Αντώνιος θα γέμιζε την έρημο με την άσκησή» του. Το κείμενο ισχυρίζεται ότι ένα πλήθος δαιμόνων επιτέθηκε κατά του σώματος του Αντωνίου μέσα στα μνήματα και «τόσο πολύ τον καταπλήγωσε ώστε αυτός έπεσε στο έδαφος άφωνος από τον υπερβολικό πόνο». Εκείνο που ακολουθεί στο κείμενο είναι και πάλι η «πρόνοια του Θεού» η οποία προστατεύει εκείνους «που ελπίζουν στον Θεό». Να, και πάλι οι δυο θελήσεις, οι δυο δραστηριότητες, του Θεού και του ανθρώπου, που συμμετέχουν στην πορεία. Αυτή τη φορά η γλώσσα είναι η ίδια με εκείνη που θα εύρισκε κανείς στις Γραφές. Αν και καθεαυτήν η γλώσσα θα μπορούσε να υπονοεί ότι η ελπίδα του ανθρώπου προκαλεί τη δραστηριότητα του Θεού, τα συμφραζόμενα όπως τα συμφραζόμενα γενικώς της Γραφής- παραπέμπουν κάποιον στην προϋπόθεση της πρωτοβουλίας του Θεού. Η γλώσσα αντανακλά απλώς τον ανθρώπινο ρεαλισμό.
Ο Αντώνιος μεταφέρεται πίσω στην Εκκλησία σε κατάσταση σχεδόν πτώματος. Αλλά ανέλαβε αρκετά, ώστε να μπορέσει, με βοήθεια, να γυρίσει στα μνήματα για να αντιμετωπίσει πάλι τον εχθρό. Ο Αντώνιος αναφωνεί ότι δεν θα ξαναφύγει από «τα χτυπήματα τους» και παραθέτει από την Προς Ρωμαίους επιστολή 8:35 «τίποτα δεν θα με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού». Ο Αντώνιος ύστερα ψάλλει από τους Ψαλμούς (26:3) «Εάν παραταχθεί εναντίον μου ένα ολόκληρο στρατόπεδο, δεν θα φοβηθεί η καρδιά μου». Ο Αντώνιος προκαλεί τους δαίμονες, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με τη μορφή θηρίων και ερπετών», αναφωνώντας: «Γιατί η πίστη στον Κύριο μας είναι για μας σφραγίδα και τείχος ασφαλείας». Το κείμενο παρατηρεί ότι ο «Κύριος ήταν κοντά του». Ο Αντώνιος προκαλεί τον Θεό: «Που ήσουνα; Γιατί δεν εμφανίστηκες στην αρχή να σταματήσεις τους πόνους μου;» Το κείμενο αναφέρει ότι «η φωνή» του Θεού του μίλησε: «Αντώνιε, ήμουνα εδώ, αλλά περίμενα να δω το αγώνισμα σου. Αφού, λοιπόν, έχεις αντέξει… θα είμαι πάντα βοηθός σου, και θα κάνω γνωστό παντού το όνομά σου». Η απάντηση του Αντωνίου ήταν να σηκωθεί και να προσευχηθεί. «Έλαβε τόση δύναμη ώστε να αισθάνεται πως είχε περισσότερη τώρα δύναμη στο σώμα του από όση είχε προηγουμένως».
Το επόμενο βήμα του Αντωνίου στην οδό της «δοκιμασίας» του είναι να φύγει για την έρημο. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αντώνιος απαντά σχεδόν πάντα στην επίθεση του εχθρού παραθέτοντας χωρία από την Αγία Γραφή. Στην πρώτη του συμπλοκή στην έρημο παραπέμπει στο χωρίο Πράξεις 8:20. Ο Αντώνιος «όλο και πιο σταθερός στο σκοπό του», εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο φρούριο, μέσα στο οποίο «αυτός κατέβηκε σαν σε άσυλο, και έμεινε μόνος μέσα, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω ή να βλέπει κάποιον που ερχόταν. Έτσι πέρασε πολύν καιρό ασκούμενος, και παίρνοντας άρτους, που τους έριχναν από πάνω προς τα κάτω δυο φορές το χρόνο». Όταν έρχονταν γνωστοί του, αντί να τον βρουν νεκρό, τον άκουγαν να ψάλλει από τους ψαλμούς. «Ας εγερθεί ο Θεός και ας διασκορπιστούν οι εχθροί του! Και ας φύγουν από μπροστά του αυτοί που τον μισούν! όπως χάνεται ο καπνός, ας χαθούν αυτοί! όπως το κερί λιώνει μπροστά στη φωτιά, έτσι και οι κακοί ας χαθούν από το πρόσωπο του Θεού!» (Ψαλμοί 67:2-3). Και από τον Ψαλμό 117:10: «όλα τα έθνη με εκύκλωσαν, και με το όνομα του Θεού αμύνθηκα εναντίον τους».
Το αποτέλεσμα της «δοκιμασίας» του Αντωνίου ήταν γόνιμο. Αυτός έγινε «ο άτεκνος πατέρας πολυάριθμων απογόνων». Όπως ένας συγγραφέας έχει σωστά παρατηρήσει: «μετά τη μετάβαση από τη συνήθη ζωή στην κοινοβιακή ζωή, ύστερα από το πέρασμα από αυτήν σε όλο και πληρέστερο αναχωρητισμό, έως ότου αυτός ο ίδιος ο αναχωρητισμός αναπτυχθεί πλήρως σε πνευματική πατρότητα. Δεν υπάρχει τίποτε το στατικό σ’ αυτήν την ιδέα· αντίθετα το κάθε τι τείνει διαρκώς να υπερβεί ό,τι έχει ήδη επιτευχθεί… . [αυτός είναι] ο καθαρά ευαγγελικός χαρακτήρας της κλήσεως του Αντωνίου». Όπως αναφέρει ο «Βίος του Αντωνίου», ο Αντώνιος «συνέχισε την εν απομονώσει άσκησή του επί είκοσι σχεδόν χρόνια». Ήλθε ο καιρός που εκείνοι οι οποίοι ήθελαν να μιμηθούν την άσκησή του και οι γνωστοί του «άρχισαν να γκρεμίζουν και να βγάζουν την πόρτα με τη βία».
Η περιγραφή που ακολουθεί στο «Βίο του Αντωνίου» δείχνει ότι ο Αντώνιος είναι ένα πολύ καλά ισορροπημένο πνευματικό πρόσωπο. «Τότε για πρώτη φορά τον είδαν έξω από το φρούριο εκείνοι που ήλθαν να τον δουν. Και αυτοί, όταν τον είδαν, παραξενεύτηκαν για ό,τι είδαν, γιατί αυτός φορούσε το ίδιο ένδυμα όπως και πριν, και δεν ήταν ούτε παχύς, όπως ένας άνθρωπος που δεν ασκείται, ούτε ισχνός από τη νηστεία και τους αγώνες του με τους δαίμονες, αλλά ήταν όπως ακριβώς τον ήξεραν πριν από την απομόνωση του. Και πάλι, η ψυχή του ήταν απαλλαγμένη από ελαττώματα, γιατί ούτε συστέλλετο σαν να ήταν θλιμμένη, ούτε αναπαυόταν με ευχαρίστηση, ούτε κατεχόταν από γέλιο η κατήφεια, γιατί δεν ενοχλείτο όταν έβλεπε το πλήθος, ούτε υπερευφραινόταν όταν τον χαιρετούσαν τόσο πολλοί. Αλλά ήταν απόλυτα ήρεμος, γιατί οδηγείτο από τη λογική και βρίσκόταν σε μια φυσιολογική κατάσταση. Για μέσου αυτού ο Κύριος θεράπευε τις σωματικές ασθένειες πολλών παρόντων, και καθάριζε άλλους από τα πονηρά πνεύματα. Και ο Θεός έδινε χάρη στον Αντώνιο όταν μιλούσε, ώστε να παρηγορεί πολλούς που ήταν λυπημένοι, και να συμφιλιώνει αμέσως αυτούς που διαφωνούσαν, προτρέποντας όλους να προτιμούν την αγάπη του Χριστού από ό,τιδήποτε μέσα στον κόσμο. Και ενώ τους παρότρυνε και τους συμβούλευε να θυμούνται τα μέλλοντα αγαθά, και την αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού προς εμάς, «ο οποίος δεν λυπήθηκε τον δικό του Υιό, αλλά τον παρέδωσε σε θάνατο για χάρη όλων μας» (Ρωμαίους 8:32), έπειθε πολλούς να ακολουθήσουν την ερημική ζωή. Και έτσι συνέβη στο τέλος να εμφανιστούν κελιά ακόμα και στα βουνά, και η έρημος αποικίστηκε από μοναχούς, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από τους συγγενείς τους, και κατέγραψαν τους εαυτούς τους στη βασιλεία των ουρανών».
«Όταν ο Αντώνιος μιλούσε κατ' αυτόν τον τρόπο, όλοι χαίρονταν. Σε μερικούς μεγάλωνε η αγάπη της αρετής, σε άλλους απομακρυνόταν η αδιαφορία, και σε άλλους σταματούσε η μεγάλη ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους. Και όλοι επείθονταν να καταφρονούν τις επιθέσεις του Πονηρού, και θαύμαζαν για τη χάρη που δινόταν στον Αντώνιο από τον Κύριο για τη διάκριση των πνευμάτων. Έτσι τα κελιά τους ήταν στα βουνά, σαν ιερά σκηνώματα, γεμάτα από ιερούς ομίλους ανδρών οι οποίοι έψαλλαν Ψαλμούς, αγαπούσαν τη μελέτη, νήστευαν, προσεύχονταν, χαίρονταν με την ελπίδα των μελλόντων, ασκούνταν στην ελεημοσύνη, και είχαν αγάπη και αρμονία μεταξύ τους. Και πραγματικά, ήταν δυνατό, τρόπον τινά, να δει κανείς μια ιδιαίτερη χώρα, γεμάτη με ευσέβεια και δικαιοσύνη. Γιατί τότε δεν υπήρχε ούτε ο άδικων ούτε οι αδικούμενοι, ούτε οι επιπλήξεις του φοροσυλλέκτη. Αλλ' αντί αυτών υπήρχε ίνα πλήθος ασκητών, και ο κοινός σκοπός όλων τους ήταν να επιτύχουν την αρετή».
Ο Αντώνιος μιλά πολύ για την εμπειρία του με τους δαίμονες. Εντούτοις, θέτει ακόμα και την εμπειρία του μέσα σε σωστή ισορροπία όταν μιλά γι’ αυτήν στους άλλους. Τους προειδοποιεί να μην φοβούνται τους δαίμονες, για το πως να διακρίνουν αν ένα δράμα η μια εμφάνιση είναι εκ Θεού η είναι έργο των δαιμονικών δυνάμεων, και να μην υποκύπτουν στον πειρασμό να «εκβάλλουν δαιμόνια». «δεν είναι πρέπον να καυχάται κανείς όταν εκβάλει δαιμόνια, ούτε να το παίρνει επάνω του όταν θεραπεύει ασθένειες. Ούτε είναι πρέπον εκείνος μόνο που εκβάλλει δαιμόνια να εκτιμάται πολύ, ενώ αυτός που δεν τα εκβάλλει να μην εκτιμάται καθόλου. Αλλά ο άνθρωπος ας μαθαίνει την άσκησή του καθενός και ή να την μιμείται, ή να την αμιλλάται, ή να την διορθώνει. Γιατί η επιτέλεση «σημείων» δεν είναι δικό μας έργο, αλλά έργο του Σωτήρος. Και αυτός έτσι έλεγε στους μαθητές του: 'Μη χαίρεστε για το ότι σας υποτάσσονται τα πνεύματα, αλλά να χαίρεστε γιατί τα ονόματα σας είναι γραμμένα στους ουρανούς' [Λουκάς 10:20}. Γιατί το γεγονός ότι τα ονόματα μας είναι γραμμένα στον ουρανό είναι μια απόδειξη της ενάρετης ζωής μας, αλλά το να εκβάλλεις δαιμόνια είναι μια χάρη του Σωτήρος που σου δίνεται. Γι’ αυτό σ' αυτούς που καυχώνταν για τα 'σημεία' και όχι για την αρετή, και έλεγαν: 'Κύριε, στο όνομά σου δεν εκβάλαμε δαιμόνια, και στο όνομα σου δεν κάναμε πολλά θαύματα;' [Ματθαίος 7:22], Εκείνος απάντησε, αλήθεια, σας λέγω, δεν σας γνωρίζω', γιατί ο Κύριος δεν γνωρίζει τας οδούς των κακών. Αλλά θα πρέπει πάντα να προσευχόμαστε, όπως σας είπα προηγουμένως, ώστε να λάβουμε τη δωρεά της διακρίσεως των πνευμάτων ώστε να μπορούμε, όπως γράφεται στην Α' Ιωάν. 4:1, να μην πιστεύουμε σε κάθε πνεύμα».
Υπάρχουν εμφανίσεις αγγέλων, κατά τον Αντώνιο, και αυτός συμβουλεύει πως να διακρίνουμε αν ένα δράμα η μια εμφάνιση είναι εκ Θεού η είναι έργο δαιμονικών δυνάμεων. «Η οπτασία των αγίων δεν είναι τεταραγμένη». Ο Αντώνιος παραθέτει από το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (12:19): «γιατί αυτοί δεν θα φιλονεικούν, ούτε θα φωνάζουν ούτε θα ακούει κανένας τη φωνή τους». «Αλλά αυτή έρχεται τόσο ήσυχα και απαλά ώστε αμέσως χαρά, ευχαρίστηση και θάρρος έρχονται στην ψυχή. Γιατί ο Κύριος, που είναι η χαρά μας, είναι μαζί τους, και η δύναμη του Θεού Πατέρα. Και οι σκέψεις της ψυχής παραμένουν γαλήνιες και ατάραχες, ώστε αυτή, φωτιζόμενη τρόπον τινά από αυτήν με ακτίνες, να βλέπει αυτούς που εμφανίζονται. Γιατί την διακατέχει η αγάπη για ό,τι είναι θεϊκό και για τα μέλλοντα, και θα ήθελε πολύ να ενωθεί πλήρως με αυτά αν μπορούσε να πάει μαζί τους. Αλλά αν, επειδή είναι άνθρωποι, μερικοί φοβούνται την οπτασία των καλών, εκείνοι που εμφανίζονται (στην οπτασία) αφαιρούν αμέσως το φόβο όπως έκανε ο Γαβριήλ στην περίπτωση του Ζαχαρία (Λουκάς 1:13)· και όπως έκανε ο Άγγελος (Ματθαίος 28:5) που εμφανίστηκε στις γυναίκες στο ιερό μνημείο1 και όπως έκανε αυτός που είπε στους ποιμένες στο ευαγγέλιο, «Μη φοβάσθε» (Λουκάς 1:41). Γιατί ο φόβος σ’ αυτούς προξενήθηκε όχι από δειλία, αλλά από την αναγνώριση της παρουσίας ανωτέρων όντων. Τέτοια λοιπόν είναι η φύση των οπτασιών των αγίων».
Ο Αντώνιος έχει πολλά να πει για το φόβο, για το αβλαβές αποτέλεσμα του στον άνθρωπο, για την εκρίζωση του με τη σταθερή πίστη. «Και αυτό ας είναι μια ακόμα απόδειξη για σας: όσες φορές η ψυχή παραμένει φοβισμένη υπάρχει μια παρουσία των εχθρών. Γιατί οι δαίμονες δεν απομακρύνουν το φόβο της παρουσίας τους όπως έκανε ο μεγάλος αρχάγγελος Γαβριήλ για τη Μαρία και τον Ζαχαρία, και όπως έκανε αυτός που εμφανίστηκε στις γυναίκες στο μνημείο. Άλλα μάλλον, όποτε βλέπουν φοβισμένους ανθρώπους, αυξάνουν τα απατηλά τους τεχνάσματα ώστε οι άνθρωποι να φοβηθούν περισσότερο. Και τελικά ορμούν εναντίον τους και τους κοροϊδεύουν λέγοντας, 'πέσετε κάτω και προσκυνείστε μας… '. Αλλά ο Κύριος δεν το ανέχεται να μας απατά ο διάβολος, γιατί τον επιπλήττει όσες φορές σχεδιάζει τέτοια απατηλά τεχνάσματα εναντίον του, λέγοντας, 'Πήγαινε πίσω μου, Σατανά, γιατί είναι γραμμένο, πρέπει να προσκυνήσεις Κύριο, τον Θεόν σου, και αυτόν μόνον να λατρεύσεις' - Ματθαίος 4:10. Γι’ αυτό, καταφρονείτε όλο και περισσότερο τον πανούργο (διάβολο), γιατί ό,τι ο Κύριος έχει πει, το είπε για μας, ώστε οι δαίμονες, ακούγοντας παρόμοια λόγια από μας, να τρέπονται σε φυγή δια του Κυρίου ο οποίος τους επιτίμησε μ' αυτά τα λόγια».
«Αλλά η επιδρομή και η 'τεταραγμένη φαντασία' των πονηρών πνευμάτων είναι φορτωμένες από σύγχυση, από θορύβους, από ήχους και κραυγές τέτοιες όπως η ταραχή που προξενούν οι αγροίκοι νεκροί ή οι ληστές. Από αυτά δημιουργείται φόβος στην καρδιά, ταραχή και σύγχυση σκέψεως, αθυμία, μίσος εναντίον εκείνων που ζουν μια ζωή ασκήσεως, αδιαφορία, θλίψη, ανάμνηση των συγγενών και φόβος θανάτου, και τέλος επιθυμία κακών πραγμάτων, αμέλεια για την αρετή και ακατάστατα ήθη. Γι’ αυτό, όποτε έχετε δει κάτι και είστε φοβισμένοι, αν ο φόβος σας αφαιρείται αμέσως και στη θέση του έρχεται ανείπωτη χαρά, φαιδρότης, θάρρος, ανανεωμένη δύναμη, ηρεμία σκέψεως και όλα εκείνα που πριν ανέφερα, τόλμη και αγάπη προς το Θεό πάρετε θάρρος και προσευχηθείτε. Γιατί η χαρά και η σταθερή κατάσταση της ψυχής δείχνουν την αγιότητα εκείνου που είναι παρών.
Έτσι χάρηκε ο Αβραάμ, όταν είδε τον Κύριο, (Ιωάννης 8:56). Έτσι και ο Ιωάννης εσκίρτησε από χαρά στη φωνή της Μαρίας, της Θεοτόκου (Λουκάς 1:41). Αλλά αν με την εμφάνιση κάποιου υπάρχει σύγχυση, χτυπήματα απέξω, κοσμική επίδειξη, φόβοι θανάτου και άλλα που έχω ήδη μνημονεύσει, γνώριζε τότε ότι αυτό είναι μια επίθεση πονηρών πνευμάτων». Επανειλημμένα ο Αντώνιος τονίζει ότι «ο Κύριος είναι μαζί μας».
Ο «Βίος τον Αντωνίου» περιέχει πολλές διεισδυτικές, γνωστικές και αισθηματικά σταθερές συμβουλές. Αλλά πρέπει να δοθεί προσοχή σε μερικές άλλες πλευρές του «Βίου». Ο συγγραφέας γράφει ότι ο Αντώνιος «ήταν ανεκτικός στη διάθεση και ταπεινός στο πνεύμα» και ότι «τηρούσε τον κανόνα της Εκκλησίας με πολλή αυστηρότητα, και ήθελε όλοι οι κληρικοί να τιμούνται πάνω από αυτόν. Γιατί δεν ντρεπόταν να σκύβει το κεφάλι του σε Επισκόπους και ιερείς, και αν ερχόταν κάποτε σ' αυτόν ένας διάκονος για βοήθεια συζητούσε μαζί του για το τι ήταν ωφέλιμο, αλλά του έδινε το προβάδισμα στην προσευχή, γιατί δεν ντρεπόταν να μαθαίνει από αυτόν … και επιπλέον η όψη του είχε μεγάλη και θαυμάσια χάρη. Αυτό το δώρο το είχε επίσης από τον Κύριο».
Ο «Βίος του Αντωνίου» περιγράφει τη στάση του Αντωνίου έναντι των Αρειανών. «Και κάποτε επίσης αυτός, όταν Οι Αρειανοί ισχυρίστηκαν ψευδώς ότι οι γνώμες του Αντωνίου ήταν ίδιες με τις δικές τους, δυσαρεστήθηκε πολύ και έπνεε μένεα εναντίον τους. Ύστερα, όταν κλήθηκε από τους Επισκόπους και όλους τους αδελφούς, κατέβηκε από το όρος, και μπαίνοντας στην Αλεξάνδρεια, κατήγγειλε τους Αρειανούς, λέγοντας ότι η αίρεση τους ήταν η τελευταία από όλες και πρόδρομος του αντίχριστου. Και δίδαξε στους ανθρώπους ότι ο Υιός του Θεού δεν ήταν ένα δημιούργημα, ούτε είχε έρθει στην ύπαρξη από την ανυπαρξία, αλλά ότι αυτός ήταν ο Αιώνιος Λόγος και η Σοφία της Ουσίας του Πατρός. Και γι’ αυτό είναι ασέβεια να λέμε, ήταν μια εποχή που αυτός δεν υπήρχε, γιατί ο Λόγος συνυπήρχε πάντοτε με τον Πατέρα. Γι’ αυτό να μην έχετε επαφή με τους ασεβέστατους Αρειανούς. Γιατί δεν υπάρχει κοινωνία ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι (Β΄ Κορινθίους 6:14)… Όταν αυτοί λένε ότι ο Υιός του Πατρός, ο Λόγος του Θεού, είναι ένα δημιούργημα, δεν διαφέρουν καθόλου από τους ειδωλολάτρες, αφού αυτοί λατρεύουν αυτό που δημιουργήθηκε μάλλον παρά το Δημιουργό Θεό, τον Κύριο των πάντων».
Ο «Βίος του Αντωνίου» δίνει ενδιαφέρουσες συναντήσεις του Αντωνίου με τους Έλληνες, με τους οποίους συζητούσε με την βοήθεια διερμηνέως. Μια συζήτηση ήταν για την πίστη και τους αποδεικτικούς λόγους. Ο Αντώνιος έρωτα μερικούς «σοφούς» Έλληνες που είχαν έρθει σ' αυτόν ζητώντας «ένα λόγο για την πίστη μας στο Χριστό»: «Επειδή εσείς προτιμάτε να στηρίζεστε στους αποδεικτικούς λόγους, και επειδή εσείς, έχοντας αυτήν την τέχνη, θέλετε και εμείς να μη λατρεύουμε τον Θεό παρά μόνο ύστερα από τέτοια απόδειξη, πέστε μας πρώτα πως ακριβώς γνωρίζονται τα πράγματα γενικά και Ιδιαίτερα η γνώση του Θεού. Με αποδεικτικό λόγο ή με την ενέργεια της πίστεως; Και ποιο είναι καλύτερο, η πίστη που έρχεται δια της ενεργείας του Θεού, ή η δια λόγων απόδειξη; … Σ' αυτούς που έχουν την «δια πίστεως ενέργειαν», ο αποδεικτικός λόγος είναι άχρηστος, η ακόμα και περιττό . Γιατί ό,τι γνωρίζουμε με την πίστη αυτό προσπαθείτε να το αποδείξετε με τα λόγια, και συχνά δεν μπορείτε ούτε να εκφράσετε τι νοούμε. Έτσι η δια πίστεως ενέργεια είναι καλύτερη και ισχυρότερη από τους σοφιστικούς σας συλλογισμού,. Εμείς λοιπόν οι Χριστιανοί έχουμε το μυστήριο όχι με τη σοφία των Ελληνικών λόγων, αλλά με τη δύναμη της πίστεως που μας δίνεται πλούσια από τον Θεό δια του Ιησού Χριστού… Εμείς πείθουμε με την πίστη η οποία ολοφάνερα προηγείται της δια επιχειρημάτων αποδείξεως». Ο Αντώνιος ύστερα τους ζήτα να εκβάλουν τους δαίμονες «ιδού, υπάρχουν εδώ μερικοί που ενοχλούνται από τους δαίμονες». Μόλις ο Αντώνιος καθάρισε τους ανθρώπους από τους δαίμονες, οι φιλόσοφοι «εθαύμαζον». Και η απάντηση του Αντωνίου προς αυτούς είναι ουσιώδης: «Γιατί θαυμάζετε γι’ αυτό; δεν είμαστε εμείς αυτοί που κάνουμε αυτά τα πράγματα, αλλά ο Χριστός που τα κάνει αυτά μέσω εκείνων που πιστεύουν σ' αυτόν … είναι η πίστη δια της αγάπης που ενεργείται μέσα μας προς τον Χριστό». Εδώ για άλλη μια φορά δίνεται η αυθεντική προοπτική, μια προοπτική που είναι πάντα παρούσα, πάντα τόσο σύμφυτα προφανής και γνωστή ώστε να γίνεται απλά μια προϋπόθεση για την ασκητική και μοναστική ζωή.
Ο συγγραφέας θεωρεί το θάνατο του Αντωνίου σπουδαίο. «Αξίζει εγώ να διηγηθώ και σεις να ακούσετε ποιο ήταν το τέλος του. Γιατί αυτό το δικό τον τέλος αξίζει να το μιμηθούμε. Κατά τη συνήθεια του, αυτός επισκέφτηκε τους μοναχούς που βρίσκονταν στο «έξω όρος». Έχοντας μάθει από την πρόνοια ότι το τέλος του πλησιάζει, είπε στους αδελφούς, 'Αυτή είναι η τελευταία μου επίσκεψη σε σας. Και θα εκπλαγώ αν ξαναειδωθούμε σ’ αυτήν τη ζωή'. Και όταν αυτοί το άκουσαν αυτό, έκλαιγαν, αγκάλιαζαν και φιλούσαν τον γέροντα. Αλλά αυτός, σαν να απέπλεε από ξένη πόλη για να γυρίσει στην πατρίδα του, μίλησε χαρούμενα, και τους παρότρυνε «να μην ολιγωρούν στους κόπους, να μην λιποψυχούν στην άσκησή τους, αλλά να ζουν σαν να πεθαίνουν κάθε μέρα». Και όπως τους είχε πριν πει, 'να φυλάγουν την ψυχήν από ρυπαρούς λογισμούς, να μιμούνται πρόθυμα τους αγίους, και να μην προσεγγίζουν τους Μελετιανούς σχισματικούς … ούτε να έχουν καμιά σχέση με τους Αρειανούς… Να τηρούν, τις παραδόσεις των πατέρων, και κυρίως την αγία πίστη στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, την οποία μάθατε από τις Γραφές, και την οποία Εγώ σας υπενθύμησα πολλές φορές'. Αλλά όταν οι αδελφοί τον παρακάλεσαν θερμά να μείνει μαζί τους και να πεθάνει εκεί, αυτός δεν το δέχτηκε για πολλούς μεν άλλους λόγους… Αφού αποχαιρέτησε τους μοναχούς στο έξω Όρος, ήρθε στο «μέσα όρος» όπου συνήθιζε να μένει. Και ύστερα από μερικούς μήνες ασθένησε. Και αφού κάλεσε αυτούς που ήταν εκεί…, τους είπε: Εγώ, όπως έχει γραφεί, πορεύομαι την οδόν των πατέρων, γιατί βλέπω να με καλεί ο Κύριος. Προσέχετε και μη χάσετε τη μακρόχρονη άσκησή σας, αλλά σαν να αρχίζετε τώρα, διατηρήσετε με ζήλο την προθυμία σας. Γιατί γνωρίζετε την επιβουλή των δαιμόνων, πόσο άγριοι αυτοί είναι, αλλά πόσο λίγη δύναμη έχουν. Γι’ αυτό μην τους φοβάστε, αλλά μάλλον αναπνέετε πάντοτε τον Χριστό και πιστεύετε σ' αυτόν. Ζήσετε σαν να πεθαίνετε καθημερινά. Προσέχετε τον εαυτό σας και να θυμάστε τις παραινέσεις που ακούσατε από μένα… γι’ αυτό να είστε πάντα όλο και προθυμότεροι να είστε οπαδοί πρώτα του Θεού και ύστερα όλων των αγίων, ώστε, μετά το θάνατο, να σας δεχτούν και αυτοί ως γνωστούς και φίλους 'εις τας αιωνίους σκηνάς' … . Θάψετε, λοιπόν, το σώμα μου και κρύψετε το κάτω από τη γη, και κάνετε αυτό που σας είπα, ώστε να μην γνωρίζει κανείς τον τόπο της ταφής μου παρά μόνον εσείς. Γιατί κατά την ανάσταση των νεκρών θα το ξαναπάρω άφθαρτο από τον Σωτήρα. Μοιράσετε τα ενδύματα μου. Στον Αθανάσιο τον επίσκοπο δώσετε μια μηλωτή (δέρμα προβάτου) και το ιμάτιο πάνω στο οποίο κοιμάμαι, το οποίο ο ίδιος μου το έδωσε καινούριο, αλλά το οποίο πάλιωσε μαζί μου. Στον Σεραπίωνα τον Επίσκοπο δώσετε την άλλη μηλωτή, και σεις κρατείστε το τρίχινο ένδυμα. Λοιπόν, σας αποχαιρετώ, παιδιά μου, γιατί ο Αντώνιος φεύγει, και δεν θα είναι πια μαζί σας'. Η όψη φαινόταν χαρούμενη πέθανε και προστέθηκε στους πατέρες … η φήμη του έφθασε παντού … Γιατί ο Αντώνιος φημίστηκε όχι για τα συγγράμματα, ή για την κοσμική σοφία, ή για καμιά τέχνη, αλλά μόνο για την ευσέβεια του προς τον Θεό. Το ότι αυτό ήταν δώρο Θεού κανένας δεν θα το αρνηθεί… Διάβαζε λοιπόν αυτούς τους λόγους στους υπόλοιπους αδελφούς ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να μάθουν ποια έπρεπε να είναι η ζωή των μοναχών και να μπορέσουν να πιστέψουν ότι ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός δοξάζει αυτούς που τον δοξάζουν».
Αρνητικές εκτιμήσεις του «Βίου του Αντωνίου»
Ο Harnack φέρνει τον «Βίο του Αντωνίου» ως παράδειγμα κειμένου που στερείται κάθε αξίας. «Αν μου επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσω σκληρή γλώσσα, δεν θα δίσταζα να πω ότι κανένα βιβλίο δεν είχε ασκήσει πιο αποβλακωτική –verdummender- επίδραση στην Αίγυπτο, την Δυτική Ασία, και την Ευρώπη από το «Βίο τον Αντωνίου». Θα ήταν αδύνατο να πιστεύει κανείς πιο ειλικρινά στους δαίμονες από τους Χριστιανούς του δεύτερου αιώνα. Αλλά εκείνη η εποχή αγνοούσε ακόμα τα φανταστικά μ' αυτούς τεχνάσματα, που σχεδόν μετέτρεψαν τον Χριστιανικό κόσμο σε μια κοινωνία απατημένων απατεώνων (αυτή η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πρώτα για τους Χριστιανούς από τον Πλωτίνο εξηπάτων και αυτοί ηπατημένοι»). Όταν σκεφτόμαστε ότι ο «Βίος του Αντωνίου» γράφτηκε από έναν Αθανάσιο, τίποτε άλλο δεν μπορεί πια να μας εκπλήξει».
Ο Harnack επιβεβαιώνει τη μεγάλη επίδραση του «Βίου τον Αντωνίου», μια επίδραση που αυτός, φυσικά, θεωρεί ότι ήταν άκρως επιζήμια. Το σχόλιο του Nygren για την επίδραση του «Βίου του Αντωνίου» στηρίζεται στα γεγονότα, δεν είναι παράφορο όπως του Harnack. Εντούτοις καταφέρνει να το χρωματίσει αρνητικά. «Ο Αθανάσιος είναι ο μεγάλος συνήγορος της Παρθενίας -βρίσκει μια από τις καλύτερες αποδείξεις της θεότητας του Χριστού στο γεγονός ότι ο Χριστός πέτυχε όσο κανένας άλλος να κερδίσει τους ανθρώπους στην αρετή της Παρθενίας- και της μοναστικής ευσέβειας — ένα γεγονός ιδιαίτερα αποκαλυπτικό της δομής της σκέψεως του. Ως συγγραφέας του «Βίου τον Αντωνίου», ο Αθανάσιος βοήθησε περισσότερο ίσως από κάθε άλλον να διαμορφωθεί το ασκητικό ιδεώδες του Χριστιανισμού. Είναι σημαντικό ότι η ιστορία του ερημίτη Αντωνίου ήταν η αιτία της μεταστροφής του Αυγουστίνου». Ο Nygren βρίσκει στη διήγηση του Αυγουστίνου γι’ αυτήν στο έργο του De Confessione 8, 6, 15 την «τάση του Έρωτος». Ο Nygren συγκρίνει τη ζωή του ερημίτη με την οικοδομή ενός πύργου, ενδεικτικού του Ερωτικού τρόπου σκέψεως, και παραθέτει από το έργο του Holl «Gesammelte Aufsatze zur Kirchengeschichte» (II, σελ. 396), την εξής μαρτυρία: «στον αγώνα του μοναχού να πλησιάσει τον Θεό δίνεται μια αφελής, εξωτερική εξήγηση όταν ο Στυλίτης ανεβαίνει σ' ένα στύλο για να μειώσει την απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και τον ουρανό».
Ο Nygren προχώρησε από την επίδραση του Βίου του Αντωνίου πάνω στον Αγ. Αυγουστίνο στο Στυλίτη για να δηλώσει ότι κατά την εκτίμηση του «Βίου του Αντωνίου» από τον Άγ. Αυγουστίνο υπήρχε μια Ερωτική τάση, μια τάση που φυσικά δεν ήταν αυθεντικά Χριστιανική. Ένας άλλος Προτεστάντης συγγραφέας γράφει ότι ο Άγ. Αντώνιος «είναι ο πιο περίφημος, ο πιο γνήσιος, ο πιο σεβάσμιος εκπρόσωπος αυτής της αφύσικης και εκκεντρικής αγιότητας … Όλη η εποχή της Νικαίας τιμούσε τον Αντώνιο ως πρότυπο αγίου. Αυτό το γεγονός τονίζει πολύ χαρακτηριστικά την τεράστια διαφορά ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη, την παλιά καθολική και την ευαγγελική Προτεσταντική αντίληψη της φύσεως της Χριστιανικής θρησκείας. Το ιδιάζον Χριστιανικό στοιχείο στη ζωή του Αντωνίου, ιδιαίτερα μετρούμενο με τα μέτρα του Παύλου, είναι πολύ μικρό».
Δυστυχώς το μέτρο με το οποίο κρίνουν αυτοί οι συγγραφείς τον Άγ. Αντώνιο και όλον τον αρχαίο Χριστιανισμό είναι ένα μέτρο εντελώς ξένο προς το μέτρο της αρχαίας Εκκλησίας, ένα μέτρο μιας τελείως διαφορετικής κατανοήσεως του Χριστιανισμού, που παρεισέφρυσε για πρώτη φορά μέσα στη ζωή του Χριστιανισμού με το Λούθηρο. Οι ορθολογιστές και οι υλιστές βρίσκουν επίσης το μοναχισμό αποκρουστικό. Τα σχόλια του Γίββωνος είναι πολύ γνωστά. «δεν υπάρχει ίσως καμιά φάση στην ηθική ιστορία της ανθρωπότητας που να έχει βαθύτερο και πιο οδυνηρό ενδιαφέρον από αυτήν την ασκητική επιδημία. Ένας βδελυρός, διεστραμμένος και κάτισχνος μανιακός, χωρίς γνώση, χωρίς πατριωτισμό, χωρίς φυσική στοργή, που ξοδεύει τη ζωή του μέσα σε μια μακροχρόνια ρουτίνα ενός αχρήστου και στυγερού αυτοβασανισμού, και που δειλιάζει μπροστά στα φρικαλέα φαντάσματα του παραληρούντος μυαλού του, είχε γίνει το ιδεώδες των εθνών που είχαν γνωρίσει τα κείμενα του Πλάτωνος και του Κικέρωνος και τις ζωές του Σωκράτη και του Κάτωνος».
Τα κείμενα του Αγίου Αντωνίου
Ο Αντώνιος είχε επίσης αλληλογραφία με μοναχούς, αυτοκράτορες, και ανθρώπους με υψηλά αξιώματα. Κανένα από τα γράμματα που έστειλε σε πολιτικά πρόσωπα, που τα υπαγόρευε στην Κοπτική γλώσσα, δεν σώζονται. Υπάρχουν επτά επιστολές, που απευθύνονται σε Αιγυπτιακά μοναστήρια. Ο Αγ. Ιερώνυμος είναι ο πρώτος που μνημονεύει αυτές τις επιστολές στο έργο του De νiris illustribus (88). Ο Αγ. Ιερώνυμος τις είχε διαβάσει σε Ελληνική μετάφραση. Η συλλογή έχει φθάσει ως εμάς σε μεταγενέστερες Λατινικές μεταφράσεις άλλων μεταφράσεων. Η πρώτη από τις επτά γνήσιες επιστολές επιζεί επίσης στα Συριακά. Στα Κοπτικά επιζεί η έβδομη, καθώς και το πρώτο μέρος της πέμπτης επιστολής και το τέλος της έκτης. Μια μετάφραση στη Γεωργιανή γλώσσα έχει ανακαλυφθεί πρόσφατα.
Αυτό που είναι γνωστό ως ο «Κανόνας του Ayίου Αντωνίου» δεν είναι γνήσιο. Ενώ σώζεται σε δυο Λατινικές μεταφράσεις, η ίδια η φύση του φανερώνει ότι συντέθηκε από αρκετά χέρια. Επίσης πολυάριθμα κηρύγματα έχουν αποδοθεί στον Αντώνιο. Είναι προφανές ότι έκανε κηρύγματα ή ομιλίες. Μια συλλογή είκοσι ομιλιών υπάρχει σε Λατινική μετάφραση, αλλά καμιά από αυτές δεν είναι γνήσια - Sermones ad filios suos monachos. Ένα άλλο κήρυγμα, που διασώζεται επίσης στα Λατινικά, είναι επίσης νόθο - Sermo de vanitate mundi et resurrectione mortuorum (Κήρυγμα Περί της Ματαιότητος του κόσμου και της Αναστάσεως των Νεκρών)
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 166-189)), Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας
Στις 4 Ιαννουαρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των δεκατριών Βατοπαιδινών Οσιομαρτύρων. Όταν η Εκκλησία δοκιμαζόταν από τον κίνδυνο του Παπισμού, μετά τη Σύνοδο της Λυώνος το 1274, επί λατινόφρονος αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και Πατριαρχείας Ιωάννη Βέκκου (1276 - 1282), το Άγιο Όρος ανέδειξε μάρτυρες, ομολογητές της Ορθοδοξίας.
Παρενθετικά να αναφέρομε ότι η Πρώτη σύνοδος της Λυών είχε συγκληθεί το έτος 1645 και η Δεύτερη σύνοδος της Λυών από το έτος 1272 μέχρι το έτος 1274. Αυτή τη Δεύτερη σύνοδο της Λυών, Παπικοί την καλούν 14η ‘’οικουμενική σύνοδό’’ τους.
Οι δεκατρείς Βατοπαιδινοί Οσιομάρτυρες (μεταξύ αυτών και ο Ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου Ευθύμιος), μαρτύρησαν το 1279/1280. Ο Ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου Ευθύμιος, μαρτύρησε με τον δια θαλασσίου πνιγμού θάνατον και τους δώδεκα Βατοπαιδινούς μοναχούς τους κρέμμασαν οι Λατινόφρονες.
«Τον προεστώτα Ευθύμιον, Βατοπέδης, ος δεθείς αλύσεσι, κατεποντίσθη εν τω βυθώ, ως ελέγξας πλάνην, λατινοφρόνων στερρότατα» (Ασματική Ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων).
Και τι δεν επινόησε το εκ του πονηρού αλλότριον πάθος των Λατινοφρόνων , εναντίον των Ομολογητών της Ορθοδοξίας. Τι μαρτύρια επινόησε η προδοσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας; Ο σκοτασμός που ακολουθεί την προδοσία της Ορθόδοξης Πίστης, δεν αφήνει περιθώρια στην εν Χριστώ αγάπη, την εν αληθεία αγάπη.
«Τους του Άθω Πατέρας και αγγέλους εν σώματι, Ομολογητάς και Οσίους, Ιεράρχας και Μάρτυρας, τιμήσωμεν εν ύμνοις και ωδαίς, μιμουμενοι αυτών τας αρετάς, η του Όρους πληθύς πάσα των μοναστών, κραυγάζοντες ομοφώνως∙ δόξα τω στεφανώσαντι υμάς, δόξα τω αγιάσαντι, δόξα τω εν κινδύνοις ημών προστάτας δείξαντι» (Απολυτίκιον των Αθωνιτών Αγίων από την Ασματική Ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων), ψάλλομε στην Εκκλησία μας.
Οι ομολογητές Οσιομάρτυρες της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, δεν δέχθηκαν να συνηγορήσουν στις φιλενωτικές προσπάθειες του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μαρτύριό τους. Αυτούς τους ομολογητές Οσιομάρτυρες ‘’εν ύμνοις και ωδαίς’’ τιμούμε και αυτών καλούμαστε να μιμηθούμε τις αρετές.
*Πάρθηκαν και στοιχεία από το βιβλίο «Οι Άγιοι του Αγίου Όρους», Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου.
Πηγή: Ακτίνες
Η απόδειξη δια των προφητειών περί της θεότητας του Χριστού
Σύμφωνα με τον κορυφαίο φυσικομαθηματικό Πασκάλ (17ος αιώνας), η άπειρη και οντολογική απόσταση μεταξύ Θεού και κόσμου μπορεί να γεφυρωθεί μόνο με την Χάρη της Θεότητας του Χριστού, ο οποίος γεννήθηκε ως άνθρωπος για να ενώσει στην Θεανδρική του υπόσταση Θεό και άνθρωπο και στο Σταυρό και την ανάστασή Του να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος. Όπως δέχεται ο Πασκάλ, αλλά διακηρύσσει και η Εκκλησία, ισχυρότατη μαρτυρία περί της θεότητος του Ιησού αποτελούν οι προφητείες στην Παλαιά Διαθήκη που αναφέρονται στον Χριστό και οι οποίες υπολογίζονται περίπου σε τρεις εκατοντάδες. Σύμφωνα με σύγχρονους υπολογισμούς, η πιθανότητα να συμπέσουν σε ένα πρόσωπο 48 μόλις προφητείες εκφράζεται με το κλάσμα 1 προς 10157. Ο αριθμός αυτός είναι ασύλληπτος και απίθανος. Το γεγονός ότι στον Χριστό συνέπεσαν και επαληθεύτηκαν πολύ περισσότερες προφητείες, καθιστά και μαθηματικά ακόμη βέβαιο ότι ΜΟΝΟ Εκείνος υπήρξε ΙΣΤΟΡΙΚΑ ο αναγγελθείς Μεσσίας (βλ. Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου: ‘Τι είναι ο Χριστός’, στ’ έκδοση, εκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1995, & Peter Stoner: ‘Μιλάει η επιστήμη’, εκδ. Πέργαμος, Αθ. 1990).
Η μέγιστη αποστολή του Ιωάννη του Πρόδρομου ως προαπεσταλμένου και δείκτη του Μεσσία
Όσο περνούσαν τα χρόνια ο Θεός φανέρωνε με τους προφήτες Του, όλο και πιο καθαρά, τα χαρακτηριστικά Εκείνου που επρόκειτο να έρθει για να τους λυτρώσει. Στη Π.Δ. ο ίδιος ο Θεός προαναγγέλλει δια του προφήτου Μαλαχία τον ερχομό Του στη γη, γιατί λέγει: «Θα αποστείλω τον αγγελιοφόρο μου για να προετοιμάσει το δρόμο ΜΟΥ. Ο αγγελιοφόρος της διαθήκης, στον οποίον προσβλέπετε, ήδη έρχεται. Τότε ΕΓΩ, ο Κύριος (Γιαχβέ, στο Εβραϊκό κείμενο), που εσείς με περιμένετε, θα εισέλθω ξαφνικά στο ναό μου» (3,1). Εφόσον ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αναγνωρίζεται από τον Χριστό ως ο Πρόδρομος της Παρουσίας του Κυρίου (Λουκ. 7,27) και ο Πρόδρομος προαναγγέλλει τον Ιησού Χριστό (‘Ιδού ο αμνός του Θεού’) ευνόητο είναι ότι ο Χριστός ταυτίζεται με το Θεό, είναι ο ίδιος ο σαρκωθείς Θεός. Πράγματι, ο μέγιστος προφήτης Ιωάννης, ο προϊστάμενος των ασκητών αγίων της ερήμου, ο νέος προφήτης Ηλίας, η ζωντανή γέφυρα μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, εμφανίζεται στα ιερά κείμενα να είναι ο προπομπός της επίγειας παρουσίας του Θεού, γιατί λέγει ο προφήτης: «Ακούστε! Κάποιος φωνάζει: “Ετοιμάστε στην έρημο ένα δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε εκεί το δρόμο να περάσει ο Θεός μας”» (Ησαΐας 40,3). Και συνεχίζει ο χαρισματικός Ησαΐας: «Βάλε φωνή με δύναμη, Ιερουσαλήμ…. Να ο Θεός σας! Ο Κύριος ο Θεός έρχεται να εξουσιάσει με δύναμη…» (40,9-10). Αλλά και ο πατέρας του Προδρόμου, ο ευσεβής ιερέας Ζαχαρίας, εν Πνεύματι Αγίω αναγνωρίζει την αποστολή του Βαπτιστή μεταξύ των ανθρώπων: «Και συ, παιδί, προφήτης του υψίστου θα ονομαστείς. Γιατί θα προηγηθείς πριν από τον Κύριο, για να του ετοιμάσεις τους δρόμους του, για να κάνεις γνωστή στο λαό τη σωτηρία δια της συγχωρήσεως των αμαρτιών τους, χάρις στο μεγάλο έλεος του Θεού μας …» (Λουκ. 1,76). Το θαυμαστό δεν βρίσκεται μόνο στο πλήθος των προφητειών, αλλά κυρίως στο ότι το ερχόμενο πρόσωπο (ο Ιησούς Χριστός) εξισώνεται με το Θεό Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης. Και ακόμη πιο καθαρά, οι προφήτες αναφέρουν ότι ο προάγγελος του Μεσσία θα δράσει στον Ισραήλ, θα είναι ένας και μοναδικός και ότι το έργο του Μεσσία θα είναι κυρίως έργο λύτρωσης αμαρτιών και όχι πολιτικό ή κοινωνικό (βλ. ‘Τι είναι ο Χριστός’, όπου ανωτέρω). Η συνείδηση επομένως της Εκκλησίας αναγνωρίζει στο πρόσωπο του ‘μείζονος εν γεννητοίς γυναικών’ και ‘περισσότερον προφήτου’ (Λουκ. 7,28 & 26), Ιωάννου του Βαπτιστού, τον ουρανόσταλτο αγγελιοφόρο, τον μεγάλο χάριν του Χριστού μαγνήτη ψυχών, που κατέδειξε στους συγχρόνους του τον Ιησού ως Υιό του Θεού.
Η Βάπτιση του Χριστού ως Θεοφάνεια και ως εγκαίνια της εκκλησιαστικής και λειτουργικής αναγέννησης των πιστών
Η Βάπτιση του Κυρίου ήταν η αρχή της δημόσιας δράσης του. Τριάντα ετών πλέον, επισκέφτηκε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή στον Ιορδάνη ποταμό και του ζήτησε να Τον βαπτίσει. Λέει λοιπόν ο Ιωάννης στους παρευρισκόμενους για τον Ιησού: «ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΜΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ» (Ιω. 1,29). Τον ονομάζει λοιπόν ο Ιωάννης, ήδη από τη βάπτισή Του, προβατάκι (αμνό), εικόνα της πραότητας και της υπομονής, που προορίζεται να θυσιαστεί (να σταυρωθεί) ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ, για όλη την Οικουμένη. «ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ για τον οποίο εγώ σας είπα», συνεχίζει ο Ιωάννης να αποκαλύπτει (και προς τους μαθητές του), ότι «ύστερα από εμένα έρχεται κάποιος που είναι ανώτερός μου, γιατί ΥΠΗΡΧΕ ΠΡΙΝ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΩ» (Ιω. 1,30). Είναι βέβαιο ότι μιλάει εδώ για τον Ιησού ως τον προϋπάρχοντα και αιώνιο Θεό. Μέχρι τότε ο Ιησούς εθεωρείτο για όλους «γιος του ξυλουργού» Ιωσήφ (Μτθ. 13,55). Κατά τη βάπτισή Του έγιναν τα αποκαλυπτήριά Του ως Υιού του Θεού. Ο Χριστός ως άνθρωπος υπήρξε αναμάρτητος. Γι’ αυτό μόλις βαπτίστηκε ανέβηκε αμέσως από το νερό, αφού δεν είχε αμαρτίες για να εξομολογηθεί (Μθ. 3,16).
«Και νά, ΑΝΟΙΞΑΝ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΚΑΙ ΕΙΔΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΑΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥ», για να κατοικήσει μονίμως (Μτθ. 3,16) επ’ Αυτού, σε διάκριση από τους προφήτες της Π.Δ., στους οποίους εχορηγείτο προσωρινά. Στον Ιησού δωρίζεται ως στον ηγέτη της νέας αγιασμένης ανθρωπότητας (Εκκλησίας) για να μεταμορφώνει πλέον πνευματικά τους πιστούς (πρβλ. Ησαΐα 61,1-3: Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ…). «Ακούστηκε τότε μια φωνή από τα Ουράνια (οπότε για πρώτη φορά εμφανίζεται τόσο καθαρά και δημόσια η ύπαρξη της Αγίας Τριάδος), που έλεγε: ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΟΥ ΥΙΟΣ, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΜΟΥ (στον οποίον αναπαύομαι και δια του οποίου η σωτηρία)» (Ματθ. 3,17). Φανερώνει η φωνή αυτή την αγάπη, τη χαρά και τη συμμετοχή του Θεού Πατέρα στο μυστήριο του Υιού Του, αφού ο ίδιος φαίνεται ότι τον ενθρονίζει ως Μεσσία με το Άγιο Πνεύμα. Χρίεται δηλονότι ο Ιησούς βασιλιάς του νέου κόσμου του Θεού (ενός κόσμου πλέον χαράς, δικαιοσύνης, ειρήνης, ελευθερίας, αγάπης κ.α.), από τον ίδιο μάλιστα τον Πατέρα Του, πλην όμως Η ΧΡΙΣΗ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ, ήτοι ο Ιησούς δεν είναι απλός άνθρωπος όπως οι βασιλείς του Ισραήλ (λ.χ. Σαούλ, Δαυίδ, Σολομώντας), οι οποίοι ενθρονίζονταν με λάδι ή μύρο από τους προφήτες, αλλά εμφανώς Θεάνθρωπος.
Και ο Ιωάννης διακήρυξε φανερά και είπε: «Είδα το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι από τον ουρανό και να μένει πάνω του. Εγώ δεν τον ήξερα ποιος ήταν, Αυτός (ο Θεός) όμως που με έστειλε να βαπτίζω (ΜΟΝΟ) με νερό, Εκείνος μου είπε: “Σε όποιον δεις να κατεβαίνει και να μένει πάνω Του το Πνεύμα, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΒΑΠΤΙΖΕΙ (πλέον) ΜΕ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ” (ως εκχέων, Λειτουργικά έκτοτε, τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος). Κι αυτό εγώ το είδα (το Πνεύμα που κατέβηκε προς Αυτόν) και διακήρυξα δημόσια (ως αυτόπτης μάρτυρας) πως αυτός είναι ο Υιός του Θεού (ο Ένας και Μόνος κατά τη φύση, όπως γράφει και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας)» (Ιω. 1,32-34) {βλ. και “Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην…”, Π.Ν. Τρεμπέλα, σελ. 71-73).
Τέλος, όπως φάνηκε εξ Ουρανού ότι ο Χριστός είναι ο φυσικός Υιός του Θεού, έτσι και εμείς καθιστάμεθα ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΑ ΥΙΟΙ του Θεού μέσω του Αγίου Βαπτίσματος, που σημαίνει είσοδο στην οικογένεια του Θεού και συνδέεται με τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού (Ρωμ. 6,3 κ.ε.). Και όπως χρίστηκε ο Ιησούς με το Πνεύμα ως πνευματικός ηγέτης του νέου κόσμου-λαού του Θεού, έτσι και εμείς με το άγιο Χρίσμα δεχόμεθα τα χαρίσματα της Δόξης Του και γινόμαστε μέτοχοι της ανέσπερης Βασιλείας του Θεού. Με την είσοδο της χάριτος του Θεού στην ανθρωπότητα, ένεκα του αγιαστικού έργου του Χριστού και δια της Πεντηκοστής που οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. 16,13), φάνηκε, από τα άγια πλέον Θεοφάνεια, πως «Τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί» (από την ευχή του μεγάλου Αγιασμού, του Σωφρονίου Ιεροσολύμων).
Ο Κύριος γεννήθηκε ως άνθρωπος και, ζώντας ως διάκονος και υπηρέτης για μας, μαρτύρησε δια του λόγου και δια του αίματός Του για να ενωθούν οι πιστοί με το Θεό και να ζήσουν αιώνια. Και εμείς ακολουθούντες τον Αρχηγό της Ζωής οφείλουμε να δαπανώμεθα υπέρ των άλλων, να παλεύουμε κατά των παθών και να μαρτυρούμε την Τριαδική αλήθεια, διάγοντες εν ταπεινώσει και μετανοία, αφού είναι γνωστό πως «η βασιλεία του Θεού κερδίζεται με προσπάθεια και την κατακτούν αυτοί που αγωνίζονται» (Μτθ. 11,12).
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος, προσκαλεῖ τοὺς χριστιανοὺς νὰ γιορτάσουν τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, μ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγος: «Δεῦτε ἴδετε ξένον κατακλυσμόν, πολὺ βελτίονα καὶ κρείττονα, τοῦ ἐπὶ Νῶε, θεωρούμενον· τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν ἐκεῖ τὸ ὕδωρ ἐθανάτωσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος διὰ τοῦ βαπτισθέντος τοὺς θανόντας ἐζωοποίησεν· ἐκεῖ ὁ Νῶε ἐκ ξύλων ἀσήπτων κιβωτὸν συνεπήξατο, ἐνταύθα δὲ ὁ Χριστός, ὁ νοητὸς Νῶε, ἐκ τῆς ἀφθόρου Μαρίας τὴν τοῦ σώματος Κιβωτὸν κατεσκεύασεν· ἐκεῖ περιστερά, κάρφος ἐλαίας βαστάζουσα, τὴν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ εὐωδίαν ἐμήνυσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς παραγενόμενον, τὸν ἐλεήμονα ὑποδείκνυσι Κύριον». Σὰν ἕνας δεύτερος κατακλυσμός, πραγματικά, εἶναι τὰ Ἅγια Θεοφάνεια. Ἕνας κατακλυσμὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν πνευματικὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν εἰσαγωγή του καὶ πάλι στὸν Παράδεισο. Γι΄ αὐτὸ κι ὁ στίχος, ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας, λέγει:
Τοὺς οὐρανοὺς Βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ σχίσαν,
Τοὺς αὐτὸ μὴ χραίνοντας ἔνδον εἰσάγει
Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, γιορτάζουμε τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸν ἅγιο Πρόδρομο, στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ὅταν πέρασαν τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, διάστημα ποὺ τὸ ἐπέρασεν ὁ Ἰησοῦς τηρώντας κατὰ πάντα τὸ «νόμο», θέλησε νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ὁ «Θεὸς ἐν σώματι» καὶ ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γνήσιος καὶ «ὁμοούσιος τῷ Πατρί»· ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ προφῆτες, στὶς τόσο νοσταλγικὲς προφητεῖες τους, μὲ πολλὴ προσδοκία ἐκήρυχναν.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶχεν ἔρθει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἐρήμου καὶ βάπτιζε «βάπτισμα μετανοίας», κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ –ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «ἐπ᾿ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. γ΄ 2-3). Καὶ μολονότι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἁμαρτίες, ὄντας ἀναμάρτητος, γιὰ νὰ πληρώσει καὶ σ΄ αὐτὸ τὸ «νόμο» ἦρθε νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης δειλιάζει, καὶ συλλογιζόμενος τὴν ἀναξιότητά του μπρὸς στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀναφωνεῖ:
«Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι καὶ σὺ ἔρχη πρὸς με;» -«Πῶς ἐκτείνω χείρα καὶ ἄψωμαι κορυφῆς κρατούσης τὰ σύμπαντα; Εἰ καὶ Μαρίας ὑπάρχεις βρέφος, ἀλλ΄ οἶδά σε Θεὸν προαιώνιον· ἐπὶ γῆς βαδίζεις, ὁ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφείμ· καὶ δοῦλος, Δεσπότην βαπτίζειν οὐ μεμάθηκα»! Μὰ ὁ Χριστὸς ἀφοπλίζει τὴ λογικὴ δειλία τοῦ Βαπτιστοῦ, λέγοντας αὐτὰ τὰ λόγια: «Ἅφες ἄρτι. Οὕτω γάρ πρέπον ἡμῖν ἐστι πληρῶσαι πάσαν δικαιοσύνην». Τότε ὁ Ἰωάννης, χωρὶς νὰ φέρει πιὰ ἄλλην ἀντίσταση, ἔστερξε νὰ βαπτίσει τὸ Χριστό. Κ΄ εἶδεν εὐθὺς ὁ Ἰωάννης τὴ στιγμὴ ἐκείνη, νἀνοίγωνται οἱ οὐρανοί· νὰ κατεβαίνει «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδη, ὡσεὶ περιστερὰ ἐπ΄ αὐτόν». Κι ἄκουσε νἂρχεται φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, ποὺ ἔλεγε: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ὧ ηὐδόκησα»!
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρει ἑφτὰ λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε: α) «βαπτίζεται δὲ ὁ Χριστός, οὐχ ὡς αὐτὸς χρήζων καθάρσεως, ἀλλὰ τὴν ἐμὴν οἰκειούμενος κάθαρσιν», β) νὰ συντρίψει τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων πάνω στὸ νερό, γ) νὰ πνίξει τὴν ἁμαρτία κι ὅλο τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ νὰ τὸν παραχώσει μὲς στὸ νερό, δ) ν΄ ἁγιάσει τὸν Ἰωάννη Πρόδρομο, τὸν Βαπτιστή, ε) νὰ «πληρώση» τὸν νόμο, στ) ν΄ ἀποκαλύψει στοὺς ἀνθρώπους τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ζ) νὰ γίνει γιὰ μᾶς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς καὶ στὸ βάπτισμα. Σ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὁ νέος ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προσθέτει κ΄ ἕναν η) ν΄ ἁγιάσει τὴν φύση τῶν ὑδάτων· «ὅθεν καὶ τὸ νερὸν ὅπου λάβῃ τινὰς ἀπὸ πηγὴν ἢ ποταμὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων, μένει ἄσηπτον».
Καὶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος μία χαρακτηριστικὴ περικοπὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ τὴ μεταφέρουμε κ΄ ἐμεῖς ἐδῶ, μεταφράζοντάς την κάπως. Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ μέρα ποὺ (ὁ Χριστὸς) βαπτίσθηκε κι ἁγίασε ὅλα τὰ νερά. Γι΄ αὐτό, λοιπόν, καὶ στὴ γιορτὴ αὐτή, κατὰ τὸ μεσονύχτι (ἐπειδὴ κατὰ τὴν Παράδοση, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μέρα Τρίτη, «ὥρᾳ δεκάτῃ τῆς νυκτός»), ἔρχονται ὅλοι (οἱ χριστιανοὶ) καὶ παίρνουνε νερὸ γιὰ τὰ σπίτια τους· ὅπου τὸ νερὸ αὐτό, γιὰ τὸν λόγον ὅτι ἁγιάστηκαν ὅλα τὰ νερὰ σήμερα, τὸ φυλάγουν ὅλο τὸ χρόνο.
Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ γίνεται φανερό, ἀπ΄ τὸ ὅτι τὰ νερὰ ποὺ παίρνουμε (τὰ Φῶτα) δὲν ἀλλοιώνονται καὶ δὲν μυρίζουν, ὅσος καιρὸς κι ἂν περάσει· ἀλλὰ βαστοῦνε ἕνα χρόνο· ὁλάκερο, πολλὲς φορὲς καὶ δυὸ καὶ τρία χρόνια· καί, ὕστερ΄ ἀπὸ τόσα χρόνια, αὐτὸ τὸ νερὸ συναγωνίζεται σὲ φρεσκάδα καὶ σὲ καθαρότητα κ΄ ἐκεῖνα τὰ νερὰ ποὺ μόλις τώρα τὰ πῆραν ἀπὸ τὸ πηγάδι». Αὐτὸ εἶναι ἕνα θαῦμα ποὺ τὸ βλέπει κανεὶς κάθε χρόνο νὰ γίνεται, ἀκόμη καὶ στὶς ἁμαρτωλὲς ἡμέρες μας –ἰδίως στὰ χωριά μας, ποὺ μὲ θερμὴ πίστη κ΄ εὐλάβεια, αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο νερό, τὸ βάζουν δίπλα ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα, στὸν ἱερώτερο τόπο κάθε σπιτιοῦ.
Ὁ Χριστὸς ἔλαβε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ, πὼς δὲν ἔλαβε οὔτε τὸ ἰουδαϊκὸ βάπτισμα ποὺ ἀφοροῦσε τὴν καθαρότητα σώματος καὶ ἐνδυμάτων, ἀλλὰ οὔτε τὸ δικό μας, μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου εἶχε μία κατάδυση καὶ μία ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου. Καὶ λέγονταν βάπτισμα «μετανοίας», γιατί ὁ Ἰωάννης, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐρχότανε νὰ βαπτισθοῦνε σ΄ αὐτόν, τοὺς βαστοῦσε μέσα στὸν Ἰορδάνη, ὥσπου νὰ ἐξομολογηθοῦνε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τους, κ΄ ὕστερα τούς ἔβγαζε ἔξω. Ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε ἐξουσία νὰ παρέχει ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ μετάνοια, ποὺ εἶχε ἐπιστέγασμά της τὸ βάπτισμα: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καὶ «ποιήσατε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας».
Ὅμως, καθὼς μᾶς ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος καὶ Μάρκος, ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος». Γιατί; Ἰδοὺ ἡ ἀπάντηση, ποὺ δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅτι, οἱ μὲν ἄλλοι ἄνθρωποι, βαπτιζόμενοι, ἐπειδὴ ἦτον ἁμαρτωλοί, ἐστέκοντο μέσα εἰς τὸ νερὸν βουτημένοι, ἕως ὁπού ἤθελαν ὁμολογήσουν ὄλας τὰς ἁμαρτίας των, καὶ τότε ἔβγαινον ἀπὸ τὸ νερόν. Ὅθεν, ἐπέρνα ἀναμεταξὺ διάστημα καιροῦ. Ὁ δὲ Κύριος, ἐπειδὴ ἦτον ἀναμάρτητος, καὶ ἁμαρτίας δὲν εἶχε νὰ ἐξομολογηθῇ, διὰ τοῦτο, εὐθὺς ὁπού ἐμβῆκεν εἰς τὸ νερόν, εὐθὺς καὶ ἐβγῆκεν ἔξω». Κ΄ ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου σὰν εἶδος γέφυρας, ποὺ μᾶς πέρασε ἀπ΄ τὸ ἰουδαϊκὸ-σωματικό, στὸ χριστιανικὸ-πνευματικὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν προπατορικὴ κι ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία καὶ μᾶς χαρίζει μιὰν ἄσπιλη κι ἀμόλυντη πνευματικὴ καθαρότητα.
Ἀπ΄ ὅλο τὸν ὑμνογραφικὸ πλοῦτο τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων, ποὺ ὑπομνηματίζει μὲ τὸν πνευματικώτερο καὶ ποιητικώτερο τρόπο τὸ περιεχόμενο τῆς Βαπτίσεως, μεταφέρουμε ἐδῶ τὸ τελευταῖο τροπάριό της η΄ ὠδῆς τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνος, ποίημα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ:
Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,
Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη·
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ,
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη.
Ἤδη μὲ τὴν ἔκφραση «λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις», ὁ ἱερὸς μελωδὸς μᾶς μεταδίδει τὸ ἱερὸ δέος καὶ τὴν ἔνθεη συγκίνηση, εἰσάγοντάς μας σὲ μία πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἂς ἀσπροφορέσει, λέγει, κάθε ἀνθρώπινη, κάθε γήινη φύση, γιατί μετὰ τὴν ἔκπτωσή της ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, σήμερα μπορεῖ πάλι νὰ ἀνεβεῖ στὸ προτερινὸ ὕψος της. Κι ὄχι μόνο γι΄ αὐτό, μὰ ἀκόμη, πρέπει ν΄ ἀσπροφορεῖ καὶ νὰ χαίρεται κάθε πλάση ἀνθρώπινη, γιατί ὁ θεῖος Λόγος τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ξέπλυνε μέσα στὰ τρέχοντα νερὰ τοῦ Ἰορδάνου καὶ τὴν καθάρισε ἀπ΄ ὅλα τὰ προηγούμενα πταίσματά της, τὴν ἔκανε νὰ ξεφύγει ἀπὸ κάθε σκοτεινὴ σκιὰ ἁμαρτίας καὶ τὴν ἐκατάστησε πάμφωτη καὶ πεντακάθαρη –«τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη».
Ὁ τίτλος αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κειμένου εἶναι: «ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω». Καὶ ὑπάρχει ἕνας σοβαρὸς λόγος, ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ τίτλος κι ὄχι ἕνας ἄλλος, πιὸ κατανοητὸς ἴσως στὸ λογικό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ποιητικώτατη προφητικὴ αὐτὴ φράση τῶν Ψαλμῶν εἶναι πλουτισμένη μ΄ ἕνα ἀσυνήθιστο καὶ ἀνυποψίαστο, ἀκόμα καὶ στοὺς πιὸ φιλακόλουθους, πνευματικὸ βάθος. Ἂς προχωρήσουμε στὸ βαθὺ αὐτὸ νόημα, μὲ ὁδηγὸ καὶ συνέκδημο τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο –ποὺ πρέπει κάποτε νὰ πιάσει στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς μας μιὰν ὁλόκληρη ἕδρα, γιὰ νὰ μπορέσει ν΄ ἀξιοποιήσει τοὺς θησαυροὺς τῆς ἁγίας κηρυκτικῆς πείρας του ἡ Ἐκκλησία κ΄ ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη.
Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μέ τὴ γνωστὴ μέθοδό του, πὼς ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης –ποὺ ἦταν πολυφημισμένος στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα θαύματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ σ΄ αὐτὸν- πηγάζει ἀπό δύο πηγές: ἡ μία λέγεται Ἰὸρ κ΄ ἡ ἄλλη Δάν. Καθὼς προχωροῦν τὰ δύο αὐτὰ ποτάμια, ἑνώνονται καὶ γίνονται ἕνα ποτάμι ποὺ ὀνομάζεται (ἀπ΄ τὶς πηγὲς τοῦ Ἰὸρ καὶ Δᾶν) Ἰορδάνης καὶ χύνεται στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἡ ἀλληγορία ἐδῶ εἶναι βαθειὰ καὶ θεολογικώτατη, ὅπως τὴν φανερώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ δύο πηγὲς του συμβολίζουν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, τοὺς δύο προπάτορες, ἀπ΄ τοὺς ὁποίους ἀνέβλυσε –σὰν ἄλλος Ἰορδάνης- ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Κι ὅλο τοῦτο τὸ ἀνθρώπινο γένος, πρὸς τὰ ποῦ πήγαινε; στὴ νέκρωση καὶ στὸ θάνατο –ὅπως ὁ Ἰορδάνης στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἦρθε ὅμως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ πόνεσε γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κ΄ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἔπαθε ἀπάνω στὸ σταυρό, καὶ κατήργησε, μὲ τὸν θάνατό του, τὸν θάνατο. Ἔτσι ἐχάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἔστρεψε πρὸς τὰ πίσω, τοὺς ἔκαμε νὰ μὴν τρέχουν πιὰ πρὸς τὴ νέκρωση καὶ τὸ θάνατο, ἀλλὰ πρὸς τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀφθαρσία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει, ὅτι «ὅσοι εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν». (Ρωμ. Στ΄ 3).
Θὰ τελειώσουμε μ΄ ἕνα σύντομο ἀπόσπασμα τοῦ Μελετίου Πηγᾶ, ποὺ ἡ ἔκδοση τῶν λόγων του –ἀγνώστων σχεδὸν ὡς τὰ τώρα- τιμᾶ τὴν «Πηγὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Βιβλίου», ποὺ ἔβαλε τὴ δαπάνη καὶ τὴ φροντίδα γιὰ νὰ τυπωθοῦν, καὶ μάλιστα μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια. «Ἀλλ΄ ἐκεῖνο τὸ ὕστερον, λέγει ὁ μεγάλος Πατριάρχης τῆς Τουρκοκρατίας, μὲ ἀναπτερώνει, διὰ τὸ ὁποῖον γίνεται τὸ βάπτισμα. Εἶναι τοῦτο, οἱ ἀνοιγόμενοι Οὐρανοί. Ὢ βάπτισμα, θύρα τοῦ Παραδείσου! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλείς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλίμαξ τῶν Οὐρανῶν, ὢ βάπτισμα, ἡ κολυμβήθρα τῆς ἀναγεννήσεως! Ὢ βάπτισμα, τὸ λουτρὸν τῆς παλιγγενεσίας! Ὢ βάπτισμα, τῆς υἱοθεσίας μυστήριον! Ὢ βάπτισμα, ἡ ταφὴ τῆς ταφῆς, ὁ θάνατος τοῦ θανάτου, ἡ ἀνάστασις τῆς ἀναστάσεως, διὰ τοῦ ὁποίου “συνθάπτομαι Χριστῷ καὶ συνανίσταμαι Χριστῶ”… Διὰ τ΄ ἐμᾶς εἶναι ἀνοιμένες οἱ θεόδμητες ἐκεῖνες πύλες τοῦ Οὐρανοῦ. Καὶ ἐμεῖς κατακυλιούμεστάνε χάμετες στὴν γῆν. Γιὰ τ΄ ἐμᾶς χύνεται τόσον καὶ τηλικοῦτον φῶς καὶ καθαρίζει μας καὶ λούει μας, καὶ ἀφαιρεῖ τὲς πονηρίες ἠμῶν “ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν” καὶ φωτίζει μας».
Δικαιολογημένη, λοιπόν, ἡ χαρὰ τῶν χριστιανῶν. «Τὰ σύμπαντα σήμερον ἀγαλλιάσθω». «Χριστὸς ἐφάνη ἐν Ἰορδάνη ἁγιᾶσαι τὰ ὕδατα» καὶ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον»!
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἔρως Ὀρθοδοξίας» τοῦ Π.Β. Πάσχου, τῶν ἐκδόσεων «Ἀστὴρ»), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Στὰ Θεοφάνεια ἢ γνωστὰ καὶ ὡς Ἐπιφάνεια ἑορτάζεται ἡ ἀνάμνηση τῆς Βάπτισης τοῦ Κυρίου στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους, αὐτὴ ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἦταν ἑνωμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ καὶ διαχωρίστηκε ἐπὶ πάπα Ρώμης Ἰουλίου (336 – 352 μ. Χ.), καὶ ἔκτοτε τὰ μὲν Χριστούγεννα ἑορτάζονται στὶς 25 Δεκεμβρίου, ἐνῷ ἡ Βάπτιση στὶς 6 Ἰανουαρίου. Ὑπῆρχε, ἐπίσης, ἡ συνήθεια στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, οἱ κατηχούμενοι νὰ βαπτίζονται τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων.
Τὸ κύριο στοιχεῖο τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων μὲ τὸ ὁποῖο συνδέονται τὰ περισσότερα ἔθιμα εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν ὑδάτων. Ὁ ἁγιασμὸς γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς στὴν ἐκκλησία καὶ λέγεται πρωτάγιαση, φώτιση, πρῶτος ἁγιασμός, μικρὸς ἁγιασμός. Καὶ ἡ παραμονὴ λέγεται ἐπίσης Πρωτάγιαση, μέρα τοῦ Σταυροῦ ἢ μέρα τοῦ Ἁγιασμοῦ, ἐνῷ ἡ καθεαυτὴ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς λέγεται Ὁλόφωτα ἢ Ἁγιάση.
Ὁ ἱερέας γυρίζει τὴν παραμονὴ στὰ σπίτια ραντίζοντάς τα μὲ ἁγιασμό, διώχνοντας ἔτσι μακριὰ κάθε κακό. Παλαιότερα, συνέδεαν τὸν «φωτισμὸ» (ραντισμὸ) τῶν σπιτιῶν μὲ τὴν ἐξαφάνιση τῶν καλικαντζάρων, τοὺς ὁποίους φαντάζονταν νὰ φεύγουν περίτρομοι στὴν παρουσία τοῦ παπᾶ.
Στὰ παλιὰ χρόνια, ἕνα πολὺ διαδεδομένο ἔθιμο τῆς ἡμέρας τῶν Φώτων ἦταν ἡ πλειοδοσία μεταξὺ τῶν πιστῶν γιὰ νὰ σηκώσουν τὴν εἰκόνα τῆς Βάπτισης καὶ τὸν Σταυρό, καθὼς καὶ τὰ ἄλλα εἰκονίσματα, προτοῦ ξεκινήσουν γιὰ τὸ μέρος ὅπου θὰ τελεστεῖ ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός. Στὰ παραθαλάσσια μέρη, οἱ νέοι συναγωνίζονται ἀκόμη καὶ σήμερα ποιὸς θὰ ἀνασύρει πρῶτος τὸν σταυρὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα, μόλις τὸν ρίξει ὁ ἱερέας. Καθὼς ἔτσι θὰ ἔχει τὸ προνόμιο νὰ τὸν περιφέρει πάνω στὸ στολισμένο δίσκο καὶ νὰ δέχεται συνάμα τὶς τιμὲς καὶ τὶς εὐχὲς ὅλων τῶν παρευρισκομένων.
Ἕνα ἀκόμη ἐνδιαφέρον ἔθιμο σχετικὰ μὲ τὴν κατάδυση τοῦ Σταυροῦ εἶναι τὸ πλύσιμο τῶν εἰκόνων ἢ καὶ τῶν γεωργικῶν ἐργαλείων, ὅπως συνηθίζεται σὲ ὁρισμένα μέρη. Στὴ Λῆμνο π.χ. ὅταν ρίξει ὁ παππὰς τὸν σταυρὸ στὴ θάλασσα, οἱ γυναῖκες παίρνουν ἀπὸ σαράντα κύματα νερὸ καὶ μὲ αὐτὸ πλένουν τὰ εἰκονίσματα τοῦ σπιτιοῦ τους δίχως νὰ μιλοῦν. Τὸ νερὸ αὐτό, ἐπειδὴ θεωρεῖται ἁγιασμένο, τὸ ρίχνουν μετὰ στὴν ἐκκλησία σὲ μέρος ποὺ νὰ μὴν πατιέται.
Ὅπως στὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν Πρωτοχρονιά, ἔτσι καὶ στὰ Φῶτα συνηθίζεται νὰ ἑτοιμάζουν εἰδικὰ ψωμιά, ὅπως στὴν Κεφαλονιὰ ἡ λεγόμενη φώτιστα, στολισμένη μὲ σταυρὸ καὶ μὲ σχέδια γενικὰ ποὺ θυμίζουν ἁγιασμὸ (κουβαδάκι κ.λπ.). Εἰδικὰ ψωμιά, ἐπίσης, παρασκευάζονται καὶ γιὰ τὰ ζῶα τοῦ σπιτιοῦ. Στὴ Νάξο π.χ. κάνουν τὸ λεγόμενο «βουδόψωμο», καθότι σὲ πολλὰ μέρη ὑπάρχει ἡ δοξασία ὅτι τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων τὰ ζῶα μιλοῦν, γι’ αὐτὸ οἱ γεωργοὶ φροντίζουν νὰ τὰ περιποιηθοῦν ὅσο μποροῦν καλύτερα, γιὰ νὰ εἶναι εὐχα- ριστημένα καὶ νὰ μὴν παραπονεθοῦν στὸν Θεὸ γιὰ κακοπέραση!
Πηγή: Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...