Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι μία ἐποχὴ διχασμοῦ τῆς καρδιᾶς, σύγχυσης, χάους, φόβου (ὄχι ὑπαρξιακοῦ), ἀπληστίας, παραζάλης καὶ ἀνησυχίας. Δὲν ὑπάρχει καμιὰ δίψα ἀλήθειας. Καὶ οὔτε ἀμείλικτα ἐρωτήματα ζωῆς ἀναζητοῦν κάποια ἀπόκριση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐνῷ ἡ λαχτάρα γιὰ μάθηση καὶ χορτασμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ σχεδὸν ἔχει νεκρωθεῖ. Συνάμα ἡ «ἀπολυταρχία τοῦ λογικοῦ» τείνει νὰ ἐπικρατήσει σ’ ἕνα σιδερένιο αἰώνα.
«Στὴν ἐποχή μας, γράφει ὁ Ἰω. Θεοδωρακόπουλος, ἔγιναν ὅλα μηχανικὰ καὶ ἀπρόσωπα, δηλαδὴ ἀνώνυμα, ἐξωτερικά⋅ ἔχασαν δηλαδὴ τὴν ἐσωτερικότητά τους. Καὶ ἡ ἀνωνυμία αὐτὴ εἶναι ἡ κύρια πηγὴ τῆς σύγχρονης διαφθορᾶς».
Ὑπάρχει λοιπὸν στὸν κόσμο ἡ ἀγωνία τοῦ ἀδιέξοδου, ἔτσι ὅπως τὴ δίδαξαν ὁ Νίτσε, ὁ Σάρτρ, ὁ Καζαντζάκης καὶ ἄλλοι πολλοί, οἱ ὁποῖοι ἔβγαλαν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῆς ἐγκοσμιότητας καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ;
Ὡστόσο ὁ «Ἐκκλησιαστής» λέει: «Τὸν Θεὸ φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος» (ἔχει καθῆκον κάθε ἄνθρωπος).
Ποὺ θὰ πεῖ ὅτι ὅποιος συνειδητὰ ζεῖ μέσα στὸ ἔδαφος καὶ στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνάμα βιώνει σωστὰ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, καμιὰ ὑπέρμετρη τραγικότητα, θλίψη, ἀδιέξοδο καὶ ἀπειλὴ δὲν πρέπει νὰ φωλιάζει στὴν καρδιά του. Κανένα δίλημμα δὲν πρέπει νὰ κάμψει τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ χριστιανοῦ στὸ Θεό. «Μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ πίστευε» μᾶς παραγγέλνε ὁ Κύριος.
Βέβαια, τοῦτοι οἱ καιροί, ἕνεκα τῆς μεγάλης πνευματικῆς τους καθίζησης ἀπαιτοῦν μία ξεχωριστὴ κατάθεση προσωπικῆς καὶ συλλογικῆς προσπάθειας, ἀφοῦ ἀκόμα καὶ ἡ ἁγιότητα ἀποτελεῖ ἕνα «λησμονημένο ὅραμα».
Καὶ εἶναι ἀρκετοὶ ἐκεῖνοι ποὺ νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ ἔχουν ποιότητα ζωῆς δίχως τρολέ (τὴν κεραία ποὺ ἀπὸ ἠλεκτροφόρο σύρμα δίνει κίνηση στὸ ὄχημα). Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ πιά, ὅτι τίποτα τὸ δημιουργικὸ δὲν μπορεῖ νὰ κινηθεῖ δίχως πίστη καὶ μάλιστα στὸν ἀληθινὸ Θεό. «Δίχως Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται» λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, καὶ βλέπουμε ποῦ πάει ὁ κόσμος σήμερα!
Ἐπίσης εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κίνηση καὶ διατήρηση τοῦ τρολὲ μὲ τὸν ἠλεκτροφόρο οὐρανό, δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸν κάνει πάντα μόνος του! Εἶναι ἀνίσχυρος ὑποκειμενικὰ καὶ συγκυριακά. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται βοήθεια. Θέλει διαλεκτικὴ ἐνίσχυση ἀπὸ φωτισμένες μορφές, ταπεινοὺς σηματοδότες, ταγοὺς καὶ ἁγίους. Οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ βαθιὰ πίστη καὶ τὴν ἔμπρακτη, χριστιανικὴ διδαχή τους, δίνουν ἐγγυημένες λύσεις στὰ πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
Ἄλλωστε «ἡ πίστη μας χωρὶς αὐτοὺς τοὺς ἁγίους παύει νὰ ὑφίσταται». Καὶ «ἂν λησμονήσουμε αὐτὴ τὴν ἁγιότητα δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία παρὰ ὁ ταυτισμός της μὲ τὸν κόσμο», γράφει ὁ Μητροπ. Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλας.
Μιὰ τέτοια μορφή, ἐπίκαιρης ἀναφορᾶς γιὰ τοὺς καιρούς μας, εἶναι καὶ ὁ ἁπλοϊκός, ταπεινὸς καὶ φτωχὸς (ἕως πένης) παπα-Νικόλας Πλανᾶς. Ὁ ὁποῖος βίωσε τὸ σκάνδαλο καὶ τὴ μωρία τῆς πίστης ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ἡ Γραφὴ ὄχι γιὰ τὶς κηρυχτικές, συγγραφικές, πατερικὲς ἢ θύραθεν γνώσεις του, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀδιατίμητη ταπεινότητά του, τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν πλησίον, καὶ κυρίως γιὰ τὴ λιτότητα τοῦ βίου του. Ἦταν ἕνας ἀληθινὸς «φίλος τῆς ὑπακοῆς» στὸ θέλημα καὶ μόνο τοῦ Θεοῦ, ὑπόδειγμα χριστιανικοῦ βίου καὶ ποιμένα ὁ ὁποῖος, στ’ ἀλήθεια, «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων».
Ὁ καλὸς αὐτὸς λευίτης ἔζησε καὶ ἐργάστηκε στὴν Ἀθήνα περισσότερα ἀπὸ ἑξήντα χρόνια καὶ κοιμήθηκε στὶς 2 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1932. Θεωροῦσε ὅμως πάντοτε τὸν ἑαυτό του Νάξιο καὶ περηφανευόταν γι’ αὐτό.
Ὁ Νικόλας Πλανᾶς γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ 1851 ἀπὸ γνωστὴ καὶ πολύκλαδη οἰκογένεια τῆς Χώρας. Καὶ μεγάλωσε πλάι στὸ σπίτι τοῦ ὀνομαστοῦ τέκνου τῆς Ναξίας Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, μέσα σ’ ἕνα κλίμα μυστικῆς ἔξαρσης ποὺ καλλιεργοῦσαν τότε ἔντονα οἱ Κολλυβάδες, οἱ πατέρες τοῦ Ἄθω καὶ οἱ Γέροντες τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἄλλωστε καὶ ὁ παπποὺς τοῦ Νικόλα Πλανᾶ ἀπὸ τὴν μητέρα του ἦταν ὀφφικιοῦχος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὁ οἰκονόμος Γεώργιος Μελισσουργός. (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Δημήτρη Φερούση «Ὁ παπακαλόγερος Νικόλαος Πλανᾶς», ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθήνα 1992).
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του στὰ 1868, ὁ Νικόλας Πλανᾶς μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του Αὐγουστίνα καὶ τὴ μικρὴ ἀδελφή του Σουσάνα «μετανάστεψε» στὴν Ἀθήνα. Ἀφοῦ στὸ μεταξύ, φέρνοντας μέσα του τὰ πλούσια βιώματα τῆς γενέθλιας γῆς καὶ τῆς οἰκογενειακῆς παράδοσης, εἶχε ἀποφασίσει τὴ σταδιοδρομία του!
Ὅταν ὁ Νικόλας Πλανᾶς ἔφυγε ἀπὸ τὸν λειμώνα τῆς ναξιακῆς γαλήνης καὶ ἦρθε στὴν Ἀθήνα, βρέθηκε ξαφνικὰ μέσα στὴ βαβούρα καὶ τὸ ἐγκόσμιο σκόρπισμα μιᾶς νέας Βαβυλώνας. Σ’ ἕνα κλίμα πρωτευουσιάνικης ἀσύνδετης, ταραγμένης καὶ ἀσυνάρτητης ζωῆς. Ἡ ὁποία δίχως συγκεκριμένη ταυτότητα, συνεχιζόταν πάνω στὰ χνάρια τῆς βαυαρικῆς καὶ ὀθωνικὴς ἄρνησης καὶ ἀμετροέπειας (μεγαλοστομίας). Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀθήνας, ὡς ἕνας ἄθλιος συρφετός, προσπαθοῦσαν, μιμούμενοι τὰ εὐρωπαϊκὰ κακέκτυπα ζωῆς, συμπεριφορᾶς καὶ φιλοσοφίας, νὰ συγκροτήσουν μία ἀτομικὴ καὶ συλλογικὴ συνείδηση. Σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τῆς πρωτεύουσας ἀναφέρεται ὁ Κονδυλάκης μὲ τοὺς «Ἄθλιους τῶν Ἀθηνῶν», ὁ Σουρῆς, ὁ Συνοδινὸς καὶ πολλοὶ ἄλλοι συγγραφεῖς. Ἀκόμα καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ποὺ ἔγραψε πικραμένος:«Φεῦ. Τίς μοι δώσει ὕδωρ καὶ δάκρυα; Ἀπὸ τὸν τόπον τῆς δοκιμασίας καὶ τὸν τόπον τῆς μικρῆς ἀναψυχῆς, ἦλθα εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ὅπου ἀπὸ πολλοῦ σύρω τὸν σταυρόν μου, μὴ ἔχων πλέον δυνάμεις νὰ τὸν βαστάζω εἰς τὴν πόλιν τῆς δουλοπαροικίας καὶ τῶν πλουτοκρατῶν. Ἔφθασα εἰς Ἀθήνας…»
Ἀλλὰ καὶ ὁ Κωστῆς Μπαστιᾶς δὲν φείδεται παρρησίας γιὰ νὰ περιγράψει τὴν κατάσταση τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀσυναρτησίας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν ἀλλοπρόσαλλη Ἀθήνα.
«Ὅ,τι ἱερὸ φυλάξαμε, γράφει, τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς ποδοπατιέται, ὅ,τι μᾶς κράτησε ὄρθιους, σὰν ἀσάλευτο ἀντιστήλι, γκρεμίζεται. Σὲ τέτοιο γιουρούσι τοῦ σατανᾶ, κάθε ὑποταγὴ εἶναι ἄρνηση τῆς πίστης καὶ παράδοση στὸ διάβολο».
Σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ἦρθε ὁ Νικόλας Πλανᾶς νὰ ζήσει καὶ νὰ καταθέσει τὸ ὑστέρημα τῆς καρδιᾶς του. Νὰ στηρίξει τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια μέσα ἀπὸ ταπείνωση καὶ ἀγάπη καὶ νὰ ἀνατρέψει πολλὲς κατεστημένες συνήθειες μέσα στὸ κέντρο τῆς ἀθηναϊκῆς ἀδιαφορίας καὶ τοῦ κυνικοῦ ἀθεϊσμοῦ. Νὰ ξαναδώσει τὴν ἱερότητα καὶ τὸν χαμένο ἐνθουσιασμὸ στὸν κόσμο τῆς θρησκευτικῆς, χριστιανικῆς λατρείας. Καὶ παρὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς λοιδορίες νὰ ἐγκαινιάσει μαζὶ μὲ τὸ φίλο του Παπαδιαμάντη καὶ τοὺς ἄλλους «Συμποτικούς» συντρόφους του, ἕνα νέο πνεῦμα ἐκκλησιαστικῆς καθαρότητας στὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης σὲ ἄρθρο του μοναδικό, μὲ τίτλο: «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων» ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ λεύκωμα «Ἡ Ἑλλὰς κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνας τοῦ 1896», μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραψε: «Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀξιαγάπητος. Εἶναι ἁπλοϊκὸς καὶ ἐνάρετος. Εἶναι ἄξιος τοῦ πρώτου τῶν μακαρισμῶν τοῦ Σωτῆρος».
Ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Νικόλα Πλανᾶ ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ πρῶτα στεφανώθηκε, στὶς 14 τοῦ Ἀπρίλη τοῦ 1879 καὶ τὸν Ἰούλιο χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Πλάκας, ἔμεινε γιὰ λίγα χρόνια νὰ ὑπηρετεῖ μὲ ξεχωριστὸ ἦθος στὸν ἴδιο Ναό. Καὶ στὴ συνέχεια, στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1884, χειροτονήθηκε σὲ Πρεσβύτερο στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου ὡς «Νικόλαος Πλανᾶς Ἱερεὺς ἐκ Νάξου» καὶ τοποθετήθηκε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη Βουλιαγμένης. Ἕνεκα ὅμως τοῦ ὅτι σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ εἶχε μόνο τρεῖς οἰκογένειες ποιμένων ὡς ἐνορίτες, λειτουργοῦσε τακτικότερα στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο, στὸ Μοναστηράκι, μὲ ψάλτες τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. Καὶ εἶχε τὴν ἱερὴ συνήθεια νὰ κάνει σχεδὸν καθημερινὲς λειτουργίες καὶ ἀγρυπνίες σὲ ὅλα τὰ ἐκκλησάκια τῆς Ἀθήνας καὶ ἔξω ἀπ’ αὐτή.
Ἰδιαίτερα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου ὅπου τὸ τυπικὸ ἦταν ἁγιορείτικο, πλούσιο σὲ κατάνυξη, συγκεντρώνονταν πάρα πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖες ἀργότερα ἔπαιξαν μεγάλο ρόλο στὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο τῆς Χώρας, ὅπως ἦταν: ὁ Νεκτάριος Κεφαλᾶς, ὁ Φιλόθεος Ζερβᾶκος, ὁ Φώτης Κόντογλου, πολλοὶ Ἐπίσκοποι καὶ ἁγιορεῖτες Γέροντες. Οἱ ὁποῖοι στὸ πρόσωπο τοῦ παπα-Νικόλα Πλανᾶ, τοῦ ὀλιγογράμματου καὶ ταπεινοῦ ἱερέα, ἔβρισκαν καὶ βίωναν τὴν «πρόγευση τῶν ἐσχάτων». Τὴν ἁγιότητα ὡς ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Ποὺ σημαίνει ὅτι μέσα στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι ὑπῆρχε εἰκονισμὸς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ μετοχὴ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ νοητὴ θέωση τῶν «μυσταγωγικῶς παρισταμένων».
Γιὰ τὸν παπα-Νικόλα Πλανᾶ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ θέμα ὑλικῶν ὠφελημάτων. Ἔνιωθε πάντοτε πλούσιος καὶ μόνο ὅτι ὑπηρετοῦσε τὸ Θυσιαστήριο ὡς ἱερέας Χριστοῦ καὶ ἁγίαζε τὸν κόσμο. Ζοῦσε σ’ ἕνα ταπεινὸ δωματιάκι στὸ σπίτι τῆς νύμφης του ἀπὸ τὸ γιό του Ἰωάννη, κάπου στὸ Κουκάκι (Γαργαρέττα). Φοροῦσε μόνιμα τὸ ἴδιο τριμμένο ρασάκι ἕως τὴν τελευτὴ τοῦ βίου του. Ἡ ὁποία ἔγινε, δίχως νὰ ἀρρωστήσει, τὴν Τσικνοπέμπτη τοῦ 1932, ἐνῷ εἶχε ξαπλώσει γιὰ νὰ κοιμηθεῖ.
Ἀργότερα γιὰ τὴ μοναδικότητα καὶ ἁγιότητα τοῦ Παπακαλόγερου Νικόλα Πλανᾶ, διαμορφώθηκε ἡ συνείδηση στὸ λαὸ ὅτι θαυματουργοῦσε. Καὶ ὅτι αὐτὸ συνέβη ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος Νικόλας Πλανᾶς δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο στὸ νοῦ του ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ διακονία τῶν συνανθρώπων του μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Κατὰ τὴν κηδεία του, ποὺ ἔγινε στὸν Ἅγιο Γιάννη Βουλιαγμένης, ὅπου ὁ ἀγαθὸς Πρεσβύτερος ὑπηρέτησε ἐπὶ πενήντα ἔτη, ἀκούστηκαν πολλοὶ ἐπαινετικοὶ λόγοι καὶ γράφτηκαν στὸν Τύπο κείμενα ποὺ μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἀφιλοκερδεία, τὴν ἁπλότητά του καὶ τὴν ἀπόλυτη καλοσύνη του. Τὸν ἐπικήδειο ἐκφώνησε ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κυρὸς Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Καὶ τὸ μεγάλο πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀπαίτησε νὰ γίνει ἡ περιφορὰ τοῦ σκηνώματός του σὲ ὅλη τὴν Πλάκα τῆς Ἀθήνας ὅπου ἔζησε καὶ διακόνησε.
Στὶς μέρες μας, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Νικολάου Πλανᾶ, εἶναι ἐπίκαιρη καὶ παραδειγματικὴ γιὰ τὸν Κλῆρο καὶ τὸ Λαό. Ἡ αὐτάρκειά του ἦταν πνευματική. Καὶ αὐτὸ τοῦ ἔδινε τὴ δυνατότητα νὰ αἰσθάνεται πλούσιος ἐνῷ ἦταν φτωχός. Νὰ ἔχει μόνιμα τὸν τρολὲ ἑνωμένο μὲ τὸν Οὐρανὸ καὶ δίχως κανένα φόβο νὰ ἀντιμετωπίζει ὅλες τὶς ἐξωτερικὲς συγκυρίες, οἱ ὁποῖες καὶ στὰ χρόνια του ἦταν πολὺ σκληρὲς καὶ πιεστικές, ὅπως καὶ στὶς μέρες μας! Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, μετὰ τὴν ἁγιοκατάταξή του, δίκαια ψάλλει:
«Πλανᾶς ὁ Νικόλαος,
ὁ ταπεινὸς πρεσβύτερος
ὤφθη ἐκλεκτὸς Χριστοῦ ἐργάτης,
μικρὸς τὸ δέμας,
πεφωτισμένος τὸν νοῦν,
πίστει σοφῶν ὑπερτερῶν,
ὄρθρῳ καὶ νυχθημερῶν τῷ φωτὶ αὐγαζόμενος».
« Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος.
Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ὁ Θεὸς ἐπέλεξε,
τὴν δ’ ἔπαρσιν τῶν σοφῶν τούτοις κατῄσχυνεν.
Εὐφραίνου ἡ ταπεινὴ Νάξος,
γενέθλη Πλανᾶ χρηματίσασα
Νικόλαον τὸν ἁπλοῦν
ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ ἡ ἐκθρέψασα…»
Συντεθημένο ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Πατρῶν Νικόδημο
Πηγή: Orthodox Fathers
Όταν κάποιος ξεκινάει για ένα ταξίδι θα πρέπει να ξέρει πού πηγαίνει. Αυτό συμβαίνει και με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω απ’ όλα η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι που προορισμός του είναι το Πάσχα, «η Εορτή Εορτών». Είναι η προετοιμασία για την «πλήρωση του Πάσχα, που είναι η πραγματική Αποκάλυψη». Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αρχίσουμε με την προσπάθεια να καταλάβουμε αυτή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη Σαρακοστή και το Πάσχα, γιατί αυτή αποκαλύπτει κάτι πολύ ουσιαστικό και πολύ σημαντικό για τη Χριστιανική πίστη και ζωή μας.
Άραγε είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι το Πάσχα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια γιορτή, πολύ πέρα από μια ετήσια ανάμνηση ενός γεγονότος που πέρασε; Ο καθένας που, έστω και μια μόνο φορά, έζησε αυτή τη νύχτα «τη σωτήριο, τη φωταυγή και λαμπροφόρο», που γεύτηκε εκείνη τη μοναδική χαρά, το ξέρει αυτό.
Αλλά τι είναι αυτή η χαρά; Γιατί ψέλνουμε στην αναστάσιμη λειτουργία: «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια»; Με ποια έννοια «εορτάζομεν» - καθώς ισχυριζόμαστε ότι το κάνουμε – «θανάτου την νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν...»;
Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις η απάντηση είναι: η νέα ζωή η οποία πριν από δυο χιλιάδες περίπου χρόνια «ανέτειλεν εκ του τάφου», προσφέρθηκε σε μας, σε όλους εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό. Μάς δόθηκε τη μέρα που βαπτιστήκαμε, τη μέρα δηλαδή που όπως λέει ο Απ. Παύλος: «...συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4).[...]
Μήπως όμως δε χάνουμε πολύ συχνά και δεν προδίνουμε αυτή τη «νέα ζωή» που λάβαμε σαν δώρο, και στην πραγματικότητα ζούμε σαν να μην αναστήθηκε ο Χριστός και σαν να μην έχει νόημα για μάς αυτό το μοναδικό γεγονός; Και όλα αυτά εξαιτίας της αδυναμίας μας, της ανικανότητάς μας, και ζούμε σταθερά με «πίστη, ελπίδα και αγάπη» στο επίπεδο εκείνο που μάς ανέβασε ο Χριστός όταν είπε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού». Απλούστατα εμείς ξεχνάμε όλα αυτά γιατί είμαστε τόσο απασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στις καθημερινές έγνοιες μας και ακριβώς επειδή ξεχνάμε, αποτυχαίνουμε. Μέσα σ’ αυτή τη λησμοσύνη, την αποτυχία και την αμαρτία η ζωή μας γίνεται ξανά «παλαιά», ευτελής, σκοτεινή και τελικά χωρίς σημασία, γίνεται ένα χωρίς νόημα ταξίδι για ένα χωρίς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε να ξεχνάμε ακόμα και το θάνατο και τελικά, εντελώς αιφνιδιαστικά, μέσα στις «απολαύσεις της ζωής» μάς έρχεται τρομακτικός, αναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεί κατά καιρούς να παραδεχόμαστε τις ποικίλες «αμαρτίες» μας και να τις εξομολογούμαστε, όμως εξακολουθούμε να μην αναφέρουμε τη ζωή μας σ’ εκείνη τη νέα ζωή που ο Χριστός αποκάλυψε και μάς έδωσε. Πραγματικά ζούμε σαν να μην ήρθε ποτέ Εκείνος. Αυτή είναι η μόνη πραγματική αμαρτία, η αμαρτία όλων των αμαρτιών, η απύθμενη θλίψη και τραγωδία όλων των κατ’ όνομα χριστιανών.
Αν το αναγνωρίζουμε αυτό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι το Πάσχα και γιατί χρειάζεται και προϋποθέτει τη Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατί τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και όλος ο κύκλος των Ακολουθιών της υπάρχουν, πρώτα απ’ όλα, για να μάς βοηθήσουν να ξαναβρούμε το όραμα και την γεύση αυτής της νέας ζωής, που τόσο εύκολα χάνουμε και προδίνουμε, και ύστερα να μπορέσουμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην Εκκλησία. Πώς είναι δυνατόν να αγαπάμε και να επιθυμούμε κάτι που δεν το ξέρουμε; Πώς μπορούμε να βάλουμε πάνω από καθετί άλλο στη ζωή μας κάτι που ποτέ δεν έχουμε δει και δεν έχουμε χαρεί; Με άλλα λόγια: πώς μπορούμε, πώς είναι δυνατόν να αναζητήσουμε μια Βασιλεία για την οποία δεν έχουμε ιδέα; Η λατρεία της Εκκλησίας ήταν από την αρχή και είναι ακόμα και τώρα η είσοδος και η επικοινωνία μας με τη νέα ζωή της Βασιλείας. Και στο κέντρο της λειτουργικής ζωής, σαν καρδιά της και μεσουράνημά της – σαν ήλιος που οι ακτίνες του διαπερνούν καθετί - είναι το Πάσχα. Το Πάσχα είναι η πόρτα, ανοιχτή κάθε χρόνο, που οδηγεί στην υπέρλαμπρη Βασιλεία του Χριστού, είναι η πρόγευση της αιώνιας χαράς που μάς περιμένει, είναι η δόξα της νίκης η οποία από τώρα, αν και αόρατη, πλημμυρίζει όλη την κτίση: «νικήθηκε ο θάνατος».
Ολόκληρη η λατρεία της Εκκλησίας είναι οργανωμένη γύρω από το Πάσχα, γι’ αυτό και ο λειτουργικός χρόνος, δηλαδή η διαδοχή των εποχών και των εορτών, γίνεται ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα στο Πάσχα, που είναι το Τέλος και που ταυτόχρονα είναι η Αρχή. Είναι το τέλος όλων αυτών που αποτελούν τα «παλαιά» και η αρχή της «νέας ζωής», μια συνεχής «διάβαση» από τον «κόσμο τούτο» στην Βασιλεία που έχει αποκαλυφτεί «εν Χριστώ».
Παρ’ όλα αυτά η «παλαιά» ζωή, η ζωή της αμαρτίας και της μικρότητας, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί και ν’ αλλάξει. Το Ευαγγέλιο περιμένει και ζητάει από τον άνθρωπο να κάνει μια προσπάθεια η οποία, στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος, είναι ουσιαστικά απραγματοποίητη. Αντιμετωπίζουμε μια πρόκληση. Το όραμα, ο στόχος, ο τρόπος της νέας ζωής είναι για μάς μια πρόκληση που βρίσκεται τόσο πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας!
Γι’ αυτό, ακόμα και οι Απόστολοι, όταν άκουσαν τη διδασκαλία του Κυρίου Τον ρώτησαν απελπισμένα: «τις άρα δύναται σωθήναι;» (Ματθ. 19,26). Στ’ αλήθεια δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ απαρνηθείς ένα ασήμαντο ιδανικό ζωής καμωμένο με τις καθημερινές φροντίδες, με την αναζήτηση των υλικών αγαθών, με την ασφάλεια και την απόλαυση και να δεχτείς ένα άλλο ιδανικό ζωής το οποίο βέβαια δεν στερείται καθόλου τελειότητας στο σκοπό του: «Γίνεσθε τέλειοι ως ο Πατήρ ημών εν ουρανοίς τέλειος εστίν». Αυτός ο κόσμος με όλα του τα «μέσα» μάς λέει: να είσαι χαρούμενος, μην ανησυχείς, ακολούθα τον «ευρύ» δρόμο. Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει: διάλεξε το στενό δρόμο, αγωνίσου και υπόφερε, γιατί αυτός είναι ο δρόμος για τη μόνη (genuine) αληθινή ευτυχία. Και αν η Εκκλησία δεν βοηθήσει πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτή τη φοβερή εκλογή; Πώς μπορούμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην υπέροχη υπόσχεση που μας δίνεται κάθε χρόνο το Πάσχα; Ακριβώς αυτή είναι η στιγμή που εμφανίζεται η Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτή είναι η «χείρα βοηθείας» που απλώνει σε μάς η Εκκλησία. Είναι το σχολείο της μετάνοιας που θα μάς δώσει δύναμη να δεχτούμε το Πάσχα όχι σαν μια απλή ευκαιρία να φάμε, να πιούμε, ν’ αναπαυτούμε, αλλά, βασικά, σαν το τέλος των «παλαιών» που είναι μέσα μας και σαν είσοδό μας στο «νέο».
Στην αρχαία Εκκλησία ο βασικός σκοπός της Σαρακοστής ήταν να προετοιμαστούν οι «Κατηχούμενοι», δηλαδή οι νέοι υποψήφιοι χριστιανοί, για το βάπτισμα που, εκείνο τον καιρό, γίνονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας. Αλλά ακόμα και τώρα που η Εκκλησία δεν βαφτίζει πια τους χριστιανούς σε μεγάλη ηλικία και ο θεσμός της κατήχησης δεν υπάρχει πια, το βασικό νόημα της Σαρακοστής παραμένει το ίδιο. Γιατί, αν και είμαστε βαφτισμένοι, εκείνο που συνεχώς χάνουμε και προδίνουμε είναι ακριβώς αυτό που λάβαμε στο Βάπτισμα. Έτσι το Πάσχα για μάς είναι η επιστροφή, που κάθε χρόνο κάνουμε στο βάπτισμά μας και επομένως η Σαρακοστή είναι η προετοιμασία μας γι’ αυτή την επιστροφή –η αργή αλλά επίμονη προσπάθεια να πραγματοποιήσουμε τελικά τη δική μας «διάβαση», το «Πάσχα» μας στη νέα εν Χριστώ ζωή. Το ότι, καθώς θα δούμε, οι Ακολουθίες στη σαρακοστιανή λατρεία διατηρούν ακόμα και σήμερα τον κατηχητικό και βαπτιστικό χαρακτήρα, δεν είναι γιατί διατηρούνται «αρχαιολογικά» απομεινάρια, αλλά είναι κάτι ζωντανό και ουσιαστικό για μας. Γι’ αυτό κάθε χρόνο η Μεγάλη Σαρακοστή και το Πάσχα είναι, μια ακόμη φορά, η ανακάλυψη και η συνειδητοποίηση του τι γίναμε με τον «δια βαπτίσματος» μας θάνατο και την ανάσταση.
Ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα! Καθώς το αρχίζουμε, καθώς κάνουμε το πρώτο βήμα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής βλέπουμε –μακριά, πολύ μακριά- τον προορισμό. Είναι η χαρά της Λαμπρής, είναι η είσοδος στη δόξα της Βασιλείας. Είναι αυτό το όραμα, η πρόγευση του Πάσχα, που κάνει τη λύπη της Μεγάλης Σαρακοστής χαρά, Φως, και τη δική μας προσπάθεια μια «πνευματική άνοιξη». Η νύχτα μπορεί να είναι σκοτεινή και μεγάλη, αλλά σε όλο το μήκος του δρόμου μια μυστική και ακτινοβόλα αυγή φαίνεται να λάμπει στο ορίζοντα. «Μη καταισχύνης ημάς από της προσδοκίας ημών, Φιλάνθρωπε!»
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού
Ανάμεσα σʹ όλες τις προσευχές και τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής μια σύντομη προσευχή μπορεί να oνομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σ' έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον γιο Εφραίμ το Σύρο. Να τα κείμενο της προσευχής:
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δως.
Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής, και αγάπης χάρισε μοι τω σω δούλω.
Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου˙ ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Σαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή (δεν τη λέμε το Σάββατο και την Κυριακή, όπως θα δούμε και πιο κάτω, γιατί οι ακολουθίες αυτές τις δύο μέρες δεν έχουν το τυπικό της Σαρακοστής). Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μια μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «ελέησαν με τον αμαρτωλόν». Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής.
Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μʹ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ' όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό.
Η βασική ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατό νʹ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματική πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει τη ζωή μας μια απέραντη πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή.
Το αποτέλεσμα της «αργίας », είναι η λιποψυχία. Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στʹ αλήθεια μια δαιμονική δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικά ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο˙ γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής, γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ' αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να τα επιθυμήσει.
Πνεύμα φιλαρχίας! φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντας την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν νʹ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα. Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς το Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση. Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω να εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους «άλλους». Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους. Έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία.
Τέλος είναι η αργολογία. Απ' όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σʹ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της Θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφτηκε σαν Λόγος (Ιωάν. 1,1). Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει , ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι το μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για το δαιμονικό ψέμα. Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη Θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. Ενισχύει την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας.
Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γιʹ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου. Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας που πάλι είναι τέσσερις.
Σωφροσύνη! Αν δεν περιορίσουμε - πράγμα που συχνά και πολύ λαθεμένα γίνεται - την έννοια της λέξης «σωφροσύνη» μόνο στη σαρκική σημασία της, θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν τα θετικό αντίστοιχο της λέξης «αργία». «Αργία» πρώτα απ' όλα, είναι η αδράνεια, το σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητας μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά . Επομένως αυτή η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια. Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη από τη σαρκική διαφθορά είναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά άλλου δεν φαίνεται καλύτερα παρά στη σαρκική επιθυμία, που είναι αλλοτρίωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Χριστός επαναφέρει την «ολότητα» (τη σωφροσύνη) μέσα μας και το κάνει αυτά αποκαθιστώντας την αληθινή κλίμακα των άξιων, με το να μας οδηγεί πίσω στο Θεό.
Ο πρώτος και υπέροχος καρπός της σωφροσύνης είναι η ταπεινοφροσύνη. Ήδη έχουμε μιλήσει γιʹ αυτή. Πάνω απ' όλα είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας, η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο συνήθως ζούμε . Μόνη η ταπεινοφροσύνη είναι άξια της αλήθειας∙ μόνο μʹ αυτή δηλαδή μπορεί κανείς να δει και να δεχτεί τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το Θεό, το μεγαλείο Του, την καλοσύνη Του και την αγάπη Του στο καθετί. Να γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».
Μετά τη σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, κατά φυσικό τρόπο, ακολουθεί η υπομονή. Ο «φυσικός» ή «πεπτωκώς» άνθρωπος είναι ανυπόμονος, γιατί είναι τυφλός για τον εαυτό του, και βιαστικός στο να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με διασπασμένη, ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, μετράει τα πάντα με βάση τις δικές του προτιμήσεις και τις δικές του ιδέες. Αδιαφορεί για τον καθένα γύρω του εκτός από τον εαυτό του, θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τη στιγμή. Υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός όχι γιατί είναι «συγκαταβατικός» αλλά γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων, γιατί η εσωτερική πραγματικότητα τους, την οποία εμείς με την τυφλότητα μας δεν μπορούμε να δούμε, είναι ανοιχτή σʹ Αυτόν. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε και τόσο πιο πολύ αντανακλούμε αυτή την απέραντη εκτίμηση για όλα τα όντα, πράγμα που είναι η κύρια ιδιότητα του Θεού.
Τέλος, το αποκορύφωμα και ο καρπός όλων των αρετών, κάθε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αγάπη που, όπως έχουμε πει, μπορεί να δοθεί μόνο από το Θεό, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.
Όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην τελική αίτηση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ με την οποία ζητάμε: «...δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου...» . Εδώ τελικά δεν υπάρχει παρά μόνο ένας κίνδυνος: η υπερηφάνεια. Υπερηφάνεια είναι η πηγή του κάκου και όλο το κακό είναι η υπερηφάνεια. Παρʹ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για μένα να βλέπω τα «εμά πταίσματα » γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια. Τα πατερικά κείμενα είναι γεμάτα από προειδοποιήσεις για την ύπουλη μορφή ψευτοευσέβειαςη οποία στην πραγματικότητα με το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά δαιμονική υπερηφάνεια. Αλλά όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, όταν με άλλα λόγια, η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη γίνονται ένα σε μας, τότε και μόνο τότε ο αιώνιος εχθρός - η υπερηφάνεια - θʹ αφανιστεί μέσα μας.
Μετά από κάθε αίτηση στην προσευχή τούτη κάνουμε μια μετάνοια (γονυκλισία). Οι μετάνοιες δεν περιορίζονται στην προσευχή του Αγίου Εφραίμ αλλά αποτελούν ένα από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά ολόκληρης της λατρείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ πάντως το νόημά τους αποκαλύπτεται περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού.
Στη συνεχή και δύσκολη προσπάθεια της πνευματικής ανάρρωσης, η Εκκλησία δεν ξεχωρίζει την ψυχή από το σώμα. Ο όλος άνθρωπος απομακρύνθηκε από το Θεό∙ ο όλος άνθρωπος πρέπει να ανορθωθεί, ο όλος άνθρωπος πρέπει να γυρίσει. Η καταστροφή της αμαρτίας υπάρχει όταν νικάει η σάρκα - το ζωώδες, το παράλογο, η σαρκική επιθυμία μέσα μας - τα πνευματικό και το θείο. Αλλά τα σώμα είναι δοξασμένο, το σώμα είναι άγιο, τόσο άγιο που ο ίδιος ο Θεός «σαρξ εγένετο». Η σωτηρία και η μετάνοια, επομένως, δεν είναι η περιφρόνηση του σώματος ούτε η παραμέλησή του, αλλά είναι αποκατάσταση του σώματος στην πραγματική του λειτουργικότητα που είναι η έκφραση και η ζωή του πνεύματος, ο ναός της ανεκτίμητης ανθρώπινης ψυχής. Η χριστιανική ασκητική είναι αγώνας όχι κατά αλλά υπέρ του σώματος. Γιʹ αυτό το λόγο ο όλος άνθρωπος - ψυχή και σώμα - μετανοεί. Το σώμα παίρνει μέρος στην προσευχή της ψυχής καθώς αυτή προσεύχεται μέσα στο σώμα και δια του σώματος. Έτσι οι γονυκλισίες, τα «ψυχοσωματικά» δείγματα της μετάνοιας, της ταπεινοφροσύνης, της λατρείας και της υπακοής, είναι μια ιεροτελεστία κατʹ εξοχήν της Μεγάλης Σαρακοστής.
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Πώς θα μπορούσε η Μεγάλη Σαρακοστή να έχει όχι μια απλή επιφανειακή, αλλά μια αληθινή επίδραση στην ύπαρξή μας; Πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τη διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με τη Μεγάλη Σαρακοστή όπως μας μεταδίδεται κυρίως μέσα από τη λατρεία αυτής της περιόδου;
Τούτη η ζωή είναι πολύ διαφορετική από τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που ζούσαν τον καιρό που γράφονταν αυτοί οι ύμνοι και οι Ακολουθίες και συντάσσονταν οι κανόνες και τα τυπικά. Ζούσε τότε κανείς σε μια σχετικά μικρή και βασικά αγροτική κοινωνία, μέσα σ' ένα οργανωμένο ορθόδοξο κόσμο και η Εκκλησία διαμόρφωνε το γενικό ρυθμό της ζωής του. Τώρα όμως ζούμε σε τεράστια αστικά κέντρα, σε τεχνοκρατούμενες κοινωνίες, πληθωρικές στα θρησκευτικά «πιστεύω» τους με εκκοσμικευμένες απόψεις για τον κόσμο, και μέσα σ' αυτές εμείς οι ορθόδοξοι αποτελούμε μια ασήμαντη μειονότητα. Η Μεγάλη Σαρακοστή δεν είναι πια «αισθητή», όπως ήταν παλιά στην Ελλάδα ή στην Ρωσία, ας πούμε. Η ερώτησή μας λοιπόν είναι πολύ ουσιαστική: πώς μπορούμε εμείς -πέρα από το να κάνουμε μια ή δυο «συμβατικές» αλλαγές στην καθημερινή ζωή μας - να τηρήσουμε τή Σαρακοστή;
Είναι φανερό, λόγου χάρη, ότι για τους πιο πολλούς από τους πιστούς το να παρακολουθούν καθημερινά τις Ακολουθίες αυτής της περιόδου είναι πέρα από κάθε συζήτηση. Εξακολουθούν, φυσικά να εκκλησιάζονται την Κυριακή, αλλά, όπως έχουμε πει, τις Κυριακές της Σαρακοστής η Θεία Λειτουργία, τουλάχιστον εξωτερικά, δεν αντανακλά κάτι από τη Μεγάλη Σαρακοστή και έτσι δεν μπορεί κανείς να έχει ούτε καν την αίσθηση του λατρευτικού τυπικού της Σαρακοστής, δεδομένου μάλιστα ότι η λατρεία είναι το μόνο μέσο που μας μεταφέρει στο πνεύμα της Σαρακοστής.
Και εφ' όσον η Σαρακοστή με κανένα τρόπο δεν χρωματίζει τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε, δεν είναι ν' απορεί κανείς που αρνητικά καταλαβαίνουμε τη Σαρακοστή, δηλαδή, σαν μια περίοδο στην οποία απαγορεύονται μερικά πράγματα, όπως το κρέας, τα λίπη, οι χοροί και οι διασκεδάσεις. Η συνηθισμένη ερώτηση: «τι προσπαθείς να στερηθείς τούτη τη Σαρακοστή;» συνοψίζει τέλεια την αρνητική προσέγγιση της Σαρακοστής. Σαν θετική προσέγγιση, θεωρείται η αντίληψη ότι η Σαρακοστή είναι ο καιρός για την πραγματοποίηση της ετήσιας «υποχρέωσης» της Εξομολόγησης και της θείας Κοινωνίας («... και όχι αργότερα από την Κυριακή των Βαΐων...» έγραφε ένα φυλλαδιάκι μιας ενορίας). Και αφού εκπληρωθεί αυτή η υποχρέωση τότε το υπόλοιπο της Σαρακοστής φαίνεται να χάνει όλα τα θετικά νοήματα.
Έτσι είναι φανερό ότι έχει αναπτυχθεί μια, μάλλον βαθιά, διαφωνία ανάμεσα στο πνεύμα ή τη «θεωρία» της Σαρακοστής, που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε με βάση τη λατρεία, και στην κοινή και συνηθισμένη αντίληψη που επικρατεί και υποστηρίζεται όχι μόνο από τους λαϊκούς αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους κληρικούς. Γιατί είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολο να περιορίσεις κάτι πνευματικό μέσα σε κάτι τυπικό παρά ν' αναζητήσεις το πνευματικό μέσα στο τυπικό.
Μπορούμε να πούμε, χωρίς καμιά υπερβολή, ότι αν και η Μεγάλη Σαρακοστή "τηρείται" ακόμα, όμως έχει χάσει την επίδρασή της στη ζωή μας, σταμάτησε να είναι το λουτρό της μετανοίας και της ανανέωσης που είχε σαν σκοπό της, σύμφωνα με τη λειτουργική καί πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αλλά τότε, μπορούμε άραγε να ξαναβρούμε και να ξανακάνουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή μια πνευματική δύναμη για την καθημερινή πραγματικότητα της ύπαρξής μας;
Η απάντηση σ' αυτή την ερώτηση εξαρτάται πρώτα πρώτα - θα έλεγα και μοναδικά - από το αν επιθυμούμε να πάρουμε στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή ή όχι. Όσο και αν είναι νέες ή διαφορετικές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε σήμερα, όσο και αν είναι πραγματικές οι δυσκολίες και τα εμπόδια που υψώνονται από το σύγχρονο κόσμο μας, τίποτε απ' αυτό δεν αποτελεί αμετάκλητο εμπόδιο, τίποτε δεν κάνει τη Μεγάλη Σαρακοστή «αδύνατη».
Η πραγματική αιτία για την οποία βαθμιαία χάνουμε την επίδραση της Σαρακοστής στη ζωή μας βρίσκεται βαθύτερα. Είναι η δική μας συνειδητή ή ασυνείδητη μείωση της θρησκείας σε ένα επιπόλαιο τυπικισμό και συμβολισμό, πράγμα που αποτελεί ακριβώς το ξεστράτισμα και μετριάζει τη σοβαρότητα των απαιτήσεων της θρησκείας από τη ζωή μας, την αίτηση για δέσμευση και προσπάθεια.
Αυτή η μείωση, θα πρέπει να προσθέσουμε, είναι, κατά κάποιο τρόπο, ιδιόμορφη στην Ορθοδοξία. Οι χριστιανοί της Δύσης, Καθολικοί ή Προτεστάντες, όταν αντιμετωπίζουν αυτό που εκείνοι θεωρούν «αδύνατον» αλλάζουν την ίδια τη θρησκεία, την «προσαρμόζουν» στις νέες συνθήκες έτσι ώστε να την κάνουν «εφαρμόσιμη». Πρόσφατα, λόγου χάρη, είδαμε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πρώτα να ελαττώνει τη νηστεία στο κατώτατο όριο και ύστερα να την ξεφορτώνεται τελείως.
Με σωστή και δικαιολογημένη αγανάκτηση, καταγγέλλουμε μια τέτοια «προσαρμογή» σαν προδοσία της χριστιανικής παράδοσης και σαν περιορισμό στο ελάχιστο της χριστιανικής πίστης. Και πραγματικά, η αλήθεια και η δόξα της Ορθοδοξίας είναι ότι δεν «προσαρμόζεται» και δεν συμβιβάζεται με τις χαμηλότερες επιδιώξεις και δεν κάνει το Χριστιανισμό «εύκολο». Αυτό είναι η δόξα για την Ορθοδοξία αλλά φυσικά, όχι για μας, τους ορθόδοξους.
Δεν είναι σήμερα, ούτε και χθες, αλλά πολύ παλιότερα που βρήκαμε ένα τρόπο να συμφιλιώνουμε τις απόλυτες απαιτήσεις της Εκκλησίας με την ανθρώπινη αδυναμία μας• και αυτό δεν γίνεται μόνο με «απώλεια του προσώπου» αλλά και με πρόσθετες αφορμές για αυτοδικαίωση και ήσυχη συνείδηση. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων συμβατικά, και ο συμβολικός τυπικισμός που διαποτίζει σήμερα όλη τη θρησκευτική μας ζωή. Έτσι, λόγου χάρη, δε θα σκεπτόμασταν ποτέ να αναθεωρήσουμε τη Λειτουργία μας και τους μοναστικούς κανονισμούς της -Θεός φυλάξοι!- θα συνεχίζαμε όμως να ονομάζουμε την Ακολουθία της μιας ώρας «ολονύκτια αγρυπνία» και υπερήφανα θα εξηγούσαμε ότι αυτή είναι η ίδια Ακολουθία που έκαναν οι μοναχοί στη Λαύρα του Αγίου Σάββα τον 9ο αιώνα!
Σε σχέση με τη Μεγ. Σαρακοστή, αντί να κάνουμε ουσιαστικές ερωτήσεις -«τι είναι νηστεία; ή «τι είναι Σαρακοστή»;- εμείς ικανοποιούμαστε με τα σύμβολά της. Στα εκκλησιαστικά περιοδικά και φυλλάδια εμφανίζονται συνταγές για «ένα υπέροχο νηστήσιμο πιάτο»! Μπορεί ακόμα η ενορία και να συγκεντρώσει μερικά πάρα πάνω χρήματα οργανώνοντας ένα καλοδιαφημισμένο «σαρακοστιανό γεύμα».
Είναι τόσα πολλά εκείνα που στις εκκλησίες μας εξηγούνται συμβολικά σαν ενδιαφέροντα, πολύχρωμα και διασκεδαστικά έθιμα και παραδόσεις, σαν κάτι δηλαδή που μας δένει όχι τόσο πολύ με τον Θεό και με μια νέα ζωή «εν Αυτώ», όσο με το παρελθόν και τις συνήθειες των προγόνων μας, ώστε γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να διακρίνουμε πίσω απ' αυτά τα λαϊκά έθιμα τη σοβαρότητα της θρησκείας σε όλη της την έκταση.
Θέλω να τονίσω ότι δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο στα διάφορα έθιμα. Όταν αυτά πρωτοεμφανίστηκαν ήταν τα μέσα με τα οποία η κοινωνία μπορούσε να δείξει ότι έπαιρνε στα σοβαρά τη θρησκεία. Τότε τα έθιμα δεν ήταν σύμβολα, αλλά η ίδια η ζωή. Αυτό που συνέβηκε πάντως ήταν το ότι καθώς άλλαξε η ζωή και έπαψε λίγο λίγο η θρησκεία να τη διαμορφώνει στην ολότητά της, λίγα από τα έθιμα διασώθηκαν σαν σύμβολα ενός τρόπου ζωής που δεν υπήρχε πια. Και αυτό που διασώθηκε ήταν εκείνο που, αφ' ενός είναι έντονα ζωντανό και αφ' ετέρου είναι λιγότερο δύσκολο.
Ο πνευματικός κίνδυνος εδώ είναι ότι σιγά σιγά αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει τη θρησκεία σαν ένα σύστημα από σύμβολα και έθιμα μάλλον, παρά να ερμηνεύει όλα αυτά σαν μια πρόκληση για πνευματική ανανέωση και προσπάθεια. Μεγαλύτερη είναι η προσπάθεια που γίνεται για να προετοιμάζονται νηστίσιμα φαγητά ή για το πασχαλινό τραπέζι, παρά για τη νηστεία και τη συμμετοχή στην πνευματική πραγματικότητα του Πάσχα. Αυτό σημαίνει ότι, όσο τα έθιμα και οι παραδόσεις δεν συνδεθούν και πάλι με τη γενική θρησκευτική αντίληψη από την οποία προέρχονται, όσο δηλαδή δεν παίρνουμε στα σοβαρά τα σύμβολα, η Εκκλησία θα παραμένει χωρισμένη από τη ζωή και δεν θα την επηρεάζει καθόλου. Αντί να παριστάνουμε με σύμβολα την «πλούσια κληρονομιά» μας καιρός είναι ν' αρχίσουμε να την ενσωματώνουμε στην καθημερινή ζωή μας.
Το να πάρουμε λοιπόν στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή σημαίνει ότι θα τη θεωρούμε, πρώτα απ' όλα με την πιο βαθιά έννοια, μια πνευματική πρόκληση που απαιτεί αντίδραση, απόφαση, πρόγραμμα και συνεχή προσπάθεια. Kαι ακριβώς για το λόγο αυτό, όπως ξέρουμε, θεσπίστηκαν από την Εκκλησία οι εβδομάδες προετοιμασίας για τη Μεγάλη Σαρακοστή. Η περίοδος αυτή είναι καιρός για δράση, για απόφαση, για προγραμματισμό. Και ο καλύτερος και ευκολότερος τρόπος είναι ν' ακολουθήσουμε την καθοδήγηση της Εκκλησίας που είναι η μελέτη και ο στοχασμός πάνω στα πέντε ευαγγελικά θέματα που μας προσφέρονται τις πέντε Κυριακές της περιόδου πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Τα θέματα αυτά είναι: η διακαής επιθυμία (Ζακχαίος), η ταπείνωση (Τελώνης και φαρισαίος), επιστροφή από την εξορία (Άσωτος), η κρίση (Κυριακή της Απόκρεω) και η συγχωρητικότητα (Κυριακή της Τυροφάγου). Αυτές οι ευαγγελικές περικοπές δεν διαβάζονται μόνο και μόνο για ν' ακουστούν στην Εκκλησία• σκοπός είναι να τις «πάρω μαζί μου στο σπίτι» και να στοχαστώ πάνω σ' αυτές σχετίζοντάς τις μάλιστα με τη ζωή μου, την οικογενειακή μου κατάσταση, τις επαγγελματικές υποχρεώσεις μου, το ενδιαφέρον μου για τα υλικά πράγματα, τις σχέσεις μου με τους συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους ζω. Αν σ' αυτή την προσπάθεια περισυλλογής προσθέσει κανείς και την προσευχή αυτής της περιόδου: «της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλαις ζωοδότα...» και τον ψαλμό 136 «επί των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν...» μπορεί να καταλάβουμε τι σημαίνει να «νιώθεις ότι είσαι με την Εκκλησία», και πώς μπορεί μια λειτουργική περίοδος να χρωματίσει τη καθημερινή ζωή.
Επίσης είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να διαβάσει κανείς κάποιο θρησκευτικό βιβλίο. Ο σκοπός δε αυτού του διαβάσματος δεν είναι μόνο ν' αυξήσουμε τις θρησκευτικές γνώσεις μας• είναι βασικά να καθαρίσουμε το μυαλό μας απ' όλα όσα συνήθως το πλημμυρίζουν. Είναι πραγματικά απίστευτο πόσο στο μυαλό μας συνωστίζονται όλων των ειδών οι έννοιες, τα ενδιαφέροντα, οι αγωνίες και οι εντυπώσεις και πόσο ελάχιστο έλεγχο ασκούμε πάνω σ' όλα αυτά. Διαβάζοντας ένα θρησκευτικό βιβλίο συγκεντρώνουμε την προσοχή μας σε κάτι εντελώς διαφορετικό από το συνηθισμένο περιεχόμενο των σκέψεών μας• δημιουργείται έτσι μια άλλη διανοητική και πνευματική ατμόσφαιρα. Όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι «συνταγές», ίσως να υπάρχουν άλλοι τρόποι για να προετοιμαστεί κανείς για τη Σαρακοστή.
Το βασικό σημείο είναι ότι, στη διάρκεια αυτής της περιόδου βλέπουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν να βρίσκεται σε κάποια απόσταση, σαν κάτι δηλαδή που ακόμα έρχεται και που μας το στέλνει ο ίδιος ο Θεός σαν ευκαιρία για αλλαγή, για ανανέωση, για εμβάθυνση, και ότι παίρνουμε αυτή την επερχόμενη ευκαιρία πολύ στα σοβαρά.
Έτσι, όταν την Κυριακή της Συγγνώμης αφήνουμε το σπίτι μας και πάμε στον Εσπερινό, μπορεί να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας - έστω και για λίγο - τα λόγια από το Μεγάλο Προκείμενο που ανοίγει τη Μεγάλη Σαρακοστή:
Mη αποστρέψης το πρόσωπόν σου
από του παιδός σου, ότι θλίβομαι...
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ἀπέστειλε ἐπί τῇ εἰσόδῳ εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν καί τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας τίς κάτωθι Ποιμαντορικές Ἐγκυκλίους πρός τόν εὐαγῆ Κλῆρον καί τόν φιλόχριστον Λαόν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Ἐκ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΕΠΙ ΤΗι ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2017
* * * * *
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Εἰσερχόμενοι στὴν εὐλογημένη περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, φέρνουμε στὸ νοῦ μας τοὺς λόγους τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ: «῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν» (Μτθ. 6,16).
Τούτη ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου, ἔρχεται νὰ τοποθετηθεῖ ἔναντι ἑνὸς ἐρωτήματος, ποὺ ὁ καθένας μᾶς θέτει κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτές. Καὶ τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τὸ «πῶς πρέπει νὰ νηστεύσω κατὰ τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς;».
Ἡ Ἐκκλησία μας μέσα ἀπό τὶς τυπικές της διατάξεις, ὁρίζει ἕνα τρόπο νηστείας. Κατὰ τὶς ἔξι ἑβδομάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθὼς καὶ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, καλούμαστε νὰ απέχουμε ἀπὸ τὸ κρέας, από τὰ αὐγά, ἀπὸ τὸ γάλα καὶ τὰ προϊόντα ποὺ παράγονται ἀπὸ αὐτὸ, καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια. Ἀπὸ τὴν Δευτέρα ἕως καὶ τὴν Παρασκευὴ τῆς κάθε ἑβδομάδος ἡ τράπεζά μας πρέπει νὰ στερεῖται ἀκόμα καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, ἐνῶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, τὰ δύο αὐτὰ εἴδη ἐπιστρέφουν πρὸς ἐνίσχυση καὶ παρηγορία.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὅμως νηστεία δὲν περιορίζεται στὸν καθορισμὸ τῶν τροφῶν, ὅπως συμβαίνει στὸ πλαίσιο ἑνὸς διαιτολογίου, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ νηστεύουμε καὶ κατ’ ἐπέκταση, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο καλούμαστε νὰ ζήσουμε.
Ἀναζητώντας λοιπὸν τὸν τρόπο, ἐρχόμαστε νὰ προσεγγίσουμε μία ἐπισήμανση τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ τῆς Σιναϊτικῆς ἐρήμου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος παρατηρεῖ, πὼς σὲ ὅλες τὶς κατὰ Θεὸν προσπάθειές μας, οἱ δαίμονες, μᾶς σκάπτουν ὕπουλα τρεῖς λάκκους. Πρῶτα ἀγωνίζονται νὰ μᾶς ἐμποδίσουν νὰ πράξουμε τὸ καλό. Ἄν ἀποτύχουν σ᾿ αὐτό, τότε ἀγωνίζονται νὰ νοθεύσουν τὸ ἀγαθό, ὥστε νὰ μὴ γίνη κατὰ τρόπο θεάρεστο. Τέλος ἂν δὲν ἐπιτύχουν οὔτε τὴν νόθευση, προσπαθοῦν νὰ ρίξουν τὴν ψυχὴ στὴν ὑπερηφάνεια, μὲ ἀφορμὴ τὴ δῆθεν ἀρετή της (ἀπὸ τὸν 26ο Λόγο τῆς Κλίμακος: «Περὶ διακρίσεως λογισμῶν καὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν»).
Τὶς τρεῖς αὐτὲς παγίδες ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ πρέπει νὰ προσέξουμε στὸν ἀγώνα ποὺ ξεκινοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν Σαρακόστη. Ἂς ὑπερπηδήσουμε τὸν πρῶτο λάκκο, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἐγκλωβίσει στὸν λογισμὸ ὅτι «ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ νηστεύσω». Οἱ ὑποχρεώσεις, ἡ ὑγεία, ἡ ἀδυναμία, ἡ καθημερινότητα ἔρχονται νὰ συμμαχήσουν σὲ τούτη τὴν παγίδευση. Ὅμως τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ οὐσιαστικὰ ὡς ἐμπόδιο στὴν ἐπιθυμία τοῦ πιστοῦ νὰ νηστεύσει. Καὶ ἂν δὲν μπορεῖ κανεὶς τὸ ἄλαδο, καὶ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ στερηθεῖ κάποια τροφή, καὶ ἂν χρειάζεται ἀσβέστιο, καὶ ἂν τοῦ λείπει ὁ σίδηρος, καὶ ἂν ὁ χαρακτήρας τοῦ εἶναι ἀδύναμος, ξέρει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀσκεῖ οἰκονομία. Ἂς καταφύγουμε στοὺς πνευματικούς μας, καὶ ἐκεῖνοι δὲν θὰ μᾶς στερήσουν οὔτε τὰ ἀπαραίτητα, οὔτε τὴν χαρὰ τῆς νηστείας. Ὑπάρχουν τρόποι κανεὶς καὶ νὰ νηστεύει καὶ νὰ οἰκονομεῖται στὰ ἀπαραίτητα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἀποφύγουμε τὸν πρῶτο δαιμονικὸ πειρασμὸ τῆς ἄρνησης τῆς νηστείας, καὶ δὲν θὰ δώσουμε τὴν ἱκανοποίηση στὸν πονηρό, πὼς μᾶς παγίδευσε στὰ εὔκολα.
Ὁ δεύτερος λάκκος ἀπαιτεῖ μεγαλύτερη προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν ὑπερβεῖ κανείς, κι αὐτὸ γιατί εἶναι διττὸς ὁ πειρασμὸς ποὺ κρύβει.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης περιγράφει τὴν νέα αὐτὴ ἐνέδρα τοῦ πονηροῦ ὡς «νόθευση τοῦ ἀγαθοῦ». Τούτη ἡ νόθευση μπορεῖ νὰ εἶναι γέννημα εἴτε τῆς αὐθαιρεσίας εἴτε τῆς ὑποκρισίας.
Ὁ τρόπος τῆς αὐθαιρεσίας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνεργοῦμε τὴ νηστεία μὲ κριτήριο τὸ ἴδιον θέλημα. Νηστεύω ὅπως μου ἀρέσει, ὅποτέ μου ἀρέσει, χωρὶς καμία ἀναφορὰ καὶ χωρὶς καμία εὐλογία. Ἔτσι ὁ ὅποιος κόπος, ἡ ὅποια προσπάθεια καταβάλουμε μὲ τὴν ἐγωκεντρικὴ αὐτὴ «νηστεία» γίνονται τροφὴ γιὰ τὰ πάθη μας. Οἱ ἀρετὲς πνίγονται μέσα στὰ ζιζάνια τῶν παθῶν μας ποὺ θεριεύουν καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπογοητεύεται καὶ θυμώνει, χωρὶς νὰ κατανοεῖ τὸ γιατί.
Ὁ τρόπος τῆς ὑποκρισίας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνεργοῦμε τὴ νηστεία μὲ κριτήριο τὴν ἰδεατή μας εἰκόνα. Νηστεύω γιὰ νὰ ἀποκαλύψω στοὺς ἄλλους τὴ σπουδαιότητά μου, τὴν δύναμή μου, τὸν πνευματικό μου πλοῦτο. Ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα μου δὲν εἶναι ὁ ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ, ἡ θλίψη γιὰ τὸ κατάντημά μου, ἡ μετάνοια, ἀλλὰ ἡ βεβαιότητα «ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί». Τούτη ἡ στάση μὲ ὁδηγεῖ σὲ ἕνα πνευματικὸ αὐτισμό. Δὲν εἶμαι σὲ θέση οὔτε νὰ ἐπικοινωνήσω, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ ἀγαπήσω τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κοινωνήσω ἀληθινὰ μετὰ τοῦ Θεοῦ. Κατ’ οὐσία ἔχω ὀλισθήσει χωρὶς νὰ τὸ κατανοῶ σὲ μία ἰδιότυπη εἰδωλολατρία, ὅπου στὴ θέση τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἔχω ἐγκαταστήσει τὸ εἴδωλο τοῦ ἰδεατοῦ ἑαυτοῦ μου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μᾶς συμβουλεύει ὅσους θέλουμε νὰ ξεπεράσουμε καὶ αὐτὸν τὸν λάκκο, νὰ καταφύγουμε στὴν ὑποταγὴ καὶ στὴν ἐξουδένωση. Μὲ τὴν ὑποταγὴ θὰ νικήσουμε τὸν πειρασμὸ τῆς αὐθαιρεσίας, μὲ τὴν ἐξουδένωση θὰ στερήσουμε τὸν ἐγωισμό μας ἀπὸ τὶς δυνάμεις ποὺ τὸν ἑδραιώνουν. Ἂς ἀσκηθοῦμε στὴν τούτη τὴ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ στὸ πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, πρῶτα στὴν Ἐκκλησία, στοὺς πνευματικοὺς πατέρες, καὶ ἔπειτα ὁ ἕνας χριστιανὸς στὸν ἄλλον, οἱ σύζυγοι μεταξύ τους, τὰ παιδιὰ πρὸς τοὺς γονεῖς, καὶ οἱ γονεῖς πρὸς τὶς ἀλήθειες τῶν παιδιῶν τους καὶ τότε θὰ ἐπιτύχουμε νὰ ὑπερβοῦμε τὸν δεύτερο λάκκο ποὺ χαίνει μπροστά μας. Ἡ νηστεία καὶ ὁ ἀγώνας μας ἐν γένει δὲν θὰ νοθευτοῦν ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό μας, ὑπηρετώντας ἀλλότριες ἐπιδιώξεις.
Ἂν κανεὶς καταφέρει νὰ ξεπεράσει τοὺς δύο πρώτους λάκκους, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸν προειδοποιεῖ πὼς τὸν περιμένει καὶ ἕνα τρίτο ὄρυγμα, προπαρασκευασμένο ἀπὸ τὸν διάβολο γιὰ νὰ μᾶς ρήξει ἐντός του. Τούτη ἡ φοβερὴ παγίδα εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἀκόμα καὶ ἂν κάποιος καταφέρει μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀκολουθήσει τὴν νηστεία ὅπως τοῦ ὅρισε ὁ πνευματικός του, χωρὶς νὰ τὴν νοθεύσει, ἐνεργώντας τὴν μὲ ἀγωνιστικὴ διάθεση καὶ πνεῦμα ὑπακοῆς, ὑπάρχει ἀκόμα καὶ τότε ὁ φόβος νὰ ξεγελαστεῖ ὡς πρὸς τὸ μέγεθος τῶν κατορθωμάτων του. Ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς ἔπαρσης ποῦ γεννοῦν ἡ προσπάθεια, ἡ ἀνταπόκριση, ἡ ἐπιτυχία.
Τοῦτος ὁ λάκκος εἶναι πιὸ φοβερὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατί δὲν εἶναι ἀπότομος, ἀλλὰ κατέρχεσαι σὲ αὐτὸν σταδιακά, ὅπως κατεβαίνει κανεὶς σὲ μία κατηφόρα. Μὰ κι ὅταν βρεθεῖς ἐντός του, δὲν σκιάζεσαι ὅπως σὲ μία ἄβυσσο, γιατί μοιάζει μὲ πλατειὰ ὁδὸ καὶ μὲ γνώριμα μέρη. Εἶναι σκοτεινὸς μὲν καὶ χωρὶς οὐρανὸ ὁ τόπος αὐτός, ὅμως ἐσὺ ξεγελιέσαι, ἀφοῦ πιστεύεις ὄτι ὡς προχωρημένος πλέον στὰ πνευματικά, ὀφείλεις νὰ περάσεις καὶ ἀπὸ τέτοια δύσκολα μονοπάτια. Καὶ ἔτσι νηστεύεις καὶ προσεύχεσαι, ὑπακούεις καὶ ὑπομένεις, ἀσκεῖς φιλανθρωπία καὶ ἀγαθοργεῖς, ὅμως ὅλα αὐτὰ σὲ πᾶνε ὅλο καὶ πιὸ βαθειά, σὲ ἀκόμα μεγαλύτερο σκότος, σὲ τόπο ποὺ συναντιέσαι μὲ τὸν ἑωσφορικὸ ἐγωισμό, ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἱκανὸς γιὰ τὴν μεγαλύτερη πτώση.
Γιὰ νὰ διασωθεῖ κανεὶς ἀπὸ τούτη τὴν πλάνη, πρέπει νὰ καλλιεργήσει τὴν αὐτομεμψία, μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Ἡ αὐτομεμψία εἶναι ἐκεῖνο τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ χριστιανὸς ἐλέγχει τὸν ἑαυτὸ τοῦ εἰς βάθος καὶ μὲ αὐστηρότητα. Τούτη ἡ αὐστηρότητα δὲν ἔρχεται νὰ ζορίσει τὸν ἄνθρωπο, προκαλώντας τοῦ αἰσθήματα ἐνοχῆς ἢ κατωτερότητας. Ἀντιθέτως κατεργάζεται τὴν ψυχικὴ ὑγεία τοῦ πιστοῦ. Ἡ αὐτομεμψία μοιάζει μὲ ἐκεῖνον τὸ χειρουγρὸ ὁ ὁποῖος θέλοντας νὰ σώσει τὸν ἀσθενῆ του, ἀφαιρεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ καρκίνωμα καὶ λίγο ὑγιῆ ἱστὸ ἀπὸ τὴν γύρω περιοχή, γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος πὼς τὸν καθάρισε πλήρως. Ἔτσι καὶ τὸ πρόσωπο ποὺ αὐτομέμφεται, προτιμᾶ νὰ ἀδικήσει λίγο τὸ ἴδιο του τὸν ἑαυτό, παρὰ νὰ ἀφήσει τὸν καρκίνο τῶν παθῶν ἐντός της ψυχῆς του.
Ὁ διαρκὴς αὐστηρὸς ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὁδηγεῖ στὴν ἁγία ταπείνωση, ἡ ὁποία καταξιώνει τὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Ὅταν ἀποκτηθεῖ ἡ ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ πὼς ὅ,τι καλὸ ὑπάρχει σὲ αὐτὸν εἶναι δώρημα θεϊκό, τὸ ὁποῖο ἔχει χορηγηθεῖ γιὰ νὰ προσφερθεῖ στὴ διακονία τῶν ἀδελφῶν μας. Μέσα στὸ πνεῦμα αὐτὸ οἱ ἀρετὲς δὲν κατανοοῦνται σὰν ἀτομικὰ κατορθώματα, ποὺ αὐτοδικαιώνουν καὶ καταξιώνουν τὸν πιστό, ἀλλὰ ὡς θεῖες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἔχουν κατοικήσει στὴ ψυχή μας καὶ μᾶς κινοῦν καὶ μᾶς φωτίζουν. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴν ἔπαρση τοῦ Ἐγώ, ἀλλὰ μόνο εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἐπιβλέπει ἐπὶ τοὺς ταπεινούς του δούλους.
Ἂς πορευτοῦμε ἀγαπητά μου παιδιὰ σὲ τούτη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὄχι σκυθρωποί, μὰ μὲ χαρὰ μεγάλη. Τὴ χαρὰ τῆς νηστείας, τὴν χαρὰ τῆς ἀσκήσεως, τὴ χαρὰ τῆς ὑπέρβασης τῶν παθῶν, τὴ χαρὰ τῆς καρποφορίας τῶν ἀρετῶν, τὴ χαρὰ τῆς νίκης ἐπὶ τοῦ θανάτου.
Εὐχόμαστε διὰ τὸν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, τοῦ καθηγητοῦ τῆς Σιναϊτικῆς ἐρήμου, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ συνοδοιπορήσει μαζί μας σὲ τούτη τὴν πνευματικὴ πορεία, ἐνισχύοντας καὶ ἁγιάζοντας ὅλους.
Εὔχομαι εὔδρομον τό Στάδιον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ποὺ τὴν διαβάζουμε τὴν δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου κρύβει πλούσια μηνύματα καὶ νοήματα. Ἀρχίζει μὲ μιὰ ἀπαιτητικὴ κίνηση τοῦ μικροῦ υἱοῦ πρὸς τὸν πατέρα, ὁ ὁποῖος ζητάει τὸ «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας», κομμάτι δηλαδὴ τῆς περιουσίας τὸ ὁποῖο δικαιοῦται, καὶ ὁ πατέρας ἀμέσως τοῦ τὸ ἐκχωρεῖ. Ἀκολουθεῖ μιὰ ἱστορία ὑποδοχῆς ἀπὸ τὸν πατέρα, πανηγυριοῦ καὶ χαρᾶς, ἡ ὁποία ὅμως στιγματίζεται ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ ἀντίδραση τοῦ μεγάλου υἱοῦ, τοῦ «καλοῦ παιδιοῦ». Θὰ μποροῦσε κανεὶς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν παραβολὴ νὰ δανειστεῖ κάτι γιὰ νὰ κατανοήσει τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα, κάτι ἴσως γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς μετανοίας τοῦ υἱοῦ, κάτι γιὰ νὰ διακρίνει αὐτὴ τὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, κάτι γιὰ νὰ καταλάβει πῶς μπορεῖ μὲν νὰ εἶναι κανεὶς καλὸς καὶ σωστὸς ἀλλα παράλληλα ὅμως νὰ βρίσκεται στὸ κατάντημα τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ.
Ἂς μείνουμε στὸ πρῶτο, στὴ σχέση αὐτοῦ τοῦ πατέρα μὲ τὸ παιδί του, καὶ ἂς δοῦμε κάποια βασικὰ χαρακτηριστικὰ τόσο ἀναγκαῖα νὰ τὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς, ἰδίως οἱ γονεῖς.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ τόσο ἐντυπωσιακὰ φαίνεται εἶναι αὐτὴ ἡ ἐλευθερία τοῦ πατέρα. Τοῦ ζητάει τὸ παιδί του τὸ «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Ἐπιβάλλον σημαίνει ὅτι ἦταν...
ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ τὸ δώσει. Δὲν ἦταν ἐπιβάλλον. Ἂν ἤθελε τοῦ τὸ ἔδινε. Καὶ ὁ πατέρας χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε -κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ τὸ ἔκανε ἴσως- «διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον». Ἀμέσως διήρεσε τὴν περιουσία καὶ τοῦ τὴν ἐξεχώρησε γνωρίζοντας τὶς ἐπιπτώσεις. Μιὰ κίνηση παράξενη. Δὲν τὸν βομβάρδισε μὲ συμβουλές, οὔτε πάλι τὸν πολιόρκησε μὲ περιορισμούς, ἀλλὰ τοῦ δημιούργησε ἕνα κλῖμα τέτοιο ποὺ δὲν ἀπηγόρευε τὴν πτώση στὴν ἐκτροπὴ καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἀντιθέτως δημιουργοῦσε θαυμάσια καὶ ὅλες τὶς προϋποθέσεις τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς ὑποδοχῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο σημεῖο.
Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ὑπακοή• ἡ ὑποταγὴ τοῦ πατέρα πρὸς τὸ παιδί. Δὲν ἀπαίτησε ἀπὸ τὸ παιδί του νὰ ὑποταχθεῖ σ´ αὐτὸν, παρὰ μὲ τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴν ὑπετάγη ἐκεῖνος στὸ παιδί.
Κι ἂς προχωρήσουμε στὸ τρίτο χαρακτηριστικό. Ὁ πατέρας ἀπὸ μακρυὰ κοίταζε, παρατηροῦσε μήπως ἐπιστρέψει ὁ υἱός του• πότε θὰ γυρίσει. Ἄρα εἶχε προσδοκία, εἶχε ἐλπίδα. Πόσες φορὲς ἐμεῖς ἔχουμε χάσει αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, αὐτὴ τὴν προσδοκία. Καὶ εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὸ παιδί του τὴν ὥρα ποὺ ἐπέστρεφε καὶ «δραμών», ἔτρεξε ὁ ἴδιος νὰ τὸ συναντήσει. Δὲν σκέφτηκε: «Τὸ παλιόπαιδο, ἂς ἔλθει ἐδῶ πέρα νὰ ζητήσει συγγνώμη καὶ θὰ τὰ ποῦμε». Αὐτὴ εἶναι μιὰ συνήθης ρήση. Ἀντ᾿ αὐτοῦ ὁ πατέρας κάνει μιὰ νέα κίνηση. Ζώντας τόσο καιρὸ μυστικὰ τὸ δράμα καὶ τὸν πόνο του, ὑπερβαίνει τὸν ἑαυτό του καὶ τρέχει αὐτὸς στὸ παιδί του μ᾿ ἕναν ἐκστατικὸ τρόπο. Αὐτὸ σημαίνει ἐκστατικός, τὸ νὰ ξεπεράσει τὸν ἑαυτό του. Τὸ τέταρτο λοιπὸν στοιχεῖο εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκστατικότητα.
Καὶ «ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἔπεσε στὸ λαιμό του, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν ἔπνιξε στὰ φιλιά, ὅπως θὰ λέγαμε στὴ σημερινὴ διάλεκτο, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ πατέρας αὐτὸς διατήρησε μέσα στὴν καρδιά του, πέρα ἀπὸ τὴ δοκιμασία τὴν ὁποία πέρασε, αἰσθήματα στοργικότητας καὶ τρυφερότητας, δηλαδὴ συγχωρητικότητα. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέταρτο στοιχεῖο.
Ἂν προσέξει κανεὶς βλέπει ὅτι ἐνῶ γίνεται αὐτὴ ἡ ἐπιστροφή, ὁ πατέρας δὲν τοῦ λέει τίποτα, κάποιες συμβουλὲς νὰ τοῦ δώσει, κάποιες παρατηρήσεις καὶ ὑποδείξεις νὰ τοῦ κάνει. Ὅλοι εἴμαστε σίγουροι ἀπὸ τὸ σκηνικὸ αὐτῆς τῆς ἱστορίας ὅτι μὲ πολλὴ εὐκολία θὰ τὶς δεχόταν αὐτὸ τὸ παιδί. Καὶ δὲν τοῦ τὶς κάνει. Ἀλλὰ σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα, τὸν δέχτηκε στην ἀγκαλιά του. Τότε ὁ πατέρας ζήτησε νὰ τοῦ ἀλλάξουν τὰ ροῦχα καὶ ἀπὸ τὰ κουρέλια ποὺ φοροῦσε νὰ τοῦ δώσουν καινούργιο ἔνδυμα, νὰ τοῦ βάλουν δαχτυλίδι, νὰ τοῦ δώσουν παπούτσια ποὺ ἦταν ξυπόλυτος καὶ νὰ σφάξουν τὸ καλύτερο θρεφτάρι ποὺ εἶχαν γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει δεῖπνο πανηγύρεως. Σὰν νὰ εἶχε φύγει αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ σὰν νὰ εἶχε πολλαπλασιάσει τὴν περιουσία καὶ νὰ τοῦ ὄφειλε ὁ πατέρας ἕνα βραβεῖο καὶ ἕναν ἔπαινο. Ἠταν ὑπερβατικὸς ὁ πατέρας, πληθωρικός στὰ αἰσθήματα. Πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ὄφειλε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρόσφερε στὸ παιδί του.
Ἐπιπλέον εἶχε ἀντοχὴ καὶ δύναμη νὰ ὑπομένει τὰ ἀναπάντεχα χτυπήματα. Τὸ πρῶτο χτύπημα ἦταν ἡ ἀπαίτηση τοῦ παιδιοῦ του νὰ πάρει τὴν περιουσία ποὺ βέβαια δὲν τοῦ ἀνῆκε καὶ σίγουρα νὰ τὴν κατασπαταλήσει. Τὸ δεύτερο, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο του παιδί, γιὰ τὸ ὁποῖο γνώριζε πολὺ καλὰ τὸ πῶς τελικὰ ζοῦσε. Μόλις τόλμησε νὰ νοιώσει λίγα σπέρματα χαρᾶς καὶ παρηγοριᾶς ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ του, ὁ μεγάλος γυιός του, τὸ «καλό» του παιδί, τοῦ φέρθηκε τόσο σκληρὰ καὶ τόσο ἀπάνθρωπα. Ἀντοχὴ καὶ δύναμη λοιπόν τὸ πέμπτο χαρακτηριστικό.
Ὁ πατέρας αὐτὸς γνώριζε πολὺ καλὰ πότε νὰ μιλάει καὶ πότε νὰ σιωπᾶ. Στὸ μικρό του τὸ παιδί, τὸ ἄσωτο, ποὺ ἀποστάτησε, οὔτε μιὰ κουβέντα δὲν λέει. Στὸ «καλό» του τὸ παιδί, ποὺ τελικὰ ἀποδείχτηκε σκληρόψυχο καὶ σκληρόκαρδο, φέρεται μὲ ἕναν τρόπο παρακλητικό. Ἦταν παρακλητικὸς ὁ πατέρας. Πήγαινε καὶ παρακαλοῦσε τὸν μεγάλο του γυιὸ νὰ ἔλθει κι αὐτὸς νὰ συμμετάσχει στὴν εὐφροσύνη καὶ στὴν πανήγυρη.
Τί φοβερὸς ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς αὐτῆς! Εἶχε μοναδικὰ χαρίσματα: ἐλευθερία, ὑπακοή, ἀντοχή καὶ δύναμη, συγχωρητικότητα, ἐκστατικότητα καὶ ὑπερβατικότητα, παρακλητικότητα, καὶ πληθωρισμὸ αἰσθημάτων. Ἕνας πατέρας τόσο ἀνώτερος δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔβγαζε δύο καρπούς, οἱ ὁποῖοι πραγματικὰ νὰ τοῦ πρόσφεραν ἱκανοποίηση καὶ ἀνάπαυση; Ἔχει δυὸ γυιοὺς ποὺ ὁ ἕνας μέσα ἀπὸ τὴν καλωσύνη του τὸν τυραννάει. Κι ὁ ἄλλος μέσα ἀπὸ τὴν πιστότητα καὶ τὴ συνέπειά του, μένοντας στὸ σπίτι, ἀποδεικνύεται σκληρὸς καὶ βασανιστικός, σφιχτὸς καὶ δύσκολος.
Τὸ ἕνα τὸ παιδί του, τὸ «κακό» κάνει τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ζεῖ μὲ τὴν συναίσθηση ὅτι εἶναι παιδί του. Τὴ λέξη «πατέρας» τὴν ἀναφέρει 3-4 φορὲς σ᾿ αὐτὴν τὴν παραβολή. Ὁ γυιὸς ποὺ μένει στὸ σπίτι, τὸ «καλὸ» παιδί, δὲν τὸν ἀποκαλεῖ πατέρα, ἀλλά, ὅπως πολὺ ὡραία ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, αἰσθάνεται μέσα στὴν ἀγκαλιά τῆς οἰκογένειας του σὰν ἕνας δοῦλος. Ὁ πρῶτος γυιὸς μόλις δεῖ τὴν πτώση του, καὶ τὸ κατάντημά του συναισθάνεται καὶ τὴν ἐνοχή του καὶ πολὺ ἁπλᾶ τὴν ὁμολογεῖ. Ὁ δεύτερος ἀρκεῖται μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ καὶ κακῶς ἐννοούμενη συμμόρφωσή του καὶ τὸ μόνο ποὺ ξέρει νὰ κάνει εἶναι νὰ διαμαρτύρεται καὶ νὰ ἐπιρρίπτει τὶς εὐθύνες στὸν πατέρα.
Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο τὸν ἀδελφό του δὲν τὸν ὀνομάζει ἀδελφό, ἀλλὰ τὸν ὀνομάζει «παιδί σου» ὅταν ἀπευθύνεται στὸν πατέρα. Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε μ´ ἕναν τρόπο ἐλεγκτικὸ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ καρπὸς ὁ δικός σου». Ἕνας ἄνθρωπος διαρκοῦς ἀρνητικότητας: «Ποτὲ δὲν μοῦ ἔδωσες ἕνα κατσίκι νὰ σφάξω γιὰ νὰ γλεντήσω κι ἐγώ μὲ τοὺς φίλους μου, ὁ ὁποῖος δούλεψα πραγματικὰ στὸ σπίτι σου σὰν ἕνας πιστὸς δοῦλος». «Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ».
Ὑπάρχουν πολλὲς γλῶσσες, διάλεκτοι καὶ τρόποι ἐπικοινωνίας. Ὅταν ἡ καρδιὰ πλατύνεται, τότε αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἄνεση ἐκφράζεται στὴν περίπτωση τοῦ πατέρα ὡς ἐλευθερία καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ ὡς αἴσθηση καὶ βίωμα υἱοθεσίας. Ἀντιθέτως, στὸν πρεσβύτερο καὶ «καλὸ» υἱὸ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ στενότητα τῆς καρδιᾶς καί, ἐνῶ ζεῖ μέσα στὸ πατρικὸ σπίτι, νοιώθει ὡς δοῦλος.
Ἡ ἐπικοινωνία τοῦ πατέρα μὲ τὸν ἄσωτο υἱὸ δὲν ἔχει λόγια, δὲν χρειάζεται λόγια. Ὑπάρχει ἡ ἀγκαλιά, τὸ φίλημα• αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος καὶ ἡ διάλεκτος ἐπικοινωνίας. Καὶ ὁ καρπὸς εἶναι ἡ εὐφροσύνη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ πανήγυρις. Ἐνῶ στὴν περίπτωση τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ ὑπάρχει ὁ διάλογος, χρειάζεται τὸ δίκαιο, εἶναι ἀνάγκη νὰ παρουσιαστοῦν τὰ ἐπιχειρήματα. Καὶ ἀντὶ εὐφροσύνης καὶ πανηγύρεως, ἔρχεται ἡ ἀπομάκρυνση, ἡ ἀπομόνωση καὶ ἡ ὀργή γιὰ τὴν ὁποία μᾶς μιλάει τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.
Προχωροῦμε στὸ Τριώδιο. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ἡ Ἐκκλησία μας βάζει αὐτὴν τὴν παραβολὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὸ πρόγραμμα μας. Τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει καὶ ἔτσι μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν δικοί Του ἄνθρωποι θὰ ἀγωνιστοῦμε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἐν ἐλευθερίᾳ νὰ πορευθοῦμε πρὸς τὸ Πάσχα, καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς χαρᾶς καὶ τῆς πανηγύρεως τῆς αἰωνίου Ἀναστάσεως καὶ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός της. Ἀμήν.
Τριώδιο 2017
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ήταν δυό αδέλφια τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια. (Λουκά 15: 11 κ.ε.) Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.
Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε μ όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.
Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.
Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντάς τους αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου» (Ιερ. 2, 19). Γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μη πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλωντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι.
Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.
Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.
Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ' ότι περιέπεσε σ' αμέτρητα κακά.
Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένος έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πως έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφομε κοντά Του, αλλά μας δέχεται το ίδιο αγαπητικά με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται ν αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος.
Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.
Γι αυτό ο Παύλος, για ν' ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α' Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β' Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β' Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).
Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.
Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ' όλα τ αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν
Πηγή: http://asiminakisangelos.blogspot.gr/2011/02/blog-post_20.html
Ὁ ἀναμορφωτὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Μουσικῆς, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γεννήθηκε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 7ου μ.Χ. αἰῶνα, πιθανώτατα τὸ 676 μ.Χ., ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς, στὴ Δαμασκὸ καὶ γι’ αὐτὸ Δαμασκηνὸς ἐπικαλεῖται. Ὁ πατέρας του, ὀνομαζόμενος Σέργιος, ἦταν πλούσιος χριστιανὸς καὶ λόγῳ τῆς ἐναρέτου ζωῆς του ἦταν πρωτοσύμβουλος τοῦ Ἀμηρᾶ, Ἀγαρηνοῦ ἄρχοντος τῆς Δαμασκοῦ. Γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν πρὸς τοὺς πένητας συμπάθειά του ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε ἕνα παιδὶ, τὸ ὁποῖο ὀνόμασε Ἰωάννη καὶ τὸ ὁποῖο ἔμελλε νὰ γίνη παγκόσμιος φωστῆρας τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν ὁποία στόλισε μὲ τόσα παναρμόνια τροπάρια.
Ἰδιαίτερη φροντίδα ἔδειχνε ὁ Σέργιος πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς ὁποίους ἀπελευθέρωνε μὲ δικά του χρήματα, καὶ πρὸς τὰ ὀρφανά. Ἔτσι ὁ Σέργιος πῆρε μὲ υἱοθεσία ἕνα ὀρφανὸ παιδὶ τῆς ἡλικίας τοῦ Ἰωάννη, ὀνομαζόμενο «Κοσμᾶ», τὸ ὁποῖο μεγάλωνε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη στὸ σπίτι του. Μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων χριστιανῶν ποὺ ἔφεραν τότε οἱ Ἀγαρηνοὶ στὴ Δαμασκὸ, ἔφεραν καὶ κάποιον μοναχὸ ὀνομαζόμενο Κοσμᾶ ἀπὸ τὴν Ἰταλία, τὸν ὁποῖο πλησίασε ὁ Σέργιος, καὶ ὅταν διαπίστωσε ὅτι ἦταν λόγιος, τὸν ἀπελευθέρωσε, ὅπως συνήθιζε, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ διδάξη στὰ δύο παιδιὰ «τὴν Φιλοσοφίαν, Ρητορικήν, Ἀριθμητικήν, Γεωμετρίαν καὶ μάλιστα τὴν ὠφέλιμον καὶ ψυχοσωτήριον χαρμόσυνον μουσικήν». Ἀπὸ τὸν μοναχὸ Κοσμᾶ, λοιπόν, ἔμαθε μουσικὴ ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς καὶ ὁ θετὸς ἀδελφὸς του Κοσμᾶς, μετέπειτα ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, δύο μεγάλοι ποιητὲς καὶ μελοποιοὶ ποὺ κόσμησαν τὶς ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καρπὸς ἐνάρετης ζωῆς καὶ μεγάλης παιδείας ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς διακρίθηκε καὶ ὑπερέβη κατὰ πολὺ τὸν δάσκαλό του στὴ μουσική, τὴν ποίηση, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τὶς ὁποῖες διδάχθηκε. Ἦταν σὲ ὅλους γνωστὴ ἡ ἱκανότητά του νὰ συνθέτη καὶ νὰ μελοποιῆ ὕμνους. Βαρυνθείς τὰ ἐγκόσμια καὶ τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου, μοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ μαζὶ μὲ τὸν θετό του ἀδελφό Κοσμᾶ πῆγαν στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου καὶ ἐμόνασαν. Ὁ γέροντας, στὸν ὁποῖο τὸν ὅρισε νὰ ὑποταχθῆ ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα, στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν δεχόταν, λέγοντας ὅτι δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ προστάζη «τοιοῦτον ἄνθρωπον», ἀλλὰ, γιὰ νὰ ὑπακούση στὸν Ἡγούμενό του, δέχθηκε. Πῆρε στὸ κελλί του τὸν ἀρχάριο Ἰωάννη καὶ τὸν νουθέτησε λέγοντας «πρόσεχε νὰ μὴν κάνης τίποτε, οὔτε νὰ ψάλλης κανένα τροπάριο χωρὶς τὸ θέλημά μου, γιατὶ ἔτσι ἐπιτάσσει ὁ βασικὸς κανόνας τῆς μοναχικῆς ζωῆς».
Κάποτε πέθανε ἕνας γείτονας τοῦ Ἰωάννη καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ νεκροῦ, μὴν μπορώντας νὰ ἀνθέξη τὸ γεγονός, παρακάλεσε τὸν Ἰωάννη νὰ συνθέση ὕμνον πρὸς παρηγοριά. Ὁ Ἰωάννης συνέθεσε καὶ μελοποίησε τὸν ἐξαίσιο ὕμνον «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα…», ποὺ μέχρι σήμερα ψάλλεται στὴν ἐκκλησία. Τυχαῖα τὸν ἄκουσε ὁ γέροντας νὰ τὸ ψάλλη καὶ ἐπειδὴ τὸ εἶχε κάνει χωρὶς τὴν εὐλογία του, τὸν ἔδιωξε, διότι παραβίασε τὸν βασικὸ κανόνα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν ὑπακοή. Μάταια παρακάλεσε ὁ Ἰωάννης ζητώντας νὰ μεσιτεύσουν πρὸς τὸν γέροντα ὁ Ἡγούμενος καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς πιέσεις ὑποχώρησε ὁ γέροντας νὰ τὸν δεχθῆ καὶ πάλι, μὲ τὸν ὅρο νὰ καθαρίση ὅλες τὶς ἀκαθαρσίες τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα μὲ τὰ χέρια του. Ὁ Ἰωάννης μὲ χαρὰ τὸ ἔκανε προκειμένου νὰ τὸν δεχθῆ ὁ γέροντάς του.
Τὴ νύχτα φανερώθηκε στὸν γέροντα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ τοῦ λέγει: «Διατὶ ἔφραξες τοιαύτην βρύσιν θαυμάσιαν; Ἄφες τὴν πηγὴν νὰ ποτίση τὴν οἰκουμένην. Αὐτὸς ἔχει νὰ ὑπερβῆ τὴν προφητικὴν κιθάραν καὶ τὸ ψαλτήριον τοῦ Δαβίδ…». Τὸ πρωὶ ξύπνησε ὁ γέροντας καὶ ἀποκάλυψε στὸν Ἰωάννη τὴν ὀπτασία καί, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε μετάνοια, τοῦ εἶπε: «Ὦ τέκνον τῆς ὑπακοῆς τοῦ Χριστοῦ, ἄνοιξον τὸ στόμα σου καὶ λάλησον λόγους τοὺς ὁποίους ἔγραψεν εἰς τὴν καρδίαν σου τὸ Ἅγιον Πνεῦμα… Καὶ συγχώρησόν μοι δι’ ὅσα σοῦ ἔπταισα, διότι ἀπὸ τὴν ἀγνωσίαν μου σὲ ἠμπόδισα» . Τότε ἄρχισε ὁ Ἰωάννης νὰ συνθέτη καὶ νὰ ψάλλη τὰ μελίρρυτα ἐκεῖνα ἄσματα καὶ θεῖα μελωδήματα, μὲ τὰ ὁποῖα τόσο φαιδρύνεται κάθε μέρα ἡ ἐκκλησία καὶ ἀκούεται ὁ καθαρὸς ἦχος τῶν ἑορταζόντων ποὺ ψάλλουν: «Δόξα σοι, Κύριε» .
Προικισμένος μὲ τὸ ἐξαίρετο μουσικὸ αἰσθητήριο, γνώριζε ὄχι μόνο ὅτι «ἡ μεταβολὴ τῶν μουσικῶν τρόπων (ἤχων) ἐπιφέρει μετακίνησιν καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν σπουδαιοτάτων νόμων», (Πλατ.Πολιτεία 424 C), ἀλλὰ καὶ ὅτι «ἡ μουσικὴ ὡς ρυθμομελωδιὸ φαινόμενο ἀσκεῖ ὑψίστην ἐπίδρασιν εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν συναισθηματικῶν προδιαθέσεων τοῦ ἀνθρώπου» (Μ.Βασίλειος). Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὰ πολυάριθμα μέλη τῶν ἤχων καθιέρωσε γιὰ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μέλη σεμνὰ καὶ ἁρμόζοντα στὴ θεία λατρεία καὶ προσέδωσε ἔτσι στὴ θεία μελωδία τὸ ἄσπιλο κάλλος της. Εἶναι ἱστορικὰ βεβαιωμένο ὅτι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ ἀρχίζει ἡ δεύτερη σημαντικὴ ἐποχὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, μὲ κύρια γνωρίσματα τὴν ἀνάπτυξη τοῦ παπαδικοῦ μέλους καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς πρώτης μουσικῆς σημειογραφίας. Μέχρι τῶν ἡμερῶν του ἡ διδασκαλία τῆς μουσικῆς γινόταν μόνο μὲ τὴ φωνητικὴ παράδοση «τὴ μεγάλη αὐτὴ διδάσκαλο», γιατὶ δὲν ὑπῆρχε θεωρητικὴ ἐργασία. Τὸ κενὸ αὐτὸ κάλυψε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ὁ κράτιστος μουσικὸς πατὴρ ἐκπόνησε θεωρητικὴ μουσικὴ ἐργασία γραμμένη «κατ’ ἐρωταπόκρισιν» καὶ ἐπιγραφομένη μὲ τὸν τίτλο: «Γραμματικὴ τῆς μουσικῆς ἤτοι κανόνιον κατὰ τοὺς ὁρισμοὺς καὶ κανόνας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων».
Ἡ σημειογραφία ἢ παρασημαντική, δηλαδὴ ὁ τρόπος γραφῆς τῆς μουσικῆς, χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν ἐπιφανῆ Ἕλληνα μουσικὸ καὶ φιλόσοφο, πατέρα τῆς μουσικολογίας Ἀριστόξενο τὸν Ταραντῖνο (3ο π.Χ. αἰῶνα), μαθητὴ τοῦ Ἀριστοτέλη τοῦ Σταγειρίτη. Ἡ σημειογραφία ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖτο ἀπὸ τὰ γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου συνδέθηκαν μὲ διάφορα ἄλλα σύμβολα. Ἔτσι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ «Μαΐστορος» Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ ὑπῆρχε ἕνα σύστημα γραφῆς μὲ πλῆθος σημείων καὶ γραμμάτων, τὸ λεγόμενο «ἀγκιστροειδοῦς γραφῆς». Ἡ γραφὴ αὐτὴ στὴ Δύση ἐξελίχθηκε στὴ σημερινὴ σημειογραφία τῆς Εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς, ἐνῷ στὴν Ἀνατολὴ ἀποτέλεσε τὴν ἀπαρχὴ ἐκφωνητικοῦ συστήματος γραφῆς.
Πολλοὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἀγκιστροειδὴς γραφὴ εἶναι ἐφεύρημα τοῦ «Ὑφηγητοῦ» τῆς μουσικῆς καὶ μελωδοῦ Δαμασκηνοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἀστήρικτο, γιατὶ ἡ ἀγκιστροειδὴς γραφὴ προϋπῆρχε τοῦ Ἰωάννη. Τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ μουσικοῦ Ἀντιφωναρίου τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ συνέταξε τὸ Ἀντιφωνάριό του μὲ ἀγκιστροειδῆ γραφή. Ἡ ἐκμάθηση τῆς ἀγκιστροειδοῦς γραφῆς ἦταν πολὺ δύσκολη καὶ γι’ αὐτό, ὅπως πιστοποιοῦν κριτικοὶ παρατηρητές, ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς τὴν τροποποίησε καὶ τὴν ἔκανε εὐκολώτερη. Παρὰ τὴν προσπάθεια τοῦ Δαμασκηνοῦ νὰ τροποποιήση τὴ γραφὴ τῆς μουσικῆς, τὸ μουσικὸ σύστημα δὲν ἔπαψε νὰ εἶναι μία «μουσικὴ στενογραφία». Σημαδόφωνα ποὺ ὑποδηλώνουν ἀκόμη καὶ ὁλόκληρες μουσικὲς γραμμὲς (ὑποστάσεις) πρέπει νὰ γνωρίζη ὁ μελπήτωρ (ψάλτης) ἀπὸ μνήμης, πρᾶγμα ἐξαιρετικὰ δύσκολο. Ἡ δυσκολία αὐτὴ τοῦ μουσικογραφικοῦ συστήματος δημιούργησε τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξηγήσεως καὶ συστηματικῆς ἀναλύσεως τῆς «μελικῆς ἐνέργειας τῶν σημαδοφώνων». Γι’ αὐτὸ ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ γραφὴ ὑπέστη πολλὲς ἐξηγήσεις-ἀναλύσεις μέσα στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων ἀπὸ ἐξέχουσες μουσικὲς προσωπικότητες καὶ κορυφαίους μελωδούς.
Ὁ ἀείμνηστος Κ. Ψάχος παρατηρεῖ ὅτι: «Ἡ πολυσχιδὴς αὐτὴ ἐξέλιξις τῆς σημειογραφίας εἶναι ἡ πρώτη μουσικὴ γραφὴ ἡ ἀποδιδομένη στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, ὅστις τυγχάνει ὁ περισσότερον τῶν προγενεστέρων καὶ συγχρόνων αὐτοῦ ἐργασθεὶς πρὸς ἀναμόρφωσιν καὶ τελειοποίησιν τοῦ γραφικοῦ συστήματος». Οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι ἀποτυπώνουν μελωδικὰ συστήματα καὶ ὄχι ἁπλὰ τονικά, τὸ μέτρο τῶν ὕμνων ἐξαρτᾶται προπαντὸς καὶ πρωτίστως ἀπὸ τὸ μέλος αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ μέχρι τὸν 8ο μ.Χ. αἰῶνα ὁ μελοποιὸς καὶ ὁ ποιητὴς τῶν ὕμνων ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. Οἱ ἱκανότητες αὐτὲς ὑπῆρχαν στὸν μεγαλύτερο δυνατὸ βαθμὸ στὸν ἅγιο Δαμασκηνό.
Στὴ μουσικὴ γραφὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ ἀποδίδονται πολλὲς Θεοτερπεῖς μελισματικὲς δημιουργίες ὅπως «τὰ ὀκτὼ μέγιστα κεκραγάρια», τὸ «Τὸ Προσταχθέν μυστικῶς…», τὸ δίχορο ἀργό «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ…», καὶ πολλὰ ἄλλα. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ἡ «ὀκτώηχος», ἔργο μὲ ἀσύγκριτο φιλολογικὸ κάλλος καὶ ἄπειρο θεολογικὸ βάθος. Μερικοὶ τόλμησαν νὰ ἀμφιβάλουν γι’ αὐτό. Τὸ ὅτι συγγραφέας τῆς ὀκτωήχου εἶναι ὁ πολυγραφότατος πατὴρ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ Μαΐστωρ μαρτυρεῖται, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἀπὸ τὸ ὄνομά του ποὺ κρύβεται ὡς «θησαύρισμα σεπτόν» μέσα στὴν ὀκτώηχο. Ἄν πάρωμε τὸ πρῶτο γράμμα τῶν Δοξαστικῶν, τῶν ἀντιστοίχων τῆς ὀκτωήχου στοὺς ἑσπερινούς τῶν Σαββάτων κατὰ τὴ σειρὰ τῶν ἤχων πλὴν τοῦ πλαγίου τετάρτου, σχηματίζεται ἡ λέξη «ΙΩΑΝΝΟΥ», αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά του (Ἰωάννης) σὲ γενικὴ πτώση. Οἱ μελουργοὶ καὶ ποιητὲς τῆς ἐκκλησίας συνέθεταν τὰ ἔργα τους aaφωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Στὸ καθένα ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ σφραγῖδα τοῦ ποιητῆ καὶ ἡ ἀσφάλεια τῆς γνησιότητας ποὺ, δυστυχῶς, στὴν ἐποχή μας δύσκολα ἀναγνωρίζονται.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς συνέταξε καὶ μελοποίησε κανόνες, τροπάρια, μουσικὰ ἰδιόμελα καὶ προσόμοια, ἐγκώμια στὴν Παναγία μας καὶ σὲ πολλοὺς Ἁγίους, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ βρίσκονται στὰ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀλλὰ καὶ πανηγυρικοὺς λόγους, δογματικὲς μελέτες συνέταξε καὶ θεολογικὰ ἔργα οἰκοδομῆς καὶ πίστεως συνέγραψε καὶ καθιέρωσε νὰ διαβάζωνται στὴν Ἐκκλησία, μὲ σπουδαιότερο ὅλων τὸ ἔργο του «Πηγὴ Γνώσεως».
Σήμερα ὅλοι δέχονται ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός εἶναι αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τῶν δογμάτων, ἐπηρέασε ὁλόκληρο τὸ Θεολογικὸ κίνημα τῆς Δύσης. Ὑπῆρξε ἀναμορφωτὴς τῆς μεγαλειώδους Βυζαντινῆς Μουσικῆς, γιατὶ καθάρισε τὴν Ἱερὰ μελωδία ἀπὸ μέλη ἀνάρμοστα, γιατὶ δημιούργησε πρόσθετα μελικορυθμικὰ στοιχεῖα μὲ βάση τὴν ἀρχαία ἐλληνικὴ μουσική. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, «τιμῶσα τὸν μακάριο Ἰωάννη Δαμασκηνό» ὡς «δογματικὸ Θεολόγο», σὰν «ἄριστο μύστη τῆς μουσικῆς» καὶ «σοφώτατο ὑμνογράφο», τὸν κατέταξε στὴ χορεία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Εκκλησίας καὶ ὅρισε ἡ σεβάσμια μνήμη του νὰ ἐπιτελῆται στὶς 4 Δεκεμβρίου κάθε χρόνο.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ο μωσαϊκός νόμος, ο οποίος επρόσταζε να προσφέρεται κάθε πρωτότοκο αρσενικό βρέφος στον Ναό του Σολομώντος την τεσσαρακοστή ημέρα από της γεννήσεώς του, απέβλεπε στο να προετοιμάση τον Ισραηλιτικό λαό, όπως και άλλες διατάξεις του Νόμου, για την έλευσι του Μεσσίου. Για εκείνον τον μοναδικό πρωτότοκο Υιό τής Παρθένου, ο οποίος θα ήτο ολοκληρωτικά αφιερωμένος εις τον Θεόν, δηλαδή τον Μεσσίαν. Είχε λοιπόν μεσσιανικό χαρακτήρα αυτή η εντολή. Και με παρόμοιες εντολές διατηρήθηκε στον Ισραηλιτικό λαό η συνείδησις της ανεπαρκείας του Νόμου για την σωτηρία των ανθρώπων και της προσδοκίας του ερχομένου Μεσσίου, ο οποίος θα επλήρωνε τον Νόμο και θα έφερε το πλήρωμα της σωτηρίας και της αιωνίου ζωής στους ανθρώπους.
Αφορούσε λοιπόν τον Χριστόν η διάταξις αυτή, και ο Κύριος, προς τον οποίον κατέτεινε αυτή η εντολή, δεν εχρειάζετο να προσφερθή εις τον Ναόν, διότι ήτο ο ίδιος ο Ναός της Θεότητος. Ηθέλησε όμως αυτός ο Ποιητής του Νόμου να πληρώση τον Νόμον, τιθέμενος υπό τον Νόμον. Και ως δούλος και αυτός να προσφερθή εις τον Ναόν από την Μητέρα Του και τον θετό πατέρα Του και να γίνουν τα ειθισμένα και υπό του Νόμου προβλεπόμενα, οι τελετουργίες και οι προσφορές ζεύγους τρυγόνων ή δύο νεοσσών περιστερών.
Έτσι ο Κύριος, όπως και με την Περιτομή και με το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό και με άλλες πράξεις Του, κατέστησε τον εαυτό Του υπό τον Νόμον, ώστε να υπερβή τον Νόμον διά της υπακοής του εις τον Νόμον, να πληρώση τον Νόμον και να χαρίση εις τους ανθρώπους, δι’ αυτής της υποταγής Του εις τον Νόμον, την αληθινή ελευθερία. Δεν είχε ανάγκη Εκείνος να κερδίση την ελευθερία υποτασσόμενος εις τον Νόμον, διότι ήτο ο Ίδιος ο χορηγός της ελευθερίας, η όντως Ελευθερία. Αλλά για να δώση σε μας ελευθερία, εμπήκε υπό τον Νόμον. Συγχρόνως δε, για να δώση και σε μας παράδειγμα ότι, εάν θέλουμε να αποκτήσουμε την αληθινή ελευθερία, πρέπει να μπούμε και εμείς εκουσίως υπό τον Νόμον του Χριστού. Όχι βέβαια τώρα υπό τον Νόμον του γράμματος της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά υπό τον Νόμον της Χάριτος της Καινής Διαθήκης.
Αυτός είναι και ο σκοπός του Μοναχού. Ο Μοναχός εκουσίως θέτει τον εαυτό του υπό τον νόμον της υπακοής, για να αποκτήση την αληθινή ελευθερία. Και όσο καλυτέρα υπακοή κάνει, τόσο πιο ελεύθερος γίνεται. Ελεύθερος από τα πάθη, ελεύθερος από τον εγωισμό, ελεύθερος από κάθε δουλεία, ελεύθερος τελικά και από αυτόν τον θάνατον.
Θυμάστε τον μακαριστό πατέρα Αυξέντιο, ο οποίος είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής; Όταν του λέγαμε ότι είναι πια γεροντάκι και να μη πηγαίνη στην Εκκλησία, διότι τα πόδια του δεν τον βαστούσαν, αυτός απαντούσε: «δεν είναι κατά Θεόν στην Εκκλησία αισθάνομαι ελευθερία». Αυτή την ελευθερία αισθάνεται ο Μοναχός, όταν κάνη την αδιάκριτο υπακοή, όπως την θέλει ο Θεός. Εάν ταλαιπωρούμεθα από λογισμούς ή από ακαταστασίες πνευματικές, αυτό συμβαίνει διότι δεν κάνουμε την υπακοή που πρέπει. Και γνωρίζετε και εσείς εκ πείρας, ότι, οσάκις κάνετε υπακοή όπως την θέλει Θεός, τότε αισθάνεσθε ελευθερία. Ας το υποσημειώσωμε λοιπόν αυτό σήμερα επ’ ευκαιρία της υπακοής που έκανε ο Κύριος -και που δεν εχρειάζετο να την κάνη για τον εαυτό Του, αλλά την έκανε για μας- στον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, για να πορευώμεθα και εμείς διά της πιστής υπακοής στην αληθινή ελευθερία των τέκνων του Θεού, την οποία ο ίδιος ο Κύριος μας εχάρισε.
Πηγή: (Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, Προηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου «Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές (των ετών 1981-1991) Α’, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, 2015), Η άλλη όψη, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος
Ο «Βίος τον Αντωνίου» (Vita Antonii) δεν είναι μόνο μια πλούσια πηγή για τη ζωή του Αγ. Αντωνίου, δεν είναι μόνο μια πλούσια πηγή για τις αρχές του μοναχισμού, αλλά είναι και η αρχαιότερη μοναστική βιογραφία που έχουμε. Κατά την παράδοση η συγγραφή της έχει αποδοθεί στον Αγ. Αθανάσιο. Αυτό είναι ένα αμφισβητούμενο θέμα. Εντούτοις, δεν υπάρχει ακόμα σοβαρός λόγος για να αποκλείσουμε το να έχει γράψει ο Άγ. Αθανάσιος ένα αρχικό σχετικό κείμενο, η ένα μέρος ενός αρχικού κειμένου, στο οποίο άλλοι αργότερα έχουν ίσως κάνει προσθήκες. Οπωσδήποτε, δεν έχει τόση σπουδαιότητα το ποιος έγραψε αυτό το βιβλίο, όσο το περιεχόμενο του. Ο Αγ, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός έγραψε ότι ο «Βίος του Αντωνίου» μας δίνει την εικόνα, τη μορφή, το χαρακτήρα της πρώτης μοναστικής ζωής. Ο «Βίος» αποκαλύπτει ένα δυναμισμό στην πνευματική ζωή του μοναχισμού, μια μέθοδο που γεννά όλο και πιο βαθιά πνευματική ανάπτυξη η οποία τελικά καταλήγει στη μορφή μιας πνευματικής «πατρότητας».
Ο συγγραφέας γράφει ότι του ζήτησαν να «περιγράψει τον τρόπο ζωής του μακαρίου Αντωνίου». Αυτοί που του ζήτησαν αυτή την περιγραφή ήθελαν να μάθουν «αν αυτά που ειπώθηκαν γι’ αυτόν είναι αληθινά». Υπήρχε μια επιθυμία «να μιμηθούν» τον τρόπο ζωής του αγ. Αντωνίου και ο συγγραφέας συμφωνεί ότι «η ζωή του Αντωνίου είναι ένα επαρκές υπόδειγμα πειθαρχίας (discipline)» -πραγματικά η ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται στο «Βίο» για την «πειθαρχία» είναι η λέξη «άσκησις». Ο συγγραφέας τους συμβουλεύει να πιστέψουν αυτά που άκουσαν και τους ενθαρρύνει επιπλέον να ανακαλύψουν περισσότερα για τη ζωή του «αλλά σκεφθείτε μάλλον ότι σας έχουν πει μόνο λίγα πράγματα, γιατί οπωσδήποτε αυτοί δύσκολα μπορούσαν να σας έχουν δώσει λεπτομέρειες για τόσο σπουδαία γεγονότα. Και επειδή Εγώ, με δική σας παράκληση, έχω κληθεί να θυμηθώ μερικά γεγονότα σχετικά με αυτόν, και θα στείλω όσα μπορώ να πω σ' ένα γράμμα, μην αμελήσετε να ρωτήσετε εκείνους που αποπλέουν από εδώ: γιατί πιθανόν, όταν όλοι θα έχουν αφηγηθεί ό,τι γνωρίζουν γι’ αυτόν, η περιγραφή να μην είναι ανάλογη προς τα κατορθώματα του». Ο συγγραφέας γράφει ότι «είχε διακαή πόθο να μάθει οποιαδήποτε νεότερη πληροφορία» όταν έλαβε το αίτημα τους, και ήθελε να στείλει ορισμένους μοναχούς που είχαν γνωρίσει καλά τον Αντώνιο να ρωτήσουν για τη ζωή του. Αλλά η «εποχή για θαλασσινά ταξίδια έφθανε στο τέλος της» και ο συγγραφέας «βιαζόταν να γράψει … ό,τι ο ίδιος γνωρίζει, αφού τον είχε δει πολλές φορές». Ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι ήταν «ακόλουθος για πολύν καιρό» του Αντωνίου. Ο συγγραφέας είναι συνετός και συμβουλεύει ότι αυτοί θα έπρεπε να έχουν ως αντικειμενικό τους σκοπό την αλήθεια, «ώστε κανένας τους να μην δυσπιστήσει επειδή θα ακούει περισσότερα, ούτε πάλι να καταφρονήσει του ανδρός επειδή θα ακούει λιγότερα του δέοντος».
Η περιγραφή της πρώτης ζωής του Αντωνίου και ό,τι τον οδήγησε στη «δοκιμασία» του μεταφέρει μια ρεαλιστική εικόνα του ασκητισμού εκείνης της εποχής. «Ο Αντώνιος … ήταν εκ καταγωγής Αιγύπτιος. Οι γονείς του ήταν από καλή οικογένεια και είχαν σημαντική περιουσία (στην Κόμα της Μέσης Αιγύπτου, κατά τον Ιστορικό Σωζόμενον). Αφού οι γονείς του ήταν Χριστιανοί, ο Αντώνιος ανατράφηκε στην ίδια πίστη». Ο συγγραφέας γράφει ότι ο Αντώνιος δεν αγαπούσε το σχολείο «δεν ανεχόταν να μάθει γράμματα». Ο λόγος που δίνεται είναι ασαφής «μη ενδιαφερόμενος να συναναστρέφεται με άλλα παιδιά». Το κείμενο υπονοεί ότι ο Αντώνιος ήταν, τρόπον τινά, από τον χαρακτήρα του, επιρρεπής στη μοναξιά και την απομόνωση. Ο Αντώνιος παρακολουθούσε τις εκκλησιαστικές ακολουθίες κανονικά «με τους γονείς του πήγαινε στον οίκο του Κυρίου, και ούτε σαν παιδί ήταν οκνηρός ούτε όταν μεγάλωσε τις καταφρονούσε». Ήταν «προσεκτικός» στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και «φύλαγε ό,τι διαβαζόταν μέσα στην καρδιά του». Τονίζεται ότι ήταν υπάκουος γιος. Ο συγγραφέας έχει άμεσα απεικονίσει τον χαρακτήρα του: είχε τάση προς απομόνωση, ενδιαφερόταν σοβαρά για τη θρησκεία του και ήταν υπάκουος. Η στάση του Αντωνίου έναντι της οικονομικής ανέσεως της οικογενείας του είναι σπουδαία «αν και ως παιδί μεγάλωσε μέσα σε αρκετή οικονομική άνεση, δεν ταλαιπώρησε τους γονείς του ζητώντας τους ποικίλα και πολυτελή φαγητά, ούτε αυτά ήταν γι’ αυτόν πηγή ευχαριστήσεως».
Ύστερα ήρθε ο θάνατος και των δυο γονιών. «Έμεινε μόνος με μια μικρή αδελφή: η ηλικία του ήταν περίπου δεκαοκτώ η είκοσι ετών, και έπεσε πάνω του η φροντίδα του σπιτιού και της αδελφής του. «Έξι μήνες ύστερα από το θάνατο των γονέων του ο Αντώνιος ήταν, ως συνήθως, στον οίκο του Κυρίου «συγκεντρωμένος στον εαυτό του και σκεπτόμενος». Σκεφτόταν «πως οι Απόστολοι άφησαν τα πάντα και ακολούθησαν το Σωτήρα (Ματθαίος 4:20), και πως οι πρώτοι Χριστιανοί πούλησαν τα υπάρχοντα τους και τα έφεραν και τα έθεσαν στα πόδια των Αποστόλων για να διανεμηθούν στους φτωχούς (Πράξεις 4:35)». «Αναλογιζόμενος αυτά τα πράγματα μπήκε στην Εκκλησία και συνέβη να διαβάζεται το ευαγγέλιο και άκουσε τον Κύριο να λέγει στον πλούσιο, αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε και πούλησε τα υπάρχοντα σου και μοίρασε τα στους φτωχούς, και ακολούθησε με, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό' (Ματθαίος 19:21). Ο Αντώνιος, σαν να τον είχε βάλει ο Θεός να θυμηθεί τους αγίους, και σαν να είχε διαβαστεί η περικοπή γι’ αυτόν, βγήκε αμέσως από την Εκκλησία και έδωσε όλα τα κτήματα των προγόνων του στους χωρικούς -αυτά ήταν τριακόσια στρέμματα («άρουραι») «παραγωγικής και πολύ καλής γης». Ο συγγραφέας γράφει ότι το έκανε αυτό «ώστε αυτά να μην είναι πια βάρος σ' αυτόν και την αδελφή του». Μερικοί ερμηνεύουν αυτό με μια έννοια που υπάρχει στο γράμμα η στο πνεύμα του κειμένου ότι το έκανε αυτό για να αποφύγει τους φόρους. Ο Αντώνιος ύστερα μάζεψε τα υπόλοιπα «κινητά υπάρχοντα», τα πούλησε, και τα έδωσε στους φτωχούς, «κρατώντας λίγα για την αδελφή του».
Και πάλι στην Εκκλησία, ο Αντώνιος ακούει την ευαγγελική προτροπή «Μη μεριμνάτε λοιπόν για την αυριανή ημέρα» (Ματθαίος 6:34). «Φαίνεται ότι αυτό ήταν εκείνο που τον παρακίνησε να δώσει, ό,τι είχε απομείνει στους φτωχούς και να ξεκινήσει για τη «δοκιμασία» του. Από το κείμενο γίνεται φανερό ότι υπήρχε ήδη ένας καθιερωμένος θεσμός για την άσκηση, ιδιαίτερα για τις παρθένες. «Αφού ανέθεσε την αδελφή του σε γνωστές και πιστές παρθένες, και βάζοντας την σ' ένα σπίτι για παρθένες «εις παρθενώνα» για να την μεγαλώσουν, ο ίδιος αφιερώθηκε εκείνο τον καιρό σε άσκηση έξω από το σπίτι του, αδιαφορώντας για τον εαυτό του και ασκώντας τον με υπομονή». Ο συγγραφέας ύστερα προσθέτει τη σημαντική δήλωση «επειδή δεν υπήρχαν τότε ακόμα τόσο πολλά μοναστήρια στην Αίγυπτο, και κανένας απολύτως μοναχός δεν ήταν γνωστός στην μακρινή έρημο». Το κείμενο καθίστα σαφές ότι υπήρχε ήδη μια ασκητική παράδοση για παρθένες και μια μη συστηματικά οργανωμένη μοναστική ζωή. «Όλοι όσοι ήθελαν να προσέξουν τον εαυτό τους ησκούντο μόνοι τους κοντά στο χωριό τους».
Ο Αντώνιος μιμήθηκε τη ζωή «ενός γέροντος» σ' ένα γειτονικό χωριό. Όποτε ο Αντώνιος άκουγε «για έναν καλό άνθρωπο οπουδήποτε, σαν σοφή μέλισσα, πήγαινε και τον αναζητούσε». Αν και η λέξη «όρκος» δεν χρησιμοποιείται (στο κείμενο) φανερά, είναι φανερό ότι ο Αντώνιος είχε ήδη πάρει αποφάσεις που εμπίπτουν μέσα στο πνεύμα του όρκου. Μια τέτοια απόφαση η ένας τέτοιος «όρκος» είναι ότι «επιβεβαίωσε την απόφαση του να μην γυρίσει στο πατρικό του σπίτι ούτε να θυμάται τους συγγενείς του, αλλά να διαθέσει όλη την επιθυμία και την ενέργεια του στην τελειοποίηση της ασκήσεώς του». Εκείνο που θα ευχαριστούσε το Λούθηρο και τον Καλβίνο, τουλάχιστον μερικώς, είναι ότι ο Αντώνιος «εργαζόταν με τα χέρια του, γιατί είχε ακούσει, αυτός που είναι οκνηρός, να μην τρώει» (Β΄ Θεσ. 3:10). Τα χρήματα που ο Αντώνιος έπαιρνε από την εργασία του τα χρησιμοποιούσε για να αγοράζει ψωμί, και τα υπόλοιπα «τα έδινε στους φτωχούς» (Ματθαίος 5:7). Την ώρα που ο Αντώνιος εργαζόταν, συνέχιζε την πνευματική ζωή της προσευχής: «Προσευχόταν συνεχώς, γιατί ήξερε ότι ο άνθρωπος έπρεπε αδιαλείπτως να προσεύχεται κατ' ιδίαν» (Α' Θεσ. 5:17).
Ύστερα στο κείμενο περιγράφεται το ιδεώδες της εν αγάπη πνευματικής αδελφότητας. Ο Αντώνιος «ηγαπάτο από όλους». Πρόσεχε τις ιδιαίτερες περιοχές «του ζήλου και της ασκήσεως» όπου άλλοι ήταν πιο προχωρημένοι από αυτόν. «Έβλεπε τη φιλανθρωπία του ενός· την ακατάπαυστη προσευχή του άλλου- μάθαινε την απαλλαγή κάποιου από την οργή και την αγαθότητα ενός αλλού. Πρόσεχε κάποιον καθώς αγρυπνούσε, και άλλον καθώς μελετούσε· τον έναν τον θαύμαζε για την υπομονή του, τον άλλον για τη νηστεία του και για το ότι κοιμόταν στο έδαφος· την πραότητα του ενός και τη μακροθυμία του άλλου τις παρατηρούσε με προσοχή, ενώ πρόσεχε την προς τον Χριστό ευσέβεια και την αμοιβαία αγάπη που εμψύχωνε όλους».
Το κείμενο του «Βίου του Αντωνίου» τονίζει επίσης ότι ο Αντώνιος θυμόταν τις Αγιογραφικές περικοπές που διαβάζονταν στην Εκκλησία «κανένα από όσα ήταν γραμμένα δεν άφηνε να πέσει στο έδαφος, αλλά τα θυμόταν όλα, κι ύστερα η μνήμη του, του χρησίμευε ως βιβλίο». Το κείμενο μιλά αλλού για το σεβασμό του προς το διάβασμα. Εκείνο που συχνά παραλείπεται από μερικούς σχολιαστές του Αντωνίου είναι η ζωή της προφορικής παραδόσεως. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πολύ συχνά σκλάβος του γραπτού κειμένου, ξεχνά πολύ συχνά ότι οι κοινωνίες ήκμαζαν κάποτε στηριζόμενες μόνο στον προφορικό λόγο. Οι άνθρωποι της αρχαιότητας μπορούσαν να απομνημονεύσουν τεράστια τμήματα του παραδοσιακού τους πνευματικού πολιτισμού. Είναι απλώς το φαινόμενο του γραπτού λόγου που επέτρεψε στο σύγχρονο άνθρωπο να υποδουλωθεί, τρόπον τινά, σ' αυτόν, να διαβάζει μάλλον ένα κείμενο παρά να το ακούει και να το απομνημονεύει. Ένας συγγραφέας γράφει ότι «ένας αριθμός Αγιογραφικών χωρίων ήταν γνωστός (στον Αντώνιο), αλλά για μια συνεχόμενη και βαθειά γνώση της Αγίας Γραφής από αυτόν, η από αυτούς γενικά τους αναχωρητές, δεν έχουμε ίχνη». Μια τέτοια εκτίμηση δεν είναι ακριβής και βασίζεται πάνω στη σύγχρονη προσέγγιση της αναλύσεως της Αγίας Γραφής ως γραπτού λόγου. Ο Αντώνιος — και γενικά οι πρώτοι μοναχοί γνώριζε την περισσότερη, αν όχι όλη την Καινή Διαθήκη «από στήθους». Επιπλέον, η γνώση τους, για την Αγία Γραφή επεκτεινόταν και στην Παλιά Διαθήκη, μεγάλα τμήματα της οποίας απομνημόνευαν. Το ότι αυτός δεν ήταν ικανός να «συνδέει λογικά» τα διάφορα τμήματα της Αγίας Γραφής, είναι μια κρίση που δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα και προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να δομεί ή να συνδέει λογικά υλικό που απομνημονεύεται «εν τη καρδία».
Το επόμενο βήμα του Αντωνίου για την οδό της «δοκιμασίας» του ήταν να «αγωνιστεί να ενώσει τις ιδιότητες του καθενός». Το ιδεώδες της ασκητικής αναζητήσεως είναι να προοδεύει χωρίς ζηλοτυπία για τους άλλους και χωρίς να προκαλεί τη ζηλοτυπία των άλλων. Αυτό το ιδεώδες αποτυπώνεται καθαρά μέσα στο «Βίο τον Αντωνίου». «Και αυτό το έκανε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη θίξει τα αισθήματα κανενός, και τους έκανε να χαίρονται γι’ αυτόν. Έτσι όλοι σ' εκείνο το χωριό και οι καλοί άνθρωποι με τους όποιους σχετιζόταν, όταν έβλεπαν ότι ήταν άνθρωπος αυτού του είδους, συνήθιζαν να τον ονομάζουν Αγαπημένο του Θεού ('θεοφιλή'). Και μερικοί τον υποδέχονταν σαν γιο, και άλλοι σαν αδελφό».
Ο «Βίος του Αντωνίου» αποκαλύπτει ότι η αντίθεση προς την ασκητική και μοναστική ζωή αρχίζει από τις εισηγήσεις του διαβόλου, ο οποίος αγωνίζεται πάντα να εμποδίσει αυτήν την οδό, αυτήν τη «δοκιμασία». Τα δαιμονικά μέσα με τα οποία επιχειρείται να εμποδιστεί αυτή η οδός μπορεί να είναι άλλοτε λεπτά και άλλοτε χονδροειδή, και πάντοτε υποβάλλουν στον υποψήφιο ασκητή την αμφιβολία για την ορθότητα της οδού, πάντοτε υποβάλλουν τη σκέψη ότι αυτή μπορεί να μην είναι λογική. Η προσπάθεια του διαβόλου είναι «να του ψιθυρίσει την ανάμνηση του πλούτου του, την φροντίδα για την αδελφή του, τις απαιτήσεις των συγγενών, την αγάπη του χρήματος, την αγάπη της δόξας, τις διάφορες ευχαριστήσεις του τραπεζίου και τις άλλες ανέσεις της ζωής». Και ύστερα έρχονται οι υπομνήσεις «της δυσκολίας της αρετής και των κόπων που αυτή απαιτεί, της αδυναμίας του σώματος, και του μάκρους της ζωής». Αυτό, διακηρύσσει ο «Βίος του Αντωνίου», δεν απέδωσε, ακριβώς εξαιτίας του «καθορισμένου σκοπού» του Αντωνίου.
Ύστερα ακολουθεί η περιγραφή του πνευματικού αγώνα του Αντωνίου κατά της προσπάθειας του διαβόλου να αποτρέψει τον Αντώνιο από την οδό της «δοκιμασίας» του φέρνοντας τον αντιμέτωπο με την αδυναμία της σάρκας, και με τον σεξουαλικό πειρασμό. «Γιατί αυτά είναι η πρώτη παγίδα για τους νέους αυτός επιτίθεται κατά του νέου, (του Αντωνίου), ενοχλώντας τον τη νύχτα και βασανίζοντας τον την ημέρα, έτσι ώστε ακόμα και οι θεατές είδαν τον αγώνα που γινόταν μεταξύ τους. Ο διάβολος του υπέβαλε αχρείες σκέψεις και ο Αντώνιος τις αντιμετώπιζε με προσευχές. Ο διάβολος του άναβε τη λαγνεία και ο Αντώνιος, κοκκινίζοντας από ντροπή, οχύρωνε το σώμα του με πίστη, προσευχές και νηστείες. Και μια νύχτα ο διάβολος … μεταβλήθηκε ακόμα και σε γυναίκα και μιμείτο όλα τα φερσίματα της μόνο και μόνο για να παγιδεύσει τον Αντώνιο. Αλλά ο Αντώνιος, έχοντας γεμάτο το νου του με τον Χριστό και με την ευγένεια που εμπνέεται από το Χριστό, και σεβόμενος την πνευματικότητα της ψυχής του, έσβησε τον αναμμένο άνθρακα της απάτης του διαβόλου. Και πάλι ο εχθρός του υπέβαλε 'το λείον της ηδονής'. Αλλά ο Αντώνιος, γεμάτος θλίψη και οργή, έστρεψε τις σκέψεις του στο απειλούμενο πυρ και τον κατατρώγοντα σκώληκα … και πέρασε μέσα από τον πειρασμό αβλαβής». Το σχόλιο μέσα στο «Βίο του Αντωνίου» γι’ αυτόν τον αγώνα είναι οπωσδήποτε του Αθανασίου. «Γιατί ο Κύριος εργαζόταν μαζί με τον Αντώνιο, ο Κύριος που για μας έγινε σαρξ και έδωσε στο σώμα τη νίκη κατά του διαβόλου, ώστε όλοι όσοι αληθινά πολεμούν να μπορούν να λένε: όχι εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου (Α' Κορινθίους 15:10)». Εδώ ο «Βίος του Αντωνίου» όχι μόνο εκφράζει τη συνεργιστική οδό δηλώνοντας ότι «ο Κύριος συνεργούσε με τον Αντώνιο», αλλά το υποστηρίζει καθαρά αυτό από τον Απ. Παύλο, από ένα χωρίο που μίλα για την προτεραιότητα της χάριτος του Θεού. Αυτό το χωρίο δεν πρέπει να λησμονείται όταν κανείς συναντά τον πνευματικό αγώνα στην Ανατολική και Βυζαντινή ασκητική και μοναστική πνευματικότητα. Η ουσία του οράματος, η ουσία του αγώνα, πάντα γνωρίζει για την πρωτοβουλία του Θεού και για την προτεραιότητα της χάριτος, ανεξάρτητα από το πόσο τα κείμενα μπορεί συχνά να τονίζουν την πλευρά της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ο «Βίος του Αντωνίου» ύστερα περιγράφει πως παρουσιάστηκε ο διάβολος στον Αντώνιο ως παιδί -παίρνοντας ένα ορατό σχήμα «σύμφωνα με το νου του» και μιλώντας σ' αυτόν «με ανθρώπινη φωνή». «Είμαι ο φίλος της πορνείας και έχω πάρει μαζί μου για τους νέους διεγερτικά που οδηγούν σ’ αυτήν. Ονομάζομαι πνεύμα πορνείας». Οι λέξεις του κειμένου που σχολιάζουν τις προηγούμενες προτάσεις είναι σπουδαίες. Ο Αντώνιος έχει θριαμβεύσει κατά του διαβόλου στην πρώτη συμπλοκή που είχε μαζί του. Εν τούτοις το κείμενο εξηγεί: «Αυτή ήταν η πρώτη πάλη του Αντωνίου κατά του διαβόλου, ή μάλλον αυτή η νίκη ήταν του Σωτήρος εν τω Αντωνίω». Σ’ αυτήν τη δήλωση βρίσκεται η ουσία της βασικής και θεμελιώδους θεολογικής κατανοήσεως της πνευματικής «δοκιμασίας» στην Ανατολική και Βυζαντινή ασκητική και μοναστική σκέψη. Το δεύτερο μέρος του σχολίου προστίθεται σχεδόν παρενθετικά. Πράγματι, σε πολλά κείμενα της ασκητικής και μοναστικής γραμματείας αυτό αργότερα θα παραλείπεται. Αλλά εάν παραλείπεται, παραλείπεται γιατί αυτό αποτελεί προφανή προϋπόθεση ολόκληρης της Χριστιανικής ζωής, ολόκληρης της πνευματικής «δοκιμασίας». Αυτός είναι ο αυθεντικός συνεργισμός της Ανατολικής και Βυζαντινής παραδόσεως και ο Αντώνιος «εργάζεται» και ο Θεός «εργάζεται», όμως είναι σαφές ότι όλα προέρχονται από τον Θεό, ότι ακόμα και στην πνευματική «δοκιμασία» του ανθρώπου το έργο, η ενέργεια, η δύναμη, και η νίκη προέρχονται από τον Κύριο μας, είναι στ' αλήθεια το έργο του Κυρίου μας. Ο συγγραφέας ύστερα παραθέτει το χωρίο Ρωμαίους 8:3-4.
Αλλά η «δοκιμασία» συνεχίζεται. Η πνευματική ζωή δεν σταματά ποτέ, όπως ολοφάνερα διευκρινίζεται από την Καινή Διαθήκη. «Αλλά ούτε ο Αντώνιος, αν και ο πονηρός δαίμονας είχε νικηθεί, σταμάτησε στο εξής την προσπάθεια του … , ούτε ο εχθρός, αν και ηττήθηκε, σταμάτησε να στήνει παγίδες στον Αντώνιου. Και πάλι ο συγγραφέας επικαλείται τη γνώση της Καινής Διαθήκης από τον Αντώνιο. «Αλλά ο Αντώνιος, έχοντας μάθει από τις Γραφές (Εφεσίους 6:11) ότι οι μέθοδοι (αι μεθοδείαι) του διαβόλου είναι πολλές, συνέχιζε με ζήλο την άσκησή του, κατανοώντας ότι, αν και ο διάβολος δεν μπόρεσε να απατήσει την καρδιά του με την ηδονή του σώματος, θα προσπαθούσε να τον δελεάσει με άλλα μέσα». Ο Αντώνιος αποφάσισε να αυξήσει την καταστολή «του σώματος» για να το κρατήσει «σε υποταγή» (Α' Κορινθίους 9:27). «γι’ αυτό σχεδίαζε να συνηθίσει τον εαυτό του σ’ έναν αυστηρότερο τρόπο ζωής». Ο σκοπός αυτής της αυστηρότερης μορφής ασκήσεως είναι να εξασθενίσει το σώμα για να έλθει το αποτέλεσμα των λόγων του Αγ. Παύλου: «όταν ασθενώ, τότε είμαι ισχυρός» (Β΄ Κορινθίους 12:10). Ο Αντώνιος έλεγε ότι «ο τόνος της ψυχής τότε υγιαίνει όταν οι ηδονές του σώματος είναι ασθενείς».
Ο συγγραφέας λέγει ότι ο Αντώνιος είχε φθάσει «σ' αυτόν τον αληθινά θαυμάσιο σκοπό του» «ότι η πρόοδος στην αρετή, και η απάρνηση του κόσμου για χάρη της, δεν θα έπρεπε να μετρείται με το χρόνο, αλλά με τον πόθο και τη σταθερότητα του σκοπού», Ο Αντώνιος, σαν να ήταν στην «αρχή της ασκήσεως του», απέρριπτε σκέψεις του παρελθόντος και «αναλάμβανε μεγαλύτερους πόνους για την προκοπή του, επαναλαμβάνοντας συχνά τους λόγους του Παύλου: «ξεχνώντας τα περασμένα, και προχωρώντας προς τα εμπρός» (Φιλιπ. 3:14). Αν και η δεύτερη άποψη της σκέψεως του Απ. Παύλου στο στίχο 14 δεν περιέχεται στο «Βίο τον Αντωνίου», όμως προϋποτίθεται από το κείμενο: «Τρέχω προς το τέρμα, προς το βραβείο της επουράνιας κλήσεως του Θεού δια Ιησού Χριστού». Ο Απ. Παύλος ύστερα προσθέτει: «Όσοι λοιπόν είμαστε τέλειοι, ας σκεφτόμαστε κατ' αυτόν τον τρόπο» («όσοι ουν τέλειοι, τούτο φρονώμεν»). Είναι σαφές ότι τέτοια κείμενα του Απ. Παύλου εκφράζουν έναν πνευματικό δυναμισμό, μια ανάπτυξη στην πνευματικότητα. Είναι ακόμα φανερό ότι το τέρμα είναι η «άνω κλήσις» — και αυτή η «άνω κλήσις» ή η «κλήσις άνωθεν» συνδέεται με την «τελείωση». Ο Αντώνιος, όπως φαίνεται, εφαρμόζει τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης. Ο συγγραφέας ύστερα παραθέτει το στίχο 18:15 από την Α' Βασιλειών «Ζη ο Κύριος, μπροστά στον οποίο σήμερα στέκομαι». Ο συγγραφέας υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του «σήμερα» για τη δυναμική πορεία της πνευματικής «δοκιμασίας». «Γιατί ο Αντώνιος παρατήρησε ότι, λέγοντας 'σήμερα' ο προφήτης [Ηλίας], δεν μετρούσε τον χρόνο που πέρασε, αλλά την κάθε μέρα την έπαιρνε ως αρχή, σαν να άρχιζε πάντα από την αρχή». Και πάλι η προτεραιότητα της θελήσεως του Θεού τοποθετείται στη σωστή της προοπτική: «αυτός πρόθυμα προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό του να φαίνεται κατάλληλος προ του Θεού, όντας καθαρός στην καρδιά και πάντα έτοιμος να υποταγεί στη βουλή του Θεού και στον Θεό μόνο». Και ο Αντώνιος βρήκε στον Ηλία ένα πρότυπο του ερημίτη: «Και αυτός συνήθιζε να λέγει ότι στη ζωή του μεγάλου Ηλία ο ερημίτης έπρεπε να βλέπει τη δική του ζωή σαν σε καθρέπτη».
Το επόμενο βήμα στο δρόμο της «δοκιμασίας» του Αντωνίου είναι η είσοδος του στα «μνήματα». Ο «εχθρός φοβήθηκε ότι σε λίγο χρόνο ο Αντώνιος θα γέμιζε την έρημο με την άσκησή» του. Το κείμενο ισχυρίζεται ότι ένα πλήθος δαιμόνων επιτέθηκε κατά του σώματος του Αντωνίου μέσα στα μνήματα και «τόσο πολύ τον καταπλήγωσε ώστε αυτός έπεσε στο έδαφος άφωνος από τον υπερβολικό πόνο». Εκείνο που ακολουθεί στο κείμενο είναι και πάλι η «πρόνοια του Θεού» η οποία προστατεύει εκείνους «που ελπίζουν στον Θεό». Να, και πάλι οι δυο θελήσεις, οι δυο δραστηριότητες, του Θεού και του ανθρώπου, που συμμετέχουν στην πορεία. Αυτή τη φορά η γλώσσα είναι η ίδια με εκείνη που θα εύρισκε κανείς στις Γραφές. Αν και καθεαυτήν η γλώσσα θα μπορούσε να υπονοεί ότι η ελπίδα του ανθρώπου προκαλεί τη δραστηριότητα του Θεού, τα συμφραζόμενα όπως τα συμφραζόμενα γενικώς της Γραφής- παραπέμπουν κάποιον στην προϋπόθεση της πρωτοβουλίας του Θεού. Η γλώσσα αντανακλά απλώς τον ανθρώπινο ρεαλισμό.
Ο Αντώνιος μεταφέρεται πίσω στην Εκκλησία σε κατάσταση σχεδόν πτώματος. Αλλά ανέλαβε αρκετά, ώστε να μπορέσει, με βοήθεια, να γυρίσει στα μνήματα για να αντιμετωπίσει πάλι τον εχθρό. Ο Αντώνιος αναφωνεί ότι δεν θα ξαναφύγει από «τα χτυπήματα τους» και παραθέτει από την Προς Ρωμαίους επιστολή 8:35 «τίποτα δεν θα με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού». Ο Αντώνιος ύστερα ψάλλει από τους Ψαλμούς (26:3) «Εάν παραταχθεί εναντίον μου ένα ολόκληρο στρατόπεδο, δεν θα φοβηθεί η καρδιά μου». Ο Αντώνιος προκαλεί τους δαίμονες, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με τη μορφή θηρίων και ερπετών», αναφωνώντας: «Γιατί η πίστη στον Κύριο μας είναι για μας σφραγίδα και τείχος ασφαλείας». Το κείμενο παρατηρεί ότι ο «Κύριος ήταν κοντά του». Ο Αντώνιος προκαλεί τον Θεό: «Που ήσουνα; Γιατί δεν εμφανίστηκες στην αρχή να σταματήσεις τους πόνους μου;» Το κείμενο αναφέρει ότι «η φωνή» του Θεού του μίλησε: «Αντώνιε, ήμουνα εδώ, αλλά περίμενα να δω το αγώνισμα σου. Αφού, λοιπόν, έχεις αντέξει… θα είμαι πάντα βοηθός σου, και θα κάνω γνωστό παντού το όνομά σου». Η απάντηση του Αντωνίου ήταν να σηκωθεί και να προσευχηθεί. «Έλαβε τόση δύναμη ώστε να αισθάνεται πως είχε περισσότερη τώρα δύναμη στο σώμα του από όση είχε προηγουμένως».
Το επόμενο βήμα του Αντωνίου στην οδό της «δοκιμασίας» του είναι να φύγει για την έρημο. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αντώνιος απαντά σχεδόν πάντα στην επίθεση του εχθρού παραθέτοντας χωρία από την Αγία Γραφή. Στην πρώτη του συμπλοκή στην έρημο παραπέμπει στο χωρίο Πράξεις 8:20. Ο Αντώνιος «όλο και πιο σταθερός στο σκοπό του», εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο φρούριο, μέσα στο οποίο «αυτός κατέβηκε σαν σε άσυλο, και έμεινε μόνος μέσα, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω ή να βλέπει κάποιον που ερχόταν. Έτσι πέρασε πολύν καιρό ασκούμενος, και παίρνοντας άρτους, που τους έριχναν από πάνω προς τα κάτω δυο φορές το χρόνο». Όταν έρχονταν γνωστοί του, αντί να τον βρουν νεκρό, τον άκουγαν να ψάλλει από τους ψαλμούς. «Ας εγερθεί ο Θεός και ας διασκορπιστούν οι εχθροί του! Και ας φύγουν από μπροστά του αυτοί που τον μισούν! όπως χάνεται ο καπνός, ας χαθούν αυτοί! όπως το κερί λιώνει μπροστά στη φωτιά, έτσι και οι κακοί ας χαθούν από το πρόσωπο του Θεού!» (Ψαλμοί 67:2-3). Και από τον Ψαλμό 117:10: «όλα τα έθνη με εκύκλωσαν, και με το όνομα του Θεού αμύνθηκα εναντίον τους».
Το αποτέλεσμα της «δοκιμασίας» του Αντωνίου ήταν γόνιμο. Αυτός έγινε «ο άτεκνος πατέρας πολυάριθμων απογόνων». Όπως ένας συγγραφέας έχει σωστά παρατηρήσει: «μετά τη μετάβαση από τη συνήθη ζωή στην κοινοβιακή ζωή, ύστερα από το πέρασμα από αυτήν σε όλο και πληρέστερο αναχωρητισμό, έως ότου αυτός ο ίδιος ο αναχωρητισμός αναπτυχθεί πλήρως σε πνευματική πατρότητα. Δεν υπάρχει τίποτε το στατικό σ’ αυτήν την ιδέα· αντίθετα το κάθε τι τείνει διαρκώς να υπερβεί ό,τι έχει ήδη επιτευχθεί… . [αυτός είναι] ο καθαρά ευαγγελικός χαρακτήρας της κλήσεως του Αντωνίου». Όπως αναφέρει ο «Βίος του Αντωνίου», ο Αντώνιος «συνέχισε την εν απομονώσει άσκησή του επί είκοσι σχεδόν χρόνια». Ήλθε ο καιρός που εκείνοι οι οποίοι ήθελαν να μιμηθούν την άσκησή του και οι γνωστοί του «άρχισαν να γκρεμίζουν και να βγάζουν την πόρτα με τη βία».
Η περιγραφή που ακολουθεί στο «Βίο του Αντωνίου» δείχνει ότι ο Αντώνιος είναι ένα πολύ καλά ισορροπημένο πνευματικό πρόσωπο. «Τότε για πρώτη φορά τον είδαν έξω από το φρούριο εκείνοι που ήλθαν να τον δουν. Και αυτοί, όταν τον είδαν, παραξενεύτηκαν για ό,τι είδαν, γιατί αυτός φορούσε το ίδιο ένδυμα όπως και πριν, και δεν ήταν ούτε παχύς, όπως ένας άνθρωπος που δεν ασκείται, ούτε ισχνός από τη νηστεία και τους αγώνες του με τους δαίμονες, αλλά ήταν όπως ακριβώς τον ήξεραν πριν από την απομόνωση του. Και πάλι, η ψυχή του ήταν απαλλαγμένη από ελαττώματα, γιατί ούτε συστέλλετο σαν να ήταν θλιμμένη, ούτε αναπαυόταν με ευχαρίστηση, ούτε κατεχόταν από γέλιο η κατήφεια, γιατί δεν ενοχλείτο όταν έβλεπε το πλήθος, ούτε υπερευφραινόταν όταν τον χαιρετούσαν τόσο πολλοί. Αλλά ήταν απόλυτα ήρεμος, γιατί οδηγείτο από τη λογική και βρίσκόταν σε μια φυσιολογική κατάσταση. Για μέσου αυτού ο Κύριος θεράπευε τις σωματικές ασθένειες πολλών παρόντων, και καθάριζε άλλους από τα πονηρά πνεύματα. Και ο Θεός έδινε χάρη στον Αντώνιο όταν μιλούσε, ώστε να παρηγορεί πολλούς που ήταν λυπημένοι, και να συμφιλιώνει αμέσως αυτούς που διαφωνούσαν, προτρέποντας όλους να προτιμούν την αγάπη του Χριστού από ό,τιδήποτε μέσα στον κόσμο. Και ενώ τους παρότρυνε και τους συμβούλευε να θυμούνται τα μέλλοντα αγαθά, και την αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού προς εμάς, «ο οποίος δεν λυπήθηκε τον δικό του Υιό, αλλά τον παρέδωσε σε θάνατο για χάρη όλων μας» (Ρωμαίους 8:32), έπειθε πολλούς να ακολουθήσουν την ερημική ζωή. Και έτσι συνέβη στο τέλος να εμφανιστούν κελιά ακόμα και στα βουνά, και η έρημος αποικίστηκε από μοναχούς, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από τους συγγενείς τους, και κατέγραψαν τους εαυτούς τους στη βασιλεία των ουρανών».
«Όταν ο Αντώνιος μιλούσε κατ' αυτόν τον τρόπο, όλοι χαίρονταν. Σε μερικούς μεγάλωνε η αγάπη της αρετής, σε άλλους απομακρυνόταν η αδιαφορία, και σε άλλους σταματούσε η μεγάλη ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους. Και όλοι επείθονταν να καταφρονούν τις επιθέσεις του Πονηρού, και θαύμαζαν για τη χάρη που δινόταν στον Αντώνιο από τον Κύριο για τη διάκριση των πνευμάτων. Έτσι τα κελιά τους ήταν στα βουνά, σαν ιερά σκηνώματα, γεμάτα από ιερούς ομίλους ανδρών οι οποίοι έψαλλαν Ψαλμούς, αγαπούσαν τη μελέτη, νήστευαν, προσεύχονταν, χαίρονταν με την ελπίδα των μελλόντων, ασκούνταν στην ελεημοσύνη, και είχαν αγάπη και αρμονία μεταξύ τους. Και πραγματικά, ήταν δυνατό, τρόπον τινά, να δει κανείς μια ιδιαίτερη χώρα, γεμάτη με ευσέβεια και δικαιοσύνη. Γιατί τότε δεν υπήρχε ούτε ο άδικων ούτε οι αδικούμενοι, ούτε οι επιπλήξεις του φοροσυλλέκτη. Αλλ' αντί αυτών υπήρχε ίνα πλήθος ασκητών, και ο κοινός σκοπός όλων τους ήταν να επιτύχουν την αρετή».
Ο Αντώνιος μιλά πολύ για την εμπειρία του με τους δαίμονες. Εντούτοις, θέτει ακόμα και την εμπειρία του μέσα σε σωστή ισορροπία όταν μιλά γι’ αυτήν στους άλλους. Τους προειδοποιεί να μην φοβούνται τους δαίμονες, για το πως να διακρίνουν αν ένα δράμα η μια εμφάνιση είναι εκ Θεού η είναι έργο των δαιμονικών δυνάμεων, και να μην υποκύπτουν στον πειρασμό να «εκβάλλουν δαιμόνια». «δεν είναι πρέπον να καυχάται κανείς όταν εκβάλει δαιμόνια, ούτε να το παίρνει επάνω του όταν θεραπεύει ασθένειες. Ούτε είναι πρέπον εκείνος μόνο που εκβάλλει δαιμόνια να εκτιμάται πολύ, ενώ αυτός που δεν τα εκβάλλει να μην εκτιμάται καθόλου. Αλλά ο άνθρωπος ας μαθαίνει την άσκησή του καθενός και ή να την μιμείται, ή να την αμιλλάται, ή να την διορθώνει. Γιατί η επιτέλεση «σημείων» δεν είναι δικό μας έργο, αλλά έργο του Σωτήρος. Και αυτός έτσι έλεγε στους μαθητές του: 'Μη χαίρεστε για το ότι σας υποτάσσονται τα πνεύματα, αλλά να χαίρεστε γιατί τα ονόματα σας είναι γραμμένα στους ουρανούς' [Λουκάς 10:20}. Γιατί το γεγονός ότι τα ονόματα μας είναι γραμμένα στον ουρανό είναι μια απόδειξη της ενάρετης ζωής μας, αλλά το να εκβάλλεις δαιμόνια είναι μια χάρη του Σωτήρος που σου δίνεται. Γι’ αυτό σ' αυτούς που καυχώνταν για τα 'σημεία' και όχι για την αρετή, και έλεγαν: 'Κύριε, στο όνομά σου δεν εκβάλαμε δαιμόνια, και στο όνομα σου δεν κάναμε πολλά θαύματα;' [Ματθαίος 7:22], Εκείνος απάντησε, αλήθεια, σας λέγω, δεν σας γνωρίζω', γιατί ο Κύριος δεν γνωρίζει τας οδούς των κακών. Αλλά θα πρέπει πάντα να προσευχόμαστε, όπως σας είπα προηγουμένως, ώστε να λάβουμε τη δωρεά της διακρίσεως των πνευμάτων ώστε να μπορούμε, όπως γράφεται στην Α' Ιωάν. 4:1, να μην πιστεύουμε σε κάθε πνεύμα».
Υπάρχουν εμφανίσεις αγγέλων, κατά τον Αντώνιο, και αυτός συμβουλεύει πως να διακρίνουμε αν ένα δράμα η μια εμφάνιση είναι εκ Θεού η είναι έργο δαιμονικών δυνάμεων. «Η οπτασία των αγίων δεν είναι τεταραγμένη». Ο Αντώνιος παραθέτει από το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (12:19): «γιατί αυτοί δεν θα φιλονεικούν, ούτε θα φωνάζουν ούτε θα ακούει κανένας τη φωνή τους». «Αλλά αυτή έρχεται τόσο ήσυχα και απαλά ώστε αμέσως χαρά, ευχαρίστηση και θάρρος έρχονται στην ψυχή. Γιατί ο Κύριος, που είναι η χαρά μας, είναι μαζί τους, και η δύναμη του Θεού Πατέρα. Και οι σκέψεις της ψυχής παραμένουν γαλήνιες και ατάραχες, ώστε αυτή, φωτιζόμενη τρόπον τινά από αυτήν με ακτίνες, να βλέπει αυτούς που εμφανίζονται. Γιατί την διακατέχει η αγάπη για ό,τι είναι θεϊκό και για τα μέλλοντα, και θα ήθελε πολύ να ενωθεί πλήρως με αυτά αν μπορούσε να πάει μαζί τους. Αλλά αν, επειδή είναι άνθρωποι, μερικοί φοβούνται την οπτασία των καλών, εκείνοι που εμφανίζονται (στην οπτασία) αφαιρούν αμέσως το φόβο όπως έκανε ο Γαβριήλ στην περίπτωση του Ζαχαρία (Λουκάς 1:13)· και όπως έκανε ο Άγγελος (Ματθαίος 28:5) που εμφανίστηκε στις γυναίκες στο ιερό μνημείο1 και όπως έκανε αυτός που είπε στους ποιμένες στο ευαγγέλιο, «Μη φοβάσθε» (Λουκάς 1:41). Γιατί ο φόβος σ’ αυτούς προξενήθηκε όχι από δειλία, αλλά από την αναγνώριση της παρουσίας ανωτέρων όντων. Τέτοια λοιπόν είναι η φύση των οπτασιών των αγίων».
Ο Αντώνιος έχει πολλά να πει για το φόβο, για το αβλαβές αποτέλεσμα του στον άνθρωπο, για την εκρίζωση του με τη σταθερή πίστη. «Και αυτό ας είναι μια ακόμα απόδειξη για σας: όσες φορές η ψυχή παραμένει φοβισμένη υπάρχει μια παρουσία των εχθρών. Γιατί οι δαίμονες δεν απομακρύνουν το φόβο της παρουσίας τους όπως έκανε ο μεγάλος αρχάγγελος Γαβριήλ για τη Μαρία και τον Ζαχαρία, και όπως έκανε αυτός που εμφανίστηκε στις γυναίκες στο μνημείο. Άλλα μάλλον, όποτε βλέπουν φοβισμένους ανθρώπους, αυξάνουν τα απατηλά τους τεχνάσματα ώστε οι άνθρωποι να φοβηθούν περισσότερο. Και τελικά ορμούν εναντίον τους και τους κοροϊδεύουν λέγοντας, 'πέσετε κάτω και προσκυνείστε μας… '. Αλλά ο Κύριος δεν το ανέχεται να μας απατά ο διάβολος, γιατί τον επιπλήττει όσες φορές σχεδιάζει τέτοια απατηλά τεχνάσματα εναντίον του, λέγοντας, 'Πήγαινε πίσω μου, Σατανά, γιατί είναι γραμμένο, πρέπει να προσκυνήσεις Κύριο, τον Θεόν σου, και αυτόν μόνον να λατρεύσεις' - Ματθαίος 4:10. Γι’ αυτό, καταφρονείτε όλο και περισσότερο τον πανούργο (διάβολο), γιατί ό,τι ο Κύριος έχει πει, το είπε για μας, ώστε οι δαίμονες, ακούγοντας παρόμοια λόγια από μας, να τρέπονται σε φυγή δια του Κυρίου ο οποίος τους επιτίμησε μ' αυτά τα λόγια».
«Αλλά η επιδρομή και η 'τεταραγμένη φαντασία' των πονηρών πνευμάτων είναι φορτωμένες από σύγχυση, από θορύβους, από ήχους και κραυγές τέτοιες όπως η ταραχή που προξενούν οι αγροίκοι νεκροί ή οι ληστές. Από αυτά δημιουργείται φόβος στην καρδιά, ταραχή και σύγχυση σκέψεως, αθυμία, μίσος εναντίον εκείνων που ζουν μια ζωή ασκήσεως, αδιαφορία, θλίψη, ανάμνηση των συγγενών και φόβος θανάτου, και τέλος επιθυμία κακών πραγμάτων, αμέλεια για την αρετή και ακατάστατα ήθη. Γι’ αυτό, όποτε έχετε δει κάτι και είστε φοβισμένοι, αν ο φόβος σας αφαιρείται αμέσως και στη θέση του έρχεται ανείπωτη χαρά, φαιδρότης, θάρρος, ανανεωμένη δύναμη, ηρεμία σκέψεως και όλα εκείνα που πριν ανέφερα, τόλμη και αγάπη προς το Θεό πάρετε θάρρος και προσευχηθείτε. Γιατί η χαρά και η σταθερή κατάσταση της ψυχής δείχνουν την αγιότητα εκείνου που είναι παρών.
Έτσι χάρηκε ο Αβραάμ, όταν είδε τον Κύριο, (Ιωάννης 8:56). Έτσι και ο Ιωάννης εσκίρτησε από χαρά στη φωνή της Μαρίας, της Θεοτόκου (Λουκάς 1:41). Αλλά αν με την εμφάνιση κάποιου υπάρχει σύγχυση, χτυπήματα απέξω, κοσμική επίδειξη, φόβοι θανάτου και άλλα που έχω ήδη μνημονεύσει, γνώριζε τότε ότι αυτό είναι μια επίθεση πονηρών πνευμάτων». Επανειλημμένα ο Αντώνιος τονίζει ότι «ο Κύριος είναι μαζί μας».
Ο «Βίος τον Αντωνίου» περιέχει πολλές διεισδυτικές, γνωστικές και αισθηματικά σταθερές συμβουλές. Αλλά πρέπει να δοθεί προσοχή σε μερικές άλλες πλευρές του «Βίου». Ο συγγραφέας γράφει ότι ο Αντώνιος «ήταν ανεκτικός στη διάθεση και ταπεινός στο πνεύμα» και ότι «τηρούσε τον κανόνα της Εκκλησίας με πολλή αυστηρότητα, και ήθελε όλοι οι κληρικοί να τιμούνται πάνω από αυτόν. Γιατί δεν ντρεπόταν να σκύβει το κεφάλι του σε Επισκόπους και ιερείς, και αν ερχόταν κάποτε σ' αυτόν ένας διάκονος για βοήθεια συζητούσε μαζί του για το τι ήταν ωφέλιμο, αλλά του έδινε το προβάδισμα στην προσευχή, γιατί δεν ντρεπόταν να μαθαίνει από αυτόν … και επιπλέον η όψη του είχε μεγάλη και θαυμάσια χάρη. Αυτό το δώρο το είχε επίσης από τον Κύριο».
Ο «Βίος του Αντωνίου» περιγράφει τη στάση του Αντωνίου έναντι των Αρειανών. «Και κάποτε επίσης αυτός, όταν Οι Αρειανοί ισχυρίστηκαν ψευδώς ότι οι γνώμες του Αντωνίου ήταν ίδιες με τις δικές τους, δυσαρεστήθηκε πολύ και έπνεε μένεα εναντίον τους. Ύστερα, όταν κλήθηκε από τους Επισκόπους και όλους τους αδελφούς, κατέβηκε από το όρος, και μπαίνοντας στην Αλεξάνδρεια, κατήγγειλε τους Αρειανούς, λέγοντας ότι η αίρεση τους ήταν η τελευταία από όλες και πρόδρομος του αντίχριστου. Και δίδαξε στους ανθρώπους ότι ο Υιός του Θεού δεν ήταν ένα δημιούργημα, ούτε είχε έρθει στην ύπαρξη από την ανυπαρξία, αλλά ότι αυτός ήταν ο Αιώνιος Λόγος και η Σοφία της Ουσίας του Πατρός. Και γι’ αυτό είναι ασέβεια να λέμε, ήταν μια εποχή που αυτός δεν υπήρχε, γιατί ο Λόγος συνυπήρχε πάντοτε με τον Πατέρα. Γι’ αυτό να μην έχετε επαφή με τους ασεβέστατους Αρειανούς. Γιατί δεν υπάρχει κοινωνία ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι (Β΄ Κορινθίους 6:14)… Όταν αυτοί λένε ότι ο Υιός του Πατρός, ο Λόγος του Θεού, είναι ένα δημιούργημα, δεν διαφέρουν καθόλου από τους ειδωλολάτρες, αφού αυτοί λατρεύουν αυτό που δημιουργήθηκε μάλλον παρά το Δημιουργό Θεό, τον Κύριο των πάντων».
Ο «Βίος του Αντωνίου» δίνει ενδιαφέρουσες συναντήσεις του Αντωνίου με τους Έλληνες, με τους οποίους συζητούσε με την βοήθεια διερμηνέως. Μια συζήτηση ήταν για την πίστη και τους αποδεικτικούς λόγους. Ο Αντώνιος έρωτα μερικούς «σοφούς» Έλληνες που είχαν έρθει σ' αυτόν ζητώντας «ένα λόγο για την πίστη μας στο Χριστό»: «Επειδή εσείς προτιμάτε να στηρίζεστε στους αποδεικτικούς λόγους, και επειδή εσείς, έχοντας αυτήν την τέχνη, θέλετε και εμείς να μη λατρεύουμε τον Θεό παρά μόνο ύστερα από τέτοια απόδειξη, πέστε μας πρώτα πως ακριβώς γνωρίζονται τα πράγματα γενικά και Ιδιαίτερα η γνώση του Θεού. Με αποδεικτικό λόγο ή με την ενέργεια της πίστεως; Και ποιο είναι καλύτερο, η πίστη που έρχεται δια της ενεργείας του Θεού, ή η δια λόγων απόδειξη; … Σ' αυτούς που έχουν την «δια πίστεως ενέργειαν», ο αποδεικτικός λόγος είναι άχρηστος, η ακόμα και περιττό . Γιατί ό,τι γνωρίζουμε με την πίστη αυτό προσπαθείτε να το αποδείξετε με τα λόγια, και συχνά δεν μπορείτε ούτε να εκφράσετε τι νοούμε. Έτσι η δια πίστεως ενέργεια είναι καλύτερη και ισχυρότερη από τους σοφιστικούς σας συλλογισμού,. Εμείς λοιπόν οι Χριστιανοί έχουμε το μυστήριο όχι με τη σοφία των Ελληνικών λόγων, αλλά με τη δύναμη της πίστεως που μας δίνεται πλούσια από τον Θεό δια του Ιησού Χριστού… Εμείς πείθουμε με την πίστη η οποία ολοφάνερα προηγείται της δια επιχειρημάτων αποδείξεως». Ο Αντώνιος ύστερα τους ζήτα να εκβάλουν τους δαίμονες «ιδού, υπάρχουν εδώ μερικοί που ενοχλούνται από τους δαίμονες». Μόλις ο Αντώνιος καθάρισε τους ανθρώπους από τους δαίμονες, οι φιλόσοφοι «εθαύμαζον». Και η απάντηση του Αντωνίου προς αυτούς είναι ουσιώδης: «Γιατί θαυμάζετε γι’ αυτό; δεν είμαστε εμείς αυτοί που κάνουμε αυτά τα πράγματα, αλλά ο Χριστός που τα κάνει αυτά μέσω εκείνων που πιστεύουν σ' αυτόν … είναι η πίστη δια της αγάπης που ενεργείται μέσα μας προς τον Χριστό». Εδώ για άλλη μια φορά δίνεται η αυθεντική προοπτική, μια προοπτική που είναι πάντα παρούσα, πάντα τόσο σύμφυτα προφανής και γνωστή ώστε να γίνεται απλά μια προϋπόθεση για την ασκητική και μοναστική ζωή.
Ο συγγραφέας θεωρεί το θάνατο του Αντωνίου σπουδαίο. «Αξίζει εγώ να διηγηθώ και σεις να ακούσετε ποιο ήταν το τέλος του. Γιατί αυτό το δικό τον τέλος αξίζει να το μιμηθούμε. Κατά τη συνήθεια του, αυτός επισκέφτηκε τους μοναχούς που βρίσκονταν στο «έξω όρος». Έχοντας μάθει από την πρόνοια ότι το τέλος του πλησιάζει, είπε στους αδελφούς, 'Αυτή είναι η τελευταία μου επίσκεψη σε σας. Και θα εκπλαγώ αν ξαναειδωθούμε σ’ αυτήν τη ζωή'. Και όταν αυτοί το άκουσαν αυτό, έκλαιγαν, αγκάλιαζαν και φιλούσαν τον γέροντα. Αλλά αυτός, σαν να απέπλεε από ξένη πόλη για να γυρίσει στην πατρίδα του, μίλησε χαρούμενα, και τους παρότρυνε «να μην ολιγωρούν στους κόπους, να μην λιποψυχούν στην άσκησή τους, αλλά να ζουν σαν να πεθαίνουν κάθε μέρα». Και όπως τους είχε πριν πει, 'να φυλάγουν την ψυχήν από ρυπαρούς λογισμούς, να μιμούνται πρόθυμα τους αγίους, και να μην προσεγγίζουν τους Μελετιανούς σχισματικούς … ούτε να έχουν καμιά σχέση με τους Αρειανούς… Να τηρούν, τις παραδόσεις των πατέρων, και κυρίως την αγία πίστη στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, την οποία μάθατε από τις Γραφές, και την οποία Εγώ σας υπενθύμησα πολλές φορές'. Αλλά όταν οι αδελφοί τον παρακάλεσαν θερμά να μείνει μαζί τους και να πεθάνει εκεί, αυτός δεν το δέχτηκε για πολλούς μεν άλλους λόγους… Αφού αποχαιρέτησε τους μοναχούς στο έξω Όρος, ήρθε στο «μέσα όρος» όπου συνήθιζε να μένει. Και ύστερα από μερικούς μήνες ασθένησε. Και αφού κάλεσε αυτούς που ήταν εκεί…, τους είπε: Εγώ, όπως έχει γραφεί, πορεύομαι την οδόν των πατέρων, γιατί βλέπω να με καλεί ο Κύριος. Προσέχετε και μη χάσετε τη μακρόχρονη άσκησή σας, αλλά σαν να αρχίζετε τώρα, διατηρήσετε με ζήλο την προθυμία σας. Γιατί γνωρίζετε την επιβουλή των δαιμόνων, πόσο άγριοι αυτοί είναι, αλλά πόσο λίγη δύναμη έχουν. Γι’ αυτό μην τους φοβάστε, αλλά μάλλον αναπνέετε πάντοτε τον Χριστό και πιστεύετε σ' αυτόν. Ζήσετε σαν να πεθαίνετε καθημερινά. Προσέχετε τον εαυτό σας και να θυμάστε τις παραινέσεις που ακούσατε από μένα… γι’ αυτό να είστε πάντα όλο και προθυμότεροι να είστε οπαδοί πρώτα του Θεού και ύστερα όλων των αγίων, ώστε, μετά το θάνατο, να σας δεχτούν και αυτοί ως γνωστούς και φίλους 'εις τας αιωνίους σκηνάς' … . Θάψετε, λοιπόν, το σώμα μου και κρύψετε το κάτω από τη γη, και κάνετε αυτό που σας είπα, ώστε να μην γνωρίζει κανείς τον τόπο της ταφής μου παρά μόνον εσείς. Γιατί κατά την ανάσταση των νεκρών θα το ξαναπάρω άφθαρτο από τον Σωτήρα. Μοιράσετε τα ενδύματα μου. Στον Αθανάσιο τον επίσκοπο δώσετε μια μηλωτή (δέρμα προβάτου) και το ιμάτιο πάνω στο οποίο κοιμάμαι, το οποίο ο ίδιος μου το έδωσε καινούριο, αλλά το οποίο πάλιωσε μαζί μου. Στον Σεραπίωνα τον Επίσκοπο δώσετε την άλλη μηλωτή, και σεις κρατείστε το τρίχινο ένδυμα. Λοιπόν, σας αποχαιρετώ, παιδιά μου, γιατί ο Αντώνιος φεύγει, και δεν θα είναι πια μαζί σας'. Η όψη φαινόταν χαρούμενη πέθανε και προστέθηκε στους πατέρες … η φήμη του έφθασε παντού … Γιατί ο Αντώνιος φημίστηκε όχι για τα συγγράμματα, ή για την κοσμική σοφία, ή για καμιά τέχνη, αλλά μόνο για την ευσέβεια του προς τον Θεό. Το ότι αυτό ήταν δώρο Θεού κανένας δεν θα το αρνηθεί… Διάβαζε λοιπόν αυτούς τους λόγους στους υπόλοιπους αδελφούς ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να μάθουν ποια έπρεπε να είναι η ζωή των μοναχών και να μπορέσουν να πιστέψουν ότι ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός δοξάζει αυτούς που τον δοξάζουν».
Αρνητικές εκτιμήσεις του «Βίου του Αντωνίου»
Ο Harnack φέρνει τον «Βίο του Αντωνίου» ως παράδειγμα κειμένου που στερείται κάθε αξίας. «Αν μου επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσω σκληρή γλώσσα, δεν θα δίσταζα να πω ότι κανένα βιβλίο δεν είχε ασκήσει πιο αποβλακωτική –verdummender- επίδραση στην Αίγυπτο, την Δυτική Ασία, και την Ευρώπη από το «Βίο τον Αντωνίου». Θα ήταν αδύνατο να πιστεύει κανείς πιο ειλικρινά στους δαίμονες από τους Χριστιανούς του δεύτερου αιώνα. Αλλά εκείνη η εποχή αγνοούσε ακόμα τα φανταστικά μ' αυτούς τεχνάσματα, που σχεδόν μετέτρεψαν τον Χριστιανικό κόσμο σε μια κοινωνία απατημένων απατεώνων (αυτή η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πρώτα για τους Χριστιανούς από τον Πλωτίνο εξηπάτων και αυτοί ηπατημένοι»). Όταν σκεφτόμαστε ότι ο «Βίος του Αντωνίου» γράφτηκε από έναν Αθανάσιο, τίποτε άλλο δεν μπορεί πια να μας εκπλήξει».
Ο Harnack επιβεβαιώνει τη μεγάλη επίδραση του «Βίου τον Αντωνίου», μια επίδραση που αυτός, φυσικά, θεωρεί ότι ήταν άκρως επιζήμια. Το σχόλιο του Nygren για την επίδραση του «Βίου του Αντωνίου» στηρίζεται στα γεγονότα, δεν είναι παράφορο όπως του Harnack. Εντούτοις καταφέρνει να το χρωματίσει αρνητικά. «Ο Αθανάσιος είναι ο μεγάλος συνήγορος της Παρθενίας -βρίσκει μια από τις καλύτερες αποδείξεις της θεότητας του Χριστού στο γεγονός ότι ο Χριστός πέτυχε όσο κανένας άλλος να κερδίσει τους ανθρώπους στην αρετή της Παρθενίας- και της μοναστικής ευσέβειας — ένα γεγονός ιδιαίτερα αποκαλυπτικό της δομής της σκέψεως του. Ως συγγραφέας του «Βίου τον Αντωνίου», ο Αθανάσιος βοήθησε περισσότερο ίσως από κάθε άλλον να διαμορφωθεί το ασκητικό ιδεώδες του Χριστιανισμού. Είναι σημαντικό ότι η ιστορία του ερημίτη Αντωνίου ήταν η αιτία της μεταστροφής του Αυγουστίνου». Ο Nygren βρίσκει στη διήγηση του Αυγουστίνου γι’ αυτήν στο έργο του De Confessione 8, 6, 15 την «τάση του Έρωτος». Ο Nygren συγκρίνει τη ζωή του ερημίτη με την οικοδομή ενός πύργου, ενδεικτικού του Ερωτικού τρόπου σκέψεως, και παραθέτει από το έργο του Holl «Gesammelte Aufsatze zur Kirchengeschichte» (II, σελ. 396), την εξής μαρτυρία: «στον αγώνα του μοναχού να πλησιάσει τον Θεό δίνεται μια αφελής, εξωτερική εξήγηση όταν ο Στυλίτης ανεβαίνει σ' ένα στύλο για να μειώσει την απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και τον ουρανό».
Ο Nygren προχώρησε από την επίδραση του Βίου του Αντωνίου πάνω στον Αγ. Αυγουστίνο στο Στυλίτη για να δηλώσει ότι κατά την εκτίμηση του «Βίου του Αντωνίου» από τον Άγ. Αυγουστίνο υπήρχε μια Ερωτική τάση, μια τάση που φυσικά δεν ήταν αυθεντικά Χριστιανική. Ένας άλλος Προτεστάντης συγγραφέας γράφει ότι ο Άγ. Αντώνιος «είναι ο πιο περίφημος, ο πιο γνήσιος, ο πιο σεβάσμιος εκπρόσωπος αυτής της αφύσικης και εκκεντρικής αγιότητας … Όλη η εποχή της Νικαίας τιμούσε τον Αντώνιο ως πρότυπο αγίου. Αυτό το γεγονός τονίζει πολύ χαρακτηριστικά την τεράστια διαφορά ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη, την παλιά καθολική και την ευαγγελική Προτεσταντική αντίληψη της φύσεως της Χριστιανικής θρησκείας. Το ιδιάζον Χριστιανικό στοιχείο στη ζωή του Αντωνίου, ιδιαίτερα μετρούμενο με τα μέτρα του Παύλου, είναι πολύ μικρό».
Δυστυχώς το μέτρο με το οποίο κρίνουν αυτοί οι συγγραφείς τον Άγ. Αντώνιο και όλον τον αρχαίο Χριστιανισμό είναι ένα μέτρο εντελώς ξένο προς το μέτρο της αρχαίας Εκκλησίας, ένα μέτρο μιας τελείως διαφορετικής κατανοήσεως του Χριστιανισμού, που παρεισέφρυσε για πρώτη φορά μέσα στη ζωή του Χριστιανισμού με το Λούθηρο. Οι ορθολογιστές και οι υλιστές βρίσκουν επίσης το μοναχισμό αποκρουστικό. Τα σχόλια του Γίββωνος είναι πολύ γνωστά. «δεν υπάρχει ίσως καμιά φάση στην ηθική ιστορία της ανθρωπότητας που να έχει βαθύτερο και πιο οδυνηρό ενδιαφέρον από αυτήν την ασκητική επιδημία. Ένας βδελυρός, διεστραμμένος και κάτισχνος μανιακός, χωρίς γνώση, χωρίς πατριωτισμό, χωρίς φυσική στοργή, που ξοδεύει τη ζωή του μέσα σε μια μακροχρόνια ρουτίνα ενός αχρήστου και στυγερού αυτοβασανισμού, και που δειλιάζει μπροστά στα φρικαλέα φαντάσματα του παραληρούντος μυαλού του, είχε γίνει το ιδεώδες των εθνών που είχαν γνωρίσει τα κείμενα του Πλάτωνος και του Κικέρωνος και τις ζωές του Σωκράτη και του Κάτωνος».
Τα κείμενα του Αγίου Αντωνίου
Ο Αντώνιος είχε επίσης αλληλογραφία με μοναχούς, αυτοκράτορες, και ανθρώπους με υψηλά αξιώματα. Κανένα από τα γράμματα που έστειλε σε πολιτικά πρόσωπα, που τα υπαγόρευε στην Κοπτική γλώσσα, δεν σώζονται. Υπάρχουν επτά επιστολές, που απευθύνονται σε Αιγυπτιακά μοναστήρια. Ο Αγ. Ιερώνυμος είναι ο πρώτος που μνημονεύει αυτές τις επιστολές στο έργο του De νiris illustribus (88). Ο Αγ. Ιερώνυμος τις είχε διαβάσει σε Ελληνική μετάφραση. Η συλλογή έχει φθάσει ως εμάς σε μεταγενέστερες Λατινικές μεταφράσεις άλλων μεταφράσεων. Η πρώτη από τις επτά γνήσιες επιστολές επιζεί επίσης στα Συριακά. Στα Κοπτικά επιζεί η έβδομη, καθώς και το πρώτο μέρος της πέμπτης επιστολής και το τέλος της έκτης. Μια μετάφραση στη Γεωργιανή γλώσσα έχει ανακαλυφθεί πρόσφατα.
Αυτό που είναι γνωστό ως ο «Κανόνας του Ayίου Αντωνίου» δεν είναι γνήσιο. Ενώ σώζεται σε δυο Λατινικές μεταφράσεις, η ίδια η φύση του φανερώνει ότι συντέθηκε από αρκετά χέρια. Επίσης πολυάριθμα κηρύγματα έχουν αποδοθεί στον Αντώνιο. Είναι προφανές ότι έκανε κηρύγματα ή ομιλίες. Μια συλλογή είκοσι ομιλιών υπάρχει σε Λατινική μετάφραση, αλλά καμιά από αυτές δεν είναι γνήσια - Sermones ad filios suos monachos. Ένα άλλο κήρυγμα, που διασώζεται επίσης στα Λατινικά, είναι επίσης νόθο - Sermo de vanitate mundi et resurrectione mortuorum (Κήρυγμα Περί της Ματαιότητος του κόσμου και της Αναστάσεως των Νεκρών)
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 166-189)), Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...