Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
1.Καταγωγή - Επάγγελμα
Ο άγιος Λογγίνος έζησε κατά τους χρόνους της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο Συμεών ο Μεταφραστής στους βίους και την πολιτεία Αγίων Μηνός Μαρτίου αναφέρει ότι, ανήκε στην Ιουδαϊκή συναγωγή (P.G., Τόμ. 115, σ. 32 Α).
Ο Άγιος καταγόταν από την κωμόπολη Σανδιάλη της Καππαδοκίας (P.G., Τόμος 115, σελ. 41). Εκεί, λοιπόν, αποσύρθηκε μετά την Ανάσταση του Κυρίου, όταν παραιτήθηκε από το Ρωμαϊκό στρατό που υπηρετούσε και εκήρυξε «Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών».
Ο Λογγίνος υπηρέτησε ως Αξιωματικός στο Ρωμαϊκό στρατό κα έφερε το βαθμό του Κεντυρίωνα - Εκατόνταρχου.
(Η λέξη Κεντυρίων προέρχεται από τη λατινική λέξη Centum που σημαίνει εκατό, διοικητής δηλαδή εκατό στρατιωτών , εκατόνταρχος).
Κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του Κυρίου επί της γης τελούσε υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου, Ρωμαίου Επάρχου στην Ιουδαία (26 - 33 μ.Χ.).
2. Εποπτεύει κατά τη Σταύρωση του Χριστού
Κατά την παράδοση του Ιησού στους Εβραίους για να τον σταυρώσουν, ο Πιλάτος έδωκε εντολή στον εκατόνταρχο Λογγίνο να υπηρετήσει στα τίμια πάθη και τη σταύρωση, μετά των στρατιωτών του.
Το όνομα του Εκατόνταρχου δεν αναγράφεται σε κανένα από τα Ευαγγέλια. Σ' όλα μνημονεύεται με το αξίωμά του, είτε ως Κεντυρίων, είτε ως Εκατόνταρχος.
Έτσι, ο Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του Πιλάτου, επιστάτησε καθ' όλη τη διάρκεια των φρικτών Παθών του Κυρίου στο Γολγοθά. Ως εκ τούτου, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας όλων των εκεί θαυμαστών γεγονότων κατά τη Σταύρωση του Κυρίου.
Ο μακάριος θα μπορούσε να φαντασθεί, όταν έφθασε στο Γολγοθά, ότι - ευθύς μετά τη Σταύρωση του Χριστού - θα γινόταν ο πρώτος ομολογητής της Θεότητας Αυτού; Αδύνατον! Όπως γνωρίζουμε, μετά τη θεία Σταύρωση, οι Απόστολοι και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου για το φόβο των Ιουδαίων απομακρύνθηκαν από το Γολγοθά.
Ο Λογγίνος όμως έμεινε κοντά στον Εσταυρωμένο. Η ψυχή του είχε συγκινηθεί από την άδικη Σταύρωση του αθώου Ιησού. Η προσωπικότητα του Ναζωραίου τον είχε σαγηνεύσει. Κάτι του έλεγε μέσα του πως αυτός δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος.
Και όντως, έτσι ήταν! Τα θαυμαστά γεγονότα που επακολούθησαν τον συντάραξαν και του μετέβαλαν σιγά - σιγά, αλλά σταθερά, την εσωτερική του αυτή φωνή σε ακλόνητη πίστη.
Την έκτη ώρα απλώθηκε πυκνό σκοτάδι σ' όλη τη γη, που διήρκεσε τρεις ώρες (Ματθ. κζ' 45, Μάρκου ε' 33 και Λουκά κγ' 44).
Την ενάτη ώρα ο Χριστός παρέδωκε το πνεύμα Του, όχι σαν κοινός άνθρωπος. Παραδόξως, δεν περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση, ενώ βρισκόταν επί έξι (6)ώρες στο Σταυρό, γεγονός ανθρωπίνως αδύνατο και παντελώς άγνωστο στην ιστορία των σταυρικών εκτελέσεων. Αλλά, πριν να παραδώσει το πνεύμα Του, με δυνατή φωνή αναβόησε το: «ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί» δηλαδή «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με έγκατέλιπες» (Ματθ. κζ 46, Μάρκου ιε, 34).
Και ευθύς, μετά τον θάνατό Του, η γη σείσθηκε, βουνά και πέτρες εσχίσθηκαν και μνημεία ανοίχθηκαν, άγιοι δε αναστήθηκαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς, μέσα στην Ιερουσαλήμ, μετά την ανάσταση του Κυρίου (Ματθ. κζ' 51-53, Μάρκου ιε' 38 και Λουκά κγ' 45-46).
Ο Λογγίνος ως συνετός άνθρωπος καταλήφθηκε από ιερό φόβο. Όλα αυτά τα παράδοξα γεγονότα δεν τα έβλεπε τυχαία. Εξ άλλου, για πρώτη φορά συνέβαιναν στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ήταν θαύματα του Θεού, τα οποία οπωσδήποτε έγιναν χάριν αυτού που σταυρώθηκε στον Γολγοθά. Αυτού, που, όπως θα μάθει μετά την Ανάστασή Του, από άπειρη ευσπλαχνία, κατέβηκε από τον ουρανό, Θεός όντας, στη γη και έγινε και τέλειος άνθρωπος για να μας λυτρώσει από την αμαρτία, με τη σταυρική Του θυσία.
Ο Εκατόνταρχος συναισθάνεται την Παντοδυναμία του Θεού να μαρτυρεί την οργή Του γι' αυτόν τον αθώο.
3. Ομολογεί ότι ο Ιησούς «αληθώς Θεού Υιός ήν».
Μετ' απ' όλα αυτά τα θαύματα, που είδε και άκουσε ο Λογγίνος, άλλο ένα θαύμα εξίσου μεγάλο και συγκλονιστικό άρχισε να συντελείται στην ψυχή του. Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε να το συλλάβει, γιατί ήταν έργο της Θείας Χάριτος. Μετά το ληστή, ο Εκατόνταρχος, βλέπει τα γενόμενα, τα κρίνει όσο μπορεί ψύχραιμα και οδηγείται στη μετάνοια, στην αληθινή πίστη.
Ο Λογγίνος ήταν καλοπροαίρετος και ειλικρινής άνθρωπος. Κάτω από το επιβλητικό παράστημά του και το αυστηρό ύφος του κρυβόταν αγαθή διάθεση. Αφού παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλα τα θαυμάσια και είδε τον άδικο και παράδοξο θάνατο του Ιησού, αισθάνθηκε συμπάθεια και συγκίνηση, αλλά και θαυμασμό προς τον εσταυρωμένο.
Τώρα πια, δεν είχε καμιά αμφιβολία, ότι ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Αυτό το επίστευσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Εκεί, επάνω στο λόφο του Γολγοθά, εμπρός στον εσταυρωμένο Ιησού, ο Λογγίνος, κατεχόμενος από τη δύναμη της αληθείας που διέλαμψε μέσω των τόσων θαυμαστών γεγονότων, ανοίγει το στόμα του για να κάνει - αυτός πρώτος - τη μεγάλη ομολογία:
› Αληθώς ο άνθρωπος ούτος, Υιός ήν Θεού
(Μάρκου ιε' 39, Λουκά κγ' 47 και Ματθ. κζ' 54). Είναι ο πρώτος Αξιωματικός, αλλά και ο πρώτος από τους επισήμους που ομολογεί τη Θεότητα του Χριστού ευθύς μετά την σταύρωσή Του.
Την ιδίαν ομολογίαν έκαναν και οι στρατιώτες, που φρουρούσαν τον Ιησού και ήταν υπό τις διαταγές του (Ματθ. κζ' 54).
Η ομολογία ήταν ενσυνείδητη, σαφής και σταθερή. Η ευστοχώτερη της ώρας εκείνης. Απαντητική φωνή προς την ταραγμένη και πενθούσα φύση, προς τους φοβισμένους και κατηφείς μαθητές του Θείου Διδασκάλου. Ομολογία συγκλονιστική, αξιωματούχου της Ρωμαϊκής Διοικήσεως στην Ιουδαία, της οποίας ο αντίλαλος θ΄ ακούγεται, όσο θα υπάρχει ζωή στον πλανήτη αυτό. Αναμφισβήτητα, υπήρξε πολύτιμη, γιατί από κάθε εχέφρονα εκτιμάται και σαν αποδεικτικό μέσο της Θεότητας του Ιησού Χριστού.
Έτσι, μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα της παρανομίας, της μοχθηρίας και της κακίας, των βλασφημιών και ύβρεων, βρέθηκε και ένα στόμα από το οποίο εξήλθε το άρωμα της ομολογίας και της δοξολογίας προς το Θεό, συνάμα δε και το μεγαλείο της ταπεινώσεως.
«Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε˙ πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου˙ και ταύτα ειπών, εξέπνευσεν˙ ιδών δε ο Εκατόνταρχος το γενόμενον εδόξασε τον Θεόν, λέγων, όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν» (Λουκά κγ' 46 - 47 και Μάρκου ιε' 39).
Και το στόμα αυτό δεν ήταν, ούτε των Γραμματέων, ούτε των Πρεσβυτέρων και Φαρισαίων, που και αυτοί είδαν και άκουσαν τα εξαιρετικά συμβάντα και ημπορούσαν να τα κατανοήσουν, αλλά του Εκατοντάρχου που υπηρετούσε υπό τις διαταγές του Πιλάτου.
Όμως, ο θεός, δεν τους αξίωσε. Γιατί ο Κύριος, ως παντογνώστης που είναι, δεν ημπορούσε να αξιώσει τέτοιας εξαιρετικής τιμής ανθρώπους, υποκριτές, συμφεροντολόγους, αδίκους, μοχθηρούς, φαντασμένους, υπερήφανους και αχάριστους. Με αυτή την τιμή αξίωσε τον Εκατόνταρχο, που είχε αγαθή ψυχή και διάθεση.
Ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, αφού εγνώρισε την αλήθεια, με ενθουσιασμό, αλλά και απόλυτη πίστη στη Θεότητα του Χριστού, χωρίς κανένα φόβο και με ελευθέρα γλώσσα εμφανίσθηκε στο μέσο της συναγωγής των Ιουδαίων και επανέλαβε:
› Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος.
Ακολούθως, όταν ενταφίασαν το ζωοποιό και πανακήρατο σώμα του Κυρίου, ο Εκατόνταρχος διατάχθηκε από τον Πιλάτο να φυλάξει με την κουστωδία του τον τάφο, καίτοι είχε ευνοϊκή γνώμη για τον Χριστό και επίστευε, πως είναι Υιός Θεού. Προφανώς, στην ανάθεση και πάλι της φυλάξεως από τον Λογγίνο, οι Ιουδαίοι δεν αντέδρασαν, διότι, μετά τα τόσα θαυμαστά γεγονότα, κατά και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, οπωσδήποτε ευρίσκονταν υπό μεγάλη σύγχυση.
Έτσι, ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του προϊσταμένου του, βρέθηκε αυτόπτης μάρτυρας των όσων συνέβησαν κατά τη, με τρόπο θαυμαστό, αναγγελία της Αναστάσεως του Χριστού υπό του Γαβριήλ στις Μυροφόρες.
Συγκλονίστηκε μαζί με τους στρατιώτες του από το δυνατό σεισμό. Είδε το αστραπόμορφο άγγελο, ο οποίος εκύλησε το μέγα λίθο από τη θύρα του μνημείου και έζησε τα μετά το άγγελμα της Αναστάσεως του Χριστού θαυμάσια, μέσα σε αγωνία, φόβο, συγκίνηση αλλά και ανεκλάλητη χαρά. Η συγκίνησή του έγινε «πιστεύω». Η ξεχωριστή τιμή που του έκανε ο Κύριος να είναι «παρών» στο μνήμα Του, κατά τη διαπίστωση της Εγέρσεώς Του, εσφραγισμένου του Τάφου, από τους φρουρούς - Ρωμαίους στρατιώτες, Μαθητές Του και Μυροφόρες, έγινε «θρησκεία». Έλεγε:
› Τώρα, ποιος μπορεί να μου κλονίσει το "πιστεύω" μου. Ιδού ο κενός Τάφος, τα εντάφια, το σουδάριο, ο αποκυλισθείς λίθος.
Οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν πότε έγινε η Ανάσταση ακριβώς και αν είδε κανείς το Χριστό την ώρα της Αναστάσεώς Του. Ο Κύριος ηγέρθη του Τάφου, εσφραγισμένου - όντως - αυτού και φυλασσομένου από Ρωμαϊκή κουστωδία.
4. Συκοφαντείται η Ανάσταση, δωροδοκούνται φρουροί.
Μετά το θαυμαστό άνοιγμα του Τάφου και τη βεβαίωση των φρουρών, περί της Αναστάσεως του Κυρίου, έτρεξαν μερικοί από αυτούς και ανήγγειλαν τα γενόμενα στους Αρχιερείς.
Εκείνοι δε, επειδή εθεώρησαν μεγάλη ντροπή τους την Ανάσταση του Χριστού, έκαναν αμέσως με τους Πρεσβυτέρους συμβούλιο και για να σκεπάσουν το σφάλμα τους σκέφθηκαν την δωροδοκία.
Έδωκαν στου φρουρούς αρκετά χρήματα να συκοφαντήσουν την Ανάσταση και να διαδώσουν, ότι οι μαθητές του πήγαν κρυφά τη νύχτα, την ώρα που αυτοί εκοιμούντο, και έκλεψαν το σώμα του Χριστού (Ματθ. κη' 13).
Αυτά, λοιπόν, διεκήρυξαν οι στρατιώτες της κουστωδίας. Αλλά, πως ήταν δυνατό να είναι όλοι συγχρόνως κοιμώμενοι, όταν γνώριζαν ότι, μια τέτοια αμέλεια ο Ρωμαϊκός Νόμος την τιμωρούσε με θάνατο; Και, το σπουδαιότερο. Πως η σκηνή αυτή μαρτυρείται από ανθρώπους, οι οποίοι εκοιμούντο;
Ο πιστός Λογγίνος δεν έλαβε κανένα αργύριο, αλλ' ούτε και θέλησε να ενδώσει στις πιέσεις των Προεστώτων Ιουδαίων. Απεναντίας, με παρρησία ήλεγξε την συκοφαντία των Εβραίων και εκήρυξε ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ηγέρθη εκ νεκρών. Ο Κύριος όμως, τον Οποίον ομολόγησε ως Θεόν, επεφύλαξε στον αγαθό Εκατόνταρχο και άλλη τιμή. Την τιμή του μαρτυρίου υπέρ αυτού.
5. Παραιτείται από το Ρωμαϊκό στρατό.
Αυτά, όταν τα έμαθαν ο Πιλάτος, οι Αρχιερείς και το Συνέδριο των Ιουδαίων, έστρεψαν κατά του Λογγίνου όλο το μίσος που είχαν κατά του Χριστού και ζητούσαν ευκαιρία να τον θανατώσουν. Ο Εκατόνταρχος, μόλις πληροφορήθηκε από ένα φίλο του το σχέδιο των Ιουδαίων και για να απαλλαγεί, όσο το δυνατόν ενωρίτερα απ' αυτούς, τους φθονερούς και θεοκτόνους, απορρίπτει τη ζώνη και τη χλαμύδα, περιφρονεί το αξίωμά του, απαρνείται τους συναδέλφους του, τους συνεργάτες του, τους συγγενείς και τους φίλους του και πηγαίνει στην πατρίδα του, την Καππαδοκία, μαζί με δύο στρατιώτες της συνοδείας του που επίστευσαν στον Χριστό.
Εκεί, λοιπόν, γίνεται - μετά των συντρόφων του - κήρυκας των παραδόξων και θαυμασίων του Χριστού και άλλος απόστολος. Κηρύττει δε, όσα έζησε κατά την Σταύρωση και Ανάσταση. Ομολογεί τον Χριστό Υιό του Θεού. Η ομολογία του διαδόθηκε σχεδόν σ' όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Χωρίς φόβο κηρύττει, ότι ο Εσταυρωμένος Ιησούς είναι Θεός αληθινός.
Αυτό, όταν το έμαθαν οι Χριστομάχοι Ιουδαίοι, όχι μόνο θορυβήθηκαν, αλλά και εξεμάνησαν εναντίον του. Μαζεύθηκαν και κατάφεραν τον Πιλάτο να γράψει κατηγορίες για τον Λογγίνο προς τον Καίσαρα της Ρώμης Τιβέριο.
Ο Πιλάτος ανέφερε, ότι ο Λογγίνος περιφρόνησε το αξίωμά του και την πίστη του και εκήρυττε έναν άνθρωπο Ιησού Χριστό για βασιλέα αιώνιο, παρέσυρε δε στη γνώμη αυτή τους περισσοτέρους από τους Καππαδόκες. Οι Ιουδαίοι, μαζί με την επιστολή προς τον Τιβέριο, έστειλαν και αργύρια για να τον πείσουν να καταδικάσει το Λογγίνο σε θάνατο.
6. Εκδίδεται διάταγμα καταδίκης του σε θάνατο.
Έτσι, αφού διέβαλαν τον Λογγίνο στη Ρωμαϊκή εξουσία, επέτυχαν την έκδοση αυτοκρατορικού διατάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο Πιλάτος επροστάσσετο όπως φονεύσει αυτόν και τους δύο συντρόφους του.
Μόλις έλαβαν γνώση της αποφάσεως του Καίσαρα οι Ιουδαίοι, αμέσως, ως γύπες σαρκοβόροι εκινήθηκαν να τους θανατώσουν, αποστέλλοντας στην Καππαδοκία στρατιώτες προς το σκοπό αυτό.
Ο αγαθός Λογγίνος διέμενε έξω από την πόλη σ' ένα κτήμα που ήταν πατρικό του, ζώντας με τους δύο συντρόφους του μία ασκητική και ήρεμη ζωή Μπορεί δε, και να χαρακτηριστεί ως ιδρυτής του ατύπου κοινοβιακού χριστιανικού βίου.
Οι στρατιώτες, λοιπόν, που πήγαιναν να φονεύσουν το Λογγίνο, έφθασαν ένα βράδυ στο σπίτι του και μη γνωρίζοντες, ότι ήταν εκείνος που ζητούσαν, τον ρώτησαν μυστικά να τους υποδείξει τον τόπο που κατοικούσε ο πρώην Αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, Εκατόνταρχος Λογγίνος. Το είπαν αυτό, γιατί ήθελαν να υπάγουν αιφνιδίως να τον συλλάβουν. Επίστευαν, ότι αν το επληροφορείτο θα έφευγε και δε θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Δεν ήταν ποτέ δυνατό να εννοήσουν οι άφρονες, ότι εκείνος δικαίως επιθυμούσε να θανατωθεί για την αγάπη του Χριστού, ο Οποίος τόσα φρικτά μαρτύρια υπέστη για τη δική μας σωτηρία, μιμούμενος το Πάθος Του.
7. Φιλοξενεί τους δημίους του.
Οι διώκτες του τον καταζητούν και μπαίνουν στο σπίτι του, αγνοώντας ποιος είναι ο οικοδεσπότης. Ο Λογγίνος εγνώρισε από πνεύμα Άγιο τι τον ήθελαν. Παρ' όλα αυτά τους είπε με φωνή ήρεμη και γεμάτη καλωσύνη.
› Μην ανησυχείτε, εγώ θα σας τον υποδείξω αυτόν που ζητείτε.
Ανίκητη μυστική έλξη προς το μαρτύριο αποδεικνύεται, κυρίως, η αγάπη προς τον Κύριο. Ο Λογγίνος φλογερός εραστής του θείου Νυμφίου επιθυμεί να αποθάνει στην παλαίστρα, να ενωθεί με τον Χριστό. Νοσταλγεί την Άνω Ιερουσαλήμ και σπεύδει να Τον συναντήσει.
Επειδή εγνώριζε προ του μαρτυρίου, πόση ευχαρίστηση επρόκειτο να απολαύσει μετά τον θάνατό του, σκεπτόμενος έλεγε προς τον εαυτό του: «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά» (Ρωμ. Ι' 15, Ησαΐου νβ' 7).
› Τώρα , αξιώνομαι να ίδω τους ουρανούς ανοιγμένους, να ιστορήσω τη δόξα του μονογενούς Υιού του Πατρός, να θωρήσω την ανέκφραστη αστραπή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τώρα, θα είπω, Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου, όπως ο πρώτος των Μαρτύρων, Στέφανος. Τώρα, απέρχομαι στην ανωτάτη χρυσόπυργο Ιερουσαλήμ, όπου είναι η πατρίδα των αγγέλων και η μητρόπολη όλου του χορού των αγίων...Τώρα, γυμνώνομαι από τον πήλινο χιτώνα, ελευθερώνομαι από τους πολυστενάκτους δεσμούς της σάρκας και απαλλάσσομαι από τη φθορά. Ενδύομαι με τη μεγάλη χαρά, την αφθαρσία και πηγαίνω προς το λιμένα εκείνον της ζωής, όπου κατοικούν οι άγιοι. Ευφραίνου, λοιπόν, ψυχή μου, γιατί πηγαίνεις προς τον Σωτήρα και Ποιητή σου. Δείξε, ώ Λογγίνε, ευχάριστο και γελαστό πρόσωπο, γι' αυτή σου την κλήση.
Με αυτές τις σκέψεις που έκαμε, επήρε ο μακάριος τους δημίους στο σπίτι του. Μάλιστα, έδωκε εντολή στους οικείους του:
› Πολυτελή παραθήσωμεν τράπεζαν, τοις επί το δείπνον ημών καλούσι το βασιλικόν.
Οποία θεία φιλοσοφία κρύβεται στους λόγους του μελλοθανάτου. Οι δήμιοι φονεύοντας το Μάρτυρα προσκαλούν στο βασιλικό Δείπνο του Ουρανού. Ο Μάρτυς Λογγίνος οραματίζεται το Ουράνιο Δείπνο, θεωρεί ευεργέτες τους δημίους και παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με αυτούς. Αφού τους εφιλοξένησε πλουσιώτατα, τους ερώτησε για ποια αιτία ζητούσαν το Λογγίνο.
Εκείνοι ανύποπτοι, αφού τον όρκισαν να μην ανακοινώσει σε κανένα την υπόθεση, του ανέφεραν ότι ο Τιβέριος έγραψε στον Πιλάτο μα θανατώσει τον πρώην Εκατόνταρχο και τους δύο στρατιώτες που τον ακολούθησαν.
Τότε, ο Λογγίνος, ερώτησε να μάθει τα ονόματα των στρατιωτών και αφού βεβαιώθηκε ότι πρόκειται περί των συντρόφων του, τους είπε:
› Αναπαυθείτε δύο μέρες στο σπίτι μου, γιατί αυτοί οι τρεις έρχονται εδώ μεθαύριο και θα σας τους παραδώσω, χωρίς να πάτε εσείς να τους αναζητήσετε.
Αυτό το είπε, γιατί οι άλλοι δύο έλειπαν σε κάποια υπηρεσία.
Έχοντας πόθο να μαρτυρήσουν και οι τρεις μαζί, τους ειδοποίησε να επιστρέψουν αμέσως. Εν τω μεταξύ ο Λογγίνος περιποιήθηκε τους δημίους του πλουσιοπάροχα, σαν τέλειος μαθητής του Δεσπότου Χριστού. Το επικείμενο μαρτύριο, καθόλου δεν τον εμπόδισε στη φιλοξενία των ανθρώπων που μετ' ολίγον θα τον αποκεφάλιζαν.
Απεναντίας έχαιρε και περίμενε πότε να επιστρέψουν οι αδελφοί-στρατιώτες του.
8. Αποκαλύπτεται στους δημίους του.
Όταν άκουσε πως έρχονταν και οι άλλοι δύο, τότε είπε προς τους δημίους του ο Λογγίνος:
› Αγαπητοί μου φίλοι, ήλθε η ώρα να σας ανακοινώσω το μυστικό, που σας έκρυβα μέχρι τώρα. Εγώ είμαι ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, τον οποίον εσείς ζητείτε.
Εκείνοι, μόλις άκουσαν την πληροφορία - απο0κάλυψη, εξεπλάγησαν. Επειδή τον έβλεπαν με πρόσωπο χαρωπό στην αρχή δεν τον επίστευσαν. Όταν όμως, βεβαιώθηκαν ότι αυτός ήταν ο καταζητούμενος, επόνεσε η ψυχή τους και βαρειά αναστέναξαν. Τους έτυπτε η συνείδησή τους, γιατί ήταν υποχρεωμένοι να του ανταποδώσουν τέτοιο κακό, παρ' ότι τους εφιλοξένησε με τόση καλωσύνη και αγάπη, γνωρίζοντας ότι ήταν οι δήμιοί του. Του έλεγαν δε, με πόνο και θλίψη:
› Γιατί, φίλε Λογγίνε, έκαμες τέτοιο εγχείρημα να υποδεχθείς τους δημίους σου στο σπίτι σου και η φιλοξενία τους να γίνει για σένα θάνατος; Τι σε έκανε να φιλοξενήσεις τόσο πλούσια τους σφαγείς σου, επί τρεις ημέρες;
Πήγαινε εις ειρήνην, ώ άνθρωπε, ας είναι η ζωή σου χάρισμα για το μισθό της φιλοξενίας σου. Φοβούμεθα να βάλουμε το μαχαίρι στο λαιμό σου. Ευλαβούμεθα το αλάτι και τα φιλεύματα που φάγαμε στο σπίτι σου. Φοβούμεθα ακόμα το Θεό, ου είναι ο έφορος της φιλοξενίας. Πώς να σηκώσουμε τα χέρια μας επάνω σου; Δειλιάζουν, όχι μόνο τα χέρια μας, αλλά και τα πόδια μας και όλο το σώμα. Πώς να κάνουμε τέτοιο κακό; Δεν μπορούμε να γίνουμε φονευτές του ευεργέτου και ξενοδόχου μας. Καλλίτερα να κινδυνεύσουμε από τον Πιλάτο, παρά να μολύνουμε τη συνείδησή μας και να διαπράξουμε ένα τέτοιο ανοσιούργημα.
Αυτά έλεγαν οι δήμιοι, στρατιώτες του Πιλάτου, διότι συμπονούσαν τον Άγιο. Αλλ' εκείνος }πρόθυμος και εύψυχος αθλητής» δεν παραιτείται του αγώνα υπέρ του ονόματος του Κυρίου και προς αυτούς «ευθαρσώς αποκρίνεται».
› Γιατί φθονείτε τα αγαθά, που μου δίνετε παρά τη θέλησή σας; Γιατί οδύρεσθε για τον θάνατό μου, που είναι η απαρχή της ζωής μου και βασιλεία αιώνιος; Μη λυπείσθε, φίλοι μου, αλλά παρηγορηθείτε, διότι τούτο το τέλος μου προξενεί αιώνιο αγαλλίαση, αφού με αξιώνει να συνευφραίνομαι πάντοτε στον Παράδεισο με το Δεσπότη μου Χριστό. Αυτός είναι Θεός αληθέστατος, όπως - όλα τα κτίσματά του κατά την ώρα του εκουσίου πάθους του - ομολόγησαν. Ο ουρανός εμαύρισε. Ο ήλιος εσκοτίσθη. Η γη εταλαντεύθη. Οι πέτρες εσχίσθηκαν. Και εγώ να γίνω αναισθητότερος από τα λιθάρια και τα άλλα κτίσματα; Να μη γνωρίσω τον κτίστη μου; Μη θελήσετε να με δείτε προδότην της ζωής κι' αποστερημένον της θείας χάριτος. Φοβούμαι, ότι θα εύρω κατήγορον την κτίσιν αν δείξω τέτοια απιστία. Δεν πρόκειται να αρνηθώ Εκείνον, τον οποίον άπαξ ωμολόγησα. Μη θελήσετε να ζημιωθώ την δόξαν εκείνην. Μη γένοιτο.
Αυτά και έτερα, έλεγε ο Άγιος, για να πείσει τους απεσταλμένους να εκτελέσουν τη διαταγή που πήραν από τον Πιλάτο. Εν τω μεταξύ έφθασαν και οι δύο σύντροφοι του Λογγίνου. Μόλις τους αντίκρυσε, χάρηκε πάρα πολύ και αφού τους αγκάλιασε και τους κατεφίλησε αδελφικά, τους είπε:
› Χαίρετε, ώ συστρατιώτες του Χριστού, νικητές των θείων αγώνων και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Χαίρετε, γιατί άνοιξε για μας η πύλη του Ουρανού και άγγελοι του Θεού μέλλουν να παραλάβουν τις ψυχές μας και να τις προσφέρουν στο μονογενή Υιό του Θεού. Ιδού, βλέπω τις λαμπάδες και κατοπτεύω τα στεφάνια και τα βραβεία στοχάζομαι, με τα οποία θα σταθούμε προ του βήματος του Νυμφίου, αγαλλόμενοι.
Το θαύμα οφείλεται στην πίστη την «δι' αγάπης ενεργουμένην» (Γαλάτ. ε' 6). Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος ντύνεται «στολήν καθαράν...ως επί γάμον και νυμφώνα καλούμενος», ευφραίνεται, μελετά τη θυσία του μαρτυρίου και βαδίζει χαίροντας προς τον Κύριο και Δεσπότη.
Μία μόνο επιθυμία είχε. Το σώμα του ήθελε να ενταφιασθεί σ' ένα λόφο, τον οποίον και υπέδειξε στους «φίλους» του δημίους.
9. Η αποκεφάλιση του Εκατοντάρχου και των δύο στρατιωτών του.
Ο άγιος Λογγίνος εραστής του Εσταυρωμένου, έχοντας το πλήρωμα της αγάπης προς το Χριστό και τους δημίους, πείθει τους φιλοξενηθέντες στρατιώτες - δημίους, κάμπτει το γόνατο, αποκεφαλίζεται και εγγράφεται στους χορούς των Αποστόλων και Μαρτύρων. Ακολούθως και οι σύντροφοί του πανευτυχείς, λαμπροστολισμένοι, έσκυψαν τις τίμιες κεφαλές τους και οι απεσταλμένοι τις απέκοψαν, εκτελώντας το αυτοκρατορικό πρόσταγμα. Έτσι, προστέθηκαν και αυτοί οι δύο στους πρώτους υπέρ του Χριστού ενδόξους Μάρτυρες.
Η αποκεφάλισή τους έλαβε χώραν την 16ην Οκτωβρίου. Οι μακάριες ψυχές των τριών «Αθλητών» της πίστεώς μας ανέβηκαν παρευθύς στα ουράνια, για να συναντήσουν τον νικητή του θανάτου, τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος υπέρ της σωτηρίας αυτών και όλου του κόσμου απέθανε.
Όντως, στο Λογγίνο και στους δύο στρατιώτες του «εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνο εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλιπ. α' 29).
Είναι γεγονός, ότι η πίστη και ο μαρτυρικός θάνατος του Εκατοντάρχου, ο οποίος θανατώθηκε γιατί εκήρυττε την Ανάσταση του Κυρίου, ως και το μαρτύριο των δύο στρατιωτών του, για τον ίδιο λόγο αποτελούν, θα λέγαμε, αμάχητη απόδειξη της Αναστάσεως του Κυρίου εκ νεκρών.
Οι δήμιοι, μετά την αποκεφάλιση, πήραν την κεφαλή του Μάρτυρα Λογγίνου και την έφεραν στον Πιλάτο για να βεβαιωθεί πως τον θανάτωσαν και να ευφρανθούν και οι Ιουδαίοι βλέποντας αυτή.
Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν την κεφαλή του Εκατοντάρχου Λογγίνου, χάρηκαν και έδωκαν στους δημίους - στρατιώτες πολλά αργύρια. Ο Πιλάτος, για να ικανοποιήσει πιο πολύ τους μοχθηρούς Ιουδαίους, διέταξε και πέταξαν την τίμια κεφαλή του Μάρτυρα περιφρονητικά, έξω από την Πόλη. Αλλά ο Κύριος, για τον Οποίον κόπηκε η τιμία αυτή κεφαλή, δεν την άφησε να μείνει καταφρονημένη εκεί στις ακαθαρσίες που την έρριψαν. Την εφύλαξε αοράτως και δεν έπαθε καμία αλλοίωση, παρ' ότι έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα μέσα σε βρώμικο τόπο.
Όχι μόνο το σημείο τούτο ετέλεσε, αλλά και άλλο πιο θαυμαστό.
10. Χήρα ανευρίσκει την τιμία κεφαλή του Μάρτυρα, μετά από όνειρο
Μία γυναίκα χήρα ήταν τυφλή και είχε μικρή παρηγορία στη χηρεία της και την τυφλότητά της ένα γυιό μονάκριβο. Αυτή, λοιπόν, είχε στο Θεό μεγάλη πίστη και ευλάβεια. Γι' αυτό, μίαν ημέρα πήρε το ραβδί της και με οδηγό το γιο της έφυγε για τα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Ήλπιζε, ότι ο Δεσπότης Χριστός, ως παντοδύναμος που είναι, θα την ελυπείτο και θα της έδινε το φως της.
Όταν έφθασε στους Αγίους Τόπους, επήρε χώμα και με ευλάβεια το έβαλε επάνω στα μάτια της. Δυστυχώς όμως, δεν αποκαταστάθηκε η όρασή της . Κοντά σ' αυτή τη στενοχώρια, τη βρίσκει κι' άλλη μεγαλύτερη συμφορά. Απρόοπτα, αρρώστησε ο γιος της, τον οποίο είχε - αντί των ματιών της - οδηγό και βοήθεια και απέθανε. Έκλαιε η ταλαίπωρη και οδυρόταν για τις συμφορές που την είχαν εύρει και έλεγε:
› Διατί, Κύριέ μου, με εγκατέλειπες τελείως την ταλαίπωρη; Εβαρύνθη εις εμέ η αγία σου χειρ και έκαμεν εις όλους παραβολήν και αισχύνονται εις εμέ οι δούλοι σου; Τάχα, εγώ μόνο αμάρτησα και δια τούτο μόνη κολάζομαι και με εστέρησες του μονογενούς μου υιού, το οποίον είχα αντί του φωτός των οφθαλμών μου; Ποία ελπίς σωτηρίας και παραμυθίας μου έμεινεν; Ώ γλυκύτατον τέκνον μου. παρηγορία του πάθους μου, τι να γίνω η ταλαίπωρος; Πώς να κυβερνηθώ χωρίς εσέ;
Αυτά και άλλα παρόμοια μοιρολόγια, κατά τη συνήθεια των γυναικών, έλεγε η δυστυχής εκείνη γυναίκα. Καθώς ήταν κουρασμένη, από τον πόνο και τα δάκρυα, την πήρε ο ύπνος. Και, ώ του θαύματος! Βλέπει στο όνειρό της τον Άγιο Λογγίνο, ο οποίος, όχι μόνο της έδωκε κουράγιο, αλλά της υποσχέθηκε ότι θα γίνει καλά:
› Εγώ είμαι ο Λογγίνος ο Εκατόνταρχος, ο οποίος, όταν οι Εβραίοι σταύρωσαν το Χριστό και Σωτήρα μας, ομολόγησα ότι είναι Θεού Υιός και ο Πιλάτος, κατά διαταγήν του Τιβερίου, έστειλε στρατιώτες και με αποκεφάλισαν στην πατρίδα μου, την Καππαδοκία. Για να πεισθούν δε οι αιμοχαρείς Εβραίοι έφεραν την κεφαλήν μου εδώ και την έρριψαν εις την κοπριάν έξω της πόλεως. Ύπαγε, λοιπόν, εις τον τόπον αυτόν σκάλισε βαθέως εις την κοπριάν και θέλεις εύρεις την κεφαλήν μου. Έγγισον αυτήν εις τους οφθαλμούς σου και θα αναβλέψης. Τότε, θα σου δείξω και τον υιόν σου εις πόσην δόξαν ευρίσκεται και θα παρηγορηθής δια τα παθήματά σου.
Μόλις εξύπνησε η τυφλή επήγε στο τόπο που της είπε ο Άγιος, με κόπο πολύ, βοηθουμένη από άλλον, άρχισε δε με προθυμία να σκαλίζει την κοπριά με τα χέρια της. Και, ώ του θαύματος! Καθώς ερευνούσε βρήκε την τιμία κεφαλή του Αγίου Λογγίνου.
11. Η τιμία κεφαλή του Αγίου θαυματουργεί.
Η χαρά της τυφλής ήταν πολύ μεγάλη. Κατασυγκινημένη ακούμπησε την τιμία κεφαλή, όπως της είπε ο Άγιος στον ύπνο της, στα μάτια της και αμέσως ανέβλεψε. Ο ατίμητος αυτός θησαυρός έλαμπε σαν αστέρι υπέρλαμπρο. Ασπαζόταν, λοιπόν, και κατεφίλει - με θερμότατα δάκρυα - την τιμία κεφαλή του Μάρτυρα Λογγίνου. Δοξολογούσε το Θεό, διότι της έδωκε το φως της και ευχαριστούσε τον Άγιο για τη βοήθειά του. Έπειτα, αφού εκαθάρισε με επιμέλεια την τιμία κεφαλή του Αγίου, την άλειψε με μύρα και επέστρεψε στο σπίτι της, έχοντας προστασία, συντροφιά και ευλογία ένα τέτοιο πολύτιμο μαργαρίτη.
Κατά την επομένη νύχτα φάνηκε πάλι στον ύπνο της ο Μάρτυρας, κρατώντας το γιό της στην αγκαλιά του, σαν παιδί του. Ήταν δε ο γιός της ντυμένος με πλούσια ενδύματα γάμου και χαρούμενος. Τότε, της είπε ο Άγιος.
› Ιδέ τον υιόν σου, δια τον οποίον εθρήνεις, πόσην απόλαυσιν εύρε, μη λυπήσαι λοιπόν, αλλά χαίρε, ότι ο Θεός τον αξίωσε της Βασιλείας Του και μου τον έδωκε συνοδείαν, να μη αποχωρισθή ποτέ από εμέ. Λάβε, λοιπόν, την κεφαλήν μου και το λείψανον του υιού σου και θάψον εις ένα τάφον αμφότερα, ευχαρίστει δε τον Κύριον, όστις τον ανέπαυσεν εις τόσην δόξαν και ευφροσύνην αιώνιον.
Αυτά, μόλις άκουσε η γυναίκα, έβαλε σε θήκη την κεφαλή του Μάρτυρα και το λείψανο του γιού της και τα μετέφερε στην πατρίδα του αγίου, την Καππαδοκία, στην κωμόπολη Σανδιάλη. Παραδόξως και αυτή έπαθε το ίδιο, που έπαθε και ο Σαούλ. Διότι , καθώς εκείνος ζητούσε τους όνους του πατέρα του και βρήκε - παρ' ελπίδα - βασιλεία, έτσι κι΄ αυτή, καθώς ζητούσε να απολάβει το φως των ματιών της και αυτό έλαβε και θερμόν προστάτην τον Άγιον Λογγίνο βρήκε.
Μετά ταύτα, έκτισε Εκκλησία προς τιμή του Αγίου και αποθησαύρισε σε αυτή την ιερά κεφαλή του Μάρτυρα. Έτσι, απόκτησε για τον εαυτό της, αλλά και για όλους τους συμπατριώτες της Χριστιανούς πηγή ιαμάτων. Στις ευχαριστίες που ανέπεμπε προς τον Θεό, έλεγε:
› Τώρα εγνώρισα πόσων αγαθών αξιούνται όσοι αγαπώσι τον Κύριον»! Οφθαλμούς εζήτουν σώματος, εγώ δε και τους του πνεύματος έλαβον, ελυπούμην δια την ζημίαν του τέκνου μου και είδα αυτό εις δόξαν μεγάλην, συγκληρονόμον των Αγίων, πλησίον Θεού παριστάμενον, συναυλιζόμενον μετά των Προφητών και των Μαρτύρων και μετά του Εκατοντάρχου Λογγίνου, ενδεδυμένους λαμπρότατα και ψάλλοντας ομού ωδήν επινίκιον, λέγοντες την ιεράν εκείνην φωνήν. «Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος (Ματθ. κζ' 54) και έστι και έσται η Βασιλεία Αυτού αιώνιος και η δεσποτεία Αυτού ατελεύτητος. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
12. Παρεκκλήσιο του Αγίου στο Ναό της Αναστάσεως.
Εντός του πανθαυμάστου κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως, όπου ο Ιερός Γολγοθάς και ο ζωηφόρος Πανάγιος Τάφος, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ανήγειρε προς τιμήν του αγίου Λογγίνου, ακριβώς όπισθεν του Ιερού του ναού των Ορθοδόξων, παρεκκλήσιο.
Το παρεκκλήσιο ανήκει στους Ορθοδόξους και μέσα σ' αυτό φυλάσσεται μέρος από τα κομμάτια του Γολγοθά, που κόπηκαν για την ανοικοδόμηση του Ναού της Αναστάσεως το έτος 1810 μ.Χ.
Κατά μία πληροφορία, στην τοποθεσία όπου βρίσκεται το παρεκκλήσιο, ενταφιάσθηκε η τιμία κάρα του Αγίου, ενώ κατ' άλλους, είναι η θέση στην οποία βρισκόταν ο Άγιος, όταν θαυματουργικά πετάχθηκε στον «πάσχοντα οφθαλμό του» σταγόνα αίματος - κατά τη Σταύρωση του Κυρίου - και τον εθεράπευσε (κατά τον αείμνηστο ιεροκήρυκα Δημ. Παναγόπουλον).
Οι προσκυνητές του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως δε χάνουν και την ευκαιρία να προσέλθουν και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Λογγίνου. Θα σταθούν με ευλάβεια και ταπείνωση και θα ζητήσουν στη δέησή τους να αποκτήσουν και αυτοί, αν όχι το θριαμβευτικό μαρτύριό του, τουλάχιστον τα χάρισμα της καλής ομολογίας.
13. Ανέγερση ναϋδρίου επ' ονόματι του Αγίου.
Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι, με ιδιαιτέρα χαρά - ο ευσεβής Ελληνικός λαός - πληροφορήθηκε από το περιοδικό «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» (φύλλο 462/1988) την απόφαση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου να ανεγείρει ναΰδριο προς τιμήν του Αγίου Λογγίνου, του Εκατοντάρχου, στο χωριό Πύργοι - Εορδαίας, το οποίο κατά την εποχή της κατοχής είχε 318 νεκρούς - μάρτυρες, σφαγιασθέντες από τις χιτλερικές ορδές. Το ναΰδριο αυτό θα είναι μοναδικό στην Ελλάδα επ' ονόματι του γενναίου τούτου Ομολογητού της πίστεώς μας και των συμμαρτυρησάντων δύο στρατιωτών του.
Επίσης, πρέπει να γνωρίσουμε προς τους ευσεβείς αναγνώστες, ιδία δε προς τους φιλακολούθους, ότι ο Οσιολογιώτατος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Υμνογράφος της Εκκλησίας μας το έτος 1987 συνέταξε στο Άγιον Όρος, εις τον γενναίον τούτον Ομολογητήν και Μάρτυρα Ασματική Ακολουθία μετά Παρακλητικού Κανόνος.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τὸν Ἥλιον τῆς δόξης Σταυρῶ προσηλωθέντα, καὶ τοὶς ἐν σκιᾷ τοῦ θανάτου ἐκλάμποντα ὡς εἶδες, ηὐνάσθης αὐτοῦ ταὶς ἀστραπαίς, καὶ ἤθλησας Λογγίνε εὐσεβῶς, διὰ τοῦτο νοσημάτων παντοδαπῶν, λυτρούσαι τοὺς ἐκβοώντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύvως γέγηθεν ἡ Ἐκκλησία, ἐν τῇ μνὴμη σήμεροv, τοῦ ἀοιδίμου ἀθλητοῦ, Λογγίvου ἀνακραυγάζουσα. Σὺ μου τὸ κράτος, Χριστὲ καὶ στερέωμα.
Ὁ Οἶκος
Τὸν οὐρανὸν σκότει πολλῷ, τὴν γῆν τε σειομένην, καὶ πέτρας ῥηγνυμένας, ναοῦ τε τὸ καταπέτασμα σχισθὲν εἰς δύο θεωρῶν ἐν τῷ θείῳ πάθει τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀθλητής, Θεοῦ Υἱὸν αὐτὸν ἐγνώρισε, πάσχοντα τῇ οἰκείᾳ εὐσπλαγχνίᾳ, ἀπαθῆ δὲ ὄντα τῇ θεότητι καὶ δόξῃ, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ Πνεύματι Ἁγίῳ συνέχοντα τὸ πᾶν καὶ διακρατοῦντα, ὡς Θεὸν ἀληθινὸν καὶ Βασιλέα· ὅθεν ἐν χαρᾷ Λογγῖνος ἀνακραυγάζει· Σύ μου τὸ κράτος Χριστὲ καὶ στερέωμα.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος γεννήθηκε στην Γαλάτη της Παφλαγονίας (Μικρά Ασία) το 948 ή το 958 (κατά τον Π.Κ.Χρήστου).
Η ζωή του αγίου Συμεών συμπίπτει σε μεγάλο μέρος με τη βασιλεία του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου (976-1025).Σε ηλικία περίπου έντεκα χρονών οι γονείς του τον έφεραν στην Κωνσταντινούπολη, για να σπουδάσει στα σχολεία της πρωτεύουσας και να μπει στη συνέχεια στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Ο θείος του Βασίλειος κατείχε σημαντική θέση στην αυλή. Ο νεαρός όμως Συμεών αρνήθηκε την μεγάλη αυτή τιμή καθώς και το να συνεχίσει τις σπουδές του μετά το γυμνασιακό στάδιο, σε ανώτατες σχολές. Φαίνεται ότι για ένα διάστημα έζησε την άτακτη ζωή ενός νέου της πρωτεύουσας. Τελικά γνώρισε τον άγιο Συμεών τον Ευλαβή (917-987), γέροντα μοναχό της Μονής του Στουδίου. Συνεχίζει να εργάζεται όπως και πριν μέσα στον κόσμο, αλλά επισκέπτεται συχνά τον πνευματικό του πατέρα.
Ο Συμεών ο Στουδίτης στην αρχή του έδωσε ένα ελάχιστο πρόγραμμα ασκητικής ζωής, και για ανάγνωσμα τον «Πνευματικό Νόμο» του Μάρκου του Μοναχού. Τότε έζησε και την πρώτη του εμπειρία. Τον πλημμύρισε το άκτιστο φως και τον γέμισε χαρά, έτσι που έχασε τον εαυτό του και τον γύρω του κόσμο. Αυτή όμως η πρώτη καρποφόρα περίοδος, που ο άγιος Συμεών απέδιδε στις προσευχές του πνευματικού του πατέρα, δεν κράτησε πολύ. Ξαναγύρισε στην κοσμική και άστατη ζωή που ζούσε πριν. «Εις λάκκον και και ιλύν βυθού αισχρών εννοιών τε και πράξεων εμαυτόν ο άθλιος εναπέρριψα, κακεί κατελθών τοις εγκεκρυμμένοις εν τω σκοτεί περιέπεσον, εξ ων ουκ εμαυτόν εγώ μόνον, αλλ’ ουδέ ο σύμπας κόσμος εις εν αθροισθείς εκείθεν αναγαγείν με και των χειρών αυτών εξελέσθαι ηδύνατο». Φαίνεται ότι ακόμα και σ’ αυτή την περίοδο, που κράτησε έξι ή επτά χρόνια, ο άγιος Συμεών δεν διέκοψε ολότελα τις σχέσεις του με τον πνευματικό του πατέρα. Τελικά θαυματουργικά απελευθερώνεται και μπαίνει δόκιμος στη Μονή του Στουδίου σε ηλικία 27 ετών. Λίγο αργότερα ο ηγούμενος τον κάλεσε και του ζήτησε να εγκαταλείψει τον πνευματικό του πατέρα.
Ο Συμεών αρνήθηκε και εγκατέλειψε την Μονή του Στουδίου. Μπήκε ως δόκιμος στο γειτονικό μοναστήρι του αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου. Έγινε σύντομα μοναχός, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά τρία χρόνια σε ηλικία 31 χρονών εκλέχθηκε ηγούμενος από τους μοναχούς του αγίου Μάμαντος με τη συγκατάθεση του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη. Γίνεται διάσημος στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι τον τιμούν και άλλοι του επιτίθενται.
Μετά τα πρώτα εύκολα βήματα στην πνευματική ζωή, που τον οδήγησαν γρήγορα στην θεωρία του ακτίστου φωτός, πορεύεται τον δύσκολο δρόμο της ασκήσεως με υπομονή για να συντελεστεί η αφομοίωση της Χάρης. Μετά από μεγάλο και τραχύ διάστημα ασκητικού αγώνα αξιώθηκε να δει πάλι το άκτιστο φως, αλλά αμυδρότερα. Οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται από την αντίδραση των ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν το νόημα των πνευματικών του αγώνων. Παρά τις πολυάριθμες εμπειρίες δεν έχει γνωρίσει ακόμη τον Θεό και αισθανόταν βαθιά ανικανοποίητος. Τελικά μέσα στο άκτιστο φως βιώνει προσωπική συνάντηση και κοινωνία με τον Χριστό. Στη συνέχεια αυτή η κατάσταση γίνεται μόνιμη. Από αγάπη προς τον πλησίον και από τη μεγάλη του επιθυμία να κάνει όλο τον κόσμο μέτοχο αυτής της χάρης, φανερώνει στους άλλους την εμπειρία του και τους προτρέπει ν’ ακολουθήσουν αυτόν τον πνευματικό δρόμο. Πλέον αισθάνεται την βεβαιότητα ότι δεν είναι αυτός που καλεί αλλά ότι ο Ίδιος ο Χριστός καλεί τους ανθρώπους δια του αγίου Συμεών.
Το μοναστήρι του ήταν σε άθλια κατάσταση. Αγωνίζεται για την ανοικοδόμηση του και για την πνευματική καθοδήγηση των μοναχών. Πάντα κήρυττε την δυνατότητα της ένωσης με τον Θεό στην παρούσα ζωή. Ο δρόμος που οδηγεί σε αυτή την ένωση, η εφαρμογή των εντολών του Χριστού, η οδός η στενή και τεθλιμμένη του σταυρού, οι ασκητικοί αγώνες. Τονίζει ότι αρχίζουμε να συμμετέχουμε στην ανάσταση του Χριστού ήδη από τον παρόντα κόσμο. Ήδη από εδώ αρχίζουμε να βλέπουμε τον Χριστό. Η διδασκαλία δεν απευθυνόταν σε ερημίτες και αναχωρητές μοναχούς. Απευθυνόταν σε συνηθισμένους μοναχούς ενός κοινοβίου της πρωτεύουσας και σε έναν ευρύτερο κύκλο πιστών.
Ο άγιος Συμεών είχε πεποίθηση ότι στα λόγια και τη διδασκαλία του εμπνεόταν από το άγιο Πνεύμα. Διευκρινίζει ότι μιλάει τόσο συχνά για τον εαυτό του και για τις εμπειρίες του επειδή θέλει και τα πνευματικά του παιδιά να μοιραστούν τα ίδια με αυτόν δώρα.
Στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος έρχονται πολύ καινούριοι μοναχοί. Σχηματίστηκε μια ομάδα μαθητών πιστών και αφοσιωμένων. Ανάμεσα τους ένας πρώην επίσκοπος της Ιταλίας με το όνομα Ιερόθεος. Στο λαό της Κωνσταντινούπολης γίνεται όλο και περισσότερο γνωστός. Πολλά σημαντικά πρόσωπα τον επισκέπτονται αναζητώντας πνευματική καθοδήγηση. Μερικοί όμως από τη συνοδεία του δεν μπορούν να συνεχίσουν. Μια ψυχρότητα άρχισε να εισχωρεί. Δημιουργείται μια ομάδα που αντιδρά. Υπάρχει ένταση ανάμεσα στον άγιο Συμεών και σε μια μερίδα μοναχών.
Παρά την εχθρότητα που συναντούσε εξακολουθεί να καλεί τους μοναχούς, που ήταν κάτω από την καθοδήγηση του, σε μια ανώτερη πνευματική ζωή, που να αναζητά τον θείο φωτισμό. Δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά την άνοδο του στην ηγουμενία, ένα μέρος των μοναχών του αγίου Μάμαντος, περίπου 30, επαναστατούν εναντίον του.
Μια μέρα ενώ κήρυττε στην εκκλησία την ώρα του όρθρου, όπως συνήθιζε, τον διέκοψαν βίαια. Έπεσαν πάνω του «ωσεί θήρες» με την πρόθεση να τον πετάξουν έξω από το μοναστήρι. Η απόπειρα απέτυχε χάρη στην ηρεμία του αγίου Συμεών, που έμεινε «άσειστος» στη θέση του, «υπομειδιών και φαιδρόν ατενίζων προς τους αλάστορας». Οι επαναστάτες αφού έκαναν πολύ θόρυβο έσπασαν τις κλειδαριές της πόρτας του μοναστηριού και έτρεξαν διασχίζοντας την πόλη προς το Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης Σισσίνιος (995-998) εξόρισε από το μοναστήρι τους μοναχούς. Η ποινή ακυρώθηκε μετά από μεσολάβηση του αγίου Συμεών. Το 1005 παραιτήθηκε ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ηγουμενίας.
Ο άγιος Συμεών ταλαιπωρήθηκε επίσης λόγω της επίθεσης που δέχτηκε από τον πρώην μητροπολίτη Νικομηδείας Στέφανο. Ο Στέφανος ήταν πολιτική προσωπικότητα και παράγοντας της διπλωματίας, «ανήρ ελλόγιμος και επί σοφία και αρετή διαβόητος και πειθοί μαλάξαι ικανός γνώμην σκληράν και ατίθασσον».
Συνέβη κάποτε να συναντηθούν οι δύο άνδρες στο Πατριαρχείο και ο σύγκελος Στέφανος επωφελήθηκε από την ευκαιρία, για να θέσει μια δύσκολη θεολογική ερώτηση στον Συμεών, ελπίζοντας να τον παγιδέψει και να δείξει έτσι την άγνοια του.
› Πως χωρίζεις τον Υιόν από του Πατρός, επινοία ή πράγματι;
Ο άγιος υποσχέθηκε να δώσει γραπτή την απάντηση του. Στην απάντηση του ανασκευάζει τις προϋποθέσεις της ερωτήσεως του Στεφάνου, εξηγώντας την πραγματική έννοια των τριαδικών διακρίσεων στο Θεό, που είναι μέσα στις διακρίσεις Του αδιαίρετος και ένας κατά τη φύσι Του. Επίσης στηλιτεύει όλους εκείνους –και εδώ αναφέρεται στο σύγκελλο- που τολμούν να θεολογούν, χωρίς να έχουν μέσα τους το Πνεύμα του Θεού:
› … εκπορευθέν το Πνεύμα,
το Πανάγιον, εκ του Πατρός αφράστως
και απεστάλη δι’ Υιού τοις ανθρώποις·
ου τοις απίστοις ουδέ τοις φιλοσόφοις,
ου τοις ρήτορσιν ουδέ τοις φιλοδόξοις,
ου τοις μαθούσι συγγραφάς των Ελλήνων,
ου τοις τας γραφάς αγοούσι τας έσω,
ου τοις εξασκήσασι σκηνικόν βίον,
ου τοις λαλούσι τορνευτώς και πλουσίως,
ου τοις λαχούσι μεγάλων ονομάτων,
ου τοις τυχούσι φιλείσθαι παρ’ ενδόξων …
Η σύγκρουση ήταν ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τρόπους θεολογίας και κατανόησης της πνευματικής ζωής.
Γράφει σχετικά ο Π. Κ. Χρήστου:
«Ο Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος έζησε σ’ εποχή αξιοσημείωτης ακμής όλων των τομέων του δημόσιου βίου στο Βυζάντιο, πολιτικού, οικονομικού, πολιτιστικού, εκκλησιαστικού· σύμφωνα με την χρονολογία μου από το 958 έως το 1036. … Το Βυζάντιο είχε τώρα την άνεση να οργανώσει επάνω σε νέες βάσεις την ανώτατη παιδεία που επρόκειτο ν’ αποβεί πρότυπο για τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, τα οποία θα εμφανίζονταν λίγο αργότερα, να δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των επιστημών, να οργανώσει συστηματικά την κοινωνική μέριμνα … Ηγούμενος ακόμη, ο ευγνώμων μαθητής είχε συστήσει εορτασμό για τον διδάσκαλο (τον Συμεών τον Ευλαβή, τον Στουδίτη), ευθύς μετά τον θάνατό του. Τον εγνώριζε καλά από τα παιδικά του χρόνια κι επίστευε ότι δεν είναι σωστό να κρύβει τα θεία χαρίσματά του, ότι έχει χρέος να τα διακηρύσσει. Συνέταξε λοιπόν το συναξάρι του, εφιλοπόνησε εγκώμια και συνέθεσε ύμνους σ’ αυτόν. Ο εορτασμός συνεχίστηκε απρόσκοπτα μερικά έτη, αλλ’ έπειτα άρχισε η αντίδρασις. Το έναυσμα γι’ αυτήν Έδωσε ο Στέφανος, μητροπολίτης Νικομηδείας, ένας αξιόλογος ιεράρχης με σοβαρή μόρφωση και σημαντικές ικανότητες, αλλά δεμένος σφικτά με μια συμπεριφορά που συνδύαζε κοσμική συμβατικότητα με παραδοσιακή αυστηρότητα. Δεν ήταν διατεθειμένος ν’ ανεχθεί νεωτερισμούς σαν αυτόν που ήθελε να εισαγάγει ο Συμεών.
Το θέμα που τους εχώριζε δεν ήταν τόσο ασήμαντο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Δεν επρόκειτο για την καθιέρωση της μνήμης ενός επί πλέον αγίου, αλλά περί μιας θεμελιώδους αρχής της χριστιανικής πίστεως· αν δηλαδή το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στην Εκκλησία και σήμερα, όπως άλλοτε, ή έπαυσε η ενέργεια του· αν η πνευματική τελείωσις είναι κατάστασις που μπορεί να την κατακτήσουν και σήμερα οι πιστοί, όπως άλλοτε, ή είναι μια παρωχημένη υπόθεσις.
Ένας άλλος Συμεών, ο Μεταφραστής, λίγες δεκαετίες ενωρίτερα είχε διασκευάσει επί το λογιώτερο και ευσεβέστερο τους βίους αγίων και τους είχε εκδώσει στην μνημειώδη συλλογή του, το «Μηνολόγιο». Παρατηρώνταν υψηλός βαθμός σεβασμού προς τους αγίους αυτήν την εποχή· αλλά οι άγιοι ήσαν όλοι παλαιοί. Η γενική εντύπωσις ήταν τότε ότι η αγιότης είναι προνόμιο των παλαιών εποχών και δεν μπορεί να αναδειχθούν τώρα νέοι άγιοι. Και αυτήν την γνώμη εκπροσωπούσε ο Στέφανος Νικομηδείας. … Το κήρυγμα του Συμεών είναι ότι η τελειότης μπορεί να αποκτηθεί σε κάθε εποχή και ότι η αγιότης είναι προνόμιο όλων των εποχών και όλων των ανθρώπων· διότι το Πνεύμα ενεργεί και σήμερα. … Είναι αξιοσημείωτη η επιμονή του Συμεών στην προσπάθεια ανανεώσεως της λειτουργικής ζωής …»
(Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, “Άγιος Συμεών ο Θεολόγος του φωτός”, Π. Κ. Χρήστου, σελ. 9 και 12).
Η σύγκρουση κράτησε περίπου 6 χρόνια και τελείωσε στις 3 Ιανουαρίου 1009 με την εξορία του αγίου Συμεών. Τον εγκατέλειψαν μόνο χειμωνιάτικα χωρίς να του δώσουν ούτε τα αναγκαία για την διατροφή του. Ο σύγκελος έπεισε τον Πατριάρχη να δώσει εντολή να γίνουν έρευνες στο μοναστήρι με την ελπίδα ότι θα εύρισκε μεγάλα χρηματικά ποσά. Οι άνθρωποι του μπήκαν στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος, σπάζοντας τα πάντα και αρπάζοντας τα βιβλία και τα ρούχα του αγίου, χωρίς να βρουν κανένα θησαυρό. Τελικά ο άγιος Συμεών ανακλήθηκε από την εξορία και βρήκε στην Κωνσταντινούπολη το πλήθος των θαυμαστών του. Ο Πατριάρχης τον δέχθηκε με τιμή. Με την πατριαρχική διαιτησία τελείωσε γύρω στα 1010-1011 η σύγκρουση με τον σύγκελλο Στέφανο.
Το μίσος κατά της διδασκαλίας του Συμεών ήταν μεγάλο. Η αντίθετη παράταξη είχε τις απόψεις της, που τις θεωρούσε παραδοσιακές και ρεαλιστικές. Η θέση τους ήταν ότι η εποχή τους ήταν εντελώς διαφορετική από την εποχή των Αποστόλων και πως ήταν αδύνατο να μιμηθούνε τότε την αγιότητα τους· αυτός που διδάσκει κάτι τέτοιο ή αλαζόνας είναι ή τρελός. Για τον άγιο Συμεών όμως αυτές οι ιδέες ήταν μια σοβαρή παραμόρφωση του Ευαγγελίου και αγωνιζόταν να αποκαταστήσει την αυθεντική ευαγγελική ζωή που είχε ατονήσει. Πρώτα πρέπει κανείς να δει τον Θεό και μετά να μιλάει γι’ Αυτόν.
Εγκαταστάθηκε οριστικά πια στον τόπο της εξορίας του, εκούσια αυτή τη φορά και ολοκλήρωσε την επισκευή του μοναστηριού της αγίας Μαρίνας. Η φήμη του ως χαρισματούχου, ως ανθρώπου προικισμένου με προφητικά χαρίσματα που έκανε θαύματα, εξαπλώνεται όλο και πιο πολύ και τραβά κοντά του πλήθος ανθρώπων.
Παρά την προχωρημένη ηλικία του, πήγε να ξαναδεί την πατρίδα του και το πατρικό του σπίτι. Τελικά αρρωσταίνει. «Η δε νόσος ρύσις ην της γαστρός την ουσίαν κενούσα και τον σύνδεσμον των συνδραμόντων στοιχείων εις έκαστον απολύουσα. Έκειτο ουν ο μακάριος εφ’ ικανάς τας ημέρας τη νόσω κρατηθείς και την δύναμιν υπετέμνετο, τας σάρκας ετήκετο και του δεσμού παρελύετο». Έμεινε εντελώς παράλυτος και τον γυρνούσαν στο κρεβάτι με κάποια «μηχανή». «Μόλις μετά μηχανής τινος ένθεν και εκείθεν σαλεύοντες επάνω της κλίνης εστρέφομεν υπό της αρρωστίας κατεργασθέντα …». Τον είδαν όμως μια μέρα τέσσερεις και πλέον πήχεις πάνω από το έδαφος του κελλιού του να υπερίπταται και να προσεύχεται μέσα σε «ανεκλάλητο» φως.
Μετά από δεκατρία χρόνια ζωής στην εξορία ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος κοιμήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1021 ή του 1036 (κατά τον Π.Κ.Χρήστου). Όπως μας διηγείται ο βιογράφος του είχε προβλέψει την ημερομηνία του θανάτου του και τη μεταφορά των λειψάνων του, που έγινε μετά 30 χρόνια.
› Πώς και πυρ υπάρχεις βλύζον,
πώς και ύδωρ είς δροσίζον,
πώς και καίεις και γλυκαίνεις,
πώς φθοράν εξαφανίζεις;
Πώς θεούς ποιείς ανθρώπους,
πώς το σκότος φως εργάζη,
πώς ανάγεις εκ του άδου,
πώς θνητούς εξαφθαρτίζεις;
Πώς προς φως το σκότος έλκεις,
πώς την νύκτα περιδράσση,
πώς καρδίαν περιλάμπεις,
πώς με όλον μεταβάλλεις;
Πώς ενούσαι τοις ανθρώποις,
πώς υιούς Θεού εργάζη,
πώς εκκαίεις σου τω πόθω,
πώς τιτρώσκεις άνευ ξίφους;
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔλλαμψιν, Συμεὼν Πάτερ, εἰσδεξάμενος, ἐν τὴ ψυχή σου, φωστὴρ ἐν κόσμῳ ἐδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αὐτοῦ τὴν σκοτόμαιναν, καὶ πάντας πείθων ζητείν, ἣν ἀπώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αὐτὸν ἐκτενῶς ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
(Πηγή: Διακόνημα, Ορθόδοξος Συναξαριστής)
«Ἡμέρα χαρμόσυνος καί εὐφροσύνης ἀνάπλεως πεφανέρωται σήμερον» γιά τήν ἱστορική κωμόπολη τοῦ Ζαγκλιβερίου, καθώς ὕστερα ἀπό 249 χρόνια τό φωτόμορφο τέκνο της, ἡ ἄσπιλος ἀμνάς, ἡ καλλιπάρθενος νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἀκυλίνα ἐπιστρέφει δοξασμένη καί τιμημένη μέ τῆς ἀθανασίας τό ἀμαράντινο στέφανο στή γενέθλια γῆ. Εὐφραίνου λοιπόν καί ἀγάλλου ἔνδοξον Ζαγκλιβέριον «ἡ γάρ δόξα Κυρίου ἐπί σέ ἀνέτειλεν». Εὐφθανθεῖτε καί Σεῖς Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς Λαγκαδᾶ καί Ἱερισσοῦ, γιατί στά πρῶτα ἔτη τῆς Ἀρχιερατείας Σας ἀξιωθήκατε μεγίστων δωρεῶν παρά τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ὁ μέν πρῶτος νά ἀνεύρει τά μαρτυρικά λείψανα τῆς Ἁγίας στή Θεόσωστο Μητρόπολή του, ὁ δέ δεύτερος νά τά ὑποδεχθεῖ καί νά τά τιμήσει σήμερα στόν περικαλλῆ αὐτό Ναό.
«Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ». Οἱ Ἅγιοι εἶναι τά φωτεινά θέλγητρα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, πού μετέφρασαν καί ὑπομνημάτισαν τό Εὐαγγέλιο μέ τή ζωή τους. «Οἱ τά πάθη Χριστοῦ μιμησάμενοι καί τά πάθη ἡμῶν ἀφαιρούμενοι». Εἶναι οἱ τόνοι ἀπό τήν μουσική τοῦ αἰωνίου, πού μᾶς ξυπνοῦν ἀπό τόν θόρυβο τῶν παροδικῶν στιγμῶν καί μᾶς βοηθοῦν νά βροῦμε τόν προορισμό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι κατά τόν Μέγα Βασίλειο «ἡ μίμησις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά τό μέτρον τῆς ἐνανθρωπήσεως». Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἔγιναν «φῶτα θεουργικά πού φωτίζουν τό ἐν ἡμῖν σκότος», ἀφοῦ πέτυχαν νά μειώσουν στό ἐλάχιστο τίς στιγμές τῆς πτώσεως καί δείχνουν σέ μᾶς τό μυστικό τῆς ἁγιότητος πού εἶναι ὁ ἐξαγιασμός τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς. Αὐτοί πού κατά τόν Συμεών τόν νέο Θεολόγο ἔγιναν «Θεοί κατά χάριν, θεάνθρωποι κατά χάριν καί χριστοί κατά χάριν», ἀφοῦ ἀντέγραψαν στή ζωή τους τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἡ σκέψη τους νά γίνει χριστοσκέψη, ἠ αἴσθησή τους χριστοαίσθηση καί ἡ ζωή τους χριστοζωή.
Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα, τῆς ὁποίας τή μνήμη γιορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀνήκει στόν ἐκλεκτό χορό τῶν Ἑλλήνων Νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι στά δύσκολα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ἔδωσαν τήν μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς καί ἐθνικῆς συνειδήσεως. Μέ τή μαρτυρική θυσία τῆς ζωῆς τους ἀνέκοψαν τό κῦμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καί ἀποφεύχθηκε μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ ἐκτουρκισμός, ἀφοῦ σ’ αὐτή τήν τραγική γιά τό Γένος μας περίοδο θρησκευτικότητα καί ἐθνισμός εἶχαν ταυτιστεῖ. Μένοντας δηλαδή ὁ χριστιανός σταθερός στήν πίστη του διέσωζε ταυτόχρονα καί τήν ἐθνική του συνείδηση. Οἱ νεομάρτυρες ἀπετέλεσαν μόνιμη ἐνθαρρυντική δύναμη γιά τούς ἐθνομάρτυρες καί τούς λοιπούς ἐθνικούς ἀγωνιστές. Ἔγιναν σύμβολα ἀντιστάσεως τοῦ λαοῦ, στέργιωσαν τήν πίστη τῶν ραγιάδων καί ἔδωσαν ἐλπίδες καινούργιας ζωῆς. Τά μαρτυρολόγιά τους ἀπέβησαν οἱ πιό διαδεδομένες ψυχωφελεῖς διηγήσεις, πού παρηγοροῦσαν καί ἐνθάρρυναν τόν ἑλληνικό λαό. Δέν εἶναι καθόλου ὑπερβολή ἄν ποῦμε ὅτι ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση πραγματοποιήθηκε, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶχαν προηγηθεῖ οἱ νεομάρτυρες.
Τόσον ἡ ζωή καί τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας ὅσο καί ἡ ἀνεύρεση τῶν χαριτοβρύτων λειψάνων της εἶναι γεγονότα θαυμαστά.
Ἡ Ἁγία μας γεννήθηκε τό 1745 στό Ζαγκλιβέρι. Σέ μικρή ἡλικία βίωσε τίς συνέπειες τῆς μεγάλης ἔντασης μεταξύ τῶν Τούρκων καί τῶν χριστιανῶν τοῦ χωριοῦ μέ ἀφορμή τόν φόνο ἑνός Τούρκου ἀπό τόν πατέρα της, ὁ ὁποῖος γιά νά ἀποφύγει τήν ἀγχόνη ἐξισλαμίστηκε. Τό γεγονός αὐτό λύπησε βαθύτατα τήν Ἀκυλίνα καί τήν εὐσεβή μητέρα της, οἱ ὁποῖες ντύθηκαν στά μαῦρα καί κλείστηκαν στό σπίτι τους, θρηνώντας τόν δυστυχῆ ἀποστάτη. Τό 1764 ὁ ἐξωμότης πατέρας, προκειμένου νά ἱκανοποιήσει τήν ἐπιθυμία τοῦ Τούρκου Πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀγωνίζεται ἐπίμονα νά πείσει τή θυγατέρα του νά τουρκέψει, ὑποσχόμενος ὡς ἔπαθλο τόν γάμο της μέ τόν γιό τοῦ Τούρκου ἀξιωματούχου. Ἡ Ἀκυλίνα ὅμως ἔχει ἁγιότερους πόθους. Ὁ νυμφίος Χριστός καί ἡ ἐπουράνια βασιλεία του εἶναι τά ὁράματα τῆς ζωῆς της. Ἡ ἄρνησή της ἀπετέλεσε τήν ἀρχή μιᾶς σειρᾶς βασανιστηρίων, στά ὁποῖα δυστυχῶς πρωτοστατοῦσε ὁ πατέρας της, ὁ ὁποῖος μπροστά στό πάθος τοῦ φανατισμοῦ παρέβλεψε τούς φυσικότερους δεσμούς καί τά ἱερότερα αἰσθήματα. Ἔτσι δικαιώθηκαν γιά ἄλλη μιά φορά οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου: «Παραδοθήσεσθε δέ καί ὑπό γονέων καί συγγενῶν καί φίλων καί ἀδελφῶν, καί θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου» (Λουκ. κα΄ 16-17) καί «ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ» (Ματθ. ι΄ 36).
Ἀφοῦ τήν ἔδειρε ἄσπλαχνα, τήν ἔκλεισε νηστικιά σέ ἕναν σταῦλο γιά μερικές ἡμέρες. Στό τέλος ἔχασε τήν ψυχραιμία του καί κάλεσε τούς Τούρκους νά τήν παιδεύσουν οἱ ἴδιοι γιά νά τήν μεταπείσουν.
Τά μαρτύρια, στά ὁποῖα ὑποβάλλεται ἡ ἁγία εἶναι φοβερά. Τήν δένουν σέ μιά συκιά καί στή συνέχεια τή μαστιγώνουν. Ἀκολουθεῖ τό σύρσιμό της ἀπό τήν οὐρά ἑνός ἀλόγου στούς δρόμους τῆς κωμοπόλεως. Γυμνή τή χτυποῦν μέ βέργες ἰτιᾶς καί λυγαριᾶς καί μέ συρματένια σχοινιά. Στίς προκλητικές ἀπειλές ἑνός Τούρκου, ὁ ὁποῖος τήν ἀπείλησε ὅτι θά συνέτριβε τά ὀστᾶ της ἕνα πρός ἕνα, ἡ Ἁγία ἀπαντᾶ: «τί ὠρέχτηκα ἀπό τήν πίστιν σας νά ἀρνηθῶ ἐγώ τόν Χριστό μου, ἤ ἀπό ποῖα θαύματα τῆς πίστεώς σας νά πιστεύσω; οἱ ὁποῖοι βρωμεῖτε ἀκόμη ζωντανοί!». Μισοπεθαμένη τήν μετέφεραν στήν οἰκία της. Κατ’ ἄλλους τήν ἔρριξαν στήν πλατεία τοῦ Ζαγκλιβερίου. Ἐκεῖ τήν παρέλαβαν ἡ μητέρα της καί ὁ ἱερεύς τοῦ χωριοῦ, ὁ ὁποῖος τήν κοινώνησε. Ἡ μητέρα της τήν ἀγκάλιασε καί ρώτησε μέ ἀνυπομονησία: «Τί ἔκαμες παιδί μου;» καί ἐκείνη τῆς ἀπάντησε: «Μάνα κράτησα τό διαμάντι πού μοῦ ἔδωκες...» καί ἀμέσως παρέδωσε τήν ἁγιασμένη της ψυχή στόν Νυμφίο Κύριο, δικαιώνοντας τήν παύλεια ρήση, πώς «οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή ... δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η΄ 38-39). Ἦταν 27 Σεπτεμβρίου τοῦ 1764.
Ὁ ἱερός ὑμνογράφος, θαυμάζων τή γενναιότητα τῆς νεομάρτυρος, ἀναφωνεῖ: «Οὐ νεότης τοῦ σώματος, οὐ τό χαῦνον τοῦ θήλεος, τῆς Χριστοῦ ἀγάπης σε διεχώρισαν, ἀλλ’ ἀπτοήτως ὑπέμεινας, μαστίγων τήν ἔφοδον καί τυράννων ἀπειλάς, τῆς καρδίας τοῖς ὄμμασιν, ἀτενίζουσα, πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα ...».
Τό μαρτύριό της εἶναι κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο «συμμόρφωσις τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ».
Θαυμαστή ἡ γενναιότητα καί ἡ ἀνδρεία, μέ τήν ὁποία ἀντιμετώπισε τό μαρτύριο καί τόν θάνατο ἡ σήμερον ἑορταζομένη Ἁγία Ἀκυλίνα. Νεαρά κόρη, ἀδύνατη ὕπαρξη, παρουσιάζεται μέ ἡρωϊσμό ἀσυνήθιστο γιά τό φύλο καί τήν ἡλικία της καί αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι «Πάντα ἴσχυε ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι αὐτήν Χριστῷ».
Πέρασαν ἀπό τότε 249 χρόνια. Καί ὁ λαός τοῦ Ζαγκλιβερίου καί γενικότερα τῆς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ ἀναζητοῦσε τά ἁγιασμένα καί χαριτόβρυτα λείψανα τῆς νεομάρτυρος. Καί ὁ Θεός ἱκανοποίησε αὐτόν τόν πόθο. Καί τά λείψανα τῆς ἁγίας ἀνευρέθηκαν κατά τρόπον θαυμαστόν.
Τό ἐνύπνιον τῆς εὐσεβοῦς γυναίκας ἀπό τήν Ὀρμύλια Χαλκιδικῆς, πού εἶδε τήν ἁγία Κυράννα νά τῆς ἀποκαλύπτει: «Δέν εἶμαι μόνη μου ἐδῶ. Εἶναι μαζί μου καί ἡ φίλη μου, ἡ Ἀγγελίνα». Ὁ φωτισμένος, προσεκτικός καί συνετός χειρισμός τοῦ θέματος ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαγκαδᾶ κ. Ἰωάννη. Ἡ χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Γέροντος Μαξίμου τοῦ Ἰβηρίτου στόν ἐντοπισμό λειψάνων τῶν Νεομαρτύρων. Ἡ θεϊκή θεοσημεία ὅτι, ἐνῶ εἶχε καταπέσει χιών σέ ὅλη τήν περιοχή, στό εἰρημένο μέρος ἔξω τοῦ Ναοῦ τῶν Ταξιαρχῶν Ὄσσης δέν ὑπῆρχε κάτω ἀπό ἐντοίχιο σταυρό ἴχνος χιονιοῦ. Ἡ ἔγκυρη ἐπιστημονική ἐπιβεβαίωση τῆς γνησιότητας τῶν λειψάνων ἀπό ἐγκρίτους καθηγητές τῆς Ἰατροδικαστικῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ὁ ἐντοπισμός κοκκίνης ἀποχρώσεως στήν κάρα τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία, ὅπως ἀπεδείχθη, ἦταν τό καυστικό ὑγρό πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ Τοῦρκοι στά μαρτύρια, τό ὁποῖο ἐπέφερε βαρυτάτους πόνους, ἡ ἄρρητη εὐωδία τῶν ἱερῶν λειψάνων καί ἡ πιστοποίησή τους μέ πολλά σημεῖα, εἶναι γεγονότα θαυμαστά πού μᾶς γεμίζουν πνευματική χαρά καί μᾶς μεταφέρουν στήν δόξα τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
Ἄς ἔχει δόξα ὁ πανυπερτέλειος καί ἐνδοξαζόμενος στούς αἰῶνες Κύριος δι’ ὅσα θαυμαστά μᾶς ἀπεκάλυψε στούς χαλεπούς αὐτούς χρόνους, ἐπιβεβαιώνοντας γιά ἄλλη μιά φορά ὅτι «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν».
Ὕστερα ἀπό τήν παράθεση αὐτῶν τῶν θαυμαστῶν σημείων ἀπό τή ζωή, τό μαρτύριο καί τήν ἀνεύρεση τῶν λειψάνων τῆς νεομάρτυρος Ἁγίας Ἀκυλίνας, ἐπιτρέψτε μου μερικές χρήσιμες πνευματικές ἐπισημάνσεις ἀπό τή ζωή τῆς Ἁγίας.
1. Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἐνσάρκωση ἀπό μέρους της τοῦ ἀναστασίμου ἤθους, πού μεταφράζεται σέ ἀφοβία μπροστά στό θάνατο. Ἡ Ἁγία ἀπομυθοποιεῖ τόν θάνατο καί ἐπιθυμεῖ τό «ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι». Ἡ ἀφοβία της μπροστά στόν θάνατο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θερμῆς πίστεως στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Στήν περίπτωσή της ἔχουν πλήρη ἐφαρμογή τά παύλεια χωρία: «Τοῦ γνῶναι αὐτόν καί τήν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ» (Φιλ. β΄ 10) καί «ἡμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλ. α΄ 29). Ἡ νεομάρτυς Ἀκυλίνα εἶναι ὁ ὥριμος καρπός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό μοναδικό φαινόμενο τῆς ἀφοβίας μπροστά στό θάνατο, ἐνῶ γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου εἶναι παραλογισμός, γιά τά μέτρα τῆς πίστεως εἶναι φυσική κατάσταση. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ἀποδείξεις πνεύματος καί δυνάμεως πού συνοδεύουν τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας καί αὐτά εἶναι ἡ ψυχική ἡρεμία, ἡ ἀνδρεία, ἡ ψυχική ἀγαλλίαση, ἡ γλυκύτητα τῆς ἐκφράσεως, ἡ προσευχή ὑπέρ τῶν διωκτῶν, ἡ ἐκδήλωση συγγνώμης πρός τούς δημίους.
Μάρτυρες ἔχουμε καί σέ ἄλλες θρησκεῖες καί σέ ἄλλες ἰδεολογίες. Στόν Χριστιανισμό ὅμως ἔχουμε μία ποιότητα μαρτυρίου, πού ἑστιάζεται στήν χαροποιό διάθεση ἀντιμετωπίσεως τοῦ μαρτυρίου καί στήν παροχή συγγνώμης πρός τούς διῶκτες. Καί τοῦτο γιατί ἡ ὁρατότητα τοῦ χριστιανοῦ μάρτυρα εἶναι μεταφυσική, ἀφοῦ βλέπει τή ζωή καί τό θάνατο «sub specie αeternitatis», δηλαδή κάτω ἀπό τό πρῖσμα τῆς αἰωνιότητας καί ἀπό τήν προοπτική αὐτή ἀξιολογεῖ τόν κόσμο, τίς χαρές καί τίς διάφορες ἐπιδιώξεις.
2. Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα ὅπως καί γενικότερα οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι πρότυπο ἐφηρμοσμένου χριστιανισμοῦ, ὑπόδειγμα βίου καί γνήσιας πνευματικῆς ζωῆς. Ἐνσαρκώνει τό ὕψιστο ἰδανικό, τήν ἁγιότητα, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἕνα στατικό ἀξιολογικό μέγεθος, οὔτε μιά ἀπλησίαστη πνευματική οὐτοπία, ἀλλά συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Δείχνει στούς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς τό δυνατό τῆς πραγματώσεως αὐτοῦ τοῦ ἰδανικοῦ, ἀλλά καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο αὐτό πραγματοποιεῖται.
Στούς ἀμφισβητίες τῆς ἐποχῆς μας, πού μιλοῦν γιά τό ἀνεφάρμοστο τοῦ χριστιανισμοῦ, ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα καί τά ἑκατομμύρια τῶν μαρτύρων τῆς πίστεώς μας, μαρτύρων αἵματος καί μαρτύρων συνειδήσεως, προβάλλουν τό παράδειγμά τους καί ἀπαντοῦν ὅτι ἡ ἐφαρμογή τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν στήν καθημερινή μας ζωή καί δυνατή εἶναι καί ὠφέλιμη. Δέν εἶχαν διαφορετικές δυνάμεις καί δυνατότητες ἀπό τίς δικές μας. Οὔτε καί οἱ ἐποχές τους γιά τήν ἁγιότητα ἦταν πιό πρόσφορες ἀπό τή δική μας.
Ἄν καί ἔζησαν σέ δυσκολότερες ἐποχές, ἄν καί «ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον», κατόρθωσαν μέ ἀπόλυτη συνέπεια νά ἐφαρμόσουν στή ζωή τους τήν χριστιανική ἀλήθεια. Δέν διδάσκουν ἀπό καθέδρας οἱ ἅγιοι. Εἶναι πρῶτα ποιηταί τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί μετά κήρυκες. Γνῶστες τῆς ἀλήθειας ὅτι ἡ πράξη εἶναι θεωρίας ἐπίβαση, στηρίζουν τά λόγια στά ἔργα τους καί οἰκοδομοῦν οὐσιαστικά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης «ἔπραττον λογικῶς καί ἔλεγον πρακτικῶς». Δέν ἐνδιαφέρθηκαν τόσο γιά τά θαύματα, ὅσο γιά τήν κατά Θεόν βιοτή. Διότι «πολιτεία ὀρθή καί σημείων χωρίς, ἀπολήψεται τούς στεφάνους, καί οὐδέν ἔλαττον ἕξει παρά τοῦτο τότε• βίος δέ παράνομος οὐδέ μετά σημείων δυνήσεται τήν κόλασιν ἐκφυγεῖν», τονίζει ἐμφαντικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν βαθύτατα συνειδητοποιήσει ὅτι πίστη θεωρητική, χωρίς τήν ἔμπρακτη ὑποταγή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀντίστροφα, ἐξίσου ἀποδοκιμάζονται. Ὅπως τονίζει ὁ Διάδοχος Φωτικῆς: «Πίστις ἄεργος καί ἔργον ἄπιστον τόν αὐτόν τρόπον ἀποδοκιμασθήσονται». Ἔτσι μποροῦν νά γίνουν πνευματικοί ὁδοδεῖχτες τοῦ σωστοῦ προσανατολισμοῦ τῆς ζωῆς. Νά διδάξουν «τόν λογικοῖς προσήκοντα βίον», ἀφοῦ «ἀρετῆς ἐκτήσαντο φύσιν, ἧς οὐ πέφυκεν ἅπτεσθαι τελευτή».
3. Ἀπόρροια αὐτῆς τῆς ἁγιασμένης βιοτῆς εἶναι ἡ ἔννοια τῆς παρρησίας ὡς κατάσταση οἰκειότητας τῆς ψυχῆς μετά τοῦ Θεοῦ, αἴσθηση τῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί κυρίως χαρισματική κατάσταση πού ἐκφράζει τόν θεωμένο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό λειτουργοῦν ὡς παράκλητοι οἱ ἅγιοι, ὡς παρηγορητές τῶν μελῶν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, ὡς παραμυθητῶν, δηλαδή πρεσβευτῶν, πού προκαλοῦν θαυματουργικές ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ χάριν τῶν πιστῶν. «Ἔχοντες τόν παράκλητον ἐν ἑαυτοῖς παράκλητοι χρηματίζονται», τονίζεται στά ἀρχαῖα μαρτυρολόγια. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας: «Πρεσβευτάς αὐτούς τῶν εὐχῶν τῶν αἰτημάτων, διά τό ὑπερβάλλον τῆς παρρησίας, ποιοῦμεν. Ἐντεῦθεν πενίαι λύονται καί ἰατρεύονται νόσοι» (Ὁμιλία 10, εἰς τούς Μάρτυρας: PG 40, 317C).
Γιά τήν ἐποχή μας, μιά ἐποχή ἀποπροσανατολισμένη πνευματικά, ἐποχή βίας, ταχύτητας καί παραλογισμοῦ, πού τά χριστιανικά κριτήρια τῆς ζωῆς ἔχουν ἐκλείψει καί τά πάντα ἔχουν κατακλυθεῖ ἀπό τήν εὐδαιμονιστική μανία τοῦ τεχνοκρατούμενου αἰῶνα μας, ἡ νεομάρτυς ἁγία Ἀκυλίνα ἀποτελεῖ ἕνα τέλειο πρότυπο ἀγωνιστικότητας καί συνέπειας στίς ἀρχές.
Ὁμολογουμένως ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα:
Μᾶς μεταγγίζει τό ὑψηλό φρόνημα τοῦ χριστιανικοῦ ἡρωϊσμοῦ καί τό μεγαλειῶδες πάθος τῆς θυσίας γιά τά μεγάλα ἰδανικά τῆς ζωῆς.
Μᾶς ὑπενθυμίζει, ἰδιαίτερα σήμερα, πού ἡ ἱεραρχία τῶν ἀξιῶν ἔχει ἀνατραπεῖ καί οἱ πνευματικές καί ἠθικές ἀξίες ἔχουν ἀπωθηθεῖ στό περιθώριο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ὅτι ἡ αὐθεντική χριστιανική ζωή εἶναι μία συνεχής προσπάθεια καί ἕνας ἀδιάκοπος ἀγώνας χωρίς συμβιβασμούς καί ὑποχωρήσεις.
Μᾶς δείχνει, τέλος, τόν σωστό προσανατολισμό τῆς ζωῆς, πού δέν εἶναι οὔτε ἰδέες οὔτε πράγματα οὔτε καταστάσεις, ἀλλά μονάχα ὁ Χριστός. Καί τοῦτο, γιατί στόν παρόντα κόσμο τῶν μηδενιστικῶν καί ἀπαισιοδόξων ἀντιλήψεων, τῆς ἰδεολογικῆς συγχύσεως, τῶν ἀγχωτικῶν ἐκβλαστήσεων, τῆς ἀγωνίας καί τοῦ τρόμου μονάχα ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τούς ἐφιάλτες τῶν ὁριακῶν καταστάσεων τῆς ζωῆς, νά γεμίσει τό ἐσωτερικό μας ἀνικανοποίητο καί νά μᾶς δώσει τή δυνατότητα νά ἀπομυθοποιήσουμε τό παράλογο τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου, γιά νά ἀξιοποιήσουμε δημιουργικά τή ζωή μας καί νά ἐλπίσουμε στή δικαίωση τῆς ὑπάρξεώς μας μέσα στό χῶρο τῆς ἀτέρμονης μεταφυσικῆς πραγματικότητας.-
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἴα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ, τὴ ἀγάπη γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι' ἀγώνων ἱερῶν καὶ δόξης τυχοῦσα θείας Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον
Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον, Ακυλίνα του Χριστού καλλιπάρθενε· συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Ιερισσού Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ εὐαγγελιστής, ὁ «ἠγαπημένος» μαθητὴς τοῦΚυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἑορτάζει, ἀγαπητοί μου, τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο· στὶς 8 Μαΐου, στὶς 30 Ἰουνίου μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, καὶ σήμερα 26 Σεπτεμβρίου. Σήμερα ἡ ἁγία ὀρ θόδοξος Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὸ θάνατό του.
–Τὸ θάνατο ἑορτάζουμε;…
Ναί· ἀλλὰ δὲν λέγεται θάνατος. Σήμερα, ἂν πιάσετε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ θάνατος ὀνομάζεται «μετάστασις». Ὅπως κάθε ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔχουν ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἦταν νέος, ὁ πιὸ νέ οςμέσα στὴν ὁμάδα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ὅταν ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἔπειτα γέρασε· ἔφτασε τὰ 100-105 χρόνια, ἄσπρισαν τὰ μαλλιάτου. Καὶ σὰν σήμερα κοιμήθηκε· ἄγγελοι πῆραν τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν οὐρανό. Τὴν κοίμησι λοιπὸν καὶ μετάστασί του ἑορτάζουμε.
Ὁ θάνατος γιὰ ὅποιον δὲν πιστεύει εἶνε τὸπιὸ τρομερό. Μὰ ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ μὲ τὴν καρδιά του δὲν τὸν φοβᾶται. Εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἐπεισόδιο στὴ ζωή, μία πόρτα ποὺ ἀνοίγει γιὰ νὰ φύγῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ μάταιοαὐτὸ κόσμο καὶ νὰ πάῃ σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο.
Δυὸ τάφους θ᾿ ἀλλάξουμε. Ὁ πρῶτος εἶνε ἡκοιλιὰ τῆς μάνας μας. Σὰν τάφος μοιάζει. Ἐκεῖ τὸ ἔμβρυο μένει κλεισμένο ἐννιὰ μῆνες, μέσα σὲ αἵματα καὶ ἀκαθαρσίες, καὶ μετὰ βγαίνει ἔξω. Ὁ ἄλλος τάφος εἶνε τὸ χῶμα τῆς γῆς. Ἐκεῖ θὰ μείνουμε πλέον ὄχι ἐννιὰ μῆνες, ἀλλὰ χρόνια. Ὅπως βγήκαμε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μας καὶ εἴδαμε τὸν ἥλιο, ἔτσι θὰ βγοῦμε καὶἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς γῆς ἔνδοξοι καὶ ὡραῖοι.Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας· ὅτι ὅποιος πιστεύειστὸ Χριστό, «κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. 11,26).
Ναί· ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν παράδεισο, ὅπου εἶνε ὁ ἅγιος Ἰωάννης, πρέπει νὰ ζήσουμε κ᾿ ἐμεῖς ὅπως ἐκεῖνος.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀγαποῦσε τὸ Θεό. Ὅλοπερὶ ἀγάπης μιλοῦσε. Ἂν διαβάσουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς τρεῖς καθολικὲς Ἐπιστολές του, θὰ δοῦμε, ὅτι μιὰ λέξι ποὺ συχνὰ ἀναφέρει εἶνε ἡ ἀγάπη. Καὶ ἔδωσε τὸν πιὸ ὡραῖο ὁρισμὸὅταν εἶπε· «Ὁ Θεὸς ἀγάπη, ἐστί» (Α΄ Ἰω. 4,8,16).
Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη. Τό ᾿χουμε καταλάβειαὐτό, ἀγαπητοί μου; Θὰ προσπαθήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω.
* * *
Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἀγάπη, ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη. Κι ὅταν τὸν δημιούργησε, δὲντὸν ἔρριξε σ᾿ ἕνα ξερονήσι ἢ σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ τόσα ἀστέρια ὅπου ἐπικρατεῖ νέκρα. Τὸν ἔβαλε ἐδῶ στὴ Γῆ, σ᾿ αὐτὸ τὸν πλανήτη, ὅπου ὑπάρχουν ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰζήσῃ. Διότι μόνο ἐδῶ, τὸ τονίζω, ὑπάρχουν ὅλα τὰ ὡραῖα καὶ χρήσιμα πράγματα· ἐδῶ πνέειἀεράκι ποὺ γεμίζει τὰ πνευμόνια σου· ἐδῶ τρέχουν νερὰ κρυστάλλινα· ἐδῶ φυτρώνει χορτάρι, βλάστησι, δέντρα μὲ καρπούς· ἐδῶ ὑπάρχουν ποταμοί, λίμνες, θάλασσες· ἐδῶ ὑπάρχουν ζῷα στὴν ξηρὰ καὶ ψάρια στὰ νερά. Στὸφεγγάρι δὲν φυσάει ἀέρας. Οἱ ἀστροναῦτες,ποὺ πῆγαν ἐκεῖ, ἦταν ἐφωδιασμένοι μὲ μπουκάλες ὀξυγόνο, ὅπως βάζουν οἱ γιατροὶ στοὺς ἀρρώστους. Στὴ σελήνη δὲν ὑπάρχει τίποτα· οὔτε μῆλο, οὔτε ἀχλάδι, οὔτε σταφύλι, οὔτεντομάτα, οὔτε πουλάκι, οὔτε ἀρνάκι, οὔτεπο τάμι, οὔτε θάλασσα, οὔτε ψάρια… Ἐρημιά.
Ὅλα τὰ ὡραῖα τὰ ἔκανε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.Ἀλλ᾿ ἂν μὲ ρωτήσετε, ποιό ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ εἶνετὸ πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ σπουδαῖο, εἶνε κάτι ἄλλο, ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸ σκεπτόμαστε. Ποιόεἶν᾿ αὐτό; Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰμᾶς δώσῃ μόνο ἀγαθά, ἀλλὰ μᾶς ἔδωσε ἀκόμα καὶ τὸν ἑαυτό του! Πῶς, ἀγαπητά μου ἀδέρφια, νὰ σᾶς τὸ πῶ αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ αἰσθανθῆτε; Ἂς μιλήσω παραβολικά.
Ἦταν, λέει, κάποτε ἕνας βασιλιᾶς ποὺ ἀ γαποῦσε τοὺς ὑπηκόους του. Κ᾿ ἐπειδὴ δὲν ἔφτανε στ᾿ αὐτιά του ἡ ἀλήθεια, θέλησε νὰ δῇ ἀπὸ κοντὰ τὸν πόνο τους. Ἀλλὰ πῶς; Σκέφτηκε τὸ ἑξῆς. Πέταξε ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τὸ στέμμα, ἔβγαλε τὰ βασιλικὰ ροῦχα, τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ παράσημα, φόρεσε ροῦχα ζητιάνου, καὶ ξυπόλητος μ᾿ ἕνα ῥαβδὶ ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ τὸ βασίλειό του. Ποιός νὰ φανταστῇ, ὅτι αὐτὸς ποὺἔμπαινε στὰ σπίτια καὶ τὶς καλύβες κ᾿ ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά του τὰ ὀρφανὰ καὶ μιλοῦσεμὲ τὶς χῆρες καὶ σπόγγιζε τὰ δάκρυά τους,ποιός νὰ φανταστῇ, ὅτι αὐτὸς ὁ κουρελιάρης εἶνε ὁ βασιλιᾶς; Κανείς δὲν τὸν γνώριζε.
Ἔ, αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός. Μὴ μιλᾶτε γιὰβασιλιᾶδες τοῦ κόσμου· αὐτοὶ εἶνε ἕνα μηδὲνμπροστὰ στὸ Χριστό. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀφέντηςκαὶ βασιλεὺς τοῦ κόσμου, ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων· καὶ ἔκρυψε τὴ θεότητά του, κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, περπάτησεξυπόλητος καὶ ἔμεινε γυμνὸς πάνω στὸ σταυρό. Πόσοι ἀναγνώρισαν, ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ φτωχὸ Ναζωραῖο ἦταν αὐτός ὁ Θεός;
Κατέβηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς δῇ, νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ ὡραιότερα λόγια,νὰ κάνῃ τὰ μεγαλύτερα θαύματα· κατέβηκενὰ χύσῃ τὸ τίμιο αἷμα του, καὶ εἶπε· «Λάβετε φά γετε…» (Ματθ. 26,26. Μᾶρκ. 14,22. Α΄ Κορ. 11,24), «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,27). Ὅταν λοιπὸν κοινωνᾷς –ἂν πιστεύῃς–, ἑνώνεσαι μὲ τὸ Θεό· ἂν δὲνπιστεύῃς, ποτέ σου νὰ μὴν πατήσῃς στὴν ἐκκλησιά. «Ὅσοι πιστοί…» (θ. Λειτ.). Μπῆκες στὴν ἐκκλησιά; – μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ λεφτά, γιὰ διαμάντια καὶ χρυσάφια, μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τὸνκόσμο. Ἕνα πρᾶγμα νὰ λέτε· νὰ μᾶς ἀξιώνῃ ὁΘεὸς ν᾿ ἀνοίγουμε τὸ στόμα καὶ νὰ παίρνουμε μέσα μας τὸν θεῖο μαργαρίτη. Γιατὶ εἶνε μαργαρίτης! Ὅσο ἀξίζει ἕνα ψίχουλο, δὲν ἀξίζει ὅλο τὸ σύμπαν. Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, μιὰεὐχὴ σᾶς δίνω· νὰ μὴν πεθάνετε ἀμετανόητοι καὶ ἀκοινώνητοι, νὰ μὴν κλείσετε τὰ μάτια χωρὶς τὸ μέγα ἐφόδιο, ἀλλ᾿ ὅταν πλησιάζῃ ἡ τελευταία ὥρα, ν᾿ ἀξιωθῆτε νὰ κοινωνήσετε. Ἕνας ἅγιος ἀνθρωπάκος στὴ Φλώρινα, κατάλαβε πὼς θὰ πεθάνῃ. Τὸν ἀγαποῦσαν τὰ παιδιάτου. –Νὰ σὲ πᾶμε γιὰ γιατρὸ στὴν Ἑλβετία, νὰ σὲ πᾶμε στὸ Λονδῖνο… –Ὄχι, παιδιά μου· φέρτε τὸν παπᾶ νὰ κοινωνήσω τὸ Χριστό· ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ γιατρός, τὸ φάρμακο, τὰ πάντα!… Κι ὅταν κοινώνησε καὶ ἔβαλε τὸν μαργαρίτηστὴν καρδιά του, εἶπε· –Ἂς πεθάνω πιά, δὲνθέλω τίποτ᾿ ἄλλο…
* * *
Ἐμεῖς τί πρέπει νὰ κάνουμε, ἀγαπητοί μου; Μέσα ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ λέμε «εὐχαριστῶ». Ἡ κοττούλα, μόλις πιῇ νερό, ὑψώνει τὸ κεφάλι, σὰν νὰ λέῃ στὸ Θεό· Σ᾿ εὐχαριστῶ. Τὸ σκυλί, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾿ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ, κουνάει τὴν οὐρά του, σὰν νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφέντη, σ᾿ εὐχαριστῶ. Τὰ ζῷα λοιπὸν λένε εὐχαριστῶ· ἐσὺ λὲς«Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ»; Τίποτα. Ἀχάριστε ἄνθρωπε! Κι ὄχι μόνο «εὐχαριστῶ» δὲν ἀκούειὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ βλαστήμιες· τὴ μπουκιὰἔ χει στὸ στόμα καὶ τὸ Θεὸ βλαστημάει τὸ κτηνάριον!… Ἐγὼ λέω, ὅτι ὅλα τὰ κακὰ ποὺ μᾶς συνέβησαν προέρχονται ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἁμαρτία.
Ἤμουν μικρὸ παιδάκι στὸ χωριό μου, ποὺτότε εἶχε πολλοὺς κατοίκους, 3.000 ἀνθρώπους – τώρα πιὰ δὲν ἔχει οὔτε 400. Οἱ γονεῖς μας κι ὅλοι οἱ μεγαλύτεροι εἶχαν πάει στὸν πόλεμο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Πολέμησαν μὲ ἀνδρεία, ἔφτασαν μέχρι τὴν Ἄγκυρα. Ἀλλὰ μετά, καταστροφή! Ἀπ᾿ τοὺς 200 ποὺ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὸ χωριό μας, μόνο 30 ἐπέστρεψαν. Δυστυχία… Κλαίγαμε, ὅλο τὸ χωριὸ θρηνοῦσε γιὰ τοὺς σκοτωμένους καὶ τοὺς αἰχμαλώτους· μιὰ βδομάδα δὲν φάγαμε, ψωμὶ δὲν βάλαμε στὸ στόμα. Κάθισαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ κουρελιασμένα ῥοῦχα τους, ξυπόλητοι, μὲ τὰ πόδια τους πρισμένα, τὰ μάτια κόκκινα, κλαμένοι. Καὶ ρωτοῦσαν οἱ γέροι· –Ρὲ παιδιά, πῶς τὸ πάθαμε; γιατί αὐτὴ ἡ συμφορά; Ὁ ἕνας ἔλεγε· –Φταῖνε οἱ Ῥῶσοι. Ὁ ἄλλος ἔλεγε· –Φταῖνε οἱ Ἄγγλοι. Ἄλλοι ἔλεγαν· –Φταῖνε οἱ Ἰταλοί… Ἕνας λοχίας, ποὺ πολεμώντας ἔφτασε ὣς τὴν Ἄγκυρα κ᾿ εἶχε ἀριστεῖα ἀνδρείας, λέει· –Παιδιά, δὲν φταῖνε οὔτε οἱ ῾Ρῶσοι οὔτε οἱ Γάλλοι οὔτε οἱ Ἄγγλοι…. Ἐμεῖς φταῖμε· ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ πατήσαμε στὴ Σμύρνη μέχρι ποὺ φτάσαμε στὴν Ἄγκυρα, βλαστημούσαμε τὸ Θεὸ καὶ τὴν Παναγιά! Μᾶς ἔφαγαν οἱ βλαστήμιες…
Στὴν πραγματικότητα μᾶς ἄξιζαν ἀκόμη μεγαλύτερες τιμωρίες. Ἂν ἤθελε ὁ Θεός, ἔλεγεστὸν ἥλιο «Φύγε μακριά, νὰ γίνῃ ἡ Γῆ κρύσταλλο» ἢ «Ζύγωσε στὴ Γῆ, νὰ τὴν κάνῃς κάρβουνο». Μᾶς ἀνέχεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη του. Κανείς δὲν μᾶς ἀγαπάει ὅπως ὁ Χριστός.
Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξαλειφθῇ ἡ βλαστήμια, καὶ μέρα - νύχτανὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό,ποὺ εἶνε ἀγάπη, ἀγάπη μεγάλη καὶ ἀπέραν τη. Δόξα στὸ Θεό· δόξα στὴν ἁγία Τριάδα, στὸνΠατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Είναι 27 Αυγούστου του 1922, με το παλαιό ημερολόγιο. Το πρωί εκείνου του Σαββάτου, ενός άλλου «Μεγάλου Σαββάτου», όλος ο λαός, κάθε ηλικίας άνθρωποι, απεγνωσμένα και ικετευτικά, έχουν συγκεντρωθεί, όπως όλες τις τελευταίες ημέρες και νύκτες, στην Μεγάλη Εκκλησία και στον αυλόγυρο της Αγίας Φωτεινής, στο ιερώτατο αυτό σύμβολο της Σμύρνης, όπου ο αληθής ποιμένας και Επίσκοπος, ως άλλος «Άγγελος της εν Σμύρνη Εκκλησίας», Άγιος Χρυσόστομος τελεσιουργεί την τελευταία Θεία Λειτουργία ή μάλλον την «εξόδιο ακολουθία εν τη Θεία Ευχαριστία» του ιδίου και του πολυπαθούς και περιπόθητου ποιμνίου του, το οποίο δακρυσμένο και συντετριμμένο μετέχει του μυστηρίου του «αίματος και του σώματος» Ιησού Χριστού έχοντας κυριολεκτικώς καρφωμένο το εν απογνώσει βλέμμα του στον μάρτυρα και μεγαλομάρτυρα ποιμένα του.
Η περιώνυμος Εκκλησία της Αγίας Φωτεινής πριν από την άλωση της Σμύρνης, της μαρτυρικής αυτής Μητροπόλεως του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» εγκολπώνει ως άλλη Αγιά Σοφιά πριν από την άλωση της του Κωνσταντίνου Πόλεως, στην τελευταία Θεία Λειτουργία και μυσταγωγία, τους στεναγμούς του ευσεβούς και μαρτυρικού Γένους, του Ιωνικού Ελληνισμού, όπου ο «Άγγελος και Αρχιθύτης Ιεράρχης της των Σμυρναίων Εκκλησίας» ίσταται και προΐσταται κατά την υπερουράνια εκείνη μυσταγωγία, μιμούμενος Χριστού το μαρτύριον, ως ο εκουσίως προσφερόμενος και θυσιαζόμενος «άξιος και θεοπρόβλητος και λαοπρόβλητος ποιμήν» υπέρ του πολυφίλητου και περιποθήτου λαού του, του χριστεπωνύμου ποιμνίου του.
Από το περίβλεπτο, περικαλλές και περιώνυμο κωδωνοστάσιο (1792) της Αγίας Φωτεινής (1857) κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» αντηχεί ακατάπαυστα ο πένθιμος ήχος της «Μεγάλης Παρασκευής» του ελληνισμού της Ιωνίας καθώς πλημμυρίζει τα ουράνια με την βαρύτιμη και πολύτιμη καμπάνα του, όπως είχε ζητήσει ο Άγιος Χρυσόστομος: «Να μην πάψει ούτε στιγμή ο επιτάφιος θρήνος, όπως τότε με την Πόλη του Κωνσταντίνου, τη Βασιλεύουσα!».
Ο Άγιος Χρυσόστομος πριν από τον προσωπικό του Γολγοθά, ως το «εθελόθυτον θύμα», είναι κάτωχρος από την πολυήμερη αγρυπνία, την άκρα νηστεία και την υπέρ του λαού του αγωνία και προσευχή. Γονυπετής έμπροσθεν της Αγίας Τραπέζης, προσεύχεται μυστικώς και εκτενώς, όπως άλλοτε ο Νυμφίος της Εκκλησίας Χριστός κατ’ εκείνη την μεγάλη νύκτα της εν Γεσθημανή προσευχής, όπου ο εναγώνιος ιδρώτας έρρεε ωσάν τους θρόμβους του αίματος. Και όπως θεοπνεύστως γράφει ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος: «Με φωτεινόν το μέτωπον, απαστράπτοντας οφθαλμούς, εγονυπέτωσεν ως αμαρτωλός εις το ιερόν βήμα, προ του Εσταυρωμένου, και με το ρίγος της θείας προσευχής ηγέρθη ως όσιος».
Όταν όμως εξέρχεται του ιερού βήματος και ίσταται στην Ωραία Πύλη καθίσταται ακριβής «τύπος και υπογραμμός» των πιστών. Γονατίζει και προσύχεται ενώπιον του ποιμνίου του: «Η Θεία Πρόνοια – λέγει εκφώνως – δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονήν μας την ώραν ταύτην. Αλλ’ ο θεός δεν εγκαταλείπει τους Χριστιανούς. Προσεύχεσθε και θα παρέλθει το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε ως εμπρέπει εις καλούς Χριστιανούς».
Όλοι είναι κρεμασμένοι από τα χείλη και τα μάτια του. Καθώς εισέρχεται στο Ιερό Βήμα, προσεύχεται σχεδόν προφητικώς για την εν Χριστώ τελείωση του ιδίου και του αθώοι ποιμνίου του, λέγοντας: «Ούτοι εισίν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου. Χριστέ ο Θεός, επίβλεψον επ’ εμέ…».
Την 27η Αυγούστου 1922, ημέρα Παρασκευή, εισέρχεται στη Σμύρνη ο άτακτος στρατός (τσέτες) του Κεμάλ Μουσταφά Πασά με επικεφαλής τον Νουρεντίν Πασά, ο οποίος μισούσε θανάσιμα τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, επειδή ο Ιεράρχης είχε αναμετρηθεί μαζί του και με τις άοκνες ενέργειές του κατά τα προηγούμενα έτη είχε επιτύχει την ατιμωτική απομάκρυνσή του από τη θέση του Βαλή (Νομάρχη) της Σμύρνης. Ο Νουρεντίν όμως ουδέποτε ελησμόνησε την ήττα του και ζούσε για τη στιγμή της εκδικήσεώς του. Ύστερα από τρία έτη επέστρεψε στη Σμύρνη ως άνομος κριτής και αιμοβόρος δήμιος του Αγίου Χρυσοστόμου.
Όπως εύστοχα και εμπεριστατωμένα αναφέρει ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αλεξανδρής: «έχουν γραφεί πολλά για τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη ο Άγιος Χρυσόστομος, όταν το βράδυ της 27ης Αυγούστου / 9 Σεπτεμβρίου 1922 (Νέο Ημερολόγιο) παραδόθηκε στον Τούρκο διοικητή Νουρεντίν Πασά. Αν και οι περιγραφές ως προς τον τρόπο με τον οποίο εμαρτύρησε ο Χρυσόστομος ποικίλλουν, οι περισσότερες αφηγήσεις συγκλίνουν στη μαρτυρία ότι ο Μητροπολίτης Σμύρνης βρήκε τραγικό τέλος στα χέρια του φανατισμένου τουρκικού όχλου, που είχε συγκεντρωθεί έξω από το Διοικητήριο της Σμύρνης».
Το βράδυ του Σαββάτου 27 Αυγούστου 1922 ο Χρυσόστομος εκρατήθη έγκλειστος και εμαρτύρησε φρικτά κατά το πρωί της Κυριακής 28 Αυγούστου. Τα δε περί της κατηγορίας σε βάρος του Αγίου Χρυσοστόμου ως «ενόχου εσχάτης προδοσίας» καταγράφει η Βικτωρία Σολωμονίδου, η οποία επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη βαρύτατη κατηγορία εστηρίζετο στο γεγονός ότι «ως οθωμανός υπήκοος υπηρέτησε μετά φανατισμού την Ελλάδα, πρωτοστατήσας εις πάντα εναντίον του τουρκικού καθεστώτος κατά το τριετές διάστημα της ελληνικής κατοχής». Ο δε Νουρεντίν Πασάς από της πρώτης στιγμής που συναντήθηκε με τον Άγιο Χρυστόστομο, τον οποίο περιφρονητικά αποκαλούσε «Παπά», τον αντιμετώπισε ως προδότη και εχθρό του τουρκικού έθνους παραδίδοντας αυτόν τελικώς «εις χείρας ανόμων», οι οποίοι τον κατακρεούργησαν.
Ο Εθνάρχης της Σμύρνης και της Ιωνικής γης, ο οποίος είχε υψώσει αγέρωχο και ατρόμητο το ανάστημά του ενώπιον ισχυρών ανδρών του Νεοτουρκικού κομιτάτου, όπως ο Ταλαάτ, ο Ραχμή και ο Νουρεντίν, σε λίγο επρόκειτο να οδηγηθεί ως «άκακον αρνίον» επί σφαγήν ενώπιον του δημίου του. Ο ίδιος ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος γράφει χαρακτηριστικά για την εν γένει στάση του Αγίου Χρυσοστόμου έναντι του μαρτυρικού θανάτου του, τα εξής: «ησθάνετο την ανάγκην να εξοικειωθεί με τον ανημμένον σίδηρον και την αστράπτουσαν μάχαιραν, επροπονείτο διά να μη εμφανίσει ποτέ το ταπεινωτικόν δέος προ της απειλής του θανάτου και εκρατύνετο δια να μη διαψεύσει ποτέ τον εμψυχωτικόν τόνον του κηρύγματός του, το ευτελές ορμέφυτον της ζωής. Είχε την έμφυτον φιλαρέσκειαν να πέσει αγωνιζόμενος με ακάνθινον στέφανον εις τους κροτάφους». Και όντως παρέδωσε αλώβητο το πνεύμα του στον Ιησού Χριστό.
Περί του μαρτυρικού τέλους του Αγίου Χρυσοστόμου έχουν γραφεί πολλοί και μεταξύ αυτών ο πιστός κλητήρας του Θωμάς Βούλτσος, ο Αμερικανός Πρόξενος στη Σμύρνη George Horton, ο Διευθυντής του Γραφείου τύπου της Ύπατης Αρμοστείας Μιχαήλ Ροδάς, ο Δημοσιογράφος Δημήτριος Παρθένης, ο πολεμικός ανταποκριτής Κωνσταντίνος Μισαηλίδης, ο Rene Puaux, ο Ακαδημαϊκός Γεώργιος Μυλωνάς, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β΄(Χατζησταύρου), ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βεκιαρέλλης, ο Ευάγγελος Βασιλείου κ.α.
Μία ακόμη περιγραφή του φρικτού μαρτυρίου του Αγίου Χρυσοστόμου υπό την μορφή άρθρου, η οποία είναι λιγότερο γνωστή περιλαμβάνεται στο «Προσωπικό Σημειωματάριο», δηλαδή το «Οικογενειακό ημερολόγιο» του Ηρακλέους Τσίτερ, ο οποίος ήταν γαμπρός του Αγίου Χρυσοστόμου, νυμφευθείς την αδελφή του Εριφύλη. Ο Ηρακλής Τσίτερ στο «σημειωματάριο» αυτό, υπό τον τίτλο: «Διάφορα Ηρακλή Τσίτερ», εκτός των άλλων προσωπικών σημειώσεων που κατέγραφε ο ίδιος και των λοιπών χειρογράφων, δημοσιευθέντων και αδημοσιεύτων, καθώς και πολλών άρθρων, τα οποία αφορούσαν τις τελευταίες ημέρες και το μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου, έχει αποθησαυρίσει και τα δύο αυτά συγκεκριμένα άρθρα.
Το οικογενειακό αυτό «σημειωματάριο» ο Ηρακλής Τσίτερ, προ του θανάτου του (4 Ιουνίου 1927), είχε παραδώσει στον τρίτο κατά σειρά υιό του Χρυσόστομο Τσίτερ, ανηψιό του Αγίου Χρυσοστόμου και μετέπειτα Μητροπολίτου Αυστρίας, ο οποίος κατά τη δεκαετία του 1990 παρέδωσε το οικογενειακό αυτό γραπτό κειμήλιο ως «ευλογία» στην ανηψιά του, θυγατέρα της αδελφής του Καλλιόπης, την Εριφύλη Κοντοπούλου, εγγονή του Ηρακλή Τσίτερ.
Το εν πολλοίς άγνωστο αυτό κείμενο, το οποίο αναφέρεται στο μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου είναι γραμμένο στην Αθήνα από τον φυλακισθέντα και από βέβαιο θάνατο ως εκ θαύματος διασωθέντα Αιδεσιμολογιώτατο π. Γεράσιμο Χαροκόπο, ο οποίος το υπογράφει με την φράση ως ο «αυτόπτης και δεινοπαθητής». Το άρθρο αυτό, στο οποίο δεν αναγράφεται η ημερομηνία της δημοσιεύσεώς του και δεν γίνεται καμμία αναφορά στην εφημερίδα όπου πρωτοδημοσιεύθηκε, φέρει τον μακροσκελή τίτλο: «Αι θετικώτεραι πληροφορίαι περί του τραγικού μαρτυρίου του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, 30 Αυγούστου, Κυριακή πρωί 1922».
Ο ιερεύς Γεράσιμος Χαροκόπος περιγράφει το μαρτύριον του Αγίου Χρυσοστόμου ως εξής: «Μόλις εισήλθον οι Τούρκοι και κατέλαβον το Διοικητήριον αμέσως διαταγή του Νουρεδίν Πασά εις τον Συνταγματάρχην Καράν Καζήμ Βέην και δι’ αυτού εις τον Αρχιαστυνόμον να ειδοποιήσουν εις τον Μητροπολίτην, όπως υπάγη εις το Διοικητήριον. Ο Αρχιαστυνόμος παρέλαβεν εκ της Μητροπόλεως φιλοφρόνως τον Μητροπολίτην και διηυθύνθη εις το Διοικητήριον όπου φιλοφρόνως και πάλιν του εδόθησαν συστάσεις, ότι ουδέν το έκτροπον θα λάβη χώραν και να καθησυχάσει τον αγωνιώντα λαόν. Ο Μητροπολίτης μετά του Αρχιαστυνόμου δι’ αυτοκινήτου διηυθήνθη εις την Μητρόπολιν, ένθα διά λόγων παραμυθητικών καθησύχασε τον λαόν και ο Αρχιαστυνόμος απήλθεν.
Ο Μητροπολίτης, όμως, καλώς γνωρίζων τα άγρια ένστικτα και τα προσχήματα των Τούρκων, έλεγεν εις τους περί αυτών, «εγκαταλήφθημεν εις την τύχην μας, ο απαίσιος τυραννίσκος Στεργιάδης και ο αμφίρροπος Χατζηανέστης θα μας προσφέρωσι άχρι τρυγός το ποτήριον της πικρίας, οι άγριοι Τούρκοι θα μας σφάξουν και, όσοι δύνασθε, απέλθετε, εγώ θα μείνω με το ποίμνιόν μου να υποστώ την αυτήν τύχην». Κρατών όμως την χαρακτηρίζουσαν αυτόν αφοβίαν και ψυχραιμίαν.
Ότε προς εσπέραν Σαββάτου έρχεται πάλιν ο Αρχιαστυνόμος μετά δύο λογχοφόρων και ζητεί τον Μητροπολίτην και τέσσαρες άλλους προύχοντας, οπότε έχων την κεφαλήν ακουμπισμένην επί της χειρός είπεν εις τους περί αυτού «Ο Μολώχ της κομματικής μας εμπαθείας, ας κορεσθεί πλέον από το αίμα τόσων μυριάδων θυμάτων, και το ελληνικόν έθνος ας διδαχθεί, ότι κανείς εξωτερικός εχθρός δεν κατέβαλε ποτέ την δύναμιν του ελληνισμού, αλλ’ ο εσωτερικός σπαραγμός και τα κομματικά πάθη κατέστρεψαν πάντοτε, όπως και τώρα, τας ενδοξοτέρας εποχάς του εθνικού μας βίου».
Παρέλαβον λοιπόν τον Μητροπολίτην, τον Γκιουριουκτσόγλου και δύο άλλους προύχοντας, του τετάρτου μη ευρεθέντος, και απήλθον εις το Διοικητήριον. Ο Νουρεδίν Πασάς προσκαλέσας παρ’ εαυτώ τον Μητροπολίτην του λέγει: «πολλαί κατηγορίαι και εγκλήματα καθοσιώσεως υπάρχουν και τώρα και προηγουμένως εναντίον σου, διότι ουδέποτε έπαυσας εργαζόμενος ως προπαγανδιστής εναντίον του κυριάρχου σου καθεστώτος και διά τούτο παρά της Εθνοσυνελεύσεως της Αγκύρας είσαι καταδεδικασμένος εις θάνατον, εγώ όμως απέσχων τοιαύτης καταδίκης, τούτο μόνον θα κάμω, θα σε παραδώσω εις τον λαόν, ο οποίος μαίνεται εναντίον σου και εκείνος, αν θέλη, ας σε αθωώσει ή θα καταδικάσει».
Και διέταξεν αμέσως την φυλάκισίν του Μητροπολίτου και των συν αυτώ τριών προυχόντων. Κατά μέσης νυκτός εκ της φυλακής αποστέλλει εις τον αδελφόν του Ευγένιον (ον προ δύο μηνών απεγχόνισαν εις το Νυμφαίον) μίαν κάρταν εν η λέγει: «Αδελφέ, κρατούμαι ως Αρχηγός της Αμύνης». Αυτό είναι και το τελευταίο σημείωμά του. Το πρωί Κυριακής παραδίδεται δέσμιος τας χείρας και με χιτώνα λευκόν εις την διάθεσιν του αγρίου όχλου, την αυτήν όμως στιγμήν απόσπασμα Γάλλων λογχοφόρων έφθασεν προς διάσωσίν του Μητροπολίτου, αλλ’ ο Μητροπολίτης τους είπεν: «Αν δύνησθε, σώσατε τον Λαόν».
Και τότε το μαινόμενον πλήθος ήρχισεν διά μαχαιρών, ροπάλων, λίθων να κτυπά τον ιερόν άνδρα, άλλοι τον εκαβαλίκευον, τον έπτυον, του απέσπασαν τους όνυχας, του έκοψαν την ρίνα, του έβγαλαν τον ένα οφθαλμόν και ότε τέλος του έμεινεν ολίγη πνοή, έδεσαν ανά εν μέλος του εις τους ίππους και τον διεμέλισαν, ταύτα πράττοντες διερχόμενον διάφορα μέρη, οπότε τέλος έφθασαν εις τον τουρκομαχαλάν, οπόθεν δεν εφαίνοντο από τα ξένα πλοία και εκεί συνετελέσθη το κακούργον έργον τους. Όλον δε αυτό το τραγικόν μαρτύριον παρηκολούθει και το απόσπασμα των Γάλλων με εστραμμένα τα όπλα.
Τέλος εμάζευσαν τα τεμάχια του ιερού σώματος, τα έρριψαν εις μίαν κάσαν και τα απέστειλαν εις το νεκροταφείον. Αλλά οι εν τω νεκροταφείω κρυμμένοι Χριστιανοί, άμα έμαθον ότι είναι το σώμα του Μητροπολίτου, απεφάσισαν, ίνα κρύφα τον ενταφιάσουν, αλλ’ όσοι ετόλμων να πλησιάσουν το κιβώτιον ετυφεκίζοντο μακρόθεν, το κιβώτιον έμεινεν εκεί, άγνωστον όμως τι απέγινεν. Τοιούτον υπήρξεν το τραγικόν τέλος του Μεγάλου ανδρός…».
Στον εθνοϊερομάρτυρα και μεγαλομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο εμπρέπει το της Παλαιάς Διαθήκης: «Έδοξεν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος Αυτού και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα. Ο δε εστίν εν ειρήνη. Ολίγα παιδευθείς μεγάλα ευηρεστήθη. Ο Θεός επείρασεν αυτόν και εύρεν αυτόν άξιον εαυτού και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτόν. Εν καιρώ Επισκοπής Αυτού αναλάμψει (Σοφία Σολομ. Γ΄, 2 – 7).
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Αβέρωφ
Ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε τόπο ἐμφανίζονται ὁρισμένοι ἐξαίρετοι ἄνθρωποι, ὑπάρχουν μερικὰ πνευματικὰ ἀναστήματα, τὰ ὁποῖα μὲ ἀξιοθαύμαστη φλόγα ψυχῆς, μὲ ῥωμαίϊκο φιλότιμο, μὲ πολὺ κόπο, αὐταπάρνηση καὶ μὲ αὐτὴ ἀκόμη τὴν προσφορὰ τῆς ζωῆς τους ἀγωνίζονται νὰ διδάξουν τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας καὶ νὰ προβάλλουν τὶς ἀξίες καὶ τὰ ζώπυρα τοῦ Γένους μας, ὅλα ὅσα καθορίζουν τὴν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας.
Ἕνας ξεχωριστὸς ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ μορφή, ἡ δράση καὶ ἡ διδασκαλία σημάδεψαν τὰ δύσκολα χρόνια τῆς μακραίωνης Ὀθωμανικῆς δουλείας εἶναι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Ἱερομάρτυρας, Ἰσαπόστολος καὶ χωρὶς ὑπερβολὴ ὁ γενάρχης τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῶν ἀξιῶν καὶ τῆς ταυτότητας τῆς Ρωμηοσύνης, ὁ μεγαλύτερος ἀναγεννητὴς τοῦ Ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ στὴν ἐποχή του, ἕνας πού μόνος του ἔκανε γιὰ τὸ σκλαβωμένο Γένος ὅσα κάνει καὶ ὅσα δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ κάνη στὶς ἡμέρες μας ἕνα ὁλόκληρο Ὑπουργεῖο Παιδείας, Θρησκευμάτων καὶ Πολιτισμοῦ ἢ καὶ ἐν μέρει τὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν.
Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ἐγχείρημα νὰ ἀσχοληθεῖ κάποιος καὶ νὰ χαράξει λίγες γραμμὲς γιὰ τὸν ἀναγεννητῆ τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς τοῦ εὐλογημένου Ὀρθόδοξου λαοῦ μας, τὸν πνευματοφόρο Ἁγιορείτη μοναχό, τὸν πυρακτωμένο ἀπὸ τὴ μεγάλη πίστη στὸν τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφούς του, τὸν «ἅγιο τῶν σκλάβων», τόν «μεγάλο διδάχο», τόν «προφήτη τοῦ Γένους», τὸν Ἅγιο ποὺ ὁ λαὸς τὸν ἀγαποῦσε βαθύτατα καὶ τὸν τιμοῦσε ὡς Ἅγιο ἐνῷ ἀκόμη ζοῦσε. Καὶ τοῦτο διότι ἐκεῖνος μὲ ἐλάχιστα καὶ στοιχειώδη μέσα, πάμπτωχος καὶ ἀσκητικός, περιέτρεξε, κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰῶνα, ὁλόκληρη σχεδὸν τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα καὶ τὴ Βόρειο Ἤπειρο καὶ ἀξιώθηκε νὰ διδάξει τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως καὶ τελικὰ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν του. Καὶ ἐνῷ φαίνεται ὅτι ἐμεῖς ζοῦμε σὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς ἐποχὲς καὶ συνθῆκες, εἶναι ἀληθὲς ὅτι, καὶ στὶς ἡμέρες μας, οἱ διδαχές τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ [1] ἀπευθύνονται σὲ μυημένους φίλους τῶν διδαγμάτων καὶ τῆς ἐμπειρίας τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν Παιδεία, τὴν ταυτότητα καὶ τὴν πορεία τοῦ τόπου μας καὶ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ τοὺς ἐμπνεύση καὶ νὰ τοὺς θρέψει μὲ στερεὰ τροφή. Ὅσα, λοιπόν, γράφονται στὴ συνέχεια ἀποσκοποῦν στὸ νὰ σφυρηλατήσουν τὴν αὐτογνωσία καὶ τὴν ταυτότητά μας, πού μᾶς χρειάζονται νὰ ζήσουμε στὸ παρὸν καὶ νὰ οἰκοδομήσουμε σὲ γερὰ θεμέλια τὸ μέλλον.
Ὁ μεγάλος αὐτὸς διδάσκαλος τοῦ Γένους ἀγωνίσθηκε ἔργοις καὶ λόγοις νὰ «φωτίσει» τοὺς σκλαβωμένους ἀδελφούς του καὶ νὰ ἀναδείξει τὴν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητα καὶ Παιδεία ἑνὸς κυριολεκτικὰ ναρκωμένου καὶ «ἀγριεμένου» πολιτισμοῦ. Δίχως γράμματα δὲν θὰ πάει μπροστὰ τὸ Γένος γιατί, ὅπως συχνὰ ἔλεγε, ἀγρίεψε. Ὁ ἱερὸς Πατὴρ μὲ ἄκρως ἐπίμονο, ἀλλὰ καὶ ἀποτελεσματικὸ τρόπο, ἐπεδίωκε νὰ ἔχει ὁ καθένας στὴ χώρα του Σχολεῖο Ἑ λ λ η ν ι κ ὸ γιὰ νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ γράμματα. Καὶ τοῦτο, διότι γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι «Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους, ἀνοίγει τὰ μάτια τῶν χριστιανῶν. Καὶ σεῖς γονεῖς νὰ στέλλετε τὰ παιδιὰ σας εἰς τὰ σχολεῖα καὶ νὰ τὰ παιδεύετε μὲ χριστιανικὰ ἤθη. Ἁμαρτάνετε πολὺ νὰ τὰ ἀφήνετε ἀγράμματα καὶ τυφλά. Καλύτερα νὰ τὰ ἀφήνετε φτωχὰ καὶ γραμματισμένα, παρὰ πλούσια καὶ ἀγράμματα… Δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίεψε τὸ γένος ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ ἐγίναμεν ὡς θηρία;» [2].
agios-Kosmas-AitwlosὉ ἴδιος φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑποστηρίζει τὴν ἀνάγκη νὰ κτίζονται πρῶτα Σχολεῖα καὶ μετὰ Ἐκκλησίες, γιατί ἀπὸ τὰ σχολεῖα οἱ ἄνθρωποι μαθαίνουν τὰ ἱερὰ γράμματα. «Ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τὸ κατὰ δύναμιν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμονες, τί εἶναι Παράδεισος, τί εἶναι Κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία, ἀρετή. Ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶναι ἁγία Κοινωνία, τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον, ὁ τίμιος Γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορμί, τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν, διατὶ χωρὶς τὸ σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος». Καὶ καταλήγει λέγοντας ὅτι «τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὲς ἐκκλησίες, τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια» [3].
Σ υ ν ε χ ί ζ ε ι λέγοντας ὅτι εἶναι προτιμότερο «νὰ ἔχης εἰς τὴν χώραν σου σχολεῖον ἑλληνικόν, παρὰ νὰ ἔχης βρύσες καὶ ποταμούς, διατὶ ἡ βρύση ποτίζει τὸ σῶμα, τὸ δὲ σχολεῖον ποτίζει τὴν ψυχὴν». Ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἐπιμένει καὶ ἐπιτυγχάνει νὰ σπουδάζουν στὰ σχολεῖα δωρεὰν «ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ πλούσια καὶ φτωχὰ χωρὶς νὰ πληρώνουν» [4]. Ἔτσι ἀναδεικνύεται σὲ πρόδρομο τῆς γενικῆς καὶ δωρεὰν Παιδείας. Ὡστόσο, πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ ἀποτελεσματικότητά του στὴ δημιουργία ἑλληνικῶν Σχολείων καὶ μὲ τὴν προτροπή του νὰ μιλοῦν τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν δείχνει νὰ ὑποστηρίζει μία ἀόριστα ἀνθρωπιστικὴ καὶ ἀπρόσωπη Παιδεία, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ αὐτὴ πού ὁδηγεῖ τοὺς μαθητὲς στὴν Ἑλληνορθόδοξη ἀγωγὴ καὶ μόρφωση.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς διῆλθε ἐν ἀσκήσει ὅλα τὰ πνευματικὰ στάδια καὶ τὶς βαθμίδες καὶ γνωρίζει ἐπακριβῶς τὴν ὁδό, τά μέσα καὶ τὸν τρόπο, πού μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν καὶ ἄλλους στὴν ἐν Χριστῷ γέννηση καὶ ἐνηλικίωση καὶ τελικὰ στὴ σωτηρία τους. Γιὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως περιγράφουν τὴν ἀσφαλῆ καὶ δοκιμασμένη ὁδὸ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ συναίσθηση ἀναξιότητας καὶ ἁμαρτωλότητας διδάσκει, ὅπως λέγει, «τὰ ἀναγκαιότερα μυστήρια τῆς πίστεως» στοὺς ἀδελφούς του, «τὸ κατὰ δύναμιν, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀδελφός· διδάσκαλος μόνος ὁ Χριστὸς μας εἶναι» [5].
Ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζει τὸν πατρο-Κοσμᾶ εἶναι ὅτι δὲν διαφοροποιεῖται ἀπὸ τοὺς προγενέστερους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὰ οὐσιώδη θέματα πίστεως καὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τὸν ἀπασχόλησαν οἱ δυσνόητες ἀναλύσεις καὶ τὰ δευτερεύοντα θέματα, γιατί γνώριζε ἀκριβῶς τί εἶχαν ἀνάγκη νὰ ἀκούσουν οἱ διψασμένες ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν του. Ὥριμος πνευματικὰ σὰν ἔμπειρος καπετάνιος ξέρει τί θὰ ρίξει στὴ θάλασσα καὶ τί χρήσιμο θὰ κρατήσει γιὰ νὰ διδάξει καὶ νὰ οἰκοδομήσει.
Στὴ διδασκαλία του, ὡς πιστοῦ μέλους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, «τὰ δόγματα ταύτης κατέχων», φανερώνεται ἡ ζωοποιὸς παρουσία της, ἡ ὁποία στήριξε καὶ γαλούχησε τὸ Γένος τῶν Ὀρθοδόξων σὲ ὅλη τὴ μακρὰ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ ἱερὸς Πατὴρ δὲν ἦταν μόνο δέκτης καὶ φύλακας τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἀληθείας, ἀλλὰ καὶ αὐθεντικὸς μεταδότης καὶ ἑρμηνευτής της. Μὲ τὶς διδαχές του ἀναδεικνύει καὶ προβάλλει τὴν ἀξία καὶ μοναδικότητα τῆς ἀληθινῆς πίστεως στὸν Χριστό, μὲ σκοπὸ τὴν ἐνδυνάμωση καὶ οἰκοδομή τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν «αὔξηση» τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μειώνοντας σὲ χρόνους ἰδιαιτέρως δύσκολους γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ὑπόδουλο Γένος, τὸν αὐξανόμενο κίνδυνο καὶ τὴ μεγάλη ἀπειλὴ τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καὶ τοῦ ἐκλατινισμοῦ μὲ τὶς συχνὲς ἀλλαξοπιστίες πολλῶν χριστιανῶν Ὀρθοδόξων.
Ἡ θεματολογία τῶν διδαχῶν του μοιάζει νὰ εἶναι μία ἐπιτομὴ ὅλου τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως καὶ ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ δὲ θεολογία του εἶναι ἐμφανέστατα ὁμολογιακὴ μὲ ἔντονο ἀπολογητικὸ καὶ ὁρισμένες φορὲς ἀντιρρητικὸ χαρακτῆρα. Μὲ ὅσα λέγει ἐπιδιώκει νὰ πιστέψουν οἱ ἀκροατές του ὅτι ἡ διδασκαλία του εἶναι λόγος ἀληθινός, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. «Αὐτὰ ὁποὺ σᾶς εἶπα τὸ ἴδιον εἶναι ὡσὰν νὰ κατέβη ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ σᾶς τὰ εἰπῆ» [6].
Ὁ ἴδιος εἶναι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι οἱ λόγοι του συμβαδίζουν μὲ «τὸν δρόμον τῶν Πατέρων» τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι «λόγια τοῦ παναγίου Πνεύματος, εἶναι πολὺ τιμιώτερα καὶ καλύτερα ἀπὸ τζοβαΐρια καὶ μαργαριτάρια» [7]. Ὅπου μιλοῦσε ἔστηνε ἕναν ξύλινο σταυρό. Δίδασκε στὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ τὸν ὁποῖο φεύγοντας ἄφηνε σὲ ἀνάμνηση. Αὐτὸ εἶχε μέγιστη σημασία καὶ ἔκρυβε βαθύτατο πνευματικὸ συμβολισμό. Κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν διδαχῶν του, εἶναι ὅτι δὲν περιορίζονται σὲ μία θεωρητικὴ κατήχηση τῶν ἀκροατῶν του, ἀλλὰ προχωροῦν πάντοτε στὴν ἀπαραίτητη ἀναφορὰ καὶ σύνδεση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως μὲ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη οἱ διδαχές του ἐναρμονίζονται μὲ τὶς τρέχουσες ἀνάγκες καὶ τὰ διάφορα φλέγοντα θρησκευτικὰ καὶ κοινωνικὰ προβλήματα, ποὺ ἀντιμετώπιζαν οἱ ἄνθρωποι τῶν σκληρῶν καὶ πέτρινων ἐκείνων χρόνων τῆς μακραίωνης δουλείας.
Στίς διδαχές τοῦ πατρο-Κοσμᾶ εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἀδιάσπαστη ἑνότητα καὶ συνέχεια τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως καὶ ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία δὲν χωρίζεται ἡ θεολογία ἀπὸ τὴ ζωή, τὸ δόγμα ἀπὸ τὸ ἦθος καὶ τὴ λατρεία, ἡ θεωρία ἀπὸ τὴν πράξη της. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἁρμονικὴ σύζευξη, ἡ ἄρρηκτη ἑνότητα ἐπιβεβαιώθηκε καὶ ἀπὸ τὸ μαρτυρικό του τέλος, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπισφράγισε τὴ διδασκαλία καὶ ὅλη τὴ δράση του. Τὸ ἔργο του ἔστεψε καὶ ὑπέγραψε μὲ τὸ αἷμα του, καθὼς ἀξιώθηκε τοῦ εἰδικοῦ χαρίσματος τοῦ Μαρτυρίου, τὸ ὁποῖο ἦταν ὥριμος καρπὸς τῆς πολυετοῦς πνευματικῆς του ἐργασίας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἐνηλικιώσεώς του.
Ἡ παρουσία καὶ τὸ Μαρτύριό του στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως βεβαίως καὶ ὅλων τῶν Μαρτύρων καὶ Νεομαρτύρων, εἶναι «ἀνακαινισμὸς ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως». Ἡ χάρις τοῦ Μαρτυρίου του ἀντανακλᾶ καὶ διαχέεται σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία. Χωρὶς ἀμφιβολία ἡ παρουσία καὶ ἡ δράση τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς εἶναι μεγάλη εὐλογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ στὸ Γένος μας, συνιστᾶ τὴν πλήρη ἐνεργοποίηση ἑνὸς χαρίσματος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν πλοῦτο καὶ τὴν ποικιλία τῶν χαρισμάτων καὶ λειτουργημάτων τῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος· εἶναι ἡ εὐλογημένη παρουσία ἑνὸς μεγάλου Ἁγίου, ὁ ὁποῖος δὲν ἀνήκει σὲ μία τοπικὴ κοινότητα, ἀλλὰ εἶναι Ἅγιος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή, ἄλλωστε, τοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ θρέψει καὶ νὰ φωτίση τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὴ μαρτυρία καὶ τὸ Μαρτύριό του καθοδηγεῖ καὶ εὐλογεῖ ὅλη τὴν Οἰκουμένη, οἰκοδομεῖ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἔχοντας «τὸν Παράκλητον ἐν ἑαυτῷ» γίνεται καὶ ὁ ἴδιος Παράκλητος, καθὼς παρηγορεῖ τοὺς λοιποὺς χριστιανοὺς ἀδελφούς του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐμπνευσμένη διδασκαλία του, ἡ διαρκὴς παρουσία τοῦ ἁγίου Πατρὸς διὰ τῶν ἑκατοντάδων προφητειῶν του, διὰ τοῦ Μαρτυρίου του καὶ διὰ τῶν ἱερῶν Λειψάνων του εἶναι ἁπτή, συγκεκριμένη καὶ διαχρονικὴ πραγματικότητα, πού οἰκοδομεῖ, τροφοδοτεῖ καὶ αὐξάνει μέχρι σήμερα ὁλόκληρο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὡς γνήσιος Ἱερομάρτυρας καὶ Ἰσαπόστολος, ὡς ἀληθινὸς Πατὴρ καὶ θεολόγος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέγας διδάσκαλος ὅλου τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς σημαντικὸ ὁρόσημο τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ φωτίσει καὶ νὰ καθοδηγήσει καὶ τὴ δική μας ἐποχή.
Ἀλήθεια, εἶναι ἀπορίας ἄξιον πῶς στοὺς τέσσερις αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας ἄντεξε ὁ λαὸς αὐτοῦ τοῦ τόπου; Πῶς κρατήθηκε ἡ πίστη του, δὲν ἀλλοιώθηκε ἡ συνείδησή του καὶ δὲν παραχαράχθηκε ἡ ταυτότητά του; Στὴ σημερινὴ ἐποχὴ τῆς πολύμορφης κρίσεως πού ὑφιστάμεθα ἅπαντες, εἴμαστε ἐπιτέλους σὲ θέση νὰ ἀναγνωρίσουμε καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὅτι κάποια κέντρα ἐλέγχου καὶ παιδείας δὲν λειτουργοῦν σωστά; Μποροῦμε πλέον νὰ ὁμολογήσουμε εὐθαρσῶς ὅτι πῆραν ἢ δώσαμε τὴν εὐθύνη γιὰ τὰ μεγάλα θέματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ταυτότητάς μας σὲ ἄτομα ἄσχετα καὶ ἀκατάλληλα;
Προκαλεῖ ἐντύπωση καὶ προβληματίζει τὸ ὅτι ὁρισμένοι ἱστορικοὶ δὲν τὸν ἀναφέρουν καθόλου καὶ τὰ σχολικὰ βιβλία μᾶλλον τὸν ἀγνοοῦν. Καὶ ἐνῷ θαυμάζομε τὸν πατρο-Κοσμᾶ φαίνεται πώς λογοκρίνουμε τὴ διδασκαλία του καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουμε νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια, πού συνοψίζει τὰ οὐσιώδη χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀποσιώπηση ἢ διαστρέβλωση τοῦ μεγαλειώδους ἀναγεννητικοῦ ἔργου του ὑποδηλώνει ἐμπάθεια, προκατάληψη, ἰδεολογικὴ ἀγκύλωση, πολὺ δὲ περισσότερο ἀποτελεῖ ἀγνωμοσύνη, ἀνεπίτρεπτη ἔλλειψη ὀφειλόμενης ἀναγνώρισης καὶ ἀπώλεια ἱστορικῆς μνήμης. Καὶ ἐὰν ἡ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κριτήριο τῆς ταυτότητάς του, τότε ἡ ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς του μνήμης, θὰ πρέπει ἀναπόφευκτα νὰ σημαίνει ἀπώλεια καὶ τῆς ἱστορικῆς του ταυτότητας.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα φωτεινὴ μορφὴ τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι τὸ καύχημα τοῦ Γένους μας καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη εὐλογία τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουμε στὴ διάθεσή μας τὸ φῶς τῶν διδαχῶν του. Ὅποιος ἐμβαθύνει στὸ περιεχόμενό τους, θὰ διαπιστώσει εὐχερῶς ὅτι αὐτὲς ἔχουν μία διαχρονικότητα καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν γιὰ ὅλους πηγὴ ἀστείρευτης ἔμπνευσης καὶ ἀμετάθετης ἐλπίδας. Ὁ πατρο-Κοσμᾶς μένει μαζί μας, ζεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λαὸς αὐτὸς ζεῖ καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο καὶ τὰ διδάγματά του. Τὸ ζείδωρο πνεῦμα τοῦ ἔργου καὶ τῶν λόγων του εἶναι καὶ τώρα ἐπίκαιρο, ἀκριβῶς γιατί ἀπαντᾶ στὰ θεμελιώδη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ τρόπου τοῦ «ἀληθῶς ὑπάρχειν» τοῦ ἀνθρώπου, στὶς μεγάλες ἀξίες πού ἔθρεψαν γιὰ αἰῶνες τοὺς κατοίκους αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου τόπου. Ἡ πνευματικὴ κληρονομιὰ τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς εἶναι σήμερα περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἀναγκαία, γιατί ἀνακεφαλαιώνει καὶ ἐπαναδιατυπώνει, μὲ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο, ὅλες τὶς ἀξίες μας, ὁλόκληρη τὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση καὶ ζωὴ καὶ ἀντέχει στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου.
Ἡ ταυτότητα, ἡ Παιδεία καὶ ὁ πολιτισμὸς τοῦ Γένους μας ἀνέτειλε ἐκ τοῦ «Τάφου». Γεννήθηκε καὶ ἀνδρώθηκε μέσα σὲ δυσκολίες. Πράγματι εἶναι γεγονὸς ὅτι πολλὲς δοκιμασίες καταλυτικές, ποικίλων μορφῶν καὶ εἰδῶν, πέρασαν ἀπὸ πάνω του, ὅμως δὲν ξεριζώνεται εὔκολα, ἀλλὰ «ἀνθεῖ καὶ φέρει καὶ ἄλλο». Στοὺς χαλεποὺς καιροὺς τῆς ὑλικῆς καὶ κυρίως τῆς πνευματικῆς κρίσεως πού ζοῦμε, ἐξακολουθεῖ σὲ αὐτὸν τὸν τόπο νὰ ὑπάρχη ἀκόμη ἐλπίδα, ἀρχοντιὰ ἀλλὰ καὶ φιλότιμο. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς προσφέρει ἐκ νέου ἐλπίδα καὶ ἀπαντοχή, ρίχνει, ὅπως καὶ τοὺς ἀκροατές του, καὶ ἐμᾶς ὅλους στὸ φιλότιμο. Μὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἐπαναλαμβάνει καὶ πάλι σήμερα: Μὴ φοβᾶστε καθόλου καὶ κανένα. Δῶστε ὅ,τι σᾶς ζητοῦν. Δῶστε χαράτσια, χρήματα, πράγματα. Καὶ τὸ κορμὶ σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν. Δὲν θὰ δώσετε μόνο τὴν ψυχή σας καὶ τὸν Χριστό. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσει, δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἐκτὸς ἂν τύχη καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Ἀπ᾿ ἐκεῖ θὰ βγοῦν ὅλα [8]. Ἐξάπαντος εἶναι ἄκρως παρήγορο καὶ ἐνθαρρυντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, τελικά, δὲν ἔχουν χαθεῖ ὅλα καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι δὲν πρόκειται νὰ χαθοῦν. Καὶ τοῦτο, διότι ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἄνθρωποι (γνωστοί, ἀλλὰ συνήθως ἀφανεῖς καὶ ἀνώνυμοι) κοντά μας, ἀνάμεσά μας, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ ἀναμένουν ὑλικὰ ἢ ἄλλα ὀφέλη ἀγωνίζονται καὶ ἀναλώνονται γιὰ τὴ διατήρηση καὶ προβολὴ πνευματικῶν ἀγαθῶν καὶ ἰδανικῶν, πασχίζουν γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη Παιδεία τῶν νέων παιδιῶν, γιὰ τὴν ταυτότητα καὶ τὸν πολιτισμὸ αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου τόπου, μᾶς συντηροῦν στὴ ζωή.
Παρὰ τὰ ὅσα ἀρνητικὰ συμβαίνουν καὶ ἀκούγονται, ὑπάρχουν ἀκόμη στὶς ἡμέρες μας πρότυπα, ὑπηρετοῦνται ἀκόμη ἀρχὲς καὶ ἀξίες ὡς ἀδιάσπαστη συνέχεια καὶ ἐπέκταση τοῦ τρισχιλιετοῦς πολιτισμοῦ μας, τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσής μας. Αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσουν μικροὺς καὶ μεγάλους, ὥστε νὰ ἔλθουν πιὸ κοντὰ στὶς ζωογόνες ρίζες μας, σὲ ὅσα μᾶς ἔθρεψαν, μᾶς κράτησαν ὄρθιους καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ὑπερβοῦμε καὶ τὴν παροῦσα κρίση. Εἶναι τὰ ἴδια πού συνιστοῦν τὰ ἀνεξίτηλα χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Γένους μας καὶ ἀκριβῶς αὐτὰ περισσότερο ἀπὸ ποτὲ χρειαζόμαστε σήμερα.
Ὁ σεβασμός μας στὴν ταυτότητά μας εἶναι ἀδιαπραγμάτευτο χρέος μας, γιατί εἴμαστε χρεωμένοι μὲ βαρύτιμη πνευματικὴ κληρονομιά. Ὡς ἐκ τούτου, ἐὰν δὲν συνειδητοποιήσουμε αὐτὸ πού μᾶς κληροδοτήθηκε καὶ ὑπάρχει βαθιὰ μέσα μας, θὰ ἀποτελέσει ἀσυγχώρητο λάθος μας, θὰ ἔχουμε ἀναπόδραστα νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτοὺς πού προηγήθηκαν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς πού ἔρχονται.
1. Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς (καὶ βιογραφία), ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1984.
2. Κώστα Σαρδελῆ, Ὁ ἅγιος τῶν σκλάβων Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς, Ἀθήνα 1974, σ. 123 κ.ἑξ.
3. Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς, σ. 142.
4. Ὅπ. παρ., σ. 142.
5. Ὅπ. παρ., σ. 116.
6. Ὅπ. παρ., σ. 141.
7. Ὅπ. παρ., σ. 175.
8. Βλ. ὄπ. πὰρ., σ. 240.
Εἶναι πολλά ὅσα μπορεῖ κάποιος νά πεῖ γιά τήν Παναγία. Ταυτόχρονα ὅμως ὅσα καί νά πεῖς γιά τό τίμιο Πρόσωπό της εἶναι λίγα καί πενιχρά. Ἡ Ἐκκλησία τῆς προσέφερε τιμητικά ὅλον τόν μήνα Αὐγούστου γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται «ὁ μήνας τῆς Παναγίας». Ἔτσι ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά καταθέτουμε σέ Αὐτή εὐχές καί ὕμνους στήν λατρεία, τραγούδια καί χορούς στίς παραδόσεις μας, πού μιλοῦν γιά ἐκείνη καί τά μεγαλεῖα πού μᾶς προσέφερε. Ποιός νά διηγηθεῖ ἀλήθεια ἐπαρκῶς καί ἐπάξια ὅλα αὐτά ποῦ μᾶς δώρισε μέ τήν καταφατική της ἀπάντηση στόν ἀρχαγγελικό χαιρετισμό; Εἶπε «γένοιτο» καί ὅλος ὁ κόσμος ἄλλαξε!
Ἅς ἀναφέρουμε ὅμως καί ἐφέτος δύο λόγια γιά τό πάνσεπτο πρόσωπό της.
Θά δανειστοῦμε καί θά διατυπώσουμε μέ ἁπλότητα ὅσα ἕνας ἁγιορείτης ἅγιος ἀναφέρει γιά Αὐτήν.
Τό πρῶτο ἀφορᾶ σέ αὐτό πού συχνά λέμε στούς ναούς μας, ὅταν ψάλλουμε. Δηλώνουμε ὅτι εἶναι «…τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ…». Γιατί ἡ Παναγία χαρακτηρίζεται μέ αὐτόν τόν τρόπο; Γιατί ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας γιά τό Χριστό ἦταν πιό ἰσχυρή καί «φλογωτέρα» τῆς ἀγάπης τῶν Σεραφείμ καί Χερουβείμ. Μάλιστα αὐτές οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις «ἐκπλήττονται διά Αὐτήν». Δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε τήν ἀγάπη αὐτή τῆς Παναγίας πρός τόν Υἱό της, ἀλλά καί πρός κάθε ἄνθρωπο. Ἀδύνατο νά κατανοήσουμε τήν ὀδύνη τῆς κατά τήν στιγμή τῆς Σταυρώσεως. Ἀδύνατο ὅμως ἐπίσης, νά ἐννοήσουμε καί τήν χαρά της μέ τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Γι’ αὐτά ἡ Παναγία εἶναι καί ὁμολογεῖται ὡς «τιμιωτέρα καί ἐνδοξοτέρα».
Τό δεύτερο σημαντικό γιά τήν Παναγία εἶναι αὐτό πού καί πάλι ἀναφέρει ὁ ἀθωνίτης ἅγιος. «Ἡ Παναγία εἶναι τό πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους». Αὐτήν πρόσφερε σέ ἐμᾶς ἤδη ἀπό τήν στιγμή τῆς Σταυρώσεώς Του. Εἶπε, ἀπευθυνόμενος στόν εὐαγγελιστή καί ἀγαπημένο μαθητή Τοῦ Ἰωάννη: «ἰδού ἡ μήτηρ σου…». Τήν στιγμή αὐτή, ὁ Ἰωάννης ἐκπροσωπεῖ ὅλο το ἀνθρώπινο γένος, τούς ἀνθρώπους ὅλων των ἐποχῶν, πού πλέον θά συνδεθοῦν «χριστολογικῶς» μέ τήν Θεοτόκο. Ὁ Χριστός μᾶς χάρισε τήν μητέρα του, ἡ ὁποία εἶναι χαρά καί παρηγοριά σέ πολλούς καί γιά πολλά, σέ ὅλους ὅσοι τήν ζητοῦν. Εἶναι μεγάλο δῶρο αὐτό, γιατί πλέον εἶναι πολύ κοντά μας, ἀφοῦ ὡς κατά φύσιν ἄνθρωπος γνωρίζει τήν ἀνθρώπινη φύση, μέ τήν σημείωση ὅτι ἡ ἴδια δέν ἁμάρτησε κατά τούς Πατέρες μᾶς ποτέ, οὔτε καί κατά τόν λογισμό.
Ἡ παρουσία τῆς ἀσφαλῶς καί ἔχει εὐεργετήσει τό γένος τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά μέ τήν προστασία τῆς ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο ὅριο καί ἀγκαλιάζει ὅλους τους λαούς τῆς γῆς, κάθε ἄνθρωπο. Ζεῖ στόν οὐρανό, βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν λησμονεῖ κανέναν ἐπάνω ἐδῶ στήν δυσκολεμένη γῆ μας καί ἰδίως δέν ξεχνᾶ ὅσους τήν ἔχουν ἰδιαιτέρως ἀνάγκη.
Τέλος, ἅς ἀναφέρουμε αὐτήν τήν φοβερή ἐμπειρία πού ἔζησε ὁ ἅγιος Σιλουανός γιά νά διδαχθοῦμε. Ἅς ἀκούσουμε αὐτόν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, πού ἀξιώθηκε νά ἀκούσει τήν φωνή της. Ἀναφέρει ὅτι τόν ἐπισκέφθηκε καί τόν νουθέτησε νά μήν ἁμαρτάνει. Εἶπε ἀκριβῶς: «Δέν εἶναι ἀρεστόν εἰς ἐμέ νά βλέπω τά ἔργα σου». Δέν μοῦ ἀρέσουν αὐτά πού κάνεις. Αὐτή ἡ χροιά τῆς φωνῆς τῆς Θεομήτορος τόν συνόδευε πάντα, σέ ὅλη του τήν ζωή. Πέρασαν λέει σαράντα χρόνια, ἀλλά δέν ξέχασα αὐτήν τήν ἐλεγκτική, ἀλλά συνάμα καί γλυκιά φωνή.
Ἔχει ρόλο καί λόγο ἡ Παναγία στήν ζωή μας. Ἡ ψυχή πού ὑγιαίνει πνευματικά νιώθει νά ἕλκεται πρός Αὐτήν διά τῆς ἀγάπης. Καί γιά ὅσους τήν ἀγαποῦν, μόνο ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός της γλυκαίνει τήν καρδιά!
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Έχουμε όλοι χαρά, διότι σήμερα είναι η πραγματική εορτή της μητέρας. Διότι μόνον η Κυρία Θεοτόκος είναι η όντως μητέρα μας, επειδή μας μεταδίδει την όντως Ζωή μας, που είναι ο Χριστός μας. Και σήμερα θα έπρεπε όλες οι μητέρες να εορτάζουν την εορτή της μητέρας Ορθοδόξως, διότι κάθε μητέρα καταξιώνεται ως μητέρα μόνον εάν αποβλέπει και εάν παίρνει την ευλογία και την χάρη της Μητέρας του Θεού, της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Αλλά ο κόσμος με το κοσμικό πνεύμα, με την εκκοσμίκευση, η οποία προχωρεί και διαβρώνει την ψυχή και την καρδιά και το φρόνημα του λαού μας, έχει αρχίσει να αντικαθιστά και να υποκαθιστά μάλλον τεχνηέντως τις εορτές της Ορθοδοξίας με εορτές κοσμικές, όπως είναι η εορτή της μητέρας, η εορτή του παιδιού και άλλες παρόμοιες, όπως τα γενέθλια, που εορτάζουν οι άνθρωποι, ενώ πρέπει να εορτάζουμε τις μνήμες των Αγίων, των οποίων φέρουμε τα ονόματα. Και όλα αυτά είναι μία προσπάθεια να αλλοιωθεί το Θεανθρωποκεντρικό φρόνημα του λαού μας, και ο λαός μας να γίνει ανθρωποκεντρικός και να μην έχει τον Χριστό ως κέντρο της ζωής του. Να μη ζει ζωή εκκλησιαστική, αλλά να ζει μία ζωή μακρυά από την Εκκλησία και από τον Θεάνθρωπο Χριστό μας.
Σήμερα λοιπόν είναι η εορτή της μητέρας, της μητέρας μας. Και γι’ αυτό έχουμε χαρά. Ό,τι γίνεται στην Παναγία μας γίνεται για όλους μας και γι’ αυτό η χαρά είναι όλων μας. Η Παναγία έκανε υπακοή στον Θεό. Τέλεια υπακοή. Η Εύα η Προμήτωρ έκανε ανυπακοή και στέρησε το ανθρώπινο γένος από την ευλογία της κοινωνίας με τον Θεό, της ενώσεως με τον Θεό, της μακαρίας ζωής του Παραδείσου. Η Παναγία μας διόρθωσε το λάθος της Εύας και έκανε τέλεια υπακοή στον Θεό. Και όταν έκανε τέλεια υπακοή στον Θεό και αγάπησε τον Θεό ολοκληρωτικά και δόθηκε στον Θεό ολοκληρωτικά, δεν μπορούσε παρά να γίνει αυτό το μέγα Μυστήριο που έγινε σ’ Αυτήν. Μία απλή και ταπεινή γυναίκα τού ισραηλιτικού λαού, μία χωριατοπούλα, μία αγράμματη δηλαδή, δεν μπορούσε παρά να ελκύσει τον Θεό και ο Θεός να σκηνώσει σ’ Αυτήν και να γίνει η «Χώρα του Αχωρήτου».
Έτσι μας έδειξε η Παναγία μας την οδό της υπακοής στον Θεό και για λογαριασμό όλων μας έκανε εκείνο που δεν έκανε ο Αδάμ και η Εύα· πρόσφερε στον Θεό την ελευθερία της. Γιατί ο Θεός θέλει να είναι ενωμένος με τον άνθρωπο, θέλει να κατοικεί μέσα στον άνθρωπο. Αλλά δεν μπορεί ο Θεός να κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, εάν ο άνθρωπος δεν προσφερθεί ολοκληρωτικά στον Θεό, εάν δεν του προσφέρει την ελευθερία του, το θέλημά του, την ύπαρξή του όλη. Η Παναγία μας προσφέρθηκε. Είπε το «ναι» στον Θεό.
Ήθελε ο Θεός να έλθει στην γη, γιατί αγαπούσε τον άνθρωπο, αλλά περίμενε να βρεθεί ένα πλάσμα που θα απαντούσε στο ερώτημα που έθετε ο Ουρανός: «Θέλετε να έλθω στην γη; Θέλετε να γίνω άνθρωπος;» Περίμενε ο Θεός να βρεθεί ένας άνθρωπος που θα έλεγε το «ναι» στον Θεό με όλη του την ύπαρξη, με όλη του την καρδιά, ολοκληρωτικά. Και αυτός ο άνθρωπος που είπε το «ναι» στον Θεό ήταν η Παναγία μας. «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. α’ 38). Και όταν είπε αυτό το «ναι», ήλθε ο Θεός στην γη, ήλθε στην κοιλία της Υπεραγίας Θεοτόκου, σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος.
Και εμείς σήμερα, επειδή η Παναγία μας πρόσφερε στον Θεό την ελευθερία της, είπε το «ναι», έχουμε Σωτήρα και Λυτρωτή, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Δεσπότη Χριστό, ο οποίος μας ανέστησε από τον τάφο της αμαρτίας, από τον Άδη, από τον αιώνιο θάνατο, και μας χάρισε την αιώνια ζωή. Και σήμερα δεν είμαστε οι απελπισμένοι μελλοθάνατοι, όπως θα ήμασταν προ Χριστού, οι υπόδουλοι του διαβόλου και του θανάτου, οι χωρίς ελπίδα υπόδουλοι, αλλά είμαστε τα φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας, οι υιοί της Αναστάσεως, τα τέκνα του Θεού τα αγαπημένα, οι κληρονόμοι της αιώνιας ζωής και μακαριότητας. Όλα αυτά τα αγαθά δια της Κυρίας Θεοτόκου, της μητέρας μας ήλθαν στον κόσμο.
Γι’ αυτό σήμερα την ευγνωμονούμε, την ευχαριστούμε. Σήμερα και πάντοτε την προσκυνούμε, την δοξάζουμε. «Εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας». Γι’ αυτό και ο λαός μας ο Ορθόδοξος, ο πιστός, έχει τόσο μεγάλη ευλάβεια στην Υπεραγία Θεοτόκο. Διότι γνωρίζει ότι χωρίς Αυτήν δεν θα είχαμε τον Χριστό. Διότι γνωρίζει ότι Αυτή μας αντιπροσωπεύει. Αντιπροσωπεύει το ανθρώπινο γένος ενώπιον του θρόνου της θείας Μεγαλοσύνης.
Όπως όλα τα της Θεοτόκου μυστήρια ήσαν μυστήρια αγάπης τελείας, προσφοράς τελείας, υπακοής τελείας, ελευθερίας τελείας, προσφοράς της ελευθερίας της προς τον Θεό, έτσι και η μακαρία και σεπτή της Κοίμηση, «τελευταίον ούσα επ’ Αυτή μυστήριον», που λέγει και το τροπάριο (α’ τροπ. Λιτής). Ήταν και αυτή το τελευταίο μεν επίγειο μυστήριο της Παναγίας, όμως και αυτό μυστήριο αγάπης, ελευθερίας και υπακοής.
Όπως προσφέρθηκε ως τριετές νήπιο –οι γονείς της την πρόσφεραν στον Ναό του Σολομώντος, για να υπηρετεί στα Άγια των Αγίων– και προσφέρθηκε με όλη της την καρδιά και την θέληση, όπως όταν προσφέρθηκε κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού στο μήνυμα το αρχαγγελικό ότι θα γίνει η Μητέρα του Δεσπότου Χριστού, έτσι και τώρα που ήλθε η ώρα και Αυτή, ως άνθρωπος θνητός που ήταν, να φύγει εκ του κόσμου τούτου, πάλι προσφέρθηκε στον Θεό με εμπιστοσύνη.
Πρόσφερε με εμπιστοσύνη την μακαρία ψυχή της στον Δεσπότη Χριστό, ο οποίος ήλθε να την παραλάβει, αλλά πρόσφερε με εμπιστοσύνη και το σώμα της, το πανάχραντο και πανακήρατο, εκείνο το τρισένδοξο σώμα, το οποίο έδωσε Σώμα στον Υιό του Θεού, εκείνη την σάρκα, η οποία εσάρκωσε τον Θεό. Το πρόσφερε και αυτό με εμπιστοσύνη στον Θεό, για να μπει μέσα στην γη, χωρίς να φοβάται το σκοτεινό μυστήριο του θανάτου, χωρίς να φοβάται το χώμα που θα την κάλυπτε, διότι είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού.
Και όταν κανείς έτσι προσφέρεται στον Θεό, με τέλεια εμπιστοσύνη, και ο Θεός δεν αφήνει το πλάσμα του να χαθεί, αλλά προσφέρει και ο Θεός το παν στον άνθρωπο. Γι’ αυτό την μεν ψυχή τής Κυρίας Θεοτόκου, την φωτεινή και ολόφωτη, παρέλαβε ο Υιός της ο μονογενής, ο Κύριός μας, το δε σώμα της, αυτό το μακάριο και σεπτό και πανάχραντο σώμα –το οποίο δεν ήταν δυνατόν, αφού έτσι προσφέρθηκε στον Θεό με τέλεια ελευθερία και υπακοή και αγάπη, να γίνει βορά των σκωλήκων– Χάριτι του Παναγίου Πνεύματος και αποφάσει και επινεύσει της Παναγίας Τριάδος την τρίτη ημέρα ανεστήθη και μετέστη στους Ουρανούς και βρίσκεται δοξασμένο μαζί με την μακαρία ψυχή της και λυτρωμένο στους αιώνες.
Και έτσι η Κυρία Θεοτόκος «προΐσταται», όπως λέγουν οι Θεολόγοι της Εκκλησίας μας, «των σεσωσμένων». Είναι η προϊσταμένη της Εκκλησίας όλης. Όπως η Μαριάμ, η αδελφή του Μωϋσέως, προεξήρχε του χορού των λυτρωθέντων από τους Αιγυπτίους και εν τυμπάνω και χορώ εδόξαζε τον Θεό μετά την έξοδο εκ της Ερυθράς θαλάσσης, έτσι και τώρα η Κυρία Θεοτόκος, η αληθής Μαριάμ του ανθρωπίνου γένους, προΐσταται του χορού των σεσωσμένων και λελυτρωμένων και ψάλλει ωδή καινή ενώπιον του θρόνου του Αρνίου στους αιώνες.
(1981)
Πηγή: (Από το βιβλίο: Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές Εορτές. Έκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 189.), Κοινωνία Ορθοδοξίας
Μια σαφής ένδειξη του πόσο οικείο πρόσωπο είναι για τους Ελληνες η Παναγία είναι πως κάθε τόπος και σχεδόν κάθε εικόνα έχει μια επωνυμία. Ο Έλληνας δίνοντας Της την επωνυμία Την δείχνει ότι Τη θεωρεί δική του, ότι είναι κοντά του, ότι τον προστατεύει. Πριν από πέντε χρόνια έγραψα άρθρο με τις «300 επωνυμίες της Παναγίας». Όμως αναζητώντας έκτοτε περισσότερες επωνυμίες Της βρέθηκα προ ευχάριστης εκπλήξεως. σε όλη την Ορθοδοξία ξεπερνούν τις χίλιες που έχουν αποδοθεί στην Παναγία. Έλληνες, Ρώσοι, Ουκρανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι, Πολωνοί, Ρουμάνοι, Αλβανοί, Τσέχοι, Σλοβάκοι, όλοι έχουν δώσει ονόματα στην Παναγία. Σε όλη την Ορθοδοξία κάθε ερευνητής όλο και νομίζει ότι ολοκλήρωσε τον κατάλογο και όλο κάποια νέα επωνυμία προκύπτει. Τόση είναι η αγάπη, η γόνιμη σκέψη και η εφευρετικότητα όχι μόνο των καλλιτεχνών και των λογίων, αλλά και του απλού πιστού λαού, που γεννά συνεχώς και νέα επίθετα στην Παναγία. Αυτά μπορούν να χωριστούν σε οκτώ κατηγορίες.
Πηγή: Ακτίνες
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
Δημητσάνα – Μεγαλόπολη, Αύγουστος 2011
Ἡ θεολογική ἔννοια τῆς Μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου
Σήμερα, ἀδελφοί μου φιλέορτοι χριστιανοί, ἑορτάζει ἡ Παναγιά μας. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει πολλές ἑορτές τῆς Παναγίας, μά ἡ σημερινή Ἑορτή, πού λέγεται Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς Θεομητορικές Ἑορτές.
Ὁ λαός μας τό ξέρει αὐτό, γιατί ὁ καθένας τό ἔμαθε κατά παράδοση ἀπό τήν μάνα του καί τήν γιαγιά του, καί ὅλοι σήμερα, καί ὁ γέρος καί ὁ νιός καί τό μικρό παιδί, τρέχουν στήν Ἐκκλησία, γιατί γιορτάζει ἡ Παναγιά.
1. Τήν Παναγία ἡ Ἐκκλησία μας τήν ὀνομάζει «Θεοτόκο». Ἔτσι νά Τήν λέτε καί σεῖς, ἀδελφοί μου. Ἔτσι τό ἄκουσα καί ἐγώ νά τό λέει καί μιά εὐλογημένη γιαγιά, πού πῆγα στό σπίτι της νά τήν ἐξομολογήσω, γιατί ἦταν ἀνήμπορη.
› «Τί κάνεις, γιαγιά;», τῆς λέω.
›«Τί νά κάνω;», μοῦ λέει.
›«Παρακαλῶ τήν Θεοτόκο ἐδῶ στό κρεββάτι πού εἶμαι, γιά νά ἔρθει νά πάρει τήν ψυχή μου»!
Ἔτσι νά προσφωνοῦμε καί ἐμεῖς τήν Παναγία, ὡς «Θεοτόκο», γιατί τό ὄνομά Της αὐτό εἶναι τό ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα, γιατί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός , τό ὄνομα «Θεοτόκος» «ἅπαν τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας συνίστησι».
Καί λέγεται Θεοτόκος ἡ Παναγία, γιατί γέννησε τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, πού σαρκώθηκε στήν ἁγιασμένη Της Κοιλία.
2. Ἀφοῦ ἡ Παναγία εἶναι πραγματικά «Θεοτόκος», ἐγέννησε «ἀδιαφθόρως» τόν σαρκωθέντα σ᾽ Αὐτήν Υἱόν τοῦ Θεοῦ· τόν ἐγέννησε δηλαδή χωρίς νά φθαρεῖ ἡ παρθενία Της.
Καί βεβαίως ἔτσι ἔπρεπε νά γίνει, διότι ἡ Παναγία μας συνέλαβε «ἀσπόρως» τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ στήν Κοιλία Της.
Τό «ἀσπόρως» , ἀγαπητοί μου, συνδέεται μέ τό «ἀδιαφθόρως». Ὁ ἀρχικός σκοπός τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ ἄνθρωπος νά αὐξάνεται παρθενικά, ἀλλά ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἔφερε τόν γάμο, ὅπως τόν γνωρίζουμε στήν πεπτωκυΐα κατάσταση πού βρισκόμαστε.
Ἡ Παναγία μας ὅμως συνέλαβε παρθενικά τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ στήν Κοιλία Της, γιατί ἄν ὁ Ἰησοῦς Χριστός συλλαμβανόταν ἐκ σπέρματος, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δέν θά ἦταν «καινός ἄνθρωπος», οὔτε θά ἦταν ἀναμάρτητος, ἀλλά οὔτε θά ἦταν καί ὁ Σωτήρας τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ἐπειδή λοιπόν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γεννήθηκε «ἀσπόρως», κατά θαυμαστό δηλαδή τρόπο, γι᾽ αὐτό καί ἡ γέννησή Του ἦταν θαυμαστή. Τόν ἐγέννησε «ἀδιαφθόρως» ἡ Θεοτόκος Μητέρα του.
3. Σᾶς εἶπα σήμερα ὅλα τά παραπάνω, ἀδελφοί χριστιανοί, γιατί αὐτά, τό «ἀσπόρως» καί τό «ἀδιαφθόρως» τῆς Θεοτόκου, πού ἀκοῦτε συχνά ἐδῶ στήν Ἐκκλησία νά λέγονται καί νά ψάλλονται, αὐτά λέγω, συνδέονται πολύ στενά μέ τήν σημερινή ἑορτή.
Σήμερα ἑορτάζουμε τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδή τόν Θάνατό Της. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τόν θάνατο τόν λέει «κοίμηση», γι᾽ αὐτό λέμε ὅτι ἑορτάζουμε τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Ἡ Παναγία πέθανε κανονικό θάνατο. Ἀπέθανε καί ἐτάφη.
Ὅμως, κατά τήν πίστη μας, τό Σῶμα τῆς Παναγίας μας δέν ἔμεινε στόν τάφο, ἀλλά μετέστη, δηλαδή μετατέθηκε στούς οὐρανούς. Καί γιατί μετατέθηκε τό Σῶμα τῆς Θεοτόκου στούς οὐρανούς;
Γιατί, ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ Παναγία γέννησε «ἀδιαφθόρως» τόν Κύριο. Τό ἀδιάφθορο δηλαδή τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου κατά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, αὐτό εἶναι αἰτία τῆς μή διαφθορᾶς τοῦ σώματός Της κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου Της.
Ὅπως δηλαδή συνδέεται τό «ἀσπόρως» μέ τό «ἀδιαφθόρως» , γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε παραπάνω, ἔτσι συνδέεται καί τό «ἀδιαφθόρως» μέ τήν Μετάσταση τῆς Θεοτόκου μετά τήν Κοίμησή Της.
Τό ἀδιάφθορο τῆς Θεοτόκου κατά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔφερε καί τό ἀδιάφθορο τοῦ Σώματός Της κατά τόν θάνατό Της.
4. Ἔτσι ἔπρεπε νά συμβεῖ, ἀδελφοί μου χριστιανοί. Ὅπως τό Σῶμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν ὑπέστη φθορά στόν τάφο, ἔτσι καί τό Σῶμα τῆς Παναγίας μετέστη στούς οὐρανούς.
Ἡ Μετάσταση αὐτή τοῦ Σώματος τῆς Θεοτόκου συνδέεται μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ Της, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἐτίμησε τό Πανάγιο Σῶμα τῆς Μητρός Του μέ τήν ἀφθαρσία καί τήν μετάθεσή του στούς οὐρανούς, πρίν ἀπό τήν κοινή καί καθολική ἀνάσταση ὅλων μας.
Ἀφοῦ μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τά σώματα πολλῶν ἁγίων δέν διαφθείρονται καί ἔχουμε ἔτσι τά ἅγια λείψανα, πολλῷ μᾶλλον ἦταν λογικό νά μήν φθαρεῖ τό «θεοδόχον σκήνωμα» τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας, τῆς Θεοτόκου Μαρίας.
5. Εἶναι θαυμαστά καί θεόσδοτα τά Δόγματα τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης μας, ἀδελφοί μου χριστιανοί. Ἀλλά ὅλα τά Δόγματα τῆς Πίστης μας συγκεφαλαιώνονται στήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων περί τῆς Θεοτόκου Μαρίας, τῆς γλυκειᾶς μας Παναγίας· γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας λέει πρός Αὐτήν: «Χαῖρε τῶν δογμάτων Αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) τό κεφάλαιον»!
Εὔχομαι ἡ Παναγία μας νά εἶναι γιά ὅλους μας βοήθεια, προστασία καί μεσίτρια πρός τόν Κύριο γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Χρόνια Σας πολλά!
Μέ πολλές εὐχές
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Αναβάσεις
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...