Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

agios logginos o ekatontarxos 01


1.Καταγωγή - Επάγγελμα

Ο άγιος Λογγίνος έζησε κατά τους χρόνους της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο Συμεών ο Μεταφραστής στους βίους και την πολιτεία Αγίων Μηνός Μαρτίου αναφέρει ότι, ανήκε στην Ιουδαϊκή συναγωγή (P.G., Τόμ. 115, σ. 32 Α).

Ο Άγιος καταγόταν από την κωμόπολη Σανδιάλη της Καππαδοκίας (P.G., Τόμος 115, σελ. 41). Εκεί, λοιπόν, αποσύρθηκε μετά την Ανάσταση του Κυρίου, όταν παραιτήθηκε από το Ρωμαϊκό στρατό που υπηρετούσε και εκήρυξε «Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών».

Ο Λογγίνος υπηρέτησε ως Αξιωματικός στο Ρωμαϊκό στρατό κα έφερε το βαθμό του Κεντυρίωνα - Εκατόνταρχου.

(Η λέξη Κεντυρίων προέρχεται από τη λατινική λέξη Centum που σημαίνει εκατό, διοικητής δηλαδή εκατό στρατιωτών , εκατόνταρχος).

Κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του Κυρίου επί της γης τελούσε υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου, Ρωμαίου Επάρχου στην Ιουδαία (26 - 33 μ.Χ.).


2. Εποπτεύει κατά τη Σταύρωση του Χριστού

Κατά την παράδοση του Ιησού στους Εβραίους για να τον σταυρώσουν, ο Πιλάτος έδωκε εντολή στον εκατόνταρχο Λογγίνο να υπηρετήσει στα τίμια πάθη και τη σταύρωση, μετά των στρατιωτών του.

Το όνομα του Εκατόνταρχου δεν αναγράφεται σε κανένα από τα Ευαγγέλια. Σ' όλα μνημονεύεται με το αξίωμά του, είτε ως Κεντυρίων, είτε ως Εκατόνταρχος.

Έτσι, ο Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του Πιλάτου, επιστάτησε καθ' όλη τη διάρκεια των φρικτών Παθών του Κυρίου στο Γολγοθά. Ως εκ τούτου, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας όλων των εκεί θαυμαστών γεγονότων κατά τη Σταύρωση του Κυρίου.

Ο μακάριος θα μπορούσε να φαντασθεί, όταν έφθασε στο Γολγοθά, ότι - ευθύς μετά τη Σταύρωση του Χριστού - θα γινόταν ο πρώτος ομολογητής της Θεότητας Αυτού; Αδύνατον! Όπως γνωρίζουμε, μετά τη θεία Σταύρωση, οι Απόστολοι και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου για το φόβο των Ιουδαίων απομακρύνθηκαν από το Γολγοθά.

Ο Λογγίνος όμως έμεινε κοντά στον Εσταυρωμένο. Η ψυχή του είχε συγκινηθεί από την άδικη Σταύρωση του αθώου Ιησού. Η προσωπικότητα του Ναζωραίου τον είχε σαγηνεύσει. Κάτι του έλεγε μέσα του πως αυτός δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος.

Και όντως, έτσι ήταν! Τα θαυμαστά γεγονότα που επακολούθησαν τον συντάραξαν και του μετέβαλαν σιγά - σιγά, αλλά σταθερά, την εσωτερική του αυτή φωνή σε ακλόνητη πίστη.

Την έκτη ώρα απλώθηκε πυκνό σκοτάδι σ' όλη τη γη, που διήρκεσε τρεις ώρες (Ματθ. κζ' 45, Μάρκου ε' 33 και Λουκά κγ' 44).

Την ενάτη ώρα ο Χριστός παρέδωκε το πνεύμα Του, όχι σαν κοινός άνθρωπος. Παραδόξως, δεν περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση, ενώ βρισκόταν επί έξι (6)ώρες στο Σταυρό, γεγονός ανθρωπίνως αδύνατο και παντελώς άγνωστο στην ιστορία των σταυρικών εκτελέσεων. Αλλά, πριν να παραδώσει το πνεύμα Του, με δυνατή φωνή αναβόησε το: «ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί» δηλαδή «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με έγκατέλιπες» (Ματθ. κζ 46, Μάρκου ιε, 34).

Και ευθύς, μετά τον θάνατό Του, η γη σείσθηκε, βουνά και πέτρες εσχίσθηκαν και μνημεία ανοίχθηκαν, άγιοι δε αναστήθηκαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς, μέσα στην Ιερουσαλήμ, μετά την ανάσταση του Κυρίου (Ματθ. κζ' 51-53, Μάρκου ιε' 38 και Λουκά κγ' 45-46).

Ο Λογγίνος ως συνετός άνθρωπος καταλήφθηκε από ιερό φόβο. Όλα αυτά τα παράδοξα γεγονότα δεν τα έβλεπε τυχαία. Εξ άλλου, για πρώτη φορά συνέβαιναν στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Ήταν θαύματα του Θεού, τα οποία οπωσδήποτε έγιναν χάριν αυτού που σταυρώθηκε στον Γολγοθά. Αυτού, που, όπως θα μάθει μετά την Ανάστασή Του, από άπειρη ευσπλαχνία, κατέβηκε από τον ουρανό, Θεός όντας, στη γη και έγινε και τέλειος άνθρωπος για να μας λυτρώσει από την αμαρτία, με τη σταυρική Του θυσία.

Ο Εκατόνταρχος συναισθάνεται την Παντοδυναμία του Θεού να μαρτυρεί την οργή Του γι' αυτόν τον αθώο.


3. Ομολογεί ότι ο Ιησούς «αληθώς Θεού Υιός ήν».

Μετ' απ' όλα αυτά τα θαύματα, που είδε και άκουσε ο Λογγίνος, άλλο ένα θαύμα εξίσου μεγάλο και συγκλονιστικό άρχισε να συντελείται στην ψυχή του. Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε να το συλλάβει, γιατί ήταν έργο της Θείας Χάριτος. Μετά το ληστή, ο Εκατόνταρχος, βλέπει τα γενόμενα, τα κρίνει όσο μπορεί ψύχραιμα και οδηγείται στη μετάνοια, στην αληθινή πίστη.

Ο Λογγίνος ήταν καλοπροαίρετος και ειλικρινής άνθρωπος. Κάτω από το επιβλητικό παράστημά του και το αυστηρό ύφος του κρυβόταν αγαθή διάθεση. Αφού παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλα τα θαυμάσια και είδε τον άδικο και παράδοξο θάνατο του Ιησού, αισθάνθηκε συμπάθεια και συγκίνηση, αλλά και θαυμασμό προς τον εσταυρωμένο.

Τώρα πια, δεν είχε καμιά αμφιβολία, ότι ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Αυτό το επίστευσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Εκεί, επάνω στο λόφο του Γολγοθά, εμπρός στον εσταυρωμένο Ιησού, ο Λογγίνος, κατεχόμενος από τη δύναμη της αληθείας που διέλαμψε μέσω των τόσων θαυμαστών γεγονότων, ανοίγει το στόμα του για να κάνει - αυτός πρώτος - τη μεγάλη ομολογία:

Αληθώς ο άνθρωπος ούτος, Υιός ήν Θεού 

(Μάρκου ιε' 39, Λουκά κγ' 47 και Ματθ. κζ' 54). Είναι ο πρώτος Αξιωματικός, αλλά και ο πρώτος από τους επισήμους που ομολογεί τη Θεότητα του Χριστού ευθύς μετά την σταύρωσή Του.

Την ιδίαν ομολογίαν έκαναν και οι στρατιώτες, που φρουρούσαν τον Ιησού και ήταν υπό τις διαταγές του (Ματθ. κζ' 54).

Η ομολογία ήταν ενσυνείδητη, σαφής και σταθερή. Η ευστοχώτερη της ώρας εκείνης. Απαντητική φωνή προς την ταραγμένη και πενθούσα φύση, προς τους φοβισμένους και κατηφείς μαθητές του Θείου Διδασκάλου. Ομολογία συγκλονιστική, αξιωματούχου της Ρωμαϊκής Διοικήσεως στην Ιουδαία, της οποίας ο αντίλαλος θ΄ ακούγεται, όσο θα υπάρχει ζωή στον πλανήτη αυτό. Αναμφισβήτητα, υπήρξε πολύτιμη, γιατί από κάθε εχέφρονα εκτιμάται και σαν αποδεικτικό μέσο της Θεότητας του Ιησού Χριστού.

Έτσι, μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα της παρανομίας, της μοχθηρίας και της κακίας, των βλασφημιών και ύβρεων, βρέθηκε και ένα στόμα από το οποίο εξήλθε το άρωμα της ομολογίας και της δοξολογίας προς το Θεό, συνάμα δε και το μεγαλείο της ταπεινώσεως.

«Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε˙ πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου˙ και ταύτα ειπών, εξέπνευσεν˙ ιδών δε ο Εκατόνταρχος το γενόμενον εδόξασε τον Θεόν, λέγων, όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν» (Λουκά κγ' 46 - 47 και Μάρκου ιε' 39).

Και το στόμα αυτό δεν ήταν, ούτε των Γραμματέων, ούτε των Πρεσβυτέρων και Φαρισαίων, που και αυτοί είδαν και άκουσαν τα εξαιρετικά συμβάντα και ημπορούσαν να τα κατανοήσουν, αλλά του Εκατοντάρχου που υπηρετούσε υπό τις διαταγές του Πιλάτου.

Όμως, ο θεός, δεν τους αξίωσε. Γιατί ο Κύριος, ως παντογνώστης που είναι, δεν ημπορούσε να αξιώσει τέτοιας εξαιρετικής τιμής ανθρώπους, υποκριτές, συμφεροντολόγους, αδίκους, μοχθηρούς, φαντασμένους, υπερήφανους και αχάριστους. Με αυτή την τιμή αξίωσε τον Εκατόνταρχο, που είχε αγαθή ψυχή και διάθεση.

Ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, αφού εγνώρισε την αλήθεια, με ενθουσιασμό, αλλά και απόλυτη πίστη στη Θεότητα του Χριστού, χωρίς κανένα φόβο και με ελευθέρα γλώσσα εμφανίσθηκε στο μέσο της συναγωγής των Ιουδαίων και επανέλαβε:

Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος.

Ακολούθως, όταν ενταφίασαν το ζωοποιό και πανακήρατο σώμα του Κυρίου, ο Εκατόνταρχος διατάχθηκε από τον Πιλάτο να φυλάξει με την κουστωδία του τον τάφο, καίτοι είχε ευνοϊκή γνώμη για τον Χριστό και επίστευε, πως είναι Υιός Θεού. Προφανώς, στην ανάθεση και πάλι της φυλάξεως από τον Λογγίνο, οι Ιουδαίοι δεν αντέδρασαν, διότι, μετά τα τόσα θαυμαστά γεγονότα, κατά και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, οπωσδήποτε ευρίσκονταν υπό μεγάλη σύγχυση.

Έτσι, ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του προϊσταμένου του, βρέθηκε αυτόπτης μάρτυρας των όσων συνέβησαν κατά τη, με τρόπο θαυμαστό, αναγγελία της Αναστάσεως του Χριστού υπό του Γαβριήλ στις Μυροφόρες.

Συγκλονίστηκε μαζί με τους στρατιώτες του από το δυνατό σεισμό. Είδε το αστραπόμορφο άγγελο, ο οποίος εκύλησε το μέγα λίθο από τη θύρα του μνημείου και έζησε τα μετά το άγγελμα της Αναστάσεως του Χριστού θαυμάσια, μέσα σε αγωνία, φόβο, συγκίνηση αλλά και ανεκλάλητη χαρά. Η συγκίνησή του έγινε «πιστεύω». Η ξεχωριστή τιμή που του έκανε ο Κύριος να είναι «παρών» στο μνήμα Του, κατά τη διαπίστωση της Εγέρσεώς Του, εσφραγισμένου του Τάφου, από τους φρουρούς - Ρωμαίους στρατιώτες, Μαθητές Του και Μυροφόρες, έγινε «θρησκεία». Έλεγε:

Τώρα, ποιος μπορεί να μου κλονίσει το "πιστεύω" μου. Ιδού ο κενός Τάφος, τα εντάφια, το σουδάριο, ο αποκυλισθείς λίθος.

Οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν πότε έγινε η Ανάσταση ακριβώς και αν είδε κανείς το Χριστό την ώρα της Αναστάσεώς Του. Ο Κύριος ηγέρθη του Τάφου, εσφραγισμένου - όντως - αυτού και φυλασσομένου από Ρωμαϊκή κουστωδία.


4. Συκοφαντείται η Ανάσταση, δωροδοκούνται φρουροί.

Μετά το θαυμαστό άνοιγμα του Τάφου και τη βεβαίωση των φρουρών, περί της Αναστάσεως του Κυρίου, έτρεξαν μερικοί από αυτούς και ανήγγειλαν τα γενόμενα στους Αρχιερείς.

Εκείνοι δε, επειδή εθεώρησαν μεγάλη ντροπή τους την Ανάσταση του Χριστού, έκαναν αμέσως με τους Πρεσβυτέρους συμβούλιο και για να σκεπάσουν το σφάλμα τους σκέφθηκαν την δωροδοκία.

Έδωκαν στου φρουρούς αρκετά χρήματα να συκοφαντήσουν την Ανάσταση και να διαδώσουν, ότι οι μαθητές του πήγαν κρυφά τη νύχτα, την ώρα που αυτοί εκοιμούντο, και έκλεψαν το σώμα του Χριστού (Ματθ. κη' 13).

Αυτά, λοιπόν, διεκήρυξαν οι στρατιώτες της κουστωδίας. Αλλά, πως ήταν δυνατό να είναι όλοι συγχρόνως κοιμώμενοι, όταν γνώριζαν ότι, μια τέτοια αμέλεια ο Ρωμαϊκός Νόμος την τιμωρούσε με θάνατο; Και, το σπουδαιότερο. Πως η σκηνή αυτή μαρτυρείται από ανθρώπους, οι οποίοι εκοιμούντο;

Ο πιστός Λογγίνος δεν έλαβε κανένα αργύριο, αλλ' ούτε και θέλησε να ενδώσει στις πιέσεις των Προεστώτων Ιουδαίων. Απεναντίας, με παρρησία ήλεγξε την συκοφαντία των Εβραίων και εκήρυξε ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ηγέρθη εκ νεκρών. Ο Κύριος όμως, τον Οποίον ομολόγησε ως Θεόν, επεφύλαξε στον αγαθό Εκατόνταρχο και άλλη τιμή. Την τιμή του μαρτυρίου υπέρ αυτού.


5. Παραιτείται από το Ρωμαϊκό στρατό.

Αυτά, όταν τα έμαθαν ο Πιλάτος, οι Αρχιερείς και το Συνέδριο των Ιουδαίων, έστρεψαν κατά του Λογγίνου όλο το μίσος που είχαν κατά του Χριστού και ζητούσαν ευκαιρία να τον θανατώσουν. Ο Εκατόνταρχος, μόλις πληροφορήθηκε από ένα φίλο του το σχέδιο των Ιουδαίων και για να απαλλαγεί, όσο το δυνατόν ενωρίτερα απ' αυτούς, τους φθονερούς και θεοκτόνους, απορρίπτει τη ζώνη και τη χλαμύδα, περιφρονεί το αξίωμά του, απαρνείται τους συναδέλφους του, τους συνεργάτες του, τους συγγενείς και τους φίλους του και πηγαίνει στην πατρίδα του, την Καππαδοκία, μαζί με δύο στρατιώτες της συνοδείας του που επίστευσαν στον Χριστό.

Εκεί, λοιπόν, γίνεται - μετά των συντρόφων του - κήρυκας των παραδόξων και θαυμασίων του Χριστού και άλλος απόστολος. Κηρύττει δε, όσα έζησε κατά την Σταύρωση και Ανάσταση. Ομολογεί τον Χριστό Υιό του Θεού. Η ομολογία του διαδόθηκε σχεδόν σ' όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Χωρίς φόβο κηρύττει, ότι ο Εσταυρωμένος Ιησούς είναι Θεός αληθινός.

Αυτό, όταν το έμαθαν οι Χριστομάχοι Ιουδαίοι, όχι μόνο θορυβήθηκαν, αλλά και εξεμάνησαν εναντίον του. Μαζεύθηκαν και κατάφεραν τον Πιλάτο να γράψει κατηγορίες για τον Λογγίνο προς τον Καίσαρα της Ρώμης Τιβέριο.

Ο Πιλάτος ανέφερε, ότι ο Λογγίνος περιφρόνησε το αξίωμά του και την πίστη του και εκήρυττε έναν άνθρωπο Ιησού Χριστό για βασιλέα αιώνιο, παρέσυρε δε στη γνώμη αυτή τους περισσοτέρους από τους Καππαδόκες. Οι Ιουδαίοι, μαζί με την επιστολή προς τον Τιβέριο, έστειλαν και αργύρια για να τον πείσουν να καταδικάσει το Λογγίνο σε θάνατο.


6. Εκδίδεται διάταγμα καταδίκης του σε θάνατο.

Έτσι, αφού διέβαλαν τον Λογγίνο στη Ρωμαϊκή εξουσία, επέτυχαν την έκδοση αυτοκρατορικού διατάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο Πιλάτος επροστάσσετο όπως φονεύσει αυτόν και τους δύο συντρόφους του.

Μόλις έλαβαν γνώση της αποφάσεως του Καίσαρα οι Ιουδαίοι, αμέσως, ως γύπες σαρκοβόροι εκινήθηκαν να τους θανατώσουν, αποστέλλοντας στην Καππαδοκία στρατιώτες προς το σκοπό αυτό.

Ο αγαθός Λογγίνος διέμενε έξω από την πόλη σ' ένα κτήμα που ήταν πατρικό του, ζώντας με τους δύο συντρόφους του μία ασκητική και ήρεμη ζωή Μπορεί δε, και να χαρακτηριστεί ως ιδρυτής του ατύπου κοινοβιακού χριστιανικού βίου.

Οι στρατιώτες, λοιπόν, που πήγαιναν να φονεύσουν το Λογγίνο, έφθασαν ένα βράδυ στο σπίτι του και μη γνωρίζοντες, ότι ήταν εκείνος που ζητούσαν, τον ρώτησαν μυστικά να τους υποδείξει τον τόπο που κατοικούσε ο πρώην Αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, Εκατόνταρχος Λογγίνος. Το είπαν αυτό, γιατί ήθελαν να υπάγουν αιφνιδίως να τον συλλάβουν. Επίστευαν, ότι αν το επληροφορείτο θα έφευγε και δε θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Δεν ήταν ποτέ δυνατό να εννοήσουν οι άφρονες, ότι εκείνος δικαίως επιθυμούσε να θανατωθεί για την αγάπη του Χριστού, ο Οποίος τόσα φρικτά μαρτύρια υπέστη για τη δική μας σωτηρία, μιμούμενος το Πάθος Του.


7. Φιλοξενεί τους δημίους του.

Οι διώκτες του τον καταζητούν και μπαίνουν στο σπίτι του, αγνοώντας ποιος είναι ο οικοδεσπότης. Ο Λογγίνος εγνώρισε από πνεύμα Άγιο τι τον ήθελαν. Παρ' όλα αυτά τους είπε με φωνή ήρεμη και γεμάτη καλωσύνη.

Μην ανησυχείτε, εγώ θα σας τον υποδείξω αυτόν που ζητείτε.

Ανίκητη μυστική έλξη προς το μαρτύριο αποδεικνύεται, κυρίως, η αγάπη προς τον Κύριο. Ο Λογγίνος φλογερός εραστής του θείου Νυμφίου επιθυμεί να αποθάνει στην παλαίστρα, να ενωθεί με τον Χριστό. Νοσταλγεί την Άνω Ιερουσαλήμ και σπεύδει να Τον συναντήσει.

Επειδή εγνώριζε προ του μαρτυρίου, πόση ευχαρίστηση επρόκειτο να απολαύσει μετά τον θάνατό του, σκεπτόμενος έλεγε προς τον εαυτό του: «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά» (Ρωμ. Ι' 15, Ησαΐου νβ' 7).

Τώρα , αξιώνομαι να ίδω τους ουρανούς ανοιγμένους, να ιστορήσω τη δόξα του μονογενούς Υιού του Πατρός, να θωρήσω την ανέκφραστη αστραπή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τώρα, θα είπω, Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου, όπως ο πρώτος των Μαρτύρων, Στέφανος. Τώρα, απέρχομαι στην ανωτάτη χρυσόπυργο Ιερουσαλήμ, όπου είναι η πατρίδα των αγγέλων και η μητρόπολη όλου του χορού των αγίων...Τώρα, γυμνώνομαι από τον πήλινο χιτώνα, ελευθερώνομαι από τους πολυστενάκτους δεσμούς της σάρκας και απαλλάσσομαι από τη φθορά. Ενδύομαι με τη μεγάλη χαρά, την αφθαρσία και πηγαίνω προς το λιμένα εκείνον της ζωής, όπου κατοικούν οι άγιοι. Ευφραίνου, λοιπόν, ψυχή μου, γιατί πηγαίνεις προς τον Σωτήρα και Ποιητή σου. Δείξε, ώ Λογγίνε, ευχάριστο και γελαστό πρόσωπο, γι' αυτή σου την κλήση.

Με αυτές τις σκέψεις που έκαμε, επήρε ο μακάριος τους δημίους στο σπίτι του. Μάλιστα, έδωκε εντολή στους οικείους του:

Πολυτελή παραθήσωμεν τράπεζαν, τοις επί το δείπνον ημών καλούσι το βασιλικόν.

Οποία θεία φιλοσοφία κρύβεται στους λόγους του μελλοθανάτου. Οι δήμιοι φονεύοντας το Μάρτυρα προσκαλούν στο βασιλικό Δείπνο του Ουρανού. Ο Μάρτυς Λογγίνος οραματίζεται το Ουράνιο Δείπνο, θεωρεί ευεργέτες τους δημίους και παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με αυτούς. Αφού τους εφιλοξένησε πλουσιώτατα, τους ερώτησε για ποια αιτία ζητούσαν το Λογγίνο.

Εκείνοι ανύποπτοι, αφού τον όρκισαν να μην ανακοινώσει σε κανένα την υπόθεση, του ανέφεραν ότι ο Τιβέριος έγραψε στον Πιλάτο μα θανατώσει τον πρώην Εκατόνταρχο και τους δύο στρατιώτες που τον ακολούθησαν.

Τότε, ο Λογγίνος, ερώτησε να μάθει τα ονόματα των στρατιωτών και αφού βεβαιώθηκε ότι πρόκειται περί των συντρόφων του, τους είπε:

Αναπαυθείτε δύο μέρες στο σπίτι μου, γιατί αυτοί οι τρεις έρχονται εδώ μεθαύριο και θα σας τους παραδώσω, χωρίς να πάτε εσείς να τους αναζητήσετε.

Αυτό το είπε, γιατί οι άλλοι δύο έλειπαν σε κάποια υπηρεσία.

Έχοντας πόθο να μαρτυρήσουν και οι τρεις μαζί, τους ειδοποίησε να επιστρέψουν αμέσως. Εν τω μεταξύ ο Λογγίνος περιποιήθηκε τους δημίους του πλουσιοπάροχα, σαν τέλειος μαθητής του Δεσπότου Χριστού. Το επικείμενο μαρτύριο, καθόλου δεν τον εμπόδισε στη φιλοξενία των ανθρώπων που μετ' ολίγον θα τον αποκεφάλιζαν.

Απεναντίας έχαιρε και περίμενε πότε να επιστρέψουν οι αδελφοί-στρατιώτες του.


8. Αποκαλύπτεται στους δημίους του.

Όταν άκουσε πως έρχονταν και οι άλλοι δύο, τότε είπε προς τους δημίους του ο Λογγίνος:

Αγαπητοί μου φίλοι, ήλθε η ώρα να σας ανακοινώσω το μυστικό, που σας έκρυβα μέχρι τώρα. Εγώ είμαι ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, τον οποίον εσείς ζητείτε.

Εκείνοι, μόλις άκουσαν την πληροφορία - απο0κάλυψη, εξεπλάγησαν. Επειδή τον έβλεπαν με πρόσωπο χαρωπό στην αρχή δεν τον επίστευσαν. Όταν όμως, βεβαιώθηκαν ότι αυτός ήταν ο καταζητούμενος, επόνεσε η ψυχή τους και βαρειά αναστέναξαν. Τους έτυπτε η συνείδησή τους, γιατί ήταν υποχρεωμένοι να του ανταποδώσουν τέτοιο κακό, παρ' ότι τους εφιλοξένησε με τόση καλωσύνη και αγάπη, γνωρίζοντας ότι ήταν οι δήμιοί του. Του έλεγαν δε, με πόνο και θλίψη:

Γιατί, φίλε Λογγίνε, έκαμες τέτοιο εγχείρημα να υποδεχθείς τους δημίους σου στο σπίτι σου και η φιλοξενία τους να γίνει για σένα θάνατος; Τι σε έκανε να φιλοξενήσεις τόσο πλούσια τους σφαγείς σου, επί τρεις ημέρες;

Πήγαινε εις ειρήνην, ώ άνθρωπε, ας είναι η ζωή σου χάρισμα για το μισθό της φιλοξενίας σου. Φοβούμεθα να βάλουμε το μαχαίρι στο λαιμό σου. Ευλαβούμεθα το αλάτι και τα φιλεύματα που φάγαμε στο σπίτι σου. Φοβούμεθα ακόμα το Θεό, ου είναι ο έφορος της φιλοξενίας. Πώς να σηκώσουμε τα χέρια μας επάνω σου; Δειλιάζουν, όχι μόνο τα χέρια μας, αλλά και τα πόδια μας και όλο το σώμα. Πώς να κάνουμε τέτοιο κακό; Δεν μπορούμε να γίνουμε φονευτές του ευεργέτου και ξενοδόχου μας. Καλλίτερα να κινδυνεύσουμε από τον Πιλάτο, παρά να μολύνουμε τη συνείδησή μας και να διαπράξουμε ένα τέτοιο ανοσιούργημα.

Αυτά έλεγαν οι δήμιοι, στρατιώτες του Πιλάτου, διότι συμπονούσαν τον Άγιο. Αλλ' εκείνος }πρόθυμος και εύψυχος αθλητής» δεν παραιτείται του αγώνα υπέρ του ονόματος του Κυρίου και προς αυτούς «ευθαρσώς αποκρίνεται».

Γιατί φθονείτε τα αγαθά, που μου δίνετε παρά τη θέλησή σας; Γιατί οδύρεσθε για τον θάνατό μου, που είναι η απαρχή της ζωής μου και βασιλεία αιώνιος; Μη λυπείσθε, φίλοι μου, αλλά παρηγορηθείτε, διότι τούτο το τέλος μου προξενεί αιώνιο αγαλλίαση, αφού με αξιώνει να συνευφραίνομαι πάντοτε στον Παράδεισο με το Δεσπότη μου Χριστό. Αυτός είναι Θεός αληθέστατος, όπως - όλα τα κτίσματά του κατά την ώρα του εκουσίου πάθους του - ομολόγησαν. Ο ουρανός εμαύρισε. Ο ήλιος εσκοτίσθη. Η γη εταλαντεύθη. Οι πέτρες εσχίσθηκαν. Και εγώ να γίνω αναισθητότερος από τα λιθάρια και τα άλλα κτίσματα; Να μη γνωρίσω τον κτίστη μου; Μη θελήσετε να με δείτε προδότην της ζωής κι' αποστερημένον της θείας χάριτος. Φοβούμαι, ότι θα εύρω κατήγορον την κτίσιν αν δείξω τέτοια απιστία. Δεν πρόκειται να αρνηθώ Εκείνον, τον οποίον άπαξ ωμολόγησα. Μη θελήσετε να ζημιωθώ την δόξαν εκείνην. Μη γένοιτο.

Αυτά και έτερα, έλεγε ο Άγιος, για να πείσει τους απεσταλμένους να εκτελέσουν τη διαταγή που πήραν από τον Πιλάτο. Εν τω μεταξύ έφθασαν και οι δύο σύντροφοι του Λογγίνου. Μόλις τους αντίκρυσε, χάρηκε πάρα πολύ και αφού τους αγκάλιασε και τους κατεφίλησε αδελφικά, τους είπε:

Χαίρετε, ώ συστρατιώτες του Χριστού, νικητές των θείων αγώνων και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Χαίρετε, γιατί άνοιξε για μας η πύλη του Ουρανού και άγγελοι του Θεού μέλλουν να παραλάβουν τις ψυχές μας και να τις προσφέρουν στο μονογενή Υιό του Θεού. Ιδού, βλέπω τις λαμπάδες και κατοπτεύω τα στεφάνια και τα βραβεία στοχάζομαι, με τα οποία θα σταθούμε προ του βήματος του Νυμφίου, αγαλλόμενοι.

Το θαύμα οφείλεται στην πίστη την «δι' αγάπης ενεργουμένην» (Γαλάτ. ε' 6). Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος ντύνεται «στολήν καθαράν...ως επί γάμον και νυμφώνα καλούμενος», ευφραίνεται, μελετά τη θυσία του μαρτυρίου και βαδίζει χαίροντας προς τον Κύριο και Δεσπότη.

Μία μόνο επιθυμία είχε. Το σώμα του ήθελε να ενταφιασθεί σ' ένα λόφο, τον οποίον και υπέδειξε στους «φίλους» του δημίους.


9. Η αποκεφάλιση του Εκατοντάρχου και των δύο στρατιωτών του.

Ο άγιος Λογγίνος εραστής του Εσταυρωμένου, έχοντας το πλήρωμα της αγάπης προς το Χριστό και τους δημίους, πείθει τους φιλοξενηθέντες στρατιώτες - δημίους, κάμπτει το γόνατο, αποκεφαλίζεται και εγγράφεται στους χορούς των Αποστόλων και Μαρτύρων. Ακολούθως και οι σύντροφοί του πανευτυχείς, λαμπροστολισμένοι, έσκυψαν τις τίμιες κεφαλές τους και οι απεσταλμένοι τις απέκοψαν, εκτελώντας το αυτοκρατορικό πρόσταγμα. Έτσι, προστέθηκαν και αυτοί οι δύο στους πρώτους υπέρ του Χριστού ενδόξους Μάρτυρες.

Η αποκεφάλισή τους έλαβε χώραν την 16ην Οκτωβρίου. Οι μακάριες ψυχές των τριών «Αθλητών» της πίστεώς μας ανέβηκαν παρευθύς στα ουράνια, για να συναντήσουν τον νικητή του θανάτου, τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος υπέρ της σωτηρίας αυτών και όλου του κόσμου απέθανε.

Όντως, στο Λογγίνο και στους δύο στρατιώτες του «εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνο εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλιπ. α' 29).

Είναι γεγονός, ότι η πίστη και ο μαρτυρικός θάνατος του Εκατοντάρχου, ο οποίος θανατώθηκε γιατί εκήρυττε την Ανάσταση του Κυρίου, ως και το μαρτύριο των δύο στρατιωτών του, για τον ίδιο λόγο αποτελούν, θα λέγαμε, αμάχητη απόδειξη της Αναστάσεως του Κυρίου εκ νεκρών.

Οι δήμιοι, μετά την αποκεφάλιση, πήραν την κεφαλή του Μάρτυρα Λογγίνου και την έφεραν στον Πιλάτο για να βεβαιωθεί πως τον θανάτωσαν και να ευφρανθούν και οι Ιουδαίοι βλέποντας αυτή.

Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν την κεφαλή του Εκατοντάρχου Λογγίνου, χάρηκαν και έδωκαν στους δημίους - στρατιώτες πολλά αργύρια. Ο Πιλάτος, για να ικανοποιήσει πιο πολύ τους μοχθηρούς Ιουδαίους, διέταξε και πέταξαν την τίμια κεφαλή του Μάρτυρα περιφρονητικά, έξω από την Πόλη. Αλλά ο Κύριος, για τον Οποίον κόπηκε η τιμία αυτή κεφαλή, δεν την άφησε να μείνει καταφρονημένη εκεί στις ακαθαρσίες που την έρριψαν. Την εφύλαξε αοράτως και δεν έπαθε καμία αλλοίωση, παρ' ότι έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα μέσα σε βρώμικο τόπο.

Όχι μόνο το σημείο τούτο ετέλεσε, αλλά και άλλο πιο θαυμαστό.


10. Χήρα ανευρίσκει την τιμία κεφαλή του Μάρτυρα, μετά από όνειρο

Μία γυναίκα χήρα ήταν τυφλή και είχε μικρή παρηγορία στη χηρεία της και την τυφλότητά της ένα γυιό μονάκριβο. Αυτή, λοιπόν, είχε στο Θεό μεγάλη πίστη και ευλάβεια. Γι' αυτό, μίαν ημέρα πήρε το ραβδί της και με οδηγό το γιο της έφυγε για τα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Ήλπιζε, ότι ο Δεσπότης Χριστός, ως παντοδύναμος που είναι, θα την ελυπείτο και θα της έδινε το φως της.

Όταν έφθασε στους Αγίους Τόπους, επήρε χώμα και με ευλάβεια το έβαλε επάνω στα μάτια της. Δυστυχώς όμως, δεν αποκαταστάθηκε η όρασή της . Κοντά σ' αυτή τη στενοχώρια, τη βρίσκει κι' άλλη μεγαλύτερη συμφορά. Απρόοπτα, αρρώστησε ο γιος της, τον οποίο είχε - αντί των ματιών της - οδηγό και βοήθεια και απέθανε. Έκλαιε η ταλαίπωρη και οδυρόταν για τις συμφορές που την είχαν εύρει και έλεγε:

Διατί, Κύριέ μου, με εγκατέλειπες τελείως την ταλαίπωρη; Εβαρύνθη εις εμέ η αγία σου χειρ και έκαμεν εις όλους παραβολήν και αισχύνονται εις εμέ οι δούλοι σου; Τάχα, εγώ μόνο αμάρτησα και δια τούτο μόνη κολάζομαι και με εστέρησες του μονογενούς μου υιού, το οποίον είχα αντί του φωτός των οφθαλμών μου; Ποία ελπίς σωτηρίας και παραμυθίας μου έμεινεν; Ώ γλυκύτατον τέκνον μου. παρηγορία του πάθους μου, τι να γίνω η ταλαίπωρος; Πώς να κυβερνηθώ χωρίς εσέ;

Αυτά και άλλα παρόμοια μοιρολόγια, κατά τη συνήθεια των γυναικών, έλεγε η δυστυχής εκείνη γυναίκα. Καθώς ήταν κουρασμένη, από τον πόνο και τα δάκρυα, την πήρε ο ύπνος. Και, ώ του θαύματος! Βλέπει στο όνειρό της τον Άγιο Λογγίνο, ο οποίος, όχι μόνο της έδωκε κουράγιο, αλλά της υποσχέθηκε ότι θα γίνει καλά:

Εγώ είμαι ο Λογγίνος ο Εκατόνταρχος, ο οποίος, όταν οι Εβραίοι σταύρωσαν το Χριστό και Σωτήρα μας, ομολόγησα ότι είναι Θεού Υιός και ο Πιλάτος, κατά διαταγήν του Τιβερίου, έστειλε στρατιώτες και με αποκεφάλισαν στην πατρίδα μου, την Καππαδοκία. Για να πεισθούν δε οι αιμοχαρείς Εβραίοι έφεραν την κεφαλήν μου εδώ και την έρριψαν εις την κοπριάν έξω της πόλεως. Ύπαγε, λοιπόν, εις τον τόπον αυτόν σκάλισε βαθέως εις την κοπριάν και θέλεις εύρεις την κεφαλήν μου. Έγγισον αυτήν εις τους οφθαλμούς σου και θα αναβλέψης. Τότε, θα σου δείξω και τον υιόν σου εις πόσην δόξαν ευρίσκεται και θα παρηγορηθής δια τα παθήματά σου.

Μόλις εξύπνησε η τυφλή επήγε στο τόπο που της είπε ο Άγιος, με κόπο πολύ, βοηθουμένη από άλλον, άρχισε δε με προθυμία να σκαλίζει την κοπριά με τα χέρια της. Και, ώ του θαύματος! Καθώς ερευνούσε βρήκε την τιμία κεφαλή του Αγίου Λογγίνου.


11. Η τιμία κεφαλή του Αγίου θαυματουργεί.

Η χαρά της τυφλής ήταν πολύ μεγάλη. Κατασυγκινημένη ακούμπησε την τιμία κεφαλή, όπως της είπε ο Άγιος στον ύπνο της, στα μάτια της και αμέσως ανέβλεψε. Ο ατίμητος αυτός θησαυρός έλαμπε σαν αστέρι υπέρλαμπρο. Ασπαζόταν, λοιπόν, και κατεφίλει - με θερμότατα δάκρυα - την τιμία κεφαλή του Μάρτυρα Λογγίνου. Δοξολογούσε το Θεό, διότι της έδωκε το φως της και ευχαριστούσε τον Άγιο για τη βοήθειά του. Έπειτα, αφού εκαθάρισε με επιμέλεια την τιμία κεφαλή του Αγίου, την άλειψε με μύρα και επέστρεψε στο σπίτι της, έχοντας προστασία, συντροφιά και ευλογία ένα τέτοιο πολύτιμο μαργαρίτη.

Κατά την επομένη νύχτα φάνηκε πάλι στον ύπνο της ο Μάρτυρας, κρατώντας το γιό της στην αγκαλιά του, σαν παιδί του. Ήταν δε ο γιός της ντυμένος με πλούσια ενδύματα γάμου και χαρούμενος. Τότε, της είπε ο Άγιος.

Ιδέ τον υιόν σου, δια τον οποίον εθρήνεις, πόσην απόλαυσιν εύρε, μη λυπήσαι λοιπόν, αλλά χαίρε, ότι ο Θεός τον αξίωσε της Βασιλείας Του και μου τον έδωκε συνοδείαν, να μη αποχωρισθή ποτέ από εμέ. Λάβε, λοιπόν, την κεφαλήν μου και το λείψανον του υιού σου και θάψον εις ένα τάφον αμφότερα, ευχαρίστει δε τον Κύριον, όστις τον ανέπαυσεν εις τόσην δόξαν και ευφροσύνην αιώνιον.

Αυτά, μόλις άκουσε η γυναίκα, έβαλε σε θήκη την κεφαλή του Μάρτυρα και το λείψανο του γιού της και τα μετέφερε στην πατρίδα του αγίου, την Καππαδοκία, στην κωμόπολη Σανδιάλη. Παραδόξως και αυτή έπαθε το ίδιο, που έπαθε και ο Σαούλ. Διότι , καθώς εκείνος ζητούσε τους όνους του πατέρα του και βρήκε - παρ' ελπίδα - βασιλεία, έτσι κι΄ αυτή, καθώς ζητούσε να απολάβει το φως των ματιών της και αυτό έλαβε και θερμόν προστάτην τον Άγιον Λογγίνο βρήκε.

Μετά ταύτα, έκτισε Εκκλησία προς τιμή του Αγίου και αποθησαύρισε σε αυτή την ιερά κεφαλή του Μάρτυρα. Έτσι, απόκτησε για τον εαυτό της, αλλά και για όλους τους συμπατριώτες της Χριστιανούς πηγή ιαμάτων. Στις ευχαριστίες που ανέπεμπε προς τον Θεό, έλεγε:

Τώρα εγνώρισα πόσων αγαθών αξιούνται όσοι αγαπώσι τον Κύριον»! Οφθαλμούς εζήτουν σώματος, εγώ δε και τους του πνεύματος έλαβον, ελυπούμην δια την ζημίαν του τέκνου μου και είδα αυτό εις δόξαν μεγάλην, συγκληρονόμον των Αγίων, πλησίον Θεού παριστάμενον, συναυλιζόμενον μετά των Προφητών και των Μαρτύρων και μετά του Εκατοντάρχου Λογγίνου, ενδεδυμένους λαμπρότατα και ψάλλοντας ομού ωδήν επινίκιον, λέγοντες την ιεράν εκείνην φωνήν. «Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος (Ματθ. κζ' 54) και έστι και έσται η Βασιλεία Αυτού αιώνιος και η δεσποτεία Αυτού ατελεύτητος. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.


12. Παρεκκλήσιο του Αγίου στο Ναό της Αναστάσεως.

Εντός του πανθαυμάστου κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως, όπου ο Ιερός Γολγοθάς και ο ζωηφόρος Πανάγιος Τάφος, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ανήγειρε προς τιμήν του αγίου Λογγίνου, ακριβώς όπισθεν του Ιερού του ναού των Ορθοδόξων, παρεκκλήσιο.

Το παρεκκλήσιο ανήκει στους Ορθοδόξους και μέσα σ' αυτό φυλάσσεται μέρος από τα κομμάτια του Γολγοθά, που κόπηκαν για την ανοικοδόμηση του Ναού της Αναστάσεως το έτος 1810 μ.Χ.

Κατά μία πληροφορία, στην τοποθεσία όπου βρίσκεται το παρεκκλήσιο, ενταφιάσθηκε η τιμία κάρα του Αγίου, ενώ κατ' άλλους, είναι η θέση στην οποία βρισκόταν ο Άγιος, όταν θαυματουργικά πετάχθηκε στον «πάσχοντα οφθαλμό του» σταγόνα αίματος - κατά τη Σταύρωση του Κυρίου - και τον εθεράπευσε (κατά τον αείμνηστο ιεροκήρυκα Δημ. Παναγόπουλον).

Οι προσκυνητές του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως δε χάνουν και την ευκαιρία να προσέλθουν και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Λογγίνου. Θα σταθούν με ευλάβεια και ταπείνωση και θα ζητήσουν στη δέησή τους να αποκτήσουν και αυτοί, αν όχι το θριαμβευτικό μαρτύριό του, τουλάχιστον τα χάρισμα της καλής ομολογίας.


13. Ανέγερση ναϋδρίου επ' ονόματι του Αγίου.

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι, με ιδιαιτέρα χαρά - ο ευσεβής Ελληνικός λαός - πληροφορήθηκε από το περιοδικό «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» (φύλλο 462/1988) την απόφαση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου να ανεγείρει ναΰδριο προς τιμήν του Αγίου Λογγίνου, του Εκατοντάρχου, στο χωριό Πύργοι - Εορδαίας, το οποίο κατά την εποχή της κατοχής είχε 318 νεκρούς - μάρτυρες, σφαγιασθέντες από τις χιτλερικές ορδές. Το ναΰδριο αυτό θα είναι μοναδικό στην Ελλάδα επ' ονόματι του γενναίου τούτου Ομολογητού της πίστεώς μας και των συμμαρτυρησάντων δύο στρατιωτών του.

Επίσης, πρέπει να γνωρίσουμε προς τους ευσεβείς αναγνώστες, ιδία δε προς τους φιλακολούθους, ότι ο Οσιολογιώτατος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Υμνογράφος της Εκκλησίας μας το έτος 1987 συνέταξε στο Άγιον Όρος, εις τον γενναίον τούτον Ομολογητήν και Μάρτυρα Ασματική Ακολουθία μετά Παρακλητικού Κανόνος.


agios logginos o ekatontarxos 02


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα) Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Τὸν Ἥλιον τῆς δόξης Σταυρῶ προσηλωθέντα, καὶ τοὶς ἐν σκιᾷ τοῦ θανάτου ἐκλάμποντα ὡς εἶδες, ηὐνάσθης αὐτοῦ ταὶς ἀστραπαίς, καὶ ἤθλησας Λογγίνε εὐσεβῶς, διὰ τοῦτο νοσημάτων παντοδαπῶν, λυτρούσαι τοὺς ἐκβοώντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου, πάσιν ἰάματα.

Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύvως γέγηθεν ἡ Ἐκκλησία, ἐν τῇ μνὴμη σήμεροv, τοῦ ἀοιδίμου ἀθλητοῦ, Λογγίvου ἀνακραυγάζουσα. Σὺ μου τὸ κράτος, Χριστὲ καὶ στερέωμα.

Ὁ Οἶκος
Τὸν οὐρανὸν σκότει πολλῷ, τὴν γῆν τε σειομένην, καὶ πέτρας ῥηγνυμένας, ναοῦ τε τὸ καταπέτασμα σχισθὲν εἰς δύο θεωρῶν ἐν τῷ θείῳ πάθει τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀθλητής, Θεοῦ Υἱὸν αὐτὸν ἐγνώρισε, πάσχοντα τῇ οἰκείᾳ εὐσπλαγχνίᾳ, ἀπαθῆ δὲ ὄντα τῇ θεότητι καὶ δόξῃ, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ Πνεύματι Ἁγίῳ συνέχοντα τὸ πᾶν καὶ διακρατοῦντα, ὡς Θεὸν ἀληθινὸν καὶ Βασιλέα· ὅθεν ἐν χαρᾷ Λογγῖνος ἀνακραυγάζει· Σύ μου τὸ κράτος Χριστὲ καὶ στερέωμα.

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος ΜελισσοχωρίουΟρθόδοξος Συναξαριστής

agios symeon o neos theologos 01


Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος γεννήθηκε στην Γαλάτη της Παφλαγονίας (Μικρά Ασία) το 948 ή το 958 (κατά τον Π.Κ.Χρήστου). 

Η ζωή του αγίου Συμεών συμπίπτει σε μεγάλο μέρος με τη βασιλεία του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου (976-1025).Σε ηλικία περίπου έντεκα χρονών οι γονείς του τον έφεραν στην Κωνσταντινούπολη, για να σπουδάσει στα σχολεία της πρωτεύουσας και να μπει στη συνέχεια στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Ο θείος του Βασίλειος κατείχε σημαντική θέση στην αυλή. Ο νεαρός όμως Συμεών αρνήθηκε την μεγάλη αυτή τιμή καθώς και το να συνεχίσει τις σπουδές του μετά το γυμνασιακό στάδιο, σε ανώτατες σχολές. Φαίνεται ότι για ένα διάστημα έζησε την άτακτη ζωή ενός νέου της πρωτεύουσας. Τελικά γνώρισε τον άγιο Συμεών τον Ευλαβή (917-987), γέροντα μοναχό της Μονής του Στουδίου. Συνεχίζει να εργάζεται όπως και πριν μέσα στον κόσμο, αλλά επισκέπτεται συχνά τον πνευματικό του πατέρα.

Ο Συμεών ο Στουδίτης στην αρχή του έδωσε ένα ελάχιστο πρόγραμμα ασκητικής ζωής, και για ανάγνωσμα τον «Πνευματικό Νόμο» του Μάρκου του Μοναχού. Τότε έζησε και την πρώτη του εμπειρία. Τον πλημμύρισε το άκτιστο φως και τον γέμισε χαρά, έτσι που έχασε τον εαυτό του και τον γύρω του κόσμο. Αυτή όμως η πρώτη καρποφόρα περίοδος, που ο άγιος Συμεών απέδιδε στις προσευχές του πνευματικού του πατέρα, δεν κράτησε πολύ. Ξαναγύρισε στην κοσμική και άστατη ζωή που ζούσε πριν. «Εις λάκκον και και ιλύν βυθού αισχρών εννοιών τε και πράξεων εμαυτόν ο άθλιος εναπέρριψα, κακεί κατελθών τοις εγκεκρυμμένοις εν τω σκοτεί περιέπεσον, εξ ων ουκ εμαυτόν εγώ μόνον, αλλ’ ουδέ ο σύμπας κόσμος εις εν αθροισθείς εκείθεν αναγαγείν με και των χειρών αυτών εξελέσθαι ηδύνατο». Φαίνεται ότι ακόμα και σ’ αυτή την περίοδο, που κράτησε έξι ή επτά χρόνια, ο άγιος Συμεών δεν διέκοψε ολότελα τις σχέσεις του με τον πνευματικό του πατέρα. Τελικά θαυματουργικά απελευθερώνεται και μπαίνει δόκιμος στη Μονή του Στουδίου σε ηλικία 27 ετών. Λίγο αργότερα ο ηγούμενος τον κάλεσε και του ζήτησε να εγκαταλείψει τον πνευματικό του πατέρα.

Ο Συμεών αρνήθηκε και εγκατέλειψε την Μονή του Στουδίου. Μπήκε ως δόκιμος στο γειτονικό μοναστήρι του αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου. Έγινε σύντομα μοναχός, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά τρία χρόνια σε ηλικία 31 χρονών εκλέχθηκε ηγούμενος από τους μοναχούς του αγίου Μάμαντος με τη συγκατάθεση του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη. Γίνεται διάσημος στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι τον τιμούν και άλλοι του επιτίθενται.

Μετά τα πρώτα εύκολα βήματα στην πνευματική ζωή, που τον οδήγησαν γρήγορα στην θεωρία του ακτίστου φωτός, πορεύεται τον δύσκολο δρόμο της ασκήσεως με υπομονή για να συντελεστεί η αφομοίωση της Χάρης. Μετά από μεγάλο και τραχύ διάστημα ασκητικού αγώνα αξιώθηκε να δει πάλι το άκτιστο φως, αλλά αμυδρότερα. Οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται από την αντίδραση των ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν το νόημα των πνευματικών του αγώνων. Παρά τις πολυάριθμες εμπειρίες δεν έχει γνωρίσει ακόμη τον Θεό και αισθανόταν βαθιά ανικανοποίητος. Τελικά μέσα στο άκτιστο φως βιώνει προσωπική συνάντηση και κοινωνία με τον Χριστό. Στη συνέχεια αυτή η κατάσταση γίνεται μόνιμη. Από αγάπη προς τον πλησίον και από τη μεγάλη του επιθυμία να κάνει όλο τον κόσμο μέτοχο αυτής της χάρης, φανερώνει στους άλλους την εμπειρία του και τους προτρέπει ν’ ακολουθήσουν αυτόν τον πνευματικό δρόμο. Πλέον αισθάνεται την βεβαιότητα ότι δεν είναι αυτός που καλεί αλλά ότι ο Ίδιος ο Χριστός καλεί τους ανθρώπους δια του αγίου Συμεών.

Το μοναστήρι του ήταν σε άθλια κατάσταση. Αγωνίζεται για την ανοικοδόμηση του και για την πνευματική καθοδήγηση των μοναχών. Πάντα κήρυττε την δυνατότητα της ένωσης με τον Θεό στην παρούσα ζωή. Ο δρόμος που οδηγεί σε αυτή την ένωση, η εφαρμογή των εντολών του Χριστού, η οδός η στενή και τεθλιμμένη του σταυρού, οι ασκητικοί αγώνες. Τονίζει ότι αρχίζουμε να συμμετέχουμε στην ανάσταση του Χριστού ήδη από τον παρόντα κόσμο. Ήδη από εδώ αρχίζουμε να βλέπουμε τον Χριστό. Η διδασκαλία δεν απευθυνόταν σε ερημίτες και αναχωρητές μοναχούς. Απευθυνόταν σε συνηθισμένους μοναχούς ενός κοινοβίου της πρωτεύουσας και σε έναν ευρύτερο κύκλο πιστών.

Ο άγιος Συμεών είχε πεποίθηση ότι στα λόγια και τη διδασκαλία του εμπνεόταν από το άγιο Πνεύμα. Διευκρινίζει ότι μιλάει τόσο συχνά για τον εαυτό του και για τις εμπειρίες του επειδή θέλει και τα πνευματικά του παιδιά να μοιραστούν τα ίδια με αυτόν δώρα.

Στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος έρχονται πολύ καινούριοι μοναχοί. Σχηματίστηκε μια ομάδα μαθητών πιστών και αφοσιωμένων. Ανάμεσα τους ένας πρώην επίσκοπος της Ιταλίας με το όνομα Ιερόθεος. Στο λαό της Κωνσταντινούπολης γίνεται όλο και περισσότερο γνωστός. Πολλά σημαντικά πρόσωπα τον επισκέπτονται αναζητώντας πνευματική καθοδήγηση. Μερικοί όμως από τη συνοδεία του δεν μπορούν να συνεχίσουν. Μια ψυχρότητα άρχισε να εισχωρεί. Δημιουργείται μια ομάδα που αντιδρά. Υπάρχει ένταση ανάμεσα στον άγιο Συμεών και σε μια μερίδα μοναχών.

Παρά την εχθρότητα που συναντούσε εξακολουθεί να καλεί τους μοναχούς, που ήταν κάτω από την καθοδήγηση του, σε μια ανώτερη πνευματική ζωή, που να αναζητά τον θείο φωτισμό. Δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά την άνοδο του στην ηγουμενία, ένα μέρος των μοναχών του αγίου Μάμαντος, περίπου 30, επαναστατούν εναντίον του.

Μια μέρα ενώ κήρυττε στην εκκλησία την ώρα του όρθρου, όπως συνήθιζε, τον διέκοψαν βίαια. Έπεσαν πάνω του «ωσεί θήρες» με την πρόθεση να τον πετάξουν έξω από το μοναστήρι. Η απόπειρα απέτυχε χάρη στην ηρεμία του αγίου Συμεών, που έμεινε «άσειστος» στη θέση του, «υπομειδιών και φαιδρόν ατενίζων προς τους αλάστορας». Οι επαναστάτες αφού έκαναν πολύ θόρυβο έσπασαν τις κλειδαριές της πόρτας του μοναστηριού και έτρεξαν διασχίζοντας την πόλη προς το Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης Σισσίνιος (995-998) εξόρισε από το μοναστήρι τους μοναχούς. Η ποινή ακυρώθηκε μετά από μεσολάβηση του αγίου Συμεών. Το 1005 παραιτήθηκε ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ηγουμενίας.

Ο άγιος Συμεών ταλαιπωρήθηκε επίσης λόγω της επίθεσης που δέχτηκε από τον πρώην μητροπολίτη Νικομηδείας Στέφανο. Ο Στέφανος ήταν πολιτική προσωπικότητα και παράγοντας της διπλωματίας, «ανήρ ελλόγιμος και επί σοφία και αρετή διαβόητος και πειθοί μαλάξαι ικανός γνώμην σκληράν και ατίθασσον».

Συνέβη κάποτε να συναντηθούν οι δύο άνδρες στο Πατριαρχείο και ο σύγκελος Στέφανος επωφελήθηκε από την ευκαιρία, για να θέσει μια δύσκολη θεολογική ερώτηση στον Συμεών, ελπίζοντας να τον παγιδέψει και να δείξει έτσι την άγνοια του.

Πως χωρίζεις τον Υιόν από του Πατρός, επινοία ή πράγματι;

Ο άγιος υποσχέθηκε να δώσει γραπτή την απάντηση του. Στην απάντηση του ανασκευάζει τις προϋποθέσεις της ερωτήσεως του Στεφάνου, εξηγώντας την πραγματική έννοια των τριαδικών διακρίσεων στο Θεό, που είναι μέσα στις διακρίσεις Του αδιαίρετος και ένας κατά τη φύσι Του. Επίσης στηλιτεύει όλους εκείνους –και εδώ αναφέρεται στο σύγκελλο- που τολμούν να θεολογούν, χωρίς να έχουν μέσα τους το Πνεύμα του Θεού:

… εκπορευθέν το Πνεύμα,
το Πανάγιον, εκ του Πατρός αφράστως
και απεστάλη δι’ Υιού τοις ανθρώποις·
ου τοις απίστοις ουδέ τοις φιλοσόφοις,
ου τοις ρήτορσιν ουδέ τοις φιλοδόξοις,
ου τοις μαθούσι συγγραφάς των Ελλήνων,
ου τοις τας γραφάς αγοούσι τας έσω,
ου τοις εξασκήσασι σκηνικόν βίον,
ου τοις λαλούσι τορνευτώς και πλουσίως,
ου τοις λαχούσι μεγάλων ονομάτων,

ου τοις τυχούσι φιλείσθαι παρ’ ενδόξων …


agios symeon o neos theologos 03


Η σύγκρουση ήταν ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τρόπους θεολογίας και κατανόησης της πνευματικής ζωής.

Γράφει σχετικά ο Π. Κ. Χρήστου:

«Ο Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος έζησε σ’ εποχή αξιοσημείωτης ακμής όλων των τομέων του δημόσιου βίου στο Βυζάντιο, πολιτικού, οικονομικού, πολιτιστικού, εκκλησιαστικού· σύμφωνα με την χρονολογία μου από το 958 έως το 1036. … Το Βυζάντιο είχε τώρα την άνεση να οργανώσει επάνω σε νέες βάσεις την ανώτατη παιδεία που επρόκειτο ν’ αποβεί πρότυπο για τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, τα οποία θα εμφανίζονταν λίγο αργότερα, να δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των επιστημών, να οργανώσει συστηματικά την κοινωνική μέριμνα … Ηγούμενος ακόμη, ο ευγνώμων μαθητής είχε συστήσει εορτασμό για τον διδάσκαλο (τον Συμεών τον Ευλαβή, τον Στουδίτη), ευθύς μετά τον θάνατό του. Τον εγνώριζε καλά από τα παιδικά του χρόνια κι επίστευε ότι δεν είναι σωστό να κρύβει τα θεία χαρίσματά του, ότι έχει χρέος να τα διακηρύσσει. Συνέταξε λοιπόν το συναξάρι του, εφιλοπόνησε εγκώμια και συνέθεσε ύμνους σ’ αυτόν. Ο εορτασμός συνεχίστηκε απρόσκοπτα μερικά έτη, αλλ’ έπειτα άρχισε η αντίδρασις. Το έναυσμα γι’ αυτήν Έδωσε ο Στέφανος, μητροπολίτης Νικομηδείας, ένας αξιόλογος ιεράρχης με σοβαρή μόρφωση και σημαντικές ικανότητες, αλλά δεμένος σφικτά με μια συμπεριφορά που συνδύαζε κοσμική συμβατικότητα με παραδοσιακή αυστηρότητα. Δεν ήταν διατεθειμένος ν’ ανεχθεί νεωτερισμούς σαν αυτόν που ήθελε να εισαγάγει ο Συμεών.

Το θέμα που τους εχώριζε δεν ήταν τόσο ασήμαντο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Δεν επρόκειτο για την καθιέρωση της μνήμης ενός επί πλέον αγίου, αλλά περί μιας θεμελιώδους αρχής της χριστιανικής πίστεως· αν δηλαδή το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στην Εκκλησία και σήμερα, όπως άλλοτε, ή έπαυσε η ενέργεια του· αν η πνευματική τελείωσις είναι κατάστασις που μπορεί να την κατακτήσουν και σήμερα οι πιστοί, όπως άλλοτε, ή είναι μια παρωχημένη υπόθεσις.

Ένας άλλος Συμεών, ο Μεταφραστής, λίγες δεκαετίες ενωρίτερα είχε διασκευάσει επί το λογιώτερο και ευσεβέστερο τους βίους αγίων και τους είχε εκδώσει στην μνημειώδη συλλογή του, το «Μηνολόγιο». Παρατηρώνταν υψηλός βαθμός σεβασμού προς τους αγίους αυτήν την εποχή· αλλά οι άγιοι ήσαν όλοι παλαιοί. Η γενική εντύπωσις ήταν τότε ότι η αγιότης είναι προνόμιο των παλαιών εποχών και δεν μπορεί να αναδειχθούν τώρα νέοι άγιοι. Και αυτήν την γνώμη εκπροσωπούσε ο Στέφανος Νικομηδείας. … Το κήρυγμα του Συμεών είναι ότι η τελειότης μπορεί να αποκτηθεί σε κάθε εποχή και ότι η αγιότης είναι προνόμιο όλων των εποχών και όλων των ανθρώπων· διότι το Πνεύμα ενεργεί και σήμερα. … Είναι αξιοσημείωτη η επιμονή του Συμεών στην προσπάθεια ανανεώσεως της λειτουργικής ζωής …»

(Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, “Άγιος Συμεών ο Θεολόγος του φωτός”, Π. Κ. Χρήστου, σελ. 9 και 12).

Η σύγκρουση κράτησε περίπου 6 χρόνια και τελείωσε στις 3 Ιανουαρίου 1009 με την εξορία του αγίου Συμεών. Τον εγκατέλειψαν μόνο χειμωνιάτικα χωρίς να του δώσουν ούτε τα αναγκαία για την διατροφή του. Ο σύγκελος έπεισε τον Πατριάρχη να δώσει εντολή να γίνουν έρευνες στο μοναστήρι με την ελπίδα ότι θα εύρισκε μεγάλα χρηματικά ποσά. Οι άνθρωποι του μπήκαν στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος, σπάζοντας τα πάντα και αρπάζοντας τα βιβλία και τα ρούχα του αγίου, χωρίς να βρουν κανένα θησαυρό. Τελικά ο άγιος Συμεών ανακλήθηκε από την εξορία και βρήκε στην Κωνσταντινούπολη το πλήθος των θαυμαστών του. Ο Πατριάρχης τον δέχθηκε με τιμή. Με την πατριαρχική διαιτησία τελείωσε γύρω στα 1010-1011 η σύγκρουση με τον σύγκελλο Στέφανο.

Το μίσος κατά της διδασκαλίας του Συμεών ήταν μεγάλο. Η αντίθετη παράταξη είχε τις απόψεις της, που τις θεωρούσε παραδοσιακές και ρεαλιστικές. Η θέση τους ήταν ότι η εποχή τους ήταν εντελώς διαφορετική από την εποχή των Αποστόλων και πως ήταν αδύνατο να μιμηθούνε τότε την αγιότητα τους· αυτός που διδάσκει κάτι τέτοιο ή αλαζόνας είναι ή τρελός. Για τον άγιο Συμεών όμως αυτές οι ιδέες ήταν μια σοβαρή παραμόρφωση του Ευαγγελίου και αγωνιζόταν να αποκαταστήσει την αυθεντική ευαγγελική ζωή που είχε ατονήσει. Πρώτα πρέπει κανείς να δει τον Θεό και μετά να μιλάει γι’ Αυτόν.

Εγκαταστάθηκε οριστικά πια στον τόπο της εξορίας του, εκούσια αυτή τη φορά και ολοκλήρωσε την επισκευή του μοναστηριού της αγίας Μαρίνας. Η φήμη του ως χαρισματούχου, ως ανθρώπου προικισμένου με προφητικά χαρίσματα που έκανε θαύματα, εξαπλώνεται όλο και πιο πολύ και τραβά κοντά του πλήθος ανθρώπων.

Παρά την προχωρημένη ηλικία του, πήγε να ξαναδεί την πατρίδα του και το πατρικό του σπίτι. Τελικά αρρωσταίνει. «Η δε νόσος ρύσις ην της γαστρός την ουσίαν κενούσα και τον σύνδεσμον των συνδραμόντων στοιχείων εις έκαστον απολύουσα. Έκειτο ουν ο μακάριος εφ’ ικανάς τας ημέρας τη νόσω κρατηθείς και την δύναμιν υπετέμνετο, τας σάρκας ετήκετο και του δεσμού παρελύετο». Έμεινε εντελώς παράλυτος και τον γυρνούσαν στο κρεβάτι με κάποια «μηχανή». «Μόλις μετά μηχανής τινος ένθεν και εκείθεν σαλεύοντες επάνω της κλίνης εστρέφομεν υπό της αρρωστίας κατεργασθέντα …». Τον είδαν όμως μια μέρα τέσσερεις και πλέον πήχεις πάνω από το έδαφος του κελλιού του να υπερίπταται και να προσεύχεται μέσα σε «ανεκλάλητο» φως.

Μετά από δεκατρία χρόνια ζωής στην εξορία ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος κοιμήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1021 ή του 1036 (κατά τον Π.Κ.Χρήστου). Όπως μας διηγείται ο βιογράφος του είχε προβλέψει την ημερομηνία του θανάτου του και τη μεταφορά των λειψάνων του, που έγινε μετά 30 χρόνια.

Πώς και πυρ υπάρχεις βλύζον,
πώς και ύδωρ είς δροσίζον,
πώς και καίεις και γλυκαίνεις,
πώς φθοράν εξαφανίζεις;
Πώς θεούς ποιείς ανθρώπους,
πώς το σκότος φως εργάζη,
πώς ανάγεις εκ του άδου,
πώς θνητούς εξαφθαρτίζεις;
Πώς προς φως το σκότος έλκεις,
πώς την νύκτα περιδράσση,
πώς καρδίαν περιλάμπεις,
πώς με όλον μεταβάλλεις;
Πώς ενούσαι τοις ανθρώποις,
πώς υιούς Θεού εργάζη,
πώς εκκαίεις σου τω πόθω,
πώς τιτρώσκεις άνευ ξίφους;


agios symewn o neos theologos 01


Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείαν ἔλλαμψιν, Συμεὼν Πάτερ, εἰσδεξάμενος, ἐν τὴ ψυχή σου, φωστὴρ ἐν κόσμῳ ἐδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αὐτοῦ τὴν σκοτόμαιναν, καὶ πάντας πείθων ζητείν, ἣν ἀπώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αὐτὸν ἐκτενῶς ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

 

(Πηγή: ΔιακόνημαΟρθόδοξος Συναξαριστής)

agios theodwros o tamasoy 01

 


Ἔζησε τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ. Καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν μικρὴ ἐκείνη ἱεραποστολικὴ ὁμάδα, – οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων – ποὺ μὲ κατοικία καὶ ὁρμητήριό τους μιὰ σπηλιὰ στὴν πολυάνθρωπη Ταμασό, ἀνέλαβαν πρῶτοι νὰ διαλύσουν τὰ βαθιὰ σκοτάδια τῆς εἰδωλομανίας, καὶ στὴν θέση τους νὰ ὑψώσουν τὸ σωστικὸ φῶς τοῦ Χρίστου, τὸ ἱλαρὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς.

Μέσα γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ὑπέροχου σκοποῦ τους, οἱ τολμηροὶ αὐτοὶ χαλαστάδες τοῦ κακοῦ καὶ χτίστες τῶν ἀρετῶν καὶ τοῦ καλοῦ, εἶχαν μονάχα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον». Μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο δούλεψαν σκληρὰ οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι. Δούλεψαν γιὰ τὸ πνευματικὸ ξεσκλάβωμα τῶν συμπατριωτῶν τους καὶ τὴ δημιουργία στὴν πατρίδα τους ἑνὸς καλύτερου κόσμου. Κόσμου στὸν ὁποῖο ἀντὶ τοῦ μίσους θὰ βασίλευε ἡ ἀγάπη, ἀντὶ τῆς ἀπελπισίας ἡ ἐλπίδα, ἀντὶ τῆς ἀνομίας καὶ τῆς διαφθορᾶς ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετή.

Μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους αὐτοὺς ξεριζωτὲς τῆς ἀπιστίας καὶ φυτευτές τοῦ δένδρου τῆς πίστεως στὸ προνομιοῦχο νησὶ τῆς Κύπρου ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος. Ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς.

Πατρίδα εἶχε τὴν μεγάλη πολιτεία τῆς Ταμασοῦ, ποὺ ἡ φήμη της τότε ἁπλωνόταν καὶ πέρα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ αὐτὴ γωνιὰ ἐξ αἴτιας τοῦ περίφημου χαλκοῦ της καὶ τῶν πλουσίων σὲ τοῦτο τὸ πολύτιμο εὔρημα μεταλλείων της. Οἱ γονεῖς του ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας του μάλιστα εἶχε ὡς ἔργο τὴν ἀγαλματοποιΐα. Κατασκεύαζε ἀγάλματα θεῶν, τὰ ὁποία, ὅταν μεγάλωσε ὁ γιὸς του Θεωνᾶς – αὐτὸ ἦταν τ’ ὄνομά του πρὶν νὰ βαπτισθεῖ – τὰ ἔπαιρνε καὶ τὰ πωλοῦσε στὴν ἀγορὰ καὶ ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρναν ἀποζοῦσαν.

Μιὰ ἐπιτόπια παράδοση μᾶς ἀναφέρει, πὼς κάποια φορὰ ποὺ ὁ Θεωνᾶς πήγαινε στὴν πόλη γιὰ νὰ πωλήσει τὰ ἀγαλματάκια τοῦ πατέρα του, ποὺ τὰ εἶχε μέσα στὸ «ἰσάτζιν» του (σακίδιο), συνοδευόταν ἀπὸ τὸν φίλο του Μνάσωνα καὶ τὸν δάσκαλο καὶ τῶν δύο, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχαν πέσει καταρρακτώδεις βροχὲς καὶ ὁ ποταμὸς Πεδιαῖος (Πιδκιᾶς), ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὰ βουνὰ τοῦ Μαχαιρᾶ, καὶ χωρίζει σήμερα τὸ Πολιτικὸ ἀπὸ τὸ χωριὸ Πέρα, τότε δὲ τὴν Ταμασὸ ἀπὸ τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ Πιδιᾶ τμῆμά της – γι’ αὐτὸ λέγεται καὶ Πέρα — εἶχε κατεβάσει πολὺ νερὸ καὶ εἶχε γίνει ἀδιάβατος. Στὸ θέαμα τοῦ «πολυκύμαντου» νεροῦ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος κάλεσε τὸν Θεωνὰ νὰ ρίξει μέσα στὸν ποταμὸ κανένα ἀπὸ τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν ποὺ κρατοῦσε, ἴσως καὶ σταματήσουν τὰ νερὰ νὰ τρέχουν, καὶ ἔτσι μπορέσουν νὰ διαβοῦν στὴν ἄλλη μεριά:

› Βάλε κανένα θεὸ μέσα νὰ ρέξομεν.

Ἔβαλεν ἕναν, ἐπῆρέν τον ὁ ποταμός· ἔβαλεν ἄλλον, ἐπῆρεν τον τζιαὶ τζεῖνον βάλλει ἄλλον, τζιαὶ τζεῖνον τὰ ἴδια. Στὴν ὑστερκᾶν (στὸ τέλος) σύρνει τους μὲ τὸ Ἰσάτζιν ἐπήαν οὔλλοι, τζ’ ὁ ποταμὸς ἐν ἰσταμάτα. Ἐστέκουνταν τζ’ ἐδκιαλοΐζονταν ἴντα λοὴς νὰ ρέξουν. Ὁ ἄης Ἄρα κλείτης τότε ἐποταύρισεν τὸ δεκανίτζιν του (βακτηρία) τζ’ ἐσταύρωσεν τὸμ ποταμὸν ἴσια ἐσταμάτησεν, τζ’ ἐρέξασιν.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ χωρισμοῦ τῶν νερῶν τοῦ Πιδιᾶ πρέπει νὰ ἔγινε φυσικὰ προτοῦ νὰ πιστεύσει στὸν Χριστὸ ὁ Ἅγιός μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ σταματήσει τὸ ρεῦμα τῶν νερῶν ἀπέτυχε, ἂν καὶ μέσα σ’ αὐτὸ ἔριξε ὅλα τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν, ποὺ τοῦ ἔδωκε ὁ πατέρας του νὰ πωλήσει.

Στὴ νεανικὴ ἡλικία βρίσκουμε τὸν Θεωνὰ νὰ εἶναὶ συνδεδεμένος στενὰ μὲ τὸν Μνάσωνα, ποὺ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ βιβλίο του Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀποκαλεῖ «ἀρχαῖον μαθητήν». Μὲ τὸν Μνάσωνα μάλιστα εἶχαν ἀναλάβει καὶ ἕνα ταξίδι στὴ Ρώμη γιὰ νὰ λύσουν κάποιες διαφορὲς ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τοῦ χωρίου Πέρα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδώνυμους θεοὺς τους ἦτο μεγαλύτερος. Ἐκεῖ στὴν πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἦταν καὶ τὸ κέντρο τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, οἱ δυὸ φίλοι γνωρίστηκαν μὲ μερικοὺς ἀποστόλους ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα. Ποὶοι ἤσαν αὐτοὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τοῦ ὁσίου εἶναι, πὼς οἱ δυὸ Κύπριοι ταξιδιῶτες εἶχαν ἔρθει σὲ ἰδιαίτερη ἐπαφὴ μ’ αὐτούς. Στὶς συναντήσεις ποὺ ἀκολούθησαν οἱ ἀπόστολοι μίλησαν στοὺς δύο φίλους γιὰ τὴν καινούργια πίστη. Ἡ διψασμένη γιὰ τὴν ἀλήθεια ψυχή τους δὲν χόρταινε ν’ ἀκούει τὸν λόγο γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο. Αὐτὴ ἡ δίψα τοὺς ἔκανε νὰ ἐγκαταλείψουν πολὺ γρήγορα τὴν μεγάλη πόλη Ρώμη, καὶ ἀντὶ νὰ γυρίσουν στὴν πατρίδα τους, τὴν Κύπρο, νὰ τραβήξουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Πῆγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν κορυφαῖο ἀπ’ τοὺς ἀποστόλους, τὸν Πέτρο, ἔτσι τοὺς τὸν εἶπαν, καὶ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ, τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ Εὐαγγελιστή. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εὐλόγησε τὸν πόθο τους καὶ ἀντάμειψε τὴν ἀγαθὴ διάθεσή τους. Στὴν Ἁγία Πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ, συνήντησαν πραγματικὰ τοὺς δύο ἀποστόλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄκουσαν ὅτι ζητοῦσαν. Ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες τούτους μαθητὲς καὶ αὐτήκοους μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ ἔμαθαν «καταλεπτῶς» τὸ περιστατικὸ γύρω ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Θείου Βρέφους, τὸ μεγάλωμα καὶ τὴν Βάπτισή του στὸν Ἰορδάνη ποταμό.

Πληροφορήθηκαν ἀκόμη σχετικά τινα γιὰ τὸ ἔργο του, τὴν διδασκαλία καὶ τὰ Θαύματά του, καὶ ἐπίσης γιὰ τὴν ἑκούσια Σταύρωση, τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση, καὶ ὑστέρα ἀπὸ σαράντα μέρες Ἀνάληψή του στοὺς οὐρανούς. Ἐπίσης ἀπ’ τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους ἔμαθαν, πὼς ὁ Ἰησοῦς θὰ ξανάρθει κάποτε, γιὰ νὰ κρίνει ζώντας καὶ νεκρούς. Νὰ τιμωρήσει τοὺς κακοὺς καὶ νὰ βραβεύσει τοὺς καλοὺς καὶ ἐνάρετους. Ὅλα αὐτὰ οἱ δύο προσήλυτοι τὰ παρακολούθησαν μὲ πολλὴ λαχτάρα. Καὶ ἀφοῦ δέχτηκαν στὸ τέλος καὶ τὸ βάπτισμα, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Κύπρο, γιὰ νὰ συναντήσουν ἐδῶ τοὺς Ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα καὶ Μᾶρκο καὶ τὸν ὀπαδὸ τους τὸν Ἠρακλείδιο, ποὺ εἶχαν ἤδη κατηχήσει καὶ βαπτίσει. Οἱ δύο νεοφώτιστοι χριστιανοὶ χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι γιὰ τὴν εὐλογημένη συνάντηση μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο ἀντάλλαξαν μαζί τους χαιρετισμὸ ἀγάπης καὶ παρέμειναν κοντά τους.

Λίγες μέρες μετὰ τὴ συνάντηση οἱ ἀπόστολοι ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Πάφο. Τότε, σύμφωνα μὲ τὸ συναξάρι τοῦ Ὁσίου, ὁ μὲν Ἅγιος Μνάσων ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ὁ δὲ Ὅσιος Θεόδωρος ἀποχωρίστηκε καὶ ἀπ’ τοὺς δύο, καὶ ἔζησε μία ἀσκητικὴ ζωή.

Γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια ὁ ἱερὸς ἀθλητὴς πάλεψε ἔχοντας σὰν κανόνα τὴν αὐστηρὴ ἐγκράτεια, στήριγμα τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, περικεφαλαία τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ σκοπὸ του τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀγαπημένη του πατρίδα.

Ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας ὑπῆρξε ὁλόκληρη ἡ ζωή του. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεὶν διὰ τῆς στενῆς πύλης» ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ στ’ αὐτιά του. Ἔτρωγε πολὺ λίγο. Καὶ αὐτὸ τὸ νερὸ ἀκόμα τὸ χρησιμοποιοῦσε κατὰ ἀραιὰ διαστήματα. Ἤθελε τὸν ἑαυτό του ἐλεύθερο καὶ ἀπ’ αὐτὲς τὶς φυσικὲς ἀνάγκες. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε φωτίσει ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ν’ ἀντιληφθεῖ, πὼς ἡ ἐγκράτεια στὴν τροφὴ εἶναι ἕνα γερὸ χαλινάρι γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ συγκρατεῖ τὶς κατώτερες ὁρμές του. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Ἐκεῖνος ποὺ περιφρονεῖ τὴν ἐγκράτεια καταντᾷ κάποιες στιγμὲς νὰ εἶναι σὰν ἄλογο ποὺ δὲν ἔχει χαλινό. Ἡ ἐγκράτεια τῶν τροφῶν ἐξασθενεῖ καὶ τὰ διάφορα πάθη καθὼς καὶ τὶς σαρκικὲς ὁρμές, ποὺ ἀκατάπαυστα βασανίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα στὴ νεανικὴ ἡλικία.

Γιὰ ἐνίσχυση τούτου τοῦ ἀγῶνα του χρησιμοποιοῦσε πλούσια τὸ στήριγμα κάθε εὐγενικῆς προσπάθειας, τὴν προσευχή. Ζωσμένος μὲ σίδερα στὴ μέση περνοῦσε τὶς περισσότερες ὧρες τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας μὲ τὴν σκέψη του στραμμένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ προσευχή.

Τὸ οἰκοδόμημα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς του, ὁ Ἅγιος στήριζε στὴν ταπεινοφροσύνη. «Πᾶς ἃ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀκροατές του. «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος», πρόσθετε μὲ ἀγάπη καὶ καλοσύνη. Ἔτσι ἡ ζωή του ἔγινε μία ἐπίμονη πορεία πρὸς τὴν ἀρετή, πρὸς τὴν τελειότητα, πρὸς τὴν ἀγαθότητα. Ἀλλὰ καὶ τὸ καλύτερο, τὸ ζωντανότερο κήρυγμα γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἐπεσκέπτοντο ἢ ποὺ ἐπισκεπτόταν ὁ ἴδιος.

Ἔτσι ἔζησε ὁ Ὅσιος. Μὲ σύνθημα τὴν ἀρετὴ καὶ βοήθεια τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκαμνε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, πρόβαλλε πειστικὰ τὸ Ἱερὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦσε, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν.

Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα ν’ ἀφήσει τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή, ὁ Ἅγιος προαισθάνθηκε τὸν θάνατό του, κάλεσε κοντὰ του τὸν Ροδῶνα, ἕναν ἀπὸ τὴν Ἱεραποστολικὴ ὁμάδα καὶ τρίτον κατὰ σειρὰ ἐπίσκοπο τῆς ἀρχαίας Ταμασοῦ, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ συγγράψει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου καὶ τοῦ Μνάσωνος γιὰ οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτὸν παρέδωκε καὶ ὁ ἴδιος τὰ ἀπομνημονεύματα ποὺ εἶχε γράψει μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης γιὰ τοὺς δυὸ Ἁγίους. Ὕστερα φώναξε κοντὰ του μερικὰ ἀπ’ τὰ πνευματικά του παιδιά, τὰ νουθέτησε, τὰ στήριξε μὲ τὴν τελευταία διδασκαλία του καὶ γαλήνιος παρέδωκε τὴν μακαρία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη.

Οἱ Ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς ἀδελφούς, μὲ πολλὴ λύπη κήδευσαν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν ἴδιο τάφο, ποὺ εἶχαν θάψει πρωτύτερα καὶ τὸν πατέρα του Χρύσιππο.

agios theodwros o tamasoy 02

Απολυτίκιο
Εν σοι Πάτερ ακριβώς διεσώθη το κατ’ εικόνα, λαβών γαρ τον σταυρόν ηκολούθησας Τον Χριστόν και πράττων εδίδασκες υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γαρ, επιμελείσθε δε ψυχής πράγματος αθανάτου. Διό και μετά αγγέλων συναγάλλεται Όσιε Θεόδωρε το πνεύμα σου.

 

Πηγή: Μέγας ΣυαναξαριστήςΚοινοτικό Συμβούλιο Πολιτικού

 

agios ammoyn o aigyptios 01


Ο όσιος πατήρ ημών Αμμούν καταγόταν από τήν Αίγυπτο. Οταν πέθαναν οί γονείς του ανέλαβε τήν ανατροφή του ένας θείος του, ο οποίος τον υποχρέωσε να νυμφευθεί- ο Άμμούν ήταν τότε είκοσι δύο χρόνων. Τήν ίδια εκείνη νύκτα του γάμου, οταν οί νεόνυμφοι αποσύρθηκαν στή νυφική παστάδα, ο Άμμούν άνοιξε τήν Αγία Γραφή και διάβασε το χωρίο τής προς Κορινθίους επιστολής όπου ο Απόστολος μιλά γιά τά δεινά του γάμου, τις ταραχές και τις μέριμνες πού προκαλεί στους εγγάμους, ενώ οί έν παρθενία αφιερωμένοι στον Κύριο μπορούν να αφοσιώνονται απερίσπαστοι στήν προσευχή και στα πνευματικά εργα (Α’ Κορ., 7). Τηρώντας κατά γράμμα τους αποστολικούς λόγους: Οί έχοντες γυναίκας ώς μή έχοντες ώσι … και οί χρώμενοι τω κόσμω τούτω ώς μή καταχρώμενοι οί νεόνυμφοι πήραν τήν απόφαση νά ζήσουν έν παρθενία και νά αποσυρθούν μαζί σέ τόπο έρημο γιά νά αφιερωθούν στή νηστεία και στήν προσευχή. Πήγαν λοιπόν στήν έρημο της Νιτρίας, πού βρίσκεται σέ κάποια απόσταση από τήν Αλεξάνδρεια, και εγκαταστάθηκαν σέ μια μικρή καλύβα. Σύντομα, όμως, αντελήφθησαν ότι δεν ήταν θεμιτό νά θέτουν τους εαυτούς τους σέ πειρασμούς συζώντας άνδρας και γυναίκα μαζί, γι’ αυτό και χώρισαν γιά νά μπορέσει καθένας τους νά άσκητεύσει μόνος.

Ό Άμμούν άφησε λοιπόν τήν καλύβα και πήγε στήν έρημο, όπου δεν υπήρχαν ακόμη μοναστήρια. Έκτισε δυο κελλιά θολωτά και επί είκοσι δύο χρόνια ο βίος του ήταν ισάξιος τών αγγέλων. Λάδι και κρασί δέν γνώριζε, μόνο ξερό ψωμί έτρωγε, κι αυτό μόνον κάθε δύο ή τρεις μέρες. Ή διαγωγή του εύαρέστησε τον Κύριο και σύντομα μεγάλος αριθμός αδελφών, πού επιθυμούσαν νά ασπασθούν και εκείνοι τον μοναχικό βίο, μαζεύτηκε γύρω του. Όταν έφθανε ένας νέος υποψήφιος, ο Άμμούν του παραχωρούσε αμέσως τό κελλί του κι όλα του τά υπάρχοντα, και οί άλλοι αδελφοί έφερναν κρυφά είτε κάποιες προμήθειες είτε κάποιο χρήσιμο αντικείμενο στον νέο τους σύντροφο, κι έτσι ή αδελφική αγάπη ήταν ο πρώτος νόμος πού κυβερνούσε τή συνεχώς αυξανόμενη αυτή κοινωνία. Μετά άπό μερικά χρόνια, υπό τις οιαταγές του οσίου Άμμούν, ή έρημος τής Νιτρίας μεταμορφώθηκε σέ πόλη αληθινή, σέ βαθμό πού ορισμένοι αδελφοί επιθυμούσαν νά κτίσουν τό κελλί τους πιο μακριά, ώστε νά μπορούν νά ζουν πιό απερίσπαστοι. Μία ήμερα, ήρθε νά επισκεφθεί τον αββά Άμμούν ο άγιος Αντώνιος ο Μέγας. Ο Αμμούν του ανέφερε τό θέμα και τον ρώτησε ποιο θά ήταν τό πλέον κατάλληλο μέρος. Άφού έφαγαν τό λιτό τους γεύμα τήν ενάτη ώρα, άρχισαν νά περπατούν στήν έρημο μέχρι τό ηλιοβασίλεμα κι έμπηξαν στό χώμα έναν σταυρό στο μέρος πού έφθασαν, ώστε όσοι ήθελαν θά μπορούσαν νά κτίσουν έκεί τό κελλί τους μέ τήν ευλογία τών δύο Γερόντων. «Μέ αυτό τον τρόπο», είπε ο άββάς Αντώνιος, «όταν οί αδελφοί έλθουν άπό τή Νιτρία γιά νά συναντήσουν όσους ζουν έδώ, αμέσως μετά τό γεύμα τής ενάτης ώρας, θά φθάσουν εγκαίρως. Και όσοι ξεκινήσουν άπό έδώ γιά νά φθάσουν στή Νιτρία, πράττοντας το αυτό, θά διατηρήσουν τήν -ησυχία τους». Έτσι δημιουργήθηκε ή έρημος τών «Κελλίων» (δεκαεννέα χιλιόμετρα μακριά άπό τή Νιτρία), όπου μερικά χρόνια αργότερα ζούσαν περί τους εξακόσιους μοναχούς, ό καθένας στο κελλί του.

Ο άγιος Άμμούν και ο άγιος Αντώνιος ήταν δεμένοι μέ βαθειά έν Θεώ αγάπη τέτοια πού όταν ο αββάς Άμμούν παρέδωσε τήν ψυχή του στον Κύριο, ο Αντώνιος πού βρισκόταν στο όρος του, τό όποιο απείχε δεκατεσσάρων ημερών πεζοπορία, διέκοψε τή συνομιλία πού είχε μέ κάποιους νέους μοναχούς, περιήλθε σέ έκσταση και είδε τήν ψυχή τοΰ Άμμούν νά ανέρχεται στον ουρανό ενώ άγγελοι έψαλλαν ύμνους χαράς.

Μεταξύ τών λόγων πού ένέπνεε τό Άγιο Πνεύμα στον άββά Άμμούν, ήταν και ή φράση: «Βάσταζε πάντα άνθρωπον καθώς βαστάζει σε ο Θεός».

 

Πηγή: (Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος) Αναλογία


agia akylina 01


«Ἡμέρα χαρμόσυνος καί εὐφροσύνης ἀνάπλεως πεφανέρωται σήμερον»
γιά τήν ἱστορική κωμόπολη τοῦ Ζαγκλιβερίου, καθώς ὕστερα ἀπό 249 χρόνια τό φωτόμορφο τέκνο της, ἡ ἄσπιλος ἀμνάς, ἡ καλλιπάρθενος νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἀκυλίνα ἐπιστρέφει δοξασμένη καί τιμημένη μέ τῆς ἀθανασίας τό ἀμαράντινο στέφανο στή γενέθλια γῆ. Εὐφραίνου λοιπόν καί ἀγάλλου ἔνδοξον Ζαγκλιβέριον «ἡ γάρ δόξα Κυρίου ἐπί σέ ἀνέτειλεν». Εὐφθανθεῖτε καί Σεῖς Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς Λαγκαδᾶ καί Ἱερισσοῦ, γιατί στά πρῶτα ἔτη τῆς Ἀρχιερατείας Σας ἀξιωθήκατε μεγίστων δωρεῶν παρά τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ὁ μέν πρῶτος νά ἀνεύρει τά μαρτυρικά λείψανα τῆς Ἁγίας στή Θεόσωστο Μητρόπολή του, ὁ δέ δεύτερος νά τά ὑποδεχθεῖ καί νά τά τιμήσει σήμερα στόν περικαλλῆ αὐτό Ναό.

«Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ». Οἱ Ἅγιοι εἶναι τά φωτεινά θέλγητρα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, πού μετέφρασαν καί ὑπομνημάτισαν τό Εὐαγγέλιο μέ τή ζωή τους. «Οἱ τά πάθη Χριστοῦ μιμησάμενοι καί τά πάθη ἡμῶν ἀφαιρούμενοι». Εἶναι οἱ τόνοι ἀπό τήν μουσική τοῦ αἰωνίου, πού μᾶς ξυπνοῦν ἀπό τόν θόρυβο τῶν παροδικῶν στιγμῶν καί μᾶς βοηθοῦν νά βροῦμε τόν προορισμό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι κατά τόν Μέγα Βασίλειο «ἡ μίμησις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά τό μέτρον τῆς ἐνανθρωπήσεως». Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἔγιναν «φῶτα θεουργικά πού φωτίζουν τό ἐν ἡμῖν σκότος», ἀφοῦ πέτυχαν νά μειώσουν στό ἐλάχιστο τίς στιγμές τῆς πτώσεως καί δείχνουν σέ μᾶς τό μυστικό τῆς ἁγιότητος πού εἶναι ὁ ἐξαγιασμός τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς. Αὐτοί πού κατά τόν Συμεών τόν νέο Θεολόγο ἔγιναν «Θεοί κατά χάριν, θεάνθρωποι κατά χάριν καί χριστοί κατά χάριν», ἀφοῦ ἀντέγραψαν στή ζωή τους τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἡ σκέψη τους νά γίνει χριστοσκέψη, ἠ αἴσθησή τους χριστοαίσθηση καί ἡ ζωή τους χριστοζωή.

Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα, τῆς ὁποίας τή μνήμη γιορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀνήκει στόν ἐκλεκτό χορό τῶν Ἑλλήνων Νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι στά δύσκολα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ἔδωσαν τήν μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς καί ἐθνικῆς συνειδήσεως. Μέ τή μαρτυρική θυσία τῆς ζωῆς τους ἀνέκοψαν τό κῦμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καί ἀποφεύχθηκε μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ ἐκτουρκισμός, ἀφοῦ σ’ αὐτή τήν τραγική γιά τό Γένος μας περίοδο θρησκευτικότητα καί ἐθνισμός εἶχαν ταυτιστεῖ. Μένοντας δηλαδή ὁ χριστιανός σταθερός στήν πίστη του διέσωζε ταυτόχρονα καί τήν ἐθνική του συνείδηση. Οἱ νεομάρτυρες ἀπετέλεσαν μόνιμη ἐνθαρρυντική δύναμη γιά τούς ἐθνομάρτυρες καί τούς λοιπούς ἐθνικούς ἀγωνιστές. Ἔγιναν σύμβολα ἀντιστάσεως τοῦ λαοῦ, στέργιωσαν τήν πίστη τῶν ραγιάδων καί ἔδωσαν ἐλπίδες καινούργιας ζωῆς. Τά μαρτυρολόγιά τους ἀπέβησαν οἱ πιό διαδεδομένες ψυχωφελεῖς διηγήσεις, πού παρηγοροῦσαν καί ἐνθάρρυναν τόν ἑλληνικό λαό. Δέν εἶναι καθόλου ὑπερβολή ἄν ποῦμε ὅτι ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση πραγματοποιήθηκε, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶχαν προηγηθεῖ οἱ νεομάρτυρες.

Τόσον ἡ ζωή καί τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας ὅσο καί ἡ ἀνεύρεση τῶν χαριτοβρύτων λειψάνων της εἶναι γεγονότα θαυμαστά.

Ἡ Ἁγία μας γεννήθηκε τό 1745 στό Ζαγκλιβέρι. Σέ μικρή ἡλικία βίωσε τίς συνέπειες τῆς μεγάλης ἔντασης μεταξύ τῶν Τούρκων καί τῶν χριστιανῶν τοῦ χωριοῦ μέ ἀφορμή τόν φόνο ἑνός Τούρκου ἀπό τόν πατέρα της, ὁ ὁποῖος γιά νά ἀποφύγει τήν ἀγχόνη ἐξισλαμίστηκε. Τό γεγονός αὐτό λύπησε βαθύτατα τήν Ἀκυλίνα καί τήν εὐσεβή μητέρα της, οἱ ὁποῖες ντύθηκαν στά μαῦρα καί κλείστηκαν στό σπίτι τους, θρηνώντας τόν δυστυχῆ ἀποστάτη. Τό 1764 ὁ ἐξωμότης πατέρας, προκειμένου νά ἱκανοποιήσει τήν ἐπιθυμία τοῦ Τούρκου Πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀγωνίζεται ἐπίμονα νά πείσει τή θυγατέρα του νά τουρκέψει, ὑποσχόμενος ὡς ἔπαθλο τόν γάμο της μέ τόν γιό τοῦ Τούρκου ἀξιωματούχου. Ἡ Ἀκυλίνα ὅμως ἔχει ἁγιότερους πόθους. Ὁ νυμφίος Χριστός καί ἡ ἐπουράνια βασιλεία του εἶναι τά ὁράματα τῆς ζωῆς της. Ἡ ἄρνησή της ἀπετέλεσε τήν ἀρχή μιᾶς σειρᾶς βασανιστηρίων, στά ὁποῖα δυστυχῶς πρωτοστατοῦσε ὁ πατέρας της, ὁ ὁποῖος μπροστά στό πάθος τοῦ φανατισμοῦ παρέβλεψε τούς φυσικότερους δεσμούς καί τά ἱερότερα αἰσθήματα. Ἔτσι δικαιώθηκαν γιά ἄλλη μιά φορά οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου: «Παραδοθήσεσθε δέ καί ὑπό γονέων καί συγγενῶν καί φίλων καί ἀδελφῶν, καί θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου» (Λουκ. κα΄ 16-17) καί «ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ» (Ματθ. ι΄ 36).

Ἀφοῦ τήν ἔδειρε ἄσπλαχνα, τήν ἔκλεισε νηστικιά σέ ἕναν σταῦλο γιά μερικές ἡμέρες. Στό τέλος ἔχασε τήν ψυχραιμία του καί κάλεσε τούς Τούρκους νά τήν παιδεύσουν οἱ ἴδιοι γιά νά τήν μεταπείσουν.

Τά μαρτύρια, στά ὁποῖα ὑποβάλλεται ἡ ἁγία εἶναι φοβερά. Τήν δένουν σέ μιά συκιά καί στή συνέχεια τή μαστιγώνουν. Ἀκολουθεῖ τό σύρσιμό της ἀπό τήν οὐρά ἑνός ἀλόγου στούς δρόμους τῆς κωμοπόλεως. Γυμνή τή χτυποῦν μέ βέργες ἰτιᾶς καί λυγαριᾶς καί μέ συρματένια σχοινιά. Στίς προκλητικές ἀπειλές ἑνός Τούρκου, ὁ ὁποῖος τήν ἀπείλησε ὅτι θά συνέτριβε τά ὀστᾶ της ἕνα πρός ἕνα, ἡ Ἁγία ἀπαντᾶ: «τί ὠρέχτηκα ἀπό τήν πίστιν σας νά ἀρνηθῶ ἐγώ τόν Χριστό μου, ἤ ἀπό ποῖα θαύματα τῆς πίστεώς σας νά πιστεύσω; οἱ ὁποῖοι βρωμεῖτε ἀκόμη ζωντανοί!». Μισοπεθαμένη τήν μετέφεραν στήν οἰκία της. Κατ’ ἄλλους τήν ἔρριξαν στήν πλατεία τοῦ Ζαγκλιβερίου. Ἐκεῖ τήν παρέλαβαν ἡ μητέρα της καί ὁ ἱερεύς τοῦ χωριοῦ, ὁ ὁποῖος τήν κοινώνησε. Ἡ μητέρα της τήν ἀγκάλιασε καί ρώτησε μέ ἀνυπομονησία: «Τί ἔκαμες παιδί μου;» καί ἐκείνη τῆς ἀπάντησε: «Μάνα κράτησα τό διαμάντι πού μοῦ ἔδωκες...» καί ἀμέσως παρέδωσε τήν ἁγιασμένη της ψυχή στόν Νυμφίο Κύριο, δικαιώνοντας τήν παύλεια ρήση, πώς «οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή ... δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η΄ 38-39). Ἦταν 27 Σεπτεμβρίου τοῦ 1764.

Ὁ ἱερός ὑμνογράφος, θαυμάζων τή γενναιότητα τῆς νεομάρτυρος, ἀναφωνεῖ: «Οὐ νεότης τοῦ σώματος, οὐ τό χαῦνον τοῦ θήλεος, τῆς Χριστοῦ ἀγάπης σε διεχώρισαν, ἀλλ’ ἀπτοήτως ὑπέμεινας, μαστίγων τήν ἔφοδον καί τυράννων ἀπειλάς, τῆς καρδίας τοῖς ὄμμασιν, ἀτενίζουσα, πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα ...».

Τό μαρτύριό της εἶναι κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο «συμμόρφωσις τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ».

Θαυμαστή ἡ γενναιότητα καί ἡ ἀνδρεία, μέ τήν ὁποία ἀντιμετώπισε τό μαρτύριο καί τόν θάνατο ἡ σήμερον ἑορταζομένη Ἁγία Ἀκυλίνα. Νεαρά κόρη, ἀδύνατη ὕπαρξη, παρουσιάζεται μέ ἡρωϊσμό ἀσυνήθιστο γιά τό φύλο καί τήν ἡλικία της καί αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι «Πάντα ἴσχυε ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι αὐτήν Χριστῷ».

Πέρασαν ἀπό τότε 249 χρόνια. Καί ὁ λαός τοῦ Ζαγκλιβερίου καί γενικότερα τῆς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ ἀναζητοῦσε τά ἁγιασμένα καί χαριτόβρυτα λείψανα τῆς νεομάρτυρος. Καί ὁ Θεός ἱκανοποίησε αὐτόν τόν πόθο. Καί τά λείψανα τῆς ἁγίας ἀνευρέθηκαν κατά τρόπον θαυμαστόν.

Τό ἐνύπνιον τῆς εὐσεβοῦς γυναίκας ἀπό τήν Ὀρμύλια Χαλκιδικῆς, πού εἶδε τήν ἁγία Κυράννα νά τῆς ἀποκαλύπτει: «Δέν εἶμαι μόνη μου ἐδῶ. Εἶναι μαζί μου καί ἡ φίλη μου, ἡ Ἀγγελίνα». Ὁ φωτισμένος, προσεκτικός καί συνετός χειρισμός τοῦ θέματος ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαγκαδᾶ κ. Ἰωάννη. Ἡ χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Γέροντος Μαξίμου τοῦ Ἰβηρίτου στόν ἐντοπισμό λειψάνων τῶν Νεομαρτύρων. Ἡ θεϊκή θεοσημεία ὅτι, ἐνῶ εἶχε καταπέσει χιών σέ ὅλη τήν περιοχή, στό εἰρημένο μέρος ἔξω τοῦ Ναοῦ τῶν Ταξιαρχῶν Ὄσσης δέν ὑπῆρχε κάτω ἀπό ἐντοίχιο σταυρό ἴχνος χιονιοῦ. Ἡ ἔγκυρη ἐπιστημονική ἐπιβεβαίωση τῆς γνησιότητας τῶν λειψάνων ἀπό ἐγκρίτους καθηγητές τῆς Ἰατροδικαστικῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ὁ ἐντοπισμός κοκκίνης ἀποχρώσεως στήν κάρα τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία, ὅπως ἀπεδείχθη, ἦταν τό καυστικό ὑγρό πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ Τοῦρκοι στά μαρτύρια, τό ὁποῖο ἐπέφερε βαρυτάτους πόνους, ἡ ἄρρητη εὐωδία τῶν ἱερῶν λειψάνων καί ἡ πιστοποίησή τους μέ πολλά σημεῖα, εἶναι γεγονότα θαυμαστά πού μᾶς γεμίζουν πνευματική χαρά καί μᾶς μεταφέρουν στήν δόξα τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.

Ἄς ἔχει δόξα ὁ πανυπερτέλειος καί ἐνδοξαζόμενος στούς αἰῶνες Κύριος δι’ ὅσα θαυμαστά μᾶς ἀπεκάλυψε στούς χαλεπούς αὐτούς χρόνους, ἐπιβεβαιώνοντας γιά ἄλλη μιά φορά ὅτι «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν».

agia akylina 02


Ὕστερα ἀπό τήν παράθεση αὐτῶν τῶν θαυμαστῶν σημείων ἀπό τή ζωή, τό μαρτύριο καί τήν ἀνεύρεση τῶν λειψάνων τῆς νεομάρτυρος Ἁγίας Ἀκυλίνας, ἐπιτρέψτε μου μερικές χρήσιμες πνευματικές ἐπισημάνσεις ἀπό τή ζωή τῆς Ἁγίας.

1. Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἐνσάρκωση ἀπό μέρους της τοῦ ἀναστασίμου ἤθους, πού μεταφράζεται σέ ἀφοβία μπροστά στό θάνατο. Ἡ Ἁγία ἀπομυθοποιεῖ τόν θάνατο καί ἐπιθυμεῖ τό «ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι». Ἡ ἀφοβία της μπροστά στόν θάνατο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θερμῆς πίστεως στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Στήν περίπτωσή της ἔχουν πλήρη ἐφαρμογή τά παύλεια χωρία: «Τοῦ γνῶναι αὐτόν καί τήν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ» (Φιλ. β΄ 10) καί «ἡμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλ. α΄ 29). Ἡ νεομάρτυς Ἀκυλίνα εἶναι ὁ ὥριμος καρπός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό μοναδικό φαινόμενο τῆς ἀφοβίας μπροστά στό θάνατο, ἐνῶ γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου εἶναι παραλογισμός, γιά τά μέτρα τῆς πίστεως εἶναι φυσική κατάσταση. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ἀποδείξεις πνεύματος καί δυνάμεως πού συνοδεύουν τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας καί αὐτά εἶναι ἡ ψυχική ἡρεμία, ἡ ἀνδρεία, ἡ ψυχική ἀγαλλίαση, ἡ γλυκύτητα τῆς ἐκφράσεως, ἡ προσευχή ὑπέρ τῶν διωκτῶν, ἡ ἐκδήλωση συγγνώμης πρός τούς δημίους.

Μάρτυρες ἔχουμε καί σέ ἄλλες θρησκεῖες καί σέ ἄλλες ἰδεολογίες. Στόν Χριστιανισμό ὅμως ἔχουμε μία ποιότητα μαρτυρίου, πού ἑστιάζεται στήν χαροποιό διάθεση ἀντιμετωπίσεως τοῦ μαρτυρίου καί στήν παροχή συγγνώμης πρός τούς διῶκτες. Καί τοῦτο γιατί ἡ ὁρατότητα τοῦ χριστιανοῦ μάρτυρα εἶναι μεταφυσική, ἀφοῦ βλέπει τή ζωή καί τό θάνατο «sub specie αeternitatis», δηλαδή κάτω ἀπό τό πρῖσμα τῆς αἰωνιότητας καί ἀπό τήν προοπτική αὐτή ἀξιολογεῖ τόν κόσμο, τίς χαρές καί τίς διάφορες ἐπιδιώξεις.

2. Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα ὅπως καί γενικότερα οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι πρότυπο ἐφηρμοσμένου χριστιανισμοῦ, ὑπόδειγμα βίου καί γνήσιας πνευματικῆς ζωῆς. Ἐνσαρκώνει τό ὕψιστο ἰδανικό, τήν ἁγιότητα, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἕνα στατικό ἀξιολογικό μέγεθος, οὔτε μιά ἀπλησίαστη πνευματική οὐτοπία, ἀλλά συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Δείχνει στούς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς τό δυνατό τῆς πραγματώσεως αὐτοῦ τοῦ ἰδανικοῦ, ἀλλά καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο αὐτό πραγματοποιεῖται.

Στούς ἀμφισβητίες τῆς ἐποχῆς μας, πού μιλοῦν γιά τό ἀνεφάρμοστο τοῦ χριστιανισμοῦ, ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα καί τά ἑκατομμύρια τῶν μαρτύρων τῆς πίστεώς μας, μαρτύρων αἵματος καί μαρτύρων συνειδήσεως, προβάλλουν τό παράδειγμά τους καί ἀπαντοῦν ὅτι ἡ ἐφαρμογή τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν στήν καθημερινή μας ζωή καί δυνατή εἶναι καί ὠφέλιμη. Δέν εἶχαν διαφορετικές δυνάμεις καί δυνατότητες ἀπό τίς δικές μας. Οὔτε καί οἱ ἐποχές τους γιά τήν ἁγιότητα ἦταν πιό πρόσφορες ἀπό τή δική μας.

Ἄν καί ἔζησαν σέ δυσκολότερες ἐποχές, ἄν καί «ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον», κατόρθωσαν μέ ἀπόλυτη συνέπεια νά ἐφαρμόσουν στή ζωή τους τήν χριστιανική ἀλήθεια. Δέν διδάσκουν ἀπό καθέδρας οἱ ἅγιοι. Εἶναι πρῶτα ποιηταί τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί μετά κήρυκες. Γνῶστες τῆς ἀλήθειας ὅτι ἡ πράξη εἶναι θεωρίας ἐπίβαση, στηρίζουν τά λόγια στά ἔργα τους καί οἰκοδομοῦν οὐσιαστικά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης «ἔπραττον λογικῶς καί ἔλεγον πρακτικῶς». Δέν ἐνδιαφέρθηκαν τόσο γιά τά θαύματα, ὅσο γιά τήν κατά Θεόν βιοτή. Διότι «πολιτεία ὀρθή καί σημείων χωρίς, ἀπολήψεται τούς στεφάνους, καί οὐδέν ἔλαττον ἕξει παρά τοῦτο τότε• βίος δέ παράνομος οὐδέ μετά σημείων δυνήσεται τήν κόλασιν ἐκφυγεῖν», τονίζει ἐμφαντικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν βαθύτατα συνειδητοποιήσει ὅτι πίστη θεωρητική, χωρίς τήν ἔμπρακτη ὑποταγή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀντίστροφα, ἐξίσου ἀποδοκιμάζονται. Ὅπως τονίζει ὁ Διάδοχος Φωτικῆς: «Πίστις ἄεργος καί ἔργον ἄπιστον τόν αὐτόν τρόπον ἀποδοκιμασθήσονται». Ἔτσι μποροῦν νά γίνουν πνευματικοί ὁδοδεῖχτες τοῦ σωστοῦ προσανατολισμοῦ τῆς ζωῆς. Νά διδάξουν «τόν λογικοῖς προσήκοντα βίον», ἀφοῦ «ἀρετῆς ἐκτήσαντο φύσιν, ἧς οὐ πέφυκεν ἅπτεσθαι τελευτή».

3. Ἀπόρροια αὐτῆς τῆς ἁγιασμένης βιοτῆς εἶναι ἡ ἔννοια τῆς παρρησίας ὡς κατάσταση οἰκειότητας τῆς ψυχῆς μετά τοῦ Θεοῦ, αἴσθηση τῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί κυρίως χαρισματική κατάσταση πού ἐκφράζει τόν θεωμένο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό λειτουργοῦν ὡς παράκλητοι οἱ ἅγιοι, ὡς παρηγορητές τῶν μελῶν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, ὡς παραμυθητῶν, δηλαδή πρεσβευτῶν, πού προκαλοῦν θαυματουργικές ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ χάριν τῶν πιστῶν. «Ἔχοντες τόν παράκλητον ἐν ἑαυτοῖς παράκλητοι χρηματίζονται», τονίζεται στά ἀρχαῖα μαρτυρολόγια. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας: «Πρεσβευτάς αὐτούς τῶν εὐχῶν τῶν αἰτημάτων, διά τό ὑπερβάλλον τῆς παρρησίας, ποιοῦμεν. Ἐντεῦθεν πενίαι λύονται καί ἰατρεύονται νόσοι» (Ὁμιλία 10, εἰς τούς Μάρτυρας: PG 40, 317C).

Γιά τήν ἐποχή μας, μιά ἐποχή ἀποπροσανατολισμένη πνευματικά, ἐποχή βίας, ταχύτητας καί παραλογισμοῦ, πού τά χριστιανικά κριτήρια τῆς ζωῆς ἔχουν ἐκλείψει καί τά πάντα ἔχουν κατακλυθεῖ ἀπό τήν εὐδαιμονιστική μανία τοῦ τεχνοκρατούμενου αἰῶνα μας, ἡ νεομάρτυς ἁγία Ἀκυλίνα ἀποτελεῖ ἕνα τέλειο πρότυπο ἀγωνιστικότητας καί συνέπειας στίς ἀρχές.

Ὁμολογουμένως ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα:

Μᾶς μεταγγίζει τό ὑψηλό φρόνημα τοῦ χριστιανικοῦ ἡρωϊσμοῦ καί τό μεγαλειῶδες πάθος τῆς θυσίας γιά τά μεγάλα ἰδανικά τῆς ζωῆς.

Μᾶς ὑπενθυμίζει, ἰδιαίτερα σήμερα, πού ἡ ἱεραρχία τῶν ἀξιῶν ἔχει ἀνατραπεῖ καί οἱ πνευματικές καί ἠθικές ἀξίες ἔχουν ἀπωθηθεῖ στό περιθώριο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ὅτι ἡ αὐθεντική χριστιανική ζωή εἶναι μία συνεχής προσπάθεια καί ἕνας ἀδιάκοπος ἀγώνας χωρίς συμβιβασμούς καί ὑποχωρήσεις.

Μᾶς δείχνει, τέλος, τόν σωστό προσανατολισμό τῆς ζωῆς, πού δέν εἶναι οὔτε ἰδέες οὔτε πράγματα οὔτε καταστάσεις, ἀλλά μονάχα ὁ Χριστός. Καί τοῦτο, γιατί στόν παρόντα κόσμο τῶν μηδενιστικῶν καί ἀπαισιοδόξων ἀντιλήψεων, τῆς ἰδεολογικῆς συγχύσεως, τῶν ἀγχωτικῶν ἐκβλαστήσεων, τῆς ἀγωνίας καί τοῦ τρόμου μονάχα ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τούς ἐφιάλτες τῶν ὁριακῶν καταστάσεων τῆς ζωῆς, νά γεμίσει τό ἐσωτερικό μας ἀνικανοποίητο καί νά μᾶς δώσει τή δυνατότητα νά ἀπομυθοποιήσουμε τό παράλογο τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου, γιά νά ἀξιοποιήσουμε δημιουργικά τή ζωή μας καί νά ἐλπίσουμε στή δικαίωση τῆς ὑπάρξεώς μας μέσα στό χῶρο τῆς ἀτέρμονης μεταφυσικῆς πραγματικότητας.-

 agia akylina 03

 

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἴα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ, τὴ ἀγάπη γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι' ἀγώνων ἱερῶν καὶ δόξης τυχοῦσα θείας Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον
Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον, Ακυλίνα του Χριστού καλλιπάρθενε· συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

 

Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Ιερισσού Αγίου Όρους και ΑρδαμερίουΟρθόδοξος Συναξαριστής

 

metastash agioy iwannoy toy theologoy 01


Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ εὐαγγελιστής,
ὁ «ἠγαπημένος» μαθητὴς τοῦΚυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἑορτάζει, ἀγαπητοί μου, τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο· στὶς 8 Μαΐου, στὶς 30 Ἰουνίου μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, καὶ σήμερα 26 Σεπτεμβρίου. Σήμερα ἡ ἁγία ὀρ θόδοξος Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὸ θάνατό του.

–Τὸ θάνατο ἑορτάζουμε;…

Ναί· ἀλλὰ δὲν λέγεται θάνατος. Σήμερα, ἂν πιάσετε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ θάνατος ὀνομάζεται «μετάστασις». Ὅπως κάθε ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔχουν ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἦταν νέος, ὁ πιὸ νέ οςμέσα στὴν ὁμάδα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ὅταν ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἔπειτα γέρασε· ἔφτασε τὰ 100-105 χρόνια, ἄσπρισαν τὰ μαλλιάτου. Καὶ σὰν σήμερα κοιμήθηκε· ἄγγελοι πῆραν τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν οὐρανό. Τὴν κοίμησι λοιπὸν καὶ μετάστασί του ἑορτάζουμε.

Ὁ θάνατος γιὰ ὅποιον δὲν πιστεύει εἶνε τὸπιὸ τρομερό. Μὰ ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ μὲ τὴν καρδιά του δὲν τὸν φοβᾶται. Εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἐπεισόδιο στὴ ζωή, μία πόρτα ποὺ ἀνοίγει γιὰ νὰ φύγῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ μάταιοαὐτὸ κόσμο καὶ νὰ πάῃ σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο.

Δυὸ τάφους θ᾿ ἀλλάξουμε. Ὁ πρῶτος εἶνε ἡκοιλιὰ τῆς μάνας μας. Σὰν τάφος μοιάζει. Ἐκεῖ τὸ ἔμβρυο μένει κλεισμένο ἐννιὰ μῆνες, μέσα σὲ αἵματα καὶ ἀκαθαρσίες, καὶ μετὰ βγαίνει ἔξω. Ὁ ἄλλος τάφος εἶνε τὸ χῶμα τῆς γῆς. Ἐκεῖ θὰ μείνουμε πλέον ὄχι ἐννιὰ μῆνες, ἀλλὰ χρόνια. Ὅπως βγήκαμε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μας καὶ εἴδαμε τὸν ἥλιο, ἔτσι θὰ βγοῦμε καὶἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς γῆς ἔνδοξοι καὶ ὡραῖοι.Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας· ὅτι ὅποιος πιστεύειστὸ Χριστό, «κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. 11,26).

Ναί· ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν παράδεισο, ὅπου εἶνε ὁ ἅγιος Ἰωάννης, πρέπει νὰ ζήσουμε κ᾿ ἐμεῖς ὅπως ἐκεῖνος.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀγαποῦσε τὸ Θεό. Ὅλοπερὶ ἀγάπης μιλοῦσε. Ἂν διαβάσουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς τρεῖς καθολικὲς Ἐπιστολές του, θὰ δοῦμε, ὅτι μιὰ λέξι ποὺ συχνὰ ἀναφέρει εἶνε ἡ ἀγάπη. Καὶ ἔδωσε τὸν πιὸ ὡραῖο ὁρισμὸὅταν εἶπε· «Ὁ Θεὸς ἀγάπη, ἐστί» (Α΄ Ἰω. 4,8,16).

Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη. Τό ᾿χουμε καταλάβειαὐτό, ἀγαπητοί μου; Θὰ προσπαθήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω.

* * *

Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἀγάπη, ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη. Κι ὅταν τὸν δημιούργησε, δὲντὸν ἔρριξε σ᾿ ἕνα ξερονήσι ἢ σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ τόσα ἀστέρια ὅπου ἐπικρατεῖ νέκρα. Τὸν ἔβαλε ἐδῶ στὴ Γῆ, σ᾿ αὐτὸ τὸν πλανήτη, ὅπου ὑπάρχουν ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰζήσῃ. Διότι μόνο ἐδῶ, τὸ τονίζω, ὑπάρχουν ὅλα τὰ ὡραῖα καὶ χρήσιμα πράγματα· ἐδῶ πνέειἀεράκι ποὺ γεμίζει τὰ πνευμόνια σου· ἐδῶ τρέχουν νερὰ κρυστάλλινα· ἐδῶ φυτρώνει χορτάρι, βλάστησι, δέντρα μὲ καρπούς· ἐδῶ ὑπάρχουν ποταμοί, λίμνες, θάλασσες· ἐδῶ ὑπάρχουν ζῷα στὴν ξηρὰ καὶ ψάρια στὰ νερά. Στὸφεγγάρι δὲν φυσάει ἀέρας. Οἱ ἀστροναῦτες,ποὺ πῆγαν ἐκεῖ, ἦταν ἐφωδιασμένοι μὲ μπουκάλες ὀξυγόνο, ὅπως βάζουν οἱ γιατροὶ στοὺς ἀρρώστους. Στὴ σελήνη δὲν ὑπάρχει τίποτα· οὔτε μῆλο, οὔτε ἀχλάδι, οὔτε σταφύλι, οὔτεντομάτα, οὔτε πουλάκι, οὔτε ἀρνάκι, οὔτεπο τάμι, οὔτε θάλασσα, οὔτε ψάρια… Ἐρημιά.

Ὅλα τὰ ὡραῖα τὰ ἔκανε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.Ἀλλ᾿ ἂν μὲ ρωτήσετε, ποιό ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ εἶνετὸ πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ σπουδαῖο, εἶνε κάτι ἄλλο, ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸ σκεπτόμαστε. Ποιόεἶν᾿ αὐτό; Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰμᾶς δώσῃ μόνο ἀγαθά, ἀλλὰ μᾶς ἔδωσε ἀκόμα καὶ τὸν ἑαυτό του! Πῶς, ἀγαπητά μου ἀδέρφια, νὰ σᾶς τὸ πῶ αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ αἰσθανθῆτε; Ἂς μιλήσω παραβολικά.

Ἦταν, λέει, κάποτε ἕνας βασιλιᾶς ποὺ ἀ γαποῦσε τοὺς ὑπηκόους του. Κ᾿ ἐπειδὴ δὲν ἔφτανε στ᾿ αὐτιά του ἡ ἀλήθεια, θέλησε νὰ δῇ ἀπὸ κοντὰ τὸν πόνο τους. Ἀλλὰ πῶς; Σκέφτηκε τὸ ἑξῆς. Πέταξε ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τὸ στέμμα, ἔβγαλε τὰ βασιλικὰ ροῦχα, τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ παράσημα, φόρεσε ροῦχα ζητιάνου, καὶ ξυπόλητος μ᾿ ἕνα ῥαβδὶ ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ τὸ βασίλειό του. Ποιός νὰ φανταστῇ, ὅτι αὐτὸς ποὺἔμπαινε στὰ σπίτια καὶ τὶς καλύβες κ᾿ ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά του τὰ ὀρφανὰ καὶ μιλοῦσεμὲ τὶς χῆρες καὶ σπόγγιζε τὰ δάκρυά τους,ποιός νὰ φανταστῇ, ὅτι αὐτὸς ὁ κουρελιάρης εἶνε ὁ βασιλιᾶς; Κανείς δὲν τὸν γνώριζε.

Ἔ, αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός. Μὴ μιλᾶτε γιὰβασιλιᾶδες τοῦ κόσμου· αὐτοὶ εἶνε ἕνα μηδὲνμπροστὰ στὸ Χριστό. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀφέντηςκαὶ βασιλεὺς τοῦ κόσμου, ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων· καὶ ἔκρυψε τὴ θεότητά του, κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, περπάτησεξυπόλητος καὶ ἔμεινε γυμνὸς πάνω στὸ σταυρό. Πόσοι ἀναγνώρισαν, ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ φτωχὸ Ναζωραῖο ἦταν αὐτός ὁ Θεός;

Κατέβηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς δῇ, νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ ὡραιότερα λόγια,νὰ κάνῃ τὰ μεγαλύτερα θαύματα· κατέβηκενὰ χύσῃ τὸ τίμιο αἷμα του, καὶ εἶπε· «Λάβετε φά γετε…» (Ματθ. 26,26. Μᾶρκ. 14,22. Α΄ Κορ. 11,24), «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,27). Ὅταν λοιπὸν κοινωνᾷς –ἂν πιστεύῃς–, ἑνώνεσαι μὲ τὸ Θεό· ἂν δὲνπιστεύῃς, ποτέ σου νὰ μὴν πατήσῃς στὴν ἐκκλησιά. «Ὅσοι πιστοί…» (θ. Λειτ.). Μπῆκες στὴν ἐκκλησιά; – μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ λεφτά, γιὰ διαμάντια καὶ χρυσάφια, μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τὸνκόσμο. Ἕνα πρᾶγμα νὰ λέτε· νὰ μᾶς ἀξιώνῃ ὁΘεὸς ν᾿ ἀνοίγουμε τὸ στόμα καὶ νὰ παίρνουμε μέσα μας τὸν θεῖο μαργαρίτη. Γιατὶ εἶνε μαργαρίτης! Ὅσο ἀξίζει ἕνα ψίχουλο, δὲν ἀξίζει ὅλο τὸ σύμπαν. Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, μιὰεὐχὴ σᾶς δίνω· νὰ μὴν πεθάνετε ἀμετανόητοι καὶ ἀκοινώνητοι, νὰ μὴν κλείσετε τὰ μάτια χωρὶς τὸ μέγα ἐφόδιο, ἀλλ᾿ ὅταν πλησιάζῃ ἡ τελευταία ὥρα, ν᾿ ἀξιωθῆτε νὰ κοινωνήσετε. Ἕνας ἅγιος ἀνθρωπάκος στὴ Φλώρινα, κατάλαβε πὼς θὰ πεθάνῃ. Τὸν ἀγαποῦσαν τὰ παιδιάτου. –Νὰ σὲ πᾶμε γιὰ γιατρὸ στὴν Ἑλβετία, νὰ σὲ πᾶμε στὸ Λονδῖνο… –Ὄχι, παιδιά μου· φέρτε τὸν παπᾶ νὰ κοινωνήσω τὸ Χριστό· ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ γιατρός, τὸ φάρμακο, τὰ πάντα!… Κι ὅταν κοινώνησε καὶ ἔβαλε τὸν μαργαρίτηστὴν καρδιά του, εἶπε· –Ἂς πεθάνω πιά, δὲνθέλω τίποτ᾿ ἄλλο…

* * *

Ἐμεῖς τί πρέπει νὰ κάνουμε, ἀγαπητοί μου; Μέσα ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ λέμε «εὐχαριστῶ». Ἡ κοττούλα, μόλις πιῇ νερό, ὑψώνει τὸ κεφάλι, σὰν νὰ λέῃ στὸ Θεό· Σ᾿ εὐχαριστῶ. Τὸ σκυλί, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾿ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ, κουνάει τὴν οὐρά του, σὰν νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφέντη, σ᾿ εὐχαριστῶ. Τὰ ζῷα λοιπὸν λένε εὐχαριστῶ· ἐσὺ λὲς«Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ»; Τίποτα. Ἀχάριστε ἄνθρωπε! Κι ὄχι μόνο «εὐχαριστῶ» δὲν ἀκούειὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ βλαστήμιες· τὴ μπουκιὰἔ χει στὸ στόμα καὶ τὸ Θεὸ βλαστημάει τὸ κτηνάριον!… Ἐγὼ λέω, ὅτι ὅλα τὰ κακὰ ποὺ μᾶς συνέβησαν προέρχονται ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἁμαρτία.

Ἤμουν μικρὸ παιδάκι στὸ χωριό μου, ποὺτότε εἶχε πολλοὺς κατοίκους, 3.000 ἀνθρώπους – τώρα πιὰ δὲν ἔχει οὔτε 400. Οἱ γονεῖς μας κι ὅλοι οἱ μεγαλύτεροι εἶχαν πάει στὸν πόλεμο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Πολέμησαν μὲ ἀνδρεία, ἔφτασαν μέχρι τὴν Ἄγκυρα. Ἀλλὰ μετά, καταστροφή! Ἀπ᾿ τοὺς 200 ποὺ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὸ χωριό μας, μόνο 30 ἐπέστρεψαν. Δυστυχία… Κλαίγαμε, ὅλο τὸ χωριὸ θρηνοῦσε γιὰ τοὺς σκοτωμένους καὶ τοὺς αἰχμαλώτους· μιὰ βδομάδα δὲν φάγαμε, ψωμὶ δὲν βάλαμε στὸ στόμα. Κάθισαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ κουρελιασμένα ῥοῦχα τους, ξυπόλητοι, μὲ τὰ πόδια τους πρισμένα, τὰ μάτια κόκκινα, κλαμένοι. Καὶ ρωτοῦσαν οἱ γέροι· –Ρὲ παιδιά, πῶς τὸ πάθαμε; γιατί αὐτὴ ἡ συμφορά; Ὁ ἕνας ἔλεγε· –Φταῖνε οἱ Ῥῶσοι. Ὁ ἄλλος ἔλεγε· –Φταῖνε οἱ Ἄγγλοι. Ἄλλοι ἔλεγαν· –Φταῖνε οἱ Ἰταλοί… Ἕνας λοχίας, ποὺ πολεμώντας ἔφτασε ὣς τὴν Ἄγκυρα κ᾿ εἶχε ἀριστεῖα ἀνδρείας, λέει· –Παιδιά, δὲν φταῖνε οὔτε οἱ ῾Ρῶσοι οὔτε οἱ Γάλλοι οὔτε οἱ Ἄγγλοι…. Ἐμεῖς φταῖμε· ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ πατήσαμε στὴ Σμύρνη μέχρι ποὺ φτάσαμε στὴν Ἄγκυρα, βλαστημούσαμε τὸ Θεὸ καὶ τὴν Παναγιά! Μᾶς ἔφαγαν οἱ βλαστήμιες…

Στὴν πραγματικότητα μᾶς ἄξιζαν ἀκόμη μεγαλύτερες τιμωρίες. Ἂν ἤθελε ὁ Θεός, ἔλεγεστὸν ἥλιο «Φύγε μακριά, νὰ γίνῃ ἡ Γῆ κρύσταλλο» ἢ «Ζύγωσε στὴ Γῆ, νὰ τὴν κάνῃς κάρβουνο». Μᾶς ἀνέχεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη του. Κανείς δὲν μᾶς ἀγαπάει ὅπως ὁ Χριστός.

Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξαλειφθῇ ἡ βλαστήμια, καὶ μέρα - νύχτανὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό,ποὺ εἶνε ἀγάπη, ἀγάπη μεγάλη καὶ ἀπέραν τη. Δόξα στὸ Θεό· δόξα στὴν ἁγία Τριάδα, στὸνΠατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

 

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ εὐαγγε-λι στής
,
«ἠγαπημένος»
μαθητὴς τοῦΚυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἑορτάζει, ἀγα-πητοί μου, τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο· στὶς 8 Μα -ΐου, στὶς 30 Ἰουνίου μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀπο-στόλους, καὶ σήμερα 26 Σεπτεμβρίου. Σήμε-ρα ἡ ἁγία ὀρ θόδοξος Ἐκκλησία μας ἑορτάζειτὸ
θάνατό
του. –Τὸ θάνατο ἑορτάζουμε;…Ναί· ἀλλὰ δὲν λέγεται θάνατος. Σήμερα, ἂν
πιάσετε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ θάνατος ὀ -νομάζεται
«μετάστασις»
. Ὅπως κάθε ἄνθρω- πος, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι
ἔχουν ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἦταν νέος, ὁ πιὸ νέ οςμέσα στὴν ὁμάδα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ὅ -
ταν ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἔπειτα γέρασε· ἔ
 -φτασε τὰ 100-105 χρόνια, ἄσπρισαν τὰ μαλλιάτου. Καὶ σὰν σήμερα κοιμήθηκε· ἄγγελοι πῆ -ραν τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν οὐρανό. Τὴν κοί- μησι λοιπὸν καὶ μετάστασί του ἑορτάζουμε.
Ὁ θάνατος
γιὰ ὅποιον δὲν πιστεύει εἶνε τὸπιὸ τρομερό. Μὰ ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ
μὲ τὴν καρδιά του δὲν τὸν φοβᾶται. Εἶνε ἁπλῶς
ἕνα ἐπεισόδιο στὴ ζωή, μία πόρτα ποὺ ἀνοί-γει γιὰ νὰ φύγῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ μάταιοαὐτὸ κόσμο καὶ νὰ πάῃ σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο.
Δυὸ τάφους
θ᾿ ἀλλάξουμε. Ὁ πρῶτος εἶνε ἡκοιλιὰ τῆς μάνας μας. Σὰν τάφος μοιάζει. Ἐκεῖ τὸ ἔμβρυο μένει κλεισμένο ἐννιὰ μῆνες, μέσα
σὲ αἵματα καὶ ἀκαθαρσίες, καὶ μετὰ βγαίνει ἔ -
ξω. Ὁ ἄλλος τάφος εἶνε τὸ χῶμα τῆς γῆς. Ἐκεῖ θὰ μείνουμε πλέον ὄχι ἐννιὰ μῆνες, ἀλλὰ χρό- 
νια. Ὅπως βγήκαμε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάναςμας καὶ εἴδαμε τὸν ἥλιο, ἔτσι θὰ βγοῦμε καὶἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς γῆς ἔνδοξοι καὶ ὡραῖοι.Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας· ὅτι ὅποιος πιστεύειστὸ Χριστό,
«κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται»
(Ἰω. 11,26)
.Ναί· ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ καὶ τὸνπαράδεισο, ὅπου εἶνε ὁ ἅγιος Ἰωάννης, πρέ-πει
νὰ ζήσουμε κ᾿ ἐμεῖς ὅπως ἐκεῖνος
.

agios iwshf o neos episkopos timisoaras


Γεννήθηκε στη Ραγούζα της Δαλματίας, σημερινό Ντουμπρόβνικ της Κροατίας, το 1568 από εύπορους γονείς. Ο πατέρας του Ιωάννης ήταν Βενετός καραβοκύρης, και όταν ο άγιος ήταν 12 ετών πνίγηκε σε ναυάγιο. Η μητέρα του Αικατερίνη καταγόταν από τη Λήμνο και διακρινόταν για την ευλάβεια της. Στο βάπτισμα έλαβε το όνομα Ιάκωβος. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του τον πήγε στην Αχρίδα, όπου ήταν ο αδελφός της, ένας πλούσιος έμπορος. Έλαβε καλή μόρφωση και παρέμεινε επί πενταετία πλησίον ενός ιερομονάχου εξαδέλφου της μητέρας του, πού μόναζε στη μονή της Θεοτόκου Αχρίδος, όπου συνέχισε τις σπουδές του.

Το 1588 ήλθε στο Αγιον "Ορος και εγκαταβίωσε στη μονή Παντοκράτορος, όπου εκάρη μοναχός και ονομάσθηκε Ιωσήφ κατά το μέγα σχήμα. Μετά διετία χειροτονήθηκε ιερεύς. Ασκήθηκε επιμελημένα στην υπακοή, την προσευχή και τη μελέτη. Είχε για διακόνημα το εργόχειρο της καλλιγραφίας, στο όποιο εξελίχθηκε άριστα. Μόνασε κατόπιν στις μονές Μεγίστης Λαύρας, Χιλανδαρίου, Ξηροποτάμου και Βατοπαιδίου, όπου έμεινε αρκετά, και μάλιστα κατά τη βιογραφία του τέλεσε εκεί τα πρώτα του θαύματα, θεραπεύοντας πολλούς μοναχούς από διάφορες ασθένειες με τη θερμή προσευχή του και βάζοντας το δεξί του χέρι στο μέτωπό τους.

Από τη μονή Βατοπαιδίου ο άγιος Ιωσήφ εξελέγη ηγούμενος στη μονή Αγίου Στεφάνου Αδριανουπόλεως, πού ήταν μετόχι της Μ. Λαύρας. Εκεί παρέμεινε επί εξαετία και δημιούργησε ένα πολύ καλό πνευματικό κλίμα. Επέστρεψε στο αγαπητό του Αγιον Όρος, όπου ηγουμένευσε στη μονή Κουτλουμουσίου και άφησε μεγάλο αριθμό πνευματικών τέκνων. Για μεγαλύτερη ησυχία αναχώρησε πάλι για τη μονή Βατοπαιδίου.

Ευρισκόμενος στη μονή Βατοπαιδίου ο άγιος εξελέγη για τη μεγάλη αρετή του μητροπολίτης Τιμισοάρας (1650). Ήταν τότε 82 ετών και είχε 62 έτη ασκήσεων και αγώνων στο Αγιον Όρος. Κατά θεία νεύση διήλθε τότε από τη μονή Βατοπαιδίου ο Ρουμάνος λόγιος Δαμασκηνός Ούντρεα, πού βρισκόταν στο Αγιον Όρος για προσκύνημα. Ο άγιος τον παρακάλεσε να του διδάξει τη ρουμανική γλώσσα, πού διόλου δεν γνώριζε και ήταν απαραίτητη για τη διδαχή και διαποίμανση του μέλλοντος ποιμνίου του. Με τη χάρη του Θεού και τον φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος, αν και ήταν υπερήλικας, έμαθε μέσα σε τρεις μόνο μήνες καλά τα ρουμανικα και κατά την ενθρόνισή του μίλησε άνετα στους πιστούς τη γλώσσα τους. Ο άγιος Ιωσήφ χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Παρθένιο τον Β' στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί με επίσημα γράμματα, συνοδεία, κόπους, άλλα και θαύματα έφθασε στην επαρχία του.

Ο άγιος Ιωσήφ ως Μητροπολίτης Τιμισοάρας ανέπτυξε επί μία τριετία πλούσιο ποιμαντικό έργο. Υπήρξε μεγάλος προστάτης της Ορθοδοξίας. Δίδασκε και παρηγορούσε τους πιστούς συνεχώς με τη θερμή πίστη του, τη σοφία και τη χάρη των λόγων του, την πραότητα της αγαθής καρδιάς του και την αδιάλειπτη προσευχή του. Δεν έπαυε να θαυματουργεί προς δόξα του Θεού και ανακούφιση των πολλών ασθενών. Για την προστασία του ποιμνίου του και την επιμόρφωση του κλήρου ίδρυσε στην επαρχία του εκκλησιαστική σχολή.

Η δυνατή προσευχή του έσωσε δύο φορές την πόλη του από φωτιά φέρνοντας βροχή, ενώ θεράπευσε πολλούς ασθενείς και ιδιαίτερα παράλυτους. Δημιούργησε νέες εκκλησίες και άνοιξε άλλες κλειστές. Είχε αγαθές σχέσεις με όλους τους άρχοντες, ακόμη και με τους Τούρκους, των οποίων τη γλώσσα γνώριζε καλά. Το 1653 παραιτήθηκε από τον αρχιερατικό του θρόνο και αποσύρθηκε στη μονή των Αρχαγέλλων-Πάρτος, για να τελειώσει ειρηνικά τον βίο του. Μετά μία τριετία ανεπαύθη στις 15.8.1656. Οι καμπάνες της μονής άρχισαν να κτυπούν μόνες τους. Ο κόσμος θαυμάζοντας ομολογούσε την αγιότητα του ιεράρχου τους. Ετάφη έντιμα με την παρουσία τριών αρχιερέων, πολλών κληρικών και χιλιάδων πιστών. Ο άγιος συνέχισε τα πολλά θαύματά του και μετά τη μακαρία κοίμησή του.

Το 1986 άρχισε να τιμάται επίσημα ως άγιος από την τοπική Εκκλησία της Ρουμανίας και να αγιογραφούνται εικόνες του. Μετά από κατακτήσεις της περιοχής από ξένους και την καταστροφή της μονής Πάρτος ή τιμή του αγίου λησμονήθηκε. Ο μητροπολίτης Βασίλειος την επανέφερε με την ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του τον Μάϊο του 1956, όπου κατά την εκταφή εξήλθε άρρητη ευωδία, και μεταφέρθηκαν στον μητροπολιτικό ιερό ναό των Τριών Ιεραρχών Τιμισοάρας. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους έγινε ή επίσημη αναγνώριση της αγιότητός του από το Πατριαρχείο Ρουμανίας, με τη συμπλήρωση τριακοσίων ετών από την οσιακή τελευτή του, και ορίσθηκε ως ημερομηνία μνήμης του η 15η Σεπτεμβρίου. Το Πατριαρχείο της Σερβίας το 1965 όρισε τη μνήμη του στις 27 Μαΐου. Πρώτος βιογράφος του αγίου είναι ο διδάσκαλός του στη ρουμανική γλώσσα, πού τον πρωτοσυνάντησε στη μονή Βατοπαιδίου, Δαμασκηνός Ούντρεα, τον όποιο χειροτόνησε ο άγιος διάκονο και τον ακολούθησε πιστά μέχρι το τέλος του. Τη βιογραφία του Γέροντος του έγραψε το 1701, με την προτροπή του επισκόπου Γερασίου, πού κατά τη γέννηση του είχε θαυματουργήσει πάνω του ο άγιος. Στοιχεία αυτής της βιογραφίας παρουσίασε στα ελληνικά ο θεολόγος Βικέντιος Κουρελάρου (νυν πρεσβύτερος). Το 1956 συντάχθηκε ακολουθία στη ρουμανική γλώσσα. Το 2001 σύνθεσε ωραία ακολουθία και παρακλητικό κανόνα ο μοναχός Πορφύριος Σιμωνοπετρίτης (νυν Αρχιμανδρίτης κ. Πορφύριος, Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Πιερίων -γνωστή ως Σκήτη Βεροίας.

Στη Ρουμανία ο άγιος Ιωσήφ ο Νέος είναι προστάτης των πυροσβεστών. Στη μονή Βατοπαιδίου εορτάζεται και στις 17 Αυγούστου.

 

Πηγή: (Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007) Αγιορείτικες Μνήμες

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...