
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος γεννήθηκε στην Γαλάτη της Παφλαγονίας (Μικρά Ασία) το 948 ή το 958 (κατά τον Π.Κ.Χρήστου).
Η ζωή του αγίου Συμεών συμπίπτει σε μεγάλο μέρος με τη βασιλεία του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου (976-1025).Σε ηλικία περίπου έντεκα χρονών οι γονείς του τον έφεραν στην Κωνσταντινούπολη, για να σπουδάσει στα σχολεία της πρωτεύουσας και να μπει στη συνέχεια στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Ο θείος του Βασίλειος κατείχε σημαντική θέση στην αυλή. Ο νεαρός όμως Συμεών αρνήθηκε την μεγάλη αυτή τιμή καθώς και το να συνεχίσει τις σπουδές του μετά το γυμνασιακό στάδιο, σε ανώτατες σχολές. Φαίνεται ότι για ένα διάστημα έζησε την άτακτη ζωή ενός νέου της πρωτεύουσας. Τελικά γνώρισε τον άγιο Συμεών τον Ευλαβή (917-987), γέροντα μοναχό της Μονής του Στουδίου. Συνεχίζει να εργάζεται όπως και πριν μέσα στον κόσμο, αλλά επισκέπτεται συχνά τον πνευματικό του πατέρα.
Ο Συμεών ο Στουδίτης στην αρχή του έδωσε ένα ελάχιστο πρόγραμμα ασκητικής ζωής, και για ανάγνωσμα τον «Πνευματικό Νόμο» του Μάρκου του Μοναχού. Τότε έζησε και την πρώτη του εμπειρία. Τον πλημμύρισε το άκτιστο φως και τον γέμισε χαρά, έτσι που έχασε τον εαυτό του και τον γύρω του κόσμο. Αυτή όμως η πρώτη καρποφόρα περίοδος, που ο άγιος Συμεών απέδιδε στις προσευχές του πνευματικού του πατέρα, δεν κράτησε πολύ. Ξαναγύρισε στην κοσμική και άστατη ζωή που ζούσε πριν. «Εις λάκκον και και ιλύν βυθού αισχρών εννοιών τε και πράξεων εμαυτόν ο άθλιος εναπέρριψα, κακεί κατελθών τοις εγκεκρυμμένοις εν τω σκοτεί περιέπεσον, εξ ων ουκ εμαυτόν εγώ μόνον, αλλ’ ουδέ ο σύμπας κόσμος εις εν αθροισθείς εκείθεν αναγαγείν με και των χειρών αυτών εξελέσθαι ηδύνατο». Φαίνεται ότι ακόμα και σ’ αυτή την περίοδο, που κράτησε έξι ή επτά χρόνια, ο άγιος Συμεών δεν διέκοψε ολότελα τις σχέσεις του με τον πνευματικό του πατέρα. Τελικά θαυματουργικά απελευθερώνεται και μπαίνει δόκιμος στη Μονή του Στουδίου σε ηλικία 27 ετών. Λίγο αργότερα ο ηγούμενος τον κάλεσε και του ζήτησε να εγκαταλείψει τον πνευματικό του πατέρα.
Ο Συμεών αρνήθηκε και εγκατέλειψε την Μονή του Στουδίου. Μπήκε ως δόκιμος στο γειτονικό μοναστήρι του αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου. Έγινε σύντομα μοναχός, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά τρία χρόνια σε ηλικία 31 χρονών εκλέχθηκε ηγούμενος από τους μοναχούς του αγίου Μάμαντος με τη συγκατάθεση του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη. Γίνεται διάσημος στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι τον τιμούν και άλλοι του επιτίθενται.
Μετά τα πρώτα εύκολα βήματα στην πνευματική ζωή, που τον οδήγησαν γρήγορα στην θεωρία του ακτίστου φωτός, πορεύεται τον δύσκολο δρόμο της ασκήσεως με υπομονή για να συντελεστεί η αφομοίωση της Χάρης. Μετά από μεγάλο και τραχύ διάστημα ασκητικού αγώνα αξιώθηκε να δει πάλι το άκτιστο φως, αλλά αμυδρότερα. Οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται από την αντίδραση των ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν το νόημα των πνευματικών του αγώνων. Παρά τις πολυάριθμες εμπειρίες δεν έχει γνωρίσει ακόμη τον Θεό και αισθανόταν βαθιά ανικανοποίητος. Τελικά μέσα στο άκτιστο φως βιώνει προσωπική συνάντηση και κοινωνία με τον Χριστό. Στη συνέχεια αυτή η κατάσταση γίνεται μόνιμη. Από αγάπη προς τον πλησίον και από τη μεγάλη του επιθυμία να κάνει όλο τον κόσμο μέτοχο αυτής της χάρης, φανερώνει στους άλλους την εμπειρία του και τους προτρέπει ν’ ακολουθήσουν αυτόν τον πνευματικό δρόμο. Πλέον αισθάνεται την βεβαιότητα ότι δεν είναι αυτός που καλεί αλλά ότι ο Ίδιος ο Χριστός καλεί τους ανθρώπους δια του αγίου Συμεών.
Το μοναστήρι του ήταν σε άθλια κατάσταση. Αγωνίζεται για την ανοικοδόμηση του και για την πνευματική καθοδήγηση των μοναχών. Πάντα κήρυττε την δυνατότητα της ένωσης με τον Θεό στην παρούσα ζωή. Ο δρόμος που οδηγεί σε αυτή την ένωση, η εφαρμογή των εντολών του Χριστού, η οδός η στενή και τεθλιμμένη του σταυρού, οι ασκητικοί αγώνες. Τονίζει ότι αρχίζουμε να συμμετέχουμε στην ανάσταση του Χριστού ήδη από τον παρόντα κόσμο. Ήδη από εδώ αρχίζουμε να βλέπουμε τον Χριστό. Η διδασκαλία δεν απευθυνόταν σε ερημίτες και αναχωρητές μοναχούς. Απευθυνόταν σε συνηθισμένους μοναχούς ενός κοινοβίου της πρωτεύουσας και σε έναν ευρύτερο κύκλο πιστών.
Ο άγιος Συμεών είχε πεποίθηση ότι στα λόγια και τη διδασκαλία του εμπνεόταν από το άγιο Πνεύμα. Διευκρινίζει ότι μιλάει τόσο συχνά για τον εαυτό του και για τις εμπειρίες του επειδή θέλει και τα πνευματικά του παιδιά να μοιραστούν τα ίδια με αυτόν δώρα.
Στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος έρχονται πολύ καινούριοι μοναχοί. Σχηματίστηκε μια ομάδα μαθητών πιστών και αφοσιωμένων. Ανάμεσα τους ένας πρώην επίσκοπος της Ιταλίας με το όνομα Ιερόθεος. Στο λαό της Κωνσταντινούπολης γίνεται όλο και περισσότερο γνωστός. Πολλά σημαντικά πρόσωπα τον επισκέπτονται αναζητώντας πνευματική καθοδήγηση. Μερικοί όμως από τη συνοδεία του δεν μπορούν να συνεχίσουν. Μια ψυχρότητα άρχισε να εισχωρεί. Δημιουργείται μια ομάδα που αντιδρά. Υπάρχει ένταση ανάμεσα στον άγιο Συμεών και σε μια μερίδα μοναχών.
Παρά την εχθρότητα που συναντούσε εξακολουθεί να καλεί τους μοναχούς, που ήταν κάτω από την καθοδήγηση του, σε μια ανώτερη πνευματική ζωή, που να αναζητά τον θείο φωτισμό. Δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά την άνοδο του στην ηγουμενία, ένα μέρος των μοναχών του αγίου Μάμαντος, περίπου 30, επαναστατούν εναντίον του.
Μια μέρα ενώ κήρυττε στην εκκλησία την ώρα του όρθρου, όπως συνήθιζε, τον διέκοψαν βίαια. Έπεσαν πάνω του «ωσεί θήρες» με την πρόθεση να τον πετάξουν έξω από το μοναστήρι. Η απόπειρα απέτυχε χάρη στην ηρεμία του αγίου Συμεών, που έμεινε «άσειστος» στη θέση του, «υπομειδιών και φαιδρόν ατενίζων προς τους αλάστορας». Οι επαναστάτες αφού έκαναν πολύ θόρυβο έσπασαν τις κλειδαριές της πόρτας του μοναστηριού και έτρεξαν διασχίζοντας την πόλη προς το Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης Σισσίνιος (995-998) εξόρισε από το μοναστήρι τους μοναχούς. Η ποινή ακυρώθηκε μετά από μεσολάβηση του αγίου Συμεών. Το 1005 παραιτήθηκε ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ηγουμενίας.
Ο άγιος Συμεών ταλαιπωρήθηκε επίσης λόγω της επίθεσης που δέχτηκε από τον πρώην μητροπολίτη Νικομηδείας Στέφανο. Ο Στέφανος ήταν πολιτική προσωπικότητα και παράγοντας της διπλωματίας, «ανήρ ελλόγιμος και επί σοφία και αρετή διαβόητος και πειθοί μαλάξαι ικανός γνώμην σκληράν και ατίθασσον».
Συνέβη κάποτε να συναντηθούν οι δύο άνδρες στο Πατριαρχείο και ο σύγκελος Στέφανος επωφελήθηκε από την ευκαιρία, για να θέσει μια δύσκολη θεολογική ερώτηση στον Συμεών, ελπίζοντας να τον παγιδέψει και να δείξει έτσι την άγνοια του.
› Πως χωρίζεις τον Υιόν από του Πατρός, επινοία ή πράγματι;
Ο άγιος υποσχέθηκε να δώσει γραπτή την απάντηση του. Στην απάντηση του ανασκευάζει τις προϋποθέσεις της ερωτήσεως του Στεφάνου, εξηγώντας την πραγματική έννοια των τριαδικών διακρίσεων στο Θεό, που είναι μέσα στις διακρίσεις Του αδιαίρετος και ένας κατά τη φύσι Του. Επίσης στηλιτεύει όλους εκείνους –και εδώ αναφέρεται στο σύγκελλο- που τολμούν να θεολογούν, χωρίς να έχουν μέσα τους το Πνεύμα του Θεού:
› … εκπορευθέν το Πνεύμα,
το Πανάγιον, εκ του Πατρός αφράστως
και απεστάλη δι’ Υιού τοις ανθρώποις·
ου τοις απίστοις ουδέ τοις φιλοσόφοις,
ου τοις ρήτορσιν ουδέ τοις φιλοδόξοις,
ου τοις μαθούσι συγγραφάς των Ελλήνων,
ου τοις τας γραφάς αγοούσι τας έσω,
ου τοις εξασκήσασι σκηνικόν βίον,
ου τοις λαλούσι τορνευτώς και πλουσίως,
ου τοις λαχούσι μεγάλων ονομάτων,
ου τοις τυχούσι φιλείσθαι παρ’ ενδόξων …
Η σύγκρουση ήταν ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τρόπους θεολογίας και κατανόησης της πνευματικής ζωής.
Γράφει σχετικά ο Π. Κ. Χρήστου:
«Ο Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος έζησε σ’ εποχή αξιοσημείωτης ακμής όλων των τομέων του δημόσιου βίου στο Βυζάντιο, πολιτικού, οικονομικού, πολιτιστικού, εκκλησιαστικού· σύμφωνα με την χρονολογία μου από το 958 έως το 1036. … Το Βυζάντιο είχε τώρα την άνεση να οργανώσει επάνω σε νέες βάσεις την ανώτατη παιδεία που επρόκειτο ν’ αποβεί πρότυπο για τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, τα οποία θα εμφανίζονταν λίγο αργότερα, να δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των επιστημών, να οργανώσει συστηματικά την κοινωνική μέριμνα … Ηγούμενος ακόμη, ο ευγνώμων μαθητής είχε συστήσει εορτασμό για τον διδάσκαλο (τον Συμεών τον Ευλαβή, τον Στουδίτη), ευθύς μετά τον θάνατό του. Τον εγνώριζε καλά από τα παιδικά του χρόνια κι επίστευε ότι δεν είναι σωστό να κρύβει τα θεία χαρίσματά του, ότι έχει χρέος να τα διακηρύσσει. Συνέταξε λοιπόν το συναξάρι του, εφιλοπόνησε εγκώμια και συνέθεσε ύμνους σ’ αυτόν. Ο εορτασμός συνεχίστηκε απρόσκοπτα μερικά έτη, αλλ’ έπειτα άρχισε η αντίδρασις. Το έναυσμα γι’ αυτήν Έδωσε ο Στέφανος, μητροπολίτης Νικομηδείας, ένας αξιόλογος ιεράρχης με σοβαρή μόρφωση και σημαντικές ικανότητες, αλλά δεμένος σφικτά με μια συμπεριφορά που συνδύαζε κοσμική συμβατικότητα με παραδοσιακή αυστηρότητα. Δεν ήταν διατεθειμένος ν’ ανεχθεί νεωτερισμούς σαν αυτόν που ήθελε να εισαγάγει ο Συμεών.
Το θέμα που τους εχώριζε δεν ήταν τόσο ασήμαντο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Δεν επρόκειτο για την καθιέρωση της μνήμης ενός επί πλέον αγίου, αλλά περί μιας θεμελιώδους αρχής της χριστιανικής πίστεως· αν δηλαδή το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στην Εκκλησία και σήμερα, όπως άλλοτε, ή έπαυσε η ενέργεια του· αν η πνευματική τελείωσις είναι κατάστασις που μπορεί να την κατακτήσουν και σήμερα οι πιστοί, όπως άλλοτε, ή είναι μια παρωχημένη υπόθεσις.
Ένας άλλος Συμεών, ο Μεταφραστής, λίγες δεκαετίες ενωρίτερα είχε διασκευάσει επί το λογιώτερο και ευσεβέστερο τους βίους αγίων και τους είχε εκδώσει στην μνημειώδη συλλογή του, το «Μηνολόγιο». Παρατηρώνταν υψηλός βαθμός σεβασμού προς τους αγίους αυτήν την εποχή· αλλά οι άγιοι ήσαν όλοι παλαιοί. Η γενική εντύπωσις ήταν τότε ότι η αγιότης είναι προνόμιο των παλαιών εποχών και δεν μπορεί να αναδειχθούν τώρα νέοι άγιοι. Και αυτήν την γνώμη εκπροσωπούσε ο Στέφανος Νικομηδείας. … Το κήρυγμα του Συμεών είναι ότι η τελειότης μπορεί να αποκτηθεί σε κάθε εποχή και ότι η αγιότης είναι προνόμιο όλων των εποχών και όλων των ανθρώπων· διότι το Πνεύμα ενεργεί και σήμερα. … Είναι αξιοσημείωτη η επιμονή του Συμεών στην προσπάθεια ανανεώσεως της λειτουργικής ζωής …»
(Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, “Άγιος Συμεών ο Θεολόγος του φωτός”, Π. Κ. Χρήστου, σελ. 9 και 12).
Η σύγκρουση κράτησε περίπου 6 χρόνια και τελείωσε στις 3 Ιανουαρίου 1009 με την εξορία του αγίου Συμεών. Τον εγκατέλειψαν μόνο χειμωνιάτικα χωρίς να του δώσουν ούτε τα αναγκαία για την διατροφή του. Ο σύγκελος έπεισε τον Πατριάρχη να δώσει εντολή να γίνουν έρευνες στο μοναστήρι με την ελπίδα ότι θα εύρισκε μεγάλα χρηματικά ποσά. Οι άνθρωποι του μπήκαν στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος, σπάζοντας τα πάντα και αρπάζοντας τα βιβλία και τα ρούχα του αγίου, χωρίς να βρουν κανένα θησαυρό. Τελικά ο άγιος Συμεών ανακλήθηκε από την εξορία και βρήκε στην Κωνσταντινούπολη το πλήθος των θαυμαστών του. Ο Πατριάρχης τον δέχθηκε με τιμή. Με την πατριαρχική διαιτησία τελείωσε γύρω στα 1010-1011 η σύγκρουση με τον σύγκελλο Στέφανο.
Το μίσος κατά της διδασκαλίας του Συμεών ήταν μεγάλο. Η αντίθετη παράταξη είχε τις απόψεις της, που τις θεωρούσε παραδοσιακές και ρεαλιστικές. Η θέση τους ήταν ότι η εποχή τους ήταν εντελώς διαφορετική από την εποχή των Αποστόλων και πως ήταν αδύνατο να μιμηθούνε τότε την αγιότητα τους· αυτός που διδάσκει κάτι τέτοιο ή αλαζόνας είναι ή τρελός. Για τον άγιο Συμεών όμως αυτές οι ιδέες ήταν μια σοβαρή παραμόρφωση του Ευαγγελίου και αγωνιζόταν να αποκαταστήσει την αυθεντική ευαγγελική ζωή που είχε ατονήσει. Πρώτα πρέπει κανείς να δει τον Θεό και μετά να μιλάει γι’ Αυτόν.
Εγκαταστάθηκε οριστικά πια στον τόπο της εξορίας του, εκούσια αυτή τη φορά και ολοκλήρωσε την επισκευή του μοναστηριού της αγίας Μαρίνας. Η φήμη του ως χαρισματούχου, ως ανθρώπου προικισμένου με προφητικά χαρίσματα που έκανε θαύματα, εξαπλώνεται όλο και πιο πολύ και τραβά κοντά του πλήθος ανθρώπων.
Παρά την προχωρημένη ηλικία του, πήγε να ξαναδεί την πατρίδα του και το πατρικό του σπίτι. Τελικά αρρωσταίνει. «Η δε νόσος ρύσις ην της γαστρός την ουσίαν κενούσα και τον σύνδεσμον των συνδραμόντων στοιχείων εις έκαστον απολύουσα. Έκειτο ουν ο μακάριος εφ’ ικανάς τας ημέρας τη νόσω κρατηθείς και την δύναμιν υπετέμνετο, τας σάρκας ετήκετο και του δεσμού παρελύετο». Έμεινε εντελώς παράλυτος και τον γυρνούσαν στο κρεβάτι με κάποια «μηχανή». «Μόλις μετά μηχανής τινος ένθεν και εκείθεν σαλεύοντες επάνω της κλίνης εστρέφομεν υπό της αρρωστίας κατεργασθέντα …». Τον είδαν όμως μια μέρα τέσσερεις και πλέον πήχεις πάνω από το έδαφος του κελλιού του να υπερίπταται και να προσεύχεται μέσα σε «ανεκλάλητο» φως.
Μετά από δεκατρία χρόνια ζωής στην εξορία ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος κοιμήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1021 ή του 1036 (κατά τον Π.Κ.Χρήστου). Όπως μας διηγείται ο βιογράφος του είχε προβλέψει την ημερομηνία του θανάτου του και τη μεταφορά των λειψάνων του, που έγινε μετά 30 χρόνια.
› Πώς και πυρ υπάρχεις βλύζον,
πώς και ύδωρ είς δροσίζον,
πώς και καίεις και γλυκαίνεις,
πώς φθοράν εξαφανίζεις;
Πώς θεούς ποιείς ανθρώπους,
πώς το σκότος φως εργάζη,
πώς ανάγεις εκ του άδου,
πώς θνητούς εξαφθαρτίζεις;
Πώς προς φως το σκότος έλκεις,
πώς την νύκτα περιδράσση,
πώς καρδίαν περιλάμπεις,
πώς με όλον μεταβάλλεις;
Πώς ενούσαι τοις ανθρώποις,
πώς υιούς Θεού εργάζη,
πώς εκκαίεις σου τω πόθω,
πώς τιτρώσκεις άνευ ξίφους;
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔλλαμψιν, Συμεὼν Πάτερ, εἰσδεξάμενος, ἐν τὴ ψυχή σου, φωστὴρ ἐν κόσμῳ ἐδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αὐτοῦ τὴν σκοτόμαιναν, καὶ πάντας πείθων ζητείν, ἣν ἀπώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αὐτὸν ἐκτενῶς ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
(Πηγή: Διακόνημα, Ορθόδοξος Συναξαριστής)
«Ἡμέρα χαρμόσυνος καί εὐφροσύνης ἀνάπλεως πεφανέρωται σήμερον» γιά τήν ἱστορική κωμόπολη τοῦ Ζαγκλιβερίου, καθώς ὕστερα ἀπό 249 χρόνια τό φωτόμορφο τέκνο της, ἡ ἄσπιλος ἀμνάς, ἡ καλλιπάρθενος νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἀκυλίνα ἐπιστρέφει δοξασμένη καί τιμημένη μέ τῆς ἀθανασίας τό ἀμαράντινο στέφανο στή γενέθλια γῆ. Εὐφραίνου λοιπόν καί ἀγάλλου ἔνδοξον Ζαγκλιβέριον «ἡ γάρ δόξα Κυρίου ἐπί σέ ἀνέτειλεν». Εὐφθανθεῖτε καί Σεῖς Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς Λαγκαδᾶ καί Ἱερισσοῦ, γιατί στά πρῶτα ἔτη τῆς Ἀρχιερατείας Σας ἀξιωθήκατε μεγίστων δωρεῶν παρά τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ὁ μέν πρῶτος νά ἀνεύρει τά μαρτυρικά λείψανα τῆς Ἁγίας στή Θεόσωστο Μητρόπολή του, ὁ δέ δεύτερος νά τά ὑποδεχθεῖ καί νά τά τιμήσει σήμερα στόν περικαλλῆ αὐτό Ναό.
«Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ». Οἱ Ἅγιοι εἶναι τά φωτεινά θέλγητρα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, πού μετέφρασαν καί ὑπομνημάτισαν τό Εὐαγγέλιο μέ τή ζωή τους. «Οἱ τά πάθη Χριστοῦ μιμησάμενοι καί τά πάθη ἡμῶν ἀφαιρούμενοι». Εἶναι οἱ τόνοι ἀπό τήν μουσική τοῦ αἰωνίου, πού μᾶς ξυπνοῦν ἀπό τόν θόρυβο τῶν παροδικῶν στιγμῶν καί μᾶς βοηθοῦν νά βροῦμε τόν προορισμό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι κατά τόν Μέγα Βασίλειο «ἡ μίμησις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά τό μέτρον τῆς ἐνανθρωπήσεως». Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἔγιναν «φῶτα θεουργικά πού φωτίζουν τό ἐν ἡμῖν σκότος», ἀφοῦ πέτυχαν νά μειώσουν στό ἐλάχιστο τίς στιγμές τῆς πτώσεως καί δείχνουν σέ μᾶς τό μυστικό τῆς ἁγιότητος πού εἶναι ὁ ἐξαγιασμός τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς. Αὐτοί πού κατά τόν Συμεών τόν νέο Θεολόγο ἔγιναν «Θεοί κατά χάριν, θεάνθρωποι κατά χάριν καί χριστοί κατά χάριν», ἀφοῦ ἀντέγραψαν στή ζωή τους τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἡ σκέψη τους νά γίνει χριστοσκέψη, ἠ αἴσθησή τους χριστοαίσθηση καί ἡ ζωή τους χριστοζωή.
Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα, τῆς ὁποίας τή μνήμη γιορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀνήκει στόν ἐκλεκτό χορό τῶν Ἑλλήνων Νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι στά δύσκολα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ἔδωσαν τήν μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς καί ἐθνικῆς συνειδήσεως. Μέ τή μαρτυρική θυσία τῆς ζωῆς τους ἀνέκοψαν τό κῦμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καί ἀποφεύχθηκε μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ ἐκτουρκισμός, ἀφοῦ σ’ αὐτή τήν τραγική γιά τό Γένος μας περίοδο θρησκευτικότητα καί ἐθνισμός εἶχαν ταυτιστεῖ. Μένοντας δηλαδή ὁ χριστιανός σταθερός στήν πίστη του διέσωζε ταυτόχρονα καί τήν ἐθνική του συνείδηση. Οἱ νεομάρτυρες ἀπετέλεσαν μόνιμη ἐνθαρρυντική δύναμη γιά τούς ἐθνομάρτυρες καί τούς λοιπούς ἐθνικούς ἀγωνιστές. Ἔγιναν σύμβολα ἀντιστάσεως τοῦ λαοῦ, στέργιωσαν τήν πίστη τῶν ραγιάδων καί ἔδωσαν ἐλπίδες καινούργιας ζωῆς. Τά μαρτυρολόγιά τους ἀπέβησαν οἱ πιό διαδεδομένες ψυχωφελεῖς διηγήσεις, πού παρηγοροῦσαν καί ἐνθάρρυναν τόν ἑλληνικό λαό. Δέν εἶναι καθόλου ὑπερβολή ἄν ποῦμε ὅτι ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση πραγματοποιήθηκε, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶχαν προηγηθεῖ οἱ νεομάρτυρες.
Τόσον ἡ ζωή καί τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας ὅσο καί ἡ ἀνεύρεση τῶν χαριτοβρύτων λειψάνων της εἶναι γεγονότα θαυμαστά.
Ἡ Ἁγία μας γεννήθηκε τό 1745 στό Ζαγκλιβέρι. Σέ μικρή ἡλικία βίωσε τίς συνέπειες τῆς μεγάλης ἔντασης μεταξύ τῶν Τούρκων καί τῶν χριστιανῶν τοῦ χωριοῦ μέ ἀφορμή τόν φόνο ἑνός Τούρκου ἀπό τόν πατέρα της, ὁ ὁποῖος γιά νά ἀποφύγει τήν ἀγχόνη ἐξισλαμίστηκε. Τό γεγονός αὐτό λύπησε βαθύτατα τήν Ἀκυλίνα καί τήν εὐσεβή μητέρα της, οἱ ὁποῖες ντύθηκαν στά μαῦρα καί κλείστηκαν στό σπίτι τους, θρηνώντας τόν δυστυχῆ ἀποστάτη. Τό 1764 ὁ ἐξωμότης πατέρας, προκειμένου νά ἱκανοποιήσει τήν ἐπιθυμία τοῦ Τούρκου Πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀγωνίζεται ἐπίμονα νά πείσει τή θυγατέρα του νά τουρκέψει, ὑποσχόμενος ὡς ἔπαθλο τόν γάμο της μέ τόν γιό τοῦ Τούρκου ἀξιωματούχου. Ἡ Ἀκυλίνα ὅμως ἔχει ἁγιότερους πόθους. Ὁ νυμφίος Χριστός καί ἡ ἐπουράνια βασιλεία του εἶναι τά ὁράματα τῆς ζωῆς της. Ἡ ἄρνησή της ἀπετέλεσε τήν ἀρχή μιᾶς σειρᾶς βασανιστηρίων, στά ὁποῖα δυστυχῶς πρωτοστατοῦσε ὁ πατέρας της, ὁ ὁποῖος μπροστά στό πάθος τοῦ φανατισμοῦ παρέβλεψε τούς φυσικότερους δεσμούς καί τά ἱερότερα αἰσθήματα. Ἔτσι δικαιώθηκαν γιά ἄλλη μιά φορά οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου: «Παραδοθήσεσθε δέ καί ὑπό γονέων καί συγγενῶν καί φίλων καί ἀδελφῶν, καί θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου» (Λουκ. κα΄ 16-17) καί «ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ» (Ματθ. ι΄ 36).
Ἀφοῦ τήν ἔδειρε ἄσπλαχνα, τήν ἔκλεισε νηστικιά σέ ἕναν σταῦλο γιά μερικές ἡμέρες. Στό τέλος ἔχασε τήν ψυχραιμία του καί κάλεσε τούς Τούρκους νά τήν παιδεύσουν οἱ ἴδιοι γιά νά τήν μεταπείσουν.
Τά μαρτύρια, στά ὁποῖα ὑποβάλλεται ἡ ἁγία εἶναι φοβερά. Τήν δένουν σέ μιά συκιά καί στή συνέχεια τή μαστιγώνουν. Ἀκολουθεῖ τό σύρσιμό της ἀπό τήν οὐρά ἑνός ἀλόγου στούς δρόμους τῆς κωμοπόλεως. Γυμνή τή χτυποῦν μέ βέργες ἰτιᾶς καί λυγαριᾶς καί μέ συρματένια σχοινιά. Στίς προκλητικές ἀπειλές ἑνός Τούρκου, ὁ ὁποῖος τήν ἀπείλησε ὅτι θά συνέτριβε τά ὀστᾶ της ἕνα πρός ἕνα, ἡ Ἁγία ἀπαντᾶ: «τί ὠρέχτηκα ἀπό τήν πίστιν σας νά ἀρνηθῶ ἐγώ τόν Χριστό μου, ἤ ἀπό ποῖα θαύματα τῆς πίστεώς σας νά πιστεύσω; οἱ ὁποῖοι βρωμεῖτε ἀκόμη ζωντανοί!». Μισοπεθαμένη τήν μετέφεραν στήν οἰκία της. Κατ’ ἄλλους τήν ἔρριξαν στήν πλατεία τοῦ Ζαγκλιβερίου. Ἐκεῖ τήν παρέλαβαν ἡ μητέρα της καί ὁ ἱερεύς τοῦ χωριοῦ, ὁ ὁποῖος τήν κοινώνησε. Ἡ μητέρα της τήν ἀγκάλιασε καί ρώτησε μέ ἀνυπομονησία: «Τί ἔκαμες παιδί μου;» καί ἐκείνη τῆς ἀπάντησε: «Μάνα κράτησα τό διαμάντι πού μοῦ ἔδωκες...» καί ἀμέσως παρέδωσε τήν ἁγιασμένη της ψυχή στόν Νυμφίο Κύριο, δικαιώνοντας τήν παύλεια ρήση, πώς «οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή ... δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η΄ 38-39). Ἦταν 27 Σεπτεμβρίου τοῦ 1764.
Ὁ ἱερός ὑμνογράφος, θαυμάζων τή γενναιότητα τῆς νεομάρτυρος, ἀναφωνεῖ: «Οὐ νεότης τοῦ σώματος, οὐ τό χαῦνον τοῦ θήλεος, τῆς Χριστοῦ ἀγάπης σε διεχώρισαν, ἀλλ’ ἀπτοήτως ὑπέμεινας, μαστίγων τήν ἔφοδον καί τυράννων ἀπειλάς, τῆς καρδίας τοῖς ὄμμασιν, ἀτενίζουσα, πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα ...».
Τό μαρτύριό της εἶναι κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο «συμμόρφωσις τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ».
Θαυμαστή ἡ γενναιότητα καί ἡ ἀνδρεία, μέ τήν ὁποία ἀντιμετώπισε τό μαρτύριο καί τόν θάνατο ἡ σήμερον ἑορταζομένη Ἁγία Ἀκυλίνα. Νεαρά κόρη, ἀδύνατη ὕπαρξη, παρουσιάζεται μέ ἡρωϊσμό ἀσυνήθιστο γιά τό φύλο καί τήν ἡλικία της καί αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι «Πάντα ἴσχυε ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι αὐτήν Χριστῷ».
Πέρασαν ἀπό τότε 249 χρόνια. Καί ὁ λαός τοῦ Ζαγκλιβερίου καί γενικότερα τῆς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ ἀναζητοῦσε τά ἁγιασμένα καί χαριτόβρυτα λείψανα τῆς νεομάρτυρος. Καί ὁ Θεός ἱκανοποίησε αὐτόν τόν πόθο. Καί τά λείψανα τῆς ἁγίας ἀνευρέθηκαν κατά τρόπον θαυμαστόν.
Τό ἐνύπνιον τῆς εὐσεβοῦς γυναίκας ἀπό τήν Ὀρμύλια Χαλκιδικῆς, πού εἶδε τήν ἁγία Κυράννα νά τῆς ἀποκαλύπτει: «Δέν εἶμαι μόνη μου ἐδῶ. Εἶναι μαζί μου καί ἡ φίλη μου, ἡ Ἀγγελίνα». Ὁ φωτισμένος, προσεκτικός καί συνετός χειρισμός τοῦ θέματος ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαγκαδᾶ κ. Ἰωάννη. Ἡ χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Γέροντος Μαξίμου τοῦ Ἰβηρίτου στόν ἐντοπισμό λειψάνων τῶν Νεομαρτύρων. Ἡ θεϊκή θεοσημεία ὅτι, ἐνῶ εἶχε καταπέσει χιών σέ ὅλη τήν περιοχή, στό εἰρημένο μέρος ἔξω τοῦ Ναοῦ τῶν Ταξιαρχῶν Ὄσσης δέν ὑπῆρχε κάτω ἀπό ἐντοίχιο σταυρό ἴχνος χιονιοῦ. Ἡ ἔγκυρη ἐπιστημονική ἐπιβεβαίωση τῆς γνησιότητας τῶν λειψάνων ἀπό ἐγκρίτους καθηγητές τῆς Ἰατροδικαστικῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ὁ ἐντοπισμός κοκκίνης ἀποχρώσεως στήν κάρα τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία, ὅπως ἀπεδείχθη, ἦταν τό καυστικό ὑγρό πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ Τοῦρκοι στά μαρτύρια, τό ὁποῖο ἐπέφερε βαρυτάτους πόνους, ἡ ἄρρητη εὐωδία τῶν ἱερῶν λειψάνων καί ἡ πιστοποίησή τους μέ πολλά σημεῖα, εἶναι γεγονότα θαυμαστά πού μᾶς γεμίζουν πνευματική χαρά καί μᾶς μεταφέρουν στήν δόξα τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
Ἄς ἔχει δόξα ὁ πανυπερτέλειος καί ἐνδοξαζόμενος στούς αἰῶνες Κύριος δι’ ὅσα θαυμαστά μᾶς ἀπεκάλυψε στούς χαλεπούς αὐτούς χρόνους, ἐπιβεβαιώνοντας γιά ἄλλη μιά φορά ὅτι «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν».
Ὕστερα ἀπό τήν παράθεση αὐτῶν τῶν θαυμαστῶν σημείων ἀπό τή ζωή, τό μαρτύριο καί τήν ἀνεύρεση τῶν λειψάνων τῆς νεομάρτυρος Ἁγίας Ἀκυλίνας, ἐπιτρέψτε μου μερικές χρήσιμες πνευματικές ἐπισημάνσεις ἀπό τή ζωή τῆς Ἁγίας.
1. Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἐνσάρκωση ἀπό μέρους της τοῦ ἀναστασίμου ἤθους, πού μεταφράζεται σέ ἀφοβία μπροστά στό θάνατο. Ἡ Ἁγία ἀπομυθοποιεῖ τόν θάνατο καί ἐπιθυμεῖ τό «ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι». Ἡ ἀφοβία της μπροστά στόν θάνατο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θερμῆς πίστεως στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Στήν περίπτωσή της ἔχουν πλήρη ἐφαρμογή τά παύλεια χωρία: «Τοῦ γνῶναι αὐτόν καί τήν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ» (Φιλ. β΄ 10) καί «ἡμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλ. α΄ 29). Ἡ νεομάρτυς Ἀκυλίνα εἶναι ὁ ὥριμος καρπός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό μοναδικό φαινόμενο τῆς ἀφοβίας μπροστά στό θάνατο, ἐνῶ γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου εἶναι παραλογισμός, γιά τά μέτρα τῆς πίστεως εἶναι φυσική κατάσταση. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ἀποδείξεις πνεύματος καί δυνάμεως πού συνοδεύουν τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας καί αὐτά εἶναι ἡ ψυχική ἡρεμία, ἡ ἀνδρεία, ἡ ψυχική ἀγαλλίαση, ἡ γλυκύτητα τῆς ἐκφράσεως, ἡ προσευχή ὑπέρ τῶν διωκτῶν, ἡ ἐκδήλωση συγγνώμης πρός τούς δημίους.
Μάρτυρες ἔχουμε καί σέ ἄλλες θρησκεῖες καί σέ ἄλλες ἰδεολογίες. Στόν Χριστιανισμό ὅμως ἔχουμε μία ποιότητα μαρτυρίου, πού ἑστιάζεται στήν χαροποιό διάθεση ἀντιμετωπίσεως τοῦ μαρτυρίου καί στήν παροχή συγγνώμης πρός τούς διῶκτες. Καί τοῦτο γιατί ἡ ὁρατότητα τοῦ χριστιανοῦ μάρτυρα εἶναι μεταφυσική, ἀφοῦ βλέπει τή ζωή καί τό θάνατο «sub specie αeternitatis», δηλαδή κάτω ἀπό τό πρῖσμα τῆς αἰωνιότητας καί ἀπό τήν προοπτική αὐτή ἀξιολογεῖ τόν κόσμο, τίς χαρές καί τίς διάφορες ἐπιδιώξεις.
2. Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα ὅπως καί γενικότερα οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι πρότυπο ἐφηρμοσμένου χριστιανισμοῦ, ὑπόδειγμα βίου καί γνήσιας πνευματικῆς ζωῆς. Ἐνσαρκώνει τό ὕψιστο ἰδανικό, τήν ἁγιότητα, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἕνα στατικό ἀξιολογικό μέγεθος, οὔτε μιά ἀπλησίαστη πνευματική οὐτοπία, ἀλλά συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Δείχνει στούς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς τό δυνατό τῆς πραγματώσεως αὐτοῦ τοῦ ἰδανικοῦ, ἀλλά καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο αὐτό πραγματοποιεῖται.
Στούς ἀμφισβητίες τῆς ἐποχῆς μας, πού μιλοῦν γιά τό ἀνεφάρμοστο τοῦ χριστιανισμοῦ, ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα καί τά ἑκατομμύρια τῶν μαρτύρων τῆς πίστεώς μας, μαρτύρων αἵματος καί μαρτύρων συνειδήσεως, προβάλλουν τό παράδειγμά τους καί ἀπαντοῦν ὅτι ἡ ἐφαρμογή τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν στήν καθημερινή μας ζωή καί δυνατή εἶναι καί ὠφέλιμη. Δέν εἶχαν διαφορετικές δυνάμεις καί δυνατότητες ἀπό τίς δικές μας. Οὔτε καί οἱ ἐποχές τους γιά τήν ἁγιότητα ἦταν πιό πρόσφορες ἀπό τή δική μας.
Ἄν καί ἔζησαν σέ δυσκολότερες ἐποχές, ἄν καί «ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον», κατόρθωσαν μέ ἀπόλυτη συνέπεια νά ἐφαρμόσουν στή ζωή τους τήν χριστιανική ἀλήθεια. Δέν διδάσκουν ἀπό καθέδρας οἱ ἅγιοι. Εἶναι πρῶτα ποιηταί τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί μετά κήρυκες. Γνῶστες τῆς ἀλήθειας ὅτι ἡ πράξη εἶναι θεωρίας ἐπίβαση, στηρίζουν τά λόγια στά ἔργα τους καί οἰκοδομοῦν οὐσιαστικά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης «ἔπραττον λογικῶς καί ἔλεγον πρακτικῶς». Δέν ἐνδιαφέρθηκαν τόσο γιά τά θαύματα, ὅσο γιά τήν κατά Θεόν βιοτή. Διότι «πολιτεία ὀρθή καί σημείων χωρίς, ἀπολήψεται τούς στεφάνους, καί οὐδέν ἔλαττον ἕξει παρά τοῦτο τότε• βίος δέ παράνομος οὐδέ μετά σημείων δυνήσεται τήν κόλασιν ἐκφυγεῖν», τονίζει ἐμφαντικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν βαθύτατα συνειδητοποιήσει ὅτι πίστη θεωρητική, χωρίς τήν ἔμπρακτη ὑποταγή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀντίστροφα, ἐξίσου ἀποδοκιμάζονται. Ὅπως τονίζει ὁ Διάδοχος Φωτικῆς: «Πίστις ἄεργος καί ἔργον ἄπιστον τόν αὐτόν τρόπον ἀποδοκιμασθήσονται». Ἔτσι μποροῦν νά γίνουν πνευματικοί ὁδοδεῖχτες τοῦ σωστοῦ προσανατολισμοῦ τῆς ζωῆς. Νά διδάξουν «τόν λογικοῖς προσήκοντα βίον», ἀφοῦ «ἀρετῆς ἐκτήσαντο φύσιν, ἧς οὐ πέφυκεν ἅπτεσθαι τελευτή».
3. Ἀπόρροια αὐτῆς τῆς ἁγιασμένης βιοτῆς εἶναι ἡ ἔννοια τῆς παρρησίας ὡς κατάσταση οἰκειότητας τῆς ψυχῆς μετά τοῦ Θεοῦ, αἴσθηση τῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί κυρίως χαρισματική κατάσταση πού ἐκφράζει τόν θεωμένο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό λειτουργοῦν ὡς παράκλητοι οἱ ἅγιοι, ὡς παρηγορητές τῶν μελῶν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, ὡς παραμυθητῶν, δηλαδή πρεσβευτῶν, πού προκαλοῦν θαυματουργικές ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ χάριν τῶν πιστῶν. «Ἔχοντες τόν παράκλητον ἐν ἑαυτοῖς παράκλητοι χρηματίζονται», τονίζεται στά ἀρχαῖα μαρτυρολόγια. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας: «Πρεσβευτάς αὐτούς τῶν εὐχῶν τῶν αἰτημάτων, διά τό ὑπερβάλλον τῆς παρρησίας, ποιοῦμεν. Ἐντεῦθεν πενίαι λύονται καί ἰατρεύονται νόσοι» (Ὁμιλία 10, εἰς τούς Μάρτυρας: PG 40, 317C).
Γιά τήν ἐποχή μας, μιά ἐποχή ἀποπροσανατολισμένη πνευματικά, ἐποχή βίας, ταχύτητας καί παραλογισμοῦ, πού τά χριστιανικά κριτήρια τῆς ζωῆς ἔχουν ἐκλείψει καί τά πάντα ἔχουν κατακλυθεῖ ἀπό τήν εὐδαιμονιστική μανία τοῦ τεχνοκρατούμενου αἰῶνα μας, ἡ νεομάρτυς ἁγία Ἀκυλίνα ἀποτελεῖ ἕνα τέλειο πρότυπο ἀγωνιστικότητας καί συνέπειας στίς ἀρχές.
Ὁμολογουμένως ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα:
Μᾶς μεταγγίζει τό ὑψηλό φρόνημα τοῦ χριστιανικοῦ ἡρωϊσμοῦ καί τό μεγαλειῶδες πάθος τῆς θυσίας γιά τά μεγάλα ἰδανικά τῆς ζωῆς.
Μᾶς ὑπενθυμίζει, ἰδιαίτερα σήμερα, πού ἡ ἱεραρχία τῶν ἀξιῶν ἔχει ἀνατραπεῖ καί οἱ πνευματικές καί ἠθικές ἀξίες ἔχουν ἀπωθηθεῖ στό περιθώριο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ὅτι ἡ αὐθεντική χριστιανική ζωή εἶναι μία συνεχής προσπάθεια καί ἕνας ἀδιάκοπος ἀγώνας χωρίς συμβιβασμούς καί ὑποχωρήσεις.
Μᾶς δείχνει, τέλος, τόν σωστό προσανατολισμό τῆς ζωῆς, πού δέν εἶναι οὔτε ἰδέες οὔτε πράγματα οὔτε καταστάσεις, ἀλλά μονάχα ὁ Χριστός. Καί τοῦτο, γιατί στόν παρόντα κόσμο τῶν μηδενιστικῶν καί ἀπαισιοδόξων ἀντιλήψεων, τῆς ἰδεολογικῆς συγχύσεως, τῶν ἀγχωτικῶν ἐκβλαστήσεων, τῆς ἀγωνίας καί τοῦ τρόμου μονάχα ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τούς ἐφιάλτες τῶν ὁριακῶν καταστάσεων τῆς ζωῆς, νά γεμίσει τό ἐσωτερικό μας ἀνικανοποίητο καί νά μᾶς δώσει τή δυνατότητα νά ἀπομυθοποιήσουμε τό παράλογο τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου, γιά νά ἀξιοποιήσουμε δημιουργικά τή ζωή μας καί νά ἐλπίσουμε στή δικαίωση τῆς ὑπάρξεώς μας μέσα στό χῶρο τῆς ἀτέρμονης μεταφυσικῆς πραγματικότητας.-
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἴα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ, τὴ ἀγάπη γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι' ἀγώνων ἱερῶν καὶ δόξης τυχοῦσα θείας Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον
Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον, Ακυλίνα του Χριστού καλλιπάρθενε· συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Ιερισσού Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ εὐαγγελιστής, ὁ «ἠγαπημένος» μαθητὴς τοῦΚυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἑορτάζει, ἀγαπητοί μου, τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο· στὶς 8 Μαΐου, στὶς 30 Ἰουνίου μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, καὶ σήμερα 26 Σεπτεμβρίου. Σήμερα ἡ ἁγία ὀρ θόδοξος Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὸ θάνατό του.
–Τὸ θάνατο ἑορτάζουμε;…
Ναί· ἀλλὰ δὲν λέγεται θάνατος. Σήμερα, ἂν πιάσετε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ θάνατος ὀνομάζεται «μετάστασις». Ὅπως κάθε ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔχουν ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἦταν νέος, ὁ πιὸ νέ οςμέσα στὴν ὁμάδα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ὅταν ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἔπειτα γέρασε· ἔφτασε τὰ 100-105 χρόνια, ἄσπρισαν τὰ μαλλιάτου. Καὶ σὰν σήμερα κοιμήθηκε· ἄγγελοι πῆραν τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν οὐρανό. Τὴν κοίμησι λοιπὸν καὶ μετάστασί του ἑορτάζουμε.
Ὁ θάνατος γιὰ ὅποιον δὲν πιστεύει εἶνε τὸπιὸ τρομερό. Μὰ ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ μὲ τὴν καρδιά του δὲν τὸν φοβᾶται. Εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἐπεισόδιο στὴ ζωή, μία πόρτα ποὺ ἀνοίγει γιὰ νὰ φύγῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ μάταιοαὐτὸ κόσμο καὶ νὰ πάῃ σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο.
Δυὸ τάφους θ᾿ ἀλλάξουμε. Ὁ πρῶτος εἶνε ἡκοιλιὰ τῆς μάνας μας. Σὰν τάφος μοιάζει. Ἐκεῖ τὸ ἔμβρυο μένει κλεισμένο ἐννιὰ μῆνες, μέσα σὲ αἵματα καὶ ἀκαθαρσίες, καὶ μετὰ βγαίνει ἔξω. Ὁ ἄλλος τάφος εἶνε τὸ χῶμα τῆς γῆς. Ἐκεῖ θὰ μείνουμε πλέον ὄχι ἐννιὰ μῆνες, ἀλλὰ χρόνια. Ὅπως βγήκαμε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μας καὶ εἴδαμε τὸν ἥλιο, ἔτσι θὰ βγοῦμε καὶἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς γῆς ἔνδοξοι καὶ ὡραῖοι.Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας· ὅτι ὅποιος πιστεύειστὸ Χριστό, «κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. 11,26).
Ναί· ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν παράδεισο, ὅπου εἶνε ὁ ἅγιος Ἰωάννης, πρέπει νὰ ζήσουμε κ᾿ ἐμεῖς ὅπως ἐκεῖνος.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀγαποῦσε τὸ Θεό. Ὅλοπερὶ ἀγάπης μιλοῦσε. Ἂν διαβάσουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς τρεῖς καθολικὲς Ἐπιστολές του, θὰ δοῦμε, ὅτι μιὰ λέξι ποὺ συχνὰ ἀναφέρει εἶνε ἡ ἀγάπη. Καὶ ἔδωσε τὸν πιὸ ὡραῖο ὁρισμὸὅταν εἶπε· «Ὁ Θεὸς ἀγάπη, ἐστί» (Α΄ Ἰω. 4,8,16).
Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη. Τό ᾿χουμε καταλάβειαὐτό, ἀγαπητοί μου; Θὰ προσπαθήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω.
* * *
Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἀγάπη, ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη. Κι ὅταν τὸν δημιούργησε, δὲντὸν ἔρριξε σ᾿ ἕνα ξερονήσι ἢ σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ τόσα ἀστέρια ὅπου ἐπικρατεῖ νέκρα. Τὸν ἔβαλε ἐδῶ στὴ Γῆ, σ᾿ αὐτὸ τὸν πλανήτη, ὅπου ὑπάρχουν ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰζήσῃ. Διότι μόνο ἐδῶ, τὸ τονίζω, ὑπάρχουν ὅλα τὰ ὡραῖα καὶ χρήσιμα πράγματα· ἐδῶ πνέειἀεράκι ποὺ γεμίζει τὰ πνευμόνια σου· ἐδῶ τρέχουν νερὰ κρυστάλλινα· ἐδῶ φυτρώνει χορτάρι, βλάστησι, δέντρα μὲ καρπούς· ἐδῶ ὑπάρχουν ποταμοί, λίμνες, θάλασσες· ἐδῶ ὑπάρχουν ζῷα στὴν ξηρὰ καὶ ψάρια στὰ νερά. Στὸφεγγάρι δὲν φυσάει ἀέρας. Οἱ ἀστροναῦτες,ποὺ πῆγαν ἐκεῖ, ἦταν ἐφωδιασμένοι μὲ μπουκάλες ὀξυγόνο, ὅπως βάζουν οἱ γιατροὶ στοὺς ἀρρώστους. Στὴ σελήνη δὲν ὑπάρχει τίποτα· οὔτε μῆλο, οὔτε ἀχλάδι, οὔτε σταφύλι, οὔτεντομάτα, οὔτε πουλάκι, οὔτε ἀρνάκι, οὔτεπο τάμι, οὔτε θάλασσα, οὔτε ψάρια… Ἐρημιά.
Ὅλα τὰ ὡραῖα τὰ ἔκανε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.Ἀλλ᾿ ἂν μὲ ρωτήσετε, ποιό ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ εἶνετὸ πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ σπουδαῖο, εἶνε κάτι ἄλλο, ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸ σκεπτόμαστε. Ποιόεἶν᾿ αὐτό; Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰμᾶς δώσῃ μόνο ἀγαθά, ἀλλὰ μᾶς ἔδωσε ἀκόμα καὶ τὸν ἑαυτό του! Πῶς, ἀγαπητά μου ἀδέρφια, νὰ σᾶς τὸ πῶ αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ αἰσθανθῆτε; Ἂς μιλήσω παραβολικά.
Ἦταν, λέει, κάποτε ἕνας βασιλιᾶς ποὺ ἀ γαποῦσε τοὺς ὑπηκόους του. Κ᾿ ἐπειδὴ δὲν ἔφτανε στ᾿ αὐτιά του ἡ ἀλήθεια, θέλησε νὰ δῇ ἀπὸ κοντὰ τὸν πόνο τους. Ἀλλὰ πῶς; Σκέφτηκε τὸ ἑξῆς. Πέταξε ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τὸ στέμμα, ἔβγαλε τὰ βασιλικὰ ροῦχα, τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ παράσημα, φόρεσε ροῦχα ζητιάνου, καὶ ξυπόλητος μ᾿ ἕνα ῥαβδὶ ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ τὸ βασίλειό του. Ποιός νὰ φανταστῇ, ὅτι αὐτὸς ποὺἔμπαινε στὰ σπίτια καὶ τὶς καλύβες κ᾿ ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά του τὰ ὀρφανὰ καὶ μιλοῦσεμὲ τὶς χῆρες καὶ σπόγγιζε τὰ δάκρυά τους,ποιός νὰ φανταστῇ, ὅτι αὐτὸς ὁ κουρελιάρης εἶνε ὁ βασιλιᾶς; Κανείς δὲν τὸν γνώριζε.
Ἔ, αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός. Μὴ μιλᾶτε γιὰβασιλιᾶδες τοῦ κόσμου· αὐτοὶ εἶνε ἕνα μηδὲνμπροστὰ στὸ Χριστό. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀφέντηςκαὶ βασιλεὺς τοῦ κόσμου, ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων· καὶ ἔκρυψε τὴ θεότητά του, κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, περπάτησεξυπόλητος καὶ ἔμεινε γυμνὸς πάνω στὸ σταυρό. Πόσοι ἀναγνώρισαν, ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ φτωχὸ Ναζωραῖο ἦταν αὐτός ὁ Θεός;
Κατέβηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς δῇ, νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ ὡραιότερα λόγια,νὰ κάνῃ τὰ μεγαλύτερα θαύματα· κατέβηκενὰ χύσῃ τὸ τίμιο αἷμα του, καὶ εἶπε· «Λάβετε φά γετε…» (Ματθ. 26,26. Μᾶρκ. 14,22. Α΄ Κορ. 11,24), «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,27). Ὅταν λοιπὸν κοινωνᾷς –ἂν πιστεύῃς–, ἑνώνεσαι μὲ τὸ Θεό· ἂν δὲνπιστεύῃς, ποτέ σου νὰ μὴν πατήσῃς στὴν ἐκκλησιά. «Ὅσοι πιστοί…» (θ. Λειτ.). Μπῆκες στὴν ἐκκλησιά; – μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ λεφτά, γιὰ διαμάντια καὶ χρυσάφια, μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τὸνκόσμο. Ἕνα πρᾶγμα νὰ λέτε· νὰ μᾶς ἀξιώνῃ ὁΘεὸς ν᾿ ἀνοίγουμε τὸ στόμα καὶ νὰ παίρνουμε μέσα μας τὸν θεῖο μαργαρίτη. Γιατὶ εἶνε μαργαρίτης! Ὅσο ἀξίζει ἕνα ψίχουλο, δὲν ἀξίζει ὅλο τὸ σύμπαν. Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, μιὰεὐχὴ σᾶς δίνω· νὰ μὴν πεθάνετε ἀμετανόητοι καὶ ἀκοινώνητοι, νὰ μὴν κλείσετε τὰ μάτια χωρὶς τὸ μέγα ἐφόδιο, ἀλλ᾿ ὅταν πλησιάζῃ ἡ τελευταία ὥρα, ν᾿ ἀξιωθῆτε νὰ κοινωνήσετε. Ἕνας ἅγιος ἀνθρωπάκος στὴ Φλώρινα, κατάλαβε πὼς θὰ πεθάνῃ. Τὸν ἀγαποῦσαν τὰ παιδιάτου. –Νὰ σὲ πᾶμε γιὰ γιατρὸ στὴν Ἑλβετία, νὰ σὲ πᾶμε στὸ Λονδῖνο… –Ὄχι, παιδιά μου· φέρτε τὸν παπᾶ νὰ κοινωνήσω τὸ Χριστό· ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ γιατρός, τὸ φάρμακο, τὰ πάντα!… Κι ὅταν κοινώνησε καὶ ἔβαλε τὸν μαργαρίτηστὴν καρδιά του, εἶπε· –Ἂς πεθάνω πιά, δὲνθέλω τίποτ᾿ ἄλλο…
* * *
Ἐμεῖς τί πρέπει νὰ κάνουμε, ἀγαπητοί μου; Μέσα ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ λέμε «εὐχαριστῶ». Ἡ κοττούλα, μόλις πιῇ νερό, ὑψώνει τὸ κεφάλι, σὰν νὰ λέῃ στὸ Θεό· Σ᾿ εὐχαριστῶ. Τὸ σκυλί, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾿ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ, κουνάει τὴν οὐρά του, σὰν νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφέντη, σ᾿ εὐχαριστῶ. Τὰ ζῷα λοιπὸν λένε εὐχαριστῶ· ἐσὺ λὲς«Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ»; Τίποτα. Ἀχάριστε ἄνθρωπε! Κι ὄχι μόνο «εὐχαριστῶ» δὲν ἀκούειὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ βλαστήμιες· τὴ μπουκιὰἔ χει στὸ στόμα καὶ τὸ Θεὸ βλαστημάει τὸ κτηνάριον!… Ἐγὼ λέω, ὅτι ὅλα τὰ κακὰ ποὺ μᾶς συνέβησαν προέρχονται ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἁμαρτία.
Ἤμουν μικρὸ παιδάκι στὸ χωριό μου, ποὺτότε εἶχε πολλοὺς κατοίκους, 3.000 ἀνθρώπους – τώρα πιὰ δὲν ἔχει οὔτε 400. Οἱ γονεῖς μας κι ὅλοι οἱ μεγαλύτεροι εἶχαν πάει στὸν πόλεμο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Πολέμησαν μὲ ἀνδρεία, ἔφτασαν μέχρι τὴν Ἄγκυρα. Ἀλλὰ μετά, καταστροφή! Ἀπ᾿ τοὺς 200 ποὺ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὸ χωριό μας, μόνο 30 ἐπέστρεψαν. Δυστυχία… Κλαίγαμε, ὅλο τὸ χωριὸ θρηνοῦσε γιὰ τοὺς σκοτωμένους καὶ τοὺς αἰχμαλώτους· μιὰ βδομάδα δὲν φάγαμε, ψωμὶ δὲν βάλαμε στὸ στόμα. Κάθισαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ κουρελιασμένα ῥοῦχα τους, ξυπόλητοι, μὲ τὰ πόδια τους πρισμένα, τὰ μάτια κόκκινα, κλαμένοι. Καὶ ρωτοῦσαν οἱ γέροι· –Ρὲ παιδιά, πῶς τὸ πάθαμε; γιατί αὐτὴ ἡ συμφορά; Ὁ ἕνας ἔλεγε· –Φταῖνε οἱ Ῥῶσοι. Ὁ ἄλλος ἔλεγε· –Φταῖνε οἱ Ἄγγλοι. Ἄλλοι ἔλεγαν· –Φταῖνε οἱ Ἰταλοί… Ἕνας λοχίας, ποὺ πολεμώντας ἔφτασε ὣς τὴν Ἄγκυρα κ᾿ εἶχε ἀριστεῖα ἀνδρείας, λέει· –Παιδιά, δὲν φταῖνε οὔτε οἱ ῾Ρῶσοι οὔτε οἱ Γάλλοι οὔτε οἱ Ἄγγλοι…. Ἐμεῖς φταῖμε· ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ πατήσαμε στὴ Σμύρνη μέχρι ποὺ φτάσαμε στὴν Ἄγκυρα, βλαστημούσαμε τὸ Θεὸ καὶ τὴν Παναγιά! Μᾶς ἔφαγαν οἱ βλαστήμιες…
Στὴν πραγματικότητα μᾶς ἄξιζαν ἀκόμη μεγαλύτερες τιμωρίες. Ἂν ἤθελε ὁ Θεός, ἔλεγεστὸν ἥλιο «Φύγε μακριά, νὰ γίνῃ ἡ Γῆ κρύσταλλο» ἢ «Ζύγωσε στὴ Γῆ, νὰ τὴν κάνῃς κάρβουνο». Μᾶς ἀνέχεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη του. Κανείς δὲν μᾶς ἀγαπάει ὅπως ὁ Χριστός.
Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξαλειφθῇ ἡ βλαστήμια, καὶ μέρα - νύχτανὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό,ποὺ εἶνε ἀγάπη, ἀγάπη μεγάλη καὶ ἀπέραν τη. Δόξα στὸ Θεό· δόξα στὴν ἁγία Τριάδα, στὸνΠατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Είναι 27 Αυγούστου του 1922, με το παλαιό ημερολόγιο. Το πρωί εκείνου του Σαββάτου, ενός άλλου «Μεγάλου Σαββάτου», όλος ο λαός, κάθε ηλικίας άνθρωποι, απεγνωσμένα και ικετευτικά, έχουν συγκεντρωθεί, όπως όλες τις τελευταίες ημέρες και νύκτες, στην Μεγάλη Εκκλησία και στον αυλόγυρο της Αγίας Φωτεινής, στο ιερώτατο αυτό σύμβολο της Σμύρνης, όπου ο αληθής ποιμένας και Επίσκοπος, ως άλλος «Άγγελος της εν Σμύρνη Εκκλησίας», Άγιος Χρυσόστομος τελεσιουργεί την τελευταία Θεία Λειτουργία ή μάλλον την «εξόδιο ακολουθία εν τη Θεία Ευχαριστία» του ιδίου και του πολυπαθούς και περιπόθητου ποιμνίου του, το οποίο δακρυσμένο και συντετριμμένο μετέχει του μυστηρίου του «αίματος και του σώματος» Ιησού Χριστού έχοντας κυριολεκτικώς καρφωμένο το εν απογνώσει βλέμμα του στον μάρτυρα και μεγαλομάρτυρα ποιμένα του.
Η περιώνυμος Εκκλησία της Αγίας Φωτεινής πριν από την άλωση της Σμύρνης, της μαρτυρικής αυτής Μητροπόλεως του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» εγκολπώνει ως άλλη Αγιά Σοφιά πριν από την άλωση της του Κωνσταντίνου Πόλεως, στην τελευταία Θεία Λειτουργία και μυσταγωγία, τους στεναγμούς του ευσεβούς και μαρτυρικού Γένους, του Ιωνικού Ελληνισμού, όπου ο «Άγγελος και Αρχιθύτης Ιεράρχης της των Σμυρναίων Εκκλησίας» ίσταται και προΐσταται κατά την υπερουράνια εκείνη μυσταγωγία, μιμούμενος Χριστού το μαρτύριον, ως ο εκουσίως προσφερόμενος και θυσιαζόμενος «άξιος και θεοπρόβλητος και λαοπρόβλητος ποιμήν» υπέρ του πολυφίλητου και περιποθήτου λαού του, του χριστεπωνύμου ποιμνίου του.
Από το περίβλεπτο, περικαλλές και περιώνυμο κωδωνοστάσιο (1792) της Αγίας Φωτεινής (1857) κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» αντηχεί ακατάπαυστα ο πένθιμος ήχος της «Μεγάλης Παρασκευής» του ελληνισμού της Ιωνίας καθώς πλημμυρίζει τα ουράνια με την βαρύτιμη και πολύτιμη καμπάνα του, όπως είχε ζητήσει ο Άγιος Χρυσόστομος: «Να μην πάψει ούτε στιγμή ο επιτάφιος θρήνος, όπως τότε με την Πόλη του Κωνσταντίνου, τη Βασιλεύουσα!».
Ο Άγιος Χρυσόστομος πριν από τον προσωπικό του Γολγοθά, ως το «εθελόθυτον θύμα», είναι κάτωχρος από την πολυήμερη αγρυπνία, την άκρα νηστεία και την υπέρ του λαού του αγωνία και προσευχή. Γονυπετής έμπροσθεν της Αγίας Τραπέζης, προσεύχεται μυστικώς και εκτενώς, όπως άλλοτε ο Νυμφίος της Εκκλησίας Χριστός κατ’ εκείνη την μεγάλη νύκτα της εν Γεσθημανή προσευχής, όπου ο εναγώνιος ιδρώτας έρρεε ωσάν τους θρόμβους του αίματος. Και όπως θεοπνεύστως γράφει ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος: «Με φωτεινόν το μέτωπον, απαστράπτοντας οφθαλμούς, εγονυπέτωσεν ως αμαρτωλός εις το ιερόν βήμα, προ του Εσταυρωμένου, και με το ρίγος της θείας προσευχής ηγέρθη ως όσιος».
Όταν όμως εξέρχεται του ιερού βήματος και ίσταται στην Ωραία Πύλη καθίσταται ακριβής «τύπος και υπογραμμός» των πιστών. Γονατίζει και προσύχεται ενώπιον του ποιμνίου του: «Η Θεία Πρόνοια – λέγει εκφώνως – δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονήν μας την ώραν ταύτην. Αλλ’ ο θεός δεν εγκαταλείπει τους Χριστιανούς. Προσεύχεσθε και θα παρέλθει το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε ως εμπρέπει εις καλούς Χριστιανούς».
Όλοι είναι κρεμασμένοι από τα χείλη και τα μάτια του. Καθώς εισέρχεται στο Ιερό Βήμα, προσεύχεται σχεδόν προφητικώς για την εν Χριστώ τελείωση του ιδίου και του αθώοι ποιμνίου του, λέγοντας: «Ούτοι εισίν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου. Χριστέ ο Θεός, επίβλεψον επ’ εμέ…».
Την 27η Αυγούστου 1922, ημέρα Παρασκευή, εισέρχεται στη Σμύρνη ο άτακτος στρατός (τσέτες) του Κεμάλ Μουσταφά Πασά με επικεφαλής τον Νουρεντίν Πασά, ο οποίος μισούσε θανάσιμα τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, επειδή ο Ιεράρχης είχε αναμετρηθεί μαζί του και με τις άοκνες ενέργειές του κατά τα προηγούμενα έτη είχε επιτύχει την ατιμωτική απομάκρυνσή του από τη θέση του Βαλή (Νομάρχη) της Σμύρνης. Ο Νουρεντίν όμως ουδέποτε ελησμόνησε την ήττα του και ζούσε για τη στιγμή της εκδικήσεώς του. Ύστερα από τρία έτη επέστρεψε στη Σμύρνη ως άνομος κριτής και αιμοβόρος δήμιος του Αγίου Χρυσοστόμου.
Όπως εύστοχα και εμπεριστατωμένα αναφέρει ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αλεξανδρής: «έχουν γραφεί πολλά για τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη ο Άγιος Χρυσόστομος, όταν το βράδυ της 27ης Αυγούστου / 9 Σεπτεμβρίου 1922 (Νέο Ημερολόγιο) παραδόθηκε στον Τούρκο διοικητή Νουρεντίν Πασά. Αν και οι περιγραφές ως προς τον τρόπο με τον οποίο εμαρτύρησε ο Χρυσόστομος ποικίλλουν, οι περισσότερες αφηγήσεις συγκλίνουν στη μαρτυρία ότι ο Μητροπολίτης Σμύρνης βρήκε τραγικό τέλος στα χέρια του φανατισμένου τουρκικού όχλου, που είχε συγκεντρωθεί έξω από το Διοικητήριο της Σμύρνης».
Το βράδυ του Σαββάτου 27 Αυγούστου 1922 ο Χρυσόστομος εκρατήθη έγκλειστος και εμαρτύρησε φρικτά κατά το πρωί της Κυριακής 28 Αυγούστου. Τα δε περί της κατηγορίας σε βάρος του Αγίου Χρυσοστόμου ως «ενόχου εσχάτης προδοσίας» καταγράφει η Βικτωρία Σολωμονίδου, η οποία επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη βαρύτατη κατηγορία εστηρίζετο στο γεγονός ότι «ως οθωμανός υπήκοος υπηρέτησε μετά φανατισμού την Ελλάδα, πρωτοστατήσας εις πάντα εναντίον του τουρκικού καθεστώτος κατά το τριετές διάστημα της ελληνικής κατοχής». Ο δε Νουρεντίν Πασάς από της πρώτης στιγμής που συναντήθηκε με τον Άγιο Χρυστόστομο, τον οποίο περιφρονητικά αποκαλούσε «Παπά», τον αντιμετώπισε ως προδότη και εχθρό του τουρκικού έθνους παραδίδοντας αυτόν τελικώς «εις χείρας ανόμων», οι οποίοι τον κατακρεούργησαν.
Ο Εθνάρχης της Σμύρνης και της Ιωνικής γης, ο οποίος είχε υψώσει αγέρωχο και ατρόμητο το ανάστημά του ενώπιον ισχυρών ανδρών του Νεοτουρκικού κομιτάτου, όπως ο Ταλαάτ, ο Ραχμή και ο Νουρεντίν, σε λίγο επρόκειτο να οδηγηθεί ως «άκακον αρνίον» επί σφαγήν ενώπιον του δημίου του. Ο ίδιος ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος γράφει χαρακτηριστικά για την εν γένει στάση του Αγίου Χρυσοστόμου έναντι του μαρτυρικού θανάτου του, τα εξής: «ησθάνετο την ανάγκην να εξοικειωθεί με τον ανημμένον σίδηρον και την αστράπτουσαν μάχαιραν, επροπονείτο διά να μη εμφανίσει ποτέ το ταπεινωτικόν δέος προ της απειλής του θανάτου και εκρατύνετο δια να μη διαψεύσει ποτέ τον εμψυχωτικόν τόνον του κηρύγματός του, το ευτελές ορμέφυτον της ζωής. Είχε την έμφυτον φιλαρέσκειαν να πέσει αγωνιζόμενος με ακάνθινον στέφανον εις τους κροτάφους». Και όντως παρέδωσε αλώβητο το πνεύμα του στον Ιησού Χριστό.
Περί του μαρτυρικού τέλους του Αγίου Χρυσοστόμου έχουν γραφεί πολλοί και μεταξύ αυτών ο πιστός κλητήρας του Θωμάς Βούλτσος, ο Αμερικανός Πρόξενος στη Σμύρνη George Horton, ο Διευθυντής του Γραφείου τύπου της Ύπατης Αρμοστείας Μιχαήλ Ροδάς, ο Δημοσιογράφος Δημήτριος Παρθένης, ο πολεμικός ανταποκριτής Κωνσταντίνος Μισαηλίδης, ο Rene Puaux, ο Ακαδημαϊκός Γεώργιος Μυλωνάς, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β΄(Χατζησταύρου), ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βεκιαρέλλης, ο Ευάγγελος Βασιλείου κ.α.
Μία ακόμη περιγραφή του φρικτού μαρτυρίου του Αγίου Χρυσοστόμου υπό την μορφή άρθρου, η οποία είναι λιγότερο γνωστή περιλαμβάνεται στο «Προσωπικό Σημειωματάριο», δηλαδή το «Οικογενειακό ημερολόγιο» του Ηρακλέους Τσίτερ, ο οποίος ήταν γαμπρός του Αγίου Χρυσοστόμου, νυμφευθείς την αδελφή του Εριφύλη. Ο Ηρακλής Τσίτερ στο «σημειωματάριο» αυτό, υπό τον τίτλο: «Διάφορα Ηρακλή Τσίτερ», εκτός των άλλων προσωπικών σημειώσεων που κατέγραφε ο ίδιος και των λοιπών χειρογράφων, δημοσιευθέντων και αδημοσιεύτων, καθώς και πολλών άρθρων, τα οποία αφορούσαν τις τελευταίες ημέρες και το μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου, έχει αποθησαυρίσει και τα δύο αυτά συγκεκριμένα άρθρα.
Το οικογενειακό αυτό «σημειωματάριο» ο Ηρακλής Τσίτερ, προ του θανάτου του (4 Ιουνίου 1927), είχε παραδώσει στον τρίτο κατά σειρά υιό του Χρυσόστομο Τσίτερ, ανηψιό του Αγίου Χρυσοστόμου και μετέπειτα Μητροπολίτου Αυστρίας, ο οποίος κατά τη δεκαετία του 1990 παρέδωσε το οικογενειακό αυτό γραπτό κειμήλιο ως «ευλογία» στην ανηψιά του, θυγατέρα της αδελφής του Καλλιόπης, την Εριφύλη Κοντοπούλου, εγγονή του Ηρακλή Τσίτερ.
Το εν πολλοίς άγνωστο αυτό κείμενο, το οποίο αναφέρεται στο μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου είναι γραμμένο στην Αθήνα από τον φυλακισθέντα και από βέβαιο θάνατο ως εκ θαύματος διασωθέντα Αιδεσιμολογιώτατο π. Γεράσιμο Χαροκόπο, ο οποίος το υπογράφει με την φράση ως ο «αυτόπτης και δεινοπαθητής». Το άρθρο αυτό, στο οποίο δεν αναγράφεται η ημερομηνία της δημοσιεύσεώς του και δεν γίνεται καμμία αναφορά στην εφημερίδα όπου πρωτοδημοσιεύθηκε, φέρει τον μακροσκελή τίτλο: «Αι θετικώτεραι πληροφορίαι περί του τραγικού μαρτυρίου του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, 30 Αυγούστου, Κυριακή πρωί 1922».
Ο ιερεύς Γεράσιμος Χαροκόπος περιγράφει το μαρτύριον του Αγίου Χρυσοστόμου ως εξής: «Μόλις εισήλθον οι Τούρκοι και κατέλαβον το Διοικητήριον αμέσως διαταγή του Νουρεδίν Πασά εις τον Συνταγματάρχην Καράν Καζήμ Βέην και δι’ αυτού εις τον Αρχιαστυνόμον να ειδοποιήσουν εις τον Μητροπολίτην, όπως υπάγη εις το Διοικητήριον. Ο Αρχιαστυνόμος παρέλαβεν εκ της Μητροπόλεως φιλοφρόνως τον Μητροπολίτην και διηυθύνθη εις το Διοικητήριον όπου φιλοφρόνως και πάλιν του εδόθησαν συστάσεις, ότι ουδέν το έκτροπον θα λάβη χώραν και να καθησυχάσει τον αγωνιώντα λαόν. Ο Μητροπολίτης μετά του Αρχιαστυνόμου δι’ αυτοκινήτου διηυθήνθη εις την Μητρόπολιν, ένθα διά λόγων παραμυθητικών καθησύχασε τον λαόν και ο Αρχιαστυνόμος απήλθεν.
Ο Μητροπολίτης, όμως, καλώς γνωρίζων τα άγρια ένστικτα και τα προσχήματα των Τούρκων, έλεγεν εις τους περί αυτών, «εγκαταλήφθημεν εις την τύχην μας, ο απαίσιος τυραννίσκος Στεργιάδης και ο αμφίρροπος Χατζηανέστης θα μας προσφέρωσι άχρι τρυγός το ποτήριον της πικρίας, οι άγριοι Τούρκοι θα μας σφάξουν και, όσοι δύνασθε, απέλθετε, εγώ θα μείνω με το ποίμνιόν μου να υποστώ την αυτήν τύχην». Κρατών όμως την χαρακτηρίζουσαν αυτόν αφοβίαν και ψυχραιμίαν.
Ότε προς εσπέραν Σαββάτου έρχεται πάλιν ο Αρχιαστυνόμος μετά δύο λογχοφόρων και ζητεί τον Μητροπολίτην και τέσσαρες άλλους προύχοντας, οπότε έχων την κεφαλήν ακουμπισμένην επί της χειρός είπεν εις τους περί αυτού «Ο Μολώχ της κομματικής μας εμπαθείας, ας κορεσθεί πλέον από το αίμα τόσων μυριάδων θυμάτων, και το ελληνικόν έθνος ας διδαχθεί, ότι κανείς εξωτερικός εχθρός δεν κατέβαλε ποτέ την δύναμιν του ελληνισμού, αλλ’ ο εσωτερικός σπαραγμός και τα κομματικά πάθη κατέστρεψαν πάντοτε, όπως και τώρα, τας ενδοξοτέρας εποχάς του εθνικού μας βίου».
Παρέλαβον λοιπόν τον Μητροπολίτην, τον Γκιουριουκτσόγλου και δύο άλλους προύχοντας, του τετάρτου μη ευρεθέντος, και απήλθον εις το Διοικητήριον. Ο Νουρεδίν Πασάς προσκαλέσας παρ’ εαυτώ τον Μητροπολίτην του λέγει: «πολλαί κατηγορίαι και εγκλήματα καθοσιώσεως υπάρχουν και τώρα και προηγουμένως εναντίον σου, διότι ουδέποτε έπαυσας εργαζόμενος ως προπαγανδιστής εναντίον του κυριάρχου σου καθεστώτος και διά τούτο παρά της Εθνοσυνελεύσεως της Αγκύρας είσαι καταδεδικασμένος εις θάνατον, εγώ όμως απέσχων τοιαύτης καταδίκης, τούτο μόνον θα κάμω, θα σε παραδώσω εις τον λαόν, ο οποίος μαίνεται εναντίον σου και εκείνος, αν θέλη, ας σε αθωώσει ή θα καταδικάσει».
Και διέταξεν αμέσως την φυλάκισίν του Μητροπολίτου και των συν αυτώ τριών προυχόντων. Κατά μέσης νυκτός εκ της φυλακής αποστέλλει εις τον αδελφόν του Ευγένιον (ον προ δύο μηνών απεγχόνισαν εις το Νυμφαίον) μίαν κάρταν εν η λέγει: «Αδελφέ, κρατούμαι ως Αρχηγός της Αμύνης». Αυτό είναι και το τελευταίο σημείωμά του. Το πρωί Κυριακής παραδίδεται δέσμιος τας χείρας και με χιτώνα λευκόν εις την διάθεσιν του αγρίου όχλου, την αυτήν όμως στιγμήν απόσπασμα Γάλλων λογχοφόρων έφθασεν προς διάσωσίν του Μητροπολίτου, αλλ’ ο Μητροπολίτης τους είπεν: «Αν δύνησθε, σώσατε τον Λαόν».
Και τότε το μαινόμενον πλήθος ήρχισεν διά μαχαιρών, ροπάλων, λίθων να κτυπά τον ιερόν άνδρα, άλλοι τον εκαβαλίκευον, τον έπτυον, του απέσπασαν τους όνυχας, του έκοψαν την ρίνα, του έβγαλαν τον ένα οφθαλμόν και ότε τέλος του έμεινεν ολίγη πνοή, έδεσαν ανά εν μέλος του εις τους ίππους και τον διεμέλισαν, ταύτα πράττοντες διερχόμενον διάφορα μέρη, οπότε τέλος έφθασαν εις τον τουρκομαχαλάν, οπόθεν δεν εφαίνοντο από τα ξένα πλοία και εκεί συνετελέσθη το κακούργον έργον τους. Όλον δε αυτό το τραγικόν μαρτύριον παρηκολούθει και το απόσπασμα των Γάλλων με εστραμμένα τα όπλα.
Τέλος εμάζευσαν τα τεμάχια του ιερού σώματος, τα έρριψαν εις μίαν κάσαν και τα απέστειλαν εις το νεκροταφείον. Αλλά οι εν τω νεκροταφείω κρυμμένοι Χριστιανοί, άμα έμαθον ότι είναι το σώμα του Μητροπολίτου, απεφάσισαν, ίνα κρύφα τον ενταφιάσουν, αλλ’ όσοι ετόλμων να πλησιάσουν το κιβώτιον ετυφεκίζοντο μακρόθεν, το κιβώτιον έμεινεν εκεί, άγνωστον όμως τι απέγινεν. Τοιούτον υπήρξεν το τραγικόν τέλος του Μεγάλου ανδρός…».
Στον εθνοϊερομάρτυρα και μεγαλομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο εμπρέπει το της Παλαιάς Διαθήκης: «Έδοξεν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος Αυτού και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα. Ο δε εστίν εν ειρήνη. Ολίγα παιδευθείς μεγάλα ευηρεστήθη. Ο Θεός επείρασεν αυτόν και εύρεν αυτόν άξιον εαυτού και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτόν. Εν καιρώ Επισκοπής Αυτού αναλάμψει (Σοφία Σολομ. Γ΄, 2 – 7).
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Αβέρωφ
Ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε τόπο ἐμφανίζονται ὁρισμένοι ἐξαίρετοι ἄνθρωποι, ὑπάρχουν μερικὰ πνευματικὰ ἀναστήματα, τὰ ὁποῖα μὲ ἀξιοθαύμαστη φλόγα ψυχῆς, μὲ ῥωμαίϊκο φιλότιμο, μὲ πολὺ κόπο, αὐταπάρνηση καὶ μὲ αὐτὴ ἀκόμη τὴν προσφορὰ τῆς ζωῆς τους ἀγωνίζονται νὰ διδάξουν τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας καὶ νὰ προβάλλουν τὶς ἀξίες καὶ τὰ ζώπυρα τοῦ Γένους μας, ὅλα ὅσα καθορίζουν τὴν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας.
Ἕνας ξεχωριστὸς ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ μορφή, ἡ δράση καὶ ἡ διδασκαλία σημάδεψαν τὰ δύσκολα χρόνια τῆς μακραίωνης Ὀθωμανικῆς δουλείας εἶναι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Ἱερομάρτυρας, Ἰσαπόστολος καὶ χωρὶς ὑπερβολὴ ὁ γενάρχης τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῶν ἀξιῶν καὶ τῆς ταυτότητας τῆς Ρωμηοσύνης, ὁ μεγαλύτερος ἀναγεννητὴς τοῦ Ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ στὴν ἐποχή του, ἕνας πού μόνος του ἔκανε γιὰ τὸ σκλαβωμένο Γένος ὅσα κάνει καὶ ὅσα δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ κάνη στὶς ἡμέρες μας ἕνα ὁλόκληρο Ὑπουργεῖο Παιδείας, Θρησκευμάτων καὶ Πολιτισμοῦ ἢ καὶ ἐν μέρει τὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν.
Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ἐγχείρημα νὰ ἀσχοληθεῖ κάποιος καὶ νὰ χαράξει λίγες γραμμὲς γιὰ τὸν ἀναγεννητῆ τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς τοῦ εὐλογημένου Ὀρθόδοξου λαοῦ μας, τὸν πνευματοφόρο Ἁγιορείτη μοναχό, τὸν πυρακτωμένο ἀπὸ τὴ μεγάλη πίστη στὸν τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφούς του, τὸν «ἅγιο τῶν σκλάβων», τόν «μεγάλο διδάχο», τόν «προφήτη τοῦ Γένους», τὸν Ἅγιο ποὺ ὁ λαὸς τὸν ἀγαποῦσε βαθύτατα καὶ τὸν τιμοῦσε ὡς Ἅγιο ἐνῷ ἀκόμη ζοῦσε. Καὶ τοῦτο διότι ἐκεῖνος μὲ ἐλάχιστα καὶ στοιχειώδη μέσα, πάμπτωχος καὶ ἀσκητικός, περιέτρεξε, κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰῶνα, ὁλόκληρη σχεδὸν τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα καὶ τὴ Βόρειο Ἤπειρο καὶ ἀξιώθηκε νὰ διδάξει τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως καὶ τελικὰ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν του. Καὶ ἐνῷ φαίνεται ὅτι ἐμεῖς ζοῦμε σὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς ἐποχὲς καὶ συνθῆκες, εἶναι ἀληθὲς ὅτι, καὶ στὶς ἡμέρες μας, οἱ διδαχές τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ [1] ἀπευθύνονται σὲ μυημένους φίλους τῶν διδαγμάτων καὶ τῆς ἐμπειρίας τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν Παιδεία, τὴν ταυτότητα καὶ τὴν πορεία τοῦ τόπου μας καὶ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ τοὺς ἐμπνεύση καὶ νὰ τοὺς θρέψει μὲ στερεὰ τροφή. Ὅσα, λοιπόν, γράφονται στὴ συνέχεια ἀποσκοποῦν στὸ νὰ σφυρηλατήσουν τὴν αὐτογνωσία καὶ τὴν ταυτότητά μας, πού μᾶς χρειάζονται νὰ ζήσουμε στὸ παρὸν καὶ νὰ οἰκοδομήσουμε σὲ γερὰ θεμέλια τὸ μέλλον.
Ὁ μεγάλος αὐτὸς διδάσκαλος τοῦ Γένους ἀγωνίσθηκε ἔργοις καὶ λόγοις νὰ «φωτίσει» τοὺς σκλαβωμένους ἀδελφούς του καὶ νὰ ἀναδείξει τὴν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητα καὶ Παιδεία ἑνὸς κυριολεκτικὰ ναρκωμένου καὶ «ἀγριεμένου» πολιτισμοῦ. Δίχως γράμματα δὲν θὰ πάει μπροστὰ τὸ Γένος γιατί, ὅπως συχνὰ ἔλεγε, ἀγρίεψε. Ὁ ἱερὸς Πατὴρ μὲ ἄκρως ἐπίμονο, ἀλλὰ καὶ ἀποτελεσματικὸ τρόπο, ἐπεδίωκε νὰ ἔχει ὁ καθένας στὴ χώρα του Σχολεῖο Ἑ λ λ η ν ι κ ὸ γιὰ νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ γράμματα. Καὶ τοῦτο, διότι γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι «Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους, ἀνοίγει τὰ μάτια τῶν χριστιανῶν. Καὶ σεῖς γονεῖς νὰ στέλλετε τὰ παιδιὰ σας εἰς τὰ σχολεῖα καὶ νὰ τὰ παιδεύετε μὲ χριστιανικὰ ἤθη. Ἁμαρτάνετε πολὺ νὰ τὰ ἀφήνετε ἀγράμματα καὶ τυφλά. Καλύτερα νὰ τὰ ἀφήνετε φτωχὰ καὶ γραμματισμένα, παρὰ πλούσια καὶ ἀγράμματα… Δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίεψε τὸ γένος ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ ἐγίναμεν ὡς θηρία;» [2].
agios-Kosmas-AitwlosὉ ἴδιος φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑποστηρίζει τὴν ἀνάγκη νὰ κτίζονται πρῶτα Σχολεῖα καὶ μετὰ Ἐκκλησίες, γιατί ἀπὸ τὰ σχολεῖα οἱ ἄνθρωποι μαθαίνουν τὰ ἱερὰ γράμματα. «Ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τὸ κατὰ δύναμιν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμονες, τί εἶναι Παράδεισος, τί εἶναι Κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία, ἀρετή. Ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶναι ἁγία Κοινωνία, τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον, ὁ τίμιος Γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορμί, τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν, διατὶ χωρὶς τὸ σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος». Καὶ καταλήγει λέγοντας ὅτι «τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὲς ἐκκλησίες, τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια» [3].
Σ υ ν ε χ ί ζ ε ι λέγοντας ὅτι εἶναι προτιμότερο «νὰ ἔχης εἰς τὴν χώραν σου σχολεῖον ἑλληνικόν, παρὰ νὰ ἔχης βρύσες καὶ ποταμούς, διατὶ ἡ βρύση ποτίζει τὸ σῶμα, τὸ δὲ σχολεῖον ποτίζει τὴν ψυχὴν». Ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἐπιμένει καὶ ἐπιτυγχάνει νὰ σπουδάζουν στὰ σχολεῖα δωρεὰν «ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ πλούσια καὶ φτωχὰ χωρὶς νὰ πληρώνουν» [4]. Ἔτσι ἀναδεικνύεται σὲ πρόδρομο τῆς γενικῆς καὶ δωρεὰν Παιδείας. Ὡστόσο, πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ ἀποτελεσματικότητά του στὴ δημιουργία ἑλληνικῶν Σχολείων καὶ μὲ τὴν προτροπή του νὰ μιλοῦν τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν δείχνει νὰ ὑποστηρίζει μία ἀόριστα ἀνθρωπιστικὴ καὶ ἀπρόσωπη Παιδεία, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ αὐτὴ πού ὁδηγεῖ τοὺς μαθητὲς στὴν Ἑλληνορθόδοξη ἀγωγὴ καὶ μόρφωση.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς διῆλθε ἐν ἀσκήσει ὅλα τὰ πνευματικὰ στάδια καὶ τὶς βαθμίδες καὶ γνωρίζει ἐπακριβῶς τὴν ὁδό, τά μέσα καὶ τὸν τρόπο, πού μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν καὶ ἄλλους στὴν ἐν Χριστῷ γέννηση καὶ ἐνηλικίωση καὶ τελικὰ στὴ σωτηρία τους. Γιὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως περιγράφουν τὴν ἀσφαλῆ καὶ δοκιμασμένη ὁδὸ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ συναίσθηση ἀναξιότητας καὶ ἁμαρτωλότητας διδάσκει, ὅπως λέγει, «τὰ ἀναγκαιότερα μυστήρια τῆς πίστεως» στοὺς ἀδελφούς του, «τὸ κατὰ δύναμιν, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀδελφός· διδάσκαλος μόνος ὁ Χριστὸς μας εἶναι» [5].
Ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζει τὸν πατρο-Κοσμᾶ εἶναι ὅτι δὲν διαφοροποιεῖται ἀπὸ τοὺς προγενέστερους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὰ οὐσιώδη θέματα πίστεως καὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τὸν ἀπασχόλησαν οἱ δυσνόητες ἀναλύσεις καὶ τὰ δευτερεύοντα θέματα, γιατί γνώριζε ἀκριβῶς τί εἶχαν ἀνάγκη νὰ ἀκούσουν οἱ διψασμένες ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν του. Ὥριμος πνευματικὰ σὰν ἔμπειρος καπετάνιος ξέρει τί θὰ ρίξει στὴ θάλασσα καὶ τί χρήσιμο θὰ κρατήσει γιὰ νὰ διδάξει καὶ νὰ οἰκοδομήσει.
Στὴ διδασκαλία του, ὡς πιστοῦ μέλους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, «τὰ δόγματα ταύτης κατέχων», φανερώνεται ἡ ζωοποιὸς παρουσία της, ἡ ὁποία στήριξε καὶ γαλούχησε τὸ Γένος τῶν Ὀρθοδόξων σὲ ὅλη τὴ μακρὰ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ ἱερὸς Πατὴρ δὲν ἦταν μόνο δέκτης καὶ φύλακας τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἀληθείας, ἀλλὰ καὶ αὐθεντικὸς μεταδότης καὶ ἑρμηνευτής της. Μὲ τὶς διδαχές του ἀναδεικνύει καὶ προβάλλει τὴν ἀξία καὶ μοναδικότητα τῆς ἀληθινῆς πίστεως στὸν Χριστό, μὲ σκοπὸ τὴν ἐνδυνάμωση καὶ οἰκοδομή τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν «αὔξηση» τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μειώνοντας σὲ χρόνους ἰδιαιτέρως δύσκολους γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ὑπόδουλο Γένος, τὸν αὐξανόμενο κίνδυνο καὶ τὴ μεγάλη ἀπειλὴ τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καὶ τοῦ ἐκλατινισμοῦ μὲ τὶς συχνὲς ἀλλαξοπιστίες πολλῶν χριστιανῶν Ὀρθοδόξων.
Ἡ θεματολογία τῶν διδαχῶν του μοιάζει νὰ εἶναι μία ἐπιτομὴ ὅλου τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως καὶ ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ δὲ θεολογία του εἶναι ἐμφανέστατα ὁμολογιακὴ μὲ ἔντονο ἀπολογητικὸ καὶ ὁρισμένες φορὲς ἀντιρρητικὸ χαρακτῆρα. Μὲ ὅσα λέγει ἐπιδιώκει νὰ πιστέψουν οἱ ἀκροατές του ὅτι ἡ διδασκαλία του εἶναι λόγος ἀληθινός, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. «Αὐτὰ ὁποὺ σᾶς εἶπα τὸ ἴδιον εἶναι ὡσὰν νὰ κατέβη ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ σᾶς τὰ εἰπῆ» [6].
Ὁ ἴδιος εἶναι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι οἱ λόγοι του συμβαδίζουν μὲ «τὸν δρόμον τῶν Πατέρων» τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι «λόγια τοῦ παναγίου Πνεύματος, εἶναι πολὺ τιμιώτερα καὶ καλύτερα ἀπὸ τζοβαΐρια καὶ μαργαριτάρια» [7]. Ὅπου μιλοῦσε ἔστηνε ἕναν ξύλινο σταυρό. Δίδασκε στὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ τὸν ὁποῖο φεύγοντας ἄφηνε σὲ ἀνάμνηση. Αὐτὸ εἶχε μέγιστη σημασία καὶ ἔκρυβε βαθύτατο πνευματικὸ συμβολισμό. Κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν διδαχῶν του, εἶναι ὅτι δὲν περιορίζονται σὲ μία θεωρητικὴ κατήχηση τῶν ἀκροατῶν του, ἀλλὰ προχωροῦν πάντοτε στὴν ἀπαραίτητη ἀναφορὰ καὶ σύνδεση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως μὲ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη οἱ διδαχές του ἐναρμονίζονται μὲ τὶς τρέχουσες ἀνάγκες καὶ τὰ διάφορα φλέγοντα θρησκευτικὰ καὶ κοινωνικὰ προβλήματα, ποὺ ἀντιμετώπιζαν οἱ ἄνθρωποι τῶν σκληρῶν καὶ πέτρινων ἐκείνων χρόνων τῆς μακραίωνης δουλείας.
Στίς διδαχές τοῦ πατρο-Κοσμᾶ εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἀδιάσπαστη ἑνότητα καὶ συνέχεια τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως καὶ ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία δὲν χωρίζεται ἡ θεολογία ἀπὸ τὴ ζωή, τὸ δόγμα ἀπὸ τὸ ἦθος καὶ τὴ λατρεία, ἡ θεωρία ἀπὸ τὴν πράξη της. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἁρμονικὴ σύζευξη, ἡ ἄρρηκτη ἑνότητα ἐπιβεβαιώθηκε καὶ ἀπὸ τὸ μαρτυρικό του τέλος, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπισφράγισε τὴ διδασκαλία καὶ ὅλη τὴ δράση του. Τὸ ἔργο του ἔστεψε καὶ ὑπέγραψε μὲ τὸ αἷμα του, καθὼς ἀξιώθηκε τοῦ εἰδικοῦ χαρίσματος τοῦ Μαρτυρίου, τὸ ὁποῖο ἦταν ὥριμος καρπὸς τῆς πολυετοῦς πνευματικῆς του ἐργασίας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἐνηλικιώσεώς του.
Ἡ παρουσία καὶ τὸ Μαρτύριό του στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως βεβαίως καὶ ὅλων τῶν Μαρτύρων καὶ Νεομαρτύρων, εἶναι «ἀνακαινισμὸς ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως». Ἡ χάρις τοῦ Μαρτυρίου του ἀντανακλᾶ καὶ διαχέεται σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία. Χωρὶς ἀμφιβολία ἡ παρουσία καὶ ἡ δράση τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς εἶναι μεγάλη εὐλογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ στὸ Γένος μας, συνιστᾶ τὴν πλήρη ἐνεργοποίηση ἑνὸς χαρίσματος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν πλοῦτο καὶ τὴν ποικιλία τῶν χαρισμάτων καὶ λειτουργημάτων τῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος· εἶναι ἡ εὐλογημένη παρουσία ἑνὸς μεγάλου Ἁγίου, ὁ ὁποῖος δὲν ἀνήκει σὲ μία τοπικὴ κοινότητα, ἀλλὰ εἶναι Ἅγιος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή, ἄλλωστε, τοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ θρέψει καὶ νὰ φωτίση τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὴ μαρτυρία καὶ τὸ Μαρτύριό του καθοδηγεῖ καὶ εὐλογεῖ ὅλη τὴν Οἰκουμένη, οἰκοδομεῖ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἔχοντας «τὸν Παράκλητον ἐν ἑαυτῷ» γίνεται καὶ ὁ ἴδιος Παράκλητος, καθὼς παρηγορεῖ τοὺς λοιποὺς χριστιανοὺς ἀδελφούς του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐμπνευσμένη διδασκαλία του, ἡ διαρκὴς παρουσία τοῦ ἁγίου Πατρὸς διὰ τῶν ἑκατοντάδων προφητειῶν του, διὰ τοῦ Μαρτυρίου του καὶ διὰ τῶν ἱερῶν Λειψάνων του εἶναι ἁπτή, συγκεκριμένη καὶ διαχρονικὴ πραγματικότητα, πού οἰκοδομεῖ, τροφοδοτεῖ καὶ αὐξάνει μέχρι σήμερα ὁλόκληρο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὡς γνήσιος Ἱερομάρτυρας καὶ Ἰσαπόστολος, ὡς ἀληθινὸς Πατὴρ καὶ θεολόγος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέγας διδάσκαλος ὅλου τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς σημαντικὸ ὁρόσημο τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ φωτίσει καὶ νὰ καθοδηγήσει καὶ τὴ δική μας ἐποχή.
Ἀλήθεια, εἶναι ἀπορίας ἄξιον πῶς στοὺς τέσσερις αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας ἄντεξε ὁ λαὸς αὐτοῦ τοῦ τόπου; Πῶς κρατήθηκε ἡ πίστη του, δὲν ἀλλοιώθηκε ἡ συνείδησή του καὶ δὲν παραχαράχθηκε ἡ ταυτότητά του; Στὴ σημερινὴ ἐποχὴ τῆς πολύμορφης κρίσεως πού ὑφιστάμεθα ἅπαντες, εἴμαστε ἐπιτέλους σὲ θέση νὰ ἀναγνωρίσουμε καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὅτι κάποια κέντρα ἐλέγχου καὶ παιδείας δὲν λειτουργοῦν σωστά; Μποροῦμε πλέον νὰ ὁμολογήσουμε εὐθαρσῶς ὅτι πῆραν ἢ δώσαμε τὴν εὐθύνη γιὰ τὰ μεγάλα θέματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ταυτότητάς μας σὲ ἄτομα ἄσχετα καὶ ἀκατάλληλα;
Προκαλεῖ ἐντύπωση καὶ προβληματίζει τὸ ὅτι ὁρισμένοι ἱστορικοὶ δὲν τὸν ἀναφέρουν καθόλου καὶ τὰ σχολικὰ βιβλία μᾶλλον τὸν ἀγνοοῦν. Καὶ ἐνῷ θαυμάζομε τὸν πατρο-Κοσμᾶ φαίνεται πώς λογοκρίνουμε τὴ διδασκαλία του καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουμε νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια, πού συνοψίζει τὰ οὐσιώδη χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀποσιώπηση ἢ διαστρέβλωση τοῦ μεγαλειώδους ἀναγεννητικοῦ ἔργου του ὑποδηλώνει ἐμπάθεια, προκατάληψη, ἰδεολογικὴ ἀγκύλωση, πολὺ δὲ περισσότερο ἀποτελεῖ ἀγνωμοσύνη, ἀνεπίτρεπτη ἔλλειψη ὀφειλόμενης ἀναγνώρισης καὶ ἀπώλεια ἱστορικῆς μνήμης. Καὶ ἐὰν ἡ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κριτήριο τῆς ταυτότητάς του, τότε ἡ ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς του μνήμης, θὰ πρέπει ἀναπόφευκτα νὰ σημαίνει ἀπώλεια καὶ τῆς ἱστορικῆς του ταυτότητας.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα φωτεινὴ μορφὴ τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι τὸ καύχημα τοῦ Γένους μας καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη εὐλογία τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουμε στὴ διάθεσή μας τὸ φῶς τῶν διδαχῶν του. Ὅποιος ἐμβαθύνει στὸ περιεχόμενό τους, θὰ διαπιστώσει εὐχερῶς ὅτι αὐτὲς ἔχουν μία διαχρονικότητα καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν γιὰ ὅλους πηγὴ ἀστείρευτης ἔμπνευσης καὶ ἀμετάθετης ἐλπίδας. Ὁ πατρο-Κοσμᾶς μένει μαζί μας, ζεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λαὸς αὐτὸς ζεῖ καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο καὶ τὰ διδάγματά του. Τὸ ζείδωρο πνεῦμα τοῦ ἔργου καὶ τῶν λόγων του εἶναι καὶ τώρα ἐπίκαιρο, ἀκριβῶς γιατί ἀπαντᾶ στὰ θεμελιώδη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ τρόπου τοῦ «ἀληθῶς ὑπάρχειν» τοῦ ἀνθρώπου, στὶς μεγάλες ἀξίες πού ἔθρεψαν γιὰ αἰῶνες τοὺς κατοίκους αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου τόπου. Ἡ πνευματικὴ κληρονομιὰ τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς εἶναι σήμερα περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἀναγκαία, γιατί ἀνακεφαλαιώνει καὶ ἐπαναδιατυπώνει, μὲ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο, ὅλες τὶς ἀξίες μας, ὁλόκληρη τὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση καὶ ζωὴ καὶ ἀντέχει στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου.
Ἡ ταυτότητα, ἡ Παιδεία καὶ ὁ πολιτισμὸς τοῦ Γένους μας ἀνέτειλε ἐκ τοῦ «Τάφου». Γεννήθηκε καὶ ἀνδρώθηκε μέσα σὲ δυσκολίες. Πράγματι εἶναι γεγονὸς ὅτι πολλὲς δοκιμασίες καταλυτικές, ποικίλων μορφῶν καὶ εἰδῶν, πέρασαν ἀπὸ πάνω του, ὅμως δὲν ξεριζώνεται εὔκολα, ἀλλὰ «ἀνθεῖ καὶ φέρει καὶ ἄλλο». Στοὺς χαλεποὺς καιροὺς τῆς ὑλικῆς καὶ κυρίως τῆς πνευματικῆς κρίσεως πού ζοῦμε, ἐξακολουθεῖ σὲ αὐτὸν τὸν τόπο νὰ ὑπάρχη ἀκόμη ἐλπίδα, ἀρχοντιὰ ἀλλὰ καὶ φιλότιμο. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς προσφέρει ἐκ νέου ἐλπίδα καὶ ἀπαντοχή, ρίχνει, ὅπως καὶ τοὺς ἀκροατές του, καὶ ἐμᾶς ὅλους στὸ φιλότιμο. Μὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἐπαναλαμβάνει καὶ πάλι σήμερα: Μὴ φοβᾶστε καθόλου καὶ κανένα. Δῶστε ὅ,τι σᾶς ζητοῦν. Δῶστε χαράτσια, χρήματα, πράγματα. Καὶ τὸ κορμὶ σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν. Δὲν θὰ δώσετε μόνο τὴν ψυχή σας καὶ τὸν Χριστό. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσει, δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἐκτὸς ἂν τύχη καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Ἀπ᾿ ἐκεῖ θὰ βγοῦν ὅλα [8]. Ἐξάπαντος εἶναι ἄκρως παρήγορο καὶ ἐνθαρρυντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, τελικά, δὲν ἔχουν χαθεῖ ὅλα καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι δὲν πρόκειται νὰ χαθοῦν. Καὶ τοῦτο, διότι ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἄνθρωποι (γνωστοί, ἀλλὰ συνήθως ἀφανεῖς καὶ ἀνώνυμοι) κοντά μας, ἀνάμεσά μας, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ ἀναμένουν ὑλικὰ ἢ ἄλλα ὀφέλη ἀγωνίζονται καὶ ἀναλώνονται γιὰ τὴ διατήρηση καὶ προβολὴ πνευματικῶν ἀγαθῶν καὶ ἰδανικῶν, πασχίζουν γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη Παιδεία τῶν νέων παιδιῶν, γιὰ τὴν ταυτότητα καὶ τὸν πολιτισμὸ αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου τόπου, μᾶς συντηροῦν στὴ ζωή.
Παρὰ τὰ ὅσα ἀρνητικὰ συμβαίνουν καὶ ἀκούγονται, ὑπάρχουν ἀκόμη στὶς ἡμέρες μας πρότυπα, ὑπηρετοῦνται ἀκόμη ἀρχὲς καὶ ἀξίες ὡς ἀδιάσπαστη συνέχεια καὶ ἐπέκταση τοῦ τρισχιλιετοῦς πολιτισμοῦ μας, τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσής μας. Αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσουν μικροὺς καὶ μεγάλους, ὥστε νὰ ἔλθουν πιὸ κοντὰ στὶς ζωογόνες ρίζες μας, σὲ ὅσα μᾶς ἔθρεψαν, μᾶς κράτησαν ὄρθιους καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ὑπερβοῦμε καὶ τὴν παροῦσα κρίση. Εἶναι τὰ ἴδια πού συνιστοῦν τὰ ἀνεξίτηλα χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Γένους μας καὶ ἀκριβῶς αὐτὰ περισσότερο ἀπὸ ποτὲ χρειαζόμαστε σήμερα.
Ὁ σεβασμός μας στὴν ταυτότητά μας εἶναι ἀδιαπραγμάτευτο χρέος μας, γιατί εἴμαστε χρεωμένοι μὲ βαρύτιμη πνευματικὴ κληρονομιά. Ὡς ἐκ τούτου, ἐὰν δὲν συνειδητοποιήσουμε αὐτὸ πού μᾶς κληροδοτήθηκε καὶ ὑπάρχει βαθιὰ μέσα μας, θὰ ἀποτελέσει ἀσυγχώρητο λάθος μας, θὰ ἔχουμε ἀναπόδραστα νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτοὺς πού προηγήθηκαν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς πού ἔρχονται.
1. Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς (καὶ βιογραφία), ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1984.
2. Κώστα Σαρδελῆ, Ὁ ἅγιος τῶν σκλάβων Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς, Ἀθήνα 1974, σ. 123 κ.ἑξ.
3. Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς, σ. 142.
4. Ὅπ. παρ., σ. 142.
5. Ὅπ. παρ., σ. 116.
6. Ὅπ. παρ., σ. 141.
7. Ὅπ. παρ., σ. 175.
8. Βλ. ὄπ. πὰρ., σ. 240.
Εἶναι πολλά ὅσα μπορεῖ κάποιος νά πεῖ γιά τήν Παναγία. Ταυτόχρονα ὅμως ὅσα καί νά πεῖς γιά τό τίμιο Πρόσωπό της εἶναι λίγα καί πενιχρά. Ἡ Ἐκκλησία τῆς προσέφερε τιμητικά ὅλον τόν μήνα Αὐγούστου γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται «ὁ μήνας τῆς Παναγίας». Ἔτσι ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά καταθέτουμε σέ Αὐτή εὐχές καί ὕμνους στήν λατρεία, τραγούδια καί χορούς στίς παραδόσεις μας, πού μιλοῦν γιά ἐκείνη καί τά μεγαλεῖα πού μᾶς προσέφερε. Ποιός νά διηγηθεῖ ἀλήθεια ἐπαρκῶς καί ἐπάξια ὅλα αὐτά ποῦ μᾶς δώρισε μέ τήν καταφατική της ἀπάντηση στόν ἀρχαγγελικό χαιρετισμό; Εἶπε «γένοιτο» καί ὅλος ὁ κόσμος ἄλλαξε!
Ἅς ἀναφέρουμε ὅμως καί ἐφέτος δύο λόγια γιά τό πάνσεπτο πρόσωπό της.
Θά δανειστοῦμε καί θά διατυπώσουμε μέ ἁπλότητα ὅσα ἕνας ἁγιορείτης ἅγιος ἀναφέρει γιά Αὐτήν.
Τό πρῶτο ἀφορᾶ σέ αὐτό πού συχνά λέμε στούς ναούς μας, ὅταν ψάλλουμε. Δηλώνουμε ὅτι εἶναι «…τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ…». Γιατί ἡ Παναγία χαρακτηρίζεται μέ αὐτόν τόν τρόπο; Γιατί ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας γιά τό Χριστό ἦταν πιό ἰσχυρή καί «φλογωτέρα» τῆς ἀγάπης τῶν Σεραφείμ καί Χερουβείμ. Μάλιστα αὐτές οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις «ἐκπλήττονται διά Αὐτήν». Δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε τήν ἀγάπη αὐτή τῆς Παναγίας πρός τόν Υἱό της, ἀλλά καί πρός κάθε ἄνθρωπο. Ἀδύνατο νά κατανοήσουμε τήν ὀδύνη τῆς κατά τήν στιγμή τῆς Σταυρώσεως. Ἀδύνατο ὅμως ἐπίσης, νά ἐννοήσουμε καί τήν χαρά της μέ τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Γι’ αὐτά ἡ Παναγία εἶναι καί ὁμολογεῖται ὡς «τιμιωτέρα καί ἐνδοξοτέρα».
Τό δεύτερο σημαντικό γιά τήν Παναγία εἶναι αὐτό πού καί πάλι ἀναφέρει ὁ ἀθωνίτης ἅγιος. «Ἡ Παναγία εἶναι τό πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους». Αὐτήν πρόσφερε σέ ἐμᾶς ἤδη ἀπό τήν στιγμή τῆς Σταυρώσεώς Του. Εἶπε, ἀπευθυνόμενος στόν εὐαγγελιστή καί ἀγαπημένο μαθητή Τοῦ Ἰωάννη: «ἰδού ἡ μήτηρ σου…». Τήν στιγμή αὐτή, ὁ Ἰωάννης ἐκπροσωπεῖ ὅλο το ἀνθρώπινο γένος, τούς ἀνθρώπους ὅλων των ἐποχῶν, πού πλέον θά συνδεθοῦν «χριστολογικῶς» μέ τήν Θεοτόκο. Ὁ Χριστός μᾶς χάρισε τήν μητέρα του, ἡ ὁποία εἶναι χαρά καί παρηγοριά σέ πολλούς καί γιά πολλά, σέ ὅλους ὅσοι τήν ζητοῦν. Εἶναι μεγάλο δῶρο αὐτό, γιατί πλέον εἶναι πολύ κοντά μας, ἀφοῦ ὡς κατά φύσιν ἄνθρωπος γνωρίζει τήν ἀνθρώπινη φύση, μέ τήν σημείωση ὅτι ἡ ἴδια δέν ἁμάρτησε κατά τούς Πατέρες μᾶς ποτέ, οὔτε καί κατά τόν λογισμό.
Ἡ παρουσία τῆς ἀσφαλῶς καί ἔχει εὐεργετήσει τό γένος τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά μέ τήν προστασία τῆς ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο ὅριο καί ἀγκαλιάζει ὅλους τους λαούς τῆς γῆς, κάθε ἄνθρωπο. Ζεῖ στόν οὐρανό, βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν λησμονεῖ κανέναν ἐπάνω ἐδῶ στήν δυσκολεμένη γῆ μας καί ἰδίως δέν ξεχνᾶ ὅσους τήν ἔχουν ἰδιαιτέρως ἀνάγκη.
Τέλος, ἅς ἀναφέρουμε αὐτήν τήν φοβερή ἐμπειρία πού ἔζησε ὁ ἅγιος Σιλουανός γιά νά διδαχθοῦμε. Ἅς ἀκούσουμε αὐτόν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, πού ἀξιώθηκε νά ἀκούσει τήν φωνή της. Ἀναφέρει ὅτι τόν ἐπισκέφθηκε καί τόν νουθέτησε νά μήν ἁμαρτάνει. Εἶπε ἀκριβῶς: «Δέν εἶναι ἀρεστόν εἰς ἐμέ νά βλέπω τά ἔργα σου». Δέν μοῦ ἀρέσουν αὐτά πού κάνεις. Αὐτή ἡ χροιά τῆς φωνῆς τῆς Θεομήτορος τόν συνόδευε πάντα, σέ ὅλη του τήν ζωή. Πέρασαν λέει σαράντα χρόνια, ἀλλά δέν ξέχασα αὐτήν τήν ἐλεγκτική, ἀλλά συνάμα καί γλυκιά φωνή.
Ἔχει ρόλο καί λόγο ἡ Παναγία στήν ζωή μας. Ἡ ψυχή πού ὑγιαίνει πνευματικά νιώθει νά ἕλκεται πρός Αὐτήν διά τῆς ἀγάπης. Καί γιά ὅσους τήν ἀγαποῦν, μόνο ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός της γλυκαίνει τήν καρδιά!
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Έχουμε όλοι χαρά, διότι σήμερα είναι η πραγματική εορτή της μητέρας. Διότι μόνον η Κυρία Θεοτόκος είναι η όντως μητέρα μας, επειδή μας μεταδίδει την όντως Ζωή μας, που είναι ο Χριστός μας. Και σήμερα θα έπρεπε όλες οι μητέρες να εορτάζουν την εορτή της μητέρας Ορθοδόξως, διότι κάθε μητέρα καταξιώνεται ως μητέρα μόνον εάν αποβλέπει και εάν παίρνει την ευλογία και την χάρη της Μητέρας του Θεού, της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Αλλά ο κόσμος με το κοσμικό πνεύμα, με την εκκοσμίκευση, η οποία προχωρεί και διαβρώνει την ψυχή και την καρδιά και το φρόνημα του λαού μας, έχει αρχίσει να αντικαθιστά και να υποκαθιστά μάλλον τεχνηέντως τις εορτές της Ορθοδοξίας με εορτές κοσμικές, όπως είναι η εορτή της μητέρας, η εορτή του παιδιού και άλλες παρόμοιες, όπως τα γενέθλια, που εορτάζουν οι άνθρωποι, ενώ πρέπει να εορτάζουμε τις μνήμες των Αγίων, των οποίων φέρουμε τα ονόματα. Και όλα αυτά είναι μία προσπάθεια να αλλοιωθεί το Θεανθρωποκεντρικό φρόνημα του λαού μας, και ο λαός μας να γίνει ανθρωποκεντρικός και να μην έχει τον Χριστό ως κέντρο της ζωής του. Να μη ζει ζωή εκκλησιαστική, αλλά να ζει μία ζωή μακρυά από την Εκκλησία και από τον Θεάνθρωπο Χριστό μας.
Σήμερα λοιπόν είναι η εορτή της μητέρας, της μητέρας μας. Και γι’ αυτό έχουμε χαρά. Ό,τι γίνεται στην Παναγία μας γίνεται για όλους μας και γι’ αυτό η χαρά είναι όλων μας. Η Παναγία έκανε υπακοή στον Θεό. Τέλεια υπακοή. Η Εύα η Προμήτωρ έκανε ανυπακοή και στέρησε το ανθρώπινο γένος από την ευλογία της κοινωνίας με τον Θεό, της ενώσεως με τον Θεό, της μακαρίας ζωής του Παραδείσου. Η Παναγία μας διόρθωσε το λάθος της Εύας και έκανε τέλεια υπακοή στον Θεό. Και όταν έκανε τέλεια υπακοή στον Θεό και αγάπησε τον Θεό ολοκληρωτικά και δόθηκε στον Θεό ολοκληρωτικά, δεν μπορούσε παρά να γίνει αυτό το μέγα Μυστήριο που έγινε σ’ Αυτήν. Μία απλή και ταπεινή γυναίκα τού ισραηλιτικού λαού, μία χωριατοπούλα, μία αγράμματη δηλαδή, δεν μπορούσε παρά να ελκύσει τον Θεό και ο Θεός να σκηνώσει σ’ Αυτήν και να γίνει η «Χώρα του Αχωρήτου».
Έτσι μας έδειξε η Παναγία μας την οδό της υπακοής στον Θεό και για λογαριασμό όλων μας έκανε εκείνο που δεν έκανε ο Αδάμ και η Εύα· πρόσφερε στον Θεό την ελευθερία της. Γιατί ο Θεός θέλει να είναι ενωμένος με τον άνθρωπο, θέλει να κατοικεί μέσα στον άνθρωπο. Αλλά δεν μπορεί ο Θεός να κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, εάν ο άνθρωπος δεν προσφερθεί ολοκληρωτικά στον Θεό, εάν δεν του προσφέρει την ελευθερία του, το θέλημά του, την ύπαρξή του όλη. Η Παναγία μας προσφέρθηκε. Είπε το «ναι» στον Θεό.
Ήθελε ο Θεός να έλθει στην γη, γιατί αγαπούσε τον άνθρωπο, αλλά περίμενε να βρεθεί ένα πλάσμα που θα απαντούσε στο ερώτημα που έθετε ο Ουρανός: «Θέλετε να έλθω στην γη; Θέλετε να γίνω άνθρωπος;» Περίμενε ο Θεός να βρεθεί ένας άνθρωπος που θα έλεγε το «ναι» στον Θεό με όλη του την ύπαρξη, με όλη του την καρδιά, ολοκληρωτικά. Και αυτός ο άνθρωπος που είπε το «ναι» στον Θεό ήταν η Παναγία μας. «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. α’ 38). Και όταν είπε αυτό το «ναι», ήλθε ο Θεός στην γη, ήλθε στην κοιλία της Υπεραγίας Θεοτόκου, σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος.
Και εμείς σήμερα, επειδή η Παναγία μας πρόσφερε στον Θεό την ελευθερία της, είπε το «ναι», έχουμε Σωτήρα και Λυτρωτή, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Δεσπότη Χριστό, ο οποίος μας ανέστησε από τον τάφο της αμαρτίας, από τον Άδη, από τον αιώνιο θάνατο, και μας χάρισε την αιώνια ζωή. Και σήμερα δεν είμαστε οι απελπισμένοι μελλοθάνατοι, όπως θα ήμασταν προ Χριστού, οι υπόδουλοι του διαβόλου και του θανάτου, οι χωρίς ελπίδα υπόδουλοι, αλλά είμαστε τα φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας, οι υιοί της Αναστάσεως, τα τέκνα του Θεού τα αγαπημένα, οι κληρονόμοι της αιώνιας ζωής και μακαριότητας. Όλα αυτά τα αγαθά δια της Κυρίας Θεοτόκου, της μητέρας μας ήλθαν στον κόσμο.
Γι’ αυτό σήμερα την ευγνωμονούμε, την ευχαριστούμε. Σήμερα και πάντοτε την προσκυνούμε, την δοξάζουμε. «Εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας». Γι’ αυτό και ο λαός μας ο Ορθόδοξος, ο πιστός, έχει τόσο μεγάλη ευλάβεια στην Υπεραγία Θεοτόκο. Διότι γνωρίζει ότι χωρίς Αυτήν δεν θα είχαμε τον Χριστό. Διότι γνωρίζει ότι Αυτή μας αντιπροσωπεύει. Αντιπροσωπεύει το ανθρώπινο γένος ενώπιον του θρόνου της θείας Μεγαλοσύνης.
Όπως όλα τα της Θεοτόκου μυστήρια ήσαν μυστήρια αγάπης τελείας, προσφοράς τελείας, υπακοής τελείας, ελευθερίας τελείας, προσφοράς της ελευθερίας της προς τον Θεό, έτσι και η μακαρία και σεπτή της Κοίμηση, «τελευταίον ούσα επ’ Αυτή μυστήριον», που λέγει και το τροπάριο (α’ τροπ. Λιτής). Ήταν και αυτή το τελευταίο μεν επίγειο μυστήριο της Παναγίας, όμως και αυτό μυστήριο αγάπης, ελευθερίας και υπακοής.
Όπως προσφέρθηκε ως τριετές νήπιο –οι γονείς της την πρόσφεραν στον Ναό του Σολομώντος, για να υπηρετεί στα Άγια των Αγίων– και προσφέρθηκε με όλη της την καρδιά και την θέληση, όπως όταν προσφέρθηκε κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού στο μήνυμα το αρχαγγελικό ότι θα γίνει η Μητέρα του Δεσπότου Χριστού, έτσι και τώρα που ήλθε η ώρα και Αυτή, ως άνθρωπος θνητός που ήταν, να φύγει εκ του κόσμου τούτου, πάλι προσφέρθηκε στον Θεό με εμπιστοσύνη.
Πρόσφερε με εμπιστοσύνη την μακαρία ψυχή της στον Δεσπότη Χριστό, ο οποίος ήλθε να την παραλάβει, αλλά πρόσφερε με εμπιστοσύνη και το σώμα της, το πανάχραντο και πανακήρατο, εκείνο το τρισένδοξο σώμα, το οποίο έδωσε Σώμα στον Υιό του Θεού, εκείνη την σάρκα, η οποία εσάρκωσε τον Θεό. Το πρόσφερε και αυτό με εμπιστοσύνη στον Θεό, για να μπει μέσα στην γη, χωρίς να φοβάται το σκοτεινό μυστήριο του θανάτου, χωρίς να φοβάται το χώμα που θα την κάλυπτε, διότι είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού.
Και όταν κανείς έτσι προσφέρεται στον Θεό, με τέλεια εμπιστοσύνη, και ο Θεός δεν αφήνει το πλάσμα του να χαθεί, αλλά προσφέρει και ο Θεός το παν στον άνθρωπο. Γι’ αυτό την μεν ψυχή τής Κυρίας Θεοτόκου, την φωτεινή και ολόφωτη, παρέλαβε ο Υιός της ο μονογενής, ο Κύριός μας, το δε σώμα της, αυτό το μακάριο και σεπτό και πανάχραντο σώμα –το οποίο δεν ήταν δυνατόν, αφού έτσι προσφέρθηκε στον Θεό με τέλεια ελευθερία και υπακοή και αγάπη, να γίνει βορά των σκωλήκων– Χάριτι του Παναγίου Πνεύματος και αποφάσει και επινεύσει της Παναγίας Τριάδος την τρίτη ημέρα ανεστήθη και μετέστη στους Ουρανούς και βρίσκεται δοξασμένο μαζί με την μακαρία ψυχή της και λυτρωμένο στους αιώνες.
Και έτσι η Κυρία Θεοτόκος «προΐσταται», όπως λέγουν οι Θεολόγοι της Εκκλησίας μας, «των σεσωσμένων». Είναι η προϊσταμένη της Εκκλησίας όλης. Όπως η Μαριάμ, η αδελφή του Μωϋσέως, προεξήρχε του χορού των λυτρωθέντων από τους Αιγυπτίους και εν τυμπάνω και χορώ εδόξαζε τον Θεό μετά την έξοδο εκ της Ερυθράς θαλάσσης, έτσι και τώρα η Κυρία Θεοτόκος, η αληθής Μαριάμ του ανθρωπίνου γένους, προΐσταται του χορού των σεσωσμένων και λελυτρωμένων και ψάλλει ωδή καινή ενώπιον του θρόνου του Αρνίου στους αιώνες.
(1981)
Πηγή: (Από το βιβλίο: Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές Εορτές. Έκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 189.), Κοινωνία Ορθοδοξίας
Μια σαφής ένδειξη του πόσο οικείο πρόσωπο είναι για τους Ελληνες η Παναγία είναι πως κάθε τόπος και σχεδόν κάθε εικόνα έχει μια επωνυμία. Ο Έλληνας δίνοντας Της την επωνυμία Την δείχνει ότι Τη θεωρεί δική του, ότι είναι κοντά του, ότι τον προστατεύει. Πριν από πέντε χρόνια έγραψα άρθρο με τις «300 επωνυμίες της Παναγίας». Όμως αναζητώντας έκτοτε περισσότερες επωνυμίες Της βρέθηκα προ ευχάριστης εκπλήξεως. σε όλη την Ορθοδοξία ξεπερνούν τις χίλιες που έχουν αποδοθεί στην Παναγία. Έλληνες, Ρώσοι, Ουκρανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι, Πολωνοί, Ρουμάνοι, Αλβανοί, Τσέχοι, Σλοβάκοι, όλοι έχουν δώσει ονόματα στην Παναγία. Σε όλη την Ορθοδοξία κάθε ερευνητής όλο και νομίζει ότι ολοκλήρωσε τον κατάλογο και όλο κάποια νέα επωνυμία προκύπτει. Τόση είναι η αγάπη, η γόνιμη σκέψη και η εφευρετικότητα όχι μόνο των καλλιτεχνών και των λογίων, αλλά και του απλού πιστού λαού, που γεννά συνεχώς και νέα επίθετα στην Παναγία. Αυτά μπορούν να χωριστούν σε οκτώ κατηγορίες.
Πηγή: Ακτίνες
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
Δημητσάνα – Μεγαλόπολη, Αύγουστος 2011
Ἡ θεολογική ἔννοια τῆς Μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου
Σήμερα, ἀδελφοί μου φιλέορτοι χριστιανοί, ἑορτάζει ἡ Παναγιά μας. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει πολλές ἑορτές τῆς Παναγίας, μά ἡ σημερινή Ἑορτή, πού λέγεται Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς Θεομητορικές Ἑορτές.
Ὁ λαός μας τό ξέρει αὐτό, γιατί ὁ καθένας τό ἔμαθε κατά παράδοση ἀπό τήν μάνα του καί τήν γιαγιά του, καί ὅλοι σήμερα, καί ὁ γέρος καί ὁ νιός καί τό μικρό παιδί, τρέχουν στήν Ἐκκλησία, γιατί γιορτάζει ἡ Παναγιά.
1. Τήν Παναγία ἡ Ἐκκλησία μας τήν ὀνομάζει «Θεοτόκο». Ἔτσι νά Τήν λέτε καί σεῖς, ἀδελφοί μου. Ἔτσι τό ἄκουσα καί ἐγώ νά τό λέει καί μιά εὐλογημένη γιαγιά, πού πῆγα στό σπίτι της νά τήν ἐξομολογήσω, γιατί ἦταν ἀνήμπορη.
› «Τί κάνεις, γιαγιά;», τῆς λέω.
›«Τί νά κάνω;», μοῦ λέει.
›«Παρακαλῶ τήν Θεοτόκο ἐδῶ στό κρεββάτι πού εἶμαι, γιά νά ἔρθει νά πάρει τήν ψυχή μου»!
Ἔτσι νά προσφωνοῦμε καί ἐμεῖς τήν Παναγία, ὡς «Θεοτόκο», γιατί τό ὄνομά Της αὐτό εἶναι τό ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα, γιατί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός , τό ὄνομα «Θεοτόκος» «ἅπαν τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας συνίστησι».
Καί λέγεται Θεοτόκος ἡ Παναγία, γιατί γέννησε τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, πού σαρκώθηκε στήν ἁγιασμένη Της Κοιλία.
2. Ἀφοῦ ἡ Παναγία εἶναι πραγματικά «Θεοτόκος», ἐγέννησε «ἀδιαφθόρως» τόν σαρκωθέντα σ᾽ Αὐτήν Υἱόν τοῦ Θεοῦ· τόν ἐγέννησε δηλαδή χωρίς νά φθαρεῖ ἡ παρθενία Της.
Καί βεβαίως ἔτσι ἔπρεπε νά γίνει, διότι ἡ Παναγία μας συνέλαβε «ἀσπόρως» τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ στήν Κοιλία Της.
Τό «ἀσπόρως» , ἀγαπητοί μου, συνδέεται μέ τό «ἀδιαφθόρως». Ὁ ἀρχικός σκοπός τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ ἄνθρωπος νά αὐξάνεται παρθενικά, ἀλλά ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἔφερε τόν γάμο, ὅπως τόν γνωρίζουμε στήν πεπτωκυΐα κατάσταση πού βρισκόμαστε.
Ἡ Παναγία μας ὅμως συνέλαβε παρθενικά τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ στήν Κοιλία Της, γιατί ἄν ὁ Ἰησοῦς Χριστός συλλαμβανόταν ἐκ σπέρματος, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δέν θά ἦταν «καινός ἄνθρωπος», οὔτε θά ἦταν ἀναμάρτητος, ἀλλά οὔτε θά ἦταν καί ὁ Σωτήρας τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ἐπειδή λοιπόν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γεννήθηκε «ἀσπόρως», κατά θαυμαστό δηλαδή τρόπο, γι᾽ αὐτό καί ἡ γέννησή Του ἦταν θαυμαστή. Τόν ἐγέννησε «ἀδιαφθόρως» ἡ Θεοτόκος Μητέρα του.
3. Σᾶς εἶπα σήμερα ὅλα τά παραπάνω, ἀδελφοί χριστιανοί, γιατί αὐτά, τό «ἀσπόρως» καί τό «ἀδιαφθόρως» τῆς Θεοτόκου, πού ἀκοῦτε συχνά ἐδῶ στήν Ἐκκλησία νά λέγονται καί νά ψάλλονται, αὐτά λέγω, συνδέονται πολύ στενά μέ τήν σημερινή ἑορτή.
Σήμερα ἑορτάζουμε τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδή τόν Θάνατό Της. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τόν θάνατο τόν λέει «κοίμηση», γι᾽ αὐτό λέμε ὅτι ἑορτάζουμε τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Ἡ Παναγία πέθανε κανονικό θάνατο. Ἀπέθανε καί ἐτάφη.
Ὅμως, κατά τήν πίστη μας, τό Σῶμα τῆς Παναγίας μας δέν ἔμεινε στόν τάφο, ἀλλά μετέστη, δηλαδή μετατέθηκε στούς οὐρανούς. Καί γιατί μετατέθηκε τό Σῶμα τῆς Θεοτόκου στούς οὐρανούς;
Γιατί, ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ Παναγία γέννησε «ἀδιαφθόρως» τόν Κύριο. Τό ἀδιάφθορο δηλαδή τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου κατά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, αὐτό εἶναι αἰτία τῆς μή διαφθορᾶς τοῦ σώματός Της κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου Της.
Ὅπως δηλαδή συνδέεται τό «ἀσπόρως» μέ τό «ἀδιαφθόρως» , γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε παραπάνω, ἔτσι συνδέεται καί τό «ἀδιαφθόρως» μέ τήν Μετάσταση τῆς Θεοτόκου μετά τήν Κοίμησή Της.
Τό ἀδιάφθορο τῆς Θεοτόκου κατά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔφερε καί τό ἀδιάφθορο τοῦ Σώματός Της κατά τόν θάνατό Της.
4. Ἔτσι ἔπρεπε νά συμβεῖ, ἀδελφοί μου χριστιανοί. Ὅπως τό Σῶμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν ὑπέστη φθορά στόν τάφο, ἔτσι καί τό Σῶμα τῆς Παναγίας μετέστη στούς οὐρανούς.
Ἡ Μετάσταση αὐτή τοῦ Σώματος τῆς Θεοτόκου συνδέεται μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ Της, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἐτίμησε τό Πανάγιο Σῶμα τῆς Μητρός Του μέ τήν ἀφθαρσία καί τήν μετάθεσή του στούς οὐρανούς, πρίν ἀπό τήν κοινή καί καθολική ἀνάσταση ὅλων μας.
Ἀφοῦ μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τά σώματα πολλῶν ἁγίων δέν διαφθείρονται καί ἔχουμε ἔτσι τά ἅγια λείψανα, πολλῷ μᾶλλον ἦταν λογικό νά μήν φθαρεῖ τό «θεοδόχον σκήνωμα» τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας, τῆς Θεοτόκου Μαρίας.
5. Εἶναι θαυμαστά καί θεόσδοτα τά Δόγματα τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης μας, ἀδελφοί μου χριστιανοί. Ἀλλά ὅλα τά Δόγματα τῆς Πίστης μας συγκεφαλαιώνονται στήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων περί τῆς Θεοτόκου Μαρίας, τῆς γλυκειᾶς μας Παναγίας· γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας λέει πρός Αὐτήν: «Χαῖρε τῶν δογμάτων Αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) τό κεφάλαιον»!
Εὔχομαι ἡ Παναγία μας νά εἶναι γιά ὅλους μας βοήθεια, προστασία καί μεσίτρια πρός τόν Κύριο γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Χρόνια Σας πολλά!
Μέ πολλές εὐχές
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Αναβάσεις
Κανεὶς νομίζω δὲν ἀγνοεῖ ὅτι σπουδαιότερος ἀγώνας ρητορικῆς ἐγκωμιαστικοῦ λόγου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ, ἐὰν βέβαια ἤθελε προσπαθήσει κανεὶς νὰ τηρήση τὰ καθιερωμένα καὶ πρέποντα. Ἐγὼ προσωπικὰ δυσκολεύομαι τόσο περισσότερο νὰ ἐπιδιώξω στὴν προκειμένη περίσταση τὸν πρέποντα λόγο, ὅσο νομίζω ὅτι ὅλοι μὲν οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουν ἀσφαλῶς αὐτὸ τὸν ἄθλο τῶν ἐγκωμίων πρὸς τὴν Παρθένο, πλὴν ὅμως οὔτε εἶναι κἄν δυνατὸν νὰ ἐλπίζουν ὅτι θὰ ἀνταποκριθοῦν μὲ τὰ ἐγκώμιά τους στὸ μεγαλεῖο της πραγματικότητας. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μᾶς κατηγορήσουν γιὰ τόλμη. Γιατί ποῦ ὑπάρχει τόλμη; Τὸ νὰ καταπιάνεται βέβαια κανεὶς μὲ ὑψηλὰ θέματα καὶ νὰ ἐγκαταλείπη τὴν προσπάθεια ἐμπρὸς στὸ ἐνδεχόμενο μίας ἥττας δὲν θὰ ἦταν λογικό. Πράγματι, κανεὶς ἀπολύτως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κατηγορήση ὅσους ὑστέρησαν στὸν ἀγώνα τὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κερδίση. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ χαρακτηρισθῆ ὑποχώρηση ἢ ἥττα ὅ,τι εἶναι ἐκτός εὐθύνης καὶ κατηγορίας;
Ἀφοῦ λοιπὸν προσήρμοσα τὸ λόγο μὲ τὶς δυνάμεις μου, θὰ πλέξω τὸ ἐγκώμιο τῆς Παρθένου, προσθέτοντας ὅτι δὲν τὸ ἐπιχειρῶ αὐτὸ γιὰ νὰ κάμω γνωστὲς στοὺς ἀκροατὲς τὶς χάριτες τῆς Παρθένου ποὺ τυχὸν ἀγνοοῦν, γιατί δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ θὰ μποροῦσε ν’ ἀγνοῆ τὸ κοινὸ ἀγαθό, ἀλλὰ γιὰ νὰ κάμω, μὲ τὴν ἀνάμνηση τῆς αἰτίας τῆς σωτηρίας μου, καλύτερη τὴν ψυχή, σὲ ὅσους βέβαια εἶναι τοῦτο δυνατόν, ἀφοῦ θυμηθῶ καὶ τὴ δική μου σωτηρία. Γιατί γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο μοῦ φαίνεται ὅτι ὅλοι ὕμνησαν τὴν Παναγία καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μὴν ἔκαμε αὐτὸν τὸν ἀγώνα, ἐπιτυγχάνοντας βέβαια ἄλλος λιγώτερο καὶ ἄλλος περισσότερο τὸ σκοπό του. Γιατί εἶναι πολυύμνητη ἡ Παρθένος ὄχι μόνο ἀφότου γεννήθηκε, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀκόμη χαρισθῆ στοὺς ἀνθρώπους.
2. Γιατί βέβαια καὶ οἱ προφῆτες καὶ οἱ ὁραματισμοὶ καὶ οἱ προφητεῖες τους τὴ μακαρία Παρθένο ὑμνοῦσαν. Κι ἂν ὑπῆρχε κάτι πραγματικὰ σεβαστό, ὅπως ἡ Σκηνὴ καὶ ἡ Κιβωτὸς καὶ τὰ ἱερὰ στρατόπεδα τοῦ Μωυσῆ κι ὅλα ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποία ὑπερηφανεύονταν οἱ Ἑβραῖοι, πέρα ἀπὸ τὴν ὀνομασία τους, τὸ θαῦμα τῆς Παρθένου συμβόλιζαν. Γιατί ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνο ἤσαν σεβαστά, ἀλλὰ καὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκριβῶς γιὰ νὰ τὴν προεικονίσουν καὶ νὰ τὴν προαναγγείλουν στοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ τί λέγω; Ἀφοῦ τὰ ἐγκώμια ποὺ ψάλθηκαν στοὺς ἀνθρώπους, εἴτε σὲ ἔπαινο γενικά τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἴτε γιὰ ἰδιαίτερα ἀγαθά, πρέπει νὰ ἀποδοθοῦν ὅλα στὴν Παρθένο. Γιατί δὲν ὑπάρχει κι οὔτε εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξη μικρὸ ἢ μεγάλο ἀγαθὸ ἄξιο νὰ τιμήση τὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔφερε στὸν κόσμο ἡ καινὴ μητέρα καὶ ὁ καινὸς τόκος της. Κι ὄχι μόνο ὅταν φανερώθηκε, ἀλλὰ ἀπὸ πολὺ πιὸ πρίν, μὲ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπρόκειτο νὰ φανερωθῆ.
Γιατί, ἂν ὅλα τὰ κάνουμε γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὸν Θεό, ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ κατάληξη ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς τὶς δωρεὲς τῆς Παρθένου, πῶς δὲν ἀναφέρονται τὰ πάντα σ’ αὐτήν; Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ αἰτία νὰ ἐπαινῆται ὁ,τιδήποτε ἐπαινετὸ ὑπάρχει στοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ ἡ αἰτία πάλι ὅλων τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἔχουμε εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Κι αὐτὴ ὅμως ἡ ἕνωση στὴν Παρθένο ὀφείλεται. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἡ πολυύμνητη πρέπει νὰ θεωρῆται ἡ αἰτία ὅλης της ὡραιότητας καὶ τῆς μεγαλοπρέπειας καὶ κάθε ἄλλου πράγματος ποὺ εἶναι ἄξιο νὰ ὑμνῆται μέσα στὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ γι’ αὐτὸ ὅλα τὰ ἐγκώμια πρὸς αὐτὴ πρέπει νὰ ἀναφέρωνται μόνο. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχουμε κι εἴμαστε ἄνθρωποι, τὴ μακαρία Παρθένο πρέπει νὰ θεωροῦμε αἰτία. Ἀκόμη περισσότερο: ὅπως γιὰ χάρη τοῦ καρποῦ ὑπάρχει τὸ δένδρο, ἔτσι γιὰ χάρη τῆς Παρθένου δόθηκε καὶ ἡ ἁρμονία καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη σ’ ὅλη τὴν κτίση, καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν ἥλιο καὶ σὲ καθετὶ ποὺ ὑπάρχει. Ἂν λοιπὸν γιὰ τὸν καρπὸ ἐπαινοῦμε τὸ δένδρο, ἂν τὸν καρπὸ ἐπιδοκιμάζη ὅποιος χαίρεται γιὰ τὸ δένδρο, ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ὅλη ἡ ἱερὴ μεγαλοπρέπεια τῆς κτίσεως καὶ ἡ χάρη καὶ ἡ ὡραιότης, «καθετὶ ποὺ εἶναι ἀγαθὸ καὶ ἄξιο ἐπαίνου», σύμφωνα μὲ τὸ ρητό του Παύλου, πρέπει ν’ ἀποδοθῆ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν Παρθένο; Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ κρίση ποὺ διατύπωσε ὁ Θεὸς λέγοντας ὅτι τὰ δημιουργήματά Του εἶναι καλὰ καὶ «καλὰ λίαν», ἀποτελοῦσε ἐγκώμιο τῆς Παρθένου.
3. Ἀπὸ τόσο λοιπὸν παλαιὰ ἐγκωμιαζόταν. Ἀλλ’ ἐπὶ πλέον τὸ ὅτι ἡ Παρθένος εἶναι ὁ καρπὸς τῶν δημιουργημάτων καὶ ὅτι αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀναφορὰ καὶ σχέση τῆς μακαρίας πρὸς τὸ ὑλικὸ σύμπαν, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω. Ἐφόσον δηλαδὴ σὲ ὅλη τὴ φύση καρπὸς εἶναι ὅ,τι τὴν ἐπαναφέρει ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση πρὸς τὴν ὁποία βαδίζει καὶ τὴν καθιστᾶ καὶ πάλι νέα μὲ τὴ νέα ζωὴ τῆς καρποφορίας, ποιὸς (στὴν περίπτωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως) ἀνέπλασε καὶ ἀναγέννησε τοὺς ἀνθρώπους; Ἀπὸ ποῦ προῆλθε ἡ «καινὴ κτίση»; Ποιὸς ἄλλαξε ριζικὰ ὅλο τὸ σύμπαν; Γιατί βέβαια εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ οὐρανὸς δέχθηκε νέους ἀναγεννημένους πολίτες. Κι αὐτοὺς τοὺς μετέφερε ἀπὸ τὴ γῆ ἡ Παρθένος! Ἡ γῆ πάλι εἶχε σὰν κάτοικό της τὸν καινὸ ἄνθρωπο, τὸν ἴδιο τὸν Δεσπότη τοῦ οὐρανοῦ. Κι αὐτό, γιατί δὲν παρήγαγε πιὰ τὸν παλιὸ καρπὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀλλὰ τὸ νέο ἄνθος τῆς δικαιοσύνης, τὴν Παρθένο. Δὲν ἔδιωξε ἔτσι ἡ Παρθένος τὰ γηρατειὰ μόνο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, χαρίζοντας σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους τὴ δυνατότητα νὰ ξαναζήσουν, ἀλλὰ χάρη σ’ αὐτὴ θὰ γίνη καλύτερος, θὰ ἐλευθερωθῆ δηλαδὴ ἀπὸ τὴ φθορά, καὶ ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, καθὼς καὶ ἡ σελήνη καὶ ἡ γῆ καὶ τ’ ἀστέρια. Γιατί βέβαια δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀναστηθῆ ἡ κτίση ἀπὸ τὴ φθορά, ἂν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ δὲν εὕρισκαν τὴν ἐλευθερία τους. Καὶ τὸ λύτρο αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας, τὸν πρωτότοκο τῶν νεκρῶν, τὸ ἔφερε ἀκριβῶς στὴ γῆ ἡ Παρθένος.
Θὰ ἀπαλλάξη λοιπὸν τὴ γῆ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ θὰ ἐκπληρώση τὸ διακαῆ πόθο της ἀποδίδοντας τὴν ἀφθαρσία, ποὺ «περίμενε ἀναστενάζοντας», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἔτσι εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ προφήτης λέγει πρὸς τὸν Θεό: «θὰ χορτάση ἡ γῆ ἀπὸ τὸν καρπὸ τῶν ἔργων σου», ἀναφέρεται σ’ αὐτὸν τὸν καρπό, στὴν Παρθένο. Καὶ Αὐτὴν ἀκριβῶς ὑπονοεῖ σὰν πόθο τῆς γῆς, γιατί, σύμφωνα μὲ τὸ ψαλμικό, κι ἡ γῆ θὰ χορτάση, ὅταν φανερωθῆ ἡ «δόξα τοῦ Σωτῆρος».
Ἂν πάλι ἡ Γραφὴ ἀποκαλῆ γῆ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ αὐτοὶ χάρις στὴν Παρθένο εἶδαν νὰ πραγματοποιοῦνται ὅλες οἱ ἐπιθυμίες τους κι ἔφθασαν στὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ εἶχαν ἐπιθυμήσει οἱ Προφῆτες νὰ φθάσουν. Γιατί βέβαια οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ χάσαμε μὲ τὴ πτώση τὴν εὐτυχία, γιὰ τὴν ὁποία πλασθήκαμε, τὴν ποθούσαμε ἀπὸ τότε ἀδιάκοπα. Κανεὶς ὅμως οὔτε ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ μᾶς τὴν ξαναπροσφέρη. Καὶ πέφταμε συνέχεια σὲ χειρότερα, ὥστε νὰ εἶναι ἔτσι ἀδύνατο νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν πρώτη κατάστασή μας. Κι ὅμως αὐτὴ μόνο τὴν εὐτυχία ποθώντας στενάζαμε. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν εὐτυχία μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ τὴν ξαναβροῦμε μόνη ἡ Παρθένος. Αὐτὴ ξεπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία μας ἑνώνοντας μὲ τοὺς ἀνθρώπους τὸν μόνον Ἐπιθυμητό, Αὐτὸν πού, ὅταν κανεὶς τὸν βρῆ, δὲν μπορεῖ νὰ ζήτηση τίποτε παραπέρα. Καὶ τὸν ἔνωσε τόσο στενά, ὥστε νὰ μετάσχη ὄχι μόνο στὸν τρόπο καὶ τὸν τόπο τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια μας τὴ φύση.
Ἀλλ’ ὅμως δὲν περιορίσθηκε νὰ εὐεργετήση μόνο τοὺς ἀνθρώπους κι αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, σὰν νὰ εἶχε βάλει ὅριο στὶς δωρεὲς της τὸν οὐρανό. Ἀντίθετα κι αὐτὸν τὸν οὐρανὸ τὸν ξεπέρασε, κι αὐτὸν τὸν «ἐκάλυψε» μὲ τὴν ἀρετή της. Γιατί φάνηκε χρήσιμη καὶ στοὺς Ἀγγέλους, στὶς ἴδιες τὶς «Ἀρχὲς» καὶ «Ἐξουσίες». Ἔκαμε νὰ ἀνατείλη καὶ γι’ αὐτοὺς τὸ φῶς, τοὺς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ γίνουν σοφώτεροι ἀπὸ πρὶν καὶ καθαρώτεροι, νὰ γνωρίσουν τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ καλύτερα. Γιατί ἡ «πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου αὐτῆς γνωρίσθηκε στὶς Ἀρχὲς καὶ στὶς Ἐξουσίες καὶ τὸ βάθος τοῦ πλούτου τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ» διὰ μέσου αὐτῆς, σὰν νὰ χρησιμοποιοῦσαν τὰ μάτια ἢ τὸ φῶς τὸ δικό της, τὸ εἶδαν καθαρὰ ὅλοι. Ἔτσι ἡ Παρθένος ὑπῆρξε ὁ μοναδικὸς ὁδηγὸς κάθε ψυχῆς καὶ κάθε νοῦ πρὸς τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
4. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δημιούργησε ἡ Παρθένος καινὸ οὐρανὸ καὶ γῆ καινή. Ἢ καλύτερα ἀποτελεῖ αὐτὴ ἡ ἴδια τὴν καινὴ γῆ καὶ τὸν καινὸ οὐρανό. Καὶ εἶναι βέβαια γῆ, γιατί προῆλθε ἀπὸ τὴ γῆ. Εἶναι ὅμως γῆ καινή, γιατί σὲ τίποτε δὲν ταίριαζε μὲ τοὺς προγόνους της, οὔτε κληρονόμησε τὴν παλιὰ ζύμη, ἀλλὰ ἔγινε, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, αὐτὴ ἡ ἴδια «νέο φύραμα» κι ἔκαμε τὴν ἀρχὴ ἑνὸς γένους καινούργιου. Ἀλλὰ ποιὸς ἀγνοεῖ τὸ γιατί ἡ Παρθένος εἶναι οὐρανός; Εἶναι ὅμως πάλι οὐρανὸς καινός, γιατί βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε εἴδους γηρατειὰ κι εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπὸ κάθε φθορὰ καὶ γιατί ἀκόμη μόλις τὸν τελευταῖο καιρό, σ’ αὐτὲς τὶς ἔσχατες ἡμέρες, χαρίσθηκε στοὺς ἀνθρώπους, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, ποὺ κήρυξε ὁ Ἠσαΐας: «οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινὴν δώσω ὑμῖν».
Κι ἂν θέλης νὰ προχωρήσουμε περισσότερο, ἡ Παρθένος εἶναι μία γῆ καὶ ἕνας οὐρανὸς θαυμαστὸς καὶ ὑπέροχος γιατί κι ἀπὸ τὴ γῆ ὑψώθηκε παραπάνω καὶ τὸν οὐρανὸ τὸν ξεπέρασε τόσο στὴν καθαρότητα, ὅσο καὶ στὴ μεγαλωσύνη. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ βέβαια τὸ μέγεθος, ἡ Παρθένος εἶχε ἔνοικον Ἐκεῖνον, ποὺ ὁ οὐρανὸς δὲν μποροῦσε νὰ χωρέση. Ἀλλὰ ἦταν καὶ ἀφάνταστα καθαρώτερη ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἤσαν δυνατὸ νὰ τὰ δοῦν οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς αὐτὸς νὰ σχισθῆ ἢ νὰ ἀνοιχθῆ, τίποτε δὲν τοὺς ἐμποδίζει νὰ τὰ ἀπολαύσουν διὰ μέσου τῆς Παρθένου. Ἀκόμη περισσότερο, ἡ Παρθένος γίνεται ὁδηγὸς σ’ ὅσους ἀνυψώνονται πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ ὁ οὐρανὸς ἀντιστέκεται. Κι ἐνῶ ἐκεῖνος πρέπει νὰ φύγη ἀπὸ τὴ μέση, ἂν δὲν ἔμπαινε ἡ Παρθένος ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ λάβουν μέρος οἱ γήινοι στὰ ὑπερκόσμια.
Πραγματικά, κατὰ τὸ γραφικὸ λόγο, ὁ οὐρανὸς δὲν μπόρεσε νὰ ὑποφέρη τὴ θεία ἀκτίνα καὶ σχίσθηκε, μόλις αὐτὴ πέρασε. Γιατί, λέγει ἡ Γραφή, ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε μὲ τὴ μορφὴ περιστεριοῦ πάνω στὸν Ἰησοῦ, ὁ μέγας Ἰωάννης «εἶδε τοὺς οὐρανοὺς νὰ σχίζωνται». Ἀντίθετα, ἡ μακαρία, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε τὸ Πνεῦμα, ἀπήλαυσε ἀκόμη μεγαλύτερη μέσα της τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Παῦλος εἶπε ὅτι «ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο νοῦ». Κι ἔγινε θαυμαστὸς τόπος τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἴδιου τοῦ Σωτήρα, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε τοπικὸ ὅριο. Καὶ Τὸν ἔφερε μέσα της μὲ τόσο μεγάλη ἄνεση, ὥστε νὰ κυοφορήση καὶ νὰ γεννήση ἀνώδυνα.
Ἑπομένως, εἶναι φανερὸ πὼς ἐκεῖνο ποὺ ὁ προφήτης ὀνομάζει «οὐρανὸν οὐρανοῦ» καὶ τονίζει ὅτι ἁρμόζει μόνο στὸν Θεό, λέγοντας τὸ γνωστὸ «ὁ γὰρ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυρίω», εἶναι ἡ Παρθένος. Γιατί ἄλλωστε «οὔτε ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, λέγει ἀλλοῦ ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι καθαρὸς ἐνώπιόν σου». Ἐνῶ αὐτὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Θεό, δηλαδὴ ἡ Παρθένος, δὲν εἶναι ἁπλῶς καθαρὴ ἀπὸ κάθε κακία, ἀλλὰ καὶ θετικὰ «καλή»; Κι ὄχι πάλι σ’ ἕνα μόνο σημεῖο, ἀλλὰ ἐξ ὁλοκλήρου καλή: «ὅλη γὰρ εἰ καλή», λέγει. Καὶ δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ ἀνθρώπινη κρίση, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀνακηρύσσει «καλὴ» τὴ μακαρία. Κι αὐτὸ ὄχι κατὰ τρόπο συνηθισμένο, ἀλλὰ μὲ θαυμασμὸ καὶ μὲ ἔκπληξη: «Τί γὰρ εἰ καλή, ἡ πλησίον μου;» λέγει.
Κι ὅλα αὐτά, μολονότι μπροστὰ στὸν Θεὸ «κάθε ἀνθρώπινη δικαιοσύνη εἶναι, κατὰ τὴ Ἁγία Γραφή, σιχαμερώτερη ἀπὸ ὁποιοδήποτε βδέλυγμα» κι ἀποκαλεῖται πονηρία. Ὅπως λοιπόν, γίνεται φανερό, ἡ δικαιοσύνη τῆς Παρθένου δὲν βρισκόταν μέσα στὰ ἀνθρώπινα ὅρια. Ἡ Παρθένος ξεπέρασε τὴν ὑπόλοιπη ἀνθρώπινη φύση ὄχι ἁπλῶς λίγο ἢ πολύ, τόσο δηλαδὴ ποὺ νὰ ὑπάρχη ἀντιστοιχία, ἀλλὰ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ μετρηθῆ ἡ μεταξύ τους ἀπόσταση.
5. Γι’ αὐτὸ καὶ συγκάλυψε κάθε ἀνθρώπινη κακία κι ἀπέδειξε τοὺς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ἑνωθοῦν καὶ νὰ ζήσουν μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ γῆ ἀξία νὰ γίνη διαμονὴ τοῦ Σωτήρα. «Ὅλοι ξέφυγαν ἀπὸ τὸ σκοπό τους καὶ ταυτόχρονα ἀχρηστεύθηκαν». Κανεὶς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ βοηθήση τὸ γένος ποὺ κινδύνευε οὔτε νὰ ἀναχαίτιση τὴν ἁμαρτία, ποὺ εἶχε ξεχυθῆ σὰν ποτάμι. Γιατί καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ κριτὲς καὶ ὅλοι οἱ προφῆτες κι ὅσοι γενικώτερα ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους ἤσαν θεοσεβεῖς —ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν βέβαια δυνατὸν νὰ ἐλπίζη κανεὶς πὼς θὰ ἔλθη κάποια καλυτέρευση στὸ γένος—κανείς ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς δὲν μποροῦσε νὰ βοηθήση στὸ παραμικρὸ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἀφοῦ οὔτε τοὺς ἴδιους τούς ἑαυτούς τους δὲν μπόρεσαν νὰ ἀναδείξουν καθαροὺς ἀπὸ κατηγορίες καὶ τιμωρίες, ἀλλ’ ὅταν ἔφευγαν ἀπὸ ἐδῶ, τοὺς ὑποδεχόταν ὅλους ὁ Ἅδης. Κι ἦταν ἔτσι ἀδύνατο νὰ ξανάρθη σὲ μᾶς ἡ προηγούμενη ζωή μας, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦσαν οἱ ἴδιοι νὰ ἐπαρκέσουν στοὺς ἑαυτούς τους, οἱ δὲ ἀγαθοὶ Ἄγγελοι, μολονότι ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν καλυτέρευσή μας καὶ προσπαθοῦσαν ν’ ἀγωνισθοῦν μαζί μας, νικιόνταν μπρὸς στὸ μέγεθος τῶν ἀνθρωπίνων κακῶν, κι ἐνῶ, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ πληγὴ ἦταν ἀπαραίτητη, ἦταν ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας στοὺς ἀνθρώπους μισητός. «Ἔσκυψε, πράγματι, καὶ κοίταξε πάνω στὴ γῆ καὶ δὲν βρῆκε κανέναν ποὺ νὰ σκέπτεται στὰ σοβαρὰ καὶ νὰ ζητῆ τὸν Θεό».
Ἀλλὰ συνέβηκε μὲ τὴν ἀνθρωπότητα ὅ,τι συμβαίνει μὲ ἕνα σῶμα, ποὺ ἔχει καταστραφῆ ὁλόκληρο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια καὶ δὲν τοῦ ἀπομένει κανένα σημεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ τὸ θεραπεύση νὰ ἀνακαλέση τὴν ὑγεία. Γιατί ἤθελε βέβαια ὁ Θεὸς τὴ σωτηρία μας, σὰν φιλάνθρωπος ποὺ εἶναι, ἀλλὰ δὲν εὕρισκε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσε ν’ ἄρχιση τὴν προσφορὰ τῶν δωρεῶν του κατὰ τρόπο δίκαιο. Γιατί ἀποτελεῖ νόμο τῆς θείας δικαιοσύνης τὸ νὰ προσφέρη μερικὲς φορὲς τὶς εὐεργεσίες ἐκεῖνες ποὺ κάνουν τὴν ἀνθρώπινη φύση καλύτερη καὶ χωρὶς οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸ θέλουν. Ἀλλ’ ἀποτελεῖ ἐξ ἴσου νόμο οἱ εὐεργεσίες, ποὺ ἐπανορθώνουν τὴ θέληση καὶ τὴν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου καὶ φέρνουν μέσα μας τὸν Θεὸ καὶ μᾶς δίνουν τὸν ἀρραβώνα τῆς οὐράνιας εἰρήνης, νὰ εἶναι βέβαια μεγάλες καὶ νὰ ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρώπινη ἐλπίδα, νὰ μὴ χορηγοῦνται ὅμως σὲ ὅλους, ἀλλὰ μόνο σὲ ὅσους συμβαίνει νὰ ἔχουν προηγουμένως συνεισφέρει ἀπὸ τὴν πλευρὰ τους ὅ,τι συντελεῖ στὴν προσέλκυση καὶ διατήρησή τους.
Γι’ αὐτό, πρὶν κατέβη ὁ Σωτήρας στὴ γῆ καὶ πρὶν ὑπάρξουν τὰ μυστήρια τῆς θείας του οἰκονομίας, τὰ ὁποία ἐπανέφεραν μεμιᾶς τὴ θέλησή μας, ποὺ εἶχε ξεπέσει ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη, χρειαζόταν μία ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἱκανὴ ὄχι μόνο νὰ ἀντισταθμίση τὴν τόσο μεγάλη ἀνθρώπινη κακία, ἀλλὰ μὲ πολὺ μεγαλύτερη δύναμη. Αὐτὴ ἔπρεπε νὰ συντελέση ἀποφασιστικὰ στὸ νὰ ξεπλυθῆ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὸ μίασμα, νὰ ἐξαλειφθῆ ἡ αἰσχύνη ποὺ τῆς προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία, νὰ καταργηθῆ ἡ ὕβρις τοῦ ἐχθροῦ Διαβόλου καί, ἀφοῦ συμφιλιωθῆ, νὰ προσφέρη ὁ Θεὸς τὸ χέρι του στοὺς ἀνθρώπους.
6. Καὶ νὰ ποὺ πρόσφερε ἡ Παρθένος γιὰ χάρη ὅλου τοῦ κόσμου αὐτὴ τὴν ὑπέροχη δικαιοσύνη κι ἔγινε σ’ ἐμᾶς ἡ κάθαρση κι ὁ ἱλασμὸς κι ἐξάγνισε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Κι ὅπως ἡ φλόγα ἢ ἡ φωτοχυσία μεταδίδεται σ’ ὅποιο σῶμα συναντήση, ἔτσι καὶ ἡ Παρθένος μετέδωκε σ’ ὅλους τὸ λαμπρὸ φῶς της.
Ὑπάρχει μία ἀναλογία ἀνάμεσα στὴν Παρθένο καὶ τὸν ἥλιο: τὸ φυσικὸ φῶς παρουσιάζεται σὰν ἡ ὡραιότης τῶν ὁρατῶν πραγμάτων, χωρὶς νὰ ἀνήκη στὴ φύση ὅλων, γιατί τὸ ἔδωσε ὁ Θεὸς μόνο στὸ δίσκο τοῦ ἡλίου, παρόμοια ἀκριβῶς καὶ ἡ ὡραιότης τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλο τὸ σεμνὸ μεγαλεῖο τῆς φύσεως καὶ ὅλη ἡ χάρη, ὅπως ἀνθοῦσε πρὶν νὰ χάση ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ καὶ τὴν ὁποία θὰ εἶχε, ἂν εἶχε τηρήσει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνη ποὺ εἶχε καὶ κείνη ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχη, ἀλλὰ δὲν εἶχε, ὅλα αὐτὰ βρέθηκαν συγκεντρωμένα μόνο στὴν Παρθένο καὶ ἐδικαίωσαν ὅλους τούς ἀνθρώπους, πράγμα ποὺ ὁ Παῦλος εἶπε γιὰ τὸ Σωτήρα. Ὑπῆρξε ἔτσι ἡ Παρθένος θησαυρὸς ἢ περιουσία ἢ πηγὴ ἢ δὲν ξέρω πῶς ἀλλοιῶς νὰ τὸ πῶ τῆς ἁγιότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν αὐτὴ μόνη κατοίκησε στὸ θυσιαστήριο. Καὶ προσφέρθηκε σὰν μία προπαρασκευαστικὴ καὶ καθαρτήρια θυσία πρὶν ἀπὸ τὸ μεγάλο θύμα γιὰ τὸ καλὸ ὅλου τοῦ γένους. Ἔτσι «πρόδρομος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἰσῆλθεν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁ Ἰησοῦς». Σὰν πρόδρομος δὲ τοῦ Σωτήρα εἰσῆλθε στὰ ἐνδότερά τοῦ καταπετάσματος ἡ μακαρία Παρθένος καὶ προσέφερε τὸν ἑαυτό της στὸν Πατέρα. Καὶ ὁ Ἰησοῦς βέβαια συμφιλίωσε ἀπόλυτα τούς ἀνθρώπους μὲ τὸν Πατέρα πεθαίνοντας πάνω στὸ σταυρό. Ἐνῶ ἡ μακαρία, μὲ τὸ νὰ προσφερθῆ στὸν Θεό, τόσο μπόρεσε νὰ συμβάλη στὴν καταλλαγή, ὅσο χρειαζόταν γιὰ νὰ φέρη τὸν κυβερνήτη ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, νὰ κάνη ἀδελφό τους τὸν πρεσβευτή, αὐτὸν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθη γιὰ χάρη τους μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ διεκδίκηση τὴ σωτηρία γι’ αὐτοὺς ποὺ ἤσαν πλέον δικοί του, ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια μὲ αὐτὸν φύση. Γιατί ὄφειλε νὰ ὁμοιωθῆ κατὰ πάντα μὲ τοὺς ἀδελφούς του, «ἵνα ἐλεήμων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τὰ πρὸς τὸν Θεόν». Καὶ αὐτὸς βέβαια, ὄντας μέσα στὴ μία του ὑπόσταση καὶ τὰ δύο: καὶ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς ,ἀλλά καὶ Θεός· ἔγινε τὸ κοινὸ ὅριο καθεμιᾶς ἀπὸ τὶς δύο φύσεις. Εἶναι γι’ αὐτὸ καὶ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ καταλλαγὴ καὶ εἰρήνη καὶ ἔρως καὶ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ὁδηγεῖ πρὸς αὐτά. Ἐνῶ ἡ μακαρία μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον καταγόταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ ταιριάζη ἀπὸ τὸ ἄλλο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ὑπέροχη ἀρετὴ της μόνο μὲ τὸν Θεό, αὐτὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μεγαλύνει καὶ τὸν Θεὸ κινεῖ σὲ ἔρωτα πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἑλκύοντάς Τον μὲ τὸ κάλλος της. Καὶ ὁ Σωτήρας βέβαια ἐξόφλησε ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐμεῖς χρωστούσαμε. Γιατί δὲν ἔνοιωθε ὁ ἴδιος νὰ εἶχε κάμει κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο νὰ εἶναι ὑπεύθυνος, ἀφοῦ «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν», ἀλλὰ πῆρε πάνω Του τὶς δικές μας ἁμαρτίες καὶ βασανίσθηκε γιὰ χάρη μας. Ἔτσι ἡ πληγὴ ἑνός, ποὺ δὲν εἶχε ἀδικήσει σὲ τίποτα, μὲ τὸ νὰ πάρη τὴ θέση τῆς ποινῆς ποὺ ἄξιζε σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ποὺ ἔσφαλαν τὰ μέγιστα, ἦταν ἀρκετὴ νὰ διαλύση τὶς κατηγορίες ἐναντίον ὅλων. Ἡ δὲ Παρθένος μὲ τὸ νὰ παρουσιάση μόνη αὐτὴ ἀνάμεσα σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους τὴν ψυχὴ της ἀξία τοῦ Θεοῦ μπόρεσε νὰ ὑπερασπισθῆ καὶ τοὺς ἄλλους.
Γι’ αὐτό, ἐνῶ πολλοὶ καὶ πολλὲς φορὲς δέχθηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μηνύματα, μόνο σ’ αὐτὴ ὁ Θεὸς εἶπε τὸ «χαῖρε». Γιατί δὲν ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ αὐτὴ κανεὶς πού, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κατηγορίες, νὰ μπορῆ νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένος καὶ ἀπὸ τὴ σχετικὴ ποινή. Ὅλους πράγματι τοὺς ἔκρινε ὁ Θεὸς ἄξιους νὰ πονοῦν καὶ νὰ βασανίζωνται. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἦταν ἡ τιμωρία τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὸ ὅτι καταπάτησαν τὸ νόμο τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ εἰρήνης. Μὲ τὸ νὰ θεωρήση λοιπὸν τὴ μακαρία Παρθένο ἀξία νὰ χαίρεται καὶ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ἀποκάλεσε «εὐλογημένη» καὶ «κεχαριτωμένη», φανέρωσε ὅτι δὲν εἶχε νὰ τῆς καταλογίση τίποτε ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποία ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ὑπεύθυνη.
7. Γιατί ἔπρεπε τὸ καινούργιο θύμα, ποὺ προσφέρθηκε γιά μᾶς, οἱ ὁποῖοι εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ἐξαγνισμούς, νὰ εἶναι ἄμωμο καὶ ἅγιο. Ἐὰν βέβαια τὸ θυσιαστήριο, τὸ ὁποῖο ἦταν σχεδίασμα καὶ εἰκόνα τῶν χαρίτων τῆς Παρθένου, ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πιὸ ἅγιο ἀπὸ ὅλα τὰ ἅγια πράγματα, τί γνώμη θὰ ἔπρεπε νὰ διατυπώσουμε γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια; Γιατί τὸ θυσιαστήριο δὲν ὑστεροῦσε ἀπὸ τὴν Παρθένο μόνο ὅσο ὑπολείπεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ἡ σκιὰ καὶ τὸ ἀποτύπωμα τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀνάμεσά τους πολὺ μεγαλύτερη, ἄπειρη ἀπόσταση. Γιατί τὸ θυσιαστήριο τὸ ἐπισκιάζουν, ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, τὰ Χερουβίμ. Ἐνῶ τὴν πολυύμνητη δὲν τὴν ἐπισκιάζουν ἁπλῶς τὰ Χερουβὶμ ἢ κάτι σπουδαιότερο ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ ὁ ἴδιος Ἐκεῖνος, τὸν ὅποιο ὑπηρετοῦν τὰ Χερουβίμ, ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὅπως ἀνήγγειλε ὁ θειότατος Γαβριήλ. Ἐξ ἄλλου ἡ θυσία εἶναι ἁγιώτερη ἀπὸ τὸ ἱερό, γιατί αὐτὴ ἀκριβῶς τὸ κάνει ἱερό. Τὸ χρίσμα τοῦ αἵματος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τὸ ἁγιάζει. Ἀλλὰ ἡ μακαρία Παρθένος τόσο πολὺ εἶναι ἁγιώτερη ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη θυσία, ὥστε νὰ μὴν μπορῆ κανεὶς οὔτε νὰ περιγράψη τὴ διαφορά. Γιατί τὸ αἷμα τῆς καινούργιας αὐτῆς θυσίας δὲν τὸ δέχθηκε ἁπλῶς τὸ θυσιαστήριο οὔτε τὸ κατέφαγε ἡ φωτιά, ἀλλὰ τὸ πῆρε πάνω του ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ τὸ φόρεσε σὰν «ἱμάτιον σωτηρίου καὶ χιτώνα εὐφροσύνης», ξαναχαρίζοντάς το στοὺς ἀνθρώπους σὰν ὅπλο ἐναντίον κάθε κακοῦ καὶ κάθε πόνου. Καὶ δὲν ντράπηκε γι’ αὐτὴ τὴν περιβολή, ἀλλὰ τὴν ὀνομάζει ἀντίθετα δόξα καὶ βασιλεία του. Καὶ σωστά, γιατί ὅταν φορώντας αὐτὸ τὸ «ἱμάτιο» πῆρε μέρος στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «ἔφθασε στὴ γῆ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Γι’ αὐτὴ τὴ βασιλικὴ ἐνδυμασία ρωτοῦσαν οἱ Ἄγγελοι τὸ Σωτήρα: «γιατί εἶναι κόκκινη ἡ στολή σου;» Κι αὐτὴ τὴ βασιλεία «ὁ Κύριος ἐβασίλευσε», σύμφωνα μ’ αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Γραφή. Αὐτὴ τὴ δύναμη κι αὐτὴ τὴ δόξα φόρεσε. Μ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν περιβολὴ καὶ μ’ αὐτὴ τὴ ζώνη νίκησε τὸ Διάβολο, ἅρπαξε ἀπὸ τὰ χέρια του κι ἐλευθέρωσε τοὺς δεμένους, ἁλυσοδένοντας τὸν ἴδιο. Κι ἔγινε σ’ ἐμᾶς τοὺς σωσμένους ἡ σάρκα τοῦ Σωτήρα «δύναμις Θεοῦ», ὅπως γράφει ὁ Παῦλος.
Ὢ πόσο πρωτοφανῆ καὶ ὑπέροχα εἶναι αὐτὰ τὰ μυστήρια! Πόσο θαυμαστὴ αὐτὴ ἡ δικαιοσύνη! Ὢ μεγαλεῖο ψυχῆς, ποὺ μὲ τέτοια ἁγνότητα στόλισε τὸ σῶμα της! Ὢ σῶμα ποὺ ξεπερνώντας τὴ φύση του τόσο πολὺ ὑψώθηκε μαζὶ μὲ τὴν ψυχή! Ὢ φῶς λαμπρὸ ποὺ καταύγασε ἐκεῖνο τὸ νοῦ! «Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ διαλαλήσω»; ρωτάει ἔκπληκτος ὁ προφήτης. Τὸν Θεό, ποὺ κανένας ποτὲ δὲν περιέλαβε τόπος, ποὺ ἡ κτίση ὅλη, κι ἂν ἀκόμα γίνη μύριες φορὲς μεγαλύτερη, δὲν τὸν χωρεῖ, Αὐτὸν τὸν περιέβαλε μὲ τὸ αἷμα της ἡ Παρθένος. Κι ὄχι ἁπλῶς τὸν περιέβαλε, ἀλλὰ τοῦ ὕφανε μὲ τὸ αἷμα της τέτοιο χιτώνα, ποὺ ἀπὸ κάθε ἄποψη νὰ ταιριάζη στὸ βασιλιά. Ἂν καὶ βέβαια δὲν ἑνώθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα ἁπλῶς ὅσο τὸ σῶμα ἑνώνεται μὲ τὸ ἔνδυμα οὔτε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔλαβε μέρος στὴ θεία ἀκτίνα ὅσο ἡ στολὴ στὴ βασιλικὴ εὐτυχία. Ἀλλὰ τόσο μόνο ἐπιτρέπεται νὰ ὀνομάσουμε τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτήρα περιβολὴ καὶ ἐνδυμασία, ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ ἐκφρασθῆ ὅτι δὲν ἔχει γίνει σύγχυση ἀνάμεσα στὶς δύο φύσεις, ἀλλὰ ὅτι ἡ κάθε μία μένει ἀκέραιη καὶ διατηρεῖ ὅλα τὰ ἰδιώματά της. Ἐνῶ σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ ὑπόλοιπα, τόσο πολὺ ξεπερνᾶ ἡ πραγματικότης αὐτὴ τὴν εἰκόνα, ὅσο ἡ τελεία ἕνωση τὴν πλήρη διαίρεση. Γιατί αὐτὴ ἡ ἕνωση οὔτε μπορεῖ νὰ γίνη παράδειγμα σὲ τίποτε ἄλλο οὔτε ἀπὸ κανένα ἄλλο παράδειγμα μπορεῖ νὰ ἐκφρασθῆ. Ἀλλὰ εἶναι μία ἕνωση μοναδική, πρωτοφανὴς καὶ ἀνεπανάληπτη. Γιατί τὸ αἷμα τῆς μακαρίας ἔγινε αἷμα Θεοῦ —πῶς νὰ τὸ ἐκφράσω;— καί, συμμετέχοντας τόσο στενὰ σὲ καθετὶ ποὺ Αὐτὸς εἶχε, ἀναδείχθηκε ὁμότιμο καὶ ὁμόθρονο καὶ ὁμόθεο μὲ τὴ θεία φύση. Σὲ τέτοιο ὕψος ἁγιότητος ἔφθασε ἡ Παρθένος, τόσο ἡ ἀρετὴ τῆς ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο νοῦ!
8. Ἄνθρωπος ἦταν. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐβλάστησε. Κι ἦταν μέτοχος σὲ κάθε κοινὸ χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Δὲν κληρονόμησε ὅμως τὴν ἴδια νοοτροπία οὔτε παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη κακία ποὺ ἐπικρατεῖ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀλλὰ νίκησε τὴν ἁμαρτία κι ἀντιστάθηκε στὴ φθορὰ τῆς φύσεώς μας κι ἔδωσε τέλος στὴν κακία. Ἔγινε ἔτσι αὐτὴ ἡ ἴδια ἁγία ἀπαρχὴ καὶ βάδισε πρώτη καὶ ὑπῆρξε ὁδηγὸς τῶν ἀνθρώπων στὸ δρόμο πρὸς τὸν Θεό. Γιατί διατήρησε τὴ θέλησή της τόσο καθαρή, σὰν νὰ ἦταν μόνη της σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος οὔτε κανένα ἄλλο πλάσμα νὰ εἶχε ποτὲ δημιουργηθῆ, σὰν νὰ βρισκόταν μόνη μπροστὰ στὸ μόνο Θεό. Δὲν συγκέντρωσε τὴν προσοχή της σὲ κανένα ἀπὸ τὰ κτίσματα οὔτε προσηλώθηκε σὲ τίποτε ἀπολύτως ἀπὸ ὅ,τι ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ ποὺ ἦρθε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀποχωρίσθηκε κατὰ τὸ καλύτερο μέρος. Κι ἔτσι, ἔχοντας ξεπεράσει ὅλη τὴν κτίση, τὴ γῆ, τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὰ ἀστέρια, τὸν ἴδιο τὸ χορὸ τῶν Ἀγγέλων, ποὺ περιβάλλει τὸ Θεό, δὲν σταμάτησε παρὰ ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ τὸν καθαρὸ Θεό, ἡ καθαρή. Κι ἀναδείχθηκε ἱερώτερη ἀπὸ τὶς θυσίες, τιμιώτερη ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια γιὰ τὸ Θεό, τόσο πιὸ ἅγια ἀπὸ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἱερεῖς, ὅσο ἁγιώτερος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἁγιάζονται εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἁγιάζει. Γιατί βέβαια κανεὶς δὲν ἦταν ἅγιος πρὶν γεννηθῆ ἡ μακαρία. Αὐτὴ πρώτη καὶ μοναδική, ἀπαλλαγμένη ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, παρουσιάσθηκε νὰ εἶναι πραγματικὰ ἁγία, καὶ ἁγία ἁγίων κι ὅ,τι ἀκόμη περισσότερο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πῆ. Κι ἄνοιξε καὶ στοὺς ἄλλους τὴν πόρτα τῆς ἁγιωσύνης μὲ τὸ νὰ ἔχη προετοιμασθῆ κατάλληλα γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ ὅπου ἦλθε ἡ ἁγιότης καὶ στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἱερεῖς καὶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἀξιώθηκε νὰ συμμετάσχη στὰ θεία μυστήρια.
Γιατί ὁ καρπὸς τῆς Παρθένου εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πρῶτος καὶ μόνος ἔφερε τὴν ἁγιότητα στὸν κόσμο. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ μακάριος Παῦλος: «πρόδρομος γιὰ χάρη μας εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ ἅγια». Γιατί, ἂν συμβαίνη νὰ λέγεται ὅτι καὶ πρὶν νὰ ἔρθη ὁ Σωτήρας πολλοὶ ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν νὰ ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐπωνυμία, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἔλαβαν μέρος στὰ μυστήρια τῆς θείας Οἰκονομίας, συμμετέχοντας στὶς προτυπώσεις τους. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο λέγει ὁ Παῦλος ὅτι καὶ πρὶν ἀκόμη «ὀνειδισθῆ» ὁ Χριστός, ὁ Μωυσῆς προτίμησε «ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς Αἰγύπτου τὸν ὀνειδισμὸ τοῦ Χριστοῦ». Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ πρὶν ἀκόμη νὰ ἔλθη στὴ γῆ ὁ ἄρτος «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», πρὶν νὰ δοθῆ στοὺς ἀνθρώπους τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον —ἀφοῦ «ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ»—ἦταν δυνατὸν στοὺς Ἑβραίους τὸ βάπτισμα καὶ ἡ πνευματικὴ μετάδοση ψωμιοῦ καὶ νεροῦ. Καὶ ἀκόμη, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ εἶναι καλὰ παρασκευασμένοι γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἁγιότητα κι ἕτοιμοι νὰ ὑποδεχθοῦν, τὴν ἀκτίνα ἐκείνη ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνέτειλε ἡ σωτηρία. Μὲ αὐτὰ συμφωνεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας: «ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτὸν ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθεία». Ἔτσι καταλαβαίνουμε πὼς οἱ παλιοὶ ἐκεῖνοι ἅγιοι, μιά καὶ ὁ Σωτήρας δὲν εἶχε ἀκόμη φανερωθῆ, δέχθηκαν τὸν ἁγιασμὸ διά· μέσου σκιῶν καὶ συμβόλων. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι δηλαδὴ «ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄνδρες, καίτοι ἔλαβαν ἐγκωμιαστικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν πίστη τους, δὲν ἀπήλαυσαν τὴν ὑπόσχεση τῆς οὐράνιας κληρονομιᾶς…γιὰ νὰ μὴν τελειωθοῦν χωρὶς ἐμᾶς»!
9. Καὶ γιατί ἀναφέρω τοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦταν δυνατὸν οὔτε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ Ἅδη νὰ ἐλευθερωθοῦν, πρὶν νὰ λάβουν τὶς δωρεὲς τῆς Παρθένου, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τούς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἀρχαγγέλους, τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ, εἶναι ἁγιώτερη ἡ μακαρία; Ἂν πάλι προσφέρεται σὰν βραβεῖο τῆς ἁγιότητος κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ ὅλους ὁ Θεός, τὸν κερδίζει ὅμως περισσότερο ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καλύτερα προπαρασκευασθῆ, πῶς δὲν εἶναι ἀναγκαῖο νὰ κρίνουμε τὴν ἁγιότητα ἀπὸ τὰ βραβεῖα καὶ νὰ χρησιμοποιοῦμε σὰν βέβαιο μέτρο της τὸ πόσο ὁ καθένας βρίσκεται κοντὰ στὸ Θεό; Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει ὅτι τὰ Χερουβὶμ στέκονται γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δέχονται τὶς θεῖες ἀκτίνες Του, χωρὶς οὔτε νὰ τολμοῦν νὰ Τὸν ἀτενίσουν. Ἐνῶ ἡ Παρθένος, κατὰ ἕνα πρωτοφανῆ κι ἀπερίγραπτο τρόπο, περιέλαβε μέσα της Αὐτὸν ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ χωρέση κανένας τόπος. Καὶ δὲν δέχθηκε μέσα της ἁπλῶς κάποια θεία λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ. Ὅσο λοιπὸν φανερώτερα ἑνώθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὴν Παρθένο, παρὰ μὲ τὰ Χερουβὶμ —κι ἡ διαφορὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε νὰ μὴ μπορῆ οὔτε νὰ περιγραφή—τόσο ἁγιώτερη κι ἱερώτερη εἶναι ἡ Παρθένος.
Ὅλες πράγματι τὶς ὑπάρξεις, διὰ μέσου τῶν ὁποίων φανερώνεται ἰδιαίτερα ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ Παρθένος τὶς ξεπερνᾶ στὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητα, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τὰ σώματα εἶναι φυσικὸ νὰ εἶναι καθαρώτερα ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὸ φῶς. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς βρίσκεται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο παντοῦ, ἡ διαφορετικὴ φανέρωσή Του πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὀφείλεται στὰ κτίσματα. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι σωστό, ποιὸς τότε δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ Παρθένος εἶναι ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ ὅλους τούς Ἀγγέλους πιὸ ἱερή; Γιατί βέβαια διὰ μέσου τῶν Ἀγγέλων δόθηκαν στοὺς ἀνθρώπους οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὁ παλαιὸς νόμος, ὁ «δι’ Ἀγγέλων λαληθείς λόγος», ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, καὶ τὰ ἄλλα σημεῖα ποὺ φανέρωναν τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἡ Παρθένος δὲν ἀνήγγειλε τὸν Θεὸ ὡς αὐτὸ μόνο τὸ σημεῖο, ἀλλὰ ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἴδια τὴν ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ. Κι ὄχι ἁπλῶς μὲ σημεῖα καὶ εἰκόνες, ἀλλὰ μὲ τρόπο ἄμεσο, φανέρωσε δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸ Σωτήρα, κι αὐτὸ ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στὶς ἀγγελικὲς Ἀρχὲς καὶ Ἐξουσίες, γιατί «ἔπρεπε νὰ γίνη γνωστή, λέγει ὁ Παῦλος, καὶ στὶς Ἀρχὲς καὶ στὶς Ἐξουσίες ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ». Καὶ δὲν εἶπε: «γιὰ νὰ γίνη περισσότερο γνωστή», σὰν νὰ εἶχε καὶ προηγουμένως ὡς ἕνα σημεῖο γίνει γνωστή, ἀλλὰ ἁπλῶς: «γιὰ νὰ γίνη γνωστή». Γιατί θέλει ἔτσι, νομίζω, νὰ ὑποδηλώση ὅτι ἡ πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο γνώση τοῦ Θεοῦ ἦταν τόσο ἀμυδρή, ὥστε νὰ μὴν μπορῆ νὰ γίνη καμμιὰ σύγκριση μὲ τὴ δεύτερη, αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔφερε ἡ Παρθένος. Γίνεται λοιπὸν φανερὸ ὅτι ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, τοὺς δικαίους καὶ τοὺς ἀδίκους, τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἀγαθούς, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὲς τὶς ὑπερκόσμιες δυνάμεις φανέρωσε τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης.
Ἡ Παρθένος εἶναι ἑπομένως τόσο ἀνώτερη ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, ὅσο αὐτὰ ποὺ πραγματοποίησε γιὰ τὴ σωτηρία μας ὁ Σωτήρας εἶναι ἀδύνατο νὰ συγκριθοῦν μὲ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Καὶ πράγματι, ἐὰν τόσο πολὺ καλύτερους ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἑαυτοὺς τους ἔκαμε τοὺς Ἀγγέλους, ὥστε νὰ ὑποστηρίζη ὁ Ἀπόστολος ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ὁποιαδήποτε σύγκριση ἀνάμεσα στὴ δεύτερη καὶ στὴν πρώτη τους εὐτυχία, ἂς ἐξετάσουμε πόσο μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ ὑπεροχή. Γιατί, ἂν «τὸ μικρότερο εὐλογῆται ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο», ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ποιὰ σύγκριση μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἀνάμεσα στὸ νὰ εὐεργετῆ κανεὶς καὶ στὸ νὰ εὐεργετῆται; Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ προφήτης ἔβλεπε τὴν Παρθένο νὰ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα ἕνας θρόνος «ὑψηλὸς καὶ ἐπηρμένος», ἐνῶ τὰ Χερουβὶμ τὰ ἔβλεπε γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο. Κι ὄχι ἁπλῶς γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο, ἀλλὰ καὶ νὰ στέκωνται μὲ συστολὴ καὶ μὲ φόβο, χωρὶς νὰ τολμοῦν οὔτε νὰ τὸν ἀντικρύσουν. Ἡ παράδοση λέγει, ἐπὶ πλέον, ὅτι οἱ Ἄγγελοι ἀγρυπνοῦν πάντοτε κι ὅτι δὲν ὑπάρχει τέρμα στὶς πρὸς τὸν Θεὸ ὑμνωδίες τους. Ἀλλὰ τόσο πιὸ πολὺ πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἰσχύει καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν Παρθένο —καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο μετὰ τὴν ἐκδημία της ἀπὸ τὴ γῆ, ἀλλὰ κι ὅταν ἀκόμη ἦταν σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωὴ— ὅσο περισσότερο αἰσθάνθηκε αὐτὴ τὴ θεία ἀκτίνα. Γιατί καὶ στὶς Δυνάμεις, ποὺ κυκλώνουν τὸν Θεό, περισσότερο ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ξυπνᾶ τὸ ζῆλο καὶ τὶς κάνει νὰ ἀγρυπνοῦν τὸ ὅτι ἔχουν γευθῆ τὶς θεῖες εὐεργεσίες. Ὥστε ἐκεῖνο ποὺ στοὺς ἄλλους ἁγίους συμβαίνει ἀφοῦ ἀποχωρισθοῦν τὸ σῶμα, τὸ νὰ εἶναι δηλαδὴ ἀμετακίνητοι στὸ ἀγαθὸ καὶ στὴν ἀρετή, στὴν Παρθένο συνέβη καὶ πρὶν ἀκόμη ἀποθέση τὸ σῶμα Της.
10. Καὶ αὐτὸ ἦταν φυσικὸ ἐπακόλουθο. Γιατί βέβαια τὸ σῶμα τῆς Παρθένου, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ παραμερισθῆ, εἶχε ξεπεράσει τὴν ὀνομασία του. Καὶ ἦταν σῶμα ὄχι ψυχικό, οὔτε τίποτε ἄλλο, ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, «σῶμα πνευματικό», ἀφοῦ τὸ Πνεῦμα εἶχε σκηνώσει μέσα του καὶ εἶχε μεταθέσει ὅλους τούς νόμους τῆς φύσεως. Ἀλλά, ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτά, τὸ σῶμα τὸ ὁποῖο, ὅταν ὑπῆρχε σ’ ἐκείνους (τοὺς ἁγίους), δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ στραφοῦν καὶ νὰ προσκολληθοῦν στὸ Θεό, βοηθοῦσε ὑπερβολικὰ τὴ μακαρία Παρθένο. Γιατί σ’ ἐκείνους, καὶ ὅταν ἀκόμη εἶχαν πληρωθῆ ἀπὸ κάθε ἐπιθυμία νὰ βρίσκωνται κοντὰ στὸ ἀκρότατο ἐπιθυμητὸ καὶ ὅταν εἶχαν ὅλη τὴ νοερὴ δύναμη γιὰ τὴ θεωρία τοῦ ἀληθινὰ Ὄντος, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ προχωρήσουν πρὸς κάτι ἄλλο, πολὺ λιγώτερο δὲ νὰ στρέψουν ἐξ ὁλοκλήρου τὸ νοῦ τους, ὅπως στρέφουμε τὸ βλέμμα, ἐπειδὴ ὅλα τὰ ὁρατὰ πράγματα ἔμπαιναν μεταξύ τους. Ποιὸς ὅμως δὲν γνωρίζει ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν χώρα στὴν Παρθένο πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ κατανόηση καὶ ὅτι αὐτὴ μόνη δέχθηκε μέσα της τὸ Θεὸ μὲ τρόπο πού δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ;
Γίνεται ἑπομένως φανερὸ ὅτι καὶ πρὶν πέραση στὴν ἄλλη ζωή, εἶχε μέσα της ἀμετακίνητο τὸ ὑπέροχο ἐκεῖνο ἀγαθὸ καὶ τὴ θαυμαστὴ ἀρετή της. Εἶχε ἀπὸ τώρα τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ κι ἐβασίλευσε ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ μὲ τὴ βασιλεία ποὺ προορίζεται γιὰ τοὺς δικαίους. Κι ἔζησε μέσα στὸ ρεῦμα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ζωῆς τὴ μόνιμη, αὐτὴ ποὺ εἶναι κρυμμένη «ἐν τῷ Χριστῷ» καὶ ποὺ γι’ Αὐτὴ φανερώθηκε ἀπὸ τώρα. Γιατί ἔπρεπε βέβαια νὰ ὑπάρξουν ὅλα τὰ πράγματα μὲ ἕναν καινούργιο τρόπο γιὰ τὴν μακαρία, μπρὸς στὴν ὁποία ὑποχώρησαν καὶ τῆς φύσεως οἱ νόμοι. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἤθελε καὶ ἡ ἴδια νὰ δείξη ἀνυμνώντας τὶς θεῖες εὐεργεσίες πού ἀξιώθηκε νὰ λάβη καὶ εἶπε: «ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός».
11. Τί πρωτοφανῆ τὰ κατορθώματα! Τί ὑπέροχοι οἱ ἀγῶνες! Καὶ ὅμως μετὰ τὰ βραβεῖα καὶ τὰ στεφάνια ποὺ ἔλαβε, μετὰ δηλαδὴ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης ποὺ δέχθηκε μέσα της καὶ μὲ τὸν ὁποῖον ἑνώθηκε, δοκίμασε γιὰ χάρη μας θλίψεις καὶ ὀδύνες, «ἀντὶ τῆς χαρᾶς ποὺ βρισκόταν μπροστά της». Καὶ συμμετεῖχε μὲ τὸν Υἱό της στὴν αἰσχύνη καὶ στὶς ὕβρεις καὶ σὲ ὅλα ὅσα ἀποκάλυπταν τὴ φτώχεια, στὴν ὁποία ἦρθε γιὰ χάρη μας. Καὶ ἀνεχόταν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ φαινομενικοῦ πατέρα του (τοῦ Ἰωσήφ), καὶ μακροθυμοῦσε, παίρνοντας τὸ μέρος τοῦ Υἱοῦ της γιὰ τὴ δική μου σωτηρία. Κι ὅταν Ἐκεῖνος ἔκανε τὰ θαύματά του κι ἐπανόρθωνε τὴ φύση, ἦταν πάντα κοντά του. Κι ὅταν ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους εὐεργετοῦσε τὸν φθονοῦσαν καὶ τὸν μισοῦσαν, ἡ Παρθένος πονοῦσε μαζί του κι ἐδεχόταν τὰ βέλη τοῦ μίσους των. Ἀφοῦ, κινούμενη ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ φιλανθρωπία της, πρώτη αὐτὴ παρότρυνε τὸν Υἱό της πρὸς αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες, κι αὐτὸ πρὶν ἀκόμη νὰ ἔλθη ἡ ὥρα τοῦ —«οὔπω ἤκει ἡ ὥρα μου», εἶπε ὁ ἴδιος—· πράγμα ποὺ φανερώνει καθαρὰ πόση παρρησία ἔδωκε στὴ μητέρα του, ὥστε νὰ μπορῆ νὰ ἀλλάξη ἀκόμη καὶ τὰ χρονικὰ ὅρια, ποὺ αὐτὸς εἶχε καθορίσει.
Ὅταν πάλι χρειάσθηκε νὰ ὑποφέρη γιὰ μᾶς ὁ Σωτήρας καὶ νὰ πεθάνη, πόσο μεγάλες ἤσαν οἱ ὀδύνες, μὲ τὶς ὁποῖες τοῦ συμπαραστάθηκε ἡ Παρθένος! Τί βέλη τὴν διαπέρασαν! Γιατί κι ἂν ὁ Υἱὸς της ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ τίποτε ἄλλο, τίποτε ὀδυνηρότερο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πρόσθεση κανεὶς σὲ μία μητέρα. Ἀλλὰ τώρα εἶναι ὁ μόνος Υἱός της, ποὺ τὸν ἔφερε στὸν κόσμο μόνη της, κατὰ τρόπο παράδοξο, ποὺ δὲν λύπησε ποτὲ οὔτε τὴν ἴδια οὔτε κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς εὐεργέτησε, ἀντίθετα, ὅλους τόσο, ὥστε νὰ ξεπεράση ὅλες τὶς προσδοκίες τους.
Τί λοιπὸν συναισθήματα εἶναι φυσικὸ νὰ εἶχε ἡ Παρθένος, ὅταν ἔβλεπε τὸν Υἱό της σὲ τόσο φοβερὲς ὀδύνες, αὐτὸν ποὺ ἦταν ὁ εὐεργέτης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, «τὸν πρᾶον, τὸν ταπεινὸν τῇ καρδίᾳ», αὐτὸν ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ «ἐρίζων οὐδὲ κραυγάζων», τὸν ὁποῖον κανεὶς ποτὲ δὲν μποροῦσε νὰ κατηγορήση γιὰ τὸ παραμικρό, ὅταν τὸν ἔβλεπε νὰ σέρνεται ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἄγρια θηρία, νὰ γυμνώνεται, νὰ δέρνεται, νὰ κρίνεται ἄξιος τῆς χειρότερης καταδίκης, νὰ πεθαίνη τὸν ἐξευτελιστικώτερο θάνατο μαζὶ μὲ τοὺς ἁμαρτωλότερους ἀνθρώπους, ἔξω ἀπὸ κάθε ἔννοια δικαιοσύνης καὶ νόμου, ὅπως συμβαίνει σὲ τυραννικὰ καθεστῶτα; Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι τέτοια ὀδύνη ποτὲ σὲ κανέναν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη. Γιατί, ἂν εἶναι ἀνάγκη νὰ κλαῖμε γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀδικοῦνται, τίποτε δὲν εἶναι τόσο ἄδικο, ὅσο ὁ θάνατος μὲ τὸν ὁποῖο πέθανε ὁ Σωτήρας. Μολονότι κανένας βέβαια δὲν ἀδικήθηκε ἐξ ὁλοκλήρου ξεπληρώνοντας τὴν ποινή, μὲ τὴν ὁποία καταδικάσθηκε, ἔστω κι ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἔνοιωθε ἐνοχὴ γιὰ τίποτε ἀπὸ αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα καταδικάστηκε, γιατί ἀσφαλῶς ἔπραξε ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε δίκαια νὰ κατηγορηθῆ. Ἐνῶ γιὰ τὸν Σωτήρα, λέγει ὁ προφήτης ὅτι «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν».
Ἂν πάλι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μὴ βασανιζώμαστε γιὰ τὶς συμφορές, ποὺ τυχαίνουν στοὺς δικούς μας, εἶναι φανερὸ ὅτι κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε τόσο στενὸ δεσμὸ μὲ ἄλλον ἄνθρωπο, ὅσο ἡ Παρθένος μὲ τὸν Σωτήρα. Γι’ αὐτὸ τὴν ὥρα τῶν Παθῶν κατέλαβε τὴν Παρθένο θλίψη ὑπερβολικὴ καὶ ἀπερίγραπτη, τέτοια ποὺ παραπλήσια ποτὲ δὲν ἔνοιωσε ἄνθρωπος. Γιατί αὐτὴ εἶδε τὴ Σταύρωση σὰν μητέρα, ἀλλὰ καὶ σὰν ἄνθρωπος μὲ σωστὴ κρίση, σὰν κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ διακρίνη καθαρὰ τὴν ἀδικία.
12. Ἔπρεπε βέβαια νὰ λάβη μέρος σὲ καθετὶ ποὺ ἔκανε ὁ Υἱός της γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὅπως τοῦ μετέδωκε τὸ αἷμα καὶ τὴ σάρκα της κι ἔλαβε ἀμοιβαία μέρος στὶς δικές του χάριτες, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπο ἔλαβε μέρος καὶ σὲ ὅλους τους πόνους καὶ τὴν ὀδύνη του. Κι Αὐτὸς βέβαια καρφωμένος στὸ σταυρὸ δέχθηκε στὴν πλευρὰ τὴν λόγχη, ἐνῶ διαπέρασε τὴν καρδιὰ τῆς Παρθένου ρομφαία, ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἁγιώτατος Συμεών. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαρτύρια τὰ προξενοῦσαν οἱ «κύνες» ἐκεῖνοι ἀπὸ κοινοῦ στὸν Υἱὸ καὶ στὴ μητέρα. Τὸ ἴδιο κι ὅταν χρησιμοποιώντας παλαιοτέρους λόγους του τὸν κατηγοροῦσαν σὰν ἀλαζόνα κι ὅταν τὸν ὀνόμαζαν πλάνο κι ἀγωνίζονταν ν’ ἀποδείξουν τὴν πλάνη του.
Ἔτσι, χάρις σ’ αὐτὲς τὶς ὁμοιότητες αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ποὺ ἔγινε «σύμμορφος» μὲ τὸ θάνατο τοῦ Σωτήρα καὶ γι’ αὐτὸ ἔλαβε πρὶν ἀπὸ ὅλους μέρος καὶ στὴν ἀνάστασή Του. Γιατί, ὅταν ὁ Υἱὸς της διέλυσε τὴν τυραννία τοῦ Ἅδη κι ἀναστήθηκε, τὸν εἶδε βέβαια καὶ τὸν ἄκουσε καὶ τὸν προέπεμψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, καθὼς ἔφευγε γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ πῆρε, μετὰ τὴν Ἀνάληψη, τὴ θέση του ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἄλλους συντρόφους του, αὐξάνοντας ἔτσι τὶς εὐεργεσίες μὲ τὶς ὁποῖες Ἐκεῖνος εὐεργέτησε τὴν ἀνθρώπινη φύση, «ἀναπληρώνοντας», δηλαδή, πιὸ ἄξια ἀπὸ ὅλους «τὰ ὑστερήματα τοῦ Χριστοῦ». Γιατί σὲ ποιὸν ἄλλο μποροῦσε ὅλα αὐτὰ νὰ ταιριάζουν παρὰ στὴ μητέρα;
Ἦταν ὅμως ἀνάγκη ἡ παναγία ἐκείνη ψυχὴ νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τὸ ὑπεράγιο ἐκεῖνο σῶμα. Καὶ χωρίζεται βέβαια καὶ ἑνώνεται μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ Υἱοῦ της, μὲ τὸ πρῶτο φῶς ἑνώνεται τὸ δεύτερο. Καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ λίγο στὴ γῆ, ἀναχώρησε κι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή. Γιατί ἔπρεπε νὰ πέραση ἀπὸ ὅλους τούς δρόμους ἀπὸ τοὺς ὁποίους πέρασε ὁ Σωτήρας, νὰ λάμψη καὶ στοὺς ζωντανοὺς καὶ στοὺς νεκρούς, νὰ ἁγιάση διὰ μέσου ὅλων τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ λάβη ἀμέσως μετὰ τὸν ἁρμόζοντα τόπο. Τὸ δέχθηκε ἔτσι γιὰ λίγο ὁ τάφος, τὸ παρέλαβε δὲ καὶ ὁ οὐρανός, αὐτὸ τὸ πνευματικὸ σῶμα, τὴν καινὴ γῆ, τὸ θησαυρὸ τῆς δικῆς μας ζωῆς, τὸ τιμιώτερο ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, τὸ ἁγιώτερο ἀπὸ τοὺς Ἀρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε ἔτσι ὁ θρόνος στὸν βασιλιά, ὁ παράδεισος στὸ ξύλο τῆς ζωῆς, ὁ δίσκος στὸ φῶς, στὸν καρπὸ τὸ δένδρο, ἡ μητέρα στὸν Υἱό, ἀξία καθόλα ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
13. Ποιὸς λόγος εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ ὑμνήση, ὢ μακαρία, τὴν ἀρετή σου, τὶς χάριτες πού σοῦ δώρισε ὁ Σωτήρας, αὐτὲς πού Σὺ δώρισες στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων; Κανείς, ἔστω κι ἂν «λαλῆ τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων», ὅπως θάλεγε ὁ Παῦλος. Προσωπικά μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ νὰ καταλαβαίνη κανεὶς καὶ νὰ διακηρύσση σωστὰ καὶ ὅπως πρέπει τὰ μεγαλεῖα Σου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς αἰώνιας μακαριότητας, ποὺ ἀπόκειται στοὺς δικαίους. Γιατί κι αὐτὰ «ὀφθαλμὸς δὲν τὰ εἶδε καὶ αὐτὶ ἀνθρώπινο δὲν τὰ ἄκουσε» κι «ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ χωρέση», σύμφωνα μὲ τὸν περιώνυμο Ἰωάννη. Τὰ δικά Σου μεγαλεῖα ἀνήκουν μόνο στὸ χῶρο ἐκεῖνο ὅπου ὁ οὐρανὸς εἶναι καινὸς καὶ ἡ γῆ καινή, τὸ χῶρο ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος Ἥλιος οὔτε προηγεῖται οὔτε ἕπεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι, ἐκεῖ ὅπου ὑμνητὴς τῶν μεγαλείων Σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας καὶ Ἄγγελοι αὐτοὶ ποὺ χειροκροτοῦν. Σ’ αὐτὸν μόνο πράγματι τὸ χῶρο μπορεῖ νὰ Σοῦ προσφερθῆ ἡ ὑμνωδία πού Σοῦ ἀξίζει. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν ὕμνησή Σου. Τόσο μόνο μποροῦμε νὰ Σὲ ὑμνήσουμε, ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ ἁγιάσουμε τὴ γλώσσα καὶ τὴν ψυχή μας. Γιατί καὶ μόνο ἕνας λόγος καὶ μία ἀνάμνηση, ποὺ ἀναφέρεται σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ δικά Σου μεγαλεῖα, ἀνυψώνει τὴν ψυχὴ καὶ κάνει καλύτερο τὸ νοῦ καὶ μᾶς μετατρέπει ὅλους ἀπὸ σαρκικοὺς σὲ πνευματικοὺς καὶ ἀπὸ βέβηλους σὲ ἁγίους.
Ἀλλ’, ὢ Παρθένε, Σὺ ποὺ εἶσαι κάθε ἀγαθό, καθετὶ ποὺ ξέρουμε σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ κι ὅ,τι θὰ μάθουμε, ὅταν ἀφήσουμε τὸν κόσμο! Ὢ Σύ, ποὺ ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου ὁδήγησες καὶ τοὺς ἄλλους πρὸς τὴ μακαριότητα καὶ τὴν ἁγιωσύνη! Ὢ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ φῶς τοῦ κόσμου καὶ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Σωτήρα καὶ θύρα καὶ ζωή, Σὺ ποὺ εἶσαι ἀξία νὰ ὀνομάζεσαι μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα προσφωνήθηκε γιὰ τὴ σωτηρία ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Σωτήρας. Γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ αἴτιος καὶ Σὺ ἡ «συναίτιος» τοῦ δικοῦ μου ἁγιασμοῦ καὶ ὅλων ἐκείνων τὰ ὁποῖα ἀπὸ τὸ Σωτήρα διὰ μέσου Σου καὶ τῶν δικῶν Σου ἀπήλαυσα μόνο. Αἷμα δικό Σου εἶναι τὸ αἷμα ποὺ καθαρίζει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Δικό Σου μέλος εἶναι τὸ σῶμα μέσα στὸ ὁποῖο ἁγιάστηκα, μέσα στὸ ὁποῖο βρίσκεται ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ κάθε ἐλπίδα σωτηρίας. Δικό Σου σπλάχνο εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὢ Σὺ Παρθένε, ποὺ εἶσαι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἔπαινο κι ἀπὸ κάθε ὄνομα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ σὲ χαρακτηρίση, δέξου αὐτὸν τὸν ὕμνο μας καὶ μὴν παραβλέψης τὴν προθυμία. Καὶ δῶσε νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε καὶ νὰ ψάλλουμε κάπως καλύτερα τὰ μεγαλεῖα Σου καὶ τώρα, σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, στὴν αἰωνία. Ἀμήν.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...