Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Κανεὶς νομίζω δὲν ἀγνοεῖ ὅτι σπουδαιότερος ἀγώνας ρητορικῆς ἐγκωμιαστικοῦ λόγου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ, ἐὰν βέβαια ἤθελε προσπαθήσει κανεὶς νὰ τηρήση τὰ καθιερωμένα καὶ πρέποντα. Ἐγὼ προσωπικὰ δυσκολεύομαι τόσο περισσότερο νὰ ἐπιδιώξω στὴν προκειμένη περίσταση τὸν πρέποντα λόγο, ὅσο νομίζω ὅτι ὅλοι μὲν οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουν ἀσφαλῶς αὐτὸ τὸν ἄθλο τῶν ἐγκωμίων πρὸς τὴν Παρθένο, πλὴν ὅμως οὔτε εἶναι κἄν δυνατὸν νὰ ἐλπίζουν ὅτι θὰ ἀνταποκριθοῦν μὲ τὰ ἐγκώμιά τους στὸ μεγαλεῖο της πραγματικότητας. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μᾶς κατηγορήσουν γιὰ τόλμη. Γιατί ποῦ ὑπάρχει τόλμη; Τὸ νὰ καταπιάνεται βέβαια κανεὶς μὲ ὑψηλὰ θέματα καὶ νὰ ἐγκαταλείπη τὴν προσπάθεια ἐμπρὸς στὸ ἐνδεχόμενο μίας ἥττας δὲν θὰ ἦταν λογικό. Πράγματι, κανεὶς ἀπολύτως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κατηγορήση ὅσους ὑστέρησαν στὸν ἀγώνα τὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κερδίση. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ χαρακτηρισθῆ ὑποχώρηση ἢ ἥττα ὅ,τι εἶναι ἐκτός εὐθύνης καὶ κατηγορίας;
Ἀφοῦ λοιπὸν προσήρμοσα τὸ λόγο μὲ τὶς δυνάμεις μου, θὰ πλέξω τὸ ἐγκώμιο τῆς Παρθένου, προσθέτοντας ὅτι δὲν τὸ ἐπιχειρῶ αὐτὸ γιὰ νὰ κάμω γνωστὲς στοὺς ἀκροατὲς τὶς χάριτες τῆς Παρθένου ποὺ τυχὸν ἀγνοοῦν, γιατί δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ θὰ μποροῦσε ν’ ἀγνοῆ τὸ κοινὸ ἀγαθό, ἀλλὰ γιὰ νὰ κάμω, μὲ τὴν ἀνάμνηση τῆς αἰτίας τῆς σωτηρίας μου, καλύτερη τὴν ψυχή, σὲ ὅσους βέβαια εἶναι τοῦτο δυνατόν, ἀφοῦ θυμηθῶ καὶ τὴ δική μου σωτηρία. Γιατί γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο μοῦ φαίνεται ὅτι ὅλοι ὕμνησαν τὴν Παναγία καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μὴν ἔκαμε αὐτὸν τὸν ἀγώνα, ἐπιτυγχάνοντας βέβαια ἄλλος λιγώτερο καὶ ἄλλος περισσότερο τὸ σκοπό του. Γιατί εἶναι πολυύμνητη ἡ Παρθένος ὄχι μόνο ἀφότου γεννήθηκε, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀκόμη χαρισθῆ στοὺς ἀνθρώπους.
2. Γιατί βέβαια καὶ οἱ προφῆτες καὶ οἱ ὁραματισμοὶ καὶ οἱ προφητεῖες τους τὴ μακαρία Παρθένο ὑμνοῦσαν. Κι ἂν ὑπῆρχε κάτι πραγματικὰ σεβαστό, ὅπως ἡ Σκηνὴ καὶ ἡ Κιβωτὸς καὶ τὰ ἱερὰ στρατόπεδα τοῦ Μωυσῆ κι ὅλα ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποία ὑπερηφανεύονταν οἱ Ἑβραῖοι, πέρα ἀπὸ τὴν ὀνομασία τους, τὸ θαῦμα τῆς Παρθένου συμβόλιζαν. Γιατί ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνο ἤσαν σεβαστά, ἀλλὰ καὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκριβῶς γιὰ νὰ τὴν προεικονίσουν καὶ νὰ τὴν προαναγγείλουν στοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ τί λέγω; Ἀφοῦ τὰ ἐγκώμια ποὺ ψάλθηκαν στοὺς ἀνθρώπους, εἴτε σὲ ἔπαινο γενικά τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἴτε γιὰ ἰδιαίτερα ἀγαθά, πρέπει νὰ ἀποδοθοῦν ὅλα στὴν Παρθένο. Γιατί δὲν ὑπάρχει κι οὔτε εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξη μικρὸ ἢ μεγάλο ἀγαθὸ ἄξιο νὰ τιμήση τὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔφερε στὸν κόσμο ἡ καινὴ μητέρα καὶ ὁ καινὸς τόκος της. Κι ὄχι μόνο ὅταν φανερώθηκε, ἀλλὰ ἀπὸ πολὺ πιὸ πρίν, μὲ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπρόκειτο νὰ φανερωθῆ.
Γιατί, ἂν ὅλα τὰ κάνουμε γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὸν Θεό, ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ κατάληξη ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς τὶς δωρεὲς τῆς Παρθένου, πῶς δὲν ἀναφέρονται τὰ πάντα σ’ αὐτήν; Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ αἰτία νὰ ἐπαινῆται ὁ,τιδήποτε ἐπαινετὸ ὑπάρχει στοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ ἡ αἰτία πάλι ὅλων τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἔχουμε εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Κι αὐτὴ ὅμως ἡ ἕνωση στὴν Παρθένο ὀφείλεται. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἡ πολυύμνητη πρέπει νὰ θεωρῆται ἡ αἰτία ὅλης της ὡραιότητας καὶ τῆς μεγαλοπρέπειας καὶ κάθε ἄλλου πράγματος ποὺ εἶναι ἄξιο νὰ ὑμνῆται μέσα στὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ γι’ αὐτὸ ὅλα τὰ ἐγκώμια πρὸς αὐτὴ πρέπει νὰ ἀναφέρωνται μόνο. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχουμε κι εἴμαστε ἄνθρωποι, τὴ μακαρία Παρθένο πρέπει νὰ θεωροῦμε αἰτία. Ἀκόμη περισσότερο: ὅπως γιὰ χάρη τοῦ καρποῦ ὑπάρχει τὸ δένδρο, ἔτσι γιὰ χάρη τῆς Παρθένου δόθηκε καὶ ἡ ἁρμονία καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη σ’ ὅλη τὴν κτίση, καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν ἥλιο καὶ σὲ καθετὶ ποὺ ὑπάρχει. Ἂν λοιπὸν γιὰ τὸν καρπὸ ἐπαινοῦμε τὸ δένδρο, ἂν τὸν καρπὸ ἐπιδοκιμάζη ὅποιος χαίρεται γιὰ τὸ δένδρο, ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ὅλη ἡ ἱερὴ μεγαλοπρέπεια τῆς κτίσεως καὶ ἡ χάρη καὶ ἡ ὡραιότης, «καθετὶ ποὺ εἶναι ἀγαθὸ καὶ ἄξιο ἐπαίνου», σύμφωνα μὲ τὸ ρητό του Παύλου, πρέπει ν’ ἀποδοθῆ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν Παρθένο; Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ κρίση ποὺ διατύπωσε ὁ Θεὸς λέγοντας ὅτι τὰ δημιουργήματά Του εἶναι καλὰ καὶ «καλὰ λίαν», ἀποτελοῦσε ἐγκώμιο τῆς Παρθένου.
3. Ἀπὸ τόσο λοιπὸν παλαιὰ ἐγκωμιαζόταν. Ἀλλ’ ἐπὶ πλέον τὸ ὅτι ἡ Παρθένος εἶναι ὁ καρπὸς τῶν δημιουργημάτων καὶ ὅτι αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀναφορὰ καὶ σχέση τῆς μακαρίας πρὸς τὸ ὑλικὸ σύμπαν, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω. Ἐφόσον δηλαδὴ σὲ ὅλη τὴ φύση καρπὸς εἶναι ὅ,τι τὴν ἐπαναφέρει ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση πρὸς τὴν ὁποία βαδίζει καὶ τὴν καθιστᾶ καὶ πάλι νέα μὲ τὴ νέα ζωὴ τῆς καρποφορίας, ποιὸς (στὴν περίπτωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως) ἀνέπλασε καὶ ἀναγέννησε τοὺς ἀνθρώπους; Ἀπὸ ποῦ προῆλθε ἡ «καινὴ κτίση»; Ποιὸς ἄλλαξε ριζικὰ ὅλο τὸ σύμπαν; Γιατί βέβαια εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ οὐρανὸς δέχθηκε νέους ἀναγεννημένους πολίτες. Κι αὐτοὺς τοὺς μετέφερε ἀπὸ τὴ γῆ ἡ Παρθένος! Ἡ γῆ πάλι εἶχε σὰν κάτοικό της τὸν καινὸ ἄνθρωπο, τὸν ἴδιο τὸν Δεσπότη τοῦ οὐρανοῦ. Κι αὐτό, γιατί δὲν παρήγαγε πιὰ τὸν παλιὸ καρπὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀλλὰ τὸ νέο ἄνθος τῆς δικαιοσύνης, τὴν Παρθένο. Δὲν ἔδιωξε ἔτσι ἡ Παρθένος τὰ γηρατειὰ μόνο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, χαρίζοντας σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους τὴ δυνατότητα νὰ ξαναζήσουν, ἀλλὰ χάρη σ’ αὐτὴ θὰ γίνη καλύτερος, θὰ ἐλευθερωθῆ δηλαδὴ ἀπὸ τὴ φθορά, καὶ ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, καθὼς καὶ ἡ σελήνη καὶ ἡ γῆ καὶ τ’ ἀστέρια. Γιατί βέβαια δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀναστηθῆ ἡ κτίση ἀπὸ τὴ φθορά, ἂν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ δὲν εὕρισκαν τὴν ἐλευθερία τους. Καὶ τὸ λύτρο αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας, τὸν πρωτότοκο τῶν νεκρῶν, τὸ ἔφερε ἀκριβῶς στὴ γῆ ἡ Παρθένος.
Θὰ ἀπαλλάξη λοιπὸν τὴ γῆ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ θὰ ἐκπληρώση τὸ διακαῆ πόθο της ἀποδίδοντας τὴν ἀφθαρσία, ποὺ «περίμενε ἀναστενάζοντας», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἔτσι εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ προφήτης λέγει πρὸς τὸν Θεό: «θὰ χορτάση ἡ γῆ ἀπὸ τὸν καρπὸ τῶν ἔργων σου», ἀναφέρεται σ’ αὐτὸν τὸν καρπό, στὴν Παρθένο. Καὶ Αὐτὴν ἀκριβῶς ὑπονοεῖ σὰν πόθο τῆς γῆς, γιατί, σύμφωνα μὲ τὸ ψαλμικό, κι ἡ γῆ θὰ χορτάση, ὅταν φανερωθῆ ἡ «δόξα τοῦ Σωτῆρος».
Ἂν πάλι ἡ Γραφὴ ἀποκαλῆ γῆ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ αὐτοὶ χάρις στὴν Παρθένο εἶδαν νὰ πραγματοποιοῦνται ὅλες οἱ ἐπιθυμίες τους κι ἔφθασαν στὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ εἶχαν ἐπιθυμήσει οἱ Προφῆτες νὰ φθάσουν. Γιατί βέβαια οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ χάσαμε μὲ τὴ πτώση τὴν εὐτυχία, γιὰ τὴν ὁποία πλασθήκαμε, τὴν ποθούσαμε ἀπὸ τότε ἀδιάκοπα. Κανεὶς ὅμως οὔτε ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ μᾶς τὴν ξαναπροσφέρη. Καὶ πέφταμε συνέχεια σὲ χειρότερα, ὥστε νὰ εἶναι ἔτσι ἀδύνατο νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν πρώτη κατάστασή μας. Κι ὅμως αὐτὴ μόνο τὴν εὐτυχία ποθώντας στενάζαμε. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν εὐτυχία μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ τὴν ξαναβροῦμε μόνη ἡ Παρθένος. Αὐτὴ ξεπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία μας ἑνώνοντας μὲ τοὺς ἀνθρώπους τὸν μόνον Ἐπιθυμητό, Αὐτὸν πού, ὅταν κανεὶς τὸν βρῆ, δὲν μπορεῖ νὰ ζήτηση τίποτε παραπέρα. Καὶ τὸν ἔνωσε τόσο στενά, ὥστε νὰ μετάσχη ὄχι μόνο στὸν τρόπο καὶ τὸν τόπο τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια μας τὴ φύση.
Ἀλλ’ ὅμως δὲν περιορίσθηκε νὰ εὐεργετήση μόνο τοὺς ἀνθρώπους κι αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, σὰν νὰ εἶχε βάλει ὅριο στὶς δωρεὲς της τὸν οὐρανό. Ἀντίθετα κι αὐτὸν τὸν οὐρανὸ τὸν ξεπέρασε, κι αὐτὸν τὸν «ἐκάλυψε» μὲ τὴν ἀρετή της. Γιατί φάνηκε χρήσιμη καὶ στοὺς Ἀγγέλους, στὶς ἴδιες τὶς «Ἀρχὲς» καὶ «Ἐξουσίες». Ἔκαμε νὰ ἀνατείλη καὶ γι’ αὐτοὺς τὸ φῶς, τοὺς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ γίνουν σοφώτεροι ἀπὸ πρὶν καὶ καθαρώτεροι, νὰ γνωρίσουν τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ καλύτερα. Γιατί ἡ «πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου αὐτῆς γνωρίσθηκε στὶς Ἀρχὲς καὶ στὶς Ἐξουσίες καὶ τὸ βάθος τοῦ πλούτου τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ» διὰ μέσου αὐτῆς, σὰν νὰ χρησιμοποιοῦσαν τὰ μάτια ἢ τὸ φῶς τὸ δικό της, τὸ εἶδαν καθαρὰ ὅλοι. Ἔτσι ἡ Παρθένος ὑπῆρξε ὁ μοναδικὸς ὁδηγὸς κάθε ψυχῆς καὶ κάθε νοῦ πρὸς τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
4. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δημιούργησε ἡ Παρθένος καινὸ οὐρανὸ καὶ γῆ καινή. Ἢ καλύτερα ἀποτελεῖ αὐτὴ ἡ ἴδια τὴν καινὴ γῆ καὶ τὸν καινὸ οὐρανό. Καὶ εἶναι βέβαια γῆ, γιατί προῆλθε ἀπὸ τὴ γῆ. Εἶναι ὅμως γῆ καινή, γιατί σὲ τίποτε δὲν ταίριαζε μὲ τοὺς προγόνους της, οὔτε κληρονόμησε τὴν παλιὰ ζύμη, ἀλλὰ ἔγινε, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, αὐτὴ ἡ ἴδια «νέο φύραμα» κι ἔκαμε τὴν ἀρχὴ ἑνὸς γένους καινούργιου. Ἀλλὰ ποιὸς ἀγνοεῖ τὸ γιατί ἡ Παρθένος εἶναι οὐρανός; Εἶναι ὅμως πάλι οὐρανὸς καινός, γιατί βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε εἴδους γηρατειὰ κι εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπὸ κάθε φθορὰ καὶ γιατί ἀκόμη μόλις τὸν τελευταῖο καιρό, σ’ αὐτὲς τὶς ἔσχατες ἡμέρες, χαρίσθηκε στοὺς ἀνθρώπους, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, ποὺ κήρυξε ὁ Ἠσαΐας: «οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινὴν δώσω ὑμῖν».
Κι ἂν θέλης νὰ προχωρήσουμε περισσότερο, ἡ Παρθένος εἶναι μία γῆ καὶ ἕνας οὐρανὸς θαυμαστὸς καὶ ὑπέροχος γιατί κι ἀπὸ τὴ γῆ ὑψώθηκε παραπάνω καὶ τὸν οὐρανὸ τὸν ξεπέρασε τόσο στὴν καθαρότητα, ὅσο καὶ στὴ μεγαλωσύνη. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ βέβαια τὸ μέγεθος, ἡ Παρθένος εἶχε ἔνοικον Ἐκεῖνον, ποὺ ὁ οὐρανὸς δὲν μποροῦσε νὰ χωρέση. Ἀλλὰ ἦταν καὶ ἀφάνταστα καθαρώτερη ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἤσαν δυνατὸ νὰ τὰ δοῦν οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς αὐτὸς νὰ σχισθῆ ἢ νὰ ἀνοιχθῆ, τίποτε δὲν τοὺς ἐμποδίζει νὰ τὰ ἀπολαύσουν διὰ μέσου τῆς Παρθένου. Ἀκόμη περισσότερο, ἡ Παρθένος γίνεται ὁδηγὸς σ’ ὅσους ἀνυψώνονται πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ ὁ οὐρανὸς ἀντιστέκεται. Κι ἐνῶ ἐκεῖνος πρέπει νὰ φύγη ἀπὸ τὴ μέση, ἂν δὲν ἔμπαινε ἡ Παρθένος ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ λάβουν μέρος οἱ γήινοι στὰ ὑπερκόσμια.
Πραγματικά, κατὰ τὸ γραφικὸ λόγο, ὁ οὐρανὸς δὲν μπόρεσε νὰ ὑποφέρη τὴ θεία ἀκτίνα καὶ σχίσθηκε, μόλις αὐτὴ πέρασε. Γιατί, λέγει ἡ Γραφή, ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε μὲ τὴ μορφὴ περιστεριοῦ πάνω στὸν Ἰησοῦ, ὁ μέγας Ἰωάννης «εἶδε τοὺς οὐρανοὺς νὰ σχίζωνται». Ἀντίθετα, ἡ μακαρία, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε τὸ Πνεῦμα, ἀπήλαυσε ἀκόμη μεγαλύτερη μέσα της τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Παῦλος εἶπε ὅτι «ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο νοῦ». Κι ἔγινε θαυμαστὸς τόπος τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἴδιου τοῦ Σωτήρα, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε τοπικὸ ὅριο. Καὶ Τὸν ἔφερε μέσα της μὲ τόσο μεγάλη ἄνεση, ὥστε νὰ κυοφορήση καὶ νὰ γεννήση ἀνώδυνα.
Ἑπομένως, εἶναι φανερὸ πὼς ἐκεῖνο ποὺ ὁ προφήτης ὀνομάζει «οὐρανὸν οὐρανοῦ» καὶ τονίζει ὅτι ἁρμόζει μόνο στὸν Θεό, λέγοντας τὸ γνωστὸ «ὁ γὰρ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυρίω», εἶναι ἡ Παρθένος. Γιατί ἄλλωστε «οὔτε ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, λέγει ἀλλοῦ ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι καθαρὸς ἐνώπιόν σου». Ἐνῶ αὐτὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Θεό, δηλαδὴ ἡ Παρθένος, δὲν εἶναι ἁπλῶς καθαρὴ ἀπὸ κάθε κακία, ἀλλὰ καὶ θετικὰ «καλή»; Κι ὄχι πάλι σ’ ἕνα μόνο σημεῖο, ἀλλὰ ἐξ ὁλοκλήρου καλή: «ὅλη γὰρ εἰ καλή», λέγει. Καὶ δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ ἀνθρώπινη κρίση, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀνακηρύσσει «καλὴ» τὴ μακαρία. Κι αὐτὸ ὄχι κατὰ τρόπο συνηθισμένο, ἀλλὰ μὲ θαυμασμὸ καὶ μὲ ἔκπληξη: «Τί γὰρ εἰ καλή, ἡ πλησίον μου;» λέγει.
Κι ὅλα αὐτά, μολονότι μπροστὰ στὸν Θεὸ «κάθε ἀνθρώπινη δικαιοσύνη εἶναι, κατὰ τὴ Ἁγία Γραφή, σιχαμερώτερη ἀπὸ ὁποιοδήποτε βδέλυγμα» κι ἀποκαλεῖται πονηρία. Ὅπως λοιπόν, γίνεται φανερό, ἡ δικαιοσύνη τῆς Παρθένου δὲν βρισκόταν μέσα στὰ ἀνθρώπινα ὅρια. Ἡ Παρθένος ξεπέρασε τὴν ὑπόλοιπη ἀνθρώπινη φύση ὄχι ἁπλῶς λίγο ἢ πολύ, τόσο δηλαδὴ ποὺ νὰ ὑπάρχη ἀντιστοιχία, ἀλλὰ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ μετρηθῆ ἡ μεταξύ τους ἀπόσταση.
5. Γι’ αὐτὸ καὶ συγκάλυψε κάθε ἀνθρώπινη κακία κι ἀπέδειξε τοὺς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ἑνωθοῦν καὶ νὰ ζήσουν μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ γῆ ἀξία νὰ γίνη διαμονὴ τοῦ Σωτήρα. «Ὅλοι ξέφυγαν ἀπὸ τὸ σκοπό τους καὶ ταυτόχρονα ἀχρηστεύθηκαν». Κανεὶς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ βοηθήση τὸ γένος ποὺ κινδύνευε οὔτε νὰ ἀναχαίτιση τὴν ἁμαρτία, ποὺ εἶχε ξεχυθῆ σὰν ποτάμι. Γιατί καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ κριτὲς καὶ ὅλοι οἱ προφῆτες κι ὅσοι γενικώτερα ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους ἤσαν θεοσεβεῖς —ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν βέβαια δυνατὸν νὰ ἐλπίζη κανεὶς πὼς θὰ ἔλθη κάποια καλυτέρευση στὸ γένος—κανείς ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς δὲν μποροῦσε νὰ βοηθήση στὸ παραμικρὸ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἀφοῦ οὔτε τοὺς ἴδιους τούς ἑαυτούς τους δὲν μπόρεσαν νὰ ἀναδείξουν καθαροὺς ἀπὸ κατηγορίες καὶ τιμωρίες, ἀλλ’ ὅταν ἔφευγαν ἀπὸ ἐδῶ, τοὺς ὑποδεχόταν ὅλους ὁ Ἅδης. Κι ἦταν ἔτσι ἀδύνατο νὰ ξανάρθη σὲ μᾶς ἡ προηγούμενη ζωή μας, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦσαν οἱ ἴδιοι νὰ ἐπαρκέσουν στοὺς ἑαυτούς τους, οἱ δὲ ἀγαθοὶ Ἄγγελοι, μολονότι ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν καλυτέρευσή μας καὶ προσπαθοῦσαν ν’ ἀγωνισθοῦν μαζί μας, νικιόνταν μπρὸς στὸ μέγεθος τῶν ἀνθρωπίνων κακῶν, κι ἐνῶ, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ πληγὴ ἦταν ἀπαραίτητη, ἦταν ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας στοὺς ἀνθρώπους μισητός. «Ἔσκυψε, πράγματι, καὶ κοίταξε πάνω στὴ γῆ καὶ δὲν βρῆκε κανέναν ποὺ νὰ σκέπτεται στὰ σοβαρὰ καὶ νὰ ζητῆ τὸν Θεό».
Ἀλλὰ συνέβηκε μὲ τὴν ἀνθρωπότητα ὅ,τι συμβαίνει μὲ ἕνα σῶμα, ποὺ ἔχει καταστραφῆ ὁλόκληρο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια καὶ δὲν τοῦ ἀπομένει κανένα σημεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ τὸ θεραπεύση νὰ ἀνακαλέση τὴν ὑγεία. Γιατί ἤθελε βέβαια ὁ Θεὸς τὴ σωτηρία μας, σὰν φιλάνθρωπος ποὺ εἶναι, ἀλλὰ δὲν εὕρισκε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσε ν’ ἄρχιση τὴν προσφορὰ τῶν δωρεῶν του κατὰ τρόπο δίκαιο. Γιατί ἀποτελεῖ νόμο τῆς θείας δικαιοσύνης τὸ νὰ προσφέρη μερικὲς φορὲς τὶς εὐεργεσίες ἐκεῖνες ποὺ κάνουν τὴν ἀνθρώπινη φύση καλύτερη καὶ χωρὶς οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸ θέλουν. Ἀλλ’ ἀποτελεῖ ἐξ ἴσου νόμο οἱ εὐεργεσίες, ποὺ ἐπανορθώνουν τὴ θέληση καὶ τὴν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου καὶ φέρνουν μέσα μας τὸν Θεὸ καὶ μᾶς δίνουν τὸν ἀρραβώνα τῆς οὐράνιας εἰρήνης, νὰ εἶναι βέβαια μεγάλες καὶ νὰ ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρώπινη ἐλπίδα, νὰ μὴ χορηγοῦνται ὅμως σὲ ὅλους, ἀλλὰ μόνο σὲ ὅσους συμβαίνει νὰ ἔχουν προηγουμένως συνεισφέρει ἀπὸ τὴν πλευρὰ τους ὅ,τι συντελεῖ στὴν προσέλκυση καὶ διατήρησή τους.
Γι’ αὐτό, πρὶν κατέβη ὁ Σωτήρας στὴ γῆ καὶ πρὶν ὑπάρξουν τὰ μυστήρια τῆς θείας του οἰκονομίας, τὰ ὁποία ἐπανέφεραν μεμιᾶς τὴ θέλησή μας, ποὺ εἶχε ξεπέσει ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη, χρειαζόταν μία ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἱκανὴ ὄχι μόνο νὰ ἀντισταθμίση τὴν τόσο μεγάλη ἀνθρώπινη κακία, ἀλλὰ μὲ πολὺ μεγαλύτερη δύναμη. Αὐτὴ ἔπρεπε νὰ συντελέση ἀποφασιστικὰ στὸ νὰ ξεπλυθῆ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὸ μίασμα, νὰ ἐξαλειφθῆ ἡ αἰσχύνη ποὺ τῆς προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία, νὰ καταργηθῆ ἡ ὕβρις τοῦ ἐχθροῦ Διαβόλου καί, ἀφοῦ συμφιλιωθῆ, νὰ προσφέρη ὁ Θεὸς τὸ χέρι του στοὺς ἀνθρώπους.
6. Καὶ νὰ ποὺ πρόσφερε ἡ Παρθένος γιὰ χάρη ὅλου τοῦ κόσμου αὐτὴ τὴν ὑπέροχη δικαιοσύνη κι ἔγινε σ’ ἐμᾶς ἡ κάθαρση κι ὁ ἱλασμὸς κι ἐξάγνισε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Κι ὅπως ἡ φλόγα ἢ ἡ φωτοχυσία μεταδίδεται σ’ ὅποιο σῶμα συναντήση, ἔτσι καὶ ἡ Παρθένος μετέδωκε σ’ ὅλους τὸ λαμπρὸ φῶς της.
Ὑπάρχει μία ἀναλογία ἀνάμεσα στὴν Παρθένο καὶ τὸν ἥλιο: τὸ φυσικὸ φῶς παρουσιάζεται σὰν ἡ ὡραιότης τῶν ὁρατῶν πραγμάτων, χωρὶς νὰ ἀνήκη στὴ φύση ὅλων, γιατί τὸ ἔδωσε ὁ Θεὸς μόνο στὸ δίσκο τοῦ ἡλίου, παρόμοια ἀκριβῶς καὶ ἡ ὡραιότης τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλο τὸ σεμνὸ μεγαλεῖο τῆς φύσεως καὶ ὅλη ἡ χάρη, ὅπως ἀνθοῦσε πρὶν νὰ χάση ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ καὶ τὴν ὁποία θὰ εἶχε, ἂν εἶχε τηρήσει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνη ποὺ εἶχε καὶ κείνη ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχη, ἀλλὰ δὲν εἶχε, ὅλα αὐτὰ βρέθηκαν συγκεντρωμένα μόνο στὴν Παρθένο καὶ ἐδικαίωσαν ὅλους τούς ἀνθρώπους, πράγμα ποὺ ὁ Παῦλος εἶπε γιὰ τὸ Σωτήρα. Ὑπῆρξε ἔτσι ἡ Παρθένος θησαυρὸς ἢ περιουσία ἢ πηγὴ ἢ δὲν ξέρω πῶς ἀλλοιῶς νὰ τὸ πῶ τῆς ἁγιότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν αὐτὴ μόνη κατοίκησε στὸ θυσιαστήριο. Καὶ προσφέρθηκε σὰν μία προπαρασκευαστικὴ καὶ καθαρτήρια θυσία πρὶν ἀπὸ τὸ μεγάλο θύμα γιὰ τὸ καλὸ ὅλου τοῦ γένους. Ἔτσι «πρόδρομος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἰσῆλθεν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁ Ἰησοῦς». Σὰν πρόδρομος δὲ τοῦ Σωτήρα εἰσῆλθε στὰ ἐνδότερά τοῦ καταπετάσματος ἡ μακαρία Παρθένος καὶ προσέφερε τὸν ἑαυτό της στὸν Πατέρα. Καὶ ὁ Ἰησοῦς βέβαια συμφιλίωσε ἀπόλυτα τούς ἀνθρώπους μὲ τὸν Πατέρα πεθαίνοντας πάνω στὸ σταυρό. Ἐνῶ ἡ μακαρία, μὲ τὸ νὰ προσφερθῆ στὸν Θεό, τόσο μπόρεσε νὰ συμβάλη στὴν καταλλαγή, ὅσο χρειαζόταν γιὰ νὰ φέρη τὸν κυβερνήτη ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, νὰ κάνη ἀδελφό τους τὸν πρεσβευτή, αὐτὸν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθη γιὰ χάρη τους μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ διεκδίκηση τὴ σωτηρία γι’ αὐτοὺς ποὺ ἤσαν πλέον δικοί του, ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια μὲ αὐτὸν φύση. Γιατί ὄφειλε νὰ ὁμοιωθῆ κατὰ πάντα μὲ τοὺς ἀδελφούς του, «ἵνα ἐλεήμων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τὰ πρὸς τὸν Θεόν». Καὶ αὐτὸς βέβαια, ὄντας μέσα στὴ μία του ὑπόσταση καὶ τὰ δύο: καὶ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς ,ἀλλά καὶ Θεός· ἔγινε τὸ κοινὸ ὅριο καθεμιᾶς ἀπὸ τὶς δύο φύσεις. Εἶναι γι’ αὐτὸ καὶ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ καταλλαγὴ καὶ εἰρήνη καὶ ἔρως καὶ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ὁδηγεῖ πρὸς αὐτά. Ἐνῶ ἡ μακαρία μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον καταγόταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ ταιριάζη ἀπὸ τὸ ἄλλο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ὑπέροχη ἀρετὴ της μόνο μὲ τὸν Θεό, αὐτὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μεγαλύνει καὶ τὸν Θεὸ κινεῖ σὲ ἔρωτα πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἑλκύοντάς Τον μὲ τὸ κάλλος της. Καὶ ὁ Σωτήρας βέβαια ἐξόφλησε ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐμεῖς χρωστούσαμε. Γιατί δὲν ἔνοιωθε ὁ ἴδιος νὰ εἶχε κάμει κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο νὰ εἶναι ὑπεύθυνος, ἀφοῦ «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν», ἀλλὰ πῆρε πάνω Του τὶς δικές μας ἁμαρτίες καὶ βασανίσθηκε γιὰ χάρη μας. Ἔτσι ἡ πληγὴ ἑνός, ποὺ δὲν εἶχε ἀδικήσει σὲ τίποτα, μὲ τὸ νὰ πάρη τὴ θέση τῆς ποινῆς ποὺ ἄξιζε σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ποὺ ἔσφαλαν τὰ μέγιστα, ἦταν ἀρκετὴ νὰ διαλύση τὶς κατηγορίες ἐναντίον ὅλων. Ἡ δὲ Παρθένος μὲ τὸ νὰ παρουσιάση μόνη αὐτὴ ἀνάμεσα σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους τὴν ψυχὴ της ἀξία τοῦ Θεοῦ μπόρεσε νὰ ὑπερασπισθῆ καὶ τοὺς ἄλλους.
Γι’ αὐτό, ἐνῶ πολλοὶ καὶ πολλὲς φορὲς δέχθηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μηνύματα, μόνο σ’ αὐτὴ ὁ Θεὸς εἶπε τὸ «χαῖρε». Γιατί δὲν ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ αὐτὴ κανεὶς πού, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κατηγορίες, νὰ μπορῆ νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένος καὶ ἀπὸ τὴ σχετικὴ ποινή. Ὅλους πράγματι τοὺς ἔκρινε ὁ Θεὸς ἄξιους νὰ πονοῦν καὶ νὰ βασανίζωνται. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἦταν ἡ τιμωρία τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὸ ὅτι καταπάτησαν τὸ νόμο τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ εἰρήνης. Μὲ τὸ νὰ θεωρήση λοιπὸν τὴ μακαρία Παρθένο ἀξία νὰ χαίρεται καὶ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ἀποκάλεσε «εὐλογημένη» καὶ «κεχαριτωμένη», φανέρωσε ὅτι δὲν εἶχε νὰ τῆς καταλογίση τίποτε ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποία ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ὑπεύθυνη.
7. Γιατί ἔπρεπε τὸ καινούργιο θύμα, ποὺ προσφέρθηκε γιά μᾶς, οἱ ὁποῖοι εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ἐξαγνισμούς, νὰ εἶναι ἄμωμο καὶ ἅγιο. Ἐὰν βέβαια τὸ θυσιαστήριο, τὸ ὁποῖο ἦταν σχεδίασμα καὶ εἰκόνα τῶν χαρίτων τῆς Παρθένου, ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πιὸ ἅγιο ἀπὸ ὅλα τὰ ἅγια πράγματα, τί γνώμη θὰ ἔπρεπε νὰ διατυπώσουμε γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια; Γιατί τὸ θυσιαστήριο δὲν ὑστεροῦσε ἀπὸ τὴν Παρθένο μόνο ὅσο ὑπολείπεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ἡ σκιὰ καὶ τὸ ἀποτύπωμα τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀνάμεσά τους πολὺ μεγαλύτερη, ἄπειρη ἀπόσταση. Γιατί τὸ θυσιαστήριο τὸ ἐπισκιάζουν, ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, τὰ Χερουβίμ. Ἐνῶ τὴν πολυύμνητη δὲν τὴν ἐπισκιάζουν ἁπλῶς τὰ Χερουβὶμ ἢ κάτι σπουδαιότερο ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ ὁ ἴδιος Ἐκεῖνος, τὸν ὅποιο ὑπηρετοῦν τὰ Χερουβίμ, ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὅπως ἀνήγγειλε ὁ θειότατος Γαβριήλ. Ἐξ ἄλλου ἡ θυσία εἶναι ἁγιώτερη ἀπὸ τὸ ἱερό, γιατί αὐτὴ ἀκριβῶς τὸ κάνει ἱερό. Τὸ χρίσμα τοῦ αἵματος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τὸ ἁγιάζει. Ἀλλὰ ἡ μακαρία Παρθένος τόσο πολὺ εἶναι ἁγιώτερη ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη θυσία, ὥστε νὰ μὴν μπορῆ κανεὶς οὔτε νὰ περιγράψη τὴ διαφορά. Γιατί τὸ αἷμα τῆς καινούργιας αὐτῆς θυσίας δὲν τὸ δέχθηκε ἁπλῶς τὸ θυσιαστήριο οὔτε τὸ κατέφαγε ἡ φωτιά, ἀλλὰ τὸ πῆρε πάνω του ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ τὸ φόρεσε σὰν «ἱμάτιον σωτηρίου καὶ χιτώνα εὐφροσύνης», ξαναχαρίζοντάς το στοὺς ἀνθρώπους σὰν ὅπλο ἐναντίον κάθε κακοῦ καὶ κάθε πόνου. Καὶ δὲν ντράπηκε γι’ αὐτὴ τὴν περιβολή, ἀλλὰ τὴν ὀνομάζει ἀντίθετα δόξα καὶ βασιλεία του. Καὶ σωστά, γιατί ὅταν φορώντας αὐτὸ τὸ «ἱμάτιο» πῆρε μέρος στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «ἔφθασε στὴ γῆ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Γι’ αὐτὴ τὴ βασιλικὴ ἐνδυμασία ρωτοῦσαν οἱ Ἄγγελοι τὸ Σωτήρα: «γιατί εἶναι κόκκινη ἡ στολή σου;» Κι αὐτὴ τὴ βασιλεία «ὁ Κύριος ἐβασίλευσε», σύμφωνα μ’ αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Γραφή. Αὐτὴ τὴ δύναμη κι αὐτὴ τὴ δόξα φόρεσε. Μ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν περιβολὴ καὶ μ’ αὐτὴ τὴ ζώνη νίκησε τὸ Διάβολο, ἅρπαξε ἀπὸ τὰ χέρια του κι ἐλευθέρωσε τοὺς δεμένους, ἁλυσοδένοντας τὸν ἴδιο. Κι ἔγινε σ’ ἐμᾶς τοὺς σωσμένους ἡ σάρκα τοῦ Σωτήρα «δύναμις Θεοῦ», ὅπως γράφει ὁ Παῦλος.
Ὢ πόσο πρωτοφανῆ καὶ ὑπέροχα εἶναι αὐτὰ τὰ μυστήρια! Πόσο θαυμαστὴ αὐτὴ ἡ δικαιοσύνη! Ὢ μεγαλεῖο ψυχῆς, ποὺ μὲ τέτοια ἁγνότητα στόλισε τὸ σῶμα της! Ὢ σῶμα ποὺ ξεπερνώντας τὴ φύση του τόσο πολὺ ὑψώθηκε μαζὶ μὲ τὴν ψυχή! Ὢ φῶς λαμπρὸ ποὺ καταύγασε ἐκεῖνο τὸ νοῦ! «Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ διαλαλήσω»; ρωτάει ἔκπληκτος ὁ προφήτης. Τὸν Θεό, ποὺ κανένας ποτὲ δὲν περιέλαβε τόπος, ποὺ ἡ κτίση ὅλη, κι ἂν ἀκόμα γίνη μύριες φορὲς μεγαλύτερη, δὲν τὸν χωρεῖ, Αὐτὸν τὸν περιέβαλε μὲ τὸ αἷμα της ἡ Παρθένος. Κι ὄχι ἁπλῶς τὸν περιέβαλε, ἀλλὰ τοῦ ὕφανε μὲ τὸ αἷμα της τέτοιο χιτώνα, ποὺ ἀπὸ κάθε ἄποψη νὰ ταιριάζη στὸ βασιλιά. Ἂν καὶ βέβαια δὲν ἑνώθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα ἁπλῶς ὅσο τὸ σῶμα ἑνώνεται μὲ τὸ ἔνδυμα οὔτε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔλαβε μέρος στὴ θεία ἀκτίνα ὅσο ἡ στολὴ στὴ βασιλικὴ εὐτυχία. Ἀλλὰ τόσο μόνο ἐπιτρέπεται νὰ ὀνομάσουμε τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτήρα περιβολὴ καὶ ἐνδυμασία, ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ ἐκφρασθῆ ὅτι δὲν ἔχει γίνει σύγχυση ἀνάμεσα στὶς δύο φύσεις, ἀλλὰ ὅτι ἡ κάθε μία μένει ἀκέραιη καὶ διατηρεῖ ὅλα τὰ ἰδιώματά της. Ἐνῶ σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ ὑπόλοιπα, τόσο πολὺ ξεπερνᾶ ἡ πραγματικότης αὐτὴ τὴν εἰκόνα, ὅσο ἡ τελεία ἕνωση τὴν πλήρη διαίρεση. Γιατί αὐτὴ ἡ ἕνωση οὔτε μπορεῖ νὰ γίνη παράδειγμα σὲ τίποτε ἄλλο οὔτε ἀπὸ κανένα ἄλλο παράδειγμα μπορεῖ νὰ ἐκφρασθῆ. Ἀλλὰ εἶναι μία ἕνωση μοναδική, πρωτοφανὴς καὶ ἀνεπανάληπτη. Γιατί τὸ αἷμα τῆς μακαρίας ἔγινε αἷμα Θεοῦ —πῶς νὰ τὸ ἐκφράσω;— καί, συμμετέχοντας τόσο στενὰ σὲ καθετὶ ποὺ Αὐτὸς εἶχε, ἀναδείχθηκε ὁμότιμο καὶ ὁμόθρονο καὶ ὁμόθεο μὲ τὴ θεία φύση. Σὲ τέτοιο ὕψος ἁγιότητος ἔφθασε ἡ Παρθένος, τόσο ἡ ἀρετὴ τῆς ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο νοῦ!
8. Ἄνθρωπος ἦταν. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐβλάστησε. Κι ἦταν μέτοχος σὲ κάθε κοινὸ χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Δὲν κληρονόμησε ὅμως τὴν ἴδια νοοτροπία οὔτε παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη κακία ποὺ ἐπικρατεῖ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀλλὰ νίκησε τὴν ἁμαρτία κι ἀντιστάθηκε στὴ φθορὰ τῆς φύσεώς μας κι ἔδωσε τέλος στὴν κακία. Ἔγινε ἔτσι αὐτὴ ἡ ἴδια ἁγία ἀπαρχὴ καὶ βάδισε πρώτη καὶ ὑπῆρξε ὁδηγὸς τῶν ἀνθρώπων στὸ δρόμο πρὸς τὸν Θεό. Γιατί διατήρησε τὴ θέλησή της τόσο καθαρή, σὰν νὰ ἦταν μόνη της σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος οὔτε κανένα ἄλλο πλάσμα νὰ εἶχε ποτὲ δημιουργηθῆ, σὰν νὰ βρισκόταν μόνη μπροστὰ στὸ μόνο Θεό. Δὲν συγκέντρωσε τὴν προσοχή της σὲ κανένα ἀπὸ τὰ κτίσματα οὔτε προσηλώθηκε σὲ τίποτε ἀπολύτως ἀπὸ ὅ,τι ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ ποὺ ἦρθε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀποχωρίσθηκε κατὰ τὸ καλύτερο μέρος. Κι ἔτσι, ἔχοντας ξεπεράσει ὅλη τὴν κτίση, τὴ γῆ, τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὰ ἀστέρια, τὸν ἴδιο τὸ χορὸ τῶν Ἀγγέλων, ποὺ περιβάλλει τὸ Θεό, δὲν σταμάτησε παρὰ ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ τὸν καθαρὸ Θεό, ἡ καθαρή. Κι ἀναδείχθηκε ἱερώτερη ἀπὸ τὶς θυσίες, τιμιώτερη ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια γιὰ τὸ Θεό, τόσο πιὸ ἅγια ἀπὸ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἱερεῖς, ὅσο ἁγιώτερος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἁγιάζονται εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἁγιάζει. Γιατί βέβαια κανεὶς δὲν ἦταν ἅγιος πρὶν γεννηθῆ ἡ μακαρία. Αὐτὴ πρώτη καὶ μοναδική, ἀπαλλαγμένη ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, παρουσιάσθηκε νὰ εἶναι πραγματικὰ ἁγία, καὶ ἁγία ἁγίων κι ὅ,τι ἀκόμη περισσότερο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πῆ. Κι ἄνοιξε καὶ στοὺς ἄλλους τὴν πόρτα τῆς ἁγιωσύνης μὲ τὸ νὰ ἔχη προετοιμασθῆ κατάλληλα γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ ὅπου ἦλθε ἡ ἁγιότης καὶ στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἱερεῖς καὶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἀξιώθηκε νὰ συμμετάσχη στὰ θεία μυστήρια.
Γιατί ὁ καρπὸς τῆς Παρθένου εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πρῶτος καὶ μόνος ἔφερε τὴν ἁγιότητα στὸν κόσμο. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ μακάριος Παῦλος: «πρόδρομος γιὰ χάρη μας εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ ἅγια». Γιατί, ἂν συμβαίνη νὰ λέγεται ὅτι καὶ πρὶν νὰ ἔρθη ὁ Σωτήρας πολλοὶ ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν νὰ ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐπωνυμία, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἔλαβαν μέρος στὰ μυστήρια τῆς θείας Οἰκονομίας, συμμετέχοντας στὶς προτυπώσεις τους. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο λέγει ὁ Παῦλος ὅτι καὶ πρὶν ἀκόμη «ὀνειδισθῆ» ὁ Χριστός, ὁ Μωυσῆς προτίμησε «ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς Αἰγύπτου τὸν ὀνειδισμὸ τοῦ Χριστοῦ». Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ πρὶν ἀκόμη νὰ ἔλθη στὴ γῆ ὁ ἄρτος «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», πρὶν νὰ δοθῆ στοὺς ἀνθρώπους τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον —ἀφοῦ «ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ»—ἦταν δυνατὸν στοὺς Ἑβραίους τὸ βάπτισμα καὶ ἡ πνευματικὴ μετάδοση ψωμιοῦ καὶ νεροῦ. Καὶ ἀκόμη, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ εἶναι καλὰ παρασκευασμένοι γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἁγιότητα κι ἕτοιμοι νὰ ὑποδεχθοῦν, τὴν ἀκτίνα ἐκείνη ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνέτειλε ἡ σωτηρία. Μὲ αὐτὰ συμφωνεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας: «ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτὸν ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθεία». Ἔτσι καταλαβαίνουμε πὼς οἱ παλιοὶ ἐκεῖνοι ἅγιοι, μιά καὶ ὁ Σωτήρας δὲν εἶχε ἀκόμη φανερωθῆ, δέχθηκαν τὸν ἁγιασμὸ διά· μέσου σκιῶν καὶ συμβόλων. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι δηλαδὴ «ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄνδρες, καίτοι ἔλαβαν ἐγκωμιαστικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν πίστη τους, δὲν ἀπήλαυσαν τὴν ὑπόσχεση τῆς οὐράνιας κληρονομιᾶς…γιὰ νὰ μὴν τελειωθοῦν χωρὶς ἐμᾶς»!
9. Καὶ γιατί ἀναφέρω τοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦταν δυνατὸν οὔτε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ Ἅδη νὰ ἐλευθερωθοῦν, πρὶν νὰ λάβουν τὶς δωρεὲς τῆς Παρθένου, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τούς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἀρχαγγέλους, τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ, εἶναι ἁγιώτερη ἡ μακαρία; Ἂν πάλι προσφέρεται σὰν βραβεῖο τῆς ἁγιότητος κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ ὅλους ὁ Θεός, τὸν κερδίζει ὅμως περισσότερο ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καλύτερα προπαρασκευασθῆ, πῶς δὲν εἶναι ἀναγκαῖο νὰ κρίνουμε τὴν ἁγιότητα ἀπὸ τὰ βραβεῖα καὶ νὰ χρησιμοποιοῦμε σὰν βέβαιο μέτρο της τὸ πόσο ὁ καθένας βρίσκεται κοντὰ στὸ Θεό; Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει ὅτι τὰ Χερουβὶμ στέκονται γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δέχονται τὶς θεῖες ἀκτίνες Του, χωρὶς οὔτε νὰ τολμοῦν νὰ Τὸν ἀτενίσουν. Ἐνῶ ἡ Παρθένος, κατὰ ἕνα πρωτοφανῆ κι ἀπερίγραπτο τρόπο, περιέλαβε μέσα της Αὐτὸν ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ χωρέση κανένας τόπος. Καὶ δὲν δέχθηκε μέσα της ἁπλῶς κάποια θεία λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ. Ὅσο λοιπὸν φανερώτερα ἑνώθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὴν Παρθένο, παρὰ μὲ τὰ Χερουβὶμ —κι ἡ διαφορὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε νὰ μὴ μπορῆ οὔτε νὰ περιγραφή—τόσο ἁγιώτερη κι ἱερώτερη εἶναι ἡ Παρθένος.
Ὅλες πράγματι τὶς ὑπάρξεις, διὰ μέσου τῶν ὁποίων φανερώνεται ἰδιαίτερα ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ Παρθένος τὶς ξεπερνᾶ στὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητα, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τὰ σώματα εἶναι φυσικὸ νὰ εἶναι καθαρώτερα ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὸ φῶς. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς βρίσκεται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο παντοῦ, ἡ διαφορετικὴ φανέρωσή Του πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὀφείλεται στὰ κτίσματα. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι σωστό, ποιὸς τότε δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ Παρθένος εἶναι ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ ὅλους τούς Ἀγγέλους πιὸ ἱερή; Γιατί βέβαια διὰ μέσου τῶν Ἀγγέλων δόθηκαν στοὺς ἀνθρώπους οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὁ παλαιὸς νόμος, ὁ «δι’ Ἀγγέλων λαληθείς λόγος», ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, καὶ τὰ ἄλλα σημεῖα ποὺ φανέρωναν τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἡ Παρθένος δὲν ἀνήγγειλε τὸν Θεὸ ὡς αὐτὸ μόνο τὸ σημεῖο, ἀλλὰ ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἴδια τὴν ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ. Κι ὄχι ἁπλῶς μὲ σημεῖα καὶ εἰκόνες, ἀλλὰ μὲ τρόπο ἄμεσο, φανέρωσε δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸ Σωτήρα, κι αὐτὸ ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στὶς ἀγγελικὲς Ἀρχὲς καὶ Ἐξουσίες, γιατί «ἔπρεπε νὰ γίνη γνωστή, λέγει ὁ Παῦλος, καὶ στὶς Ἀρχὲς καὶ στὶς Ἐξουσίες ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ». Καὶ δὲν εἶπε: «γιὰ νὰ γίνη περισσότερο γνωστή», σὰν νὰ εἶχε καὶ προηγουμένως ὡς ἕνα σημεῖο γίνει γνωστή, ἀλλὰ ἁπλῶς: «γιὰ νὰ γίνη γνωστή». Γιατί θέλει ἔτσι, νομίζω, νὰ ὑποδηλώση ὅτι ἡ πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο γνώση τοῦ Θεοῦ ἦταν τόσο ἀμυδρή, ὥστε νὰ μὴν μπορῆ νὰ γίνη καμμιὰ σύγκριση μὲ τὴ δεύτερη, αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔφερε ἡ Παρθένος. Γίνεται λοιπὸν φανερὸ ὅτι ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, τοὺς δικαίους καὶ τοὺς ἀδίκους, τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἀγαθούς, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὲς τὶς ὑπερκόσμιες δυνάμεις φανέρωσε τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης.
Ἡ Παρθένος εἶναι ἑπομένως τόσο ἀνώτερη ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, ὅσο αὐτὰ ποὺ πραγματοποίησε γιὰ τὴ σωτηρία μας ὁ Σωτήρας εἶναι ἀδύνατο νὰ συγκριθοῦν μὲ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Καὶ πράγματι, ἐὰν τόσο πολὺ καλύτερους ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἑαυτοὺς τους ἔκαμε τοὺς Ἀγγέλους, ὥστε νὰ ὑποστηρίζη ὁ Ἀπόστολος ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ὁποιαδήποτε σύγκριση ἀνάμεσα στὴ δεύτερη καὶ στὴν πρώτη τους εὐτυχία, ἂς ἐξετάσουμε πόσο μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ ὑπεροχή. Γιατί, ἂν «τὸ μικρότερο εὐλογῆται ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο», ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ποιὰ σύγκριση μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἀνάμεσα στὸ νὰ εὐεργετῆ κανεὶς καὶ στὸ νὰ εὐεργετῆται; Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ προφήτης ἔβλεπε τὴν Παρθένο νὰ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα ἕνας θρόνος «ὑψηλὸς καὶ ἐπηρμένος», ἐνῶ τὰ Χερουβὶμ τὰ ἔβλεπε γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο. Κι ὄχι ἁπλῶς γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο, ἀλλὰ καὶ νὰ στέκωνται μὲ συστολὴ καὶ μὲ φόβο, χωρὶς νὰ τολμοῦν οὔτε νὰ τὸν ἀντικρύσουν. Ἡ παράδοση λέγει, ἐπὶ πλέον, ὅτι οἱ Ἄγγελοι ἀγρυπνοῦν πάντοτε κι ὅτι δὲν ὑπάρχει τέρμα στὶς πρὸς τὸν Θεὸ ὑμνωδίες τους. Ἀλλὰ τόσο πιὸ πολὺ πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἰσχύει καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν Παρθένο —καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο μετὰ τὴν ἐκδημία της ἀπὸ τὴ γῆ, ἀλλὰ κι ὅταν ἀκόμη ἦταν σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωὴ— ὅσο περισσότερο αἰσθάνθηκε αὐτὴ τὴ θεία ἀκτίνα. Γιατί καὶ στὶς Δυνάμεις, ποὺ κυκλώνουν τὸν Θεό, περισσότερο ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ξυπνᾶ τὸ ζῆλο καὶ τὶς κάνει νὰ ἀγρυπνοῦν τὸ ὅτι ἔχουν γευθῆ τὶς θεῖες εὐεργεσίες. Ὥστε ἐκεῖνο ποὺ στοὺς ἄλλους ἁγίους συμβαίνει ἀφοῦ ἀποχωρισθοῦν τὸ σῶμα, τὸ νὰ εἶναι δηλαδὴ ἀμετακίνητοι στὸ ἀγαθὸ καὶ στὴν ἀρετή, στὴν Παρθένο συνέβη καὶ πρὶν ἀκόμη ἀποθέση τὸ σῶμα Της.
10. Καὶ αὐτὸ ἦταν φυσικὸ ἐπακόλουθο. Γιατί βέβαια τὸ σῶμα τῆς Παρθένου, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ παραμερισθῆ, εἶχε ξεπεράσει τὴν ὀνομασία του. Καὶ ἦταν σῶμα ὄχι ψυχικό, οὔτε τίποτε ἄλλο, ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, «σῶμα πνευματικό», ἀφοῦ τὸ Πνεῦμα εἶχε σκηνώσει μέσα του καὶ εἶχε μεταθέσει ὅλους τούς νόμους τῆς φύσεως. Ἀλλά, ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτά, τὸ σῶμα τὸ ὁποῖο, ὅταν ὑπῆρχε σ’ ἐκείνους (τοὺς ἁγίους), δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ στραφοῦν καὶ νὰ προσκολληθοῦν στὸ Θεό, βοηθοῦσε ὑπερβολικὰ τὴ μακαρία Παρθένο. Γιατί σ’ ἐκείνους, καὶ ὅταν ἀκόμη εἶχαν πληρωθῆ ἀπὸ κάθε ἐπιθυμία νὰ βρίσκωνται κοντὰ στὸ ἀκρότατο ἐπιθυμητὸ καὶ ὅταν εἶχαν ὅλη τὴ νοερὴ δύναμη γιὰ τὴ θεωρία τοῦ ἀληθινὰ Ὄντος, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ προχωρήσουν πρὸς κάτι ἄλλο, πολὺ λιγώτερο δὲ νὰ στρέψουν ἐξ ὁλοκλήρου τὸ νοῦ τους, ὅπως στρέφουμε τὸ βλέμμα, ἐπειδὴ ὅλα τὰ ὁρατὰ πράγματα ἔμπαιναν μεταξύ τους. Ποιὸς ὅμως δὲν γνωρίζει ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν χώρα στὴν Παρθένο πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ κατανόηση καὶ ὅτι αὐτὴ μόνη δέχθηκε μέσα της τὸ Θεὸ μὲ τρόπο πού δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ;
Γίνεται ἑπομένως φανερὸ ὅτι καὶ πρὶν πέραση στὴν ἄλλη ζωή, εἶχε μέσα της ἀμετακίνητο τὸ ὑπέροχο ἐκεῖνο ἀγαθὸ καὶ τὴ θαυμαστὴ ἀρετή της. Εἶχε ἀπὸ τώρα τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ κι ἐβασίλευσε ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ μὲ τὴ βασιλεία ποὺ προορίζεται γιὰ τοὺς δικαίους. Κι ἔζησε μέσα στὸ ρεῦμα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ζωῆς τὴ μόνιμη, αὐτὴ ποὺ εἶναι κρυμμένη «ἐν τῷ Χριστῷ» καὶ ποὺ γι’ Αὐτὴ φανερώθηκε ἀπὸ τώρα. Γιατί ἔπρεπε βέβαια νὰ ὑπάρξουν ὅλα τὰ πράγματα μὲ ἕναν καινούργιο τρόπο γιὰ τὴν μακαρία, μπρὸς στὴν ὁποία ὑποχώρησαν καὶ τῆς φύσεως οἱ νόμοι. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἤθελε καὶ ἡ ἴδια νὰ δείξη ἀνυμνώντας τὶς θεῖες εὐεργεσίες πού ἀξιώθηκε νὰ λάβη καὶ εἶπε: «ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός».
11. Τί πρωτοφανῆ τὰ κατορθώματα! Τί ὑπέροχοι οἱ ἀγῶνες! Καὶ ὅμως μετὰ τὰ βραβεῖα καὶ τὰ στεφάνια ποὺ ἔλαβε, μετὰ δηλαδὴ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης ποὺ δέχθηκε μέσα της καὶ μὲ τὸν ὁποῖον ἑνώθηκε, δοκίμασε γιὰ χάρη μας θλίψεις καὶ ὀδύνες, «ἀντὶ τῆς χαρᾶς ποὺ βρισκόταν μπροστά της». Καὶ συμμετεῖχε μὲ τὸν Υἱό της στὴν αἰσχύνη καὶ στὶς ὕβρεις καὶ σὲ ὅλα ὅσα ἀποκάλυπταν τὴ φτώχεια, στὴν ὁποία ἦρθε γιὰ χάρη μας. Καὶ ἀνεχόταν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ φαινομενικοῦ πατέρα του (τοῦ Ἰωσήφ), καὶ μακροθυμοῦσε, παίρνοντας τὸ μέρος τοῦ Υἱοῦ της γιὰ τὴ δική μου σωτηρία. Κι ὅταν Ἐκεῖνος ἔκανε τὰ θαύματά του κι ἐπανόρθωνε τὴ φύση, ἦταν πάντα κοντά του. Κι ὅταν ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους εὐεργετοῦσε τὸν φθονοῦσαν καὶ τὸν μισοῦσαν, ἡ Παρθένος πονοῦσε μαζί του κι ἐδεχόταν τὰ βέλη τοῦ μίσους των. Ἀφοῦ, κινούμενη ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ φιλανθρωπία της, πρώτη αὐτὴ παρότρυνε τὸν Υἱό της πρὸς αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες, κι αὐτὸ πρὶν ἀκόμη νὰ ἔλθη ἡ ὥρα τοῦ —«οὔπω ἤκει ἡ ὥρα μου», εἶπε ὁ ἴδιος—· πράγμα ποὺ φανερώνει καθαρὰ πόση παρρησία ἔδωκε στὴ μητέρα του, ὥστε νὰ μπορῆ νὰ ἀλλάξη ἀκόμη καὶ τὰ χρονικὰ ὅρια, ποὺ αὐτὸς εἶχε καθορίσει.
Ὅταν πάλι χρειάσθηκε νὰ ὑποφέρη γιὰ μᾶς ὁ Σωτήρας καὶ νὰ πεθάνη, πόσο μεγάλες ἤσαν οἱ ὀδύνες, μὲ τὶς ὁποῖες τοῦ συμπαραστάθηκε ἡ Παρθένος! Τί βέλη τὴν διαπέρασαν! Γιατί κι ἂν ὁ Υἱὸς της ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ τίποτε ἄλλο, τίποτε ὀδυνηρότερο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πρόσθεση κανεὶς σὲ μία μητέρα. Ἀλλὰ τώρα εἶναι ὁ μόνος Υἱός της, ποὺ τὸν ἔφερε στὸν κόσμο μόνη της, κατὰ τρόπο παράδοξο, ποὺ δὲν λύπησε ποτὲ οὔτε τὴν ἴδια οὔτε κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς εὐεργέτησε, ἀντίθετα, ὅλους τόσο, ὥστε νὰ ξεπεράση ὅλες τὶς προσδοκίες τους.
Τί λοιπὸν συναισθήματα εἶναι φυσικὸ νὰ εἶχε ἡ Παρθένος, ὅταν ἔβλεπε τὸν Υἱό της σὲ τόσο φοβερὲς ὀδύνες, αὐτὸν ποὺ ἦταν ὁ εὐεργέτης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, «τὸν πρᾶον, τὸν ταπεινὸν τῇ καρδίᾳ», αὐτὸν ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ «ἐρίζων οὐδὲ κραυγάζων», τὸν ὁποῖον κανεὶς ποτὲ δὲν μποροῦσε νὰ κατηγορήση γιὰ τὸ παραμικρό, ὅταν τὸν ἔβλεπε νὰ σέρνεται ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἄγρια θηρία, νὰ γυμνώνεται, νὰ δέρνεται, νὰ κρίνεται ἄξιος τῆς χειρότερης καταδίκης, νὰ πεθαίνη τὸν ἐξευτελιστικώτερο θάνατο μαζὶ μὲ τοὺς ἁμαρτωλότερους ἀνθρώπους, ἔξω ἀπὸ κάθε ἔννοια δικαιοσύνης καὶ νόμου, ὅπως συμβαίνει σὲ τυραννικὰ καθεστῶτα; Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι τέτοια ὀδύνη ποτὲ σὲ κανέναν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη. Γιατί, ἂν εἶναι ἀνάγκη νὰ κλαῖμε γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀδικοῦνται, τίποτε δὲν εἶναι τόσο ἄδικο, ὅσο ὁ θάνατος μὲ τὸν ὁποῖο πέθανε ὁ Σωτήρας. Μολονότι κανένας βέβαια δὲν ἀδικήθηκε ἐξ ὁλοκλήρου ξεπληρώνοντας τὴν ποινή, μὲ τὴν ὁποία καταδικάσθηκε, ἔστω κι ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἔνοιωθε ἐνοχὴ γιὰ τίποτε ἀπὸ αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα καταδικάστηκε, γιατί ἀσφαλῶς ἔπραξε ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε δίκαια νὰ κατηγορηθῆ. Ἐνῶ γιὰ τὸν Σωτήρα, λέγει ὁ προφήτης ὅτι «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν».
Ἂν πάλι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μὴ βασανιζώμαστε γιὰ τὶς συμφορές, ποὺ τυχαίνουν στοὺς δικούς μας, εἶναι φανερὸ ὅτι κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε τόσο στενὸ δεσμὸ μὲ ἄλλον ἄνθρωπο, ὅσο ἡ Παρθένος μὲ τὸν Σωτήρα. Γι’ αὐτὸ τὴν ὥρα τῶν Παθῶν κατέλαβε τὴν Παρθένο θλίψη ὑπερβολικὴ καὶ ἀπερίγραπτη, τέτοια ποὺ παραπλήσια ποτὲ δὲν ἔνοιωσε ἄνθρωπος. Γιατί αὐτὴ εἶδε τὴ Σταύρωση σὰν μητέρα, ἀλλὰ καὶ σὰν ἄνθρωπος μὲ σωστὴ κρίση, σὰν κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ διακρίνη καθαρὰ τὴν ἀδικία.
12. Ἔπρεπε βέβαια νὰ λάβη μέρος σὲ καθετὶ ποὺ ἔκανε ὁ Υἱός της γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὅπως τοῦ μετέδωκε τὸ αἷμα καὶ τὴ σάρκα της κι ἔλαβε ἀμοιβαία μέρος στὶς δικές του χάριτες, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπο ἔλαβε μέρος καὶ σὲ ὅλους τους πόνους καὶ τὴν ὀδύνη του. Κι Αὐτὸς βέβαια καρφωμένος στὸ σταυρὸ δέχθηκε στὴν πλευρὰ τὴν λόγχη, ἐνῶ διαπέρασε τὴν καρδιὰ τῆς Παρθένου ρομφαία, ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἁγιώτατος Συμεών. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαρτύρια τὰ προξενοῦσαν οἱ «κύνες» ἐκεῖνοι ἀπὸ κοινοῦ στὸν Υἱὸ καὶ στὴ μητέρα. Τὸ ἴδιο κι ὅταν χρησιμοποιώντας παλαιοτέρους λόγους του τὸν κατηγοροῦσαν σὰν ἀλαζόνα κι ὅταν τὸν ὀνόμαζαν πλάνο κι ἀγωνίζονταν ν’ ἀποδείξουν τὴν πλάνη του.
Ἔτσι, χάρις σ’ αὐτὲς τὶς ὁμοιότητες αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ποὺ ἔγινε «σύμμορφος» μὲ τὸ θάνατο τοῦ Σωτήρα καὶ γι’ αὐτὸ ἔλαβε πρὶν ἀπὸ ὅλους μέρος καὶ στὴν ἀνάστασή Του. Γιατί, ὅταν ὁ Υἱὸς της διέλυσε τὴν τυραννία τοῦ Ἅδη κι ἀναστήθηκε, τὸν εἶδε βέβαια καὶ τὸν ἄκουσε καὶ τὸν προέπεμψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, καθὼς ἔφευγε γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ πῆρε, μετὰ τὴν Ἀνάληψη, τὴ θέση του ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἄλλους συντρόφους του, αὐξάνοντας ἔτσι τὶς εὐεργεσίες μὲ τὶς ὁποῖες Ἐκεῖνος εὐεργέτησε τὴν ἀνθρώπινη φύση, «ἀναπληρώνοντας», δηλαδή, πιὸ ἄξια ἀπὸ ὅλους «τὰ ὑστερήματα τοῦ Χριστοῦ». Γιατί σὲ ποιὸν ἄλλο μποροῦσε ὅλα αὐτὰ νὰ ταιριάζουν παρὰ στὴ μητέρα;
Ἦταν ὅμως ἀνάγκη ἡ παναγία ἐκείνη ψυχὴ νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τὸ ὑπεράγιο ἐκεῖνο σῶμα. Καὶ χωρίζεται βέβαια καὶ ἑνώνεται μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ Υἱοῦ της, μὲ τὸ πρῶτο φῶς ἑνώνεται τὸ δεύτερο. Καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ λίγο στὴ γῆ, ἀναχώρησε κι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή. Γιατί ἔπρεπε νὰ πέραση ἀπὸ ὅλους τούς δρόμους ἀπὸ τοὺς ὁποίους πέρασε ὁ Σωτήρας, νὰ λάμψη καὶ στοὺς ζωντανοὺς καὶ στοὺς νεκρούς, νὰ ἁγιάση διὰ μέσου ὅλων τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ λάβη ἀμέσως μετὰ τὸν ἁρμόζοντα τόπο. Τὸ δέχθηκε ἔτσι γιὰ λίγο ὁ τάφος, τὸ παρέλαβε δὲ καὶ ὁ οὐρανός, αὐτὸ τὸ πνευματικὸ σῶμα, τὴν καινὴ γῆ, τὸ θησαυρὸ τῆς δικῆς μας ζωῆς, τὸ τιμιώτερο ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, τὸ ἁγιώτερο ἀπὸ τοὺς Ἀρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε ἔτσι ὁ θρόνος στὸν βασιλιά, ὁ παράδεισος στὸ ξύλο τῆς ζωῆς, ὁ δίσκος στὸ φῶς, στὸν καρπὸ τὸ δένδρο, ἡ μητέρα στὸν Υἱό, ἀξία καθόλα ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
13. Ποιὸς λόγος εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ ὑμνήση, ὢ μακαρία, τὴν ἀρετή σου, τὶς χάριτες πού σοῦ δώρισε ὁ Σωτήρας, αὐτὲς πού Σὺ δώρισες στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων; Κανείς, ἔστω κι ἂν «λαλῆ τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων», ὅπως θάλεγε ὁ Παῦλος. Προσωπικά μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ νὰ καταλαβαίνη κανεὶς καὶ νὰ διακηρύσση σωστὰ καὶ ὅπως πρέπει τὰ μεγαλεῖα Σου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς αἰώνιας μακαριότητας, ποὺ ἀπόκειται στοὺς δικαίους. Γιατί κι αὐτὰ «ὀφθαλμὸς δὲν τὰ εἶδε καὶ αὐτὶ ἀνθρώπινο δὲν τὰ ἄκουσε» κι «ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ χωρέση», σύμφωνα μὲ τὸν περιώνυμο Ἰωάννη. Τὰ δικά Σου μεγαλεῖα ἀνήκουν μόνο στὸ χῶρο ἐκεῖνο ὅπου ὁ οὐρανὸς εἶναι καινὸς καὶ ἡ γῆ καινή, τὸ χῶρο ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος Ἥλιος οὔτε προηγεῖται οὔτε ἕπεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι, ἐκεῖ ὅπου ὑμνητὴς τῶν μεγαλείων Σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας καὶ Ἄγγελοι αὐτοὶ ποὺ χειροκροτοῦν. Σ’ αὐτὸν μόνο πράγματι τὸ χῶρο μπορεῖ νὰ Σοῦ προσφερθῆ ἡ ὑμνωδία πού Σοῦ ἀξίζει. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν ὕμνησή Σου. Τόσο μόνο μποροῦμε νὰ Σὲ ὑμνήσουμε, ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ ἁγιάσουμε τὴ γλώσσα καὶ τὴν ψυχή μας. Γιατί καὶ μόνο ἕνας λόγος καὶ μία ἀνάμνηση, ποὺ ἀναφέρεται σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ δικά Σου μεγαλεῖα, ἀνυψώνει τὴν ψυχὴ καὶ κάνει καλύτερο τὸ νοῦ καὶ μᾶς μετατρέπει ὅλους ἀπὸ σαρκικοὺς σὲ πνευματικοὺς καὶ ἀπὸ βέβηλους σὲ ἁγίους.
Ἀλλ’, ὢ Παρθένε, Σὺ ποὺ εἶσαι κάθε ἀγαθό, καθετὶ ποὺ ξέρουμε σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ κι ὅ,τι θὰ μάθουμε, ὅταν ἀφήσουμε τὸν κόσμο! Ὢ Σύ, ποὺ ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου ὁδήγησες καὶ τοὺς ἄλλους πρὸς τὴ μακαριότητα καὶ τὴν ἁγιωσύνη! Ὢ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ φῶς τοῦ κόσμου καὶ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Σωτήρα καὶ θύρα καὶ ζωή, Σὺ ποὺ εἶσαι ἀξία νὰ ὀνομάζεσαι μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα προσφωνήθηκε γιὰ τὴ σωτηρία ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Σωτήρας. Γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ αἴτιος καὶ Σὺ ἡ «συναίτιος» τοῦ δικοῦ μου ἁγιασμοῦ καὶ ὅλων ἐκείνων τὰ ὁποῖα ἀπὸ τὸ Σωτήρα διὰ μέσου Σου καὶ τῶν δικῶν Σου ἀπήλαυσα μόνο. Αἷμα δικό Σου εἶναι τὸ αἷμα ποὺ καθαρίζει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Δικό Σου μέλος εἶναι τὸ σῶμα μέσα στὸ ὁποῖο ἁγιάστηκα, μέσα στὸ ὁποῖο βρίσκεται ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ κάθε ἐλπίδα σωτηρίας. Δικό Σου σπλάχνο εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὢ Σὺ Παρθένε, ποὺ εἶσαι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἔπαινο κι ἀπὸ κάθε ὄνομα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ σὲ χαρακτηρίση, δέξου αὐτὸν τὸν ὕμνο μας καὶ μὴν παραβλέψης τὴν προθυμία. Καὶ δῶσε νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε καὶ νὰ ψάλλουμε κάπως καλύτερα τὰ μεγαλεῖα Σου καὶ τώρα, σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, στὴν αἰωνία. Ἀμήν.
ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Στην Εκκλησία ο θάνατος γίνεται πανηγύρι. Δεν λέγεται θάνατος ή τελευτή. Αποκαλείται «Κοίμηση». Δεν εξαντλούνται τα πάντα στο εδώ και τώρα. Υπάρχει το γεγονός της μετά του τάφου η αιώνια ζωή. Ὁ Χριστιανός πιστεύει ότι κοιμάται προσωρινώς, για να ξυπνήσει στην αιωνιότητα. Ὁ θάνατος, με την Ανάσταση του Χριστού, γίνεται ένας μεγάλος ύπνος. Αυτό το πανηγύρι, την ελπίδα της αιώνιας βασιλείας, την αγάπη μας στην Παναγία Μητέρα όλων μας, θα δούμε και μέσα από αυτή την παρουσίαση μας, τιμώντας την Κοίμηση της Θεοτόκου . Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι μια Θεομητορική εορτή των Χριστιανικών Εκκλησιών, η οποία εορτάζεται στις 15 Αυγούστου. Στην Ελλάδα γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα σε πολλά μέρη της χώρας, ονομάζεται δε και «Πάσχα του καλοκαιριού». Κατά την παράδοση, όταν η Παναγία πληροφορήθηκε άνωθεν τον επικείμενο θάνατό της, προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, ετοιμάστηκε και ανέφερε το γεγονός στους Αποστόλους. Επειδή κατά την ημέρα της κοίμησης δεν ήταν όλοι οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, μια νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε κοντά της. Την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεσθημανής. Μετά από τρεις μέρες ο τάφος ήταν άδειος. Η Παναγία ανελήφθη στους ουρανούς.
Κατά την παράδοση, είθισται περίοδος νηστείας για τη συγκεκριμένη εορτή, που καθιερώθηκε τον 7ο αιώνα. Αρχικά ήταν χωρισμένη σε δύο περιόδους, εκείνη πριν την γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και εκείνη πριν της γιορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου. Το 10ο αιώνα, συνενώθηκαν σε μια νηστεία που περιλαμβάνει 14 ημέρες και ξεκινά την 1η Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης νηστείας, νηστεύεται το λάδι εκτός του Σαββάτου και της Κυριακής, ενώ στη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα καταλύεται το ψάρι. Κατά τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου καταλύονται τα πάντα, εκτός κι αν η γιορτή πέσει σε ημέρα Τετάρτη ή Παρασκευή, οπότε καταλύεται μόνο το ψάρι.
Στις 15 Αυγούστου χιλιάδες πιστών με την ψυχή γεμάτη ελπίδα και κατάνυξη, προστρέχουν στα αμέτρητα προσκυνήματα, όπου λιτανεύονται οι θαυματουργές εικόνες της Παναγίας για να μαρτυρήσουν τη πίστη τους στο πρόσωπο της Μητέρας του Θεανθρώπου και να την ικετέψουν να μεσολαβήσει στον Υιό της για τη σωτηρία της ψυχής τους, αφού, σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση η Παναγία λίγο πριν τη μετάστασή της στους Ουρανούς υποσχέθηκε ότι δεν θα σταματήσει να φροντίζει για όλον τον κόσμο και θα γίνει η μεσίτρια στον Υιό της για τη σωτηρία της ανθρωπότητας.
Η Παναγία, όμως, δεν έχει μόνο θρησκευτική σημασία για τους Έλληνες αλλά και εθνική, αφού πολλές φορές το πρόσωπό της έχει συνδεθεί με τους αγώνες του έθνους και έτσι ο ελληνικός λαός την τιμά και τη σέβεται περισσότερο από κάθε άλλο ιερό πρόσωπο.
Ο Αύγουστος είναι η εποχή διακοπών και ξεγνοιασιάς για τους σύγχρονους Έλληνες. Μήνας «προσκυνήματος» των Ελλήνων και των Αποδήμων αδελφών μας στα άγια χώματα των περήφανων πλην ερημωμένων χωριών της Ελληνικής υπαίθρου που κάθε χρόνο αυτές τις μέρες ξαναπαίρνουν ζωή και κουράγια. Επίσης είναι ο Μήνας της Παναγιάς η γιορτή της μετάστασής της ισοδυναμεί με Πάσχα. Άρρηκτα δεμένα η πίστη και η παράδοση, σ' ένα μείγμα που χαρακτηρίζεται ως Ελληνική ταυτότητα, μια και παίρνει τις εκφράσεις όλων των αισθημάτων και συναισθημάτων κάθε τόπου κάθε περιοχής, κάθε τοπικής κοινωνίας.
Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μια μέρα κατά την οποία η ορθόδοξη Ελληνική ψυχή στρέφει τα μάτια της με βαθειά κατάνυξη και προσμονή προς την υπεραγία Θεοτόκο. Η ψυχή του λαού μας είναι στενά συνδεδεμένη με το μυστήριο το οποίο δημιουργούν για την Παναγιά οι θρύλοι και οι ιστορίες γύρω από το όνομά της. Η μεγάλη πίστη που τρέφει ο λαός μας προς την Παναγία είναι ο φάρος που φωτίζει την πολυκύμαντη ζωή του και των εθνικών του αγώνων. Η Παναγιά είναι παρούσα σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του λαού και του έθνους μας γιατί μόνο κοντά της ο μικρός και αδύναμος άνθρωπος κλυδωνισμένος από τα ισχυρά κύματα των δοκιμασιών, των πόνων και δακρύων, των θλίψεων και κακιών, βρίσκει καταφυγή και παρηγοριά. Μόνο κοντά στην Παναγιά κατευνάζεται η ορμή της δοκιμασίας, διαλύονται τα μαύρα σύννεφα της θλίψης, λησμονείται ο πόνος, σταματούν τα δάκρυα και ο άνθρωπος ζει εν ειρήνη και αγαλλίαση. Οδηγήτρια και υπέρμαχος του έθνους μας η Παναγιά στάθηκε στις δύσκολες στιγμές αρωγός στους αγώνες του.
Η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης, ενώ η προετοιμασία των πιστών αρχίζει από την 1η Αυγούστου με τη νηστεία που διαρκεί μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο, αποτελώντας για τους Ορθόδοξους χριστιανούς το «Πάσχα του καλοκαιριού» όπως αανφερθήκαμε και πιο πάνω.
Ορισμένα από τα Ονόματα που έχουν δοθεί στην Παναγιά
Τα ονόματα της Παναγίας που ο λαός έχει δώσει στην είναι πολλά. Ο ευσεβής λαός μας αποδίδει στην Παναγιά και διάφορες επωνυμίες δια των οποίων εκδηλώνει τον σεβασμό και ευλάβειά του. Το όνομα της «Παρθένου Μαρίας», το ιερότερο ίσως πρόσωπο της Ορθοδοξίας, συνοδεύεται από ένα μεγάλο αριθμό προσωνυμιών που της έχουν δοθεί, λόγω των ιδιοτήτων της, του χρόνου που γιορτάζει, της θέσης που βρέθηκε η εικόνα της, της τοποθεσίας που βρίσκεται η εκκλησία της. Οι λαϊκές αυτές επωνυμίες αποδίδονται στην Παναγιά από διάφορες αιτίες. Έτσι: Από τον εικονογραφικό τύπο της Παράστασής της έχουμε την Παναγιά βρεφοκρατούσα, γλυκοφυλούσα, ρόδον το αμάραντο, τριχερούσα, θρυηνωδούσα... Από τις Ιδιότητες της Παναγιάς έχουμε την Παναγιά Βαγγελίστρα, Ελεούσα, Μεγαλόχαρη, Ορφανή, Παρηγορήτρια, Οδηγήτρια... Από την Παλαιότητα της εικόνας της έχουμε Παναγιά Μαχαιρωμένη, Παλαιοπαναγιά, Μαυριώτισσα... Από τον τρόπο Εύρεσης της εικόνας της έχουμε την Παναγιά Θεοσκέπαστη, Μυρτιδιώτισσα, Σπυλαιώτισσα, Κρεμαστή, Πλατανιώτισσα... Από τον Τόπο Προέλευσης έχουμε την Παναγιά την Ατταλιώτισσα, Καναλιώτισσα, Ξενιά, Πολίτισσα, Παναγιά Σουμελά...
Λόγω τη Τοποθεσίας που βρέθηκε η Εικόνα της ή όπου υπάρχει ο Ναός της, της δίδονται επίθετα όπως, Παναγία η Σουμελά (στο όρος Μελά), Παναγία η Μελικαρού (στη Σκύρο), Παναγία η Φοδελιώτισσα (στο Φόδελε Ηρακλείου), Παναγία η Λιθινιώτισσα (Λιθίνες Σητείας), Παναγία η Θαλασσινή, (στην Ανδρο, σε βράχο μέσα στη θάλασσα), Παναγία η Ανέμη, (στη Σαμοθράκη επειδή φυσά δυνατός άνεμος σε ξωκλήσι της). Στη Μάνη, την ονομάζουν Παναγία η Γιάτρισσα για τις θεραπευτικές της ικανότητες, στη Σαμοθράκη, Παναγία η Κουφή γιατί θεραπεύει προβλήματα ακοής, στις Σέρρες Παναγία η Λεχούσα γιατί προστατεύει τις λεχώνες. Προσωνυμίες της δίδονται επίσης, λόγω της ημερομηνίας που γιορτάζει. Έτσι στην Σίφνο, βρίσκεται η Παναγιά η Δεκαπεντούσα, (γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο), στη Σαντορίνη Παναγιά η Τριτιανή (γιορτάζει την τρίτη μέρα του Πάσχα), στη Σαμοθράκη Παναγιά η Εικοσπενταρούσσα (γιορτάζει της Μεσοπεντηκοστή).
Ιδιαίτερα γνωστά είναι επίσης τα επίθετα Μεγαλόχαρη και Φανερωμένη. Η δεύτερη προσωνυμία, αποδίδεται σε εικόνες που φανέρωσαν την ύπαρξη τους με κάποιο θαύμα. Πολλές φορές, αυτό γίνεται μέσω κάποιου οράματος, όπως η εμφάνιση της Παναγίας, στη μοναχή Πελαγία και η εν συνεχεία ανεύρεση της εικόνας της στις 30 Ιανουαρίου του 1823.
Ορισμένες περιοχές που είναι ιδιαίτερα ονομαστές για την Γιορτή της Παναγιάς του Δεκαπενταγουστου
Με επίκεντρο την Παναγία της Τήνου και την Παναγία Σουμελά εορτάζεται σε ολόκληρη τη χώρα η Κοίμηση της Θεοτόκου. Η Παναγία, το ιερότερο από τα πρόσωπα της Ορθοδοξίας, δοξάζεται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, αλλά και στις χώρες τις Διασποράς, όπου διαμένουν οι Απόδημοι Έλληνες. Πιο κάτω θα σας περιγράψουμε μια χαρακτηριστική εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Στην εικόνα αυτή με το ελλειψοειδές σχήμα παριστάνονται η Κοίμηση της Θεοτόκου, η Μετάσταση και το επεισόδιο του Ιεφωνία. Η Κοίμηση της Θεοτόκου με τη μεγάλη νεκρική κλίνη, τον Χριστό που παραλαμβάνει την ψυχή της Παναγίας, τους αποστόλους και τους δύο υμνογράφους, Ιωάννη Δαμασκηνό και Κοσμά Μελωδό, αναπτύσσεται στο κεντρικό τμήμα της επιφάνειας. Οι απόστολοι έρχονται από τα πέρατα του κόσμου επάνω σε δύο νεφελώματα. Όπως συνηθίζεται, το επεισόδιο με τον αρχάγγελο Μιχαήλ που κόβει τα χέρια του Ιεφωνία, παριστάνεται σε μικρότερη κλίμακα μπροστά από την κλίνη και στον ουρανό βρίσκεται η Μετάσταση της Θεοτόκου. Στο τελευταίο επεισόδιο η Παναγία μεταφέρεται επάνω σε νεφέλωμα από δύο αγγέλους στον ουρανό. Δύο άλλοι άγγελοι έχουν ανοίξει τις πύλες του ουρανού για να την υποδεχτούν. Η κορνίζα είναι ξυλόγλυπτη με διάτρητη διακόσμηση σε στυλ μπαρόκ, που περιλαμβάνει την αετωματική επίστεψη, αγγέλους, γιρλάντες και ερωτιδείς. Αλλά ας μελετήσουμε περιλιπτικά τις Παναγιές των Περιοχών.
Η Παναγία της Τήνου
Η εικόνα της Παναγίας της Τήνου βρέθηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1823, έπειτα από πολλές προσπάθειες και με την υπόδειξη της Παναγίας στη μοναχή Πελαγία, στην ιστορική Μονή της «Κυράς των Αγγέλων», στο Κεχροβούνι. Η αξίνα χτύπησε σε ξύλο και η εικόνα κόπηκε στα δύο. Αλλά κόπηκε στη μέση, χωρίς να χαλάσουν οι μορφές της Παρθένου και του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Με Βασιλικό Διάταγμα του 1836, καθιερώθηκε ο εορτασμός της Παναγίας στην Τήνου να είναι οκταήμερος και διαρκεί έως τα «εννιάμερα της Θεοτόκου», στις 23 Αυγούστου, όπου μέσα σε ατμόσφαιρα συγκίνησης, κατάνυξης και σεβασμού, ψάλλονται ύμνοι και εγκώμια, μπροστά στον επιτάφιο και την εικόνα.
Παναγία Σουμελά
Η Παναγία Σουμελά αποτελεί το σύμβολο της ποντιακής πίστης, αν και η πρώτη ονομασία της θαυματουργής εικόνας ήταν Αθηνιώτισσα. Την εικόνα της Παναγίας Σουμελά αγιογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και μετά το θάνατό του τη μετέφερε στην Αθήνα ο μαθητής του Ανανίας και την τοποθέτησαν σε περικαλλή ναό της Θεοτόκου. Έτσι αρχικά ονομάστηκε ως Παναγία η Αθηνιώτισσα. Στο τέλος του 4ου αιώνα (380-386 μ.Χ.), η Παναγία η Αθηνιώτισσα εμφανίστηκε ως όραμα στους μοναχούς Σωφρόνιο και Βαρνάβα, στη Αθήνα και τους κάλεσε στην εκκλησία. Εκεί είδαν την εικόνα να σηκώνεται από το προσκυνητάρι, να βγαίνει από το παράθυρο και να πετάει προς τα ουράνια. Συγχρόνως, άκουσαν την Θεοτόκο να λέει: «Πηγαίνω στην Ανατολή. Προπορεύομαι στο όρος Μελά. Ακολουθήστε με...». Οι μοναχοί την ακολούθησαν και στο όρος Μελά, στον Πόντο, όπου στάθηκε, κτίστηκε μεγάλος Ναός και Μονή. Έτσι η εικόνα πήρε την ονομασία Σουμελά από τη φράση «στου Μελά».
Η Παναγία στο Μικρόκαστρο Κοζάνης
Ιδιαίτερος είναι ο εορτασμός του Δεκαπενταύγουστου στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας στο Μικρόκαστρο του δήμου Σιάτιστας. Κάθε χρόνο χιλιάδες πιστοί προσκυνούν την εικόνα της Παναγίας που χρονολογείται από το 1603, ενώ εντύπωση προκαλεί η αναβίωση του εθίμου των προσκυνητών καβαλάρηδων από τη Σιάτιστα. Το έθιμο των καβαλάρηδων προσκυνητών έρχεται από την τουρκοκρατία, όταν αποτελούσε μια ευκαιρία στους σκλαβωμένους να δείξουν τη λεβεντιά και τον πόθο τους για λευτεριά. Στις 14 και 15 Αυγούστου όλη η Σιάτιστα δονείται στους ρυθμούς των χάλκινων και του ασταμάτητου γλεντιού.
Παναγία της Εκατονταπυλιανής
Ο ναός της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής βρίσκεται στην Παροικία, της Πάρου. Για το ναό αυτό υπάρχουν δύο ονομασίες: «Καταπολιανή» και «Εκατονταπυλιανή». Σύμφωνα με την παράδοση η Κατοπολιανή έχει ενενήντα εννέα φανερές πόρτες, ενώ η εκατοστή είναι κλειστή και δεν φαίνεται. Η πόρτα αυτή θα φανεί και θα ανοίξει, όταν οι Έλληνες πάρουν την Πόλη. Πολλές παραδόσεις αναφέρονται στην ίδρυση της Εκατονταπυλιανής. Η πρώτη μας πληροφορεί ότι, όταν η Αγία Ελένη μητέρα πήγαινε στην Παλαιστίνη για να βρει τον Τίμιο Σταυρό, έφτασε στην Πάρο και προσευχήθηκε σε έναν μικρό ναό που βρίσκονταν στη θέση της Εκατονταπυλιανής. Κατά την προσευχή της έκανε τάμα ότι αν βρει τον Τίμιο Σταυρό, να χτίσει στη θέση αυτή έναν μεγάλο ναό. Η προσευχή της εισακούστηκε, βρήκε τον Τίμιο Σταυρό και, πραγματοποιώντας το τάμα της, ανήγειρε τον μεγαλόπρεπο ναό της Εκατονταπυλιανής. Μια δεύτερη παράδοση αναφέρει ότι το τάμα της Αγίας Ελένης ολοκλήρωσε ο γιος της Άγιος Κωνσταντίνος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου, καθώς η ίδια δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή της.
Παναγία στην Κεφαλονιά
Στη νότια Κεφαλονιά, κοντά στο χωριό Μαρκόπουλο, βρίσκεται ο ναός της Κοιμήσεως. Εκεί από την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6 Αυγούστου) εμφανίζονται μέσα κι έξω από τον ναό φίδια. Είναι τα λεγόμενα «φίδια της Παναγίας». Στο μέρος αυτό, όπως λέει η παράδοση, υπήρχε ένα παλιό μοναστήρι της Παναγιάς, μεγάλο και πλούσιο. Όταν το μοναστήρι δέχτηκε επίθεση από πειρατές οι καλόγριες για να μην πέσουν στα χέρια τους παρακάλεσαν την Παναγία να τις κάνει πουλιά ή φίδια. Έτσι σαν φίδια Ιερά πλέον γυρίζουν κάθε χρόνο στις αρχές του Αυγούστου και όσο περνούν οι μέρες πληθαίνουν και την παραμονή της Κοιμήσεως αυξάνονται υπερβολικά. Τα φίδια είναι γκρίζα, λεπτά, και δεν περνούν το μέτρο. Στο πλατύ τους κεφάλι σχηματίζεται ένας μικρός σταυρός, καθώς επίσης και στην άκρη της λεπτής γλώσσας τους. Σύμφωνα με την παράδοση αν κάποια χρονιά τα φίδια δεν παρουσιασθούν, είναι κακό σημάδι. Αυτό συνέβη το 1940, καθώς και το 1953, οπότε δοκιμάσθηκε το νησί από τους σεισμούς.
Η Παναγία στην περιοχή Καλαμπάκας
Η περιοχή της Καλαμπάκας, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, τιμά ιδιαίτερα την Παναγία κάτι που αποδεικνύεται από το πλήθος των εκκλησιών και μοναστηριών που αναφέρονται στο πρόσωπό της. Πολλές είναι και οι εικόνες που δίνουν, η κάθε μία με ξεχωριστό και ιδιαίτερο τρόπο, αυτό το στοιχείο που ο λαός αντιλαμβάνεται και θέλει να προσδώσει στο πρόσωπο της Παναγίας. Κατ' αρχήν υπάρχει η ανεκτίμητης αξίας αμφιπρόσωπη εικόνα του Αρχαίου Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμπάκας όπου από τη μια πλευρά εικονίζεται η κοίμησή της και από την άλλη η σταύρωση του κυρίου. Είναι η Παναγιά της Καλαμπάκας (Παναγιά η Καλαμπακιώτισσα) αφού έτσι αντιμετωπίζεται από τους Καλαμπακιώτες. Η εικόνα λόγω των περιπετειών που είχε στο παρελθόν (εκλάπη δυο φορές) φυλάσσεται, για λόγους ασφαλείας, στην Ι. Μονή Βαρλαάμ απ' όπου και μεταφέρεται τον δεκαπενταύγουστο για προσκύνημα στον ναό της. Η εικόνα σύμφωνα με απόψεις ειδικών είναι της Παλαιολογείων χρόνων ΙΔ΄ αιων. δώρο Ιωάννου Καντακουζινού και Θεοδώρας Καντακουζινής ενώ κατ' άλλους (καθ. Ευθ. Τσιγαρίδας) είναι έργο του μεγάλου κρητικού ζωγράφου Θεοφάνη Στρελίτζα Μπάθα (1527) χρόνια που αγιογράφησε το καθολικό της Μονής Αγίου Νικολάου αναπαυσά Μετεώρων.
Στην Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου υπάρχουν δυο εικόνες της Παναγιάς. Στη μια (δεσποτική εικόνα τέμπλου) εμφανίζεται με βασιλική περιβολή κρατώντας στο αριστερό χέρι τον Ιησού Χριστό και στο δεξί άνθος. Πρόκειται για την Παναγιά «Ρόδον το αμάραντον» έργο, σύμφωνα με επιγραφή στο αριστερό τμήμα της εικόνας, κάποιου αναγνώστου οικονόμου Καπετσοβίτου εκ Ζαγορίου (12 Μαρτίου 1790). Η δεύτερη (επαργυρωμένη) είναι η Παναγιά Γλυκοφιλούσα της Καναλιώτισσας. Πρόκειται για έργα παλαιολογείας περιόδου 14ου αιώνα (1388 – 1393) και πιθανόν προέρχονται από το τέμπλο του αρχικού καθολικού της Μονής. Φέρει το όνομα Καναλιώτισσα γιατί προέρχεται κατά την παράδοση, από την γυναικεία Μονή Λοξάδας ή Λυκουσάδας της Λοξάδας Καρδίτσας κοντά στα Κανάλια Καρδίτσας η οποία κατά την Τουρκοκρατία ήταν μετόχι του Μεγ. Μετεώρου.
Η μονή είχε ιδρυθεί από τη Βασίλισσα – Μοναχή Υπομονή Δούκαινα Κομνηνή σαν παραλαύριο του Μοναστηριού Αγίας Τριάδας Μετεώρων η δε εικόνα αποτελεί το μόνο σωζόμενο κειμήλιο μετά την πυρπόλησή της από τους Τούρκους. Η εικόνα, σύμφωνα με το έθιμο μεταφέρεται από την Μονή του Μεγ. Μετεώρου και εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα ένα μήνα κάθε χρόνο (6 Αυγούστου – 6 Σεπτεμβρίου) στη Λοξάδα και τα Κανάλια Καρδίτσας. Η Θεοτόκος Υψηλοτέρας ήταν το ομώνυμο μοναστήρι των Μετεώρων που αποκαλούνταν και Μονή των Καλλιγράφων όπου στο τέλος του 14ου και αρχή του 15ου αιώνα, ήκμασε σχολή βιβλιογράφων και τιμώνταν τα εισόδεια της Θεοτόκου.
Στην διαλυμένη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου (τοποθεσία «Νέγκρι» δίπλα στον ομώνυμο παραπόταμο Ασπροποτάμου), υπήρχε πριν την πυρπόληση της από τους Γερμανούς, εικόνα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσας με εγχάρακτη αφιέρωση που μεταξύ άλλων ανέφερε: «...Η παρούσα εικών, γαλακτοτροφούσα επικαλουμένη, από Βενετίας ηνέχθη εν έτεσιν 1761... ήτις εστίν παλαιοτάτη των Γότθων ιστορία...». Ανάλογες είναι και οι εικόνες της Παναγιάς Βυτουμά και Σταγιάδων.
Λαογραφικά του Δεκαπενταυγούστου
Η Καθηγ. Μιχ. Μερακλή χαρίζει τις γνώσεις σε όλους τους Έλληνες , Κυπρίους Ομογενείς και Απόδημους αδελφούς μας όσον αφορά τον Δεκαπενταυγουστο. Και αναφέρει:
"... Ο Γεώργιος Μέγας, στό βιβλίο του γιά τά λατρευτικά έθιμα (βασικό γιά ζητήματα τού θρησκευτικού εορτολογίου στή λαϊκή εκδοχή τους), αφού σημειώσει ότι οι μεγαλύτερες γιορτές τού Αυγούστου είναι τής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (στίς 6 τού μηνός) καί της Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, κάνει στή συνέχεια τήν εξής παρατήρηση: «Αλλά οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές δέν παρουσιάζουν πάντοτε τό μεγαλύτερο λαογραφικό ενδιαφέρον». Καί ειδικά γιά τή γιορτή τού Δεκαπενταύγουστου γράφει: «Αν εξαιρέσουμε τόν Επιτάφιο τής Παναγίας, όπου σέ μερικούς τόπους, όπως στήν Πάτμο, τήν Κασσιόπη τής Κέρκυρας κ.ά., στολίζεται μέ λουλούδια καί περιφέρεται, ενώ οι πιστοί ακολουθούν μέ αναμμένα κεριά, καί τά κατά τόπους πανηγύρια καί τίς λιτανείες τής 15ης Αυγούστου, δέν έχουμε ν' αναφέρουμε άλλα ιδιαίτερα τής ημέρας αυτής». Προσθέτει ωστόσο κάτι, που πρέπει νά δεχθούμε ότι ανάγεται πλέον στό παρελθόν, παρά τη χρήση του παροντικού χρόνου (η πρώτη έκδοση τού βιβλίου έγινε το 1956, πρίν, λοιπόν, από μισόν αιώνα σχεδόν): «Σε μερικούς μόνο τόπους συνηθίζουν νά κάνουν τότε τά συμβόλαια οι τσελιγκάδες μέ τούς πιστικούς (βοσκούς), ν' απαλλάσσονται οι υπηρέτες από κάθε εργασία καί νά παρέχεται απολυσιό, δηλαδή ελευθερία νά μπαίνουν στ' αμπέλια καί τούς κήπους»".
Ο Στίλπων Κυριακίδης δημοσιεύοντας, γιά νά διευκολύνει τούς συλλογείς λαογραφικού υλικού, τα «Ερωτήματα διά τήν λαϊκήν λατρείαν», σημείωνε για τον Δεκαπενταύγουστο: «1. Πανηγύρεις καί τά κατ' αυτάς. Απαρχαί μέλιτος. 2. Παραδόσεις σχετικαί περί ευρέσεως εικόνων τής Παναγίας (εντός θάμνων, επί δένδρων, τοποθέτησις επί αμάξης συρομένης υπό αδαμάστων βοών, ίνα ευρεθή ο τόπος πρός ίδρυσιν τής εικόνος κ.τ.λ.) 3. Εναρξις σφαγής χοίρων».
Πανηγύρια - Θυσίες - Προσφορές
Τελικά συγκροτείται λοιπόν ένα σύνολο εκδηλώσεων. Αναμφισβήτητα η πιο διαδεδομένη - και ενεργότατη, έως σήμερα - είναι αυτή των πανηγυριών, τα οποία άλλωστε συνιστούν μιαν από τις πιο αυθεντικές μαρτυρίες τής ελληνικής (και νεοελληνικής) νοοτροπίας, γιατί συνδυάζουν με τρόπον ιδιάζοντα το θρησκευτικό με το κοσμικό βίωμα.
Τα θρησκευτικά πανηγύρια είναι καθαρές λαϊκές εκδηλώσεις μίας διπλής χαράς, τροφοδοτούμενης απ' τη θρησκευτική πίστη και μιαν ενδοκοσμική αγαλλίαση, όπως αυτή εκπηγάζει από τη δεδομένη ελληνική εξωστρέφεια. Αυτό τον ιδιάζοντα συγκερασμό τής μιας και τής άλλης χαράς, του sacrum και του profanum, εκφράζει με τρόπο σχεδόν συμβολικό και η θυσία, που αποτελεί στοιχείο (και μάλιστα κεντρικό) της γιορτής του Δεκαπενταύγουστου σε πολλά μέρη.
Ο Γεώργιος Αικατερινίδης αναφέρει τουλάχιστον είκοσι παραδείγματα (απ' την Καππαδοκία και την 'Ίμβρο παλιότερα, από τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Εύβοια και τις Σποράδες, την Πελοπόννησο, τα Δωδεκάνησα) ήδη αυτή η διάχυση υποδηλώνει τη μεγάλη διάδοση που πρέπει να είχε - και εξακολουθεί να έχει ως ένα σημαντικό βαθμό - η τέλεση ζωοθυσίας. Μία κατά βάση μεταφυσική ενέργεια, όπως είναι η θυσία, με μυστικιστικό βάθος, εξελίσσεται στις πλείστες από τις περιπτώσεις εν προκειμένω σε αφορμή και πρόκληση για μιαν ευφρόσυνη ξεφάντωση.
Ο Δημήτριος Λουκάτος μιλάει για «τα μεγάλα πανηγύρια» της ημέρας, «τα χαρούμενα και καλοκαιρινά, με τα ελεύθερα φαγοπότια». Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις θυσιάζονταν μεγάλα ζώα (βόδια κατεξοχήν) κάποτε μάλιστα και σε μεγάλο αριθμό, δέκα ή δεκαπέντε, όπως στην Ίμβρο ή την Κύμη (όπου τα έβραζαν σε 101 καζάνια!).
Για την περιφορά του επιταφίου της Παναγίας (ανάλογα προς τη νεκρική πομπή, που αναφέρει το συναξάρι της) δίνω ένα παλαιότερο παράδειγμα από την Ικαρία: «Στον Καμαρόκαμπο είναι ένα ξωκκλήσι, η Κοίμηση τής Παναγίας. Εκεί είναι ο επιτάφιος τής Παναγίας, μικρός, μικρότερος από μέτρο. Κάθε χρόνο, την παραμονή της Κοίμησης τής Παναγίας, το δεκαπενταύγουστο, ο ψάλτης τού καταφυγιού παίρνει τον επιτάφιο και τον πηγαίνει στην εκκλησία, στην Αγία Τριάδα. Το βράδυ από νωρίς χτυπούνε οι καμπάνες, γυναίκες και κορίτσια στολίζουνε τον επιτάφιο με λουλούδια, τον ραίνε με λεβάντες, κι όλη τη νύχτα γίνεται αγρυπνία, ψέλνουνε της Παναγίας τα γράμματα και διαβάζουνε προσευχές. Ξημερώματα, τις αυγές, χτυπούνε οι καμπάνες και με ψαλμουδιές κι όλοι με τα αναμμένα κεριά πάνε τον επιτάφιο στον Κακαρόκαμπο και αφού διαβάσουνε την λειτουργία, τον αφήνουνε στο ξωκκλήσι τής Παναγίας ως το χρόνο».
Η προσφορά των απαρχών (ο όρος δηλώνει ότι πρωτοβγαίνει από κάθε προϊόν) στις ανώτερες εκείνες δυνάμεις, που επιτηρούν και ρυθμίζουν τα ανθρώπινα, είναι μία πανάρχαια και καθολική συνήθεια βασισμένη προφανώς στην πρωτογενή αρχή τού dontoles που διέπει και αυτές τις σχέσεις λατρείας τού ανθρώπου προς την υπέρτερη δύναμη ή το θείο. Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι πολλές φορές αυτή η και δεισιδαιμονικά προσδιοριζόμενη αρχή (αν δεν ανταποδώσω στο θείο το καλό που μού έκανε ή θα μού κάνει, αυτό θα με τιμωρήσει) παραβλέπεται ως προς τον ειδικό ντετερμινισμό της, αντ' αυτού γνωρίζει ένα άπλωμα φιλάνθρωπης φροντίδας, η οποία έτσι στρέφεται προς τα εδώ, προς τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Πολύ όμορφα το εκφράζει αυτό μία μαρτυρία από τη Θράκη: «Όταν πρωτόβγαινε οπωρικό, δροσιές (αγγουράκια), κουκιά φρέσκα ή άλλο τι, πριν να 'τρωγαν οι ίδιοι, τα 'βρέχανε, γι να δροσισθούνε οι ψυχές, κι ύστερα τα μοίραζαν στη γειτονιά». Κι ακόμα: «Την πρώτη ζυμωσιά απ' το νέο στάρι η νοικοκυρά ζύμωνε δέκα, είκοσι μικρές πίτες, την μία πήγαινε στη βρύση, την έβρεχε και την μοίραζε σ' όσους βρίσκουνταν εκεί ή την έριχναν στο πηγάδι, τις άλλες έδινε στη γειτονιά και στα συγγενικά σπίτια». Ειδικότερα ως προς τις απαρχές του μελιού, που το «τρυγούσαν» κατά κανόνα τον Αύγουστο, έχουμε π.χ. την ακόλουθη μαρτυρία, για ανάλογα ανθρωπιστικά - κοινωνικά μεταπλασμένη χειρονομία: Όταν μετά τον τρυγητό γυρίζουν στα σπίτια τους, οι μελισσουργοί αφήνουν σε μία πέτρα μιαν πίτα, που παίρνει ο πρώτος διαβάτης που θα περάσει από κει. Σαν συναντήσουν κανένα άνθρωπο στο δρόμο τους οι μελισσουργοί, όταν γυρίζουν στα σπίτια τους μετά τον τρυγητό, τού προσφέρουν μέλι και ο δεχόμενος το δώρον αυτό εύχεται: «Και του χρόνου, να τες χιλιάσεις» (εννοείται τις κυψέλες).
Η Κοίμηση της Θεοτόκου
Αλλά η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, επειδή ακριβώς είναι μεγάλη γιορτή, ασκεί και μιαν ακτινοβολία γύρω της, ώστε να σχηματίζεται ένας «εορταστικός κύκλος», όπως τονίζει ο Δημήτρης Λουκάτος, μάλιστα «καθαρά ελληνικός και ορθόδοξος». Αρχίζει με τις καθημερινές «Παρακλήσεις» από την πρώτη του μηνός, κορυφώνεται ασφαλώς στις δεκαπέντε και εκτείνεται ως τις 23, με την Απόδοση ή τα «Αντίμερα – Εννιάμερα» της Παναγίας. Σ' αυτό το συνεχές παρεμβάλλεται η Μεταμόρφωση τού Σωτήρος, ημέρα, βέβαια, όχι της Παναγίας αλλά του Γυιού της, με τον οποίο ωστόσο έχει καλλιεργηθεί, στη λαϊκή ευσέβεια και φαντασία, μία τρυφερή σχέση. Αλλά είναι η έκτη του Αυγούστου και μία αντίστιξη στην περισυλλογή και σοβαρότητα τουλάχιστον εκείνων των χριστιανών, που νηστεύουν κιόλας ολόκληρο το πρώτο δεκαπενθήμερο (και αν η νηστεία είναι ένα είδος καθαρμού, τότε εννοούμε, γιατί ο Μέγας ονομάζει «νηστευτικό έθιμο» και τον καθαρισμό των χάλκινων αγγείων, με τον οποίον ασχολούνται οι γυναίκες τις ημέρες εκείνες// ο καθαρμός έπρεπε να επεκτείνεται και στα πράγματα, αφού όλα όσα καταλαμβάνουν χώρο μέσα στον χρόνο, υπόκεινται στη μοίρα του να ρυπαίνονται και να μιαίνονται): η Μεταμόρφωση τού Σωτήρος είναι μία «μέρα χαρούμενη, που επιτρέπει και τη διακοπή τής νηστείας τού Δεκαπενταύγουστου, με ψάρι και σκορδαλιά». Είναι και η κατ' εξοχήν ημέρα προσφοράς απαρχών των σταφυλιών// προσφοράς απαρχών των σταφυλιών// την κράτηση στη μνήμη τους και οι ποιητές: Τής Μεταμορφώσεως. «Ένα πανέρι με μαύρα σταφύλια έξω απ' την εκκλησιά, πώς μοσχοβολούσαν!».
Ο εκκλησιαστικός όρος «απόδοσις» της Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, που σημαίνει τη μετά οκτώ ημέρες κανονικήν επανάληψη μίας γιορτής, για το λαϊκό γλωσσικό αίσθημα σχεδόν δεν σημαίνει τίποτα// έτσι, όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, «ο λαός θυμήθηκε το εννιάμερο μνημόσυνο που κάνει στους δικούς του τούς νεκρούς, και θεώρησε την Απόδοση ένα ανθρώπινο μνημόσυνο ("τής Παναγίας τα νιάμερα")».
Αυτή η quasi εξανθρώπιση της Παναγίας (ιδιαίτερα, αλλά όχι και αποκλειστικά) παραπέμπει με τον τρόπο της στην ιδιαίτερη προσέγγιση που πραγματοποιεί συνήθως ο «Έλληνας στα θεϊκά και μεταφυσικά, μικραίνοντας ως το βαθμό μίας στενής οικειότητας την (αβυσσαλέα σε άλλους) απόσταση που χωρίζει το εδώ απ' το επέκεινα. 'Έτσι δεν είναι ο θεός κάποιος Deus absconditus// αυτός ο κόσμος με το συναίσθημά του, την εξωστρέφεια και την κοινωνικοποιητική φορά του έχει σχεδόν καταργήσει το «μη μού άπτου» - αγγίζει τον Θεό». Αυτό ισχύει, όπως είπα, σε υπέρτερο βαθμό για την Παναγία. Γι' αυτό και η γιορτή της και το σχεδόν παντού αξεχώριστο απ' αυτή πανηγύρι της τελούνται σε μέγα πλήθος τόπων, στις «αναρρίθμητες σε βουνά και σε νησιά εκκλησίες τής "Παναγίας τού Δεκαπενταύγουστου"».
Συντέλεσε σ' αυτή την εξοικείωση και η βαθύτερη ανάγκη παραδοχής τής γυναικείας οντότητας ως πηγής γονιμότητας και μητρότητας (και η παρθένος Μαρία γέννησε παιδί) αλλά και του κόσμου των συναισθημάτων, ιδίως εκείνων που συσχετίζονται με τη μητρότητα και δένουν με τη μοναδικότητα τής σχέσης μητέρας - παιδιού. Εδώ φαίνεται πως έδωσε έμφαση και η χριστιανική διδασκαλία και πράξη. Η Παναγία δεν είναι η Μεγάλη Θεά τής γονιμότητας, αλλά το καταφύγιο των οδυνωμένων, η Μεγάλη Δύναμη τού ελέους, η Μητέρα των παιδιών που επιζητεί την απαλλαγή τους, χωρίς να εξετάζει τον βαθμό τής ενοχής τους.
Οπωσδήποτε είναι ανθρωπολογικά κατανοητό ότι, παρά την ιστορική αλληλοδιαδοχή θρησκειών, μία νοητή αλλά και ρεαλιστικά υπαρκτή γραμμή συνδέει τις μορφές αυτής τής γυναικείας οντότητας. Από την εξαιρετικά πλούσια βιβλιογραφία αναφέρω μία πρόσφατη εργασία, που εξετάζει «την επίδραση των θρησκειών της Μητέρας Θεάς στη διαμόρφωση της Μαριαλογίας, η οποία αφενός διατήρησε και αφετέρου ανέπτυξε ορισμένες από τις ευγενέστερες ιδέες της αρχαίας θρησκείας».
Η ποίηση του Δεκαπενταύγουστου
Η λαογραφία είναι από τις επιστήμες εκείνες (τουλάχιστον όταν, εκτός από κοινωνιολογική επιστήμη Sozialwissenschaft, παραμένει, συνδυαστικά, και επιστήμη τού πνεύματος Geisteswissenschaft), που μπορούν να συνδιαπλέκουν στις θεωρήσεις τους λ.χ. το θρησκευτικό φαινόμενο με την ανθρωπολογία αλλά και με την ποίηση. Στην περίπτωση της Κοιμήσεως τής Θεοτόκου η συνδιαπλοκή με την τελευταία γίνεται αφ' εαυτής, αφού επί δεκατέσσαρες ημέρες ψάλλονται στις εκκλησίες κείμενα (τού Μεγάλου και τού Μικρού Παρακλητικού Κανονός) «εκ των καλλίστων της Εκκλησίας», όπως τα αξιολογούσε ο Παπαδιαμάντης. Τη Μεγάλη Παράκληση έγραψε ο βασιλιάς Θεόδωρος Λάσκαρης, εξόριστος από τη Βασιλεύουσα απ' τούς Λατίνους. «Ο ατυχής εκείνος βασιλεύς, γράφει ο Παπαδιαμάντης, ευγλώττως εκχέει τα παραπονά του προς την μόνην πολιούχον αυτής και προστάτιδα». Αλλά η ατομική περίπτωση μπορεί πολύ εύκολα να γενικευθεί, φράσεις όπως αυτές τού ποιητή βασιλιά μπαίνουν στο στόμα κάθε «απηλπισμένου» που ζητάει κάποιαν ελπίδα: «Προς τσινά καταφύγω άλλην, Αγνή; Πού προσδράμω λοιπόν και σωθήσομαι; Πού πορευθώ; (...) Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι και επί σε θαρρών κατέφυγον...». Απόδειξη ότι ο Παπαδιαμάντης ενέταξε τα στοιχεία αυτά στον έξοχο «Ρεμβασμόν τού Δεκαπευνταύγουστου», όπου ο «πάντοθεν πολεμούμενος» (από χωρισμούς, θανάτους αδίστακτους τοκογλύφους) Φραγκούλας ζητεί ενδυνάμωση μέσα από τα κείμενα αυτά. Άλλωστε η μικρή παράκληση ψάλλεται «εν πάση περιστάσει, καί ψυχής θλίψει». Σύμφωνα με μία λαϊκή παράδοση, που τη μνημονεύει και ο Παπαδιαμάντης, στην έσχατη κρίση, και «πρό τής φρικτής αποφάσεως τού αδεκάστου δικαστού», η γεμάτη από ευσπλαγχνία Μητέρα και Παρθένος θα υψώσει την τελευταία στιγμή τα χέρια σε ικεσία προς τον γιό της, επικαλούμενη τη συγκατάβασή Του για τούς αμαρτωλούς. Η καθαρότητα και η αγνότητα του είναι της, θα μπορούσαμε να πούμε, αδυνατεί να εννοήσει την αμαρτία// το μόνο που η Παναγία μπορεί να εννοήσει είναι ο πόνος των αμαρτωλών. 'Έτσι συμβαίνει με κάθε αθώο. Η αθωότητα, που φύσει αδυνατεί να συμμετέχει στο κακό, αδυνατεί να μη συμμετέχει στη θλίψη όσων πληρώνουν, έστω, για την κακότητά τους. Η Παναγία δεν είναι μόνο εκείνη, όπου «παρθενεύει ο τόκος» (στό κάτω κάτω παρθένες μητέρες γνωρίζουν καί άλλες λατρείες), αλλά και αυτή που φύλαξε και στην ωριμότητά της μία παρεθνική παιδικότητα. Θα έλεγα ότι η παρθενία εδώ μεταβάλλεται σε σύμβολο τής παιδικής αθωότητας, που παραμένει άφθαρτη και μετά την παιδικότητα. Εύστοχα πρόσεξε ο καθηγητής Λουκάτος στην ορθόδοξη εικονογραφία τής Κοιμήσεως το θέμα της «φασκιωμένης βρεφικής ψυχής τής Παναγίας», που την κρατάει μάλιστα, - μέσα σε μία βαθιά υποβλητική νοηματική σύλληψη, - ο γιός της, ο Ιησούς!
Καθηγ. Μιχ. Μερακλή
Η Θεοτόκος Μαρία
Κορυφαία εορτή για ολόκληρη την Ορθοδοξία και ιδιαίτερα για μας του Έλληνες, που ευλαβούμαστε τη Θεοτόκο κατά τρόπο ξεχωριστό. Ευκαιρία ολόθυμης έκφρασης τιμής και σεβασμού στο ιερό Της πρόσωπο, αφού η προσωπική και εθνική μας ζωή είναι συνυφασμένη με την υψηλή σκέπη και προστασία της Μεγάλης Μάνας, του κόσμου.
Στην εικόνα παριστάνεται σε χρυσό βάθος μετάλλιο με την Παναγία εν δόξη, καθισμένη σε χερουβείμ και περιβαλλόμενη από τα σύμβολα των ευαγγελιστών. Στο κάτω μέρος βρίσκονται δώδεκα προφήτες, ολόσωμοι και σε δύο ομάδες. Είναι ελαφρά στραμμένοι προς το κέντρο και κρατούν τα σύμβολα των προεικονίσεων της Παναγίας και ειλητά με τις προφητείες τους. Στις δύο άκρες εικονίζονται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο αφιερωτής της εικόνας, που φοράει το τυπικό βενετικό μαύρο ένδυμα και σκούφο. Από τα δύο επιγράμματα που είναι γραμμένα στην εικόνα, φαίνεται ότι ο αφιερωτής της εικόνας είναι ο Ιωάννης Μούρμουρης, ο οποίος παρακαλεί τον ομώνυμό του άγιο και τους Προφήτες να μεσιτεύσουν στην Παναγία για τη σωτηρία του. Στην παράσταση αυτή συνδυάζεται το θέμα «Άνωθεν οι Προφήται» με την Δέηση.
Το ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου αποτελεί, σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία μας, μέρος του απερινοήτου μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. Μετά τον Τριαδικό Θεό, Αυτή κατέστη το κύριο πρόσωπο, το οποίο συνέβαλε ουσιαστικά στην υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Εκλέχτηκε από το Θεό ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα κορίτσια, αμέτρητων γενεών, ως η καθαρότερη και αγιότερη ανθρώπινη ύπαρξη, προκειμένου να γίνει Θεοτόκος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως για την υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, ο Θεός έδωσε τον Υιό του τον μονογενή και η ανθρωπότητα έδωσε την Παναγία. Στο ιερό πρόσωπο Εκείνης έγινε η μεγάλη συνάντηση Θεού και ανθρώπου. Μέσα στο πάναγνο σώμα Εκείνης έγινε η μεγάλη καταλλαγή (Εφεσ.2:16) και από αυτό ξεκίνησε η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, η αναδημιουργία και η θέωση του πεπτωκότος ανθρώπου. Το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα, στο οποίο αποκαταστάθηκε η ανθρώπινη φύση στην αρχαία προπτωτική της μορφή και ωραιότητα, υπήρξε η Θεοτόκος. Με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος κατά τον Ευαγγελισμό (Λουκ.1: 35), καθαρίστηκε από τον ρύπο του προπατορικού αμαρτήματος, τον οποίο έφερε και Αυτή εκούσα, ως μέτοχος της ανθρώπινης φύσεως, καθιστώντας Την πλέον άμωμη κηλίδος ώστε, να δεχτεί στα αγνά σπλάχνα Της το «πυρ της θεότητος » και να μην καεί. Από τότε έγινε η «Κεχαριτωμένη», η αγιοτέρα ύπαρξη μετά τον Τριαδικό Θεό. Στο πρόσωπό Της έγινε η απαρχή της λυτρώσεως του κόσμου και της θεώσεως του ανθρώπου.
Η συμβολή της Παναγίας μας κατά τη διάρκεια του επί γης απολυτρωτικού έργου του Χριστού υπήρξε τεράστιο. Βρισκόταν συνεχώς πλάι στον Λυτρωτή μας, από τη Γέννηση ως το Πάθος, την Ανάσταση και την Ανάληψη. Δοκίμασε, ως μητέρα, τις πίκρες των παθημάτων του Θείου Γιου της, με αποκορύφωμα εκείνη του σταυρικού θανάτου Του. Ένοιωσε κοντά Του την αγωνία Εκείνου για την υλοποίηση του θείου σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου . Σύμφωνα επίσης με την αρχέγονη παράδοση της Εκκλησία μας Αυτή ήταν που εμψύχωνε τους διωκόμενους πρώτους χριστιανούς της νεαράς Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Ο Αύγουστος και ιδιαίτερα το πρώτο δεκαπενθήμερο του, είναι αφιερωμένο στην Παναγία μας. Οι Ορθόδοξοι πιστοί, συμμετέχουμε καθημερινά στις ακολουθίες των υπέροχων Παρακλητικών Κανόνων, νηστεύουμε, εξομολογούμαστε, κοινωνούμε.
Τρέχουμε με δάκρυα στα μάτια να εναποθέσουμε σε Αυτή τις δυσκολίες και τα βάσανα της ζωής μας, Την παρακαλούμε με ζέση ψυχής να ελαφρώσει τον βαρύ ζυγό μας, διότι πιστεύουμε ακράδαντα πως η γλυκιά Θεομάνα και μετά την σεπτή Της Κοίμηση συνεχίζει να αγαπά και να νοιάζεται για μας τους ανθρώπους. Μέσα στη μεγάλη καρδιά Της υπάρχει χώρος για τον κάθε άνθρωπο, όχι μόνο για τους πιστούς, αλλά και για τους αμαρτωλούς και ασεβείς , ακόμα και για τους υβριστές Της! Η μακάρια θέση Της κοντά στον Υιό Της και Θεό μας Ιησού Χριστό, της δίνει την ευχέρεια να προσεύχεται για τον καθένα μας, για κάθε μας πρόβλημα. Τα αποτελέσματα των βοηθειών Της είναι απτά. Γι' αυτό ψάλλουμε στον περίφημο Μικρό Παρακλητικό Κανόνα προς Αυτήν: «Ουδείς προστρέχων επί σοι κατησχυμένος από σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε, αλλ' αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα, προς το συμφέρον της αιτήσεως».
Πηγή: Άγια Μετέωρα
Παράδειγμα ταπεινοφροσύνης
Ἡ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς Παναγίας μας, ἀγαπητοὶ Χριστιανοί, ἐφάνη σ᾽ αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ εἶπε «ἐπέβλεψεν ὁ Κύριος ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ».
Τὸ μεγαλεῖο τῆς Παναγίας μας ὀφείλεται στὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωσί της.
Ἡ ἀπάντησί της «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» στὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ ἦταν αὐτό, ποὺ τὴν ἐδόξασε, ποὺ τὴν ἐτίμησε, ποὺ ἐβοήθησε, ὥστε ἐκ τῶν Παναχράντων αὐτῆς αἱμάτων νὰ γεννηθῆ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, νὰ ἔλθη ἐδῶ στὸν κόσμο ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου καὶ νὰ ἀπολαύσουμε ἐμεῖς ὅλων τῶν ἀγαθῶν τῆς σωτηρίας της.
Ἔτσι λοιπὸν εἶναι δίδαγμα μεγάλο, ἂν θέλουμε νὰ τιμήσουμε ἀξίως τὴν Παναγία μας, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμά τους, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰς ἀρετάς τους, μάλιστα δὲ τὴν σπουδαιοτάτη, μεγαλοπρεπεστάτη, θεμελιοδεστάτη ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης, ποὺ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας ἔνιψε τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν του καὶ τοὺς εἶπε ὅτι καταλαβαίνετε τί ἔκανα τώρα; ὑπόδειγμα σᾶς ἔκανα, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανα ἐγὼ σὲ σᾶς ἔτσι θὰ κάνετε καὶ σεῖς στὸν κόσμο. Δὲν σᾶς στέλνω στὸν κόσμο ὡς ἐξουσιαστάς.
Δὲν σᾶς στέλνω στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τοὺς καταπιέζετε καὶ νὰ τοὺς ταλαιπωρῆτε καὶ νὰ τοὺς βασανίζετε, ἀλλὰ σᾶς στέλνω, γιὰ νὰ τοὺς ὑπηρετήσετε, νὰ διακονήσετε τὸν κόσμο, νὰ δώσετε ἀκόμα καὶ τὴν ζωή σας γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον μας.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἡ Παναγία μας εἶναι πρότυπο, παράδειγμα μεγάλης ταπεινοφροσύνης καὶ ἂν θέλαμε καὶ μεῖς κάπως νὰ τῆς μοιάσουμε θὰ πρέπη νὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ καταλάβουμε τί πρᾶγμα, τί λογῆς πρᾶγμα εἶναι αὐτό, ποὺ λέγεται ταπεινοφροσύνη, διότι φοβοῦμαι ὅτι στὶς ἡμέρες μας αὐτὸ τὸ ἄνθος, αὐτὴ ἡ ἀρετὴ ἔχει ἐκλείψει.
Καὶ τί ἐπικρατεῖ; ἕνας ἄκρατος ἐγωϊσμός, τὸ δικό μας θέλημα, τὸ ἐγώ, τὸ ἐμὸν καὶ τὸ σόν, τὸ ἐπάρατον αὐτὸ ρῆμα καὶ ἀκριβῶς ἐδῶ ἔγκεινται οἱ συγχύσεις, οἱ ταραχὲς μέσα στὸ σπίτι, στὸν σύζυγο καὶ στὴν σύζυγο, ἀνάμεσα στὰ παιδιά, διότι δὲν προσπαθοῦμε κάπως ἔστω καὶ λίγο νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε ἀκόμη καλλίτερα αὐτὴ τὴν μεγάλη ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης ἂς ἐπιτραπῆ νὰ ἀναφερθοῦμε σ᾽ ἕνα παράδειγμα, τὸ ὁποῖον ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας ἀπόψε καὶ αὔριο. Ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ παράδειγμα; Εἶναι ἕνα ἄνθος ἀπὸ τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, γιατὶ ὅπως θὰ ξέρετε ἡ Παναγία μας ἔχει ὑπὸ τὴν προστασία της ἕνα περιβόλι, ποὺ λέγεται Ἅγιον Ὄρος. Καὶ μέσα στὸ Ἅγιον Ὄρος αὐτὸ ἀνέθαλαν καί ἐφύτρωσαν, ἐβγῆκαν λουλούδια πανέμορφα μεγάλης ἀρετῆς.
Ἕνα τέτοιο ἄνθος εἶναι καὶ ὁ ἅγιος, ποὺ ἑορτάζουμε αὔριο καὶ ἀπόψε, ὁ Ἅγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Παράδειγμα μεγάλης ταπεινοφροσύνης, παράδειγμα γιὰ ὅλους μας κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ἦταν ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν ἔβαλε τὸ ἐγώ του, τὸ δικό του θέλημα, ἀλλὰ εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ὅτι ἀπὸ τὰ πρῶτα παιδικά του χρόνια ἐμαθήτευσε κοντὰ σὲ ἁγους πατέρες καὶ ἔβαλε σὰν θεμέλιο τῆς πνευματικῆς του προκοπῆς τὴν ὑπακοὴ στὴν διδασκαλία, στὰ προστάγματα τοῦ Εὐαγγελίου. Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν ἦταν πολὺ ταπεινὸς ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐπρόκοψε.
Ἡ ταπείνωση ἐκφράζεται μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς τὴν διατυπώνουν οἱ πατέρες, οἱ σεβάσμιοι. Μάλιστα συνέπεσε καὶ τοῦτο, ἕνας ἀπὸ τοὺς Γέροντάς του, ὁ Ζαχαρίας, νὰ ἐκλεγῆ Ἐπίσκοπος. Καὶ ὅταν ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στὰ μέρη τῆς Ἀχρίδος, τότε ἐζήτησε ὁ Ἅγιος Νήφων νὰ πάῃ, νὰ μονάσῃ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλ᾽ ὅμως τοῦ λέει ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ Γέροντάς του, παιδί μου τώρα ἔχομε τὴν ἀνάγκη σου, τώρα ἤθελα νὰ μὲ βοηθήσης, ποὺ ἔγινα Ἐπίσκοπος.
Δὲν ἔκανε ἐπανάστασι, δὲν ταλαιπώρησε τὸν Γέροντά του, ἀλλὰ παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν φωτίσῃ καὶ πράγματι, ἄγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στὸν Γέροντά του, στὸν Ζαχαρία καὶ τοῦ εἶπε, ἄφησε τὸν Νήφωνα νὰ πάη στὸ Ἅγιον Ὄρος, εἶναι σκεῦος ἐκλογῆς. Καὶ ὅταν ἔβαλε ὑπακοὴ στὴν Ἱ. Μονὴ Διονυσίου, ἦταν παράδειγμα ἄκρας ταπεινοφροσύνης καὶ ἀφοσιώσεως.
Ἐκεῖ τὸν ἐπίεσαν νὰ γίνῃ καὶ ἱερεὺς ἀλλ᾽ ἐπ᾽ οὐδενὶ λόγῳ τὸ ἤθελε. Κατόπιν, ὅταν οἱ ἄλλοι ἐπέμεναν τόσο πολὺ καὶ ἔβλεπαν τὶς ἀρετές του ἐχειροτονήθη ἀλληλοδιαδόχως ἀναγνώστης, ὑποδιάκονος, διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Κάποτε τὸν εἶδαν κάτοικοι Θεσσαλονικεῖς νὰ ὁμιλῇ, νὰ κηρύττῃ καὶ ἦταν τόσο συναρπαστικός, τόσο εὐφραδὴς ρήτωρ, τόσο γλυκύτατος ὁμιλητής, ὥστε εἶπαν, ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸν εἴχαμε καὶ Μητροπολίτη.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Μητροπολίτης τῆς Θεσσαλονίκης τὸν πῆραν, πῆγε ἀντιπροσωπεία Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν καὶ τὸν ζήτησαν γιὰ Ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Κλάματα, δάκρυα δὲν ἤθελαν οὔτε οἱ πατέρες οὔτε ὁ ἴδιος νὰ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τοὺς πατέρες. Ἀλλὰ τελικὰ ὁ ἡγούμενος ἐκεῖ ἦταν θεοφώτιστος καὶ λέγει: πήγαινε πάτερ, πήγαινε εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ πᾶς καὶ στὴν ἀποστολή σου αὐτὴ καὶ τότε νὰ μᾶς ἐνθυμῆσαι στὶς προσευχές σου.
Ἔτσι μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ μὲ τὴν παράκληση τῶν ἄλλων ἀνεδείχθη Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ἡ μελίρρυτος πάντως διδασκαλία του, ἡ φιλανθρωπία του, τὰ πολλά του θαύματα, ὅλα αὐτὰ τὸν κατέστησαν ἕνα ἀληθῆ Ἐπίσκοπο…
Γι᾽ αὐτὸ τὸ ἔργο τὸν ἔστειλαν καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι, ἦταν ἡ ἐποχὴ περίπου, ὅταν ἁλώθηκε ἡ Κωνσταντινούπολι ἀπὸ τοὺς Τούρκους… καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη ὅλοι ἐθαύμασαν τὴν βιοτή του καὶ ὅταν ἐκοιμήθη ἐκεῖ ὁ Πατριάρχης μὲ μία φωνὴ ὅλοι εἶπαν νὰ τὸν κάνουν Πατριάρχη. Καὶ πράγματι ἀνεδείχθη καὶ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ἔμεινε γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ ἡ ζωή του, ἡ ἀκτινοβολία του ἦταν τέτοια, ὥστε νὰ ἑλκύη κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ ἀπίστους καὶ Ἑβραίους καὶ μωαμεθανοὺς καὶ Τούρκους δηλαδή… νὰ τοὺς κάνη χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους μέσα στὴν Κωνσταντινούπολι, κάτω ἀπὸ τὴν μύτη, ὅπως θὰ λέγαμε, τοῦ κατακτητῆ, τοῦ Μωάμεθ. Καὶ πάλι γιὰ τὴν ἀλήθεια τὸν διώχνουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, τὸν διώχνουν ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ ἀπομακρύνεται, γιατὶ θέλει νὰ μείνῃ πιστός.
Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια τὸν φέρνουν πάλι στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν συνεχείᾳ, ἐπειδὴ δὲν ἐτίμησε καλὰ τὸν Τοῦρκο κατακτητή, ποὺ περνοῦσε μιὰ μέρα, προστάσσει ὁ σουλτάνος νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ νὰ τὸν ἐξορίσουν στὴν Ἀνδριανούπολι. Ἐκεῖ ἔρχεται ἕνας ἄρχοντας ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ρουμανίας, βλέπει τί ἀρετῆς ἄνθρωπος εἶναι, τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν φέρη στὰ μέρη τους καὶ νὰ τοὺς διδάξη καὶ τοῦ εἶπε, ὅ,τι θὰ μᾶς λὲς θὰ κάνουμε καὶ ἀπεδείχθη ἐκεῖ, ἀδελφοί, ἕνας νέος Χρυσόστομος.
Ἐτίμησε τὴν ἱερωσύνη καὶ τὴν ἀρχιερωσύνη, ἐδίδαξε τὰ πλήθη, τοὺς Ἀρχιερεῖς, τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸ λαό, αὐτὸν τὸν ἄρχοντα, ποὺ τὸν ἔφερε καὶ τοῦ εἶπε πρόσεξε καλὰ νὰ ἐφαρμόζης καὶ σὺ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὅπως κάνουν οἱ ἄρχοντες ἀκολουθεῖ καὶ ὁ λαός. Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἐφάνη εἰλικρινὴς καί, ὅταν ἔγινε μιὰ φοβερὴ παρανομία, ὁ Ἅγιος δὲν θέλησε νὰ ὑποχωρήση σ᾽ αὐτὴ τὴν παρανομία· δηλαδὴ ἕνας φίλος τοῦ ἄρχοντος μεγάλος ἄφησε τὴν γυναίκα του καὶ ἐπῆρε τὴν ἀδελφὴ τοῦ ἄρχοντος αὐτοῦ. Ἔλαβε γράμμα ἀπὸ τὴν ἀδικημένη γυναίκα ὁ Πατριάρχης, πῆγε στὸν ἄρχοντα, τοῦ εἶπε ἔτσι καὶ ἔτσι δὲν πρέπει νὰ γίνη αὐτό, ἐκεῖνος ἐπέμενε, ὁ Ἅγιος τοὺς ἔκανε ἕνα ἀφορισμό κατέθεσε καὶ τὸ ὠμοφόριό του στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ σηκώθηκε καὶ ἔφυγε.
Οἱ ταλαιπωρίες, ποὺ πέρασε, δὲν περιγράφονται· διωγμοί, θλίψεις, πεῖνα. Ἀφοῦ εἶχαν διατάξει οὔτε ψωμὶ νὰ μὴ τοῦ δίνουν καὶ ὅμως ὁ Θεός, ὅπως ἔθρεψε στὴν ἔρημο τὸν Προφήτη Ἠλία μὲ τὸν κόρακα, ἔθρεψε καὶ ἐκεῖνον μὲ κάποιο ἀρχοντόπουλο, τὸν Νέαγκο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐσέβετο καὶ ἐτιμοῦσε καὶ κρυφὰ πήγαινε καὶ τοῦ ἔδινε τροφή. Κατόπιν ὁ ἄρχοντας φοβούμενος μήπως πιάσουν οἱ ἀφορισμοὶ καὶ πάθουν μεγάλο κακό, μὲ κολακεῖες καὶ διάφορα λόγια τὸν παρεκάλεσε νὰ ἄρη τὸν ἀφορισμὸ καὶ νὰ ἐξακολουθῆ νὰ ἔχη τὴν τιμή, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος χάριν τῆς θεραπείας, χάριν τῆς πίστεως ἔμεινε πιστὸς καὶ δὲν ὑπεχώρησε σ᾽ αὐτὴν τὴν παρανομία παρὰ ἔφυγε ἐξόριστος μακρυὰ ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ρουμανίας καὶ ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ ἀγαπημένο.
Ἐπῆγε στὴν Ἱ. Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ τελείως ἄγνωστος κατόπιν ἀπὸ τόση δρᾶσι καὶ τόσα ἀξιώματα καὶ τόσες τιμὲς ἐπῆγε νὰ γίνη πάλι μοναχὸς στὴν Ἱ. Μονὴ τῆς μετανοίας του στὴν Ἱ. Μονὴ τοῦ Διονυσίου. Ἐκεῖ τοῦ εἶπαν, γέροντας ἄνθρωπος εἶσαι τώρα, τί μπορεῖς νὰ κάνης; Ὅτι μὲ βάλετε. Ἦταν μία τάξι, νὰ τὸν βάζουν τὸν πρῶτον, ποὺ θὰ πήγαινε ἐκεῖ νὰ εἶναι βοϊδονάρης, δηλαδὴ νὰ μεταφέρη τὰ ζῶα, τὰ ξύλα καὶ νὰ κάνη τίς δουλειὲς τὶς πιὸ ταπεινὲς προκειμένου νὰ δοκιμασθῆ ὁ μοναχός, ἂν ἀξίζη, νὰ γίνη μοναχός.
Μὲ χαρὰ καὶ μὲ προθυμία ὁ Πατριάρχης, ὁ Ἐπίσκοπος ὁ λαμπρός, ὁ Ἅγιος ὁ μοναχός, πηγαίνει καὶ γίνεται βοϊδονάρης. Τί σπουδαῖο, ποὺ εἶναι νὰ εἶσαι ἀξία καὶ νὰ κρύβης τὴν ἀξία.
Συνήθως ἐμεῖς δὲν εἴμαστε τίποτε καὶ θέλουμε νὰ διακηρύξουμε τὰ ἀνύπαρκτά μας χαρίσματα καὶ τὶς ἀνύπαρκτες χάρες. Ἐκεῖνος ἦταν χρυσάφι καὶ ἐταπεινώθηκε τόσο πολύ, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὸν ἐτίμησε πολύ, διότι μιὰ νύκτα, ποὺ ἐφύλαγε σκοπιὰ ὑποχρεωτικῶς μερικοί, ποὺ ξαγρυπνοῦσαν εἶδαν ὅτι αὐτὸς ὁ Γέροντας, ποὺ προσηύχετο ἦταν σὰν μία στήλη πυρός, ἡ προσευχή του ἦταν πύρινη καὶ ἀνέβαινε στὸν οὐρανό, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶπαν στὸν Ἡγούμενο καὶ διερωτῶντο πάντες ποιὸς ἄνθρωπος νὰ εἶναι αὐτός, γιατὶ εἶχαν περάσει λίγα χρόνια, δὲν τὸν ἤξεραν, δὲν τὸν ἐγνώριζαν καὶ ἦταν πραγματικὰ ἕνα μυστήριο.
Τότε παρουσιάστηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ποὺ εἶναι προστάτης τῆς Ἱ. Μονῆς καὶ λέει: «πηγαίνετε νὰ ὑποδεχθῆτε τὸν Πατριάρχη, ἀρκετὰ ἐταλαιπωρήθη, ἀρκετὴ εἶναι ἡ ταπείνωσι, ποὺ ἔδειξε μέχρι τώρα» καὶ βγαίνουν ὅλοι μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων καὶ ὅταν ἀνέβαινε ἐκεῖνος μὲ τὰ ζῶα, χωρὶς νὰ ξέρη τίποτα, προσπίπτουν στὰ πόδια του καὶτοῦ ζητοῦν συγχώρησι γιὰ ὅτι τέλος πάντων ἔκαναν, γιὰ ὅλες τὶς ταλαιπωρίες καὶ ἐκεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια γονατιστὸς μετὰ δακρύων καὶ ἐζητοῦσε καὶ ἐκεῖνος συγχώρησι γιὰ τὴν ἀγάπη τους.
Νά, ἀδελφοί μου, πῶς δοξάζει ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὅμως περάσουν πολλὲς δοκιμασίες. Ἤθελε νὰ φύγη, γιὰ νὰ μὴ τιμᾶται καὶ νὰ μὴ δοξάζεται, ἀλλὰ τὸν παρεκάλεσαν πάρα πολὺ νὰ μείνη. Πολλὲς φορές, ὅταν μάλωναν μεταξύ τους καμμιὰ φορὰ οἱ ἀδελφοὶ ἔβλεπε μὲ τὰ καθαρά του μάτια ὅτι ἦταν ὁ σατανᾶς ἀπὸ πίσω.
Ἔβλεπε δηλαδὴ καὶ στὸν ἕνα καὶ στὸν ἄλλον νὰ ὑπάρχη σατανᾶς καὶ νὰ τοὺς βάζη καὶ πήγαινε καὶ τοὺς ἔλεγε μὴ μαλώνετε παιδιά μου, διότι εἶναι σατανᾶς αὐτὴ τὴ στιγμή, ποὺ σᾶς βάζει.
Ὅταν εἶχαν θαλασσοταραχή, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ κάνη προσευχή, γιὰ νὰ γαληνεύη ἡ θάλασσα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐγίνετο καὶ ἐν τέ- λει, ἀφοῦ τοὺς ἐδίδαξε ὅλα ἐκεῖνα τὰ πρὸς σωτηρία, τὸν παρεκάλεσαν νὰ τοὺς τὰ ἀφήση γραπτὰ καὶ τοῦ ζήτησαν καὶ μία χάρι, ὅταν θὰ πεθαίνουν οἱ πατέρες ἐκεῖ στὴν Ἱ. Μονὴ νὰ λειώνουν τὰ κόκκαλά τους, ἐφ᾽ ὅσον βεβαίως κάνουν τὰ καθήκοντά τους τὰ μοναχικά, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο συνεχίζεται μέχρι στιγμῆς, μέχρι τώρα διαβάζουν μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες εὐχὲς καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Νήφωνος καὶ ἔχουν πάρα πολὺ καλὰ ἀποτελέσματα, βγαίνουν πολὺ καθαρὰ τὰ Λείψανα τῶν Πατέρων.
Νὰ λοιπὸν ἕνα παράδειγμα μεγάλης ταπεινοφροσύνης, ποὺ εἶναι μιμητὴς τοῦ Κυρίου μας, μιμητὴς τῆς Παναγίας μας. Ἐὰν κανεὶς ταπεινωθῆ ἐδῶ στὸν κόσμο, θὰ τὸν τιμήση πραγματικὰ ὁ Χριστός. Ἐὰν ὅμως θέλουμε νὰ ὑπερηφανευώμεθα καὶ νὰ κάνουμε ὅτι κάτι εἴμαστε, θὰ ἐπιτρέψη ὁ Κύριος κάποια δοκιμασία.
Ἄκουσα, διότι δὲν παρακολούθησα ὅτι τώρα στοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες μιὰ δική μας πρωταθλήτρια εἶπε μεγάλο λόγο καὶ εἶπαν αὐτοί, ποὺ τὴν ἄκουσαν τὶς παραμονὲς ὅτι αὐτὸς ἦταν λόγος ὑπερήφανος. Καὶ πραγματικὰ τὴν ἑπομένη ἡ ἀθλήτρια αὐτὴ δὲν κατώρθωσε οὔτε νὰ μπῆ ἔτσι μεταξὺ ἐκείνων, ποὺ θὰ διεκδικοῦσαν οὔτε δηλ. τὴν πρόκρισι δὲν κατώρθωσε νὰ ἐπιτύχη.
Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν νὰ μὴ παρασυρώμεθα ἀπὸ μερικὲς ἴσως ἐπιτυχίες, νὰ μὴ παρασυρώμεθα ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων, νὰ μὴ παρασυρώμεθα ἀπὸ τὰ μάταια καὶ φθαρτὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ νὰ κοιτᾶμε τὰ ἀληθινὰ καὶ τὰ αἰώνια καὶ τὰ παντοτινὰ καὶ τότε ὁ Κύριος μας, ποὺ θὰ βλέπη, Αὐτὸς θὰ δίνη πολὺ τὴν δύναμί Του καὶ θὰ λέμε καὶ μεῖς αὐτό, ποὺ εἶπε ἡ Παναγία μας, ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων αὐτοῦ.
* Ὁμιλία μετὰ τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας εἰς τὸν Ἱ. Ν. Ἁγίου Νεκταρίου Ἑκάλης, 10 Αὐγούστου 1984.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ἔργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσέβειας, πᾶσαν ηὔγασας, τὴν Ἐκκλησίαν, τῆς ταπεινώσεως τρόποις ὑψούμενος, ἀσκητικῶς δοξασθεῖς γὰρ ἐν Ἄθωνι, Πατριαρχῶν καλλονὴ ἐχρημάτισας. Νήφων ἔνδοξε, θείων χαρίτων ἔμπλησον, τοὺς πίστει καὶ πόθω σὲ μεγαλώνοντας.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας λύχνος ὤφθης παμφαέστατος, τῇ καθαρότητι σοφὲ τῆς πολιτείας σου, τὰς τοῦ Πνεύματος ἐλλάμψεις καταπλουτήσας. Ἀλλ’ ὡς σκεῦος ἀρετῶν καὶ ὑποτύπωσις, καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς βίον κρείττονα, τοὺς βοῶντάς σοι: Χαίροις Νήφων Πατὴρ ἡμῶν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐγκρατείας τοῖς πόνοις καλλωπιζόμενος, ἀρχιερεὺς θεοφόρος καὶ λειτουργὸς ἱερός, Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὤφθης ἐν Πνεύματι, καὶ πρὸς ἀγάπην θεϊκῆν, καὶ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, παιδεύεις Νήφων παμμάκαρ, ταῖς πρακτικαῖς ὑποθήκαις, καὶ τῷ τοῦ βίου ὑποδείγματι.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος ἐν τῷ κόσμῳ, Νήφων Ἀρχιεράρχα, ἐδείχθης οὐρανίῳ σου βίῳ· καὶ Ἀποστολικαῖς δωρεαῖς, τῆς Ἐκκλησίας φαιδρύνεις τὸ πλήρωμα· διό σου τὴν λαμπρότητα, θαυμάζοντες, ἀναβοῶμεν·
Χαῖρε, Χριστοῦ ὀ θεῖος θεράπων·
χαῖρε, φωτὸς ἀΰλου θεάμων.
Χαῖρε, Ἐκκλησίαςὁ λύχνος ὁ πάμφωτος·
χαῖρε, τῆς Δακίας φωστὴρ καὶ διδάσκαλος.
Χαῖρε ὕψος ταπεινώσεως δυσκατόρθωτον πολλοῖς·
χαῖρε βάθος θείας γνώσεως καὶ ἀγάπης θεϊκῆς.
Χαῖρε, τῶν ἐν Ἄθῳ μοναζόντων ἀλείπτης·
χαῖρε, τῆς εὐσεβείας ἱερὸς ὑποφήτης.
Χαῖρε, πυρσὸς δογμάτων τῆς πίστεως·
χαῖρε, λαμπρὸν ταμεῖον τῆς χάριτος.
Χαῖρε, ποιμὴν Βυζαντίου ὁ μέγας·
χαῖρε, Μονῆς τοῦ Προδρόμου τὸ γέρας.
Χαίροις, Νήφων Πατὴρ ἡμῶν.
Πηγή: (Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀρ. φύλ. 1985, 9 Αὐγούστου 2013), Αναβάσεις, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ὅπως ὅλα τά γεγονότα πού μᾶς διηγοῦνται οἱ ἅγιοι Εὐαγγελισταί ἔγιναν διά τήν σωτηρίαν ἡμῶν, ἔτσι καί ἡ Θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἔγινε δι’ ἡμᾶς καί διά τήν σωτηρίαν ἡμῶν. Δέν ὑπάρχει κάτι στή ζωή τοῦ Κυρίου μας, πού νά μήν ἔχει σωτηριολογική σημασία, πού νά μήν ἀφορᾶ τήν σωτηρία μας. Γι’ αὐτό ἄλλωστε ἐνηνθρώπισε ἔγινε ἄνθρωπος διά τήν σωτηρία μας.
Καί ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου μας μᾶς ὑποδεικνύει ὄχι μόνον τήν θεότητα τοῦ Κυρίου καί τήν δόξαν τήν ὁποίαν εἶχε πλησίον τοῦ Οὐρανίου Πατρός Του, πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, προαιωνίως -καί τήν ὁποίαν ἐπ’ ὀλίγον ἐφανέρωσε εἰς τούς Μαθητάς του, δέν ἐφανέρωσε τήν πλήρη δόξα Του, ἀλλά κάτι ἀπ’ τή δόξα Του, καθώς ἠδύναντο, ὅπως λέει ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας-, ἀλλά κι ἔτσι μᾶς ὑπέδειξε ποιός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς δικῆς μας ζωῆς.
Εἶναι νά μετέχουμε τοῦ Θείου Φωτός, τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διότι κατά τούς Ἁγίους Πατέρες ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Δόξα Του, εἶναι τό Ἄκτιστο Φῶς. Εἶναι ἡ θέα τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου. Ἀπ’ τή μιά λοιπόν μεριά ὁ Κύριος μεταμορφώνεται γιά νά βεβαιωθοῦν καί οἱ Μαθηταί Του, πού θά ἐσκανδαλίζοντο μετά ἀπό λίγο μέ τόν Σταυρικό Του θάνατο, ὅτι ὄντως εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἀληθινός. Ἀλλά καί μεταμορφώνεται γιά νά πεῖ καί σέ μᾶς πώς ὅ,τι συνέβη σέ μένα πρέπει νά γίνει καί σέ σᾶς. Εἴμεθα κεκλημένοι ὅλοι νά μεταμορφωθοῦμε. Βέβαια, ὁ Κύριος μετεμορφώθη δι’ ἰδίας Αὐτοῦ δυνάμεως. Ἐμεῖς θά πρέπει νά μεταμορφωθοῦμε «ἀπό δόξης εἰς δόξαν», πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὄχι διά τῆς δικῆς μας δυνάμεως, ἀλλά διά τῆς Χάριτος καί τοῦ Φωτός τοῦ Μεταμορφωθέντος Κυρίου.
Γιά τό Φῶς αὐτό μιλοῦσε καί ἡ Παλαιά Διαθήκη καί κάποιοι ὅπως ὁ Μωϋσῆς, ὅπως ἀκούσαμε, ἔλαβαν δόξαν Θεοῦ. Ἀλλά κανείς δέν τόλμησε νά πεῖ στήν Παλαιά Διάθηκη, ὅσο κι ἄν ἔλαβε κάποια Χάριν καί Δόξαν ἀπό τόν Θεόν, ὅτι «ἐγώ εἰμι τό Φῶς τοῦ Κόσμου». Μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐτόλμησε νά τό πεῖ γιατί Αὐτός εἶναι καί ἡ ζωή, εἶναι τό πᾶν. Καί τώρα πῶς ἐμεῖς, οἱ ἐμπαθεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί, θά μετάσχουμε τοῦ Θείου Φωτός; Πῶς θά γίνουμε κι ἐμεῖς φῶς; Πῶς θά ὑποχωρήσουν τά πάθη μας πού εἶναι σκότος; Καί οἱ ἁμαρτίες πού εἶναι σκότος; Καί πῶς σιγά – σιγά τό σκότος πού εἶναι ἐν ἡμῖν θά λιγοστεύει καί θά αὐξάνει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Αὐτός εἶναι ὁ ἀγῶνας μας καί γι’ αὐτό βλέπουμε τόν Κύριο Μεταμορφωθέντα καί βλέπουμε ποῦ πρέπει νά φθάσουμε κι ἐμεῖς. Διότι κάθε Χριστιανός πρέπει νά γίνει μιμητής τοῦ Χριστοῦ καί ὅ,τι συνέβη στόν Χριστό νά γίνει καί στήν δική μας ζωή, ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι πρέπει νά ὁδεύσωμεν διά τῶν βαθμίδων τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, τῆς πνευματικῆς ἡλικίας τοῦ Χριστοῦ κι ὅ,τι συνέβη στόν Χριστό νά γίνη καί σέ μᾶς.
Ἄρα, λοιπόν, καί σέ μᾶς πρέπει νά γίνη Μεταμόρφωσις διά τοῦ φωτός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας. Κι ἐδῶ εἶναι ὁ ἀγῶνας μας. Πῶς μέ τήν μετάνοιά μας, μέ τήν προσευχή μας, μέ τήν ταπείνωσί μας, μέ τήν ὑπακοή μας, μέ τήν συμμετοχή στό φωτιστικό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου -διότι καί ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι Φῶς- ὡς μετέχοντες αὐτῶν ὅλων τῶν ἁγίων χαρισμάτων τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ, θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς λίγο – λίγο νά λιγοστεύουμε μέσα μας τό σκότος καί νά αὐξάνη τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ;
Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι βλέποντας τόν Μεταμορφωθέντα Κύριον βλέπουν καί τόν ἑαυτόν τους. Διά μέν τόν ἑαυτόν μας λυπούμεθα, διότι δέν βλέπουμε τό Φῶς αὐτό νά λάμπη στήν ὕπαρξή μας. Διά δέ τόν Μεταμορφωθέντα Κύριον χαιρόμεθα καί τόν εὐχαριστοῦμε καί τόν δοξάζουμε. Τόν παρακαλοῦμε ὅμως σήμερα ταπεινά νά μᾶς βοηθήση νά ποθήσωμε τό ἄκτιστον Φῶς, τό Φῶς τοῦ Προσώπου Του. Νά ποθήσωμε νά ἀντικαταστήσωμε τόν ἔσω ἄνθρωπο, νά τόν κάνουμε φωτεινό, ὅπως φωτεινός εἶναι ὁ Χριστός, πού εἶναι ὅλος Φῶς καί ὅλος Ζωή καί ὅλος Ἀνάστασις καί ὅλος Ἀλήθεια.
Κι ἔτσι, ἀγωνιζόμενοι τόν καλόν ἀγῶνα, ἐφαρμόζουμε τό Ἅγιον Θέλημα τοῦ Κυρίου, γιατί τό Θέλημα τοῦ Κυρίου, ὅπως πολλές φορές τό ἔχουμε πεῖ, εἶναι νά γίνουμε θεοί κατά Χάριν. Καί πῶς θά γίνει κανείς θεός κατά Χάριν ἄν εἶναι μέσα στό σκότος καί ἄν τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει πλημμυρίσει τήν ὕπαρξί του;
Ψάλλουμε δέ καί στήν Δοξολογία «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς». Πράγματι μποροῦμε νά δοῦμε φῶς μόνο ἐν τῷ φωτί τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν Χριστόν λάμποντα. Ἔχομεν Θεοτόκον φωτεινοτάτην. Ἔχομεν Ἁγίους φωτεινούς καί ἐμεῖς καλούμεθα νά γίνουμε φῶς.
Ὁ Θεός νά μᾶς βοηθήση καί οἱ εὐχές ὅλων τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἐπέτυχαν τόν φωτισμόν, τήν ἔλλαμψι, τήν θέωσι, εἶδαν τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως καί ἐθεάθησαν πολλοί ἀπό αὐτούς μέσα στό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Διότι, οἱ Ἅγιοι ὄχι μόνο εἶδαν τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, ἀλλά καί τούς εἶδαν μέσα σ’ αὐτό τό φῶς ὅσοι ἦσαν ἄξιοι νά τούς ἴδουν. Θυμᾶστε ἀπό τόν βίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅτι ὅταν ἦταν ἡ ὥρα νά παραδώση τήν ἁγία του ψυχή, δύο ἱερεῖς πού ἦταν ἐκεῖ, ἕνας ἱερομόναχος καί ἕνας ἔγγαμος, ἄξιοι ἱερεῖς, εἶδαν τό πρόσωπό του νά λάμπη ὅλο μές στό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Μποροῦσε ὁ Ἅγιος Παλαμᾶς, πού ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος εἴκοσι ἐτῶν καί λαχταροῦσε νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τό σκότος φωνάζοντας συνεχῶς «φώτισόν μου τό σκότος», μποροῦσε νά μήν εἰσακουσθῆ ἡ προσευχή του καί νά μήν λάμψη μέσα του τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Αὐτό τό φῶς λοιπόν ἄς ζηλέψουμε κι ἐμεῖς κατά κάποιον τρόπο. Μέ ἕναν ἅγιον ζῆλον κι ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριον νά μᾶς ἀξιώση νά ἀγωνιστοῦμε γι’ αὐτό τό φῶς, τό αἰώνιο φῶς, τό ἄκτιστο φῶς, τό φῶς πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί γιά τό ὁποῖο εἴμεθα κεκλημένοι. Καί ἐάν ἀπό αὐτή τή ζωή κάτι κι ἐμεῖς δοῦμε ἀπό αὐτό τό φῶς ἔχωμε ἐλπίδα ὅτι θά μᾶς ἀξιώση ὁ Κύριος νά ζήσωμε καί ἐν τῷ φωτί τῆς οὐρανίου Βασιλείας, τήν ὁποίαν εὔχομαι εἰς πάντας ὑμᾶς. Ἀμήν.-
Πηγή: Η άλλη όψη
Στάσις πρώτη
Ἡ Ἁγνὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης βαβαί,
ἡ Θεὸν ἐν τῇ γαστρί σου
χωρήσασα καὶ κυήσασα ἀφράστως ἐπὶ γῆς.
Ἀπορεῖ καὶ φύσις, καὶ πληθὺς νοερά,
τὸ ἐν σοί, Παρθενομῆτορ, μυστήριον,
τῆς ἐνδόξου καὶ ἀρρήτου σου ταφῇς.
Βασιλὶς καὶ πόλου, καὶ τῆς γῆς ἀληθῶς,
εἰ καὶ τάφῳ σμικροτάτω συγκέκλεισαι,
ἐγνωρίσθης πάσῃ κτίσει Μαριάμ.
Γέφυρα ὑψοῦται, ἡ μετάγουσα πρίν,
ἐκ θανάτου πρὸς ζωὴν τὴν ἀκήρατον,
τοὺς θανόντας παραβάσει τοῦ Ἀδάμ.
Δάκρυσι καὶ θρήνοις, γοεροῖς ἐπὶ σοί,
πᾶσαι αἱ σαὶ φίλαι ἐκόπτοντο,
τὴν μετάστασιν μὴ φέρουσαι τὴν σήν.
Ἔχαιρον χορείαι, Οὐρανίων Νοῶν,
ἀπὸ γῆς σὲ φερομένην δεχόμεναι,
εἰς οὐράνια σκηνώματα ἁγνή.
Ζῶσα ἐν ὑψίστοις, ἀληθῶς Μαριάμ,
ὑπὲρ πάντων πρεσβευτὴς ἡμῶν γέγονας,
ἀξιῶσαι εὐφροσύνης ἀληθῶς.
Ἡ λαμπὰς ἡ θεία, τοῦ ἀρρήτου φωτός,
φρικτωρούσα οὐρανόθεν τοὺς δούλους σου,
μὴ ἐλλείπης Ἀγαθὴ τοὺς ἐπὶ γῆς.
Θρόνος τοῦ ὑψίστου γενομένη ἁγνή,
ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανὸν μεταβέβηκας,
μεταστᾶσα εἰς αἰώνιον ζωήν.
Ἱερέων πέλεις, καύχημα εὐλαβῶν,
Ἐκκλησίας τὸ ἀκράδαντον στήριγμα,
καὶ Ὁσίων Ἀσκητῶν ἡ ἀρωγός.
Κλῖμαξ ἡ ἁγία, ἢν προεῖδε σαφῶς,
Ἰακὼβ δι’ ἧς κατέβη ὁ Ὕψιστος,
ἀνυψοῦται ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Λόγος τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἀρρήτως τεχθεὶς
ὑπὸ σοῦ, Θεοκυήτωρ,
μετέστησεν ἐκ τῆς γῆς πρὸς τὴν ἀθάνατον ζωήν.
Μαριὰμ πῶς θνῄσκεις, πῶς τῷ τάφῳ οἰκεῖς,
τῆς ζωῆς τὸν χορηγὸν ἡ γεννήσασα,
τοὺς νεκροὺς ἐξαναστήσαντα φθορᾶς;
Νύμφην τοῦ Ὑψίστου, καὶ Μητέρα σαφῶς,
Ἰησοῦ τοῦ Θείου Λόγου γινώσκομεν,
κἄν ἐν τάφῳ σὲ ὁρῶμεν ὡς φθαρτήν.
Ξένον τόκον εἶδον, ἀληθῶς οἱ πιστοί,
καὶ τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν νῦν μετέθεσαν,
ξενωθέντες τῆς ζωῆς τῆς κοσμικῆς.
Οὐρανὸς ὡς ἄλλος, ἀνεδείχθη Ἁγνή,
δεξαμένη τὸ σὸν σκῆνος τὸ ἄχραντον,
ἡ ἁγία καὶ σεπτὴ Γεθσημανῆ.
Πύλη σωτηρίας, ἐγεννήθης ἡμῖν,
ἀρχηγὸς τῆς νοητῆς ἀναπλάσεως,
κἄν ὑπείκεις τῇ τῆς φύσεως φθορά.
Ῥάβδος, ἡ τὸ ἄνθος, τὸ εὐῶδες Χριστόν,
ἐξανθήσασα τῷ τάφῳ νῦν τέθαπται,
ἵνα φύσῃ σωτηρίας τὸν καρπόν.
Σὺ γὰρ μόνη πέλεις, ἐν θνητοῖς ἀληθῶς,
ἀναστάσεως τὸν τύπον ἐκλάμπουσα,
Σὺ καὶ μόνη τῶν πταιόντων ἱλασμός.
Τάφος μὲν καλύπτει, τὸ σὸν σκῆνος, Ἁγνή,
τὴν δὲ θείαν σου ψυχὴν χειριζόμενος,
ὁ Υἱός σου ἀγκαλίζεται λαμπρῶς.
Ὕμνοις οὐρανίοις, ἐμελώδουν Σεμνή,
τὴν τριήμερον ταφήν σου οἱ ἄγγελοι,
καὶ τὴν δόξαν ἐμεγάλυνον τὴν σήν.
Φέγγος οὐρανόθεν, δεξαμένη Ἁγνή,
ἐχαρίτωσας ἡμᾶς τοὺς τιμῶντας σε,
καὶ γεραίροντας τὴν Κοίμησην τὴν σήν.
Χώραν ἀχωρήτου, τοῦ Θεοῦ Μαριάμ,
χρηματίσασαν καὶ ἅγιον τέμενος,
νῦν καλύπτει σὲ ἀγρὸς Γεθσημανῆς.
Ψάλλοντες τὸν τόκον, σοῦ τὸν θεῖον Ἁγνή,
ἀνυμνοῦμεν οἱ πιστοὶ καὶ γεραίρομεν,
Σὲ τὸν ἔμψυχον ναὸν τόν τοῦ Θεοῦ.
Ὤ θαυμάτων ξένων, ὢ πραγμάτων καινῶν,
ἡ πνοή μου τὸν δοτῆρα κυήσασα,
ἄπνους κεῖται καὶ κηδεύεται νεκρά.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἀνυμνοῦμεν Λόγε, σὲ τὸν πάντων Θεόν,
σὺν Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ σου Πνεύματι,
καὶ δοξάζομεν οἱ πάντες εὐσεβῶς.
Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε Ἁγνή,
καὶ τιμῶμεν τὴν ἁγίαν σου Κοίμησιν,
καὶ τὴν ὕψωσιν ἐκ γῆς, πρὸς οὐρανόν.
Ἡ Ἁγνὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης βαβαί,
ἡ Θεὸν ἐν τῇ γαστρί σου χωρήσασα
καὶ κυήσασα ἀφράστως ἐπὶ γῆς.
Μικρὰ συνάπτῃ.
«Ὅτι ηὐλόγηταί Σου τὸ ὄνομα καὶ δεδόξασταί Σου ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ …»
Στάσις δευτέρα
Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σὲ τὴν Θεοδόχον,
τὴν τῶν ἀρετῶν ταμεῖον ὑπάρξασα,
καὶ χαρίτων ἁπασῶν τῶν τοῦ Θεοῦ.
Βάτον ἐν Σινᾷ, ἀκατάφλεκτον εἶδε σε πάλαι,
Μωυσῆς γαστρί σου τὸ θεῖον πῦρ,
ὡς χωρήσασα ἀφλέκτως Μαριάμ.
Γόνιμος ὡς γῆ, ἀεὶ δείκνυται Παρθενομῆτορ,
πᾶσι τοῖς θερίζειν ἐθέλουσι,
σωτηρίαν ἡ σεμνὴ Γεθσημανῆ.
Δῆλον οὖν ἡμῖν, ὢ Παρθένε μὴ ἰσχύειν δίχα,
σοῦ τῆς μεσιτρίας ὀρθοβατεῖν,
τοῖς πανσέπτοις ἴχνεσι τοῦ Χριστοῦ.
Ἔνθα οἱ χοροί, Ἀποστόλων τε καὶ τῶν Ἀγγέλων,
ἵσταντο κυκλοῦντες ἐν ᾄσμασι,
παριστάμεθα Παρθένε καὶ ἡμεῖς.
Ζώωσον Ἁγνή, τοὺς εἰς σὲ πιστῶς καταφυγόντας,
διὰ τῆς ὑπὲρ αὐτῶν μεσιτίας σου,
πρὸς τὸν ἄναρχον Υἱὸν καὶ Παντουργόν.
Ἤρω Μαριάμ, κατὰ φύσεως βροτείας νίκην,
τὸν Χριστὸν ἀσπόρως κυήσασα,
ἀλλὰ θνῄσκεις νόμῳ φύσεως βροτῶν.
Θαῦμα ἀληθῶς, πῶς ἡ ἄναδρος θηλάζει βρέφος,
πῶς καὶ νεκροφόρος καθίστασαι,
ἡ Μητρόθεος ἐκτὸς διαφθορᾶς.
Ἴθυνον ἡμᾶς, πρὸς λιμένας σωτηρίους, Κόρη,
τοὺς χειμαζομένους ἐν κλύδωνι,
ψυχοφθόρων παραπτώσεων δεινῷ.
Κλῖμαξ πρὸς Θεόν, ὁ σὸς τάφος Παναγία,
πέλει ἄγουσα τοὺς πίστει ὑμνούντας σε,
καὶ τιμῶντας σου τὴν Κοίμησιν σεπτῶς.
Λόγος τοῦ Πατρός, ἐπεσκήνωσεν ἐν σοὶ Παρθένε,
καὶ πρὸς οὐρανὸν σὺ μετήγαγες,
τοὺς τὴν κύησιν δοξάζοντας τὴν σήν.
Μέτοχοι ζωῆς, τῆς ἀφθάρτου τε καὶ ἀϊδίου,
τῷ σῷ τόκῳ πάντες γεγόναμεν,
δι’ ὃ ᾄδομεν τὸ χαῖρε σοι σεμνή.
Νόμοι ἐπὶ σοί, οἱ τῆς φύσεως Ἁγνὴ Παρθένε,
σφόδρα παραδόξως καινίζονται,
ὡς κυήσασα Θεὸν Ἐμμανουήλ.
Ξένον ἀληθῶς, τὸ μυστήριον τῆς σῆς κυοφορίας,
Ἄχραντε ἀσπόρως γεννήσασα,
καὶ θηλάσασα τὸν Κτίστην τοῦ παντός.
Ὅλον τὸν Ἀδάμ, προσλαμβάνει ἐκ γαστρός σου,
θέλων ἐκτεμεὶν ῥιζόθεν παρακοήν,
ὁ Υἱός σου τὴν φυείσαν ἐν ἡμῖν.
Πύλη νοητή, τῆς ἐν γῇ φανερωθείσης Κόρῃ,
ἐκ τοῦ ὕψους θείας ἀνατολῆς,
ἀνεδείχθης Θεονύμφευτε πιστοῖς.
Ῥήτορες δεινοί, οὐδὲ Ἄγγελοι Παρθενομῆτορ,
σθένουσιν ἀξίως ὑμνήσαι σε,
τὴν ὑπέρτιμον Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Σῶμα καὶ ψυχήν, ὑπερένδοξε Ἁγνὴ Παρθένε,
ἄσπιλα Θεῷ διετήρησας,
δι’ ὃ κάλλους σου ἠράσθη ὁ Χριστός.
Τόμος σὺ καινός, ἐν ὢ γέγραπτε ὁ θεῖος λόγος,
βίβλῳ τῆς ζωῆς τοὺς ὑμνούντας σε,
ἐγγραφῆναι καθικέτευε Ἁγνή.
Ὕμνους καὶ ᾠδάς, ἐξοδίους ὥσπερ μύρα Κόρη,
ἐπικήδεια σοι προσφέροντες,
ἐξαιτούμεθα πταισμάτων ἱλασμόν.
Φόβῳ καὶ χαρᾷ, καὶ ἡμεῖς ὥσπερ ἐκεῖνοι τότε,
πάρεσμεν τῷ τάφῳ σου Ἄχραντε,
ἐκπληττόμενοι τὴν κοίμησιν τὴν σήν.
Χαῖρε Μαριάμ, δι’ ἧς ἔλαμψε χαρὰ τῷ κόσμῳ,
καὶ ἀρᾷ ἡ καθ’ ἡμῶν ἐξωστράκισται,
τὸν Σωτῆρα κυησάσης ἐπὶ γῆς.
Ψάλλοντες τὸν σὸν, τόκον ἄσπιλε Παρθενομῆτορ,
ἀνυμνολογοῦμεν γεραίροντες,
σὲ τὸν ἔμψυχον ναὸν τόν τοῦ Θεοῦ.
Ὥσπερ οἱ νεκροὶ διὰ σοῦ ζωοποιούνται Κόρη,
οὕτω καὶ ἡμᾶς ζωοποίησον,
νεκρωθέντας πλημμελήμασι πολλοῖς.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.
Δόξα τῷ Πατρί σὺν Υἱῷ τε καὶ τῷ Παναγίῳ Πνεύματι
προσάγομεν εὐσεβῶς,
τῇ Τριάδι τῇ Ἁγίᾳ καὶ σεπτή.
Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἄσμασι πιστοί, ὀρθοδόξοις τε καὶ εὐπροσδέκτοις,
πάντες ἀνυμνήσωμεν σήμερον,
τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ δουλοπρεπῶς.
Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὴν Θεοδόχον,
τὴν τῶν ἀρετῶν ταμεῖον ὑπάρξασα,
καὶ χαρίτων ἁπασῶν τῶν τοῦ Θεοῦ.
Μικρὰ συνάπτῃ.
«Ὅτι ἅγιος εἰ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐπὶ Θρόνου δόξῃς τῶν Χερουβεὶμ ἐπαναπαυόμενος καὶ σοὶ τὴν
δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, …»
Στάσις τρίτη
Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὕμνον τῇ ταφῇ σου, προσάγουσι Παρθένε.
Βλέψας οὐρανόθεν, Θεὸς τῶν ὅλων Κτίστης, ἐν τῇ γάστρί σου ᾔκει.
Γνῶσιν ἐξαιτοῦμεν, τῆς σῆς κυοφορίας, προξένου σωτηρίας.
Δυσώπει τὸν Υἱόν σου, οἰκτείραι ἡμᾶς πάντας, ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει.
Ἐν οὐρανῷ ἐστάναι, νομίζομεν Παρθένε, ἑστῶτες τῷ Ναῷ σου.
Ζῶσι καὶ τεθνεῶσι, τοῖς ἐπὶ σὲ θαρροῦσιν, ἀντίληψιν σὺ δίδως.
Ἡ γῆ πανηγυρίζει, ὁ οὐρανὸς χορεύει, σοῦ ἄνω αἰρομένης.
Θανοῦσα ἀθανάτους, μετέβης πρὸς σκηνώσεις, ἐχθρὸν ἡ θανατοῦσα.
Ἵνα τὸ κάλλος βλέπεις, τοῦ σοῦ Υἱοῦ Παρθένε, πρὸς οὐρανοὺς μετέστης.
Καὶ ὄντως, ὢ Παρθένε, αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζουσί σε.
Λύτρωσιν παράσχου, Παρθένε Θεοτόκε, τοῖς σὲ ὑμνολογούσι.
Μόνη σύ προστάτις, πενήτων ὀρφανῶν τε, καὶ τῶν χήρων ὑπάρχεις.
Νέκρωσιν ὑπέστης, κυήσασα Παρθένε, τὸν νεκρωτὴν τοῦ Ἅδου.
Ξένον τόκον εἶδον, οἱ σὲ ὑμνολογοῦντες, ὡς μόνην Θεοτόκον.
Ὁ τάφος σου κηρύττει, Παρθένε τὴν ταφήν σου, καὶ τὴν μετάστασίν σου.
Πάντες οἱ λαοὶ σε, Δέσποιναν Παρθένε, καλοῦσι προσκυνοῦντες.
Ῥητόρων πολυφθόγγων, σοφίαν ἐτροπώσω, τῇ σῇ κυοφορία.
Σκιρτώσιν αἱ καρδίαι, τῶν εὐσεβούντων πάντων, ἐπὶ τῇ σῇ κηδεύσει.
Τὶς ἐξειπεῖν ἰσχύει, Παρθενομῆτορ μόνη, τὰς θείας ἀρετάς σου.
Ὕψωσον Παρθένε, τῇ σῇ κυοφορία, τὸ κέρας Ὀρθοδόξων.
Φυλαὶ λοιπαὶ καὶ γλῶσσαι, τὸν τάφον σου κυκλοῦσι, σὲ ἀνυμνολογοῦντες.
Χριστιανῶν σε σκέπην, μάλιστα καὶ Μητέρα, κηρύττομεν οἱ πάντες.
Ψαύοντες σὴν κλίνην, σὲ ἀνυμνολογοῦμεν, Παρθενομῆτορ Κόρη.
Ὤ Μῆτερ καὶ Παρθένε, ἀπάλλαξον γεένης, τοὺς σὲ ὑμνολογούντας.
Ἔρραναν τὸν τάφον, μύροις τὸ Σὸν Σκῆνος, κηδεύσαντες Παρθένε.
Ἔρραναν τὸν τάφον, οἱ κηδεύσαντές σε, ἄνθεσι καὶ μύροις.
Ἔρραναν τὸν τάφον, μύροις Θεοτόκε, οἱ κηδεύσαντές σε.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ὤ Τριὰς Ἁγία, Πατὴρ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, τοὺς λατρευτάς σου σῶσον.
Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ὤ Παναγία Μῆτερ, σκέπε καὶ φρούρει πάντας, τοὺς ἐπὶ σὲ θαρροῦντας.
Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὕμνον τῇ ταφῇ σου, προσάγουσι Παρθένε.
Εύλογητάρια
Εὐλογητή εἶ Δέσποινα, σκέπε, φρούρει τοὺς σὲ ὑμνολογούντας.
Τῶν Ἀγγέλων ὁ δῆμος, κατεπλάγη ὁρῶν σε,
ἐν νεκροῖς λογισθεῖσαν, τὴν Σωτῆρα τῶν βροτῶν, Μαριάμ τετοκυῖαν,
τὸν σὺν ἑαυτῷ τὸν Ἀδάμ ἐγείραντα, καὶ ἐξ’ Ἄδου πάντας ἐλευθερώσαντα.
Εὐλογητή εἶ Πάναγνε, τήρει πάντας ἡμᾶς ἀκατακρίτους.
Τὶ θρηνεῖτε συμπαθῶς, ὠ γύναια, ἐπ’ ἐμοὶ θνήσκειν μελλούσῃ,
ἡ Παρθένος τερπομένη ἔλεγε, πρὸς τὰς γείτονας θρηνολογούσας.
παύσασθε ὑμεῖς τοῦ θρήνου καὶ ἤσθητε, καὶ θανοῦσα γὰρ ὑμῶν οὐκ ἀφίσταμαι.
Εὐλογητή εἶ Ἄχραντε, σῶζε πάντας ἡμᾶς ἀναμαρτήτους.
Λίαν ταχύ, πρὸς σὲ Κόρη ἔδραμον, οἱ Ἁπόστολοι θρηνολογοῦντες·
μεταστῆναι πρός τὰ ἄνω μέλλουσαν καὶ είπον,
θρήνου νῦν καιρός, τὸ πάθος πῶς οἴσομεν, ὀρφανίας τῆς σῆς, ὤ Παναμώμητε;
Εὐλογητή εἶ Πάνσεμνε, δίδου πᾶσιν ἡμῖν τὴν σωτηρίαν.
Μυροφόρων Παρθένε, τάξιν ἀναλαβόντες,
πρὸς τὸ μνῆμα σου ὕμνους ἐξοδίους προσκομίζομεν, ἀνυμνοῦντες σε Κόρη,
τὴν μετὰ νεκρῶν λογισθεῖσαν ὡς ἄνθρωπον, ὡς Θεοῦ δὲ μεταστᾶσαν γεννήτριαν.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.
Προσκυνοῦμεν Πατέρα καὶ τὸν τούτου Υἱόν τε,
καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἐν μιᾷ τῇ οὐσίᾳ,
σὺν τοῖς Σεραφείμ, κράζοντες τὸ Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἰ Κύριε.
Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ζωοδότην τεκοῦσα, ἁμαρτίας Παρθένε, τὸν Ἀδάμ ἐλυτρώσω,
χαρμονὴν δὲ τῇ Εὔᾳ, ἀντὶ λύπης παρέσχες, ρεύσαντα ζωῆς
ἴθυνε πρὸς ταύτην δέ, ὁ ἐκ σοῦ σαρκωθεὶς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.
Ἀλληλούια, Ἀλληλούια, Ἀλληλούια. Δόξα σοι ὁ Θεός. (τρίς)
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Ο άγιος γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Χουρμικιάντο των Σουρμένων του Πόντου (το οποίο απέχει οκτώ ώρες με το καΐκι από την Τραπεζούντα) και πέρασε μαρτυρικά παιδικά χρόνια στα χέρια της μητριάς του, η οποία τον βασάνιζε στην κυριολεξία με σαδισμό. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν αποκάλυπτε στον πατέρα του τη φρικτή συμπεριφορά της, αλλά και αργότερα, στα γηρατειά της, τη φρόντισε με ανεξικακία σαν μητέρα του. Αυτός ήταν και ο λόγος –κατά την εκτίμηση του αγίου γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτη– που ο Θεός του έδωσε τόσο πλούσια τη θαυματουργική χάρη Του.
Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και περιπέτειες, παντρεύτηκε και απέκτησε έξι κόρες, αλλά υιοθέτησε και δύο ορφανά κορίτσια και τα μεγάλωσε σαν παιδιά του. Εργαζόταν κι αυτός ως αρτοποιός, αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια με δικό του φούρνο. Τότε αποκαταστάθηκε οικονομικά και μπόρεσε να επιδοθεί στις ελεημοσύνες, όπως επιθυμούσε, με τη βοήθεια της γυναίκας του. Συνεργαζόταν μάλιστα με ντόπιες Τουρκάλες, που τις έστελνε όπου χρειαζόταν, για να φαίνεται πως οι Τούρκοι κάνουν τις ελεημοσύνες και ο ίδιος να μένει στην αφάνεια. Έστελνε π.χ. αλεύρι με μια Τουρκάλα σε μια χήρα με τέσσερα παιδιά και καθόταν η Τουρκάλα και τη βοηθούσε και να ζυμώσει.
Αν και ήταν εντελώς αγράμματος, έβλεπε κάθε βράδυ στον ύπνο του έναν άγγελο, που του μάθαινε γράμματα, ψαλτική και αγιογραφία κι έτσι άρχισε να διαβάζει, αλλά και να ψάλλει (ήταν καλλίφωνος) και να αγιογραφεί. Όμως το 1918, ως γνωστόν, λόγω των τουρκικών βιαιοτήτων, πολλοί Πόντιοι έφυγαν για τη Ρωσία. Ο άγιος με την οικογένειά του κατέφυγε στο χωριό Μαχμουτία, κοντά στο Βατούμ, όπου ήταν παντρεμένη η κόρη του Αγάπη. Εκεί έζησε σε ένα αγρόκτημα, όπου φιλοξένησε αμέτρητους φτωχούς.
Δυστυχώς ταλαιπωρήθηκε πολύ από το σοβιετικό καθεστώς, ιδίως όταν αργότερα χειροτονήθηκε κρυφά ιερέας (ενώ η θρησκευτική πίστη βρισκόταν υπό διωγμόν) και λειτουργούσε τη νύχτα σε ερημοκλήσια και στο εκκλησάκι του αγ. Γεωργίου που είχε ανακαλύψει κατόπιν ονείρου στο κτήμα και αναστηλώσει. Συνελήφθη και βασανίστηκε πολλές φορές, όμως, με τη δύναμη του Θεού, δεν υποχώρησε. Κάθε φορά που έβγαινε από τη φυλακή, πριν θεραπευθεί από τα βασανιστήρια, ξανάρχιζε τις νυχτερινές λειτουργίες, στις οποίες συμμετείχαν κρυφά οι κάτοικοι της περιοχής.
Προικισμένος από το Θεό με το χάρισμα των ιαμάτων, θεράπευσε πολλούς ασθενείς. «Έρχονταν από πολύ μακριά Αρμένιοι, Ρώσοι, Γεωργιανοί, ακόμη και Τούρκοι για να θεραπευθούν». Ας δούμε τρία χαρακτηριστικά περιστατικά: Ένας Τούρκος, ονόματι Χουσεΐν, ζούσε στο σπίτι της κόρης του στην Μαχμουτία. Δίπλα τους έμενε ένας Διοικητής της Αστυνομίας που η γυναίκα του ήταν τρελή και την έδεναν με αλυσίδες. Ο Χουσεΐν τον λυπήθηκε και του είπε ότι υπάρχει ένας Έλληνας που μπορεί να θεραπεύση την γυναίκα του. Αμέσως ζήτησε να τον φέρη στο σπίτι του. Ο π. Ηλίας είπε να φέρουν την άρρωστη στο σπίτι της κόρης του Χουσεΐν. Εκεί επί δώδεκα ημέρες την διάβαζε, την σταύρωνε και μετά έγινε καλά και ήρθε στα λογικά της. Από τότε η Αστυνομία δεν τον ξαναενόχλησε. Ο Διοικητής έγινε κρυφά χριστιανός [ήταν άθεος] και ο π. Ηλίας βάπτισε όλη την οικογένειά του.
Τρεις Τούρκοι που ζούσαν στη Ρωσία έμαθαν ότι ο πατήρ κάνει θαύματα και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν ή να τον απαγάγουν και να σφραγίσουν την εκκλησία. Πηγαίνοντας με τ’ άλογά τους τη νύχτα, ένας καβαλάρης με άσπρο άλογο τους έκοβε τον δρόμο. Τα άλογά τους φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω. Ήταν ο άγιος Γεώργιος που τους έδιωξε. Μετανοιωμένοι διηγήθηκαν το πάθημά τους στον π. Ηλία ζητώντας συγχώρηση.
Μία άλλη φορά ο άγιος ανακοίνωσε στην οικογένειά του πως ο άη Γιώργης τον προειδοποίησε για επικείμενη επίθεση ομάδας φανατικών Τούρκων. Πράγματι τη νύχτα μια ομάδα, με επικεφαλής τον Αχμέτ Κιτιάκ, τους χτύπησε την πόρτα ζητώντας δήθεν να τους δείξουν το δρόμο. Δεν τους άνοιξαν, αυτοί όμως σκότωσαν το σκυλί και άρχισαν να πυροβολούν. Οι σφαίρες πήγαιναν δώθε-κείθε αλλά καμία δεν άνοιξε το σπίτι. Η Καλή [κόρη του] έβλεπε στην πόρτα τον άγιο Γεώργιο με ανοιχτά τα χέρια να τους προστατεύη. Τέλος έβαλαν φωτιά δίπλα στον αχερώνα, όπου μέσα ήταν η εκκλησία και κάηκε. Πήρε φωτιά και η σκεπή του σπιτιού, αλλά την έσβησαν. Ο π. Ηλίας ύστερα πήγε και προσευχήθηκε μπροστά στα εικονίσματα και ρώτησε τον Χριστό: «Ποιοι είναι αυτοί που έκαψαν την εκκλησία;». Και ο Χριστός τους απαρίθμησε έναν έναν.
Ο π. Ηλίας κοιμήθηκε τον Ιούλιο του 1946 μέσα σε ένα φωτεινό όραμα και μια διάχυτη ευωδία. Από τον τάφο του έβγαινε φως και κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα, ανάβλυζε μύρο. Μετά από χρόνια ο τάφος του ανοίχτηκε και το σώμα του βρέθηκε άφθορο και ευωδιάζον. Όμως το 1962, που ανοίχτηκε για δεύτερη φορά, το λείψανό του είχε κλαπεί. Ο θαυματουργός αυτός διδάσκαλος της ορθόδοξης πίστης τιμάται τοπικά ως άγιος στο Βατούμ.
Για την Πόλη είχε πει: «Θα’ρθει ένας καιρός που θα γίνουν οι άνδρες γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες. Τότε θα πέσει μεγάλη κατάρα στον κόσμο. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και ο Ρώσος θα νικά. Θα πάει ως τον Ευφράτη ποταμό. Θ’ ανοίξει η Αγιά Σοφιά και θα λειτουργηθεί. Ένας εξαδάκτυλος βασιλιάς θα είναι τότε». Και έλεγε: «Ξύπνα Ρωσία και δράξον τα όπλα σου». Δηλαδή έλα σε μετάνοια, σε πίστη και απόρριψε την αθεΐα.
Τα στοιχεία που συνθέτουν τον σύντομο βίο του π. Ηλία προέρχονται από διηγήσεις της κόρης του Καλλιόπης (Κάλλης) και των εγγονών του Μαρίας και Όλγας (κόρες της Καλλιόπης). Ευχαριστίες οφείλονται στους κ. Κλημεντίδη Παναγιώτη και κ. Πιλιτσίδη Μιχαήλ, δισέγγονο του π. Ηλία, που κατέγραψαν αντιστοίχως τις διηγήσεις. Ο Γέροντας Παίσιος είχε διαβάσει τον βίο, έκανέ τις παρατηρήσεις του και τόνισε ότι ο π. Ηλίας από μικρός πήρε την θεία Χάρι γιατί υπέμεινε με ανεξικακία τα βασανιστήρια της μητρυιάς του.
Οι γονείς του, Παναγιώτης και Αθηνά, ήταν φτωχοί αλλά με φόβο Θεού. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τον Γεώργιο και τον Ηλία. Το 1888 αφού στερέωσε τα παιδιά της στην ευλάβεια εκοιμήθη η Αθηνά. Ο Παναγιώτης ξαναπαντρεύτηκε και πήρε μια γυναίκα βάρβαρη και κακιά, την Καντίνα. Η μητρυιά κακομεταχειριζόταν και βασάνιζε τον μικρό Ηλία. Με δάκρυα διηγείτο αργότερα πολύ εμπιστευτικά σε μια ορφανή τα βάσανα της παιδικής του ηλικίας, με σκοπό να την στηρίξη.
Η μητρυιά του τον κρεμούσε ανάποδα σε δένδρο επί μια ώρα και παρακολουθούσε ανάλγητη το μαρτύριο του, ενώ εκείνος την παρακαλούσε με δάκρυα να τον λύση. Τον ξεγύμνωνε και με ένα μάτσο τσουκνίδες τον χτυπούσε στα απόκρυφα μέρη. Τύλιγε τα γεννητικά του όργανα με κλωστή προξενώντας αφόρητους πόνους, όχι μόνο από το δέσιμο αλλά και από την αδυναμία διούρησης. Έβαζε φωτιά στα ρούχα του και το παιδί έτρεχε τρομαγμένο να την σβήση. Όλη την ημέρα τον άφηνε νηστικό, δίνοντας του μόνο λίγο ξερό ψωμί. (Αυτή ήταν η απαρχή της μεγάλης του εγκράτειας που ετήρησε σ’ όλη του την ζωή. Τον έστελνε σ’ αυτήν την ηλικία να βόσκη μοσχάρια και τον απειλούσε με βασανιστήρια, αν τα ζώα έκαναν ζημιά. Όταν επέστρεφε το βράδυ τον ρωτούσε ο πατέρας του, αν έφαγε τίποτε και απαντούσε γι’ αυτόν η μοχθηρή μητρυιά του: «Τον τάισα, τον τάισα».
Αργότερα που εκοιμήθη ο πατέρας του, η μητρυιά του, γηρασμένη πια, είχε τον φόβο μήπως ο Ηλίας την εκδικηθή για όσα του έκανε. Εκείνος την καθησύχαζε: «Μη φοβάσαι μητέρα, θα σε κοιτάξω καλά». Έμεινε κατάκοιτη στο κρεββάτι και ο Ηλίας δεν άφηνε κανέναν άλλο να την περιποιείται. Ο ίδιος με πολλή αγάπη την τάιζε, την έπλενε, προσέφερε τα πάντα. Αντί της χολής και του όξους της ανταπέδωσε μάννα και ύδωρ. Εκείνη συντετριμμένη έλεγε και ξανάλεγε: «Ηλία, πολύ σε τυράννησα, πολλά κακά σου έκανα, συγχώρεσε με, παιδί μου», και εκείνος ανεξίκακα της έλεγε: «Μη στενοχωριέσαι, μητέρα, είσαι συγχωρημένη».
Ο Ηλίας, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, δεν πήγε στο σχολείο και δεν έμαθε γράμματα. Μέχρι τα δεκαεπτά του εργαζόταν ως ντενεκετζής στα Πλάτανα Τραπεζούντος, στον ξάδερφο του Πέτρο Διαμαντίδη.
Το 1897 ο μεγάλος του αδελφός Κωνσταντίνος και η μητρυιά του επέμεναν να τον παντρέψουν με μια κοπέλλα τριάντα χρόνων που όμως δεν ήταν από καλή γενεά για την περιουσία της. Ο Ηλίας δεν ήθελε, γι’ αυτό τη νύχτα του γάμου έφυγε και μέσα από τα βουνά Χοτσεράντο έφτασε στο χωριό Καρακατζή. Πήγε στους γονείς μιας φτωχής νέας, της Σωτήρας, την οποία συμπαθούσε και ήθελε για γυναίκα του. Με την ευχή των γονέων της, Κωνσταντίνου και Ελένης, νυμφεύφθηκε την δεκαεπτάχρονη Σωτήρα Γεροντίδου.
Έζησε με την γυναίκα του στην αρχή πολύ φτωχικά. Δούλευε ως υπάλληλος στον φούρνο του Παναγιώτη Χατζηλιά. Ο Παναγιώτης είδε τον Ηλία που δούλευε τίμια και φιλότιμα και του έδωσε τον φούρνο του. Αλλά και ο Θεός τον ευλογούσε και κέρδιζε πολλά. Τότε αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι στο Καρακατζή στο Χάνι. Το σπίτι του έγινε πανδοχείο για ξένους και φτωχούς. Βοηθούσε κρυφά τους πεινασμένους. Χρησιμοποιούσε τουρκάλες για να κρύβεται ο ίδιος, να νομίζουν ότι Τούρκοι κάνουν τις ελεημοσύνες. Τις πλήρωνε και μετέφεραν τη νύχτα τρόφιμα σε σπίτια που είχαν ανάγκη. Έδινε αυστηρή εντολή να μην τον μαρτυρήσουν. Σε μια χήρα με τέσσερα μωρά έστελνε με μια τουρκάλα αλεύρι και καθόταν η τουρκάλα και βοηθούσε την χήρα στο ζύμωμα.
Ο Ηλίας με την Σωτήρα απέκτησαν έξι κορίτσια. Την Αγάπη, η οποία παντρεύτηκε και μετά την χηρεία της έγινε μοναχή με το όνομα Μαρία στην Κούμα του Σοχούμ, την Βασιλική, την Ελένη, την Καλλιόπη (Κάλη), την Αθηνά και την Όλγα. Ο Ηλίας ήταν προκομμένος και αγαπούσε πολύ τον Θεό. Στενοχωριόταν όμως που δεν ήξερε γράμματα. Φάνηκε λοιπόν κάποτε στον ύπνο του Άγγελος και άρχισε να του μαθαίνη γράμματα, ψαλτική και αγιογραφία. Κάθε βράδυ τον έβλεπε στον ύπνο του και συνέχιζε το μάθημα του, μέχρι που έμαθε ο Ηλίας να διαβάζη, να γράφη καλά, να ψέλνη και να αγιογραφή. Τις Κυριακές έψελνε στην Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, στο χωριό Τσίτα των Σουρμένων. Ήταν εξαιρετικά καλλίφωνος και έψελνε με ευλάβεια, όπως είχε διδαχθή από τον Άγγελο. Έχοντας αγάπη και έφεση για την προσευχή, ξυπνούσε πάντα νωρίς για να προσεύχεται.
Το 1918 η ζωή τους, όπως και όλων των Ελλήνων του Πόντου, έγινε αφόρητη από τις βιαιότητες των Τούρκων. Ανήμερα των Φώτων, την ώρα του Αγιασμού, οι Τούρκοι περικύκλωσαν την Εκκλησία του χωριού. Ο στρατός των Αρμενίων όμως τους διεσκόρπισε. Έτσι ξεκίνησαν την ίδια μέρα πολλές οικογένειες να φύγουν για την Ρωσσία. Μεταξύ αυτών και η οικογένεια του Ηλία. Ο ίδιος έφυγε αργότερα, οδοιπορώντας επί δεκαπέντε ημέρες μέσα στα χιόνια.
Στο Βατούμ, στο χωριό Μαχμουτία, ήταν εγκατεστημένη η κόρη του Αγάπη με τον σύζυγο της Αβραάμ, ο οποίος ήταν πολύ πλούσιος. Αγόρασε για τον πεθερό του Ηλία μια μεγάλη έκταση στο βουνό και εκεί ο Ηλίας έχτισε μόνος του το σπίτι του. Εξακολουθούσε να ασκή το επάγγελμα του φούρναρη αλλά και να βοηθά τους φτωχούς. Ανάγκαζε τους ξένους να έρθουν να φιλοξενηθούν στο σπίτι του. Έστελνε την κόρη του Κάλλη στα σταυροδρόμια με την διεύθυνση του γραμμένη στο χαρτί να την δίνη στους ξένους και να τους προσκαλή για φιλοξενία. Έκλαιγε από χαρά όταν τον επισκέπτονταν ζητιάνοι, πρόσφυγες και φτωχοί. Κάθε βράδυ είχε πέντε-δέκα άτομα. Έβαζε τα παιδιά του να τους ξεψειρίσουν, να τους πλύνουν τα πόδια, τα ρούχα τους και μετά τους οδηγούσαν στο μεγάλο δωμάτιο, το «μουσαφίρ-οντά», που το είχε ειδικά για την φιλοξενία των πτωχών. Ο ίδιος τους υπηρετούσε και τους τάιζε μέχρι να χορτάσουν. «Φάτε, πιέτε, μην ντρέπεστε», έλεγε. Ο ίδιος έτρωγε τελευταίος. Είχε ξεχωριστό δωμάτιο για τους άρρωστους.
Κάποτε φιλοξένησε για χρόνια δυό αδέλφια μοναχούς, τον Παχώμιο και τον Ιωάννη, οι οποίοι ήταν ντυμένοι με κοσμικά ρούχα για τον φόβο των αθέων κομμουνιστών και ασκήτευαν σε βράχο του Σοχούμ. Από αυτούς ο Ιωάννης κοιμήθηκε αργότερα στον Πόντο και ο Παχώμιος στο Άγιον Όρος. Η καλή του σύζυγος τον βοηθούσε στην φιλοξενία και τον συναγωνιζόταν στην ελεημοσύνη. Ρωτούσαν να μάθουν ποιος έχει ανάγκη και τη νύχτα έστελναν τσουβάλια αλεύρι, τυριά, φρούτα σε χήρες και ορφανά, σε φυλακές και ιδρύματα.
Μια νύχτα, η ορφανή Αυγούλα που την μεγάλωναν στο σπίτι τους, είδε την Σωτήρα να βγαίνη κρυφά από το σπίτι και την ρώτησε που πάει τέτοια ώρα. «Ησύχασε», της είπε, «πάω ν’ αρμέξω τις αγελάδες». «Τέτοια ώρα;», ρώτησε πάλι η Αυγούλα. «Θα πάω το γάλα στις φυλακές». Έκτος από την Αυγή μεγάλωσε και πάντρεψε και άλλο ορφανό κοριτσάκι, την Ελπινίκη.
Μια νύχτα ο Ηλίας είδε στον ύπνο του τον άγιο Γεώργιο ο οποίος του παρήγγειλε να κτίση κοντά στο σπίτι του Εκκλησία στο όνομα του. Του υπέδειξε μάλιστα και το σημείο που θα κρεμούσε την εικόνα του καθώς και τις άλλες εικόνες, ενώ του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε και θα ενεργούσε θαύματα.
Κάποια ημέρα που ο Ηλίας έσκαβε στο κτήμα του σφηνώθηκε ο κασμάς και δεν έβγαινε. Έσκαψε γύρω του με κοπίδι και σφυρί και τότε βρήκε τοίχο Εκκλησίας. Έσκαψε με προσοχή. Αμέσως φάνηκαν οι τρεις πλευρές του ναού και στον τοίχο μια τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου, που διατηρείτο καλά.
Έφτιαξε την Εκκλησία με σανίδια και την σκέπασε με χορτάρια. Από έξω έμοιαζε με αχυρώνα, ώστε να μην δίνη υποψία στους κομμουνιστές. Ζωγράφισε μόνος του τις εικόνες και τις τοποθέτησε όπως ήθελε ο άγιος Γεώργιος. Η κόρη του Αγάπη, που ήταν κρυφή μοναχή, περιποιείτο την Εκκλησία. Ο Ηλίας της παρήγγειλε να κρατά ακοίμητο το καντήλι του αγίου Γεωργίου. Όταν πήγαινε να σβήση, αυτή άκουγε έναν ήχο χαρακτηριστικό και τότε πήγαινε να προσθέση λάδι και να καθαρίση το φυτίλι του. Αισθάνονταν με διάφορους τρόπους την παρουσία του Αγίου Γεωργίου. Όταν ερχόταν ο Άγιος άκουγαν ποδοβολητό και έβλεπαν τα πατήματα του αλόγου του στον χωμάτινο δρόμο.
Ο Ηλίας αγωνιζόταν πολύ και το παράδειγμα του παρακινούσε και τους άλλους. Ξυπνούσε στις 3 τη νύχτα και μέχρι το πρωί προσευχόταν. Βίαζε τον εαυτό του πολύ στην προσευχή. Έκανε κομποσκοίνι και έτρεχαν τα δάκρυα του συνέχεια. Αν κάποτε δεν ξυπνούσε, τον σκουντούσε ο άγιος Γεώργιος λέγοντας: «Σήκω, η ώρα πέρασε». Ο ίδιος ξυπνούσε και την οικογένεια του για να προσευχηθούν, ενώ την ορφανή Αυγούλα την ξυπνούσε στις 3.30′ με πραεία φωνή.
Πήγε στον ιερέα της περιοχής ο Ηλίας και του ανέφερε για την Εκκλησία που ανακάλυψε. Εκείνος ήταν γέρος και για τον φόβο των αθέων κομμουνιστών, δεν φορούσε ράσα. Παρακίνησε τον Ηλία να χειροτονηθή ιερέας για να μπορή να βαπτίζη και να κοινωνά τους χριστιανούς. Δέχθηκε και χειροτονήθηκε ιερέας από τον επίσκοπο του Βατούμ. Φορούσε μια ιερατική στολή που είχε κληρονομήσει από ένα θείο του ιερέα, τον παπα-Γιώργη, και λειτουργούσε κρυφά στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και σ’ άλλα ερημοκκλήσια.
Όταν οι πιστοί της περιοχής έμαθαν ότι υπάρχει Ιερέας στο χωριό, πήγαιναν για να λειτουργηθούν τη νύχτα στο Εκκλησάκι του αγίου Γεωργίου. Οι Τούρκοι της περιοχής το πληροφορήθηκαν και το κατέδωσαν στην Αστυνομία, η οποία έκανε εφόδους. Όμως ο πατήρ πάντα ειδοποιείτο έγκαιρα από καλούς ανθρώπους και πριν έρθη η Αστυνομία, σκορπίζονταν και έκαναν ότι μαζεύουν ξύλα ή ότι απασχολούνται με κάποια άλλη εργασία. Ο π. Ηλίας δήλωνε ευθαρσώς ότι ήταν χριστιανός, και οι άνθρωποι έλεγαν στην Αστυνομία ότι ήταν εργάτες του. Σε κάθε έφοδο των αστυνομικών τον συνελάμβαναν, τον ανέκριναν, τον έκλειναν στην φυλακή, τον χτυπούσαν και τον άφηναν νηστικό. Υπέστη πολλά βασανιστήρια χωρίς να λυγίση, όμως παρέμεινε σταθερός ομολογητής. Όταν έβγαινε από την φυλακή, ενώ ακόμη πονούσε από τα βασανιστήρια, πήγαινε κρυφά κάθε νύχτα στο Εκκλησάκι του και με τους πιστούς τελούσαν την θεία Λειτουργία.
Ήταν ασκητικός και λιτοδίαιτος. Συνήθως το φαγητό του ήταν λίγο ρυζάκι νερουλό η λίγα καρύδια η λίγο λάχανο βραστό. Στα τέλη του έπινε τσάι με παξιμάδι. Κρατούσε τα τριήμερα και το βράδυ έτρωγε μόνο τρία φουντούκια. Νήστευε με ζήλο τις Σαρακοστές. Συχνά πάθαινε γαστρορραγίες και ήταν πολύ αδύνατος. Συνήθισε και τα παιδιά του από μικρά στη νηστεία. Την ημέρα εργαζόταν στο κτήμα του. Καλλιεργούσε λαχανικά και πολλών ειδών καρποφόρα δένδρα, ακόμη και τσάγια.
Ο πατήρ είχε ως ευλογία το δεξί χέρι του παπα-Γιάννη Τριανταφυλλίδη που άγιασε. Επίσης μια ηγουμένη από το Σοχούμ του χάρισε την καρδιά και το δακτυλάκι μιας παιδούλας, ονόματι Μαρίας, που διατηρήθηκαν άφθαρτα μετά την εκταφή της. Το κοριτσάκι αυτό καταγόταν από την Σάντα του Πόντου. Οι γονείς της ήταν πάμπλουτοι αλλά υπερβολικά φιλάργυροι και άσπλαχνοι. Όταν εκοιμήθη η μητέρα της, η μητρυιά εβασάνιζε τη Μαρία και την άφηνε νηστική. Αυτή μοίραζε κρυφά τις νύχτες σε φτωχούς και εγκυμονούσες γυναίκες πολλά υλικά αγαθά. Έδινε ακόμη και το λιγοστό ψωμάκι της σε πεινασμένους και αυτή έμενε νηστική. Εκοιμήθη σε ηλικία δώδεκα χρόνων και στην εκταφή της βρέθηκαν άφθαρτα το δεξί της χέρι και η καρδιά της μέσα σε μύρο. Έβλεπαν πριν στον τάφο της κάθε νύχτα ένα φως που ανεβοκατέβαινε τρεις φορές, και αυτό τους παρακίνησε να κάνουν ανακομιδή, όπότε και βρέθηκε ο τάφος της να ευωδιάζη γεμάτος μύρο.
Όπως υποσχέθηκε ο άγιος Γεώργιος, έδωσε στον παπα-Ηλία το χάρισμα να θεραπεύη ασθενείς. Τους διάβαζε το Ευαγγέλιο, τους σταύρωνε και τους έδινε να ασπασθούν τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του νέου ελεήμονος και της Μαρίας. Σταύρωνε ακόμη και Τούρκους και Αρμενίους οι οποίοι θεραπεύονταν. Για κάποιον είπε ότι θα έλθει από μακρυά αλλά δεν θα γίνει καλά, γιατί δεν έρχεται με πίστη. Έτσι του είπε ο άγιος Γεώργιος και έτσι έγινε.
Ένα ορφανό παιδί, ο Κώστας από την Κριμαία, έπασχε από επιληψία. Τον θεράπευσε ο π. Ηλίας και η κόρη του, η Αγάπη, τον στεφάνωσε. Μια μέρα ο άγιος Γεώργιος του έδειξε στο βουνό ένα λουλούδι που έμοιαζε με μαργαρίτα. Είχε δύο χρώματα, άσπρο και κίτρινο. Του είπε να τα βράζη ξεχωριστά. Τα άσπρα, αφού τα βράσει, να τα δίνη στους άτεκνους άνδρες και το ζουμί από τα κίτρινα στις γυναίκες. Επειδή φοβήθηκε μήπως είναι από τον πειρασμό για να φαρμακώση τους ανθρώπους, έβρασε, ήπιε πρώτα ο ίδιος και, αφού είδε ότι δεν έπαθε τίποτε, το έδινε και στους άτεκνους και τεκνοποιούσαν. Ο ίδιος βάπτιζε τα παιδιά τους.
Η εγγονή του π. Ηλία Μαρία, κόρη της Κάλλης, που ζει ακόμη, θυμάται το εξής περιστατικό: -Κάποια ημέρα ήμασταν έξω στο κτήμα και σκαλίζαμε. Ξαφνικά ακούστηκε από το δρόμο θόρυβος και γαύγιζαν τα σκυλιά. Εμείς δεν βλέπαμε γιατί παρεμβάλλονταν το δάσος. Ο παππούς (π. Ηλίας) μονολογούσε: «Κάτι γίνεται». Μας είπε να μπούμε μέσα στο σπίτι και αυτός κάθησε έξω. Μετά από λίγο φάνηκαν δύο καβαλλάρηδες αγανακτισμένοι και ρωτούσαν: «Ποιος ήταν αυτός με το άσπρο άλογο που μας εμπόδιζε τόση ώρα να έρθουμε; Πού είναι να τον σκοτώσουμε;». Ο παππούς τους είπε να καθήσουν να ξεκουραστούν και τους κέρασε. Ύστερα τους ρώτησε αν τον δουν, θα τον γνωρίσουν, και είπαν «ναι». Τότε τους έφερε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και αυτοί έκπληκτοι αναγνώρισαν τον καβαλλάρη που τους εμπόδιζε. Συγκλονίστηκαν και βαπτίστηκαν και οι δύο χριστιανοί».
Το ιαματικό χάρισμα του πατρός έγινε γνωστό παντού. Έρχονταν από πολύ μακρυά Αρμένιοι, Γεωργιανοί, ακόμη και Τούρκοι για να θεραπευθούν. Ο παπα-Ηλίας, κοιτάζοντας τους προσεκτικά, προγνώριζε αν θα γίνουν καλά. Καταλάβαινε ποιοι θα θεραπεύονταν και τους το έλεγε. Μετά τους διάβαζε. Όταν όμως «έβλεπε» ότι δεν θα γίνονταν καλά, τους έλεγε να φύγουν. Ο γυιός ενός αξιωματικού του στρατού αρρώστησε βαριά. Οι γιατροί στο Λένιγκραντ και στην Μόσχα τον απογοήτευσαν. Άκουσε για τον παπα-Ηλία και έφερε τον γυιό του στην Μαχμουτία. Ο πατήρ τον κράτησε λέγοντας στον πατέρα: «Επήγαινε στο σπίτι σου ήσυχος. Ο γυιός σου θα μείνει τρεις βδομάδες εδώ. Αν θέλης, να ρχεσαι να τον βλέπης». Κάθε φορά που ερχόταν τον έβλεπε καλύτερα μέχρι που θεραπεύθηκε τελείως.
Εκτός από τα πολλά θαύματα που έκανε προέλεγε γεγονότα που επαληθεύονταν, γιατί είχε το προορατικό χάρισμα. Είπε στην ορφανή Αυγούλα κάποτε: «Κορίτσι μου, Αυγή, αυτόν τον δρόμο που βαδίζεις σ’ αυτόν θα μείνεις και θα βγεις στο τέλος καθαρή. Θα πας στον ουρανό, Χριστού νύμφη. Ρώτησα τον Άη-Νικόλα και μου είπε πως η Αυγή θα πάει Χριστού νύμφη επάνω. Εσύ δεν θα παντρευτείς». Πολλοί την ζήτησαν να την παντρευτούν. Έγινε όμως όπως προέβλεψε ο π. Ηλίας. Ό,τι είχε ο άλλος στην καρδιά του το γνώριζε»( πολλές φορές το έλεγε. Ξεκινούσαν να ‘ρθούν στην Ρωσσία μερικοί από τον Πόντο και αυτός το γνώριζε. Ξεκίνησαν κάποτε τρεις Έλληνες από το χωριό Αχαλσενί για να τον επισκεφθούν. Έχασαν τον δρόμο και νυχτώθηκαν στην ύπαιθρο. Ο π. Ηλίας ανέφερε για τους τρεις που χάθηκαν και μόλις έφθασαν τους είπε: «Καλά ευλογημένοι, πως χάσατε τον δρόμο και ταλαιπωρηθήκατε;».
Έλεγε μερικές φορές: «Σήμερα θα έλθουν οι τάδε, πιστεύουν και θα γίνουν καλά», ή «αυτός που έρχεται δεν πιστεύει και δεν θα γίνει καλά», και γινόταν όπως έλεγε ο π. Ηλίας. Άλλοτε έβλεπε με το χάρισμα του κάποιον που ερχόταν να τον δη και είχε χαθή στο δάσος. Τότε έστελνε ένα γνωστό του στο σημείο που βρισκόταν ο χαμένος, τον εύρισκε και τον έφερνε κοντά του. Είπε κάποτε: «Έρχεται ο Πέτρος και έχει αυτήν την αρρώστια και θα γίνει καλά. Πέντε η ώρα το πρωί θα είναι εδώ», και έτσι έγινε.
Ο φθόνος όμως των ανθρώπων δεν τον άφησε ήσυχο. Ένας εξ αγχιστείας συγγενής του τον κατηγόρησε στους κομμουνιστές ότι κρύβει χρυσαφικά. Είπε ότι με τα θαύματα που κάνει μαζεύει ότι του δίνουν, ενώ ο π. Ηλίας δεν έπιανε χρήματα στα χέρια του. Ήρθαν και ρήμαξαν το σπίτι του, άρπαξαν τα πάντα, ενώ αυτόν και την πρεσβυτέρα του Σωτήρα τους φυλάκισαν. Τον π. Ηλία τον βασάνισαν πολύ γιατί ήταν πιστός, δεν ήξεραν ότι είναι και ιερέας. Τον έβαλαν σ’ ένα λάκκο στενό, τόσο που να μην μπορή να καθήση ούτε να γυρίζη από την μια και την άλλη μεριά. Ουρούσαν και αποπατούσαν πάνω του και τον άφηναν νηστικό.
Όταν το έμαθε ο Ρώσσος Διοικητής της Αστυνομίας, του οποίου είχε θεραπεύσει την γυναίκα, ενήργησε και απελευθέρωσε σ’ ένα μήνα την Σωτήρα και στους τρεις μήνες τον π. Ηλία, το έτος 1938. Του έδωσε ρούχα, χρήματα και τρόφιμα, αλλά ο π. Ηλίας πλέον ήταν πολύ άρρωστος από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια που του έκαναν. Είχε αιματουρία από τον προστάτη και πονούσε πολύ.
Όταν κάπως συνήλθε άρχισε πάλι να λειτουργή και να βαπτίζη. Οι λειτουργίες γίνονταν τη νύχτα κρυφά και με προφυλάξεις. Έρχονταν είκοσι -τριάντα πιστοί. Ο π. Ηλίας λειτουργούσε στα ελληνικά με πολλή ευλάβεια και κατάνυξη. Τις νύχτες επίσης έκανε τις βαπτίσεις στο σπίτι κάποιου κιλού Τούρκου, για να μην δίνη υποψίες. Κάποια μέρα βάπτισε τριάντα επτά, που τους αναδέχθηκε η Σωτήρα, και άλλους ενενήντα ενιά με ανάδοχο Την κόρη του Αγάπη (Μαρία μοναχή).
Μια γυναίκα διηγήθηκε πως κάποτε την ώρα που λειτουργούσε ο π. Ηλίας, βγήκε φως από την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και στάθηκε πάνω του. Έκανε συχνά λιτανείες, γιατί προέβλεπε κάποια συμφορά που ερχόταν. Έλεγε: «Από τα ξερά ξύλα καίγονται και τα χλωρά. Από τους αμαρτωλούς καίγονται και οι καλοί», «χωρίς καλά έργα η πίστις νεκρά εστί». Ένα απόγευμα μόλις άρχισε να σκοτεινιάζη, ο εγγονός του π. Ηλία Γιώργος Κυριακίδης, είδε ένα περίεργο φως που άρχισε να ανεβαίνη από το δάσος χαμηλά προς το βουνό που ήταν το σπίτι, και όλο δυνάμωνε. Σαν να πήρε φωτιά όλος ο τόπος και το παιδί άρχισε να κλαίη. Τον ρώτησε ο π. Ηλίας γιατί κλαίει και το παιδί του ανέφερε για το φως. Γέλασε ο πατήρ και του είπε: «Μην κλαις παιδί μου, αυτός είναι ο άη-Γιώργης. Είναι ο καιρός που έρχεται στην Εκκλησία».
Στα τελευταία του χρόνια δεν μπορούσε να περπατήση. Οι συχνές γαστρορραγίες, ο καρκίνος του προστάτη, η αιματουρία τον είχαν καταβάλει αφάνταστα. Σηκωτό τον πήγαιναν στην Εκκλησία. Όλη την μέρα ήταν σαν νεκρός αλλά την ώρα της προσευχής σαν να έμπαινε μια θεία δύναμη στο αδύνατο σώμα του και παρακαλούσε να τον πάνε στον άη-Γιώργη. Διάβαζε επί τρεις ώρες το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο, ύστερα λειτουργούσε και κοινωνούσε τους ανθρώπους που έρχονταν από μακρυά μέσα στα χιόνια.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1939 ημέρα Παρασκευή, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Νικολάου, άργησε, δεν σηκώθηκε κατά το σύνηθες στις 3. Ο άγιος Νικόλαος τον αγαπούσε πολύ, συχνά του εμφανιζόταν και συνομιλούσαν. Ήρθε λοιπόν εκείνη την ημέρα ο άγιος Νικόλαος λουσμένος σε φως, τον ξύπνησε μ’ ένα θωπευτικό απαλό χτύπημα και γελούσε όλος από ιλαρότητα. Το ίδιο έτος 1939 έφυγαν τα παιδιά του για την Ελλάδα. Ο π. Ηλίας ενέτεινε τους αγώνες του και άρχισε να προετοιμάζεται για την έξοδο του από αυτόν τον κόσμο.
Όταν πλησίασε ο καιρός της κοιμήσεως του, τις τελευταίες μέρες έμεινε κατάκοιτος. Δεν δεχόταν φαγητό, τρεφόμενος από την προσευχή. Την ώρα της κοιμήσεως του, ένα φως κατέβηκε από τον ουρανό και το δωμάτιο του πλημμύρισε από ευωδία. Το δεξί του χέρι έγινε σαν το κερί και μαρτυρούσε τις κρυφές του ελεημοσύνες. Ετάφη κατά την επιθυμία του στην αυλή της Εκκλησίας του αγαπημένου του Αγίου. Δεξιά του αργότερα ετάφη η πρεσβυτέρα του Σωτήρα που κοιμήθηκε το 1963 σε ηλικία 83 ετών και αριστερά του η κόρη του Αγάπη (Μαρία μοναχή).
Από τον τάφο του τις νύχτες έβγαινε φως. Οι στρατιώτες από τα γύρω ρωσσικά φυλάκια το έβλεπαν χωρίς να μπορούν να το εξηγήσουν, και αυτό τους φόβιζε. Κάθε νύχτα στις δώδεκα ακριβώς μεσάνυχτα, έβγαινε το φως από τον τάφο του και έρρεε μύρο. Όσοι χρίονταν από το μύρο, από όποια αρρώστια και αν έπασχαν, αμέσως γίνονταν καλά. Αυτά έγιναν γνωστά και πλέον ήταν τόσοι αυτοί που πήγαιναν να θεραπευθούν στον τάφο του π. Ηλία, που δεν μπορούσαν να κρυφθούν. Έγινε φανερό προσκύνημα.
Τότε ο Διοικητής της Αστυνομίας βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ήθελε μεν να προστατεύση την Εκκλησία, αλλά η μεγάλη συρροή των πιστών στον τάφο του π. Ηλία δημιουργούσε προβλήματα και η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο του, γι’ αυτό αποφάσισε να κάνουν την ανακομιδή των οστών. Άνοιξαν τον τάφο σηκώνοντας την πλάκα και βγήκε φως από τον τάφο. Το λείψανο του παπα-Ηλία ήταν ακέραιο και ευωδίαζε. Το έθαψαν πάλι και απαγόρευσαν στον κόσμο να προσέρχεται στον τάφο. Αργότερα, όταν άλλαξαν τα πράγματα και δόθηκε ελευθερία, οι πιστοί άρχισαν πάλι να πηγαίνουν στον τάφο του π. Ηλία, τον ανακήρυξαν Άγιο στο Βατούμ και έβαλαν την εικόνα του στην Εκκλησία.
Το 1962 Γεωργιανοί Επίσκοποι άνοιξαν πάλι τον τάφο του. Το λείψανο του δεν βρέθηκε. Ο τάφος του είχε συληθή. Μετά την κοίμηση του ανέβλυσε Αγίασμα που θαυματουργεί σε όσους αρρώστους πλύνονται ή πίνουν. Σήμερα στο ναό του Αγίου Γεωργίου λειτουργεί ο δισέγγονος του π. Ηλία, ο π. Αβραάμ Παρασκευόπουλος. Πρεσβίαις του Αγίου Ηλία του Μυροβλήτου, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Πηγή: (Από το βιβλίο Ασκητές μέσα στον κόσμο, 5η διήγηση, τόμος Α’, Ιερό Ησυχαστήριο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής), Τρελλογιάνης, Ορθόδοξη Πορεία
Εν Πειραιεί 25-7-2013
Τό θέμα μας σήμερα, αγαπητοί μου, είναι «η αγία ένδοξος οσιοπαρθενομάρτυς του Χριστού Παρασκευή και η παναίρεση του διαθρησκειακού οικουμενισμού».
Ευλόγως, βέβαια, μπορεί κανείς νά αναρωτηθεί˙ «Τί σχέση μπορεί νά έχει η αγία ένδοξος οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή μέ την παναίρεση του διαθρησκειακού οικουμενισμού»;
Αναμφιβόλως υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στά δύο μέρη του θέματος, μολονότι η αγία ένδοξος οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή έζησε πρίν από 19 αιώνες, τόν 2ο αιώ., και η παναίρεση του διαθρησκειακού οικουμενισμού είναι σύγχρονο φαινόμενο του 20ου αιώ. Θά δούμε ότι έχει πολύ μεγάλη σχέση. Διότι, και στήν εποχή της αγίας ενδόξου οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής διαμορφώθηκε παρόμοιο εκκλησιαστικοπολιτικό, διαθρησκειακό περιβάλλον, όπως είναι των ημερών μας, και η αγία ένδοξος οσιοπαρθενομάρτυς Παρακευή μάς έδωσε τό εκκλησιαστικό στίγμα, τό οποίο πρέπει νά είναι καθοδηγητικό γιά όλους μας.
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, από τό δεύτερο μέρος του θέματος. Τί είναι η παναίρεση του διαθρησκειακού οικουμενισμού;
Η παναίρεση του διαθρησκειακού οικουμενισμού πρεσβεύει ότι όλες οι θρησκείες είναι τό ίδιο. Δέν είναι μόνον ο Χριστιανισμός η μόνη οδός σωτηρίας. Τήν σωτηρία μπορεί κανείς νά τήν βρει και στόν Μουσουλμανισμό και στόν Ιουδαϊσμό και στόν Ινδουϊσμό και στόν Βουδισμό ακόμη και στην ειδωλολατρεία. Όλες οι θρησκείες είναι διαφορετικοί οδοί σωτηρίας. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώκεται η ψευδοένωση όλων των θρησκειών σε μία πανθρησκεία. Η γενική τάση είναι νά φανεί ότι δέν υπάρχουν δογματικές διαφορές ανάμεσα στίς θρησκείες, ότι οι θρησκείες ουσιαστικά είναι ιδιες και ότι τήν σωτηρία δέν τήν βρίσκει κανένας μόνο μέσα στόν Χριστιανισμό, στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά ακόμη και στόν Μουσουλμανισμό και στόν Ιουδαϊσμό και στόν Ινδουϊσμό και στόν Βουδισμό ακόμη και στην ειδωλολατρεία.
Ενώ οι άγιοι ένδοξοι Απόστολοι και Μαθητές του Κυρίου και όλοι οι άγιοί μας κηρύττουν ότι ο Χριστός είναι η μόνη οδός σωτηρίας, «εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια καί η ζωή», ότι ο Χριστός είναι τό μοναδικό Φως του κόσμου - τό ψάλλουμε αυτό στη Θεία Λειτουργία «είδομεν τό φως τό αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον» -, ότι ο Χριστός είναι η αποκλειστική αποκάλυψη της αληθείας, η ίδια η αλήθεια, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ότι δέν υπάρχει μετά από τόν Χριστό άλλη αλήθεια, τώρα στην σύγχρονη εποχή ποιά είναι η τάση, που κυριαρχεί; Τί λέει αυτή η νέα απάτη του διαβόλου; Αυτή η νέα απάτη του διαβόλου μέ τίς διαθρησκειακές συναντήσεις χρησιμοποιεί τό ίδιο ψεύδος, πού χρησιμοποίησε ο διάβολος στούς πρωτοπλάστους. Διέψευσε τότε όσα τούς είπε ο Θεός και τούς έδωσε τόν δικό του λόγο, πού δέν είναι λόγος σωτηρίας, αλλά πτώσεως και καταστροφής. Τώρα στην εποχή μας μάς λέει˙ «Μήν ακούτε τί λέει τό Ευαγγέλιο, ότι μόνον ο Χριστός σώζει». Τότε ο διάβολος τούς είπε˙ «Μήν ακούτε τί σάς λέει ο Θεός. Δέν λέει τήν αλήθεια ο Θεός. Δέν θά πάθετε τίποτε». Τώρα μέ τίς διαθρησκειακές συναντήσεις μάς λέει˙ «Μήν ακούτε τί σάς λέει τό Ευαγγέλιο, ότι μόνον ο Χριστός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας. Και οι άλλες θρησκείες σώζουν, γιατί κι αυτές πιστεύουν στόν ίδιο Θεό και διδάσκουν τις ίδιες ηθικές αρχές καί αξίες». Δυστυχώς αυτές τις απαράδεκτες θεωρίες τις υποψυθυρίζουν, γινόμενοι όργανα του διαβόλου, ακόμη και πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, μητροπολίτες, επίσκοποι καί ακαδημαϊκοί θεολόγοι [1].
Ο διαθρησκειακός οικουμενισμός προσβάλλει τό θεμελιώδες δόγμα της μοναδικής εν τω κόσμω αποκαλύψεως και σωτηρίας των ανθρώπων διά Ιησού Χριστού σέ σχέση μέ τίς θρησκείες του κόσμου [2].
Ας έλθουμε τώρα στό πρώτο μέρος του θέματός μας, τήν αγία ένδοξο οσιοπαρθενομάρτυρα Παρασκευή. Η αγία ένδοξος οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή συνδέεται μέ τόν διαθρησκειακό οικουμενισμό, αρνητικά όμως. Διότι, και τότε στην εποχή της, τον 2ο αιώ., η ειδωλολατρεία παρουσιαζόταν ως μία άλλη θρησκεία, πού διεκδικούσε νομιμοποίηση, αναγνώριση καί ισοτιμία. Οι δέ ειδωλολάτρες πρέσβευαν ό,τι πρεσβεύει σήμερα ο διαθρησκειακός οικουμενισμός. Γι’αυτό, πολλές φορές, πρότειναν στούς αγίους ενδόξους μάρτυρες νά ομολογήσουν μέ τό στόμα γιά μιά έστω στιγμή τήν ειδωλολατρεία, ενώ μέ τήν καρδιά νά συνεχίσουν νά πιστεύουν στόν Χριστό˙ ή νά ρίξουν λίγο θυμίαμα στόν ειδωλολατρικό βωμό και μετά νά συνεχίσουν τήν χριστιανική ζωή τους. Αυτό, όμως, γιά τούς αγίους ενδόξους μάρτυρες ήταν ανεπίτρεπτο και αδιανόητο.
Αν η αγία ένδοξος οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή καί όλοι οι άγιοι ένδοξοι μάρτυρες είχαν τά μυαλά των σημερινών οικουμενιστών, χίλιες φορές θά ασπάζονταν τήν ειδωλολατρεία και θά ήταν ταυτόχρονα και χριστιανοί και ειδωλολάτρες, αφού και τά δύο θά ήταν διαφορετικοί τρόποι προσεγγίσεως της σωτηρίας. Ο Χριστιανισμός, όμως, και η πλάνη της ειδωλολατρείας είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Με την οικουμενιστική αυτή νοοτροπία, οι άγιοι ένδοξοι μάρτυρες δέν θά ήταν μάρτυρες του Χριστού, δέν θά στεφανόνωνταν από τον Χριστό, ούτε θά τούς εορτάζαμε, ούτε θά τούς είχαμε παραδείγματα πρός μίμηση.
Ας προσέξουμε, όμως, τήν εμμονή της αγίας ενδόξου οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής στήν λατρεία του Αγίου Τριαδικού Θεού και τήν στερρά ομολογία της απέναντι στήν επικρατούσα τότε πλάνη της ειδωλολατρείας.
Μπροστά στόν βασιλιά Αντωνίνο, είπε: «Ποτέ νά μή γίνει νά αρνηθώ τό όνομα του Χριστού και Θεού μου˙ οι θεοί, οι οποίοι δέν δημιούργησαν τόν ουρανό καί τήν γη, νά απολεσθούν».
Μπροστά στόν βασιλιά Ασκληπιό, ομολόγησε : «Ο Θεός, τόν οποίον κηρύττω, μάθε πώς δέν είναι νέος, όπως λές, αλλά Θεός άναρχος και προαιώνιος. Αυτός δημιούργησε τόν ουρανό και τήν γη και όλα τά επ’αυτών. Αυτός, διά τήν σωτηρίαν των ανθρώπων ήλθε στή γη, έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε και ανελήφθη στόν ουρανό, αλλά και πάλι θά έλθει νά κρίνει τόν κόσμο και νά αποδώσει στόν καθένα κατά τά έργα του. Ε, λοιπόν, Αυτόν εγώ κηρύττω και Αυτόν ομολογώ ως Θεόν αληθινόν. Όσον αφορά τούς δικούς σας θεούς, αυτοί είναι ψεύτικοι. Δέν είναι θεοί».
Τέλος, μπροστά στόν βασιλιά Ταράσιο, εκήρυξε : «Όσον αφορά τά είδωλά σας και τούς θεούς σας, πού είναι κωφά και αναίσθητα, εγώ τά περιφρονώ και τά ποδοπατώ, γιατί δέν είναι τίποτε».
Εδώ, μάλιστα, έχουμε και τήν ατράνταχτη απόδειξη περί της πλάνης και του ψεύδους της ειδωλολατρείας, η οποία δίδεται από τό ίδιο τό είδωλο, δηλαδή τό δαιμόνιο, πού κατοικούσε μέσα σ’αυτό. «Η Αγία δέχθηκε δήθεν νά θυσιάσει στούς θεούς και κατευθύνθηκε μαζί μέ τόν βασιλιά Ταράσιο γι’αυτό τόν σκοπό στό ναό του ψευδοθεού Απόλλωνος. Στάθηκε μπροστά στό άγαλμα του Απόλλωνος, σήκωσε απειλητικά τό χέρι της και τού λέγει : «Θέλεις, εσύ άψυχο είδωλο, νά πάρεις σάν Θεός από’μένα θυσία»; Τότε τό δαιμόνιο, πού κατοικούσε μέσα στό άγαλμα, φώναξε μέ μεγάλη φωνή, πού τήν άκουσαν όλοι : «Δέν είμαι εγώ Θεός, ούτε κανένας άλλος από εμάς είναι. Μόνον Αυτός, πού κηρύττεις εσύ, είναι αληθινός Θεός. Εμείς ήμασταν άγγελοι, αλλά εξαιτίας της υπερηφανείας μας γίναμε διάβολοι και εξαπατούμε τούς ανθρώπους και μάς προσκυνούν γιά Θεούς». «Γιατί, τότε, τού είπε η Αγία, στέκεσθε εδώ μέσα, όπου είμαι κι εγώ, η δούλη του αληθινού Θεού; Γκρεμισθείτε»! Αμέσως τότε γκρεμίσθηκαν όλα τά αγάλματα από τήν θέση τους και έγιναν συντρίμμια. Ακούσθηκε δέ από τά αγάλματα του ναού θρήνος πολύς, σύγχυσις και βουή μεγάλη» [3].
Καί ενώ αυτή είναι η αλήθεια γιά τήν ειδωλολατρεία, δυστυχώς, τά τελευταία χρόνια στή χώρα μας, την αγιοτόκο και ηρωοτόκο Ελλάδα, παρατηρείται μιά εντονότατη προσπάθεια αναβίωσης της ειδωλολατρείας μέ τήν μορφή του δωδεκαθεϊσμού, του νεοπαγανισμού, της νεοειδωλολατρείας, της αρχαιολατρείας και της επιστροφής στήν δήθεν πάτρια θρησκεία. Επιστροφή δηλ. στό σκοτάδι, στήν πλάνη και στά δαιμόνια των αρχαίων προγόνων μας.
Η αγία ένδοξος οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή, όπως και όλοι οι άγιοι ένδοξοι μάρτυρες και νεομάρτυρες, έδωσαν τό αίμα τους γιά τήν πίστη μας, γιά τήν αγία Ορθοδοξία. Όλη αυτή η νεοταξική, η νεοεποχήτικη νοοτροπία και δραστηριότης, η οποία επιδιώκει νά παρουσιάσει πως δήθεν όλες οι θρησκείες, όλες οι αιρέσεις και όλες οι πίστεις είναι τό ίδιο, αποτελεί προσβολή του Ευαγγελίου, αλλά και βλασφημία εναντίον των αγίων ενδόξων μαρτύρων. Αν όλες οι θρησκείες είναι τό ίδιο, γιατί οι άγιοι μαρτύρησαν καί έδωσαν τό αίμα τους, όπως η αγία ένδοξος οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή; Γιά τήν αγία Ορθοδοξία μας, γιά τήν αγία πίστη μας δέν μαρτύρησαν; Και γιατί δέν απέφυγαν νά λατρεύσουν μία οποιαδήποτε θρησκεία;
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, η μοναδική οδός σωτηρίας των ανθρώπων είναι η πίστη στήν Αγία Τριάδα, στό έργο και τήν διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πού συνεχίζονται στό Σώμα Του, τήν Αγία Εκκλησία. Ο Χριστός είναι τό μόνο αληθινό Φως [4]˙ δέν υπάρχουν άλλα φώτα γιά νά μάς φωτίσουν, ούτε άλλα ονόματα πού μπορούν νά μάς σώσουν˙ «Ουκ έστιν εν άλλω ουδενί σωτηρία˙ ουδέ γάρ όνομά εστιν έτερον υπό τόν ουρανόν τό δεδομένον εν ανθρώποις, εν ω δει σωθήναι ημάς» [5]. Όλα τά άλλα πιστεύματα, όλες οι θρησκείες, πού αγνοούν και δέν ομολογούν τόν Χριστό «εν σαρκί εληλυθότα» [6], είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και έργα του Διαβόλου [7], δέν οδηγούν στήν αληθινή θεογνωσία και στήν διά του θείου βαπτίσματος αναγέννηση, αλλά πλανούν τούς ανθρώπους και τούς οδηγούν στήν απώλεια. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύοντας στήν Αγία Τριάδα, δέν έχουμε τόν ίδιο Θεό μέ καμμία άλλη θρησκεία˙ ούτε μέ τίς λεγόμενες δήθεν «μονοθεϊστικές» θρησκείες, τόν Ιουδαϊσμό και τόν Μωαμεθανισμό, οι οποίες δέν πιστεύουν στήν Αγία Τριάδα [8], ούτε με την ειδωλολατρεία.
Ας ευχηθούμε, λοιπόν, σήμερα η αγία ένδοξος οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή νά μάς αξιώσει νά ομολογούμε «εν παντί καιρώ και πάση ώρα» τόν Κύριό μας Ιησού Χριστό ως τον μοναδικό και αποκλειστικό Σωτήρα του κόσμου και της ανθρωπότητος, μέσα στήν εποχή του παναιρετικού διαθρησκειακού οικουμενισμού, που ζούμε, πειθόμενοι στήν προτροπή του Κυρίου μας : «πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» [9]. Αμήν!
[1] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ.ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές συναντήσεις˙ προσβολή του Ευαγγελίου καί βλασφημία των αγίων μαρτύρων.
[2] ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ομολογία πίστεως κατά του οικουμενισμού, Ιούλιος 2009, σ. 24.
[3] Η Αγία Παρασκευή, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου στή σειρά Βίοι Αγίων, Αθήνα 1984, σσ. 21-23, 26.
[4] Ιω. 8,12.
[5] Πράξ. 4,14.
[6] Α΄ Ιω. 4, 2-3.
[7] ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ, Διδαχές, εις Ι. ΜΕΝΟΥΝΟΣ, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (καί Βιογραφία), εκδ. «Τήνος», Αθήνα, Διδαχή Α1,37, σ. 142.
[8] ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ομολογία πίστεως κατά του οικουμενισμού, Ιούλιος 2009, σσ. 11-12.
[9] Ματθ. 10, 32.
Το νησί με ιστορική ονομασία «η Λειψώ» και νεότερη «οι Λειψοί» βρίσκεται στο βορειότερο σημείο της Δωδεκανήσου στα ανατολικά του Αιγαίου και υπάγεται εκκλησιαστικώς στη νήσο Πάτμο, αφού μαζί με αυτή δωρήθηκε το 1088 μ.Χ. στον όσιο Χριστόδουλο τον Λατρηνό από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο τον Κομνηνό.
Μάλιστα από το έγκυρο βιβλίο «Βραβείον» της ιεράς Μονής του οσίου στην Πάτμο πληροφορούμαστε ότι το 1550 μ.Χ. περίπου έφτασαν στη Λειψώ οι πρώτοι ασκητές. Μα το εντυπωσιακό του ερχομού των μοναχών αυτών, ως προμήνυμα της οσιότητάς τους, το διαφυλάσσει η τοπική λαϊκή παράδοση, που μεταδίδει, ότι οι πρώτοι εκείνοι αναχωρητές, ξεκινώντας από την Πάτμο, άπλωσαν τα ράσα τους στη θάλασσα, ανέβηκαν επάνω και εκείνα με την ευλογία του Κυρίου τους έφεραν στη Λειψώ, στον ορμίσκο με τη σημερινή ονομασία Κοίμηση (της Θεοτόκου).
Από τον ορμίσκο αυτόν ξεκινά μια κατάξερη πλαγιά, «η Σκάφη». Αυτή διάλεξαν οι πρώτοι εκείνοι ασκητές, για να χτίσουν το ησυχαστήριό τους, γιατί σ' αυτή τους την επιλογή συνηγορούσε η αυστηρή όψη του τοπίου, που ταίριαζε με το αυστηρό ασκητικό ύφος τους.
* * *
Αλλ' όμως μύριες δυσκολίες τους παρουσίασε η αφιλόξενη πλαγιά Σκάφη, εμποδίζοντάς τους να ριζώσουν στο χώμα της.
Και τί με αυτό; Οι ισάγγελοι εκείνοι ερημίτες αντέταξαν στις δυσκολίες την ουρανοθέμελη πίστη τους και πύργωσαν πρώτα απ' όλα την εκκλησία του Θεού, τοποθετώντας Κυρά της την ιερή εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, από την οποία ονομάστηκε το κάθισμά τους και όλη η γύρω περιοχή.
Η εκκλησία και όχι τα κελιά τους υπήρξε το πρώτο μέλημά τους. Πάλεψαν με τα άγρια βράχια και τα μέριασαν για να δημιουργήσουν το οικόπεδο της εκκλησίας. Πάλεψαν με την λειψυδρία, στην οποία αντέταξαν τον ιδρώτα τους και τα δάκρυα της μετάνοιάς τους.
Και ο δωρεοδότης Θεός αντάμειψε τον αγώνα και την αγωνία τους και τους δώρισε μια πηγή ορμητική, που γι' αυτό την ονόμασαν «Άγριο Νερό», που μέχρι σήμερα τρέχει απ' τα σπλάχνα της γης.
* * *
Και αφού έχτισαν την κατοικία της ιερής εικόνας της Θεοτόκου, βρήκαν έτοιμες ατομικές τους κατοικίες τις γύρω από την εκκλησία μικρές σπηλιές, που ξεκούραζαν για λίγο τα κατάκοπα κορμιά τους από τον ολοήμερο μόχθο και την ολονύχτια προσευχή.
Και η ασκητική ολιγάρκειά τους θεωρούσε τη στενότητα των μικρών σπηλιών απεραντοσύνη των ωκεανών. Μέσα σ' αυτές οι όσιοι εκείνοι ασκητές είχαν γόνατα, για να τα λυγίζουν μέχρι τη γη προσευχόμενοι, έστω και αν ήταν τρεμογόνατοι οι γεροντότεροι. Είχαν χέρια, για να τα υψώνουν προς το ουράνιο κατοικητήριο του προτύπου τους Ιησού, έστω και αν ήταν ροζιασμένα των νεοτέρων και τρεμάμενα των ηλικιωμένων.
* * *
Ως δεύτερο επιτακτικό μέλημά τους υπήρξε ο Άρτος και ο Οίνος για τη Θεία Κοινωνία. Γι' αυτό μετέφεραν στους ώμους τους χώμα από μακρινή γόνιμη γη και δημιούργησαν μια μικρή έκταση, για να καλλιεργήσουν σιτάρι και αμπέλι και να εξασφαλίσουν έτσι τις υλικές προϋποθέσεις της Θείας Μεταλήψεως.
* * *
Και καθώς κυλούσαν τα χρόνια, η αίγλη του ησυχαστηρίου της Κοιμήσεως προσείλκυε και άλλους ασκητές και μάλιστα, όπως διέσωσε η παράδοση, μερικούς «κολλυβάδες» από το Άγιο Όρος. Έτσι ιδρύθηκε δεύτερο ησυχαστήριο στην παράλια με την ονομασία «Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», που απέχει μόλις 800 μέτρα από το πρώτο. Οι εδώ ασκητές καλλιέργησαν και την ελιά, για να εξοικονομήσουν με τον καρπό της άσβεστη τη φλόγα των καντηλιών μπροστά στις εικόνες, πλάι στη δική τους φλόγα την ακοίμητη της πίστεως και του αγώνα τους, καθώς ο ιδρώτας και τα δάκρυα της μετάνοιάς τους λες και πότιζαν τα μικρά ελαιόδεντρα και θέριευαν, ως μαρτυρούν τα μέχρι σήμερα απομεινάρια τους.
* * *
Διάβαιναν οι αιώνες, ενώ παρακολουθούσαν τους ένθεους εκείνους ασκητές στα δύο ησυχαστήρια πώς εγκατέλειπαν εγκόσμια αγαθά και ζούσαν τις στερήσεις της ερημιάς στο βουνό Σκάφη, αλλά και πώς ανέπνεαν το άρωμα της παρουσίας του Θεού και έσμιγαν τις ψαλμωδίες τους με εκείνους που ανέπεμπαν οι φτερωτοί ψάλτες, τα πουλιά, προς τον ουράνιο Πατέρα, ενώ η ιερότητα του χώρου όλο και περισσότερο μύρωνε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Μέσα σ' αυτή εγκαταβίωναν δεκάδες ασκητές, που το τέλος της επίγειας ζωής τους κατέγραφε το «Βραβείον» της ιεράς Μονής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Ανάμεσά τους αποθησαύρισε και το μαρτυρικό τέλος πέντε μοναχών, που προκάλεσαν Τούρκοι δυνάστες του τόπου μας. Παραβίασαν δυστυχώς την ιερότητα του χώρου. Τον πότισαν με το καθαγιασμένο αίμα πέντε οσιομαρτύρων ασκητών της Κοιμήσεως.
Και να πώς:
• Αναλογίσου, αγαπητέ αναγνώστη, να πεθαίνει αιμόφυρτος ένας άκακος άνθρωπος από τον άγριο ξυλοδαρμό, που δίνει στο κορμί του ένας άλλος συνάνθρωπός του αιμοχαρής, ενώ το «Βραβείον» θα γράψει:
«[1]635 (τω αυτώ) μηνί απ[ριλλ]ίω επίασε [ν ο μ] πεκήρ-πασιάς τον εν μονα[χοίς] ιωνάν τον γαρμπ[ήν], τον [εκ νη]σύρου [κ]αι [έδ]ειρεν αυτόν, όπου απέθανεν.
• Συλλογίσου, ομόθρησκε αναγνώστη, το φρικτό θάνατο ενός αθώου να νιώθει την αιματοβαμμένη σάρκα του να κόβεται κομμάτι κομμάτι με ένα τσεκούρι, που ανεβοκατεβαίνει στα χέρια ενός μανιασμένου αλλόθρησκου, ουρλιάζοντας με σαρκασμό. Και το «Βραβείον» θα ιστορήσει:
«Τω αυτώ έτει επίασαν οι λεβέντες εις τον λειψόν τον εν μοναχοίς νεόφυτον τον φαζόν, και εφόνευσαν αυτόν διά σκεπάρνου και αρχήσαμεν το μνημόσυνον και την έξοδον αυτού δεκεμβρίου 8».
• Κοίταξε, φιλόθεε αναγνώστη, ένα τετράλογχο σιδερένιο φονικό όργανο, το αλιευτικό «καμάκι» πώς το μπήγει ο αλλόφυλος δυνάστης στο λαιμό του γέροντα ασκητή, πώς ξεσχίζει τις σάρκες του, ενώ το «Βραβείον» θα γράφει:
«Το αυτό έτος (1696) εκυμήθει ο αγιώτατος εν μοναχοίς παρθένιος, απ' την Φυλιπόπολιν, αναχωρητής εις το άγριον το νερόν, ο θάνατος αυτού με καμάκιον ετρυπίθη εις τον λεμόν κ(αι) ο αφέντης ο Θεός να τον αναπαύσει».
• Ρώτησε, φιλόθεε αναγνώστη, αυτούς τους φονιάδες με τα ματωμένα χέρια, για ποια αιτία κατακρεουργούν δύο άλλους μοναχούς;
Άκουσε την απάντησή τους:
– Διαφεντεύουμε αυτόν το σκλάβο τόπο και σαν αφέντες του δεν χρειαζόμαστε αιτία, για να σκοτώσουμε ούτε δίνουμε λόγο σε κανένα.
Και το «Βραβείον» θα μαρτυρεί:
– «.αφνη' (1558) απριλ(ί)ω στ' (6) εφονεύθη υπό των αγαρηνών εις τον Λειψόν νεόφυτος μοναχός, ο αμοργινός.
– «.αφξα' (1561) Φεβρουαρίου κη' (28) εφονεύθη εις τον Λειψόν ο δούλος του Θ(εο)ύ ιωνάς μοναχός ο λέριος».
* * *
Αυτό ήταν το μαρτυρικό τέλος των μακαριστών ασκητών.
– Μείνετε λοιπόν ξαπλωμένοι στη γη που ποτίσατε με δάκρυα, ιδρώτα και αίμα, αδικοσκοτωμένοι γέροντες. Θα σας κηδέψουν με βουβό θρήνο οι συνασκητές σας, ενώ εμείς θα σας διατηρούμε στη μνήμη μας με σεβασμό. Και ο μέχρι τώρα σιωπηλός Θεός, που δεν παρεμβαίνει, για να παίρνει ο καθένας μας ακέραιη την ευθύνη των κακών του πράξεων ή τον έπαινο των καλών, σας έχει καταξιώσει στη συνείδηση των κατοίκων του νησιού.
Γι' αυτό σας θεωρούμε και σας τιμούμε ως καταξιωμένους οσιομάρτυρες.
Ο Επιστάτης του Ιερού Προσκυνήματος
Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου
Νικηφόρος Κουμουνδούρος
Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την εν χρόνοις ποικίλοις πεντάδα ένθεον οσιοάθλων πατέρων εν τη Λειψώ, ιεροίς αγωνίσμασιν αθλήσασαν τιμήσωμεν, συν Νεοφύτω, Ιωνά, άλλω θείω Ιωνά, Παρθένιον και φωσφόρον ευχής, Νεόφυτον, φάρον, αυτών λιτάς απεκδεχόμενοι.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Λειψώ την νήσον, θεοφόροι, ηγιάσατε ιδρώτων όμβροις και αιμάτων ταις εκχύσεσι ταις υμών, οσιομάρτυρες τροπαιούχοι, Ιωνά συν Νεοφύτων ζεύγοι έμφρονι και συν άλλω Ιωνά, κλεινέ Παρθένιε, ανακράζοντες. Χαίροις, γέρας πεντάριθμον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις, των αγίων Λειψώ πεντάς, οσιομαρτύρων, ω Νεόφυτε, Ιωνά, συν τω Νεοφύτω και Ιωνά τω άλλω, Παρθένιε παμμάκαρ, πίστεως μάργαρα.
Ο Όσιος Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία. Ο Γέροντας είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο. Στην Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελνόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμεί στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Απολύθηκε από το στρατό το 1949.
Μοναστικός Βίος
Τα πρώτα χρόνια
Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του. έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές. Εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί θα γνωρίσει τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς, ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ.
Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν Ιδιόρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του. Ο Γέρων Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο.
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του.
Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ό,τι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες στους Βεδουίνους, ιδίως τρόφιμα και φάρμακα.
Επιστροφή στο Άγιο Όρος
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στην Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπάτου.
Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματικό μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος. Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικά σε χειρονακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Συχνά μάλιστα βοηθάει ως ψάλτης στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου το Γέροντα Τύχωνα. Οι δύο γέροντες ανέπτυξαν δυνατή φιλία η οποία τερματίσθηκε με την κοίμηση του Γέρωντα Τύχωνα το 1968. Ο Παΐσιος έμεινε στο κελί του Γέροντα Τύχωνα για ένδεκα έτη μετά την κοίμησή του, πράγμα που ήταν επιθυμία του φίλου του λίγο πριν πεθάνει.
Στην Παναγούδα
Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στή μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Οι ασθένειες του Γέροντα
Το ιστορικό
Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.
Το τέλος της ζωής του
Μετά το 1993 άρχισε να παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται.
Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του.
Τελικά την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 (με το νέο ημερολόγιο) και ώρα 11:30 το βράδυ την ησυχία τάραξε μια δυνατή βροντή! Κατόπιν με συνεχείς αστραπές φωτιζόταν όλο το Άγιον Όρος.
Το απόγευμα εγινε γνωστό ότι ο γέροντας είχε περάσει πιά στην αιωνιότητα.
Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
Η μνήμη του τιμάται στις 12 Ιουλίου.
Πηγή: Με παρρησία...
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει μὲ ξεχωριστὴ λαμπρότητα τὴ Σύναξη τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων. Βεβαίως ὑπάρχουν καὶ οἱ μνῆμές τους σὲ διάφορες ἡμερομηνίες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ τὸ συλλογικὸ ἑορτασμὸ τιμᾶται σύμπασα ἡ χορεία τῶν μεγάλων αὐτῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς συνεχιστὲς τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Κυρίου ἐπὶ τῆς γῆς, ἔστρεψαν τὸ ροῦ τῆς ἱστορίας καὶ ἄλλαξαν κυριολεκτικὰ τὴ μορφὴ τοῦ κόσμου. Χάρη στὸν ἰδικό τους ἀγώνα, τὶς ἀφάνταστες προσωπικὲς τους θυσίες, τὴ μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριό τους ἐθεμελιώθηκε ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο.
Ἡ λέξη «Ἀπόστολος» σημαίνει τὸν ἀπεσταλμένο. Ἐν προκειμένῳ Ἀπόστολοι ὀνομάσθηκαν οἱ ἐκλεγμένοι καὶ καλεσμένοι ἀπὸ τὸν Κύριο Μαθητές Του νὰ συνεχίσουν τὸ σωστικό Του ἔργο, μετὰ τὴν εἰς τοὺς οὐρανοὺς Ἀνάληψή Του. Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τὴν χαρακτηριστική Του προτροπὴ ἔγιναν οἱ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς».
Ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ κλήση τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ὡς τὴν Πεντηκοστὴ καλοῦνταν Μαθητές, ἔγινε ἀμέσως μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ Κυρίου, στὴ Γαλιλαία. Εὐθὺς μετὰ τὴ Βάπτισή Του κατευθύνθηκε στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Γενησαρέτ, ὅπου ἀπευθύνθηκε στοὺς ἐκεῖ ἁλιεῖς, στοὺς ὁποίου εἶπε: «δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Αὐτοὶ «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». Ἄλλοι, «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν, ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ».
Οἱ μαθητὲς ὁρίσθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο σὲ τρεῖς κύκλους ἤτοι: τὸ στενὸ κύκλο τῶν Δώδεκα, τὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα καὶ τὸν εὐρύτατο κύκλο τῶν πολυπληθῶν φίλων Του. Μεγαλύτερη σημασία εἶχε ὁ κύκλος τῶν Δώδεκα. Αὐτοὶ εὑρίσκονταν πλησίον Του καὶ σ’ αὐτοὺς ἀποκάλυψε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ εἶχαν τὴν εὐλογία καὶ τὴ δόξα νὰ ὁρισθοῦν ὡς οἱ κατ’ ἐξοχὴν συνεχιστὲς τοῦ ἔργου Του, διότι μόνο σὲ αὐτοὺς εἶπε: «Ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς, ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς ἡμῶν μένῃ». Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοὺς κατέστησε ἐπίσημα διαδόχους καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου Του: «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Ἐπίσης στὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας, ὅπου εἶχαν συναχθεῖ οἱ ἕνδεκα μαθητές, λίγο πρὶν τὴν Ἀνάληψη, τοὺς εἶπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν».
Ὡς πρὸς τὴν ἐκλογὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν... τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
Οἱ Ἅγιοι Δώδεκα Ἀπόστολοι εἶναι: ὁ Ἀπόστολος Πέτρος († 29 Ἰουνίου), ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας († 30 Νοεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου († 30 Ἀπριλίου), ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου († 9 Ὀκτωβρίου), ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης († 24 Σεπτεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος († 14 Νοεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος († 11 Ἰουνίου), ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς († 6 Ὀκτωβρίου), ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος († 16 Νοεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Ἰούδας († 19 Ἰουνίου), ὁ Ἀπόστολος Ματθίας († 9 Αὐγούστου), ὁ Ἀπόστολος Σίμων ὁ Ζηλωτής († 10 Μαΐου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾷ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίῳ καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμᾶς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοῶντας· χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ δωδεκάχορδος καὶ εὔσημος νάβλα, τῶν πανευφήμων καὶ σοφῶν Ἀποστόλων, ἐμπνεομένη Πνεύματος ταῖς θείαις αὐγαῖς, πᾶσι μὲν ἐκήρυξεν, εὐσεβείας τὸν φθόγγον, γλώσσας δὲ ἐφίμωσεν, ἀσεβείας τῷ λόγῳ· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν τρανῶς· χαίρετε μύσται, Χριστοῦ καὶ διάκονοι.
Μεγαλυνάριον.
Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾷ, Φίλιππον Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...