Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Βασικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τον αγώνα μας κατά τη Μ. Τεσσαρακοστή είναι η νηστεία, που είναι ένας περιορισμός και μερική στέρηση των τροφών. Ανήκει και αυτή σ’ έναν ευρύτερο κύκλο ειδικών αγωνισμάτων της συγκεκριμένης περιόδου, που συνήθως τον ορίζουμε ως άσκηση.
Πάντοτε η άσκηση χαρακτηρίζει τη ζωή του Ορθόδοξου πιστού· περισσότερο τις περιόδους της νηστείας. Η Ορθοδοξία είναι στη φύση της ταπεινή και ασκητική.
Οι κύριες μορφές ασκήσεως που γνωρίζουμε στην Εκκλησία μας είναι η εγκράτεια, η νηστεία, η αγρυπνία, η ορθοστασία, οι γονυκλισίες, η χαμευνία, ο κόπος, η λιτότητα, η στέρηση και η πτωχεία, η αποφυγή της πολυλογίας και η κατά το δυνατόν σιωπή.
Άσκηση και πνευματικότητα
Η άσκηση αναφέρεται στο υλικό μέρος της υπάρξεώς μας. Τι σχέση μπορεί να έχει με την πνευματικότητά μας, την οποία ζητάει να αυξήσει η Μ. Τεσσαρακοστή;
Ο απόστολος Παύλος διδάσκει ότι «η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός· ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις» (Γαλ. ε 17). Το κατώτερο μέρος της φύσεώς μας, που υπηρετεί τις επιθυμίες της σαρκός, επιθυμεί εναντίον του ανωτέρου μέρους της υπάρξεώς μας, εναντίον της πνευματικής μας φύσεως, που εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα. Και το αντίθετο· το ανώτερο και πνευματικό μέρος της υπάρξεώς μας επιθυμεί κατά του κατωτέρου. Σάρκα και πνεύμα είναι αντίθετα μεταξύ τους, βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση, σε πόλεμο αδυσώπητο και σκληρό. Ποιό θα υπερισχύσει; Που πρέπει να δώσουμε το βάρος; Ποιό από τα δύο πρέπει να ενισχύσουμε; Διότι είναι φανερό ότι όσο ενισχύεται το ένα, τόσο ατονεί και αποδυναμώνεται το άλλο.
Όσο αφαιρείς από τη σάρκα, τόσο κάνεις την ψυχή να λάμπει από την πνευματική της ευεξία, λέει ο Μ. Βασίλειος: «Όσον υφαιρείς της σαρκός, τοσούτον ποιήσεις της πνευματικής ευεξίας την ψυχήν αποστίλβειν»[1]. Γι’ αυτό και συμβουλεύει: Πρόσεξε μήπως ενισχύσεις πολύ τη σάρκα και δώσεις έτσι μεγάλη δύναμη και εξουσία στο κατώτερο. Όπως στη ζυγαριά, αν δώσεις μεγαλύτερο βάρος στον ένα ζυγό, κάνεις ελαφρότερο τον άλλον, έτσι συμβαίνει και στη σχέση του σώματος με την ψυχή. Όταν υπερτερεί το ένα, αναγκαστικά ελαττώνεται το άλλο. Όταν ενισχύεται πολύ το σώμα και βαρύνεται με την παχυσαρκία, αναγκαστικά ο νους γίνεται αδρανής και άτονος στο να επιτελεί τη δική του αποστολή. Όταν αντίθετα η ψυχή ευεκτεί και με τη μελέτη των αγαθών ανεβαίνει στο ύψος που της ταιριάζει, φυσικό είναι να μαραίνονται οι σωματικές συνήθειες και απαιτήσεις[2].
Σκοπός της ασκήσεως είναι η επικράτηση του πνεύματος, η ανάδειξη της ψυχής, η ανακάλυψη της εικόνας του Θεού στα βάθη του ανθρώπου, η καταξίωσή του. Με την άσκηση γινόμαστε περισσότερο άνθρωποι. Διότι με την άσκηση ζει περισσότερο η ψυχή μας, και η ψυχή είναι βασικά που μας καθιστά ανθρώπους. Έλεγε κάποιος που, όταν γνώρισε την πίστη, άρχισε να ζει και με νηστεία: «Όσο νηστεύω, τόσο νιώθω να ζωντανεύει η ψυχή μέσα μου, υποχωρεί η σάρκα και έρχεται η ψυχή στην επιφάνεια. Όπως όταν υποχωρούν τα νερά, βγαίνει στην επιφάνεια ο πυθμένας με όλο τον πλούτο του».
Με την άσκηση κάνουμε πνευματική τη σάρκα μας. Και αν δεν γίνει αυτό, αν δεν γίνει πνευματική η σάρκα μας, τότε αναγκαστικά γίνεται σαρκικό το πνεύμα μας. Ο άνθρωπος, που πλάσθηκε «καθ’ ομοίωσιν Θεού», γίνεται όλος σάρκα!…
Η άσκηση μας βοηθάει να παίρνουμε την προσοχή μας από τον έξω άνθρωπο και να στρεφόμαστε εντός μας. Ανακαλύπτουμε τον «έσω» άνθρωπο», ζει «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», πεθαίνει ο παλαιός και ανασταίνεται μέσα μας «ο καινός άνθρωπος ο κατά Θεόν κτισθείς» (Εφ. γ 16, Α Πέτρ. γ 4, Εφ. δ 24). Με την άσκηση επομένως φέρνουμε στην επιφάνεια τον αληθινό άνθρωπο και ανακαλύπτουμε τον Θεό, διότι ο Θεός κρύβεται στα βάθη μας.
Καταλαβαίνουμε έτσι τι σημασία έχει το να φάμε κάτι η να μην το φάμε. Ότι δεν είναι παράδοξο να πούμε: «Αυτό δεν θα το φάω για την αγάπη του Χριστού». Καταλαβαίνουμε με την άσκηση τι σχέση μπορεί να έχει το φαγητό με την αγάπη του Θεού. Και ότι ο Θεός με την άσκηση, π.χ. με τη νηστεία, δεν θέλει να μας στερήσει το φαγητό, αλλά να μας βοηθήσει να το φάμε σωστά, έτσι που να μην τρέφει μόνο το σώμα, αλλά να χορταίνει και την ψυχή. Από την Κυριακή των Απόκρεω και για περισσότερες από 50 μέρες δεν τρώμε κρέας. Αυτό μας βοηθάει, εφόσον με το σωστό πνεύμα νηστεύουμε, όταν θα φάμε το κρέας την Κυριακή του Πάσχα, να το φάμε με τέτοιον τρόπο, που να αυξάνει και το φαγητό τη χαρά της γιορτής και να δοξάζεται έτσι ο Θεός και με το φαγητό μας: «Είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε», διδάσκει ο απόστολος Παύλος (Α Κορ. ι 31).
Ο Χριστιανός δεν μπορεί πάντα να καλοπερνά, δεν είναι δυνατόν ο πνευματικός αγωνιστής να ζει διαρκώς με ανέσεις. Μέσα στην Αγία Γραφή ο αυθεντικός αγωνιστής της πίστεως παρουσιάζεται συχνά με τις εκφραστικές εικόνες του στρατιώτη, του μαχητή, του αθλητή, του δρομέα, του παλαιστή, του πυγμάχου. Δηλαδή του ασκητή.
Οι αθλητές ζουν με άσκηση που θα μπορούσαμε να την ζηλέψουμε οι σύγχρονοι Χριστιανοί. Εμείς ζούμε συνήθως με καλοπέραση και δεν θέλουμε να στερηθούμε όχι βέβαια τα απαραίτητα, αλλά ούτε και τα περιττά, εκείνα που συντελούν στο να ζούμε μια άνετη ζωή. Αλλά «ουδείς εν τω ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως»[3].
Οι αθλητές ζουν με πολλούς περιορισμούς, με πρόγραμμα, με ειδική αυστηρή δίαιτα, με συχνές εξαντλητικές ασκήσεις. Και αυτό για να πετύχουν μια καλύτερη επίδοση, να βελτιώσουν έστω ελάχιστα το άλμα τους, να φθάσουν στο τέρμα του δρόμου έστω κατά ένα ελάχιστο διάστημα χρόνου πιο μπροστά από τους άλλους, να ρίξουν τη σφαίρα έστω ένα εκατοστό πιο μακριά. Πόσοι κόποι και πόση αφοσίωση για κάτι τόσο μικρό και λίγο! Εμείς δεν θα καταβάλουμε τη μικρή προσπάθεια που απαιτείται, όχι για να φθάσουμε λίγο πιο πέρα, αλλά για να υπερβούμε τα όρια αυτού του κόσμου και να εισέλθουμε στην αιωνιότητα; Εμείς δεν θα κάνουμε λίγη άσκηση, όχι για να πετύχουμε για μια μόνο στιγμή ένα άλμα ελάχιστα πιο ψηλά από τη γη, αλλά για ν’ ανεβούμε και να ζήσουμε αιώνια στον ουρανό, στον Παράδεισο του Θεού;
[1] Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας Λόγος Β΄, ΕΠΕ 6, 56.
[2] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΕΠΕ 6, 224.
[3] Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Εὑρεθέντα Ἀσκητικά, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, Λόγος Δ΄, σελ. 17.
Πηγή: (αρχιμ. Αστερίου Σ. Χατζηνικολάου, από το βιβλίο «Ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα», εκδ. Ο Σωτήρ), Χριστιανική Φοιτητική Δράση
«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. η' 34).
Αίροντες τον σταυρό, ευαρεστούμε τον Κύριο Ιησού Χριστό, Τον ακολουθούμε. Αν ακολουθούμε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να ακολουθούμε Εκείνον. Όποιος δεν απαρνηθή τον εαυτό του, δεν μπορεί να Με ακολουθήση (Ματθ. ι' 38).
Αν ακολουθήσης τον δικό σου νου και όχι τον νου του Χριστού, αν ακολουθήσης το θέλημά σου και όχι το θέλημα του Χριστού, όπως αναφέρεται στο άγιο Ευαγγέλιο, η ψυχή σου δεν είναι καθαρή, δεν είναι αγιασμένη, είναι χαμένη στην ζούγκλα των ψυχοφθόρων και φρικτών πλανών. Διότι η αμαρτία, το κακό, κατόρθωσε να χτίση μέσα μας, δίπλα σε εκείνη την θεοειδή ψυχή που ελάβαμε από τον Θεό, την δική της ψυχή. Αν η αμαρτία μας γίνη έξις, δημιουργεί μέσα μας την δική της ψυχή. Αν πράττωμε την αμαρτία, εκείνη σταδιακά μορφώνεται στην ψυχή μας. Κοντά σε εκείνη την θεοειδή ψυχή, την οποία ο Θεός σου έδωσε, εσύ φέρνεις ένα ξένο, ο οποίος σε αιχμαλωτίζει. Αυτός διαφεντεύει, ενώ ό,τι θεϊκό είναι μέσα σου, είναι σαν κοιμισμένο, σαν μουδιασμένο. Το απέρριψες, και εκείνο δεν ζη μέσα σου, πεθαίνει.
Η αμαρτία δημιουργεί μέσα μας δικό της κόσμο, δημιουργεί μέσα μας δική της φιλοσοφία, δική της αντίληψι για τον κόσμο. Η αμαρτία επιδιώκει να καταλάβη την θέσι του Θεού στην ψυχή σου, την θέσι της Εικόνος του Θεού. Αυτό θέλει να κάνη η αμαρτία. Η αμαρτία στην πραγματικότητα θέλει να στερήση τον άνθρωπο από εκείνες τις θεϊκές ωραιότητες που έχει στην ψυχή του. Ναι, αυτός ο διάβολος αγωνίζεται δια μέσου της αμαρτίας να δημιουργήση μέσα σου και μέσα μου την δική του εικόνα. Διότι η αμαρτία πάντοτε ομοιάζει στον διάβολο. Πάντοτε, όταν την εναγκαλιζόμαστε, τυπώνει σιγά-σιγά στην ψυχή μας την δική του σκοτισμένη μορφή. Έτσι, με την αμαρτία, με την έξι στην αμαρτία, μορφώνεται μέσα μας ένα άλλο εγώ, μία άλλη ψυχή, ένας άλλος εαυτός, εκείνος ο εαυτός, τον οποίο ζητεί ο Κύριος να απαρνηθούμε: «ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ' ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω» (Ρωμ. ζ' 19). Το κακό το δημιουργήσαμε εμείς οι ίδιοι, ενώ το καλό είναι από τον Θεό, λέγει ο απόστολος Παύλος (Α' Τιμ. δ' 4). Εγώ θέλω να ζω σωστά, αλλά την δύναμι να το κάνω δεν την έχω. Δεν βρίσκω την δύναμι γι' αυτό, δεν βρίσκω την δύναμι μέσα μου.
Να, το σημερινό Ευαγγέλιο μας αποκαλύπτει τον τρόπο για να πραγματοποιήσουμε στην ζωή μας το καλό που επιθυμούμε. Αυτός είναι η απάρνησις του εαυτού σου, της αμαρτίας σου, αυτής της αμαρτωλής ψυχής που δημιουργήθηκε, χτίστηκε, μορφώθηκε μέσα σου. Με την νηστεία στην πραγματικότητα απωθούμε την αμαρτωλότητα που είναι μέσα μας. Αντικαθιστούμε σταδιακά τον εαυτό μας με τον Χριστό, μέχρις ότου φθάσουμε στην τελειότητα που έφθασε ο απόστολος Παύλος, ο οποίος λέγει: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β' 20). Να, τι σημαίνει «απαρνησάσθω εαυτόν»: Σημαίνει να απαλείψουμε όλες τις (κακές) μας επιθυμίες, κάθε τι ανθρώπινο, εφάμαρτο, και να τα αντικαταστήσουμε με τον Χριστό. Να αλλάξουν, να γίνουν όλα Χριστός!
«Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ' αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν» (Μάρκ. η' 35). Εάν, βεβαίως, απαρνηθούμε κάθε αμαρτία μας, κάθε πάθος μας· και αν ξέρουμε, αν αισθανόμαστε και αν θέλουμε να γίνη ο Χριστός ψυχή μέσα στην ψυχή μας, καρδιά μέσα στην καρδιά μας, να αντικαταστήση τον εαυτό μας, το εγώ μας με τον Εαυτό Του. Αυτή είναι η μόνη οδός, για να φυλάξουμε εγώ και εσύ και κάθε άνθρωπος την ψυχή μας από την κόλασι, από την καταστροφή, από τον διάβολο, από κάθε κακό, από τα αιώνια βάσανα, να βρούμε μέσα μας εκείνη την θεοειδή ψυχή, εκείνη την θεϊκή ψυχή, την οποία ο Θεός μας έδωσε.
Θεοειδής ψυχή! -Πού είναι άραγε;- Στον Χριστό. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να μας ειπή: Να, έτσι πρέπει να είναι ο άνθρωπος. Εκείνος, ο Θεός, έγινε άνθρωπος. Εκείνος έδειξε στον εαυτό Του την Εικόνα του Θεού. Εμείς είμαστε πλασμένοι κατ' Εικόνα Θεού. Οφείλουμε να ζούμε σύμφωνα με αυτήν. Τί είναι ο νους μας; Εικόνα του νου του Χριστού, του νου του Θεού. Η δική μας υποχρέωσις είναι να κάνουμε τον νου μας όμοιο με τον νου του Χριστού, δηλαδή να χριστοποιήσουμε όλο τον νου μας και να μπορούμε να πούμε με τον απόστολο Παύλο: «ημείς νουν Χριστού έχομεν» (Α' Κορ. β' 16). Αλλά μέχρι να ταυτίσουμε το θέλημά μας με το θέλημα του Χριστού, του Θεού, το δικό μας θέλημα πάντα περιπλανιέται, είναι πάντα αδύνατο, πάντα σκοντάφτει και βυθίζεται στην αμαρτία. Εάν έχουμε τον Κύριο Ιησού Χριστό ως το αιώνιο πρότυπό μας, το αιώνιο όραμά μας, τότε ταυτίζουμε τον εαυτό μας με το δικό Του θέλημα. Τότε λέμε: δεν θέλω να γίνη το θέλημά μου, αλλά το δικό Σου (Κύριε). «Πάτερ ημών, γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης».
Όταν εμείς, τηρώντας τις εντολές του Θεού, θέλουμε να θεραπεύσουμε το θέλημά μας από όλες τις αδυναμίες, από όλες τις αρρώστειες του, από όλο τον θάνατό του, στην πραγματικότητα θεραπεύουμε τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία και εξορίζουμε από τον εαυτό μας κάθε τι εφάμαρτο. Ναί! Όσο ολόκληρος ο άνθρωπος επιποθεί τον Θεό, όσο στ' αλήθεια αγωνίζεται να απαρνηθή τον εαυτό του και να ακολουθή τον Χριστό, να σηκώνη τον Σταυρό, να σηκώνη τον Σταυρό του Χριστού, τότε αληθινά λαμβάνει από τον Κύριο Ιησού Χριστό την θεία δύναμι. Διότι, όπως έχει λεχθή, ο Σταυρός «ημίν τοις σωζομένοις δύναμις Θεού εστί» (Α' Κορ. α' 18). Ημίν, για μένα και για σένα και για κάθε άνθρωπο. Όταν αποφασίσης να βιάσης τον εαυτό σου να σηκώσης τον σταυρό σου, να! εσύ την ίδια στιγμή λαμβάνεις θεία δύναμι. Αυτή την δύναμι την δίνει ο Κύριος για να μπορέσης να νικήσης κάθε αμαρτία μέσα σου, να μπορέσης να νικήσης κάθε κακό, κάθε κακή συνήθεια, να μπορέσης να παιδαγωγήσης την γλώσσα σου να μη λέγη άπρεπα λόγια, να παιδαγωγήσης το μάτι σου να μη βλέπη εκείνα που δεν πρέπει να βλέπη. Όλη η ζωή σου να γίνη χριστοειδής. Χάριν τίνος; Χάριν του Χριστού. Για να εγκατοικίσης τον Χριστό μέσα σου! Να, αυτός είναι ο σκοπός μας, αυτό είναι το όραμά μας, αυτό είναι η ανάπαυσις και η ειρήνη και ο αιώνιος παράδεισος της ψυχής μας, κάθε ανθρώπινης ψυχής. Χωρίς τον Χριστό η ανθρώπινη ψυχή δεν ειρηνεύει...
Η δική μας οδός, η οδός των Αγίων και της νηστείας, είναι βία στον εαυτό μας να πράττωμε κάθε αγαθό, διηνεκής βία του εαυτού μας προς κάθε καλό. Διότι η φύσις μας δεν θέλει το καλό. Εκείνη κλίνει στο κακό. Εσύ όμως βίασε τον εαυτό σου να πνίγης κάθε κακό που υπάρχει μέσα σου. Ο Κύριος θα σου δώση την δύναμι της Αναστάσεως για να κάνης πραγματικά κάθε καλό. Να σηκώνουμε τον σταυρό μας, να χριστοποιούμε τον εαυτό μας και να προσέχουμε ότι νηστεία δεν είναι άλλο από το να αντικαταστήσουμε τον εαυτό μας με τον Χριστό, τον Θεό μας. Μέσω κάθε αρετής ο άνθρωπος πρέπει να αντικαθιστά τον εαυτό του με τον Θεό, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Διότι, «θεός η αρετή», όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος. Και αυτή η θεία δύναμις είναι πιο δυνατή από αυτόν εδώ τον κόσμο, αυτή η δύναμις μας χαρίσθηκε για να υπερνικούμε κάθε κακό, να υπερνικούμε κάθε αμαρτία, κάθε διαβολική δύναμι. Βίασε τον εαυτό σου σε κάθε καλό και ο Αγαθός Κύριος θα σου δώση την δύναμι της Αναστάσεως, ώστε να πορεύεσαι από την μεγαλύτερη θλίψι στην μικρότερη και από την μικρότερη χαρά στην μεγαλύτερη χαρά. Να βαδίζουμε όλοι προς την βασιλεία των ουρανών, έως ότου μπορέσουμε να πούμε με την Χάρι του Θεού και εμείς: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δεν ζω πλέον εγώ· εσύ ζης μέσα μου δια των αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών». Σε Εσένα ανήκει η δόξα και η ευχαριστία, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
[Μετάφρασις αδελφών της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, από το βιβλίο PASHALNE BESEDE (Πασχαλινές Ομιλίες), Βελιγράδι 1998]
Πηγή: «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ», τ.31, 2006, Περιοδική έκδοσις υπό των πατέρων της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους), Η άλλη όψη
Αδελφοί και πατέρες. Είναι καλόν πράγμα η μετάνοια και η ωφέλεια που προέρχεται από αυτήν. Αυτό γνωρίζοντας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας, ο οποίος όλα τα γνωρίζει εκ των προτέρων, είπε: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Θέλετε δε να μάθετε ότι χωρίς μετάνοια, και μάλιστα μετάνοιαν από το βάθος της ψυχής και τοιαύτην όπως ο Λόγος την ζητεί από εμάς, είναι αδύνατον να σωθούμε; Ακούστε τον ίδιον τον Απόστολο που λέγει «… πάσα αμαρτία εκτός του σώματος εστίν. Ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει…». Και πάλιν. «Παραστήναι δει ημάς έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα απολήψεται έκαστος τα διά του σώματος προς ει έπραξε, είτε αγαθά είτε φαύλα». Ημπορεί λοιπόν πολλές φορές λαμβάνοντας κάποιος αφορμήν από αυτά να ειπή: «ευχαριστώ τον Θεόν, διότι δεν εμόλυνα κανένα μέλος του σώματός μου με κάποιαν πονηρά πράξη», και έχει δήθεν παρηγορία από αυτό, επειδή είναι ξένος από σωματικήν αμαρτία. Αλλά αποκρίνεται ο Δεσπότης λέγοντας την παραβολήν περί των δέκα παρθένων, και δεικνύει σε όλους μας και μας βεβαιώνει ότι καθόλου δεν ωφελούμεθα από την καθαρότητα του σώματος, εάν δεν συνυπάρχουν σ’ εμάς και οι υπόλοιπες αρετές. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο ίδιος πάλιν ο Παύλος μαζί με τον Δεσπότην φωνάζει: «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τoν αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τoν Κύριον». Γιατί όμως είπε «διώκετε»; Διότι δεν είναι δυνατόν σε μίαν ώρα να γίνωμε και να είμεθα άγιοι, αλλά πρέπει αρχίζοντας από τα μικρά, να φθάσωμε προοδευτικώς στον αγιασμόν και την καθαρότητα, και διότι ακόμη και χίλια χρόνια εάν ζήσωμε στην ζωήν αυτήν, ουδέποτε θα ημπορέσωμε να τα αποκτήσωμε αυτά σε τέλειον βαθμό, αλλά βάζοντας αρχήν καθημερινώς, οφείλουμε να αγωνιζώμεθα συνεχώς. Αυτό εφανέρωσε πάλιν ο ίδιος λέγοντας, «Διώκω δε ει και καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδή) εφ’ ω και κατελήφθην (εκείνο δηλαδή για το οποίον και ο Χριστός με έφερε κοντά του)». Διότι κάθε άνθρωπος που έχει αμαρτήσει, όπως εγώ ο κατακεκριμένος, και έκλεισε με τoν βόρβορο των ηδονών τις αισθήσεις της ψυχής του, ακόμη και αν όλην την περιουσία του την διεμοίρασε στους πτωχούς, και εγκατέλειψε όλην την δόξα και λαμπρότητα των αξιωμάτων και πολυτέλειαν οίκου και ίππων, ποιμνίων και δούλων, και αυτούς τους ίδίους του φίλους και τους συγγενείς του όλους, και ήλθε πτωχός και ακτήμων και έγινε μοναχός, παρ’ όλα αυτά χρειάζεται τα δάκρυα της μετανοίας, ως αναγκαία για την ζωήν του. Και αυτό για να αποπλύνη τον βόρβορο των αμαρτημάτων του, και ακόμη περισσότερον εάν είναι καλυμμένος, όπως εγώ, με την αιθάλη και τον βόρβορο των πολλών του κακών, όχι μόνον στο πρόσωπο και στα χέρια, αλλά σε όλον γενικώς το σώμα του. Πράγματι, δεν αρκεί για την κάθαρσιν της ψυχής μας η διανομή των υπαρχόντων, αδελφοί, εάν παραλλήλως δεν κλαύσωμε και δεν θρηνήσωμε από τα βάθη της ψυχής μας. Διότι νομίζω ότι εάν δεν καθαρίσω ο ίδιος τον εαυτόν μου με κάθε δυνατήν προσπάθεια και με τα δάκρυα από τον μολυσμόν των αμαρτημάτων μου, αλλά εξέλθω από τoν βίον μολυσμένος, δικαίως θα γελάση και ο Θεός εις βάρος μου και οι άγγελοί του, και θα εκβληθώ στο πυρ το αιώνιον με τους δαίμονες. Ναι, πράγματι, έτσι είναι αδελφοί. Διότι τίποτε δεν εφέραμε μαζί μας στον κόσμο, για να το δώσωμε στoν Θεόν ως αντίλυτρον για τις αμαρτίες μας.
Είναι λοιπόν δυνατόν αδελφοί, σε όλους, όχι μόνον στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, το να μετανοούν πάντοτε και διαρκώς, και να κλαίουν και να παρακαλούν τον Θεόν, και δι’ αυτών των πράξεων να αποκτήσουν και όλες τις υπόλοιπες αρετές.
Ότι αυτό είναι αληθές το επιβεβαιώνει μαζί μου και ο Χρυσόστομος Ιωάννης, ο μέγας στύλος και διδάσκαλος της Εκκλησίας, στους λόγους του περί του Δαυίδ, εξηγώντας εκεί τον πεντηκοστόν ψαλμό. Λέγει ότι είναι δυνατόν κάποιος που έχει γυναίκα και δούλους και δούλες και πλήθος υπηρετών και περιουσίαν πολλήν, και διαπρέπει στα κοσμικά πράγματα, να ημπορή όχι μόνον αυτό, το να κλαίη δηλαδή καθημερινώς και να προσεύχεται και να μετανοή, αλλά και να φθάση στην τελειότητα της αρετής εάν θέλη, και να λάβη Πνεύμα Άγιον και να γίνη φίλος του Θεού και να απολαμβάνη την θέαν του, όπως υπήρξαν πριν από την παρουσίαν του Χριστού ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και στα Σόδομα ο Λωτ και, για να αφήσω τους άλλους, επειδή είναι πολλοί, ο Μωυσής και ο Δαυίδ. Στην δε νέαν χάρη και επιφάνειαν του Θεού και Σωτήρος μας, ο αλιεύς και αγράμματος Πέτρος, ο οποίος μαζί με την πενθερά του και τους άλλους εκήρυττε τον Θεόν που τότε εφανερώθη. Τους δε άλλους ποίος θα τους απαριθμήση, που είναι περισσότεροι από τις σταγόνες της βροχής και από τους αστέρες του ουρανού; Βασιλείς, αρχιερείς, εξουσιαστάς, για να μην ειπώ τους πτωχούς και όσους έζησαν μόνο με τα απαραίτητα, των οποίων οι πόλεις και οι οικίες και οι ναοί που εκείνοι φιλοτίμως ανήγειραν, τα γηροκομεία και τα ξενοδοχεία, σώζονται και υπάρχουν μέχρι τώρα; Όλα αυτά και όταν ήσαν ακόμη εκείνοι στην ζωή τα κατείχαν και τα χρησιμοποιούσαν ευσεβώς, όχι ως κύριοί των, αλλά ως δούλοι του Δεσπότου μετεχειρίζοντο αυτά τα οποία τους έδωσε ο Κύριος, όπως ήταν αρεστόν σ’ Εκείνον, «χρησιμοποιώντας μεν τω κόσμω, ου καταχρώμενοι δε», σύμφωνα με τον Παύλον. Γι’ αυτό και τώρα, στην παρούσα ζωή, έγιναν ένδοξοι και λαμπροί, και στους ατελευτήτους αιώνας, στην Βασιλείαν του Θεού, θα γίνουν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι. Και μάλιστα εάν δεν ήμασταν οκνηροί και ράθυμοι και καταφρονηταί των εντολών του Θεού, αλλά πρόθυμοι και άγρυπνοι και προσέχαμε τον εαυτόν μας, ουδεμίαν ανάγκη θα είχαμε αποταγής ή κουράς ή της φυγής από τον κόσμο. Και για να σε βεβαιώσω γι’ αυτό άκουσε!
Ο Θεός από την αρχήν έκαμε τον άνθρωπο βασιλέα όλων όσων υπάρχουν επάνω στην γην, αλλά και αυτών που ευρίσκονται κάτω από τoν θόλον του ουρανού. Διότι βέβαια ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα, για τoν άνθρωπον εδημιουργήθησαν. Τι λοιπόν; Άραγε επειδή ήταν βασιλεύς όλων αυτών των ορατών, εβλάπτετο από αυτά στην απόκτηση της αρετής; Όχι, καθόλου, αλλά εάν εζούσε ευχαριστώντας τον Θεόν, ο οποίος τα εδημιούργησε και του τα έδωσε όλα, ακόμη περισσότερο θα ευδοκιμούσε. Διότι εάν δεν παρέβαινε την εντολήν του Δεσπότου, δεν θα έχανε αυτήν την Βασιλεία, δεν θα στερούσε τoν εαυτόν του από την δόξαν του Θεού. Επειδή όμως το έκαμε αυτό, δικαίως εξεδιώχθη, εξωρίσθη, έζησε και απέθανε. Και θα σας ειπώ ένα πράγμα το οποίον, νομίζω, κανείς δεν το απεκάλυψε σαφώς, αλλά έχει λεχθεί σκιωδώς. Ποίον; Άκου την Θείαν Γραφή που λέγει: «Και είπεν ο Θεός τω Αδάμ (μετά την παράβασιν εννοώ). Αδάμ πού ει;». Γιατί το είπεν αυτό ο ποιητής του παντός; Οπωσδήποτε θέλοντας να τον φέρη σε συναίσθηση, και καλώντας τον σε μετάνοια, λέγει «Αδάμ πού ει;». Εξέτασε τον εαυτόν σου, διαπίστωσε την γύμνωσή σου! Κοίτα ποίον ένδυμα, ποίαν δόξαν εστερήθης. «Αδάμ πού ει;». Σαν να τον παρακαλή και να του λέγη: «Ναι, σύνελθε, ταπεινέ, ναί, άφησε τον τόπον όπου είσαι κρυμμένος. Από εμένα νομίζεις ότι κρύβεσαι; Ειπέ «Ήμαρτον!». Αλλά δεν το λέγει αυτό, ή μάλλον εγώ ο άθλιος δεν το λέγω, διότι ιδικό μου είναι το πάθος! Αλλά τι λέγει; «Της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω, και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην». Και τι του απήντησε ο Θεός; «Και τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει, ει μη εκ του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Βλέπεις, αγαπητέ, μακροθυμίαν Θεού; Διότι όταν είπε: «Αδάμ, πού ει:», και εκείνος δεν ωμολόγησε ευθύς την αμαρτίαν, αλλά είπε «της φωνής σου ήκουσα, Κύριε και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην», ο Θεός δεν ωργίσθη, δεν τον απεστράφη αμέσως και οριστικώς, αλλά του δίδει ευκαιρίαν να αποκριθή και δευτέραν φορά, και λέγει: «τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει; Ει μη εκ του ξύλου ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων της σοφίας του Θεού: «Τι λέγεις, ότι είσαι γυμνός, του λέγει, κρύβεις όμως την αμαρτίαν σου; Μήπως νομίζεις ότι μόνον το σώμα σου βλέπω και δεν βλέπω την καρδίαν και τους λογισμούς σου;». Διότι ο Αδάμ, επειδή απατήθη, ήλπιζεν ότι ο Θεός δεν εγνώριζε την αμαρτίαν του, και έλεγε μέσα του κάπως έτσι: «εάν ειπώ ότι είμαι γυμνός, τότε επειδή ο Θεός δεν γνωρίζει, θα μου ειπή: και γιατί είσαι γυμνός; Τότε εγώ θα του απαντήσω αρνητικά και θα του ειπώ: δεν γνωρίζω, και έτσι θα του διαφύγω, και θα απολαύσω πάλι την πρώτην μου στολή. Τουλάχιστον δεν θα με εκδιώξη, τουλάχιστον δεν θα με εξορίση!». Ενώ συλλογίζετο αυτά, όπως και τώρα κάμουν πολλοί και πρώτος εγώ ο ίδιος, και κρύπτουν τα αμαρτήματά τους, ο Θεός, επειδή δεν ήθελε να πολλαπλασιάση το κρίμα του, λέγει: «Και πόθεν έγνως ότι γυμνός ει, ει μη από του ξύλου ου ενετειλάμην σοι μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Σαν να λέγη. «Πράγματι, νομίζεις ότι κρύπτεσαι από εμέ; Δεν γνωρίζω εγώ τι έπραξες; Δεν λέγεις το «Ήμαρτον»; Ειπέ, πτωχέ: Ναι, αλήθεια, Κύριε, παρέβην την εντολήν σου, έπταισα ακούοντας την συμβουλή της γυναικός, έσφαλα πολύ ακολουθώντας τον λόγο της και παρακούοντας τον ιδικόν σου, ελέησόν με! Αλλά δεν λέγει τούτο, δεν ταπεινώνεται. Νεύρον από σίδερον ο αυχένας της καρδίας του, όπως ακριβώς είναι και ο ιδικός μου. Διότι εάν έλεγε αυτό, θα έμενε στον Παράδεισο, και όλον εκείνον τον κύκλο των μυρίων κακών, τον οποίον υπέστη όταν εξωρίσθη και έμεινε κάτω στον Άδη τόσους πολλούς αιώνες, θα τον είχε αποφύγει τότε με έναν μόνον λόγο.
Αυτό είναι λοιπόν εκείνο για το οποίο έχω υποσχεθή να ομιλήσω. Και άκου την συνέχεια, για να γνωρίσης ότι τα λόγια μου είναι αληθινά, και τίποτε δεν είναι ψεύδος από όλα αυτά. Είπεν ο Θεός στον Αδάμ. «Ην ώραν φάγεσθε από του ξύλου, ου ενετειλάμην υμίν τούτου μόνον μη φαγείν, θανάτω αποθανείσθε», δηλαδή τον ψυχικόν θάνατο, πράγμα που και έγινε την ιδίαν ώρα, γι’ αυτό και εγυμνώθη από την αθάνατον στολήν του. Τίποτε περισσότερον δεν είπεν ο Θεός και τίποτε περισσότερον δεν έγινε. Διότι προγνωρίζοντας ο Θεός ότι ο Αδάμ πρόκειται να αμαρτήση, και θέλοντας να τον συγχωρήση, όταν αυτός μετανοούσε, με τίποτε περισσότερον, όπως είπαμε, δεν τον απείλησε. Επειδή όμως ηρνήθη την αμαρτίαν του, και δεν μετενόησε ούτε όταν ηλέγχθη από τον Θεόν (διότι είπε: «Η γυνή, ην δέδωκάς μοι, αύτη με ηπάτησεν», σαν δηλαδή να λέγη στον Θεόν. «Σύ έπταισες. Η γυναίκα, την οποία συ μου έδωσες, αύτη με εξηπάτησε»), γι’ αυτό και ο Θεός του λέγει: «Εν κόπω και ιδρώτι φαγή τον άρτον σου, και ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι η γη» και τελευταία ότι «γη ει και εις γην απελεύση». Ήθελα να μετανοήσης, λέγει, και να επανέλθης στην προηγουμένην σου διαγωγή. Επειδή όμως είσαι τόσο σκληρός, φύγε λοιπόν από κοντά μου, και η απομακρυνσή σου θα σου είναι αρκετή για παιδαγωγία, επειδή είσαι χώμα, και στο χώμα θα επιστρέψης.
Γνωρίζεις λοιπόν τώρα ότι, επειδή μετά την παράβαση δεν μετενόησε να ειπή «Ήμαρτον», εξορίζεται και προστάσσεται να ζη με κόπο και ιδρώτα. Γι’ αυτό και κατεδικάσθη να επιστρέψη στην γην από την οποίαν ελήφθη. Και αυτό γίνεται φανερόν από την συνέχεια. Αφήνοντας λοιπόν αυτόν, έρχεται στην Εύα, θέλοντας να δείξη ότι δικαίως και αυτή θα εξορισθή, αφού δεν θέλει να μετανοήση, και της λέγει: «Τι τούτο εποίησας;» για να ειπή τουλάχιστον αυτή το «Ήμαρτον». Διότι ποία άλλη ανάγκη έκαμε τον Θεόν να της απευθύνη αυτά τα λόγια, παρά μόνον για να ειπή: «Από την αφροσύνη μου, Δέσποτα, το έπραξα αυτό, η ταπεινή και αθλία, και παρήκουσα εσέ τον Κυριόν μου. Ελέησόν με!». Αλλά δεν είπε αυτό. Και τι είπε; «Ο όφις εξηπάτησέ με». Ω τι αναισθησία! Και συνωμίλησες με τον όφιν, ο οποίος σου ωμιλούσε κατά του Δεσπότου, και προτίμησες αυτόν αντί του Θεού που σε έπλασε, και εθεώρησες προτιμοτέραν και αληθεστέραν την συμβουλήν εκείνου από την εντολήν του Δεσπότου; Και επειδή ούτε αυτή ημπόρεσε να ειπή το «Ήμαρτον», εκβάλλονται από την τρυφήν, εξορίζονται από τον Παράδεισο και από τον Θεόν. Αλλά πρόσεχε, παρακαλώ, το βάθος του μυστηρίου του φιλανθρώπου Θεού, και μάθε και διδάξου από αυτά ότι, εάν μετανοούσαν, δεν θα είχαν εκδιωχθή, δεν θα είχαν κατακριθή, δεν θα είχαν καταδικασθή να επιστρέψουν στην γην από την οποία προήλθαν. Και τι έγινε έπειτα; Ακουσε!
Όταν εξεδιώχθησαν και έπεσαν ήδη από την αρχή μέσα στους ιδρώτες και τους σωματικούς κόπους, ήρχισαν δε να πεινούν και να διψούν, και συγχρόνως να ριγούν και να τρέμουν και να πάσχουν αυτά τα οποία και εμείς πάσχουμε σήμερα, αισθάνθησαν περισσότερο την δυστυχία και το κατάντημά τους, αλλά και την ιδίαν την κακοφροσύνη τους, και την ανέκφραστον φιλανθρωπία του Θεού. Περιπατώντας λοιπόν και καθήμενοι έξω από τον Παράδεισο, μετανοούσαν, έκλαιαν, εθρηνούσαν, εκτυπούσαν το πρόσωπο, εξερρίζωναν τα μαλλιά τους, καταδικάζοντας με οδυρμούς την σκληροκαρδία τους, και αυτό όχι μόνον μίαν ημέραν ούτε δύο ή δέκα, αλλά, πιστέψετέ το, σε όλην τους την ζωή. Και πώς δεν θα έκλαιαν πάντοτε και διαρκώς, ενθυμούμενοι εκείνον τον πράον και ήρεμον Δεσπότην, εκείνην την τρυφήν την ανέκφραστο, τα απερίγραπτα κάλλη των ανθέων εκείνων, την αμέριμνον εκείνην και ακοπίαστον ζωή, τις ανόδους και τις καθόδους των αγγέλων προς αυτούς; Διότι όπως εκείνοι που είχαν εκλεγή από κάποιον άρχοντα του παρόντος κόσμου ως προσωπικοί του υπηρέτες, όσον μεν διατηρούν ανόθευτον τον σεβασμό και την τιμή και την δουλεία προς τον κύριόν τους και αγαπούν αυτόν και τους ομοδούλους των, απολαμβάνουν και την προς αυτόν παρρησία και την εύνοια και την αγάπη του, ζώντας μέσα σε πολλήν άνεση και τρυφή και σπατάλη. Εάν όμως αλαζονευθούν κατά του κυρίου τους, και αποθρασυνθούν και αυθαδιάσουν εναντίον των συνδούλων τους, τότε εκπίπτουν από την προς αυτόν παρρησία και την αγάπη και την εύνοιάν του, εξορίζονται σε χώρα μακρινήν, και υποβάλλονται κατόπιν διαταγής του σε μυρίους πειρασμούς, μέσα σε κόπους και σε μεγάλες ταλαιπωρίες. Έτσι όλο και περισσότερον συνειδητοποιούν την άνεση την οποίαν απελάμβαναν, και πόσον εζημιώθησαν από την στέρησιν τόσων αγαθών.
Το ίδιο έπαθαν και οι πρωτόπλαστοι, οι οποίοι όσον ήσαν στον Παράδεισον, απελάμβαναν όλα εκείνα τα αγαθά, έπειτα όμως εξέπεσαν από αυτά και εξωρίσθησαν. Όταν αισθάνθησαν από πού έπεσαν, πάντοτε θρηνούσαν, πάντοτε έκλαιαν, επικαλούμενοι την ευσπλαγχνίαν του Κυρίου τους. Αλλά Αυτός τι κάνει, ο πλούσιος σε έλεος και βραδύς σε τιμωρίες; Επειδή είδε ότι εταπεινώθησαν, την μεν απόφαση που είχε λάβει δεν την ματαιώνει εντελώς —αυτό το έκαμε προς σωφρονισμόν ιδικόν μας, και για να μην υπερηφανεύεται κανείς κατά του ποιητού των όλων— προγνωρίζοντας δε ως Θεός και την πτώση τους και την μετάνοιαν, είχε ορίσει από την αρχήν, οπωσδήποτε πριν να δημιουργήση τα πάντα, και τον καιρόν και τον χρόνον και πώς και πότε θα τους ανακαλέση από την εξορία, με τρόπο μυστικόν και από κάθε κτίσμα ανεξιχνίαστο. Πράγματι, ακόμη και αν όλα τα μυστήρια της Θείας αυτής οικονομίας αποκαλυφθούν σε κάποιους, και θελήσουν να τα γράψουν, δεν θα φθάση ούτε ο χρόνος ούτε το χαρτί ούτε το μελάνι, ούτε ο κόσμος όλος θα χωρέση τα βιβλία αυτά που θα γραφούν. Όπως λοιπόν από ευσπλαγχνίαν είχεν ειπεί και προορίσει από πριν, έτσι ακριβώς και έπραξε. Και αυτούς τους οποίους για την αναίδειάν τους και για την αμετανόητο καρδία και γνώμην εξεδίωξε από τον Παράδεισον, όταν μετενόησαν όπως έπρεπε, και εταπεινώθησαν αξίως, και έκλαυσαν, και εθρήνησαν, Αυτός ο ίδιος, ο μόνος Μονογενής Υιός και Λόγος, από μόνον τον προάναρχον Πατέρα, κατήλθεν, όπως όλοι γνωρίζετε, και όχι μόνον έγινε άνθρωπος όμοιος με εκείνους, αλλά και να αποθάνη όπως αυτοί κατεδέχθη, προτιμώντας βίαιον και επονείδιστον θάνατο. Κατήλθε δε και στον Άδη, και από εκεί τους ανέστησε. Αυτός λοιπόν ο οποίος τόσα έπαθε γι’ αυτούς, για να τους ανακαλέση από την μακράν εκείνην εξορίαν, εάν μετανοούσαν στον Παράδεισο, δεν θα τους συμπαθούσε; Και πώς όχι, αφού είναι από την φύση του φιλάνθρωπος, και τους εδημιούργησε ακριβώς γι’ αυτό, για να απολαμβάνουν δηλ. τα αγαθά του μέσα στoν Παράδεισο και να δοξάζουν τoν ευεργέτην τους; Ναι, πράγματι αδελφοί, αυτό, όπως φρονώ, θα εγίνετο. Για να μάθης δε και τα υπόλοιπα, και να πιστεύσης περισσότερο στoν λόγον, άκου και τα εξής! Εάν είχαν μετανοήσει όταν ακόμη ήσαν μέσα στoν Παράδεισον, εκείνον τον ίδιον Παράδεισο θα απελάμβαναν και τίποτε περισσότερο. Επειδή δε για την αμετανοησία τους εξεβλήθησαν, μετά ταύτα ζώντας μέσα στις θλίψεις, μετενόησαν και έκλαυσαν πολύ. Αυτά, όπως είπα, δεν θα τα επάθαιναν, εάν είχαν μετανοήσει μέσα στoν Παράδεισον. Για τους πόνους λοιπόν αυτούς και τους ιδρώτες και τους κόπους, και για την καλήν τους μετάνοια, θέλοντας ο Δεσπότης Θεός να τους τιμήση και να τους δοξάση, αλλά και να τους κάνη να λησμονήσουν όλα εκείνα τα δεινά, τι κάνει; Πρόσεξε, παρακαλώ, το μέγεθος της φιλανθρωπίας! Όταν κατήλθε στον Άδη και τους ανέστησε, δεν τους αποκατέστησε πάλι στον Παράδεισον από όπου εξέπεσαν, αλλά τους ανέβασε σ’ αυτόν τον ίδιον τον ουρανόν του ουρανού. Και αφού ο Κύριος εκάθισε εκ δεξιών του προανάρχου Πατρός του και Θεού, τι λέγεις ότι τον έκαμε αυτόν, ο οποίος ήταν κατά φύσιν δούλος του; Τον έκαμε κατά χάριν πατέρα του! (αφού ο ίδιος αυτοαποκαλείται Υιός του ανθρώπου). Είδες σε ποίον ύψος τον ανέβασε ο Δεσπότης, για την μετάνοια και την ταπείνωση και τους θρήνους και τα δάκρυά του;
Ω δύναμις της μετανοίας και των δακρύων! Ω πέλαγος ανεκφράστου φιλανθρωπίας και ανεξιχνιάστου ελέους, αδελφοί! Διότι όχι μόνον εκείνον, αλλά και όλους τους απογόνους του, εμάς δηλαδή τα τέκνα του, οι οποίοι μιμούμεθα την εξομολόγησιν εκείνου, την μετάνοια, τον θρήνο, τα δάκρυα και τα άλλα τα οποία προείπαμε, τους ετίμησε και τους εδόξασε, τόσον όσον και εκείνον, όσους μέχρι σήμερα κάνουν όπως έκανε εκείνος, και όσους θα τον μιμηθούν από σήμερα, είτε κοσμικοί είναι είτε μοναχοί. «Αμήν», είπεν ο αψευδής Θεός, «ουκ εγκαταλείψω αυτούς ποτέ, αλλ’ ως αδελφούς μου και φίλους και πατέρας και μητέρας και συγγενείς και συγκληρονόμους μου αναδείξω αυτούς, και εδόξασα και δοξάσω. Και εν τω ουρανώ άνω και επί της γης κάτω, και της ζωής αυτών και ευφροσύνης και δόξης ουκ έσται τέλος ποτέ».
Τί ωφέλησε, ειπέ μου αδελφέ, τους πρωτοπλάστους η ακοπίαστος και αμέριμνος ζωή μέσα στον Παράδεισον, αφού εραθύμησαν, και από απιστίαν προς τον Θεόν κατεφρόνησαν και παρέβησαν την εντολή του; Διότι εάν τον είχαν πιστεύσει, δεν θα εθεωρούσε η Εύα τον όφι πλέον αξιόπιστον, ο δε Αδάμ την Εύα πλέον αξιόπιστον από Εκείνον, αλλά θα είχαν φυλαχθή να μη φάγουν από το φυτόν. Επειδή όμως έφαγαν και δεν μετενόησαν, εξεβλήθησαν. Από την εξορίαν πάλι καθόλου δεν εβλάβησαν, αλλά και πάρα πολύ ωφελήθησαν, και αυτό συνετέλεσε στην σωτηρίαν όλων μας. Διότι αφού κατήλθεν από τους ουρανούς ο Κύριός μας, κατετρόπωσε τον εχθρό μας, τον θάνατον, παραδίδοντας ο ίδιος τον εαυτόν Του, και έτσι εματαίωσεν εντελώς την καταδίκην που προήλθε από την παράβαση του προπάτορος. Και αναγεννώντας και αναπλάττοντας και απαλλάσσοντάς μας τελείως από αυτήν με το άγιον βάπτισμα, μας καθιστά εντελώς ελευθέρους στον κόσμον αυτόν, και μη ενεργουμένους τυραννικώς από τον εχθρόν. Αλλά τιμώντας μας με το αυτεξούσιον με το οποίον μας είχε προικίσει απ’ αρχής, μας δίδει περισσοτέραν δύναμιν εναντίον του, ώστε όποιοι θέλουν να τον νικούν με ευχέρειαν μεγαλυτέραν από όλους τους προ της παρουσίας του Χριστού αγίους. Και μετά τον θάνατόν τους να μην οδηγούνται και αυτοί όπως εκείνοι κάτω στον Άδη, αλλά στον ουρανό και στην τρυφή και την απόλαυση που επικρατεί εκεί, και να αξιώνωνται: να απολαμβάνουν τώρα μεν σε μέτριον βαθμό, μετά δε την εκ νεκρών ανάσταση, πλήρως όλην την αιωνίαν χαρά.
Να μη προφασίζωνται λοιπόν αυτοί που επιζητούν προφάσεις, ούτε να λέγουν ότι είναι πλήρης η επιρροή της παραβάσεως του Αδάμ επάνω μας, και ότι αυτό είναι που μας ελκύει πρός τα κάτω, προς την αμαρτία. Διότι όποιοι το σκέπτονται και το λέγουν αυτό, νομίζουν ότι ανωφελώς και ματαίως έγινε η παρουσία του Κυρίου και Θεού μας, πράγμα που μόνον οι αιρετικοί λέγουν, όχι οι πιστοί. Πράγματι, για ποίον άλλον λόγο κατήλθε και εγεύθη τον θάνατο, παρά μόνον βεβαίως για να καταργήση την καταδίκη που προήλθε από την αμαρτία, και να ελευθερώση το γένος μας από την δουλεία και ενέργειαν του εχθρού που το πολεμεί; Διότι αυτό είναι η πραγματική αυτεξουσιότης, δηλαδή το να μην εξουσιαζώμεθα με οποιονδήποτε τρόπον από κάποιον άλλον. Επειδή εμείς μεν ως τέκνα εκείνου που ημάρτησε είμεθα μέχρι τότε αμαρτωλοί, ως τέκνα εκείνου που παρέβη την εντολήν παραβάτες, ως τέκνα εκείνου που έγινε δούλος της αμαρτίας δούλοι κι εμείς της αμαρτίας, ως τέκνα εκείνου που εδέχθη την κατάραν και ενεκρώθη επικατάρατοι και εμείς και νεκροί, ως τέκνα εκείνου που επηρεάσθη από την συμβουλήν του πονηρού και υπεδουλώθη σ’ αυτόν, και έχασε το αυτεξούσιον, είχαμε κι εμείς δεχθεί την επήρειαν αυτού, και είχαμε καταδυναστευθή από την τυραννικήν του εξουσίαν. Ο Θεός όμως κατήλθε και εσαρκώθη, έγινε άνθρωπος όπως εμείς χωρίς όμως την αμαρτία, και έλυσε την αμαρτίαν, ηγίασε δε την σύλληψη και την γέννηση, και επειδή ανετράφη ολίγον κατ’ ολίγον, ευλόγησε κάθε ηλικίαν. Και όταν έγινε τέλειος άνδρας, τότε ήρχισε το κήρυγμα, διδάσκοντάς μας να μη προτρέχωμε σε ο,τιδήποτε, και να μη προλαμβάνωμε εκείνους που ελευκάνθησαν στην σύνεση και στην αρετήν, όσοι μάλιστα είμεθα νέοι στην φρόνηση και δεν έχουμε ανδρωθή. Εδέχθη επάνω του όσα ήσαν προς το συμφέρον μας, και αφού εφύλαξε όλες τις εντολές του Θεού και Πατρός αυτού, έλυσε την παράβαση, και ελευθέρωσε τους παραβάτες από την καταδίκην. Έγινε δούλος αναλαμβάνοντας μορφήν δούλου, και επανέφερε εμάς τους δούλους στο δεσποτικόν αξίωμα, αναδεικνύοντάς μας δεσπότες του πρώην τυράννου. Και το μαρτυρούν αυτό οι άγιοι, οι οποίοι και μετά θάνατον αποδιώκουν ως αδυνάμους και αυτόν και τους υπασπιστάς του. Με την σταύρωσίν του ο ίδιος έγινε κατάρα, και έλυσε όλην την κατάρα του Αδάμ. Απέθανε, και με τον θάνατόν του κατετρόπωσε τον θάνατον. Ανέστη, και εξηφάνισε την δύναμη και την ενέργειαν του εχθρού, ο οποίος διά μέσου του θανάτου και της αμαρτίας έχει την εξουσίαν εναντίον μας. Διότι βάζοντας μέσα στο θανατηφόρο δηλητήριο και στο φαρμάκι της αμαρτίας την ανέκφραστον ενέργειαν της Θεότητος και την ζωοποιόν ενέργεια του σώματός του, ελύτρωσε τελείως όλον το γένος μας από την ενέργειαν του εχθρού. Καθαίροντας δε και ζωοποιώντας μας με το άγιον βάπτισμα και με την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων, του τιμίου σώματος και του αίματός του, μας αποκαθιστά αγίους και αναμαρτήτους. Αλλά και μας αφήνει την τιμήν του αυτεξουσίου, για να μη φανούμε ότι υπηρετούμε τον Δεσπότην με την βία, αλλά με την προαίρεση. Και όπως ο Αδάμ ήταν στον Παράδεισον εξ αρχής ελεύθερος, ξένος προς την αμαρτία και την βία, υπήκουσε δε στoν εχθρόν με το αυτεξούσιον θέλημά του, εξηπατήθη και παρέβη την εντολή του Θεού, έτσι και εμείς, αναγεννώμενοι με το άγιον βάπτισμα, απαλλασσόμεθα από την δουλεία και γινόμεθα αυτεξούσιοι, και εάν δεν υπακούσωμε στoν εχθρόν με την ιδικήν μας θέληση, δεν ημπορεί με άλλον τρόπο να ενεργήση κάτι εναντίον μας.
Πράγματι, εάν πριν από τον νόμο και την παρουσία του Χριστού, χωρίς όλα αυτά τα βοηθήματα, πολλοί και αναρίθμητοι ευηρέστησαν τον Θεόν και ανεδείχθησαν άμεμπτοι, όπως ο δίκαιος Ενώχ, τον οποίον μετέθεσε τιμώντας τον με τον τρόπον αυτό, και ο Ηλίας τον οποίον παρέλαβε στoν ουρανόν με άρμα πύρινον, τι θα απολογηθούμε εμείς, οι οποίοι μετά την χάρη και την τοιαύτη και τόσο μεγάλην ευεργεσίαν, ούτε ίσοι με τους προ της χάριτος ευρισκόμεθα, αλλά ζούμε μέσα στην ραθυμία, και καταφρονούμε τις εντολές του Θεού και τις παραβαίνουμε; Και αυτό μετά την κατάργηση του θανάτου και της αμαρτίας, μετά την αναγέννηση του βαπτίσματος και την προστασία των αγίων αγγέλων και την επισκίαση και επέλευση του ιδίου του Αγίου Πνεύματος. Ότι θα τιμωρηθούμε, εάν επιμένωμε στο κακόν, περισσότερον από εκείνους που ημάρτησαν όταν επικρατούσε ο νόμος, το εδήλωσε ο Παύλος λέγοντας. «Ει γάρ ο δι’ αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;».
Ας μη αποδίδη λοιπόν την ευθύνην και ας μη κατηγορή τον Αδάμ, αλλά τoν εαυτόν του καθένας από εμάς, ο οποίος περιπίπτει σε οποιαδήποτε αμαρτίαν, και ας επιδεικνύη αξίαν μετάνοια όπως εκείνος, εάν βεβαίως θέλη να επιτύχη την αιωνίαν εν Χριστώ ζωήν…
Εκείνος που συλλογίζεται πάντοτε τις αμαρτίες του, και συνεχώς βλέπει εμπρός του την μέλλουσαν κρίσιν, και μετανοεί, και κλαίει θερμώς, αυτός υπερβαίνει όλα μαζί τα πάθη και τα αμαρτήματα, και τα υπερνικά ανυψούμενος από την μετάνοιαν, ώστε να μην ημπορή ούτε ένα από αυτά να φθάση και να προσεγγίση την ψυχή του στο ύψος εκείνο που πετά. Εάν δε ο νους μας, πτερωμένος από την μετάνοια και τα δάκρυα, και από την πνευματικήν ταπείνωση που γεννάται από αυτά, δεν ανυψωθή στο ύψος της απαθείας, δεν θα ημπορέσωμε να ελευθερωθούμε, δεν θα παύσουν να μας κεντούν πότε το ένα, πότε το άλλο πάθος, και να μας κατασπαράσσουν σαν άγρια θηρία.
Μετά δε τoν θάνατον, εξ αιτίας αυτών, θα χάσωμε την Βασιλείαν των Ουρανών, και από αυτά πάλι θα τιμωρηθούμε αιωνίως. Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους, πνευματικοί μου πατέρες και αδελφοί, και ποτέ δεν θα παύσω να παρακαλώ την αγάπη σας, να μην αμελήσετε την σωτηρία σας, αλλά με κάθε τρόπο να προσπαθήσετε να ανυψωθήτε ολίγον από την γη. Και όταν γίνη αυτό το θαύμα, το οποίο θα σας καταπλήξη, το να ανυψωθήτε δηλαδή από την γη και να υπερίπτασθε στον αέρα, δεν θα θελήσετε πλέον να κατέλθετε ούτε καν για λίγο και να σταθήτε στην γην. Λέγοντας δε «γην» εννοώ το σαρκικόν, και «αέρα» το πνευματικόν φρόνημα. Διότι εάν ο νους ελευθερωθή από τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη, και δι’ αυτού αντικρύσωμε την ελευθερίαν την οποία μας εχάρισεν ο Χριστός, δεν θα καταδεχθούμε πλέον να κατέλθωμε στην προηγουμένην δουλεία της αμαρτίας και του σαρκικού φρονήματος, αλλά συμφώνως με τους λόγους του Κυρίου, δεν θα παύσωμε να γρηγορούμε και να προσευχώμεθα, έως ότου μεταβούμε προς την εκείθεν μακαριότητα και τύχωμε των αιωνίων αγαθών, «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας των αιωνων. Αμήν».
Πηγή: (10ος - 11ος αιών. Απαντα του Αγίων Πατέρων, εκδ. Ωφελίμου βιβλίου. Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, τόμ. 1, Κατήχ. Ε΄, σελ. 1-41, 87, 470 και 1054-1085. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 485 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς), Η άλλη όψη
Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Μελέτιος, γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα στὸ χωριὸ Λάρδος τῆς Ρόδου καὶ ὀνομάστηκε κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα Ἐμμανουήλ. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του Νικόλαος καὶ Σταματία1 τὸν ἀνέθρεψαν κατὰ τὴν ἀποστολικὴ ρήση «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» καὶ ἐμφύτευσαν στὴν ψυχή του τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους. Ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία φαινόταν ὅτι ἦταν «σκεῦος ἐκλογῆς» ἀφοῦ ἀρνοῦνταν νὰ θηλάσει τὸ μητρικὸ γάλα κατὰ τὶς νηστίσιμες ἡμέρες τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς. Ἀργότερα, ὅταν μεγάλωσε, μοίραζε ἀγαθὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἀποθήκη στοὺς φτωχοὺς χωρὶς αὐτὰ νὰ ἐλαττώνονται, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκπληξη τῶν γονέων του, ποὺ τὸν εἶχαν προηγουμένως ἐπιτιμήσει.
Ἀπὸ τὸν ἐφημέριο τῆς γενέτειράς του διδάχθηκε ἀνάγνωση καὶ γραφὴ καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ μελέτη τῶν βίων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς ἀγῶνες τῶν ὁποίων προσπαθοῦσε νὰ μιμηθεῖ σχολάζοντας στὴν ἀγρυπνία, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Μέσα στὴν ψυχή του ἄναψε ὁ θεῖος πόθος καὶ προτιμοῦσε νὰ ἀποσύρεται στὸ δάσος γιὰ νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστος στὸν Θεό, μὲ θερμὰ δάκρυα, ὁλονύκτιες δεήσεις καὶ γονυκλισίες. Ὁ συνήθης τόπος ποὺ ἀποσυρόταν ἦταν ἕνα σπήλαιο στὴν περιοχὴ τῆς ἐρειπωμένης τότε ἀρχαίας Μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ὕψους.
Κάποια νύκτα ἐνῶ βρισκόταν κοντὰ στὴ Μονὴ προσευχόμενος παρατήρησε στήλη ὑπέρλαμπρου φωτὸς νὰ κατέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ στέκεται πάνω ἀπὸ ἕνα αἰωνόβιο δένδρο ἐλιᾶς. Ἀπόρησε βλέποντας τὸ παράδοξο θέαμα, πλησίασε στὸ μέρος ἐκεῖνο ποὺ ὑποδείκνυε τὸ οὐράνιο φῶς καὶ βρῆκε μία παλαιὰ Εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γονάτισε μὲ δέος, τὴν σήκωσε στὰ χέρια του καὶ τὴν ἀσπάστηκε μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ψάλλοντας ὕμνους δοξολογίας στὸν Θεὸ καὶ ᾄσματα εὐγνωμοσύνης στὴ Θεομήτορα γιὰ τὴ θαυμαστὴ εὐδοκία τῆς χάριτός της.
Μία ἀπὸ τὶς ἑπόμενες νύκτες τοῦ ἐμφανίστηκε σὲ ὅραμα ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου λέγοντάς του νὰ ἀνεγείρει στὸν τόπο τῆς εὑρέσεως ἱερὸ Ναὸ ἐπ᾿ ὀνόματί της καὶ νὰ ἀνοικοδομήσει τὴν κατεστραμμένη Μονή. Παράλληλα τοῦ ὑπέδειξε τὸ μέρος ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ σκάψει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὸ ποσὸ ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ οἰκοδομή. Ὁ Ὅσιος ὑπάκουσε καὶ σκάβοντας ἐκεῖ ποὺ τοῦ ὑπέδειξε ἡ Θεοτόκος ἀνακάλυψε κάποιο κρυμμένο θησαυρό. Ἔχοντας τὴ βεβαιότητα τῆς παρουσίας τῆς χάριτος τῆς Θεομήτορος ἐξασφάλισε τὴν ἀπαιτούμενη ἄδεια ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές, οἰκοδόμησε τὸν ἱερὸ Ναὸ καὶ γύρω ἀπ᾿ αὐτὸν κελλιά. Ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα, μετονομάστηκε Μελέτιος καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος μὲ ὑπερβάλλοντα ζῆλο τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Γιὰ τὴν ὑπερβάλλουσα ἀρετή του καὶ τὴν καθαρότητα τῆς πολιτείας του ὁ Ἀρχιερεὺς2 τοῦ τόπου τὸν χειροτόνησε Διάκονο καὶ Πρεσβύτερο, τοῦ ἀνέθεσε τὸ διακόνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ τὸν ἐγκατέστησε Ἡγούμενο τῆς ἐπανιδρυθείσας Μονῆς. Ἡ φήμη του ξαπλώθηκε σὲ ὅλο τὸ νησὶ καὶ πολλοὶ τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὶς ἁμαρτίες τους καὶ νὰ ἀκούσουν τὶς πνευματικὲς νουθεσίες του. Συχνὰ ἐπισκεπτόταν ὁ ἴδιος τὰ χωριὰ τοῦ νησιοῦ γιὰ νὰ λειτουργήσει, νὰ ἐξομολογήσει τοὺς κατοίκους, νὰ τοὺς στερεώσει στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ στὰ ἔργα τῆς εὐσεβείας καὶ νὰ ἐνισχύσει τὸ φρόνημά τους στὶς δοκιμασίες ποὺ ὑφίσταντο λόγῳ τῆς δουλείας. Ἔχοντας χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή του θεράπευσε ἀσθενεῖς καὶ ἐλευθέρωσε πολλοὺς δαιμονιζομένους ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων3. Εἶχε στὸ ἔπακρον τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ κανεὶς ἀπ᾿ ὅσους ἐρχόταν καὶ ζητοῦσε τὴν ἀρωγή του δὲν ἔφευγε χωρὶς νὰ λάβει τὰ ἀναγκαῖα. Φιλοξενοῦσε μὲ ἀβραμιαία διάθεση τοὺς ἐπισκέπτες καὶ δεχόταν στὴ Μονὴ τοὺς καταδιωκομένους ἀπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς προσφέροντάς τους ἀντίληψη καὶ προστασία. Προέτρεπε μὲ σθένος τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη τῶν πατέρων τους καὶ νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἰδιαίτερα ἐπέμενε ὁ μακάριος νὰ διδάσκει τὶς Χριστιανὲς γυναῖκες νὰ ἀποφεύγουν τὶς σαρκικὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἀλλοθρήσκους καὶ νὰ μὴ συνάπτουν γάμους μὲ αὐτούς. Οἱ διδαχές του ἐνοχλοῦσαν τοὺς ὀθωμανούς, οἱ ὁποῖοι ἔψαχναν εὐκαιρία νὰ τὸν δολοφονήσουν. Ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὰ ἀσεβῆ σχέδιά τους στάθηκε ἡ περίπτωση τῆς ἀδελφῆς ἑνὸς Ἐπιτρόπου τῆς ἐκκλησίας τῆς Λάρδου, ἡ ὁποία εἶχε ἄνομες σχέσεις μὲ τοὺς ὀθωμανοὺς ζαπτιέδες τῆς Λίνδου. Ὁ Ὅσιος, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε, συνέστησε στὸν ἀδελφό της νὰ τὴν παροτρύνει νὰ σταματήσει τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα της. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ δημογέροντες τοῦ χωριοῦ. Οἱ συστάσεις τους ἔγιναν γνωστὲς στοὺς ὀθωμανοὺς καὶ προκάλεσαν τὴν ὀργή τους. Πῆγαν νύκτα στὴ Λάρδο, δολοφόνησαν δύο δημογέροντες4 καὶ ἔπειτα πῆραν τὸν δρόμο πρὸς τὴ Μονὴ γιὰ νὰ σκοτώσουν καὶ τὸν Ὅσιο. Ἀπέτυχαν ὅμως τοῦ σκοποῦ τους, γιατὶ αὐτὸς εἶχε πληροφορηθεῖ τὰ σχέδιά τους καὶ εἶχε ἀποχωρήσει ἔγκαιρα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Ἔχοντας πόθο γιὰ ἡσυχαστικὴ ζωὴ ὁ Ὅσιος ἀποσυρόταν συχνὰ σὲ ἕνα κοντινὸ σπήλαιο, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου δὲν γνώριζαν οἱ ἀλλόθρησκοι. Ἐπιστρέφοντας κάποια ἡμέρα στὴ Μονὴ ἕνας τοῦρκος, ὀνόματι Ἀλῆς, εἶδε νὰ τὸν συνοδεύει κάποια ὡραία γυναίκα καὶ ἔκανε πονηρὲς σκέψεις γι᾿ αὐτόν. Τὸν ἀκολούθησε καὶ τὸν εἶδε νὰ εἰσέρχεται στὸν Ναό μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα. Μετὰ ἀπὸ λίγο εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς ἀλλὰ μέσα ὑπῆρχε μόνο ὁ Ὅσιος προσευχόμενος. Ἄρχισε νὰ τρέμει καὶ τὰ μέλη του παράλυσαν. Κατάλαβε ὅτι ἡ γυναίκα ἦταν ἡ Θεοτόκος καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητώντας συγχώρηση γιὰ τὸν πονηρὸ λογισμό του. Ὁ Ὅσιος τὸν θεράπευσε καὶ ἐκεῖνος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἀφιέρωσε στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τὸ μέχρι σήμερα σωζόμενο χρυσὸ περιλαίμιο. Ἄλλοτε πάλι ὁ Ὅσιος βρισκόταν στὴ Λάρδο καὶ θέλησε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μονὴ μέσα στὴ νύκτα. Τὸ ποτάμι εἶχε πλημμυρίσει καὶ ἡ διάβαση ἦταν ἀδύνατη. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἐπέστρεψε, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πάνω στὰ νερά, πέρασε μὲ θαυμαστὸ τρόπο χωρὶς νὰ βραχεῖ καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του, ὁ ὁποῖος φωτιζόταν ἀπὸ ἕνα οὐράνιο φῶς ποὺ κινοῦνταν μπροστά του καθὼς πεζοποροῦσε, ὅπως μαρτύρησαν κάποιοι βοσκοὶ ποὺ ἔγιναν αὐτόπτες τοῦ παραδόξου πράγματος.
Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε ὁ Ὅσιος στὰ τέλη τῆς ἐπιγείου ζωῆς του νὰ δοκιμαστεῖ καὶ νὰ ἐπαληθευτεῖ στὸ πρόσωπό του τὸ ψαλμικό «Κύριε ἐδοκίμασάς με, καὶ ἔγνως με». Ἕνας Τοῦρκος διέφθειρε καὶ κατέστησε ἔγκυο μία Χριστιανὴ ἀπὸ τὴ Λάρδο, ὀνόματι Πελαγία, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπὸ νοητικὴ στέρηση. Ὅταν ἔγινε γνωστὴ ἡ ἐγκυμοσύνη της, οἱ τοῦρκοι τὴν ἀνάγκασαν νὰ ὑποδείξει τὸν Ὅσιο ὡς πατέρα τοῦ κυοφορουμένου βρέφους. Τὸν κατήγγειλαν στὸν Μητροπολίτη5 Ρόδου, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε σὲ ἀπολογία. Ὁ μακάριος Μελέτιος, ποὺ βρισκόταν ἤδη σὲ προχωρημένη ἡλικία, δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει τὶς αἰτιάσεις καὶ ἐξέπνευσε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἀρχιερέως. Ἡ συκοφαντία ὅμως ἀποκαλύφθηκε ὅταν θέλησαν νὰ ἑτοιμάσουν γιὰ τὴν ταφὴ τὸ σῶμά του καὶ ὁ Ἀρχιερεὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κηδευθεῖ τὸ ἐξαϋλωμένο ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῆς ἐγκρατείας σκήνωμά του στὸν περίβολο τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὅταν ἀργότερα ἀνοίχθηκε ὁ τάφος του βρέθηκαν εὐωδιάζοντα τὰ λείψανά του εἰς μαρτύριον τῆς ἁγιότητάς του. Σήμερα στὴν ἱερὰ Μονὴ τῆς Ὑψενῆς φυλάσσεται ἡ τιμία κάρα καὶ μικρὸ μέρος τῶν τιμίων λειψάνων του.
Ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ χάρη νὰ ἐνεργεῖ θαύματα σὲ ὅσους μὲ πίστη τὸν ἐπικαλοῦνται καὶ ζητοῦν τὴν ἀντίληψη καὶ προστασία του. Πολλὲς φορὲς ἔχει παρουσιαστεῖ σὲ ἀσθενεῖς δηλώνοντας τὸ ὄνομά του καὶ θεραπεύοντάς τους ἀπὸ ἀσθένειες. Συγκλονιστικὴ εἶναι ἡ μαρτυρία εὐσεβοῦς Χριστιανοῦ ἀπὸ τὴν Ἀρχάγγελο ὁ ὁποῖος τὸν συνάντησε καθ᾿ ὁδὸν ἔξω απὸ τὸ χωριὸ Πυλώνα, καὶ τὸν μετέφερε μὲ τὸ αὐτοκίνητό του μέχρι ἔξω ἀπὸ τὴν Λάρδο, στὴ διασταύρωση τοῦ δρόμου ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Μοναστήρι. Ὅταν ἦλθε στὴ Μονὴ καὶ προσκύνησε τὴν Εἰκόνα του κατάλαβε ποιὸς ἦταν ὁ ἡλικιωμένος Κληρικὸς τὸν ὁποῖο εἶχε συναντήσει καὶ ἔφυγε διακηρύσσοντας παντοῦ τὴ θαυμαστὴ ἐμφάνεια τοῦ Ὁσίου.
(Πηγή: «Όσιος Μελέτιος ο εν Υψενή», Ἱερά Μητρόπολις Ρόδου)
Θαύμα του Αγίου Μελετίου Ρόδου λίγες ημέρες πριν την Χάρη του
O Άγιος Μελέτιος ο εν Υψενή της Ρόδου αγιοποιήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2013 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου μα από πολύ νωρίτερα ήταν άγιος στην συνείδηση και την καρδιά των Λαρδιακών, των Ροδιτών και πολλών άλλων απ” όλον τον κόσμο.
Η παρουσία του ήταν πάντα ζωντανή στην ψυχή των πιστών και δεν είναι λίγες οι φορές που έγιναν θαυμαστά γεγονότα. Στις 12 Φεβρουαρίου 2014 εορτάστηκε η πρώτη επίσημη εορτή της μνήμης του και επέτρεψε να εμφανίσει την χάρη του μέσω ενός πιστού.
Λίγες ημέρες πριν την χάρη του αγίου κάποιος συμπολίτης μας που διέμενε στην Κω διαγνώστηκε με σοβαρό πρόβλημα καρδιάς και έπρεπε άμεσα να εγχειριστεί. Έτσι μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Αθήνας και η εγχείρηση θα γινόταν άμεσα για αντικατάσταση βαλβίδας. Μαζί του κρατούσε πάντα την εικονίτσα του Αγίου Μελετίου, την οποία του είχε δώσει η αδελφή του, κάτοικος Κοσκινού και συχνή επισκέπτης της Ιεράς Μονής Υψενής. Χαρακτηριστική η πίστη του, σε προηγούμενο χειρουργείο ζήτησε να την έχει μαζί του κατά τη διάρκεια της εγχείρησης.
Το ένα βράδυ λοιπόν,δυο τρεις ημέρες πριν την χάρη του την προηγούμενη εβδομάδα κοιμόταν στο νοσοκομείο και τον ξύπνησε ένας συνεχής χτύπος κάτω από το μαξιλάρι του. Χτυπούσε σαν καρδιά. Εκείνος αναρωτήθηκε, σήκωσε το μαξιλάρι του και εκεί υπάρχει μόνο το εικονάκι του Αγίου Μελετίου. Φώναξε αμέσως την νοσοκόμα και την ρώτησε: – Το ακούς; Ναι αποκρίθηκε η νοσοκόμα. – Και τι είναι; – Μόνο η εικόνα του Αγίου υπάρχει.
Σήκωσαν μαξιλάρια, σεντόνια, κρεβάτι… Μόνο η εικόνα του Αγίου ήταν εκεί και ακουγόταν να χτυπάει σαν καρδιά.. Εκείνος πίστεψε αμέσως ότι ήταν κάτι θαυμαστό μα δεν έδωσε συνέχεια. Στην επόμενη εξέταση από τους γιατρούς του, ο συγκεκριμένος κύριος ενώ ετοιμαζόταν για μια σοβαρή εγχείρηση, διαγνώστηκε υγιής. Οι γιατροί δεν πίστευαν στα μάτια τους, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πως έγινε αυτό και ο κύριος από την Κω πήρε εξιτήριο.
Αμέσως η αδελφή του κι εκείνος ειδοποίησαν την Μονή της Υψενής και την αδελφότητα για το θαύμα του Αγίου που επέτρεψε να γίνει πριν την χάρη του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το γεγονός αυτό το γνωρίζουμε πριν από την Εορτή μνήμης του Αγίου, όμως επιλέχθηκε να μην δημοσιευθεί για όσους θα κατηγορούσαν κακοπροαίρετα και με ευκολία την Μονή για ψευδή γεγονότα ενόψει της Αγιοποίησης . Το θαύμα για να γίνει πιστευτό δε θέλει ημερομηνία αλλά την καλή θέληση και πίστη του καθενός.
(Πηγή: «Θαύμα του Αγίου Μελετίου Ρόδου λίγες ημέρες πριν την Χάρη του», rodos report)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν φωστῆρα τῆς Λάρδου, Ῥοδονήσου τὸ καύχημα, καὶ τῆς Ὑψενῆς τοῦ σεμνείου, θεοφόρον δομήτορα, Μελέτιον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς σκεῦος οὐρανίων ἀρετῶν• πρυτανεύει γὰρ θαυμάτων τὰς δωρεάς, τοῖς πόθῳ ἀναβοῶσι• Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
῾Ως βιοτῆς ἀσκητικῆς ῥόδον μυρίπνοον, καὶ ἀρετῶν θεοειδῶν σκεῦος πολύτιμον, εὐφημοῦμέν σε Μελέτιε γηθοσύνως. Ἀλλ᾿ ὡς ἔχων παῤῥησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἐκ παντοίων συμφορῶν ἡμᾶς διάσωσον, τοὺς βοῶντάς σοι• Χαίροις Πάτερ ἰσάγγελε.
Κάθισμα Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Νεκρώσας τὸ φρόνημα, ἀσκητικῶς τῆς σαρκός, ἐκτήσω ἀκέραιον, τὸ ὀπτικὸν τῆς ψυχῆς, θεόφρον Μελέτιε. Ὅθεν νῦν τοῦ Δεσπότου, κατοπτεύων τὴν δόξαν, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων, τῶν πιστῶς σε τιμώντων, καὶ ὕμνοις ἐκτελούντων τὴν σήν, ἁγίαν πανήγυριν.
Ὁ Οἶκος
῎Ανθρωπος ἀγγελόφρων, ἐπὶ γῆς ἀνεφάνης, τὸν βίον τῶν Ἀγγέλων ζηλώσας• διὸ ἀγγελικαῖς ὁμιλῶν, χοροστασίαις νῦν Πάτερ Μελέτιε, τὸν Κύριον ἱκέτευε, ὑπὲρ τῶν πόθῳ σοι βοώντων
Χαῖρε, τὸ κρῖνον τῆς ἡσυχίας
χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, τὸ τῆς Λάρδου οὐράνιον βλάστημα
χαῖρε, τὸ τῆς Ῥόδου περίβλεπτον καύχημα.
Χαῖρε, τίμιον παράδειγμα μοναζόντων εὐσεβῶν
χαῖρε, ἅγιον ὑπόδειγμα πρεσβυτέρων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, ὅσιος κτίτωρ Ὑψενῆς τοῦ σεμνείου
χαῖρε, ἔνθεος κῆρυξ οὐρανόφρονος βίου.
Χαῖρε, χαρίτων σκεῦος πολύτιμον
χαῖρε, θαυμάτων κρήνη θεόβρυτος.
Χαῖρε, πιστῶν μυστικὴ δᾳδουχία
χαῖρε, ἡμῶν κραταιὰ προστασία.
Χαίροις, Πάτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ ζωῆς ἁγίας, ὁ θεόπνους ὑφηγητής• χαίροις Θεοτόκου, ὁ γνήσιος θεράπων, Μελέτιε θεόφρον, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Πηγή: Ἱερά Μητρόπολις Ρόδου, Οι Άγγελοι του Φωτός, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Κάποιος ιερέας που λεγόταν Σαπρίκιος είχε στενό φίλο του τον μακάριο Νικηφόρο που ήταν λαϊκός. Τόση αγάπη είχαν μεταξύ τους, ώστε ο ένας νόμιζε ότι ζει στην ψυχή του άλλου. Από φθόνο όμως του εχθρού συνέβη κάτι που διέλυσε όλη εκείνη τη φιλία και τους έφερε σε φανερή έχθρα. Και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε ο ένας δεν μπορούσε να δει στα μάτια του τον άλλον, αλλά όταν τον συναντούσε, γύριζε το πρόσωπο και σιχαινόταν ακόμη και να τον κοιτάξει. Γιατί συνήθως οι μεγάλες φιλίες, όταν μετατραπούν σε έχθρα, εκδηλώνουν εξίσου μεγάλο μίσος.
Ωστόσο ο μακάριος Νικηφόρος, η καλοκάγαθη και πονετική αυτή ψυχή, γρήγορα συνήλθε από το πάθος, κατάλαβε ποιος ήταν ο αίτιος –ο εχθρός δηλαδή– και προσπαθούσε με θέρμη και προθυμία να επαναφέρει την αγάπη. Στην αρχή έβαλε κάποιους γνωστούς να μιλήσουν στον φίλο, ρίχνοντας στον εαυτό του το σφάλμα και παρακαλώντας θερμά να συγχωρηθεί. Εκείνος όμως ήταν αμετάπειστος και αμείλικτος και διόλου δεν έπαυε την έχθρα, και μάλιστα ενώ ήταν και ιερέας και λειτουργός και μαθητής του ειρηνικού και πράου και αμνησίκακου Χριστού, και μαζί με τα άλλα δίδασκε πάντοτε και για την αμνησικακία το ποίμνιό του. Ο μειλίχιος Νικηφόρος πήγε τότε ο ίδιος σε κατάλληλο καιρό στον Σαπρίκιο, έπεσε στα πόδια του και με θερμά δάκρυα τον ικέτευε να αφήσει την έχθρα και να επανέλθει στην προηγούμενη φιλία. Ο Σαπρίκιος όμως, χωρίς να συγκινηθεί καθόλου ή να λιγοστέψει την οργή του, αν και αυτός ήταν που έφταιγε για την παρεξήγηση, τον έσπρωξε αμέσως και απομακρύνθηκε, δίχως να μιλήσει ή να χαιρετίσει τον φίλο ή έστω να τον κοιτάξει.
* * *
Ενώ λοιπόν τέτοια ήταν η μεταξύ τους κατάσταση, ο ένας να προσπαθεί με κάθε τρόπο να επαναφέρει την προηγούμενη φιλία, και ο άλλος να μην παύει το μίσος, ξεσηκώθηκε πάλι διωγμός κατά των χριστιανών. Καθώς δηλαδή έγινε βασιλιάς ο Ουαλεριανός, πρόσταξε, όσοι από τους χριστιανούς υπηκόους του δεν αρνούνται την ευσέβεια, να υποβάλλονται σε φοβερές τιμωρίες και να θανατώνονται.
Όταν το πρόσταγμα αυτό έφτασε και στην πόλη όπου κατοικούσαν ο Νικηφόρος και ο Σαπρίκιος, ο δεύτερος συνελήφθη αμέσως, επειδή ήταν πιο επιφανής λόγω του αξιώματος της ιεροσύνης. Καθώς δικαζόταν από τον ηγεμόνα, πιεζόταν να αρνηθεί την ευσέβεια, αυτός όμως αντιστεκόταν γενναία και καθόλου δεν πειθόταν να προσχωρήσει στην ασέβεια. Ο ηγεμόνας, αφού έχασε κάθε ελπίδα πως θα τον πείσει, προχώρησε στα βασανιστήρια. Στην αρχή τον έβαλε σε έναν φοβερό κοχλία, ο οποίος, καθώς συρόταν και περιστρεφόταν με ειδικούς μηχανισμούς και τρόπους, έδινε σε όλους την εντύπωση ότι θα κάμψει την αντίσταση του Σαπρικίου ή, διαφορετικά, θα λιώσει και θα αφανίσει όλο του το σώμα και τελικά θα τον στερήσει με πολλή βιαιότητα από την παρούσα ζωή. Επειδή όμως αυτός άντεχε στο φοβερό εκείνο βασανιστήριο και διόλου δεν υποχωρούσε στην ομολογία του, ο διώκτης έχασε κάθε ελπίδα πως θα τον μεταβάλει και τον καταδίκασε σε θάνατο, προστάζοντας να εκτελεστεί με ξίφος. Τον πήραν λοιπόν και τον οδηγούσαν στον τόπο της εκτέλεσης.
* * *
Ο Νικηφόρος δεν έμεινε αδιάφορος σε αυτά, αλλά μαθαίνοντας ότι ο Σαπρίκιος βαδίζει τον τελευταίο του δρόμο, θεώρησε ότι αυτός ήταν ο πιο κατάλληλος καιρός για τη συμφιλίωση που ποθούσε. Παρουσιάστηκε λοιπόν ξαφνικά μπροστά του, έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε πολύ θερμά, τον ικέτευε να μην αφήσει τον φίλο του ασυγχώρητο, αλλά να του συγχωρήσει το σφάλμα. Και αυτός βέβαια έτσι τον ικέτευε και έβρεχε τα πόδια του με θερμά δάκρυα, ο άλλος όμως –τι άσπλαχνη και ανήμερη ψυχή!– ούτε γύρισε να κοιτάξει τον πεσμένο στα πόδια του φίλο, ούτε λύγισε από την τόση συντριβή και τα κλάματα. Αντίθετα, σφάλισε τα αυτιά του με το κερί της μνησικακίας και συνέχισε βιαστικά τον δρόμο του, θέλοντας να απομακρυνθεί γρήγορα από τις γεμάτες πόνο ικεσίες και εκκλήσεις του φίλου του.
Ο αξιοθαύμαστος όμως Νικηφόρος ούτε τότε δεν έχασε το θάρρος του, αλλά έκοψε δρόμο και τρέχοντας με όλη τη δύναμη των ποδιών του, τον συνάντησε και πάλι σε άλλο σημείο της πόλης λέγοντας τις ίδιες ή και πιο θερμές ικεσίες, όχι με τη γλώσσα και τα χείλη αλλά, θα λέγαμε, με την ίδια την ψυχή του, και με όλες του τις κινήσεις και τις εκφράσεις και με άφθονα δάκρυα εκλιπαρούσε για ευσπλαχνία. Ο άλλος ωστόσο έμεινε κουφός σε αυτά, ολόιδιος με την πέτρα· και έτσι εχθρικός και οργισμένος, σαν τρελός από τον θυμό, έφτασε στον τόπο της εκτέλεσης.
Οι δήμιοι άπλωναν πια το χέρι στο ξίφος, ο Σαπρίκιος θα έσκυβε σε λίγο τον λαιμό, τα στεφάνια ήταν επάνω από το κεφάλι του, ο ίδιος ήταν έτοιμος να μεταβεί στον Αγωνοθέτη Χριστό με πολλή δόξα. Μόλις όμως οι δήμιοι τον διέταξαν να γονατίσει για τον αποκεφαλισμό, αυτός, έχοντας την ψυχή γεμάτη με το φοβερό σκοτάδι της μνησικακίας, σαν να ξέχασε τα βραβεία που είχε κιόλας στα χέρια του, σαν να μην ήξερε πού βρίσκεται και σαν να έχασε τα λογικά του και να παραφρόνησε, ρώτησε γιατί θα τον θανατώσουν. «Γιατί περιφρόνησες τις βασιλικές διαταγές», του απάντησαν, «και δεν πείστηκες να θυσιάσεις στους θεούς». Τότε ο Σαπρίκιος –τι συμφορά! τι φοβερή πτώση λόγω μνησικακίας!– διακήρυξε ότι είναι και αυτός άπιστος, όπως οι φρουροί του, και μπροστά στα μάτια όλων αρνήθηκε χωρίς ντροπή την ευσέβεια.
* * *
Όταν το είδε αυτό ο ιερός Νικηφόρος, ένιωσε μεγαλύτερη οδύνη και ακόμη πιο θερμά εκλιπαρούσε τον Σαπρίκιο:
«Μη, αδελφέ και πατέρα, μη θελήσεις να προδώσεις τον Θεό, ο οποίος σε δημιούργησε και στον οποίο θα επιστρέψεις με τον θάνατο. Μην ατιμάσεις τους νόμους της ευσέβειας και μην αρνηθείς την ομολογία που έδωσες μπροστά στον Θεό και τους αγγέλους. Σεβάσου τα προηγούμενα μαρτύριά σου για τον Χριστό, τις φοβερές εκείνες περιστροφές του κοχλία, την πρωτοφανή κακοποίηση του σώματος. Τίμησε το μέγα αξίωμα της ιεροσύνης. Μη γίνεις κακό παράδειγμα για τους άλλους και υπόδειγμα ασέβειας. Μη, σε παρακαλώ εσένα τον φίλο, και γονατίζω και πέφτω στα πόδια σου· μη διαψεύσεις την ομολογία που έδωσες για την αγία Τριάδα. Τα βραβεία πια είναι σχεδόν στα χέρια σου, τα στεφάνια του μαρτυρίου επάνω από το κεφάλι σου.»
Αυτά έλεγε στον φίλο του και σπάραζε η ψυχή του. Επειδή όμως ο Σαπρίκιος κυριευόταν όλο και πιο πολύ από την παραφροσύνη και η καρδιά του, όμοια με του Φαραώ, σκληραινόταν περισσότερο και δεν μαλάκωνε από τα λόγια αυτά, προτίμησε να αποχωριστεί την ευσέβεια παρά να αποβάλει τη μνησικακία. Τότε ο ενάρετος Νικηφόρος, λιώνοντας από τον σφοδρό ζήλο για την ευσέβεια και για τον φίλο του και μην έχοντας τι άλλο να κάνει, πήρε τη θέση του στο μαρτύριο: έκανε την ίδια ομολογία, επιδίωκε τον ίδιο θάνατο, έσκυβε τον λαιμό, ζητούσε το ξίφος και με πολύ θάρρος όπλιζε εναντίον του τα χέρια των δημίων. Εκείνους ωστόσο τους συγκρατούσε για την ώρα το ότι ο ηγεμόνας δεν είχε ενημερωθεί ούτε τους είχε δώσει σχετική διαταγή. Μόλις όμως κάποιος από τους εκεί συγκεντρωμένους πήγε τρέχοντας και τα είπε αυτά στον ηγεμόνα, εκείνος μετέφερε την καταδικαστική απόφαση στον μάρτυρα. Και όταν οι δήμιοι παρέλαβαν το έγγραφο της καταδίκης, ο καλός Νικηφόρος θανατώθηκε με το ξίφος. Σε λίγη ώρα και με λίγον πόνο κέρδισε την ουράνια βασιλεία και αναδείχτηκε νικηφόρος στην πράξη μάλλον παρά στο όνομα.
* * *
Έτσι οι άθλοι, οι κόποι και οι κακοπάθειες του σώματος δεν μπορούν τόσο να μας φέρουν κοντά στον Θεό, όσο μπορούν η συμπόνια και η φιλανθρωπία της ψυχής και το κορυφαίο από όλα τα αγαθά, η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Και οι αρετές αυτές έχουν άριστα νομοθετηθεί για εμάς από τον ίδιο τον Κύριο και διδάσκαλό μας.
Στίχος
Τόν ἐκ παλαίου κλητικόν Νικηφόρον
Τμηθέντα γνώθι πρακτικόν Νικηφόρον.
Φασγάνω ἀμφ’ ἐνάτη, Νικηφόρε, δειροτομήθης.
Απολυτίκιον Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἀγάπη τοῦ Κτίσαντος, καταυγασθεῖς τήν ψυχήν, τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος, ἐκπληρωτῆς ἀκριβής, ἐμφρόνως γεγένησαι, ὅθεν καί τόν πλησίον, ὡς σαῦτον ἀγαπήσας, ἤθλησας Νικηφόρε, καί τόν ὄφιν καθεῖλες, ἐντεῦθεν ἐν ὁμονοία, ἠμᾶς διατήρησον.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Χορός Ἀγγελικός.
Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συνδεθείς Νικηφόρε, διέλυσας τρανῶς, τήν κακίαν τοῦ μίσους· καί ξίφει τήν κάραν σου, ἐκτμηθείς ἐχρημάτισας, Μάρτυς ἔνθεος, τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος· ὃν ἱκέτευε, ὑπέρ ἡμῶν τῶν ὑμνούντων, τήν ἔνδοξον μνήμην σου.
Κοντάκιον Ήχος γ΄. Η Παρθένος σήμερον.
Πτερωθεῖς ἀοίδιμε, τή τοῦ Κυρίου ἀγάπη, καί τόν τούτου ἔνδοξε, Σταυρόν ἔπ’ ὤμων βαστάσας, ἤσχυνας τοῦ διαβόλου τάς μεθοδείας, ἤθλησας μέχρι θανάτου καί ἀληθείας, διά τοῦτο ἀνεδείχθης, ὁπλίτης μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐντολῶν τοῦ Κυρίου ἐκπληρωτής, πεφηνὼς κατηλλάγης τῷ δυσμενεῖ, πρὸς σὲ τὴν διάνοιαν, τὴν αὐτοῦ Μάρτυς ἔχοντι, καὶ τὴν διὰ ξίφους, τελείωσιν εἴληφας, ἀντ' ἐκείνου Μάκαρ, Θεοῦ σε καλέσαντος· ὅθεν νικηφόρον, φερωνύμως δειχθέντα, αὐτὸς ἐστεφάνωσεν, ὡς Δεσπότης ἀξίως σε, Ἀθλοφόρε, ἀήττητε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὴν τοῦ Παύλου σαφῶς διδασκαλίαν ἐπόθησας, καὶ τοῖς στέρνοις τοῖς σοῖς Ἔνδοξε κατεφύτευσας, βοῶν· Ἡ ἀγάπη οὐκ ἀσχημονεῖ, αὕτη τὸν Κτίστην ἄνθρωπον τέλειον ἡμῖν ἐχαρίσατο, δι' ἀγάπην πάντα ὑπέμεινεν, ἥλους καὶ σταυρόν, ὄξος καὶ ἐμπτύσματα, λόγχῃ ἐπάγη πλευρὰν ἁγίαν, δι' ἧς ἀνέβλυσεν ἡμῖν αἷμα καὶ ὕδωρ θεουργόν, ὃν ποθήσας, ἐφάνης νικηφόρος, ὡς καὶ τῇ κλήσει, ὁπλίτης, μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον
Πλήρης ὧν ἀγάπης της πρός Θεόν, ἠγάπησας μάκαρ, τόν πλησίον ὡς σεαυτόν ὅθεν καί ἀθλήσας, τοῦ μίσους τόν ἐργάτην, καθεῖλες Νικηφόρε, Χριστῷ πειθόμενος.
Πηγή: (από το βιβλίο ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΜΒ’ - Μνησικακία, Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη, 2003, μετάφραση-επιμέλεια Χρισταφακόπουλος Δημήτρης) Κοινωνία Ορθοδοξίας
Η παραβολή του Ασώτου παρουσιάζει το Θεό σαν άνθρωπο, τον αληθινά φιλάνθρωπο και τους δύο γιούς, καθώς και τις δύο κατηγορίες των ανθρώπων, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Ο μικρός είπε· δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας. Η δικαιοσύνη είναι αρχική κατάσταση του ανθρώπου, γι’ αυτό κι ο μεγάλος δεν παρεκκλίνει· υστερογέννητο κακό η αμαρτία, γι’ αυτό και παρεκκλίνει ο μικρός, αυτός, δηλαδή που συναυξήθηκε με την αμαρτία που μπήκε στον κόσμο έπειτα. Και με άλλο νόημα λέγεται ο αμαρτωλός άνθρωπος «νεώτερος γιός», σαν νεωτεριστής κι αποστάτης στο πατρικό θέλημα.
«Πατέρα, δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας». Περιουσία του ανθρώπου είναι το λογικό, με επακολούθημα την αυτεξουσιότητα γιατί κάθε λογικό είναι αυτεξούσιο. Μας παραχωρεί ο Κύριος το λόγο, για να τον χρησιμοποιούμε κατά το θέλημά μας, σαν δικό μας κτήμα. Και τον παραχωρεί σ’ όλους εξίσου, γιατί όλοι είμαστε εξίσου λογικοί, εξίσου αυτεξούσιοι. Άλλοι όμως κάνουμε λογική χρήση της τιμητικής παραχώρησης κι άλλοι εξευτελίζουμε το θείο δώρο. Και όλα γενικά όσα μας έχει δώσει Θεός, ας τα θεωρήσουμε περιουσία μας, τον ουρανό, τη γη, την πλάση όλη, το νόμο, τους προφήτες. Αλλά ο μικρός γιός ενώ είδε τον ουρανό, και τον θεοποίησε, τη γη και την προσκύνησε, δεν θέλησε να πορευτεί στις γραμμές του νόμου, δολιεύτηκε τους λόγους των προφητών. Ο μεγαλύτερος όμως γιός τα χρησιμοποίησε όλα για τη δόξα του Θεού.
Στο ίδιο μέτρο τους τα παραχώρησε και τους άφησε να πορευτούν κατά το θέλημά τους· δεν υποχρεώνει κανένα που δεν θέλει να τον υπηρετεί. Αν ήθελε να μας υποχρεώσει, ούτε λογικούς θα μας δημιουργούσε ούτε αυτεξούσιους. Όλα αυτά ο μικρός τα σπατάλησε αμέσως. Και ο λόγος, η αποδημία του στα μακρινά. Όταν, δηλαδή, ο άνθρωπος απομακρυνθεί από το Θεό και θέσει τον εαυτό του πέρα από το θείο φόβο εξαντλεί όλα τα θεία δώρα. Όταν μένουμε κοντά στο Θεό, τίποτα τέτοιο δεν κάνουμε που οδηγεί στην απώλεια κατά το λόγο «απ’ την αρχή έβλεπα τον Κύριο δίπλα μου, στα δεξιά μου παντοτινά για να μην ταραχτώ». Όταν όμως απομακρυνθούμε απ’ αυτόν κι αποστρατήσουμε από το θέλημά του, πράττουμε και πάσχουμε τα χειρότερα, πάλι κατά το λόγο «όσοι απομακρύνονται από σένα θα χαθούν».
«Σκόρπισε» λοιπόν την περιουσία του κι ήταν φυσικό. Γιατί η αρετή έχει ένα όνομα και είναι κάτι απλό. Η κακία όμως είναι ποικίλη και προκαλεί πολλές πλάνες. Η ανδρεία, λόγου χάρη, έχει ένα όνομα και αναφέρεται στο πότε, πώς και σε ποιους πρέπει να λειτουργεί το θυμικό μας. Της κακίας, όμως είναι δύο τα είδη, η δειλία και η θρασύτητα. Βλέπεις ότι η λέξη διασπάται και χάνεται η ενότητα της αρετής; Και όταν εξάντλησε την περιουσία του και δεν περπατούσε πια ο άνθρωπος σύμφωνα με το λόγο, εννοώ τις διατάξεις του φυσικού νόμου, αλλά μήτε το γραπτό νόμο ακολουθούσε, μήτε τους προφήτες άκουε, πέφτει μεγάλη πείνα, όχι πείνα τροφών αλλά πείνα του λόγου του Κυρίου.
Και αρχίζει να στερείται, γιατί δεν φοβόταν τον Κύριο παρά ήταν μακριά του -επειδή για όσους φοβούνται τον Κύριο δεν υπάρχει στέρηση. Και πώς δεν υπάρχει στέρηση για όσους φοβούνται; Γιατί όποιος φοβάται τον Κύριο θα θέσει την ικανοποίησή του μέσα στον κύκλο των εντολών του. Γι’ αυτό και βασιλεύει στο σπίτι του τιμή και πλούτος και αντίθετα, σκορπίζει αυτός και μοιράζει στους φτωχούς· τόσο πολύ απέχει ο ίδιος από τη στέρηση. Αυτός λοιπόν που αποδήμησε μακριά από το Θεό και δεν έχει μπροστά στα μάτια του το φοβερό του πρόσωπο, στερείται κατά φυσικό λόγο, αφού καμιά θεϊκή καταβολή δεν ενεργεί μέσα του. Και αφού πήγε, δηλαδή αφού προόδευσε και πρόκοψε στην κακία, έγινε, μισθωτός, σ’ ένα πολίτη της χώρας εκείνης. Ο μισθωτός του Κυρίου γίνεται ένα πνεύμα μαζί του· ο μισθωτός της πορνικής φύσεως των δαιμόνων γίνεται ένα σώμα μ’ αυτούς, όλος σάρκα, χωρίς να γίνεται μέσα του καμιά εισχώρηση του πνεύματος, όπως στους ανθρώπους πριν από τον κατακλυσμό. Γιατί όπως νά ‘ναι πολίτες της χώρας που απέχει από το Θεό είναι οι δαίμονες. Και αυτός, αφού πρόκοψε και έγινε δυνατός στην κακία, βόσκει χοίρους, γίνεται δηλαδή και στους άλλους δάσκαλος της κακίας και των βρώμικων πράξεων. Γιατί όλοι που δοκιμάζουν ευχαρίστηση με την ακαθαρσία των αισχρών πράξεων και των υλικών παθών είναι χοίροι. Γιατί του χοίρου τα μάτια ποτέ δεν μπορούν να κοιτάξουν προς τα επάνω, επειδή έχουν μια αλλόκοτη διάπλαση. Γι’ αυτό και οι χοιροβοσκοί, όταν δεν μπορούν να σταματήσουν τις κραυγές του χοίρου που κρατούν, τον γυρίζουν ανάσκελα και τον κάνουν έτσι να μετριάζει τις κραυγές του. Γιατί αυτός ξαφνιάζεται και σωπαίνει βλέποντας ψηλά και πράγματα που δεν είδε ποτέ. Τέτοια είναι τα μάτια όσων τρέφονται με τα αισχρά, ποτέ δεν βλέπουν ψηλά. Χοίρους λοιπόν βόσκει όποιος νικά πολλούς στην αισχρότητα, όπως οι πορνοβοσκοί, οι αρχιληστές, οι αρχιτελώνες. Όλοι αυτοί βόσκουν χοίρους. Και επιθυμεί τούτος ο αξιοθρήνητος να χορτάσει από αμαρτία και κανένας δεν του δίνει το χορτασμό της.
Κανένας δεν χορταίνει την αισχρότητα, όποιος εξοικειώθηκε μαζί της. Μήπως και η ηδονή μένει; Ή την ίδια στιγμή που τη νιώθει κανένας περνά, και βρίσκεται ο αξιοθρήνητος με άδεια χέρια; Με χαρούπια παρομοιάζεται η αμαρτία, που έχει γλυκύτητα και σκληράδα· η ευχαρίστησή της προσωρινή, ενώ η τιμωρία της αιώνια. Κανένας λοιπόν δεν δίνει χορτασμό από τις αισχρότητες σ’ όποιον εντρυφά μέσα σ’ αυτές. Γιατί ποιός θα του δώσει τον κορεσμό και θα παύσει την πείνα του; Ο Θεός; Μα δεν είναι κοντά, γιατί βρίσκεται σε μακρινή αποδημία από το Θεό αυτός που τρώει τα χαρούπια. Μήπως οι δαίμονες; Πώς όμως, αφού αυτοί επιδιώκουν περισσότερο να μη γίνει ποτέ σταμάτημα της κακίας και χορτασμός της;
«Κι αφού ήρθε στον εαυτό του· είπε· πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου πετούν τα τρόφιμά τους κι εγώ πεθαίνω της πείνας…» Ήρθε στον εαυτό του ο ως τότε άσωτος. Ώσπου έπραττε τις αισχρότητες ήταν έξω από τον εαυτό του, λέγεται ότι κατασπατάλησε την περιουσία του, και είναι φυσικό. Γι’ αυτό είναι έξω από τον εαυτό του. Γιατί αυτός που δεν καθοδηγείται από το λόγο αλλά ζει σαν άλογος και γίνεται οδηγός της αλογίας των άλλων, είναι έξω από τον εαυτό του και δεν μένει πάνω στην ουσία του, το λόγο. Και όταν αναλογιστεί ποιός ήταν και σε ποιά αθλιότητα κατάντησε, τότε έρχεται στον εαυτό του με τον αναλογισμό και τη μετάνοια από την περιπλάνησή του.
Μισθωτούς πάλι εννοεί τους κατηχουμένους που δεν έφτασαν ακόμα να γίνουνε γιοί, επειδή ακόμα δεν φωτίστηκαν. Όμως οι κατηχούμενοι έχουν περισσεύματα από λογικές τροφές, ακούοντας τα αναγνώσματα καθημερινά. Άκουσε τα εξής για να μάθεις τη διαφορά γιου και μισθωτού. Εκείνων που σώζονται οι κατηγορίες είναι τρεις. Οι πρώτοι ασκούν την αρετή, επειδή φοβούνται την τιμωρία. Για τούτο κάνει υπαινιγμό κι ο Δαυίδ λέγοντας· «καθήλωσε με το φόβο σου τη σάρκα μου· με παραλύει της τιμωρίας σου ο φόβος». Οι δεύτεροι φαίνονται ότι είναι μισθωτοί, επειδή τρέχουν να ευαρεστήσουν το Θεό από επιθυμία της αμοιβής. «Πίεσα τον εαυτό μου να εκτελέσω το θέλημά σου για την αιώνια ανταμοιβή μου». Όσοι όμως είναι γιοί εκτελούν τις εντολές του από αγάπη προς το Θεό καθώς πάλι ο ίδιος ο Δαυίδ λέει· «Πόσο Κύριε, αγάπησα το νόμο σου· όλη την ημέρα είναι το μελέτημά μου». Και πάλι· «Άπλωσα τα χέρια μου στις εντολές σου, που τις αγάπησα, και όχι που τις φοβήθηκα». Και πάλι· «Με γεμίζουν από θαυμασμό τα έργα σου, κι επειδή είναι θαυμαστά, γι’ αυτό τα ερεύνησε η ψυχή μου». Και δεν πρέπει να νομίζουμε ότι οι κατηχούμενοι μόνο λέγονται μισθωτοί αλλά και όσοι μέσα στην Εκκλησία δεν είναι πιο δοκιμασμένοι. Όταν λοιπόν κάποιος, που ήταν στην τάξη των γιών κι έπειτα αποκηρύχτηκε για τις αμαρτίες του, βλέπει ν’ απολαμβάνουν άλλοι τα δώρα του Θεού και να μετέχουν στα θεία μυστήρια και στον θείο άρτο, τότε είναι η ώρα γι’ αυτόν τον θλιβερό επίλογο.
Αλλά θα σηκωθώ, από την πτώση δηλαδή της αμαρτίας, και θα πάω στον Πατέρα μου και θα του πω Πατέρα, αμάρτησα μπροστά στον ουρανό, επειδή τον εγκατέλειψα και προτίμησα τη σιχαμερή ηδονή κι από την πατρίδα μου τον ουρανό πρόκρινα τη χώρα του λιμού. Αμαρτάνει απέναντι του χρυσού κατά κάποιο τρόπο όποιος προτιμά το μολύβι κι αμαρτάνει στον ουρανό, όποιος προτιμήσει τη γη. Αστοχεί πάντως από το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό. Σημείωσε ότι όταν έκανε την αμαρτία, δεν ένιωθε ότι βρισκόταν μπροστά στο Θεό, όταν όμως κάνει την εξομολόγησή του, αισθάνεται ότι έχει αμαρτήσει μπροστά του. Σηκώθηκε και ήρθε στον Πατέρα του. Δεν πρέπει μόνο να επιθυμούμε, ό,τι αρέσει στο Θεό αλλά και να το πράττουμε. Και καθώς είδες τη θερμή μετάνοια, κοίταξε και την ευσπλαχνία του Πατέρα του. Δεν περίμενε το γιό να έρθει κοντά του. Τρέχει και τον αγκαλιάζει. Έχοντας το πατρικό φίλτρο, αν και Θεός, με όλο του το είναι, ολόκληρο τον αγκαλιάζει, για να τον σφιχτοπεριπλέξει από παντού με τον εαυτό του, όπως έχει λεχθεί· «Και θα σε περιντύσει, η δόξα του Θεού». Και πρώτα, όταν ο γιός απομακρύνθηκε, ήταν καιρός ν’ απομακρυνθεί κι ο Πατέρας από το σφιχταγκάλιασμα. Όταν τον πλησίασε με την προσευχή και την επιστροφή του, ήρθε η ώρα να τον αγκαλιάσει. Πέφτει λοιπόν στον τράχηλό του, δείχνοντας στον παλαιό αποστάτη να γίνει υπάκουος. Και για να επιβεβαιώσει τη συμφιλίωση τον καταφιλεί, εξαγνίζοντας πρώτα το στόμα του ακάθαρτου, καθώς το πρόθυρο του σπιτιού κι έπειτα προχωρεί τον εξαγνισμό και στον εσωτερικό του κόσμο.
«Και είπε στους δούλους του ο Πατέρας. Φέρτε την πρώτη στολή του και ντύστε τον και βάλτε του δαχτυλίδι στο χέρι και στα πόδια του παπούτσια. Φέρτε και το μοσχάρι το σιτευτό και θυσιάστε το κι ας φάμε κι ας ευχαριστηθούμε, γιατί αυτός ο γιός μου ήταν νεκρός και ξαναέζησε και είχε χαθεί και βρέθηκε. Κι άρχισαν να διασκεδάζουν». Δούλους μπορείς να θεωρήσεις τους αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα που αποστέλλονται στη διακονία της σωτηρίας των άξιων. Γιατί αυτοί στολίζουν όποιον επιστρέφει από την κακία με την πρώτη στολή, που φορούσαμε πριν αμαρτήσουμε, το ρούχο της αφθαρσίας ή την πολυτιμότερη απ’ όλες τις άλλες, που είναι η στολή του βαπτίσματος. Γιατί αυτήν πρώτη φορώ κι αυτή μου σκεπάζει την ασκήμια μου. Ή τους αγγέλους λοιπόν μπορείς να θεωρήσεις δούλους, που διακονούν σ’ όσα εμείς τελούμε και μ’ όσα παίρνουμε τον αγιασμό. Μπορείς να θεωρήσεις και τους ιερείς, που και με το βάπτισμα και με την διδασκαλία ντύνουν εκείνον που επιστρέφει και το Χριστό μας φορούν σαν πρώτη στολή – όσοι βαπτιστήκαμε στ’ όνομα του Χριστού, το Χριστό ντυθήκαμε. Μας δίνουν έπειτα δαχτυλίδι στο χέρι, τη σφραγίδα του χριστιανισμού, που με τα έργα μας πήραμε, γιατί το χέρι είναι της πράξης σύμβολο και της σφραγίδας το δαχτυλίδι. Όποιος λοιπόν βαπτίζεται και καθένας που επιστρέφει από την κακία οφείλει να έχει πάνω στο χέρι του, δηλαδή πρακτική δύναμη τη σφραγίδα και το γνώρισμα του Χριστιανού, για να μπορεί να δείχνει ότι κατά την εικόνα του πλάστη του ανανεώθηκε. Μπορείς κι αλλιώς να θεωρήσεις το δαχτυλίδι, σαν αρραβώνα του Πνεύματος, ότι ο Θεός δίνει τα πιο τέλεια αγαθά, όταν είναι η ώρα τους. Αλλά τώρα σαν εγγύηση μας δίνει τα χαρίσματα εκείνα, σαν αρραβώνα των μελλοντικών, σε άλλους θαυματουργική ικανότητα, σε άλλους δύναμη διδασκαλίας, σε άλλους κάτι άλλο κι έπειτα απ’ αυτά ελπίζουμε θετικά και τα πιο τέλεια. «Υποδήματα στα πόδια του», για να προφυλάγονται από τους σκορπιούς, τα αμαρτήματα που θεωρούσαν μικρά και κρυφά, όπως είπε ο Δαυίδ αλλά θανατηφόρα και αυτά. Αλλά βέβαια κι από τα φίδια, τις αμαρτίες που πιστεύεται ότι βλάπτουν φανερά. Και με άλλο νόημα, δίδονται παπούτσια σ’ αυτόν που αξιώθηκε την πρώτη στολή, επειδή ο Θεός τον ετοιμάζει για το κήρυγμα και την ωφέλεια των άλλων. Ο χριστιανισμός είναι ωφέλεια του διπλανού του.
Δεν είναι άγνωστο ποιό είναι το μοσχάρι το σιτευτό, που θυσιάζεται και τρώγεται. Χωρίς αμφιβολία είναι ο αληθινός γιός του Θεού, αφού έγινε άνθρωπος κι έλαβε σάρκα που είναι άλογη και κτηνώδης, μ’ όλο που την έχει γεμίσει με τις δικές τους ιδιότητες. Απ’ αυτή την άποψη θεωρείται μοσχάρι, άπειρος από το ζυγό της αμαρτίας και σιτευτό, επειδή είχε από την αρχή του κόσμου οριστεί γι’ αυτό το μυστήριο. Και θα φανεί ίσως ακόμα πιο παράδοξο αυτό που θα πω αλλά θα το πω. Ο άρτος της κοινωνίας, επειδή κατά το φαινόμενο αποτελείται από σιτάρι, μπορεί να λεχθεί σιτευτός. Κατ’ άλλο νόημά του όμως επειδή είναι σάρκα θα μπορούσε να λεχθεί μοσχάρι. Οπότε μόσχος και σιτευτός είναι το ίδιο. Καθένας λοιπόν που βαπτίζεται και γίνεται γιός του Θεού ή καλύτερα αποκαθίσταται στη θέση του γιού και γενικά καθένας που καθαρίζεται από την αμαρτία κοινωνεί αυτό το σιτευτό μοσχάρι και γίνεται αιτία χαράς και στον Πατέρα και στους δούλους του, αγγέλους και ιερείς, επειδή επέστρεψε από το θάνατο στη ζωή και από την απώλεια βρέθηκε. Όσο βρισκόταν μέσα στη κακία, ήταν νεκρός, δεν υπήρχε γι’ αυτόν ελπίδα. Όσον είχε ανθρώπινη φύση τη μεταβλητή, που μπορεί από την κακία να μεταπέσει στην αρετή, λέγεται ότι είχε χαθεί. Αυτή είναι μετριότερη έκφραση από την πρώτη.
Γιατί είπε την παραβολή ο Κύριος;
Ο μεγάλος γιός ήταν στο χωράφι. Στο γυρισμό καθώς πλησιάζοντας στο σπίτι άκουσε τραγούδια και χορούς, κάλεσε κάποιο παιδί από τους υπηρέτες και ρωτούσε τί γινόταν. Κι αυτό του είπε ότι γύρισε ο αδελφός σου κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, επειδή του ήρθε γερός. Θύμωσε και δεν ήθελε να μπει. Βγήκε ο Πατέρας και τον παρακαλούσε κι εκείνος του είπε· Σκέψου πόσα χρόνια σε υπηρετώ χωρίς ποτέ να παρακούσω το λόγο σου και ποτέ δεν μου έδωσες ένα ερίφι να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε τούτος εδώ ο γιός του, που σπατάλησε τη περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξαν το μοσχάρι το σιτευτό. Και του είπε· Παιδί μου, συ είσαι πάντα μαζί μου κι όλα τα δικά μου είναι δικά σου· έπρεπε όμως να διασκεδάσεις και να χαρείς, γιατί ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ξανάζησε κι είχε χαθεί και βρέθηκε». Εδώ είναι πολυθρύλητο ζήτημα. Πώς παρουσιάζεται φθονερός ο γιός ο ενάρετος στα άλλα κι υπάκουος στον πατέρα του;
Τούτο θα βρει τη λύση του, αν κανένας αναλογιστεί, γιατί λέχθηκε η παραβολή. Χωρίς αμφιβολία, επειδή οι καθαροί κι αυτοδικαιολόγητοι Φαρισαίοι διαμαρτύρονται, που ο Χριστός δεχόταν τις πόρνες και τους τελώνες. Γι’ αυτό η παραβολή αυτή μπήκε στη σειρά των προηγουμένων της. Λέχθηκε λοιπόν, γιατί οι Φαρισαίοι γόγγυζαν, επειδή ήσαν, όπως νόμιζαν, πιο δίκαιοι από τους τελώνες. Πρόσεξε ότι το πρόσωπο του γιού, που φαίνεται ότι γογγύζει, αντιπροσωπεύει όλους εκείνους που σκανδαλίζονται για τη γενική ευτυχία και σωτηρία των αμαρτωλών. Τούτο όμως δεν είναι φθόνος αλλά ξεχείλισμα της φιλανθρωπίας του Θεού, που δεν γνωρίζουμε το λόγο της και γι’ αυτό γεννά το γογγυσμό. Μήπως κι ο Δαυίδ δεν παρουσιάζει κάποιον που σκανδαλίζεται για την ειρήνη των αμαρτωλών; Το ίδιο και ο Ιερεμίας λέει· «Γιατί προχωρεί ο δρόμος των ασεβών; Σαν φυτά τους φύτεψες και έκαναν ρίζες». Αυτά όλα είναι σημάδια της αδύνατης και φτωχής διάνοιας των ανθρώπων, που ανάβει κι απορεί για την ανάξια τάχα ευτυχία των πονηρών. Με την παραβολή αυτή ο Κύριος μιλάει κάπως έτσι στους Φαρισαίους. Ας είναι. Σεις είστε δίκαιοι κατά το παράδειγμα του γιού εκείνου κι αρεστοί στον Πατέρα. Σας παρακαλώ, εσάς τους δίκαιους και καθαρούς, να μη γογγύζετε για τη χαρά που κάνουμε για τη σωτηρία του αμαρτωλού, γιατί κι αυτός είναι γιός. Δεν εμφανίζεται λοιπόν εδώ φθόνος, αλλά διορθώνει ο Κύριος το φρόνημα των Φαρισαίων με την παραβολή, ώστε αν αυτοί είναι δίκαιοι κι έχουν εκτελέσει κάθε εντολή του Θεού, να μη θυμώνουν για το δέξιμο των αμαρτωλών. Και δεν είναι παράδοξο αν θυμώνουμε για όσα νομίζουμε πως γίνονται ανάξια. Είναι τόση η φιλανθρωπία του Θεού και τόσο άφθονα μας μεταδίδει τ’ αγαθά του, ώστε μπορεί απ’ αυτό να γεννηθεί γογγυσμός. Τούτο το λέμε στις καθημερινές συναναστροφές. Πολλές φορές, ευεργετούμε κάποιον κι όταν μας δείχνει αχαριστία του λέμε ότι με κατηγορούν όλοι γιατί σου έκανα τόσες ευεργεσίες. Μπορεί να μη μας κατηγόρησε κανένας αλλά πλάθουμε το περιστατικό, επειδή θέλουμε να παρουσιάσουμε το μέγεθος της φιλανθρωπίας.
Αυτός είναι αποκλειστικά ο σκοπός της παραβολής. Αφορά τους Φαρισαίους που γόγγυζαν για τους αμαρτωλούς που δεχόταν ο Κύριος και διδάσκει αν είμαστε δίκαιοι, να μην αποδιώκουμε τους αμαρτωλούς μήτε να γογγύζουμε, όταν τους δέχεται ο Θεός. Μικρός γιός οι πόρνες κι οι τελώνες· ο μεγαλύτερος, οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς που θεωρούνταν καθ’ υπόθεση δίκαιοι, σαν να λέει ο Θεός: «Ας υποθέσουμε ότι σεις είστε αληθινά δίκαιοι και δεν έχετε παραβιάσει καμιά εντολή μου· δεν πρέπει λοιπόν να δέχεστε όσους επιστρέφουν από την αμαρτία;». Αυτού του είδους τους γογγυστές διδάσκει με την παραβολή. Το μόνο αληθινό είναι ότι ο μεγάλος γιός αντιπροσωπεύει τους δίκαιους και ο μικρός όσους αμαρτάνουν και επιστρέφουν.
Η οικονομία ολόκληρη της παραβολής έγινε για τους Φαρισαίους· τους διδάσκει ο Κύριος να μη δυστροπούν για το δέξιμο των αμαρτωλών κι ας ήσαν αυτοί δίκαιοι. Κανένας λοιπόν ας μη δυστροπεί με τις αποφάσεις του Θεού αλλά ας ανέχεται να ευτυχούν και να σώζονται όσοι θεωρούνται αμαρτωλοί. Πώς ξέρεις εσύ αν δεν μετανόησε κάποιος, που εσύ νομίζεις αμαρτωλό, και γι’ αυτό έγινε δεκτός; Και πού γνωρίζεις αν έχει αρετές αφανέρωτες, που για χάρη τους τον βλέπει ο Θεός με αγάπη;
Πηγή: (ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Τρίκκης καί Σταγῶν Διονυσίου, “Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, Τόμ. Β΄, Αθήναι 1969, σελ. 130-141) Η Άλλη Όψις
Τὸ γεγονὸς τῆς Ὑπαπαντῆς, ποὺ ἐξιστορεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ β’ κεφάλαιο τὸ Εὐαγγελίου του, συνέβη σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, ἂν τὸ πρῶτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας ἦταν ἀγόρι, ἀφιερωνόταν στὸν Θεὸ καὶ συγχρόνως προσφερόταν γιὰ θυσία ἕνας ἀμνὸς ἢ ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἢ δυὸ μικρὰ περιστέρια. Τὸ γράμμα τῶν ἐντολῶν αὐτῶν πληροῦντες ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Παρθένος Μαρία, ἀνῆλθαν τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, γιὰ νὰ προσφέρουν τὸν Ἰησοῦ στὸν Θεὸ καὶ νὰ δώσουν τὴν θυσία περὶ καθαρισμοῦ. Τὸ ζευγάρι ὑποδέχθηκε στὸ ναὸ ὁ ὑπερήλικας Προφήτης Συμεών, ὁ ὁποῖος δέχθηκε τὸν Ἰησοῦ στὴν ἀγκαλιά του φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἔχοντας λάβει ἀποκάλυψη ἀπὸ Αὐτὸ ὅτι δὲν θὰ ἀπέθνησκε πρωτοῦ δεῖ Ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἔχρισε Βασιλέα καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου.
(Πηγή: Μέγας Συναξαριστής)
* * *
Ὁμιλία στήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου,
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Του οσίου πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά, ομιλία 5, στην Υπαπαντή Του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού όπου γίνεται λόγος και περί σωφροσύνης και της αντίθετης με αυτήν κακίας.
Εκείνη την προγονική κατάρα και καταδίκη προ Χριστού την είχαμε όλοι κοινή και ίδια, εκχυμένη σε όλους από έναν προπάτορα, σαν να αναπτυσσόταν από τη ρίζα του γένους και να ήταν συνημμένη με τη φύσι. Ο καθένας επέσυρε από τον Θεό στην υπόστασί του με όσα έπραττε προσωπικώς ή την μομφή ή τον έπαινο, ενώ δεν μπορούσε να κάμη τίποτε απέναντι σ’ εκείνη την κοινή κατάρα και καταδίκη και απέναντι στον πονηρό κλήρο που κατεβαίνει από επάνω σ’ αυτόν και δι’ αυτού στους απογόνους του.
Άλλ’ ήλθε ο Χριστός ελευθερωτής της φύσεως, που μετέβαλε την κοινή κατάρα σε κοινή ευλογία˙ αφού ανέλαβε την ένοχη φύσι μας από την ακήρατη Παρθένο και την ήνωσε στην υπόστασί του, νέαν, χωρίς να έχη μετάσχει σε παλαιό σπέρμα, την κατέστησε αθώα και δικαιωμένη, ώστε και οι γεννώμενοι από αυτόν έπειτα κατά πνεύμα να μένουν όλοι έξω από την προγονική εκείνη κατάρα και καταδίκη. Τί λοιπόν; Δεν μεταδίδει τη χάρι του σε καθεμιά από τις υποστάσεις μας και δεν λαμβάνει ο καθένας μας άφεσι των πλημμελημάτων του από αυτόν, επειδή αυτός δεν ανέλαβε υπόστασι από εμάς, αλλά την φύσι μας, την οποία ανανέωσε ενωθείς με αυτήν κατά την ιδιαίτερη υπόστασί του; Πώς όμως θα ενεργούσε έτσι, αυτός που θέλει να σωθούν όλοι τελείως και κατήλθε κλίνοντας τους ουρανούς για χάρι όλων και, αφού δι΄ έργων και λόγων και παθημάτων του υπέδειξε κάθε δρόμο σωτηρίας, επανήλθε στους ουρανούς, ελκύοντας προς τα εκεί τους πιστούς τους; Επομένως για να παράσχη τελεία απολύτρωσι όχι μόνο στη φύσι την οποία έλαβε ο ίδιος από εμάς σε αδιάσπαστη ένωση, αλλά και στον καθένα από τους πιστεύοντας σ’ αυτόν; Τούτο λοιπόν έπραξε και δεν έπαυσε να πράττη, συνδιαλλάσσοντας τον καθένα μας δι’ εαυτού προς τον Πατέρα και επαναφέροντας τον καθένα στην υπακοή και θεραπεύοντας κάθε παρακοή.
Γι’ αυτό λοιπόν καθώρισε και θείο βάπτισμα κι’ έθεσε σωτηρίους νόμους, εκήρυξε μετάνοια σε όλους και μετέδωσε δεν μεταδίδει τη χάρι του σε καθεμιά από τις υποστάσεις μας από το σώμα και αίμα του. Διότι δεν είναι γενικώς η φύσις αλλά η υπόστασις του καθενός από τους πιστεύοντας που δέχεται το βάπτισμα και πολιτεύεται κατά τις θείες εντολές και γίνεται μέτοχος του θεουργού άρτου και του ποτηρίου. Δια των μέσων τούτων βέβαια ο Χριστός μας εδικαίωσε υποστατικώς και μας επανέφερε στην υπακοή του ουρανίου Πατρός˙ την ίδια δε τη φύσι που προσέλαβε από εμάς και ανανέωσε, την έδειξε αγιασμένη και διαιωμένη και σε όλα υπήκοο στον Πατέρα, δι’ εκείνων που έπραξε και έπαθε αυτός κατ’ αυτήν ενωμένος με αυτήν υποστατικώς. Ανάμεσα σε αυτά είναι και η εορταζομένη σήμερα από εμάς ανάβασις ή αναβίβασίς του στον παλαιό εκείνο ναό προς καθαρισμό, η προϋπάντησις από τον θεόληπτο Συμεών και η ευχαριστία της Άννας, η οποία παρέμενε στον ναό όλη τη ζωή της.1
Πραγματικά μετά την γέννησι του Σωτήρος από την Παρθένο και την κατά τον μωσαϊκό νόμο περιτομή την ογδόη ημέρα, όπως λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες του καθαρισμού αυτών κατά τον νόμο του Μωϋσέως, τον ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα για να τον παρουσιάσουν στον Κύριο». Περιτέμνεται κατά τον νόμο, ανεβάζεται κατά το γεγραμμένο, προσφέρεται θυσία κατά τα λεγόμενα στον νόμο Κυρίου. Βλέπετε ότι ο ποιητής και δεσπότης του νόμου γίνεται καθ’ όλα υπήκοος στον νόμο; Επιτελώντας τί με αυτά; Καθιστώντας καθ’ όλα υπήκοο την φύσι μας στον Πατέρα και θεραπεύοντας την κατ’ αυτήν παρακοή μας και μετατρέποντας την γι’ αυτήν κατάρα σ’ ευλογία. Όπως δηλαδή όλη η φύσις μας ήταν στον Αδάμ, έτσι και στον Χριστό˙ και όπως δια του από την γη Αδάμ όλοι όσοι ελάβαμε από εκείνον την ύπαρξι εστραφήκαμε προς την γη και καταρριφθήκαμε, φεύ, στον Άδη, έτσι δια του από τον ουρανό Αδάμ, κατά τον απόστολο, όλοι ανακληθήκαμε στον ουρανό και αξιωθήκαμε την εκεί δόξα και χάρι. Τώρα όμως αξιωθήκαμε μυστικώς, διότι, λέγει «η ζωή σας μαζί με τον Χριστό είναι στον Θεό όταν δε ο Χριστός φανερωθή κατά την δευτέρα επιφάνεια και παρουσία, τότε και σεις όλοι θα φανερωθήτε σε δόξα».2 Ποιοί «όλοι»; Όσοι υιοποιήθηκαν κατά τον Χριστό δια του Πνεύματος αποδείχθηκαν και δια των έργων πνευματικά τέκνα τούτου.
Όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες του καθαρισμού αυτών, τον ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα για να τον παρουσιάσουν στον Κύριο. Ποιών «αυτών»; Ο λόγος του νόμου είναι περί των γεννητόρων, καθώς επίσης και των γεννωμένων από την ένωσί τους, που έχουν ανάγκη καθάρσεως. Διότι και ο ψαλμωδός λέγει «συνελήφθηκα σε ανομίες και η μητέρα μου μ’ εκυοφόρησε σε αμαρτίες».3 Εδώ δε που δεν υπάρχουν γεννήτορες, αλλά ήταν μόνο μητέρα, και αυτή Παρθένος, που υπάρχει επίσης γέννησις παιδιού συλληφθέντος ασπόρως, οπωσδήποτε δεν υπήρχε χρεία καθαρισμού, άλλ’ ήταν έργο υπακοής και τούτο, που επανέφερε την παρακούσασα φύσι και απήλειφε την ευθύνη εξ αιτίας της παρακοής. Όταν λοιπόν συμπληρώθηκαν οι ημερες του καθαρισμού των, τον ανέβασαν για να τον παρουσιάσουν στον Κύριο, να τον αφιερώσουν, να καταστήσουν φανερό ότι είναι πρωτότοκος, όπως έχει γραφή στον νόμο του Κυρίου, ότι «κάθε αρσενικό παιδί που διανοίγει την μήτρα, θα αποκληθή αφιερωμένο στον Κύριο».4
Και όμως αυτός είναι ο μόνος που διάνοιξε μήτρα, αφού εκυοφορήθηκε χωρίς γεννετήσια ένωσι με μόνο το προσφώνημα και το μήνυμα του Θεού, που εδέχθηκε στις ακοές της η Παρθένος δι’ αγγέλου˙ πώς λοιπόν ο νόμος λέγει «κάθε αρσενικό παιδί που διανοίγει μήτρα»; Όπως πολλοί λέγονται προφήτες και πολλοί χρισμένοι, καθώς λέγει ο Θεός δια του ψαλμωδού, «μη εγγίζετε τους χρισμένους μου και μη κακοποιήτε τους προφήτες μου»,5 ενώ ένας είναι ο Χριστός και ένας μόνο ο Προφήτης αυτός, έτσι λέγεται ότι και κάθε πρωτότοκο διανοίγει μήτρα, άλλ’ ο αληθώς διανοίξας είναι αυτός ο μόνος άγιος του Ισραήλ. Λέγει δε ότι τον ανέβασαν για να δώσουν θυσία κατά το λεγόμενο στον νόμο του Κυρίου, ένα ζεύγος τρυγονιών ή δύο νεοσσούς περιστεριών». Το μεν ζεύγος των τρυγονιών λοιπών, δηλώνοντας την σωφροσύνη των γονέων, είχε κάποια σχέσι προς τους συνεζευγμένους κατά τον νόμο του γάμου, προεδήλωναν σαφώς την Παρθένο και τον γεννηθέντα από την Παρθένο αυτή που είναι έως το τέλος Παρθένος. Και πρόσεξε την ακρίβεια του νόμου. Πραγματικά για τα τρυγόνια είπε ζεύγος διότι υπαινίσσονται τους συνεζευγμένους σε γάμο, ενώ για τα περιστεράκια το απέφυγε τούτο˙ διότι άπειροι γάμου ήσαν και η μητέρα και ο υιός. Αλλά ο μεν νόμος, προμηνύοντας από παλαιά την παρθενική γέννησι, τέτοια χρησμοδοτεί και με τέτοια την προτυπώνει˙ τώρα δε που ωδηγήθηκε στον ναό ο ίδιος ο παραδόξως γεννηθείς, το άγιο Πνεύμα ετοίμασε άλλα τρυγόνια και άλλους νεοσσούς περιστεριών περισσότερο ταιριαστούς. Ποιούς λοιπόν; Τον Συμεών και την Άννα, τους οποίους είτε νεοσσούς περιστεριών τους ειπή κανείς, λόγω της τελείως νηπιακής διαθέσεως προς την κακία, είτε τρυγόνια για το άκρο ύψος της σωφροσύνης, σωστά αθ ειπή.
Αλλά ο μεν Συμεών, για να διέλθωμε σύντομα τα ευαγγελικά λόγια, δίκαιος και ευλαβής και προεμπνευσμένος από άγιο Πνεύμα, ήλθε στον ναό κινημένος και τώρα από αυτό, προϋπάντησε και ασπάσθηκε τούτο το ουράνιο και επίγειο βρέφος, προφέροντας σ’ αυτό ως Θεόν τον ύμνο και την ικεσία, παρακαλώντας ν’ απαλλαγή ειρηνικά από το σώμα και διακηρύσσοντας σε όλους ότι αυτό είναι το σωτήριο φως, ισχυριζόμενος δε ότι τούτο έχει τεθή σε πτώσι των απιστούντων και σε ανάστασι των πιστευόντων σ’ αυτό.
Έπειτα συνωμίλησε με την Παρθένο και Μητέρα του βρέφους, δεικνύοντας από την οδύνη για τον μελλοντικό σταυρό του παιδιού ότι θα φανερωθή κατά φύσι μητέρα του τώρα θεανθρώπου βρέφους και ό,τι αφού αποκαλύψη τους αμφιβόλους γι’ αυτό λογισμούς θα τους απαλείψη από τις καρδιές˙ διότι και ο Συμεών την γνησία μητέρα του αμφιβόλου παιδιού 6 προσδιώρισε από την σχετική με το πάθος οδύνη και από την γι’ αυτό το πάθος σφοδρά λύπη και συμπάθεια.
Η δε προφήτις Άννα, χήρα του Φανουήλ ηλικίας ογδόντα τεσσάρων ετών, επιδιδομένη σε νηστείες και δεήσεις και μη απομακρυνομένη καθόλου από τον ναό, καταληφθείσα τότε περισσότερο από θείο Πνεύμα ευχαρίστησε τον Θεό και ευαγγελίσθηκε ότι θα έλθη η λύτρωσις σ’ όσους την προσδέχονται, δεικνύοντας ότι αυτή είναι το βρέφος τούτο. Τέτοια λογικά τρυγόνια προέπεμψε το άγιο Πνεύμα προς προϋπάντησι του Χριστού, καθώς ανέβαινε στον ναό και μας έδειξε οποίοι πρέπει να είναι οι δεχόμενοι μέσα τους τον Χριστό, και οποίοι και οποίες πρέπει να είναι αυτές που έχασαν τους άνδρες των και αυτοί που έχασαν τις συζύγους των. Διότι η Άννα αυτή ήταν χήρα του Φανουήλ αλλά και προφήτις. Πώς; Διότι, αφού άφησε τις κοσμικές και βιωτικές φροντίδες, δεν εγκατέλειψε τον ναό˙ διότι είχε άμωμο τον βίο διημερεύοντας και διανυκτερεύοντας με νηστείες και αγρυπνίες, με προσευχές και ψαλμωδίες. Γι’ αυτό και η γυναίκα αυτή τον Κύριο, που ελάτρευε με έργα, ευλόγως τον ανεγνώρισε όταν ήλθε, όπως λέγει προς αυτόν ο ψαλμωδός προφήτης, «θα ψάλω και θα προσέξω στην τελεία οδό, πότε θα έλθης προς εμένα».7
Τέτοιες και τέτοιοι πρέπει να είναι όσοι από τον γάμο δια της έντιμης χηρείας αποφασίζουν να προσέλθουν προς τον παρθενικό βίο ή στην συμβίωσι. Εάν λοιπόν καταφρονήσης τελείως την δευτέρα συζυγία ως χαμερπή, κράτησε σταθερά την πρόθεσί σου, βάδιζε στα ίχνη των από την αρχή έως το τέλος αγάμων. Κάποτε είχε και ο Πέτρος πεθερά, αλλά δεν υστέρησε του παρθένου Ιωάννου, όταν έτρεξε προς το ζωαρχικό μνήμα˙ σε μερικά σημεία μάλιστα και υπερτέρησε, γι’ αυτό και από τον κοινό δεσπότη κατέστη κορυφαίος των κορυφαίων. Προς τόσο ύψος αναβιβάζει ο πόθος που μεταφέρεται από την σάρκα προς το πνεύμα.
Εσύ δε πρόσεχε, μη τυχόν από μεν την συζυγία απόσχης ως πάνδημη, την δε αγαμία δεν επιτύχης ως δυσέφικτη, οπότε θα εκτραπής και χωρίς να το καταλάβης θα καταπέσης, διότι θ’ ακολουθής όχι τα κατά νόμο ούτε τα υπέρ νόμο, αλλά τα παρά νόμο. Αν εμείς τους ευρισκομένους σε χηρεία, εφ’ όσον δεν σωφρονούν, τους θεωρούμε κατακρίτους, ενώ, και αν συνέλθουν νομίμως σε δεύτερο γάμο, δεν τους θεωρούμε εντελώς αμέμπτους (ο Παύλος έλεγε ότι αθέτησαν την πρώτη πίστι), πόσο μεγαλυτέρας καταδίκης άξιοι είναι εκείνοι που, ενώ συζούν με γυναίκες, δεν απέχουν της πορνείας; Πορνεία, η οποία επέφερε τον παγκόσμιο εκείνο κατακλυσμό σε αυτούς που ωνομάσθηκαν αρχικώς υιοί Θεού και προεκάλεσε τον από τον ουρανό εμπρησμό στους Σοδομίτες και έφερε στους Ισραηλίτες την ήττα από τους Μωαβίτες και τον πολυάνθρωπο εκείνο φόνο, τώρα δε, νομίζω, φέρει σ’ εμάς τις από τα αλλόφυλα έθνη ήττες και τις πολυειδείς από μέσα και έξω κακώσεις και συμφορές; Υιούς δε Θεού εκάλεσε η Γραφή πρώτους τους απογόνους του Ενώς, ο οποίος πρώτος ήλπισε ότι θα καλήται με το όνομα του Κυρίου.8 Ήταν δε αυτός υιός του Σήθ, του οποίου το γένος ήταν διαφορετικό από το καταραμένο γένος του Κάϊν και εζούσε σωφρόνως. Εξ αιτίας αυτών εστεκόταν ακόμη τότε ο κόσμος, έως ότου κατά το γεγραμμένο είδαν ότι οι θυγατέρες των ανθρώπων, δηλαδή οι κόρες από την γενεά του Κάϊν, ήσαν ωραίες και γοητευμένοι από την πορνική ομορφιά τους επήραν όσες εδιάλεξαν από όλες αυτές και έμαθαν τα έργα τους. Τότε αυξήθηκε η κακία επάνω στη γη, ήλθε ο κατακλυσμός και τους εξαφάνισε όλους˙ και αν τότε δεν ευρίσκονταν επάνω στη γη σώφρονες, ο Νώε και οι υιοί του Νώε (τούτο δε φανερώνεται από το γεγονός ότι ο καθένας ήταν σύζυγος μιας γυναικός με την οποία εισήλθε στην κιβωτό), δεν θα υπολειπόταν καμμιά ρίζα και αρχή για τη γένεσι δευτέρου κόσμου.
Βλέπετε ότι εξ αιτίας των πορνευόντων θα καταστρεφόταν παλαιά ο κόσμος αυτός, αν δεν διατηρείτο από τους σωφρονούντας; Αυτοί δε που δεν είναι άξιοι ούτε του παρόντος κόσμου, αφού τον μεταβάλλουν σε ακοσμία, πώς δεν θα εξωσθούν και από τον μέλλοντα αιώνα, παραδιδόμενοι στο πυρ της γεέννης, διότι δεν άνθεξαν στο πύρ των σαρκικών ηδονών, αν δεν σπεύσουν τώρα να το αποσβέσουν δια της μετανοίας και να ξεπλύνουν με τα δάκρυα τούς από αυτό γενομένους ήδη μολυσμούς; Ας μη αγνοούν δε και τούτο, ότι αν δεν σπεύσουν ν’ αντισταθούν στο πάθος δια της μετανοίας, με τον καιρό θα παραδοθούν σε χειρότερα παρά φύσι πάθη, τα οποία είναι γεννήματα πορνικής επιθυμίας, ελκύει δε εδώ το πυρ της γεέννης, για να συναρπάση από εδώ τους ακολάστους σ’ αιώνια κόλασι.
Ποιός δεν γνωρίζει τους Σοδομίτες και την παρανομωτέρα από πορνεία έξαψί τους και την παραδοξοτέρα βροχή του πυρός επάνω σ’ αυτούς και την απώλεια; Πολλές φορές μάλιστα ολόκληρη πόλις υπέστη τις συνέπειες της διαγωγής ενός μόνο ασελγούς ανδρός, όπως συνέβηκε στην πόλι των Σικίμων, οι οποίοι αφανίσθηκαν τελείως από τα παιδιά του Ιακώβ, επειδή ο Συχέμ άρπαξε την θυγατέρα του Ιακώβ Δείνα.9 Αλλά για ν’ αφήσωμε τώρα τους προ του νόμου, ο ίδιος ο μωσαϊκός νόμος δεν παραγγέλλει να λιθοβολήται η νύφη, αν δεν ευρεθή παρθένος, η δε πορνευομένη κόρη ιερέως να καίεται στο πύρ; Δεν απαγορεύει δε να προσφέρεται στον ναό του Κυρίου ο μισθός πόρνης; Όταν δε οι Ισραηλίτες συνήλθαν πορνικώς με τις Μωαβίτιδες, έπεσαν με μάχαιρα σε μια ημέρα είκοσι τρεις χιλιάδες άνδρες. Γι’ αυτό και ο μέγας Παύλος μας λέγει˙ «μη πορνεύετε, όπως επόρνευσαν μερικοί από αυτούς και έπεσαν σε μια ημέρα είκοσι τρεις χιλιάδες».10 Τέτοια είναι τα επιτίμια της πορνείας και προ του μωσαϊκού νόμου και στο νόμο και δια του νόμου. Τί πρέπει λοιπόν ν αισθανώμαστε εμείς που, ενώ έχομε διαταχθή να σταυρώσωμε τη σάρκα μαζί με τις επιθυμίες, περιπίπτομε πάλι στα ίδια, εξ αιτίας των οποίων έρχεται η οργή του Θεού προς τους υιούς της απειθείας; Που, ενώ διαταχθήκαμε να νεκρώσωμε τα μέλη τα επί της γης, πορνεία, ακαθαρσία, πάθος κακό και την επιθυμία, δεν εφαρμόζομε την παραίνεσι;11 δεν θα φοβηθούμε λοιπόν κάποτε, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστο τις θεομηνίες, τις από κάτω, τις από επάνω, τις περασμένες, τις μελλοντικές εκείνες και αιώνιες που μας απειλούν; Δεν θα σεβασθούμε την κατά σάρκα επιφάνεια του ηλίου της δικαιοσύνης Χριστού, ώστε να περιπατήσωμε προσεκτικά σαν σε ημέρα; Δεν θα φρίξωμε τις αποστολικές προειδοποιήσεις και αποφάσεις και παραινέσεις, που λέγουν, «δεν γνωρίζετε ότι είσθε ναοί Θεού και μέσα σας κατοικεί το Πνεύμα του Θεού; Όποιος φθείρει το ναό του Θεού, θα τον φθείρη ο Θεός»12 ˙ και πάλι, «φανερά είναι τα έργα της σαρκός, που είναι πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια και τα όμοια, για τα οποία προλέγω, όπως και ήδη προείπα, ότι όσοι πράττουν τέτοια δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού»13˙ και πάλι, «τούτο να γνωρίζετε, ότι κάθε πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, δηλαδή ειδωλολάτρης, δεν έχει κληρονομία στη βασιλεία του Χριστού και Θεού»14˙ και πάλι, «τούτο είναι το θέλημα του Θεού, ο αγιασμός μας, η αποχή από την πορνεία˙ διότι δεν μας εκάλεσε ο Θεός για ακαθαρσία, αλλά για αγιασμό˙ επομένως όποιος το αθετεί, δεν αθετεί άνθρωπο, αλλά τον Θεό που δίδει το άγιο Πνεύμα του σ’ εμάς».15
Ποιός θα μπορούσε να συλλέξη όλες τις παραγγελίες των Αποστόλων και των προφητών για το θέμα τούτο; Σ’ αυτούς ακριβώς που σωφρονούν και γι΄ αυτό ευρίσκονται ανάμεσα στα μέλη του Χριστού, τί παραγγέλλει ο απόστολος; «Σας έγραψα στην επιστολή, μη συναναστρέφεσθε πόρνους».16 Πραγματικά επειδή εκείνοι δεν εντρέπονται οι ίδιοι, συμβουλεύει τους άλλους να τους αποφεύγουν και να τους εντροπιάζουν, λέγοντας προς αυτούς, «εάν κάποιος κατ’ όνομα αδελφός είναι πόρνος, με αυτόν˙ ούτε να συντρώγετε».17 Βλέπεις ότι όποιος κυλίεται στην πορνεία είναι κοινό μόλυσμα της Εκκλησίας, και γι’ αυτό πρέπει όλοι να τον αποφεύγουν και να τον απομακρύνουν; Ο ίδιος δε ο Παύλος παρέδωσε στον Σατανά τον πορνεύοντα στην Κόρινθο και δεν συνέστησε προς αυτόν αγάπη ούτε τον προσέλαβε, έως ότου επέδειξε την μετάνοια ικανοποιητικώς.
Σώζε οπωσδήποτε την ψυχή σου από τα τόσα κακά, ώ άνθρωπε, των παρόντων και των μελλόντων, των τελευταίων διττών μάλιστα, και στον μέλλοντα και στον παρόντα αιώνα. Το γένος του Ησαύ ήταν απόβλητο, διότι εκείνος ήταν πόρνος και βέβηλος, και ο Ροβοάμ έχασε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας, επειδή ο πατέρας του Σολομών, γυναικομανής περισσότερο από κάθε άλλον, επέθανε χωρίς να πάθη τούτο ο ίδιος λόγω του Δαβίδ, ο οποίος το προσαφθέν κάποτε σε βάρος του άγος εκαθάρισε με ροές δακρύων και με τα άλλα έργα της μετανοίας. Αποφεύγετε την πορνεία, αδελφοί, παραγγέλλει πάλι ο απόστολος.18 Αν την απέφευγε ο Σαμψών, δεν θα έπιπτε στα χέρια της Δαλιδάς, ώστε μαζί με τα μαλλιά του να χάση και την δύναμί του, δεν θα ετυφλωνόταν, δεν θα έχανε αδόξως τη ζωή του μαζί με τους αλλοφύλους. Αν την απέφευγαν οι οδηγούμενοι από τον Μωϋσή ως στρατηγό και νομοθέτη Ιουδαίοι δεν θα εθυσίαζαν στον Βεελφεγώρ, δεν θα έτρωγαν θυσίες, δεν θα έπιπταν όσο έπεσαν. Αν την απέφευγε ο Σολομών, δεν θ’ απομακρυνόταν από τον Θεό που τον κατέστησε βασιλέα και σοφό ούτε θα ανήγειρε ναούς και είδωλα.
Βλέπετε ότι το πάθος της πορνείας ωθεί τον άνθρωπο και προς ασέβεια; Ούτε το κάλλος της Σωσάννης, που εξαπάτησε στη Βαβυλώνα τους πρεσβυτέρους, θα εθριάμβευε έπειτα και θα συνεκάλυπτε τον λιθοβολισμό, αν αυτοί απέφευγαν από την αρχή το βδέλυγμα και δεν την παρατηρούσαν κάθε μέρα ακολάστως πρωτύτερα. Ούτε ο Ολοφέρνης θα εκοιτόταν με κομμένον τον λαιμό ο άθλιος, αν προηγουμένως, όπως έχει γραφή, δεν είλκυε τον οφθαλμό του το σανδάλιο της Ιουδίθ και δεν αιχμαλώτιζε την ψυχή του η ομορφιά της. Γι’ αυτό λέγει ο Ιώβ˙ «έβαλα κανόνα στους οφθαλμούς μου, και δεν θα προσέξω παρθένο»,19 πόσο μάλλον άσεμνο γύναιο, άγαμο ή έγγαμο.
Ή αγαμία θεοφιλή να τηρής, αγαπητέ, ή συζυγία θεόδοτη. Πίνε ύδατα απ΄οτα πηγάδια σου, κι αυτό με σωφροσύνη, άπεχε δε τελείως από νοθευμένο ποτό, διότι είναι ύδωρ Στυγός, ρεύμα του ποταμού Αχέροντος, είναι γεμάτο θανατηφόρο ιό, έχει τη δύναμι δηλητηρίου˙ διότι έχει την ιδιότητα να ρίπτη τους μυχούς του Άδη. Απόφευγε το μέλι από πορνικά χείλη, διότι έχουν την ιδιότητα να επαλείφουν πορνικό θάνατο, που είναι ο χωρισμός από το Θεό. Προς αυτόν λέγει ο Δαβίδ, «εξωλόθρευσε όλους όσοι πορνεύουν».20 Είναι λοιπόν ανάγκη να καθαρεύη ή να καθαίρεται κι έτσι να μένη διαρκώς αμίαντος αρκούμενος στις επιτρεπτόμενες ηδονές, αυτός του οποίου το σώμα έγινε ναός του Θεού δια του Πνεύματος και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σ’ αυτό, να σπεύδη προς απόκτησι αγνείας και σωφροσύνης και προς αποφυγή πορνείας και κάθε ακαθαρσίας, για να παραμείνωμε αιωνίως ευφραινόμενοι μαζί με τον άφθαρτο νυμφίο στις αγνές παστάδες, με τις πρεσβείες της αειπαρθένου και παναμώμου και υπερδοξασμένης Μητέρας που τον εγέννησε παρθενικώς για την σωτηρία μας˙ τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Λουκά 2, 22 – 38.
2. Κολ. 3, 3.
3. Ψαλμ. 50, 7.
4. Έξ. 13, 2. 12.15. Λουκά 2.23.
5. Ψαλμ. 104, 15.
6. Αμφίβολο παιδί είναι ο Χριστός λόγω της διπλής ιδιότητός του, θείας και ανθρωπίνης.
7. Ψαλμ. 100,1.
8. Γεν. 4, 26.
9. Γεν. 34, 1 έ έ.
10. Α’ Κορ. 10, 8.
11. Κολ. 3, 5.
12. Α’ Κορ. 3, 16.
13. Γαλ. 5, 19.
14. Εφ. 5, 5.
15. Α’ Θεσσ. 4, 3.
16. Α’ Κορ. 5, 9.
17. Α’ Κορ. 5, 11.
18. Α’ Κορ. 6, 18.
19. Ιώβ 31, 1.
20. Ψαλμ. 72, 27.
(Πηγή: Ορθόδοξη Πορεία, Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου )
Λόγος εἰς τὴν ὑπαπάντην τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ εἰς τὸν Συμεῶνα τὸν Θεοδόχον,
Ἁγίου Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων
Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών.
Κήρυττε χαράν, θύγατερ Ἱερουσαλήμ.
Χόρευε λαὸς πόλεως τῆς τοῦ Θεοῦ.
Σκιρτήσατε πύλαι καὶ τείχη Σιὼν καὶ πᾶσα ἡ γῆ.
Βοήσατε τὰ ὄρη, καὶ οἱ βουνοὶ μεγάλα σκιρτήσατε.
Ποταμοὶ κροτήσατε χεῖρας, καὶ ὄχλοι Σιὼν περιλάβετε, Θεοῦ παρουσίαν ἐν αὐτῇ βλέποντες.
Συμφωνείτω σήμερον τὰ οὐράνια τοῖς ἐπιγείοις, καὶ ἀνυμνείτω ἡ ἄνω μετὰ τῆς κάτω Ἱερουσαλήμ, διὰ Χριστὸν τὸν ἐν αὐτῇ, Οὐράνιον καὶ Ἐπίγειον.
Οὐράνιον νοεραὶ δυνάμεις περιχορεύσατε, Ἐπίγειον οἱ ἐπὶ τῆς γῆς σὺν ἀγγέλοις ὑμνήσατε.
Σήμερον γὰρ ὤφθη ὁ Θεὸς τῶν θεῶν ἐν Σιών.
Σήμερον δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ Ἱερουσαλήμ, ἡ πόλις τοῦ Βασιλέως τοῦ Μεγάλου ἄνοιγε τὰς πύλας τῷ ἀνοίξαντι πᾶσι τὰς οὐρανίους πύλας καὶ ἀνοίξαντι πᾶσι τὰς παραδείσου πύλας καὶ ἀνοίξαντι τῶν τάφων ἐπὶ σταυροῦ τὰς πύλας καὶ συντρίψαντι ᾅδου τὰς ἀπ' αἰῶνος πύλας καὶ συγκλείσαντι παραδόξως τῆς παρθενίας τὰς πύλας.
Σήμερον ὁ πάλαι τῷ Μωσῇ χρηματίσας ἐπὶ τοῦ ὄρους Σινᾶ θεοπρεπῶς πληροῖ τὸν νόμον ὑπὸ νόμον γενόμενος δουλοπρεπῶς.
Σήμερον ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἐν Σιὼν ἔρχεται.
Σήμερον ὁ Οὐράνιος νυμφίος μετὰ Θεομήτορος παστάδος ἐν τῷ ναῷ παραγίνεται.
Θυγατέρες Ἱερουσαλὴμ ἐξέλθετε εἰς ἀπάντησιν Αὐτοῦ.
Τὰς λαμπάδας φαιδρῶς τῷ φωτὶ τῷ ἀληθινῷ ἐξάψατε, τοὺς χιτῶνας τῶν ψυχῶν τῷ νυμφίῳ Χριστῷ εὐτρεπίσατε.
Μετὰ τῆς Σιὼν οἱ τῶν ἐθνῶν λαοὶ φωτοφοροῦντες ὑπαντήσωμεν.
Ἐν τῷ ναῷ σὺν τῷ ναῷ καὶ Θεῷ καὶ Χριστῷ συνεισέλθωμεν.
Μετὰ ἀγγέλων τὸν τῶν ἀγγέλων ὕμνον βοήσωμεν Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Kύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Aὐτοῦ.
Πλήρη τὰ πέρατα τοῦ κόσμου τῆς ἀγαθότητος Aὐτοῦ.
Πλήρης πᾶσα ἡ κτίσις τῆς αἰνέσεως Αὐτοῦ.
Πλήρης πᾶσα ἡ ἀνθρωπότης τῆς συγκαταβάσεως Αὐτοῦ.
Τὰ οὐράνια, τὰ ἐπίγεια, τὰ καταχθόνια πλήρη τῆς εὐσπλαγχνίας Αὐτοῦ, πλήρη τοῦ ἐλέους Αὐτοῦ, πλήρη τῶν οἰκτιρμῶν, πλήρη τῶν δωρεῶν, πλήρη τῶν εὐεργεσιῶν Αὐτοῦ.
Τοιγαροῦν πάντα τὰ ἔθνη κροτήσατε χεῖρας.
Πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς δεῦτε καὶ ἴδετε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ.
Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον.
Πᾶσα ἡ γῆ προσκυνησάτω, πᾶσα γλῶσσα ᾀσάτω, πᾶσα ψαλλέτω, πᾶσα δοξολογησάτω Παιδίον Θεόν, τεσσαρακονθήμερον καὶ προαιώνιον, Παιδίον μικρὸν καὶ Παλαιὸν τῶν ἡμερῶν, Παιδίον θηλάζον καὶ τῶν αἰώνων Ποιητήν.
Βρέφος βλέπω καὶ Θεόν μου γνωρίζω, Βρέφος θηλάζον καὶ τὸν κόσμον διατρέφον, Βρέφος κλαυθμυρίζον καὶ κόσμῳ ζωὴν καὶ χαρὰν χαριζόμενον, Βρέφος σπαργανούμενον καὶ τῶν σπαργάνων με τῆς ἁμαρτίας λυτρούμενον, Βρέφος ἐν ἀγκάλαις Μητρὸς μετὰ σαρκὸς ἀληθῶς ἀνελλιπῶς ἐπὶ γῆς, καὶ Αὐτὸν καὶ ἐν κόλποις τοῦ Πατρὸς ἀληθῶς καὶ ἀνελλιπῶς ἐν οὐρανοῖς.
Βρέφος βλέπω ἐκ Βηθλεὲμ εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰσερχόμενον καὶ τῆς ἄνω Ἱερουσαλὴμ οὐδαμῶς χωριζόμενον.
Βρέφος βλέπω νομικῶς τῷ ναῷ θυσίαν προσάγων ἐπὶ γῆς, ἀλλ' Αὐτὸ τὰς πάντων εὐσεβεῖς θυσίας δεχόμενον ἐν οὐρανοῖς, Αὐτὸν ἐν ἀγκάλαις τοῦ πρεσβύτου οἰκονομικῶς καὶ Αὐτὸν ἐν θρόνοις χερουβικοῖς θεοπρεπῶς, Αὐτὸν προσφερόμενον καὶ ἁγνιζόμενον καὶ Αὐτὸν τὰ πάντα ἁγνίζοντα καὶ καθαίροντα.
Αὐτὸς τὸ δῶρον καὶ Αὐτὸς ὁ ναὸς ὤν.
Αὐτὸς ὁ ἀρχιερεὺς καὶ Αὐτὸς τὸ θυσιαστήριον, Αὐτὸς τὸ ἱλαστήριον [καὶ Αὐτὸς ὁ πρεσβεύων].
Καὶ Aὐτὸς ὁ προσφέρων καὶ Αὐτὸς ὁ ὑπὲρ κόσμου θυσία προσφερόμενος, καὶ Αὐτὸς τὰ ξύλα τῆς ζωῆς καὶ τῆς γνώσεως, Αὐτὸς ὁ ἀμνὸς καὶ Αὐτὸς τὸ πῦρ ὑπάρχων.
Αὐτὸς ἡ ὁλοκαύτωσις καὶ Αὐτὸς ἡ μάχαιρα τοῦ πνεύματος.
Αὐτὸς ὁ ποιμὴν καὶ Αὐτὸς τὸ ἀρνίον.
Αὐτὸς ὁ θύτης καὶ Αὐτὸς ὁ θυόμενος.
Αὐτὸς ὁ ἀναφερόμενος καὶ Αὐτὸς ὁ τὴν θυσίαν δεχόμενος.
Αὐτὸς ὁ νόμος καὶ Αὐτὸς ὁ νῦν ὑπὸ νόμον γινόμενος.
Ἀλλὰ γὰρ φέρε λοιπὸν τὰ περὶ τῆς ἡμέρας ἐκ τῶν ἱερῶν εὐαγγελίων ἀκούσωμεν.
Φησὶ γὰρ περὶ Χριστοῦ ὁ θαυμάσιος Λουκᾶς, ὅτι, ὅτε ἐπληρώθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωυσέως, ἀνήγαγον τὸν Ἰησοῦν εἰς Ἱερουσαλήμ, τοῦ παραστῆσαι Αὐτὸν τῷ Κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου, ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν Ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται.
Σαμουὴλ μὲν οὖν καὶ Ἰσαὰκ ὁμοῦ τε καὶ Ἰακὼβ Ἰωσήφ τε καὶ ἕτεροι οἱ ἐκ στειρώσεως παρ' ἐλπίδα τεχθέντες καὶ διανοίξαντες ἀκάρπους μήτρας μητέρων ἅγιοι τῷ Κυρίῳ ἐκλήθησαν, Χριστὸς δὲ ὁ μόνος ἐκ μόνης, τοῦ μόνου μονογενής, Παρθένου τεχθεὶς καὶ μὴ διανοίξας πύλας παρθενικὰς οὐχ Ἅγιος τῷ Κυρίῳ, ἀλλ' Ἅγιος τῶν ἁγίων καὶ Κύριος τῶν κυρίων καὶ Θεὸς τῶν θεῶν καὶ Πρωτότοκος τῶν πρωτοτόκων ἀρχόντων ἄρχων τε καὶ Βασιλεὺς βασιλευόντων καὶ κληθήσεται καὶ πιστευθήσεται καὶ προσκυνηθήσεται καὶ νῦν ἐν τῷ ναῷ ὑπὸ Συμεὼν κηρυχθήσεται.
Ἦν γάρ, φησίν, ἄνθρωπος ἐν Ἱερουσαλήμ, ᾧ ὄνομα Συμεών.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος, καὶ πνεῦμα Ἅγιον ἦν ἐν αὐτῷ.
Καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἰδεῖν τὸν Χριστὸν Κυρίου.
Καὶ ἦλθεν ἐν τῷ πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν.
Καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν, τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ Αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ὁ Συμεὼν ἐδέξατο Αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ ηὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν Σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά Σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ Σου Ἰσραήλ.
Τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις Αὐτοῦ;
Ὁ κατέχων τὴν γῆν πᾶσαν δρακὶ ἀγκάλαις πρεσβύτου χωρεῖται, καὶ βαστάζεται ὁ φέρων τὰ πάντα τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεως Αὐτοῦ.
Ἀγαλλιάσθω ὁ Ἀδὰμ διὰ Συμεὼν πρὸς Χριστὸν λέγων· Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν Σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά Σου ἐν εἰρήνῃ.
Νῦν ἀπολύεις με τῶν αἰωνίων δεσμῶν νῦν ἀπολύεις με τῆς φθορᾶς.
Νῦν ἀπολύεις με τοῦ θανάτου.
Νῦν ἀπολύεις με τῆς λύπης, ὁ ἐμὸς Υἱὸς καὶ Θεός.
Ὃν ἐν τῷ ναῷ Συμεὼν ἐναγκαλιζόμενος καὶ τὸ ξένον τῆς οἰκονομίας μυστήριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι καὶ Ἰουδαίοις εὐαγγελιζόμενος σκιρτᾷ καὶ ἀγαλλιᾷ, καὶ λαμπρᾷ καὶ διαπρυσίῳ φωνῇ περὶ Αὐτοῦ ἀνακέκραγε λέγων· Οὗτός ἐστιν ὁ ὢν καὶ προὼν καὶ ἀεὶ τῷ Πατρὶ συμπαρών, ὁμοούσιος, ὁμόθρονος, ὁμόδοξος, ὁμοδύναμος, ἰσοδύναμος, παντοδύναμος, ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀναλλοίωτος, ἀπερίγραπτος, ἀόρατος, ἄῤῥητος, ἀκατάληπτος, ἀψηλάφητος, ἀκατανόητος, ἀτέκμαρτος.
Οὗτός ἐστι τῆς πατρικῆς δόξης τὸ ἀπαύγασμα.
Οὗτός ἐστιν ὁ χαρακτὴρ τῆς πάντων συστάσεως.
Τοῦτο τὸ φῶς τῶν φώτων, ἐκ πατρικῶν ἀνατέλλον τῶν κόλπων.
Οὗτος ὁ Θεὸς τῶν θεῶν, καὶ ἐκ Θεοῦ Θεὸς γνωριζόμενος.
Οὗτος ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐκ πηγῆς τῆς τοῦ Πατρὸς ζωῆς προερχόμενος.
Οὗτος ὁ ποταμὸς τοῦ Θεοῦ, ἐξ ἀβύσσου θείας ἐκπορευόμενος, ἀλλ' οὐ χωριζόμενος.
Οὗτος ὁ θησαυρὸς τῆς ἀγαθότητος τῆς πατρικῆς καὶ ἀεννάου μακαριότητος.
Τοῦτο τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς καὶ τὸ ζωὴν τῷ κόσμῳ χαριζόμενον.
Οὗτος ἡ ἀκτὶς ἡ ἄκτιστος, ἐκ προφώτου ἡλίου γεννώμενος, ἀλλ' οὐ τεμνόμενος.
Οὗτός ἐστιν ὁ ἐκ μὴ ὄντων εἰς τὸ εἶναι Θεὸς λόγος λόγῳ μόνῳ τὰ πάντα συστησάμενος.
Oὗτός ἐστιν ὁ ἑωσφόρος πρὸ ἑωσφόρου τὰς ἀσωμάτους διακοσμήσας δυνάμεις τῶν οὐρανίων, ἀσωμάτων, ἀοράτων στρατευμάτων καὶ ταγμάτων.
Οὗτός ἐστιν ὁ τανύσας τὸν οὐρανὸν μόνος καὶ περιπατῶν ἐπὶ θαλάσσης ὡς ἐπὶ ἐδάφους.
Οὗτός ἐστιν ὁ ὀμίχλῃ σπαργανώσας τὴν ἄβυσσον.
Οὗτός ἐστιν ὁ στερεώσας τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων.
Οὗτός ἐστιν ὁ ψάμμῳ περιτειχίσας τὴν θάλασσαν.
Οὗτός ἐστιν ὁ διορίσας τὸ φῶς ἀπὸ τοῦ σκότους.
Οὗτός ἐστιν ὁ τὴν κυκλικὴν τῶν ἀστέρων συντάξας διακόσμησιν.
Οὗτός ἐστιν ὁ πάντα τὸν ὁρώμενον καὶ νοούμενον κόσμον ἐν σοφίᾳ συστησάμενος.
Οὗτος ὁ χερσὶν ἀχειροπλάστοις ἐκ πηλοῦ διαπλάσας καὶ μορφώσας τὸν ἄνθρωπον.
Οὗτός ἐστιν ὁ κατ' εἰκόνα Θεοῦ δημιουργήσας ἡμᾶς, καὶ νῦν Aὐτὸς κατ' εἰκόνα τὴν ἡμετέραν γενόμενος ἄνθρωπος.
Ἄνθρωπος, ἀλλὰ μὴν καὶ Θεὸς ὁ Αὐτός.
Ἄνθρωπος τὸ ὁρώμενον, ὅλως ὡς κἀγὼ αὐτὸς μετὰ τῶν ἐμῶν, ἵνα με καθαρίσας σώσῃ, Θεὸς τὸ νοούμενον, τέλειος ἐκ τελείου Πατρὸς τὴν οὐσίαν ἔχων.
Ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων δεσποτικῇ νῦν τὴν ἐμὴν μορφὴν ἔλαβε τὴν δουλικήν, οὐ μειώσας τῆς θεότητος τὸ ἀξίωμα, ἀλλ' ἁγιάσας τῆς ἐμῆς φύσεως τὸ φύραμα.
Ἄνω ὅλος καὶ κάτω ὅλος ὁ Αὐτὸς γνωριζόμενος, ἄνω γεννηθεὶς ἀχρόνως καὶ κάτω ἀσπόρως, τῶν ἄνω ποιητὴς ὡς Θεὸς καὶ κάτω ποίημα ὡς ἄνθρωπος.
Ἀκούσατε ταῦτα, πάντα τὰ ἔθνη, ἄκουε, Ἰσραήλ.
Κύριος ὁ Θεός σου οὗτός ἐστιν ὃν ἐγὼ ὁ σὸς ἱερεὺς Συμεὼν ἐν ἀγκάλαις βαστάζων μεγάλῃ κηρύττω τῇ φωνῇ τῷ λαῷ ἐν τῷ ναῷ διαμαρτυρόμενος.
Διὸ προσέχετε λαός μου τὸν λόγον μου, κλίνατε τὸ οὖς ὑμῶν εἰς τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου.
Τοῦτο τὸ παιδίον ἐστί, περὶ οὗ Ἰσαΐας προεκήρυξε λέγων, ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, Υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς (τῆς τοῦ Πατρός) ἄγγελος, θαυμαστός, σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ὦ Ἰσραήλ, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Εἰ οὖν Θεὸς ἰσχυρὸς τοῦτο τὸ Παιδίον, περὶ Αὐτοῦ δῆλον ὅτι εἴρηκε ∆αβίδ· Ὀφθήσεται ὁ Θεὸς τῶν θεῶν ἐν Σιών.
Περὶ τούτου παιδίου Ἱερεμίας βοᾷ· Ὅτι ὁ Θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη.
Τοῦτο τὸ Παιδίον ἐστὶν ὁ πάλαι τῷ Ἰσραὴλ τὴν θάλασσαν διαῤῥήξας καὶ τὸν φαραὼ βυθίσας καὶ τὸν νόμον δοὺς τοῖς Ἰσραηλίταις καὶ τὸ μάννα ἐπομβρίσας καὶ στύλῳ πυρὸς τὸ γένος τῶν Ἑβραίων ὁδηγήσας καὶ πέτραν ῥήξας καὶ βάτον πυροδρόσου φλογὸς ἄφλεκτον φυλάξας.
Τοῦτο τὸ Παιδίον τεσσαρακονταετῆ φονευτὴν Μωσέα τοῦ αἰγυπτιακοῦ λαοῦ πεποίηκε καὶ τεσσαράκοντα ἔτη ποιμένα προβάτων ἀνέδειξε καὶ τεσσαράκοντα ἔτη ὁδηγὸν τῷ Ἰσραὴλ κατέστησε, καὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας νηστεῦσαι ἐδυνάμωσεν, ὡς καὶ αὐτὸ τὸ Παιδίον μετὰ τὸ βάπτισμα τεσσαράκοντα ἡμέρας ἐνήστευσε καὶ μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἀνελήλυθε καὶ μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας τῆς ἐκ Παρθένου γεννήσεως νῦν εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλὴμ εἰσελήλυθε.
Περὶ τούτου τοῦ Παιδίου Ἀμβακοὺμ προεκήρυξε λέγων· ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἥξει, τουτέστιν ἐκ τοῦ νότου.
Ἐκ νότου γὰρ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐκ Βηθλεέμ, νῦν ἐν Σιὼν εἰσελήλυθε.
Διὰ τοῦτο τὸ Παιδίον Μωυσῆς ὑμῖν διεμαρτύρετο λέγων ὅτι προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν, καὶ πᾶς ὁ μὴ ἀκούων Αὐτοῦ ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ.
Περὶ τούτου τοῦ παιδίου ὁ προφήτης ∆αβὶδ ηὔχετο λέγων· Ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν χερουβὶμ ἐμφάνηθι, ἐξέγειρον τὴν δυναστείαν Σου καὶ ἐλθὲ εἰς τὸ σῶσαι ἡμᾶς.
Καὶ πάλιν· Ταχὺ προκαταλαμβανέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί Σου Κύριε.
Καὶ πάλιν· Κύριε κλῖνον τοὺς οὐρανούς Σου καὶ κατάβηθι.
Καὶ ἄλλως· Σὺ κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων πρόσσχες τοῦ ἐπισκέψασθαι πάντα τὰ ἔθνη.
Διὸ γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε.
Ἴδετε Ἰουδαῖοι καὶ πείσθητε ὅτι τοῦτο τὸ Παιδίον ὑμνοῦσιν ἄγγελοι, Τούτῳ προσκυνοῦσιν ἀρχάγγελοι, Τοῦτο τρέμουσιν ἐξουσίαι, Τοῦτο δοξάζουσι δυνάμεις, Τούτῳ δουλεύουσι τὰ Χερουβίμ, Τοῦτο θεολογεῖ τὰ Σεραφείμ.
Τούτῳ δουλεύει ὁ ἥλιος, Τούτῳ λειτουργεῖ σελήνη, Τούτῳ ὑπακούει τὰ στοιχεῖα, Τούτῳ ὑποτάσσονται αἱ πηγαί.
Τοῦτο τὸ παιδίον ἰδοῦσαι πύλαι ᾅδου συνετρίβησαν, πύλαι δὲ οὐράνιοι ἀνεπετάσθησαν, καὶ ᾅδης ἰδὼν ἐτρόμαξε.
Τοῦτο τὸ παιδίον θάνατον κατήργησε, τὸν διάβολον ᾔσχυνε, τὴν κατάραν ἔλυσε, τὴν λύπην κατέπαυσε, τὸν ὄφιν συνέτριψε, τὸ μεσότοιχον διέκοψε, τὸ πονηρὸν χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν διέῤῥηξε, τὴν ἁμαρτίαν ἐπάτησε, τὴν πλάνην κατέλυσε, τὴν κτίσιν ἀνέστησε.
Τοῦτο τὸ παιδίον τὸν Ἀδὰμ διέσωσε, τὴν Εὔαν ἀνέπλασε, τὰ ἔθνη ἐκάλεσε, τὸν κόσμον ἐφώτισε.
∆ιὸ δεῦτε καὶ ὑμεῖς φιλόχριστοι καὶ φιλόθεοι.
Τῇ τοῦ Κυρίου καὶ Δεσπότου ὑπαντῇ φαιδροὶ πάντες καὶ καθαροὶ ὑπαντήσωμεν, μὴ νομικῶς, ἀλλὰ πνευματικῶς, μὴ γαστρὶ τρυφῶντες, ἀλλὰ πνεύματι σκιρτῶντες, μὴ οἴνῳ μεθύοντες, ἀλλὰ τῷ πνεύματι ζέοντες.
Οὕτως σήμερον φαιδροὶ φαιδρῶς τὰς λαμπάδας κοσμήσωμεν.
Οὕτως ὡς υἱοὶ φωτὸς τοὺς κηροὺς τῷ φωτὶ τῷ ἀληθινῷ Χριστῷ προσαγάγωμεν, διότι φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν τῷ κόσμῳ ἐπέφανε.
Διὸ ὡς φῶτα ἐκ φωτὸς ὑπὲρ χιόνα ἀναλάμψωμεν, ὑπὲρ γάλα τυρωθέντες, ὑπὲρ λίθον σάπφειρον αὐγασθέντες, ὑπὲρ περιστερὰς ἀσπίλους εἰς οὐρανοὺς ἀναπτάντες, οὕτως ἐν νεφέλαις εἰς Θεοῦ ὑπάντησιν ἐξέλθωμεν.
Ἅπαντες σήμερον καὶ διὰ παντὸς τὰ τῆς ἑορτῆς βοήσωμεν.
Μετὰ ἀγγέλων χορεύσωμεν.
Μετὰ ποιμένων καταυγασθῶμεν.
Μετὰ μάγων προσκυνήσωμεν.
Μετὰ τῆς Βηθλεὲμ ἑορτάσωμεν.
Μετὰ τῆς Σιὼν ὑπαντήσωμεν.
Μετὰ τοῦ ναοῦ ἁγιασθῶμεν.
Μετὰ τῆς Παρθένου μεγαλύνοντες ἀγαλλιασθῶμεν.
Μετὰ Ἰωσὴφ προσενέγκωμεν ὡς δύο τρυγόνας τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα.
Μετὰ Συμεὼν Χριστὸν ἐναγκαλισώμεθα, καὶ μετὰ Ἄννης ἀνθομολογησώμεθα.
Ὅπως τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐντὸς γενώμεθα χάριτι καὶ οἰκτιρμοῖς καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: Orthodox Fathers )
Ομιλία στην Υπαπαντή του Χριστού,
Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
῾Η σημερινή ἑορτή, ἡ ῾Υπαπαντή τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει προαπάντηση, ὑποδοχή τοῦ Χριστοῦ. ῎Ας μελετήσομε τό νόημά της γιά νά διδαχθοῦμε.
῾Ο Χριστός γεννήθηκε σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Δέν ἦταν ἡ φυσική του θέληση νά γεννηθεῖ ὁ Θεός, ὁ κυρίαρχος τοῦ κόσμου, στό σπήλαιο. Ἦταν δεῖγμα τῆς ταπεινώσεώς του γιά νά μᾶς διδάξει τήν αὐταπάρνηση καί τήν ταπείνωση. Κατοίκησε σέ ἕνα χωριό καί αὐτό δέν εἶχε καμμιά σχέση μέ τό Χριστό. ῾Η Ναζαρέτ ἤ ἡ Βηθλεέμ ἤ κάποιο ἄλλο χωριό τί σχέση ἔχει μέ τό Χριστό; Ποιός ἦταν ὁ τόπος του;
᾿Απάντηση: ᾿Αφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός, δικός του πάνω στή γῆ εἶναι μόνο ὁ ναός του, ὁ τόπος τῆς λατρείας του. Οἶκος Θεοῦ, οἶκος Χριστοῦ, σπίτι τοῦ Χριστοῦ εἶναι μόνο ὁ ναός, ἡ ἐκκλησία.
῏Ηρθε καί ἡ ἡμέρα πού ὁ Χριστός θά πήγαινε στόν οἶκο του, στό σπίτι του γιά πρώτη φορά. Πότε; ῾Ο νόμος, ὅπως καί σήμερα ἔτσι καί τότε, ὅριζε ὅτι πρίν νά πάει τό παιδί σαράντα ἡμερῶν δέν τό πηγαίνουν στό Ναό. Στίς σαράντα ἡμέρες τό πᾶνε νά πάρει τήν πρώτη εὐλογία. Καί ἐκεῖνο καί ἡ μητέρα πού τό γέννησε καί μαζί καί ὁ πατέρας. ῎Ετσι λοιπόν ὅταν ὁ Κύριος ἔγινε σαράντα ἡμερῶν ἐπῆρε ὁ δίκαιος ᾿Ιωσήφ τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο καί τό Χριστό βρέφος καί ἀνέβηκαν ἀπό τήν Βηθλεέμ στήν ῾Ιερουσαλήμ νά πᾶνε στό ναό. Τί θά πήγαιναν νά κάνουν; ῾Η ἀπάντηση εἶναι, ὅπως σήμερα, πού μία γυναίκα φεύγει ἀπό τό σπίτι της νά πάει νά σαραντίσει στήν Ἐκκλησία. Τότε, ὅταν μία γυναίκα μέ τό βρέφος ἐπήγαινε στό ναό εὑρισκόταν κάποιος ἀπό τούς πολλούς ἱερεῖς, πού ἦταν στό ναό τοῦ Σολομῶντος, καί ἔκανε τήν προβλεπόμενη θυσία.
῎Επαιρνε τά δύο τρυγόνια ἤ περιστεράκια πού ἐπήγαινε στό ναό σά θυσία, σά προσφορά -αὐτό προσφέραν οἱ φτωχότεροι- τῆς διάβαζε μία εὐχή καί ἔφευγε. Περίπου ὅπως καί σήμερα. Πόσα παιδιά ἐπήγαιναν στό ναό τοῦ Σολομῶντος γιά νά πάρουν εὐχές; Πολλά παιδιά, γιατί ἡ ῾Ιερουσαλήμ ἦταν μεγάλη πόλη. Τί προσοχή ἔδινε ὁ Ἱερέας ὅταν ἔβλεπε ἕνα παιδάκι νά πηγαίνει νά τοῦ διαβάσει τήν εὐχή; Καμμία σημασία. «Ἄ! κι ἄλλο ἦρθε, νά σᾶς ζήσει». Τίποτα ἄλλο.
᾿Επῆγε λοιπόν ἡ ῾Υπεραγία Θεοτόκος στόν ναό μαζί μέ τόν ᾿Ιωσήφ. Ποιός τῆς ἔδωσε σημασία; ῾Η ἀπάντηση εἶναι: κανένας. Τίποτα δέν ἔγινε. Κανένας δέν κατάλαβε τίποτε. Καί πολύ περισσότερο δέν κατάλαβε τίποτε ὁ ἱερεύς πού πῆρε τά δύο περιστέρια πού τοῦ πρόσφεραν σά δῶρο καί πού διάβασε τήν εὐχή. Τίποτα δέν κατάλαβε. Φαντασθῆτε, περνάει ὁ Χριστός ἀπαρατήρητος ἀπό ὅλους. Οὔτε ὁ ἀρχιερέας τῶν ῾Εβραίων ἦταν παρών, οὔτε οἱ ἱερεῖς, οὔτε οἱ ψαλτάδες, οὔτε τό λαό μαζέψανε, οὔτε βάγια στρώσανε, οὔτε χαλιά. Τίποτε ἀπολύτως. Οἱ μόνοι πού τόν προϋπάντησαν, οἱ μόνοι πού πῆγαν ἐπίτηδες νά τόν προϋπαντήσουν ἦταν δύο γεροντάκια. ῾Ο ἕνας ἦταν ὁ δίκαιος Συμεών καί ἡ ἄλλη ἦταν ἡ ἁγία καί δικαία προφήτις ῎Αννα. ῎Ας σταθοῦμε στό παράδειγμα τους γιά νά διδαχθοῦμε.
῾Ο δίκαιος Συμεών ἦταν ἱερεύς, ἀλλά ὄχι ἐν ἐνεργείᾳ. ῏Ηταν πιά συνταξιοῦχος ἀπό πολλά χρόνια. ῾Ο νόμος τῶν ῾Εβραίων ἔλεγε ὅτι ὁ ἱερεύς ὅταν φθάσει στά ἑξήντα πέντε ἀποσύρεται ὑποχρεωτικά. Πάνω ἀπό τήν ἡλικία αὐτή δέν ἐπιτρεπόταν νά πηγαίνει πιά νά λειτουργεῖ. ῾Ο Συμεών εἶχε περάσει τά ἑκατό. ῏Ηταν πολύ γέρος. Σερνόταν. Καί τί ἔκανε αὐτός ὁ ἄνθρωπος; ᾿Απ᾿ ὅτι καταλαβαίνει κανείς, σ᾿ ὅλη του τή ζωή ἦταν εὐλαβής. Τό γράφει τό εὐαγγέλιο. ῏Ηταν πολύ εὐλαβής καί δίκαιος ἄνθρωπος. Τί σημαίνει εὐλαβής; Εὐλαβής ἄνθρωπος σημαίνει σέβεται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μπαίνοντας μέσα στήν ἐκκλησία φοβᾶται... Αὐτό σημαίνει εὐλαβής.
Τί σημαίνει «μπαίνοντας μέσα στήν ἐκκλησία φοβᾶμαι»; Φοβᾶμαι πῶς θά περπατήσω. Φοβᾶμαι πῶς θά σταθῶ. Φοβᾶμαι πῶς θά κουνήσω τό χέρι μου. Γιατί; Γιατί καταλαβαίνω ὅτι δέν εἶναι οὔτε τό σπίτι μου, οὔτε τό μαγαζί μου. ᾿Αλλά τί εἶναι; Οἶκος τοῦ Θεοῦ. Καί πρέπει μέσα στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ νά συμπεριφέρομαι ὅπως ἁρμόζει στό σπίτι τοῦ Θεοῦ. ῾Ο δίκαιος Συμεών ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱερωσύνης του, ἴσως καί τῆς ζωῆς του, πρόσεξε αὐτό τό νόμο. Καί παρακολουθοῦσε αὐστηρά τόν ἑαυτό του, τίς κινήσεις του νά ἰδεῖ τί κάνει μέσα στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ.
Τό ἀποτέλεσμα τί ἦταν; Αὐτή ἡ μικρή σκέψη, αὐτό τό ἐλάχιστο τόν ἔκανε κάθε ἡμέρα νά προοδεύει πνευματικά. Γιατί; Εἶναι πολύ ἁπλό:
῞Οταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά παρακολουθεῖ τόν ἑαυτό του σέ κάθε ἀρετή, ἄν δέν φθάσει σέ τελειότητα δέν ἡσυχάζει. Καί γιά νά φθάσει σέ τελειότητα σέ μιά ἀρετή πρέπει σιγά-σιγά νά τίς ἀποκτήσει ὅλες. Νά γιά ποιό λόγο: ῎Ερχεται κάποιος μπαίνει μέσα στήν ἐκκλησία στέκει μέ προσοχή, κάνει τό σταυρό του μέ εὐλάβεια μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου τοῦ ναοῦ καί τοῦ λέει ἀπό μέσα ἡ συνείδησή του. Τό σταυρό ξέρεις καί τόν κάνεις μεγάλο, δέν ἀφήνεις καί ἐκεῖνες τίς ἁμαρτίες πού κάνεις γιά νά ἔχεις καί τή συνείδησή σου πιό καθαρή;
Καί θέλωντας καί τήν ἄλλη μέρα πού θά ρθεῖ νά κάνει τό σταυρό του σωστά, καί νά ἀσπασθεῖ τόν ἅγιο, καί νά ἐλπίζει ὅτι ὁ ἅγιος θά εὐχαριστηθεῖ πού βλέπει τό πνεῦμα του καί θά αἰσθανθεῖ ὅτι τιμᾶται μέ τόν ἀσπασμό πού θά τοῦ κάνει, σκέπτεται καί λέγει στόν ἑαυτό του: φρόντισε καί διορθώσου λιγάκι γιά νά εὐχαριστηθεῖ καί νά σέ εὐλογήσει ὁ ἅγιος, τήν ὥρα πού τόν ἀσπάζεσαι.
Καί ἔτσι τί γίνεται; Αὐτή ἡ ἁπλή διάθεση νά εἶναι σωστός μέσα στήν ἐκκλησία γιατί εἶναι οἶκος Θεοῦ καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ παρακολουθεῖ καί βλέπει, αὐτό τό τόσο ἁπλό βοηθᾶ νά διορθωθεῖ σέ ὅλα.
῎Ετσι λοιπόν ὁ ἅγιος καί δίκαιος προφήτης Συμεών ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα προόδευε πνευματικά. Καί ὅταν ἕνας ἄνθρωπος προοδεύει πνευματικά τί συμβαίνει; ᾿Αποκτᾶ μεγάλη καί βαθειά ἀγάπη. Γιά ποιούς; Γιά ὅλους. Δέν ξέρει πιά φίλους καί ἐχθρούς. ῎Ετσι καί ὁ ἅγιος καί δίκαιος Συμεών ἀπόκτησε ἀπό τήν προσευχή καί ἀπό τή ζωή μέσα στό ναό πολύ μεγάλη ἀγάπη. Καί μᾶς λέει τό εὐαγγέλιο προσευχόταν συνεχῶς παρακαλώντας τό Θεό νά δώσει λύτρωση στόν ᾿Ισραήλ, νά σώσει τό λαό του.
Φαντασθῆτε πόσο καθαρός πρέπει νά ἔχει γίνει ἕνας ἄνθρωπος γιά νά μή λέει «Θεέ μου δόσ’ μου ἐκεῖνο» ὅπως κάνουμε ἐμεῖς συνήθως, κάνε μου ἐκεῖνο... κάνε μου ἐκεῖνο... πού προσευχόμαστε γιά τόν ἑαυτό μας καί μόνο γιά τόν ἑαυτό μας.
Πῶς πρέπει νά προσευχόμαστε ἅμα ἔχομε ἀληθινή ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ; Γιά ὅλο τόν κόσμο! ῾Ο Συμεών προσευχόταν γιά ὅλο τόν κόσμο, νά τόν σώσει ὁ Θεός. ῞Οταν ἕνας ἄνθρωπος προσεύχεται, παρ᾿ ὅτι εἴμαστε ἁπλοί ἄνθρωποι, χωρίς τήν πνευματική πρόοδο καί τήν ἁγιωσύνη τοῦ Συμεών, ξέρομε ὅτι: ῾Ο Θεός ἀπαντάει. ῞Οταν τοῦ μιλᾶς ὁ Θεός σοῦ ἀπαντάει. ῎Εχει τόν τρόπο του ὁ Θεός καί ἀπαντάει. Σέ ἄλλους ἔμπρακτα καί σέ ἄλλους μιλάει καί πραγματικά μέ τό στόμα του καί ἀκοῦνε τή φωνή του. Στόν Συμεών ἀπάντησε μέ τή φωνή του. Τό πνεῦμα τό ἅγιο τοῦ εἶπε: Μήν ἀνησυχεῖς δέν θά πεθάνεις μέχρι πού αὐτό πού ζητᾶς θά τό ἰδεῖς. Θέλεις τή σωτηρία τοῦ ᾿Ισραήλ, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ; Θά τήν δεῖς. Δέν θά πεθάνεις. Θά ἰδεῖς τή σωτηρία τοῦ ᾿Ισραήλ.
Καί ὅσο προόδευε ὁ Συμεών τόσο πιό πολύ τό πνεῦμα τό ἅγιο τοῦ ἀπεκάλυπτε καί τόν ἔπειθε, τοῦ ἔδινε τήν πληροφορία ὅτι θά ἰδεῖ τή σωτηρία τοῦ ᾿Ισραήλ. Ποιά ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ᾿Ισραήλ; Οἱ προφῆτες εἶχαν προαναγγείλει ὅτι τή σωτηρία θά τή φέρει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός. Καί γι᾿ αὐτό ὁ Συμεών ὅταν τό ἅγιο Πνεῦμα τοῦ εἶπε ὅτι θά ἰδεῖ τή σωτηρία τοῦ ᾿Ισραήλ κατάλαβε ὅτι θά ἀξιωθεῖ νά ἰδεῖ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, τό Χριστό.
Καί ἐπερίμενε. Πόσα χρόνια περίμενε; ῾Ο Θεός ξέρει...Ποῦ περίμενε; Στό ναό. Γιατί; Γιατί ἐκεῖ εἶναι ἡ φυσική θέση τοῦ Θεοῦ. Τί μᾶς λέγει αὐτό; Ποῦ πρέπει νά περιμένουμε νά βροῦμε τό Χριστό; Μπορεῖ νά τόν συναντήσεις καί στό σπήλαιο, μπορεῖ νά τόν συναντήσεις καί στή Ναζαρέτ, στή Βηθλεέμ, στό χωράφι, στήν κορφή τοῦ βουνοῦ, ἀλλά ὁπωσδήποτε θά τόν βρεῖς στό ναό, στόν οἶκο του, ὁπωδήποτε. ᾿Εκεῖ μπορεῖ, ἐδῶ ὁπωσδήποτε.
Καί τί ἔγινε; Ὅταν ἐπρόκειτο νά μποῦν ὁ ᾿Ιωσήφ μαζί μέ τήν Παναγία καί τό Χριστό στήν ἀγκαλιά στό ναό τό ἅγιο Πνεῦμα τοῦ εἶπε «ἦρθε ἡ ὥρα ἔλα στό ναό». Καί «ἦλθε ἐν τῷ πνεύματι εἰς τό ἱερόν». ῎Οχι μόνος του, ὄχι τυχαῖα.
«῏Ηλθε ἐν τῷ πνεύματι». Γιά φαντασθῆτε ἐμεῖς γιά νά πᾶμε σέ μιά ὑποδοχή θέλομε νά μᾶς δώσουν πρόσκληση. Νά μᾶς εἰδοποιήσουν. Νά ἔρθει κάποιος νά μᾶς πάρει ἀπό τό χέρι... Τόν Συμεών τόν ἐπῆρε ἀπό τό χέρι τό Πνεῦμα τό ἅγιο. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός τόν ἐκάλεσε καί τοῦ εἶπε «ἔλα τώρα νά ἰδεῖς ἐκεῖνο πού περιμένεις. ῎Ελα νά ἰδεῖς τή σωτηρία τοῦ ᾿Ισραήλ».
«῏Ηλθε ἐν τῷ πνεύματι εἰς τό ἱερόν». Καί ὅταν ἔμπαινε ὁ ᾿Ιωσήφ, ἡ Παναγία καί τό Βρέφος ἅπλωσε τά χέρια του τό πῆρε στήν ἀγκαλιά του καί κατάλαβε ποιός εἶναι. Τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο τοῦ ἔδειξε, ὅπως ἔδειξε στόν ᾿Ιωάννη τόν Πρόδρομο, πού τοῦ εἶπε: «Σ’ ἐκεῖνον πού θά δεῖς νά κατεβαίνει πάνω του τό ἅγιο Πνεῦμα σάν περιστέρι ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἀναμενόμενος».
Ἔτσι καί στόν Συμεών τοῦ εἶπε νά αὐτός εἶναι. Καί πῆγε ὁ γέρων Συμεών καί ἅπλωσε τήν ἀγκαλιά του καί ἐζήτησε νά πιάσει στά χέρια του τόν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Καί συνέβη τό ἑξῆς συγκινητικό. ῏Ηταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος μετά τήν Παναγία, πού ἔπιασε τό Χριστό στήν ἀγκαλιά του ξέρωντας ὅτι εἶναι ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό καί τόν ὀνομάζομε θεοδόχο. Εἶχε τή μεγάλη τιμή, τή μεγάλη εὐλογία, τή μεγάλη ἀμοιβή, τό μεγάλο μισθό ἀπό τό Θεό γιά ὅλη του τήν ἀρετή, γιά ὅλη του τή ζωή, γιά ὅλη τήν καλή του πολιτεία νά κρατήσει στά χέρια του τό Θεό ξέροντας ὅτι εἶναι ὁ Θεός.
Καί τί ἔκανε ἀφοῦ τόν ἐκράτησε στά χέρια του; Εὐλόγησε τό Θεό, δοξολόγησε τό Θεό καί εἶπε· «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου Δέσποτα ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου». Τώρα Θεέ μου ἄς πεθάνω. Διότι εἶδα τόν Σωτήρα τόν ὁποῖο ἑτοίμασες καί τόν ἔστειλες γιά ὅλο τόν κόσμο. «Φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καί δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ». Γιά νά φωτισθοῦν τά μάτια ὅλων τῶν ἐθνῶν καί νά δοξαστεῖ ὁ λαός του, ὁ ἐκλεκτός λαός του ὁ ᾿Ισραήλ, ὅπως καί ἐδοξάσθη μόνο ἀπό τό γεγονός ὅτι ἐγεννήθη ὁ Χριστός ἀπό ἕναν ᾿Ισραηλίτη καί ἀπό μιά ᾿Ισραηλίτισσα. Καί ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι ἦσαν ᾿Ισραηλῖτες.
Ποιός ὑπεδέχθη τό Χριστό; ῎Οχι ὁ ᾿Ηρώδης, ὁ βασιλιάς. ῎Οχι ὁ ἀρχιερέας. ῎Οχι οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι, οἱ μεγάλοι θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί οἱ ἱεροκήρυκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. ῎Οχι οἱ ἐπίσημοι, ὄχι οἱ ἄνθρωποι πού ἀποτελοῦσαν τούς ζηλωτές καί τούς ἀγωνιστές πού φαινόνταστε, ἀλλά ποιός; ῞Ενας ταπεινός ἄνθρωπος πού τό Θεό δέν τόν ἐλάτρευε μέ λόγια, ἀλλά μέ ἔργα βαθειά μέσα στή καρδιά του.
Τί ἦταν ὁ Συμεών; ῞Ενα γεροντάκι. Πόσης ἡλικίας; ᾿Εσχάτης, βαθύτατου γήρατος. Ποιό ἦταν τό προσόν τοῦ Συμεών; Τό ὅτι ἦταν εὐλαβής καί δίκαιος καί ὅτι ἀγαποῦσε τό λαό τόσο πολύ ὥστε προσευχόταν συνεχῶς παρακαλώντας τόν Θεό νά στείλει τή σωτηρία του. Πῶς τόν παρακαλοῦσε τό Θεό; Ἄς τό προσέξομε.
Οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι ἀσκοῦν βία στό Θεό. Οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ τόν πιέζουν τόν Θεό. ῾Ο Θεός ντρέπεται τούς φίλους του. Τούς ντρέπεται καί τούς σέβεται περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι ντρέπονται οἱ καλοί ἄνθρωποι τούς φίλους τους καί τούς ἀγαπητούς τους. ᾿Από ποῦ τό καταλαβαίνουμε αὐτό; Λέει σ᾿ ἕνα μέρος στή Παλαιά Διαθήκη ὅτι ὁ Θεός εἶχε πάρει τήν ἀπόφαση ἐξ᾿ αἰτίας τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ᾿Ισραήλ ὅταν ἦταν στήν ἔρημο μετά πού ἔφυγαν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί περάσανε τήν ᾿Ερυθρά θάλασσα, ἀπό τίς πολλές ἁμαρτίες πού ἔκαναν ὀργίσθηκε τόσο πολύ ὥστε πῆρε τήν ἀπόφαση νά τούς ἐξολοθρεύσει.
Καί τότε τί ἔγινε; Στάθηκε ὁ προφήτης Μωϋσῆς καί προσευχόταν. Νά συγχωρέσει τό λαό ὁ Θεός. Καί τί ἔλεγε ὁ Θεός; ῎Αφησέ με... ἄφησέ με νά τούς ἐξολοθρέψω. Πάψε νά προσεύχεσαι γιά νά μπορέσω νά κάνω ἐκεῖνο πού θέλω.
Ποιός τόν ἐμπόδιζε τό Θεό; ῾Ο Μωϋσῆς. Μέ τί; Μέ τήν προσευχή του. Μά καλά τί ἦταν ὁ Μωϋσῆς; Καί τί ἦταν ὁ Θεός; Δέσμευε ἡ προσευχή τοῦ Μωϋσῆ τό Θεό; Ναί, τόν ἐδέσμευε. Ποιός μᾶς τό λέει; ῾Ο Θεός. Γιατί τόν ἐδέσμευε; Ντρεπόταν τήν ἀρετή του. Ποῦ ἀλλοῦ τό βλέπομε αὐτό; Στό παράδειγμα τοῦ ἁγίου προφήτου ᾿Αβραάμ. ῞Οταν ἐπρόκειτο νά καταστρέψει ὁ Θεός τά Σόδομα καί τά Γόμορα παρουσιάσθηκε στόν ᾿Αβραάμ καί τοῦ ἀπεκάλυψε τό σχέδιο του καί ὁ ᾿Αβραάμ τοῦ εἶπε:
Θεέ μου, θά καταστρέψεις δικαίους καί ἀσεβεῖς, ὅποιον πάρει ἡ μπόρα; ῎Ετσι τό κάνεις ἐσύ ὁ Θεός;
Καί ὁ Θεός ἀπάντησε· Μή γένοιτο. Ποτέ δέν θά ἐπιτρέψω νά γίνει αὐτό τό πρᾶγμα. ᾿Αλλά τί λές ἐσύ;
Λέει ὁ ᾿Αβραάμ: ἄν εἶναι πενήντα δίκαιοι μέσα στό Σόδομα καί τά Γόμορα θά ἀφήσεις νά καταστραφοῦν πενήντα δίκαιοι, ἐξ᾿ αἰτίας τῶν ἄλλων. Δέν τούς χαρίζεις καλύτερα καί τούς ἄλλους; Δέν τούς ντρέπεσαι τούς πενήντα δικαίους; Θά τούς ἐξολοθρέψεις ἔτσι ἐπειδή τούς πῆρε καί αὐτούς ἡ μπόρα ἀπό τούς πολλούς ἀσεβεῖς;
Τοῦ ἀπαντάει ὁ Θεός: Ποτέ. ῎Αν εἶναι πενήντα θά τούς συγχωρήσω ὅλους.
Γυρίζει ὁ ᾿Αβραάμ καί λέει καί ἄν εἶναι σαράντα;
Καί γιά τούς σαράντα θά τούς συγχωρήσω.
῎Αν εἶναι εἴκοσι;
Καί γιά τούς εἴκοσι τούς συγχωρῶ.
Προσθέτει ὁ ᾿Αβραάμ καί λέει: Θεέ μου, ἐγώ εἶμαι γῆ καί σποδός . Τί εἶμαι ἐγώ μπροστά σου Θεέ μου; Χῶμα εἶμαι, στάκτη εἶμαι. Νά μιλήσω μιά φορά ἀκόμα; Σέ ποιόν τολμάω καί μιλάω; ᾿Αλλά μιά καί μοῦ ἔδωσες ἐσύ τό θάρρος τολμάω γιά μιά ἀκόμα φορά καί λέω: ἄν εἶναι δέκα;
Τοῦ ἀπάντησε ὁ Θεός: γιά τούς δέκα θά συγχωρήσω ὅλους ἀνεξαιρέτως ὅλους τούς ἀνθρωπους τόσο πολύ τούς σέβομαι ἐγώ.
Καί τί ἔγινε; Ντράπηκε ὁ ᾿Αβραάμ νά προσθέσει κάτι καί νά κατέβει, νά τοῦ εἰπεῖ: ᾿Αλλά καί ἄν εἶναι δύο-τρεῖς, ἕνας τί θά κάνεις; Δέν τόν σέβεσαι αὐτόν τόν ἕνα;
Δέν ξέρομε ἄν μίλαγε ἀκόμη ὁ Ἀβραάμ μήπως ὁ Θεός τόν ντρεπόταν καί τοῦ ἔλεγε: Δέν πειράζει ᾿Αβραάμ, ἀλλά δέν ἐσιώπησε ὁ Θεός καί τοῦ λέει: κοίταξε ἐκεῖ εἶναι ὁ Λώτ. ῞Ενας εἶναι... ἐγώ τόν ντρέπομαι. ῾Ο Θεός λέει ἕνας δίκαιος εἶναι ἐγώ τόν ντρέπομαι. ᾿Από μόνος του ὁ Θεός τό λέει ἐγώ τόν ντρέπομαι καί τόν σέβομαι.
Δέν θά πάει καί αὐτός μαζί μέ τούς ἀσεβεῖς.
Τό ἅγιο εὐαγγέλιο μᾶς λέγει ὅτι ὁ προφήτης Συμεών παρακαλοῦσε τό Θεό νά μήν ἰδεῖ θάνατον, μέχρι πού νά δεῖ τό Χριστό, νά ἰδεῖ νά σώζεται ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός ντράπηκε, ντράπηκε τίς ἀρετές τοῦ Συμεών καί τοῦ ἔκανε τό χατήρι. Νά μήν πεθάνει, νά ζεῖ νά ἔχει πάει σέ γηρατειά πολύ βαθειά γιά νά φθάσει νά ἀξιωθεῖ νά ἰδεῖ τό Χριστό. Τί μᾶς λέει αὐτό; Μᾶς λέγει ὅτι ὅ,τι κάνεις πρός δόξα καί τιμή τοῦ Θεοῦ, ὅσο κουραστεῖς νά ἀποκτήσεις ἀρετές πνευματικές νά τηρήσεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι παρακαταθήκη, κατάθεση στό ταμεῖο πού θά σοῦ δώσει τό μεγαλύτερο τόκο. ῎Οχι τά 100, 110 δηλαδή 10% τόκο, ἀλλά τό 1 θά σοῦ δώσει τόκο 100. Ἤ τό 1 τόκο θά σοῦ δώσει 1000. ᾿Αλλά καί αὐτό πού λέμε τό 1 τόκο 100 καί τό 1 τόκο 1000 εἶναι γελοιότητα. Γιατί εἶναι γελοιότητα; Γιατί τί ἀξία ἔχει, ὁ κόπος τόν ὁποῖο κάνεις σέ σύγκριση μέ τήν ἀξία ἐκείνου πού θά σοῦ δώσει ὁ Θεός;
Μόνο τό γεγονός ὅτι ὁ δίκαιος Συμεών ἀξιώθηκε νά κρατήσει στήν ἀγκαλιά του τό Χριστό τί ἀμοιβή εἶναι γιά ὅλους τούς κόπους πού ἔκανε στή ζωή του ἑκατό χρόνια; Χιλιοπλάσια. Γιατί; Ποιό θησαυρό ἐκράτησε; Θά εἰπεῖτε: Μά κράτησε τόν Χριστό μόνο γιά ἕνα λεπτό. Ναί, γιά ἕνα λεπτό, αὐτό τό ἕνα λεπτό τί εὐλογία ἐπῆρε; Τί ἔκανε τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο ὑπερτέρα τῶν Χερουβείμ καί τῶν Σεραφείμ; ῞Οτι κράτησε στήν ἀγκαλιά της καί στήν κοιλιά της τό Χριστό. Αὐτό τήν ἔκανε ἀνωτέρα ἀπό τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ.
Πρίν νά ἔλθει ὁ Χριστός στόν κόσμο αὐτή τήν εὐλογία οἱ ἄνθρωποι τήν ἀκούγανε, τήν φανταζόντουσαν καί κλαίγανε. Τόν προφήτη ᾿Αβραάμ, τόν ἔπιανε συγκίνηση καί θλίψη ὅταν σκεπτόταν, σάν προφήτης, ὅτι μιάν ἡμέρα θά σαρκωθεῖ ὁ Θεός, θά ἔρθει στόν κόσμο καί αὐτός δέν θά ἔχει τήν χαρά, τήν εὐλογία, τό πλοῦτο νά τόν ἰδεῖ. Ποιός τό λέει αὐτό; ῾Ο Χριστός. Λέει «πολλοί προφῆται καί δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἅ βλέπετε, καί οὐκ εἶδον καί ἀκοῦσαι ἅ ἀκούετε, καί οὐκ ἤκουσαν» .
Τί ἦταν αὐτοί; Προφῆτες. ῾Ο Θεός μίλαγε μέ τό στόμα τους. Καί αὐτοί κλαίγανε. Καί λέγανε σέ τί καταραμένη ἐποχή ζοῦμε καί τί εὐκαιρία χάσαμε μέ τό νά γεννηθοῦμε τόσα χρόνια μπροστά. Νά προφητεύομε καί νά μήν ἀξιωθοῦμε νά τόν δοῦμε.
Ὁ ᾿Αβραάμ «ἠγαλιάσατο ἴνα ἴδει τήν ἡμέρα τήν ἐμήν» λέει ὁ Χριστός. Καί ὁ ᾿Αβραάμ εἶχε μία μεγάλη χαρά. Ποιά ἦταν ἡ χαρά; ῎Οχι νά τόν κρατήσει ἁπλῶς νά ἰδεῖ. ῾Απλῶς νά ἰδεῖ «τήν ἡμέραν τήν ἐμήν». Νά τήν προβλέψει. Καί φαντασθῆτε ὁ Συμεών ἀξιώθηκε νά πάρει πολύ μεγαλύτερη εὐλογία καί ἀπό τόν ᾿Αβραάμ καί ἀπό τόν Μωϋσῆ. Τί εἶναι ὁ ᾿Αβραάμ; ῾Ο Χριστός ὅταν θέλει νά εἰπεῖ παράδεισος λέει ἡ ἀγκαλιά τοῦ ᾿Αβραάμ. Τί εἶναι ὁ ᾿Αβραάμ; ῾Ο συμβολισμός τοῦ παραδείσου. Ποιός εἶναι ὁ ἐκλεκτώτερος ἄνθρωπος στόν κόσμο; Πρίν ἀπό τήν Παναγία καί ἀπό τόν Πρόδρομο καί ἀπό τούς ῾Αγίους ᾿Αποστόλους μόνον ὁ ᾿Αβραάμ. Μόνο ὁ ᾿Αβραάμ ἦταν ὁ ἐκλεκτότερος ἄνθρωπος στόν κόσμο. Γι᾿ αὐτό καί ὅταν θέλανε νά εἰποῦνε παράδεισο λέγανε κοντά στόν ᾿Αβραάμ, στήν ἀγκαλιά τοῦ ᾿Αβραάμ. Μακάρι νά σέ πάρει ὁ Θεός ἐκεῖ πού εἶναι ὁ ᾿Αβραάμ. ᾿Εμεῖς λέμε:᾿Εκεῖ πού εἶναι ἡ Παναγία νά βρεθοῦμε.
Ὁ Συμεών ἀξιώθηκε νά πάρει εὐλογία μεγαλύτερη ἀπό τόν ᾿Αβραάμ. Μπορείτε νά καταλάβετε γιατί; ῾Ο Θεός δέν εἶναι ἄδικος. ῾Ο Θεός εἶναι δίκαιος καί ἀμοίβει τόν καθένα, ὅπως τοῦ ἀξίζει. Καί τόν Συμεών τόν ἄμειψε μέ αὐτό τόν τρόπο ἐπειδή τοῦ ἄξιζε, ἦταν καλύτερος ἀπό τόν ᾿Αβραάμ. Εἶχε πιό καλή ψυχή, ἀγαποῦσε καί φοβόταν τό Θεό περισσότερο.
Ταυτόχρονα, λέει, παρουσιάστηκε καί μία γυναίκα, ἡ ὁποία ὀνομαζόταν ῎Αννα. καί αὐτή, δέν ἐτόλμησε νά πάει νά πιάσει τό Χριστό στά χέρια τής, ἀλλά ἐστάθηκε δίπλα καί διεκήρυττε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διεκήρυττε ὅτι τώρα ἦρθε ἡ λύτρωση, ἦρθε ἡ σωτηρία. προφήτευε, δοξολογοῦσε τό Θεό.
῎Ας ἰδοῦμε ποιά ἦταν αὐτή ἡ γυναίκα. Αὐτή ἦταν μία γυναίκα ἡ ὁποία ὅταν ἦταν νέα ἔζησε παρθένος, ἔζησε ὅπως πρέπει νά ζεῖ κάθε σεμνός ἄνθρωπος πού σέβεται τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Καί ἀφοῦ παντρεύτηκε ἔζησε μέ τόν ἄνδρα της ἑπτά χρόνια. Καί ὁ ἄνδρας της πέθανε. Καί μετά;
Ἡ ἁγία καί δικαία γυναίκα, ἡ ῎Αννα, ὅταν ἐχήρεψε μετά ἀπό ἑπτά χρόνια συζυγικῆς ζωῆς λέει τό ἅγιο εὐαγγέλιο ἔκανε τή ζωή της ἐκκλησία-σπίτι, σπίτι-ἐκκλησία καί πήγαινε συνεχῶς στήν ἐκκλησία καί προσευχόταν.
Τότε ἡ ῾Αγία ῎Αννα ἦταν 84 χρονῶν. Πόσα χρόνια ἔζησε χήρα; Περίπου πενήντα. Πενήντα χρόνια ἐκκλησία, σπίτι καί προσευχή. Καί αὐτή ἡ γυναίκα τῆς ὁποίας ἐφανέρωσε τόν Χριστό τό Πνεῦμα τό ἅγιο τήν ἔκανε προφήτη, καί πῆγε νά ὑποδεχθεῖ τό Χριστό.
῾Ο Συμεών καί ἡ ῾Αγία ῎Αννα. Τί ἦταν καί οἱ δυό; Δυό ἄνθρωποι πού εἶχαν ξεχάσει ὅλο τόν κόσμο εἶχαν κάνει ζωή τους τήν προσευχή. Τί μᾶς δείχνει αὐτό; ῞Οτι πάνω ἀπ᾿ ὅλα στή ζωή τό πιό εὐάρεστο περισσότερο ἀπό ὅλα εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς ἐκκλησίας καί τῆς προσευχῆς. Ἄς δοῦμε τόν ἑαυτό μας. ᾿Εμεῖς δέν ζοῦμε πρό Χριστοῦ, πού ἦταν ἡ κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας, τῆς διαφθορᾶς. Ζοῦμε μετά Χριστόν.
᾿Εμεῖς ἔχομε τή διδασκαλία καί τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. ῎Εχομε τή διδασκαλία τοῦ παραδείγματος τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, τοῦ Συμεών, τῆς ῎Αννης, τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων. Καί ἐμεῖς οἱ χριστιανοί προσπαθοῦμε νά ξεμπλέξομε μέ τό θέμα τῆς προσευχῆς κάνοντας τό βράδυ τό σταυρό μας, καί λέγοντας δυό λόγια. Τί λόγια; Λέμε στό Θεό τά θέματά μας, τά προβληματά μας. Θεέ μου θέλω ἐκεῖνο καί ἐκεῖνο.
Τί εἶναι ὀ Θεός καί τοῦ δίνεις τά θέματά σου; ῾Υπάλληλός σου; ᾿Εντολοδόχος σου; Ὑπηρέτης σου;
Ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε εἴκοσι τέσσερις ὥρες, τόν τιμᾶς μόνο ἕνα λεπτό γιά νά κάνεις ἕνα σταυρό; ᾿Αφιερώνεις στόν ἑαυτό σου, στόν κόσμο, νά μήν ποῦμε στόν πονηρό ὥρες πολλές, ἀφιερώνεις στό διάβολο ὥρες πολλές καί ἀφιερώνεις στό Θεό ἕνα μόνο λεπτό τό βράδυ κάνοντας τό σταυρό σου; Πόσο πρέπει νά ἀφιερώσει κανείς στό Θεό; ῾Η ἀπάντηση εἶναι «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» ὅλη τήν ὥρα. ῞Αμα καταλάβομε τί εἶναι ἡ ψυχή μας, πρέπει νά προσευχόμαστε ὅλη τήν ὥρα. ᾿Ακατάπαυστα.
Τί πρέπει νά τοῦ λέμε τοῦ Θεοῦ;
Στό Θεό δέν πρέπει νά λέμε τίποτα. Γιατί; Γιατί τά ξέρει ὅλα. Νά τοῦ εἰπεῖς ποιός εἶσαι; Σέ ξέρει. ᾿Εσύ δέν τόν ξέρεις τόν ἑαυτό σου. ῾Ο Θεός τόν ξέρει ἄριστα. ᾿Εσύ δέν ξέρεις τί ἔχει ἡ καρδιά σου μέσα, τί ἐπιθυμεῖς. ῾Ο Θεός ξέρει τί ἔχει ἡ καρδιά σου. ᾿Εσύ δέν ξέρεις τί θά φέρει ἡ αὔριο. ῾Ο Θεός τό ξέρει.
Τί χρειάζεται νά κάνεις; Νά τοῦ εἰπεῖς Θεέ μου σέ εὐχαριστῶ. Πού δέν κάνουμε οὐσιαστικά ποτέ. Γιατί;
Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα γιατί μέ ἔπλασες.
Δεύτερο γιατί μέ ἀξίωσες νά ξέρω τό ὄνομά σου.
Τρίτο, μέ ἀξίωσες νά γνωρίσω τό Χριστό. Νά ξέρω τίς ἀρετές τῆς Παναγίας. Μέ ἀξίωσες ἔστω καί μιά φορά στή ζωή μου νά μπῶ μέσα στήν ἐκκλησία καί νά κάνω τό σταυρό μου. Τί εἶναι ἡ ἐκκλησία; Παράδεισος. ῾Ο τόπος πού ζοῦσε ὁ ᾿Αδάμ καί ἡ Εὔα πρίν νά ἁμαρτήσουν. Αὐτό εἶναι ἡ ἐκκλησία. Καί μᾶς ἀξιώνει καί μᾶς ὁ Κύριοςκαί μπαίνουμε μέσα.
῞Ενας ἅγιος προσευχόταν καί ἔλεγε στό Θεό. Ἐγώ Θεέ μου, δέν ξέρω οὔτε τί εἶναι καλό οὔτε τί μέ συμφέρει οὔτε τί θέλεις νά μοῦ δώσεις. Σοῦ λέω λοιπόν μόνο τήν ἀλφαβῆτα. Εἰκοσιτέσσερα εἶναι τά γράμματα. Πάρε ὅσα θέλεις, φτιάξε ὅτι θέλεις καί πές ὅτι... εἶναι προσευχή μου. ῞Οτι θέλεις γιά δοξολογία, ὅτι θέλεις γιά δικά μου αἰτήματα... Ἔτσι ἔκανε τήν καλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τίς προσευχές.
Τό ἀλφάβητο πού μᾶς παρέδωσαν οἱ πατέρες μας, εἶναι ἡ προσευχή :«Κύριε, ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό». Τί εἴμαστε; ῾Αμαρτωλοί. Τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει ἡ μεγάλη δόξα τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἁμαρτία; ᾿Απάντηση. Καμμία. Νά τό ὁμολογοῦμε καί λέμε καμμία σχέση δέν μπορῶ νά ἔχω ἐγώ μέ ἐσένα Χριστέ μου, παρά μόνο ἐάν ἐσύ μέ ἀγαπᾶς, μέ εὐσπλαγχνισθεῖς καί σύ θέλεις νά μέ πάρεις στά χέρια σου καί νά μέ σηκώσεις στήν ἀγκαλιά σου νά μέ κάνεις παιδί σου. Γι᾿ αὐτό, ἡ πιό βαθειά καί πνευματική προσευχή πού μποροῦμε νά κάνουμε καί πρέπει νά τή λέμε ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ καί ἀπό τό βράδυ μέχρι τό πρωΐ, εἰ δυνατόν, καί ὅταν θά εἴμαστε κοιμισμένοι εἶναι τό Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν.
Κάνοντας αὐτό, ὁπωσδήποτε ὁ Θεός μᾶς δίνει χάρη. Πόση χάρη; Μᾶς ἔχει δώσει τή μεγάλη χάρη νά μεταλαμβάνουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος του. ῎Ετσι λοιπόν προσευχόμενοι καί προετοιμαζόμενοι κοινωνοῦμε ἀξίως τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του.
ΑΜΗΝ.
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου.
(Πηγή: Ζωηφόρος )
Η Υπαπαντή του Χριστού,
Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου Βλάχου
Σαράντα ήμερες από την κατά σάρκα Γέννηση Του ό Χριστός προσφέρθηκε στον Ναό, σύμφωνα με τα καθιερωμένα από τον νόμο. Και επειδή εκεί στον Ναό του έγινε υποδοχή από πνευματοκίνητους ανθρώπους, και μάλιστα επειδή ό Συμεών τον πήρε στην αγκαλιά του, γι' αυτό και λέγεται Υπαπαντή. Ή λέξη προέρχεται από το ρήμα υπαντάω και σημαίνει έρχομαι σε συνάντηση κάποιου.
Ή Εκκλησία καθόρισε ή μεγάλη αυτή Δεσποτικοθεομητορική εορτή να εορτάζεται την 2α Φεβρουαρίου, γιατί αυτή ή ήμερα είναι ή τεσσαρακοστή από την 25η Δεκεμβρίου, πού εορτάζεται ή Γέννηση του Χριστού κατά σάρκα. Με αυτόν τον τρόπο διαιρεί τον ετήσιο χρόνο με τους σταθμούς της θείας οικονομίας και τον ευλογεί. Ταυτόχρονα δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να μυηθή στο μεγάλο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του θεού.
Το περιστατικό της προσφοράς του Χριστού στον Ναό, κατά την. τεσσαρακοστή ήμερα από την Γέννηση Του περιγράφεται μόνον από τον Ευαγγελιστή Λουκά (Λουκ. 6', 22-39).
α'
Ό ίδιος ό Θεός, δηλαδή ό άσαρκος Λόγος του θεού, έδωσε την εντολή του καθαρισμού κατά την τεσσαρακοστή ήμερα στον Μωϋσή και είχε καθιερωθή για όλους τους Ισραηλίτας. Και μάλιστα ή εντολή αυτή δόθηκε στον Μωϋσή πριν ακόμη γίνη ή έξοδος των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, δηλαδή πριν την διάβαση τους από την Ερυθρά θάλασσα.
Ή σχετική εντολή είναι ή εξής: «Είπε δε Κύριος προς Μωϋσήν λέγων αγίασόν μοι πάν πρωτότοκον πρωτογενές διανοϊγον πάσαν μήτραν εν τοις υιοίς Ισραήλ από ανθρώπου έως κτήνους, εμοί εστίν» (Εξ, ιγ', 1-2). Αυτή ή εντολή αναφερόταν και στα πρωτότοκα αρσενικά των ζώων, τα όποια έπρεπε να ξεχωρίζωνται και να προσφέρωνται στον Θεό. Ή εντολή του Θεού ήταν σαφής: «και αφελείς πάν διανοίγον μήτραν, τα αρσενικά, τω Κυρίω» (Εξ. ιγ', 12).
Αυτή ή αφιέρωση ήταν σημείο αναγνωρίσεως της ευεργεσίας του Θεού, και απόδειξη ότι ανήκουν σε Αυτόν. Είναι γνωστόν ότι ή εντολή της αφιερώσεως του πρωτοτόκου αρσενικού παιδιού δόθηκε στον Ισραηλιτικό λαό, δια του Μωϋσέως, αμέσως μετά την πάταξη των πρωτοτόκων παιδιών των Αιγυπτίων, οπότε ό Φαραώ αμέσως έδωσε την άδεια της εξόδου, και βέβαια πριν ακόμη περάσουν την Ερυθρά θάλασσα. Είναι χαρακτηριστική ή αιτιολογία της πράξεως αυτής: «εν γαρ χειρί κραταιά εξήγαγε σε Κύριος ό Θεός εξ Αιγύπτου» (Εξ. ιγ', 9).
Σε άλλο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, στο Λευιτικό, φαίνεται ότι ό Θεός δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για την τελετή της αφιερώσεως και της ευγνωμοσύνης. Ή γυναίκα πού θα γέννηση αρσενικό παιδί θα του κάνη την περιτομή την ογδόη ήμερα και κατά την τεσσαρακοστή ήμερα θα το προσφέρη στον Ναό. Και μαζί με την προσφορά του γεννηθέντος «προσοίσει αμνόν ενιαύσιον άμωμον εις ολοκαύτωμα, και νεοσσόν περιστεράς ή τρυγόνα περί αμαρτίας επί την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου προς τον ιερέα» (Λευιτ. ιβ', 1-6).
Αφού Αυτός ό ίδιος ό Λόγος του Θεού έδωσε τον νόμο στον Μωϋσή, όταν προσέλαβε την ανθρωπινή σάρκα έπρεπε να τον εφαρμόση, για να μη φανή παραβάτης του νόμου. Ό άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει ότι όταν βλέπη κανείς τον Χριστό να τηρή τον νόμο αυτόν δεν πρέπει να σκανδαλισθή, ούτε Αυτόν πού είναι ελεύθερος να τον θεώρηση δούλο, αλλά να εννοήση περισσότερο «της οικονομίας το βάθος».
Και ή τήρηση του νόμου της προσφοράς στον Ναό υπάγεται στο μυστήριο της θείας κενώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
Επίσης, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ό Χριστός δεν είχε ανάγκη καθαρισμού, αφού ό καθαρμός νομοθετήθηκε στην Παλαιά Διαθήκη και για τους γεννήτορας και για τα γεννώμενα, αλλά το έκανε χάριν υπακοής στον Νόμο πού Αυτός ό Ίδιος έδωσε. Δεν είχε ανάγκη καθαρμού ό Χριστός, γιατί συνελήφθη ασπόρως και γεννήθηκε αφθόρως. «Πάντως ουκ ην χρεία καθαρισμού, άλλ' υπακοής ην έργον». Βέβαια, ή υπακοή έχει την έννοια της υπακοής στον νόμο του Θεού, αλλά και της υπακοής του νέου Αδάμ, εν αντιθέσει με την ανυπακοή του παλαιού Αδάμ. Και εάν ή ανυπακοή του πρώτου Αδάμ είχε συνέπεια την πτώση και την φθορά, ή υπακοή του νέου Αδάμ, του Χριστού, επανέφερε την παρακούσασα ανθρώπινη φύση στον Θεό και θεράπευσε τον άνθρωπο από την ευθύνη της παρακοής.
β'
Ή προσαγωγή των παιδιών στον Ναό την τεσσαρακοστή ήμερα ήταν εορτή καθαρισμού. Ή μητέρα και το παιδί έπρεπε να καθαρισθούν από τις συνέπειες της γεννήσεως.
Βεβαίως, ή γέννηση των παιδιών είναι ευλογία του Θεού, αλλά δεν πρέπει να αγνοήται ότι ό τρόπος με τον όποιο γεννάται ό άνθρωπος είναι καρπός και αποτέλεσμα της πτώσεως, είναι οι λεγόμενοι δερμάτινοι χιτώνες, πού φόρεσε ό Αδάμ μετά την πτώση και την απώλεια της Χάριτος του Θεού. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε το ψαλμικό: «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με ή μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7). Τελικά, ό Θεός ευλόγησε αυτόν τον τρόπο γεννήσεως του ανθρώπου, κατά παραχώρηση, αλλά όμως είναι καρπός της πτώσεως. Τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά πρέπει να ενθυμούνται αυτήν την πραγματικότητα. Μέσα στα θεολογικά αυτά πλαίσια πρέπει να ερμηνευθή ή τελετή του καθαρισμού.
Όταν σκεφθούμε αυτές τις θεολογικές αλήθειες μπορούμε να δούμε ότι ούτε ό Χριστός ούτε ή Παναγία είχαν ανάγκη καθαρισμού. Ή άσπορη σύλληψη και ή άφθορη γέννηση δεν συνιστούν ακαθαρσία.
γ΄
Ή εντολή του Θεού πού δόθηκε στον Μωϋσή έλεγε: «Γυνή, ήτις εάν σπερματισθή και τέκη άρσεν, και ακάθαρτος έσται επτά ημέρας» (Λεατ. ι6', 2). Αυτό το χωρίο εμμέσως δείχνει την καθαρότητα της Παναγίας, γιατί ακάθαρτος είναι ή γυναίκα πού θα γέννηση αφού σπερματωθή από άνδρα. Ή Παναγία, όμως, συνέλαβε εκ Πνεύματος Αγίου και όχι σπερματικώς, και γι' αυτό δεν ήταν ακάθαρτη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπαγόταν στην περίπτωση αυτή, αλλά πήγε στον Ναό για να τήρηση τον νόμο.
Ή εντολή του Θεού ήταν σαφής: «αγίασόν μοι πάν πρωτότοκον πρωτογενές διανοίγον πάσαν μήτραν» (Εξ. γι', 2). Αυτή ή εντολή ταυτόχρονα είναι προφητεία, πού αναφέρεται στην σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και δεν έχει απόλυτη εφαρμογή σε κάθε πρωτότοκο αρσενικό παιδί.
Το χωρίο αυτό δεν έχει απόλυτη σχέση με τις γεννήσεις των άλλων πρωτοτόκων, γιατί κανείς άνθρωπος, ούτε ό πρωτότοκος, ανοίγει την μήτρα της μητέρας του. Ό Μ. Αθανάσιος σε σχετική ομιλία του λέγει ότι δεν ανοίγουν τα βρέφη την μήτρα της μητέρας τους, «άλλ' ή του ανδρός προς την γυναίκα συνέλευσις». Ή μήτρα ανοίγει κατά την συνέλευση του ανδρογύνου και την σύλληψη του παιδιού. Μόνον ό Χριστός άνοιξε την μήτρα της μητέρας Του, χωρίς βεβαίως να καταστρέψη την παρθενία, αφού την άφησε και πάλιν κεκλεισμένη. «Όταν μηδενός έξωθεν κρούσαντος, αυτό το βρέφος έσωθεν διανοίγει».
Ό άγιος Νικόδημος ό αγιορείτης, αφού αναφέρει ότι αυτό πού γινόταν στην Παλαιά Διαθήκη ήταν τύπος της Γεννήσεως του Χριστού, στην συνέχεια λέγει ότι μόνο ό Χριστός άνοιξε την παρθενική μήτρα «θεοπρεπώς και υπέρ κατάληψιν ανοίξας γαρ αυτήν εν τω γεννάσθαι, κεκλεισμένην πάλιν διεφύλαξεν, ώσπερ ην προ του συλληφθήναι και γεννήσαι».
Ό Χριστός είναι πρωτότοκος, και έτσι χαρακτηρίζεται στην Αγία Γραφή. Βέβαια, αυτός ό χαρακτηρισμός δεν δηλώνει ότι υπάρχει και δευτερότοκος και τριτότοκος, αλλά ότι γεννήθηκε πρώτος, ανεξάρτητα αν υπάρχη δεύτερος ή τρίτος. Ό ορός «πρωτότοκος» πρέπει να συνδεθή με το «μονογενής», όπως και πάλι χαρακτηρίζεται ό Χριστός στην Αγία Γραφή.
Ό όρος πρωτότοκος αναφέρεται και στις δύο γεννήσεις του Χριστού, δηλαδή στην προαιώνια από Παρθένο Πατέρα, χωρίς μητέρα, και την εν χρόνω γέννηση από Παρθένο Μητέρα, χωρίς πατέρα (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Ό Χριστός λέγεται πρωτότοκος κατά τρεις τρόπους. Πρώτον, γιατί γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων. Ό "Απόστολος Παύλος λέγει: «ος εστίν εικών του θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. α', 15). Και όπως είδαμε προηγουμένως το «πρωτότοκος» ταυτίζεται με το «μονογενής». Δεύτερον, λέγεται πρωτότοκος κατά την ανθρώπινη γέννηση, και ανεξάρτητα αν γεννήθηκε άλλος από την Παναγία. «Και έτεκεν τον Υιόν αυτής τον πρωτότοκον» (Λουκ. β', 7). Και τρίτον, λέγεται πρωτότοκος εκ των νεκρών, γιατί πρώτος Αυτός αναστήθηκε, και έτσι έδωσε την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να αναστηθή στον κατάλληλο καιρό. Ό χαρακτηρισμός «γέννηση» λέγεται και για την ανάσταση, γιατί ή ανάσταση θεωρείται γέννηση. Ό "Απόστολος Παύλος λέγει: «ος εστίν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ. α', 18). Ή πρώτη έννοια του πρωτότοκου συνδέεται με την κατά φύση του Υιού του Θεού γέννηση, ό όρος, δηλαδή, αναφέρεται στην θεολογία, και οι άλλες δύο συνδέονται με την ενανθρώπηση του Λόγου και αναφέρονται στην οικονομία.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης ό Χριστός για να ζωοποιήση την δική μας ανθρώπινη φύση έγινε πρωτότοκος κατά τρεις τρόπους. Φυσικά, με αυτό πού λέγει, δεν εννοεί την προ πάντων των αιώνων γέννηση Του από τον Πατέρα. Έτσι, όπως ή δική μας ανθρώπινη φύση ζωοποιειται με τρεις γεννήσεις, ήτοι την από την μητέρα μας, την από του Βαπτίσματος και την από τους νεκρούς πού ελπίζουμε να γίνη στο μέλλον, το ίδιο και ό Χριστός έγινε πρωτότοκος για μας με τρεις τρόπους, ώστε να ζωοποιηθή και να θεοποιηθή ή δική μας ανθρώπινη φύση. Διότι, εκτός από την σωματική γέννηση πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθήση και ή πνευματική.
δ'
Είναι συγκινητική ή σκηνή πού ό Χριστός προσφέρεται ως νήπιο, ως βρέφος στον Ναό. Ό προαιώνιος Θεός, πού ταυτόχρονα ως Λόγος του Θεού ήταν πάντοτε ενωμένος με τον Πατέρα Του και το Άγιον Πνεύμα, και διηύθυνε τον κόσμο, όλα τα σύμπαντα, παρουσιάζεται ως δρέφος στον Ναό, ευρισκόμενος στην αγκαλιά της μητέρας Του.
Καιτοι ό Χριστός ήταν νήπιο, ταυτόχρονα ήταν «προ αιώνων Θεός», και γι' αυτό ήταν σοφώτερος από κάθε άλλον. Γνωρίζουμε ότι από την ένωση θείας και ανθρωπινής φύσεως στην υπόσταση του Λόγου, μέσα στην κοιλία της Θεοτόκου, ή ανθρώπινη φύση θεώθηκε, και γι' αυτό ή ψυχή του Χριστού ήταν πλουτισμένη με το πλήρωμα της σοφίας και της γνώσεως. Μόνο πού ή σοφία αυτή εκφραζόταν ανάλογα με την ηλικία Του, γιατί αν γινόταν διαφορετικά θα φαινόταν ότι ήταν τέρας (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Πάντως, καιτοι ό Χριστός ήταν νήπιος, εν τούτοις ήταν Θεός, έχοντας όλο το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς και όλη την ανθρώπινη σοφία και γνώση, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπινής φύσεως.
Με την νηπιότητα αυτή θεράπευσε το «νηπιώδες φρόνημα» του Αδάμ. Όταν ό Θεός έπλασε τον Αδάμ στον Παράδεισο, ό Αδάμ ήταν νήπιος ως προς την Χάρη και τον αγιασμό. Είχε, βέβαια, φωτισμό νοός, αλλά έπρεπε να δοκιμαοθή και να φθάση στην θέωση. Επειδή ήταν άπλαστος και νήπιος πνευματικά, επειδή είχε νηπιώδες φρόνημα, γι' αυτό εύκολα απατήθηκε από τον πονηρό δαίμονα, πού εγήρασε στην αμαρτία και την πονηρία. Γι' αυτό ό Χριστός, έχοντας την σωματική νηπιακή ηλικία, θεράπευσε όχι μόνον το νηπιώδες φρόνημα του Αδάμ, αλλά και την ανθρωπινή φύση, και έκανε αυτό πού δεν κατόρθωσε να κάνη ό πρώτος Αδάμ. Έτσι, με την ενανθρώπηση του Υιού Του, ό Θεός Πατήρ έκανε πιο σίγουρη και αποτελεσματική την θέωση του ανθρώπου. Δεν μπορούσε πια ό διάβολος να πλανήση την εν Χριστώ ανθρώπινη φύση, όπως το έκανε με ευχέρεια στον πρώτο Αδάμ.
Ή κένωση του Υιού και Λόγου του Θεοί, όπως φαίνεται και στην περίπτωση της προσφοράς Του στον Ναό, υπερέβη και την αντίληψη των αγγέλων, αφού και αυτοί εξεπλάγησαν από την άπειρη συγκατάβαση του Θεού. Ό Προφήτης Άββακούμ προφητεύει την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού: «ό Θεός από Θαιμάν ήξει, και ό άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος. εκάλυψεν ουρανούς ή αρετή αυτού, και αινέσεως αυτού πλήρης ή γη» (Άββακ. γ', 3). Με την λέξη αρετή εννοείται ή ενανθρώπηση και ή θεία κένωση του Λόγου του Θεού. Το «εκάλυψε τους ουρανούς» δηλώνει ότι εκάλυψε, σκέπασε και το ύψος των αγγέλων, αφού και οι άγγελοι εξεπλάγησαν, βλέποντας την άπειρη και ανέκφραστη συγκατάβαση του Λόγου του Θεού.
ε΄
Ό Θεός είχε καθορίσει ώστε ή προσφορά του αρσενικού πρωτοτόκου να συνοδεύεται με προσφορά αμνού άμωμου ή ζεύγους τρυγόνων ή δύο νεοσσών περιστερών. Στο Λευιτικό γράφεται: «προσοίσει άμνόν ενιαύσιον άμωμον εις ολοκαύτωμα και νεοσσόν περιστεράς ή τρυγόνα περί αμαρτίας επί την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου προς τον ιερέα» (Λευτ. ιβ', 1-6). Ό Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει ότι οι γονείς του Χριστού τον οδήγησαν στον Ναό «του δούναι θυσίαν κατά το ειρημένον εν νόμω Κυρίου, ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών» (Λουκ. β', 24).
Οι γονείς του Χριστού δεν πρόσφεραν αμνό, όπως έδινε την δυνατότητα ό νόμος, επειδή ήταν πτωχοί. ΟΊ πλούσιες τάξεις προσέφεραν αμνό ενιαύσιο και άμωμο, ενώ οι πτωχότερες τάξεις ένα ζευγάρι τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών (Προκόπιος). Πραγματικά, ό Χριστός γεννήθηκε σε πτωχική οικογένεια και μεγάλωσε ως πτωχός. Τελικά, όμως, ή πτώχεια του Χριστού δεν έγκειται μόνο στο ότι γεννήθηκε και έζησε πτωχός, αλλά κυρίως στο ότι ενανθρώπησε και προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος, ενώ ήταν πλούσιος, επτώχευσε για να πλουτίσουμε εμείς με την θεότητα Του.
Ό νόμος προέβλεπε να προσφέρεται ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσοί περιστερών, γιατί με το πρώτο (ζεύγος τρυγόνων) δηλωνόταν ή σωφροσύνη των γονέων, πού είχε σχέση με τους συνεζευγμένους κατά τον νόμο του γάμου, ενώ το δεύτε-ρο (νεοσσοί περιστερών) αναφερόταν στην Παναγία και τον Χριστό, αφού ό Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο και Αυτός παρέμεινε ως το τέλος Παρθένος. Έτσι, ενώ το πρώτο δήλωνε τον τίμιο και ευλογημένο γάμο, το δεύτερο προτύπωνε την παρθενία της Παναγίας και του Χριστού (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Ή προβλεπομένη από τον νόμο του Κυρίου προσφορά ήταν τύπος του Χριστού. Όπως σημειώνει ό άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «ή τρύγων λαλίστατον εστίν εν στρουθίοις αγρού, ή δε περιστερά, ήπιόν τε και πράον». Αυτό συμβόλιζε τον Χριστό, αφού ό Χριστός σαν τρυγόνι κατακελάϊδησε σε όλη την γη και γέμισε με την καλλιφωνία του τον δικό Του αμπελώνα, δηλαδή εμάς πού πιστεύουμε σε Αυτόν, και σαν περιστέρι είχε την πραότητα στον τέλειο βαθμό. Σαφώς, λοιπόν, αυτή ή προσφορά αναφερόταν στην ενανθρώπηση του ελεήμονος Θεού.
στ'
Ένα από τα σημαντικά και κεντρικά πρόσωπα της Υπαπαντής, εκτός βέβαια, από τον Χριστό και την Παναγία, ήταν και ό Συμεών, «ό δίκαιος και ευλαβής», πού αξιώθηκε να προϋπάντηση τον Χριστό, να τον λαβή στα χέρια του και να τον αναγνώριση με την δύναμη και ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Πραγματικά, πρόκειται για μια μεγάλη προσωπικότητα, τόσο για το ότι είδε τον Χριστό, όσο και για τα όσα είπε την στιγμή εκείνη.
Το όνομα Συμεών ανταποκρίνεται στην ζωή και την προσδοκία του, αλλά και την αποκάλυψη του Θεού σε αυτόν, γιατί στην εβραϊκή γλώσσα ή λέξη Συμεών ερμηνεύεται υπακοή (όσιος Νικήτας) ή «ου ήκουοε Κύριος» (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος).
Ό Ευαγγελιστής Λουκάς τον χαρακτηρίζει άνθρωπο πού κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ και ήταν δίκαιος και ευλαβής, «προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ». Συγχρόνως λέγεται ότι είχε το Πνεύμα το Άγιο και του δόθηκε πληροφορία ότι δεν θα πεθάνη πριν δη τον Χριστό Κυρίου (Λουκ. β', 25-26). Όλα αυτά τα γνωρίσματα είναι χαρακτηριστικά ενός πνευματεμφόρου ανθρώπου. Γι' αυτό και ή Αγία Γραφή δεν ενδιαφέρεται για την κατ' άνθρωπον καταγωγή και τα στοιχεία της ανθρωπινής συγκροτήσεως του, αφού είχε μια άλλη ζωή, ζωή πνεύματος.
Ό άγιος Νικόδημος ό αγιορείτης συνέλεξε απόψεις των ερμηνευτών για το τί ακριβώς ήταν ό Συμεών. Και αυτό γιατί στο Ευαγγέλιο δεν αναφέρεται ρητώς αν ήταν Ιερεύς ή όχι, αφού αποκαλείται άνθρωπος. Έτσι, λοιπόν, ό Ιωσήφ ό υμνογράφος τον αποκαλεί «Ιερουργόν, Ιερώτατον», ό Ιερομάρτυς Μεθόδιος «ιερέα άριστον», ό Ιερός Φώτιος και ό Ιερός Θεοφύλακτος λέγουν ότι δεν ήταν Ιερεύς, αλλά ανώτερος του Ιερέως, άλλοι λέγουν ότι ήταν ένας από τους εβδομήκοντα ερμηνευτές της Παλαιάς Διαθήκης, ό όποιος απίστησε, όταν ερμήνευε την προφητεία του Προφήτου Ησαΐου «ιδού ή παρθένος εν γαστρί έξει...». Τότε ακριβώς έλαβε πληροφορία ότι θα ζήση έως ότου λαβή τον Χριστό στις αγκάλες του. Άλλοι ισχυρίζονται ότι ήταν υιός του Πατριάρχου των Εβραίων Χιλλέλ και πατέρας του νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, και άλλοι ότι ήταν Πρόεδρος του Συνεδρίου των Εδραίων. Επίσης λέγεται ότι ήταν πάνω από διακοσίων εβδομήκοντα (270) χρονών. Αναφέροντας αυτά ό άγιος Νικόδημος γράφει ότι όσοι θέλουν ασφαλώς να ακολουθούν το Ευαγγέλιο γεραίρουν τον Συμεών τον Θεοδόχον «ως άνδρα απλώς πνευματοκίνητον».
Πραγματικά, ό άγιος Συμεών ό Θεοδόχος ήλθε στο ιερό με την δύναμη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Είχε το Αγιον Πνεύμα, εν Αγίω Πνεύματι έλαβε την πληροφορία ότι θα δη τον Χριστό πριν πεθάνη, και δια του Αγίου Πνεύματος ήλθε στο ιερό (Λουκ. β', 25-27). Αυτό εκφράζει την αλήθεια ότι πρέπει να έχη κανείς το Άγιο Πνεύμα και να διδάσκεται από Αυτό. Το Άγιο Πνεύμα δεν αποκαλύπτει τα μυστήρια σε ανθρώπους πού είναι ακάθαρτοι και δεν το είχαν προηγουμένως.
Ό Προφήτης Ησαΐας προφητεύει: «ισχύσατε, χείρες αάνειμέναι, και γόνατα παραλελυμένα... ισχύσατε, μη φοβείσθε» (Ήσ. λε', 3-4). Αυτό συνέβη κυρίως στον άγιο Συμεών τον Θεοδόχο, αφού, όπως λέγει ό Ευαγγελιστής Λουκάς, «ήλθεν εν τω πνεύματι εις το Ιερόν». Όχι μόνο τον καθοδηγούσε το Άγιο Πνεύμα, αλλά και τον ενίσχυε. Κανείς δεν μπορεί να δη τον θεό, αν δεν έχη δυνάμεις πνευματικές, δηλαδή αν δεν ενισχύεται από την δύναμη και ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Έτσι, λοιπόν, το Άγιον Πνεύμα ενίσχυσε τα πόδια του για να πορευθούν στο ιερό, αλλά και τα χέρια του για να κρατήσουν τον Χριστό. Ό Γεώργιος Νικομήδειας λέγει ότι δεν χρησιμοποίησε τα δικά του πόδια για να προσέλθη στην διακονία του μυστηρίου, αφού το Άγιον Πνεύμα έγινε σε αυτόν άρμα, πού τον μετέφερε.
Ερχόμενος στο Ιερό ό δίκαιος Συμεών, με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος αναγνώρισε τον σαρκωθέντα Υιό και Λόγο του Θεού. Όποτε αξιώθηκε να δη την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, πού προφητικώς έβλεπαν όλοι οι Προφήτες. Όπως λέγει ό Μ. Βασίλειος, ό Συμεών και ή Άννα είδαν την θεία δύναμη πού υπήρχε στον Χριστό «ώσπερ φως δι' υαλίνων υμένων δια του ανθρωπίνου σώματος». Όπως εμείς μέσα από τα παράθυρα βλέπουμε το φως πού υπάρχει στο σπίτι ή όπως από τις γυάλινες λάμπες βλέπουμε το φως πού υπάρχει εκεί, έτσι και οι καθαροί στην καρδιά βλέπουν δια του Σώματος του Χριστού το φως της θεότητος, αυτό πού για τους άλλους είναι άγνωστο και αθέατο.
Ό Μ. Αθανάσιος πλέκει το εγκώμιο του αγίου Συμεών του θεοδόχου, επειδή εκινείτο από το Άγιο Πνεύμα και αξιώθηκε αυτής της μεγάλης τιμής. Λέγει ότι ό Συμεών καιτοι ήταν άνθρωπος κατά το φαινόμενο, εν τούτοις ήταν υπέρ άνθρωπος κατά το νοούμενο. Κατ' ουσίαν ήταν άνθρωπος, αλλά κατά την αξία υπερκείμενος, πολύ πάνω από τους συνανθρώπους του. Ως προς την φύση άνθρωπος, άλλ' ως προς την αρετή άγγελος. Είχε ως ενδιαίτημα την αισθητή Ιερουσαλήμ, άλλ' ως μητρόπολη είχε την άνω Ιερουσαλήμ. Όχι μόνο ήταν ανώτερος από τους ανθρώπους, αλλά «και των αγγέλων ό Συμεών υπέρτερος».
ζ'
Έκτος από τον άγιο Συμεών τον Θεοδόχο, στον Ναό παρευρέθηκε και ή Άννα, ή Προφήτις, πού αξιώθηκε να αναγνώριση τον Θεό και να διακήρυξη ότι Αυτός είναι ό λυτρωτής της. Ή Άννα βρισκόταν στην ηλικία των ογδόντα τεσσάρων ετών, και ήταν χήρα, αφού είχε ζήση με τον άνδρα της επτά χρόνια (Λουκ. β', 36^0).
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Άννας ήταν ότι βρισκόταν μέρα νύκτα στον Ναό και δεν απομακρυνόταν από αυτόν. Έτσι, ενώ ό Συμεών οδηγήθηκε από το Άγιον Πνεύμα στον ναό, αύτη έμενε εκεί και εν Αγίω Πνεύματι αναγνώρισε τον Θεό.
Ό Ευαγγελιστής Λουκάς την αποκαλεί Προφήτιν, διότι είχε το Άγιον Πνεύμα. Ό Ιερός Κοσμάς ό υμνογράφος λέγει ότι ή Άννα «ιερώς ανθωμολογείτο υποφητεύουσα». Υπάρχει δε διαφορά μεταξύ προφήτου και υποφήτου, κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη. Ό Προφήτης αναγγέλλει αυτά πού πρόκειται να γίνουν μετά από αρκετό καιρό, ενώ ό υποφήτης εξηγεί τα παρόντα ή τα παρελθόντα ή ακόμη και εκείνα τα όποια πρόκειται να γίνουν μετά από λίγο καιρό. Φαίνεται δε ότι ό Ευαγγελιστής Λουκάς χρησιμοποιεί την λέξη προφήτης με την έννοια του υποφήτου, αφού ή Άννα αναγνώρισε με το Άγιον Πνεύμα την έλευση του Λόγου του Θεού.
Άλλωστε, ή προφητεία στην Καινή Διαθήκη έχει και την έννοια της εξηγήσεως, εν Αγίω Πνεύματι, του βαθύτερου νοήματος του νόμου και γενικότερα της Αγίας Γραφής. Γι' αυτό, Προφήτες στην γλώσσα της Αγίας Γραφής είναι οι θεολόγοι, πού διακρίνουν τα πνεύματα.
Ή ανθομολόγηση της Άννης είναι ή ευχαριστία και ή δοξολογία για την αποστολή της λυτρώσεως του Ισραήλ. Ή ενέργεια της συνδυάζει ευχαριστία και διακήρυξη, αφού «ελάλει περί αυτού».
η΄
Ή παρουσία του δικαίου Συμεών και της Προφήτιδος Άννης φανερώνει και μια άλλη πραγματικότητα, ότι, δηλαδή, αυτοί ήταν το λογικό ζεύγος τρυγόνων πού υποδέχθηκε τον Χριστό, όταν ανέβηκε στον Ναό. Έτσι μαζί με το άλογο ζεύγος τρυγόνων, το Άγιον Πνεύμα έστειλε και πνευματικό και πνευματέμφορο ζεύγος τρυγόνων, τον Συμεών και την Άννα.
Αυτό φανερώνει, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ποιοί και πώς πρέπει να είναι αυτοί πού πρόκειται να δεχθούν τον Χριστό. Ή ένωση με τον Χριστό προϋποθέτει ανάλογο βίο. Ό Συμεών ήταν δίκαιος και δεν μνημονεύεται αν είχε δεχθή προηγουμένως την έγγαμη ζωή, ενώ ή Άννα μετά τον θάνατο του συζύγου της, ζούσε την ευλογία της χηρείας, είχε άμωμο και καθαρό βίο.
Εν Χριστώ ζωή είναι ή παρθενία κατά Χριστόν ή η συζυγία ή θεόσδοτη, όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς. Μάλιστα σε ομιλία του στην εορτή της Υπαπαντής κάνει μεγάλη αναφορά στο τί κακό προξενεί ή πορνεία, και ότι δεν μπορεί ό άνθρωπος να έχη σχέση με τον Χριστό, όταν πορνεύη. Χρειάζεται σταύρωση της σάρκας μαζί με τις επιθυμίες της.
Ή σωτηρία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από το είδος του βίου πού εκλέγει κανείς, δηλαδή γάμο ή παρθενία, αλλά από τον τρόπο της ζωής, από την σχέση πού έχει με τον Χριστό. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση απαιτείται παρθενία και σωφροσύνη. Σέ αυτό κατευθύνει ή μυστηριακή και ή ασκητική ζωή, σε αυτόν τον τρόπο ζωής οδηγεί τον άνθρωπο ό Θεάνθρωπος Χριστός.
θ'
Όταν ό δίκαιος Συμεών συνάντησε την Παναγία πού κρατούσε τον Χριστό, έλαβε το θείο βρέφος στην αγκαλιά του. «Και αυτός εδέξατο αυτό εις τάς άγκάλας αυτού και ευλόγησε τον Θεόν» (Λουκ. 6', 28). Αυτή ή σκηνή είναι συγκλονιστική. Και, βέβαια, δεν μπορούσε να γίνη αυτό, αν οι βραχίονες του δεν ενισχύονταν από το Άγιον Πνεύμα.
Ή σκηνή αυτή μας υπενθυμίζει το όραμα του Προφήτου Ησαΐου. Αφού ό Προφήτης είδε «τον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου» και τα Σεραφείμ να ευρίσκωνται γύρω από Αυτόν, και ομολόγησε την ακαθαρσία των χειλέων του, συνέβη το εξής καταπληκτικό. «Και απεστάλη προς με εν των Σεραφείμ και εν τη χειρί είχεν άνθρακα, όν τη λαβίδι έλαβεν από του θυσιαστηρίου και ήψατο του στόματος μου και είπεν ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου και αφελεί τας ανομίας σου και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί» (Ήα στ', 6-7).
Ή όραση αύτη αναφέρεται στην ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, αφού, άλλωστε, ό Προφήτης Ησαΐας εκλήθη να κήρυξη στον Ισραηλιτικό λαό την έλευση της παρακλήσεως, δηλαδή την έλευση του Χριστού, γι' αυτό και θεωρείται ως ό μεγαλοφωνότατος των Προφητών και πέμπτος Ευαγγελιστής. Με μεγάλη καθαρότητα και ακρίβεια περιέγραψε σκηνές της θείας ενανθρωπήσεως.
Το ότι ή όραση αυτή συνδέεται με την ενανθρώπηση φαίνεται από την εκκλησιαστική ερμηνευτική παράδοση. Σέ ένα τροπάριο των μεγαλυναρίων της εορτής λέγεται: «Ή λαβίς ή μυστική ή τον άνθρακα Χριστόν, συλλαβούσα εν γαστρί συ υπάρχεις Μαριάμ». "Ολες οι αποκαλύψεις στην Παλαιά Διαθήκη είναι αποκαλύψεις του άσαρκου Λόγου, στίς περισσότερες από τις όποιες φανέρωνε την ενανθρώπηση Του, την έλευση Του εν σαρκί. Έτσι, λοιπόν, εδώ λέγεται ότι ό άνθρακας είναι ό Χριστός. Ή μυστική λαβίδα πού κρατεί τον ανθράκα είναι ή Παναγία, πού τον συνέλαβε στην κοιλία της. Και ή Παναγία δίνει τον άνθρακα αυτόν στον δίκαιο Συμεών. Ουράνιο θυσιαστήριο είναι ή δόξα του Θεού, ό ουρανός. Γι' αυτό ψάλλουμε: «Κατελθόντ' εξ ουρανού τον Δεσπότην του παντός, υπεδέξατο αυτόν Συμεών ό Ιερεύς».
Όπως ό Προφήτης Ησαΐας δέχθηκε τον άνθρακα και δεν κατακάηκε, αλλά καθαρίστηκε και έγινε Προφήτης, έτσι και ό δίκαιος Συμεών δέχθηκε τον άνθρακα Χριστό από την Παναγία και δεν κατακάηκε, αλλά καθαρίστηκε κατά τον λόγο: «ιδού ήψατο των χειλέων σου και αφελεί τας ανομίας σου και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί».
Ή τελευταία αυτή φράση είναι δείγμα ότι το όραμα του Προφήτου Ησαΐου αναφερόταν στην ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. Και αυτό φαίνεται από το ότι ή Εκκλησία καθόρισε ώστε ή φράση αυτή να λέγεται από τον λειτουργούντα Ιερέα, μετά την θεία Κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Χρίστου. Συνδεδεμένη αυτή ή προφητική εικόνα με τον δίκαιο Συμεών, αναφορικά με την θεία Κοινωνία, δείχνει ότι για να μη κατακαύση τον άνθρωπο ή θεία Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χρίστου πρέπει να έχη Πνεύμα Άγιον, όπως ακριβώς ό δίκαιος Συμεών.
Έτσι, λοιπόν, ό φλεγόμενος άνθρακας είναι ό ενανθρωπήσας Χριστός, θυσιαστήριο ή κοιλία της Παναγίας, τα Σεραφείμ είναι ή ίδια ή Θεοτόκος, λαβίς μυστική τα χέρια της Παναγίας, πού δίνουν τον άνθρακα στον δίκαιο Συμεών.
ι΄
Μόλις ό δίκαιος Συμεών έλαβε στην αγκαλιά του τον Χριστό άνεφώνησε: «νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λάου σου Ισραήλ» (Λουκ. β', 29-31). Πρόκειται για μια μεγαλειώδη φράση, την οποία ή Εκκλησία παρέλαβε και έθεσε στο τέλος της ακολουθίας του εσπερινού, αλλά και σε άλλες ακολουθίες, όπως την ευχαριστία μετά την μετάληψη των Τιμίων Δώρων. Θα επιχειρήσουμε μια μικρή ερμηνευτική ανάλυση αυτού του λόγου.
Ό δίκαιος Συμεών ήταν πληροφορημένος από το Άγιον Πνεύμα ότι θα δη οπωσδήποτε τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού πριν πεθάνη, και αυτό πραγματοποιήθηκε, αφού ήταν «προφητική χάριτι τετιμημένος» (άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας). Όταν είδε τον Χριστό, ζητά λύση της ψυχής από το σώμα, οπότε γίνεται αντιληπτό ότι οι άγιοι «δεσμόν λογίζονται το σώμα» (Ιερός Θεοφύλακτος), και γι' αυτό δεν φοβούνται τον θάνατο.
Το «κατά το ρήμα σου εν ειρήνη» δηλώνει ότι ζητά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, «δια τον χρησμόν όν έλαβεν» και μάλιστα αυτό θεωρεί ανάπαυση, γιατί το «εν ειρήνη» ισούται με το «εν αναπαύσει» (Ιερός Θεοφύλακτος). Ή ανάπαυση έχει σχέση και με την ειρήνη των λογισμών, γιατί όσο περνούσαν οι ήμερες ό δίκαιος Συμεών το ανέμενε «αεί φροντίζων πότε ελεύσεται» (Ιερός Θεοφύλακτος). Και, βέβαια, το σωτήριο του Θεού είναι ή ενανθρώπηση, την οποία ετοίμαζε ό Θεός προ πάντων των αιώνων. Πραγματικά, προετοιμαζόταν το μυστήριο του Χριστού «και προ αυτής της του κόσμου καταβολής» (άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας).
Ή ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού ήταν και είναι φως στα έθνη, επειδή οι Εθνικοί, οι ειδωλολάτρες ήταν πεπλανημένοι, βρίσκονταν ατά σκοτάδια και είχαν πέσει στα χέρια των δαιμόνων (άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας), αλλά και δόξα του Ισραήλ, γιατί ό Χριστός ανέτειλε και προήλθε από τους Ισραηλίτες. Όσοι, λοιπόν, είναι ευγνώμονες το αισθάνονται αυτό (Ιερός Θεοφύλακτος).
Ό λόγος αυτός του αγίου Συμεών είναι ένας επινίκιος ύμνος μετά την αποκάλυψη σε αυτόν του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού. Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έβλεπαν τα οπίσθια του Θεού, την έλευση Του, πού θα γινόταν στο μέλλον, αυτός την βλέπει κατά πρόσωπον. Πραγματικά, ό Χριστός είναι το φως του κόσμου, όχι το αισθητό και ηθικό, όχι το συμβολικό, αλλά το πραγματικό, πού εκδιώκει το σκότος της αγνοίας και του νου, αλλά είναι και ή δόξα όχι μόνο των Ισραηλιτών, αλλά ολόκληρης της ανθρω-πινής φύσεως. Χωρίς και έξω από τον Χριστό ή ανθρώπινη φύση είναι άδοξη, άνείδεη, αόριστη και ανώνυμη. Με τον Χριστό αποκτά «είδος και όρο» (ιερός Νικόλαος Καδάσιλας).
Το ότι ό Συμεών μόλις είδε τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού ζήτησε την απόλυα/), τον θάνατο, ερμηνεύεται από την μεγάλη χαρά γι' αυτό το όποιο στην συνέχεια έπρεπε να επιτέλεση. Ήθελε να πορευθή στον Άδη και να αναγγείλη την χαρμόσυνη αγγελία ότι ήλθε ό Μεσσίας, ό λυτρωτής του κόσμου, και αυτών των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, πού βρίσκονταν στον Άδη. Μάλιστα, λέγει ό Μ. Αθανάσιος ότι ό Συμεών βιαζόταν για να μη προλάβουν να αναγγείλουν το γεγονός τα νήπια, τα όποια επρόκειτο να σφαγούν από τον Ηρώδη. Και αυτό το ζητά, γιατί τα νήπια είναι γοργά και ευκίνητα, αυτός δε «γέρων και βραδύς και δυσκίνητος». Ό Χριστός ικανοποιεί το αίτημα του, γιατί, όπως λέγει ό Μ. Αθανάσιος, φαίνεται σαν να του είπε να πάη να εμφανισθή φαιδροπρεπώς στον Αδάμ πού ζούσε στον Άδη σκυθρωπώς, και να αναγγείλη την χαρά στις ωδίνες της Εύας, λέγοντας: «ήκει ή λύτρωσις, ήκει ό ρύστης, ήκει ή άφεσις, ήκει ό ελευθερωτής. Μηκέτι θρηνεί, φύσις ή ανθρωπεία, ήκει γαρ ό αντιληψόμενος υμών, ήξει και ου χρονιεί».
Επομένως, ό δίκαιος Συμεών είναι ό πρώτος πού ανήγγειλε στους δέσμιους του Άδου, σε όλους τους δικαιους της Παλαιάς Διαθήκης, πού βρίσκονταν στον Άδη, επειδή δεν είχε καταργηθή οντολογικά ό θάνατος, ότι ήλθε ό Χριστός τον Όποιο εκείνοι περίμεναν, και ότι γρήγορα θα έλθη και στον Άδη για να τους απελευθέρωση.
ία'
Ό δίκαιος Συμεών ευλόγησε την Θεοτόκο και τον Ιωσήφ, πού παρακολουθούσαν τα γεγονότα αυτά με θαυμασμό και έκπληξη. Και τότε στράφηκε στην Θεοτόκο για να της πή δύο θαυμαστές Προφητείες.
Ή πρώτη αναφερόταν στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού. «Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. β', 34). Αύτη ή προφητεία πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια της ζωής του Χριστού, αλλά εξακολουθεί να πραγματοποιήται στην ιστορία της ανθρωπότητας και στην προσωπική ζωή κάθε ανθρώπου.
Ό Θεάνθρωπος Χριστός είναι πτώση των απίστων, των μη πιστευόντων σε Αυτόν, και ανάσταση αυτών πού πιστεύουν σε Αυτόν. Ένα παράδειγμα είναι ό Γολγοθάς. Ό ένας ληστής πιστεύει και σώζεται, ό άλλος αμφισβητεί και καταδικάζεται. Συμβαίνει αυτό και στην εσωτερική μας ζωή, αφού ό Χριστός πίπτει όταν εμείς οι βαπτισμένοι πέφτουμε με την πορνεία, και ανίσταται με την σωφροσύνη. Επίσης, αυτό μπορεί να εννοηθή ότι πρόκειται ό Χριστός να πάθη και να πέση στον θάνατο, αλλά και να αναστηθούν πολλοί με την δική του πτώση, και τον δικό του θάνατο (ιερός Θεοφύλακτος).
Ό Χριστός είναι και «σημείον αντιλεγόμενον». Ή λέξη «σημείον» μπορεί να εννοηθή με πολλούς τρόπους και πολλές έννοιες. Κατ' αρχάς σημείο είναι ή σάρκωση του Χρίστου, ή ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. Κατά την ενανθρώπηση έγιναν πολλά παράδοξα και παράξενα πράγματα. Ό Θεός έγινε άνθρωπος, ή Παρθένος μητέρα. Ακριβώς δε αυτό το σημείο αντιλέγεται και αμφισβητείται από πολλούς ανθρώπους. Άλλοι υποστηρίζουν ότι έλαβε πραγματικό σώμα, και άλλοι ότι έλαβε φανταστικό, ότι δηλαδή το σώμα Του ήταν φανταστικό και όλα τα έκανε φανταστικά. Άλλοι θεωρούν ότι είναι χοϊκό σώμα, άλλοι επουράνιο. Άλλοι θεωρούν ότι ό Χριστός ως Θεός έχει προαιώνια ύπαρξη και άλλοι νομίζουν ότι έλαβε αρχή της υπάρξεως του από την παρθένο και άχραντη Μαρία (άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας).
Ό άγιος Νικόδημος ό αγιορείτης, αναλύοντας την ερμηνεία του ιερού Θεοφύλακτου, ότι ως σημείο αντιλεγόμενο εννοείται ή σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, λέγει ότι ό αιρετικός πού βλέπει τα έργα του Χριστού, ό Όποιος έχει διπλές ενέργειες, την θεία και την ανθρώπινη, και άλλοτε ως άνθρωπος πεινά, διψά, δέχεται το μαρτύριο, σταυρώνεται, πάσχει κλπ., και άλλοτε ως Θεός κάνει θαύματα, εκδιώκει δαίμονες και ανίσταται κλπ., αμφιταλαντεύεται αν ό Χριστός είναι Θεός ή άνθρωπος. Όμως ό Χριστιανός δεν έχει τέτοιες αμφιβολίες, γιατί γνωρίζει από την εμπειρία των θεουμένων αγίων ότι καιτοι ό Χριστός είχε δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, εν τούτοις είναι ένας κατά την υπόσταση και το πρόσωπο, και έτσι ό ένας και Αυτός Χριστός ενεργεί άλλοτε τα θεοπρεπή και άλλοτε τα άνθρωποπρεπή. Και βέβαια, όταν ενεργεί κάθε φύση, ενεργεί «μετά της θάτέρου κοινωνίας».
Έπειτα, σημείο αντιλεγόμενο είναι και ό Σταυρός του Χριστού. Κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, «αντιλεγόμενον σημείον τον τίμιον ονομάζει σταυρόν». Άλλοι δέχονται τον Σταυρό και την σταύρωση του Χριστού θεωρούντες αυτήν ως σωτηρία, ότι στον Σταυρό νίκησε τις αρχές και εξουσίες του σκότους, και άλλοι αρνούνται τον Σταυρό. Δεν μπορούν να αντιληφθούν πώς ό Χριστός σταυρώθηκε. Γι' αυτό, όπως είπε ό "Απόστολος Παύλος, ό Σταυρός είναι για τους Ιουδαίους σκάνδαλο, για τους Έλληνες μωρία. Για μας όμως τους πιστούς ό Σταυρός είναι «Θεού δύναμις και θεού σοφία» (Α' Κορ. α1, 23-24).
ιβ'
Ή δεύτερη προφητεία του αγίου Συμεών, πού αναφερόταν στην Παναγία, είναι ή έξης: «και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» (Λουκ. β', 35).
Προφανώς ή προφητεία αυτή αναφέρεται στον πόνο και την θλίψη της Θεοτόκου πάνω στον Σταυρό, όταν θα έβλεπε τον Υιό της, πού είναι ταυτόχρονα Υιός του Θεού, να πάσχη και να υποφέρη. Ή Παναγία δεν υπέφερε ούτε πόνεσε κατά την γέννηση του Χριστού, ακριβώς γιατί τον συνέλαβε ασπόρως και τον γέννησε αφθόρως. Έπρεπε, λοιπόν, να πόνεση πολύ κατά τον καιρό της εξόδου.
Ακριβώς αυτή ή ρομφαία, πού θα διέλθη την ψυχή της Θεοτόκου κατά τον σταυρικό θάνατο του Χριστού, θα αποκάλυψη τους διαλογισμούς πολλών ανθρώπων, πού βρίσκονταν κεκρυμένοι στην καρδιά τους. Αυτοί αμφιβάλλουν αν είναι γνήσια και αληθινή μητέρα. Αλλά από τον πόνο πού αισθάνθηκε καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για την φυσική του μητέρα.
Αυτό μας υπενθυμίζει την περίπτωση των δύο γυναικών της Παλαιάς Διαθήκης πού διεκδικούσαν ένα βρέφος και παρουσιάσθηκαν στον Σολομώντα για να τους λύση την δια-φορά. Ό Σολομών ζήτησε μαχαίρι για να το τεμαχίση και να δώση από ένα μέρος σε κάθε μία γυναίκα. Τότε ή μία ζήτησε να μη το σφάξη, αλλά να το δώση ολόκληρο στην άλλη. Και ή άλλη ζήτησε να το σφάξη, ώστε να μη το πάρη καμμιά από αυτές. Ό βασιλεύς έδωσε το παιδί σε αυτήν πού προτίμησε να ζήση το παιδί, έστω κι αν το πάρη ή άλλη γυναίκα. Αυτό ήταν δείγμα ότι ήταν ή φυσική του μητέρα. (Γ Βασιλ γ', 16-28).
Έτσι και ό πόνος της Παναγίας στον Σταυρό έδειξε ότι αυτή είναι ή πραγματική μητέρα, ότι από αυτήν ό Κύριος παρέλαβε την σάρκα. Γιατί, αφού ή Παναγία είναι ή πραγματική μητέρα, σημαίνει ότι και ό Χριστός έχει πραγματικό σώμα και δεν είναι άνθρωπος κατά φαντασία.
Ό Μ. Ἀθανάσιος λέγει ότι ή φράση «όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» σημαίνει ότι ό Σταυρός του Χριστού, το Πάθος Του, θα αποκάλυψη όλες τίς εσωτερικές διαθέσεις των ανθρώπων, αφού ό Πέτρος από θερμός και ζηλωτής, θα τον αρνηθή, οι Μαθητές θα τον εγκαταλείψουν, ό Πιλάτος θα μεταμεληθή με την νίψη των χεριών, ή γυναίκα του θα πιστεύση με το νυκτερινό όνειρο, ό εκατόνταρχος θα ομολογήση από τα σημεία, ό Ιωσήφ και ό Νικόδημος θα ασχοληθούν με τα της κηδείας, ό Ἰούδας θα πνίγη, οι Ιουδαίοι θα δώσουν αργύρια στους φρουρούς για να αποκρύψουν την Ανάσταση. Και, πραγματικά, «μάχη τις έσται και στάσις λογισμών τε και διαλογισμών εναντίων».
Ή προφητεία αυτή δεν αναφέρεται μόνο στην σάρκωση και την σταύρωση, αλλά και στην όλη ζωή της "Εκκλησίας, πού είναι το πραγματικό Σώμα του Χριστού. Άλλοι σώζονται παραμένοντας στην Εκκλησία και άλλοι καταδικάζονται, αρνούμενοι το σωτηριώδες έργο της. Επίσης, επειδή με το Βάπτισμα δεχθήκαμε την Χάρη του Θεού μέσα στην καρδιά και δεν φεύγει ποτέ, αλλά απλώς με τα πάθη καλύπτεται, γι' αυτό όταν άμαρτάνουμε, πίπτουμε, και όταν αγωνιζόμαστε και μετανοούμε, ανασταινόμαστε.
Ό Χριστός θα είναι «εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών» και στην άλλη ζωή, αφού όλοι θα δουν τον Χριστό, αλλά για άλλους θα είναι Παράδεισος και για άλλους Κόλαση.
ιγ'
Αυτό ακριβώς το τελευταίο δείχνει ότι ή εορτή της Υπαπαντής δεν είναι απλώς μια εορτή πού αναφέρεται απλώς στον Δεσπότη Χριστό και υποδηλώνει έναν από τους σταθμούς της θείας Οικονομίας, αλλά και μια εορτή του άνθρωπου πού ζή με τον Χριστό.
Ή Εκκλησία την εορτή του σαραντισμού του Χρίστου την έκανε και τελετή, ακολουθία σαραντισμού κάθε άνθρωπου, μετά την γέννηση του. Την τεσσαρακοστή ήμερα από την γέννηση προσφέρεται το βρέφος στον Ναό από την μητέρα του. Αυτή ή προσφορά έχει διπλή σημασία και έννοια. Πρώτον, ευλογείται ή μητέρα για το τέλος του καθαρισμού της από τα αίματα της λοχείας. Ή Εκκλησία, όπως εύχεται για κάθε ασθένεια, έτσι και εύχεται για την γυναίκα πού γέννησε και είναι φυσικό να αισθάνεται κόπο και σωματική αδυναμία. Προσεύχεται να την καθαρίση και για τον λόγο ότι ό τρόπος γεννήσεως του ανθρώπου, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, είναι μεταπτωτικός. Δεύτερον, είναι τελετή ευχαριστήρια για την γέννηση ενός παιδιού. Επειδή ή σύλληψη και ή γέννηση ενός άνθρωπου δεν είναι απλώς έργο της φύσεως, αλλά της ενεργείας του Θεού, γι' αυτό αισθανόμαστε ότι ανήκει στον Θεό. Έτσι, το προσφέρουμε στον Θεό και Εκείνος δια του Ιερέως μας το παραχωρεί εκ νέου για να το μεγαλώσουμε. Όμως στην πραγματικότητα ανήκει στον Θεό.
Πρέπει όμως να προσφέρουμε στον Θεό, στο άνω θυσιαστήριο, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, αντί του ζεύγους τρυγόνων την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος, και αντί των δύο νεοσσών περιστερών να προσέχουμε πολύ όχι μόνο ενώπιον του Θεού, αλλά και ενώπιον των ανθρώπων. Και, όπως ό Χριστός ετέλεσε όλα τα του νόμου και επέστρεψε στην πατρίδα Του, πληρούμενος και προκύπτοντας στην σοφία, έτσι και εμείς να επιστρέψουμε στην αληθινή μας πατρίδα, πού είναι ή επουράνιος Ιερουσαλήμ, αφού ζήσουμε πνευματικώς κατά τον θείο νόμο και προκόψουμε στην σοφία και την χάρη και φθάσουμε στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χρίστου, τελειούμενοι κατά τον έσω άνθρωπο και γενόμενοι ενδιαίτημα του Αγίου Πνεύματος.
Είναι καθήκον μας, κατά τον Μ. Αθανάσιο, να ομοιάσουμε με τον δίκαιο Συμεών και την Προφήτιδα Άννα. Πρέπει και εμείς να συναντήσουμε τον Χριστό με σωφροσύνη, καθαρότητα, ακακία, αμνηστία, και γενικώς με φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δεν μπορεί κανείς με άλλο τρόπο να συνάντηση τον Χριστό, την αληθινή ζωή.
Ή Υπαπαντή του Χρίστου δείχνει ότι ό Χριστός είναι ή ζωή και το φως των ανθρώπων και ότι ό άνθρωπος πρέπει να αποβλέπη στην απόκτηση αυτού του ενυποστάτου φωτός και της ενυποστάτου ζωής. Ή Εκκλησία ψάλλει παρακλητικά: «Λάμπρυναν μου την ψυχήν και το φως το αισθητόν, όπως ίδω καθαρώς και κηρύξω σε Θεόν». Για να κήρυξη κανείς τον Θεό πρέπει να τον δη καθαρά. Μόνον οι ορώντες τον Θεό ή τουλάχιστον εκείνοι πού δέχονται την πείρα των ορώντων, μπορούν να γίνωνται διδάσκαλοι. Αλλά, για να δη κανείς τον Θεό πρέπει προηγουμένως να λαμπρυνθή, να φωτισθή ως προς την ψυχή και τις σωματικές αισθήσεις. Τότε ή εορτή της Υπαπαντής του Χριστού γίνεται και εορτή της υπαπαντής του κάθε πιστού.
Σεπτέμβριος 1994
(Πηγή: από το βιβλίο του «Οι Δεσποτικές εορτές», Έκδοση Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 1995, Ζωηφόρος )
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβῦτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἠμῶν, χαριζόμενον ἠμὶν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.
Κοντάκιον Ἦχος α’.
Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε, προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἠμᾶς Χριστὲ ὁ Θεός. Ἀλλ' εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα, καὶ κραταίωσον Βασιλεῖς οὖς ἠγάπησας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Ὁ Οἶκος.
Τῇ Θεοτόκῳ προσδράμωμεν, οἱ βουλόμενοι κατιδεῖν τὸν Υἱὸν αὐτῆς, πρὸς Συμεὼν ἀπαγόμενον, ὃν περ οὐρανόθεν οἱ Ἀσώματοι βλέποντες, ἐξεπλήττοντο λέγοντες· θαυμαστὰ θεωροῦμεν νυνὶ καὶ παράδοξα, ἀκατάληπτα, ἄφραστα, ὁ τὸν Ἀδὰμ δημιουργήσας βαστάζεται ὡς βρέφος, ὁ ἀχώρητος χωρεῖται ἐν ἀγκάλαις τοῦ Πρεσβύτου, ὁ ἐπὶ τῶν κόλπων ἀπεριγράπτως ὑπάρχων τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ, ἑκὼν περιγράφεται σαρκί, οὐ Θεότητι, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον.
Σήμερον ἡ Πάναγνος Μαριάμ, τῷ Ναῷ προσάγει, ὥσπερ βρέφος τὸν Ποιητήν, ὃν ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ὁ Πρέσβυς δεδεγμένος, Θεὸν αὐτὸν κηρύττει, κἂν σάρκα εἴληφε.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, Orthodox Fathers, Ζωηφόρος
Μέσα στο πολυπληθές νέφος των ενδόξων μαρτύρων της χριστιανικής πίστεως κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες συγκαταλέγεται και η αθληφόρος παρθενομάρτυς του Χριστού Αγία Τατιανή, η οποία αναδείχθηκε «τῆς Ἐκκλησίας θεῖον κλέισμα», «τῶν διακόνων σεπτόν ἐγκαλλώπισμα», «τῆς ἀρετῆς τό καύχημα» και «τῆς θυσίας τό ἀγλάισμα».
Η τιμώμενη από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 12 Ιανουαρίου πάνσεμνος νύμφη και ένδοξος μάρτυς του Χριστού Αγία Τατιανή, η «περιβεβλημένη ταῖς ἀρεταῖς τό ἀήττητον, καί πεποικιλμένη ἐλαίῳ τῆς ἁγνείας καί τῷ αἵματι τῆς ἀθλήσεως», καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε επί των ημερών του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235μ.Χ.). Ήταν γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας και ο πατέρας της είχε διατελέσει τρεις φορές ύπατος που ήταν το ανώτατο αιρετό δημόσιο αξίωμα των Ρωμαίων. Η αρχοντική καταγωγή και η ευμάρεια της οικογένειάς της εξασφάλισαν στην ενάρετη και όμορφη Τατιανή την απαιτούμενη αγωγή και παιδεία.
Το γεγονός μάλιστα αυτό την κατέστησε αξιοπρόσεκτη και περιζήτητη μέσα στην κοινωνία της Ρώμης. Παράλληλα όμως η πλήρης αφοσίωσή της στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και ο διαρκής πνευματικός της αγώνας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, την παρακίνησαν στο να προσφέρει πλουσιοπάροχα τις υπηρεσίες της ως διακόνισσα που αποτελούσε άλλωστε θεσμό της αρχαίας χριστιανικής Εκκλησίας. Έτσι επιδόθηκε με όλες τις φυσικές δυνάμεις και τα πνευματικά της χαρίσματα στη διακονία των συνανθρώπων και κυρίως των αναξιοπαθούντων, αφού το έργο των διακονισσών ήταν πρωτίστως τα έργα αγάπης και φιλανθρωπίας. Γι’ αυτό και περιποιόταν τους ασθενείς, εφοδίαζε με τρόφιμα τους ενδεείς και τους πεινασμένους, επισκεπτόταν τους φυλακισμένους και καθοδηγούσε τις γυναίκες στον δρόμο της εναρέτου πολιτείας και της εν Χριστῴ ζωής και σωτηρίας.
Μάλιστα η αριστοκρατική καταγωγή της σε συνδυασμό με τον ένθεο και ακάματο ζήλο, με τον οποίο επιτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, την έκαναν να αποκτήσει ξεχωριστή θέση μεταξύ των χριστιανών, ενώ οι ειδωλολάτρες απορούσαν με το θυσιαστικό πνεύμα και την αυταπάρνηση που επιδείκνυε στο φιλανθρωπικό έργο και τη διακονία των αναξιοπαθούντων. Αξιομνημόνευτος ήταν ο ενθουσιασμός που είχε, όταν βοηθούσε τους ιερείς στις βαπτίσεις των γυναικών, αλλά και όταν τηρούσε την τάξη στις γυναίκες κατά την τέλεση των ιερών ακολουθιών της Εκκλησίας, ενώ απέναντι σε κάθε αναξιοπαθούντα αδελφό επιδείκνυε αξιοθαύμαστη στοργή και ευαισθησία.
Το θεάρεστο όμως έργο της θεομακαρίστου νύμφης του Χριστού Αγίας Τατιανής προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, το μίσος των ειδωλολατρών της Ρώμης. Γι’ αυτό και όταν κηρύχθηκε διωγμός εναντίον των χριστιανών επί των ημερών του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου, βρήκαν την ευκαιρία οι φανατικοί ειδωλολάτρες να καταγγείλουν στις ρωμαϊκές αρχές την πάνσεμνο Τατιανή ως χριστιανή. Έτσι συνελήφθη για την πίστη της και οδηγήθηκε ενώπιον των αρχόντων για να απολογηθεί. Κατά την ανάκριση που διατάχθηκε, η ενάρετος και ευσεβής Τατιανή ομολόγησε με ξεχωριστή παρρησία και αξιοθαύμαστο θάρρος την πίστη της στον Ενανθρωπήσαντα Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα.
Όμως παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν είτε με υποσχέσεις για πλούσια δώρα είτε με κολακείες ή ακόμα και με απειλές για φρικτά μαρτύρια, δεν κατόρθωσαν οι ειδωλολάτρες άρχοντες να τη μεταπείσουν να αρνηθεί τη χριστιανική της πίστη και να προσκυνήσει τα ψεύτικα είδωλα. Μάλιστα κατ’ εντολήν του ίδιου του αυτοκράτορος οδηγήθηκε μετά βίας στον ειδωλολατρικό ναό του Απόλλωνα για να προσφέρει θυσία στα άψυχα είδωλα. Εκεί αφού προσευχήθηκε με όλη της τη δύναμη στον Κύριο, συνταράχθηκαν τα ειδωλολατρικά αγάλματα που βρίσκονταν μέσα στο ναό και μάλιστα με τέτοια ένταση, ώστε όλα κατέπεσαν και συνετρίβησαν. Το γεγονός αυτό εξαγρίωσε τον αυτοκράτορα και τους παριστάμενους στρατιώτες σε τέτοιο βαθμό, ώστε μετά και τη θαρραλέα ομολογία της στον Ιησού Χριστό, δόθηκε η εντολή να την υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια.
Αρχικά τη χτύπησαν ανελέητα στο πρόσωπο, ενώ με σιδερένια νύχια της έσχισαν τα βλέφαρα και τα μάγουλα. Η Τατιανή παρέμεινε όμως σταθερή και αλύγιστη στη χριστιανική της πίστη, ενώ προσευχόταν για τη σωτηρία των βασανιστών της, ώστε να γνωρίσουν και εκείνοι τον αληθινό Θεό. Έτσι η προσευχή της αθληφόρου μάρτυρος ήταν τόσο δυνατή, ώστε οκτώ στρατιώτες πίστεψαν στο όνομα του Κυρίου και της ζήτησαν να τους συγχωρήσει. Η μεταστροφή όμως των βασανιστών της Αγίας εξόργισε τον αυτοκράτορα, ο οποίος έδωσε αμέσως τη διαταγή να τους κρεμάσουν και να τρυπήσουν τα σώματά τους με κοφτερά σπαθιά, ενώ κατόπιν τους αποκεφάλισαν.
Μετά τη μαρτυρική τελείωση των οκτώ βασανιστών οδηγήθηκε και πάλι η αθληφόρος μάρτυς ενώπιον των αρχόντων για να την πείσουν να θυσιάσει στους ψεύτικους ειδωλολατρικούς θεούς. Μάλιστα προσπάθησαν να τη δελεάσουν με διάφορες υποσχέσεις και κολακείες. Όμως η πλήρης αφοσίωσή της στον Ιησού Χριστό εξαγρίωσε και πάλι τους φανατικούς ειδωλολάτρες, οι οποίοι αφού τη γύμνωσαν, άρχισαν να τη χτυπούν με σιδερένια ραβδιά. Κατόπιν την κρέμασαν και της κατέσχισαν το αγνό της σώμα με σιδερένια άγκιστρα και χτένια, ενώ στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή. Όμως κανένα από τα φρικτά βασανιστήρια δεν έκαμψε το σθεναρό αγωνιστικό της φρόνημα και την ακλόνητη πίστη της στον ένα και αληθινό Θεό.
Προκειμένου μάλιστα να την ταπεινώσουν και να τη διασύρουν, της έκοψαν όλες τις τρίχες της κεφαλής της, ξυρίζοντάς την. Μ’ αυτόν τον αναίσχυντο τρόπο εξευτελισμού πίστευε ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας ότι θα λύγιζε και θα αναγκαζόταν ντροπιασμένη να προσκυνήσει τα άψυχα και ψευδή είδωλα. Εκείνη όμως θεωρούσε τον ονειδισμό για τον Χριστό τιμή, η οποία θα προστίθετο στις πολλαπλές ευλογίες που είχε ήδη δεχθεί πλουσιοπάροχα από τον Θεό. Όμως τα φρικτά βασανιστήρια της παρθενομάρτυρος Τατιανής, τα οποία υπέμεινε με ανείπωτη αγαλλίαση και υπομονή, συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, αφού διατάχθηκε να τη ρίξουν και σε πυρακτωμένο καμίνι. Αλλά και μέσα στη φωτιά η αθληφόρος μάρτυς του Χριστού διαφυλάχθηκε σώα και αβλαβής χάρη στην πανσθενουργό δύναμη του Κυρίου, όπως είχε συμβεί και με τους εν Καμίνῳ Αγίους Τρεις Παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία για να την κατασπαράξουν, αλλά εκείνα δεν της επιτέθηκαν καθόλου και έτσι δεν της προξένησαν απολύτως καμία βλάβη.
Βλέποντας ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος το συνεχιζόμενο ακμαίο αγωνιστικό φρόνημα και την ακλόνητη χριστιανική πίστη της πολυάθλου μάρτυρος παρά τα φρικτά βασανιστήρια, στα οποία υποβλήθηκε, διέταξε να την αποκεφαλίσουν έξω από την πόλη. Τότε η πάνσεμνος νύμφη του Χριστού οδηγήθηκε στον χώρο της θανατικής της εκτέλεσης και αφού προσευχήθηκε στον Ουράνιο Νυμφίο που την αξίωσε να μείνει μέχρι τέλους αφοσιωμένη και πιστή σ’ Εκείνον, ο Οποίος σταυρώθηκε και αναστήθηκε για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, δέχθηκε με αγαλλίαση το επίγειο τέλος της. Έτσι με τη δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική της τελείωση έλαβε επάξια από τον αθλοθέτη Κύριο τον καλλίνικο και αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου για να συνευφραίνεται αιώνια μαζί με τον Νυμφίο Χριστό. Έκτοτε η θεομακάριστος διάκονος και πάνσεμνος νύμφη του Χριστού Αγία Τατιανή, η οποία αναδείχθηκε «κλέος καί σεπτό ἐγκαλλώπισμα τῶν χριστομαρτύρων», τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 12 Ιανουαρίου.
Παράλληλα υμνείται και γεραίρεται τόσο μέσα από την Ασματική της Ακολουθία, η οποία εποιήθη στο Άγιον Όρος το 1916 με την επιμέλεια του εξ Αιγίνης Μοναχού Διονυσίου, του ενασκουμένου στην Ιερά Σκήτη των Καυσοκαλυβίων όσο και μέσα από τον Παρακλητικό Κανόνα που συντάχθηκε προς τιμήν της από τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Νικόδημο Αεράκη, Ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, κατόπιν παρακλήσεως της φιλαγίου κ. Σουλτάνας Χαραλάμπους Παπαστάμου εκ Πτολεμαΐδος. Από τα ιερά της λείψανα η τιμία κάρα της μεταφέρθηκε μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και κατά το έτος 1490 στη Μονή Μπίστριτσα που βρίσκεται πλησίον της πόλεως Κραϊόβα της Ρουμανίας, αλλά από το 1955 φυλάσσεται πλέον στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Δημητρίου Κραϊόβας.
Η Αγία παρθενομάρτυς Τατιανή τιμάται ιδιαιτέρως στην Αίγινα, αφού στη θέση Λάκκα της πόλεως Αιγίνης υπάρχει ομώνυμος ιερός ναός, ο οποίος ανεγέρθηκε στις αρχές του 20ου αιώνος μετά από τις κατ’ όναρ αλλεπάλληλες εμφανίσεις της ίδιας της Αγίας στην Ελένη Θεοδοσίου Μοίρα (το γένος Ιωάννου Κολοκέντη) και την επακολουθείσα θαυματουργική ανεύρεση της ιεράς εικόνος της. Όλα ξεκίνησαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1898, όταν ένα απροσδόκητο όνειρο συντάραξε την ηρεμία της νύχτας στο σπίτι της Ελένης Μοίρα. Στην ευσεβή αυτή γυναίκα εμφανίσθηκαν ξαφνικά στον ύπνο της δύο λευκοντυμένες γυναίκες, οι οποίες της παρέδωσαν μία επιστολή. Στην αξιοπερίεργη αυτή ουράνια οπτασία δεν έδωσε αρχικά καμία απολύτως σημασία. Μετά όμως από οκτώ ημέρες παρουσιάσθηκε στον ύπνο της ένας ηλικιωμένος, ο οποίος καθόταν στην κορυφή ενός βουνού.
Αφού την κάλεσε κοντά του, ξαφνικά το βουνό εξαφανίσθηκε και η ευσεβής Ελένη βρέθηκε μέσα σε μία εκκλησία, όπου στο Άγιο Βήμα εκτός από την Αγία Τράπεζα υπήρχε μία χρυσή εικόνα και ένα αναμμένο καντήλι, ενώ μπροστά στην πόρτα υπήρχε ένα συναξάριο με την επιγραφή: «Το μαρτύριον της Αγίας Τατιανής». Μετά την απροσδόκητη αυτή αποκάλυψη άρχισε η ευσεβής γυναίκα φωνάζοντας να καλεί τους χριστιανούς να προσκυνήσουν, αλλά μία γυναίκα μ’ ένα βρέφος στα χέρια, της απαγόρευσε να φωνάζει. Η δυσερμήνευτη αυτή οπτασία έκανε την Ελένη να απορεί και να διστάζει, χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνουν αυτά που είδε και τι πρέπει να κάνει.
Επί πέντε όμως συνεχή έτη παρουσιαζόταν η Αγία Τατιανή στον ύπνο της, εκφράζοντας έντονα το παράπονο για τον δισταγμό και την αδιαφορία που επιδείκνυε στο να σκάψει στο σημείο του κτήματός της που όριζε η ίδια η Αγία, ώστε να ανευρεθεί η ιερά εικόνα της και να ανεγερθεί κατόπιν ιερός ναός επ’ ονόματί της. Μετά όμως από τις αλλεπάλληλες κατ’ όναρ εμφανίσεις της Αγίας αποφάσισε κάποια στιγμή η Ελένη να άρει τις επιφυλάξεις και τους δισταγμούς της και να σκάψει στο σημείο του κτήματός της στη θέση Λάκκα της πόλεως Αιγίνης για να διαπιστώσει, εάν τα όνειρά της ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Έτσι στις 4 Δεκεμβρίου του 1903 και κατά τη διάρκεια της ανασκαφής ευρέθη εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, κατόπιν ευρέθη εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (επ’ ονόματί του τιμάται το αριστερό κλίτος του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Αιγίνης), ενώ στις 17 Δεκεμβρίου, ημέρα μνήμης και εορτασμού του πολιούχου του νησιού Αγίου Διονυσίου (επ’ ονόματί του τιμάται το δεξιό κλίτος του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Αιγίνης), ανευρέθη η ιερά εικόνα της Αγίας Τατιανής.
Το θαυμαστό και υπερφυές αυτό γεγονός προκάλεσε αισθήματα απερίγραπτης πνευματικής αγαλλίασης στους ευσεβείς κατοίκους του ευλογημένου νησιού της Αίγινας και όλοι επιδόθηκαν με ιδιαίτερη χαρά και επιμέλεια στην ανέγερση του ιερού ναού στο κτήμα, όπου ανευρέθη η ιερά εικόνα της Αγίας. Πρόκειται μάλιστα για τον μοναδικό σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο καταγεγραμμένο ναό επ’ ονόματί της, ο οποίος σήμερα αποτελεί παρεκκλήσιο του χρονολογούμενου από το 1806 ιστορικού Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Αιγίνης.
Μετά τη θαυματουργική ανεύρεση της ιεράς εικόνος της Αγίας Τατιανής και την ανέγερση του ομωνύμου ιερού ναού η Ελένη Θεοδοσίου Μοίρα αφιερώθηκε στον Θεό και μάλιστα μετά τη χηρεία της εκάρη μοναχή λαμβάνοντας το όνομα Τατιανή. Πάμπολλα είναι και τα θαύματα που έχει επιτελέσει η αθληφόρος μάρτυς δια της χάριτος του Θεού. Μεταξύ αυτών παιδί που συνταξίδευε με τη μητέρα του και έπεσε στη θάλασσα, διασώθηκε από την Αγία, αφού βρέθηκε μέσα σε λέμβο, ενώ κοπέλα από το Καστελλόριζο που έπασχε από αιμορραγία και θεραπεύθηκε, δώρισε από ευγνωμοσύνη ένα βραχιόλι στον ναό της Αγίας στην Αίγινα.
Αλλά και κατά τη διάρκεια της ανεγέρσεως του ναού στην Αίγινα δεκατριάχρονο κορίτσι είδε κατ’ όναρ την Αγία Τατιανή, η οποία του έδωσε την εντολή να ανοίξει πλησίον του ναού πηγάδι, από το οποίο ανέβλυσε άφθονο νερό. Όμως ακόμη και κατά τα τελευταία χρόνια αρκετοί είναι αυτοί που έχουν γίνει αποδέκτες των θαυμάτων της Αγίας, γεγονός που επιβεβαιώνει περίτρανα τη ζωντανή της παρουσία και τη θαυματουργική της χάρη στο ευλογημένο νησί της Αίγινας. Ας επικαλεσθούμε λοιπόν τις πρεσβείες της στη σημερινή τεχνοκρατική εποχή μας για να παραδειγματιστούμε από τον ένθερμο ζήλο της στη διακονία των αναξιοπαθούντων αδελφών μας, αλλά και από την ακλόνητη πίστη της στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον μόνο αληθινό Θεό.
Βιβλιογραφία
[1] Αεράκη Νικοδήμου Γ., Αρχιμανδρίτου –Ιεροκήρυκος, Κανών Παρακλητικός της Αγίας ενδόξου μάρτυρος Τατιανής, Αθήναι 2009.
[2] Βίος και Ακολουθία της Αγίας Τατιανής, Επιμέλεια Αθηνάς Νικολάου Χριστοπούλου, Αθήνα 1989.
Η Αγία Τατιανή με έσωσε από τα πυρά των βομβαρδιστικών
Ήταν Αύγουστος του 2006, είχε ήδη περάσει όλο το καλοκαίρι κι εγώ κάλυπτα δημοσιογραφικά τον πόλεμο Λιβάνου-Ισραήλ ακόμη. Σε εκείνον τον πόλεμο άλλαξα εντελώς φιλοσοφία στη ζωή μου. Είχα χάσει τους συνεργάτες μου στον βομβαρδισμό της Τήρου στο Νότιο Λίβανο την ώρα που εγώ είχα βγει από το νοσοκομείο για να φέρω ένα συνάδελφο στο καταφύγιο κι εκείνοι είχαν μείνει μέσα. Είχα γλυτώσει από έναν δεύτερο βομβαρδισμό στο χωριό Κάνα όπου σκοτώθηκαν 54 παιδιά μεσα στο καταφύγιο για το οποίο γεγονός σχεδόν δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη στον αέρα των ειδήσεων αφού ήμουν από τους λίγους δημοσιογράφους στο χωριό που βομβαρδιζόταν ανελέητα (δεν θελω να πω πολλά).
Τώρα προς το τέλος Αυγούστου και αφού ο Νότιος Λίβανος είχε ισοπεδωθεί έπρεπε να φύγω από την πλευρά της Συρίας και να βγω από τη χώρα μέσα στη νύχτα. Σε αυτόν τον πόλεμο είχα έναν καλό άγγελο που την έλεγαν Τατιάνα που με όλη της την οικογένεια με βοήθησαν και με έσωσαν πολλές φορες προσφέροντάς μου ασφαλή μέρη να μένω.
Το βράδυ εκείνο που έφευγα λοιπόν η Τατιάνα με πήρε αγκαλιά και μου έδωσε μια μικρή εικόνα μιας Αγίας που δεν ήξερα. Ήταν ανήσυχη για την έκβαση της εξόδου μου από τη χώρα. «Είναι η Αγία Τατιάνα μου είπε, σε παρακαλώ πάρτην μαζί σου. Θα σε προστατεύει».
Το ίδιο βράδυ λίγο πριν τα μεσάνυχτα περνούσα την κατεστραμμένη περιοχή και τις βομβαρδισμένες γέφυρες με τον λιβανέζο οδηγό που θα με περνούσε στα σύνορα της Συρίας. Είχε μείνει μία και μοναδική γέφυρα που ήταν ακόμη στη θέση της και απο αυτήν επιχειρήσαμε να περάσουμε.
Ξαφνικά πάνω από τα κεφάλια μας λίγο πριν τα σύνορα με τη Συρία άρχισαν τα βομβαρδιστικά να γαζώνουν πίσω μας τη γέφυρα που μόλις περνούσαμε. Έσφιξα την εικόνα στα χέρια μου και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Κοίταξα τον οδηγό που είχε πατήσει τέρμα το γκάζι κάνοντας το αυτοκίνητο να μουγκρίζει και κλείνοντας τα μάτια μου προσευχήθηκα ώσπου βρέθηκα πια στο σημείο των Συνόρων με τη Συρία έχοντας ξεπεράσει τον κίνδυνο. Η μοναδική γέφυρα που ένωνε τις δύο χώρες είχε πια ισοπεδωθεί!
Εκεί οι Σύριοι στρατιώτες με ρωτούσαν δίνοντάς μου τσάι μαραμίγιε ποιον άγιο είχα βοηθό……
Γράφω αυτήν την ιστορία γιατί σήμερα* γιορτάζει η Αγία αυτή η οποία μαρτύρησε για την πίστη της και έτσι θέλω να ΕΥΧΗΘΩ χρόνια πολλά και στην μακρινή μου φίλη Τατιάνα που ζει, Δόξα τω Θεώ ασφαλής, ακόμη στο Λίβανο.
*Το κείμενο γράφτηκε στις 12 Ιανουαρίου 2017, ημέρα που εορτάζει η Αγία Τατιανή.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἰσχύϊ τῆς πίστεως, κραταιωθεῖσα σεμνή, νομίμως ἐνήθλησας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Τατιανὴ ἔνδοξε· πάσας γὰρ τὰς ἰδέας, τῶν δεινῶν ἐνεγκοῦσα, ᾔσχυνας τὸν Βελίαρ, τῇ ἀτρέπτῳ σου στάσει· ἐξ οὗ τῆς κακοτροπίας πάντας ἀπάλλαξον.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Παρθένος σεμνή, καὶ Μάρτυς ἀπερίτρεπτος, ἐδείχθης σαφῶς, Τατιανὴ θεόνυμφε· Χριστὸν γὰρ ποθήσασα, δι’ ἀγώνων τοῦτον ἐδόξασας· ὃν δυσώπει ῥῦσαι ἡμᾶς, παθῶν ἀδοξίας, καὶ παντοίων δεινῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ἱερῶν αἱμάτων σου ταῖς βαφαῖς, βάψασα χιτῶνα, ἀφθαρσίας πορφυραυγῆ, ᾧ καὶ στολισθεῖσα, Τατιανὴ θεόφρον, πρὸς φῶς ἀθανασίας, χαίρουσι ἔδραμες.
Πηγή: Καλλιμασιά, Σημεία Καιρών
Ομιλία του γέροντα στην τράπεζα της Μονής το 1989
Όπως όλες οι Δεσποτικές εορτές, έτσι και η σημερινή εορτή έχει χαρακτήρα Τριαδικό, Χριστολογικό, ανθρωπολογικό και αφορά όλη την κτίσι.
Τριαδικό, διότι εφάνη πολύ καθαρά η Αγία Τριάς, δηλαδή τα τρία Πρόσωπα, τόσο καθαρά όσο άλλοτε δεν είχε φανή, και άρα εγνώρισαν όσοι ήσαν εκεί και όσοι υπουργούσαν -κυρίως ο Τίμιος Πρόδρομος- το Τριαδικόν του Θεού. Και δι’ αυτών και εμείς όλοι. Διότι αυτοί μας παρέδωσαν, και εμείς σαν να είμεθα αυτόπται μάρτυρες πιστεύουμε σ’ αυτό που τότε εφανερώθη και απεκαλύφθη. Γι’ αυτό και ψάλαμε χθες «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν», αλλά και εν Ιορδάνη και εν ημίν.
Έχει χαρακτήρα Χριστολογικό, διότι εκείνος ο οποίος είναι το κύριο Πρόσωπο στο μυστήριο αυτό είναι ο Δεσπότης Χριστός, ο οποίος για μία ακόμη φορά δείχνει την άκρα Του ταπείνωσι και την άκρα Του υπακοή προς τον Θεόν Πατέρα. Και όταν εγεννήθη εν τω σπηλαίω, και τώρα που βαπτίζεται, και επί του Σταυρού, και πάντοτε αυτές ήσαν οι δύο αρετές του Χριστού, οι οποίες έγιναν και η αφορμή της σωτηρίας της δικής μας. Όπως ο Αδάμ έπεσε διά της υπερηφανείας και διά της ανυπακοής, έτσι και ο νέος Αδάμ μπορούσε να ανορθώση το ανθρώπινο γένος μόνο με την ταπείνωσι και την υπακοή. Και έτσι άφησε και «ημίν υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν αυτού».
Είναι εορτή όμως που αφορά και τον άνθρωπο, διότι, όσα γίνονται με την Τριαδική συνεργασία εν Χριστώ, αφορούν τον άνθρωπο. Κατεβαίνει γυμνός μέσα στο ύδωρ, για να πάρη τον γυμνό από την Χάρι του Θεού άνθρωπο και να τον αναστήση και να τον ενδύση την νέα στολή της αφθαρσίας. Άρα είναι δι’ ημάς και διά την σωτηρίαν μας. Όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, ότι όλα όσα έγιναν υπό του Κυρίου, έγιναν «δι’ ημάς και διά την σωτηρίαν ημών».
Και δεν αφορά μόνο τον άνθρωπο, αλλά αφορά και όλη την κτίσι, όλη την δημιουργία. Επειδή ο Κύριος κατήλθε μεν στον Ιορδάνη, αλλά κατελθών μέσα στο ύδωρ του Ιορδάνου έφερε και την Χάρι η οποία τον ακολουθούσε και αγίασε τα ύδατα, τα στοιχεία της φύσεως, την φύσι όλη. «Τας της φύσεως ημών γονάς ηλευθέρωσε» (Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Ευχή του Μεγάλου Αγιασμού). Έτσι και σε όλη αυτή την κτίσι του Θεού περιεχύθη Χάρις και ευλογία πνευματική, και εδόθη στην φύσι η δυνατότης, οσάκις το μυστήριο επαναλαμβάνεται, να γίνεται σημείο της παρουσίας του Θεού. Διότι κάθε φορά που τελείται το άγιο Βάπτισμα στην Εκκλησία μας και το ύδωρ αγιάζεται για να βαπτισθή ένας άνθρωπος, ένας κατηχούμενος, αυτό το ύδωρ μετέχει της ευλογίας του Ιορδάνου. Είναι εκείνο το ύδωρ που αγίασε ο Κύριος εν τω Ιορδάνη ποταμώ. Και επειδή έχει αυτή την Χάρι του βαπτισθέντος Κυρίου, γι’ αυτό αγιάζει και τον βαπτιζόμενο Χριστιανό και τον ανακαινίζει, ώστε να περιπατή εν καινότητι την ζωή του Θεού.
Ευχαριστούμε λοιπόν την Αγία Τριάδα και τον Σαρκωθέντα και Βαπτισθέντα Κύριο, ο οποίος με τέτοια υπερφυή, υπέρ έννοιαν, παράδοξα μυστήρια οικονόμησε την σωτηρία μας. Και εμείς σήμερα εν πίστει προσκυνούμε και αυτό το μυστήριο της αγίας Του Βαπτίσεως και της Τριαδικής Θεοφανείας, και τον παρακαλούμε να μας βοηθήση να μένωμε πάντοτε με ταπείνωσι και υπακοή στην αγία Εκκλησία Του, ώστε να μπορούμε και εμείς να αισθανώμεθα αυτά τα μυστήρια, να ζούμε αυτά τα μυστήρια, να τα βλέπωμε με πνευματικούς οφθαλμούς, αλλά και να αγιαζώμεθα, μη λησμονούντες αυτό το οποίο τόνισα προ ολίγου, ότι όλα αυτά έγιναν δι’ ημάς και διά την σωτηρίαν μας.
Και αλλοίμονο, αν ο Θεός έκανε τέτοια θαυμαστά γεγονότα για την σωτηρία μας και εμείς μένουμε έξω από την σωτηρία. Γι’ αυτό και κάθε εορτή, όπως και άλλοτε ετόνισα στην αγάπη σας, πρέπει να είναι για μας ένα συγκλονιστικό βίωμα και συγχρόνως ένας αναβαθμός, μία ανύψωσίς μας προς τον Θεόν, έτσι ώστε και ο σκοπός των εορτών να εκπληρώνεται και εμείς να τελειούμεθα εν Χριστώ και να ενηλικιούμεθα, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.
Η Χάρις του βαπτισθέντος Κυρίου ας είναι μαζί μας πάσας τας ημέρας της ζωής μας.
Πηγή: (από το βιβλίο «Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές (των ετών 1981-1991) Α’», Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, 2015) Η Άλλη Όψις
Tήν Ἁγία ἡμέρα τῶν Φώτων
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ,
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς Χθὲς συνεκκλησιάζοντας καὶ συνεορτάζοντας μὲ σᾶς ποὺ προεωρτάζατε τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων σᾶς ἀνέπτυξα τὰ ἀπαραίτητα λέγοντας πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα κατὰ Χριστόν, τὸ ὁποῖο ἀξιωθήκαμε ἐμεῖς· ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπόσχεσις πρὸς τὸν Θεό· πίστις μὲν καὶ ἐπίγνωσις τῆς ἐν Θεῷ ἀλήθειας, συμφωνία δὲ καὶ ὑπόσχεσις ἔργων καὶ λόγων καὶ τρόπων ἀρεστῶν στὸν Θεὸ ποὺ τελοῦνται διὰ τῶν ἱερῶν συμβόλων. Ἀλλά διδάσκοντας προσθέσαμε καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν δὲν μετατρέψωμε σὲ ἔργο τὶς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες, τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα σύμβολα καὶ οἱ δι' αὐτῶν καὶ μαζὶ μὲ αὐτά διὰ λόγου ὑποσχέσεις πρὸς τὸν Θεό, ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καί δικαίως τὸν ὑποβάλλουν σὲ καταδίκη.
Ἔπειτα ἐξηγήσαμε τὴν πρὸς τοὺς ὄχλους διδασκαλία Ἰωάννη τοῦ Προφήτη καὶ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, ἡ ὁποία διαλαμβάνει καί αὐτή περὶ τοῦ ἰδίου βαπτίσματος· διότι τό μὲν βάπτισμα εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δὲ πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ὁδηγεῖ διὰ τῆς διδασκαλίας του στὴν ἐπίγνωσι αὐτοῦ, ἀποδεικνύοντας τὸν προαιώνιο καὶ δεσπότη τοῦ παντός, κριτὴ ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, ποὺ κατὰ τὴν ἐξουσία του τοὺς μὲν ἄξιους εἰσάγει στὶς ἀΐδιες μονές, τοὺς δὲ κατακρίτους ρίπτει στὴ γέεννα τοῦ πυρός· ἐνῶ μαρτυρεῖ ὅτι αὐτός εἶναι κύριος καί τῶν ἀγγέλων, τὸν ἑαυτό του τὸν συντάσσει στοὺς ἔσχατους δούλους.
Ἐπειδὴ δὲ τὸ βάπτισμα ὄχι μόνο ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεσις ἐπιστροφῆς καί θεαρέστων ἔργων, γι' αὐτό ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί βαπτιστής, ὄχι μόνο ὁδηγοῦσε στὴν ἐπίγνωσι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκήρυττε μετάνοια κι' ἐπιζητοῦσε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν μετριοφροσύνη, τὴν ἀγὰπη, τὴν ἀλήθεια. Δεικνύοντας δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι χωρὶς ἔργα δὲν ὠφελεῖ καθόλου ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ὑπόσχεσις, ἀλλὰ καὶ καταδικάζει τὸν ἄνθρωπο, ἐπέσειε ἀξίνα κι' ἐπεδείκνυε πυρκαϊά ἄσβεστη κι' ἔλεγε ὅτι «κάθε δένδρο ποὺ δὲν κάμει καλὸ καρπὸ ἀποκόπτεται καί ρίπτεται στὴ φωτιὰ».
Ἐκτός ἀπὸ αὐτά ἐξηγήσαμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας καὶ τοὺς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ποὺ ἦλθε νὰ βαπτισθῆ λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ ἐδίσταζε καί ὑποχωροῦσε καὶ παραιτεῖτο ἀπὸ τὸ ἔργο, κι' ζητοῦσε μᾶλλον αὐτός νὰ λάβη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ βάπτισμα. Ἀλλ' ἐπίσης ἐξηγήσαμε καὶ τοῦ Κυρίου τοὺς λόγους πρὸς ἐκεῖνον, ὡς δεσπότη ποὺ προστάσσει δοῦλον, συγχρόνως δὲ καὶ φανερώνει τὸ μυστήριο σὰν σὲ φίλο καὶ συγγενῆ κατὰ σάρκα καὶ προβάλλει τὶς εὔλογες δικαιολογίες. Καὶ φθάσαμε τότε ὁμιλώντας πρὸς σᾶς ἕως τὸ σημεῖο ὅπου ὁ Ἰωάννης πεισθείς ἄφησε τὸν Κύριο νὰ βαπτισθῆ. Ἀπέμεινε δὲ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο αὐτό ποὺ ἀναγνώσθηκε τώρα, ὅτι, «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδοὺ τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του. Καὶ ἀμέσως ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό ποὺ ἔλεγε, τοῦτος εἶναι ὁ ἀγαπητὸς Υἱός μου, ποὺ τὸν ἐξέλεξα».
Μέγα καὶ ὑψηλό, ἀδελφοί, εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ λίγα τοῦτα λόγια, δυσθεώρητο καὶ δυσερμήνευτο καὶ ὄχι λιγώτερο δυσκατάληπτο· ἀλλ' ἐπειδὴ εἶναι ἐξαιρετικὰ σωτήριο, γι' αὐτό, ἀφοῦ πεισθοῦμε καὶ ἐλπίσωμε σ' αὐτόν ποὺ προέτρεψε νὰ ἐρευνοῦμε τὶς Γραφές, ἂς ἀνιχνεύσωμε ὅσο εἶναι ἐφικτό τὴ δύναμι τοῦ μυστηρίου. Ὅπως λοιπὸν κατὰ τὴ ἀρχὴ μετὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἂς κατασκευάσωμε ἄνθρωπο κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσί μας», ἀφοῦ ἐπλάσθηκε ἡ φύσιςμας στὸν Ἀδάμ, τὸ ζωαρχικό Πνεῦμα, ἀφοῦ φανερώθηκε κι' ἐδόθηκε μὲ τὸ ἐμφύσημα πρὸς αὐτόν, συνεφανέρωσε καὶ τὸ τριαδικὸ τῶν ὑποστάσεων τῆς δημιουργοῦ θεότητος ἐπάνω στὰ ἀλλὰ κτίσματα, τὰ ὁποῖα παράγονταν μὲ μόνο τὸ ρῆμα τοῦ Λόγου καὶ τοῦ λέγοντος Πατρός· ἔτσι τώρα, ποὺ ἀναπλασσόταν στὸν Χριστὸ ἡ φύσις μας, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, φανερωθὲν διὰ τῆς πρὸς αὐτόν καθόδου ἀπὸ τὰ ὑπερουράνια, καθὼς βαπτιζόταν στὸν Ἰορδάνη, φανέρωσε τὸ μυστήριο τῆς ὕψιστης καὶ παντουργοῦ Τριάδος, τὸ σωστικὸ γιὰ τὰ λογικὰ κτίσματα.
Γιὰ ποιὸ λόγο φανερώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν πλάσσεται καὶ ἀναπλάσσετα ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι μόνο διότι εἶναι μόνος ἐπίγειος μύστης καὶ προσκυνητής της, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ὁ μόνος κατὰ τὴν εἰκόνα της. Πραγματικὰ τὰ μὲν αἰσθητικὰ καὶ ἄλογα ζῶα ἔχουν μόνο πνεῦμα ζωϊκό, ἀλλὰ κι' αὐτό μὴ δυνάμενο νὰ ὑφίσταται καθ' ἑαυτό, στεροῦνται ὅμως τελείως νοῦ καὶ λόγου· τὰ δὲ ἐντελῶς ὑπὲρ τὴν αἴσθησι, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὡς νοεροί καὶ λογικοί, ἔχουν νοῦ καὶ λόγο, ἀλλὰ ὄχι καὶ πνεῦμα ζωοποιό, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν οὔτε σῶμα ποὺ νὰ ζωοποιῆται ἀπὸ αὐτό. Ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μόνος ποὺ κατ' εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης φύσεως ἔχει νοῦ καὶ λόγο καὶ πνεῦμα ζωοποιὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ ἔχει καὶ τὸ ζωοποιούμενο σώμα.
Ὅπως λοιπόν, ἀφοῦ φανερώθηκε ἡ ὕψιστη καὶ παντουργὸς Τριὰς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀναπλασσόταν ἡ φύσις μας στὸν Ἰορδάνη, σὰν εἶδος ἀρχετύπου τῆς κατὰ τὴν ψυχὴ μας εἰκόνος, οἱ μὲν βαπτίζοντες κατὰ Χριστὸν μετὰ τὸν Χριστὸ βαπτίζουν μὲ τρεῖς καταδύσεις, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βάπτιζε μὲ μία κατάδυσι. Κι' αὐτό ἐπισημαίνοντας ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ.
«Καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ χωρὶς νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ ὕδωρ ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ἀναδυθῆ μόνο, «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Συγκεντρώσατε λοιπὸν τὴ διάνοιά σας, παρακαλῶ ἀδελφοί, καὶ προσέχετε μὲ ἀκρίβεια τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ κατανοήσετε τήν δύναμι τοῦ μυστηρίου τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος. Διότι ἡ κατάδυσις τοῦ Χριστοῦ στὸ ὕδωρ καί ἡ κάτω ἀπὸ αὐτό τοποθέτησίς του, ὅταν βαπτιζόταν, προϋπεδείκνυε τὴν κατὰβασί του στὸν ἅδη.
Εὐλόγως καὶ συνεπῶς λοιπόν, ὅταν ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ, ἀμέσως τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί·ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν κάθοδο στὸν ἅδη, ὅπου ἔγινε γιὰ χάρι μας ὑπόγειος, καθὼς ἐπανερχόταν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄνοιξε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο τὰ ἔγγεια καὶ τὰ περίγεια, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἀνώτατο οὐρανό, στὸν ὁποῖο ἔπειτα, ὅταν ἀναλήφθηκε σωματικῶς, «εἰσῆλθε πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν». Ὅπως δηλαδὴ διὰ τοῦ μυστικοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου προϋπέδειξε τὸ σωτήριο πάθος του καὶ ἔπειτα παρέδωκε τὸ μυστήριο τοῦτο στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἔτσι προϋπέδειξε καὶ τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη καὶ τὴν ἀνὰβασί του ἀπὸ ἐκεῖ μυστικῶς διὰ τοῦ βαπτίσματός του τούτου, καὶ ἔπειτα τὸ παρέδωσε στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία. Στὸν ἑαυτὸ του μὲν παρεῖχε ἔτσι τὰ ἐπώδυνα καὶ δύσκολα, σ' ἐμᾶς δὲ ἐχάριζε τὴν κοινωνία τῶν παθημάτων του εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ διὰ τῶν ἀνώδυνων τούτων μέσων καὶ μᾶς καθιστοῦσε κατὰ τὸν ἀπόστολο συμφύτους μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, ὥστε στὸν καιρὸ νὰ μᾶς καταξιώση καὶ τῆς ὑπεσχημένης ἀναστάσεως.
Ἔχοντας δηλαδὴ σὰν ἐμᾶς ψυχὴ καὶ σῶμα, ποὺ ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας, διὰ μὲν τοῦ σώματος ὑπέστη τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ ὑπὲρ ἡμῶν, κι' ἀνέδειξε τὴν ἔγερσι ἀπὸ τὸν τάφο σὰν δύναμι ἀθανασίας καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, καὶ μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὴν ἀναίμακτη θυσία σὲ ἀνάμνησι τούτων καὶ δι' αὐτῆς νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· διὰ δὲ τῆς ψυχῆς κατῆλθε στὸν ἅδη καὶ ἐπανῆλθε ἀπὸ αὐτόν, μεταδίδοντας σὲ ὅλους φῶς ἀΐδιο καὶ ζωὴ καὶ γιὰ δεῖγμα τούτου μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὸ θεῖο βάπτισμα καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· καὶ μάλιστα νὰ τὴν καρπωνώμαστε μὲ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο μυστήρια καὶ μὲ τὰ δύο στοιχεῖα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, μυούμενα καὶ δεχόμενα σπέρματα ἀκήρατης ζωῆς. Πραγματικὰ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ σωτηρία μας, ἀφοῦ ὅλη ἡ θεανδρικὴ οἰκονομία στὰ δύο αὐτά συγκεφαλαιώνεται.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Δὲν εἶπε ὁ οὐρανός, ἀλλὰ «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», δηλαδὴ ὅλοι, ὅλα τὰ ἐπάνω, γιὰ νὰ μὴ νομίσης, βλέποντας τὰ ἄνω κι' ἐπάνω ἀπὸ ἐμᾶς ἐπικείμενα, ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ὑπερκείμενο καὶ ἀνώτερο. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐννοήσης καὶ ἐπιγνώσης ὅτι ὑπάρχει μία μόνο φύσις καὶ δεσποτεία ποὺ ἀπὸ τὴν ὑπὲρ τὸν οὐρανό γύρω ἀπειρία φθάνει μέχρι καὶ τῶν μέσων τοῦ σύμπαντος καὶ τῶν ἰδικῶν μας ὁρίων, δηλαδὴ γεμίζει τὰ πάντα καὶ δὲν ἀφήνει τίποτε ἔξω ἀπὸ ἑαυτὴν καὶ συγκρατεῖ καὶ περιέχει τὰ πάντα σωτηρίως καὶ ὑπερεκτείνεται πέρα ἀπὸ τὰ πάντα, ἀναγνωρίζεται ὅμως ἀπορρήτως σὲ τρεῖς συναφεῖς χαρακτῆρες.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν λοιπὸν οἱ οὐρανοί», γιὰ νὰ δειχθῆ φανερώτατα ὅτι αὐτός εἶναι ποὺ καὶ πρὸ τῶν οὐρανῶν ὑπάρχει, μᾶλλον δὲ ποὺ εἶναι καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα καὶ εἶναι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶναι Θεὸς καὶ εἶναι Θεοῦ Λόγος καὶ Υἱός καὶ οὔτε τὸν Πατέρα ἔχει προγενέστερό του καὶ ἔχει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα ὄνομα τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀπὸ κάθε λόγο. Διότι, ὅταν ὅλα τὰ φαινόμενα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς στὸν οὐρανό, ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια, ἐσχίσθηκαν καὶ ἦσαν πεταμένα τὰ πρῶτα δίπλα στὰ ἄλλα, μόνο αὐτός παρουσιαζόταν συνημμένος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀφοῦ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύστασι τῶν ὄντων ὑπῆρχε μαζὶ μὲ αὐτούς.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ὅπως δὲ λέγει ὁ Μάρκος, ἐσχίσθηκαν. Διότι λέγει, «ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ, εἶδε τοὺς οὐρανούς νά σχίζωνται». Πῶς λοιπόν ὁ μὲν ἕνας εἶπε, ἀνοίχθηκαν, ὁ δὲ ἄλλος, ἐσχίσθηκαν; Γιὰ νὰ μὴ διαφύγη τὴν προσοχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου εἶναι διπλή. Πραγματικὰ μὲ τὴν ἔκφρασι ὅτι ἀνοίχθηκαν μᾶς ἔδειξε ὅτι οἱ οὐρανοί ἦσαν κλειστοὶ προηγουμένως λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρακοῆς μας πρὸς τὸ Θεό. Διότι ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ οὐρανός ἀποκλείσθηκε γιὰ τὸν Ἀδάμ, ὅταν παρήκουσε στὸ Θεὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ αὐτόν ὅτι «γῆ εἶσαι καὶ στὴ γῆ θὰ μεταβῆς». Εὐλόγως λοιπὸν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί στὸν Χριστό, ποὺ παρουσιάσθηκε σὲ ὅλα ὑπήκοος καί, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε στὸν Ἴωαννη, ἐξεπλήρωσε ὅλη τὴ δικαιοσύνη καὶ προσφάτως διὰ τοῦ βαπτίσματος. Ἐπειδή δέ, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ πρόδρομος τοῦ Κυρίου, «δὲν δίδει μὲ μέτρο τὸ Πνεῦμα ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱό καὶ δίδει τὰ πάντα στὸ χέρι του, φαίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ σάρκα ἔλαβε ὅλη τὴν ἀμέτρητη καὶ ἄπειρη δὺ-ναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Οἱ οὐρανοί ἔδειξαν ἐμπρά κτως ὅτι ὅλη αὐτή ἡ δύναμις καὶ ἐνέργεια τοῦ θείου Πνεύματος εἶναι ἀχώρητος σὲ ὅλα τὰ κτιστά.
Γι' αὐτό καὶ ὅταν τούτη ἡ δύναμις φαινόταν καὶ ἦταν σὰν νὰ διάβαινε πρὸς τὴν θεοϋπόστατη ἐκείνη σάρκα, αὐτοί μὴ χωρώντας ἐσχίσθηκαν. Καλῶς λοιπὸν διεκήρυξε αὐτός ποὺ εἶπε πρὸς τὸν Θεό, «οὔτε ὁ οὐρανός δὲν εἶναι καθαρὸς ἐνώπιόν σου», ὡς οὐρανὸ ἐννoώντας τούς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὰ πολυόμματα Χερουβίμ, τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ὅλη τὴν ἄλλη ὑπερκόσμια φύσι. Εὐλόγως λοιπὸν οὔτε οἱ οὐρανοί, δηλαδὴ οἱ ἄγγελοι σ' αὐτόν, εἶναι καθαροὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή, ἂν καὶ φωτίζεται διαπαντὸς ἀπὸ τὴν ὑψίστη καὶ δεσποτικὴ ἱεραρχία, ὑστεροῦν ὡς πρὸς τὴν ὑπερτέλεια καθαρότητα αὐτῆς. Μόνη δὲ ἡ δική μας ἐν Χριστῷ φύσις ὡς θεοϋπόστατη καὶ ὁμόθεη διαθέτει καθαρότητα ὑπερτελεία καὶ εἶναι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, χωρητική κάθε λαμπρότητος καὶ ἀγλαΐας καὶ δυνάμεως καὶ ἐνέργειας τοῦ Θείου Πνεύματος. Ἑπομένως ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί ἀνοίχθηκαν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι ὑποχώρησαν ἐμπρὸς στὴν τοιαύτη κάθοδο τοῦ Θείου Πνεύματος σ' αὐτόν.
«Ἄφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδού, τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί»· ὁ δὲ Λουκᾶς λέγει ὅτι εἶχε ἀνοιχθῆ ὁ οὐρανός, ὅταν ἀκόμη προσευχόταν ὁ Χριστός· διότι, λέγει, «ὅταν βαπτίσθηκε καὶ προσευχόταν ὁ Ἰησοῦς, ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός». Πραγματικὰ καὶ βαπτιζόμενος καὶ κατεβαίνοντας καὶ ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ προσευχόταν, διδάσκοντας ἐμπράκτως ὅτι, ὄχι μόνο ὁ ἱερεὺς καὶ λειτουργός τῶν μυστηρίων πρέπει νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ καὶ αὐτός πού δέχεται τό μυστήριο πρέπει νὰ κάμη τοῦτο σὲ κάθε θεία τελετὴ· καὶ ἂν μὲν ὁ λειτουργός εἶναι τελειότερος κατὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἀναπέμπει ἐκτενέστερη εὐχή, δι' αὐτοῦ ἀνεβαίνει ἡ χάρις πρὸς τὸν ἀποδέκτη τοῦ Μυστηρίου, ἂν δὲ ὁ ἀποδέκτης εἶναι ἀξιώτερος καὶ προσεύχεται ἐκτενέστερα, ὁ θελητής τοῦ ἐλέους (τί ἄφατη χρηστότης κι' αὐτή!) δὲν ἀρνεῖται νὰ μεταδώση δι' αὐτοῦ ἀπὸ τὴ χάρι καὶ στὸν λειτουργό· ὅπως καὶ τώρα ἔγινε φανερὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Ἰωάννη, πράγμα ποὺ καὶ αὐτός μαρτυρεῖ ὕστερα δημόσια, λέγοντας, «ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε ἀπὸ τὸ πλήρωμά του».
Γιατί ὅμως μόνο στὸν Ἰησοῦ ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός, ὅταν προσευχόταν, σὲ κανένα δὲ ἀπό τούς πρὸ αὐτοῦ; Τί λέγεις; αὐτός ποὺ ἀντιλήφθηκε τή θεανδρικὴ οἰκονομία τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἔμβρυο, καὶ ὄχι μόνο ἐπήδησε μαζί του μὲ ἀγαλλίασι θείου Πνεύματος ἀπὸ τὴν μητρικὴ κοιλιά, ἀλλὰ μετέδιδε χάρι καὶ στὴν κυοφοροῦσα μητέρα του, αὐτός ποὺ μόλις λύθηκε ἀπὸ ἐκεῖ ἔλυσε τὸ πατρικὸ στόμα ποὺ εἶχε δεθῆ γι' αὐτόν μὲ ἀφωνία κατόπιν προσταγῆς τοῦ ἀγγέλου, τὸ θρέμμα τῆς ἐρήμου, ὁ ὑψηλότερος ἀνάμεσα στὰ γεννήματα τῶν γυναικῶν καὶ ἀξιώτερος τῶν ἀπὸ ἀνέκαθεν προφητῶν, δὲν εἶναι ἱκανός νὰ λύση τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος (ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὐτός ὁ ἱμάς), καὶ θὰ ἦταν ἱκανός ν' ἀνοίξη τὸν οὐρανό, μᾶλλον δὲ τὰ ὑπερουράνια, κάποιος ἀπό τούς ὑστεροῦντας ἀπέναντι στὴν ἀξία του;
Γιὰ νὰ κατανοήσης δὲ τὸ ὕψος τῆς ὑπεροχῆς τοῦ τώρα βαπτιζομένου κατὰ σάρκα ἀπέναντι σὲ ὅλους, πρόσεξε κι' ἐκεῖνο· ὅτι «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ἔχει γραφῆ, δείχθηκε δὲ σ' ἐμᾶς μὲ ἔργα ὅτι ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ κόλπος τοῦ Ὑψίστου Πατρὸς τοῦ ἀνοίχθηκε· διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ φωνὴ ποὺ μαρτυροῦσε τὴν γνησιότητα τῆς υἱότητος . Οἱ δὲ οὐρανοί εἶναι κήρυκες τούτου, ἀφοῦ ἀνοίχθηκαν σὰν παγκόσμια στόματα, καὶ διατρανώνοντας ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀγγέλους τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐπάνω στὴ γῆ ἀνθρώπους τὴν ὁμοτιμία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ πρὸς τὸ ἀπὸ αὐτόν προελθόν ἐκπορευτῶς Πνεῦμα, κατὰ τὴν οὐσία καὶ δύναμι καὶ δεσποτεία πρὸς τὸ σύμπαν.
Εὐλόγως λοιπὸν μόνο γι' αὐτόν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί ὅταν προσευχόταν ἐπειδὴ καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο, τὸ ὁποῖο πιθανῶς ὑπαινίσσεται τὸν κλεισμένο προηγουμένως γιὰ μᾶς οὐρανό τοῦτον, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννη, κανένας καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση· «κατώρθωσε δέ, λέγει, νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση μόνο ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα». Ποιὸς δὲ εἶναι ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ποὺ λέγει, «ἀνέβηκες ἀπὸ τὴ φυλή, υἱέ μου, σκύμνος τοῦ λέοντος Ἰούδα· ἀφοῦ ἐξάπλωσες, κοιμήθηκες σὰν λέων καὶ σὰν σκύμνος. Ποιὸς θὰ τὸν ξυπνήση; Δὲν θὰ λείψη ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα καί ἡγεμὼν ἀπό τοὺς μηρούς του, ἕως ὅτου ἔλθη αὐτός στὸν ὁποῖο ἀπόκειται ἡ ἀποστολή· καὶ αὐτός θὰ εἶναι προσδοκία τῶν ἐθνῶν», δηλαδὴ αὐτός ποὺ τώρα ἄνοιξε φανερὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπερουράνια, ποὺ μόνος ἀνέγνωσε τούς ἀπό τούς αἰῶνες καὶ στοὺς αἰῶνες λόγους τῆς προνοίας, τοὺς ἀπόκρυφους στὸν πατρικὸ κόλπο θησαυροὺς τῆς σοφίας, τὰ ἀνεξερεύνητα βάθη καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.
«Ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ καὶ ἰδοὺ ἀνοίχθηκαν γι' αὐτόν οἱ οὐρανοί». Βλέπετε ὅτι τὸ ἅγιο βάπτισμα εἶναι πύλη τῶν οὐρανῶν πού εἰσάγει ἐκεῖ τούς βαπτιζομένους; Διότι δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἀνοίχθηκαν», ἀλλὰ «ἀνοίχθηκαν γι' αὐτόν οἱ οὐρανοί»· ὅλα δὲ ὅσα ἔγιναν σ' αὐτόν, γιὰ μᾶς ἔγιναν. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι' αὐτοῦ οἱ οὐρανοί, ποὺ ἔχοντας ἀνοικτὲς τὶς πύλες προσμένουν τὴν εἴσοδό μας. Καὶ πρὶν ἀπό τούς ἄλλους μαρτυρεῖ τοῦτο ὁ πρωταγωνιστὴς ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρες Στέφανος. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχόταν καί ἀτενίζοντας εἶδε ὅ,τι κανεὶς δὲν εἶδε πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ· «διότι ἀτενίζοντας εἶδε τοὺς οὐρανούς ἀνοιγμένους καὶ τὸν Ἰησοῦ στὴ δόξα τοῦ Πατρός», εἶδε ὄχι μόνο ἄρρητη δόξα καὶ τόπο ὑπερουράνιο, ἀλλὰ κι' αὐτόν τόν ποθούμενο μέσα στὴ δόξα τοῦ Πατρός, διὰ τῆς ὁποίας πρῶτος αὐτός ἀπό τούς μετὰ Χριστὸν εἶδε μακαρίως ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε κανεὶς ἀπό τούς πρὸ Χριστοῦ, στὰ ὁποῖα κι' αὐτά ἀκόμη τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων φοβοῦνται νὰ παρακύψουν. Διότι τὸν εἵλκυσε ὁ ποθούμενος Ἰησοῦς ποθώντας νὰ εἶναι τοῦτος πρῶτος διάκονος στοὺς οὐρανούς καὶ πολὺ προτιμότερος ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα, καθὼς καὶ πρῶτος μάρτυρας τῆς ἀθλήσεως. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι' αὐτοῦ οἱ οὐρανοί κι' ἐμᾶς καθάρισε διὰ τοῦ Ἑαυτοῦ του διότι δὲν χρειαζόταν ὁ ἴδιος κάθαρσι ἡ ἄνοιγμα.
Καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ λέγη ὕστερα πρὸς τοὺς ἐρωτῶντες, «κι' ἐγώ εἶδα κι' ἐμαρτύρησα, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»· εἶδε λοιπὸν ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καί νά ἔρχεται σ' αὐτόν . Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τῆς περιστερᾶς τὸ εἶδος τὴν καθαρότητα αὐτοῦ πρὸς τὸν ὁποῖο κατέβηκε· διότι τοῦτο τὸ ζῶο δὲν πετᾶ ἐπάνω ἀπὸ ἀκαθάρτους καὶ δυσώδεις τόπους· συνεπιβεβαιώνει δὲ καὶ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ἀπὸ ἄνω· «καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ μαζί μὲ τὸ εἶδος τῆς περιστερᾶς, καὶ «φωνὴ ἀκούεται ἀπό τούς οὐρανούς ποὺ λέγει, τοῦτος εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, τὸν ὁποῖο ἐξέλεξα» , τοῦτος ποὺ τώρα δεικνύει τὸ Πνεῦμα μου ποὺ κατῆλθε καὶ μένει ἐπάνω του σὰν στὸν συναΐδιον Υἱό μου. Πραγματικὰ ὁ Πατήρ, χρησιμοποιώντας σὰν δάκτυλο τὸ συναΐδιο καὶ ὁμοούσιο καὶ ὑπερουράνιο Πνεῦμα του, φωνάζοντας καὶ δακτυλοδεικτώντας μαζί, ἀπέδειξε δημόσια καὶ ἐκήρυξε σὲ ὅλους ὅτι ὁ βαπτιζόμενος τότε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη εἶναι ὁ ἀγαπητὸς του Υἱός.
Τὸ Πνεῦμα δὲν ἐφάνηκε μόνο σὰν πατρικὸς δάκτυλος μὲ τὸν ὁποῖο δακτυλοδεικτοῦσε, ἀλλὰ κατέβηκε καὶ ἕως αὐτόν τὸν δεικνυόμενο μὲ τὸν πατρικὸ δάκτυλο σὰν γιὰ νὰ τὸν ψεύση, καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ διέμεινε ἐπάνω σ' αὐτὸν διότι, λέγει, «ἐμαρτύρησε ὁ Ἰωάννης ὅτι, εἶδα τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ ἔμεινε ἐπάνω σ' αὐτόν». Καὶ δὲν ἔμεινε μόνο ἐπάνω σ' αὐτόν (καὶ μάρτυς εἶναι πάλι ὁ ἴδιος ποὺ λέγει, «ἀπὸ τὸ πλήρωμά του ἐλάβαμε ὅλοι ἐμεῖς»), ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ φανερὰ κάθοδο ἦταν μέσα σ' αὐτόν ἀφανῶς· τοῦτο ἄλλωστε μαρτυρεῖται καὶ ἀπό τούς ἀσώματους καὶ οὐράνιους ἀγγέλους, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας λέγει πρὸς τὴν γυναῖκα ποὺ τὸν συνελάμβανε μὲ παρθενία «ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐπέλθη σὲ σένα», ὁ δὲ ἄλλος πρὸς τὸν Ἰωσήφ γι' αὐτήν, «ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει γεννηθῆ μέσα της προέρχεται ἀπὸ ἅγιο Πνεῦμα».
Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτά δὲν κηρύττονται ὡς ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλὰ εἶναι καὶ κάποια ἀλληλουχία ὑπερφυὴς καὶ διηνεκὴς συγχρόνως, τελεία καὶ ἀσύγχυτη, ἔτσι καὶ αὐτός ἀναδεικνύεται γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς μὲ τρισυπόστατη καὶ παντοδύναμη θεότητα, ποὺ φανερώνεται ὅποτε καὶ ὅπως εὐδόκησε μόνος του, Πατὴρ ὑπερουράνιος, Υἱός ὁμοούσιος, Πνεῦμα ἅγιο ἐκπορευόμενο ἀπὸ τὸν Πατέρα καί ἀναπαυόμενο στὸν Υἱό, ποὺ καὶ τὴν ἕνωσι ἔχει ἀσύγχυτη καὶ τὴ διαίρεσι ἀμέριστη. Διότι δύο εἶναι αὐτοί ποὺ μαρτυροῦν, ὁ δὲ μαρτυρούμενος ἕνας· μαρτυροῦν δὲ καὶ τὴν θεότητά τους καὶ τὴν συμφυΐα μεταξύ τους καὶ τὴ διακρισι· τὴν μὲν θεότητα ἀπὸ τὴν ὑπερβατικὴ δεσποτεία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐσχίσθηκαν ὅλοι οἱ οὐρανοί συγχρόνως, τὴν δὲ συμφυΐα ἀπὸ τὴν ἄκρα καὶ διηνεκῆ συνάφεια καὶ τὴν συμφωνία, τὴν δὲ διάκρισι διὰ τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τῆς σχέσεως τῶν ὑποστατικῶν ὀνομάτων.
Ἀνεβάζεται μάλιστα καὶ τὸ ἀπό μᾶς πρόσλημμα πρὸς ἐκεῖνο τὸ ἀξίωμα, ἀφοῦ ὑπάρχει ἀχωρίστως μαζὶ μὲ τὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησί του οἱ προσκυνητὲς καὶ φωτιστικὲς ὑποστάσεις νὰ εἶναι τρεῖς, στὶς ὁποῖες ἐμεῖς πιστεύουμε καὶ βαπτιζόμαστε, τὸν μὲν παλαιὸ ἄνθρωπο ἐκδυόμενοι μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, ἐνδυόμενοι δὲ τὸν Χριστό, τὸν νέο Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος κατέστησε νέα τὴν ἔνοχη φύσι μας, ἀφοῦ τὴν παρέλαβε ἀπὸ παρθενικὰ αἵματα ὅπως εὐδόκησε, καὶ τὴν ἐδικαίωσε δι' Ἑαυτοῦ καὶ ἔπειτα ὅλους ὅσοι προῆλθαν κατὰ πνεῦμα ἀπὸ αὐτόν τούς ἐλευθέρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν προγονικὴ κατάρα καὶ καταδίκη.
Τί λοιπόν; Ἐπειδὴ βέβαια ὁ μονογενὴς Υἱός τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπόστασι, ἀλλὰ τὴν φύσι μας τὴν ὁποία ἀνεκαίνισε, ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ αὐτήν κατὰ τὴν ἰδικὴ του ὑπόστασι, δὲν μεταδίδει ἀπὸ τὴ χάρι του καὶ στὴν καθεμία ἀπό τίς ὑποστάσεις μας καὶ δὲν λαμβάνει ἀπὸ αὐτόν ὁ καθένας τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων του; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ κάμη ἀλλοιῶς αὐτός ποὺ «θέλει νὰ σωθοῦμε ὅλοι», αὐτός ποὺ «ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανούς κατῆλθε» ὑπὲρ ὅλων, καὶ πού, ἀφοῦ μὲ ἔργα καὶ λόγια καὶ παθήματα μᾶς ὑπέδειξε ὁδό σωτηρίας, ἀνῆλθε στοὺς οὐρανούς ἀπὸ ὅπου ἕλκει τοὺς πιστούς του; Ἀλλὰ τὴν μὲν φύσι, ποὺ τὴν ἀνακαίνισε ἀφοῦ τὴν προσέλαβε γιὰ μᾶς ἀπό μᾶς, τὴν ἔδειξε ἁγιασμένη καὶ δικαιωμένη, καὶ ὑπήκοο καθ' ὅλα στὸν Πατέρα, μὲ ὅσα αὐτός ἔπραξε κι' ἔπαθε κατὰ τὸ θέλημά του ἑνωμένος πρὸς αὐτήν κατὰ τὴν ὑπόστασι· ἀνακαίνισε δὲ τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς ποὺ πιστεύουμε σ’Αὐτόν, ὄχι μόνο τὴ φύσι, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόστασι, καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος, διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν του, διὰ τῆς μετανοίας ποὺ ἐχάρισε στοὺς πταῖστες, καὶ διὰ τῆς μεταδόσεως τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματός του.
Μὲ τὸ νὰ εἴπη δὲ ὁ Πατὴρ ἀπὸ ἄνω περὶ τοῦ βαπτισθὲντος κατὰ σάρκα «αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐαρεστοῦμαι», ἔδειξε ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀλλὰ ποὺ ἐλέχθηκαν πρωτύτερα διὰ τῶν προφητῶν, οἱ νομοθεσίες, οἱ ἐπαγγελίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦσαν ἀτελῆ καὶ δὲν ἐλέχθηκαν οὔτε ἐτελέσθηκαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τούτου, ἀλλὰ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸν τωρινὸ σκοπὸ καὶ διὰ τοῦ τελεσθέντος τώρα ἐτελειώθηκαν κι' ἐκεῖνα. Καὶ τί περιορίζομαι στὶς διὰ τῶν προφητῶν νομοθεσίες, τὶς ἐπαγγελίες, τὶς υἱοθεσίες; Διότι καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀρχὴ θεμελίωσις τοῦ κόσμου πρὸς τοῦτον ἔβλεπε, τὸν κάτω μὲν βαπτιζόμενο ὡς υἱό ἀνθρώπου, ἀπὸ ἐπάνω δὲ μαρτυρούμενο ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς μόνο ἀγαπητὸ Υἱό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος.
Ἑπομένως καὶ ἡ ἐξ ἀρχῆς δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου γι' αὐτόν ἔγινε, ἀφοῦ ἐπλάσθηκε κατὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέση κάποτε νὰ χωρέση τὸ ἀρχέτυπο· καὶ ὁ νόμος στὸν παράδεισο γι' αὐτόν ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ· διότι δὲν θά τὸν ἔθετε ὁ νομοθέτης, ἂν ἐπρόκειτο νὰ μείνη ἀπραγματοποίητος διαπαντός. Καὶ τὰ ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν λεχθέντα καὶ τελεσθέντα ὅλα σχεδὸν γι' αὐτόν ἔγιναν, ἂν δὲν εἴπη κανεὶς καλῶς ὅτι καὶ ὅλα τὰ ὑπερκόσμια, οἱ ἀγγελικὲς φύσεις καὶ τάξεις δηλαδὴ καὶ οἱ ἐκεῖ θεσμοθεσίες, πρὸς τοῦτον τὸ σκοπὸ τείνουν ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ πρὸς τὴν θεανδρική οἰκονομία, τὴν ὁποία καὶ ὑπηρέτησαν, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος. Διότι εὐδοκία εἶναι τὸ κυριαρχικὸ καὶ ἀγαθὸ καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτός δὲ εἶναι ὁ μόνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἐπαναπαύεται καὶ ἀρέσκεται τελείως ὁ Πατήρ, «ὁ θαυμαστός του σύμβουλος, ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς του», αὐτός ποὺ ἀκούει καὶ ὁμιλεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα του καὶ παρέχει στοὺς εὐπειθεῖς ζωὴ αἰώνια.
Αὐτήν εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς μέσα σ' αὐτόν τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων Χριστό, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζί μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Γένοιτο.
Λόγος στήν Κυριακὴ τῶν Φώτων
Ἁγίου Λουκᾶ,
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῶν Θεοφανίων περιέχει ἕναν λόγο τοῦ Χριστοῦ μεγάλης σπουδαιότητας. Σ’ αὐτὸν τώρα θέλω λίγο νά στρέψω τὴν προσοχὴ σας.
Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος τῆς Θεοφάνειας τοῦ Κυρίου προηγεῖται κήρυγμα στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, τοῦ Ἰωάννου, τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου, τοῦ μείζονος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων πού γέννησαν ποτέ οἱ γυναῖκες. Τὸ φλογερὸ του κήρυγμα τῆς μετανοίας γιά τὸ ὁποῖο προετοιμαζόταν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας τραβοῦσε πρὸς αὐτὸν μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων. Ὁ πύρινος λόγος τοῦ κηρύγματός του ἔκαιγε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους βάπτιζε στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καθαρίζοντας τίς ἁμαρτίες τους.
Τὴν μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα μὲ πολλὴ ἔκπληξη παρατήρησε ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων πού ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν βρίσκεται καὶ Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον μέχρι τότε δέν εἶχε γνωρίσει ἀλλὰ περὶ τοῦ ὁποίου τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι θὰ βαπτίζει μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ἀφοῦ ἔπεσε στά πόδια του, τοῦ εἶπε μὲ δέος: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ Σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχη πρὸς μέ;» (Μτ. 3, 14).
Ἐμεῖς, ποὺ ἤδη εἴμαστε βαπτισμένοι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί, δέν θὰ μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατὶ ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πῆγε στό δοῦλο του τὸν Ἰωάννη καὶ ζήτησε νά βαπτιστεῖ ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας γιά νά Τοῦ ἀφεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του, τὶς ὁποῖες δέν εἶχε, ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δέν μᾶς τὸ ἔλεγε ἀπαντώντας στήν ἐρώτησῃ τοῦ Προδρόμου τὸ ἑξῆς: «ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Μτ. 3, 15).
Ὤ, Κύριε μας! Σὲ προσκυνοῦμε ἐσένα καὶ τὸν Πρόδρομό Σου καὶ Σὲ εὐχαριστοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιά τὸ ὅτι μας ἔμαθες νά σεβόμαστε καὶ νά τιμᾶμε «πᾶσαν δικαιοσύνην» καὶ νά μισοῦμε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία, διότι ἐκείνη προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Κάθε δικαιοσύνη, ἄκομα καὶ ἡ πιὸ ἀσήμαντη δίκαιη πράξη, εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔλαβες τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη ποταμὸ γιά τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν διότι ἤθελες νά ἐκπληρώσεις ὅ,τι προβλέπει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάδυση στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀποτελοῦσε σφράγισμα τῆς μετανοίας γι’ αὐτούς πού ἔρχονταν νά βαπτιστοῦν. Διότι γιά τὴν ὁλόκαρδη μετάνοια, αὐτός πού δεχόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, λάμβανε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.
Τὸ βάπτισμα ὅμως αὐτὸ δέν ἀνακαίνιζε τὸν ἀνθρωπο καὶ δέν ἦταν γι’ αὐτὸν μία δεύτερη γέννηση, ὅπως αὐτὸ γίνεται στό μεγάλο μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο βαπτιζόμαστε ἐμεὶς οἱ χριστιανοί. Ἦταν λοιπὸν δίκαιο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Δέν μίλησε ὅμως μόνο γι’ αὐτὴν τὴν δικαιοσύνη, ὁ Σωτῆρας μας στόν Ἰωάννη γιά νά τὸν καθησυχάσει καὶ νά λύσει τὴν ἀπορία του, ἀλλὰ γιά τὴν πᾶσα δικαιοσύνη, δηλαδή γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν Θεῖο λόγο του ἁγίασε καὶ εὐλόγησε τὴν κάθε ἀλήθεια καὶ συνεπῶς κατέκρινε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία.
Σκεφτεῖτε, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι τοῦ ἰδίου μὲ μένα πνεύματος, κοινωνοί τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, πόση ἀδικία ὑπάρχει στόν κόσμο! Πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι ὁ πόλεμος, ὅταν οἱ λαοί, ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανικοὶ λαοί, ἐξοντώνουν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον! Ἂν ὁ φόνος ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου σὲ πολλοὺς λαοὺς τιμωρεῖται μὲ θάνατο, τότε πῶς ὁ Κύριος θὰ τιμωρήσει αὐτοὺς πού εὐθύνονται γιά τὸ φόνο δεκάδων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων; Ἡ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία εἶναι ἀδικία καὶ ὁ πόλεμος εἶναι ἡ ἐσχάτη ἀδικία τὴν ὁποία ὅλοι μας πρέπει νά τὴν μισοῦμε.
Μεγάλη ἀδικία ὑπάρχει στά κράτη ἐκεῖνα ὅπου ἡ γῆ, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδιαίτερα σ’ αὐτούς πού τὴν καλλιεργοῦν, δέν ἀνήκει στόν λαὸ καὶ στό κράτος ἀλλὰ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐξουσία, ποὺ τοὺς τὴν δίνει τὸ χρῆμα. Καὶ πόση ἀκόμα ἀδικία ὑπάρχει στίς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ μελῶν τῆς ἴδιας οἰκογένειας. Ἡ ἀδικία αὐτὴ χαροποιεῖ παρὰ πολὺ τὸ διαβολο. Δέν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα στήν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν. «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. καὶ μεγάλῃ δυνάμει ἀπεδίδουν τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς. οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν» (Πράξ. 4, 32-35).
Δέν εἶναι μόνο ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας ἔχει γιά μᾶς ἐπίσης ὕψιστη σημασία διότι ἔχουμε τὴν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὴν στιγμή πού ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ νερὸ πάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μαρτυροῦσε γιά τὸν Υἱὸ του λέγοντας: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.» (Μτ. 3, 17). Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο «ἐν εἴδει περιστερᾶς» κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πάνω στό κεφάλι τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὴ ἡ Θεοφάνεια, ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἴδιος, ὁ τρισυπόστατος Θεὸς, φανέρωσε τὴν θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου του, τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς-Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν νά παρουσίασαν στήν ἀνθρωπότητα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Δέν ἀρκοῦν αὐτὰ σ’ ἐκείνους πού δέν πιστεύουν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Δέν τοὺς συγκινεῖ ἡ Θεία του διδασκαλία, μὲ τὴν ὁποία δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ καμμία ἀνθρώπινη; Δέν τοὺς ἀρκοῦν τὰ θαύματά του μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμά του; Δέν τοὺς φτάνει τὸ ὅτι τὸ κήρυγμά του τὸ σφράγισε μὲ τὸ Τίμιο Αἷμα του πάνω στόν φοβερὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ; Καὶ τὸ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ θάνατό του, καί πού γιά σαράντα ἡμέρες, μετὰ τὴν ἀνάστασή του, φανερώθηκε πολλὲς φορὲς στούς μαθητὲς του, καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἔνδοξη ἀναλήψή του στούς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν;
Ὤ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ! Ὤ, Σωτήρα μας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Στά ἔργα τῆς ἀγάπης σου, στά ἀμέτρητα θαύματά σου, πρόσθεσε καὶ ἕνα ἄλλο θαῦμα: ἄγγιξε μὲ τὴν δεξιὰ σου τή λίθινη καρδιά τους καὶ δῶσε σ’ αὐτοὺς «καρδίᾳ σαρκίνῃ».
Ἀμήν.
«Λόγοι καὶ Ὁμιλίες», τ. Β΄, ἐκδ. ὈρθόδοξοςΚυψέλη
Βαπτίζεται ὁ Ἀναμάρτητος
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου,
«Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16)
Μεγάλη, ἀγαπητοί μου, καὶ ἐπίσημη ἑορτὴ σήμερα, ἑορτὴ ποὺ παλαιὰ ἦταν συνδεδεμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Εἶνε μακρὰ ἡ σημερινὴ ἀκολουθία, ἐν τούτοις εἶνε ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε - ἐγὼ τοὐλάχιστον δὲν ἐννοῶ θεία λειτουργία χωρὶς κήρυγμα.
Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων ἀκούσαμε τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες τὸ Θεῖο Βρέφος πῆρε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἀναγκάστηκε νὰ φύγῃ στὴν Αἴγυπτο· εἶνε ὁ πρῶτος πρόσφυγας. Ὅταν πέθανε ὁ Ἡρῴδης ἐπέστρεψε στὴν ἱερὰ Γῆ, ἀλλὰ ἐγκαταστάθηκε στὴ Ναζαρὲτ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐπωνομάστηκε Ναζωραῖος (Ματθ. 2,23· 26,71 κ.ἀ.). Ὕστερα βλέπουμε τὸ Χριστὸ σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν μαζὶ μὲ τὴν Παναγία Μητέρα του στὰ Ἰεροσόλυμα στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Καὶ μετά, μὲ ἕνα χρονικὸ ἅλμα, τὸν βλέπουμε ἀπότομα σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ ἔρχεται ἡ ἀπιστία καὶ μᾶς ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημα·
Ποῦ ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ 12 μέχρι 30 ἐτῶν; πῆγε στὶς Ἰνδίες· ἐκεῖ ἔμαθε αὐτὰ ποὺ δίδαξε.
Τί ἀπαντοῦμε; Αὐτὸ εἶνε ψέμα, ἀπ᾽ τὰ χοντρὰ ἐκεῖνα ψέματα τῆς ἀπιστίας. Τὸ διαψεύδουν οἱ ἴδιοι οἱ συμπατριῶτες τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Χριστός, ὅπως εἴπαμε, βρισκόταν στὴ Ναζαρέτ. Τὸ χωριὸ ἦταν μικρὸ καὶ τίποτα δὲν ἔμενε ἄγνωστο. Ἀναφέρω ὡς παράδειγμα, ὅτι κ᾽ ἐγὼ κατάγομαι ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριό, ἔφυγα ἀπὸ ᾽κεῖ νέος, καὶ στὸ μεγάλο διάστημα τῆς μετέπειτα περιπετειώδους ζωῆς μου μόνο μία ἢ δύο φορὲς ἐπισκέφθηκα τὸ χωριό. Καὶ ὅμως· ἂν πᾶτε ἐκεῖ, ποὺ μὲ γνώρισαν ὡς παιδί, καὶ ρωτήσετε ὁποιονδήποτε, θὰ σᾶς πῇ καταλεπτῶς ποῦ βρισκόμουν καὶ τί ἔκανα. Δὲν λησμονοῦν στὰ μικρὰ χωριὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ φεύγουν, ἀλλὰ μ᾽ ἕνα στοργικὸ βλέμμα παρακολουθοῦν τὰ βήματα ὅλων καὶ ξέρουν ποῦ βρίσκονται. Ἔτσι καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρὲτ γνώριζαν πολὺ καλὰ ποῦ ἦταν ὁ Ἰησοῦς. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ὕστερα πῆγε ὁ ἴδιος ἐκεῖ καὶ δίδασκε, οἱ Ναζαρηνοὶ τὸν κοίταζαν, τὸν ἄκουγαν κ᾽ ἔλεγαν ὅλοι μ᾽ ἕνα στόμα· Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆγε σχολεῖο; (βλ. Ἰω. 7,15). Οἱ συγχωριανοί του λοιπὸν βεβαιώνουν μ᾽ αὐτὰ ποὺ λένε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔφυγε ἀπ᾽ τὴ Ναζαρέτ.
Καὶ ποῦ ἦταν λοιπόν; Ὅπως ὑπῆρξε πρῶτος πρόσφυγας, ἔτσι ἔγινε καὶ πρῶτος ἐργάτης. Τὸν ἤξεραν ὅλοι ὡς «τέκτονα», μαραγκό (Μᾶρκ. 6,3), καὶ «υἱὸν τοῦ τέκτονος» (Ματθ. 13,55). Δούλευε στὸ ξυλουργεῖο τοῦ δικαίου Ἰωσήφ· κατασκεύαζε ἄροτρα καὶ ἔπιπλα, γιὰ νὰ ζήσῃ αὐτὸς καὶ ἡ ἁγία του Μητέρα. Ἐκεῖ ἐργάστηκε ἀπὸ 12 ἐτῶν, ἀφ᾽ ὅτου τὸν εἶδαν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος.
Ὕστερα ἀπὸ 18 χρόνια, στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του, τὸν βλέπουμε τώρα στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἔρχεται νὰ βαπτισθῇ.
᾽Εδῶ ὅμως γεννᾶται ἄλλη ἀπορία· Βαπτίζονται οἱ ἁμαρτωλοί, μὰ ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος· γιατί νὰ βαπτισθῇ; Ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ μικρὰ παιδιά· γιατί βαπτίζονται; τί ἁμαρτίες ἔχουν;
Τὰ μικρὰ παιδιὰ βαπτίζονται ὄχι γιατὶ ἔχουν προσωπικὲς ἁμαρτίες, ἀλλὰ γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν πίστι μας κάθε παιδάκι ποὺ γεννιέται δὲν εἶνε ἄγγελος, φέρει τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, καὶ βαπτίζεται γιὰ ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ αὐτό.
Καλὰ τὰ ἄλλα βρέφη, ἀλλὰ τὸ Θεῖο Βρέφος δὲν γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο· γεννήθηκε μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, ἄρα εἶνε ἀπηλλαγμένο ὄχι μόνο ἀπὸ προσωπικὰ ἁμαρτήματα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ προπατορικό. Τότε γιατί βαπτίσθηκε;
Γιὰ πολλοὺς λόγους, καὶ κυρίως γιὰ νὰ ἀποκαλυφθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ νὰ δοθῇ ἡ μαρτυρία ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ τώρα ἄρχιζε τὸ δημόσιο ἔργο του, εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρὸς ὁ ἀπεσταλμένος νὰ σώσῃ τὸν κόσμο.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο βεβαιώνει ὄντως, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἁμαρτίες·«Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16). Τὸ λέει μὲ μία λέξι, τὴ λέξι «εὐθύς»· ὅταν δηλαδὴ βαπτίσθηκε ὁ Χριστός, βγῆκε ἀμέσως ἀπ᾽ τὸ νερό. Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὰ ἑξῆς.
Ὅταν παρουσιάστηκε ὁ Πρόδρομος καὶ ἔστησε τὸ βῆμα του στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, λόγῳ τῆς ἀσκητικῆς του φυσιογνωμίας καὶ τοῦ ζωηροῦ καὶ ἐπαναστατικοῦ του κηρύγματος, ἔγινε μαγνήτης ποὺ εἵλκυσε κοντά του πλήθη· μικροὶ – μεγάλοι, πλούσιοι – φτωχοί, ἄντρες – γυναῖκες, ἐπίσημοι – ἄσημοι. Ὁ Ἰωάννης βάπτιζε συνεχῶς. Ὁ καθένας ἔβγαζε τὰ ροῦχα του, ἔμπαινε μέσα στὸ νερὸ γυμνὸς κατάγυμνος, ἐκεῖ ἔμενε καί, βουτημένος μέχρι τὸν ὦμο ὅπως ἦταν, ἔλεγε τ᾽ ἁμαρτήματά του στὸν ὑπέροχο ἐκεῖνο πνευματικὸ πατέρα. Ἂν εἶχε νὰ πῇ πολλά, ἔμενε περισσότερη ὥρα· ἄλλος δέκα λεπτά, ἄλλος μισὴ ὥρα, ἄλλος μία ὥρα· οἱ μεγάλοι ἁμαρτωλοί, γυναῖκες καὶ ἄντρες, περισσότερο. Ἐξωμολογοῦντο κλαίγοντας καὶ ἔσμιγαν τὰ δάκρυα μὲ τὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου.
Πέρασαν ἔτσι χιλιάδες ἄνθρωποι. Ἕνας μόνο, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, μόλις μπῆκε βγῆκε· «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος», λέει. Γιατί βγῆκε; Ἦταν ἀναμάρτητος, δὲν εἶχε τίποτα νὰ πῇ· τί νὰ πῇ;
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίσθηκε;
Ὁ Χριστὸς μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν ἕνας ἄγνωστος ἐργάτης. Ποιός τοῦ ἔδινε σημασία; Κανείς. Δὲν ἦταν φαρισαῖος, δὲν ἦταν ἐσσαῖος, δὲν ἦταν ἀρχιερεὺς μὲ λαμπρὴ στολή, δὲν ἦταν ἀξιωματοῦχος. Καὶ ὅμως· ὅταν πῆγε ἐκεῖ στὸν Ἰορδάνη, τότε –ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι– «ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω» (Ψαλμ. 113,3). Ἄστραψε φῶς, ἄνοιξαν τὰ οὐράνια, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς νὰ λέῃ «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17). Τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἀφοῦ κατέβηκε ἐπάνω στὸν Ἰησοῦ «ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές» (ἀπολυτ.). Τώρα ὁ Οὐρανὸς τὸν συνιστᾷ ἐν θριάμβῳ πανηγυρικῶς, κι ἀκοῦνε ὅλοι.
Τὴν ἡμέρα αὐτή, ἀγαπητοί μου, κατὰ τὴ βάπτισι τοῦ Χριστοῦ φανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος· ὁ Πατὴρ μαρτυρεῖ, ὁ Υἱὸς βαπτίζεται, τὸ Πνεῦμα κατέρχεται καὶ μένει ἐπάνω σ᾽ αὐτόν (βλ. Ἰω. 1,32-33).
Ἐδῶ διαφέρουμε οἱ ὀρθόδοξοι ἀπ᾽ ὅλα τὰ θρησκεύματα· οἱ Τοῦρκοι ἔχουν θεὸ τὸν Ἀλλάχ, οἱ Ἰνδοὶ ἄλλον, οἱ Ἰάπωνες ἄλλον καὶ οὕτω καθεξῆς. Ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανὸς πιστεύει εἰς Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, εἰς μίαν Θεότητα ἐν τρισὶ Προσώποις. Ὤ μυστήριο!
Ἐδῶ ὅμως ἔρχεται ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ λέει· Πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία; εἶνε ποτὲ δυνατόν;… Πόσες φορὲς τὸ ἄκουσα αὐτὸ καὶ στὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ! Κ᾽ ἐσεῖς θὰ τό ᾽χετε ἀκούσει. «Μπόσικα πράγματα», ὅπως εἶπε κάποιος στὸ Μακρυγιάννη χλευάζοντας.
Ὁ ἁγνὸς αὐτὸς ἥρωας δέχτηκε στὸ σπίτι του κάποιον ξένο. Πρὶν καθίσουν στὸ τραπέζι ὁ Μακρυγιάννης ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εὐχήθηκε «ἡ ἁγία Τριὰς νὰ μᾶς σώσῃ». Ὁ Εὐρωπαῖος γέλασε εἰρωνικά. Τότε ὁ Μακρυγιάννης τοῦ λέει· Ὅλα τὰ ἀνέχομαι, μὰ ἀσέβεια στὴν ἁγία Τριάδα δὲν ἐπιτρέπω· σήκω καὶ φύγε ἀπ᾽ τὸ σπίτι μου, μὴ μοῦ μαγαρίζεις τὸ τραπέζι.
Τέτοιοι ἦταν οἱ ἥρωες τῆς φυλῆς, πίστευαν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ Σύνταγμά μας –μοναδικὸ στὸν κόσμο– ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπικεφαλίδα «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος». Λὲς καὶ εἶνε θεία Λειτουργία.
Ἁγία Τριάς, τὸ μέγα μυστήριο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διακρίνεσαι ἂν πιστεύῃς στὴν Ὀρθόδοξο πίστι. Μὰ οἱ ἄπιστοι ἐπιμένουν· Πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία;
Τοὺς ἀπαντᾷ ἡ ψυχολογία. Ὁ ἄνθρωπος, λέει, κυρίως εἶνε ψυχή. Καὶ ἡ ψυχὴ σκέπτεται, αἰσθάνεται, ἐνεργεῖ. Σκέπτομαι ἐνεργῶ, ἰδού ἡ τρίφωτη λαμπάδα. Σκέψις – αἴσθημα – ἐνέργεια εἶνε τὸ τριπλὸ βάθρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ εἶνε μέσα στὴν μία καὶ ἀδιαίρετη ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ ψυχὴ λέγεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· κάθε ψυχὴ ἔχει στὸ βάθος της ἐντυπωμένη τὴ σφραγῖδα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἀπαντᾷ καὶ ἡ φυσικὴ μὲ ἕνα καταπληκτικὸ παράδειγμα. Τὸ ἄτομο εἶνε ἕνα. Ἐὰν ὅμως γίνῃ σχάσις τοῦ ἀτόμου, τότε κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἐκλύονται τρεῖς λάμψεις· τὰ τρία γίνονται ἐννέα, τὰ ἐννέα γίνονται εἰκοσιεπτά, καὶ οὕτω καθεξῆς. Καὶ στὰ ἄψυχα λοιπὸν ἄτομα ὑπάρχει μέσα ἡ σφραγίδα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Καὶ τελειώνω, ἀγαπητοί μου, ὑπενθυμίζοντας τὸ γνωστὸ ἐκεῖνο ἀνέκδοτο τοῦ ὁμωνύμου μου ἁγίου, τοῦ ὁποίου ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ἐρευνώντας τὸ μυστήριο τῆς Θεότητος ζαλίστηκε καὶ σταμάτησε. Διδάχθηκε δὲ τότε στὴν ἀκροθαλασσιὰ ἀπὸ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἦταν ἄγγελος, ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἶνε πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ συλλάβῃ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος.
Καὶ τελειώνω, ἀγαπητοί μου, ὑπενθυμίζοντας τὸ γνωστὸ ἐκεῖνο ἀνέκδοτο τοῦ ὁμωνύμου μου ἁγίου, τοῦ ὁποίου ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ἐρευνώντας τὸ μυστήριο τῆς Θεότητος ζαλίστηκε καὶ σταμάτησε. Διδάχθηκε δὲ τότε στὴν ἀκροθαλασσιὰ ἀπὸ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἦταν ἄγγελος, ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἶνε πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ συλλάβῃ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος.
Δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι.
Δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι,
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος [παλαιός] Φλωρίνης, Σάββατο 6-1-1968 πρωί)
Τα δύο βαπτίσματα
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου,
ΕΟΡΤΗ μεγάλη σήμερα, αγαπητοί μου, για όλους τους ορθοδόξους λαούς. Ιδιαιτέρως την εορτάζει ή Ελλάς, χώρα ναυτική. Οι ναυτικοί μας, όπου και να πλέουν, εϊτε στον Ατλαντικό εϊτε στον Ειρηνικό ωκεανό, την τιμούν χαρμοσύνως· σήμερα αγιάζονται τα νερά και οί θάλασσες με τον τίμιο σταυρό.
Ή εορτή των Φώτων είναι το τέλος μιας εκκλησιαστικής περιόδου πού ονομάζεται Δωδεκαήμερο. Τελειώνει σήμερα το Δωδεκαήμερο, πού άρχισε με τη γέννηση του Χριστού. Να μιλήσουμε για την εορτή των Φώτων; Μικρά ή διάνοια μας, ασθενής ή γλώσσα μας, και το μυστήριο πού αποκαλύπτεται σήμερα με τη βάπτιση του Κυρίου απέραντο όπως ό ωκεανός. Μάλλον πρέπει να σιωπήσουμε. Άλλα για να μη μείνη ό άμβωνας άφωνος τέτοια μέρα, τολμώ, επικαλούμενος τη χάρι του αγίου Πνεύματος, κάτι να πω.
Ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρουσιάστηκε στη γη ως άνθρωπος υπό τις πλέον ταπεινές συνθήκες· ήλθε ως νήπιο, γεννήθηκε από πάμπτωχη κόρη σε μια κωμόπολη της Ιουδαίας μέσα σ' ένα σπήλαιο. Ποιος, βλέποντας το βρέφος εκείνο, ήταν δυνατόν να φανταστή, ότι κάτω από αυτό το σχήμα κρυβόταν ή Θεό- της; Μετά από οκτώ ήμερες δέχθηκε την περιτομή και έλαβε το όνομα Ιησούς Χριστός, «το υπέρ πάν όνομα» (Φιλ. 2,9). Δώδεκα ετών τον βλέπουμε πάλι στο ναό του Σολομώντος, όπου κατέπληξε τους σοφούς πρεσβυτέρους με τις ερωτήσεις και απαντήσεις του. Μετά, για το διάστημα από δώδεκα ετών έως τριάντα, ορισμένοι λένε πολλά φανταστικά, άσχετα με το Ευαγγέλιο. Άλλ' ένα είναι το βέβαιο· ότι ό Ιησούς Χριστός έζησε αφανής. Αφάνεια. Ωραία είναι ή αφάνεια! Που ήταν; Έμενε και εργαζόταν στη Ναζαρέτ ως ξυλουργός. Κρατούσε σκεπάρνια, πριόνια, σφυριά και καρφιά. Είναι ό πρώτος εργάτης! Τίμησε την εργασία εκεί στο- εργαστήριο του νομιζομένου πατρός του. Έτσι έμεινε άγνωστος. Ποιος φανταζόταν, ότι αυτός ό ξυλουργός είναι ό προφητευμένος από αιώνων «υιός ανθρώπου» (Δαν. 7,13);
Άλλ' ήρθε ή ώρα να εμφανιστεί. Και τότε παρουσιάστηκε ό Ιωάννης ό Πρόδρομος. Κήρυττε μετάνοια και είλκυε κόσμο πολύ. Όλοι έσπευδαν στα ρείθρα του Ιορδανού, μετανοούσαν και έβαπτίζοντο. Μέσα στο πλήθος ήρθε και ό Χριστός. Ήταν απέριττος, χωρίς κάποιο εξωτερικό διακριτικό· δέ φορούσε διάδημα. Ό Ιωάννης όμως διέκρινε, ότι κάτω από το φτωχικό του παρουσιαστικό υπήρχε ή Θεότης. Τον αντελήφθη, γι' αυτό ακριβώς ήταν εκεί. Ό Χριστός του λέει: «Βάπτισε με». Ό Ιωάννης: «Δεν είμαι άξιος· εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα». Ό Χριστός επιμένει και στο τέλος ό Ιωάννης πειθαρχεί. Κι όταν τον βάπτισε, τότε άνοιξαν οι ουρανοί, είδε το Πνεύμα το άγιο σαν περιστερά λευκή να κατεβαίνει επάνω στην κεφαλή του Χριστού μας, και ακούστηκε ή φωνή του ουρανίου Πατρός να μαρτυρεί γι' αυτόν. Έτσι απεκαλύφθη το μέγα μυστήριο.
Ένας ασεβέστατος «λογοτέχνης» τόλμησε να διακωμώδηση το μυστήριο αυτό. Μα τί θα πή «λογοτέχνης »; Άν σου βρίσει τον πατέρα, θα το δεχτής επειδή είναι λογοτέχνης; Ό ένας βρίζει χυδαίως κι ό άλλος βρίζει λογοτεχνικώς· τί σημασία έχει; είτε σε χυδαία γλώσσα εϊτε σε λογοτεχνική, ϋβρις είναι. Το ύβρισαν λοιπόν οι άπιστοι το μυστήριο· τους φαίνεται σκάνδαλο. Εμείς το βλέπουμε διαφορετικά.
Υπάρχει μία λέξη του ευαγγελίου πολύ χαρακτηριστική. Τί λέγει. Στόν Ιορδάνη έμπαιναν γυμνοί στο νερό και, όπως ήταν, έξωμολογοΰντο τις αμαρτίες τους. Και άλλοι μεν έμεναν περισσότερο, άλλοι λιγώτερο, αναλόγως των αμαρτημάτων πού είχαν να πουν. Όλοι πάντως έμεναν ένα διάστημα βυθισμένοι. Ένας μόνο δεν έμεινε καθόλου· ό Χριστός. Το λέει το ευαγγέλιο· «Και βαπτισθείς ό Ιησούς ανέβει ευθύς από του ύδατος» (Ματθ. 3,16). Είδες μια λέξι τί σημασία έχει; «Ευθύς», λέει. Μόλις μπήκε, βγήκε. Γιατί; Διότι δεν είχε τίνα πή, δεν είχε αμαρτήματα! Το «ευθύς» είναι μαρτυρία της αγίας Γραφής, οτι ό Κύριος ήταν λευκός όχι μόνο από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά και από προσωπικά αμαρτήματα. Ήταν ό μόνος πού απηύθυνε εκείνο το αναπάντητο ερώτημα· «Τίς εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ίωάν. 8, 46).
Άλλ' αφού είναι αναμάρτητος, τότε γιατί βαπτίσθηκε; Ή βάπτισις του Χρίστου έχει πολλούς λόγους. Έβαπτίσθη, για ν' άκουσθή ή μαρτυρία του Πατρός, να φανή ή συμφωνία του αγίου Πνεύματος, και να βεβαιωθεί έτσι ή θεότης του Υΐοϋ. Έβαπτίσθη, για να φανερωθή το μέγα μυστήριο της αγίας Τριάδος. Έβαπτίσθη, για να αγιάσει τα ύδατα. Έβαπτίσθη ακόμα, για να είναι το βάπτισμα του υπόδειγμα σ' εμάς· αν βαπτίσθηκε εκείνος πού δεν είχε ανάγκη βαπτίσεως, πολύ περισσότερο έχουμε εμείς ανάγκη να βαπτισθούμε.
Στο βάπτισμα γίνεται μυστήριο. Ποιος όμως το νιώθει; Γελούν τώρα οι καλεσμένοι θεομπαίχτες καταντήσαμε... Άλλα και στο βαπτιζόμενο, λόγω τής ηλικίας, δεν υπάρχει συνείδησις του μυστηρίου. Το μυστήριο θέλει πίστη' «... ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών» (Σύμβ. πίστ.). Αν πιστεύαμε, αν είχαμε μάτια αγγέλων, θα βλέπαμε ότι ή ψυχή εκείνου πού βαπτίζεται, προτού να μπη στην κολυμβήθρα είναι μαύρη σαν τα φτερά του κόρακα· άλλ' όταν βγαίνει από την κολυμβήθρα, μετά την τρίτη κατάδυση «εις το όνομα του Πατρός και του Υιοϋ και του αγίου Πνεύματος» —αύτη είναι ή πίστις μας—, βγαίνει πιο λευκή κι άπ' το χιόνι πού καλύπτει τώρα τα βουνά της πατρίδος μας. Για αυτό βλέπεις, το παιδί πού βαπτίζεται είναι υποχρεωτικό να το ντύνουν στα λευκά, σύμβολο ότι καθαρίστηκε. Σά' να λέη· Πλϋνε με, Κύριε, «και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9).
Γεννάται όμως το ερώτημα" μετά το βάπτισμα τί γίνεται; Όλοι λερώνουμε το χιτώνα του βαπτίσματος, δεν τον κρατούμε καθαρό και αμόλυντο, όπως λέει σήμερα ή Εκκλησία «Όσοι εις Χριστόν έβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Και το ερώτημα, πού συνεκλόνισε αιώνα ολόκληρο την Εκκλησία είναι· Τα αμαρτήματα προ του βαπτίσματος, είτε κληρονομικά είτε προσωπικά, συγχωρούνται τα αμαρτήματα μετά το βάπτισμα συγχωρούνται; Διχάστηκαν στην πρώτη Εκκλησία. Άλλοι είπαν, ότι δεν συγχωρούνται. Άλλα ή Εκκλησία είπε ότι, κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, συγχωρούνται. Πώς συγχωρούνται; Έχει ή Εκκλησία ένα άλλο μυστήριο, πού είναι ένα δεύτερο βάπτισμα. Βαπτισθήκαμε στην κολυμβήθρα, πρέπει να βαπτισθούμε και σ' αυτό. Όπως αυτός πού δέ' βαπτίζεται δέ' θεωρείται Χριστιανός, έτσι και αυτός πού αμάρτησε δέ' συγχωρείται αν δεν πέραση από αυτό. Ποιο είναι το δεύτερο βάπτισμα; Είναι ή μετάνοια και εξομολόγησης. Πολλά άχρηστα δάκρυα χύνουν οί άνθρωποι· ένα δάκρυ έχει αξία· δώστε μου ένα τέτοιο δάκρυ! είναι το δάκρυ για τις αμαρτίες, το δάκρυ της μετανοίας. Αυτό γίνεται Ιορδάνης ποταμός, δεύτερο βάπτισμα. Πού τελείται; "Οταν πας στον πνευματικό πατέρα και ομολογήσεις είλικρινώς τα αμαρτήματα σου, εκείνα πού δεν ξέρει ούτε ή γυναίκα σου ούτε ό είσαγγελεύς ούτε ό κόσμος (πού μπορεί να σε θεωρεί καλό και έντιμο άνθρωπο, αλλά ή συνείδησι βοά μέσα σου...).
Σπεύσε λοιπόν σ' αυτό το δεύτερο βάπτισμα το συνιστώ έπ' ευκαιρία σήμερα. Οί περισσότεροι δυστυχώς είναι ακόμη άνεξομολόγητοι. Το τονίζω· ή εξομολόγησης είναι ή κάθαρσις του αγίου Πνεύματος. Το είπαν και μεγάλοι ψυχολόγοι ή έξομολόγησις σε έμπειρο πνευματικό πατέρα απαλλάσσει τον άνθρωπο από το άγχος. Λίγοι δοκίμασαν την έξομολόγησι. Μεταξύ αυτών είναι και ένας 'Ρώσος συγγραφεύς, προφήτης του 'Ρωσικού λαού, ό Ντοστογιέφσκυ. Ήταν κατάδικος επί τσάρου μέσα στις φυλακές της Σιβηρίας, και εκεί γνώρισε τον Κύριο. Εκεί διάβασε και θαύμασε το Ευαγγέλιο, πίστεψε στο Χριστό. Βρήκε λοιπόν ένα πνευματικό πατέρα και εξομολογήθηκε όλα τα αμαρτήματα πού έκανε ως άνθρωπος. Τότε είπε· «Όταν εξομολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στην ψυχή μου».
Αγαπητοί μου, χωρίς εξομολόγηση παράδεισο δέ' θα δούμε. Γι' αυτό μικροί και μεγάλοι, όλοι στην έξομολόγησι. Ας πέσει από το μάτι μας ένα δάκρυ ενώπιον του πνευματικού. Και το δάκρυ αυτό θα γίνει Ιορδάνης. Και ή αγία Τριάς θα κάνη ν' ανοίξουν και για μας οί ουρανοί των ουρανών. Και τότε θα αισθανθούμε, ότι μέσα στην καρδιά μας ήλθε αυτή ή αγία Τριάς, Πατήρ Υιός και άγιον Πνεύμα· ω ή δόξα εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Επίσκοπος Αυγουστίνος,
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στον ί. ναό Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης την 6-1-1990 με άλλο τίτλο. Καταγραφή και σύντμησις 6-1-2005)
Το Ευαγγέλιο Κατά Ματθαίον (γ΄ 13 – 17).
Εὐαγγέλιο
«Τῷ καιρῷ εκείνω, παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ. Ὁ δὲ ᾿Ιωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην· τότε ἀφίησιν αὐτόν· καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.»
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φωνή προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα· καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανείς Χριστέ ὁ Θεός, καί τόν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα, τότε ἡ ἀλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καὶ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη, πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός, πρεσβείες τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καί τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνούντάς σε· Ἦλθες, ἐφάνης, τό Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.
Μεγαλυνάριον
Ἄφεσιν πηγάζων τοῖς ἐξ Ἀδάμ, ὁ τῆς ἀφθαρσίας, ἀνεξάντλητος ποταμὸς, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, βαπτίζεται θελήσει· ἀντλήσωμεν οὖν πάντες, ὕδωρ σωτήριον.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Μόρφου , Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης, Πηγή Ζωής, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...