Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Μεγάλη Πέμπτη εἶναι ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία παραδοσιακὰ ὅλος ὁ Ὀρθόδοξος κόσμος προσέρχεται νὰ μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι σήμερα ἔγινε ἡ παράδοση τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο.
Ἐκεῖ ὁ Χριστός, ἐν ὄψει τοῦ Πάσχα τοῦ ἑβραϊκοῦ, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ προηγούμενα (ὄχι στὸ τελευταῖο τελικὸ συμπόσιο τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα ποὺ ἔθυαν τὸν ἀμνὸ τὸν ἐνιαύσιο) ἔφαγε μὲ τοὺς μαθητές Του· καὶ ἀφοῦ πῆρε ψωμὶ στὰ χέρια Του, εὐχαρίστησε, τὸ εὐλόγησε, καὶ τοὺς τόδωσε λέγοντάς τους: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτο ἐστι τὸ σῶμα μου». Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου, ποὺ σᾶς δίνω αὐτὴν τὴν στιγμή, τὸ ὁποῖο «κλᾶται», «τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον» (τὸ ρῆμα εἶναι κλάω-κλῶ, ἀπὸ κεῖ ποὺ βγαίνει καὶ ἡ λέξη τῶν μαθηματικῶν: τὰ κλάσματα, ὅπως καὶ ἡ ἀρτοκλασία: ἡ κλάσις τοῦ ἄρτου, κόβουμε τοὺς ἄρτους καὶ τοὺς μοιράζουμε), γιὰ πολλούς, γιὰ ὅσους θέλουν νὰ σωθοῦν. Κατόπιν πῆρε ἕνα ποτήρι κρασί, τὸ εὐλόγησε, εὐχαρίστησε τὸν Οὐράνιο Πατέρα καὶ τὸ πρόσφερε στοὺς μαθητὲς Του λέγοντας: «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο ἐστι τὸ αἷμα μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἔκχυνομενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Νά! τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας! Πολλὲς φορὲς καὶ κατ’ ἐπανάληψιν ἀναφέρθηκε στὴ Γραφὴ ὅτι Αὐτὸς εἶναι «ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς», «ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβάς».
Καὶ πάνω στὸ Σταυρὸ ἔρρευσε τὸ ἅγιο αἷμα Του, τὸ ὁποῖο ἔγινε τὸ «καινὸν πόμα», τὸ καινούριο πιοτό, στὸ ὁποῖο θὰ μᾶς καλέσει ὁ θεσπέσιος ἱερὸς Δαμασκηνὸς τὴ νύκτα τῆς Ἀναστάσεως: «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου τερατουργούμενον», (ὄχι μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Μωϋσῆς στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, σ’ ἕνα ἄγονο βράχο, κι ἔδωσε νερὸ σύνηθες, φυσικὸ νερὸ νὰ πιοῦνε, ἀλλὰ εἶναι ἄλλου εἴδους πόμα αὐτό, εἶναι τὸ ποτὸ τῆς Ζωῆς, τὸ ὁποῖο ἔρρευσε ἀπὸ τὴν ἄχραντο πλευρὰ καὶ ἀπὸ τὶς πληγὲς στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἀπὸ τότε ἡ Εὐχαριστία συνιστᾶ τὴν Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ ζήσουμε τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, κάνουμε τὴν Λειτουργία. Καὶ ὅπως μαζεύτηκε τὸ σιτάρι σπυρὶ - σπυρὶ ἀπὸ κάθε γωνιὰ τοῦ χωραφιοῦ καὶ ἀλέστηκε κι ἔγινε τὸ ψωμί, ἔτσι μαζευόμαστε καὶ μεῖς ἕνας - ἕνας ἀπὸ κάθε γωνιά, γύρω ἀπὸ τὸν προεστώτα τῆς Εὐχαριστίας, καὶ ἀντιγράφοντας τὴν πρακτική τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ἐντολή Του: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (αὐτὸ νὰ κάνετε γιὰ νὰ μὲ θυμάστε), «καὶ ὅσες φορὲς θὰ τρῶτε αὐτὸν τὸν ἄρτο καὶ θὰ πίνετε αὐτὸ τὸ κρασί, θὰ καταγγέλλετε καὶ θὰ μαρτυρεῖτε τὴν Ἀνάστασή μου, τὴν ἀλήθεια τῆς Θεότητάς μου», κι ἐμεῖς συναζόμαστε καὶ κάνουμε τὴ Λειτουργία, καὶ ἔτσι συνιστοῦμε τὴν Ἐκκλησία.
Καὶ εἴμαστε ὅλοι καλεσμένοι νὰ μετάσχουμε αὐτῆς τῆς ἀθανάτου τραπέζης, ἀλλὰ ὑπὸ προϋποθέσεις. Ὄχι ἀπαράσκευοι, ὄχι ἀκάθαρτοι, ὄχι ἀμετανόητοι ὅπως ὁ Ἰούδας. Λέει ἕνα πικρὸ λόγο, ἀλλὰ δυστυχῶς ἀληθινό, ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀνάμεσά σας, λέει, ὑπάρχουν ἕνα σωρὸ ἄρρωστοι καὶ πεθαίνει πολὺς κόσμος. Καὶ αὐτό, γιατί κοινωνεῖτε ἀναξίως», «ἐσθίετε καὶ πίνετε ἀναξίως». Εἶναι πῦρ καταναλίσκον ἡ θεία Κοινωνία. Καὶ ἢ θὰ καταναλώσει τὶς ἁμαρτίες μας, ἐὰν προσερχόμαστε ἐν μετάνοια καὶ τακτοποιημένοι, ἢ θὰ καταναλώσει καὶ θὰ ἀφανίσει ἐμᾶς τοὺς ἴδιους. Χρειάζονται λοιπὸν προϋποθέσεις, καὶ ὄχι νὰ τὴν περνᾶ κανεὶς ὅτι εἶναι ὁ πρωινὸς καφὲς ποὺ πρέπει νὰ πᾶμε νὰ τὸν πιοῦμε, ἐπειδὴ ἔτσι συνηθίζουμε καὶ ἔτσι λέει τὸ πρωτόκολλο τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἢ τὸ ἔθιμο τῆς ἡμέρας καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς.
Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸν ἄξιο δὲν τὸν κάνει ἡ ἥμερα, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι ἄξιος, ὁποιαδήποτε ἡμέρα ἔχει ἑορτή, ἔχει Πάσχα, ἔχει Χριστούγεννα». Ἐπειδὴ εἶναι ἕτοιμος καὶ κοινωνεῖ ἀξίως. Ὅσον ἄφορα τὴν προσευχή, τί νὰ πῶ ἐγὼ σὲ σᾶς, οἱ ὁποῖοι εἶσθε οἱ βιοῦντες τὸ μέγα μυστήριο τῆς προσευχῆς; Εἶσθε οἱ καλλιεργητὲς τῆς νοερᾶς καὶ μονολογίστου προσευχῆς. Εἶσθε ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζεσθε νὰ τηρεῖτε τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μόνο γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας τοὺς προσκυνητὲς νὰ πῶ, ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε ὑπόδειγμα προσευχῆς, καὶ μάλιστα μὲ αὐτὴ τὴν προσευχὴ τὴν ἐναγώνιο κατὰ τὴν ἀνθρωπινή Του φύση.
Ἡ ἀγωνία ἦταν στὴν ἀνθρωπινὴ φύση Του, γιὰ νὰ μὴν περάσει κανενὸς ἡ ἰδέα, ὅπως ἀργότερα στοὺς μονοφυσίτες, ὅτι ἦταν «κατὰ δόκησιν ἄνθρωπος» καὶ ὄχι τέλειος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ φάνηκε ἡ ἀγωνία κι ἔσταξε ὁ ἵδρωτας ὡς θρόμβοι αἵματος ἀπὸ τὸ μέτωπό Του. Ἦταν ἡ ἀνθρωπινὴ φύση, ἡ ὁποία βεβαίωνε τὴν ἀλήθεια της ἐκείνη τὴ στιγμή, καὶ ὄχι βεβαίως ἡ θεία φύση, ἡ ὁποία οὐδέποτε εἶχε καμία ἀγωνία, διότι εἶναι ἀπαθὴς ὁ Θεός, καὶ οὐδέποτε εἶχε καμία ἐπιφύλαξη στὸ νὰ πιεῖ τὸ ποτήριο τὸ ὁποῖο ἔδωσε ὁ Πατέρας, τὸ νὰ δεχθεῖ δηλαδὴ τὸ Σταυρό, τὸ Πάθος, τὸ Θάνατο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀδελφῶν Του, τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ μᾶς ἔδωσε ὑπόδειγμα προσευχῆς.
Νὰ θυμίσω μόνον ἕνα λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἂν δὲν κάνω λάθος: «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον» (Εἶναι μεγαλύτερη ἀνάγκη νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐπικαλεῖσαι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ νὰ ἀναπνέεις). Πόση ὥρα μπορεῖ νὰ μείνει κανεὶς χωρὶς νὰ ἀναπνέει; Νὰ κλείσει τὴ μύτη του, νὰ μὴν παίρνει μέσα ὀξυγόνο; Κάποια λεπτὰ ἀντέχει τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν λεγομένη ἄδηλη ἀναπνοή, τὸ ὀξυγόνο ποὺ εἰσπράττει μέσα ἀπὸ τοὺς πόρους τοῦ σώματος. Ἀλλὰ πόσο; Μετὰ πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος. Πόσο θ’ ἀντέξει ὁ ἄνθρωπος, ἡ ψυχή, χωρὶς τὴν προσευχή; Ἔχουμε μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπὸ τὴν προσευχὴ παρὰ ἀπὸ τὸ ὀξυγόνο. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ σταμάτησε νὰ μνημονεύει τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ εἶναι νεκρός! Αὐτὸς εἶναι γιὰ μνημόσυνα μὲ πλερέζες καὶ γιὰ κλάματα καὶ θρήνους ἄνευ παραμυθίας.
Ἡ προσευχὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία δείχνει ὅτι ἡ καρδιὰ ἀπὸ μέσα κτυπᾶ. Ὅτι ὑπάρχει ζωή, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζωντανός. Δὲν θέλω νὰ σᾶς κουράσω περισσότερο. Μᾶς τὰ εἶπε τόσο ὡραία ἡ ἀκολουθία. Θὰ μᾶς τὰ πεῖ περισσότερο ἡ μεγάλη ἀκολουθία τῆς ἀγρυπνίας τὸ βράδυ, τῶν Ἀχράντων Παθῶν, στὴν ὁποία ἂς ἔχουμε τεταμένη τὴν προσοχή μας καὶ ἂς ἀφήσουμε ἀνοιχτὰ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ νὰ δουλέψει ἡ Χάρις Του μέσα μας αὐτὲς τὶς ἡμέρες τοῦ Ἀχράντου Πάθους τὴ σωτηρία μας, ὅπως Ἐκεῖνος ξέρει καὶ κατὰ τὸ ποσοστὸ στὸ ὅποιο ἔχουμε ἑτοιμασθεῖ καὶ εἴμαστε δεκτικοὶ ὅλοι μας. Σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑπομονή σας.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ Περιοδικὸ «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος» τῆς Μονῆς Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, ἀριθμ. 34), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιωνόμαστε σήμερα νά εἰσέλθουμε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέ τόν Ἑσπερινό τόν ὁποῖο τελέσαμε προηγουμένως, ὁ ὁποῖος λέγεται κατανυκτικός Ἑσπερινός. Εἶναι ὁ πρῶτος κατανυκτικός Ἑσπερινός καί θά συνεχίσουμε κάθε Κυριακή ἀπόγευμα, μέχρι τήν Ε’ Κυριακή των Νηστειῶν, ἐδῶ στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὥστε καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά ἑτοιμαστοῦμε κατάλληλα γιά νά ἑορτάσουμε καί νά μεθέξουμε τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Καρδιά Πάσχα, νοῦς λάμπα, μάτια δάκρυα»Λέγεται κατανυκτικός Ἑσπερινός, διότι ἔχει τό στοιχεῖο τῆς κατανύξεως. Δηλαδή, βοηθοῦνται οἱ Χριστιανοί νά αἰσθανθοῦν τήν ἐσωτερική κατάνυξη, ὁπότε δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά ἀναπτυχθῆ μέσα τους ἡ μετάνοια καί διά τῆς μετανοίας ἔρχεται ὁ ἁγιασμός. Γιατί συμβαίνει αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: «μετανοεῖτε ἤγγικεν γάρ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μέσα ἀπό τήν μετάνοια μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Καί ἐπειδή λέγεται κατανυκτικός Ἑσπερινός, γι’ αὐτό καί τά τροπάρια τά ὁποῖα ψάλλονται κατά τήν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας, ἰδίως τά πρῶτα τέσσερα τροπάρια, λέγονται κατανυκτικά. Ὑπάρχουν κατανυκτικά τροπάρια σέ ὅλους τούς ἤχους. Σήμερα ἔχουμε τόν τρίτο (γ΄ ) ἦχο καί ἑπομένως ψάλαμε τά κατανυκτικά τροπάρια τοῦ τρίτου ἤχου.
1. Ἑρμηνεία ἑνός κατανυκτικοῦ τροπαρίου
Ἕνα τροπάριο ἀπό αὐτά θά σᾶς ἀναλύσω στά λίγα λεπτά πού ἔχω στή διάθεσή μου σέ αὐτόν τόν πρῶτο κατανυκτικό Ἑσπερινό. Λέγει ὁ ἱερός ὑμνογράφος:
«Τόν διεσπαρμένον μου νοῦν συνάγαγε, Κύριε, καί τήν χερσωθεῖσάν μου καρδίαν καθάρισον, ὡς τῷ Πέτρῳ διδούς μοι μετάνοιαν, ὡς τῷ Τελώνῃ στεναγμόν, καί ὡς τῇ Πόρνῃ δάκρυα, ἵνα μεγάλῃ τῇ φωνῇ κραυγάζω σοι∙ ὁ Θεός σῶσόν με, ὡς μόνος εὔσπλαγχνος καί φιλάνθρωπος».
Ἡ μετάφραση αὐτοῦ τοῦ ὕμνου εἶναι ἡ ἑξῆς:
«Κύριε, συγκέντρωσε τόν διεσπαρμένο μου νοῦ καί καθάρισε τήν ἄγονη καί σκληρή καρδιά μου, ὅπως ἔδωσες στόν Πέτρο τήν μετάνοια, στόν τελώνη στεναγμό, καί στήν πόρνη γυναίκα δάκρυα, ὥστε μέ μεγάλη φωνή νά κραυγάζω σέ σένα: Θεέ μου, σῶσε με, ὡς μόνος εὔσπλαχνος καί φιλάνθρωπος».
Κατ’ ἀρχάς, βλέποντας αὐτό τό τροπάριο, ὅπως καί πολλά ἄλλα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, μποροῦμε νά καταλάβουμε τήν μεγάλη ἀξία πού ἔχει ἡ ἱερά ὑμνογραφία. Τά τροπάρια τά ὁποῖα ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία μας εἶναι γεμάτα θεολογία. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας πέρασε μέσα στά ἱερά τροπάρια. Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων μας, ἡ θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅλα τά δόγματα, ἀλλά κυρίως ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο βιώνουμε τά δόγματα καί ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ζωή, πέρασε μέσα στήν ὑμνογραφία καί στήν προσευχή. Ἄρα συνδέεται πολύ στενά τό δόγμα μέ τήν προσευχή, ἡ θεολογία μέ τήν προσευχή, καί αὐτή εἶναι ἡ πραγματική θεολογία.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι ὅταν συντάσσουν τά ἱερά τροπάρια, ἐκτός ἀπό τά δικά τους βιώματα, πού ἔχουν καί τά διατυπώνουν μέ τό λεξιλόγιό τους, συγχρόνως χρησιμοποιοῦν καί διάφορες λέξεις καί διάφορες φράσεις ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο κ.ἄ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀφομοίωσε πνευματικά ὅλη τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, συνέταξε τήν περίφημη Δογματική –«Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»– μέσα στήν ὁποία συμπεριέλαβε ὅλα τά δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, σέ ἕνα μόνο βιβλίο, γύρω ἀπό τόν Θεό, τόν Χριστό, τόν ἄνθρωπο καί τήν Ἐκκλησία, καί ὁ ἴδιος συνέταξε ἱερά τροπάρια. Καί ἔτσι βλέπουμε κατά καταπληκτικό τρόπο τήν ἕνωση τῆς θεολογίας μέ τήν ὑμνογραφία.
Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων μας, ἡ θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅλα τά δόγματα, ἀλλά κυρίως ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο βιώνουμε τά δόγματα καί ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ζωή, πέρασε μέσα στήν ὑμνογραφία καί στήν προσευχή.
Καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν θέλουμε νά δοῦμε ποιά εἶναι ἡ πραγματική θεολογία γιά κάποιο γεγονός, διαβάζουμε τά τροπάρια, ἀλλά καί τίς εὐχές, πού ἔχουν συντάξει ἅγιοι ἄνθρωποι καί τίς διαβάζουμε κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Γιατί; Ὅταν ὑπάρχη μία θεολογία ἡ ὁποία δέν συνδέεται μέ τήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι κάπως διαφορετική καί ἀνεξάρτητη ἀπό αὐτήν, ὅταν ὑπάρχουν σύγχρονοι θεολόγοι, γιά παράδειγμα, πού μιλᾶνε γιά διάφορα θέματα, ἀλλά ἡ θεολογία τους δέν συνδέεται μέ τήν ὑμνογραφία, τότε αὐτή ἡ θεολογία δέν εἶναι ὀρθόδοξη.
Ἄς δοῦμε, λοιπόν, τί ἀκριβῶς γράφει τό τροπάριο αὐτό τό ὁποῖο σᾶς διάβασα προηγουμένως καί σέ κείμενο καί σέ μετάφραση.
Πρῶτον, συνδέει πολύ στενά τόν νοῦ μέ τήν καρδιά. Γράφει: «Τόν διεσπαρμένον μου νοῦν συνάγαγε, Κύριε, καί τήν χερσωθεῖσάν μου καρδίαν καθάρισον». Βλέπετε ἐδῶ ὁ ἱερός ὑμνογράφος δέν μιλάει τόσο γιά ψυχή καί σῶμα, διότι ἐμεῖς ἔχουμε μάθει, καί μάλιστα ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ἐκεῖνο πού βλέπει κανείς στήν προφητική παράδοση, στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, περισσότερο γίνεται λόγος γιά νοῦ καί καρδιά. Μάλιστα λένε ὅτι ὁ Ἀδάμ ὅταν ἔφυγε ἀπό τόν Παράδεισο, ἐπειδή ἔχασε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ νοῦς του σκοτίστηκε. Καί ὁ νοῦς διασκορπίσθηκε ἀπό τήν καρδιά.
Ἔτσι ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀπό τό σπίτι. Ὁ νοῦς εἶναι ἐκεῖνος πού ἔφυγε ἀπό τήν καρδιά καί παρέσυρε τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς. Ἄρα ὁ νοῦς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος διασκορπίζεται ἀπό τήν καρδιά καί πρέπει νά ἐπιστρέψη σέ αὐτήν.
Καί ἡ καρδιά εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία χερσώθηκε. Ἡ λέξη χέρσος –«χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος», πού ψάλλουμε στίς καταβασίες– εἶναι ἀντίθετη μέ τό νερό, πού σημαίνει χέρσα γῆ, ξηρή γῆ, γῆ πού εἶναι σκληρή, πού εἶναι ἄγονη καί ἀκαλλιέργητη. Καί ἑπομένως ἐδῶ παρακαλεῖ ὁ ἱερός ὑμνογράφος: «καί τήν χερσωθεῖσάν μου καρδίαν καθάρισον».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἱερός ὑμνογράφος ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά τοῦ δώση δύναμη γιά νά συγκεντρώση τόν νοῦ ἐσωτερικά στήν καρδιά καί ἡ καρδιά ἀπό ἄγονη πού εἶναι νά καθαρισθῆ καί νά γίνη γόνιμη.
Τό δεύτερο σημεῖο πού βλέπουμε στόν ὕμνο αὐτό εἶναι ὅτι –καί ἐδῶ καί ἀλλοῦ– τονίζεται πολύ τό θέμα τῆς μετανοίας. Δηλαδή αὐτό, τό νά ἐπιστρέψη ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος εἶναι διασκορπισμένος, στήν καρδιά καί νά γίνη ἡ καρδιά ἀπό ἄγονη γόνιμη, αὐτό σημαίνει μετάνοια. Ἡ λέξη μετάνοια παράγεται ἀπό τίς λέξεις μετά καί νοῶ. Δέν ἐννοεῖται νά καθαρισθῆ ἡ λογική, ἀλλά νά ἐπιστρέψη ὁ διασπασμένος καί διασπαρμένος νοῦς. Νά ἐπιστρέψη ποῦ; Στήν καρδιά καί διά τῆς καρδιᾶς νά ἀνέλθη στόν Θεό. Αὐτό σημαίνει μετάνοια.
Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ εὔκολα νά μετανοήση. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ζῆ μέ τά πάθη τῆς σαρκός καί εἶναι φίλαυτος, εἶναι ἐγωκεντρικός, τότε δέν μπορεῖ εὔκολα νά μετανοήση. Καί ἄν τοῦ πῆ κανείς νά μετανοήση, ἀμέσως λέει, «δέν ἔκανα καί τίποτα κακό», δικαιολογεῖ αὐτό πού ἔπραξε καί τό συγκρίνει καί μέ τούς ἄλλους, λέγοντας «τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἄλλοι». Δέν εἶναι εὔκολο, ἑπομένως, κανείς νά μετανοήση, γιατί πάντοτε δικαιολογεῖ τόν ἑαυτό του καί ἡ δικαιολογία εἶναι ἡ χειρότερη κατάσταση στόν ἄνθρωπο, εἶναι ἐκείνη πού δείχνει τήν μεγάλη ἀρρώστια τήν ὁποία ἔχει. Ὁπότε, ἡ μετάνοια εἶναι ὥρα τῆς Χάριτος. Ὁ Θεός στέλνει τήν Χάρη Του καί ὁ ἄνθρωπος βλέπει τήν ἀσθένειά του καί μετανοεῖ, ἐάν καί ὁ ἴδιος θελήση, γιατί σέ ὅλα τά θέματα ὁ Θεός ἐνεργεῖ καί ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ.
Ἔτσι, ὅπως λέει τό τροπάριο: Δός μου, Κύριε, μετάνοια, ὅπως τήν μετάνοια τοῦ Πέτρου, πού ὅταν κατάλαβε ὅτι ἀρνήθηκε τόν Χριστό, τότε «ἐξελθών ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς». Δός μου τήν μετάνοια τοῦ Τελώνη, ὁ ὁποῖος χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔλεγε «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Δός μου καί τήν μετάνοια τῆς πόρνης γυναίκας, πού ἔπεσε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί ζητοῦσε τήν σωτηρία της. Ἄρα ὁ ὑμνογράφος ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά τοῦ δώση αὐτή τήν μετάνοια καί φυσικά καί ὁ ἴδιος εἶναι ἕτοιμος νά ἀνταποκριθῆ.
Μέ αὐτές, λοιπόν, τίς προϋποθέσεις, ὅτι δηλαδή ὁ ὑμνογράφος καί ὁ Χριστιανός ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά ἐπιστρέψη ὁ νοῦς στήν καρδιά –ἡ καρδιά ἀπό ἄγονη γίνεται γόνιμη, ἀπό ξηρά γίνεται εὐαίσθητη στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ– καί νά τοῦ δώση δάκρυα, καταλήγει: «ἵνα μεγάλῃ τῇ φωνῇ κραυγάζειν σοι∙ ὁ Θεός, σῶσόν με ὡς μόνος εὔσπλαγχνος καί φιλάνθρωπος».
Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος εὔσπλαγχνος καί φιλάνθρωπος. Δέν μπορεῖ νά μᾶς δώση κανείς ἄλλος τέτοια ἀγάπη, δέν μπορεῖ νά μᾶς δώση τόση εὐσπλαχνία, ὅπως ὁ Θεός. Γιατί; Διότι εἴμαστε δημιουργήματά Του καί μᾶς ἀγαπᾶ.
2. Ὁ γερο-Αὐγουστῖνος ὁ Φιλοθεΐτης
Ὡς ἐφαρμογή τῆς ἑρμηνείας τοῦ τροπαρίου αὐτοῦ, θά ἤθελα νά σᾶς πῶ μία διήγηση ἀπό ἕναν σύγχρονο ἁγιορείτη μοναχό, ὁ ὁποῖος ἔζησε σέ ἕνα Φιλοθεϊτικό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν Ρωσία, στήν Πολτάβα, τό 1882, καί κοιμήθηκε τό 1965 στό Ἅγιον Ὄρος, στήν ἰδιόρρυθμη τότε Μονή Φιλοθέου. Λεγόταν Αὐγουστῖνος μοναχός, γιά τόν ὁποῖο γράφει ὁ ἅγιος Παΐσιος στό βιβλίο πού συνέγραψε γιά τούς Γέροντες πού συνάντησε στά Μοναστήρια καί στίς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ὁ Γέροντας αὐτός, ὁ π. Αὐγουστῖνος, ζοῦσε μέσα στό πνεῦμα αὐτό πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, γι’ αὐτό καί τό ἀναφέρω. Τό διακόνημά του ἦταν νά συγκεντρώνη ὅλα τά γέρικα ζῶα τῆς περιοχῆς, τά ὁποῖα οἱ ἄλλοι μοναχοί –δέν εἶχαν αὐτοκίνητα τότε στό Ἅγιον Ὄρος, τουλάχιστον τότε, καί ὅλες οἱ ἐργασίες γίνονταν μέ τά μουλάρια– ὅταν αὐτά γερνοῦσαν καί δέν μποροῦσαν νά προσφέρουν καμμία ἐργασία, τά ἄφηναν στό δάσος νά τελειώσουν μόνα τους καί πολλές φορές κατασπαράσσονταν ἀπό τά θηρία καί ἀπό τούς λύκους κλπ. Ἐκεῖνος, λοιπόν, λυπόταν αὐτά τά ζῶα, τά συγκέντρωνε καί τά γηροκομοῦσε. Ἦταν γηροκόμος καί νοσοκόμος τους. Τό ἔκανε ἀπό ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη, γιατί τόσα χρόνια ἐξυπηρετοῦσαν τούς μοναχούς στά ἔργα τους. Καί ὅταν ἀργότερα οἱ δυνάμεις του δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά ἀνταποκριθῆ στό ἔργο αὐτό καί χρειάστηκε ὁ γερο-Αὐγουστῖνος νά πάη στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, ζήτησε νά ἀναλάβη κάποιος ἀπό τούς μοναχούς τό διακόνημα αὐτό.
Ἐπίσης, αὐτός ἔδειχνε πολύ μεγάλη ἀγάπη σέ κάθε προσκυνητή. Εἶχε πολύ μεγάλη εὐαισθησία ἐσωτερική καί κάθε ἕναν πού συναντοῦσε τοῦ ἔκανε ἐδαφιαία, στρωτή μετάνοια. Καί ὅταν τοῦ ἔλεγαν: «Γιατί, Γέροντα, βάζεις ἐδαφιαία μετάνοια στούς λαϊκούς;» ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε: «Γιατί ἔχουν τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος». Δηλαδή, ἔβλεπε σέ κάθε ὀρθόδοξο Χριστιανό τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί γι’ αὐτό τόν τιμοῦσε. Φυσικά, δέν ἀρκεῖ νά ἔχη κανείς τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, θά πρέπει αὐτή ἡ Χάρη νά εἶναι ἐνεργής, ζωντανή. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἔβλεπε αὐτή τήν δυνατότητα τήν ὁποία ἔχει ὁ κάθε ὀρθόδοξος Χριστιανός νά γίνη ἅγιος, καί ὅσο ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι, μπορεῖ νά σωθῆ.
...Τό τροπάριο βιώθηκε μέ μία φράση, πού ἦταν ἀπόσταγμα ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου αὐτοῦ Γέροντος. Καί θεώρησα καλό νά σᾶς τό πῶ σάν μία κατεύθυνση γιά τήν περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Σαρακοστῆς, γιά νά κάνη ὅ,τι μπορεῖ ὁ καθένας, ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις του καί τόν ζῆλο του.
Κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων μέ πολλή ἀγάπη καί ζῆλο. Μάλιστα μία φορά αἰσθάνθηκε τήν θεία Κοινωνία ὡς σάρκα καί αἷμα, τόσο πολύ, πού τήν μασοῦσε γιά πολλή ὥρα. Καί ἐνῶ τήν μασοῦσε, συγχρόνως αἰσθανόταν μεγάλη ἀγαλλίαση στήν καρδιά του καί ἔκλαιγε ἀπό μεγάλη χαρά.
Ἀκόμη, τό βράδυ διάβαζε τόν κανόνα του καί τά βιβλία χωρίς νά χρησιμοποιῆ φῶς, γιατί φώτιζε τό κελλί του τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό τό κελλί του τά μεσάνυχτα μετατρεπόταν σέ μέρα.
Ἐπίσης, εἶχε ἐπισκέψεις ἁγίων. Πολλές φορές εἶδε ἁγίους, ἀγγέλους καί τήν ἴδια τήν Παναγία. Καί ὅταν μάλιστα ἦταν στό Γηροκομεῖο, ἔβλεπε τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους καί σκουντοῦσε τούς ἄλλους Γέροντες μοναχούς νά σηκωθοῦν. Ἔλεγε: «Ἡ Παναγία», «ὁ Ἄγγελος». Ὁ γηροκόμος τόν θεωροῦσε πλανεμένο.
«Σηκωθεῖτε, ἦλθε ὁ τάδε ἅγιος», καί οἱ ἄλλοι δέν ἔβλεπαν τίποτα καί τόν θεωροῦσαν ὅτι εἶναι σαλός.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος πού ἦταν ἕνα διάστημα στήν Μονή τοῦ ἁγίου Φιλοθέου γράφει γιά τόν γερο-Αὐγουστῖνο:
«Ἡ μορφή τοῦ Γέροντα ἦταν φωτεινή, γιατί τόν εἶχε ἐπισκιάσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Καί μόνο νά τόν ἔβλεπες, ξεχνοῦσες κάθε στενοχώρια γιατί σκορποῦσε χαρά μέ τήν ἐσωτερική του καλοσύνη. Ἡ ἐξωτερική του φορεσιά, τό ζωστικό του τό καταμπαλωμένο, ἦταν χειρότερο ἀπό τό ροῦχο πού κρεμάει ὁ κηπουρός ὡς σκιάχτρο γιά τίς κουροῦνες. Ἐάν τύχαινε νά τοῦ δώση κανείς κανένα καλό πράγμα, τό ἔδινε καί αὐτός σέ ἄλλον... Ἔτσι χαρούμενος μέ τήν πολλή καλοσύνη του, δοξολογώντας τόν Θεό καί προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, πέρασε ἤ μᾶλλον ἔζησε παραδεισένια ζωή στό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Μέσα του εἶχε τόν Χριστό, ἡ καρδιά του ἦταν Παράδεισος, καί ἀξιώθηκε νά δῆ καί ἀπό δῶ Ἀγγέλους καί Ἁγίους, ἀκόμα καί τήν Παναγία, καί στήν συνέχεια νά ἀγάλλεται αἰώνια. Τήν ὥρα πού θά ἔφευγε ἡ ψυχή τοῦ Γερο-Αὐγουστίνου τό πρόσωπο του ἄστραψε τρεῖς φορές! Οἰκονόμησε δέ ὁ Θεός νά βρίσκεται ἐκεῖ δίπλα του καί ὁ Γηροκόμος, ὁ ὁποῖος θαύμασε καί βεβαιώθηκε γιά τίς θεῖες ἐπισκέψεις πού εἶχε ὁ Γέροντας».
Αὐτά εἶναι λόγια τοῦ ἁγίου Παϊσίου καί φυσικά τά ἀποδεχόμαστε πλήρως, ὄχι γιατί τά πληροφορήθηκε ἀπό κάποιον ἄλλον, ἀλλά τά εἶδε ὁ ἴδιος καί τά περιγράφει, εἶναι αὐτόπτης καί αὐτήκοος μάρτυς τῆς ζωῆς τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ μοναχοῦ.
Θά μοῦ πεῖτε γιατί ἀναφέρθηκα σέ αὐτόν τόν Γέροντα καί τί σχέση ἔχει αὐτός ὁ Γέροντας μέ τό τροπάριο τό ὁποῖο ἀνέλυσα προηγουμένως. Ἔχει μεγάλη σχέση.
Ζῆ κανείς πολλά χρόνια καί ἀπό τήν πείρα του καταλήγει σέ μερικά συμπεράσματα. Εἶναι αὐτό πού συναντοῦμε στό Γεροντικό ὅπου λέει: «Εἶπε γέρων» καί μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι εἶπε 2-3 λόγια σέ ὅλη του τήν ζωή. Δηλαδή, πολλά εἶπε, ἀλλά αὐτά παρέμειναν στήν μνήμη τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἀπόσταγμα τῆς πείρας του.
Ἑπομένως, τό ἀπόσταγμα ὅλων αὐτῶν πού ἔζησε ὁ Γέροντας αὐτός, ὁ π. Αὐγουστῖνος ὁ Φιλοθεΐτης, ἦταν μία φράση τήν ὁποία ἔλεγε. Ξέρετε, ὅταν πάη κανείς στό Ἅγιον Ὄρος καί βλέπη μοναχούς, ρωτᾶ: «Γέροντα, πές μου κάτι». Καί οἱ Γέροντες λένε ἀνάλογα μέ αὐτά πού ζοῦν, καί ὄχι αὐτά πού ἔχουν διαβάσει. Ἐκεῖνος ζοῦσε πολλά, ἀλλά ὅλα αὐτά, ὅλη ἡ ζωή του ἦταν κλεισμένη σέ μία φράση: Τί ἔλεγε; Ἦταν Ρῶσος στήν καταγωγή, μιλοῦσε σπαστά ἑλληνικά καί ἔλεγε:
«Καρδιά Πάσχα, νοῦς λάμπα, μάτια δάκρυα».
Εἶναι καταπληκτικό! Ὅταν τό διάβασα γιά πρώτη φορά, –δέν ἔτυχε νά τόν γνωρίσω, γιατί τό 1966 πῆγα γιά πρώτη φορά στό Ἅγιον Ὄρος, δέν ἔτυχε νά τόν γνωρίσω– ἐνθουσιάσθηκα, γιατί αὐτό εἶναι τό ἀπόσταγμα μιᾶς ζωῆς. Τί δίδασκε καί τί ἔλεγε: Στήν καρδιά σας νά ζῆτε τό Πάσχα, στόν νοῦ σας νά ἔχετε τό φῶς -λάμπα, στά μάτια σας δάκρυα.
Ἄν αὐτό τό ἀναστρέψουμε καί ποῦμε «στά μάτια δάκρυα-μετάνοια, στόν νοῦ φῶς-λάμπα, καί στήν καρδιά Πάσχα», τότε καταλαβαίνουμε πῶς προχωρεῖ κανείς στήν πνευματική του ζωή. Εἶναι αὐτό πού οὐσιαστικά λένε οἱ Πατέρες: κάθαρσις, φωτισμός, θέωσις. Τό νά ζῆ κανείς μέσα στήν καρδιά του τό Πάσχα, δηλαδή τήν ἀγαλλίαση, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν χαρά –ὄχι τήν συναισθηματική χαρά, ἀλλά αὐτή τήν χαρά πού εἶναι καρπός τοῦ Παναγίου Πνεύματος– τόν Χριστό, αὐτό δέν ἔρχεται εὔκολα. Προηγεῖται τό Φῶς μέσα στόν νοῦ, δηλαδή ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπαλλάσσεται ἀπό τόν σκοτασμό, τήν σύγχυση, τούς πολλούς λογισμούς, καί προσεύχεται καθαρά στόν Θεό, καί φυσικά ὑπάρχουν τά δάκρυα τῆς μετανοίας.
Ποιός δέν θέλει νά ζήση τό Πάσχα στήν καρδιά του; Ποιός δέν θέλει νά ἔχη φωτισμένο νοῦ καί νά μήν ἔχη σύγχυση; Ναί, αὐτό ἀρχίζει ἀπό τά δάκρυα τῆς μετανοίας.
Ἑπομένως, σκεπτόμενος τί θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ σήμερα καί βλέποντας αὐτό τό τροπάριο πού ψάλαμε τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχει μεγάλη θεολογία, πού μιλάει γιά τόν νοῦ καί τήν καρδιά καί τήν μετάνοια, ἀμέσως τό συνδύασα μέ τόν Γέροντα αὐτό μοναχό, καί εἶπα: Νά, τί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, νά, πῶς τά τροπάρια γίνονται τρόπος ζωῆς∙ νά πῶς οἱ βιταμίνες τίς ὁποῖες παίρνουμε μπαίνουν μέσα στόν ὀργανισμό μας καί μᾶς ἀναγεννοῦν καί μᾶς δημιουργοῦν εὐεξία∙ νά, λοιπόν πῶς τό δόγμα γίνεται ζωή∙ νά πῶς ἡ λατρεία γίνεται ἐσωτερική λατρεία!
Γιατί πέρα ἀπό τήν θεία Λειτουργία πού ἔχουμε στούς Ναούς καί τίς ἀκολουθίες, ὑπάρχει καί ἡ ἐσωτερική ἀκολουθία, ἡ ἐσωτερική λειτουργία μέσα στήν καρδιά, αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ καρδιακή, ἡ ἀγρυπνία ἡ ἐσωτερική μέσα στήν καρδία, στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς.
Νά, λοιπόν, πῶς τό τροπάριο βιώθηκε μέ μία φράση, πού ἦταν ἀπόσταγμα ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου αὐτοῦ Γέροντος. Καί θεώρησα καλό νά σᾶς τό πῶ σάν μία κατεύθυνση γιά τήν περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Σαρακοστῆς, γιά νά κάνη ὅ,τι μπορεῖ ὁ καθένας, ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις του καί τόν ζῆλο του.
Ποιός δέν θέλει νά ζήση τό Πάσχα στήν καρδιά του; Ποιός δέν θέλει νά ἔχη φωτισμένο νοῦ καί νά μήν ἔχη σύγχυση; Ναί, αὐτό ἀρχίζει ἀπό τά δάκρυα τῆς μετανοίας.
Ἑπομένως, αὐτό εἶναι τό σύνθημα τό ὁποῖο θά μποροῦσα νά σᾶς δώσω σήμερα: «Καρδιά Πάσχα, νοῦς λάμπα, μάτια δάκρυα». Εἶναι ἡ προοπτική τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Τελειώνοντας θέλω νά ὑπενθυμίσω ὅτι κάθε Κυριακή τό ἀπόγευμα στόν Ἱερό αὐτό Ναό μαζί μέ τόν κατανυκτικό Ἑσπερινό, θά ὁμιλῆ καί ἕνας ἐκ τῶν πατέρων-Ἱεροκηρύκων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας καί Ἐφημερίων, μέχρι τήν Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, σύμφωνα μέ τό πρόγραμμα τό ὁποῖο ἔχει ἀναρτηθῆ.
Φέτος καθορίσαμε νά εἶναι κεντρικό θέμα ὅλων τῶν ὁμιλιῶν ἡ θεία Λειτουργία, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, μέσα στίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Γι’ αὐτό νά μήν χάνετε αὐτήν τήν εὐκαιρία.
Οἱ ὁμιλητές θά κουραστοῦν νά ἑτοιμάσουν τά κηρύγματά τους, πού θά εἶναι περίπου 20 λεπτά, γιά νά μᾶς δώσουν μία τροφοδότηση πνευματική, γιά νά διανύσουμε μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, μέ μετάνοια καί μέ καρδιακή ζωή τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σαρακοστή, ὥστε νά φθάσουμε ἔχοντας δάκρυα στά μάτια καί ἔχοντας φῶς στόν νοῦ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα καί κυρίως στό Πάσχα, νά ζήσουμε τό Πάσχα μέσα στήν καρδιά μας. Ἀμήν.
Πόση ταπείνωση κι απόγνωση κι επιθυμία πηγάζουν απ’ αυτά τα λόγια… και συνάμα πόση έμπνευση και σοφία: Το Παλάτι του γάμου βλέπω, Σωτήρ μου, στολισμένο μα εγώ δεν έχω κατάλληλο ένδυμα για να περάσω μέσα… φώτισέ μου τη στολή της ψυχής…
Τη στολή της ψυχής… πόσες περιπέτειες θα είχαμε αποφύγει αν τούτος ο λαός είχε φροντίσει να κρατήσει φωτισμένη τη στολή της ψυχής, τη γνώση, την καλοσύνη, την ταπείνωση, τη μπέσα, την αναζήτηση, την πνευματικότητα… Πόσες προδοσίες θα είχαμε προβλέψει, από πόσους ανθέλληνες, μισάνθρωπους και αλαζόνες ηγέτες θα είχαμε γλιτώσει, πόσες δυνάμεις θα είχαμε για να αντιμετωπίσουμε τα δύσκολα… Μια πατρίδα λουσμένη στο φως να ζει στο σκοτάδι, μια κοινωνία γεμάτη χάρες να βιώνει κατάρες, άνθρωποι γεμάτοι ταλέντα να τιμωρούμαστε για όσα ως άφρονες χάσαμε και για όσα ως θύματα μας έκλεψαν…
Σαν ερινύα φτάνει αυτό το τροπάριο στα αυτιά μας σ’ αυτή τη συγκυρία… γιατί οι ψυχές και οι καρδιές και οι σκέψεις μας δεν έχουν φως… έχουν μόνο φόβο… Αλίμονο για μας δεν είναι μόνο που το ένδυμα δεν είναι κατάλληλο… είναι που εμείς τον κεκοσμημένο Νυμφώνα δε μπορούμε πια να διακρίνουμε… ακόμα κι αυτή τη μια χαρά που έγινε έμπνευση για τον υμνωδό, εμείς την έχουμε εδώ και καιρό απωλέσει… ούτε ένδυμα κατάλληλο έχουμε, ούτε φωνή για ικεσία, ούτε πυξίδα για να βρούμε το δρόμο: κακοντυμένοι και χαμένοι, ρακένδυτοι και ηθελημένα τυφλοί πιανόμαστε ακόμα από τον πρώτο που θα μας φωνάξει σαν ντελάλης «Εδώ ο καλός σωτήρας… εδώ το καλό φως». Πιανόμαστε κι ας ξέρουμε μέσα μας ότι χωρίς φωτεινή ψυχή και χωρίς αληθινή, καθάρια ανθρωπιά, σωτηρία δεν έρχεται…
Ερινύα έγινε τούτο το τροπάριο, μα είναι η Ερινύα που προσαρμόζει τον ύμνο και τον κάνει ακόμα πιο συγκλονιστικό, ακόμα πιο παρακλητικό, κι ίσως, ίσως, ακόμα πιο σωτήριο. Είναι που η δική μας σωτηρία δε θα ξεκινήσει σαν καθαρίσει το ένδυμα, αλλά πιο νωρίς. Η σωτηρία θα ξεκινήσει από τη στιγμή που δειλά θα διακρίνουμε το στολισμένο παλάτι… Τον Νυμφώνα Σου ου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον… και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ: Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδότα, και σώσον με…
Έτσι λένε οι παραδόσεις των Ελλήνων –εκείνων των μακρινών και φωτισμένων– ότι σώζεται ο άνθρωπος: ο βασανισμός του από τις Ερινύες και το κλάμα του, προκαλεί τον Ουρανό, τη Σοφία και το Φως… έτσι έρχεται η δίκη και τελικά η λύτρωση…
Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας
‘’Τόν Νυμφίον ἀδελφοί ἀγαπήσωμεν, τάς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καί πίστει όρθῇ, ἵνα ὡς αἱ φρὀνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι, ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σύν αὐτῷ εἰς τούς γάμους’’.
Τό ἀναλόγιο εἶναι τό μέγα διδασκαλεῖο τῆς Πίστεώς μας. Οἱ ὑμνογράφοι -ὅσων τά ἔργα δοκιμάστηκαν στόν χρόνο καί καταξιώθηκαν στήν ἐκκλησιολογική καί δογματική συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος- ἦσαν ἄνθρωποι θεοφώτιστοι, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς οἱ ἀπαίδευτοι καί ἐντελῶς ἀρχάριοι στήν ζωή τήν πνευματική, βρίσκουμε μεγάλη παρηγοριά καί ἀνάπαυση στά νοήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ὑμνολογίας.
Ὅποια ἀπορία καί νά ἔχει κανείς πάνω σέ θέματα βίου καί Πίστεως, εἶναι βέβαιον, ὅτι θά βρεῖ ἀπαντήσεις ἀσφαλεῖς και ὑπεύθυνες μέσα στήν θεολογία τῶν λατρευτικῶν μας ὕμνων.
Στό ἀναλόγιο συναντῶνται διαχρονικῶς οἱ δάσκαλοι τῆς Ρωμαίϊκης ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, μέ τούς ἐραστές τῆς ὀκτωήχου κάθε ἐποχῆς. Συναντῶνται καί οἱ φωτισμένοι ὑμνογράφοι ὅλων τῶν ἐποχῶν, δάσκαλοι ἁγιοπνευματικοί, μέ κάθε ψυχή ζῶσα καλῆς ἀνησυχίας, σέ μιά συνάντηση μετάγγισης Θείας Σοφίας. Σέ μιά συνάντηση θεοδίδακτης γνωμοδότησης προϋποθέσεων σωτηρίας.
Στό ἀναλόγιο παρίστανται, σέ κάθε ψαλμωδία, Πατέρες καί ὑμνογράφοι μαζί. Ὁ λόγος τῶν Ἁγίων μας Πατέρων, ὁ ἑρμηνευτικός τῶν Γραφῶν, γίνεται ἀκόμα πιό προσιτός στούς πιστούς, μέ τήν γραφίδα τῶν ἱερῶν μας ὑμνογράφων.
Παράδειγμα, ὁ ποιητής τοῦ ὄρθρου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τρίτης: Σέ ἕναν ἀπό τούς ὕμνους του δέν κάνει τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά προσφέρει λακωνικῶς, εἰδικά γιά τίς ἡμέρες μας τίς πονηρές, μοναδικῆς ἀξίας διδασκαλία τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ἔλεγε ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης: ‘’Οὐδέν ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων’’. Σέ τίποτε δέν ὠφελεῖ τόν άνθρωπο ἡ ἐνἀρετη ζωή, ἐάν τά δόγματά του εἶναι διεφθαρμένα. Ἐάν, δηλαδή, ἡ πίστη του εἶναι νοθευμένη.
Καί ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τρίτης γνωμοδοτεῖ μελωδικῶς:
’’ Τόν Νυμφίον ἀδελφοί ἀγαπήσωμεν, τάς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καί πίστει όρθῇ...’’.
Ἐμπρός, ἀδελφοί μου, νά ἀγαπήσουμε τόν Νυμφίο Χριστό καί νά συγυρίσουμε τίς λαμπάδες μας.
Πῶς, ὅμως, νά δείξουμε τήν ἀγάπη μας στόν Νυμφίο Χριστό; Καί τίς λαμπάδες μας, τίς ψυχές μας, πῶς νά τίς τακτοποιήσουμε;
‘’ Ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καί πίστει όρθῇ’’.
Λαμποκοπῶντας ἀπό ἀρετές καί πίστη ἀνόθευτη.
9/4/2017
Ταπείνωση τῆς Παναγίας
Τί ἀνύψωσε τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα; Ἡ ταπείνωση. Ὁ Θεὸς «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. 1, 48), καὶ γι’ αὐτὴ τὴν ἐπιβραβευμένη ταπείνωσή Της τὴν μακαρίζουν ὅλες οἱ γενιές. Καὶ ἐσὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα προσπάθησε νὰ ἀποκτήσεις ταπείνωση. Ὁ Θεὸς στοὺς ταπεινοὺς δίνει τὴ χάρη, ἐνῶ στοὺς ὑπερήφανους ἀντιτάσσεται.
Ἡ Παναγία εὐεργετεῖ
Ἡ Παναγία εἶναι καὶ σήμερα ζωντανή. Καὶ ὄχι μόνο ζεῖ, ἀλλὰ καὶ ζωοποιεῖ καὶ θεραπεύει τὶς ψυχὲς καί, ἂν εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς, καὶ τὰ σώματα ἐκείνων τῶν πιστῶν ποὺ...
προσεύχονται σ’ Αὐτήν. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ἅγιοι ζοῦν καὶ μετὰ τὸ θάνατο…
* * *
Ὑπεραγία Θεοτόκε Παρθένε! Ἐξαιτίας τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Υἱοῦ Σου, ποὺ μεταλαμβάνω τόσο συχνά, τολμῶ νὰ πῶ ὅτι ἔχω μὲ Σένα συγγένεια!
Ὦ Δέσποινα τοῦ κόσμου! Ἀπὸ Σένα ἔλαβε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα. Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ποὺ μεταλαμβάνω εἶναι ἴδια μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς.
Πῶς μπορῶ νὰ μὴν ἀγαπάω Ἐσένα, καὶ πιὸ πολὺ τὸν Υἱό Σου, δικό Σου καὶ δικό μου Θεό;
Ὦ Πανάχραντε Δέσποινα! Δῶσε μου νὰ ἔχω συγγένεια μὲ Σένα ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πολλὲς φορὲς μεταλαμβάνω ἀνάξια, ἀλλὰ νὰ πλησιάσω καὶ τὸ δικό Σου βαθμὸ τῆς πίστης, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδας, νὰ ὁμοιάσω Ἐσένα στὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματα.
Ὦ Πανάχραντε Δέσποινα! Ἔχω μεγάλη ἀνάγκη καὶ θέλω νὰ ἀποκτήσω καρδιὰ καθαρή! Τὰ πάντα γιὰ Σένα εἶναι δυνατά, Ὑπερευλογημένη· μπορεῖς νὰ παρακαλέσεις τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Σου νὰ μοῦ χαρίσει καρδιὰ καθαρή, ὅπου κατοικεῖ πίστη, ἐλπίδα, καὶ ἀγάπη. Κάνε το, Πανάχραντε!
* * *
Τί σημαίνουν τὰ θαύματα ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας; Σημαίνουν ὅτι ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Σωτῆρα μας, πάντα ἀκούει τὶς προσευχὲς ποὺ μὲ πίστη καὶ ταπεινὴ καρδιὰ, Τῆς ἀπευθύνονται ἐνώπιον τῶν εἰκόνων της. Καὶ σὲ μερικὲς ἀπ’ αὐτὲς δείχνει φανερὰ σημάδια τῆς παρουσίας της.
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μὲ πόση εὐλάβεια πρέπει νὰ συμπεριφέρονται οἱ πιστοὶ πρὸς τὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας! Ἡ ἀόρατη χάρη της εἶναι παροῦσα σὲ κάθε εἰκόνα της, ἰδίως ἂν αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἁγιογραφήθηκε μὲ τὸ χέρι ἑνὸς εὐλαβοῦς ἀνθρώπου.
* * *
Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε! Μὲ τὶς πρεσβεῖες Σου, τὴν εὐσπλαχνία Σου, ἔχω ἠρεμία καὶ χαρὰ μέσα μου· ἡ ψυχή μου εἶναι ἐλεύθερη καὶ ἀνάλαφρη, στὴν καρδιά μου ἔχω εἰρήνη καὶ ἡσυχία.
Μὲ ὑπεράσπισες, ἐμένα τόν μετανοοῦντα ἄθλιο καί τόν ἁμαρτωλό, ἐνώπιον τῆς δικαιοσύνης τοῦ Υἱοῦ Σου καὶ τοῦ Θεοῦ μας καὶ Τὸν ἔκανες νὰ μὲ σπλαχνιστεῖ, ἐμένα τὸν χειρότερο ἀπ’ ὅλους.
Φανερὴ εἶναι ἡ χάρη Σου γιὰ τὴν ψυχή μου μετὰ τὴ δοξολογία ποὺ ψάλλαμε μπροστὰ στὴν εἰκόνα Σου, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν! 21 Ὀκτωβριοῦ 1858.
* * *
Ὕμνησε τὴν Παντάνασσα, μὴν ξεχάσεις Αὐτὴν ποὺ σὲ εὐεργέτησε, μὴν ξεχάσεις νὰ εὐχαριστήσεις «τὴν ὑπέρμαχο στρατηγόν», ποὺ σὲ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ δεινά.
Ἡ Παναγία φέρνει γαλήνη
Τὸ ἔλεος τῆς Παναγίας. Στὶς 24 Φεβρουαρίου ἤμουν στὴ Ραμπόβ. Συμμετεῖχα στὴν κηδεία τῆς συζύγου τοῦ ἱερέα Σοκολόβ. Ὅταν μπῆκα μέσα σὲ μὶα ἐκκλησία ἀπ’ αὐτὲς ποὺ βρίσκονται στὸ νεκροταφεῖο, εἶχα στὴν καρδιά μου θλίψη, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ ὀλιγοπιστία καὶ τὴν ὁποία προκαλεῖ τὸ πνεῦμα τῆς κακίας.
Ἔριξα τὸ βλέμμα μου στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Τύχβιν καὶ δὲν μποροῦσα νὰ πάρω ἀπ’ αὐτὴν τὰ μάτια μου. Τὸ πρόσωπό Της ἦταν γαλήνιο, ταπεινὸ καὶ γεμᾶτο ἀγάπη.
Εἶπα μέσα μου: «Πόση γαλήνη καὶ ἡσυχία, ποὺ δὲν εἶναι αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὑπάρχουν στὸ πρόσωπό Σου, Ἄχραντε Παρθένε!», καὶ σὰν νὰ ἄκουσα ἀπ’ Αὐτὴν μὶα ἀπάντηση, ποὺ πολὺ καθαρὰ ἀντήχησε στὴν καρδιά μου: « Τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ἔχεις εἰρήνη καὶ ἡσυχία στὴν καρδιά σου; Δὲν γνωρίζεις ποῦ πρέπει νὰ ψάχνεις γιὰ νὰ τὰ βρεῖς;»
Μὲ τὴ σκέψη καὶ τὴν καρδιά μου στράφηκα σ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ Πηγὴ τῆς εἰρήνης καὶ ἀμέσως ἀπέκτησα τὴν ποθητὴ ἡσυχία…
* * *
Δέσποινα Θεοτόκε! Παρηγοριὰ τῶν θλιβομένων, Σὲ δοξολογοῦμε καὶ Σὲ εὐχαριστοῦμε! Τὰ βάσανα τῆς καρδιᾶς μας τὰ μεταμορφώνεις σὲ γαλήνη καὶ τὴ θύελλα τῶν παθῶν σὲ ἡσυχία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ! Ἀσταθὴς καὶ πονηρὴ καρδιά μου! Νὰ μὴν τολμήσεις ποτὲ νὰ ἀμφισβητήσεις τὶς φανερὲς εὐεργεσίες τῆς Βασίλισσας τῶν Οὐρανῶν!
* * *
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ προσευχήθηκα ἀπὸ τὴν καρδιά μου στὴ Βασίλισσα ὅλου τοῦ κόσμου, αἰσθάνθηκα στὴν ψυχὴ ἀνακούφιση. Καὶ στὸ ἑξῆς μὴ μὲ ἀφήνεις, Παντάνασσα.
Ἐξύμνηση τῆς Παναγίας
Μητέρα τῆς δικῆς μας Εἰρήνης, Μητέρα τῆς δικῆς μας Χαρᾶς, Μητέρα τῆς δικῆς μας Ἐλπίδας καὶ δικῆς μας Ἀγάπης. Μητέρα Αὐτοῦ ποὺ ὑπάρχει, Αὐτοῦ ποὺ οὐσιώνει τὰ πάντα.
Μητέρα Ἄχραντε, τὸ ὕψος τῆς δικῆς σου ἁγνότητας δὲν μπορεῖ νὰ φαντασθεῖ ἡ δική μας ἀκάθαρτη ψυχή. Μητέρα Παμμακάριστε, τήν ἀγαθότητά σου δέν μπορεῖ νά συλλάβει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Μητέρα πάντων τῶν χριστιανῶν, οἱ εἰκόνες σου εἶναι σὲ κάθε πόλη καὶ κάθε χωριὸ καὶ μαρτυροῦν τὴ γρήγορη βοήθεια ποὺ προσφέρεις σὲ μᾶς.
Νὰ εἶσαι καὶ γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ τρισάθλιο γρήγορη βοήθεια καὶ προστάτρια στοὺς πόνους, στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς!
Πῶς νὰ προσευχόμαστε στὴν Παναγία
Νὰ φανταστεῖς ὅτι στέκεσαι μπροστὰ στὴ βασίλισσα καὶ τὴν παρακαλεῖς νὰ πραγματοποιήσει κάποιες δικές σου ἐπιθυμίες. Μὲ τί δέος καὶ τί σεβασμὸ θὰ τὸ ἔκανες!
Σκέψου τώρα ὅτι και αὐτή εἶναι ἄνθρωπος, ὅπως καί ἐσύ. Σκέψου τώρα πῶς πρέπει νὰ στέκεσαι μπροστὰ στὴ Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, μὲ τί δέος καὶ τί εἰλικρίνεια! Ἀνέκφραστη εἶναι ἡ μεγαλωσύνη της καὶ ἀπερίγραπτη ἡ τελειότητα. «Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν» (Ψαλ. 44, 14). Αὐτὴ εἶναι τόσο κοντὰ στὸ Θεό. Πρόσεχε, νὰ προσεύχεσαι σ’ Αὐτὴν μὲ ἀνάλογο δέος, μὲ καθαρή καὶ συντετριμμένη καρδιά.
Πηγή: Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρέα , Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Με την παρακολούθηση των Ακολουθιών, με τη νηστεία, ακόμα και με την προσευχή σε τακτά διαστήματα, δεν εξαντλείται η όλη προσπάθεια στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Ή μάλλον για να είναι όλα αυτά αποτελεσματικά και να έχουν νόημα, πρέπει να υποστηρίζονται και από αυτή την ίδια τη ζωή. Χρειάζεται δηλαδή ένας «τρόπος ζωής» που να μην έρχεται σε αντίθεση με όλα αυτά και να μην οδηγεί σε μια «διασπασμένη» ύπαρξη. Στο παρελθόν, στις ορθόδοξες χώρες η ίδια η κοινωνία πρόσφερε μια τέτοια υποστήριξη με τον συνδυασμό που είχε στα έθιμα, στις εξωτερικές αλλαγές, με τη νομοθεσία, με τους δημόσιους και ιδιωτικούς κανονισμούς, με όλα δηλαδή όσα περιλαμβάνονται στη λέξη πολιτισμός. Κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή ολόκληρη η κοινωνία υποδεχόταν ένα συγκεκριμένο ρυθμό ζωής, ορισμένους κανόνες που υπενθύμιζαν στα άτομα-μέλη της κοινωνίας την περίοδο της Σαρακοστής. Στη Ρωσία, λόγου χάρη, δεν μπορούσε κανείς εύκολα να ξεχάσει τη Σαρακοστή γιατί οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν διαφορετικά αυτή την περίοδο• τα θέατρα έκλειναν και, σε παλιότερους καιρούς, τα δικαστήρια ανέβαλλαν τη λειτουργία τους. Φυσικά όλα αυτά τα ερεθίσματα από μόνα τους, είναι φανερό, ότι δεν ήταν δυνατό να αναγκάσουν τον άνθρωπο να οδηγηθεί στη μετάνοια ή σε μια πιο ζωντανή θρησκευτική ζωή. Αλλά όμως δημιουργούσαν μια ορισμένη ατμόσφαιρα - ένα είδος σαρακοστιανού κλίματος - όπου η ατομική προσπάθεια γινόταν ευκολότερη. Ακριβώς επειδή είμαστε αδύναμοι χρειαζόμαστε τις εξωτερικές υπενθυμίσεις, τα σύμβολα, τα σημάδια. Φυσικά πάντα υπάρχει ο κίνδυνος αυτά τα εξωτερικά σύμβολα ν' αποκτήσουν αυτοτέλεια, να γίνουν αυτοσκοπός, και έτσι αντί να είναι απλά μια υπενθύμιση, να γίνουν για την κοινή αντίληψη το μόνο περιεχόμενο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτόν τον κίνδυνο τον έχουμε επισημάνει παραπάνω όταν μιλήσαμε για τις εξωτερικές συνήθειες και τα πανηγύρια που αντικαθιστούν τη γνήσια προσωπική προσπάθεια. Αν όμως καταλάβουμε σωστά αυτές τις συνήθειες τότε θα γίνουν ο «κρίκος» που συνδέει την πνευματική προσπάθεια με τη ζωή.
Δεν ζούμε σε μια ορθόδοξη κοινωνία [Ο συγγραφέας, Ρώσος στην καταγωγή, ζει σήμερα στην Αμερική] και φυσικά δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί αυτό το «κλίμα της Σαρακοστής σε επίπεδο κοινωνικό. Είτε είναι Σαρακοστή είτε όχι, ο κόσμος που μας περιβάλλει, που αποτελούμε και μεις δικό του αναπόσπαστο κομμάτι, δεν αλλάζει. Κατά συνέπεια ζητιέται από μας μια νέα προσπάθεια να σκεφτούμε την απαραίτητη θρησκευτική σχέση ανάμεσα στο «εξωτερικό» και το «εσωτερικό». Η πνευματική τραγωδία της εκκοσμίκευσης είναι εκείνη που μας σπρώχνει σε μια πραγματική θρησκευτική «σχιζοφρένεια» -ένα σπάσιμο δηλαδή της ζωής μας σε δυο κομμάτια: το θρησκευτικό και το κοσμικό, που έχουν όλο και λιγότερη αλληλοεξάρτηση. Έτσι η πνευματική προσπάθεια είναι απαραίτητη για να μεταθέσει τα παραδοσιακά έθιμα και τις συνήθειες, που είναι βασικά μέσα στην προσπάθειά μας κατά την περίοδο τής Σαρακοστής. Μ' ένα πειραματικό και αναγκαστικά σχηματικό τρόπο θα μπορούσε κανείς να δει αυτή την προσπάθεια σε δυο πλαίσια: στη ζωή μέσα στο σπίτι και στη ζωή έξω απ' αυτό.
Για την ορθόδοξη αντίληψη, το σπίτι και η οικογένεια αποτελούν την πρώτη και βασικότερη περιοχή της χριστιανικής ζωής ή της εφαρμογής των χριστιανικών αρχών στην καθημερινή ζωή. Το σπίτι, δηλαδή το στυλ και το πνεύμα της οικογενειακής ζωής και όχι το σχολείο, ακόμα ούτε και η Εκκλησία, είναι εκείνο που σχηματίζει μέσα μας τη θεμελιακή αντίληψη για τον κόσμο• που μορφοποιεί στο εσωτερικό μας το βασικό προσανατολισμό τον οποίο ίσως για αρκετό διάστημα δεν τον καταλαβαίνουμε, αλλά που τελικά θα γίνει ένας αποφασιστικός παράγοντος. Ο στάρετς Ζωσιμάς του Dοstοyevsky στους Αδελφούς Καραμαζώφ λέει: «εκείνος που μπορεί να έχει καλές αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία είναι σωσμένος για όλη του τη ζωή». Το σημαντικό δε είναι ότι κάνει αυτή την παρατήρηση ύστερα από τη θύμηση της μητέρας του που τον είχε πάρει μαζί της στη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων. Θυμάται την ομορφιά της Ακολουθίας, τη μοναδική μελωδία του κατανυκτικού «κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου...». Η υπέροχη προσπάθεια για θρησκευτική αγωγή που γίνεται σήμερα στα κατηχητικά σχολεία δεν σημαίνει και πολλά πράγματα, αν δεν βασίζεται στη ζωή της οικογένειας. Τι, λοιπόν, θα μπορούσε και θα έπρεπε να γίνει στο σπίτι στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής; Επειδή είναι αδύνατο να καλύψουμε εδώ όλες τις πλευρές της οικογενειακής ζωής θα περιοριστούμε μόνο σε μια απ' αύτές.
Όλοι μας, χωρίς αμφιβολία, συμφωνούμε ότι ο τρόπος της οικογενειακής ζωής έχει ριζικά αλλοιωθεί με την παρουσία του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Αυτά τα μέσα της «μαζικής ενημέρωσης» διαποτίζουν σήμερα ολόκληρη τη ζωή. Δεν χρειάζεται κανείς να βγει από το σπίτι για να βρεθεί «έξω». Ολόκληρος ο κόσμος είναι μόνιμα εδώ, σε απόσταση που τον φτάνουμε... ακίνητοι. Και, σιγά σιγά, η στοιχειώδης εμπειρία να βρεθούμε σ' έναν εσωτερικό κόσμο, μέσα στην ομορφιά της «εσωτερικότητας» έχει εντελώς χαθεί από το σύγχρονο πολιτισμό μας. Και αν δεν είναι η τηλεόραση, είναι η μουσική. Η μουσική έπαψε να είναι κάτι που το ακούει κανείς• σταθερά πια έγινε μια «υπόκρουση θορύβου» που συνοδεύει τις συνομιλίες μας, το διάβασμα, το γράψιμο κλπ. Στην πραγματικότητα αυτή η ανάγκη να ακούγεται συνέχεια μουσική φανερώνει την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να χαρεί τη σιωπή, να την καταλάβει όχι σαν κάτι αρνητικό, σαν μια απλή έλλειψη, αλλά ακριβώς σαν μια παρουσία και σαν την μοναδική προϋπόθεση για την πιο αληθινή παρουσία. Αν ο Χριστιανός του παρελθόντος ζούσε κατά ένα μεγάλο βαθμό σ' ένα σιωπηλό κόσμο που του έδινε πλούσιες ευκαιρίες για αυτοσυγκέντρωση στον εσωτερικό του κόσμο, ο σημερινός χριστιανός είναι αναγκασμένος να κάνει ειδική προσπάθεια για να καλύψει αυτή την αναγκαία διάσταση της σιωπής η οποία αυτή μόνο μπορεί να μας φέρει σε επαφή με τις υψηλές πραγματικότητες. Έτσι, λοιπόν, το πρόβλημα του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής δεν είναι περιθωριακή υπόθεση, αλλά με πολλούς τρόπους είναι ένα θέμα πνευματικής ζωής ή θανάτου.
Πρέπει κανείς να συνειδητοποιήσει ότι είναι αδύνατο να μοιράσουμε τη ζωή μας ανάμεσα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής και στο τελευταίο σήριαλ. Αυτά τα δυο βιώματα είναι ασυμβίβαστα και το ένα, σίγουρα, θα σκοτώσει το άλλο. Και είναι πολύ πιθανό, εκτός αν γίνεται μια έντονη προσπάθεια, ότι το τελευταίο σήριαλ έχει πολύ μεγαλύτερες ελπίδες σε βάρος της «χαρμολύπης» -παρά το αντίθετο. Μια πρώτη «συνήθεια» που προτείνεται είναι να μειωθεί δραστικά η παρακολούθηση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης στην περίοδο της Σαρακοστής. Δεν τολμούμε να ελπίζουμε ότι θα υπάρξει μία «γενική» νηστεία, αλλά μόνο η «ασκητική» η οποία, όπως ξέρουμε, σημαίνει, πρώτα απ' όλα αλλαγή τροφής και μείωσή της. Φυσικά τίποτε το κακό δεν υπάρχει, λόγου χάρη, στο να συνεχίσει κανείς να παρακολουθεί στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση ειδήσεις, εκλεκτές σειρές, ενδιαφέροντα και πνευματικά ή διανοητικά εμπλουτισμένα προγράμματα. Εκείνο που πρέπει να σταματήσει στην διάρκεια της Σαρακοστής είναι η πλήρης «παράδοση» στην τηλεόραση -η μετατροπή δηλαδή του ανθρώπου σε «λάχανο» πάνω σε μια πολυθρόνα κολλημένο στην οθόνη που παθητικά δέχεται ό,τι βγαίνει απ' αυτή. Όταν ήμουνα παιδί (ήταν τότε η προτηλεοπτική εποχή) η μητέρα μου συνήθιζε να κλειδώνει το πιάνο την πρώτη, την τετάρτη και την έβδομη εβδομάδα της Σαρακοστής. Αυτή η ανάμνηση είναι μέσα μου ζωηρότερη από τις μακρινές Ακολουθίες της Σαρακοστής και ακόμα και σήμερα όταν παίζει το ραδιόφωνο αυτές τις μέρες με ταράζει σχεδόν όσο και μια βλαστήμια. Αναφέρω αυτή την προσωπική μου ανάμνηση μόνο σαν μια διευκρίνηση της επίδρασης που μπορούν να έχουν μερικές εξωτερικές ενέργειες στην ψυχή ενός παιδιού. Kαι αυτό που κρύβεται εδώ δεν είναι ένα απλό απομονωμένο έθιμο ή ένας κανόνας, αλλά είναι μια εμπειρία της Σαρακοστής σαν μιας ειδικής χρονικής περιόδου, σαν κάποιου πράγματος που είναι παρόν όλο το χρόνο και που δεν πρέπει να χαθεί, να ακρωτηριαστεί, να καταστραφεί. Εδώ ακόμα, όσον αφορά τη νηστεία, μια απλή απουσία ή αποχή από την τροφή δεν είναι επαρκής, πρέπει να έχει το θετικό της συμπλήρωμα.
Η σιωπή που δημιουργεί η απουσία του θορύβου του κόσμου, των θορύβων που παράγονται από τα μέσα της μαζικής επικοινωνίας, πρέπει να γεμίσει με θετικό περιεχόμενο. Αν η προσευχή είναι η τροφή για τις ψυχές μας, τροφή, επίσης, θέλει και το μυαλό μας, γιατί ακριβώς αυτό το διανοητικό μέρος του ανθρώπου είναι που καταστρέφεται σήμερα από το ασταμάτητο σφυροκόπημα της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, των εφημερίδων, των εικονογραφημένων εκδόσεων κλπ. Αυτό, λοιπόν, που προτείνουμε, παράλληλα με την πνευματική προσπάθεια, είναι μια διανοητική, θα λέγαμε, προσπάθεια. Πόσα, αλήθεια, αριστουργήματα, πόσους υπέροχους καρπούς της ανθρώπινης σκέψης, της φαντασίας και της δημιουργικότητας αρνούμαστε στη ζωή μας μόνο και μόνο γιατί μας είναι πολύ πιο άνετο, γυρίζοντας στο σπίτι από τη δουλειά παραδομένοι στη σωματική και διανοητική κόπωση, να πιέσουμε το κουμπί της τηλεόρασης ή να βυθιστούμε στο τέλειο κενό ενός εικονογραφημένου περιοδικού. Αλλά, πώς φανταζόμαστε ότι θα μπορούσαμε να προγραμματίσουμε την περίοδο της Σαρακοστής; Ίσως να κάνουμε ένα κατάλογο βιβλίων για διάβασμα; Φυσικά δεν είναι απαραίτητο όλα αυτά τα βιβλία να είναι οπωσδήποτε θρησκευτικά, δεν μπορούν όλοι να γίνουν θεολόγοι. Όμως υπάρχει πολλή «θεολογία» κρυμμένη σε μερικά λογοτεχνικά αριστουργήματα και καθετί που πλουτίζει τη νοημοσύνη μας, κάθε καρπός της αληθινής ανθρώπινης δημιουργίας είναι ευλογημένος από την Εκκλησία και, όταν χρησιμοποιηθεί κατάλληλα, αποκτάει πνευματική αξία.
H τέταρτη και η πέμπτη Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένες στη μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων της χριστιανικής πνευματικότητας: του αγίου Ιωάννου της Κλίμακας και της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Θα πρέπει αυτό να το πάρουμε σαν μια ευρύτερη απόδειξη ότι εκείνο που ζητάει από μας η Εκκλησία να κάνουμε στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής είναι να εμπλουτίσουμε τον πνευματικό και διανοητικό εσωτερικό κόσμο μας, να μελετήσουμε και να στοχασθούμε πάνω σε ό,τι μπορεί να μας βοηθήσει ν' ανακαλύψουμε αυτόν τον εσωτερικό κόσμο και τις χαρές του. Από αυτή τη χαρά, από την αληθινή κλήση του ανθρώπου που εκπληρώνεται εσωτερικά και όχι εξωτερικά, ο «σύγχρονος κόσμος» δεν μας προσφέρει σήμερα ούτε καν μια γεύση• όμως χωρίς αυτή, χωρίς την αντίληψη της Σαρακοστής σαν ταξιδιού στο βάθος του είναι μας, η Σαρακοστή χάνει το νόημά της.
Τέλος, ποιο θα μπορούσε να είναι το νόημα της Σαρακοστής στις ατέλειωτες ώρες που περνάμε έξω από το σπίτι; Στις συναλλαγές μας, καθισμένοι σ' ένα γραφείο ή ασκώντας τα επαγγελματικά μας καθήκοντα, ή όταν συναναστρεφόμαστε τους συναδέλφους και τους φίλους μας; Αν και δεν είναι δυνατόν να δοθεί εδώ μια συγκεκριμένη συνταγή, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, όμως μερικές πολύ γενικές απόψεις μπορούν να λεχθούν. Και πρώτα πρώτα η Σαρακοστή είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να ελέγξουμε τον απίστευτα υπεροπτικό χαρακτήρα μας στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους, στα διάφορα γεγονότα και στη δουλειά. «Χαμογέλα!», «μη στεναχωριέσαι» κλπ. είναι σλόγκαν που στην πραγματικότητα έγιναν «διαταγές» που πρόθυμα τις δεχόμαστε και που σημαίνουν: μην ανακατεύεσαι, μη ρωτάς, μην προχωράς βαθύτερα στις σχέσεις σου με τους άλλους ανθρώπους• φύλαξε τους κανόνες του παιγνιδιού που συνδυάζει τη φιλική διάθεση με την τέλεια αδιαφορία• σκέψου τα πάντα μόνο μέσα στα πλαίσια του υλικού κέρδους, της ωφέλειας, της προαγωγής, να είσαι, μ' άλλα λόγια, ένα κομμάτι του κόσμου, ο οποίος ενώ συνέχεια χρησιμοποιεί τις μεγάλες λέξεις: ελευθερία, ευθύνη, φροντίδα κλπ., de facto ακολουθεί την υλιστική αρχή ότι ο άνθρωπος είναι αυτά που τρώει!
Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι περίοδος για αναζήτηση νοήματος. Να βρω, δηλαδή, νόημα στην επαγγελματική μου ζωή στα πλαίσια της κλήσης μου• νόημα στις προσωπικές σχέσεις μου με τ' άλλα πρόσωπα• νόημα στη φιλία• νόημα στις ευθύνες μου. Δεν υπάρχει απασχόληση, επάγγελμα που να μη μπορεί να «μεταμορφωθεί» -έστω και για λίγο μόνο- με στόχο όχι τη μεγαλύτερη απόδοση ή την καλύτερη οργάνωση αλλά τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ίδια προσπάθεια για «εσωτερικοποίηση» όλων των σχέσεών μας είναι απαραίτητη γιατί είμαστε ελεύθερες ανθρώπινες υπάρξεις που καταντήσαμε (χωρίς τις περισσότερες φορές να το ξέρουμε) φυλακισμένοι στα συστήματα τα οποία προοδευτικά κάνουν τον κόσμο μας απάνθρωπο. Και αν στην πίστη μας υπάρχει κάποιο νόημα, αυτό πρέπει να είναι συνδεδεμένο με τη ζωή και όλα τα συνακόλουθά της. Χιλιάδες άνθρωποι νομίζουν ότι οι απαραίτητες αλλαγές έρχονται μόνο απ' έξω με την επανάσταση και την αλλαγή στις εξωτερικές συνθήκες. Στο χέρι τους είναι να αποδείξουν οι χριστιανοί ότι στην πραγματικότητα καθετί ξεκινάει από μέσα -από την πίστη και τη ζωή σύμφωνα με την πίστη αυτή. Η Εκκλησία όταν μπήκε στον ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο, δεν κατάγγειλε τη δουλεία, δεν ξεσήκωσε σε επανάσταση. Αυτή η ίδια η πίστη της, η νέα θεώρηση του ανθρώπου και της ζωής είναι κείνη που προοδευτικά καταργεί τη δουλεία. Ένας «άγιος» -και άγιος εδώ σημαίνει, πολύ απλά, κάθε άνθρωπος που παίρνει πάντοτε στα σοβαρά την πίστη του- θα κάνει πολύ περισσότερα για την αλλαγή του κόσμου παρά χιλιάδες τυπωμένα προγράμματα. Ο άγιος είναι ο μόνος αληθινός επαναστάτης σ' αυτόν τον κόσμο.
Μια τελευταία γενική παρατήρηση: η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ευκαιρία για έλεγχο στα λόγια μας. Ο κόσμος μας είναι υπερβολικά βερμπαλιστικός και μεις συνέχεια πλημμυρίζουμε από λόγια που έχουν χάσει το νόημά τους και συνεπώς τη δύναμη τους. Ο Χριστιανισμός αποκαλύπτει την ιερότητα του λόγου -ένα αληθινά θείο δώρο στον άνθρωπο. Γι' αυτό ακριβώς η ομιλία μας είναι προικισμένη με τεράστια δύναμη είτε θετική είτε αρνητική. Γι' αυτό επίσης και θα κριθούμε για τα λόγια μας: «λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως. Εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση» (Ματθ. 12,36-37).
Ελέγχουμε τα λόγια μας με το να ανακαλύπτουμε τη σοβαρότητα και την ιερότητά τους, να καταλαβαίνουμε ότι μερικές φορές ένα «αστείο» που λέγεται απερίσκεπτα, μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα, μπορεί να γίνει εκείνη η τελευταία «σταγόνα» που ξεχειλίζει το ποτήρι και ο άνθρωπος φτάνει στην τελική απελπισία και καταστροφή. Αλλά ο λόγος μπορεί επίσης να είναι και μια μαρτυρία. Μια τυχαία συνομιλία σ' ένα γραφείο με το συνάδελφο μπορεί να μεταδώσει καλύτερα μια θεώρηση για τη ζωή, μια διάθεση απέναντι στους άλλους ανθρώπους και στη δουλειά και να έχει περισσότερα αποτελέσματα από το τυπικό κήρυγμα. Μπορεί, από μια τέτοια συνομιλία, να πέσουν σπόροι για μια ερώτηση πάνω στη δυνατότητα μιας άλλης προσέγγισης της ζωής, σπόροι για επιθυμία να γνωρίσει κανείς περισσότερα. Δεν έχουμε, πραγματικά, ιδέα πόσο επηρεάζουμε ο ένας τον άλλον με τα λόγια, με τον τόνο της προσωπικότητας μας. Και τελικά οι άνθρωποι ελκύονται στο Θεό, όχι γιατί κάποιος μπόρεσε να τους δώσει διαφωτιστικές εξηγήσεις, αλλά γιατί είδαν σ' αυτόν το φως, τη χαρά, το βάθος, τη σοβαρότητα, την αγάπη που από μόνα τους αποκαλύπτουν την παρουσία και τη δύναμη του Θεού στον κόσμο.
Έτσι, αν η Μεγάλη Σαρακοστή όπως είπαμε στην αρχή, είναι η ανακάλυψη της πίστης από τον άνθρωπο, είναι επίσης και ανόρθωση της ζωής του, του θεϊκού νοήματός της, του κρυμμένου βάθους της. Με το να απέχουμε από την τροφή ξαναβρίσκουμε τη γλύκα της και ξαναμαθαίνουμε πώς να την παίρνουμε από τον Θεό με χαρά και ευγνωμοσύνη. Με το «να μειώνουμε» τις ψυχαγωγίες, τη μουσική, τις συζητήσεις, τις επιπόλαιες κοινωνικότητες, ανακαλύπτουμε την τελική αξία των ανθρώπινων σχέσεων, της ανθρώπινης δουλειάς, της ανθρώπινης τέχνης. Kαι τα ξαναβρίσκουμε όλα αυτά ακριβώς γιατί ξαναβρίσκουμε τον ίδιο τον Θεό, γιατί ξαναγυρίζουμε σ' Αυτόν και δι' Αυτού σε όλα όσα Εκείνος μας έδωσε μέσα από την τέλεια αγάπη και το έλεός Του. Έτσι τη νύχτα της Ανάστασης ψέλνουμε:
Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός,
ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια.
Εορταζέτω γουν πάσα κτίσις,
την έγερσιν Χριστού, εν η εστερέωται.
Μη μας αποστερήσεις αυτής της προσδοκίας, φιλάνθρωπε Κύριε!
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι μία ἐποχὴ διχασμοῦ τῆς καρδιᾶς, σύγχυσης, χάους, φόβου (ὄχι ὑπαρξιακοῦ), ἀπληστίας, παραζάλης καὶ ἀνησυχίας. Δὲν ὑπάρχει καμιὰ δίψα ἀλήθειας. Καὶ οὔτε ἀμείλικτα ἐρωτήματα ζωῆς ἀναζητοῦν κάποια ἀπόκριση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐνῷ ἡ λαχτάρα γιὰ μάθηση καὶ χορτασμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ σχεδὸν ἔχει νεκρωθεῖ. Συνάμα ἡ «ἀπολυταρχία τοῦ λογικοῦ» τείνει νὰ ἐπικρατήσει σ’ ἕνα σιδερένιο αἰώνα.
«Στὴν ἐποχή μας, γράφει ὁ Ἰω. Θεοδωρακόπουλος, ἔγιναν ὅλα μηχανικὰ καὶ ἀπρόσωπα, δηλαδὴ ἀνώνυμα, ἐξωτερικά⋅ ἔχασαν δηλαδὴ τὴν ἐσωτερικότητά τους. Καὶ ἡ ἀνωνυμία αὐτὴ εἶναι ἡ κύρια πηγὴ τῆς σύγχρονης διαφθορᾶς».
Ὑπάρχει λοιπὸν στὸν κόσμο ἡ ἀγωνία τοῦ ἀδιέξοδου, ἔτσι ὅπως τὴ δίδαξαν ὁ Νίτσε, ὁ Σάρτρ, ὁ Καζαντζάκης καὶ ἄλλοι πολλοί, οἱ ὁποῖοι ἔβγαλαν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῆς ἐγκοσμιότητας καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ;
Ὡστόσο ὁ «Ἐκκλησιαστής» λέει: «Τὸν Θεὸ φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος» (ἔχει καθῆκον κάθε ἄνθρωπος).
Ποὺ θὰ πεῖ ὅτι ὅποιος συνειδητὰ ζεῖ μέσα στὸ ἔδαφος καὶ στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνάμα βιώνει σωστὰ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, καμιὰ ὑπέρμετρη τραγικότητα, θλίψη, ἀδιέξοδο καὶ ἀπειλὴ δὲν πρέπει νὰ φωλιάζει στὴν καρδιά του. Κανένα δίλημμα δὲν πρέπει νὰ κάμψει τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ χριστιανοῦ στὸ Θεό. «Μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ πίστευε» μᾶς παραγγέλνε ὁ Κύριος.
Βέβαια, τοῦτοι οἱ καιροί, ἕνεκα τῆς μεγάλης πνευματικῆς τους καθίζησης ἀπαιτοῦν μία ξεχωριστὴ κατάθεση προσωπικῆς καὶ συλλογικῆς προσπάθειας, ἀφοῦ ἀκόμα καὶ ἡ ἁγιότητα ἀποτελεῖ ἕνα «λησμονημένο ὅραμα».
Καὶ εἶναι ἀρκετοὶ ἐκεῖνοι ποὺ νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ ἔχουν ποιότητα ζωῆς δίχως τρολέ (τὴν κεραία ποὺ ἀπὸ ἠλεκτροφόρο σύρμα δίνει κίνηση στὸ ὄχημα). Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ πιά, ὅτι τίποτα τὸ δημιουργικὸ δὲν μπορεῖ νὰ κινηθεῖ δίχως πίστη καὶ μάλιστα στὸν ἀληθινὸ Θεό. «Δίχως Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται» λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, καὶ βλέπουμε ποῦ πάει ὁ κόσμος σήμερα!
Ἐπίσης εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κίνηση καὶ διατήρηση τοῦ τρολὲ μὲ τὸν ἠλεκτροφόρο οὐρανό, δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸν κάνει πάντα μόνος του! Εἶναι ἀνίσχυρος ὑποκειμενικὰ καὶ συγκυριακά. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται βοήθεια. Θέλει διαλεκτικὴ ἐνίσχυση ἀπὸ φωτισμένες μορφές, ταπεινοὺς σηματοδότες, ταγοὺς καὶ ἁγίους. Οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ βαθιὰ πίστη καὶ τὴν ἔμπρακτη, χριστιανικὴ διδαχή τους, δίνουν ἐγγυημένες λύσεις στὰ πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
Ἄλλωστε «ἡ πίστη μας χωρὶς αὐτοὺς τοὺς ἁγίους παύει νὰ ὑφίσταται». Καὶ «ἂν λησμονήσουμε αὐτὴ τὴν ἁγιότητα δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία παρὰ ὁ ταυτισμός της μὲ τὸν κόσμο», γράφει ὁ Μητροπ. Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλας.
Μιὰ τέτοια μορφή, ἐπίκαιρης ἀναφορᾶς γιὰ τοὺς καιρούς μας, εἶναι καὶ ὁ ἁπλοϊκός, ταπεινὸς καὶ φτωχὸς (ἕως πένης) παπα-Νικόλας Πλανᾶς. Ὁ ὁποῖος βίωσε τὸ σκάνδαλο καὶ τὴ μωρία τῆς πίστης ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ἡ Γραφὴ ὄχι γιὰ τὶς κηρυχτικές, συγγραφικές, πατερικὲς ἢ θύραθεν γνώσεις του, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀδιατίμητη ταπεινότητά του, τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν πλησίον, καὶ κυρίως γιὰ τὴ λιτότητα τοῦ βίου του. Ἦταν ἕνας ἀληθινὸς «φίλος τῆς ὑπακοῆς» στὸ θέλημα καὶ μόνο τοῦ Θεοῦ, ὑπόδειγμα χριστιανικοῦ βίου καὶ ποιμένα ὁ ὁποῖος, στ’ ἀλήθεια, «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων».
Ὁ καλὸς αὐτὸς λευίτης ἔζησε καὶ ἐργάστηκε στὴν Ἀθήνα περισσότερα ἀπὸ ἑξήντα χρόνια καὶ κοιμήθηκε στὶς 2 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1932. Θεωροῦσε ὅμως πάντοτε τὸν ἑαυτό του Νάξιο καὶ περηφανευόταν γι’ αὐτό.
Ὁ Νικόλας Πλανᾶς γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ 1851 ἀπὸ γνωστὴ καὶ πολύκλαδη οἰκογένεια τῆς Χώρας. Καὶ μεγάλωσε πλάι στὸ σπίτι τοῦ ὀνομαστοῦ τέκνου τῆς Ναξίας Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, μέσα σ’ ἕνα κλίμα μυστικῆς ἔξαρσης ποὺ καλλιεργοῦσαν τότε ἔντονα οἱ Κολλυβάδες, οἱ πατέρες τοῦ Ἄθω καὶ οἱ Γέροντες τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἄλλωστε καὶ ὁ παπποὺς τοῦ Νικόλα Πλανᾶ ἀπὸ τὴν μητέρα του ἦταν ὀφφικιοῦχος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὁ οἰκονόμος Γεώργιος Μελισσουργός. (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Δημήτρη Φερούση «Ὁ παπακαλόγερος Νικόλαος Πλανᾶς», ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθήνα 1992).
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του στὰ 1868, ὁ Νικόλας Πλανᾶς μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του Αὐγουστίνα καὶ τὴ μικρὴ ἀδελφή του Σουσάνα «μετανάστεψε» στὴν Ἀθήνα. Ἀφοῦ στὸ μεταξύ, φέρνοντας μέσα του τὰ πλούσια βιώματα τῆς γενέθλιας γῆς καὶ τῆς οἰκογενειακῆς παράδοσης, εἶχε ἀποφασίσει τὴ σταδιοδρομία του!
Ὅταν ὁ Νικόλας Πλανᾶς ἔφυγε ἀπὸ τὸν λειμώνα τῆς ναξιακῆς γαλήνης καὶ ἦρθε στὴν Ἀθήνα, βρέθηκε ξαφνικὰ μέσα στὴ βαβούρα καὶ τὸ ἐγκόσμιο σκόρπισμα μιᾶς νέας Βαβυλώνας. Σ’ ἕνα κλίμα πρωτευουσιάνικης ἀσύνδετης, ταραγμένης καὶ ἀσυνάρτητης ζωῆς. Ἡ ὁποία δίχως συγκεκριμένη ταυτότητα, συνεχιζόταν πάνω στὰ χνάρια τῆς βαυαρικῆς καὶ ὀθωνικὴς ἄρνησης καὶ ἀμετροέπειας (μεγαλοστομίας). Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀθήνας, ὡς ἕνας ἄθλιος συρφετός, προσπαθοῦσαν, μιμούμενοι τὰ εὐρωπαϊκὰ κακέκτυπα ζωῆς, συμπεριφορᾶς καὶ φιλοσοφίας, νὰ συγκροτήσουν μία ἀτομικὴ καὶ συλλογικὴ συνείδηση. Σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τῆς πρωτεύουσας ἀναφέρεται ὁ Κονδυλάκης μὲ τοὺς «Ἄθλιους τῶν Ἀθηνῶν», ὁ Σουρῆς, ὁ Συνοδινὸς καὶ πολλοὶ ἄλλοι συγγραφεῖς. Ἀκόμα καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ποὺ ἔγραψε πικραμένος:«Φεῦ. Τίς μοι δώσει ὕδωρ καὶ δάκρυα; Ἀπὸ τὸν τόπον τῆς δοκιμασίας καὶ τὸν τόπον τῆς μικρῆς ἀναψυχῆς, ἦλθα εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ὅπου ἀπὸ πολλοῦ σύρω τὸν σταυρόν μου, μὴ ἔχων πλέον δυνάμεις νὰ τὸν βαστάζω εἰς τὴν πόλιν τῆς δουλοπαροικίας καὶ τῶν πλουτοκρατῶν. Ἔφθασα εἰς Ἀθήνας…»
Ἀλλὰ καὶ ὁ Κωστῆς Μπαστιᾶς δὲν φείδεται παρρησίας γιὰ νὰ περιγράψει τὴν κατάσταση τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀσυναρτησίας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν ἀλλοπρόσαλλη Ἀθήνα.
«Ὅ,τι ἱερὸ φυλάξαμε, γράφει, τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς ποδοπατιέται, ὅ,τι μᾶς κράτησε ὄρθιους, σὰν ἀσάλευτο ἀντιστήλι, γκρεμίζεται. Σὲ τέτοιο γιουρούσι τοῦ σατανᾶ, κάθε ὑποταγὴ εἶναι ἄρνηση τῆς πίστης καὶ παράδοση στὸ διάβολο».
Σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ἦρθε ὁ Νικόλας Πλανᾶς νὰ ζήσει καὶ νὰ καταθέσει τὸ ὑστέρημα τῆς καρδιᾶς του. Νὰ στηρίξει τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια μέσα ἀπὸ ταπείνωση καὶ ἀγάπη καὶ νὰ ἀνατρέψει πολλὲς κατεστημένες συνήθειες μέσα στὸ κέντρο τῆς ἀθηναϊκῆς ἀδιαφορίας καὶ τοῦ κυνικοῦ ἀθεϊσμοῦ. Νὰ ξαναδώσει τὴν ἱερότητα καὶ τὸν χαμένο ἐνθουσιασμὸ στὸν κόσμο τῆς θρησκευτικῆς, χριστιανικῆς λατρείας. Καὶ παρὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς λοιδορίες νὰ ἐγκαινιάσει μαζὶ μὲ τὸ φίλο του Παπαδιαμάντη καὶ τοὺς ἄλλους «Συμποτικούς» συντρόφους του, ἕνα νέο πνεῦμα ἐκκλησιαστικῆς καθαρότητας στὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης σὲ ἄρθρο του μοναδικό, μὲ τίτλο: «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων» ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ λεύκωμα «Ἡ Ἑλλὰς κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνας τοῦ 1896», μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραψε: «Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀξιαγάπητος. Εἶναι ἁπλοϊκὸς καὶ ἐνάρετος. Εἶναι ἄξιος τοῦ πρώτου τῶν μακαρισμῶν τοῦ Σωτῆρος».
Ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Νικόλα Πλανᾶ ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ πρῶτα στεφανώθηκε, στὶς 14 τοῦ Ἀπρίλη τοῦ 1879 καὶ τὸν Ἰούλιο χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Πλάκας, ἔμεινε γιὰ λίγα χρόνια νὰ ὑπηρετεῖ μὲ ξεχωριστὸ ἦθος στὸν ἴδιο Ναό. Καὶ στὴ συνέχεια, στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1884, χειροτονήθηκε σὲ Πρεσβύτερο στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου ὡς «Νικόλαος Πλανᾶς Ἱερεὺς ἐκ Νάξου» καὶ τοποθετήθηκε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη Βουλιαγμένης. Ἕνεκα ὅμως τοῦ ὅτι σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ εἶχε μόνο τρεῖς οἰκογένειες ποιμένων ὡς ἐνορίτες, λειτουργοῦσε τακτικότερα στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο, στὸ Μοναστηράκι, μὲ ψάλτες τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. Καὶ εἶχε τὴν ἱερὴ συνήθεια νὰ κάνει σχεδὸν καθημερινὲς λειτουργίες καὶ ἀγρυπνίες σὲ ὅλα τὰ ἐκκλησάκια τῆς Ἀθήνας καὶ ἔξω ἀπ’ αὐτή.
Ἰδιαίτερα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου ὅπου τὸ τυπικὸ ἦταν ἁγιορείτικο, πλούσιο σὲ κατάνυξη, συγκεντρώνονταν πάρα πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖες ἀργότερα ἔπαιξαν μεγάλο ρόλο στὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο τῆς Χώρας, ὅπως ἦταν: ὁ Νεκτάριος Κεφαλᾶς, ὁ Φιλόθεος Ζερβᾶκος, ὁ Φώτης Κόντογλου, πολλοὶ Ἐπίσκοποι καὶ ἁγιορεῖτες Γέροντες. Οἱ ὁποῖοι στὸ πρόσωπο τοῦ παπα-Νικόλα Πλανᾶ, τοῦ ὀλιγογράμματου καὶ ταπεινοῦ ἱερέα, ἔβρισκαν καὶ βίωναν τὴν «πρόγευση τῶν ἐσχάτων». Τὴν ἁγιότητα ὡς ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Ποὺ σημαίνει ὅτι μέσα στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι ὑπῆρχε εἰκονισμὸς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ μετοχὴ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ νοητὴ θέωση τῶν «μυσταγωγικῶς παρισταμένων».
Γιὰ τὸν παπα-Νικόλα Πλανᾶ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ θέμα ὑλικῶν ὠφελημάτων. Ἔνιωθε πάντοτε πλούσιος καὶ μόνο ὅτι ὑπηρετοῦσε τὸ Θυσιαστήριο ὡς ἱερέας Χριστοῦ καὶ ἁγίαζε τὸν κόσμο. Ζοῦσε σ’ ἕνα ταπεινὸ δωματιάκι στὸ σπίτι τῆς νύμφης του ἀπὸ τὸ γιό του Ἰωάννη, κάπου στὸ Κουκάκι (Γαργαρέττα). Φοροῦσε μόνιμα τὸ ἴδιο τριμμένο ρασάκι ἕως τὴν τελευτὴ τοῦ βίου του. Ἡ ὁποία ἔγινε, δίχως νὰ ἀρρωστήσει, τὴν Τσικνοπέμπτη τοῦ 1932, ἐνῷ εἶχε ξαπλώσει γιὰ νὰ κοιμηθεῖ.
Ἀργότερα γιὰ τὴ μοναδικότητα καὶ ἁγιότητα τοῦ Παπακαλόγερου Νικόλα Πλανᾶ, διαμορφώθηκε ἡ συνείδηση στὸ λαὸ ὅτι θαυματουργοῦσε. Καὶ ὅτι αὐτὸ συνέβη ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος Νικόλας Πλανᾶς δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο στὸ νοῦ του ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ διακονία τῶν συνανθρώπων του μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Κατὰ τὴν κηδεία του, ποὺ ἔγινε στὸν Ἅγιο Γιάννη Βουλιαγμένης, ὅπου ὁ ἀγαθὸς Πρεσβύτερος ὑπηρέτησε ἐπὶ πενήντα ἔτη, ἀκούστηκαν πολλοὶ ἐπαινετικοὶ λόγοι καὶ γράφτηκαν στὸν Τύπο κείμενα ποὺ μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἀφιλοκερδεία, τὴν ἁπλότητά του καὶ τὴν ἀπόλυτη καλοσύνη του. Τὸν ἐπικήδειο ἐκφώνησε ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κυρὸς Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Καὶ τὸ μεγάλο πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀπαίτησε νὰ γίνει ἡ περιφορὰ τοῦ σκηνώματός του σὲ ὅλη τὴν Πλάκα τῆς Ἀθήνας ὅπου ἔζησε καὶ διακόνησε.
Στὶς μέρες μας, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Νικολάου Πλανᾶ, εἶναι ἐπίκαιρη καὶ παραδειγματικὴ γιὰ τὸν Κλῆρο καὶ τὸ Λαό. Ἡ αὐτάρκειά του ἦταν πνευματική. Καὶ αὐτὸ τοῦ ἔδινε τὴ δυνατότητα νὰ αἰσθάνεται πλούσιος ἐνῷ ἦταν φτωχός. Νὰ ἔχει μόνιμα τὸν τρολὲ ἑνωμένο μὲ τὸν Οὐρανὸ καὶ δίχως κανένα φόβο νὰ ἀντιμετωπίζει ὅλες τὶς ἐξωτερικὲς συγκυρίες, οἱ ὁποῖες καὶ στὰ χρόνια του ἦταν πολὺ σκληρὲς καὶ πιεστικές, ὅπως καὶ στὶς μέρες μας! Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, μετὰ τὴν ἁγιοκατάταξή του, δίκαια ψάλλει:
«Πλανᾶς ὁ Νικόλαος,
ὁ ταπεινὸς πρεσβύτερος
ὤφθη ἐκλεκτὸς Χριστοῦ ἐργάτης,
μικρὸς τὸ δέμας,
πεφωτισμένος τὸν νοῦν,
πίστει σοφῶν ὑπερτερῶν,
ὄρθρῳ καὶ νυχθημερῶν τῷ φωτὶ αὐγαζόμενος».
« Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος.
Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ὁ Θεὸς ἐπέλεξε,
τὴν δ’ ἔπαρσιν τῶν σοφῶν τούτοις κατῄσχυνεν.
Εὐφραίνου ἡ ταπεινὴ Νάξος,
γενέθλη Πλανᾶ χρηματίσασα
Νικόλαον τὸν ἁπλοῦν
ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ ἡ ἐκθρέψασα…»
Συντεθημένο ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Πατρῶν Νικόδημο
Πηγή: Orthodox Fathers
Όταν κάποιος ξεκινάει για ένα ταξίδι θα πρέπει να ξέρει πού πηγαίνει. Αυτό συμβαίνει και με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω απ’ όλα η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι που προορισμός του είναι το Πάσχα, «η Εορτή Εορτών». Είναι η προετοιμασία για την «πλήρωση του Πάσχα, που είναι η πραγματική Αποκάλυψη». Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αρχίσουμε με την προσπάθεια να καταλάβουμε αυτή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη Σαρακοστή και το Πάσχα, γιατί αυτή αποκαλύπτει κάτι πολύ ουσιαστικό και πολύ σημαντικό για τη Χριστιανική πίστη και ζωή μας.
Άραγε είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι το Πάσχα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια γιορτή, πολύ πέρα από μια ετήσια ανάμνηση ενός γεγονότος που πέρασε; Ο καθένας που, έστω και μια μόνο φορά, έζησε αυτή τη νύχτα «τη σωτήριο, τη φωταυγή και λαμπροφόρο», που γεύτηκε εκείνη τη μοναδική χαρά, το ξέρει αυτό.
Αλλά τι είναι αυτή η χαρά; Γιατί ψέλνουμε στην αναστάσιμη λειτουργία: «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια»; Με ποια έννοια «εορτάζομεν» - καθώς ισχυριζόμαστε ότι το κάνουμε – «θανάτου την νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν...»;
Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις η απάντηση είναι: η νέα ζωή η οποία πριν από δυο χιλιάδες περίπου χρόνια «ανέτειλεν εκ του τάφου», προσφέρθηκε σε μας, σε όλους εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό. Μάς δόθηκε τη μέρα που βαπτιστήκαμε, τη μέρα δηλαδή που όπως λέει ο Απ. Παύλος: «...συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4).[...]
Μήπως όμως δε χάνουμε πολύ συχνά και δεν προδίνουμε αυτή τη «νέα ζωή» που λάβαμε σαν δώρο, και στην πραγματικότητα ζούμε σαν να μην αναστήθηκε ο Χριστός και σαν να μην έχει νόημα για μάς αυτό το μοναδικό γεγονός; Και όλα αυτά εξαιτίας της αδυναμίας μας, της ανικανότητάς μας, και ζούμε σταθερά με «πίστη, ελπίδα και αγάπη» στο επίπεδο εκείνο που μάς ανέβασε ο Χριστός όταν είπε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού». Απλούστατα εμείς ξεχνάμε όλα αυτά γιατί είμαστε τόσο απασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στις καθημερινές έγνοιες μας και ακριβώς επειδή ξεχνάμε, αποτυχαίνουμε. Μέσα σ’ αυτή τη λησμοσύνη, την αποτυχία και την αμαρτία η ζωή μας γίνεται ξανά «παλαιά», ευτελής, σκοτεινή και τελικά χωρίς σημασία, γίνεται ένα χωρίς νόημα ταξίδι για ένα χωρίς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε να ξεχνάμε ακόμα και το θάνατο και τελικά, εντελώς αιφνιδιαστικά, μέσα στις «απολαύσεις της ζωής» μάς έρχεται τρομακτικός, αναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεί κατά καιρούς να παραδεχόμαστε τις ποικίλες «αμαρτίες» μας και να τις εξομολογούμαστε, όμως εξακολουθούμε να μην αναφέρουμε τη ζωή μας σ’ εκείνη τη νέα ζωή που ο Χριστός αποκάλυψε και μάς έδωσε. Πραγματικά ζούμε σαν να μην ήρθε ποτέ Εκείνος. Αυτή είναι η μόνη πραγματική αμαρτία, η αμαρτία όλων των αμαρτιών, η απύθμενη θλίψη και τραγωδία όλων των κατ’ όνομα χριστιανών.
Αν το αναγνωρίζουμε αυτό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι το Πάσχα και γιατί χρειάζεται και προϋποθέτει τη Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατί τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και όλος ο κύκλος των Ακολουθιών της υπάρχουν, πρώτα απ’ όλα, για να μάς βοηθήσουν να ξαναβρούμε το όραμα και την γεύση αυτής της νέας ζωής, που τόσο εύκολα χάνουμε και προδίνουμε, και ύστερα να μπορέσουμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην Εκκλησία. Πώς είναι δυνατόν να αγαπάμε και να επιθυμούμε κάτι που δεν το ξέρουμε; Πώς μπορούμε να βάλουμε πάνω από καθετί άλλο στη ζωή μας κάτι που ποτέ δεν έχουμε δει και δεν έχουμε χαρεί; Με άλλα λόγια: πώς μπορούμε, πώς είναι δυνατόν να αναζητήσουμε μια Βασιλεία για την οποία δεν έχουμε ιδέα; Η λατρεία της Εκκλησίας ήταν από την αρχή και είναι ακόμα και τώρα η είσοδος και η επικοινωνία μας με τη νέα ζωή της Βασιλείας. Και στο κέντρο της λειτουργικής ζωής, σαν καρδιά της και μεσουράνημά της – σαν ήλιος που οι ακτίνες του διαπερνούν καθετί - είναι το Πάσχα. Το Πάσχα είναι η πόρτα, ανοιχτή κάθε χρόνο, που οδηγεί στην υπέρλαμπρη Βασιλεία του Χριστού, είναι η πρόγευση της αιώνιας χαράς που μάς περιμένει, είναι η δόξα της νίκης η οποία από τώρα, αν και αόρατη, πλημμυρίζει όλη την κτίση: «νικήθηκε ο θάνατος».
Ολόκληρη η λατρεία της Εκκλησίας είναι οργανωμένη γύρω από το Πάσχα, γι’ αυτό και ο λειτουργικός χρόνος, δηλαδή η διαδοχή των εποχών και των εορτών, γίνεται ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα στο Πάσχα, που είναι το Τέλος και που ταυτόχρονα είναι η Αρχή. Είναι το τέλος όλων αυτών που αποτελούν τα «παλαιά» και η αρχή της «νέας ζωής», μια συνεχής «διάβαση» από τον «κόσμο τούτο» στην Βασιλεία που έχει αποκαλυφτεί «εν Χριστώ».
Παρ’ όλα αυτά η «παλαιά» ζωή, η ζωή της αμαρτίας και της μικρότητας, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί και ν’ αλλάξει. Το Ευαγγέλιο περιμένει και ζητάει από τον άνθρωπο να κάνει μια προσπάθεια η οποία, στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος, είναι ουσιαστικά απραγματοποίητη. Αντιμετωπίζουμε μια πρόκληση. Το όραμα, ο στόχος, ο τρόπος της νέας ζωής είναι για μάς μια πρόκληση που βρίσκεται τόσο πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας!
Γι’ αυτό, ακόμα και οι Απόστολοι, όταν άκουσαν τη διδασκαλία του Κυρίου Τον ρώτησαν απελπισμένα: «τις άρα δύναται σωθήναι;» (Ματθ. 19,26). Στ’ αλήθεια δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ απαρνηθείς ένα ασήμαντο ιδανικό ζωής καμωμένο με τις καθημερινές φροντίδες, με την αναζήτηση των υλικών αγαθών, με την ασφάλεια και την απόλαυση και να δεχτείς ένα άλλο ιδανικό ζωής το οποίο βέβαια δεν στερείται καθόλου τελειότητας στο σκοπό του: «Γίνεσθε τέλειοι ως ο Πατήρ ημών εν ουρανοίς τέλειος εστίν». Αυτός ο κόσμος με όλα του τα «μέσα» μάς λέει: να είσαι χαρούμενος, μην ανησυχείς, ακολούθα τον «ευρύ» δρόμο. Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει: διάλεξε το στενό δρόμο, αγωνίσου και υπόφερε, γιατί αυτός είναι ο δρόμος για τη μόνη (genuine) αληθινή ευτυχία. Και αν η Εκκλησία δεν βοηθήσει πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτή τη φοβερή εκλογή; Πώς μπορούμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην υπέροχη υπόσχεση που μας δίνεται κάθε χρόνο το Πάσχα; Ακριβώς αυτή είναι η στιγμή που εμφανίζεται η Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτή είναι η «χείρα βοηθείας» που απλώνει σε μάς η Εκκλησία. Είναι το σχολείο της μετάνοιας που θα μάς δώσει δύναμη να δεχτούμε το Πάσχα όχι σαν μια απλή ευκαιρία να φάμε, να πιούμε, ν’ αναπαυτούμε, αλλά, βασικά, σαν το τέλος των «παλαιών» που είναι μέσα μας και σαν είσοδό μας στο «νέο».
Στην αρχαία Εκκλησία ο βασικός σκοπός της Σαρακοστής ήταν να προετοιμαστούν οι «Κατηχούμενοι», δηλαδή οι νέοι υποψήφιοι χριστιανοί, για το βάπτισμα που, εκείνο τον καιρό, γίνονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας. Αλλά ακόμα και τώρα που η Εκκλησία δεν βαφτίζει πια τους χριστιανούς σε μεγάλη ηλικία και ο θεσμός της κατήχησης δεν υπάρχει πια, το βασικό νόημα της Σαρακοστής παραμένει το ίδιο. Γιατί, αν και είμαστε βαφτισμένοι, εκείνο που συνεχώς χάνουμε και προδίνουμε είναι ακριβώς αυτό που λάβαμε στο Βάπτισμα. Έτσι το Πάσχα για μάς είναι η επιστροφή, που κάθε χρόνο κάνουμε στο βάπτισμά μας και επομένως η Σαρακοστή είναι η προετοιμασία μας γι’ αυτή την επιστροφή –η αργή αλλά επίμονη προσπάθεια να πραγματοποιήσουμε τελικά τη δική μας «διάβαση», το «Πάσχα» μας στη νέα εν Χριστώ ζωή. Το ότι, καθώς θα δούμε, οι Ακολουθίες στη σαρακοστιανή λατρεία διατηρούν ακόμα και σήμερα τον κατηχητικό και βαπτιστικό χαρακτήρα, δεν είναι γιατί διατηρούνται «αρχαιολογικά» απομεινάρια, αλλά είναι κάτι ζωντανό και ουσιαστικό για μας. Γι’ αυτό κάθε χρόνο η Μεγάλη Σαρακοστή και το Πάσχα είναι, μια ακόμη φορά, η ανακάλυψη και η συνειδητοποίηση του τι γίναμε με τον «δια βαπτίσματος» μας θάνατο και την ανάσταση.
Ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα! Καθώς το αρχίζουμε, καθώς κάνουμε το πρώτο βήμα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής βλέπουμε –μακριά, πολύ μακριά- τον προορισμό. Είναι η χαρά της Λαμπρής, είναι η είσοδος στη δόξα της Βασιλείας. Είναι αυτό το όραμα, η πρόγευση του Πάσχα, που κάνει τη λύπη της Μεγάλης Σαρακοστής χαρά, Φως, και τη δική μας προσπάθεια μια «πνευματική άνοιξη». Η νύχτα μπορεί να είναι σκοτεινή και μεγάλη, αλλά σε όλο το μήκος του δρόμου μια μυστική και ακτινοβόλα αυγή φαίνεται να λάμπει στο ορίζοντα. «Μη καταισχύνης ημάς από της προσδοκίας ημών, Φιλάνθρωπε!»
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού
Ανάμεσα σʹ όλες τις προσευχές και τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής μια σύντομη προσευχή μπορεί να oνομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σ' έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον γιο Εφραίμ το Σύρο. Να τα κείμενο της προσευχής:
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δως.
Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής, και αγάπης χάρισε μοι τω σω δούλω.
Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου˙ ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Σαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή (δεν τη λέμε το Σάββατο και την Κυριακή, όπως θα δούμε και πιο κάτω, γιατί οι ακολουθίες αυτές τις δύο μέρες δεν έχουν το τυπικό της Σαρακοστής). Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μια μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «ελέησαν με τον αμαρτωλόν». Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής.
Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μʹ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ' όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό.
Η βασική ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατό νʹ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματική πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει τη ζωή μας μια απέραντη πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή.
Το αποτέλεσμα της «αργίας », είναι η λιποψυχία. Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στʹ αλήθεια μια δαιμονική δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικά ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο˙ γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής, γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ' αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να τα επιθυμήσει.
Πνεύμα φιλαρχίας! φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντας την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν νʹ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα. Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς το Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση. Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω να εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους «άλλους». Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους. Έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία.
Τέλος είναι η αργολογία. Απ' όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σʹ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της Θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφτηκε σαν Λόγος (Ιωάν. 1,1). Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει , ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι το μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για το δαιμονικό ψέμα. Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη Θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. Ενισχύει την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας.
Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γιʹ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου. Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας που πάλι είναι τέσσερις.
Σωφροσύνη! Αν δεν περιορίσουμε - πράγμα που συχνά και πολύ λαθεμένα γίνεται - την έννοια της λέξης «σωφροσύνη» μόνο στη σαρκική σημασία της, θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν τα θετικό αντίστοιχο της λέξης «αργία». «Αργία» πρώτα απ' όλα, είναι η αδράνεια, το σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητας μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά . Επομένως αυτή η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια. Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη από τη σαρκική διαφθορά είναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά άλλου δεν φαίνεται καλύτερα παρά στη σαρκική επιθυμία, που είναι αλλοτρίωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Χριστός επαναφέρει την «ολότητα» (τη σωφροσύνη) μέσα μας και το κάνει αυτά αποκαθιστώντας την αληθινή κλίμακα των άξιων, με το να μας οδηγεί πίσω στο Θεό.
Ο πρώτος και υπέροχος καρπός της σωφροσύνης είναι η ταπεινοφροσύνη. Ήδη έχουμε μιλήσει γιʹ αυτή. Πάνω απ' όλα είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας, η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο συνήθως ζούμε . Μόνη η ταπεινοφροσύνη είναι άξια της αλήθειας∙ μόνο μʹ αυτή δηλαδή μπορεί κανείς να δει και να δεχτεί τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το Θεό, το μεγαλείο Του, την καλοσύνη Του και την αγάπη Του στο καθετί. Να γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».
Μετά τη σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, κατά φυσικό τρόπο, ακολουθεί η υπομονή. Ο «φυσικός» ή «πεπτωκώς» άνθρωπος είναι ανυπόμονος, γιατί είναι τυφλός για τον εαυτό του, και βιαστικός στο να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με διασπασμένη, ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, μετράει τα πάντα με βάση τις δικές του προτιμήσεις και τις δικές του ιδέες. Αδιαφορεί για τον καθένα γύρω του εκτός από τον εαυτό του, θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τη στιγμή. Υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός όχι γιατί είναι «συγκαταβατικός» αλλά γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων, γιατί η εσωτερική πραγματικότητα τους, την οποία εμείς με την τυφλότητα μας δεν μπορούμε να δούμε, είναι ανοιχτή σʹ Αυτόν. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε και τόσο πιο πολύ αντανακλούμε αυτή την απέραντη εκτίμηση για όλα τα όντα, πράγμα που είναι η κύρια ιδιότητα του Θεού.
Τέλος, το αποκορύφωμα και ο καρπός όλων των αρετών, κάθε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αγάπη που, όπως έχουμε πει, μπορεί να δοθεί μόνο από το Θεό, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.
Όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην τελική αίτηση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ με την οποία ζητάμε: «...δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου...» . Εδώ τελικά δεν υπάρχει παρά μόνο ένας κίνδυνος: η υπερηφάνεια. Υπερηφάνεια είναι η πηγή του κάκου και όλο το κακό είναι η υπερηφάνεια. Παρʹ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για μένα να βλέπω τα «εμά πταίσματα » γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια. Τα πατερικά κείμενα είναι γεμάτα από προειδοποιήσεις για την ύπουλη μορφή ψευτοευσέβειαςη οποία στην πραγματικότητα με το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά δαιμονική υπερηφάνεια. Αλλά όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, όταν με άλλα λόγια, η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη γίνονται ένα σε μας, τότε και μόνο τότε ο αιώνιος εχθρός - η υπερηφάνεια - θʹ αφανιστεί μέσα μας.
Μετά από κάθε αίτηση στην προσευχή τούτη κάνουμε μια μετάνοια (γονυκλισία). Οι μετάνοιες δεν περιορίζονται στην προσευχή του Αγίου Εφραίμ αλλά αποτελούν ένα από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά ολόκληρης της λατρείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ πάντως το νόημά τους αποκαλύπτεται περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού.
Στη συνεχή και δύσκολη προσπάθεια της πνευματικής ανάρρωσης, η Εκκλησία δεν ξεχωρίζει την ψυχή από το σώμα. Ο όλος άνθρωπος απομακρύνθηκε από το Θεό∙ ο όλος άνθρωπος πρέπει να ανορθωθεί, ο όλος άνθρωπος πρέπει να γυρίσει. Η καταστροφή της αμαρτίας υπάρχει όταν νικάει η σάρκα - το ζωώδες, το παράλογο, η σαρκική επιθυμία μέσα μας - τα πνευματικό και το θείο. Αλλά τα σώμα είναι δοξασμένο, το σώμα είναι άγιο, τόσο άγιο που ο ίδιος ο Θεός «σαρξ εγένετο». Η σωτηρία και η μετάνοια, επομένως, δεν είναι η περιφρόνηση του σώματος ούτε η παραμέλησή του, αλλά είναι αποκατάσταση του σώματος στην πραγματική του λειτουργικότητα που είναι η έκφραση και η ζωή του πνεύματος, ο ναός της ανεκτίμητης ανθρώπινης ψυχής. Η χριστιανική ασκητική είναι αγώνας όχι κατά αλλά υπέρ του σώματος. Γιʹ αυτό το λόγο ο όλος άνθρωπος - ψυχή και σώμα - μετανοεί. Το σώμα παίρνει μέρος στην προσευχή της ψυχής καθώς αυτή προσεύχεται μέσα στο σώμα και δια του σώματος. Έτσι οι γονυκλισίες, τα «ψυχοσωματικά» δείγματα της μετάνοιας, της ταπεινοφροσύνης, της λατρείας και της υπακοής, είναι μια ιεροτελεστία κατʹ εξοχήν της Μεγάλης Σαρακοστής.
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Πώς θα μπορούσε η Μεγάλη Σαρακοστή να έχει όχι μια απλή επιφανειακή, αλλά μια αληθινή επίδραση στην ύπαρξή μας; Πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τη διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με τη Μεγάλη Σαρακοστή όπως μας μεταδίδεται κυρίως μέσα από τη λατρεία αυτής της περιόδου;
Τούτη η ζωή είναι πολύ διαφορετική από τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που ζούσαν τον καιρό που γράφονταν αυτοί οι ύμνοι και οι Ακολουθίες και συντάσσονταν οι κανόνες και τα τυπικά. Ζούσε τότε κανείς σε μια σχετικά μικρή και βασικά αγροτική κοινωνία, μέσα σ' ένα οργανωμένο ορθόδοξο κόσμο και η Εκκλησία διαμόρφωνε το γενικό ρυθμό της ζωής του. Τώρα όμως ζούμε σε τεράστια αστικά κέντρα, σε τεχνοκρατούμενες κοινωνίες, πληθωρικές στα θρησκευτικά «πιστεύω» τους με εκκοσμικευμένες απόψεις για τον κόσμο, και μέσα σ' αυτές εμείς οι ορθόδοξοι αποτελούμε μια ασήμαντη μειονότητα. Η Μεγάλη Σαρακοστή δεν είναι πια «αισθητή», όπως ήταν παλιά στην Ελλάδα ή στην Ρωσία, ας πούμε. Η ερώτησή μας λοιπόν είναι πολύ ουσιαστική: πώς μπορούμε εμείς -πέρα από το να κάνουμε μια ή δυο «συμβατικές» αλλαγές στην καθημερινή ζωή μας - να τηρήσουμε τή Σαρακοστή;
Είναι φανερό, λόγου χάρη, ότι για τους πιο πολλούς από τους πιστούς το να παρακολουθούν καθημερινά τις Ακολουθίες αυτής της περιόδου είναι πέρα από κάθε συζήτηση. Εξακολουθούν, φυσικά να εκκλησιάζονται την Κυριακή, αλλά, όπως έχουμε πει, τις Κυριακές της Σαρακοστής η Θεία Λειτουργία, τουλάχιστον εξωτερικά, δεν αντανακλά κάτι από τη Μεγάλη Σαρακοστή και έτσι δεν μπορεί κανείς να έχει ούτε καν την αίσθηση του λατρευτικού τυπικού της Σαρακοστής, δεδομένου μάλιστα ότι η λατρεία είναι το μόνο μέσο που μας μεταφέρει στο πνεύμα της Σαρακοστής.
Και εφ' όσον η Σαρακοστή με κανένα τρόπο δεν χρωματίζει τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε, δεν είναι ν' απορεί κανείς που αρνητικά καταλαβαίνουμε τη Σαρακοστή, δηλαδή, σαν μια περίοδο στην οποία απαγορεύονται μερικά πράγματα, όπως το κρέας, τα λίπη, οι χοροί και οι διασκεδάσεις. Η συνηθισμένη ερώτηση: «τι προσπαθείς να στερηθείς τούτη τη Σαρακοστή;» συνοψίζει τέλεια την αρνητική προσέγγιση της Σαρακοστής. Σαν θετική προσέγγιση, θεωρείται η αντίληψη ότι η Σαρακοστή είναι ο καιρός για την πραγματοποίηση της ετήσιας «υποχρέωσης» της Εξομολόγησης και της θείας Κοινωνίας («... και όχι αργότερα από την Κυριακή των Βαΐων...» έγραφε ένα φυλλαδιάκι μιας ενορίας). Και αφού εκπληρωθεί αυτή η υποχρέωση τότε το υπόλοιπο της Σαρακοστής φαίνεται να χάνει όλα τα θετικά νοήματα.
Έτσι είναι φανερό ότι έχει αναπτυχθεί μια, μάλλον βαθιά, διαφωνία ανάμεσα στο πνεύμα ή τη «θεωρία» της Σαρακοστής, που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε με βάση τη λατρεία, και στην κοινή και συνηθισμένη αντίληψη που επικρατεί και υποστηρίζεται όχι μόνο από τους λαϊκούς αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους κληρικούς. Γιατί είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολο να περιορίσεις κάτι πνευματικό μέσα σε κάτι τυπικό παρά ν' αναζητήσεις το πνευματικό μέσα στο τυπικό.
Μπορούμε να πούμε, χωρίς καμιά υπερβολή, ότι αν και η Μεγάλη Σαρακοστή "τηρείται" ακόμα, όμως έχει χάσει την επίδρασή της στη ζωή μας, σταμάτησε να είναι το λουτρό της μετανοίας και της ανανέωσης που είχε σαν σκοπό της, σύμφωνα με τη λειτουργική καί πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αλλά τότε, μπορούμε άραγε να ξαναβρούμε και να ξανακάνουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή μια πνευματική δύναμη για την καθημερινή πραγματικότητα της ύπαρξής μας;
Η απάντηση σ' αυτή την ερώτηση εξαρτάται πρώτα πρώτα - θα έλεγα και μοναδικά - από το αν επιθυμούμε να πάρουμε στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή ή όχι. Όσο και αν είναι νέες ή διαφορετικές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε σήμερα, όσο και αν είναι πραγματικές οι δυσκολίες και τα εμπόδια που υψώνονται από το σύγχρονο κόσμο μας, τίποτε απ' αυτό δεν αποτελεί αμετάκλητο εμπόδιο, τίποτε δεν κάνει τη Μεγάλη Σαρακοστή «αδύνατη».
Η πραγματική αιτία για την οποία βαθμιαία χάνουμε την επίδραση της Σαρακοστής στη ζωή μας βρίσκεται βαθύτερα. Είναι η δική μας συνειδητή ή ασυνείδητη μείωση της θρησκείας σε ένα επιπόλαιο τυπικισμό και συμβολισμό, πράγμα που αποτελεί ακριβώς το ξεστράτισμα και μετριάζει τη σοβαρότητα των απαιτήσεων της θρησκείας από τη ζωή μας, την αίτηση για δέσμευση και προσπάθεια.
Αυτή η μείωση, θα πρέπει να προσθέσουμε, είναι, κατά κάποιο τρόπο, ιδιόμορφη στην Ορθοδοξία. Οι χριστιανοί της Δύσης, Καθολικοί ή Προτεστάντες, όταν αντιμετωπίζουν αυτό που εκείνοι θεωρούν «αδύνατον» αλλάζουν την ίδια τη θρησκεία, την «προσαρμόζουν» στις νέες συνθήκες έτσι ώστε να την κάνουν «εφαρμόσιμη». Πρόσφατα, λόγου χάρη, είδαμε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πρώτα να ελαττώνει τη νηστεία στο κατώτατο όριο και ύστερα να την ξεφορτώνεται τελείως.
Με σωστή και δικαιολογημένη αγανάκτηση, καταγγέλλουμε μια τέτοια «προσαρμογή» σαν προδοσία της χριστιανικής παράδοσης και σαν περιορισμό στο ελάχιστο της χριστιανικής πίστης. Και πραγματικά, η αλήθεια και η δόξα της Ορθοδοξίας είναι ότι δεν «προσαρμόζεται» και δεν συμβιβάζεται με τις χαμηλότερες επιδιώξεις και δεν κάνει το Χριστιανισμό «εύκολο». Αυτό είναι η δόξα για την Ορθοδοξία αλλά φυσικά, όχι για μας, τους ορθόδοξους.
Δεν είναι σήμερα, ούτε και χθες, αλλά πολύ παλιότερα που βρήκαμε ένα τρόπο να συμφιλιώνουμε τις απόλυτες απαιτήσεις της Εκκλησίας με την ανθρώπινη αδυναμία μας• και αυτό δεν γίνεται μόνο με «απώλεια του προσώπου» αλλά και με πρόσθετες αφορμές για αυτοδικαίωση και ήσυχη συνείδηση. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων συμβατικά, και ο συμβολικός τυπικισμός που διαποτίζει σήμερα όλη τη θρησκευτική μας ζωή. Έτσι, λόγου χάρη, δε θα σκεπτόμασταν ποτέ να αναθεωρήσουμε τη Λειτουργία μας και τους μοναστικούς κανονισμούς της -Θεός φυλάξοι!- θα συνεχίζαμε όμως να ονομάζουμε την Ακολουθία της μιας ώρας «ολονύκτια αγρυπνία» και υπερήφανα θα εξηγούσαμε ότι αυτή είναι η ίδια Ακολουθία που έκαναν οι μοναχοί στη Λαύρα του Αγίου Σάββα τον 9ο αιώνα!
Σε σχέση με τη Μεγ. Σαρακοστή, αντί να κάνουμε ουσιαστικές ερωτήσεις -«τι είναι νηστεία; ή «τι είναι Σαρακοστή»;- εμείς ικανοποιούμαστε με τα σύμβολά της. Στα εκκλησιαστικά περιοδικά και φυλλάδια εμφανίζονται συνταγές για «ένα υπέροχο νηστήσιμο πιάτο»! Μπορεί ακόμα η ενορία και να συγκεντρώσει μερικά πάρα πάνω χρήματα οργανώνοντας ένα καλοδιαφημισμένο «σαρακοστιανό γεύμα».
Είναι τόσα πολλά εκείνα που στις εκκλησίες μας εξηγούνται συμβολικά σαν ενδιαφέροντα, πολύχρωμα και διασκεδαστικά έθιμα και παραδόσεις, σαν κάτι δηλαδή που μας δένει όχι τόσο πολύ με τον Θεό και με μια νέα ζωή «εν Αυτώ», όσο με το παρελθόν και τις συνήθειες των προγόνων μας, ώστε γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να διακρίνουμε πίσω απ' αυτά τα λαϊκά έθιμα τη σοβαρότητα της θρησκείας σε όλη της την έκταση.
Θέλω να τονίσω ότι δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο στα διάφορα έθιμα. Όταν αυτά πρωτοεμφανίστηκαν ήταν τα μέσα με τα οποία η κοινωνία μπορούσε να δείξει ότι έπαιρνε στα σοβαρά τη θρησκεία. Τότε τα έθιμα δεν ήταν σύμβολα, αλλά η ίδια η ζωή. Αυτό που συνέβηκε πάντως ήταν το ότι καθώς άλλαξε η ζωή και έπαψε λίγο λίγο η θρησκεία να τη διαμορφώνει στην ολότητά της, λίγα από τα έθιμα διασώθηκαν σαν σύμβολα ενός τρόπου ζωής που δεν υπήρχε πια. Και αυτό που διασώθηκε ήταν εκείνο που, αφ' ενός είναι έντονα ζωντανό και αφ' ετέρου είναι λιγότερο δύσκολο.
Ο πνευματικός κίνδυνος εδώ είναι ότι σιγά σιγά αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει τη θρησκεία σαν ένα σύστημα από σύμβολα και έθιμα μάλλον, παρά να ερμηνεύει όλα αυτά σαν μια πρόκληση για πνευματική ανανέωση και προσπάθεια. Μεγαλύτερη είναι η προσπάθεια που γίνεται για να προετοιμάζονται νηστίσιμα φαγητά ή για το πασχαλινό τραπέζι, παρά για τη νηστεία και τη συμμετοχή στην πνευματική πραγματικότητα του Πάσχα. Αυτό σημαίνει ότι, όσο τα έθιμα και οι παραδόσεις δεν συνδεθούν και πάλι με τη γενική θρησκευτική αντίληψη από την οποία προέρχονται, όσο δηλαδή δεν παίρνουμε στα σοβαρά τα σύμβολα, η Εκκλησία θα παραμένει χωρισμένη από τη ζωή και δεν θα την επηρεάζει καθόλου. Αντί να παριστάνουμε με σύμβολα την «πλούσια κληρονομιά» μας καιρός είναι ν' αρχίσουμε να την ενσωματώνουμε στην καθημερινή ζωή μας.
Το να πάρουμε λοιπόν στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή σημαίνει ότι θα τη θεωρούμε, πρώτα απ' όλα με την πιο βαθιά έννοια, μια πνευματική πρόκληση που απαιτεί αντίδραση, απόφαση, πρόγραμμα και συνεχή προσπάθεια. Kαι ακριβώς για το λόγο αυτό, όπως ξέρουμε, θεσπίστηκαν από την Εκκλησία οι εβδομάδες προετοιμασίας για τη Μεγάλη Σαρακοστή. Η περίοδος αυτή είναι καιρός για δράση, για απόφαση, για προγραμματισμό. Και ο καλύτερος και ευκολότερος τρόπος είναι ν' ακολουθήσουμε την καθοδήγηση της Εκκλησίας που είναι η μελέτη και ο στοχασμός πάνω στα πέντε ευαγγελικά θέματα που μας προσφέρονται τις πέντε Κυριακές της περιόδου πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Τα θέματα αυτά είναι: η διακαής επιθυμία (Ζακχαίος), η ταπείνωση (Τελώνης και φαρισαίος), επιστροφή από την εξορία (Άσωτος), η κρίση (Κυριακή της Απόκρεω) και η συγχωρητικότητα (Κυριακή της Τυροφάγου). Αυτές οι ευαγγελικές περικοπές δεν διαβάζονται μόνο και μόνο για ν' ακουστούν στην Εκκλησία• σκοπός είναι να τις «πάρω μαζί μου στο σπίτι» και να στοχαστώ πάνω σ' αυτές σχετίζοντάς τις μάλιστα με τη ζωή μου, την οικογενειακή μου κατάσταση, τις επαγγελματικές υποχρεώσεις μου, το ενδιαφέρον μου για τα υλικά πράγματα, τις σχέσεις μου με τους συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους ζω. Αν σ' αυτή την προσπάθεια περισυλλογής προσθέσει κανείς και την προσευχή αυτής της περιόδου: «της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλαις ζωοδότα...» και τον ψαλμό 136 «επί των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν...» μπορεί να καταλάβουμε τι σημαίνει να «νιώθεις ότι είσαι με την Εκκλησία», και πώς μπορεί μια λειτουργική περίοδος να χρωματίσει τη καθημερινή ζωή.
Επίσης είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να διαβάσει κανείς κάποιο θρησκευτικό βιβλίο. Ο σκοπός δε αυτού του διαβάσματος δεν είναι μόνο ν' αυξήσουμε τις θρησκευτικές γνώσεις μας• είναι βασικά να καθαρίσουμε το μυαλό μας απ' όλα όσα συνήθως το πλημμυρίζουν. Είναι πραγματικά απίστευτο πόσο στο μυαλό μας συνωστίζονται όλων των ειδών οι έννοιες, τα ενδιαφέροντα, οι αγωνίες και οι εντυπώσεις και πόσο ελάχιστο έλεγχο ασκούμε πάνω σ' όλα αυτά. Διαβάζοντας ένα θρησκευτικό βιβλίο συγκεντρώνουμε την προσοχή μας σε κάτι εντελώς διαφορετικό από το συνηθισμένο περιεχόμενο των σκέψεών μας• δημιουργείται έτσι μια άλλη διανοητική και πνευματική ατμόσφαιρα. Όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι «συνταγές», ίσως να υπάρχουν άλλοι τρόποι για να προετοιμαστεί κανείς για τη Σαρακοστή.
Το βασικό σημείο είναι ότι, στη διάρκεια αυτής της περιόδου βλέπουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν να βρίσκεται σε κάποια απόσταση, σαν κάτι δηλαδή που ακόμα έρχεται και που μας το στέλνει ο ίδιος ο Θεός σαν ευκαιρία για αλλαγή, για ανανέωση, για εμβάθυνση, και ότι παίρνουμε αυτή την επερχόμενη ευκαιρία πολύ στα σοβαρά.
Έτσι, όταν την Κυριακή της Συγγνώμης αφήνουμε το σπίτι μας και πάμε στον Εσπερινό, μπορεί να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας - έστω και για λίγο - τα λόγια από το Μεγάλο Προκείμενο που ανοίγει τη Μεγάλη Σαρακοστή:
Mη αποστρέψης το πρόσωπόν σου
από του παιδός σου, ότι θλίβομαι...
Πηγή: (Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας), Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...