
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´:
Βίος καὶ Μαρτύριον τῶν Ἁγίων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Πολυχρονίας.
α´
Ἡ πανύμνητος ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρός μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ἐπὶ γῆς παρουσία καὶ βασιλεία Του ἔλαμπε ἤδη σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τὴν ἐποχὴ τῆς πανίσχυρης ρωμαϊκῆς κυριαρχίας . Ἠ κυριαρχία της ἁπλωνόνταν σὲ ὅλο σχεδὸν τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Τὸ θεῖο ὅμως καὶ σωτήριο κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ μὲν τοὺς Ἰουδαίους ἦταν σκάνδαλο, γιὰ δὲ τοὺς ἐθνικοὺς μωρία. Γι᾿ αὐτό, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν, ἐδίωξαν, μὲ μῖσος καὶ μανία, τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ.
Σκληροὶ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες αἱματοκύλησαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Στὰ μαρτυρικὰ καὶ ματωμένα αὐτὰ χρόνια βασίλευσε ὁ ἄγριος καὶ αἱμοβόρος Διοκλητιανός (284-305). Σκληροί, ἐπίσης, ἦταν καὶ οἱ συνάρχοντές του Αὔγουστος, Μαξιμιανὸς Αὐρήλιος (293-305), καθὼς καὶ ὁ γαμπρός του Καῖσαρ Γαλέριος Μαξιμιανός. Ἀκόμα ὁ Μαξέντιος καὶ ὁ Μαξιμίνος. Ἡ βασιλεία τοῦ Διοκλητιανοῦ ἔμεινε στὴν ἱστορία, γιὰ τοὺς φοβεροὺς διωγμούς της ὡς ἡ «ἐποχὴ τῶν Μαρτύρων».
* * *
Αὐτοὺς τοὺς χρόνους ζῆ ἕνας Ἕλληνας συγκλητικός, στρατηλάτης στὸ ἀξίωμα, ὁ Γερόντιος. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσημη γενιά.
Σὲ κάποιο παλιὸ χειρόγραφο ἀναφέρεται ὅτι γεννήθηκε στὴν Σεβαστούπολη τῆς Μικρῆς Ἀρμενίας. Ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ κάθε μέρα προσευχόταν στοὺς ψεύτικους θεούς, μὲ σπονδές, θυμιάματα καὶ θυσίες. Ἡ σύζυγός του ὀνομαζόταν Πολυχρονία καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν γνωστὴ Λύδδα (Διόσπολη) τῆς Παλαιστίνης. Ἀπὸ φημισμένο καὶ ἀρχοντικὸ γένος καὶ ἐκείνη. Οἱ γονεῖς της εἶχαν βαθειὰ καὶ μεγάλη εὐσέβεια. Ἦταν γυναίκα σεμνή, καὶ γενναία. Στολισμένη μὲ ἐκείνη τὴν ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ σοφία. Ἔλαμπε ἡ ψυχή της ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ ἡ φυσικὴ ὡραιότητα τὴν ἔκανε πανέμορφη σὲ ὅλα. Ἦταν πλημμυρισμένη ἀπὸ σωφροσύνη, καλοσύνη καὶ γλυκύτητα. Ἀπ᾿ ὅλα πιὸ πολὺ αὐτὴ ἡ ἀγγελόψυχη ἀγαποῦσε μὲ θεῖον ἔρωτα τὴν προσευχή, καὶ τὴν ταπείνωση. Ὁ χρόνος της κυλοῦσε ἀνάμεσα στὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καὶ στὴν δοξολογία, τοὺς ὕμνους καὶ τὴν εὐχαριστία. Ἔτρεφε τὴν ψυχής μελετώντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ τὸ ἱερὸ Ψαλτήρι, «ἡμέραν καὶ νύκτα». Τὴ δὲ ζωή της, ρύθμιζε σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Κυρίου. Πῶς νὰ μὴ λάμψει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα της; Πῶς νὰ μὴ χαριτωθεῖ; Ἔτσι σιγὰ-σιγά, ἀξιώνεται πνευματικῶν δωρεῶν καὶ θείων χαρισμάτων.
Τὶς προσευχές, καὶ τὶς ἀγρυπνίες της ἡ μακαρία Πολυχρονία, τὶς συνόδευε μὲ ἐγκράτεια καὶ νηστεία. Ἔτσι, ἀποσπασμένος ὁ νοῦς της ἀπὸ τὴν γῆ, ὑψωνόταν στὸν οὐρανὸν καὶ βυθιζόταν στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Καὶ καταυγαζόταν ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς, καὶ γινόταν δοχεῖο τοῦ Παρακλήτου. «Εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον Σου». (Ψαλμ. ΡΙΗ´ 118, 165).
* * *
Ἔτσι ἦταν οἱ χριστιανοὶ ἐκείνων τῶν χρόνων. Ταπεινοί, εἰρηνικοί. Εὐλογημένοι ἄνθρωποι. Προσεύχονταν μὲ κατάνυξη. Μελετοῦσαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐργάζονταν τίμια, μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχή. Ἐκείνους τοὺς πονεμένους χρόνους, ἡ ταπείνωση ἦταν τὸ κόσμημά τους. Καὶ ἡ ψυχή τους, «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ», καθαριζόταν ἀπὸ τοὺς διωγμούς, καὶ τὰ μαρτύρια.
Μετέδιδαν τὴν χάρη καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους τοὺς πλησίαζαν. Καὶ γεύονταν οἱ ψυχές τους, τὴν δικιά τους οὐράνια γλυκύτητα, καὶ μποροῦσαν μὲ μιὰ ἁπλότητα νὰ στέκονται ἐκεῖ ποὺ αὐτοὶ βρίσκονταν παντοτινά, στὸν Παράδεισο, κοντὰ στὸν Χριστόν, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἡ θεία Πολυχρονία ζοῦσε ὡς «πάροικος καὶ παρεπίδημος» σὲ αὐτὴ τὴν γῆ. Ὁ νοῦς της ἦταν ὑψωμένος στὴν οὐράνια ζωή, καὶ τὰ μέλλοντα ἀγαθά. Ψυχὴ ἀδάμαστη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ σκληρότητα ποὺ μᾶς περιβάλλει, ὅλα μέσα στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γίνονται εἰρηνικά, γαλήνια καὶ χαρούμενα. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, πραότης, γλυκύτητα, καὶ διδάσκει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, καὶ γιὰ τὸ πλησίον. Ἔτσι μεταμόρφωνε «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» τὸν γύρω χῶρό της, καὶ στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον τοῦ συζύγου της ἄφηνε νὰ διαχέεται ἡ πάντερπνος ὀσμὴ τῆς πνευματικῆς εὐωδίας. Πίστη ζωντανή, καὶ ἁγιότητα ἀληθινή!
* * *
Τὸ 280 μ. Χ. περίπου γεννᾶται ὁ Γεώργιος. Ἡ θεοτίμητη Πολυχρονία καὶ ὁ Γερόντιος γέμισαν ἀπὸ χαρά, καὶ εὐφροσύνη. Γεννήθηκε, πιθανώτατα, στὴν εὐλογημένη μητρικὴ γῆ, τὴν Λύδδα, καὶ ἔπειτα μετοίκησαν στὴν Καππαδοκία. Ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς του φάνηκε ὅτι ἦταν «ἡγιασμένος ἐκ κοιλίας μητρός». Μιὰ ἐξαιρετικὴ θεία ἐπιστασία καὶ σημεῖα διάφορα συνόδευαν αὐτὸ τὸ παιδί, ἀπὸ τὴν τρυφερή του ἠλικία. Ἀρχαῖο κείμενο ἀναφέρει, ὅτι ἕνας ἐνάρετος καὶ ἅγιος ἰερωμένος προεῖπε στὴν μητέρα του γιὰ τὴν ἁγία του γέννηση. Τῆς μίλησε γιὰ τὴν εἰδικὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία, ποὺ θὰ εἶχε ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ γιὰ τὴν δόξα ποὺ θὰ τὸν περιέβαλλε. Μέγα καύχημα τῆς Ἐκκλησίας στοὺς αἰῶνες! Τῆς ὑπέδειξε ἀκόμα καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ὄνομά του, τὸ συμβολικό, Γεώργιος.
Ἡ Ἁγία Πολυχρονία μεγάλωνε κρυφὰ τὸν γιό της «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Τοῦ μετέδιδε τὴν θέρμη τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό, καθὼς καὶ τὴν βαθειὰ εὐλάβειά της. Μὲ τὴν ἁγία ζωή της καὶ τὸ παράδειγμά της, μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν ἀκλόνητη πίστη της, εὐλαβικά, μὲ φόβο Θεοῦ ἔσπερνε τὸν θεῖο σπόρο στὴν καθαρὴ καρδιὰ τοῦ μικροῦ Γεωργίου. Τοῦ μιλοῦσε κρυφά, καὶ μυστικά, γιὰ τὸν Κύριο. Τὸν παιδαγωγοῦσε μὲ τὸν διακριτικό τρόπο της καὶ τὶς θαυμαστὲς διηγήσεις, μὲ τὰ ἡρωϊκὰ κατορθώματα τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἀσκητῶν.
Φρόντισε ἀπὸ μικρὸν ἀκόμα, νὰ τοῦ δώσει τὸ ἅγιον Βάπτισμα, σὲ ἕνα μοναστήρι μὲ ἐπίσκοπο καὶ ἱερεῖς, ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἱερὸ κείμενο. Ἡ καταυγασμένη ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς μορφὴ τῆς Πολυχρονίας, φώτιζε τὸν ἀληθινὸ δρόμο τοῦ μικροῦ Γεωργίου πρὸς τὸν Θεό. Ἔβλεπε, πού, ὁ νοῦς καὶ ὁ λογισμός της ἦταν γυρισμένος συνέχεια στὸ Θεό, καὶ στὴν αἰωνιότητα, ἔβλεπε τὴν ἀσκητικότητα, τὴν πίστη καὶ κάθε ἀρετὴ πάνω της, καὶ ἐκεῖνος, μιμούμενος τὸ ἅγιον παράδειγμά της, τὴν ἀντέγραφε σὲ ὅλα. Ἀγαποῦσε τὶς ἱερὲς συνάξεις καὶ ἔτρεφε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μὲ φόβο Θεοῦ, ταπείνωση καὶ πολλὴ κατάνυξη. Συμπονοῦσε ὅπως καὶ ἡ μητέρα του, τοὺς ἀναγκεμένους, τοὺς πονεμένους καὶ καταφρονεμένους.
Ἀπὸ τὸν πατέρα του Γερόντιο, ἔμαθε νὰ ἀγαπᾶ τὶς γενναῖες πράξεις τῶν πολεμιστῶν. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ ἀκολουθήσει τὴν στρατιωτικὴ τέχνη.
* * *
Στὴν κατάλληλη ἡλικία, ὁ Γεώργιος κατατάχθηκε στὸν ρωμαϊκὸ στρατό. Ἐκεῖ θὰ διαπρέψει μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν γενναιότητά του. Ἔγινε περιζήτητος, καὶ ὅλοι τὸ θεωροῦσαν τιμή τους νὰ βρίσκονται κοντά του. Νὰ μιλοῦν μαζί του. Ἦταν περίπου τὸ 299. Οἱ Ρωμαῖοι μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Γαλέριο Μαξιμιανό, Καίσαρα καὶ γαμπρὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, κηρύττουν τὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ βασιλέως Ναρσῆ τῆς Περσίας. Θιγμένος ὁ Καῖσαρ, ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἦττά του, ζητᾶ νὰ πάρει πίσω τὰ χαμένα ἐδάφη καὶ τὴν τιμή του.
Στὸν ρωμαϊκὸ στρατό, διακρίνεται γιὰ τὴν τόλμη καὶ τὸν ἡρωϊσμό του ὁ νεαρὸς Γεώργιος, λαμβάνοντας καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ τριβούνου. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὴν μητρικὴ εὐλογία, πέτυχε λαμπρὲς νίκες. Στὴν ἡλικία μόλις τῶν 18 χρονῶν, γοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀνδρεία του καὶ τὴν ἀρετή του, ὁ Διοκλητιανὸς τὸν ἔκαμε Δούκα (διοικητή) μὲ τὸν τίτλο τοῦ Κόμητα στὸ τάγμα τῶν Ἀνικιώρων τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς: «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπῶς διαπρέψας τοῦ τῶν σχολῶν μετὰ ταῦτα πρώτου τάγματος κόμης κατ᾿ ἐκλογὴν προεβλήθη».
* * *
Ὑπερήφανος γιὰ αὐτὲς τὶς διακρίσεις καὶ τὶς τιμὲς στὸν γιό του ὁ Γερόντιος τὸν παρακαλεῖ νὰ μεταβοῦν στὸν ναὸ τῶν θεῶν καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν θυσίες καὶ θυμιάματα. Ἔπρεπε νὰ τοὺς εὐχαριστήσουν ποὺ τοὺς ἔκαμαν τόσο μεγάλες τιμές, σὲ τέτοια ἡλικία.
Ὁ Γερόντιος δὲν γνώριζε ὅτι ὁ γιός του Γεώργιος ἦταν χριστιανός. Ἔτσι σὲ αὐτὰ τὰ πατρικὰ λόγια, ἐκεῖνος ὑπομειδίασε καὶ σὰν νὰ στέναξε λιγάκι, τοῦ λέει: Δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω στὸν ναὸ τῶν θεῶν σου, γιατὶ εἶναι πλάνη νὰ θυσιάζεις σὲ πελεκητὲς πέτρες. Δὲν εἶναι αὐτοὶ οἱ θεοί, ποὺ ἔκαναν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ. Αὐτὰ εἶναι εἴδωλα δαιμόνων, ποὺ χάνονται καὶ τὰ ἴδια, καὶ ὅσοι πιστεύουν σὲ αὐτά. Ἄκου τὶ λέει ἡ Ἁγία Γραφή, γιὰ αὐτά· Τοὺς μιλᾶς καὶ δὲν σὲ ἀκοῦνε. Τοὺς γνέφεις καὶ δὲν σὲ βλέπουν. Πέφτουν κάτω καὶ δὲν σηκώνονται. Πῶς μποροῦν ἔτσι νὰ βοηθήσουν ἄλλους; Ἄν θέλεις, ἄκουσέ με, πατέρα μου. Ἐγὼ γνώρισα τὸν ἀληθινὸ Θεό, μέσα ἀπὸ τὶς ἁγίες Γραφές, καὶ αὐτὸν προσκυνῶ καὶ δοξάζω, ποὺ ἔκαμε τὸν οὐρανὸ καὶ ἐμᾶς καὶ ὅλη τὴν γῆ. Ἔλα νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, θὰ μᾶς σώσει, γιατὶ ἀγαπᾶ ὅλους ὅσοι ἐλπίζουν σὲ Αὐτόν. Ἄκου καὶ τοῦτο· Ὁ Παῦλος, ποὺ ἦταν κάποτε διώκτης τῆς Ἐκκλησίας, ἄφησε τοὺς διωγμούς, καὶ ἔγινε διδάσκαλος, ὅταν ἦλθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ πάνω του. Καὶ συμβούλευε τὰ καλὰ ἔργα καὶ ἀγαθά, γιατὶ πίστεψε βαθιὰ καὶ ἀγάπησε τὸν Ἰησοῦ Χριστό...
Ὅταν ἡ μητέρα του Πολυχρονία ἄκουσε αὐτὰ τὰ σοφὰ λόγια ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ της, ἔνιωσε μιὰ ἀνεκλάλητη χαρά, καὶ εὐφροσύνη. Καὶ μὲ καρδιὰ ἀγαλλόμενη δόξασε τὸν Θεό. Ὁ Γερόντιος δέ, ὁ πατέρας του, μὲ μεγάλη λύπη στρέφεται πρὸς τὸν Γεώργιο καὶ τοῦ λέει: Ἀλίμονο γλυκό μου παιδί, ποιὸς σὲ δίδαξε αὐτὲς τὶς τρέλες; Δὲν γνωρίζεις ὅτι ἡ θρησκεία τῶν χριστιανῶν εἶναι μιὰ ἀνοησία; Καὶ οἱ θεοὶ θὰ ὀργισθοῦν ποὺ τοὺς ὑβρίζεις, καὶ γρήγορα θὰ σὲ οδηγήσουν στὴν καταστροφή, καὶ τὸν θάνατο. Ἔλα λοιπόν, παιδί μου ἀγαπημένο, καὶ πρόσφερέ τους θυσία.
Ὁ Γερόντιος ἦταν εἰδωλολάτρης, ἀλλὰ κατὰ βάθος ἦταν θεοφοβούμενος καὶ ἄκακος ἄνθρωπος. Ἡ μακαρία σύζυγός του Πολυχρονία προσευχόταν μὲ πίστη θερμή, στὸν Κύριο, νὰ τὸν ὁδηγήσει καὶ αὐτὸν στὴν χαρὰ τῆς θεογνωσίας. Νὰ μὴν πεθάνει μέσα στὴν πλάνη, καὶ χάσει τὴν ψυχή του.
Τὸν ἴδιο πόνο εἶχε γιὰ τὸν πατέρα του καὶ ὁ Γεώργιος, καὶ προσευχόταν καὶ ἐκεῖνος μὲ πίστη νὰ λάμψει τὸ φῶς τῆς ἀληθείας στὴν καρδιά του. « Ὁ Θεός, θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Ἐπίσης καί: πολλὰ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη».
Τὴν ἴδια νύκτα, φανερώνεται ὁ Χριστὸς ἐν ὀπτασίᾳ στὸν Γερόντιο. Γιὰ νὰ δείξει τὴν ἄφατη εὐσπλαγχνία καὶ ἀγαθότητά Του, καὶ νὰ ἐπιστρέψει τὸν Γερόντιο στὴν ἀληθινὴ πίστη, διὰ προφάσεως, τὸν βασανίζει μὲ ἕναν πολὺ ὑψηλὸ πυρετό. Φωνάζει τὸν Γεώργιο καὶ τοῦ λέγει: Παιδί μου, ἀληθινὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν, καὶ ὁ Θεός του μεγάλος καὶ φοβερός. Γιὰ αυτὸ πήγαινε γρήγορα παιδί μου, καὶ ψάξε νὰ βρεῖς μερικοὺς χριστιανούς, νὰ ρθοῦν νὰ παρακαλέσουν, γιὰ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὴν βάσανο αὐτή, γιατὶ πολὺ ὑποφέρω
Ὁ Γεώργιος καὶ ἡ μητέρα του Πολυχρονία, ὕψωσαν τὰ μάτια στὸ οὐρανὸ καὶ δόξασαν τὸν Κύριο γιὰ τὸ μεγάλο τοῦτο θαῦμα. Τὸν εὐχαρίστησαν θερμὰ γιὰ τὸ ἔλεος ποὺ δείχνει σ᾿ αὐτοῦς ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ποὺ ὁδήγησε κοντά Του, σὰν τὸν ἄσωτο υἱό, αὐτὸν ποὺ ἴσαμε τώρα ἦταν μακριά Του. Καὶ στρέφεται εὐτυχισμένος ὁ γιὸς πρὸς τὸ πατέρα, λέγοντάς του: Πατέρα μου, ἂν τώρα πιστέψεις στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ πᾶς κοντά Του, ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου τότε, ὄχι μόνο ἀπὸ ἀυτὴν τὴν δοκιμασία θὰ θεραπευτεῖς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου θὰ λυτρωθεῖς, καὶ θὰ ἀξιωθεῖς τῆς αἰωνίου ζωῆς. Γιατὶ, ὁ ἴδιος λέει: Δεῦτε, καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ (Ἡσ. α´ 18). Καὶ ὁ Γερόντιος μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του φωνάζει: Πιστεύω στὸν Θεὸ ποὺ μοῦ φανερώθηκε αὐτὴν τὴν νύκτα, καὶ μοῦ φώτισε τὴν ψυχή.
Μιὰ μυστικὴ καὶ οὐράνια χαρά, γέμισε μάνα καὶ γιό. Καὶ ἄστραφτε ὁ Γεώργιος πηγαίνοντας γρήγορα σὲ ἕνα κοντινὸ μοναστήρι νὰ φέρει τοὺς εὐλαβεῖς ἱερεῖς ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐβαπτίσθη καὶ αὐτός, γιὰ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν θεραπεία τοῦ πατέρα του. Ἦλθαν ἐκεῖνοι, διάβασαν εὐχές, προσευχήθηκαν καὶ ἔπεσε ὁ ὑψηλὸς πυρετός. Τὸν κατήχησαν, καὶ στὴν συνέχεια τὸν βάπτισαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης καὶ τῆς εἰδωλολατρίας, νιώθει τώρα νὰ τὸν καλύπτει μιὰ ὑπερκόσμια ἀγαλλίαση καὶ γλυκύτητα, καὶ μιὰ ἀνείπωτη χαρά. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σκήνωσε ἐντός του καὶ κατηύγασε τὴν καρδιά του μὲ φῶς καὶ τὸν πλήρωσε ἀπὸ τὴν ἄρρητη εὐωδία Του. Τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ἦταν ταπεινός, καὶ ἄκακος. Πλημμυρισμένος εἰρήνη κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ ἔνιωσε ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν. Ἡ πίστη του στηρίχθηκε στὸν Χριστό, ὄχι σὲ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλ᾿ ἐν ὑποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμει (Α´ Κορ. β´ 4).
Ζώντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ παρηγορημένος ἀπὸ αὐτήν, ὁ Γερόντιος πορεύθηκε εἰρηνικῶς πρὸς τὸν θάνατον μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες καὶ κηδεύτηκε μὲ εὐχὲς καὶ ὑμνῳδίες, κατὰ τὴν ἀποστολικὴ πράξη.
Ὅπως ἀναφέρει κάποιο παλαιὸ κείμενο, ὁ Γεώργιος φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, γκρέμισε τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ εἴδωλα τοῦ πατέρα του, καὶ μοίρασε τὰ πολύτιμα πετράδια, τὸ χρυσό, καὶ τὸ ἀσήμι, στὶς χῆρες, τὰ ὀρφανὰ καὶ τοὺς πτωχούς.
Ἕνας Ἕλληνας σχολαστικός, ὀνόματι Σιλβανός, τὸν κατήγγειλε γιὰ αὐτὸ στὸν δούκα Βαρδάνιο. Ἐκεῖνος τὸν κάλεσε σὲ ἀπολογία, ἀλλὰ ἀναγκάστηκε νὰ τὸν ἀφήσει ἐλεύθερο, ἐπειδὴ εἶχε πολλὲς διοικητικὲς ὑποχρεώσεις. Ἦταν καὶ κατώτερος στὸν βαθμό, καὶ ἔτσι ἁπλὰ τοῦ συνέστησε σύνεση καὶ ὑπακοὴ στοὺς αὐτοκρατορικοὺς νόμους, γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ συμφέρον του. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ γνήσιος δοῦλος τοῦ ἀπαντά: Γιὰ τὸ συμφέρον μου θὰ μερινήσει ὁ Κύριος.
* * *
Ὁ θεῖος Γεώργιος, μὲ τὶς νίκες, τὴν ἀνδρεία του τὴ μεγάλη, καὶ τὴν σπάνια ἀρετή του, ἀπέκτησε φήμη τρανή, καὶ ἀνέβηκε γρήγορα στὰ ἀνώτατα στρατιωτικὰ ἀξιώματα. Ὅμως, πέρα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐξωτερικά, ἦταν στολισμένος μὲ τὶς ἄφθαρτες ἀρετές. Ἡ σύνεση καὶ ἡ θεϊκὴ σοφία του, δὲν ἦταν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Πάνω του εἶχε μιὰ ταπείνωση. Ἦταν δίκαιος, εὐγενὴς καὶ εὐπροσήγορος. Ἀλλὰ μέσα του ἔλαμπε περισσότερο ἡ θερμὴ πίστη του καὶ ἡ μεγάλη καὶ δυνατὴ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ζοῦσε ζωὴ ἀσκητικὴ καὶ ἁγία, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Πολυχρονία. Ἐκείνη, ἐλεύθερη πιά, ἦταν ὁλότελα δοσμένη στὸν Χριστό. Ἀσκοῦνταν στὴν προσευχή, καὶ στὰ ἀγαθὰ ἔργα. Ἐλεήμων στὸ ἔπακρον, μοίραζε ἄφθονα τὰ πλούτη της. Ἡ ἀγάπη της ἦταν ἀπεριόριστη. Τοὺς ἀγκάλιαζε ὅλους σὰν ἀληθινὴ μητέρα. Τὴν χαρά, καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε μέσα της, τὴν μετέδιδε πλούσια σὲ ὅσους τὴν πλησίαζαν. Γύρω της, ὅλα ἦταν ἕνας Παράδεισος, γιατὶ ἐσκόρπιζε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἀγάπη σοφία γλυκύτητα καὶ ἀνδροπεπῆ τρυφερότητα. Ἔτσι φανερώνονταν ὅλα τὰ πνευματικά, καὶ ψυχικὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν εἶχε προικίσει ὁ Θεός.
Παρακολουθοῦσε μὲ μητρικὴ ἀγάπη τὴν λύπη τοῦ καθενὸς ποὺ τὴν πλησίαζε. Πήγαιναν κοντά της πὼς πάντα θὰ τοὺς ἔνιωθε. Ὅλους τοὺς παρηγοροῦσε. Δὲν ἀπόπαιρνε ποτὲ κανέναν. Καὶ ἄς ἦταν εἰδωλολάτρης ἢ ἀλλόφυλος. Πτωχός, ἢ πλούσιος. Δοῦλος ἢ ἐλεύθερος. Καὶ τοὺς δέχονταν μὲ μεγάλη καλωσύνη καὶ πολλὴ στοργή, καὶ τοὺς ἀνέπαυε. Κανεὶς δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι της μὲ ἄδεια τὰ χέρια καὶ τὴν καρδιά, χωρὶς ἐλπίδα καὶ παρηγοριά.
Ἡ συζήτηση μαζί της ἦταν ἰδιαίτερα ψυχοφελής. Ὁ λόγος της θέρμαινε καὶ τὶς πιὸ ψυχρὲς καρδιές, τὶς ἀπάλυνε, τὶς φώτιζε πνευματικά, τὶς στήριζε μὲ τὴν ἁγία ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἦταν τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο καὶ τὸ στήριγμα τῶν θλιβομένων καὶ ἀπελπισμένων, ἡ ἀναύπασις δὲ ὅλων τῶν κοπιώντων καὶ πεφορτισμένων ἀδελφῶν. Ἡ καρδιά της εἶχε γίνει ναὸς τοῦ Κυρίου καὶ ὁ νοῦς της θρόνος Του. Μὲ ταπείνωση εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα καὶ ἔτσι ζοῦσε μὲ τὸν Θεό. Τὰ πλούσιά της αὐτὰ χαρίσματα τὰ εἶχε κληροδοτήσει στὸν γιό της Γεώργιο. Ἔτσι πορευόταν, ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ζώντας μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ 302 ὁ Καῖσαρ Γαλέριος ξανακτύπησε τὸν Ναρσῆ τῆς Περσίας, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπανακτήσει ὅ,τι εἶχε χάσει. Ὁ ἔνδοξος Γεώργιος καὶ πάλι πρῶτος, δίπλα στὸν Καίσαρα καὶ τοὺς ἀρχιστρατήγους του, σύμβουλος καὶ βοηθὸς πολύτιμος. Γεμάτος δύναμη, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς μητέρας του, πολεμοῦσε ἀτρόμητα καὶ κέρδιζε νέες νίκες καὶ δόξες.
Ὁ στρατηλάτης Γεώργιος ἀναδεικνύεται ὁ ἐνδοξότερος καὶ περισσότερο ἀγαπημένος στρατηγὸς τοῦ αὐτοκράτορος, καθὼς καὶ τοῦ στρατεύματος καὶ τοῦ λαοῦ ὁλοκλήρου. Αὐτὸς ὅμως παραμένει ἁπλὸς καὶ ταπεινός, στερεωμένος στὸν Χριστό. Μακριὰ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν ἐγωϊσμό. Τὸν διακρίνει ἡ ταπεινὴ σοφία, δώρημα τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν πιὸ πολύ, ἀπὸ κάθε τι ἄλλο στὸν κόσμο.
* * *
Πέρασε λίγο καιρός, ἀπὸ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ὁ Διοκλητιανός, πιεζόμενος ἀπὸ τὸν γαμπρό του Γαλέριο, συγκαλεῖ συμβούλιο στὴν ἕδρα του, στὴν Νικομήδεια, στὶς 24 Φεβρουαρίου τοῦ 303, μὲ εἰδικὸ διάταγμα. Κάλεσε ὅλους τοὺς μεγιστάνες, τοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς ἀξιωματικούς του, μαζὶ καὶ τὸν συνάρχοντά του Μαξιμιανὸ Αὐρήλιο, τὸν Μαγνέντιο καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους. Τοὺς συγκέντρωσε ἐκεῖ σὰν σὲ πραιτώριο μὲ τὸν Καϊάφα, γιὰ νὰ ἀποφασίσουν μὲ ποιὸν τρόπο θὰ πολεμήσουν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Ἔστειλε ἀκόμα γράμμα σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία, συνιστώντας τὴν προσκύνηση τῶν εἰδώλων καὶ ἀπειλώντας μὲ σκληρὲς τιμωρίες αὐτοὺς ποὺ δὲν θὰ ὑπακούσουν.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, μέσα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ταραχή, προβλέπει τί θὰ ἀκολουθήσει. Ἔτσι μοιράζει τὰ χρήματά του στοὺς πένητες, τοὺς δυστυχισμένους καὶ ἀναγκεμένους ἀδελφούς. Κανονίζει ἐπίσης μὲ τὴν μητέρα του νὰ περιέλθει ὅλη ἡ περιουσία του στὴν ἐκκλησία, καὶ ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη.
Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι, κάθησαν φοβισμένοι γιὰ τὸ συμβούλιο. Τὸν λόγο ἔλαβε πρῶτος ὁ Διοκλητιανός, ποὺ ἀφοῦ ὕμνησε τοὺς ψεύτικους θεούς, προέτρεψε ὅλους νὰ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα. Συνέστησε δέ, νὰ βασανίζουν τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Ὅλοι μὲ προθυμία δέχτηκαν τὶς διαταγὲς τοῦ αὐτοκράτορος. Ἀλλὰ σὲ αὐτὸ τὸ πηκτὸ σκοτάδι τῆς πλάνης ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς Γεώργιος, ἀκτινοβολοῦσε σὰν ἥλιος λαμπρός. Καὶ φώτιζε ὅλους γύρω του, μὲ τὴν σοφία καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε μέσα του πλούσια. Βλέποντας τὸν Θεὸ νὰ περιφρονεῖται καὶ τοὺς δαίμονες νὰ τιμῶνται, ζῆλος θεοσέβειας κατάκαψε τὴν ψυχή του.
Θυμήθηκε τότε τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ: Εἶδον ἀσυνετοῦντες καὶ ἐξετηκόμην, ὅτι τὰ λόγια σου οὐκ ἐφυλάξαντο (Ψαλμ. ριη´ 158). Ἔλυωνε σὰν ἔβλεπε ἀνθρώπους χωρὶς σύνεση νὰ περιφρονοῦν τὸν Θεό, ἤ νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ θεῖα λόγιά Του. Προσεύχονταν γιὰ αὐτούς, καὶ στὸν νοῦ του ἔφερνε λόγια ἀπὸ τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο, καὶ ἔτσι ἐστερέωνε τὴν καρδιά του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ συλλογίζοταν, ὅτι ὁ νυμφώνας εἶναι ἕτοιμος, ὅπως καὶ ὁ δεῖπνος. Σὰν νὰ ἀκούει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ τοῦ λέει: Νὰ μὴ φοβᾶσαι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχή, δὲν μποροῦν νὰ τὴν βλάψουν σὲ τίποτε. Καὶ ἀκόμα: Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸν καὶ ἐγὼ θὰ ὁμολογήσω μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. Συλλογιζόταν: Γεώργιε, μὴ ἀργοπορεῖς. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τώρα ἐδώ. Ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ φθαρτά, καὶ τὰ γήϊνα, εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸ ἄνθος ποὺ μαραίνεται. Κὰνε λίγο ὑπομονή, καὶ μετὰ θὰ ἀγάλλεσαι εὐτυχισμένος μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους! Αὐτὰ ἔλεγε μέσα του ὁ μακάριος, καὶ στήριζε τὸν λογισμό του, περιφρονώντας κάθε βάσανο καὶ κάθε ἀπειλή, μαζὶ καὶ τὸν θυμὸ τοῦ βασιλέως.
* * *
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ συνεδρίαζε ἡ σύγκλητος, καὶ ὅλοι οἱ μεγιστάνες μὲ τὸν αὐτοκράτορα, σηκώνεται ὁ ἀληθινὸς στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος μὲ θάρρος καὶ ἀντρειώσυνη περισσὴ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Στηλιτεύει τοὺς μάταιους διαλογισμούς τους καὶ τὶς σκοτισμένες καὶ ἀσύνετες καρδιές τους, χαρακτηρίζοντας τὴν συναγωγή, ὡς πονηρά, καὶ ἀσεβῆ. Τοὺς καλεῖ νὰ ἀρνηθοῦν τοὺς θεούς τους, τὰ ξέπνοα εἴδωλα τῶν ἀκαθάρτων δαιμόνων, καὶ τοὺς καλεῖ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ φωτισθοῦν ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, καὶ νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι σὰν καὶ αὐτόν. Ἄστραφτε σὰν Ἄγγελος καθὼς μιλούσε παλληκαρίσια καὶ θαρρετά, δίχως φόβο κανένα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν ἤρεμο καὶ διάχυτο ἀπὸ μιὰ ἀλλόκοτη οὐράνια χαρά.
Ὁ Μαγνέντιος, κοιτώντας τον καλά, τὸν ἐρωτᾶ: Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ στέκεις μὲ τόση τόλμη σὲ αὐτὸ τὸ φοβερὸ βῆμα; Πῶς σὲ λένε; Καὶ ἐκεῖνος, ἤρεμα καὶ μὲ εὐθύτητα τοῦ ἀπαντᾶ: Τὸ πρῶτο καὶ τιμημένο μου ὄνομα εἶναι χριστιανός. Τὸ ἄλλο μου ὄνομα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἤθελε ὁ Θεός, εἶναι Γεώργιος. Καὶ συνέχισε νὰ κηρύττει τὸν ἀληθινὸ Θεό, στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Διοκλητιανός, παρατηροῦσε ἐπὶ ὥρα τὴν ἀρρενωπὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴν γλυκύτητα τῆς μορφῆς τοῦ Γεωργίου. Τὸ ἄνθος τῆς νεότητος, τὴν κορμοστασιά. Τὸν εἶχε συμπαθήσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή. Γοητευμένος θαύμαζε τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν παλληκαριά του. Τὴν εὐγενικὴ ἀρχοντιά του καὶ τὴν καθαρότητα τῶν ματιῶν του, ποὺ ἀντιφέγγιζε κάτι ἄγνωστο καὶ πρωτόγνωρο γιὰ αὐτόν. Τώρα, μὲ ἠρεμία καὶ καταδεκτικότητα, προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ θυσιάσει στοὺς ψεύτικους θεούς. Τοῦ μιλεῖ γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν φρόνηση ποὺ ἐπέδειξε μέχρι σήμερα. Γιὰ τὶς τιμὲς ποὺ ἔλαβε, καὶ γιὰ πιὸ μεγάλες ἀκόμα, ποὺ θὰ λάβει ἂν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Καὶ ὁ Γεώργιος τοῦ ἀπαντᾶ μὲ λόγια ποὺ τὰ βάζει στὸ στόμα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: Καὶ οἱ τιμές σου, καὶ οἱ ἀτιμίες σου βασιλιᾶ, γιὰ μένα εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Γιατὶ ὅλα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι φθαρτά, καὶ πρόσκαιρα. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος κόσμος, ἄφθαρτος, ἀληθινός, αἰώνιος. Ἔλάτε καὶ σεῖς νὰ καταυγασθεῖτε ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Νὰ γνωρίσετε τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖτε. Ὁ Διοκλητιανός, ἔκανε πὼς δὲν τὸν συνερίστηκε, καὶ μὲ γλυκόλογα τὸν παρακαλεῖ νὰ λυπηθεῖ τὴν νεότητα καὶ τὴν ὀμορφιά του, καὶ νὰ μὴν χαραμίσει τὴν ζωή του, τώρα ποὺ εἶναι τόσο εὐχάριστη. Ἀλλὰ ὁ πολυθαύμαστος Γεώργιος τοῦ λέει: Ὄχι βασιλιᾶ, αὐτὸ ποὺ νομίζεις δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ χαρά, καὶ ἀγαλλίαση. Καὶ δι᾿ αὐτοῦ ἐμεῖς κερδίζουμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ τὴν ἀΐδιον μακαριότητα, ἃ ὀφθαλμὸς οὐ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη –δηλαδή, ὅπου μάτι δὲν τὰ εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε, καὶ ποὺ δὲν τὰ ἔνιωσε ἡ καρδιὰ κανενός ἀνθρώπου. Ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεός, γιὰ ὅσους πιστέψουν στὰ λόγια Του καὶ τὸν ἀγαπήσουνε.
Οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου ἔμοιαζαν ὅπως λέει καὶ ὁ Δαβίδ, πότε μὲ βολίδες, καὶ πότε ἦσαν ἁπαλοὶ ὑπὲρ ἔλαιον. Φρύαξε ὁ Διοκλητιανός, ἀπὸ αὐτὰ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἁγίου. Καὶ σὰν εἶδε πόση ἀσάλευτη καὶ ἀμετακίνητη ἦσαν ἡ πίστη του στὸν Χριστό, ἀγρίεψε σὰν θεριό, καὶ πρόσταξε νὰ τὸν δέσουν πισθάγκωνα σὲ ἕναν ξύλινο κορμό, καὶ νὰ ρίχνουν πάνω του τὰ ἀκόντιά τους.
* * *
Καὶ στάθηκε ὁ Γεώργιος, σὰν τὸν Χριστό μας, νὰ τὸν βασανίσουν. Προσευχόμενος ὁλόψυχα, καὶ ὑπομένοντας μὲ ταπείνωση, ἔλεγε: Σὲ εὐχαριστῶ Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μὲ ἀξίωσες αὐτῆς τῆς χάριτος. Δός μου πίστη ἀκλόνητον, καὶ φύλαξόν μου τὴν ψυχή, ἐκ τοῦ διαβόλου. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό. Ὅλα τὰ κοντάρια ποὺ ἔπεφταν πάνω του, γύριζαν πίσω, χωρὶς νὰ ἀγγίζουν τὴν ἁγιασμένη σάρκα του!
Ἀλλόφρων ὁ τύραννος, διατάζει νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ νὰ τοῦ δέσουν μὲ βαρειὲς ἀλυσίδες χέρια καὶ πόδια, τεντώνοντάς τον ἀνάσκελα. Διατάσσει ἀκόμα, νὰ πλακώσουν τὸ στήθος του μὲ ἕναν ἀσήκωτο λίθο. Ἔτσι πίστευε ὁ δυσσεβής, ὅτι ὁ καρτερόψυχος δοῦλος τοῦ Θεοῦ θὰ πέθαινε ἀμέσως.
Στρατιῶτες ἔφεραν μὲ πολὺ κόπο τὸν λίθο, καὶ τὸν τοποθέτησαν στὸ στῆθος τοῦ Ἁγίου. Καὶ ἐκεῖνος δὲν ἔπαυε νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Θεό: Σὲ εὐχαριστῶ Κύριε καὶ Θεέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες τοιούτου βάρους ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Κάνε το δὲ στηριγμό, στὸ ἀμετακίνητο τῆς ἀγάπης μου σὲ Σένα.
Ὅλη νύκτα ἔτσι δα ἦταν, παραδομένος στὴν προσευχή. Πληγωμένος ὄχι ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ λίθου, ἀλλὰ τετρωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τὸ ξημέρωμα ὁ Διοκλητιανὸς πληροφορήθηκε ὄτι ὁ Γεώργιος ἔμεινε ἄθικτος ἀπὸ ἐκείνη τὴν πέτρα, ζήτησε νὰ τὸν δεῖ. Τὸν καλόπιανε μὲ γλυκόλογα μήπως καὶ τὸν κέρδιζε, σὰν διαλεκτός, καὶ πολύτιμος στρατηγός, ποὺ ἦταν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔμενε ἀμετακίνητος, σὰν ἐκείνη τὴν πέτρα ἀποβραδύς.
Μπῆκε ὁ σατανᾶς, μέσα στὸν τύραννο, καὶ ζήτησε καὶ τοῦ ἔφτιαξαν ἕναν τροχό, στηριγμένο πάνω σὲ δύο στύλους, ἔτσι ποὺ νὰ γυρίζει στὸν ἀέρα. Μὲ δαιμονικὴ ἔμπνευση, γύρω ἀπὸ τὸν τροχό, φύτεψαν δίστομα μαχαίρια καὶ κοφτερὰ λεπίδια. Ἀπὸ κάτω, καὶ πάνω σὲ ἕνα ξύλο, εἶχαν τοποθετηθεῖ καρφιά, ἄγκιστρα, καὶ ἀκονισμένα σπαθιά, μαζὶ μὲ τρυπάνια. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ πάνω μέρος. Περιστρεφόμενος ὁ τροχός, κατέκοβε καὶ διαμέλιζε ὅποιον εἶχαν δέσει πάνω του.
Ὁλόκληρη ἡ πολιτεία ἀναστατώθηκε. Ὁ πρῶτος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ, ὁ μέγας Γεώργιος, ἦταν χριστιανός! Σὰν μαθεύτηκε ἡ εἴδηση, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ μαζεύτηκαν κρυφά, στὶς κατακόμβες, καὶ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα, νὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος δύναμη καὶ ὑπομονὴ ἕως τὸ τέλος. Καὶ πρώτη ἀπὸ ὅλους ἡ τρισμακαρία μητέρα του. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται νύκτα καὶ μέρα, μὲ πόνον καρδίας καὶ πολλὰ δάκρυα, ὑψώνοντας τὸν νοῦν της στὸν οὐρανό, μὲ ἀγάπη καὶ πόθο γιὰ τὸν γιό της, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἀπίστους καὶ τυράννους. Γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Καὶ παράστεκε ἡ εὐλογημένη τὸ παιδί της μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, καὶ τὸν στήριζε μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν παρουσία της. Ὅταν τέλος ἦταν ἕτοιμος ὁ τροχός, πῆγαν καὶ τὸν ἔφεραν. Βλέποντας αὐτὸς τὸ δαιμονικὸ ὄργανο, γύρισε τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό, εὐχαρίστησε ἐκ βαθέων τὸν Κύριον, καὶ ζήτησε τὴν βοήθεια, καὶ τὴν θεία Του χάρη.
Ἐνῶ ἀκόμα προσεύχονταν, μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ βασιλιᾶ, σὰν ἄγρια θηρία οἱ στρατιώτες ὅρμησαν καὶ τὸν ἔπιασαν. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὸν δέσουν στὴν φοβερὴ ἀσπίδα τοῦ τροχοῦ καὶ ἄρχισαν νὰ σφίγγουν μὲ τὰ μάγγανα καὶ τὶς ἀλυσίδες τ᾿ ἁγιασμένα μέλη του. Ἐδῶ νὰ ἰδῆ κανεὶς πίστη μεγάλη, καὶ ἀνδρεία καὶ προθυμία ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε τί! Ἄρχισε νὰ γυρίζει ὁ τροχός, καὶ ὁ νοῦς τοῦ Ἁγίου ἦταν προσηλωμένος ὅλως διόλου στὸν Θεό. Ἡ πολλή του ἀγάπη καὶ ὁ πύρινος πόθος του γιὰ Αὐτόν, πνευματικῶς τὸν ἔκαμε νὰ βγεῖ ἐκτὸς κόσμου. Καὶ τὸ ἄλικο αἶμά του σκέπασε τὸν τόπο ὁλόγυρα ἀπὸ τὶς φρικτὲς πληγές. Κομμάτια ἀπὸ σάρκα πηδοῦσαν στὸν ἀέρα καὶ σκορπίζονταν τριγύρω. Κόκκαλα συντρίβονταν. Πλημμύρισε ἡ γῆ ἀπὸ τὰ αἵματα τοῦ μεγαλομάρτυρος. Νεκρικὴ σιγή, ἀπλώθηκε στὸ πλῆθος ποὺ εἶχε μαζευτεῖ. Ποιανοῦ ἡ καρδιά, νὰ βαστάξει σὲ τέτοιον ἀγῶνα; Καὶ ἔκλειναν ὅλοι τὰ μάτια γιὰ νὰ μὴν βλέπουν. Καὶ τὰ πρόσωπα γύρισαν ἀλλοῦ. Ὁ πόνος τῶν χριστιανῶν ἦταν ἀβάστακτος, καὶ ἀπὸ τὸ πρωί, δὲν εἶχαν βάλει τίποτε στὸ στόμα τους. Μιά ἡ Σαρακοστή, καὶ μιὰ ὁ πόνος τους γιὰ τὸν ἀδελφό τους. Μονάχα μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά τους ἔβγαινε μυστικὰ τὸ: Κύριε ἐλέησον.
* * *
Τί θεῖος ἔρωτας, βαθύς, καὶ γνήσιος! Τί φρόνημα γενναῖο καὶ ψυχὴ ἁγία κατοικοῦσε σὲ αὐτὸ τὸ πανάγιο σῶμα! Νὰ καταφρονεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό, καὶ τὴν αἰωνιότητα! Ὁ Διοκλητιανός, καὶ οἱ δικοί του, βλέποντας τὸν τόπο κατάσπαρτο ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο κορμί, τοῦ θείου ἀθλητοῦ, κοροϊδεύουν τώρα μὲ πολλὴ ὑπερηφάνεια καὶ εἰρωνεία: Κοιτάξετε ὅλοι ἐσεῖς καὶ δεῖτε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος θεός, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Δία, τὸν Ἀπόλλωνα, τὸν Ποσειδῶνα, καὶ τὴν Ἄρτεμι. Ποῦ εἶναι ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου; Γιατὶ δὲν ἦλθε νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ αὐτὰ τὰ βάσανα; Ἐδῶ θὰ ταίριαζε γιὰ τὸν μεγάλο Ἅγιο τὸ ψαλμικό: «Ἐν τῷ καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου, ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγει αὐτούς μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν. Ποῦ ἔστιν ὁ Θεός σου;» -δηλαδή, ἐνῶ μοῦ σπάνε τὰ κόκκαλά μου, οἱ ἐχθροί μου μὲ κοροϊδεύουν, λέγοντάς μου κάθε μέρα, ποῦ εἶναι ὁ Θεός σου;
Πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ ἀνακτορά του ὁ βασιλιάς, πρόσταξε νὰ μὴ ἀγγίξει κανεὶς τὶς σάρκες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στὸν τροχό, γιὰ νὰ ἐξευτελίσει τάχα τὴν πίστη στὸν Χριστό, καὶ πρὸς παραδειγματισμό. Δὲν πέρασε ὅμως πολλὴ ὥρα, καὶ ἕνα φῶς θεϊκὸ φάνηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ ἁπλώθηκε πάνω στὸ ἁγιασμένο λείψανο καὶ ὁλόγυρα. Καὶ ἔλαμψε στὴν γῆ μὲ τα χυμένα αἵματα καὶ τὰ μέλη τοῦ Μάρτυρος μιὰ λάμψη θεϊκή, καὶ γέμισε ἀπὸ τὸ φῶς ἐκεῖνο ὅλος ὁ τόπος! Συγχρόνως, ἀκούστηκε ἀπὸ ψηλά, γλυκειά, καὶ εἰρηνικὴ ἡ φωνή: Ἀνδρίζου Γεώργιε, καὶ ἀδίστακτος ἔσο, πολλοὶ γὰρ πιστεύουσι διὰ σοῦ εἰς ἐμέ. Ὕστερα, μιὰ πρωτάκουστη μυριόστομη ψαλμωδία ἁπλώθηκε στὸν αἰθέρα. Οἱ φρουροὶ στρατιῶτες, κατατρομαγμένοι, ἔφυγαν μακριά. Καὶ εὐθύς, Ἄγγελος Κυρίου ἔρσεται καὶ λύνει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὸν τροχό. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸν ἐπαναφέρει στὴν ζωή, τὸν ἀσπάζεται ἐν φιλήματι ἁγίῳ, μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ οἰκειότητα καὶ τοῦ λέει: Χαῖρε, σφόδρα Γεώργιε, καὶ πίστευε στὸν Χριστό, ποὺ σὲ δυναμώνει.
Πλημμυρισμένος ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ φῶς, ἔμεινεν ἐκστατικός. Δὲν εἶχε τίποτα γήϊνο στὸν νοῦ του, ἀλλὰ ἑνώθηκε ὅλος καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ θεϊκό, καὶ ἦταν ὅλος γεμάτος εἰρήνη καὶ μιὰ γλυκειά, καὶ ἄρρητη χαρά. Καὶ τὸ φθαρτόν του σκῆνος, γέγονε μέλος ἔκλαμπον, μέλος Ἅγιον ὄντως, μέλος τηλαυγές, καὶ διαυγές, καὶ λάμπον. Ἐνδεδυμένος τὴν λαμπροτάτη στολή, τὴν ἀπαστράπτουσαν αἴγλη ἀθανασίας, λέει αὐτὴν τὴν ποθητὴ στιγμή, τὸν λόγον ἑνὸς Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἀνέλαβε τὴν σάρκα μου καὶ δέδωκέ μοι Πνεῦμα! Ἐπίσης, μιὰ πάντερπνη εὐωδία σκορπίστηκε γύρω. Ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατέρχεται στὸν ἄνθρωπο καὶ μπαίνει μέσα μου, γεμίχει τὴν καρδια του μὲ μιὰν ἀνείπωτη χαρά, καὶ συνάμα τὸν πλημμυρίζει μὲ μιὰν ἀνέκφραστη εἰρήνη καὶ Ἅγιον Φῶς.
Καὶ πηγαίνοντας πρὸς τὰ ἀνάκτορα, εὐχαριστεῖ καὶ δοξάζει τὸν Κύριον: Ὑψώσω σε, ὁ Θεός μου ὁ βασιλεύς, καὶ εὐλογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα... (Ψαλμ. ρμδ´ 1), καί: Τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία... (Ψαλμ. ριη´ 133). Καὶ προχώρησε ἴσαμε τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα, ὅπου στέκονταν ὁ βασιλιάς, καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ θυσίαζαν στὰ ψεύτικα εἴδωλα.
Ἕνας ψίθυρος σηκώθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο: Ὁ Γεώργιος! Ὁ Γεώργιος! Καὶ αὐτὸς πλησίασε τὸν βασιλιά, καὶ μὲ πίστη καὶ ζῆλο ἅγιο, τοῦ λέει: Δές, βασιλιά, ποιὸς εἶμαι. Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον κηρύττω, ὁ ἀληθινὸς Θεός, μὲ γλίτωσε ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἀνοῖξτε ταλαίπωροι τὰ μάτια σας νὰ δεῖτε τὸ Φῶς! Ζητήστε νὰ Τὸν γνωρίσετε. Πιστέψτε Τον, θὰ γίνετε καινούργιοι ἄνθρωποι καὶ θὰ σώσετε τὴν ψυχή σας. Προσδράμετε τῇ αἰωνίῳ ζωῇ. Καὶ ὁ Κύριος θὰ σᾶς καταστήσει τέκνα φωτός, καὶ συγκληρονόμους μου στὴν Βασιλεία Του.
Ἔκπληκτος ὁ βασιλιᾶς, δὲν ἐννοεῖ τί συμβαίνει. Ἀναρωτιόταν ποιὸς ἄραγε νὰ εἶναι αὐτός, καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ βάλει μὲ τὸν νοῦ του. Ὅλοι πιστεύουν ὅτι πρόκειται γιὰ φάντασμα. Καὶ τὸν ἀποκαλεῖ ἀνόητο καὶ τὸν ἐπιπλήττει, ποὺ τοὺς ἀναστώσε τὴν ὥρα τῆς θυσίας. Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρτυς τὸν διαβεβαιώνει: Ἐγὼ εἶμαι ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος! Βλέπετε καθαρά, τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μου, πιστέψτε σὲ Αὐτόν, τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεό, ποὺ μὲ ἕνα του λόγο κάνει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ νεκροὺς ἀνασταίνει.
Ἀκόμα δὲν μποροῦν νὰ διανοηθοῦν πῶς συγκολλήθηκαν τὰ κομμάτια τοῦ κορμιοῦ του. Πῶς γιατρεύτηκαν οἱ φρικτὲς πληγές, καὶ τώρα ὁ ἀγγελόμορφος Γεώργιος εἶναι ἀκέραιος καὶ ὑγιής!
* * *
Συγκλονισμένοι ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα οἱ μεγάλοι στρατηλάτες Ἀνατόλιος καὶ Πρωτολέων, μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτές τους καὶ ὅλους τοὺς οἰκείους του, διακηρύττουν τὴν πίστην τους στὸν Χριστό: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου. Μέγας ὁ Θεός, τῶν χριστιανῶν!
* * *
Σὲ αὐτοὺς τοὺς εὐλογημένους ποὺ εἶδαν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, προστέθηκαν καὶ ἄλλοι πολλοί. Ἀνάμεσά τους ὁ Βίκτωρ μὲ τὸν Ἀκίνδυνο, τὸν Ζωτικό, τὸν Ζήνωνα, καὶ τὸν Σεβηριανό. Ὅλοι τους πρόσωπα ἐπίσημα. Γιὰ ὅλα αὐτά, ὀργισμένος ὁ Διοκλητιανός, πρόσταξε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν σὲ κάποια ἐρημιά, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἡ δὲ Ἐκκλησία μας τοὺς ἑορτάζει στὶς 20 Ἀπριλίου.
Οἱ γενναῖοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, βάδιζαν μὲ δάκρυα χαρᾶς στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, προσευχόμενοι ὅλοι μὲ μία φωνή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεὲ τοῦ Γεωργίου, πρόσδεξαι ἐν εἰρήνῃ τὰς ψυχὰς ἡμῶν, καταξιῶν ἡμᾶς τοῦ κλήρου τῶν Ἁγίων Σου, τὴν τῆς εἰς σὲ πίστεως βραδυτάτην ὁμολογίαν ἡμῶν ταύτην λογισάμενος εἰς δικαιοσύνην καὶ ἀπολύτρωσιν τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν. Ἀλλὰ καὶ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, ὅταν ἔμαθε ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβησαν μὲ τὸν Ἅγιο Μάρτυρα, ἐπίστευσαν στὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ διακήρυξε μετὰ παρρησίας τὴν πίστη της. Καὶ οὔτε φοβήθηκε τὸν βασιλιά, ποὺ στέκονταν δίπλα της αὐτὴ τὴ στιγμή. Στὴν ἐπέμβαση τοῦ Μαγνεντίου καὶ στὴν ἐρώτησή του, γιατί περιφρονεῖ τοὺς θεούς, ἡ ἀγαθὴ βασίλισσα ἀπαντᾶ: Τοῦ κρείττονος ὀρεγομένη, τοῦ ἐλλάτονος κατεφρόνησα –δηλαδή, ἡ ἐπιθυμία μου γιὰ τὸ καλύτερο, μὲ κάνει νὰ περιφρονῶ τὸ χειρότερο!
Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀναχώρησε, ἔχουσα στὴν καρδιά της ριζωμένη τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ὅμως, κοντὰ σὲ αὐτήν, πολλαὶ τῶν συγκλητικῶν γυναικῶν, ἐπίστευσαν στὸν Κύριο, μετὰ καὶ ἑτέρων γυναικῶν πολλῶν.
* * *
Ὁ Διοκλητιανός, ὅταν εἶδε ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ ἀρνεῖται τὰ εἴδωλα καὶ νὰ πιστεύει στὸν Δεσπότη Χριστό, λύσσαξε ἐναντίον τοῦ θείου Γεωργίου, καὶ ἔδωσε διαταγή, νὰ τὸν ρίξουν μέσα σὲ λάκκο μὲ ἀσβέστη ποὺ ἔβραζε. Τρεῖς μέρες εἶχαν ἐκεῖ τὸν τιμημένο Ἅγιο. Ὁ ἄθλιος τύραννος πίστευε ὅτι θὰ ἀφανιστεῖ τελείως, καὶ δὲν θᾶ μείνουν οὔτε τὰ ὀστᾶ ἀπὸ τὸ σῶμά του. Ἤξερε πόσο πολύ, τιμοῦσαν οἱ χριστιανοί, τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων. Ἀκόμα, ὅρισε καὶ στρατιῶτες νὰ περιφρουροῦν τὸν χῶρο.
Σὰν ἔφτασε ἡ Τρίτη μέρα, κόσμος πολὺς μαζεύτηκε. Ὅλοι περίμεναν νὰ ἰδοῦν τὶ θὰ συμβεῖ. Πάσχιζαν ὅλοι νὰ σιμώσουν στὸν λάκκο. Καὶ τράβηξαν τὸν ἀσβέστη. Βούϊξε ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος σὰν μελίσσι: Μέγας ὀ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Διότι εἶδαν ἀνέπαφο καὶ ὐγιῆ τὸν πολύαθλο καὶ ἀήττητο ἀθλητή. Τὸ πρόσωπό του λαμπερό, καὶ χαρούμενο, ἔμοιαζε μᾶλλον σὰν νὰ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ εὐωδιαστὰ ρόδα καὶ ἁπαλὰ λουλούδια. Ἄγγελος Θεοῦ τὸν φύλαγε, ὅπως καὶ τοὺς Τρεῖς Παῖδες ἐν καμίνῳ. Μεγάλος ἀριθμὸς στρατιωτῶν καὶ πλῆθος κόσμου, ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ παράδοξο θαῦμα πίστεψαν στὸν Χριστό. Καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς σκότωναν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, καὶ ἄλλους τοὺς φυλάκιζαν. Ὁ βασιλιᾶς, ὅταν ἔμαθε γιὰ αὐτὰ τὰ ἀπίστευτα, κυριεύτηκε ἀπὸ δέος καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Γεώργιο. Μόλις τὸν εἶδε τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τοῦ χαρίζει τὴν ζωή. Καὶ ὁ νοερὸς ἀδάμαε τῆς καρτερίας, γεμάτος ἀπὸ θεία σοφία τοῦ μιλεῖ γιὰ τὸν Χριστό. Ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ἡ βασίλισα Ἀλεξάνδρα, ποὺ μοιάζοντας μὲ τὴν ἀγαθὴ γῆ, δέχεται ὡς σπέρματα τὰ θεῖα λόγια τοῦ Γεωργίου. Ἔτσι γεώργησε στὴν ψυχή της σὰν ὡραῖο στάχυ τὴν ἁγία πίστη. Πάλι τὸν ἁρπάζουν, καὶ τὸν ρίχνουν στὴν φυλακή. Καὶ ἐκεῖνος πυρπολούμενος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ Δεσπότου, τῷ πόθῳ ζέων, προσευχόταν μὲ δάκρυα ὅλη τὴν νύκτα. Πλημμυρισμένος ἀπὸ τὸ χαροποιὸν φῶς τῆς Ἐλπίδος, πλήρης ἀθανασίας, μέσα σὲ βαθειὰ εἰρήνη καὶ κατάνυξη, προσδοκοῦσε τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἀποχωροῦσε γιὰ τὸν Κύριο. Ἀποθέτοντας τὰ πάντα στὸ ἅγιο θέλημά Του.
* * *
Ξημέρωσε ὁ Θεός, καὶ στρατὸς ἔρχεται νὰ πάρει τὸν γνήσιο φίλο τοῦ Χριστοῦ. Νέο μαρτύριο τοῦ ἑτοιμάζουν. Θὰ τοῦ φορέσουν ἕνα ζευγάρι παπούτσια σιδερένια, γεμάτα μυτερὰ καρφιά, ἀπὸ μέσα. Τὰ πυρώνουν ἴσαμε νὰ πετάξουν σπίθες. Μὲ τὴν βοήθεια λαβίδων τὰ φόρεσαν στὸν Ἅγιο καὶ τὸν πρόσταξαν νὰ πάει τρέχοντας ἕως τὴν φυλακή. Καὶ αὐτοὶ τὸν χλεύαζαν καὶ τὸν περιγελοῦσαν.
Θωρακίζεται μὲ τὸ Ἅγιο Σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ ξεκινάει. Φλεγόμενος τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν του, ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς θείας ἀγάπης Του, τὸ θεῖον καὶ ἐράσμιον Κάλλος, θερμαίνεται ὁ λογισμός του καὶ γίνεται ὅλος πύρινος. Καὶ ὁ μανικὸς ἔρωτάς του, καὶ ὁ πριστήριος πόθος του γιὰ τὸν Χριστό νικοῦσε τὴν φλόγα τῆς σαρκός. Ἔτρεχε καὶ καιγόταν ἀναζητώντας τὸν ἐραστὴ τῆς ψυχῆς του. Καὶ παρηγοροῦσε τὴν ψυχή του ψιθυρίζοντας: Τρέχα Γεώργιε, τρέχα πρὸς Αὐτὸν ποὺ τόσο ποθεῖς καὶ ἀγαπᾶς.
Ἐνῶ ἐκεῖνοι οἱ ἁγιοκτόνοι, σὰν λύκοι τὸν τυραννοῦσαν ἀπὸ κοντὰ μὲ ρόπαλα γιὰ νά τρέχει, ὁ Ἅγιος μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε συνεχῶς τὸν Θεό νὰ τοῦ χαρίζει δύναμη καὶ ὐπομονή. Καὶ ἔλεγε: Μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρὸς αὐτόν, οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται ἐὰν σαλευθῶ (Ψαλμ. ιβ´ 5). Ἴσχυε γιὰ αὐτὸν τὸ δαυϊτικόν: Πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον βάλλοντες τὰ σπέρματα αὐτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἤξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει, αἴροντες τὰ δράγματα αὐτῶν (Ψαλμ. ρκε´ 6). Μόλις ἔφθασε στὴν κατασκότεινη φυλακή, φῶς οὐράνιον τὸν κάλυψε καὶ κατέλαμψε ὅλῳ τῷ φωτὶ τῆς Τριάδος, καὶ φεγγοβόλησε ὁλόκληρο τὸ κελλί. Μιὰ γλυκύτατη εὐωδία ἁπλώθηκε γύρω καὶ μελωδίες ἀγγελικὲς ἔφθαναν ἀπὸ ψηλά. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ γνώριμη φωνή: Θάρσει Γεώργιε, ὁ διάπυρος ἐμοῦ ἐραστής, μετὰ σοῦ γὰρ εἰμί. Καὶ εἶδε ὀ λαμπρὸς ἀριστεύς, τὴν γλυκύτατη μορφὴ τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Ὡς ὄντως ἰερὰ καὶ πολύφωτος, αὕτη ἡ ὑπέρλαμπρὸς νύξ, καὶ φωταυγής. Καὶ ἔσκυψε καὶ τὸν φίλησε γλυκύτατα.
Καὶ ὅταν ὁ Δεσπότης μὲ τὴν πληθὺ τῶν Ἀγγέλων Του, ἀνέβηκε πάλι στοὺς οὐρανούς, καὶ ἔμεινε μόνος ὁ μεγαλώνυος ἀθλητὴς γονατισμένος ταπεινά, δὲν σταμάτησε τὶς εὐχαριστίες, τοὺς ὕμνους καὶ τὶς δοξολογίες. Θαμπωμένος ἀπὸ τὴν ἄφραστον καὶ ξένη δόξα, καὶ κάλλους τὴν εὐμορφίαν.
* * *
Τὴν ἑπομένη πῆραν πάλι τὸν Ἅγιον, καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ καινούργιες ὑποσχέσεις καὶ γλυκόλογα τὸν ρώτησε ἂν μετάνιωσε. Μὰ ὁ Ἅγιος τοῦ λέει: Μὲ βλέπετε νὰ εἶμαι ἐδῶ μπροστά σας τῇ δυνάμει τοῦ μόνου Θεοῦ, ἂν καὶ μὲ βασανίσατε φρικτά. Καὶ μὲ τὴν δική Του ἀντίληψη καὶ βοήθεια περιφρονῶ τελείως τὶς τιμωρίες καὶ τὶς κολάσεις. Διότι ὁ Χριστός, βρίσκεται ἐντός μου, ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Ἐσεῖς ὅμως, χωρὶς καμιὰ ἐλπίδα λατρεύεται τὰ εἴδωλα, διότι εἶναι πωρωμένη ἡ ψυχή σας, καὶ τυφλὰ τὰ μάτιά σας.
Θηρίο ἔγινε ὁ διώκτης τύραννος μὲ αὐτὰ τὰ λόγια. Διατάσσει νὰ ξαπλώσουν τὸν Ἅγιο κατὰ γῆς καὶ νὰ τοῦ πληγώνουν τὸ σῶμα μὲ βούνευρα. Μέχρι ποὺ ἀπόκαμαν οἱ δήμιοι παρὰ ὁ θεῖος Γεώργιος! Ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια ἐπὶ ἡμέρες. Τὸν κρέμασαν, καὶ μὲ χειράγρες ἄρχισαν νὰ καταξέουν τὸ μαρτυρικὸ σῶμά του, ὥσπου νὰ φανοῦν τὰ σωθικά του. Μετὰ τοποθέτησαν στὸ ἁγιασμένο κεφάλι του πυρακτωμένη περικεφαλαία. Αὐτὸς δὲ οὐκ ἐκαίετο καταφλεγόμενος, ἀλλὰ ἔχαιρε δροσιζόμενος. Τοῦ τρύπησαν ἀκόμα τοὺς ἀστραγάλους μὲ τρυπάνια καὶ τὸν ξάπλωσαν σὲ κρεββάτι πυρακτωμένο. Τοῦ ἔχυσαν μολύβι λιωμένο στὸ στόμα. Ὅποιο μαρτύριο τοὺς βάζει στὸ νοῦ ὁ διάβολος, τὸν δοκιμάζουν στὸν μέγιστο καὶ κορυφαῖο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὅμως, τόσο γενναῖα στεκόταν, ποὺ οὔτε κἂν στὸ βλέμμα του φάνηκε νὰ λυγίζει. Συνήχθησαν ἐπ᾿ ἐμὲ μάστιγες, καὶ οὐκ ἔγνων –δηλαδή, ἔπεσαν πάνω μου πληγές, μὰ ἐγὼ δὲν τὶς λογάριαζα. Τὸ γλυκύτατο καὶ ἄχραντο πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ θεία χαρά, καὶ ἅγιον φῶς. Καὶ πολλοί, συγκλονίζονται καὶ πιστεύουν στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, βλέποντας αὐτὰ τὰ παράδοξα.
* * *
Ὁ στενὸς φίλος τοῦ Διοκλητιανοῦ, Μαγνέντιος, βλέποντας ὅτι ὁ Γεώργιος δὲν ἀλλάζει γνώμη, θέλησε νὰ πειράξει πνευματικὰ τὸν Ἅγιο καὶ ζήτησε νὰ σταματήσουν τὰ σωματικὰ μαρτύρια. Πλησιάζει τὸν ὁλόφωτο ταξίαρχο καὶ τοῦ λέει: Ἄν θέλεις Γεώργιε νὰ πιστέψουμε στὸν δικό σου Θεό, κάνε μας ἕνα σημεῖο καὶ ἀνάστησε ἕναν ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ποὺ βρίσκονται σὲ αὐτὸν τὸν τάφο, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια.
Τοῦ τὰ εἶπε αὐτά, διότι νόμιζε ὅτι ἦταν κάτι τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀκατόρθωτο. Ἀλλὰ γιὰ τὸν ἁγιώτατο Μάρτυρα ἦταν τόσο ῥάδιον καὶ εὐχερές, ἁπλὸ καὶ εὔκολο, σὰν νὰ ἔλεγε σὲ ἕναν ἀετὸ νὰ πετάξει, ἢ σὲ ἕνα δελφίνι νὰ κολυμπήσει.
Ὁ Γεώργιος ἀποκρίθηκε ὅτι θὰ γίνει καὶ αὐτό, επειδὴ στὸν Θεὸ τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Ὅμως δὲν θὰ τὸ κάνει γιὰ αὐτούς, ἐπειδὴ γνωρίζει σὲ τὶ βαθὺ σκοτάδι ἀσέβειας βρίσκονται καὶ δὲν θὰ πιστέψουν. Ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι ἐκεῖ. Νὰ δοῦν, νὰ θαυμάσουν, καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό.
Γονάτισε ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ μὲ πίστη καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ταπείνωση. Ὕστερα σηκώνεται, ὑψώνει τὰ χέρια στοὺς οὐρανούς, καὶ κάνει τὴν τελευταία εὐχή. Μὲ τὸ Ἀμήν -ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος καὶ τοῦ καινοῦ τερατουργήματος! Ἀμέσως ἀνασταίνεται ἕνας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ποὺ εἶχε ζήσει στὴν γῆ, πρὶν νὰ ἔλθει ὁ Χριστός. Ἦταν ἱερέας τῶν εἰδώλων. Πέφτει στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν καταστήσει ἄξιο καὶ τὴν σωτήρια σφραγίδα τοῦ Κυρίου. Ἡ παράδοση ἀκόμα διασώζει σὲ ἕνα παλαιὸ συναξάρι, ὅτι προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος καὶ ἐκεῖ δόπλα του ἀνέβλυσε νερό, καὶ τὸν βάπτισε εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ταραχὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάτωση παντοῦ. Καὶ ἀπὸ τὰ χείλη ὅλων ἀκούστηκε μιὰ φωνή, σὰν τροπάρι: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Μέγας ὁ Θεός, τῶν χριστιανῶν! Ἁπλοὶ ἄνθρωποι καὶ στρατιωτικοί, μὲ ταπεινὴ καὶ καθαρὴ τὴν καρδιά, πίστεψαν στὸν Χριστό. Καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς βασάνιζαν καὶ ἄλλους ἔρριχναν στὶς φυλακὲς. Ὁ θρασύς, καὶ σκληρόκαρδος βασιλιάς, ὅλα αὐτὰ τὰ χαρακτήρισε μαγεῖες. Ὤ καρδιά, ἄπιστη καὶ σκληρή, σάν πέτρα! Ὁ ἄπιστος τὰ ὦτα τῆς ψυχῆς του τὰ ἔχει βουλωμένα καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς σφαλισμένους. Δὲν θέλει νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀκούσει γιὰ τὴν σωτηρία του. Ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια δὲν τὸν ἀφήνουν. Ὅσοι ὅμως εἶναι ταπεινοί, καὶ ἁπλοὶ τῇ καρδίᾳ, ἐπειδὴ δὲν εἶναι πονηροί, δέχονται τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀξιώνονται νὰ πιστέψουν καὶ νὰ δοῦν νοερῶς τὸν Κύριον. Θέλουν δὲ ἀπολαύσει καὶ θεϊκὰ μυστήρια.
Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν ξεχώριζαν ὁ Χριστόφορος, ὁ Θεωνᾶς, ὁ Καισάριος, καὶ ὁ Ἀντώνιος. Ὅλοι, δορυφόροι –σωματοφύλακες- τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἔρριξαν στὰ πόδια του τὶς ζῶνές τους καὶ ὁμολόγησαν. Τοὺς φυλάκισαν καὶ αὐτούς. Κατόπιν τοὺς βασάνισαν ἄγρια. Τοὺς κρέμασαν, τοὺς ξέσχισαν τὶς σάρκες, τοὺς κατέκαυσαν μὲ λαμπάδες καὶ τοὺς ἔρριξαν στὴν φωτιά. Ἔτσι, παρέδωσαν τὸ πνεῦμά τους στὸν Κύριο. Ἡ Ἐκκλησία μας, τιμᾶ τὴν μνήμη τους, στὶς 20 Ἀπριλίου.
* * *
Ἀλλά, ὁ ἀλάστωρ τύραννος, ἰδὼν τὰ γενόμενα καὶ μανίας ἀκαθέκτου πλησθείς, ζητεῖ ἀπὸ τὸν ξακουστὸ μάγο Ἀθανάσιο νὰ παρασκευάσει τὸ πιὸ δυνατὸ φάρμακο, γιὰ νὰ ἐξοντώσουν μὲ αὐτὸ τὸν Γεώργιο. Ἐπικαλούμενος ὁ μάγος τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἑτοιμάζει ἕνα ὑγρό. Τὸ δίνει πρῶτα νὰ τὸ δοκιμάσει ἕνας κατάδικος. Ἀμέσως τὰ σπλάγχνα του ἔσπασαν, καὶ ἔβγαζε ἀφροὺς καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ξεψύχισε σπαράττοντας καὶ μὲ φρικτοὺς πόνους ὁ ταλαίπωρος. Ἀγαλλόμενος ὁ Διοκλητιανός, μὲ αὐτὸ τὸ γεγονός, συγχάρηκε τὸν Ἀθανάσιο, γιατὶ ἐπιτέλους θὰ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τοῦ βασάνιζε καὶ τοῦ τυραννοῦσε τόσο τὴν ζωή.
Ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ σὰν τὸ ἐλάφι τὸ διψασμένο ποὺ τρέχει στὸ νερό, τὸ ἤπιε μὲ πίστη ἁπλή. Σὰν νὰ ἔπινε κάποιο ἡδύποτο. Μέσα του ἀντηχοῦσε ὁ θεῖος λόγος: Κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψῃ. Καὶ ἔμεινε ἀβλαβὴς καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν βάσανο. Ταράσσεται ὁ παμίαρος τύραννος μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπουν τὰ μάτιά του. Μὰ πιὸ πολύ, γίνεται ἔξαλλος μὲ τὸ πλῆθος ποὺ κραύγαζε θριαμβικά, ἐνῶ πολλοί, ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους στὸν Θεό, τοῦ Γεωργίου. Νέες συλλήψεις, νέα μαρτύρια. Ἀκόμα καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ λάμπει ὁ ἥλιος, οἱ κακοί, πορεύονται μέσα στὸ σκοτάδι. Οἱ ἄπιστοι, ἀπὸ πεῖσμα, δὲν σηκώνουν τὰ μάτια πρὸς τὸν Πατέρα τους. Οἱ ψυχές τους εἶναι γεμάτες ὑπερηφάνεια καὶ ἀλαζονεία. Χαμένοι καὶ αὐτοκαταδικασμένοι στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου, χωρὶς νερό, χωρὶς ἐλπίδα. Ἄνθρωποι χωρὶς ἀπολογία, διότι τοὺς ἔρριξε φῶς νὰ δοῦν, καὶ αὐτοὶ σφαλίσανε τὰ μάτιά τους. Καὶ τὸ μυστήριο τοῦ φωτισμοῦ τελεῖται ἀνάλογα μὲ τὴν πρόθεση, τὴν διάθεση τῆς ψυχῆς. Τόση ἡ ἔπαρση καὶ τὸ σκοτάδι στὴν ψυχὴ τοῦ τυράννου, ὥστε νὰ γίνει ἴδια μὲ τὴν κατηραμένη ξηρανθεῖσαν συκῆν. Τὴν δύναμη τῆς πίστεως τὴν νιώθουν οἱ ἁπλοί, καθαροί, καὶ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ. Αὐτοὶ γνωρίζουν τὸν Θεό, γεύονται τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ ἔχουν ζωὴ αἰώνιον. Ἐν ἀφελότητι καρδίας γεωργοῦν τὸν σπόρο τῆς ἀληθείας καὶ καρποφοροῦν τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστης. Σὲ αὐτούς, ἀνῆκε καὶ ὁ μάγος Ἀθανάσιος, ποὺ πρόθυμα ἐγκατέλειψε τὴν πλάνη του γιὰ νὰ πιστέψῃ στὸν Χριστό. Ζήτησε τὴν συγχώρεση καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου, καὶ εὐτυχὴς θανατώθηκε μὲ ξίφος.
* * *
Ἀπελπισμένος, σχεδὸν τρελλός, ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, διέταξε νὰ φυλακίσουν πάλι τὸν Γεώργιο, μέχρι νὰ ἀποφασίσει τὶ νὰ πράξει. Εἶχε φθάσει ἡ φήμη τῶν θαυμάτων του σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα, καὶ κάθε φορά, ποὺ φυλάκιζαν τὸν Ἅγιο, πλῆθος κόσμου συγκεντρώνονταν στὸ κελλί του. Κάθε νύκτα γέμιζαν τὴν φυλακή, δίνοντας μεγάλα δώρα στοὺς δεσμοφύλασκες, καὶ τὴν εὐσεβῆ πίστιν παρ᾿ αὐτοῦ μυσταγωγούμενοι. Καὶ εκεῖνος τοὺς κατηχοῦσε στὴν ἀληθινὴ πίστη, καὶ τοὺς εὐλογοῦσε, μὲ ὅλη τὴν φλόγα καὶ τὸ φῶς τὴς ψυχῆς του. Καὶ ὅλοι ἔτρεχαν μὲ πνευματικὴ λαχτάρα καὶ δίψα, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν θεῖο λόγο του, νὰ λουστοῦν στὸ φῶς του. Ἀπὸ πάνω του ἔβγαινε μιὰ δύναμη θεϊκή. Κοντά του εἰρήνευαν καὶ γέμιζαν χαρά. Καθὼς ὁ Ἅγιος τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι μόνο ἀγάπη, γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὴν καλωσύνη, τὴν ὑπομονὴ στὶς πίκρες, τὴν εἰρήνη, αὐτοὶ πλημμύριζαν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ ἐλευθερώνονταν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης. Βασανισμένοι καὶ πικραμένοι ἄνοιγαν τὶς καρδιές τους, καὶ δέχονταν τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔφευγαν ἀναπαυμένοι καὶ παρηγορημένοι καὶ ἐλάμβαναν πνεῦμα δυνάμεως, πνεῦμα εἰρήνης, πνεῦμα χαρᾶς καὶ πίστης, πνεῦμα ἀγάπης. Ἔπειτα τοὺς εὐλογοῦσε καὶ θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς. Εἴτε μὲ τὸ ἄγγιγμά του, εἴτε μὲ μόνο τὸν λόγο του. Ἀνάπηρους, τυφλούς, κωφούς, παράλυτους, πνεύμασιν ἀκαθάρτοις τυραννουμένους. Καὶ ἔγινε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν πολλή του πίστη καὶ τὸν θεῖο ἔρωτα τῆς καρδιάς του, κατοικία καὶ μονή, τοῦ Χριστοῦ, ὃς τὰς ἀσθενεῖας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἡμῶν ἐβάστασε. Καὶ ἔγινε ἡ κατασκότεινη φυλακή, τόπος ἁγιάσματος καὶ δόξης. Κῆπος καὶ παράδεισος πλήρης ὀσμῆς εὐωδίας πνευματικῆς. Ἀγκάλιαζε μὲ μυστικὴ χαρά, τοὺς ταπεινούς, καὶ ἀπελπισμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπιστία, καὶ τοὺς μετάγγιζε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁγιότητα.
Ἀνάμεσα τους ἦταν καὶ ὁ φτωχὸς γεωργός, Γλυκέριος, ποὺ εἶχε μόνο ἕνα βόδι καὶ τοῦ ψόφησε, ἐκεῖ ποὺ ὅργωνε τὸ χωράφι του. Ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἱκέτευε μὲ δάκρυα τὸν Γεώργιο νὰ τὸν βοηθήσει. Στὴν εἰλικρινῆ ὁμολογία του ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, ὁ Ἅγιος τὸν προπέμπει λέγοντάς του ὅτι τὸ βόδι του εἶναι ζωντανό. Ὅταν τὸ διεπίστωσε ὁ μακάριος Γλυκέριος, γύρισε πίσω σὰν τὸν λεπρὸ Σμαρείτη γιὰ νὰ εὐχαριστήση τὸν ἰατρὸ λέγοντας: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Καὶ ὁ Θεός, δὲν τὸν ἀφήνει πιὰ στὴν φτώχεια, ἀλλὰ τοῦ χαρίζει τὸ ἄφατο τοῦ Παραδείσου πλοῦτο. Στὸ δρόμο γιὰ τὴν φυλακή, καθὼς δόξαζε τὸν Θεό, τὸν συλλαμβάνουν, καὶ χωρὶς καμμιὰ ἐρώτηση τὸν κομμάτιασαν. Φωνὴ δὲ ἀκούστηκε ἐξ οὐρανοῦ: Δεῦρο, ἔλα Γλυκέριε σὲ Ἐμένα, χαίρων, διότι εἶσαι τέλειος ἑνώπιόν μου.
* * *
Ὁ τύραννος, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸν κόσμο ποὺ συνέρρεε στὴν φυλακή, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Γεώργιο καὶ νὰ πιστεύει στὸν Χριστό, γιὰ τὶς διδαχές, καὶ τὶς θεοσημεῖες, δὲν τὸ ἄντεξε. Προστάζει καὶ τὸν βασανίζουν μὲ τὰ πιὸ σκληρὰ μαρτύρια. Τὸν ξαπλώνουν πάνω σὲ πυρακτωμένο χάλκινο κρεββάτι καὶ τὸν ραντίζουν μὲ ρητίνη. Ἀλλὰ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ὀδυνῶν αἱ τοῦ Θεοῦ παρακλήσεις τὴν τούτου ψυχήν, εὔφραναν. Ἡ θεία χάρις μετέβαλε τὸ πῦρ εἰς δρόσον. Ἔκθαμβος ἀπὸ τὸ γεγονός, ἀλλὰ καὶ φεμάτος θυμό, ἀναφωνεῖ ὁ βασιλεύς: Ὤ τῆς συμφορᾶς. Πῶς νὰ τὸν θανατώσω ὦ θεοί; Ὁ μιαρός, καὶ θεοστυγής, σοφίζεται καὶ ἄλλα μαρτύρια. Ὁ δὲ μέγας Γεώργιος, ἔπειθε ἄπειρα πλήθη νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τους καὶ νὰ προστρέξουν στὴν ἀληθινὴ θεοσέβεια.
* * *
Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ ἀκόμα, δίνει ἐντολὴ νὰ τὸν παρουσιάσουν ἑνώπιόν του. Ἐκείνην τὴν ὥρα ὁ Μαγνέντιος ἔλεγε στὸν Διοκλητιανό, ὅτι τὸ γένος τῶν χριστιανῶν δὲν φαίνεται νὰ πεθαίνει εὔκολα, γιὰ αὐτὸ τοῦ προτείνει νὰ σταματήσει τοὺς διωγμούς, καὶ τὰ μαρτύρια καὶ νὰ χρησιμοποιήσει ἄλλον τρόπο. Νόμιζε ὅτι μὲ τὴν γλυκύτητα καὶ τὶς κολακεῖες θὰ ἔκαμπτε τὸν στερρὸν ἀθλητήν. Καὶ ἐκεῖνος, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸν ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν φυλακή ἔψαλλε τοὺς στίχους: Ὁ Θεός, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες, Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μλοι σπεῦσον... (Ψαλμ. ξθ´ 1). Ὁ τύραννος, μόλις τὸν εἶδε τοῦ εἶπε μὲ γλυκὸ τρόπο ἀλλὰ καὶ μὲ πονηριά: Μὰ τοὺς θεούς, Γεώργιε, ἂν μὲ ἀκούσεις καὶ θυσιάσεις, θὰ λάβεις πολλὰ ἀγαθὰ καὶ πλούτη. Θα σὲ δοξάσω σὲ ὅλη τὴν γῆ μὲ τὸ ὑψηλότερο ἀξίωμα. Λυποῦμαι τὰ νιάτα σου. Γνωρίζω καὶ τὴν εὐγενικὴ καταγωγή σου. Γιὰ αὐτὸ θέλω νὰ ζήσεις εὐτυχισμένος. Καὶ ὁ Γεώργιος: Τώρα καλὰ τὰ λὲς βασιλιά μου. Μακάρι νὰ τὰ ἔλεγες αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὅμως, μετὰ ἀπὸ τόσα βασανιστήρια, μὲ ποίον τρόπο θὰ πάρω πίσω τὴν προσβολή, καὶ τὴν κακοποίηση ποὺ μοῦ ἔκαμες; Χαρούμενος ὁ τύραννος ποὺ δὲν εἶχε καταλάβει, τοῦ ἀπαντᾶ: Παιδί μου ἀγαπητό, συγχώρεσέ με γιὰ ὅτι κακὸ ἔπραξα. Θεώρησέ με πατέρα σου, καὶ ἔλα νὰ θυσιάσεις. Ἐπειδὴ βλέπω βασιλιά μου τὴν καλή σου διάθεση πρὸς τὸ πρόσωπό μου, λέει ὁ Γεώργιος θὰ σὲ τιμήσω καὶ ἐγὼ ὅπως τὸ ποθεῖς, διότι εἶναι μεγάλη ἀχαριστία νὰ ἀρνηθῶ τὴν φιλία σου. Ποῦ εἶναι οἱ θεοί σου. Ἄς πᾶμε ἐκεῖ. Γεμάτος χαρά, ἀναπήδησε τοῦ θρόνου του λέγοντας: Εὐφραίνεσθε θεοί, ἀγαλλιᾶσθε ἄνθρωποι, δὲχου ὦ Ἀπόλλων μετανοημένον τὸν Γεώργιον. Καὶ διέταξε ὅλους νὰ συγκεντρωθοῦν στὸν ναό, ἐπειδὴ ὁ ξακουστὸς Γεώργιος, θὰ θυσιάσει στὸν Ἀπόλλωνα. Καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες, μὲ μουσικές, καὶ ἐμβατήρια, ἐπευφημοῦσαν ὡς νικητές, τὸν βασιλιά, καὶ τὸν Ἀπόλλωνα. Ὁ ἐκλεκτὸς ἐραστὴς τοῦ Θεοῦ, σὲ ὅλον τὸν δρόμο προσευχόταν νοερά: Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἰσὶ μάταιοι... (Ψαλμ. Ϟγ´ 11), καί: Ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη, καὶ λαοί, ἐμελέτησαν κενά; (Ψαλμ. β´ 1), ὡς καὶ τό: Ἐπὶ σοὶ Κύριε ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα... (Ψαλμ. λ´ 1). Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε σὰν ἥλιος. Καὶ τὸ περπάτημά του ἀρχοντικὸ ἀλλὰ καὶ σεμνό. Ψηλός, καὶ πανέμορφος, μὲ χαρούμενη διάθεση καὶ μειλίχιος. Μέσα σὲ ἐκεῖνο τὸ πλῆθος φάνταζε σὰν Θεός. Τόσο ποὺ πολλοί, σκέφτηκαν μήπως ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόλλων ποὺ κατέβηκε στὴν γῆ. Ἀπόλυτη ἡσυχία ἐπικρατοῦσε. Ὅλων τὰ βλέμματα ἦσαν στραμμένα στὸν Γεώργιο καὶ οἱ ἀνάσσες κομμένες. Μόνο τὰ θυμιάματα ἔκαιγαν ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ γέμιζαν τὸν τόπο γύρω. Ὁ Ἅγιος πλησιάζει ἀργά, καὶ ἔχοντας τὸ πνεῦμά του ἄνω, ἐνῷ τὸ βλέμμα του κάτω πρὸς τὸ ἄγαλμα, λέει μὲ αὐστηρὴ τὴν φωνή: Σὺ εἶσαι θεός, καὶ σένα πρέπει νὰ προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι; Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ κατοικοῦσε ἐκεῖ φοβήθηκε τὸν Γεώργιο καὶ φανέρωσε τὴν ἀλήθεια: Δὲν εἶμαι ἐγὼ θεός, ἀλλὰ καὶ οὔτε καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ κατοικοῦν ἐδῶ. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἐμεῖς εἴμαστε δαίμονες καὶ παραπλανοῦνται μὲ μᾶς οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Ἅγιος τοὺς ἐπιτίμησε ἐπειδὴ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀνθρώπους: Πῶς τολμάτε νὰ παραμένετε ἐδῶ, ἀφοῦ μπῆκε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Καὶ εὐθὺς ἔγινε μεγάλη ταραχή. Ἄγρια βογγητά, φωνὲς ἀπελπισμένες, κλάματα ἀκούστηκαν, λὲς καὶ μούγκριζαν τὰ θηρία τοῦ δάσους. Ἐνῶ οἱ δαίμονες δραπέτευαν, φόβος κυρίευσε τὶς ψυχὲς τῶν παρευρισκομένων. Καὶ ὁ ναὸς νὰ σείεται συθέμελα, καὶ τὰ εἴδωλα νὰ κατακρημνίζονται μόνα τους, δίχως νὰ τὰ πειράξει κανείς. Τὰ συνέτριψαν ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Ἁγίου και τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ βασιλιάς, καὶ ἡ συνοδεία του δαιμονίστηκαν ἀπὸ τὴν ντροπή, καὶ τὸν πληγωμένο ἐγωϊσμό τους. Ἀντιθέτως οἱ πιστοί, χαίροντα, καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό. Ἀγριεμένος ὁ Διοκλητιανός, ὑβρίζει σκαιότατα τὸν θεοφόρο Ἅγιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἄφοβος πάντα τοῦ ἐπισημαίνει ὅτι ἔκαμε τὴν θυσία του στὸν Χριστό, γιὰ αὐτὸ καὶ γκρεμίστηκαν οἱ ψεύτικοι θεοί τους, ἀνίκανοι ὄντες νὰ προστατεύσουν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν τους.
* * *
Γεμάτη ἀπὸ φόβο Θεοῦ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, πλησιάζει τὸν σύζυγό της καὶ φωνάζει δυνατά: Ὁ Θεός, τοῦ ἀηττήτου Γεωργίου, ἂς μὲ συγχωρήσει τὴν ἁμαρτωλὴ γιὰ ὅ,τι κακό, ἔκανα μέχρι τώρα ποὺ ζοῦσα στὴν ἁγνοια. Μνήσθητί μου Κύριες τῆς τελευταίας μου μεταβολῆς, καὶ δός μου τόπον πλησίον τοῦ ὑπηρέτη Σου Γεωργίου. Μέγα πλῆθος ἐμψυχωμένο ἀπὸ τὴν πίστι τῆς βασίλισσας Ἀλεξάνδρας, ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ πίστεψε σὲ Αὐτόν.
Μπροστὰ σὲ αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα, μένεα πνέοντες ὁ Διοκλητιανός, μὲ τὸν Μαγνέντιο καὶ τοὺς ἄλλους ἄρχοντες, διέταξε νὰ κρεμασθεῖ ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της καὶ νὰ ξεσθεῖ. Ἡ Ἀλεξάνδρα, ἀφοῦ εἶχε κατηχηθεῖ ἀπὸ τὸν Γεώργιο, μὲ πίστη βαθειά, στὸν Χριστό, ἄρχισε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ δοξάζει νοερῶς τὸ πανάγιον Ὄνομά Του. Ξεομένη, ἀτένιζε μόνον τὸν οὐρανό, δίχως νὰ βγάλει φωνή. Λέει στὸν Μάρτυρα: Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, εὐλόγησέ με σὲ αὐτὸ ποὺ κάνω. Ὁ δὲ γεωργὸς τῆς εὐσεβείας τῆς λέει: Ὑπόμεινον μικρόν, χαίρουσα, καὶ ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἁγία βάσταζε μὲ γενναιότητα. Ὕστερα τὴν ὑποβάλλουν σὲ νέο μαρτύριο, καὶ αὐτὴ μὴ ὑποφέρουσα τὸν πόνο, ρῶτᾶ μὲ ἀνησυχία τὸν Ἅγιο, τί νὰ κάνει ποὺ δὲν ἔλαβε τὸ βάπτισμα καὶ ἂν θὰ ἀνοιθεῖ ἡ θύρα τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ὁ πάνσοφος Μάρτυς τῆς λέει: Πορεύου Ἀλεξάνδρα στὸν Δεσπότη Χριστό καὶ ἔχεις τὸ Θεῖον Βάπτισμα διὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ αἴματός σου. Προσευχόμενη, ἔχοντας τὸν νοῦν της στὸν οὐρανὸ μὲ χαρά, θανατώθηκε μὲ ξίφος.
Κάποιο ἄλλο συναξάρι ἀναφέρει ὄτι, ἀποκαμωμένη καθὼς ἦταν ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία, παρέδωκε τὸ πνεῦμά της, προσευχόμενη μέσα στὴν φυλακή.
Τότε ἡ γλυκύτατη φωνὴ τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε γύρω: Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν...; (Ψαλμ. οϚ´ 14). Οἱ ἄρχοντες, ὅταν εἶδαν ὅτι δὲν πέτυχαν τίποτα, οὔτε μὲ τὰ βασανιστήρια οὔτε μὲ τὶς κολακεῖες, καὶ ὅταν ἐξευτελίζονταν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ ψεύτικοι θεοί τους, ἀποφάσισαν μὲ διάταγμα τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου. Καὶ συζητοῦσαν μεταξύ των: Δὲν βλέπετε ὦ φίλοι ὅλους, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα νὰ τρέχουν πίσω ἀπὸ αὐτὸν τὸν πλάνο καὶ ἀπατεώνα; Σὲ ὅλην μου τὴν ζωή, πιὸ φοβερὸ καὶ ἀμείλικτο ἄνδρα δὲν ἔχω δεῖ. Μὲ τόλμη ἔπραξε σὲ ἐμᾶς, ὅσα κανεὶς ἄλλος ἐπὶ τῆς γῆς. Βαθύτατα συγκινημένοι ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας, οἱ τρεῖς πιστοὶ δοῦλοί της Ἀπολλώ, Ἰσαάκιος καὶ Κορδᾶτος, παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ τὸν ἤλεγξαν γιὰ τὸ κακό, ποὺ τῆς ἔκανε. Αὐτὸς δὲ ὁ παράνομος καὶ θεομάχος διέταξε τὸν μὲν Κορδᾶτο νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, τὸν δὲ Ἀπολλὼ καὶ Ἰσαάκιο νὰ ρίξουν στὴν φυλακή. Ἐκεῖ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸν Θεό, ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν δίψα, καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς τρεῖς αὐτοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσά τους Ἀλεξάνδρα, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 21 Ἀπριλίου.
* * *
Ὅταν βγῆκε ἡ τελικὴ ἀπόφαση γιὰ τὸν νικηφόρο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅταν τὴν ἔλαβε ἔψαλλε μὲ χαρά: Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἕργα Σου Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας! (Ψαλμ. ργ´ 25). Τὸ ἄκουσε ἡ ἁγία μητέρα του ὅτι ἐλήφθη ἡ φονικὴ ἀπόφασις καὶ ἀναγαλλίασε ἡ καρδίας της. Ἀτένιζε τὸν οὐρανὸ καὶ ἐδόξαζε μὲ εὐχαριστία τὸν Θεό: Κυρίε ὁ Θεός μου, σὲ εὐχαριστῶ καὶ τώρα ὅπως πάντοτε. Σὲ παρακαλῶ, πρόσδεξαι τὸν ἀγαπημένον μου υἱὸ Γεώργιο, τὸν γνήσιο δοῦλό Σου, ὅπως δέχτηκες τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν Σοῦ ἔφερε τὸ παιδί του Ἰσαάκ. Πάρε τον στὴν ἐπουράνιο Βασιλεία Σου μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους Σου.
Ἡ θεία Πολυχρονία βρισκόταν διαρκῶς κοντὰ στὸ παιδί της. Καὶ στὴν φυλακή, καὶ στὸν τόπο τῶν μαρτυρίων. Φρόντιζε πάντα γιὰ τὴν ἐνίσχυσή του μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὸ πέρασε μὲ προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία καὶ γονυκλίσιες.
Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, πλησιάζει τὸν πολύαθλο γιό της καὶ τοῦ λέει:
Μακάρια καὶ ἅγια τὰ ἔργα τῆς πίστης σου παιδί μου, γιατὶ μιμήθηκες τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ προσευχήσου γιὰ μένα, ἐπειδὴ θὰ τελειώσω τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου πρὶν ἀπὸ σένα. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ σκληρὸς βασιλιάς, ὅτι ὁμιλεῖ στὸν Ἅγιο, τὴν καλεῖ κοντά του καὶ τὴν ἐρωτᾶ ποιὰ εἶναι. Καὶ αὐτὴ ἡ πανθαύμαστη μὲ ἀνδρεία ἀπαντᾶ: Πολυχρονία μὲ λένε καὶ εἶμαι χριστιανή, ὅπως καὶ ὁ γιός μου Γεώργιος, ποὺ νομίζεις ὅτι τιμωρεῖς, ἐνῶ αὐτὸς στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Βασιλέα Χριστό. Ἀγριεμένος ὁ Διοκλητιανός, τὴν κατηγορεῖ: Σὺ τὸν ἐδίδαξες νὰ βρίζει τοὺς μεγάλους θεούς, χωρὶς νὰ προσκυνάει καὶ νὰ θυσιάζει σὲ αὐτούς. Ἡ γενναία ἀθλήτρια εἰρηνικὰ τοῦ λέει: Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ φωτίζουσα πάντα ἄνθρωπο ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμο. Ἐμεῖς βασιλιά, ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ μάθαμε νὰ λατρεύουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ ὄχι τὰ εἴδωλα τῶν δαιμόνων.
Ὁ βασιλιὰς συγκράτησε τὸν θυμό του καὶ λέει στὴν θεοτίμητη Πολυχρονία νὰ σταματήσει τὶς ἀνοησίες καὶ νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ἐὰν ὄχι, θὰ πεθάνει πολὺ πικρά, ὅπως καὶ ὁ μωρὸς γιός της Γεώργιος, ποὺ ὅπως ἀποφασίστηκε, θὰ ἀποκεφαλιστεῖ. Μὰ πάλι ἡ θεόσοφη Πολυχρονία ἀπαντᾶ μὲ σταθερότητα: Ἐγώ, ὅπως σοῦ εἶπα καὶ πρίν, εἶμαι καὶ παραμένω χριστιανή. Δὲν πιστεύω στοὺς δαίμονες, καὶ οὔτε πρόκειται νὰ θυσιάσω στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ καὶ νὰ βασανίσεις τὸ σῶμά μου, ἐγὼ τὸ προσφέρω θυσία στὸν Θεό μου.
Πολὺ ὀργίστηκε ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ τύραννος καὶ πρόσταξε νὰ τὴν βασανίσουν ἀμέσως. Σὰν ἄγριοι λύκοι οἱ ποταποὶ ὑπηρέτες του ἄρπαξαν τὴν Ἁγία, τὴν τέντωσαν κατὰ γῆς καὶ τὴν ἔδερναν ἀλύπητα μὲ ὠμὰ βούνευρα. Ὅλο της τὸ σῶμα ἔγινε μιὰ πληγή. Ἀλλὰ ἡ γενναιότατη δούλη τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ κατὰ τὴν φύση ἦταν γυναίκα, εἶχε λογισμὸ ἀνδρικό. Εἶχε στραμμένο τὸν νοῦ της στὴν προσευχὴ μὲ θεῖο πόθο καὶ δόξαζε μὲ πολλὴ χαρὰ τὸν Κύριο. Ὅταν οἱ σκληροὶ δήμιοι κουράστηκαν πιά, εἶδαν ὅτι τὸ σῶμά της δὲν ἐσπάραζε, τὴν ἅφησαν γιὰ λίγο. Στὴ συνέχεια τὴν κρέμασαν πάνω σὲ ἕνα ξύλο καὶ τῆς ἔκαμαν ἀκόμα μεγαλύτερα βασανιστήρια. Κατέσχισαν τὶς σάρκες τοῦ ἱεροῦ ἀσκητικοῦ κορμιοῦ της μὲ σιδερένιες χειράγρες, τόσο πολύ, ποὺ φάνηκαν τὰ σπλάγχνα της. Ὕστερα πῆραν ἀναμμένες λαμπάδες, καὶ ἄρχισαν νὰ καίγουν τὶς πληγές της. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐκείνη ἔμενε ἀσάλευτη στὴν πίστη της, καὶ ἀνδρεία στὸ λογισμό της. Εἶχε μέσα της τὸ θεῖον πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ γλυκοχάραμα τῆς τελευταίας ἡμέρας πλησίασε μὲ εὐλάβεια, προσκύνησε καὶ ἀσπάστηκε τὶς ἅγιες πληγὲς τῶν μεγάλων μαρτύρων τοῦ Θεοῦ. Τοὺς βρῆκε δοσμένους σὲ μυστικὴ προσευχή, ποὺ ἐκεῖνες τὶς ὧρες ἔγινε πιὸ βαθειά, καὶ πιὸ κατανυκτική. Κάποια στιγμή, ἦλθαν καὶ τὴν πῆραν. Τῆς φόρεσαν μὲ λαβίδες σιδερένια παπούτσια, τόσο πυρακτωμένα ποὺ πέταγαν σπίθες. Ἐκείνη ὅμως ἦταν ἀφοσιωμένη μόνο στὴν προσευχή. Οἱ πόνοι τώρα εἶναι φρικτοί, ἀνελέητοι, ἀλλὰ ἡ ψυχή της γεμάτη ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς της ἀνεβασμένος στὸν οὐρανό. Ἕνα θεϊκὸ φῶς ὅλο γλυκύτητα, τὴν κάλυπτε καὶ μιὰ αὔρα μυρωμένη ὡς δρόσος Ἀεμών πλημύρισε τὸ χώρο γύρω. Μὲ τὴν παρηγοριὰ τοῦ Παρακλήτου νικᾶ ὅλους τοὺς πόνους καὶ τὰ μαρτύρια καὶ ἑνώνεται τῷ Παναχράντῳ Σώματι τοῦ Χριστοῦ. Θεώμενα πλέον ἔγιναν τὰ μέλη της, μέλη Χριστοῦ, τὰ φρικτά τε καὶ θεῖα! τὸ πρόσωπό της ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ τὴν χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ βλέμμα της ἀντιφεγγίζει τὴν εἰρήνη τοῦ θείου φωτός. Λὲς καὶ θεᾶται τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Τόση ἡ ἐρωτικὴ φλόγα, καὶ τὸ θεῖον πύρωμα μέσα της, ὥστε λησμόνησε κόσμο καὶ σάρκα καὶ ὅλα τὰ μάταια πράγματα τοῦ κόσμου! Ἡ θεϊκὴ ἀγάπη καταλάμπει μὲ φῶς ὅλο τὸ εἶναί της. Τέλος, μόνο τὰ χείλη της ψιθυρίζουν μὲ δέος: Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου ἐν εἰρήνῃ. Ἔτσι ἡ ταπεινὴ Μάρτυς λάμπουσα παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της καὶ κέρδισε τὴν αἰώνια χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Τὸ τίμιο λείψανό της τὸ παρέλαβαν κρυφὰ οἱ χριστιανοί, καὶ τὸ ἔθαψαν δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὁ δὲ πανεύφημος καὶ μέγιστος Γεώργιος, πλημμυρισμένος θεία χαρά, γιὰ τὸ ἅγιο τέλος τῆς μητέρας του, δόξαζε ἀδιαλείπτως τὸν Κύριο. Ἀλλὰ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὸν πάρουν καὶ ἐκεῖνον καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν ὁρισμένο τόπο. Κοντά του ὅλο τὸ ἐνθουσιώδες ἐκεῖνο πλῆθος, μὲ δάκρυα δακρυσμένα, πρὸσμενε νὰ δεῖ τὸ τέλος. Ὁ Ἅγιος ἦταν ἤρεμος, εἰρηνικός, σὰν νὰ πήγαινε σὲ χαρὰ μεγάλη. Ὅμορφος, ψηλός, λυγερός, μὲ χαρακτηριστικὰ ἀγγελικά. Τὰ μαλλιά του σγουρά, καὶ ἐκείνη ἡ δυνατὴ ματιά του ἡ πεντακάθαρη, ἔκρυβε μέσα της μιὰ καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ, γεμάτη ἀθωότητα καὶ ἀγάπη. Τὸ περπάτημά του σεμνό, καὶ συνάμα μεγαλόπρεπο, παλληκαρίσιο. Φάνταξε λές, καὶ φανερώθηκε μονομιᾶς ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ χάρη του ὁλόκληρη!
Τέλος, φθάνουν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ὁ Ἅγιος ζήτησε νὰ τὸν ἀφήσουν λίγο νὰ προσευχηθεῖ. Τοῦ τὸ ἐπέτρεψαν. Καὶ αὐτὸς ὁ μακάριος προσευχήθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιάς του ἔχοντας τὸ θεῖο πρόσωπό του στραμμένο πρὸς τὸν οὐρανό: Δοξασμένος νὰ εἶσαι Κύριε ὁ Θεός μου, πρὸς ὃν κατέφυγον ἐκ νεότητός μου, ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ στήριγμά μου σὲ τοῦτον τὸν ἀγῶνα, ὁ θεῖος ἔρωτας τῶν ἁγιασμένων ψυχῶν, ὁ παριδὼν πάντα τὰ ἁμαρτήματά μου. Δέσποτα Θεὲ ἐπουράνιε, ἔπιδε ἐπὶ τῇ ταπεινώσει μου, ἐπάκουσόν μου δέομαι, τῇ ὥρᾳ ταύτῃ, καὶ πρόσδεξαί μου τὴν ψυχὴ ἐν εἰρήνῃ, καὶ συναρίθμησόν με τοῖς ἀγαπηκόσι τὸ ἅγιον Ὄνομά Σου. Συγχώρησον δὲ καὶ τοῖς ἔθνεσιν, ὅσα εἰς ἡμᾶς διεπράξαντο, καὶ φώτισον Κύριε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας αὐτῶν εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς σῆς ἀληθείας ὅτι πάντας θέλεις σωθῆναι. Ἐξαπόστειλον τοῖς ἐπικαλουμένοις σε βοήθειαν ἐξ ὕψους ἁγίου σου, δὸς αὐτοῖς τὸν φόβον σου καὶ τὸν πόθον τῆς εἰς τοὺς ἁγίους σου ἀγάπης, ἵνα τὴν μνήμην αὐτῶν ἐπιτελοῦντες μιμοῦνται τὴν πίστη καὶ ἀγάπην αὐτῶν ὅπως ἂν σὺν αὐτοῖς καταξιωθέντες τῆς ἐπουρανίου ζωῆς δοξάζωσί σου τὴν πολλὴν ἀγαθότητα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἔτι δὲ πρόσχες εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου καὶ παράσχου μοι τὴν αἴτησιν ταύτην, ἵνα πᾶς ἄνθρωπος ἐπικαλούμενος ἐν ἀνάγκαις, ἐν θλίψει, ἐν κινδύνῳ, ἐν πάσῃ ἀσθενείᾳ, ἐν λιμῷ, ἐν δικαστηρίῳ, ἐν φυλακῇ, ἐν κόσμῳ, ἐν πειρασμῷ, ἐν δυχερείαις πραγμάτων, τὴν βοήθειαν ἐμοῦ τοῦ δούλου Σου Γεωργίου... ῥῦσαι αὐτὸν Δέσποτα ἀπὸ πάσης θλίψεως καὶ ἀνάγκης. Σύντριψον τὸν σατανᾶν ἐν τάχει ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. Χάρισαι δὲ αὐτῷ πᾶν αἴτημα, ὅτι δεδοξασμένος εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἀφοῦ ἔκαμε μὲ εὐλάβεια τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ γονάτισε καὶ παρακάλεσε τὸν σπεκουλάτορα νὰ ἐκτελέσει τὴν βασιλικὴ διαταγή. Ὕψωσε τότε ἐκεῖνος τὸ σπαθί, καὶ ἔκοψε τὴν τιμία καὶ ἁγία κεφαλὴ τοῦ Γεωργίου, καθὼς ὁ ἴδιος τόσο ποθοῦσε. Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν ἔτρεξε πάνω στὸ ζεστὸ κορμί, μὲ θεῖο πόθο καὶ λαχτάρα, καὶ ἄλλοι μάζευαν ἀπὸ τὸ αἶμά του, ἄλλοι μόνο τὸ ἄγγιζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεό, ἄλλοι ξέσχιζαν μιὰ λωρίδα ἀπὸ τὰ ἱμάτιά του, καὶ ἄλλοι ἀσπάζονταν τὸ ἅγιο λείψανο! Ἀλλὰ οἱ στρατιῶτες τοὺς κτυποῦσαν καὶ τοὺς ἔδιωχναν!
Κρυφὰ σήκωσαν οἱ χριστιανοὶ τὸ πάντιμο λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς πανένδοξης μητέρας του Πολυχρονίας, σὲ τόπο ἐπίσημο. Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή, 23 Ἀπριλίου, τοῦ ἔτους 303 μ.Χ. Κατὰ δὲ τὸν ὑπολογισμὸ τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ μακεδονικὸ μηνολόγιο, ἀντιστοιχοῦσε στὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου τοῦ Πάσχα. Ἀναφέρεται ἀκόμα ὅτι ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Ἁγίου, Πασικράτης, ἐκτελώντας τὴν ἐπιθυμία τοῦ κυρίου του, παρέλαβε τὸ ἅγιο λείψανό του μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς μητέρας του, καὶ τὰ μετέφερε στὴν μητρικὴ γῆ, στὴν Λύδδα τῆς Παλαιστίνης.
Μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἀποφυλάκισαν ὅλους τοὺς ἐκεῖ δέσμιους χριστιανούς, καὶ ἂν δὲν θυσίαζαν στὰ εἴδωλα, μὲ βασιλικὴ διαταγὴ τοὺς βασάνιζαν καὶ τοὺς θανάτωναν. Ἀνάμεσά τους ἦταν καὶ ὁ Εὐσέβιος, ὁ Νέων, ὁ Λεόντιος, ὁ Λογγῖνος καὶ ἄλλοι τέσσαρες μαζί, ποὺ τοὺς βασάνιζαν σκληρά, ἐπειδὴ ἔμεναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους. Τοὺς ἔδεσαν, τοὺς χτύπησαν ἀφόρητα καὶ μετὰ τοὺς κρέμασαν καὶ ξέσχισαν τὸ σῶμά τους. Τέλος, τοὺς ἀποκεφάλισαν μὲ ξίφος. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὶς 24 Ἀπριλίου καὶ εὐφραίνονται κοντὰ στὸν Δεσπότη Χριστό, ποὺ εἶπε: Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται. Καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θαυματουργοῦν σὲ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν στὴν χάρη τους.
* * *
Ὅταν ἔλαμψε ἡ εὐσέβεια στὸν κόσμο καὶ βασίλευσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ μητέρα του, πῆγε μὲ πόθο ἱερὸ στοὺς Ἁγίους Τόπους. Μεγάλη ἦταν ἡ ἐπιθυμία της νὰ βρεῖ τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κτίσει τὰ πανάγια προσκυνήματα. Πῆγε καὶ στὴν Λύδδα γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος καὶ Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ἀπὸ μεγάλη εὐσέβεια καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Ἅγιον, ἔκτισε μεγαλοπρεπὴ καὶ ὡραιότατο ναὸ πρὸς τιμήν του. Ὅταν τελείωσε ὁ ναός, ὁ τότε ἀρχιερεύς, μὲ τὴν παρουσία κλήρου καὶ λαοῦ, ἀνεκόμισε τὸ σεπτὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καθὼς πιθανότατα καὶ τῆς μητέρας του. Ἀλλά, τὶ θαῦμα μέγα! Βρῆκαν τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἀνέπαφο, ἄφθαρτο, ὁλόκληρο, μέσα σὲ μιὰ δυνατὴ καὶ ἄρρητη εὐωδία, ἐνῶ ἀπὸ τὸν τάφο ἀναπηδοῦσε μιὰ θεία λάμψη. Ρίγος ἱερὸ διαπέρασε τοὺς πιστούς, καὶ τὰ μάτια πλημύρισαν ἀπὸ δάκρυα πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως. Ὅλοι σταυροκοπήθηκαν καὶ γονάτισαν νὰ προσκυνήσουν, δοξάζοντας τὸν Κύριο καὶ τὸν Ἅγιό Του. Κατάνυξη, πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἱερὴ συγκίνηση κατέκλυσε τὶς καρδιὲς ὅλων. Χέρια τίμια σήκωσαν εὐλαβικὰ τὸ εὐωδιάζον λείψανο μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίες μὲ θυμιάματα καὶ φωτοχυσίες. Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Τροπαιοφόρου ἔλαμψε σὰν ἥλιος πάνω ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ὁ οὐρανὸς τῆς Λύδδας λαμπύρισε. Φῶς ἱλαρόν, ἁγίας δόξης κατηύγασε ὁλόκληρη τὴν κτίση. Οἱ καρδιὲς τῶν ἐραστῶν τοῦ θείου Γεωργίου ἐμφοροῦνται τῆς αὐτοῦ ἀγάπης καὶ τοῦ κάλλους καὶ ἡδονῆς καὶ γλυκασμοῦ ἐπίπλανται τοῦ θείου, μετέχοντες τῆς δόξης, ἐν χαρᾷ πνευματικῇ, εὐφροσύνῃ τε ὑπερκοσμίῳ καὶ ἀγαλλιάματι. Ὅλα ἁγίασαν αὐτὴ τὴν ὥρα, καὶ ὅλοι γέμισαν μὲ παρηγοριά, μὲ τὸν Ἅγιο ποὺ θὰ τοὺς ἀποσκέπαζε ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρός.
Καὶ τοποθέτησαν τὸν πολύτιμο αὐτὸ θησαυρό, κατὼ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, μέσα σὲ πολύτιμη θήκη, καὶ ἔκαναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ μὲ αὐτὴ τὴν κατάθεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑορτάζομεν κατὰ παράδοση τὴν 3η Νοεμβρίου. Τὸ σεπτὸν σκήνωμα τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον γιὰ πολλὰ χρόνια, ὡς μυροθήκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πάμπολλα ἀπὸ τότε καὶ παράδοξα θαύματα καὶ ἰάσεις γίνονται στοὺς πιστούς ποὺ προσκυνοῦν καὶ ἐπικαλοῦνται τὸν Ἅγιο μὲ πίστη καὶ ἀγάπη. Τὸ ὄνομά του ἔγινε πασίγνωστο καὶ ἡ χάρις τῶν θαυμάτων του ἔφθασε ἴσαμε τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἔγινε ὁ ἁγιόλευκος καὶ ὑπερθαύμαστος Μάρτυς μέγας καὶ κοινὸς ἐυεργέτης πάντων τῶν Χριστιανῶν, καὶ πάσης τῆς οἰκουμένης. Ριζότομος τῆς δαιμόνων θρησκείας, καὶ φυτοκόμος τῆς τῆς Τριάδος λατρείας. Καὶ ἡ ἀγάπη του φθάνει πλούσια καὶ ἀπρόσκλητη παντοῦ, καὶ ἐκεῖ ἀκόμα ποὺ δὲν ὑπάρχει χριστιανός.
Ὁ σεβάσμιος γέροντας Ἰωσήφ, τὸν ὀνομάζει Τροπαιοφόρο τῆς Ἀγάπης, καὶ γράφει: Ἡ ἀγάπη του... εἶναι τόσο μεγάλη... ποὺ ἀγκάλιασε τὴν Εκκλησία, τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων στὰ τετραπέρατα τῆς οἰκουμένης. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη τῶν πιστῶν, ποὺ σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τοῦ κόσμου ἤθελαν νὰ ἔχουν κάτι δικό του. Τὰ ταξίδια βεβαίως ἦταν δύσκολα γιὰ νὰ πηγαίνουν συχνὰ στὸν τάφο του. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὸ ἅγιο λείψανό του διαλύθηκε. Κύριος οἶδε πῶς, καὶ ἔτσι διαοιράστηκαν σὲ ὅλο τὸν κόσμο τμήματα τῶν λειψάνων του πρὸς εὐλογία καὶ ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν.
Ἐκεῖνος, ποὺ ὡραῖος ἐκ τοῦ Τάφου ἀνέτειλε, μᾶς ἄφησε νὰ καταλάβουμε ὡς ὄντως γλυκύκαρπον φυτὸν καρδιοτρόφον, πῶς μποροῦμε νὰ γευθοῦμε τὴν ἄκτιστη ὡραιότητα, τὸ θεῖον καὶ ἀΐδιον κάλλος...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´.
Οἱ ἐπωνυμίες τοῦ Ἁγίου.
Ὑπάρχει συνήθεια νὰ δίνουμε διάφορα ἐπωνύμια στοὺς Ἁγίους μας, ἀπὸ εὐλάβεια ἢ ἀπὸ κάποιο θαῦμα, ἢ καὶ ἀπὸ ἄλλη αἰτία. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὑπερέχει πάντων τῶν Ἁγίων στὰ ἐπωνύμια ποὺ Τῆς ἔδωσαν οἱ πιστοί. Ἐδῶ ἀνθολογήσαμε καὶ παραθέτουμε κάποια ἐπωνύμια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀπὸ διαφόρους τόπους.
Στὸ Ὄφι τοῦ Πόντου, παλαιὰ ἔλεγαν τὸν Ἅγιο Ἁέρις. Ἐπίσης στὸν Πόντο, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔλεγαν Ἁὲρτς ὁ Ζαντών, δηλαδὴ Ἅγιος Γεώργιος ὁ τρελλός, γιατὶ τοὺς τιμωροῦσε ἀφαιρώντας τους τὰ μυαλά. Στὴν Θράκη τὸν ὀνόμαζαν Ἀράπη ἤ Ἀρακλειανό (Ἡρακλειανό), ἐπειδὴ θαυματουργὴ εἰκόνα του βρισκόνταν στὴν Ἡράκλεια τῆς Προποντίδος. Ἀράπη δὲ γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ Ἅγιος παρουσιάζεται μαῦρος σὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα, ποὺ εἶναι ἀνάγλυφη ἀπὸ μαύρη πέτρα, ἤ ἀπὸ σκληρὸ ξύλο. Στὸ Θησεῖο, ἔλεγαν τὸν Ἅϊ-Γιώργη Ἀκαμάτη, ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπέτρεπαν νὰ τελεῖται στὴν ἐκκλησία του Θεία Λειτουργία παρὰ μόνον στὴν ἑορτή του, τὴν 23 Ἀπριλίου.
Οἱ παλαιότεροι συνήθιζαν νὰ τὸν προσφωνοῦν Ἀφέντη Ἅϊ-Γιώργη. Στὴν Καστοριὰ κυρίως, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα μέρη, εἶναι γνωστὸς ὥς Ἅϊ-Γιώργης ὁ Γοργός. Καὶ τοῦτο γιατὶ εἶναι πολὺ ταχὺς Ἅγιος στὴν βοήθεια αὐτῶν ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται, ὅπως λέγουν καὶ τὰ τροπάριά του: ἡ ταχυτάτη βοήθεια, ἡ ταχεῖα ἐπίσκεψις, ταχινὲ προστάτα. Στὴν Κρήτη εἶναι πολὺ γνωστὸς ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Διασορίτης καὶ σχετίζεται ἴσως μὲ τὴν λατρεία τοῦ Δία (Διός-ἱεροῦ). Μιὰ ἄλλη ἐπωνυμία εἶναι Δυσουρίτης, θεραπεύει δηλαδὴ τὴν δυσουρία. Τοιχογραφία τοῦ Ἅϊ-Γιώργη τοῦ Δυσουρίτη ὑπάρχει στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος.
Στὴν Ἴμβρο ἔχουμε τον Ἅϊ-Γιώργη τὸν Ζοῦρο, ἐπειδὴ θεραπεύει τὴν ζοῦρα, τὴν φυματίωση, τὸν μαρασμό, σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀφήνουν στὸ ἐκκλησάκι του τὰ ρακή τους.
Συνηθισμένα ἐπωνύμια εἶναι ακόμα Θαυματουργός, Τροπαιοφόρος, Μέγας ἢ Μεγάλος. Τὸν ὀνόμασαν ἔτσι ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ κάνει σὲ ὅποιον μὲ πίστη τὸν ἐπικαλεῖται. Ἐπίσης, ἐπειδὴ ἔστησε πολλὰ τρόπαια, δηλαδὴ νίκες καὶ θριάμβους στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ὡς ἀξιωματικός. Ἀλλὰ κυρίως στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅπου θριάμβευσε ἐναντίον τοῦ κακοῦ καὶ νίκησε τὸν διάβολο. Καὶ Μέγας ἐπειδὴ θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος καὶ κορυφαῖος τῶν ἀθλητῶν καὶ Μαρτύρων.
Στὴν Κάσο ὀνομάζεται Ἅϊ-Καλλάρης, ἐνῶ ἀλλοῦ Ἅϊ-Καβαλάρης, ἐπειδὴ εἶναι ἔφιππος Ἅγιος. Ἄλλοι τὸν προσφωνοῦν Ἅϊ-Γιώργη Καππαδόκη, τὸπο καταγωγῆς του καὶ πατρίδα τοῦ πατέρα του. Καλεῖται ἀκόμα καὶ Παλαιστίνιος, ἀπὸ τὸ τοπο καταγωγῆς τῆς μητέρας του.
Στὴν πολη τῆς Χίου καὶ στὴ θέση Λίμνη ὑπάρχει ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Καταδότη. Ἐκεῖ συγκεντρώθηκαν οἱ χριστιανοὶ νὰ συννενοηθοῦν γιὰ τὴν ἐπανάσταση κατὰ τῶν Γενουατῶν. Κάποιος ὅμως τοὺς κατέδωσε καὶ ἐσφάγησαν ὅλοι.
Στὴν Πρίγκηπο ὀνομάζεται Κουδουνᾶς, καὶ τοῦτο διότι στὴν εἰκόνα του ἀπεικονίζονται κουδούνια, σύμβολα τῆς παραφροσύνης, τὴν ὁποίαν ὅλοι πιστεύουν ὅτι θεραπεύει. Ἐκεῖ ἂν θέλουν νὰ ποῦν γιὰ κάποιο ὅτι δὲν εἶναι καλά, λένε: αὐτὸς εἶναι γιὰ τὸν Κουδουνᾶ.
Τὴν γιορτή του, 3 Νοεμβρίου, τὴν ὀνομάζουν· τοῦ Κρασᾶ, ἢ τοῦ Μεθυστῆ, ἐπειδὴ προφανῶς τὴν ἡμέρα αὐτὴ γινόταν τὸ ἄνοιγμα τῶν νέων κρασιῶν.
Στὴν Κύπρο λέγεται Ἅϊ-Γιώργης τοῦ Σπόρου, ἤ ἀλλοῦ τοῦ Σποράρη, γιατὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀρχίζει ἡ σπορὰ τῶν δημητριακῶν ἀπὸ τοὺς γεωργούς.
Στὰ Ψωμαθιὰ τῆς Πόλης ὑπάρχει ναὸς τοῦ Ἁγίου, στὸν αὐλόγυρο τοῦ ὁποίου παλιὰ ἦταν ἕνα μεγάλο κυπαρίσσι ποὺ κάηκε τὸ 1782. Ἀπὸ αὐτὸ ἔλεγαν τὸν Ἅγιο Κυπαρισσᾶ. Τὸ 1883 καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν ἱστορία, ὁ Πατριάρχης Κωνστάντιος φύτεψε ἕνα νέο κυπαρίσσι.
Σὲ πολλὲς περιοχὲς ὁ Ἅγιος θεωρεῖται προστάτης τῶν ψαράδων καὶ συχνὰ τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς βοηθήσει στὴν ψαριά. Καὶ ὅταν δὲν πάει καλὰ ἡ ψαριά, τὸν λένε Παξιμαδοκλέφτη.
Σὲ ἕνα χωριὸ τῆς Μεσσηνίας τὰ Γιαννιτσά, κοντὰ στὸ ναό του φαίνονται ἴχνη ἀπὸ πέταλα, ποὺ ὅλοι πιστεύουν πῶς εἶναι τοῦ ἀλόγου του, καὶ γιὰ αὐτὸ τὸν λένε Πεταλωτῆ.
Σὲ διάφορες περιοχὲς τὸν καλοῦν Ἅη-Στρατηγό, γιὰ τὸ ἀξίωμα φαίνεται ποὺ εἶχε. Στὴν Κρήτη ὅταν κάποτε ἔκτιζαν ἕνα ναό του, μερικοὶ πῆγαν νὰ ψαρέψουν γιὰ νὰ ταίσουν τοὺς ἐργάτες. Καὶ ἔπιασαν τόσα πολλὰ ψάρια ποὺ ὀνόμασαν καὶ τὴν ἐκκλησία του· τοῦ Ἅϊ-Γιώργη τοῦ Ψαροπιάστη.
Στὸ Ἅγιο Ὄρος ὑπάρχει κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Φανερωμένου. Πρόκειται γιὰ ἕνα κελλὶ ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὶς Καρυές. Πρὶν ἀπὸ 200 τόσα χρόνια, μία νύκτα, πήγαν ληστὲς μὲ σκοπὸ νὰ κλέψουν τὰ δυὸ γεροντάκια ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ. Τοὺς ἄνοιξε μὲ καλωσύνη ἕνας νέος καὶ τοὺς πῆγε στὸ ἀρχονταρίκι, ἴσαμε νὰ φωνάξει τὸν Γέροντα. Περίμεναν γιὰ πολὺ οἱ κλέφτες καὶ ἀφοῦ δὲν εἶδαν κανέναν εἶπαν νὰ ἀρχίσουν τὴν ληστεία. Ἀλλὰ τότε κατάλαβαν ὅτι ἦταν ἀοράτως δεμένοι. Ἀπὸ τὶς φωνές, σηκώθηκαν οἱ Γέροντες καὶ τοὺς εἶδαν. Ὅταν ἔμαθαν τί συνέβη, ἔφεραν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ οἱ ληστὲς ἀναγνώρισαν τὸ παλληκάρι ποὺ τοὺς ἄνοιξε. Καὶ ἀμέσως μετανοημένοι ἔπεσαν καὶ προσκύνησαν τὸν Ἅγιο. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς πῆγε καὶ ἀσκήτεψε τὰ Καρούλια, ὅπου καὶ ἔκτισε τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα, τὸ κελλὶ πῆρε τὸ ὄνομα: Ἅγιος Γεώργιος Φανερωμένος.
Πολλὲς φορὲς δίνουν στὸν Ἅγιο τὸ ὄνομα τοῦ κτήτορος τοῦ ναοῦ, π. χ. ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Μαχαιρᾶς, ἢ ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Τραχύς· καὶ οἱ δύο αὐτοὶ ναοὶ βρίσκονται στὴν Νάξο. Καὶ ὁ μὲν ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἀνήκει στὴν οἰκογένεια τῶν Μαχαιράδων, ὁ δὲ ἄλλος σὲ κάποιον ὀνόματι Τραχύ. Στὴν Πόλη ὑπάρχει ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Ἀγριδιανός (Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοὶ Πίνακες, Κωνσταντινούπολις 1885-90, σελ. 551), ἐνῶ στὴν Χίο τὸν καλοῦν Πεζόστρατο ἢ Κητοκτόνο (Γ. Σωτηρίου, Βυζαντινὰ μνημεῖα Κύπρου, Ἀθήνα 1935, πίν. 103).
Κατὰ τόπους ἔχουν δώσει στὸν Ἅγιό μας πολλὲς ἐπωνυμίες. Ἀπὸ αὐτὲς ἀναφέραμε ἐνδεικτικὰ λίγες μόνον ἐδῶ.
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy
Βίος καὶ Μαρτύριον τῶν Ἁγίων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου
καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Πολυχρονίας.
α´
Ἡ πανύμνητος ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρός μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ἐπὶ γῆς παρουσία καὶ βασιλεία Του ἔλαμπε ἤδη σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τὴν ἐποχὴ τῆς πανίσχυρης ρωμαϊκῆς κυριαρχίας . Ἠ κυριαρχία της ἁπλωνόνταν σὲ ὅλο σχεδὸν τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Τὸ θεῖο ὅμως καὶ σωτήριο κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ μὲν τοὺς Ἰουδαίους ἦταν σκάνδαλο, γιὰ δὲ τοὺς ἐθνικοὺς μωρία. Γι᾿ αὐτό, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν, ἐδίωξαν, μὲ μῖσος καὶ μανία, τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ.
Σκληροὶ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες αἱματοκύλησαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Στὰ μαρτυρικὰ καὶ ματωμένα αὐτὰ χρόνια βασίλευσε ὁ ἄγριος καὶ αἱμοβόρος Διοκλητιανός (284-305). Σκληροί, ἐπίσης, ἦταν καὶ οἱ συνάρχοντές του Αὔγουστος, Μαξιμιανὸς Αὐρήλιος (293-305), καθὼς καὶ ὁ γαμπρός του Καῖσαρ Γαλέριος Μαξιμιανός. Ἀκόμα ὁ Μαξέντιος καὶ ὁ Μαξιμίνος. Ἡ βασιλεία τοῦ Διοκλητιανοῦ ἔμεινε στὴν ἱστορία, γιὰ τοὺς φοβεροὺς διωγμούς της ὡς ἡ «ἐποχὴ τῶν Μαρτύρων».
* * *
Αὐτοὺς τοὺς χρόνους ζῆ ἕνας Ἕλληνας συγκλητικός, στρατηλάτης στὸ ἀξίωμα, ὁ Γερόντιος. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσημη γενιά.
Σὲ κάποιο παλιὸ χειρόγραφο ἀναφέρεται ὅτι γεννήθηκε στὴν Σεβαστούπολη τῆς Μικρῆς Ἀρμενίας. Ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ κάθε μέρα προσευχόταν στοὺς ψεύτικους θεούς, μὲ σπονδές, θυμιάματα καὶ θυσίες. Ἡ σύζυγός του ὀνομαζόταν Πολυχρονία καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν γνωστὴ Λύδδα (Διόσπολη) τῆς Παλαιστίνης. Ἀπὸ φημισμένο καὶ ἀρχοντικὸ γένος καὶ ἐκείνη. Οἱ γονεῖς της εἶχαν βαθειὰ καὶ μεγάλη εὐσέβεια. Ἦταν γυναίκα σεμνή, καὶ γενναία. Στολισμένη μὲ ἐκείνη τὴν ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ σοφία. Ἔλαμπε ἡ ψυχή της ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ ἡ φυσικὴ ὡραιότητα τὴν ἔκανε πανέμορφη σὲ ὅλα. Ἦταν πλημμυρισμένη ἀπὸ σωφροσύνη, καλοσύνη καὶ γλυκύτητα. Ἀπ᾿ ὅλα πιὸ πολὺ αὐτὴ ἡ ἀγγελόψυχη ἀγαποῦσε μὲ θεῖον ἔρωτα τὴν προσευχή, καὶ τὴν ταπείνωση. Ὁ χρόνος της κυλοῦσε ἀνάμεσα στὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καὶ στὴν δοξολογία, τοὺς ὕμνους καὶ τὴν εὐχαριστία. Ἔτρεφε τὴν ψυχής μελετώντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ τὸ ἱερὸ Ψαλτήρι, «ἡμέραν καὶ νύκτα». Τὴ δὲ ζωή της, ρύθμιζε σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Κυρίου. Πῶς νὰ μὴ λάμψει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα της; Πῶς νὰ μὴ χαριτωθεῖ; Ἔτσι σιγὰ-σιγά, ἀξιώνεται πνευματικῶν δωρεῶν καὶ θείων χαρισμάτων.
Τὶς προσευχές, καὶ τὶς ἀγρυπνίες της ἡ μακαρία Πολυχρονία, τὶς συνόδευε μὲ ἐγκράτεια καὶ νηστεία. Ἔτσι, ἀποσπασμένος ὁ νοῦς της ἀπὸ τὴν γῆ, ὑψωνόταν στὸν οὐρανὸν καὶ βυθιζόταν στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Καὶ καταυγαζόταν ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς, καὶ γινόταν δοχεῖο τοῦ Παρακλήτου. «Εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον Σου». (Ψαλμ. ΡΙΗ´ 118, 165).
* * *
Ἔτσι ἦταν οἱ χριστιανοὶ ἐκείνων τῶν χρόνων. Ταπεινοί, εἰρηνικοί. Εὐλογημένοι ἄνθρωποι. Προσεύχονταν μὲ κατάνυξη. Μελετοῦσαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐργάζονταν τίμια, μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχή. Ἐκείνους τοὺς πονεμένους χρόνους, ἡ ταπείνωση ἦταν τὸ κόσμημά τους. Καὶ ἡ ψυχή τους, «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ», καθαριζόταν ἀπὸ τοὺς διωγμούς, καὶ τὰ μαρτύρια.
Μετέδιδαν τὴν χάρη καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους τοὺς πλησίαζαν. Καὶ γεύονταν οἱ ψυχές τους, τὴν δικιά τους οὐράνια γλυκύτητα, καὶ μποροῦσαν μὲ μιὰ ἁπλότητα νὰ στέκονται ἐκεῖ ποὺ αὐτοὶ βρίσκονταν παντοτινά, στὸν Παράδεισο, κοντὰ στὸν Χριστόν, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἡ θεία Πολυχρονία ζοῦσε ὡς «πάροικος καὶ παρεπίδημος» σὲ αὐτὴ τὴν γῆ. Ὁ νοῦς της ἦταν ὑψωμένος στὴν οὐράνια ζωή, καὶ τὰ μέλλοντα ἀγαθά. Ψυχὴ ἀδάμαστη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ σκληρότητα ποὺ μᾶς περιβάλλει, ὅλα μέσα στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γίνονται εἰρηνικά, γαλήνια καὶ χαρούμενα. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, πραότης, γλυκύτητα, καὶ διδάσκει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, καὶ γιὰ τὸ πλησίον. Ἔτσι μεταμόρφωνε «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» τὸν γύρω χῶρό της, καὶ στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον τοῦ συζύγου της ἄφηνε νὰ διαχέεται ἡ πάντερπνος ὀσμὴ τῆς πνευματικῆς εὐωδίας. Πίστη ζωντανή, καὶ ἁγιότητα ἀληθινή!
* * *
Τὸ 280 μ. Χ. περίπου γεννᾶται ὁ Γεώργιος. Ἡ θεοτίμητη Πολυχρονία καὶ ὁ Γερόντιος γέμισαν ἀπὸ χαρά, καὶ εὐφροσύνη. Γεννήθηκε, πιθανώτατα, στὴν εὐλογημένη μητρικὴ γῆ, τὴν Λύδδα, καὶ ἔπειτα μετοίκησαν στὴν Καππαδοκία. Ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς του φάνηκε ὅτι ἦταν «ἡγιασμένος ἐκ κοιλίας μητρός». Μιὰ ἐξαιρετικὴ θεία ἐπιστασία καὶ σημεῖα διάφορα συνόδευαν αὐτὸ τὸ παιδί, ἀπὸ τὴν τρυφερή του ἠλικία. Ἀρχαῖο κείμενο ἀναφέρει, ὅτι ἕνας ἐνάρετος καὶ ἅγιος ἰερωμένος προεῖπε στὴν μητέρα του γιὰ τὴν ἁγία του γέννηση. Τῆς μίλησε γιὰ τὴν εἰδικὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία, ποὺ θὰ εἶχε ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ γιὰ τὴν δόξα ποὺ θὰ τὸν περιέβαλλε. Μέγα καύχημα τῆς Ἐκκλησίας στοὺς αἰῶνες! Τῆς ὑπέδειξε ἀκόμα καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ὄνομά του, τὸ συμβολικό, Γεώργιος.
Ἡ Ἁγία Πολυχρονία μεγάλωνε κρυφὰ τὸν γιό της «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Τοῦ μετέδιδε τὴν θέρμη τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό, καθὼς καὶ τὴν βαθειὰ εὐλάβειά της. Μὲ τὴν ἁγία ζωή της καὶ τὸ παράδειγμά της, μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν ἀκλόνητη πίστη της, εὐλαβικά, μὲ φόβο Θεοῦ ἔσπερνε τὸν θεῖο σπόρο στὴν καθαρὴ καρδιὰ τοῦ μικροῦ Γεωργίου. Τοῦ μιλοῦσε κρυφά, καὶ μυστικά, γιὰ τὸν Κύριο. Τὸν παιδαγωγοῦσε μὲ τὸν διακριτικό τρόπο της καὶ τὶς θαυμαστὲς διηγήσεις, μὲ τὰ ἡρωϊκὰ κατορθώματα τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἀσκητῶν.
Φρόντισε ἀπὸ μικρὸν ἀκόμα, νὰ τοῦ δώσει τὸ ἅγιον Βάπτισμα, σὲ ἕνα μοναστήρι μὲ ἐπίσκοπο καὶ ἱερεῖς, ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἱερὸ κείμενο. Ἡ καταυγασμένη ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς μορφὴ τῆς Πολυχρονίας, φώτιζε τὸν ἀληθινὸ δρόμο τοῦ μικροῦ Γεωργίου πρὸς τὸν Θεό. Ἔβλεπε, πού, ὁ νοῦς καὶ ὁ λογισμός της ἦταν γυρισμένος συνέχεια στὸ Θεό, καὶ στὴν αἰωνιότητα, ἔβλεπε τὴν ἀσκητικότητα, τὴν πίστη καὶ κάθε ἀρετὴ πάνω της, καὶ ἐκεῖνος, μιμούμενος τὸ ἅγιον παράδειγμά της, τὴν ἀντέγραφε σὲ ὅλα. Ἀγαποῦσε τὶς ἱερὲς συνάξεις καὶ ἔτρεφε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μὲ φόβο Θεοῦ, ταπείνωση καὶ πολλὴ κατάνυξη. Συμπονοῦσε ὅπως καὶ ἡ μητέρα του, τοὺς ἀναγκεμένους, τοὺς πονεμένους καὶ καταφρονεμένους.
Ἀπὸ τὸν πατέρα του Γερόντιο, ἔμαθε νὰ ἀγαπᾶ τὶς γενναῖες πράξεις τῶν πολεμιστῶν. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ ἀκολουθήσει τὴν στρατιωτικὴ τέχνη.
* * *
Στὴν κατάλληλη ἡλικία, ὁ Γεώργιος κατατάχθηκε στὸν ρωμαϊκὸ στρατό. Ἐκεῖ θὰ διαπρέψει μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν γενναιότητά του. Ἔγινε περιζήτητος, καὶ ὅλοι τὸ θεωροῦσαν τιμή τους νὰ βρίσκονται κοντά του. Νὰ μιλοῦν μαζί του. Ἦταν περίπου τὸ 299. Οἱ Ρωμαῖοι μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Γαλέριο Μαξιμιανό, Καίσαρα καὶ γαμπρὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, κηρύττουν τὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ βασιλέως Ναρσῆ τῆς Περσίας. Θιγμένος ὁ Καῖσαρ, ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἦττά του, ζητᾶ νὰ πάρει πίσω τὰ χαμένα ἐδάφη καὶ τὴν τιμή του.
Στὸν ρωμαϊκὸ στρατό, διακρίνεται γιὰ τὴν τόλμη καὶ τὸν ἡρωϊσμό του ὁ νεαρὸς Γεώργιος, λαμβάνοντας καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ τριβούνου. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὴν μητρικὴ εὐλογία, πέτυχε λαμπρὲς νίκες. Στὴν ἡλικία μόλις τῶν 18 χρονῶν, γοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀνδρεία του καὶ τὴν ἀρετή του, ὁ Διοκλητιανὸς τὸν ἔκαμε Δούκα (διοικητή) μὲ τὸν τίτλο τοῦ Κόμητα στὸ τάγμα τῶν Ἀνικιώρων τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς: «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπῶς διαπρέψας τοῦ τῶν σχολῶν μετὰ ταῦτα πρώτου τάγματος κόμης κατ᾿ ἐκλογὴν προεβλήθη».
* * *
Ὑπερήφανος γιὰ αὐτὲς τὶς διακρίσεις καὶ τὶς τιμὲς στὸν γιό του ὁ Γερόντιος τὸν παρακαλεῖ νὰ μεταβοῦν στὸν ναὸ τῶν θεῶν καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν θυσίες καὶ θυμιάματα. Ἔπρεπε νὰ τοὺς εὐχαριστήσουν ποὺ τοὺς ἔκαμαν τόσο μεγάλες τιμές, σὲ τέτοια ἡλικία.
Ὁ Γερόντιος δὲν γνώριζε ὅτι ὁ γιός του Γεώργιος ἦταν χριστιανός. Ἔτσι σὲ αὐτὰ τὰ πατρικὰ λόγια, ἐκεῖνος ὑπομειδίασε καὶ σὰν νὰ στέναξε λιγάκι, τοῦ λέει: Δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω στὸν ναὸ τῶν θεῶν σου, γιατὶ εἶναι πλάνη νὰ θυσιάζεις σὲ πελεκητὲς πέτρες. Δὲν εἶναι αὐτοὶ οἱ θεοί, ποὺ ἔκαναν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ. Αὐτὰ εἶναι εἴδωλα δαιμόνων, ποὺ χάνονται καὶ τὰ ἴδια, καὶ ὅσοι πιστεύουν σὲ αὐτά. Ἄκου τὶ λέει ἡ Ἁγία Γραφή, γιὰ αὐτά· Τοὺς μιλᾶς καὶ δὲν σὲ ἀκοῦνε. Τοὺς γνέφεις καὶ δὲν σὲ βλέπουν. Πέφτουν κάτω καὶ δὲν σηκώνονται. Πῶς μποροῦν ἔτσι νὰ βοηθήσουν ἄλλους; Ἄν θέλεις, ἄκουσέ με, πατέρα μου. Ἐγὼ γνώρισα τὸν ἀληθινὸ Θεό, μέσα ἀπὸ τὶς ἁγίες Γραφές, καὶ αὐτὸν προσκυνῶ καὶ δοξάζω, ποὺ ἔκαμε τὸν οὐρανὸ καὶ ἐμᾶς καὶ ὅλη τὴν γῆ. Ἔλα νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, θὰ μᾶς σώσει, γιατὶ ἀγαπᾶ ὅλους ὅσοι ἐλπίζουν σὲ Αὐτόν. Ἄκου καὶ τοῦτο· Ὁ Παῦλος, ποὺ ἦταν κάποτε διώκτης τῆς Ἐκκλησίας, ἄφησε τοὺς διωγμούς, καὶ ἔγινε διδάσκαλος, ὅταν ἦλθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ πάνω του. Καὶ συμβούλευε τὰ καλὰ ἔργα καὶ ἀγαθά, γιατὶ πίστεψε βαθιὰ καὶ ἀγάπησε τὸν Ἰησοῦ Χριστό...
Ὅταν ἡ μητέρα του Πολυχρονία ἄκουσε αὐτὰ τὰ σοφὰ λόγια ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ της, ἔνιωσε μιὰ ἀνεκλάλητη χαρά, καὶ εὐφροσύνη. Καὶ μὲ καρδιὰ ἀγαλλόμενη δόξασε τὸν Θεό. Ὁ Γερόντιος δέ, ὁ πατέρας του, μὲ μεγάλη λύπη στρέφεται πρὸς τὸν Γεώργιο καὶ τοῦ λέει: Ἀλίμονο γλυκό μου παιδί, ποιὸς σὲ δίδαξε αὐτὲς τὶς τρέλες; Δὲν γνωρίζεις ὅτι ἡ θρησκεία τῶν χριστιανῶν εἶναι μιὰ ἀνοησία; Καὶ οἱ θεοὶ θὰ ὀργισθοῦν ποὺ τοὺς ὑβρίζεις, καὶ γρήγορα θὰ σὲ οδηγήσουν στὴν καταστροφή, καὶ τὸν θάνατο. Ἔλα λοιπόν, παιδί μου ἀγαπημένο, καὶ πρόσφερέ τους θυσία.
Ὁ Γερόντιος ἦταν εἰδωλολάτρης, ἀλλὰ κατὰ βάθος ἦταν θεοφοβούμενος καὶ ἄκακος ἄνθρωπος. Ἡ μακαρία σύζυγός του Πολυχρονία προσευχόταν μὲ πίστη θερμή, στὸν Κύριο, νὰ τὸν ὁδηγήσει καὶ αὐτὸν στὴν χαρὰ τῆς θεογνωσίας. Νὰ μὴν πεθάνει μέσα στὴν πλάνη, καὶ χάσει τὴν ψυχή του.
Τὸν ἴδιο πόνο εἶχε γιὰ τὸν πατέρα του καὶ ὁ Γεώργιος, καὶ προσευχόταν καὶ ἐκεῖνος μὲ πίστη νὰ λάμψει τὸ φῶς τῆς ἀληθείας στὴν καρδιά του. « Ὁ Θεός, θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Ἐπίσης καί: πολλὰ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη».
Τὴν ἴδια νύκτα, φανερώνεται ὁ Χριστὸς ἐν ὀπτασίᾳ στὸν Γερόντιο. Γιὰ νὰ δείξει τὴν ἄφατη εὐσπλαγχνία καὶ ἀγαθότητά Του, καὶ νὰ ἐπιστρέψει τὸν Γερόντιο στὴν ἀληθινὴ πίστη, διὰ προφάσεως, τὸν βασανίζει μὲ ἕναν πολὺ ὑψηλὸ πυρετό. Φωνάζει τὸν Γεώργιο καὶ τοῦ λέγει: Παιδί μου, ἀληθινὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν, καὶ ὁ Θεός του μεγάλος καὶ φοβερός. Γιὰ αυτὸ πήγαινε γρήγορα παιδί μου, καὶ ψάξε νὰ βρεῖς μερικοὺς χριστιανούς, νὰ ρθοῦν νὰ παρακαλέσουν, γιὰ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὴν βάσανο αὐτή, γιατὶ πολὺ ὑποφέρω
Ὁ Γεώργιος καὶ ἡ μητέρα του Πολυχρονία, ὕψωσαν τὰ μάτια στὸ οὐρανὸ καὶ δόξασαν τὸν Κύριο γιὰ τὸ μεγάλο τοῦτο θαῦμα. Τὸν εὐχαρίστησαν θερμὰ γιὰ τὸ ἔλεος ποὺ δείχνει σ᾿ αὐτοῦς ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ποὺ ὁδήγησε κοντά Του, σὰν τὸν ἄσωτο υἱό, αὐτὸν ποὺ ἴσαμε τώρα ἦταν μακριά Του. Καὶ στρέφεται εὐτυχισμένος ὁ γιὸς πρὸς τὸ πατέρα, λέγοντάς του: Πατέρα μου, ἂν τώρα πιστέψεις στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ πᾶς κοντά Του, ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου τότε, ὄχι μόνο ἀπὸ ἀυτὴν τὴν δοκιμασία θὰ θεραπευτεῖς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου θὰ λυτρωθεῖς, καὶ θὰ ἀξιωθεῖς τῆς αἰωνίου ζωῆς. Γιατὶ, ὁ ἴδιος λέει: Δεῦτε, καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ (Ἡσ. α´ 18). Καὶ ὁ Γερόντιος μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του φωνάζει: Πιστεύω στὸν Θεὸ ποὺ μοῦ φανερώθηκε αὐτὴν τὴν νύκτα, καὶ μοῦ φώτισε τὴν ψυχή.
Μιὰ μυστικὴ καὶ οὐράνια χαρά, γέμισε μάνα καὶ γιό. Καὶ ἄστραφτε ὁ Γεώργιος πηγαίνοντας γρήγορα σὲ ἕνα κοντινὸ μοναστήρι νὰ φέρει τοὺς εὐλαβεῖς ἱερεῖς ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐβαπτίσθη καὶ αὐτός, γιὰ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν θεραπεία τοῦ πατέρα του. Ἦλθαν ἐκεῖνοι, διάβασαν εὐχές, προσευχήθηκαν καὶ ἔπεσε ὁ ὑψηλὸς πυρετός. Τὸν κατήχησαν, καὶ στὴν συνέχεια τὸν βάπτισαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης καὶ τῆς εἰδωλολατρίας, νιώθει τώρα νὰ τὸν καλύπτει μιὰ ὑπερκόσμια ἀγαλλίαση καὶ γλυκύτητα, καὶ μιὰ ἀνείπωτη χαρά. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σκήνωσε ἐντός του καὶ κατηύγασε τὴν καρδιά του μὲ φῶς καὶ τὸν πλήρωσε ἀπὸ τὴν ἄρρητη εὐωδία Του. Τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ἦταν ταπεινός, καὶ ἄκακος. Πλημμυρισμένος εἰρήνη κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ ἔνιωσε ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν. Ἡ πίστη του στηρίχθηκε στὸν Χριστό, ὄχι σὲ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλ᾿ ἐν ὑποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμει (Α´ Κορ. β´ 4).
Ζώντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ παρηγορημένος ἀπὸ αὐτήν, ὁ Γερόντιος πορεύθηκε εἰρηνικῶς πρὸς τὸν θάνατον μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες καὶ κηδεύτηκε μὲ εὐχὲς καὶ ὑμνῳδίες, κατὰ τὴν ἀποστολικὴ πράξη.
Ὅπως ἀναφέρει κάποιο παλαιὸ κείμενο, ὁ Γεώργιος φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, γκρέμισε τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ εἴδωλα τοῦ πατέρα του, καὶ μοίρασε τὰ πολύτιμα πετράδια, τὸ χρυσό, καὶ τὸ ἀσήμι, στὶς χῆρες, τὰ ὀρφανὰ καὶ τοὺς πτωχούς.
Ἕνας Ἕλληνας σχολαστικός, ὀνόματι Σιλβανός, τὸν κατήγγειλε γιὰ αὐτὸ στὸν δούκα Βαρδάνιο. Ἐκεῖνος τὸν κάλεσε σὲ ἀπολογία, ἀλλὰ ἀναγκάστηκε νὰ τὸν ἀφήσει ἐλεύθερο, ἐπειδὴ εἶχε πολλὲς διοικητικὲς ὑποχρεώσεις. Ἦταν καὶ κατώτερος στὸν βαθμό, καὶ ἔτσι ἁπλὰ τοῦ συνέστησε σύνεση καὶ ὑπακοὴ στοὺς αὐτοκρατορικοὺς νόμους, γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ συμφέρον του. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ γνήσιος δοῦλος τοῦ ἀπαντά: Γιὰ τὸ συμφέρον μου θὰ μερινήσει ὁ Κύριος.
* * *
Ὁ θεῖος Γεώργιος, μὲ τὶς νίκες, τὴν ἀνδρεία του τὴ μεγάλη, καὶ τὴν σπάνια ἀρετή του, ἀπέκτησε φήμη τρανή, καὶ ἀνέβηκε γρήγορα στὰ ἀνώτατα στρατιωτικὰ ἀξιώματα. Ὅμως, πέρα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐξωτερικά, ἦταν στολισμένος μὲ τὶς ἄφθαρτες ἀρετές. Ἡ σύνεση καὶ ἡ θεϊκὴ σοφία του, δὲν ἦταν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Πάνω του εἶχε μιὰ ταπείνωση. Ἦταν δίκαιος, εὐγενὴς καὶ εὐπροσήγορος. Ἀλλὰ μέσα του ἔλαμπε περισσότερο ἡ θερμὴ πίστη του καὶ ἡ μεγάλη καὶ δυνατὴ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ζοῦσε ζωὴ ἀσκητικὴ καὶ ἁγία, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Πολυχρονία. Ἐκείνη, ἐλεύθερη πιά, ἦταν ὁλότελα δοσμένη στὸν Χριστό. Ἀσκοῦνταν στὴν προσευχή, καὶ στὰ ἀγαθὰ ἔργα. Ἐλεήμων στὸ ἔπακρον, μοίραζε ἄφθονα τὰ πλούτη της. Ἡ ἀγάπη της ἦταν ἀπεριόριστη. Τοὺς ἀγκάλιαζε ὅλους σὰν ἀληθινὴ μητέρα. Τὴν χαρά, καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε μέσα της, τὴν μετέδιδε πλούσια σὲ ὅσους τὴν πλησίαζαν. Γύρω της, ὅλα ἦταν ἕνας Παράδεισος, γιατὶ ἐσκόρπιζε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἀγάπη σοφία γλυκύτητα καὶ ἀνδροπεπῆ τρυφερότητα. Ἔτσι φανερώνονταν ὅλα τὰ πνευματικά, καὶ ψυχικὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν εἶχε προικίσει ὁ Θεός.
Παρακολουθοῦσε μὲ μητρικὴ ἀγάπη τὴν λύπη τοῦ καθενὸς ποὺ τὴν πλησίαζε. Πήγαιναν κοντά της πὼς πάντα θὰ τοὺς ἔνιωθε. Ὅλους τοὺς παρηγοροῦσε. Δὲν ἀπόπαιρνε ποτὲ κανέναν. Καὶ ἄς ἦταν εἰδωλολάτρης ἢ ἀλλόφυλος. Πτωχός, ἢ πλούσιος. Δοῦλος ἢ ἐλεύθερος. Καὶ τοὺς δέχονταν μὲ μεγάλη καλωσύνη καὶ πολλὴ στοργή, καὶ τοὺς ἀνέπαυε. Κανεὶς δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι της μὲ ἄδεια τὰ χέρια καὶ τὴν καρδιά, χωρὶς ἐλπίδα καὶ παρηγοριά.
Ἡ συζήτηση μαζί της ἦταν ἰδιαίτερα ψυχοφελής. Ὁ λόγος της θέρμαινε καὶ τὶς πιὸ ψυχρὲς καρδιές, τὶς ἀπάλυνε, τὶς φώτιζε πνευματικά, τὶς στήριζε μὲ τὴν ἁγία ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἦταν τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο καὶ τὸ στήριγμα τῶν θλιβομένων καὶ ἀπελπισμένων, ἡ ἀναύπασις δὲ ὅλων τῶν κοπιώντων καὶ πεφορτισμένων ἀδελφῶν. Ἡ καρδιά της εἶχε γίνει ναὸς τοῦ Κυρίου καὶ ὁ νοῦς της θρόνος Του. Μὲ ταπείνωση εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα καὶ ἔτσι ζοῦσε μὲ τὸν Θεό. Τὰ πλούσιά της αὐτὰ χαρίσματα τὰ εἶχε κληροδοτήσει στὸν γιό της Γεώργιο. Ἔτσι πορευόταν, ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ζώντας μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ 302 ὁ Καῖσαρ Γαλέριος ξανακτύπησε τὸν Ναρσῆ τῆς Περσίας, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπανακτήσει ὅ,τι εἶχε χάσει. Ὁ ἔνδοξος Γεώργιος καὶ πάλι πρῶτος, δίπλα στὸν Καίσαρα καὶ τοὺς ἀρχιστρατήγους του, σύμβουλος καὶ βοηθὸς πολύτιμος. Γεμάτος δύναμη, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς μητέρας του, πολεμοῦσε ἀτρόμητα καὶ κέρδιζε νέες νίκες καὶ δόξες.
Ὁ στρατηλάτης Γεώργιος ἀναδεικνύεται ὁ ἐνδοξότερος καὶ περισσότερο ἀγαπημένος στρατηγὸς τοῦ αὐτοκράτορος, καθὼς καὶ τοῦ στρατεύματος καὶ τοῦ λαοῦ ὁλοκλήρου. Αὐτὸς ὅμως παραμένει ἁπλὸς καὶ ταπεινός, στερεωμένος στὸν Χριστό. Μακριὰ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν ἐγωϊσμό. Τὸν διακρίνει ἡ ταπεινὴ σοφία, δώρημα τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν πιὸ πολύ, ἀπὸ κάθε τι ἄλλο στὸν κόσμο.
* * *
Πέρασε λίγο καιρός, ἀπὸ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ὁ Διοκλητιανός, πιεζόμενος ἀπὸ τὸν γαμπρό του Γαλέριο, συγκαλεῖ συμβούλιο στὴν ἕδρα του, στὴν Νικομήδεια, στὶς 24 Φεβρουαρίου τοῦ 303, μὲ εἰδικὸ διάταγμα. Κάλεσε ὅλους τοὺς μεγιστάνες, τοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς ἀξιωματικούς του, μαζὶ καὶ τὸν συνάρχοντά του Μαξιμιανὸ Αὐρήλιο, τὸν Μαγνέντιο καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους. Τοὺς συγκέντρωσε ἐκεῖ σὰν σὲ πραιτώριο μὲ τὸν Καϊάφα, γιὰ νὰ ἀποφασίσουν μὲ ποιὸν τρόπο θὰ πολεμήσουν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Ἔστειλε ἀκόμα γράμμα σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία, συνιστώντας τὴν προσκύνηση τῶν εἰδώλων καὶ ἀπειλώντας μὲ σκληρὲς τιμωρίες αὐτοὺς ποὺ δὲν θὰ ὑπακούσουν.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, μέσα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ταραχή, προβλέπει τί θὰ ἀκολουθήσει. Ἔτσι μοιράζει τὰ χρήματά του στοὺς πένητες, τοὺς δυστυχισμένους καὶ ἀναγκεμένους ἀδελφούς. Κανονίζει ἐπίσης μὲ τὴν μητέρα του νὰ περιέλθει ὅλη ἡ περιουσία του στὴν ἐκκλησία, καὶ ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη.
Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι, κάθησαν φοβισμένοι γιὰ τὸ συμβούλιο. Τὸν λόγο ἔλαβε πρῶτος ὁ Διοκλητιανός, ποὺ ἀφοῦ ὕμνησε τοὺς ψεύτικους θεούς, προέτρεψε ὅλους νὰ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα. Συνέστησε δέ, νὰ βασανίζουν τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Ὅλοι μὲ προθυμία δέχτηκαν τὶς διαταγὲς τοῦ αὐτοκράτορος. Ἀλλὰ σὲ αὐτὸ τὸ πηκτὸ σκοτάδι τῆς πλάνης ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς Γεώργιος, ἀκτινοβολοῦσε σὰν ἥλιος λαμπρός. Καὶ φώτιζε ὅλους γύρω του, μὲ τὴν σοφία καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε μέσα του πλούσια. Βλέποντας τὸν Θεὸ νὰ περιφρονεῖται καὶ τοὺς δαίμονες νὰ τιμῶνται, ζῆλος θεοσέβειας κατάκαψε τὴν ψυχή του.
Θυμήθηκε τότε τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ: Εἶδον ἀσυνετοῦντες καὶ ἐξετηκόμην, ὅτι τὰ λόγια σου οὐκ ἐφυλάξαντο (Ψαλμ. ριη´ 158). Ἔλυωνε σὰν ἔβλεπε ἀνθρώπους χωρὶς σύνεση νὰ περιφρονοῦν τὸν Θεό, ἤ νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ θεῖα λόγιά Του. Προσεύχονταν γιὰ αὐτούς, καὶ στὸν νοῦ του ἔφερνε λόγια ἀπὸ τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο, καὶ ἔτσι ἐστερέωνε τὴν καρδιά του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ συλλογίζοταν, ὅτι ὁ νυμφώνας εἶναι ἕτοιμος, ὅπως καὶ ὁ δεῖπνος. Σὰν νὰ ἀκούει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ τοῦ λέει: Νὰ μὴ φοβᾶσαι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχή, δὲν μποροῦν νὰ τὴν βλάψουν σὲ τίποτε. Καὶ ἀκόμα: Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸν καὶ ἐγὼ θὰ ὁμολογήσω μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. Συλλογιζόταν: Γεώργιε, μὴ ἀργοπορεῖς. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τώρα ἐδώ. Ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ φθαρτά, καὶ τὰ γήϊνα, εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸ ἄνθος ποὺ μαραίνεται. Κὰνε λίγο ὑπομονή, καὶ μετὰ θὰ ἀγάλλεσαι εὐτυχισμένος μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους! Αὐτὰ ἔλεγε μέσα του ὁ μακάριος, καὶ στήριζε τὸν λογισμό του, περιφρονώντας κάθε βάσανο καὶ κάθε ἀπειλή, μαζὶ καὶ τὸν θυμὸ τοῦ βασιλέως.
* * *
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ συνεδρίαζε ἡ σύγκλητος, καὶ ὅλοι οἱ μεγιστάνες μὲ τὸν αὐτοκράτορα, σηκώνεται ὁ ἀληθινὸς στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος μὲ θάρρος καὶ ἀντρειώσυνη περισσὴ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Στηλιτεύει τοὺς μάταιους διαλογισμούς τους καὶ τὶς σκοτισμένες καὶ ἀσύνετες καρδιές τους, χαρακτηρίζοντας τὴν συναγωγή, ὡς πονηρά, καὶ ἀσεβῆ. Τοὺς καλεῖ νὰ ἀρνηθοῦν τοὺς θεούς τους, τὰ ξέπνοα εἴδωλα τῶν ἀκαθάρτων δαιμόνων, καὶ τοὺς καλεῖ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ φωτισθοῦν ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, καὶ νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι σὰν καὶ αὐτόν. Ἄστραφτε σὰν Ἄγγελος καθὼς μιλούσε παλληκαρίσια καὶ θαρρετά, δίχως φόβο κανένα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν ἤρεμο καὶ διάχυτο ἀπὸ μιὰ ἀλλόκοτη οὐράνια χαρά.
Ὁ Μαγνέντιος, κοιτώντας τον καλά, τὸν ἐρωτᾶ: Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ στέκεις μὲ τόση τόλμη σὲ αὐτὸ τὸ φοβερὸ βῆμα; Πῶς σὲ λένε; Καὶ ἐκεῖνος, ἤρεμα καὶ μὲ εὐθύτητα τοῦ ἀπαντᾶ: Τὸ πρῶτο καὶ τιμημένο μου ὄνομα εἶναι χριστιανός. Τὸ ἄλλο μου ὄνομα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἤθελε ὁ Θεός, εἶναι Γεώργιος. Καὶ συνέχισε νὰ κηρύττει τὸν ἀληθινὸ Θεό, στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Διοκλητιανός, παρατηροῦσε ἐπὶ ὥρα τὴν ἀρρενωπὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴν γλυκύτητα τῆς μορφῆς τοῦ Γεωργίου. Τὸ ἄνθος τῆς νεότητος, τὴν κορμοστασιά. Τὸν εἶχε συμπαθήσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή. Γοητευμένος θαύμαζε τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν παλληκαριά του. Τὴν εὐγενικὴ ἀρχοντιά του καὶ τὴν καθαρότητα τῶν ματιῶν του, ποὺ ἀντιφέγγιζε κάτι ἄγνωστο καὶ πρωτόγνωρο γιὰ αὐτόν. Τώρα, μὲ ἠρεμία καὶ καταδεκτικότητα, προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ θυσιάσει στοὺς ψεύτικους θεούς. Τοῦ μιλεῖ γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν φρόνηση ποὺ ἐπέδειξε μέχρι σήμερα. Γιὰ τὶς τιμὲς ποὺ ἔλαβε, καὶ γιὰ πιὸ μεγάλες ἀκόμα, ποὺ θὰ λάβει ἂν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Καὶ ὁ Γεώργιος τοῦ ἀπαντᾶ μὲ λόγια ποὺ τὰ βάζει στὸ στόμα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: Καὶ οἱ τιμές σου, καὶ οἱ ἀτιμίες σου βασιλιᾶ, γιὰ μένα εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Γιατὶ ὅλα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι φθαρτά, καὶ πρόσκαιρα. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος κόσμος, ἄφθαρτος, ἀληθινός, αἰώνιος. Ἔλάτε καὶ σεῖς νὰ καταυγασθεῖτε ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Νὰ γνωρίσετε τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖτε. Ὁ Διοκλητιανός, ἔκανε πὼς δὲν τὸν συνερίστηκε, καὶ μὲ γλυκόλογα τὸν παρακαλεῖ νὰ λυπηθεῖ τὴν νεότητα καὶ τὴν ὀμορφιά του, καὶ νὰ μὴν χαραμίσει τὴν ζωή του, τώρα ποὺ εἶναι τόσο εὐχάριστη. Ἀλλὰ ὁ πολυθαύμαστος Γεώργιος τοῦ λέει: Ὄχι βασιλιᾶ, αὐτὸ ποὺ νομίζεις δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ χαρά, καὶ ἀγαλλίαση. Καὶ δι᾿ αὐτοῦ ἐμεῖς κερδίζουμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ τὴν ἀΐδιον μακαριότητα, ἃ ὀφθαλμὸς οὐ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη –δηλαδή, ὅπου μάτι δὲν τὰ εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε, καὶ ποὺ δὲν τὰ ἔνιωσε ἡ καρδιὰ κανενός ἀνθρώπου. Ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεός, γιὰ ὅσους πιστέψουν στὰ λόγια Του καὶ τὸν ἀγαπήσουνε.
Οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου ἔμοιαζαν ὅπως λέει καὶ ὁ Δαβίδ, πότε μὲ βολίδες, καὶ πότε ἦσαν ἁπαλοὶ ὑπὲρ ἔλαιον. Φρύαξε ὁ Διοκλητιανός, ἀπὸ αὐτὰ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἁγίου. Καὶ σὰν εἶδε πόση ἀσάλευτη καὶ ἀμετακίνητη ἦσαν ἡ πίστη του στὸν Χριστό, ἀγρίεψε σὰν θεριό, καὶ πρόσταξε νὰ τὸν δέσουν πισθάγκωνα σὲ ἕναν ξύλινο κορμό, καὶ νὰ ρίχνουν πάνω του τὰ ἀκόντιά τους.
* * *
Καὶ στάθηκε ὁ Γεώργιος, σὰν τὸν Χριστό μας, νὰ τὸν βασανίσουν. Προσευχόμενος ὁλόψυχα, καὶ ὑπομένοντας μὲ ταπείνωση, ἔλεγε: Σὲ εὐχαριστῶ Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μὲ ἀξίωσες αὐτῆς τῆς χάριτος. Δός μου πίστη ἀκλόνητον, καὶ φύλαξόν μου τὴν ψυχή, ἐκ τοῦ διαβόλου. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό. Ὅλα τὰ κοντάρια ποὺ ἔπεφταν πάνω του, γύριζαν πίσω, χωρὶς νὰ ἀγγίζουν τὴν ἁγιασμένη σάρκα του!
Ἀλλόφρων ὁ τύραννος, διατάζει νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ νὰ τοῦ δέσουν μὲ βαρειὲς ἀλυσίδες χέρια καὶ πόδια, τεντώνοντάς τον ἀνάσκελα. Διατάσσει ἀκόμα, νὰ πλακώσουν τὸ στήθος του μὲ ἕναν ἀσήκωτο λίθο. Ἔτσι πίστευε ὁ δυσσεβής, ὅτι ὁ καρτερόψυχος δοῦλος τοῦ Θεοῦ θὰ πέθαινε ἀμέσως.
Στρατιῶτες ἔφεραν μὲ πολὺ κόπο τὸν λίθο, καὶ τὸν τοποθέτησαν στὸ στῆθος τοῦ Ἁγίου. Καὶ ἐκεῖνος δὲν ἔπαυε νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Θεό: Σὲ εὐχαριστῶ Κύριε καὶ Θεέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες τοιούτου βάρους ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Κάνε το δὲ στηριγμό, στὸ ἀμετακίνητο τῆς ἀγάπης μου σὲ Σένα.
Ὅλη νύκτα ἔτσι δα ἦταν, παραδομένος στὴν προσευχή. Πληγωμένος ὄχι ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ λίθου, ἀλλὰ τετρωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τὸ ξημέρωμα ὁ Διοκλητιανὸς πληροφορήθηκε ὄτι ὁ Γεώργιος ἔμεινε ἄθικτος ἀπὸ ἐκείνη τὴν πέτρα, ζήτησε νὰ τὸν δεῖ. Τὸν καλόπιανε μὲ γλυκόλογα μήπως καὶ τὸν κέρδιζε, σὰν διαλεκτός, καὶ πολύτιμος στρατηγός, ποὺ ἦταν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔμενε ἀμετακίνητος, σὰν ἐκείνη τὴν πέτρα ἀποβραδύς.
Μπῆκε ὁ σατανᾶς, μέσα στὸν τύραννο, καὶ ζήτησε καὶ τοῦ ἔφτιαξαν ἕναν τροχό, στηριγμένο πάνω σὲ δύο στύλους, ἔτσι ποὺ νὰ γυρίζει στὸν ἀέρα. Μὲ δαιμονικὴ ἔμπνευση, γύρω ἀπὸ τὸν τροχό, φύτεψαν δίστομα μαχαίρια καὶ κοφτερὰ λεπίδια. Ἀπὸ κάτω, καὶ πάνω σὲ ἕνα ξύλο, εἶχαν τοποθετηθεῖ καρφιά, ἄγκιστρα, καὶ ἀκονισμένα σπαθιά, μαζὶ μὲ τρυπάνια. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ πάνω μέρος. Περιστρεφόμενος ὁ τροχός, κατέκοβε καὶ διαμέλιζε ὅποιον εἶχαν δέσει πάνω του.
Ὁλόκληρη ἡ πολιτεία ἀναστατώθηκε. Ὁ πρῶτος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ, ὁ μέγας Γεώργιος, ἦταν χριστιανός! Σὰν μαθεύτηκε ἡ εἴδηση, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ μαζεύτηκαν κρυφά, στὶς κατακόμβες, καὶ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα, νὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος δύναμη καὶ ὑπομονὴ ἕως τὸ τέλος. Καὶ πρώτη ἀπὸ ὅλους ἡ τρισμακαρία μητέρα του. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται νύκτα καὶ μέρα, μὲ πόνον καρδίας καὶ πολλὰ δάκρυα, ὑψώνοντας τὸν νοῦν της στὸν οὐρανό, μὲ ἀγάπη καὶ πόθο γιὰ τὸν γιό της, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἀπίστους καὶ τυράννους. Γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Καὶ παράστεκε ἡ εὐλογημένη τὸ παιδί της μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, καὶ τὸν στήριζε μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν παρουσία της. Ὅταν τέλος ἦταν ἕτοιμος ὁ τροχός, πῆγαν καὶ τὸν ἔφεραν. Βλέποντας αὐτὸς τὸ δαιμονικὸ ὄργανο, γύρισε τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό, εὐχαρίστησε ἐκ βαθέων τὸν Κύριον, καὶ ζήτησε τὴν βοήθεια, καὶ τὴν θεία Του χάρη.
Ἐνῶ ἀκόμα προσεύχονταν, μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ βασιλιᾶ, σὰν ἄγρια θηρία οἱ στρατιώτες ὅρμησαν καὶ τὸν ἔπιασαν. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὸν δέσουν στὴν φοβερὴ ἀσπίδα τοῦ τροχοῦ καὶ ἄρχισαν νὰ σφίγγουν μὲ τὰ μάγγανα καὶ τὶς ἀλυσίδες τ᾿ ἁγιασμένα μέλη του. Ἐδῶ νὰ ἰδῆ κανεὶς πίστη μεγάλη, καὶ ἀνδρεία καὶ προθυμία ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε τί! Ἄρχισε νὰ γυρίζει ὁ τροχός, καὶ ὁ νοῦς τοῦ Ἁγίου ἦταν προσηλωμένος ὅλως διόλου στὸν Θεό. Ἡ πολλή του ἀγάπη καὶ ὁ πύρινος πόθος του γιὰ Αὐτόν, πνευματικῶς τὸν ἔκαμε νὰ βγεῖ ἐκτὸς κόσμου. Καὶ τὸ ἄλικο αἶμά του σκέπασε τὸν τόπο ὁλόγυρα ἀπὸ τὶς φρικτὲς πληγές. Κομμάτια ἀπὸ σάρκα πηδοῦσαν στὸν ἀέρα καὶ σκορπίζονταν τριγύρω. Κόκκαλα συντρίβονταν. Πλημμύρισε ἡ γῆ ἀπὸ τὰ αἵματα τοῦ μεγαλομάρτυρος. Νεκρικὴ σιγή, ἀπλώθηκε στὸ πλῆθος ποὺ εἶχε μαζευτεῖ. Ποιανοῦ ἡ καρδιά, νὰ βαστάξει σὲ τέτοιον ἀγῶνα; Καὶ ἔκλειναν ὅλοι τὰ μάτια γιὰ νὰ μὴν βλέπουν. Καὶ τὰ πρόσωπα γύρισαν ἀλλοῦ. Ὁ πόνος τῶν χριστιανῶν ἦταν ἀβάστακτος, καὶ ἀπὸ τὸ πρωί, δὲν εἶχαν βάλει τίποτε στὸ στόμα τους. Μιά ἡ Σαρακοστή, καὶ μιὰ ὁ πόνος τους γιὰ τὸν ἀδελφό τους. Μονάχα μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά τους ἔβγαινε μυστικὰ τὸ: Κύριε ἐλέησον.
* * *
Τί θεῖος ἔρωτας, βαθύς, καὶ γνήσιος! Τί φρόνημα γενναῖο καὶ ψυχὴ ἁγία κατοικοῦσε σὲ αὐτὸ τὸ πανάγιο σῶμα! Νὰ καταφρονεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό, καὶ τὴν αἰωνιότητα! Ὁ Διοκλητιανός, καὶ οἱ δικοί του, βλέποντας τὸν τόπο κατάσπαρτο ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο κορμί, τοῦ θείου ἀθλητοῦ, κοροϊδεύουν τώρα μὲ πολλὴ ὑπερηφάνεια καὶ εἰρωνεία: Κοιτάξετε ὅλοι ἐσεῖς καὶ δεῖτε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος θεός, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Δία, τὸν Ἀπόλλωνα, τὸν Ποσειδῶνα, καὶ τὴν Ἄρτεμι. Ποῦ εἶναι ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου; Γιατὶ δὲν ἦλθε νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ αὐτὰ τὰ βάσανα; Ἐδῶ θὰ ταίριαζε γιὰ τὸν μεγάλο Ἅγιο τὸ ψαλμικό: «Ἐν τῷ καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου, ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγει αὐτούς μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν. Ποῦ ἔστιν ὁ Θεός σου;» -δηλαδή, ἐνῶ μοῦ σπάνε τὰ κόκκαλά μου, οἱ ἐχθροί μου μὲ κοροϊδεύουν, λέγοντάς μου κάθε μέρα, ποῦ εἶναι ὁ Θεός σου;
Πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ ἀνακτορά του ὁ βασιλιάς, πρόσταξε νὰ μὴ ἀγγίξει κανεὶς τὶς σάρκες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στὸν τροχό, γιὰ νὰ ἐξευτελίσει τάχα τὴν πίστη στὸν Χριστό, καὶ πρὸς παραδειγματισμό. Δὲν πέρασε ὅμως πολλὴ ὥρα, καὶ ἕνα φῶς θεϊκὸ φάνηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ ἁπλώθηκε πάνω στὸ ἁγιασμένο λείψανο καὶ ὁλόγυρα. Καὶ ἔλαμψε στὴν γῆ μὲ τα χυμένα αἵματα καὶ τὰ μέλη τοῦ Μάρτυρος μιὰ λάμψη θεϊκή, καὶ γέμισε ἀπὸ τὸ φῶς ἐκεῖνο ὅλος ὁ τόπος! Συγχρόνως, ἀκούστηκε ἀπὸ ψηλά, γλυκειά, καὶ εἰρηνικὴ ἡ φωνή: Ἀνδρίζου Γεώργιε, καὶ ἀδίστακτος ἔσο, πολλοὶ γὰρ πιστεύουσι διὰ σοῦ εἰς ἐμέ. Ὕστερα, μιὰ πρωτάκουστη μυριόστομη ψαλμωδία ἁπλώθηκε στὸν αἰθέρα. Οἱ φρουροὶ στρατιῶτες, κατατρομαγμένοι, ἔφυγαν μακριά. Καὶ εὐθύς, Ἄγγελος Κυρίου ἔρσεται καὶ λύνει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὸν τροχό. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸν ἐπαναφέρει στὴν ζωή, τὸν ἀσπάζεται ἐν φιλήματι ἁγίῳ, μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ οἰκειότητα καὶ τοῦ λέει: Χαῖρε, σφόδρα Γεώργιε, καὶ πίστευε στὸν Χριστό, ποὺ σὲ δυναμώνει.
Πλημμυρισμένος ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ φῶς, ἔμεινεν ἐκστατικός. Δὲν εἶχε τίποτα γήϊνο στὸν νοῦ του, ἀλλὰ ἑνώθηκε ὅλος καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ θεϊκό, καὶ ἦταν ὅλος γεμάτος εἰρήνη καὶ μιὰ γλυκειά, καὶ ἄρρητη χαρά. Καὶ τὸ φθαρτόν του σκῆνος, γέγονε μέλος ἔκλαμπον, μέλος Ἅγιον ὄντως, μέλος τηλαυγές, καὶ διαυγές, καὶ λάμπον. Ἐνδεδυμένος τὴν λαμπροτάτη στολή, τὴν ἀπαστράπτουσαν αἴγλη ἀθανασίας, λέει αὐτὴν τὴν ποθητὴ στιγμή, τὸν λόγον ἑνὸς Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἀνέλαβε τὴν σάρκα μου καὶ δέδωκέ μοι Πνεῦμα! Ἐπίσης, μιὰ πάντερπνη εὐωδία σκορπίστηκε γύρω. Ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατέρχεται στὸν ἄνθρωπο καὶ μπαίνει μέσα μου, γεμίχει τὴν καρδια του μὲ μιὰν ἀνείπωτη χαρά, καὶ συνάμα τὸν πλημμυρίζει μὲ μιὰν ἀνέκφραστη εἰρήνη καὶ Ἅγιον Φῶς.
Καὶ πηγαίνοντας πρὸς τὰ ἀνάκτορα, εὐχαριστεῖ καὶ δοξάζει τὸν Κύριον: Ὑψώσω σε, ὁ Θεός μου ὁ βασιλεύς, καὶ εὐλογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα... (Ψαλμ. ρμδ´ 1), καί: Τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία... (Ψαλμ. ριη´ 133). Καὶ προχώρησε ἴσαμε τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα, ὅπου στέκονταν ὁ βασιλιάς, καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ θυσίαζαν στὰ ψεύτικα εἴδωλα.
Ἕνας ψίθυρος σηκώθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο: Ὁ Γεώργιος! Ὁ Γεώργιος! Καὶ αὐτὸς πλησίασε τὸν βασιλιά, καὶ μὲ πίστη καὶ ζῆλο ἅγιο, τοῦ λέει: Δές, βασιλιά, ποιὸς εἶμαι. Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον κηρύττω, ὁ ἀληθινὸς Θεός, μὲ γλίτωσε ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἀνοῖξτε ταλαίπωροι τὰ μάτια σας νὰ δεῖτε τὸ Φῶς! Ζητήστε νὰ Τὸν γνωρίσετε. Πιστέψτε Τον, θὰ γίνετε καινούργιοι ἄνθρωποι καὶ θὰ σώσετε τὴν ψυχή σας. Προσδράμετε τῇ αἰωνίῳ ζωῇ. Καὶ ὁ Κύριος θὰ σᾶς καταστήσει τέκνα φωτός, καὶ συγκληρονόμους μου στὴν Βασιλεία Του.
Ἔκπληκτος ὁ βασιλιᾶς, δὲν ἐννοεῖ τί συμβαίνει. Ἀναρωτιόταν ποιὸς ἄραγε νὰ εἶναι αὐτός, καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ βάλει μὲ τὸν νοῦ του. Ὅλοι πιστεύουν ὅτι πρόκειται γιὰ φάντασμα. Καὶ τὸν ἀποκαλεῖ ἀνόητο καὶ τὸν ἐπιπλήττει, ποὺ τοὺς ἀναστώσε τὴν ὥρα τῆς θυσίας. Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρτυς τὸν διαβεβαιώνει: Ἐγὼ εἶμαι ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος! Βλέπετε καθαρά, τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μου, πιστέψτε σὲ Αὐτόν, τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεό, ποὺ μὲ ἕνα του λόγο κάνει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ νεκροὺς ἀνασταίνει.
Ἀκόμα δὲν μποροῦν νὰ διανοηθοῦν πῶς συγκολλήθηκαν τὰ κομμάτια τοῦ κορμιοῦ του. Πῶς γιατρεύτηκαν οἱ φρικτὲς πληγές, καὶ τώρα ὁ ἀγγελόμορφος Γεώργιος εἶναι ἀκέραιος καὶ ὑγιής!
* * *
Συγκλονισμένοι ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα οἱ μεγάλοι στρατηλάτες Ἀνατόλιος καὶ Πρωτολέων, μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτές τους καὶ ὅλους τοὺς οἰκείους του, διακηρύττουν τὴν πίστην τους στὸν Χριστό: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου. Μέγας ὁ Θεός, τῶν χριστιανῶν!
* * *
Σὲ αὐτοὺς τοὺς εὐλογημένους ποὺ εἶδαν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, προστέθηκαν καὶ ἄλλοι πολλοί. Ἀνάμεσά τους ὁ Βίκτωρ μὲ τὸν Ἀκίνδυνο, τὸν Ζωτικό, τὸν Ζήνωνα, καὶ τὸν Σεβηριανό. Ὅλοι τους πρόσωπα ἐπίσημα. Γιὰ ὅλα αὐτά, ὀργισμένος ὁ Διοκλητιανός, πρόσταξε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν σὲ κάποια ἐρημιά, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἡ δὲ Ἐκκλησία μας τοὺς ἑορτάζει στὶς 20 Ἀπριλίου.
Οἱ γενναῖοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, βάδιζαν μὲ δάκρυα χαρᾶς στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, προσευχόμενοι ὅλοι μὲ μία φωνή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεὲ τοῦ Γεωργίου, πρόσδεξαι ἐν εἰρήνῃ τὰς ψυχὰς ἡμῶν, καταξιῶν ἡμᾶς τοῦ κλήρου τῶν Ἁγίων Σου, τὴν τῆς εἰς σὲ πίστεως βραδυτάτην ὁμολογίαν ἡμῶν ταύτην λογισάμενος εἰς δικαιοσύνην καὶ ἀπολύτρωσιν τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν. Ἀλλὰ καὶ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, ὅταν ἔμαθε ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβησαν μὲ τὸν Ἅγιο Μάρτυρα, ἐπίστευσαν στὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ διακήρυξε μετὰ παρρησίας τὴν πίστη της. Καὶ οὔτε φοβήθηκε τὸν βασιλιά, ποὺ στέκονταν δίπλα της αὐτὴ τὴ στιγμή. Στὴν ἐπέμβαση τοῦ Μαγνεντίου καὶ στὴν ἐρώτησή του, γιατί περιφρονεῖ τοὺς θεούς, ἡ ἀγαθὴ βασίλισσα ἀπαντᾶ: Τοῦ κρείττονος ὀρεγομένη, τοῦ ἐλλάτονος κατεφρόνησα –δηλαδή, ἡ ἐπιθυμία μου γιὰ τὸ καλύτερο, μὲ κάνει νὰ περιφρονῶ τὸ χειρότερο!
Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀναχώρησε, ἔχουσα στὴν καρδιά της ριζωμένη τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ὅμως, κοντὰ σὲ αὐτήν, πολλαὶ τῶν συγκλητικῶν γυναικῶν, ἐπίστευσαν στὸν Κύριο, μετὰ καὶ ἑτέρων γυναικῶν πολλῶν.
* * *
Ὁ Διοκλητιανός, ὅταν εἶδε ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ ἀρνεῖται τὰ εἴδωλα καὶ νὰ πιστεύει στὸν Δεσπότη Χριστό, λύσσαξε ἐναντίον τοῦ θείου Γεωργίου, καὶ ἔδωσε διαταγή, νὰ τὸν ρίξουν μέσα σὲ λάκκο μὲ ἀσβέστη ποὺ ἔβραζε. Τρεῖς μέρες εἶχαν ἐκεῖ τὸν τιμημένο Ἅγιο. Ὁ ἄθλιος τύραννος πίστευε ὅτι θὰ ἀφανιστεῖ τελείως, καὶ δὲν θᾶ μείνουν οὔτε τὰ ὀστᾶ ἀπὸ τὸ σῶμά του. Ἤξερε πόσο πολύ, τιμοῦσαν οἱ χριστιανοί, τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων. Ἀκόμα, ὅρισε καὶ στρατιῶτες νὰ περιφρουροῦν τὸν χῶρο.
Σὰν ἔφτασε ἡ Τρίτη μέρα, κόσμος πολὺς μαζεύτηκε. Ὅλοι περίμεναν νὰ ἰδοῦν τὶ θὰ συμβεῖ. Πάσχιζαν ὅλοι νὰ σιμώσουν στὸν λάκκο. Καὶ τράβηξαν τὸν ἀσβέστη. Βούϊξε ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος σὰν μελίσσι: Μέγας ὀ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Διότι εἶδαν ἀνέπαφο καὶ ὐγιῆ τὸν πολύαθλο καὶ ἀήττητο ἀθλητή. Τὸ πρόσωπό του λαμπερό, καὶ χαρούμενο, ἔμοιαζε μᾶλλον σὰν νὰ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ εὐωδιαστὰ ρόδα καὶ ἁπαλὰ λουλούδια. Ἄγγελος Θεοῦ τὸν φύλαγε, ὅπως καὶ τοὺς Τρεῖς Παῖδες ἐν καμίνῳ. Μεγάλος ἀριθμὸς στρατιωτῶν καὶ πλῆθος κόσμου, ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ παράδοξο θαῦμα πίστεψαν στὸν Χριστό. Καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς σκότωναν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, καὶ ἄλλους τοὺς φυλάκιζαν. Ὁ βασιλιᾶς, ὅταν ἔμαθε γιὰ αὐτὰ τὰ ἀπίστευτα, κυριεύτηκε ἀπὸ δέος καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Γεώργιο. Μόλις τὸν εἶδε τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τοῦ χαρίζει τὴν ζωή. Καὶ ὁ νοερὸς ἀδάμαε τῆς καρτερίας, γεμάτος ἀπὸ θεία σοφία τοῦ μιλεῖ γιὰ τὸν Χριστό. Ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ἡ βασίλισα Ἀλεξάνδρα, ποὺ μοιάζοντας μὲ τὴν ἀγαθὴ γῆ, δέχεται ὡς σπέρματα τὰ θεῖα λόγια τοῦ Γεωργίου. Ἔτσι γεώργησε στὴν ψυχή της σὰν ὡραῖο στάχυ τὴν ἁγία πίστη. Πάλι τὸν ἁρπάζουν, καὶ τὸν ρίχνουν στὴν φυλακή. Καὶ ἐκεῖνος πυρπολούμενος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ Δεσπότου, τῷ πόθῳ ζέων, προσευχόταν μὲ δάκρυα ὅλη τὴν νύκτα. Πλημμυρισμένος ἀπὸ τὸ χαροποιὸν φῶς τῆς Ἐλπίδος, πλήρης ἀθανασίας, μέσα σὲ βαθειὰ εἰρήνη καὶ κατάνυξη, προσδοκοῦσε τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἀποχωροῦσε γιὰ τὸν Κύριο. Ἀποθέτοντας τὰ πάντα στὸ ἅγιο θέλημά Του.
* * *
Ξημέρωσε ὁ Θεός, καὶ στρατὸς ἔρχεται νὰ πάρει τὸν γνήσιο φίλο τοῦ Χριστοῦ. Νέο μαρτύριο τοῦ ἑτοιμάζουν. Θὰ τοῦ φορέσουν ἕνα ζευγάρι παπούτσια σιδερένια, γεμάτα μυτερὰ καρφιά, ἀπὸ μέσα. Τὰ πυρώνουν ἴσαμε νὰ πετάξουν σπίθες. Μὲ τὴν βοήθεια λαβίδων τὰ φόρεσαν στὸν Ἅγιο καὶ τὸν πρόσταξαν νὰ πάει τρέχοντας ἕως τὴν φυλακή. Καὶ αὐτοὶ τὸν χλεύαζαν καὶ τὸν περιγελοῦσαν.
Θωρακίζεται μὲ τὸ Ἅγιο Σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ ξεκινάει. Φλεγόμενος τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν του, ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς θείας ἀγάπης Του, τὸ θεῖον καὶ ἐράσμιον Κάλλος, θερμαίνεται ὁ λογισμός του καὶ γίνεται ὅλος πύρινος. Καὶ ὁ μανικὸς ἔρωτάς του, καὶ ὁ πριστήριος πόθος του γιὰ τὸν Χριστό νικοῦσε τὴν φλόγα τῆς σαρκός. Ἔτρεχε καὶ καιγόταν ἀναζητώντας τὸν ἐραστὴ τῆς ψυχῆς του. Καὶ παρηγοροῦσε τὴν ψυχή του ψιθυρίζοντας: Τρέχα Γεώργιε, τρέχα πρὸς Αὐτὸν ποὺ τόσο ποθεῖς καὶ ἀγαπᾶς.
Ἐνῶ ἐκεῖνοι οἱ ἁγιοκτόνοι, σὰν λύκοι τὸν τυραννοῦσαν ἀπὸ κοντὰ μὲ ρόπαλα γιὰ νά τρέχει, ὁ Ἅγιος μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε συνεχῶς τὸν Θεό νὰ τοῦ χαρίζει δύναμη καὶ ὐπομονή. Καὶ ἔλεγε: Μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρὸς αὐτόν, οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται ἐὰν σαλευθῶ (Ψαλμ. ιβ´ 5). Ἴσχυε γιὰ αὐτὸν τὸ δαυϊτικόν: Πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον βάλλοντες τὰ σπέρματα αὐτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἤξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει, αἴροντες τὰ δράγματα αὐτῶν (Ψαλμ. ρκε´ 6). Μόλις ἔφθασε στὴν κατασκότεινη φυλακή, φῶς οὐράνιον τὸν κάλυψε καὶ κατέλαμψε ὅλῳ τῷ φωτὶ τῆς Τριάδος, καὶ φεγγοβόλησε ὁλόκληρο τὸ κελλί. Μιὰ γλυκύτατη εὐωδία ἁπλώθηκε γύρω καὶ μελωδίες ἀγγελικὲς ἔφθαναν ἀπὸ ψηλά. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ γνώριμη φωνή: Θάρσει Γεώργιε, ὁ διάπυρος ἐμοῦ ἐραστής, μετὰ σοῦ γὰρ εἰμί. Καὶ εἶδε ὀ λαμπρὸς ἀριστεύς, τὴν γλυκύτατη μορφὴ τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Ὡς ὄντως ἰερὰ καὶ πολύφωτος, αὕτη ἡ ὑπέρλαμπρὸς νύξ, καὶ φωταυγής. Καὶ ἔσκυψε καὶ τὸν φίλησε γλυκύτατα.
Καὶ ὅταν ὁ Δεσπότης μὲ τὴν πληθὺ τῶν Ἀγγέλων Του, ἀνέβηκε πάλι στοὺς οὐρανούς, καὶ ἔμεινε μόνος ὁ μεγαλώνυος ἀθλητὴς γονατισμένος ταπεινά, δὲν σταμάτησε τὶς εὐχαριστίες, τοὺς ὕμνους καὶ τὶς δοξολογίες. Θαμπωμένος ἀπὸ τὴν ἄφραστον καὶ ξένη δόξα, καὶ κάλλους τὴν εὐμορφίαν.
* * *
Τὴν ἑπομένη πῆραν πάλι τὸν Ἅγιον, καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ καινούργιες ὑποσχέσεις καὶ γλυκόλογα τὸν ρώτησε ἂν μετάνιωσε. Μὰ ὁ Ἅγιος τοῦ λέει: Μὲ βλέπετε νὰ εἶμαι ἐδῶ μπροστά σας τῇ δυνάμει τοῦ μόνου Θεοῦ, ἂν καὶ μὲ βασανίσατε φρικτά. Καὶ μὲ τὴν δική Του ἀντίληψη καὶ βοήθεια περιφρονῶ τελείως τὶς τιμωρίες καὶ τὶς κολάσεις. Διότι ὁ Χριστός, βρίσκεται ἐντός μου, ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Ἐσεῖς ὅμως, χωρὶς καμιὰ ἐλπίδα λατρεύεται τὰ εἴδωλα, διότι εἶναι πωρωμένη ἡ ψυχή σας, καὶ τυφλὰ τὰ μάτιά σας.
Θηρίο ἔγινε ὁ διώκτης τύραννος μὲ αὐτὰ τὰ λόγια. Διατάσσει νὰ ξαπλώσουν τὸν Ἅγιο κατὰ γῆς καὶ νὰ τοῦ πληγώνουν τὸ σῶμα μὲ βούνευρα. Μέχρι ποὺ ἀπόκαμαν οἱ δήμιοι παρὰ ὁ θεῖος Γεώργιος! Ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια ἐπὶ ἡμέρες. Τὸν κρέμασαν, καὶ μὲ χειράγρες ἄρχισαν νὰ καταξέουν τὸ μαρτυρικὸ σῶμά του, ὥσπου νὰ φανοῦν τὰ σωθικά του. Μετὰ τοποθέτησαν στὸ ἁγιασμένο κεφάλι του πυρακτωμένη περικεφαλαία. Αὐτὸς δὲ οὐκ ἐκαίετο καταφλεγόμενος, ἀλλὰ ἔχαιρε δροσιζόμενος. Τοῦ τρύπησαν ἀκόμα τοὺς ἀστραγάλους μὲ τρυπάνια καὶ τὸν ξάπλωσαν σὲ κρεββάτι πυρακτωμένο. Τοῦ ἔχυσαν μολύβι λιωμένο στὸ στόμα. Ὅποιο μαρτύριο τοὺς βάζει στὸ νοῦ ὁ διάβολος, τὸν δοκιμάζουν στὸν μέγιστο καὶ κορυφαῖο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὅμως, τόσο γενναῖα στεκόταν, ποὺ οὔτε κἂν στὸ βλέμμα του φάνηκε νὰ λυγίζει. Συνήχθησαν ἐπ᾿ ἐμὲ μάστιγες, καὶ οὐκ ἔγνων –δηλαδή, ἔπεσαν πάνω μου πληγές, μὰ ἐγὼ δὲν τὶς λογάριαζα. Τὸ γλυκύτατο καὶ ἄχραντο πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ θεία χαρά, καὶ ἅγιον φῶς. Καὶ πολλοί, συγκλονίζονται καὶ πιστεύουν στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, βλέποντας αὐτὰ τὰ παράδοξα.
* * *
Ὁ στενὸς φίλος τοῦ Διοκλητιανοῦ, Μαγνέντιος, βλέποντας ὅτι ὁ Γεώργιος δὲν ἀλλάζει γνώμη, θέλησε νὰ πειράξει πνευματικὰ τὸν Ἅγιο καὶ ζήτησε νὰ σταματήσουν τὰ σωματικὰ μαρτύρια. Πλησιάζει τὸν ὁλόφωτο ταξίαρχο καὶ τοῦ λέει: Ἄν θέλεις Γεώργιε νὰ πιστέψουμε στὸν δικό σου Θεό, κάνε μας ἕνα σημεῖο καὶ ἀνάστησε ἕναν ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ποὺ βρίσκονται σὲ αὐτὸν τὸν τάφο, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια.
Τοῦ τὰ εἶπε αὐτά, διότι νόμιζε ὅτι ἦταν κάτι τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀκατόρθωτο. Ἀλλὰ γιὰ τὸν ἁγιώτατο Μάρτυρα ἦταν τόσο ῥάδιον καὶ εὐχερές, ἁπλὸ καὶ εὔκολο, σὰν νὰ ἔλεγε σὲ ἕναν ἀετὸ νὰ πετάξει, ἢ σὲ ἕνα δελφίνι νὰ κολυμπήσει.
Ὁ Γεώργιος ἀποκρίθηκε ὅτι θὰ γίνει καὶ αὐτό, επειδὴ στὸν Θεὸ τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Ὅμως δὲν θὰ τὸ κάνει γιὰ αὐτούς, ἐπειδὴ γνωρίζει σὲ τὶ βαθὺ σκοτάδι ἀσέβειας βρίσκονται καὶ δὲν θὰ πιστέψουν. Ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι ἐκεῖ. Νὰ δοῦν, νὰ θαυμάσουν, καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό.
Γονάτισε ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ μὲ πίστη καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ταπείνωση. Ὕστερα σηκώνεται, ὑψώνει τὰ χέρια στοὺς οὐρανούς, καὶ κάνει τὴν τελευταία εὐχή. Μὲ τὸ Ἀμήν -ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος καὶ τοῦ καινοῦ τερατουργήματος! Ἀμέσως ἀνασταίνεται ἕνας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ποὺ εἶχε ζήσει στὴν γῆ, πρὶν νὰ ἔλθει ὁ Χριστός. Ἦταν ἱερέας τῶν εἰδώλων. Πέφτει στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν καταστήσει ἄξιο καὶ τὴν σωτήρια σφραγίδα τοῦ Κυρίου. Ἡ παράδοση ἀκόμα διασώζει σὲ ἕνα παλαιὸ συναξάρι, ὅτι προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος καὶ ἐκεῖ δόπλα του ἀνέβλυσε νερό, καὶ τὸν βάπτισε εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ταραχὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάτωση παντοῦ. Καὶ ἀπὸ τὰ χείλη ὅλων ἀκούστηκε μιὰ φωνή, σὰν τροπάρι: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Μέγας ὁ Θεός, τῶν χριστιανῶν! Ἁπλοὶ ἄνθρωποι καὶ στρατιωτικοί, μὲ ταπεινὴ καὶ καθαρὴ τὴν καρδιά, πίστεψαν στὸν Χριστό. Καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς βασάνιζαν καὶ ἄλλους ἔρριχναν στὶς φυλακὲς. Ὁ θρασύς, καὶ σκληρόκαρδος βασιλιάς, ὅλα αὐτὰ τὰ χαρακτήρισε μαγεῖες. Ὤ καρδιά, ἄπιστη καὶ σκληρή, σάν πέτρα! Ὁ ἄπιστος τὰ ὦτα τῆς ψυχῆς του τὰ ἔχει βουλωμένα καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς σφαλισμένους. Δὲν θέλει νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀκούσει γιὰ τὴν σωτηρία του. Ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια δὲν τὸν ἀφήνουν. Ὅσοι ὅμως εἶναι ταπεινοί, καὶ ἁπλοὶ τῇ καρδίᾳ, ἐπειδὴ δὲν εἶναι πονηροί, δέχονται τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀξιώνονται νὰ πιστέψουν καὶ νὰ δοῦν νοερῶς τὸν Κύριον. Θέλουν δὲ ἀπολαύσει καὶ θεϊκὰ μυστήρια.
Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν ξεχώριζαν ὁ Χριστόφορος, ὁ Θεωνᾶς, ὁ Καισάριος, καὶ ὁ Ἀντώνιος. Ὅλοι, δορυφόροι –σωματοφύλακες- τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἔρριξαν στὰ πόδια του τὶς ζῶνές τους καὶ ὁμολόγησαν. Τοὺς φυλάκισαν καὶ αὐτούς. Κατόπιν τοὺς βασάνισαν ἄγρια. Τοὺς κρέμασαν, τοὺς ξέσχισαν τὶς σάρκες, τοὺς κατέκαυσαν μὲ λαμπάδες καὶ τοὺς ἔρριξαν στὴν φωτιά. Ἔτσι, παρέδωσαν τὸ πνεῦμά τους στὸν Κύριο. Ἡ Ἐκκλησία μας, τιμᾶ τὴν μνήμη τους, στὶς 20 Ἀπριλίου.
* * *
Ἀλλά, ὁ ἀλάστωρ τύραννος, ἰδὼν τὰ γενόμενα καὶ μανίας ἀκαθέκτου πλησθείς, ζητεῖ ἀπὸ τὸν ξακουστὸ μάγο Ἀθανάσιο νὰ παρασκευάσει τὸ πιὸ δυνατὸ φάρμακο, γιὰ νὰ ἐξοντώσουν μὲ αὐτὸ τὸν Γεώργιο. Ἐπικαλούμενος ὁ μάγος τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἑτοιμάζει ἕνα ὑγρό. Τὸ δίνει πρῶτα νὰ τὸ δοκιμάσει ἕνας κατάδικος. Ἀμέσως τὰ σπλάγχνα του ἔσπασαν, καὶ ἔβγαζε ἀφροὺς καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ξεψύχισε σπαράττοντας καὶ μὲ φρικτοὺς πόνους ὁ ταλαίπωρος. Ἀγαλλόμενος ὁ Διοκλητιανός, μὲ αὐτὸ τὸ γεγονός, συγχάρηκε τὸν Ἀθανάσιο, γιατὶ ἐπιτέλους θὰ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τοῦ βασάνιζε καὶ τοῦ τυραννοῦσε τόσο τὴν ζωή.
Ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ σὰν τὸ ἐλάφι τὸ διψασμένο ποὺ τρέχει στὸ νερό, τὸ ἤπιε μὲ πίστη ἁπλή. Σὰν νὰ ἔπινε κάποιο ἡδύποτο. Μέσα του ἀντηχοῦσε ὁ θεῖος λόγος: Κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψῃ. Καὶ ἔμεινε ἀβλαβὴς καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν βάσανο. Ταράσσεται ὁ παμίαρος τύραννος μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπουν τὰ μάτιά του. Μὰ πιὸ πολύ, γίνεται ἔξαλλος μὲ τὸ πλῆθος ποὺ κραύγαζε θριαμβικά, ἐνῶ πολλοί, ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους στὸν Θεό, τοῦ Γεωργίου. Νέες συλλήψεις, νέα μαρτύρια. Ἀκόμα καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ λάμπει ὁ ἥλιος, οἱ κακοί, πορεύονται μέσα στὸ σκοτάδι. Οἱ ἄπιστοι, ἀπὸ πεῖσμα, δὲν σηκώνουν τὰ μάτια πρὸς τὸν Πατέρα τους. Οἱ ψυχές τους εἶναι γεμάτες ὑπερηφάνεια καὶ ἀλαζονεία. Χαμένοι καὶ αὐτοκαταδικασμένοι στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου, χωρὶς νερό, χωρὶς ἐλπίδα. Ἄνθρωποι χωρὶς ἀπολογία, διότι τοὺς ἔρριξε φῶς νὰ δοῦν, καὶ αὐτοὶ σφαλίσανε τὰ μάτιά τους. Καὶ τὸ μυστήριο τοῦ φωτισμοῦ τελεῖται ἀνάλογα μὲ τὴν πρόθεση, τὴν διάθεση τῆς ψυχῆς. Τόση ἡ ἔπαρση καὶ τὸ σκοτάδι στὴν ψυχὴ τοῦ τυράννου, ὥστε νὰ γίνει ἴδια μὲ τὴν κατηραμένη ξηρανθεῖσαν συκῆν. Τὴν δύναμη τῆς πίστεως τὴν νιώθουν οἱ ἁπλοί, καθαροί, καὶ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ. Αὐτοὶ γνωρίζουν τὸν Θεό, γεύονται τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ ἔχουν ζωὴ αἰώνιον. Ἐν ἀφελότητι καρδίας γεωργοῦν τὸν σπόρο τῆς ἀληθείας καὶ καρποφοροῦν τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστης. Σὲ αὐτούς, ἀνῆκε καὶ ὁ μάγος Ἀθανάσιος, ποὺ πρόθυμα ἐγκατέλειψε τὴν πλάνη του γιὰ νὰ πιστέψῃ στὸν Χριστό. Ζήτησε τὴν συγχώρεση καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου, καὶ εὐτυχὴς θανατώθηκε μὲ ξίφος.
* * *
Ἀπελπισμένος, σχεδὸν τρελλός, ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, διέταξε νὰ φυλακίσουν πάλι τὸν Γεώργιο, μέχρι νὰ ἀποφασίσει τὶ νὰ πράξει. Εἶχε φθάσει ἡ φήμη τῶν θαυμάτων του σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα, καὶ κάθε φορά, ποὺ φυλάκιζαν τὸν Ἅγιο, πλῆθος κόσμου συγκεντρώνονταν στὸ κελλί του. Κάθε νύκτα γέμιζαν τὴν φυλακή, δίνοντας μεγάλα δώρα στοὺς δεσμοφύλασκες, καὶ τὴν εὐσεβῆ πίστιν παρ᾿ αὐτοῦ μυσταγωγούμενοι. Καὶ εκεῖνος τοὺς κατηχοῦσε στὴν ἀληθινὴ πίστη, καὶ τοὺς εὐλογοῦσε, μὲ ὅλη τὴν φλόγα καὶ τὸ φῶς τὴς ψυχῆς του. Καὶ ὅλοι ἔτρεχαν μὲ πνευματικὴ λαχτάρα καὶ δίψα, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν θεῖο λόγο του, νὰ λουστοῦν στὸ φῶς του. Ἀπὸ πάνω του ἔβγαινε μιὰ δύναμη θεϊκή. Κοντά του εἰρήνευαν καὶ γέμιζαν χαρά. Καθὼς ὁ Ἅγιος τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι μόνο ἀγάπη, γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὴν καλωσύνη, τὴν ὑπομονὴ στὶς πίκρες, τὴν εἰρήνη, αὐτοὶ πλημμύριζαν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ ἐλευθερώνονταν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης. Βασανισμένοι καὶ πικραμένοι ἄνοιγαν τὶς καρδιές τους, καὶ δέχονταν τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔφευγαν ἀναπαυμένοι καὶ παρηγορημένοι καὶ ἐλάμβαναν πνεῦμα δυνάμεως, πνεῦμα εἰρήνης, πνεῦμα χαρᾶς καὶ πίστης, πνεῦμα ἀγάπης. Ἔπειτα τοὺς εὐλογοῦσε καὶ θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς. Εἴτε μὲ τὸ ἄγγιγμά του, εἴτε μὲ μόνο τὸν λόγο του. Ἀνάπηρους, τυφλούς, κωφούς, παράλυτους, πνεύμασιν ἀκαθάρτοις τυραννουμένους. Καὶ ἔγινε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν πολλή του πίστη καὶ τὸν θεῖο ἔρωτα τῆς καρδιάς του, κατοικία καὶ μονή, τοῦ Χριστοῦ, ὃς τὰς ἀσθενεῖας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἡμῶν ἐβάστασε. Καὶ ἔγινε ἡ κατασκότεινη φυλακή, τόπος ἁγιάσματος καὶ δόξης. Κῆπος καὶ παράδεισος πλήρης ὀσμῆς εὐωδίας πνευματικῆς. Ἀγκάλιαζε μὲ μυστικὴ χαρά, τοὺς ταπεινούς, καὶ ἀπελπισμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπιστία, καὶ τοὺς μετάγγιζε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁγιότητα.
Ἀνάμεσα τους ἦταν καὶ ὁ φτωχὸς γεωργός, Γλυκέριος, ποὺ εἶχε μόνο ἕνα βόδι καὶ τοῦ ψόφησε, ἐκεῖ ποὺ ὅργωνε τὸ χωράφι του. Ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἱκέτευε μὲ δάκρυα τὸν Γεώργιο νὰ τὸν βοηθήσει. Στὴν εἰλικρινῆ ὁμολογία του ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, ὁ Ἅγιος τὸν προπέμπει λέγοντάς του ὅτι τὸ βόδι του εἶναι ζωντανό. Ὅταν τὸ διεπίστωσε ὁ μακάριος Γλυκέριος, γύρισε πίσω σὰν τὸν λεπρὸ Σμαρείτη γιὰ νὰ εὐχαριστήση τὸν ἰατρὸ λέγοντας: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Καὶ ὁ Θεός, δὲν τὸν ἀφήνει πιὰ στὴν φτώχεια, ἀλλὰ τοῦ χαρίζει τὸ ἄφατο τοῦ Παραδείσου πλοῦτο. Στὸ δρόμο γιὰ τὴν φυλακή, καθὼς δόξαζε τὸν Θεό, τὸν συλλαμβάνουν, καὶ χωρὶς καμμιὰ ἐρώτηση τὸν κομμάτιασαν. Φωνὴ δὲ ἀκούστηκε ἐξ οὐρανοῦ: Δεῦρο, ἔλα Γλυκέριε σὲ Ἐμένα, χαίρων, διότι εἶσαι τέλειος ἑνώπιόν μου.
* * *
Ὁ τύραννος, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸν κόσμο ποὺ συνέρρεε στὴν φυλακή, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Γεώργιο καὶ νὰ πιστεύει στὸν Χριστό, γιὰ τὶς διδαχές, καὶ τὶς θεοσημεῖες, δὲν τὸ ἄντεξε. Προστάζει καὶ τὸν βασανίζουν μὲ τὰ πιὸ σκληρὰ μαρτύρια. Τὸν ξαπλώνουν πάνω σὲ πυρακτωμένο χάλκινο κρεββάτι καὶ τὸν ραντίζουν μὲ ρητίνη. Ἀλλὰ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ὀδυνῶν αἱ τοῦ Θεοῦ παρακλήσεις τὴν τούτου ψυχήν, εὔφραναν. Ἡ θεία χάρις μετέβαλε τὸ πῦρ εἰς δρόσον. Ἔκθαμβος ἀπὸ τὸ γεγονός, ἀλλὰ καὶ φεμάτος θυμό, ἀναφωνεῖ ὁ βασιλεύς: Ὤ τῆς συμφορᾶς. Πῶς νὰ τὸν θανατώσω ὦ θεοί; Ὁ μιαρός, καὶ θεοστυγής, σοφίζεται καὶ ἄλλα μαρτύρια. Ὁ δὲ μέγας Γεώργιος, ἔπειθε ἄπειρα πλήθη νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τους καὶ νὰ προστρέξουν στὴν ἀληθινὴ θεοσέβεια.
* * *
Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ ἀκόμα, δίνει ἐντολὴ νὰ τὸν παρουσιάσουν ἑνώπιόν του. Ἐκείνην τὴν ὥρα ὁ Μαγνέντιος ἔλεγε στὸν Διοκλητιανό, ὅτι τὸ γένος τῶν χριστιανῶν δὲν φαίνεται νὰ πεθαίνει εὔκολα, γιὰ αὐτὸ τοῦ προτείνει νὰ σταματήσει τοὺς διωγμούς, καὶ τὰ μαρτύρια καὶ νὰ χρησιμοποιήσει ἄλλον τρόπο. Νόμιζε ὅτι μὲ τὴν γλυκύτητα καὶ τὶς κολακεῖες θὰ ἔκαμπτε τὸν στερρὸν ἀθλητήν. Καὶ ἐκεῖνος, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸν ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν φυλακή ἔψαλλε τοὺς στίχους: Ὁ Θεός, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες, Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μλοι σπεῦσον... (Ψαλμ. ξθ´ 1). Ὁ τύραννος, μόλις τὸν εἶδε τοῦ εἶπε μὲ γλυκὸ τρόπο ἀλλὰ καὶ μὲ πονηριά: Μὰ τοὺς θεούς, Γεώργιε, ἂν μὲ ἀκούσεις καὶ θυσιάσεις, θὰ λάβεις πολλὰ ἀγαθὰ καὶ πλούτη. Θα σὲ δοξάσω σὲ ὅλη τὴν γῆ μὲ τὸ ὑψηλότερο ἀξίωμα. Λυποῦμαι τὰ νιάτα σου. Γνωρίζω καὶ τὴν εὐγενικὴ καταγωγή σου. Γιὰ αὐτὸ θέλω νὰ ζήσεις εὐτυχισμένος. Καὶ ὁ Γεώργιος: Τώρα καλὰ τὰ λὲς βασιλιά μου. Μακάρι νὰ τὰ ἔλεγες αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὅμως, μετὰ ἀπὸ τόσα βασανιστήρια, μὲ ποίον τρόπο θὰ πάρω πίσω τὴν προσβολή, καὶ τὴν κακοποίηση ποὺ μοῦ ἔκαμες; Χαρούμενος ὁ τύραννος ποὺ δὲν εἶχε καταλάβει, τοῦ ἀπαντᾶ: Παιδί μου ἀγαπητό, συγχώρεσέ με γιὰ ὅτι κακὸ ἔπραξα. Θεώρησέ με πατέρα σου, καὶ ἔλα νὰ θυσιάσεις. Ἐπειδὴ βλέπω βασιλιά μου τὴν καλή σου διάθεση πρὸς τὸ πρόσωπό μου, λέει ὁ Γεώργιος θὰ σὲ τιμήσω καὶ ἐγὼ ὅπως τὸ ποθεῖς, διότι εἶναι μεγάλη ἀχαριστία νὰ ἀρνηθῶ τὴν φιλία σου. Ποῦ εἶναι οἱ θεοί σου. Ἄς πᾶμε ἐκεῖ. Γεμάτος χαρά, ἀναπήδησε τοῦ θρόνου του λέγοντας: Εὐφραίνεσθε θεοί, ἀγαλλιᾶσθε ἄνθρωποι, δὲχου ὦ Ἀπόλλων μετανοημένον τὸν Γεώργιον. Καὶ διέταξε ὅλους νὰ συγκεντρωθοῦν στὸν ναό, ἐπειδὴ ὁ ξακουστὸς Γεώργιος, θὰ θυσιάσει στὸν Ἀπόλλωνα. Καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες, μὲ μουσικές, καὶ ἐμβατήρια, ἐπευφημοῦσαν ὡς νικητές, τὸν βασιλιά, καὶ τὸν Ἀπόλλωνα. Ὁ ἐκλεκτὸς ἐραστὴς τοῦ Θεοῦ, σὲ ὅλον τὸν δρόμο προσευχόταν νοερά: Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἰσὶ μάταιοι... (Ψαλμ. Ϟγ´ 11), καί: Ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη, καὶ λαοί, ἐμελέτησαν κενά; (Ψαλμ. β´ 1), ὡς καὶ τό: Ἐπὶ σοὶ Κύριε ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα... (Ψαλμ. λ´ 1). Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε σὰν ἥλιος. Καὶ τὸ περπάτημά του ἀρχοντικὸ ἀλλὰ καὶ σεμνό. Ψηλός, καὶ πανέμορφος, μὲ χαρούμενη διάθεση καὶ μειλίχιος. Μέσα σὲ ἐκεῖνο τὸ πλῆθος φάνταζε σὰν Θεός. Τόσο ποὺ πολλοί, σκέφτηκαν μήπως ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόλλων ποὺ κατέβηκε στὴν γῆ. Ἀπόλυτη ἡσυχία ἐπικρατοῦσε. Ὅλων τὰ βλέμματα ἦσαν στραμμένα στὸν Γεώργιο καὶ οἱ ἀνάσσες κομμένες. Μόνο τὰ θυμιάματα ἔκαιγαν ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ γέμιζαν τὸν τόπο γύρω. Ὁ Ἅγιος πλησιάζει ἀργά, καὶ ἔχοντας τὸ πνεῦμά του ἄνω, ἐνῷ τὸ βλέμμα του κάτω πρὸς τὸ ἄγαλμα, λέει μὲ αὐστηρὴ τὴν φωνή: Σὺ εἶσαι θεός, καὶ σένα πρέπει νὰ προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι; Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ κατοικοῦσε ἐκεῖ φοβήθηκε τὸν Γεώργιο καὶ φανέρωσε τὴν ἀλήθεια: Δὲν εἶμαι ἐγὼ θεός, ἀλλὰ καὶ οὔτε καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ κατοικοῦν ἐδῶ. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἐμεῖς εἴμαστε δαίμονες καὶ παραπλανοῦνται μὲ μᾶς οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Ἅγιος τοὺς ἐπιτίμησε ἐπειδὴ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀνθρώπους: Πῶς τολμάτε νὰ παραμένετε ἐδῶ, ἀφοῦ μπῆκε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Καὶ εὐθὺς ἔγινε μεγάλη ταραχή. Ἄγρια βογγητά, φωνὲς ἀπελπισμένες, κλάματα ἀκούστηκαν, λὲς καὶ μούγκριζαν τὰ θηρία τοῦ δάσους. Ἐνῶ οἱ δαίμονες δραπέτευαν, φόβος κυρίευσε τὶς ψυχὲς τῶν παρευρισκομένων. Καὶ ὁ ναὸς νὰ σείεται συθέμελα, καὶ τὰ εἴδωλα νὰ κατακρημνίζονται μόνα τους, δίχως νὰ τὰ πειράξει κανείς. Τὰ συνέτριψαν ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Ἁγίου και τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ βασιλιάς, καὶ ἡ συνοδεία του δαιμονίστηκαν ἀπὸ τὴν ντροπή, καὶ τὸν πληγωμένο ἐγωϊσμό τους. Ἀντιθέτως οἱ πιστοί, χαίροντα, καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό. Ἀγριεμένος ὁ Διοκλητιανός, ὑβρίζει σκαιότατα τὸν θεοφόρο Ἅγιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἄφοβος πάντα τοῦ ἐπισημαίνει ὅτι ἔκαμε τὴν θυσία του στὸν Χριστό, γιὰ αὐτὸ καὶ γκρεμίστηκαν οἱ ψεύτικοι θεοί τους, ἀνίκανοι ὄντες νὰ προστατεύσουν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν τους.
* * *
Γεμάτη ἀπὸ φόβο Θεοῦ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, πλησιάζει τὸν σύζυγό της καὶ φωνάζει δυνατά: Ὁ Θεός, τοῦ ἀηττήτου Γεωργίου, ἂς μὲ συγχωρήσει τὴν ἁμαρτωλὴ γιὰ ὅ,τι κακό, ἔκανα μέχρι τώρα ποὺ ζοῦσα στὴν ἁγνοια. Μνήσθητί μου Κύριες τῆς τελευταίας μου μεταβολῆς, καὶ δός μου τόπον πλησίον τοῦ ὑπηρέτη Σου Γεωργίου. Μέγα πλῆθος ἐμψυχωμένο ἀπὸ τὴν πίστι τῆς βασίλισσας Ἀλεξάνδρας, ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ πίστεψε σὲ Αὐτόν.
Μπροστὰ σὲ αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα, μένεα πνέοντες ὁ Διοκλητιανός, μὲ τὸν Μαγνέντιο καὶ τοὺς ἄλλους ἄρχοντες, διέταξε νὰ κρεμασθεῖ ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της καὶ νὰ ξεσθεῖ. Ἡ Ἀλεξάνδρα, ἀφοῦ εἶχε κατηχηθεῖ ἀπὸ τὸν Γεώργιο, μὲ πίστη βαθειά, στὸν Χριστό, ἄρχισε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ δοξάζει νοερῶς τὸ πανάγιον Ὄνομά Του. Ξεομένη, ἀτένιζε μόνον τὸν οὐρανό, δίχως νὰ βγάλει φωνή. Λέει στὸν Μάρτυρα: Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, εὐλόγησέ με σὲ αὐτὸ ποὺ κάνω. Ὁ δὲ γεωργὸς τῆς εὐσεβείας τῆς λέει: Ὑπόμεινον μικρόν, χαίρουσα, καὶ ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἁγία βάσταζε μὲ γενναιότητα. Ὕστερα τὴν ὑποβάλλουν σὲ νέο μαρτύριο, καὶ αὐτὴ μὴ ὑποφέρουσα τὸν πόνο, ρῶτᾶ μὲ ἀνησυχία τὸν Ἅγιο, τί νὰ κάνει ποὺ δὲν ἔλαβε τὸ βάπτισμα καὶ ἂν θὰ ἀνοιθεῖ ἡ θύρα τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ὁ πάνσοφος Μάρτυς τῆς λέει: Πορεύου Ἀλεξάνδρα στὸν Δεσπότη Χριστό καὶ ἔχεις τὸ Θεῖον Βάπτισμα διὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ αἴματός σου. Προσευχόμενη, ἔχοντας τὸν νοῦν της στὸν οὐρανὸ μὲ χαρά, θανατώθηκε μὲ ξίφος.
Κάποιο ἄλλο συναξάρι ἀναφέρει ὄτι, ἀποκαμωμένη καθὼς ἦταν ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία, παρέδωκε τὸ πνεῦμά της, προσευχόμενη μέσα στὴν φυλακή.
Τότε ἡ γλυκύτατη φωνὴ τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε γύρω: Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν...; (Ψαλμ. οϚ´ 14). Οἱ ἄρχοντες, ὅταν εἶδαν ὅτι δὲν πέτυχαν τίποτα, οὔτε μὲ τὰ βασανιστήρια οὔτε μὲ τὶς κολακεῖες, καὶ ὅταν ἐξευτελίζονταν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ ψεύτικοι θεοί τους, ἀποφάσισαν μὲ διάταγμα τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου. Καὶ συζητοῦσαν μεταξύ των: Δὲν βλέπετε ὦ φίλοι ὅλους, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα νὰ τρέχουν πίσω ἀπὸ αὐτὸν τὸν πλάνο καὶ ἀπατεώνα; Σὲ ὅλην μου τὴν ζωή, πιὸ φοβερὸ καὶ ἀμείλικτο ἄνδρα δὲν ἔχω δεῖ. Μὲ τόλμη ἔπραξε σὲ ἐμᾶς, ὅσα κανεὶς ἄλλος ἐπὶ τῆς γῆς. Βαθύτατα συγκινημένοι ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας, οἱ τρεῖς πιστοὶ δοῦλοί της Ἀπολλώ, Ἰσαάκιος καὶ Κορδᾶτος, παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ τὸν ἤλεγξαν γιὰ τὸ κακό, ποὺ τῆς ἔκανε. Αὐτὸς δὲ ὁ παράνομος καὶ θεομάχος διέταξε τὸν μὲν Κορδᾶτο νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, τὸν δὲ Ἀπολλὼ καὶ Ἰσαάκιο νὰ ρίξουν στὴν φυλακή. Ἐκεῖ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸν Θεό, ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν δίψα, καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς τρεῖς αὐτοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσά τους Ἀλεξάνδρα, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 21 Ἀπριλίου.
* * *
Ὅταν βγῆκε ἡ τελικὴ ἀπόφαση γιὰ τὸν νικηφόρο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅταν τὴν ἔλαβε ἔψαλλε μὲ χαρά: Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἕργα Σου Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας! (Ψαλμ. ργ´ 25). Τὸ ἄκουσε ἡ ἁγία μητέρα του ὅτι ἐλήφθη ἡ φονικὴ ἀπόφασις καὶ ἀναγαλλίασε ἡ καρδίας της. Ἀτένιζε τὸν οὐρανὸ καὶ ἐδόξαζε μὲ εὐχαριστία τὸν Θεό: Κυρίε ὁ Θεός μου, σὲ εὐχαριστῶ καὶ τώρα ὅπως πάντοτε. Σὲ παρακαλῶ, πρόσδεξαι τὸν ἀγαπημένον μου υἱὸ Γεώργιο, τὸν γνήσιο δοῦλό Σου, ὅπως δέχτηκες τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν Σοῦ ἔφερε τὸ παιδί του Ἰσαάκ. Πάρε τον στὴν ἐπουράνιο Βασιλεία Σου μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους Σου.
Ἡ θεία Πολυχρονία βρισκόταν διαρκῶς κοντὰ στὸ παιδί της. Καὶ στὴν φυλακή, καὶ στὸν τόπο τῶν μαρτυρίων. Φρόντιζε πάντα γιὰ τὴν ἐνίσχυσή του μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὸ πέρασε μὲ προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία καὶ γονυκλίσιες.
Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, πλησιάζει τὸν πολύαθλο γιό της καὶ τοῦ λέει:
Μακάρια καὶ ἅγια τὰ ἔργα τῆς πίστης σου παιδί μου, γιατὶ μιμήθηκες τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ προσευχήσου γιὰ μένα, ἐπειδὴ θὰ τελειώσω τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου πρὶν ἀπὸ σένα. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ σκληρὸς βασιλιάς, ὅτι ὁμιλεῖ στὸν Ἅγιο, τὴν καλεῖ κοντά του καὶ τὴν ἐρωτᾶ ποιὰ εἶναι. Καὶ αὐτὴ ἡ πανθαύμαστη μὲ ἀνδρεία ἀπαντᾶ: Πολυχρονία μὲ λένε καὶ εἶμαι χριστιανή, ὅπως καὶ ὁ γιός μου Γεώργιος, ποὺ νομίζεις ὅτι τιμωρεῖς, ἐνῶ αὐτὸς στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Βασιλέα Χριστό. Ἀγριεμένος ὁ Διοκλητιανός, τὴν κατηγορεῖ: Σὺ τὸν ἐδίδαξες νὰ βρίζει τοὺς μεγάλους θεούς, χωρὶς νὰ προσκυνάει καὶ νὰ θυσιάζει σὲ αὐτούς. Ἡ γενναία ἀθλήτρια εἰρηνικὰ τοῦ λέει: Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ φωτίζουσα πάντα ἄνθρωπο ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμο. Ἐμεῖς βασιλιά, ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ μάθαμε νὰ λατρεύουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ ὄχι τὰ εἴδωλα τῶν δαιμόνων.
Ὁ βασιλιὰς συγκράτησε τὸν θυμό του καὶ λέει στὴν θεοτίμητη Πολυχρονία νὰ σταματήσει τὶς ἀνοησίες καὶ νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ἐὰν ὄχι, θὰ πεθάνει πολὺ πικρά, ὅπως καὶ ὁ μωρὸς γιός της Γεώργιος, ποὺ ὅπως ἀποφασίστηκε, θὰ ἀποκεφαλιστεῖ. Μὰ πάλι ἡ θεόσοφη Πολυχρονία ἀπαντᾶ μὲ σταθερότητα: Ἐγώ, ὅπως σοῦ εἶπα καὶ πρίν, εἶμαι καὶ παραμένω χριστιανή. Δὲν πιστεύω στοὺς δαίμονες, καὶ οὔτε πρόκειται νὰ θυσιάσω στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ καὶ νὰ βασανίσεις τὸ σῶμά μου, ἐγὼ τὸ προσφέρω θυσία στὸν Θεό μου.
Πολὺ ὀργίστηκε ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ τύραννος καὶ πρόσταξε νὰ τὴν βασανίσουν ἀμέσως. Σὰν ἄγριοι λύκοι οἱ ποταποὶ ὑπηρέτες του ἄρπαξαν τὴν Ἁγία, τὴν τέντωσαν κατὰ γῆς καὶ τὴν ἔδερναν ἀλύπητα μὲ ὠμὰ βούνευρα. Ὅλο της τὸ σῶμα ἔγινε μιὰ πληγή. Ἀλλὰ ἡ γενναιότατη δούλη τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ κατὰ τὴν φύση ἦταν γυναίκα, εἶχε λογισμὸ ἀνδρικό. Εἶχε στραμμένο τὸν νοῦ της στὴν προσευχὴ μὲ θεῖο πόθο καὶ δόξαζε μὲ πολλὴ χαρὰ τὸν Κύριο. Ὅταν οἱ σκληροὶ δήμιοι κουράστηκαν πιά, εἶδαν ὅτι τὸ σῶμά της δὲν ἐσπάραζε, τὴν ἅφησαν γιὰ λίγο. Στὴ συνέχεια τὴν κρέμασαν πάνω σὲ ἕνα ξύλο καὶ τῆς ἔκαμαν ἀκόμα μεγαλύτερα βασανιστήρια. Κατέσχισαν τὶς σάρκες τοῦ ἱεροῦ ἀσκητικοῦ κορμιοῦ της μὲ σιδερένιες χειράγρες, τόσο πολύ, ποὺ φάνηκαν τὰ σπλάγχνα της. Ὕστερα πῆραν ἀναμμένες λαμπάδες, καὶ ἄρχισαν νὰ καίγουν τὶς πληγές της. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐκείνη ἔμενε ἀσάλευτη στὴν πίστη της, καὶ ἀνδρεία στὸ λογισμό της. Εἶχε μέσα της τὸ θεῖον πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ γλυκοχάραμα τῆς τελευταίας ἡμέρας πλησίασε μὲ εὐλάβεια, προσκύνησε καὶ ἀσπάστηκε τὶς ἅγιες πληγὲς τῶν μεγάλων μαρτύρων τοῦ Θεοῦ. Τοὺς βρῆκε δοσμένους σὲ μυστικὴ προσευχή, ποὺ ἐκεῖνες τὶς ὧρες ἔγινε πιὸ βαθειά, καὶ πιὸ κατανυκτική. Κάποια στιγμή, ἦλθαν καὶ τὴν πῆραν. Τῆς φόρεσαν μὲ λαβίδες σιδερένια παπούτσια, τόσο πυρακτωμένα ποὺ πέταγαν σπίθες. Ἐκείνη ὅμως ἦταν ἀφοσιωμένη μόνο στὴν προσευχή. Οἱ πόνοι τώρα εἶναι φρικτοί, ἀνελέητοι, ἀλλὰ ἡ ψυχή της γεμάτη ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς της ἀνεβασμένος στὸν οὐρανό. Ἕνα θεϊκὸ φῶς ὅλο γλυκύτητα, τὴν κάλυπτε καὶ μιὰ αὔρα μυρωμένη ὡς δρόσος Ἀεμών πλημύρισε τὸ χώρο γύρω. Μὲ τὴν παρηγοριὰ τοῦ Παρακλήτου νικᾶ ὅλους τοὺς πόνους καὶ τὰ μαρτύρια καὶ ἑνώνεται τῷ Παναχράντῳ Σώματι τοῦ Χριστοῦ. Θεώμενα πλέον ἔγιναν τὰ μέλη της, μέλη Χριστοῦ, τὰ φρικτά τε καὶ θεῖα! τὸ πρόσωπό της ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ τὴν χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ βλέμμα της ἀντιφεγγίζει τὴν εἰρήνη τοῦ θείου φωτός. Λὲς καὶ θεᾶται τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Τόση ἡ ἐρωτικὴ φλόγα, καὶ τὸ θεῖον πύρωμα μέσα της, ὥστε λησμόνησε κόσμο καὶ σάρκα καὶ ὅλα τὰ μάταια πράγματα τοῦ κόσμου! Ἡ θεϊκὴ ἀγάπη καταλάμπει μὲ φῶς ὅλο τὸ εἶναί της. Τέλος, μόνο τὰ χείλη της ψιθυρίζουν μὲ δέος: Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου ἐν εἰρήνῃ. Ἔτσι ἡ ταπεινὴ Μάρτυς λάμπουσα παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της καὶ κέρδισε τὴν αἰώνια χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Τὸ τίμιο λείψανό της τὸ παρέλαβαν κρυφὰ οἱ χριστιανοί, καὶ τὸ ἔθαψαν δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὁ δὲ πανεύφημος καὶ μέγιστος Γεώργιος, πλημμυρισμένος θεία χαρά, γιὰ τὸ ἅγιο τέλος τῆς μητέρας του, δόξαζε ἀδιαλείπτως τὸν Κύριο. Ἀλλὰ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὸν πάρουν καὶ ἐκεῖνον καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν ὁρισμένο τόπο. Κοντά του ὅλο τὸ ἐνθουσιώδες ἐκεῖνο πλῆθος, μὲ δάκρυα δακρυσμένα, πρὸσμενε νὰ δεῖ τὸ τέλος. Ὁ Ἅγιος ἦταν ἤρεμος, εἰρηνικός, σὰν νὰ πήγαινε σὲ χαρὰ μεγάλη. Ὅμορφος, ψηλός, λυγερός, μὲ χαρακτηριστικὰ ἀγγελικά. Τὰ μαλλιά του σγουρά, καὶ ἐκείνη ἡ δυνατὴ ματιά του ἡ πεντακάθαρη, ἔκρυβε μέσα της μιὰ καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ, γεμάτη ἀθωότητα καὶ ἀγάπη. Τὸ περπάτημά του σεμνό, καὶ συνάμα μεγαλόπρεπο, παλληκαρίσιο. Φάνταξε λές, καὶ φανερώθηκε μονομιᾶς ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ χάρη του ὁλόκληρη!
Τέλος, φθάνουν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ὁ Ἅγιος ζήτησε νὰ τὸν ἀφήσουν λίγο νὰ προσευχηθεῖ. Τοῦ τὸ ἐπέτρεψαν. Καὶ αὐτὸς ὁ μακάριος προσευχήθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιάς του ἔχοντας τὸ θεῖο πρόσωπό του στραμμένο πρὸς τὸν οὐρανό: Δοξασμένος νὰ εἶσαι Κύριε ὁ Θεός μου, πρὸς ὃν κατέφυγον ἐκ νεότητός μου, ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ στήριγμά μου σὲ τοῦτον τὸν ἀγῶνα, ὁ θεῖος ἔρωτας τῶν ἁγιασμένων ψυχῶν, ὁ παριδὼν πάντα τὰ ἁμαρτήματά μου. Δέσποτα Θεὲ ἐπουράνιε, ἔπιδε ἐπὶ τῇ ταπεινώσει μου, ἐπάκουσόν μου δέομαι, τῇ ὥρᾳ ταύτῃ, καὶ πρόσδεξαί μου τὴν ψυχὴ ἐν εἰρήνῃ, καὶ συναρίθμησόν με τοῖς ἀγαπηκόσι τὸ ἅγιον Ὄνομά Σου. Συγχώρησον δὲ καὶ τοῖς ἔθνεσιν, ὅσα εἰς ἡμᾶς διεπράξαντο, καὶ φώτισον Κύριε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας αὐτῶν εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς σῆς ἀληθείας ὅτι πάντας θέλεις σωθῆναι. Ἐξαπόστειλον τοῖς ἐπικαλουμένοις σε βοήθειαν ἐξ ὕψους ἁγίου σου, δὸς αὐτοῖς τὸν φόβον σου καὶ τὸν πόθον τῆς εἰς τοὺς ἁγίους σου ἀγάπης, ἵνα τὴν μνήμην αὐτῶν ἐπιτελοῦντες μιμοῦνται τὴν πίστη καὶ ἀγάπην αὐτῶν ὅπως ἂν σὺν αὐτοῖς καταξιωθέντες τῆς ἐπουρανίου ζωῆς δοξάζωσί σου τὴν πολλὴν ἀγαθότητα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἔτι δὲ πρόσχες εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου καὶ παράσχου μοι τὴν αἴτησιν ταύτην, ἵνα πᾶς ἄνθρωπος ἐπικαλούμενος ἐν ἀνάγκαις, ἐν θλίψει, ἐν κινδύνῳ, ἐν πάσῃ ἀσθενείᾳ, ἐν λιμῷ, ἐν δικαστηρίῳ, ἐν φυλακῇ, ἐν κόσμῳ, ἐν πειρασμῷ, ἐν δυχερείαις πραγμάτων, τὴν βοήθειαν ἐμοῦ τοῦ δούλου Σου Γεωργίου... ῥῦσαι αὐτὸν Δέσποτα ἀπὸ πάσης θλίψεως καὶ ἀνάγκης. Σύντριψον τὸν σατανᾶν ἐν τάχει ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. Χάρισαι δὲ αὐτῷ πᾶν αἴτημα, ὅτι δεδοξασμένος εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἀφοῦ ἔκαμε μὲ εὐλάβεια τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ γονάτισε καὶ παρακάλεσε τὸν σπεκουλάτορα νὰ ἐκτελέσει τὴν βασιλικὴ διαταγή. Ὕψωσε τότε ἐκεῖνος τὸ σπαθί, καὶ ἔκοψε τὴν τιμία καὶ ἁγία κεφαλὴ τοῦ Γεωργίου, καθὼς ὁ ἴδιος τόσο ποθοῦσε. Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν ἔτρεξε πάνω στὸ ζεστὸ κορμί, μὲ θεῖο πόθο καὶ λαχτάρα, καὶ ἄλλοι μάζευαν ἀπὸ τὸ αἶμά του, ἄλλοι μόνο τὸ ἄγγιζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεό, ἄλλοι ξέσχιζαν μιὰ λωρίδα ἀπὸ τὰ ἱμάτιά του, καὶ ἄλλοι ἀσπάζονταν τὸ ἅγιο λείψανο! Ἀλλὰ οἱ στρατιῶτες τοὺς κτυποῦσαν καὶ τοὺς ἔδιωχναν!
Κρυφὰ σήκωσαν οἱ χριστιανοὶ τὸ πάντιμο λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς πανένδοξης μητέρας του Πολυχρονίας, σὲ τόπο ἐπίσημο. Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή, 23 Ἀπριλίου, τοῦ ἔτους 303 μ.Χ. Κατὰ δὲ τὸν ὑπολογισμὸ τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ μακεδονικὸ μηνολόγιο, ἀντιστοιχοῦσε στὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου τοῦ Πάσχα. Ἀναφέρεται ἀκόμα ὅτι ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Ἁγίου, Πασικράτης, ἐκτελώντας τὴν ἐπιθυμία τοῦ κυρίου του, παρέλαβε τὸ ἅγιο λείψανό του μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς μητέρας του, καὶ τὰ μετέφερε στὴν μητρικὴ γῆ, στὴν Λύδδα τῆς Παλαιστίνης.
Μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἀποφυλάκισαν ὅλους τοὺς ἐκεῖ δέσμιους χριστιανούς, καὶ ἂν δὲν θυσίαζαν στὰ εἴδωλα, μὲ βασιλικὴ διαταγὴ τοὺς βασάνιζαν καὶ τοὺς θανάτωναν. Ἀνάμεσά τους ἦταν καὶ ὁ Εὐσέβιος, ὁ Νέων, ὁ Λεόντιος, ὁ Λογγῖνος καὶ ἄλλοι τέσσαρες μαζί, ποὺ τοὺς βασάνιζαν σκληρά, ἐπειδὴ ἔμεναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους. Τοὺς ἔδεσαν, τοὺς χτύπησαν ἀφόρητα καὶ μετὰ τοὺς κρέμασαν καὶ ξέσχισαν τὸ σῶμά τους. Τέλος, τοὺς ἀποκεφάλισαν μὲ ξίφος. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὶς 24 Ἀπριλίου καὶ εὐφραίνονται κοντὰ στὸν Δεσπότη Χριστό, ποὺ εἶπε: Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται. Καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θαυματουργοῦν σὲ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν στὴν χάρη τους.
* * *
Ὅταν ἔλαμψε ἡ εὐσέβεια στὸν κόσμο καὶ βασίλευσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ μητέρα του, πῆγε μὲ πόθο ἱερὸ στοὺς Ἁγίους Τόπους. Μεγάλη ἦταν ἡ ἐπιθυμία της νὰ βρεῖ τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κτίσει τὰ πανάγια προσκυνήματα. Πῆγε καὶ στὴν Λύδδα γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος καὶ Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ἀπὸ μεγάλη εὐσέβεια καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Ἅγιον, ἔκτισε μεγαλοπρεπὴ καὶ ὡραιότατο ναὸ πρὸς τιμήν του. Ὅταν τελείωσε ὁ ναός, ὁ τότε ἀρχιερεύς, μὲ τὴν παρουσία κλήρου καὶ λαοῦ, ἀνεκόμισε τὸ σεπτὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καθὼς πιθανότατα καὶ τῆς μητέρας του. Ἀλλά, τὶ θαῦμα μέγα! Βρῆκαν τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἀνέπαφο, ἄφθαρτο, ὁλόκληρο, μέσα σὲ μιὰ δυνατὴ καὶ ἄρρητη εὐωδία, ἐνῶ ἀπὸ τὸν τάφο ἀναπηδοῦσε μιὰ θεία λάμψη. Ρίγος ἱερὸ διαπέρασε τοὺς πιστούς, καὶ τὰ μάτια πλημύρισαν ἀπὸ δάκρυα πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως. Ὅλοι σταυροκοπήθηκαν καὶ γονάτισαν νὰ προσκυνήσουν, δοξάζοντας τὸν Κύριο καὶ τὸν Ἅγιό Του. Κατάνυξη, πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἱερὴ συγκίνηση κατέκλυσε τὶς καρδιὲς ὅλων. Χέρια τίμια σήκωσαν εὐλαβικὰ τὸ εὐωδιάζον λείψανο μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίες μὲ θυμιάματα καὶ φωτοχυσίες. Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Τροπαιοφόρου ἔλαμψε σὰν ἥλιος πάνω ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ὁ οὐρανὸς τῆς Λύδδας λαμπύρισε. Φῶς ἱλαρόν, ἁγίας δόξης κατηύγασε ὁλόκληρη τὴν κτίση. Οἱ καρδιὲς τῶν ἐραστῶν τοῦ θείου Γεωργίου ἐμφοροῦνται τῆς αὐτοῦ ἀγάπης καὶ τοῦ κάλλους καὶ ἡδονῆς καὶ γλυκασμοῦ ἐπίπλανται τοῦ θείου, μετέχοντες τῆς δόξης, ἐν χαρᾷ πνευματικῇ, εὐφροσύνῃ τε ὑπερκοσμίῳ καὶ ἀγαλλιάματι. Ὅλα ἁγίασαν αὐτὴ τὴν ὥρα, καὶ ὅλοι γέμισαν μὲ παρηγοριά, μὲ τὸν Ἅγιο ποὺ θὰ τοὺς ἀποσκέπαζε ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρός.
Καὶ τοποθέτησαν τὸν πολύτιμο αὐτὸ θησαυρό, κατὼ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, μέσα σὲ πολύτιμη θήκη, καὶ ἔκαναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ μὲ αὐτὴ τὴν κατάθεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑορτάζομεν κατὰ παράδοση τὴν 3η Νοεμβρίου. Τὸ σεπτὸν σκήνωμα τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον γιὰ πολλὰ χρόνια, ὡς μυροθήκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πάμπολλα ἀπὸ τότε καὶ παράδοξα θαύματα καὶ ἰάσεις γίνονται στοὺς πιστούς ποὺ προσκυνοῦν καὶ ἐπικαλοῦνται τὸν Ἅγιο μὲ πίστη καὶ ἀγάπη. Τὸ ὄνομά του ἔγινε πασίγνωστο καὶ ἡ χάρις τῶν θαυμάτων του ἔφθασε ἴσαμε τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἔγινε ὁ ἁγιόλευκος καὶ ὑπερθαύμαστος Μάρτυς μέγας καὶ κοινὸς ἐυεργέτης πάντων τῶν Χριστιανῶν, καὶ πάσης τῆς οἰκουμένης. Ριζότομος τῆς δαιμόνων θρησκείας, καὶ φυτοκόμος τῆς τῆς Τριάδος λατρείας. Καὶ ἡ ἀγάπη του φθάνει πλούσια καὶ ἀπρόσκλητη παντοῦ, καὶ ἐκεῖ ἀκόμα ποὺ δὲν ὑπάρχει χριστιανός.
Ὁ σεβάσμιος γέροντας Ἰωσήφ, τὸν ὀνομάζει Τροπαιοφόρο τῆς Ἀγάπης, καὶ γράφει: Ἡ ἀγάπη του... εἶναι τόσο μεγάλη... ποὺ ἀγκάλιασε τὴν Εκκλησία, τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων στὰ τετραπέρατα τῆς οἰκουμένης. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη τῶν πιστῶν, ποὺ σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τοῦ κόσμου ἤθελαν νὰ ἔχουν κάτι δικό του. Τὰ ταξίδια βεβαίως ἦταν δύσκολα γιὰ νὰ πηγαίνουν συχνὰ στὸν τάφο του. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὸ ἅγιο λείψανό του διαλύθηκε. Κύριος οἶδε πῶς, καὶ ἔτσι διαοιράστηκαν σὲ ὅλο τὸν κόσμο τμήματα τῶν λειψάνων του πρὸς εὐλογία καὶ ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν.
Ἐκεῖνος, ποὺ ὡραῖος ἐκ τοῦ Τάφου ἀνέτειλε, μᾶς ἄφησε νὰ καταλάβουμε ὡς ὄντως γλυκύκαρπον φυτὸν καρδιοτρόφον, πῶς μποροῦμε νὰ γευθοῦμε τὴν ἄκτιστη ὡραιότητα, τὸ θεῖον καὶ ἀΐδιον κάλλος...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´.
Οἱ ἐπωνυμίες τοῦ Ἁγίου.
Ὑπάρχει συνήθεια νὰ δίνουμε διάφορα ἐπωνύμια στοὺς Ἁγίους μας, ἀπὸ εὐλάβεια ἢ ἀπὸ κάποιο θαῦμα, ἢ καὶ ἀπὸ ἄλλη αἰτία. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὑπερέχει πάντων τῶν Ἁγίων στὰ ἐπωνύμια ποὺ Τῆς ἔδωσαν οἱ πιστοί. Ἐδῶ ἀνθολογήσαμε καὶ παραθέτουμε κάποια ἐπωνύμια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀπὸ διαφόρους τόπους.
Στὸ Ὄφι τοῦ Πόντου, παλαιὰ ἔλεγαν τὸν Ἅγιο Ἁέρις. Ἐπίσης στὸν Πόντο, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔλεγαν Ἁὲρτς ὁ Ζαντών, δηλαδὴ Ἅγιος Γεώργιος ὁ τρελλός, γιατὶ τοὺς τιμωροῦσε ἀφαιρώντας τους τὰ μυαλά. Στὴν Θράκη τὸν ὀνόμαζαν Ἀράπη ἤ Ἀρακλειανό (Ἡρακλειανό), ἐπειδὴ θαυματουργὴ εἰκόνα του βρισκόνταν στὴν Ἡράκλεια τῆς Προποντίδος. Ἀράπη δὲ γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ Ἅγιος παρουσιάζεται μαῦρος σὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα, ποὺ εἶναι ἀνάγλυφη ἀπὸ μαύρη πέτρα, ἤ ἀπὸ σκληρὸ ξύλο. Στὸ Θησεῖο, ἔλεγαν τὸν Ἅϊ-Γιώργη Ἀκαμάτη, ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπέτρεπαν νὰ τελεῖται στὴν ἐκκλησία του Θεία Λειτουργία παρὰ μόνον στὴν ἑορτή του, τὴν 23 Ἀπριλίου.
Οἱ παλαιότεροι συνήθιζαν νὰ τὸν προσφωνοῦν Ἀφέντη Ἅϊ-Γιώργη. Στὴν Καστοριὰ κυρίως, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα μέρη, εἶναι γνωστὸς ὥς Ἅϊ-Γιώργης ὁ Γοργός. Καὶ τοῦτο γιατὶ εἶναι πολὺ ταχὺς Ἅγιος στὴν βοήθεια αὐτῶν ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται, ὅπως λέγουν καὶ τὰ τροπάριά του: ἡ ταχυτάτη βοήθεια, ἡ ταχεῖα ἐπίσκεψις, ταχινὲ προστάτα. Στὴν Κρήτη εἶναι πολὺ γνωστὸς ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Διασορίτης καὶ σχετίζεται ἴσως μὲ τὴν λατρεία τοῦ Δία (Διός-ἱεροῦ). Μιὰ ἄλλη ἐπωνυμία εἶναι Δυσουρίτης, θεραπεύει δηλαδὴ τὴν δυσουρία. Τοιχογραφία τοῦ Ἅϊ-Γιώργη τοῦ Δυσουρίτη ὑπάρχει στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος.
Στὴν Ἴμβρο ἔχουμε τον Ἅϊ-Γιώργη τὸν Ζοῦρο, ἐπειδὴ θεραπεύει τὴν ζοῦρα, τὴν φυματίωση, τὸν μαρασμό, σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀφήνουν στὸ ἐκκλησάκι του τὰ ρακή τους.
Συνηθισμένα ἐπωνύμια εἶναι ακόμα Θαυματουργός, Τροπαιοφόρος, Μέγας ἢ Μεγάλος. Τὸν ὀνόμασαν ἔτσι ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ κάνει σὲ ὅποιον μὲ πίστη τὸν ἐπικαλεῖται. Ἐπίσης, ἐπειδὴ ἔστησε πολλὰ τρόπαια, δηλαδὴ νίκες καὶ θριάμβους στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ὡς ἀξιωματικός. Ἀλλὰ κυρίως στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅπου θριάμβευσε ἐναντίον τοῦ κακοῦ καὶ νίκησε τὸν διάβολο. Καὶ Μέγας ἐπειδὴ θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος καὶ κορυφαῖος τῶν ἀθλητῶν καὶ Μαρτύρων.
Στὴν Κάσο ὀνομάζεται Ἅϊ-Καλλάρης, ἐνῶ ἀλλοῦ Ἅϊ-Καβαλάρης, ἐπειδὴ εἶναι ἔφιππος Ἅγιος. Ἄλλοι τὸν προσφωνοῦν Ἅϊ-Γιώργη Καππαδόκη, τὸπο καταγωγῆς του καὶ πατρίδα τοῦ πατέρα του. Καλεῖται ἀκόμα καὶ Παλαιστίνιος, ἀπὸ τὸ τοπο καταγωγῆς τῆς μητέρας του.
Στὴν πολη τῆς Χίου καὶ στὴ θέση Λίμνη ὑπάρχει ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Καταδότη. Ἐκεῖ συγκεντρώθηκαν οἱ χριστιανοὶ νὰ συννενοηθοῦν γιὰ τὴν ἐπανάσταση κατὰ τῶν Γενουατῶν. Κάποιος ὅμως τοὺς κατέδωσε καὶ ἐσφάγησαν ὅλοι.
Στὴν Πρίγκηπο ὀνομάζεται Κουδουνᾶς, καὶ τοῦτο διότι στὴν εἰκόνα του ἀπεικονίζονται κουδούνια, σύμβολα τῆς παραφροσύνης, τὴν ὁποίαν ὅλοι πιστεύουν ὅτι θεραπεύει. Ἐκεῖ ἂν θέλουν νὰ ποῦν γιὰ κάποιο ὅτι δὲν εἶναι καλά, λένε: αὐτὸς εἶναι γιὰ τὸν Κουδουνᾶ.
Τὴν γιορτή του, 3 Νοεμβρίου, τὴν ὀνομάζουν· τοῦ Κρασᾶ, ἢ τοῦ Μεθυστῆ, ἐπειδὴ προφανῶς τὴν ἡμέρα αὐτὴ γινόταν τὸ ἄνοιγμα τῶν νέων κρασιῶν.
Στὴν Κύπρο λέγεται Ἅϊ-Γιώργης τοῦ Σπόρου, ἤ ἀλλοῦ τοῦ Σποράρη, γιατὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀρχίζει ἡ σπορὰ τῶν δημητριακῶν ἀπὸ τοὺς γεωργούς.
Στὰ Ψωμαθιὰ τῆς Πόλης ὑπάρχει ναὸς τοῦ Ἁγίου, στὸν αὐλόγυρο τοῦ ὁποίου παλιὰ ἦταν ἕνα μεγάλο κυπαρίσσι ποὺ κάηκε τὸ 1782. Ἀπὸ αὐτὸ ἔλεγαν τὸν Ἅγιο Κυπαρισσᾶ. Τὸ 1883 καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν ἱστορία, ὁ Πατριάρχης Κωνστάντιος φύτεψε ἕνα νέο κυπαρίσσι.
Σὲ πολλὲς περιοχὲς ὁ Ἅγιος θεωρεῖται προστάτης τῶν ψαράδων καὶ συχνὰ τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς βοηθήσει στὴν ψαριά. Καὶ ὅταν δὲν πάει καλὰ ἡ ψαριά, τὸν λένε Παξιμαδοκλέφτη.
Σὲ ἕνα χωριὸ τῆς Μεσσηνίας τὰ Γιαννιτσά, κοντὰ στὸ ναό του φαίνονται ἴχνη ἀπὸ πέταλα, ποὺ ὅλοι πιστεύουν πῶς εἶναι τοῦ ἀλόγου του, καὶ γιὰ αὐτὸ τὸν λένε Πεταλωτῆ.
Σὲ διάφορες περιοχὲς τὸν καλοῦν Ἅη-Στρατηγό, γιὰ τὸ ἀξίωμα φαίνεται ποὺ εἶχε. Στὴν Κρήτη ὅταν κάποτε ἔκτιζαν ἕνα ναό του, μερικοὶ πῆγαν νὰ ψαρέψουν γιὰ νὰ ταίσουν τοὺς ἐργάτες. Καὶ ἔπιασαν τόσα πολλὰ ψάρια ποὺ ὀνόμασαν καὶ τὴν ἐκκλησία του· τοῦ Ἅϊ-Γιώργη τοῦ Ψαροπιάστη.
Στὸ Ἅγιο Ὄρος ὑπάρχει κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Φανερωμένου. Πρόκειται γιὰ ἕνα κελλὶ ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὶς Καρυές. Πρὶν ἀπὸ 200 τόσα χρόνια, μία νύκτα, πήγαν ληστὲς μὲ σκοπὸ νὰ κλέψουν τὰ δυὸ γεροντάκια ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ. Τοὺς ἄνοιξε μὲ καλωσύνη ἕνας νέος καὶ τοὺς πῆγε στὸ ἀρχονταρίκι, ἴσαμε νὰ φωνάξει τὸν Γέροντα. Περίμεναν γιὰ πολὺ οἱ κλέφτες καὶ ἀφοῦ δὲν εἶδαν κανέναν εἶπαν νὰ ἀρχίσουν τὴν ληστεία. Ἀλλὰ τότε κατάλαβαν ὅτι ἦταν ἀοράτως δεμένοι. Ἀπὸ τὶς φωνές, σηκώθηκαν οἱ Γέροντες καὶ τοὺς εἶδαν. Ὅταν ἔμαθαν τί συνέβη, ἔφεραν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ οἱ ληστὲς ἀναγνώρισαν τὸ παλληκάρι ποὺ τοὺς ἄνοιξε. Καὶ ἀμέσως μετανοημένοι ἔπεσαν καὶ προσκύνησαν τὸν Ἅγιο. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς πῆγε καὶ ἀσκήτεψε τὰ Καρούλια, ὅπου καὶ ἔκτισε τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα, τὸ κελλὶ πῆρε τὸ ὄνομα: Ἅγιος Γεώργιος Φανερωμένος.
Πολλὲς φορὲς δίνουν στὸν Ἅγιο τὸ ὄνομα τοῦ κτήτορος τοῦ ναοῦ, π. χ. ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Μαχαιρᾶς, ἢ ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Τραχύς· καὶ οἱ δύο αὐτοὶ ναοὶ βρίσκονται στὴν Νάξο. Καὶ ὁ μὲν ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἀνήκει στὴν οἰκογένεια τῶν Μαχαιράδων, ὁ δὲ ἄλλος σὲ κάποιον ὀνόματι Τραχύ. Στὴν Πόλη ὑπάρχει ὁ Ἅϊ-Γιώργης ὁ Ἀγριδιανός (Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοὶ Πίνακες, Κωνσταντινούπολις 1885-90, σελ. 551), ἐνῶ στὴν Χίο τὸν καλοῦν Πεζόστρατο ἢ Κητοκτόνο (Γ. Σωτηρίου, Βυζαντινὰ μνημεῖα Κύπρου, Ἀθήνα 1935, πίν. 103).
Κατὰ τόπους ἔχουν δώσει στὸν Ἅγιό μας πολλὲς ἐπωνυμίες. Ἀπὸ αὐτὲς ἀναφέραμε ἐνδεικτικὰ λίγες μόνον ἐδῶ.
Ἥκω τὸ περιλειφθὲν ὄφλημα καταβαλεῖν ἐπειγόμενος. Εἰ γὰρ καὶ πένης εἰμὶ, ἀλλὰ τὴν εὐγνωμοσύνην ὑμῶν ἐκβιάζομαι. Ὑπεσχόμην ὑποδεικνύναι τοῦ Θωμᾶ τὴν ἀπιστίαν· καὶ δὴ πάρειμι ταύτην ἀποδώσων ὑμῖν· προθυμοῦμαι γὰρ τὰς πρώτας ὀφειλὰς πρῶτον ἀποτιννύειν, ἵνα μὴ τοῖς ἐπισυναγομένοις τόκοις κατασχεθῶ. Συμπράξατε οὖν μοι πρὸς τὴν τοῦ χρέους καταβολὴν, καὶ καθικετεύσατε τὸν Θωμᾶν, ἵνα τὴν ἁγίαν αὐτοῦ δεξιὰν τὴν ἁψαμένην τῆς τοῦ Δεσπότου πλευρᾶς τοῖς ἐμοῖς χείλεσιν ἐπιθεὶς, νευρώσῃ μου τὴν γλῶτταν πρὸς τὴν ἐξήγησιν τῶν ποθουμένων ὑμῖν. Ἐγὼ δὲ ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἀποστόλου καὶ μάρτυρος Θωμᾶ θαῤῥῶν, κηρύττω τὴν προτέραν ἀμφιβολίαν αὐτοῦ, καὶ τὴν δευτέραν ὁμολογίαν, τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν κρηπῖδα τυγχάνουσαν καὶ θεμέλιον. Εἰσελθόντος τοῦ Σωτῆρος πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ μαθητὰς κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ πάλιν ἐξελθόντος ὥσπερ εἰσῆλθεν, ὁ Θωμᾶς ἀπελιμπάνετο μόνος. Ἦν δὲ καὶ τοῦτο θείας οἰκονομίας ἔργον, ὥστε τὸν χωρισμὸν τοῦ μαθητοῦ πρόξενον γενέσθαι πλείονος ἀσφαλείας καὶ βεβαιότητος. Εἰ γὰρ παρῆν ὁ Θωμᾶς, οὐκ ἂν πάντως ἀμφέβαλλεν· εἰ δὲ μὴ ἀμφέβαλλεν, οὐκ ἂν περιέργως ἐζήτησεν· εἰ δὲ μὴ ἐζήτησεν, οὐκ ἂν ἐψηλάφησεν· εἰ δὲ μὴ ἐψηλάφησεν, οὐκ ἂν Κύριον καὶ Θεὸν ἀνηγόρευσεν· εἰ δὲ μὴ Κύριον καὶ Θεὸν τὸν Χριστὸν ἀπεκάλεσεν, οὐκ ἂν ἡμεῖς οὕτως αὐτὸν ἀνυμνεῖν ἐδιδάχθημεν. Ὥστε καὶ μὴ παρὼν ὁ Θωμᾶς ἡμᾶς πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἐποδήγησε, καὶ παραγενόμενος ὕστερον βεβαιοτέρους περὶ τὴν πίστιν ἐποίησεν. Ἔλεγον τοίνυν οἱ μαθηταὶ τῷ Θωμᾷ τελευταῖον ἐπεισελθόντι, Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον, ἑωράκαμεν τὸν εἰπόντα, Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ἑωράκαμεν τὸν εἰπόντα, Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθειᾳ· καὶ τῶν λόγων τὴν ἀλήθειαν εὕρομεν τοῖς πράγμασι λάμπουσαν· ἑωράκαμεν τὸν εἰπόντα, Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι· καὶ τὴν ἀνάστασιν ἰδόντες, τὸν ἀναστάντα προσεκυνήσαμεν· ἠκούσαμεν αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς εἰπόντος, Εἰρήνη ὑμῖν, καὶ τὴν ζάλην τῆς λύπης πρὸς γαλήνης εὐφροσύνην ἐτρέψαμεν· ἐθεασάμεθα τὰς χεῖρας αὐτοῦ τὰς ὑποδεξαμένας τὰς τῶν ἥλων ἀκμάς, ἐθεασάμεθα τὰς χεῖρας τὰς καταβοώσας τῆς λύσσης τῶν θεομάχων κυνῶν, ἐθεασάμεθα τὰς χεῖρας τὰς ὑφανάσας τὴν ἀφθαρσίαν ἡμῖν, ἐθεασάμεθα καὶ τὴν πλευρὰν τὴν παντὸς κήρυκος λαμπρότερον βοῶσαν τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ πληγέντος· αὐτὴν ἐθεασάμεθα τὴν πλευράν, ἣν ὑμνοῦσιν ἄγγελοι, καὶ σέβουσιν οἱ πιστεύοντες, καὶ δαίμονες φρίττουσιν. Ὑπεδεξάμεθα καὶ φύσημα θεῖον ἐκ τοῦ θείου στόματος αὐτοῦ, φύσημα πνευματικόν, φύσημα πάσης χάριτος χορηγόν. Ἐχειροτονήθημεν ἐκ τοῦ Δεσπότου δεσπόται τῆς τῶν πλημμελημάτων ἀφέσεως· ἐγενόμεθα καὶ κύριοι τῆς τῶν ἁμαρτωλῶν κρίσεως, τοιοῦτον ῥῆμα παρ᾿ αὐτοῦ δεξάμενοι σύνθημα· Ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Τοιούτων λόγων κατετρυφήσαμεν τοῦ Σωτῆρος, τοιούτων δωρεῶν ἀπηλαύσαμεν· οὐ γὰρ ἐνῆν ἡμᾶς μὴ πλουτισθῆναι πλουσίου περιτυχόντας Δεσπότου· σὺ δὲ μό- νος πτωχὸς ἔμεινας μὴ παρών. Τί οὖν πρὸς αὐτοὺς ὁ Θωμᾶς; Ἑωράκατε τὸν Κύριον; καλῶς. Οὐκοῦν ὃν ἐθεάσασθε, μειζόνως σέβεσθε· ὃν κατωπτεύσατε, κηρύττοντες διαγίνεσθε. Ἐγὼ δὲ Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Ἀλλ᾿ ὑμεῖς οὐκ ἂν ἐπιστεύσατε, εἰ μὴ πρῶτον ἐθεάσασθε· οὕτω κἀγὼ, ἐὰν μὴ ἴδω, οὐ πιστεύσω. Ἐπίμεινον, ὦ Θωμᾶ, τῷ τοιούτῳ πόθῳ, σπουδαίως ἐπίμεινον, ἵνα σοῦ βλέποντος ἐγὼ βεβαιωθῶ τὴν ψυχήν· ἐπίμεινον, ζητῶν τὸν εἰπόντα, Ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε· μὴ παρέλθῃς ἁπλῶς ἐρευνῶν, ἐὰν μὴ εὑρήσῃς ὃν ζητεῖς θησαυρόν· ἐπίμεινον κρούων τὴν θύραν τῆς ἀναντιῤῥήτου γνώσεως. ἕως ἂν ὑπανοίξη σοι ταύτην ὁ εἰπών· Κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. Φιλῶ σου τὴν διχόνοιαν τῶν λογισμῶν, ὡς πᾶσαν διχόνοιαν τέμνουσαν· ἀγαπῶ σου τὸν φιλομαθῆ τρόπον, ὡς πᾶσαν φιλονεικίαν ἐκκόπτοντα· ἡδέως ἀκούω σου πολλάκις λέγοντος· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω. Σοῦ γὰρ ἀπιστοῦντος, ἐγὼ πιστεύειν διδάσκομαι· σοῦ τῇ δικέλλῃ τῆς γλώττης ὀρύττοντος τὰς τοῦ θείου σώματος ἀρούρας, ἐγὼ τὸν καρπὸν ἀπόνως θερίζω καὶ σωρεύω πρὸς ἐμαυτόν. Ἐὰν μὴ ἴδω τούτοις μου τοῖς ὀφθαλμοῖς τοὺς ἐν ταῖς ἁγίαις αὐτοῦ χερσὶν αὔλακας, οὓς ἠροτρίασαν οἱ δυσσεβεῖς, οὐδαμῶς τοῖς ὑμετέροις συνθήσομαι ῥήμασιν· ἐὰν μὴ βάλω τοῦτόν μου τὸν δάκτυλον εἰς τὰ κοιλώματα τῶν ἥλων, οὐκ ἂν τὸ ὑμέτερον Εὐαγγέλιον παραδέξωμαι· ἐὰν μὴ κρατήσω ταύτῃ μου τῇ χειρὶ τὴν πλευρὰν ἐκείνην, τὴν ἀνύποπτον μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως, οὐκ ἂν τῷ ὑμετέρῳ πιστεύσοιμι δόγματι. Ἅπας γὰρ λόγος κεκτημένος τὴν ἀπὸ πάντων πραγμάτων συνηγορίαν, ἰσχυρὸς ὑπάρχει καὶ βέβαιος· πᾶσα δὲ φωνὴ τῆς ἀπὸ τῶν ἔργων μαρτυρίας ἐστερημένη, ἐστὶν ἐξίτηλος, ἐκ τῶν χειλέων εἰς τὸν ἀέρα χεομένη. Μέλλω κηρύττειν τοῖς ἀνθρώποις τοῦ διδασκάλου τὰ θαύματα· πῶς οὖν ἃ μὴ παρέλαβον τοῖς ὀφθαλμοῖς, ταῦτα τοῖς λόγοις ἐξείπω; πῶς πείσω τοὺς ἀπίστους πιστεῦσαι, οἷς οὔτε αὐτὸς τέως παρηκολούθησα; Εἴπω τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς Ἕλλησιν, ὅτι Σταυρούμενον μὲν τὸν ἐμὸν Δεσπότην τεθέαμαι, ἀναστάντα δὲ οὐκ εἶδον, ἀλλ᾿ ἤκουσα; καὶ τίς οὐ γελάσει μου τὴν φωνήν; τίς οὐ διαπτύσει τὸ κήρυγμα; Ἕτερον γάρ ἐστιν ἀκοὴ, καὶ ἕτερον ὄψις· καὶ ἕτερόν ἐστι λόγων ἀπαγγελία, καὶ ἄλλο πραγμάτων θέα καὶ πεῖρα. Οὕτως ἀμφίβολον κεκτημένου τὴν γνῶσιν τοῦ Θωμᾶ, μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ὁ Δεσπότης πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ μαθητὰς συνηθροισμένους ὁμοῦ παρεγένετο. Ἀφῆκε τὸν Θωμᾶν ἐν ταῖς μέσαις ἡμέραις κατηχηθῆναι πρῶτον ὑπὸ τῶν ἑταίρων αὐτοῦ, συνεχώρησεν αὐτὸν ἐκκαῆναι τῷ δίψει τῆς θέας αὐτοῦ· καὶ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ σφοδρῶς ἀναφλεχθείσης τῷ πόθῳ τῆς ὄψεως, τότε λοιπὸν εὐκαίρως ὁ ποθούμενος τὸν ποθοῦντα κατέλαβεν. Ὁμοίως δὲ, καθάπερ τὸ πρὶν, τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, τοῦτο πεποίηκε, καὶ πάλιν, καθάπερ καὶ πρότερον, εἶπεν αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν, ἵνα καὶ τοῦ πράγματος καὶ τοῦ θαύματος ᾖ ταυτότης, καὶ τῶν ἀποστόλων τὴν ἐπαγγελίαν βεβαιώσῃ, καὶ παραστήσῃ τῆς δευτέρας αὐτοῦ ἐπελεύσεως τὸ ἀκριβές. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. Ὢ φιλανθρωπίας ἀπεράντου ὕψος! ὢ συγκαταβάσεως ἀμετρήτου πέλαγος! Οὐκ ἀνέμεινε τὴν πρόσοδον τοῦ μαθητοῦ, οὐ περιέμεινε τὸν δεόμενον προσελθεῖν καὶ δεηθῆναι καὶ τυχεῖν ὧν ἐβούλετο, οὐκ ἀπεστέρησεν αὐτὸν οὐδὲ πρὸς βραχὺ τῆς εὐχῆς, ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ ἐρώμενος τὸν ἐραστὴν πρὸς τὸν ποθούμενον ἐβίαζεν, αὐτὸς τῇ φωνῇ τὸν δάκτυλον τοῦ ποθοῦντος πρὸς αὐτὸν ἐπεσπάσατο, αὐτὸς τῇ Δεσποτικῇ γλώττῃ τὴν δουλικὴν δεξιὰν εἵλκυσεν εἰπὼν πρὸς αὐτόν· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. Ἤκουσα, Θωμᾶ, μὴ παρὼν ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ παρὼν ὡς Θεὸς, ἅπερ ἐλάλησας πρὸς τοὺς σοὺς ἀδελφούς· παρήμην ὑμῖν τῇ θεότητι, κεχωρισμένος ὑμῶν τῇ ἀνθρωπότητι. Θέλεις ὑπομνήσω σοι τῶν εἰρημένων πρώην ῥημάτων; οὐκ εἶπας, Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τόπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω; οὐ ταῦτα τὰ ῥήματα διὰ τῶν σῶν ἐῤῥύη χειλέων; οὐ ταῦτα τὰ ῥήματα τυγχάνει τῶν σῶν λογισμῶν; Διὰ ταῦτα πάλιν ἐλήλυθα, δι᾿ ἅπερ ἀμφιβάλλεις· τοῦτο δεύτερον ἐπλησίασα, δι᾿ ἅπερ ἐπιθυμεῖς, ἀφῖγμαι. Καὶ νῦν διὰ σὲ τὸν ἕνα παρεγενόμην πρὸς σὲ, ὁ διὰ τὸ πλανώμενον πρόβατον κατελθὼν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ τοὺς οὐρανοὺς μὴ καταλιπών. Μὴ τοίνυν αἰσχυνθῇς μαθεῖν ἃ ποθεῖς, μὴ ἐντραπῇς περιεργάσασθαι ἅπερ ἐπιζητεῖς· μὴ παραιτήσῃ τὸν σὸν δάκτυλον ἐπιβαλεῖν ταύταις μου ταῖς χερσίν. Ἀνέχομαι καὶ δακτύλου περιέργου, ὡς ἠνεσχόμην τῶν ἥλων· ὑπομένω τοῦ φιλοῦντος τὴν περιεργίαν, ὡς ὑπέμεινα τὴν τῶν μισούντων ἐπήρειαν· σταυρούμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν οὐκ ἠγανάκτησα, καὶ παρὰ σοῦ ἐρευνώμενος οὐχ ὑποίσω, Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου τὰς τραυματισθείσας ὑπὲρ ὑμῶν, ἵνα θεραπευθῶσιν οἱ μώλωπες τῶν ὑμετέρων ψυχῶν· ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ λόγισαι κατὰ σαυτόν, πότερον ἐκεῖνός εἰμι ὁ σταυρωθεὶς ἑκὼν, ἢ ἄλλος τις παρ᾿ ἐκεῖνον· ἴδε τὰς χεῖράς μου, ἃς ἔχειν ἀφῆκα τῆς Ἰουδαϊκῆς μανίας τὰ σύμβολα, ἵν᾿ ὅταν συνήθως ἀναισχυντήσωσιν οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, καὶ εἴπωσι πρός με, Ἡμεῖς σε οὐκ ἐσταυρώσαμεν Δέσποτα, ὑποδείξω τοῖς πολεμίοις τὰς χεῖρας ἐν τούτῳ τῷ σχήματι, καὶ τῇ ὄψει καταισχύνωμαι τὰ πρόσωπα τῶν Ἰουδαίων. Ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ τὴν ἀλήθειαν τῆς ἐμῆς ἀναστάσεως· μὴ νομίσῃς φαντασίαν εἶναί τινα. Κράτησον ταύτας τὰς χεῖρας, ὡς ὁμήρους τῆς ὑμετέρας ἀναγεννήσεως· κράτησον ταύτας τὰς χεῖρας, ὡς ἐνέχυρα τῆς ἐκ τῶν μνημάτων ἐπαναδύσεως· κράτησον ταύτας τὰς χεῖρας, ἄγκυραν τοῦ ἐν τῷ ᾅδῃ βυθοῦ. Μὴ φοβηθῇς μηδένα χειμῶνα βιωτικόν, μὴ φρίξῃς μηδεμίαν ζάλην κοσμικὴν, μὴ φοβηθῇς τὰς τῶν ἐναντίων ἀνέμων πνοὰς, μὴ φροντίσῃς τῶν καταιγίδων καὶ τῶν σπιλάδων τῆς τῶν πολεμίων θαλάσσης. Πλέε θαῤῥῶν τοῦ βίου τὸ πέλαγος, πλέε κατέχων τὴν ἄγκυραν τοῦ πνεύματος, πλέε προσέχων ὡς λιμένι τῷ οὐρανῷ, πλέε φοβούμενος μόνον τῆς ἐμῆς ἀρνήσεως τὸ ναυάγιον· γέλα τὸν θάνατον ὡς νεκρόν, παῖζε τὴν φθορὰν ὡς ἀνίσχυρον, ἀσπάζου τὴν δι᾿ ἐμὲ τελευτὴν ὡς ἀρχὴν ἐνδοτέρας ζωῆς, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου· ἄντλησον διὰ τῆς σῆς χειρὸς ἐκ τῆς ζωηφόρου μου κρήνης τὸ ποθούμενον πόμα, καὶ τὸ δίψος παραμύθησαι τὸ σόν. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου· εἰσάγαγε τὴν σὴν δεξιὰν εἰς τὸ ἰατρεῖον τῆς φύσεως, καὶ ἔκβαλε τὸ φάρμακον τῆς σῆς προαιρέσεως· φέρω χειρὸς φιλούσης ἐπιβολὴν, ὁ δεξάμενος λόγχῃ πληγήν. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, ἵνα ἔχῃς ὑπὲρ αὐτῆς ἀγωνίζεσθαι, ἵνα ἔχῃς λέγειν πρὸς τοὺς ἀντιφθεγγομένους τῇ ἀληθείᾳ, ὅτι μετὰ τὴν ἀνάστασιν εἶδές με καὶ κατέμαθες καὶ ἐψηλάφησάς με ἀκριβῶς. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου· διὰ σὲ γὰρ ταύτην οὕτω κατέλιπον, ὁ τῶν ἄλλων τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχὰς ἰασάμενος, προειδὼς ὡς Θεὸς, ὅτι θελήσεις αὐτὴν οὕτως ἰδεῖν, ἵνα σὺ τοῦ πάθους τῆς ἐμῆς σαρκὸς τοὺς τύπους ἰδὼν, τῆς σῆς ψυχῆς θεραπεύσῃς τὸ πάθος. Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, ἣν οὕτως, ὡς βλέπεις, ἐφύλαξα, ἵν᾿, ὅταν παραγένωμαι πάλιν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ καθίσω κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν, ἴδωσιν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς κακῆς αὐτῶν ἐργασίας ἀντιπρόσωπα τὰ ἔργα φαινόμενα, καὶ αὐτοκατάκριτοι γένωνται. Καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Κακὸν ἡ ἀπιστία, βυθίζει τὸν νοῦν. Ἡ πίστις μετεωρίζει τοῦτον εἰς οὐρανόν· ἡ ἀπιστία τυφλοῖ τὴν ψυχήν· ἡ πίστις φωτίζει τοὺς λογισμούς· ἡ ἀπιστία καὶ τὰ ὁρατὰ παρορᾷ· ἡ πίστις καὶ τὰ ἀόρατα καθορᾷ· ὁ ἄπιστος παντάπασιν ἀγνοεῖ. Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός· ἀποδίωξον τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας, καὶ θέασαι τὰς καθαρὰς ἀκτῖνας τῆς πίστεως. Γενοῦ καὶ διὰ πάντων ἀπόστολος τῆς ἐμῆς θεότητος ἄξιος· γενοῦ τοιοῦτος, οἷον εἶναι χρὴ τὸν ἐμοὶ συντυχόντα καὶ τυχόντα τούτων, ὧνπερ τετύχηκας. Ὁμοίως τοῖς ἄλλοις ἀποστόλοις ἐκλήθης, ὁμοίως αὐτοῖς ἐτιμήθης, ὁμοίως αὐτοῖς καθοπλίσθητι· ὁμοίως αὐτοῖς ἅπερ εἶδον τεθέασαι, ὁμοίως αὐτοῖς ἐθαῤῥήθης, ὡς φίλος, ὅλον μου τὸ μυστήριον· ὁμοίως αὐτοῖς κήρυττε τὴν ἐμὴν δύναμιν. Μὴ πάλιν εἴπῃς μετὰ τὸ ἅπαξ ἰδεῖν· Ἐὰν μὴ πάλιν ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω. Ἕως εἰμὶ μεθ᾿ ὑμῶν, ὡς βούλει, πολυπραγμόνησον· ἕως ἔχεις παρισταμένην σοι τὴν οὐράνιον ἄμπελον, πάντας τοὺς κλάδους αὐτῆς καὶ τοὺς βότρυας ἐρεύνησον. Ἀνελεύσομαι γὰρ εἰς οὐρανοὺς, ὅθεν ἦλθον εἰς γῆν, ἀνελεύσομαι ὅπου εἰμὶ, ἀνελεύσομαι τῇ ἀνθρωπότητι ὅθεν συγκατέβην ὑμῖν τῇ θεότητι, ἀνελεύσομαι μετὰ τούτου τοῦ σώματος, ὁ χωρὶς τούτου ἐκδημήσας ἐκεῖθεν, καὶ μείνας ἐκεῖ· ἀνελεύσομαι μετὰ τῆς ὑμετέρας φύσεως πρὸς τὸν πατρῷον κόλπον, Ὁ ὢν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ πατρός· ἤνυσα γὰρ τὸ ἔργον, δι᾿ ὃ τὴν ὁδὸν ταύτην πεποίημαι. Ἁψάμενος τοίνυν ὁ Θωμᾶς τῶν Δεσποτικῶν χειρῶν καὶ τῆς θείας πλευρᾶς, καὶ μεστὸς γενόμενος δειλίας ὁμοῦ καὶ περιχαρείας ἐκ τῆς θέας ὧν ἐπεθύμησε, πρὸς ὑμνῳδίαν εὐθέως τὴν γλῶτταν κινεῖ, βοῶν πρὸς τὸν Κύριον· Ὁ Κύριός μου, καὶ ὁ Θεός μου· σὺ εἶ Κύριος καὶ Θεὸς, σὺ εἶ καὶ ἄνθρωπος καὶ φιλάνθρωπος, σὺ εἶ ξένος καὶ παράδοξος τῆς φύσεως ἰατρός· οὐ τέμνεις σιδήρῳ τὰ πάθη, οὐ καίεις πυρὶ τὰ ἕλκη, οὐκ ἐρανίζῃ παρὰ βοτανῶν τὴν τῶν φαρμάκων ἰσχὺν, οὐκ ἐπιδεσμεύεις ἐπιδέσμοις ὁρατοῖς τὰ κάμνοντα ἕλκη· ἔχεις οἰκτιρμῶν ἐπιδέσμους ἀοράτους, ἀοράτως τὰ διαλελυμένα συσφίγγοντας· ἔχεις λόγον σιδήρου τομώτερον, ἔχεις ῥῆμα πυρὸς δυνατώτερον, ἔχεις νεῦμα φαρμάκου προσηνέστερον. Ὡς δημιουργὸς ἀπόνως ἁγιάζεις τὸ ποίημα, ὡς πλάστης μεταπλάττεις ἀκαμάτως τὰ πλάσματα. Σὺ λέπραν ἀπέξεσας, ὡς ἠθέλησας, σὺ χωλοὺς δρομαίους ἀνέδειξας, σὺ παραλύτους βαστάζειν τὰς ἑαυτῶν κλίνας ἐποίησας, σὺ τυφλοὺς ἐκ γενετῆς ἀπονίψασθαι τὸν ζόφον ἐκέλευσας, σὺ τοὺς δαίμονας ἐκ τῶν σῶν ποιημάτων ἐξώρισας, σὺ παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἐκρατήθης βουλόμενος, σὺ θέλων παρὰ τῶν Ἰουδαίων πάντα κατὰ σάρκα πέπονθας δι᾿ ἐμὲ, Ὁ Κύριός μου, καὶ ὁ Θεός μου. Ἐπέγνων τὸν ἐμὸν Δεσπότην, ἐπέγνων τὸν ἐμὸν ἁλιέα καὶ φύλακα, ἐπέγνων τὸν ἐμὸν βασιλέα καὶ κύριον, Ὁ Κύριός μου, καὶ ὁ Θεός μου. Πιστεύω σου, Δέσποτα, τῇ οἰκονομίᾳ, πιστεύω σου τῇ συγκαταβάσει, πιστεύω σου τῇ προσλήψει τῆς ἐμῆς ἀρχῆς, πιστεύω σου τὸν προσκυνούμενον σταυρόν, πιστεύω σου τοῖς παθήμασι τῆς σαρκὸς, πιστεύω σου τῷ τριημέρῳ θανάτῳ, πιστεύω σου τῇ ἀναστάσει· λοιπὸν οὐκ ἔτι πολυπραγμονῶ· πιστεύω, οὐκέτι λογοθετῶ· πιστεύω, οὐκέτι ζυγοστατῶ· πιστεύω, οὐκέτι περιεργάζομαι· πιστεύω τοῖς ἐμοῖς ὀφθαλμοῖς, πιστεύω τῇ ἐμῇ δεξιᾷ. Ἔμαθον ἀφ᾿ ὧν εἶδον μὴ λογοθετεῖν· ἔμαθον ἀφ᾿ ὧν ἐψηλάφησα προσκυνεῖν, μὴ ζυγομαχεῖν· ἕνα Κύριον καὶ Θεὸν ἐπίσταμαι, τὸν Δεσπότην Χριστόν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
Ἔρχομαι νὰ καταβάλλω χωρὶς ἄλλο τὴν ὀφειλή μου. Γιατὶ κι ἂν εἶμαι φτωχὸς ὅμως θέλω νὰ ἀποσπάσω βίαια τὴν εὐγνωμοσύνη σας. Ἔδωσα τὴν ὑπόσχεση νὰ σᾶς φανερώσω τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ καὶ τώρα ἔρχομαι νὰ τὴν ἐκπληρώσω. Τὶς πρῶτες ὀφειλὲς πρῶτα βιάζομαι νὰ ἐξοφλῶ, γιὰ νὰ μὴ μὲ πνίξουν οἱ τόκοι ποὺ μαζεύονται. Συνεργαστῆτε καὶ σεῖς στὴν καταβολὴ τοῦ χρέους μου καὶ ἱκετέψετε τὸ Θωμᾶ, νὰ βάλῃ στὰ χείλη μου τὸ ἅγιο χέρι του, ποὺ ἄγγιξε τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου, νὰ νευρώσῃ τὴ γλῶσσα μου, γιὰ νὰ σὰς ἐξηγήσῃ ὅσα ποθῆτε. Κι ἐγὼ παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀποστόλου καὶ μάρτυρα Θωμᾶ διαλαλῶ τὴν πρώτη του ἀπιστία καὶ τὴν ὕστερη ὁμολογία, ποὺ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας κρηπίδα καὶ θεμέλιο. Ὅταν μπῆκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάς του, ἐνῷ οἱ πόρτες ἦσαν κλεισμένες καὶ βγῆκε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μαθητοῦ νὰ προξενήσῃ περισσότερη ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα. Γιατὶ ἂν ἦταν μαζὶ ὁ Θωμᾶς, δὲ θὰ εἶχε βέβαια ἀμφιβολία· κι ἂν δὲν εἶχε ἀμφιβολία, δὲν θὰ ζητοῦσε μ᾿ ἐπιμονή· καὶ ἂν δὲν ζητοῦσε, δὲ θὰ ψηλαφοῦσε· ἂν ὅμως δὲν ψηλαφοῦσε, δὲ θὰ ὡμολογοῦσε τὸν Κύριο καὶ Θεὸ κι ἂν δὲν ὡμολογοῦσε Κύριο καὶ Θεό, τὸ Χριστό, δὲ θὰ εἴχαμε ἐμεῖς διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὥστε μὲ τὴν ἀπιστία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ ὅταν ἦρθε ὕστερα σταθεροποίησε τὴν πίστη μας.
Έλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταὶ στὸ Θωμᾶ ὅταν ἦρθε. Ἔχομε δεῖ τὸν Κύριο, ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια· καὶ βρήκαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπῃ μέσα στὰ πράγματα. Ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· σὲ τρεῖς ἡμέρες σηκώνομαι, κι ἀφοῦ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴν ἀνάσταση προσκυνήσαμε αὐτὸν ποὺ ἀναστήθηκε. Τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς λέῃ «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», κι ἀλλάξαμε τὸ σκοτισμὸ τῆς λύπης σὲ γαλήνια χαρά. Εἴδαμε τὰ χέρια του ποὺ δέχτηκαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴ λύσσα τῶν θεομάχων σκυλιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία μας. Εἴδαμε καὶ τὴν πλευρὰ ποὺ κραυγάζει καθαρώτερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν καλωσύνη τοῦ πληγωμένου. Εἴδαμε τὴν ἴδια τὴν πλευρά, ποὺ οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν καὶ οἱ πιστοὶ σέβονται καὶ οἱ δαίμονες τρέμουν. Δεχτήκαμε καὶ τὴ θεϊκὴ πνοὴ ἀπὸ τὸ θεϊκὸ στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα ποὺ σκορπίζει κάθε χάρη. Ὁ ἐξουσιαστὴς ἔδωσε καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἐξουσία νὰ συγχωροῦμε τὰ σφάλματα. Ἀποκτήσαμε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τέτοια ἐντολή. Ἂν ἀφήσετε τὶς ἁμαρτίες μερικῶν, ἀφήνονται· ἂν μερικῶν τὶς κρατήσετε, κρατοῦνται. Τέτοια βαθειὰ χαρὰ πήραμε ἀπ᾿ τὸ Σωτῆρα, τέτοια δῶρα ἀπολαύσαμε. Ἀδύνατο νὰ μὴν πλουτίσωμε, ἀφοῦ μας ἔτυχε τέτοιος Κύριος. Ἔμεινε φτωχὸς μόνο αὐτὸς ποὺ δὲ βρέθηκε μαζί μας. Κι ὁ Θωμᾶς τί τοὺς εἶπε. Ἔχετε δεῖ τὸν Κύριο; Καλά. Αὐτὸν ποὺ εἴδατε λοιπὸν νὰ τὸν σέβεστε πιὸ πολύ. Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, νὰ τὸν κηρύττετε ἀδιάκοπα. Ἐγὼ ὅμως, ἂν δὲ δῶ μέσα στὶς παλάμες του τὰ ἴχνη τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω. Κι ἐσεῖς δὲ θὰ πιστεύατε, ἂν δὲν βλέπατε πρῶτα· ἔτσι κι ἐγὼ ἂν δὲν ἰδῶ δὲ θὰ πιστέψω». Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερὸς στὸν πόθο σου αὐτόν, μεῖνε σταθερός με ἐπιμονή, γιὰ νὰ δῇς ἐσὺ καὶ νὰ βεβαιωθῇ ἡ ψυχή μου. Μεῖνε σταθερός, ζητώντας αὐτὸν ποὺ εἶπε, «Ζητᾶτε καὶ θὰ βρῆτε». Μὴν προσπεράσης ἁπλῶς, ἐρευνώντας, ἂν δὲν εὕρῃς τὸ θησαυρὸ ποὺ ζητᾷς, χτύπα μ᾿ ἐπιμονὴ τὴν πόρτα τῆς ἀναντίρρητης γνώσης, ὥσπου νὰ σοῦ τὴν ἀνοίξῃ αὐτὸς ποὺ εἶπε «χτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοίξω». Ἀγαπῶ τὸ διχασμὸ τῶν λογισμῶν σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Ἀγαπῶ τὴ φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Μὲ χαρὰ ἀκούω πολλὲς φορὲς τὰ λόγια σου· ἂν δὲ δῶ στὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιά, δὲ θὰ πιστέψω. Γιατί σὺ ἀπιστεῖς κι ἐγὼ μαθαίνω νὰ πιστεύω. Ἐσὺ σκάβεις μὲ τὸ δικέλλι τῆς γλώσσας τὸ θεῖο σῶμα, κι ἐγὼ θερίζω ἄκοπα τὸν καρπὸ καὶ τὸν μαζεύω γιὰ μένα. Ἂν δὲν ἰδῶ μ᾿ αὐτά μου τὰ μάτια μέσα στ᾿ ἅγια του χέρια, τ᾿ αὐλάκια ποὺ σὰν μὲ ἀλέτρι χάραξαν οἱ ἀσεβεῖς, μὲ κανένα τρόπο δὲ θὰ συμφωνήσω μὲ τὰ λόγιά σας. Ἂν δὲ βάλω αὐτό μου τὸ δάχτυλο στὶς λακκοῦβες τῶν καρφιῶν, δὲ θὰ δεχτῶ τὸ καλὸ μήνυμά σας. Ἂν δὲν κρατήσω μ᾿ αὐτό μου τὸ χέρι τὴν πλευρὰ ἐκείνη, ποὺ ἀνύποπτη μαρτυρεῖ τὴν ἀνάσταση, δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω τὴ γνώμη σας. Γιατί κάθε λόγος εἶναι ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος, ἂν δεχτῇ τὴ συνηγορία ὅλων τῶν πραγμάτων· καὶ κάθε λόγος ποὺ δὲν ἔχει τὴ μαρτυρία τῶν ἔργων εἶναι χωρὶς σημασία καὶ ἀπὸ τὸ στόμα στὸν ἀέρα χάνεται. Θὰ κηρύξω στοὺς ἀνθρώπους τὰ θαύματα τοῦ Δασκάλου. Πῶς λοιπὸν μὲ τὰ λόγια νὰ πῶ αὐτὰ ποὺ δὲν ἀντιλήφθηκα μὲ τὰ μάτια μου; Πῶς θὰ κάνω τοὺς ἄπιστους νὰ πιστέψουν, αὐτὰ ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν τἄχω παρακολουθήσει; Νὰ πῶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες ὅτι ἔχω δεῖ τὸν Κύριό μου νὰ τὸν σταυρώνουν. Δὲν τὸν εἶδα ὅμως νὰ ἔχει ἀναστηθῇ ἀλλὰ μόνο ἄκουσα. Καὶ ποιὸς δὲν θὰ περιπαίξῃ τὰ λόγια μου; Ποιὸς δὲ θὰ δείξη περιφρόνηση στὸ κήρυγμά μου; Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ν᾿ ἀκούσῃς κάτι καὶ ἄλλο νὰ τὸ δῇς, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀφήγηση λόγων κι ἄλλο ἡ θέα καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων. Ἔτσι ἐπειδὴ ὁ Θωμᾶς εἶχε ἀμφίβολη γνώση, σὲ ὀχτὼ μέρες ὁ Δεσπότης ξαναῆρθε πάλι στοὺς μαθητάς του ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζί. Ἄφησε πρῶτα νὰ κατηχηθῆ ὁ Θωμᾶς ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του στὶς ἐνδιάμεσες μέρες. Παραχώρησε νὰ φλογιστῇ ἀπὸ τὴ δίψα νὰ τὸν ἀντικρύσῃ. Κι ὅταν ἡ ψυχή του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας του, τότε στὴν ὥρα πάνω ὁ ποθητὸς βρῆκε αὐτόν, ποὺ τὸν ποθοῦσε. Ὅμοια, ὅπως καὶ πρῶτα, μὲ κλεισμένες τὶς πόρτες τὸ ἔκανε αὐτὸ καὶ ξανά, ὅπως καὶ πρῶτα, τοὺς εἶπε· «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», γιὰ νὰ ταυτιστῇ τὸ πρᾶγμα μὲ τὸ θαῦμα καὶ γιὰ νὰ βεβαιώσῃ τὸ λόγο τῶν ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήσῃ τὴν ἀκρίβεια τοῦ δεύτερου ἐρχομοῦ του. Ἔπειτα εἶπε στὸ Θωμᾶ. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Τί ὕψος ἀπέραντης φιλανθρωπίας! Τί πέλαγος ἀμέτρητης συγκαταβάσεως! Δὲν περίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν περίμενε νὰ πλησιάσῃ αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέσῃ καὶ νὰ ἐπιτύχῃ ὅτι ἤθελε. Μήτε γιὰ λίγο δὲν τὸν στέρησε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγαποῦσε μὲ τὴ βία τραβοῦσε κοντά του, ὁ ἴδιος ἔσυρε στὴν πληγὴ τὸ δάχτυλο ἐκείνου ποὺ εἶχε τὸν πόθο, ὁ ἴδιος με τὴ δεσποτικὴ γλῶσσα του, τράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ᾿ αὐτόν. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Ἄκουσα, Θωμᾶ, ἀπὼν σὰν ἄνθρωπος ἀλλὰ παρὼν σὰν Θεός, ὅ,τι εἶπες στοὺς ἀδελφούς σου. Ἤμουν κοντά σας μὲ τὴ θεϊκότητά μου καὶ χώρια σας μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου. Θέλεις νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω τὰ λόγια ποὺ εἶπες προηγουμένως; Δὲν εἶπες, ἂν δὲ δῶ μέσα στὰ χέρια τοῦ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω; Δὲ βγῆκαν ἀπὸ τὰ χείλη σου τὰ λόγια αὐτά; Τὰ λόγια αὐτὰ δὲ ἀνταποκρίνονται στοὺς λογισμούς σου; Γι᾿ αὐτὸ ξαναῆλθα· γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλῃς. Γι᾿ αὐτὸ εἶμαι κοντὰ σας δεύτερη φορά, γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖς ἔχω φτάσει καὶ τώρα ἦρθα γιὰ σένα, τὸν ἕνα, ἐγὼ ποὺ γιὰ τὸ χαμένο πρόβατο κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χωρὶς ἐν τούτοις νὰ τοὺς ἀφήσω. Μὴ διστάσῃς λοιπὸν νὰ μάθῃς ὅ,τι ποθεῖς, μὴν ντρέπεσαι νὰ κοιτάξῃς καλὰ ὅ,τι θέλεις. Μὴν ἀποφύγῃς νὰ βάλῃς τὸ δάχτυλό σου στὰ ἴδια τὰ χέρια μου. Ἀνέχομαι καὶ τὰ περίεργα δάχτυλα, ὅπως ἀνέχτηκα τὰ καρφιά. Ὑπομένω τὴν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπόμεινα τὴν κακία τῶν ἐχθρῶν. Μὲ σταύρωσαν οἱ ἐχθροί μου καὶ δὲν ἀγανάκτησα καὶ δὲ θὰ ὑποφέρω τὴν δική σου ἐξέταση; Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ τραυματίστηκαν γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ θεραπεύουν τὰ χτυπήματα τῶν δικῶν σὰς ψυχῶν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου καὶ συλλογίσου ἂν εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ θεληματικὰ σταυρώθηκε ἡ κάποιος ἄλλος. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ ἄφησα νὰ διατηροῦν τὰ σύμβολα τῆς Ἑβραϊκῆς μανίας κι ὅταν μὲ τὴ συνηθισμένη ἀναίδειά τούς μοῦ ποῦν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅτι ἐμεῖς Κύριε, δὲ σὲ σταυρώσαμε, τότε θὰ δείξω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ πολέμησαν, τὰ χέρια μου μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφὴ καὶ θὰ ντροπιάσω τοὺς Ἑβραίους μόλις τ᾿ ἀντικρύσουν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, καὶ τὸ ἀληθινὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεώς μου μὴ νομίσῃς πῶς εἶναι μία φαντασία. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ὁμήρους γιὰ τὸν ξαναγεννημό σας. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἐνέχυρα γιὰ τὴν ἀνάστασή σας μέσα ἀπὸ τὸν τάφο. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἄγκυρα ποὺ ἔπεσε στὸ βυθὸ τοῦ Ἅδη. Καμμιὰ χειμωνιὰ τῆς ζωῆς μὴ φοβηθῇς, καμμιὰ ζάλη τοῦ κόσμου ἂς μὴ σὲ ζαλίσῃ. Μὴ φοβηθῇς τὸ φύσημα τῶν ἀντιθέτων ἀνέμων, ἂς μὴ σὲ ἀνησυχήσουν οἱ καταιγίδες κι οἱ σκόπελοι τῆς θάλασσας τῶν ἐχθρῶν. Πέρνα μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, ταξίδευε κρατώντας τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, ταξίδευε ἔχοντας μπροστά σου σὰν λιμάνι τὸν οὐρανό. Ταξίδευε καὶ νὰ φοβᾶσαι μόνο τῆς ἀρνήσεώς μου τὸ ναυάγιο. Περιγέλα τὸ θάνατο σὰ νεκρό, περίπαιζε τὴ φθορὰ σὰν ἀνίσχυρη. Ἀποδέχου γιὰ χάρη μου τὸ τέλος τῆς ζωῆς σὰν ἀρχὴ μιᾶς πιὸ ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Ἄντλησε μὲ τὸ χέρι σου ἀπὸ τὴ βρύση αὐτὴ τῆς ζωῆς τὸ νᾶμα ποὺ ποθεῖς, τὴ δίψα σου ἀνακούφισε. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Βάλε τὸ χέρι στὸ ἰατρεῖο τῆς πλάσης καὶ βγάλε τὸ φάρμακο τῆς ἐπιθυμίας σου. Δέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ ποὺ μ᾿ ἀγαπᾷ ἐγὼ ποὺ δέχτηκα τὴν πληγὴ τῆς λόγχης. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀγωνίζεσαι γι᾿ αὐτήν, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀποκριθῇς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια, ὅτι μὲ εἶδες μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ μ᾿ ἀναγνώρισες καὶ μὲ ψηλάφησες προσεκτικά. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Γιὰ σένα τὴν ἄφησα ἔτσι ἐγὼ ποὺ θεράπευσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων. Πρόβλεψα σὰν Θεὸς ὅτι θὰ θελήσῃς νὰ τὴ δῇς ἔτσι καὶ βλέποντας τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πάθους στὴν σάρκα μου θέλησα νὰ θεραπεύσῃς τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. Φέρε τὸ χέρι σου, καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου ποὺ τὴ φύλαξα ἔτσι μὲ κάποιο σκοπό. Ὅταν γυρίσω πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω σὲ θρόνο κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν νὰ ἰδοῦν οἱ Ἑβραῖοι κατάματα τὰ ἔργα τῆς κακίας τους καὶ μόνοι τους ν᾿ αὐτοδικαστοῦν - καὶ μὴ φανῇς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Κακὸ ἡ ἀπιστία, κάνει τὸν νοῦ νὰ βουλιάξῃ. Ἢ πίστη τὸν ἀναρπάζει στὸν οὐρανό. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχή. Ἡ πίστη σκορπᾷ τὸ φῶς της στοὺς λογισμούς. ἡ πίστη καὶ τὰ ἀόρατα κατακάθαρα βλέπει, ὁ ἄπιστος εἶναι σ᾿ ἄγνοια ὁλοκληρωτική. Μὴ γίνῃς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Παραμέρισε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίταξε τὶς καθαρὲς ἀκτῖνες τῆς πίστης. Γίνου μέσα σὲ ὅλους ἄξιος ἀπόστολος τῆς θεότητάς μου. Γίνου τέτοιος ὅπως πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ συνάντησε καὶ εἶδε τέτοια ὅπως ἐσύ. Ὅμοια μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους σὲ κάλεσα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ τίμησα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς ὁπλίσου. Ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς εἶδες ὅ,τι εἶδαν, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ ἐμπιστεύθηκα σὰ φίλο, ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς κήρυξε τὴ δύναμή μου. Μὴν πῶς πάλι, ἀφοῦ μὲ εἶδες μία φορά. Ἂν δὲ δῶ πάλι στὰ χέρια του τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν δὲ θὰ πιστέψω. Ὅσο εἶμαι μαζί σας ἄφησε ἐλεύθερη, ὅπως θέλεις, τὴν περιέργειά σου. Ὅσο ἔχεις δίπλα σου τὸ οὐράνιο κλῆμα ὅλα τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ σταφύλια τοῦ ἐρεύνησε. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανούς, ἀπ᾿ ὅπου ἦρθα στὴ γῆ, θ᾿ ἀνεβῶ, ὅπου εἶμαι. Θ᾿ ἀνεβῶ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου γιὰ χάρη σὰς κατέβηκα μὲ τὴ θεία μου φύση. Θ᾿ ἀνεβῶ μ᾿ αὐτό μου τὸ σῶμα, ἂν καὶ χωρὶς αὐτὸ ἦρθα ἀπὸ κεῖ κι ἔμεινα ἐκεῖ πέρα. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς κόλπους τοὺς πατρικοὺς μὲ τὴ δική σας φύση, ἂν καὶ εἶμαι στοὺς κόλπους τοῦ πατέρα. Τελείωσα τὸ ἔργο μου γιὰ χάρη τοῦ ἔκανα αὐτὴ τὴν πορεία. Ἀφοῦ ἄγγιξε λοιπὸν ὁ Θωμᾶς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου καὶ τὴ θεία πλευρὰ γέμισε ἀπὸ δειλία καὶ ἀπὸ χαρὰ μαζὶ βλέποντας αὐτὰ ποὺ ἐπιθύμησε καὶ ἀμέσως ξεσπᾷ σὲ ὕμνο τοῦ Κυρίου κραυγάζοντας. Κύριέ μου καὶ Θεέ μου. Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός. Σὺ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ φιλάνθρωπος. Σὺ εἶσαι ξενόφερτος καὶ παράξενος γιατρὸς τῆς πλάσης. Δὲν κόβεις μὲ τὸ νυστέρι τ᾿ ἄρρωστα μέλῃ, δὲν καῖς μὲ τὴ φωτὰ τὶς πληγές, δὲν μαζεύεις ἀπ᾿ τὰ βοτάνια τὴν δύναμη τῶν φαρμάκων σου, δὲ δένεις μὲ ὁρατοὺς ἐπιδέσμους τὶς πληγὲς ποὺ μᾶς ἀφανίζουν. Διαθέτεις ἀόρατους ἐπιδέσμους ἀγάπης, ποὺ ἀόρατα τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγο ποὺ εἶναι πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ τὸ μαχαῖρι. Ἔχεις λόγο πιὸ δυνατὸ ἀπ᾿ τὴ φωτιά. Ἔχεις βλέμμα ἀπ᾿ τὸ φάρμακο πιὸ ἁπαλό. Σὰν δημιουργὸς ἁγιάζεις χωρὶς κόπο τὸ δημιούργημά σου, σὰν πλάστης χωρὶς νὰ κουραστῇς μεταπλάθεις τὰ πλάσματά σου. Σὺ κατὰ τὸ θέλημά σου τοὺς λεπροὺς καθάρισες, τοὺς κουτσούς τους ἔκανες νὰ τρέχουν, τοὺς παράλυτους νὰ σηκώνουν τὰ κρεβάτια τους, τοὺς γεννημένους τυφλοὺς τοὺς προστάζεις νὰ πετάξουν μὲ νίψιμο τὸ σκοτάδι. Ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπ᾿ τὰ δημιουργήματά σου, μὲ θέλημά σου πιάστηκες ἀπ᾿ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἑβραίους, τὰ πάντα δέχτηκες γιὰ μένα στὸ σῶμα σου. Ὦ Κύριε καὶ Θεέ μου. Ἀναγνώρισα τὸν Κύριό μου, ἀναγνώρισα τὸν ἁλιέα καὶ φύλακά μου, ἀναγνώρισα τὸ βασιλιὰ καὶ Κύριό μου. Ὦ Κύριέ μου καὶ Θεέ μου. Πιστεύω Κύριε στὴν οἰκονομία σου, πιστεύω στὴν συγκατάβασή σου, πιστεύω στὴν ἀνάληψη ἀπὸ μέρους σου τῆς φροντίδας μου, πιστεύω στὸν προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στὰ παθήματα τῆς σάρκας σου, πιστεύω στὸν τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στὴν ἀνάστασή σου. Λοιπὸν δὲν ἔχω πιὰ περιέργεια. Πιστεύω, δὲν κάνω πιὰ ἔλεγχο. Πιστεύω, δὲν στήνω πιὰ τὴ ζυγαριὰ τοῦ νοῦ. Πιστεύω, δὲν ἔχω πιὰ περιέργεια. Πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου. Μὲ δίδαξαν αὐτὰ ποὺ εἶδα νὰ μὴν κάνω ἔλεγχο. Ψηλάφησα κι ἔμαθα νὰ προσκυνῶ ὄχι νὰ φιλονικῶ. Ἕνα Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Κύριό μου Χριστό. Ἂς εἶναι δεδοξασμένος καὶ δυνατὸς στοὺς αἰῶνες. |
Αφού ο άνθρωπος σώζεται με το γεγονός της ενανθρώπησης του Λόγου, γιατί ο Χριστός έπρεπε να παραδώσει το σώμα Του στο θάνατο;
Το σώμα του Χριστού ήταν κτιστό και επομένως θνητό μπορούσε να αποθάνει. Όμως επειδή ήταν ενωμένο με τον ίδιο τον Λόγο του Θεού, που ήταν η ζωή (Ιω. α' 4, ιδ' 6, Α' Ιω. ε' 11), δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει νεκρό. Δια τούτο απέθανε μεν ως θνητόν, ανέζησεν όμως λόγω της ζωής που είχε μέσα του (Μ. Αθαν. Πρβλ. Β' Κορ. ιγ'4. Ψαλμ.ξζ'2,ζ'7-9).
Έτσι ο Λόγος του Θεού ενανθρώπησε (Ιω. α' 14), έλαβε δηλαδή σώμα θνητό, για να μπορέσει και να αποθάνει, αλλά και να εξαφανίσει το θάνατο, μια και ο θάνατος δεν μπορούσε να κρατήσει τον αρχηγό της ζωής (Πράξ. θ'24.γ' 15).
Με το θάνατό Του ο Χριστός προσέφερε το σώμα Του για χάρη όλων των ανθρώπων. Έπαθε υπέρ πάντων και με το πάθος Του κατάργησε το θάνατο, αφού ο θάνατος δεν μπόρεσε να Τον νικήσει. Ταυτόχρονα όμως κατάργησε και εκείνον που εξουσίαζε το καθεστώς του θανάτου, δηλαδή τον ίδιο το διάβολο, και απάλλαξε τους ανθρώπους από τη σκληρή δουλεία της αμαρτίας (Εβρ. β 14-15).
Ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει πως κατά τη δευτέρα παρουσία του Χριστού θα πραγματοποιηθεί ο λόγος: Που η νίκη σου, θάνατε; που το κέντρο σου. άδη; (Ως. ιγ' 14). Με τη δική μας ανάσταση θα ολοκληρωθεί η νίκη κατά του θανάτου Και όταν αυτό το οποίο είναι φθαρτό θα ενδυθεί την αφθαρσία, τότε θα εκπληρωθεί ο λόγος που είναι γραμμένος·
Κατεβροχθίσθη ο θάνατος και ενικήθη. Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου; που είναι, άδη, η νίκη σου;...Ας ευχαριστήσωμε τον Θεόν, που μας δίδει την νίκη δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (Α' Κορ. ιε' 54-57).
Που σου, θάνατε, το κέντρον; που σου, άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέθλησαι!, επαναλαμβάνει η Εκκλησία μας τη νύχτα του Πάσχα.
Εάν ένας αληθινός βασιλεύς κατανικήσει ένα τύραννον και του δέσει τα χέρια και τα πόδια, όλοι πλέον οι περαστικοί τον περιπαίζουν και τον κτυπούν και τον διασύρουν, διότι δεν φοβούνται τη μανία του και την αγριότητά του, χάρις εις τον νικητή βασιλέα. Έτσι, αφού ο Σωτήρ ενίκησε και εδειγμάτισε τον θάνατον εις τον σταυρόν και έδεσε τα χέρια του και τα πόδια του, όλοι όσοι ζουν χριστιανικώς τον καταπατούν και όσοι ομολογούν τον Χριστόν τον χλευάζουν και τον περιπαίζουν λέγοντες αυτά που εξ αρχής έχουν γραφεί εναντίον του:
- Που σου, θάνατε, το νίκος; Που σου, άδη, το κέντρον; (Μ. Αθανάσιος).
Ο θάνατος καταβροχθίσθηκε από τη νίκη που συντελέσθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός μετέσχε των αυτών, έγινε δηλαδή μέτοχος των ιδίων πραγμάτων, όπως και ο άνθρωπος, κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, για να καταργήσει δια του θανάτου τον διάβολον και να ελευθερώσει εκείνους οι οποίοι από τον φόβο του θανάτου ήταν υποδουλωμένοι καθ' όλη την διάρκεια της ζωής των (Εβρ. β' 14-15)· η νίκη συντελέσθηκε εν τη σαρκί του Χριστού (Εφεσ. θ' 15).
Η νίκη αυτή δεν περιορίσθηκε στους ζώντες πάνω στη γη. Με τη θριαμβευτική κάθοδο του Χριστου στον άδη συμπεριέλαβε και τους κεκοιμημένους αδελφούς μας (Α' Πέτρ. γ' 19). Γι' αυτό αναφέρει ο ύμνος της Εκκλησίας μας:
Βασιλεύει, άλλ' ουκ αιωνίζει άδης του γένους των βροτών Συ γαρ τεθείς εν τάφω, Κραταιέ, ζωαρχχική παλάμη, τα του θανάτου κλείθρα διεσπάραξας και εκήρυξας τοις άπ' αιώνος εκεί καθεύδουσι λύτρωσιν αψευδή, Σώτερ, γεγονώς νεκρών πρωτότοκος.
Δεν μπορούσε άραγε ο θάνατος να νικηθεί με άλλο τρόπο, έξω από το σώμα του Χριστού; Ο θάνατος δεν ήταν έξω από το σώμα· είχε συμπλεχτεί με το σώμα. Ήταν λοιπόν ανάγκη και η ζωή να συμπλεχτεί με το σώμα, ώστε το σώμα να αποβάλει τη φθορά και αντί γι' αυτήν να ενδυθεί τη ζωή. Αφού το σώμα ενδύθηκε τη φθορά, δεν θα μπορούσε να αναστηθεί, εάν δεν ενδυόταν τη ζωή. Έπρεπε ο εχθρός να αντιμετωπισθεί στο σώμα. Γι' αυτό ο Χριστός ενδύθηκε σώμα, για να συναντήσει με το σώμα το θάνατο και να τον εξαλείψει. Πλησιάζει λοιπόν ο θάνατος και αφού κατέπιε το δόλωμα του σώματος, σουβλίζεται με το αγκίστρι της Θεότητος και αφού εγεύθη από το αναμάρτητο και ζωοποιό σώμα, εξοντώνεται και ξερνά όλους όσους κατέπιεν από την αρχήν (Ιω. Δαμασκ.).
Ο Μ. Βασίλειος συνοψίζει το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου: Ο Υιός και Λόγος του Θεού σαρκώνεται, γεννάται εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας (Ρωμ. η' 3). Λαμβάνει δηλαδή το αμαρτωλό σώμα μας, χωρίς όμως να διαπράξει αμαρτία (Ης. νγ' 9. Λουκ. κγ' 41. Ιω. η' 46. Β' Κορ. ε' 21. Εβρ. δ' 15. Α' Πέτρ. θ' 22). Μ' αυτό τον τρόπο ο θάνατος, που κληρονομήθηκε με την καταγωγή μας από τον Αδάμ, κατεπόθη από την Θεότητα και η αμαρτία εξηφανίσθη υπό της εν Χριστώ Ιησού δικαιοσύνης, ώστε κατά την ανάστασιν να απολαύωμε την σάρκα, που δεν είναι ούτε υπόδικος εις τον θάνατον, ούτε υπεύθυνος εις την αμαρτίαν (πρβλ. Ρωμ. ε' 12, 17).
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι το ότι ο Χριστός παρέδωσε το σώμα Του στο θάνατο, αλλά το ότι ο θάνατος δεν μπόρεσε να κρατήσει κάτω από την εξουσία του τον αρχηγό της ζωής (Πράξ. β' 24, γ' 15).
Ο θάνατος υπερίσχυσε και κατέπιε πολλούς,
αλλά πάλιν αφήρεσε Κύριος ο Θεός
παν δάκρυον από παντός προσώπου·
αφήρεσε το όνειδος του λαού από πάσης της γης
(Ης. κε'8).
Έτσι με το θάνατό Του ο Χριστός κατάργησε εκείνον που είχε το κράτος του θανάτου και εχάρισε την ελευθερία στους ανθρώπους (Πρβλ. Α' Κορ., ιε' 20-23, 54, Εβρ. 6' 14-15, Αποκ. κ' 14). Γι' αυτό και η Εκκλησία μας ψάλλει: Θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος.
Αλλά ο θάνατος μένει για τη διάνοια του πιστού φοβερό και απροσπέλαστο μυστήριο. Αυτό εκφράζουν με ανεπανάληπτο τρόπο τα ιερά κείμενα από την ακολουθία της κηδείας.
Θρηνώ και οδύρομαι
όταν αναλογισθώ τον θάνατο,
και ίδω στους τάφους κειμένη
την ωραιότητα μας την κατ' εικόνα Θεού,
άμορφη, άδοξη, χωρίς σχήμα.
Ω θαύμα!
Τι μυστήριο συνέβη σε μας... Όντως φοβερώτατο το του θανάτου μυστήριο πως η ψυχή από την αρμονία με το σώμα χωρίζεται βίαια, και πως αποκόπτεται της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός με θεία βούληση...
Όμως για τον πιστό δεν υπάρχει εδώ αδιέξοδο· δεν οδηγείται σε απόγνωση, αλλά στην ελπίδα: Αδελφοί, δεν θέλουμε να αγνοείτε ό,τι αφορά τους κεκοιμημένους, δια να μη λυπείσθε όπως και οι λοιποί, που δεν έχουν ελπίδα. Γιατί αν πιστεύουμε πως ο Ιησούς απέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός δια του Ιησού θα φέρει μαζί του και τους κοιμηθέντας... ώστε παρηγορείτε ο ένας τον άλλον με τα λόγια αυτά (Α' Θεσ. δ' 13-18).
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν Ἀθανασίου, τοῦ Μετεωρίτου [20 Απριλίου]
῾Ο Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, κατά κόσμον ᾿Ανδρόνικος, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1302 στήν πόλη τῶν Νέων Πατρῶν ἤ τῆς Νέας Πάτρας, τή σημερινή ῾Υπάτη, κοντά στό ὄρος Μολύβιον, ἀπό γονεῖς πού ἀνῆκαν στήν ἀριστοκρατική τάξη· «...γονέων ἐπιφανῶν υἱός καί τῆς πατρίδος αὐτοῦ τῶν πολλῶν ὑπερεχόντων».
῾Η μητέρα του ἀπέθανε κατά τήν ὥρα τοῦ τοκετοῦ καί μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἀναπαύθηκε καί ὁ πατέρας του. ῎Ετσι, ὁ μικρός ᾿Ανδρόνικος ἔχασε καί τούς δύο γονεῖς του σέ πολύ μικρή λικία. Τότε εὑρῆκε συμπαράσταση, στοργή καί ἀγάπη ἀπό τόν ἀδελφό τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τήν κηδεμονία του, φροντίζοντας γιά ὅλα του τά ἀναγκαῖα καί γιά τή μάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων.
῞Οταν τό ἔτος 1319 Νέα Πάτρα καταλήφθηκε ἀπό τούς Φράγκους, ὁ ᾿Ανδρόνικος αἰχμαλωτίσθηκε καί μάλιστα, χαριτωμένος καθώς ἦταν στή μορφή, ἐκινδύνευσε νά σταλεῖ στό σπίτι τοῦ κατακτητοῦ ᾿Αλφόνσου Φαδρίγου σάν ζωντανό λάφυρο. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως κατάλαβε τίς προθέσεις του καί ἐσώθηκε μέ τή φυγή. ᾿Αφοῦ συναντήθηκε μέ τόν ἐξόριστο κηδεμόνα του, ἀπέπλευσαν μαζί καί κατέληξαν στή Θεσσαλονίκη. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἀπέθανε ὁ θεῖος του, ἄρρωστος ἀπό βαριά ἀρθρίτιδα, στή μονή τοῦ ᾿Ακαπνίου στή Θεσσαλονίκη. ῎Ετσι ὁ νεαρός ᾿Ανδρόνικος, τό ἔτος 1319 (σέ λικία 16-17 ἐτῶν), ἔμεινε γιά τρίτη φορά ὀρφανός χωρίς κανένα προστάτη καί, προκειμένου νά ἐξοικονομήσει τά ἀναγκαῖα γιά τή διαβίωσή του, προσελήφθη στήν ὑπηρεσία ἑνός γραμματέως βασιλικῶν ὁρισμῶν στή Θεσσαλονίκη. ῾Η μεγάλη του ἀγάπη γιά τά γράμματα ἀφ᾿ ἑνός καί ἔλλειψη χρημάτων ἀφ᾿ ἑτέρου τόν ἀναγκάζουν νά πηγαίνει στά σχολεῖα τῶν διδασκάλων καί καθισμένος ἔξω ἀπό τήν πόρτα νά παρακολουθεῖ τά μαθήματα.
Η ροπή του πρός τόν ἀσκητισμό καί ἀναζήτηση τῆς ἀπερίσπαστης ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό τόν ὁδήγησαν στό ῞Αγιον ῎Ορος. Νεαρός ὅμως καθώς ἦταν καί ἀγένειος δέν ἔγινε δεκτός ἀπό τούς πατέρες. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐκάμφθηκε. Παίρνοντας τήν εὐχή τῶν πατέρων πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀσπάσθηκε τούς ἱερούς ναούς καί τά τίμια λείψανα τῶν ῾Αγίων. Συγκατοίκησε μέ δύο μοναχούς, οἱ ὁποῖοι διαβλέποντας τά ἐξαιρετικά καί σπάνια χαρίσματα τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος ἐπλησίαζε\τά\χαρακτηριστικά ἑνός παιδαριογέροντα, τοῦ πρότειναν νά μείνει στό συχαστήριό τους καί νά τόν κάνουν προεστῶτα. ῾Ο ἴδιος ὅμως μέ ταπείνωση ἀρνήθηκε.
Στήν Κωνσταντινούπολη συναναστράφηκε μέ κορυφαῖες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἐπηρέασαν τή ζωή του, ὅπως τόν ῞Οσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη, τόν πατέρα τῆς νηπτικῆς θεολογίας, τόν Δανιήλ τόν ῾Ησυχαστή, τόν ᾿Ισίδωρο, ὁ ὁποῖος μετέπειτα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης (1347-1350) ὑποστήριξε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί κατόπιν τόν κατέστησε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, καί πολλούς ἄλλους ῾Αγίους Πατέρες, ἀπό τούς ὁποίους ὠφελήθηκε πνευματικά σάν\τή\μέλισσα\πού «συλλέγει τά καίρια».
Στή συνέχεια, μάλλον γιά βιοποριστικούς λόγους, μετέβη στήν Κρήτη γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα. ᾿Εκεῖ ἐγνωρίσθηκε μέ κάποιο φιλάνθρωπο Κρητικό, ὁ ὁποῖος ἐκτιμώντας τίς ἀρετές του ἐσκέφθηκε νά τόν παντρέψει μέ τή θυγατέρα του. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως, καταλαβαίνοντας τίς βλέψεις του καί γιά νά μήν ἐμπλακεῖ «ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις», ἐγκατέλειψε ἀμέσως τήν Κρήτη, συνάμα καί τήν κοσμική ζωή, καί ἐπέστρεψε καί πάλι στό ῞Αγιον ῎Ορος, γιά νά ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό «ὡς καλός στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», διότι ἐπίστευε ὅτι μόνο ἐκεῖ μποροῦσε νά βιώσει τό ἀσκητικό ἰδεῶδες.
᾿Αρχικά κατέφυγε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ καί εἰδικά στήν ὀρεινή τοποθεσία τήν λεγόμενη Μηλέα. ᾿Εκεῖ ἔγινε δεκτός ἀπό δύο ἁγιορεῖτες ἀσκητές, τόν ἱερομόναχο Γρηγόριο τόν Κωνσταντινουπολίτη καί τόν Μωυσῆ. Σέ λικία τριάντα ἐτῶν ἔγινε ρασοφορία του ἀπό τόν γέροντά του Γρηγόριο καί μετονομάσθηκε ᾿Αντώνιος.\Πολύ γρήγορα ἔγινε καί μεγαλόσχημος μοναχός παίρνοντας τό ὁριστικό του πιά μοναχικό ὄνομα ᾿Αθανάσιος, μέ τό ὁποῖο ἔγινε γνωστός καί ἐπέρασε μέσα στό χορό τῶν ῾Οσίων τῆς ᾿Εκκλησίας, καθώς καί τῶν ὑψηλῶν ἀναστημάτων τοῦ ᾿Ορθοδόξου μοναχισμοῦ, καί εἰδικότερα στήν ἱστορία τοῦ μετεωρίτικου μοναχισμοῦ.
῾Ο ᾿Αθανάσιος κατά τήν παραμονή του στό ῎Ορος ἀσκήθηκε στίς κατά Θεόν ἀρετές, στήν προσευχή, στήν ὑπακοή καί στήν ὑποταγή, ἀντιμετωπίζοντας τίς δοκιμασίες καί τίς διάφορες κακουχίες ἀγόγγυστα καί ὑπομονετικά.
Τίς σκληρές μά ἥσυχες στιγμές τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦρθαν νά ταράξουν οἱ ληστρικές ἐπιδρομές τῶν ᾿Αγαρηνῶν Τούρκων καί οἱ ἄγριες διώξεις ἐναντίον τῶν κατοίκων τῶν ᾿Αθωνικῶν παραλίων. ᾿Εξ αἰτίας αὐτῶν τῶν γεγονότων οἱ μοναχοί ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τό ῞Αγιον ῎Ορος καί νά καταφύγουν σέ μέρος ἀσφαλέστερο. ῾Ο μέν Μωυσῆς μετέβη στή μονή τῶν ᾿Ιβήρων, ὁ δέ ᾿Αθανάσιος μαζί μέ τόν γέροντα καί θεῖο του Γρηγόριο καί μέ ἕναν ἄλλο μοναχό\μέ\τό\ὄνομα Γαβριήλ κατέφυγαν πρός τά δυτικά μέρη τῆς ῾Ελλάδος.
᾿Αφοῦ ἐπέρασαν ἀπό τή Θεσσαλονίκη ἔφθασαν στή Βέροια, πόλη καλῶς τειχισμένη. ᾿Εκεῖ πολλοί ἐπιφανεῖς ἠθέλησαν νά κρατήσουν κοντά τους τούς ἁγιορεῖτες ἀσκητές καί νά τούς προσφέρουν τά ἀναγκαῖα γιά τή συντήρησή τους. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐδέχθησαν, κυρίως γιατί ὁ ᾿Αθανάσιος ἀποστρεφόταν τήν κοσμική καί πολυθόρυβη ζωή τῶν πόλεων καί ἐπιζητοῦσε χῶρο ἰδανικό γιά ἄσκηση, ἀπομόνωση καί συχία.
Μετά ἀπό κάποια ἀγνώστου χρόνου παραμονή τῶν δύο ῾Οσίων στή Σκήτη τῆς Βεροίας, στή μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐπορεύθησαν πρός τόν ᾿Επίσκοπο Σερβίων. Κατόπιν, μέ ὑπόδειξη τοῦ ἐν λόγῳ ᾿Επισκόπου, κατέφυγαν στούς θεόκτιστους Θεσσαλικούς βράχους τῶν Σταγῶν.
Φθάνοντας περί τό 1333-1334 στόν τόπο ἐκεῖνο εὑρῆκαν μέν τούς λίθους, ὅπως τούς εἶχε περιγράψει ὁ ᾿Ιάκωβος, ἀλλά «οὐκ ἦν τις ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοῖς, πλήν γυπῶν καί κοράκων». ῞Ενας μόνο λίθος ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ πιό γειτονικός πρός τήν πόλη τῶν Σταγῶν, εἶχε κατά τήν παράδοση κατοικηθεῖ παλιότερα ἀπό κάποιο βοσκό, ὁ ὁποῖος μεταμόρφωσε ἕνα κοίλωμα τοῦ βράχου σέ λαξευτό ναό τῶν Ταξιαρχῶν καί μετονόμασε τό βράχο Στύλο. Σ᾿ αὐτό τό λίθο λοιπόν πηγαίνοντας ὁ ᾿Αθανάσιος μέ τόν γέροντά του Γρηγόριο εὑρῆκαν μέσα ἕναν λικιωμένο μοναχό, ὀνομαζόμενο Τρυφερό, καί ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν.
῾Ο γέροντας Γρηγόριος βλέποντας τή σκληρότητα τοῦ τόπου ἠθέλησε νά φύγει καί νά γυρίσει πίσω. ῾Ο ᾿Αθανάσιος ὅμως, ἀ-ντιλαμβανόμενος τίς προθέσεις του, τόν ἐνεθάρρυνε. Καί\ἐπειδή πολύς θόρυβος ἔφθανε ἐκεῖ ἀπό τήν πόλη, καθώς αὐτό τό μέρος τοῦ Στύλου ἦταν κοντά της, μέ τή συγκατάθεση τοῦ γέροντος κατέβηκε σέ ἐρημικότερο μέρος τοῦ βράχου, ὅπου καί ἐγκαταστάθηκε. ᾿Εκεῖ ὁ ᾿Αθανάσιος σύχαζε τίς ἕξι μέρες τῆς ἑβδομάδος καί ἀνέβαινε στό Στύλο μόνο κάθε Κυριακή γιά τήν ἀγρυπνία· ἀφοῦ μετελάμβανε τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων καί ἔτρωγε στήν κοινή τράπεζα, κατέβαινε καί πάλι κάτω στό κελλί του.
Μετά ἀπό μικρό διάστημα παραμονῆς του ἐκεῖ, κάποια νύχτα ἐδέχθηκε ἐπίθεση ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευαν ὅτι κάτι θά εὕρισκαν νά ἁρπάξουν ἀπό τό κελλί του. ᾿Εκεῖ ὅμως δέν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρά μόνο λίγο λάδι καί λίγα ξερά ψωμιά. Τούς ληστές τότε ἀντιλήφθηκε ἀπό ψηλά ἕνας ἄλλος ἀδελφός, Βαρλαάμ ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος τούς ἔδιωξε μέ τή σφενδόνα του, ὅπως τούς λύκους.
Στή συνέχεια ὁ ᾿Αθανάσιος, προκειμένου νά εὑρίσκεται μακριά ἀπό ληστές καί νά συχάζει ἀπερίσπαστα, ζητεῖ εὐλογία ἀπό τό γέροντά του γιά ν᾿ ἀνεβεῖ στόν Πλατύλιθο, δηλαδή στό σημερινό βράχο τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Σ᾿ αὐτόν λοιπόν τό βράχο, «τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν εἰς αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ἀνέβηκε γύρω στά 1343-1344 ὁ ᾿Αθανάσιος καί ἐγκαταστάθηκε ὁριστικά πιά, ποθώντας τήν ἀνεύρεση περισσότερης συχίας καί τήν τελειότερη ἄσκηση.
᾿Αρχικά ὁ ᾿Αθανάσιος ἔμεινε μόνος του σέ μιά σπηλιά τοῦ βράχου. Λίγο ἀργότερα ὅμως\ἐδέχθηκε καί δύο ἄλλους ἀδελφούς, πού\ἦρθαν\γιά νά συγκατοικήσουν μέ αὐτόν, σύμφωνα μέ τόν ὅρο πού τοῦ εἶχε θέσει ὁ γέροντάς του. Τόν ἕνα ἀπό αὐτούς, τόν ᾿Ιάκωβο, τόν ἔστειλε στόν ᾿Επίσκοπο καί τόν ἐχειροτόνησε ἱερέα. Στό βράχο ὁ ῞Οσιος ἀσκητής ἐδημιούργησε πρόχειρη τήν κατοικία του καί ὀργάνωσε τήν πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα τῶν Μετεώρων. Πρῶτα ὅμως οἰκοδόμησε ναό τῆς Θεομήτορος, τῆς Παναγίας τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας, στήν ὁποία ἀφιέρωσε καί τή μονή.
Μέ δαπάνη κάποιου τοπικοῦ ἄρχοντα ὁ ᾿Αθανάσιος διευκόλυνε τόν τρόπο ἀνόδου στό βράχο μέ τή δημιουργία στοᾶς καί τήν ἐλάττωση τῶν βαθμίδων τῆς κλίμακος. Τό γεγονός αὐτό φανερώνει ἐπίσης τήν ἐπίδραση, τήν πνευματική ἀκτινοβολία καί αἴγλη πού ἀσκοῦσε ὁ ᾿Αθανάσιος καί στούς πολιτικούς ἄρχοντες τῆς περιοχῆς.
Μέ τή χρηματική συνεισφορά κάποιου Τριβαλλοῦ, δηλαδή Σέρβου μεγιστάνα, καί μέ τή βοήθεια τῶν συμμοναστῶν του, ὁ ᾿Αθανάσιος οἰκοδόμησε ἄλλον ὡραιότατο ναό, πρός τιμήν τοῦ Μεταμορφωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ. Μέ τήν πάροδο ὅμως τῶν χρόνων καί μέ τήν καθημερινή αὔξηση τῶν μοναχῶν ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος διαπίστωσε ὅτι τό νά ζεῖ ὁ καθένας ἀνεξάρτητα καί νά φροντίζει μόνος του τόν ἑαυτό του θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι τήν ὁμόνοια, ἀλλά τή διχόνοια καί τή φιλονικία. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἀπεφάσισε νά ἐπιβάλει στούς ἀδελφούς πού εἶχε στήν ὑποταγή του κοινοβιακό τύπο ζωῆς μέ αὐστηρό μοναστικό κανονισμό.
῾Η φήμη τοῦ συχαστοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε καί γεροντάδες ἦλθαν μέ τή συνοδεία τους νά ὑποταχθοῦν σ᾿ αὐτόν,\ὅπως ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος\καί πνευματικότατος ᾿Ιγνάτιος, ὁ ὁποῖος μέ πέντε ἄλλους μαθητές του ἦλθε καί ἔμεινε κοντά στόν ᾿Αθανάσιο καί ὁ πνευματικός ᾿Αγάθων, πού πρίν ὑπῆρξε συμμοναστής του στό ῞Αγιον ῎Ορος. ῞Ολοι τους διακρίθηκαν γιά τήν ἀγάπη, τήν ὑπακοή καί τήν ὑποταγή, τόσο πρός τόν ῞Οσιο ᾿Αθανάσιο, ὅσο καί μεταξύ τους.
῾Ο ῞Οσιος, πού καμιά στιγμή δέν ἔπαψε νά νουθετεῖ ὅσους ἦταν κοντά του, εὑρισκόμενος πλέον σέ προχωρημένη λικία, ἀσθένησε.\Μετά καί\ἀπό τίς τελευταῖες του νουθεσίες καί τήν παράταση τῆς ἀσθένειάς του γιά σαράντα περίπου μέρες, σέ λικία 78 ἐτῶν, ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, περί τό ἔτος 1380, συναριθμούμενος καί αὐτός στή χορεία τῶν μεγάλων ῾Οσίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Πηγή: Άγια Μετέωρα, Ακτίνες
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν ᾿Ιωάσαφ, τοῦ Μετεωρίτου [20 Απριλίου]
Δεύτερος κτίτορας τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου καί διάδοχος τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ὑπῆρξε ὁ «᾿Ιωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθείς ᾿Ιωάσαφ μοναχός». Δυστυχῶς δέν εὑρέθηκε βιογραφία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάσαφ τοῦ Μετεωρίτου καί ὅλες τίς πληροφορίες πού ἔχουμε γι᾿ αὐτόν τίς ἀντλοῦμε ἀπό τή βιογραφία τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου καί ἀπό διάφορα ἐπίσημα ἔγγραφα.
῾Ο ᾿Ιωάννης - ᾿Ιωάσαφ ὁ Μετεωρίτης ἦταν υἱός τοῦ ῾Ελληνοσέρβου βασιλέως ᾿Ηπείρου καί Μεγάλης Βλαχίας, δηλαδή Θεσσαλίας, μέ ἕδρα τά Τρίκαλα, Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου (1359-1370). ῾Η μητέρα του, Θωμαΐς, ἦταν θυγατέρα τοῦ δεσπότου τῆς ᾿Ηπείρου ᾿Ιωάννου Βύ ᾿Ορσίνη (1323-1335) καί ἀδελφή τοῦ μετέπειτα δεσπότου τῆς ᾿Ηπείρου Νικηφόρου Βύ ᾿Ορσίνη.
῾Ο ᾿Ιωάννης ἐγεννήθηκε κατά τό 1349-1350. ᾿Από τή μητέρα του συγγένευε μέ τή βυζαντινή αὐτοκρατορική οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων, ἐκ τῶν ὁποίων διετήρησε καί τό ἐπώνυμο. ῾Η γιαγιά του, Μαρία Παλαιολογίνα, δισέγγονη τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Μιχαήλ Ηύ Παλαιολόγου (1259-1282) ἀπό τόν πατέρα της ᾿Ιωάννη Παλαιολόγο, καί ἐγγονή ἀπό τή μητέρα της Εἰρήνη, τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου Θεοδώρου Μετοχίτη, κτίτορος τῆς περιώνυμης μονῆς τῆς Χώρας στήν Κωνσταντινούπολη, εἶχε νυμφευθεῖ τόν παππού τοῦ ᾿Ιωάννου - ᾿Ιωάσαφ, τό Σέρβο βασιλέα Στέφανο Γύ Οὔρεση (1321-1331). ᾿Ακόμη ὁ ᾿Ιωάννης εἶχε καί ἕνα νεότερο ἑτεροθαλή ἀδελφό, τόν Στέφανο, καί μία ἀδελφή, τή Μαρία ᾿Αγγελίνα Κομνηνή Δούκαινα Παλαιολογίνα, νυμφευμένη μέ τόν δεσπότη τῶν ᾿Ιωαννίνων Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς.
Τό 1359-1360 ὁ ᾿Ιωάννης Παλαιολόγος ἀναγορεύθηκε στήν Καστοριά συναυτοκράτορας τοῦ πατέρα του, σέ λικία μόλις 10 ἐτῶν. Περί τό 1370 ἀπέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Συμεών Οὔρεσης, καί ὁ ᾿Ιωάννης τόν διαδέχθηκε στήν ἐξουσία. Δέν ἐκυβέρνησε ὅμως γιά πολύ. Σύντομα ἐγκατέλειψε τά ἀνώτατα κοσμικά ἀξιώματα, ἀνταλλάσσοντας τή βασιλική πορφύρα μέ τόν τρίχινο σάκκο τοῦ μοναχοῦ. ᾿Αρνήθηκε τό βασιλικό στέμμα γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἀκανθοστεφανωμένου Βασιλέως Χριστοῦ, παραδίδοντας τή διοίκηση τῆς Θεσσαλίας στόν Καίσαρα ᾿Αλέξιο ῎Αγγελο Φιλανθρωπηνό. ῎Ετσι λοιπόν, τό Νοέμβριο τοῦ 1372 καί πρίν ἀπό τόν ᾿Ιούνιο τοῦ 1373, ὁ ᾿Ιωάννης Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος, σέ λικία περίπου εἴκοσι δύο ἐτῶν, κατέφυγε στή μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ὅπου ἐδέχθηκε τό μοναχικό σχῆμα καί μετονομάσθηκε ᾿Ιωάσαφ, συνασκούμενος δίπλα στόν ῞Οσιο ᾿Αθανάσιο τόν Μετεωρίτη.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, σύμφωνα μέ τά ἀναφερόμενα στό βίο του, ἐκτιμώντας τήν προσωπικότητα τοῦ ῾Οσίου ᾿Ιωάσαφ, καί ἔχοντας σύμφωνους τούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς, τοῦ παρεχώρησε κάθε ἐξουσία καί δικαιοδοσία καθιστώντας τον διάδοχό του.
Μετά ἀπό μικρό χρονικό διάστημα ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ γιά ἄγνωστους λόγους ἐγκατέλειψε τό μοναστήρι μεταναστεύοντας στή Θεσσαλονίκη. Τό γεγονός αὐτό πρέπει νά συνέβη περί τό 1379-1380.
Λίγο μετά τήν κοίμηση τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ξαναγύρισε στή μονή τοῦ Μετεώρου, ὅπου καί ἀνέλαβε τά καθήκοντα ὡς διάδοχός του, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ῾Οσίου πνευματικοῦ του πατέρα, ὁ ὁποῖος στίς τελευταῖες του παραγγελίες καί ὑποθῆκες πρός τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς συμπλήρωσε γιά τόν ῞Οσιο ᾿Ιωάσαφ, πού τότε ἀπουσίαζε· «᾿Επειδή διά τήν μετέραν ἁμαρτίαν ἐξῆλθε τοῦ κελλίου ὁ κῦρις ᾿Ιωάσαφ καί οὐκ ἐνέμεινε μεθ᾿ ἠμῶν καθά συνέταξεν, ὅμως, ὅταν ἐπιστρέψῃ ἐνταῦθα καί στέρξῃ τά συνταγέντα, ἵνα πολιτεύηται κατά τήν ἀκολουθίαν τοῦ τυπικοῦ τοῦ κελλιοῦ, ἄς εἶναι, ἐλπίζω γάρ ὅτι ἐπιστρέψει πάλιν, καί ἄς ἄρχῃ γοῦν καί ἀποδότε αὐτῷ πάντες οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγήν καί εὐπείθειαν».
Στά τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1384 καί στίς ἀρχές ᾿Ιανουαρίου τοῦ 1385 ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ γιά οἰκογενειακούς λόγους πῆγε στά ᾿Ιωάννινα. Μετά τή δολοφονία τοῦ Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (23 Δεκεμβρίου 1384), τοῦ δεσπότου τῆς πόλεως αὐτῆς, οἱ ὑπήκοοι τοῦ δεσποτάτου ἀνακήρυξαν κυβερνήτρια τῆς δεσποτείας τῆς ᾿Ηπείρου τή σύζυγό του καί ἀδελφή τοῦ ᾿Ιωάσαφ, Μαρία ᾿Αγγελίνα.
῎Ετσι, κατόπιν προσκλήσεως ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ μετέβη στά ᾿Ιωάννινα προκειμένου νά στηρίξει τήν ἀδελφή του στή διακυβέρνηση τοῦ κράτους.
Μέ βάση τίς πληροφορίες πού μᾶς παρέχει βιογραφία τοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου, ἐπεξέτεινε σέ μῆκος καί σέ ὕψος καί ἀνοικοδόμησε λαμπρότερο τόν ἀρχικό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, πού εἶχε ἀνεγείρει ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος.
Στά τέλη τοῦ 1393 - ἀρχές τοῦ 1394 ἔγινε εἰσβολή τῶν Τούρκων στή Θεσσαλία καί κατάληψή της ἀπό τόν Σουλτάνο Βαγιαζίτ Αύ. ᾿Εξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ μαζί μέ τόν ἱερομόναχο Σεραπίωνα καί τούς μοναχούς Φιλόθεο καί Γεράσιμο κατέφυγαν στό ῞Αγιον ῎Ορος καί ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Βατοπαιδίου. ᾿Εκεῖ, σύμφωνα μέ ἐπίσημο ἔγγραφο τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, στίς 17 ᾿Οκτωβρίου τοῦ 1394, συγκρότησε ἀδελφότητες καί τοῦ παραχωρήθηκαν δύο κελλιά, ἐνῶ τοῦ δόθηκε μάλιστα ὡς ἀντάλλαγμα καί ἕνας χρυσός σταυρός.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωάσαφ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη κατά τά ἔτη 1422-1423.
Πηγή: Άγια Μετέωρα, Ακτίνες
………. Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν τον αριθμό 14, αν και οι ερωτήσεις δεν έδειχναν να τελειώνουν σύντομα.
- Παιδιά, είπε αίφνης ο κ. Αδάμος, μην ξεχνάτε ότι με περιμένουν για φαγητό. Θέλετε να μαλώσω με την οικογένειά μου εξαιτίας σας;
Γέλασαν όλοι χαλαρωτικά, αίσθηση που την είχαν άλλωστε ανάγκη. Ο ιδιοκτήτης προσέφερε κρύο νερό και άλλη μια μερίδα ζεστά κουλουράκια, για τα οποία όλοι τον ευχαρίστησαν. Η παρέα είχε ήδη πιεί τον καφέ της προ πολλού, πλην όμως κανείς δεν τολμούσε να παραγγείλει άλλον ένα γύρο από καφεΐνη, αφού τον κ. καθηγητή κρατούσαν εξάλλου με δυσκολία κοντά τους. Η ‘ομάδα των 5’ επιτάχυνε:
- κ. καθηγητά, είπε η Γιάννα, φτάνουμε προς το τέλος. Δεν θα σας καθυστερήσουμε πολύ ακόμη. Σας παρακαλούμε, λόγω των ημερών εξάλλου, να συζητήσουμε λίγο το φλέγον θέμα της Ανάστασης του Ιησού. Είναι δυνατόν να αποδειχθεί το γεγονός της αναστάσεως;
Οἱ Ἅγιοι Ἑκατὸν ἑβδομήντα ἐννιὰ Ὁσιομάρτυρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορα Ταώ Πεντέλης (ἱδρύθηκε τόν 9ο αἰ. ὡς ἀνδρικό κοινόβιο) μαρτύρησαν περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. Τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 1680 Ἀγαρηνοί Πειρατές λεηλατοῦσαν καί ἐρήμωναν τά παράλια μέρη τῆς Ραφήνας. Κάποιος ὑπηρέτης τῆς Μονῆς, ἀπό φθόνο κινούμενος, συννενοήθηκε μέ τούς πειρατές νά τούς ὁδηγήσει ἀσφαλῶς στήν Μονή, μέσω ἑνός μυστικοῦ περάσματος πού γνώριζε.
Τήν ἁγία καί λαμπρά νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, στόν ὄρθρο και στήν Θεία Λειτουργία ὅλα ἀστράπτουν καί λάμπουν στό φῶς τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας.
Τό φῶς αὐτό φωτίζει καί χαροποιεῖ τούς Χριστιανούς καί ὅλη τήν κτίσι, ὁρατή καί ἀόρατο, «οὐρνόν τε καί γῆν καί τά καταχθόνια» (Ἀναστάσιμος Κανών).
Ὁ Ἀναστάς Κύριος ἔρχεται ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ Του καί ἐκπληρώνει τήν ὑπόσχεσί Του: «ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαράν γενήσεται...καί την χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰωάν. ιστ΄, 20,22). Ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἀναφαίρετος. Εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή χαρά.
Ὁ μεγάλος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος «ἵνα γένηται τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνίου ζωῆ ἀρχηγός καί πίστωσις, λύσας τήν ἀπόγνωσιν ΄ἵνα υἱός ἀνθρώπου γενόμενος καί τῆς θνητότητος μεταβαλών υἱούς Θεοῦ τούς ἀνθρώπους ἀπεργάσηται, κοινωνούς ποιήσας τῆς θείας ἀθανασίας» (Περί τῆς κατά σάρκα τοῦ Κυρίου ἡμῶν οἰκονομίας).
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι λοιπόν ὁ ἀρχηγός καί ἡ βεβαίωσις τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνιοτητός μας. Ἔγινε ἄνθρωπος καί συμμερίστηκε τήν θνητότητά μας, ὥστε νά μᾶς κάνῃ υἱούς Θεοῦ, κοινωνούς τῆς θείας ἀθανασίας. Ἕτσι ἔλυσε τήν ἀπόγνωσι.
Εὐλόγητος ὁ Θεός.
Εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν μονογενῆ Θεὸν,
Τὸν τῶν οὐρανίων γεννήτορα,
Τὸν τῶν κρυφίων λαγόνων τῆς γῆς ὑπερκύψαντα
καὶ ταῖς φαεσφόροις ἀκτῖσι τὴν ὅλην οἰκουμένην ἀποσκιάσαντα.
Εὐφημήσωμεν σήμερον τὴν ταφὴν τοῦ Mονογενοῦς,
τὴν ἀνάστασιν τοῦ Νικητοῦ,
τὴν Xαρὰν τοῦ κόσμου,
τὴν Zωὴν τῶν ἐθνῶν τοῦ κόσμου.
Εὐφημήσωμεν σήμερον Tὸν τὴν ἁμαρτίαν ἐνδυσάμενον.
Εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν Θεὸν λόγον,
ὃς τὴν τοῦ κόσμου σοφίαν ἤλεγξε,
τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν ἐκύρωσε,
τῶν ἀποστόλων τὸν σύνδεσμον συνήθροισε,
τῆς ἐκκλησίας τὴν κλῆσιν,
τοῦ πνεύματος τὴν χάριν ἀφήπλωσε.
Ἰδοὺ γὰρ ἡμεῖς οἵ ποτε ξένοι ὄντες τῆς τοῦ Θεοῦ ἐπιγνώσεως
τὸν Θεὸν ἐπέγνωμεν καὶ τὸ γεγραμμένον πεπλήρωται·
Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς Κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον Aὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν.
Tί μνησθήσονται;
Τὴν παλαιὰν πτῶσιν,
τὴν νέαν ἀνάστασιν,
τὴν ἀρχαίαν παράβασιν καὶ τὴν ὕστερον διόρθωσιν,
τὴν θνῆσιν τῆς Εὔας,
τῆς παρθένου τὴν γέννησιν,
τῶν ἐθνῶν τὴν ἐπανόρθωσιν,
τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν ἄφεσιν,
τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν,
τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα,
τῆς κολυμβήθρας τὴν ἀναγέννησιν,
τοῦ παραδείσου τὴν εἰσοίκησιν,
τῶν οὐρανῶν τὴν ἐπάνοδον,
τὸν δημιουργὸν ἀναστησάμενον,
τὸν τὴν ἀπρέπειαν ἀποδυσάμενον,
τὸν τῇ θεϊκῇ μεγαλουργίᾳ τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν μεταλλεύσαντα.
Καὶ ποίαν ἀπρέπειαν ἀπέθετο;
Ἣν Ἠσαΐας εἶπε·
Καὶ εἴδομεν αὐτόν, φησί, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος,
ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον, ἐκλεῖπον παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε τοῖς ἀλιτηρίοις Ἰουδαίοις προσωμίλει καὶ Σαμαρίτης καὶ δαιμόνιον ἔχων ἐκαλεῖτο,
ὅτε Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καὶ τὰ τοῦ σκότους γεννήματα πρὸς φόνον ἐκράτουν τὸν ἀχώρητον.
Οὐκ ἀσκόπως ἔλεγεν αὐτοῖς Ἰωάννης·
Γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;
Ὄντως γὰρ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μενεῖ ἐπ αὐτούς.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε τὸ βλάστημα τῆς ἐπιεικείας ῥαπίσμασι ἐλάμβανον καὶ μεθ ὅρκων ἠρώτων τὸν τῶν ὅρκων δικαστὴν ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε ἐδικάζετο ὁ δικαστὴς καὶ ἐκρίνετο ὁ κριτὴς τοῦ κόσμου,
ὁ οἰκέτης ἠρώτα καὶ ὁ Δεσπότης ἐσιώπα,
τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ τὸ σκότος ἐγαυρία,
τὸ πλάσμα ἐθρασύνετο καὶ ὁ δημιουργὸς ἐκαρτέρει.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε οἱ ταῦροι ἐκεράτιζον καὶ ὁ μόσχος παρίστατο,
ὅτε ὁ λέων ὠρύετο καὶ οἱ ταῦροι ἐγαυρύνοντο καθὼς γέγραπται·
Περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με·
Ἤνοιξαν ἐπ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε οἱ κύνες ὑλάκτουν καὶ ὁ Δεσπότης ἠνείχετο,
ὅτε οἱ λύκοι ἥρπαζον καὶ τὸ πρόβατον παρίστατο,
ὅτε ὁ λῃστὴς εἰς ζωὴν ἐκαλεῖτο,
ἡ δὲ ζωὴ τοῦ κόσμου εἰς θάνατον εἵλκετο,
ὅτε ἐβόων ἐκείνην τὴν ἄτακτον καὶ ὀλέθριον φωνὴν
Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν,
τὸ αἷμα Αὐτοῦ ἐφ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν,
οἱ κυριοκτόνοι, οἱ προφητοκτόνοι, οἱ θεομάχοι,
οἱ μισόθεοι, οἱ τοῦ νόμου ὑβρισταί, οἱ τῆς χάριτος πολέμιοι,
οἱ ἀλλότριοι τῆς πίστεως τῶν πατέρων,
οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου,
τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυρισταί, οἱ κατάλαλοι,
οἱ ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων,
τὸ συνέδριον τῶν δαιμόνων, οἱ ἀλάστορες, οἱ πάμφαυλοι, οἱ λιθασταί, οἱ μισόκαλοι.
Εἰκότως γὰρ ἔκραζον·
Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν.
Ἐβάρει γὰρ αὐτοὺς ἡ ἐπιδημία τῆς θεότητος μετὰ σαρκὸς
καὶ ἐλυπεῖτο τὸν ἔλεγχον ὁ τρόπος·
Ἔθος γὰρ ἁμαρτωλοῖς μισεῖν τὴν τῶν δικαίων συντυχίαν.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε Αὐτὸν ἐφραγέλλωσαν καὶ τὸ σῶμα Αὐτοῦ τὸ ἅγιον ἐβασάνιζον φέροντα ἑκουσίως πάθη, ἵνα τοὺς παλαιοὺς μώλωπας τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων θεραπεύσῃ,
ὅτε τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐβάσταζε
τὸ κατὰ τοῦ διαβόλου τρόπαιον,
ὅτε στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιέβαλλον
Τῷ στεφανοῦντι τοὺς πεποιθότας ἐπ Αὐτόν,
ὅτε πορφύραν ἐνέδυσαν
Τὸν ἀφθαρσίαν τοῖς ἀναγεννωμένοις δι ὕδατος καὶ πνεύματος ἁγίου χαριζόμενον,
ὅτε προσήλωσαν τῷ ξύλῳ
Τὸν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου Κύριον ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε ἐθριάμβευον ἐμπαίζοντες οἱ στρατιῶται τὸν τῆς στρατιᾶς τῶν οὐρανῶν Δεσπότην.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε καλάμῳ περιθέντες σπόγγον ἐμπλήσαντες ὄξους ἐπότιζον αὐτὸν καὶ χολὴν ἐδίδουν Τὸν τὸ μάννα αὐτοῖς ἐπομβρήσαντα,
ὅτε αἱ πέτραι ἐρρήγνυντο καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίζετο τῶν ἀλιτηρίων τὴν τόλμαν ἐκπληττόμενα,
ὅτε ὁ ἥλιος ἐπένθει καὶ τὸ σκότος ὡς σάκκον ἐνεδύετο πενθῶν τὴν τῶν Ἰουδαίων ἀπόπτωσιν·
Ἐθρήνει γὰρ ἡ ἡμέρα τὰς Ἰουδαίων συμφοράς,
ὅτε ἐν μέσῳ λῃστῶν ἡ Ζωὴ ἐκρέματο τοῦ μὲν ὀνειδίζοντος καὶ καταλαλοῦντος,
τοῦ δὲ τῇ μετανοίᾳ λῃστεύοντος τὸν παράδεισον.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε τὸ σῶμα πρὸς ταφὴν ἐδίδοτο.
Πότε ἦν ἄτιμος;
Ὅτε οἱ στρατιῶται ἐφύλαττον καὶ ἡ γῆ κατέκρυπτε
Τὸν τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἑδράσαντα,
ὅτε οἱ ἀπόστολοι ἐκρύπτοντο τῶν πειρασμῶν τὸν ὄγκον οὐ δυνάμενοι φέρειν.
Ἀλλὰ ὅρα, ἀγαπητέ, τοῦ Θεοῦ τὰ θαύματα καὶ μετὰ τὸ πάθος τῆς χαρᾶς τὰ κατορθώματα.
Ὁ ἄτιμος εἰς εὐδοξίαν μετεβάλλετο
καὶ ἡ τοῦ κόσμου Χαρὰ ἄφθαρτος ἐγήγερται μετὰ τοῦ σώματος.
Τότε ὤδινεν ἡ γῆ καὶ ἐκυοφόρησεν ἡ ἡμέρα καὶ ἀπέπτυσεν ὁ θάνατος τὴν πάντων ζωήν·
Οὐ γὰρ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ θανάτου
Τὸν πάντα λόγῳ κρατοῦντα.
Ἑορτάσωμεν τοίνυν τριήμερον ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου πρόξενον.
Ὥσπερ γὰρ Μαρία ἡ Θεοτόκος παρθενικὰς καὶ ἀνυμφεύτους ὠδῖνας οὐ λύσασα βουλήσει Θεοῦ καὶ πνεύματος χάριτι ἐγέννησε
Τὸν τῶν αἰώνων ποιητὴν
Τὸν ἐκ Θεοῦ Θεὸν λόγον,
οὕτως καὶ ἡ γῆ ἐκ τῶν οἰκείων λαγόνων τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου λύσασα ἀπέπτυσε κελευσθεῖσα τὸν τῶν Ἰουδαίων δεσπότην·
Οὐ γὰρ ἠδύνατο κατέχειν σῶμα φορεῖον ἀθανασίας γενόμενον.
Σκοπῶν τοίνυν ὁ προφήτης ∆αβὶδ τῆς εὐπρεπείας τὴν διόρθωσιν,
τοῦ θανάτου τὴν λύσιν,
τῶν ποτε δούλων τὴν ἐλευθερίαν βοᾷ καὶ λέγει·
Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο.
Ποίαν εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο;
Τὴν ἀφθαρσίαν, τὴν ἀθανασίαν,
τῶν ἀποστόλων τὴν σύγκλητον, τῆς ἐκκλησίας τὸν στέφανον.
Οὐκέτι Ἰούδας προδίδωσιν, οὐκέτι Καϊαφᾶς ἀπειλεῖ, οὐκέτι Ἡρώδης πρὸς παιδοκτονίαν ὁπλίζεται, οὐκέτι Πιλᾶτος δικάζει οὔτε Ἰσραηλῖται κρατοῦσι·
Τὸ γὰρ φθαρτὸν γέγονεν ἄφθαρτον καὶ ὁ παρ αὐτοῖς νομιζόμενος ἄνθρωπος ψιλὸς Θεὸς ἀποδέδεικται ἀληθινός.
Διὸ καὶ ἡμεῖς βοῶμεν·
Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον;
Ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;
Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο,
ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο.
Δύναμιν λέγει τὴν διὰ σαρκὸς οἰκονομίαν·
Ὅτι γὰρ ἐκείνης δυνατώτερον οὐδὲν,
διὰ σώματος ὁ ἀσώματος δαίμονας κατέβαλε,
διὰ σταυροῦ τὰς ἀντικειμένας δυνάμεις ἐξεπολιόρκησεν.
Ἐπειδὴ γὰρ τὰ πρῶτα ἐκλόνει τὴν γῆν ἡ ἁμαρτία,
ἀναστὰς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς προεῖπεν,
ἐστερέωσεν αὐτὴν τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ μηκέτι πρὸς ὄλισθον ἀπωλείας βαδίζειν μήτε χειμῶσι τῆς πλάνης ῥιπίζεσθαι.
Μάρτυρα δὲ τοῦ λόγου τὸν μακάριον Παῦλον ἀγάγωμεν λέγοντα οὕτως.
∆εῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν.
Διὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέγει·
Ἕτοιμος ὁ θρόνος Σου ἀπὸ τότε, ἀπὸ τοῦ αἰῶνος Σὺ εἶ, καί·
Ἡ βασιλεία Σου βασιλεία αἰώνιος, ἥτις οὐ διαφθαρήσεται, καὶ πάλιν·
Ἡ βασιλεία Σου βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ πάλιν·
Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, ἀγαλλιασθήτω ἡ γῆ,
εὐφρανθήτωσαν νῆσοι πολλαί,
ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Στο δελτίο τύπου της η ‘’Ένωση αθέων’’ προτάσσει το εξής απαράδεκτο : «Υποτίθεται ‘’άγιο φως’’ : Όνειδος και ασυνέπεια’’. Η ‘’Ένωση αθέων’’ με επιστολή της απυεθύνεται προς τη Βουλή των Ελλήνων, στα Πολιτικά κόμματα κλπ, και διαμαρτύρεται για την επίσημη υποδοχή του Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού κράτους.
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Μάκης Μπαλαούρας το χαρακτήρισε ως ‘’οπισθοδρομικό έθιμο’’ και ‘’κατάλοιπο της παγανιστικής περιόδου’’. Ο κ. Χάρης Κονιδάρης ο εκπρόσωπος Τύπου του Αρχιεπισκόπου, στο protothema.gr σχολίασε ως εξής την απαράδεκτη αυτή στάση για το Άγιο Φώς : «Δυστυχώς, κάποιοι, λίγο πριν από τις άγιες ημέρες του Πάσχα, επιχειρούν να αποκτήσουν υπόσταση και να κάνουν καριέρα, υβρίζοντας χυδαία την πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων».
Παρόμοια αντίδραση από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών υπήρξε και για την αναφορά του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Χρήστου Καραγιαννίδη ότι ‘’αυτό δεν συμβαίνει σε ένα πολιτισμένο κράτος’’. Να υπενθυμίσουμε ότι στον ΒΗΜΑ 99,5 ο πρώην υπουργός Παδείας κ. Ν. Φίλης παλαιότερα δήλωσε τα εξής : «Πριν μερικό καιρό, την Μεγάλη Παρασκευή, ήρθε το Άγιο Φως με τιμές πάλι αρχηγού κράτους, δηλαδή δύο αρχηγοί κρατών επισκέφτηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ την Ελλάδα και είναι το Άγιο Φως και τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας».
Όσον αφορά τη δήλωση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Φωτεινής Βάκη, ότι κατά τον Αδαμάντιο Κοραή το Άγιο Φως αποτελεί ‘’ψευδοθαύμα’’, θα πρέπει να πούμε ότι ο Κοραής δεν αποτελεί παράδειγμα Ορθοδόξου φρονήματος. Αρκεί πιστεύω να αναφέρομε ότι ο Κοραής αποκάλεσε τον Άγιον Αθανάσιον τον Πάριον, «γελοίον» «έρημον», «ταραχοποιόν και κακόν γερόντιον της Χίου».
Όμως θα πρέπει να επισημάνουμε και τη ζημιά που γίνεται σε αυτό το θέμα από ανθρώπους της Εκκλησίας. Να υπενθυμίσουμε αυτά που είχε γράψει ο πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου π. Γεώργιος Τσέτσης, σε άρθρο του στο Βήμα στις 21 Απριλίου 2006, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής απαράδεκτα : «Υπάρχει, αιώνες τώρα, διάχυτη η πεποίθηση στον ευσεβή μεν, αλλά θεολογικά και λειτουργικά απαίδευτο ορθόδοξο πιστό, που ψάχνει για ‘’θαύματα’’ προκειμένου να πληρώσει το πνευματικό του κενό, ότι κατά την τελετή αφής το Άγιον Φως κατέρχεται θαυματουργικά ‘’ουρανόθεν’’ για να ανάψει τη λαμπάδα του Πατριάρχου».
Καμιά όμως επίσημη αντίδραση δεν έγινε. Και αυτό φυσικά έχει τις αρνητικές επιπτώσεις του. Υπέδειξε ο π. Γεώργιος Τσέτσης ότι ο λαός ‘’ψάχνει για ‘’θαύματα’’ προκειμένου να πληρώσει το ‘’πνευματικό του κενό’’. Αν όμως υπεδείκνυε με τον ίδιο ζήλο το ‘’πνευματικό κενό’’ των αιρετικών πεντηκοστιανών και των άλλων αιρετικών μελών του Π.Σ.Ε., τότε που όχι μόνο ήταν Μόνιμος Αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην έδρα του Π.Σ.Ε., αλλά και μέλος επιτροπών του Π.Σ.Ε., ίσως να ήταν διαφορετικά τα δεδομένα στο βαβέλειο αυτό συνοθύλευμα.
Πηγή: Ακτίνες
Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἐπιφανίου ἐπισκόπου Κύπρου λόγος εἰς τὴν θεόσωμον ταφὴν τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ εἰς τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας, καὶ εἰς τὴν ἐν τῷ ᾅδῃ τοῦ Κυρίου κατάβασιν, μετὰ τὸ σωτήριον πάθος παραδόξως γεγενημένην.
Τί τοῦτο;
σήμερον σιγὴ πολλὴ ἐν τῇ γῇ·
σιγὴ πολλὴ καὶ ἠρεμία λοιπόν·
σιγὴ πολλὴ, ὅτι ὁ Βασιλεὺς ὑπνοῖ·
γῆ ἐφοβήθη καὶ ἡσύχασεν, ὅτι ὁ Θεὸς σαρκὶ ὕπνωσε, καὶ τοὺς ἀπ' αἰῶνος ὑπνοῦντας ἀνέστησεν.
Ὁ Θεὸς ἐν σαρκὶ τέθνηκε, καὶ ὁ ᾅδης ἐτρόμαξεν.
Ὁ Θεὸς πρὸς βραχὺ ὕπνωσε, καὶ τοὺς ἐν τῷ ᾅδῃ ἐξήγειρε.
Ποῦ ποτε νῦν εἰσιν αἱ πρὸ βραχέος ταραχαὶ, καὶ φωναὶ, καὶ θόρυβοι κατὰ τοῦ Χριστοῦ, ὦ παράνομοι;
ποῦ οἱ δῆμοι, καὶ ἐνστάσεις, καὶ τάξεις, καὶ τὰ ὅπλα, καὶ δόρατα;
ποῦ οἱ βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ κριταὶ οἱ κατάκριτοι;
ποῦ αἱ λαμπάδες καὶ μάχαιραι καὶ οἱ θρύλλοι οἱ ἄτακτοι;
ποῦ οἱ λαοὶ, καὶ τὸ φρύαγμα, καὶ ἡ κουστωδία ἡ ἄσεμνος;
ἀληθῶς ὄντως, ἐπεὶ καὶ ὄντως ἀληθῶς λαοὶ ἐμελέτησαν κενὰ καὶ μάταια.
Προσέκοψαν τῷ ἀκρογωνιαίῳ λίθῳ Χριστῷ, ἀλλ' αὐτοὶ συνετρίβησαν·
προσέῤῥηξαν τῇ πέτρᾳ τῇ στερεᾷ, ἀλλ' αὐτοὶ συνετρίβησαν,
αὶ εἰς ἀφρὸν τὰ κύματα αὐτῶν διελύθησαν·
προσέκοψαν τῷ ἀηττήτῳ ἄκμονι, καὶ αὐτοὶ κατεκλάσθησαν·
ὕψωσαν ἐπὶ ξύλου τὴν πέτραν τῆς ζωῆς, καὶ κατελθοῦσα αὐτοὺς ἐθανάτωσεν·
ἐδέσμησαν τὸν μέγαν Σαμψὼν ἥλιον Θεόν·
ἀλλὰ λύσας τὰ ἀπ' αἰῶνος δεσμὰ, τοὺς ἀλλοφύλους καὶ παρανόμους ἀπώλεσεν.
Ἔδυ Θεὸς ἥλιος Χριστὸς ὑπὸ γῆν, καὶ σκότος πανέσπερον Ἰουδαίοις πεποίηκεν.
Σήμερον σωτηρία τοῖς ἐπὶ γῆς, καὶ τοῖς ἀπ' αἰῶνος ὑποκάτω τῆς γῆς·
σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος ὁρατὸς, καὶ ὅσος ἀόρατος.
∆ιττὴ σήμερον τοῦ ∆εσπότου παρουσία, διττὴ ἡ οἰκονομία, διττὴ φιλανθρωπία, διττὴ ἡ κατάβασις ὁμοῦ καὶ συγκατάβασις, διττὴ πρὸς ἀνθρώπους ἐπίσκεψις·
ἀπ' οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν γῆν, ἀπὸ τῆς γῆς ὑποκάτω τῆς γῆς ὁ Θεὸς παραγίνεται·
πύλαι ᾅδου ἀνοίγονται.
Οἱ ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένοι, ἀγάλλεσθε·
οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθήμενοι, τὸ μέγα φῶς ὑποδέξασθε.
Μετὰ τῶν δούλων ὁ ∆εσπότης·
μετὰ τῶν νεκρῶν ὁ Θεός·
μετὰ τῶν θνητῶν ἡ ζωή·
μετὰ τῶν ὑπευθύνων ὁ ἀνεύθυνος·
μετὰ τῶν ἐν σκότει τὸ ἀνέσπερον φῶς·
μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐλευθερωτής·
καὶ μετὰ τῶν κατωτάτω ὁ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν.
Χριστὸς ἐπὶ γῆς, πεπιστεύκαμεν·
Χριστὸς ἐν νεκροῖς, συγκατέλθωμεν καὶ θεάσωμεν καὶ τὰ ἐκεῖ μυστήρια·
γνῶμεν κρυπτοῦ κρυπτὰ ὑπὸ γῆν θαυμάσια·
μάθωμεν πῶς καὶ τοῖς ἐν ᾅδου ἐπεφάνη τὸ κήρυγμα.
Τί οὖν;
πάντας ἁπλῶς σώζει ἐπιφανεὶς ἐν ᾅδῃ Θεός·
οὐχὶ, ἀλλὰ κἀκεῖ τοὺς πιστεύσαντας.
Χθὲς τὰ τῆς οἰκονομίας, σήμερον τὰ τῆς ἐξουσίας·
χθὲς τὰ τῆς ἀσθενείας, σήμερον τὰ τῆς αὐθεντίας·
χθὲς τὰ τῆς ἀνθρωπότητος, σήμερον τὰ τῆς θεότητος ἐνδείκνυται.
Χθὲς ἐῤῥαπίζετο, σήμερον τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος τὸ τοῦ ᾅδου ῥαπίζει οἰκητήριον·
χθὲς ἐδεσμεῖτο, σήμερον ἀλύτοις δεσμοῖς καταδεσμεῖ τὸν τύραννον·
χθὲς κατεδικάζετο, σήμερον τοῖς καταδίκοις ἐλευθερίαν χαρίζεται·
χθὲς ὑπουργοὶ τοῦ Πιλάτου αὐτῷ ἐνέπαιζον, σήμερον οἱ πυλωροὶ τοῦ ᾅδου ἰδόντες αὐτὸν, ἔφριξαν.
Ἀλλὰ γὰρ ἄκουσον τοῦ Χριστοῦ πάθους τὸν λόγον ἀνώτερον·
ἄκουσον, καὶ ὕμνησον·
ἄκουσον, καὶ δόξασον·
ἄκουσον, καὶ κήρυξον Θεοῦ μεγάλα θαυμάσια·
πῶς ὁ νόμος ὑποχωρεῖ·
πῶς ἡ χάρις ἐπανθεῖ·
πῶς οἱ τύποι παρέρχονται·
πῶς αἱ σκιαὶ διαβαίνουσιν·
πῶς ὁ ἥλιος τὴν οἰκουμένην πληροῖ·
πῶς ἡ Παλαιὰ πεπαλαίωται·
πῶς ἡ Καινὴ βεβαιοῦται·
πῶς τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, καὶ πῶς τὰ νέα ἐπήνθησε.
∆ύο λαοὶ ἐν Σιὼν κατὰ τοῦ Χριστοῦ πάθους καιρὸν παραγεγόνασι·
ὁ ἐξ Ἰουδαίων ὁμοῦ, καὶ ὁ ἐξ ἐθνῶν·
δύο βασιλεῖς, Πιλᾶτος καὶ Ἡρώδης·
δύο ἀρχιερεῖς, Ἄννας καὶ Καϊάφας·
ἵνα τὰ δύο ὁμοῦ πάσχα γένωνται, τὸ μὲν καταπαυόμενον, τὸ δὲ τοῦ Χριστοῦ ἐναρχόμενον·
δύο θυσίαι κατ' αὐτὴν τὴν ἑσπέραν ἐπετελοῦντο·
ἐπειδὴ καὶ σωτηρίαι, ζώντων λέγω καὶ νεκρῶν, ἐπραγματεύοντο.
Καὶ ὁ μὲν Ἰουδαῖος ἐδέσμει θύων ἀμνὸν ἐπὶ σφαγὴν, ὁ δὲ ἐξ ἐθνῶν Θεὸν ἐν σαρκί.
Καὶ ὁ μὲν τῇ σκιᾷ ἠτένιζεν·
ὁ δὲ τῷ ἡλίῳ Θεῷ προσέτρεχε, Καὶ οἱ μὲν δήσαντες Χριστὸν ἀπεπέμποντο, οἱ δὲ ἐξ ἐθνῶν προθύμως αὐτὸν ἐδέχοντο.
Καὶ οἱ μὲν κτηνόθυτον, οἱ δὲ θεόσωμον θυσίαν προσέφερον.
Ἀλλ' οἱ μὲν Ἰουδαῖοι τὴν ἐξ Αἰγύπτου διάβασιν ἐμνημόνευον, οἱ δὲ ἐξ ἐθνῶν τὴν ἐκ τῆς πλάνης λύτρωσιν προεκηρύττοντο.
Καὶ ταῦτα ποῦ;
ἐν Σιὼν τῇ πόλει τοῦ Βασιλέως τοῦ μεγάλου·
ἐν ᾗ εἰργάσατο σωτηρία ἐν μέσῳ τῆς γῆς, ἐν μέσῳ δύο ζώων γνωσθεὶς Ἰησοῦς ὁ θεόπαις·
ἐν μέσῳ Πατρὸς καὶ Πνεύματος τῶν δύο ζώων, ζωὴ ἐκ ζωῆς, φησὶ, ζωὸς γνωριζόμενος, καὶ ἐν μέσῳ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων τῇ φάτνῃ τικτόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ δύο λαῶν λίθος ἀκρογωνιαῖος κείμενος·
καὶ ἐν μέσῳ νόμου καὶ προφητῶν ὁμοῦ κηρυττόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ Μωϋσῆ καὶ Ἠλία ἐπὶ τοῦ ὄρους ὀπτανόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ τῶν δύο λῃστῶν Θεὸς τῷ εὐγνώμονι λῃστῇ γνωριζόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τῆς μελλούσης κριτὴς αἰώνιος καθεζόμενος·
καὶ ἐν μέσῳ σήμερον ζώντων καὶ νεκρῶν διττὴν ζωὴν καὶ σωτηρίαν ποιησάμενος.
∆ιττὴν πάλιν λέγω ζωὴν, διττὴν γέννησιν ὁμοῦ καὶ ἀναγέννησιν, καὶ ἄκουσον Χριστοῦ διττοῦ τόκου τὰ πράγματα, καὶ κρότει τὰ θαύματα.
Ἄγγελος μὲν τῇ Μαρίᾳ μητρικὴν τοῦ Χριστοῦ γέννησιν εὐηγγελίσατο·
ἄγγελος δὲ τῇ Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ τὴν ἐκ τοῦ τάφου φρικτὴν ἀναγέννησιν εὐηγγελίσατο.
Νυκτὶ Χριστὸς ἐν Βηθλεὲμ γεννᾶται·
νυκτὶ πάλιν ἐν τῇ Σιὼν ἀναγεννᾶται.
Σπάργανα εἰς τὴν γέννησιν καταδέχεται·
σπάργανα καὶ ἐνταῦθα κατατυλίττεται.
Σμύρναν γεννηθεὶς ἐδέξατο σμύρναν καὶ ἐν τῇ ταφῇ καὶ ἀλοὴν καταδέχεται.
Ἐκεῖ Ἰωσὴφ ἄνανδρος ἀνὴρ τῆς Μαρίας προσηγόρευται·
ἀλλ' ὧδε Ἰωσὴφ ὁ ἐξ Ἀριμαθαίας κηδευτὴς τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀναδείκνυται.
Ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν φάτνῃ ὁ τόπος·
ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ τάφῳ ὡς ἐπὶ φάτνης ὁ τόπος.
Πρῶτοι πάντων ποιμένες τὴν Χριστοῦ εὐηγγελίζοντο γέννησιν·
ἀλλὰ καὶ πρῶτοι πάντων ποιμένες Χριστοῦ μαθηταὶ εὐηγγελίσθησαν τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀναγγέννησιν.
Ἐκεῖ, Χαῖρε, ὁ ἄγγελος τῇ Παρθένῳ ἐβόησε·
καὶ ἐνταῦθα, Χαίρετε, ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς ἄγγελος Χριστὸς ταῖς γυναιξὶ ἀνακέκραξεν.
Ἐν τῇ πρώτῃ γεννήσει Χριστὸς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλὴμ, εἰς τὸν ναὸν, καὶ προσήγαγεν ὡς πρωτότοκος ζεῦγος τρυγόνων Θεῷ·
ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ ἐκ νεκρῶν ἀναστάσει Χριστὸς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἀνῆλθεν εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ, ὅθεν οὐκ ἐχωρίζετο, καὶ εἰς τὰ ὄντως Ἅγια τῶν ἁγίων ὡς πρωτότοκος ἄφθαρτος ἐκ νεκρῶν, καὶ προσήγαγε τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ ὡς δύο ἀμώμους τρυγόνας, τὴν ψυχὴν καὶ τὴν σάρκα τὴν ἡμετέραν·
ὃν καὶ ὑπεδέξατο, ὡς Συμεών τις, ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν Θεὸς καὶ Πατὴρ, ὡς ἐν ἀγκάλαις ἐν ἰδίοις κόλποις ἀπεριγράπτως.
Ἐὰν δὲ μυθικῶς ταῦτα καὶ οὐ πιστῶς ἀκούῃς, κατηγοροῦσί σου αἱ ἄλυτοι σφραγῖδες τοῦ ∆εσποτικοῦ τῆς ἀναγεννήσεως Χριστοῦ μνήματος.
Ὥσπερ γὰρ ἐσφραγισμένων τῶν πανεμφύτων μητρανοίκτων κλείθρων τῆς παρθενικῆς φύσεως Χριστὸς ἐκ Παρθένου γεγέννηται·
οὕτως ἀδιανοίκτων ὄντων τῶν τοῦ τάφου σφραγίδων ἡ Χριστοῦ ἀναγέννησις πέπρακται.
Πῶς δὲ ἐν τάφῳ καὶ πότε, καὶ ὑπὸ τίνων Χριστὸς ἡ ζωὴ κατατίθεται, τῶν ἱερῶν λογίων ἀκούσωμεν.
Ὀψίας γενομένης, φησὶν, ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσήφ·
οὗτος τολμήσας εἰσῆλθεν πρὸς Πιλᾶτον, καὶ ᾐτήσατο παρ' αὐτοῦ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Εἰσῆλθεν βροτὸς πρὸς βροτὸν, αἰτούμενος λαβεῖν τὸν Θεόν·
τὸν Θεὸν τῶν βροτῶν αἰτεῖται·
πηλὸς πρὸς πηλοῦ λαβεῖν τὸν πάντων πλαστουργόν·
ὁ χόρτος παρὰ χόρτου κομίσασθαι τὸ οὐράνιον πῦρ·
ἡ σταγὼν ἡ οἰκτρὰ παρὰ σταγόνος οἰκτρᾶς λαμβάνει τὴν ἄβυσσον.
Τίς ἴδε;
τίς ἤκουσε πώποτε;
Ἄνθρωπος ἀνθρώπῳ τὸν ποιητὴν τῶν ἀνθρώπων χαρίζεται·
ἄνομος τῶν ἀνόμων τὸν ὅρον καὶ τοῦ νόμου ὑπισχνεῖται χαρίζεσθαι·
κριτὴς ἄκριτος ὡς κατάκριτον τὸν κριτὴν τῶν κριτῶν εἰς ταφὴν ἀφίησιν.
Ὀψίας γενομένης, φησὶν, ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσήφ.
Ὄντως πλούσιος, πᾶσαν τὴν σύνθετον τοῦ Κυρίου ὑπόστασιν κομισάμενος·
ἀληθῶς πλούσιος, ὅτι τὴν διττὴν οὐσίαν τοῦ Χριστοῦ παρὰ Πιλάτου ἔλαβε·
καὶ γὰρ πλούσιος, ὅτι τὸν ἀτίμητον μαργαρίτην ἠξιώθη κομίσασθαι.
̓ ̣̣́τ πλούσιος·
βαλάντιον γὰρ ἐβάστασε γέμον τοῦ θησαυροῦ τῆς θεότητος.
Πῶς γὰρ οὐ πλούσιος ὁ τὴν τοῦ κόσμου ζωὴν καὶ σωτηρίαν κτησάμενος;
πῶς δὲ οὐ πλούσιος Ἰωσὴφ, δῶρον δεξάμενος τὸν πάντα τρέφοντα καὶ πάντα δεσπόζοντα;
Ὀψίας γενομένης·
ἦν γὰρ λοιπὸν δύσας ἐν ᾅδῃ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος.
∆ιὸ ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὃς ἦν κρυβόμενος, διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων.
Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτός.
Μυστήριον μυστηρίων ἀπόκρυφον.
∆ύο κρυπτοὶ μαθηταὶ κατακρύψαι Ἰησοῦν ἐν τάφῳ ἔρχονται, τὸ κρυπτὸν ἐν τῷ ᾅδῃ μυστήριον τοῦ κρυπτοῦ Θεοῦ ἐν σαρκὶ διὰ τῆς ἰδίας κρύψεως διδάσκοντες.
Ἕτερος δὲ τὸν ἕτερον ὑπερβάλλων τῇ πρὸς Χριστὸν διαθέσει.
Ὁ μὲν γὰρ Νικόδημος ἐν τῇ σμύρνῃ, καὶ ἐν τῇ ἀλόῃ μεγαλόψυχος·
ὁ δὲ Ἰωσὴφ ἐν τῇ πρὸς Πιλᾶτον τόλμῃ καὶ παῤῥησίᾳ ἀξιέπαινος.
Οὗτος γὰρ πάντα φόβον ἀποῤῥιψάμενος, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον, αἰτούμενος τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ·
καὶ εἰσελθὼν πανσόφως ἐχρήσατο, ἵνα τοῦ ποθουμένου σκοποῦ ἐντὸς γένηται.
∆ιὸ οὐκ ἐχρήσατο πρὸς Πιλᾶτον κόμποις τισὶ καὶ ὑψηλοῖς ῥήμασιν, ἵνα μὴ εἰς ὀργὴν τοῦτον ἐξάψας ἐκπέσῃ τῆς αἰτήσεως·
οὐδὲ λέγει πρὸς αὐτόν·
∆ός μοι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ πρὸ βραχέως τὸν ἥλιον σκοτίσαντος, τὰς πέτρας ῥήξαντος, καὶ τὴν γῆν δονήσαντος, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνοίξαντος, καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίσαντος.
Οὐδὲν τοσοῦτον πρὸς Πιλᾶτον λέγει.
Ἀλλὰ τί;
αἴτησίν τινα οἰκτρὰν, καὶ τοῖς πᾶσι μικράν.
Ὦ κριτὰ, αἰτούμενος παρὰ σοῦ ἐλήλυθα αἴτησιν πάνυ μικράν.
Καὶ οὕτως·
∆ός μοι νεκρὸν πρὸς ταφήν·
τὸ σῶμα ἐκείνου τοῦ παρὰ σοῦ κατακριθέντος Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρινοῦ, Ἰησοῦ τοῦ πτωχοῦ, Ἰησοῦ τοῦ ἀοίκου, Ἰησοῦ τοῦ κρεμαμένου, τοῦ γυμνοῦ, τοῦ εὐτελοῦς, Ἰησοῦ τοῦ τέκτονος υἱοῦ, Ἰησοῦ τοῦ δεσμίου, τοῦ αἰθρίου, τοῦ ξένου, καὶ ἐπὶ ξενίᾳ ἀγνωρίστου, τοῦ εὐκαταφρονήτου, καὶ ἐπὶ πᾶσι κρεμαμένου.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
τί γάρ σε ὠφελεῖ τὸ σῶμα τούτου τοῦ ξένου;
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
ἐκ μακρᾶς γὰρ ἦλθεν ὧδε τῆς χώρας, ἵνα σώσῃ τὸν ξένον·
κατῆλθε γὰρ εἰς τὴν σκοτεινὴν ἀνενέγκαι τὸν ξένον.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον·
αὐτὸς γὰρ καὶ μόνος ὑπάρχει ξένος.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὴν χώραν ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὸν πατέρα ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, οὗτινος τὸν τόπον καὶ τὸν τόκον, καὶ τὸν τρόπον ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ξένην ζωὴν καὶ βίον ζήσαντα ἐπὶ ξένα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν Ναζωραῖον ξένον [οὗ τὸν τόκον καὶ τὸν τρόπον ἀγνοοῦμεν οἱ ξένοι.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ἑκούσιον ξένον], τὸν μὴ ἔχοντα ὧδε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ὡς ξένον ἐπὶ ξένης ἄοικον, ἐπὶ φάτνης τεχθέντα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐξ αὐτῆς τῆς φάτνης ὡς ξένον ἐξ Ἡρώδου φυγόντα.
∆ός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐξ αὐτῶν τῶν σπαργάνων ἐν Αἰγύπτῳ ξενωθέντα, οὐ πόλιν ἔχοντα, οὐ κώμην, οὐκ οἶκον, οὐ μονὴν, οὐ συγγενῆ·
ἐπ' ἀλλοδαπῆς δὲ χώρας τυγχάνει οὗτος ὁ ξένος.
∆ός μοι, ὦ ἡγεμὼν, τοῦτον τὸν ἐπὶ ξύλου γυμνόν·
σκεπάσω τὸν τῆς ἐμῆς φύσεως σκεπάσαντα γύμνωσιν.
∆ός μοι τοῦτον τὸν νεκρὸν ὁμοῦ καὶ Θεόν·
σκεπάσω τὸν τὰς ἐμὰς ἀνομίας καλύψαντα.
∆ός μοι, ὦ ἡγεμὼν, νεκρὸν, τὸν ἐπὶ Ἰορδάνου τὴν ἐμὴν ἁμαρτίαν ἐνθάψαντα.
Ὑπὲρ νεκροῦ παρακαλῶ ὑπὸ πάντων ἀδικηθέντος, ὑπὸ φίλου πραθέντος, ὑπὸ μαθητοῦ προδοθέντος, ὑπὸ ἀδελφῶν διωχθέντος, καὶ ὑπὸ δούλου ῥαπισθέντος.
Ὑπὲρ νεκροῦ πρεσβεύω, τοῦ ὑπὸ τῶν ὑπ' αὐτοῦ ἐκ δουλείας ἐλευθερωθέντων κατακριθέντος, τοῦ ὑπ' αὐτοῦ ὄξος ποτισθέντος, τοῦ ὑπὸ τῶν ἰαθέντων ὑπ' αὐτοῦ τραυματισθέντος, τοῦ ὑπὸ τῶν μαθητῶν καταλειφθέντος, καὶ αὐτῆς τῆς μητρὸς ἀποστερηθέντος.
Ὑπὲρ νεκροῦ, ὦ ἡγεμὼν, δυσωπῶ, τοῦ ἐπὶ ξύλου κρεμαμένου ἀοίκου.
Οὐ γὰρ πάρεστι τούτῳ οὐ πατὴρ ἐπὶ γῆς, οὐ φίλος, οὐ μαθητὴς, οὐ συγγενὴς, οὐκ ἐνταφιαστής·
ἀλλ' αὐτὸς μόνος τοῦ μόνου μονογενὴς, ἐν κόσμῳ Θεὸς, καὶ ἄλλος οὐδείς.
Τούτων οὕτως ὑπὸ Ἰωσὴφ πρὸς Πιλᾶτον εἰρημένων, ἐκέλευσεν ὁ Πιλᾶτος δοθῆναι αὐτῷ τὸ πανάγιον σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Καὶ ἐλθὼν ἐπὶ τὸν Γολγοθὰ τόπον, καθεῖλε Θεὸν ἐν σαρκὶ ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ τίθησιν ἐπὶ γῆν·
Θεὸν ἐν σαρκὶ γυμνὸν, καὶ ἄνθρωπον οὐ ψιλόν.
Καὶ ὁρᾶται κείμενος κάτω, ὁ πάντας ἑλκύσας ἄνω·
καὶ γίνεται πρὸς βραχὺ ἄπνους, ἡ πάντων ζωὴ καὶ πνοή·
καὶ ὁρᾶται ἀόμματος, ὁ κτίσας τὰ πολυόμματα·
καὶ κεῖται ὕπτιος, ἡ πάντων ἀνάστασις·
καὶ νεκροῦται σαρκὶ Θεὸς, ὁ τοὺς νεκροὺς ἀνιστῶν·
καὶ σιγᾷ πρὸς βραχὺ ἡ τοῦ Θεοῦ λόγου βροντή·
καὶ αἴρεται παλάμαις, ὁ τὴν γῆν κατέχων δρακί.
Ἆρα γὰρ, ἆρα, ὦ Ἰωσὴφ, αἰτήσας καὶ λαβὼν, οἶδας ὃν εἴληφας;
ἆρα προσελθὼν τῷ σταυρῷ, καθελὼν Ἰησοῦν, οἶδας τίνα ἐβάστασας;
Εἰ ὄντως οἶδας ὃν κρατεῖς, νῦν γέγονας πλούσιος.
Πῶς δὲ ἄρα καὶ τὴν θεόσωμον ταύτην καὶ φρικωδεστάτην Ἰησοῦ ἐπιτελεῖς κηδείαν;
Ἐπαινετός σου ὁ πόθος·
ἀλλ' ἐπαινετώτερος ὁ τῆς ψυχῆς σου τρόπος.
Ἆρα γὰρ, ἆρα οὐ φρίττεις, ὃν τὰ χερουβὶμ φρίττουσιν, ἐπὶ χειρῶν βαστάζων;
ἢ ποίῳ φόβῳ πάντως τῆς θείας ἐκείνης σαρκὸς ἀπογυμνοῖς τὸ λέντιον;
πῶς δὲ δὴ εὐλαβῶς τὸ ὄμμα κατέστελλες;
οὐ φρίττεις ἐνατενίζων, ἀνακαλύπτων φύσιν σαρκὸς Θεοῦ, τοῦ ὑπὲρ φύσιν;
Ἆρα γὰρ, ἆρα, εἰπέ μοι, ὦ Ἰωσὴφ, καὶ πρὸς ἀνατολὰς καταθάπτεις νεκρὸν, τὴν ἀνατολὴν τῶν ἀνατολῶν;
ἆρα δὲ καὶ τοῖς σοῖς δακτύλοις νεκροπρεπῶς Ἰησοῦ κατακλείεις τὰ ὄμματα τοῦ τῷ ἀχράντῳ δακτύλῳ τοῦ τυφλοῦ ἀνοίξαντος ὄμμα;
ἆρα δὲ καὶ τὸ στόμα περικλείεις τοῦ τὸ μογιλάλου ἀνοίξαντος στόμα;
ἆρα δὲ καὶ χεῖρας περιστέλλεις τοῦ ἐκτείναντος τὰς ξηρανθείσας χεῖρας;
ἢ καὶ τοὺς πόδας νεκροπρεπῶς καταδεσμεῖς τοῦ τὸ βαδίζειν δόντος τοῖς ἀκινήτοις ποσίν;
ἆρα καὶ ἐπὶ κλίνης αἴρεις τὸν τῷ παραλύτῳ κελεύσαντα·
Ἆρον σοῦ τὸν κράβατον, καὶ περιπάτει;
ἆρα δὲ καὶ μύρα κενοῖς τῷ οὐρανίῳ μύρῳ τὰ ἑαυτοῦ κενώσαντι, καὶ κόσμον ἁγιάσαντι;
ἆρα καὶ τὴν θεόσωμον ἔτι αἱμοῤῥοοῦσαν ἐκείνην Ἰησοῦ ἐκμάξαι τολμᾷς πλευρὰν, τοῦ τὴν αἱμοῤῥοοῦσαν ἰασαμένου Θεοῦ;
ἆρα δὲ καὶ ὕδατι καταπλύνεις σῶμα Θεοῦ, τοῦ πάντας ἐκπλύναντος, καὶ τὴν κάθαρσιν δόντος;
Ποίας δὲ ἆρα καὶ λαμπάδας ὑπανάψεις τῷ φωτὶ τῷ ἀληθινῷ, τῷ φωτίσαντι πάντα ἄνθρωπον;
ποίας δὲ καὶ ᾄσεις ἐπιταφίους ᾠδὰς τῷ ἀσιγήτως αἰνουμένῳ ὑπὸ πάσης οὐρανίου στρατιᾶς;
ἆρα δὲ καὶ δακρυῤῥοεῖς ὡς νεκρὸν τὸν δακρύσαντα, καὶ νεκρὸν τετραήμερον τὸν Λάζαρον ἀναστήσαντα;
ἆρα δὲ καὶ θρήνους ποιεῖς τῷ τὴν χαρὰν πᾶσι διδόντι, καὶ τὴν λύπην τῆς Εὔας διαλύσαντι;
Ὅμως μακαρίζω σου τὰς χεῖρας, ὦ Ἰωσὴφ, ὑπουργησάσας, καὶ ψηλαφησάσας ἔτι αἱμοῤῥοούσας τὰς θεοσώμους Ἰησοῦ χεῖρας καὶ πόδας·
μακαρίζω σου τὰς χεῖρας προσεγγισάσας τῇ τοῦ Θεοῦ αἱμοῤῥοούσῃ πλευρᾷ, πρὸ Θωμᾶ τοῦ πιστοῦ ἀπίστου καὶ ἐπαινουμένου περιέργου·
μακαρίζω σου τὸ στόμα ἐμπλησθὲν ἀπλήστως καὶ ἑνωθὲν πρὸς Ἰησοῦ τὸ στόμα, καὶ Πνεύματος ἁγίου ἐκεῖθεν πληρωθέν·
μακαρίζω σου τοὺς ὀφθαλμοὺς προστεθέντας τοῖς τοῦ Ἰησοῦ ὀφθαλμοῖς, καὶ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἐκεῖθεν μεταλαχόντας·
μακαρίζω σου τὸ πρόσωπον προσπελάσαν πρὸς τὸ τοῦ Θεοῦ πρόσωπον·
μακαρίζω σου τοὺς ὤμους βαστάσαντας τὸν πάντας βαστάζοντα·
μακαρίζω σου τὴν κεφαλὴν ἐν ᾗ προσήγγισεν Ἰησοῦς πάντων κεφαλή·
μακαρίζω σου τὰς χεῖρας, ἐν αἷς ἐβάστασας τὸν βαστάζοντα πάντα·
μακαρίζω Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημον.
Γεγόνασι γὰρ πρὸ τῶν χερουβὶμ Θεὸν ἐν ἑαυτοῖς ὑψώσαντες καὶ φέροντες·
γεγόνασι πρὸ τῶν ἑξαπτερύγων Θεοῦ ὑπουργοὶ, οὐ πτέρυξιν, ἀλλὰ σινδόσι τὸν Κύριον καλύψαντες, καὶ τιμήσαντες.
Ὃν τὰ χερουβὶμ τρέμουσι, τοῦτον ἐπὶ τῶν ὤμων Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος φέρουσι, καὶ πᾶσαι αἱ τῶν ἀσωμάτων τάξεις ἐξίστανται.
Ἦλθε γὰρ Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος·
οὐκοῦν συνέδραμε πᾶς καὶ ὁ τῶν ἀγγέλων θεόδημος·
καὶ προφθάνει χερουβὶμ, καὶ συντρέχει σεραφὶμ, καὶ συμβαστάζουσι θρόνοι, καὶ καλύπτουσι τὰ ἑξαπτέρυγα, καὶ φρίττουσι τὰ πολυόμματα, ὁρῶντα ἐν σαρκὶ Ἰησοῦν ἀόμματον, καὶ συγκαλύπτουσι δυνάμεις, καὶ ᾄδουσιν αἱ ἀρχαὶ, καὶ φρίττουσιν αἱ τάξεις, καὶ ἐξίστανται πᾶσαι αἱ στρατιαὶ τῶν μεταρσίων ταγμάτων, καὶ θαμβούμεναι πρὸς ἑαυτὰς διαποροῦσι, καὶ λέγουσι·
Τίς οὗτος ὁ φοβερὸς λόγος, καὶ φόβος, καὶ τρόμος, καὶ τρόπος;
τί τοῦτο τὸ μέγα, καὶ παράδοξον, καὶ ἀκατάληπτον θέαμα;
Ὁ ἄνω ἡμῖν τοῖς ἀσωμάτοις ὡς Θεὸς γυμνὸς, ἀθεώρητος, κάτω βροτοῖς γυμνὸς εὐθεώρητος.
Ὧ παρίστανται χερουβὶμ μετ' εὐλαβείας, τοῦτον Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος κηδεύουσι μετ' ἀδείας.
Πότε κατῆλθεν ὁ τὰ ἄνω μὴ λιπών;
πῶς ἐξῆλθεν ὁ ἔσω ὤν;
πῶς ἦλθεν ἐπὶ γῆς ὁ τὰ πάντα πληρῶν;
πῶς ἐξέδυ ὁ πάντας λαθών;
Ὁ ἄνω μετὰ Πατρὸς ὡς Θεὸς ἀνελλειπὴς, κάτω μετὰ τῆς μητρὸς ὡς βροτὸς ἀληθῶς ἀνελλειπῶς.
Ὁ οὐ πώποτε ἡμῖν ἐκφανεὶς, πῶς ἀνθρώποις ὡς ἄνθρωπος ὁμοῦ καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ἐπιφαίνεται;
πῶς ὁ ἀόρατος ὡράθη;
πῶς ὁ ἄϋλος ἐσαρκώθη;
πῶς ὁ ἀπαθὴς ἔπαθε;
πῶς ὁ κριτὴς εἰς κριτήριον παρέστη;
πῶς ἡ ζωὴ θανάτου ἐγεύσατο;
πῶς ὁ ἀχώρητος ἐν τάφῳ χωρεῖται;
πῶς οἰκεῖ τὸ μνῆμα ὁ μὴ λιπὼν τὸν κόλπον τὸν πατρικόν;
πῶς σπηλαίου πύλην εἰσέρχεται ὁ πύλας τοῦ παραδείσου ἀνοίξας, τὰς δὲ πύλας τῆς Παρθένου μὴ διαῤῥήξας, ἀλλὰ πύλας τοῦ ᾅδου συντρίψας;
ὁ πύλας ἐπὶ Θωμᾷ μὴ ἀνοίξας, ἀλλὰ πύλας τῆς βασιλείας ἀνθρώποις διανοίξας, τὰς δὲ πύλας τοῦ τάφου καὶ σφραγῖδας ἀδιανοίκτους σώζων;
Πῶς δὲ ἐν νεκροῖς λογίζεται ὁ ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος;
πῶς τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερον ἐν σκοτεινοῖς καὶ σκιᾷ θανάτου παραγίνεται;
ποῦ πορεύεται;
ποῦ παραγίνεται ὁ ὑπὸ θανάτου κρατηθῆναι μὴ δυνάμενος;
Τίς ὁ λόγος;
τίς ὁ τρόπος;
τίς ἡ βουλὴ τῆς ἐν τῷ ᾄδῃ αὐτοῦ καταβάσεως;
Τάχα τὸν Ἀδὰμ τὸν κατάδικον καὶ ἡμῶν σύνδουλον ἀνενέγκαι κατέρχεται.
Ὄντως τὸν πρωτόπλαστον ὡς ἀπολωλὸς πρόβατον ἐπιζητῆσαι πορεύεται.
Πάντως καὶ τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένους βούλεται ἐπισκέψασθαι·
πάντως τὸν αἰχμάλωτον Ἀδὰμ, καὶ τὴν συναιχμάλωτον Εὔαν τῶν ὀδυνῶν λύσαι πορεύεται ὁ Θεὸς, καὶ υἱὸς αὐτῆς ὅθεν καὶ υἱὸς αὐτοῦ ἀναδέδεικται.
Ἀλλὰ συγκατέλθωμεν, ἀλλὰ συγχορεύσωμεν, ἀλλὰ σπεύσωμεν, ἀλλὰ συσκιρτήσωμεν, ἀλλὰ προπέμψωμεν, ἀλλὰ ἀνυμνήσωμεν, ἀλλὰ ταχύνωμεν, Θεοῦ καταλλαγὰς πρὸς ἀνθρώπους βλέποντες, καταδίκων ἀπόλυσιν ἐξ ἀγαθοῦ ∆εσπότου γινομένην.
Πορεύεται γὰρ ὁ φύσει φιλάνθρωπος ἐξάξαι τοὺς ἀπ' αἰῶνος δεσμίους ἐν ἀνδρείᾳ καὶ ἐξουσίᾳ πολλῇ, τοὺς κατοικοῦντας ἐν τάφοις, οὓς κατέπιεν τυραννικῶς ὁ πικρὸς καὶ ἀκόρεστος θάνατος τυραννήσας, καὶ ἐκ Θεοῦ ἀποσυλήσας ὁμοῦ τε καὶ σωρεύσας, τοῖς ἄνω κατοικοῦσιν ἐλευθερώσας συναριθμῆσαι.
Ἐκεῖ δέσμιος Ἀδὰμ ὁ πρωτόπλαστος, καὶ πρωτογέννητος πάντων κατωτάτων καταδίκων κατώτερος.
Ἐκεῖ Ἄβελ ὁ πρωτόθνητος, καὶ πρωτοδίκαιος ποιμὴν Χριστοῦ ποιμένος τύπος τῆς ἀδίκου σφαγῆς.
Ἐκεῖ Νῶε ὁ Χριστοῦ τύπος, τῆς μεγάλης κιβωτοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας κτιστὴς, τῆς τὰ θηριώδη ἔθνη πάντα ἐκ κατακλυσμοῦ ἀσεβείας διὰ περιστερᾶς, ἁγίου Πνεύματος, διασωσάσης, καὶ τὸν ζοφερὸν κόρακα ἐκ ταύτης ἐξορισάσης.
Ἐκεῖ Ἀβραὰμ ὁ Χριστοπάτωρ θύτης, ὁ τὴν ξιφάξιφον ὁμοῦ, καὶ θνητάθνητον Θεῷ θύσας θυσίαν πανόλβιον.
Ἐκεῖ κάτω δέσμιος Ἰσαὰκ ὁ πάλαι δέσμιος Χριστότυπος ὑπὸ Ἀβραὰμ γενόμενος ἄνω.
Ἐκεῖ Ἰακὼβ ἐνᾅδῃ κατώδυνος κάτω πρὶν διὰ Ἰωσὴφ κατώδυνος ἄνω.
Ἐκεῖ Ἰωσὴφ ὁ δέσμιος, ὁ ἐν Αἰγύπτῳ γεγονὼς ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ εἰς Χριστοῦ τύπον δεσμώτης καὶ δεσπότης.
Ἐκεῖ Μωϋσῆς ἐν σκοτεινοῖς κάτω, ὁ ποτὲ ἐν τῇ θήκῃ ἐν σκοτεινοῖς ἄνω.
Ἐκεῖ ∆ανιὴλ ἐν ᾅδῃ τῷ λάκκῳ, ὁ ἐν τῷ λάκκῳ ποτὲ τῶν λεόντων ἄνω.
Ἐκεῖ Ἱερεμίας ὡς ἐν λάκκῳ βορβόρου, ἐν τῷ λάκκῳ τοῦ ᾅδου καὶ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου.
Ἐκεῖ ἐν τῷ κοσμοδόχῳ κήτει τοῦ ᾅδου κεῖται εἰς τύπον Ἰωνᾶς Χριστοῦ τοῦ αἰωνίου καὶ προαιωνίου Ἰωνᾶ τοῦ ζῶντος εἰς αἰῶνα, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ἐπ' αἰῶνα.
Καὶ ἔτι ἐκεῖ ∆αβὶδ ὁ Θεοπάτωρ, ἐξ οὗ τὸ κατὰ σάρκα Χριστός.
Καὶ τί λέγω ∆αβὶδ καὶ Ἰωνᾶν καὶ Σολομῶντα;
Ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ὁ πολὺς Ἰωάννης, ὁ μείζων πάντων τῶν προφητῶν, ὡς ἐν τῇ σκοτεινῇ μήτρᾳ Χριστὸν προκηρύττων τοῖς ἐν ᾅδῃ ἅπασιν·
ὁ διττὸς πρόδρομος, καὶ κῆρυξ ζώντων καὶ νεκρῶν·
ὁ ἐκ φυλακῆς Ἡρώδου τῇ πανδήμῳ φυλακῇ παραπεμφθεὶς τοῦ ᾅδου ὅθεν τῶν ἀπ' αἰῶνος δικαίων τε καὶ ἀδίκων κεκοιμημένων.
Οἱ δὲ προφῆταί τε καὶ δίκαιοι ἅπαντες λιτὰς ἀλήκτους κρυφιομύστως Θεῷ ἐκεῖθεν προσέφερον, λύτρωσιν ἐξαιτοῦντες τῆς πανωδύνου ἐκείνης καὶ κατηφοῦς ἐχθροκράτου ζοφερᾶς, καὶ πανεσπέρου παννυξίας.
Καὶ ὁ μὲν πρὸς Θεὸν ἔλεγε·
Ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἄκουσον, φωνῆς μου·
ὁ δ' ἄλλος·
Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε·
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου·
καὶ ἄλλος·
Ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου, καὶ σωθησόμεθα·
καὶ ἕτερος·
Ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν χερουβὶμ, ἐμφάνηθι·
καὶ ἄλλος·
Ἐξέγειρον τὴν δυναστείαν σου, καὶ ἐλθὲ εἰς τὸ σῶσαι ἡμᾶς·
καὶ ἕτερος·
Ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε·
καὶ ἄλλος·
Ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἐξ ᾅδου κατωτάτου·
καὶ ἕτερος·
Κύριε, ἀνάγαγε ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου·
καὶ ἄλλος·
Μὴ ἐγκατάλιπε τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην·
καὶ ἕτερος·
Ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου πρὸς σὲ, Κύριε ὁ Θεός μου.
Ὧν δὴ ἁπάντων ὑπακούσας ὁ πανοικτίρμων Θεὸς ὁ Χριστὸς οὐ δίκαιον κέκρικε τοῖς ἐπ' αὐτοῦ καὶ μετ' αὐτὸν τῆς οἰκείας μεταδοῦναι μόνοις φιλανθρωπίας·
ἀλλὰ καὶ τοῖς πρὸ τῆς αὐτοῦ ἐπιδημίας ἐν ᾅδῃ κατεχομένοις, καὶ καθημένοις ἐν σκότει, σκιᾷ θανάτου.
∆ιὸ ἀνθρώπους μὲν ἐν σαρκὶ ὄντας διὰ σαρκὸς ἐμψύχου ὁ Θεὸς Λόγος ἐπεσκέψατο·
ψυχαῖς δὲ σωμάτων ἀπηλλαγμέναις διὰ τῆς ἐνθέου καὶ ἀχράντου αὐτοῦ ψυχῆς ἐν ᾅδῃ ἐπέφανε, σώματος ἀλλ' οὐ θεότητος ἀπηλλαγμένης.
Οὐκοῦν σπεύσωμεν τῷ νῷ, καὶ ἐπὶ τὸν ᾅδην βαδίσωμεν, ὅπως ἴδωμεν πῶς ἐκεῖ ποτε τὸν τῷ κράτει κραταιὸν κατὰ κράτος κρατεῖ τοῦ κράτους κρατοτύραννον, καὶ λαῷ πανστρατὶ τῇ αὐτοῦ ἀστραπῇ τὰς ἀθανάτους ἐκείνας τῶν φαλάγγων ἀχειρὶ χειροῦται τάξεις·
θύρας ἀθύρους ἄρας ἐκ μέσου, καὶ πύλας ἀξύλους τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ Χριστὸς ἡ θύρα κατακλάσας, ἥλοις τε τοῖς ἐνθέοις μοχλοὺς αἰωνίους συντρίψας καὶ συνθλάσας·
καὶ δεσμοῖς χειρενθέοις τὰς ἀλύτους ἁλύσεις ὡς κηρὸν διαλύσας·
καὶ λόγχῃ τῇ θεοπλεύρῳ καρδίαν τοῦ τυράννου τὴν ἄσαρκον διατρήσας.
Ἐκεῖ συνέτριψε τὰ κράτη τῶν τόξων, ὅτε τῷ σταυρῷ τοξότας χειροθέους νευρὰς διέτεινε.
∆ιὸ ἐὰν μεθ' ἡσυχίας ἀκολουθήσῃς Χριστῷ, νῦν ὄψῃ ποῦ μὲν τὸν τύραννον ἔδησε·
ποῦ δὲ τὴν τούτου κεφαλὴν ἀνήρτησε·
πῶς δὲ τὸ δεσμωτήριον ἀνέσκαψε, ποῦ δὲ τοὺς δεσμώτας ἐξήγαγε, πῶς δὲ τὸν ὄφιν ἐπάτησε, καὶ ποῦ τὴν κάραν ἐκρέμασε·
πῶς δὲ τὸν Ἀδὰμ ἠλευθέρωσε, καὶ πῶς τὴν Εὔαν ἀνέστησε, καὶ πῶς τὸ μεσότοιχον ἔλυσε, καὶ πῶς τὸν πικρὸν κατεδίκασε δράκοντα, καὶ πῶς τὰ ἀήττητα ἔστησε τρόπαια·
ποῦ δὲ τὸν θάνατον ἐθανάτωσε, καὶ πῶς τὴν φθορὰν κατέφθειρε, καὶ ποῦ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ ἀρχαῖον κατέστησεν ἀξίωμα.
Ὁ χθὲς τοίνυν οἰκονομικῶς τὰς λεγεῶνας τῶν ἀγγέλων παραιτούμενος, καὶ λέγων τῷ Πέτρῳ·
Οὐ δύναμαι ἄρτι παραστῆσαι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων;
σήμερον θεοπρεπῶς ὁμοῦ τε καὶ πολεμικῶς, καὶ δεσποτικῶς κάτεισι κάτω τοῦ ᾅδου καὶ θανάτου·
καὶ τύραννον διὰ θανάτου τὰς ἀθανάτους τῶν ἀσωμάτων στρατευμάτων καὶ ταγμάτων ἀοράτων οὐ δώδεκά τινας λεγεῶνας, ἀλλὰ μυρίας μυριάδας καὶ χιλίας χιλιάδας ἔχων ἀγγέλων, ἐξουσιῶν, θρόνων ἀθρόνων, ἑξαπτερύγων, ἀπτερύγων, πολυομμάτων, ἀομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων·
ἅτε δὴ ἅτε ὡς οἰκεῖον ∆εσπότην, καὶ βασιλέα προπεμπούσας, καὶ δορυφορούσας, καὶ τιμώσας Χριστόν·
οὐ συμμάχους·
ἄπαγε! Ποίας γὰρ καὶ συμμαχίας ὁ παντοδύναμος ἐπιδέεται Χριστός;
Ἀλλ' ὀφειλούσας ὁμοῦ καὶ φιλούσας τῷ ἑαυτῶν ἀεὶ παρίστασθαι ∆εσπότῃ τῷ Θεῷ φερέγγειοί τινες δορυφόροι, ὁπλῖται καὶ σκηπτοῦχοι λαμπροὶ τῆς θείας ὀξεῖς δεσποτικῆς σκηπτουχίας, νεύματι μόνῳ σπουδῇ τῷ θείῳ τάχει ἀλλήλας προφθανούσας, ὁμοῦ εἰς ἔργον ἀγούσας τῇ κελεύσει τὴν πρᾶξιν, καὶ τῇ νίκῃ κατεστεμμένας πρὸς ἐχθρῶν καὶ παρανόμων παρατάξεις.
∆ιὸ δὴ καὶ κατιούσας τότε δρόμοις ὁμοῦ τε καὶ σύνδρομοι τῷ Θεῷ καὶ ∆εσπότῃ ἐπὶ τὰ ἐν ᾅδου καὶ ὑπόγεια, καὶ γῆς ἁπάσης βαθύτερα, τῶν ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένων ὑποχθόνια οἰκητήρια, ἐξάγων ἐν ἀνδρείᾳ τοὺς ἀπ' αἰῶνος πεπεδημένους.
Ὡς γοῦν τὰ παντόθυρα, καὶ ἀνήλια, καὶ πανέσπερα τοῦ ᾅδου δεσμωτήρια καὶ οἰκητήρια, καταδύσεις καὶ σπήλαια ἡ θεόδημος τοῦ ∆εσπότου κατέλαβεν αἰγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας Γαβριὴλ ἀρχιστράτηγος·
ἅτε δὴ ἅτε ἐξ ἔθους ὢν χαρᾶς εὐαγγέλια ἀνθρώποις φέρειν καὶ ῥῆσίν τινα ἰσχυρὰν ἀρχαγγελικωτάτων καὶ στρατηγικωτάτων λαμπρὰν καὶ λεοντιαίαν φωνὴν πρὸς τὰς ἐναντίας δυνάμεις, καὶ λέγει·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν·
μεθ' ὃν βοᾷ καὶ Μιχαήλ·
Καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι.
Εἶτα καὶ αἱ δυνάμεις φασίν·
Ἀπόστητε, πυλωροὶ οἱ παράνομοι·
εἶτα καὶ ἐξουσίαι μετ' ἐξουσίας·
Συντρίβητε, αἱ ἁλύσεις αἱ ἄλυτοι·
καὶ ἄλλος·
Αἰσχύνθητε, ἐναντίοι πολέμιοι·
καὶ ἕτερος·
Φοβήθητε, τύραννοι οἱ παράνομοι.
Καὶ καθάπερ ἐπί τινος φοβερᾶς καὶ ἀηττήτου παντοδυνάμου βασιλικῆς τροπαιούχου στρατοῦ παρατάξεως φρίκη τις καὶ τάραχος καὶ φόβος κατώδυνος τοῖς τοῦ ἀκαταγωνίστου ∆εσπότου ἐπιπίπτει ἐχθροῖς·
οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τοῖς ἐν ᾅδου ἐκείνοις καὶ παραδόξου Χριστοῦ ἐν τοῖς καταχθονίοις παρουσίας ἐξαίφνης ἐγένετο·
ἄνωθεν ἀστραπῆς ἡ ἀμαύρωσις τῶν ἐναντίων τοῦ ᾅδου δυνάμεων τὰς ὄψεις σκοτίζουσα καὶ βροντοφώνων βοῶν ἀκουόντων καὶ στρατῶν κελευόντων λέγοντας·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Οὐ γὰρ ἀνοίξατε, ἀλλ' ἐξ αὐτῶν θεμελίων ταύτας ἄρατε, ἐκριζώσατε, μεταστήσατε εἰς τὸ μηκέτι κλείεσθαι·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Οὐχ ὡς ἀδυνατοῦντος τοῦ παρόντος ∆εσπότου καὶ θυρῶν κεκλεισμένων ὅτε κελεύει εἰσέρχεσθαι, ἀλλὰ δραπετοδούλως ὑμῖν ἐπιτρέποντος τὴν τῶν πυλῶν τῶν αἰωνίων ἔπαρσιν καὶ μετάστασιν καὶ κατάκλασιν.
∆ιὸ οὐδὲ τοῖς δήμοις ὑμῶν, ἀλλ' αὐτοῖς τοῖς δοκοῦσι παρ' ὑμῶν εἶναι ἄρχουσιν, αὐτοῖς ἐπιτρέπει λέγων·
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Ὑμῶν, ἀλλ' οὐκ ἄλλων τινῶν.
Λοιπὸν ἄρχοντες.
Εἰ γὰρ καὶ μέχρι τοῦ νῦν τῶν ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένων κακῶς ἤρξατε·
ἀλλ' οὐκέτι λοιπὸν αὐτῶν, ἀλλ' οὐδ' ἄλλων, ἀλλ' ὑμῶν, ἀλλ' οὐδ' αὐτῶν ὑμῶν ἔσεσθε ἄρχοντες.
Πάρεστι γὰρ Χριστὸς ἡ οὐράνιος θύρα·
Ὁδοποιήσατε τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τῶν τοῦ ᾅδου δυσμῶν.
Κύριος ὄνομα αὐτοῦ, καὶ τοῦ Κυρίου Κυρίου αἱ διέξοδοι τῶν τοῦ θανάτου πυλῶν.
Ὑμεῖς ἐποιήσατε τὰς εἰσόδους·
τὰς διεξόδους αὐτὸς ποιῆσαι παραγέγονεν.
∆ιὸ μὴ μέλλετε·
Ἄρατε πύλας καὶ ταχύνατε·
ἄρατε, καὶ μὴ ἀναβάλλετε.
Εἰ δὲ ἀναμένειν νομίζετε, αὐταῖς ταῖς πύλαις ἀχειρὶ καὶ αὐτοματὶ αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν.
Καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι.
Ἅμα αἱ δυνάμεις ἐβόησαν, ἅμα αἱ πύλαι ἐπήρθησαν, ἅμα αἱ ἁλύσεις ἐλύθησαν, ἅμα οἱ μοχλοὶ κατεκλάσθησαν, ἅμα τὰ κλεῖθρα ἐξέπεσαν, ἅμα τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου ἐδονήθησαν, ἅμα αἱ ἐναντίαι δυνάμεις εἰς φυγὴν ἐτράπησαν, ἕτερος ἕτερον συνωθούμενος, καὶ ἄλλος πρὸς ἄλλον συμποδιζόμενος, καὶ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ φεύγειν φθεγγόμενος·
ἔφριξαν, ἐσαλεύθησαν, κατεπλάγησαν, ἐταράχθησαν, ἠλλοιώθησαν, ἐθροήθησαν, ἔστησαν ὁμοῦ καὶ ἐξέστησαν, ἠπόρησαν ὁμοῦ καὶ ἐτρόμαξαν.
Καὶ ὁ μὲν κεχηνὼς ἵστατο, ὁ δὲ τοῖς γόνασι τὸ πρόσωπον συνεκάλυπτε·
καὶ ἄλλος πρηνὴς ἀνεπήγνυτο, καὶ ἕτερος ὡσεὶ νεκρὸς ἀπεστηλοῦτο, καὶ ἄλλος τῷ θάμβει κατείχετο, καὶ ἕτερος οὐρανίων ἠλλοιωμένος κατέκειτο, καὶ ἄλλος ἐνδότερον ἔφευγεν.
Ἐκεῖ γὰρ τότε διέκοψε Χριστὸς ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν·
ἐκεῖ ἐσείσθησαν ἐν αὐτῷ, ἐκεῖ διήνοιξαν χαλινοὺς αὐτῶν λέγοντες·
Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;
τίς ἐστιν οὗτος ὁ τοσοῦτος, ὁ μετὰ τοσούτων τοιαῦτα ἐνταῦθα ἐπιτελῶν θαύματα;
Τίς οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, ὁ ἐν ᾅδῃ ποιῶν νῦν τὰ οὐδέποτε ἐν ᾅδῃ γενόμενα;
τίς οὗτος ὁ ἐξάγων ἔνθεν τοὺς ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένους;
τίς ἐστιν οὗτος ὁ λύσας καὶ καταλύσας ἡμῶν τῶν ἀηττήτων τὸ θράσος καὶ τὸ κράτος, καὶ ἐξάγων ἐκ τῆς τοῦ ᾅδου φυλακῆς τοὺς ἀπ' αἰῶνος πεπεδημένους;
Πρὸς οὓς ἀνέκραζον αἱ τοῦ ∆εσπότου δυνάμεις λέγουσαι·
Μαθεῖν βούλεσθε, ὦ παράνομοι τύραννοι, τίς ἐστιν οὗτος βασιλεὺς τῆς δόξης;
Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός·
Κύριος δυνατὸς καὶ ἰσχυρὸς καὶ ἀήττητος ἐν πολέμοις.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἐκ τῶν οὐρανίων ἀψίδων ἐξορίσας καὶ ἀποῤῥίψας ὑμᾶς, ὦ δείλαιοι καὶ παράνομοι τύραννοι! Ἐκεῖνος οὗτός ἐστιν ὁ ἐν ὕδασι Ἰορδάνου συντρίψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ὑμῶν.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ διὰ σταυροῦ στηλιτεύσας, καὶ θριαμβεύσας, καὶ νεκρώσας ὑμᾶς.
Ἐκεῖνος οὗτός ἐστιν ὁ δήσας, καὶ ζοφώσας, καὶ τῇ ἀβύσσῳ παραπέμψας ὑμᾶς.
Οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ πυρὶ αἰωνίῳ καὶ γεέννῃ παραπέμπων καὶ ἀπολλῶν ὑμᾶς.
Λοιπὸν μὴ μέλλετε, μηδὲ ἀναμένετε, ἀλλὰ σπεύσατε, καὶ τοὺς δεσμίους ἐξάξατε, οὓς μέχρι καὶ νῦν κακῶς κατεπίετε.
Τὸ γὰρ ὑμέτερον κράτος λοιπὸν καταλέλυται·
ἡ ὑμῶν τυραννὶς λοιπὸν πέπαυται·
τὸ ὑμέτερον φρύαγμα δεινῶς κατήργηται·
ἡ ὑμῶν μεγαλαυχία εἰς τέλος ἐκλέλοιπεν·
ἡ ὑμῶν ἰσχὺς πεπάτηται καὶ ἀπόλωλε.
Ταῦτα αἱ δεσποτικαὶ τοῦ ∆εσπότου δυνάμεις ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἔλεγον, ὁμοῦ τε καὶ κατέσπευδον.
Καὶ οἱ μὲν τὸ δεσμωτήριον ἐξ αὐτῶν τῶν θεμελίων κατέσκαπτον·
οἱ δὲ τὰς ἐναντίας ἐξουσίας κατεδίωκον ἐκ τῶν ἐξωτέρων ταμείων φευγούσας ἐνδότερον.
Καὶ ἄλλοι τὰς καταδύσεις, καὶ τὰ φρούρια, καὶ τὰ σπήλαια διερεύνων, καὶ ἔτρεχον.
Καὶ ἕτεροι ἄλλος ἄλλον ἄλλοθεν δέσμιον τῷ ∆εσπότῃ προσέφερον, καὶ ἄλλοι τὸν τύραννον δεσμοῖς ἀλύτοις ἔδεον, καὶ ἕτεροι τοὺς ἀπ' αἰῶνος δεσμίους ἀπέλυον·
καὶ ἄλλοι ἐπέταττον, καὶ ἕτεροι ὑπούργουν ὡς τάχιστα·
καὶ οἱ μὲν εἰσερχομένου τοῦ ∆εσπότου ἐνδότερον προέτρεχον, οἱ δὲ ὡς βασιλεῖ καὶ Θεῷ νικηφόρῳ παρείποντο.
Τούτων δὴ λοιπὸν οὕτως, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τούτων ἐν τῷ ᾅδῃ γινομένων τε καὶ βοωμένων, θρυλλουμένων ἁπάντων καὶ σειομένων, ὡς ἡ παρουσία τοῦ ∆εσπότου αὐτὰ τὰ κατώτατα τῶν κατωτάτων καταλαμβάνειν ἔμελλεν, ὁ Ἀδὰμ ἐκεῖνος, ὁ πάντων ἀνθρώπων πρωτόκτιστος, καὶ πρωτόπλαστος, καὶ πρωτόθνητος ἐνδότερος πάντων, μετὰ πολλῆς τῆς ἀσφαλείας δέσμιος κατεχόμενος, ἤκουε τῶν τοῦ ∆εσπότου ποδῶν πρὸς τοὺς δεσμίους εἰσερχομένων, καὶ ἐγνώρισε τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ περιπατοῦντος, καὶ στραφεὶς πρὸς ἅπαντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἀπ' αἰῶνος δεσμίους φησί·
Φωνὴν ποδῶν τινος ἀκούω πρὸς ἡμᾶς εἰσερχομένου·
καὶ ἐὰν ὅλως ἐνταῦθα ἐκεῖνος παραγενέσθαι κατηξίωσεν, ἡμεῖς τῶν δεσμῶν ἠλευθερώθημεν·
ἐὰν ὅλως ἐκεῖνον μεθ' ἡμῶν ὀψόμεθα, ἡμεῖς τοῦ ᾅδου λυτρούμεθα.
Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα τοῦ Ἀδὰμ πρὸς πάντας τοὺς συγκαταδίκους αὐτοῦ λέγοντος, εἰσῆλθεν ὁ ∆εσπότης πρὸς αὐτοὺς, τὸ νικητικὸν ὅπλον τοῦ σταυροῦ κατέχων.
Ὃν ἰδὼν ὁ Ἀδὰμ ὁ πρωτόπλαστος, καὶ τῇ ἐκπλήξει τὸ στῆθος τύψας, ἐβόησε πρὸς πάντας, καὶ εἶπεν·
Ὁ Κύριός μου μετὰ πάντων.
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Χριστὸς, λέγει τῷ Ἀδάμ·
Καὶ μετὰ τοῦ πνεύματός σου·
καὶ κρατήσας αὐτοῦ τῆς χειρὸς ἀνίστησι, λέγων·
Ἔγειρε, ὁ καθεύδων, καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός.
Ἐγὼ ὁ Θεός σου, ὁ διὰ σὲ γενόμενος υἱός σου, ὁ διὰ σὲ καὶ τοὺς ἀπὸ σοῦ, νῦν λέγων καὶ κατ' ἐξουσίαν ἐπιτρέπων τοῖς ἐν δεσμοῖς·
Ἐξέλθετε, καὶ τοῖς ἐν σκότει·
Φωτίσθητε, καὶ τοῖς κεκοιμημένοις·
Ἀνάστητε·
σοὶ διακελεύομαι·
Ἔγειρε, ὁ καθεύδων·
οὐ γὰρ διὰ τοῦτό σε πεποίηκα, ἵνα ἐν ᾅδῃ κατέχῃ δέσμιος.
Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν·
ἐγώ εἰμι ἡ ζωὴ τῶν νεκρῶν.
Ἀνάστα, πλάσμα τὸ ἐμὸν, ἀνάστα, μορφὴ ἡ ἐμὴ, καὶ κατ' εἰκόνα ἐμὴν γεγενημένη.
Ἔγειρε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν·
σὺ γὰρ ἐν ἐμοὶ, κἀγὼ ἐν σοὶ, ἓν καὶ ἀδιαίρετον ὑπάρχομεν πρόσωπον·
διὰ σὲ ὁ Θεός σου γέγονα υἱός σου·
διὰ σὲ ὁ ∆εσπότης, ἔλαβον τὴν σὴν μορφὴν τοῦ δούλου·
διὰ σὲ ὁ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν ἦλθον ἐπὶ γῆς καὶ ὑποκάτω γῆς·
διὰ σὲ τὸν ἄνθρωπον γέγονα ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος, ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος·
διὰ σὲ τὸν ἀπὸ κήπου ἐξελθόντα ἀπὸ κήπου Ἰουδαίοις παρεδόθην, καὶ ἐν κήπῳ ἐσταυρώθην.
Ἴδε τοῦ προσώπου μου τὰ ἐμπτύσματα, ἅπερ διὰ σὲ κατεδεξάμην, ἵνα σε ἀποκαταστήσω εἰς τὸ ἀρχαῖον ἐμφύσημα.
Ἴδε μου τῶν σιαγόνων τὰ ῥαπίσματα, ἃ κατεδεξάμην, ἵνα σου τὴν διαστραφεΐσαν μορφὴν ἐπανορθώσω εἰς τὸ κατ' εἰκόνα μου.
Ἴδε μου τοῦ νώτου τὴν φραγγέλλωσιν, ἣν κατεδεξάμην, ἵνα σκορπίσω τῶν ἁμαρτιῶν σου τὸ φορτίον τὸ ἐπὶ τοῦ νώτου κείμενον.
Ἴδε μου τὰς προσηλωθείσας χεῖρας ἐν τῷ ξύλῳ καλῶς, διὰ σὲ τὸν ἐκτείναντα τὴν χεῖρα ἐν τῷ ξύλῳ κακῶς.
Ἴδε μου τοὺς προσηλωθέντας, καὶ ὀρυχθέντας τῷ ξύλῳ πόδας, διὰ τοὺς σοὺς πόδας τοὺς κακῶς δραμόντας ἐπὶ τὸ ξύλον τῆς παρακοῆς τῇ ἕκτῃ ἡμέρᾳ, ᾗ ἡ ἀπόφασις γέγονεν, καὶ τὴν σὴν ἀνάπλασιν, καὶ παραδείσου ἄνοιξιν πεπόνημαι.
Ἐγευσάμην διὰ σὲ χολὴν, ἵνα ἰάσωμαί σοι τὴν διὰ βρώσεως ἐκείνης τῆς γλυκείας πικρὰν ἡδονήν.
Ἐγευσάμην ὄξους, ἵνα καταργήσω τοῦ σοῦ θανάτου τὸ δριμὺ, καὶ παρὰ φύσιν ποτήριον.
Ἐδεξάμην σπόγγον, ἵνα ἐξαλείψω τὸ χειρόγραφόν σου τῆς ἁμαρτίας.
Ἐδεξάμην κάλαμον, ἵνα ὑπογράψω ἐλευθερίαν τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων.
Ὕπνωσα ἐν τῷ σταυρῷ, καὶ ῥομφαίᾳ ἐνύχθην τὴν πλευρὰν, διὰ σὲ τὸν ἐν παραδείσῳ ὑπνώσαντα, καὶ τὴν Εὔαν ἐκ πλευρᾶς ἐξενέγκαντα.
Ἡ ἐμὴ πλευρὰ ἰάσατο τὸ ἄλγος τῆς πλευρᾶς·
ὁ ἐμὸς ὕπνος ἐξάξει σε ἐκ τοῦ ἐν ᾅδῃ ὕπνου·
ἡ ἐμὴ ῥομφαία ἔστησε τὴν κατὰ σοῦ στρεφομένην ῥομφαίαν.
Λοιπὸν ἔγειρε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν.
Ἐξήγαγέ σε ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ γῆς παραδείσου·
ἀποκαθιστῶ σε οὐκέτι ἐν παραδείσῳ, ἀλλ' ἐν οὐρανίῳ θρόνῳ.
Ἐκώλυσά σε τοῦ ξύλου τοῦ τυπικοῦ τῆς ζωῆς, ἀλλ' ἰδοὺ αὐτὸς ἐγὼ ἡνώθην σοι ἡ ζωή.
Ἔταξα τὰ χερουβὶμ δουλοπρεπῶς φυλάττειν σε·
ποιῶ τὰ χερουβὶμ θεοπρεπῶς προσκυνῆσαί σε.
Ἐκρύβης ἀπὸ Θεοῦ ὡς γυμνός·
ἀλλ' ἰδοὺ ἔκρυψας ἐν ἑαυτῷ Θεὸν γυμνόν.
Ἐνεδύθης τὸν τῆς αἰσχύνης δερμάτινον χιτῶνα·
ἀλλ' ἐνεδύθην Θεὸς ὢν τὸν τῆς σῆς σαρκὸς αἱμάτινον χιτῶνα.
∆ιὸ ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν, ἀπὸ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν, ἀπὸ τῆς φθορᾶς εἰς ἀφθαρσίαν, ἀπὸ τοῦ σκότους εἰς τὸ αἰώνιον φῶς.
Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν, ἀπὸ τῆς ὀδύνης εἰς εὐφροσύνην, ἀπὸ δουλείας εἰς ἐλευθερίαν, ἀπὸ φυλακῆς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ, ἀπὸ τῶν δεσμῶν ἐπὶ τὴν ἄνεσιν, ἀπὸ τῆς κατοχῆς ἐπὶ τὴν τοῦ παραδείσου τρυφὴν, ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸν οὐρανόν.
Ἐπὶ τοῦτο γὰρ ἀπέθανον, καὶ ἀνέστην, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσω.
Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν·
ὁ γὰρ Πατήρ μου ὁ οὐράνιος τὸ ἀπολωλὸς ἐκδέχεται πρόβατον.
Τὰ ἐννενήκοντα ἐννέα τῶν ἀγγέλων πρόβατα τὸν σύνδουλον ἀναμένουσιν Ἀδὰμ, πότε ἀναστῇ, καὶ πότε ἀνέλθῃ καὶ πρὸς Θεὸν ἐπανέλθῃ.
Χερουβικὸς θρόνος ηὐτρέπισται·
οἱ ἀναφέροντες ὀξεῖς τε καὶ ἕτοιμοι·
ὁ νυμφὼν παρεσκεύασται·
ἐδέσματα ἕτοιμα·
αἱ αἰώνιοι σκηναὶ καὶ μοναὶ ἕτοιμοι·
οἱ θησαυροὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνεῴχθησαν, ἡ τῶν οὐρανῶν βασιλεία πρὸ αἰώνων ἡτοίμασται·
ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδεν, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἀγαθὰ τὸν ἄνθρωπον περιμένουσι.
Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα τοῦ ∆εσπότου λέγοντος, ἀνίστανται σὺν αὐτῷ ὁ ἐν αὐτῷ ἡνωμένος Ἀδὰμ, καὶ συνανίσταται καὶ ἡ Εὔα·
καὶ ἄλλα πολλὰ σώματα πίστει ἀπ' αἰῶνος κεκοιμημένα ἀνέστησαν κηρύττοντα τοῦ ∆εσπότου τριήμερον ἀνάστασιν, ἣν φαιδρῶς, οἱ πιστοὶ, ὑποδεξώμεθα, καὶ ὀψώμεθα, καὶ περιπτυξώμεθα μετὰ ἀγγέλων χορεύοντες, μετὰ τῶν ἀσωμάτων ἑορτάζοντες, ὁμοῦ καὶ συνδοξάζοντες τὸν ὑμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς Χριστὸν ἀναστήσαντα, καὶ ζωοποιήσαντα·
ᾧ ἡ δόξα, καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ, καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι·
νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...