Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος
Διακηρύττουμε παρουσίαν Χριστού, όχι μόνον μίαν αλλά και δευτέραν, πολύ καλλιτέραν της προηγουμένης. Διότι η πρώτη αποτελούσε επίδειξιν υπομονής, ενώ η ερχομένη φέρει το στέμμα της θείας Βασιλείας. Πράγματι στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τα πάντα, ως επί το πλείστον, είναι διπλά. Διπλή γέννησις, μία από τον Θεόν προαιωνίως και μία από την Παρθένον στους εσχάτους καιρούς. Δύο κάθοδοι. Μία η αφανής, και δευτέρα ένδοξος και επιφανής, η μέλλουσα. Κατά την πρώτην παρουσίαν εσπαργανώθη στην φάτνην, στην δευτέραν ενδύεται φως ως ιμάτιον. Στην πρώτην «υπέμεινε σταυρόν, αισχύνης καταφρονήσας», στην δευτέραν θα έλθη δοξαζόμενος, δορυφορούμενος από στρατιές αγγέλων. Δεν μένουμε λοιπόν στην πρώτην μόνον παρουσίαν, αλλά προσδοκούμε και την δευτέραν. Και είπαμε μεν στην πρώτην «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», αλλά και στην δευτέρα θα ειπούμε πάλι το ίδιον, όταν συναντήσωμε μαζί με τους αγγέλους τον Δεσπότην, και προσκυνώντας αυτόν θα ειπούμε: «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Έρχεται ο Σωτήρ όχι για να δικασθή πάλιν, αλλά για να δικάση τους δικαστάς του. Αυτός που προηγουμένως, όταν εκρίνετο, εσιωπούσε, λέγει ύστερα στους παρανόμους, υπενθυμίζοντας όσα ετόλμησαν κατά την σταύρωση: «Ταύτα εποίησας και εσίγησα». Τότε ήλθε για να εκπληρώση την Θείαν Οικονομίαν, και εδίδασκε τους ανθρώπους με την πειθώ. Τώρα όμως θα αναγκασθούν να τον αναγνωρίσουν ως Βασιλέα τους, έστω και χωρίς να το θέλουν.
Περί των δύο τούτων παρουσιών ο προφήτης Μαλαχίας λέγει: «και εξαίφνης θα έλθη εις τον ναόν αυτού ο Κύριος, ον υμείς ζητείτε». Ιδού η μία παρουσία. Και πάλι περί της δευτέρας παρουσίας λέγει: «Και ο άγγελος της διαθήκης ον υμείς θέλετε. Ιδού έρχεται Κύριος Παντοκράτωρ, και τις υπομενεί ημέραν εισόδου αυτού;». Και αμέσως στην συνέχεια λέγει ο ίδιος ο Σωτήρ: «και προσάξω προς υμάς εν κρίσει, και έσομαι μάρτυς ταχύς επί τους μάγους και επί τας μοιχαλίδας και επί τους ομνύοντας τω ονόματί μου επί ψεύδει», και τα λοιπά. Γι’ αυτό ο Παύλος θέλοντας να μας ασφαλίση εκ των προτέρων λέγει: «ει τις εποικοδομεί επί τον θεμέλιον τούτον χρυσόν και άργυρον και λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται». Ήδη και ο Παύλος έχει επισημάνει τις δύο αυτές παρουσίες, όταν γράφη προς τον Τίτον και λέγει: επεφάνη η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς ίνα, αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας, σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Βλέπεις πώς ανέφερε μεν την πρώτην, για την οποίαν ευχαριστεί, και την δευτέραν, την οποίαν προσδοκούμε; Γι’ αυτό και η πίστις μας, όσον αφορά στο γεγονός αυτό το οποίον σας αναγγέλλουμε τώρα, μας παρεδόθη έτσι, να πιστεύωμε δηλαδή στον «ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθίσαντα εκ δεξιών του Πατρός και ερχόμενον εν δόξη, κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος».
Έρχεται λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός από τους ουρανούς, έρχεται δε στην συντέλειαν του κόσμου τούτου ενδόξως, κατά την εσχάτην ημέρα. Διότι θα γίνη συντέλεια του κόσμου τούτου, και ο κτιστός αυτός κόσμος θα ανακαινισθή πάλι. Επειδή δηλαδή επεκράτησε σε όλην την γην η διαφθορά και η κλοπή και η μοιχεία και κάθε είδος αμαρτίας, και συμβαίνουν σε όλον τον κόσμον αιμομιξίες, για να μη μείνη το θαυμαστόν αυτό κατοικητήριον πλήρες ανομίας, ο κόσμος αυτός μέλλει να παρέλθη, για να αναδειχθή ο καλλίτερος. Θέλεις να λάβης την απόδειξιν από τα ρητά της Γραφής; Άκου τον Ησαϊα που λέγει: «και ειληθήσεται ως βιβλίον ο ουρανός, και τα άστρα πεσείται ως φύλλα εξ αμπέλου, και ως πίπτει φύλλα από συκής». Και το Ευαγγέλιον λέγει: «ο ήλιος σκοτισθήσεται, και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής, και οι αστέρες πεσούνται από του ουρανού». Ας μη λυπούμεθα σαν να πεθαίναμε μόνον εμείς. Και οι αστέρες θα αποθάνουν, αλλά θα ξαναγίνουν πάλιν όπως είναι τώρα. Και θα περιτυλίξη ο Κύριος τους ουρανούς όχι για να τους καταστρέψη, αλλά για να τους ανανεώση, να τους κάμη καλλιτέρους. Άκου τον Προφήτην Δαβίδ που λέγει: «κατ’ αρχάς Συ, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί. Αυτοί απολούνται, Σύ δε διαμένεις». Αλλά θα ειπή κάποιος. Κοίτα, το λέγει σαφώς ότι απολούνται, θα καταστραφούν. Άκου πώς εννοεί το «απολούνται», το λέγει στην συνέχεια: «και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, και ωσεί περιβόλαιον (σαν επανωφόρι δηλαδή) ελίξεις αυτούς, και αλλαγήσονται». Όπως λέγεται ότι ο δίκαιος απέθανε, σύμφωνα με το γραφικόν. «Ίδετε ως ο δίκαιος απώλετο, και ουδείς εκδέχεται τη καρδία», και αυτό επειδή προσδοκούμε την Ανάσταση. Κατ’ ανάλογον τρόπο προσδοκούμε και ανάσταση των ουρανών. «Ο ήλιος μεταστραφήσεται εις σκότος, και η σελήνη εις αίμα». Ας διδαχθούν αυτοί που επέστρεψαν από την αίρεση των Μανιχαίων, και ας μη θεοποιούν πλέον τα φωτεινά σώματα του ουρανού, ούτε να θεωρούν δυσσεβώς ότι ο ήλιος αυτός που μέλλει να σκοτισθή είναι ο Χριστός. Και πάλιν άκου τον Κύριο που λέγει: «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν». Τα κτίσματα δηλαδή δεν είναι ισότιμα με τους λόγους του Δεσπότου…
Αναμένουμε λοιπόν όντως και προσδοκούμε τον Κύριον ερχόμενον από τους ουρανούς, επάνω σε νεφέλες. Θα ηχήσουν τότε σάλπιγγες αγγελικές. Πρώτοι θα αναστηθούν όσοι από τους νεκρούς έχουν κοινωνίαν με τον Χριστόν. Έπειτα αρπάζονται σε νεφέλες όσοι ευλαβείς θα ζουν τότε, λαμβάνοντας ως έπαθλο την τιμήν αυτήν η οποία υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα, επειδή και ηγωνίσθησαν υπεράνθρωπα, όπως λέγει ο Παύλος. «Ότι αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλλου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ’ ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον. Έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι, άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις, εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα».
Την εγνώριζεν αυτήν την Παρουσίαν του Κυρίου ο Εκκλησιαστής, όταν έλεγε: «ευφραίνου, νεανίσκε, εν νεότητί σου». Και τι θα γίνη όταν έλθη ο Κύριος; «Ανθήσει το αμύγδαλον και παχυνθήσεται η ακρίς, και διασκεδασθήσεται η κάππαρις». Όπως μάλιστα λέγουν οι ερμηνευταί, η ανθισμένη αμυγδαλιά σημαίνει ότι ο χειμών παρήλθε. Μετά δε τον χειμώνα μέλλουν να ανθήσουν τα σώματά μας, να γίνουν άνθη επουράνια. Και θα παχυνθή η ακρίς, η πτερωτή ψυχή, περιβαλλομένη το σώμα της. «Και διασκεδασθήσεται η κάππαρις», θα διασκορπισθούν δηλαδή οι ακανθώδεις παράνομοι.
Βλέπεις ότι όλοι προλέγουν την Παρουσίαν του Κυρίου; Βλέπεις ότι γνωρίζουν την φωνήν του σπουργίτη; Ποίαν φωνήν; Ας ιδούμε: «Ότι αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ’ ουρανού». Αρχάγγελος απευθύνεται σε όλους και λέγει: «εγείρεσθε εις απάντησιν του Κυρίου», και θα είναι φοβερά η κάθοδος του Δεσπότου. Και σύμφωνα με την Γραφήν που έχουμε αναγνώσει, «ο Υιός του ανθρώπου έρχεται προς τον Πατέρα επί των νεφελών του ουρανού, ποταμού πυρός έλκοντος», ο οποίος δοκιμάζει τους ανθρώπους. Όποιος έχει έργα χρυσά, γίνεται λαμπρότερος. Όποιος έχει έργα σαθρά, τα οποία δεν αντέχουν στην δοκιμήν, αφανίζονται από το πυρ. Και ο Πατήρ «καθέζεται, έχων το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και την τρίχα της κεφαλής ως έριον καθαρόν». Βεβαίως εδώ ομιλεί ανθρωπίνως. Τι εννοεί δηλαδή; Ότι είναι Βασιλεύς εκείνων που δεν εμολύνθησαν από αμαρτίες. Διότι λέγει «λευκανώ τας αμαρτίας υμών ως χιόνα και ωσεί έριον», που συμβολίζουν εδώ την συγχώρηση των αμαρτιών ή και την αναμαρτησίαν. Έρχεται δε ο Κύριος από τους ουρανούς επάνω σε νεφέλες, αφού με νεφέλες ανέβη εκεί...
Αλλά ποίον θα είναι το σημείον της Παρουσίας αυτού, ώστε να μην τολμήση κάποια εναντία δύναμις να το μιμηθή; «Και τότε», λέγει, «φανήσεται το σημείον του Υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ». Και το αληθές και διακριτικόν σημείον του Χριστού είναι ο σταυρός. Το φωτοειδές σημείον του σταυρού προηγείται του Βασιλέως, αναγγέλλοντας αυτόν ο οποίος είχε τότε σταυρωθεί, ώστε να τον ιδούν οι Ιουδαίοι οι οποίοι τότε τον είχαν κεντήσει στην πλευράν και είχαν συνωμοτήσει εναντίον του. Να θρηνήσουν πικρώς κάθε φυλή χωριστά, και να ειπούν: Αυτός είναι εκείνος που εραπίσθη, αυτός είναι εκείνος τον οποίον περιέβαλλαν με δεσμά, αυτός είναι εκείνος τον οποίον εξηυτέλισαν, αφού πρώτα τον εσταύρωσαν. Και θα ειπούν τότε: Πού να πάμε για να αποφύγωμε την οργήν σου; Αλλά από πουθενά δεν θα ημπορέσουν να ξεφύγουν, αφού θα τους έχουν περικυκλώσει οι στρατιές των αγγέλων. Φόβητρον θα είναι το σημείον του σταυρού για τους εχθρούς του, και χαρά για τους φίλους του, οι οποίοι επίστευσαν σ’ αυτόν ή τον εκήρυξαν ή έπαθαν γι’ αυτόν. Ποίος άραγε θα είναι μακάριος να ευρεθή τότε φίλος του Χριστού; Δεν καταφρονεί τους δούλους τους ιδικούς του ο τόσον ένδοξος Βασιλεύς, αυτός που περιστοιχίζεται από αγγέλους, ο σύνθρονος με τον Πατέρα. Και για να μην αναμιχθούν οι εκλεκτοί με τους εχθρούς, «αποστελεί τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος μεγάλης, και επισυνάξει τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων». Αφού δεν κατεφρόνησε τον Λώτ, που ήταν ένας, πώς είναι δυνατόν να καταφρονήση τους πολλούς δικαίους; «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου», θα ειπή προς εκείνους που θα επιβαίνουν σε νεφελώδη άρματα, και οι οποίοι θα έχουν συναχθή από τους αγγέλους.
Αλλά θα ειπή κάποιος από τους παρόντες. Είμαι πτωχός, ή θα συμβή τότε να ευρεθώ ασθενής στο κρεββάτι, ή είμαι γυναίκα και θα ευρίσκωμαι εκείνην την ώρα στον μύλο. Μήπως θα περιφρονηθούμε; Έχε θάρρος, άνθρωπέ μου. Ο Κριτής είναι απροσωπόληπτος. «Ου κατά την δόξαν κρινεί, ουδέ κατά την λαλιάν ελέγξει». Δεν προτιμά τους λογίους από τους απαιδεύτους, ούτε τους πλουσίους από τους πτωχούς. Και στον αγρόν αν είσαι, θα σε παραλάβουν οι άγγελοι. Μη νομίσης ότι θα πάρη τους γαιοκτήμονες και εσέ που είσαι γεωργός θα σε αφήση. Και αν είσαι δούλος ή πτωχός, μην αγωνιάς. Αυτός που έλαβε μορφήν δούλου δεν καταφρονεί τους δούλους. Και αν είσαι στο κρεββάτι ασθενής, έχει γραφή: «Τότε δυο έσονται επί κλίνης μιάς, εις παραλαμβάνεται, και εις αφίεται». Και αν κατ’ ανάγκην ευρεθής να εργάζεσαι στον μύλον, άνδρας η γυναίκα, και αν φορής χειροπέδες, δεν θα σε παραβλέψη αυτός που ηλευθέρωσε τον Ιωσήφ και τον οδήγησε από την δουλεία και την φυλακή στην βασιλείαν. Θα λυτρώση και σε από τις θλίψεις και θα σου χαρίση την Βασιλείαν των Ουρανών. Μόνον να έχης θάρρος, μόνον να εργασθής πνευματικώς, μόνον να αγωνισθής προθύμως. Επειδή τίποτε δεν πάει χαμένο. Κάθε σου προσευχή και ψαλμωδία έχει καταγραφεί. Κάθε σου ελεημοσύνη έχει καταγραφεί, κάθε νηστεία έχει καταγραφεί, κάθε γάμος που διεφυλάχθη καλώς έχει καταγραφεί. Έχει καταγραφεί και η εγκράτεια που έγινε για τον Θεόν. Τα πρωτεία δε των στεφάνων μεταξύ όλων των καταγεγραμμένων τα έχει η παρθενία και η αγνότης. Και μέλλεις να λάμπης ως άγγελος. Αλλά όπως ήκουσες ευχαρίστως τα καλά, άκου τώρα με ψυχραιμία και τα αντίθετα. Έχει καταγραφεί κάθε σου πλεονεξία, έχει καταγραφεί κάθε σου πορνεία, έχει καταγραφεί κάθε σου επιορκία και βλασφημία και μαγεία και κλοπή και φόνος. Όλα αυτά λοιπόν είναι καταγεγραμμένα, όσα έχεις πράξει μετά το βάπτισμα. Διότι αυτά που είχες κάμει προηγουμένως εξαλείφονται.
«Όταν δε έλθη», λέγει, «ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού, και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού». Βλέπε, άνθρωπε, ενώπιον πόσων θα εμφανισθής στο κριτήριον. Θα είναι τότε παρόν όλο το γένος των ανθρώπων. Αναλογίσου λοιπόν πόση είναι η φυλή των Ρωμαίων, αναλογίσου πόσοι είναι οι άλλοι, οι βάρβαροι οι οποίοι ζουν τώρα και πόσοι έχουν ταφεί τα τελευταία εκατό χρόνια. Πόσοι ετάφησαν μέσα σε χίλια χρόνια. Αναλογίσου πόσοι είναι από τον Αδάμ μέχρι σήμερα. Μεγάλο πλήθος βέβαια, αλλά και πάλι μικρόν είναι, διότι οι άγγελοι είναι περισσότεροι. Εκείνοι είναι τα ενενήντα εννέα πρόβατα, η δε ανθρωπότης μόνον το ένα. Διότι ανάλογα με το μέγεθος όλων των τόπων πρέπει να υπολογίζωμε και το πλήθος των κατοίκων τους. Η κατοικουμένη γη, ευρισκομένη κατά κάποιον τρόπον στο κέντρον του ενός ουρανού, έχει τόσον μεγάλο πλήθος. Ο ουρανός που την περιβάλλει πόσον πλήθος έχει; Και οι ουρανοί των ουρανών δεν είναι αυτονόητον ότι κατοικούνται από πλήθος αναρίθμητον; Πράγματι έχει γραφή: «χίλιαι χιλιάδες ελειτούργουν αυτώ και μύριαι μυριάδες παρειστήκεσαν αυτώ». Όχι ότι είναι τόσο μόνο το πλήθος, αλλά επειδή ο Προφήτης δεν ημπορούσε να εκφράση μεγαλύτερον αριθμόν. Παρευρίσκεται λοιπόν τότε στο κριτήριον ο Θεός και Πατήρ των απάντων, μαζί του θα κάθηται ο Ιησούς Χριστός, θα είναι δε παρόν και το Αγιον Πνεύμα. Αγγελική σάλπιγγα θα προσκαλέση όλους εμάς, οι οποίοι θα φορούμε ως ένδυμα τα έργα μας. Άραγε δεν οφείλουμε να αγωνιούμε από τώρα; Και μη νομίσης, άνθρωπε, ότι είναι μικρά καταδίκη το να κατακριθής ενώπιον τόσου πλήθους. Μήπως δεν προτιμούμε πολλές φορές να αποθάνωμε παρά να κατηγορηθούμε από φίλους;
Ας έχωμε την αγωνίαν, λοιπόν, αδελφοί, μη μας καταδικάση ο Θεός, ο οποίος, αν πρόκειται να μας καταδικάση, δεν έχει ανάγκην από εξέτασιν ή έλεγχο. Μην ειπής ότι ήταν νύκτα όταν επόρνευσα η έκανα μαγείες η έπραξα κάτι άλλο, και δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί. Από την συνείδησή σου κρίνεσαι. Σε αναγκάζει να ειπής την αλήθεια το φοβερόν πρόσωπον του Κριτού, ή μάλλον, και αν δεν την ειπής, σε ελέγχει. Διότι θα αναστηθής φορώντας τις αμαρτίες σου ή τις αρετές σου. Τι λέγει λοιπόν ο Κριτής περί της ενδυμασίας ή μη των έργων σου; «Και συνάξουσιν έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη». Διότι πρέπει τα πάντα να κλίνουν γόνυ ενώπιον του Χριστού, τα επουράνια και τα επίγεια και τα καταχθόνια. «Και αφορίσει αυτούς απ’ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων». Πώς διαχωρίζει ο ποιμήν; Μήπως ερευνά κάποιο βιβλίον, να μάθη ποίον είναι πρόβατον, και ποίον ερίφιον; Ή τα διακρίνει από την εμφάνιση; Δεν φανερώνει το μαλλί το πρόβατον, το δε σκληρόν και τριχωτόν το ερίφιον; Έτσι, εάν μεν καθαρισθής τώρα από τις αμαρτίες σου, έχεις στο εξής τις πράξεις σου ως έριον καθαρόν, και η στολή σου μένει αμόλυντος. Από την ενδυμασίαν αναγνωρίζεσαι ότι είσαι πρόβατον, εάν όμως ευρεθής τριχωτός, όπως ο Ησαύ, που ήταν δασύτριχος και ελαφρόμυαλος, και ο οποίος έχασε τα πρωτοτόκια για το φαγητό και επώλησε το αξίωμά του, θα ταχθής με την αριστεράν μερίδα. Μη γένοιτο όμως κάποιος από τους παρόντες να αποβληθή από την χάριν, ούτε εξ αιτίας των φαύλων πράξεών του να ευρεθή στα αριστερά τάγματα των αμαρτωλών.
Είναι αληθώς φοβερά η κρίσις, και προξενούν φόβον αυτά που προαναγγέλλονται. Ευρίσκεται ενώπιόν μας η Βασιλεία των ουρανών, έχει ετοιμασθή και το πυρ το αιώνιον. Πώς, λοιπόν, θα ειπή κάποιος, θα αποφύγωμε το πυρ; Και πώς θα εισέλβωμε στην Βασιλείαν; «Επείνασα», λέγει, «και εδώκατέ μοι φαγείν». Ιδού ο τρόπος. Δεν χρειάζεται αλληγορία εδώ, αλλά να εκτελέσωμε τα λεγόμενα. «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγαγετέ με. Γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με. Εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με». Εάν τα πράξης αυτά, θα συμβασιλεύσης. Εάν όμως δεν τα πράξης θα κατακριθής. Άρχισε λοιπόν από τώρα να τα εργάζεσαι αυτά, και επίμενε στην πίστη, για να μην αποκλεισθής έξω, αναβάλλοντας να αγοράσης το έλαιον σαν τις μωρές παρθένους. Μην ξεθαρρευθής επειδή απλώς κρατείς την λαμπάδα, αλλά διατήρησέ την αναμμένην. Ας λάμψη το φως των καλών έργων σου ενώπιον των ανθρώπων, και μη βλασφημείται εξ αιτίας σου ο Χριστός. Φόρεσε ένδυμα αφθαρσίας, διαπρέποντας στα καλά έργα, και όποιαν υπόθεσιν αναλάβης κατ’ οικονομίαν από τον Θεόν για να την διαχειρισθής, να την διαχειρισθής με τρόπον χρήσιμο. Σου ενεπιστεύθη χρήματα; Διαχειρίσου τα καλά. Σου ενεπιστεύθη λόγον διδασκαλίας; Καθοδήγησε καλώς τις ψυχές των ακροατών σου. Ημπορείς να προϊστασαι; Κάμε το αυτό με ζήλον. Υπάρχουν πολλοί τρόποι καλής διαχειρίσεως, μόνο να μη καταδικασθή κάποιος από εμάς και να μην αποβληθή, αλλά με παρρησία να συναντήσωμε τον αιώνιον Βασιλέα Χριστόν, ο οποίος βασιλεύει αιωνίως. Πράγματι, αυτός που θα κρίνη ζώντες και νεκρούς θα βασιλεύη αιωνίως, αφού απέθανε προς χάριν ζώντων και νεκρών, όπως λέγει και ο Παύλος. Και αν κάποτε ακούσης κάποιον να λέγη ότι η Βασιλεία του Χριστού έχει τέλος, μίσησε την αίρεση. Είναι άλλη μία κεφαλή του δράκοντος, που ενεφανίσθη τώρα τελευταία στην Γαλατίαν… Αν και έχω πάρα πολλές μαρτυρίες από τις Θείες Γραφές περί της ατελευτήτου στους αιώνες Βασιλείας του Χριστού, θα αρκεσθώ σ’ αυτά, επειδή είπαμε πολλά σήμερα. Συ δε ο ακροατής να προσκυνής μόνον εκείνον ως Βασιλέα, αποφεύγοντας κάθε αιρετικήν πλάνην. Και αν επιτρέψη η χάρις του Θεού, θα ειπούμε με τον καιρό και τα υπόλοιπα της πίστεώς μας. Είθε ο Θεός των όλων να σας διαφυλάξη όλους, ώστε να διατηρήτε στην μνήμην σας τα σημεία της συντελείας του κόσμου, και να μείνετε ακατανίκητοι από τον Αντίχριστον. Έμαθες τα σημεία του πλάνου που πρόκειται να έλθη. Έλαβες τις αποδείξεις του αληθινού Χριστού, του κατερχομένου φανερώς από τους ουρανούς. Τον μεν ένα, τον ψευδή, απόφευγέ τον. Τον δε άλλον τον αληθινόν, προσδόκα τον. Έμαθες τον τρόπον πώς στην Κρίσιν θα καταταγής εκ δεξιών του. Τήρησε αυτά που σου ενεπιστεύθη ως παρακαταθήκην ο Χριστός, διαπρέποντας σε έργα αγαθά, ώστε να παρουσιασθής με παρρησίαν ενώπιον του Κριτού, και να κληρονομήσεις την Βασιλείαν των Ουρανών, δι’ ου και μεθ’ ου η δόξα τω Θεώ συν αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Πηγή: (4ος αιών. Από την ιε΄ Κατήχησι Φωτιζομένων. Εκδ. "Ετοιμασία" σελ. 304. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 473 και εξής. Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς), Η άλλη όψη
Ήμουν μικρό παιδάκι στο χωριό μου, που τότε είχε πολλούς κατοίκους, 3.000 ανθρώπους - και τώρα πια δεν έχει ούτε 400. Οι γονείς μας κι όλοι οι μεγαλύτεροι είχαν πάει στον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Πολέμησαν με ανδρεία έφτασαν μέχρι την Άγκυρα. Αλλά μετά, καταστροφή! Απ’ τους 200 που είχαν φύγει από το χωριό μας, μόνο 30 επέστρεψαν. Δυστυχία… Κλαίγαμε, όλο το χωριό θρηνούσε για τους σκοτωμένους και τους αιχμαλώτους· μια βδομάδα δε φάγαμε, ψωμί δε βάλαμε στο στόμα. Κάθισαν έξω από την εκκλησία οι στρατιώτες με τα κουρελιασμένα ρούχα τους, ξυπόλητοι, με τα πόδια τους πρισμένα, τα μάτια κόκκινα, κλαμένοι. Και ρωτούσαν οι γέροι· -Ρε παιδιά, πώς το πάθαμε; γιατί αυτή η συμφορά; Ο ένας έλεγε· -Φταίνε οι Ρώσοι. Ο άλλος έλεγε· -Φταίνε οι Άγγλοι. Άλλοι έλεγαν· -Φταίνε οι Ιταλοί… Ένας λοχίας, που πολεμώντας έφτασε ως την Άγκυρα κι είχε αριστεία ανδρείας, λέει· -Παιδιά, δε φταίνε ούτε οι Ρώσοι ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Άγγλοι…. Εμείς φταίμε· από την ώρα που πατήσαμε στη Σμύρνη μέχρι που φθάσαμε στην Άγκυρα, βλαστημούσαμε το Θεό και την Παναγιά! Μας έφαγαν οι βλαστήμιες….
Στην πραγματικότητα μας άξιζαν ακόμη μεγαλύτερες τιμωρίες. Αν ήθελε ο Θεός, έλεγε στον ήλιο, Φύγε μακριά, να γίνη η γη κρύσταλλο· ή, Ζύγωσε στη γη, να την κάνεις κάρβουνο. Μας ανέχεται η άπειρος αγάπη του. Κανείς δε μας αγαπάει όπως ο Χριστός.
* * *
Τα δαιμόνια, αγαπητοί μου, δεν τολμούν να πουν λόγο κακό για τον Κύριο, τρέμουν. Κι ο άνθρωπος τι κάνει; Βλαστημάει· ανοίγει το στόμα του και βγάζει φαρμάκι, λάσπη, ακαθαρσία. Βλαστημάει τα θεία· το Θεό, το Χριστό, την Παναγία, το σταυρό, τους αγίους, τα καντήλια, τις κολυμπήθρες, τα πάντα. Ο άνθρωπος γίνεται χειρότερος κι από το διάβολο. Γιατί ο διάβολος πολλά κάνει, αλλά ένα αμάρτημα δεν το κάνει· στα τόσες χιλιάδες χρόνια της ηλικίας του ως τώρα, δε βλαστημάει. Τρέμει.
* * *
Δεν είμαι προφήτης, αδέλφια μου, είμαι αμαρτωλός σαν εσάς· αλλά φοβάμαι. Σας το λέω και γράψτε το. Εάν δεν ληφθούν μέτρα να πάψη η βλαστήμια στα γιαπιά, στα σχολειά, στα μαγαζιά, στα καράβια, στο στρατό, παντού, εάν δεν ληφθούν δρακόντεια μέτρα ώστε το όνομα του Χριστού μας να είνε σεβαστό και άγιο, καμμιά νύχτα θα γίνη κανένας σεισμός χειρότερος από τους προηγουμένους, και δεν θα μείνη «λίθος επί λίθον» (πρβλ. Ματθ. 24, 2) επάνω στην αμαρτωλή αυτή γη, που δεν υπάρχει ούτε ένας να διεκδικήση την τιμή του ονόματος του Θεού!
Γι’ αυτό, αδελφοί μου, να προσπαθήσουμε να εξαλειφθή η βλαστήμια, και μέρα-νύχτα να ευχαριστουμε και να δοξάζουμε το Θεό, που είνε αγάπη, αγάπη μεγάλη και απέραντος. Δόξα στο Θεό· δόξα στην αγία Τριάδα, στον Πατέρα και στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
† επίσκοπος Αυγουστίνος
(απομαγνητοφωνημένη ομιλία)
Το Άγιον Όρος χριστιανοί μου είναι αυτό, που με το έμψυχο υλικό του συνεχίζει την παράδοση της νοεράς ησυχίας, της νοεράς καρδιακής προσευχής. Είναι αυτό που ανέδειξε στα χίλια χρόνια της ιστορικής πορείας του, αναρίθμητες οσιακές μορφές. Και πιστεύω πως όλοι αυτοί υπήρξαν η μεγαλυτέρα προσφορά στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όχι μόνον στην πατρίδα μας, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Πολλοί απ’ αυτούς τους οσίους μοναχούς, αναχωρητάς, ερημίτας και ησυχαστάς, έγιναν γνωστοί και ευμενώς αποδεκτοί ως άγιοι, και από μας που ζούμε ως λαϊκοί μέσα στον κόσμο, και γενικά από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Πολλοί από αυτούς ανεγνωρίσθησαν και ως Άγιοι.
Άλλοι πάλι, και αυτοί ήσαν οι περισσότεροι, θέλησαν να παραμείνουν στην αφάνεια, ακόμα και μετά τον οσιακό θάνατό τους. Και αυτό το κατόρθωσαν με πολύ κόπο και με την βοήθεια του Θεού.
Ο αληθινός Αγιορείτης μοναχός με τη βοήθεια κυρίως της νοεράς νηπτικής εργασίας του και με το πτωχό κομποσχοινάκι του και με τον κανόνα του, προσπαθεί με πολλή επιμέλεια να ζήσει στην αφάνεια. Δεν επιζητεί καμιά αναγνώριση σ’ αυτήν την ζωή. Και μερικές φορές εν Αγίω Πνεύματι μπορεί ακόμα να κάμει και τον σαλό για να αποφύγει τιμές και δόξα.
Μέσα στην αφάνεια έζησε και ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, άνθρωπος της πολλής νοεράς προσευχής. Μέγας στα μάτια του Αγίου Θεού, για την κρυπτή του νηπτική εργασία στη θεωρία της καρδιακής προσευχής, της πολλής αγάπης και του συντετριμμένου πνεύματος.
Μετά το θάνατό του όμως και την παρουσίαση της όλης του οσιακής ασκητικής ζωής του, και της γραπτές του από τον μακαριστό γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, απεδείχθηκε η οσιότητά του και η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τον Άγιο γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, τον πνευματικό μου παππού, τον Αγιορείτη αυτό μοναχό που έζησε σαράντα περίπου χρόνια στο Άγιον Όρος μέσα στην αφάνεια. Μετά από είκοσι περίπου χρόνια από της κοιμήσεώς του, δημοσιεύονται αρκετές επιστολές του, απ’ αυτές που διεσώθησαν, διότι πολλές έχουν χαθεί ή καταστραφεί. Όπως επίσης διασώζονται δώδεκα ή δεκατρείς επιστολές, προς κάποιον ερημίτη μοναχό, και τέλος η «Δωδεκάφωνος Σάλπιγξ» που περιέχει ιαματικά βότανα της ψυχής, λίαν ωφέλιμα για όλους εκείνους που επιθυμούν να σωθούν δια μέσου της νοεράς ησυχίας και ασκήσεως.
Ταυτόχρονα δημοσιεύεται και η ζωή του, με τα μέχρι τότε γνωστά στοιχεία και έτσι έγινε γνωστή όχι μόνον η σκληρή ασκητική ζωή του, αλλά και η νηπτική διδασκαλία του για την νοερά καρδιακή προσευχή αλλά και την αποκαλυφθείσα στον ίδιον από την Παναγία η ακριβής ημερομηνία του οσιακού του τέλους.
Ο οσιότατος γέροντας Ιωσήφ, κατά κόσμον Φραγκίσκος Κοτής, γεννήθηκε στο χωριό Λεύκες, στο νησί της Πάρου το 1898. Οι γονείς του Γεώργιος και Μαρία ήσαν άνθρωποι απλοϊκοί αλλά θεοσεβείς και με πολλή ευλάβεια. Και όπως φαίνεται ήταν προορισμένος από την κοιλιά της μάνας του να γίνει όχι μόνον μαθητής, μοναχός, του Χριστού, αλλά στρατηγός Του. Που θα έμπαινε πρώτος στη μάχη κατά του κακού και του διαβόλου, αλλά και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής, διάδοχος της νηπτικής παραδόσεως και πατέρας χιλιάδων τέκνων.
Το ότι ήτο εκ κοιλίας μητρός προορισμένος γι’ αυτό το μεγάλο έργο, μας το διηγείται η ίδια η μητέρα του με ένα αποκαλυπτικό όραμα.
«Όταν γέννησα τον μικρόν Φραγκίσκον», λέγει, «και ήμουν ακόμα στο κρεβάτι ασαράντιστη με το μωρό δίπλα μου φασκιωμένο, είδα να ανοίγει η στέγη του σπιτιού μας και να κατεβαίνει ανάλαφρα ένας ολόλαμπρος άγγελος Κυρίου, ιεροπρεπής και ολοφώτεινος, και ήταν τόση μεγάλη η λάμψις του, που μόλις μπορούσα μετά βίας να τον αντικρύσω. Κατέβηκε λοιπόν ο άγγελος και στάθηκε δίπλα από το μωρό. Άρχισε να το ξεσκεπάζει με σκοπό, όπως φάνηκε για να το πάρει. Αμέσως διαμαρτυρήθηκα με αγωνία λέγοντας,
– Τι πάς να κάνεις εκεί, θα μου πάρεις το μωρό;
– Τον έχουμε γραμμένο εδώ! μου απαντά και μου δείχνει έναν κατάλογο με ονόματα μοναχών. Είναι γραμμένος στο τάγμα των αγγέλων. Κατάλαβα, ηρέμησα και γαλήνεψε η ψυχή μου. Πήρε το μωρό, τον μικρό Φραγκίσκο, και στη θέση του άφησε ένα πολύτιμο κόσμημα σε σχήμα Σταυρού. Μετά συνήλθα και όλα ήσαν κανονικά.
Από τότε πίστευω», κατέληξε η μητέρα του, ότι το παιδί μου αυτό μια μέρα θα εγίνετο μοναχός, και μάλιστα βεβαιώθηκα όταν μου χάρισαν ένα χρυσάκτινο Σταυρό».
Κατά λέξη αυτά από τη μητέρα του.
Το οσιότατο γέροντα Ιωσήφ τον γέννησε το νησί της Πάρου, αλλά τον αναγέννησε το Άγιον Όρος. Τον μεταμόρφωσε, τον δόξασε, τον θέωσε, ύστερα από μια φοβερή μαρτυρική ασκητική πορεία καθάρσεως από τα ψεκτά πάθη. Και παρόλο που ήτο αγνός και αμόλυντος, όπως εξήλθε, όπως βγήκε από την κολυμβήθρα του Αγίου Βαπτίσματος, εν τούτοις βασανίστηκε απ’ τον πόλεμο της σαρκός, με τέτοια μανία και λύσσα από τον διάβολο, που κανένα ανθρώπινο χέρι και καμιά ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει.
Ο οσιότατος γέροντας, ο τότε Φραγκίσκος, παρέμεινε μέχρι της εφηβικής του ηλικίας κοντά στην οικογένειά του, και την βοηθούσε ποικιλοτρόπως. Στα δεκαοκτώ του όμως χρόνια φεύγει απ’ την Πάρο και έρχεται στον Πειραιά, και γίνεται εργάτης στα μεταλλεία του Λαυρίου μέχρι της στρατεύσεώς του στο Πολεμικό Ναυτικό.
Όταν αποστρατεύτηκε ασχολήθηκε με το εμπόριον με κέντρο την Αθήνα ως μικροπωλητής. Έτσι περιερχόταν στις διάφορες εμποροπανηγύρεις για να πωλεί την πραμάτειά του με απόλυτη δικαιοσύνη.
Κάποτε βρέθηκε και στο πανηγύρι της Παναγίας της Τήνου αλλά παρέμεινε άπραγος. Πώληση σχεδόν μηδενική. Και τότε ξεπήδησε ένα μικρό παράπονο.
– Δεν με λυπάσαι Θεέ μου;
Το βράδυ όμως στον ύπνο του βλέπει κάποιον υπερφυώς λάμποντα και απαστράπτοντα να τον ερωτά.
– Ποιος είμαι Φραγκίσκε;
– Δε σε γνωρίζω Κύριε …;
– Πώς δε με γνωρίζεις, αφού για μένα μέρα νύχτα φλογίζεται από αγάπη η καρδιά σου; Εγώ είμαι ο Σωτήρ του κόσμου. Το φώς και η ζωή. Από τώρα και στο εξής δεν θέλω να εμπορεύεσαι εδώ τα γήινα και τα ψεύτικα, αλλά να εμπορεύεσαι ψυχές. Θα πάς εκεί όπου δε βγαίνουν όσοι δεν θέλω εγώ, από κείνον το στρατό.
Ξύπνησε γεμάτος χαρά, ευτυχία, και πολύ ανάλαφρος. Ύστερα από λίγες μέρες πήγε στον Πνευματικό του και του διηγήθηκε όσα είδε και απήλαυσε στον ύπνο του, και πώς το Θεϊκό Φώς φώτισε το νου και την καρδιά του, και με ποιο παράδοξο τρόπο ξεδιάλυνε από τότε νοήματα και λογισμούς. Και ο διακριτικός πνευματικός εκείνης της εποχής του λέγει αμέσως
– Είσαι για το Άγιον Όρος.
– Και την οικογένειά μου στην Πάρο με τις τόσες υποχρεώσεις;
– Άφησέ τους. Αυτοί ξεφτούρησαν. Έβγαλαν δηλαδή φτερά. Μπορούν πλέον από μόνοι τους να τα καταφέρουν στη ζωή.
Θα έφευγε ασφαλώς ενωρίτερα, αν δεν εμποδίζετο κατά συνείδησιν από τις υποχρεώσεις που είχε, ιδίως της αποκαταστάσεως της άγαμης αδελφής του. Έτσι από τότε ήτο διαρκώς συλλογισμένος και λυπημένος.
– Πώς είσαι έτσι λυπημένος και άκεφος, τον ρώτησαν η σπιτονοικοκυρά του εκεί με τα παιδιά της.
– Πώς να είμαι; Δεν έχω όρεξη για τίποτα.
Τότε εκείνη του έδωσε το βιβλίον «Νέο Εκλόγιον» με βίους Αγίων Ασκητών, και άλλα ψυχωφελή φυλλάδια κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή, από τα οποία όταν τα διάβασε αισθάνθηκε πνευματική αλλοίωση, από την ενέργεια της Θείας Χάριτος. Οι βίοι των μεγάλων ασκητών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του να μονάσει. Έτσι άρχισε σιγά σιγά να εφαρμόζει όσα διάβαζε στους βίους των οσίων ασκητών με το να νηστεύει ανά δύο ημέρες, να κάμει τον στυλίτη, και να ασκητεύει πάνω στα δένδρα, στα χιονισμένα βουνά της Πεντέλης. Έκαμε δε και προσκυνηματικά ταξίδια, για να τονωθεί η πίστις του και να ευλογηθεί η μελλοντική του αποταγή του στο Άγιον Όρος.
Η ψυχική του ωφέλεια ήταν πολύ μεγάλη όταν επισκεύτηκε τον Άγιο Γεράσιμο στην Κεφαλονιά. Εκεί, από άκρα ταπείνωση, προσποιείται τον δαιμονισμένον. Και έτσι τον συγκαταλέγουν μεταξύ των ενεργουμένων υπό των ακαθάρτων πνευμάτων. Προς όλους αυτούς κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα, ο εφημέριος της μονής, διάβαζε τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου. Ο Φραγκίσκος, που ράγιζε η καρδιά του από τη συμπόνοια, τους προέτρεπε να κάμουν όλοι μαζί μεγάλες στρωτές μετάνοιες φωνάζοντας «Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον» ή «Άγιε Γεράσιμε βοήθησε μας, σώσε μας» και άλλα πολλά. Οι δαιμονισμένοι όμως αντί για τις στρωτές μετάνοιες, ξάπλωναν κάτω, και με μια χαρακτηριστική κίνηση τίναζαν το αριστερό τους πόδι προς τα πίσω, φανερώνοντας έτσι την δαιμονική τους ανυποταξία και την πλαστή μετάνοια.
Βλέποντας ο Φραγκίσκος τις διαβολικές τους αναποδιές, τους φώναξε λέγοντας,
– Τι είναι αυτά που κάνετε; Δεν γίνονται έτσι οι μετάνοιες..
– Αυτές είναι μετάνοιες με ουρά. Και με το τίναγμα του ποδιού μας, τις στέλνουμε στο δικό μας αρχηγό, απάντησαν.
Άρα λοιπόν, κάνει και ο δαίμονας τις δικές του μετάνοιες. Έφριξε ο καημένος ο Φραγκίσκος ακούγοντας αυτά, και άλλα παρόμοια μαζί με τις βλαστήμιες τους, κατενόησε και πόνεσε για το φοβερό δράμα των δυστυχισμένων αυτών υπάρξεων, και τους περιέβαλε με περισσότερη αγάπη.
Όταν ξαναήλθε ο εφημέριος και διάβασε τους εξορκισμούς, είδε τη διαφορά που είχε ο Φραγκίσκος από το σύνολο των δαιμονισμένων, και αμέσως έδωσε εντολή στους επιτρόπους να τον απομακρύνουν από κοντά τους διότι ήτο υγιέστατος.
Ο Φραγκίσκος όμως κινήθηκε από πολλή αγάπη και ευσπλαχνία προς τα δυστυχισμένα αυτά πλάσματα που εβασανίζοντο από λεγεώνες δαιμόνων, η θεϊκή όμως αυτή συμπαράστασις, κινήθηκε αυθόρμητα και μέσα από την καρδιά του, μέσα από τα σπλάχνα του, και είχε τέτοιο βάθος ταπεινώσεως, που δεν θα μπορέσουμε ποτέ εμείς να το καταλάβουμε με τα νερόβραστα μυαλά που διαθέτουμε.
Εν τω μεταξύ επέστρεψε στον Πειραιά, και συνέχισε μαζί με τις μικροδουλειές, να ασκείται στη νηστεία με ένα λουκούμι, ή και μισό την ημέρα, και με ολονύχτιες αγρυπνίες, πάνω στα δένδρα ή σε τρύπες, στα βουνά της Πεντέλης, χειμώνα καλοκαίρι.
Την τελική του απόφαση για το Άγιον Όρος, την πήρε ύστερα από το ακόλουθο όραμα.
Ένα βράδυ, γράφει, είδα στον ύπνο μου ότι περνούσα από τα βασιλικά ανάκτορα, και αμέσως μ’ άρπαξαν δυο αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς, και με ανέβασαν στο παλάτι. Δεν κατάλαβα τον λόγο, γι’ αυτό και διαμαρτυρήθηκα. Τότε μου αποκρίθηκαν με καλοσύνη, να μη φοβάμαι. Αλλά να ανέβω διότι είναι αυτό το θέλημα του Βασιλέως. Ανεβήκαμε λοιπόν σε ένα υπέροχο ανάκτορο, ανώτερο από κάθε τι επίγειο. Μου φόρεσαν μια ολόλευκη ωραιότατη και πολύτιμη στολή και μου είπαν:
– Από δω και μπρός θα υπηρετείς εδώ.
Και μετά με πήγαν να προσκυνήσω τον Βασιλιά. Ξύπνησα αμέσως. Και αυτά που είδα και άκουσα χαράχτηκαν πολύ βαθειά μέσα στην καρδιά μου. Και δεν μπορούσα να σκεφτώ ή να κάνω τίποτε άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμεινα σκεπτικός. Άκουγα ζωντανά μέσα μου να επαναλαμβάνεται διαρκώς η εντολή. «Από τώρα και εμπρός θα υπηρετείς εδώ». Όλη μου η κατάστασις εσωτερικά και εξωτερικά άλλαξε. Μέρα νύχτα με κατέτρωγαν τα σπλάχνα μου, το μυαλό και την καρδιά μου η θεϊκή εντολή «από τώρα και εμπρός θα υπηρετείς εδώ».
Επιτέλους έφτασε η ώρα. Σε μια ώριμη ηλικία μεταξύ εικοσιτριών και ειστεσιτεσσάρων ετών, άλλοι λεν και εικοσιπέντε, αποφασίζει οριστικά για να φύγει για το Άγιον Όρος. Αυτό συνέβη με τα 1920 με ’22.
Προηγουμένως φρόντισε να αποκαταστήσει την αδελφή του, μοίρασε τη μικρή περιουσία που είχε κάμει σε διάφορες ελεημοσύνες, και γεμάτος φλόγα για μια ζωή αγγελική και άυλη, φτάνει στο περιβόλι της Παναγίας, για να ζήσει την τελειοτάτη μοναχική ζωή. Μια ζωή όπως την είχε διαβάσει όμως στα βιβλία με τους βίους των οσίων ασκητών, πούχαν μονόδρομο την άυλη πορεία τους μέσα στον Αθωνικό Παράδεισο τρώγοντας όπως πίστευε μια φορά την εβδομάδα και αυτό μόνο λάχανο. Η δική του όμως μοναχική ζωή, ήταν μια ζωή συνεχούς προσευχής, σκληρών ασκήσεων και κακοπαθειών, με ελάχιστον ύπνον και ποτέ στο κρεβάτι. Και τρώγοντας πάντοτε μία φορά ανά δύο μέρες. Και αυτό είναι αλήθεια, όπως θα το δούμε και παρακάτω.
Πρωτοσταθμεύει στις Καρυές για λίγες ημέρες, κοντά σε κάποιον μοναχόν Ονούφριον, τον οποίον είχε γνωρίσει στον Πειραιά. Από κει φεύγει, και μ’ έναν τουρβά, ένα ταγάρι στον ώμο, κατευθύνεται προς την έρημο φωνάζοντας το όνομα του Ιησού Χριστού. “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Άρχισε να περιέρχεται τις ιερές μονές, τα ασκητήρια, τα Κατουνάκια, τα Καυσοκαλύβια, τα φρικτά Καρούλια και τας ερήμους για να βρει αυστηρούς ασκητάς, λίαν εγκρατείς και νηστευτάς, που να ήσαν πνευματοφόροι και θεοφόροι, για να του διδάξουν πράξιν και θεωρίαν, όχι μόνο της ουρανοφόρου πνευματικής ζωής, αλλά και την νοεράν προσευχήν.
Όταν ήτο ακόμη στον κόσμο, έτρωγε κάθε δυό μέρες και πάντοτε την ενάτην, πότε μ’ ένα λουκούμι όπως προείπα, και πότε με λίγο παξιμάδι. Τα βουνά της Πεντέλης και τα σπήλαια, γράφει ο ίδιος σε μια του επιστολή, έγνωσάν με ως νυκτοκόρακα, πεινώντα και κλαίοντα και ζητούντα σωθείναι. Δοκιμάζοντας εάν μπορεί να υποφέρει, τους πόνους της σκληράς ασκήσεως τους οποίους και θα υποστεί ως μοναχός πλέον στο Άγιον Όρος. Και αφού γυμνάστηκε και σκληραγωρήθηκε δύο τρία χρόνια, προσευχόμενος με όσες προσευχές έμαθε και κυρίως με την προφορική ευχή, και με πλήθος από δάκρυα, ζητούσε ο Θεός να τον συγχωρέσει που έτρωγε μία φορά ανά δύο μέρες, και όχι το μια φορά εβδομαδιαίως ανά Κυριακή, όπως περιλαμβάνονται, στους βίους των περισσοτέρων αγίων που είχε διαβάσει. Παρόλο που έψαξε, με πολλή επιμέλεια και αγωνία, δε βρήκε μοναχούς ασκητάς και ερημίτας, παρά μόνον το άπαξ εσθίειν, το να τρώγουν δηλαδή μια φορά την ημέρα. Τα δάκρυα και ο πόνος της ψυχής του, μαζί με τις γοερές κραυγές του, ήσαν τόσο πονετικές, που ράγιζαν βράχια και βουνά. Μόνον τα δικά μας κοσμικά μυαλά δεν μπορούν να τα καταλάβουν όλα αυτά. Τα μεγάλα χαρίσματα και οι ουράνιες δωρεές, μαζί με την αδιάλειπτη καρδιακή νοερά προσευχή, δεν πλημμυρίζουν ποτέ την ψυχή αν ο χριστιανός δεν χύσει αίμα για να καθαριστεί από τα πάθη του και να φωτιστεί ο νους του. Οι σπηλιές και τα ασκητήρια ολοκλήρου του Άθωνος, τον υποδέχονται ως επισκέπτην, αδιαλείπτως προσευχόμενον με την ευχή την προφορική, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, επαναλαμβάνω μόνον προφορικά, διότι δεν εγνώριζε ακόμα να την λέγει με τον νουν και νοερά. Έψαχνε, έψαχνε, έψαχνε, για να βρει πνευματικόν οδηγόν για να τον διδάξει πρώτα την κάθαρση απ’ τα πάθη και ύστερα ουράνια θεωρία και πράξη.
Επιτέλους, ύστερα από δυό χρόνια φοβερών ταλαιπωριών, και κολυμβήθρας δακρύων, του χάρισε ο Θεός και η Παναγία μας, εντελώς απροσδόκητα, την νοερά καρδιακή προσευχή. Ο οσιότατος, ο τότε Φραγκίσκος, υπήρξε θεοδίδακτος όπως και ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Να πώς το περιγράφει ο ίδιος:
– Είχα συνήθεια κάθε απόγευμα, δυό τρείς ώρες μέσα στην έρημο, όπου μόνο θηρία υπάρχουν, καθόμουν και απαρηγόρητα έκλαιγα, ώσπου εγένετο λάσπη το χώμα από τα δάκρυα. Και με το στόμα έλεγα την ευχή. Δεν εγνώριζα με το νού να την λέγω αλλά παρακαλούσα την Παναγία μας και τον Κύριο, να μου δώσουν την χάρη να την λέγω νοερώς την ευχή, καθώς γράφουν εις την φιλοκαλίαν οι Άγιοι. Καθότι διαβάζοντας εννοούσαν, ότι κάτι υπάρχει, αλλά εγώ δεν το είχα. Και μια μέρα, μ’ έτυχαν πολλοί πειρασμοί. Και όλη την ημέρα φώναζα με μεγάλο μεγάλο πόνο. Και πλέον το βράδυ, δύνοντος του ηλίου κατέπαυσα, νηστικός, μπαϊλντισμένος από τα δάκρυα και τον πόνο. Εκοίταζα την εκκλησία της Μεταμορφώσεως στην κορυφή του Άθωνος, και παρακαλούσα τον Κύριο μαραμένος και καταπληγωμένος. Και από εκεί μου φάνηκε ότι ήρθε μια βιαία πνοή και γέμισε η ψυχή μου άρρητον ευωδίαν. Και ευθύς αμέσως άρχισε η καρδιά μου σα ρολόγι να λέγει νοερώς την ευχή. Ηγέρθην λοιπόν πλήρης χάριτος και απείρου χαράς, και εμβήκα εις το σπήλαιον, και κύψας τη σιαγόνα μου εις το στήθος, άρχισα να λέγω νοερώς την ευχήν. Και μόλις είπον ολίγας φοράς την ευχήν ευθύς ηρπάγην εις θεωρίαν. Και ενώ ήμουν μέσα στο σπήλαιον με φραγμένη τη θύρα του, βρέθηκα έξω στον ουρανόν, σ’ ένα θαυμάσιο μέρος εν άκρα ειρήνη και γαλήνη ψυχής. Τετελειωμένη ανάπαυσις. Και τούτο μόνον διενοούμην. Θεέ μου ας μη γυρίσω στον κόσμο, στην πληγωμένη ζωή, αλλά ας μείνω ‘δώ για πάντα. Όπως είπαν και οι μαθηταί στην Μεταμόρφωση, «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι».
Κατόπιν, αφού με ανέπαυσεν όσον ο Κύριος ήθελε, τότε ήρθα και πάλι στον εαυτό μου και βρέθηκα στο σπήλαιο. Έκτοτε δεν έπαυσε μέσα μου να λέγεται νοερώς η ευχή.
Όλα αυτά που μας περιγράφει ο Άγιος γέροντας Ιωσήφ, τότε ακόμα Φραγκίσκος, επραγματοποιήθησαν τα δύο πρώτα χρόνια των αγώνων στο Άγιον Όρος, και μάλιστα στην ησυχαστική περιοχή της Βίγλας, και γύρω από τη σπηλιά του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου.
Παρόλον που ήτο πλέον θεοδίδακτος, εν τούτοις τον ασκητικό του αιματηρό αγώνα, και ιδιαιτέρως την νοεράν προσευχήν, δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Την κράτησε μέχρι και της τελευταίας του πνοής. Ο τρόπος με τον οποίο ηγωνίζετο κάθε βράδυ έξι με οκτώ ώρες, τη νοερά καρδιακή προσευχή, ήταν μια έμπρακτη εφαρμογή της όλης νηπτικής διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Από τις προσωπικές μαρτυρίες του γέροντός μου Εφραίμ του Φιλοθεΐτου, αλλά και από τις μαρτυρίες των άλλων γερόντων και υποτακτικών του προς εμένα, τα πρώτα χρόνια που πήγαινα στο Άγιον Όρος, καταμαρτυρούνται δύο πράγματα.
Πρώτον. Κατά κύματα και πλουσιοπαρόχως, πλημμύριζε η Θεία Χάρις την ψυχή του, και ο νους του ηρπάζετο σχεδόν κάθε μέρα εις ουράνιον θεωρίαν, και
Δεύτερο, ότι ήτο κάτοχος, ή καλύτερα, μέτοχος του ακτίστου φωτός, θεομένος πλέον, μέτοχος της αρρήτου δόξης του Αγίου Θεού, και άριστος διδάσκαλος της νοεράς προσευχής.
Όλη του η ζωή υπήρξε ένα πνευματικό συναξάρι, που μας θυμίζει και που ταυτίζεται με τους παλιούς αγίους ασκητάς της ερήμου. Ήτο βιαστής σε αφάνταστο βαθμό, ιδίως στην αγρυπνία των έξι με οκτώ ωρών, βυθίζοντας το νού του στην καρδιά και μη επιτρέποντος ουδένα λογισμό να τον ενοχλήσει. Κανέναν λογισμόν, κανέναν, κανέναν. Ποτάμι ο ιδρώτας. Φρικτή οι πόνοι από την ακινησία. Πλημμύρες τα δάκρυά του. Αλύπητο το ξύλο στον πόλεμο κατά της σαρκός.
Απέκτησε όμως και τόσο πολλή ψυχοσωματική καθαρότητα, που είχε ως παράδειγμα την Παναγία.
Έγραφε σε μια του επιστολή. «Δεν μπορώ να σας περιγράψω, πόσον αρέσκει η Παναγία μας την σωφροσύνη, την αγνότητα, και την καθαρότητα, επειδή Αυτή είναι η μόνη Αγνή Παρθένος, δι’ αυτό και όλους τοιούτους θέλει και αγαπά».
Κατέστη στην εποχή του, ο πλέον έμπειρος οδηγός στην καλλιέργεια της νοεράς προσευχής, διακριτικός και απλανής οδηγός της πνευματικής ζωής, όχι μόνον των μοναχών, αλλά και των πιστών χριστιανών μέσα στον κόσμο, διότι είχε αλληλογραφία και με μοναχούς και μοναχές μεσ’ στον κόσμο, αλλά και με πολλούς λαϊκούς κοσμικούς, όπως επίσης είχε αλληλογραφία με τη Γερμανία, με την Γαλλία, με την Αμερική.
Όσο ζούσε ο πατήρ Δανιήλ των Κατουνακίων, τον είχε και ως πνευματικόν. Αργότερα εξομολογείτο στον ησυχαστή πατέρα Ευθύμιο, και ακόμη αργότερα τον πατέρα Κοδράτο τον Κωνσταμονίτη.
Αφού παρέλαβε από τον ίδιο τον Κύριόν μας, την καρδιακή ευχή, στο δεύτερο χρόνο των σκληρών ασκητικών αγώνων, συνδέεται με τον πατέρα Αρσένιο, που γίνεται αχώριστος σύντροφος και συνασκητής, μέχρι το τέλος της ζωής του. Σαράντα χρόνια αγωνίστηκαν μαζί, αδελφικά.
Σαν πιο γερός στην κράση ο πατήρ Αρσένιος, ήταν το σώμα, και σαν γίγαντας του πνεύματος, ο οσιότατος γέροντας Ιωσήφ, ήταν η ψυχή. Το πνεύμα. Οι δυό μαζί ένας άνθρωπος. Με τις διακριτικές συμβουλές του γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτου, υπετάχθησαν σε ένα αγαθότατο γεροντάκι, τον πατέρα Εφραίμ τον Βαρελά, που είχε την καλύβα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στα Κατουνάκια.
Η υποταγή τους αυτή, έδωσε την σφραγίδα της ευλογίας της υπακοής, και έτσι απέκτησαν το πνευματικό δικαίωμα της διαδοχής. Το 1924, ο νέος γέροντας Εφραίμ ο Βαρελάς, έκυρε μικρόσχημο μοναχό τον Φραγκίσκο, με τ’ όνομα Ιωσήφ, στη σπηλιά του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, με εφημέριο τον πνευματικό παπά Ευθύμιο που ησύχαζε εκεί κοντά.
Λίγο πριν κοιμηθεί ο γέροντας Εφραίμ ο Βαρελάς, για λόγους περισσοτέρας ησυχίας, μεταφέρθηκαν στα πλέον ησυχαστικά και ασκητικά μέρη της σκήτης του Αγίου Βασιλείου. Εκεί μετά την κοίμηση του γέροντος Εφραίμ του Βαρελά, ο νέος μοναχός Ιωσήφ, και γέροντας πλέον άρχισε μια αυστηροτάτη και υπέρμετρη άσκηση νηστείας, πτωχείας, ακτημοσύνης, κακοπαθείας, τα οποία συνδυάζονταν πάντοτε με την άσκηση της νοεράς προσευχής. Έντονοι αγώνες με τα σαρκικά πάθη και με τους δαίμονες, σώμα με σώμα, αλλά και μεγάλες αντιλήψεις της Θείας Χάριτος συνέβησαν κατά την περίοδο της παραμονής των στον Άγιο Βασίλειο.
Πέρασαν πολλοί, διότι είχε ακουστεί η φήμη του ως μεγάλου ασκητού. Δεν μπόρεσαν όμως να παραμείνουν γιατί ήτο πολύ αυστηρός και απαιτητικός. Για πολλά χρόνια από την έρημο του Αγίου Βασιλείου πήγαιναν από σπηλιά σε σπηλιά, όλες τις ησυχαστικές περιοχές της Αθωνικής γης, για να βρουν και συναντήσουν πεπειραμένους παλαιούς γεροντάδες, αγίους, ευλαβείς, ταπεινούς, και γνησίους ασκητάς για να τους διδάξουν και μεταδώσουν πράξιν και θεωρίαν της πνευματικής αγγελικής ζωής. Ακόρεστα διψούσαν για τελείωση και θέωση, για να μορφωθεί ο Χριστός μέσα στις καρδιές τους.
Το χειμώνα; Το χειμώνα παρέμεναν στα πάμπτωχα από ντενεκέδες κελιά τους, λιώνοντας το χιόνι για να το πίνουν ως νερό, και κάνοντας όλη τη νύχτα χιλιάδες μετάνοιες, για να μην παγώσουν από το φοβερό ψύχος εάν παρέμεναν για πολλή ώρα ακίνητοι. Ο Άγιος γέροντας Ιωσήφ άσκησε στο έπακρο τη νηστεία, την αγρυπνία και την νοερά προσευχή. Κατά την περίοδο της μεγάλης Σαρακοστής, έτρωγε μία φορά την ημέρα ογδόντα γραμμάρια αλεύρι, που το έβραζε με λίγο νερό και αλάτι. Τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου, ένα μικρό κονσερβοκούτι αποτελούσε την ημερήσια μεζούρα για την ποσότητα του φαγητού του, – το ελάχιστο αυτό φαγητό εκτός από το Σαββατοκύριακο ήταν αλάδωτο για τριάντα χρόνια μέχρι που συγκροτήθηκε η τελευταία του συνοδεία. Τα πρώτα οκτώ χρόνια της ασκήσεώς του δεν κοιμήθηκε στο κρεβάτι. Πάνω σ’ ένα σκαμνί τον έπαιρνε λίγο ο ύπνος. Αγρυπνούσε απ’ τη δύση μέχρι την αυγή του ηλίου, ως το τέλος της ζωής του. Ήτο άτεκτος στον εαυτό του. Σκληρότατος. Δεν έδειχνε καμιά συγκατάβαση ως προς το πρόγραμμα της νηστείας και της αγρυπνίας, και ας ήταν άρρωστος, και ας ήταν Πάσχα. Αυτά τα οχτώ χρόνια βίαζε τον εαυτόν του, σε σκληρή αγρυπνία, μόνο με την ευχή, από έξι ως οκτώ ώρες, φωνάζοντας και πιέζοντας το νου του μέσα στην καρδιά, και φωνάζοντας και λέγοντας “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Και να οι θεωρίες, και να οι αποκαλύψεις, και να οι θεϊκές αντιλήψεις και τα απόρρητα μυστήρια του Θεού. Ο αγιασμός, η τελείωσις και η θέωσις χριστιανοί μου πληρώνονται με αίμα. Με σκληρές στερήσεις και ασκήσεις. Δεν είναι λουκούμια και στραγαλάκια που τα παίρνουμε στο χαρτί. Τα λέμε όλα αυτά για να ξυπνήσουμε λίγο από τη νάρκη της αμαρτίας και να αρχίσουμε και μεις σιγά σιγά, και κάθε μέρα να λέμε προφορικά την ευχούλα “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με” χωρίς να παραλείπουμε και τις υπόλοιπες χριστιανικές μας ή οικογενειακές μας υποχρεώσεις.
Ο οσιότατος γέροντας Ιωσήφ επινοούσε τρόπους κακοπαθείας για τον εαυτόν του που φαίνονται απίστευτα πράγματα για τη γενιά μας, διότι φοβόταν όπως έλεγε τον μεγαλύτερο εχθρό που λέγεται αμέλεια, που λέγεται ακηδεία, που λέγεται πνευματική τεμπελιά, που λέγεται αναβολή.
Γι’ αυτό τον αυστηρό τρόπο και τυπικό της ασκήσεως που είχε, κατηγορήθηκε από κάποιους ως πλανεμένος. Πρόκειται για τον πόλεμο που έχουν οι αμελείς μοναχοί, προς τους επιμελείς και βιαστάς. Έτσι είχε κατηγορηθεί και ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, από τους συμμοναστάς του ως πλανεμένος και καταραμένος άγιος. Ο γέροντας όμως Ιωσήφ ήταν άνθρωπος της αρετής. Ποθούσε και εργαζόταν την αρετή, με όλη του την προαίρεση και καρδιά επιδιώκοντας την τελειότητα, την ταπείνωση και την ψυχοσωματική καθαρότητα. Αγωνίστηκε πολύ σκληρά, γι’ αυτό και έλαβε σε τέλειο βαθμό το χάρισμα της αγνότητος. Αξιώθηκε δε να κοινωνήσει και ουράνια τροφή από άγγελον Κυρίου – αλλά αυτό θα το πούμε άλλη φορά. Αλλά και μείς που ζούμε μέσα στον κόσμο, με τα τόσα βάσανα, τις θλίψεις, τις στεναχώριες και τους πειρασμούς που έχουμε στη ζωή, μπορούμε με την βοήθεια της αδιαλείπτου προφορικής ευχής – “Κύριε Ιησού Χριστέ” λέμε – “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, στο κατά δύναμιν, όσο μπορούμε, αυτό θα πει στο κατά δύναμιν, με την ακριβή τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, και με την καλλιέργεια των αντιστοίχων αρετών, και με την συμμετοχή μας στην λειτουργική ζωή της Θείας Ευχαριστίας και της Ιεράς Εξομολογήσεως, να προοδεύουμε πνευματικά με την κάθαρση απ’ τα πάθη μας. Η κάθαρσις βοηθείται από την καθαρή αυτομεμψία, η αυτομεμψία πάλι βοηθείται από την μνήμη του θανάτου και τη μνήμη της Δικαίας Κρίσεως του Χριστού, όπου ο καθένας από μας θα δώσει λόγο για τις πράξεις του. Η μνήμη του θανάτου ως βιωματική κατάστασις, είναι φραγμός για την εκουσία τουλάχιστον αμαρτία, οπότε ακολουθούν το πένθος, τα δάκρυα και η παρακλητική προσευχή, και στο μέτρον του δυνατού το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
Ένα πράγμα πίστευε και ήταν πράξις γι’ αυτόν: «Ότι σε κάθε ενθύμηση του Θεού εάν δεν τρέχουν από τα μάτια σου δάκρυα, αυτό σημαίνει ότι υποβόσκει ή η άγνοια, ή η υπερηφάνεια, ή η σκληρότητα της καρδιάς σου». Αυτά έλεγε και πίστευε.
Ο γέροντας Ιωσήφ αν και ήταν άμοιρος στην κατά κόσμον παιδεία διότι μόλις είχε βγάλει την Δευτέρα Δημοτικού, αγαπούσε όμως υπερβολικά την μελέτη και την ανάγνωση ιδίως της Αγίας Γραφής και των Πατερικών κειμένων, συνιστούσε να έχουμε πάντοτε μαζί μας ένα μικρό Ευαγγέλιο και όταν βρίσκουμε ευκαιρία να διαβάζουμε μια μικρή περικοπή. Το Ευαγγέλιο με τη μελέτη του, έλεγε, σου χαρίζει φως και σου δίνει δύναμη για να τηρείς τις εντολές. Αλλά και το πιο σπουδαίο. Σου αναπληρώνει την αγάπη και πυρπολεί την καρδιά σου στο να θέλεις να μιμηθείς τον Χριστό. Επίσης είχε απόλυτη την πίστη, ότι με την καλλιέργεια της νοεράς προσευχής ο αγωνιζόμενος μοναχός λαμβάνει και το χάρισμα της διακρίσεως λογισμών και πνευμάτων. Για την διάκριση ομιλούσε πάντοτε με θαυμασμό και την χαρακτήριζε ως το πλέον άριστον μέσον βοηθείας στη συνεχή μάχη των αοράτων πολέμων, για κάθε μοναχό και ασκητή, και ιδιαιτέρως η διάκρισις να είναι το θεόθεν χάρισμα, στους πνευματικούς εξομολόγους, και μέσα στο Άγιον Όρος αλλά και μέσα στον κόσμο. Η διάκρισις έλεγε είναι απαραίτητη ακόμα και στις αρετές για τον τρόπον και τον χρόνον που πρέπει να καλλιεργούνται. Είναι το αλάτι όλων των αρετών. Όπως γνωρίζει κανείς το επάγγελμά του και την τέχνη του, ανάλογη λοιπόν και ήταν η δική του βιωματική εμπειρία στην νοερά προσευχή. Επαναλαμβάνω επί οκτώ ώρες κάθε βράδυ ευχή. Και δεν επέτρεπε το μυαλό του, το νου του, να βγει από την καρδιά του, και δεν επέτρεπε να δεχθεί ούτε έναν λογισμό. Ξύλο αλύπητο, μέχρι που πέτυχε αυτό που ήθελε, τη θέωση. Η ένωσις του νου με την καρδιά είναι όχι μόνον προσφιλής αλλά επιθυμητή κατάστασις σ’ αυτούς που ασκούνται στην νοερά ησυχία και προσευχή. Όταν ο νους ενωθεί με την καρδιά, αμέσως διώκεται κάθε πνευματικό σκοτάδι που κυριεύει και βασανίζει την ψυχή μας και το νου μας. Όλος ο άνθρωπος ψυχοσωματικά αλλοιώνεται από την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος. Ο νους καθαρίζεται και γίνεται όλο φως. Οι αισθήσεις αποκτούν απόλυτη ειρήνη και η ψυχή πλημμυρίζει από ανεκλάλητη χαρά.
Η κεχαριτωμένη του συμβουλή προς όλους, μοναχούς και λαϊκούς, ήταν η εξής: «Όποιος θέλει ας δοκιμάσει, να δοκιμάσει να λέγει την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με” έστω και προφορικά. Και όταν χρονίσει η ενέργεια της ευχής, τότε μέσα σου θα ζήσεις τον Παράδεισο. Θα ελευθερωθείς από τα πάθη, θα γίνεις άλλος άνθρωπος, έστω και αν ακόμα είσαι χριστιανός και αγωνίζεσαι μέσα στον κόσμο». Ανάλογα λοιπόν με τον κόπο και την καθαρότητα του χριστιανού που θα έχει, και την ταπείνωση που θα καλλιεργεί, θα γευθεί πολύτιμους καρπούς από την κατά δύναμιν νοεράν καρδιακήν προσευχήν. Η δοκιμή όμως θα γίνει με τις οδηγίες ενός οδηγού, απλανούς και καθαρού.
Αν πάλι αυτός ο εργάτης της καρδιακής προσευχής ζει στην έρημο ως αναχωρητής, ω, τότε, δεν περιγράφονται τα ουράνια χαρίσματα της ευχής. Συνιστούσε την νοερά καρδιακή προσευχή στην αρχή προφορικά, το τονίσαμε και στα προηγούμενα πέντε βραδινά μας κηρύγματα, ύστερα εσωτερικά με τον ενδιάθετο λόγο, με το νου να προσέχει την ευχή χωρίς να μετεωρείται. Χωρίς να φαντάζεται τίποτα. Χωρίς να ενοχλείται από καμιά σκέψη. Μέχρις ότου ο νους, από την πολλή αγάπη, σαν άλλο χταπόδι, αρπάξει με τα πλοκάμια του, την ευχή, την εγκλωβίσει μέσα στο είναι του, και στην συνέχεια πυρπολούμενος από θεϊκό έρωτα κατεβάσει την ευχή στην καρδιά. Και τότε η καρδιά εν Αγίω Πνεύματι, λέγει αυτή την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με” από μόνη της. Η καρδιά ομιλεί και τότε μας παρηγορεί, μας μεταμορφώνει, μας εξαγιάζει, μας χαρίζει πλούσια τα θεϊκά δώρα της, και τους θεϊκούς καρπούς της, και με στεναγμούς αλαλήτους κράζει «Αββά ο Πατήρ, είσαι ο Πατέρας μου, ο Θεός μου, ο Σωτήρας μου». Αυτό το τελειότατο στάδιο της θεώσεως που έχει και την θεοπτία του ακτίστου φωτός, κατ’ αρχάς μέσα στον άνθρωπο και ύστερα προς τα έξω, είναι μια παρηγοριά για μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς που ζούμε μέσα στον κόσμο και παλεύουμε τόσο πολύ με τα πάθη μας. Πρώτον διότι είναι κατορθωτή αυτή η καρδιακή προσευχή, και δεύτερον διότι με τις οσιακές ευχές τους οι άγιοι αυτοί στηρίζουν και μας αλλά και ολόκληρη την οικουμένην και τέλος δοξάζουν και τον Πανάγιον Θεόν. Στήριζε πολύ την ελπίδα του εις την Παναγία, και όταν για λίγο του ήρχετο μια μικρή έτσι όπως πήγαινε να τον πλησιάσει ας το πούμε έτσι, απελπισία ή απόγνωση, εκείνη εμφανιζόταν και του τόνιζε «Δεν σου είπα να έχεις την ελπίδα σου σε μένα; Γιατί αποθαρρύνεσαι; Γιατί χάνεις το θάρρος σου;»
Μια φορά στο εκκλησάκι του Τιμίου Προδρόμου, στις σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννης, από το τέμπλο που ευρίσκετο η εικόνα της Παναγίας, του εμφανίστηκε ολόσωμη, ολοζώντανη και ολόφωτη η Θεοτόκος, την ώρα που έκανε αυτού του είδους την προσευχή, και είπε στον οσιότατο γέροντα: «Να πάρε το Χριστό απ’ την αγκαλιά μου».
Για σκεφτείτε την Παναγία τώρα, να σας πει «πάρε το Χριστό στην αγκαλιά μας». Για σκεφτείτε το λιγάκι …; Και αυτός ντράπηκε, μαζεύτηκε, έπαθε Θεία Συστολή, και δεν έκαμε καμία κίνηση, και τότε το Θείο Βρέφος άπλωσε το χεράκι Του, και θώπευσε τρείς φορές το μέτωπο και το κεφάλι του μακαρίου οσιοτάτου γέροντος Ιωσήφ, και γέμισε η καρδιά του και το είναι του από άκτιστο φως και Θεία Παρηγορία. Αυτός που βιώνει το άκτιστο φως είναι θεολόγος. Όποιος αληθώς προσεύχεται, αυτός είναι και θεολόγος και όχι αυτός που ξέρει γράμματα και έχει γνώσεις. Και λέγει μόνο λόγια και λόγια και λόγια σαν και μένα. Η θεολογία κατά τον γέροντα Ιωσήφ, είναι καρπός της Χάριτος που κατοικεί μέσα στην καρδιά μας.
Όποιος με την άσκηση της υπακοής και της νοεράς ησυχίας αγνίσει τις αισθήσεις, ειρηνεύσει τον νουν και καθαρίσει την καρδιά του, τον επισκέπτεται η Θεία Χάρις και λαμβάνει φωτισμόν πνευματικής γνώσεως. Γίνεται όλος φως. Όλος νους. Όλος διαύγεια. Και βρύει θεολογίαν. Όπου εάν γράφουν τρείς μαζί, δεν προλαμβάνουν το ρεύμα της θεολογίας που βρύει κυματωδώς, και σκορπίζει ειρήνην και άκραν ακινησίαν παθών σε όλο το σώμα. Η παρουσία του ως γνησίου εκφραστού της νηπτικής Πατερικής Παραδόσεως στο Άγιον Όρος, δημιούργησε μεγάλο ρεύμα προσελεύσεως στο μοναχισμό χιλιάδων νέων, που ακολούθησαν την μοναχική αγγελική πολιτεία, με αξιόλογες πνευματικές αναβάσεις.
Υπολογίζεται ότι απ’ τη ρίζα του γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, προέρχονται άμεσα περισσότεροι από χίλιοι μοναχοί και μοναχές. Έξι Μονές, μία κοινοβιακή σκήτη και πολλά κελιά του Αγίου Όρους, δεκαοκτώ μοναστήρια στην υπόλοιπη Ελλάδα, έξι στην Κύπρο, δεκαέξι στις Ηνωμένες Πολιτείες, δύο στον Καναδά και ένα στην Ιταλία, ανάγουν την πνευματική τους πατρότητα στον μακάριο γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή. Επειδή το προγνώριζε αυτό ο γέροντας, οκτώ μήνες πριν κοιμηθεί, δηλαδή τον Δεκέμβριο του 1958, χώρισε τους υποτακτικούς του σε τέσσερεις συνοδείες, για να γίνουν ηγούμενοι και γεροντάδες μεγάλων κοινοβίων.
Εκείνο που κάνει εντύπωση και προκαλεί πρωτόγνωρο θαυμασμό είναι το έργο που επιτελείται από το γέροντά μου Εφραίμ, προηγούμενον της Μονής Φιλοθέου στην Αμερική και Καναδά. Επί μία δεκαετία, δωδεκαετία, πότιζε με τα νάματα της πίστεως τις διψασμένες ψυχές των χριστιανών, κυρίως με την Ιερά Εξομολόγηση και ύστερα με τις πνευματοφόρες ομιλίες του, και τούτο το Παύλειον έργον σε κάθε σπίτι και αίθουσα, και ιδιαιτέρως στους ιερούς ναούς, από πρωΐας μέχρι νυκτός χωρίς καμιά ανάπαυση. Εγκατέστησε δε σε διάφορες πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών και Καναδά τους πρώτους πυρήνες από τα γυναικεία και ανδρικά Ελληνικά μοναστήρια. Τα νέα 18 μοναστικά κοινόβια καλλιεργούν το ουράνιο νέκταρ της νοεράς προσευχής, της οποίας το γλυκύτατο μέλη το γεύονται πλέον ως τρόπον ζωής οι χριστιανοί εκεί στην Αμερική. Από την Μονήν του Αγίου Αντωνίου της Αριζόνας ο γέροντάς μου Εφραίμ κατευθύνει ολόκληρο το πνευματικό του έργο, ενώ συγχρόνως συρρέουν καθημερινά από όλον τον κόσμον κατά εκατοντάδες οι προσκυνηταί για να απολαύσουν πνευματικά μέσα στην έρημο μια τρισευλογημένη όαση που αναγεννά τον κόσμον ολόκληρον. Εκεί βιώνεται η Ορθοδοξία και μάλιστα μέσα στην Βαβυλωνία των αιρέσεων. Εκεί αναπτερώνεται το Ορθόδοξο θρησκευτικό συναίσθημα. Εκεί καταμαρτυρείται το Ορθόδοξο δόγμα και η ορθή πίστις. Εκεί συνιστάται και η σωστή συμμετοχή στα πανάγια σωστικά μυστήρια και η πράξις της Ευαγγελικής ζωής όπως ασφαλώς και εδώ στην Ορθόδοξη πατρίδα μας από ευλαβείς εργάτας και ποιμένας της Εκκλησίας μας. Εκεί δημιουργείται τρόπον τινά μια καινούργια Ορθόδοξη Ελλάδα στην αχανή αυτή ήπειρο από τον γέροντά μου που ξεκίνησε το 1947 από μια σπηλιά της Μικράς Αγίας Άννης του Άθωνος, μαθητής και άξιος υποτακτικός του οσιοτάτου γέροντος Ιωσήφ του παππού Χριστιανοί μου, το 1938 ο άγιος γέροντας Ιωσήφ με τον συνασκητή του Αρσένιο παρέμειναν στην έρημο του Αγίου Βασιλείου.
Προσετέθη αργότερα και ο κατά σάρκα αδελφός του πατήρ Αθανάσιος. Το ’38 μετακομίζουν στις σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννης. Το καλοκαίρι του ’47 συγκαταλέγεται στη συνοδεία ο πατήρ Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός όπου βρίσκει τον Αρσένιο και τον πατέρα Αθανάσιο. Οι υπόλοιποι είχαν φύγει. Το φθινόπωρο του ιδίου έτους, το Σεπτέμβριο δηλαδή έρχεται ο πατήρ Εφραίμ, ο γέροντάς μου, ο μετέπειτα ηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, ενώ το καλοκαίρι του ’50 προστίθεται και ο πατήρ Χαράλαμπος ο μετέπειτα ηγούμενος της Ιεράς Μονής Διονυσίου.
Στο τέλος έλεγε τα εξής με πολλή χαρά:
– Αρσένιε, τώρα μπορώ με ανάπαυση να πω στον Κύριο, νυν απολύεις τον δούλον σου. Εζήσαμε μαζί τόσο σκληρά, μέχρι αίμα χύσαμε, για να βρούμε μέσα μας το Θεό. Όμως το παντοτινό παράπονό μου σε όλα τα χρόνια ήταν αυτό. Πολλοί πέρασαν από κοντά μας, ωφελήθηκαν και έφευγαν. Όμως την πνευματική μας εργασία δεν μπορούσαν να την ακολουθήσουν. Ενόμιζα ότι θα φύγω με αυτό το παράπονο. Όμως να. Φανέρωσε τώρα στα υστερνά μας, ο Θεός αυτά τα τελευταία καλογεράκια και κοντά τους να με θυμάσαι θα ακουμπήσει όλο το Άγιον Όρος. Και όχι μόνον το Άγιον Όρος αλλά και πολλά μοναστήρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με χίλιους και πλέον μοναχούς και χιλιάδες εξομολογουμένους και σεσωσμένους, Δόξα σοι ο Θεός.
Το 1953 μεταφέρονται στη Νέα Σκήτη όπου υπήρχαν καλύτερες συνθήκες διαβιώσεως, αφού οι τρείς νέοι υποτακτικοί άρχισαν να έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας. Κατά την περιόδο φαίνεται η ποιμαντική διάστασις του έργου του μακαρίου οσιοτάτου γέροντος Ιωσήφ, αφού πολλοί μοναχοί εκτός και εντός του Αγίου Όρους, ιδιαιτέρως δε οι λαϊκοί, προσέφευγαν κοντά του και τον συμβουλεύονταν ως απλανή και διακριτικό οδηγό.
Κοιμήθηκε την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κατά την αρχική του επιθυμία αλλά και υπόσχεση αυτής της ίδιας της Παναγίας, το πρωί της Παρασκευής 15 Αυγούστου 1959, μετά τη Θεία Λειτουργία, αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.
Και θα κλείσω με τις τελευταίες φράσεις του:
– Η νοερά προσευχή σε μένα είναι όπως η τέχνη του καθενός,
καθότι εργάζομαι αυτήν τριάνταέξι και επέκεινα χρόνια.
Τέλος και τω Θεώ Δόξα,
Αμήν.
Πηγή: http://paterikakeimena.blogspot.com/2010/11/blog-post_12.html
Τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, που έρχονται και παρέρχονται και ξεχνιούνται, μην τις αντιμετωπίζης με άλογη απελπισία. Ο χρόνος φέρνει τη λήθη και η λήθη την παρηγοριά και τη θεραπεία κάθε κακού. Όλα είναι περαστικά και φευγαλέα, η ευτυχία και η δυστυχία, η χαρά και η λύπη, η ηδονή και ο πόνος, η ζωή και ο θάνατος. Τα μόνα μόνιμα και αμετάβλητα είναι η αιώνια ζωή και η αιώνια κόλασις. Αυτό μην το ξεχνάς ποτέ.
Ακόμη κι αν αμάρτησες τόσο όσο κανείς άλλος άνθρωπος πάνω στη γη, πάλι μην απελπίζεσαι. Δεν υπάρχει αμάρτημα ικανό να νικήση την ευσπλαχνία του Θεού. Όλα τα αμαρτήματα όλων των ανθρώπων μαζί δεν μπορούν να συγκριθούν με την άβυσσο του θείου ελέους. Η ευσπλαχνία του Θεού μας σώζει δωρεάν.
Όσο αμαρτωλός κι αν είσαι στρέψε το βλέμμα σου στον Κύριο, «τον δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών», και θα σωθής κι εσύ όπως σώθηκαν χιλιάδες αμαρτωλών μέσα στους αιώνες. Μόνο σταμάτησε την αμαρτία, μετανόησε βαθιά και ειλικρινά, εξομολογήσου στον πνευματικό και ξεκίνα μια νέα εν Χριστώ ζωή. Ο ψαλμωδός σου δείχνει τον δρόμο: «Την αμαρτίαν μου εγνώρισα και την ανομίαν μου ουκ εκάλυψα. Είπα· εξαγορεύσω κατ' εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω· και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου» (Ψαλμ. 31. 5).
Μην αγανακτής που τα πράγματα δεν έρχονται πάντοτε όπως τα θέλεις εσύ στη ζωή σου. Δεν είναι δυνατόν, αλλά και συμφέρον σου δεν είναι, να γίνωνται όλα κατά τη σκέψι σου, κατά την επιθυμία σου, κατά το θέλημά σου. Η σκέψις σου πολύ συχνά είναι πλανεμένη, η επιθυμία σου εμπαθής, το θέλημά σου ολότελα εγωιστικό. Και ο παντογνώστης Θεός φυσικά το γνωρίζει αυτό, έστω κι αν εσύ δεν το συνειδητοποιής. Γι' αυτό και δεν επιτρέπει να εκπληρώνονται πάντα οι επιθυμίες σου, για να μη βλαφθή η ψυχή σου, ο πιο πολύτιμος θησαυρός που διαθέτεις. «Τί γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή;» (Ματθ. 16. 26).
Άφησε λοιπόν τον εαυτό σου στα χέρια του Θεού, εγκατάλειψέ τον στην πανάγαθη βούλησί Του. Έγινε κάτι όπως το ήθελες; Ευχαρίστησέ Τον. Δεν έγινε; Δόξασέ Τον. Τίποτε δεν σου είναι αναγκαίο, εφ' όσον δεν σου το δίνει ο Θεός. Τίποτε, εκτός από ένα: να μην αποξενωθής από Εκείνον και τη χάρι Του. Γι΄ αυτό «επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει· ου δώσει εις τον αιώνα σάλον τω δικαίω» (Ψαλμ. 54. 23).
Για τρεις λόγους κυρίως ο πανάγαθος Θεός δεν εκπληρώνει τις επιθυμίες μας και παραχωρεί τις δοκιμασίες στη ζωή μας. Πρώτον, για να συναισθανθούμε την αδυναμία μας, ν' αποδεσμευθούμε από την αυτάρκεια και την εγωιστική αυτοπεποίθησή μας, και να αναθέσουμε με ταπείνωσι κάθε ελπίδα μας σ' Εκείνον. Δεύτερον, για να μας ασκήση στην καρτερία και την υπομονή, που φέρνει πολύ πνευματικό καρπό στην ψυχή, καθώς μας βεβαιώνει παρηγορητικά και ο απόστολος: «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν· η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι» (Ιακ. 1. 2-4). Και τρίτον, σαν πάνσοφος και αλάθητος γιατρός ο Κύριος, ανατρέπει συχνά τις επιθυμίες μας και παραχωρεί πικρίες και χτυπήματα για ν' απομακρύνη τον νου και την καρδιά μας από τη λατρεία των υλικών πραγμάτων, από την αιχμαλωσία της γης, και να μας ωθήση στην αναζήτησι του ουρανού και των αιωνίων αγαθών. «Το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ' υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν, μη σκοπούντων ημών τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα· τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια» (Β' Κορ. 4. 17-18).
Όσες θλίψεις υπομείνης με ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό, που κατεργάζεται μ' αυτό τον τρόπο την ψυχή σου, τόσες άρρητες παρηγοριές θα λαβής απ' Αυτόν, καθώς βεβαιώνει και ο προφήτης: «Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. 93. 19).
«Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. 16. 33). Ο Κύριος επιβεβαιώνει, προειδοποιεί και ενθαρρύνει. Θέτει το πρόβλημα. Δίνει και τη λύσι. Οι θλίψεις αναπόφευκτες. Αλλά και η νίκη του πιστού, του πιστού που γνωρίζει καλά πως «δια πολλών θλίψεων δει εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πραξ. 14. 22), θα είναι ένδοξη και περίτρανη, σαν τη νίκη του Κυρίου μας, που «εξήλθε νικών και ίνα νικήση» (Αποκ. 6. 2).
«Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος» (Ψαλμ. 33. 20). Απορείς: Γιατί οι δίκαιοι ζουν συνήθως μέσα σε θλίψεις και δοκιμασίες, ενώ οι αμαρτωλοί και άδικοι μέσα στην άνεσι, τον πλούτο, τη δόξα, την ευμάρεια; Μη θαυμάζης; «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγεί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται» (Παροιμ. 3. 12). Όχι βέβαια για τιμωρία, «αλλ' εις νουθέτησιν μαστιγοί Κύριος τους εγγίζοντας αυτώ» (Ιουδίθ 8. 27). Δυστυχείς και θλίβεσαι και πειράζεσαι; Χαίρε, γιατί ο Κύριος ασχολείται μαζί σου, είναι δίπλα σου. Ευτυχείς και πλουτείς και δοξάζεσαι; Πρόσεξε μήπως απομακρυνθής από τον Κύριο και μείνης μόνος σου, πλούσιος σε επίγεια αλλά φτωχός σε ουράνια αγαθά. Φτωχός στη ζωή, φτωχός και στον θάνατο: «Μη φοβού, όταν πλουτήση άνθρωπος ή όταν πληθυνθή η δόξα του οίκου αυτού· ότι ουκ εν τω αποθνήσκειν αυτόν λήψεται τα πάντα, ουδέ συγκαταβήσεται αυτώ η δόξα αυτού» (Ψαλμ. 48. 17-19).
Όλοι οι άγιοι πέρασαν τη ζωή τους μέσα στον πόνο και τη θλίψι, στη στέρησι και την ασθένεια, στους διωγμούς και τα βάσανα. Κι εσύ; Θέλεις να ζήσης χωρίς αυτά τα ψυχοσωτήρια δώρα; Θέλεις λοιπόν ν' αποκοπής από τον χορό των εκλεκτών του Θεού;... Μη γένοιτο! Παρηγορήσου όμως με τη σκέψι ότι ο Κύριος δεν θα παραχωρήση ποτέ να σε βρη πειρασμός που να ξεπερνά την αντοχή σου, πνευματική ή σωματική. «Πιστός ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν» (Α' Κορ. 10. 13), διαβεβαιώνει ο απόστολος. Γι' αυτό και δεν υπάρχει θλίψις χωρίς τέλος, δεν υπάρχει δάκρυ που να μη στεφανωθή με τη χαρά. «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις το πρωΐ αγαλλίασις» (Ψαλμ. 29. 6).
Οι Άγιοι Πάντες «εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος» (Εβρ. 11. 36-38), «οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις· εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι» (Β' Κορ. 11. 26-27). Και όμως, ολ' αυτά τα υπέμειναν και τ' αντιμετώπισαν «εν αγνότητι, εν γνώσει, εν μακροθυμία, εν χρηστότητι, εν Πνεύματι Αγίω» (Β' Κορ. 6. 6). Ενώ εσύ, με το παραμικρό συγχύζεσαι, απογοητεύεσαι, οργίζεσαι, ολιγοπιστείς. Εκείνοι, αν και άγιοι και ευάρεστοι στον Θεό, τα υπέμειναν όλα αγόγγυστα. Εσύ, που κάθε μέρα αμαρτάνεις και θλίβεις τον Θεό, δυσαρεστείσαι και με την πιο μικρή δυσκολία.
Διωγμένοι, βασανισμένοι, εξευτελισμένοι οι άγιοι, «επορεύοντο χαίροντες... ότι υπέρ του ονόματος αυτού (του Ιησού) κατηξιώθησαν ατιμασθήναι» (Πραξ. 5. 41). Εσύ, αναπαυμένος στην ευμάρειά σου, λυπάσαι και απελπίζεσαι και με την πιο ασήμαντη παιδαγωγική δοκιμασία του Θεού. Αλήθεια, πόσο μακριά Του είσαι!
Δεν έχεις φόβο Θεού, γι’ αυτό σε κυριεύει ο φόβος των δοκιμασιών. Δεν πενθείς για τις αμαρτίες σου, γι' αυτό είσαι λιπόψυχος. Δεν έχεις «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50. 19), γι' αυτό δεν είσαι ανδρείος στους πειρασμούς. Όποιος έχει φόβο Θεού, όποιος έχει κατά Θεόν πένθος, όποιος έχει ταπείνωσι δεν φοβάται ποτέ τις δοκιμασίες. Και δυναμωμένος με τη χάρι του Θεού πολεμά και νικά και αναμένει την εκπλήρωσι των λόγων Του: «Ο νικών έσται αυτώ ταύτα, και έσομαι αυτώ Θεός και αυτός έσται μοι υιός. Τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις... το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστίν ο θάνατος ο δεύτερος» (Αποκ. 21. 7-8).
Αν κάποιος σε προσβάλη, σε θίξη, σε συκοφαντήση, σε βλάψη άδικα και αδικαιολόγητα με οποιονδήποτε τρόπο, μην οργισθής εναντίον του, μη μνησικακήσης, μην κυριευθής από εκδικητικότητα. Αντίθετα, ταπεινώσου, κλάψε με συντριβή καρδίας και προσευχήσου ικετευτικά στον Κύριο να συγχωρήση τις αμαρτίες σου. Γι΄ αυτές τις αμαρτίες παραχωρεί ο Θεός να σου συμβαίνουν όλα αυτά, για να ταπεινωθής και να διορθωθής. Πίστεψε βαθιά μέσα σου πως είσαι άξιος τέτοιας, κι ακόμη χειρότερης συμπεριφοράς εκ μέρους των ανθρώπων. Και δέξου την με ευγνωμοσύνη σαν φάρμακο θεραπευτικό της άρρωστης ψυχής σου. Υπόμεινε τώρα εδώ άδικα, για να μην υποφέρης εκεί δίκαια. Καταδικάσου εδώ στη γη, έστω κι αν είσαι ανένοχος, για να μην καταδικασθής αιωνίως στον ουρανό σαν ένοχος. Δεν είναι σπουδαίο κατόρθωμα το να εκδικηθής αυτόν που σ' έβλαψε. Είναι όμως αληθινός ηρωισμός, είναι ψυχικό μεγαλείο το να υπομείνης το κακό αγόγγυστα και με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό. Ούτε το να πάσχης δίκαια είναι σπουδαίο. «Ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; Αλλ' ει αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομένειτε, τούτο χάρις παρά Θεώ. Εις τούτο γαρ εκλήθητε» (Α' Πέτρ. 2. 20-21).
(Από το βιβλίο "Πνευματικό Αλφάβητο" του Αγίου Δημητρίου Ροστώφ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, 1996)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1393
Όταν o λέων βρυχηθή, ποιός δεν θα φοβηθή; Όταν Κύριος ο Θεός ομιλή, ποιός δεν θα προφητεύση;». Ας αρχίσωμεν τον λόγον μας με τα προφητικά λόγια και ας πάρωμεν συνεργόν εις την ανάγκην των προκειμένων, δηλαδή τώρα που εκθέτομεν και την σκέψιν και την γνώμην διά αυτά που είναι συμφέροντα, τον θεοφόρον Αμώς, ο οποίος εθεράπευσε συμφοράς, όμοιας με τα κακά που υπερβολικά ενοχλούν ημάς. Διότι και ο προφήτης αυτός, κατά την διαδρομήν των παλαιοτέρων χρόνων, όταν ο λαός είχεν εγκαταλείψει την πατρικήν ευσέβειαν και είχε καταπατήσει την ακρίβειαν των νόμων και είχε ξεγλυστρίσει εις την λατρείαν των ειδώλων, εκήρυξε την μετάνοιαν, με το να συμβουλεύη την επιστροφήν και με το να εξαγγέλλη την απειλήν των τιμωριών. Εγώ δε μακάρι να επωφεληθώ μέχρι ενός σημείου από τον ζήλον τής παλαιάς ιστορίας, όχι όμως και το να ιδώ επί πλέον να ακολουθή η έκβασις των τότε γεγονότων. Αφού δηλαδή ο λαός απείθησε και ωσάν άγριον και δυσυπότακτον πουλάρι εδάγκασε τα χαλινάρια, δεν ωδηγήθη προς το συμφέρον· αλλά αφού εξέφυγεν από τον ίσιον δρόμον, έτρεξε τόσον πολύ άτακτα και εξηγριώθη εναντίον τού καβαλλάρη μέχρι του σημείου να πέση εις τα βάραθρα και τους κρημνούς και να υποστή πανωλεθρίαν, άξιαν προς την ανυπακοήν του. Αυτό μακάρι να μη συμβή τώρα εις ημάς, παιδιά μου, «που σας εγέννησα διά του Ευαγγελίου» και σας εσπαργάνωσα δια της ευλογίας των χεριών μου. Αλλ’ ας υπάρχη αγαθή ακοή, ψυχή πρόθυμος, που να δέχεται απαλά τας συμβουλάς, να υποχωρή εις τον ομιλητήν, όπως το κηρί εις τον σφραγιστήν, διά να λάβω και εγώ με μίαν τέτοιαν επιμέλειαν, γλυκύν καρπόν από τους κόπους και εσείς να επαινέσετε την συμβουλήν που γίνεται, όταν θα έχωμεν απαλλαγή από τας συμφοράς. Ποίον λοιπόν είναι αυτό που επισημαίνει μεν ο λόγος, αλλά κρατεί ακόμη εις αβεβαιότητα τας ψυχάς, με την ελπίδα να το ακούσουν, διότι βραδύνει να ανακοινώση το αναμενόμενον;
Βλέπομεν, αδελφοί, τον ουρανόν ερμητικά κλειστόν, γυμνόν και ανέφελον, να κάμνη μισητήν αυτήν την αιθρία και να προκαλή λύπην με την καθαρότητα, την οποίαν πάρα πολύ επεθυμούσαμεν προηγουμένως, όταν κάποτε, αφού εσκεπάσθη διά πολύν καιρόν με τα σύννεφα, μας έκαμε σκοτεινούς και ανήλιους. Και η γη αφού κατηξηράνθη εις το έπακρον είναι δυσάρεστος εις το να την ιδή κανείς· είναι στείρα δε και άγονος διά την γεωργίαν· έχει κομματιασθή εις σχίσματα και δέχεται κατάβαθα την ακτίνα να την φωτίζη. Και αι πλούσιαι και αστείρευτοι πηγαί μάς έλειψαν και τα νερά τών μεγάλων ποταμών εστείρευσαν, μικρότατα δε παιδιά τα διαβαίνουν πεζά και αι γυναίκες τα περνούν φορτωμέναι. Πολλούς από ημάς, μας έλειψεν ακόμη και το πόσιμον νερόν και κινδυνεύομεν διά τούτο να πεθάνωμεν. Ως νέοι Ισραηλίται, που αναζητούν νέον Μωυσήν και θαυματουργικόν ραβδί, διά να ικανοποιήσουν, αφού και πάλιν κτυπηθούν αι πέτραι, την ανάγκην τού λαού που διψά· σύννεφα δε παράδοξα να καταβρέξουν εις τους ανθρώπους τροφήν ασυνήθη, όπως το μάννα. Ας προσέξωμεν να μη γίνωμεν εις τους μεταγενεστέρους θλιβερόν διήγημα πείνης και τιμωρίας.
Αντίκρυσα τα χωράφια και έκλαψα πολύ διά την ακαρπίαν των, και εσκόρπισα τον θρήνον, επειδή εις ημάς δεν έπεσε βροχή. Αλλά μεν από τα σπέρματα έχουν ξηρανθή προτού φυτρώσουν, διότι παρέμειναν μέσα εις τους σβώλους, όπως τα εσκέπασε το αλέτρι. Αλλά, δε μόλις εφύτρωσαν ολίγον και εβλάστησαν, τα κατεμάρανεν αξιολύπητα ο καύσων, έτσι ώστε τώρα ευκαίρως να αντιστρέψη κάνεις τον ευαγγελικόν λόγον και να ειπή· οι μεν εργάται πολλοί, ο δε θερισμός ούτε ολίγος. Και οι γεωργοί, καθήμενοι εις τα χωράφια και πιάνοντες τα γόνατά τους με τα χέρια των (διότι αυτός είναι ο τρόπος αυτών που πενθούν), κλαίουν διά τους χαμένους κόπους των. Αντικρύζουν τα μικρά παιδιά και οδύρονται, ατενίζουν τας γυναίκας και θρηνούν, χαϊδεύουν και ψηλαφίζουν τα ξηρά χορτάρια τών γεννημάτων και κραυγάζουν δυνατά, ωσάν οι πατέρες που έχουν χάσει τα παιδιά των επάνω εις το άνθος τής ηλικίας των. Ας λεχθή λοιπόν και προς ημάς από τον ίδιον προφήτην, που ολίγον προηγουμένως εις το προοίμιον ανεφέραμεν «εγώ επίσης, λέγει, κατεκράτησα από σας την βροχήν τρεις μήνας προ του θερισμού και έβρεξα εις μίαν πόλιν και εις άλλην πόλιν δεν έβρεξα. Το ένα χωράφι εποτίσθη και το άλλο, εις το οποίον δεν έβρεξα, εξηράνθη. Και συνηθροίζοντο δύο ή τρεις πόλεις εις μίαν διά να πίουν νερόν, χωρίς να ημπορούν να κατασβέσουν την δίψαν των· και αυτά διότι σεις δεν επιστρέψατε εις εμέ, λέγει, ο Κύριος». Ας μάθωμεν λοιπόν ότι ο Θεός μάς δίδει αυτά τα χτυπήματα, διότι απεμακρύνθημεν από αυτόν και αμελήσαμεν. Δεν επιδιώκει να μας συντρίψη, αλλά φροντίζει να μας διορθώση, όπως κάμνουν οι καλοί από τους πατέρες και αυτοί που φροντίζουν διά τα τέκνα, οι οποίοι θυμώνουν εναντίον τών νέων και εξοργίζονται, όχι διότι θέλουν να τους κακοποιήσουν, αλλά διά να τους οδηγήσουν από την νηπιώδη αδιαφορίαν και τα αμαρτήματα της νεότητος εις την επιμέλειαν. Κυττάτε λοιπόν πως η πληθώρα των ιδικών μας αμαρτημάτων έβγαλε και τας εποχάς από την ιδίαν των την φύσιν και ήλλαξε τα είδη τών καιρών εις αλλόκοτα ανακατώματα. Ο χειμών δεν είχε την συνήθη υγρασίαν μαζί με την ξηρασίαν, αλλά όλην την υγρασίαν την έκαμε παγωνιάν και την απεξήρανε και επέρασε χωρίς χιόνια και βροχάς. Η άνοιξις πάλιν έδειξε μεν το ένα μέρος από τα χαρακτηριστικά της, εννοώ την θερμότητα, δεν είχεν όμως την βροχεράν περίοδον. Ζέστη δε και παγωνιά παραδόξως υπερέβησαν τα φυσικά όρια και αδίκως συνεφώνησαν εις το να μας βλάψουν και εξαποστέλλουν από τον βίον και την ζωήν τούς ανθρώπους. Ποία λοιπόν είναι η αιτία τής αταξίας και της συγχύσεως; Από πού προέρχεται αυτός ο νεωτερισμός των καιρών; Ως άνθρωποι μυαλωμένοι ας ερευνήσωμεν ως λογικοί ας συλλογισθούμεν. Μήπως ο κυβερνήτης τού σύμπαντος δεν υπάρχει; Μήπως ο αριστοτέχνης Θεός εξέχασε την πρόνοιάν του; Μήπως έχασε την εξουσίαν και την δύναμιν; Ή κατέχει μεν την ίδιαν δύναμιν και δεν απώλεσε την εξουσίαν, παρεφέρθη δε εις σκληρότητα και μετέβαλεν εις μισανθρωπίαν την υπερβολικήν αγαθότητα και την κηδεμονίαν του προς ημάς; Σώφρων άνθρωπος δεν θα ημπορούσε να το ειπή. Αλλ’ είναι ολοφάνερα τα αίτια λόγω των οποίων δεν κυβερνώμεθα. Ενώ ημείς λαμβάνομεν, δεν δίδομεν εις άλλους. Ενώ επαινούμεν την ευεργεσίαν, την αποστερούμεν από εκείνους που την χρειάζονται. Ενώ είμεθα δούλοι και ελευθερωνόμεθα, δεν ευσπλαγχνιζόμεθα τους συνδούλους μας. Ενώ πεινώμεν και τρεφόμεθα, περιφρονούμεν τον ενδεή. Ενώ έχομεν Θεόν, ανενδεή χορηγόν και ταμίαν, έχομεν γίνει σφιχτοχέρηδες και αμέτοχοι εις τας ανάγκας τών πτωχών. Τα πρόβατά μας είναι γόνιμα και όμως οι γυμνοί είναι περισσότεροι από τα πρόβατα. Αι αποθήκαι από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών στενοχωρούνται και ημείς δεν ελεούμεν αυτόν που στενάζει. Διά τούτο η δικαία κρίσις μάς απειλεί. Διά τούτο και ο Θεός δεν ανοίγει το χέρι του, διότι ημείς απεκλείσαμεν την φιλαδελφίαν. Διά τούτο τα χωράφια είναι ξηρά, διότι η αγάπη επάγωσεν.
Η φωνή αυτών που κάμνουν λιτανείαν εις τα χαμένα βοά και διασκορπίζεται εις τον αέρα. Διότι ούτε ημείς ηκούσαμεν αυτούς που εζητούσαν από ημάς. Οποία δε η προσευχή μας και η δέησις; Οι άνδρες, πλην ολίγων, ασχολείσθε με το εμπόριον και αι γυναίκες τούς υπηρετείτε εις την εργασίαν του μαμωνά. Ολίγοι είναι μαζί μου και με την προσευχήν, και αυτοί αισθάνονται ζάλην, χασμωριούνται, συνεχώς γυρίζουν και παρακολουθούν πότε θα τελειώση ο ψάλτης τους στίχους, πότε θα απολυθούν από την εκκλησίαν, ωσάν από φυλακήν και από την ανάγκην τής προσευχής. Και μάλιστα τα παιδιά, οι μικροί αυτοί που άφησαν τα βιβλία των εις τα σχολεία και συμπροσεύχονται μαζί μας, περιτριγυρίζουν το πράγμα μάλλον ωσάν ευκολίαν και διασκέδασιν και μεταβάλλουν την λύπην μας εις εορτήν, διότι απαλλάσσονται δι’ ολίγον από την φορτικότητα του διδασκάλου και την φροντίδα τών μαθημάτων. Το πλήθος όμως των ώριμων ανδρών και ο λαός που είναι περιπεπλεγμένος εις τας αμαρτίας, αχαλίνωτος και ελεύθερος και χαρούμενος βολτάρει εις την πόλιν. Αυτός περιφέρει την αιτίαν τών κακών εις τας ψυχάς, αυτός υπεκίνησε και απειργάσθη την συμφοράν. Βρέφη δε που δεν νοιώθουν και είναι ακατηγόρητα σπεύδουν και συνωθούνται προς την εξομολόγησιν, χωρίς να έχουν ούτε την αιτίαν αυτών που προξενούν την λύπην ούτε την γνώσιν ή την δύναμιν της συνήθειας να προσευχηθούν. Εσύ, παρακαλώ, προχώρησε εις το μέσον, εσύ που είσαι ανακατωμένος με τας αμαρτίας. Εσύ γονάτισε και κλάψε και στέναξε. Αφησε το βρέφος να κάμνη αυτά που αρμόζουν εις την ηλικίαν. Διατί, ενώ κατηγορείσαι, κρύβεσαι και οδηγείς εις εξομολόγησιν το ανεύθυνον; Μήπως δηλαδή ξεγελιέται ο κριτής, ώστε να αντικαταστήσης κρυφά τον εαυτόν σου με άλλο πρόσωπον; Έπρεπε βέβαια και εκείνο να παρίσταται εξάπαντος
μαζί σου, όχι μόνον. Βλέπεις πως και οι Νινευίται, όταν με την μετάνοιαν παρακαλούσαν τον Θεόν και επενθούσαν διά τα αμαρτήματά των, αυτά που μετά την θάλασσαν και το κήτος ανεβόησεν ο Ιωνάς, δεν ωδήγησαν μόνον τα βρέφη εις την μετάνοιαν αλλά και τους μεγάλους. Οι ίδιοι δεν εζούσαν την ζωήν των με τρυφήν και ευωχίας, αλλ’ η νηστεία καθυπέταξε πρώτα τους πατέρας, αυτούς που είχαν αμαρτήσει. Και η τιμωρία εβασάνιζε τους πατέρας και κατά ένα λόγον παραπάνω εξ ανάγκης εθρηνούσαν και τα βρέφη, διά να κυριαρχήση εις κάθε ηλικίαν η σκυθρωπότης, και εις αυτήν που νοιώθει την αμαρτίαν και εις αυτήν που δεν την νοιώθει, και εις την μεν μίαν προαιρετικώς εις δε την άλλην κατ' ανάγκην. Και έτσι αφού ο Θεός τους είδε να ταπεινώνωνται, διότι κατεδίκασαν τους εαυτούς των εις πάνδημον κακουχίαν, εξαιρετικά υπερβολικήν, και ευσπλαγχνίσθη διά την συμφοράν και την τιμωρίαν επήρεν οπίσω και την χαράν εχάρισεν εις αυτούς που με συναίσθησιν επένθησαν. Ω πόσον φροντισμένη μετάνοια! Ω πόσον σοφή και συμπυκνωμένη θλίψις! Ούτε τα ζώα τα άφησαν έξω από την τιμωρίαν, αλλά και δι’ αυτά επενόησαν, ώστε κατ' ανάγκην να φωνάζουν. Πράγματι το μοσχάρι το εχώρισαν από την αγελάδα και το αρνί το απεμάκρυναν από το μητρικόν μαστάρι και το βρέφος που εβύζανε δεν εκρατείτο εις τας αγκάλας τής μητρός του. Εις ξεχωριστάς μάνδρας ήταν αι μητέρες και εις ξαχωριστάς τα τέκνα. Φωναί δε θλιβεραί από όλα που αντιβοούσαν και αντηχούσαν η μία προς την άλλην. Τα τέκνα που επεινούσαν, εζητούσαν τας πηγάς τού γάλακτος και αι μητέρες, που εσπάρασαν από το φυσικόν πάθος, με συμπαθείς φωνάς εκαλούσαν τα τέκνα τους. Τα βρέφη που καθ’ όμοιον τρόπον επεινούσαν, εξεσπούσαν εις δυνατόν κλάμα και εσπαρταρούσαν και αι μητέρες εκεντρίζοντο εις τα σπλάγχνα από τους πόνους τής συγγένειας. Και διά τούτο ο θεόπνευστος λόγος διετήρησε γραπτώς την μετάνοιαν εκείνων διά να γίνη κοινή διδασκαλία τής ζωής. Ο γέρων εθρηνούσε δι’ εκείνα· εμαδούσε τα λευκά μαλλιά του και τα ξερίζωνεν. Ο νέος και ο ώριμος δυνατώτερα έκλαιγαν. Ο πτωχός εστέναζε και ο πλούσιος, λησμονών την καλοπέρασιν, εζούσε την κακουχίαν ως καλήν. Ο βασιλεύς αυτών είχε μεταβάλει την λαμπρότητα και την δόξαν εις εντροπήν. Έβγαλε το στέμμα και εσκόνισε την κεφαλήν του. Έβγαλε το βασιλικόν ένδυμα και εφόρεσε τον σάκκον τού πένθους. Αφησε τον υψηλόν και μετάρσιον θρόνον και θλιμμένος εκυλίετο εις την γην. Αφησε την αξιοπρέπειαν που προσιδιάζει εις το βασιλικόν αξίωμα και εθρηνούσε μαζί με τον λαόν. Έγινεν ένας από τους πολλούς και αυτός, όταν είδε τον κοινόν Δεσπότην των όλων να οργίζεται.
Αυτό είναι το φρόνημα των ευαισθήτων δούλων. Τέτοια είναι η μετάνοια αυτών που ενέχονται εις αμαρτίας. Ημείς διαπράττομεν προθύμως μεν την αμαρτίαν, αλλά με ολιγωρίαν και οκνηρίαν αναλαμβάνομεν την μετάνοιαν. Ποιός προσευχόμενος χύνει δάκρυα, διά να λάβη βροχήν και σταγόνας εις τον κατάλληλον καιρόν; Ποιός, που καθαρίζει αμαρτίας, έβρεξε το κρεββάτι του με δάκρυα κατά το παράδειγμα του Δαβίδ; Ποιός έπλυνε τα πόδια τών ξένων και εκαθάρισε την σκόνην από την οδοιπορίαν, διά να εξευμενίση τον Θεόν κατά τον καιρόν που ζητά την λύσιν τής ξηρασίας; Ποιός έθρεψε το ορφανόν από πατέρα παιδί, διά να θρέψη τώρα ο Θεός τα σιτηρά προς χάριν μας, που σαν ορφανά πλήττονται από την κακήν σύγκρασιν των ανέμων; Ποιός περιέθαλψε χήραν που βασανίζεται από τας δυσκολίας τής ζωής, διά να του αποδοθή τώρα η αναγκαία τροφή; Ξέσχισε το άδικον γραμμάτιον, διά να λυθή έτσι η αμαρτία. Εξαφάνισε την ομολογίαν τών βαρυτάτων τόκων διά να γεννήση η γη τα συνηθισμένα προϊόντα. Διότι όταν ο χαλκός και ο χρυσός και τα άγονα παρά φύσιν γεννούν, τότε γίνεται στείρα αυτή που εκ φύσεως γεννά και καταδικάζεται εις ακαρπίαν προς τιμωρίαν τών κατοίκων της. Ας αποδείξουν λοιπόν αυτοί που τιμούν την πλεονεξίαν, αυτοί που συνάγουν υπερβολικά τον πλούτον, ποία είναι η δύναμις των αποθηκευθέντων, η ποιόν το όφελος, αν ο Θεός που έχει οργισθή επιτείνει περισσότερον την τιμωρίαν. Ίσως αυτοί γίνουν πιο κίτρινοι από τον χρυσόν που επισωρεύουν, εάν δεν αποκτήσουν το ψωμί, που μέχρι χθες και προχθές επεριφρονείτο, λόγω της ευκόλου προμηθειάς του. Ας υποθέσωμεν ότι δεν υπάρχει ο πωλητής, ούτε υπάρχει σιτάρι εις τας αποθήκας· ποία είναι τότε η χρησιμότης τών βαρυτάτων πορτοφολίων; Πες μου; Δεν θα ενταφιασθής μαζί μ’ αυτά; Δεν είναι χώμα ο χρυσός; Δεν θα κήται ως άχρηστος πηλός δίπλα εις το χωμάτινον σώμα; Όλα τα απέκτησες και όμως δεν κατέχεις ένα αναγκαίον πράγμα· την δύναμιν να τρέφης τον εαυτόν σου. Ένα σύννεφον εδημιούργησεν ολόκληρον τον πλούτον. Επινόησε τον πόρον ολίγων σταγονιδίων, εξανάγκασε την γην να καρποφορήση. Εξαφάνισε την συμφοράν με τον υπερήφανον και κρυμμένον πλούτον. Πιθανόν να παρακαλέσης κάποιον από τους ευλαβείς, διά να σου χαρίση με τας προσευχάς του, όπως ο Θεσβίτης Ηλίας, την απαλλαγήν από τα δεινά, δηλαδή άνθρωπον ακτήμονα, ωχρόν, ξυπόλυτον, άστεγον, ανέστιον, άπορον, που φορεί ένα χιτώνα, όπως ο Ηλίας την μηλωτήν, και που έχει σύντροφον την προσευχήν και τρέφεται με την εγκράτειαν. Και αν επιτύχης με την παράκλησίν σου την βοήθειάν του, δεν θα περιφρονήσης πολύ τα κτήματα που έχουν πολλάς φροντίδας; Δεν θα περιφρονήσης τον χρυσόν; Δεν θα διασκορπίσης, ωσάν κοπριάν, τον άργυρον, που, ενώ προηγουμένως τον αποκαλούσες παντοδύναμον και πολύ αγαπητόν, τώρα τον εγνώρισες οκνηρόν βοηθόν εις την ανάγκην; Διά σε έκρινεν αξίαν και την συμφοράν αυτήν. Διότι ενώ είχες δεν έδιδες, διότι παρέβλεπες τους πεινώντας, διότι δεν εγύριζες να κυττάξης αυτούς που ωδύροντο, διότι δεν έδιδες, ενώ σε επροσκυνούσαν. Τα κακά και εξ αιτίας των ολίγων ξεσπούν εις τον λαόν και ο λαός συνήθως τιμωρείται διά την μοχθηρίαν κάποιου. Ο Αχαρ διέπραξε ιεροσυλίαν, αλλ’ ολόκληρον το στρατόπεδον ετιμωρείτο. Ο Ζαμβρί επίσης επόρνευσεν εις τας γυναίκας τών Μαδιανιτών, αλλ’ ο Ισραήλ ετιμωρείτο.
Όλοι λοιπόν και ατομικώς και δημοσίως να εξετάσωμεν τον τρόπον τής ζωής μας. Να θεωρήσωμεν την ξηρασίαν ωσάν παιδαγωγόν, που υπενθυμίζει εις τον καθένα μας την ιδίαν αμαρτίαν. Να ειπωμεν και μάλιστα με συναίσθησιν τον λόγον τού γενναίου Ιώβ· «το χέρι τού Θεού είναι που με ήγγισε». Και μάλιστα μεν να καταλογίσωμεν την συμφοράν μας πρωταρχικώς εις τα αμαρτήματα. Εάν δε πρέπη να προσθέσωμεν και κάτι άλλο, ενίοτε αι κακοτυχίαι αυταί συμβαίνουν εις τους ανθρώπους και ως δοκιμασίαι εις τας ψυχάς, διά να αποδειχθούν οι δόκιμοι, είτε πτωχοί είτε πλούσιοι είναι αυτοί, επάνω εις τας δυσκολίας. Διότι και οι μεν και οι δε δοκιμάζονται ακριβώς διά της υπομονής. Και προ παντός κατά την περίοδον αυτήν αποδεικνύεται, εάν ο μεν είναι κοινωνικός και φιλάδελφος, εάν ο δε ευγνώμων και όχι αντιθέτως βλάσφημος, που αλλάσσει την διάθεσιν ταχέως μαζί με τας συμφοράς τής ζωής. Εγώ γνωρίζω πολλούς (και αυτό δεν το έμαθα εξ ακοής, αλλά εκ πείρας εγνώρισα τους ανθρώπους), οι οποίοι μέχρις ότου μεν ο βίος δι’ αυτούς προχωρεί ευνοϊκά, κατά την παροιμίαν, αναγνωρίζουν εμμέσως λοιπόν, αν και όχι τελείως, την χάριν εις τον ευεργέτην. Εάν δε κάποτε τα πράγματα τραπούν προς την αντίθετον κατάστασιν και γίνη ο μεν πλούσιος πτωχός, η υγεία τού σώματος ασθένεια, η δόξα και η περιφάνεια εντροπή και ατίμωσις, γίνονται αχάριστοι, ξεστομίζουν βλασφημίας, τεμπελιάζουν εις την προσευχήν. Δυσανασχετούν εναντίον τού Θεού, ως να είναι χρεώστης που καθυστερεί την οφειλήν και δεν συμπεριφέρονται ως προς Κύριον που αγανακτεί. Αλλά διώξε από τους λογισμούς την σκέψιν αυτήν. Όταν δε ιδής τον Θεόν να μη χαρίζη τα απαραίτητα, έτσι να συλλογίζεσαι μέσα σου· μήπως ο Θεός αδυνατεί να χορηγήση την τροφήν; Και πώς είναι δυνατόν; Αυτός που είναι Κύριος του ουρανού και ολοκλήρου της δημιουργίας, σοφός ρυθμιστής τών εποχών και των καιρών, κυβερνήτης των όλων, που ώρισεν ωσάν κάποιον εύτακτον χορόν, τας εποχάς και τας τροπάς τού ηλίου να διαδέχωνται η μία την άλλην, διά να επαρκούν με την ποικιλίαν των εις τας διαφόρους ανάγκας μας· και άλλοτε μεν να πίπτη βροχή εις τον κατάλληλον καιρόν, άλλοτε δε πάλιν η ζέστη και το κρύον να εναλλάσσωνται κατά την διάρκειαν του έτους, και να μη λείπη η ξηρασία. Ο Θεός λοιπόν είναι δυνατός. Αφού δε έχει και την δύναμιν και τούτο γίνεται παραδεκτόν, μήπως άραγε λείπει η αγαθότης; Και αυτός ο λόγος είναι ανύπαρκτος. Διότι ποία ανάγκη θα έπειθεν αυτόν που δεν είναι αγαθός να δημιουργήση κατ’ αρχήν τον άνθρωπον; Ποιός δε θα εξηνάγκαζε τον κτίστην να πάρη χώμα και μάλιστα χωρίς να το θέλη, και από την λάσπην να μορφοποιήση τέτοιο κάλλος; Ποιός είναι αυτός που κατ’ ανάγκην έπεισε να δωρήση τον λόγον εις τον άνθρωπον σύμφωνα προς την ιδικήν του εικόνα, διά να δεχθή, αφού απ’ εκεί ξεκινήση, την μάθησιν των τεχνών, και διά να μάθη να φιλοσοφή διά τα ουράνια, τα οποία δεν εγγίζει με τας αισθήσεις; Και εάν έτσι συλλογίζεσαι, θα εύρης να συνυπάρχη εις τον Θεόν η αγαθότης και μέχρι ακόμη και τώρα να μη απουσιάζη. Διότι τί θα ημπόδιζε, πες μου, να μη είναι ξηρασία αυτό που βλέπομεν, αλλά τελεία πυρπόλησις; Και ο ήλιος να παρεξέκλινεν ολίγον από την κανονικήν πορείαν και να επλησίαζε τα περίγεια σώματα και αυτομάτως να κατέκαιε κάθε τι που βλέπομεν; Ή να βρέξη φωτιάν από τον ουρανόν, καθ’ όμοιον τρόπον, που ετιμώρησεν ήδη τους αμαρτωλούς; Αυτοκυριαρχήσου και έλα εις τα σύγκαλά σου, άνθρωπε· μη κάμης αυτά που κάμνουν τα ανόητα παιδιά που, επειδή τα εμάλωσεν ο διδάσκαλος, ξεσχίζουν τα βιβλία τους· ξεσχίζουν δε το ένδυμα του πατρός των, που διά την ωφέλειάν των αναβάλλει την τροφήν, ή με τα νύχια τους καταγρατζουνίζουν το πρόσωπον της μητέρας. Διότι τον μεν κυβερνήτην δοκιμάζει και σκληραγωγεί η τρικυμία, τον αθλητήν το στάδιον, τον στρατηγόν το στρατόπεδον, τον γενναιόκαρδον η συμφορά, τον δε Χριστιανόν η δοκιμασία. Και αι λύπαι δοκιμάζουν την ψυχήν, όπως η φωτιά δοκιμάζει τον χρυσόν. Είσαι πτωχός; Μη καταλαμβάνεσαι από αθυμίαν. Διότι η υπερβολική κατήφεια γίνεται αιτία τής αμαρτίας. Η μεν λύπη καταβαραθρώνει την διάνοιαν και η αμηχανία εμβάλλει ζάλην, η δε έλλειψις των λογισμών γεννά την αχαριστίαν. Αλλά να ελπίζης εις τον Θεόν. Μήπως δηλαδή δεν παρατηρή την στενοχώριαν; Κρατά την τροφήν εις τα χέρια του και καθυστερεί την χορήγησιν, διά να δοκιμάση την σταθερότητά σου, διά να πληροφορηθή την διάθεσίν σου, εάν δεν είναι ομοία με αυτήν των ακολάστων και των αχαρίστων. Διότι και αυτοί, μέχρις ότου μεν συμβαίνει να έχουν την τροφήν εις το στόμα τους, ευφημούν, κολακεύουν, υπερθαυμάζουν, όταν δε επ’ ολίγον αναβληθή το τραπέζι, ωσάν λίθους αφήνουν τας βλασφημίας προς αυτούς που πριν ολίγου λόγω της τέρψεως επροσκυνούσαν ωσάν θεόν. Διάβασε την Παλαιάν Διαθήκην και την Καινήν και θα εύρης εκεί, εις την κάθε μίαν, πολλούς να έχουν τραφή κατά διάφορον τρόπον. Ο Κάρμηλος, βουνόν υψηλόν και ακατοίκητον, έρημον αυτό, εφιλοξενούσεν έρημον τον Ηλίαν. Διά τον δίκαιον η ψυχή του ήταν η όλη περιουσία και εφόδιον της ζωής η ελπίδα προς τον Θεόν. Με το να ζη έτσι, δεν απέθανεν από την πείναν, αλλά τα αρπακτικώτατα και τα πλέον λαίμαργα από τα όρνεα, αυτά έφεραν τα τρόφιμα και υπηρετούσαν τον δίκαιον εις την τροφήν. Αυτά που από την φύσιν των αρπάζουν τας ξένας τροφάς, με το πρόσταγμα του Δεσπότου ήλλαξαν την φύσιν και έγιναν πιστοί φύλακες των άρτων και των κρεάτων. Εμάθαμεν δε λοιπόν από την ιεράν ιστορίαν ότι τα κοράκια έφεραν τας τροφάς εις τον άνδρα. Επίσης και ο λάκκος τής Βαβυλώνος εκρατούσε τον νεαρόν Ισραηλίτην αιχμάλωτον μεν κατά την συμφοράν, ελεύθερον όμως εις την ψυχήν και το φρόνημα. Μήπως όμως έπαθε κάποιο κακόν από τα λεοντάρια; Όχι! Τα λεοντάρια μεν, παρά την φύσιν των, ενήστευαν, ο δε τροφεύς αυτού Αββακούμ ήρχετο διά μέσου του αέρος· ο άγγελος εκόμιζε μαζί με τα τρόφιμα και τον άνθρωπον. Και διά να μη δεινοπαθήση από την πείναν ο δίκαιος, ο προφήτης εις ελάχιστον χρόνον επέταξεν επάνω από τόσην ξηράν και θάλασσαν, όση εκτείνεται από την Ιουδαίαν μέχρι της Βαβυλώνος.
Επίσης τί έκαμνεν ο λαός τής ερήμου, του οποίου αρχηγός ήταν ο Μωυσής; Πώς οικονόμησε την ζωήν του επί σαράντα ολόκληρα χρόνια; Δεν υπήρχεν εκεί άνδρας που να σπέρνη, ούτε βόδι που να σύρη το αλέτρι, ούτε αλώνι, ούτε πατητήρι, ούτε αποθήκη, και όμως είχαν την τροφήν χωρίς σποράν και όργωμα, και ο βράχος εχορηγούσε τας πηγάς, που πρώτα δεν υπήρχαν, αλλ’ εξετινάχθησαν εις την ανάγκην. Παραλείπω να απαριθμήσω τα επί μέρους τής προνοίας τού Θεού, που πολλάς φοράς κατά τρόπον πατρικόν ενεφάνισεν εις τους ανθρώπους. Εσύ δε να υπομείνης ολίγον την συμφοράν, όπως ο γενναίος Ιώβ, και να μη λυγίσης από την τρικυμίαν, μήτε να αποβάλης τα εμπορεύματα της αρετής. Σαν πολύτιμον διαθήκην να διαφυλάξης εις την ψυχήν σου την ευχαριστίαν και θα λάβης και εσύ διά την ευγνωμοσύνην διπλάσιαν απόλαυσιν. Να ενθυμήσαι τον αποστολικόν λόγον «δι’ όλα να ευχαριστήτε». Είσαι πτωχός; έχεις εξάπαντος άλλον πτωχότερον από εσέ. Έχεις διά δέκα ημέρας τρόφιμα εσύ; εκείνος έχει διά μίαν. Σαν καλός και ευγνώμων να εξισώσης το περίσσευμά σου με τον ενδεή. Μη διστάσης να δώσης από το ολίγον. Μη προτιμήσης το συμφέρον σου εμπρός εις την κοινήν συμφοράν. Και αν ο άρτος σου περισσεύη κατά ένα ψωμί και σου κτυπήση την πόρταν ο ζητιάνος, πάρε από την αποθήκην το ένα ψωμί και αφού το βάλης εις τα χέρια του ύψωσε το βλέμμα σου εις τον ουρανόν και ειπέ λόγον θλιβερόν μαζί και ευγνώμονα· ένα ψωμί, όπως βλέπεις, Κύριε, και ο κίνδυνος είναι ολοφάνερος. Αλλ’ εγώ θέτω την εντολήν σου επάνω από εμέ και από το ολίγον δίδω εις τον αδελφόν μου που λιμοκτονεί. Δώσε λοιπόν και συ εις τον δούλον σου, που κινδυνεύει. Γνωρίζω καλά την αγαθότητά σου και ελπίζω εις την δύναμίν σου. Δεν αναβάλλεις επί πολύ τας δωρεάς, αλλά τας σκορπάς, όταν θέλης. Και αν έτσι ομιλήσης και ενεργήσης, τον άρτον που δίδεις εις καιρόν δυσκολίας, γίνεται σπόρος γεωργικός, αποφέρει πλούσιον τον καρπόν, είναι προκαταβολή τής τροφής, γίνεται πρόξενος ελέους. Πες και συ εις παρομοίας περιστάσεις τον λόγον τής χήρας τής Σιδωνίας. Θυμήσου επικαίρως την ιστορίαν. «Ζη Κύριος, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνον μία χούφταν αλεύρου διά την διατροφήν εμού και των παιδιών μου». Και εάν δώσης από το υστέρημα, θα έχης και συ το λαδοδοχείον κατάμεστον από δωρεάν και την αλευραποθήκην ακένωτον. Διότι διά τους πιστούς φιλοτίμως η χάρις τού Θεού με το να εισάγη το διπλάσιον μιμείται τα πηγάδια, τα οποία πάντοτε αδειάζουν αλλά δεν εξαντλούνται. Δάνεισε συ ο άπορος, εις τον πλούσιον Θεόν. Δώσε εμπιστοσύνην εις αυτόν που πάντοτε θεωρεί προσωπικά τον εαυτόν του υπόχρεον, δι’ αυτά που δίδεις εις αυτόν που θλίβεται και ανταποδίδει την ευεργεσίαν από τα ιδικά του αγαθά. Είναι αξιόπιστος εγγυητής, διότι έχει απλωμένους τους θησαυρούς του εις όλα τα μέρη τής γης και της θαλάσσης. Και εάν, ενώ πλέεις, απαιτήσης το δάνειον, θα λάβης το κεφάλαιον μαζί με τους τόκους εις το μέσον τού πελάγους. Διότι φιλοδοξεί να δίδη περισσότερα.
Η πείνα είναι η αρρώστια αυτού, ο οποίος πεινά. Αυτή είναι φοβερά ασθένεια. Η πείνα είναι η πιο μεγάλη από τας συμφοράς των ανθρώπων και ο φοβερώτερος θάνατος από όλους τους θανάτους. Διότι εις τους άλλους κινδύνους ή η κόψη τού ξίφους ταχέως επιφέρει τον θάνατον ή η ορμή τής φωτιάς αποτόμως σβήνει την ζωήν ή τα θηρία με τα δόντια αφού κατασπαράξουν τα ζωτικώτερα από τα μέλη, δεν επιτρέπουν την τιμωρίαν με την διάρκειαν της οδύνης. Η πείνα όμως επιβραδύνει το κακόν. Παρατείνει τον πόνον με το να ενεδρεύη και να λουφάζη η αρρώστια και με το να κάμνη ώστε πάντοτε ο θάνατος να είναι παρών και πάντοτε να βραδύνη. Διότι δαπανά το υγρόν που υπάρχει εις τον οργανισμόν, καταστέλλει την θερμότητα, περιορίζει το βάρος, μαραζώνει ολίγον κατ’ ολίγον την δύναμιν. Η σάρκα κολλά ωσάν αράχνη εις τα κόκκαλα. Το χρώμα δεν είναι ανθηρόν. Διότι το κόκκινον υποχωρεί με την φθοράν τού αίματος και η λευκότης δεν υπάρχει, αφού η επιδερμίδα μελανιάζει από την ισχνότητα. Μαυροκιτρινίζει το σώμα, διότι από την νόσον ανακατώνεται οικτρώς η ωχρότης με το μαύρον. Τα γόνατα δεν αντέχουν, αλλά λυγίζουν από την ανάγκην. Η φωνή είναι λεπτή και αδύνατη. Τα μάτια ασθενικά εις τας κόγχας, παραμένουν ανώφελα εις τας κόγχας των, όπως εκείνοι από τους καρπούς που αποξηραίνονται εις τα κελύφη των. Η κοιλία αδειανή και ζαρωμένη, άμορφος, χωρίς βάρος, δεν έχει τον φυσικόν τόνον των σπλάγχνων και είναι κολλημένη εις τα κόκκαλα του οπισθίου μέρους. Αυτός λοιπόν που περιφρονεί ένα τέτοιο σώμα πόσας κολάσεις αξίζει; Ποίαν δε υπερβολήν σκληρότητος δεν θα ξεπεράση; Πώς δεν αξίζει να συγκαταριθμηθή εις τα ανήμερα από τα θηρία και να θεωρήται μολυσμένος και ανθρωποκτόνος; Διότι αυτός, που εις το χέρι του είναι να θεραπεύση το κακόν και που με την θέλησίν του αναβάλλει εξ αιτίας τής πλεονεξίας, ευλόγως θα ημπορούσε να καταδικάζεται εξ ίσου με αυτούς που ιδιοχείρως διαπράττουν τον φόνον. Το κακόν τής πείνης εξηνάγκασε πολλάς φοράς πολλούς να παραβιάσουν και τους φυσικούς νόμους. Να φάγη δηλαδή άνθρωπος τα σώματα των συγγενών, η μητέρα δε το παιδί της που από την κοιλίαν της εγέννησε να το δεχθή αδίκως και πάλιν εις την κοιλίαν της. Και τοο δράμα αυτό το διεκτραγώδησε η ιουδαϊκή ιστορία, που συνέταξεν ο σπουδαίος κατά την γνώμην μου Ιώσηπος, τότε που τα φοβερά πάθη κατέλαβαν τους κατοίκους τής Ιερουσαλήμ, που επλήρωναν έτσι τας δικαίας τιμωρίας διά την ασέβειάν των εις τον Θεόν. Βλέπεις ότι και ο ίδιος ο ιδικός μας Θεός τα μεν άλλα από τα παθήματα παραβλέπει, τους πεινώντας όμως με συμπάθειαν ευσπλαγχνίζεται. «Σπλαγχνίζομαι, λέγει, τον λαόν». Διά τούτο και εις την τελικήν κρίσιν, εκεί όπου προσκαλεί τους δικαίους ο Κύριος, την πρώτην θέσιν κατέχει αυτός που δίδει. Αυτός που τρέφει είναι πρώτος εις τους τιμωμένους. Αυτός που εχορήγησε τον άρτον προσκαλείται πρώτα απ’ όλους. Ο αγαθός και μεταδοτικός μεταβαίνει εις την ζωήν πρώτος από τους άλλους δικαίους. Αυτός που δεν κοινωνεί εις τας ανάγκας του πλησίον και ο τσιγκούνης παραδίδεται εις την φωτιάν πρώτος από όλους τους αμαρτωλούς. Ο καιρός σε καλεί εις την μητέρα τών εντολών. Και να φροντίσης πάρα πολύ διά να μη χάσης τον καιρόν τής πανηγύρεως και των εμπορικών συναλλαγών. Διότι ο χρόνος τρέχει και δεν περιμένει αυτόν που αργοπορεί. Αι ημέραι φεύγουν και προσπερνούν τον οκνηρόν. Και όπως δεν ημπορεί κανείς να σταματήση το ρεύμα του ποταμού, εκτός εάν κάποιος χρησιμοποιήση όπως πρέπει το νερόν, αφού το ανακόψη, κατά την πρώτην συνάντησιν και ορμήν, έτσι ούτε τον χρόνον, που τρέχει σύμφωνα με την αναγκαστικήν πορείαν, ημπορεί να συγκρατήση, ούτε αφού περάση να τον ανακαλέση εις τα οπίσω, εκτός εάν κάποιος τον προλάβη, όταν έρχεται. Και διά τούτο κράτησε την εντολήν ωσάν να φεύγη και εφάρμοσέ την και αφού την συλλάβης από παντού άρπαξέ την εις τας αγκάλας σου. Δώσε ολίγα και απόκτησε πολλά. Εξαφάνισε την πρωταρχικήν αμαρτίαν διά της μεταδόσεως της τροφής. Διότι, όπως ο Αδάμ που παρανόμως έφαγε, μετέδωσε την αμαρτίαν, έτσι ημείς εξαλείφομεν την πονηράν βρώσιν, εάν θεραπεύσωμεν την ανάγκην και την πείναν τού αδελφού.
Λαοί, ακούστε! Χριστιανοί, ακούστε προσεκτικά! Αυτά λέγει ο Κύριος. Δεν ομιλεί εις τον λαόν με την φωνήν του, αλλά με τα στόματα των δούλων του, ωσάν με όργανά του, σαλπίζει. Ας μη φανούμεν ημείς οι λογικοί σκληρότεροι από τα άλογα ζώα. Διότι εκείνα από κοινού χρησιμοποιούν αυτά που βλαστάνει εκ φύσεως η γη. Και τα κοπάδια τών προβάτων βοσκούν εις ένα και το ίδιον βουνόν. Πάμπολλα άλογα μίαν και την ιδίαν πεδιάδα καταλαμβάνουν ως βοσκότοπον. Και όλα τα είδη τών ζώων έτσι μεταξύ των το ένα προς το άλλο παραχωρούν την αναγκαίαν απόλαυσιν των τροφών. Ημείς όμως οικειοποιούμεθα τα κοινά και κατέχομεν μόνοι αυτά που ανήκουν εις τους πολλούς. Ας εντρεπώμεθα τα φιλάνθρωπα διηγήματα των ειδωλολατρών. Εις μερικούς εξ αυτών νόμος φιλάνθρωπος απειργάζετο μίαν τράπεζαν και κοινά τρόφιμα, και σχεδόν μίαν οικογένειαν τον πολυάνθρωπον λαόν. Ας αφήσωμεν τους εθνικούς και ας έλθωμεν εις το παράδειγμα των τριών χιλιάδων. Ας ζηλέψωμεν την πρώτην εκκλησίαν τών Χριστιανών, όπου τα πάντα ήταν κοινά εις αυτούς, δηλαδή η ζωή, η ψυχή, η συμφωνία, η κοινή τράπεζα, η αδιαίρετος αδελφότης, η ανυπόκριτος αγάπη, που ήνωνεν εις ενα τα πολλά σώματα, και συνήρμοζε τας διαφόρους ψυχάς εις μίαν ομόνοιαν. Από την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην έχεις πολλά παραδείγματα φιλαδελφίας. Εάν αντικρύσης γέροντα που πεινά να τον καλέσης και να τον θρέψης, όπως ο Ιωσήφ τον Ιακώβ. Εάν εύρης εχθρόν που ευρίσκεται εις δυσκολίαν μη προσθέσης εις την οργήν που σε κατέχει την εκδίκησιν, αλλά να τον θρέψης όπως εκείνος έθρεψε τους αδελφούς, που τον επώλησαν. Εάν συναντήσης νεώτερον που καταπονείται, να κλαύσης έτσι, όπως εκείνος τον Βενιαμίν, το παιδί τών γερατειών. Ίσως να πειράζη και σε η πλεονεξία, όπως η κυρία τον Ιωσήφ· σε τραβά από τα ενδύματα, διά να παραβής την εντολήν και να αγαπήσης περισσότερον εκείνην που αγαπά τα χρυσαφικά και τα στολίδια, παρά την προσταγήν του Δεσπότου. Όταν λοιπόν έλθη λογισμός που καταπολεμεί την εντολήν αυτήν και προσελκύει τον εγκρατή νουν εις την φιλαργυρίαν, και σε εξαναγκάζει να αδιαφορήσης διά την φιλαδελφίαν και σε κρατά πλησίον της, ρίξε και συ κάτω τα ενδύματα, και ωργισμένος φύγε. Να διατηρήσης την πίστιν εις τον Κύριον, όπως εκείνος εις τον Πετεφρήν. Να μεριμνήσης δι’ έν ετος, όπως εκείνος εμερίμνησε δι’ επτά έτη. Μη δίδης τα πάντα εις την ηδονήν, δώσε και κάτι εις την ψυχήν. Και να πιστέψης πως έχεις δύο θυγατέρας· την καλοπέρασιν εδώ και την ουράνιον ζωήν. Εάν δεν θελήσης να τα δώσης όλα εις την ανωτέραν, μοίρασέ τα λοιπόν εξ ίσου και εις την ακόλαστον κόρην και εις την αγαθήν. Να μη παρουσιάσης την εδώ διαγωγήν σου βαθύπλουτον και την άλλην γυμνήν και ενδεδυμένην με εμβαλώματα, αλλ’ όταν χρειασθή να παραστής εις τον Χριστόν και αντιμετωπίσης τον κριτήν, η κατ’ αρετήν ζωή να έχη νυμφικόν ένδυμα και πρόσκλησιν. Μη λοιπόν παρουσιάσης εις τον νυμφίον την νύμφην δύσμορφον και αστόλιστον, διά να μη την ιδή και γυρίση το πρόσωπόν του και αφού την ιδή την μισήση και αρνηθή τον γάμον. Αλλά αφού την αρματώσης με τον στολισμόν που αρμόζει, να την διαφυλάξης όμορφην ως την προθεσμίαν τών γάμων. Διά να ανάψη και αυτή μαζί με τας φρονίμους παρθένους την λαμπάδα, να διατηρήση άσβεστον την φλόγα τής γνώσεως και να μη της λείψη το λάδι τών καλών έργων. Διά να επαληθευθή έτσι εμπράκτως η θεία προφητεία και εύρη εφαρμογήν εις την ψυχήν σου ο λόγος· «στέκεται εις τα δεξιά σου η βασίλισσα ενδεδυμένη και στολισμένη με ενδυμασίαν χρυσοκέντητον. Ακουσε κόρη, και ιδές και κλίνε το αυτί σου, ο βασιλεύς θα επιθυμήση την ομορφιάν σου». Αυτά βεβαίως γενικά προανήγγειλεν ο ψαλμωδός, προφητεύων την ωραιότητα ολοκλήρου του σώματος. Κατά κύριον λόγον δε θα εύρη εφαρμογήν και εις την ψυχήν του καθενός, αφού βέβαια η Εκκλησία αποτελείται από τα επί μέρους άτομα.
Σκέψου, παρακαλώ, λογικά το παρόν και το μέλλον, το οποίον μη προδίδης λόγω αισχροκερδίας. Το σώμα που είναι το χαρακτηριστικόν σου εις την ζωήν θα σε αφήση. Εις την εμφάνισιν του κριτού που αναμένεται και που αναμφιβόλως θα έλθη, θα αποκλείσης μεν διά τον εαυτόν σου την απονομήν τών τιμών και την επουράνιον δόξαν και θα ανοίξης την άσβεστον φωτιάν, την γέενναν, τα κολαστήρια και τους πικρούς από τας οδύνας αιώνας, αντί της αιωνίου και μακαρίας ζωής. Μη με πάρης, ωσάν κάποιαν μητέρα ή τροφόν, πως σου επισείω ψεύτικα μορμολύκεια, όπως εκείναι συνηθίζουν να κάμνουν εις τα μικρά παιδιά, όταν θρηνούν άτακτα και συνεχώς τα καθησυχάζουν με φανταστικά διηγήματα. Αυτά δεν είναι παραμύθι, αλλά λόγος που έχει κηρυχθή προ πολλού από αδιάψευστον φωνήν. Και γνώριζε επακριβώς ότι σύμφωνα με την ευαγγελικήν προφητείαν «ένα γιώτα ή ένα γράμμα δεν θα καταργηθή από τον νόμον μέχρις ότου γίνουν όλα». Αλλά και το σώμα που έχει εξαφανισθή εις τους τάφους θα αναστηθή και η ιδία η ψυχή που με τον θάνατον έχει αποχωρισθή, πάλιν θα κατοικήση εις το σώμα. Και θα γίνη ακριβής έλεγχος των πράξεων της ζωής κατά τον οποίον δεν θα μαρτυρήσουν άλλοι, αλλ’ η ιδία η συνείδησις θα καταθέση ως μάρτυς. Εις τον καθένα δε θα αποδοθή από τον δίκαιον δικαστήν το κατ’ αξίαν. Εις αυτόν πρέπει η δόξα, η δύναμις και η προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2589
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΝΔΗΛΑΣ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΙΒΗΡΩΝ
Ούτε ο καιρός αλλά ούτε και το κλείσιμο του δρόμου εμπόδισε τους προσκυνητές να συνεορτάσουν με τους Μοναχούς του Αγίου Όρους και ιδιαίτερα της Ιεράς Μονής Ιβήρων τα Άγια Θεοφάνια.
Χοροστατούντος του Σεβ.Μητροπολίτη Αμαρουσίου Κηφισίας και Ωρωπού κ.κ. Κυρίλλου πραγματοποιήθηκε με κάθε λαμπρότητα και σε ιδανικό πνευματικό περιβάλλον η τελετή Αγιασμού των Υδάτων ,κατά την οποία μοναχοί και προσκυνητές βίωσαν ένα από τα πολλά θαύματα της Παναγίας.
Στον κυρίως Ναό της Μονής των Ιβήρων κατά την διάρκεια της λειτουργίας,,το αργυρό καντήλι που βρίσκεται στη Μονή και ζυγίζει στα 3,5 κιλά περίπου , κινήθηκε και αυτό σύμφωνα με την παράδοση ,αποτελεί χαρμόσυνο γεγονός.
Το καντήλι αυτό σύμφωνα με τον Πρωτεπιστάτη του Αγίου Όρους Γέροντα Μάξιμο Ιβηρίτη αναστέλλει τον νόμο της βαρύτητας και κινείται σε τριών ειδών κινήσεις. Η παράδοση αναφέρει, αλλά και όπως έχει αποδειχθεί με τα γεγονότα, όταν το καντήλι κινείται στις εορτές προμηνύει ευχάριστα γεγονότα, αφού πιστεύεται πως η Παναγιά είναι στο ναό και συμπανηγυρίζει με τους προσκυνητές, ενώ αντιθέτως όταν κινείται στις καθημερινές ημέρες πιστεύεται ότι αυτό το γεγονός είναι ένα προμήνυμα για δυσμενή γεγονότα.
“Η Παναγία με τον τρόπο αυτό φανερώνει την παρουσία της και ενισχύει την πίστη του ανθρώπου, όταν μάλιστα η πίστη του κλονίζεται είτε από την αβεβαιότητα και την απιστία την οποία εισαγάγει πολλές φορές ο πειρασμός”αναφέρει ο Γέρων Μάξιμος. Δεν είναι δε λίγοι αυτοί , πέραν από τους μοναχούς και τον Γέροντα Μάξιμο Ιβηρίτη που έχουν δει με τα μάτια τους τα μηνύματα που στέλνει η Παναγία.
Το θαύμα και το αργυρό καντήλι απασχόλησαν έντονα τον Πρωτεπιστάτη του Αγίου Όρους ο οποίος ερεύνησε μάλιστα τα αρχεία της Μονής για να μπορέσει να μάθει την ιστορία αυτή του θαυματουργού καντηλιού.Ο Πρωτεπιστάτης του Αγίου Όρους Μάξιμος Ιβηρίτης μίλησε στον “ΑΧΕΛΩΟ” για την ιστορία του καντηλιού αλλά και το μήνυμα που έστειλε η Παναγία.
ΔΕΊΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ :
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=3bltZR3J8Lo
Με αφορμή τήν υπερφυσική κίνηση της κανδήλας :
Πρέπει όλοι να βοηθήσουμε στο σκούπισμα…
ΤΟΥ ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΡΔΑΚΑ
Ανασκουμπωθείτε λοιπόν, ΟΧΙ μόνο καθαρές ακτές και θάλασσες όπως μας συστήνει το οικολογικό μήνυμα της διαφήμισης , αλλά πιάστε σκούπες, φαράσια, σακούλες για να ξεβρωμίσουμε την πατρίδα από τα κάθε λογής σκουπίδια της που τα βλέπουμε, εδώ και εκεί, μέσα στο διάβα της καθημερινότητας.
Για την συλλογή των συγκεκριμένων απορριμμάτων δεν χρειάζεται πολυέξοδη καμπάνια, αλλά ψυχή και θέληση.
Δεν χρειάζονται εθελοντές, αλλά γνήσιοι λεβέντες και λεβέντισσες πατριώτες.
Η λεβεντιά σήμερα είναι η αξιοπρέπεια της καθημερινής βιωτής ημών και των οικογενειών μας που δέχεται τον πιο ύπουλο και ανηλεή πόλεμο από συστάσεως Ελληνικού Κράτους.
ΝΑΙ λοιπόν στην καθαριότητα της πολιτικής και πνευματικής ζωής του τόπου μας. Αυτό που ζούμε σήμερα φαντάζει σαν μία συνεχόμενη απεργία των μέσων καθαριότητας, με αποτέλεσμα να στοιβάζονται στις γωνίες της προσωπικής μας ζωής, δίχως φυσικά να το επιθυμούμε, δυσώδεις σωροί από τα πάσης φύσεως σκάνδαλα, κακουργηματικές παρανομίες απάτες, απιστίες, διαπλοκές, προδοσίες κ.α που ξεδιάντροπα ξεδιπλώνονται έμπροσθεν μας και με περισσή θρασύτητα γράφονται και ακούγονται. Και να ήταν μόνο αυτό , όταν όλο αυτό το σκουπιδαριό έγινε η αιτία να μας στριμώξει η Σκύλλα και Χάρυβδη των τοκογλυφικών αγορών και όχι μόνο.
Αλλοίμονο γιατί με τα σκουπίδια αυτά θα φρακάρουν οι χωματερές και τα ΧΥΤΑ της πατρίδας μας. Το σίγουρο είναι και το ξέρουμε όλοι, εδώ και καιρό ότι στα παραπάνω σκουπίδια δεν θα χρειασθούν μέθοδοι διαλογής και ανακύκλωσης γιατί απαιτούμαι το μέλλον μας να μην έχει καμία σχέση με αυτά.
Ας μην γίνουμε λοιπόν ήρωες ,αλλά τουλάχιστον να συμπεριφερθούμε σαν ΤΙΜΙΟΙ Οδοκαθαριστές που θα ανοίξουμε τα μονοπάτια της ζωής μας που τα έκαναν αδιέξοδα με τα αγκάθια των απάνθρωπων αποφάσεων και τα τριβόλια των εκβιασμών τους.
Δεν θα έγραφα για σκουπίδια και απορρίμματα αν δεν είχα μπροστά μου την αιτία των παρακάτω γεγονότων.
Eχθές βοηθούσα μια ηλικιωμένη γειτόνισσα να διεκπεραιώσει μια υποχρέωση της σε μία δημόσια υπηρεσία και έτσι βρέθηκα εγκλωβισμένος σε μια ατέλειωτη ουρά ατόμων της τρίτης ηλικίας που καρτερικά περίμεναν την σειρά τους. Αυτό έγινε την πρώτη ώρα γιατί στην συνέχεια τα πράγματα αγρίεψαν ανάμεσα στους ηλικιωμένους που εξαντλήθηκαν χρονικά. Το θλιβερό αυτό σκηνικό είχε και δημόσια εξομολόγηση από τους εξαντλημένους πολίτες που στόλιζαν με τα καλύτερα επίθετα τους πολιτικούς άρχοντες.
Όμως μία φράση μου έκανε εντύπωση και την συγκράτησα γιατί ακούσθηκε αυθόρμητα <>. Δεν μπόρεσα αλλά συμπλήρωσα και εγώ ότι «και η νεολαία μας εξ αιτίας των επιλογών των μεγαλυτέρων βρέθηκε ακούσια στον ίδιο σκουπιδοτενεκέ». Θυμήθηκα τότε το προεκλογικό σκηνικό των εκβιασμών που στήθηκε και των ανέφικτων υποσχέσεων που δόθηκαν στις αρχές του καλοκαιριού και μας οδήγησαν αυτόματα στην σημερινή οικονομική παγωνιά. Και μόνο η θύμηση εκείνων των ημερών μου ανέβασε την αρτηριακή πίεση.
Φεύγοντας από την υπηρεσία η ηλικιωμένη γειτόνισσα που ήταν από παλιά προβληματισμένη με τα τεκταινόμενα για να καθησυχάσει και την δική μου ένταση, μου εκμυστηρεύθηκε ότι τις προάλλες ο Αγιορείτης Μοναχός γιός της, είπε σε αυτήν τα εξής «μητέρα μην στενοχωρίεσαι με αυτά που γίνονται, η ΠΑΝΑΓΙΑ μας ήδη έχει πάρει την σκούπα και καθαρίζει».
Τα λεγόμενα της μου έδωσαν την αφορμή να αφηγηθώ σε αυτήν μια πραγματική ιστορία που μάθαμε από τον Γέροντα Παίσιο. Στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 στο ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ κατέλυσε Τουρκικός στρατός, οι μοναχοί με τις Ιερές Εικόνες και τα Άγια Λείψανα κατέφυγαν στα γειτονικά μέρη. Στην Ιερά Μονή των Ιβήρων έμεινε ένας Μοναχός που πήγαινε να ανάψει τα Καντήλια. Μία μέρα πήρε την σκούπα και άρχισε να καθαρίζει τα σκουπίδια των Τούρκων στρατιωτών. Ξαφνικά μπροστά του βρέθηκε μια Πανώρια Γυναίκα, δεν συνειδητοποίησε εκείνη την στιγμή πως βρέθηκε εκεί, γιατί του πήρε την σκούπα από τα χέρια και του είπε «ΕΓΩ ΞΕΡΩ ΝΑ ΣΚΟΥΠΙΖΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ»… ήταν η ΠΑΝΑΓΙΑ μας… και συνέχιζε ο γέροντας Παίσιος …σε λίγες ημέρες οι Τούρκοι έφυγαν από το ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ.
Έβρεχε και αναγκάσθηκα να πάω στο σπίτι, άνοιξα τον υπολογιστή και σέρφαρα ανέμελα για να ηρεμήσω. Ποίος να ηρεμήσει όμως , όταν το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια ανάρτηση που έπαιζε σε πολλούς ιστοτόπους. Την ημέρα των ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ φέτος, η θαυματουργή κανδήλα της Παναγίας της Πορταιτίσσης στην ανωτέρω Ιερά Μονή των Ιβήρων καταλύοντας ακόμη μία φορά τους νόμους της βαρύτητας κινήθηκε οριζοντίως, όπως έγινε αυτό ιστορικά και άλλες φορές. Το γεγονός αυτό ερμηνεύθηκε από τα καταγεγραμμένα σχόλια των Ιβηριτών Πατέρων ως ένα Σημείο Θείας Οικονομίας ότι ο ΑΓΙΟΣ ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ ΘΕΟΣ δεν θα εγκαταλείψει το πλάσμα του.
Σε εμένα όμως προσωπικά πέρασε και ένα άλλο μήνυμα το οποίο και μοιράζομαι γιατί πιστεύω ότι οι περισσότεροι καλοπροαίρετα συγκινηθήκαμε και πήραμε ψυχικό κουράγιο από το γεγονός αυτής της συγκυρίας ότι «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΟΡΤΑΙΤΙΣΣΑ ΤΩΝ ΙΒΗΡΩΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ και ότι έχει πάρει ήδη την σκούπα και καθαρίζει με επιμέλεια».
Μήπως όμως πρέπει και εμείς να ΤΗΝ μιμηθούμε? Μήπως πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε να κάνουμε μια γενική καθαριότητα μέσα μας, δηλ.στην προσωπική ζωή για να μπορέσουμε να παραμερίσουμε και τα (μπάζα) της άθλιας πολιτικής ζωής που μας περιβάλουν?
Αυτές τις σκέψεις τις μετέφερα στον (κολλητό) πνευματικό φίλο μου Ηλία που με την απλότητα της οξυδέρκειας του πήγε ένα βήμα παρακάτω και συμφώνησα με αυτά που μου είπε. « η Παναγία των Ιβήρων ήρθε στο Άγιον Όρος δια της θαλάσσης από την καθ ημάς Ανατολή στα χρόνια της εικονομαχίας … οι Πατέρες την παρέλαβαν με θαυματουργικό τρόπο μέσα από την θάλασσα… φέτος με το ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ αυτό ανήμερα των ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ πρωτοστατεί στον καθαγιασμό των Αιγαιοπελαγίτικων υδάτων πάνω στα οποία έφτασε στο ΠΕΡΙΒΟΛΗ ΤΗΣ στον Άθωνα. Άρα δεν δίνει μόνο μήνυμα σε εμάς, αλλά και στους εξ ανατολών γείτονες να ξεχάσουν τις επιθετικές συμπεριφορές τους στο Αρχιπέλαγος του Αιγαίου, γιατί τους τα έχει (μαζεμένα) από τα παλιά και τα πρόσφατα εγκλήματα τους».
Μόλις τελείωσε ο πνευματικός αδελφός συμπλήρωσα με το παρακάτω ψαλμικό «αθέων αγαρηνών τα βέλη σύντριψον Δέσποινα και πάσαν επιβουλήν δαιμόνων ματαίωσον , λαόν ΧΡΙΣΤΕΠΩΝΥΜΟΝ σκέπε και φύλαττε , ίνα πόθω ΣΕ δοξάζομεν».
ΚΑΛΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΚΟΥΠΙΣΜΑ …
ΠΗΓΕΣ : http://www.axeloostv.gr/nea/index.php?option=com_content&view=article&id=7935:2013-01-21-21-09-16&catid=63:2013-01-18-23-59-38&Itemid=69
«Για όλα», λέει ο Απόστολος, «να ευχαριστείτε τον Θεό». Πώς όμως είναι δυνατόν, απαντούν μερικοί, να ευχαριστούμε για όλα; Πώς να μην ξεσπά κανείς σε θρήνους και δάκρυα, όταν η ψυχή είναι βουτηγμένη στη λύπη εξαιτίας των διαφόρων συμφορών, και όταν κεντιέται από τις λόγχες του πόνου; Πώς να ευχαριστήσει τον Θεό, σαν νά 'ταν αυτά δωρεές και ευλογίες και όχι θλίψεις και βάσανα;
Αν ξεσπάσουν, λέει κάποιος, όλες εκείνες οι κατάρες που ξεστόμισε ο εχθρός μου εναντίον μου, πώς θα μπορέσω να ευχαριστήσω γι' αυτό τον Θεό; Αν ο θάνατος αρπάξει το μικρό παιδί μιας μάνας και την καταπληγώσει έτσι, που ο πόνος να είναι μεγαλύτερος από τις ωδίνες του τοκετού, πώς μπορεί αυτή να μη θρηνεί και να μην οδύρεται; Με ρωτάς πώς; Σου απαντώ: Αν αυτή η μητέρα σκεφθεί πως ο Θεός είναι στοργικότερος Πατέρας για το παιδί της, παρά αυτή που το έχει γεννήσει. Επιπλέον, ότι Εκείνος προνοεί και φροντίζει με πιότερη από τη δική της γνώση.
Γιατί λοιπόν δεν αφήνουμε τον Πάνσοφο Θεό να κυβερνήσει τα δημιουργήματά Του κατά το θέλημα Του; Γιατί αγανακτούμε σαν να χάνουμε κάτι από τα δικά μας υπάρχοντα και υποφέρουμε για όσους πέθαναν, σαν αυτοί να έχουν, κατά κάποιο τρόπο, υποστεί κάποια αδικία; Να συλλογίζεσαι, λοιπόν, αγαπητέ μου, πως το παιδί σου δεν πέθανε, αλλά ότι γύρισε πίσω σ' Εκείνον που σου το έχει δωρίσει. Ούτε πέθανε ο φίλος σου, αλλά ότι έχει φύγει για ταξίδι· και απλά, ότι έχει πάρει λίγο νωρίτερα από μας το δρόμο, στον οποίο οπωσδήποτε και εμείς αργότερα θα πορευθούμε. Ας είναι η εντολή του Θεού διαρκώς στο νου σου, για να σε φωτίζει και να πλαταίνει το λογισμό σου, ώστε να ξεχωρίζεις σωστά και να εκτιμάς ανάλογα τα διάφορα συμβάντα της ζωής. Αν αυτή η εντολή κυβερνά την ψυχή σου, θα τη διδάσκει το νόημα του κάθε γεγονότος και δεν θα της επιτρέψει να επηρεάζεται απ' όλα όσα απροσδόκητα συμβαίνουν στη ζωή. Να υπομένεις και να είσαι προετοιμασμένος για να δεχθείς τα χτυπήματα, όπως ο βράχος που τον δέρνουν τα κύματα. Να μένεις έτσι στερεός και ακλόνητος στο ξαφνικό ανεμόδαρμα και στο ξέσπασμα των κυμάτων.
Θα πρέπει να μη σκέπτεσαι με λογισμό θνητού για το θάνατο κάποιου άλλου θνητού ανθρώπου. Γιατί αποδέχθηκες σαν κάτι αναπάντεχο το θάνατο του παιδιού; Αν σε είχε ρωτήσει κανείς τη στιγμή που γεννήθηκε το παιδί, πώς είναι το νεογέννητο, τί θα του απαντούσες; Δεν θα τού 'λεγες πως αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από άνθρωπος; Αν όμως είναι άνθρωπος, είναι κατά συνέπεια θνητός. Πού είναι λοιπόν το παράξενο που ένας θνητός πέθανε; Δεν βλέπεις τον ήλιο που ανατέλλει και δύει; Δεν βλέπεις το φεγγάρι που γεμίζει και πάλι λίγο-λίγο χάνεται; Δεν βλέπεις τη γη που ανθίζει και μαραίνεται; Ποιό πράγμα έχει φύση αμετάβλητη και αναλλοίωτη; Κύτταξε ψηλά τον ουρανό και στη συνέχεια τη γη. Και αυτά δεν είναι αιώνια. Γιατί «ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν»· «τα αστέρια θα πέσουν από τον ουρανό, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει και η σελήνη δεν θα φωτίζει», λέει η Αγία Γραφή (Ματθ. 24, 35· 29). Ποιό είναι λοιπόν το παράδοξο, αν και εμείς, που είμαστε μέρος του κόσμου, απολαμβάνουμε τα ίδια με αυτά που συμβαίνουν στη δημιουργία;
Έχοντας όλα αυτά στο νου σου, να υπομένεις ατάραχα όσα από αυτά τύχει να βρουν στη ζωή και εσένα. Δεν εννοώ βέβαια να στέκεσαι με απάθεια, ούτε με αναισθησία -γιατί τί αμοιβή μπορεί να δεχθεί η αναισθησία- αλλά να σηκώνεις καρτερικά τον πόνο και τα βαριά χτυπήματα των συμφορών.
Να τα υπομένεις όλα σαν γενναίος αγωνιστής που φανερώνει τη δύναμη και την ανδρεία του, όχι μονάχα με την αντίσταση που προβάλλει προς τους αντιπάλους του, αλλά και με την αντοχή του στα χτυπήματα που καταφέρνουν αυτοί εναντίον του. Να κρατάς την ψυχή σου ορθή και ακαταπόνητη και έτσι να ξεπερνάς κάθε τρικυμία. Η στέρηση αγαπημένου παιδιού ή προσφιλούς συζύγου ή κάποιου συγγενή και φίλου, δεν μπορεί να λογιασθεί ως συμφορά για όποιον είναι προετοιμασμένος και για εκείνον που κατευθύνεται από ώριμη σκέψη και δεν περνά τη ζωή του όπως του τυχαίνει και όπως έρχεται. Γιατί, πράγματι, ο χωρισμός από τα οικεία πρόσωπα είναι δυσβάσταχτος, ακόμη και στα άλογα ζώα. Μού 'τυχε μάλιστα, να δω κάποτε ένα βόδι στο παχνί του που δάκρυζε, γιατί είχε ψοφήσει το βόδι που είχε ταίρι στο ζυγό. Και τα άλλα επίσης ζώα μπορούμε να τα δούμε να εξαρτώνται από τα άλλα ζώα ή από τα πράγματα που έχουν σχέση με την καθημερινή ζωή τους. Δεν είναι άλλωστε παράξενο το ότι μια μακροχρόνια σχέση γεννά μια καλή φιλία. Το να θρηνεί όμως κανείς εξαιτίας της απώλειας ενός προσώπου που τον έδενε μαζί του ένας μακροχρόνιος δεσμός, είναι εντελώς παράλογο πράγμα. Έχεις, για παράδειγμα, παντρευθεί μια ευχάριστη και χαρούμενη γυναίκα, που σε κάνει και εσένα χαρούμενο και ευτυχισμένο, που πολλαπλασιάζει όλα τα αγαθά, χωρίς να στέκεται στα δυσάρεστα. Και αυτή η γυναίκα έφυγε ξαφνικά και απροσδόκητα από αυτή τη ζωή.
Μην εξαγριωθείς μ' αυτό που συνέβη, ούτε να το ρίξεις στην τύχη, σαν να μην υπάρχει Θεός που κυβερνά τον κόσμο. Να μην πεις ότι ο Δημιουργός είναι κακός και μολύνεις με τέτοιες ιδέες το νου σου, πέφτοντας σε βαριά θλίψη. Να μη φύγεις δηλαδή από τα όρια της ευσεβούς ζωής και του σωστού ήθους. Η συζυγία ασφαλώς σας έκανε ως «ένα άνθρωπο» (Γεν. 2, 24 πρβλ. και Ματθ. 19, 5) γι' αυτό έχει ανάγκη από πολλή κατανόηση εκείνος που υποφέρει αυτό τον βίαιο χωρισμό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σου επιτρέπεται να σκέπτεσαι ή να λες ανάρμοστα πράγματα.
Σκέψου πως ο Θεός που μας έπλασε μας χάρισε την ψυχή. Εκείνος όρισε να επιλέγουμε τον τρόπο της ζωής μας και να φεύγουμε από αυτή τη ζωή κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Διότι σε άλλον ο Θεός οικονόμησε να ζήσει στη γη περισσότερο και σε άλλους -ανάλογα με τη δικαιοσύνη και την πανσοφία Του και για ανεξερεύνητους για μας λόγους- να ελευθερώνονται από τα δεσμά αυτού του σώματος σε πιο νεαρή ηλικία. Όπως λοιπόν γίνεται με τους φυλακισμένους, που άλλων οι ποινές διαρκούν περισσότερο και άλλων λιγότερο, έτσι συμβαίνει και με τις ψυχές, άλλες κρατιούνται περισσότερο σ' αυτή τη ζωή και άλλες λιγότερο, ανάλογα με ό,τι τους αξίζει.
Ο Πάνσοφος Θεός μας δημιούργησε με αιώνια προοπτική, την οποία ο ανθρώπινος νους δεν είναι σε θέση να προσλάβει. Εκείνος γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες που αφορούν στη ζωή του καθενός μας. Δεν άκουσες τον προφήτη Δαυίδ που λέει, «ελευθέρωσε από τη φυλακή την ψυχή μου» (Ψαλμ. 141, 8); Δεν θυμάσαι τι είπε ο δίκαιος Συμεών, όταν δέχθηκε στις αγκάλες του τον Κύριό μας; Τί αναφώνησε; Δεν είπε «τώρα απόλυσε από τη ζωή τον δούλο Σου, Δέσποτα» (Λουκ. 2, 29); Αυτός που βιάζεται για την αιώνια ζωή, του είναι η παραμονή στη γη βαρύτερη από κάθε κόλαση και φυλακή. Μη ζητάς λοιπόν να συμβεί και με τις ψυχές εκείνο που θα σου άρεσε. Συλλογίσου καλύτερα, ότι καθετί γήινο φεύγει από τη ζωή και ότι οι άνθρωποι μοιάζουν με οδοιπόρους, που συνήθως βαδίζουν μαζί με άλλους συνοδοιπόρους τους και που, λόγω της συμπόρευσης, έχουν συνδεθεί μεταξύ τους.
Οι οδοιπόροι, επειδή γνωρίζουν ότι δεν θα συμπορεύονται για πολύ και ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να αλλάξουν κατεύθυνση και να χωρίσουν, δεν αφήνουν την καρδιά τους να προσκολλάει στους συνοδοιπόρους τους. Αλλά, έχοντας καθένας στο νου του το σκοπό, για τον οποίο οδοιπορεί, τραβάει τον δικό του δρόμο.
Το ίδιο συμβαίνει και μ' αυτούς που έχουν συνδεθεί με δεσμούς γάμου ή με κάποια άλλη σχέση αυτής της επίγειας ζωής. Καθένας δηλαδή έχει το δικό του τέρμα. Εφόσον έτσι συνέβη και έχουν συνδεθεί μεταξύ τους με επίγειους δεσμούς, είναι φυσικό να χωρισθούν και να αλλάξουν πορεία, όταν τερματισθεί και καταλυθεί η παραμονή τους στην εφήμερη αυτή ζωή. Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό ευγνώμονος ψυχής, το να μη δυσανασχετεί για το χωρισμό, αλλά να ευχαριστεί τον Θεό που είχε τόσο χρόνο τέτοιο συνοδοιπόρο.
Εσύ, όμως, άνθρωπέ μου, όταν ζούσε η γυναίκα σου ή ο φίλος σου ή το παιδί σου ή οποιοσδήποτε άλλος από αυτούς που τώρα θρηνείς, δεν ευχαριστούσες τον Θεό για ό,τι είχες. Δεν ευγνωμονούσες Εκείνον που σου τα χάριζε. Αλλά, αντίθετα, Τον κατηγορούσες γι' αυτά που δεν είχες και για ό,τι θεωρούσες ότι σου έλειπε. Αν θα ζούσες, για παράδειγμα, μόνος με τη γυναίκα σου, τότε θα παραπονιόσουν γιατί δεν θα είχες παιδιά. Και αν πάλι είχες παιδιά, θα γκρίνιαζες γιατί δεν θα είχες πλούτη ή γιατί θα έβλεπες μερικούς, που δεν θα τους συμπαθούσες, να ευημερούν.
Πρόσεχε λοιπόν μήπως γι' αυτή τη στέρηση έχουμε γίνει εμείς αιτία. Και αυτό, γιατί δεν ήμασταν ευχαριστημένοι με αυτούς που είχαμε -όταν εκείνοι ήταν στη ζωή- και τώρα μόλις έφυγαν από τον κόσμο, τους κλαίμε και νιώθουμε πως μας λείπουν και τους στερούμαστε. Επειδή δεν ευχαριστούμε τον Θεό για ό,τι έχουμε, γι' αυτό ο Θεός μας τα στερεί, ώστε να συναισθανθούμε την ευεργεσία. Συμβαίνει σε μας αυτό ακριβώς που γίνεται με τα μάτια μας. Αυτά δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσουν τα γράμματα και να διαβάσουν το κείμενο, όταν το βιβλίο είναι κολλημένο στα βλέφαρα, αλλά χρειάζεται την κανονική απόσταση, για να μπορέσουν να δουν τις λεπτομέρειες των στοιχείων. Έτσι είναι και οι αχάριστες ψυχές. Έρχονται δηλαδή σε συναίσθηση, όταν χάσουν αυτό που είχαν. Γιατί, όσο απολάμβαναν τα αγαθά, δεν ευγνωμονούσαν Εκείνον που τους τα είχε χαρίσει. Μόλις όμως τα έχασαν, τότε θυμήθηκαν και άρχισαν να αναπολούν με ευχαρίστηση ό,τι στο παρελθόν απολάμβαναν, χωρίς όμως να το εκτιμούν.
Καθένας μας, αν έχει ευγνώμονα καρδιά, οφείλει να ευχαριστεί σε κάθε περίσταση και για καθετί τον Θεό. Να ευγνωμονεί τον Θεό για καθετί που ζει και για ό,τι Εκείνος του έχει χαρίσει. Όλοι μας έχουμε τόσα να αναλογισθούμε. Και μάλιστα, όχι δυσάρεστα και θλιβερά, αλλά ευχάριστα. Βλέποντας λοιπόν τα χειρότερα, υπολογίζει τη μεγάλη αξία που έχουν όσα κατείχε στο παρελθόν και όσα τώρα απολαμβάνει. Είσαι δούλος; Αλλά υπάρχουν άλλοι σε χειρότερη μοίρα από σένα. Να ευχαριστείς τον Θεό γιατί τουλάχιστον δεν έχεις καταδικασθεί να γυρίζεις τη μυλόπετρα και δεν σε ξυλοφορτώνουν.
Ποτέ δεν θα λείψουν οι αφορμές για να ευχαριστεί κανείς τον Θεό, ακόμη και στην περίπτωση που βρίσκεται σε κατάσταση δουλείας. Μπορεί να ευχαριστείς τον Θεό γιατί δεν είσαι δεμένος με χειροπέδες ή στο ξύλο. Αλλά και εκείνος που είναι δεμένος έχει λόγους να ευχαριστεί τον Θεό και μόνο για το ότι είναι στη ζωή. Γιατί βλέπει τον ήλιο, γιατί αναπνέει τον αέρα, για τα πάντα πρέπει να ευχαριστεί.
Σε τιμωρούν άδικα; Να χαίρεσαι καθώς θα αναλογίζεσαι και θα ελπίζεις στα αιώνια. Καταδικάσθηκες δίκαια; Και πάλι να ευχαριστείς γιατί τιμωρείσαι για τις πράξεις σου, αλλά δεν θα κατακριθείς αιώνια για τα αμαρτήματά σου. Έτσι λοιπόν, σε κάθε περίπτωση της ζωής του, μπορεί ο ευγνώμονας να βρίσκει αφορμές, για να ευχαριστεί τον Ευεργέτη του.
Δυστυχώς όμως σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πάθει αυτό που συμβαίνει στους αχάριστους και στους γκρινιάριδες. Γιατί αυτοί περιφρονούν όσα έχουν και δεν τα εκτιμούν. Αντίθετα, επιθυμούν ό,τι στερούνται και ό,τι δεν έχουν. Γιατί με το να μην υπολογίζουν και με το να μην εκτιμούν όσα έχουν -και όσα οι άλλοι στερούνται- και με το να συγκρίνουν τον εαυτό τους με εκείνους που έχουν περισσότερα, στενοχωριούνται και θλίβονται, λες και ήταν ιδιοκτήτες αυτών που οι άλλοι έχουν και σαν να τους τα έχουν πάρει εκείνοι άδικα. Έτσι ο δούλος λυπάται γιατί δεν είναι ελεύθερος. Θλίβεται γιατί δεν κατάγεται από ονομαστή γενιά και γιατί δεν έχει να ονοματίσει επτά ένδοξους προγόνους του, οι οποίοι θα ήταν διακεκριμένοι για τα όμορφα άλογά τους ή που θα είχαν αναδειχθεί νικητές στις θηριομαχίες.
Αυτός που κατάγεται από ονομαστή γενιά μεμψιμοιρεί γιατί δεν είναι πλούσιος. Ο πλούσιος λυπάται γιατί δεν κυβερνά έθνη και λαούς. Ο στρατηγός θά 'θελε να είναι βασιλιάς. Ο βασιλιάς στενοχωριέται γιατί δεν κυβερνά όλα τα έθνη και τους λαούς της γης. Και με λίγα λόγια, κανείς και για τίποτα δεν ευχαριστεί τον Ευεργέτη.
Εμείς όμως, ας παραβλέψουμε εκείνα που δεν έχουμε και ας διώξουμε άπω πάνω μας κάθε λύπη για τις στερήσεις και τις ανέχειές μας. Στις δυσκολίες μας ας πούμε στον Πάνσοφο Ιατρό: «Σε κάθε μικρή θλίψη βρίσκεται η παιδαγωγία σου για μας·» (Ησ. 26, 16). Και «καλό ήταν που με ταπείνωσες» (Ψαλμ. 118, 71). Ας ομολογήσουμε, μαζί με τον Απόστολο, ότι «τα παθήματα αυτής της ζωής είναι ανάξια λόγου, μπροστά στη δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί» (Ρωμ. 8, 18). Ας παραδεχθούμε ότι «πολύ λίγο τιμωρηθήκαμε σε σχέση με ό,τι έχουμε πράξει» (Ιώβ 15, 11). Ας ικετεύσουμε τον Κύριο λέγοντας: «Διόρθωσέ μας, Κύριε, αλλά με διάκριση και όχι με θυμό» (Ιερ. 10, 24). Γιατί, «όταν κρινόμαστε, παιδαγωγούμαστε από τον Κύριο, για να μην κατακριθούμε μαζί με τον κόσμο» (Α' Κορ. 11, 32). Στα ευχάριστα γεγονότα της ζωής, ας λέμε μαζί με τον Προφήτη: «Τί να ανταποδώσω στον Κύριο για όλα αυτά που μας έχει δώσει;» (Ψαλμ. 115, 3). Ο Θεός μας έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Μας τίμησε με λογικό, μας φώτισε να επινοούμε τέχνες, για να βοηθούμαστε στις ανάγκες της ζωής μας. Κάνει ώστε να αναφύονται από τη γη φυτά κατάλληλα για τη διατροφή μας. Μας έχει χαρίσει τη βοήθεια των ζώων. Για μας βρέχει ο ουρανός, για μας ανατέλει ο ήλιος. Για μας είναι στολισμένα τα βουνά και οι κάμποι, όπου καταφεύγουμε για να προφυλαχθούμε από όσες δυσκολίες μας προκαλούν οι ψηλές βουνοκορφές. Για χάρη μας τρέχουν τα ποτάμια, για χάρη μας αναβλύζουν οι πηγές. Για χάρη μας η θάλασσα καταλαγιάζει και γαληνεύει, ώστε να τη διαπλέουμε άφοβα και να αναπτύσσουμε το εμπόριο. Για μας δίνει η γη πλούτη από τα μεταλλεία και κάθε άλλη χαρά και ανάπαυση. Ολόκληρη η κτίση μας χαρίζει τα δώρα της. Γιατί, με το να μας παρέχει τα αγαθά ολόκληρης της δημιουργίας ο Προνοητής Ευεργέτης μας, μας πλουτίζει και μας συντηρεί. Γιατί όμως να στέκομαι στα μικρά; Για χάρη μας ήλθε ο Θεός στον κόσμο. Εξαιτίας της ανθρώπινης φύσης που είχε φθαρεί από την αμαρτία, «ο Θεός-Λόγος προσέλαβε σάρκα και σκήνωσε σε εμάς» (Ιωάν. 1, 14). Ο Ευεργέτης ήλθε και σκήνωσε μαζί με τους αχάριστους. Ο Ήλιος της δικαιοσύνης (Μαλαχ. 4, 2) ήλθε σ' εκείνους που ήταν βουτηγμένοι στο σκοτάδι (Ησ. 9, 2). Ο Απαθής ανέβηκε στο Σταυρό. Η Ζωή ήλθε προς το θάνατο, το Φως στον άδη, η Ανάσταση στους νεκρούς. Ήλθε το Πνεύμα της υιοθεσίας, οι διαιρέσεις των χαρισμάτων, οι επαγγελίες των στεφάνων. Και με λίγα λόγια, ήλθαν όλες οι άλλες δωρεές, που είναι αναρίθμητες και για τις οποίες θα ταίριαζε ο λόγος του Προφήτη που λέει: «Τί να ανταποδώσουμε στον Κύριο για όλα όσα μας έχει ανταποδοτικά χαρίσει;» (Ψαλμ. 115, 3).
Δεν αναφέρθηκε βέβαια ο Ψαλμωδός απλά σ' αυτά που μας έχει χαρίσει, αλλά σ' αυτά που μας έχει ανταποδώσει ο Μεγαλόδωρος. Και όλα αυτά, σαν να μην ήταν ο Κύριος που έκανε την αρχή των δωρεών. Αλλά έφθασε να αμείβει τους ανθρώπους σαν να τους ανταποδίδει τις δικές Του δωρεές και ευεργεσίες, οι οποίες είχαν προηγηθεί. Γιατί ο Κύριος δέχθηκε και λόγιασε ως ευεργεσία την ευχαριστία των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν δεχθεί τις δικές Του Θείες δωρεές.
Εκείνος που χαρίζει τον πλούτο ζητά από σένα, με το χέρι του φτωχού, την ελεημοσύνη. Και όταν δεχθεί ως ελεημοσύνη εκείνα που ο Ίδιος σου έχει χαρίσει, ξεπληρώνει στο ακέραιο τη δωρεά. «Τί λοιπόν θα ανταποδώσουμε στον Κύριο, για όλα αυτά που μας έχει ανταμείψει»; Δεν θέλω να ξαναπώ το λόγο του Προφήτη, ο οποίος, πολύ σωστά, εκφράζει την απορία του και εξετάζει τη φτώχια του, γιατί δεν βρίσκει τίποτα αντάξιο να ανταποδώσει στον Θεό. Γιατί ο Θεός, εκτός από τις πολυάριθμες άλλες ευεργεσίες του, που καλύτερες δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί, μας έχει υποσχεθεί και άλλες, ακόμα περισσότερες και πολυτιμότερες για τον μέλλοντα αιώνα. Μας έχει ετοιμάσει τη δόξα και την τρυφή του Παραδείσου, τιμές ισάξιες με αυτές των αγίων Αγγέλων. Θα χαρίσει στα παιδιά Του την τέλεια Θεογνωσία, πράγμα που δεν συγκρίνεται με κανένα από τα πράγματα αυτού του κόσμου. Κάθε λογικό ον αυτό το αγαθό επιθυμεί. Μακάρι να αξιωθούμε να το απολαύσουμε και εμείς, αφού πρώτα βέβαια καθαρίσουμε τους εαυτούς μας από τα πάθη.
Μερικοί όμως λένε: Πώς να εκδηλώσουμε την αγάπη και την ευσπλαχνία μας στο συνάνθρωπό μας -πράγμα που είναι σπουδαιότερο και τελειότερο απ' όλα τα άλλα αγαθά- αφού αυτά είναι «τό πλήρωμα του νομού» (Ρωμ. 13, 10); Πώς θα συμμερισθούμε τον πόνο τους, αν δεν πάμε να επισκεφθούμε τους θλιμμένους και αν δεν κλάψουμε μαζί τους; Αν δηλαδή μείνουμε ασυγκίνητοι, χωρίς να χύσουμε ούτε ένα δάκρυ, αλλά αντίθετα, ευχαριστούμε τον Θεό για αυτά που τους συνέβηκαν; Γιατί το να υπομένουμε με ευχαριστία τους πειρασμούς και τις θλίψεις που μας βρίσκουν, δείχνει ότι πράγματι έχουμε την αρετή της υπομονής και της καρτερίας. Το να ευχαριστούμε όμως τον Θεό για ξένες συμφορές είναι χαρακτηριστικό χαιρέκακου ανθρώπου, είναι συμπεριφορά που προκαλεί την οργή τού λυπημένου, τη στιγμή μάλιστα που ο Απόστολος μας προτρέπει «να κλαίμε μ' εκείνους που κλαίνε» (Ρωμ. 12, 15).
Τί έχουμε να απαντήσουμε σε όλα αυτά; Μήπως πρέπει να σας θυμήσουμε για ποια πράγματα πρέπει να κλαίμε και να λυπούμαστε; «Να χαίρετε», λέει ο Κύριος, «και να αγάλλεσθε, γιατί η αμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς» (Ματθ. 5, 12). Και αλλού πάλι λέει: «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για μένα, αλλά να κλάψετε για τα παιδιά σας» (Λουκ. 23, 28). Ο Ευαγγελικός, λοιπόν λόγος μας προτρέπει να συμμετέχουμε στο πένθος εκείνων που θλίβονται για τις αμαρτίες τους και να κλαίμε μαζί με όσους χύνουν δάκρυα μετάνοιας.
Να κλαίμε επίσης και να θρηνούμε γι' αυτούς που παραμένουν αναίσθητοι, επειδή αυτοί δεν γνωρίζουν καν την απώλειά τους. Δεν πρέπει κανείς να λυπάται με τη σκέψη ότι δήθεν έχει παραβεί την εντολή του Θεού, αφού δεν έχει κλάψει για το θάνατο κάποιου ανθρώπου ή γιατί δεν έχει θρηνήσει γοερά μαζί μ' εκείνους που πενθούν. Δεν θα επαινέσω βέβαια τον γιατρό εκείνον που, αντί να θεραπεύει τους αρρώστους, ο ίδιος είναι γεμάτος νοσήματα, ούτε τον κυβερνήτη κάποιου σκάφους, ο οποίος αντί να επιβάλλεται στους ταξιδιώτες και να αγωνίζεται κόντρα στον άνεμο, αντί να ξεπερνά τα κύματα και να στηρίζει όσους φοβούνται, ο ίδιος υποφέρει από ναυτία και παραπαίει, όπως εκείνοι που δεν έχουν καμιά πείρα από θάλασσα και ταξίδια. Γιατί με έναν τέτοιο άνθρωπο μοιάζει εκείνος που επισκέπτεται όσους πενθούν και δεν τους ωφελεί με το λόγο του, αλλά συμμετέχει στις άπρεπες εκδηλώσεις του πένθους τους.
Θα πρέπει βέβαια, να συμμετέχει κανείς στον πόνο όσων πενθούν. Γιατί έτσι θα γίνει συμπαθής σ' αυτούς που πάσχουν, εφόσον αυτοί θα αισθάνονται ότι υπάρχει κάποιος συνάνθρωπος που δεν χαίρεται και δεν αδιαφορεί για τον πόνο τους, αλλά αντίθετα, συμπάσχει μαζί τους. Δεν θα πρέπει όμως να πάσχει κανείς περισσότερο από εκείνους που πενθούν, ώστε να ξεσπά σε κραυγές και θρήνους, θέλοντας να συμμερισθεί τον πόνο τους. Ούτε βέβαια, θα πρέπει να μιμείται ζηλότυπα όσους ο πόνος τους τους έχει τυφλώσει.
Μ' άλλα λόγια, δεν πρέπει, άνθρωπέ μου, να κλείνεσαι στο σπίτι, να φοράς μαύρα ρούχα, να αφήνεις τα μαλλιά σου και τα γένια σου, όπως συνηθίζουν να κάνουν όσοι πενθούν. Γιατί αυτά μεγαλώνουν τη συμφορά και δεν καταπραΰνουν τον πόνο. Δεν έχεις παρατηρήσει ότι μεγαλώνουν οι πόνοι, όταν σ' ένα τραύμα προστεθεί το πρήξιμο των βουβωνικών αδένων ή στον πυρετό το πρήξιμο της σπλήνας; Δεν ξέρεις πως, αν κανείς τρίψει το πονεμένο μέλος πολύ απαλά, τότε απαλαίνει ο πόνος; Μην ξύνεις λοιπόν την πληγή εκείνου που πενθεί με την άπρεπη συμπεριφορά σου, ούτε να συμμερισθείς εκείνον που είναι βουτηγμένος στον πόνο. Γιατί αυτός που θέλει να σηκώσει τον πεσμένο, θα πρέπει, ασφαλώς, να διαθέτει περισσότερη δύναμη από εκείνον. Η γεμάτη περίσκεψη όψη, η σεμνή σε σοβαρότητα και η ήρεμη θλίψη για όσα έχουν συμβεί, είναι αρκετά για να εκφράσουν τη συμμετοχή του άλλου και τη συμπόνια προς τον πενθούντα. Όταν πάλι ανοίγεις το στόμα σου για να πεις κάτι, θέλοντας να παρηγορήσεις τον θλιμμένο, μην αρχίζεις να τον επιπλήττεις σαν εκείνον που ποδοπατάει έναν κατάκοιτο. Γιατί είναι πολύ βαρύ και φορτικό πράγμα η επίπληξη, όταν μάλιστα η ψυχή είναι ταλαιπωρημένη από τη θλίψη.
Επιπλέον, δύσκολα κανείς σ' αυτή την κατάσταση δέχεται το λόγο εκείνου που είναι έξω από τον κύκλο των λυπημένων. Τέτοιου είδους λόγια δεν μπορούν ποτέ να φέρουν παρηγοριά και ανακούφιση σε όποιον βρίσκεται σε συμφορά και οδύνη. Θα πρέπει να αφήσεις πρώτα τον πονεμένο να εκφράσει τη θλίψη του, αφήνοντας να φανεί πως νιώθεις τον πόνο του, και μετά με πολλή διάκριση, προσοχή και πραότητα θα πρέπει να ξεστομίσεις λόγια παρηγοριάς, όταν πια αυτός θα έχει ξεσπάσει και θα έχει λίγο χαλαρώσει.
Το ίδιο κάνουν και όσοι θέλουν να δαμάσουν ένα πουλάρι. Δεν του βάζουν ποτέ από την αρχή το χαλινό, ούτε το τραβούν απότομα προς τα πίσω. Γιατί έτσι τα ζώα μαθαίνουν να ανασηκώνουν τη χαίτη και να ρίχνουν κάτω τον αναβάτη. Αλλά το αφήνουν στην αρχή να ορμήσει με όλη του τη δύναμη και τρέχουν και αυτοί παράφορα μαζί του. Και αφού το πουλάρι κουρασθεί, τότε το παίρνουν, το δαμάζουν και το μαθαίνουν να είναι υπάκουο στο πρόσταγμα του αναβάτη. Αν έτσι κάνει και όποιος επισκέπτεται τον πονεμένο, τότε θα έχει εφαρμογή εκείνο που λέει ο σοφός Σολομώντας: «Είναι καλό» λέει, «να πάει κανείς σε σπίτι που πενθεί, παρά σε σπίτι κάποιου μεθυσμένου» (Εκκλ. 7, 2).
Να κλαις λοιπόν με όσους κλαίνε. Όταν δεις πως κάποιος κλαίει και οδύρεται επειδή μετανοεί για τις αμαρτίες του, κλάψε και εσύ μαζί του με συμπόνια. Έτσι, και τα ξένα παθήματα θα διορθώσεις, αλλά και τα δικά σου πάθη θα πολεμήσεις. Γιατί, όποιος χύνει πικρά δάκρυα για την αμαρτία του συνανθρώπου του, έχει ήδη θεραπεύσει τον εαυτό του, με τα δάκρυα που έχυσε για τον αδελφό. Αυτά τα βιώματα είχε ο προφήτης Δαυίδ όταν έλεγε: «Με κατέλαβε θλίψη εξαιτίας των αμαρτωλών που εγκαταλείπουν το νόμο Σου» (Ψαλμ. 118, 53).
Να κλαις για την αμαρτία. Αυτή είναι αρρώστια της ψυχής, είναι θάνατος για την αθάνατη ψυχή. Η αμαρτία είναι αξιοθρήνητο γεγονός και αυτή μπορεί δικαιολογημένα να γίνει αιτία για γοερό και ακατάπαυστο οδυρμό. Μακάρι να χύνονται όλα τα δάκρυα από λύπη για την αμαρτία και να μη σταματά να βγαίνει από τα βάθη της ψυχής ο έμπονος στεναγμός. Ο Απόστολος έκλαιγε «για τους εχθρούς του Σταυρού του Χριστού» (Φιλιπ. 3, 18). Ο προφήτης Ιερεμίας, επειδή δεν του αρκούσαν τα φυσικά δάκρυα, ζητούσε να βρει πηγή δακρύων και βαθύ στεναγμό: «Θα καθήσω», λέει, «και θα κλάψω αυτούς που χάνονται» (Ιερεμ. 9, 11). Αυτό το δάκρυ είναι εκείνο που μακαρίζει ο Κύριος (Ματθ. 5, 4) και όχι αυτά που τρέχουν εύκολα από τα μάτια για καθετί δυσάρεστο και με την παραμικρή αφορμή.
Συνάντησα κάποιους φιλήδονους ανθρώπους, που χρησιμοποιώντας την πρόφαση της λύπης, έπεσαν σε διάφορες εκτροπές, στη μέθη και στην ακόλαστη ζωή και προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν την πτώση τους μ' αυτό που λέει ο σοφός Σολομώντας: «Να προσφέρετε κρασί όταν υπάρχει λύπη» (Παροιμ. 31, 6). Ο σοφός Σολομώντας, βέβαια, το είπε αυτό, όχι για να δώσει άδεια, ώστε να μεθούν οι άνθρωποι, αλλά για να τονωθεί ο οργανισμός του λυπημένου. Γιατί, και αν ακόμα αφήσουμε την αλληγορική σημασία αυτού του λόγου —σύμφωνα με την οποία ως οίνος νοείται η λογική ευφροσύνη- ούτε το κατά γράμμα νόημα εγγίζει μια τέτοια κακή ερμηνεία, την οποία δίνουν οι φιλήδονοι αυτοί άνθρωποι.
Το νόημα του λόγου είναι το εξής: Επειδή εκείνοι που έχουν βαρύ πένθος δύσκολα παρηγορούνται και αμελούν ακόμα και να φάνε, πρέπει να τους φροντίζουμε και να τους περιποιούμαστε, για να στηριχθούν και έτσι να ενισχυθεί η αντοχή τους. Θα στηριχθεί δηλαδή με το ψωμί ο οργανισμός εκείνου που πενθεί και με το λίγο κρασί θα ενισχυθεί η δύναμή του. Όσοι όμως αγαπούν υπερβολικά το κρασί και πέφτουν στη μέθη, δεν καταπραΰνουν την ένταση της λύπης τους, αλλά ανταλλάσσοντας τα κακά με τα χειρότερα, κάνουν πονηρές συναλλαγές. Ανταλλάσσουν δηλαδή την αρρώστια του σώματος με την αρρώστια της ψυχής. Αυτοί κινούν το βαρίδι της ζυγαριάς και αφαιρούν τόσο από τη λύπη, όσο ακριβώς προσθέτουν στη φιληδονία. Το κρασί όμως νομίζω πως πρέπει να βοηθά τη φυσική δύναμη και να μην καταναλώνεται σε τέτοια ποσότητα που ο άνθρωπος να σκοτίζεται και να χάνει τα λογικά του. Με το κρασί δεν θα περάσει ο πόνος, αλλά αντίθετα, θα προστεθεί το πάθος της μέθης στην ψυχή. Αν ο σωστός λογισμός είναι ο γιατρός της λύπης, τότε η μέθη είναι το μεγαλύτερο κακό που αντιστρατεύεται τη θεραπεία της ψυχής.
Να θυμάσαι λοιπόν ένα προς ένα όσα μέχρι τώρα είπαμε. Θα καταλάβεις έτσι ότι μπορούμε να εφαρμόσουμε εκείνο που μας παραγγέλλει ο Απόστολος και, αν το τηρήσουμε, ασφαλώς θα ωφεληθούμε. Θα εννοήσεις τότε το πώς θα μπορέσεις να είσαι πάντοτε χαρούμενος -ακολουθώντας πιστά τον σωστό λογισμό- πώς θα μπορείς να προσεύχεσαι αδιάλειπτα και πώς μπορείς για καθετί να ευχαριστείς τον Θεό. Τότε θα διδαχθείς τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να παρηγορείς τους λυπημένους, ώστε να είσαι πάντα σωστός και τέλειος, με τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος και με την ενοίκηση της Χάρης του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους απέραντους αιώνες.
(Πηγή: Απόσπασμα από τον Eγκωμιαστικό Λόγο, «Στην αγία Μάρτυρα Ιουλίττα»: P. G. 31, 237- 261, Απόσπασμα από το βιβλίο «Αλγηδών η αγιότοκος: Η Υπομονή και η Ευχαριστία κατά τους Πατέρες», Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» 2010, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2007
Ακούσατε, ασφαλώς, τα λόγια του αποστόλου Παύλου που αναφέρονται στην Προς Θεσσαλονικείς Επιστολή του. Απευθύνθηκε βέβαια ο Απόστολος προς τους Θεσσαλονικείς, και γενικά σε όποιον κάθε φορά βρισκόταν σε άμεση σχέση μαζί του, αυτά όμως που είπε δεν αφορούσαν μόνο αυτούς, αλλά όλους εμάς τους χριστιανούς.
Λέει λοιπόν ο Απόστολος: «Πάντοτε να χαίρετε, αδιάκοπα να προσεύχεσθε και για όλα να ευχαριστείτε» (Α' Θεσ. 5, 16-18). Το τι σημαίνει αυτό το «να χαίρετε» και ποια ωφέλεια μπορεί να προκύψει από αυτή την προτροπή, τοπως μπορεί επίσης να αποκτήσει κανείς την αδιάλειπτη προσευχή και τοπως θα κατορθώσει να ευχαριστεί τον Θεό για καθετί, θα τα αναλύσουμε, κατά το δυνατόν, αργότερα, ένα προς ένα.
Τώρα πρέπει να αρχίσουμε από αυτά που μας λένε όσοι διαφωνούν με το λόγο του Αποστόλου και μας κακολογούν, λέγοντας: «Τί είδους αρετή είναι αυτή που μας διδάσκει ο Απόστολος; Πώς μπορεί μια ψυχή να βρίσκεται νύχτα-μέρα σε διάχυση και να ζει με χαρούμενη διάθεση, παίρνοντας το καθετί ελαφρά; Είναι ποτέ δυνατόν να κατορθώσει κανείς να ζει μ' αυτό τον τρόπο, όταν μύρια ακούσια κακά μας κυκλώνουν καθημερινά και ρίχνουν την ψυχή μας σε στενόχωρη και κακόκεφη διάθεση; Αυτά μας κόβουν κάθε χαρά και ευδιαθεσία, εκτός βέβαια αν πούμε πως δεν πονάει όποιος ψήνεται στο τηγάνι ή ότι μπορεί κανείς να παραμένει ήρεμος και χαρούμενος, όταν κατατρυπιέται από τις λόγχες».
Μήπως όμως, όποιος τα λέει αυτά υποφέρει από κακούς λογισμούς και«προφασίζεται προφάσεις εν αμαρτίαις» (Ψαλμ. 140, 4); Μήπως, επειδή δεν έχει διάθεση να ακολουθήσει τις Ευαγγελικές εντολές, επιχειρεί να στρέψει τις κατηγορίες εναντίον εκείνου που μας δίνει αυτά τα παραγγέλματα και ισχυρίζεται πως ο νομοθέτης μας προτρέπει να τηρήσουμε πράγματα δύσκολα και ακατόρθωτα; Αυτός ο άνθρωπος θα λέει, ασφαλώς, με το λογισμό του: «Πώς είναι δυνατόν να χαίρεται κανείς, αφού τα αίτια της χαράς δεν ρυθμίζονται από τον ίδιο τον άνθρωπο;». Γιατί, μόνο όποιος σκέπτεται έτσι, λέει πως όσα γεννούν τη χαρά και την ευδιαθεσία προέρχονται από τους άλλους και δεν έχουν την πηγή τους στον ίδιο τον άνθρωπο.
Αυτοί, μ' άλλα λόγια, θεωρούν ως πηγή χαράς την ύπαρξη οικογένειας και φίλων, χρημάτων, δόξας, υγείας και όλων των άλλων αγαθών αυτής της ζωής. Αυτοί θέλουν συνεχή καλοζωία, πλούσιο τραπέζι, φίλους που να γλεντοκοπούν μαζί τους, ακούσματα και θεάματα που φέρνουν ηδονή και υγεία συγγενών. Με λίγα λόγια, αυτοί επιθυμούν καθετί καλό που έχει σχέση με την εφήμερη αυτή ζωή. Γιατί λυπηρά και στενάχωρα δεν είναι μόνο αυτά που συμβαίνουν προσωπικά στον καθένα, αλλά και αυτά που βαραίνουν και λυπούν τους φίλους και τους συγγενείς του.
Αυτά όλα πρέπει να υπάρχουν, καθώς λένε, για να μπορεί να χαρεί η ψυχή και να έχει διαρκώς καλή διάθεση. Κοντά σ' αυτά, προσθέτουν, θα πρέπει να υπάρχουν και άλλα, όπως η νίκη κατά των έχθρων, η καταστολή των κακών και η ανταμοιβή όσων μας ευεργετούν. Και με λίγα λόγια, θα πρέπει να συντρέχουν όλα τα καλά, ώστε να μη διαταράσσεται η ζωή μας από κάτι που μας συνέβη ή από κάτι που φοβόμαστε ότι θα μας συμβεί. Γιατί αυτοί επιμένουν και λένε: Η ψυχή, μόνο όταν συντρέχουν όλοι αυτοί οι παράγοντες, μπορεί να είναι χαρούμενη και ειρηνική.
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πώς μπορεί κανείς να χαίρεται, όπως μας παραγγέλλει ο Απόστολος, αφού δεν εξαρτάται αυτό από εμάς αλλά από τόσους άλλους εξωτερικούς παράγοντες; Πώς μπορεί, επιπλέον, να προσεύχεται κανείς αδιάκοπα, όταν έχουμε τόσες ανάγκες και όταν πρέπει να σκεφθούμε τόσα πράγματα που μας αφορούν άμεσα; Πώς μπορεί να τρέχει ο νους ταυτόχρονα και στην αντιμετώπιση της καθημερινότητας και στην προσευχή; Έχω εντολή -λέει όποιος σκέπτεται έτσι- να ευχαριστώ τον Θεό για καθετί στη ζωή μου; Θα Τον ευχαριστήσω λοιπόν και όταν βασανίζομαι; Θα Τον δοξάσω και όταν ταλαιπωρούμαι, όταν με κακομεταχειρίζονται, όταν με βάζουν στο βασανιστικό όργανο του τροχού [Ο τροχός χρησιμοποιήθηκε από τους ειδωλολάτρες σε πολλά Μαρτύρια Αγίων, όπως του αγίου Γεωργίου και της αγίας Αικατερίνης] ή όταν μου βγάζουν τα μάτια;
Θα ευχαριστήσω όταν με χτυπούν και με εξευτελίζουν οι εχθροί μου ή όταν παγώνω από το κρύο, όταν λιμοκτονώ, όταν είμαι δεμένος στο ξύλο της καταδίκης, όταν απροσδόκητα χάσω τα παιδιά μου ή τη σύζυγό μου;
Θα ευχαριστήσω τον Θεό όταν πέσω στα χέρια αγρίων πειρατών ή αδίσταχτων ληστών; Θα Τον ευχαριστήσω όταν τραυματισθώ, όταν συκοφαντηθώ, όταν καταντήσω ζητιάνος και όταν φυλακισθώ;
Αυτά και άλλα τόσα αραδιάζουν, θέλοντας να κατηγορήσουν αυτόν που μας παρήγγειλε να ευχαριστούμε πάντα τον Θεό. Πιστεύουν ότι αυτή η συκοφαντία κατά του Αποστόλου -ότι δηλαδή μας παραγγέλει πράγματα ανεφάρμοστα- είναι ταυτόχρονα και δικαιολογία αξιοσέβαστη για το ότι δεν εφαρμόζουν αυτό το παράγγελμα στη ζωή τους.
Τί πρέπει λοιπόν να τους απαντήσουμε; Θα πρέπει ασφαλώς, να τους πούμε ότι ο Απόστολος είχε άλλες κορυφές υπ' όψιν του και προσπαθεί να μας ανυψώσει από τα επίγεια προς το ουράνιο πολίτευμα. Πώς θα ήθελαν λοιπόν εκείνοι που αδυνατούν να προσεγγίσουν τους υψηλούς αυτούς στόχους του Αποστόλου, αυτοί που κυλιούνται σαν σκουλήκια στο βούρκο των σαρκικών παθών, να μπορέσουν να κατανοήσουν και να εφαρμόσουν όσα ο Απόστολος μας παραγγέλλει; Γιατί ο Απόστολος προσκαλεί σ' αυτή την ατέρμονη χαρά όχι τον οποιονδήποτε, αλλά αυτόν που ζει όπως εκείνος ο ίδιος, ο οποίος δεν ζούσε πλέον «κατά σάρκα», αλλά είχε μέσα του «τον Ζώντα Χριστό» (Γαλ. 2, 20). Ζούσε δηλαδή σαν άσαρκος και σαν να μην είχε καμιά σχέση και καμιά εξάρτηση από όλα αυτά τα εφήμερα, που εμποδίζουν τον άνθρωπο να ζήσει την κοινωνία του με το Ύψιστο Αγαθό, τόν Θεό.
Και στην περίπτωση όμως που η σάρκα κόβεται και ξεσχίζεται, η κακοποίηση αυτή αναφέρεται μόνο στο σώμα, αφού αυτά τα βάσανα δεν είναι δυνατόν να εγγίσουν την ψυχή. Γιατί, αν ζει κανείς σύμφωνα με τις πνευματικές υποθήκες του Αποστόλου, αν έχει δηλαδή νεκρώσει τα γήινα μέλη του (Κολ. 3, 5) και περιφέρει στα μέλη του τη νέκρωση του Χριστού (Β' Κορ. 4, 10), τότε οπωσδήποτε ο σωματικός τραυμα-τισμός δεν θα προχωρήσει προς την ψυχή, η οποία έχει ήδη απελευθερωθεί από τα δεσμά της.
Έτσι η δυσφήμιση, οι ζημιές και οι θάνατοι των συγγενών δεν θα επηρεάσουν, ούτε θα μειώσουν το υψηλό φρόνημα της ψυχής, με τις εφήμερες ταλαιπωρίες και κακοπάθειες. Γιατί, αν οι άνθρωποι αυτοί αντιμετώπιζαν με γενναιότητα όλα τα δεινά που τους συμβαίνουν, δεν θα φόρτωναν τους άλλους με τα δικά τους βάσανα, αφού και αυτοί οι ίδιοι δεν θα λυπούνταν υπερβολικά και δεν θα καταβάλλονταν. Αν όμως αυτοί ζουν σύμφωνα με το σαρκικό φρόνημα (Ρωμ. 8, 13), όχι μόνο θα βαρύνουν και θα λυπήσουν τους άλλους, αλλά επιπλέον θα είναι αξιοκατάκριτοι. Και αυτό, όχι βέβαια γιατί τους έχουν βρει δύσκολες περιστάσεις, αλλά κυρίως γιατί δεν αντιμετώπισαν τις περιστάσεις αυτές σωστά και έτσι έδειξαν ότι έχουν κακή και διεστραμμένη προαίρεση. Με λίγα λόγια, η ψυχή που έχει προσδεθεί στερεά στον πόθο των Ουρανίων και του Κτίστη της, αυτή που αρέσκεται να κοσμείται με τα ουράνια κάλλη, αυτή δεν θα αλλοιωθεί, ούτε θα χάσει την ευδιαθεσία και τη χαρά της, εξαιτίας διαφόρων εφήμερων κακοτυχιών. Αλλά, αντίθετα, όσα για τους άλλους είναι ανυπόφορα, αυτή θα τα κάνει αφορμή για μεγαλύτερη ανάπαυση και ευφροσύνη.
Ένας τέτοιος άνθρωπος θα ζει σαν τον Απόστολο, ο οποίος δεν ταραζόταν όταν αρρώσταινε ή όταν τον εύρισκαν θλίψεις, διωγμοί, και διάφορες άλλες αντίξοες περιστάσεις. Αλλά θεωρούσε ως αφορμή καύχησης τις στερήσεις του (Β' Κορ. 12, 9-10), την πείνα, τη δίψα, το κρύο και τη γυμνότητα, τους διωγμούς και τα βάσανα (Β' Κορ. 11, 27).
Για όσα οι άνθρωποι λυπούνται και αποκάμουν, γι' αυτά ο Απόστολος χαιρόταν και τα θεωρούσε αφορμή καύχησης και ευφροσύνης.
Αυτοί λοιπόν που δεν στοιχίζονται στη γραμμή σκέψης του Αποστόλου δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουν ότι το καθετί μπορεί να γίνει για μας προσκλητήριο, για να ζήσουμε σύμφωνα με τις Ευαγγελικές εντολές.
Αυτοί οι άνθρωποι τολμούν να κατηγορούν τον Απόστολο και να λένε ότι δήθεν μας δίνει ανεφάρμοστες εντολές και μας παρακινεί να επιχειρούμε ακατόρθωτα πράγματα. Θα ήταν καλό όμως, αυτοί να αναλογισθούν πόσες είναι οι μεγάλες δωρεές και ευεργεσίες του Θεού, οι οποίες είναι πηγές χαράς και αφορμή συνεχούς ευφροσύνης για τον καθένα μας. Να, δέστε, για παράδειγμα, μερικές από αυτές:
Ήλθαμε από το μηδέν στην ύπαρξη. Δημιουργηθήκαμε σύμφωνα με την εικόνα του Κτίστη μας (Γεν. 1, 26). Έχουμε προικισθεί με νου και γνώση, που μας δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον Θεό. Και μπορούμε με αυτά τα χαρίσματα, που πήραμε από τον Θεό κατά τη δημιουργία μας, να ατενίζουμε το κάλλος της δημιουργίας και να διαβάζουμε, σαν να ήταν γράμματα, το βιβλίο της κτίσης. Μπορούμε έτσι να κατανοούμε τηνΠανσοφία και την Πρόνοια του Θεού για όλα Του τα κτίσματα (Δαν. 3, 21).
Με αυτά τα δώρα είμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε το καλό από το κακό. Και το σπουδαιότερο, με αυτά οδηγούμαστε στο να επιλέγουμε το καλό και να αποφεύγουμε το κακό. Με αυτά μπορούμε να κατανοούμε ότι, ενώ εμείς αμαρτήσαμε και αποξενωθήκαμε από το καλό, Εκείνος μας ανακάλεσε κοντά Του, αφού πρώτα μας ελευθέρωσε από την ατιμωτική δουλεία μας στον διάβολο, με το Αίμα του Μονογενή Υιού Του.
Ας αναλογισθούμε, τέλος, τα αγαθά που επιφυλάσσονται για μας, αγαθά που υπερβαίνουν τη δύναμη κάθε διάνοιας και λογικής προσέγγισης, όπωςη ελπίδα της αναστάσεως, ο συναυλισμός με τους αγίους Αγγέλους και η Ουράνια Βασιλεία.
Δεν θά 'πρεπε αυτά να τα θεωρούμε αρκετά για να αντλούμε ατελεύτητη χαρά και διαρκή ευφροσύνη;
Μήπως έχουμε την εντύπωση ότι ο κοιλιόδουλος, εκείνος που γλεντοκοπά και όποιος κοιμάται στα μαλακά στρώματα, αυτός ζει σωστά και με τρόπο που μπορεί να τον κάνει ευτυχισμένο; Εγώ, αντίθετα, θα θεωρούσα ότι αυτούς θα πρέπει να τους κλαίμε και να μακαρίζουμε τους άλλους, όσους δηλαδή περνούν αυτή την εφήμερη ζωή με την ελπίδα του μέλλοντα αιώνα και όσους ανταλλάσσουν τα παρόντα και τα μηδαμινά με τα μελλοντικά και τα αιώνια.
Θα πρέπει να θεωρούμε, κυριολεκτικά, μακάριους αυτούς που ζουν σε κοινωνία με τον Θεό, ακόμα και αν αυτοί ζουν μέσα στο καμίνι, όπως οι άγιοι Τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα (Δαν. 6, 15 κ. εξ.) ή είναι κλεισμένοι στα λιοντάρια ή και αν ακόμα βρίσκονται στην κοιλιά του κήτους (Ιων. 2, 1). Αυτούς πρέπει να τους μακαρίζουμε και να τους θεωρούμε πραγματικά χαρούμενους και ευτυχισμένους. Επειδή αυτοί δεν θλίβονται για τα παρόντα και γήινα αγαθά, αλλά ευφραίνονται με την ελπίδα που γεννιέται από τα μέλλοντα και αιώνια.
Ο καλός πνευματικός αγωνιστής, που άρχισε να παλεύει στο στάδιο της ευσέβειας, θα πρέπει να υπομένει με γενναιότητα τα χτυπήματα των αντιπάλων του, έχοντας πάντα την ελπίδα της δόξας που θα του χαρισθεί με τα ουράνια στεφάνια.
Όσοι επιδίδονται στον αθλητισμό, συνηθίζουν στους κόπους της παλαίστρας και δεν σταματούν να αγωνίζονται όταν δέχονται χτυπήματα. Αλλά παλεύουν με τους αντιπάλους τους, περιφρονώντας τους κόπους της στιγμής, γιατί παίρνουν δύναμη από τον πόθο της νίκης. Έτσι, κανένα χτύπημα δεν καταφέρνει να επισκιάσει τη χαρά του παλαιστή. Γιατί «η θλίψη γεννάει την υπομονή, η υπομονή χαλκεύει δόκιμο χαρακτήρα, ο δόκιμος χαρακτήρας γεννάει ελπίδα και η ελπίδα δεν ντροπιάζει» (Ρωμ. 5, 3-5). Ο ίδιος ο Απόστολος μας έχει και άλλη φορά παραγγείλλει να υπομένουμε την ώρα της θλίψης και να χαιρόμαστε, τρέφοντας την ελπίδα (Ρωμ. 12, 12). Ηελπίδα λοιπόν είναι αυτή που χαρίζει τη διαρκή χαρά στην ψυχή του γενναίου.
Ο απόστολος Παύλος εξάλλου, μας παραγγέλει «να κλαίμε μαζί με αυτούς που κλαίνε» (Ρωμ. 12, 15). Έγραφε μάλιστα προς τους Φιλιππισίους πως ο ίδιος έκλαιγε για τους εχθρούς του Σταυρού του Χριστού (Βλ. Φιλιπ. 3, 18).
Γιατί όμως πρέπει να λέμε ότι ο προφήτης Ιερεμίας θρηνεί (Ιερ. Θρήν. 1, 1 κ. εξ.) ή ότι ο προφήτης Ιεζεκιήλ γράφει θρήνους κατόπιν εντολής του Θεού (Ιεζ. 2, 10) και ότι πολλοί από τους Αγίους θρηνούν και κλαίνε; «Αλίμονό μου, μητέρα μου», λέει ο Προφήτης, «γιατί με γέννησες» (Ιερεμ. 15, 10). Και πάλι άλλος προφήτης λέει: «Αλίμονο, γιατί εξαφανίσθηκε ο ευσεβής από τη γη και δεν υπάρχει πια δίκαιος ανάμεσα στους ανθρώπους» (Μιχ. 7, 2). Και αλλού πάλι λέει: «Αλίμονο, γιατί κατάντησα σαν εκείνον που μαζεύει άχυρο την ώρα του θερισμού» (Μιχ. 7, 1).
Και αν, με λίγα λόγια, ερευνήσεις την Αγία Γραφή και αν παρατηρήσεις την πιο θλιμμένη κραυγή που Αυτή περιέχει, θα αντιληφθείς πως είναι θρήνος για την άθλια και πρόσκαιρη ζωή του ανθρώπου. «Αλίμονο μου», λέει ο Ψαλμωδός, «γιατί η επίγεια διαμονή μου πήρε τόση παράταση» (Ψαλμ. 119, 5).
Ο Απόστολος επίσης λέει ότι επιθυμούσε να φύγει από αυτή τη ζωή και να βρεθεί μαζί με τον Χριστό (Φιλιπ. 1, 23) και θεωρεί εμπόδιο της χαράς του την παράταση της επίγειας διαμονής. Ο Ψαλμωδός εξάλλου μας άφησε ένα θρήνο για τον φίλο του Ιωνάθαν, με τον οποίο θρήνησε παράλληλα και τον εχθρό του: «Πονώ για σένα», λέει, «αδελφέ μου Ιωνάθαν» (Β' Βασ. 1, 26) και«κλάψτε θυγατέρες του Ισραήλ για τον Σαούλ» (Β' Βασ. 1, 24). Τον Ιωνάθαν, βέβαια, τον θρηνεί γιατί ήταν φίλος του. Αλλ' όμως κλαίει και τον εχθρό του Σαούλ, γιατί αυτός πέθανε μέσα στην αμαρτία. Τί άλλο άραγε χρειάζεται να προσθέσουμε; Ο Ίδιος ο Κύριος δάκρυσε για τον Λάζαρο (Ιωάν. 11, 35) και για την Ιερουσαλήμ (Λουκ. 19, 41) και μακαρίζει αυτούς που πενθούν και κλαίνε (Ματθ. 5, 4 - Λουκ. 6, 21).
Μερικοί όμως διαφωνούν, λέγοντας: Καλά είναι όλα αυτά, αλλά πώς συμβιβάζονται με το αποστολικό «πάντοτε χαίρετε» (Φιλιπ. 4, 4); Μήπως δεν έχουν και τα δάκρυα και η χαρά την ίδια προέλευση και αιτία; Γιατί τα μεν δάκρυα και η χαρά προκαλούνται από κάποιο απροσδόκητο αιφνιδιασμό που προσβάλλει και συστέλλει την καρδιά του ανθρώπου. Η χαρά επίσης είναι ένα είδος σκιρτήματος της ψυχής που, εξαιτίας κάποιου ευχάριστου πράγματος, συμφωνεί με τις επιθυμίες της και την αναπαύει. Γι' αυτό ακριβώς οι εκφράσεις και οι εκδηλώσεις των δύο αυτών συναισθημάτων διαφέρουν. Σ' αυτούς που πονούν και λυπούνται η μορφή είναι χλωμή, στακτόχρωμη και παγερή, ενώ σ' αυτούς που σκιρτούν και χαίρονται η όψη είναι ζωντανή και ροδοκόκκινη, σαν να σκιρτά η ίδια η ψυχή και ζητά να πηδήξει προς τα έξω από την πολλή χαρά της.
Εδώ θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι και οι θρήνοι και τα δάκρυα των Αγίων προέρχονταν από τα βαθιά αισθήματα της αγάπης τους προς τον Θεό.
Οι Αγιοι βίωναν διαρκώς την παρουσία του Θεού και αυτό τους αύξανε ολοένα και περισσότερο την ευφροσύνη, ενώ συγχρόνως οικονομούσαν τις ανάγκες των συνανθρώπων τους, πενθώντας για όσους είχαν αμαρτήσει και βοηθώντας τους να λειτουργούν τη μετάνοια και τη διόρθωσή τους.
Όπως ακριβώς αυτοί που στέκονται στην παραλία και ατενίζουν με πόνο εκείνους που κινδυνεύουν να βυθισθούν από τη φουρτούνα -δεν διακινδυνεύουν όμως την ασφάλεια τους για να τους σώσουν, αλλά κάνουν ό,τι άλλο μπορούν για να τους βοηθήσουν- έτσι δεν χάνουν τη βαθιά χαρά τους και αυτοί που πονούν και θλίβονται για τις αμαρτίες των συνανθρώπων τους.
Αντίθετα, την πολλαπλασιάζουν, συμμετέχοντας στον πόνο και στην αγωνία των συνανθρώπων τους. Και αυτό, γιατί οι Αγιοι βρίσκονται σε στενότερη κοινωνία με τον Θεό και Τον παρακαλούν για τη θλίψη και τις δοκιμασίες των άλλων. Γι' αυτό «είναι μακάριοι αυτοί που κλαίνε και πενθούν, γιατί αυτοί θα βρουν παρηγοριά και θα γελάσουν» (Λουκ. 6. 21 - Ματθ. 5, 4). Και με τη λέξη «γέλωτα» ασφαλώς ο Κύριος δεν εννοεί το ξέσπασμα που κάνει το αίμα να ανεβαίνει και να ξανάβει το πρόσωπο του ανθρώπου, αλλά την ήρεμη και καθαρή από θλίψη, τη γαλήνια και γλυκιά έκφραση του προσώπου. Ο Απόστολος λοιπόν, μας επιτρέπει να «κλαίμε μαζί μ' εκείνους που λυπούνται και κλαίνε» (Ρωμ. 12, 15). Γιατί αυτού του είδους τα δάκρυα γίνονται σπέρμα και πρόγευση της αιώνιας χαράς.
Ανέβασε το νου σου στον ουρανό και δες τους αγίους Αγγέλους και πες μου αν αρμόζει σ' αυτούς κάποια άλλη κατάσταση, εκτός από εκείνη της διαρκούς χαράς και της βαθιάς ευφροσύνης. Γιατί αυτοί έχουν αξιωθεί να στέκονται ενώπιον του Θεού και να απολαμβάνουν το ανέκφραστο κάλλος της δόξας του Κτίστη και Δημιουργού μας.
Σε τέτοιου είδους ζωή μας παρακινεί και εμάς ο Απόστολος, όταν μας λέει«πάντοτε χαίρετε».
ΠΕΡΙ ΘΡΗΝΟΥ
Σχετικά με τον αντίλογο, με το ότι δηλαδή ο Κύριος δάκρυσε στον τάφο του Λαζάρου και για την Ιερουσαλήμ, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε ότι Εκείνος επίσης έφαγε και ήπιε μετά την Ανάσταση, μολονότι δεν είχε ανάγκη από τροφή. Το έκανε όμως αυτό για να μας αφήσει υπόδειγμα, όρια και μέτρα. Ήθελε δηλαδή να μας αφήσει σημεία και όρια, μέχρι τα οποία θα έπρεπε να εκτείνεται η ικανοποίηση των αδιάβλητων παθών της ψυχής. Έτσι λοιπόν δάκρυσε, ώστε, με τη μετριοπαθή αυτή συμπεριφορά, να δώσει αφορμές διόρθωσης της υπέρμετρης θλίψης και της ταπεινωτικής συμπεριφοράς αυτών που θρηνούν και οδύρονται υπερβολικά και άμετρα.
Τη λύπη και τα δάκρυα πρέπει να τα ελέγχει η λογική, ώστε να γνωρίζει κανείς για ποιόν, πόσο, πότε και πώς πρέπει να εκδηλώνει τη λύπη του.
Το ότι το δάκρυ του Κυρίου για τον Λάζαρο δεν ήταν προϊόν της υπερβολικής θλίψης Του, αλλά εκδήλωση διδακτική, το φανερώνει ξεκάθαρα αυτό που ο Ίδιος είπε: «Ο φίλος μας ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί, πηγαίνω όμως να τον ξυπνήσω» (Ιωάν. 11, 11). Ποιός από μας κλαίει φίλο που κοιμάται και που περιμένει μετά από λίγο να τον ξυπνήσει; Ο Κύριος του είπε «Λάζαρε, βγες έξω» (Ιωάν. 11, 43), και ο νεκρός πήρε ζωή και ο δεμένος περπάτησε. Θαύμα πάνω στο θαύμα. Ήταν δεμένα ακόμα τα πόδια του με τα σουδάρια και εκείνος περπατούσε. Και αυτό, γιατί η Θεϊκή βοήθεια ήταν μεγαλύτερη από το εμπόδιο των σουδαρίων.
Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν ο Θεάνθρωπος, που σε λίγο θά θαυματουργούσε μ' έναν τέτοιο πρωτόγνωρο τρόπο, να θεωρήσει το θάνατο λυπηρό γεγονός, για το οποίο έπρεπε να θρηνήσει; Ασφαλώς -καθώς φαίνεται πια ξεκάθαρα απ' όσα είπαμε- ο Κύριος, ενεργώντας έτσι, θέλησε να διορθώσει εμάς και να μας ορίσει κάποια μέτρα και όρια. Απέκλεισε λοιπόν την έλλειψη της συ-μπάθειας, ως κάτι άπρεπο και θηριώδες. Αλλά, συγχρόνωςαπέρριψε και ως ανάρμοστη την τάση να εκφράζεται κανείς με υπερβολικές εκδηλώσεις κλαυθμού και λύπης.
Με το να δακρύσει ο Κύριος για τον φίλο Του Λάζαρο, μας φανέρωσε την κοινωνικότητα της ανθρώπινης φύσης και συγχρόνως μας υπέδειξε τον μετριοπαθή τρόπο έκφρασης της λύπης. Έτσι μας καθοδήγησε, ώστε να μην παρασυρόμαστε σε ακρότητες, κυριευμένοι από τα πάθη, αλλά ούτε πάλι να μένουμε ασυγκίνητοι και παγεροί μπροστά στα λυπηρά.
Όπως λοιπόν ο Κύριος υπέμεινε την πείνα, τότε που παρέμεινε άσιτος, όπως αποδέχθηκε τη δίψα, τότε που νήστευε και δεν έπινε νερό, και όπωςκοπίασε από την πεζοπορία, έτσι επέτρεψε και στην ανθρώπινη φύση να εκδηλώνεται με τρόπο φυσικό, δηλαδή με τα δάκρυα.
Ο Κύριος βέβαια, τα υπέμεινε όλα αυτά, όχι γιατί η Θεότητα νικήθηκε από τον κόπο, αλλά για να φανερώσει σε μας ότι ο Ίδιος ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Τα δάκρυα εκρέονται από κάποιον, τρόπον τινά, οχετό, όταν γεμίζουν οι κοιλότητες του εγκεφάλου, και είναι συνέπεια λύπης. Γι' αυτό, όταν με τα απρόσμενα λυπηρά της ζωής προκαλούνται βοές, ζαλάδες, σκοτοδίνες, τότε γεννιούνται εσωτερικά θερμά δάκρυα. Αλλωστε και όσοι θλίβονται, ξαλαφρώνουν όταν κλαίνε, γιατί έτσι βγαίνει κάτι από μέσα τους που τους βαραίνει.
Η πείρα μας πείθει για την αλήθεια αυτών που λέμε. Γνωρίσαμε ανθρώπους, οι οποίοι κατάφεραν να υπομείνουν βαριές συμφορές, χρησιμοποιώντας ως εκτόνωση του άλγους τους τα δάκρυα. Αλλοι όμως που δεν αντέδρασαν με αυτό τον τρόπο έπεσαν σε βαριές αρρώστιες, σε αποπληξίες και παραλύσεις, ενώ άλλοι έφθασαν μέχρι ακόμα και το θάνατο. Και αυτό, γιατί αυτοί δεν μπόρεσαν να αντισταθούν και κατέρρευσαν, κάτω από το βάρος της λύπης τους.
Συμβαίνει μ' αυτούς εκείνο που γίνεται με τη φωτιά, η οποία δεν μπορεί να συντηρηθεί, όταν δεν έχει διέξοδο ο καπνός. Έτσι και όσοι λυπούνται και δεν εκδηλώνουν τον πόνο τους. Αυτοί μαραζώνουν από την ανέκφραστη και βουβή θλίψη, επειδή αυτή, σαν τον καπνό, δεν βρίσκει διέξοδο.
Όσοι λοιπόν προσβάλλονται εύκολα από το πάθος της λύπης, να μην προβάλλουν την περίπτωση του Κυρίου που δάκρυσε για τον Λάζαρο και έτσι να προσπαθούν να καλύψουν το δικό τους πάθος. Γιατί, όπως δεν είναι δικαιολογία για μας το ότι ο Κύριος έφαγε, ώστε να παραδινόμαστε στην ηδυπάθεια -αλλά, αντίθετα, είναι υπόδειγμα για οριοθέτηση του επιτρεπτού και του αναγκαίου- έτσι και τα δάκρυα που έχυσε ο Κύριος για τον Λάζαρο δεν δικαιολογούν τον δικό μας θρήνο. Αντίθετα, το παράδειγμα του Κυρίου είναι κανόνας ακριβής που μας φανερώνει και μας διδάσκει με πόση σεμνότητα και ευπρέπεια θα πρέπει να υπομένουμε τα λυπηρά και τις θλίψεις αυτής της ζωής.
Δεν επιτρέπεται λοιπόν ούτε στις γυναίκες ούτε στους άνδρες η ροπή προς το πένθος και ο άμετρος κλαυθμός. Συγχωρείται μόνο η σύμμετρη λύπη και τα λίγα, ήσυχα δάκρυα. Δεν επιτρέπεται, μ' άλλα λόγια, να βογγά κανείς και να φωνάζει, ούτε να σχίζει τα ρούχα του ή να κάνει τέτοια παρόμοια καμώματα, όπως θα έκαναν όσοι δεν έχουν πίστη στον Θεό και γνώση για τα ουράνια πράγματα.
Όποιος έχει καθαρίσει την ψυχή του με τη διδασκαλία του ιερού Ευαγγελίου, είναι σαν να έχει αποκτήσει ένα τείχος ισχυρό. Και αυτό το τείχος είναι η σωφροσύνη και η ένθεη λογική. Αυτά ως τείχη αποκρούουν με θάρρος και ανδρεία τις προσβολές των παθών. Έτσι δεν επιτρέπει ο άνθρωπος να εισορμούν στην ψυχή του χαμηλά και απρεπή πάθη, τα οποία μπορούν να τον παρασύρουν σε εκδηλώσεις που δεν ταιριάζουν σε πιστό χριστιανό. Ένα τέτοιο πράγμα, η υποδούλωση δηλαδή στη λύπη, είναι γνώρισμα άνανδρης ψυχής που δεν δέχεται καμιά ενίσχυση από την ελπίδα της στον Θεό.
Όπως τα σκουλήκια γεννιούνται πιο εύκολα στα μαλακά ξύλα, έτσι και οι θλίψεις εισορμούν στις πιο ακαλλιέργητες πνευματικά ψυχές.
ΙΩΒ
Μήπως ο Ιώβ είχε σκληρή σαν το διαμάντι καρδιά; Μήπως τα σπλάχνα του ήταν από πέτρα;
Μέσα σε λίγο διάστημα έχασε δέκα παιδιά, που με ένα χτύπημα έγιναν ένα με τα συντρίμμια του χαρούμενου σπιτιού, την ώρα ακριβώς που χαίρονταν, τότε που ο διάβολος συγκλόνισε και γκρέμισε επάνω τους ολόκληρο το οικοδόμημα. Είδε ο Ιώβ το τραπέζι γεμάτο αίμα. Αντίκρυσε τα παιδιά του, που είχαν σε διαφορετικό χρόνο έλθει στη ζωή, να πεθαίνουν όλα την ίδια στιγμή.
Δεν άρχισε τα ουρλιαχτά ο Ιώβ, δεν μάδησε τα μαλλιά του, δεν έβγαλε κραυγές και λόγια τιποτένια και υβριστικά, αλλά πρόφερε εκείνη τη μνημειώδη ευχαριστία, που υμνείται από όλες τις γενεές στους αιώνες: «ΟΚύριος έδωσε, ο Κύριος πήρε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου» (Ιώβ 1, 21). Μήπως αυτός ο άνθρωπος ήταν αναίσθητος; Πώς είναι δυνατόν; Αυτός είπε εκείνο το θαυμαστό «και εγώ έκλαψα για κάθε πονεμένο» (Ιώβ 30, 25). Μήπως άραγε υποκρινόταν όταν έλεγε όλα αυτά; Όχι, ασφαλώς. Γιατί, μαζί μ' όλες τις άλλες αρετές που είχε ο Ιώβ, ήταν και φιλαλήθης, όπως λέει γι' αυτόν η Αγία Γραφή: «Ανθρωπος», λέει, «άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής και φιλαλήθης»(Ιώβ 1, 1).
Εσύ όμως, άνθρωπέ μου, ξεσπάς σε μοιρολόγια, τα οποία έχεις συνθέσει ειδικά γι' αυτό το σκοπό. Εσύ με γοερούς αλαλαγμούς λιώνεις κυριολεκτικά την ψυχή σου. Και όπως οι ηθοποιοί βάφουν τα πρόσωπα τους και μεταμφιέζονται για να εμφανισθούν στα θέατρα, έτσι και εσύ θεωρείς, πως όποιος πενθεί, πρέπει να φοράει μαύρα, να μένει άλουστος και αχτένιστος, να έχει σκοτεινό και ασκούπιστο το σπίτι του και να μοιρολογά ασταμάτητα.Και με λίγα λόγια, να διατηρεί ανοιχτή την πληγή και τον πόνο της ψυχής του.
Αφησε εσύ να τα κάνουν αυτά όσοι δεν έχουν καμιά ελπίδα; (Α' Θεσ. 4, 13). Εσύ έχεις διδαχθεί όλα όσα αναφέρονται στους κεκοιμημένους «εν Χριστώ» (Αποκ. 14, 13). Έχεις επίσης ακούσει την Αγία Γραφή που λέει: «Εκείνο που σπέρνεται είναι φθαρτό, εκείνο που ανασταίνεται είναι άφθαρτο. Σπέρνεται άδοξο, ανασταίνεται ένδοξο. Σπέρνεται σώμα ψυχικό, ανασταίνεται σώμα πνευματικό» (Α' Κορ. 15, 42-44). Γιατί λοιπόν, άνθρωπέ μου, κλαις αυτόν που έφυγε για να αλλάξει; Ούτε τον εαυτό σου να κλαις, λέγοντας πως έχεις μείνει μόνος και αβοήθητος. Γιατί, καθώς λέει ο Ψαλμωδός, «είναι καλό να ελπίζεις στον Κύριο, παρά να ελπίζεις σε άνθρωπο» (Ψαλμ. 117, 9).
Ούτε πάλι να οδύρεσαι για εκείνον που δεινοπάθησε και τελικά έφυγε από αυτό τον κόσμο. Γιατί, μετά από λίγο, αυτόν θα τον ξυπνήσει η ουράνια σάλπιγγα και θα τον δεις να παραστέκεται στο βήμα του Χριστού.
Αφησε λοιπόν αυτές τις άτακτες κραυγές που αρμόζουν σε αγροίκους ανθρώπους, οι οποίοι χτυπιούνται και λένε: «Αλίμονο, τί με βρήκε! Ποιος περίμενε αυτές τις συμφορές! Περίμενα εγώ να θάψω αυτό το χιλιοαγαπημένο μου πρόσωπο;».
Αν ακούμε να ξεστομίζονται από άλλους τέτοια λόγια, εμείς θα πρέπει να ντρεπόμαστε και να κοκκινίζουμε. Γιατί η πείρα του παρελθόντος, αλλά και ό,τι εκείνη την ώρα συμβαίνει, θα πρέπει να μας οδηγούν στη σωστή αποδοχή όλων εκείνων των πραγμάτων που αναπόφευκτα συνακολουθούν την ανθρώπινη φύση.
Εμάς τους χριστιανούς που έχουμε παιδαγωγηθεί με το λόγο του ιερού Ευαγγελίου, δεν θα πρέπει να μας τρομάξουν ποτέ ούτε οι πρόωροι θάνατοι, ούτε οι άλλες απροσδόκητες συμφορές.
Οι πειρασμοί και οι θλίψεις δεν θα πρέπει να φέρουν τον πιστό σε κατάσταση να πει: «Το παιδί μου ήταν νέο, μοναχοπαίδι και κληρονόμος της περιουσίας μου, ήταν η παρηγοριά των γηρατειών μου, στολίδι της γενιάς μας, κόσμημα της νεολαίας μας, στήριγμα του σπιτιού μου».
Ούτε πάλι θα πρέπει να κλαίει και να λέει: «Τό παιδί μου βρισκόταν στο άνθος της ηλικίας του, μού 'φυγε ξαφνικά και χάθηκε».
Ποτέ δεν πρέπει να σκεφθεί έτσι ο χριστιανός και ποτέ δεν θα πρέπει να ξεστομίσει ότι «το παιδί μου έγινε χώμα και σκόνη. Χάθηκε αυτός που πριν από λίγες ημέρες μιλούσε και η φωνή του ήταν, για τους γονείς του, γλυκόλαλο άκουσμα και η όψη του ακόμα περισσότερο ευφρόσυνο θέαμα».
Αντίθετα, ο χριστιανός πρέπει να συλλογισθεί και να πει στον εαυτό του: «Τί πρέπει τώρα να κάνω; Θα πρέπει να ξεσχίσω τα ρούχα μου και να καταδεχθώ να πέσω κάτω και να θρηνώ με άγριες κραυγές και να φέρω βαριά τη συμφορά, μοιάζοντας στο μικρό παιδάκι που όταν το δέρνουν ξεφωνίζει και σπαρταρά; Ή θα πρέπει να έλθω στα συγκαλά μου και να πω με το λογισμό μου πως ο θάνατος μας περιμένει όλους, ότι αυτός δεν κοιτάζει ηλικία και ότι διαλύει την ανθρώπινη φύση και γι' αυτό θα πρέπει να τον αποδεχθώ; θα χάσω τα λογικά μου, σαν να έπεσε επάνω μου κεραυνός, όταν προ πολλού δέχθηκα το μήνυμα του ιερού Ευαγγελίου που διδάσκει ότι, εφόσον είμαι θνητός, γέννησα παιδί θνητό; Θα πρέπει, ασφαλώς, να μη λησμονώ ότι καθετί σ' αυτό τον κόσμο είναι αβέβαιο και ότι τίποτα δεν παραμένει στον κάτοχο του αιώνια».
Έτσι είναι. Γιατί και σε πολλές πόλεις, παλιές και φημισμένες για τη λαμπρότητα των κτισμάτων τους και για τη δύναμη των κατοίκων τους, πόλεις που ήταν ξακουστές για τα πλούτη τους και για το εμπόριό τους, τώρα έχουν μονάχα απομείνει κάποια ερείπια που θυμίζουν την παλιά τους δόξα και μεγαλοπρέπεια.
Πλοία επίσης που πολλές φορές είχαν διασωθεί από μεγάλες τρικυμίες, πλοία χιλιοταξιδεμένα που είχαν μεταφέρει αναρίθμητα φορτώματα και πολλούςεμπόρους, αργότερα, με μια φουρτούνα και ένα γερό ανεμόδαρμα, εξαφανίσθηκαν.
Στρατεύματα που πολλές φορές είχαν πανηγυρίσει νίκες, όταν αργότερα δυσκόλεψαν οι καιροί, διαλύθηκαν άδοξα και έμειναν με το διάβα του χρόνου στη μνήμη σαν παραμύθι.
Ολόκληρα νησιά επίσης, που ήταν ονομαστά για τη δύναμη των κατοίκων τους, οι οποίοι είχαν πολλές φορές αναδειχθεί στους θαλάσσιους και χερσαίους πολέμους κατά των εχθρών, χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου ή παραδόθηκαν στην αιχμαλωσία και στη δουλεία.
Με λίγα λόγια, όποιο μεγάλο και δυσβάσταχτο κακό θα μπορούσες να μου αναφέρεις, εγώ θα σου έφερνα από τη ζωή άπειρα, αντίστοιχα παραδείγματα. Όπως λοιπόν λογαριάζουμε με τη ζυγαριά τα βάρη και όπως εκτιμούμε τον χρυσό όταν τον τρίψουμε στο διαμάντι, έτσι θα πρέπει να ζυγίζουμε και τα πράγματα αυτής εδώ της ζωής. Να τα μετράμε δηλαδή με τα μέτρα που έχει ορίσει ο Κύριος. Έτσι, δεν θα ξεπέσουμε ποτέ σαν τους μωρούς και τους παράφρονες.
Αν λοιπόν, άνθρωπέ μου, σου συμβεί κάποτε κάτι απροσδόκητο, να είσαι εσωτερικά προετοιμασμένος και να μην ταραχθείς. Με την ελπίδα των μελλόντων, να κάνεις πιο ευκολοσήκωτα τα παρόντα.
Όπως εκείνοι που έχουν μια πάθηση στα μάτια αποφεύγουν να κοιτάζουν σε σημεία που εκπέμπουν φως, αλλά ξεκουράζουν το βλέμμα τους κοιτάζοντας προς τα άνθη ή την πρασινάδα, έτσι πρέπει και η ψυχή να συγκεντρώνεται και να μη σκέπτεται συνεχώς τα λυπηρά.
Ούτε πάλι θα πρέπει να κολλά κάποιου ο νους στα απροσδόκητα και ακούσια παθήματα που τον βρήκαν σ' αυτή εδώ τη ζωή, αλλά αντίθετα να ατενίζει όσα έχουν προοπτική, τα αιώνια και τα αληθινά.
Θα κατορθώσεις να χαίρεσαι πάντοτε, αν η ζωή σου είναι στραμμένη προς τον Θεό και αν η ελπίδα των μελλόντων αγαθών σε βοηθά να σηκώνεις όλα τα βάσανα αυτής της ζωής.
Σε προσβάλλουν; Να σκέπτεσαι τη δόξα που σε προσμένει στον ουρανό για την υπομονή σου. Σε ζημιώνουν; Να αναλογισθείς τον επουράνιο πλούτο και το θησαυρό που έχεις καταθέσει με τα καλά σου έργα στο ταμιευτήριο των ουρανών. Σε εξόρισαν; Έχεις όμως πατρίδα την επουράνιο Ιερουσαλήμ.Έχασες το παιδί σου; Αλλά έχεις Αγγέλους με τους οποίους θα συγχορεύεις γύρω από το θρόνο του Θεού και θα ευφραίνεσαι αιώνια.
Έτσι, αντιπαραβάλλοντας τα μέλλοντα αγαθά με τα παρόντα λυπηρά, θα κάνεις τον εαυτό σου απρόσβλητο από τα θλιβερά και τα δυσάρεστα αυτής της ζωής και θα παραμένεις ήρεμος και ατάραχος, όπως μας προτρέπει ο Απόστολος.
Τα χαρούμενα και ευφρόσυνα να μην οδηγούν την ψυχή σου σε ξέφρενη χαρά και τα λυπηρά και δυσάρεστα να μην ταπεινώνουν με άπρεπα φερσίματα και εξευτελιστική συμπεριφορά την ψυχή σου. Γιατί, αν δεν έχεις έτσι τοποθετηθεί απέναντι στα γεγονότα και στο νόημα αυτής της ζωής, δεν θα περάσεις ούτε μία μέρα χωρίς ταραχή και βάσανα.
Αυτό θα το πετύχεις, και μάλιστα πολύ εύκολα, μόνο αν έχεις πάντα στο νου σου το παράγγελμα του Αποστόλου που προτρέπει τον κάθε άνθρωπο και λέει• «πάντοτε χαίρετε».
Θα το κατορθώσεις, επιπλέον, με το να αποδιώκεις αυτά που βαραίνουν τη θνητή σάρκα.
Να συγκεντρώνεις πάντα το λογισμό σου στα ευφρόσυνα και στα αιώνια.
Να έχεις πάντα τη σκέψη σου στραμμένη και να λογίζεσαι τα μελλοντικά. Γιατί, και μόνο η σκέψη των αιωνίων, είναι αρκετή να γεμίσει την ψυχή σου από ευφροσύνη και να την κοσμήσει με την αγγελική αγαλλίαση, με τη Χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα και δύναμη στους αιώνες. Αμήν.
(Πηγή: P.G. 31, 217-237, Απόσπασμα από το βιβλίο «Αλγηδών η αγιότοκος: Η Υπομονή και η Ευχαριστία κατά τους Πατέρες», Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» 2010, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1999
Φέτος συμπληρώνονται 1700 χρόνια από το Διάταγμα του Μεδιολάνου (Μιλάνου), το οποίο υπέγραψε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας με τον Λικίνιο, και με το οποίο καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η ανεξιθρησκία.
Όπως αναφέρεται στο Διάταγμα (Έδικτο) του 313, οι Χριστιανοί, όπως και οι πιστοί των άλλων θρησκειών μπορούν με απόλυτη ελευθερία και χωρίς κανένα εμπόδιο να προσέρχονται στη λατρεία και να λατρεύουν τον Θεό, ή τους θεούς τους οι παγανιστές. Με το Διάταγμα του Μεδιολάνου έπαυσαν οι επί τρεις αιώνες διωγμοί των Χριστιανών, που οδήγησαν στο μαρτύριο εκατομμύρια από αυτούς, ο Χριστιανισμός διαδόθηκε πλέον ταχύτατα, από την μιαν άκρη της Αυτοκρατορίας έως την άλλη, και μπήκαν έτσι τα θεμέλια της δημιουργίας του Χριστιανικού Πολιτισμού, με κέντρο την Ευρώπη.
Ευλόγως λοιπόν το 2013 μπορεί να ονομαστεί έτος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, της ελευθερίας της λατρείας και της ανεξιθρησκίας. Σημειώνεται ότι στο Μιλάνο, στο Παλάτσο Ρεάλε, διοργανώνεται έως τις 17 Μαρτίου 2013 μεγάλη Έκθεση, αφιερωμένη στον Μέγα Κωνσταντίνο, στην Μητέρα του Αγία Ελένη και στην εποχή τους.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος χαρακτηρίστηκε έτσι όχι μόνο για το κοσμοϊστορικό γεγονός της καθιερώσεως της ανεξιθρησκίας, αλλά και για άλλα μείζονος ιστορικής σημασίας ιστορικά γεγονότα. Το 321 καθιέρωσε την Κυριακή ως εόρτιο ημέρα αργίας, κάτι που μετά από 1700 χρόνια επιχειρείται να καταργηθεί η αργία της…Το 325 συνεκάλεσε την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία επέφερε τη γαλήνη στην Εκκλησία, με την καταδίκη του Αρείου και άρχισε την κωδικοποίηση των δογμάτων της Εκκλησίας. Το 326 αποφάσισε την μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο μικρό Βυζάντιο, που μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη και μεταμορφώθηκε σε μια πεντάμορφη μεγαλούπολη. Τα εγκαίνια της έγιναν επίσημα στις 11 Μαϊου του 330. Και βέβαια επί των ημερών του η μητέρα του, Αγία Ελένη, το 326 βρήκε τον Τίμιο Σταυρό και κτίσθηκαν λαμπρά εκκλησιαστικά κτίσματα στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθλεέμ και στην Κωνσταντινούπολη. Επί των ημερών του επίσης ενισχύθηκε ο θεσμός της οικογένειας και εισήχθησαν Διατάξεις στο Ρωμαϊκό Δίκαιο εμπνευσμένες από το Χριστιανικό Ήθος.
Η ανεξιθρησκία, την οποία καθιέρωσε ο Μέγας Κωνσταντίνος είναι ζητούμενη σήμερα στην Χριστιανική (;;;) Ευρώπη, όπου κάθε ημέρα αυξάνονται οι διακρίσεις και οι διωγμοί σε βάρος των Χριστιανών και όπου επιχειρείται το ξερίζωμα των χριστιανικών αξιών. Ενδεικτικές των τάσεων αυτών ενέργειες είναι η προώθηση από τον Γάλλο Πρόεδρο Ολάντ της νομιμοποίησης του «γάμου» των ομοφυλοφίλων, κάτι που προκάλεσε την συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενός εκατομμυρίου πολιτών στο Παρίσι. Επίσης στη Γαλλία επιχειρείται να αστυνομευθεί η σκέψη των διδασκόντων σε ιδιωτικά σχολεία και να τους απαγορευθεί η κριτική στις αποφάσεις της Κυβέρνησης, που αντιβαίνουν στη συνείδηση τους, όπως είναι η περίπτωση του «γάμου» των ομοφυλοφίλων.
Ακόμη στην Αγγλία, όπου έχει επιτραπεί η εργασία την Κυριακή, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας έκρινε ότι οι Χριστιανοί δεν έχουν το δικαίωμα, για λόγους συνειδήσεως, να αρνηθούν την εργασία της Κυριακής, με το αιτιολογικό ότι η θρησκευτική αυτή αντίληψη τους δεν αποτελεί τον πυρήνα της πίστης τους…Ακόμη στις 23 Δεκεμβρίου τρεις χριστιανικοί ναοί στην Αυστρία επιχειρήθηκε να πυρποληθούν, μια εικόνα των Χριστουγέννων στη Γαλλία υπέστη βανδαλισμούς και μια άλλη παράσταση επίσης της Γεννήσεως, πάλι στη Γαλλία, κάηκε εξ ολοκλήρου…
Σε δημοσκόπηση στο Ηνωμένο Βασίλειο το 74% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι οι διωγμοί και οι διακρίσεις σε βάρος των Χριστιανών είναι πολύ χειρότερες από ό, τι των πιστών των άλλων θρησκειών. Επίσης σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Γαλλίας το 84% των βανδαλισμών συμβαίνουν σε βάρος χριστιανικών τόπων ή αντικειμένων λατρείας και στη Σκωτία το 95% της θρησκευτικής βίας ασκείται σε βάρος των Χριστιανών. Η ευχή είναι η φετινή επέτειος των 1700 ετών από την καθιέρωση της ανεξιθρησκείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο να είναι μια ευκαιρία στην Ευρώπη να ξαναβρεί τις ρίζες της και να επανέλθει στις Χριστιανικές Αξίες.-
Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος
ΣΤΗΝ ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΟΜΙΛΙΑ ΚΘ'
(Εβρ. 12, 4-10)
«Δεν αντισταθήκατε ακόμη μέχρις αίματος στον αγώνα σας κατά της αμαρτίας, και λησμονήσατε τη νουθεσία που σας απευθύνει ο Θεός, μιλώντας σας σαν παιδιά του· παιδί μου, μην παραμελής την παιδαγωγία του Κυρίου και μη χάνης το θάρρος σου όταν ελέγχεσαι από αυτόν. Διότι εκείνον που αγαπά ο Κύριος τον παιδαγωγεί, και μαστιγώνει κάθε παιδί του που το αποδέχεται. Εάνδέχεσθε με υπομονή την παιδαγωγία, ο Θεός συμπεριφέρεται σε σας σαν παιδιά του. Διότι ποιός υιός είναι εκείνος, που δεν τον παιδαγωγεί ο πατέρας του;».
Υπάρχουν δύο είδη παρακλήσεως, που, ενώ φαίνονται αντίθετα μεταξύ τους, όμως πολύ ενισχύουν το ένα το άλλο, τα οποία και τα δύο τα έχει αναφέρει εδώ. Το ένα δηλαδή είναι, όταν λέμε ότι μερικοί έχουν πάθει πολλά· διότι η ψυχή επαναπαύεται, όταν έχη πολλούς μάρτυρες των παθημάτων της, πράμα που προηγουμένως έκανε όταν είπε, «θυμηθήτε τις πρώτες ημέρες κατά τις οποίες φωτισθήκατε και υπομείνατε πολλή άθλησι και αγώνα παθημάτων και διωγμών»· και το άλλο, όταν λέμε, ότι «δεν έχεις πάθει κάτι μεγάλο»· διότι με τον λόγο αυτό βρίσκομε τον εαυτό μας και διεγειρόμαστε, ώστε με μεγαλύτερη προθυμία να τα υπομένουμε όλα. Και το ένα την ταλαιπωρημένη ψυχή την ξεκουράζει και την κάνει ν’ αναπνέη, ενώ το άλλο την ψυχή που έγινε ράθυμη και οκνηρή την ενισχύει και υποστέλλει το υψηλό φρόνημα.
Για να μη τους γεννηθή λοιπόν υπερηφάνεια από εκείνη τη μαρτυρία, πρόσεχε τι κάνει· «δεν αντισταθήκατε», λέγει, «ακόμη στην αμαρτία, αγωνιζόμενοι μέχρις αίματος», και ξεχάσατε τη νουθεσία. Και δεν παρουσίασε αμέσως τα κατάλληλα επιχειρήματα, αλλ’, αφού τους έδειξε όλους εκείνους που έμειναν σταθεροί μέχρις αίματος, έπειτα, αφού πρόσθεσε το καύχημα του Χριστού τα παθήματα, τότε εύκολα τους κατηγόρησε. Αυτό και στους Κορινθίους γράφοντας λέγει· «πειρασμός δεν σας κατέλαβε άλλος, παρά μόνο ανάλογος προς τις ανθρώπινες δυνάμεις», δηλαδή μικρός· καθόσον είναι αρκετό αυτό να συγκινήση και ν’ ανορθώση την ψυχή, όταν κατανοήση, ότι υπάρχουν ακόμα δοκιμασίες που δεν τις υπέφερε, και πείση τον εαυτό της από εκείνους που τις δέχθηκαν προηγουμένως. Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής. Ακόμα δεν θανατωθήκατε, η ζημιά σας φθάνει μέχρι τα χρήματα, μέχρι τη δόξα, μέχρι την καταδίωξι· ο Χριστός για σας έχυσε το αίμα του, ενώ εσείς ούτε για τους εαυτούς σας· αυτός μέχρι θανάτου αγωνίσθηκε για την αλήθεια, μαχώμενος για σας· ενώ εσείς ποτέ δεν θέσατε την ύπαρξί σας σε κινδύνους που απειλούν με θάνατο.
«Και λησμονήσατε τη νουθεσία»· δηλαδή, κατεβάσατε τα χέρια και παραλύσατε. «Δεν αντισταθήκατε», λέγει, «στην αμαρτία αγωνιζόμενοι μέχρις αίματος». Εδώ δείχνει ότι και η επίθεσις της αμαρτίας είναι υπερβολική και οπλισμένη· διότι το, «αντισταθήκατε», έχει λεχθή γι’ αυτούς που συνεχίζουν τον αγώνα τους. «Ξεχάσατε», λέγει, «τη νουθεσία τού Θεού, όταν σας μιλάη σαν παιδιά του· «παιδί μου μην παραμελής την διαπαιδαγώγησι του Κυρίου, και μην αποθαρρύνεσαι, όταν ελέγχεσαι από τον Κύριο». Τους παρηγόρησε με τα ίδια τα πράγματα· προσθέτει και την σε βαθμό μεγάλο παρηγοριά από τους λόγους, από τη μαρτυρία αυτή· «μην αποθαρρύνεσαι», λέγει, «όταν ελέγχεσαι από τον Κύριο». Επομένως του Θεού είναι αυτά. Και αυτό είναι σε θέσι να προσφέρη μεγάλη παρηγοριά, όταν μαθαίνουμε ότι οι θλίψεις είναι έργο τού Θεού, εκείνος τις επιτρέπει· όπως και ο Παύλος λέγει· «για τον πειρασμό αυτό τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να μου τον απομακρύνη και μου είπε ο Κύριος· σου είναι αρκετή η χάρις μου· διότι η δύναμίς μου αποδεικνύεται τέλεια όταν ο άνθρωπος είναι αδύναμος». Ώστε εκείνος είναι που τα επιτρέπει.
«Διότι όποιον αγαπά ο Κύριος τον παιδαγωγεί, και μαστιγώνει κάθε παιδί του που το αποδέχεται ως δικό του». Δεν μπορείς, λέγει, να πης ότι υπάρχει κάποιος δίκαιος χωρίς θλίψι· διότι, κι’ αν έτσι φαίνεται, όμως δεν γνωρίζουμε εμείς τις άλλες θλίψεις· ώστε κάθε δίκαιος είναι ανάγκη να περάση διά μέσου των θλίψεων. Είναι διακήρυξις του Χριστού, ότι η πλατειά και ευρύχωρη οδός οδηγεί στην απώλεια, ενώ η στενή και γεμάτη θλίψεις στη ζωή. Εάν λοιπόν μέσω των θλίψεων είναι δυνατό να εισέλθη κάνεις στη ζωή, και δεν είναι δυνατό με άλλον τρόπο, άρα διά της στενής πύλης όλοι είσήλθαν, όσοι μετέβηκαν προς τη ζωή. Εάν, λέγει, υπομένετε την παιδαγωγία, ο Θεός έρχεται κοντά σας σαν προς παιδιά του. Διότι ποιός υιός υπάρχει που δεν τον παιδαγωγεί ο πατέρας; Εάν τον παιδαγωγή, άρα το κάνει για τη διόρθωσί του, και όχι για την τιμωρία και τον βασανισμό του.
Πρόσεχε, από εκείνα από τα οποία πίστευαν ότι είχαν εγκαταλειφθή από τον Θεό, από αυτά λέγει ότι πρέπει να πιστεύουν, ότι δεν είναι εγκαταλειμμένοι.Σαν να τους έλεγε· επειδή τόσα μεγάλα κακά επάθατε, νομίζετε ότι σας εγκατέλειψε ο Θεός και σας μισεί; Εάν δεν τα παθαίνατε, τότε έπρεπε να έχετε αυτήν την υπόνοια· διότι, εάν μαστιγώνη τον κάθε υιό του που τον αποδέχεται, εκείνος που δεν μαστιγώνεται, ίσως δεν είναι υιός. Τί λοιπόν; λέγει· οι πονηροί δεν υφίστανται κακοπαθήματα; Βεβαίως υφίστανται· διότι πώς όχι; Αλλά δεν είπε, ‘καθένας που μαστιγώνεται είναι υιός’, αλλά «καθένας πού είναι υιός μαστιγώνεται». Αλλά δεν θα μπορέσης ν’ απαντήσης· διότι υπάρχουν και πολλοί πονηροί που μαστιγώνονται, όπως ανδροφόνοι, ληστές, μάγοι, τυμβωρύχοι. Όλοι εκείνοι τιμωρούνται για την κακία τους, και δεν μαστιγώνονται σαν υιοί, αλλά τιμωρούνται ως κακοποιοί· ενώ εσείς ως υιοί. Βλέπεις πως από παντού παρουσιάζει συλλογισμούς, από τα θέματα της Γραφής, από λόγια, από γνωστές έννοιες, από παραδείγματα της ζωής; Έπειτα πάλι και από την κοινή συνήθεια. Αλλά εάν είσθε χωρίς παιδαγωγία, της οποίας μέτοχοι έχουν γίνει όλοι, άρα είστε νόθοι και όχι υιοί.
Βλέπεις ότι, όπως είπα προηγουμένως, δεν είναι δυνατό να είναι υιός εκείνος που δεν παιδαγωγείται; Διότι, όπως ακριβώς μέσα στις οικογένειες οι πατέρες αδιαφορούν για τα νόθα παιδιά, είτε αυτά δεν μάθουν τίποτε είτε δεν γίνουν ένδοξα, ενώ για τα γνήσια παιδιά τους αγωνιούν μήπως δείξουν αδιαφορία, έτσι και στην περίπτωσι αυτή. Εφ’ όσον η έλλειψις παιδαγωγίας είναι γνώρισμα των νόθων υιών, πρέπει να χαίρεσθε για την παιδαγωγία, εφ’ όσον αυτή είναι απόδειξις της γνησιότητάς σας. Σαν παιδιά του σας συμπεριφέρεται ο Θεός· γι’ αυτό το λέγει αυτό. Έπειτα τους σαρκικούς μας πατέρες όταν μας τιμωρούσαν τους ντρεπόμασταν, και δεν θα υποταχθούμε πολύ περισσότερο στον Πατέρα των πνευμάτων, για να ζήσουμε;
Πάλι η προτροπή γίνεται από τα γνωστά σ’ αυτούς παθήματα, από αυτά που οι ίδιοι υπέφεραν. Διότι, όπως ακριβώς εκεί λέγει, «να θυμάσθε τις πρώτες ημέρες», έτσι και εδώ λέγει, «ο Θεός σάς συμπεριφέρεται σαν παιδιά του», και δεν μπορείτε να πήτε, ότι δεν μπορούμε να τα υποφέρουμε, και μάλιστα σαν παιδιά του αγαπητά. Και εάν εκείνοι σέβωνται τους σαρκικούς τους πατέρες, πώς εσείς δεν θα σεβασθήτε τον Πατέρα τον επουράνιο; Αν και η διαφορά δεν φαίνεται μόνο από αυτό και από τα πρόσωπα, αλλά και από την ίδια την προτροπή και από το ίδιο το γεγονός· καθόσον δεν παιδαγωγούν για τα ίδια πράγματα ο Θεός και οι πατέρες. Γι’ αυτό και προσθέτει· Διότι εκείνοι μας παιδαγωγούσαν για λίγες ημέρες και σύμφωνα με την κρίσι τους»· δηλαδή πολλές φορές απέβλεπαν στη δική τους ικανοποίησι και όχι πάντα στο δικό μας συμφέρον. Εδώ όμως δεν είναι δυνατό να το πούμε αυτό· διότι δεν το κάνει αυτό αποβλέποντας στη δική του ικανοποίησι, αλλά για σας και για τη δική σας και μόνο ωφέλεια· εκείνοι για να γίνεται χρήσιμοι και σ’ αυτούς, και πολλές φορές και χωρίς αιτία, ενώ εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.
Βλέπεις ότι και αυτό παρηγορεί; Διότι εκείνους κυρίους πλησιάζουμε, όταν δούμε ότι δεν διατάσσουν ή δεν συμβουλεύουν για δικό τους όφελος, αλλά όλη η φροντίδα τους αποβλέπει στο δικό μας συμφέρον. Πράγματι αυτό είναι ειλικρινής αγάπη, και αγάπη πραγματική, όταν, χωρίς να είμαστε καθόλου χρήσιμοι σ’ εκείνον που μας αγαπά, αγαπιώμαστε απ’ αυτόν. Διότι μας αγαπά, όχι για να λάβη, αλλά για να δώση· παιδαγωγεί, όλα τα κάνει, φροντίζει για όλα, για να μπορέσουμε εμείς να δεχθούμε τα αγαθά του. Διότι λέγει, «οι σαρκικοί πατέρες για το μικρό χρονικό διάστημα αυτής της ζωής μάς παιδαγωγούσαν όπως φαινόταν καλό σ’ αυτούς, ενώ ο Θεός μάς παιδαγωγεί για το συμφέρον μας, για να γίνουμε μέτοχοι της αγιότητάς του». Τί σημαίνει, «της αγιότητος αυτού»; Δηλαδή, της καθαρότητας, ώστε να γίνουμε άξιοί του, όσο είναι δυνατό. Εκείνος φροντίζει για να λάβετε, και όλα τα κάνει για να δώση τις δωρεές του, ενώ εσείς δεν φροντίζετε για να τις λάβετε. «Είπα», λέγει, «στον Κύριο, εσύ είσαι ο Κύριός μου, διότι δεν έχεις ανάγκη από τα υλικά μου αγαθά».
«Έπειτα», λέγει, «τους σαρκικούς μας πατέρες τούς είχαμε παιδευτές και τους ντρεπόμασταν, και δεν θα υποταχθούμε πολύ περισσότερο στον Θεό, τον Πατέρα των πνευμάτων, για να ζήσουμε;». «Στον Πατέρα τών πνευμάτων»· ή εννοεί τον Πατέρα τών χαρισμάτων, ή των ευχών, ή των ασωμάτων δυνάμεων. Εάν έτσι πεθάνουμε, τότε θα ζήσουμε. Και σωστά είπε. Διότι «οι σαρκικοί πατέρες μάς διαπαιδαγωγούσαν για τον λίγο χρόνο αυτής της ζωής, όπως φαινόταν καλό σ’ αυτούς»· διότι δεν ήταν παντού συμφέρον μας αυτό που τους φαίνονταν σωστό· ενώ ο Θεός αποβλέπει πάντα στο συμφέρον μας.
Αρα η παιδεία είναι ωφέλιμη, άρα η παιδεία είναι μετάληψις αγιότητας. Και πολύ μάλιστα. Διότι, όταν απομακρύνη την ραθυμία, την πονηρή επιθυμία, τον έρωτα των βιωτικών πραγμάτων, όταν μεταμορφώνη την ψυχή, όταν την κάνη να καταδικάζη όλα τα επίγεια (καθόσον τέτοια είναι η θλίψις), δεν γίνεται αγία; δεν προσελκύει τη χάρι τού αγίου Πνεύματος; Ας έχουμε πάντοτε στο νου μας τους δικαίους, και ας δούμε πώς όλοι αυτοί έλαμψαν, και προ πάντων ο Αβελ, ο Νώε· άραγε δεν έλαμψαν εξ αιτίας τής θλίψεως;Καθόσον δεν είναι δυνατό να μη θλιβόταν αυτός που ήταν ο μόνος δίκαιος μέσα σε τόσο πλήθος κακών. Διότι λέγει, ο Νώε, ο οποίος ήταν ο μόνος τέλειος στην γενιά του, ευαρέστησε τον Θεό. Σκέψου λοιπόν, σε παρακαλώ, εάν τώρα, έχοντας τόσους πολλούς προς μίμησι της αρετής τους, και πατέρες, και διδασκάλους, τόσο θλιβόμαστε, τί ήταν φυσικό να πάθη εκείνος, που ήταν ο μόνος ενάρετος μεταξύ τόσων πολλών; Αλλά να πω τα σχετικά με την βροχή εκείνη την άγνωστη και παράδοξη; ή να αναφέρω τον Αβραάμ και όσα εκείνος έπαθε, δηλαδή, τις συνεχείς αποδημίες, την αρπαγή τής γυναίκας του, τους κινδύνους, τους πολέμους, τους πειρασμούς; Αλλά ν’ αναφέρω τον Ιακώβ και τα τόσα δεινά που υπέφερε, ενώ τον κατεδίωκαν από παντού, και κοπίαζε άδικα και μοχθούσε για άλλους; Πράγματι δεν είναι αναγκαίο ν’ αναφέρω όλες τις δοκιμασίες του, είναι όμως σωστό ν’ αναφέρω την μαρτυρία που και αυτός έλεγε συζητώντας με τον Φαραώ· «είναι λίγα και βασανισμένα τα χρόνια τής ζωής μου· δεν έφθασαν τα χρόνια τών προγόνων μου». Αλλά ν’ αναφέρω τον Ιωσήφ; τον Μωϋσή; τον Ιησού; τον Δαυίδ; τον Σαμουήλ; τον Ηλία; ή να αναφέρω όλους τους προφήτες; Όμως όλοι αυτοί θα βρης ότι έγιναν λαμπροί εξ αιτίας των θλίψεων.
Πες μου λοιπόν εσύ θέλεις να γίνης λαμπρός μέσω της ανέσεως και της τρυφής; Όμως δεν θα το κατορθώσης. Μήπως θέλεις ν’ αναφέρω τους αποστόλους; Αλλά και αυτοί όλοι ξεπέρασαν τις θλίψεις. Γιατί τα λέγω αυτά; Και ο Χριστός το λέγει αυτό· «εφ’ όσον είσθε μέσα στον κόσμο θα έχετε θλίψεις»· και πάλι· «θα κλάψετε και θα θρηνήσετε εσείς· ενώ ο κόσμος θα χαρή», και «ότι είναι στενή και γεμάτη δυσκολίες η οδός που οδηγεί στην αιώνια ζωή». Ο Κύριος της οδού τής ζωής είπε, ότι είναι στενή και γεμάτη θλίψεις η οδός, και εσύ ζητείς την πλατειά οδό; Και πώς δεν είναι παράλογο; Γι’ αυτό δεν θα επιτύχης τη ζωή, επειδή βαδίζεις άλλη οδό, αλλά την απώλεια· διότι προτίμησες την οδό που οδηγεί εκεί.
Θέλεις να αναφέρω και να παρουσιάσω αυτούς που ζουν μέσα στην τρυφή;Ανατρέχοντας από τις ημέρες μας ας έλθουμε στους παλαιούς χρόνους. Ο πλούσιος ο οποίος καίγεται στην κάμινο, οι Ιουδαίοι που ζουν για την κοιλιά τους, των οποίων ο θεός είναι η κοιλιά, εκείνοι που ζούσαν στην έρημο και επιζητούσαν διαρκώς την άνεσι, γιατί καταστράφηκαν; Όπως ακριβώς και αυτοί που ζούσαν επί της εποχής τού Νώε, δεν καταστράφηκαν επειδή προτίμησαν την μαλθακή και έκλυτη ζωή; Και οι κάτοικοι των Σοδόμων καταστράφηκαν εξ αιτίας της γαστριμαργίας· διότι λέγει, «λόγω της μεγάλης αφθονίας των άρτων, ήταν βουτηγμένοι στην ακολασία». Αυτό έχει λεχθή για τους κατοίκους των Σοδόμων. Αλλά εάν η αφθονία των άρτων προξένησε τόσο μεγάλο κακό, τί θα μπορούσαμε να πούμε για τα άλλα καρυκεύματα;
Ο Ησαύ δεν ζούσε μέσα στην άνεσι; Τί πάλι εκείνοι που είδαν τις γυναίκες τών υιών του Θεού και έπεσαν στον γκρεμό τής ακολασίας; Τί πάλι εκείνοι που ερωτεύθηκαν με μανία τούς άνδρες; Και όλοι οι βασιλείς τών εθνών, των Βαβυλωνίων, των Αιγυπτίων, δεν είχαν έναν άσχημο θάνατο; δεν βρίσκονται στην κόλασι; Αλλά και τώρα, πες μου, δεν συμβαίνουν τα ίδια; Ακουσε το Χριστό που λέγει· «αυτοί που φορούν μαλακά ενδύματα, ζουν στα βασιλικά ανάκτορα», ενώ όσοι δεν τα φορούν αυτά, είναι στους ουρανούς. Διότι το μαλακό ένδυμα παραλύει και την αυστηρή ψυχή και την διασπά και την διασκορπίζει· κι’ άν λάβη τραχύ και σκληρό σώμα, γρήγορα μ’ αυτήν την πολυτέλεια το κάνει μαλθακό και ασθενικό. Διότι πες μου, από πού αλλού νομίζετε ότι οι γυναίκες είναι τόσον ασθενείς; άραγε μόνο από τη φύσι τους; Ασφαλώς όχι, αλλά και από την αγωγή και την ανατροφή· διότι η ανατροφή στη σκιά, η αργία, τα λουτρά, τα μύρα, τα πολλά αρώματα, η απαλότητα του στρώματος, τις κάνουν τέτοιες.
Και για να το καταλάβης πρόσεχε αυτό που θα πω. Από έναν κήπο δένδρων, που βρίσκονται στην έρημο και δέρνονται από τους ανέμους, πάρε ένα φυτό και τοποθέτησέ το σε τόπο υγρό και σκιερό· θα δης ότι γρήγορα θα εξασθενήση και θα χάση την πρώτη του ικμάδα. Το ότι αυτό είναι αληθές φαίνεται και από τις γυναίκες που ζουν στην ύπαιθρο και είναι ισχυρότερες από τους άνδρες των πόλεων, και πολλούς τέτοιους θα μπορούσαν εκείνες να καταβάλλουν στην πάλη. Και όταν το σώμα γίνη μαλθακότερο, κατ’ ανάγκη και η ψυχή δέχεται τη μαλθακότητα· διότι σε πολλές περιπτώσεις οι ψυχικές ενέργειες εξαρτώνται από τη σωματική διάθεσι. Πράγματι κατά τη διάρκεια ασθενειών διαφορετικοί είμαστε εξ αιτίας τής μαλθακότητας και διαφορετικοί πάλι όταν είμαστε υγιείς. Όπως ακριβώς δηλαδή με την χορδή τού οργάνου, όταν οι φθόγγοι είναι απαλοί και μαλακοί και δεν είναι καλά τεντωμένοι, και η υπεροχή τής τέχνης τού μουσικού μειώνεται, επειδή αναγκάζεται να υπηρετή την αδυναμία τών χορδών· έτσι και στην περίπτωσι του σώματος, πολλές βλάβες δέχεται από αυτό και η ψυχή, πολλές ανάγκες. Διότι, όταν το σώμα έχει ανάγκη πολλής περιποιήσεως, και η ψυχή υπομένει την πικρή σκλαβιά.
Γι’ αυτό, παρακαλώ, να το διατηρούμε ισχυρό και να μην το νοσηλεύουμε. Ο λόγος μου δεν απευθύνεται μόνο στους άνδρες, αλλά και στις γυναίκες. Γιατί, γυναίκα, παραλύεις συνεχώς το σώμα σου με την τρυφή και το εξασθενείς; Γιατί μειώνεις τη δύναμί του με το πάχος; Το πάχος το αποχαυνώνει δεν το ενδυναμώνει. Εάν όμως απομακρυνθής από αυτά και ασκής διαφορετικά τον εαυτό σου, τότε και το κάλλος το σωματικό θα συμβαδίζη με τη διάθεσι, εφ’ όσον θα υπάρχη δύναμις και σωματική ευρωστία· εάν όμως το πολιορκής με μύριες ασθένειες, ούτε ανθηρό θα είναι, ούτε εύρωστο· διότι πάντα θα είσαι κατηφής.
Γνωρίζετε ότι, όπως ένα ωραίο σπίτι, όταν το χαμογελάση η ατμόσφαιρα, το δείχνει λαμπρό, έτσι και η χαρά τής ψυχής όταν προστεθή σ’ ένα ωραίο πρόσωπο το κάνει ωραιότερο· ενώ όταν βρίσκεται μέσα στην κατήφεια και τους πόνους, γίνεται πιο άσχημο· και την κατήφεια την δημιουργούν οι ασθένειες και οι πόνοι τού σώματος· ενώ τις ασθένειες το σώμα που έγινε μαλθακότερο από την πολλή καλοπέρασι. Ώστε και γι’ αυτόν τον λόγο ν’ αποφεύγετε την ηδονή, εάν πείθεσθε στα λόγια μου. Αλλά, λέγει, υπάρχει ηδονή στις απολαύσεις. Όμως δεν είναι τόσο μεγάλη, όσες είναι οι δυσκολίες. Αλλωστε η ηδονή φθάνει μέχρι τον φάρυγγα, μέχρι τη γλώσσα· διότι μετά το σήκωμα του τραπεζιού ή την κατάποσι της τροφής, θα είσαι όμοιος μ’ αυτόν που δεν πήρε μέρος σ’ αυτά, ή καλύτερα πολύ χειρότερος, διότι φέρνεις από εκεί βάρη και διάτασι και κεφαλαλγία και ύπνο που μοιάζει με θάνατο, και πολλές φορές και αγρυπνία από τον χορτασμό, και δύσπνοια και ρέψιμο, και μύριες φορές θα καταριέσαι την κοιλιά, ενώπρέπει να καταριέσαι την αμετρία.
Ας μη παχαίνουμε λοιπόν το σώμα, αλλ’ άς ακούσουμε τον Παύλο που λέγει· «μη φροντίζετε για τη σάρκα, προσπαθώντας πώς να ικανοποιήτε τις επιθυμίες της». Διότι, όπως ακριβώς αν κάποιος πάρη και βάλη τα τρόφιμα στον οχετό, έτσι και εκείνος που τα βάζει στο στομάχι του· ή καλύτερα όχι έτσι, αλλά πολύ πιο χειρότερα. Διότι στην περίπτωσι του οχετού γεμίζει αυτόν χωρίς να προξενή κακά στο εαυτό του, ενώ στην άλλη περίπτωσι προκαλεί και πάρα πολλές ασθένειες. Καθόσον η αυτάρκεια είναι αυτή που τρέφει το σώμα, και μπορεί να το τελειοποίηση· ενώ το επί πλέον όχι μόνο δεν το τρέφει, αλλά και το καταστρέφει. Αλλά κανείς δεν τα προσέχει αυτά, εξαπατώμενος από την άκαιρη ηδονή και τη συνηθισμένη αντίληψι.
Θέλεις να τρέφης το σώμα; Απομάκρυνε το περιττό, δίνε του το απαραίτητο και αυτό που μπορεί ν’ ανεχθή· μην το βαραίνης για να μην το καταποντίσης. Η αυτάρκεια είναι και τροφή και ηδονή· διότι τίποτε δεν προξενεί τόση ηδονή, όση η εύπεπτη τροφή· τίποτε δεν φέρνει τόση υγεία, ούτε τόση οξύτητα αισθήσεων, ούτε απομακρύνει τόσο την ασθένεια. Αρα η αυτάρκεια είναι τροφή και ηδονή και υγεία, ενώ το περιττό είναι και καταστροφή και αηδία και ασθένεια. Καθόσον αυτά που προξενεί η πείνα αυτά προξενεί και ο χορτασμός, ή καλύτερα και φοβερώτερα· διότι η πείνα μέσα σε λίγες ημέρες ωδήγησε τον άνθρωπο στο θάνατο και τον απάλλαξε, ενώ ο χορτασμός, αφού καταφάγη και σαπίση το σώμα και το παραδώση σε μακροχρόνια ασθένεια, έπειτα το παραδίδει σε φοβερώτατο θάνατο. Εμείς όμως νομίζουμε ότι η πείνα είναι φοβερή δοκιμασία, ενώ τρέχουμε προς την πλησμονή που είναι φοβερώτερη από αυτήν.
Από που προέρχεται αυτή η ασθένεια, από που αυτή η τρέλλα; Δεν λέγω να εξαντλούμε τους εαυτούς μας, αλλά τόσο να τρεφώμαστε, πράγμα που και ηδονή φέρνει, την πραγματική ηδονή, και το σώμα μπορεί να θρέψη, κάμνοντάς το ικανό και αρμονικό προς τις ενέργειες της ψυχής και παρουσιάζοντάς το καλά στερεωμένο και συναρμοσμένο. Όταν όμως γεμίζη υπερβολικά με την τροφή, αφού διαλύση τους συνδέσμους, όπως θα έλεγε κανείς, και τις αρμονίες που το κάνουν στερεό, δεν θα μπορέση ν’ αναχαιτίση την πλημμύρα, διότι όταν η πλημμύρα μπη μέσα διαλύει και καταστρέφει το πάν.
«Μη φροντίζετε για τη σάρκα σας», λέγει, «προσπαθώντας πώς να ικανοποιήτε τις επιθυμίες της». Και σωστά είπε, «για να ικανοποιήτε τις επιθυμίες της»· διότι η φιληδονία τροφοδοτεί τις παράλογες επιθυμίες, κι’ άν ο φιλήδονος είναι πιο συνετός από όλους, οπωσδήποτε θα πάθη κάτι από το κρασί, από τις τροφές, κατ’ ανάγκη θα παραλύση, κατ’ ανάγκη η επιθυμία θα κάνη μεγαλύτερη τη φλόγα. Από εδώ προέρχονται οι πορνείες, από εδώ οι μοιχείες· διότι η πεινασμένη κοιλιά δεν μπορεί να γεννήση τον έρωτα, άλλα ούτε και αυτή που είναι αυτάρκης· απεναντίας εκείνη που γεννά τις παράλογες επιθυμίες, είναι εκείνη που ζη άσωτα εξ αιτίας τής φιληδονίας. Και όπως ακριβώς η υπερβολικά υγρή γη γεννά τα σκουλήκια καθώς και η βρεγμένη και υπερβολικά υγρή κοπριά, ενώ εκείνη που είναι απαλλαγμένη από την υγρασία εκείνη και έχει κανονική υγρασία φέρνει πολλούς καρπούς· διότι, κι’ όταν ακόμα δεν καλλιεργήται, παράγει χόρτο, όταν όμως καλλιεργήται παράγει καρπούς· έτσι κι’ εμείς.
Ας μην αχρηστέψουμε λοιπόν τη σάρκα, ας μην την κάνουμε ανώφελη ή επιβλαβή, αλλά ας φυτέψουμε σ’ αυτήν χρήσιμους καρπούς και φυτά καρποφόρα, κι’ άς φροντίζουμε να μην εξασθενίση εξ αιτίας τής φιληδονίας· διότι και εκείνα όταν σαπίσουν βγάζουν σκουλήκια κι’ όχι καρπούς. Έτσι και η έμφυτη επιθυμία, εάν υπερβολικά την διαβρέξης, γεννά παράλογες ηδονές και υπερβολικά μάλιστα παράλογες. Αυτή λοιπόν τη βλάβη ας την απομακρύνουμε με κάθε τρόπο, για να μπορέσουμε να επιτύχουμε τα αγαθά που μας έχει υποσχεθή, με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού τού Κυρίου μας, και τα λοιπά.
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2560
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...