Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Γιὰ νὰ μὴ πέσῃς στὴν ἄθλια κακία τῆς ἀμέλειας, ἡ ὁποία σοῦ ἐμποδίζῃ τὸν δρόμο τῆς τελειότητας καὶ σὲ προδίδει στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν, πρέπει νὰ ἀποφεύγῃς κάθε περιέργεια καὶ κάθε γήϊνο προσκόλλημα καὶ κάθε εἴδους ἀσχολία, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν κατάστασί σου. Ἔπειτα πρέπει νὰ βιάσης τὸν ἑαυτό σου, νὰ ὑπακούης γρήγορα σὲ κάθε καλὴ συμβουλὴ καὶ σὲ κάθε προσταγὴ τῶν προεστώτων καὶ πνευματικῶν σου, κάνοντας κάθε πρᾶγμα σὲ ἐκεῖνο τὸν χρόνο καὶ μὲ ἐκεῖνο τὸν τρόπο ποὺ τοὺς ἀρέσει. Σὲ κάθε ἔργο ποὺ ἔχεις νὰ κάνεις, μὴν ἀργοπορήσῃς ἐντελῶς· γιατὶ ἐκείνη ἡ μικρὴ πρώτη ἀργοπορία φέρνει μαζί της καὶ τὴν δεύτερη καὶ ἡ δεύτερη τὴν τρίτη καὶ ἡ τρίτη τὶς ὑπόλοιπες, στὶς ὁποῖες παρεκλίνει ἡ αἴσθησις εὐκολώτερα παρὰ στὴν πρώτη. Ἐπειδὴ καὶ περισσότερο τραβήχθηκε καὶ αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τὴν ἡδονή, ποὺ δοκίμασε στὴ δεύτερη καὶ τρίτη καὶ ὑπόλοιπες ἀργοπορίες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ πρᾶξις ἢ ἀρχίζει πολὺ ἀργά, ἢ ἐγκαταλείπεται ἐντελῶς πολλὲς φορὲς ὡς ἐνοχλητική· καὶ ἔτσι λίγο λίγο γίνεται ἡ συνήθεια τῆς ἀμέλειας, ἡ ὁποία φτάνει μετὰ ἀπὸ αὐτὰ σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ μὲ ἄλλο τρόπο δὲν ἀναγνωρίζεται, παρὰ ἂν ἐμεῖς ἀφοῦ βαρεθοῦμε πλέον τὴν ἀμέλεια, δοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ σὲ ἔργα σημαντικὰ καὶ προσεκτικά. Γιατὶ ἀπὸ τὴν τελευταία μας αὐτὴ φροντίδα μάθαμε ὅτι σταθήκαμε ἕως τότε πολὺ ἀμελεῖς, μὲ ντροπὴ καὶ βλάβη τόσων καλῶν ἔργων, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε.
Αὐτὴ ἡ ἀμέλεια τρέχει παντοῦ καὶ μὲ τὸ φαρμάκι της, ὄχι μόνο τὴν θέλησι φαρμακώνει καὶ τὴν κάνει νὰ ἀποστρέφεται κάθε ἐργόχειρο καὶ κάθε πνευματικὸ κόπο καὶ ὑπηρεσία, ἀλλὰ ἀκόμη τυφλώνει καὶ τὸ νοῦ, γιὰ νὰ μὴ θεωρήσῃ σὲ ποιό παράλογο καὶ κακὸ λογισμὸ στηρίζεται αὐτὴ ἡ θέλησις καὶ γιὰ νὰ μὴν παρακινήσῃ, ἀπὸ αὐτὴ τὴν παρατήρησι, αὐτὴ τὴν θέλησι νὰ φροντίσῃ νὰ τελέσῃ γρήγορα κάθε ὀφειλόμενη ὑπηρεσία καὶ νὰ μὴ τὴν ἀφήνῃ παντελῶς ἢ νὰ τὴν ἀναβάλλῃ γιὰ ἄλλο χρόνο. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι μόνο ἀρκετὸ τὸ νὰ κάνῃς γρήγορα τὸ ἔργο ποὺ ἔχεις νὰ κάνεις, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ κάνῃς καὶ σὲ καιρὸ κατάλληλο, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ποιότητα καὶ τὸ εἶναι ἐκείνου τοῦ ἔργου καὶ μὲ ὅλη ἐκείνη τὴν φροντίδα ποὺ ταιριάζει σὲ αὐτό, γιὰ νὰ ἔχῃ κάθε δυνατὴ τελειότητα. Ἐπειδὴ εἶναι γραμμένο· «Καταραμένος ὅποιος κάνει τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μὲ ἀμέλεια» (Ἱερ. 48,10). Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ συμβαίνει, γιατὶ δὲν σκέφτεσαι τὴν δύναμι ἐκείνου τοῦ καλοῦ ἔργου νὰ τὸ κάνῃς στὸν καιρό του καὶ μὲ γνώμη ἀποφασιστική, γιὰ νὰ νικήσῃς τὸν κόπο καὶ τὴν δυσκολία, ποὺ φέρει ἡ ἀμέλεια στοὺς ἀρχαρίους στρατιῶτας.
Λοιπόν, ἐσὺ πρέπει νὰ σκέφτεσαι πολλὲς φορὲς ὅτι μία μόνη ἀνύψωσι τοῦ νοῦ στὸ Θεὸ καὶ μία ταπεινὴ γονυκλιτικὴ μετάνοια στὴ γῆ, ποὺ γίνεται στὸ ὄνομα καὶ τὴν τιμὴ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀξίζει περισσότερο, ἀπὸ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου. Καὶ ὅτι, κάθε φορὰ ποὺ ἀφήνουμε τὴν ἀμέλεια καὶ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἐπιμελῆ ἔργα, οἱ Ἄγγελοι φέρνουν στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἕνα στεφάνι ἔνδοξης νίκης· καὶ ὅτι ἀντίθετα πάλι στοὺς ἀμελεῖς, ὄχι μόνο δὲν δίνει στεφάνια ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ παίρνει ἀπὸ αὐτοὺς λίγο λίγο τὶς χάρες ποὺ ἔχει δοσμένες, ἀφήνοντάς τους νὰ στερηθοῦν καὶ τῆς βασιλείας του γιὰ τὴν ἀμέλειά τους· γιατὶ ἔχει γραφτεῖ ὅτι· «Οἱ καλεσμένοι στοὺς οὐρανίους γάμους ἀδιαφόρησαν καὶ πῆγαν ἄλλος στὸ χωράφι του καὶ ἄλλος στὸ ἐμπόριό του» (Ματθ. 22,5).
Αὐξάνει δὲ τὶς χάρες αὐτὲς στοὺς ἐπιμελεῖς καὶ βιαστὲς τοῦ ἑαυτοῦ τους, κάνοντάς τους νὰ μποῦν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ στὴν οὐράνια βασιλεία του· «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κερδίζεται μὲ προσπάθεια καὶ τὴν κερδίζουν αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται» (Ματθ. 11,12).
Ἐὰν ὅμως καὶ ὁ κακὸς λογισμός, πολεμώντας νὰ σὲ ρίξῃ στὴν ἀμέλεια, σοῦ φέρνει στὸ νοῦ ὅτι, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς μία ἀρετὴ ποὺ ἐπιθυμεῖς, θὰ κοπιάσης πολὺ καὶ γιὰ πολλὲς ἡμέρες, καὶ ὅτι οἱ ἐχθροί σου εἶναι δυνατοὶ καὶ πολλοὶ καὶ ἐσὺ εἶσαι ἕνας καὶ ἀδύνατος, καὶ ὅτι χρειάζεσαι νὰ κάνῃς πολλὲς καὶ μεγάλες πράξεις γιὰ νὰ τὴν κατορθώσῃς· ἂν λέω, αὐτὰ σοῦ φέρνει στὸ νοῦ ὁ λογισμὸς τῆς ἀμελείας, μὴ τὸν ἀκούσῃς· ἀλλὰ ἄρχισε νὰ φέρνῃς στὸ νοῦ σου πράξεις σὰν νὰ ἔχῃς νὰ κάνῃς λίγες καὶ σὰν νὰ πρέπῃ νὰ κοπιάσης λίγο καὶ γιὰ λίγες ἡμέρες· καὶ σὰν νὰ ἔχῃς νὰ πολεμήσῃς ἐναντίον ἑνὸς ἐχθροῦ μόνο καὶ σὰν νὰ μὴν ἦταν ἄλλοι νὰ σὲ πολεμήσουν καὶ μὲ μία τόσο μεγάλη ἐλπίδα, σὰν νὰ εἶσαι (ὅπως καὶ εἶσαι), μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πιὸ δυνατὸς ἀπὸ ἐκείνους. Γιατὶ ἂν κάνῃς ἔτσι, θὰ ἀρχίσῃ νὰ ἐξασθενῇ ἀπὸ σένα ἡ ἀμέλεια καὶ θὰ ἔχῃς διάθεσι κατόπιν νὰ μπῇ στὴν ψυχή σου λίγο λίγο ἡ ἀντίθετη ἀρετὴ τῆς ἐπιμέλειας.
Τὸ ἴδιο αὐτὸ κάνε καὶ γιὰ τὴν προσευχή· γιὰ παράδειγμα, ἂν ὁ καιρὸς τὸ ἀπαιτῇ νὰ κάνῃς μία ὥρα προσευχὴ καὶ αὐτὸ φαίνεται σκληρὸ στὴν ἀμέλειά σου, ἄρχισε τὴν προσευχή, σὰν νὰ ἔχῃς νὰ προσευχηθῇς μισὸ τέταρτο τῆς ὥρας καὶ μετὰ εὔκολα θὰ περάση στὸ ἄλλο μισὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο στὸ ἄλλο, κ.τ.λ. Καὶ ἂν καμιὰ φορὰ καταλάβεις στὸ διάστημα αὐτὸ δυσκολία καὶ ἀντίστασι πολὺ πιεστική, ἄφησε γιὰ τὴν ὥρα τὴν προσευχή, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀντιπαθήσῃς καὶ μετ᾿ ἀπὸ λίγο ξανακάνε πάλι τὴν προσευχὴ ποὺ ἄφησες· τὸν ἴδιο αὐτὸ τρόπο πρέπει νὰ χρησιμοποιῇς καὶ στὸ ἐργόχειρο καὶ στὴν ὑπηρεσία σου, ὅταν συμβαίνῃ νὰ ἔχῃς νὰ κάνῃς πράγματα, τὰ ὁποῖα, μὲ τὸ νὰ φαίνωνται στὴν ἀμέλειά σου πολλὰ καὶ δύσκολα, ἐσὺ ταράζεσαι ὁλόκληρος. Γι᾿ αὐτὸ ἄρχιζε μὲ τὴν καρδιά σου ἥσυχα ἀπὸ τὸ ἕνα, σὰν νὰ μὴν εἶχες νὰ κάνῃς ἄλλο. Καὶ ἔτσι ἐνεργώντας μὲ ἐπιμέλεια, θὰ τὰ κάνῃς ὅλα μὲ πολὺ λιγότερο κόπο, ἀπὸ κεῖνον, ποὺ φαίνονται στὴν ἀμέλειά σου. Γι᾿ αὐτό, ἂν δὲν κάνῃς ἔτσι καὶ ἂν δὲν σκεφθῇς νὰ πολεμήσῃς τὸν κόπο καὶ τὴν δυσκολία, ποὺ σοῦ δείχνεται ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ γιὰ κάθε ἀρετή, θὰ ὑπερισχύσῃ ἡ ἀμέλεια μέσα σου, ὁπότε ὄχι μόνον ὅταν εἶναι παρὼν ὁ κόπος καὶ ἡ δυσκολία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μακριὰ ἀκόμη, θὰ σὲ κάνῃ νὰ ἀνυπομονῇς καὶ νὰ φοβᾶσαι, ὅτι θὰ ἔχῃς πάντα κόπους καὶ δυσκολίες καὶ ὅτι θὰ σὲ πειράζουν πάντα οἱ ἐχθροί σου. Ὁπότε καὶ στὴν ἴδια σου τὴν ἀνάπαυσι, θὰ ἔχῃς ἀπὸ τοὺς λογισμούς σου ἐνόχλησι.
Γνώριζε, δηλαδή, παιδί μου, ὅτι τὸ πάθος τῆς ἀμέλειας μὲ τὸ κρυφό του φαρμάκι, λίγο λίγο σαπίζει, ὄχι μόνο τὶς πρῶτες καὶ μικρὲς ρίζες, οἱ ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ βλαστήσουν τὶς συνήθειες τῶν ἀρετῶν, ἀλλὰ σαπίζει καὶ ἐκεῖνες ἀκόμη τὶς ρίζες τῶν καλῶν συνηθειῶν, ποὺ προηγουμένως ἀποκτήθηκαν. Καὶ ὅπως ὁ σκώληκας τρώει τὸ ξύλο, ἔτσι καὶ αὐτὸ τὸ πάθος προχωράει, κατατρώγοντας ἀνεπαίσθητα καὶ καταναλίσκει τὸ νοῦ τῆς πνευματικῆς ζωῆς· καὶ μὲ τὸ μέσο αὐτό, γνωρίζει νὰ στήνῃ τὶς παγίδας καὶ τὶς θηλιὲς ὁ διάβολος σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα, ὅμως, στὶς πνευματικὲς ψυχές, γνωρίζοντας ὅτι εὔκολα πέφτει στὶς ἐπιθυμίες κάθε ἀργὸς καὶ ἀμελῆς, καθὼς εἶναι γραμμένο· «Σὲ ἐπιθυμίες βρίκεται κάθε ἄνεργος» (Παροιμ. 13,4).
Λοιπόν, ἐσὺ νὰ ἀγρυπνᾷς πάντα προσευχόμενος καὶ ἐπιμελούμενος καλὰ ὡς ἀνδρεῖος ἀγωνιστῆς· «χεῖρες ἀνδρείων, ἐν ἐπιμελείᾳ» (Παροιμ. 13,4). Καὶ μὴ περιμένῃς νὰ ὑφαίνῃς τὸν νυμφικό σου χιτῶνα, ὅταν πρόκειται νὰ πᾶς ἐκεῖ στολισμένος, γιὰ νὰ συναντήσῃς τὸ Νυμφίο Χριστό. Καὶ θυμήσου κάθε μέρα, ὅτι τὸ σήμερα εἶναι δικό σου, τὸ αὔριο εἶναι στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι, ἐκεῖνος ποὺ σοῦ ἔδωσε τὸ πρωί, δὲν σοῦ ὑπόσχεται νὰ σοῦ δώσῃ καὶ τὸ βράδυ. Γι᾿ αὐτὸ μὴν ἀκούσῃς τὸν διάβολο, ποὺ σοῦ λέει νὰ τοῦ δώσῃς τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο νὰ δώσῃς στὸ Θεό, ὄχι· ἀλλὰ ξόδεψε ὅλες τὶς στιγὲς τῶν ὡρῶν τῆς ζωῆς σου, καθὼς ἀρέσει στὸ Θεό. Καὶ σὰν νὰ μὴν πρόκειται νὰ σοῦ δοθῆ πλέον ἄλλος καιρός. Καὶ λογάριαζε, ὅτι, γιὰ κάθε στιγμή, θὰ δώσῃς ἀκριβέστατο λογαριασμὸ ἐπειδὴ πολύτιμος εἶναι στὰ ἀλήθεια ὁ καιρός, ποὺ ἔχεις στὰ χέρια καὶ θὰ ἔρθη ἡ ὥρα νὰ τὸν ζητήσῃς καὶ νὰ μὴ τὸν βρῇς.
Νόμιζε ἀκόμη σὰν χαμένη ἐκείνη τὴν ἡμέρα (ἂν καὶ νὰ ἔκανες πολλὰ ἄλλα ἔργα), στὴν ὁποία δὲν ἀπόκτησες πολλὲς νίκες κατὰ τῶν κακῶν σου κλίσεων καὶ θελημάτων καὶ κατὰ τὴν ὁποία δὲν εὐχαρίστησες τὸν Θεό, ὄχι μόνο γιὰ τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ ἔκανε, καὶ μάλιστα γιὰ τὸ βασανιστικό του πάθους, ὁ ὁποῖος γιὰ σένα ὑπέφερε· ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πατρικὴ γλυκειὰ ἐκπαίδευσι τῶν θλίψεων ποὺ πρόκειται νὰ σοῦ στείλη καμμία φορά. Τελειώνοντας καὶ σοῦ παραγγέλλω· «ἀγωνίσου πάντα τὸν καλὸ ἀγῶνα» (Α´ Τιμ. 6,12), γιατὶ πολλὲς φορὲς μία μόνον ὥρα ἐπιμελείας, κέρδισε τὸν παράδεισο καὶ γιὰ μία ὥρα ἀμελείας, τὸν ἔχασε. Καὶ γίνε ἐπιμελής, ἂν θέλῃς νὰ εἶναι ἀσφαλὴς ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας σου πρὸς Θεό· «ὅποιος ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ὅλα θὰ τὰ ἔχῃ ἄφθονα» (Παροιμ. 28,25)(1).
1. Γιατὶ δυὸ εἶναι οἱ ἐλπίδες, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰσαάκ, μία ἀληθινὴ καὶ πολὺ σοφὴ καὶ μία ψεύτικη καὶ ἀνόητη. Καὶ ὅσοι ἀφιέρωσαν ὅλο τὸν ἑαυτόν τους στὸ Θεό, γιὰ κανένα πρᾶγμα δὲν φροντίζουν κοσμικό, μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ δοσμένοι στὴν ἐπιμέλεια καὶ ἐργασία τῶν ἀρετῶν· αὐτοὶ ἀληθινὰ ἐλπίζουν στὸ Θεὸ νὰ τοὺς σώσῃ ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ στὴν τωρινὴ καὶ στὴ μέλλουσα ζωή· ὅσοι ὅμως περνοῦν μὲ ἀμέλεια τὴν ζωήν τους καὶ τὶς ἀρετὲς δὲν ἐπιμελοῦνται, αὐτοὶ ἂν καὶ λένε ὅτι ἐλπίζουν στὸ Θεό, ψεύτικα ὅμως ἐλπίζουν καὶ ἀνόητη εἶναι ἡ ἐλπίδα τους. «Προηγούμενος, λέγει, ἐστὶν ὁ διὰ τὸν Θεὸν κόπος καὶ ὁ ἱδρὼς ὁ ἐν τῇ γεωργίᾳ αὐτοῦ, τῆς εἰς αὐτὸν ἐλπίδος»· σὰν νὰ λέγῃ, ὅτι, πρῶτα πρέπει νὰ κουρασθῆ κάποιος γιὰ σπείρῃ ἔργα καλὰ καὶ ἀρετὲς καὶ ἔπειτα νὰ ἐλπίζῃ ὅτι καὶ ἔχει νὰ θερίσῃ καὶ νὰ πάρη τὸ μισθὸ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
Κύριε, ὁ Θεός ἡμῶν, Πάτερ, Υἱέ καί Πνεῦμα, σύ τῇ μορφῇ ἀνείδεος, παγκαλής δέ τῇ θέᾳ, τῷ ἀμηχάνῳ κάλλει σου ἀμαυρῶν πᾶσαν θέαν, ὡραῖος ὑπέρ ὅρασιν ὑπέρκεισαι γάρ πάντων. Ἄποσος ἐν ποσότητι, ὁρώμενος, οἷς βούλει, οὐσία ὑπερούσιος, ἄγνωστος καί ἀγγέλοις˙ ὅτι γάρ ἦς, γινώσκοντες ἐκ τῶν ἐνεργειῶν σου, ἐπεί αὑτόν ὠνόμασας Θεόν, τόν ὄντως ὄντα, τοῦτο οὐσίαν λέγομεν, ὑπόστασιν καλοῦμεν˙ τό γάρ μή ὄν ἀνούσιον ὄν ἀνυπόστατον πέλει, καί διά τοῦτο τολμηρῶς ἐνούσιον καλοῦμεν, ἐνυπόστατον λέγομεν, ὅν οὐδείς ποτε εἶδε, τόν τρισυπόστατον Θεόν, ἀρχήν ἄναρχον μίαν. Ἄλλως δέ πῶς τολμήσωμεν οὐσίαν σε καλέσαι ἤ ὑποστάσεις ἐπί σοῦ τρεῖς μεριστάς δοξάσαι; Ὁποίαν δέ καί ἕνωσιν ὅλως τίς ἐννοήσει, εἰ ὁ Πατήρ γάρ ἐν σοί καί σύν ἐν τῷ Πατρί σου καί ἐξ αὐτοῦ τό Ἅγιοιν προέρχεταί σου Πνεῦμα καί σύ αὐτός, ὁ Κύριος, τό Πνεῦμά σου ὑπάρχεις, τό δέ Πνεῦμα ὁ Κύριος κέκλησαι καί Θεός μου καί ὁ Πατήρ σου Πνεῦμα δέ καί ἔστι καί καλεῖται; Οὐδείς δέ εἶδε σέ ποτέ ἀγγέλων ἤ ἀνθρώπων, οὐ ταῦτα ἐθεάσατο, οὐ τόν τρόπον ἐπέγνω. Πῶς εἴπῃ, πῶς δέ φθέγξοιτο, πῶς χωρισμόν τολμήσῃ ἤ ἕνωσιν ἤ σύγχυσιν ἤ μίξιν ἤ καί κρᾶσιν, τό ἕν δέ τρία προσειπεῖν, ἕν πῶς δέ τά τρία; Διά τοῦτο οὖν, Δέσποτα, ἐξ ὧν εἶπας πιστεύει, ἐξ ὧν ἐδίδαξας ὑμνεῖ πᾶς πιστός σου τό κράτος, ἐπεί πάντα τά κατά σέ ἀκατάληπτα πάντῃ, ἄγνωστα καί ἀνέκφορα τοῖς ὑπό σοῦ κτισθεῖσι. Καί γάρ ἀκατανόητος ἐστίν ἡ ὕπαρξίς σου, ὅτι πέφυκας ἄκτιστος, ἐγέννησας δ᾿ ὡσαύτως˙ καί πῶς κτιστός νοήσει σου τῆς ὑπάρξεως τρόπον ἤ τῆς γεννήσεως τοῦ σοῦ Υἱοῦ, Θεοῦ καί Λόγου, εἴτε τῆς ἐκπορεύσεως Πνεύματός σου τοῦ Θείου, ἵνα καί ἕνωσίν σου γνῷ καί χωρισμόν κατίδοι καί ἀκριβῶς οὐσίας σου τό εἶδος καταμάθοι; Οὐδείς οὐδέπω εἶδέ σου τούτων τι, ὧνπερ εἶπον. Οὐ γάρ ἐνδέχεται Θεόν ἄλλον φύσει γενέσθαι, ἵνα φύσεως τῆς σῆς ἐρευνῆσαι ἰσχύσῃ οὐσίαν, εἶδος καί μορφήν, ὑπόστασιν ὡσαύτως, ἀλλ᾿ εἶ αὐτός ἐν σεαυτῷ, μόνος Τριάς Θεός εἶ, μόνος γινώσκων σευτόν, Υἱόν σου καί τό Πνεῦμα καί ὑπ᾿ αὐτῶν ὡς συμφυῶν γινωσκόμενος μόνων. Οἱ δ᾿ ἄλλοι - ὥσπερ αἰσθητοῦ ἡλίου τάς ἀκτῖνας καί οὗτοι καλῶς βλέποντες καί τηλαυγῶς ὁρῶντες ἔνδον οἴκου καθήμενοι εἰσιούσας ὁρῶσιν, ἐκεῖνοι δέ τόν ἥλιον ὅλως οὐ καθορῶσιν – οὕτω τῆς δόξης σου τό φῶς, οὕτω τάς λαμπηδόνας, καί ταύτας ἐν αἰνίγματι νοΐ κεκαθαρμένῳ, οἱ ἐκ ψυχῆς ζητοῦντές σε βλέπειν καταξιοῦνται˙ σέ δέ, ὁποῖος, ποταπός τῇ οὐσίᾳ τυγχάνεις ἤ πῶς ἅπαξ ἐγέννησας καί γεννᾷς ἀεννάως καί οὐ χωρίζῃ τοῦ ἐκ σοῦ γεννωμένου, ἀλλ᾿ ἔστιν ὅλος ἐν σοί, ὅλος πληρῶν θεότητι τά πάντα, ὅλος γε μένεις ἐν αὐτῷ τῷ Υἱῷ ὁ Πατήρ δέ καί σοῦ ἐκπορευόμενον ἔχεις τό Θεῖον Πνεῦμα, πάντα γινῶσκον καί πληροῦν, Θεός ὄν κατ᾿ οὐσίαν καί σοῦ μή χωριζόμενον, ἐκ σοῦ γάρ καί πηγάζει. Σύ εἶ πηγή τῶν ἀγαθῶν, πᾶν δ᾿ ἀγαθόν Υἱός σου, νέμων διά τοῦ Πνεύματος αὐτά πᾶσιν ἀξίως, εὐσπλάγχνως, φιλανθρώπως τε ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις. Οὐδείς ἀγγέλων εἶδέ σου, οὐδείς ποτε ἀνθρώπων τήν ὕπαρξιν ἤ ἔγνωκε, καί γάρ ἄκτιστος πέλεις. Πάντα δέ σύ παρήγαγες˙ δύναται σε γινώσκειν, ὅπως ἐκ σοῦ προέρχεται τό Πνεῦμά σου τό Θεῖον καί οὐ γεννᾷς ὅλως ποτέ, ἅπαξ πάντως γεννήσας, οὐδέ πηγάζων κένωσιν ἤ μείωσιν ὑπέστης; Μένεις γάρ ὑπερπλήρης, ὑπέρ τό πᾶν ἀνελλιπής, ὅλος ἐν ὅλῳ κόσμῳ, τῷ ὁρατῷ, τῷ νοητῷ, καί ἔξω αὖθις τούτων, προσθήκην μή δεχόμενος, μηδ᾿ ἔλλειψιν εἰς ἅπαν καί εἶ ὅλος ἀκίνητος μένων πάντοτε οὕτως. Ταῖς ἐνεργείαις οὖν ἀεί ἀεικίνητος πέλεις, ἔχεις καί γάρ ἀέναον, ὁ Πατήρ, ἐργασίαν˙ ἐργάζεται καί ὁ σός Υἱός πάντων τήν σωτηρίαν καί προνοεῖ καί τελειοῖ καί συνέχει καί τρέφει, ζαωοποιεῖ, ζωογονεῖ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ὅσα γάρ βλέπει ὁ Υἱός τόν Πατέρα ποιοῦντα, ταῦτα ὁμοίως καί αὐτός ἐκτελεῖ, καθώς εἶπεν. Οὕτως ἀκίνητός τε ὤν, ἀεικίνητός τε πως, οὔτε κινῇ, οὐχ ἵστασαι, οὔτε καθήσαι πάλιν, ἀλλά ἀεί καθήμενος ἀεί ἵστασαι ὅλος˙ ἱστάμενος δέ αὖθις, ἀεί κινεῖσαι ὅλος, μή μεθιστάμενός ποτε˙ ποῦ γάρ καί ἀπελεύσῃ; Τό πᾶν, ὡς εἴρηται, πληρῶν ὑπέρ τό πᾶν δέ πέλων πρός ποῖον ἄλλον μεταβῇς ἤ τόπον ἤ καί χῶρον; Ἀλλ᾿ οὐδέ ἵστασαι, καί γάρ ἀσώματος ὑπάρχεις, ἁπλοῦς πληρῶν τά σύμπαντα, ἀσχημάτιστος πάντῃ, ἄϋλος, ἀπερίγραπτος, ἄληπτος ὅλος ἦσθα˙ καί πῶς καθῆσθαι εἴπωμεν, πῶς πάλιν ἵστασθαί σε, πῶς δέ καθῆσθαι φήσωμεν ἤ ἐν ποίῳ σε θρόνῳ, τόν τῇ χειρί κατέχοντα οὐρανόν καί τήν γῆν δέ, τά ὑπό γῆν τε ἅπαντα ἰσχύϋ σῇ κρατοῦντα; Ποῖος θρόνος χωρήσειεν ἤ ποταπή οἰκία, ἤ πῶς ἤ ποῦ ἐνίδρυται ἤ ποίοις θεμελίοις, ποίοις δέ στύλοις αἴρεται, τίς ὅλως ἐννοήσει; Ἀβάλε τοῖς ἀνθρώποις γε καί πάςῃ κτιστῇ φύσει, τῇ τά τοιαῦτα ἐρευνᾶν περί Θεοῦ τολμώσῃ, πρίν ἐλλαμφθῇ, πρίν φωτισθῇ, πρίν κατίδῃ τά θεῖα καί θεωρός γενήσεται τῶν Χριστοῦ μυστηρίων, ἅ οὔτε Παῦλος κατιδών ἴσχυσεν ὅλως φράσαι, οὔτε Ἠλίας πρότερον, οὔτε Μωσῆς ὁ μέγας, ἀλλά τάς ἐντολάς Θεοῦ καί θελήματα μόνα κατηξιώθη καί αὐτός μαθεῖν καί ἄλλοις φράσαι. Περί αὐτοῦ δέ τοῦ Θεοῦ πλέον οὐδέν ἀκοῦσαι κατηξιώθη, μαθεῖν ἤ ὅλως διδαχθῆναι, εἰ μή ὅτι ὁ ὤν ἐστι Θεός πάντων καί κτίστης, δημιουργός καί συνοχεύς πάντων τῶν παραχθέντων. Ἡμεῖς δέ οἱ πανάθλιοι, οἱ σκότει καθειργμένοι καί σκότος ὅλως πέλοντες ἡδονῶν ἀπολαύσει καί ἀγνοοῦντες ἑαυτούς, ὅπου καί πῶς κρατοῦνται, οἱ τεθαμμένοι πάθεσιν, οἱ τυφλοί καί νεκροί τε τόν ὄντα ὄντως ἄναρχον, ἄκτιστον, Θεόν μόνον, ἀθάνατον ὑπάρχοντα, ἀόρατον τοῖς πᾶσιν ἐξερευνῶντες λέγομεν ὡς ἀκριβῶς εἰδότες περί Θεοῦ, οἱ τοῦ Θεοῦ ὄντες κεχωρισμένοι. Εἰ γάρ δή καί ἥνωντο αὐτῷ, οὐκ ἄν ποτε ἐτόλμων περί αὐτοῦ λαλῆσαι βλέποντες, ὅτι πάντα ἄφραστα, ἀκατάληπτα πέλουσι τά ἐκείνου˙ οὐ μόνον τά ἐκείνου δέ, ἀλλά καί τῶν ἐκείνου ἔργων τά πλείω ἄγνωστα ὑπάρχουσι τοῖς πᾶσι. Τίς γάρ καί ἑρμηνεύσειε, πῶς ἐξ ἀρχῆς με πλάττει, ποίαις χερσί τόν χοῦν λαβών ὁ ἀσώματος πάντῃ στόμα μή ἔχων ὡς ἡμεῖς πῶς ἐνεφύσησέ μοι καί εἰς ψυχήν ἀθάνατον πῶς ἄρα γέγονέ μοι; Ἀπό πηλοῦ δέ, λέγε μοι, πῶς ὀστᾶ, πῶς δέ νεῦρα, πῶς κρέας, πῶς δέ φλέβες μοι, πῶς δερματίς, πῶς τρίχες, πῶς ὀφθαλμοί, πῶς ὦτα δέ, πῶς χείλεα, πῶς γλῶσσα, πῶς ὄργανα φωνητικά, ὀδόντως τε στερρότης, ἔναρθρον λόγον πνεύματι τρανῶς ἀποτελοῦσιν; Ἀπό ξηρᾶς δέ καί ὑγρᾶς, θερμῆς καί ψυχρᾶς ὕλης ζῴόν με ἀπετέλεσε μίξει ἐναντίων; Πῶς οὖν δεσμεῖται νοῦς σαρκί, πῶς σάρξ δέ τῷ ἀΰλῳ νοΐ συνανακέκραται ἀμίκτως, ἀσυγχύτως, ἀφύρτως τε νοῦς καί ψυχή προσφέρουσι τόν λόγον τόν ἐνδιάθετον λαῷ, καί μένουσιν ὡσαύτως ἄτμητα, ἀναλλοίωτα, ἀσύγχυτα εἰς ἅπαν; Ταῦτ᾿ οὖν εἰδότες, ἀδελφοί, ἀνερμήνευτα εἶναι καί πᾶσιν ἀκατάληπτα τά καθ᾿ ἡμᾶς ὑπάρχειν πῶς τόν ἡμᾶς ποιήσαντα τοιούτους ἐκ μή ὄντων ἐξερευνᾶν οὐ φρίττομεν ἤ ἐννοεῖν ἤ λέγειν τά ὑπέρ λόγον, ὑπέρ νοῦν τόν ἡμέτερον ὄντα; Κτίσματα ὄντες δέ λοιπόν φοβήθητε τόν κτίστην καί τάς ἐκείνου ἐντολάς μόνας ἐξερευνᾶτε, τηρεῖν δέ ταύτας σπεύσατε ὑμῶν πάσῃ δυνάμει, εἰ βούλοισθε καί τῆς ζωῆς κληρονόμοι γενέσθαι. Εἰ δέ καταφρονήσετε τῶν αὐτοῦ προσταγμάτων καί τά θελήματα αὐτοῦ παρίδετε, ὡς εἶπε, καί ἀπειθήσετε αὐτῷ ἐν ἑνί πάντως λόγῳ, οὐ δόξα, οὐκ ἀξίωμα, οὐ πλοῦτος ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ἡ γνῶσις ἡ μωρά τῶν ἔξω μαθημάτων, οὐ σύνταξις, οὐ σύνθεσις καλλιεπείας λόγων, οὐδ᾿ ἄλλο τι τῶν ἐπί γῆς πραγμάτων ἤ χρημάτων ὠφέλειαν τήν οἱανοῦν παρέξουσί γε τότε, ὅτε κρινεῖ τά σύμπαντα καί πάντας ὁ Θεός μου. Ἀλλ᾿ ὁ παροφθείς λόγος παρ᾿ ἡμῶν τοῦ Δεσπότου στήσεται κατά πρόσωπον ἑνός ἑκάστου τότε καί ἕκαστον κατακρινεῖ μή φυλάξαντα τοῦτον. Οὐκ ἔστι λόγος γάρ ἀργός, ἀλλά ζῶν Θεοῦ λόγος ζῶντος καί διαμένοντος εἰς αἰῶνας αἰώνων. Λοιπόν, ἡ κρίσις ἔσεται οὕτως, καθώς καί εἶπον, ὁμοῦ τε καί τῆς ἐντολῆς, οἴμοι, προσυπαντώσης, ἐλγχούσης τόν ἄπιστον ἤ πιστόν πάντως ὄντα, πειθήνιον ἤ ἀπειθῆ τοῖς λόγοις τοῦ Δεσπότου, γενόμενον ἐπιμελῶς ἤ καί ἀμεληθέντα, καί οὕτως χωρισθήσονται οἱ ἄδικοι δικαίων, οἱ ἀπειθεῖς τῶν τῷ Χριστῷ πάντως ὑπακουσάντων, τῶν φιλοθέων οἱ νῦν ἀγαπῶντες τόν κόσμον καί τῶν εὐσπλάγχνων ἄσπαγχνοι καί τῶν ἐλεημόνων ἀνελεήμονες ὁμοῦ, καί στήσονται οἱ πάντες γυμνοί καί πλούτου καί τιμῆς καί ἀρχῆς, ἧς ἐν κόσμῳ ἀπήλαυσαν, καί ἑαυτούς, οἴμοι, κατακρινοῦσιν. Αὐτικατάκριτοι αὐτῶν γενόμενοι τοῖς ἔργοις ἀκούσονται δ᾿˙ Ἀπέλθετε, μικροί τε καί μεγάλοι, μή πειθαρχήσαντες ἐμοί, Δεσπότῃ φιλανθρώπῳ! Ἧς, Δέσποτα, ῥυσθείημεν δικαίας καταδίκης καί τῆς μερίδος τύχοιμεν τῶν προβάτων σου, Λόγε, δωρεάν, ὡς μή ἔχοντες ἐλπίδα σωτηρίας.
ἐξ ἔργων, οἱ κατάκριτοι νῦν καί εἰς τούς αἰῶνας.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Ἔστι πῦρ τό θεῖον ὄντως, ὅπερ εἶπεν ὁ Δεσπότης, ὅτι ἦλθεν ἵνα βάλῃ ἐπί ποίαν γῆν, εἰπέ μοι˙ ἐπί τούς ἀνθρώπους πάντως, τούς τά γήϊνα φρονοῦντας, ὅπερ ἤθελε καί θέλει τοῦ ἀνάπτεσθαι ἐν πᾶσιν. Ἄκουσον καί γνῶθι, τέκνον, θείων μυστηρίων θάθος! Τό οὖν πῦρ τοῦτο τό θεῖον ποταπόν εἶναι λογίζῃ; Ἆρα ὁρατόν ἤ κτιστόν ἤ ληπτόν ὑπολαμβάνεις; Οὐμενοῦν καί γάρ ὑπάρχεις ἐν μυήσει τοῦ τοιούτου καί ἐπίστασαι βεβαίως ἄληπτον αὐτό ὑπάρχειν, ἄκτιστον, ἀόρατόν γε, ἄναρχόν τε καί ἄϋλον, ἀναλλοίωτον εἰς ἅπαν, ἀπερίγραπτον ὡσαύτως, ἄσβεστον, ἀθάνατον, ἀπερίληπτον πάντῃ, ἔξω πάντων τῶν κτισμάτων, τῶν ἐνύλων καί ἀΰλων, ὁρατῶν καί ἀοράτων, ἀσωμάτων καί ἐνσάρκων, ἐπιγείων, οὐρανίων˙ τούτων πάντων ἔστιν ἔξω κατά φύσιν, κατ᾿ οὐσίαν, ναί δή, καί κατ᾿ ἐξουσίαν. Τοῦτο οὖν ἐν ποίᾳ ὕλῃ ἐμβληθήσεται, εἰπέ μοι; Ἐν ψυχαῖς ἐχούσαις ἄρα ἔλεον δαψιλεστάτως καί πρό τούτου καί σύν τούτῳ πίστιν, ἔργα τε τήν πίστιν βεβαιοῦντα κεκτημέναις ταύταις, ὡσεί λύχνῳ πλήρει καί ἐλαίου καί στυπείου πῦρ ἐμβάλλει ὁ Δεσπότης, ὅ ὁ κόσμος οὐ κατεῖδεν οὐδέ κατιδεῖν ἰσχύει (Κόσμον λέγω τούς ἐν κόσμῳ καί τά κοσμικά φρονοῦντας). Ὥσπερ ἅπτει δέ ὁ λύχνος, ἐν τοῖς αἰσθητοῖς σοι λέγω, ὅταν τῷ πυρί προσψαύσῃ, οὕτω καί πνευματικῶς μοι νόει λέγειν ταῖς ψυχαῖς προσψαύειν καί ἀνάπτειν πῦρ τό θεῖον. Πρίν προσψαύσῃ, πῶς ἀνάψει; Πρίν βληθῇ δέ, πῶς προσψαύσει; Ὄντως οὐδαμῶς, οὐδ᾿ ὅλως! Ὅταν δέ ὁ λύχνος ἅπτῃ καί τρανῶς φωτίζῃ πάντας, καί τό ἔλαιον ἐκλείψῃ, οὐ σβεσθήσεται ὁ λύχνος; Θέα μοι καί ἄλλο μεῖζον, ὅ φοβεῖ με πλέον πάντων! Φαίνοντά μου λύχνον μέγα ἐν ἐλαίου δαψιλείᾳ, ἀφθονίᾳ τε στυπείου, μῦς ἐλθών ἤ ἕτερόν τι ἤ κατέστρεψε τόν λύχνον ἤ κατά μικρόν ἐκλεῖξαν ἔπιε τό ἔλαιόν τε ἔφαγέ τε τό στυπεῖον καί τήν λαμπάδα ἔσβεσε. Τό δ᾿ ἔτι θαυμαστότερον, ὅτι τό στυπεῖον ὅλον, ὅπερ θρυαλλίς καλεῖται, ἐμπεσόν ἐν τῷ ἐλαίῳ σβέννυται τό πῦρ εὐθέως, καί ὑπάρχει μοι ὁ λύχνος σκοτεινός, ὅλως μή φαίνων˙ λύχνον νόει τήν ψυχήν μου, ἔλαιον τάς ἀρετάς δέ, τόν δέ νοῦν μου θρυαλλίδα, ἐν αὐτῷ δέ πῦρ τό θεῖον φαῖνον καί καταφωτίζον τήν ψυχήν ὁμοῦ καί οἶκον ὅλον ὅλου σώματός μου καί τούς ἐν τῷ οἴκῳ πάντας λογισμούς καί ἐνθυμήσεις. Οὕτω φαίνοντος δέ τούτου ἐάν φθόνος παρεμπέσῃ ἤ μνησικακίας πάθος ἤ φιλοδοξίας ἔρως ἤ ἄλλη τις ἐπιθυμία ἡδονῆς τινος ἤ πάθους καί τόν λύχνον καταστρέψῃ ἤγουν πρόθεσιν ψυχῆς μου, ἤ τό ἔλαιον ἐκλείξῃ, τό τῶν ἀρετῶν σοι λέγω, ἤ ἄλλως θρυαλλίδα ὄντα μου τόν νοῦν, ὡς εἶπον, καί ἐν ἑαυτῷ τό θεῖον ἔχοντα φῶς λάμπον μέγα, καταφάγῃ πονηραῖς ἐννοίαις τοῦτο ἤ καί ὅλον ἀπορρίψῃ ἔνδοθεν ἐν τῷ ἐλαίῳ ἤγουν ἐν τῷ ἐνθυμεῖσθαι ἀρετῶν αὐτοῦ τάς πράξεις καί εἰς οἴησιν ἐντεῦθεν ἐμπεσών ἐκτυφλωθείη, καί τόν λύχνον μου ἐκ τούτων ἤ τυχόν τινος ἐξ ἄλλου, εἰ συμβῇ ἀποσβεσθῆναι, ποῦ τό πῦρ ὑπάρχειν τότε ἤ τί γίνεσθαι εἴπῃς μοι, παραμένειν ἐν τῷ λύχνῳ ἤ χωρίζεσθαι τοῦ λύχνου; Ὤ ἀγνοίας, ὤ μανίας! Πῶς ἐνδέχεται τόν λύχνον δίχα τοῦ πυρός ἐξάπτειν, ἤ τό πῦρ τῆς ὕλης ἄνευ παραμένειν ἐν τῷ λύχνῳ; Πάντοτε τό πῦρ τῆς ὕλης δράσσεσθαι ποθεῖ καί θέλει, ἀλλ᾿ ἡμῶν ὑπάρχει πάντως τό προευτρεπίσαι ταύτην καί παρέξαι εὐπροθύμως ἑαυτούς ἡμᾶς ὡς λύχνους ἐν ἐλαίῳ καί παντοίαις ἀρεταῖς κεκοσμημένους, τοῦ νοός δέ θρυαλλίδα εὐθυβόλως προβαλέσθαι, ἵνα τῷ πυρί προσψαύσῃ καί κατά μικρόν ἀνάψῃ, οὕτω τε συμπαραμένῃ τοῖς αὐτό προσκτησαμένοις. Ἄλλως γάρ – μηδείς πλανάσθω – οὐχ ὁρᾶται, οὐ κρατεῖται, οὐ συνέχεται κἄν ὅλως. Ἔστι γάρ, καθάπερ εἶπον, ἔξω τῶν κτισμάτων πάντων, γίνεται ληπτόν δ᾿ ἀλήπτως τῇ ἑνώσει τῇ ἀρρήτῳ καί περιγραπτόν ὡσαύτως ἐν ἀπεριγράπτῳ τρόπῳ. Ταῦτα δέ μή λόγοις ὅλως μηδέ ἐπινοίας ζήτει, ἀλλά πῦρ λαβεῖν ἐξαίτει, ὅ διδάσκει καί δεικνύει ἐναργῶς τοῖς κεκτημένοις ταῦτα πάντα καί τά τούτων μυστικώτερα ἀφράστως. Μυστικώτερα δέ τούτων ἄκουσον, εἰ βούλει, τέκνον! Ὅταν λάμψῃ καθώς εἶπον, καί τό σμῆνος ἐκδιώξῃ τῶν παθῶν καί ἐκκαθάρῃ σοῦ τόν οἶκον τῆς ψυχῆς σου, τότε μίγνυται αὐτῇ ἀμίκτως καί ἑνοῦται ἀπορρήτως, ἐνουσίως τῇ οὐσίᾳ ταύτης ὅλον ὅλῃ πάντως καί κατά μικρόν λαμπρύνει, ἐκπυροῖ τε καί φωτίζει καί, τό πῶς εἰπεῖν οὐκ ἔχω, γίνονται εἰς ἕν τά δύο, ἡ ψυχή μετά τοῦ κτίστου καί ἐν τῇ ψυχῇ ὁ κτίστης μόνος μετά μόνης ὅλος, ὁ συνέχων πᾶσαν κτίσιν ἐν τῇ ἑαυτοῦ παλάμῃ. Μή διστάσῃς, οὗτος ὅλος σύν Πατρί καί τῷ Πνεύματι ἐν μιᾷ ψυχῇ χωρεῖται καί ψυχήν ἐντός ἐκείνου ὅλην συμπεριλαμβάνει. Νόει, βλέπε, σκόπει ταῦτα! Τό γάρ ἄστεκτόν σοι εἶπον καί ἀπρόσιτον ἀγγέλοις φῶς ἐντός ψυχήν κατέχειν, ἐν ψυχῇ οἰκεῖν δέ αὖθις καί μή φλέγειν ταύτην ὅλως. Ἔγνω βάθος μυστηρίου; Ὁ μικρός ἐν ὁρωμένοις ἄνθρωπος, σκιά καί κόνις, ἔχει τόν Θεόν ἐν μέσῳ ὅλον, οὗ ἐν τῷ δακτύλῳ ἀποκρέμαται ἡ κτίσις, καί τό εἶναι πᾶς τις ἔχει καί τό ζῆν καί τό κινεῖσθαι, νοῦς ἅπας, ψυχή καί λόγος λογικῶν ἔχει ἐκ τούτου, ἀλλά καί ἀλόγων πνεῦμα καί πάντων ὡσαύτως ζῴων, νοερῶν καί αἰσθητῶν τε, τό εἶναι ἐντεῦθεν ἔχει Τοῦτον ἔχων, ὅστις ἕξει, καί ἐντός αὐτοῦ βαστάζων καί ὁρῶν αὐτοῦ τό κάλλος, πῶς ὑποίσει πόθου φλόγα, πῶς ἐνέγκῃ πῦρ ἀγάπης, πῶς θερμόν οὐκ ἀποστάξει δάκρυον ἐκ τῆς καρδίας, πῶς τά θαύματα ἐξείπει, πῶς δέ ταῦτα ἀριθμήσει, ἅπερ ἐν αὐτῷ τελοῦνται; Πῶς καί σιωπήσει ὅλως βιαζόμενος τοῦ λέγειν; Βλέπει γάρ αὑτόν ἐν ᾅδη, τοῦ φωτός τῇ λάμψει λέγω˙ οὐδείς γάρ ἄλλως ἑαυτόν τῶν ἐκεῖ καθεζομένων πρό τοῦ λαμψαι φῶς τό θεῖον ἑαυτόν ἐπιγινώσκει, ἀλλ᾿ εἰσίν ἐν ἀγνωσίᾳ τοῦ ἐν ᾧ κρατοῦνται ζόφου καί φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Ὅμως βλέπει, ἔνθα λάμπει, ἡ ψυχή ἐκείνη λέγω, καί νοεῖ, ὅτι ἐν σκότει ὅλη ἦν τῷ δεινοτάτῳ καί φρουρᾷ ἀσφαλεστάτῃ βαθυτάτης ἀγνωσίας. Τότε βλέπει, ἔνθα κεῖται, ἔνθα ἔστι καθειργμένη, ὅλον βόρβορον τόν τόπον, ἀκαθάρτων ἰοβόλων ἑρπετῶν μεμεστωμένον, ἑαυτήν δέ δεδεμένην καί δεσμοῖς κατεσφιγμένην χεῖρας ἅμα τε καί πόδας καί αὐχμῶσαν καί ῥυπῶσαν, τετραυματισμένην ἅμα δήγμασι τῶν ἑρπετῶν καί τάς σάρκας οἰδαινούσας ἑαυτῆς φέρουσαν ἅμα μετά πλήθους γε σκωλήκων. Ταῦτα βλέπων πῶς οὐ φρίξει, πῶς οὐ κλαύσει, πῶς οὐ κράξει καί θερμῶς μετανοήσει καί αἰτήσεται ῥυσθῆναι τῶν δεσμῶν τῶν δεινοτάτων; Ὄντως πᾶς ὁ ταῦτα βλέπων καί στενάξει καί θρηνήσει καί συνέπεσθαι θελήσει τῷ τό φῶς ἐκλάμψαντι Χριστῷ. Ταῦτα οὖν ποιῶν, ὡς εἶπον, καί τῷ λάμψαντι προσπίπτων - Θέα μοι καλῶς ἅ λέξω! – ἅπτεται χερσίν ὁ λάμψας τῶν δεσμῶν μου καί τραυμάτων˙ ἔνθα δέ ἡ χείρ προσψαύσει ἤ δακτύλῳ προσεγγίσει, λύονται δεσμά εὐθέως, σκώληκες ἀπονεκροῦνται, πίπτουσι τά τραύματα δέ, συνεκπίπτει τούτοις ῥύπος καί κηλίς μικρά σαρκός μου, γίνεται συνούλωσίς τε ἀθρόως ἐπί τοσοῦτον, ὡς οὐλήν μή καθορᾶσθαι ὅλως ἐν ἐκείνῳ τόπῳ, ἀπαστράπτοντα δέ μᾶλλον ὅμοιον χειρός τῆς θείας ἀπεργάζεται τόν τόπον. Θαῦμα ξένον γε, ἡ σάρξ μου, τῆς ψυχῆς λέγω οὐσίαν, ναί δή, καί τοῦ σώματός μου, δόξης θείας μετασχόντα αἴγλην ἀπαστράπτει θείαν. Καθορῶν τοῦτο ἐν μέρει τελεσθέν τοῦ σώματός μου, πῶς τό ὅλον οὐ ποθήσω σῶμά μου καί ἱκετεύσω τῶν κακῶν ἀπαλλαγῆναι καί ὑγείας, οἵας εἶπον, δόξης τε τυχεῖν ὡσαύτως; Ὅμως οὕτως μου ποιοῦντος, μᾶλλον δέ καί θερμοτέρως, καί μου καταπληττομένου ἀναλόγως τῶν θαυμάτων, χεῖρα τήν αὑτοῦ Δεσπότης, ὁ καλός, μετακινήσας τά λοιπά τοῦ σώματός μου περιέρχεται, καί βλέπω ταῦτα, ᾧ προέφην τρόπῳ, καθαιρόμενα καί δόξαν ἐνδυόμενα τήν θείαν. Καθαρθέντος οὖν αὐτίκα καί δεσμῶν ἀπαλλαγέντος, δίδωσί μοι χεῖρα θείαν, ἀνιστᾷ με τοῦ βορβόρου, ὅλος περιπλέκεταί με, ἐπιπίπτει τῷ τραχήλῳ - Οἴμοι, πῶς ὑποίσω ταῦτα; - καί καταφιλεῖ συχνῶς με. Ἐκλυθέντα δέ με ὅλον καί ἰσχύν ἀποβαλόντα - Φεῦ μοι, πῶς χαράξω ταῦτα; - αἴρει με ἐπί τῶν ὤμων - ὤ ἀγάπη, ὤ χρηστότης! – καί ἐξάγει με τοῦ ᾅδου, τοῦ τε χώρου καί τοῦ ζόφου καί εἰσάγει με εἰς ἄλλον εἴτε κόσμον ἤ ἀέρα, ὅλως ἐξειπεῖν οὐκ ἔχω. Τοῦτο οἶδα, ὅτι φῶς με καί βαστάζει καί συνέχει καί πρός φῶς εἰσάγει μέγα, οὗ τό μέγα θεῖον θαῦμα οὐδέ ἄγγελοι ἐκφράσαι ἤ εἰπεῖν ἐξισχύσουσιν ἀλλήλοις κἄν ὅλως, ὥς γε δοκῶ. Γενομένῳ μοι δ᾿ ἐκεῖσε ἄλλα μοι δεικνύει πάλιν, τά ἐν τῷ φωτί, σοί λέγω, μᾶλλον τά ἐκ τοῦ φωτός δέ, τήν ἀνάπλασιν τήν ξένην δίδωσι κατανοεῖν μοι, ἥν αὐτός ἀνέπλασέ με καί φθορᾶς ἀπήλλαξέ με καί θανάτου ἐν αἰσθήσει ὅλον ἠλευθέρωσέ με καί ζωήν ἀθάνατόν μοι ἐδωρήσατο καί κόσμου τοῦ φθαρτοῦ καί τῶν τοῦ κόσμου πάντων ἀπεχώρισέ με καί στολήν ἐνέδυσέ με ἄϋλον φωτοειδῆ τε, ὑποδήματα ὡσαύτως καί δακτύλιον καί στέφος ἄφθαρτα ἀΐδιά τε, ἅπαντα ξένα τῶν ὧδε. Ἐποίησέ με ἀναφῆ, ἀψηλάφητον, ὤ θαῦμα, καί ἀόρατον ὁμοίως, συνημμένον ἀοράτοις. Οὕτως οὖν με καί τοιοῦτον ἐργασάμενος ὁ κτίστης ἐν σκηνῇ εἰσήγαγέ με αἰσθητῇ, σωματικῇ γε καί ἐνέκλεισεν ἐν ταύτῃ καί κατησφαλίσατό με, καί καταγαγών δ᾿ ἐν κόσμῳ αἰσθητῷ καί ὁρατῷ τε πάλιν ἔθετο βιοῦν με καί συνεῖναι τοῖς ἐν σκότει τόν ἀπαλλαγέντα σκότους, καί καθεῖρχθαι μετ᾿ ἐκείνων, τῶν ἐν τῷ βορβόρῳ λέγω˙ μᾶλλον δέ διδάσκειν τούτοις, εἰς ἐπίγνωσίν τε ἄγειν, ὧν περίκεινται τραυμάτων καί ὧν δεσμῶν κατέχονται. Ἐντειλάμενος ἀπῆλθεν. Ἐγκαταλειφθείς οὖν μόνος, ἐν τῷ πρῴην σκότει λέγω, οὐκ ἠρκέσθην, οἷσπερ εἶπον ὅτι ἐσωρήσατό μοι, ἀγαθοῖς ἀνεκλαλήτοις ὅλον με ἀνακαινίσας, ὅλον με ἀθανατίσας ὅλον με θεοποιήσας καί Χριστόν ἀποτελέσας. Ἀλλ᾿ ἡ στέρησις ἐκείνου λήθν πάντων ἐνεποίει τῶν καλῶν, ὧν εἶπον, τούτων, καί ἐδόκουν ἐστερῆσθαι. Διά τοῦτο ὡς τοῖς πρῴην ἐμπαγείς κακοῖς ἠχθόμην καί καθήμενος ἐν μέσῳ τῆς σκηνῆς, ὥσπερ ἐν θήβῃ ἤ ἐν πίθῳ κεκλεισμένος, ἔκλαιον, ἐθρήνουν σφόδρα ἔξωθεν ὅλως μή βλέπων. Ἐξεζήτουν γάρ ἐκεῖνον, ἐκεῖνον ὅνπερ ἐπόθουν, οὗ ἠράσθην, οὗ τῷ κάλλει ὡραιότητος ἐτρώθην, ἐφλεγόμην, ἐκαιόμην, ὅλος ἐνεπυριζόμην. Οὕτως οὖν διάγοντά με, οὕτω καί δακρύοντά με, ἐκτηκόμενόν τε ἅμα καί δεινῶς με μαστιζόμενον καί βοῶντα κατωδύνως, τῆς κραυγῆς μου ἐπακούσας, ἀπό ἀνεικάστου ὕψους διακύψας καί ἰδών με κατηλέησε καί αὖθις κατιδεῖν ἠξίωσέ με τόν ἀόρατον τοῖς πᾶσιν, ὅσον ἐφικτόν ἀνθρώπῳ. Ὅν ἰδών ἐξεθαμβήθην ἐν οἰκίᾳ καθειργμένος καί ἐν πίθῳ κεκλεισμένος καί τοῦ σκότους ὤν ἐν μέσῳ, οὐρανοῦ καί γῆς σοι λέγω. Αἰσθητῶς καλῶ γάρ σκότος, ἐπεί ἅπαντας ἀνθρώπους καί τάς τούτων διανοίας αἰσθητοῖς συγκεκραμένας ἐν τούτοις ὄντας ταῦτα συγκαλύπτουσι βαρέως. Ὅμως ὤν ἐν τούτοις εἶδον τόν προόντα, καθώς εἶπον καί νῦν ὄντα πάντων ἔξω νοερῶς, καί ἐθαύμασα, ἐξέστην, ἐφοβήθην καί ἐχάρην. Καί κατανοῶν τό θαῦμα, πῶς τόν ἔξω πάντων ὄντα ἔνδον ὤν ἐγώ τῶν πάντων βλέπω μόνος βλέποντά με, μή γινώσκων, ποῦ ὑπάρχει, πόσος ἔστι, ποταπός δέ ἤ ὁποῖος, ὅν καί βλέπω, ἤ πῶς βλέπω ἤ τί βλέπω˙ ὅμως βλέπων ἅπερ εἶδον, καί θρηνῶν, ὅτι μή γνῶναι δύναμαι τόν τρόπον τοῦτον μηδέ ὅλως ἐννοῆσαι ἤ ποςῶς κατανοῆσαι, πῶς, ὅν βλέπω, πῶς με βλέπει, εἶδον πάλιν τοῦτον ἔνδον τῆς οἰκίας καί τοῦ πίθου ὅλον αἴφνης γεγονότα, ἑνωθέντα τε ἀφράστως, ἀπορρήτως συναφθέντα καί μιγέντα μοι ἀμίκτως ὡς τό πῦρ αὐτῷ σιδήρῳ καί τό φῶς γε τῷ ὑέλῳ, καί ἐποίησεν ὡς πῦρ με καί ὡς φῶς ἀπέδειξέ με, καί ἐκεῖνο ἐγενόμην, ὅπερ ἔβλεπον πρό τούτου καί μακρόθεν ἐθεώρουν, καί οὐκ οἶδα, πῶς σοι φράσω τό παράδοξον τοῦ τρόπου˙ οὐ γάρ ἠδυνήθην γνῶναι, οὐδέ νῦν γινώσκω πάντως, πῶς εἰσῆλθε, πῶς ἡνώθη. Ἑνωθείς δέ, πῶς σοι εἴπω τίς ἐστιν ὁ ἑνωθείς μοι, τίνι δέ κἀγώ ἡνώθην; Φρίττω καί φοβοῦμαι μήπως, ἐάν εἴπω, ἀπιστήσας περιπέσῃς βλασφημίᾳ ἐξ ἀγνοίας καί ψυχήν σου ἀπολέσῃς, ἀδελφέ μου. Ὅμως ἕν ἐγώ κἀκεῖνος, ᾧ ἡνώθην, γεγονότες, τίνα ἐμαυτόν καλέσω; Ὁ Θεός διπλοῦς τήν φύσιν, τήν ὑπόστασιν εἷς ὤν, διπλοῦν με εἰργάσατο. Ἐργασάμενος διπλοῦν δέ διπλᾶ καί ὀνόματα, ὡς ὁρᾷς, παρέσχε μοι. Βλέπε τήν διαίρεσιν! Ἄνθρωπός εἰμι τῇ φύσει, Θεός δέ τῇ χάριτι. Ὅρα ποίαν χάριν λέγω ἕνωσιν τήν μετ᾿ ἐκείνου αἰσθητῶς καί νοερῶς τε, οὐσιωδῶς καί πνευματικῶς τε! Ἀλλά τήν μέν νοεράν ἐξεῖπον ἕνωσίν σοι διαφόρως καί ποικίλως, αἰσθητήν δέ τήν τῶν μυστηρίων λέγω. Καθαρθείς γάρ μετανοίᾳ καί τοῖς τῶν δακρύων ῥείθροις, σώματος τεθεωμένου ὡς Θεοῦ μεταλαμβάνων Θεός κἀγώ γίνομαι τῇ ἑνώσει τῇ ἀφράστῳ. Ὅρα τό μυστήριον! Ἡ ψυχή οὖν καί τό σῶμα, ἵνα ταῦτα πάλιν εἴπω ἐκ πολλῆς περιχαρείας, ἕν ἐν οὐσίαις ταῖς δυσί˙ ταῦτα οὖν τά ἕν δύο τοῦ Χριστοῦ μεταλαβόντα καί τοῦ αἵματος πιόντα ἀμφοτέραις ταῖς οὐσίαις καί ταῖς φύσεσιν ὡσαύτως ἑνωθέντα τοῦ Θεοῦ μου γίνονται Θεός μεθέξει, ὁμωνύμως τε καλοῦνται τῷ ὀνόματι ἐκείνου, οὗ οὐσιωδῶς μετέσχον. Λέγεται οὖν πῦρ ὁ ἄνθραξ καί ὁ σίδηρος ὁ μέλας πυρωθείς ὡς πῦρ ὁρᾶται. Εἰ τοιοῦτος οὖν ὁρᾶται, καί τοιοῦτος ἄν κληθείη˙ πῦρ ὁρᾶται, πῦρ κληθείη. Εἰ μή σεαυτόν τοιοῦτον ἔγνως, τοῖς περί τοιούτων μή ἀπίστει λέγουσί σοι, ἀλλά ζήτησον ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί λήψῃ μαργαρίτην ἤ σταγόνα ἤ σινάπεως ὡς κόκκον, ὡς σπινθῆρα θεῖον σπόρον. Πῶς ζητήσεις, ὅ σοι λέγω; Ἄκουσον, σπουδῇ τε πρᾶξον, καί εὑρήσεις ἐν συντόμῳ˙ λάβε μοι σαφῆ εἰκόνα, τήν τοῦ λίθου καί σιδήρου˙ ἔνεστι καί γάρ ἐν τούτοις τοῦ πυρός ἡ φύσις πάντως, οὐχ ὁρᾶται δέ κἄν ὅλως. Συγκρουόμενα δέ ὅμως συνεχῶς πυρός σπινθῆρας ἀποπέμπουσι καί πᾶσι καθορῶνται μέν ἐν πρώτοις, οὐκ ἀνάπτονται δέ ὅμως, εἰ μή δράξωνται καί ὕλης. Ταύτῃ δ᾿ ἑνωθείς ἐκ τούτων εἷς σπινθήρ μικρός εἰς ἅπαν ἐξανάπτει κατ᾿ ὀλίγον καί εἰς ὕψος αἴρει φλόγοα καί φωτίζει τήν οἰκίαν καί τό σκότος ἐκδιώκει καί ποιεῖ τοῦ βλέπειν πάντας, τούς ἐν τῇ οἰκίᾳ ὄντας. Εἶδες θαῦμα; Λέγε οὖν μοι˙ Πρό τοῦ συνεχῶς κρουσθῆναι πῶς ἐκπέμψουσι σπινθῆρας; Ἄνευ δέ σπινθῆρος ὕλη αὐτομάτως πῶς ἀνάψει; Πρίν ἀνάψει, πῶς φωτίσει, πῶς τό σκότος ἐκδιώξει, πῶς τοῦ βλέπειν σοι παράσχει; Οὐδαμῶς, μοί πάντως εἴπῃς, δυνατόν ποτε γενέσθαι. Οὕτως οὖν καί σύ ποιῆσαι προθυμήθητι καί λήψῃς - Τί σοι λέγω, ὅτι λήψῃ; - θείας φύσεως σπινθῆρα, ὅν ὡμοίωσεν ὁ κτίστης πολυτίμῳ μαργαρίτῃ καί σινάπεως τῷ κόκκῳ. Τί ποιῆσαι δέ σοι λέγω; Ἄκουσον ἐμπόνως, τέκνον˙ ἔστω σοι ψυχή καί σῶμα ἀντί λίθου καί σιδήρου, ὁ δέ νοῦς ὡς αὐτοκράτωρ τῶν παθῶν ἀδολεσχείτω πράξεσι ταῖς ἐναρέτοις καί ἐννοίαις θεαρέστοις καί ὡς λίθον μέν τό σῶμα, ὡς δέ σίδηρον τήν ψυχήν χερσί νοηταῖς κρατήσας ἑλκυέτω καί ἀγέτω πρός τάς πράξεις μετά βίας˙ βιαστή καί γάρ ὑπάρχει οὐρανῶν ἡ βασιλεία. Ποίας πράξεις δέ σοι λέγω; Ἀγρυπνίαν καί νηστείαν, θερμήν τε μετάνοιαν, δακρύων ὄμβρους καί πένθος, ἄπαυστον θανάτου μνήμην, ἀδιάλειπτον εὐχήν τε καί ὑπομονήν πάντοίων πειρασμῶν ἐπερχομένων˙ πρό τούτων πάντων σιωπήν καί ταπείνωσιν βαθεῖαν καί ὑπακοήν τελείαν καί θελήματος ἐκκοπήν. Τούτοις οὖν καί τοῖς τοιούτοις ἡ ψυχή ἀδολεσχοῦσα καί ἀεί συνεχομένη λαμπηδόνας μέν ἐν πρώτοις δέχεσθαι ποιεῖ τόν νοῦν σου, ἀλλά σβέννυται συντόμως, ὅτι οὔπω ἐλεπτύνθη, ἵνα καί συντόμως ἅψῃ. Ὅτε δέ καί τῆς καρδίας ἅψεται βολίς ἡ θεία, τότε καί αὐτήν φωτίζει καί τόν νοῦν ἀποκαθαίρει καί εἰς ὕψος τοῦτον αἴρει καί πρός οὐρανόν ἀνάγει καί ἑνοῖ φωτί τῷ θείῳ. Ἅ σοι εἶπον, πρίν ποιήσῃς, πῶς, εἰπέ μοι, καθαρθήσῃ; Πρό τοῦ καθαρθῆναι δέ σε, πῶς ὁ νοῦς σου λαμπηδόνας ὑποδέξεται τάς θείας; Πῶς δέ, λέγε μοι, καί πόθεν ἄλλοθεν τῇ σῇ καρδίᾳ ἐμπεσόν τό πῦρ τό θεῖον ἀναφθήσεται καί ταύτην ἐξανάψει καί πυρώσει καί ἑνώσει καί συνάψει καί ἀχώριστον ποιήσει τό κτιστόν μετά τοῦ κτίστου; Οὐδαμῶς ποτέ, μοί φήσεις, τοῦτο δυνατόν ὑπάρξειν οὐδενί τῶν γεννηθέντων ἤ γεννήσεσθαι μελλόντων. Τά δ᾿ ἐντεῦθεν μή ἐρώτα! Εἰ ἑνωθῇς γάρ τῷ φωτί, πάντα σοι αὐτό διδάξει καί ἀποκαλύψει πάντα καί καθυποδείξει, ὅσα καί συμφέρει τοῦ μαθεῖν σε. Ἄλλως γάρ ἀδύνατόν σε τά ἐκεῖσε μαθεῖν λόγῳ˙ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων˙ ἀμήν.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Πόθεν ἔρχῃ, πῶς εἰσέρχῃ, ἔνδοθεν τῆς κέλλης λέγω πάντοθεν ἠσφαλισμένης; Ξένον γάρ καί τοῦτο ἔστιν ὑπέρ λόγον, ὑπέν νοῦν τε. Τό δ᾿ ἐντός μου γίνεσθαί σε ὅλον αἴφνης καί ἐκλάμπειν καί φωτοειδῆ ὁρᾶσθαι ὡς ὁλόφωτον σελήνην, τοῦτο ἄνουν, ἄφωνόν με ἀπεργάζεται, Θεέ μου. Οἶδα, ὅτι σύ ὑπάρχεις ὁ ἐλθών, ἵνα φωτίσῃς τούς ἐν σκότει καθημένους, καί ἐξίσταμαι καί ἔξω γίνομαι φρενῶν καί λόγων, ὅτι βλέπω θαῦμα ξένον, πᾶσαν κτίσιν, πᾶσαν φύσιν, πάντα λόγον ὑπερβαῖνον. Ὅμως ἄρτι πᾶσι λέξω, ἅ χαρίζῃ μοι λαλῆσαι˙ Ὦ ἀνθρώπων ἅπαν γένος, βασιλέων καί ἀρχόντων, πλούσιοί τε πένητές τε, μοναχοί καί κοσμικοί τε, πᾶσα γλῶσσα γηγενῶν με νῦν ἀκούσατε λαλοῦντα, μέγεθος φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ διηγούμενον! Ἥμαρτον αὐτῷ ὡς ἄλλος ἄνθρωπος οὐδείς ἐν κόσμῳ˙ μή με ταπεινώσει ταῦτα ὑπολάβῃς τις τοῦ λέγειν, ἀληθείᾳ ἥμαρτον γάρ ὕπερ ἅπαντας ἀνθρώπους πᾶσαν πρᾶξιν ἁμαρτίας, ἵνα συνελών σοι εἴπω, καί κακίας εἰργασάμην. Πλήν ἐκάλεσέ με, οἶδα, καί ὑπήκουσα εὐθέως. Ποῦ δέ κεκληκέναι τοῦτον ὑπενόησας εἰπεῖν με; Μή πρός δόξαν τήν τοῦ κόσμου ἤ τρυφάς με ἤ ἀνέσεις, ἀλλά μή πρός πλοῦτον ὅλως ἤ φιλίαν με ἀρχόντων ἤ πρός ἄλλο τι τῶν ὧδε ἐν τῷ βίῳ ὁρωμένων; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Πρός μετάνοιαν δέ εἶπον, ὅτι κέκληκέ με μᾶλλον, καί εὐθέως τῷ καλοῦντι ἠκολούθησα Δεσπότῃ˙ τρέχοντι οὖν κατέτρεχον, φεύγοντι οὖν ἐδίωκον ὡς τόν λαγωόν ὁ κύων. Μακρυθέντος ἀπ᾿ ἐμοῦ δέ καί κρυβέντος τοῦ Σωτῆρος οὐκ ἀπήλπιζον ἔγωγε, οὐδ᾿ ὡς ἀπολέσας τοῦτον ἐστρεφόμην εἰς τοὐπίσω, ἀλλ᾿ ἐν ᾧ εὑρέθην τόπῳ καθεζόμενος ἐθρήνουν, ἔκλαιον καί ἀντεκάλουν τόν κρυβέντα μοι Δεσπότην. Οὕτως οὖν κυλινδομένῳ καί βοῶντί μοι ὡρᾶτο, ἔγγιστά μου πλησιάσας. Τοῦτον βλέπων ἀνεπήδων, ὥρμων δράξασθαι αὐτοῦ δέ, ἔφευγεν ἐκεῖνος τάχος, ἔτρεχον ἐγώ εὐτόνως, ἐδρασσόμην οὖν πολλάκις τοῦ κρασπέδου τούτου φθάνων, ἵστατο μικρόν ἐκεῖνος, ἔχαιρον ἐγώ μεγάλως, καί ἀφίπτατο, καί πάλιν κατεδίωκον καί οὕτως ἀπιόντος, ἐρχομένου, κρυπτομένου, φαινομένου οὐκ ἐστράφην εἰς τοὐπίσω, οὐ κατώκνησα οὐδ᾿ ὅλως, οὐκ ἐνέδωκα τοῦ τρέχειν, οὐδ᾿ ὡς πλάνον ἡγησάμην ἤ πειράζοντά με ὅλως, ἀλλά πάσῃ μοι ἰσχύϊ, ἀλλά πάσῃ μου δυνάμει μή ὁρώμενον ἐζήτουν, τάς ὁδούς περιεσκόπουν καί φραγμούς, τό ποῦ φανεῖται˙ ἐπληρούμην τε δακρύων καί τούς πάντας ἐπηρώτων, τούς ποτε αὐτόν ἰδόντας. Τίνας δέ ὑπολαμβάνεις λέγειν με, ὅτι ἠρώτων; Τούς σοφούς τοῦ κόσμου τούτου ἤ τούς γνωστικούς με οἴει; Οὔμενουν, ἀλλά προφήτας, ἀποστόλους καί πατέρας, τούς σοφούς ἐν ἀληθείᾳ, τούς αὐτήν ἐκείνην ὅλην τήν σοφίαν κεκτημένους, ὅς ἐστίν αὐτός ἐκεῖνος ὁ Χριστός Θεοῦ σοφία. Τούτους οὖν μετά δακρύων καί σφοδροῦ καρδίας πόνου ἐπηρώτων τοῦ εἰπεῖν μοι, ποῦ ποτε αὐτόν κατεῖδον ἤ ἐν ποίῳ τοῦτον τόπῳ εἴτε πῶς καί ποίῳ τρόπῳ˙ καί λεγόντων μοι ἐκείνων ἔτρεχον δυνάμει πάσῃ, οὐκ ἐκάθευδον οὐδ᾿ ὅλως, ἀλλ᾿ ἐβίαζον ἐμαυτόν. Ὅθεν βλέπων μου τόν πόθον καθωρᾶτό μοι μετρίως, ὅνπερ βλέπων - ὡς προεῖπον – κατεδίωκον εὐτόνως. Ὡς οὖν εἶδέ με τά πάντα εἰς οὐδέν ἡγησάμενον, ἀλλά πάντα τά ἐν κόσμῳ, σύν αὐτῷ τῷ κόσμῳ λέγω, καί τούς ἐν τῷ κόσμῳ πάντας ὡς μή ὄντας ἐν αἰσθήσει λογιζόμενον ἐκ ψυχῆς καί τοῦ κόσμου χωρισθέντα τῇ τοιαύτῃ διαθέσει, ὅλος ὅλῳ μοι ὡράθη, ὅλος ὅλῳ μοι ἡνώθη ὁ τοῦ κόσμου πέλων ἔξω καί τόν κόσμον περιφέρων μετά τῶν ἐν κόσμῳ πάντων καί χειρί συνέχων μόνῃ ὁρατά σύν ἀοράτοις. Οὗτος οὖν, ἀκούσατέ μου, συναντήσας εὕρατό με˙ πόθεν, πῶς ἐλθών, οὐ οἶδα. Πῶς γάρ ἔμελλον εἰδέναι, πόθεν ἦλθεν, ὅν ἀνθρώπων οὐδείς πώποτε οὐκ εἶδεν, οὔτε ἔγνω ποῦ ὑπάρχει, ποῦ ποιμαίνει, ποῦ κοιτάζει; Ὅλως γάρ οὐ καθορᾶται, ὅλως οὐ κατανοεῖται, ἐνοικεῖ δέ ἀπροσίτῳ ἐν φωτί καί φῶς ὑπάρχει τρισυπόστατον ἀφράστως ἐν ἀπεριγράπτοις χώροις, ἀπερίγραπτος Θεός μου, εἷς Πατήρ, Υἱός ὡσαύτως, σύν τῷ Πνεύματι τῷ Θείῳ, ἕν τά τρία καί τά τρία εἷς Θεός ἀνερμηνεύτως. Λόγος γάρ οὐκ ἐξισχύει τά ἀνέκφραστα ἐκφράσαι, οὐδέ νοῦς σαφῶς νοῆσαι˙ τά γάρ ἐν ἡμῖν σοι μόλις ἐξειπεῖν ποσῶς ἰσχύω, ἑρμηνεῦσαι δέ σοι ταῦτα οὔτ᾿ ἐγώ, οὔτε τις ἄλλος τοῦτο ὅλως ἐξισχύσει. Πῶς Θεός τῶν πάντων ἔξω, τῇ οὐσίᾳ καί τῇ φύσει, τῇ δυνάμει καί τῇ δόξῃ, πανταχοῦ δέ πῶς καί ἐν πᾶσι, κατ᾿ ἐξαίρετον δέ τούτων ἐνοικεῖ ἐν τοῖς ἁγίοις καί σκηνεῖ γνωστῶς ἐν τούτοις καί οὐσιωδῶς, ὁ πάμπαν ὑπερούσιος ὑπάρχων; Πῶς συνέχεται ἐν σπλάγχνοις ὁ συνέχων πᾶσαν κτίσιν, πῶς δέ λάμπει ἐν καρδίᾳ, τῇ σαρκίνῃ καί παχείᾳ, πῶς καί ἔνδον ταύτης ἔστι, πῶς καί ἔξω πέλει πάντων καί πληροῖ αὐτός τά πάντα, ἐν νυκτί καί ἐν ἡμέρᾳ καί λάμπει καί οὐ καθορᾶται; Ταῦτα πάντα νοῦς, εἰπέ μοι, ὁ ἀνθρώπινος νοήσει ἤ εἰπεῖν σοι ἐξισχύσει; Οὔμενουν, οὐκ ἄγγελός σοι, οὐκ ἀρχάγγελος ἐξείποι, οὐδέ παραστῆσαι ταῦτα διά λόγου δυνηθείη. Ταῦτα οὖν Θεοῦ τό Πνεῦμα, Θεῖον ὄν, μόνον γινώσκει καί ἐπίσταται ὡς μόνον συμφυές καί σύνθρονόν τε καί συνάναρχον ὑπάρχον τῷ Υἱῷ καί τῷ Πατρί δέ˙ οἷς οὖν λάμψει τοῦτο αὖθις, οἷς καί συναφθῇ πλουσίως πάντα δείκνυσιν ἀφράστως, ἔργῳ σοι τά πάντα λέγω. Ὥσπερ γάρ τυφλός, εἰ βλέψει, βλέπει μέν τό φῶς ἐν πρώτοις, ἔπειτα καί πᾶσαν κτίσιν, τήν ἐν τῷ φωτί – ὤ θαῦμα! – οὕτως ὁ λαμφθείς τῷ Θείῳ Πνεύματι ψυχήν εὐθέως τοῦ φωτός ἐν μετουσίᾳ γίνεται καί φῶς θεᾶται, φῶς Θεοῦ, Θεόν τε πάντως, ὅς καί δείκνυσι τά πάντα, μᾶλλον δέ ὅσα κελεύει, ὅσα βούλεται καί θέλει. Οὕς φωτίσει τῇ ἐλλάμψει, τούτοις δίδωσι τό βλέπειν τά ἐν τῷ φωτί τῷ θείῳ. Ἀναλόγως τῆς ἀγάπης, φυλακῆς τῶν ἐντολῶν δέ, φωτιζόμενοι ὁρῶσι καί μυοῦνται ἀποκρύφων μυστηρίων θείων βάθος. Ὥσπερ εἴ τις ἐν οἰκίᾳ σκοτεινῇ κρατῶν εἰσέλθοι ἐν χειρί αὐτοῦ λαμπάδα, ἤ προάγοντος ἑτέρου καί κατέχοντος τόν λύχνον, αὐτός καθορᾷ τά ἔνδον τῆς οἰκίας ὄντα, οὕτως ὁ λαμπόμενος ἀκτῖσι νοητοῦ φαιδρῶς ἡλίου βλέπει τά τοῖς ἄλλοις πᾶσιν ἀγνοούμενα καί λέγει, πλήν οὐ πάντα, ἀλλά ὅσα λόγῳ φράσαι δυνηθείη. Τίς γάρ πώποτε δηλῶσαι τά ἐκεῖσε ἐξισχύσει οἷα, ὅσα, ποταπά τε, ἀκατάληπτά τε ὄντα καί ἀόρατα τοῖς πᾶσιν; Ἀνειδέων γάρ τό εἶδος, τήν ποσότητα ἀπόσων, κάλλος ἀκατανοήτων τἰς νοήσει, πῶς μετρήσει, πῶς εἰπεῖν ὅλως ἰσχύσει; Τῶν ἀμόρφων τάς μορφάς δέ πῶς τῷ λόγῳ διαγράψει; Πάντως οὐδαμῶς, ἐρεῖς μοι. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι μόνοι ταῦτα ἴσασιν οἱ καθορῶντες. Διό μή λόγοις, ἀλλ᾿ ἔργοις σπεύσωμεν τοῦ ἐκζητῆσαι, ἰδεῖν τε καί διδαχθῆναι θείων μυστηρίων πλοῦτον, ὅν δωρεῖται ὁ Δεσπότης τοῖς ἐμπόνως ἐκζητοῦσι καί παντός τοῦ κόσμου λήθην καί τῶν ἐν αὐτῷ πραγμάτων ἐναργῶς προσκτησαμένοις. Ὁ γάρ ἐκζητῶν ἐκεῖνα ὁλοψύχῳ προαιρέσει, πῶς οὐχί τῶν τῇδε πάντων ἀληθῶς ἀμνημονήσει καί γυμνόν τόν νοῦν ἐκ τούτων κτήσεται καί πάντων ἔξω εὑρεθήσεται εὐθέως μόνος; Ὅν ἰδών ὁ μόνος Θεός μόνον δι᾿ ἐκεῖνον γεγονότα καί τόν κόσμον ἀρνησάμενον καί πάντα τά τοῦ κόσμου, μόνος μόνον εὑρηκώς ἑνοῦται τούτῳ. Ὤ φρικτῆς οἰκονομίας, ὤ χρηστότητος ἀρρήτου! Τά δ᾿ ἐντεῦθεν μή ἐρώτα, μή ἐρεύνα, μή ἐκζήτει! Εἰ γάρ πλῆθος τῶν ἀστέρων ἤ ὅλως ὑετοῦ σταγόνας εἴτε ψάμμον ἀριθμῆσαι, ἀλλά καί λοιπῶν κτισμάτων τά μεγέθη τε καί κάλλη ἤ τάς φύσεις καί τάς θέσεις ἤ τάς τούτων τε αἰτίας, ὡς εἰσίν, οὐδείς ἰσχύσει ἤ εἰπεῖν ἤ ἐννοῆσαι, πῶς τοῦ κτίστου δυνηθείη ἐξειπεῖν τήν εὐσπλαγχνίαν, ἥν ἐνδείκνυται, μεθ᾿ ὧνπερ ἑνωθῇ ψυχῶν ἁγίων; Πάντως γάρ θεοῖ κἀκείνας τῇ ἑνώσει τῇ οἰκείᾳ˙ θεωθείσης ψυχῆς τοίνυν ὁ βουλόμενος τοῦ λέγειν τρόπους ταύτης ἤ τήν φύσιν, τήν διάθεσιν, τήν γνώμην, ἤ τά κατ᾿ αὐτήν σοι πάντα διηγεῖσθαι, ὡς οὐκ οἶδε, ποταπός σοι διά λόγου παραστῆσαι ὁ Θεός ἐστιν, πειρᾶται. Ἀλλ᾿ οὐκ ἔξεστι τοιαῦτα ἐκζητεῖν τούς ἐν τῷ κόσμῳ ἤ τούς κατά σάρκα ζῶντας, ἀλλά πίστει μόνῃ ταῦτα δεχομένους ἐκμιμεῖσθαι βίους τῶν ἁγίων πάντων, δάκρυσι καί μετανοίᾳ καί λοιπῇ σκληραγωγίᾳ, πειρασμῶν ὑπομονῇ τε τρέχειν, ὅπως ἔξω κόσμου γένωνται, ὡς εἴρηταί μοι, καί εὑρήσουσιν, ὡς εἶπον, ἅπαντα ἀπαραλείπτως. Ἐκπλαγήσονται δ᾿ εὑρόντες καί θαυμάσονται, κἀμοῦ δέ τοῦ ἀθλίου ὑπερεύξονται, ἵνα τούτων μή ἐκπέσω, ἀλλ᾿ αὐτῶν ἐκείνων τύχω, ὧνπερ καί τυχεῖν ἐπόθουν καί ποθῶ καί πόθῳ πόθον ἀμαυρῷ καί ἀπαμβλύνω. Ἤκουσάς ποτε τοιοῦτον; Πόθος γάρ πόθον ἀνάπτει καί τό πῦρ τρέφει τήν φλόγα˙ ἐν ἐμοί δ᾿ οὐκ ἔστιν οὕτως, ἀλλά – πῶς εἰπεῖν οὐκ ἔχω – ἔρωτος τό ὑπερβάλλον σβέννυσι τόν ἔρωτά μου. Οὐκ ἐρῶ γάρ, ὅσον θέλω, καί λογίζομαι μηδ᾿ ὅλως ἔρωτα Θεοῦ κεκτῆσθαι. Ἐκζητῶν δέ ἀκορέστως τοῦ ἐρᾶν με, ὅσον θέλω, προσαπόλλω καί ὅν εἶχον ἔρωτα θεοῦ, ὤ θαῦμα! Ὥσπερ θησαυρόν ὁ ἔχων καί φιλάργυρος τυγχάνων, ὅτι μή τά πάντα ἔχει, οὐ δοκεῖ τι ὅλως ἔχειν, κἄν πολύ χρυσίον ἔχῃ, οὕτω δή δοκῶ πανθάνειν ὁ ταλαίπωρος ἐν τούτῳ, ὅτι μή ποθῶ, ὡς θέλω, μηδέ ὅσον πάντως θέλω, οὐ δοκῶ ποθεῖν κἄν ὅλως. Τό ποθεῖν οὖν ὅσον θέλω ὑπέρ πόθον πόθος ἔστι, καί βιάζω μου τήν φύσιν, ὑπέρ φύσιν ἀγαπῆσαι˙ ἀσθενοῦσα δέ ἡ φύσις καί αὐτῆς ἀποστερεῖται ἧσπερ κέκτηται ἰσχύος, καί νεκροῦται παραδόξως ζῶν ὁ ἔρως τότε μᾶλλον˙ ζῇ γάρ ἐν ἐμοί καί θάλλει. Πῶς σοι εἴπω, ὅτι θάλλει; Ἀπορῶ παραδειγμάτων. Τοῦτο μόνον δέ σοι φράσω, ὅτι λόγῳ τά τοιάδε πᾶς ἀδυνατεῖ ἐκφράζειν. Δῴη ἅπασιν ὁ μόνος Θεός ὤν καί τῶν τοιούτων, ἀγαθῶν ὑπάρχων ὄντως παροχεύς τοῖς ἐκζητοῦσι μετανοίᾳ τά τοιαῦτα, τοῖς πενθοῦσι καί θρηνοῦσι καί καλῶς καθαιρομένοις ἀπολαῦσαι τῶν τοιούτων, ἐν μεθέξει γενομένοις ἀπ᾿ ἐντεῦθεν ἐν αἰσθήσει καί συνεκδημῆσαι τούτοις καί ἐν τούτοις καταπαῦσαι καί ζωῆς ἐπαπολαῦσαι αἰωνίου καί τῆς δόξης κοινωνούς τῆς ἀπορρήτου διά τούτων εὑρεθῆναι! Ἄμήν.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Ἐναντίον τῶν σαρκικῶν παθῶν θὰ πολεμᾷς, ἀδελφέ, μὲ ξεχωριστὸ καὶ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ γιὰ νὰ γνωρίζῃς νὰ πολεμᾷς μὲ τὴν τάξι, πρέπει νὰ σκέφτεσαι ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι καὶ τρεῖς πόλεμοι· πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμό, στὸ καιρὸ τοῦ πειρασμοῦ καὶ ἀφοῦ περάσει ὁ πειρασμός.
Ὁ πόλεμος πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ θὰ εἶναι, κατὰ τῶν αἰτιῶν, ποὺ συνήθως γίνονται ἀφορμὴ αὐτοῦ τοῦ πειρασμοῦ· δηλαδή, πρῶτα, ἐσὺ πρέπει νὰ πολεμᾷς κατὰ αὐτοῦ τοῦ πάθους· ὄχι ἀντιστεκόμενος σ᾿ αὐτό, ὅπως σου εἶπα νὰ κάνῃς στὰ ἄλλα πάθη, ἀλλὰ ἀποφεύγοντας μὲ ὅλη σου τὴ δύναμι ἀπὸ κάθε εἴδους ἀφορμὴ καὶ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο σοῦ προξενεῖ πειρασμὸ στὴ σάρκα. Καί, ἐὰν καμιὰ φορὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσῃς μὲ κανένα τέτοιον, μίλησε μὲ συντομία καὶ μὲ πρόσωπο σεμνὸ καὶ σοβαρό· μάλιστα, τὰ λόγια σου, ἂς ἔχουν κάποια σκληρότητα περισσότερη, παρὰ γλυκύτητα.
«Μὴν ἔχῃς ἐμπιστοσύνη στὸν ἐχθρό σου ποτέ», λέγει ὁ Σειρὰχ (12,11). Καὶ σύ, μὴν ἔχῃς ἐμπιστοσύνη ποτὲ στὸν ἑαυτό σου. Γιατὶ, καθὼς ὁ χαλκὸς γεννάει ἀπὸ μόνος του τὴν σκουριὰ ἔτσι καὶ ἡ διεφθαρμένη φύσις σου γεννᾷ ἀπὸ μόνη της τὴν κακία· «ὅπως ὁ χαλκὸς σκουριάζει, ἔστι καὶ κακία του» (αὐτόθι)· μὴν ἔχῃς ἐμπιστοσύνη, πάλι σου λέω, στὸν ἑαυτό σου, καὶ ἂν μπορῇ νὰ εἰπωθῇ ἔτσι ὅτι καὶ ἐσὺ δὲν αἰσθάνεσαι, οὔτε ἀκόμη αἰσθανθῇς τόσο καιρὸ τὶς αἰχμὲς τῆς σάρκας· διότι αὐτὴ ἡ κατηραμένη κακία, ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔκανε σὲ πολλοὺς χρόνους, τὸ κάνει σὲ μία ὥρα καὶ πολλὲς φορὲς κάνει τὶς ἑτοιμασίες της κρυφὰ καὶ ὅσο περισσότερο κάνει τὸν φίλο καὶ δίνει λιγωτέρο ὑποψία γιὰ αὐτή, τόσο περισσότερο βλάπτει καὶ ἀθεράπευτα πληγώνει (1).
Γι᾿ αὐτό, πολλὲς φορὲς πρέπει νὰ φοβᾶται κανεὶς περισσότερο (καθὼς ἡ πεῖρα τὸ ἀπέδειξε καὶ τὸ ἀποδεικνύει), ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα νομίζει εὔλογο νὰ συναναστρέφεσαι ἢ γιατὶ εἶναι συγγενεῖς του ἢ γιατὶ εἶναι εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετα (2) ἢ γιατὶ εὐεργετήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ κρίνει σὰν ὑποχρέωσι νὰ τὰ συχνοχαιρετᾶ. Διότι μὲ τὴν ἀπερίσκεπτη αὐτὴ συναναστροφή, ἀνακατώνεται ἡ φαρμακερὴ εὐχαρίστησις τῆς αἰσθήσεως, ὥστε ἀνεπαίσθητα λίγο λίγο διαπερνᾷ ὡς καὶ στὸ νοῦ τῆς ψυχῆς καὶ σκοτεινιάζει τόσο τὴ λογική, μὲ τρόπο, ποὺ ἀρχίζουν ὕστερα νὰ μὴν ὑπολογίζουν καθόλου τὰ ἐπικίνδυνα αἴτια τῆς ἁμαρτίας· δηλαδή, τὰ ἐρωτικὰ βλέμματα, τὰ γλυκὰ λόγια τοῦ ἕνα καὶ τοῦ ἄλλου μέρους· τὶς ἄσεμνες κινήσεις καὶ μορφασμούς· τὰ πιασίματα τῶν χεριῶν καὶ ἔπειτα καταντοῦν νὰ πέσουν ἢ στὴν ὁλοκληρωτικὴ ἁμαρτία ἢ στὰ ἄλλα διαβολικὰ πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δύσκολα μποροῦν νὰ ἐλευθερωθοῦν.
Γι᾿ αὐτό, πρέπει, ἀδελφέ, νὰ ἀποφεύγῃς τὴν φωτιά, γιατὶ εἶσαι πανὶ καὶ μὴν ξεθαρρέψης ποτὲ ὅτι εἶσαι στουπὶ βρεγμένο καὶ καλὰ γεμάτο ἀπὸ νερὸ καλῆς καὶ δυνατῆς θελήσεως· ὄχι· ἀλλὰ πὼς εἶσαι στουπὶ ξερὸ καὶ ἀμέσως πλησιάζοντας τὴ φωτιά, κατακαίγεσαι, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ γιὰ τὸν Σαμψών, ὅτι «ἔσπασε τὰ νεῦρα ὅπως σπάει ἡ κλωστὴ τοῦ στουπιοῦ, ὅταν πλησιάση στὴ φωτιά» (Κρίτ. 16,9), οὔτε νὰ λογαριάσης ὅτι ἔχεις σταθερὴ ἀπόφασι καὶ προθυμία καλύτερα νὰ πεθάνης παρὰ νὰ λυπήσῃς τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἁμαρτία. Γιατὶ, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι στουπὶ βρεγμένο, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴν συχνὴ συναναστροφὴ καὶ τὸ θέαμα, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν θερμότητά της ξηραίνει λίγο λίγο τὸ νερὸ τῆς καλῆς σου θελήσεως καὶ ἀνέλπιστα, τόσο θὰ προσκολληθῇς στὸ διαβολικὸ ἔρωτα, ὥστε νὰ μὴν ντραπῆς τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε νὰ σεβασθῇς συγγένεια ἢ φιλία, οὔτε νὰ φοβηθῇς τὸν Θεό, οὔτε νὰ ὑπολογίσῃς τὴν τιμή, οὔτε τὴν ζωή, οὔτε τὶς τιμωρίες ὅλες τῆς κολάσεως· ἀλλὰ νὰ ἐκτελέσῃς τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό, φεῦγε, φεῦγε ὅσο μπορεῖς.
Α´. Ἀπὸ τὶς συναναστροφὲς τῶν προσώπων ποὺ σκανδαλίζουν, ἂν ἀληθινὰ δὲν θέλῃς νὰ πιασθῇς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ θανατωθῇς (3)
Β´. Ἀπόφευγε τὴν ἀνεργία καὶ ὀκνηρία καὶ στάσου ἄγρυπνος καὶ νηφάλιος μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ μὲ τὰ ἔργα, ποὺ ταιριάζουν στὴ στάσι σου.
Γ. Μὴν παρακούσῃς ποτέ σου, ἀλλὰ ὑποτάξου εὔκολα στοὺς προεστῶτες καὶ Πνευματικούς σου Πατέρες, κάνοντας μὲ προθυμία καὶ γρήγορα ἐκεῖνα ποὺ σὲ προστάζουν καὶ μάλιστα, ἐκεῖνα ποὺ σὲ ταπεινώνουν καὶ εἶναι ἀντίθετα τῆς θελήσεώς σου καὶ τῆς φυσικῆς σου κλίσεως.
Δ´. Μὴ κάνῃς ποτὲ κρίσι ἀλαζονικὴ γιὰ τὸν πλησίον σου· δηλαδή, μὴν τὸν κατακρίνῃς καὶ μάλιστα, γι᾿ αὐτὴν τὴν ἴδια σαρκικὴ ἁμαρτία, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε, ἂν καὶ εἶναι φανερὰ πεσμένος σὲ αὐτήν, ἀλλὰ συμπάθησέ τον καὶ μὴν ἀγανακτήσῃς ἐναντίον του, οὔτε νὰ τὸν κοροϊδέψης, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμά του, ταπεινώσου ἐσὺ καὶ γνώρισε τὸν ἑαυτό σου, ὅτι εἶσαι ἀσθενὴς καὶ σκόνη καὶ στάχτη λέγοντας· ἐκεῖνος ἔπεσε σήμερα, ἐγὼ θὰ πέσω αὔριο. Γιατὶ, ἂν σὺ εὔκολα κρίνεις τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς καταφρονεῖς, ὁ Θεὸς παραδειγματικὰ θὰ σὲ ἐκπαιδεύσῃ, παραχωρώντας νὰ πέσῃς κι ἐσὺ στὸ ἴδιο ἐλάττωμα. «Νὰ μὴν κρίνετε, λέγει, καὶ δὲν θὰ κριθῆτε» (Ματθ.)· γιὰ νὰ γνωρίσῃς μὲ τὸ πέσιμό σου τὴν ὑπερηφάνειά σου καὶ νὰ ταπεινωθῇς καὶ ἔτσι νὰ ζητήσῃς θεραπεία καὶ γιὰ τὰ δυό· καὶ γιὰ τὴν ὑπερηφάνειά σου καὶ γιὰ τὴν πορνεία σου. Ἐὰν ὅμως καὶ σὲ φυλάξη ὁ Θεὸς καὶ δὲν πέσῃς, οὔτε ἀλλάξεις λογισμό, ὅμως πάλι μὴ δώσῃς ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ πάντα νὰ φοβᾶσαι καὶ νὰ ἀμφιβάλῃς γιὰ τὴ στάσι σου.
Ε´. Πρόσεχε καλά, ἐὰν ἀπόκτησες κανένα χάρισμα θεϊκὸ ἢ βρίσκεσαι σὲ καλὴ κατάστασι, νὰ μὴ βάλῃς στὸ λογισμό σου κάποια περιττὴ ἰδέα καὶ φαντασία, πὼς εἶσαι κάποιος καὶ πὼς οἱ ἐχθροί σου δὲν θὰ σὲ πολεμήσουν πιά, μὲ τὸ νὰ φαίνεσαι ὅτι πρὸς τὸ παρὸν τοὺς μισεῖς καὶ τοὺς ἀποστρέφεσαι. Γιατὶ, ἂν σὲ αὐτὸ εἶσαι ἀπροφύλακτος, εὔκολα θὰ πέσῃς.
Αὐτά, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ φυλάξης πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τοῦ σαρκικοῦ πάθους.
Στὸν καιρὸ ὅμως τοῦ πειρασμοῦ, πρέπει νὰ σκεφθῇς ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὸς ὁ πόλεμος· ἀπὸ ἐσωτερικὴ αἰτία, ἢ ἀπὸ ἐξωτερική. Ἐξωτερικὴ αἰτία εἶναι ἡ περιέργεια τῶν ὀφθαλμῶν, τὰ γλυκὰ στὴν ἀκοὴ λόγια καὶ τραγούδια· ἡ ἁπαλότητα καὶ ὁ στολισμὸς τῶν φορεμάτων, τὰ εὐωδιαστὰ μυριστικὰ τῆς ὀσφρήσεως· οἱ συνομιλίες καὶ οἱ κινήσεις καὶ τὰ πιασίματα, ποὺ παρακινοῦν στὴν ἁμαρτία αὐτή· ἡ θεραπεία σὲ αὐτὰ τὰ ἀπαντήματα εἶναι· ἡ σεμνότητα καὶ ἡ ταπεινότητα τῶν φορεμάτων, τὸ νὰ μὴ θέλῃς οὔτε νὰ δῇς, οὔτε νὰ ἀκούσῃς, οὔτε νὰ μυρίσῃς, οὔτε νὰ μιλήσῃς ἢ νὰ πιάσης ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ παρακινοῦν σὲ αὐτὴ τὴν κακία καὶ πρὸ πάντων ἡ ἀποφυγὴ τῆς συναναστροφῆς, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἡ ἐσωτερικὴ αἰτία προέρχεται ἢ ἀπὸ τὴν καλοζωία τοῦ σώματος ἢ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ νοῦ ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὶς κακές μας συνήθειες καὶ τὰ πάθη ἢ ἀπὸ τὴν παρακίνησι τοῦ διαβόλου.
Καὶ ἡ μὲν καλοζωία τοῦ σώματος, πρέπει νὰ σκληραγωγῆται μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, χαμαικοιτίες καὶ μάλιστα γονυκλισίες καὶ ἄλλες παρόμοιες ταλαιπωρίες· καθὼς ἐξηγεῖ ἡ διάκρισις καὶ ἡ διδασκαλία τῶν θείων Πατέρων τῶν δὲ λογισμῶν, ἀπὸ ὅπου κι ἂν προέρχωνται, οἱ θεραπεῖες εἶναι αὐτές· τὸ νὰ ἀσχολῆσαι μὲ διάφορα γυμνάσματα, ἁρμόδια γιὰ τὴν κατάστασί σου, τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ ἀνάγνωσις τῶν ἱερῶν βιβλίων, καὶ μάλιστα, τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, τῆς Κλίμακας, τοῦ Εὐεργετινοῦ, τῆς Φιλοκαλίας καὶ ἄλλων παρόμοιων, ἡ μελέτη καὶ ἡ προσευχή· ἡ ὁποία ἂς γίνεται ἔτσι. Ὅταν ἀρχίσουν αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ τῆς πορνείας νὰ σὲ ἐνοχλοῦν, ἀμέσως θυμίσου μὲ τὸν νοῦ σου τὸν ἐσταυρωμένο καὶ ἐκ βάθους ψυχῆς λέγε· «Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου γλυκύτατε, βοήθησέ με γρήγορα, γιὰ νὰ μὴν αἰχμαλωτισθῶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἐχθρό». Καὶ κάποιες φορὲς ἀγκαλιάζοντας (νοερά, ἢ αἰσθητά, ἂν εἶναι παρών), τὸν σταυρὸ στὸν ὁποῖο κρέμεται ὁ Κύριός σου, ἀσπάσου πολλὲς φορὲς τὶς πληγές του, λέγοντας μὲ ἀγάπη· «ὡραιότατες πληγές, πληγὲς ἁγιώτατες πληγὲς ἁγνότατες, πληγώσατε αὐτὴν τὴν ἀθλία καὶ ἀκάθαρτη καρδιά μου καὶ ἐμποδίστε με ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς βλάψω».
Ἡ δὲ θεραπεία σου κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο ποὺ πληθαίνουν οἱ λογισμοὶ τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, ἂς μὴ γίνεται κατ᾿ εὐθεῖαν ἐναντίον αὐτῶν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο καὶ μερικὰ βιβλία γράφουν ἔτσι (ὅπως εἶναι τὸ νὰ σκεφθῇς τὴν βρῶμα καὶ τὴν ἀηδία τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς· τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως ποὺ θὰ σοῦ προξενήσῃ, τὶς πίκρες ποὺ ἀκολουθοῦν, τοὺς κινδύνους, τὴν φθορὰ τῆς περιουσίας καὶ τῆς παρθενίας σου, τὴν κατηγορία τῆς τιμῆς καὶ ἄλλα παρόμοια)· ἡ μελέτη σου λέω, ἂς μὴν γίνεται σὲ αὐτά, γιατὶ αὐτὴ ἡ φροντίδα δὲν εἶναι πάντα μέσο ἀσφαλές, γιὰ νὰ νικήσῃς τὸν πειρασμό τῆς σάρκας· μάλιστα μπορεῖ νὰ προξενήσῃ βλάβη. Γιατὶ ἂν καὶ ὁ νοῦς ἀποβάλῃ τοὺς λογισμοὺς προσωρινὰ μὲ τὴν παρόμοια μελέτη, ὅμως μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἐμπαθής, ὅταν τὰ μελετᾷ αὐτά, ἀποτυπώνει καλύτερα τὴν εὐχαρίστησι καὶ εὐχαριστιέται καὶ συγκατατίθεται σὲ αὐτή. Ὁπότε ἡ ἀληθινὴ θεραπεία τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν εἶναι, τὸ νὰ ἀποφεύγουμε πάντα, ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε τί ἄλλο (ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἐναντίον τους), ποὺ μᾶς τὶς ὑπενθυμίζει. Γι᾿ αὐτό, ἡ μελέτη σου ἂς εἶναι σὲ ἄλλα· δηλαδή, στὴ ζωὴ καὶ τὸ πάθος τοῦ ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ, στὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου σου, στὴν τρομερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ στὰ διάφορα εἴδη τῆς κολάσεως.
Ἐὰν ὅμως καὶ οἱ σαρκικοὶ αὐτοὶ λογισμοὶ σὲ πολεμοῦνε περισσότερο ἀπὸ τὸ συνηθισμένο (ὅπως αὐτὸ συμβαίνει), μὴ δειλιάσης γι᾿ αὐτό, οὔτε νὰ ἀφήσῃς τὴν μελέτη τῶν παραπάνω, γιὰ νὰ στραφῆς σ᾿ αὐτούς, γιὰ νὰ τοὺς ἀντισταθῇς, ὄχι, ἀλλὰ ἀκολούθησε ὅσο περισσότερο συνοπτικὰ μπορεῖς, τὴν μελέτη σου αὐτή, μὴ φροντίζοντας ἐντελῶς γιὰ τοὺς λογισμοὺς αὐτούς, σὰν νὰ μὴν ἦταν δικοί σου. Γιατὶ, δὲν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ ἀντισταθῇς σ᾿ αὐτούς, ἂν καὶ συνεχῶς σὲ πολεμοῦν, ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς καταφρονῇς καὶ νὰ μὴ θέλῃς καθόλου νὰ τοὺς θυμηθῇς· μετὰ ἀπὸ αὐτά, θὰ τελειώσῃς τὴν ἐνασχόλησί σου, μὲ αὐτὴν (ἢ παρόμοια δέησι).
«Ἐλευθέρωσέ με, πλάστη μου καὶ λυτρωτά μου ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, στὴν τιμὴ τοῦ πάθους σου καὶ τῆς ἀνείπωτής σου ἀγαθότητας». Καὶ μὴ στρέψης τὸ νοῦ σου στὴ σαρκικὴ αὐτὴ κακία. Γιατὶ καὶ μοναχή της ἡ ἐνθύμησί της, δὲν εἶναι χωρὶς κίνδυνο. Ἀλλά, οὔτε νὰ στέκεσαι νὰ συνομιλῇς μὲ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ καὶ νὰ ἐρευνᾷς τὸν ἑαυτό σου ἂν συγκατατέθηκες σ᾿αὐτὲς ἢ ὄχι. Γιατὶ, αὐτὴ ἡ ἔρευνα, ἂν καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι καλή, ὅμως στ᾿ ἀλήθεια εἶναι μία πλάνη τοῦ διαβόλου ἢ γιὰ νὰ σὲ ἐνοχλῇ καὶ νὰ σὲ κάνῃ νὰ ἀπελπίζεσαι καὶ νὰ μικροψυχήσῃς ἢ γιὰ νὰ σὲ κρατάη πάντα μπλεγμένο σ᾿ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς καὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ σὲ κάνει νὰ πέσῃς καὶ σὲ αὐτὴ ἢ ἄλλη ἁμαρτία.
Γι᾿ αὐτό, σὲ αὐτὸ τὸν πειρασμὸ (ὅταν ἡ συγκατάθεσις δὲν εἶναι φανερή) εἶναι ἀρκετὸ τὸ νὰ τὸ ὁμολογήσῃς αὐτὸ μὲ συντομία στὸν πνευματικό σου, ἔχοντας ἀναπαύσει τὴν γνώμη σου, χωρὶς νὰ σκέφτεσαι πλέον τίποτα. Καὶ φανέρωσέ του ἀληθινὰ κάθε σου λογισμὸ σχετικὰ μὲ αὐτό, χωρὶς νὰ σὲ κρατάη ποτὲ καμμία συστολὴ ἢ ντροπή. Γιατὶ, ἂν μὲ ὅλους μας τοὺς ἐχθροὺς χρειαζώμαστε τὴν δύναμι τῆς ταπεινώσεως γιὰ νὰ τοὺς νικήσουμε, πόσο μᾶλλον τὴν χρειαζόμαστε στὸ σαρκικὸ αὐτὸ πόλεμο, περισσότερο παρὰ σὲ κάτι ἄλλο. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ ἡ κακία εἶναι σχεδὸν πάντα ποινὴ καὶ ἐπακόλουθο καὶ βλάστημα τῆς ὑπερηφάνειας (4). Ἔπειτα, ἀφοῦ περάσει ὁ πειρασμός, ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις νὰ κάνῃς εἶναι αὐτό· ὅσο καὶ ἂν σοῦ φαίνεται ὅτι εἶσαι ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς σάρκας καὶ γιὰ ὅλα βέβαιος, πρέπει ὅμως νὰ στέκεσαι μὲ τὸ νοῦ μακρυὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ὑποθέσεις καὶ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἔγιναν αἰτία τοῦ πειρασμοῦ· καὶ μὴ σκεφθῇς ὅτι πρέπει νὰ τὰ συναναστρέφεσαι, γιατὶ εἶναι συγγενῆ ἢ ἐνάρετα ἢ καὶ εὐεργέτες σου· γιατὶ καὶ αὐτὴ εἶναι μία πλάνη τῆς κακῆς φύσεως καὶ παγίδα τοῦ πανούργου μας ἐχθροῦ διαβόλου, ποὺ μεταμορφώνεται σὲ ἄγγελο φωτός, γιὰ νὰ μᾶς βάλει στὸ σκοτάδι ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος (Β´ Κορινθ. 11,14).
1. Ὅταν ὁ μέγας ἐκεῖνος Νεῖλος εἶπε «Καὶ ἂν νομίζῃς ὅτι εἶσαι μὲ τὸν Θεό, νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, γιατὶ εἶναι πολὺ ἀπατεώνας καὶ φθονερὸς καὶ θέλει νὰ εἶναι πιὸ γρήγορος ἀπὸ τὴν κίνησι καὶ τὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ σου» (Κεφ.γ´ σελ. 61, Φιλοκαλ.). Ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία πάντοτε μᾶς πειράζει, εἶναι, γιατὶ καθὼς ἕνας φυσικὰ ἀγαπᾷ τὸν ἑαυτό του, ἔτσι φυσικὰ ἀγαπᾷ νὰ πολλαπλασιάση μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν κακία τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ καὶ νὰ κάνῃ ὅμοιον μὲ αὐτὸν ἔτσι ὅπως ἡ κενοδοξία πάντα μᾶς ἐξαπατᾷ ἔτσι καὶ ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ δύσκολα ἀπὸ αὐτὴ φυλασόμαστε.
2. Πολλοὶ πολλὲς φορὲς πλανήθηκαν ἀπὸ τὰ παρόμοια ἐνάρετα καὶ εὐλαβῆ πρόσωπα, εἴτε γυναικῶν, εἴτε ἀνδρῶν χωρὶς γένεια καὶ συγκατοίκησαν μὲ αὐτά, ἢ καὶ ἀπρόσεκτα συναναστράφηκαν, ἔπεσαν σὲ πάθη ντροπῆς, πλανηθέντες ἀπὸ τὰ δεξιά, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν σεμνότητά τους· ἐμεῖς ὅμως προσθέτουμε ἐδῶ, ὅτι, ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτὰ καταπιάνεται κάποιος σὲ σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ σαρκικὸ ἔρωτα μὲ αὐτὰ τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ἂν αὐτά, μπορεῖ νὰ ὑποτεθῆ, εἶναι παιδιὰ πλουσίων γονέων, εὐγενῆ ἢ μὲ καλὴ ὁμιλία στὴ γλῶσσα ἢ καλόφωνα στὰ μουσικὰ ἢ ὡραῖα στὴν ὄψι ἢ ἐπιδέξια στὸ μυαλό, ἢ ἐπιδέξια στὰ χειρωνακτικὰ καὶ στὶς τέχνες ἢ ἔχουν ἄλλα τέτοια φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματα· γιατὶ ὅλα αὐτὰ αὐξάνουν τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν ἀγάπη, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέχουμε καὶ νὰ προφυλασσώμαστε ἀπὸ τὰ παρόμοια.
3. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Σολομώντας, σοφὸ μὲν ὀνομάζει ἐκεῖνον ποὺ φοβᾶται καὶ ἀποφεύγει τὶς αἰτίες τῶν κακῶν, καὶ σώφρονα ἐκεῖνον, ποὺ ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν τὶς ἀποφεύγει· «σοφὸς φοβηθείς, ἐξέκλινεν ἀπὸ κακοῦ, ὁ δὲ ἄφρων, ἑαυτῷ πεποιθώς, μίγνυται ἀνόμῳ» (Παρ. ι8´ 16). Σοφὸς ἦταν ὁ πάγκαλος Ἰωσὴφ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀφοῦ ἄφησε τὸ ἱμάτιό του καὶ ἀπόφευγε τὴν αἰτία τῆς ἁμαρτίας, ἀπέφυγε καὶ τὴν ἁμαρτία· γιατὶ ἂν δὲν ἀπέφευγε, σίγουρα θὰ ἁμάρτανε μὲ τὴν κυρία του, ὅπως εἶναι ἡ ἄποψις πολλῶν διδασκάλων. Ἀσύνετος βρέθηκε ὁ μάρτυρας ἐκεῖνος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ποὺ ἔπαθε γιὰ τὸν Χριστό, εὑρισκόμενος στὴ φυλακὴ καὶ ὑπηρετούμενος ἀπὸ μία μοναχή, ἐπειδὴ πίστεψε στὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ἀπέφευγε τὸ πρόσωπο ποὺ τὸν σκανδάλιζε, κύλησε μὲ αὐτὸ στὴν πορνεία, ὅπως γράφει ὁ Ἀββᾶς Μακάριος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος τὴν ἀποφυγὴ αὐτὴ ὑπονοοῦσε ὅταν ἔλεγε «νὰ ἀποφεύγετε τὴν πορνεία» (Α´ Κορινθ. 6,18).
4. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει, ὅτι, ὅποιος ἔπεσε στὴν πορνεία ἢ ἄλλη σαρκικὴ ἁμαρτία, ἐκεῖνος ἀπὸ πρὶν εἶχε τὴν ὑπερηφάνεια καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ πέσῃ γιὰ νὰ ταπεινωθῆ· «ὅπου πτῶμα κατέλαβεν, ἐκεῖ ὑπερηφάνεια προεσκήνωσεν». Καὶ πάλι, «παίδευσις ὑπερηφάνω, πτῶμα» (Λόγος, κβ´).
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
Ἐάσατε τῇ κέλλῃ με μόνον ἐγκεκλεισμένον, ἄφετέ με μετά Θεοῦ τοῦ μόνου φιλανθρώπου, ἀπόστητε, μακρύνατε, ἐάσατέ με μόνον ἀποθανεῖν ἐνώπιον Θεοῦ τοῦ πλάσαντός με. Μηδείς τῇ θύρᾳ κρούσειε, μηδείς φωνήν ἀφήσῃ, μηδείς ἐπισκέψατω με τῶν συγγενῶν ἤ φίλων, μηδείς μου τήν διάνοιαν ἑλκύσας ἀποσπάσῃ τῆς θεωρίας τοῦ καλοῦ καί ὡραίου Δεσπότου, μηδείς μοι βρῶμα δώσειε, μή πόμα μοι κομίσῃ. Ἀρκέσει γάρ μοι τό θανεῖν ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ μου, Θεοῦ τοῦ ἐλεήμονος, Θεοῦ τοῦ φιλανθρώπου, τοῦ κατελθόντος ἐπί γῆς ἁμαρτωλούς καλέσαι καί σύν αὐτῷ εἰς τήν ζωήν εἰσαγαγεῖν τήν θείαν. Οὐ θέλω ἔτι κατιδεῖν τό φῶς τοῦ κόσμου τούτου, οὐδέ αὐτόν τόν ἥλιον, οὐδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ˙ βλέπω γάρ τόν Δεσπότην μου, βλέπω τόν Βασιλέα, βλέπω τόν ὄντως ὄντα φῶς καί παντός φωτός κτίστην, βλέπω πηγήν παντός καλοῦ, βλέπω αἰτίαν πάντων, βλέπω ἀρχήν τήν ἄναρχον, ἐξ ἧς παρήχθη πάντα, δι᾿ ἧς ζωοῦνται καί τροφῆς ἅπαντα ἐμπιπλῶνται. Τούτου γάρ τῷ βουλήματι γίνονται καί ὁρῶνται Πῶς οὖν αὐτόν καταλιπών ἐξέλθω μου τῆς κέλλης; Ἄφετέ με, θρηνήσομαι καί κλαύσομαι ἡμέρας καί νύκτας, ἅς ἀπώλεσα ὁρῶν τό φῶς τοῦ κόσμου, τό αἰσθητόν καί σκοτεινόν, ὅ ψυχήν οὐ φωτίζει, οὗ καί τυφλοί τούς ὀφθαλμούς δίχα ἐν κόσμῳ ζῶσι καί μεταστάντες ἔσονται τῶν νῦν βλεπόντων ἴσοι˙ ἐν ᾧ κἀγώ πλανώμενος ὅλος ἐνευφραινόμην, ὅλως δέ εἶναι ἕτερον φῶς οὐκ ἐλογιζόμην, ὅ καί ζωή, ὡς εἴρηται, ὑπάρχει καί αἰτία τοῦ εἶναι, ὅ τι καί ἐστίν ἤ γνήσεται ὅλως, καί ἤμην ὥσπερ ἄθεος ἀγνοῶν τόν Θεόν μου. Νυνί δέ, ὡς ηὐδόκησεν ἄρρήτῳ εὐσπλαγχνίᾳ ὀφθῆναι τῷ ἀθλίῳ μοι καί ἀποκαλυφθῆναι, εἶδον καί ἔγνων ἀληθῶς Θεόν τῶν πάντων εἶναι, Θεόν, ὅν οὐδείς τῶν ἐν τῷ κόσμῳ εἶδεν ἀνθρώπων. Ἔξω τοῦ κόσμου γάρ ἐστιν, ἔξω φωτός καί σκότους, ἔξω ἀέρος καί νοός καί αἰσθήσεως πάσης˙ διό οὖν ὑπό τήν αἴσθησιν κατιδών ἐγενόμην. Οἱ οὖν ὑπό τήν αἴσθησιν ὄντες ἐάσατέ με μή κέλλαν μόνον κλεῖσαί τε καί ἔνδοθεν καθίσαι, ἀλλά καί λάκκον ὑπό γῆν ὀρύξαντα κρυβῆναι˙ κἀκεί διάγων ἔσομαι ἔξω παντός τοῦ κόσμου, καί βλέπων τόν ἀθάνατον Δεσπότην μου καί Κτίστην πόθῳ θανεῖν αἱρήσομαι, εἰδώς ὡς οὐ θανοῦμαι. Τί οὖν μοι προσεγένετο ὄφελος ἐκ τοῦ κόσμου, τί δέ καί νῦν κερδαίνουσιν οἱ ὄντες ἐν τῷ κόσμῳ; Ὄντως οὐδέν, ἀλλά γυμνοί ἐνοικήσουσι τάφοις καί ἀναστήσονται γυμνοί καί κριθήσονται πάντες, ὅτι ζωήν τήν ἀληθῆ, ὅτι τό φῶς τοῦ κόσμου, Χριστόν λέγω, ἐάσαντες ἠγάπησαν τό σκότος καί ἐν αὐτῷ περιπατεῖν ᾑρετίσαντο πάντες, οἱ μή τό φῶς δεξάμενοι τό λάμψαν ἐν τῷ κόσμῳ, ὅπερ ὁ κόσμος οὐ χωρεῖ οὐδέ ἰδεῖν ἰσχύει. Διό ἐγκαταλείψατε καί ἄφετέ με μόνον, παρακαλῶ, τοῦ κλαύσασθαι καί ἐκζητῆσαι τοῦτον, πλουσίως τοῦ δοθῆναί μοι καί ἀφθόνως ὀφθῆναι. Οὐ μόνον καθορᾶται γάρ, οὐ μόνον θεωρεῖται, ἀλλά καί μεταδίδοται καί κατοικεῖ καί μένει καί ἔστιν, ὥσπερ θησαυρός ἐν κόλπῳ κεκρυμμένος, ὅν ὁ βαστάζων ἥδεται καί βλέπων τοῦτον χαίρει, δοκεῖ καί πάντας καθορᾶν αὐτόν ἐγκεκρυμμένον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁρᾶται ἅπασιν, οὐ ψηλαφᾶται ὅλως, οὐ κλέπτης τοῦτον δύνασαι συλῆσαι, οὐ λῃστής τε ἁρπάσαι, εἰ καί κτείνειε τόν βαστάζοντα τοῦτον˙ ἄν ἀφελέσθαι βουληθῇ, εἰς μάτην κοπιάσει ἀνερευνῶν μαρσίππιον, ἀνερευνῶν χιτῶνας, τήν ζώνην λύων ἀσφαλῶς ἀναζητῶν ἐκεῖνον, κἄν τήν κοιλίαν τέμνειε, κἄν σπλάγχνα ψηλαφήσῃ, εὑρεῖν ἐκεῖνον ἤ λαβεῖν ὅλως οὐκ ἐξισχύσει. Ἔστι καί γάρ ἀόρατος, ἀκράτητος χερσί γε καί ἀψηλάφητος ὁμοῦ, ψηλαφώμενος ὅλως˙ κρατεῖται δ᾿ ὅμως ἐν χερσί καί τότε τῶν ἀξίων, τῶν δ᾿ ἀναξίων ἄπαγε, κεῖται καί ἐν παλάμῃ, τό τί, ὤ θαῦμα, τό οὐ τί, ὄνομα γάρ οὐκ ἔχει. Ἐκπλαγείς οὖν καί κατασχεῖν αὐτό ἐπιθυμήσας, σφίγξας τήν χεῖρα ἔδοξα κρατῆσαί τε καί ἔχειν, ἀλλά διέδρα μηδαμῶς κατασχεθέν χειρί μου, καί λυπηθείς ἀνέῳξα τήν πυγμήν τῆς χειρός μου καί εἶδον πάλιν ἐν αὐτῇ, ὅπερ πρῴην ἑώρων˙ ὤ θαῦμα ἀνεκλάλητον, ὤ μυστηρίου ξένου! Τί μάτην ταραττόμεθα, τί πλανώμεθα πάντες, τί πρός τό φῶς κεχήναμεν, τό ἀναίσθητον τοῦτο, οἱ ἐν αἰσθήσει νοερῷ τετιμημένοι λόγῳ; Τί πρός τάς ὕλας βλέπομεν, τάς φθειρομένας ταύτας, ἄϋλον ἔχοντες ψυχήν καί ἀθάνατον ὅλην; Τί δέ ταῦτα θαυμάζομεν ὅλως ἀναισθητοῦντες καί προτιμῶμεν ὡς τυφλοί τό βαρύ τοῦ σιδήρου καί μάζης τούτου μέγεθος ὑπέρ μικρόν χρυσίον, ἤ μαργαρίτην τίμιον ὡς ἀτίμητον χρῆμα, καί οὐ ζητοῦμεν τόν μικρόν τοῦ σινάπεως κόκκον, ὅ τιμιώτερόν ἐστι πάντων τῶν ὁρωμένων, μεῖζον τῶν ἀοράτων τε πραγμάτων καί κτισμάτων; Τί οὐ διδοῦμεν ἅπαντα καί λαμβάνομεν τοῦτον, τί δέ καί ζῆν βουλόμεθα μή κεκτημένοι τοῦτον; Κρεῖσσον θανεῖν, πιστεύσατε, πολλάκις, εἰς οἷόν τε, καί μόνον τοῦτον κτήσασθαι, τόν μικρόν λέγω κόκκον. Οὐαί γάρ τοῖς μή ἔχουσιν αὐτόν πεφυτευμένον ἐν κόλπῳ τῆς ψυχῆς αὐτῶν, λιμώξουσι σφοδρῶς γάρ. Οὐαί τοῖς μή βλαστήσαντα αὐτόν θεασαμένοις, ὅτι γυμνοί τε στήσονται ὡς δένδρα φύλλων δίχα. Οὐαί τοῖς μή πιστεύουσι τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου, ὡς τοῦτον δένδρον γίνεσθαι καί κλάδους ἀποπέμπειν, καί ἐκζητοῦσιν ἐν σπουδῇ καί νοός τῇ τηρήσει τήν καθ᾿ ἡμέραν αὔξησιν τοῦ μικροῦ τούτου κόκκου, ὅτι ζημιωθήσονται τούτου τήν ἐργασίαν, ὡς δοῦλος ὁ τό τάλαντον κατορύξας ἀφρόνως˙ ὧν εἷς ὑπάρχω δή κἀγώ, ἀμελῶν ἀσυγχύτως˙ ὦ φῶς τό τρισυπόστατον, Πάτερ, Υἱέ καί Πνεῦμα, ὦ τῆς ἀρχῆς ἡ ἄναρχος ἀρχή καί ἐξουσία, ὦ φῶς ἀκατονόμαστον ὡς ἀνώνυμον πάντῃ, ὦ αὖθις πολυώνυμον ὡς ἐνεργοῦν τά πάντα, ὦ δόξα μία καί ἀρχή, κράτος καί βασιλεία, ὦ φῶς ὡς ἕν καί θέλημα, γνώμη, βουλή, ἰσχύς τε, ἐλέησον, οἰκτείρησον ἐμέ τόν τεθλιμμένον! Πῶς γάρ ἵνα μή θλίβωμαι, πῶς ἵνα μή λυπῶμαι, τοσαύτης σου χρηστότητος, ἐλέους σου τοσούτου καταφρονῶν καί ῥᾳθυμῶν, ὁ ἀγνώμων καί τάλας καί χαύνως πορευόμενος ὁδῷ τῶν ἐντολῶν σου; Ἀλλά καί νῦν σπλαγχνίσθητι καί νῦν ἐλέησόν με καί θέρμην τῆς καρδίας μου ἐξάναψον, Χριστέ μου, ἥν ἔσβεσεν ἡ ἄνεσις σαρκός μου τῆς ἀθλίας, ὕπνος καί κόρος τῆς γαστρός καί οἴνου πολλοῦ πόσις. Ταῦτα καί φλόγα ἔσβεσαν εἰς ἅπαν τῆς ψυχῆς μου καί τήν πηγήν ἐξήραναν, τήν βρύσιν τῶν δακρύων˙ καί γάρ ἡ θέρμη πῦρ γεννᾷ, τό δέ πῦρ αὖθις θέρμην, καί ἐξ ἀμφοῖν ἀνάπτεται φλόξ, πηγή τῶν δακρύων. Ἡ φλόξ βλαστάνει νάματα, τά νάματα δέ φλόγα˙ ἐν οἷς ἀδολεσχία με ἀνήγαγε τῶν θείων, μελέτη σου τῶν ἐντολῶν αὖθις καί προσταγμάτων, ἡ τήρησις μετάνοιαν ὡς συνεργόν λαβοῦσα, καί ἔστησαν ἐν μέσῳ με τῶν ὄντων καί μελλόντων, ὅθεν ἐκ τῶν ὁρωμένων τε γεγονώς αἴφνης ἔξω εἰς φόβον περιέπεσον βλέπων, ὅθεν ἐρρύσθην. Τά μέλλοντα μακρόθεν δέ ὄντα πάντως ἑώρων, κἀκεινά μοι καταλαβεῖν ποθοῦντι πῦρ ἀνήφθη τοῦ πόθου, καί κατά μικρόν φλόξ ἀρρήτως ὡράθη - ἐν τῷ νοΐ μου πρότερον, ὕστερα δ᾿ ἐν καρδίᾳ - καί ἔβλυζε τά δάκρυα ἡ φλόξ τοῦ θείου πόθου καί ἄφθεγκτον τόν γλυκασμόν σύν αὐτοῖς μοι παρεῖχεν. Θαρρήσας οὖν ἐν ἐμαυτῷ, ὡς οὐ σβέννυται ὅλως, καλῶς καί γάρ ἐκκαίεται, εἶπον, καί ῥᾳθυμήσας ὕπνῳ καί κόρῳ τῆς γαστρός ἐδουλώθην ἀφρόνως, ὑποχαλάσας οἴνῳ τε πλειόνως ἐχρησάμην˙ οὐ μεθυσθείς, πλήν κορεσθείς, καί εὐθύς ἀπεσβέσθη τό θαῦμα τοῦτο τό φρικτόν, ὁ ἐγκάρδιος πόθος, ἡ φλόξ ἡ μέχρις οὐρανοῦ φθάνουσα καί ἐντός μου ἐκκαιομένη μέν σφοδρῶς, οὐ κατακαίουσα δέ τήν ἐν τοῖς σπλάγχνοις οὖσάν μου οὐσίαν τήν χορτώδη, ἀλλ᾿ ὅλην, ὤ τοῦ θαύματος, εἰς φλόγα μετεποίει, καί χόρτος ψαύων τοῦ πυρός οὐκ ἐκαίετο ὅλως, μᾶλλον δέ πῦρ ἐν ἑαυτῷ περιλαμβάνον χόρτον ἡνοῦτο καί ἀνάλωτον αὐτόν ὅλον ἐτήρει. Ὤ θείου δύναμις πυρός, ὤ ἐνεργείας ξένης! Ὁ λύων πέτρας καί βουνούς ἀπό μόνου τοῦ φόβου καί ἀπό τοῦ προσώπου σου, ὤ Χριστέ, ὁ Θεός μου, πῶς χόρτῳ ἀναμίγνυσαι θείᾳ ὅλως οὐσίᾳ φωτί ὅλως ἀστέκτῳ τε ὁ ἐνοικῶν Θεός μου; Πῶς μένων ἀναλλοίωτος, ἀπρόσιτος εἰς ἅπαν φυλάττεις ἀκατάφλεκτον τοῦ χόρτου τήν οὐσίαν, καί ἀναλλοίωτον τηρῶν ἀλλοιοῖς ὅλον τοῦτον, καί μένων χόρτος ἔστι φῶς, οὐχί τό φῶς δέ χόρτος, ἀλλά τῷ χόρτῳ σύ τό φῶς ἀσυγχύτως ἑνοῦσαι, καί χόρτος γίνεται ὡς φῶς μεταβληθείς ἀτρέπτως; Οὐ φέρω σου τά θαύματα τῇ σιωπῇ καλύπτειν, οὐ δύναμαι τοῦ μή λαλεῖν τήν σήν οἰκονομίαν, ἥν μετ᾿ ἐμοῦ ἐποίησας, τοῦ ἀσώτου καί πόρνου˙ καί τῆς φιλανθρωπίας σου τόν ἀκένωτον πλοῦτον μή διηγεῖσθαι ἅπασιν οὐ στέγω, λυτρωτά μου! Βούλομαι γάρ τόν σύμπαντα κόσμον λαβεῖν ἐκ τούτου καί μή κενόν τούτου τινά ὅλως καταλειφθῆναι, πλήν πρῶτον, ὦ παμβασιλεῦ, ἐν ἐμοί πάλιν λάμψον, ἐνοίκησον καί φώτισον τήν ταπεινήν ψυχήν μου, δεῖξον θεότητος τῆς σῆς τρανῶς τό πρόσωπόν μοι καί ἀοράτως ὅλος μοι φάνηθι, ὤ Θεέ μου! Οὐδ᾿ ὅλως γάρ ὁρᾶσαί μοι, ὅλος δέ φαίνεσαί μοι˙ ἄληπτος ὤν ὅλος ληπτός θέλεις καί γίνεσαί μοι, ἀχώρητος ὤν τῷ παντί μικρόν οὖν ὄντως γίνῃ, καί ἐν χερσί μου οἱονεί καί ἐν τοῖς χείλεσί μου ὥσπερ μαζός φωτοειδής καί γλυκασμός ὁρᾶσαι, ἀστράπτων καί στρεφόμενος, ὤ μυστηρίου ξένου! Δός μοι σαυτόν οὕτω καί νῦν, ὅπως ἐμφορηθῶ σου, ὅπως καταφιλήσω σου καί κατασπάσομαί σου τήν δόξαν τήν ἀπόρρητον, τό φῶς τοῦ σοῦ προσώπου, καί ἐμπλησθῶ καί μεταδῶ τότε τοῖς ἄλλοις πᾶσι καί μεταστάς ἔλθω πρός σέ, ὅλος δεδοξασμένος, ἐκ τοῦ φωτός σου φῶς κἀγώ γεγονώς παραστῶ σοι καί τότε τούτων τῶν πολλῶν κακῶν ἀμεριμνήσω, φόβου ἀπαλλαγήσομαι τοῦ μή πάλιν τραπῆναι. Ναί, τοῦτο δός μοι, Δέσποτα, ναί, τοῦτο χάρισαί μοι, ὁ τἆλλα πάντα δωρεάν δούς μοι τῷ ἀναξίῳ. Τούτου γάρ χρεία μάλιστα, τοῦτο τό πᾶν καί ἔστιν˙ εἰ γάρ καί νῦν ὁρᾶσαί μοι, εἰ γάρ καί νῦν σπλαγχνίζῃ, εἰ γάρ καί νῦν φωτίζεις με καί μυστικῶς διδάσκεις καί σκέπεις καί φυλάττεις με τῇ κραταιᾷ χειρί σου καί συμπαρῇς καί δαίμονας τρέπεις καί ἀφανίζεις καί πάντα ὑποτάσσεις μοι καί πάντα μοι παρέχεις καί ἐμπιπλᾷς τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων, ὦ Θεέ μου, ἀλλά οὐδέν μοι ὄφελος τούτων, εἰ μή μοι δώσεις ἀνεπαισχύντως παρελθεῖν τοῦ θανάτου τάς πύλας. Εἰ μή ὁ ἄρχων ἔλθοιε τοῦ σκότους καί τήν δόξαν ἴδοι συνοῦσάν μοι τήν σήν καί αἰσχυνθῇ εἰς ἅπαν, ὁ σκοτεινός καταφλεχθείς ἀπροσίτῳ φωτί σου, καί αἱ δυνάμεις ἅπασαι σύν αὐτῷ ἐναντίαι τραπήσονται σημείωσιν σφραγῖδος σῆς ἰδοῦσαι, κἀγώ δέ διελεύσομαι θαρρῶν τῇ χάριτί σου, ἀτρέμας ὅλος, καί πρός σέ ἐγγίσω καί προσπέσω, τί μοι τῶν νῦν τό ὄφελος ἐν ἐμοί γινομένων; Ὄντως οὐδέν, ἀλλά τό πῦρ ἀναψουσί μοι πλέον. Ὁ γάρ ἐλπίζων ἀγαθῶν καί αἰωνίου δόξης ἐν μετοχῇ ὑπάρχειν με καί δοῦλόν σου καί φίλον, εἰ στερηθῶ πάντων ὁμοῦ καί σοῦ αὐτοῦ, Χριστέ μου, πῶς οὐχί χείρων ἔσται μοι τῶνἀπίστων ἡ θλῖψις, τῶν μή ἐπεγνωκότων σε, τῶν μή τό φῶς σου λάμψαν ἰδόντων καί γλυκύτητος τῆς σῆς ἐμφορηθέντων; Εἰ δέ τυχεῖν μοι γένηται τῶν ἀρραβώνων τούτων τά τέλη καί τά ἔπαθλα ἀπολήψεσθαι, Σῶτερ, ἅ ἐπηγγείλω τοῖς εἰς σέ, Χριστέ, πεπιστευκόσι, τότε κἀγώ μακάριος ἔσομαι καί αἰνέσω σέ, τόν Πατέρα καί Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν τόν ἕνα ἀληθῶς εἰς αἰῶνας αἰώνων, ἀμήν.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, όπως ακριβώς το βρέφος, όταν βγει από την κοιλιά της μάνας του, αισθάνεται απότομα τον αέρα και αμέσως ξεσπά από μόνο του σε κλάμα και σε θρήνο, έτσι και αυτός που γεννήθηκε από τον ουρανό (Ιω. 3:3) και βγήκε από τον κόσμο αυτό σαν από σκοτεινή κοιλιά, αλλά μπήκε στο νοητό και ουράνιο φως, και κατά κάποιο τρόπο σαν να έσκυψε λίγο μέσα σ’ αυτό, γεμίζει αμέσως από απερίγραπτη χαρά και χύνει δάκρυα, χωρίς να πονά, επειδή σκέφτεται, όπως είναι φυσικό, από ποιο σκότος γλύτωσε και σε ποιο φως αξιώθηκε να βρεθεί· διότι αυτό είναι η αρχή, για να λογαριασθεί κάποιος ανάμεσα στους Χριστιανούς.
Αυτοί ωστόσο που ακόμη δεν γνώρισαν και δεν είδαν αυτό το καλό, αλλά και δεν το ζήτησαν με πολλή επιμονή και θρήνους και δάκρυα, για να καθαρισθούν μ’ αυτές τις πράξεις και να το επιτύχουν και να ενωθούν τέλεια μ’ αυτό το καλό και να αποκτήσουν κοινωνία μαζί του, πες μου, πώς θα ονομασθούν ολοκληρωτικά Χριστιανοί; Διότι αυτοί δεν είναι όπως πρέπει.
Διότι, αν αυτό που γεννιέται από τη σάρκα είναι σαρκικό και αυτό που γεννιέται από το Πνεύμα είναι πνευματικό (Ιω. 3:6), αυτός που γεννήθηκε σωματικά και έγινε άνδρας, αλλά δεν σκέφθηκε, ούτε πίστεψε, ούτε φρόντισε ποτέ, ότι έχει χρέος να γεννηθεί πνευματικά, πώς λοιπόν θα γίνει πνευματικός και θα λογαριάσει τον εαυτό του με τους πνευματικούς άνδρες, αν, χωρίς να γίνει αντιληπτός, όπως εκείνος που φορούσε τα ρυπαρά ενδύματα, παρεμβληθεί στους λαμπροφορεμένους αγίους, και, αφού καθίσει μαζί τους στο βασιλικό τραπέζι, ριχθεί έξω, δεμένος χέρια και πόδια (Ματθ. 22:11-13), επειδή δεν είναι τέκνο του φωτός, αλλά της σάρκας και του αίματος, και θα παραδοθεί στην αιώνια φωτιά, που είναι ετοιμασμένη για τον διάβολο και για τους αγγέλους του;
Διότι αυτός, που πήρε εξουσία να γίνει τέκνο του Θεού και κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών και των αιωνίων αγαθών, που με πολλούς τρόπους έμαθε με ποια έργα και με ποιες εντολές έχει χρέος να ανυψωθεί σ’ αυτή την τιμή και δόξα, αλλά καταφρόνησε όλα αυτά και προτίμησε τα γήινα και τα φθαρτά και διάλεξε να ζει σαν το γουρούνι και θεώρησε την πρόσκαιρη δόξα ανώτερη από την αιώνια, πώς δεν θα χωρισθεί δίκαια από όλους τους πιστούς και δεν θα καταδικασθεί με τους άπιστους, μαζί με τον ίδιο τον διάβολο;
Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους εσάς, αδελφοί και πατέρες, φροντίστε, όσο υπάρχει καιρός και είμαστε με τους ζωντανούς· αγωνισθείτε, ώστε να γίνετε υιοί του Θεού, για να αναδειχθείτε τέκνα του φωτός, διότι αυτά τα χαρίζει η γέννηση από τον ουρανό.
Μισήστε τον κόσμο και αυτά που είναι στον κόσμο· μισήστε τη σάρκα και τα πάθη που γεννιούνται απ’ αυτή· μισήστε κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, ακόμη και για το ελάχιστο αντικείμενο και πράγμα.
Αυτό όμως θα μπορέσουμε να το κάνουμε, αν σκεφθούμε το μέγεθος της δόξας και της χαράς και της απόλαυσης που πρόκειται να κληρονομήσουμε. Διότι, πες μου, τι είναι τόσο μεγάλο στον ουρανό ή επάνω στη γη, όπως το να γίνει κάποιος τέκνο του Θεού και κληρονόμος του και συγκληρονόμος του Χριστού; Ασφαλώς τίποτε!
Αλλά όμως, επειδή εμείς προτιμούμε τα γήινα και αυτά που έχουμε στα χέρια μας, και δεν ζητούμε τα αγαθά, που είναι αποθηκευμένα στους ουρανούς, και δεν εξαρτιόμαστε από τον πόθο τους, προσφέρουμε σ’ εκείνους, που μας βλέπουν, φανερή απόδειξη πρώτα ότι είμαστε κυριευμένοι από την αρρώστια της απιστίας, όπως είναι γραμμένο: «Πώς μπορείτε να πιστεύετε, εφόσον δέχεσθε τις τιμές από τους ανθρώπους, ενώ την τιμή, που προέρχεται από τον μοναδικό Θεό, δεν την αποζητάτε;» (Ιω. 5:44)· και έπειτα ότι, επειδή γίναμε δούλοι των παθών, είμαστε προσηλωμένοι στη γη και σ’ αυτά που υπάρχουν στη γη, και δεν θέλουμε διόλου να σηκώσουμε το βλέμμα μας στον ουρανό και στον Θεό, αλλά, με το να απωθούμε με ανοησία τις εντολές του Θεού, χάνουμε την υιοθεσία του.
Αλλά παρακαλώ, πατέρες και αδελφοί, ας φροντίσουμε εμείς, με όση δύναμη έχουμε, να αξιωθούμε να γίνουμε από εδώ ακόμη συμμέτοχοι στη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, για να επιτύχουμε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
Πηγή: (Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου Έργα, Λόγος όγδοος (απόσπασμα), σελ. 138. Μετάφραση Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2017),Κοινωνία Ορθοδοξίας, Η άλλη όψη
Ἀπέργασαι παλάτιον τόν τῆς ψυχῆς σου οἶκον, εἰς κατοικίαν τῷ Χριστῷ καί βασιλεῖ τῶν ὅλων δακρύων ταῖς ῥανίσι σου, ὀλολυγμοῖς καί θρήνοις καί τῶν γονάτων κάμψεσι καί στεναγμῶν τῷ πλήθει, εἰ ἀληθῶς, ὦ μοναχέ, μονάζων εἶναι θέλεις. Καί τότε οὐ μονάζων ἦς, τῷ βασιλεῖ συνῆς γάρ καί ἦς μονάζων καθ᾿ ἡμᾶς, ὡς ἐξ ἡμῶν ὑπάρχων καί χωρισθείς κόσμου παντός˙ τοῦτο μονάζων πάντως. Τῷ δέ Θεῷ καί βασιλεῖ ἑνωθείς οὐ μονάζων, ἀλλά ἁγίων γέγονας συναρίθμιος πάντων, ἀγγέλων ὁμοδίαιτος καί σύνοικος δικαίων καί πάντων τῶν ἐν οὐρανῷ συγκληρονόμος ὄντως. Πῶς οὖν μονάζων ὁ ἐκεῖ τό πολίτευμα ἔχων, ἔνθα ἐστίν ὁμήγυρις μαρτύρων καί ὁσίων, ἔνθα χορός τῶν προφητῶν καί θείων ἀποστόλων, ἔνθα ἡ ἀναρίθμητος πληθύς, ἡ τῶν δικαίων, ἱεραρχῶν, πατριαρχῶν καί τῶν λοιπῶν ἁγίων; Ὁ δέ καί ἔχων τόν Χριστόν ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα, πῶς μόνος εἶναι λέγεσθαι δύναται, εἴπατέ μοι; Τῷ γάρ Χριστῷ μου σύνεστιν ὁ Πατήρ καί τό Πνεῦμα, καί πῶς μονάζων, ὁ τρισί ὡς ἑνί συνημμένος; Οὐκ ἔστι μόνος ὁ Θεῷ ἑνωθείς, κἄν μονάζῃ, κἄν ἐν ἐρήμῳ κάθηται, κἄν ἐν σπηλαίῳ ἔστιν˙ εἰ δέ μή τοῦτον εὕρηκεν, εἰ δέ μή τοῦτον ἔγνω, εἰ δέ μή τοῦτον ἔλαβεν ὅλον τόν σαρκωθέντα Θεόν Λόγον, οὐ γέγονε μοναχός, οἴμοι, ὅλως. Ὅθεν καί μόνος ἐστί τοῦ Θεοῦ κεχωρισμένος οὗτος, ἀλλά καί ὁ καθείς ἡμῶν ἐσμέν κεχωρισμένοι ἀνθρώπων ἄλλων πάντως γε καί ὀρφανοί δέ ἅπαντες μεμονωμένοι ὦμεν, εἰ καί δοκοῦμεν ἕνωσιν τῇ συνοικήσει ἔχειν καί μετ᾿ ἀλλήλων μίγνυσθαι τῇ τῶν πολλῶν συνάξει. Ψυχῇ γάρ καί τῷ σώματι ἐσμέν κεχωρισμένοι, ὅπερ καί εἶναι ἀληθές ὁ θάνατος δεικνύει, ἀποχωρίζων ἕκαστον συγγενῶν τε καί φίλων καί λήθην πάντων ἐμποιῶν τῶν νῦν ἀγαπωμένων. Οὕτω κάι νύξ καί ὕπνος τε καί πράξεις αἱ ἐν βίῳ τήν ἕνωσιν τήν τῶν πολλῶν ὡς εἰκός διαλύει. Ὁ δέ ποιήσας οὐρανόν δι᾿ ἀρετῆς τήν κέλλαν τήν ἑαυτοῦ, καί ἐν αὐτῇ καθήμενον τόν κτίστην τοῦ οὐρανοῦ τε καί τῆς γῆς κατανοεῖ καί βλέπει καί προσκυνεῖ καί σύνεστιν ἀεί φωτί ἀδύτῳ, φωτί τῷ ἀνεσπέρῳ τε, φωτί τῷ ἀπροσίτῳ, οὗ οὐδαμῶς χωρίζεται, οὐ μακρύνεται ὅλως, οὐκ ἐν ἡμέρᾳ ἤ νυκτί, οὐκ ἐν τροφῇ ἤ πόσει, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ἐν ὕπνῳ ἤ ὁδῷ ἤ μεταβάσει τόπου, ἀλλ᾿ ὥσπερ ζῶν οὕτω θανών, μᾶλλον δέ τρανοτέρως ὅλως ἐκείνῳ σύνεστι τῇ ψυχῇ αἰωνίως. Πῶς γάρ καί χωρισθήσεται ἡ νύμφη τοῦ νυμφίου, ἤ ὁ ἀνήρ τῆς γυναικός, ᾗ συνηρμόσθη ἅπαξ; Ὁ νομοθέντης, λέγε μοι, τόν νόμον οὐ φυλάξει; Ὁ εἰρηκώς˙ Καί ἔσονται οἱ δύο εἰς μίαν σάρκα, πῶς οὐ γενήσεται αὐτός σύν αὐτῇ πνεῦμα ὅλως; Ἐν τῷ ἀνδρί γάρ ἡ γυνή, ἐν γυναικί ἀνήρ δέ, καί ἡ ψυχή ἐν τῷ Θεῷ καί Θεός ἐν ψυχῇ δέ ἑνοῦται καί γνωρίζεται ἐν τοῖς ἁγίοις πᾶσιν. Οὕτως ἑνοῦνται τῷ Θεῷ οἱ διά μετανοίας τάς ἑαυτῶν καθαίροντες ψυχάς ἐν κόσμῳ τῷδε, καί μοναχοί καθίστανται τῶν ἄλλων ὄντες δίχα, οἵ νοῦν Χριστοῦ λαμβάνουσιν, ὅπερ καί στόμα ἔστι καί γλῶσσα ὄντως ἀψευδής, μεθ᾿ ἧς προσομιλοῦσι Πατρί τῷ παντοκράτορι, μεθ᾿ ἧς ἀεί βοῶσιν˙ Ὦ πάτερ, ὦ παμβασιλεῦ, ὦ κτίστα τῶν ἁπάντων! Τούτων ἡ κέλλα οὐρανός, ἥλιος δέ ἐκεῖνοι, καί τό φῶς ἐστιν ἐν αὐτοῖς, τό ἄδυτον καί θεῖον, ὅ καί φωτίζει ἅπαντα ἐρχόμενον ἐν κόσμῳ ἄνθρωπον καί γενόμενον ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Νύξ οὖν οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς˙ πῶς εἰπεῖν σοι οὐκ ἔχω, φρίττω γάρ ταῦτα γράφων σοι καί ἐννοῶν δέ τρέμω, ἀλλά διδάσκω σε τό πῶς ζῶσι καί ποίῳ τρόπῳ οἱ τῷ Θεῷ δουλεύοντες κἀκεῖνον ἀντί πάντων μόνον καί ἀγαπήσαντες, μόνῳ καί ἑνωθέντες καί γεγονότες μοναχοί ὡς μετά μόνου μόνοι, εἰ καί ἐν δήμῳ παμπληθεῖ εἰσίν ἀπειλημένοι. Οὗτοι γάρ ὄντως μοναχοί καί μονάζοντες μόνοι, γυμνοί καί ἐνθυμήσεων καί λογισμῶν παντοίων, μόνον ὁρῶντες τόν Θεόν ἐν νοΐ ἀνεννοίῳ, ἐμπεπηγμένῳ ἐν φωτί, ὥσπερ ἐν τοίχῳ βέλος, ἤ ὡς ἀστήρ ἐν οὐρανῷ, ἤ πῶς εἰπεῖν οὐκ ἔχω. Ὅμως ὡς ἄλλον φωτεινόν νυμφῶνα κατοικοῦσι τάς κέλλας καί ἐν οὐρανῷ νομίζουσι διάγειν ἤ ἀληθῶς διάγουσι, βλέπε, μή ἀπιστήσῃς! Οὐ γάρ εἰσίν ἐπί τῆς γῆς, εἰ καί τῇ γῇ κρατοῦνται, ἀλλ᾿ ἐν φωτί διάγουσι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ᾧ κατοικοῦσιν ἄγγελοι, ἐφ᾿ ᾧ περιπατοῦσιν, ὑφ᾿ οὗπερ διαρπάζονται ἀρχαί καί ἐξουσίαι, θρόνοι καί κυριότητες πᾶσαι ἐνδυναμοῦνται. Εἰ γάρ καί ἐπαναπαύεται Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις, ἀλλ᾿ ἐν Θεῷ οἱ ἅγιοι ζῶσί τε καί κινοῦνται, βαδίζοντες ἐν τῷ φωτί ὥσπερ ἐπί ἐδάφους. Ὤ θαύματος, ὡς ἄγγελοι καί ὡς υἱοί ὑψίστου ἔσονται μετά θάνατον, θεοί Θεῷ συνόντες, τῷ φύσει ὄντι οἱ αὐτῷ θέσει ὁμοιωθέντες. Τούτων νυνί δέ λείπονται μόνῳ, ὅτι κρατοῦνται τῷ σώματι καί σκέπονται καί καλύπτονται, οἴμοι, ὡς δέσμιοι ἐν φυλακῇ τόν ἥλιον ὁρῶντες καί τάς ἀκτῖνας τάς αὐτοῦ δι᾿ ὀπῆς εἰσιούσας καί μή δυνάμενοι αὐτόν ὅλον κατανοῆσαι ἤ κατιδεῖν τῆς φυλακῆς ἔξωθεν γεγονότες, ἤ παρακύψαντες τρανῶς ἀπιδεῖν εἰς ἀέρα. Καί τοῦτο ἔστιν, ὅ αὐτούς ἀνιᾷ, ὅτι ὅλον οὐ καθορῶσι τόν Χριστόν, εἰ καί ὅλον ὁρῶσιν, οὐδέ δεσμῶν ἰσχύουσι τοῦ σώματος ἐκδῦναι, εἰ καί παθῶν ἀνείθησαν καί πάσης προσπαθείας, ἀλλά κρατοῦνται ὑφ᾿ ἑνός τῶν πολλῶν ἀνεθέντες˙ ὁ γάρ ὑπάρχων ἐν δεσμοῖς πολλοῖς συνδεδεμένος οὐδέ ἐλπίζει τῶν πολλῶν τήν λύσιν εὑρηκέναι, ὁ δέ τά πλεῖστα τῶν δεσμῶν δυνηθείς διακόψαι, κρατούμενος δέ ὑφ᾿ ἑνός πλέον ἀλγεῖ τῶν ἄλλων, καί ἐπισπεύδει καί αὐτοῦ ἀεί ζητεῖ τήν λύσιν, ὅπως ἐλεύθερος φανῇ, ὅπως βαδίζῃ χαίρων, ὅπως ἀπέλθῃ ἐν σπουδῇ, πρός ὅν τόν πόθον εἶχε, δι᾿ ὅν καί τήν ἀπόλυσιν τοῦ δεσμοῦ ἐπεζήτει. Ἐκεῖνον τοίνυν ἅπαντες ζητήσωμεν, τόν μόνον δυνάμενον ἐκ τῶν δεσμῶν ἡμᾶς ἐλευθερῶσαι. Ἐκεῖνον καί ποθήσωμεν, ἐκεῖνον οὗ τό κάλλος πᾶσαν ἐκπλήττει ἔννοιαν, πᾶσαν ἐκπλήττει φρένα, πᾶσαν τιτρώσκει τε ψυχήν καί πτεροῖ πρός ἀγάπην καί συγκολλᾷ καί συνενοῖ τῷ Θεῷ ἀενάως. Ναί, ἀδελφοί μου, δράμετε ταῖς πράξεσι πρός τοῦτον, ναί, φίλοι, διανάστητε, ναί, μή ἀπολειφθῆτε, ναί, μή λαλεῖτε καθ᾿ ἡμῶν ἑαυτούς ἀπατῶντες. Μή λέγετε, ἀδύνατον λαβεῖν τό Θεῖον Πνεῦμα, μή λέγετε, χωρίς αὐτοῦ δυνατόν τό σωθῆναι, μή οὖν ἀγνώστως τούτου λέγετέ τινα μετέχειν. Μή λέγετε, ὅτι Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις, μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν, ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παροῦσι χρόνοις. Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι, ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει, πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα˙ τοῖς δ᾿ ἄλλοις ὄντως τύφλωσις, ἁμαρτημάτων ῥύπος, ὅ καί ἐνταῦθα καί ἐκεῖ θείου φωτός στερήσει καί, μή πλανᾶσθε, τῷ πυρί καί σκότει παραπέμψει. Ἴδετε, φίλοι, ποταπός ὡραῖος ὁ Δεσπότης! Ναί, μή καμμύσητε τόν νοῦν πρός τήν γῆν ἀφορῶντες, ναί, μή φροντίσι τῶν ἐν γῇ πραγμάτων καί χρημάτων, ἐπιθυμίᾳ δόξης τε κρατηθῆτε καί τοῦτον ἐγκαταλείψετε, τό φῶς ζωῆς τῆς αἰωνίου! Ναί, φίλοι, δεῦτε μετ᾿ ἐμοῦ, συνεπάρθητε δή μοι, οὐ σώματι, ἀλλά νοΐ καί ψυχῇ καί καρδίᾳ, ἐν ταπεινώσει κράζοντες πρός τόν καλόν Δεσπότην, τόν φιλοικτίρμονα Θεόν, τόν φιλάνθρωπον μόνον. Καί πάντως εἰσακούσεται καί πάντως ἐλεήσει καί πάντως ἀποκαλυφθῇ καί πάντως ἐμφανίσει καί φῶς ἡμῖν τό ἑαυτόῦ φαιδρόν καθυποδείξει. Τί κατοκνεῖτε ταπεινοί, τί καταρρᾳθυμεῖτε, τί προτιμᾶσθε ἄνεσιν τοῦ σώματος καί δόξαν, τίν ἄτιμον καί ἄδοξον, τήν κενήν καί ματαίαν; Τί λέγετε ἀμέριμνον τόν ἐνάρετον βίον; Οὐκ ἔστιν οὕτως, ἀδελφοί, οὐκ ἔστι, μή πλανᾶσθε, ἀλλ᾿ ὡς οἱ βίον ἔχοντες καί γυναῖκα καί τέκνα καί πλούτου ἐφιέμενοι καί δόξης τῆς προσκαίρου σπουδάζουσι καί τρέχουσι τό δοκοῦν ἐκπληρῶσαι, οὕτω καί πᾶς μετανοῶν καί πᾶς Θεῷ δουλεύων ὀφείλει σπεύδειν καί ἀεί ἐμμέριμνος ὑπάρχειν, ὅπως εὐπρόσδεκτος αὐτοῦ ἡ μετάνοια ἔσται καί ἡ δουλεία γένηται εὐάρεστος τελεία, καί τότε ὅλως τῷ Θεῷ οἰκειωθείς ἐκ τούτων ὅλος ἑνοῦται καί αὐτόν κατά πρόσωπον βλέπει καί παρρησίαν πρός αὐτόν ἀναλόγως λαμβάνει, καθ᾿ ὅσον σπεύδει τό αὐτοῦ θέλημα ἐκπληρῶσαι, ὅπερ ἀξιωθείημεν καί ἡμεῖς τοῦ ποιῆσαι καί τοῦ ἐλέους μετασχεῖν μετά πάντων ἁγίων, νῦν μέν καθ᾿ ὅσον ἐφικτόν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἐκεῖ δέ ὅλον τόν Χριστόν, ὅλον τό Θεῖον Πνεῦμα, ἐν τῷ Πατρί ληψόμεθα εἰς αἰῶνας αἰώνων˙ ἀμήν.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Νῦν ἐν τοῖς ζῶσιν ὡς νεκρός, ὦ Δέσποτα, ὑπάρχω καί ἐν νεκροῖς ὡς ζῶν εἰμι, ἄθλιος ὑπέρ πάντας ἀνθρώπους τούς ἐπί τῆς γῆς, οὕς ἔκτισας, Θεέ μου. Τό γάρ νεκρόν ὑπάρχειν με ἐν τοῖς κατά σε ζῶσι τῶν μή κτισθέντων χείρω με ἀποδείκνυσι πάντως, τό δ᾿ ἐν νεκροῖς τήν ἄλογον ζωήν ζῆν ὡς τά κτήνη τῶν μή εἰδότων σε Θεόν ὅμοιον ὄντως πέλει. Πῶς γάρ οὐκ ἔστιν ὅμοιον, πῶς δέ οὐκ ἔστιν ἶσον; Εἰ καί δοκῶ εἰδέναι σε, εἰ καί δοκῶ πιστεύειν, εἰ καί δοκῶ σε ἀνυμνεῖν καί σέ ἐπικαλεῖσθαι- καί γάρ λαλεῖ τό στόμα μου λόγους, οὕς ἐδιδάχθην, καί ὕμνους ᾄδω καί εὐχάς, ἅς ἐγγράφως οἱ πάλαι τό Πνεῦμά σου τό Ἅγιον ἐξέθεντο λαβόντες,- καί λέγων ταῦτα καί δοκῶν μέγα τι πεπραχέναι ἀναισθητῶ καί ἀγνοῶ, ὅτι ὥσπερ οἱ παῖδες μανθάνοντες οὐκ ἴσασι τήν δύναμιν τῶν λόγων, οὕτως κἀγώ ταῖς προσευχαῖς καί ψαλμοῖς τε καί ὕμνοις ἐγκαρτερῶν καί ἀνυμνῶν σέ τόν εὔσπλαγχνον μόνον, τῆς σῆς δόξης καί τοῦ φωτός αἴσθησιν οὐ λαμβάνω, καί ὥσπερ οἱ αἱρετικοί, οἱ πολλά ἐκμαθόντες, ἐδόκουν τοῦ εἰδέναι σε, ἐδόκουν σέ γινώσκειν, ἐδόκουν οἱ πανάθλιοι καί βλέπειν σε, Θεέ μου, οὕτω κἀγώ πολλάς εὐχάς καί πολλάς ψαλμῳδίας λαλῶν ἐν μόνῃ γλώσσῃ μου, ἴσως δέ καί καρδίᾳ, ἐκ τούτων τό τῆς πίστεως ἄκρον ἔχειν νομίζω, ἐκ τούτων τήν ἐπίγνωσιν πᾶσαν τῆς ἀληθείας οἴομαι τό καταλαβεῖν καί μηδέν πλέον χρῄζειν˙ ἐκ τούτων κάί τό βλέπειν σε, τό φῶς τοῦ κόσμου, Σῶτερ, ἐκ τούτων καί κατέχειν σε καί συνεῖναί μοι λέγω καί συμμετέχειν φύσεως τῆς θείας σου νομίζω, καί κατ᾿ ἐμοῦ παραβολάς ἐφευρίσκω καί λόγους ἀνερευνῶν ἐκ τῆς γραφῆς προβάλλομαι καί λέγω˙ Ὁ Κύριος τούς τρώγοντας εἶπεν αὐτοῦ τήν σάρκα καί τούς τό αἷμα πίνοντας ἐν αὐτῷ καταμένειν, ἀλλά καί κατοικεῖν αὐτός ἐν αὐτοῖς ὁ Δεσπότης. Τοῦτο οὖν λέγων ὡς ληπτόν τόν ἄληπτον κηρύττω, ἐν τῷ ληπτῷ τοῦ σώματος τόν ἄληπτον ὑπάρχειν, καί κρατητόν καί ὁρατόν τόν ἀκράτητον πάντῃ. Καί ἀγνοῶ, ὁ δυστυχής, ὅτι ἐν οἷς ἄν θέλῃς, τῷ αἰσθητῷ καί κρατητῷ καί ὁρατῷ ὑπάρχεις, αἰσθητός τε καί κρατητός καί ὁρατός, ὁ κτίστης. Ἐν ἀκαθάρτοις δ᾿ ὡς ἐγώ καί ἀναξίοις μᾶλλον θεοποιεῖς τό αἰσθητόν σῶμα σοῦ τε καί αἷμα καί παντελῶς ἀκράτητον, ἄληπτόν τε εἰς ἅπαν ἀναλλοιώτως ἀλοιοῖς, μᾶλλον δ᾿ ἐν ἀληθείᾳ πνευματικόν μεταποιεῖς, ἀόρατον, ὡς πάλαι συγκεκλεισμένων τῶν θυρῶν εἰσῆλθες καί ἐξῆλθες καί ἄφαντος ἐξ ὀφθαλμῶν ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου ἐγένου σύ τῶν μαθητῶν, οὕτω καί νῦν τόν ἄρτον ἀποτελεῖς καί σῶμα σου πνευματικόν ἐργάζῃ. Κἀγώ δοκῶ κατέχειν σε, κἄν θέλῃς, κἄν μή θέλῃς, καί κοινωνῶν τῆς σῆς σαρκός καί σοῦ μεταλαμβάνειν νομίζω καί διάκειμαι ὡς ἅγιος, Χριστέ μου, καί κληρονόμος τοῦ Θεοῦ καί σός συγκληρονόμος καί ἀδελφός καί μέτοχος δόξης τῆς αἰωνίου. Ἐκ τούτου τοίνυν δείκνυμαι ἀναισθητῶν εἰς ἅπαν, ἐκ τούτου πάντως φαίνεται ἀγνοεῖν με, ἅ ψάλλω, καί ἅ λαλῶ καί ἅ ἀεί μελετῶ τε καί ᾅδω. Εἰ γάρ ὅλως ἐγίνωσκον, εἶχον πάντως εἰδέναι, ὅτι ἀτρέπτως ἄνθρωπος ἐγένου, ὁ Θεός μου, ἵνα τόν προσληφθέντα με ὅλον θεοποιήσῃς, οὐχί δέ ἵνα ἄνθρωπος σύ παχύτητι μείνῃς καί κρατηθῇς ἐν τῇ φθορᾷ, ὁ ἀκράτητος πάντῃ, ὁ ἄφθαρτος καί ἄληπτος φύσει Θεός ὑπάρχων. Τοῦτο εἰδώς ὡς ἄληπτον τό σῶμά σου τό θεῖον καί αἷμά σου τό ἅγιον πιστεύων γεγενῆσθαι καί πῦρ ὄντως ἀπρόσιτον ἐμοί τῷ ἀναξίῳ, φρίκῃ καί φόβῳ, τρόμῳ τε τούτων ἄν ἐκοινώνουν, ἐν δάκρυσι καί στεναγμοῖς ἐμαυτόν προκαθαίρων. Νῦν δέ ἐν σκότει κάθημαι καί ἀγνοίᾳ, πλανῶμαι, ἀναισθησίᾳ παντελεῖ κρατούμενος ὁ τάλας. Ἀλλ᾿ ὅμως ἱκευτεύω σε, ὅμως ἐκδυσωπῶ σε, προσπίπτων καί παρακαλῶν καί ζητῶν σου τό ἔλεος˙ Ἐπίβλεψον ὡς πάντοτε καί νῦν, παμβασιλεῦ μου, δεῖξον τήν εὐσπλαγχνίαν σου, δεῖξον τό συμπαθές σου, δεῖξον τό ἀμνησίκακον εἰς ἐμέ τόν τελώνην, μᾶλλον δέ τόν πανάσωτον, τόν ὑπέρ πᾶσαν φύσιν ἀλόγων τε καί λογικῶν εἰς σέ ἐξαμαρτόντα. Εἰ γάρ καί πάντα πέπραχα ἄνομα ἐν τῷ βίῳ, ἀλλά Θεόν σε, ποιητήν ὁμολογῶ τῶν πάντων, Θεοῦ Υἱόν σε, τοῦ Θεοῦ ὁμοούσιον σέβω, τόν γεννηθέντα ἐξ αὐτοῦ πρό πάντων τῶν αἰώνων καί ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν καιρῶν ἐξ ἁγίας Παρθένου, τῆς Θεοτόκου Μαριάμ γεννηθέντα ὡς βρέφος καί γεγονότα ἄνθρωπον, δι᾿ ἐμέ τε παθόντα καί σταυρωθέντα καί ταφῇ, Σῶτερ, παραδοθέντα καί ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν μετά τρίτην ἡμέραν καί ἀνελθόντα ἐν σαρκί, ὅθεν οὐκ ἐχωρίσθης. Οὕτως οὖν με πιστεύοντα, οὕτως σε προσκυνοῦντα καί πάλιν σε ἐλπίζοντα ἐλθεῖν καί κρῖναι πάντας καί ἀποδοῦναι ἑκάστῳ, Χριστέ, τά κατ᾿ ἀξίαν, ἡ πίστις ἀντί ἔργων μοι λογισθήτω, Θεέ μου, καί μή ζητήσῃς ἔργα με ὅλως τά δικαιοῦντα, ἀλλά ἡ πίστις μοι αὕτη ἀντί πάντων ἀρκέσει. Αὕτη ἀπολογήσεται, αὕτη με δικαιώσει, αὕτη με δείξει κοινωνόν δόξης σου αἰωνίου. Ὁ γάρ πιστεύων, εἴρηκας, εἰς ἐμέ, ὦ Χριστέ μου, ζήσεται καί οὐκ ὄψεται θάνατον εἰς αἰῶνας. Εἰ οὖν ἡ πίστις ἡ εἰς σέ ἀπεγνωσμένους σῴζει, ἰδού, πιστεύω, σῶσόν με λάμψας φῶς σου τό θεῖον, καί τήν ἐν σκότει μου ψυχήν καί σκιᾷ τοῦ θανάτου κατεχομένην, Δέσποτα, ἐπιφανείς φωτίσῃς. Δός δέ μοι καί κατάνυξιν, πόμα τό ζωηρόν σου, πόμα πιαῖνόν μου σαρκός καί ψυχῆς τάς αἰσθήσεις, πόμα εὐφραῖνόν με ἀεί καί ζωήν μοι παρέχον, οὗ μή στερήσῃς με, Χριστέ, τόν ταπεινόν καί ξένον, τόν τάς ἐλπίδας ἐπί σέ ἀναθέμενον πάσας.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Ἂν ἀκόμη δὲν εἶσαι συνηθισμένος, ἀγαπητέ, νὰ πολεμᾷς ἀντίθετα στὰ ξαφνικὰ χτυπήματα καὶ ἐπιθέσεις τῶν προσβολῶν, ἢ ἄλλων κάποιων ἀντίθετων ποὺ σοῦ τυχαίνουν, σὲ συμβουλεύω νὰ κάνῃς τὸ ἑξῆς: Δηλαδή, συνήθιζε πάντα νὰ ἐρευνᾷς ἀπὸ πρίν, καθισμένος στὸ σπίτι σου, ὅτι θὰ σοῦ συμβοῦν πολλὲς προσβολές, ἀτιμίες, πολλὲς φορὲς δὲ καὶ πληγὲς καὶ ἄλλα πολλὰ ἀντίθετα· καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ εἶσαι προετοιμασμένος, ὥστε νὰ μὴν ταραχθῇς, ἀλλὰ νὰ τὰ ὑπομείνης μὲ εὐχαριστία χωρὶς ταραχή. Τὴν προετοιμασία αὐτὴ πρέπει μάλιστα νὰ κάνῃς ὅταν εἶσαι ἕτοιμος νὰ βγῆς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι σου καὶ νὰ πᾶς σὲ κάποιον ἄλλον τόπο καὶ μάλιστα ὅταν θὰ συνομιλήσῃς μὲ πρόσωπα ποὺ θυμώνουν εὔκολα. Γιατὶ, μία τέτοια προετοιμασία καὶ προγύμνασι, πιστεύει ὅτι εἶναι εὐκαταφρόνητα καὶ τὰ πιὸ φοβερὰ καὶ ξαφνικὰ περιστατικὰ καὶ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ, δὲν ἀφήνει νὰ ταραχθῆ· «ἑτοιμάσθηκα καὶ δὲν ταράχθηκα» (Ψαλμ. 118,60) (1).
Κοντὰ δὲ στὴν προμελέτη καὶ τὴν προετοιμασία αὐτή, χρησιμοποίησε καὶ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὅταν, σὲ κάποια περίπτωσι, ἀρχίσῃ κάποιος ξαφνικὰ καὶ χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃς, ἢ νὰ σὲ χτυπᾷ, ἢ νὰ σὲ βρίζῃ καὶ νὰ σοῦ προξενῇ ἄλλη ἀτιμία, στάσου γιὰ λίγο· καὶ ἀφοῦ συμμαζέψης τοὺς λογισμούς σου μέσα στὴν καρδιά σου, βάλε ὅλη τὴν προσοχὴ καὶ ἐπιφυλακὴ στὸ νοῦ σου, στὸ νὰ προσέξῃ καλὰ καὶ νὰ μὴ ταραχθῆ καθόλου ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ἡ καρδιά σου· ἐὰν ὅμως προλάβη νὰ ταραχθῆ, νὰ μὴν ἀφήσῃς νὰ βγῇ ἔξω τὸ πάθος καὶ νὰ σὲ παρακινήσῃ στὸ νὰ βρίσῃς καὶ σὺ καὶ νὰ ἐκδικηθῇς· «μέσα μου, λέγει, συνταράσσεται ἡ καρδιά μου» (Ψαλμ. 14) (2).
Στὴ συνέχεια βίασε τὸν ἑαυτό σου νὰ σηκώσῃς τὸ νοῦ σου στὸ Θεό, σκέψου τὴν ἄπειρη ἀγάπη ποὺ σοῦ ἔχει, γιὰ τὴν ὁποία σοῦ ἔστειλε τὸν ἀνέλπιστο αὐτὸ πειρασμὸ καὶ τὴ δοκιμασία, γιὰ νὰ σὲ καθαρίσῃ περισσότερο καὶ νὰ σὲ ἑνώσει μαζί του καλύτερα. Αὐτά, λέω, σκεπτόμενος γύρισε στὸν ἑαυτό σου καὶ ἐλέγχοντάς τον, πὲς μέσα σου· «Ἔ, ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε! καὶ γιατὶ δὲν θέλεις ἐσὺ νὰ ἀγκαλιάσης αὐτὸν τὸν σταυρὸ καὶ τὴν δοκιμασία ποὺ σοῦ ἔστειλε, ὄχι κάποιος ἄλλος, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἰδιος σου ὁ Πατέρας ὁ οὐράνιος; μετὰ γύρισε στὸ σταυρὸ καὶ ἀγκάλιασέ τον νοερὰ μὲ τὴν πιὸ μεγάλη χαρά, ποὺ μπορεῖς, λέγοντας, ὦ σταυρέ, ποὺ ἱδρύθηκες ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πρὶν νὰ γίνω ἐγώ! ὦ σταυρέ, ποὺ γλυκάθηκες ἀπὸ τὴν γλυκειὰ ἀγάπη τοῦ ἐσταυρωμένου, κάρφωσε καὶ προσήλωσέ με σὲ σένα γιὰ νὰ μπορέσω ὁλοκληρωτικὰ νὰ ἑνωθῶ μὲ ἐκεῖνο, ποὺ μὲ λύτρωσε, πεθαίνοντας πάνω σὲ σένα». Ἐὰν ὅμως καὶ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ προλάβῃ καὶ κινηθῇ μέσα σου καὶ δὲν σὲ ἀφήσῃ στὴ ἀρχὴ νὰ ὑψώσῃς τὸ νοῦ σου στὸ Θεὸ ὅμως, πάλι μελέτησε νὰ τὸν ὑψώσῃς τὸ γρηγορώτερο, σὰν νὰ μὴν ἔχῃς ταραχθῇ καθόλου· γιατὶ θὰ βοηθηθῇς.
Ἡ καλύτερη ὅμως καὶ πιὸ ἀποτελεσματικὴ θεραπεία τους νὰ μὴ κινοῦνται ξαφνικὰ τὰ πάθη, εἶναι, τὸ νὰ ἀπομακρυνθοῦν οἱ αἰτίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες προέρχεται αὐτὴ ἡ κίνησις. Αὐτὲς γενικὰ εἶναι δυό· ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μῖσος. Ὁπότε, ἐὰν ἐσὺ ἀγαπητέ, ἔφθασες νὰ ἔχῃς ἐμπαθῆ ἀγάπη σὲ κανένα πρόσωπο, ἢ σὲ ἄλλο κανένα μικρὸ πρᾶγμα, ἢ μεγάλο καὶ ἀμέσως μόλις ἰδῇς νὰ σοῦ τὸ ἁρπάξουν ἢ τὸ πειράξουν, ταράζεσαι ξαφνικὰ καὶ σκανδαλίζεται ἀπὸ τὴν συμπάθεια ἡ καρδιά σου, πρέπει νὰ πολεμᾷς, νὰ βγάλης ἀπὸ τὴν καρδιά σου τὴν κακὴ ἐκείνη ἀγάπη ποὺ ἔχεις σὲ αὐτό, γιατί, ὅσο αὐτὴ εἶναι μεγαλύτερη ἢ μικρότερη, τόσο μεγαλύτερη ἢ μικρότερη εἶναι καὶ ἡ ξαφνικὴ κίνησις τοῦ πάθους.
Ἐὰν ὅμως ἀντίθετα καὶ ἔχεις μῖσος σὲ κάποιον, ἢ σὲ ἄλλο κανένα πρᾶγμα καὶ ἀπὸ αὐτὸ ταράζεσαι ξαφνικὰ καὶ ἀηδιάζῃς, ὅταν τὸ βλέπῃς ἢ ἀκοῦς κάποια θαυμαστή του ἐνέργεια, πρέπει νὰ πιέζῃς τὴ θέλησί σου, μέχρι νὰ τὸ ἀγαπήσῃς· ὄχι μόνο γιατὶ εἶναι καὶ αὐτὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, σὰν καὶ ἐσένα φτιαγμένο κατ᾿ εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ὁμοιότητα ἀπὸ τὸ ὕψιστο χέρι τοῦ Θεοῦ· ὄχι μόνον γιατὶ καὶ αὐτὸς σὰν ἐσένα εἶναι ἀναγεννημένος μὲ αὐτὸ τὸ πολύτιμο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο γιατὶ εἶναι ἀδελφός σου καὶ μέλος σου καὶ δὲν πρέπει νὰ τὸν μισῆς, οὔτε μὲ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν σκέψι σου καὶ τὸν λογισμό σου, ὅπως γράφτηκε «μὴν κρατᾷς κακία στὴν καρδιά σου γιὰ τὸν ἀδελφό σου» (Λευϊτ. 19,17) (3). Ἀλλά, καὶ γιατί, ἂν εἶναι τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο κακὸ καὶ ἄξιο μίσους, ὅμως, ὅταν ἐσὺ τὸ ἀγαπᾷς, μοιάζεις μὲ τὸν Θεὸ ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ ὅλα του τὰ δημιουργήματα καὶ κανένα ποτὲ δὲν συχαίνεται, καθὼς λέει ὁ Σολομώντας: «Ὅλα εἶναι δικά σου καὶ γι᾿ αὐτὸ τὰ φροντίζεις Κύριε, ἐσὺ ποὺ ἀγαπᾷς τὴν ζωή» (Σοφ. Σολομ. 11,). Καὶ μάλιστα, διότι ὁ Θεὸς παραβλέποντας τὶς κακίες τῶν ἀνθρώπων «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,45).
1. Πολὺ σοφὰ καὶ ἀληθινὰ αὐτὸ ἐδῶ μαθαίνουμε, ὅτι, ἡ προμελέτη καὶ προετοιμασία εἶναι τὸ μεγαλύτερο ὅπλο καὶ τὸ πιὸ δραστικὸ προστατευτικὸ στὰ ξαφνικὰ κινήματα τῶν παθῶν, γιατὶ ὅπως ὁ σίφουνας καὶ αὐτὰ ποὺ καλοῦνται μπουρίνια, ὅταν πέσουν ξαφνικὰ στὴ θάλασσα, ἀναποδογυρίζουν τὰ πλοῖα, καὶ κάνουν αὐτοὺς τοὺς πολὺ ἔμπειρους ναῦτες, νὰ τὰ χάνουν γιὰ τὸ ἀνέλπιστο, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ τὰ ξαφνικὰ αὐτὰ συναντήματα καὶ οἱ κινήσεις τῶν παθῶν, κάνουν νὰ χάνουν τὴ διάκρισι καὶ αὐτοὶ οἱ τέλειοι στὴν ἀρετή.
2. Δηλαδὴ δὲν βγῆκε πρὸς τὰ ἔξω τὸ πάθος καὶ ἡ ταραχὴ τοῦ θυμοῦ· ἀλλά, ὅπως τὸ κῦμα τῆς θαλάσσας τὸ ἄγριο, δὲν βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς θάλασσας, ἀλλὰ κατατσακιζόμενο μέσα στοὺς παραθαλάσσιους αἰγιαλοὺς γίνεται ἤρεμο, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ ὁ θυμός· ἔτσι ἑρμηνεύει τὸ γνωμικὸ αὐτὸ ὁ Μέγας Βασίλειος (Λόγος κατὰ ὀργιζομένων).
3. Καὶ ὁ ἀγαπημένος Ἰωάννης λέγει· «Ὅποιος μισεῖ τὸν ἀδελφό του εἶναι ἀνθρωποκτόνος» (α´ 3,15)· καὶ πάλιν «Ὅποιος δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφό του, παραμένει στὸν θάνατο» (αὐτόθ. 14).
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...