Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 137Η
Πρὸς
Τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως
Θέμα: «Στήριξη τῶν Πυροπαθῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας»
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Μὲ αἰσθήματα βαθειᾶς συνοχῆς, ἐσωτερικῆς συντριβῆς, πρωτοφανοῦς ἀπορίας, πρωτόγνωρης ἀμηχανίας αὐτὲς τὶς μέρες ὅλος ὁ κόσμος καὶ ἰδιαίτερα ἐμεῖς στεκόμαστε μπροστὰ στὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς ἀσύλληπτης καταστροφῆς ποὺ συνέβη καὶ στὴν ἐπαρχία μας. Τὸ Κόκκινο Λιμανάκι, ὁ Νέος Πόντος καὶ ἡ Διασταύρωση δὲν εἶναι πλέον ὅπως τὰ γνωρίζαμε. Ἡ Ραφήνα θρηνεῖ, ἡ Μητρόπολή μας πενθεῖ.
Ἕνα πλῆθος ἐρωτημάτων ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ γιατί, τὸ πῶς, τὸ μήπως, τὸ ἂν ἢ τὸ ποιός φταίει, τυραννοῦν τὴ σκέψη ὅλων μας καὶ ξεσχίζουν τὰ συναισθήματα καὶ τὶς καρδιές μας. Σὲ τί ὅμως ὠφελεῖ νὰ βασανιζόμαστε μαζὶ ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ ἀπὸ λάθος ἐρωτήματα ποὺ μάλιστα δὲν ἔχουν ἀπάντηση;
Ἀνάμεσα στοὺς ἑκατὸ περίπου συνανθρώπους μας, ποὺ μὲ τόσο τραγικὸ τρόπο ἔχασαν τὴ ζωή τους, οἱ τριάντα ἦταν τέκνα τῆς δικῆς μας ἀγκαλιᾶς, ἀγαπημένοι συγγενεῖς, φίλοι, γείτονες ποὺ μαζί τους μοιραζόμασταν χαρὲς καὶ λύπες, ὁράματα καὶ μνῆμες, τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀμεσότητα τῆς καθημερινότητας.
Σήμερα ὅλοι αὐτοὶ σιγοῦν. Ἡ παρουσία τους εἶναι μόνον νοερή. Ἡ ζωή μας εἶναι τόσο ἄδεια. Μᾶς λείπουν. Ἀλλὰ καὶ τόσο πληγωμένη ἀπὸ τὸν τραγικὸ καὶ ἐπώδυνο τρόπο τοῦ θανάτου τους. Ἡ ἀξία της φαντάζει τόσο μικρή, ἡ λογική της τόσο προβληματική, ὁ πόνος της ἀβάσταχτος. Δίπλα της ἀντικρύζουμε ἀκρωτηριασμένες οἰκογένειες, τσακισμένους συγγενεῖς, ἐρειπωμένα σπίτια, ἐξανεμισμένους τοὺς κόπους μιᾶς ζωῆς, τὸν φυσικό μας παράδεισο ὡς κόλαση, τὰ καταπράσινα δένδρα σταχτιασμένα, τὶς ὅποιες ἐλπίδες μας προδομένες. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος γονατισμένος ἀπὸ τὴ φρίκη, ἡ λογικὴ ἀκυρωμένη ἀπὸ τὴν τραγικότητα. Ποιός καὶ γιατί πλέον νὰ θέλει νὰ ζήσει αὐτὴ τὴ ζωή καὶ σὲ αὐτὸν τὸν τόπο;
Ὅλα αὐτὰ εἶναι τόσο πραγματικά, ἀδελφοί μου, ἀλλὰ δὲν ἀποτελοῦν τὴ μόνη ἀλήθεια. Ὅπως μέσα ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς σὲ λίγες μόλις στιγμὲς ἀκολούθησε ἡ καταστροφή, συγχωρέστε με ποὺ τολμῶ νὰ τὸ πῶ, ἔτσι καὶ μέσα ἀπὸ τὶς στάχτες τῆς Ἀνατολικῆς Ἀττικῆς θὰ μποροῦσε νὰ ξεπηδήσει ὄχι πάλι ἡἴδια ζωή, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε μιὰ πολὺ πιὸ ἀληθινὴ καὶ γνήσια ζωή. Μιὰ ζωὴ ποὺ δὲν ἀπειλεῖται καὶ δὲν καταστρέφεται.
Ἤδη ἡ Μητρόπολή μας ἔγινε ἀποδέκτης προσφορᾶς ἀπὸ ποικίλες πηγὲς ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν Αὐστρία, τὴν Ἑλβετία, τὴ Γερμανία, τὴν Ἀμερική, ἀπὸ πλῆθος Μητροπόλεις καὶ ἐκκλησιαστικοὺς φορεῖς, ἀπὸ γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους συμπολῖτες μας καὶ ἀνθρώπους ποὺ προσφέρουν χρήματα, σπίτια, τρόφιμα, φάρμακα, σκέψεις, ἰδέες καὶ κυρίως ποταμοὺς ἀλληλέγγυων αἰσθημάτων, ποὺ ὣς τώρα ἦταν κρυμμένα, δίχως ἔκφραση καὶ διέξοδο. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ἡ ἑνότητα, ἡ πληθωρικὴ ἀλληλεγγύη, ἡ κοινὴ προσπάθεια εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα μας γιὰ δημιουργικὴ ἀφύπνιση καὶ οὐσιαστικὴ ἀναγέννηση.
Ἡ Μητρόπολή μας δὲν μένει ἀδρανής. Ὅ,τι ἔχει εἶναι καὶ δικό σας. Ἐσεῖς εἶστε καὶ ἡ περιουσία της καὶ ὁ λαός της. Ἀπὸ ἐσᾶς ἀντλεῖ τοὺς πόρους της καὶ σὲ σᾶς προσφέρει τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὅποια παρακαταθήκη της. Ἤδη σὲ συνεννόηση μὲ τοὺς φορεῖς τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης, ὅλες οἱ Ἐνορίες και οἱ Ἱερεῖς μας, μαζὶ μὲ τὰ μέλη τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συμβουλίων καὶ τοὺς ἐθελοντές μας, κινητοποιοῦνται πρὸς κάθε κατεύθυνση (ἀντιμετώπιση ἄμεσων ἀναγκῶν σίτισης, ἱματισμοῦ, στέγασης, καθαρισμοῦ, ὑγειονομικοῦ ὑλικοῦ καὶ αἵματος, οἰκονομικῆς συνδρομῆς στὸ ἐπίπεδο τῶν πρώτων βασικῶν ἀναγκῶν, ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς στήριξης κ.λπ.). Ὅλοι μας προσπαθοῦμε νὰ ζήσουμε μαζὶ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» (Β΄ Κορ. ια΄ 29). Αὐτος εἶναι ὁ πρῶτος πνευματικὸς στόχος μας.
Δεύτερος ἡ προσευχή μας. Δὲν εἶναι λίγο αὐτό, ἀδελφοί μου. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ μέριμνα καὶ τὰ φιλάνθρωπα αἰσθήματά μας, πιὸ δυνατή, πιὸ οὐσιαστική, πιὸ ἀναγκαία ἀπὸ τὴν ἀλληλέγγυα διάθεσή μας. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; ὁ Θεὸς ἔχει δύναμη καὶ τρόπους πολύ ἀνώτερους ἀπὸ τὴ δική μας καλωσύνη, προκειμένου νὰ παρηγορήσει, νὰ ἐνισχύσει, νὰ βοηθήσει, νὰ φωτίσει, νὰ μεταμορφώσει. Οἱ μέρες αὐτὲς πρέπει νὰ γίνουν μέρες ἔντονης καὶ ἀληθινῆς προσευχῆς, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς κοιμηθέντας ἀδελφούς μας ἀλλὰ κυρίως γιὰ τοὺς κατατραυματισμένους συγγενεῖς καὶ φίλους τους καὶ ἐπίσης γιὰ τοὺς ναρκωμένους καὶ μουδιασμένους ἑαυτούς μας· «Διὸ τὰς παρειμένας χεῖρας καὶ τὰ παραλελυμένα γόνατα ἀνορθώσατε καὶ τροχιὰς ὀρθὰς ποιήσατε τοῖς ποσὶν ὑμῶν» (Ἑβρ. ιβ΄ 12), κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Πρέπει νὰ σταθοῦμε στὰ πόδια μας καὶ νὰ ἀλλάξει ἡ ζωὴ καὶ ὁ προσανατολισμός ὅλων μας. Τὸ ζητούμενο στὴν τραγικότητα ποὺ ζοῦμε εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ἀλληλεγγύη. Αὐτὸ ὅμως ποὺ κυρίως μᾶς χρειάζεται καὶ ἀγνοοῦμε εἶναι ἡ πίστη στὸν Θεό. Οἱ στάχτες τῆς πίστης μας εἶναι ἀνάγκη νὰ μεταμορφωθοῦν σὲ καταπράσινα δένδρα ζωῆς καὶ πνεύματος.
Πρὶν ἀπὸ 13 περίπου χρόνια ἔζησα ἕνα ἀνάλογο δρᾶμα στὸ Γραμματικό, ὅταν μὲ τὴν πτώση ἑνὸς ἀεροπλάνου βρέθηκαν ἀπανθρακωμένα 121 πτώματα συνανθρώπων μας, κυρίως Κυπρίων. Τὸ δρᾶμα ποὺ συνάντησα ἦταν ἀπερίγραπτο. Τὸ δάκρυ ἀνεξάντλητο, ὁ πόνος ἀπροσμέτρητος. Αὐτὸ ὅμως ποὺ τοὺς στήριξε ἦταν κυρίως ἡ πίστη τους. Αὐτὴ τοὺς κράτησε αὐτὴ καὶ τοὺς ἀνέστησε. Σήμερα πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ζοῦν καὶ πολὺ ἀληθινά. Πατοῦν σταθερὰ στὰ πόδια τους. Ὁ ἀπόηχος τοῦ πόνου καὶ τοῦ θρήνου τους εἶναι πλέον μιὰ νότα ἀληθινῆς ζωῆς μὲ πίστη στὸν Θεό, νόημα καὶ ἀξιοπρέπεια.
Καὶ ἕνα τελευταῖο· καιρὸς νὰ μάθουμε ἀπὸ τὰ λάθη καὶ τὶς παραλείψεις μας. Γιὰ ὅ,τι συνέβη δὲν φταίει ὁ Θεός· φταῖμε ἐμεῖς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναστηθεῖ στὴ ζωή μας πρωτίστως ἡ πίστη στὸν Θεό καὶ στὴ συνέχεια ἡ σύνεση. Θὰ μποροῦσε κάλλιστα αὐτὴ ἡ τραγικὴ δοκιμασία νὰ μεταστραφεῖ σὲ ἀφύπνιση καὶ ἀλλαγὴ πορείας. Κάτι τέτοιο εἶναι μονόδρομος καὶ ἐπιταγή.
Στὰ πλαίσια τῆς κινητοποίησης γιὰ συμπαράσταση ἡ Μητρόπολή μας θὰ διενεργήσει, μάλιστα κατὰ προτροπὴν καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἔκτακτη «λογία» σήμερα Κυριακὴ 29 Ἰουλίου σὲ ὅλους τοὺς ναούς μας. Σᾶς προτρέπω ὅλοι νὰ βοηθήσουμε ὅσο μποροῦμε, νὰ γίνουμε μέρος αὐτῆς τῆς καθολικῆς συστράτευσης.
Ἐπιπλέον, ὅποιος ἐπιθυμεῖ μπορεῖ νὰ καταθέσει χρήματα στοὺς τραπεζικοὺς λογαριασμοὺς τῆς Μητροπόλεώς μας, τοὺς ὁποίους καὶ μπορεῖτε νὰ πληροφορηθεῖτε εἴτε ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς σας εἴτε καὶ ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς μας.
Ὁ Θεὸς νὰ εἶναι μαζί μας.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΥ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ | ΑΡ. ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ | ΙΒΑΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ |
ALPHA | 283 002101 015376 | GR69 0140 2830 2830 0210 1015 376 |
ΕΘΝΙΚΗ | 087 558019-69 | GR37 0110 0870 0000 0875 5801 969 |
ΠΕΙΡΑΙΩΣ | 6048 127470 256 | GR89 0171 0480 0060 4812 7470 256 |
EUROBANK | 0026 0334 89 0200557082 | GR25 0260 3340 0008 9020 0557 082 |
Συνήθως φοβόμαστε αυτά που φοβούνται και οι άλλοι γύρω μας ή αυτά που μας λένε κάποιοι ειδικοί ότι πρέπει να φοβόμαστε: τους σεισμούς, τις πυρκαγιές, την ανεργία, τον καρκίνο, το AIDS, τη νόσο των τρελών αγελάδων, και ό,τι άλλο καινούριο μπορεί να προκύψει στις μέρες μας. Φυλαγόμαστε και καλά κάνουμε.
Όμως δεν είναι σίγουρο ότι ξέρουμε καλά ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος, η πραγματική απειλή γύρω μας και μέσα μας, τι είναι αυτό που χρειάζεται να στρέψουμε την προσοχή μας, γιατί η απειλή είναι άμεση, καθημερινή και η κατάληξη πραγματικά οδυνηρή.
Tον μεγάλο κίνδυνο τον κουβαλάμε επάνω μας, ο μεγάλος μας εχθρός βρίσκεται μέσα μας και λέγεται εγωισμός. Εγωισμός με όλα του τα παρακλάδια: φιλαυτία, υπερηφάνεια, έπαρση, προβολή κλπ.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος για τον άνθρωπο και την ψυχή του, δεν υπάρχει χειρότερη ασθένεια, αφού οι συνέπειές της δεν είναι μόνον ισόβιες, καταστροφικές για τον ίδιο «φορέα» του εγωισμού, αλλά και αιώνιες.
«Αυτός δίδει εις πάντας ζωήν και πνοήν και τα πάντα…. εν Αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν» (Πράξεις Αποστόλων ιζ΄ 25, 28)
Αφού χαρούμε, απολαύσουμε και ξοδέψουμε τα μοναδικά δώρα της αγάπης Του, μετά Τον προσπερνάμε, Τον αγνοούμε, Του γυρίζουμε την πλάτη και στήνουμε θεωρίες ότι δεν υπάρχει… ότι δεν υπήρξε ποτέ…
Την ίδια ώρα που πίνουμε το δροσερό νεράκι Του και εισπνέουμε τον αέρα που μας χαρίζει, εμείς ταΐζουμε τον εγωισμό μας: «Εγώ… εμένα… και μένα… σε μένα… από μένα… δικό μου, εγώ….» Είμαστε πιο ανόητοι και φτωχοί κι από τα ίδια μας τα πιτσιρίκια στο σπίτι…
Σκέψου το παιδάκι που ταΐζεις και ντύνεις και χαϊδεύεις όλη μέρα, να γυρίσει να σου πει «εγώ… εμένα… δικό μου… και μόνος μου…» Θα γελάσεις, θα πονέσεις, θα συγχωρέσεις, θα μακροθυμήσεις για να του δώσεις την ευκαιρία να μετανοήσει, να ταπεινωθεί, να αναγνωρίσει, να επιστρέψει…
Γιατί αυτά που λέει και κάνει ο εγωιστής άνθρωπος είναι προκλητικά μα και παράλογα, και το μόνο που μπορεί να περιμένει κανείς με υπομονή και έλεος είναι να τον δει να επιστρέφει στα λογικά του. Να παραδέχεται, να ταπεινώνεται….
Αν δεν το κάνει; Ο ίδιος ο Θεός γίνεται αντίπαλος, αντιμαχόμενος, αντιτασσόμενος, και τότε είναι που αρχίζει η τραγωδία για τον άνθρωπο. Διαβάστε όσα αντιγράφουμε πιο κάτω και θα καταλάβετε:
«Ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν μπορεί να βυθίσει αυτό το πλοίο», απάντησε ο αξιωματικός του Τιτανικού σε μια κυρία που στεκόταν με έκπληξη θαυμάζοντας το ολοκαίνουριο υπερωκεάνιο, όταν τον ρώτησε αν ήταν πραγματικά αβύθιστο!
Δεν μπορεί να το βυθίσει ούτε ο ίδιος ο Θεός…. Χρειάστηκε μόνον ένα παγόβουνο να συρθεί για λίγο επάνω στη ράχη του, για να διαψευσθούν εύκολα αλλά και τραγικά όλοι και όλα γύρω από το μεγαλύτερο και πολυτελέστατο υπερωκεάνιο της εποχής του.
Ο ίδιος ο ναύαρχος-σχεδιαστής του Τιτανικού Τόμας Άντριους χάθηκε μαζί με το δημιούργημά του στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας παράξενος θόρυβος, σαν κάποιος να έσυρε ένα γιγαντιαίο δάχτυλο στα πλευρά του πλοίου. Δεν ήταν παρά ένα παγόβουνο από τα πολλά που έπλεαν στην περιοχή και που ο πλοίαρχος του Τιτανικού το αγνόησε…
Η υπεροψία, ο εγωισμός μαζί με την ανοησία είναι βέβαιο ότι σκοτώνουν… Ήδη ετοιμαζόταν ο υγρός τάφος τους… Μερικοί επιβάτες άφησαν τη διασκέδασή τους, τα χαρτιά που έπαιζαν στα σαλόνια και βγήκαν να δουν.
Ο σκοτεινός όγκος του παγόβουνου απομακρυνόταν στο βάθος και το πλοίο συνέχιζε το ταξίδι του υπερήφανο, μεγαλόπρεπο, αμέριμνο… Ήταν 11.40 μ.μ. της 14ης Απριλίου του 1912. Η ανθρωπότητα ετοιμαζόταν για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο πλοίαρχος και μερικοί αξιωματικοί του κατέβηκαν αμέσως στο κύτος του σκάφους. Το ρήγμα που άνοιξε το παγόβουνο είχε μήκος σχεδόν 90 μέτρων. Αμέσως τα νερά της παγωμένης θάλασσας όρμηξαν μέσα στα αμπάρια και άρχισαν να τα πλημμυρίζουν.
Πέντε από τα στεγανά αμπάρια του Τιτανικού γέμισαν γρήγορα νερά. Αν είχαν πλημμυρίσει μόνο τα τέσσερα, ο Τιτανικός θα έφτανε στη Ν. Υόρκη… Ακολούθησαν σκηνές τραγικές αλλοφροσύνης. Στις 12.05 μεσάνυχτα ο πλοίαρχος διατάζει να εγκαταλειφθεί το σκάφος…
Στις 12.15 φεύγει το πρώτο SOS… Στις 12.45 οι πρώτες 20 βάρκες κατεβαίνουν στη θάλασσα… Από τους 2.220 επιβάτες επέζησαν μόνον οι 713… Στις 2.20 τα χαράματα την επόμενη μέρα οι 46.328 τόνοι του Τιτανικού χάθηκαν κάτω από την παγωμένη και ήρεμη θάλασσα του Βόρειου Ατλαντικού…
Ούτε τρικυμία, ούτε θύελλα, ούτε απρόβλεπτη θαλασσοταραχή, κακοκαιρία… Μόνον ο ανόητος εγωισμός, μόνον έπαρση προκλητική ανθρώπινη. «Αυτό το πλοίο ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν μπορεί να το βυθίσει…»
Ο αβύθιστος Τιτανικός κείτεται πάνω από 85 χρόνια σιωπηλός και νικημένος, στην υγρή και σκοτεινή αγκαλιά του Ατλαντικού, για να μας θυμίζει κάτι πολύ χρήσιμο για τον καθένα μας:
«Ο εγωισμός είναι ίσως η φονικότερη αρρώστια». Και είναι αρρώστια, αφού αχρηστεύει τον άνθρωπο (και ειδικότερα αυτούς που έχουν κάποιο αξίωμα, πολιτικούς, υπηρεσιακούς υπάλλήλους, Δεσποτάδες, παπάδες κ.α…) όλα προσωρινά, τον γεμίζει με ανόητη φιλαυτία και έπαρση, τον κάνει επικίνδυνο και άμυαλο, του σκοτεινιάζει το νου και την καρδιά, δεν μπορεί ούτε να δει, ούτε να ακούσει, ούτε να αντιληφθεί, ούτε να συναισθανθεί την κατάστασή του.
Αυτά είναι τα κύρια συμπτώματα της αρρώστιας του εγωισμού και της έπαρσης. Η κατάληξή της; Αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και γρήγορα, σκοτώνει.
Νικάει τον άνθρωπο και τον σκοτώνει με αιώνιο θάνατο χωρίς τη χάρη και το έλεος του Κυρίου στη ζωή του. Υπάρχει ένα ακόμα σοβαρό σημείο. Πρέπει να τον σκοτώσεις τον εγωισμό σου, γιατί αν δεν τον σκοτώσεις, θα σε σκοτώσει εκείνος.
Και υπάρχει το σωστό και αποτελεσματικό όπλο που συντρίβει τον εγωισμό, ακριβώς ό,τι χρειάζεται για να μας δεχθεί ο Κύριος και να κάνει Βασίλειό Του την καρδιά μας. Είναι ο σταυρός του Ιησού Χριστού.
Είναι «φονικό μέσο» ο σταυρός του Ιησού Χριστού. Όταν τον πιστέψεις, όταν τον αγκαλιάσεις με ταπείνωση και γνήσια εκζήτηση, τότε αμέσως ο εγωισμός σωριάζεται στο πάτωμα, γιατί νιώθεις ανάξιος, άχρηστος, ελεεινός αλλά και ελεημένος.
Οι άνθρωποι της έπαρσης, του εγωισμού, της φιλαυτίας, δεν κατάλαβαν τίποτα από το σταυρό και τον σταυρωμένο Ιησού Χριστό.
Έστω κι ας μπαινοβγαίνουν σε μια εκκλησία και ας ακούνε κηρύγματα με τα οποία συμφωνούν, εάν δεν συσταυρωθεί ο εγωισμός τους μαζί με τον Ιησού Χριστό, δεν θα συναναστηθούν μαζί Του καινούριοι, λυτρωμένοι, ξαναχτισμένοι, αναγεννημένοι χριστιανοί, πραγματικά παιδιά του Ουράνιου Πατέρα μας.
Ο εγωισμός θεραπεύεται όταν εντοπισθεί έγκαιρα, όταν διαγνωσθεί σωστά με ειλικρίνεια και απλότητα καρδιάς, όταν αντιμετωπισθεί με ταπείνωση και πίστη μπροστά στο σταυρό και την ανάσταση του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
Αν δεν αντιμετωπισθεί έτσι, τότε σκοτώνει και την ψυχή και το σώμα. Ο άνθρωπος της φιλαυτίας και της έπαρσης είναι ένα περιφερόμενο μόλυσμα, είναι επικίνδυνος και δυστυχισμένος, και στις μέρες μας, τις έσχατες, του Τέλους, ο αριθμός τους θα θεριεύει, δυστυχώς και ανάμεσά μας, με απρόβλεπτες προεκτάσεις.
Ας μείνουμε στην απλότητα, την ταπείνωση, την πίστη, την αγάπη στον Κύριό μας. Απ’ αυτά ας είναι γεμάτη η ζωή μας, η ψυχή μας και η μέρα μας. Είναι η μόνη βεβαιότητα, η μόνη σιγουριά και ασφάλεια. (πηγή: συμβουλές – λόγια ζωής)
Αγαπητοί/ες Να αγαπάτε ο ένας τον άλλο και να μην πικραίνεσθε λόγω εγωισμού. Η ταπείνωση είναι ασφαλής οδηγός, δεν αφήνει αυτόν που την έχει να προσκρούσει σε υφάλους απροσεξίας και να συντριβεί, αλλά ως οδηγός φωτεινός οδηγεί άπταιστα επί του ασφαλούς.
Ο εγωισμός είναι το κάκιστο των κακών, αυτός μας δημιουργεί όλα τα σφάλματα, με τους ανυπότακτους λογισμούς. Φοβηθείτε τον και προσπαθείτε να απαλλαγείτε απ’ αυτόν, καθώς όσο μένει μέσα μας αχτύπητος, τόσο θα μας πληγώνει με ανάλογους πόνους.
Παρακαλώ μην κατακρίνετε ο ένας τον άλλο, διότι είναι πέρα για πέρα εγωισμός, ας δικαιολογεί ο αδελφός του αδελφού το σφάλμα, κι αυτό είναι μαρτυρία ταπεινώσεως και αγάπης.
Αυτός ο αδελφός που το κάνει αυτό θα βρει πολλή τη χάρη του Θεού, εκείνος όμως που κρίνει και σκανδαλίζει τον πλησίον του, πρέπει να γνωρίζει ότι όχι χάρη δε θα βρει, αλλά και αν κάτι έχει θα το χάσει, για να μάθει το μάθημα της ταπείνωσης διά του παθήματος.
Φοβηθείτε περισσότερο την εσωτερική κατάκριση, αυτή που γίνεται με τους λογισμούς, κι αυτό, γιατί δεν έρχεται στο φως με τον προφορικό λόγο, που ενδέχεται να διορθωθεί απ’ αυτόν που την ακούει.
Προσέξτε, λέω, την ένδοθεν κατάκριση, που ανεπαίσθητα μας ενοχοποιεί θανάσιμα και μας στερεί τη ζωή της θείας χάριτος και μας προσφέρει ως ποτό πικρότατο, την ψυχική νέκρωση.
Πόσα και πόσα δε μας λένε το ιερό Ευαγγέλιο και οι Πατέρες περί κατακρίσεως. Καλύτερα να πέσει από ψηλά, παρά από τη γλώσσα.
Εύχομαι η αγάπη και η ακατακρισία να βασιλεύουν σε όλες τις εκδηλώσεις μεταξύ σας, ώστε το Άγιο Πνεύμα να αναπαύεται στις ψυχές σας.
Πηγή: (Από τις «Πατρικές Νουθεσίες» του Γέροντος Εφραίμ, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Φιλοθέου), Η άλλη όψη, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Ἐθνικό πένθος κηρύχθηκε λόγῳ τῶν φοβερῶν καταστροφῶν πού συνέβησαν στήν Πατρίδα μας καί ἀποτελοῦν ἐθνική τραγωδία. Εἶναι ὄντως φοβερό γεγονός νά πεθαίνουν ἄνθρωποι κάτω ἀπό τέτοιες τραγικές συνθῆκες καί ἀκόμη νά καταστρέφεται τό περιβάλλον, τό «κόσμημα» τοῦ Θεοῦ.
1. Βαθύς πόνος
Ὅσοι αἰσθάνονται τήν τραγική κατάσταση τῶν ἡμερῶν αὐτῶν πονοῦν καί πενθοῦν στήν καρδιά τους.
Πῶς, ὅμως, νά παρηγορήσης τούς ἀνθρώπους πού ἔχασαν τούς συγγενεῖς τους; Πῶς νά καταλάβης αὐτούς πού πῆγαν στό νεκροτομεῖο γιά νά ἀναγνωρίσουν τούς ἀνθρώπους τους, μέσα σέ τόσους ἀπανθρακωμένους; Πῶς νά συναισθανθῆς καί νά πονέσης μαζί μέ τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού ἀναζητοῦν τούς ἀγνοουμένους συγγενεῖς τους καί ζοῦν μεταξύ ἐλπίδας καί ἀπογνώσεως, στά ὅρια ζωῆς καί θανάτου; Πῶς νά νοιώσης τόν διασώστη πού εἶδε ἕναν σωρό στάχτη καί ἀφαιρώντας την εἶδε ἕνα καμένο κρανίο καί μερικά κόκκαλα; Πῶς νά ἔλθης στήν θέση τοῦ διασώστη πού ἔγραψε ὅτι «σέ τέτοιους τόπους πού τριγυρνᾶς ὁ ἀέρας μυρίζει ἀλλιῶς, μυρίζει ... θάνατο»;
Σέ αὐτές τίς καταστάσεις δέν μπορεῖς νά μιλήσης, δέν μπορεῖς νά κάνης ποιμαντική μέ ἠθικολογίες.
Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφοντας ἐπιστολή σέ μιά γυναίκα τῆς ὁποίας πέθανε τό παιδί της, μεταξύ ἄλλων γράφει:
«Σκόπευα νά σιωπήσω πρός τήν κοσμιότητά σου, σκεπτώμενος ὅτι, ὅπως στόν ὀφθαλμό πού πάσχει ἀπό φλεγμονή καί τό ἁπαλότερο παρηγορητικό ἐπίθεμα προκαλεῖ ἀνία-πόνο, ἔτσι καί στήν ψυχή πού ἔχει κτυπηθῆ ἀπό βαρειά θλίψη, ὁ λόγος καί ἄν φέρη πολλή παρηγοριά, φαίνεται νά εἶναι κάπως ὀχληρός, ὅταν προφέρεται στήν ὥρα τῆς ἀγωνίας».
Αὐτό δείχνει μιά ποιμαντική εὐαισθησίας καί τρυφερότητας, θά λέγαμε μιά ποιμαντική διακρίσεως.
Στήν προκειμένη περίπτωση θά ἀρκοῦσε αὐτό πού ἔγραψε κάποιος τηλεοπτικός Σταθμός τοῦ ἐξωτερικοῦ: «προσευχή γιά τήν Ἑλλάδα». Αὐτό τά λέει ὅλα. Προσευχή γιά θύτες καί θύματα, γιά ἄρχοντες καί ἀρχομένους, γιά πονεμένους καί νεκρούς, γιά Κληρικούς καί λαϊκούς. Γιατί σέ στιγμές ἀγωνίας καί ὁ παρηγορητικός λόγος εἶναι ὀδυνηρός, δέν ἀντέχεται, ἀρκεῖ ἡ σιωπηλή ἀρχοντική παρουσία.
Τοὐλάχιστον ὅταν θέλουμε νά μιλήσουμε, νά μιλᾶμε μέσα ἀπό τήν θεολογία τῆς «συμπάσχουσας καρδίας»
2. Ὁ ἄστατος θεολογικός λόγος
Δυστυχῶς σέ τέτοιες στιγμές ἀκούγονται διάφοροι «θεολογικοί» λόγοι, ἄλλοτε ὅτι εἶναι τιμωρία τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί φιλανθρωπία. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐπιστρατεύονται ἁγιογραφικά καί λειτουργικά κείμενα γιά νά τεκμηριωθοῦν οἱ ἀπόψεις. Ὅμως, ἡ ἑρμηνεία τῶν σχετικῶν χωρίων εἶναι τίς περισσότερες φορές παραποιητική.
Βεβαίως, ὑπάρχουν ἁγιογραφικά χωρία, στά ὁποῖα γίνεται λόγος γιά τήν «ὀργή» τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, πῶς συνδυάζονται αὐτά μεταξύ τους καί πῶς ἑρμηνεύονται;
Σύμφωνα μέ ὅλη τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ὁ Θεός δέν διακρίνεται ἀπό τίς ἐμπαθεῖς καταστάσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά στέλλει τήν Χάρη Του καί τήν ἐνέργειά Του σέ ὅλη τήν κτίση. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε ὅτι ὁ Πατήρ Του, ὁ ἐν οὐρανοῖς «τόν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» (Ματθ. ε', 45). Ὁ Θεός δέν εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ, ἀλλά εἶναι ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ, ὁ Θεός εἶναι ἐλεύθερος ἀπό κάθε ἀνάγκη καί ἰδιοτέλεια. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο «οὐκ ἐκεῖνος (δηλαδή ὁ Θεός) ἐστίν ὁ ἐχθραίνων, ἀλλ' ἡμεῖς∙ Θεός γαρ οὐδέποτε ἐχθραίνει». Δέν εἶναι δυνατόν τίς δικές μας ἐμπαθεῖς καταστάσεις νά τίς ἀποδίδουμε στόν Θεό.
Βεβαίως, στήν Ἁγία Γραφή ὑπάρχουν φράσεις πού κάνουν λόγο γιά τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ἀποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ Θεοῦ ἀπ' οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων» (Ρωμ. α', 18). Ἀλλά τέτοια χωρία πρέπει νά ἑρμηνευθοῦν μέσα ἀπό τήν ὅλη ἀποστολική καί πατερική παράδοση, ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε «τέκνα φύσει ὀργῆς», ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐν οἷς καὶ ἡμεῖς πάντες ἀνεστράφημεν ποτε ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκός ἡμῶν, ποιοῦντες τὰ θελήματα τῆς σαρκός καὶ τῶν διανοιῶν, καὶ ἦμεν τέκνα φύσει ὀργῆς, ὡς καὶ οἱ λοιποί» (Ἐφ. β', 3).
Στήν πραγματικότητα αὐτό πού ὀνομάζουμε ὀργή τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ δική μας αἴσθηση ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὀργισμένος καί μᾶς τιμωρεῖ, ὁπότε ἐμεῖς αὐτοτιμωρούμαστε, ἐπειδή ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί αἰσθανόμαστε τόν Θεό ὀργισμένο.
Εἶναι σάν νά τοποθετοῦμε ἕνα λουλούδι μέσα στό σκοτάδι, τό ὁποῖο μαραίνεται, γιατί στερεῖται τῶν ζωογόνων ἀκτίνων τοῦ ἡλίου. Ὁπότε δέν μποροῦμε νά ἀποδώσουμε εὐθύνες στόν ἥλιο, ὁ ὁποῖος ἐξακολουθεῖ νά στέλλη τό φῶς του στήν κτίση. Ἔτσι, πρέπει νά ἑρμηνευθοῦν ὅλα τά σχετικά ἁγιογραφικά χωρία γιά τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά ὁμιλοῦν γιά τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ καί ἀντί νά ἑρμηνεύουν ὀρθόδοξα τά σχετικά χωρία τῆς «συμβολικῆς θεολογίας», ἀρέσκονται νά ὁμιλοῦν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὡσάν ὁ Θεός νά δέχεται καί νά ἀμνηστεύη τά πάντα καί νά μήν ἐνδιαφέρεται γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.
Καί οἱ ἄνθρωποι κάνουν τέτοιες ἐπεμβάσεις. Οἱ χειρουργοί ἰατροί ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης στόν ἄρρωστο ἄνθρωπο ἀποκόπτουν ἄρρωστα μέλη τοῦ σώματός του, οἱ διδάσκαλοι βαθμολογοῦν μέ χαμηλό βαθμό τούς μαθητές τους καί οἱ γονεῖς παιδαγωγοῦν κατάλληλα τά παιδιά τους. Ἡ ἀγάπη δέν ἀμνηστεύει ὅλες τίς κακίες καί ὅλα τά ἀτοπήματα τῶν ἀγαπητῶν τους ἀνθρώπων.
Ὅσοι ὁμιλοῦν γιά τόν Θεό μόνον ὡς ἀγάπη, ἴσως συναισθηματικῆς φύσεως, ἀμνηστεύοντας ὅλα τά ἐγκλήματα, ἀγνοοῦν τί εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεία ἀγάπη εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ἡ ὁποία ἀποστέλλεται στούς ἀνθρώπους καί ἐνεργεῖ σέ αὐτούς, ἀνάλογα μέ τήν κατάστασή τους, ὁπότε ἄλλους σώζει καί ἄλλους καταδικάζει. Σέ αὐτό δέν εὐθύνεται ὁ Θεός, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, πού δέχεται τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν κατάστασή τους.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλώντας γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, καί μάλιστα ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι ἄδικος, χρησιμοποιεῖ τόν λόγο∙ «ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω» (Ἐξ. λγ', 19). Καί ἀποφαίνεται: «Ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει» (Ρωμ. θ', 18). Ὅμως, πῶς ἑρμηνεύεται αὐτό τό χωρίο;
Ὑπάρχουν πολλά πατερικά κείμενα πού τό ἑρμηνεύουν, ἀλλά θά ἀρκεσθῶ στήν ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, πού στηρίζεται στούς Πατέρας, κατά τήν μεταγλώτισση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
«Ἄκουσον∙ καθώς ὁ Ἥλιος τό μέν κηρί ἁπαλύνει, τόν δέ πηλόν σκληρύνει, ὄχι καθ' ἑαυτόν, ἀλλά διά τήν διαφορετικήν ὕλην τοῦ κηροῦ, καί τοῦ πηλοῦ∙ ἔτσι καί ὁ Θεός, τήν πηλίνην καρδίαν τοῦ Φαραώ λέγεται πώς ἐσκλήρυνε∙ μέ τί τρόπον; μέ τήν μακροθυμίαν του καί ὑπομονήν∙ διατί μακροθυμώντας καί ὑπομένοντας αὐτόν, τόν ἔκαμε σκληρότερον∙ καθώς, χάριν παραδείγματος, καί ἀνίσω τινάς ἔχοντας δοῦλον πονηρόν, δέν παιδεύῃ αὐτόν, ἀλλά μεταχειρίζεται φιλανθρωπίαν εἰς αὐτόν, τό κάμνει περισσότερον ἀπό ὅ,τι ἦταν πρότερον∙ ὄχι πῶς ὁ αὐθέντης διδάσκει τόν δοῦλον ἐκεῖνον τήν πονηρίαν∙ ἀλλ' ὅτι ὁ δοῦλος μεταχειρίζεται τήν φιλανθρωπίαν τοῦ αὐθέντου του εἰς αὔξησιν τῆς πονηρίας του, μέ τό νά καταφρονῇ ἐκείνην».
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύοντας τό ψαλμικό χωρίο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός», γράφει ὅτι τό πῦρ ἔχει δύο δυνάμεις, τήν καυστική καί τήν φωτιστική, γι' αὐτό καίει καί φωτίζει. Ὁπότε, ἕνας ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν καυστική ἰδιότητα, ἐνῶ ἄλλος αἰσθάνεται τήν φωτιστική ἰδιότητα. Ἔτσι ἑρμηνεύεται ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση, ὄχι δικανικά, ἀλλά ἰατρικά, θεραπευτικά. Ὁπότε, τό πῦρ τῆς κολάσεως εἶναι ἀλαμπές, μέθεξη τῆς καυστικῆς καί ὄχι τῆς φωτιστικῆς ἰδιότητας τοῦ ἀκτίστου Φωτός∙ καί τό φῶς τοῦ παραδείσου εἶναι ἄκαυστον, βίωση τῆς φωτιστικῆς καί ὄχι τῆς καυστικῆς ἰδιότητος. Ἡ ἔλλαμψη καί ἡ καύση ἐξαρτᾶται ἀπό τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφερόμενος σέ αὐτό τό θέμα γράφει ὅτι ἡ μέλλουσα ζωή εἶναι «φῶς τοῖς κεκαθαρμένοις τήν διάνοιαν», «κατά τήν ἀναλογίαν τῆς καθαρότητος», πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καί αὐτή ἡ ἴδια ἡ Χάρη γίνεται σκότος «τοῖς τυφλώττουσι τό ἡγεμονικόν» πού εἶναι ἀλλοτρίωση τοῦ Θεοῦ «κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἐντεῦθεν ἀμβλυωπίας».
Μέσα σέ αὐτά τά πλαίσια ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος γράφει ὅτι ἡ Κόλαση εἶναι ἡ μάστιγα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: «Ἐγώ δέ λέγω ὅτι ἐν τῇ γεέννῃ κολαζόμενοι, τῇ μάστιγι τῆς ἀγάπης μαστίζονται». Καί συνεχίζει ὅτι εἶναι ἄτοπο νά ὑποστηρίζη κανείς «ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ», γιατί ἡ ἀγάπη ἐνεργεῖ «ἐν τῇ δυνάμει αὐτῆς κατά διπλοῦν τρόπον∙ τούς μέν ἁμαρτωλούς, κολάζουσα ὡς καί ἐνταῦθα συμβαίνει πρός φίλον ὑπό φίλου∙ τούς δέ τετηρηκότας τά δέοντα, εὐφραίνουσα ἐν αὐτῇ». Παντοῦ ὑπάρχει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἐξαρτᾶται πῶς τήν βιώνει ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτή ἐν ὀλίγοις εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση γιά τήν «ὀργή» τοῦ Θεοῦ καί τήν «ἀγάπη» Του.
Ἄς παύσουν, λοιπόν, μερικοί νά παρερμηνεύουν τά χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί ἄλλοτε νά τρομάζουν τούς ἀνθρώπους μέ τήν «ὀργή» τοῦ Θεοῦ καί ἄλλοτε νά τούς καθησυχάζουν μέ τήν «ἀγάπη» τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ὅλη προφητική, ἀποστολική καί πατερική παράδοση ποιμαίνει τούς ἀνθρώπους θεολογώντας καί θεολογεῖ ποιμαίνοντας, δηλαδή οἱ Ποιμένες μέ τήν ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ θεραπεύουν τούς ἀνθρώπους, ὥστε ἡ συνάντησή τους μέ τόν Θεό νά εἶναι φῶς καί ὄχι πῦρ. Αὐτό δέν ὀφείλεται στόν Θεό, ἀλλά στήν ψυχική κατάσταση κάθε ἀνθρώπου. Γι' αὐτό, ὅσο σκληρή εἶναι ἡ τρομολαγνεία, τόσο καί περισσότερο σκληρότερη εἶναι ἡ ἀγαπολαγνεία, πού δέν σώζει.
3. Ἡ ἐπιδημία καί ἡ λαίλαπα τοῦ πυρός
Εἶναι γνωστή ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς. Τό πῦρ στήν φιλοσοφία τοῦ Ἡρακλείτου εἶναι σύμβολο τῆς ζωῆς, τῆς κίνησης, τῆς νομοτέλειας, εἶναι ρυθμιστής τοῦ σύμπαντος. Τό πρόβλημα δέν εἶναι τό πῦρ, πού εἶναι στοιχεῖο τῆς φύσεως, καί ἀπαραίτητο γιά τήν ζωή μας, ἀλλά ἡ κακή χρήση τοῦ πυρός, ἡ παράχρησή του.
Ἐκεῖνο πού προβληματίζει ὅλους μας εἶναι ἡ ἐπιδημία τῶν ἀνεξέλεγκτων πυρκαγιῶν, κάθε χρόνο τέτοια περίοδο, πού εἶναι σταθερά ἐπαναλαμ¬βανόμενα γεγονότα, ἡ χρησιμοποίηση τῆς φωτιᾶς γιά νά καίγονται οἱ πόλεις καί οἱ οἰκισμοί μέ φοβερές συνέπειες, ἤτοι τήν ἀπώλεια ἀνθρώπων, τήν καταστροφή τῶν οἰκιῶν καί τόν ἀφανισμό τῶν δασῶν καί τῶν ζώων.
Ἡ ἐπιδημία αὐτή ὀφείλεται σέ πολλά αἴτια, ὅταν ὅμως πρόκειται γιά ἐμπρησμούς, αὐτό ὀφείλεται στά «ἄρρωστα μυαλά» τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Πολλοί κάνουν λόγο γιά Θεομηνία. Τό ἐρώτημα εἶναι: γιατί ἐμπλέκουν τόν Θεό σέ ὅλες τίς ἐμπαθεῖς καταστάσεις τους; Δέν μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά Θεομηνία, ἀλλά γιά ἀνθρωπομανία, γιατί τέτοιες καταστροφές ὀφείλονται σέ ἀνθρώπους, πού ὁ Ντοστογιέφσκι θά τούς ὀνόμαζε «δαιμονισμένους», οἱ ὁποῖοι ἐκδηλώνουν τίς ἐσωτερικές ἀρρωστημένες καταστάσεις τους, ἀδιαφορώντας γιά τά φρικτά ἀποτελέσματα πού δημιουργοῦνται.
Διερωτῶμαι: Ὅταν παρατηροῦνται τέτοια τρομακτικά γεγονότα, γιατί ἀμέσως τό μυαλό τῶν «θεολογούντων» ἀναμειγνύη τόν Θεό σέ αὐτά, ἄλλοτε μιλώντας γιά τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ καί ἄλλοτε γιά τήν ἀγάπη Του; Γιατί ἐμπλέκουν τόν Θεό στίς δικές μας ἐμπαθεῖς διαθέσεις;
Βεβαίως, ὑφίσταται ἡ ἀποστασία ἀρχόντων καί ἀρχομένων καί ὑπάρχουν ἀμφίπλευρες εὐθύνες, ἀλλά αὐτό δέν μπορεῖ νά ἀποδίδεται στόν Θεό, ἀφοῦ ξεκινοῦν ἀπό τίς ἐμπαθεῖς καταστάσεις τῶν ἀνθρώπων καί ἐγκληματικές τους ἐνέργειες. Ὁ Θεός καί σέ αὐτές τίς περιπτώσεις σέβεται τήν ἐλευθερία τους, ἀκόμη σέβεται καί τήν ἐλευθερία τοῦ διαβόλου, ἀλλά παρεμβαίνει θεραπευτικά καί περιορίζει τό καταστροφικό ἔργο του.
Ἐκεῖνο πού παρατηρῶ εἶναι ὅτι μερικοί, ἐξετάζοντας διάφορα γεγονότα εὔκολα εἰσέρχονται στόν χῶρο τῆς θεολογίας (τοῦ Θεοῦ), ἐνῶ αὐτά κινοῦνται στόν χῶρο τῆς δαιμονολογίας. Οἱ δαίμονες παρακινοῦν τούς ἀνθρώπους γιά τό κακό καί ἐκεῖνοι ἀποδέχονται τίς ἐνέργειές τους.
Παρατηρῶ ὅτι ὅσοι κάνουν λόγο γιά τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ ἤ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀγνοοῦν τήν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου. Ἡ δαιμονολογία εἶναι βασικό κεφάλαιο τῆς ὀρθοδόξου Δογματικῆς καί τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας. Ὅταν διαβάση κανείς τό Εὐαγγέλιο καί δῆ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, τότε θά διαπιστώση ὅτι ὑπάρχει αὐτή ἡ πολεμική τοῦ διαβόλου ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ διαβόλου. Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο, ὄχι γιά νά ἀσκήση ἁπλῶς τόν ἀλτρουϊσμό καί τήν φιλανθρωπία, ἀλλά γιά νά νικήση τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο. Ἄλλωστε, αὐτή ἦταν ἡ διαδικασία τῆς πτώσεως.
Δυστυχῶς, πολλοί σύγχρονοι Κληρικοί καί θεολόγοι ἀρέσκονται νά ὁμιλοῦν γιά τήν ὀργή ἤ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά κοινωνικά θέματα, χρησιμοποιώντας ὡραία διπλωματική, εὐγενῆ, ἐκκοσμικευμένη γλώσσα, τήν γλώσσα τῶν ἀνθρώπων μέ ὑψηλές θέσεις, πού συζητοῦν στό σαλόνι, ἐκφράζοντας ἁπλῶς τήν θλίψη τους καί ἀμνηστεύοντας τούς τρεῖς μεγάλους ἐχθρούς, πού εἶναι ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος. Δηλαδή ἠθικολογοῦν καί δέν θεολογοῦν.
Ἔτσι, ἀκυρώνουν στήν πράξη τό ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος δέν γνωρίσει τό μίσος τοῦ διαβόλου καί δέν πολεμήσει τόν διάβολο, δέν θά μπορέση νά αἰσθανθῆ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅποιος ὁμιλεῖ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἀμνηστεύει τό μίσος καί τό ἔργο τοῦ διαβόλου, μᾶλλον εἶναι ἀντίθετος πρός τό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας.
Τά γεγονότα πού ζήσαμε καί ζοῦμε εἶναι ὄντως τραγικά. Εὐθύνονται πολλοί γι' αὐτά, κυρίως οἱ ἐμπρηστές. Παρακαλοῦμε τόν Θεό νά περιορίση τό κακό, νά θεραπεύση αὐτό πού πράττουν οἱ «δαιμονισμένοι», γιατί καί αὐτῶν σέβεται τήν ἐλευθερία, ἀλλά περιορίζει τό καταστρεπτικό τους ἔργο.
Νά μάθουμε ὅμως καί ἐμεῖς νά μή ἐκφράζουμε μιά «θεολογία» τῶν παθῶν μας, ἀλλά νά παρηγοροῦμε τούς ἀνθρώπους, ἀγαπώντας ἐν ἀληθείᾳ καί ἀληθεύοντας ἐν ἀγάπῃ. Γιατί στό τέλος ἡ τρομολαγνεία καί ἡ ἀγαπολαγνεία εἶναι μιά ἀρνητική θεολογία, εἶναι μιά ἄλλη πνευματική πυρκαγιά, αἰώνιας διάρκειας.–
Πηγή: Romfea
1. Τὸ λίαν ἀνατατικὸν τε καὶ διηρμένον αὐτὸ τε τὸ ὑπὲρ αἴσθησιν τῶν ἐγγεγραμμένων ἐνταῦθα καὶ τὸ ὕψος τῆς θεολογίας καὶ τὸ βάθος τῆς τούτων ἄντικρυς γνώσεως οὐ πᾶσιν, οἶμαι, καταληπτὸν τε καὶ εὐεπίβατον ἐστι˙ ταῖς γὰρ θείαις ἐμφάσεσι περιαυγαζόμενον τοῦ ἀπροσίτου φωτός, ὑπεράνω πάσης ἀνθρωπίνης συνέσεως ὄν, ἐκείνων ἄρα πρὸς τὴν τῶν ἐγκειμένων κατάληψιν δέεται τῶν τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς ἐρρωμένων τῇ εὐεξίᾳ τοῦ λόγου καὶ τὸν νοῦν ἐς ὕψος ἐπτερωμένων τῇ τοῦ πνεύματος αὔρᾳ καὶ ὅλην ὅλως πρὸς οὐρανοὺς καὶ τὰ βάθη Θεοῦ ἐμβαθύνουσαν ἐχόντων σαφῶς τὴν διάνοιαν. Ὅθεν μοι καὶ ἄγαν εὔκαιρον ἐπωφελές τε καὶ ἁρμόδιον ἔδοξε τὸ σέβας εἰκότως ἀφοσιοῦντι τῷ διδασκάλῳ προκατασφαλίσασθαι τοὺς ἐγκύπτειν ἐνταῦθα βουλομένους τῷ λόγῳ, ἵνα μὴ τῇ πρὸς τὰ βάθη τοῦ πνεύματος ἀπείρῳ ἐπιβολῇ καὶ τῇ περὶ τὰ θεῖα ἀνασκήτῳ ἕξει καὶ διανοίᾳ βλάβην τούτων τινές, ἀλλὰ μὴ ὠφέλειαν εἰς ἑαυτοὺς ἀναμάξοιντο, κακῶς δηλαδὴ καὶ ἀπείρως τὰ θεῖα καὶ ὑπὲρ αἴσθησιν ἐκλαμβάνοντες.
2. Ἰστέον οὖν, ὅτι τὸν εἰς θεολόγων ἀνδρῶν ἐγκυπτειν γραφὰς προαιρούμενον καὶ ἐπὶ τοῦτο ἔρωτι ἐπειγόμενον ἀναγνώσεως πρῶτα μέν πιστὸν ὄντα κόσμον χρὴ φυγεῖν καὶ τὰ ἐν κόσμῳ καθόλου τῷ σώματι καὶ τῷ πνεύματι καὶ τὴν πρόσυλον ἀπὸ ψυχῆς ἁμαρτίαν μισῆσαι καὶ τὴν πρόσκαιρον ἀποσείσασθαι τῶν ἡδέων ἀπόλαυσιν˙ θεῖναὶ τε θεμέλιον ἀκολούθως καλὸν ἐπὶ τὴν ἐρηρεισμένην πέτραν τῆς πίστεως διὰ πράξεως καὶ ἐργασίας τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπὶ τοῦτον εὐτέχνως τὸν οἶκον ἐποικοδομῆσαι τῶν ἀρετῶν καὶ τὸν παλαιὸν καὶ φθειρόμενον ἄνθρωπον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτοῦ ἀποδύσασθαι, καὶ τὸν ἀνακαινούμενον εἰς Χριστὸν ἐπενδύσασθαι, ἄρτιον δηλονότι πεφθακότα καὶ τῇ ἐνδεχομένῃ καλῶς τελειότητι ἀναβεβηκότα εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ˙ ἔτι δέ προκαθαρθῆναι καὶ προφωτισθῆναι καὶ ἐλλαμφῆναι τῷ πνεύματι προθεωρῆσαὶ τε τὴν ἅπασαν κτίσιν ὄμματι νοὸς καθαρῷ, προκαταμαθεῖν τε καὶ προκαταστοχάσασθαι τοὺς λόγους καὶ τὰς κινήσεις αὐτῆς τηλαυγῶς καὶ ἔξω γενέσθαι τῶν ὁρωμένων τῆς ταπεινώσεως, ὑπεράνω δήπου πάσης σαρκὸς καὶ αἰσθήσεως˙ ἔνθεν τοι καὶ τὸ στόμα τρανῶς διανοίξαντα ἑλκύσαι δυνάμει τὴν χάριν τοῦ πνεύματος κἀκεῖθεν φωτὸς ἀγαθοῦ πληρωθῆναι καὶ κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῶν ἐκ καθάρσεως ἐν αὐτῷ γενομένων ἱερῶν ἐμφάσεων ἄνωθεν θεολογῆσαι τρανῶς καὶ οὕτως, οἷα δὴ τηλαυγής τὴν διάνοιαν, ἐν τοῖς ὧδε γεγραμμένοις ἐγκύψαι, φημὶ δὴ τοῖς πονήμασι τῆς ὑψηλοτάτης καὶ θεολογικωτάτης διανοίας τοῦ μακαριωτάτου καὶ τρισολβίου πατρὸς Συμεών.
3. Τὸν γοῦν ἔτι κάτω τῷ στήθει καὶ τῇ κοιλίᾳ συρόμενον, λέγω δὴ τοῖς χοϊκοῖς φρονήμασι καὶ ταῖς προσύλοις ἐπιθυμίαις αὐτοῦ, δεδεμένον τε ὑπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀπατώσης τοῦ κόσμου αἰσθήσεως, ἄναγνον ὄντα καὶ τὰς αἰσθήσεις πεπηρωμένον τῆς διανοίας δεινῶς, μὴ κατατολμῆσαι προβεβαιούμεθα τῶν γεγραμμένων ἐνταῦθα τῆς ἀναγνώσεως, ἵνα μὴ τῷ μετὰ λήμης τῶν ὀφθαλμῶν εἰς τὰς ἀκτῖνας ἐνατενίζοντι τοῦ ἡλίου ἐπίσης ὑπομείνῃ τὴν τύφλωσιν καὶ αὐτὴν τὴν ἀμυδράν ὅρασιν προσαπολέσῃ τῶν ὀφθαλμῶν˙ καθαρθῆναι γὰρ πρῶτον δεῖ πάσης ἀσθενείας καὶ λήμης τῶν λογισμῶν καὶ οὕτω τῷ καθαρῶς καὶ ὑπεραπείρως εἰς ἄπειρον λάμποντι προσομιλῆσαι καὶ πλησιάσαι ἡλίῳ, εἴτε τούτῳ δὴ τῷ αἰσθητῶς καὶ καθ᾿ ἡμᾶς φαίνοντι εἴτε τῷ τῆς δικαιοσύνης καὶ ταῖς ἐξ αὐτοῦ τῶν λόγων καὶ νοημάτων ἐκπεμπομέναις αὐγαῖς˙ μόνων γὰρ ἐκείνων ἐστὶ τὸ κατοπτεύειν τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος, τῶν ἐξ ἄκρας δηλονότι καθάρσεως καταλαμπομένων ἀπείρῳ φωτὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁλολαμπῆ τὴν διάνοιαν ἅμα καὶ τὴν ψυχὴν κεκτημένων, τῶν δέ γε λοιπῶν τὰ στήθη τύπτειν ἐπωφελές καὶ ἁρμόδιον καὶ ἄνωθεν ἐκκαλεῖσθαι τὸν ἔλεον.
4. Σκοπεῖν τοίνυν πάντα χρεών τὸν τοὺς λόγους δυνάμενον πιστῶς μελετᾶν τούτου δὴ τοῦ θείου πατρὸς καὶ τούτων τὸ βάθος ἐξερευνᾶν τὴν αὐτοῦ συνετῶς ἔκστασίν τε καὶ θέωσιν˙ ὅπως, οἷὰ περ ἔξω σαρκὸς καὶ σώματος καὶ πάσης αἰσθήσεως ὤν, ἡρπάζετο ἀπὸ γῆς τῷ πνεύματι εἰς οὐρανοὺς καὶ Θεόν, καὶ θείων ἠξιοῦτο ξενοτρόπως ἀποκαλύψεων, καὶ τὰς ἐνεργείας ἔβλεπεν ἐν ἑαυτῷ τοῦ θείου φωτὸς θεοπρεπῶς ἐνεργούσας, καὶ θεωνυμίαις διαφόροις ἔρωτι κάτοχος ὤν τοῦ Θεοῦ ὡς τετρωμένος ὑπὸ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ τοῦτον ἐκάλει καὶ προσωνόμαζε, Διονύσιον τὸν μέγαν ἐν τούτῳ καὶ μιμούμενος καὶ ὁμοίως συναρπαζόμενος αὐτῷ ἀπὸ γῆς˙ καὶ γὰρ ἐκείνῳ ταὐτὸν ἐνεργούμενος ὑπὸ τοῦ Θείου Πνεύματος καὶ ὁ ὑψίνους οὗτος ἀνήρ ὡς πάντων τῶν αἴτιον τὸν Θεὸν ὁμοίως αὐτῷ πολυωνύμως ἐκ πάντων τῶν αἰτιατῶν ἀνύμνει λαμπρῶς, ὡς ἀγαθόν, ὡς καλόν, ὡς σοφόν, ὡς ἀγαπητόν, ὡς Θεὸν θεῶν, ὡς Κύριον κυρίων, ὡς ἅγιον ἁγίων, ὡς αἰώνιον, ὡς ὄντα καὶ ὡς αἰώνων αἴτιον˙ ὡς ζωῆς χορηγόν, ὡς σοφίαν, ὡς νοῦν, ὡς λόγον, ὡς γνώστην, ὡς προέχοντα πάντας τοὺς θησαυροὺς ἁπάσης γνώσεως, ὡς δύναμιν, ὡς δυνάστην, ὡς βασιλέα βασιλευόντων, ὡς παλαιὸν ἡμερῶν, ὡς ἀγήρω καὶ ἀναλλοίωτον˙ ὡς σωτηρίαν, ὡς δικαιοσύνην, ὡς ἁγιασμόν, ὡς ἀπολύτρωσιν, ὡς ἐν μεγέθει πάντων ὑπερέχοντα καὶ ὡς ἐν αὔρᾳ λεπτῇ˙ καὶ ἐν ψυχαῖς καὶ ἐν σώμασι καὶ ἐν νοῖς αὐτὸν εἶναι ἐν οὐρανῷ καὶ ἐν γῇ καὶ ἅμα ἐν ταὐτῷ τὸν αὐτόν, ἐγκόσμιον, περικόσμιον, ὑπερκόσμιον, ὑπερουράνιον, ὑπερούσιον, ἥλιον, ἀστέρα, πῦρ, ὕδωρ, πνεῦμα, δρόσον, νεφέλην, αὐτόλιθον καὶ πέτραν, πάντα τὰ ὄντα, μηδέν ὄντα τῶν ὄντων.
5. Ὅθεν καὶ αὐτὸς ὁ πολὺς τὰ θεῖα Διονύσιος ἐν τῷ Περὶ θείων ὀνομάτων συντάγματι, τῷ τρόπῳ καὶ τῇ πρὸς Θεὸν ἐκστάσει τοῦ θεσπεσίου τούτου πατρὸς οἷα δι᾿ ὧν γράφει συμμαρτυρῶν, τοιάδε φησίν˙ οὕτως οὖν τῇ πάντων αἰτίᾳ καὶ ὑπὲρ πάντα οὔσῃ καὶ τὸ ἀνώνυμον ἐφαρμόσει καὶ πάντα τὰ τῶν ὄντων ὀνόματα, ἵνα ἀκριβῶς ᾗ τῶν ὅλων βασιλεία καὶ περὶ αὐτὴν ᾖ τὰ πάντα καὶ αὐτῆς ὡς αἰτίας, ὡς ἀρχῆς, ὡς πέρατος ἐξηρτημένα, καὶ αὐτὴ κατὰ τὸ λόγιον ᾗ τὰ πάντα ἐν πᾶσι καὶ ἀληθῶς ὑμνῆται πάντων ὑποστάτις. Καὶ μετ᾿ ὀλίγα˙ πάντα δέ ἁπλῶς καὶ ἀπεριορίστως ἐν ἑαυτῇ τὰ ὄντα προείληφε ταῖς παντελέσι τῆς μιᾶς αὐτῆς καὶ παναιτίου προνοίας ἀγαθότησι καὶ ἐκ τῶν ὄντων ἁπάντων ἐναρμονίως ὑμνεῖται καὶ ὀνομάζεται.
6. Καὶ γοῦν οὐ ταύτας μόνας οἱ θεολόγοι τὰς θεωνυμίας πρεσβεύουσι τὰς ἀπὸ τῶν παντελῶν ἤ τῶν μερικῶν προνοιῶν ἤ τῶν προνοουμένων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τινων ἔσθ᾿ ὅτε θείων φασμάτων ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀνακτόροις ἤ ἄλλοθὶ ποι τοὺς μύστας ἤ τοὺς προφήτας καταλαμψάντων κατ᾿ ἄλλας καὶ ἄλλας αἰτίας τε καὶ δυνάμεις ὀνομάζουσι τὴν ὑπερφαῆ καὶ ὑπερώνυμον ἀγαθότητα καὶ μορφὰς αὐτῇ καὶ τύπους ἀνθρωπικοὺς ἤ πυρίνους ἤ ἠλεκτρίνους περιτιθέασι καὶ ὀφθαλμοὺς αὐτῆς καὶ ὦτα καὶ πλοκάμους καὶ πρόσωπα καὶ χεῖρας καὶ μετάφρενα καὶ πτερὰ καὶ βραχίονας καὶ ὀπίσθια καὶ πόδας ὑμνοῦσι, στεφάνους τε καὶ θώκους καὶ ποτήρια καὶ κρατῆρας αὐτῇ καὶ ἄλλα ἄττα μυστικὰ περιπλάττουσιν.
7. Εἰς γὰρ ἄκρον ὁ θεῖος οὗτος ἐκκαθαρθεὶς τὴν ψυχήν, ὡς ἤδη τὰ πρὸς αὐτοῦ γεγραμμένα σάλπιγγος ἠχούσης μεγαλοφωνότερον ἐκβοᾷ, ἠξίωται καὶ μεγάλων ἀποκαλύψεων καὶ θεωριῶν ἀπορρήτων καὶ μυστικῆς ὁμιλίας καὶ ῥημάτων θείων ἄνωθεν αὐτῷ ξένως ἐνηχηθέντων καὶ συλλήβδην εἰπεῖν χάριτος ἀποστολικῆς, ὅλος πυρποληθεὶς ὑπὸ τοῦ θείου πυρός. Διὸ καὶ τῆς θύραθεν ἐπιστήμης τῶν λόγων πάντῃ ἄγευστος καὶ ἀμαθής ὤν ὑπὲρ πάντα ῥήτορα καὶ σοφὸν τῇ εὐροίᾳ τῶν λόγων καὶ τῇ τῶν νοημάτων δαψιλείᾳ τε καὶ πυκνότητι εἰς ὕψος ἐμεγαλύνθη σοφίας ὡς τὰ θεῖα τῷ ὄντι σοφὸς καὶ θεολόγος δογματικώτατος.
8. Καὶ οὐ θαῦμα˙ ἡ γὰρ τοῦ Θεοῦ σοφία διήκει, κατὰ τὸν εἰπόντα, καὶ χωρεῖ διὰ πάντων διὰ τὴν καθαρότητα˙ ἀτμὶς γὰρ ἐστι τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως καὶ ἀπόρροια τῆς τοῦ παντοκράτορος δόξης εἰλικρινής˙ μία δέ, φησιν, οὖσα πάντα δύναται καὶ μένουσα ἐν ἑαυτῇ τὰ πάντα καινίζει καὶ κατὰ γενεὰς εἰς ψυχὰς ὁσίας μεταβαίνουσα φίλους Θεοῦ καὶ προφήτας κατασκευάζει˙ οὐδέν γὰρ ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς εἰ μὴ τὸν σοφίᾳ συνοικοῦντα. Διὰ τοι τοῦτο καὶ τῶν λόγων τῆς σοφίας ἐπιθυμήσας ἐπόθησε τὸ κάλλος αὐτῆς˙ καὶ ποθήσας, κατὰ τὸν Σολομῶντα, ἐζήτησε διὰ πόνων φιλοσοφίας τε καὶ ἀσκήσεως καὶ εὗρεν αὐτήν˙ καὶ εὑρών ηὔξατο μετὰ δακρύων ἐμπόνως καὶ ἐδόθη αὐτῷ φρόνησις˙ καὶ ἐπεκαλέσατο πίστει βεβαίᾳ καὶ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα σοφίας˙ ὅθεν ἀκοίμητον ἔσχε διὰ βίου παντὸς τὸ ἐκ ταύτης ἀτεχνῶς φέγγος, δι᾿ οὗ ἄρα καὶ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτὸν πάντα ὁμοῦ τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ ἀναρίθμητος πλοῦτος σοφίας καὶ γνώσεως. Ἀμέλλει καὶ ἀδόλως παρὰ Θεοῦ μαθών τὰ ἀπόρρητα ἀφθόνως τοῖς πᾶσι ταῦτα γράφων παρέχει εἰς πνευματικὴν εὐφροσύνην ὁμοῦ καὶ ὠφέλειαν˙ οὐ γὰρ ὡς ἀγνώμων δοῦλος κατακρύπτει τὸ δοθέν αὐτῷ πρὸς Θεοῦ τάλαντον, ἀλλ᾿ ὡς πιστὸς οἰκονόμος τὸν πλοῦτον, ὅν ἐδέξατο ἐξ αὐτοῦ, τῆς ἀκενώτου σοφίας εὐγνωμόνως κατὰ τὸ γεγραμμένον οὐ κατορύττει˙ ἀδόλως τε, φησίν, ἔμαθον ἀφθόνως τε μεταδίδωμι, τὸν πλοῦτον αὐτῆς οὐκ ἀποκρύψομαι.
9. Ἔνθεν τοι καὶ ἄργυρος πεπυρωμένος οὖσα ἡ γλῶσσα αὐτοῦ καὶ δικαιοσύνης πλήρης ἡ ψυχὴ αὐτοῦ˙ τὰ χείλη αὐτοῦ οἷα δὴ τῷ ὄντι δικαίου ἠπίστατο ὑψηλὰ καὶ στόμα αὐτοῦ ἀπέσταζε χάριτας καὶ ἀπόρρητον σοφίαν Θεοῦ. Γέγονε δέ τοῦτο ἐκ πολλῆς ἀληθῶς ταπεινοφροσύνης καὶ καθαρότητος˙ στόμα γάρ, φησί, ταπεινῶν μελετήσει σοφίαν καὶ ἐν καρδίᾳ ἀγαθῇ ἀνδρὸς σοφία, ἐν δέ καρδίᾳ ἀφρόνων οὐ διαγινώσκεται. Εἶχε γάρ,ταπεινοφροσύνης ὤν ἔμπλεως, διηνεκῶς ἐν μελέτῃ καρδίας τὴν τοῦ Θεοῦ σοφίαν, κατὰ τὸ εἰρημένον, ἥτις τοῖς ταπεινοῖς τὴν καρδίαν, καὶ οὐ τοῖς ἄφροσι τοῦ κόσμου σοφοῖς καθόλου διαγινώσκεται, καὶ τὸ φῶς ἀεὶ τοῦ Θεοῦ ἦν ἀληθῶς ἡ πνοὴ αὐτοῦ˙ ὅ δίκην λύχνου ἔχων ἐν διανοίᾳ, ἅ ἑώρων οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ νοερῶς, ὡς τὸ λόγιον, ἔλεγέ τε καὶ ἀριδηλότατα μετὰ γνώσεως ἔγραφεν˙ ἅ, φησίν, εἶδον οἱ ὀφθαλμοὶ σου, λέγε˙ καὶ λέγων ὕμνει σαφέστατα ἐκ τῶν ὄντων τὸ θεῖον, ὡς ὄν κοινὸν πάντων τῶν ὄντων. Οὐ γὰρ ἀκοινώτητὸν ἐστι καθόλου τὸ ἀγαθὸν οὐδενὶ τῶν ὄντων, ὥς φησιν ὁ τὰ θεῖα πολὺς Διονύσιος, ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ἑαυτοῦ μονίμως τὴν ὑπερούσιον ἱδρῦσαν ἀκτῖνα ταῖς ἑκάστου τῶν ὄντων ἀναλόγοις ἐλλάμψεσιν ἀγαθοπρεπῶς ἐπιφαίνεται καὶ πρὸς τὴν ἐφικτὴν αὐτοῦ θεωρίαν καὶ κοινωνίαν καὶ ὁμοίωσιν ἀνατείνει τοὺς νοεροὺς νόας, ὡς θεμιτὸν αὐτῷ καὶ ἱεροπρεπῶς ἐπιβάλλοντας.
10. Τοιγαροῦν καὶ κατὰ πάντα τοῖς πρὸς αὐτοῦ θεολόγοις ἑπόμενος, τὸ μέν ὑπὲρ νοῦν καὶ φύσιν τῆς θεότητος κρύφιον ἀνεξερευνήτοις ὕμνει καὶ ἱεραῖς νοὸς εὐλαβείαις, ὥς φησι περὶ θεολόγων ἀνθρῶν Διονύσιος, τὰ δέ ἄρρητα σιγῇ τῇ σώφρονι διόλου τιμῶν ἐπὶ τὰς ἐλλαμπούσας αὐτῷ ἐν τοῖς ἱεροῖς νοήμασιν αὐγὰς ἀνετείνετο κἀκεῖθεν πλουσίως καταλαμπόμενὸς τε καὶ φωτιζόμενος πρὸς τοὺς θεαρχικοὺς καὶ θεοπρεπεῖς ὕμνους καὶ πρὸς τὰς ἱερὰς ὑμνολογίας ὑπ᾿ αὐτῶν ὑπερκοσμίως ἐτυποῦτο πρὸς τὸ καὶ ὁρᾶν τὰ συμμέτρως αὐτῷ δι᾿ αὐτῶν δωρούμενα θεαρχικὰ φῶτα καὶ τὸ ἀγαθοδότην Κύριον ὡς ἁπάσης ἱερᾶς ἀρχῆς καὶ φωτοφαενίας αἴτιον ἐρωτικῶς ἀνυμνεῖν.
11. Παλαιὸν δέ ἄρα τοῦτο καὶ ἀρχέγονον σοφίας εἶδος καὶ ἀποτέλεσμα˙ τοῖς γὰρ παλαιοῖς καὶ πιστοῖς, τὴν πάτριον πάλαι φιλοσοφοῦσι φιλοσοφίαν, ἄνωθεν ἡ θείας χάρις τοῦ Πνεύματος οὕτω δι᾿ ὑπερβολὴν συγγινομένη καθάρσεως πρὸς ὕμνους ἐρωτικοὺς τε καὶ θείους καὶ πρὸς μέτρα λόγων παντοίων ἐκίνει τὰς διανοίας αὐτῶν. Ἐκ δὴ τούτου ποιηταὶ ᾀσμάτων καὶ ὕμνων καὶ μελῶν θείων τοῖς τηνικαῦτα θαυμασίως ἐδείκνυντο˙ οὐκ ἐκ μαθημάτων δέ ἀναγωγῆς καὶ τελείας τῶν λόγων ἀσκήσεως πρὸς τοῦτο σοφῶς τε καὶ συνήθως ἀπετελοῦντο, ἀλλ᾿ ἐκ φιλοσοφίας τῶν τῆς ψυχῆς τρόπων καὶ ἐξ ἄκρας ἀσκήσεως καὶ φυλακῆς τῶν γενικῶν ἀρετῶν . Εἴ τῳ δέ φίλον τὸ εἰρημένον ἐξ ἐγγράφου πιστωθῆναι αἰτίας, Φίλωνι τῷ Ἰουδαίῳ ἐν τῷ οὕτω πως ἐγγεγραμμένῳ λόγῳ αὐτοῦ Περὶ βίου θεωρητικοῦ ἤ περὶ ἱκετῶν ἐντυχέτω καὶ εἴσεται τὸ τοῦ λόγου πιστὸν ἐξ αὐτῆς. Ἵνα δέ βρασύ τι καὶ ἡμεῖς λόγιον ἐκεῖθεν ἀναλαβώμεθα πρὸς τὴν τοῦ λόγου βεβαίωσιν, φησίν ἐκεῖνο ὡδί˙ ὥστε, φησίν, οὐ θεωροῦσι μόνον τὰ ὑψηλὰ νοὸς ἐπιβολαῖς καθαροῦ, ἀλλὰ καὶ ποιοῦσιν ᾄσματα καὶ ὕμνους εἰς τὸν Θεὸν διὰ παντοίων μέτρων καὶ μελῶν, ἀριθμοῖς σεμνοτέροις ἀναγκαίως χαράσσοντες.
12. Ἅ γοῦν καὶ τούτῳ δὴ τῷ πατρὶ ἐν θεωρυμίαις ὕμνηται θεοφράστως, ταῦτα, φησὶ Διονύσιος ὁ μέγας, πρὸς τῶν θείων λογίων μεμύηται, καὶ πᾶσαν, ὡς εἰπεῖν, τὴν ἱεράν τῶν θεολόγων ὑμνολογίαν εὑρήσει τις, ἐπιπόνῳ δηλαδὴ ψυχῇ καὶ καθαρᾷ διανοίᾳ τὰς θείας γραφάς, ἐρευνῶν, πρὸς τὰς ἀγαθουργοὺς προόδους τῆς θείας φύσεως ἐκφαντορικῶς καὶ ὑμνητικῶς τὰς θεωνυμίας διασκευάζουσαν, Εἶτα τὸν λόγον ἡμῶν τρανότερον ἐπιβεβαιούμενος οὕτω σαφῶς ἐπιφέρει περὶ τῶν εἰρημένων ὁ αὐτὸς καὶ αὖθις φησι˙ ταύταις οἱ θεοειδεῖς ἀγγελομιμήτως, ὡς ἐφικτόν, ἑνούμενοι νόες, ταῖς θείαις δηλονότι τῶν ἀγγέλων δυνάμεσιν, ἐπειδὴ κατὰ πάσης νοερᾶς ἐνεργείας ἀπόπαυσιν ἡ τοιάδε γίνεται τῶν ἐκθεουμένων νόων πρὸς τὸ ὑπέρθεον φῶς ἕνωσις, ὑμνοῦσιν αὐτὸ κυριώτατα διὰ τῆς πάντων τῶν ὄντων ἀφαιρέσεως, τοῦτο ἀληθῶς καὶ ὑπερφυῶς ἐλλαμφθέντες ἐκ τῆς πρὸς αὐτὸ μακαριωτάτης ἑνώσεως˙ ὅτι πάντων μέν ἐστι τῶν ὄντων αἴτιον, αὐτὸ δέ οὐδέν, ὡς πάντων ὑπερουσίως ἐξῃρημένον.
13. Εἰδώς οὖν ὁ θεῖος τοῦτο πατήρ Συμών, οἷα δὴ σοφὸς θεολόγος, καὶ ὡς ἀνώνυμον τὴν θείαν καὶ ὑπὲρ φύσιν φύσιν ἀνύμνει καὶ ὡς παντὸς ὀνόματος ὀμοναζομένου αἰτίαν καὶ ἀνωνύμως ὑπεριδρυμένην τῶν πάντων ἐθεολόγει˙ νῦν μέν, ὅσα τῆς παρούσης ἐστὶ πραγματείας, ἐκ τῶν θεολογιῶν συνάγων καὶ ὥσπερ τινὶ κανόνι τοῖς εἰρημένοι χρώμενος πρὸς αὐτὰ σκοπῶν ἐπὶ τὴν ἀνάπτυξιν τῶν νοητῶν θεωνυμιῶν προήρχετο˙ νῦν δέ θεοπτικῇ διανοίᾳ τὰς θεοφανεῖς ἐποπτεύων ἐμφάσεις καὶ θεωρίας, τοῖς ἁγίοις τὰ ἅγια κατὰ τὴν θείαν τοῦ Ἀποστόλου παράδοσιν παρατιθέμενος, ἀνετάττετο καὶ τὰ πρὸς αὐτοῦ ἱερῶς ἐποπτευθέντα θεῖα θεάματα τοῖς μετ᾿ αὐτὸν χρεωστικῶς, ὡς πρῶτος πρὸς δευτέρους καὶ ὑφειμένους, ἀφθόνως ἐν συμμετρίᾳ τῇ κατ᾿ αὐτοὺς ὑπέδειξε καὶ κατ᾿ ἀξίαν τὰ ἱερὰ τοῖς ἐπιστημονικῶς καὶ ὁλοκλήρως μετασχοῦσι τῆς ἱερατικῆς τελειώσεως μετέδωκε, τῶν ἀμύστων αὐτὰ γελώτων καὶ ἐμπαιγμῶν ἐξαιρούμενος, μᾶλλον δέ αὐτοὺς ἐκείνους, εἴπερ τινές τοιοῦτοὶ εἰσιν ἄνθρωποι, τῆς ἐπὶ τούτῳ θεομαχίας ἀπολυτρούμενος, μὴ ἔκφορα ταῦτα ποιῶν τοῖς πολλοῖς, ἕως ἄν ἐν τοῖς ζῶσιν ἦν καὶ ἐφαίνετο, κἄν τούτῳ τῷ μεγάλῳ Διονυσίῳ πειθόμενος οὕτω πρὸς Τιμόθεον γράφοντι˙ ὅρα δή, φησίν, ὅπως οὐκ ἐξορχήσῃ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, εὐλαβηθήσῃ δέ καὶ τὰ τοῦ κρυφίου Θεοῦ ταῖςνοεραῖς καὶ ἀοράτοις γνώσεσει τιμήσεις, ἀμέθεκτα μέν αὐτὰ καὶ ἄχραντα τοῖς ἀτελέστοις διατηρῶν, ἱεροῖς δέ μόνοις τῶν ἱερῶν μεθ᾿ ἱερᾶς ἐλλάμψεως ἱεροπρεπῶς κοινωνῶν.
14. Οὕτω γὰρ ὡς ἡ θεολογία καὶ τοῖς θιασώταις ἡμῖν παραδέδωκε, ταῦτα καὶ ἡμεῖς, ὡς αὐτῷ μαθητευθέντες καὶ τὸ ὕψος καὶ βάθος καὶ πλάτος τῆς αὐτοῦ σοφίας εἰδότες, διὰ τῶν εἰρημένων καὶ τοῦ παρόντος λόγου τῶν πάντῃ χοντρῶν καὶ ἀμύστων διαστέλλομεν καὶ ἀνέκφορα τούτοις εἶναι βουλόμεθα, μόνοις ἐκείνοις ταῦτα δηλαδὴ σαφῶς ἀναπτύσσοντες τοῖς τὰ ὦτα πεπετασμένα ἱερῶς ἔχουσιν ἐξ ἐπιμελείας τῶν τρόπων καὶ συνέσεως θείας καὶ ἁγίοις ἄντικρυς οὖσιν ἔκ τε τοῦ βίου καὶ τῆς ἄνωθεν γνώσεως˙ τοῦτο γὰρ καὶ Παῦλος ὁ θεῖος βούλεται πρὸς Τιμόθεν οὕτω γράφων˙ ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι.
15. Ὁ γοῦν πρὸς θεωρίαν ἐκ φιλοσόφου πράξεως ἀναδραμόντες καὶ εἰς βάθος θεολογικῶν ἐννοιῶν ἀνελθόντες πίστει πρὸς ταῦτα τὴν τῆς ψυχῆς ἔρευναν δότωσαν, καὶ πολλὴν αὐτόθεν, εὖ οἶδα, τρυγήσουσι τὴν ὠφέλειαν˙ οἱ δέ γε λοιποί, ὧν ὁ νοῦς εἰς πολλὰς ἑτερότητας διεσκέδασται καὶ σκότει ἀγνωσίας ἐζόφωτοι, οἱ μηδέ ὅ τι ποτέ ἐστι πρᾶξις καὶ θεωρίας καὶ θείων ἀποκάλυψις μυστηρίων εἰδότες, τῆς ἀναγνώσεως τῶν ἐνταῦθα γεγραμμένων ἀλλοτριούσθωσαν˙ ἀχώρητον γὰρ τὴν διάνοιαν ἔχοντες τῶν ὑψηλῶν καὶ λόγων ἀποκαλύψεων τὰ θεῖα καταπατεῖν εἰώθασι καὶ κοινοῦν, πρὸς μηδέν τῶν ὑπὲρ ἡμᾶς ἀνανεύειν δυνάμενοι.
16. Ἄλλως τε δέ καὶ ἐπεὶ πᾶσα ψυχὴ εἰς ἄκρον ἐκκαθαρθεῖσα καλῶς, ἀθάνατος οὖσα καὶ νοερά, δυνάμει θείᾳ πρὸς ἀγγελικὰς ζωὰς ἀνατείνεται κατὰ τὸν ἱεροφάντην Διονύσιον οὕτω λέγοντα˙ ἡνίκα γὰρ εἰς ἑαυτὸν κατὰ κυκλικὴν κίνησιν καὶ ἑνοειδῆ συνέλιξιν ἀπὸ τῶν ἔξω τῶν νοερῶν αὐτῆς δυνάμεων γένηται, ὥσπερ ἔν τινὶ κύκλῳ τὸ ἀπλανές αὐτῇ ἡ θεία δωρουμένη ἀγαθαρχία καὶ ἀπὸ τῶν πολλῶν, τῶν ἔξωθεν, αὐτὴν ἐπιστρέφουσα καὶ συνάγουσα πρῶτον εἰς ἑαυτήν, εἶτα ὡς ἑνοειδῆ γενομένην ἑνοῦσα ταῖς ἑνιαίως ἡνωμέναις δυνάμεσι τῶν ἀγγέλων˙ δι᾿ αὐτῶν γὰρ ὡς ἀγαθῶν καθηγεμόνων (μετὰ τοὺς ἱεροὺς καὶ ἁγίους νόας αἱ ψυχαὶ καὶ ὅσα ψυχῶν ἀγαθά) ἐπ᾿ αὐτὴν τὴν πάντων ἀγαθῶν ἀγαθαρχίαν ἀνάγεται καὶ τῶν ἐκεῖθεν ἐκβλυζομένων ἀλλάμψεων ἐν μετουσίᾳ γίνεται κατὰ τὴν ἀναλογοῦσαν ἐν αὐτῇ κάθαρσιν καὶ τῆς τοῦ ἀγαθοειδοῦς δωρεᾶς, ὁπόση δύναμις, μετέχει πλουσίως, οὐκ οἴομαι δίκαιον εἶναι κινδυνεύειν ταύτης τὰς ὑψηλὰς θεωρίας καὶ ἐρωτικὰς θεολογίας ἀπιστεῖσθαι εἰς ἀκοὰς πιπτούσας ὑπὸ φθόνου βεβυσμένας καίἀπιστίας, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν εἰς ψυχὰς σκότει ἀγνωσίας σφόδρα κεκαλυμμένας καὶ ὑπὸ ἡμιόνων καὶ ὄνων ἤ δρακόντων καταπατουμένας καὶ ὄφεων, τῶν ἀκαθάρτων λέγων καὶ ὀλεθρίων παθῶν˙ τὰ γὰρ ἅγια ἀμέθεκτὰ εἰσι πᾶσι τοῖς τὸν κυνώδη βίον καὶ χοιρώδη βιοῦσιν, οἷς οὐ δίδονται ταῦτα, ὡς τὸ λόγιον, οὔτε μὴν οἱ μαργαρῖται ῥιπτοῦνται τοῦ λόγου, τοῖς δέ πρὸς τὸ ἴσον ἐξ ἄκρας ἀναγομένοις καθάρσεως τῆς ἁγιότητος μεθεκτὰ τε εἰσὶ μεθ᾿ ἡδονῆς ἀφάτου καὶ θείας καὶ ἀναδοτικὰ τῆς ἐπ᾿ αὐτὰ σοφίας τε καὶ ὑψώσεως ὡς φῶτα φανὰ καὶ πυρὸς τοῦ θείου γεννήματα.
17. Εἶεν, ἐπεὶ δέ πρὸς τοσοῦτον ὕψος ἀνήχθη ἡ θεία τῷ ὄντι καὶ καθαρωτάτη ψυχὴ τοῦ καθηγεμόνος ἡμῶν καὶ τοιούτων ἐμφάσεων ἠξιώθη καὶ τοιαύτης χάριτος τῆς τῶν ἁλιέων καὶ ἀποστόλων καὶ ἐπ᾿αὐτὴν τὴν πάντων ἀγαθαργίαν ἔφθασε τῇ λαμπρότητι τῆς ἐμπύρου διανοίας αὐτῆς, ἔνθα πᾶσαι ψυχαὶ τῶν δικαίων ἀνάγονται, καὶ ἐν μετουσίᾳ τῶν ἐλλάμψεων ταύτης πλουσίως ἐγένετο, καθὰ δὴ καὶ τὰ ποιήματα καὶ οἱ ἔρωτες τῶν θείων ὕμνων ἐκβοῶσιν αὐτοῦ, πῶς οὐχ ἁγία τῷ φύσει ἁγίῳ καὶ τοῖς πάλαι ἁγίοις ἀνακραθεῖσα ὡς φωτὶ φῶς καὶ πυρὶ πῦρ καὶ ἡλίῳ ἀκτίς, τὰ δεύτερα τοῖς πρώτοις καὶ τὰ ἐν εἰκόσι καὶ τύποις τοῖς ἀρχετύποις καὶ ἀληθείαις; Πῶς οὐχ ὑμνητέα καὶ ὕμνων καὶ ἐγκωμίων πάντων ἀξία, ἡ ὑπὲρ ταῦτα καὶ ὑπὲρ πᾶσαν δόξαν ὁμοῦ γεηράν τε καὶ ἀνθρωπίνην; Πιπτέτω φθόνος ὁ τοῖς ἀεὶ νεμεσῶν, καὶ ὑμνείσθω καὶ εὐφημείσθω ὁ ὕμνων καὶ ἐγκωμίων παντοίων ἐπάξιος Συμεών, καθὸ καὶ ἐν τῷ ῾Κατὰ ἁγιοκατηγόρων᾿ λόγῳ μετὰ χρήσεων ἱερῶν πλατύτερον ἐξεθέμεθα. Εἰ γὰρ αἱ ἀποκαλύψεις αὗται καὶ αἱ φωναὶ οὐ φωναὶ Θεοῦ οὐδέ ψυχῆς ἀποθεωθείσης καὶ γενομένης ἔξω πάσης τοῦ κόσμου αἰσθήσεως καὶ ὅλης καθόλου ἁγίας, σχολῇ γ᾿ ἄν ἄλλο τι τῶν ἀνθρωπίνων καὶ πρὸς ἡμῶν τελουμένων διὰ πάσης σπουδῆς εὐαπόδεκτον ἀποδειχθείη Θεῷ καὶ ἀνθρώποις ἐπαινετόν, ὅ μὴ σοφίᾳ καὶ γνώσει τῇ ἀνωτάτῳ Θεοῦ τὸ ἐπίδοξον καὶ λαμπρὸν ἐπιφέρεται.
18. Ταῦτα τοίνυν διὰ τοὺς φθόνῳ πρὸς τὰ καλὰ καὶ ἀπιστίᾳ καὶ ἀγνωσίᾳ κεκρατμένους ἡμῖν προετέθη τῶν ἐρωτικῶν καὶ θείων ὕμνων τοῦ διδασκάλου, ἵν᾿ ἤ κατὰ πρώτην εὐθὺς ἐπιβολὴν ἐντυγχάνοντες τούτοις κρείττονες γένοιντὸ ποτε καὶ φθόνου καὶ βασκανίας ἀνώτεροι, καὶ δοξάσωσιν, ὡς ἐφικτόν, τὸν ἐν πράξει καὶ λόγῳ καὶ θεωρίᾳ δοξάσαντα τὸν Θεὸν καὶ τὸ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ἐν τοῖς ἑαυτοῦ μέλεσιν ἁγιάσαντα, ἤ ὡς τῶν καλῶν ἄγευστοι καὶ πάντῃ ἀχώρητοι τῶν ὑψηλῶν θεαμάτων διὰ τὴν αὐτοῖς προσοῦσαν παχύτητα τῆς ἐγχειρήσεως καὶ τῆς τῶν γεγραμμένων ἐνταῦθα περιέργου ἐρεύνης ἀπόσχοιντο.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Πολλοί, ιδίως δημοσιογράφοι, άλλα και θεολόγοι και κληρικοί, ιδίως φαύλοι, υποστηρίζουν, ότι ό Θεός δεν τιμωρεί. Και γιατί δεν τιμωρεί; Διότι, λέγουν, ό Θεός είναι αγάπη. Ναι, ό Θεός είναι αγάπη. Και μάλιστα εσταυρωμένη αγάπη. Για μας ό Θεός από απέραντη αγάπη έγινε σαν εμάς, άνθρωπος, και υπέστη το φρικτότερο μαρτύριο, τη σταύρωση.
Άλλ' αφού ό Θεός είναι αγάπη, και μάλιστα ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την ιδική μας αγάπη, γιατί με την παντοδυναμία του δεν αποτρέπει τόσα κακά, πού συμβαίνουν στον κόσμο; Γιατί σεισμοί; Γιατί ηφαίστεια; Γιατί Βεζούβιοι; Γιατί τυφώνες και κυκλώνες; Γιατί πλημμύρες και κατολισθήσεις; Γιατί τρικυμίες και ναυάγια; Γιατί τσουνάμια και καταποντισμοί; Γιατί άγρια θηρία και κατασπαραγμοί ανθρώπων; Γιατί λιμοί και λοιμοί, πείνες και επιδημίες; Γιατί ασθένειες, μάλιστα οδυνηρές και πολυχρόνιες; Γιατί πυρκαϊές; Γιατί πόλεμοι, βασανιστήρια, σφαγές και απερίγραπτες θηριωδίες και φρικαλεότητες; Εγώ, καίτοι έχω αγάπη ασυγκρίτως μικρότερη από την αγάπη του Θεού, αν είχα τη δύναμη, θα απέτρεπα όλα τα κακά, όλες τις καταστροφές, όλες τις συμφορές, πού συμβαίνουν στον κόσμο. Γιατί ό Θεός, ερωτώ πάλι, πού έχει ασυγκρίτως μεγαλύτερη αγάπη από μένα, άλλα και παντοδυναμία, δεν αποτρέπει τα τόσα κακά;
Ό Θεός είναι βεβαίως αγάπη. Άλλ' είναι και δικαιοσύνη. «Δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ήγάπησεν, ευθύτητας είδε το πρόσωπον αύτού» (Ψαλμ. 10:7). Όταν δε εμείς οι άνθρωποι κάνουμε κατάχρηση της αγάπης τού Θεού, τότε τον λόγο λαμβάνει ή δικαιοσύνη τού Θεού και τιμωρεί την ασέβεια. Έχουν επιπολαιότητα και άγνοια της Γραφής όσοι ισχυρίζονται, ότι ό Θεός δεν τιμωρεί. Γεμάτη είναι ή Γραφή από λόγια και παραδείγματα, πού δείχνουν, ότι ό Θεός τιμωρεί αμαρτίες και ασέβειες. Από τα αναρίθμητα αναφέρουμε εδώ ορισμένα μόνο.
Ό Θεός δεν απείλησε τιμωρία με θάνατο, αν οι πρωτόπλαστοι παρέβαιναν την εντολή του; Και δεν πραγματοποίησε την απειλή του, όταν ή παράβαση συνέβη; Την ήμερα της παραβάσεως δεν τούς έδιωξε από τον παράδεισο και από κοντά του, πράγμα πού σημαίνει πνευματικό θάνατο; Και κατόπιν δεν επέφερε και τον σωματικό θάνατο; Γιατί ό θάνατος είναι δυσάρεστος; Δεν είναι και για άλλους μεν λόγους, αλλά και διότι είναι ποινή, πού επιβλήθηκε στον άνθρωπο λόγω της αμαρτίας;
Ό Θεός μετά την αμαρτία δεν υπέταξε την κτίση στη φθορά; Δεν λέγει ό Απόστολος, «τη ματαιότητι ή κτίσις ύπετάγη, ούχ εκούσα, αλλά διά τον ύποτάξαντα»; (Ρωμ. 8:20). Ό Θεός δεν διέταξε στην έρημο τα φίδια να δαγκώνουν και να θανατώνουν τούς Ισραηλίτες; Ό Θεός δεν διέταξε αρκούδες και κατασπάραξαν μερικά παλιόπαιδα, πού κορόιδευαν τον προφήτη Ελισαίο; Ό Θεός δεν αποστρέφει το πρόσωπο του και ταράσσονται τα σύμπαντα; Από το ύψος της μεγαλοσύνης του ό Θεός δεν ρίπτει ένα βλέμμα στη γη και την κάνει να τρέμει; Δεν εγγίζει τα όρη και εκρήγνυνται ηφαίστεια;
Ό Θεός δεν άνοιξε τούς καταρράκτες του ουρανού και έγινε ό κατακλυσμός και πνίγηκαν οι σαρκολάτρες; Ό Θεός δεν έβρεξε φωτιά και θειάφι από τον ουρανό και κάηκαν τα Σόδομα και Γόμορρα; Ό Θεός δεν έδωσε τις δέκα πληγές στο Φαραώ; Ό Θεός δεν διήρεσε την Ερυθρά Θάλασσα και δεν την ένωσε και δεν έπνιξε σ' αύτη τον Φαραώ με την στρατιά του; Ό Θεός δεν τιμώρησε και τούς Ισραηλίτες με το ν' αξιώσει από το μέγα πλήθος, πού ξεκίνησε από την Αίγυπτο, να φθάσουν στη γη της επαγγελίας μόνο δύο άτομα;
Ό Θεός στο Μωυσή, στον Ιησού του Ναυή, στο Σαούλ, στο Δαβίδ και σε άλλους δεν έδωσε εντολή να πολεμούν, να σκοτώνουν και να εξοντώνουν άσεβη έθνη; Ό Θεός δεν έδωσε εντολή σε άγγελο και θανάτωσε 185 χιλιάδες Άσσυρίους; Ό Θεός δεν έστειλε φωτιά από τον ουρανό και θανάτωσε τούς απεσταλμένους του Άχαάβ για να συλλάβουν τον Ηλία; Ό Θεός δεν διέταξε τον Ηλία να σφάξει τούς προφήτες του Βάαλ; Ό Θεός δεν έδωσε εντολή να θανατώνονται οι παραβάτες του νόμου του;
Ό Θεός και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή δεν λέγει, «Έμοί έκδίκησις, εγώ ανταποδώσω»; (Δευτ. 32:35, Ρωμ. 12:19, Έβρ. 10:30. Βλέπε και 31).
Ό Χριστός, ό ένανθρωπήσας Θεός, δεν είπε παραβολικώς, «τούς εχθρούς μου εκείνους, τούς μή θελήσαντάς με βασιλεύσαι έπ' αυτούς, άγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθεν μου»; (Λουκ. 19:27). Ό Χριστός δεν είπε επίσης παραβολικώς για την καταστροφή των Ιουδαίων και της Ιερουσαλήμ από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα, ότι «ό βασιλεύς εκείνος (αλληγορικώς ό Θεός) ώργίσθη, και πέμψας τα στρατεύματα αυτού απώλεσε τούς φονείς εκείνους και την πόλιν αυτών ένέπρησε»; (Ματθ. 22:7). Ό Χριστός για τις ήμερες της καταστροφής της Ιερουσαλήμ δεν είπε, ότι είναι ήμερες «έκδικήσεως», θείας εκδικήσεως; (Λουκ. 21:22). Έξ αφορμής των Γαλιλαίων, πού έσφαξε ό Πιλάτος, και εκείνων, πού σκοτώθηκαν από την πτώση πύργου, ό Χριστός δεν είπε, «εάν μή μετανοήτε, πάντες ωσαύτως άπολείσθε»; (Λουκ. 13:3 και 5).
Ό Χριστός δεν είπε, «Μή φοβηθήτε από των άποκτεννόντων το σώμα, την δέ ψυχήν μή δυναμένων άποκτείναι φοβήθητε δέ μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα άπολέσαι έν γεέννη»; (Ματθ. 10:28). Ό Χριστός δεν είπε για άλλη Ίεζάβελ και συνδεόμενους μαζί της, «Ιδού βάλλω αυτήν εις κλίνην και τούς μοιχεύοντας μετ' αυτής εις θλίψιν μεγάλην, εάν μή μετανοήσωσιν εκ των έργων αυτής, και τα τέκνα αυτής άποκτενώ έν θανάτω, και γνώσονται πασαι αί έκκλησίαι, ότι εγώ είμι ό ερευνών νεφρούς και καρδίας, και δώσω ύμίν έκάστω κατά τα έργα υμών»; (Άποκ. 2:22-23).
Ό Θεός δεν θανάτωσε τον Άνανία και τη Σαπφείρα, πού είπαν ψέμα και προσέβαλαν το Άγιο Πνεύμα; Ό Θεός δεν τύφλωσε τον έλύμα, τον μάγο, πού διέστρεφε τούς ευθείς δρόμους του Κυρίου;
Ό Απόστολος δεν λέγει, «Αποκαλύπτεται οργή Θεού άπ' ουρανού επί πάσαν άσέβειαν και άδικίαν ανθρώπων των την άλήθειαν έν αδικία κατεχόντων»; (Ρωμ. 1:18). Ό Απόστολος, απευθυνόμενος στον καταχραστή της αγάπης του Θεού, δεν λέγει, «Κατά την σκληρότητα σου και άμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτώ όργήν έν ήμέρα οργής και άποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού, ός αποδώσει έκάστω κατά τα έργα αυτού»; (Ρωμ. 2:5-6). Αποστολικός δεν είναι ό λόγος, «Φοβερόν το έμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»; (Έβρ. 10:31).
Τέλος, ό Θεός δεν λέγει, «Εγώ ό κτίζων κακά»; (Ήσ. 45:7). Και λόγοι προφητικοί, αποστολικοί, κυριακοί δεν είναι οι λόγοι της Γραφής για κρίση και δικαιοκρισία του Θεού, για ανταπόδοση από τον Κύριο κατά τα έργα εκάστου, για αιώνια καταισχύνη, για αιώνια κόλαση, για αιώνιο βασανισμό, για αιώνια δυστυχία των άσεβων, κακοποιών και αμετανόητων;
Ό Θεός έχει αγάπη προς τον άνθρωπο. Αλλά και ό άνθρωπος πρέπει να έχει αγάπη προς τον Θεό και τούς συνανθρώπους του. Και αν δεν έχει αγάπη, αλλά κακίες και κακά έργα, ό Θεός τον τιμωρεί παιδαγωγικώς, για να μετανοήσει και να διορθωθεί, ή παραδειγματικώς, για να ιδούν άλλοι και να φυλαχθούν από την αμαρτία ή να μετανοήσουν και να διορθωθούν. Ό Θεός τιμωρεί στη γη, τιμωρεί και στην αιωνιότητα. Και στη μεν γη τιμωρεί από αγάπη και δικαιοσύνη, στη δε αιωνιότητα τιμωρεί από δικαιοσύνη. Και συνεπώς, όσοι δεν παραδέχονται τον Θεό ως τιμωρό της αμαρτίας και της ασεβείας, αυτοί αιρετίζουν, διότι παρερμηνεύουν μία ιδιότητα του Θεού, την αγάπη, και καταργούν μία άλλη ιδιότητα του Θεού, τη δικαιοσύνη.
Πολύ θλιβερά καί δραματικά, ἀδελφοί μου χριστιανοί Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, αὐτά πού συνέβησαν μέ τίς πυρκαϊές πρίν ἀπό λίγες μέρες στήν πατρίδα μας καί μάλιστα στήν πρωτεύουσά μας τήν Ἀθήνα.
Τί νά ποῦμε; Δέν ξέρουμε τί νά ποῦμε! Τό πρῶτο πού ἔχουμε χρέος νά κάνουμε εἶναι νά προσευχηθοῦμε γιά τίς πληγεῖσες οἰκογένειες νά τούς δώσει ἡ Παναγία κουράγιο νά παρηγορηθοῦν καί νά σταθοῦν στά πόδια τους καί νά εὐχηθοῦμε ἔπειτα ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν θανατωθέντων ὑπό τοῦ πυρός, ἄν καί ὁ μαρτυρικός τους θάνατος ὑπῆρξε ἐξιλεωτικός γι᾽ αὐτούς.
Τό κακό πού ἔγινε ἔχει βέβαια τήν φυσική του ἑρμηνεία, πού εἶναι ἡ σατανική ἐνέργεια τῶν κακοποιῶν ἐκείνων ἐμπρηστῶν, οἱ ὁποῖοι προκάλεσαν τόν μαρτυρικό θάνατο ἑκατό ἀνθρώπων καί μικρῶν παιδιῶν ἀκόμη. Φρικτό!
Ἀλλά κατά τήν Ἁγία Γραφή, γενικά κάθε κακό πού συμβαίνει στόν κόσμο, εἴτε κοινωνικό εἴτε οἰκονομικό καί αὐτό ἀκόμη τό φυσικό κακό, αἰτία ἔχει τήν ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτό καί οἱ προφῆτες ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, κάθε κακό πού συνέβαινε, εἴτε ἀπρόοπτες καταστροφές, εἴτε ἀνομβρίες εἴτε ὁποιοδήποτε ἄλλο συμβάν, τό λάμβαναν ὡς ἀφορμή νά κηρύξουν μετάνοια στό λαό.
Ἔχουμε πάμπολλα παραδείγματα γι᾽ αὐτό καί ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτή τήν δουλεία μας στούς Τούρκους ἡ Ἐκκλησία τήν ἑρμήνευσε ὄχι φυσικά, ἀλλά πνευματικά, ὅτι δηλαδή συνέβηκε λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Διαβάστε τήν Παράκληση στήν Παναγία Προυσιώτισσα, πού λεγόταν ἀπό τούς χριστιανούς τά χρόνια ἐκεῖνα, καί θά τό δεῖτε σέ πολλά σημεῖα αὐτό πού σᾶς λέγω. Καί τήν πολύκλαυστο, λοιπόν, πρόσφατη περίπτωση στήν πατρίδα μας πρέπει νά τήν ἑρμηνεύσουμε θεολογικά, ὅπως ἔτσι τήν ἑρμηνεύει ὁ εὐσεβής λαός μας ἐδῶ.
Βαθιά αἰτία τοῦ κακοῦ αὐτοῦ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὄχι ἡ ἁμαρτία τῶν θανατωθέντων ἤ τῶν οἰκογενειῶν τους, ἀλλά ἡ ἁμαρτία ὅλων μας γενικά. Τῶν ἀρχόντων πρῶτα τά ἁμαρτήματα, ἐκκλησιαστικῶν καί πολιτικῶν ἀρχόντων, καί τοῦ λαοῦ ἔπειτα.
Καί λόγῳ, λοιπόν, τῶν ἁμαρτιῶν μας, λόγῳ τῆς ἀποστασίας μας ἀπό τόν Θεό, ὁ Θεός ἀποστρέφει τό Πρόσωπόν Του ἀπό ᾽μᾶς. Αὐτό λέγεται «ὀργή Θεοῦ», γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ἡ Ἁγία Γραφή καί δεόμεθα στήν Ἐκκλησία μας, «Ὑπέρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπό πάσης θλίψεως, ὀργῆς».
Ὁ Θεός, χριστιανοί μου, δέν ὀργίζεται, γιατί εἶναι ἀγάπη. Καί δέν μπορεῖ, λοιπόν, νά ἀλλοιωθεῖ ἀπό ἀγαπῶν Θεός νά γίνει ὀργιζόμενος. Ἀλλά τί σημαίνει «ὀργή» Θεοῦ; Σημαίνει ὁ Θεός νά μᾶς πάρει τήν Χάρη Του.
Νά ἀποστρέψει τό Πρόσωπό Του ἀπό ᾽μᾶς. Δέν ψάλλουμε τό «Μή ἀποστρέψεις τό πρόσωπόν Σου...»; Καί ἀποστρέφει, ἀγαπητοί μου, ὁ Θεός τό Πρόσωπό Του ἀπό ᾽μᾶς, γιατί, κατά βασική πατερική διδασκαλία, εἶναι ἀδύνατο γιά τόν Θεό νά ἑνωθεῖ μέ ἀκάθαρτο.
Ὅταν λοιπόν τά ἔργα μας εἶναι ρυπαρά, ὁ πεντακάθαρος Θεός ἀποστρέφει τό Πρόσωπό Του ἀπό ᾽μᾶς καί μᾶς παίρνει τήν Χάρη Του. Καί δέν ὑπάρχει χειρότερο ἀπό αὐτό, ἀδελφοί μου, τό νά μᾶς πάρει ὁ Θεός τήν Χάρη Του... Τότε μᾶς ἔρχονται ἀπανωτά ὅλα τά κακά.
Ἄς προσευχόμαστε, λοιπόν, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός νά συγχωρεῖ τά ἁμαρτήματά μας καί νά μή μᾶς πάρει τήν Χάρη Του, ἀλλά νά φυλάγει καί ᾽μᾶς καί ὅλο τόν κόσμο ἀπό παρόμοια κακά, σάν τό πρόσφατο τό δικό μας.
Πάντως ὡς Ἐκκλησία, νομίζω καί πιστεύω, ὅτι ἀκολουθοῦντες τό παράδειγμα τῶν Προφητῶν καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, μαζί μέ τόν παρηγορητικό καί τονωτικό λόγο στούς θλιμμένους καί τήν ἀδελφική μας βοήθεια πρός αὐτούς, πρέπει, μέ ἀφορμή τό συμβάν, νά μιλᾶμε στόν λαό καί γιά μετάνοια καί ἐπιστροφή στόν Θεό τῶν Πατέρων μας, τονίζοντες τήν βιβλική ἀλήθεια ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, φυσικῶν καί ἠθικῶν.
Πηγή: Θρησκευτικά
Θαυμαστή αλλοίωση
Σέ ἡλικία 23 ἐτῶν, εἶχα ἔντονες ἀνησυχίες γιά τήν ὕπαρξη ἤ ὄχι τοῦ Θεοῦ καί γιά τό ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Μέσῳ ἑνός φίλου, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1991, βρέθηκα σέ μιά μικρή ὀργάνωση στήν Ἀθήνα πού πιστεύει ὅτι σημερινή ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ γκουρού Sathya Sai Baba. Στήν ὀργάνωση αὐτή πήγαινα δύο-τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα, ὅπου κάναμε ἀσκήσεις χαλάρωσης. Δέν προχώρησα σέ ἀσκήσεις διαλογισμοῦ, γιατί δέν εἶχα μυηθεῖ ἀκόμη, δέν εἶχα πάρει τό μάντραμ, τήν λέξη πού θά ἐπαναλάμβανα διαρκῶς ἐν εἴδει προσευχῆς.
Ἡ βασική θεωρία τῆς ὀργάνωσης εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι μέσα μας. Μέ ποιά ἔννοια ὅμως: Μέ τήν ἔννοια ὅτι κάθε ἄνθρωπος ὅπως καί κάθε ζῶο εἶναι κατ’οὐσίαν Θεός, ὁ ὁποῖος ἔχει μπεῖ στήν περιπέτεια τῆς ὕλης. Γι’αὐτό εἶναι ἀπαραίτητες οἱ μετενσαρκώσεις, προκειμένου τό ὄν (ἄνθρωπος-ζῶο) νά ὑποστῆ διάφορες παιδαγωγίες, ἔτσι ὥστε νά βελτιωθῆ καί νά ἐπανέλθη στήν κατάσταση τῆς «θεώσεως», δηλαδή νά ξαναγίνη κατ’οὐσίαν Θεός. Πολύ συχνές ἦταν οἱ ἀναφορές σέ φράσεις καί ὅρους ὀρθόδοξους πού ἐπέτειναν τήν σύγχυση: «Θεοί ἐστέ καί Θεοί γίνεσθε».
Μᾶς ἔλεγαν, πώς δέν πρέπει νά φοβόμαστε κανέναν καί τίποτα. Ἐγώ τούς εἶχα πεῖ ὅτι φοβόμουν τόν Σατανᾶ. Τότε, μοῦ ἔλεγαν, ὅτι δέν ἔπρεπε νά τόν φοβᾶμαι, γιατί εἶχα κι ἐγώ δυνάμεις μέσα μου πού ἔπρεπε νά τίς ἀπελευθερώσω (ἐννοοῦσαν μέ τήν μύηση καί τό μάντραμ).
Ἔλεγαν ἐπίσης ὅτι ὁ καθένας μπορεῖ νά εἶναι Χριστιανός, Μουσουλμάνος, Βουδδιστής καί ταυτόχρονα νά ἀνήκει στήν ὀργάνωση καί νά ἐξελίσσεται-βελτιώνεται μέ τίς τεχνικές της.
Χαρακτηριστικό εἶναι ἕνα γεγονός πού μοῦ διηγήθηκαν: Σέ παρακείμενη ἐκκλησία, ἕνα μέλος τῆς ὀργάνωσης βάφτισε τό παιδί του. Ἡ ὁδηγία πρός τά μέλη ἦταν: «Λέμε τό μάντραμ μέσα μας, μέσα στήν ἐκκλησία, προκειμένου νά αντλήσουμε τήν θετική ἐνέργεια πού ἔχει νά μᾶς δώσει ἡ ἐκκλησία».
Ἐπειδή, λοιπόν, μέσα στόν ναό γινόταν ἀπόλυτη ἡσυχία –πράγμα ἀρκετά σπάνιο γιά τήν σημερινή ἐποχή- ὁ ἱερέας στό τέλος τοῦ Μυστηρίου ἔδωσε συγχαρητήρια στό ἐκκλησίασμα γιά τήν ἄψογη χριστιανική του παρουσία!!!
Μέ τό πέρασμα τοῦ καιροῦ, ἄρχισα νά ἔχω ὁρισμένες ἀμφιβολίες γιά τήν ὀργάνωση. Μικρός εἶχα ἐπαφή μέ τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἔχασα περίπου στήν Γ΄ Γυμνασίου. Μοῦ ἄρεσε, λοιπόν, ὅποτε πήγαινα ἐκκλησία, νά πηγαίνω στό ἱερό. Τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως κάποιου ἔτους, στό ἱερό, εἶπα σέ ἕνα φίλο μου ποῦ πήγαινα καί τί ἔκανα. Τότε ἔγινε ὁ κατωτέρω διάλογος μέ τόν φίλο μου:
-Ξέρεις, ὁ Σατανάς χρησιμοποιεῖ πολλές μεθόδους γιά νά πλανήσει τούς ἀνθρώπους.
-Ποιός Σατανάς, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Σατανάς (ἀπό ἐκεῖ ποῦ τόν φοβόμουν, πές, πές, μετά ἀπό ἕξι μῆνες εἶχα πεισθεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει!).
-Κι ὅμως ὑπάρχει καί ἡ μεγαλύτερή του ἐπιτυχία εἶναι νά πείσει ὅτι δέν ὑπάρχει προκειμένου νά ἀσχολεῖσαι ὅλη τήν ὥρα μαζί του!!!
Ὅταν ἄκουσα αὐτή τήν πρόταση, ἔνοιωσα νά μέ πλημμυρίζει κάτι, σκέφτηκα ἀμέσως ὅτι κάνω λάθος πού πηγαίνω σέ αὐτή τήν ὀργάνωση καί ἀναγκάστηκα νά κάτσω σέ μιά καρέκλα, γιατί μοῦ ἦρθε ζάλη.
Ἔπιασα τί κεφάλι μου μέ τά δυό μου χέρια καί δέν μποροῦσα νά συνέλθω.
Συγκλονίστηκα, σοκαρίστηκα καί ταυτόχρονα φωτίστηκα, βιώνοντας ὅτι αὐτό πού κάνω εἶναι τό σωστό, ὁπότε ἔπρεπε νά ψάξω καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά νά δῶ ποιά εἶναι ἡ ἄποψή της γι’ αὐτό πού κάνω. Ρωτώντας γνωστούς κατέληξα στόν π. Ἀντώνιο Ἀλεβιζόπουλο, τόν ὁποῖο εἶχα μετά Πνευματικό μέχρι τήν κοίμησή του καί ὁ ὁποῖος μέ βοήθησε νά οἰκοδομηθῶ στήν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἕνα στοιχεῖο πού θυμᾶμαι ἀπό ἐκείνη τήν ἐποχή εἶναι ὅτι γιά δύο περίπου χρόνια, ὅταν ἐξιστοροῦσα τήν περιπέτειά μου ἔνοιωθα ταραχή, ἔτρεμα καί εἶχα ἕνα «πνίξιμο» στό λαιμό…
Τόν Γέροντα Παΐσιο τόν γνώρισα τό ἴδιο ἔτος, τό 1992, πρός τό τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ ἤ τίς ἀρχές τοῦ φθινοπώρου, δέν θυμᾶμαι ἀκριβῶς. Φθάνοντας στό Ἅγιον Ὄρος, πῆγα νά μείνω στήν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου. Μέ τό πού ἔφτασα, ἄφησα τά πράγματά μου στό Μοναστήρι καί κατέβηκα τό μονοπάτι πού συνδέει τήν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου μέ τό Κελλί του. Ἐκεῖ ὑπῆρχε πλῆθος κόσμου. Τόν εἶδα ἀπό μακρυά.
Πῆρα τήν εὐχή του μαζί μέ τούς ἄλλους προσκυνητές χωρίς νά μπορέσω νά τοῦ μιλήσω ἰδιαιτέρως. Γυρνώντας στό Μοναστήρι ἤμουν σκεπτικός. Δέν ἦταν αὐτό πού ἤθελα καί περίμενα. Ἤμουν κατά βάθος στενοχωρημένος. «Δέν ἀσχολήθηκε μαζί μου», ἔλεγα μέσα μου. «Ἔκανα ὁλόκληρο ταξίδι ἀπό τήν Ἀθήνα, γιά νά πάρω μιά εὐχή μόνο;»
Ἀποφάσισα νά προσπαθήσω καί δεύτερη φορά. Σκέφτηκα, θά πάω νωρίς τό πρωΐ τήν ἑπόμενη μέρα, ὁπότε δέν θά ἔχει πολύ κόσμο. Ἔφτασα, λοιπόν, ἔξω ἀπό τό Κελλί του.
Ἐκεῖ μέ περίμενε νέα ἀπογοήτευση, ὁ φράκτης κλειστός, δέν ὑπῆρχε κανένας προσκυνητής, ἀλλά δέν ὑπῆρχε καί Γέροντας Παΐσιος. Κάθησα κάτω ἀπό ἕνα δένδρο πού ὑπῆρχε ἔξω ἀπό τόν φράκτη καί μετά ἀπό λίγη ὥρα μέ πῆραν τά κλάματα.
Ἔλεγα, «τόσο ἁμαρτωλός εἶμαι πού δέν θέλει οὔτε νά μέ δῆ;» Πέρασε κάμποση ὥρα καί ἀκούω θόρυβο. Τόν βλέπω στήν πόρτα καί μοῦ φωνάζει:
- Ἔεεε! Τί γίνεται ἐκεῖ πέρα;
- Τί νά γίνει, πάτερ, θάλασσα τά ἔκανα, τά ἔχω μπερδέψει ὅλα.
- Γιά ἔλα μέσα νά τά ξεμπερδέψουμε.
Μπαίνοντας, τοῦ ἐξιστόρησα τήν περιπέτειά μου μέ τήν ὀργάνωση πού εἶχα πάει, τοῦ περιέγραψα τόν θαυματουργικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο γύρισα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τό γεγονός ὅτι εἶχα πλέον πνευματικό, τόν ἀείμνηστο π. Ἀντώνιο Ἀλεβιζόπουλο. Μοῦ εἶπε ὅτι «ἡ ἐνασχόληση μέ αὐτά τά θέματα εἶναι τρέλλα καί μοῦ τόνισε ἰδιαίτερα τό γεγονός ὅτι ἡ βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ ἦταν πολύ σημαντική γιά τήν οἰκοδομή μου στήν Ὀρθοδοξία».
Στήν συνέχεια, μέ ἔβαλε μέσα στό Κελλί του. Μπαίνοντας, δεξιά ἦταν ἕνα ἐκκλησάκκι. Μέ ἔβαλε νά γονατίσω στό κέντρο τοῦ ναοῦ, καί πῆγε στό Ἀναλόγιο. Διάβασε κάμποση ὥρα κάποιες εὐχές. Ἐγώ ἔκλαιγα ὅλη αὐτή τήν ὥρα.
Μοῦ ἔδωσε νά προσκυνήσω τό ἅγιο Λείψανο μέ τό ὁποῖο μέ σταύρωσε (ἦταν τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου).
Μετά μέ σήκωσε, συζητήσαμε λίγο ἀκόμη καί μέ ξεπροβόδισε μέχρι ἔξω ἀπό τό Κελλί του, τονίζοντάς μου πάλι τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὕπαρξης πνευματικοῦ καί τό ὅτι «θά μοῦ αὐξηθεῖ ὁ πόλεμος», ὅπως χαρακτηριστικά μοῦ εἶπε.
Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ἀρχίζει τό θαυμαστό σημεῖο πού ἐγώ ἔζησα ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο.
Γυρνώντας στό Μοναστήρι, κατάλαβα πώς μοῦ συνέβαινε κάτι ἀλλοιώτικο, κάτι πού δέν τό εἶχα ξαναζήσει. Μακαριότητα εἶναι, κατά τήν γνώμη μου, ἡ καλύτερη λέξη γιά νά περιγράψει κανείς τήν κατάστασή μου.
Ἤμουν ἤρεμος, δέν εἶχα ἄγχος, δέν εἶχα ἀνησυχία, δέν εἶχα ἀγωνία, δέν εἶχα νεῦρα, δέν προβληματιζόμουν γιά τίποτα, δέν μέ ἀπασχολοῦσε καμμία ἔγνοια, δέν ἔβλεπα κανένα ἐμπόδιο στή ζωή μου.
Ἤμουν χαρούμενος, ἔνοιωθα γλυκύτητα μέσα μου, ὅλα ἦταν εὐχάριστα καί αἰσιόδοξα. Δέν εἶχα πονοκέφαλο, δέν εἶχα λογισμούς, δέν εἶχα οὔτε αὐτό τό μόνιμο βουητό πού ἄκουγα στά αὐτιά μου. Καθόμουν μ’ ἕνα χαμόγελο καί ἀπολάμβανα τό περιβάλλον, τήν Μονή, τόν καιρό. Εἶχα γαληνέψει καί ἠρεμήσει σέ πρωτόγνωρο βαθμό. Σκεφτεῖτε, πόσο μεγάλη ἦταν ἡ διαφορά μέ ὅσα ζοῦσα, ταραχή, ἀγωνία καί ἄγχος, εἰδικά ὅταν ἐξιστοροῦσα τήν περίπτωσή μου.
Δεκαέξι χρόνια μετά, ἔγραψα αὐτή τήν μικρή μου ἐμπειρία μέ τόν γέροντα Παΐσιο.
Ὁμολογῶ πώς αὐτό τό συναίσθημα, αὐτή τήν γαλήνη τῶν λογισμῶν δέν τήν ἔχω ξαναζήσει ἀπό τότε. Ἦταν ἕνα ἀνεπανάληπτο γεγονός γιά μένα, γι’ αὐτό καί τό θυμᾶμαι τόσο καθαρά καί ἔντονα τόσα χρόνια μετά.
Ἦταν σίγουρα δῶρο Θεοῦ λόγῳ τῆς προσευχῆς τοῦ Γέροντα. Διαβάζοντας καί ἀκούγοντας τόσα πράγματα γιά τόν Γέροντα, θά νομίσει πώς ἡ ἐμπειρία μου αὐτή εἶναι μικρή, σέ σχέση μέ τόσα πού ἔχουν γραφτεῖ γιά τόν Γέροντα.
Γιά μένα ὅμως πού ἔζησα αὐτή τήν ἐμπειρία εἶναι πολύ σημαντική καί παράλληλα ἐπιβεβαίωση τοῦ ὄτι ὁ Θεός ἀκούει τήν προσευχή τοῦ Γέροντα Παΐσιου.
Πηγή: (ΑΠΟ «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», ΕΚΔΟΣΗ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ». ΑΡ. ΤΕΥΧΟΥΣ: 115, ΑΝΟΙΞΗ-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2018), ΙΧΘΥΣ, Αβέρωφ
Ὦ Χριστέ, παράσχου μοι λόγους σοφίας, λόγους γνώσεως καί συνέσεως θείας. Σύ γάρ οἶδάς μου τό ἀσθενές τοῦ λόγου καί ἀμέτοχον μαθήσεως τῆς ἔξω˙ σύ ἐπίστασαι, ὅτι σέ μόνον ἔχω ζωήν καί λόγον καί γνῶσιν καί σοφίαν, σωτῆρα Θεόν καί προστάτην ἐν βίῳ καί ἀναπνοήν τῆς ταπεινῆς ψυχῆς μου, ὁ ξένος ἐγώ καί ταπεινός τοῖς λόγοις. Σύ εἶ ἡ ἐλπίς μου, σύ ἡ ἀντίληψίς μου, σύ ἡ σκέπη μου, σύ ἡ καταφυγή μου, σύ τό καύχημα, ὁ πλοῦτός μου, ἡ δόξα. Σύ ἐκ τοῦ κόσμου ἠθέλησάς με, Λόγε, κατ᾿ εὐσπλαγχνίαν προσλαβέσθαι τόν ξένον, τόν ἀνάξιον, τόν εὐτελῆ καί χείρω παντός ἀνθρώπου, παντός ἀλόγου ζῴου, καί διά τοῦτο θαρρῶν σου τῷ ἐλέει καί αἰτοῦμαί σε καί λαλῶ καί προσπίπτω˙ δός λόγον εὐθῆ, δός ἰσχύν, δός μοι κράτος εἰπεῖν πρός πάντας τούς σοί ἀνακειμένους καί λατρεύοντάς σοι, βασιλεῦ τῶν πάντων, λαλῆσαι μύσταις, ἄρχουσί τε καί λάτραις, τοῖς δοκοῦσί σε βλέπειν καί θεραπεύειν καί δουλεύειν σοι ὡς Δεσπότῃ γνησίως. Ἄνθρωποι πάντες, βασιλεῖς καί δυνάσται, ἱερεῖς, ἐπίσκοποι, μονασταί καί μιγάδες, μή ἀπαξιώσητε φωνῆς ἀκοῦσαι καί λόγων ἐμοῦ τοῦ εὐτελοῦς ἀνθρώπου, ἀλλά καρδίας ἀνοίξατέ μοι ὦτα καί ἀκούσατε καί σύνετε, τί λέγει ὁ πάντων Θεός καί πρό πάντων αἰώνων, ὁ ἀπρόσιτος, ὁ μόνος παντοκράτωρ, οὗ ἐν τῇ χειρί πνοή πάντων τῶν ὄντων˙ Βασιλεῖς! Καλῶς ποιεῖτε πολεμοῦντες τά ἔθνη, ἐάν μή αὐτοί τά τῶν ἐθνῶν ποιοῦντες ἔργα καί ἔθη καί βουλάς τε καί γνώμας καί διά πολλῶν ἔργων ὑμῶν καί λόγων ἀπαρνῆσθε μέ, τόν ὑμῶν βασιλέα. Κρεῖσσον ἦν ὑμῖν λόγους ἐμούς φυλάσσειν ὀρθῶς τε ποιεῖν τάς ἐντολάς μου πάσας, καί ἐν πτωχείᾳ τῇ μακαριζομένῃ τόν ἀπράγμονα μεταδιώκειν βίον. Τί γάρ ὄφελος διεκδικεῖν τόν κόσμον ἀπό θανάτου καί προσκαίρου δουλείας, αὐτούς δέ δούλους καί παθῶν καί δαιμόνων τοῖς ἔργοις ὑμᾶς γίνεσθαι καθ᾿ ἑκάστην καί κληρονόμους τοῦ πυρός τοῦ ἀσβέστου; Πάντα γάρ καλά, ὅσα τις ἄλλα πράσσει ἔργα δι᾿ ἐμέ καί τήν πρός τόν πλησίον συμπάθειάν τε καί ἐλεημοσύνην, πρῶτον δέ πάντων, εἰ ἑαυτόν οἰκτείρῃ καί τούς λόγους μου πάσῃ σπουδῇ φυλάξῃ καί μετάνοιαν ἐνδείξηται γνησίαν ὑπέρ τῶν πρῴην ἴσως ἐξειργασμένων, ἔπειτ᾿ ἐν τούτοις μηκέτι ἐπιστρέψῃ, ἀλλ᾿ ἐμμένῃ μου τοῦ Δεσπότου τοῖς λόγοις, τοῖς προστάγμασι καί νόμοις ἀληθείας, καί οὕτως ποιῇ ἀπαραβάτως πάντα μέχρι θανάτου καί μηδέν ψιλόν λόγον, μηδέ κεραίαν μίαν τῶν γεγραμμένων παραβλέψηται˙ τοῦτο γάρ μοι θυσία, τοῦτό μοι θυμίαμα καί προσφορά καί δῶρον˙ χωρίς δέ τούτων ἐθνικῶν ὑμεῖς χείρους. Τῶν ἐπισκόπων οἱ πρόεδροι, σύνετε, οἱ ὄντες ἐκσφράγισμα ἐμῆς εἰκόνος, οἱ συλλαλεῖν μοι ἀξίως τεταγμένοι, οἱ τῶν δικαίων ὑπερκείμενοι πάντων ὡς ὄντες εἰς ὄνομα τῶν μαθητῶν μου κἀμοῦ φέροντες τόν θεῖον χαρακτῆρα, οἱ καί τοῦ κοινοῦ ἐλαχίστου συλλόγου τήν ἐξουσίαν τοιαύτην εἰληφότες, οἵαν ἔλαβον ἐκ τοῦ Πατρός ὁ Λόγος, ὁ καί σαρκωθείς, Θεός ὤν κατά φύσιν, καί διπλοῦς γενόμενος ταῖς ἐνεργείαις, ταῖς θελήσεσι, ταῖς φύσεσιν ὡσαύτως, ὅς ἀμέριστος, ἀσύγχυτος ὑπάρχω Θεός ἄνθρωπος, ἄνθρωπος Θεός πάλιν˙ ὡς γάρ ἄνθρωπος χερσίν ὑμῶν κρατεῖσθαι κατηξίωσα, ὡς Θεός δέ ὑπάρχων παντάπασιν ἄληπτός εἰμι πηλίναις χερσί καί ἀόρατος τοῖς μή ὁρῶσι καί ἀπρόσιτος ὁ σφαγείς ὑπέρ πάντων, ὁ διπλοῦς ἐγώ ἐν μιᾷ ὑποστάσει˙ τῶν ἐπισκόπων οἱ διά τοῦτο πάντων κατεπαίρεσθε τῶν ἐλαχίστων ὡς ταπεινῶν τε καί κάτω καθημένων˙ τῶν ἐπισκόπων οἱ πόρρω τῆς ἀξίας, οὐχ ὧν τῷ λόγῳ καί συντρέχει ὁ βίος καί σφραγίς ἐστι τῆς τούτων θεοπνεύστου διδασκαλίας καί θεορρημοσύνης, ἀλλ᾿ ὧν τῷ λόγῳ ἀντίκειται ὁ βίος καί οἷς ἄγνωστα τά φρικτά μου καί θεῖα, οἵ καί κρατεῖν οἴονται ἄρτον πῦρ ὄντα καί ὡς ψιλοῦ μου καταφρονοῦσιν ἄρτου καί ψωμόν ὁρᾶν καί ἐσθίειν δοκοῦσι, τήν ἀόρατον μή ὁρῶντές μου δόξαν˙ τῶν ἐπισκόπων οἱ πολλοί ἐξ ὀλίγων, οἱ ὑψηλοί τε καί τεταπεινωμένοι τήν κακήν ταπείνωσιν καί ἐναντίαν, οἱ δόξαν θηρώμενοι τήν τῶν ἀνθρώπων κἀμέ παραβλέποντες τόν κτίστην πάντων ὡς πτωχόν καί πένητα ἀπερριμένον, ἀναξίως ἅπτονται τοῦ σώματός μου καί ὑπερέχειν τῶν πολλῶν ἐκζητοῦντες ἀκλήτως εἰσέρχονται ἐμῶν ἀδύτων ἔνδον, τοῦ νυμφῶνός τε τῶν ἀπορρήτων ἐπιβαίνουσι χιτῶνος δίχα, τῆς χάριτός μου, ἥν ἔλαβον οὐδέπω, καί ἅ μή βλέπειν ἔξωθεν τούτοις θέμις˙ καί μακροθυμῶ ὁ φιλάνθρωπος ἄγαν, βαστάζων αὐτῶν τήν ἀναίσχυντον τόλμαν. Εἰσέρχονται δέ, ὡς φίλῳ μοι λαλοῦσιν, ᾧ οὐδ᾿ ὡς δοῦλοι ἐνέμειναν τῷ φόβῳ, καί δεικνύουσιν ἑαυτούς ὡς οἰκείους, οἱ μηδέ γνωρίζοντες τήν ἐμήν χάριν, καί μεσιτεύειν τούς ἄλλους ὑπισχνοῦνται, οἱ πολλῶν ὑπεύθυνοι πταισμάντων ὄντες. Ἔξωθεν καλῶς στολίζοντες τό σῶμα λαμπροί τῷ δοκεῖν καί καθαροί ὁρῶνται, ψυχάς δέ χείρους πηλοῦ τε καί βορβόρου, μᾶλλον δέ παντός ἰοῦ θανατηφόρου κέκτηνται οἱ δείλαιοι ἐν πονηρίᾳ. Ὥσπερ γάρ πάλαι Ἰούδας ὁ προδούς με λαβών τόν ἄρτον ἐξ ἐμοῦ ἀναξίως ἔφαγεν αὐτός ὡς μέρος κοινοῦ ἄρτου, καί διά τοῦτο ὁ Σατανᾶς εἰσῆλθεν εἰς τοῦτον εὐθύς καί ἀναιδῆ προδότην ἀπειργάσατο ἐμοῦ τοῦ διδασκάλου, ὑπουργόν αὐτόν λαβόμενος καί δοῦλον καί ἐκπληρωτήν τῶν αὐτοῦ θελημάτων, οὕτω καί οὗτοι πανθάνουσιν ἀγνώστως, ὅσοι τολμηρῶς καί αὐθαδῶς τῶν θείων ἀναξίως ἅπτονταί μου μυστηρίων, οἱ προὔχοντες μάλιστα τῶν ἄλλων θρόνοις, οἱ τοῦ βήματος, οἱ τῆς ἱερωσύνης, οἱ τό συνειδός καί πρό τοῦ βεβλαμμένον καί μετά τοῦτο πάντως κατεγνωσμένον ἔχοντες καί βαίνοντες αὐλῇ μου θείᾳ, καί ἀναισχύντως ἵστανται τοῖς ἀδύτοις παρρησιαζόμενοι ἐνώπιόν μου, μηδαμῶς τήν θείαν μου δόξαν ὁρῶντες, ἥν εἰ ἔβλεπον, οὐκ ἄν τοῦτο ἐποίουν, οὐδέ πρόπυλα τοῦ ναοῦ μου τοῦ θείου οὕτως αὐθαδῶς εἰσβῆναι κατετόλμων. Ταῦτα οὖν πάντα γνώσεται πᾶς ὁ θέλων ἀληθῆ καί βέβαια τά γεγραμμένα ἔργων ἐξ αὐτῶν, ὧν ἱερεῖς ποιοῦμεν, καί ψεῦδος οὐδέν οὐδαμῶς ἄν εὑρήσῃ καί πεισθήσεται καί καθομολογήσει ὡς Θεός αὐτός δι᾿ ἐμοῦ ταῦτα εἶπεν. Εἰ μή τις αὐτά τῶν ποιούντων ὑπάρχει καί σπεύδει λόγοις ἀπατηλοῖς σκεπάσαι καί τάς ἰδίας αἰσχύνας συγκαλύψαι, ἅς ἐνώπιον ἀγγέλων καί ἀνθρώπων ἀποκαλύψει ὁ τά κρυπτά τοῦ σκότους ἀποκαλύπτων Κύριος Θεός πάντων. Ποῖος ἐξ ἡμῶν τῶν νυνί ἱερέων τάς ἀνομίας ἑαυτοῦ προκαθάρας οὕτω κατετόλμησεν ἱερωσύνης; Ποῖος ἄν εἴποι τοῦτο ἐν παρρησίᾳ, ὅτι κατεφρόνησε δόξης τῆς κάτω καί διά μόνην ἱερουργεῖ τήν ἄνω; Ποῖος τόν Χριστόν ἠγάπησε καί μόνον, καί χρυσόν πάντα καί χρήματα παρεῖδε; Ποῖος ἠρκέσθη τοῖς κατά χρείαν μόνοις καί τοῦ πλησίον οὐκ ἐνοσφίσατό τι; Ποῖος τήν συνείδησιν κατεγνωσμένην ἑαυτοῦ οὐ κέκτηται ἀπό λημμάτων, δι᾿ ὧν ἠπείχθη γενέσθαι ἤ ποιῆσαι, ὠνησάμενος ἤ πωλήσας τήν χάριν; Ποῖος οὐ ποέκρινεν ἀξίου φίλον τόν ἀνάξιον μᾶλλον ἐγκαταστήσας; Ἑαυτοῦ δέ τίς οὐ σπουδάζει γνησίους φίλους ἀνθρώπους ἐπισκόπους ποιῆσαι, ὅπως λαμβάνῃ ἐν ἐξουσίᾳ πάντα τά ἀλλότρια; Τοῦτο γάρ τῶν μετρίων, ὅ καί ἀναμάρτητον δοκοῦσιν εἶναι ἄλλης αἴροντες πράγματα ἐκκλησίας. Ποῖος διά αἴτησιν τῶν κατά κόσμον δυναστῶν, φίλων, πλουσίων καί ἀρχόντων οὐκ ἐχειροτόνησε καί παρ᾿ ἀξίαν; Ὄντως οὐδείς σήμερον τούτων ὑπάρχει ἔχων ἁπάντων καθαράν τήν καρδίαν, μή κεντούμενος ὑπό τοῦ συνειδότος, ὅτι πάντως ἕν ἐποίησεν ὧν εἶπον, ἀλλ᾿ ἐξαμαρτάνομεν ἀδεῶς πάντες, μήτε τοῦ κακοῦ ἐκκοπήν μελετῶντες, μηδέ τοῦ καλοῦ ποιούμενοι τήν πρᾶξιν˙ καί διά τοῦτο οὐδέ μετανοοῦμεν εἰς τό βάθος τῶν κακῶν βαπτισθέντες, καί ἀναλγήτως ἐγκείμεθα πρός ταῦτα. Δόξης γάρ ὑπάρχοντες ἄγευστοι θείας τήν κάτω δόξαν παριδεῖν οὐ δυνάμεθα˙ ἔρως δέ δόξης, τῆς τῶν ἀνθρώπων λέγω, ψυχήν οὐκ ἐᾷ ταπεινωθῆναι ὅλως, οὐδέ μέμψασθαι ἑαυτήν ἑκουσίως. Πῶς οὖν, εἰπέ μοι, τούτων οὕτως ἐχόντων, ὁ δόξαν θηρώμενος τήν τῶν ἀνθρώπων καί πλούτου δεόμενος τοῦ φθειρομένου, ὁ ἐπιθυμῶν χρυσίου πλῆθος ἔχειν, ὁ εἰς ἁρπαγήν ἀκόρεστος τυγχάνων καί μνησικακῶν τοῖς μή συχνῶς διδοῦσι, Θεόν ἔνοικον ἔχειν εἰπεῖν τολμήσει ἤ φιλεῖν Χριστόν ἤ Πνεῦμα Χριστοῦ ἔχειν; Ὁ δέ μή Χριστόν καί τόν αὐτοῦ Πατέρα καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰσδεδεγμένος, γνωστῶς οἰκοῦντα καί ἐμπεριπατοῦντα τόν ἕνα Θεόν ἐν τῇ αὐτοῦ καρδίᾳ, πῶς τήν δουλείαν ἐνδείξεται γνησίαν, ἐκ τίνος δ᾿ ἄλλου τήν ταπείνωσιν μάθῃ ἤ πῶς διδαχθήσεται θέλημα θεῖον; Τίς μεσιτεύσει τοῦτον ἤ Θεῷ καταλλάξει καί παραστήσει ἀνεπαίσχυντον λάτρην Θεῷ τῷ μόνῳ καθαρῷ καί ἀχράντῳ, ᾧ τά Χερουβίμ οὐ τολμᾷ ἀτενίσαι, ὄντι ἀγγέλοις ἀπροσίτῳ τοῖς πᾶσι; Τίς βεβαιώσει κρατεῖν ἀναμαρτήτως καί ἱερουργεῖν ἀκατακρίτως τοῦτον τοῦ ἀμώμου θύματος φρικτήν λατρείαν; Ποῖος ἄγγελος, ποῖος ἄνθρωπος τοῦτο εἰπεῖν δύναται ἤ ποιοῆσαι ἰσχύσει; Ἐγώ γάρ λέγω καί μαρτύρομαι πᾶσι - μηδείς πλανάσθω, μή λόγοις ἀπατάσθω! – ὅστις πρότερον οὐκ ἀφήσει τόν κόσμον καί τά τοῦ κόσμου ἀπό ψυχῆς μισήσει καί μόνον Χριστόν γνησίως ἀγαπήσει καί ψυχήν αὐτήν δι᾿ αὐτόν ἀπολέσει, μηδέν μεριμνῶν τῶν εἰς ζωήν ἀνθρώπου, ἀλλ᾿ ὡς καθ᾿ ὥραν ἀποθνῄσκων τυγχάνει καί πολλά κλαύσει δι᾿ αὐτόν, καί πενθήσει κἀκείνου μόνου ἕξει ἐπιθυμίαν καί διά πολλῶν θλίψεών τε καί πόνων καταξιωθῇ Πνεῦμα λαβεῖν τό Θεῖον, ὅ δέδωκε τοῖς θείοις ἀποστόλοις, ἵνα δ᾿ αὐτοῦ πᾶν ἐκδιώξῃ πάθος, πᾶσαν δι᾿ ἀρετήν εὐκόλως κατορθώσῃ καί δακρύων κτήσηται πηγάς ἀφθόνους, ὅθεν κάθαρσις καί ψυχῆς θεωρία, ὅθεν τοῦ θείου θελήματος ἡ γνῶσις, ὅθεν φωτισμός ἐλλάμψεως τῆς θείας καί θεωρία φωτός τοῦ ἀπροσίτου, ἐξ οὗ ἡ ἀπάθεια, ἡ ἁγιότης, δίδοται πᾶσι τοῖς καταξιωθεῖσιν ὁρᾶν καί ἔχειν τόν Θεόν ἐν καρδίᾳ καί φυλάττεσθαι παρ᾿ αὐτοῦ καί φυλάττειν ἀτρώτους αὐτοῦ τάς ἐντολάς τάς θείας, ἱερωσύνην καί ψυχῶν προστασίαν καταδέξασθαι ἤ ἄρξαι μή τολμήσῃ. Ὥσπερ γάρ Χριστός Θεῷ Πατρί ἰδίῳ καί προσφέρεται καί ἑαυτόν προσφέρει, οὕτω καί ἡμᾶς αὐτός τε προσφέρει καί αὐτός ἡμᾶς οὕτω δέχεται πάλιν. Ἐπεί εἰς κρῖμα καί κατάκριμα ἔσται ἡ ἐγχείρησις τῶν τοιούτων πραγμάτων, φονέως χεῖρον, μοιχοῦ χεῖρον καί πόρνου καί πάντων ἄλλων ἔστιν ἁμαρτημάτων. Ταῦτα οὖν πάντα πρός βροτούς νῦν τελοῦνται, εἰς ἀλλήλους γάρ ἁμαρτάνομεν πάντως˙ ὁ δέ τά θεῖα καπηλεύων θρασέως καί ἀπεμπολῶν τοῦ Πνεύματος τήν χάριν εἰς αὐτόν πάντως τόν Θεόν ἁμαρτάνει. Ὁ γάρ καταστάς εἰς πρόσωπον τοῦ Λόγου οὕτω βιοῦν ὀφείλει ὥσπερ ἐκεῖνος καί οὕτως˙ ἀκολούθει! λέγειν ἐκείνῳ. Αἰ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεούς πάντως καί τά πετεινά κατασκηνώσεις πάντα, ἐγώ δ᾿ οὐκ ἔχω, τήν κεφαλήν ποῦ κλίνω, ὁ Χριστοῦ λάτρης ἠξιωμένος. Οὐδέν γάρ ὅλως αὐτός ἴδιον ἔχειν οὐδέ κεκτῆσθαι ὀφείλει τι τοῦ κόσμου, εἰ μή τήν τοῦ σώματος χρείαν καί μόνον, τά δ᾿ ἄλλα πάντα τοῖς πένησι καί ξένοις καί τῇ ἑαυτῶν προσήκει ἐκκλησίᾳ. Εἰ δ᾿ αὖ τολμήσει εἰς ἰδίας ἐξόδους ἀκαίρως χρῆσθαι τούτοις μετ᾿ ἐξουσίας καί συγγενέσι τά τῶν ξένων χαρίζειν, οἴκους τε κτίζειν καί ἀγρούς ἀγοράζειν, καί ἀνδραπόδων ἐπισύρεσθαι πλῆθος, οὐαί, ὁποῖον τό κατάκριμα τούτου! Πάντως ἀνθρώπῳ παρεικάζεται οὗτος τήν τῆς ἰδίας γυναικός ὅλην προῖκα καταφαγόντι κακῶς ἐξ ἀφροσύνης˙ ὅε ἄρα κρατηθείς καί μή ἔχων τοῦ δοῦναι ταύτην ἀπαιτούμενος χρήματα πάντως πρός τῇ στερήσει τῆς ἑαυτόῦ συζύγου καί εἰς φυλακήν πέμπεται καθειρχθῆναι. Οὕτως οὖν ἐσόμεθα οἱ ἱερεῖς καί λάτραι, οἱ εἰς ἑαυτούς καί συγγενεῖς καί φίλους καταχρώμενοι ταῖς τῶν ἐκκλησιῶν εἰσόδοις καί τῶν πενήτων μή φροντίζοντες ὅλως, ἀλλ᾿ οἴκους, βαλανεῖα, μοναστήρια, πύργους κτίζοντες, προικίζοντες, γάμους ποιοῦντες καί τῶν ἰδίων ἐκκλησιῶν ὡς ξένων καταφρονοῦντες καί ἀμελοῦντες τούτων καί ἐπί μακρούς χωριζόμενοι χρόνους, οἵ καί διατρίβομεν ἐν ἀλλοτρίᾳ χώρᾳ ἐῶντες χήρας τάς ἑαυτῶν γυναῖκας, πρόνοιαν αὐτῶν οὐδεμίαν ποιοῦντες, οἱ δέ καί καρτεροῦντες εἰς αὐτάς καί οἰκοῦντες, οὐχ ὄτι τούτων κρατούμεθα τῷ πόθῳ, ἀλλ᾿ ὅπως μόνον ζῶμεν ἐκ τῶν προσόδων ἀφθόνως αὐτῶν καί κατασπαταλῶμεν. Περί δέ ψυχῆς κάλλους τῆς Χριστοῦ νύμφης, ποῖος ἐξ ἠμῶν τῶν ἱερέων φροντίζει; Ἕνα μοι δεῖξον καί εἰς τοῦτον ἀρκοῦμαι. Ἀλλ᾿, οὐαί ἡμῖν, τοῦ ἑβδόμου αἰῶνος θύταις, μοναχοῖς, ἐπισκόπους καί λάτραις, ὅτι τούς νόμους τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος καταπατοῦμεν ὡς μηδενός ἀξίους. Καί εἴ που φανῇ μικρός εἷς ἐν ἀνθρώποις, Θεῷ δέ μέγας ὡς αὐτοῦ ἐγνωσμένος, μή τοῖς πάθεσιν ἡμῶν συγκαταβαίνων, εὐθύς ἀπελαύνεται ὡς εἷς κακούργων καί διώκεται παρ᾿ ἡμῶν ἐκ τοῦ μέσου καί ἀποσυνάγωγος γίνεται, καθά πάλαι ὁ Χριστός ἡμῶν παρά τῶν τηνικαῦτα ἀρχιερέων καί δεινῶν Ἰουδαίων, ὡς αὐτός ἔφη καί ἀεί τοῦτο λέγει τῇ λαμπρᾷ φωνῇ τῶν τούτου μεγαλείων˙ ἀλλ᾿ ἔστι Θεός, ὅς αὐτόν ἀνυψώσει καί προσλάβεται ὡς ἐν τῷ βίῳ, οὕτως ἐν τῷ μέλλοντι καί συνδοξάσει πᾶσιν ἁγίοις, οὕς ἐπόθησεν οὗτος. Ἀλλά τί φησι καί πρός ἡμᾶς ὁ Λόγος, τῶν μοναζόντων οἱ δοκοῦντες σπουδαῖοι; Τό ἐντός μορφώσατε τῇ εὐσεβείᾳ καί τό ἐκτός μοι καθαρόν πάντως ἔσται, τό μέν γάρ ὑμῶν εἰς ὠφέλειαν ἔσται κκαί τῶν ὁρώντων τά καλά ὑμῶν ἔργα, τό δέ ποθεινόν ἐμοί τῷ κτίστῃ πάντων καί ταῖς νεοραῖς τάξεσί μου καί θείαις. Εἰ δέ τόν ἐκτός κοσμεῖτε ἀνδριάντα τῇ καταστολῇ τῶν ἠθῶν τούτου μόνῃ καί τοῖς ὁρῶσιν ὑμᾶς δοκεῖτε φίλοι διά τῆς ἐκτός γυμνασίας τῶν πόνων, φίλης ἐμῆς δέ τῆς εἰκόνος οὐδ᾿ ὅλως ποιεῖσθε λόγον εἰς κάθαρσιν καί κόσμον αὐτῆς ἐν σπουδῇ καί δάκρυσι καί πόνοις, δι᾿ ἧς ἐμοί τε καί πᾶσι καθορᾶσθε ἄνθρωποι τρανῶς λογικοί τε καί θεῖοι, ἐοίκατέ μι ὄντως μυδῶσι τάφοις, καθάπερ ποτέ Φαρισαῖοι, ὡς ἔφην εἰπών ἐλέγχων τήν ἀφροσύνην τούτων. Ἔξωθεν λαμπροί, μυδῶντες πλήρεις ἔσω, νεκροῖς ὀστέοις μεμεστωμένοι φαύλων καρδίας σαπρᾶς ἐνθυμήσεως, λόγων, παθῶν, ἐννοιῶν καί μελέτης δολίας. Τίς γάρ ἐξ ὑμῶν ἐξεζήτησε ταῦτα, νηστείαν λέγω, σκληραγωγίαν, πόνους, κόμην αὐχμηράν, σιδήρων καθηλώσεις, τρίχινον ἔσθος, τύλων πλῆθος γονάτων, ξηροκοιτίαν, χόρτον εἰς στρῶσιν κοίτης καί πᾶσαν ἄλλην κακοπάθειαν βίου; Καλά γε ταῦτα, εἰ καλῶς ἐκτελεῖται τά τῆς νοερᾶς καί κρυπτῆς ἐργασίας ὑμῶν ἐν γνώσει καί σοφίᾳ καί λόγῳ˙ εἰ δ᾿ ἐκτός ταύτης ἐπ᾿ ἐκείνοις μέγα τι φρονεῖτε ἴσως καί τό εἶναι δοκεῖτε μηδέν δέ ὄντες ἐκείνης χωρίς, τάχα λεπροῖς προσεοίκατε, λαμπραῖς ἐσθῆσιν ἐστολισμένοι τῶν ὁρώντων εἰς πλάνην. Ἀλλά τοῖς ἐκτός χαίρειν πᾶσιν εἰπόντες μόνης γενέσθαι τῆς ἐντός ἐργασίας σπεύσατε θερμῶς ἐν ἱδρῶσι καί πόνοις θείων ἀρετῶν καί ἱερῶν ἀγώνων, ἵν᾿ ὀφθῆτε μοι παρθένοι ταῖς ἐννοίαις, πεφωτισμένοι τήν διάνοιαν πᾶσαν, καί ἑνωθῆτε τῷ Λόγῳ μοι ἐν λόγῳ σοφίας ἐμῆς καί γνώσεως τῆς κρείττω. Τοῦ ἱεροῦ μου ἡ πληθύς λαοῦ πᾶσα, δεῦρο σπουδαίως πρός με τόν σόν Δεσπότην. Δεῦρο, τῶν δεσμῶν λύθητι τῶν τοῦ κόσμου, μίσησον πλάνην τῶν αἰσθήσεων πᾶσαν, φύγε τῶν κακῶν τάς αἰτίας ὀξέως, ἐπιθυμίαν ὁράσεως σαρκός τε, ἀλαζονείαν φρενῶν τε καί τοῦ βίου καί πᾶσαν ἄλλην ἐνθύμησιν ματαίαν. Ἅ γνῶθι κόσμου ὄντα τῆς ἀδικίας, εἰς ὄλεθρον ἄγοντα τόν κεχρημένον αὐτοῖς ἐμπαθῶς καί προσπαθῶς ἐν βίῳ καί ἐχθρόν κἀμοῦ δυστυχῶς ἐκτελοῦντα. Λαβοῦ τοῦ πόθου τῶν ἐμῶν ἐν καρδίᾳ θείων πραγμάτων, ἀγαθῶν αἰωνίων, ὧν σοι σαρκωθείς ἡτοίμασα ὡς φίλῳ, ἵν᾿ ᾗς μοι ἀεί συνδαιτυμών ἀφράστως ἐν τῇ τραπέζῃ τῆς ἐμῆς βασιλείας, τῆς ἐν οὐρανοῖς μετά πάντων ἁγίων. Γνῶθι γάρ σαυτόν, ὡς βροτός καί φθαρτός εἶ, ὀλίγον ζωῆς λείψανον ὤν ἐν βίῳ, καί ὡς οὐδέν σοι ἕψεται τῶν ἐκ κόσμῳ λαμπρῶν ἤ τερπνῶν καί ἡδέων ἐντεῦθεν’ πρός τάς ἐκεῖθεν ἀπαίροντι σκηνώσεις ἤ τά τῶν ἔργων μόνων τῶν ἐν τῷ βίῳ φαύλων παρά σοῦ ἤ καλῶν ἐργασθέντων. Καί γνούς τό φθαρτόν καί ἐπίκηρον πάντως, λιπών τά κάτω, ἄνω δεῦρο, καλῶ σε πρός με τόν Θεόν τοῦ παντός καί Σωτῆρα, ἵν᾿ εἰς αἰῶνας αἰώνων ζήσῃς ὄντως καί τῶν ἀγαθῶν τῶν ἐμῶν ἐντρυφήσῃς, ὧν ἡτοίμασα τοῖς ἐμέ ἀγαπῶσιν ἀεί τε καί νῦν, ἀμήν εἰς τούς αἰῶνας.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
…Πιστεύω, αν θέλει και ο Θεός, να φύγω γρήγορα. Πρέπει και να φύγω, γιατί, όπως βλέπω, ο κόσμος όλος όλον εις το πονηρόν τρέχει, σαν αμαρτωλός εις την αμαρτία. Ακράτητοι είναι οι άνθρωποι και λαός και κλήρος, σαν τα αχαλίνωτα άλογα, τρέχουν εις την αμαρτία – ούτε συλλογίζονται Θεό, θάνατο, κρίση, ανταπόδοση, τίποτε – τίποτε, μόνο για την ύλη, για το σώμα, για τις ηδονές, για τις τιμές. Για την ψυχή, για τον Θεό, για την αρετή; τίποτε. Πολύ ολίγοι είναι εκείνοι που έχουν αληθινά ενδιαφέροντα και ίσως χάριν αυτών των ολίγων κρατεί ο Θεός τον κόσμο.
...Ο Σατανάς κάνει την τελευταία έφοδο και εις αυτά τα χρόνια που ευρισκόμεθα μεγάλη θλίψη και μεγάλη οργή θα έρθει εις τον κόσμο.. Στην εποχή του Προφήτου Ιερεμίου ο Θεός απεφάσισε να τιμωρήσει τους Ισραηλίτες πολλές φορές και ο Ιερεμίας παρακαλούσε τον Θεό να λυπηθεί το πλάσμα του, τον λαό του και να μην τους τιμωρήσει, για τις αμαρτίες του. Μια φορά. όμως, λέγει του Ιερεμίου θα την καταστρέψω την Ιερουσαλήμ. Ο Ιερεμίας τότε άρχισε να παρακαλεί – Θεέ μου μη την καταστρέψεις και μη τους τιμωρήσεις..,αλλά ο Θεός του είπε – μη με παρακαλάς δεν σε ακούω, θα την παραδώσω εις τους Βαβυλωνίους, που ήδη είχαν πλησιάσει την Ιερουσαλήμ. Τότε λέει ο Ιερεμίας στον Θεό – πως είναι δυνατόν να μπούνε μέσα οι εχθροί που είναι ισχυρά τα τείχη; Εγώ θα ανοίξω τις πόρτες, απάντησε ο Κύριος, για να μπουν. Εάν δεν την παραδώσω εγώ δεν μπαίνου, αλλά εγώ θα την παραδώσω.. Αύριο το πρωί θα καθίσεις σε ένα υψηλό μέρος και θα δεις πως θα την παραδώσω..
Και είδε έναν Άγγελο που πήγε και άνοιξε την Ανατολική θύρα και πήρε τα κλειδιά, κατόπιν στην Δυτική, Νότιο και Βόρειο και τα τοποθέτησε κάτω από μια πέτρα, λέγοντας: Δέξου πέτρα τα κλειδιά της πόλεως αυτής της αμαρτωλού και να τα φυλάξεις εώς ότου επιστρέψουν οι αιχμάλωτοι και κατόπιν εφώναξε ο Άγγελος – Είσελθε η δύναμις των Χαλδαίων και εμπήκαν οι εχθροί μέσα, έσφαξαν και ερήμωσαν και επήραν πολλούς αιχμαλώτους και μαζί με αυτούς και τον Ιερεμία..
Λοιπόν μεγάλη οργή θα έρθει. Πολλά γίνονται, ιδίως δύο μεγάλα κακά, η ασέλγεια και οι εκτρώσεις που κάνουν οι γυναίκες. Τόσο μεγάλο κακό στον κόσμο δεν έγινε σε καμιά εποχή, να σκοτώνουν 6-10 παιδιά οι μητέρες και να μην αισθάνονται καθόλου τύψη της συνειδήσεως, που, αν είχαν λίγο ίχνος μετάνοιας και συναισθήσεως, έπρεπε να ανοίξουν τάφους και να μπουν μέσα να βασανίζονται, αλλά αναίσθητες. Ένα αυτό και δεύτερο η γύμνια των γυναικών. Περπατούν τώρα γυμνές και οι άνδρες γυμνοί, δεν πέφτουν πίσω, αλλά περισσότερο οι γυναίκες και αυτό δεν είναι δυνατόν να το υπομένει ο Θεός. Υπέμεινε και τους επί Νώε αμαρτωλούς και τους Σοδομίτας και Γομορρίτας, αλλά δεν είχαν φτάσει και σε αυτό το σημείο, να περπατούν γυμνοί και να επιδεικνύουν τα σώματά των στους άνδρες για να τους ελκύσουν και παρασύρουν εις την αμαρτία. Ο Θεός είναι μακρόθυμος και μια ώρα παρά Θεού ως 1000 έτη. Μακροθυμεί, αλλά η μακροθυμία του έχει και όρια. «Εάν μη επιστραφήτε, λέγει, την ρομφαίαν αυτού στιλβώσει, το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένης εξειργάσατο» .
Λοιπόν ας είμεθα έτοιμοι, διότι ουκ οίδαμε την ώραν ουδέν την στιγμή του θανάτου. Τώρα τι τιμωρία θα μεταχειρισθεί, Εκείνος ξεύρει. Πάντως όμως η τιμωρία θα έλθει..Λοιπόν έγιναν πολλά κακά και γίνονται και εξακολουθούν αλματωδώς να γίνονται. Υπάρχουν και μερικοί ολίγοι καλοί, οι οποίοι μαζί με τους άλλους, φοβούμαι ότι θα υποφέρουν και αυτοί, αλλά αυτοί άμα φυλάξουν την πίστη τους και την αγάπη τους προς τον Θεό, ο Θεός δεν θα τους αφήσει και ολίγα παιδευθέντες μεγάλα ευεργετηθήσονται – οι άλλοι όμως θα παιδευθούν και εδώ και θα παραπεμφθούν στο πυρ το εξώτερον. Αυτά είναι τα χάλια μας..
Δεν είναι δυνατό ποτέ ο Θεός, ο οποίος πάντοτε την αμαρτία την τιμωρεί, να αφήσει τόσα κακά να γίνονται χωρίς τιμωρίαν.. Μόνον να είμεθα έτοιμοι. «Οι πεποιθότες επί Κύριον, εοίκασιν όρει τω αγίω – οι ουδαμώς σαλεύονται , προσβολαίς του βελίαρ» (Αντίφωνον Γ΄των Αναβαθνών του Β΄ήχου).
Εις τον Θεόν να έχουμε την πίστη μας, την ελπίδα μας, την αγάπη μας και δεν θα μας εγκαταλείψει και ας μη μας χωρίσει τίποτα από την αγάπη του Χριστού..
Πηγή: (Από το βιβλίο: «ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ» Γέροντος Φιλόθεου Ζερβάκου, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη), Σημεία Καιρών, Ακτίνες
Σκιᾷ κρατοῦμαι καί ἀλήθειαν βλέπω, ὅ οὐδέν ἐστιν ἤ ἐλπίς ἡ βεβαία. Ποίαν οὖν ἐλπίς; Ἥν ὀφθαλμοί οὐκ εἶδον. Αὔτη τί ἐστι; Ζωή, ἥν ἅπαντες ποθοῦσιν. Ἡ δέ ζωή τί ἤ Θεός κτίστης πάντων; Τοῦτον πόθησον καί μίσησον τόν κόσμον. Κόσμος θάνατος, τί γάρ ἄρρεστον ἔχει;
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...