Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Δεν παύει ποτέ ο άρχων του κακού, ο ανθρωποκτόνος και μισάνθρωπος διάβολος, εξαιτίας του μεγάλου φθόνου του, να καταπολεμά και να πλανά με κάθε τρόπο τους ανθρώπους επιθυμώντας να τους καταστρέψει, επειδή θεωρεί τον όλεθρο των ανθρώπων χαρά και θρίαμβό του, μολονότι γνωρίζει ο ανόσιος ότι με αυτόν τον τρόπο ετοιμάζει γι’ αυτούς πολύ μεγάλα και πικρά βάσανα.
Αυτή είναι, ευγενέστατε ηγεμόνα Δημήτριε, η έχθρα και η μανία του εναντίον μας. Ποιος στέρησε τον γενάρχη μας από τον μακάριο και αγγελικό βίο στον παράδεισο του Θεού; Αυτός είναι που διά του τρομερού όφεως αποπλάνησε την προμήτορά μας Εύα και δι’ αυτής τον πρωτόπλαστο Αδάμ και συνεπώς ολόκληρο το άθλιο γένος των ανθρώπων [1] και εισήγαγε και τον σωματικό και τον πνευματικό θάνατο [2]. Ο θάνατος αυτός συνεχιζόταν μέχρι την ενανθρώπηση του Δημιουργού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, με την φιλάνθρωπη και θεϊκή έλευση του οποίου καταλύθηκε η πλάνη του εχθρού. Αποδυναμώθηκε το κράτος του πνευματικού θανάτου, όταν ο Σωτήρας μας κατέβηκε στον Άδη και κατέλυσε το σκότος του, που είναι η στέρηση του φωτός της ζωής εν Θεώ.
Ποιος γέμισε με φθόνο και φόνο την απάνθρωπη ψυχή του ακολάστου Κάιν που με το αδελφικό χέρι έχυσε το ενάρετο αίμα του αδελφού του [3]; Προφανώς ο ίδιος ο θεομάχος ο διάβολος ζήλεψε αυτόν τον ενάρετο, αφού τον διέκρινε από την θυσία την ευάρεστη στον Θεό, τον Κύριο και Διδάσκαλο των ανθρώπων, τον μόνο που μπορεί να διδάξει τους ανθρώπους, πως να εξιλεωθούν ενώπιον του Δημιουργού. Ποιος οδήγησε ολόκληρο τον πρώτο κόσμο στον κατακλυσμό; Δεν είναι ο ίδιος, αφού τους προέτρεψε με την ακόρεστη και κτηνώδη πλάνη και με κάθε αισχρή πράξη να εξοργίσουν τον Δημιουργό τους [4]; Ποιος χώρισε σε διάφορες διαλέκτους την μία και μόνη μέχρι τότε γλώσσα; Δεν είναι ο ίδιος ο κάκιστος, που συμβούλευσε τους ανθρώπους να κτίσουν τον πανύψηλο πύργο [5], ώστε, αν ο Θεός τους έστελνε άλλη μία φορά τον κατακλυσμό, να μην μπορεί να τους πνίξει, επειδή οι ανόητοι ήλπισαν να υπερνικήσουν την παντοδύναμη ισχύ του Θεού με την ανθρώπινη σκέψη; Ποιος πούλησε ως σκλάβο τον δισέγγονο του πιστού γενάρχη Αβραάμ, τον πάγκαλο Ιωσήφ, όταν ήταν στην παιδική ηλικία, με τα χέρια των αδελφών του στους Ισμαηλίτες [6]; Ήταν ο ίδιος, ο κάκιστος, που προσπάθησε να καταστρέψει τον ενάρετο, φοβούμενος να μην αυξηθεί δι’ αυτού η γενεά του πιστού Αβραάμ και να μην απλωθεί αυτή σε όλη την οικουμένη με την ευλογία του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, δηλαδή με την αληθινή θεογνωσία, σύμφωνα με την υπόσχεση που έδωσε ο Θεός στον μακάριο Αβραάμ: «Η μην ευλογών ευλογήσω σε, και πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου… και ενευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη» [7]. Εδώ ως «ευλογία» ο Δημιουργός εννοεί την αλάνθαστη θεογνωσία και την δωρεά του Αγίου Πνεύματος, για το οποίο ο άγιος Απόστολος Παύλος λέγει: «Ου γαρ ελάβετε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ’ ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν· αββά ο πατήρ» [8]. Και ο πιστός Απόστολος Πέτρος λέγει: «Μετανοήσατε, και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τω ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. Υμίν γαρ εστιν η επαγγελία» [9]. Από τα λόγια αυτά του αποστόλου είναι φανερό ότι αυτό που υπόσχεται ο Θεός στον Αβραάμ και σε όλους τους λαούς, οι οποίοι θα πίστευαν στον Χριστό, που επρόκειτο να σαρκωθεί αργότερα, δεν είναι ο πλούτος και η αφθονία των εφήμερων αγαθών, αλλά η καθαρή θεογνωσία, η αλήθεια και το πλήρωμα κάθε αρετής του Αβραάμ διά του Αγίου Πνεύματος.
Και ποιος αυτόν τον ενάρετο Ιώβ, για τον οποίο ο ίδιος ο Ύψιστος έδωσε μαρτυρία ότι είναι άμεμπτος και θεάρεστος [10], τον έβαλε να κάθεται στην κοπριά χωρίς ένδυμα, γυμνό, στερημένο από κάθε περιουσία, άστεγο, σαν έναν απλό άνθρωπο, χωρίς υπηρέτες και διασκέδαση, γεμάτο κοπριά ολόκληρο, από το κεφάλι ως τα πόδια [11]; Δεν ήταν ο ίδιος ο θεομίσητος που τον συκοφάντησε στον Ύψιστο λέγοντας: «Μη δωρεάν Ιώβ σέβεται τον Κύριον» [12]; Και ποιος ήταν που έριξε στον λάκκο τον προφήτη Δανιήλ και τον έκλεισε μαζί με λιοντάρια [13], ενώ έριξε δεμένους τους τρεις εφήβους στην κάμινο του πυρός; Δεν ήταν αυτός ο ασεβής, που κέντρισε με την ζήλεια τις καρδιές των Περσών αξιωματούχων εξαιτίας της ιδιαίτερης τιμής, την οποία οι άγιοι αξιώθηκαν από τους βασιλείς τους [14]; Ποιος ήταν αυτός που ανάγκασε τον εκλεκτό του Θεού και τον χριστό του Δαυίδ να περιπλανιέται πολλά χρόνια από έναν τόπο στον άλλο και από έναν λαό στον άλλο; Δεν ήταν ο ίδιος που παρακίνησε εναντίον του τον φθονερό Σαούλ, τον βασιλέα του Ισραήλ [15];
Ποιος ήταν αυτός που αποκεφάλισε τον πιο μεγάλο από τους προφήτες, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο; Δεν ήταν αυτός, που έστειλε τον φθόνο εναντίον του στην κακή και αισχρή Ηρωδιάδα [16]; Ποιος ήταν αυτός που σταύρωσε τον ίδιο τον Σωτήρα και Κύριο της ζωής μας και τον σκότωσε κατά την ανθρώπινη φύση και όχι κατά την Θεότητα, που είναι αθάνατη και απαθής; Δεν είναι ο ίδιος ο αντίθεος που όπλισε με φθόνο και οργή τις ψυχές των θεομάχων Γραμματέων και Φαρισαίων; Δεν ήταν αυτός που γέμισε όλη την οικουμένη με τα αίματα των μαρτύρων, χρησιμοποιώντας τους απίστους βασιλείς της παλαιάς Ρώμης, που έτρεφαν μεγάλη έχθρα κατά των πιστών του Χριστού;
Έχοντας αυτόν τον άσπονδο εχθρό, τον λυσσασμένο διώκτη και φθονερό κυνηγό των ψυχών μας, ευγενή ηγεμόνα και κύριέ μου Δημήτριε, ας μην απορούμε με τις δυστυχίες που μας βρίσκουν. Είναι αδύνατο για οποιονδήποτε άνθρωπο που ήλθε σε αυτόν τον κόσμο, ακόμη και αν έφθανε αυτός σε μεγάλη ευτυχία, να διάγει αυτήν την πολύπαθη ζωή χωρίς διάφορες θλίψεις. Ο αψευδής μάρτυς αυτού είναι εκείνος ο ψαλμωδός [17], που λέγει: «Ποία του βίου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος; Ποία δόξα έστηκεν επί γης αμετάθετος; Πάντα σκιάς ασθενέστερα. Πάντα ονείρων απατηλότερα. Μία ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται». Επίσης και ο μακάριος Δαυίδ λέγει: «Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων, και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος» [18].
Αν όμως οι δίκαιοι κατά την κρίση του Θεού υποφέρουν από πολλές θλίψεις, πως τότε εγώ, ο τόσο αμαρτωλός, να καταφέρω να περάσω αυτήν την ζωή χωρίς θλίψεις και πίκρες; Και το εννοώ αυτό για την περίπτωση που υπάρχει κάποια μέριμνα του δικαίου Κριτή για την σωτηρία μου. Ξέρω όμως και είμαι απόλυτα πεπεισμένος, ότι Αυτός μεριμνά για την σωτηρία όλων, όσοι πιστεύουν σε Αυτόν, και διευθετεί τα πάντα προς όφελος των ψυχών μας.
Ας μη θλιβόμαστε και απελπιζόμαστε υπερβολικά. «Μακάριος ο άνθρωπος, ον αν παιδεύσης, Κύριε, και εκ του νόμου σου διδάξης αυτόν του πραΰναι αυτόν αφ’ ημερών πονηρών» [19], λέγει η Αγία Γραφή. Και μία άλλη διδαχή λέγει: «Υιέ, μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ εκλύου υπ’ αυτού ελεγχόμενος· ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται» [20]. Και ο μακάριος Παύλος λέγει: «Ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός· τις γαρ εστιν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; Ει δε χωρίς εστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί» [21]. Και λίγο παρακάτω λέγει: «Πάσα δε παιδεία προς μεν το παρόν ου δοκεί χαράς είναι, αλλά λύπης, ύστερον δε καρπόν ειρηνικόν τοις δι’ αυτής γεγυμνασμένοις αποδίδωσι δικαιοσύνης» [22].
Ευγενέστατε κύριέ μου, ηγεμόνα Δημήτριε! Συγχώρεσέ με για όνομα του Κυρίου, επειδή από μεγάλη πνευματική αγάπη, που τρέφω σε όλους, τόλμησα να γράψω σύντομα στην ευγένειά σου αυτήν την μικρή παρηγορία. Από ό,τι υπέφερα ο ίδιος κατά την διάρκεια πολλών ετών, έμαθα και διδάσκω και τους άλλους να έχουν την ίδια υπομονή στις απρόσμενες πίκρες, που τους στέλνουν οι άρρητες βουλές του Θεού για τα διάφορα αμαρτήματά μας. Επειδή όλοι μας ως άνθρωποι αμαρτάνουμε καθημερινά παραβαίνοντας τις εντολές του Θεού ενώπιον του δίκαιου Κριτή, που θα ανταποδώσει στον καθένα ανάλογα με τις πράξεις του.
Να σε φυλάξει ο Κύριος πάντοτε εν υγεία σώματος και ψυχής και να σε σώσει από τις παρούσες θλίψεις. Αμήν. Για όνομα του Θεού, μην θλίβεσαι, αλλά έχε θάρρος, ενδυνάμωσε την καρδιά σου και να είσαι κοντά στον Κύριο με ευγνωμοσύνη, με πίστη, χωρίς αμφιβολίες και σταθερή ελπίδα. Υποκλίνομαι στην ευγένειά σου, ο πτωχός προσκυνητής σου.
Παραπομπές:
1. Βλ. Γέν. 3,1-7. 2. Πρβλ. Σοφ. Σολ. 2,24. 3. Βλ. Γέν. 4,3-8. 4. Βλ. Γέν. 6,5-8. 7,1-24. 5. Βλ. Γέν. 11,1-9. 6. Βλ. Γέν. 37,25-30. 7. Γέν. 22, 17-18. 8. Ρωμ. 8, 15. 9. Πράξ. 2, 38-39. 10. Πρβλ. Ιώβ 1,1. 11. Πρβλ. Ιώβ 1,12-2,8. .12 Ιώβ 1, 9. 13. Βλ. Δαν. 6,5-24. 14. Βλ. Δαν. 3,8-50. 15. Βλ. Α´ Βασ. 18,1 κ.ἑξ. 16. Πρβλ. Ματθ. 14,3-12. Μάρκ. 6,17-29. 17. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Νεκρώσιμος ακολουθία. 18. Ψαλμ. 33, 20. 19. Ψαλμ. 93, 12-13. 20. Παρ. 3, 11-12. 21. Εβρ. 12, 7-8. 22. Εβρ. 12, 11.
Πηγή: (ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, Ιερά Μονή Βατοπαιδίου), Η άλλη όψη
Θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί, και να μιλήσω για την υψηλή υπόθεση της ταπεινοφροσύνης. Όμως φοβάμαι πολύ, όπως φοβάται εκείνος που πρόκειται να μιλήσει για το Θεό με τους δικούς του συλλογισμούς. Γιατί η ταπείνωση είναι στολή της Θεότητας. Ο Υιός δηλαδή και Λόγος του Θεού, που έγινε άνθρωπος, την ταπεινοφροσύνη ντύθηκε, και συναναστράφηκε μαζί μας με αυτήν, μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Και όποιος ντυθεί την ταπεινοφροσύνη, πραγματικά γίνεται όμοιος με το Λόγο του Θεού, που κατέβηκε από το δικό Του ύψος και σκέπασε με την ταπεινοφροσύνη τη μεγαλοσύνη και τη δόξα Του, για να μην καταφλεχθεί η κτίση, βλέποντας τη θεότητά Του. Διότι η κτίση δεν μπορούσε να Τον αντικρίσει, αν δεν έπαιρνε ένα μέρος από αυτήν, δηλαδή το ανθρώπινο σώμα, ώστε να επικοινωνήσει μαζί της. Ούτε μπορούσαν οι κτιστές υπάρξεις να ακούσουν τα λόγια Του πρόσωπο με πρόσωπο. Διότι ούτε οι Ισραηλίτες μπόρεσαν να ακούσουν τη φωνή Του, όταν λάλησε προς αυτούς μέσα από τη νεφέλη. Γι’ αυτό είπαν στο Μωυσή: Ας λαλήσει ο Θεός μαζί σου, και συ πες μας τους λόγους Του, και ας μη λαλήσει ο Θεός μαζί μας, για να μην πεθάνουμε (Εξ. 20:19).
Τώρα όμως, που ο Θεός έχυσε τη χάρη Του στον κόσμο με την παρουσία Του, δεν κατέβηκε σε μας με σεισμό και φωτιά, ούτε με φοβερή και δυνατή φωνή, αλλά ήρθε όπως η βροχή στο κουρεμένο μαλλί του προβάτου και όπως η σταγόνα που στάζει στο χώμα απαλά, και συναναστράφηκε μαζί μας με ανθρώπινη μορφή. Σκέπασε δηλαδή, όπως σκεπάζουμε ένα θησαυρό, με την ανθρώπινη σάρκα τη δόξα Του, και επικοινωνούσε μαζί μας με κείνο το σώμα που κατασκεύασε το θείο Του νεύμα από τον κόλπο της παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, ώστε βλέποντάς Τον ως άνθρωπο να συναναστρέφεται μαζί μας, να μη ταραχθούμε από τη θεωρία Του. Γι’ αυτό το λόγο, όποιος φορέσει εκείνη τη στολή της ταπεινοφροσύνης, με την οποία τον είδε η κτίση μέσα στο ανθρώπινο σώμα που φόρεσε ο κτίστης, τον ίδιο το Χριστό ντύνεται. Και αντί να ντύνεται την κοσμική τιμή και την εξωτερική δόξα, στολίζεται με το εσωτερικό ένδυμα της ταπεινοφροσύνης. Γι’ αυτό και τα λογικά κτίσματα, βλέποντας έναν οποιοδήποτε άνθρωπο να φοράει αυτό το ομοίωμα της ταπεινοφροσύνης, ακόμη και με τη σιωπή τους τον προσκυνούν, τιμώντας τον Κύριό τους, που Τον είδαν να τη φοράει και να συναναστρέφεται μαζί τους μέσω αυτής. Ποιο κτίσμα, αλήθεια, δεν ευλαβείται τη θεωρία του ταπεινόφρονα; Όμως μέχρι που αποκαλύφθηκε σε όλους η δόξα της ταπεινοφροσύνης, ήταν ευκαταφρόνητη η θεωρία της, μόλο που ήταν γεμάτη αγιότητα. Τώρα όμως ανέτειλε σαν τον ήλιο η δόξα της στα μάτια των ανθρώπων. Και κάθε συνετός άνθρωπος την τιμά, όπου και αν φανεί. Γι’ αυτό ούτε οι εξ αγνοίας εχθροί τής αλήθειας δεν τη θεωρούν ευκαταφρόνητη, αν και αυτός που την απέκτησε φαίνεται φτωχότερος απ’ όλα τα κτίσματα. Ωστόσο, όποιος έμαθε την ταπείνωση, τιμάται από τα λογικά κτίσματα σαν να φοράει στεφάνι και βασιλική πορφύρα. (76-7)
Πίεσε τον εαυτό σου, όταν συναντήσεις έναν άλλον άνθρωπο, να τον τιμήσεις πάνω από την αξία του. Φίλησέ του τα χέρια και τα πόδια, και κράτησε τα χέρια του με πολλή τιμή και βάλε τα στα μάτια σου, και παίνεψέ τον και γι’ αυτά που δεν έχει. Και όταν αποχωρισθεί από σένα, πες γι’ αυτόν ό,τι καλό και σπουδαίο· γιατί με αυτό τον τρόπο, ή με παρόμοιους τρόπους, τον προσελκύεις στο καλό, και τον αναγκάζεις να ντρέπεται για τα καλά λόγια που του απηύθυνες. Και σπέρνεις μέσα του σπέρματα αρετής. Κι όσο για σένα, από μια τέτοια συνήθεια που αποκτάς με τον καιρό, τυπώνεται μέσα σου αγαθός χαρακτήρας, και αποκτάς πολλή ταπείνωση, και χωρίς κόπο κατορθώνεις μεγάλες αρετές. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κι αν έχει αυτός κάποια ελαττώματα, καθώς εσύ τον τιμάς, με ευχαρίστηση δέχεται εκ μέρους σου τη θεραπεία από συστολή για την τιμή που του απέδωσες. (30-1)
Πηγή: (Από το βιβλίο: Κωνσταντίνου Καρακόλη, Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», σελ. 154.), (Οι αριθμοί στο τέλος κάθε λήμματος αντιστοιχούν στις σελίδες του ελληνικού κειμένου: «Του Οσίου Πατρός ημών Ισαάκ, Επισκόπου Νινευΐ, του Σύρου, Τα Ευρεθέντα Ασκητικά», Λειψία 1770, Ανατυπούμενα επιμελεία Ιωακείμ Σπετσιέρη, Ιερομονάχου. Αθήναι.), Κοινωνία Ορθοδοξίας
Γνώριζε, ἀγαπητέ, ὅτι ὁ διάβολος δὲν φροντίζει γιὰ τίποτα ἄλλο, παρὰ γιὰ τὴ δική μας ἀπώλεια, καὶ ὅτι δὲν πολεμάει ὅλους μὲ ἕνα καὶ τὸν ἴδιο τρόπο. Καὶ γιὰ νὰ ἀρχίσω νὰ σοῦ περιγράφω μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πολέμους του καὶ τὶς τακτικές τους καὶ τὶς ἀπάτες του, σοῦ παρουσιάζω πέντε καταστάσεις ἀνθρώπων. Μερικοὶ εἶναι στὴν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας χωρὶς κανένα λογισμὸ νὰ ἐλευθερωθοῦν· μερικοὶ πάλι, θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐπιχειροῦν· εἶναι καὶ ἄλλοι ποὺ μετὰ τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν, πέφτουν μὲ μεγαλύτερη φθορὰ στὴν ἁμαρτία. Ἄλλοι νομίζουν ὅτι βαδίζουν στὴν τελειότητα, ἄλλοι ἀφήνουν τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς ποὺ ἔχουν καὶ ἄλλοι, τὴν ἀρετὴ ποὺ ἔχουν, τὴν κάνουν αἰτία κακίας. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς θὰ μιλήσω ξεχωριστά.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
Ὅταν βρίσκεσαι πληγωμένος, ἐπειδὴ ἔπεσες σὲ κάποιο ἁμάρτημα λόγῳ ἀδυναμίας σου ἢ καμιὰ φορὰ μὲ τὴν θέλησί σου γιὰ κακό σου, μὴ δειλιάσης· οὔτε νὰ ταραχθῇς γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐπιστρέψης ἀμέσως στὸ Θεό, μίλησε ἔτσι· «Βλέπε, Κύριέ μου· ἔκανα τέτοια πράγματα σὰν τέτοιος ποὺ εἶμαι· οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ περίμενες καὶ τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἐμένα τὸν τόσο κακοπροαίρετο καὶ ἀδύνατο, παρὰ ξεπεσμὸ καὶ γκρέμισμα».
Καὶ ἐδῶ, ξευτελίσου στὰ μάτια σου ἀρκετὴ ὥρα καὶ λυπήσου μὲ πόνο καρδιᾶς γιὰ τὴν λύπη ποὺ προξένησες στὸν Θεὸ καὶ χωρὶς νὰ συγχυσθῇς, ἀγανάκτησε κατὰ τῶν αἰσχρῶν σου παθῶν, ἰδιαιτέρως δὲ καὶ μάλιστα, ἐναντίον ἐκείνου τοῦ πάθους ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ πέσῃς· ἔπειτα πὲς πάλι· «Οὔτε μέχρι ἐδῶ θὰ στεκόμουνα, Κύριέ μου, καὶ θὰ ἁμάρτανᾳ χειρότερα, ἐὰν ἐσὺ δὲν μὲ κρατοῦσες μὲ τὴν πολὺ μεγάλη σου ἀγαθότητα».
Καὶ εὐχαρίστησέ τον καὶ ἀγάπησέ τον περισσότερο παρὰ ποτὲ θαυμάζοντας τὴν τόση μεγάλη εὐσπλαγχνία του, ὅτι καὶ παρόλο ποὺ λυπήθηκε ἀπὸ σένα, πάλι σοῦ δίνει τὸ δεξί του χέρι καὶ σὲ βοηθάει, γιὰ νὰ μὴ ξαναπέσῃς στὴν ἁμαρτία· τελευταία πὲς μὲ μεγάλο θάρρος στὴ μεγάλη εὐσπλαγχνία του· «Ἐσύ, Κύριέ μου, κάνε σὰν ἐκεῖνος ποὺ εἶσαι καὶ συγχώρεσέ με καὶ μὴν ἐπιτρέψης στὸ ἑξῆς νὰ ζῶ χωρισμένος ἀπὸ σένα, οὔτε νὰ ἀπομακρυνθῶ ποτέ, οὔτε νὰ σὲ λυπήσω πλέον».
Καὶ κάνοντας ἔτσι, μὴ σκεφθῇς ἂν σὲ συγχώρεσε, διότι αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὑπερηφάνεια, ἐνόχλησις τοῦ νοῦ, χάσιμο τοῦ καιροῦ καὶ ἀπάτη τοῦ διαβόλου, χρωματισμένη μὲ διαφόρες καλὲς προφάσεις. Γι᾿ αὐτό, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό σου ἐλεύθερα στὰ ἐλεήμονα χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀκολούθησε τὴν ἄσκησί σου, σὰν νὰ μὴν εἶχες πέσει. Καὶ ἂν συμβῇ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας σου νὰ ἁμαρτήσῃς πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα (1) καὶ νὰ μείνης πληγωμένος, κάνε αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα ὅλες τὶς φορές, ὄχι μὲ μικρότερη ἐλπίδα στὸ Θεό. Καὶ κατηγορώντας περισσότερο τὸν ἑαυτό σου καὶ μισώντας τὴν ἁμαρτία περισσότερο, ἀγωνίσου νὰ ζῇς μὲ περισσότερη προφύλαξι.
Αὐτὴ ἡ ἐκγύνασις δὲν ἀρέσει στὸ διάβολο· γιατὶ βλέπει πὼς ἀρέσει πολὺ στὸ Θεό, ἐπειδὴ καὶ μένει ντροπιασμένος ὁ ἀντίπαλος, βλέποντας ὅτι νικήθηκε ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ αὐτὸς εἶχε πρὶν νικήσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ διαφορετικοὺς ἀπατηλοὺς τρόπους χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἐμποδίσῃ νὰ μὴ τὸ κάνουμε. Καὶ πολλὲς φορὲς πετυχαίνει τὸν σκοπό του ἐξαιτίας τῆς ἀμέλειάς μας καὶ τῆς λίγης φροντίδας ποὺ ἔχουμε στὸν ἑαυτό μας. Γι᾿ αὐτό, ὅσο ἐσὺ βρεῖς δυσκολία σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἐχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ ἀγωνισθῇς νὰ τὸ κάνῃς πολλὲς φορές, ἀκόμη καὶ ἂν μία μόνο φορὰ ἔπεσες· μάλιστα πρέπει αὐτὸ νὰ κάνῃς, ἄν, ἀφοῦ ἁμαρτήσῃς, αἰσθάνεσαι ὅτι ἐνοχλεῖσαι καὶ συγχύζεσαι καὶ σὲ πιάνῃ ἀπελπισία γιὰ νὰ μπορέσῃς ἔτσι μὲ αὐτὸ νὰ ἀποκτήσῃς εἰρήνη καὶ γαλήνη στὴν καρδιά σου καὶ θάρρος μαζί· καὶ ἀφοῦ ὁπλισθῇς μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα, νὰ στραφῇς στὸ Θεό.
Γιατὶ, αὐτὴ ἡ παρόμοια ἐνόχλησις καὶ ταραχὴ ποὺ ἔχει κάποιος γιὰ τὴν ἁμαρτία, δὲν γίνεται ἐπειδὴ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε λύπησε τὸν Θεό, ἀλλὰ γίνεται γιὰ τὸν φόβο τῆς δικῆς του καταδίκης· καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι, αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε.
Ὁ τρόπος λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν εἰρήνη, εἶναι ὁ ἑξῆς· νὰ ξεχάσης τελειωτικὰ τὴν πτῶσι καὶ τὴν ἁμαρτία σου (2) καὶ νὰ παραδοθῇς στὴν σκέψι τῆς μεγάλης καὶ ἄφατης ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι, αὐτὸς μένει πολὺ πρόθυμος καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ συγχωρέσῃ κάθε ἁμαρτία, ὅσο καὶ ἂν εἶναι βαρειά, προσκαλώντας τὸν ἁμαρτωλὸ μὲ διάφορους τρόπους καὶ μέσα ἀπὸ διάφορους δρόμους, γιὰ νὰ ἔλθη σὲ συναίσθησι καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί του σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ μὲ τὴν χάρι του· στὴν δὲ ἄλλη, νὰ τὸν ἁγιάση μὲ τὴ δόξα του καὶ νὰ τὸν κάνῃ αἰώνια μακάριο. Καὶ ἀφοῦ μὲ αὐτὲς καὶ παρόμοιες σκέψεις καὶ στοχασμούς, γαληνέψης τὸ νοῦ σου, τότε θὰ ἐπιστρέψης στὴν πτῶσι σου, κάνοντας ὅπως εἶπα πιὸ πάνω· κατόπιν, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως (τὴν ὁποία σὲ προτρέπω νὰ κάνῃς πολὺ συχνά), θυμήσου ὅλες σου τὶς ἁμαρτίες, καὶ μὲ νέο πόνο καὶ λύπη, γιὰ τὴν λύπη τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ πρόθεσι καὶ ἀπόφασι νὰ μὴ τὸν λυπήσῃς πλέον, φανέρωσέ τες ὅλες στὸν Πνευματικό σου καὶ κάνε μὲ προθυμία τὸν κανόνα ποὺ θὰ σοῦ ὁρίσῃ.
1. Τὸ κς´ καὶ κζ´ κεφάλαιο τοῦ β´ μέρους αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, μᾶς διδάσκει καθαρώτερα, ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ποὺ λέει τὸ παρὸν κεφάλαιο, δὲν ἐννοοῦνται πὼς εἶναι θανάσιμα, ἀλλὰ μὴ θανάσιμα καὶ συγγνωστά, καὶ αὐτοὶ ποὺ σὲ αὐτὰ ἁμαρτάνουν δὲν ἐννοοῦνται ὅτι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε ἁπλὰ καὶ ἀδιάφορα καὶ κάνουνε θανάσιμα πταίσματα κάθε λίγο· (γιατὶ αὐτοὶ πρέπει καὶ νὰ ἐνοχλοῦνται καὶ μὲ πόνο καρδιᾶς νὰ κλαῖνε καὶ μεγάλη σκέψι νὰ ἔχουν στὸ νὰ ἐξετάζουν πάντα τὴν συνείδησί τους καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται· καὶ λύπη ἀνάλογη νὰ ἔχουν πάντα, ὄχι ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη νὰ πέφτουν σὲ ἀπελπισία)· ἄλλα αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε πνευματικὴ ζωή, οἱ ἀγωνιζόμενοι στὴ ἀρετή. Γιατὶ αὐτοὶ αὐτὰ τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα κάνοντας (ποιά δὲ εἶναι αὐτά, βλέπε στὴν ἀρχὴ τοῦ κς´ κεφαλαίου) ἢ καὶ βαρύτερα ἀπὸ αὐτὰ καὶ μεγαλύτερα (στὰ ὁποῖα κάποτε πέφτουν καὶ αὐτοί, κατὰ παραχώρησι Θεοῦ), κάνουν κατὰ τὴν διάταξι τοῦ παρόντος κεφαλαίου· πλὴν ἡ διάταξις αὐτή, ὡφελεῖ ἁπλὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ κάνει τὸ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα.
2. Σὲ αὐτὸ ἁρμόζει ἡ ἱστορία ποὺ ἀναγινώσκομε στὸ Γεροντικό· φαίνεται ἐκεῖ ὅτι ἕνας μοναχὸς ἀπὸ συναρπαγὴ ἔπεσε σὲ πορνεία. Καὶ ἐπειδὴ οἱ λογισμοὶ τῆς ἀπογνώσεως ἀπὸ μέσα τὸν ἐνωχλοῦσαν, ὅτι ἔχασε τὴν ψυχή του καὶ πλέον σωτηρία δὲν ὑπάρχει, αὐτὸς ὡς φρόνιμος καὶ ἔμπειρος στὸν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ ἀόρατο πόλεμο, ἔλεγε στοὺς λογισμούς του· «οὐχ ἥμαρτον, οὒχ ἥμαρτον»· ἕως ὅτου μπῆκε στὸ κελλί του καὶ κλείσθηκε καὶ ἀφοῦ εἰρήνευσε τὴν καρδιά του, τότε ἔδειξε τὴν πρέπουσα μετάνοια διὰ τὴν ἁμαρτία του· ὁπότε καὶ ἀποκαλύφθηκε σὲ ἕνα ἄλλο διορατικὸ Γέροντα, ὅτι ὁ μοναχὸς ἐκεῖνος, ἔπεσε, ναί, ἀλλὰ σηκώθηκε καὶ νίκησε.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
Πρός τόν Μακαριώτατο Πρόεδρο τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
κ. Σεραφείμ.
Μακαριώτατε,
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ μου πατρός ἀναγκάζομαι, νά συντάξω αὐτό τό ὑπόμνημα καί μέ υἱκό σεβασμό νά τό στείλω σέ Σᾶς τόν πνευματικό «πατέρα καί ποιμένα» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Παρακολουθῶ τόσο στόν ἡμερήσιο τύπο ὅσο καί σέ θρησκευτικά φύλλα κατά καιρούς νά γίνεται λόγος γιά δεύτερο γάμο στούς ἐν χηρείᾳ κληρικούς. Πρόσωπα χωρίς ἄμεσο ἐνδιαφέρον ὡς πρός τό θέμα αὐτό, ποιός ξέρει ἀπό ποιές σκοπιμότητες κινούμενοι, κάνουν θεολογούμενα αὐτά πού ἡ κρυστάλλινη παραδοσιακή ἐκκλησιαστική ἀλήθεια ὀρθοτόμησε.
Μιά λοιπόν, πού ἀνήκω ἀπό παραχώρηση τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ στή μικρή χορεία τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν, ἄς μοῦ ἐπιτραποῦν μερικές σκέψεις.
Ὅλοι μας γνωρίζουμε πρόσωπα λαϊκά, ἄνδρες ἤ γυναῖκες συζύγους, τά ὁποῖα μετά τή χηρεία τους ζοῦν ἕνα διαρκές «κατά Θεόν» πένθος. Ἡ συζυγική «ἐν Χριστῷ» ἀγάπη συνδέει βαθιά καί ὑπαρξιακά τά δύο πρόσωπα, ὥστε οὔτε μέ τόν θάνατο νά χωρίζουν πνευματικά. Ὁ ἕνας σύζυγος πού βρίσκεται στήν παροῦσα ζωή αἰσθάνεται ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη μαζί μέ τά παιδιά ὅσο μικρά καί νά εἶναι, νά ἐπισκέπτεται τακτικότατα τόν τάφο τοῦ μεταστάντος, νά τόν περιποιεῖται καί νά τροφοδοτεῖ μέσα του μιά πνευματική παρουσία καί ζωντανή τή μνήμη τοῦ ἐκλιπόντος.Ὁ «ἐν Χριστῷ» χῆρος ἤ ἡ χήρα ἀναζητοῦν μέσα στόν ἱερό χῶρο τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν νά κάνουν πιό αἰσθητή τήν πνευματική μορφή τοῦ ἑτέρου συζύγου πού ἄφησε τήν ἐπίγεια ζωή. Ἰδιαίτερα μέσα στή θεία Εὐχαριστία, ὅπου ὑπερβαίνεται ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος, ἐπιτυγχάνεται ἡ πνευματική ἐπικοινωνία μέ τούς μεταστά-ντας. Δύο φορές χαρά εἶναι γιά τό χῆρο σύζυγο ἤ τήν χήρα σύζυγο ἡ θεία Εὐχαριστία. Πρῶτα γιά τήν κοινωνία μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μέ τήν Κυρία Θεοτόκο καί τούς Ἁγίους. Δεύτερα γιατί ἔχει κοινωνία μέ τόν ἀγαπημένο κοιμηθέντα σύζυγο.
Τό πρόσωπο τοῦ κοιμηθέντος πού ἔχει ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τίς ποικίλες ἐνδοκοσμικές διασυνδέσεις σάρκα, ἁμαρτία, μέριμνα, κ.λ.π. γίνεται πιά ἡρωικό, μυθικό, ἅγιο πρόσωπο. Τά ἐλαττώματα καί οἱ ἀδυναμίες τοῦ ἐκλιπόντος ξεχνιοῦνται καί συγχωροῦνται. Ἔτσι στή μνήμη καί στήν καρδιά τοῦ χήρου συζύγου καί τῶν παιδιῶν ἀναπλάθεται ἡ ἀρχετυπική εἰκόνα τοῦ καλοῦ συζύγου. Μέ αὐτές τίς ἐκκλησιολογικές συνθῆκες δέν μπορεῖ νά πάρει εὔκολα ἄλλο πρόσωπο τή θέση τοῦ «μακαρίτη…». Τά ἄλλα πρόσωπα φαίνονται ὑποδεέστερα, ἀλλότρια κατά πάντα τῆς συζυγικῆς καί τῆς μητρικῆς κοινωνίας.
Ἐξ ἄλλου ὅλη ἡ ὑπόλοιπη ζωή τοῦ ἐν χηρείᾳ συζύγου δέν ἔχει τήν ἴδια ἀξία ὅπως καί πρῶτα. Ὁ ἐσχατολογικός προορισμός ξεπερνάει τά ἐπίγεια δικαιώματα γιά ζωή. Τό πένθος κυριαρχεῖ καί χαρακτηρίζει τή σάρκα, τό συναίσθημα, τή λογική, τίς κοσμικές προοπτικές. Ἡ ἐγκάρδια λύπη εἶναι μόνιμος σύντροφος παραχωρημένος ἀπό τόν ἴδιο τό Δημιουργό γιά νά σφυρηλατεῖ στόν ἱερέα χῆρο σύζυγο μιά νέα παρθενική πραγματικότητα.
Βέβαια εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος ὁ χῆρος ἤ ἡ χήρα ἀπό τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῶν ἱερῶν κανόνων νά ξαναδημιουργήσουν, ἄν θέλουν, μιά δεύτερη συντροφικότητα ἑνός δευτέρου γάμου. Αὐτό βέβαια δέν ἰσχύει γιά τόν ἱερέα.
Γνωρίζουμε ὅμως πρόσωπα πού προτίμησαν τή χηρεία γιά ὅλη τους τή ζωή. Κράτησαν μάλιστα δυνατή τή μνήμη τοῦ ἀγαπημένου ἐκλιπόντος συζύγου. Ἄν καί πιέστηκαν νά συνάψουν νέο δεσμό, τόν ἀρνήθηκαν κατηγορηματικά μέ τή ρητή διαβεβαίωση, «μά ὁ σύζυγός μου ζεῖ».
Κάθε ἀλλότρια σκέψη γιά κάποιο ἄλλο πρόσωπο φαίνεται ὡς ἐπί τό πλεῖστον πειρασμός πού ξεπερνιέται μέ τήν ὑπερβολική λύπη τοῦ πένθους πού παραχωρεῖ ὁ Θεός καί τήν ὀρθόδοξη ἄσκηση καί προσευχή.
Ὅλα αὐτά πηγάζουν ἀπό τή γνωστή καταληκτική εὐχή τῆς ἱερολογίας τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου: «Παράλαβε τούς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου ἀσπίλους καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν αὐτούς εἰς τούς αἰῶνας». Συζυγία ἀδιάλυτη εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων εὐλογεῖ ἡ ἐκκλησία! Μέ αὐτήν τήν Ἐκκλησιολογική ἐλπίδα τρέφεται ὁ ἐν χηρείᾳ σύζυγος ἱερέας. Στή πράξη ζεῖ μοναχικά. Μυστικά ὅμως ζεῖ συζυγικά. Καλεῖται δέ ἀπώτερα νά ζήσει πιό πνευματικά, Τριαδολογικά. Γιαυτό καί φοροῦν δύο βέρες (δακτυλίδια). Ἔτσι ἐπιβεβαιώνουν τήν «ηὐξημένη ἐλπίδα τῆς ἐν Χριστῷ δευτέρας συναντήσεως» στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἄν αὐτά, λοιπόν, τά διαπιστώνουμε στή ζωή τῶν πιστῶν λαϊκῶν, πόσο ἀνώτερα θά πρέπει νά τά συναντοῦμε στή ζωή τῶν κληρικῶν! Οἱ ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου ἀγωνίζονται νά εἶναι οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι καί ἄν μάλιστα εἶναι καί Πνευματικοί, ἑκούσια ἀγωνίζονται νά ὑποτάξουν «…τό χεῖρον τῷ κρείττονι» καί νά ἀναπτυχθεῖ ὁ νέος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος. Πασχίζουν νά λυτρωθοῦν ἀπό τίς νομοτελειακές ἐπιταγές τῆς φύσεως καί νά γίνουν ἁπλᾶ καί καθαρά Χριστοπρόσωπα. Βγαίνουν ἀναγεννημένοι πνευματικά μετά ἀπό τήν ἀπέραντη ὀδύνη καί τήν ὑπερβολική θλίψη τοῦ πένθους. Ἔτσι ἡ χηρεία μπορεῖ νά ἀποτελέσει χαρισματικό ὁρόσημο γιά τόν χῆρο κληρικό. Μέ τό ἐν Χριστῷ ἐνθουσιαστικό φρόνημα καί τή χειραγωγική συμπαράσταση τοῦ πνευματικοῦ πατρός μπορεῖ νά γίνει ὁ κληρικός ὁ ἐν Χριστῷ νέος ἄνθρωπος. Χαρά καί ἀγαλλίαση πλημμυρίζει τήν ἱερατική καρδιά ὁσάκις μετά παρρησίας καί ἀκατακρίτως γίνεται λειτουργός τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Φάρος τηλαυγής, φωτεινό ἀστέρι, ἁλάτι χρήσιμο, ὄμορφη ἀξιοθέατη πόλη, ὡσεί κέδρος τοῦ Λιβάνου γίνεται ὁ κληρικός μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τή δραστική Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὀφθαλμός τῆς Ἐκκλησίας, πατέρας στοργικός καί πνευματικός τῶν ἐνοριτῶν του. Ἀνώτερος κάθε ὑποψίας. Ἀσκητής, λιτός, φτωχικός, ταπεινός, ἐλεήμων ἔχει σάν πρῶτο μέλημά του τήν ἐπιμέλεια τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Θερμά φιλόκαλλος, ἐπιδιώκει τήν ψυχική πολυτέ- λεια. Κατεργάζεται καί βαστᾷ τήν ὡραιότερη τέχνη, τήν τέχνη τῆς ἐν Χριστῷ παρθενίας κατά τούς ἁγίους Πατέρες Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσση, Ἰωάννη Χρυσόστομο, Μέγα Ἀθανάσιο, Μέγα Βασίλειο, Βασίλειο Ἀγκύρας, Μεθόδιο Ὀλύμπου κ.λ.π. Σταδιακά στήν ἱερατική ψυχή, κατά χάρη καί ἄπειρη συγκατάβαση ἀντιχαρίζεται ἡ θεία παρηγορία. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται» διαβεβαιώνει ὄχι ὁ Ἀποστολικός καί Πατερικός λόγος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ αὐθεντικός Δεσποτικός λόγος τοῦ Κυρίου μας στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία Του (Ματθ. ε΄ 4).
Ἐφόσον ἀποδέχεται μέ ὑπακοή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁ πρώην ἔγγαμος κληρικός, γίνεται ὄχι ἀναγκαστικά, ἀλλά χαρισματικά καί οἰκονομικά ἑκούσιος ἱερομόναχος. Αἰσθάνεται τήν τιμή καί τήν εἰδική ἐκλογή πού τοῦ προετοίμασε ὁ Οὐράνιος Πατέρας. Πρῶτος σταυροφόρος μέσα στά προβλήματα καί τίς πίκρες τῶν ἐνοριτῶν του μπορεῖ εὐκολότερα νά συμπονεῖ, νά κατανοεῖ, νά ἀγαπᾷ καί ὄχι νά καταπιέζει. Σάν ἀντίβαρο μάλιστα στά ἄπειρα οἰκογενειακά καί ποιμαντικά του προβλήματα, χαρίζει ὁ Θεός ἀκτῖνες ὁλόλαμπρες χάριτος μέσα στήν ἱερατική καρδιά. Ψήγματα χρυσοῦ ἀκόμα ἀπό τό θεομητορικό θησαυροφυλάκιο γιά νά καταφέρει νά παλέψει μέσα στό πέλαγος τῆς θλίψεως καί τῆς χηρείας.
Μή φανοῦν παραμύθια καί ὑπερβολές τά γραφόμενα. Ἀποτελοῦν τήν ἐμπειρία τῶν νέων ἤ γηραιότερων κληρικῶν πού ἔζησαν τήν ἐν Χριστῷ χηρεία (Παπα Νικόλας Πλανᾶς, Πατριάρχης τῶν Σέρβων Γερμανός κ.λ.π.). Τήν ἴδια ἄλλωστε ἐμπειρία ἐκφράζουν καί οἱ θεόπνευστοι καί ἀπαρασάλευτοι σχετικοί ἱεροί κανόνες 3ος Πενθέκτης , 24ος Μ. Βασιλείου.
Εἶναι ἀνόητος ὁ θεῖος Παῦλος, ὅταν προτείνει σ’ ὅλους, ὅσοι χηρεύουν νά μείνουν ἄγαμοι, ὅπως κι αὐτός, χωρίς βέβαια νά τούς ἐξαναγκάζει; Ὄχι βέβαια, διότι τούς προτείνει τά ἀνώτερα καί ὑψηλότερα ἀθλήματα.
Φαίνονται ἀναχρονιστικοί οἱ ἱεροί κανόνες γιά τήν κοσμική ὀρθολογική καί τήν εἰκονοκλαστική κανονομαχική σκέψη. Ἀναχρονισμός ἀσυγχώρητος ὅμως, ὀπισθοδρόμηση πρωτόγονη θά εἶναι ἡ διά νόμου κατάργηση ἤ ἡ ἀθέτηση τῶν σχετικῶν ἱερῶν κανόνων, αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ τρόπου ζωῆς ἀπό τούς ἱερεῖς. Ἔκπτωση ἀβυσσαλέα θά εἶναι τό νά συνεχίζει νά εἶναι ἱερεύς καί νά παζαρεύει καί νά παζαρεύεται καί νά βολιδοσκοπεῖ γιά δεύτερη φορά τά συζυγικά προσόντα, τήν ἐξωτερική γυναικεία ἐμφάνιση, τήν προίκα, τή μόρφωση καί τή δουλειά, τήν κοινωνική θέση ἤ τό συναισθηματικό ταίριασμα, γιά νά παραλείψουμε… τά λοιπά…
Εἶναι δυνατόν νά διανοηθεῖ τό κοινό λαϊκό Ὀρθόδοξο αἴσθημα καί πολύ περισσότερο ἡ ἀκμαία ἱερατική συνείδηση, νέες συναισθηματικές δοκιμές στόν ποιμένα; Ὑψιπέτη πνευματικῶν λειτουργικῶν ἐμπειριῶν τόν θέλει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ τόν ποιμένα του.
Ἔπειτα πῶς εἶναι δυνατόν ἡ εὐαίσθητη καί καλλιεργημένη ἱερατική ψυχή νά λησμονήσει τίς ἐκλεκτές ἐμπειρίες τοῦ ὄμορφου συζυγικοῦ κοινοβιακοῦ βίου; Εἶναι δυνατόν νά νεκρώσει ἕνα τόσο ζωντανό κομμάτι τῆς ζωῆς του, τήν περίοδο τῆς συζυγικῆς ζωῆς; Ἄν τό πετύχει αὐτό, ἀναπηρία ψυχική θά καταφέρει νά δημιουργήσει στό εἶναι του.
Ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα κατά τοῦ δευτέρου γάμου ἀποτελεῖ ἡ φροντίδα τῶν παιδιῶν καί ἡ ἀνατροφή τους. Ποιός θά μεγαλώσει τά ὀρφανά; Ποιός θά τά περιποιηθεῖ;
Ἄν ὁ λειτουργός τοῦ Ὑψίστου πιστεύει στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ πού τόν ἐστέρησε ἀπό τήν πρεσβυτέρα καί βασίλισσα τοῦ σπιτιοῦ του, πολύ περισσότερο θά πρέπει νά πιστεύει στήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν θεία οἰκονομία, γιά τήν τύχη τῶν παιδιῶν του. Ἡ προσωπική ἀγαπητική πρόνοια τοῦ μεγάλου Θεοῦ θά ἐμπνεύσει στόν πατέρα ἱερέα διακριτικούς τρόπους ἀγωγῆς καί προσφορᾶς μητρικῆς στοργῆς. Ἄπειρες περιπτώσεις, ἀπίθανους τρόπους μπορεῖ νά μεθοδεύει ὁ Ἅγιος Θεός γιά τήν προστασία, τήν ἀγωγή καί τήν πρακτική περιποίηση τῶν ὀρφανῶν, «ὀρφανόν καί χήραν ἀναλήψεται…» διαβεβαιώνει ὁ ψαλμῳδός στόν 145ο ψαλμό του. Μητέρα φιλόστοργη γίνεται ἡ ἴδια ἡ Παναγία πού γλυκαίνει καί μαλακώνει τά βαθιά τραύματα. Ἄλλωστε ἀπό τήν κοινή πεῖρα τῆς ζωῆς φαίνεται ὅτι πολύ σπάνια καταφέρνουν τά παιδιά νά δεχθοῦν γιά μάνα μιά ἄλλη, δεύτερη, ἐκτός ἀπό τήν πραγματική τους μάνα. Μία μάνα ἔχει καθένας μας. Εἶναι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ἡ μάνα. Ἡ δεύτερη εἴτε τό θέλει εἴτε δέν τό θέλει, θά εἶναι πρόκληση ζήλειας καί διαφόρων ψυχολογικῶν ἀντιδράσεων. Ποτέ δέν μπορεῖ νά καταλάβει τή μοναδική θέση, τή φυσική καί ἰδιάζουσα θέση ἡ θετή μάνα μέσα στήν ὑπερευαίσθητη παιδική ψυχή.
Ἔχουν τά παιδιά δυνατή ἀναπληρωτική μνήμη γιά τή μάνα τους. Ἔχουν τά παιδιά ἐξαιρετική μνημονική ἱκανότητα, ὥστε νά κρατοῦν ὁλοζώντανη τή μορφή, τά λόγια, τή στοργή καί τήν προσωπικότητα τῆς μάνας. Κάθε στιγμή μποροῦν νά ἀναπαραστήσουν ἀγαπητικές μητρικές σκηνές τοῦ παρελθόντος, νά τίς κάνουν χορταστικό παρόν καί νά τρέφονται συνέχεια μέ αὐτόν τόν ἀστείρευτο μητρικό πλοῦτο. Προτέρημα ἑπομένως εἶναι καί ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τό ὅτι ἔστω καί τυπικά ἐμποδίζεται ὁ παπᾶς νά πάρει δεύτερη γυναίκα.
Καλύτερα ἀπό μικρά τά παιδιά νά παιδαγωγοῦνται καί νά ψήνονται στήν πραγματικότητα πού τούς δημιούργησε ἤ παραχώρησε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Ἡ ἀρετή θέλει σκληρότητα μᾶς λέγει ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού δοκίμασε τά δεινά τῆς χηρείας, ἀλλά καί χάρηκε τήν ὀμορφιά τῆς παρθενίας.
Αὐτά τά παιδιά ἤδη τά ἔχει τιμήσει ὁ Χριστός. Τά ἔχει σταυρώσει ἰδιαίτερα μέ τόν Σταυρό τό δικό Του, μέ τήν πικρή γεύση τοῦ θανάτου ἀλλά καί τή ζωντανή ἐλπίδα στή ζωή πού ἀκολουθεῖ μετά ἀπ’ αὐτήν. Τά ἔχει τιμήσει ὁ Χριστός μέ τή γνώση τοῦ ζωηφόρου θανάτου Του πού ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση. Σέ ἀνάσταση τῶν προσώπων τους βαθιά καί ὑπαρξιακή θέλει νά μυήσει ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας τούς μικρούς καρπούς τῆς ἱερατικῆς οἰκογενείας πού οἱ διαστάσεις της ἁπλώνονται στήν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία μέ τή μετάσταση σ’ αὐτήν τῆς μητέρας καί πρεσβυτέρας. Μεγάλη φιλοσοφία, μεγάλη θεολογία τοῦ θανάτου καί τῆς θεολογίας τῆς Ἀναστάσεως! Ταυτόχρονα ἑτοιμάζονται ρεαλιστικά γιά τό μεγάλο βιωτικό ἀγώνα, γιά τόν ἀγώνα τῆς καθημερινῆς σκληρῆς ζωῆς.
Εὐλαβῶς ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας
ἐλάχιστος ἐν πρεσβυτέροις
πρωτοπρεσβύτερος Σαράντης Σαράντος
ἐφημέριος Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου
Ὅποιος γνωρίζει τήν ἀρρώστια του βρίσκεται στήν ἀρχή τῆς ταπεινώσεως. Ὁ Θεός ὑποφέρει ὅλες τίς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὑποφέρει ὅμως ἐκεῖνον πού γογγύζει. Αὐτός πού εὐχαριστεῖ πάντοτε τόν Θεό γιά τ’ ἀγαθά καί τίς εὐεργεσίες πού τοῦ χαρίζει, δέχεται τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καί στήν καρδιά του κατοικεῖ ἡ χάρη Του.
Ὅποιος ὑπερηφανεύεται, παραχωρεῖ ὁ Θεός καί πέφτει στή βλασφημία. Ὅποιος κομπάζει γιά τίς ἀρετές του, πάλι κατά παραχωρήση Θεοῦ πέφτει στήν πορνεία. Ὁ ἐγωιστής μπορεῖ νά πέσει σέ πολλές ἀκόμη σκοτεινές παγίδες τοῦ πονηροῦ.
Αὐτός πού δέν θυμᾶται καί δέν σκέφτεται τόν Θεό, κρατάει μίσος κατά τοῦ πλησίον. Ἀντίθετα ὅποιος θυμᾶται τόν Θεό, δέν μνησικακεῖ καί ἀγαπάει κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος βοηθάει τόν ἀδικούμενο ἔχει σύμμαχο τόν Θεό. Ὅποιος βοηθάει τόν πλησίον, τόν βοηθάει ὁ Θεός. Ὅποιον κατηγορεῖ τόν ἀδελφό του, τόν ἀποστρέφεται ὁ Θεός. Ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ τόν ἀδελφό του κρυφά, δείχνει φανερά στόν Θεό τή δύναμη τῆς ἀγάπης του. Αὐτός πού κάνει παρατηρήσεις στόν ἀδελφό του μπροστά σε ἄλλους, πραγματικά τόν ἐξουθενώνει καί τόν ἐμπαίζει. Ὅποιος ἐνδιαφέρεται γιά τήν ψυχική ὑγεία τοῦ ἄλλου, φροντίζει πάντοτε νά γίνεται αὐτό μέ ἀγάπη. Τό ἴδιο κάνει καί ὁ Θεός. Δοκιμάζει τόν ἄνθρωπο πάντοτε μέ ἀγάπη, προκειμένου νά θεραπευθεῖ ἡ ἔμψυχη εἰκόνα Του. Γιατί δέν παιδεύει τόν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἐκδικηθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά γιά νά τόν γιατρέψει.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος τελειοποιεῖται στήν ἀρετή, τόσο περισσότερο πλησιάζει τόν Θεό καί Τόν ἀκολουθεῖ. Ὅπως ὅταν ρίχνει κανείς ξερά ξύλα στή φωτιά, αὐτή δύσκολα σβήνει, ἔτσι κι αὐτός πού ἀγαπάει ἀληθινά τόν Θεό· ἡ ἀγάπη τοῦ ὅλο καί αὐξάνει, ὅσο προοδεύει στήν ἀρετή.
Ὅπως ὁ ἔμπορος ὅταν πουλήσει τό ἐμπόρευμά του θέλει νά γυρίσει στό σπίτι του, ἔτσι καί ὁ χριστιανός, ὅταν τελειώσει τήν ἐργασία του, θέλει ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τόν Θεό καί τήν ψυχή του. Καί ὅπως ὁ ἔμπορος, ὅταν βρίσκεται στή θάλασσα, φοβᾶται μήπως ἔρθει τρικυμία καί βυθισθεῖ ἡ ἐλπίδα τῆς ἐργασίας του, ἔτσι καί ὁ χριστιανός, ὅσο βρίσκεται στόν κόσμο αὐτό, φοβᾶται μήπως ἔρθει ὁ χειμώνας τῶν παθῶν καί χάσει τόν καρπό τοῦ ἀγώνα του.
Ὅπως ὁ ναύτης ὅταν πλέει στή θάλασσα βλέπει τή θέση τῶν ἀστεριῶν καί ἀνάλογα διευθύνει τό πλοῖο, ἔτσι καί ὁ χριστιανός μέ τήν προσευχή προχωράει στόν δρόμο τῆς ζωῆς του, ἕως ὅτου φτάσει στό λιμάνι τῆς αἰωνιότητος. Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι δέν τρέχουν καί δέν ἐμπορεύονται, ὅπως στή ζωή αὐτή, ἀλλ’ ἀναπαύονται στόν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν πού ἀπέκτησαν μέ τόν ἀγώνα τούς ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Μακάριος ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ πραμάτεια δέν χάθηκε στή θάλασσα τοῦ μάταιου αὐτοῦ κόσμου. Μακάριος ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τό πλοῖο δέν βυθίστηκε, ἀλλ’ ἀξιώθηκε νά φτάσει μέ χαρά στό ἀχείμαστο λιμάνι τῆς αἰωνιότητος.
Ὅποιος θέλει νά βρεῖ τόν πολύτιμο μαργαρίτη μπαίνει γυμνός στή θάλασσα. Ἔτσι καί ὁ συνετός ἄνθρωπος περνᾶ ἀπ’ τή ζωή αὐτή χωρίς πολλά χρήματα καί περιουσίες, μέχρις ὅτου βρεῖ τόν πολύτιμο μαργαρίτη, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καί ὅταν τόν βρεῖ δέν ἀγαπάει τίποτε ἄλλο στόν κόσμο αὐτό.
Ὅπως τό φίδι σέ κάθε κίνδυνο φυλάει τό κεφάλι του, ἔτσι κι ὁ σοφός χριστιανός, σέ κάθε δύσκολη περίπτωση, φυλάει τήν πίστη του, πού ἀποτελεῖ τό θεμέλιό της ζωῆς του.
Ὅπως τό δέντρο, ἄν δέν πετάξει τά παλιά του φύλλα δέν βγάζει νέα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν θά ἔχει καρπό πνευματικό, ἄν δέν βγάλει ἀπό μέσα του τή θύμηση τῶν κακιῶν καί τῶν παθῶν του.
Ὁ ἄνεμος τρέφει τούς καρπούς τῆς γῆς καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τούς καρπούς τῆς ψυχῆς.
Ὁ σκύλος, ὅταν γλείφει τή λίμα, ματώνει τή γλώσσα του, πίνει τό ἴδιο του τό αἷμα καί χωρίς νά τό αἰσθάνεται προξενεῖ βλάβη στόν ἑαυτό του. Ἔτσι κι ὁ περήφανος, αἰσθάνεται γιά λίγο γλυκύτητα, ἀλλά μετά νοιώθει τά ἀποτελέσματα τῆς ψυχικῆς φθορᾶς.
Ἡ κοσμική δόξα μοιάζει σάν τήν πέτρα πού εἶναι σκεπασμένη ἀπό τά νερά μέσα στή θάλασσα, κι ἔτσι δέν τήν βλέπει ὁ κυβερνήτης καί χτυπάει πάνω της τό πλοῖο. Ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ κενοδοξία εἶναι κρυμμένες κι αὐτές μέσα στήν ψυχή καί τῆς προξενοῦν κακό.
Μή ζητήσεις πότε νά καταλάβεις τούς λόγους τῶν θείων μυστηρίων, πού περιέχονται στίς Ἅγιες Γραφές, χωρίς προηγουμένως νά προσευχηθεῖς θερμά στόν Θεό. Τό κλειδί πού θά καταλάβουμε τά θεία νοήματα εἶναι ἡ προσευχή.
Πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι χωρίς κόπο σωματικό δέν πλησιάζεται ὁ Θεός. Ὅλοι οἱ Πατέρες κόπιασαν πολύ γιά νά κατοικήσει μέσα τους τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Μόλις τό Ἅγιο Πνεῦμα κατοικήσει στήν ψυχή, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει πραότητα καί εἰρήνη, καί φεύγει κάθε σκέψη ἀκολασίας. Μή νομίσεις ὅτι μπορεῖς μέ τήν προσευχή νά πλησιάσεις τόν Θεό, ἄν προηγουμένως δέν καθαρίσεις τήν καρδιά σου ἀπό τά πάθη τῆς ἀτιμίας πού τή μολύνουν.
Ὅπως τό λάδι τρέφει τό φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ἔτσι καί ἡ ἐλεημοσύνη τρέφει τήν ψυχή. Δέν ὑπάρχει ὡραιότερη πράξη μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Πόσο γλυκειά εἶναι ἡ συναναστροφή μέ πνευματικούς ἀδελφούς, ἄν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη! Ἀγάπη στόν Θεό καί στούς ἀδελφούς. Ἀγάπη στούς ἀδελφούς καί στόν Θεό. Αὐτά εἶναι δεμένα μαζί καί δέν μπορεῖς νά τά ξεχωρίσεις.
Αὐτός πού θέλει νά τρυγήσει χαρά καί καρπό πνευματικό πρέπει νά δουλέψει στήν προσευχή. Ὅπως ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα, ἔτσι καί ἡ προσευχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἄλλη πνευματική ἐργασία.
Μεγάλη δύναμη παίρνει κανείς ἀπό τίς μικρές πνευματικές ἀσκήσεις, ὅταν γίνονται τακτικά καί σταθερά, ὅπως ἀκριβῶς οἱ σταγόνες τοῦ ἁπαλοῦ νεροῦ μποροῦν νά βαθουλώσουν τή σκληρή πέτρα.
Ὅταν νεκρωθοῦν τά πάθη, τότε ἡ ψυχή θερμαίνεται ἀπό τή γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς χαρᾶς, καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή εἶναι ἔντονη. Χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας καί πολλή ὑπομονή γιά νά λάβει ὁ ἄνθρωπος τή χάρη τῆς παρηγοριᾶς ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὁ Θεός μπεῖ στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τότε τά πάθη ὑποχωροῦν.
Καταστροφή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀργία καί ἡ ἀπραξία. Ἡ χειρότερη κακία εἶναι ἡ ἀκηδία. Ἀκηδία σημαίνει νά μή φροντίζουμε γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας μέ τήν προσευχή, τή νηστεία καί τ’ ἀλλά ἁγιαστικά μέσα της Ἐκκλησίας μας. Μήν ὑπολογίσεις τό σῶμα στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, γιατί θ’ ἀντιδράσει ὁπωσδήποτε. Ὁ σατανᾶς κάνει τό πᾶν, ὥστε νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τά ἔργα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ πνευματική ἐργασία ἀπαιτεῖ προσοχή καί ἡσυχία τῆς καρδιᾶς. Δέν μπορεῖ νά καθαρισθεῖ κανείς μόνο μέ τά καλά πού κάνει γιά τόν ἄλλο. Πρέπει νά δουλέψει καί μέσα στήν ψυχή του, γιά ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη τῆς σάρκας καί τῶν αἰσχρῶν καί ρυπαρῶν λογισμῶν. Γιατί εἶναι εὔκολο νά κάνει κανείς ἐλεημοσύνη, δύσκολο ὅμως νά κόψει τά πάθη του καί τίς κακές του συνήθειες.
Τήν ἐλεημοσύνη τή δέχεται ὁ Θεός ὅταν συνοδεύεται ἀπό καθαρή καρδιά. Δέν μποροῦμε νά ἐνδιαφερθοῦμε γιά τό πρῶτο καί νά ἐγκαταλείψουμε τό δεύτερο. Ἀλλιώτικα ξεπέφτουμε στά μάτια τοῦ Θεοῦ.
Στά πνευματικά ἔργα νά προχωρᾶς σιγά-σιγά, γιατί τά μεγάλα καί ἀπότομα ἅλματα εἶναι ἐπικίνδυνα. Ὅταν ἡ ψυχή γλυκαθεῖ ἀπό τήν πνευματική χαρά, αὐτό θά τήν κάνει νά προχωρήσει περισσότερο, ὅπως συμβαίνει μ’ αὐτόν πού πίνει λίγο κρασί, καί ἀφοῦ τοῦ ἀρέσει, πίνει περισσότερο, ἕως ὅτου μεθύσει. Οἱ θλίψεις καί οἱ στενοχώριες ἀντιμετωπίζονται μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα στόν Θεό.
Δέν εἶναι εὔκολο πράγμα νά ἔρθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα στήν ψυχή μας. Πρέπει προηγουμένως νά τήν καθαρίσουμε ἀπό κάθε σαρκικό μολυσμό καί νά γίνει δοχεῖο καθαρό. Ἔτσι θά ἔρθει νά κατοικήσει ὁ Θεός. Ἀλλά δέν φτάνει αὐτό. Γιά νά πάρουμε τό θεϊκό δῶρο πρέπει νά λυγίσουν πολλές φορές τά γόνατά μας στήν προσευχή. Καί ἡ προσευχή μας θά πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν ταπείνωση γιά νά γίνει δεκτή ἀπό τόν Θεό.
Νά φυλᾶς τή γλώσσα σου νά μή λέει ἀπρόσεκτα καί περιττά λόγια. Γιατί ἀπό τήν πολυλογία προέρχεται ἡ ἁμαρτία. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀσκοῦσαν πολύ τή σιωπή, γιά νά μπορέσουν νά πλησιάσουν τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦν μαζί Του. Μόνο ὅταν προσέχουμε τή γλώσσα, εἶναι δυνατό νά ἔρθει στήν ψυχή μας ἡ κατάνυξη. Ὁ μακάριος ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος εἶπε, ὅτι τό καθαρό στόμα καθαρίζει καί τήν καρδιά. Καί στήν καθαρή καρδιά κατοικεῖ ὁ ἅγιος Θεός. Ἄν ὅμως σέ νικήσει ἡ γλώσσα σου, πίστεψέ με, δέν πρόκειται νά προκόψεις ποτέ στήν ἀρετή καί ἡ ψυχή σου θά εἶναι ἄδεια, σάν τό στάχυ πού δέν ἔχει καρπό.
Ὅταν θέλεις νά συμβουλέψεις κάποιον στό καλό, πρῶτα νά τοῦ δείξεις τήν ἀγάπη σου καί μετά μέ λεπτότητα καί προσοχή νά τοῦ κάνεις τήν παρατήρηση, προσέχοντας νά μήν τόν πληγώσεις. Γιατί αὐτός θά παρατηρήσει πρῶτα τήν ἀγάπη πού θά τοῦ δείξεις, κι ὕστερα θά προσέξει τήν παρατήρηση πού θά τοῦ κάνεις. Ἔτσι θά τόν ὠφελήσεις χωρίς νά βλαφτεῖ ἡ ψυχή του.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀποτραβιέται ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου τόσο περισσότερο πλησιάζει τόν Θεό.
Νά μή λυπᾶσαι ὅταν συναντᾶς στενοχώριες καί δυσκολίες στή ζωή σου, γιατί ὀλ’ αὐτά γίνονται κατά παραχώρηση Θεοῦ, γιά τήν ψυχική σου ὠφέλεια. Ἀκόμη οὔτε τόν θάνατο νά φοβᾶσαι. Γιατί βλέποντας ὁ Θεός τήν ὑπομονή σου, θά σέ βοηθήσει νά φτάσεις στή νίκη, ἐκεῖ ὅπου θ’ ἀπολαύσεις τά αἰώνια ἀγαθά, πού ἑτοίμασε γιά ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν ἀληθινά.
Πηγή: Αγία Ζώνη, Η άλλη όψη
Σεβασμιώτατε,
Ἀσπάζομαι εὐλαβῶς τήν Δεξιά Σας.
Τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Πνευματικοῦ μου Πατρός, ὁ ὁποῖος τυγχάνει Πνευματικός φάρος τηλαυγής, ὀφθαλμός τῆς Ἐκκλησίας, πατέρας στοργικός, ἀσκητής, λιτός, φτωχικός, ταπεινός καί ἐλεήμων, θερμά φιλόκαλος, Σᾶς ὑποβάλλω τό παρόν ὑπόμνημά μου, ἀφοῦ κατά παραχώρηση τοῦ Παντοκράτορος Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνήκω, ἀνάξιος ὤν, στήν τιμιωτάτη χορεία τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν.
Ὡς κληρικός τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί ὡς ἐν χηρείᾳ κληρικός Αὐτῆς αἰσθάνομαι βαρύτατα προσβεβλημένος, γιατί πληροφοροῦμαι ὅτι ἡ Σεπτή Διοίκησή μας συζητεῖ τό θέμα τοῦ γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν. Ἔχει μάλιστα συστήσει «εἰδική ἐπιτροπή» πού «μελετᾷ» τό θέμα αὐτό ὡς καί γενικότερα τό θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν.Ἀπορῶ ὅμως καί ἐξίσταμαι γιά τό θράσος νέου κληρικοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος προτρέχων δημοσιεύει στόν Ἐλεύθερο Τύπο τῆς Κυριακῆς 14 Νοεμβρίου 2004 ἄρθρο του μέ ἐπικεφαλίδα «Ἔγκυρος καί κανονικός ὁ δεύτερος γάμος κληρικῶν».
Δέ θά παρασυρθῶ στήν προσπάθεια νά ἀναιρέσω τά γραφόμενα τοῦ ὡς ἄνω κληρικοῦ, ἀφοῦ ἀκόμα καί οἱ ἱεροσπουδαστές τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς εἶχαν τήν ἑτοιμότητα νά διακρίνουν τήν ἀταξία τοῦ κειμένου, τήν παντελῆ ἔλλειψη ἐπιχειρημάτων, τήν πρωτοφανῆ περιφρόνηση τῆς μακροτάτης Παραδόσεως τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας καί τήν ἀγωνία του νά ἐπιδείξει ἐκσυγχρονισμένη τήν Ἐκκλησία μας, σύνδρομο νεόπλουτου ὑβριστοῦ.
Πρίν ἀπό λίγους μῆνες ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐξέδωσε καί ἀπέστειλε σ’ ὅλους τούς κληρικούς τά πρακτικά τοῦ πρό διε-τίας συνεδρίου στόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Ρῶσο μέ θέμα τό Γάμο. Στήν περι-σπούδαστη εἰσήγησή του ὁ καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανε-πιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γ. Φίλιας ἀπέδειξε ἐπιστημονικῶς καί ἐκκλησια-στικῶς ὅτι μόνο ἕνα Γάμο γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μας ἀκόμη καί γιά τούς λαϊκούς καί ὅτι ὁ δεύτερος γάμος δέν ἀποτελεῖ μυστήριο, ἀλλά οἰκονο-μία τῆς Ἐκκλησίας μέ σκοπό τήν πολυπόθητη γιά τό χριστιανό μετάνοια.
Τί μεσολάβησε μέσα σέ λιγότερο ἀπό δύο χρόνια, ὥστε ἡ σεπτή δι-οίκησή μας νά μᾶς στείλει ἀνατροπή τῶν ἐκλεκτῶν ἐπιστημονικῶς καί ἐκκλησιαστικῶς τεκμηριωμένων θέσεων τοῦ κ. Γ. Φίλια; (Οἱ θέσεις ὅμως τοῦ κ. Καθηγητοῦ εἶναι λίγο ὡς πολύ γνωστές σ’ ὅλο τό χριστεπώνυμο πλήρωμα).
Ἐπιτρέπεται ἀπό ἕνα τόσο σοβαρό σῶμα, τό σῶμα τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας μας νά βγαίνει πρός τά ἔξω τέτοια ἀφερεγγυότητα μέ μιά δίγλωσση στάση ἐντός τῆς τελευταίας διετίας γιά ἕνα τόσο καίριο θέμα;
Πῶς ἐπιτρέπει σέ νέο κληρικό νά ἐκθέτει καί νά προσβάλλει τό τίμιο πρεσβυτέριο, τούς μάχιμους ἐφημερίους πού σηκώνουν τό φορτίο τῆς πρώτης γραμμῆς τῆς ποιμαντικῆς διακονίας, μέ τήν ἀπειρία του καί τήν ἄγνοια τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας μας;
Αὐθόρμητα λοιπόν αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά ρωτήσω τή Σεπτή Διοίκησή μας: Πιστεύουμε ἤ ὄχι στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, πού μᾶς κατέστησε, ἐγγάμους ἤ ἀγάμους κληρικούς, στό ὕψος τῆς Ἱερατικῆς Διακονίας;
Ὡς μάχιμοι ἐφημέριοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού βρισκόμαστε στήν πρώτη γραμμή τῆς ποιμαντικῆς ἐν Χριστῷ διακονίας, προσπαθοῦμε, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, νά παρηγοροῦμε τούς τραχέως ἀγωνιζομένους πιστούς μας. Ἐπικαλούμαστε φανερά καί ρητά ἀλλά καί μυστικά τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά ἀντιμετωπίζουν ἡγεμονικά, ἡρωϊκά καί μαρτυρικά τίς ἀενάως ἀναφυόμενες μικρές, μεγάλες ἤ ἀδιέξοδες δοκιμασίες, οἱ ὁποῖες συντελοῦν στήν ἐν Χριστῷ τελείωσή τους.
Αὐτονοήτως καί στή δική μας (ἡμῶν τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν) τήν ἐν Χριστῷ τελείωση δέ συντελεῖ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τί συνέβη τώρα ὥστε ἡ Σεπτή Διοίκησή μας νά ἀλλάζει τά δεδομένα τῆς πίστεώς μας δηλώνοντας ἐμμέσως πλήν σαφῶς, ὅτι ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἄπιαστος ὅρος Θεολογικός καί ὄχι ἁπτή σωστική πραγματικότητα μέσα στήν Ἐκκλησία μας, μέσα στούς πιστούς, γιατί ὄχι καί στούς ἐν χηρείᾳ κληρικούς;
Ταπεινῶς φρονῶ καί υἱκῶς παρακαλῶ,
Σεβασμιώτατε,
Νά λάβετε ὑπ’ ὄψη Σας τά ἑξῆς:
Οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας βγαλμένοι ἀπό τή συνολική Συνοδική Ἁγιοπνευματική καί φιλανθρωπότατη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἐπιτρέπουν γάμο στούς κληρικούς μετά τή χειροτονία τους, οὔτε πολύ περισσότερο τό δεύτερο γάμο.
Αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς εἶναι πιά ριζωμένος στίς συνειδήσεις τῶν (συνειδητῶν-πιστῶν) κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν. Ἀπ’ ὅσο ὡς παθών γνωρίζω, δέν ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐν χηρείᾳ κληρικοί, πού νά μή στέκονται στό ὕψος τῆς πατρικῆς εὐθύνης καί τῆς ποιμαντικῆς ἐν Χριστῷ διακονίας. Σπάνιες ἐξαιρέσεις ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα τῶν ἐντίμων κληρικῶν. Ἐξ ἄλλου τό πλήρωμα τῶν λαϊκῶν ποτέ δέν θά μποροῦσε νά διανοηθεῖ παντρολογήματα σέ κληρικούς.
Ὁ μακαριστός Γέροντας π. Ἐπιφάνειος Θεοδωρόπουλος ἔχει ἀπαθανατίσει στά Ἀπομνημονεύματά του ὑποθετική στιχομυθία συζύγων πού βρίσκονται μέσα στή Θεία Λειτουργία καί ἐνδιαφερόμενοι γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἄγαμης θυγατέρας τους σιγοψιθυρίζουν σχολιάζοντας μεταξύ τους τά ἱκανά συζυγικά προσόντα τοῦ Λειτουργοῦ, πού τόν θεωροῦν ὑποψήφιο γαμπρό γιά τήν κόρη τους. Ὀμορφιά, λεβεντιά, πιθανή συζυγική πιστότητα, χρηματικές ἀποδοχές, κουλτούρα, ἐνδιαφέροντα, μόρφωση, κοινωνικό πρεστίζ, ἀποτελοῦν τό ἀντικείμενο τῆς κρυφιοσυζητήσεως τοῦ ζεύγους ἐντός τῆς… θείας Λατρείας…
Πόσα ἄλλα δεινά μποροῦν νά προκύψουν προβλέψιμα ἤ ἀπρόβλεπτα, ἄν κάποιοι προχωρήσουν στό ξεκοίλιασμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων;
Ἀπό ὅλα αὐτά τά δεινά τόσο τόν ἴδιο τόν ἱερέα (τήν οἰκογένειά του) ὅσο καί ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, γλυτώνουν οἱ θεόπνευστοι Ἱεροί Κανόνες: ΙΖ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Γ΄ καί ΜΗ΄ τῆς Πενθέκτης, ΙΒ΄ καί ΚΔ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ζ΄ Νεοκαισαρείας. Οἱ ἱεροί αὐτοί Κανόνες ἀπορρέουν ἀπό τίς ποιμαντικές ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου Α΄ Τιμοθ. 3,1-10, Γαλ. 6,1-11. Τό κείμενο τῶν παραπάνω ἱερῶν Κανόνων, ἡ ἑρμηνεία καί τά θεόπνευστα σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἀποδεικνύουν πόσο συνετοί, προσγειωμένοι, θεωμένοι καί εὐφυέστατοι ἦταν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, πού πῆραν αὐτά τά μέτρα γιά τούς κληρικούς.
Κάποιοι ἐκ τῶν Ἁγίων Ἀρχιερέων τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, πολύπειροι καί βαθυνούστατοι δέν βιάζονται νά χειροτονήσουν νεόνυμφους ὑποψήφιους κληρικούς. Περιμένουν νά τούς δοῦν μέ ἕνα ἤ δύο παιδάκια, νά δοκιμάσουν δηλ.τήν ἱκανότητά τους ὡς οἰκογενειαρχῶν κατά τήν ἀπαίτηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί κατόπιν νά προχωρήσουν στή χειροτονία. Ἔτσι ἔχουν περισσότερα ἐχέγγυα ἐπιτυχίας στήν καλή διοίκηση τῆς εὐρύτερης οἰκογένειας, τῆς ἐνορίας, στήν ὁποία πρέπει νά ἀναδειχθοῦν καλοί προϊστάμενοι.
Οὐδείς ἐκ τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν ἔχει ἐκφράσει τήν ἐπιθυμία νά ἔλθει εἰς δευτέρου γάμου κοινωνίαν μετά τήν κοίμηση τῆς πρεσβυτέρας του. Ὅλοι οἱ ἐν χηρείᾳ κληρικοί πιστεύουν καί ἐπικαλοῦνται τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ, νά τούς ἀξιώσει νά φθάσουν νικητές στό τέλος, στήν ἐν Χριστῷ θέωση. Ἔπειτα πῶς εἶναι δυνατόν ἡ εὐαίσθητη καί καλλιεργημένη ἱερατική ψυχή νά λησμονήσει τίς ἐκλεκτές ἐμπειρίες τοῦ ὄμορφου συζυγικοῦ κοινοβιακοῦ βίου; Εἶναι δυνατόν νά νεκρώσει ἕνα τόσο ζωντανό κομμάτι τῆς ζωῆς του, τήν περίοδο τῆς συζυγικῆς ζωῆς; Ἄν τό πετύχει αὐτό, ἀναπηρία ψυχική θά καταφέρει νά δημιουργήσει στό εἶναι του.
Ἀκόμη καί λαϊκοί – ἄνδρες καί γυναῖκες – μετά τήν κοίμηση τοῦ συντρόφου τους δέν ἐπιδιώκουν δεύτερο γάμο, ἐπειδή πιστεύουν, ὅτι ὁ σύντροφός τους δέν ἔχει ἀφανισθεῖ, δέν ἔχει ὑπαρξιακά μηδενισθεῖ, ἀλλά ζεῖ στίς καλύτερες πνευματικές συνθῆκες τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας. Ἀναμένουν Χριστοκαρτερικά τή δεύτερη συνάντηση μετά τοῦ μεταστάντος συντρόφου τους στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἔνθα οὔκ ἐστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή (μετά τοῦ δοξασθέντος Χριστοῦ) ἀτελεύτητος, πανευφρόσυνος, χριστοδικαιωμένη, σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες Καινοδιαθηκικές ρήσεις. Ἡ μοναδικότητα τοῦ συζυγικοῦ προσώπου πάντοτε ἦταν ὁ ἐπιδιωκόμενος στόχος γιά ὅλους τούς συνειδητούς χριστιανούς μέ ἀπόλυτη χριστοθεσμική κατοχύρωση γιά τούς κληρικούς τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας. Ὁ ὀρθόδοξος κληρικός ζεῖ μυστηριακά καί εὐχαριστηριακά τή μοναδικότητα τοῦ συζυγικοῦ προσώπου καί τή διδάσκει στό ποίμνιό του. Ἄν καταργηθεῖ αὐτή ἡ μοναδικότητα, φαντάζεσθε τί θά συμβεῖ στό σῶμα τῶν λαϊκῶν;
Ὅσοι πιστεύουν καί ἀγωνίζονται τόν καλόν ἀγώνα τῆς χριστιανικῆς ἐν τῷ σεμνῷ γάμῳ ζωῆς, λαϊκοί καί κληρικοί, πιστεύουν στήν κλήση τοῦ Χριστοῦ πρός τόν χηρεύοντα ἤ τή χηρεύουσα γιά ἕνα ἀνώτερο, πνευματικότερο, παρθενικό τρόπο ζωῆς, τόν ὁποῖο ἀκριβῶς ἐνε-καινίασε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς δεύτερος Ἀδάμ μέ τόν ὑψηλό καί ἀξιοζή-λευτο παρθενικό βίο Του. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ εὐφυέ-στατος, θεοφώτιστος καί πολυχαρισματοῦχος κήρυκας τῆς μετανοίας ἐγκωμιάζει στόν περί Παρθενίας λόγο του τόν ἀναβιβαζόμενο ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν τιμή καί στό στέφανο τῆς χηρείας. Εὔχεται ὁ Χρυσορρόας ρήτορας νά ἀξιοποιηθεῖ τό χάρισμα ἀπό τόν ἐν Κυρίῳ χηρεύσαντα. Ὅλα αὐτά διατυπώνονται σέ μιά ἐποχή πολύ πλησιέστερη πρός τή σαρκολατρική εἰδωλολατρεία συνδυασμένη μέ τήν πλάνη τῆς πολυθεΐας.
Ἄν αὐτά, λοιπόν, τά διαπιστώνουμε στή ζωή τῶν πιστῶν λαϊκῶν, πόσο ἀνώ τερα θά πρέπει νά τά συναντοῦμε στή ζωή τῶν κληρικῶν. Οἱ ἱερεῖς τοῦ Ὑψί στου εἶναι (ἤ ἀγωνίζονται νά εἶναι) οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι καί ἄν μάλιστα εἶναι καί Πνευματικοί, ἑκούσια ἀγωνίζονται νά ὑποτάξουν τό χεῖρον τῷ κρείτ τονι, τήν ἁμαρτωλή ροπή πρός τόν ἡγεμονικό πνευματικό χριστοάνθρωπο. Πασχί ζουν νά λυτρωθοῦν ἀπό τίς νομοτελειακές ἐπιταγές τῆς φύσεως καί νά γίνουν ἁ πλᾶ καί καθαρά Χριστοπρόσωπα. Βγαίνουν ἀναγεννημένοι πνευματικά μετά ἀπό τήν ἀπέραντη ὀδύνη καί τήν ὑπερβολική θλίψη τοῦ πένθους. Ἔτσι ἡ χηρεία μπο ρεῖ νά ἀποτελέσει χαρισματικό ὁρόσημο γιά τόν χῆρο κληρικό. Μέ τό ἐν Χριστῷ ἐνθουσιαστικό φρόνημα καί τή χειραγωγική συμπαράσταση τοῦ πνευματικοῦ πατρός μπορεῖ νά γίνει ὁ κληρικός ὁ ἐν Χριστῷ νέος ἄνθρωπος. Χαρά καί ἀγαλλίαση πλημμυρίζει τήν ἱερατική καρδιά ὁσάκις «μετά παρρησίας καί ἀκατακρίτως» γίνε ται λειτουργός τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Δέν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις τῶν ἐν χηρείᾳ λαϊκῶν πιστῶν πού ζοῦν τό θαῦμα τῆς ἑνότητος τῆς στρατευομένης μετά τῆς θριαμβευ-ούσης Ἐκκλησίας. Ὅταν τό ἕνα μέλος τῆς συζυγίας μεθίσταται στή θριαμβεύουσα, ἀπελευθερωμένο πιά ἀπό τή συμβατικότητα καί ματαιότητα τοῦ παρόντος ρευστοῦ μεταπτωτικοῦ κόσμου, εὔχεται στόν Ὕψιστο γιά τήν οἰκογένεια πού ἄφησε. Ἀπό τά ἀγαθά καί λίαν εὐεργετικά ἀποτελέσματα τῆς προσευχῆς τοῦ κεκοιμημένου, ἀντιλαμβανό-μαστε τίς ἀσύλληπτες ἐκκλησιολογικές διαστάσεις πού παίρνει ἡ ἐν Χριστῷ οἰκογένεια. Ζεῖ καί κινεῖται καί χριστοκαταξιώνεται μέσα στή στρατευομένη μας Ἐκκλησία καί φθάνει μέχρι τά κράσπεδα τῆς θριαμβευούσης. Βιώνουμε αὐτήν τήν ἀλληλοπεριχώρηση τῆς στρατευ-ομένης Ἐκκλησίας μέ τή θριαμβεύουσα μέσα στή θεία Λειτουργία, ἐφόσον ἐνώπιον τοῦ παρόντος Θυσιαζομένου καί Ἀναστάντος Κυρίου μας, ἐμεῖς προσευχόμαστε γι’ αὐτούς καί ἐκεῖνοι γιά μᾶς. Τό καταληκτικό λόγιο τῆς Ἱερᾶς Ἀκολουθίας τοῦ Γάμου «Παράλαβε τούς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου ἀσπίλους καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν αὐτούς εἰς τούς αἰῶνας» ἐπιμαρτυρεῖ τήν ὑπερβατική ἐκκλησιολογική διάσταση τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου, πού γεννιέται μέσα στή στρατευομένη Ἐκκλησία μας καί ὁλοκληρώνεται στήν ἔνδοξη ἀπέραντη οἰκογένεια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Μέ κανένα ζεῦγος ὁ φιλανθρωπότατος Σωτήρας μας, Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός δέν ὑπέγραψε συμβόλαιο ταυτόχρονης ἐξόδου τῶν συζύγων ἀπό τόν παρόντα κόσμο. Αὐτό τό γνωρίζουν ἅπαντες οἱ λαϊκοί πιστοί καί πολύ εὐκρινέστερα τό γνωρίζουν οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι πρό τῆς χειροτονίας τους γνωρίζουν τίς πιθανότητες ἐξόδου τοῦ ἑνός ἐκ τῶν δύο συζύγων καί παρά ταῦτα ἀποφασίζουν. Ἀγωνίζονται μέσα στόν ἱερό στίβο τοῦ γάμου, ἁγιάζονται, δίνουν κραταιούς ἀγῶνες μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ ἀγωνοθέτου Χριστοῦ, αὐξάνεται καί πληθύνεται ἡ οἰκογένεια καί σέ κάποια στιγμή πρώιμη ἤ ὄψιμη καλεῖται τό ἕνα μέλος τῆς οἰκογένειας στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί πανηγύριζαν τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου ὡς diesnatalis (=ὡς ἡμέρα γενέθλιο στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν). Αὐτά ἐμεῖς τά διδάσκουμε στούς πιστούς μας καί ἡ παρηγοριά τους εἶναι ἀφάνταστη. Τά ἴδια ἀκριβῶς δέν ἰσχύουν γιά τόν ἱερέα καί τήν οἰκογένειά του; Ὄχι μόνο τά ἴδια, ἀλλά ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χορηγεῖ διπλῆ, τριπλῆ, πολλαπλῆ παρηγορία στόν πενθοῦντα κληρικό, ὥστε νά ἀποτελεῖ ἀρχέτυπο ἄνωθεν παρηγορουμένου. Γιαυτό καί ὁ λόγος τῆς παρηγορίας του πρός τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς εἶναι πειστικός, ἀφοῦ βγαίνει ἀπό ἐμπειρία ὀδύνης συνδυασμένης μέ τήν ἄκτιστη θεοχαρίτωτη παρηγορία.
Ἀπό τήν τριακονταετῆ ἐμπειρία μου ὡς τοῦ ἐλαχίστου τῶν πνευματικῶν – ἐξομολόγων τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχω διαπιστώσει ὅτι παραπλήσια εἶναι ἡ κατάσταση τῶν κληρικῶν πού βρίσκονται σέ διάσταση ἤ σέ διάζευξη μέ τίς πρεσβυτέρες τους.
Σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες Καινοδιαθηκικές πληροφορίες, μετά τή νηστεία τῶν σαράντα ἡμερῶν ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός δεινῶς ἐπειράσθη ἀπό τό Σατανᾶ στό Σαραντάριο ὄρος …καί τελέσας πάντα πειρασμόν ἀπέστη ἀπ’ Αὐτοῦ ὁ Διάβολος, μᾶς λέγει ἡ Καινή Διαθήκη. Ἀντίστοιχα καί ἀνάλογα μέ τίς ἀντοχές μας ἐπιτρέπει ὁ πειρασθείς Κύριός μας καί μεῖς νά πειραζόμαστε γιά μείζονες πνευματικές ἐπιδόσεις. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς τούς πειρασμούς εἶναι ἡ χηρεία ἤ ἡ ἀδυναμία τῆς πρεσβυτέρας ἤ καί τῶν δύο γιά νά κρατήσουν ἀδιάσπαστη τή συζυγία. Ὁ σύν Θεῷ πολυμέτωπος τιτάνιος ἀγώνας πού διεξάγει ὁ κληρικός γιά νά κρατήσει ἀμείωτη τήν Ἱερατική του ποιμαντική προσφορά καί παράλληλα νά διευθετεῖ τά πελώρια οἰκογενειακά του προβλήματα «εὐσχημόνως καί κατά τάξιν» τόν καθιστοῦν ἐμπειρότερο, διακριτικότερο καί συμπαθέστερο στό ποίμνιό του.
Σηκώνει τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἐν χηρείᾳ κληρικός καί ὁ διαζευγμένος κληρικός καί κατά μυστικό, θαυματουργικό καί χαρισματικό τρόπο παρηγορεῖται ἀπό τόν Παράκλητο, κραταιώνεται καί γίνεται, σταυρούμενος τύπος τῶν πιστῶν. Ὁ λόγος τοῦ δεινοπαθοῦντος κληρικοῦ ἔχει μερικές φορές μεγαλύτερη ἀπήχηση στίς καρδιές τῶν πιστῶν, ἀλλά καί τῶν ἀπίστων, οἱ ὁποῖοι διά τῆς ἔμφυτης συμπαθείας, λυποῦνται τόν πάσχοντα κληρικό, ἔρχονται χωρίς νά τό πολυκαταλα-βαίνουν πιό κοντά στήν Ἐκκλησία καί τελικά συμπάχοντας μέ τόν πάσχοντα κληρικό, συμπαθοῦν τήν Ἐκκλησία μας, ἐξομολογοῦνται, μετανοοῦν, ὀρθοδοξοῦν, ὀρθοπρακτοῦν, σῴζονται.
Μεγαλεῖα κατασκευάζει ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Κυρίου μας. «Ποιῶν θαυμάσια μεγάλα μόνος». Γιατί αὐτά τά θαύματα τῆς πίστεώς μας θέλει ὁ ἀρθρογράφος ἱερέας νά μᾶς τά στερήσει…; Ἀφοῦ δέν ἔχει ἐμπειρία ἀπό τό εἶδος αὐτῆς τῆς ἐν Κυρίῳ Σταυρώσεως καί Χριστοπαρακλήσεως, γιατί θέλει νά μᾶς ἐμβάλει στά κοφτερά γρανάζια τοῦ κοσμικοῦ, δηλαδή τοῦ δαιμονικοῦ φρονήματος;
Ὄχι μόνο δαιμονικό φρόνημα ἀλλά καί πραγματική κόλαση ζοῦν οἱ περισσότεροι λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νά «ξαναφτιάξουν τή ζωή τους» καί ἔπεσαν στά χειρότερα, στά πολυπλοκότερα, στά ἀδιέξοδα.
Μέ τίποτα δέν μπορῶ νά διανοηθῶ ὅτι ἡ εἰδική ἐπιτροπή παρασυρόμενη ἀπό τόν ἄπειρο ἱερέα θά μᾶς μπλέξει τούς ἐν Χριστῷ χήρους κληρικούς, μακαριζομένους ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο, σέ λογισμούς καί ἐξευτελισμούς τοῦ τύπου πού περιέχονται στόν Ἐλεύθερο Τύπο. Μέ τίποτα δέν μπορῶ νά πιστέψω ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς μας θά ψηφίσουν τήν κόλαση καί ὄχι τόν ἀγώνα πού ὁδηγεῖ στόν Παράδεισο γιά κάθε κληρικό πού τοῦ συμβαίνει ἡ ὡς ἄνω δοκιμασία.
Ἄν, παρά ταῦτα, ἡ εἰδική Ἐπιτροπή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος παρακινημένη ἀπό τόν νέο κληρικό ἤ ταυτισμένη μαζί του «θεσμοθετήσει» ἄλλα, ἀλλότρια, μή «ἑπομένη τοῖς Ἁγίοις ἡμῶν Πατράσι» εἶναι σά νά βροντοφωνεῖ στό σύγχρονο κόσμο, ὅτι στέρεψε πιά ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας καί τά πάντα εἶναι sex, sex, sex, … καί τίποτα ἄλλο.
Πολύ φοβοῦμαι ὅτι καί πάλι ἡ Νέα Ἐποχή ἁπλώνει τά πλοκάμια της στά ἱερά μας Μυστήρια, πού εἶναι γεμάτα Θεία Χάρη καί πλούσια ἀνθρωπιά. Ἡ Νέα Ἐποχή βομβαρδίζοντας τόν καίριο θεανθρώπινο θεσμό τοῦ γάμου καί τήν κατ’ οἶκον Ἐκκλησία ἀποβλέπει στήν πλήρη διάλυση τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ἐκκλησιολογικά καί ἐκ τῆς ἐμπειρίας τεκμηριωμένο ὅτι ἡ ἁπλῆ ἱερατική σύνεση, συνδυασμένη μέ τήν εὐθύνη τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν, καθώς ἐπίσης ἡ ἀκοίμητη φροντίδα τοῦ ἱεροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ ἐπιβραβεύονται ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Χριστό, ὁ Ὁποῖος μέ θεϊκή ἀρχοντιά προσφέρει κτιστές καί ἄκτιστες εὐεργεσίες.
Ἐπώνυμος διαζευγμένος κληρικός καθώς καί ἡ ἐλαχιστότητά μου μετά ἀπό μακροχρόνια δοκιμασία βιώνουμε μαζί μέ τίς πάμπολλες πίκρες, ἀπίστευτη ἐσωτερική, ἄνωθεν ἄκτιστη παρηγορία μαζί μέ τήν πλουσιότατη εὐλογία στά παιδιά πού ἔμειναν χωρίς μητέρα.
Ἀντιλαμβάνεσθε,
Σεβασμιώτατε,
Πόσο σφυρηλατεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἐν Χριστῷ πενθοῦντος κληρικοῦ ἀνάμεσα στήν ὀδύνη καί στό ἱερό θυσιαστήριο, ἀνάμεσα στίς ἀναρρίθμητες ποιμαντικές ὑποχρεώσεις καί στήν ἄβυσσο τῶν οἰκογενειακῶν προβλημάτων πού χρειάζονται ἀκατάπαυστα ἄμεσες καί ἐναλλακτικές λύσεις. Ἕνα μόνο ἔτος χηρείας εἶναι, μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, ἐμπειρία ὁλόκληρης ζωῆς.
Εἶναι δυνατόν μετά ἀπό τόση καί τέτοια περιπέτεια ζωῆς, ὁ ἀκατάπαυστα ἀπείρῳ ἐλέει Κυρίου προσεδρεύων στό ἱερό θυσιαστήριο νά διανοεῖται παντρολογήματα, προῖκες, γαμπρίσματα, ὑπολογισμούς, ἐρωτοτροπίες, πού μόνο στά νέα παιδιά – ἀγόρια καί κορίτσια – ταιριάζουν, μέχρι νά ταιριάξουν;
Ποῦ μυαλό γιά δεύτερη σύζυγο! ποῦ ἔγνοια γιά ἔρωτες καί γιά σέξ! Ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ποιεῖ σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν«. Μεταποιεῖ τό ἐρωτικό, συναισθηματικό, σεξουαλικό, σαρκικό φρόνημα, σέ ἀγάπη μείζονα καί ἐνδιαφέρον ἀνώτερο γιά τήν ἐν Χριστῷ προσφορά πρός τήν Ἐκκλησία.
Ἱεροσυλία καί προδοσία πρός τό Χριστό, πρός τήν Ἐκκλησία καί πρός τό πρόσωπο τῆς μεταστάσης πρεσβυτέρας θά ἦταν, νά ἐπέτρεπε ἡ Ἁγιωτάτη μας Ἐκκλησία καί ἡ συνείδησή μας νά σχεδιάζουμε δεύτερο γάμο.
Ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα ἴσως ἀποτελεῖ ἡ φροντίδα τῶν παιδιῶν καί ἡ ἀ νατροφή τους. Ποιός θά μεγαλώσει τά ὀρφανά; Ποιός θά τά περιποιηθεῖ;
Ἄν ὅμως ὁ λειτουργός τοῦ Ὑψίστου πιστεύει στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ πού τόν ἐστέρησε ἀπό τήν πρεσβυτέρα καί βασίλισσα τοῦ σπιτιοῦ του, πολύ περισσό τερο θά πρέπει νά πιστεύει στήν « πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν » θεία οἰκονομία γιά τήν τύχη τῶν παιδιῶν του. Ἡ προσωπική ἀγαπητική πρόνοια τοῦ μεγάλου Θεοῦ θά ἐμπνεύσει στόν ἱερέα διακριτικούς τρόπους ἀγωγῆς καί προσφορᾶς μητρικῆς στορ γῆς. Ἄπειρες περιπτώσεις, ἀπίθανους τρόπους μπορεῖ νά μεθοδεύει ὁ Ἅγιος Θεός γιά τήν προστασία, τήν ἀγωγή καί τήν πρακτική περιποίηση τῶν ὀρφανῶν. « Ὀρφα νόν καί χήραν ἀναλήψεται ..» διαβεβαιώνει ὁ ψαλμωδός στόν Ι45 ον ψαλμό του. Μη τέρα φιλόστοργη γίνεται ἡ ἴδια ἡ Παναγία πού γλυκαίνει καί μαλακώνει τά βαθιά τραύματα. Ἄλλωστε ἀπό τήν κοινή πεῖρα τῆς ζωῆς φαίνεται ὅτι πολύ σπάνια καταφέρνουν τά παιδιά νά δεχθοῦν γιά μάνα μιά ἄλλη δεύτερη, ἐκτός ἀπό τήν πραγμα τική τους μάνα. Μία μάνα ἔχει ὁ καθένας μας. Εἶναι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ἡ μάνα. Ἡ δεύτερη εἴτε τό θέλει εἴτε δέν τό θέλει θά εἶναι πρόκληση ζήλειας καί διαφόρων ψυχολογικῶν ἀντιδράσεων. Γιατί ποτέ δέν μπορεῖ νά καταλάβει τή μοναδική θέση, τή φυσική καί ὑπερφυσική θέση ἡ θετή μάνα μέσα στήν ὑπερευαίσθητη παιδική ψυχή. Καί μόνο ἡ λέξη μητριά ἠχεῖ δυσάρεστα στά αὐτιά ὅλων μας.
Ἔχουν τά παιδιά δυνατή ἀναπληρωτική μνήμη γιά τή μάνα τους. Ἔχουν τά παιδιά ἐξαιρετική μνημονική ἱκανότητα ὥστε νά κρατοῦν ὁλοζώντανη τή μορφή, τά λόγια, τή στοργή καί τήν προσωπικότητα τῆς μάνας. Κάθε στιγμή μποροῦν νά ἀ ναπαραστήσουν ἀγαπητικές μητρικές σκηνές τοῦ παρελθόντος, νά τίς κάνουν χορταστικό παρόν καί νά τρέφονται συνέχεια μέ αὐτό τόν ἀστείρευτο μητρικό πλοῦτο. Προτέρημα ἑπομένως εἶναι καί ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τό ὅτι ἔστω καί τυπικά ἐ μποδίζεται ὁ παπᾶς νά πάρει δεύτερη γυναίκα.
Καλύτερα ἀπό μικρά τά παιδιά νά παιδαγωγοῦνται καί νά ψήνονται στήν πραγματικότητα πού τούς δημιούργησε ἤ παραχώρησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ ἀρετή θέ λει σκληρότητα μᾶς λέγει ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού δοκίμασε τά δεινά τῆς χηρείας, ἀλλά καί χάρηκε τήν ὀμορφιά τῆς παρθενίας.
Αὐτά τά παιδιά ἤδη τά ἔχει τιμήσει ὁ Χριστός. Τά ἔχει σταυρώσει ἰδιαί τερα. Μέ τό Σταυρό τό δικό Του. Μέ τήν πικρή γεύση τοῦ θανάτου ἀλλά καί τή ζω ντανή ἐλπίδα στή ζωή πού ἀκολουθεῖ μετά ἀπ’ αὐτόν. Τά ἔχει τιμήσει ὁ Χριστός μέ τή γνώση τοῦ ζωηφόρου θανάτου Του πού ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση. Σέ ἀνάσταση τῶν προσώπων τους βαθιά καί ὑπαρξιακή θέλει νά μυήσει ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας τούς μικρούς καρπούς τῆς ἱερατικῆς οἰκογενείας, πού οἱ διαστάσεις της ἁπλώνονται στή θριαμβεύουσα Εκκλησία μέ τή μετάσταση σ’ αὐτήν τῆς μητέρας καί πρεσβυτέ ρας. Μεγάλη φιλοσοφία, μεγάλη θεολογία, μεγάλη παιδαγωγία μέ τόν τρόπο Του κατεργάζεται ὁ Θεός στά μικρά παιδιά Του: Τή θεολογία τοῦ θανάτου καί τή θεολογία τῆς Ἀναστάσεως. Ταυτόχρονα ἑτοιμάζονται ρεαλιστικά γιά τό μεγάλο βιωτικό ἀγώνα, γιά τόν ἀγώνα τῆς καθημερινῆς σκληρῆς ζωῆς.
Καταλήγοντας ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά ξανατονίσουμε: Στό χῆρο ἱερέα καί στά παιδιά, ἀγάπη γίνεται ὁ Χριστός. Συντροφικότητα ὁ Χριστός. Φιλία ἄρρηκτη ὁ Χριστός. Οἰκειότητα καλλιεργεῖται ἀκατάπαυστα μέ τό Χριστό. Στή χήρα ἱερατική οἰκογένεια πού πυρώνεται μέσα στή θεία Εὐχαριστία ἀναγκαία καί ζωντανή ἐλπίδα εἶναι ὁ Χριστός. Ἔτσι μετά τό πένθος καί τήν τραγικότητα ἀναβλύζει ἡ δοξολογία.
Τά παραπάνω ἀναλογικῶς ἰσχύουν καί γιά τά παιδιά τοῦ διαζευγμένου κληρικοῦ, τά ὁποῖα θά ἀποκτήσουν πολλαπλές ἐμπειρίες ἀπό τή δοκιμασία πού καρτερικά μαζί μέ τόν κληρικό πατέρα τους ὑπομένουν.
Ἄς πάψουν λοιπόν τά βέβηλα χείλη νά ζητοῦν ἀνεύθυνα τήν κατάλυση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου καί ἱεροπρεποῦς τρόπου ζωῆς. Ἄν μποροῦν νά σταθοῦν μέ λίγο σεβασμό μπροστά στήν πενθοῦσα ἤ πολυτραυματισμένη ἱερατική οἰκογένεια, ἄς ποῦν μόνο εἰλικρινά γι’ αὐτήν ἕνα: Κύριε ἐλέησον…
Σεβασμιώτατε,
Σᾶς παρακαλῶ νά διαβιβάσετε τό παρόν ὑπόμνημα, ἀπόσταγμα βαθιᾶς ψυχικῆς ὀδύνης συνδυασμένης μέ ἄφατη δοξολογία πρός τόν Πάνσοφο Τριαδικό Θεό γιά τήν ἐκλεκτή Του Πρόνοια πρός τήν ἱερατική οἰκογένειά μου καί οἰκογένειά Του, πρός τό Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπό μας καί Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλο, γιά νά μεταφέρει τήν ἐμπειρία μας στήν εἰδική ἐπιτροπή καί νά ἀποτρέψει τόν εὐτελισμό καί τή διακωμώδηση καί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου καί τῆς Ἱερωσύνης ἀπό τά Μ.Μ.Ε. πού ἤδη ἔχει ἀρχίσει νά διαφαίνεται.
Εὐλαβῶς ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας
ἐλάχιστος ἐν πρεσβυτέροις
ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
ἐφημέριος Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου
Ὅπως ἔχει ὑποχρέωσι ἀναπόφευκτη κάθε χριστιανός, ὅταν χάση τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς του νὰ κάνῃ τὸ ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ τὴν ξαναποκτήσῃ, ἔτσι πάλι πρέπει νὰ γνωρίζῃ, ὅτι κανένα γεγονὸς ποὺ συμβαίνει στὸν κόσμο, ποὺ θὰ τοῦ συνέβαινε, δὲν εἶναι σωστὸ καὶ φρόνιμο νὰ τοῦ στερῇ ἢ νὰ τοῦ κλονίζῃ τὴν παρόμοια εἰρήνη. Πρέπει ναί, νὰ λυπούμαστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ μὲ ἕναν πόνο εἰρηνικό, κατὰ τὸν τρόπο, ποὺ προηγουμένως ἔδειξα σὲ πολλὰ σημεῖα· καὶ ἔτσι, χωρὶς ἐνόχλησι τῆς καρδιᾶς, νὰ συμπονᾶμε μὲ εὐλαβῆ διάθεσι ἀγάπης κάθε ἄλλο ἁμαρτωλὸ καὶ νὰ κλαῖμε ἐσωτερικὰ τὸ λιγότερο· δηλαδή, ἂς πενθοῦμε γιὰ τὰ σφάλματά του. Γιὰ τὰ ἄλλα ποὺ συμβαίνουν, τὰ βαρειὰ καὶ βασανιστικά, ποὺ μᾶς ἔρχονται, ὅπως ἀσθένειες, πληγές, θάνατοι τῶν συγγενῶν μας, ἐπιδημίες πείνας, πόλεμοι, φωτιὲς καὶ ἄλλα παρόμοια κακά, ἂν καὶ οἱ κοσμικοὶ τὰ ἀποστρέφωνται τὶς περισσότερες φορές, ὡς ἐνοχλήσεις τῆς φύσεως, παρόλα αὐτά, μποροῦμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο νὰ τὰ ὑποφέρουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ θέλουμε καὶ νὰ τὰ ἀγαπᾶμε, σὰν δίκαιη τιμωρία στοὺς παράνομους καὶ σὰν ἀφορμὲς τῶν ἀρετῶν στοὺς καλούς· ἐπειδὴ σὲ αὐτὸν τὸ σκοπὸ ἀποβλέπουμε, καὶ αὐτὸ ἀρέσει ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸν τὸν Κύριό μας καὶ Θεό, ποὺ ἂς τὰ στέλνει· τοῦ ὁποίου τὸ θέλημα ἀκολουθώντας ἐμεῖς, θὰ περάσουμε μὲ καρδιὰ ἥσυχη καὶ ἀναπαυμένη ὅλες τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τῆς τωρινῆς ζωῆς. Καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος, ὅτι κάθε παρενόχλησις καὶ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς μας, δὲν ἀρέσει στὰ θεϊκὰ μάτια· γιατὶ ὅποια καὶ νἆναι αὐτή, πάντα εἶναι συντροφιασμένη ἀπὸ ἀτέλεια καὶ πάντα προέρχεται ἀπὸ κάποια κακιὰ ρίζα τῆς φιλαυτίας.
Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἔχῃς πάντοτε ἄγρυπνη μία σκοπιὰ παρατηρήσεως, ἡ ὁποία ἀμέσως μόλις δεῖ κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ἐνοχλήσῃ καὶ νὰ σὲ ταράξη, ἂς σοῦ κάνῃ νόημα, γιὰ νὰ καταλαβαίνῃς γιὰ τί πρόκειται καὶ νὰ πιάνεις τὰ ὅπλα στὸ νὰ διοικῆσαι σκεπτόμενος, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακὰ καὶ ἄλλα παρόμοια πολλά, ἂν καὶ φαίνονται ἐξωτερικὰ κατὰ τὴν αἴσθησι κακά, δηλαδὴ βλαβερά, ὅμως δὲν εἶναι ἀληθινὰ κακά, οὔτε μποροῦν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν τὰ πραγματικὰ καλὰ καὶ ὅτι ὅλα τὰ διατάζει καὶ τὰ παραχωρεῖ ὁ Θεός, γιὰ τοὺς σωστοὺς σκοποὺς ποὺ εἴπαμε πρὶν καὶ μᾶς συμφέρουν καὶ γιὰ ἄλλα, ποὺ δὲν εἶναι γνωστὰ σὲ μᾶς, ἀλλὰ πολὺ δίκαια καὶ πολὺ ἅγια χωρὶς ἀμφιβολία. Καί, ἂν σὲ κάθε θλιβερὸ καὶ ἀντίθετο γεγονὸς ποὺ συμβαίνει, παραμένῃ ἡ καρδιά σου ἔτσι ἀναπαυμένη καὶ εἰρηνική, μπορεῖ νὰ ἔχῃς πολὺ κέρδος· ἂν ὅμως ταράζεται, γνώριζε ὅτι κάθε ἄσκησι ποὺ κάνεις, σοῦ ἀποδίδει ἢ καμία ἢ πολὺ μικρὴ ὠφέλεια.
Ἐπιπλέον λέω καὶ αὐτό, ὅτι ὅταν ἡ καρδιὰ ἐνοχλῆται καὶ ταράσσεται, εἶναι πάντα κάτω ἀπὸ τὰ διάφορα χτυπήματα καὶ τοὺς πολέμους τῶν ἐχθρῶν καὶ τὸ σπουδαιότερο, ὅταν εἴμαστε ταραγμένοι δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε καλὰ καὶ νὰ διακρίνουμε τὸν ἴσιο δρόμο καὶ τὴν ἀσφαλῆ πορεία τῆς ἀρετῆς· ὁ ἐχθρός μας λοιπὸν διάβολος ποὺ μισεῖ πολὺ αὐτὴν τὴν εἰρήνη (ἐπειδὴ εἶναι μέρος, ποὺ κατοικεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐνεργήσῃ μεγάλα πράγματα), πολλὲς φορὲς ἔρχεται σὰν φίλος καὶ δοκιμάζει νὰ μᾶς τὴν πάρη, χρησιμοποιώντας διάφορες ἐπιθυμίες (1), οἱ ὁποῖες μας φαίνονται πὼς εἶναι καλές· ἀλλὰ πόσο αὐτὲς εἶναι ἀπατηλὲς καὶ ψεύτικες, μπορεῖς μεταξὺ τῶν ἄλλων στοιχείων νὰ τὸ γνωρίσῃς κι ἀπὸ αὐτό· δηλαδή, ἐπειδὴ μᾶς κλέβουν τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς.
Γι᾿ αὐτό, ἂν θέλῃς νὰ ἐμποδίσῃς τὴν τόση μεγάλη ζημιά, ὅταν ὁ παρατηρητής, δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ προσοχὴ τοῦ νοῦ, σὲ προειδοποιήσῃ ὅτι κάποια νέα ἐπιθυμία κάποιου καλοῦ ζητεῖ νὰ μπῆ μέσα σου, μὴν τῆς ἀνοίξης τὴν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς, ἂν δὲν ἐλευθερωθῇς πρῶτα ἀπὸ κάθε θέλημα δικό σου καὶ τὴν παρουσιάσης στὸ Θεὸ καὶ ὀμολογώντας τὴν τυφλότητα καὶ ἀγνωσία σου, νὰ τὸν παρακαλέσῃς θερμὰ νὰ σὲ φωτίσῃ μὲ τὸ δικό του φῶς, γιὰ νὰ δῇς, ἐὰν αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία προέρχεται ἀπὸ ἀντίδικο ἐχθρό· καὶ γι᾿ αὐτό, τρέξε στὸν πνευματικό σου πατέρα καὶ ἄφησέ το, ὅσο μπορεῖς, στὴν κρίσι ἐκείνου. Ὅμως, ἂν καὶ ἡ ἐπιθυμία ἐκείνη εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει ἐσύ, πρὶν νὰ τὴν ἐπιχειρήσῃς, νὰ ταπεινωθῇς καὶ νὰ θανατώσῃς τὴν μεγάλη σου προθυμία καὶ θερμότητα, ποὺ ἔχεις γι᾿ αὐτή· διότι τὸ ἔργο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου προηγεῖται αὐτὴ ἡ δική σου ταπείνωσις, ἀρέσει πολὺ περισσότερο στὸ Θεό, παρὰ νὰ γίνῃ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς φύσεως - μάλιστα καμιὰ φορὰ τοῦ ἀρέσει πολὺ περισσότερο ἐκείνη ἡ δική σου ταπείνωσις, παρὰ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἔργο. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀφοῦ ἀποβάλλεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου τὶς ἐπιθυμίες, ποὺ δὲν εἶναι καλὲς καὶ μὴ κάνονας τὶς καλές, ἂν δὲν καθησυχάσης πρῶτα τὶς φυσικές σου κινήσεις, θὰ κρατήσῃς τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀσφάλεια, τὴν ἀκρόπολι τῆς καρδιᾶς σου.
Γιὰ νὰ διαφυλάξης ἀκόμη τὴν καρδιά σου εἰρηνική σε κάθε πρᾶγμα, πρέπει νὰ τὴν ἐλέγχῃς καὶ νὰ τὴν φυλᾷς ἀπὸ κάποιες ἐπιπλήξεις καὶ ἐσωτερικοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεώς σου, οἱ ὁποῖοι μερικὲς φορὲς εἶναι τοῦ διαβόλου, μολονότι φαίνονται ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ σὲ κατηγοροῦν γιὰ κάποιο λάθος· τοὺς παρόμοιους ἐλέγχους, ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά τους θὰ τοὺς ἀναγνωρίσῃς ἀπὸ ποῦ προέρχονται. Γιατὶ, ἂν σὲ ταπεινώνουν καὶ σὲ κάνουν ἐπιμελῆ στὸ νὰ ἐργάζεσαι καὶ δὲν σοῦ ἀφαιροῦν τὴν ἐλπίδα καὶ ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχεις στὸν Θεό, πρέπει νὰ τοὺς δέχεσαι σὰν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστῆς· ἂν ὅμως σὲ συγχύζουν καὶ σὲ κάνουν μικρόψυχο, δύσπιστο, ἀμελῆ καὶ ὀκνηρὸ στὸ καλό, νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό· καὶ μὴ τοὺς δίνης σημασία, ἀλλὰ ἀκολούθησε τὸν δρόμο σου καὶ τὴν ἐξάσκησί σου. Γιατὶ, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα, πλέον ἀπὸ κοινοῦ, γεννιώνται στὴ καρδιά μας οἱ παρενοχλήσεις καὶ οἱ συγχύσεις, ἀπὸ τὰ περιστατικὰ τῶν ἀντιθέτων πραγμάτων, ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦν σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ ἐσύ, γιὰ νὰ προφυλαχθῇς ἀπὸ αὐτὰ τὰ χτυπήματα τῆς συγχύσεως, μπορεῖς νὰ κάνῃς δυὸ πράγματα· τὸ ἕνα εἶναι νὰ σκεφθῇς σὲ ποιὸ εἶναι ἀντίθετα ἐκεῖνα τὰ περιστατικά· στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή; ἢ στὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας; Γιατὶ, ἂν εἶναι ἀντίθετα στὶς ἐπιθυμίες σου καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου (ὁ ὁποῖος εἶναι γενικὰ ὁ πρῶτος ἐχθρός σου), δὲν πρέπει νὰ τὰ ὀνομάζῃς ἀντίθετα, ἀλλὰ νὰ τὰ ἔχῃς γιὰ εὐεργεσίες καὶ βοήθεια τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ὁπότε καὶ μὲ χαρούμενη καρδιὰ καὶ εὐχαριστία νὰ τὰ ἀποδέχεσαι· ἐὰν ὅμως καὶ εἶναι ἀντίθετα στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή, δὲν πρέπει οὔτε γι᾿ αὐτὸ νὰ χάνῃς τὴν εἰρήνη τῆς καρδίας σου, ὅπως θὰ μάθης στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο· τὸ ἄλλο εἶναι νὰ ὑψώσῃς τὸν νοῦ σου στὸ Θεό, καὶ μὲ μάτια κλειστὰ (χωρὶς νὰ θέλῃς νὰ γνωρίζῃς κάτι ἄλλο), νὰ δέχεσαι κάθε περιστατικὸ ἀπὸ τὸ σπλαγχνικὸ χέρι τῆς θείας πρόνοιάς του, σὰν πρᾶγμα γεμάτο ἀπὸ διάφορα ἀγαθά (2).
1. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὄχημα καὶ ἁμάξι τοῦ διαβόλου ὀνομάζει τὴν σύγχυσι, πάνω στὸ ὁποῖο καθήμενος εἰσέρχεται στὴ ταλαίπωρη ψυχὴ καὶ τὴν καταποντίζει (Λόγος λγ´ ). καὶ ὁ Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς λέγει· «Καμμία κακία δὲν εἶναι τόσο εὔκολη γιὰ τὴν ἁμαρτία, ὅσο ἡ σύγχυσις (Φιλοκαλία).
2. Γι᾿ αὐτό, ἄξιο μνήμης εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ συνήθιζε νὰ λέγῃ πάντα ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σὲ κάθε περίστασι ποὺ τοῦ συνέβαινε, καλὴ καὶ κακή, δυστυχῆ καὶ εὐτυχῆ· εἶναι δὲ τὸ ἀπόφθεγμα αὐτό: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν οὐ γὰρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεὶ ἐπὶ πᾶσί μοι τοῖς συμβαίνουσι» (ἐκ τῶν πρὸς τὴν Διάκονον Ὀλυμπιάδα ἐπιστολῶν ια´)· τὸ ὁποῖο καὶ ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος μιμούμενος, αὐτὸ τὸ ἴδιο συνήθιζε καὶ ἔλεγε, ὅπως βλέπουμε στὸ βίο του.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες
Την αγάπη του Θεού ν’ αναπολούμε συνέχεια, να τη ζούμε την αγάπη του Θεού, και αυτή η αγάπη του Θεού θα μας δώσει κουράγιο στη ζωή, να την αντιμετωπίζουμε με ευκολία. Όταν νοιώθει ένας άνθρωπος ότι ένας μεγάλος άρχοντας τον αγαπά, όταν νοιώθει ότι τον προστατεύει, ότι τον βοηθά, ότι έχει ανά πάσα στιγμή την υποστήριξή του, περπατά στο δρόμο με άνεση και ασφάλεια. Και καλλωπίζεται και ομορφαίνει, ότι ο άρχοντας είναι δικός του. Εάν έτσι σκέφτεται ένας άνθρωπος για έναν άνθρωπο μεγάλο, πόσο πρέπει εμείς οι Χριστιανοί, όταν πιστεύουμε απόλυτα, ακράδαντα και αμετάκλητα, ότι ο Χριστός μας είναι ο Θεός μας, είναι Αυτός που σταυρώθηκε, αυτός που είναι ο Μεσίτης μεταξύ του Θεού και ανθρώπων. Να δώσουμε εξ ολοκλήρου στον Χριστό μας την καρδιά μας. Είναι ο Θεάνθρωπος. Αυτός που μας αγάπησε με τέλεια αγάπη. Κανένας δεν μας αγαπά όπως ο Χριστός.
Απόδειξη ότι μας αγαπά ο Χριστός είναι ότι, όταν μετανοήσει ένας άνθρωπος, δίνει το σήμα στα αγγελικά τάγματα να πανηγυρίσουν. «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. 5:10). Μόνον να σκεφθούμε ότι η χαρά των αγγέλων είναι, όταν ακούσουν, όταν πληροφορηθούν, ότι κάποιος μεγάλος αμαρτωλός μετάνοιωσε και γύρισε στον δρόμο του Θεού. Η χαρά τους είναι ανέκφραστη! Τόση είναι η αγάπη των αγγέλων σε μας τους αμαρτωλούς! Σκεφτείτε την χαρά του αγγέλου που ετάχθη από το ιερό Βάπτισμα να φυλάττει αυτόν τον άνθρωπο, που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Βέβαια απομακρυσμένο για την αμαρτία, αλλά ουδέποτε τον έχει εγκαταλείψει. Πάντα προσεύχεται ο άγγελος, ο φύλακας της ψυχής του ανθρώπου και παρακαλεί τον Θεό.
Όπως βλέπουμε πάλι στο ιερό Ευαγγέλιο με την συκή που δεν έκανε καρπό, και έρχεται ο αμπελουργός και λέει στον υπηρέτη:
«Έρχομαι κάθε χρόνο και δεν βρίσκω καρπό, κόψτε την να φυτέψουμε τίποτε άλλο».
Και ο υπηρέτης λέγει:
«Άφησέ την και αυτό το χρόνο, θα βάλω κοπριά, θα σκάψω, θα ποτίσω, και ίσως καρπίσει».
«Θα περιμένω», είπε το αφεντικό πάλι. Έτσι κι ο άγγελος ο φύλακας. Φαίνεται πολλές φορές, φτάνει το δρεπάνι του θανάτου, να θερίσει τον άνθρωπο τον αμαρτωλό, για την αμαρτία, και ο άγγελος να παρακαλεί και να λέει:
«Κύριε, άφησε αυτή την ψυχή, δώσε της χρόνο, ίσως να μετανοήσει, ίσως επιστρέψει, ίσως αναγνωρίσει το λάθος και γυρίσει κοντά Σου».
Και περιμένει ο Θεός. Αυτό φανερώνει αγάπη αγγέλου προς τον άνθρωπο. Και αν ο άνθρωπος βρωμάει από την αμαρτία, ο άγγελος ακολουθεί από κοντά.
Όπως ένας άγιος άνθρωπος που κατέβηκε από την έρημο σε μία πολιτεία. Κατέβηκε για λόγο πνευματικό. Είδε ένα νεαρό έξω από μία αυλή να κάθεται να κλαίει. Κατάλαβε ότι είναι άγγελος Θεού και του λέει:
«Πιστεύω ότι δεν είσαι άνθρωπος, ότι είσαι άγγελος Θεού. Εφόσον είσαι άγγελος, γιατί κλαις;»
«Δεν είμαι άνθρωπος καθώς το εννόησες, είμαι άγγελος, είμαι φύλακας της ψυχής ενός ανθρώπου, ενός Χριστιανού. Κάθομαι και κλαίω γιατί ο άνθρωπος, που μου δόθηκε να φυλάξω, αυτή την στιγμή αμαρτάνει μέσα σ’ αυτό το σπίτι και τον περιμένω εδώ για να συνεχίσω την προστασία, κλαίγοντας και παρακαλώντας τον Θεό να τον συγχωρήσει, να τον φωτίσει να μην ξαναπράξει αυτό το αμάρτημα».
Και θαύμασε ο άγιος του Θεού την αγάπη του αγγέλου προς τον άνθρωπο.
Γι’ αυτό τα τάγματα των αγγέλων, που δεν έχουν αριθμό, όλα αυτά πανηγυρίζουν στην επιστροφή ενός αμαρτωλού ανθρώπου.
Βλέπετε τι Θεό έχουμε; Βλέπετε τι Χριστό έχουμε; Και τι μεγάλη ελπίδα πρέπει να έχουμε σ’ αυτή την αγάπη του Θεού και των αγγέλων; Γι’ αυτό ας μην απελπιζόμαστε, ας μη χάνουμε το θάρρος, αλλά μετά παρρησίας να ευχόμαστε στον Θρόνο της Χάριτος του Θεού, ζητώντας έλεος και συγνώμη, όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά για κάθε άνθρωπο πάνω στην γη. Διότι όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του Θεού, όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα του Θεού, για όλους σταυρώθηκε ο Χριστός.
Αλλά έχουμε και τα πλανεμένα πρόβατα, που πρέπει και αυτά να επιστρέψουν και χρήζουν προσευχής. Ποιοι θα προσευχηθούν γι’ αυτά τα πλάσματα; Θα προσευχηθούν αυτοί που δέχτηκαν το έλεος του Θεού, αυτοί που έχουν ελεηθεί από την αγάπη του Θεού, που έχουν την επίγνωση του Θεού. Είμαστε υπόχρεοι ενώπιον του Θεού, να προσευχόμαστε για κάθε άνθρωπο.
Δεν είναι αμαρτία μόνο αυτό που κάνουμε σαν αμαρτία, την παράβαση των εντολών του Θεού, αλλά αμαρτία είναι και όταν δεν προσευχόμαστε για τους άλλους ανθρώπους, γιατί δεν εκπληρώνουμε την αγάπη μας προς κάθε ψυχή. Ενώ ο Χριστός αγαπά όλο τον κόσμο και για όλο τον κόσμο σταυρώθηκε, εμείς προσευχόμαστε μόνο για τον εαυτό μας και για τους δικούς μας και ίσως ξεχνούμε όλους τους άλλους. Αλλά όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ξεχασμένοι από τον Σταυρό του Χριστού. Να γονατίζουμε, να σηκώνουμε τα χέρια μας και να κάνουμε θερμοτάτη προσευχή για κάθε άνθρωπο. Και δεν ξέρουμε οι προσευχές τι δύναμη έχουν. Έρχονται άνθρωποι στη μετάνοια, δεν τους είπε κανείς για μετάνοια και επιστροφή, κάτι συμβαίνει στη ζωή και γυρίζει ο άνθρωπος και επιστρέφει. Κάποια προσευχή έπιασε. Γι’ αυτό πρέπει να προσευχόμαστε και να εκφράζουμε την αγάπη μας. Να γινόμαστε ελάχιστες εικόνες και αντίτυπα της αγάπης του Θεού προς τον πλησίον. Ας δώσουμε τιμή και δόξα στην φιλανθρωπία του Θεού. Δόξα στην φιλανθρωπία Σου, Κύριε, την οποία άπλωσες τόσο απειροπλούσια πάνω στην γη και κάλυψες με τη δόξα Σου και με τη συγνώμη Σου τα αμαρτήματα της ανθρωπότητος. Αμήν.
Πηγή: (Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου” 6, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη 2002, άρθρο «Περί αγάπης και ευσπλαχνίας Θεού”, σελ. 137 (απόσπασμα).), Κοινωνία Ορθοδοξίας
Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου,
Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Σήμερα ἡ Παρθένος μητέρα γεννιέται ἀπὸ στείρα μητέρα καὶ εὐτρεπίζεται τὸ παλάτι τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Σήμερα σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς στειρότητας καὶ σφραγίζονται τὰ κλεῖθρα τῆς Παρθένου. Γιατί ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἄγονη μήτρα καὶ τὰ νεκρὰ σπλάχνα γιὰ παιδοποιΐα ἔδωσαν παρ’ ἐλπίδα ὡραῖο καρπό, μὲ αὐτὰ μνηστεύεται καὶ τὸ ἀδιάφθορό της παρθενίας καὶ μὲ ὁλοφάνερα ἔργα προαγγέλλεται τὸ θαῦμα τῆς κυοφορίας. Γιατί εἶναι ὑπερφυσικὸ θαῦμα γέννηση χωρὶς μεσολάβηση ἄνδρα καὶ διατήρηση τῆς παρθενίας μετὰ τὴ γέννηση. Ἐπίσης νικᾶ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ ἡ στείρα ποὺ συλλαμβάνει μετὰ τὰ γηρατειά της καὶ γεννᾶ καὶ μὲ ὅσα θαυμαστὰ ἔργα γίνονται προοιμιάζεται ἡ γέννηση τῆς Παρθένου.
Σήμερα ἡ Ἄννα θερίζει τὸν καρπὸ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸν ὀνειδισμὸ τῆς ἀτεκνίας καὶ ἡ οἰκουμένη ἀπολαμβάνει τὰ καρποφόρα στάχυα τῆς χαρᾶς. Ὁ Ἰωακεὶμ ὀνομάζεται πατέρας τοῦ παιδιοῦ, καὶ ἐμεῖς παίρνουμε ὡς ἀρραβώνα τὴν τιμὴ τῆς υἱοθεσίας. Σήμερα ἡ Παρθένος προβάλλει ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, καὶ ἡ στειρότητα διαδέχεται τὶς πηγὲς τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὸ σύνολο τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων χηρεύει, καὶ τὰ παιδιὰ προβάλλουν ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα αὐξάνουν καὶ πληθαίνουν κατὰ τρόπο θεϊκὸ γιὰ τὸν νυμφίο Χριστό. Ἡ Παρθένος προέρχεται ἀπὸ ἄγονη μήτρα, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμα εἶναι γόνιμη ἡ γέννηση εἶναι παράδοξη. Ὢ πόσο μεγάλο θαῦμα! Ὅταν ἐξέλειπε ὁ χρόνος τῆς σπορᾶς, τότε ἔφτασε ὁ καιρὸς τῆς καρποφορίας, ὅταν σβήσθηκε ἡ φλόγα τῆς ἐπιθυμίας, τότε ἄναψε ἡ λαμπάδα τῆς τεκνοποιΐας. Ἡ νεότητα δὲν ἔδωσε ἄνθος, καὶ προβάλλουν βλαστὸ τὰ γηρατειά· δὲν φάνηκε ἐξόγκωση τῆς κοιλιᾶς ὅταν ἦταν ἡ φύση στὴν ἀκμή της, καὶ προβάλλει ἀειπάρθενο βρέφος ὡς γέννημα ὑπερήλικης μήτρας.
Αλλ’ ἀπορεῖς, ἄνθρωπε, ἂν γέννησε ἡ στείρα, καὶ πολυερευνᾶς αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ θαυμάζεις, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προκαλοῦν θαυμασμό, παρὰ νὰ θεωροῦμε μηδαμινὸ αὐτὸ ποὺ θαυμάζεται, καὶ λογομαχεῖς, πῶς μπορεῖ νὰ γεννήσει στείρα; Ἂν εἶναι στείρα δὲν γεννᾶ, κι ἂν γεννᾶ δὲν εἶναι στείρα. Καὶ πῶς στήθη ποῦ στέγνωσαν γίνονται πάλι πηγὴ γάλακτος; Ἂν τὸ γῆρας δὲν εἶναι στὴ φύση του νὰ θησαυρίζει αἷμα, πῶς αὐτὸ ποῦ δὲν ἔλαβαν οἱ θηλὲς τὸ λευκαίνουν σὲ γάλα; Καὶ πῶς μήτρα ποὺ ἀδρανοποιήθηκε λειτουργεῖ καὶ ζωογονεῖ καὶ συγκροτεῖ καὶ τρέφει τὸ ἔμβρυο; Αὐτὰ ἐσὺ μηχανορραφεῖς κατὰ τοῦ ἐαυτοῦ σου καὶ τῆς σωτηρίας σου. Καὶ ποιὸς εἶσαι; Γιατί δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ εἶσαι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ἄξιούς του θαύματος· οὔτε βέβαια, οὔτε θὰ παρασυρθεῖ νὰ ἀπιστήσει ὁ πιστὸς μὲ ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν πίστη, ἀλλὰ ὁ Ἰουδαῖος.
Ἡ Σάρα δηλαδὴ πῶς ἢ ποῦ σὲ παρακαλῶ ἐξέπεσε στὶς ἐλπίδες της; Ἄραγε δὲν εἶδε τὸν Ἰσαὰκ υἱὸ τῶν γηρατειῶν καὶ τῆς στειρότητάς της; Ἂν ἡ Ἄννα σου προκαλεῖ σύγχυση καὶ ταράζει τοὺς λογισμούς σου, πιὸ πολὺ πρέπει ἡ Σάρα, γιατί γιὰ πρώτη φορὰ συνέβη σ’ αὐτήν. Ἂν αὐτό σε κάνει νὰ ἀμφιβάλλεις, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι παραγράφεις τὸ ἄλλο ἀπὸ τὴ συγγένειά σου καὶ κόβεις τὶς ρίζες ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχεις κλάδο, καὶ δὲν ἐλέγχεσαι ὅτι ἔχεις καταπέσει ἀπὸ τοὺς Ἰουδαϊκοὺς νόμους;
Ἀπὸ παλαιὰ λοιπόν, ἂν καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ὑποδουλωμένη στὴ δύναμη τῶν προγονικῶν ἁμαρτημάτων, ἡ γέννηση τῆς ἀπογόνου παρέχει λαμπρά τα συνθήματα, ὑποσαλπίζοντας ὅτι ὁ καθαιρέτης τους θὰ τὴ βγάλει ἀπὸ τὴν τυραννίδα καὶ θὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν δουλεία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀδὰμ μαζὶ μὲ τὴν Εὕα, ἀφοῦ καθάρθηκαν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς παλαιοὺς ρύπους τῆς παράβασης καὶ ἀπέρριψαν τὴν κατήφεια καὶ τὴ σκυθρωπότητα, μὲ ἐλεύθερη φωνὴ καὶ βλέμμα χοροστατοῦν χαρούμενοι στὴν πανήγυρη τῆς Παρθένου καὶ μᾶλλον ἔχουν γίνει οἱ κορυφαῖοι του χοροῦ. Γιατί αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔγινε ἡ σπορὰ τῆς ἁμαρτίας ποὺ φύτρωσε σὰν παράσιτο στὸ γένος καὶ τὸ νόθευσε, αὐτοὶ μᾶλλον εἶναι δίκαιο τώρα ποὺ ξεριζώνεται, αὐτοὶ νὰ εἶναι ἀρχηγοὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς χοροστασίας καὶ νὰ πλησιάζουν καὶ νὰ συγκαλοῦν τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς πρώτους παραβάτες μεταδόθηκε τὸ ἀρρώστημα τῆς παράβασης σὲ ὅλους καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη τῆς ὅμοιας θεραπείας, κι ἀφοῦ ἡ παγκόσμια σωτηρία θεμελιώνεται σήμερα μὲ τὴ γέννηση τῆς Παρθένου, ἔπρεπε νὰ ὀργανώσουμε κοινὴ καὶ πάνδημη τὴν πανήγυρη, καὶ νὰ ἀνακρούσουμε δημόσιες καὶ ὑπερκόσμιες τὶς εὐχαριστήριες ὠδές· γιατί ἡ παγκοσμιότητα τῆς σωτηρίας ἀπαιτεῖ ὑπερκόσμια τὴν εὐχαριστία.
Ἃς ἀναπέμψουμε λοιπὸν εὐχαριστήριες ὠδές, ἐπειδὴ ὁ Ἀδὰμ ἀναδημιουργεῖται καὶ ἡ Εὕα ἀνακαινίζεται, μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ἡ κατάρα διαλύεται καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση μας, ἀποβάλλοντας τὸ νεκρὸ καὶ δερμάτινο πρόσωπο τῆς ἁμαρτίας, ἀναμορφώνεται στὴν ἀρχαία τιμὴ τῆς δεσποτικῆς εἰκόνας. Ἃς ἀναπέμψουμε εὐχαριστήριες ὠδὲς καὶ ἃς συγκροτήσουμε πάνδημους χορούς, ἐπειδὴ προερχόμενη ἡ Παρθένος ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, ἁγιάζει τὴν ἄγονη μήτρα τῆς φύσης, ἐμβολιάζοντας τὴν ἀκαρπία της μὲ τὴν πλούσια καρποφορία ἀρετῶν. Γιατί γιὰ ὅσα χρειάστηκαν στὸν Κύριο ὅλων καὶ γεωργό τα ρεῖθρα τῶν ἀχράντων αἱμάτων της γιὰ τὴν ἄρδευση ὅλης της καταξηραμένης ζύμης, μὲ αὐτὰ ἀναδέχεται εὔλογα καὶ τὴν εὐλογία τῆς καρποφορίας.
Ἡ κλίμακα ποὺ ἀνεβάζει στοὺς οὐρανοὺς κατασκευάζεται καὶ ἡ γήινη φύση, ὑπερπηδώντας τὰ ὅριά της, ἐγκαθίσταται στὶς οὐράνιες κατοικίες. Ὁ δεσποτικὸς θρόνος ἑτοιμάζεται ἐπάνω στὴ γῆ, τὰ ἐπίγεια ἁγιάζονται, τὰ τάγματα τῶν οὐρανῶν συναναστρέφονται μαζὶ μέ μας, καὶ ὁ πονηρός, ποὺ στὴν ἀρχὴ μᾶς ἀπάτησε κι ἔγινε ὁ ἀρχιτέκτονας τῆς ἐναντίον μᾶς ἐπιβουλῆς, δέχεται τὴ συντριβὴ τῶν δόλων καὶ τῶν τεχνασμάτων του ποὺ ἔχουν ἀποσαθρωθεῖ χάνοντας τὴν ἰσχύ τους.
Ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς λόγος θὰ ἐκφράσει τὴ δύναμη τῶν πέρα ἀπὸ τὸ λόγο πραγμάτων; Καὶ πῶς κάθε νοῦς δὲν θὰ παραλύσει προσπαθώντας νὰ κατανοήσει τὸ μέγεθος τῶν ἔργων; Κατ’ ἀρχὰς ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο κινούμενος ἀπὸ ἄφατο πλοῦτο φιλανθρωπίας, δίνοντας στὸ πλάσμα τὴ χάρη νὰ φέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ πλάστη του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα δήλωνε τὴν εὐγένεια τῆς σάρκας, ἐνῶ τὸ ἄλλο τοῦ πνεύματος. Ὁ παράδεισος, πράγμα εὐχάριστο κι ἀγαπητό, φυτευόταν στ’ ἀνατολικά, μοσχοβολώντας ἀπὸ ἄνθη λειβαδιῶν καὶ ὄντας κατάμεστος ἀπὸ ὡραίους καὶ ποικίλους καρποὺς δένδρων· ποτάμια ἐπίσης κυλώντας ἐνδιάμεσα καὶ ποτίζοντας μὲ καθαρὰ νερὰ τὴν ἔκταση, προσέδιδαν ἀπίθανη ὀμορφιὰ στὸν τόπο.
Σ’ αὐτὸν ὁ πλάστης ἐγκαθιστᾶ τὸ φιλοτέχνημα τῆς δεσποτικῆς παλάμης, κάνοντάς το κύριο ὅλων καὶ παρουσιάζοντάς το νὰ περιβάλλεται ἀπὸ ἄφθονα ἀγαθά. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσε σύζυγο ἀφοῦ τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν πλευρά του μὲ γέννα ἀνέκφραστη, ὥστε, αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχε ληφθεῖ, αὐτὸν νὰ ἀναγνωρίζει, τὸν δανειστή της, ὡς κεφαλὴ καὶ νὰ εἶναι προσηλωμένη, ἔχοντας στὴ σκέψη τῆς τὴν ὑποχρέωσή της καὶ μὲ τὸ σύνδεσμο τῆς φύσης νὰ δημιουργηθεῖ σ’ αὐτοὺς ὁ σύνδεσμος τῆς ὁμόνοιας.
Ἀλλ’ ἀφοῦ χάρισε τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν κυριαρχία σὲ ὅλα τα ἀγαθά του παραδείσου, ἐπειδὴ ἔπρεπε αὐτὸς στὸν ὁποῖον εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὸ μέγεθος μιᾶς τέτοιας καὶ τόσο μεγάλης ἐξουσίας νὰ παιδαγωγηθεῖ καὶ νὰ ἀσκηθεῖ καὶ μὲ κάποια ἐντολή, τοῦ δίνει ἕνα νόμο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο οὔτε δύσκολο ἦταν νὰ ζήσει, οὔτε εὐκολότατο νὰ τὸν φυλάξει στὸ σύνολό του, καὶ μὲ βάση αὐτὸν θὰ κέρδιζε τὴν ἀμοιβὴ ἢ τὴν καταδίκη του. Χωρίζοντας, δηλαδὴ μὲ τὸ λόγο του, κάποιο φυτὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἀπὸ ὅσα ἀνθοῦσαν ὡραιότητα, τοῦ δίνει τὴν ἐντολὴ ποὺ ἀπαγόρευε νὰ φάει ἀπὸ αὐτὸ μόνο.
Θηρίο ὅμως πονηρὸ καὶ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖο ἡ πράξη ὀνόμασε διάβολο, βάζοντας στὸ μάτι τὸν ἄνθρωπο ἀμέσως ἀπὸ τὴ δημιουργία του, χρησιμοποιώντας σὰν ὄργανό του ἄλλο θηρίο ἀπὸ τὰ ἑρπετὰ καὶ ἀπευθύνοντας στὴ γυναίκα λόγο ἀπατηλὸ καὶ θελκτικὸ καὶ ρίχνοντας στὸ νομοθέτη πολλὴ βλασφημία, πείθει τὴ γυναίκα καὶ μέσω αὐτῆς τὸ σύζυγό της, νὰ ἀδιαφορήσουν γιὰ τὴν ἐντολὴ καὶ νὰ φᾶνε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε θεσπιστεῖ νὰ μὴ φᾶνε. Κι αὐτοί, τὴν ἴδια στιγμή, καὶ τὴν προσταγὴ παρέβαιναν καὶ ἔχαναν ὅλα τα χαρίσματα, πράγμα ποὺ ἦταν ὁ σκοπὸς τοῦ ἐπίβουλου. Γιατί γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ εἶχε γίνει ὅλη αὐτὴ ἡ μηχανορραφία. Κι ἀπὸ τότε, μεταφερόμενο τὸ παράπτωμα ἀπὸ τοὺς προγόνους στοὺς ἀπογόνους, εἶχε ὁ ἐπιβουλευτὴς μᾶς ὑποδουλωμένο στὴν ἐξουσία τοῦ ὅλο το γένος.
Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ πλάστης καὶ κηδεμόνας μας; Ἄφησε ἄραγε μέχρι τὸ τέλος τὸ πλάσμα του νὰ ταλαιπωρεῖται, νὰ μένει δουλός των παθῶν; Ὄχι βέβαια. Πῶς δηλαδὴ θὰ ἀνεχόταν, αὐτὸ ποὺ ἔπλασε ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη, νὰ τὸ βλέπει μ’ εὐχαρίστησή του νὰ μένει αἰχμάλωτο καὶ νὰ ζεῖ στὴν πλάνη; Γι’ αὐτό, ἀφοῦ συνεδρίασε μὲ τὸν ἑαυτό της, ἂν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ἡ ἑνότητα τῆς ἁγίας Τριάδας (εἶναι ὅμως θεμιτὸ νὰ τὸ ποῦμε γιὰ τὴν ἀνάπλαση, ἐπειδὴ καί το, «ἃς δημιουργήσουμε ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα μας καὶ ὅμοιο μὲ μᾶς» ἔχει λεχθεῖ γιὰ τὴν ἀρχικὴ πλάση) μὲ τὴν ἑνιαία θέλησή της διευθέτησε τὴν ἀνάπλαση τοῦ πλάσματός του ποὺ εἶχε συντριβή.
Κι αὐτὴ (γιατί εἶχαν ἐξαγριωθεῖ καὶ ρημαχτεῖ φοβερὰ οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἐπέστρεφαν οὔτε μὲ ἀπειλὲς οὔτε μὲ ποινὲς οὔτε μὲ νόμους οὔτε μὲ προφῆτες), ζητοῦσε ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τὴν ἴδια μ’ ἐμᾶς φύση, στὸν ὁποῖο θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ δεῖ ἀπαράβατη τὴν τήρηση τῆς νομοθεσίας, ὥστε καὶ γιὰ νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι, μὲ ὅσα ἔβλεπαν τοὺς συνανθρώπους τους νὰ πράττουν, νὰ τοὺς μιμοῦνται, καὶ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο ἔλαβε τὴ δύναμή του ἐναντίον μᾶς αὐτὸς ὁ μηχανορράφος, μὲ τὸ ἴδιο νὰ καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὴν κυριότητα μὲ νόμιμη νίκη καὶ ἀγώνισμα.
Ἔπρεπε λοιπὸν κάποιο ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Τριάδος νὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους, ὥστε, ὅποιας φύσης ἦταν τὸ δημιούργημα, αὐτῆς νὰ φανεῖ ὅτι εἶναι καὶ τὸ ἀναδημιούργημα· καὶ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ἐκεῖνο νὰ γίνει κάτω Υἱὸς καὶ νὰ μὴν ἀτιμάσει τὸ ἄνω ἀξίωμά του, ποὺ ἀπὸ τοὺς αἰῶνες τὸ εἶχε καὶ δοξαζόταν μ’ αὐτό. Ἀλλὰ νὰ βρεθεῖ ἀνάμεσα στοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν δυνατὸ χωρὶς τὴ σάρκωση. Γιατί ἡ σάρκωση εἶναι ἡ ὁδὸς γιὰ τὴ γέννηση, καὶ γέννηση εἶναι ἡ κατάληξη τῆς κυοφορίας. Κι αὐτή, περιγράφοντας μητέρα, ζητοῦσε εὔλογα νὰ γίνει ἀπὸ πρὶν ἡ ἑτοιμασία της. Ἔπρεπε ἄρα νὰ ἑτοιμαστεῖ κάτω μητέρα τοῦ πλάστη γιὰ τὴν ἀνάπλαση ἐκείνου ποὺ εἶχε συντριβεῖ, κι αὐτὴ νὰ εἶναι παρθένος, ὥστε, ὅπως ἀπὸ παρθένα γῆ πλάσθηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἔτσι κι ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀνάπλαση, καὶ καμιὰ παρέμβαση ἡδονῆς οὔτε νόμιμη, οὔτε καὶ νὰ ἐπινοηθεῖ στὴ γέννηση τοῦ δημιουργοῦ· γιατί ἦταν αἰχμάλωτός της ἡδονῆς αὐτὸς ποὺ ὁ Δεσπότης θέλησε νὰ ἐλευθερώσει καὶ καταδέχθηκε νὰ γεννηθεῖ.
Ἀλλὰ ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει διάκονος τοῦ μυστηρίου; Ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δανείσει σάρκα σ’ ἐκεῖνον ποῦ πλουτίζει τὰ σύμπαντα; Ποιὰ λοιπὸν ἦταν ἄξια; Ἢ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι αὐτὴ ποὺ σήμερα βλάστησε μὲ τρόπο παράδοξο ἀπὸ τὴν ἄκαρπη ρίζα, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, τῆς ὁποίας ἐμεῖς ἑορτάζουμε λαμπρὰ τὴ γέννησή της καὶ τῆς ὁποίας ἡ γέννηση κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ θαύματος τοῦ μεγίστου μυστηρίου, ἐννοῶ τῆς ἔνσαρκης γέννησης τοῦ Σωτήρα καὶ γιὰ τὴν ὁποία συγκροτήθηκε αὐτὴ ἡ θεία καὶ πάνδημη σύναξη; Γιατί ἔπρεπε, ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ τὰ σπάργανα διατήρησε ἁγνό το σῶμα της, ἁγνὴ τὴ ψυχὴ καὶ ἁγνούς τους λογισμοὺς μὲ ἀνώτερο λόγο, νὰ προοριστεῖ αὐτὴ μητέρα τοῦ πλάστη.
Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ βρέφος προσφέρθηκε στὸ ναὸ καὶ εἰσῆλθε στοὺς ἄβατους χώρους, νὰ φανεῖ ἔμψυχος ναὸς ἐκείνου ποὺ τῆς ἔδωσε τὴ ψυχή. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ ἄγονη μήτρα μὲ λόγο παράδοξο καὶ ἐξάλειψε τὸ ὄνειδος τῶν γονέων της, νὰ ἀνακαλέσει καὶ τὸ σφάλμα τῶν προπατόρων. Γιατί εἶχε τὸν προορισμὸ ἡ ἀπόγονος νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἥττα τὴν προγονικὴ γεννώντας μὲ γέννα χωρὶς ἄνδρα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους καὶ δίνοντας σῶμα σ’ αὐτόν. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μὲ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς τῆς ἔδωσε ὡραία στὸν ἑαυτὸ τῆς μορφή, νὰ ἐμφανισθεῖ ξεχωριστὴ νύμφη ποὺ νὰ ταιριάζει στὸν οὐράνιο νυμφίο. Ἔπρεπε αὐτή, ποὺ μὲ τὶς σὰν ἄστρα ἐκδηλώσεις τῶν ἀρετῶν της, κατέστησε τὸν ἑαυτὸ τῆς οὐρανό, ἀνατέλλοντας τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης νὰ γίνει γνωστὸς σὲ ὅλους τους πιστούς. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μία φορὰ ἔβαψε τὸν ἑαυτό της μὲ τὸ πορφυρὸ χρῶμα τῶν παρθενικῶν αἱμάτων της, νὰ γίνει ἁλουργίδα (βασιλικὸ ἔνδυμα) τοῦ Βασιλιὰ τῶν πάντων.
Πῶ πῶ θαῦμα! αὐτὸν ποὺ ἡ φύση ὅλη δὲν χωρεῖ, τὸν κυοφορεῖ ἄνετα ἡ παρθενικὴ μήτρα. Αὐτὸν ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ ἀτενίσουν τὰ Χερουβίμ, ἡ Παρθένος τὸν κρατεῖ στὴν ἀγκαλιά της μὲ τὰ πήλινα χέρια της. Τὸ ὅρος τὸ ἅγιο προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔρημη καὶ ἄγονη μήτρα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ἀποκόπηκε χωρὶς σύμπραξη χεριῶν λίθος πολύτιμος ἀκρογωνιαῖος ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας, συνέτριψε τοὺς ναοὺς τῶν δαιμόνων καὶ τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδη μαζὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν τυραννικὴ ἐξουσία. Ὁ ἔμψυχος καὶ οὐράνιος κλίβανος κατασκευάζεται στὴ γῆ, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ πλάστης, ἀφοῦ ἕψησε τῆς δικῆς μου ζύμης τὴν ἀπαρχὴ καὶ κατέκαψε μαζὶ καὶ τὰ ζιζάνια ποὺ φύτρωσαν, καθαρὴ ὅλη τὴ ζύμη τὴν κάνει ἄρτο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ τί θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς καὶ τί δὲν θὰ πάθει διαπλέοντας τὸ πέλαγος τῶν χαρισμάτων καὶ κατορθωμάτων τῆς Παρθένου; Δειλιάζει καὶ χαίρεται καὶ ἠρεμεῖ κι ἀναπήδα ἀπὸ χαρά. Καὶ πάλι σωπαίνει καὶ βρίσκει τὴ μιλιά του, συστέλλεται καὶ πλατύνεται, συρόμενος ταυτόχρονα ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπὸ τὸ φόβο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπὸ τὸν πόθο.
Ἐγὼ ὅμως παραδίδοντας τὸν ἑαυτό μου στὸν πόθο μᾶλλον παρὰ στὸ φόβο, μὲ εὐχαρίστηση, γνωρίζετε καλά, ἦρθα καὶ πολλὰ λέγοντάς σας, ἂν καὶ εἶναι ἄχρηστα, μὲ τὸν σὰν ποτάμι λόγο μου, καθὼς τὰ παρθενικὰ αἵματα μὲ κάνουν νὰ λιμνάζω (νὰ ἀκινητοποιοῦμαι) καὶ νὰ πλημμυρῶ, καὶ μάλιστα βλέποντας καὶ ἐσὰς νὰ ἀνοίγετε πρόθυμα τὶς ἀκοές σας καὶ ὅλο σας τὸ νοῦ νὰ τὸν ἔχετε στρέψει στὸν ὕμνο τῆς Ἀειπάρθενου, καὶ συνάμα νὰ ἑξαγνίζεσθε, ἂν ἐγὼ ἔχω μυηθεῖ κάπως στὰ παρθενικὰ μυστήρια. Ἀλλ’ ὅμως ἡ περίσταση σὲ ἄλλα μᾶς παρακινεῖ, σὲ ἄλλου εἴδους τιμὴ τῆς Παρθένου· ἐννοῶ νὰ ἀρχίσουμε τὴ μυστικὴ καὶ ἀναίμακτη θυσία (γιατί τιμὴ τῆς μητέρας εἶναι ἡ ἀνάμνηση τῶν ἑκούσιων παθημάτων τοῦ Υἱοῦ), πρὸς τὴν ὁποία ἕλκομαι στὴ συνέχεια καὶ τὴν ὁποία εἶναι πολὺ ἐπίκαιρο νὰ τελέσω ὡς ἱερουργός.
Ἀλλὰ ἐσύ, Παρθένε καὶ μητέρα τοῦ Λόγου, ὁ δικός μου ἐξιλασμὸς καὶ ἡ καταφυγή, ποὺ μὲ παράδοξο τρόπο καλλιεργήθηκες ἀπὸ τὴ στείρα καὶ ποὺ καρποφόρησες γιὰ μᾶς ἀκόμα πιὸ παράδοξά το στάχυ τῆς ζωῆς, πρεσβεύοντας καὶ μεσιτεύοντας πρὸς τὸν Υἱό σου καὶ Θεό μας γιὰ μᾶς ποὺ εἴμαστε ὑμνητές σου νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ κάθε ρύπο καὶ κάθε μόλυσμα, ἀνάδειξέ μας ἄξιους γιὰ τὸν οὐράνιο νυμφώνα πρὸς αἰώνια ἀνάπαυση καὶ καταφωτιζόμενους ἀπὸ τὸ τριπλὸ φῶς τῆς ὑπερούσιας Τριάδας καὶ ἐντρυφώντας μέσα στὰ ὑπερφυσικὰ καὶ ἄρρητα θεάματα αὐτῆς μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ὁμιλία Θ΄, Εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, σ. 248-273 (ἀποσπάσματα).
Λόγος Εἰς τὸ γενέσιον τῆς ὑπεραγίας ∆εσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου,
Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἡγουμένου Μονῆς Στουδίου
Λαμπρῶς πανηγυρίζει ἡ κτίσις σήμερον, καινὸν οὐρανὸν τὴν Παρθένον λαμβάνουσα.
Κόρη ἐπὶ γῆς γεγέννηται, τοῦ Βασιλέως τῶν οὐρανῶν ἐψυχώμενος θάλαμος.
Νεᾶνις εἰς φῶς ἐλήλυθε τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος φανότερον ἀστράπτουσα.
Βρέφος ἐκ στείρας ἀνέλαμψε, τῆς παρθενίας τέμενος ἱερώτατον.
Τίς οὐχ ὑπαντήσει πρὸς τὴν πανήγυριν;
τίς οὐ δωροφορήσει ἑόρτια, καὶ τῇ Παρθένῳ φιλούμενα;
∆ῶρον κάλλιστον παρθενεύουσιν ἡ ἀφθαρσία, γήμασι σωφροσύνη, πλουσίοις μετάδοσις, πένησιν ἡ εὐχαριστία, ἄρχουσιν ἡ ἡμερότης,βασιλεῦσιν ἡ δικαιοσύνη, ἱερεῦσιν ἡ ὁσιότης, τοῖς πᾶσιν ἐν ἅπασιν ἡ εὐνομία.
Ἐπεὶ δὲ τοιαῦτα τὰ δῶρα, καὶ μετὰ τοιούτων ἡ λαμπροφορία, δεῦτε σκιρτήσωμεν εὐφρόσυνα.
Ἄσωμεν χαριστήρια, μετὰ ∆αβίδ·
Ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν.
Τῷ Κτίστῃ τῶν ἁπάντων, ναὸς ὑποδοχῆς ᾠκοδόμηται·
ὅτι τῷ δημιουργῷ Λόγῳ καταγώγιον ξενισμοῦ ἡτοίμασται·
ὅτι τῷ Ἡλίῳ τῆς δικαιοσύνης νεφέλη φωτὸς ἐξήπλωται·
ὅτι τῷ περιβάλλοντι τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις, θεοϋφάντου περιβολαίου ἱστὸς ἀνίσταται·
ὅτι τῷ κιρνῶντι ταῖς ὥραις τοὺς καιροὺς καὶ ἐνιαυτοὺς συνακτήριον νυμφικὸν ἀναδέδεικται.
* * * * * *
Χορεύσατε, νεάνιδες·
παρθενικὸν γὰρ τὸ γενέθλιον.
Σκιρτήσατε, μητέρες·
μητρικὸς γὰρ καρπὸς ἡ παρθενεύουσα.
Στεῖραι, εὐέλπιδες ἔστε πρὸς τὴν πρὶν στειρεύουσαν, εἶτα θεόπαιδα γεννήσασαν ἀποσκοπεύουσαι.
Μηδέ γε κόραι τῆς χορείας ἀπολειπέσθωσαν, τῆς μόνης κορῶν κορωνίδος ὁμοῦ καὶ βασιλίδος τὸ γενέσιον πανηγυρίζουσαι.
Σαλπίσατε σάλπιγγι ἐπὶ τοὺς βουνούς·
ἠχήσατε ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν·
κηρύξατε ἐν Ἱερουσαλὴμ, δι’ Ὠσηὲ ἡμῖν κἀνταῦθα τὸ προσταττόμενον. ∆αβὶδ ὁ Θεοπάτωρ, εὐφράνθητι·
Ἡσαΐας ὁ προφητοκράτωρ, φαιδρύνθητι.
Καὶ ὁ μὲν, ὅτι ἐξ ὀσφύος σου κατὰ τὴν ὁρκωμοσίαν ἡ βασιλὶς προέρχεται, ἐξ ἧς θήσειν ἐπὶ τὸν θρόνον σου τὸν καρπόν σου Θεὸς ἐπηγγείλατο·
ὁ δὲ, ὅτι ἡ προφητεία σου πέρας εἴληφεν, Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται.
Ῥάβδος ἡ Παρθένος, ἐξ ἧς ἀπειρόγαμος τὸ ἀνθηρὸν καὶ ἀένναον Χριστὸς ἄνεισιν.
* * * * * *
Ἀλλὰ τί μοι τῷ δεῖνι, καὶ τῷ δεῖνι τὸ χαίρειν περιγράφειν, καὶ μὴ φωνῇ περιληπτικῇ διασημᾶναι τὴν ἀγαλλίασιν;
Εὐφρανθήτω ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, καὶ αἱ νεφέλαι ῥανάτωσαν δικαιοσύνην.
Ἀνατειλάτω ἡ γῆ, καὶ βλαστησάτω ἔλεος, καὶ δικαιοσύνην ἀνατειλάτω ἅμα.
∆ιὰ τί;
ὅτι σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακὼβ πεφανέρωται·
ὅτι τόπος ἅγιος τῷ παναγίῳ Λόγῳ ὑποδέδεικται.
Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος, βοάτω Ἰακὼβ ὁ πατριαρχικώτατος, οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ’ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ!
Ὢ ἀποῤῥήτων ἀκουσμάτων!
ὢ παραδόξων ἀποτελεσμάτων!
Τί τοῦτο τὸ καινὸν διήγημα;
τίς αὕτη ἡ ξενίζουσα παραβολὴ καὶ ἀπόῤῥητος;
Εἰ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐκ ἐξαρκέσουσί σοι, ὡς ὁ Λόγος, καὶ τίς ἡ ἐξαρκοῦσα αὐτῷ φυσικὴ κατοίκησις;
Οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ, λέγει Κύριος;
Καὶ ποῦ τῷ τοιούτῳ, καὶ τηλικούτῳ, καὶ ὑπεραίροντι πάσης καταληπτικῆς ὑποθέσεως;
οὐ γὰρ ἐν ποσότητι τὸ ἄπειρον, περιληπτικὸν χωρίον ἐξευρηθήσεται.
Ὁ οὐρανός μοι, φησὶν, θρόνος, καὶ ἡ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου.
Καὶ ποῖος οἰκοδομηθήσεται οἶκος τῷ ἐρωτῶντι;
ἢ τίς ἐξευρεθείη τόπος τῆς καταπαύσεως αὐτοῦ;
ἀλλ’ ὅμως εὕρηται, καὶ πεφανέρωται.
Πῶς, καὶ τίνι τρόπῳ;
Ὧδε γὰρ τὸ ζητούμενον.
Μικρὸν ἀναμείνας, ἀγαπητὲ, λήψῃ τοῦ ποθουμένου τὴν ἐπίλυσιν.
* * * * * *
Μέλλοντος ἀνθρώπου ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παράγεσθαι δι’ ἄπειρον Θεοῦ ἀγαθότητα, πρότερον οὐρανὸς ἐκτείνεται, γῆ ὑπεστόρεσται, θάλασσα περιώρισται, καὶ ὅσα ἀμφοτέρων συμπληρωτικὰ, ἐν ταυτῷ τῆς ὅλης διακοσμήσεως εἴληπται.
Εἶθ’ ὕστερον ὁ ἄνθρωπος βασιλικῶς εἰς γυμνάσιον ἀρετῆς ἐν παραδείσῳ τίθεται·
ἀλλ’ εἰ μὴ ἡ παράβασις προὐχώρησεν, οὐκ ἂν τοῦ ζωηροῦ χωρίου ἐξωρίζετο.
Ἐξοστρακισθεὶς δὲ τοῦ ἐνδύματος, εἰ μὴ ταῖς θείαις προμηθείαις ἀντανίστατο, οὐκ ἂν εἰς τὴν πολυπαθεστάτην ἀλλοίωσιν κατηγάγετο, ἀντὶ Θεοῦ μονάρχου πολυθεΐαν σεβόμενος.
∆ιά τοι ταῦτα, ὡς ἐν κεφαλαίῳ φάναι, τῇ φθορᾷ κατεσχημένων ἁπάντων, καὶ Θεοῦ κατοικτιζομένου μὴ εἰς παντελῆ ἀνυπαρξίαν χωρῆσαι τὸ τῶν οἰκείων χειρῶν πλάσμα, ἄλλου καινοῦ οὐρανοῦ, γῆς τε καὶ θαλάσσης ποίημα, ἐν οἷς χωρηθῆναι εὐδοκεῖ δι’ ἀνάπλασιν τοῦ γένους ὁ ἀχώρητος. Καὶ ταῦτά ἐστιν ἡ μακαρία καὶ πολυύμνητος Παρθένος.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Οὐρανὸς μὲν, ὡς ἐκ τῶν ἀδύτων θησαυρῶν, τὸν τῆς δικαιοσύνης Ἥλιον ἀνίσχουσα·
γῆ δὲ, ὡς ἐκ τῶν ἀχράντων λαγόνων τῆς ἀφθαρσίας, τὸν στάχυν τῆς ζωῆς βλαστήσασα·
θάλασσα, ὡς ἐκ τῶν κοιλιακῶν κόλπων, τὸ νοητὸν μαργαρίτην προφέρουσα.
Ἤδη τοιγαροῦν παρήχθη ἡ νεοφανὴς κτίσις τοῦ ἀχωρήτου.
Ηὐτρεπίσθη ἡ βασίλειος αὐλὴ τοῦ Παμβασιλέως.
Ἡτοιμάσθη τὸ λογικὸν καταγώγιον τοῦ ἀκαταλήπτου.
Ὡς μεγαλοπρεπὴς ὅδε ὁ κόσμος!
ὡς ἀξιάγαστος ἡ δημιουργία, φυτοῖς ἀρετῶν ὡραΐζουσα, ἄνθεσιν ἁγνείας εὐωδιάζουσα, λαμπρότησι θεωριῶν ἀγλαΐζουσα, πᾶσιν ἄλλοις ἀμφιλαφέσιν ἀγαθοῖς ἀνενδεῶς ἔχουσα, ἀξία, τὸ δὴ λεγόμενον, τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐνοικήσεως!
Καίτοι γε καὶ ὁ πρὶν κόσμος, θαυμαστὸς ὅτι μάλιστα·
ὅτε γὰρ, φησὶν, ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου, καὶ ὕμνησαν.
Ἀλλ’ οὔ τί πω οὕτω θεοπρεπὲς, ὡς ἡ μακαρία αὕτη καὶ πανθαύμαστος Παρθένος.
Καὶ ὅτι ἀληθὲς, ἄκουσον τοῦ πολύτλα Ἰὼβ λέγοντος·
Οὐρανὸς μὲν οὐ καθαρὸς, ἄστρα δὲ οὐκ ἄμεμπτα ἐναντίον αὐτοῦ.
Τῆς δὲ τί καθαρώτερον;
τί δὲ ἀμεμπτότερον;
ἧς τοσοῦτον ἠράσθη Θεὸς, τὸ ἀκρότατον φῶς καὶ καθαρώτατον, ὡς δι’ ἐπελεύσεως ἁγίου Πνεύματος οὐσιωδῶς αὐτῇ συγκραθῆναι, καὶ ἐξ αὐτῆς προελθεῖν τέλειος ἄνθρωπος, μετὰ τῆς ἀμεταβόλου καὶ ἀσυγχύτου τῶν οἰκείων ἱδρύσεως.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Τὴν ἰδίαν δούλην, μητέρα κτήσασθαι οὐκ ἐπῃσχύνθη ὁ φιλανθρωπότατος.
Ὢ τῆς συγκαταβάσεως!
Τοῦ ἰδίου πλάσματος γέννημα χρηματίσαι οὐκ ἀπῃνήνατο ὁ ὑπεράγαθος, ἐκείνης ἐρασθεὶς δηλαδὴ τῆς ὡραιοτέρας πάσης κτίσεως, ἐκείνης ἐπιλαβόμενος τῆς ἀξιωτέρας τῶν οὐρανίων δυνάμεων.
Περὶ ταύτης τοίνυν ὁ Ζαχαρίας ὁ θαυμασιώτατος, Τέρπου, φησὶ, καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιὼν, διότι ἰδοὺ ἔρχομαι, καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, λέγει Κύριος.
Περὶ ταύτης γε καὶ Ἰωὴλ ὁ μακαριώτατος, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὧδέ πως κεκραγὼς φαίνεται·
Θάρσει, γῆ, χαῖρε καὶ εὐφραίνου, ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαί σοι.
Γῆ γάρ ἐστιν, ἐφ’ ᾗ Μωϋσῆς ὁ ἱερώτατος λῦσαι τὸ ὑπόδημα τοῦ σκιώδους νόμου εἰς ἐξαλλαγὴν χάριτος προσετάττετο.
Γῆ ἐστιν, ἐφ’ ᾗ τεθεμελιῶσθαι τῇ σαρκὶ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος ᾄδεται, ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς.
Γῆ ἐστιν, ἡ σπορᾶς ἀνεπίδεκτος, καὶ ἁπάντων καρποτροφοῦσα τροφοδότην.
Γῆ ἐστιν, ἐφ’ ἣν τῆς ἁμαρτίας ἄκανθα οὐκ ἀνέτειλε.
Τοὐναντίον δὲ μᾶλλον διὰ τοῦ ταύτης ἔρνους πρόῤῥιζος ἐκτέτιλται.
Γῆ ἐστιν, οὐχ ὡς ἡ πρότερον κατηραμένη, καὶ ἧς καρποὶ πλήρεις ἀκανθῶν καὶ τριβόλων·
ἀλλ’ ἐφ’ ἣν εὐλογία Κυρίου, καὶ ἧς εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας, ὥς φησιν ὁ ἱερὸς λόγος.
* * * * * *
Ἀλλ’ ἐπεὶ ταῦτα οὕτως, φέρε, ἴδωμεν ὅθεν εὐθυδρόμησεν ὁ ἀείζωος ὄρπηξ τῆς παρθενίας·
τίς ὁ φύσας, καὶ τίς ἡ τεκοῦσα.
Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα, ἡ διαφανὴς καὶ πανεύφημος τοῦ Λόγου ξυνωρὶς, ἡ πασῶν συζυγιῶν θεσπεσιωτέρα ἁρμονία.
Ἧς γὰρ ὁ κλάδος ὑπερφερὴς ἁπάντων, οὐ δήπου ταύτης ἡ ῥίζα μὴ προσφερεστέρα;
Ἀλλ’ ἡμῖν εὔριζος φυὰς οὕτω μεγαλοφυής τε καὶ ἐξοχωτάτη, καρποῦ δὲ τέως ἄγονος. Καθαρωτάτη ἡ πηγὴ, ἀλλὰ ῥεῖθρον οὐ φέρουσα.
Ξυμφορὰ ἡ ἀπευκταία.
Εὐληπτικὰ καὶ ἐπώδυνα τὰ παριστάμενα.
Τί οὖν;
Ἐκέκραξαν δίκαιοι, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, καὶ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτῶν ἐῤῥύσατο αὐτούς.
Πόῤῥωθεν ∆αβὶδ ἐνθεαστικώτατα διεσήμανε τοιάδε·
Ἐκέκραξαν, φησὶν, οἱ δίκαιοι.
Τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος πρόσωπον εἰσφέρειν μοι ἡ δυὰς αὕτη τεθεώρηται.
Ἐθεώρουν τοιγαροῦν θεογνωσίας τὴν ἀνθρωπότητα ἔρημον, ἐξ ἀπιστίας τὸν κόσμον χηρεύοντα·
ἐπείπερ, Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, κατὰ τὸ ᾀδόμενον.
Ὀδυνηρὰ ἡ ἀταξία, κατηφὴς ἀκαρπία.
Ἐκέκραξαν οἱ δίκαιοι, ἐν τῷ οἰκείῳ δηλαδὴ παραδείσῳ.
Ὅτου ἕνεκα;
Ἐπειδήπερ ἐκ παραδείσου ἡ λυπηρὰ ἁμαρτία ἐξελήλυθεν, ἐκεῖ φησι τῇ προμήτορι ὁ τῶν ὅλων Θεός·
Πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου, καὶ τὸν στεναγμόν σου.
Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου.
Τί ἐκέκραξαν;
Καρπὸν κοιλίας, ἤγουν εὐκαρπίαν θεογνωσίας ἐξαιτούμενοι, καὶ ταῦτα εἰκὸς προσευχόμενοι.
Ἀδωναῒ Κύριε Ἐλωῒ Σαβαὼθ, οἶδας τῆς ἀπαιδίας ὄνειδος.
Γινώσκεις τῆς ἀκαρπίας τὸ ἄθυμον.
Ἐὰν ἐπιβλέπων ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων σου, καὶ δῷς τοῖς δούλοις σου σπέρμα παιδὸς, δώσομεν αὐτὸ ἐνώπιόν σου δοτόν.
Καί γε ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, ὁ ταχὺς εἰς ἔλεον, βραδὺς δὲ εἰς ὀργὴν, δοὺς τὴν κυριώνυμον Μαρίαν λύτρον οὕτως ἀγλαὸν καὶ μεγαλοφυὲς ἀντὶ τῆς Εὔας.
Θυγάτηρ ἴαμα μητρικὸν γεγένηται·
τὸ νέον φύραμα τῆς θείας ἀναπλάσεως, ἡ παναγία ἀπαρχὴ τοῦ γένους, ἡ ῥίζα τοῦ θεοφράστου κλάδου, τὸ τοῦ προπάτορος ἀγαλλίαμα.
Ὢ τῆς εὐεργεσίας!
ὢ τῆς μεγαλοδωρεᾶς!
Ἆρα οὐχὶ καὶ αὐτὸς ὁ ἥλιος φαιδροτέρας νῦν τὰς ἀκτῖνας ἀφίησι τῆς περιχαρείας πως αἰσθόμενος;
Ἆρα οὐχὶ καὶ πᾶσα ἡ κτίσις οἷον ἐναβρύνεται ἐπ’ ἐλπίδι τῆς ἐκ φθορᾶς ἐλευθερίας, ἐπὶ τῇ γεννήσει τῆς ἀφθόρως κυούσης τὸν ἐλευθερωτὴν τοῦ κόσμου;
Σκόπει καὶ τὰ ἑξῆς·
φιλακροάμων ἔσο, ἀγαπητὲ, καὶ μὴ ἀποκνῇς πρὸς τὴν ἔρευναν.
Ἄμελγε, φησὶ, γάλα, καὶ ἔσται βούτυρον.
Κατάλληλος ὁ τόπος τῆς δικαίων προσευχῆς.
Ἐν παραδείσῳ προσευξάμενοι, παράδεισον ἔτεκον, πολὺ τοῦ προτέρου μακαριώτερον.
Ἐκεῖ ὄφις ψιθυρίσας, εὐάλωτα τὴν Εὔαν ἐξηπάτησεν.
Ἐνταῦθα Γαβριὴλ ὁ ἀρχάγγελος ὁμιλήσας τῇ Μαρίᾳ εὐφρόσυνα, διετάραξεν, ἀλλ’ οὐκ ἐξηπάτησεν.
Ἐκεῖ ἡ τοῦ ὄφεως ὑπακοὴ θάνατον τὸν ἀμειδῆ προεξένησεν.
Ἐνταῦθα ἡ πειθὼ τοῦ ἀγγέλου, ζωὴν τὴν ἀειχαρῆ τοῖς ἀνθρώποις ἀντεισήγαγεν.
Ἐκεῖ ἡ ἀπόφασις ὀδυνηρὰ τῇ ἐκ παρακοῆς τικτούσῃ·
ἐνταῦθα ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησις, χαρμόσυνα τῇ ἐκπεφευγυίᾳ προφητικῶς τὰς λυπικὰς ὠδῖνας.
Ὢ τῆς ἐξαλλαγῆς τῶν πραττομένων!
ὢ τῆς καινότητος τῶν τελουμένων!
Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθε (λελέχθω κἀνταῦθα), ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά.
Οἴκου ἀρχὴ κατὰ ἀκριβεστάτην θεωρίαν, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐπιδημίας ἡ παροῦσα πανήγυρις προεκλάμπουσα.
* * * * * *
Ἔχεις, ὦ φιλότης, τοῦ ζητουμένου τὴν λύσιν.
Ἀπέλαβεν τῆς ὑποσχέσεως τὸ χρέος.
∆εῦρο, λέξον καὶ αὐτὸς σὺν Ἡσαΐᾳ τὰ Ἡσαΐου·
Κύριε ὁ Θεός μου, δοξάσω σε·
ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐποίησας θαυμαστὰ πράγματα, βουλὴν ἀρχαίαν ἀληθινήν.
Μικροῦ μὲν οὖν καὶ ὄψει τὴν μακαρίαν εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων εἰσιοῦσαν, ὡς ἤδη τῷ παναγεστάτῳ Θεῷ ἀφιερωμένην·
ἔπειτα συλλαμβάνουσαν ἐν γαστρὶ τὸν ἀπερίληπτον.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Εἰς μικρὸν σώματος ἐνοικῆσαι τὸν περιέχοντα δρακὶ τὰ σύμπαντα.
Καὶ πῶς οὐ περιγραπτὸς, ὦ Χριστομάχε (ἵνα μικρὸν παραθεωρήσω);
Ὅτι, εἰ καὶ καθ’ ἡμᾶς, φησὶν, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμᾶς.
Καὶ τί τοῦτο;
Οὐ γὰρ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν μορφὴν, ἀλλὰ κατὰ τὴν θεότητος φύσιν ἡ διαφορὰ καὶ ἐξαλλαγή·
οἷον ἐγαλουχεῖτο μαζοῖς μητρικοῖς ἀνθρωπικῶς·
ἀλλὰ παρεῖχε τὸ ζῇν μητρὶ θεοπρεπῶς.
Ἐλάλει φωνῇ ἐνάρθρῳ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλὰ παρηγγυᾶτο ἐξουσίᾳ θεϊκῇ ὑπὲρ ἡμᾶς, δι’ ὧν τὰ θαύματα.
Ὡδοποίει γεηροῖς ποσὶ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλ’ εἰς νῶτα θαλάσσης ὑπὲρ ἡμᾶς.
Ἐσταυροῦτο σαρκὶ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλ’ ἐτροποῦτο ἐν σταυρῷ τὰς ἐναντίας δυνάμεις ὑπὲρ ἡμᾶς·
ὧν τὰ μὲν περιγραπτῆς φύσεως·
τῆς καθ’ ἡμᾶς γάρ·
τὰ δὲ ἀπεριγράπτου, τῆς ὑπὲρ ἡμᾶς·
οὐ λυμηναμένης θατέρας θάτερα τῇ οὐσιώδει συνόδῳ τὰ φυσικὰ ἰδιώματα, ἀλλ’ εἴσω τῆς οἰκείας ὁροθεσίας ἑκατέρας ἑστώσης.
Σὺ δὲ φεύγων τὸ περιγράφειν, ἤτοι εἰκονίζειν·
ταυτὸν γὰρ ἀμφότερα, καὶ τὰς φύσεις φύρεις σὺν Ἀκεφάλοις, καὶ τὴν οἰκονομίαν ἀποσκευάσῃ σὺν Μανιχαίοις.
Ἧττον ἦν σοι εἰς ἀνοίας λόγον, ἵνα τὸ ἀληθὲς εἴπω, Ἰουδαΐζειν, ἢ τὴν προσηγορίαν Χριστιανοῦ ἔχοντι κατὰ Χριστοῦ φέρεσθαι.
Ὅτι ὁ μὲν οὐ προσιέμενος Θεὸν σεσωματῶσθαι, οὔτε εἰκονίζει, ἀκόλουθα ἑαυτῷ πράσσων·
σὺ δὲ προσηκάμενος μὲν, μὴ εἰκονίζων δὲ, ἀνακόλουθος σεαυτῷ γίνῃ, γέλωτα ὀφλισκάνων καὶ τῷ Ἰουδαΐζοντι.
Καὶ οὔπω λέγω τὴν ὕβριν, ἀλλὰ πρὸς μὲν ἐκείνους τοσοῦτος ὁ λόγος, ὅτι μὴ δογματικῶς, ἀλλ’ ἑορταστικῶς συνηθροίσθημεν.
Ἡμεῖς δὲ ἔτι βραχέα προσειπόντες τῇ Παρθένῳ, καὶ ταῦτα ἐξ ὧν ὠνόμασται ἐν τῇ θεοπνεύστῳ Γραφῇ ἀνελίττοντες, συμπερανοῦμεν ἐν τούτοις, εἰ καὶ ἀναξίως, τὸν λόγον.
* * * * * *
Χαῖρε, Μαρία, ἤτοι μυρία, διὰ τὸ ἀπειροπληθὲς τῶν ἐγκωμίων.
Μυρία γὰρ εἰπὼν περὶ σοῦ τις, οὐκ ἂν ἐφίκοιτο τῆς ἀξίας.
Χαῖρε, Κυρία, ὡς τοῦ τῶν ὅλων Κυρίου μητροπρεπῶς τὴν κυρείαν εἰληφυῖα, ἧς τὰ σύμπαντα δοῦλά τις φήσας, οὐκ ἀπὸ σκοποῦ βάλλοι τὸν λόγον.
Χαῖρε, σμύρνα θαλασσία, ἡ ἐν τῇ ἁλμυρᾷ τοῦ βίου ῥοπῇ τὴν σάρκα νεκροφοροῦσα τῇ ἁμαρτίᾳ, ἐξ ἧς γλυκασμὸς, καὶ ὅλως ἐπιθυμία, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν, Ἐτρύγησα σμύρναν μετὰ ἀρωμάτων μου.
Χαῖρε, βάτε, τὸ πυρίπλοκον θαῦμα, ἡ κατὰ στέρησιν ἄβατος τῇ ἁμαρτίᾳ·
ἐπεὶ καὶ φυτὸν ἀθιγὲς, καὶ βατὸν οὐρανὸν δεδειχυῖα γηγενέσιν ἐκ θεογονίας σου.
Χαῖρε, κιβωτὲ, τὸ θεόδμητον στέγος, ἡ τοῦ νεοκτίστου κόσμου ταμία, ἀφ’ ἧς ἔξεισι Χριστὸς, ὁ νέος Νῶε, πληρῶν τὸν ἄνω κόσμον τῇ ἀφθαρσίᾳ.
Χαῖρε, ῥάβδος, τὸ θεόφυτον ἔρνος, ἡ μόνη πασῶν παρθένων τεκνοφόρος, ἐξ ἀσπορίας ἀνθήσασα υἱέα τὸν τῶν ἁπάντων Θεὸν καὶ ἱεράρχην.
Χαῖρε, στάμνε, τὸ χρυσόπλαστον ἄγγος, ἡ παντὸς ἄγγους ἐξῳκισμένη, ἀφ’ ἧς μανναδοτεῖται ἅπας ὁ κόσμος, τὸν ἐν πυρὶ τῆς Θεότητος ἐξοπτηθέντα τῆς ζωῆς ἄρτον.
Χαῖρε, σκηνὴ, ὁ θεότητος πόλος, οὐρανοῦ τῶν ἀψίδων προφερεστέρα, ἀφ’ ἧς αὐτοπροσώπως ὡμίλησε Θεὸς ἀνθρώποις, καὶ ἐξ ἧς εἰς τὸν κόσμον ἱλασμὸς ἐπεδήμησεν αἰώνιος.
Χαῖρε, θυμιατήριον, τὸ σκεῦος τὸ χρυσόνουν, ἡ τὸν θεῖον ἄνθρακα ἔνδον φέρουσα, ἀφ’ ἧς διέπνευσεν εὐωδία τοῦ Πνεύματος, τὴν μυδῶσαν φθορὰν ἐκ κόσμου ἀπελαύνουσα.
Χαῖρε, τράπεζα, τὸ θεόθετον κρᾶμα ἡ πᾶσιν ἀγαθοῖς ἀρετῶν πλήθουσα μέθεξις, τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ὀμφαλός σου κρατὴρ τορευτὸς, μὴ ὑστερούμενος κράματος.
Χαῖρε, ναὲ, τὸ καθαρότευκτον Κυρίου δῶμα, περὶ οὗ φησιν ὁ ∆αβίδ·
Ἅγιος ὁ ναός σου, θαυμαστὸς ἐν δικαιοσύνῃ·
ἐξ οὗ ναουργῶν Χριστὸς ἑαυτῷ τὸ σῶμα, ναοὺς δείκνυσι τοὺς βροτοὺς Θεοῦ ζῶντος.
Χαῖρε, ἁγίασμα, ἡ κρήνη ἡ θεόβρυτος ἡ πάσης ἁγιστείας ἀνάπλεως, ἐξ ἧς πρόεισι τῶν ἁγίων Ἅγιος, ὁ ἐξ ἐναγείας ἀποκαθαίρων κόσμον.
Χαῖρε, τόπος Κυρίου, ἡ θεοστιβὴς γαῖα, ἡ τὸν ἔξω τούτου παντὸς τῇ Θεότητι τοπώσασα τῇ σαρκώσει, ἐξ ἧς ὁ ἁπλοῦς, σύνθετος·
καὶ ὁ ἀΐδιος, ἔγχρονος·
καὶ ὁ περιγραπτὸς, ὁ ἀπερίγραπτος.
Χαῖρε, οἶκος Θεοῦ, ὁ θείαις ἀγλαΐαις ἐκλάμπων δόμος, οὗ τὸ ὑπέρθυρον ἀναφαίρετον τῆς ἁγνείας·
ἡ πλήρης δόξης Κυρίου, καὶ τῶν πυρίνων Σεραφὶμ φωτοειδεστέρα ἐν πνεύματι.
Χαῖρε, πύλη, ἡ ἀνατολόβλεπτος, ἐξ ἧς ἡ τῆς ζωῆς ἀνατολὴ τοῖς ἀνθρώποις τὴν τοῦ θανάτου δύσιν μειοῦσα·
ἡ θεόδευτος βάτος, καὶ τὰς κλεῖς τῆς παρθενίας φέρουσα.
Χαῖρε, οὐρανὲ, τὸ τοῦ περικοσμίου χώρου ἐνδιαίτημα τιμιώτερον·
ἡ ταῖς τῶν ἀρετῶν λαμπηδόσι κατάστερος, ἐξ ἧς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος ἀνέτειλεν, ἡμέραν ἀδύτου σωτηρίας ἀνθρώποις δημιουργησάμενος.
Χαῖρε, θρόνε.
ὁ μετεωροπόρητος ἐν δόξῃ, ὁ ἔμψυχος θῶκος ἡ τοῦ Θεοῦ καθέδραν ἐν ἑαυτῇ διαγράφουσα, καὶ ὑπὲρ νοερὰς δυνάμεις Θεὸν ἀναπαύουσα.
Χαῖρε, Χερουβὶμ, ὁ πυροειδὴς νοῦς, ἡ ὡς ὄμματα τὰ θεῖα νοήματα πλήθουσα, καὶ πολυφάτους χάριτας ἀναστράπτουσα, καὶ δι’ ἧς τὸ ἀνέσπερον φῶς ἀνθρώποις διαπορθμεύεται.
Χαῖρε, Μήτηρ ἄνανδρε, ἡ ἐν μητράσι μόνη ἁγνεύουσα, καὶ τὰ μητέρων κατὰ παρθένους ἔχουσα, θαυμάτων ἁπάντων τὸ καινότατον θαῦμα.
Χαῖρε, Παρθένε γεννήσασα, ἡ ἐν παρθένοις μόνη τοκεύουσα, καὶ τὰ παρθένων κατὰ μητέρας φέρουσα·
τεράτων ἁπάντων τὸ φρικωδέστατον λάλημα.
Χαῖρε, σφραγὶς βασιλικὴ, ἡ τὸν ἐκ σοῦ οὐσιωθέντα Βασιλέα τῶν ἁπάντων ἀποτυποῦσα μητρομοίῳ σώματι·
εἴπερ οἵα ἡ γεννῶσα, τοιοῦτον δηλαδὴ καὶ τὸ γέννημα.
Χαῖρε, βιβλίον ἐσφραγισμένον, ἡ πάσῃ φθοροποιῷ ἐπινοίᾳ ἀπήμαντος, ἐξ ἧς ὁ θεοχαράκτου νόμου κύριος πρὸς αὐτοῦ μόνου παρθενικῶς ἀναγινώσκεται. Χαῖρε, τόμος καινοῦ μυστηρίου, ἡ τῇ ἀφθαρσίᾳ παντάπασιν ἄθικτος, ἐν ᾗ ὁ ἀνείδεος Λόγος γραφίδι ἀνθρωπικῆς ἰδέας ἐζωγράφηται, εἴτουν σεσωμάτωται, ὁ κατὰ πάντα ὅμοιος ἡμῖν πλὴν ἁμαρτίας γενόμενος.
Χαῖρε, πηγὴ ἐσφραγισμένη, ὁ βρυτὴρ τῆς ἀφθαρσίας, ἡ τὸ ῥεῖθρον τῆς ζωῆς Χριστὸν ἐκβλύσασα, τῶν σημάντρων μηδαμῶς τῆς παρθενίας λυμανθέντων.
Οὗ τῇ μεθέξει ἀπαθανισθέντες, παλινδρομοῦμεν, εἰς τὸν ἀγήρω παράδεισον.
Χαῖρε, κῆπος κεκλεισμένος, ἡ τῇ παρθενίᾳ ἀδιάνοικτος εὐκαρπία, ἧς ἡ ὄσφρησις ὡς ἀγροῦ πλήρους, ὃν εὐλόγησεν ὁ ἐκ σοῦ προελθὼν Κύριος.
Χαῖρε, ῥόδον ἀμάραντον, ἡ τὸ ἀμήρυτον εὐωδιάζουσα, ἧς ὁ ὀσφρανθεὶς Κύριος ἐπανεπαύσατο, καὶ δι’ ἧς ἀνθήσας τὴν εὐωδίαν τοῦ κόσμου ἀπεμάρανε.
Χαῖρε, μῆλον εὐωδιάζον, ὁ στειροφυὴς καρπὸς, καὶ ὡραιόθεος, ἡ λέγουσα ἐν Ἄσμασιν, Ἐν μήλοις με στοιβάσατε, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι.
Ἧς δρεψαμένης τὴν καθαρότητα Χριστὸς, εἱστιάσατο εὐοδμίαν ἄχραντον τῷ κόσμῳ διαπνέουσαν.
Χαῖρε, κρῖνον, οὗ ὁ γόνος Ἰησοῦς, ταῦτα τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ ἀμφιεννύντος·
ἡδύπνους ῥοδωνία τοῦ Πνεύματος, ἐξ ἧς Χριστὸς ἀνήθευτον ἐξ ἀσπορίας στολὴν περιεβάλετο, τὴν Σολομωντικὴν στολὴν ἀποκρύπτουσαν.
Χαῖρε, ἄνθος, τὸ πάσης ἀνθοβαφικῆς χροιᾶς ποικιλώτερον ἐξ ἀρετῆς ἁπάσης ἥδυσμα, ἐξ ἧς ἄνεισιν ἄνθος ὁμοίῳ ὅμοιον κατὰ μητρικὴν ἐμφέρειαν, ἐφ’ ᾧ ἑπτὰ τὰ ἀναπαυόμενα πνεύματα, ὡς ὁ Λόγος.
Χαῖρε, νάρδος νάουσα, καὶ ἀρδεύουσα κατὰ τὰ μυρεψικὰ τῆς ἁγνείας ἀρώματα, ὧν ἡ διάδοσις ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Νάρδος μου ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ.
Χαῖρε, στακτὴ, ἡ ἐκ παρθενικῆς βαλσαμουργίας ἀποστάξασα Χριστῷ, στακτὴν ἁγιάσματος, ἤτοι γάλακτος, ἡ ψάλλουσα ἐν Ἄσμασιν·
Ἀπόδεσμος τῆς στακτῆς ἀδελφιδοῦς μου ἐμοὶ, ἀναμέσον τῶν μαστῶν μου αὐλισθήσεται.
Χαῖρε, κιννάμωμον, τὸ ἐκ νοητοῦ παραδείσου τῆς ἀχραντίας ἐξιὸν ἄρωμα, οὗ ἡ ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρπῶν ἀκροδρύων·
κάλαμος καὶ κιννάμωμον μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου.
Χαῖρε, θύγατερ, ἡ θυηπόλος νεᾶνις, ἧς τὸ ἄχραντον ἐράσμιον, καὶ ὁ κόσμος παράδοξος τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Τί ὡραιώθησαν διαβήματά σου ἐν ὑποδήμασι, θύγατερ Ἀμιναδάβ;
Ἡ κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις.
Χαῖρε, ἀδελφὴ, ἡ τοῦ καλοῦ ἀδελφοῦ παρώνυμος καὶ πανέραστος, οὗ ἡ φωνὴ τοιάδε ἐν Ἄσμασιν·
Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἀδελφή μου νύμφη, ἐκαρδίωσας;
Χαῖρε, νύμφη, ἧς νυμφοστόλος τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ νυμφίος ὁ Χριστὸς, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν·
Ὁλοκάλη ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί·
δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου, νύμφη.
Χαῖρε, μύρον, τὸ τῶν ἀρετῶν μυριότιμον σύνθημα, ἡ παναγνείας μύροις μυρίζουσα, ἐξ ἧς ὁμωνύμως σοι προῆλθεν ὁ Κύριος.
Μύρον γὰρ, φησὶν, ἐκκενωθὲν ὄνομά σου·
ἀφ’ οὗ κέχρισται τὸ βασίλειον ἱεράτευμα.
Χαῖρε, θυμίαμα, τὸ ὑπὲρ κόσμου παντὸς ἐνώπιον Κυρίου κατευθυνόμενον προσευκτήριον, ἡ ἀποπεπληρωμένη ἐξ εὐωδίας τοῦ Πνεύματος, περὶ ἧς που θαυμαστικῶς βεβόηται·
Τίς αὕτη ἀναβαίνουσα ἀπὸ τῆς ἐρήμου, ὡς στελέχη καπνοῦ τεθυμιαμένη;
Χαῖρε, χρυσίον καθαρὸν, ἡ ἐν χωνείᾳ τοῦ Θεοῦ δοκιμασθεῖσα τῷ πυρὶ τοῦ Πνεύματος, καὶ μηδαμοῦ ῥυτίδα κακίας φέρουσα·
ἐξ οὗ ἥ τε λυχνία, καὶ ἡ τράπεζα, καὶ πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον χρύσεα κατ’ ἔμφασιν ἀλληγορικὴν, ἐπὶ σὲ τὸν χρυσώνυμον καὶ πολυώνυμον μεταλαμβάνεται.
Χαῖρε, ξύλον ἄσηπτον, ἡ φθορᾶς ἁμαρτικῆς μὴ προσηκαμένη σκώληκα, ἐξ ἧς τὸ νοητὸν θυσιαστήριον, οὐκ ἐκ ξύλων ἀσήπτων κατεσκευασμένον, ἀλλ’ ἐξ ἀχράντων λαγόνων Θεῷ δεδομημένον.
Χαῖρε, πορφύρα βασιλικὴ, ἡ ἐκ παρθενικῶν αἱμάτων σου ἐξυφάνασα ἁλουργίδα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασι·
Πλοκίον κεφαλῆς σου ὡς πορφύρα·
βασιλεὺς δεδεμένος ἐν παραδρομαῖς.
Τί ὡραιώθης, ἢ τί ἡδύνθης;
Χαῖρε, βύσσος κεκλωσμένη, ἡ βάθος θείων νοημάτων ἐν διανοίᾳ κλώσασα, καὶ ταῖς ἐναντίαις θέλξεσιν ἄχαυνος·
Πῶς γὰρ, φησὶν, ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;
∆ι’ ἧς ἡ ἐπωμὶς πορφυροχρυσόμικτος τῷ ἱεραρχοῦντι τῶν ἄνω ∆υνάμεων.
Χαῖρε, ὑάκινθος, τὸ φλογοφανὲς τῆς παρθενίας ἔριον ἐξ οὗ μυστικῶς τῷ Θεῷ ἱερούργηται ἄμφιον σωματώσεως.
Χαῖρε, κούφη νεφέλη, ἡ τὸ γεῶδες καὶ βρίθον σκῆνος, κοῦφόν πως, ὡς ἀερῶδες, ἔχουσα, καὶ τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς ὡς ἐν θυσιαστηρίῳ καλύπτουσα, ἐν ᾗ καθῆσθαι Κύριον Ἡσαΐας προσηγόρευσε.
Χαῖρε, ἅχραντε, τὸ ἀνέπαφον τῆς παρθενίας κειμήλιον, ἡ τὸν ἄχραντον Λόγον γεννήσασα, ἀφ’ ἧς ἡ παρθενία ἐξέλαμψε τὸν κόσμον συντέμνουσα.
Χαῖρε, ἁγνὴ, ἡ μόνη τὴν καρδίαν ἁγνὴν αὐχηματικῶς ἔχουσα.
Τὸ ὄρος ἀληθῶς τὸ θεόδεκτον, ἀφ’ οὗ ἁγνίζεται ὁ νέος Ἰσραὴλ τοῦ πάλαι τιμαλφέστερον καὶ χρονιώτερον.
Χαῖρε, ἀλόχευτε, βρεφοτρεφῆ γαλουχίαν μητροπρεπῶς φέρουσα, ἀφ’ ἧς ἀμέλγει γάλα παρθενικὸν, ὁ τρέφων τὰ σύμπαντα.
Χαῖρε, ἀμόλυντε, ἡ μόνη Θεῷ εἰς ἐνοίκησιν εὐπρόσιτος, καὶ Θεοῦ ἀξίωμα ἐκ γεννήσεως ἔχουσα·
διὸ σὺ προσκυνητὴ καὶ πάσαις οὐρανίαις ∆υνάμεσι.
Χαῖρε, πόκε, τὸ περὶ τὸν Γεδεὼν νίκης σύμβολον, ἐξ ἧς ἀπεῤῥύη τροπικῶς ἡ δρόσος ἡ ἀθάνατος, ὁ αὐτολέκτως φάμενος·
Θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον.
Χαῖρε, χωρίον Θεοῦ, τὸν ἐν πᾶσιν ἀχώρητον ἐν γαστρὶ χωρήσασα·
οὗ τὰ πάντα ἐν δρακὶ, καὶ σοῦ παρόντος ἐν χερσίν·
ὃ καὶ λεγόμενον ἀδιανόητον, καὶ διανοούμενον ἀσυνείκαστον.
Χαῖρε, Θεοῦ Μήτηρ, ἡ μόνη τοῦ ἰδίου Υἱοῦ δούλη, καὶ ἄμφω φύσει, μεθ’ ἣν οὐκ ἔστι μήτηρ παρθένος τῆς μακαρίας παρθενίας εἰς τὴν πρὶν ἐν παραδείσῳ ἀναδραμούσης ἀφθαρσίαν.
Χαῖρε, Θεοδόχε, φωτοειδὲς στοιχεῖον τῆς θείας ἀπειρίας, οὗ ὁ ἄπειρος, ποδιαίᾳ γαστρὶ περιεχόμενος, καὶ ἐν ἑαυτῷ περιέχων τὰ πέρατα.
Χαῖρε, Θεοτόκε κυρίως καὶ ἀληθῶς, τὸ πρὸς Θεὸν ἀνθρώποις φρικτὸν συναπτήριον, δι’ ἧς τὰ οὐράνια τοῖς ἐπὶ γῆς ἥνωνται, Θεῷ τὰ ἀνθρώπου, καὶ ἀνθρώπῳ τὰ Θεοῦ ἀντανίσχουσα.
Χαῖρε, παστὰς, ἡ παρθενίας ἐγερθεῖσα κάλλεσι, τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Εἰσῆλθον εἰς κῆπόν μου, ἀδελφή μου νύμφη.
Οὗ πρὸς σάρκα συναφείας ἐκεῖνα ἐπάγεται·
Ἐξέλθετε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ Σολομὼν, ἐν τῷ στεφάνῳ, ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ, καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης τῆς καρδίας αὐτοῦ.
Χαῖρε, ἀμνὰς, ἡ ἄτεξ κατὰ γαμικὴν σύνοδον, καὶ τοκὰς κατὰ θείαν σύλληψιν.
Ἐξ ἧς ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ἐπεδήμησε.
Χαῖρε, νεφέλη φωτὸς, ἡ ἐν ἐρήμῳ τοῦ βίου πρεσβευτικῶς τὸν νέον Ἰσραὴλ σκιάζουσα·
ἀφ’ ἧς τὰ τῆς χάριτος διατάγματα ἤκουσται, ἐξ ἧς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος ἀνατέταλκε μαρμαρυγαῖς ἀφθαρσίας καταφαιδρύνων τὰ σύμπαντα.
Χαῖρε, λυχνία, τὸ χρυσοῦν τῆς παρθενίας σκεῦος καὶ εὔριζον, οὗ θρυαλλὶς, ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἔλαιον, τὸ ἐξ ἀχράντων σαρκῶν ληφθὲν σῶμα ἅγιον, ἐξ ὧν φῶς Χριστὸς τὸ ἀνεπίδυτον·
ἡ τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις τὴν ἀΐδιον ζωὴν παράψασα.
Χαῖρε, κεχαριτωμένη, τὸ πάσης χαρᾶς χαριέστερον καὶ πρᾶγμα, καὶ ὄνομα, ἐξ ἧς χαρὰ ἀδιάδοχος εἰς τὸν κόσμον Χριστὸς γεγέννηται, τῆς Ἀδαμιαίας λύπης τὸ ἰατρεῖον.
Χαῖρε, παράδεισε, τῆς Ἐδὲμ χωρίον μακαριώτερον, οὗ φυτὸν ἀρετῆς ἅπαν ἀνατέθηλε, καὶ ἐφ’ ᾧ ξύλον τῆς ζωῆς πεφανέρωται·
οὗ τῇ μεθέξει εἰς τὴν ἀρχαίαν δίαιταν ἀνατρέχομεν, τῆς φλογίνης ῥομφαίας νῶτα διδούσης, ὡς γέγραπται.
Χαῖρε, πόλις, τὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως, ∆αβιτικῶς εἰπεῖν, περιήχημα, ἐν ᾖ τὰ βασίλεια τῶν οὐρανῶν ἀνέῳκται, καὶ γηγενεῖς πολιτογραφούμενοι γήθουσιν·
ἧς ἐξαίσια καὶ τεθαυμασμένα πάσαις γλώσσαις τε καὶ διανοίαις τὰ διηγήματα, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ διὰ σοῦ ἱλεουμένῳ μοι, ἐφ’ οἷς ὤφλησα ὁ οἰκτρὸς καὶ ἄλογος, ἐκθειάζων τὰς ἀπείρους αἰνέσεις σου ὅτι αὐτῷ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Σερρών και Νιγρίτης
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...