Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

p saranths sarantoy 01


Σεβασμιώτατε,

Ἀσπάζομαι εὐλαβῶς τήν Δεξιά Σας.

Τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Πνευματικοῦ μου Πατρός, ὁ ὁποῖος τυγχάνει Πνευματικός φάρος τηλαυγής, ὀφθαλμός τῆς Ἐκκλησίας, πατέρας στοργικός, ἀσκητής, λιτός, φτωχικός, ταπεινός καί ἐλεήμων, θερμά φιλόκαλος, Σᾶς ὑποβάλλω τό παρόν ὑπόμνημά μου, ἀφοῦ κατά παραχώρηση τοῦ Παντοκράτορος Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνήκω, ἀνάξιος ὤν, στήν τιμιωτάτη χορεία τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν.

Ὡς κληρικός τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί ὡς ἐν χηρείᾳ κληρικός Αὐτῆς αἰσθάνομαι βαρύτατα προσβεβλημένος, γιατί πληροφοροῦμαι ὅτι ἡ Σεπτή Διοίκησή μας συζητεῖ τό θέμα τοῦ γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν. Ἔχει μάλιστα συστήσει «εἰδική ἐπιτροπή» πού «μελετᾷ» τό θέμα αὐτό ὡς καί γενικότερα τό θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν.Ἀπορῶ ὅμως καί ἐξίσταμαι γιά τό θράσος νέου κληρικοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος προτρέχων δημοσιεύει στόν Ἐλεύθερο Τύπο τῆς Κυριακῆς 14 Νοεμβρίου 2004 ἄρθρο του μέ ἐπικεφαλίδα «Ἔγκυρος καί κανονικός ὁ δεύτερος γάμος κληρικῶν».

Δέ θά παρασυρθῶ στήν προσπάθεια νά ἀναιρέσω τά γραφόμενα τοῦ ὡς ἄνω κληρικοῦ, ἀφοῦ ἀκόμα καί οἱ ἱεροσπουδαστές τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς εἶχαν τήν ἑτοιμότητα νά διακρίνουν τήν ἀταξία τοῦ κειμένου, τήν παντελῆ ἔλλειψη ἐπιχειρημάτων, τήν πρωτοφανῆ περιφρόνηση τῆς μακροτάτης Παραδόσεως τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας καί τήν ἀγωνία του νά ἐπιδείξει ἐκσυγχρονισμένη τήν Ἐκκλησία μας, σύνδρομο νεόπλουτου ὑβριστοῦ.

Πρίν ἀπό λίγους μῆνες ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐξέδωσε καί ἀπέστειλε σ’ ὅλους τούς κληρικούς τά πρακτικά τοῦ πρό διε-τίας συνεδρίου στόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Ρῶσο μέ θέμα τό Γάμο. Στήν περι-σπούδαστη εἰσήγησή του ὁ καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανε-πιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γ. Φίλιας ἀπέδειξε ἐπιστημονικῶς καί ἐκκλησια-στικῶς ὅτι μόνο ἕνα Γάμο γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μας ἀκόμη καί γιά τούς λαϊκούς καί ὅτι ὁ δεύτερος γάμος δέν ἀποτελεῖ μυστήριο, ἀλλά οἰκονο-μία τῆς Ἐκκλησίας μέ σκοπό τήν πολυπόθητη γιά τό χριστιανό μετάνοια.

Τί μεσολάβησε μέσα σέ λιγότερο ἀπό δύο χρόνια, ὥστε ἡ σεπτή δι-οίκησή μας νά μᾶς στείλει ἀνατροπή τῶν ἐκλεκτῶν ἐπιστημονικῶς καί ἐκκλησιαστικῶς τεκμηριωμένων θέσεων τοῦ κ. Γ. Φίλια; (Οἱ θέσεις ὅμως τοῦ κ. Καθηγητοῦ εἶναι λίγο ὡς πολύ γνωστές σ’ ὅλο τό χριστεπώνυμο πλήρωμα).

Ἐπιτρέπεται ἀπό ἕνα τόσο σοβαρό σῶμα, τό σῶμα τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας μας νά βγαίνει πρός τά ἔξω τέτοια ἀφερεγγυότητα μέ μιά δίγλωσση στάση ἐντός τῆς τελευταίας διετίας γιά ἕνα τόσο καίριο θέμα;

Πῶς ἐπιτρέπει σέ νέο κληρικό νά ἐκθέτει καί νά προσβάλλει τό τίμιο πρεσβυτέριο, τούς μάχιμους ἐφημερίους πού σηκώνουν τό φορτίο τῆς πρώτης γραμμῆς τῆς ποιμαντικῆς διακονίας, μέ τήν ἀπειρία του καί τήν ἄγνοια τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας μας;

Αὐθόρμητα λοιπόν αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά ρωτήσω τή Σεπτή Διοίκησή μας: Πιστεύουμε ἤ ὄχι στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, πού μᾶς κατέστησε, ἐγγάμους ἤ ἀγάμους κληρικούς, στό ὕψος τῆς Ἱερατικῆς Διακονίας;

Ὡς μάχιμοι ἐφημέριοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού βρισκόμαστε στήν πρώτη γραμμή τῆς ποιμαντικῆς ἐν Χριστῷ διακονίας, προσπαθοῦμε, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, νά παρηγοροῦμε τούς τραχέως ἀγωνιζομένους πιστούς μας. Ἐπικαλούμαστε φανερά καί ρητά ἀλλά καί μυστικά τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά ἀντιμετωπίζουν ἡγεμονικά, ἡρωϊκά καί μαρτυρικά τίς ἀενάως ἀναφυόμενες μικρές, μεγάλες ἤ ἀδιέξοδες δοκιμασίες, οἱ ὁποῖες συντελοῦν στήν ἐν Χριστῷ τελείωσή τους.

Αὐτονοήτως καί στή δική μας (ἡμῶν τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν) τήν ἐν Χριστῷ τελείωση δέ συντελεῖ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τί συνέβη τώρα ὥστε ἡ Σεπτή Διοίκησή μας νά ἀλλάζει τά δεδομένα τῆς πίστεώς μας δηλώνοντας ἐμμέσως πλήν σαφῶς, ὅτι ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἄπιαστος ὅρος Θεολογικός καί ὄχι ἁπτή σωστική πραγματικότητα μέσα στήν Ἐκκλησία μας, μέσα στούς πιστούς, γιατί ὄχι καί στούς ἐν χηρείᾳ κληρικούς;

Ταπεινῶς φρονῶ καί υἱκῶς παρακαλῶ,

Σεβασμιώτατε,

Νά λάβετε ὑπ’ ὄψη Σας τά ἑξῆς:

  1. Οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας βγαλμένοι ἀπό τή συνολική Συνοδική Ἁγιοπνευματική καί φιλανθρωπότατη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἐπιτρέπουν γάμο στούς κληρικούς μετά τή χειροτονία τους, οὔτε πολύ περισσότερο τό δεύτερο γάμο.

Αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς εἶναι πιά ριζωμένος στίς συνειδήσεις τῶν (συνειδητῶν-πιστῶν) κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν. Ἀπ’ ὅσο ὡς παθών γνωρίζω, δέν ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐν χηρείᾳ κληρικοί, πού νά μή στέκονται στό ὕψος τῆς πατρικῆς εὐθύνης καί τῆς ποιμαντικῆς ἐν Χριστῷ διακονίας. Σπάνιες ἐξαιρέσεις ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα τῶν ἐντίμων κληρικῶν. Ἐξ ἄλλου τό πλήρωμα τῶν λαϊκῶν ποτέ δέν θά μποροῦσε νά διανοηθεῖ παντρολογήματα σέ κληρικούς.

Ὁ μακαριστός Γέροντας π. Ἐπιφάνειος Θεοδωρόπουλος ἔχει ἀπαθανατίσει στά Ἀπομνημονεύματά του ὑποθετική στιχομυθία συζύγων πού βρίσκονται μέσα στή Θεία Λειτουργία καί ἐνδιαφερόμενοι γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἄγαμης θυγατέρας τους σιγοψιθυρίζουν σχολιάζοντας μεταξύ τους τά ἱκανά συζυγικά προσόντα τοῦ Λειτουργοῦ, πού τόν θεωροῦν ὑποψήφιο γαμπρό γιά τήν κόρη τους. Ὀμορφιά, λεβεντιά, πιθανή συζυγική πιστότητα, χρηματικές ἀποδοχές, κουλτούρα, ἐνδιαφέροντα, μόρφωση, κοινωνικό πρεστίζ, ἀποτελοῦν τό ἀντικείμενο τῆς κρυφιοσυζητήσεως τοῦ ζεύγους ἐντός τῆς… θείας Λατρείας…

Πόσα ἄλλα δεινά μποροῦν νά προκύψουν προβλέψιμα ἤ ἀπρόβλεπτα, ἄν κάποιοι προχωρήσουν στό ξεκοίλιασμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων;

Ἀπό ὅλα αὐτά τά δεινά τόσο τόν ἴδιο τόν ἱερέα (τήν οἰκογένειά του) ὅσο καί ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, γλυτώνουν οἱ θεόπνευστοι Ἱεροί Κανόνες: ΙΖ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Γ΄ καί ΜΗ΄ τῆς Πενθέκτης, ΙΒ΄ καί ΚΔ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ζ΄ Νεοκαισαρείας. Οἱ ἱεροί αὐτοί Κανόνες ἀπορρέουν ἀπό τίς ποιμαντικές ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου Α΄ Τιμοθ. 3,1-10, Γαλ. 6,1-11. Τό κείμενο τῶν παραπάνω ἱερῶν Κανόνων, ἡ ἑρμηνεία καί τά θεόπνευστα σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἀποδεικνύουν πόσο συνετοί, προσγειωμένοι, θεωμένοι καί εὐφυέστατοι ἦταν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, πού πῆραν αὐτά τά μέτρα γιά τούς κληρικούς.

Κάποιοι ἐκ τῶν Ἁγίων Ἀρχιερέων τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, πολύπειροι καί βαθυνούστατοι δέν βιάζονται νά χειροτονήσουν νεόνυμφους ὑποψήφιους κληρικούς. Περιμένουν νά τούς δοῦν μέ ἕνα ἤ δύο παιδάκια, νά δοκιμάσουν δηλ.τήν ἱκανότητά τους ὡς οἰκογενειαρχῶν κατά τήν ἀπαίτηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί κατόπιν νά προχωρήσουν στή χειροτονία. Ἔτσι ἔχουν περισσότερα ἐχέγγυα ἐπιτυχίας στήν καλή διοίκηση τῆς εὐρύτερης οἰκογένειας, τῆς ἐνορίας, στήν ὁποία πρέπει νά ἀναδειχθοῦν καλοί προϊστάμενοι.

  1. Οὐδείς ἐκ τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν ἔχει ἐκφράσει τήν ἐπιθυμία νά ἔλθει εἰς δευτέρου γάμου κοινωνίαν μετά τήν κοίμηση τῆς πρεσβυτέρας του. Ὅλοι οἱ ἐν χηρείᾳ κληρικοί πιστεύουν καί ἐπικαλοῦνται τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ, νά τούς ἀξιώσει νά φθάσουν νικητές στό τέλος, στήν ἐν Χριστῷ θέωση. Ἔπειτα πῶς εἶναι δυνατόν ἡ εὐαίσθητη καί καλλιεργημένη ἱερατική ψυχή νά λησμονήσει τίς ἐκλεκτές ἐμπειρίες τοῦ ὄμορφου συζυγικοῦ κοινοβιακοῦ βίου; Εἶναι δυνατόν νά νεκρώσει ἕνα τόσο ζωντανό κομμάτι τῆς ζωῆς του, τήν περίοδο τῆς συζυγικῆς ζωῆς; Ἄν τό πετύχει αὐτό, ἀναπηρία ψυχική θά καταφέρει νά δημιουργήσει στό εἶναι του.

  2. Ἀκόμη καί λαϊκοί – ἄνδρες καί γυναῖκες – μετά τήν κοίμηση τοῦ συντρόφου τους δέν ἐπιδιώκουν δεύτερο γάμο, ἐπειδή πιστεύουν, ὅτι ὁ σύντροφός τους δέν ἔχει ἀφανισθεῖ, δέν ἔχει ὑπαρξιακά μηδενισθεῖ, ἀλλά ζεῖ στίς καλύτερες πνευματικές συνθῆκες τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας. Ἀναμένουν Χριστοκαρτερικά τή δεύτερη συνάντηση μετά τοῦ μεταστάντος συντρόφου τους στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἔνθα οὔκ ἐστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή (μετά τοῦ δοξασθέντος Χριστοῦ) ἀτελεύτητος, πανευφρόσυνος, χριστοδικαιωμένη, σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες Καινοδιαθηκικές ρήσεις. Ἡ μοναδικότητα τοῦ συζυγικοῦ προσώπου πάντοτε ἦταν ὁ ἐπιδιωκόμενος στόχος γιά ὅλους τούς συνειδητούς χριστιανούς μέ ἀπόλυτη χριστοθεσμική κατοχύρωση γιά τούς κληρικούς τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας. Ὁ ὀρθόδοξος κληρικός ζεῖ μυστηριακά καί εὐχαριστηριακά τή μοναδικότητα τοῦ συζυγικοῦ προσώπου καί τή διδάσκει στό ποίμνιό του. Ἄν καταργηθεῖ αὐτή ἡ μοναδικότητα, φαντάζεσθε τί θά συμβεῖ στό σῶμα τῶν λαϊκῶν;

  3. Ὅσοι πιστεύουν καί ἀγωνίζονται τόν καλόν ἀγώνα τῆς χριστιανικῆς ἐν τῷ σεμνῷ γάμῳ ζωῆς, λαϊκοί καί κληρικοί, πιστεύουν στήν κλήση τοῦ Χριστοῦ πρός τόν χηρεύοντα ἤ τή χηρεύουσα γιά ἕνα ἀνώτερο, πνευματικότερο, παρθενικό τρόπο ζωῆς, τόν ὁποῖο ἀκριβῶς ἐνε-καινίασε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς δεύτερος Ἀδάμ μέ τόν ὑψηλό καί ἀξιοζή-λευτο παρθενικό βίο Του. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ εὐφυέ-στατος, θεοφώτιστος καί πολυχαρισματοῦχος κήρυκας τῆς μετανοίας ἐγκωμιάζει στόν περί Παρθενίας λόγο του τόν ἀναβιβαζόμενο ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν τιμή καί στό στέφανο τῆς χηρείας. Εὔχεται ὁ Χρυσορρόας ρήτορας νά ἀξιοποιηθεῖ τό χάρισμα ἀπό τόν ἐν Κυρίῳ χηρεύσαντα. Ὅλα αὐτά διατυπώνονται σέ μιά ἐποχή πολύ πλησιέστερη πρός τή σαρκολατρική εἰδωλολατρεία συνδυασμένη μέ τήν πλάνη τῆς πολυθεΐας.

Ἄν αὐτά, λοιπόν, τά διαπιστώνουμε στή ζωή τῶν πιστῶν λαϊκῶν, πόσο ἀνώ τερα θά πρέπει νά τά συναντοῦμε στή ζωή τῶν κληρικῶν. Οἱ ἱερεῖς τοῦ Ὑψί στου εἶναι (ἤ ἀγωνίζονται νά εἶναι) οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι καί ἄν μάλιστα εἶναι καί Πνευματικοί, ἑκούσια ἀγωνίζονται νά ὑποτάξουν τό χεῖρον τῷ κρείτ τονι, τήν ἁμαρτωλή ροπή πρός τόν ἡγεμονικό πνευματικό χριστοάνθρωπο. Πασχί ζουν νά λυτρωθοῦν ἀπό τίς νομοτελειακές ἐπιταγές τῆς φύσεως καί νά γίνουν ἁ πλᾶ καί καθαρά Χριστοπρόσωπα. Βγαίνουν ἀναγεννημένοι πνευματικά μετά ἀπό τήν ἀπέραντη ὀδύνη καί τήν ὑπερβολική θλίψη τοῦ πένθους. Ἔτσι ἡ χηρεία μπο ρεῖ νά ἀποτελέσει χαρισματικό ὁρόσημο γιά τόν χῆρο κληρικό. Μέ τό ἐν Χριστῷ ἐνθουσιαστικό φρόνημα καί τή χειραγωγική συμπαράσταση τοῦ πνευματικοῦ πατρός μπορεῖ νά γίνει ὁ κληρικός ὁ ἐν Χριστῷ νέος ἄνθρωπος. Χαρά καί ἀγαλλίαση πλημμυρίζει τήν ἱερατική καρδιά ὁσάκις «μετά παρρησίας καί ἀκατακρίτως» γίνε ται λειτουργός τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

  1. Δέν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις τῶν ἐν χηρείᾳ λαϊκῶν πιστῶν πού ζοῦν τό θαῦμα τῆς ἑνότητος τῆς στρατευομένης μετά τῆς θριαμβευ-ούσης Ἐκκλησίας. Ὅταν τό ἕνα μέλος τῆς συζυγίας μεθίσταται στή θριαμβεύουσα, ἀπελευθερωμένο πιά ἀπό τή συμβατικότητα καί ματαιότητα τοῦ παρόντος ρευστοῦ μεταπτωτικοῦ κόσμου, εὔχεται στόν Ὕψιστο γιά τήν οἰκογένεια πού ἄφησε. Ἀπό τά ἀγαθά καί λίαν εὐεργετικά ἀποτελέσματα τῆς προσευχῆς τοῦ κεκοιμημένου, ἀντιλαμβανό-μαστε τίς ἀσύλληπτες ἐκκλησιολογικές διαστάσεις πού παίρνει ἡ ἐν Χριστῷ οἰκογένεια. Ζεῖ καί κινεῖται καί χριστοκαταξιώνεται μέσα στή στρατευομένη μας Ἐκκλησία καί φθάνει μέχρι τά κράσπεδα τῆς θριαμβευούσης. Βιώνουμε αὐτήν τήν ἀλληλοπεριχώρηση τῆς στρατευ-ομένης Ἐκκλησίας μέ τή θριαμβεύουσα μέσα στή θεία Λειτουργία, ἐφόσον ἐνώπιον τοῦ παρόντος Θυσιαζομένου καί Ἀναστάντος Κυρίου μας, ἐμεῖς προσευχόμαστε γι’ αὐτούς καί ἐκεῖνοι γιά μᾶς. Τό καταληκτικό λόγιο τῆς Ἱερᾶς Ἀκολουθίας τοῦ Γάμου «Παράλαβε τούς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου ἀσπίλους καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν αὐτούς εἰς τούς αἰῶνας» ἐπιμαρτυρεῖ τήν ὑπερβατική ἐκκλησιολογική διάσταση τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου, πού γεννιέται μέσα στή στρατευομένη Ἐκκλησία μας καί ὁλοκληρώνεται στήν ἔνδοξη ἀπέραντη οἰκογένεια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

  2. Μέ κανένα ζεῦγος ὁ φιλανθρωπότατος Σωτήρας μας, Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός δέν ὑπέγραψε συμβόλαιο ταυτόχρονης ἐξόδου τῶν συζύγων ἀπό τόν παρόντα κόσμο. Αὐτό τό γνωρίζουν ἅπαντες οἱ λαϊκοί πιστοί καί πολύ εὐκρινέστερα τό γνωρίζουν οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι πρό τῆς χειροτονίας τους γνωρίζουν τίς πιθανότητες ἐξόδου τοῦ ἑνός ἐκ τῶν δύο συζύγων καί παρά ταῦτα ἀποφασίζουν. Ἀγωνίζονται μέσα στόν ἱερό στίβο τοῦ γάμου, ἁγιάζονται, δίνουν κραταιούς ἀγῶνες μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ ἀγωνοθέτου Χριστοῦ, αὐξάνεται καί πληθύνεται ἡ οἰκογένεια καί σέ κάποια στιγμή πρώιμη ἤ ὄψιμη καλεῖται τό ἕνα μέλος τῆς οἰκογένειας στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί πανηγύριζαν τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου ὡς diesnatalis (=ὡς ἡμέρα γενέθλιο στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν). Αὐτά ἐμεῖς τά διδάσκουμε στούς πιστούς μας καί ἡ παρηγοριά τους εἶναι ἀφάνταστη. Τά ἴδια ἀκριβῶς δέν ἰσχύουν γιά τόν ἱερέα καί τήν οἰκογένειά του; Ὄχι μόνο τά ἴδια, ἀλλά ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χορηγεῖ διπλῆ, τριπλῆ, πολλαπλῆ παρηγορία στόν πενθοῦντα κληρικό, ὥστε νά ἀποτελεῖ ἀρχέτυπο ἄνωθεν παρηγορουμένου. Γιαυτό καί ὁ λόγος τῆς παρηγορίας του πρός τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς εἶναι πειστικός, ἀφοῦ βγαίνει ἀπό ἐμπειρία ὀδύνης συνδυασμένης μέ τήν ἄκτιστη θεοχαρίτωτη παρηγορία.

  3. Ἀπό τήν τριακονταετῆ ἐμπειρία μου ὡς τοῦ ἐλαχίστου τῶν πνευματικῶν – ἐξομολόγων τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχω διαπιστώσει ὅτι παραπλήσια εἶναι ἡ κατάσταση τῶν κληρικῶν πού βρίσκονται σέ διάσταση ἤ σέ διάζευξη μέ τίς πρεσβυτέρες τους.

Σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες Καινοδιαθηκικές πληροφορίες, μετά τή νηστεία τῶν σαράντα ἡμερῶν ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός δεινῶς ἐπειράσθη ἀπό τό Σατανᾶ στό Σαραντάριο ὄρος …καί τελέσας πάντα πειρασμόν ἀπέστη ἀπ’ Αὐτοῦ ὁ Διάβολος, μᾶς λέγει ἡ Καινή Διαθήκη. Ἀντίστοιχα καί ἀνάλογα μέ τίς ἀντοχές μας ἐπιτρέπει ὁ πειρασθείς Κύριός μας καί μεῖς νά πειραζόμαστε γιά μείζονες πνευματικές ἐπιδόσεις. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς τούς πειρασμούς εἶναι ἡ χηρεία ἤ ἡ ἀδυναμία τῆς πρεσβυτέρας ἤ καί τῶν δύο γιά νά κρατήσουν ἀδιάσπαστη τή συζυγία. Ὁ σύν Θεῷ πολυμέτωπος τιτάνιος ἀγώνας πού διεξάγει ὁ κληρικός γιά νά κρατήσει ἀμείωτη τήν Ἱερατική του ποιμαντική προσφορά καί παράλληλα νά διευθετεῖ τά πελώρια οἰκογενειακά του προβλήματα «εὐσχημόνως καί κατά τάξιν» τόν καθιστοῦν ἐμπειρότερο, διακριτικότερο καί συμπαθέστερο στό ποίμνιό του.

Σηκώνει τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἐν χηρείᾳ κληρικός καί ὁ διαζευγμένος κληρικός καί κατά μυστικό, θαυματουργικό καί χαρισματικό τρόπο παρηγορεῖται ἀπό τόν Παράκλητο, κραταιώνεται καί γίνεται, σταυρούμενος τύπος τῶν πιστῶν. Ὁ λόγος τοῦ δεινοπαθοῦντος κληρικοῦ ἔχει μερικές φορές μεγαλύτερη ἀπήχηση στίς καρδιές τῶν πιστῶν, ἀλλά καί τῶν ἀπίστων, οἱ ὁποῖοι διά τῆς ἔμφυτης συμπαθείας, λυποῦνται τόν πάσχοντα κληρικό, ἔρχονται χωρίς νά τό πολυκαταλα-βαίνουν πιό κοντά στήν Ἐκκλησία καί τελικά συμπάχοντας μέ τόν πάσχοντα κληρικό, συμπαθοῦν τήν Ἐκκλησία μας, ἐξομολογοῦνται, μετανοοῦν, ὀρθοδοξοῦν, ὀρθοπρακτοῦν, σῴζονται.

Μεγαλεῖα κατασκευάζει ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Κυρίου μας. «Ποιῶν θαυμάσια μεγάλα μόνος». Γιατί αὐτά τά θαύματα τῆς πίστεώς μας θέλει ὁ ἀρθρογράφος ἱερέας νά μᾶς τά στερήσει…; Ἀφοῦ δέν ἔχει ἐμπειρία ἀπό τό εἶδος αὐτῆς τῆς ἐν Κυρίῳ Σταυρώσεως καί Χριστοπαρακλήσεως, γιατί θέλει νά μᾶς ἐμβάλει στά κοφτερά γρανάζια τοῦ κοσμικοῦ, δηλαδή τοῦ δαιμονικοῦ φρονήματος;

Ὄχι μόνο δαιμονικό φρόνημα ἀλλά καί πραγματική κόλαση ζοῦν οἱ περισσότεροι λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νά «ξαναφτιάξουν τή ζωή τους» καί ἔπεσαν στά χειρότερα, στά πολυπλοκότερα, στά ἀδιέξοδα.

Μέ τίποτα δέν μπορῶ νά διανοηθῶ ὅτι ἡ εἰδική ἐπιτροπή παρασυρόμενη ἀπό τόν ἄπειρο ἱερέα θά μᾶς μπλέξει τούς ἐν Χριστῷ χήρους κληρικούς, μακαριζομένους ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο, σέ λογισμούς καί ἐξευτελισμούς τοῦ τύπου πού περιέχονται στόν Ἐλεύθερο Τύπο. Μέ τίποτα δέν μπορῶ νά πιστέψω ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς μας θά ψηφίσουν τήν κόλαση καί ὄχι τόν ἀγώνα πού ὁδηγεῖ στόν Παράδεισο γιά κάθε κληρικό πού τοῦ συμβαίνει ἡ ὡς ἄνω δοκιμασία.

Ἄν, παρά ταῦτα, ἡ εἰδική Ἐπιτροπή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος παρακινημένη ἀπό τόν νέο κληρικό ἤ ταυτισμένη μαζί του «θεσμοθετήσει» ἄλλα, ἀλλότρια, μή «ἑπομένη τοῖς Ἁγίοις ἡμῶν Πατράσι» εἶναι σά νά βροντοφωνεῖ στό σύγχρονο κόσμο, ὅτι στέρεψε πιά ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας καί τά πάντα εἶναι sex, sex, sex, … καί τίποτα ἄλλο.

Πολύ φοβοῦμαι ὅτι καί πάλι ἡ Νέα Ἐποχή ἁπλώνει τά πλοκάμια της στά ἱερά μας Μυστήρια, πού εἶναι γεμάτα Θεία Χάρη καί πλούσια ἀνθρωπιά. Ἡ Νέα Ἐποχή βομβαρδίζοντας τόν καίριο θεανθρώπινο θεσμό τοῦ γάμου καί τήν κατ’ οἶκον Ἐκκλησία ἀποβλέπει στήν πλήρη διάλυση τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι ἐκκλησιολογικά καί ἐκ τῆς ἐμπειρίας τεκμηριωμένο ὅτι ἡ ἁπλῆ ἱερατική σύνεση, συνδυασμένη μέ τήν εὐθύνη τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν, καθώς ἐπίσης ἡ ἀκοίμητη φροντίδα τοῦ ἱεροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ ἐπιβραβεύονται ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Χριστό, ὁ Ὁποῖος μέ θεϊκή ἀρχοντιά προσφέρει κτιστές καί ἄκτιστες εὐεργεσίες.

Ἐπώνυμος διαζευγμένος κληρικός καθώς καί ἡ ἐλαχιστότητά μου μετά ἀπό μακροχρόνια δοκιμασία βιώνουμε μαζί μέ τίς πάμπολλες πίκρες, ἀπίστευτη ἐσωτερική, ἄνωθεν ἄκτιστη παρηγορία μαζί μέ τήν πλουσιότατη εὐλογία στά παιδιά πού ἔμειναν χωρίς μητέρα.

Ἀντιλαμβάνεσθε,

Σεβασμιώτατε,

Πόσο σφυρηλατεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἐν Χριστῷ πενθοῦντος κληρικοῦ ἀνάμεσα στήν ὀδύνη καί στό ἱερό θυσιαστήριο, ἀνάμεσα στίς ἀναρρίθμητες ποιμαντικές ὑποχρεώσεις καί στήν ἄβυσσο τῶν οἰκογενειακῶν προβλημάτων πού χρειάζονται ἀκατάπαυστα ἄμεσες καί ἐναλλακτικές λύσεις. Ἕνα μόνο ἔτος χηρείας εἶναι, μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, ἐμπειρία ὁλόκληρης ζωῆς.

Εἶναι δυνατόν μετά ἀπό τόση καί τέτοια περιπέτεια ζωῆς, ὁ ἀκατάπαυστα ἀπείρῳ ἐλέει Κυρίου προσεδρεύων στό ἱερό θυσιαστήριο νά διανοεῖται παντρολογήματα, προῖκες, γαμπρίσματα, ὑπολογισμούς, ἐρωτοτροπίες, πού μόνο στά νέα παιδιά – ἀγόρια καί κορίτσια – ταιριάζουν, μέχρι νά ταιριάξουν;

Ποῦ μυαλό γιά δεύτερη σύζυγο! ποῦ ἔγνοια γιά ἔρωτες καί γιά σέξ! Ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ποιεῖ σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν«. Μεταποιεῖ τό ἐρωτικό, συναισθηματικό, σεξουαλικό, σαρκικό φρόνημα, σέ ἀγάπη μείζονα καί ἐνδιαφέρον ἀνώτερο γιά τήν ἐν Χριστῷ προσφορά πρός τήν Ἐκκλησία.

Ἱεροσυλία καί προδοσία πρός τό Χριστό, πρός τήν Ἐκκλησία καί πρός τό πρόσωπο τῆς μεταστάσης πρεσβυτέρας θά ἦταν, νά ἐπέτρεπε ἡ Ἁγιωτάτη μας Ἐκκλησία καί ἡ συνείδησή μας νά σχεδιάζουμε δεύτερο γάμο.

  1. Ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα ἴσως ἀποτελεῖ ἡ φροντίδα τῶν παιδιῶν καί ἡ ἀ νατροφή τους. Ποιός θά μεγαλώσει τά ὀρφανά; Ποιός θά τά περιποιηθεῖ;

Ἄν ὅμως ὁ λειτουργός τοῦ Ὑψίστου πιστεύει στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ πού τόν ἐστέρησε ἀπό τήν πρεσβυτέρα καί βασίλισσα τοῦ σπιτιοῦ του, πολύ περισσό τερο θά πρέπει νά πιστεύει στήν « πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν » θεία οἰκονομία γιά τήν τύχη τῶν παιδιῶν του. Ἡ προσωπική ἀγαπητική πρόνοια τοῦ μεγάλου Θεοῦ θά ἐμπνεύσει στόν ἱερέα διακριτικούς τρόπους ἀγωγῆς καί προσφορᾶς μητρικῆς στορ γῆς. Ἄπειρες περιπτώσεις, ἀπίθανους τρόπους μπορεῖ νά μεθοδεύει ὁ Ἅγιος Θεός γιά τήν προστασία, τήν ἀγωγή καί τήν πρακτική περιποίηση τῶν ὀρφανῶν. « Ὀρφα νόν καί χήραν ἀναλήψεται ..» διαβεβαιώνει ὁ ψαλμωδός στόν Ι45 ον ψαλμό του. Μη τέρα φιλόστοργη γίνεται ἡ ἴδια ἡ Παναγία πού γλυκαίνει καί μαλακώνει τά βαθιά τραύματα. Ἄλλωστε ἀπό τήν κοινή πεῖρα τῆς ζωῆς φαίνεται ὅτι πολύ σπάνια καταφέρνουν τά παιδιά νά δεχθοῦν γιά μάνα μιά ἄλλη δεύτερη, ἐκτός ἀπό τήν πραγμα τική τους μάνα. Μία μάνα ἔχει ὁ καθένας μας. Εἶναι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ἡ μάνα. Ἡ δεύτερη εἴτε τό θέλει εἴτε δέν τό θέλει θά εἶναι πρόκληση ζήλειας καί διαφόρων ψυχολογικῶν ἀντιδράσεων. Γιατί ποτέ δέν μπορεῖ νά καταλάβει τή μοναδική θέση, τή φυσική καί ὑπερφυσική θέση ἡ θετή μάνα μέσα στήν ὑπερευαίσθητη παιδική ψυχή. Καί μόνο ἡ λέξη μητριά ἠχεῖ δυσάρεστα στά αὐτιά ὅλων μας.

Ἔχουν τά παιδιά δυνατή ἀναπληρωτική μνήμη γιά τή μάνα τους. Ἔχουν τά παιδιά ἐξαιρετική μνημονική ἱκανότητα ὥστε νά κρατοῦν ὁλοζώντανη τή μορφή, τά λόγια, τή στοργή καί τήν προσωπικότητα τῆς μάνας. Κάθε στιγμή μποροῦν νά ἀ ναπαραστήσουν ἀγαπητικές μητρικές σκηνές τοῦ παρελθόντος, νά τίς κάνουν χορταστικό παρόν καί νά τρέφονται συνέχεια μέ αὐτό τόν ἀστείρευτο μητρικό πλοῦτο. Προτέρημα ἑπομένως εἶναι καί ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τό ὅτι ἔστω καί τυπικά ἐ μποδίζεται ὁ παπᾶς νά πάρει δεύτερη γυναίκα.

Καλύτερα ἀπό μικρά τά παιδιά νά παιδαγωγοῦνται καί νά ψήνονται στήν πραγματικότητα πού τούς δημιούργησε ἤ παραχώρησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ ἀρετή θέ λει σκληρότητα μᾶς λέγει ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού δοκίμασε τά δεινά τῆς χηρείας, ἀλλά καί χάρηκε τήν ὀμορφιά τῆς παρθενίας.

Αὐτά τά παιδιά ἤδη τά ἔχει τιμήσει ὁ Χριστός. Τά ἔχει σταυρώσει ἰδιαί τερα. Μέ τό Σταυρό τό δικό Του. Μέ τήν πικρή γεύση τοῦ θανάτου ἀλλά καί τή ζω ντανή ἐλπίδα στή ζωή πού ἀκολουθεῖ μετά ἀπ’ αὐτόν. Τά ἔχει τιμήσει ὁ Χριστός μέ τή γνώση τοῦ ζωηφόρου θανάτου Του πού ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση. Σέ ἀνάσταση τῶν προσώπων τους βαθιά καί ὑπαρξιακή θέλει νά μυήσει ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας τούς μικρούς καρπούς τῆς ἱερατικῆς οἰκογενείας, πού οἱ διαστάσεις της ἁπλώνονται στή θριαμβεύουσα Εκκλησία μέ τή μετάσταση σ’ αὐτήν τῆς μητέρας καί πρεσβυτέ ρας. Μεγάλη φιλοσοφία, μεγάλη θεολογία, μεγάλη παιδαγωγία μέ τόν τρόπο Του κατεργάζεται ὁ Θεός στά μικρά παιδιά Του: Τή θεολογία τοῦ θανάτου καί τή θεολογία τῆς Ἀναστάσεως. Ταυτόχρονα ἑτοιμάζονται ρεαλιστικά γιά τό μεγάλο βιωτικό ἀγώνα, γιά τόν ἀγώνα τῆς καθημερινῆς σκληρῆς ζωῆς.

Καταλήγοντας ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά ξανατονίσουμε: Στό χῆρο ἱερέα καί στά παιδιά, ἀγάπη γίνεται ὁ Χριστός. Συντροφικότητα ὁ Χριστός. Φιλία ἄρρηκτη ὁ Χριστός. Οἰκειότητα καλλιεργεῖται ἀκατάπαυστα μέ τό Χριστό. Στή χήρα ἱερατική οἰκογένεια πού πυρώνεται μέσα στή θεία Εὐχαριστία ἀναγκαία καί ζωντανή ἐλπίδα εἶναι ὁ Χριστός. Ἔτσι μετά τό πένθος καί τήν τραγικότητα ἀναβλύζει ἡ δοξολογία.

Τά παραπάνω ἀναλογικῶς ἰσχύουν καί γιά τά παιδιά τοῦ διαζευγμένου κληρικοῦ, τά ὁποῖα θά ἀποκτήσουν πολλαπλές ἐμπειρίες ἀπό τή δοκιμασία πού καρτερικά μαζί μέ τόν κληρικό πατέρα τους ὑπομένουν.

Ἄς πάψουν λοιπόν τά βέβηλα χείλη νά ζητοῦν ἀνεύθυνα τήν κατάλυση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου καί ἱεροπρεποῦς τρόπου ζωῆς. Ἄν μποροῦν νά σταθοῦν μέ λίγο σεβασμό μπροστά στήν πενθοῦσα ἤ πολυτραυματισμένη ἱερατική οἰκογένεια, ἄς ποῦν μόνο εἰλικρινά γι’ αὐτήν ἕνα: Κύριε ἐλέησον…

Σεβασμιώτατε,

Σᾶς παρακαλῶ νά διαβιβάσετε τό παρόν ὑπόμνημα, ἀπόσταγμα βαθιᾶς ψυχικῆς ὀδύνης συνδυασμένης μέ ἄφατη δοξολογία πρός τόν Πάνσοφο Τριαδικό Θεό γιά τήν ἐκλεκτή Του Πρόνοια πρός τήν ἱερατική οἰκογένειά μου καί οἰκογένειά Του, πρός τό Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπό μας καί Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλο, γιά νά μεταφέρει τήν ἐμπειρία μας στήν εἰδική ἐπιτροπή καί νά ἀποτρέψει τόν εὐτελισμό καί τή διακωμώδηση καί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου καί τῆς Ἱερωσύνης ἀπό τά Μ.Μ.Ε. πού ἤδη ἔχει ἀρχίσει νά διαφαίνεται.

Εὐλαβῶς ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας

ἐλάχιστος ἐν πρεσβυτέροις

ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος

ἐφημέριος Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου

 

 Πηγή: Κύριος Ἰησοῦς Χριστός - Ὑπεραγία Θεοτόκος

gennhsh ths theotokou 02

Σήμερα ἡ Παρθένος μητέρα γεννιέται ἀπὸ στείρα μητέρα καὶ εὐτρεπίζεται τὸ παλάτι τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Σήμερα σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς στειρότητας καὶ σφραγίζονται τὰ κλεῖθρα τῆς Παρθένου. Γιατί ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἄγονη μήτρα καὶ τὰ νεκρὰ σπλάχνα γιὰ παιδοποιΐα ἔδωσαν παρ’ ἐλπίδα ὡραῖο καρπό, μὲ αὐτὰ μνηστεύεται καὶ τὸ ἀδιάφθορό της παρθενίας καὶ μὲ ὁλοφάνερα ἔργα προαγγέλλεται τὸ θαῦμα τῆς κυοφορίας. Γιατί εἶναι ὑπερφυσικὸ θαῦμα γέννηση χωρὶς μεσολάβηση ἄνδρα καὶ διατήρηση τῆς παρθενίας μετὰ τὴ γέννηση. Ἐπίσης νικᾶ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ ἡ στείρα ποὺ συλλαμβάνει μετὰ τὰ γηρατειά της καὶ γεννᾶ καὶ μὲ ὅσα θαυμαστὰ ἔργα γίνονται προοιμιάζεται ἡ γέννηση τῆς Παρθένου.


Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου,

Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως


Σήμερα ἡ Παρθένος μητέρα γεννιέται ἀπὸ στείρα μητέρα καὶ εὐτρεπίζεται τὸ παλάτι τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Σήμερα σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς στειρότητας καὶ σφραγίζονται τὰ κλεῖθρα τῆς Παρθένου. Γιατί ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἄγονη μήτρα καὶ τὰ νεκρὰ σπλάχνα γιὰ παιδοποιΐα ἔδωσαν παρ’ ἐλπίδα ὡραῖο καρπό, μὲ αὐτὰ μνηστεύεται καὶ τὸ ἀδιάφθορό της παρθενίας καὶ μὲ ὁλοφάνερα ἔργα προαγγέλλεται τὸ θαῦμα τῆς κυοφορίας. Γιατί εἶναι ὑπερφυσικὸ θαῦμα γέννηση χωρὶς μεσολάβηση ἄνδρα καὶ διατήρηση τῆς παρθενίας μετὰ τὴ γέννηση. Ἐπίσης νικᾶ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ ἡ στείρα ποὺ συλλαμβάνει μετὰ τὰ γηρατειά της καὶ γεννᾶ καὶ μὲ ὅσα θαυμαστὰ ἔργα γίνονται προοιμιάζεται ἡ γέννηση τῆς Παρθένου.

Σήμερα ἡ Ἄννα θερίζει τὸν καρπὸ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸν ὀνειδισμὸ τῆς ἀτεκνίας καὶ ἡ οἰκουμένη ἀπολαμβάνει τὰ καρποφόρα στάχυα τῆς χαρᾶς. Ὁ Ἰωακεὶμ ὀνομάζεται πατέρας τοῦ παιδιοῦ, καὶ ἐμεῖς παίρνουμε ὡς ἀρραβώνα τὴν τιμὴ τῆς υἱοθεσίας. Σήμερα ἡ Παρθένος προβάλλει ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, καὶ ἡ στειρότητα διαδέχεται τὶς πηγὲς τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὸ σύνολο τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων χηρεύει, καὶ τὰ παιδιὰ προβάλλουν ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα αὐξάνουν καὶ πληθαίνουν κατὰ τρόπο θεϊκὸ γιὰ τὸν νυμφίο Χριστό. Ἡ Παρθένος προέρχεται ἀπὸ ἄγονη μήτρα, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμα εἶναι γόνιμη ἡ γέννηση εἶναι παράδοξη. Ὢ πόσο μεγάλο θαῦμα! Ὅταν ἐξέλειπε ὁ χρόνος τῆς σπορᾶς, τότε ἔφτασε ὁ καιρὸς τῆς καρποφορίας, ὅταν σβήσθηκε ἡ φλόγα τῆς ἐπιθυμίας, τότε ἄναψε ἡ λαμπάδα τῆς τεκνοποιΐας. Ἡ νεότητα δὲν ἔδωσε ἄνθος, καὶ προβάλλουν βλαστὸ τὰ γηρατειά· δὲν φάνηκε ἐξόγκωση τῆς κοιλιᾶς ὅταν ἦταν ἡ φύση στὴν ἀκμή της, καὶ προβάλλει ἀειπάρθενο βρέφος ὡς γέννημα ὑπερήλικης μήτρας.

Αλλ’ ἀπορεῖς, ἄνθρωπε, ἂν γέννησε ἡ στείρα, καὶ πολυερευνᾶς αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ θαυμάζεις, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προκαλοῦν θαυμασμό, παρὰ νὰ θεωροῦμε μηδαμινὸ αὐτὸ ποὺ θαυμάζεται, καὶ λογομαχεῖς, πῶς μπορεῖ νὰ γεννήσει στείρα; Ἂν εἶναι στείρα δὲν γεννᾶ, κι ἂν γεννᾶ δὲν εἶναι στείρα. Καὶ πῶς στήθη ποῦ στέγνωσαν γίνονται πάλι πηγὴ γάλακτος; Ἂν τὸ γῆρας δὲν εἶναι στὴ φύση του νὰ θησαυρίζει αἷμα, πῶς αὐτὸ ποῦ δὲν ἔλαβαν οἱ θηλὲς τὸ λευκαίνουν σὲ γάλα; Καὶ πῶς μήτρα ποὺ ἀδρανοποιήθηκε λειτουργεῖ καὶ ζωογονεῖ καὶ συγκροτεῖ καὶ τρέφει τὸ ἔμβρυο; Αὐτὰ ἐσὺ μηχανορραφεῖς κατὰ τοῦ ἐαυτοῦ σου καὶ τῆς σωτηρίας σου. Καὶ ποιὸς εἶσαι; Γιατί δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ εἶσαι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ἄξιούς του θαύματος· οὔτε βέβαια, οὔτε θὰ παρασυρθεῖ νὰ ἀπιστήσει ὁ πιστὸς μὲ ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν πίστη, ἀλλὰ ὁ Ἰουδαῖος.

Ἡ Σάρα δηλαδὴ πῶς ἢ ποῦ σὲ παρακαλῶ ἐξέπεσε στὶς ἐλπίδες της; Ἄραγε δὲν εἶδε τὸν Ἰσαὰκ υἱὸ τῶν γηρατειῶν καὶ τῆς στειρότητάς της; Ἂν ἡ Ἄννα σου προκαλεῖ σύγχυση καὶ ταράζει τοὺς λογισμούς σου, πιὸ πολὺ πρέπει ἡ Σάρα, γιατί γιὰ πρώτη φορὰ συνέβη σ’ αὐτήν. Ἂν αὐτό σε κάνει νὰ ἀμφιβάλλεις, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι παραγράφεις τὸ ἄλλο ἀπὸ τὴ συγγένειά σου καὶ κόβεις τὶς ρίζες ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχεις κλάδο, καὶ δὲν ἐλέγχεσαι ὅτι ἔχεις καταπέσει ἀπὸ τοὺς Ἰουδαϊκοὺς νόμους;

Ἀπὸ παλαιὰ λοιπόν, ἂν καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ὑποδουλωμένη στὴ δύναμη τῶν προγονικῶν ἁμαρτημάτων, ἡ γέννηση τῆς ἀπογόνου παρέχει λαμπρά τα συνθήματα, ὑποσαλπίζοντας ὅτι ὁ καθαιρέτης τους θὰ τὴ βγάλει ἀπὸ τὴν τυραννίδα καὶ θὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν δουλεία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀδὰμ μαζὶ μὲ τὴν Εὕα, ἀφοῦ καθάρθηκαν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς παλαιοὺς ρύπους τῆς παράβασης καὶ ἀπέρριψαν τὴν κατήφεια καὶ τὴ σκυθρωπότητα, μὲ ἐλεύθερη φωνὴ καὶ βλέμμα χοροστατοῦν χαρούμενοι στὴν πανήγυρη τῆς Παρθένου καὶ μᾶλλον ἔχουν γίνει οἱ κορυφαῖοι του χοροῦ. Γιατί αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔγινε ἡ σπορὰ τῆς ἁμαρτίας ποὺ φύτρωσε σὰν παράσιτο στὸ γένος καὶ τὸ νόθευσε, αὐτοὶ μᾶλλον εἶναι δίκαιο τώρα ποὺ ξεριζώνεται, αὐτοὶ νὰ εἶναι ἀρχηγοὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς χοροστασίας καὶ νὰ πλησιάζουν καὶ νὰ συγκαλοῦν τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων.

Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς πρώτους παραβάτες μεταδόθηκε τὸ ἀρρώστημα τῆς παράβασης σὲ ὅλους καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη τῆς ὅμοιας θεραπείας, κι ἀφοῦ ἡ παγκόσμια σωτηρία θεμελιώνεται σήμερα μὲ τὴ γέννηση τῆς Παρθένου, ἔπρεπε νὰ ὀργανώσουμε κοινὴ καὶ πάνδημη τὴν πανήγυρη, καὶ νὰ ἀνακρούσουμε δημόσιες καὶ ὑπερκόσμιες τὶς εὐχαριστήριες ὠδές· γιατί ἡ παγκοσμιότητα τῆς σωτηρίας ἀπαιτεῖ ὑπερκόσμια τὴν εὐχαριστία.

Ἃς ἀναπέμψουμε λοιπὸν εὐχαριστήριες ὠδές, ἐπειδὴ ὁ Ἀδὰμ ἀναδημιουργεῖται καὶ ἡ Εὕα ἀνακαινίζεται, μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ἡ κατάρα διαλύεται καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση μας, ἀποβάλλοντας τὸ νεκρὸ καὶ δερμάτινο πρόσωπο τῆς ἁμαρτίας, ἀναμορφώνεται στὴν ἀρχαία τιμὴ τῆς δεσποτικῆς εἰκόνας. Ἃς ἀναπέμψουμε εὐχαριστήριες ὠδὲς καὶ ἃς συγκροτήσουμε πάνδημους χορούς, ἐπειδὴ προερχόμενη ἡ Παρθένος ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, ἁγιάζει τὴν ἄγονη μήτρα τῆς φύσης, ἐμβολιάζοντας τὴν ἀκαρπία της μὲ τὴν πλούσια καρποφορία ἀρετῶν. Γιατί γιὰ ὅσα χρειάστηκαν στὸν Κύριο ὅλων καὶ γεωργό τα ρεῖθρα τῶν ἀχράντων αἱμάτων της γιὰ τὴν ἄρδευση ὅλης της καταξηραμένης ζύμης, μὲ αὐτὰ ἀναδέχεται εὔλογα καὶ τὴν εὐλογία τῆς καρποφορίας.

Ἡ κλίμακα ποὺ ἀνεβάζει στοὺς οὐρανοὺς κατασκευάζεται καὶ ἡ γήινη φύση, ὑπερπηδώντας τὰ ὅριά της, ἐγκαθίσταται στὶς οὐράνιες κατοικίες. Ὁ δεσποτικὸς θρόνος ἑτοιμάζεται ἐπάνω στὴ γῆ, τὰ ἐπίγεια ἁγιάζονται, τὰ τάγματα τῶν οὐρανῶν συναναστρέφονται μαζὶ μέ μας, καὶ ὁ πονηρός, ποὺ στὴν ἀρχὴ μᾶς ἀπάτησε κι ἔγινε ὁ ἀρχιτέκτονας τῆς ἐναντίον μᾶς ἐπιβουλῆς, δέχεται τὴ συντριβὴ τῶν δόλων καὶ τῶν τεχνασμάτων του ποὺ ἔχουν ἀποσαθρωθεῖ χάνοντας τὴν ἰσχύ τους.

Ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς λόγος θὰ ἐκφράσει τὴ δύναμη τῶν πέρα ἀπὸ τὸ λόγο πραγμάτων; Καὶ πῶς κάθε νοῦς δὲν θὰ παραλύσει προσπαθώντας νὰ κατανοήσει τὸ μέγεθος τῶν ἔργων; Κατ’ ἀρχὰς ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο κινούμενος ἀπὸ ἄφατο πλοῦτο φιλανθρωπίας, δίνοντας στὸ πλάσμα τὴ χάρη νὰ φέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ πλάστη του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα δήλωνε τὴν εὐγένεια τῆς σάρκας, ἐνῶ τὸ ἄλλο τοῦ πνεύματος. Ὁ παράδεισος, πράγμα εὐχάριστο κι ἀγαπητό, φυτευόταν στ’ ἀνατολικά, μοσχοβολώντας ἀπὸ ἄνθη λειβαδιῶν καὶ ὄντας κατάμεστος ἀπὸ ὡραίους καὶ ποικίλους καρποὺς δένδρων· ποτάμια ἐπίσης κυλώντας ἐνδιάμεσα καὶ ποτίζοντας μὲ καθαρὰ νερὰ τὴν ἔκταση, προσέδιδαν ἀπίθανη ὀμορφιὰ στὸν τόπο.

Σ’ αὐτὸν ὁ πλάστης ἐγκαθιστᾶ τὸ φιλοτέχνημα τῆς δεσποτικῆς παλάμης, κάνοντάς το κύριο ὅλων καὶ παρουσιάζοντάς το νὰ περιβάλλεται ἀπὸ ἄφθονα ἀγαθά. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσε σύζυγο ἀφοῦ τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν πλευρά του μὲ γέννα ἀνέκφραστη, ὥστε, αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχε ληφθεῖ, αὐτὸν νὰ ἀναγνωρίζει, τὸν δανειστή της, ὡς κεφαλὴ καὶ νὰ εἶναι προσηλωμένη, ἔχοντας στὴ σκέψη τῆς τὴν ὑποχρέωσή της καὶ μὲ τὸ σύνδεσμο τῆς φύσης νὰ δημιουργηθεῖ σ’ αὐτοὺς ὁ σύνδεσμος τῆς ὁμόνοιας.

Ἀλλ’ ἀφοῦ χάρισε τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν κυριαρχία σὲ ὅλα τα ἀγαθά του παραδείσου, ἐπειδὴ ἔπρεπε αὐτὸς στὸν ὁποῖον εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὸ μέγεθος μιᾶς τέτοιας καὶ τόσο μεγάλης ἐξουσίας νὰ παιδαγωγηθεῖ καὶ νὰ ἀσκηθεῖ καὶ μὲ κάποια ἐντολή, τοῦ δίνει ἕνα νόμο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο οὔτε δύσκολο ἦταν νὰ ζήσει, οὔτε εὐκολότατο νὰ τὸν φυλάξει στὸ σύνολό του, καὶ μὲ βάση αὐτὸν θὰ κέρδιζε τὴν ἀμοιβὴ ἢ τὴν καταδίκη του. Χωρίζοντας, δηλαδὴ μὲ τὸ λόγο του, κάποιο φυτὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἀπὸ ὅσα ἀνθοῦσαν ὡραιότητα, τοῦ δίνει τὴν ἐντολὴ ποὺ ἀπαγόρευε νὰ φάει ἀπὸ αὐτὸ μόνο.

Θηρίο ὅμως πονηρὸ καὶ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖο ἡ πράξη ὀνόμασε διάβολο, βάζοντας στὸ μάτι τὸν ἄνθρωπο ἀμέσως ἀπὸ τὴ δημιουργία του, χρησιμοποιώντας σὰν ὄργανό του ἄλλο θηρίο ἀπὸ τὰ ἑρπετὰ καὶ ἀπευθύνοντας στὴ γυναίκα λόγο ἀπατηλὸ καὶ θελκτικὸ καὶ ρίχνοντας στὸ νομοθέτη πολλὴ βλασφημία, πείθει τὴ γυναίκα καὶ μέσω αὐτῆς τὸ σύζυγό της, νὰ ἀδιαφορήσουν γιὰ τὴν ἐντολὴ καὶ νὰ φᾶνε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε θεσπιστεῖ νὰ μὴ φᾶνε. Κι αὐτοί, τὴν ἴδια στιγμή, καὶ τὴν προσταγὴ παρέβαιναν καὶ ἔχαναν ὅλα τα χαρίσματα, πράγμα ποὺ ἦταν ὁ σκοπὸς τοῦ ἐπίβουλου. Γιατί γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ εἶχε γίνει ὅλη αὐτὴ ἡ μηχανορραφία. Κι ἀπὸ τότε, μεταφερόμενο τὸ παράπτωμα ἀπὸ τοὺς προγόνους στοὺς ἀπογόνους, εἶχε ὁ ἐπιβουλευτὴς μᾶς ὑποδουλωμένο στὴν ἐξουσία τοῦ ὅλο το γένος.

Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ πλάστης καὶ κηδεμόνας μας; Ἄφησε ἄραγε μέχρι τὸ τέλος τὸ πλάσμα του νὰ ταλαιπωρεῖται, νὰ μένει δουλός των παθῶν; Ὄχι βέβαια. Πῶς δηλαδὴ θὰ ἀνεχόταν, αὐτὸ ποὺ ἔπλασε ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη, νὰ τὸ βλέπει μ’ εὐχαρίστησή του νὰ μένει αἰχμάλωτο καὶ νὰ ζεῖ στὴν πλάνη; Γι’ αὐτό, ἀφοῦ συνεδρίασε μὲ τὸν ἑαυτό της, ἂν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ἡ ἑνότητα τῆς ἁγίας Τριάδας (εἶναι ὅμως θεμιτὸ νὰ τὸ ποῦμε γιὰ τὴν ἀνάπλαση, ἐπειδὴ καί το, «ἃς δημιουργήσουμε ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα μας καὶ ὅμοιο μὲ μᾶς» ἔχει λεχθεῖ γιὰ τὴν ἀρχικὴ πλάση) μὲ τὴν ἑνιαία θέλησή της διευθέτησε τὴν ἀνάπλαση τοῦ πλάσματός του ποὺ εἶχε συντριβή.

Κι αὐτὴ (γιατί εἶχαν ἐξαγριωθεῖ καὶ ρημαχτεῖ φοβερὰ οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἐπέστρεφαν οὔτε μὲ ἀπειλὲς οὔτε μὲ ποινὲς οὔτε μὲ νόμους οὔτε μὲ προφῆτες), ζητοῦσε ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τὴν ἴδια μ’ ἐμᾶς φύση, στὸν ὁποῖο θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ δεῖ ἀπαράβατη τὴν τήρηση τῆς νομοθεσίας, ὥστε καὶ γιὰ νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι, μὲ ὅσα ἔβλεπαν τοὺς συνανθρώπους τους νὰ πράττουν, νὰ τοὺς μιμοῦνται, καὶ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο ἔλαβε τὴ δύναμή του ἐναντίον μᾶς αὐτὸς ὁ μηχανορράφος, μὲ τὸ ἴδιο νὰ καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὴν κυριότητα μὲ νόμιμη νίκη καὶ ἀγώνισμα.

Ἔπρεπε λοιπὸν κάποιο ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Τριάδος νὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους, ὥστε, ὅποιας φύσης ἦταν τὸ δημιούργημα, αὐτῆς νὰ φανεῖ ὅτι εἶναι καὶ τὸ ἀναδημιούργημα· καὶ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ἐκεῖνο νὰ γίνει κάτω Υἱὸς καὶ νὰ μὴν ἀτιμάσει τὸ ἄνω ἀξίωμά του, ποὺ ἀπὸ τοὺς αἰῶνες τὸ εἶχε καὶ δοξαζόταν μ’ αὐτό. Ἀλλὰ νὰ βρεθεῖ ἀνάμεσα στοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν δυνατὸ χωρὶς τὴ σάρκωση. Γιατί ἡ σάρκωση εἶναι ἡ ὁδὸς γιὰ τὴ γέννηση, καὶ γέννηση εἶναι ἡ κατάληξη τῆς κυοφορίας. Κι αὐτή, περιγράφοντας μητέρα, ζητοῦσε εὔλογα νὰ γίνει ἀπὸ πρὶν ἡ ἑτοιμασία της. Ἔπρεπε ἄρα νὰ ἑτοιμαστεῖ κάτω μητέρα τοῦ πλάστη γιὰ τὴν ἀνάπλαση ἐκείνου ποὺ εἶχε συντριβεῖ, κι αὐτὴ νὰ εἶναι παρθένος, ὥστε, ὅπως ἀπὸ παρθένα γῆ πλάσθηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἔτσι κι ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀνάπλαση, καὶ καμιὰ παρέμβαση ἡδονῆς οὔτε νόμιμη, οὔτε καὶ νὰ ἐπινοηθεῖ στὴ γέννηση τοῦ δημιουργοῦ· γιατί ἦταν αἰχμάλωτός της ἡδονῆς αὐτὸς ποὺ ὁ Δεσπότης θέλησε νὰ ἐλευθερώσει καὶ καταδέχθηκε νὰ γεννηθεῖ.

Ἀλλὰ ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει διάκονος τοῦ μυστηρίου; Ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δανείσει σάρκα σ’ ἐκεῖνον ποῦ πλουτίζει τὰ σύμπαντα; Ποιὰ λοιπὸν ἦταν ἄξια; Ἢ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι αὐτὴ ποὺ σήμερα βλάστησε μὲ τρόπο παράδοξο ἀπὸ τὴν ἄκαρπη ρίζα, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, τῆς ὁποίας ἐμεῖς ἑορτάζουμε λαμπρὰ τὴ γέννησή της καὶ τῆς ὁποίας ἡ γέννηση κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ θαύματος τοῦ μεγίστου μυστηρίου, ἐννοῶ τῆς ἔνσαρκης γέννησης τοῦ Σωτήρα καὶ γιὰ τὴν ὁποία συγκροτήθηκε αὐτὴ ἡ θεία καὶ πάνδημη σύναξη; Γιατί ἔπρεπε, ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ τὰ σπάργανα διατήρησε ἁγνό το σῶμα της, ἁγνὴ τὴ ψυχὴ καὶ ἁγνούς τους λογισμοὺς μὲ ἀνώτερο λόγο, νὰ προοριστεῖ αὐτὴ μητέρα τοῦ πλάστη.

Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ βρέφος προσφέρθηκε στὸ ναὸ καὶ εἰσῆλθε στοὺς ἄβατους χώρους, νὰ φανεῖ ἔμψυχος ναὸς ἐκείνου ποὺ τῆς ἔδωσε τὴ ψυχή. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ ἄγονη μήτρα μὲ λόγο παράδοξο καὶ ἐξάλειψε τὸ ὄνειδος τῶν γονέων της, νὰ ἀνακαλέσει καὶ τὸ σφάλμα τῶν προπατόρων. Γιατί εἶχε τὸν προορισμὸ ἡ ἀπόγονος νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἥττα τὴν προγονικὴ γεννώντας μὲ γέννα χωρὶς ἄνδρα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους καὶ δίνοντας σῶμα σ’ αὐτόν. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μὲ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς τῆς ἔδωσε ὡραία στὸν ἑαυτὸ τῆς μορφή, νὰ ἐμφανισθεῖ ξεχωριστὴ νύμφη ποὺ νὰ ταιριάζει στὸν οὐράνιο νυμφίο. Ἔπρεπε αὐτή, ποὺ μὲ τὶς σὰν ἄστρα ἐκδηλώσεις τῶν ἀρετῶν της, κατέστησε τὸν ἑαυτὸ τῆς οὐρανό, ἀνατέλλοντας τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης νὰ γίνει γνωστὸς σὲ ὅλους τους πιστούς. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μία φορὰ ἔβαψε τὸν ἑαυτό της μὲ τὸ πορφυρὸ χρῶμα τῶν παρθενικῶν αἱμάτων της, νὰ γίνει ἁλουργίδα (βασιλικὸ ἔνδυμα) τοῦ Βασιλιὰ τῶν πάντων.

Πῶ πῶ θαῦμα! αὐτὸν ποὺ ἡ φύση ὅλη δὲν χωρεῖ, τὸν κυοφορεῖ ἄνετα ἡ παρθενικὴ μήτρα. Αὐτὸν ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ ἀτενίσουν τὰ Χερουβίμ, ἡ Παρθένος τὸν κρατεῖ στὴν ἀγκαλιά της μὲ τὰ πήλινα χέρια της. Τὸ ὅρος τὸ ἅγιο προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔρημη καὶ ἄγονη μήτρα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ἀποκόπηκε χωρὶς σύμπραξη χεριῶν λίθος πολύτιμος ἀκρογωνιαῖος ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας, συνέτριψε τοὺς ναοὺς τῶν δαιμόνων καὶ τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδη μαζὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν τυραννικὴ ἐξουσία. Ὁ ἔμψυχος καὶ οὐράνιος κλίβανος κατασκευάζεται στὴ γῆ, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ πλάστης, ἀφοῦ ἕψησε τῆς δικῆς μου ζύμης τὴν ἀπαρχὴ καὶ κατέκαψε μαζὶ καὶ τὰ ζιζάνια ποὺ φύτρωσαν, καθαρὴ ὅλη τὴ ζύμη τὴν κάνει ἄρτο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ τί θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς καὶ τί δὲν θὰ πάθει διαπλέοντας τὸ πέλαγος τῶν χαρισμάτων καὶ κατορθωμάτων τῆς Παρθένου; Δειλιάζει καὶ χαίρεται καὶ ἠρεμεῖ κι ἀναπήδα ἀπὸ χαρά. Καὶ πάλι σωπαίνει καὶ βρίσκει τὴ μιλιά του, συστέλλεται καὶ πλατύνεται, συρόμενος ταυτόχρονα ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπὸ τὸ φόβο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπὸ τὸν πόθο.

Ἐγὼ ὅμως παραδίδοντας τὸν ἑαυτό μου στὸν πόθο μᾶλλον παρὰ στὸ φόβο, μὲ εὐχαρίστηση, γνωρίζετε καλά, ἦρθα καὶ πολλὰ λέγοντάς σας, ἂν καὶ εἶναι ἄχρηστα, μὲ τὸν σὰν ποτάμι λόγο μου, καθὼς τὰ παρθενικὰ αἵματα μὲ κάνουν νὰ λιμνάζω (νὰ ἀκινητοποιοῦμαι) καὶ νὰ πλημμυρῶ, καὶ μάλιστα βλέποντας καὶ ἐσὰς νὰ ἀνοίγετε πρόθυμα τὶς ἀκοές σας καὶ ὅλο σας τὸ νοῦ νὰ τὸν ἔχετε στρέψει στὸν ὕμνο τῆς Ἀειπάρθενου, καὶ συνάμα νὰ ἑξαγνίζεσθε, ἂν ἐγὼ ἔχω μυηθεῖ κάπως στὰ παρθενικὰ μυστήρια. Ἀλλ’ ὅμως ἡ περίσταση σὲ ἄλλα μᾶς παρακινεῖ, σὲ ἄλλου εἴδους τιμὴ τῆς Παρθένου· ἐννοῶ νὰ ἀρχίσουμε τὴ μυστικὴ καὶ ἀναίμακτη θυσία (γιατί τιμὴ τῆς μητέρας εἶναι ἡ ἀνάμνηση τῶν ἑκούσιων παθημάτων τοῦ Υἱοῦ), πρὸς τὴν ὁποία ἕλκομαι στὴ συνέχεια καὶ τὴν ὁποία εἶναι πολὺ ἐπίκαιρο νὰ τελέσω ὡς ἱερουργός.

Ἀλλὰ ἐσύ, Παρθένε καὶ μητέρα τοῦ Λόγου, ὁ δικός μου ἐξιλασμὸς καὶ ἡ καταφυγή, ποὺ μὲ παράδοξο τρόπο καλλιεργήθηκες ἀπὸ τὴ στείρα καὶ ποὺ καρποφόρησες γιὰ μᾶς ἀκόμα πιὸ παράδοξά το στάχυ τῆς ζωῆς, πρεσβεύοντας καὶ μεσιτεύοντας πρὸς τὸν Υἱό σου καὶ Θεό μας γιὰ μᾶς ποὺ εἴμαστε ὑμνητές σου νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ κάθε ρύπο καὶ κάθε μόλυσμα, ἀνάδειξέ μας ἄξιους γιὰ τὸν οὐράνιο νυμφώνα πρὸς αἰώνια ἀνάπαυση καὶ καταφωτιζόμενους ἀπὸ τὸ τριπλὸ φῶς τῆς ὑπερούσιας Τριάδας καὶ ἐντρυφώντας μέσα στὰ ὑπερφυσικὰ καὶ ἄρρητα θεάματα αὐτῆς μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


(Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ὁμιλία Θ΄, Εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, σ. 248-273 (ἀποσπάσματα).


gennhsh ths theotokou 06


Λόγος Εἰς τὸ γενέσιον τῆς ὑπεραγίας ∆εσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου,

Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἡγουμένου Μονῆς Στουδίου


Λαμπρῶς πανηγυρίζει ἡ κτίσις σήμερον, καινὸν οὐρανὸν τὴν Παρθένον λαμβάνουσα.

Κόρη ἐπὶ γῆς γεγέννηται, τοῦ Βασιλέως τῶν οὐρανῶν ἐψυχώμενος θάλαμος.

Νεᾶνις εἰς φῶς ἐλήλυθε τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος φανότερον ἀστράπτουσα.

Βρέφος ἐκ στείρας ἀνέλαμψε, τῆς παρθενίας τέμενος ἱερώτατον.

Τίς οὐχ ὑπαντήσει πρὸς τὴν πανήγυριν;
τίς οὐ δωροφορήσει ἑόρτια, καὶ τῇ Παρθένῳ φιλούμενα;

∆ῶρον κάλλιστον παρθενεύουσιν ἡ ἀφθαρσία, γήμασι σωφροσύνη, πλουσίοις μετάδοσις, πένησιν ἡ εὐχαριστία, ἄρχουσιν ἡ ἡμερότης,βασιλεῦσιν ἡ δικαιοσύνη, ἱερεῦσιν ἡ ὁσιότης, τοῖς πᾶσιν ἐν ἅπασιν ἡ εὐνομία.

Ἐπεὶ δὲ τοιαῦτα τὰ δῶρα, καὶ μετὰ τοιούτων ἡ λαμπροφορία, δεῦτε σκιρτήσωμεν εὐφρόσυνα.

Ἄσωμεν χαριστήρια, μετὰ ∆αβίδ·

Ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν.

Τῷ Κτίστῃ τῶν ἁπάντων, ναὸς ὑποδοχῆς ᾠκοδόμηται·
ὅτι τῷ δημιουργῷ Λόγῳ καταγώγιον ξενισμοῦ ἡτοίμασται·
ὅτι τῷ Ἡλίῳ τῆς δικαιοσύνης νεφέλη φωτὸς ἐξήπλωται·
ὅτι τῷ περιβάλλοντι τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις, θεοϋφάντου περιβολαίου ἱστὸς ἀνίσταται·
ὅτι τῷ κιρνῶντι ταῖς ὥραις τοὺς καιροὺς καὶ ἐνιαυτοὺς συνακτήριον νυμφικὸν ἀναδέδεικται.

* * * * * *

Χορεύσατε, νεάνιδες·
παρθενικὸν γὰρ τὸ γενέθλιον.

Σκιρτήσατε, μητέρες·
μητρικὸς γὰρ καρπὸς ἡ παρθενεύουσα.

Στεῖραι, εὐέλπιδες ἔστε πρὸς τὴν πρὶν στειρεύουσαν, εἶτα θεόπαιδα γεννήσασαν ἀποσκοπεύουσαι.

Μηδέ γε κόραι τῆς χορείας ἀπολειπέσθωσαν, τῆς μόνης κορῶν κορωνίδος ὁμοῦ καὶ βασιλίδος τὸ γενέσιον πανηγυρίζουσαι.

Σαλπίσατε σάλπιγγι ἐπὶ τοὺς βουνούς·
ἠχήσατε ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν·
κηρύξατε ἐν Ἱερουσαλὴμ, δι’ Ὠσηὲ ἡμῖν κἀνταῦθα τὸ προσταττόμενον. ∆αβὶδ ὁ Θεοπάτωρ, εὐφράνθητι·
Ἡσαΐας ὁ προφητοκράτωρ, φαιδρύνθητι.

Καὶ ὁ μὲν, ὅτι ἐξ ὀσφύος σου κατὰ τὴν ὁρκωμοσίαν ἡ βασιλὶς προέρχεται, ἐξ ἧς θήσειν ἐπὶ τὸν θρόνον σου τὸν καρπόν σου Θεὸς ἐπηγγείλατο·
ὁ δὲ, ὅτι ἡ προφητεία σου πέρας εἴληφεν, Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται.

Ῥάβδος ἡ Παρθένος, ἐξ ἧς ἀπειρόγαμος τὸ ἀνθηρὸν καὶ ἀένναον Χριστὸς ἄνεισιν.

* * * * * *

Ἀλλὰ τί μοι τῷ δεῖνι, καὶ τῷ δεῖνι τὸ χαίρειν περιγράφειν, καὶ μὴ φωνῇ περιληπτικῇ διασημᾶναι τὴν ἀγαλλίασιν;

Εὐφρανθήτω ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, καὶ αἱ νεφέλαι ῥανάτωσαν δικαιοσύνην.

Ἀνατειλάτω ἡ γῆ, καὶ βλαστησάτω ἔλεος, καὶ δικαιοσύνην ἀνατειλάτω ἅμα.

∆ιὰ τί;
ὅτι σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακὼβ πεφανέρωται·
ὅτι τόπος ἅγιος τῷ παναγίῳ Λόγῳ ὑποδέδεικται.

Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος, βοάτω Ἰακὼβ ὁ πατριαρχικώτατος, οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ’ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ!

Ὢ ἀποῤῥήτων ἀκουσμάτων!
ὢ παραδόξων ἀποτελεσμάτων!

Τί τοῦτο τὸ καινὸν διήγημα;
τίς αὕτη ἡ ξενίζουσα παραβολὴ καὶ ἀπόῤῥητος;

Εἰ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐκ ἐξαρκέσουσί σοι, ὡς ὁ Λόγος, καὶ τίς ἡ ἐξαρκοῦσα αὐτῷ φυσικὴ κατοίκησις;

Οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ, λέγει Κύριος;

Καὶ ποῦ τῷ τοιούτῳ, καὶ τηλικούτῳ, καὶ ὑπεραίροντι πάσης καταληπτικῆς ὑποθέσεως;
οὐ γὰρ ἐν ποσότητι τὸ ἄπειρον, περιληπτικὸν χωρίον ἐξευρηθήσεται.

Ὁ οὐρανός μοι, φησὶν, θρόνος, καὶ ἡ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου.

Καὶ ποῖος οἰκοδομηθήσεται οἶκος τῷ ἐρωτῶντι;
ἢ τίς ἐξευρεθείη τόπος τῆς καταπαύσεως αὐτοῦ;
ἀλλ’ ὅμως εὕρηται, καὶ πεφανέρωται.

Πῶς, καὶ τίνι τρόπῳ;

Ὧδε γὰρ τὸ ζητούμενον.

Μικρὸν ἀναμείνας, ἀγαπητὲ, λήψῃ τοῦ ποθουμένου τὴν ἐπίλυσιν.

* * * * * *

Μέλλοντος ἀνθρώπου ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παράγεσθαι δι’ ἄπειρον Θεοῦ ἀγαθότητα, πρότερον οὐρανὸς ἐκτείνεται, γῆ ὑπεστόρεσται, θάλασσα περιώρισται, καὶ ὅσα ἀμφοτέρων συμπληρωτικὰ, ἐν ταυτῷ τῆς ὅλης διακοσμήσεως εἴληπται.

Εἶθ’ ὕστερον ὁ ἄνθρωπος βασιλικῶς εἰς γυμνάσιον ἀρετῆς ἐν παραδείσῳ τίθεται·
ἀλλ’ εἰ μὴ ἡ παράβασις προὐχώρησεν, οὐκ ἂν τοῦ ζωηροῦ χωρίου ἐξωρίζετο.

Ἐξοστρακισθεὶς δὲ τοῦ ἐνδύματος, εἰ μὴ ταῖς θείαις προμηθείαις ἀντανίστατο, οὐκ ἂν εἰς τὴν πολυπαθεστάτην ἀλλοίωσιν κατηγάγετο, ἀντὶ Θεοῦ μονάρχου πολυθεΐαν σεβόμενος.

∆ιά τοι ταῦτα, ὡς ἐν κεφαλαίῳ φάναι, τῇ φθορᾷ κατεσχημένων ἁπάντων, καὶ Θεοῦ κατοικτιζομένου μὴ εἰς παντελῆ ἀνυπαρξίαν χωρῆσαι τὸ τῶν οἰκείων χειρῶν πλάσμα, ἄλλου καινοῦ οὐρανοῦ, γῆς τε καὶ θαλάσσης ποίημα, ἐν οἷς χωρηθῆναι εὐδοκεῖ δι’ ἀνάπλασιν τοῦ γένους ὁ ἀχώρητος. Καὶ ταῦτά ἐστιν ἡ μακαρία καὶ πολυύμνητος Παρθένος.

Ὢ τοῦ θαύματος!

Οὐρανὸς μὲν, ὡς ἐκ τῶν ἀδύτων θησαυρῶν, τὸν τῆς δικαιοσύνης Ἥλιον ἀνίσχουσα·
γῆ δὲ, ὡς ἐκ τῶν ἀχράντων λαγόνων τῆς ἀφθαρσίας, τὸν στάχυν τῆς ζωῆς βλαστήσασα·
θάλασσα, ὡς ἐκ τῶν κοιλιακῶν κόλπων, τὸ νοητὸν μαργαρίτην προφέρουσα.

Ἤδη τοιγαροῦν παρήχθη ἡ νεοφανὴς κτίσις τοῦ ἀχωρήτου.

Ηὐτρεπίσθη ἡ βασίλειος αὐλὴ τοῦ Παμβασιλέως.

Ἡτοιμάσθη τὸ λογικὸν καταγώγιον τοῦ ἀκαταλήπτου.

Ὡς μεγαλοπρεπὴς ὅδε ὁ κόσμος!
ὡς ἀξιάγαστος ἡ δημιουργία, φυτοῖς ἀρετῶν ὡραΐζουσα, ἄνθεσιν ἁγνείας εὐωδιάζουσα, λαμπρότησι θεωριῶν ἀγλαΐζουσα, πᾶσιν ἄλλοις ἀμφιλαφέσιν ἀγαθοῖς ἀνενδεῶς ἔχουσα, ἀξία, τὸ δὴ λεγόμενον, τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐνοικήσεως!

Καίτοι γε καὶ ὁ πρὶν κόσμος, θαυμαστὸς ὅτι μάλιστα·
ὅτε γὰρ, φησὶν, ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου, καὶ ὕμνησαν.

Ἀλλ’ οὔ τί πω οὕτω θεοπρεπὲς, ὡς ἡ μακαρία αὕτη καὶ πανθαύμαστος Παρθένος.

Καὶ ὅτι ἀληθὲς, ἄκουσον τοῦ πολύτλα Ἰὼβ λέγοντος·
Οὐρανὸς μὲν οὐ καθαρὸς, ἄστρα δὲ οὐκ ἄμεμπτα ἐναντίον αὐτοῦ.

Τῆς δὲ τί καθαρώτερον;
τί δὲ ἀμεμπτότερον;
ἧς τοσοῦτον ἠράσθη Θεὸς, τὸ ἀκρότατον φῶς καὶ καθαρώτατον, ὡς δι’ ἐπελεύσεως ἁγίου Πνεύματος οὐσιωδῶς αὐτῇ συγκραθῆναι, καὶ ἐξ αὐτῆς προελθεῖν τέλειος ἄνθρωπος, μετὰ τῆς ἀμεταβόλου καὶ ἀσυγχύτου τῶν οἰκείων ἱδρύσεως.

Ὢ τοῦ θαύματος!

Τὴν ἰδίαν δούλην, μητέρα κτήσασθαι οὐκ ἐπῃσχύνθη ὁ φιλανθρωπότατος.

Ὢ τῆς συγκαταβάσεως!

Τοῦ ἰδίου πλάσματος γέννημα χρηματίσαι οὐκ ἀπῃνήνατο ὁ ὑπεράγαθος, ἐκείνης ἐρασθεὶς δηλαδὴ τῆς ὡραιοτέρας πάσης κτίσεως, ἐκείνης ἐπιλαβόμενος τῆς ἀξιωτέρας τῶν οὐρανίων δυνάμεων.

Περὶ ταύτης τοίνυν ὁ Ζαχαρίας ὁ θαυμασιώτατος, Τέρπου, φησὶ, καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιὼν, διότι ἰδοὺ ἔρχομαι, καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, λέγει Κύριος.

Περὶ ταύτης γε καὶ Ἰωὴλ ὁ μακαριώτατος, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὧδέ πως κεκραγὼς φαίνεται·
Θάρσει, γῆ, χαῖρε καὶ εὐφραίνου, ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαί σοι.

Γῆ γάρ ἐστιν, ἐφ’ ᾗ Μωϋσῆς ὁ ἱερώτατος λῦσαι τὸ ὑπόδημα τοῦ σκιώδους νόμου εἰς ἐξαλλαγὴν χάριτος προσετάττετο.

Γῆ ἐστιν, ἐφ’ ᾗ τεθεμελιῶσθαι τῇ σαρκὶ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος ᾄδεται, ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς.

Γῆ ἐστιν, ἡ σπορᾶς ἀνεπίδεκτος, καὶ ἁπάντων καρποτροφοῦσα τροφοδότην.

Γῆ ἐστιν, ἐφ’ ἣν τῆς ἁμαρτίας ἄκανθα οὐκ ἀνέτειλε.

Τοὐναντίον δὲ μᾶλλον διὰ τοῦ ταύτης ἔρνους πρόῤῥιζος ἐκτέτιλται.

Γῆ ἐστιν, οὐχ ὡς ἡ πρότερον κατηραμένη, καὶ ἧς καρποὶ πλήρεις ἀκανθῶν καὶ τριβόλων·
ἀλλ’ ἐφ’ ἣν εὐλογία Κυρίου, καὶ ἧς εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας, ὥς φησιν ὁ ἱερὸς λόγος.

* * * * * *

Ἀλλ’ ἐπεὶ ταῦτα οὕτως, φέρε, ἴδωμεν ὅθεν εὐθυδρόμησεν ὁ ἀείζωος ὄρπηξ τῆς παρθενίας·
τίς ὁ φύσας, καὶ τίς ἡ τεκοῦσα.

Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα, ἡ διαφανὴς καὶ πανεύφημος τοῦ Λόγου ξυνωρὶς, ἡ πασῶν συζυγιῶν θεσπεσιωτέρα ἁρμονία.

Ἧς γὰρ ὁ κλάδος ὑπερφερὴς ἁπάντων, οὐ δήπου ταύτης ἡ ῥίζα μὴ προσφερεστέρα;

Ἀλλ’ ἡμῖν εὔριζος φυὰς οὕτω μεγαλοφυής τε καὶ ἐξοχωτάτη, καρποῦ δὲ τέως ἄγονος. Καθαρωτάτη ἡ πηγὴ, ἀλλὰ ῥεῖθρον οὐ φέρουσα.

Ξυμφορὰ ἡ ἀπευκταία.

Εὐληπτικὰ καὶ ἐπώδυνα τὰ παριστάμενα.

Τί οὖν;

Ἐκέκραξαν δίκαιοι, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, καὶ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτῶν ἐῤῥύσατο αὐτούς.

Πόῤῥωθεν ∆αβὶδ ἐνθεαστικώτατα διεσήμανε τοιάδε·
Ἐκέκραξαν, φησὶν, οἱ δίκαιοι.

Τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος πρόσωπον εἰσφέρειν μοι ἡ δυὰς αὕτη τεθεώρηται.

Ἐθεώρουν τοιγαροῦν θεογνωσίας τὴν ἀνθρωπότητα ἔρημον, ἐξ ἀπιστίας τὸν κόσμον χηρεύοντα·
ἐπείπερ, Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, κατὰ τὸ ᾀδόμενον.

Ὀδυνηρὰ ἡ ἀταξία, κατηφὴς ἀκαρπία.

Ἐκέκραξαν οἱ δίκαιοι, ἐν τῷ οἰκείῳ δηλαδὴ παραδείσῳ.

Ὅτου ἕνεκα;

Ἐπειδήπερ ἐκ παραδείσου ἡ λυπηρὰ ἁμαρτία ἐξελήλυθεν, ἐκεῖ φησι τῇ προμήτορι ὁ τῶν ὅλων Θεός·
Πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου, καὶ τὸν στεναγμόν σου.

Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου.

Τί ἐκέκραξαν;

Καρπὸν κοιλίας, ἤγουν εὐκαρπίαν θεογνωσίας ἐξαιτούμενοι, καὶ ταῦτα εἰκὸς προσευχόμενοι.

Ἀδωναῒ Κύριε Ἐλωῒ Σαβαὼθ, οἶδας τῆς ἀπαιδίας ὄνειδος.

Γινώσκεις τῆς ἀκαρπίας τὸ ἄθυμον.

Ἐὰν ἐπιβλέπων ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων σου, καὶ δῷς τοῖς δούλοις σου σπέρμα παιδὸς, δώσομεν αὐτὸ ἐνώπιόν σου δοτόν.

Καί γε ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, ὁ ταχὺς εἰς ἔλεον, βραδὺς δὲ εἰς ὀργὴν, δοὺς τὴν κυριώνυμον Μαρίαν λύτρον οὕτως ἀγλαὸν καὶ μεγαλοφυὲς ἀντὶ τῆς Εὔας.

Θυγάτηρ ἴαμα μητρικὸν γεγένηται·
τὸ νέον φύραμα τῆς θείας ἀναπλάσεως, ἡ παναγία ἀπαρχὴ τοῦ γένους, ἡ ῥίζα τοῦ θεοφράστου κλάδου, τὸ τοῦ προπάτορος ἀγαλλίαμα.

Ὢ τῆς εὐεργεσίας!
ὢ τῆς μεγαλοδωρεᾶς!

Ἆρα οὐχὶ καὶ αὐτὸς ὁ ἥλιος φαιδροτέρας νῦν τὰς ἀκτῖνας ἀφίησι τῆς περιχαρείας πως αἰσθόμενος;

Ἆρα οὐχὶ καὶ πᾶσα ἡ κτίσις οἷον ἐναβρύνεται ἐπ’ ἐλπίδι τῆς ἐκ φθορᾶς ἐλευθερίας, ἐπὶ τῇ γεννήσει τῆς ἀφθόρως κυούσης τὸν ἐλευθερωτὴν τοῦ κόσμου;

Σκόπει καὶ τὰ ἑξῆς·
φιλακροάμων ἔσο, ἀγαπητὲ, καὶ μὴ ἀποκνῇς πρὸς τὴν ἔρευναν.

Ἄμελγε, φησὶ, γάλα, καὶ ἔσται βούτυρον.

Κατάλληλος ὁ τόπος τῆς δικαίων προσευχῆς.

Ἐν παραδείσῳ προσευξάμενοι, παράδεισον ἔτεκον, πολὺ τοῦ προτέρου μακαριώτερον.

Ἐκεῖ ὄφις ψιθυρίσας, εὐάλωτα τὴν Εὔαν ἐξηπάτησεν.

Ἐνταῦθα Γαβριὴλ ὁ ἀρχάγγελος ὁμιλήσας τῇ Μαρίᾳ εὐφρόσυνα, διετάραξεν, ἀλλ’ οὐκ ἐξηπάτησεν.

Ἐκεῖ ἡ τοῦ ὄφεως ὑπακοὴ θάνατον τὸν ἀμειδῆ προεξένησεν.

Ἐνταῦθα ἡ πειθὼ τοῦ ἀγγέλου, ζωὴν τὴν ἀειχαρῆ τοῖς ἀνθρώποις ἀντεισήγαγεν.

Ἐκεῖ ἡ ἀπόφασις ὀδυνηρὰ τῇ ἐκ παρακοῆς τικτούσῃ·
ἐνταῦθα ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησις, χαρμόσυνα τῇ ἐκπεφευγυίᾳ προφητικῶς τὰς λυπικὰς ὠδῖνας.

Ὢ τῆς ἐξαλλαγῆς τῶν πραττομένων!
ὢ τῆς καινότητος τῶν τελουμένων!

Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθε (λελέχθω κἀνταῦθα), ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά.

Οἴκου ἀρχὴ κατὰ ἀκριβεστάτην θεωρίαν, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐπιδημίας ἡ παροῦσα πανήγυρις προεκλάμπουσα.

* * * * * *

Ἔχεις, ὦ φιλότης, τοῦ ζητουμένου τὴν λύσιν.

Ἀπέλαβεν τῆς ὑποσχέσεως τὸ χρέος.

∆εῦρο, λέξον καὶ αὐτὸς σὺν Ἡσαΐᾳ τὰ Ἡσαΐου·
Κύριε ὁ Θεός μου, δοξάσω σε·
ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐποίησας θαυμαστὰ πράγματα, βουλὴν ἀρχαίαν ἀληθινήν.

Μικροῦ μὲν οὖν καὶ ὄψει τὴν μακαρίαν εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων εἰσιοῦσαν, ὡς ἤδη τῷ παναγεστάτῳ Θεῷ ἀφιερωμένην·
ἔπειτα συλλαμβάνουσαν ἐν γαστρὶ τὸν ἀπερίληπτον.

Ὢ τοῦ θαύματος!

Εἰς μικρὸν σώματος ἐνοικῆσαι τὸν περιέχοντα δρακὶ τὰ σύμπαντα.

Καὶ πῶς οὐ περιγραπτὸς, ὦ Χριστομάχε (ἵνα μικρὸν παραθεωρήσω);

Ὅτι, εἰ καὶ καθ’ ἡμᾶς, φησὶν, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμᾶς.

Καὶ τί τοῦτο;

Οὐ γὰρ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν μορφὴν, ἀλλὰ κατὰ τὴν θεότητος φύσιν ἡ διαφορὰ καὶ ἐξαλλαγή·
οἷον ἐγαλουχεῖτο μαζοῖς μητρικοῖς ἀνθρωπικῶς·
ἀλλὰ παρεῖχε τὸ ζῇν μητρὶ θεοπρεπῶς.

Ἐλάλει φωνῇ ἐνάρθρῳ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλὰ παρηγγυᾶτο ἐξουσίᾳ θεϊκῇ ὑπὲρ ἡμᾶς, δι’ ὧν τὰ θαύματα.

Ὡδοποίει γεηροῖς ποσὶ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλ’ εἰς νῶτα θαλάσσης ὑπὲρ ἡμᾶς.

Ἐσταυροῦτο σαρκὶ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλ’ ἐτροποῦτο ἐν σταυρῷ τὰς ἐναντίας δυνάμεις ὑπὲρ ἡμᾶς·
ὧν τὰ μὲν περιγραπτῆς φύσεως·
τῆς καθ’ ἡμᾶς γάρ·
τὰ δὲ ἀπεριγράπτου, τῆς ὑπὲρ ἡμᾶς·
οὐ λυμηναμένης θατέρας θάτερα τῇ οὐσιώδει συνόδῳ τὰ φυσικὰ ἰδιώματα, ἀλλ’ εἴσω τῆς οἰκείας ὁροθεσίας ἑκατέρας ἑστώσης.

Σὺ δὲ φεύγων τὸ περιγράφειν, ἤτοι εἰκονίζειν·
ταυτὸν γὰρ ἀμφότερα, καὶ τὰς φύσεις φύρεις σὺν Ἀκεφάλοις, καὶ τὴν οἰκονομίαν ἀποσκευάσῃ σὺν Μανιχαίοις.

Ἧττον ἦν σοι εἰς ἀνοίας λόγον, ἵνα τὸ ἀληθὲς εἴπω, Ἰουδαΐζειν, ἢ τὴν προσηγορίαν Χριστιανοῦ ἔχοντι κατὰ Χριστοῦ φέρεσθαι.

Ὅτι ὁ μὲν οὐ προσιέμενος Θεὸν σεσωματῶσθαι, οὔτε εἰκονίζει, ἀκόλουθα ἑαυτῷ πράσσων·
σὺ δὲ προσηκάμενος μὲν, μὴ εἰκονίζων δὲ, ἀνακόλουθος σεαυτῷ γίνῃ, γέλωτα ὀφλισκάνων καὶ τῷ Ἰουδαΐζοντι.

Καὶ οὔπω λέγω τὴν ὕβριν, ἀλλὰ πρὸς μὲν ἐκείνους τοσοῦτος ὁ λόγος, ὅτι μὴ δογματικῶς, ἀλλ’ ἑορταστικῶς συνηθροίσθημεν.

Ἡμεῖς δὲ ἔτι βραχέα προσειπόντες τῇ Παρθένῳ, καὶ ταῦτα ἐξ ὧν ὠνόμασται ἐν τῇ θεοπνεύστῳ Γραφῇ ἀνελίττοντες, συμπερανοῦμεν ἐν τούτοις, εἰ καὶ ἀναξίως, τὸν λόγον.

* * * * * *

Χαῖρε, Μαρία, ἤτοι μυρία, διὰ τὸ ἀπειροπληθὲς τῶν ἐγκωμίων.

Μυρία γὰρ εἰπὼν περὶ σοῦ τις, οὐκ ἂν ἐφίκοιτο τῆς ἀξίας.

Χαῖρε, Κυρία, ὡς τοῦ τῶν ὅλων Κυρίου μητροπρεπῶς τὴν κυρείαν εἰληφυῖα, ἧς τὰ σύμπαντα δοῦλά τις φήσας, οὐκ ἀπὸ σκοποῦ βάλλοι τὸν λόγον.

Χαῖρε, σμύρνα θαλασσία, ἡ ἐν τῇ ἁλμυρᾷ τοῦ βίου ῥοπῇ τὴν σάρκα νεκροφοροῦσα τῇ ἁμαρτίᾳ, ἐξ ἧς γλυκασμὸς, καὶ ὅλως ἐπιθυμία, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν, Ἐτρύγησα σμύρναν μετὰ ἀρωμάτων μου.

Χαῖρε, βάτε, τὸ πυρίπλοκον θαῦμα, ἡ κατὰ στέρησιν ἄβατος τῇ ἁμαρτίᾳ·
ἐπεὶ καὶ φυτὸν ἀθιγὲς, καὶ βατὸν οὐρανὸν δεδειχυῖα γηγενέσιν ἐκ θεογονίας σου.

Χαῖρε, κιβωτὲ, τὸ θεόδμητον στέγος, ἡ τοῦ νεοκτίστου κόσμου ταμία, ἀφ’ ἧς ἔξεισι Χριστὸς, ὁ νέος Νῶε, πληρῶν τὸν ἄνω κόσμον τῇ ἀφθαρσίᾳ.

Χαῖρε, ῥάβδος, τὸ θεόφυτον ἔρνος, ἡ μόνη πασῶν παρθένων τεκνοφόρος, ἐξ ἀσπορίας ἀνθήσασα υἱέα τὸν τῶν ἁπάντων Θεὸν καὶ ἱεράρχην.

Χαῖρε, στάμνε, τὸ χρυσόπλαστον ἄγγος, ἡ παντὸς ἄγγους ἐξῳκισμένη, ἀφ’ ἧς μανναδοτεῖται ἅπας ὁ κόσμος, τὸν ἐν πυρὶ τῆς Θεότητος ἐξοπτηθέντα τῆς ζωῆς ἄρτον.

Χαῖρε, σκηνὴ, ὁ θεότητος πόλος, οὐρανοῦ τῶν ἀψίδων προφερεστέρα, ἀφ’ ἧς αὐτοπροσώπως ὡμίλησε Θεὸς ἀνθρώποις, καὶ ἐξ ἧς εἰς τὸν κόσμον ἱλασμὸς ἐπεδήμησεν αἰώνιος.

Χαῖρε, θυμιατήριον, τὸ σκεῦος τὸ χρυσόνουν, ἡ τὸν θεῖον ἄνθρακα ἔνδον φέρουσα, ἀφ’ ἧς διέπνευσεν εὐωδία τοῦ Πνεύματος, τὴν μυδῶσαν φθορὰν ἐκ κόσμου ἀπελαύνουσα.

Χαῖρε, τράπεζα, τὸ θεόθετον κρᾶμα ἡ πᾶσιν ἀγαθοῖς ἀρετῶν πλήθουσα μέθεξις, τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ὀμφαλός σου κρατὴρ τορευτὸς, μὴ ὑστερούμενος κράματος.

Χαῖρε, ναὲ, τὸ καθαρότευκτον Κυρίου δῶμα, περὶ οὗ φησιν ὁ ∆αβίδ·
Ἅγιος ὁ ναός σου, θαυμαστὸς ἐν δικαιοσύνῃ·
ἐξ οὗ ναουργῶν Χριστὸς ἑαυτῷ τὸ σῶμα, ναοὺς δείκνυσι τοὺς βροτοὺς Θεοῦ ζῶντος.

Χαῖρε, ἁγίασμα, ἡ κρήνη ἡ θεόβρυτος ἡ πάσης ἁγιστείας ἀνάπλεως, ἐξ ἧς πρόεισι τῶν ἁγίων Ἅγιος, ὁ ἐξ ἐναγείας ἀποκαθαίρων κόσμον.

Χαῖρε, τόπος Κυρίου, ἡ θεοστιβὴς γαῖα, ἡ τὸν ἔξω τούτου παντὸς τῇ Θεότητι τοπώσασα τῇ σαρκώσει, ἐξ ἧς ὁ ἁπλοῦς, σύνθετος·
καὶ ὁ ἀΐδιος, ἔγχρονος·
καὶ ὁ περιγραπτὸς, ὁ ἀπερίγραπτος.

Χαῖρε, οἶκος Θεοῦ, ὁ θείαις ἀγλαΐαις ἐκλάμπων δόμος, οὗ τὸ ὑπέρθυρον ἀναφαίρετον τῆς ἁγνείας·
ἡ πλήρης δόξης Κυρίου, καὶ τῶν πυρίνων Σεραφὶμ φωτοειδεστέρα ἐν πνεύματι.

Χαῖρε, πύλη, ἡ ἀνατολόβλεπτος, ἐξ ἧς ἡ τῆς ζωῆς ἀνατολὴ τοῖς ἀνθρώποις τὴν τοῦ θανάτου δύσιν μειοῦσα·
ἡ θεόδευτος βάτος, καὶ τὰς κλεῖς τῆς παρθενίας φέρουσα.

Χαῖρε, οὐρανὲ, τὸ τοῦ περικοσμίου χώρου ἐνδιαίτημα τιμιώτερον·
ἡ ταῖς τῶν ἀρετῶν λαμπηδόσι κατάστερος, ἐξ ἧς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος ἀνέτειλεν, ἡμέραν ἀδύτου σωτηρίας ἀνθρώποις δημιουργησάμενος.

Χαῖρε, θρόνε.
ὁ μετεωροπόρητος ἐν δόξῃ, ὁ ἔμψυχος θῶκος ἡ τοῦ Θεοῦ καθέδραν ἐν ἑαυτῇ διαγράφουσα, καὶ ὑπὲρ νοερὰς δυνάμεις Θεὸν ἀναπαύουσα.

Χαῖρε, Χερουβὶμ, ὁ πυροειδὴς νοῦς, ἡ ὡς ὄμματα τὰ θεῖα νοήματα πλήθουσα, καὶ πολυφάτους χάριτας ἀναστράπτουσα, καὶ δι’ ἧς τὸ ἀνέσπερον φῶς ἀνθρώποις διαπορθμεύεται.

Χαῖρε, Μήτηρ ἄνανδρε, ἡ ἐν μητράσι μόνη ἁγνεύουσα, καὶ τὰ μητέρων κατὰ παρθένους ἔχουσα, θαυμάτων ἁπάντων τὸ καινότατον θαῦμα.

Χαῖρε, Παρθένε γεννήσασα, ἡ ἐν παρθένοις μόνη τοκεύουσα, καὶ τὰ παρθένων κατὰ μητέρας φέρουσα·
τεράτων ἁπάντων τὸ φρικωδέστατον λάλημα.

Χαῖρε, σφραγὶς βασιλικὴ, ἡ τὸν ἐκ σοῦ οὐσιωθέντα Βασιλέα τῶν ἁπάντων ἀποτυποῦσα μητρομοίῳ σώματι·
εἴπερ οἵα ἡ γεννῶσα, τοιοῦτον δηλαδὴ καὶ τὸ γέννημα.

Χαῖρε, βιβλίον ἐσφραγισμένον, ἡ πάσῃ φθοροποιῷ ἐπινοίᾳ ἀπήμαντος, ἐξ ἧς ὁ θεοχαράκτου νόμου κύριος πρὸς αὐτοῦ μόνου παρθενικῶς ἀναγινώσκεται. Χαῖρε, τόμος καινοῦ μυστηρίου, ἡ τῇ ἀφθαρσίᾳ παντάπασιν ἄθικτος, ἐν ᾗ ὁ ἀνείδεος Λόγος γραφίδι ἀνθρωπικῆς ἰδέας ἐζωγράφηται, εἴτουν σεσωμάτωται, ὁ κατὰ πάντα ὅμοιος ἡμῖν πλὴν ἁμαρτίας γενόμενος.

Χαῖρε, πηγὴ ἐσφραγισμένη, ὁ βρυτὴρ τῆς ἀφθαρσίας, ἡ τὸ ῥεῖθρον τῆς ζωῆς Χριστὸν ἐκβλύσασα, τῶν σημάντρων μηδαμῶς τῆς παρθενίας λυμανθέντων.

Οὗ τῇ μεθέξει ἀπαθανισθέντες, παλινδρομοῦμεν, εἰς τὸν ἀγήρω παράδεισον.

Χαῖρε, κῆπος κεκλεισμένος, ἡ τῇ παρθενίᾳ ἀδιάνοικτος εὐκαρπία, ἧς ἡ ὄσφρησις ὡς ἀγροῦ πλήρους, ὃν εὐλόγησεν ὁ ἐκ σοῦ προελθὼν Κύριος.

Χαῖρε, ῥόδον ἀμάραντον, ἡ τὸ ἀμήρυτον εὐωδιάζουσα, ἧς ὁ ὀσφρανθεὶς Κύριος ἐπανεπαύσατο, καὶ δι’ ἧς ἀνθήσας τὴν εὐωδίαν τοῦ κόσμου ἀπεμάρανε.

Χαῖρε, μῆλον εὐωδιάζον, ὁ στειροφυὴς καρπὸς, καὶ ὡραιόθεος, ἡ λέγουσα ἐν Ἄσμασιν, Ἐν μήλοις με στοιβάσατε, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι.

Ἧς δρεψαμένης τὴν καθαρότητα Χριστὸς, εἱστιάσατο εὐοδμίαν ἄχραντον τῷ κόσμῳ διαπνέουσαν.

Χαῖρε, κρῖνον, οὗ ὁ γόνος Ἰησοῦς, ταῦτα τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ ἀμφιεννύντος·
ἡδύπνους ῥοδωνία τοῦ Πνεύματος, ἐξ ἧς Χριστὸς ἀνήθευτον ἐξ ἀσπορίας στολὴν περιεβάλετο, τὴν Σολομωντικὴν στολὴν ἀποκρύπτουσαν.

Χαῖρε, ἄνθος, τὸ πάσης ἀνθοβαφικῆς χροιᾶς ποικιλώτερον ἐξ ἀρετῆς ἁπάσης ἥδυσμα, ἐξ ἧς ἄνεισιν ἄνθος ὁμοίῳ ὅμοιον κατὰ μητρικὴν ἐμφέρειαν, ἐφ’ ᾧ ἑπτὰ τὰ ἀναπαυόμενα πνεύματα, ὡς ὁ Λόγος.

Χαῖρε, νάρδος νάουσα, καὶ ἀρδεύουσα κατὰ τὰ μυρεψικὰ τῆς ἁγνείας ἀρώματα, ὧν ἡ διάδοσις ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Νάρδος μου ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ.

Χαῖρε, στακτὴ, ἡ ἐκ παρθενικῆς βαλσαμουργίας ἀποστάξασα Χριστῷ, στακτὴν ἁγιάσματος, ἤτοι γάλακτος, ἡ ψάλλουσα ἐν Ἄσμασιν·
Ἀπόδεσμος τῆς στακτῆς ἀδελφιδοῦς μου ἐμοὶ, ἀναμέσον τῶν μαστῶν μου αὐλισθήσεται.

Χαῖρε, κιννάμωμον, τὸ ἐκ νοητοῦ παραδείσου τῆς ἀχραντίας ἐξιὸν ἄρωμα, οὗ ἡ ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρπῶν ἀκροδρύων·
κάλαμος καὶ κιννάμωμον μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου.

Χαῖρε, θύγατερ, ἡ θυηπόλος νεᾶνις, ἧς τὸ ἄχραντον ἐράσμιον, καὶ ὁ κόσμος παράδοξος τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Τί ὡραιώθησαν διαβήματά σου ἐν ὑποδήμασι, θύγατερ Ἀμιναδάβ;

Ἡ κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις.

Χαῖρε, ἀδελφὴ, ἡ τοῦ καλοῦ ἀδελφοῦ παρώνυμος καὶ πανέραστος, οὗ ἡ φωνὴ τοιάδε ἐν Ἄσμασιν·
Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἀδελφή μου νύμφη, ἐκαρδίωσας;

Χαῖρε, νύμφη, ἧς νυμφοστόλος τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ νυμφίος ὁ Χριστὸς, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν·
Ὁλοκάλη ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί·
δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου, νύμφη.

Χαῖρε, μύρον, τὸ τῶν ἀρετῶν μυριότιμον σύνθημα, ἡ παναγνείας μύροις μυρίζουσα, ἐξ ἧς ὁμωνύμως σοι προῆλθεν ὁ Κύριος.
Μύρον γὰρ, φησὶν, ἐκκενωθὲν ὄνομά σου·
ἀφ’ οὗ κέχρισται τὸ βασίλειον ἱεράτευμα.

Χαῖρε, θυμίαμα, τὸ ὑπὲρ κόσμου παντὸς ἐνώπιον Κυρίου κατευθυνόμενον προσευκτήριον, ἡ ἀποπεπληρωμένη ἐξ εὐωδίας τοῦ Πνεύματος, περὶ ἧς που θαυμαστικῶς βεβόηται·

Τίς αὕτη ἀναβαίνουσα ἀπὸ τῆς ἐρήμου, ὡς στελέχη καπνοῦ τεθυμιαμένη;

Χαῖρε, χρυσίον καθαρὸν, ἡ ἐν χωνείᾳ τοῦ Θεοῦ δοκιμασθεῖσα τῷ πυρὶ τοῦ Πνεύματος, καὶ μηδαμοῦ ῥυτίδα κακίας φέρουσα·
ἐξ οὗ ἥ τε λυχνία, καὶ ἡ τράπεζα, καὶ πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον χρύσεα κατ’ ἔμφασιν ἀλληγορικὴν, ἐπὶ σὲ τὸν χρυσώνυμον καὶ πολυώνυμον μεταλαμβάνεται.

Χαῖρε, ξύλον ἄσηπτον, ἡ φθορᾶς ἁμαρτικῆς μὴ προσηκαμένη σκώληκα, ἐξ ἧς τὸ νοητὸν θυσιαστήριον, οὐκ ἐκ ξύλων ἀσήπτων κατεσκευασμένον, ἀλλ’ ἐξ ἀχράντων λαγόνων Θεῷ δεδομημένον.

Χαῖρε, πορφύρα βασιλικὴ, ἡ ἐκ παρθενικῶν αἱμάτων σου ἐξυφάνασα ἁλουργίδα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασι·
Πλοκίον κεφαλῆς σου ὡς πορφύρα·
βασιλεὺς δεδεμένος ἐν παραδρομαῖς.

Τί ὡραιώθης, ἢ τί ἡδύνθης;

Χαῖρε, βύσσος κεκλωσμένη, ἡ βάθος θείων νοημάτων ἐν διανοίᾳ κλώσασα, καὶ ταῖς ἐναντίαις θέλξεσιν ἄχαυνος·
Πῶς γὰρ, φησὶν, ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;

∆ι’ ἧς ἡ ἐπωμὶς πορφυροχρυσόμικτος τῷ ἱεραρχοῦντι τῶν ἄνω ∆υνάμεων.

Χαῖρε, ὑάκινθος, τὸ φλογοφανὲς τῆς παρθενίας ἔριον ἐξ οὗ μυστικῶς τῷ Θεῷ ἱερούργηται ἄμφιον σωματώσεως.

Χαῖρε, κούφη νεφέλη, ἡ τὸ γεῶδες καὶ βρίθον σκῆνος, κοῦφόν πως, ὡς ἀερῶδες, ἔχουσα, καὶ τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς ὡς ἐν θυσιαστηρίῳ καλύπτουσα, ἐν ᾗ καθῆσθαι Κύριον Ἡσαΐας προσηγόρευσε.

Χαῖρε, ἅχραντε, τὸ ἀνέπαφον τῆς παρθενίας κειμήλιον, ἡ τὸν ἄχραντον Λόγον γεννήσασα, ἀφ’ ἧς ἡ παρθενία ἐξέλαμψε τὸν κόσμον συντέμνουσα.

Χαῖρε, ἁγνὴ, ἡ μόνη τὴν καρδίαν ἁγνὴν αὐχηματικῶς ἔχουσα.

Τὸ ὄρος ἀληθῶς τὸ θεόδεκτον, ἀφ’ οὗ ἁγνίζεται ὁ νέος Ἰσραὴλ τοῦ πάλαι τιμαλφέστερον καὶ χρονιώτερον.

Χαῖρε, ἀλόχευτε, βρεφοτρεφῆ γαλουχίαν μητροπρεπῶς φέρουσα, ἀφ’ ἧς ἀμέλγει γάλα παρθενικὸν, ὁ τρέφων τὰ σύμπαντα.

Χαῖρε, ἀμόλυντε, ἡ μόνη Θεῷ εἰς ἐνοίκησιν εὐπρόσιτος, καὶ Θεοῦ ἀξίωμα ἐκ γεννήσεως ἔχουσα·
διὸ σὺ προσκυνητὴ καὶ πάσαις οὐρανίαις ∆υνάμεσι.

Χαῖρε, πόκε, τὸ περὶ τὸν Γεδεὼν νίκης σύμβολον, ἐξ ἧς ἀπεῤῥύη τροπικῶς ἡ δρόσος ἡ ἀθάνατος, ὁ αὐτολέκτως φάμενος·
Θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον.

Χαῖρε, χωρίον Θεοῦ, τὸν ἐν πᾶσιν ἀχώρητον ἐν γαστρὶ χωρήσασα·
οὗ τὰ πάντα ἐν δρακὶ, καὶ σοῦ παρόντος ἐν χερσίν·
ὃ καὶ λεγόμενον ἀδιανόητον, καὶ διανοούμενον ἀσυνείκαστον.

Χαῖρε, Θεοῦ Μήτηρ, ἡ μόνη τοῦ ἰδίου Υἱοῦ δούλη, καὶ ἄμφω φύσει, μεθ’ ἣν οὐκ ἔστι μήτηρ παρθένος τῆς μακαρίας παρθενίας εἰς τὴν πρὶν ἐν παραδείσῳ ἀναδραμούσης ἀφθαρσίαν.

Χαῖρε, Θεοδόχε, φωτοειδὲς στοιχεῖον τῆς θείας ἀπειρίας, οὗ ὁ ἄπειρος, ποδιαίᾳ γαστρὶ περιεχόμενος, καὶ ἐν ἑαυτῷ περιέχων τὰ πέρατα.

Χαῖρε, Θεοτόκε κυρίως καὶ ἀληθῶς, τὸ πρὸς Θεὸν ἀνθρώποις φρικτὸν συναπτήριον, δι’ ἧς τὰ οὐράνια τοῖς ἐπὶ γῆς ἥνωνται, Θεῷ τὰ ἀνθρώπου, καὶ ἀνθρώπῳ τὰ Θεοῦ ἀντανίσχουσα.

Χαῖρε, παστὰς, ἡ παρθενίας ἐγερθεῖσα κάλλεσι, τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Εἰσῆλθον εἰς κῆπόν μου, ἀδελφή μου νύμφη.

Οὗ πρὸς σάρκα συναφείας ἐκεῖνα ἐπάγεται·
Ἐξέλθετε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ Σολομὼν, ἐν τῷ στεφάνῳ, ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ, καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης τῆς καρδίας αὐτοῦ.

Χαῖρε, ἀμνὰς, ἡ ἄτεξ κατὰ γαμικὴν σύνοδον, καὶ τοκὰς κατὰ θείαν σύλληψιν.

Ἐξ ἧς ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ἐπεδήμησε.

Χαῖρε, νεφέλη φωτὸς, ἡ ἐν ἐρήμῳ τοῦ βίου πρεσβευτικῶς τὸν νέον Ἰσραὴλ σκιάζουσα·
ἀφ’ ἧς τὰ τῆς χάριτος διατάγματα ἤκουσται, ἐξ ἧς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος ἀνατέταλκε μαρμαρυγαῖς ἀφθαρσίας καταφαιδρύνων τὰ σύμπαντα.

Χαῖρε, λυχνία, τὸ χρυσοῦν τῆς παρθενίας σκεῦος καὶ εὔριζον, οὗ θρυαλλὶς, ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἔλαιον, τὸ ἐξ ἀχράντων σαρκῶν ληφθὲν σῶμα ἅγιον, ἐξ ὧν φῶς Χριστὸς τὸ ἀνεπίδυτον·
ἡ τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις τὴν ἀΐδιον ζωὴν παράψασα.

Χαῖρε, κεχαριτωμένη, τὸ πάσης χαρᾶς χαριέστερον καὶ πρᾶγμα, καὶ ὄνομα, ἐξ ἧς χαρὰ ἀδιάδοχος εἰς τὸν κόσμον Χριστὸς γεγέννηται, τῆς Ἀδαμιαίας λύπης τὸ ἰατρεῖον.

Χαῖρε, παράδεισε, τῆς Ἐδὲμ χωρίον μακαριώτερον, οὗ φυτὸν ἀρετῆς ἅπαν ἀνατέθηλε, καὶ ἐφ’ ᾧ ξύλον τῆς ζωῆς πεφανέρωται·
οὗ τῇ μεθέξει εἰς τὴν ἀρχαίαν δίαιταν ἀνατρέχομεν, τῆς φλογίνης ῥομφαίας νῶτα διδούσης, ὡς γέγραπται.

Χαῖρε, πόλις, τὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως, ∆αβιτικῶς εἰπεῖν, περιήχημα, ἐν ᾖ τὰ βασίλεια τῶν οὐρανῶν ἀνέῳκται, καὶ γηγενεῖς πολιτογραφούμενοι γήθουσιν·
ἧς ἐξαίσια καὶ τεθαυμασμένα πάσαις γλώσσαις τε καὶ διανοίαις τὰ διηγήματα, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ διὰ σοῦ ἱλεουμένῳ μοι, ἐφ’ οἷς ὤφλησα ὁ οἰκτρὸς καὶ ἄλογος, ἐκθειάζων τὰς ἀπείρους αἰνέσεις σου ὅτι αὐτῷ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.

 

Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Σερρών και Νιγρίτης

Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου,
Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Σήμερα ἡ Παρθένος μητέρα γεννιέται ἀπὸ στείρα μητέρα καὶ εὐτρεπίζεται τὸ παλάτι τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Σήμερα σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς στειρότητας καὶ σφραγίζονται τὰ κλεῖθρα τῆς Παρθένου. Γιατί ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἄγονη μήτρα καὶ τὰ νεκρὰ σπλάχνα γιὰ παιδοποιΐα ἔδωσαν παρ’ ἐλπίδα ὡραῖο καρπό, μὲ αὐτὰ μνηστεύεται καὶ τὸ ἀδιάφθορό της παρθενίας καὶ μὲ ὁλοφάνερα ἔργα προαγγέλλεται τὸ θαῦμα τῆς κυοφορίας. Γιατί εἶναι ὑπερφυσικὸ θαῦμα γέννηση χωρὶς μεσολάβηση ἄνδρα καὶ διατήρηση τῆς παρθενίας μετὰ τὴ γέννηση. Ἐπίσης νικᾶ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ ἡ στείρα ποὺ συλλαμβάνει μετὰ τὰ γηρατειά της καὶ γεννᾶ καὶ μὲ ὅσα θαυμαστὰ ἔργα γίνονται προοιμιάζεται ἡ γέννηση τῆς Παρθένου.
Σήμερα ἡ Ἄννα θερίζει τὸν καρπὸ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸν ὀνειδισμὸ τῆς ἀτεκνίας καὶ ἡ οἰκουμένη ἀπολαμβάνει τὰ καρποφόρα στάχυα τῆς χαρᾶς. Ὁ Ἰωακεὶμ ὀνομάζεται πατέρας τοῦ παιδιοῦ, καὶ ἐμεῖς παίρνουμε ὡς ἀρραβώνα τὴν τιμὴ τῆς υἱοθεσίας. Σήμερα ἡ Παρθένος προβάλλει ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, καὶ ἡ στειρότητα διαδέχεται τὶς πηγὲς τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὸ σύνολο τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων χηρεύει, καὶ τὰ παιδιὰ προβάλλουν ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα αὐξάνουν καὶ πληθαίνουν κατὰ τρόπο θεϊκὸ γιὰ τὸν νυμφίο Χριστό. Ἡ Παρθένος προέρχεται ἀπὸ ἄγονη μήτρα, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμα εἶναι γόνιμη ἡ γέννηση εἶναι παράδοξη. Ὢ πόσο μεγάλο θαῦμα! Ὅταν ἐξέλειπε ὁ χρόνος τῆς σπορᾶς, τότε ἔφτασε ὁ καιρὸς τῆς καρποφορίας, ὅταν σβήσθηκε ἡ φλόγα τῆς ἐπιθυμίας, τότε ἄναψε ἡ λαμπάδα τῆς τεκνοποιΐας. Ἡ νεότητα δὲν ἔδωσε ἄνθος, καὶ προβάλλουν βλαστὸ τὰ γηρατειά· δὲν φάνηκε ἐξόγκωση τῆς κοιλιᾶς ὅταν ἦταν ἡ φύση στὴν ἀκμή της, καὶ προβάλλει ἀειπάρθενο βρέφος ὡς γέννημα ὑπερήλικης μήτρας.
Αλλ’ ἀπορεῖς, ἄνθρωπε, ἂν γέννησε ἡ στείρα, καὶ πολυερευνᾶς αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ θαυμάζεις, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προκαλοῦν θαυμασμό, παρὰ νὰ θεωροῦμε μηδαμινὸ αὐτὸ ποὺ θαυμάζεται, καὶ λογομαχεῖς, πῶς μπορεῖ νὰ γεννήσει στείρα; Ἂν εἶναι στείρα δὲν γεννᾶ, κι ἂν γεννᾶ δὲν εἶναι στείρα. Καὶ πῶς στήθη ποῦ στέγνωσαν γίνονται πάλι πηγὴ γάλακτος; Ἂν τὸ γῆρας δὲν εἶναι στὴ φύση του νὰ θησαυρίζει αἷμα, πῶς αὐτὸ ποῦ δὲν ἔλαβαν οἱ θηλὲς τὸ λευκαίνουν σὲ γάλα; Καὶ πῶς μήτρα ποὺ ἀδρανοποιήθηκε λειτουργεῖ καὶ ζωογονεῖ καὶ συγκροτεῖ καὶ τρέφει τὸ ἔμβρυο; Αὐτὰ ἐσὺ μηχανορραφεῖς κατὰ τοῦ ἐαυτοῦ σου καὶ τῆς σωτηρίας σου. Καὶ ποιὸς εἶσαι; Γιατί δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ εἶσαι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ἄξιούς του θαύματος· οὔτε βέβαια, οὔτε θὰ παρασυρθεῖ νὰ ἀπιστήσει ὁ πιστὸς μὲ ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν πίστη, ἀλλὰ ὁ Ἰουδαῖος.
Ἡ Σάρα δηλαδὴ πῶς ἢ ποῦ σὲ παρακαλῶ ἐξέπεσε στὶς ἐλπίδες της; Ἄραγε δὲν εἶδε τὸν Ἰσαὰκ υἱὸ τῶν γηρατειῶν καὶ τῆς στειρότητάς της; Ἂν ἡ Ἄννα σου προκαλεῖ σύγχυση καὶ ταράζει τοὺς λογισμούς σου, πιὸ πολὺ πρέπει ἡ Σάρα, γιατί γιὰ πρώτη φορὰ συνέβη σ’ αὐτήν. Ἂν αὐτό σε κάνει νὰ ἀμφιβάλλεις, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι παραγράφεις τὸ ἄλλο ἀπὸ τὴ συγγένειά σου καὶ κόβεις τὶς ρίζες ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχεις κλάδο, καὶ δὲν ἐλέγχεσαι ὅτι ἔχεις καταπέσει ἀπὸ τοὺς Ἰουδαϊκοὺς νόμους;
Ἀπὸ παλαιὰ λοιπόν, ἂν καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ὑποδουλωμένη στὴ δύναμη τῶν προγονικῶν ἁμαρτημάτων, ἡ γέννηση τῆς ἀπογόνου παρέχει λαμπρά τα συνθήματα, ὑποσαλπίζοντας ὅτι ὁ καθαιρέτης τους θὰ τὴ βγάλει ἀπὸ τὴν τυραννίδα καὶ θὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν δουλεία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀδὰμ μαζὶ μὲ τὴν Εὕα, ἀφοῦ καθάρθηκαν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς παλαιοὺς ρύπους τῆς παράβασης καὶ ἀπέρριψαν τὴν κατήφεια καὶ τὴ σκυθρωπότητα, μὲ ἐλεύθερη φωνὴ καὶ βλέμμα χοροστατοῦν χαρούμενοι στὴν πανήγυρη τῆς Παρθένου καὶ μᾶλλον ἔχουν γίνει οἱ κορυφαῖοι του χοροῦ. Γιατί αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔγινε ἡ σπορὰ τῆς ἁμαρτίας ποὺ φύτρωσε σὰν παράσιτο στὸ γένος καὶ τὸ νόθευσε, αὐτοὶ μᾶλλον εἶναι δίκαιο τώρα ποὺ ξεριζώνεται, αὐτοὶ νὰ εἶναι ἀρχηγοὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς χοροστασίας καὶ νὰ πλησιάζουν καὶ νὰ συγκαλοῦν τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς πρώτους παραβάτες μεταδόθηκε τὸ ἀρρώστημα τῆς παράβασης σὲ ὅλους καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη τῆς ὅμοιας θεραπείας, κι ἀφοῦ ἡ παγκόσμια σωτηρία θεμελιώνεται σήμερα μὲ τὴ γέννηση τῆς Παρθένου, ἔπρεπε νὰ ὀργανώσουμε κοινὴ καὶ πάνδημη τὴν πανήγυρη, καὶ νὰ ἀνακρούσουμε δημόσιες καὶ ὑπερκόσμιες τὶς εὐχαριστήριες ὠδές· γιατί ἡ παγκοσμιότητα τῆς σωτηρίας ἀπαιτεῖ ὑπερκόσμια τὴν εὐχαριστία.
Ἃς ἀναπέμψουμε λοιπὸν εὐχαριστήριες ὠδές, ἐπειδὴ ὁ Ἀδὰμ ἀναδημιουργεῖται καὶ ἡ Εὕα ἀνακαινίζεται, μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ἡ κατάρα διαλύεται καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση μας, ἀποβάλλοντας τὸ νεκρὸ καὶ δερμάτινο πρόσωπο τῆς ἁμαρτίας, ἀναμορφώνεται στὴν ἀρχαία τιμὴ τῆς δεσποτικῆς εἰκόνας. Ἃς ἀναπέμψουμε εὐχαριστήριες ὠδὲς καὶ ἃς συγκροτήσουμε πάνδημους χορούς, ἐπειδὴ προερχόμενη ἡ Παρθένος ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, ἁγιάζει τὴν ἄγονη μήτρα τῆς φύσης, ἐμβολιάζοντας τὴν ἀκαρπία της μὲ τὴν πλούσια καρποφορία ἀρετῶν. Γιατί γιὰ ὅσα χρειάστηκαν στὸν Κύριο ὅλων καὶ γεωργό τα ρεῖθρα τῶν ἀχράντων αἱμάτων της γιὰ τὴν ἄρδευση ὅλης της καταξηραμένης ζύμης, μὲ αὐτὰ ἀναδέχεται εὔλογα καὶ τὴν εὐλογία τῆς καρποφορίας.
Ἡ κλίμακα ποὺ ἀνεβάζει στοὺς οὐρανοὺς κατασκευάζεται καὶ ἡ γήινη φύση, ὑπερπηδώντας τὰ ὅριά της, ἐγκαθίσταται στὶς οὐράνιες κατοικίες. Ὁ δεσποτικὸς θρόνος ἑτοιμάζεται ἐπάνω στὴ γῆ, τὰ ἐπίγεια ἁγιάζονται, τὰ τάγματα τῶν οὐρανῶν συναναστρέφονται μαζὶ μέ μας, καὶ ὁ πονηρός, ποὺ στὴν ἀρχὴ μᾶς ἀπάτησε κι ἔγινε ὁ ἀρχιτέκτονας τῆς ἐναντίον μᾶς ἐπιβουλῆς, δέχεται τὴ συντριβὴ τῶν δόλων καὶ τῶν τεχνασμάτων του ποὺ ἔχουν ἀποσαθρωθεῖ χάνοντας τὴν ἰσχύ τους.
Ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς λόγος θὰ ἐκφράσει τὴ δύναμη τῶν πέρα ἀπὸ τὸ λόγο πραγμάτων; Καὶ πῶς κάθε νοῦς δὲν θὰ παραλύσει προσπαθώντας νὰ κατανοήσει τὸ μέγεθος τῶν ἔργων; Κατ’ ἀρχὰς ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο κινούμενος ἀπὸ ἄφατο πλοῦτο φιλανθρωπίας, δίνοντας στὸ πλάσμα τὴ χάρη νὰ φέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ πλάστη του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα δήλωνε τὴν εὐγένεια τῆς σάρκας, ἐνῶ τὸ ἄλλο τοῦ πνεύματος. Ὁ παράδεισος, πράγμα εὐχάριστο κι ἀγαπητό, φυτευόταν στ’ ἀνατολικά, μοσχοβολώντας ἀπὸ ἄνθη λειβαδιῶν καὶ ὄντας κατάμεστος ἀπὸ ὡραίους καὶ ποικίλους καρποὺς δένδρων· ποτάμια ἐπίσης κυλώντας ἐνδιάμεσα καὶ ποτίζοντας μὲ καθαρὰ νερὰ τὴν ἔκταση, προσέδιδαν ἀπίθανη ὀμορφιὰ στὸν τόπο.
Σ’ αὐτὸν ὁ πλάστης ἐγκαθιστᾶ τὸ φιλοτέχνημα τῆς δεσποτικῆς παλάμης, κάνοντάς το κύριο ὅλων καὶ παρουσιάζοντάς το νὰ περιβάλλεται ἀπὸ ἄφθονα ἀγαθά. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσε σύζυγο ἀφοῦ τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν πλευρά του μὲ γέννα ἀνέκφραστη, ὥστε, αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχε ληφθεῖ, αὐτὸν νὰ ἀναγνωρίζει, τὸν δανειστή της, ὡς κεφαλὴ καὶ νὰ εἶναι προσηλωμένη, ἔχοντας στὴ σκέψη τῆς τὴν ὑποχρέωσή της καὶ μὲ τὸ σύνδεσμο τῆς φύσης νὰ δημιουργηθεῖ σ’ αὐτοὺς ὁ σύνδεσμος τῆς ὁμόνοιας.
Ἀλλ’ ἀφοῦ χάρισε τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν κυριαρχία σὲ ὅλα τα ἀγαθά του παραδείσου, ἐπειδὴ ἔπρεπε αὐτὸς στὸν ὁποῖον εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὸ μέγεθος μιᾶς τέτοιας καὶ τόσο μεγάλης ἐξουσίας νὰ παιδαγωγηθεῖ καὶ νὰ ἀσκηθεῖ καὶ μὲ κάποια ἐντολή, τοῦ δίνει ἕνα νόμο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο οὔτε δύσκολο ἦταν νὰ ζήσει, οὔτε εὐκολότατο νὰ τὸν φυλάξει στὸ σύνολό του, καὶ μὲ βάση αὐτὸν θὰ κέρδιζε τὴν ἀμοιβὴ ἢ τὴν καταδίκη του. Χωρίζοντας, δηλαδὴ μὲ τὸ λόγο του, κάποιο φυτὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἀπὸ ὅσα ἀνθοῦσαν ὡραιότητα, τοῦ δίνει τὴν ἐντολὴ ποὺ ἀπαγόρευε νὰ φάει ἀπὸ αὐτὸ μόνο.
Θηρίο ὅμως πονηρὸ καὶ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖο ἡ πράξη ὀνόμασε διάβολο, βάζοντας στὸ μάτι τὸν ἄνθρωπο ἀμέσως ἀπὸ τὴ δημιουργία του, χρησιμοποιώντας σὰν ὄργανό του ἄλλο θηρίο ἀπὸ τὰ ἑρπετὰ καὶ ἀπευθύνοντας στὴ γυναίκα λόγο ἀπατηλὸ καὶ θελκτικὸ καὶ ρίχνοντας στὸ νομοθέτη πολλὴ βλασφημία, πείθει τὴ γυναίκα καὶ μέσω αὐτῆς τὸ σύζυγό της, νὰ ἀδιαφορήσουν γιὰ τὴν ἐντολὴ καὶ νὰ φᾶνε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε θεσπιστεῖ νὰ μὴ φᾶνε. Κι αὐτοί, τὴν ἴδια στιγμή, καὶ τὴν προσταγὴ παρέβαιναν καὶ ἔχαναν ὅλα τα χαρίσματα, πράγμα ποὺ ἦταν ὁ σκοπὸς τοῦ ἐπίβουλου. Γιατί γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ εἶχε γίνει ὅλη αὐτὴ ἡ μηχανορραφία. Κι ἀπὸ τότε, μεταφερόμενο τὸ παράπτωμα ἀπὸ τοὺς προγόνους στοὺς ἀπογόνους, εἶχε ὁ ἐπιβουλευτὴς μᾶς ὑποδουλωμένο στὴν ἐξουσία τοῦ ὅλο το γένος.
Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ πλάστης καὶ κηδεμόνας μας; Ἄφησε ἄραγε μέχρι τὸ τέλος τὸ πλάσμα του νὰ ταλαιπωρεῖται, νὰ μένει δουλός των παθῶν; Ὄχι βέβαια. Πῶς δηλαδὴ θὰ ἀνεχόταν, αὐτὸ ποὺ ἔπλασε ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη, νὰ τὸ βλέπει μ’ εὐχαρίστησή του νὰ μένει αἰχμάλωτο καὶ νὰ ζεῖ στὴν πλάνη; Γι’ αὐτό, ἀφοῦ συνεδρίασε μὲ τὸν ἑαυτό της, ἂν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ἡ ἑνότητα τῆς ἁγίας Τριάδας (εἶναι ὅμως θεμιτὸ νὰ τὸ ποῦμε γιὰ τὴν ἀνάπλαση, ἐπειδὴ καί το, «ἃς δημιουργήσουμε ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα μας καὶ ὅμοιο μὲ μᾶς» ἔχει λεχθεῖ γιὰ τὴν ἀρχικὴ πλάση) μὲ τὴν ἑνιαία θέλησή της διευθέτησε τὴν ἀνάπλαση τοῦ πλάσματός του ποὺ εἶχε συντριβή.
Κι αὐτὴ (γιατί εἶχαν ἐξαγριωθεῖ καὶ ρημαχτεῖ φοβερὰ οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἐπέστρεφαν οὔτε μὲ ἀπειλὲς οὔτε μὲ ποινὲς οὔτε μὲ νόμους οὔτε μὲ προφῆτες), ζητοῦσε ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τὴν ἴδια μ’ ἐμᾶς φύση, στὸν ὁποῖο θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ δεῖ ἀπαράβατη τὴν τήρηση τῆς νομοθεσίας, ὥστε καὶ γιὰ νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι, μὲ ὅσα ἔβλεπαν τοὺς συνανθρώπους τους νὰ πράττουν, νὰ τοὺς μιμοῦνται, καὶ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο ἔλαβε τὴ δύναμή του ἐναντίον μᾶς αὐτὸς ὁ μηχανορράφος, μὲ τὸ ἴδιο νὰ καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὴν κυριότητα μὲ νόμιμη νίκη καὶ ἀγώνισμα.
Ἔπρεπε λοιπὸν κάποιο ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Τριάδος νὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους, ὥστε, ὅποιας φύσης ἦταν τὸ δημιούργημα, αὐτῆς νὰ φανεῖ ὅτι εἶναι καὶ τὸ ἀναδημιούργημα· καὶ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ἐκεῖνο νὰ γίνει κάτω Υἱὸς καὶ νὰ μὴν ἀτιμάσει τὸ ἄνω ἀξίωμά του, ποὺ ἀπὸ τοὺς αἰῶνες τὸ εἶχε καὶ δοξαζόταν μ’ αὐτό. Ἀλλὰ νὰ βρεθεῖ ἀνάμεσα στοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν δυνατὸ χωρὶς τὴ σάρκωση. Γιατί ἡ σάρκωση εἶναι ἡ ὁδὸς γιὰ τὴ γέννηση, καὶ γέννηση εἶναι ἡ κατάληξη τῆς κυοφορίας. Κι αὐτή, περιγράφοντας μητέρα, ζητοῦσε εὔλογα νὰ γίνει ἀπὸ πρὶν ἡ ἑτοιμασία της. Ἔπρεπε ἄρα νὰ ἑτοιμαστεῖ κάτω μητέρα τοῦ πλάστη γιὰ τὴν ἀνάπλαση ἐκείνου ποὺ εἶχε συντριβεῖ, κι αὐτὴ νὰ εἶναι παρθένος, ὥστε, ὅπως ἀπὸ παρθένα γῆ πλάσθηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἔτσι κι ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀνάπλαση, καὶ καμιὰ παρέμβαση ἡδονῆς οὔτε νόμιμη, οὔτε καὶ νὰ ἐπινοηθεῖ στὴ γέννηση τοῦ δημιουργοῦ· γιατί ἦταν αἰχμάλωτός της ἡδονῆς αὐτὸς ποὺ ὁ Δεσπότης θέλησε νὰ ἐλευθερώσει καὶ καταδέχθηκε νὰ γεννηθεῖ.
Ἀλλὰ ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει διάκονος τοῦ μυστηρίου; Ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δανείσει σάρκα σ’ ἐκεῖνον ποῦ πλουτίζει τὰ σύμπαντα; Ποιὰ λοιπὸν ἦταν ἄξια; Ἢ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι αὐτὴ ποὺ σήμερα βλάστησε μὲ τρόπο παράδοξο ἀπὸ τὴν ἄκαρπη ρίζα, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, τῆς ὁποίας ἐμεῖς ἑορτάζουμε λαμπρὰ τὴ γέννησή της καὶ τῆς ὁποίας ἡ γέννηση κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ θαύματος τοῦ μεγίστου μυστηρίου, ἐννοῶ τῆς ἔνσαρκης γέννησης τοῦ Σωτήρα καὶ γιὰ τὴν ὁποία συγκροτήθηκε αὐτὴ ἡ θεία καὶ πάνδημη σύναξη; Γιατί ἔπρεπε, ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ τὰ σπάργανα διατήρησε ἁγνό το σῶμα της, ἁγνὴ τὴ ψυχὴ καὶ ἁγνούς τους λογισμοὺς μὲ ἀνώτερο λόγο, νὰ προοριστεῖ αὐτὴ μητέρα τοῦ πλάστη.
Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ βρέφος προσφέρθηκε στὸ ναὸ καὶ εἰσῆλθε στοὺς ἄβατους χώρους, νὰ φανεῖ ἔμψυχος ναὸς ἐκείνου ποὺ τῆς ἔδωσε τὴ ψυχή. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ ἄγονη μήτρα μὲ λόγο παράδοξο καὶ ἐξάλειψε τὸ ὄνειδος τῶν γονέων της, νὰ ἀνακαλέσει καὶ τὸ σφάλμα τῶν προπατόρων. Γιατί εἶχε τὸν προορισμὸ ἡ ἀπόγονος νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἥττα τὴν προγονικὴ γεννώντας μὲ γέννα χωρὶς ἄνδρα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους καὶ δίνοντας σῶμα σ’ αὐτόν. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μὲ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς τῆς ἔδωσε ὡραία στὸν ἑαυτὸ τῆς μορφή, νὰ ἐμφανισθεῖ ξεχωριστὴ νύμφη ποὺ νὰ ταιριάζει στὸν οὐράνιο νυμφίο. Ἔπρεπε αὐτή, ποὺ μὲ τὶς σὰν ἄστρα ἐκδηλώσεις τῶν ἀρετῶν της, κατέστησε τὸν ἑαυτὸ τῆς οὐρανό, ἀνατέλλοντας τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης νὰ γίνει γνωστὸς σὲ ὅλους τους πιστούς. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μία φορὰ ἔβαψε τὸν ἑαυτό της μὲ τὸ πορφυρὸ χρῶμα τῶν παρθενικῶν αἱμάτων της, νὰ γίνει ἁλουργίδα (βασιλικὸ ἔνδυμα) τοῦ Βασιλιὰ τῶν πάντων.
Πῶ πῶ θαῦμα! αὐτὸν ποὺ ἡ φύση ὅλη δὲν χωρεῖ, τὸν κυοφορεῖ ἄνετα ἡ παρθενικὴ μήτρα. Αὐτὸν ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ ἀτενίσουν τὰ Χερουβίμ, ἡ Παρθένος τὸν κρατεῖ στὴν ἀγκαλιά της μὲ τὰ πήλινα χέρια της. Τὸ ὅρος τὸ ἅγιο προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔρημη καὶ ἄγονη μήτρα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ἀποκόπηκε χωρὶς σύμπραξη χεριῶν λίθος πολύτιμος ἀκρογωνιαῖος ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας, συνέτριψε τοὺς ναοὺς τῶν δαιμόνων καὶ τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδη μαζὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν τυραννικὴ ἐξουσία. Ὁ ἔμψυχος καὶ οὐράνιος κλίβανος κατασκευάζεται στὴ γῆ, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ πλάστης, ἀφοῦ ἕψησε τῆς δικῆς μου ζύμης τὴν ἀπαρχὴ καὶ κατέκαψε μαζὶ καὶ τὰ ζιζάνια ποὺ φύτρωσαν, καθαρὴ ὅλη τὴ ζύμη τὴν κάνει ἄρτο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ τί θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς καὶ τί δὲν θὰ πάθει διαπλέοντας τὸ πέλαγος τῶν χαρισμάτων καὶ κατορθωμάτων τῆς Παρθένου; Δειλιάζει καὶ χαίρεται καὶ ἠρεμεῖ κι ἀναπήδα ἀπὸ χαρά. Καὶ πάλι σωπαίνει καὶ βρίσκει τὴ μιλιά του, συστέλλεται καὶ πλατύνεται, συρόμενος ταυτόχρονα ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπὸ τὸ φόβο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπὸ τὸν πόθο.
Ἐγὼ ὅμως παραδίδοντας τὸν ἑαυτό μου στὸν πόθο μᾶλλον παρὰ στὸ φόβο, μὲ εὐχαρίστηση, γνωρίζετε καλά, ἦρθα καὶ πολλὰ λέγοντάς σας, ἂν καὶ εἶναι ἄχρηστα, μὲ τὸν σὰν ποτάμι λόγο μου, καθὼς τὰ παρθενικὰ αἵματα μὲ κάνουν νὰ λιμνάζω (νὰ ἀκινητοποιοῦμαι) καὶ νὰ πλημμυρῶ, καὶ μάλιστα βλέποντας καὶ ἐσὰς νὰ ἀνοίγετε πρόθυμα τὶς ἀκοές σας καὶ ὅλο σας τὸ νοῦ νὰ τὸν ἔχετε στρέψει στὸν ὕμνο τῆς Ἀειπάρθενου, καὶ συνάμα νὰ ἑξαγνίζεσθε, ἂν ἐγὼ ἔχω μυηθεῖ κάπως στὰ παρθενικὰ μυστήρια. Ἀλλ’ ὅμως ἡ περίσταση σὲ ἄλλα μᾶς παρακινεῖ, σὲ ἄλλου εἴδους τιμὴ τῆς Παρθένου· ἐννοῶ νὰ ἀρχίσουμε τὴ μυστικὴ καὶ ἀναίμακτη θυσία (γιατί τιμὴ τῆς μητέρας εἶναι ἡ ἀνάμνηση τῶν ἑκούσιων παθημάτων τοῦ Υἱοῦ), πρὸς τὴν ὁποία ἕλκομαι στὴ συνέχεια καὶ τὴν ὁποία εἶναι πολὺ ἐπίκαιρο νὰ τελέσω ὡς ἱερουργός.
Ἀλλὰ ἐσύ, Παρθένε καὶ μητέρα τοῦ Λόγου, ὁ δικός μου ἐξιλασμὸς καὶ ἡ καταφυγή, ποὺ μὲ παράδοξο τρόπο καλλιεργήθηκες ἀπὸ τὴ στείρα καὶ ποὺ καρποφόρησες γιὰ μᾶς ἀκόμα πιὸ παράδοξά το στάχυ τῆς ζωῆς, πρεσβεύοντας καὶ μεσιτεύοντας πρὸς τὸν Υἱό σου καὶ Θεό μας γιὰ μᾶς ποὺ εἴμαστε ὑμνητές σου νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ κάθε ρύπο καὶ κάθε μόλυσμα, ἀνάδειξέ μας ἄξιους γιὰ τὸν οὐράνιο νυμφώνα πρὸς αἰώνια ἀνάπαυση καὶ καταφωτιζόμενους ἀπὸ τὸ τριπλὸ φῶς τῆς ὑπερούσιας Τριάδας καὶ ἐντρυφώντας μέσα στὰ ὑπερφυσικὰ καὶ ἄρρητα θεάματα αὐτῆς μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ὁμιλία Θ΄, Εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, σ. 248-273 (ἀποσπάσματα).
Λόγος Εἰς τὸ γενέσιον τῆς ὑπεραγίας ∆εσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου
Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἡγουμένου Μονῆς Στουδίου
Λαμπρῶς πανηγυρίζει ἡ κτίσις σήμερον, καινὸν οὐρανὸν τὴν Παρθένον λαμβάνουσα.
Κόρη ἐπὶ γῆς γεγέννηται, τοῦ Βασιλέως τῶν οὐρανῶν ἐψυχώμενος θάλαμος.
Νεᾶνις εἰς φῶς ἐλήλυθε τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος φανότερον ἀστράπτουσα.
Βρέφος ἐκ στείρας ἀνέλαμψε, τῆς παρθενίας τέμενος ἱερώτατον.
Τίς οὐχ ὑπαντήσει πρὸς τὴν πανήγυριν;
τίς οὐ δωροφορήσει ἑόρτια, καὶ τῇ Παρθένῳ φιλούμενα;
∆ῶρον κάλλιστον παρθενεύουσιν ἡ ἀφθαρσία, γήμασι σωφροσύνη, πλουσίοις μετάδοσις, πένησιν ἡ εὐχαριστία, ἄρχουσιν ἡ ἡμερότης, βασιλεῦσιν ἡ δικαιοσύνη, ἱερεῦσιν ἡ ὁσιότης, τοῖς πᾶσιν ἐν ἅπασιν ἡ εὐνομία.
Ἐπεὶ δὲ τοιαῦτα τὰ δῶρα, καὶ μετὰ τοιούτων ἡ λαμπροφορία, δεῦτε σκιρτήσωμεν εὐφρόσυνα.
Ἄσωμεν χαριστήρια, μετὰ ∆αβίδ·
Ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν.
Τῷ Κτίστῃ τῶν ἁπάντων, ναὸς ὑποδοχῆς ᾠκοδόμηται·
ὅτι τῷ δημιουργῷ Λόγῳ καταγώγιον ξενισμοῦ ἡτοίμασται·
ὅτι τῷ Ἡλίῳ τῆς δικαιοσύνης νεφέλη φωτὸς ἐξήπλωται·
ὅτι τῷ περιβάλλοντι τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις, θεοϋφάντου περιβολαίου ἱστὸς ἀνίσταται·
ὅτι τῷ κιρνῶντι ταῖς ὥραις τοὺς καιροὺς καὶ ἐνιαυτοὺς συνακτήριον νυμφικὸν ἀναδέδεικται.
* * * * * *
Χορεύσατε, νεάνιδες·
παρθενικὸν γὰρ τὸ γενέθλιον.
Σκιρτήσατε, μητέρες·
μητρικὸς γὰρ καρπὸς ἡ παρθενεύουσα.
Στεῖραι, εὐέλπιδες ἔστε πρὸς τὴν πρὶν στειρεύουσαν, εἶτα θεόπαιδα γεννήσασαν ἀποσκοπεύουσαι.
Μηδέ γε κόραι τῆς χορείας ἀπολειπέσθωσαν, τῆς μόνης κορῶν κορωνίδος ὁμοῦ καὶ βασιλίδος τὸ γενέσιον πανηγυρίζουσαι.
Σαλπίσατε σάλπιγγι ἐπὶ τοὺς βουνούς·
ἠχήσατε ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν·
κηρύξατε ἐν Ἱερουσαλὴμ, δι’ Ὠσηὲ ἡμῖν κἀνταῦθα τὸ προσταττόμενον. ∆αβὶδ ὁ Θεοπάτωρ, εὐφράνθητι·
Ἡσαΐας ὁ προφητοκράτωρ, φαιδρύνθητι.
Καὶ ὁ μὲν, ὅτι ἐξ ὀσφύος σου κατὰ τὴν ὁρκωμοσίαν ἡ βασιλὶς προέρχεται, ἐξ ἧς θήσειν ἐπὶ τὸν θρόνον σου τὸν καρπόν σου Θεὸς ἐπηγγείλατο·
ὁ δὲ, ὅτι ἡ προφητεία σου πέρας εἴληφεν, Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται.
Ῥάβδος ἡ Παρθένος, ἐξ ἧς ἀπειρόγαμος τὸ ἀνθηρὸν καὶ ἀένναον Χριστὸς ἄνεισιν.
* * * * * *
Ἀλλὰ τί μοι τῷ δεῖνι, καὶ τῷ δεῖνι τὸ χαίρειν περιγράφειν, καὶ μὴ φωνῇ περιληπτικῇ διασημᾶναι τὴν ἀγαλλίασιν;
Εὐφρανθήτω ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, καὶ αἱ νεφέλαι ῥανάτωσαν δικαιοσύνην.
Ἀνατειλάτω ἡ γῆ, καὶ βλαστησάτω ἔλεος, καὶ δικαιοσύνην ἀνατειλάτω ἅμα.
∆ιὰ τί;
ὅτι σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακὼβ πεφανέρωται·
ὅτι τόπος ἅγιος τῷ παναγίῳ Λόγῳ ὑποδέδεικται.
Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος, βοάτω Ἰακὼβ ὁ πατριαρχικώτατος, οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ’ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ!
Ὢ ἀποῤῥήτων ἀκουσμάτων!
ὢ παραδόξων ἀποτελεσμάτων!
Τί τοῦτο τὸ καινὸν διήγημα;
τίς αὕτη ἡ ξενίζουσα παραβολὴ καὶ ἀπόῤῥητος;
Εἰ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐκ ἐξαρκέσουσί σοι, ὡς ὁ Λόγος, καὶ τίς ἡ ἐξαρκοῦσα αὐτῷ φυσικὴ κατοίκησις;
Οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ, λέγει Κύριος;
Καὶ ποῦ τῷ τοιούτῳ, καὶ τηλικούτῳ, καὶ ὑπεραίροντι πάσης καταληπτικῆς ὑποθέσεως;
οὐ γὰρ ἐν ποσότητι τὸ ἄπειρον, περιληπτικὸν χωρίον ἐξευρηθήσεται.
Ὁ οὐρανός μοι, φησὶν, θρόνος, καὶ ἡ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου.
Καὶ ποῖος οἰκοδομηθήσεται οἶκος τῷ ἐρωτῶντι;
ἢ τίς ἐξευρεθείη τόπος τῆς καταπαύσεως αὐτοῦ;
ἀλλ’ ὅμως εὕρηται, καὶ πεφανέρωται.
Πῶς, καὶ τίνι τρόπῳ;
Ὧδε γὰρ τὸ ζητούμενον.
Μικρὸν ἀναμείνας, ἀγαπητὲ, λήψῃ τοῦ ποθουμένου τὴν ἐπίλυσιν.
* * * * * *
Μέλλοντος ἀνθρώπου ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παράγεσθαι δι’ ἄπειρον Θεοῦ ἀγαθότητα, πρότερον οὐρανὸς ἐκτείνεται, γῆ ὑπεστόρεσται, θάλασσα περιώρισται, καὶ ὅσα ἀμφοτέρων συμπληρωτικὰ, ἐν ταυτῷ τῆς ὅλης διακοσμήσεως εἴληπται.
Εἶθ’ ὕστερον ὁ ἄνθρωπος βασιλικῶς εἰς γυμνάσιον ἀρετῆς ἐν παραδείσῳ τίθεται·
ἀλλ’ εἰ μὴ ἡ παράβασις προὐχώρησεν, οὐκ ἂν τοῦ ζωηροῦ χωρίου ἐξωρίζετο.
Ἐξοστρακισθεὶς δὲ τοῦ ἐνδύματος, εἰ μὴ ταῖς θείαις προμηθείαις ἀντανίστατο, οὐκ ἂν εἰς τὴν πολυπαθεστάτην ἀλλοίωσιν κατηγάγετο, ἀντὶ Θεοῦ μονάρχου πολυθεΐαν σεβόμενος.
∆ιά τοι ταῦτα, ὡς ἐν κεφαλαίῳ φάναι, τῇ φθορᾷ κατεσχημένων ἁπάντων, καὶ Θεοῦ κατοικτιζομένου μὴ εἰς παντελῆ ἀνυπαρξίαν χωρῆσαι τὸ τῶν οἰκείων χειρῶν πλάσμα, ἄλλου καινοῦ οὐρανοῦ, γῆς τε καὶ θαλάσσης ποίημα, ἐν οἷς χωρηθῆναι εὐδοκεῖ δι’ ἀνάπλασιν τοῦ γένους ὁ ἀχώρητος. Καὶ ταῦτά ἐστιν ἡ μακαρία καὶ πολυύμνητος Παρθένος.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Οὐρανὸς μὲν, ὡς ἐκ τῶν ἀδύτων θησαυρῶν, τὸν τῆς δικαιοσύνης Ἥλιον ἀνίσχουσα·
γῆ δὲ, ὡς ἐκ τῶν ἀχράντων λαγόνων τῆς ἀφθαρσίας, τὸν στάχυν τῆς ζωῆς βλαστήσασα·
θάλασσα, ὡς ἐκ τῶν κοιλιακῶν κόλπων, τὸ νοητὸν μαργαρίτην προφέρουσα.
Ἤδη τοιγαροῦν παρήχθη ἡ νεοφανὴς κτίσις τοῦ ἀχωρήτου.
Ηὐτρεπίσθη ἡ βασίλειος αὐλὴ τοῦ Παμβασιλέως.
Ἡτοιμάσθη τὸ λογικὸν καταγώγιον τοῦ ἀκαταλήπτου.
Ὡς μεγαλοπρεπὴς ὅδε ὁ κόσμος!
ὡς ἀξιάγαστος ἡ δημιουργία, φυτοῖς ἀρετῶν ὡραΐζουσα, ἄνθεσιν ἁγνείας εὐωδιάζουσα, λαμπρότησι θεωριῶν ἀγλαΐζουσα, πᾶσιν ἄλλοις ἀμφιλαφέσιν ἀγαθοῖς ἀνενδεῶς ἔχουσα, ἀξία, τὸ δὴ λεγόμενον, τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐνοικήσεως!
Καίτοι γε καὶ ὁ πρὶν κόσμος, θαυμαστὸς ὅτι μάλιστα·
ὅτε γὰρ, φησὶν, ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου, καὶ ὕμνησαν.
Ἀλλ’ οὔ τί πω οὕτω θεοπρεπὲς, ὡς ἡ μακαρία αὕτη καὶ πανθαύμαστος Παρθένος.
Καὶ ὅτι ἀληθὲς, ἄκουσον τοῦ πολύτλα Ἰὼβ λέγοντος·
Οὐρανὸς μὲν οὐ καθαρὸς, ἄστρα δὲ οὐκ ἄμεμπτα ἐναντίον αὐτοῦ.
Τῆς δὲ τί καθαρώτερον;
τί δὲ ἀμεμπτότερον;
ἧς τοσοῦτον ἠράσθη Θεὸς, τὸ ἀκρότατον φῶς καὶ καθαρώτατον, ὡς δι’ ἐπελεύσεως ἁγίου Πνεύματος οὐσιωδῶς αὐτῇ συγκραθῆναι, καὶ ἐξ αὐτῆς προελθεῖν τέλειος ἄνθρωπος, μετὰ τῆς ἀμεταβόλου καὶ ἀσυγχύτου τῶν οἰκείων ἱδρύσεως.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Τὴν ἰδίαν δούλην, μητέρα κτήσασθαι οὐκ ἐπῃσχύνθη ὁ φιλανθρωπότατος.
Ὢ τῆς συγκαταβάσεως!
Τοῦ ἰδίου πλάσματος γέννημα χρηματίσαι οὐκ ἀπῃνήνατο ὁ ὑπεράγαθος, ἐκείνης ἐρασθεὶς δηλαδὴ τῆς ὡραιοτέρας πάσης κτίσεως, ἐκείνης ἐπιλαβόμενος τῆς ἀξιωτέρας τῶν οὐρανίων δυνάμεων.
Περὶ ταύτης τοίνυν ὁ Ζαχαρίας ὁ θαυμασιώτατος, Τέρπου, φησὶ, καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιὼν, διότι ἰδοὺ ἔρχομαι, καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, λέγει Κύριος.
Περὶ ταύτης γε καὶ Ἰωὴλ ὁ μακαριώτατος, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὧδέ πως κεκραγὼς φαίνεται·
Θάρσει, γῆ, χαῖρε καὶ εὐφραίνου, ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαί σοι.
Γῆ γάρ ἐστιν, ἐφ’ ᾗ Μωϋσῆς ὁ ἱερώτατος λῦσαι τὸ ὑπόδημα τοῦ σκιώδους νόμου εἰς ἐξαλλαγὴν χάριτος προσετάττετο.
Γῆ ἐστιν, ἐφ’ ᾗ τεθεμελιῶσθαι τῇ σαρκὶ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος ᾄδεται, ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς.
Γῆ ἐστιν, ἡ σπορᾶς ἀνεπίδεκτος, καὶ ἁπάντων καρποτροφοῦσα τροφοδότην.
Γῆ ἐστιν, ἐφ’ ἣν τῆς ἁμαρτίας ἄκανθα οὐκ ἀνέτειλε.
Τοὐναντίον δὲ μᾶλλον διὰ τοῦ ταύτης ἔρνους πρόῤῥιζος ἐκτέτιλται.
Γῆ ἐστιν, οὐχ ὡς ἡ πρότερον κατηραμένη, καὶ ἧς καρποὶ πλήρεις ἀκανθῶν καὶ τριβόλων·
ἀλλ’ ἐφ’ ἣν εὐλογία Κυρίου, καὶ ἧς εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας, ὥς φησιν ὁ ἱερὸς λόγος.
* * * * * *
Ἀλλ’ ἐπεὶ ταῦτα οὕτως, φέρε, ἴδωμεν ὅθεν εὐθυδρόμησεν ὁ ἀείζωος ὄρπηξ τῆς παρθενίας·
τίς ὁ φύσας, καὶ τίς ἡ τεκοῦσα.
Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα, ἡ διαφανὴς καὶ πανεύφημος τοῦ Λόγου ξυνωρὶς, ἡ πασῶν συζυγιῶν θεσπεσιωτέρα ἁρμονία.
Ἧς γὰρ ὁ κλάδος ὑπερφερὴς ἁπάντων, οὐ δήπου ταύτης ἡ ῥίζα μὴ προσφερεστέρα;
Ἀλλ’ ἡμῖν εὔριζος φυὰς οὕτω μεγαλοφυής τε καὶ ἐξοχωτάτη, καρποῦ δὲ τέως ἄγονος. Καθαρωτάτη ἡ πηγὴ, ἀλλὰ ῥεῖθρον οὐ φέρουσα.
Ξυμφορὰ ἡ ἀπευκταία.
Εὐληπτικὰ καὶ ἐπώδυνα τὰ παριστάμενα.
Τί οὖν;
Ἐκέκραξαν δίκαιοι, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, καὶ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτῶν ἐῤῥύσατο αὐτούς.
Πόῤῥωθεν ∆αβὶδ ἐνθεαστικώτατα διεσήμανε τοιάδε·
Ἐκέκραξαν, φησὶν, οἱ δίκαιοι.
Τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος πρόσωπον εἰσφέρειν μοι ἡ δυὰς αὕτη τεθεώρηται.
Ἐθεώρουν τοιγαροῦν θεογνωσίας τὴν ἀνθρωπότητα ἔρημον, ἐξ ἀπιστίας τὸν κόσμον χηρεύοντα·
ἐπείπερ, Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, κατὰ τὸ ᾀδόμενον.
Ὀδυνηρὰ ἡ ἀταξία, κατηφὴς ἀκαρπία.
Ἐκέκραξαν οἱ δίκαιοι, ἐν τῷ οἰκείῳ δηλαδὴ παραδείσῳ.
Ὅτου ἕνεκα;
Ἐπειδήπερ ἐκ παραδείσου ἡ λυπηρὰ ἁμαρτία ἐξελήλυθεν, ἐκεῖ φησι τῇ προμήτορι ὁ τῶν ὅλων Θεός·
Πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου, καὶ τὸν στεναγμόν σου.
Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου.
Τί ἐκέκραξαν;
Καρπὸν κοιλίας, ἤγουν εὐκαρπίαν θεογνωσίας ἐξαιτούμενοι, καὶ ταῦτα εἰκὸς προσευχόμενοι.
Ἀδωναῒ Κύριε Ἐλωῒ Σαβαὼθ, οἶδας τῆς ἀπαιδίας ὄνειδος.
Γινώσκεις τῆς ἀκαρπίας τὸ ἄθυμον.
Ἐὰν ἐπιβλέπων ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων σου, καὶ δῷς τοῖς δούλοις σου σπέρμα παιδὸς, δώσομεν αὐτὸ ἐνώπιόν σου δοτόν.
Καί γε ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, ὁ ταχὺς εἰς ἔλεον, βραδὺς δὲ εἰς ὀργὴν, δοὺς τὴν κυριώνυμον Μαρίαν λύτρον οὕτως ἀγλαὸν καὶ μεγαλοφυὲς ἀντὶ τῆς Εὔας.
Θυγάτηρ ἴαμα μητρικὸν γεγένηται·
τὸ νέον φύραμα τῆς θείας ἀναπλάσεως, ἡ παναγία ἀπαρχὴ τοῦ γένους, ἡ ῥίζα τοῦ θεοφράστου κλάδου, τὸ τοῦ προπάτορος ἀγαλλίαμα.
Ὢ τῆς εὐεργεσίας!
ὢ τῆς μεγαλοδωρεᾶς!
Ἆρα οὐχὶ καὶ αὐτὸς ὁ ἥλιος φαιδροτέρας νῦν τὰς ἀκτῖνας ἀφίησι τῆς περιχαρείας πως αἰσθόμενος;
Ἆρα οὐχὶ καὶ πᾶσα ἡ κτίσις οἷον ἐναβρύνεται ἐπ’ ἐλπίδι τῆς ἐκ φθορᾶς ἐλευθερίας, ἐπὶ τῇ γεννήσει τῆς ἀφθόρως κυούσης τὸν ἐλευθερωτὴν τοῦ κόσμου;
Σκόπει καὶ τὰ ἑξῆς·
φιλακροάμων ἔσο, ἀγαπητὲ, καὶ μὴ ἀποκνῇς πρὸς τὴν ἔρευναν.
Ἄμελγε, φησὶ, γάλα, καὶ ἔσται βούτυρον.
Κατάλληλος ὁ τόπος τῆς δικαίων προσευχῆς.
Ἐν παραδείσῳ προσευξάμενοι, παράδεισον ἔτεκον, πολὺ τοῦ προτέρου μακαριώτερον.
Ἐκεῖ ὄφις ψιθυρίσας, εὐάλωτα τὴν Εὔαν ἐξηπάτησεν.
Ἐνταῦθα Γαβριὴλ ὁ ἀρχάγγελος ὁμιλήσας τῇ Μαρίᾳ εὐφρόσυνα, διετάραξεν, ἀλλ’ οὐκ ἐξηπάτησεν.
Ἐκεῖ ἡ τοῦ ὄφεως ὑπακοὴ θάνατον τὸν ἀμειδῆ προεξένησεν.
Ἐνταῦθα ἡ πειθὼ τοῦ ἀγγέλου, ζωὴν τὴν ἀειχαρῆ τοῖς ἀνθρώποις ἀντεισήγαγεν.
Ἐκεῖ ἡ ἀπόφασις ὀδυνηρὰ τῇ ἐκ παρακοῆς τικτούσῃ·
ἐνταῦθα ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησις, χαρμόσυνα τῇ ἐκπεφευγυίᾳ προφητικῶς τὰς λυπικὰς ὠδῖνας.
Ὢ τῆς ἐξαλλαγῆς τῶν πραττομένων!
ὢ τῆς καινότητος τῶν τελουμένων!
Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθε (λελέχθω κἀνταῦθα), ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά.
Οἴκου ἀρχὴ κατὰ ἀκριβεστάτην θεωρίαν, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐπιδημίας ἡ παροῦσα πανήγυρις προεκλάμπουσα.
* * * * * *
Ἔχεις, ὦ φιλότης, τοῦ ζητουμένου τὴν λύσιν.
Ἀπέλαβεν τῆς ὑποσχέσεως τὸ χρέος.
∆εῦρο, λέξον καὶ αὐτὸς σὺν Ἡσαΐᾳ τὰ Ἡσαΐου·
Κύριε ὁ Θεός μου, δοξάσω σε·
ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐποίησας θαυμαστὰ πράγματα, βουλὴν ἀρχαίαν ἀληθινήν.
Μικροῦ μὲν οὖν καὶ ὄψει τὴν μακαρίαν εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων εἰσιοῦσαν, ὡς ἤδη τῷ παναγεστάτῳ Θεῷ ἀφιερωμένην·
ἔπειτα συλλαμβάνουσαν ἐν γαστρὶ τὸν ἀπερίληπτον.
Ὢ τοῦ θαύματος!
Εἰς μικρὸν σώματος ἐνοικῆσαι τὸν περιέχοντα δρακὶ τὰ σύμπαντα.
Καὶ πῶς οὐ περιγραπτὸς, ὦ Χριστομάχε (ἵνα μικρὸν παραθεωρήσω);
Ὅτι, εἰ καὶ καθ’ ἡμᾶς, φησὶν, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμᾶς.
Καὶ τί τοῦτο;
Οὐ γὰρ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν μορφὴν, ἀλλὰ κατὰ τὴν θεότητος φύσιν ἡ διαφορὰ καὶ ἐξαλλαγή·
οἷον ἐγαλουχεῖτο μαζοῖς μητρικοῖς ἀνθρωπικῶς·
ἀλλὰ παρεῖχε τὸ ζῇν μητρὶ θεοπρεπῶς.
Ἐλάλει φωνῇ ἐνάρθρῳ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλὰ παρηγγυᾶτο ἐξουσίᾳ θεϊκῇ ὑπὲρ ἡμᾶς, δι’ ὧν τὰ θαύματα.
Ὡδοποίει γεηροῖς ποσὶ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλ’ εἰς νῶτα θαλάσσης ὑπὲρ ἡμᾶς.
Ἐσταυροῦτο σαρκὶ καθ’ ἡμᾶς, ἀλλ’ ἐτροποῦτο ἐν σταυρῷ τὰς ἐναντίας δυνάμεις ὑπὲρ ἡμᾶς·
ὧν τὰ μὲν περιγραπτῆς φύσεως·
τῆς καθ’ ἡμᾶς γάρ·
τὰ δὲ ἀπεριγράπτου, τῆς ὑπὲρ ἡμᾶς·
οὐ λυμηναμένης θατέρας θάτερα τῇ οὐσιώδει συνόδῳ τὰ φυσικὰ ἰδιώματα, ἀλλ’ εἴσω τῆς οἰκείας ὁροθεσίας ἑκατέρας ἑστώσης.
Σὺ δὲ φεύγων τὸ περιγράφειν, ἤτοι εἰκονίζειν·
ταυτὸν γὰρ ἀμφότερα, καὶ τὰς φύσεις φύρεις σὺν Ἀκεφάλοις, καὶ τὴν οἰκονομίαν ἀποσκευάσῃ σὺν Μανιχαίοις.
Ἧττον ἦν σοι εἰς ἀνοίας λόγον, ἵνα τὸ ἀληθὲς εἴπω, Ἰουδαΐζειν, ἢ τὴν προσηγορίαν Χριστιανοῦ ἔχοντι κατὰ Χριστοῦ φέρεσθαι.
Ὅτι ὁ μὲν οὐ προσιέμενος Θεὸν σεσωματῶσθαι, οὔτε εἰκονίζει, ἀκόλουθα ἑαυτῷ πράσσων·
σὺ δὲ προσηκάμενος μὲν, μὴ εἰκονίζων δὲ, ἀνακόλουθος σεαυτῷ γίνῃ, γέλωτα ὀφλισκάνων καὶ τῷ Ἰουδαΐζοντι.
Καὶ οὔπω λέγω τὴν ὕβριν, ἀλλὰ πρὸς μὲν ἐκείνους τοσοῦτος ὁ λόγος, ὅτι μὴ δογματικῶς, ἀλλ’ ἑορταστικῶς συνηθροίσθημεν.
Ἡμεῖς δὲ ἔτι βραχέα προσειπόντες τῇ Παρθένῳ, καὶ ταῦτα ἐξ ὧν ὠνόμασται ἐν τῇ θεοπνεύστῳ Γραφῇ ἀνελίττοντες, συμπερανοῦμεν ἐν τούτοις, εἰ καὶ ἀναξίως, τὸν λόγον.
* * * * * *
Χαῖρε, Μαρία, ἤτοι μυρία, διὰ τὸ ἀπειροπληθὲς τῶν ἐγκωμίων.
Μυρία γὰρ εἰπὼν περὶ σοῦ τις, οὐκ ἂν ἐφίκοιτο τῆς ἀξίας.
Χαῖρε, Κυρία, ὡς τοῦ τῶν ὅλων Κυρίου μητροπρεπῶς τὴν κυρείαν εἰληφυῖα, ἧς τὰ σύμπαντα δοῦλά τις φήσας, οὐκ ἀπὸ σκοποῦ βάλλοι τὸν λόγον.
Χαῖρε, σμύρνα θαλασσία, ἡ ἐν τῇ ἁλμυρᾷ τοῦ βίου ῥοπῇ τὴν σάρκα νεκροφοροῦσα τῇ ἁμαρτίᾳ, ἐξ ἧς γλυκασμὸς, καὶ ὅλως ἐπιθυμία, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν, Ἐτρύγησα σμύρναν μετὰ ἀρωμάτων μου.
Χαῖρε, βάτε, τὸ πυρίπλοκον θαῦμα, ἡ κατὰ στέρησιν ἄβατος τῇ ἁμαρτίᾳ·
ἐπεὶ καὶ φυτὸν ἀθιγὲς, καὶ βατὸν οὐρανὸν δεδειχυῖα γηγενέσιν ἐκ θεογονίας σου.
Χαῖρε, κιβωτὲ, τὸ θεόδμητον στέγος, ἡ τοῦ νεοκτίστου κόσμου ταμία, ἀφ’ ἧς ἔξεισι Χριστὸς, ὁ νέος Νῶε, πληρῶν τὸν ἄνω κόσμον τῇ ἀφθαρσίᾳ.
Χαῖρε, ῥάβδος, τὸ θεόφυτον ἔρνος, ἡ μόνη πασῶν παρθένων τεκνοφόρος, ἐξ ἀσπορίας ἀνθήσασα υἱέα τὸν τῶν ἁπάντων Θεὸν καὶ ἱεράρχην.
Χαῖρε, στάμνε, τὸ χρυσόπλαστον ἄγγος, ἡ παντὸς ἄγγους ἐξῳκισμένη, ἀφ’ ἧς μανναδοτεῖται ἅπας ὁ κόσμος, τὸν ἐν πυρὶ τῆς Θεότητος ἐξοπτηθέντα τῆς ζωῆς ἄρτον.
Χαῖρε, σκηνὴ, ὁ θεότητος πόλος, οὐρανοῦ τῶν ἀψίδων προφερεστέρα, ἀφ’ ἧς αὐτοπροσώπως ὡμίλησε Θεὸς ἀνθρώποις, καὶ ἐξ ἧς εἰς τὸν κόσμον ἱλασμὸς ἐπεδήμησεν αἰώνιος.
Χαῖρε, θυμιατήριον, τὸ σκεῦος τὸ χρυσόνουν, ἡ τὸν θεῖον ἄνθρακα ἔνδον φέρουσα, ἀφ’ ἧς διέπνευσεν εὐωδία τοῦ Πνεύματος, τὴν μυδῶσαν φθορὰν ἐκ κόσμου ἀπελαύνουσα.
Χαῖρε, τράπεζα, τὸ θεόθετον κρᾶμα ἡ πᾶσιν ἀγαθοῖς ἀρετῶν πλήθουσα μέθεξις, τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ὀμφαλός σου κρατὴρ τορευτὸς, μὴ ὑστερούμενος κράματος.
Χαῖρε, ναὲ, τὸ καθαρότευκτον Κυρίου δῶμα, περὶ οὗ φησιν ὁ ∆αβίδ·
Ἅγιος ὁ ναός σου, θαυμαστὸς ἐν δικαιοσύνῃ·
ἐξ οὗ ναουργῶν Χριστὸς ἑαυτῷ τὸ σῶμα, ναοὺς δείκνυσι τοὺς βροτοὺς Θεοῦ ζῶντος.
Χαῖρε, ἁγίασμα, ἡ κρήνη ἡ θεόβρυτος ἡ πάσης ἁγιστείας ἀνάπλεως, ἐξ ἧς πρόεισι τῶν ἁγίων Ἅγιος, ὁ ἐξ ἐναγείας ἀποκαθαίρων κόσμον.
Χαῖρε, τόπος Κυρίου, ἡ θεοστιβὴς γαῖα, ἡ τὸν ἔξω τούτου παντὸς τῇ Θεότητι τοπώσασα τῇ σαρκώσει, ἐξ ἧς ὁ ἁπλοῦς, σύνθετος·
καὶ ὁ ἀΐδιος, ἔγχρονος·
καὶ ὁ περιγραπτὸς, ὁ ἀπερίγραπτος.
Χαῖρε, οἶκος Θεοῦ, ὁ θείαις ἀγλαΐαις ἐκλάμπων δόμος, οὗ τὸ ὑπέρθυρον ἀναφαίρετον τῆς ἁγνείας·
ἡ πλήρης δόξης Κυρίου, καὶ τῶν πυρίνων Σεραφὶμ φωτοειδεστέρα ἐν πνεύματι.
Χαῖρε, πύλη, ἡ ἀνατολόβλεπτος, ἐξ ἧς ἡ τῆς ζωῆς ἀνατολὴ τοῖς ἀνθρώποις τὴν τοῦ θανάτου δύσιν μειοῦσα·
ἡ θεόδευτος βάτος, καὶ τὰς κλεῖς τῆς παρθενίας φέρουσα.
Χαῖρε, οὐρανὲ, τὸ τοῦ περικοσμίου χώρου ἐνδιαίτημα τιμιώτερον·
ἡ ταῖς τῶν ἀρετῶν λαμπηδόσι κατάστερος, ἐξ ἧς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος ἀνέτειλεν, ἡμέραν ἀδύτου σωτηρίας ἀνθρώποις δημιουργησάμενος.
Χαῖρε, θρόνε.
ὁ μετεωροπόρητος ἐν δόξῃ, ὁ ἔμψυχος θῶκος ἡ τοῦ Θεοῦ καθέδραν ἐν ἑαυτῇ διαγράφουσα, καὶ ὑπὲρ νοερὰς δυνάμεις Θεὸν ἀναπαύουσα.
Χαῖρε, Χερουβὶμ, ὁ πυροειδὴς νοῦς, ἡ ὡς ὄμματα τὰ θεῖα νοήματα πλήθουσα, καὶ πολυφάτους χάριτας ἀναστράπτουσα, καὶ δι’ ἧς τὸ ἀνέσπερον φῶς ἀνθρώποις διαπορθμεύεται.
Χαῖρε, Μήτηρ ἄνανδρε, ἡ ἐν μητράσι μόνη ἁγνεύουσα, καὶ τὰ μητέρων κατὰ παρθένους ἔχουσα, θαυμάτων ἁπάντων τὸ καινότατον θαῦμα.
Χαῖρε, Παρθένε γεννήσασα, ἡ ἐν παρθένοις μόνη τοκεύουσα, καὶ τὰ παρθένων κατὰ μητέρας φέρουσα·
τεράτων ἁπάντων τὸ φρικωδέστατον λάλημα.
Χαῖρε, σφραγὶς βασιλικὴ, ἡ τὸν ἐκ σοῦ οὐσιωθέντα Βασιλέα τῶν ἁπάντων ἀποτυποῦσα μητρομοίῳ σώματι·
εἴπερ οἵα ἡ γεννῶσα, τοιοῦτον δηλαδὴ καὶ τὸ γέννημα.
Χαῖρε, βιβλίον ἐσφραγισμένον, ἡ πάσῃ φθοροποιῷ ἐπινοίᾳ ἀπήμαντος, ἐξ ἧς ὁ θεοχαράκτου νόμου κύριος πρὸς αὐτοῦ μόνου παρθενικῶς ἀναγινώσκεται. Χαῖρε, τόμος καινοῦ μυστηρίου, ἡ τῇ ἀφθαρσίᾳ παντάπασιν ἄθικτος, ἐν ᾗ ὁ ἀνείδεος Λόγος γραφίδι ἀνθρωπικῆς ἰδέας ἐζωγράφηται, εἴτουν σεσωμάτωται, ὁ κατὰ πάντα ὅμοιος ἡμῖν πλὴν ἁμαρτίας γενόμενος.
Χαῖρε, πηγὴ ἐσφραγισμένη, ὁ βρυτὴρ τῆς ἀφθαρσίας, ἡ τὸ ῥεῖθρον τῆς ζωῆς Χριστὸν ἐκβλύσασα, τῶν σημάντρων μηδαμῶς τῆς παρθενίας λυμανθέντων.
Οὗ τῇ μεθέξει ἀπαθανισθέντες, παλινδρομοῦμεν, εἰς τὸν ἀγήρω παράδεισον.
Χαῖρε, κῆπος κεκλεισμένος, ἡ τῇ παρθενίᾳ ἀδιάνοικτος εὐκαρπία, ἧς ἡ ὄσφρησις ὡς ἀγροῦ πλήρους, ὃν εὐλόγησεν ὁ ἐκ σοῦ προελθὼν Κύριος.
Χαῖρε, ῥόδον ἀμάραντον, ἡ τὸ ἀμήρυτον εὐωδιάζουσα, ἧς ὁ ὀσφρανθεὶς Κύριος ἐπανεπαύσατο, καὶ δι’ ἧς ἀνθήσας τὴν εὐωδίαν τοῦ κόσμου ἀπεμάρανε.
Χαῖρε, μῆλον εὐωδιάζον, ὁ στειροφυὴς καρπὸς, καὶ ὡραιόθεος, ἡ λέγουσα ἐν Ἄσμασιν, Ἐν μήλοις με στοιβάσατε, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι.
Ἧς δρεψαμένης τὴν καθαρότητα Χριστὸς, εἱστιάσατο εὐοδμίαν ἄχραντον τῷ κόσμῳ διαπνέουσαν.
Χαῖρε, κρῖνον, οὗ ὁ γόνος Ἰησοῦς, ταῦτα τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ ἀμφιεννύντος·
ἡδύπνους ῥοδωνία τοῦ Πνεύματος, ἐξ ἧς Χριστὸς ἀνήθευτον ἐξ ἀσπορίας στολὴν περιεβάλετο, τὴν Σολομωντικὴν στολὴν ἀποκρύπτουσαν.
Χαῖρε, ἄνθος, τὸ πάσης ἀνθοβαφικῆς χροιᾶς ποικιλώτερον ἐξ ἀρετῆς ἁπάσης ἥδυσμα, ἐξ ἧς ἄνεισιν ἄνθος ὁμοίῳ ὅμοιον κατὰ μητρικὴν ἐμφέρειαν, ἐφ’ ᾧ ἑπτὰ τὰ ἀναπαυόμενα πνεύματα, ὡς ὁ Λόγος.
Χαῖρε, νάρδος νάουσα, καὶ ἀρδεύουσα κατὰ τὰ μυρεψικὰ τῆς ἁγνείας ἀρώματα, ὧν ἡ διάδοσις ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Νάρδος μου ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ.
Χαῖρε, στακτὴ, ἡ ἐκ παρθενικῆς βαλσαμουργίας ἀποστάξασα Χριστῷ, στακτὴν ἁγιάσματος, ἤτοι γάλακτος, ἡ ψάλλουσα ἐν Ἄσμασιν·
Ἀπόδεσμος τῆς στακτῆς ἀδελφιδοῦς μου ἐμοὶ, ἀναμέσον τῶν μαστῶν μου αὐλισθήσεται.
Χαῖρε, κιννάμωμον, τὸ ἐκ νοητοῦ παραδείσου τῆς ἀχραντίας ἐξιὸν ἄρωμα, οὗ ἡ ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρπῶν ἀκροδρύων·
κάλαμος καὶ κιννάμωμον μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου.
Χαῖρε, θύγατερ, ἡ θυηπόλος νεᾶνις, ἧς τὸ ἄχραντον ἐράσμιον, καὶ ὁ κόσμος παράδοξος τῷ φήσαντι ἐν Ἄσμασι·
Τί ὡραιώθησαν διαβήματά σου ἐν ὑποδήμασι, θύγατερ Ἀμιναδάβ;
Ἡ κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις.
Χαῖρε, ἀδελφὴ, ἡ τοῦ καλοῦ ἀδελφοῦ παρώνυμος καὶ πανέραστος, οὗ ἡ φωνὴ τοιάδε ἐν Ἄσμασιν·
Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἀδελφή μου νύμφη, ἐκαρδίωσας;
Χαῖρε, νύμφη, ἧς νυμφοστόλος τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ νυμφίος ὁ Χριστὸς, ὁ λέγων ἐν Ἄσμασιν·
Ὁλοκάλη ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί·
δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου, νύμφη.
Χαῖρε, μύρον, τὸ τῶν ἀρετῶν μυριότιμον σύνθημα, ἡ παναγνείας μύροις μυρίζουσα, ἐξ ἧς ὁμωνύμως σοι προῆλθεν ὁ Κύριος.
Μύρον γὰρ, φησὶν, ἐκκενωθὲν ὄνομά σου·
ἀφ’ οὗ κέχρισται τὸ βασίλειον ἱεράτευμα.
Χαῖρε, θυμίαμα, τὸ ὑπὲρ κόσμου παντὸς ἐνώπιον Κυρίου κατευθυνόμενον προσευκτήριον, ἡ ἀποπεπληρωμένη ἐξ εὐωδίας τοῦ Πνεύματος, περὶ ἧς που θαυμαστικῶς βεβόηται·
Τίς αὕτη ἀναβαίνουσα ἀπὸ τῆς ἐρήμου, ὡς στελέχη καπνοῦ τεθυμιαμένη;
Χαῖρε, χρυσίον καθαρὸν, ἡ ἐν χωνείᾳ τοῦ Θεοῦ δοκιμασθεῖσα τῷ πυρὶ τοῦ Πνεύματος, καὶ μηδαμοῦ ῥυτίδα κακίας φέρουσα·
ἐξ οὗ ἥ τε λυχνία, καὶ ἡ τράπεζα, καὶ πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον χρύσεα κατ’ ἔμφασιν ἀλληγορικὴν, ἐπὶ σὲ τὸν χρυσώνυμον καὶ πολυώνυμον μεταλαμβάνεται.
Χαῖρε, ξύλον ἄσηπτον, ἡ φθορᾶς ἁμαρτικῆς μὴ προσηκαμένη σκώληκα, ἐξ ἧς τὸ νοητὸν θυσιαστήριον, οὐκ ἐκ ξύλων ἀσήπτων κατεσκευασμένον, ἀλλ’ ἐξ ἀχράντων λαγόνων Θεῷ δεδομημένον.
Χαῖρε, πορφύρα βασιλικὴ, ἡ ἐκ παρθενικῶν αἱμάτων σου ἐξυφάνασα ἁλουργίδα τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασι·
Πλοκίον κεφαλῆς σου ὡς πορφύρα·
βασιλεὺς δεδεμένος ἐν παραδρομαῖς.
Τί ὡραιώθης, ἢ τί ἡδύνθης;
Χαῖρε, βύσσος κεκλωσμένη, ἡ βάθος θείων νοημάτων ἐν διανοίᾳ κλώσασα, καὶ ταῖς ἐναντίαις θέλξεσιν ἄχαυνος·
Πῶς γὰρ, φησὶν, ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;
∆ι’ ἧς ἡ ἐπωμὶς πορφυροχρυσόμικτος τῷ ἱεραρχοῦντι τῶν ἄνω ∆υνάμεων.
Χαῖρε, ὑάκινθος, τὸ φλογοφανὲς τῆς παρθενίας ἔριον ἐξ οὗ μυστικῶς τῷ Θεῷ ἱερούργηται ἄμφιον σωματώσεως.
Χαῖρε, κούφη νεφέλη, ἡ τὸ γεῶδες καὶ βρίθον σκῆνος, κοῦφόν πως, ὡς ἀερῶδες, ἔχουσα, καὶ τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς ὡς ἐν θυσιαστηρίῳ καλύπτουσα, ἐν ᾗ καθῆσθαι Κύριον Ἡσαΐας προσηγόρευσε.
Χαῖρε, ἅχραντε, τὸ ἀνέπαφον τῆς παρθενίας κειμήλιον, ἡ τὸν ἄχραντον Λόγον γεννήσασα, ἀφ’ ἧς ἡ παρθενία ἐξέλαμψε τὸν κόσμον συντέμνουσα.
Χαῖρε, ἁγνὴ, ἡ μόνη τὴν καρδίαν ἁγνὴν αὐχηματικῶς ἔχουσα.
Τὸ ὄρος ἀληθῶς τὸ θεόδεκτον, ἀφ’ οὗ ἁγνίζεται ὁ νέος Ἰσραὴλ τοῦ πάλαι τιμαλφέστερον καὶ χρονιώτερον.
Χαῖρε, ἀλόχευτε, βρεφοτρεφῆ γαλουχίαν μητροπρεπῶς φέρουσα, ἀφ’ ἧς ἀμέλγει γάλα παρθενικὸν, ὁ τρέφων τὰ σύμπαντα.
Χαῖρε, ἀμόλυντε, ἡ μόνη Θεῷ εἰς ἐνοίκησιν εὐπρόσιτος, καὶ Θεοῦ ἀξίωμα ἐκ γεννήσεως ἔχουσα·
διὸ σὺ προσκυνητὴ καὶ πάσαις οὐρανίαις ∆υνάμεσι.
Χαῖρε, πόκε, τὸ περὶ τὸν Γεδεὼν νίκης σύμβολον, ἐξ ἧς ἀπεῤῥύη τροπικῶς ἡ δρόσος ἡ ἀθάνατος, ὁ αὐτολέκτως φάμενος·
Θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον.
Χαῖρε, χωρίον Θεοῦ, τὸν ἐν πᾶσιν ἀχώρητον ἐν γαστρὶ χωρήσασα·
οὗ τὰ πάντα ἐν δρακὶ, καὶ σοῦ παρόντος ἐν χερσίν·
ὃ καὶ λεγόμενον ἀδιανόητον, καὶ διανοούμενον ἀσυνείκαστον.
Χαῖρε, Θεοῦ Μήτηρ, ἡ μόνη τοῦ ἰδίου Υἱοῦ δούλη, καὶ ἄμφω φύσει, μεθ’ ἣν οὐκ ἔστι μήτηρ παρθένος τῆς μακαρίας παρθενίας εἰς τὴν πρὶν ἐν παραδείσῳ ἀναδραμούσης ἀφθαρσίαν.
Χαῖρε, Θεοδόχε, φωτοειδὲς στοιχεῖον τῆς θείας ἀπειρίας, οὗ ὁ ἄπειρος, ποδιαίᾳ γαστρὶ περιεχόμενος, καὶ ἐν ἑαυτῷ περιέχων τὰ πέρατα.
Χαῖρε, Θεοτόκε κυρίως καὶ ἀληθῶς, τὸ πρὸς Θεὸν ἀνθρώποις φρικτὸν συναπτήριον, δι’ ἧς τὰ οὐράνια τοῖς ἐπὶ γῆς ἥνωνται, Θεῷ τὰ ἀνθρώπου, καὶ ἀνθρώπῳ τὰ Θεοῦ ἀντανίσχουσα.
Χαῖρε, παστὰς, ἡ παρθενίας ἐγερθεῖσα κάλλεσι, τῷ λέγοντι ἐν Ἄσμασιν·
Εἰσῆλθον εἰς κῆπόν μου, ἀδελφή μου νύμφη.
Οὗ πρὸς σάρκα συναφείας ἐκεῖνα ἐπάγεται·
Ἐξέλθετε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ Σολομὼν, ἐν τῷ στεφάνῳ, ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ, καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης τῆς καρδίας αὐτοῦ.
Χαῖρε, ἀμνὰς, ἡ ἄτεξ κατὰ γαμικὴν σύνοδον, καὶ τοκὰς κατὰ θείαν σύλληψιν.
Ἐξ ἧς ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ἐπεδήμησε.
Χαῖρε, νεφέλη φωτὸς, ἡ ἐν ἐρήμῳ τοῦ βίου πρεσβευτικῶς τὸν νέον Ἰσραὴλ σκιάζουσα·
ἀφ’ ἧς τὰ τῆς χάριτος διατάγματα ἤκουσται, ἐξ ἧς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος ἀνατέταλκε μαρμαρυγαῖς ἀφθαρσίας καταφαιδρύνων τὰ σύμπαντα.
Χαῖρε, λυχνία, τὸ χρυσοῦν τῆς παρθενίας σκεῦος καὶ εὔριζον, οὗ θρυαλλὶς, ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἔλαιον, τὸ ἐξ ἀχράντων σαρκῶν ληφθὲν σῶμα ἅγιον, ἐξ ὧν φῶς Χριστὸς τὸ ἀνεπίδυτον·
ἡ τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις τὴν ἀΐδιον ζωὴν παράψασα.
Χαῖρε, κεχαριτωμένη, τὸ πάσης χαρᾶς χαριέστερον καὶ πρᾶγμα, καὶ ὄνομα, ἐξ ἧς χαρὰ ἀδιάδοχος εἰς τὸν κόσμον Χριστὸς γεγέννηται, τῆς Ἀδαμιαίας λύπης τὸ ἰατρεῖον.
Χαῖρε, παράδεισε, τῆς Ἐδὲμ χωρίον μακαριώτερον, οὗ φυτὸν ἀρετῆς ἅπαν ἀνατέθηλε, καὶ ἐφ’ ᾧ ξύλον τῆς ζωῆς πεφανέρωται·
οὗ τῇ μεθέξει εἰς τὴν ἀρχαίαν δίαιταν ἀνατρέχομεν, τῆς φλογίνης ῥομφαίας νῶτα διδούσης, ὡς γέγραπται.
Χαῖρε, πόλις, τὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως, ∆αβιτικῶς εἰπεῖν, περιήχημα, ἐν ᾖ τὰ βασίλεια τῶν οὐρανῶν ἀνέῳκται, καὶ γηγενεῖς πολιτογραφούμενοι γήθουσιν·
ἧς ἐξαίσια καὶ τεθαυμασμένα πάσαις γλώσσαις τε καὶ διανοίαις τὰ διηγήματα, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ διὰ σοῦ ἱλεουμένῳ μοι, ἐφ’ οἷς ὤφλησα ὁ οἰκτρὸς καὶ ἄλογος, ἐκθειάζων τὰς ἀπείρους αἰνέσεις σου ὅτι αὐτῷ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Σερρών και Νιγρίτης https://www.imsn.gr/category/orthodoxia/genisi-theotokou/

p saranths sarantos 03


Σχόλιο
Τ.Ι.: Ύβρις, μέγιστη Ύβρις, θα ακολουθήσει και η Νέμεσις; (Σχετικό με την πρόσφατη είδηση της απόφασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου για δεύτερο γάμο Ιερέων)

 

Μακαριώτατε, Ἀσπάζομαι τήν Δεξιά Σας, Στό ἐπισημότερο περιοδικό τῆς Ἐκκλησίας μας στήν «Ἐκκλησία» εἶναι δημοσιευμένη ἡ ἀπόφαση* τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο γιά τό θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν. Στό πρῶτο μέρος τῆς Ἐπιστολῆς – ἀποφάσεως αὐτοεγκωμιάζεται ἡ Δ.Ι.Σ. ὡς φορέας ὁ ὁποῖος ἀπαρασάλευτα τηρεῖ τήν ὀρθόδοξη Παράδοση καί τούς Ἱερούς Κανόνες. Στό δεύτερο μέρος, στό «διά ταῦτα» κατάφορα παραβιάζεται αὐτή ἡ θεανθρώπινη, ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση. Γιά πρώτη φορά μετά ἀπό 2000 χρόνια παίρνεται ἡ ἀπόφαση νά ἐπιτραπεῖ ὁ δεύτερος γάμος στούς ἐν χηρείᾳ κληρικούς, «κατά περίπτωση καί κατ’ ἄκραν οἰκονομία».

 Μαρούσι 20-12-2006

Μακαριώτατε,

Ἀσπάζομαι τήν Δεξιά Σας,

Στό ἐπισημότερο περιοδικό τῆς Ἐκκλησίας μας στήν «Ἐκκλησία» εἶναι δημοσιευμένη ἡ ἀπόφαση* τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο γιά τό θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν.

Στό πρῶτο μέρος τῆς Ἐπιστολῆς – ἀποφάσεως αὐτοεγκωμιάζεται ἡ Δ.Ι.Σ. ὡς φορέας ὁ ὁποῖος ἀπαρασάλευτα τηρεῖ τήν ὀρθόδοξη Παράδοση καί τούς Ἱερούς Κανόνες. Στό δεύτερο μέρος, στό «διά ταῦτα» κατάφορα παραβιάζεται αὐτή ἡ θεανθρώπινη, ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση. Γιά πρώτη φορά μετά ἀπό 2000 χρόνια παίρνεται ἡ ἀπόφαση νά ἐπιτραπεῖ ὁ δεύτερος γάμος στούς ἐν χηρείᾳ κληρικούς, «κατά περίπτωση καί κατ’ ἄκραν οἰκονομία».

Ἐπιτρέψατέ μου νά Σᾶς καταθέσω ταπεινά τήν ἔκπληξή μου γιά τούς παρακάτω λόγους:

1. Πρό διετίας μέ ἀπόφαση τῆς Δ.Ι.Σ. εἶχε συσταθεῖ ἐπιτροπή ἀπό τούς κ. Τρωγιᾶνο, π. Χρυσ. Σαββάτο, π.… πολύτεκνο καταξιωμένο, πρόσφατα χηρεύσαντα κληρικό πρός ἐξέταση τοῦ θέματος: δεύτερος γάμος τῶν ἐν χηρείᾳ καί διαζεύξει κληρικῶν. Ἡ ἐπιτροπή ὁμόφωνα ἀποφάσισε νά μή κάνει δεκτή τήν πρόταση, σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς κανόνες καί τή μακρά παράδοση τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Τί συγκλονιστικό ἄλλαξε ἀπό τότε μέχρι σήμερα, ὥστε νά κάνει δεκτή τήν πρόταση γιά δεύτερο γάμο στούς ἐν χηρείᾳ (μόνο;) κληρικούς;

2. Ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, καί γνωρίζετε ὅτι γνωρίζω τήν πλειονότητα τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν ὑπάρχουν χῆροι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τή διάθεση καί τά κουράγια νά ριψοκινδυνεύσουν μιά δεύτερη περιπέτεια μετά ἀπό τήν πρώτη, πού παρεχώρησε, οἰκονόμησε ἤ εὐδόκησε ἡ ἀνεξιχνίαστη βουλή τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Γιατί ἡ Δ.Ι.Σ. σπεύδει;

3. Στό λόγο Του περί Παρθενίας ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πλήρως θεοφώτιστος καί βαθύς γνώστης τῶν ἀληθινῶν ἀναγκῶν τῆς ψυχῆς τῶν πιστῶν καί τῶν οἰκογενειῶν τους, ἀλλά καί ὁ ἴδιος παθών καί μαθών τά τῆς ὀρφανείας καί τῶν ἀκτίστων δωρεῶν πού ἀπήλαυσε ἀπό τή σεμνή χήρα μητέρα του, θεωρεῖ τή χηρεία ὡς τιμητική κλήση τοῦ φιλανθρωποτάτου Κυρίου πρός τόν πιστό τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δυνατόν νά μή γνωρίζει αὐτά ἡ Δ.Ι.Σ.;

4. Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό ἀλλά καί στούς ὑποψηφίους κληρικούς ὅτι κατά τήν ὑπέρλαμπρη ἡμέρα τοῦ γάμου μας δέ μᾶς δόθηκε οὔτε μυστική οὔτε φανερή ὑπόσχεση ὅτι θά μᾶς πάρει ἀπό τήν παροῦσα ζωή καί τούς δύο συζύγους μαζί ἤ θά μᾶς ἀφήσει καί τούς δύο μαζί νά ἀναπτύξουμε ὁμαλά τή μικρή ἤ μεγάλη ἱερατική οἰκογένειά μας ὁ καί νεκρῶν καί ζώντων τήν ἐξουσίαν ἔχων Κύριός μας.

5. Τά παραπάνω γνωρίζοντας ἀπό τήν τρέχουσα ἐμπειρία τῆς ζωῆς καί τά λαϊκά πιστά μέλη τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας, δέν ἔχουν ἀπαιτήσεις κοινῆς μέχρι τό θάνατο συζυγικῆς συμβιώσεως ἀπό Τόν καί νεκρῶν καί ζώντων ἐξουσιάζοντα Χριστό. Πῶς εἶναι δυνατόν οἱ ποιμένες νά ἔχουν ἀπαιτήσεις πού ξεπερνοῦν τίς περιορισμένες ἐνδοκοσμικές ἀξιολογήσεις καί ἐκτιμήσειςἘκτός ἄν καί ἡ Δ.Ι.Σ. ἔχει κάποιο ἄλλοθι ἀλαθήτου παπικοῦ τύπου.

6. Εἶναι πάγια ἀντιληπτό ἀκόμα καί στούς ἁπλοϊκούς λαϊκούς ὀρθοδόξους πιστούς, ὅτι δέν ἔχει καμία σχέση ἡ δική μας ἡ Δ.Ι.Σ. μέ τήν παπική μοναρχική ἀπολυταρχία. Ἡ ὀρθόδοξη Δ.Ι.Σ. ἐκφράζει τή διαχρονική ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ξαφνιάζονται λοιπόν οἱ ἁπλοῖ πιστοί μας ὅταν πληροφοροῦνται ὅτι ἀπό τώρα θά μποροῦν οἱ χῆροι κληρικοί νά «ξαναπαντρεύονται».

7. Ἐπώνυμος κληρικός σέ δημόσια ὁμιλία του ὑπεστήριξε, ὅτι ὑπάρχει μυστική – κρυφή συμφωνία τῶν δικῶν μας ταγῶν μέ τόν Ποντίφηκα τῆς Ρώμης. Φιλόφρονα δηλ. ἐπιθυμοῦμε νά διευκολύνουμε τόν πάπα νά θεσπίσει καί αὐτός τόν πρῶτο γάμο τῶν παπικῶν κληρικῶν, ἀφοῦ ἀποσχηματίζονται καί «παντρεύονται» ἀρκετοί παπικοί κληρικοί, ἐπειδή μέχρι σήμερα ἡ ἀγαμία στούς παπικούς κληρικούς εἶναι ὑποχρεωτική. Σύμφωνα μέ τό παραπάνω σενάριο ἐφόσον πρωτοφανῶς ἡ ὀρθόδοξη Δ.Ι.Σ. θά θεσμοθετήσει τό δεύτερο γάμο τῶν κληρικῶν, εὔκολο ἄλλοθι ἐκσυγχρονιστικό θά δοθεῖ καί στούς παπικούς νά θεσμοθετήσουν τόν πρῶτο γάμο. Εἶναι δυνατόν νά φτάσει ἡ Δ.Ι.Σ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ … ποιότητος ὑποτέλεια ἔναντι τῆς Παπικῆς ὑπεροψίας; (ἄν βέβαια ἰσχύει τό παραπάνω σενάριο;)

8. Ὅσα γράφονται στήν ἀπόφαση τῆς Δ.Ι.Σ. περί φιλανθρωπίας ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι δέν ἰσχύουν. Φιλανθρωπία εἶναι νά «εὐλογήσει» ἡ Δ.Ι.Σ. τό χῆρο κληρικό νά ρίξει τόν ἑαυτό του, τό ποιμαντικό λειτούργημα, τά ὀρφανά παιδιά του καί τή νέα μητριά στή δυστυχία, πού ὡς ἐπί τό πλεῖστον ζοῦν οἱ διπλοπαντρεμένοι καί ἡ «νέα» τους οἰκογένεια; Πρίν ἀξιωθεῖτε τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος τοῦ μέλους τῆς Δ.Ι.Σ. ἀσφαλῶς εἴχατε τήν ἐμπειρία τοῦ ἐξομολόγου πνευματικοῦ καί ἀσφαλῶς θά εἴχατε πονέσει ἀπό τά πολλά βάσανα, ψυχολογικά προβλήματα, τραύματα, ἀντιζηλίες τίς ἀξεπέραστες καί μύρια ἄλλα δεινά πού συνήθως τυραννοῦν τίς οἰκογένειες τῶν διπλοπαντρεμένων λαϊκῶν, ἀντί πινακίου φακῆς (τῆς ἀμφίβολης σεξουαλικῆς ἀπολαύσεως). Φαντασθεῖτε σεβαστοί πατέρες πόσο αὐξημένα θά εἶναι τά προβλήματα τῶν (μή γένοιτο!) διπλοπαντρεμένων κληρικῶν ἀφοῦ μέ τίς εὐλογίες τῆς Δ.Ι.Σ. θά ἔχουν ξεκοιλιάσει τούς ἱερούς κανόνες καί θά ἔχουν περιφρονήσει τίς σωτήριες ὁδηγίες τῶν ποιμαντικῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀπ. Παύλου.

9. Ἄς λάβουμε σοβαρά ὑπ’ ὄψη τίς ποιμαντικές Ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου, πρός Τίτον καί πρός Τιμόθεον.[1] Ἐπιμένει ὁ θεῖος Παῦλος ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος θά πρέπει νά εἶναι μιᾶς γυναικός ἀνήρ. Γιατί ἐπιμένει σ’ αὐτό τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ (καί μή μισθωτοῦ) ποιμένος; Γιατί ἡ μονογαμία, ἀκριβῶς ἀποτελεῖ τό πιό σοβαρό δεῖγμα ὡρίμου ἀνδρός μέ ἑνοποιημένη προσωπικότητα. Συναισθηματικές διαρροές, φλερταρίσματα, γελοιότητες καί γλυκόλογα, κοπλιμέντα καί λουλούδια σέ διάφορα πρόσωπα δέ συνιστοῦν καί κατά Παῦλο καί κατά τούς ἀνδρώδεις ἁγίους Πατέρες ἐγγάμους καί ἀγάμους, δέ συνιστοῦν ὡρίμους ποιμένες τούς ὁποίους μπορεῖ νά ἐμπιστευθεῖ τό χριστεπώνυμο πλήρωμα. Ἐκτός βέβαια καί θεωρήσουμε τό θεῖο Παῦλο καί τούς πνευματικούς υἱούς του Τῖτο καί Τιμόθεο, πού ἀποδέχονται τίς συμβουλές του, κολλημένους, ἀναχρονιστές, φονταμενταλιστές, ἀπροσάρμοστους στά μετανεωτερικά δεδομένα τῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς Νέας Ἐποχῆς.

10. Μέ τήν ἴδια λογική, τή μετανεωτερική τῆς Νέας Ἐποχῆς, πού ἐπιβάλλει μετανεωτερική χριστιανική πίστη, λατρεία και μετανεωτερικό χριστιανικό ἦθος, θά δεχθοῦμε σέ πολύ λίγο χρονικό διάστημα πρόταση γιά δεύτερο γάμο μετά ἀνδρῖδος τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν τῶν διαζευγμένων ἤ καί τῶν τέως ἀγάμων, ὅπως γίνεται στούς πάστορες τοῦ Π.Σ.Ε. μέ τούς ὁποίους χαριεντιζόμαστε.

11. Τά προβλήματα πού θά ἀνακύψουν, ἄν καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐνδώσει στίς μετανεωτερικές ἀπαιτήσεις τῶν σχεδιαστῶν τῆς Ν. Ἐποχῆς πάνω στό θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν θά εἶναι πολλά καί ἀπρόβλεπτα. Ὁ σκανδαλισμός τῶν πιστῶν θά εἶναι ὀξύτατος καί θά δυναμιτίσει ἐκρηκτικά τό πάντοτε ἰσχῦον κήρυγμα τῆς μετανοίας πρός τούς πιστούς σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Μέ τί καρδιά, μέ τί σθένος μέ ποιά ἐμπειρία ἀγώνων μέχρις αἵματος θά μιλοῦμε καί θά καθοδηγοῦμε τόσο ἐντός τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, ὅσο καί ἐκτός αὐτῆς καί τούς νέους καί τίς νέες και τούς ὡρίμους καί τίς ὥριμες, καί τούς γεροντοτέρους και τίς γερόντισσες περί τῆς χαρᾶς τῆς λαμπρότητος τῆς μονογαμικῆς πιστότητος τῶν συζύγων; Πῶς θά τολμᾶμε νά μιλᾶμε γιά τά φοβερά ἠθικά, πνευματικά καί ψυχολογικά προβλήματα πού ἐπιφέρουν οἱ ἀνευλόγητες προγαμιαῖες σχέσεις, ὅταν θεσμικά, πρακτικά, κοινωνικά καί ἐκκλησιολογικά, πλέον, μέ τόν «κατ’ ἄκρα οἰκονομία» δεύτερο γάμο τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν ἰσοπεδώνουμε κάθε ἔννοια καί κάθε προσπάθεια ἀγώνων πνευματικῶν γιά τή διαφύλαξη τῶν θησαυρῶν τῆς παρθενίας, πού κατά χάριν προσφέρει καί σέ μᾶς τούς πρώην ἐγγάμους ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὁ καί νεκρῶν καί ζώντων τήν ἐξουσίαν ἔχων; Τό μήνυμα πού θά πάρουν οἱ πιστοί μας μέ μιά τέτοια ἀντίχριστη θεσμοθέτηση εἶναι ὅτι τά πάντα ἀνάγονται (φροϋδικά) στό sex. Μή μᾶς κοροϊδεύετε, Ἅγιοι Πατέρες, θά μᾶς ποῦν οἱ «πιστοί» μας. Ἐσᾶς Σᾶς ἐνδιαφέρει στό βάθος τό sex.

12. Ἄν μάλιστα συνδυάσουν οἱ πιστοί μας καί τήν ὑπ’ ἀριθμό …… γνωμοδότηση πού διαβιβάζεται στήν ἀνεξάρτητη ἀρχή προστασίας προσωπικῶν δεδομένων μέ τή σύμφωνη γνώμη τῆς Δ.Ι.Σ., οἱ πιστοί μας (ὄχι βέβαια καί οἱ ἄπιστοι) θά ἀπαγοητευθοῦν, ἀφοῦ θά συνειδητοποιήσουν, ὅτι ἡ Δ.Ι.Σ. ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τούς σχεδιασμούς τῆς Νέας Ἐποχῆς, πού ἀλλοτριώνει καί εὐτελίζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.

13. Ἡ ἀπόφαση αὐτή τῆς Δ.Ι.Σ. θά ἀνάψει τό πράσινο φῶς γιά νά χωρίσουν τίς πρεσβυτέρες τους ὅλοι οἱ δυσαρεστημένοι μέ αὐτές, θά ἀνοίξει ἡ εὐνοϊκή προοπτική γιά γάμο ὅλων τῶν ἀσταθῶν στή μοναχική πιστότητα μοναχῶν καί μοναζουσῶν καί εὐνόητο εἶναι ὅτι δέ θά ὑπάρχει καμιά πλέον ἀναστολή γιά θεσμοθέτηση καί τοῦ τρίτου κτλ. Γάμου.

14. Ἐφ’ ὅσον εἶναι γνωστό ἀκόμα καί στούς λαϊκούς ὅτι ὁ δεύτερος γάμος θεωρεῖται οἰκονομία, διαβάζεται εἰδική ἀκολουθία στούς δίγαμους, δίδεται εἰδικός κανόνας καί κανονικά δέν στεφανώνονται οἱ δίγαμοι …… , γεννῶνται ἀδυσώπητα τά ἐρωτήματα:

v Μέ ποιά ἀκολουθία οἱ δίγαμοι ἱερεῖς θά παντρεύονται;

v Ποιός θά τούς παντρεύει; Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἡ Δ.Ι.Σ. ἕνας ἤ πολλοί;

v Θά φοροῦν τά ράσα τους οἱ ἱερεῖς γαμβροί;

v Ἄν εἶναι ἀρχιμανδρῖτες θά φοροῦν καί τό ἐπανωκαλύμαυχο;

v Θά ἐπιτρέπεται στούς γαμβρούς ἱερεῖς νά διαλέγουν νύφη ἀπό τίς πνευματοκόρες τους;

v Πῶς θά ἀντιμετωπίσει ὁ παντρεμένος πνευματικός πατέρας τίς πολλές ἄλλες ἀντίζηλες πνευματικοθυγατέρες ἐλεύθερες καί παντρεμένες δυσαρεστημένες πού θά εἶναι ἕτοιμες νά τόν κατασπαράξουν γιατί δέν τίς προτίμησε;

v Μήπως θά προσπαθήσει «κατ’ ἄκρα οἰκονομία» νά ἱκανοποιήσει διαδοχικά καί τίς ἄλλες «ἐν κρυπτῷ καί παραβύστῳ» ὑπήκοντας στίς ἀδυσώπητες ἐρωτικές πιέσεις τους;

v Μήπως ἡ Δ.Ι.Σ. θά βάλει ὅριο ἡλικίας τῆς ὑποψήφιας νέας δεύτερης πρεσβυτέρας γιά νά περιορίσει τό σκανδαλισμό τῶν πιστῶν;

v Θά ἐπιτρέψει ἡ Δ.Ι.Σ. στόν ὑποψήφιο γαμβρό ἱερέα νά βελτιώσει τήν οἰκονομική του κατάσταση διαλέγοντας τήν ὡραιότερη, τήν καλύτερη καί τήν πλουσιώτερη γιά νά ἀντιμετωπίσει τά νέα ἔξοδα γάμου, ἄλλων παιδιῶν κτλ; Μήπως ἡ Δ.Ι.Σ. θά ζητάει φορολογική δήλωση καί τό Ε9 γιά νά ἀναχαιτίζει τήν πλεονεξία τῶν ὑποψηφίων ἱερέων;

v Πῶς θά ἀντιμετωπίσει τό ποίμνιο τῶν ἀνδρῶν συζύγων ὁ φερόμενος ὡς ὑποψήφιος γαμβρός καί ταυτόχρονα πνευματικός πατέρας, ὅταν θά διαπιστώνει(ἤ δέ θά εἶναι εὔκολο νά διαπιστώνει) τούς φοβερούς ζηλότυπους λογισμούς καί τά ἀδηφάγα αἰσθήματα ἐναντίον του, ἀφοῦ θά τρομάζουν (ἄν ἀγαποῦν τίς συζύγους τους) οἱ σύζυγοι μήπως ξελογιασθοῦν αὐτές μέ τόν πνευματικό τους πατέρα;

15. Εἶναι προφανέστατο ὅτι ἄν θεσμοθετηθεῖ ὁ δεύτερος γάμος τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν κατά μείζονας εὔλογους λόγους θά θεσμοθετηθεῖ καί γιά τούς διϊσταμένους διαζευγμένους. Ἀναλογίζεσθε τά μαχαίρια πού θά βγάλει ἡ «ἀδικημένη» πρώην πρεσβυτέρα ἐνάντια στήν καινούργια καί τανάπαλι; Ἡ Δ.Ι.Σ. δέ γνωρίζει τά μίση πού δημιουργοῦνται στούς χωρισμένους; Ἡ Δ.Ι.Σ. ζεῖ σέ ἄλλον πλανήτη;

16. Ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος ἔχουν ὡς πρότυπο στή θεολογία καί δογματική διδασκαλία, στό ὀρθόδοξο ἦθος κληρικῶν καί λαϊκῶν, τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί σ’ ὅλους τούς θεανθρώπινους θεσμούς, ἤθη καί ἔθιμα πού ἐνέπνευσε καί ἐξακολουθεῖ νά ἐμπνέει ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία. Ὅταν ἀργά ἤ γρήγορα πληροφορηθοῦν τήν ἀλλοτρίωση πού θεωρητικά καί πρακτικά διδάσκει ἡ Δ.Ι.Σ. τῆς Ἑλλάδος στό πιό ἱερό κύτταρο τῆς ζωῆς, τῆς κοινωνίας καί τῆς Ἐκκλησίας, τί θά ποῦν, τί θά σκεφθοῦν, τί θά κάνουν, πῶς θά ἀντισταθοῦν στίς θανατηφόρες ἀθεϊστικές-ἀγνωστικιστικές-πανθρησκειακές-παγκοσμιοποιητικές πιέσεις τῆς Νέας Ἐποχῆς πού σαρώνει μέ κάθε τρόπο ὅλες τίς ἀξίες, ὅλες, τίς συνειδήσεις, ὅλους τούς θεσμούς; Εἶναι τόση ἀνάγκη νά δείξει ἡ Δ.Ι.Σ. τό «ἐκσυγχρονιστικό» της πρόσωπο σέ τόσο νευραλγικό πόστο τῆς Ἐκκλησίας πού σχετίζεται καί ἀλληλοπεριχωρεῖται μέ τή φλέγουσα (πυρός φλόγα) ἱερωσύνη, μέ τή χριστιανική οἰκογένεια καί μέ τήν εὐρύτερη οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας πού μᾶς προετοιμάζει γιά τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία;

17. Ὕψιστη φιλανθρωπία τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας ἀποτελοῦν οἱ διακριτικότατοι ἱεροί κανόνες, πού δέν ἐπιτρέπουν στόν ἱερέα τό δεύτερο γάμο. Τόν προφυλάσσουν ἀπό μιά ἀτέλειωτη δυστυχία καί ἀπό μιά κόλαση, πού παραπάνω τολμήσαμε χωρίς φόβο καί πάθος νά περιγράψουμε ὡς πολλά παθόντες, ἀπό τήν πρώιμη χηρεία ἀλλά καί μέγιστα εὐεργετηθέντες καί ἀπίστευτα δικαιωθέντες τόσο ἡ ἐλαχιστότητά μου, ὅσο καί τά ἀπορφανισθέντα τέκνα μου. Ζήσαμε βαθύτατη ὀδύνη ἐκ τοῦ πένθους τῆς γήινης στερήσεως τῆς ἁγίας πρεσβυτέρας, μητέρας καί συζύγου, πού ἡ μνήμη της παραμένει καί θά παραμένει ἄσβεστη τόσο στά μεγάλα πλέον παιδιά, ὅσο καί στή δική μου ἀσημαντότητα. Δέν εἶναι φιλάνθρωποι οἱ ἱεροί κανόνες πού μᾶς ἐκπαιδεύουν ἔτσι, ὥστε τό πολίτευμά μας νά μήν καρφώνεται μόνο ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά λίγο λίγο νά γίνεται καί πολίτευμα κατά τό θεῖο Παῦλο, ἐν Οὐρανοῖς; Πάθαμε, ἀλλά καί μάθαμε, χῆρος ἱερέας πατέρας καί ὀρφανά παπαδοπαίδια, ὅτι ἡ μητέρα πρεσβυτέρα βρίσκεται ἐν οὐρανοῖς καί ὅτι ἡ οἰκογένειά μας ἐκτείνεται, ὡς ἔδοξε τῷ Κυρίῳ, στή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία ἐν Οὐρανοῖς.

Αὐτά δέν τά πιστεύει ἡ Δ.Ι.Σ. ; Γιατί θέλει νά ἀλλάξει αὐτόν τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς πού ἑτοιμάζει πολῖτες τοῦ οὐρανοῦ καί ὄχι κυνηγούς τῶν χαμαιρπῶν δαιμονιωδῶν ἡδονῶν;

Εὐλαβῶς ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας

ἐλάχιστος ἐν πρεσβυτέροις

ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος

ἐφημέριος Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου

__________________________________

*Ἀριθμ. Πρωτ. 3782

Ἀριθμ. Διεκπ. 2753

Ἀθήνῃσι 21η Νοεμβρίου 2006

Παναγιώτατε καί θειότατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικέ Πατριάρχα, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ λίαν ἀγαπητέ καί περιπόθητε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Μετριότητος, κύριε Βαρθολομαῖε, τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμενοι ὑπερήδιστα προσαγορεύομεν.

Κομισάμενοι τά ὑπ’ ἀριθμ. 757 καί ἀπό 10ης παριππεύσαντος μηνός Αὐγούστου ἐ. ἐ. Τίμια Γράμματα τῆς Ὑμετέρας πεφιλημένης ἡμῖν Θειοτάτης Παναγιότητος, δι’ ὧν διαπυνθάνεσθε περί τῆς θέσεως τῆς καθ’ Ἑλλάδα Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας περί τοῦ θέματος τοῦ μετά τήν χηρείαν δευτέρου Γάμου τῶν Κληρικῶν, καί διεξελθόντες αὐτά ἐν τῇ Συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 1ης ὑπερμεσοῦντος μηνός Νοεμβρίου ἐ. ἔ., ἤχθημεν εἰς τήν Ἀπόφασιν ἵνα γνωρίσωμεν Ὑμῖν ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἡ ἀείποτε σεβομένη καί τηροῦσα τήν θεόσδοτον διδασκαλίαν τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας, ἥτις ἐστίν ὁ ἀκλόνητος στῦλος καί τό ἀδιάσειστον ἑδραίωμα τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀληθείας, καί ἡ ἀπαρασαλεύτως φυλάττουσα τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας, τούς θεσπίζοντας ὅρια ἀμετακίνητα, ἅτινα οἱ πατέρες ἡμῶν ἔθεντο ἀλλά καί φιλανθρώπως προμηθευομένη ὑπέρ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τῶν ψυχῶν, ὑπέρ ὧν ὁ Θεῖος τῆς Ἐκκλησίας Δομήτωρ ἀπέθανε καί ἀνέστη, ἔγνω ὅτι ἡ χορήγησις ἀδείας διά τήν τέλεσιν δευτέρου Γάμου εἰς τούς ἐν χηρείᾳ Κληρικούς, δέον ὅπως γίγνηται μόνον κατ’ ἄκραν οἰκονομίαν ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου Συνοδικοῦ Ὀργάνου τῆς οἰκείας αὐτοῦ Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἐξετασάσης, ἐνδελεχέστατα, κεχωρισμένως καί κατά περίπτωσιν ἕκαστον σχετικόν αἴτημα, μή δυναμένης τῆς οἱασδήποτε ληφθησομένης Ἀποφάσεως ἵνα λάβῃ καθολικήν ἰσχύν, μηδέ εἰς αὐτάς ταύτας τάς ὁμοίας αὐτῇ περιπτώσεις. Τοῦτο δ’ ὅλον δύναται νά κυρωθῇ μόνον μετά ὁμόφωνον Ἀπόφασιν Πανορθοδόξου Συνόδου, ἐπί τῷ τέλει τῆς κοινῆς ἐφαρμογῆς αὐτῆς ὑφ’ ἁπασῶν τῶν ὑπ’ οὐρανόν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, τῶν συνηρμοσμένων, ὥσπερ χορδαί, κιθάρα εἰς τήν ἄρρηκτον ἑνότητα τῆς Πίστεως.

Ἐπί δέ τούτοις καί αὖθις τήν Ὑμετέραν Παναγιότητα κατασπαζόμενοι φιλήματι ἀγάπης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ καί Σωτῆρι ἡμῶν διατελοῦμεν,

… Ὁ Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, Πρόεδρος.

 

Πηγή Κύριος Ιησούς Χριστός – Υπεραγία Θεοτόκος, Αβέρωφ

agios maximos o grekos 03


Αλλοίμονό μου, αλλοίμονό μου! Αλλοίμονο, αλλοίμονο! Με ποιους ποταμούς δακρύων θα εξαγνίσω την ατιμία μου εγώ, ο ακόλαστος; Με ποιους βαρείς στεναγμούς θα καθαρίσω την αδικία μου; Αληθώς, αλλοίμονό μου, επειδή αρνήθηκα τρεις φορές τον Χριστό, αλλοίμονό μου! Φοβήθηκα την ασήμαντη δούλη και λησμόνησα όλα τα δώρα, που έλαβα από Αυτόν, ο οποίος είναι ζωή και φως των όλων, ο Δημιουργός μου, ο Ζωοποιός και Κύριος, που ήλθε άνωθεν για να μας σώσει και για χάρη μου παρέδωσε την ζωή Του στον θάνατο. Αλλοίμονό μου! Τι έπαθα και τι αναπάντεχο συνέβη; Πόσο μεγάλη απιστία και αχαριστία έδειξα σε Σένα, Σώτερ, και αποδείχθηκα πολύ χειρότερος από τον προδότη Σου! Αξιώθηκα από Εσένα πολύ μεγαλύτερης τιμής από όλους τους άλλους μαθητές Σου, ώστε μου εμπιστεύτηκες τα ίδια τα κλειδιά της ουράνιας βασιλείας, και αναγνωρίστηκα από Σένα, Σωτήρα μου, αρχηγός και επί κεφαλής τους, και τώρα πώς να κλάψω και τι να πω; Αλλοίμονό μου, του ακόλαστου! Με ποιες δικαιολογίες να ικετεύσω και να λάβω έλεος από τον αυστηρό Κριτή;

Γνωρίζω όμως την μεγάλη γενναιοδωρία Σου, Κύριε, και ότι συγχωρείς αμέσως όλα τα αμαρτήματα σε αυτούς που δείχνουν θερμή μετάνοια. Γνωρίζω ότι ακόμη και την μιασμένη πόρνη και τον άσωτο υιό τους ευεργέτησες γενναιόδωρα· εκείνη, επειδή έβρεξε με τα δάκρυά της τα πάναγνα πόδια Σου και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, και αυτόν, επειδή ανέκραξε, «ήμαρτον, ήμαρτον, δεν είμαι άξιος κληθήναι υιός σου». Ξέρω ότι και ο άδικος τελώνης αθωώθηκε αμέσως, όταν φώναξε: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ». Και εμένα, Κύριε, που φωνάζω σαν αυτόν, ήμαρτον, «ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ», Θεέ μου, δέξου και δώσε μου την γενναιοδωρία Σου και συγχώρησε την ασέβεια της καρδιάς μου. Σε παρακαλώ! Σου προσφέρω συντετριμμένος με την προσευχή μου, όχι ροές από νερό, αλλά ποτάμι από δάκρυα και πικρούς στεναγμούς και παρακαλώ. Μην περιφρονήσεις, Κύριε, τον ποταμό των δακρύων μου και τον πικρότατο πόνο της καρδιάς μου, που τρώει μέσα μου σαν πυρ την ψυχή, τα οστά και το μυαλό μου, επειδή για χάρη των αμαρτωλών και των ασεβών κατέβηκες από τον ουρανό και δέχθηκες τον βασανιστικό θάνατο.

 

Πηγή: (Αγίου Μαξίμου Γραικού «Λόγοι», Ιερά Μονή Βατοπαιδίου), Η άλλη όψη

agios kosmas o aitwlos 21


Ήθελα, αδελφοί μου, και αγαπούσα να είχα τον καιρόν να σας εξομολογούσα όλους και άνδρας και γυναίκας να μου ελέγετε τα παράπονά σας, μα βλέπω το πολύ πλήθος και δεν ημπορώ. Μοναχά σας λέγω και σας φανερώνω τέσσερα μυστήρια, τα αναγκαιότερα της πίστεώς μας:

Το πρώτον είναι να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να τους συγχωράτε με όλην σας την καρδίαν εις ό,τι και αν σας έφταιξαν, δια να σας συγχωρήση και εσάς ο Θεός εις τα όσα του φταίετε.

Το δεύτερον είναι να εξετάζετε να ευρίσκετε πνευματικόν καλόν και να του ειπήτε ο καθένας έτσι: «Εγώ, πνευματικέ μου, έχω να κολασθώ διατί δεν αγαπώ τον Θεόν και τον αδελφόν μου καθώς πρέπει. Εγώ είμαι αχάριστος εις τον Θεόν μου δια τα τόσα και τόσα καλά οπού μου εχάρισε. Μου έδωσε τα ομμάτια να βλέπω τα άπειρά του ποιήματα και να τον δοξάζω, να βλέπω τον ήλιον και να θαυμάζω και να λέω: εάν ο ήλιος είναι τόσον λαμπρός, αμή εκείνος οπού τον έκαμε, πόσον να είναι λαμπρότερος; Αχ, Θεέ μου, αξίωσόν με να σε απολαύσω. Εγώ δεν κάνω έτσι, αλλά βλέπω το ξένον πράγμα τού αδελφού μου δια να το κλέψω. Φθονώ πως αυτόν τον έκαμε ο Θεός πλούσιον και εμένα πτωχόν και βαρυκαρδίζω και δια τούτο θέλω να κολασθώ. Περιεργάζομαι όλα τα κακά και τες ξένες γυναίκες. Ακόμη μου έδωσε ο Θεός τα αυτιά δια να ακούω το άγιον Ευαγγέλιον και τα ιερά βιβλία και εγώ ακούω χορούς και τραγούδια, λαλούμενα και φλυαρίες. Μου έδωσε το στόμα να διαβάζω, να προσεύχωμαι, να κοινωνώ τα Άχραντα Μυστήρια, να ομολογώ τας αμαρτίας μου και να κατηγορώ πάντα του λόγου μου, μα εγώ βλασφημώ, κατακρένω αρχιερείς, πνευματικούς, ιερείς, λαϊκούς, άνδρας και γυναίκας, λέγω ψέματα, κάνω όρκους, ασχημολογώ, υβρίζω, προδίδω, τρώγω ωσάν το ζώον, πίνω κρασί και μεθώ και γίνομαι ωσάν το γουρούνι. Μου έδωσε τα χέρια δια να εργάζωμαι, να τρέφωμαι με το έργον μου και να τρέφω και άλλους και να κάνω και άλλες εργασίες θεάρεστες, και εγώ σκοτώνω, αρπάζω, κλέπτω, αδικώ, μετρώ και ζυγιάζω ξύκι, παίζω χαρτιά και ζω με τα αίματα των αδελφών μου. Μου έδωσε τα ποδάρια να περηπατώ τον καλόν και χριστιανικόν δρόμον, μα εγώ τρέχω τυφλός και ακολουθώ τες στραβόγραβες και διαβολικές στράτες. Λοιπόν αλλοίμονο εις εμένα, με αυτά όλα έχω βέβαια να κολασθώ». Και να φυλαχθής, να μην του κρύψης καμμίαν αμαρτίαν, και την παραμικρήν αλλά να τες ειπής όλες χωρίς εντροπήν, διατί ανίσως και κρύψης μίαν, όλες ασυγχώρητες μένουν.

Το τρίτον είναι όταν σε ελέγξη ο πνευματικός και σου ειπή: Διατί να τα κάμης όλα αυτά; Τότε εσύ να μη ρίξης την αφορμήν εις άλλον, τάχα πως σε επαρακίνησεν, ούτε να προφασιστής πως σε εσκέλισεν ο διάβολος, αλλά να κατηγορήσης του λόγου σου και να ειπής το κακόν σου το κεφάλι εις όλα σου έφταιξε.

Το τέταρτον είναι ό,τι και να σου ειπή ο πνευματικός και ό,τι να σε νουθετήση, να τα βάλης μέσα εις τον νουν σου και επάνω εις το κεφάλι σου και ό,τι θέλει να σε κανονίση να τα δεχθής μετά πάσης χαράς και να υποσχεθής να τα κάμης και να αποφασίσης πλέον με στερεάν γνώμην οπού καλύτερα να αποθάνης, παρά να ματαπέσης και να ματακάμης τα όμοια αμαρτήματα.

Αυτά, χριστιανοί μου, είναι τα αναγκαιότερα μυστήρια της πίστεώς μας. Μάλιστα ύστερα από την καθαράν Εξομολόγησιν να συχνοκοινωνάτε τα Άχραντα Μυστήρια, διατί ο θάνατος έρχεται ωσάν ο κλέπτης και δεν ηξεύρομεν ως αύριον τι έχομεν να πάθωμεν, ημπορεί να μας έλθη έξαφνα και να μας εύρη ανέτοιμους και τι γενόμαστε;

Ο ανεξομολόγητος άνθρωπος είναι όμοιος με έναν αβάπτιστον και είναι αδύνατον να σωθή. Και ανίσως ένας οπού απέθανεν ει μεν και επρόφτασεν και εξωμολογήθη και ας δεν εκοινώνησε, είναι ελπίδα εις αυτόν. Ειδέ και δεν εξωμολογήθη, ας κοινωνήση όσες φορές θέλει, τίποτες δεν ωφελείται, μάλιστα βλάπτεται, επειδή και κοινωνεί ανάξια και αλλοίμονον εις αυτόν. Πρώτον πρέπει να γίνεται η Εξομολόγησις, έπειτα η Αγία Κοινωνία. Πρώτον να πλύνωμεν και να καθαρίζωμεν το αγγείον και ύστερα να βάλωμεν το πολυτίμητον πράγμα μέσα.

 

Πηγή: (Από το βιβλίο: Μαρία Αλ. Μαμασούλα, Ο Εθναπόστολος Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», 2016), Κοινωνία Ορθοδοξίας

agios maximos o grekos 03


Εσένα, που υπερέχεις των ασωμάτων θείων τάξεων με την ασύγ­κριτη αγνότητα, εσένα ικετεύω, πολυύμνητη, να εξαγνίσεις την αισχρή ψυχή μου από τις άνομες σκέψεις, που γεννιούνται εντός μου εξαιτίας της μακρόχρονης ροπής προς τις σαρκικές επιθυμίες. Επιθυμίες που ο πονηρός δαίμονας δεν σταματά να σπέρνει, ταράσσοντας, μολύνοντας και διασπώντας την διά­νοιά μου με αισχρές και πονηρές σκέψεις, επειδή φθονεί την σωτηρία της ψυχής μου. Γι’ αυτό, σε ικετεύω, Παναγία, μην με περιφρονείς, καθώς βυθίζομαι ελεεινά σε αυτόν τον βρωμερό βούρκο, αλλά καθάρισέ με από αυτήν την δυσοσμία με το ευωδιαστό μύρο των δεήσεών Σου και διάλυσε με το γλυκύτατο φως της θείας αγάπης Σου όλο το σκοτάδι της ψυχής μου. Με το χαλινάρι του αγνού φόβου, που πάντοτε υπάρχει μέσα μου, συγκράτησε στον αιώνα την κίνηση της μαινομένης σάρκας, για να μπορέσω να ικετεύω πάντοτε με καθαρή καρδιά τον Σωτήρα μου, ο οποίος είναι πάν­αγνος κατά την φύση Του, και να ζητήσω την συγχώρεση για όλες τις ανομίες, με τις οποίες Τον εξόργισα ζώντας σαν άλογο κτήνος και διαπράττοντας κάθε άνομη πράξη. Δεν φοβήθηκα όμως ούτε την φοβερή Κρίση Του ούτε το αιώνιο πυρ, ούτε το αδιαπέραστο σκότος, ούτε τον αεικίνητο σκώληκα, ούτε τον φοβερό βρυγμό των οδόντων, αλλά σαν ατίθασο άλογο δάγκωσα το χαλινάρι και κάλπασα μακριά –ουαί!– από τον καλό ποιμένα και άρχοντά μου, που δεν λυπήθηκε την ψυχή Του, αλλά την παρέδωσε σε επαίσχυντο θάνατο, περνώντας διά της φιλανθρωπίας Του από αναρίθμητα πάθη, για να με απελευθερώσει από τα πάθη που υποτάχθηκα, και να ανακτήσω την δόξα που έχασα. Τι άβυσσος γενναιοδωρίας και φιλανθρωπίας του Κυρίου για τον καταδικασμένο!

Πράγματι πόσο ανώτερο είναι από κάθε ιδέα και λόγο, προκαλεί δε μεγάλο θαυμασμό, αλλά και τρόμο σε όσους έχουν τις σκέψεις τους γεμάτες με τον φόβο του Θεού και πιστεύουν αρκετά ότι, αν ο Θεός δώσει εντολή να Τον ακολουθήσουν, πρέπει να κλείσουν το στόμα τους με το χέρι της πίστεως χωρίς καμμία αντίρρηση, σαν αμίλητο νήπιο, που με αγάπη και φόβο υπακούει στις εντολές της μητέρας του, καθώς βρίσκεται δίπλα της. Αυτός που δημιούργησε και συνέχει τα πάντα, είναι Φως εκ του Φωτός και Ήλιος εκ του Ηλίου, ο Θεός-Λόγος, που ταυτίζεται με Εκείνον που τον γέννησε, ο οποίος ελέγχει τα όρια ζωής και θανάτου, από το βλέμμα του Οποίου σείεται η γη, ενώ η θάλασσα φεύγει ταραγμένη από το πρόσωπό Του. Αυτός καταδικάστηκε για τους αδίκους και τους δούλους, για τους χοϊκούς ανθρώπους που σαν την σκιά πλανώνται λίγο χρόνο και έπειτα σαπίζουν γρήγορα στον τάφο!

Να τρομάξετε ακούγοντας όλα αυτά, όλα τα όντα! Για όλα ευδόκησε Αυτός να πάθει με το θνητό σώμα Του, που δέχθηκε ασπόρως από εσένα, Παναγία, για να με απομακρύνει από την αρχαία πλάνη, να με απελευθερώσει από το έργο των δαιμόνων και να με κάμει μέτοχο της δόξας του, από την οποία εξέπεσα κατά άθλιο τρόπο εξαιτίας της παραφροσύνης μου, αφού έστρεψα την ακοή μου στον ολέθριο όφι –αλλοίμονο!– και όχι στον Κύριο. Αν δεν τα είχα κάνει όλα αυτά, δεν θα είχα καταστρέψει τον ίδιο τον εαυτό μου ούτε θα είχα γίνει αίτιος των ασυγκρίτων βασάνων του Κυρίου των πάντων. Γι’ αυτό και με περιμένουν τα βαρύτατα βάσανα, αν δεν επιδιώξω μετάνοια αντάξια της ανομίας μου. Η παράβαση της ζωοποιού εντολής Του, σύμφωνα με την οποία ζούσα σαν θεός με απλότητα στον παράδεισο, έγινε αιτία πολλών αμετρήτων βασάνων.

Αγαθός και γενναιόδωρος κατά την φύση Του, η μάλλον όντας ο ίδιος η γενναιοδωρία και η αγαθότητα, εξαιτίας της οποίας Αυτός ευδόκησε εξαρχής, αφού πήρε χώμα από την γη για να πλάσει εμένα κατά την εικόνα Του και να με κοσμήσει λαμπρά με τιμή, δόξα και άφθαρτη ζωή ως κτίσμα του Θεού, δεν θέλησε να με περιφρονήσει, όταν εξαιτίας του φθόνου του όφεως απομακρύνθηκα από την θεία δόξα. Και όταν ο αποστάτης δούλος ασθένησε και γελοιοποιήθηκε από τον πλάνο διάβολο, ο Κύριος λόγω της αγαθότητάς Του ευδόκησε να γίνει δούλος σύμφωνα με την άρρητη βουλή Του, την οποία μόνο ο ίδιος κατανοούσε, για να δεχθεί φιλανθρώπως με την μορφή ανθρώπου όλα αυτά, εκτός από την κακία, που είναι οικεία στον δούλο, ακόμη και τον εκούσιο θάνατο ως άνθρωπος και να απελευθερώσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τον δούλο απ’ ό,τι τον είχε κυριεύσει, δηλαδή από την φθορά των παθών στολίζοντάς τον και πάλι με την ομορφιά της πρότερης αφθαρσίας. Να τον δοξάζετε, πιστοί, ενώ εσείς, οι κακοί, να εξαφανιστείτε ή να αποκτήσετε τον νηφάλιο νου και, αφού διώξετε την κάθε κακία από μέσα σας, με πίστη να δεχθείτε το θείο μυστήριο!

Η πίστη σας δεν είναι κακό δημιούργημα της σκέψεως και του ανθρωπίνου νου, ούτε ολέθρια και θεομίσητη απάτη των ψυχοφθόρων δαιμόνων, όπως ήταν τα αρχαία ιερά των Ελλήνων, τα απατηλά και αισχρά. Η πίστη μας είναι η αποκάλυψη των θείων μυστηρίων, που διά της ευδοκίας και της ευσπλαγχνίας του Θεού μας έλαμψε από τους υψηλοτάτους θησαυρούς, και είναι η κτήση του όντως Όντος, το φως και η ζωή, που δίδει σε όσους πιστεύουν σε Αυτόν την άρρητη αγαθότητα του Θεού, την αιωνία κατοικία και απόλαυση καθώς και τους ίδιους τους ουρανούς μαζί με τους κατοίκους τους. Γι’ αυτό τα μυστήριά της υπερβαίνουν κάθε κατανόηση των σοφών, αφού γι’ αυτούς είναι γερά περιφραγμένα και σφραγισμένα από παντού με τις άρρηκτες σφραγίδες της πλήρους αγνοίας. Όπως κατερχόμενος Αυτός στην γη κάλυψε τον τρόπο της καταβάσεώς Του με το σκότος της αγνοίας, έτσι και ανεβαίνοντας πάλι από την γη στα ουράνια ύψη «έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού», όπως έχει ειπωθεί. Αυτοί, που έχουν καθαρό νου προσεγγίζουν μόνο με την πίστη το θείο μυστήριο. Αντιθέτως, γι’ αυτούς που καθοδηγούνται από αισχρή και κακοήθη συνήθεια και από το μάταιο καύχημα της ελληνικής σοφίας και υπεραίρον­ται με το θράσος του νου τους, αυτό το μυστήριο αποτελεί ισχυρό εμπόδιο και θολώνει τον νου, όπως ο ήλιος τα μάτια των ασθενών και το φως της ημέρας τις νυχτερίδες. Ένας τέτοιος άνθρωπος μοιάζει με κάποιον, ο οποίος βγάζει το φαρμάκι κακοήθους γαστρικού υγρού, ενώ το θείο μυστήριο της πίστεως, το οποίο η καρδιά δέχεται με θερμή αγάπη, το θάλπει και το τρέφουν τα δίκαια έργα της και χαρίζει αμέσως την υγεία και το θείο φως, απομακρύνοντας από την ψυχή κάθε κακία. Αν είσαι σώφρων και ευήθης και φροντίζεις για την ευσέβεια, τότε μην ζητάς από τον Κύριο να σου εξηγήσει τους λόγους και τις αιτίες, επειδή το καθετί που προέρχεται από Αυτόν υπερβαίνει τον νου και τον λόγο.

Έτσι να δεχθείς με πίστη όλες τις συμβουλές Του και να τις εκτιμάς με όλη την ψυχή σου, να τις προσκυνάς με φόβο, να θεωρείς και να αποκαλείς πάντοτε ενώπιόν Του τον εαυτό σου σκόνη, χώμα και άνυδρη γη. Και πράγματι είσαι σκουλήκι και χώμα, βρεγμένο με λίγο νερό, μολονότι περιέχεις μέσα σου τον νου, μία θεία ουσία, όπως το μαργαριτάρι μέσα στο κογχύλι. Τότε θα καταλάβεις το σκότος της ανοησίας, όταν θα απομακρύνει από μέσα σου το θείο φως, ενώ θα εισέλθει το φως του Παρακλήτου και θα σε φωτίσει σαν την χαραυγή, και το θείο μυστήριο θα γλυκάνει τον λαιμό σου περισσότερο από το μέλι και την κηρήθρα. Μακάριος είναι οποίος φύγει από αυτήν την ζωή, αφού το δεχθεί με αταλάντευτη πίστη στην καρδιά του. Εσύ ο ίδιος θα ζήσεις πράγματι ως θεός εις τους αιώνας, απολαμβάνοντας με αυτό την θέα και την συνομιλία με τον Θεό.

Εγώ όμως, Κυρία Δέσποινα, τρέμω πολύ, φοβούμαι και υποφέρω διαρκώς από τις οξείες ασθένειες μέσα στην ψυχή μου και τρομάζω, όταν σκέπτομαι ότι τα αποτελέσματα της δικαίας κρίσεως του Θεού δεν με βρήκαν μέχρι τώρα. Με τα δικά μου χέρια κάρφωσα τον Δημιουργό μου, τον γυμνό· τον σταύρωσα και Του προσέφερα ξίδι αναμεμιγμένο με χολή εξαιτίας της μεγάλης απανθρωπιάς μου, όταν Αυτός δίψασε, και με την λόγχη διαπέρασα τα θεία πλευρά Του, χωρίς να λυπηθώ –αλλοίμονό μου!– ούτε τον νεκρό, και Του επέφερα διάφορες στενοχώριες, χλευασμούς, εμπτυσμούς, ταπείνωση και χτυπήματα.

Πόσο ανεξάντλητη είναι η αγαθότητα του Κυρίου και πόσο μεγάλη είναι η σκληρότητα του άκαρδου δούλου! Κάθε ζωντανή ύπαρξη ταρασσόταν συμπονώντας τον πάσχοντα για την ανθρωπότητα, ενώ εγώ, ο αχάριστος, δεν μπορούσα να χορτάσω με τους πόνους που Του επέφερα, αλλά επιτέθηκα, λόγω της μεγάλης μου απανθρωπιάς, ακόμη και κατά του νεκρού, που δεν ανέπνεε πλέον. Έπρεπε να κατανοήσω το αμάρτημά μου και να πάω να κρυφτώ ζωντανός στους σκοτεινούς γκρεμούς της γης. Δεν διαψεύσθηκε όμως ο Πάνσοφος, όταν είπε: «Ανθ’ ών πυριφλεγή στύλον, οδηγόν μέν αγνώστου οδοιπορίας, ήλιον δε αβλαβή φιλοτίμου ξενιτείας παρέσχες», παραμένοντας στο κακό.

Αλλοίμονό μου! Αλλοίμονό μου! Πώς να ξεφύγω από τα βάσανα που με περιμένουν; Ποιος γκρεμός της γης θα με κρύψει από το πρόσωπο του Θεού; Αλλά δείξε μου έλεος, σε ικετεύω, Δέσποινά μου, και ικέτευσε υπέρ εμού στον Κύριο να είναι εύσπλαγχνος για τα αμαρτήματα που έκανα εξαιτίας της μεγάλης μου ανοησίας, και να μετανοήσω γι’ αυτά. Έτσι θα με απελευθερώσει από τα μελλοντικά βάσανα και από τα δόντια του φοβερού όφεως, ο οποίος με κατάπιε ολόκληρο και με κρατάει γερά στα δίχτυα του, αφού με περιέπλεξε με άσχημα κουρέλια, με τα κακά του λέπια, από τα οποία γεννιούνται αμέτρητα πλοκάμια, που δαγκώνουν σαν έχιδνες την ψυχή μου. Κάνε μου την χάρη από την γενναιοδωρία σου, Δέσποινα, που προστρέχω σε εσένα και γλύτωσέ με από την αισχρή βία. Είμαι πιστός δούλος σου και ελπίζοντας σε σένα, Δέσποινα, υποτάχθηκα με χαρά στον ζυγό του μοναχισμού, για να μπορέσω κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποφύγω τα ατελείωτα βάσανα, που με περιμένουν. Αξίωσέ με να υποφέρω μέχρι τέλους τον ζυγό της καλής και τελείας καλλιεργείας του χωραφιού που μου ανέθεσε ο Κύριος, για να αξιωθώ να παραλάβω από το χέρι Του την αμοιβή, που δίδεται στους εργάτες της τελευταίας ώρας εξίσου με τους εργάτες της πρώτης ώρας. Έτσι θα ακούσω και εγώ τότε την φωνή, που καλεί τους αξίως εισερχομένους στον γάμο, να συμμετάσχω της χαράς του Κυρίου, την οποία αξιώνονται όσοι ύφαναν για τον εαυτό τους με τις δίκαιες πράξεις, την φωτεινή ενδυμασία και με τις άσβηστες λαμπάδες υποδέχονται κατά την νύχτα τον Νυμφίο.

Σε ικετεύω, Παναγία μητέρα του Υψίστου, η μόνη παρηγοριά της ψυχής μου, ελπίδα και γλυκύτητα, θεία σκέπη, φως, προστασία και σωτηρία! Αξίωσέ με να το λάβω διά των αγίων προσευχών Σου! Είσαι, Δέσποινά μου, η αρχή της σωτηρίας μου. Ευδόκησε λοιπόν να τελέσεις και το ευτυχές τέλος και κάμε με μέτοχο της άφθαρτης δόξας του αγαπημένου Υιού Σου, Παναγία μου. Έτσι με την μεσιτεία σου να αξιωθώ να δοξάσω τον μόνο έναν ομοούσιο και τρισυπόστατο Θεό, τον άναρχο Πατέρα, τον άναρχο Υιό και το παντοδύναμο Πνεύμα, στον Οποίο αρμόζει προσκύνηση, δόξα, τιμή και κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.

 

Πηγή: (Αγίου Μαξίμου Γραικού «Λόγοι» τ. α’, Ιερά Μονή Βατοπαιδίου), Η άλλη όψη

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...