Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Ο Μωυσής υπήρξε από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Βίβλου. Υπήρξε ηγέτης του έθνους Ισραήλ, σπουδαίος νομοθέτης και μεσίτης της διαθήκης του Νόμου, προφήτης, κριτής, διοικητής, ιστορικός και συγγραφέας. Πάνω απ' όλα όμως ήταν άνθρωπος του Θεού (Α' Παραλειπομένων 23,14).
Ο Μωυσής γεννήθηκε στην Αίγυπτο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Μωυσής θα πρέπει να έζησε περίπου το 1526-1406 π.Χ.. Ο Μωυσής ήταν 80 ετών όταν παρουσιάστηκε στο Φαραώ.
Ήταν γιος του Αμβράμ και της Ιωχαβέδ, από τη φυλή Λευΐ (Έξοδος 2,1. 6.20. Αριθμοί 26,59. Α' Παραλειπομένων 5,29. 6,3. 23,13). Στο βιβλίο της Εξόδου, δε γίνεται καμία αναφορά για τους γονείς του, αλλά απλά αναφέρεται πως ήταν "γιος ανθρώπου τινός εκ του οίκου Λευΐ και μιας εκ των θυγατέρων Λευΐ" (Έξοδος 2,1). Αναφέρεται όμως στον κατάλογο των αρχηγών των πατριών (Έξοδος 6,20-27, Αριθμοί 26,59). Ήταν αδερφός του Ααρών και της Μαριάμ. Ήταν κατά τρία χρόνια μικρότερος του αδερφού του Ααρών (Έξοδος 7,7) και κατά έξι μικρότερος της αδερφής του Μαριάμ.
Ο Μωυσής παντρεύτηκε την Σεπφώρα, κόρη του ιερέα της Μαδιάμ Ιοθόρ ή Ραγουήλ, (Έξοδος 2,21) και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ (Γερσώμ), (Έξοδος 2,22. Α' Παραλειπομένων 23,15. 26,24) και τον Ελιέζερ (Έξοδος 18,1-6. Α' Παραλειπομένων 23,15).
Ήταν όμορφος αλλά βραδύγλωσσος. Η Αγία Γραφή αναφέρει ότι ο Μωυσής ήταν ο πιο πράος και ο πιο ταπεινός από όλους τους ανθρώπους που υπήρχαν πάνω στην επιφάνεια της γης (Αριθμοί 12,3). Ο Μωυσής είναι μια ιδιαίτερα προεξέχουσα προσωπικότητα όσον αφορά τη Βιβλική αφήγηση.
Το όνομά στα εβραϊκά είναι "Μοσέχ" που σημαίνει "Αυτός που Ανασύρθηκε, που Σώθηκε από το Νερό". Ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος ισχυριζόταν ότι το όνομα αυτό αποτελούσε συνδυασμό δύο αιγυπτιακών λέξεων που σημαίνουν «νερό» και «σωσμένος». Παρόμοια και σήμερα, ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι το όνομα Μωυσής έχει αιγυπτιακή προέλευση αλλά ότι πιθανότατα σημαίνει «Γιος, Παιδί». Ο Μωυσής είναι ο ποιητής του 89ου Ψαλμού.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Οι Ισραηλίτες ζούσαν νομαδικά και είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο για να γλιτώσουν από την ξηρασία και την πείνα (Γένεση κεφ. 46). Για 430 χρόνια (Έξοδος 12,40) συνυπήρχαν ειρηνικά με τους Αιγύπτιους γείτονές τους. Αλλά άλλαξαν τα πράγματα όταν ανέλαβε την εξουσία ένας καινούριος Φαραώ (Έξοδος 1,9-10). Οι Αιγύπτιοι φοβήθηκαν την αύξηση του πληθυσμού των Ισραηλιτών και πρώτα προσπάθησαν να τους εξουθενώσουν βάζοντάς τους σε καταναγκαστικά έργα (Έξοδος 1,13-14. Ιησούς του Ναυή 24,4).
Και επειδή οι Ισραηλίτες αυξάνονταν και γινόντουσαν όλο και πιο δυνατοί διέταξαν τις Εβραίες μαίες να σκοτώνουν κάθε αρσενικό παιδί που γεννούσαν οι γυναίκες των Ισραηλιτών (Έξοδος 1,15-16). Ωστόσο, οι μαίες επειδή φοβόντουσαν τον Θεό άφηναν τα παιδιά να ζουν κι έτσι οι Ισραηλίτες συνέχιζαν να αυξάνονται. Ο Φαραώ διέταξε τότε κάθε αρσενικό παιδί των Ισραηλιτών να ρίχνεται στον ποταμό Νείλο (Έξοδος 1,22).
Εκείνη την εποχή ένα αντρόγυνο Ισραηλιτών από τη φυλή Λευΐ, ο Αμβράμ και η Ιωχαβέδ, δεν φοβήθηκαν τη διαταγή του Φαραώ και με κίνδυνο της ζωής τους, όταν είδαν πόσο ωραίο ήταν το παιδί, το έκρυψαν για τρεις μήνες, ώστε να μην θανατωθεί (Έξοδος 2,1-10). Δεν ήταν όμως δυνατό να το κρύβουν περισσότερο. Μη έχοντας άλλη ελπίδα η μητέρα του, πήρε λοιπόν ένα καλάθι από πάπυρο, το άλειψε με πίσσα, έβαλε μέσα το παιδί και το άφησε στις καλαμιές, στις όχθες του Νείλου. Έβαλε και την κόρη της Μαριάμ να παρακολουθεί από μακριά τι θα γίνει.
Μια μέρα η κόρη του Φαραώ ήρθε να λουστεί στο Νείλο και μπήκε στο ποτάμι, ενώ οι υπηρέτριες της περπατούσαν στην όχθη του. Κάποια στιγμή, εκείνη είδε το καλάθι ανάμεσα στα καλάμια κι έστειλε τη δούλη της να το πάρει. Το άνοιξε κι είδε μέσα ένα μικρό αγόρι που έκλαιγε. Τότε το λυπήθηκε και αποφάσισε να το υιοθετήσει.
«Αυτό είναι εβραιόπουλο», είπε.
Τότε η αδερφή του παιδιού, που παρακολουθούσε κρυφά τη σκηνή, ρώτησε την κόρη του Φαραώ:
«Να πάω να σου φωνάξω μια τροφό από τις Εβραίες, να σου θηλάζει το παιδί;»
Η κόρη του Φαραώ της λέει:
«Πήγαινε.»
Πάει το κορίτσι και φωνάζει τη μητέρα του παιδιού.
«Πάρε αυτό το παιδί και θήλασέ το για μένα, κι εγώ θα σου δίνω την αμοιβή σου», της είπε η κόρη του Φαραώ.
Έτσι πήρε η Ιωχαβέδ το παιδί και το θήλαζε για τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό η Ιωχαβέδ είχε προφανώς την ευκαιρία να διδάξει τον Μωυσή την προγονική θρησκεία, "τον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ". Όταν το παιδί μεγάλωσε, το έφερε στη θυγατέρα του Φαραώ. Εκείνη το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «επειδή τον έβγαλα απ' το νερό» (Έξοδος 2,5-10). Η κόρη του Φαραώ τον ανάθρεψε σαν γιο της μέσα στα βασιλικά ανάκτορα διδάσκοντάς του όλη την αιγυπτιακή σοφία (Πράξεις 7,21-22). Μάλιστα αποδεικνυόταν δυνατός στα λόγια και στις πράξεις του (Πράξεις 7,22).
Ο ΜΩΥΣΗΣ ΣΤΗ ΓΗ ΜΑΔΙΑΜ
Όταν ο Μωυσής είχε πια μεγαλώσει, πήγε μια μέρα να δει τους συμπατριώτες του. Καθώς παρακολουθούσε τις βαριές δουλειές που τους υποχρέωναν να κάνουν, βλέπει κι έναν Αιγύπτιο να χτυπάει έναν Εβραίο συμπατριώτη του. Κοίταξε τριγύρω, κι όταν είδε πως δεν ήταν κανείς τριγύρω, σκότωσε τον Αιγύπτιο και τον έκρυψε στην άμμο (Έξοδος 2,11-12).
Την άλλη μέρα πήγε πάλι και είδε δύο Εβραίους να φιλονικούν. Και είπε σ' εκείνον που είχε το άδικο:
«Γιατί χτυπάς το συμπατριώτη σου;»
Εκείνος του απάντησε:
«Ποιος σ' έβαλε άρχοντα και δικαστή σ' εμάς; Ή μήπως θέλεις να με σκοτώσεις κι εμένα όπως σκότωσες τον Αιγύπτιο;»
Τότε ο Μωυσής φοβήθηκε επειδή το επεισόδιο μαθεύτηκε. Όταν έμαθε ο Φαραώ αυτή την πράξη, ζητούσε να σκοτώσει το Μωυσή (Έξοδος 2,11-15).
Έτσι ο Μωυσής για ν' αποφύγει την εκδίκηση του Φαραώ, κρύφτηκε και κατέφυγε στη Μαδιάμ, βορειοδυτικά της αραβικής χερσονήσου. Εκεί κάθισε κοντά σ' ένα πηγάδι. Ο ιερέας της Μαδιάμ είχε εφτά κόρες. Αυτές ήρθαν να βγάλουν νερό για να γεμίσουν τις ποτίστρες και να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους. Ήρθαν όμως κάτι βοσκοί και τις έδιωχναν. Τότε σηκώθηκε ο Μωυσής και τις υπερασπίστηκε και πότισε αυτός τα πρόβατα τους.
Οι κοπέλες όταν γύρισαν στον πατέρα τους τον Ραγουήλ (Ιοθόρ), του διηγήθηκαν τα γεγονότα. Τότε ο πατέρας τους τις είπε να τον φέρουν στο σπίτι και να τον φιλοξενήσουν. Έτσι ο Μωυσής αποφάσισε να μείνει κοντά στον Ραγουήλ (Ιοθόρ), κι εκείνος του έδωσε για γυναίκα τη θυγατέρα του τη Σεπφώρα. Εκεί έμεινε σαράντα χρόνια βόσκοντας τα πρόβατα του πεθερού του. Με την Σεπφώρα απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ (Γερσώμ), που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη χώρα» και τον Ελιέζερ που σημαίνει «ο Θεός του πατέρα μου ήρθε σε βοήθειά μου και μ' έσωσε» (Έξοδος 2,15-22. 18,2-4).
Ύστερα από πολύν καιρό πέθανε ο βασιλιάς της Αιγύπτου. Οι Ισραηλίτες όμως εξακολουθούσαν να στενάζουν στη σκλαβιά και να φωνάζουν για βοήθεια. Η κραυγή τους έφτασε στο Θεό. Άκουσε, λοιπόν, ο Θεός το στεναγμό τους κι αναλογίστηκε τη διαθήκη που είχε κάνει με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Έστρεψε το βλέμμα του προς τους Ισραηλίτες και ενδιαφέρθηκε γι' αυτούς (Έξοδος 2,23-25).
Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Ο Μωυσής κάποτε που έβοσκε τα πρόβατα του ιερέα Ιοθόρ, του πεθερού του, έφτασε πέρα από την έρημο, στο βουνό του Θεού, το Χωρήβ. Τότε του φανερώθηκε ο Κύριος μέσα σε πύρινη φλόγα που έβγαινε από μια βάτο. Ο Μωυσής είδε πως ενώ η βάτος είχε πάρει φωτιά και ήταν μέσα στις φλόγες, δεν καιγόταν. Όταν ο Κύριος είδε ότι ο Μωυσής πλησίαζε για να παρατηρήσει, του φώναξε μέσα από τη βάτο:
«Μωυσή, Μωυσή.»
Αυτός απάντησε:
«Ορίστε.»
Ο Κύριος του είπε:
«Μωυσή, μην πλησιάσεις εδώ. Βγάλε τα σανδάλια σου από τα πόδια σου, γιατί ο τόπος όπου στέκεσαι είναι τόπος άγιος. Εγώ, είμαι ο Θεός των προγόνων σου, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ.»
Τότε ο Μωυσής σκέπασε το πρόσωπό του, γιατί φοβόταν να κοιτάξει το Θεό. Ο Κύριος συνέχισε:
«Είδα τη δυστυχία του λαού μου στην Αίγυπτο, και άκουσα την κραυγή τους εξαιτίας των καταπιεστών τους. Ξέρω τα βάσανα τους. Γι’ αυτό κατέβηκα να τους γλιτώσω από τους Αιγυπτίους και να τους φέρω από αυτή τη χώρα, σε μια χώρα μεγάλη και εύφορη, στη χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι, στη Χαναάν. Και τώρα που η κραυγή των Ισραηλιτών έφτασε ως εμένα, και είδα πώς τους καταπιέζουν οι Αιγύπτιοι, τώρα εγώ σε στέλνω στο Φαραώ, να βγάλεις το λαό μου, τους Ισραηλίτες, από την Αίγυπτο.»
Ο Μωυσής είπε στο Θεό:
«Ποιος είμαι εγώ, για να πάω στο Φαραώ και να βγάλω τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο;»
Ο Κύριος του απάντησε:
«Εγώ θα είμαι μαζί σου. Όταν θα βγάλεις το λαό μου από την Αίγυπτο, θα λατρεύσετε το Θεό σ' αυτό εδώ το βουνό.» (Έξοδος 3,1-12).
Αλλά ο Μωυσής είπε πάλι:
«Καλά, εγώ θα πάω στους Ισραηλίτες και θα τους πω, "ο Θεός των προγόνων σας με έστειλε σ' εσάς". Αυτοί όμως θα με ρωτήσουν "ποιο είναι το όνομά του;" Τι θα τους πω;»
Τότε ο Κύριος απάντησε στο Μωυσή:
«Εγώ είμαι ο Ων (εκείνος που είμαι). Έτσι θα μιλήσεις στους Ισραηλίτες: "Εκείνος που είναι μ' έστειλε σ' εσάς". Θα πεις στους Ισραηλίτες: "Ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας, ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, αυτός με έστειλε σ' εσάς". Αυτό είναι το "όνομα" μου στον αιώνα, και με αυτό θα με επικαλούνται όλες οι γενιές. Πήγαινε, λοιπόν, συγκέντρωσε τους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών και πες τους ότι σου παρουσιάστηκε ο Κύριος και σου είπε: "σας παρακολουθώ προσεκτικά και είδα τι σας κάνουν στην Αίγυπτο. Έτσι, αποφάσισα να σας βγάλω από τη δυστυχία της Αιγύπτου και να σας φέρω στη Χαναάν, σε μια χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι". Αυτοί θα σε υπακούσουν. Κι έτσι θα πας, εσύ και οι "πρεσβύτεροι των Ισραηλιτών, στο βασιλιά της Αιγύπτου και θα του πεις: "Μας φανερώθηκε ο Κύριος, ο Θεός των Εβραίων. Τώρα λοιπόν θέλουμε να πάμε τρεις μέρες πορεία στην έρημο, για να θυσιάσουμε στον Κύριο το Θεό μας". Εγώ ξέρω ότι ο βασιλιάς της Αιγύπτου δε θα σας αφήσει να φύγετε, παρά μόνο αν εξαναγκαστεί με τη βία. Θα απλώσω, λοιπόν, το χέρι μου και θα τιμωρήσω τους Αιγυπτίους με κάθε λογής τρομερά έργα που θα κάνω στη χώρα τους ύστερα από αυτά θα σας αφήσει να φύγετε.» (Έξοδος 3,14-22)
Τότε αποκρίθηκε ο Μωυσής:
«Κι αν δε με πιστέψουν και δε με υπακούσουν, κι αμφισβητήσουν ότι μου παρουσιάστηκε ο Κύριος;»
Τότε ο Κύριος τον ρώτησε:
«Τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;»
Αυτός απάντησε:
«Ραβδί.»
Του είπε ο Κύριος:
«Ρίξ' το στη γη.»
Ο Μωυσής το έριξε στη γη, και το ραβδί μεταμορφώθηκε σε φίδι. Ο Μωυσής έτρεξε να φύγει. Αλλά ο Κύριος του είπε:
«Άπλωσε το χέρι σου και πιάσ' το απ' την ουρά.»
Ο Μωυσής άπλωσε το χέρι του, το έπιασε, κι αυτό έγινε πάλι ραβδί. Ο Κύριος του είπε:
«Έτσι θα πιστέψουν οι Ισραηλίτες ότι σου παρουσιάστηκε ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων τους, του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Βάλε το χέρι σου στη μασχάλη σου.»
Έβαλε το χέρι του στη μασχάλη του ο Μωυσής, αλλά όταν το έβγαλε, το χέρι του ήταν άσπρο σαν χιόνι. Τότε του είπε ο Κύριος:
«Βάλε πάλι το χέρι σου στη μασχάλη σου.»
Κι όταν το έβγαλε, αυτή τη φορά το χέρι του είχε ξαναγίνει όπως το υπόλοιπο σώμα του. Του είπε ο Κύριος:
«Και αν δε σε πιστέψουν, αν δεν πειστούν με το πρώτο θαύμα, θα πιστέψουν με το δεύτερο. Και αν δε πειστούν με τα δυο αυτά θαύματα και δεν ακούσουν αυτά που θα τους πεις, τότε θα πάρεις λίγο νερό από το Νείλο και θα το χύσεις στο έδαφος και το νερό αυτό του ποταμού θα γίνει αίμα.» (Έξοδος 4,1-9)
Ο Μωυσής όμως είπε στον Κύριο:
«Εγώ, Κύριέ μου, ποτέ μέχρι σήμερα δεν ήμουν επιδέξιος ομιλητής, ούτε κι έγινα από την ώρα που άρχισες να μου μιλάς. Είμαι βραδύγλωσσος, τραυλίζω.»
Ο Κύριος του είπε:
«Ποιος έδωσε το στόμα στον άνθρωπο και ποιος κάνει τον άνθρωπο άλαλο ή κουφό, να βλέπει ή να 'ναι τυφλός; Εγώ, ο Κύριος. Πήγαινε, λοιπόν, τώρα κι εγώ θα είμαι μαζί σου όταν θα μιλάς, και θα σου υποδεικνύω τι να λες.»
Ο Μωυσής απάντησε:
«Σε παρακαλώ, Κύριε μου, στείλε κανέναν άλλον.»
Τότε οργίστηκε ο Κύριος με το Μωυσή και του είπε:
«Έχεις τον αδερφό σου τον Λευΐτη. Ξέρω ότι αυτός μιλάει με ευκολία. Θα έρθει να σε συναντήσει και θα χαρεί όταν σε δει. Θα του μιλήσεις και θα του υπαγορεύσεις τι να πει, κι εγώ θα είμαι μαζί μ' εσένα και μ' εκείνον όταν θα μιλάτε, και θα σας υποδεικνύω τι να κάνετε. Αυτός θα μιλάει αντί για σένα στο λαό και θα είναι το στόμα σου, κι εσύ θα είσαι για κείνον σαν Θεός, να του υπαγορεύεις τι να λέει. Πάρε στο χέρι σου αυτό το ραβδί. Μ' αυτό θα κάνεις τα θαύματα.» (Έξοδος 4,10-17)
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ
Ο Μωυσής πήγε στον Ιοθόρ και ζήτησε τη συγκατάθεσή του για να επιστρέψει στην Αίγυπτο, η οποία και του δόθηκε. Πήρε μαζί του τη σύζυγό του Σεπφώρα και τους δύο γιους του τον Γηρσάμ και τον Ελιέζερ. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έγινε η περιτομή στον Γηρσάμ (Έξοδος 4,18-26).
Στο μεταξύ ο Κύριος είπε στον Ααρών:
«Πήγαινε να συναντήσεις το Μωυσή στην έρημο.»
Αυτός πήγε και τον συνάντησε στο βουνό του Θεού, στο Σινά, και τον καταφίλησε. Ο Μωυσής ανακοίνωσε στον Ααρών όλα όσα ο Κύριος του είχε αναθέσει να πει και όλα τα θαύματα που τον είχε διατάξει να κάνει. Πήγαν, λοιπόν, ο Μωυσής και ο Ααρών και συγκέντρωσαν όλους τους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών. Ο Ααρών τους ανακοίνωσε όλα όσα είχε πει ο Κύριος στο Μωυσή κι ο Μωυσής έκανε τα θαύματα μπροστά στο λαό. Αυτοί πίστεψαν, και κατάλαβαν ότι ο Κύριος είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στους Ισραηλίτες και είχε δει τη δυστυχία τους. Έσκυψαν τότε και προσκύνησαν (Έξοδος 4,18-31).
Μετά απ' αυτά, ο Μωυσής κι ο Ααρών πήγαν στο Φαραώ και του είπαν ότι, ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, ζήτησε ν' αφήσει ελεύθερο το λαό του να πάει να θυσιάσει στον Κύριο στην έρημο. Ο Φαραώ αρνήθηκε, επειδή θα έχανε ένα σημαντικό αριθμό εργατών για την κατασκευή των έργων. Την ίδια μέρα ο Φαραώ έδωσε διαταγή να γίνουν πιο βαριές οι δουλειές στους Ισραηλίτες, ώστε να είναι συνέχεια απασχολημένοι και να μην ξεσηκώνονται με παραπλανητικά λόγια. Και μάλιστα τους ανάγκασε να βρίσκουν οι ίδιοι τα υλικά, ενώ μέχρι τότε τους τα έφερναν έτοιμα οι Αιγύπτιοι, και να βγάζουν την ίδια δουλειά όπως πριν. Επιπλέον οι επιστάτες του Φαραώ μαστίγωσαν τους Ισραηλίτες υπεύθυνους των έργων, διότι δεν έβγαζαν την ίδια εργασία όπως πριν. Έτσι οι Ισραηλίτες υπεύθυνοι των έργων μάταια παραπονέθηκαν στο Φαραώ για τη σκληρή στάση των Αιγυπτίων και πίεζαν το λαό να βγάζει περισσότερη δουλειά. Ακόμη θεώρησαν υπεύθυνους τον Μωυσή και τον Ααρών για τη σκληρή συμπεριφορά του Φαραώ απέναντί τους (Έξοδος 5,1-21).
Τότε ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή, να κάνει υπομονή και ότι θα εξαναγκάσει ο ίδιος το Φαραώ να τους αφήσει να φύγουνε. Κατόπιν ζήτησε από τον Μωυσή να μεταβιβάσει στους Ισραηλίτες ότι θα τους λυτρώσει από την καταπίεση και θα τους ελευθερώσει.
Ο Μωυσής μεταβίβασε τα λόγια αυτά στους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι δεν έδωσαν καμιά σημασία, γιατί ήταν απογοητευμένοι από τη σκληρή δουλεία. Τότε ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή και στον Ααρών, και τους έδωσε οδηγίες πως θα πάνε στο Φαραώ, ώστε να τον πείσουν να βγάλει τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο (Έξοδος 5,22-23 και 6,1-13). Ο Κύριος είπε στο Μωυσή:
«Θα σε κάνω να είσαι για το Φαραώ Θεός, κι ο αδερφός σου ο Ααρών να είναι ο προφήτης σου. Εσύ θα του διαβιβάζεις όλα όσα θα σε διατάζω, κι εκείνος θα μιλάει στο Φαραώ, ώστε ν' αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν από την Αίγυπτο.»
Ο Μωυσής και ο Ααρών έκαναν ότι ακριβώς τους διέταξε ο Κύριος (Έξοδος 7,1-6). Ο Μωυσής πριν εμφανιστεί στο Φαραώ, έστειλε τη σύζυγό του Σεπφώρα και τους δύο γιους του τον Γηρσάμ και τον Ελιέζερ, πίσω στον Ιοθόρ, μέχρις ότου ενωθούν ξανά με το Μωυσή στη Ραφιδίν. Ο Μωυσής ήταν 80 ετών και ο Ααρών 83, όταν παρουσιάστηκαν και μίλησαν στο Φαραώ. Ο βασιλιάς της Αιγύπτου δεν επέτρεψε τη φυγή των Ισραηλιτών. Ο Ααρών με την υπόδειξη του Μωυσή εκτελεί το πρώτο θαύμα ενώπιον του Φαραώ αποδεικνύοντας την υπεροχή του Κυρίου έναντι των θεών της Αιγύπτου. Συγκεκριμένα ο Ααρών έριξε το ραβδί του κάτω το οποίο μετατράπηκε σε μεγάλο φίδι και επειδή και οι μάγοι του Φαραώ έκαναν το ίδιο, το ραβδί (φίδι) του Ααρών έφαγε τα ραβδιά (φίδια) των μάγων του Φαραώ. Παρ' όλα αυτά η καρδιά του Φαραώ έμεινε σκληρή και δεν τους άκουσε, όπως το είχε πει ο Κύριος (Έξοδος 7,7-13).
ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΠΟΥ ΕΠΛΗΞΑΝ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
(ΟΙ 10 ΠΛΗΓΕΣ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ)
Ο Φαραώ παραμένει άκαμπτος και αρνείται ν' αφήσει το λαό να φύγει και να θυσιάσει στον Κύριο στην έρημο. Έτσι ο Κύριος του έδωσε εντολή να πάει στο Φαραώ και να του πει τις οδηγίες για την πρώτη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Ο Μωυσής με τον Ααρών έκαναν όπως ακριβώς τους είχε διατάξει ο Κύριος. Πήγαν το επόμενο πρωί στο Φαραώ, την ώρα που αυτός περπατούσε δίπλα στο Νείλο. Σήκωσε το ραβδί του ο Ααρών και χτύπησε τα νερά του Νείλου, μπροστά στα μάτια του Φαραώ και των αυλικών του, κι όλο το νερό του ποταμού έγινε αίμα. Τα ψάρια ψόφησαν, και βρώμησε ο Νείλος, έτσι που οι Αιγύπτιοι δεν μπορούσαν να πιουν νερό απ' αυτόν. Το ίδιο έκανε κατόπιν με όλους τους ποταμούς και τις πηγές της Αιγύπτου. Όλα τα ποτάμια και οι πηγές της Αιγύπτου γέμισαν με αίμα. Ο Φαραώ έμεινε άκαμπτος και δεν άκουσε το Μωυσή και τον Ααρών. Αλλά όλοι οι Αιγύπτιοι έσκαβαν γύρω από τον Νείλο, για να βρουν νερό πόσιμο (Έξοδος 7,14-24. Ψαλμοί 77,44. 104,29).
Πέρασαν εφτά μέρες, αφότου ο Κύριος χτύπησε το Νείλο. Τότε ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πάει στο Φαραώ και του έδωσε οδηγίες για την δεύτερη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν στο Φαραώ και ο Ααρών άπλωσε το χέρι του προς τα νερά της Αιγύπτου και βγήκαν βάτραχοι που σκέπασαν όλη τη χώρα. Τότε κάλεσε ο Φαραώ το Μωυσή και τον Ααρών και τους ζήτησε να πάρει τους βατράχους από το παλάτι και από το λαό του, και τότε θ' αφήσει ελεύθερους τους Ισραηλίτες να φύγουν. Ο Μωυσής την επόμενη μέρα προσευχήθηκε στον Κύριο για να γλιτώσει το Φαραώ και τους Αιγύπτιους από τους βατράχους. Ο Κύριος έκανε όπως τον παρακάλεσε ο Μωυσής και ψόφησαν οι βάτραχοι στα σπίτια, στις αυλές και στα χωράφια. Οι άνθρωποι τους μάζευαν σε σωρούς αμέτρητους, τόσους που βρώμησε η χώρα.
Μόλις όμως ο Φαραώ ανέπνευσε, πεισμάτωσε πάλι και δεν άκουσε το Μωυσή και τον Ααρών (Έξοδος 7,25-8,11. Ψαλμοί 77,45. 104,30).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την τρίτη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Έτσι κι έγινε. Άπλωσε ο Ααρών το ραβδί του και χτύπησε το χώμα της γης και όλη η σκόνη μεταβλήθηκε σε σκνίπες που ορμούσαν στους ανθρώπους και στα ζώα. Το ίδιο επιχείρησαν να κάνουν και οι μάγοι του Φαραώ με την τέχνη τους, αλλά δεν μπόρεσαν. Τότε είπαν οι μάγοι στο Φαραώ ότι αυτό είναι επέμβαση Θεού, αλλά ο Φαραώ παρέμεινε άκαμπτος και δεν έκανε ότι του ζητούσαν ο Μωυσής και ο Ααρών (Έξοδος 8,12-15. Ψαλμός 104,31).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την τέταρτη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν ο Μωυσής και ο Ααρών, το επόμενο πρωί στο Φαραώ, την ώρα που αυτός περπατούσε δίπλα στο Νείλο και του ζήτησαν να αφήσει ελεύθερους τους Ισραηλίτες. Αλλά κι αυτή τη φορά ο Φαραώ ήταν άκαμπτος. Κι αμέσως γέμισε με σκυλόμυγες η Αίγυπτος, και το ανάκτορο του Φαραώ και τα σπίτια των Αιγυπτίων. Μόνο η περιοχή που ήταν οι Ισραηλίτες δεν γέμισε. Και ήταν η σκυλόμυγες καταστροφή για τη χώρα. Τότε κάλεσε ο Φαραώ το Μωυσή και τον Ααρών και τους έδωσε την άδεια να θυσιάσουν στο Θεό τους, αλλά μέσα στην Αίγυπτο. Ο Μωυσής αρνήθηκε γιατί η θυσία πρέπει να γίνει στην έρημο, στο μέρος που όρισε ο Κύριος. Αρχικά ο Φαραώ δέχτηκε και έδωσε την άδεια στους Ισραηλίτες να φύγουν, αλλά όταν ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο και ο Κύριος απάλλαξε τη χώρα από τις σκυλόμυγες, ο Φαραώ μετάνιωσε και έμεινε κι αυτή τη φορά άκαμπτος και δεν άφησε το λαό να φύγει (Έξοδος 8,16-28. Ψαλμοί 77,45. 104,31).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την πέμπτη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν ο Μωυσής και ο Ααρών στο Φαραώ και του ζήτησαν να αφήσει ελεύθερους τους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον Κύριο στην έρημο. Αλλά κι αυτή τη φορά ο Φαραώ ήταν άκαμπτος.
Την άλλη μέρα το πρωί ο Κύριος πραγματοποίησε το λόγο του. Τα περισσότερα ζώα των Αιγυπτίων ψόφησαν ενώ από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν ψόφησε ούτε ένα. Ο Φαραώ έστειλε να εξακριβώσουν το γεγονός, και είδε ότι από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν είχε ψοφήσει ούτε ένα. Παρ' όλα αυτά όμως έμεινε άκαμπτος και δεν άφησε το λαό να φύγει (Έξοδος 9,1-7).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή και στον Ααρών για την έκτη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήραν λοιπόν καπνιά από το φούρνο, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, και πήγαν στο Φαραώ. Εκεί ο Μωυσής τη σκόρπισε μπροστά στο Φαραώ και καθώς έπεφτε η καπνιά, κάτι σαν σκόνη έπεσε πάνω σ' ολόκληρη την Αίγυπτο και προξένησε στους ανθρώπους και στα ζώα εξανθήματα και πληγές. Οι μάγοι του Φαραώ δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν στο Μωυσή γιατί είχαν γεμίσει κι αυτοί πληγές, όπως όλοι οι Αιγύπτιοι. Όμως κι αυτή τη φορά ήταν άκαμπτος ο Φαραώ και δεν έκανε αυτό που του ζητούσαν ο Μωυσής κι ο Ααρών (Έξοδος 9,8-12).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την έβδομη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν ο Μωυσής και ο Ααρών στο Φαραώ και του ζήτησαν να αφήσει ελεύθερους τους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον Κύριο στην έρημο και τον προειδοποίησαν ότι το επόμενο πρωί θα πέσει μεγάλο χαλάζι στη χώρα. Αλλά κι αυτή τη φορά ο Φαραώ ήταν άκαμπτος. Όσοι από τους αξιωματούχους του σεβάστηκαν το λόγο του Κυρίου, φρόντισαν κι έβαλαν σε υπόστεγα τα ζώα τους. Έτσι το επόμενο πρωί ο Μωυσής σήκωσε το χέρι του στον ουρανό, κι ο Κύριος άρχισε να στέλνει βροντές και χαλάζι. Κεραυνοί πέφτανε στη γη και αστραπές συνόδευαν το χαλάζι σ' όλη τη χώρα. Ποτέ στην Αίγυπτο δεν είχε ξαναπέσει χαλάζι τόσο δυνατό. Σ' ολόκληρη τη χώρα το χαλάζι σκότωσε όσους ανθρώπους και ζώα βρέθηκαν έξω στα χωράφια. Ακόμη κατέστρεψε πολλά από τα σπαρτά, όπως το λινάρι και το κριθάρι που είχαν μεγαλώσει, ενώ το σιτάρι ήταν ακόμη μικρό. Και μόνο στην περιοχή όπου κατοικούσαν οι Ισραηλίτες, δεν έπεσε χαλάζι.
Τότε έστειλε ο Φαραώ και κάλεσε το Μωυσή και τον Ααρών και τους ζήτησε να παρακαλέσουν τον Κύριο, να σταματήσει τις βροντές και το χαλάζι και τότε θα αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν. Ο Μωυσής ύψωσε τα χέρια του στον Κύριο και σταμάτησαν οι βροντές και το χαλάζι. Μόλις είδε ο Φαραώ ότι έπαψε η βροχή, το χαλάζι και οι βροντές, παρέμεινε πάλι άκαμπτος κι αυτός και οι αυλικοί του, και δεν άφησε τους Ισραηλίτες να φύγουν (Έξοδος 9,13-35. Ψαλμοί 77,47-48. 104,32-33).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την όγδοη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν ο Μωυσής και ο Ααρών στο Φαραώ και του είπαν ως πότε θα αντιστέκεται στον Κύριο και δεν αφήνει ελεύθερους τους Ισραηλίτες να τον λατρεύσουν στην έρημο. Οι αυλικοί του Φαραώ ζήτησαν κι αυτοί με τη σειρά τους να φύγουν οι Ισραηλίτες και να λατρεύσουν τον Κύριο, τον Θεό τους, γιατί η Αίγυπτος καταστρέφεται. Ο Φαραώ επέτρεψε μόνο οι άντρες να φύγουν γιατί υποψιάστηκε πως είχαν κακό σκοπό. Ο Μωυσής επέμενε να φύγουν όλοι. Ο Φαραώ επέμενε και τους έδιωξαν από το παλάτι. Τότε ο Μωυσής άπλωσε το ραβδί του και ο Κύριος έστειλε έναν νότιο άνεμο πάνω στη χώρα, που φυσούσε όλη τη μέρα εκείνη και όλη τη νύχτα. Το πρωί ο άνεμος έφερε τόσες ακρίδες, που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν φανεί τόσες πολλές, ούτε πρόκειται να ξαναφανούν. Αυτές σκέπασαν όλη την επιφάνεια της χώρας, έτσι που μαύρισε η γη. Καταβρόχθισαν τα σπαρτά και ότι είχε απομείνει από το χαλάζι, έτσι ώστε δεν έμεινε ίχνος πράσινο σ' ολόκληρη την Αίγυπτο.
Τότε ο Φαραώ έστειλε βιαστικά και κάλεσε το Μωυσή και τον Ααρών και τους ζήτησε να παρακαλέσουν τον Κύριο, να πάρει μακριά αυτό το θανατηφόρο πλήγμα. Ο Μωυσής παρακάλεσε τον Κύριο και ο Κύριος έφερε έναν αντίθετο δυνατό άνεμο από τη Μεσόγειο θάλασσα, ο οποίος έδιωξε τις ακρίδες και τις έριξε στην Ερυθρά θάλασσα. Αλλά ο Φαραώ έμεινε άκαμπτος και δεν άφησε τους Ισραηλίτες να φύγουν. Στους Ψαλμούς αναφέρεται ότι, μαζί με τις ακρίδες έπληξε τα φυτά και ερυσίβη, ένα είδος μύκητα (Έξοδος 10,1-20. Ψαλμοί 77,46. 104,34-35).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την ένατη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Ο Μωυσής σήκωσε το χέρι του στον ουρανό, κι έπεσε βαθύ σκοτάδι σ' ολόκληρη τη χώρα για τρεις μέρες. Δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο και έμειναν στα σπίτια τους για τρεις μέρες. Αλλά εκεί που κατοικούσαν οι Ισραηλίτες υπήρχε φως. Τότε ο Φαραώ κάλεσε το Μωυσή και τον Ααρών, και τους έδωσε την άδεια να φύγουν οι Ισραηλίτες, αλλά χωρίς τα ζώα τους. Ο Μωυσής απάντησε ότι τα ζώα είναι απαραίτητα για τη θυσία. Ο Φαραώ και πάλι δεν τους άφησε να φύγουν, έδιωξε το Μωυσή από το παλάτι και τον απείλησε με τη ζωή του αν τον ξαναδεί (Έξοδος 10,21-29. Ψαλμός 104,28).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την δέκατη και τελευταία καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν ο Μωυσής και ο Ααρών στο Φαραώ και του είπαν ότι τα μεσάνυχτα θα περάσει άγγελος Κυρίου μέσα από την Αίγυπτο. Κάθε πρωτότοκος γιος σε όλη τη χώρα θα πεθάνει, από τον πρωτότοκο του Φαραώ ως τον πρωτότοκο της δούλης, ακόμη και τα πρωτογέννητα των ζώων. Ο Φαραώ και πάλι δεν τους άφησε να φύγουν και ο Μωυσής έφυγε οργισμένος απ' το παλάτι του Φαραώ (Έξοδος κεφ. 11).
Τότε ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή και στον Ααρών για το τελευταίο βράδυ στην Αίγυπτο. Ο Μωυσής και ο Ααρών είπαν στους Ισραηλίτες κάθε οικογένεια να πάρει από ένα χρονιάρικο αρνί ή κατσίκι να το φάνε μαζί με άζυμο άρτο και πικρά χόρτα. Μετά θα πάρουν μια δεσμίδα ύσσωπο, θα το βουτήξουν στο αίμα του ζώου και μ' αυτό να σημαδέψουν τις πόρτες του σπιτιού. Τα μεσάνυχτα ο άγγελος του Κυρίου θα περάσει μέσα από την Αίγυπτο και θα θανατώσει κάθε πρωτότοκο στη χώρα, τα πρωτότοκα των ανθρώπων και τα πρωτογέννητα των ζώων. Αλλά τα σπίτια των Ισραηλιτών, όπου οι πόρτες θα είναι σημαδεμένες με το αίμα θα τα προσπεράσει. Και την ημέρα αυτή θα πρέπει να τη θυμούνται και να τη γιορτάζουν επίσημα. Αυτή θα είναι η γιορτή του Πάσχα, για να τιμηθεί ο Κύριος που χτύπησε τους Αιγυπτίους, προσπέρασε τα σπίτια των Ισραηλιτών και τους έβγαλε από την Αίγυπτο. Τότε ο λαός έσκυψε και προσκύνησε και έκαναν όπως διέταξε ο Κύριος το Μωυσή και τον Ααρών (Έξοδος 12,1-28).
Τα μεσάνυχτα της ίδιας νύχτας, ο άγγελος του Κυρίου θανάτωσε κάθε πρωτότοκο αγόρι στην Αίγυπτο. Από τον πρωτότοκο γιο του Φαραώ και διάδοχο του θρόνου, ως τον πρωτότοκο γιο κάθε Αιγυπτίου, καθώς και όλα τα πρωτογέννητα των ζώων. Εκείνη τη νύχτα ξύπνησε ο Φαραώ, οι αυλικοί του, όλοι οι Αιγύπτιοι, κι έγινε θρήνος μεγάλος στην Αίγυπτο, γιατί δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε νεκρό. Τότε ο Φαραώ κάλεσε το Μωυσή και τον Ααρών μέσα στη νύχτα και τους έδωσε την άδεια να φύγουν και να πάνε να λατρεύσουν τον Κύριο στην έρημο. Και μάλιστα οι Αιγύπτιοι πίεζαν τους Ισραηλίτες να βιαστούν να φύγουν από τη χώρα, γιατί σκέφτονταν ότι όσο έμεναν εκεί, θα πέθαιναν όλοι τους. Οι Ισραηλίτες πριν φύγουν ζήτησαν από τους Αιγύπτιους αργυρά και χρυσά σκεύη, όπως επίσης και ιματισμό, και οι Αιγύπτιοι πρόθυμα τους τα έδωσαν (Έξοδος 12,29-36. Ψαλμοί 77,51. 104,36-38. 134,8. 135,10).
Η μετάβαση του Ιωσήφ και του Ααρών στο Φαραώ, καθώς και οι πληγές που έστειλε ο Θεός στην Αίγυπτο, αναφέρονται και στο βιβλίο των Ψαλμών (Ψαλμοί 104,24-36). Η σκληροκαρδία του Φαραώ και το σχέδιο του Θεού για να φανερωθεί η δύναμη και η δόξα του αναφέρονται και στα Ποιητικά Διδακτικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης (Σοφία Σειράχ 16,15).
Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Η ΔΙΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Μετά από 430 χρόνια στην Αίγυπτο, ξεκίνησαν, λοιπόν, οι Ισραηλίτες από τη Ραμεσσή και κατευθύνθηκαν προς τη Σοκχώθ. Ήταν περίπου εξακόσιες χιλιάδες άνδρες, χώρια τα παιδιά και οι γυναίκες. Μαζί τους έφυγε κι ένα πλήθος από άλλα έθνη και πάρα πολλά ζώα. Εκεί ζύμωσαν το ζυμάρι που είχαν πάρει από την Αίγυπτο, γιατί είχαν φύγει βιαστικά, και τα έψησαν για να φάνε (Έξοδος 12,37-42. Αριθμοί 33,5. Ιησούς του Ναυή 24,6).
Όταν οι Ισραηλίτες βγήκαν από την Αίγυπτο ήταν καλά οπλισμένοι. Παρόλα αυτά ο Μωυσής, σύμφωνα με τις οδηγίες του Κυρίου, οδήγησε το λαό μέσα από την έρημο προς την Ερυθρά θάλασσα, και δεν ακολούθησε το συντομότερο δρόμο που περνούσε από τη χώρα των Φιλισταίων, έτσι ώστε να αποφύγει μια πολεμική σύγκρουση με τους λαούς της περιοχής. Πήρε μαζί του και τα οστά του Ιωσήφ, γιατί πριν πεθάνει ζήτησε από τους Ισραηλίτες να πάρουν από την Αίγυπτο μαζί τους τα οστά του, όταν ο Θεός θα τους απελευθέρωνε. Οι Ισραηλίτες έφυγαν από τη Σοκχώθ και στρατοπέδευσαν στην Οθώμ (Εθάμ), εκεί που αρχίζει η έρημος. Ο Θεός προχωρούσε μπροστά τους τη μέρα μέσα σε μια στήλη νεφέλης για να τους δείχνει το δρόμο, και τη νύχτα μέσα σε στήλη φωτιάς, για να τους φωτίζει, ώστε να πορεύονται μέρα και νύχτα (Έξοδος 13,17-22. Αριθμοί 33,7. Ψαλμοί 77,14. 104,39).
Όταν οι Αιγύπτιοι ανάγγειλαν στο Φαραώ ότι ο λαός έφυγε, τότε εκείνος κι οι αξιωματούχοι του άλλαξαν γνώμη. Αμέσως ο Φαραώ έζεψε 600 άμαξες και πήρε μαζί του όλους τους πολεμιστές του. Έτσι ο στρατός των Αιγυπτίων με όλο τους το ιππικό, καταδίωξαν τους Ισραηλίτες και έφτασαν στο στρατόπεδο τους, στην Εϊρώθ (Αριθμοί 33,7), κοντά στην Ερυθρά θάλασσα. Καθώς ο Φαραώ πλησίαζε, κοίταξαν οι Ισραηλίτες και είδαν ότι οι Αιγύπτιοι έρχονταν ξωπίσω τους. Τότε τους κυρίεψε μεγάλος φόβος κι άρχισαν να παραπονιούνται στο Μωυσή:
«Γιατί μας έφερες να πεθάνουμε εδώ στην έρημο; Τι ήταν αυτό που μας έκανες να μας βγάλεις από την Αίγυπτο; Δε σου τα 'χαμε πει εμείς όλα αυτά εκεί; Δε σου λέγαμε να μας αφήσεις στην ησυχία μας; Εμείς θέλαμε να δουλεύουμε στους Αιγυπτίους. Προτιμότερο ήταν αυτό για μας, παρά να πεθάνουμε εδώ στην έρημο.»
Ο Μωυσής απάντησε στο λαό:
«Μη φοβόσαστε! Σταθείτε και θα δείτε πώς θα σας γλιτώσει σήμερα ο Κύριος. Τους Αιγυπτίους, που βλέπετε σήμερα δε θα τους ξαναδείτε ποτέ πια! Κύριος θα πολεμήσει για σας. Εσείς μην ανησυχείτε.»
Τότε, ο άγγελος του Κυρίου, που βάδιζε μπροστά από το στρατό των Ισραηλιτών, έφυγε και πήρε θέση πίσω τους. Η στήλη της νεφέλης έφυγε κι αυτή από μπροστά τους και στάθηκε ανάμεσα στο στρατόπεδο των Αιγυπτίων και σ' εκείνο των Ισραηλιτών. Το σύννεφο από τη μεριά των Αιγυπτίων δημιούργησε σκοτάδι και πυκνή ομίχλη, ενώ φώτιζε την πλευρά των Ισραηλιτών τη νύχτα.
Ο Μωυσής, με εντολή του Κυρίου, άπλωσε το χέρι του πάνω στη θάλασσα, και ο Κύριος, μ' έναν ισχυρότατο νότιο άνεμο, που φυσούσε όλη τη νύχτα, έκανε τα νερά να υποχωρήσουν. Έτσι η θάλασσα έγινε στεριά. Τα νερά χωρίστηκαν στα δύο, και οι Ισραηλίτες πέρασαν από μέσα. Οι Αιγύπτιοι τους καταδίωξαν και τους ακολούθησαν μέσα στη θάλασσα, με ολόκληρο το στρατό του Φαραώ. Ο Κύριος κατά τα μεσάνυχτα κοίταξε οργισμένος τους Αιγύπτιους και έφερε πανικό στο στρατό τους. Έκανε να κολλήσουν οι τροχοί των αμαξών τους και προχωρούσαν με δυσκολία. Ο Μωυσής το πρωί, με εντολή του Κυρίου, άπλωσε το χέρι του πάνω από τη θάλασσα και καθώς ξημέρωνε, αυτή ξαναγύρισε στη θέση της. Τα νερά σκέπασαν όλο το στρατό του Φαραώ, που είχαν καταδιώξει τους Ισραηλίτες μέσα στη θάλασσα. Δε γλίτωσε απ' αυτούς ούτε ένας.
Εκείνη την ημέρα ο Κύριος, στην πεδιάδα Τάνεως, γλίτωσε τους Ισραηλίτες από τη δύναμη των Αιγυπτίων. Όταν οι Ισραηλίτες είδαν με πόση δύναμη ο Κύριος εξόντωσε τους Αιγυπτίους, τον φοβήθηκαν και πίστεψαν σ' αυτόν και στο Μωυσή, που ήταν εκπρόσωπός του (Έξοδος κεφ. 14. Ψαλμοί 77,12-13. 77,43. 77,53. 105,7-11. 135,13-15). Ο Μωυσής και οι Ισραηλίτες, μετά από τη θαυμαστή σωτηρία τους, ευχαρίστησαν και δοξολόγησαν τον Κύριο (Έξοδος 15,1-19. Ιησούς του Ναυή 24,6-7. Ψαλμοί 105,12). Η έξοδος των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, αναφέρεται και στο βιβλίο των Ψαλμών (Ψαλμός 113).
Η ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΣΙΝΑ
Ύστερα απ' αυτά ο Μωυσής πήρε τους Ισραηλίτες κι έφυγαν από την Ερυθρά θάλασσα. Βάδισαν στην έρημο Σουρ τρεις μέρες δρόμο, χωρίς να βρουν νερό. Μετά έφτασαν στη Μερρά (Μερά), αλλά δεν μπόρεσαν να πιουν απ' τα νερά της γιατί ήταν πικρά. Τότε ο λαός τα 'βαλε με το Μωυσή και τον ρωτούσε:
«Τι θα πιούμε τώρα;»
Ο Μωυσής προσευχήθηκε με δυνατή φωνή στον Κύριο, κι αυτός του υπέδειξε ένα κομμάτι ξύλο. Ο Μωυσής το 'ριξε στα νερά και τα νερά έγιναν γλυκά. Εκεί ο Κύριος έδωσε στους Ισραηλίτες κάποιες εντολές και τους είπε:
«Αν υπακούτε σ' εμένα, τον Κύριο, το Θεό σας, αν υπακούτε στις εντολές μου και εφαρμόζετε όλους τους νόμους μου, δε θα σας στείλω κανένα από τα πλήγματα εκείνα που έστειλα στους Αιγυπτίους.» (Έξοδος 15,22-26. Αριθμοί 33,8. Ψαλμός 77,15-16)
Κατόπιν έφτασαν και στρατοπέδευσαν στην Αϊλείμ (Αϊλίμ), όπου υπήρχαν 12 νεροπηγές και 70 φοίνικες (Έξοδος 15,27. Αριθμοί 33,9). Όταν οι Ισραηλίτες αναχώρησαν από την Αϊλείμ, στρατοπέδευσαν κοντά στην Ερυθρά θάλασσα και από κει έφτασαν στην έρημο Σιν, μεταξύ της Αϊλείμ και του όρους Σινά (Έξοδος 16,1. Αριθμοί 33,10-11). Τότε άρχισαν τα παράπονα ενάντια στο Μωυσή και στον Ααρών. Τους έλεγαν:
«Καλύτερα να μας είχε θανατώσει ο Κύριος στην Αίγυπτο, εκεί που είχαμε άφθονο το κρέας και χορταίναμε το ψωμί, παρά που μας φέρατε εδώ στην έρημο, για να πεθάνει όλο αυτό το πλήθος από την πείνα.»
Ο Μωυσής κι ο Ααρών είπαν στους Ισραηλίτες:
«Ο Κύριος άκουσε τα παράπονα σας εναντίον του. Το βράδυ θα σας δώσει κρέας να φάτε, και το πρωί θα σας δώσει όσο ψωμί θέλετε για να χορτάσετε. Τα παράπονα σας δεν στρέφονται ενάντια σ' εμάς, αλλά ενάντια στον Κύριο.»
Κι ενώ ακόμη μιλούσαν φάνηκε η δόξα του Κυρίου μέσα σ' ένα σύννεφο και τότε ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή (Έξοδος 16,2-12. Ψαλμός 77,17-22. Ψαλμοί 105,13-16). Το βράδυ ήρθε ένα σμήνος από ορτύκια και σκέπασε το στρατόπεδο και το πρωί τριγύρω στο στρατόπεδο υπήρχε ένα στρώμα δροσιάς. Όταν διαλύθηκε η δροσιά, σχηματίστηκε πάνω στην επιφάνεια της ερήμου κάτι λεπτό σαν πάχνη και η γεύση του ήταν σαν γλύκισμα από μέλι. Το είδαν οι Ισραηλίτες, αλλά δεν ήξεραν τι ήταν αυτό. Ο Μωυσής τους είπε, ότι αυτό είναι το μάννα, είναι το ψωμί που τους δίνει ο Κύριος να φάνε. Ο καθένας θα παίρνει όσο χρειάζεται για κάθε άτομο και θα μαζεύει ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων που μένουν μαζί του στην ίδια σκηνή. Τους είπε ακόμα ότι κανένας δε θα κρατήσει απ' αυτό για την άλλη μέρα. Έτσι κι έκαναν οι Ισραηλίτες μάζεψαν άλλος πολύ και άλλος λίγο. Ο καθένας είχε μαζέψει ανάλογα με τις ανάγκες του. Μερικοί όμως δεν τον άκουσαν και φύλαξαν και για την άλλη μέρα, αλλά σκουλήκιασε και βρώμισε. Και θύμωσε ο Μωυσής μαζί τους.
Κάθε πρωί μάζευαν οι Ισραηλίτες το μάννα, καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του. Όταν όμως ζέσταινε ο ήλιος, το μάννα έλιωνε. Την έκτη μέρα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, μάζεψαν διπλάσια ποσότητα για κάθε άτομο, γιατί την επόμενη μέρα ήταν Σάββατο και ήταν ήμερα ανάπαυσης και αφιερωμένη στον Κύριο. Το φύλαξαν ως το πρωί, όπως διέταξε ο Μωυσής, και δε βρώμισε ούτε σκουλήκιασε. Ωστόσο την έβδομη μέρα, βγήκαν μερικοί από το λαό να μαζέψουν μάννα, αλλά δε βρήκαν. Τότε είπε ο Κύριος στο Μωυσή:
«Ως πότε θα αρνείσθε να τηρείτε τις εντολές μου και τους νόμους μου; Ο Κύριος σας έδωσε μία μέρα ανάπαυσης και γι' αυτό την έκτη μέρα σας δίνει τροφή για δύο μέρες. Την έβδομη μέρα καθένας θα μένει εκεί που βρίσκεται και κανένας δε θα βγαίνει από το σπίτι του.»
Ο Μωυσής είπε στον Ααρών:
«Πάρε μια στάμνα, βάλε μέσα λίγο μάννα και τοποθέτησε την ενώπιον του Κυρίου, ώστε να φυλαχθεί για τις επόμενες γενιές και να βλέπουν το ψωμί, με το οποίο σας έθρεψε ο Κύριος στην έρημο, όταν σας έβγαλε από την Αίγυπτο.»
Ο Ααρών, την τοποθέτησε μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης για να φυλαχθεί, όπως διέταξε ο Κύριος το Μωυσή. Σαράντα χρόνια έτρωγαν οι Ισραηλίτες το μάννα, ωσότου ήρθαν σε κατοικημένη χώρα, στα σύνορα της Χαναάν (Έξοδος 16,13-36. Ψαλμοί 77,23-31. 104,40). Στους Ψαλμούς το μάννα ονομάζεται "άρτος αγγέλων" (Ψαλμός 77,25). Στους Ψαλμούς πάλι αναφέρεται ότι ο Κύριος μ' ένα δυνατό νότιο άνεμο (λίβα) έφερε στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών τα ορτύκια (Ψαλμός 77,26-28). Λίγο παρακάτω αναφέρει επίσης, ότι λόγω της απιστίας και της αχαριστίας των Ισραηλιτών, η οργή του Κυρίου ξέσπασε πάνω τους, την ώρα που η τροφή ήταν ακόμη στο στόμα τους, και θανατώθηκαν πολλοί Ισραηλίτες. Μεταξύ αυτών υπήρχαν επίσημοι άνδρες και άρχοντες (Ψαλμός 77,30-31).
Ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, αναχώρησε από την έρημο Σιν και στρατοπέδευσε πρώτα στη Ραφακά, μετά στους Αιλούς και κατόπιν στη Ραφιδείν (Έξοδος 17,1. Αριθμοί 33,12-14). Εκεί στρατοπέδευσαν, αλλά δεν υπήρχε νερό να πιουν. Άρχισαν τότε να τα βάζουν με το Μωυσή:
«Δώσε μας νερό να πιούμε», του φώναζαν.
Ο Μωυσής τους είπε:
«Γιατί τα βάζετε μαζί μου; Γιατί προκαλείτε τον Κύριο;»
Αλλά ο λαός διψούσε όλο και περισσότερο και συνέχισαν να καταφέρονται ενάντια στο Μωυσή:
«Τι μας ξεσήκωσες από την Αίγυπτο; Για να πεθάνουμε από τη δίψα εμείς και τα παιδιά μας και τα ζώα μας;» του έλεγαν.
Τότε ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο και είπε:
«Τι να κάνω γι' αυτόν το λαό; Λίγο ακόμα και θα με λιθοβολήσουν.»
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή:
«Προχώρα μπροστά από το λαό, πάρε και το ραβδί σου και πήγαινε. Εγώ θα βρίσκομαι εκεί πριν από σένα, πάνω στο βράχο, στο όρος Χωρήβ. Χτύπα το βράχο, και θα βγει από 'κει νερό για να πιει ο λαός.»
Έτσι κι έκανε ο Μωυσής ενώπιον των πρεσβυτέρων του λαού Ισραήλ. Ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Μασσά (πειρασμός) και Μεριβά (λοιδορία, αντιλογία), επειδή εκεί αγανάκτησαν οι Ισραηλίτες και προκάλεσαν τον Κύριο (Έξοδος 17,1-7. Αριθμοί 33,14. Ψαλμός 104,41).
Στη Ραφιδείν ήρθαν οι Αμαληκίτες να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Ο Μωυσής έστειλε τον Ιησού του Ναυή με άντρες ικανούς για να πολεμήσουν τους Αμαληκίτες. Ο Μωυσής κρατώντας το ραβδί του, ο Ααρών και ο Ωρ ανέβηκαν στην κορυφή του λόφου. Όσο ο Μωυσής είχε υψωμένα τα χέρια του, νικούσαν οι Ισραηλίτες όταν τα κατέβαζε επειδή κουράζονταν, νικούσαν οι Αμαληκίτες. Τότε ο Ααρών και ο Ωρ πήραν μια πέτρα, την έβαλαν εκεί που στεκόταν ο Μωυσής, κι αυτός κάθησε πάνω της. Ο Ααρών και ο Ωρ, ο ένας από τη μια μεριά κι ο άλλος από την άλλη, στήριζαν τα χέρια του. Μ' αυτό τον τρόπο, τα χέρια του Μωυσή έμειναν σταθερά υψωμένα ως τη δύση του ήλιου. Έτσι, ο Ιησούς του Ναυή κατατρόπωσε τους Αμαληκίτες. Ο Κύριος είπε στο να καταγράψει το γεγονός αυτό σε βιβλίο ως ανάμνηση για τις επόμενες γενιές (Έξοδος 17,8-16).
Ο Ιοθόρ, ιερέας της Μαδιάμ και πεθερός του Μωυσή, μαζί με τη γυναίκα του Μωυσή, τη Σεπφώρα, και τα δυο του παιδιά, τον Γηρσάμ και τον Ελιέζερ, ήρθαν στην έρημο, όπου είχε κατασκηνώσει ο Μωυσής στους πρόποδες του όρους του Θεού, στο Σινά. Ο Μωυσής και ο Ιοθόρ αφού αλληλοχαιρετήθηκαν μπήκαν στη σκηνή. Ο Μωυσής διηγήθηκε στον πεθερό του όλα όσα είχε κάνει ο Κύριος στο Φαραώ και στους Αιγυπτίους για χάρη του λαού του, όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν στην έρημο και πώς τους είχε γλιτώσει ο Κύριος. Ο Ιοθόρ χάρηκε για τις ευεργεσίες που ο Κύριος είχε κάνει στους Ισραηλίτες και πρόσφερε ολοκαύτωμα και θυσίες στο Θεό. Κατόπιν ήρθε ο Ααρών και όλοι οι πρεσβύτεροι των Ισραηλιτών για να συμμετάσχουν με τον πεθερό του Μωυσή στο ιερό γεύμα ενώπιον του Κυρίου (Έξοδος 18,1-12).
Την επόμενη μέρα ο Μωυσής δίκασε τις υποθέσεις του λαού. Όμως, μετά από υπόδειξη του πεθερού του Ιοθόρ διάλεξε ανάμεσα από τους Ισραηλίτες άντρες ικανούς, θεοσεβείς και ταπεινούς, και τους έβαλε επικεφαλής του λαού σε κάθε χίλια, εκατό, πενήντα και δέκα άτομα. Αυτοί ήταν οι μόνιμοι δικαστές του λαού, οι οποίοι ασχολούνταν με τις μικροδιαφορές και μόνο οι δύσκολες υποθέσεις έρχονταν μπροστά στο Μωυσή. Ύστερα ο Μωυσής αποχαιρέτησε τον πεθερό του κι ο Ιοθόρ επέστρεψε στη χώρα του (Έξοδος 18,13-27. Δευτερονόμιο 1,9-18).
ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΣΙΝΑ
Οι Ισραηλίτες, τον τρίτο μήνα της εξόδου από την Αίγυπτο, έφυγαν από τη Ραφιδείν και έφτασαν στην έρημο Σινά (Έξοδος 19,1-2. Αριθμοί 33,15). Εκεί κατασκήνωσαν απέναντι από το όρος Σινά, κι ο Μωυσής ανέβηκε στο βουνό για να συναντήσει το Θεό. Πάνω στο βουνό ο Κύριος του είπε:
«Να τι θα αναγγείλεις στους Ισραηλίτες, τους απογόνους του Ιακώβ. "Είδατε τα όσα έκανα στους Αιγυπτίους, και πως σας έφερα κοντά μου. Τώρα, αν πραγματικά θελήσετε ν' ακούσετε τα λόγια μου και να φυλάξετε τη διαθήκη μου, θα είστε δικοί μου, μόνο εσείς, απ' όλους τους άλλους λαούς. Στην εξουσία μου είναι ολόκληρη η γη, αλλά εσείς θα είστε για μένα βασίλειο ιερέων και έθνος ξεχωριστό και άγιο". Αυτά να πεις στους Ισραηλίτες.» (Έξοδος 19,2-6)
Ο Μωυσής συγκέντρωσε τους πρεσβυτέρους του λαού, και τους ανακοίνωσε τα λόγια του Κυρίου. Τότε όλος ο λαός αποκρίθηκε ομόφωνα:
«Ότι είπε ο Κύριος θα το πράξουμε.»
Κι ο Μωυσής ανέφερε την απάντηση του λαού στον Κύριο..Ο Κύριος είπε στο Μωυσή:
«Εγώ θα έρθω κοντά σου μέσα σε πυκνό σύννεφο, ώστε ν' ακούει ο λαός όταν μιλάω μαζί σου και να σου έχει πάντοτε εμπιστοσύνη. Πήγαινε στο λαό και φρόντισε να εξαγνιστούν και να μείνουν καθαροί σήμερα και αύριο. Να πλύνουν τα ρούχα τους, και να είναι έτοιμοι για την τρίτη μέρα, γιατί την τρίτη μέρα θα κατεβώ στο όρος Σινά, μπροστά στα μάτια όλου του λαού. Γύρω από το βουνό θα βάλεις όρια για το λαό και θα τους πεις να προσέξουν να μην ανέβουν στο βουνό ούτε καν να αγγίξουν τους πρόποδες του. Όποιος πατήσει το πόδι του στο βουνό εξάπαντος θα πεθάνει, είτε άνθρωπος είτε ζώο. Μόνο όταν η σάλπιγγα σημάνει και σηκωθεί το σύννεφο, τότε θα μπορέσουν οι Ισραηλίτες ν' ανέβουν στο βουνό.» (Έξοδος 19,7-13)
Ο Μωυσής κατέβηκε από το βουνό, προετοίμασε το λαό και τον εξάγνισε για να συναντήσει τον Κύριο. Την τρίτη μέρα, λοιπόν, όταν ξημέρωσε, άρχισαν βροντές και αστραπές, κι ένα πυκνό σύννεφο ήρθε και κάθισε πάνω στο βουνό, ενώ η φωνή της σάλπιγγας αντηχούσε δυνατά. Φόβος μεγάλος κατέλαβε όλο το λαό που ήταν στο στρατόπεδο. Τότε ο Μωυσής κάλεσε το λαό να βγει από το στρατόπεδο για να συναντήσει το Θεό και στάθηκαν κοντά στους πρόποδες του βουνού.
Το όρος Σινά είχε καλυφθεί ολόκληρο με καπνό, γιατί πάνω του είχε κατεβεί ο Κύριος μέσα σε φωτιά. Ο καπνός ανέβαινε σαν από καμίνι, και το βουνό ολόκληρο σειόταν δυνατά. Ο ήχος της σάλπιγγας ολοένα δυνάμωνε. Ο Μωυσής μιλούσε και ο Θεός του αποκρινόταν με βροντές.
Ο Κύριος κάλεσε το Μωυσή στην κορυφή και ο Μωυσής ανέβηκε. Ο Κύριος του είπε να κατέβει και να πει στο λαό να μην ανέβει για να μην πάθει κακό (Έξοδος 19,14-25. Δευτερονόμιο 4,10-14).
ΟΙ 10 ΕΝΤΟΛΕΣ
Ο Θεός μίλησε στο λαό και είπε αυτούς τους λόγους:
1) «Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, που σε έβγαλα από την Αίγυπτο, τον τόπο της δουλείας. Δεν θα υπάρχουν για σένα άλλοι θεοί εκτός από μένα.»
2) «Δεν θα κατασκευάσεις για σένα είδωλα και κανενός είδους ομοίωμα που να αντιπροσωπεύει οτιδήποτε βρίσκεται ψηλά στον ουρανό ή εδώ κάτω στη γη ή μέσα στα νερά ή κάτω απ' τη γη. Αυτά δεν θα τα προσκυνάς ούτε θα τα λατρεύεις, γιατί εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός και απαιτώ αποκλειστικότητα.»
3) «Δεν θα προφέρεις καταχρηστικά, επιπόλαια και μάταια, το όνομα του Κυρίου, του Θεού σου.»
4) «Να θυμάσαι την ημέρα του Σαββάτου, να την ξεχωρίζεις και να την αφιερώνεις στον Κύριο. Έξι μέρες θα εργάζεσαι και θα κάνεις, όλες τις εργασίες σου. Αλλά η έβδομη μέρα είναι μέρα ανάπαυσης, αφιερωμένη σ' εμένα, τον Κύριο το Θεό σου. Την ημέρα αυτή δεν επιτρέπεται να κάνεις καμιά εργασία. Σε έξι μέρες εγώ, ο Κύριος, δημιούργησα τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα, καθώς και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ' αυτά, και την έβδομη μέρα αναπαύτηκα. Γι' αυτό ευλόγησα την ημέρα του Σαββάτου και την ξεχώρισα για τον εαυτό μου.»
5) «Να τιμάς τον πατέρα σου και τη μητέρα σου.»
6) «Δεν θα μοιχεύσεις.»
7) «Δεν θα κλέψεις.»
8) «Δεν θα φονεύσεις.»
9) «Δεν θα καταθέσεις ψεύτικη μαρτυρία ενάντια στο συνάνθρωπο σου.»
10) «Δεν θα επιθυμήσεις τίποτε απ' ότι ανήκει στο συνάνθρωπο σου. Δεν θα επιθυμήσεις τη γυναίκα του, ούτε την οικία του, ούτε τα κτήματά του, ούτε τους δούλους του, ούτε τα ζώα του, ούτε τίποτα άλλο απ' όσα ανήκουν στο συνάνθρωπό σου.» (Έξοδος 20,1-17. Δευτερονόμιο 5,1-22)
Η ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Όλος ο λαός άκουγε τις βροντές και τον ήχο της σάλπιγγας κι έβλεπε τις αστραπές και το βουνό που κάπνιζε. Φοβήθηκαν και στέκονταν μακριά. Είπαν στο Μωυσή:
«Μίλα μας εσύ κι εμείς θ' ακούμε, αλλά ας μη μας μιλάει απευθείας ο Θεός, γιατί θα πεθάνουμε. Διότι ποιος άνθρωπος άκουσε ποτέ τη φωνή του Θεού, να μιλάει μέσα από τη φωτιά και να έζησε; Μίλα εσύ με τον Κύριο και μετά πες μας όσα σου φανέρωσε κι εμείς θα τα εφαρμόσουμε.»
Ο Μωυσής τους απάντησε:
«Μη φοβάστε! Ο Θεός ήρθε να σας δοκιμάσει. Θέλει να τον υπολογίζετε, για να μην αμαρτάνετε.»
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή:
«Ο λαός μίλησε σωστά. Ας πάνε στις σκηνές τους κι έλα εσύ μαζί μου να σου πω τις εντολές, τις οποίες πρέπει να εφαρμόσει ο λαός, για να βαδίζει πάντα στο δρόμο που του έδειξα.»
Ο λαός στεκόταν μακριά, ενώ ο Μωυσής μπήκε στο σκοτεινό σύννεφο όπου ήταν ο Θεός (Έξοδος 20,18-21. Δευτερονόμιο 5,23-33). Ο Κύριος είπε στο Μωυσή:
«Με τα ίδια σας τα μάτια είδατε ότι σας μίλησα εγώ ο Θεός από τον ουρανό. Θα χτίσετε για μένα ένα θυσιαστήριο από χώμα και πάνω σ' αυτό θα προσφέρετε τις θυσίες σας. Εάν χτίσετε θυσιαστήριο με πέτρα, δεν θα το φτιάξετε με λαξεμένες πέτρες, ούτε θ' ανέβεις στο θυσιαστήριο με σκαλοπάτια, για να μην αποκαλύπτεται η ασχημοσύνη σας.» (Έξοδος 20,22-26)
Κατόπιν ο Κύριος έδωσε κι άλλες εντολές και διατάξεις στο Μωυσή που αφορούσαν τους Ισραηλίτες. Αυτές είχαν σχέση με την καθημερινή ζωή του λαού, με τη απονομή της δικαιοσύνης και τις γιορτές. Μετά ο Κύριος είπε στο Μωυσή:
«Θα σας στείλω έναν άγγελο να προπορεύεται, για να σας φυλάει στην πορεία σας και να σας οδηγήσει στον τόπο που σας ετοίμασα. Να τον προσέχετε σ' ότι σας λέει και να τον υπακούτε. Να μην του εναντιώνεστε, γιατί αυτός θα ενεργεί εξ ονόματος μου. Αν όμως τον υπακούτε και κάνετε πρόθυμα ότι σας προστάζω, τότε εγώ θα είμαι εχθρός των εχθρών σας και αντίπαλος των αντιπάλων σας. Ο άγγελός μου θα σας οδηγήσει στη Χαναάν, όπου κατοικούν διάφοροι λαοί, τους οποίους θα εξολοθρεύσω. Δε θα προσκυνήσετε τους θεούς τους ούτε θα τους λατρεύσετε, ούτε θα κάνετε ότι κάνουν αυτοί στις λατρείες τους. Αντιθέτως, θα γκρεμίσετε τους θεούς τους και θα συντρίψετε τις ιερές στήλες τους. Εσείς θα λατρεύσετε τον Κύριο το Θεό σας, κι εγώ θα ευλογήσω το ψωμί που τρώτε και το νερό που πίνετε, θα εξαφανίσω όλες τις αρρώστιες σας και θα σας χαρίσω μακροζωία. Θα παραδώσω στην εξουσία σας τους κατοίκους εκείνης της χώρας, ενώ άλλους θα τους διώξετε από 'κει. Δε θα συνάψετε καμιά συνθήκη ούτε μ' αυτούς ούτε με τους θεούς τους. Δε θα παραμείνουν αυτοί οι λαοί στη χώρα σας για να μη σας κάνουν και αμαρτήσετε απέναντι μου. Γιατί αν λατρεύσετε τους θεούς τους, αυτό θα είναι για σας παγίδα.» (Έξοδος 23,20-33)
Τότε ο Μωυσής κατέβηκε από το βουνό και ανακοίνωσε στους Ισραηλίτες τους λόγους του Κυρίου, τους οποίους και κατέγραψε. Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε νωρίς και έχτισε θυσιαστήριο στους πρόποδες του βουνού, κι έστησε δώδεκα πέτρινες στήλες για τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Ύστερα έστειλε νεαρούς Ισραηλίτες και έφεραν μοσχάρια, τα οποία και θυσιάσανε στον Κύριο ως ευχαριστία για τη σωτηρία τους. Ο Μωυσής πήρε αίμα από τα θυσιαζόμενα ζώα και το έβαλε σε δοχεία, και το υπόλοιπο το έχυσε κοντά στο θυσιαστήριο. Μετά πήρε το βιβλίο της διαθήκης και το διάβασε στο λαό. Και ο λαός είπε:
«Όλα όσα είπε ο Κύριος θα υπακούσουμε σ' αυτά και θα τα εφαρμόσουμε.»
Τότε πήρε αίμα από τη θυσία των ζώων που έγινε στον Κύριο και ράντισε το λαό και τους είπε:
«Αυτό είναι το αίμα της διαθήκης που έκανε μαζί σας ο Κύριος, με βάση όλους αυτούς τους λόγους.» (Έξοδος 24,1-8)
Ο Μωυσής, ο Ααρών, ο Ναδάβ και ο Αβιούδ, καθώς και εβδομήντα από τους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών ανέβηκαν στο βουνό. Βέβαια ο Ααρών και οι γιοι του δεν είδαν είδαν το Θεό του Ισραήλ, αλλά είδαν τον τόπο όπου στάθηκε. Και ο τόπος αυτός φαινόταν σαν να ήταν κατασκευασμένος από πλίνθους σαπφείρου και είχε τη διαύγεια και τη λάμψη του καθαρού ουρανού. Ο Θεός δεν έκανε κανένα κακό σ' αυτούς τους επιφανείς Ισραηλίτες, οι οποίοι κάθισαν σ' εκείνο το θείο τόπο και έφαγαν (Έξοδος 24,9-11).
Ο ΜΩΥΣΗΣ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΣΙΝΑ ΚΑΙ Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή ν' ανέβει πάλι στο βουνό για να του δώσει τις λίθινες πλάκες, το νόμο και τις εντολές. Επειδή θα έλειπε για πολύ καιρό όρισε τον Ααρών και τον Ωρ ως υπεύθυνους απέναντι στο λαό. Όταν ανέβηκε στο βουνό ο Μωυσής, είχε μαζί του τον Ιησού του Ναυή. Τότε το βουνό καλύφθηκε από ένα σύννεφο. Η δόξα του Κυρίου ήρθε και σκέπασε το όρος Σινά για έξι μέρες. Στα μάτια των Ισραηλιτών φαινόταν σαν φωτιά που λαμπάδιαζε στην κορυφή του βουνού, το οποίο ήταν ορατό απ' όλους τους Ισραηλίτες. Την έβδομη μέρα κάλεσε ο Κύριος το Μωυσή μέσα από το σύννεφο. Ο Μωυσής μπήκε στο σύννεφο κι ανέβηκε στο βουνό, όπου και έμεινε σαράντα μερόνυχτα (Έξοδος 24,12-18). Ο Κύριος είχε πει στο Μωυσή να μαζέψει προαιρετικές προσφορές από τους Ισραηλίτες, όποιος είχε διάθεση και όποιος ήθελε. Ζήτησε να του προσφέρουν χρυσάφι, ασήμι και χαλκό, μάλλινα λινά υφάσματα από κατσικίσιο μαλλί, βαμμένα σε χρώμα γαλάζιο, πορφυρό ή κόκκινο, δέρματα τράγων βαμμένα κόκκινα και γαλάζια, άσηπτα ξύλα ακακίας, λάδι, αρωματικές ουσίες και θυμίαμα, επίσης πολύτιμους λίθους και άλλα πολύτιμα πετράδια, προκειμένου τα υλικά αυτά να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή της Κιβωτού της Διαθήκης, της Σκηνής του Μαρτυρίου, για το θυσιαστήριο του θυμιάματος και για το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων, για την Τράπεζα της Προθέσεως, για την Επτάφωτη λυχνία, για όλα τα ιερά αντικείμενα και σκεύη που συνόδευαν όλα τα παραπάνω, για το ιερό έλαιο και για το ιερό θυμίαμα, καθώς και για τις ιερατικές στολές των ιερέων και αρχιερέων (Έξοδος 25,1-9. 35,4-19).
Στη συνέχεια ο Κύριος έδωσε στο Μωυσή οδηγίες για την κατασκευή της Κιβωτού της Διαθήκης, ένα ιερό κιβώτιο φτιαγμένο από ξύλο ακακίας και καλυμμένη ολόκληρη με καθαρό χρυσάφι. Μέσα στην Κιβωτό της Διαθήκης θα τοποθετούσε τις πέτρινες πλάκες με το Νόμο και μέσα από αυτή θα επικοινωνούσε στο εξής με το Μωυσή. Ακόμη του έδωσε οδηγίες για την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου, ένα κινητό ιερό από πολυτελή υφάσματα, όπου μέσα της θα φυλασσόταν η Κιβωτός της Διαθήκης (Έξοδος 25,10-22. 26,1-37). Ο Κύριος είπε στο Μωυσή να καθιερώσει και να ξεχωρίσει τον Ααρών και τους γιούς του ως ιερείς του Κυρίου. Του έδωσε οδηγίες πως πρέπει να ντύνονται οι ιερείς και πως να καθαγιάζονται, ώστε να μην αμαρτάνουν απέναντι στον Κύριο. Τέλος του έδωσε οδηγίες για τις γιορτές και τις θυσίες (Έξοδος κεφ. 25-31). Όταν ο Θεός τελείωσε μ' αυτά που έλεγε στο Μωυσή πάνω στο όρος Σινά, του έδωσε τις δύο λίθινες πλάκες του Νόμου, γραμμένες με το ίδιο του το χέρι (Έξοδος 31,18).
Όταν οι Ισραηλίτες είδαν ότι ο Μωυσής αργούσε να κατεβεί από το βουνό, μαζεύτηκαν γύρω από τον Ααρών και του έλεγαν:
«Σήκω, φτιάξε μας θεούς, που να προπορεύονται στο δρόμο μας, γιατί αυτός ο Μωυσής, που μας έβγαλε από την Αίγυπτο, δεν ξέρουμε τι έγινε.»
Ο Ααρών υπέκυψε στις πιέσεις και τους είπε:
«Βγάλτε τα χρυσά σκουλαρίκια που έχουν στ' αυτιά τους οι γυναίκες σας, οι γιοι σας και οι κόρες σας και φέρτε τα σ' εμένα.»
Έβγαλαν τότε όλοι τα χρυσά τους σκουλαρίκια και τα έφεραν στον Ααρών. Εκείνος τα πήρε, τα έλειωσε και έκανε απ' αυτά ένα άγαλμα μοσχαριού. Φώναξε τότε ο λαός:
«Αυτός είναι ο Θεός σου, Ισραήλ, που σ' έβγαλε από την Αίγυπτο!»
Την άλλη μέρα ο Ααρών έχτισε ακριβώς απέναντι ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο και πρόσφερε ευχαριστήρια θυσία στον Κύριο για την σωτηρία τους από την Αίγυπτο. Το μεγαλύτερο μέρος του λαού συμμετείχε σ' αυτή την ευχαριστήρια θυσία και μετά κάθισαν, φάγανε και ήπιανε, κι έπειτα σηκώθηκαν και διασκέδαζαν (Έξοδος 32,1-6. Δευτερονόμιο 9,7-11. Ψαλμοί 105,19-20). Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή:
«Πήγαινε, κατέβα, γιατί ο λαός που έβγαλες από την Αίγυπτο έπεσε σε μεγάλη αμαρτία. Έφυγαν γρήγορα από το δρόμο που τους έδειξα. Έφτιαξαν ένα χυτό μοσχάρι και το προσκύνησαν, θυσίασαν σ' αυτό και είπαν: "Αυτοί είναι οι θεοί σου, Ισραήλ, που σ' έβγαλαν από την Αίγυπτο!" Είδα τι είναι ο λαός αυτός. Είναι λαός απείθαρχος. Άσε με, λοιπόν, τώρα, να ξεσπάσει ο θυμός μου πάνω τους και να τους αφανίσω, και θα κάνω να προέλθει από σένα ένα μεγάλο έθνος.»
Ο Μωυσής όμως προσπάθησε να καταπραΰνει τον Κύριο και είπε:
«Γιατί, Κύριε, να ξεσπάσει ο θυμός σου πάνω στο λαό σου, που τον έβγαλες από την Αίγυπτο με τη μεγάλη σου δύναμη και με ενέργειες τόσο δυναμικές; Γιατί να πουν οι Αιγύπτιοι ότι τους έβγαλες με κακό σκοπό από την Αίγυπτο, για να τους θανατώσεις στα βουνά και να τους εξαφανίσεις από τη γη; Ας σταματήσει ο φλογερός θυμός σου, άλλαξε γνώμη για το κακό που θέλεις να κάνεις στο λαό σου. Θυμήσου τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, τους δούλους σου, που τους υποσχέθηκες να τους δώσεις τόσους πολλούς απογόνους, όσα τ' αστέρια του ουρανού, και σ' αυτούς τους απογόνους να δώσεις ολόκληρη αυτή τη χώρα, για ιδιοκτησία παντοτινή.»
Έτσι, ο Κύριος άλλαξε γνώμη για το κακό που είπε ότι θα έκανε στο λαό του (Έξοδος 32,7-14. Δευτερονόμιο 9,12-14. 9,19). Ο Μωυσής γύρισε κι άρχισε να κατεβαίνει από το βουνό, κρατώντας στα χέρια του τις δύο πλάκες του Νόμου, γραμμένες κι από τις δυο πλευρές τους. Οι πλάκες ήταν έργο του Θεού καθώς και η γραφή, που ήταν χαραγμένη σ' αυτές. Όταν ο Μωυσής κατέβηκε από το βουνό, ο Ιησούς του Ναυή που τον περίμενε, του είπε ότι ακούει πολεμικές κραυγές από το στρατόπεδο. Ο Μωυσής του είπε ότι αυτές δεν είναι πολεμικές κραυγές, αλλά κραυγές μεθυσμένων. Και καθώς πλησίαζε στο στρατόπεδο, είδε το μοσχάρι και τους χορούς. Τότε φούντωσε ο θυμός του και πέταξε τις πλάκες από τα χέρια του και τις έσπασε στους πρόποδες του βουνού. Πήρε το μοσχάρι που είχαν φτιάξει οι Ισραηλίτες και το έκαψε στη φωτιά και το κατακομμάτιασε ώσπου να γίνει σκόνη. Κατόπιν τη σκόνη αυτή την πέταξε στο χείμαρρο, που κατεβαίνει από το όρος Σινά, ενώ φαίνεται ένα μέρος της την έδωσε να την πιουν (Έξοδος 32,15-20. Δευτερονόμιο 9,15-18. 9,21). Μετά ο Μωυσής είπε στον Ααρών:
«Τι σου έκανε αυτός ο λαός και τους παρέσυρες σε μια τόσο μεγάλη αμαρτία;»
Ο Ααρών απάντησε:
«Μη θυμώνεις, κύριε μου. Ξέρεις ότι ο λαός αυτός είναι ορμητικός. Αυτοί μου είπαν, να τους κάνω θεούς να προπορεύονται στο δρόμο τους, γιατί δεν ήξεραν τόσες μέρες τι απέγινες. Κι εγώ ζήτησα να μου δώσουν τα χρυσαφικά τους και μ' αυτά έφτιαξα αυτό το μοσχάρι.» (Έξοδος 32,21-24)
Αλλά και εναντίον του Ααρών αγανάκτησε ο Κύριος και ήθελε να τον εξολοθρεύσει, αλλά δεν προχώρησε στην ενέργεια αυτή μετά από δέηση του Μωυσή (Δευτερονόμιο 9,20). Ο Μωυσής είδε ότι ο λαός είχε αφεθεί ελεύθερος κι έκανε ότι ήθελε, γιατί ο Ααρών επέτρεψε να γίνει κάτι τέτοιο. Στάθηκε τότε στην είσοδο του στρατοπέδου και φώναξε:
«Όποιος είναι με τον Κύριο ας έρθει μαζί μου.»
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν κοντά του όλοι οι απόγονοι του Λευΐ. Ο Μωυσής τους είπε:
«Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, προστάζει να ζωστεί καθένας σας το σπαθί του, και να διασχίσετε το στρατόπεδο, από τη μια είσοδο ως την άλλη, και να σκοτώσετε όσους αμάρτησαν μπροστά στο Θεό.»
Οι Λευΐτες εκτέλεσαν τη διαταγή του Μωυσή και θανατώθηκαν από τον λαό εκείνη τη μέρα περίπου τρεις χιλιάδες άντρες (Έξοδος 32,25-29). Την άλλη μέρα ο Μωυσής είπε στο λαό:
«Έχετε διαπράξει μεγάλη αμαρτία, θ' ανέβω τώρα στον Κύριο για να τον παρακαλέσω να σας συγχωρήσει αυτή την αμαρτία σας.»
Πήγε πίσω λοιπόν στον Κύριο και του είπε:
«Αλίμονο, Κύριε! Ο λαός αυτός διέπραξε μεγάλη αμαρτία. Κατασκεύασαν θεούς χρυσούς. Τώρα όμως αν θέλεις, συγχώρησε την αμαρτία τους. Αν όχι, τότε διάγραψε, σε παρακαλώ, και το δικό μου όνομα από το βιβλίο σου.»
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή:
«Αυτόν που αμάρτησε σ' εμένα, αυτόν θα διαγράψω από το βιβλίο μου. Τώρα πήγαινε, οδήγησε το λαό στον τόπο που σου είπα, κι ο άγγελος μου θα προπορεύεται μπροστά σου. Όταν έρθει ο χρόνος της ανταπόδοσης, θα τους τιμωρήσω για την αμαρτία τους.»
Ο Κύριος, λοιπόν, όταν έκρινε τον καιρό κατάλληλο έστειλε συμφορά στο λαό, επειδή είχαν βάλει τον Ααρών να τους φτιάξει το χρυσό μοσχάρι (Έξοδος 32,30-35).
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ
Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να ετοιμαστούν για αναχώρηση. Δεν θα τους οδηγεί πλέον ο ίδιος, αλλά ένας άγγελος, γιατί οι Ισραηλίτες ήταν απείθαρχος λαός και υπάρχει ο κίνδυνος να τους καταστρέψει πριν φτάσουν στη Γη της Επαγγελίας. Όταν ο λαός άκουσε αυτόν τον απειλητικό λόγο λυπήθηκε και φόρεσε πένθιμα ρούχα. Όταν πέρασε το πένθος τους και φόρεσαν πάλι τις λαμπρές τους φορεσιές, ο Κύριος τους προέτρεψε να βγάλουν τα στολίδια από πάνω τους (Έξοδος 33,1-6). Ο Μωυσής πήρε την πρόχειρη και προσωρινή Σκηνή του Μαρτυρίου, που είχε φτιάξει πριν γίνει η αυθεντική, και την έστησε έξω, μακριά από το στρατόπεδο. Όποιος ήθελε να ρωτήσει για κάτι τον Κύριο, πήγαινε στη Σκηνή του Μαρτυρίου, έξω από το στρατόπεδο. Όσες φορές πήγαινε ο Μωυσής στη Σκηνή, όλος ο λαός σηκωνόταν και ο καθένας στεκόταν στην πόρτα της σκηνής του και τον παρακολουθούσε ώσπου αυτός να μπει στη Σκηνή. Όταν ο Μωυσής έμπαινε στη Σκηνή, μια στήλη νεφέλης κατέβαινε και στεκόταν στην πόρτα. Και ο Θεός συνομιλούσε με το Μωυσή. Όταν έβλεπε ο λαός τη στήλη της νεφέλης να στέκεται μπροστά στην πόρτα της Σκηνής, σηκώνονταν και προσκυνούσαν, καθένας κοντά στην πόρτα της σκηνής του.
Ο Κύριος μιλούσε με το Μωυσή πρόσωπο με πρόσωπο, όπως συζητάει κανείς με το φίλο του. Κατόπιν ο Μωυσής επέστρεφε στο στρατόπεδο, ενώ ο βοηθός του, ο νεαρός Ιησούς, γιος του Ναυή, παρέμενε στη Σκηνή (Έξοδος 33,7-11). Στη συνέχεια ο Μωυσής ζήτησε από τον Κύριο να συμπορευθεί μαζί τους και να του φανερώσει τη δόξα Του. Και ο Κύριος του απάντησε:
«Θα πραγματοποιήσω την επιθυμία σου, θα συμπορευθώ μαζί σας και θα περάσω με όλη τη μεγαλοπρέπειά μου μπροστά σου και θα πω το "όνομα" μου μπροστά σου: "Κύριος". Δε θα μπορέσεις όμως, να δεις το πρόσωπό μου, γιατί κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να με δει και να μείνει ζωντανός. Όταν θα διαβαίνω μέσα στη δόξα της παρουσίας μου, θα σε σκεπάσω με το χέρι μου ώσπου να περάσω. Μετά θα πάρω το χέρι μου και θα δεις τα νώτα μου, το πρόσωπο μου όμως δεν θα το δεις.» (Έξοδος 33,12-23)
Μετά ο Κύριος είπε στο Μωυσή να πάρει δύο πέτρινες πλάκες σαν τις προηγούμενες και το πρωί να είναι έτοιμος για ν' ανεβεί στο όρος Σινά. Ο Μωυσής λάξεψε δύο πλάκες από πέτρα σαν τις πρώτες και νωρίς το πρωί σηκώθηκε κι ανέβηκε στο όρος Σινά, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Κατόπιν πέρασε από μπροστά του με όλη του τη δόξα, όπως του υποσχέθηκε, χωρίς φυσικά να δει το πρόσωπο του Κυρίου. Ο Μωυσής έπεσε στη γη και προσκύνησε (Έξοδος 34,1-9. Δευτερονόμιο 10,1-4). Στη συνέχεια ο Κύριος έδωσε στο Μωυσή οδηγίες για την είσοδό τους στη Χαναάν, για τις γιορτές και τις θυσίες, για την πιστότητα και την τήρηση των εντολών του Θεού. Ο Μωυσής έμεινε εκεί μαζί με τον Κύριο σαράντα μερόνυχτα. Σ' αυτό το διάστημα δεν έφαγε ψωμί και δεν ήπιε νερό (Έξοδος 34,10-28. Δευτερονόμιο 10,10-22).
Όταν ο Μωυσής κατέβαινε από το όρος Σινά και οι δυο πλάκες του Νόμου ήταν στα χέρια του, δεν ήξερε ότι το πρόσωπό του είχε γίνει λαμπερό όση ώρα μιλούσε με το Θεό, και ακτινοβολούσε. Ο Ααρών και όλος ο λαός κοίταξαν το Μωυσή, και είδαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε, γι' αυτό φοβόντουσαν να τον πλησιάσουν. Ο Μωυσής όμως τους κάλεσε, και τότε ο Ααρών και όλοι οι άρχοντες της κοινότητας πήγαν κοντά του και τους μίλησε. Ύστερα πλησίασαν κι οι υπόλοιποι Ισραηλίτες, κι ο Μωυσής τους ανακοίνωσε όλες τις εντολές που του είχε δώσει ο Κύριος στο όρος Σινά. Όταν ο Μωυσής τελείωσε τη συνομιλία του μαζί τους σκέπασε το πρόσωπο του μ' ένα κάλυμμα. Κάθε φορά που ο Μωυσής ερχόταν ενώπιον του Κυρίου για να μιλήσει μαζί του, έβγαζε το κάλυμμα, ως την ώρα που έβγαινε από τη Σκηνή και ανακοίνωνε στο λαό τις εντολές που του είχαν δοθεί. Τότε οι Ισραηλίτες έβλεπαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε. Ύστερα έβαζε πάλι το κάλυμμα στο πρόσωπο του, ώσπου να ξαναμπεί στη Σκηνή και να μιλήσει με τον Κύριο (Έξοδος 34,29-35). Όταν ο Μωυσής κατέβηκε από το Σινά, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, κατασκεύασε μια πρόχειρη Κιβωτό, και μέσα τοποθέτησε τις δεύτερες λίθινες πλάκες του Νόμου (Δευτερονόμιο 10,5. Γ' Βασιλέων 8,9. Β' Παραλειπομένων 5,10).
(Πηγή: «ΜΩΥΣΗΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ, ΕΝΟΤΗΤΑ 1», users.sch.gr/)
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Μετά την κάθοδό του ο Μωυσής από το όρος Σινά, έδωσε οδηγίες στους Ισραηλίτες για την κατασκευή της Κιβωτού της Διαθήκης και για τη Σκηνή του Μαρτυρίου, καθώς και όλων των άλλων ιερών αντικειμένων. Η Κιβωτός της Διαθήκης ήταν ένα κιβώτιο από ξύλο ακακίας, καλυμμένο με καθαρό χρυσάφι, ενώ η Σκηνή του Μαρτυρίου ήταν κατασκευασμένη από πολυτελή υφάσματα. Στη συνέχεια όσοι Ισραηλίτες, άντρες και γυναίκες, είχαν τη διάθεση να συνεισφέρουν για την κατασκευή των έργων που είχε διατάξει ο Κύριος στο Μωυσή, έφεραν πρόθυμα τις προσφορές τους κι όλα τα υλικά, προκειμένου να κατασκευαστούν η Κιβωτός της Διαθήκης, η Σκηνή του Μαρτυρίου, καθώς και τα εξαρτήματά τους, τα δύο θυσιαστήρια, η Τράπεζα της Προθέσεως, η Επτάφωτη λυχνία, το ιερό έλαιο και το ιερό θυμίαμα, καθώς και οι ιερατικές στολές (Έξοδος 35,4-29).
Ακόμη ο Κύριος όρισε ως κατασκευαστές της Κιβωτού της Διαθήκης, της Σκηνής του Μαρτυρίου και όλων των άλλων ιερών αντικειμένων, τον Βεσελεήλ από τη φυλή Ιούδα και ως βοηθό του τον Ελιάβ από τη φυλή Δαν (Έξοδος 31,2-7). Ο Μωυσής κάλεσε το Βεσελεήλ και τον Ελιάβ και τους παρέδωσε όλες τις συνεισφορές και τα υλικά που είχαν προσφέρει οι Ισραηλίτες για να ξεκινήσουν τα έργα. Ωστόσο, ο λαός συνέχιζε να φέρνει στο Μωυσή τις προσφορές του. Τότε οι τεχνίτες που ήταν απασχολημένοι με την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου, διέκοψαν τις εργασίες τους και είπαν στο Μωυσή πως ο λαός έχει προσφέρει περισσότερα απ' όσα χρειάζονται για την εκτέλεση των έργων. Κι αμέσως ο Μωυσής έδωσε εντολή να σταματήσουν οι συνεισφορές. Το υλικό που είχαν φέρει ήταν αρκετό για όλα τα έργα που έπρεπε να κάνουν και μάλιστα περίσσεψαν (Έξοδος 36,1-7).
Όταν ο Μωυσής τελείωσε όλες τις εργασίες (Έξοδος κεφ. 36-39), ευλόγησε τους τεχνίτες (Έξοδος 39,23) και κατόπιν έστησε τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Κυρίου στο Μωυσή, το στήσιμο της Σκηνής έγινε την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα του δεύτερου έτους της Εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Εκεί, πίσω από το καταπέτασμα, τοποθετήθηκε η Κιβωτός της Διαθήκης και μέσα σ' αυτή οι λίθινες πλάκες με τις 10 εντολές. Μετά τη σκέπασε από τα μάτια των ανθρώπων, όπως είχε πει ο Κύριος.
Μέσα στη Σκηνή του Μαρτυρίου τοποθετήθηκε ακόμη η Τράπεζα και πάνω της οι άρτοι της Προθέσεως. Απέναντι από την Τράπεζα, στη νότια πλευρά τοποθετήθηκε η Επτάφωτη λυχνία και ο Μωυσής άναψε τους λύχνους ενώπιον του Κυρίου. Μπροστά στο παραπέτασμα που χωρίζει τα Άγια των Αγίων, τοποθετήθηκε το χρυσό Θυσιαστήριο του θυμιάματος και μπροστά στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου τοποθετήθηκε το Θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων.
Αφού σκέπασαν όλη τη Σκηνή του Μαρτυρίου, σύμφωνα με τις οδηγίες του Κυρίου, ο Μωυσής την καθαγίασε και την έχρισε με το άγιο έλαιο, καθώς και όλα τα σκεύη που υπήρχαν μέσα σ' αυτή. Κατόπιν ο Μωυσής καθαγίασε και έχρισε το Θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων μαζί με όλα τα σκεύη του. Μετά έφερε στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου τον Ααρών και τους γιους του και τους έπλυνε με νερό. Τους έντυσε με τις ιερατικές στολές και τους έχρισε ώστε να μπορούν να υπηρετούν τον Κύριο ως Ιερείς (Έξοδος 40,1-27. Αριθμοί 7,1).
ΑΛΛΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΣΙΝΑ
Όταν τελείωσαν όλα αυτά, οι αρχηγοί των φυλών του Ισραήλ έφεραν τις προσφορές τους ενώπιον του Κυρίου, τα οποία ήταν έξι σκεπαστές άμαξες και δώδεκα βόδια, μία άμαξα ανά δύο αρχηγούς και ένα βόδι από τον καθένα τους. Ο Μωυσής πήρε τις άμαξες και τα βόδια και τα παρέδωσε, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, στους Λευίτες. Έδωσε ανάλογα με την υπηρεσία τους, δύο άμαξες και τέσσερα βόδια στους Γηρσωνίτες, τέσσερις άμαξες και οκτώ βόδια στους Μεραρίτες και στους Κααθίτες δεν έδωσε τίποτε, γιατί αυτοί είχαν να μεταφέρουν στους ώμους τους τα ιερά αντικείμενα, για τα οποία ήταν υπεύθυνοι.
Την ημέρα της χρίσεως του θυσιαστηρίου, οι αρχηγοί των φυλών έφεραν επίσης προσφορές για την καθιέρωσή του. Όταν τελείωσαν οι προσφορές ο Μωυσής μπήκε στη Σκηνή του Μαρτυρίου για να μιλήσει με τον Κύριο και άκουσε τη φωνή του Κυρίου, που του μιλούσε από το ύψος του ιλαστηρίου, που ήταν πάνω στην Κιβωτό της Διαθήκης, ανάμεσα στα δύο χερουβίμ (Αριθμοί 7,1-89). Ο Μωυσής, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, όρισε τους Λευΐτες ως φύλακες της Σκηνής του Μαρτυρίου και ως υπεύθυνους για τη φροντίδα της (Αριθμοί 1,50-53). Κατόπιν ο Κύριος κάλεσε το Μωυσή και του μίλησε μέσα από τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Του έδωσε εντολή να δώσει στους Ισραηλίτες, όλες τις εντολές οι οποίες αναφέρονται στο Λευιτικό (Λευιτικόν 1,1-2).
Την όγδοη μέρα της καθιέρωσης του Ααρών ως αρχιερέα, ο Μωυσής τον κάλεσε μαζί με τους γιους του, καθώς και τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, και είπε στον Ααρών να πάρει ένα μικρό μοσχάρι για θυσία εξιλέωσης και ένα κριάρι για θυσία ολοκαυτώματος, και τα δύο χωρίς ελάττωμα, και να τα προσφέρει ενώπιον του Κυρίου. Έπειτα είπε στους άρχοντες του Ισραήλ, να πάρουν έναν τράγο για θυσία εξιλέωσης, ένα μοσχάρι κι ένα πρόβατο ενός χρόνου, και τα δυο χωρίς ελάττωμα, κατάλληλα για θυσία ολοκαυτώματος, ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι, για την ευχαριστήρια θυσία ενώπιον του Κυρίου, και μια αναίμακτη προσφορά, σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, διότι ο Κύριος θα φανερωνόταν στους Ισραηλίτες.
Έφεραν λοιπόν όσα διέταξε ο Μωυσής μπροστά στη Σκηνή του Μαρτυρίου κι έπειτα όλη η κοινότητα πλησίασε και στάθηκε ενώπιον του Κυρίου. Ο Ααρών πλησίασε στο θυσιαστήριο και αφού πρόσφερε πρώτα τη δική του προσφορά στον Κύριο, μετά πρόσφερε την προσφορά του λαού.
Έπειτα αφού ο Ααρών ευλόγησε το λαό, κατέβηκε απ' το θυσιαστήριο και μαζί με το Μωυσή μπήκαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Όταν βγήκαν, ευλόγησαν πάλι το λαό και τότε η δόξα του Κυρίου φανερώθηκε σ' όλους τους Ισραηλίτες. Ο Κύριος έστειλε φωτιά και κατέκαψε ότι υπήρχε πάνω στο θυσιαστήριο. Όταν ο λαός το είδε αυτό, εξεπλάγη από το θαύμα αυτό και έπεσαν με το πρόσωπο κατά γης και προσκύνησαν τον Κύριο (Λευιτικόν 9,1-24).
Κάποια μέρα οι γιοι του Ααρών, Ναδάβ και Αβιούδ, πήραν ο καθένας το θυμιατήρι του, έβαλαν σ' αυτά φωτιά από κοσμική προέλευση και όχι από τη φωτιά του θυσιαστηρίου, όπως είχε θεσπίσει ο Κύριος. Ο Κύριος όμως έστειλε φωτιά και έγιναν παρανάλωμα. Πέθαναν και οι δύο ενώπιον του Κυρίου. Μετά τη βεβήλωση και τη θανάτωση των δύο γιων του Ααρών, ο Μωυσής είπε στον Ααρών:
«... ότι η τιμωρία αυτή οφείλεται στο ότι ο Κύριος εφάρμοσε αυτό που είχε προαναγγείλει γι' αυτές τις περιπτώσεις και ότι εκείνοι που τον πλησιάζουν, θα έπρεπε να σέβονται την αγιότητα του, για να τον δοξάζει ο λαός.»
Ο Ααρών λυπήθηκε βαθύτατα και έμεινε σιωπηλός. Τότε ο Μωυσής κάλεσε το Μισαήλ (Μισαδάη) και τον Ελισαφάν, τους γιους του Οζιήλ, ο οποίος ήταν θείος του Ααρών, και τους έδωσε εντολή να πάρουν τους συγγενείς τους μακριά από το αγιαστήριο, και να τους πάνε έξω από το στρατόπεδο. Τότε αυτοί τους πήραν, όπως ήταν με τις στολές τους, και τους έθαψαν έξω από το στρατόπεδο. Ο Μωυσής είπε στον Ααρών, και στους γιους του, τον Ελεάζαρ και τον Ιθάμαρ, να μην βγάλουν από το κεφάλι τους το κάλυμμα και να μη σκίσουν σε ένδειξη πένθους τα ρούχα τους, για να μην πεθάνουν κι αυτοί και πέσει η θεία οργή πάνω σε όλη την κοινότητα. Να αφήσουν το λαό να τους θρηνήσει, αλλά αυτοί δεν θα έπρεπε να απομακρυνθούν από την είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου, επειδή το λάδι του χρίσματος του Κυρίου ήταν ακόμη νωπό πάνω στις στολές τους. Ο Ααρών και οι δύο γιοι του έκαναν, όπως είπε ο Μωυσής (Λευιτικόν 10,1-7).
Κάποια στιγμή που ο Μωυσής επόπτευε τις θυσίες, είδε ότι το υπόλοιπο του τράγου που είχε προσφερθεί ως θυσία εξιλέωσης, αντί να φαγωθεί από τους ιερείς, είχε παρατύπως καεί. Τότε οργίστηκε εναντίον του Ελεάζαρ και του Ιθάμαρ, γιατί δεν φάγανε σε ιερό τόπο, το υπόλοιπο από το κρέας του ζώου που είχε θυσιαστεί ως θυσία εξιλέωσης. Τους τόνισε ότι ο Κύριος τους παραχώρησε αυτό το δικαίωμα, ώστε με τη βρώση του υπόλοιπου ζώου να παίρνουν πάνω τους την αμαρτία της κοινότητας και να κάνουν γι' αυτούς την τελετουργία της εξιλέωσης ενώπιον του Κυρίου (Λευιτικόν 10,16-18).
Μαζί με τους Ισραηλίτες που έφυγαν από την Αίγυπτο, ήταν και ο γιος μιας γυναίκας Ισραηλίτισσας και ενός Αιγύπτιου. Το όνομα της ήταν Σαλωμείθ, και ήταν κόρη του Δαβρεί, από τη φυλή Δαν. Αυτός φιλονίκησε και συνεπλάκη μ' ένα Ισραηλίτη. Κατά τη φιλονικία ο γιος της Ισραηλίτισσας βλαστήμησε το όνομα του Κυρίου. Τον έφεραν λοιπόν στο Μωυσή και τον έβαλαν στη φυλακή, μέχρι ν' αποφασίσουν για την τύχη του, περιμένοντας εντολή από τον Κύριο. Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή να τον βγάλουν έξω από το στρατόπεδο και όλοι όσοι τον άκουσαν, να βάλουν τα χέρια τους πάνω στο κεφάλι του και να καταθέσουν τη μαρτυρία τους εναντίον του. Έπειτα να λιθοβοληθεί απ' όλη την κοινότητα. και έκαμαν οι Ισραηλίτες όπως ακριβώς διέταξε ο Κύριος (Λευιτικόν 24,10-14. 24,23).
Το δεύτερο χρόνο μετά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, ο Μωυσής και ο Ααρών απέγραψαν το λαό στην έρημο Σινά, όπως τους είχε διατάξει ο Κύριος. Αυτοί που απογράφηκαν ήταν οι άντρες από 20 ετών και πάνω. Για το σκοπό αυτό είχαν ως βοηθούς έναν από κάθε φυλή, οι οποίοι ήταν και αρχηγοί πατριαρχικών. Το σύνολο των Ισραηλιτών που απογράφηκαν κατά φυλές και στρατιωτικές μονάδες ήταν 603.550 άντρες (Αριθμοί 1,1-46). Κατόπιν ακολούθησε η απογραφή των Λευιτών. Απογράφηκαν όλα τα αρσενικά παιδιά της φυλής Λευΐ από ενός μηνός και πάνω. Σύμφωνα με την απογραφή οι Λευίτες ήταν 22.000 άτομα (Αριθμοί 3,14-39). Σύμφωνα με εντολή του Κυρίου προς το Μωυσή, ακολούθησε και μια τρίτη απογραφή. Απογράφηκαν όλα τα αρσενικά πρωτότοκα των Ισραηλιτών, από ενός μηνός και πάνω, και μάλιστα υπήρξε και ονομαστικός κατάλογος αυτών. Ο Μωυσής έκανε την απογραφή όλων των πρωτότοκων αρσενικών από ενός μηνός και πάνω, καταγεγραμμένα σε ονομαστικό κατάλογο, και ήταν 22.273 άτομα.
Στη συνέχεια, σύμφωνα πάλι με εντολή του Κυρίου, αφιερώθηκαν οι Λευίτες στον Κύριο, στη θέση των πρωτοτόκων των Ισραηλιτών. Το ίδιο έγινε και με τα ζώα των Λευιτών στη θέση των πρωτογέννητων ζώων του λαού. Τα 273 πρωτότοκα των Ισραηλιτών που υπερβαίνουν τον αριθμό των Λευιτών, εξαγοράστηκαν προς 5 σίκλους με βάση τον ιερό σίκλο (ο κάθε σίκλος ισοδυναμούσε με 20 οβολούς). Συνολικά συγκεντρώθηκε το ποσό των 1.365 ιερών σίκλων, το οποίο δόθηκε στον Ααρών και στους γιους του, για ιερούς σκοπούς (Αριθμοί 3,40-51). Μπροστά στη Σκηνή του Μαρτυρίου, ανατολικά στρατοπέδευαν ο Μωυσής, ο Ααρών και οι γιοι του. Αυτοί είχαν αναλάβει τη φροντίδα της Σκηνής και τις τελετουργίες του αγιαστηρίου, για λογαριασμό των Ισραηλιτών. Κάθε άνθρωπος από άλλη φυλή που θα άγγιζε τα ιερά αντικείμενα, τιμωρούνταν από τον Κύριο με θάνατο (Αριθμοί 3,38). Ο Μωυσής, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, έβγαλε έξω από το στρατόπεδο όλους τους λεπρούς, όσους είχαν γονόρροια και όσους έγιναν ακάθαρτοι από το άγγιγμα νεκρού, άντρες και γυναίκες, έτσι ώστε να μη μολυνθεί το στρατόπεδο, στη μέση του οποίου κατοικούσε ο Κύριος (Αριθμοί 5,1-4).
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΝΑ
ΝΕΑ ΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΑΠΙΣΤΙΑΣ
Τον πρώτο μήνα του δεύτερου χρόνου από τότε που βγήκαν από την Αίγυπτο, οι Ισραηλίτες γιόρτασαν το Πάσχα. Βρέθηκαν όμως μερικοί που έτυχε να είναι ακάθαρτοι εξαιτίας ενός νεκρού, και δεν μπορούσαν να γιορτάσουν το Πάσχα. Παρουσιάστηκαν λοιπόν στο Μωυσή και στον Ααρών, και τους έθεσαν το πρόβλημα. Σύμφωνα με εντολή του Κυρίου αυτοί μπορούσαν να το γιορτάσει ένα μήνα αργότερα, στις 14 του δεύτερου μήνα, το βράδυ (Αριθμοί 9,1-14).
Την ημέρα που στήθηκε η Σκηνή του Μαρτυρίου, μια νεφέλη ήρθε και τη σκέπασε και η δόξα του Κυρίου γέμισε τη Σκηνή, έτσι που ο Μωυσής δεν μπορούσε να μπει μέσα. Όσον καιρό διήρκεσε η πορεία του λαού, έβλεπαν όλοι τη νεφέλη της παρουσίας του Κυρίου να σκεπάζει τη Σκηνή κάθε μέρα. Το βράδυ η νεφέλη γινόταν κάτι σαν φωτιά, σαν μια πύρινη ανταύγεια κι έμενε πάνω από τη Σκηνή μέχρι το πρωί. Όταν η νεφέλη σηκωνόταν πάνω από τη Σκηνή, τότε ξεκινούσαν οι Ισραηλίτες την πορεία τους, και στον τόπο όπου στεκόταν η νεφέλη, εκεί στρατοπέδευαν. Όσο η νεφέλη έμενε πάνω από τη Σκηνή, έμεναν κι αυτοί στρατοπεδευμένοι. Αν η νεφέλη έμενε πολύ καιρό πάνω από τη Σκηνή, οι Ισραηλίτες τηρούσαν τη διαταγή του Κυρίου και δεν έφευγαν. Όσο κι αν έμενε η νεφέλη πάνω από τη Σκηνή, αδιάφορο αν ήταν για δύο μέρες, ένα μήνα ή ένα χρόνο, οι Ισραηλίτες έμεναν στρατοπεδευμένοι και δεν ξεκινούσαν. Όταν αυτή σηκωνόταν, τότε μόνο ξεκινούσαν, υπακούοντας στην εντολή που τους είχε δώσει μέσω του Μωυσή (Έξοδος 40,33-38. Αριθμοί 9,15-23).
Ο Μωυσής, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, κατασκεύασε δυο ασημένιες σάλπιγγες, από σφυρηλατημένο ασήμι, για να συγκαλεί την κοινότητα και για να ξεκινούν τα στρατόπεδα. Όταν σάλπιζαν και με τις δύο συγκεντρώνονταν γύρω από τον Μωυσή όλη η κοινότητα, στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου. Όταν σάλπιζαν μόνο με τη μία, τότε συγκεντρώνονταν γύρω από το Μωυσή, οι αρχηγοί των φυλών του Ισραήλ. Όταν σάλπιζαν δυνατά, τότε έφευγαν οι φυλές που είχαν στρατοπεδεύσει ανατολικά από τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Όταν σάλπιζαν δυνατά για δεύτερη φορά, τότε έφευγαν οι φυλές που είχαν στρατοπεδεύσει στα νότια. Όταν σάλπιζαν δυνατά για τρίτη φορά, τότε έφευγαν οι φυλές που είχαν στρατοπεδεύσει στα δυτικά. Όταν σάλπιζαν δυνατά για τέταρτη φορά, τότε έφευγαν οι φυλές που είχαν στρατοπεδεύσει στα βόρεια.
Αυτοί που σάλπιζαν με τις σάλπιγγες ήταν οι γιοι του Ααρών, οι ιερείς. Όταν οι Ισραηλίτες έβγαιναν να πολεμήσουν ενάντια σ' έναν εχθρό, τότε σάλπιζαν δυνατά και ο Κύριος τους θυμόταν και τους γλίτωνε από τους εχθρούς τους. Ακόμη οι Ισραηλίτες σάλπιζαν στις χαρούμενες μέρες, στις γιορτές σας και στις θυσίες που έκαναν στον Κύριο (Αριθμοί 10,1-10). Στις είκοσι του δεύτερου μήνα του δεύτερου χρόνου, η νεφέλη σηκώθηκε πάνω από τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Τότε ξεκίνησαν κι οι Ισραηλίτες από την έρημο Σινά και πάντα προπορευόταν η Κιβωτός της Διαθήκης. Η νεφέλη στάθηκε στην έρημο Φαράν (Αριθμοί 10,11-12). Ο Μωυσής πρότεινε στον Οβάβ, γιο του Ραγουήλ του πεθερού του, να γίνει ο οδηγός τους στην έρημο, μιας και την γνώριζε καλά. Όταν έφυγαν από το βουνό του Κυρίου, περπάτησαν τρεις ημέρες. Η Κιβωτός της Διαθήκης προπορευόταν κατά τρεις μέρες, για να ορίσει ο Κύριος τόπο για να κατασκηνώσουν. Όταν οι Ισραηλίτες βάδιζαν μέσα στην έρημο, η νεφέλη στεκόταν από πάνω τους και τους έκανε σκιά κατά το διάστημα της ημέρας (Αριθμοί 10,29-36).
Μετά από πορεία τριών ημερών ο λαός άρχισε να παραπονιέται και να εκφράζεται με ασέβεια εναντίον του Κυρίου. Όταν ο Κύριος τους άκουσε, οργίστηκε κι έστειλε εναντίον τους φωτιά, η οποία έκαψε μια άκρη του στρατοπέδου. Τότε ο λαός φώναξε στο Μωυσή για βοήθεια. Εκείνος προσευχήθηκε στον Κύριο και η φωτιά έσβησε. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και διάφοροι ξένοι, που εκλιπαρούσαν για κρέας. Αλλά ακόμα και οι ίδιοι οι Ισραηλίτες άρχισαν να γκρινιάζουν και να λένε:
«Ποιος θα μας δώσει να φάμε κρέας; Θυμόμαστε αυτά που τρώγαμε στην Αίγυπτο χωρίς να τα πληρώνουμε. Τώρα όμως έχουμε εξαντληθεί. Δεν υπάρχει τίποτε να φάμε, εκτός από τούτο 'δω το μάννα.»
Το μάννα ο λαός διασκορπιζόταν και το μάζευε, το άλεθε στις μυλόπετρες ή το κοπάνιζε στο γουδί, και το έβραζε στη χύτρα ή το έκανε πίτες. Η γεύση του ήταν σαν της τηγανίτας. Τη νύχτα, όταν έπεφτε η δροσιά στο στρατόπεδο, έπεφτε μαζί και το μάννα (Αριθμοί 11,1-9). Ο Κύριος όταν τους άκουσε αγανάκτησε και οργίστηκε εναντίον τους. Αλλά και ο Μωυσής θύμωσε με το λαό που γκρίνιαζε, καθώς στέκονταν κατά ομάδες μπροστά στις σκηνές τους, και ζήτησε από τον Κύριο να τον ξαλαφρώσει από το βάρος της ηγεσίας αυτού του ατίθασου και αχάριστου λαού. Ο Μωυσής βγήκε από τη σκηνή και με εντολή του Κυρίου, συγκέντρωσε εβδομήντα άντρες από τους γέροντες του λαού και τους έβαλε να σταθούν γύρω από τη Σκηνή.
Τότε ο Κύριος κατέβηκε μέσα στη νεφέλη και πήρε από το πνεύμα που είχε δώσει στο Μωυσή και έδωσε απ' αυτό και στους εβδομήντα πρεσβυτέρους. Μόλις ήρθε το πνεύμα πάνω τους, άρχισαν να προφητεύουν και να μιλάνε με σοφά λόγια, αλλά δε συνέχισαν. Δύο από τους πρεσβυτέρους, ο Ελδάδ και ο Μωδάδ, είχαν μείνει στο στρατόπεδο. Το πνεύμα του Κυρίου πήγε και σ' αυτούς, γιατί ήταν κι αυτοί γραμμένοι μέσα στους εβδομήντα, αλλά για λόγους ταπεινοφροσύνης δεν πήγαν μαζί με τους άλλους στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Έτσι φωτισμένοι κι αυτοί από το Θεό, άρχισαν κι αυτοί να μιλάνε με σοφά λόγια προς το λαό. Τότε έτρεξε ένας νέος και ανάγγειλε στο Μωυσή, πως ο Ελδάδ και ο Μωδάδ προφητεύουν στο στρατόπεδο. Τότε ο Ιησούς του Ναυή, που ήταν ο βοηθός του Μωυσή, ζήτησε από το Μωυσή, να τους σταματήσει. Αλλά ο Μωυσής του απάντησε:
«Ζηλεύεις εσύ για λογαριασμό μου; Μακάρι να 'δινε ο Κύριος το Πνεύμα του σε όλο το λαό και να τους έκανε προφήτες!»
Μετά ο Μωυσής και οι πρεσβύτεροι, γύρισαν πίσω στο στρατόπεδο και ορίστηκαν να είναι επόπτες του λαού, έτσι ώστε να σηκώνουν μαζί με το Μωυσή το βάρος του λαού (Αριθμοί 11,10-30). Στο μεταξύ, ο Κύριος σήκωσε έναν αέρα που παρέσυρε από τη θάλασσα ορτύκια και τα έριξε γύρω από το στρατόπεδο. Ο λαός σηκώθηκε και μάζευε ορτύκια όλη εκείνη την ημέρα, αλλά και την άλλη μέρα. Ενώ όμως το κρέας ήταν ακόμη στο στόμα τους, πριν το μασήσουν, ξέσπασε η οργή του Κυρίου εναντίον του λαού, και τους χτύπησε με μια πολύ μεγάλη συμφορά. Ο Κύριος χτύπησε με θάνατο όσους είχαν καταληφθεί από έντονη επιθυμία να φάνε κρέας και γι' αυτό το μέρος εκείνο ονομάστηκε "Μνήματα της επιθυμίας" (Αριθμοί 11,31-34. 33,16. Δευτερονόμιο 9,22). Από τα Μνήματα της επιθυμίας ο λαός αναχώρησε και έφτασε στην Ασηρώθ (Αριθμοί 11,35. 33,17). Εκεί κατά το δεύτερο χρόνο της πορείας στην έρημο, ο Μωυσής παντρεύτηκε μια Αιθιόπισσα, γεγονός που προκάλεσε τη ζηλοφθονία του Ααρών και της Μαριάμ, οι οποίοι μίλησαν με απρέπεια στο Μωυσή.
Ο Μωυσής επειδή ήταν ο πιο ταπεινός και πράος άνθρωπος πάνω στη γη, δεν θύμωσε μ' αυτά που του είπαν τ' αδέρφια του. Ο Κύριος όμως είπε στο Μωυσή, στον Ααρών και στη Μαριάμ να πάνε και οι τρεις τους στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Όταν έφτασαν εκεί οι τρεις τους, κατέβηκε ο Κύριος μέσα σε στήλη νεφέλης. Στάθηκε στην είσοδο της Σκηνής και φώναξε στον Ααρών και τη Μαριάμ. Αυτοί προχώρησαν μπροστά κι ο Κύριος τους είπε:
«Ακούστε τώρα το λόγο μου. Αν υπάρχει προφήτης ανάμεσα σας, εγώ ο Κύριος του φανερώνομαι σε όραμα και του μιλάω με όνειρο. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με το δούλο μου το Μωυσή. Σ' αυτόν έχω εμπιστευθεί όλο το λαό μου. Στόμα με στόμα του μιλάω και αυτός είδε τη δόξα μου. Πώς λοιπόν εσείς τολμήσατε να μιλήσετε ενάντια στο δούλο μου το Μωυσή;»
Οργίστηκε, λοιπόν, ο Κύριος εναντίον τους και έφυγε. Η νεφέλη αποτραβήχτηκε από πάνω απ' τη Σκηνή και τότε η Μαριάμ γέμισε λέπρα. Ο Ααρών την κοίταξε και ζήτησε συγχώρεση από το Μωυσή για την ανοησία τους. Τότε ο Μωυσής ζήτησε από τον Κύριο να την θεραπεύσει. Ο Κύριος του απάντησε:
«Αν ο πατέρας της την είχε φτύσει στο πρόσωπο, δε θα έπρεπε να σηκώσει το βάρος της ντροπής της εφτά μέρες; Ας μείνει λοιπόν εφτά μέρες περιορισμένη έξω από το στρατόπεδο κι έπειτα ας τη φέρουν μέσα.»
Έμεινε λοιπόν η Μαριάμ εφτά μέρες έξω από το στρατόπεδο, και ο λαός δεν ξεκίνησε ως την ημέρα που την έφεραν πάλι μέσα (Αριθμοί 12,1-15. 13,1). Μετά από αυτά έφυγαν από τη Ασηρώθ και στρατοπέδευσαν στην έρημο Φαράν, στην Κάδης (Αριθμοί 13,1. Δευτερονόμιο 1,19-21. Κριταί 11,16). Από το όρος Χωρήβ (Σινά) δια του όρους Σηείρ μέχρι την Κάδης Βαρνή ήταν ένδεκα ημερών πορεία (Δευτερονόμιο 1,2).
ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΝΑΑΝ
Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: 40 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Ο Μωυσής, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, έστειλε από την έρημο Φαράν δώδεκα Ισραηλίτες για να κατασκοπεύσουν τη Χαναάν. Ο Ιησούς του Ναυή ήταν εκπρόσωπος της φυλής Εφραίμ και ο Χάλεβ ήταν εκπρόσωπος της φυλής Ιούδα. Οι κατάσκοποι μπήκαν στη χώρα από τα νότια και έλεγξαν όλη τη χώρα, από την έρημο Σιν και έφτασαν έως τη Ροόβ που βρίσκεται βόρεια και πάει ο δρόμος προς την Αϊμάθ. Μετά επέστρεψαν στην έρημο και έφτασαν στη Χεβρών, όπου κατοικούσαν ο Αχιμά (Αχιμάν), ο Σουσί (Σεσσί) και ο Θολαμί (Θελαμί), γιοι του γίγαντα Ανάκ (Ενάκ). Πήραν μαζί τους κάποια από τα προϊόντα του τόπου και αφού εξερεύνησαν τη χώρα για σαράντα μέρες, γύρισαν στο Μωυσή, και σ' ολόκληρη την ισραηλιτική κοινότητα που είχαν στρατοπεδεύσει στην έρημο Φαράν, στην Κάδης (Αριθμοί 13,1-27. Δευτερονόμιο 1,22-23). Τους έδωσαν την αναφορά τους και τους έδειξαν τους καρπούς της χώρας. Είπαν λοιπόν στο Μωυσή:
«Πήγαμε στη χώρα που μας έστειλες. Είναι πράγματι μια χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι. Να και οι καρποί της. Αλλά ο λαός που κατοικεί εκεί είναι δυνατός. Οι πόλεις είναι οχυρωμένες και πολύ μεγάλες. Είδαμε εκεί και τους απογόνους του Ανάκ, τους γίγαντες. Οι Αμαληκίτες κατοικούν στο νότιο τμήμα της χώρας, οι Χετταίοι, οι Ευαίοι, οι Ιεβουσαίοι και οι Αμορραίοι κατοικούν στα βουνά, ενώ οι Χαναναίοι κατοικούν στην περιοχή, από παραθαλάσσια μέχρι τον Ιορδάνη.» (Αριθμοί 13,27-30. Δευτερονόμιο 1,24-25)
Ο λαός όταν τ' άκουσε, έμεινε σκεπτικός και σιωπηλός. Επειδή όμως είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν εναντίον του Μωυσή, ο Χάλεβ και ο Ιησούς του Ναυή προσπάθησαν να τους καθησυχάσουν. Ο Χάλεβ τους είπε, ότι είναι κι αυτοί ισχυροί και ότι θα υπερισχύσουν στους κατοίκους της Χαναάν. Οι υπόλοιποι όμως δέκα, άρχισαν να διαδίδουν στους Ισραηλίτες φοβερά πράγματα σχετικά με τη χώρα που είχαν εξερευνήσει. Έλεγαν:
«Είδαμε εκεί άντρες μεγαλόσωμους. Είδαμε ακόμα εκεί γίγαντες, τους απογόνους του Ανάκ, από τη γενιά των γιγάντων! Εμείς νιώθαμε σαν ακρίδες μπροστά τους, αλλά και στα δικά τους μάτια έτσι φαινόμασταν.» (Αριθμοί 13,30-33. Δευτερονόμιο 1,28)
Τότε ολόκληρη η κοινότητα άρχισε να φωνάζει και να οδύρεται. Παραπονιούνταν ενάντια στο Μωυσή και στον Ααρών, και τους έλεγαν:
«Μακάρι να 'χαμε πεθάνει στην Αίγυπτο ή σ' αυτήν εδώ την έρημο. Γιατί μας έφερε ο Κύριος σ' αυτή τη χώρα; Για να σκοτωθούμε στον πόλεμο; Για να αιχμαλωτιστούν οι γυναίκες μας και τα παιδιά μας; Καλύτερα να γυρίσουμε στην Αίγυπτο!»
Κι έλεγαν μεταξύ τους:
«Ελάτε να ορίσουμε έναν αρχηγό και να γυρίσουμε πίσω στην Αίγυπτο.» (Αριθμοί 14,1-4. Δευτερονόμιο 1,26-27)
Τότε ο Μωυσής κι ο Ααρών έπεσαν με το πρόσωπό τους στη γη, μπροστά σ' όλη την κοινότητα των Ισραηλιτών, που είχε συναχθεί εκεί. Ο Ιησούς του Ναυή κι ο Χάλεβ έσκισαν τα ρούχα τους από την απόγνωση και μαζί με το Μωυσή, προσπάθησαν να ενθαρρύνουν το λαό να μην επαναστατήσει εναντίον του Κυρίου και ότι με τη βοήθειά του θα κατακτήσουν τη χώρα που τους υποσχέθηκε (Αριθμοί 14,5-9. Δευτερονόμιο 1,29-33). Κι ενώ ολόκληρη η κοινότητα σκεφτόταν να τους λιθοβολήσει, φάνηκε η δόξα του Κυρίου πάνω από τη Σκηνή του Μαρτυρίου μπροστά στα μάτια των Ισραηλιτών και τους αναχαίτισε από το έγκλημα. Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή:
«Ως πότε ο λαός αυτός θα με περιφρονεί; Ως πότε δεν θα με εμπιστεύονται παρ' όλα τα θαύματα που έχω κάνει ανάμεσα τους; Θα τους στείλω θανατικό και θα τους καταστρέψω. Και θα κάνω από σένα ένα άλλο έθνος μεγαλύτερο και ισχυρότερο απ' αυτούς.»
Ο Μωυσής ζήτησε από τον Κύριο να φανερωθεί η δύναμή του και η μεγαλοσύνη του και να συγχωρήσει την ανομία και την αμαρτία του λαού, αλλά και να μην αφήσει τίποτε ατιμώρητο (Αριθμοί 14,10-19). Τότε ο Κύριος είπε:
«Ως πότε θα παραπονιέται εναντίον μου αυτός ο διεφθαρμένος λαός; Αρκετά άκουσα τα παράπονα τους! Τους συγχωρώ, όπως το ζήτησες. Αλλά, επειδή όλοι αυτοί είδαν τη δόξα μου και τα θαύματα, που έκανα στην Αίγυπτο και στην έρημο κι ωστόσο έβαλαν επανειλημμένα σε δοκιμασία την υπομονή μου κι αρνήθηκαν να με υπακούσουν, κανένας απ' αυτούς που με περιφρόνησαν δε θα δει τη χώρα που υποσχέθηκα με όρκο στους προγόνους τους. Εξαιτίας του λαού αυτού, ούτε εσύ Μωυσή θα μπεις στη Γη της Επαγγελίας. Τα κορμιά τους θα μείνουν σ' ετούτη εδώ την έρημο, όλοι όσοι έχουν καταχωρηθεί από είκοσι ετών και πάνω και δυσανασχέτησαν εναντίον μου. Όλοι εκτός από το Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή και τον Ιησού, γιο του Ναυή. Τα παιδιά σας όμως, που είπατε γι' αυτά ότι θα αιχμαλωτιστούν, θα τα φέρω εκεί και θα γνωρίσουν τη χώρα που εσείς περιφρονήσατε. Τα κόκαλά σας θα μείνουν σ' αυτήν εδώ την έρημο. Τα παιδιά σας θα περιπλανιούνται εδώ σαράντα χρόνια. Θα τιμωρούνται για τη δική σας απιστία, ώσπου όλοι εσείς να πεθάνετε στην έρημο. Όπως κάνατε σαράντα μέρες για να εξερευνήσετε τη χώρα, έτσι θα πληρώνετε τις αμαρτίες σας σαράντα χρόνια, ένα χρόνο για κάθε μέρα. Και έτσι θα μάθετε τι σημαίνει να σας εγκαταλείψω εγώ. Μ' αυτό τον τρόπο θα φερθώ απέναντι σ' αυτή την διεφθαρμένη κοινότητα, που συνωμοτεί εναντίον μου. Αύριο, λοιπόν, σηκωθείτε και γυρίστε πίσω στην έρημο, ώσπου να εξοντωθεί όλη αυτή η γενιά.» (Αριθμοί 14,20-35. Δευτερονόμιο 1,34-40)
Οι άντρες που είχε στείλει ο Μωυσής για να κατασκοπεύσουν τη χώρα, όταν επέστρεψαν, διέδιδαν συκοφαντίες γι' αυτήν και τη δυσφημούσαν, κι έτσι έκαναν όλη την κοινότητα να παραπονιέται εναντίον του Κυρίου. Γι' αυτό ο Κύριος τους χτύπησε με θανατικό και πέθαναν. Από τους κατασκόπους εκείνους, οι μόνοι που επέζησαν ήταν ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεβ (Αριθμοί 14,36-38). Ο Μωυσής τα διαβίβασε όλα αυτά στους Ισραηλίτες και ο λαός έπεσε σε βαρύ πένθος. Τότε γύρισαν πίσω και στρατοπέδευσαν στην έρημο Σιν, με κατεύθυνση προς την Ερυθρά θάλασσα. Σηκώθηκαν νωρίς το πρωί και άρχισαν ν' ανεβαίνουν στα γύρω υψώματα κι έλεγαν:
«Πράγματι, αμαρτήσαμε! Αλλά τώρα εμείς είμαστε έτοιμοι να πάμε στον τόπο που μας όρισε ο Κύριος.»
Αλλά ο Μωυσής τους είπε:
«Τι πάτε να κάνετε! Παραβαίνετε την προσταγή του Κυρίου; Θα αποτύχετε! Μην πάτε πουθενά, γιατί αφού αρνηθήκατε ν' ακολουθήσετε τον Κύριο, ο Κύριος δεν είναι μαζί σας. Θα νικηθείτε από τους εχθρούς σας. Θα πέσετε πάνω στους Αμαληκίτες και στους Χαναναίους και θα σας ξεκάνουν με τα ξίφη τους.»
Παρ' όλα αυτά, εκείνοι τόλμησαν κι ανέβηκαν προς τα υψώματα. Τότε κατέβηκαν οι Αμορραίοι, Αμαληκίτες και οι Χαναναίοι, που κατοικούσαν στα βουνά Σηείρ, τους χτύπησαν και τους καταδίωξαν ως την Ερμά (Χορμά). Όσοι διασώθηκαν από τη σφαγή επέστρεψαν στο στρατόπεδο (Αριθμοί 14,39-45. Δευτερονόμιο 1,40-45). Το βιβλίο των Ψαλμών αναφέρεται σ' αυτή την απιστία των Ισραηλιτών και στην καταφρόνηση της Γης της Επαγγελίας (Ψαλμοί 105,24-27). Ο Κύριος δεν λυπήθηκε τους Ισραηλίτες, λόγω της σκληροκαρδίας τους και της απιστίας τους, και τους εξολόθρευσε στην έρημο (Σοφία Σειράχ 16,10).
ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ Η ΑΣΕΒΕΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Ενώ οι Ισραηλίτες ήταν στην έρημο, βρήκαν κάποιον που μάζευε ξύλα την ημέρα του Σαββάτου. Τον έφεραν στο Μωυσή και στον Ααρών μπροστά σ' όλη την κοινότητα. Τον φυλάκισαν όμως, γιατί δεν γνώριζαν ποια τιμωρία έπρεπε να του επιβάλουν. Τότε σύμφωνα με εντολή του Κυρίου στο Μωυσή, ο άνθρωπος αυτός έπρεπε να πεθάνει με λιθοβολισμό. Έτσι όλη η κοινότητα τον έβγαλε έξω από το στρατόπεδο και τον εκτέλεσε με λιθοβολισμό (Αριθμοί 15,32-36). Μετά από αυτό ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πει στους Ισραηλίτες, να βάλουν κρόσσια στις άκρες των ρούχων τους και πάνω από το κάθε κρόσσι να δέσουν ένα γαλάζιο κορδόνι, έτσι ώστε να τα βλέπουν και να θυμούνται όλες τις εντολές του Κυρίου και να τις εκτελούν (Αριθμοί 15,37-41).
Ο Κορέ, γιος του Ισσαάρ, από τη λευιτική συγγένεια του Καάθ, μαζί με το Δαθάν και τον Αβειρών, γιους του Ελιάβ, και με τον Αύν, γιο του Φαλέθ, επαναστάτησαν εναντίον του Μωυσή. Μαζί τους ήταν και 250 ονομαστοί άντρες από τους Ισραηλίτες, αρχηγοί της κοινότητας και εκπρόσωποι του λαού. Μαζεύτηκαν λοιπόν εναντίον του Μωυσή και του Ααρών, και τους έλεγαν:
«Αρκετά μ' εσάς! Όλα τα μέλη της κοινότητας είναι άγιοι και ο Κύριος είναι μαζί μας. Γιατί εσείς υψώνετε τον εαυτό σας παραπάνω από την κοινότητα του Κυρίου;»
Κατηγόρησαν ακόμη τον Μωυσή, ότι τους έβγαλε από την Αίγυπτο και τους υποσχέθηκε μια χώρα, στην οποία ρέει γάλα και μέλι και αντί γι' αυτή τους έφερε στην έρημο για να πεθάνουν. Όταν ο Μωυσής το άκουσε αυτό, έπεσε με το πρόσωπο στη γη, και αφού τους επιτίμησε για την απιστία τους, είπε στον Κορέ και στην ομάδα του:
«Αύριο το πρωί ο Κύριος θα μας δείξει ποιος ανήκει σ' αυτόν και ποιος είναι άγιος, ώστε να του επιτρέπεται να τον πλησιάζει. Θα πάρετε θυμιατήρια, ο Κορέ και όλη η ομάδα του, και αύριο, βάλτε τους φωτιά και ρίξτε τους λιβάνι ενώπιον του Κυρίου. Όποιον διαλέξει ο Κύριος, αυτός θα είναι άγιος.» (Αριθμοί 16,1-17)
Την επόμενη μέρα πήραν, λοιπόν, τα θυμιατήρια τους, έβαλαν μέσα φωτιά, έριξαν θυμίαμα και στάθηκαν στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου μαζί με το Μωυσή και τον Ααρών. Ο Κορέ είχε συγκεντρώσει όλη την κοινότητα εναντίον του Μωυσή και του Ααρών στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου. Τότε παρουσιάστηκε η δόξα του Κυρίου μπροστά σ' όλη την κοινότητα, κι ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών:
«Απομακρυνθείτε απ' αυτή την κοινότητα! Θα την εξαφανίσω σε μια στιγμή.»
Τότε εκείνοι έπεσαν με το πρόσωπο τους κάτω και είπαν:
«Θεέ, πηγή κάθε ζωής, ένας αμαρτάνει και οργίζεσαι εναντίον ολόκληρης της κοινότητας;»
Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή:
«Πες στην κοινότητα να φύγουν μακριά από τις κατοικίες του Κορέ, του Δαθάν και του Αβειρών.»
Ο Μωυσής σηκώθηκε και είπε στην κοινότητα:
«Φύγετε μακριά από τις σκηνές αυτών των ασεβών και μην αγγίζετε τίποτε απ' ότι ανήκει σ' αυτούς, για να μη χαθείτε κι εσείς εξαιτίας των αμαρτιών τους.»
Έτσι απομακρύνθηκαν όλοι από τις σκηνές τους (Αριθμοί 16,18-27). Ο Δαθάν κι ο Αβειρών βγήκαν και στάθηκαν με αλαζονεία στην είσοδο των σκηνών τους μαζί με τις οικογένειές τους. Τότε ο Μωυσής είπε:
«Να πως θα γνωρίσετε ότι ο Κύριος με έστειλε και ότι δεν ενεργώ από μόνος μου. Αν οι άνθρωποι αυτοί πεθάνουν με φυσιολογικό θάνατο, τότε δεν με έστειλε ο Κύριος. Αν όμως ο Κύριος κάνει θαύμα τρομερό και ανοίξει η γη το στόμα της και τους καταπιεί μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα, και κατέβουν ζωντανοί στον άδη, να ξέρετε τότε ότι οι άνθρωποι αυτοί περιφρόνησαν τον Κύριο.»
Καθώς τελείωνε τα λόγια αυτά, σχίστηκε γη κάτω απ' τα πόδια τους και τους κατάπιε, αυτούς, τις οικογένειες τους και όλους όσους ήταν με τον Κορέ, τον Δαθάν και τον Αβειρών, μαζί με τα ζώα τους και όλα τους τα υπάρχοντα. Κατέβηκαν στον άδη ζωντανοί και η γη έκλεισε από πάνω τους. Όλοι οι Ισραηλίτες που ήταν γύρω τους έφυγαν γιατί φοβήθηκαν μήπως τους καταπιεί κι αυτούς η γη. Μετά ο Κύριος έστειλε φωτιά και κατάκαψε τους 250 άντρες που είχαν προσφέρει το θυμίαμα (Αριθμοί 16,27-35. Ψαλμοί 105,17-18). Ο Ελεάζαρ, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου και του Μωυσή, πήρε τα χάλκινα θυμιατήρια, με τα οποία είχαν προσφέρει το θυμίαμα αυτοί που κάηκαν, και έκανε απ' αυτά σφυρηλατημένες πλάκες για την επένδυση του θυσιαστηρίου. Θα ήταν μια υπενθύμιση στους Ισραηλίτες, ότι κανένας βέβηλος, κανένας άλλος εκτός από τους απογόνους του Ααρών, δεν μπορούσε να πλησιάζει για να προσφέρει θυμίαμα ενώπιον του Κυρίου, αλλιώς θα πάθει ότι έπαθε ο Κορέ και η ομάδα του (Αριθμοί 17,1-5).
Την άλλη μέρα, ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα δυσανασχέτησε εναντίον του Μωυσή και του Ααρών για το θάνατο που προκάλεσαν ανάμεσα στο λαό. Αλλά καθώς η κοινότητα ήταν έξαλλη, όρμησε εναντίον του Μωυσή και του Ααρών, οι οποίοι κατέφυγαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου για να αποφύγουν τη μανία των Ισραηλιτών. Αμέσως η νεφέλη σκέπασε τη Σκηνή του Μαρτυρίου και φάνηκε η δόξα του Κυρίου, ο οποίος τους περιφρούρησε από τη μανία του πλήθους. Τότε ο Κύριος οργίστηκε με το λαό και είπε στο Μωυσή:
«Φύγετε μέσα απ' αυτή την κοινότητα! Θα την καταστρέψω σε μια στιγμή.»
Kαι άρχισε να σπέρνει θανατικό στους Ισραηλίτες. Αυτοί τότε έπεσαν με το πρόσωπο τους στη γη. Και είπε ο Μωυσής στον Ααρών:
«Πάρε το θυμιατήρι, βάλε μέσα φωτιά από το θυσιαστήριο και βάλε θυμίαμα. Μετά πήγαινε γρήγορα στην κοινότητα και κάνε γι' αυτούς την τελετή του εξιλέωσης. Βιάσου, γιατί ο Κύριος οργίστηκε κι άρχισε η συμφορά.»
Ο Ααρών πήρε το θυμιατήρι, όπως του είπε ο Μωυσής, έτρεξε στο μέσο της κοινότητας και έκανε για το λαό την τελετή της εξιλέωσης. Επειδή η συμφορά είχε αρχίσει ανάμεσα στο λαό, στάθηκε ανάμεσα στους νεκρούς και στους ζωντανούς και σταμάτησε η συμφορά. Από την συμφορά αυτή πέθαναν 14.700, εκτός από εκείνους που πέθαναν εξαιτίας του Κορέ (Αριθμοί 17,6-15). Ήταν τόση η οργή του Κυρίου, ώστε ο Μωυσής τον ικέτευσε για σαράντα μέρες και νύχτες, για να μην τιμωρήσει περισσότερο τους Ισραηλίτες (Δευτερονόμιο 9,22-29). Ο Κύριος είπε στο Μωυσή, κάθε αρχηγός φυλής να του δώσει από ένα ραβδί. Θα πάρει τα ραβδιά των δώδεκα αρχηγών και θα γράψει το όνομα του κάθε αρχηγού στο ραβδί του. Το όνομα του Ααρών θα το γράψει πάνω στο ραβδί της φυλής Λευΐ. Θα τοποθετήσει τα ραβδιά στη Σκηνή του Μαρτυρίου μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης και το ραβδί του άντρα που θα βλαστήσει, αυτόν θα εκλέξω ως αρχιερέα, έτσι ώστε ο λαός να μη γογγύζει εναντίον σας.
Ο Μωυσής έκανε όπως του είπε ο Κύριος. Πήρε τα δώδεκα ραβδιά των αρχηγών, πήρε και το ραβδί του Ααρών και τα έστησε ενώπιον του Κυρίου, στη Σκηνή του Μαρτυρίου μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης. Την άλλη μέρα, όταν ο Μωυσής μπήκε στη Σκηνή, το ραβδί του Ααρών, της φυλής Λευΐ, είχε βλαστήσει. Έβγαλε βλαστό, άνθη και καρύδια. Τότε ο Μωυσής έβγαλε όλα τα ραβδιά και τα έδειξε στους Ισραηλίτες. Αυτοί είδαν τι είχε συμβεί και οι αρχηγοί πήραν ο καθένας το ραβδί του πίσω. Κατόπιν σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, ο Μωυσής πήρε το ραβδί του Ααρών και το τοποθέτησε στην Κιβωτό της Διαθήκης, ώστε να φυλάσσεται ως προειδοποίηση για τους αποστάτες. Έτσι ο λαός πείστηκε ότι ο Μωυσής και ο Ααρών είναι οι μόνοι αποδεκτοί εκπρόσωποι του Κυρίου και ότι όποιος άλλος πλησιάζει στη Σκηνή του Μαρτυρίου θανατώνεται από τον Κύριο (Αριθμοί 17,16-28).
ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΔΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΕΡΙΒΑ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΜ
Οι Ισραηλίτες μετά την Ασηρώθ στρατοπέδευσαν στη Ραθαμά, στη Ρεμμών Φαρές, στη Λεβωνά, στη Ρεσσάν, στη Μακελλάθ, στη Σαφάρ, στη Χαραδάθ, στη Μακηλώθ, στην Καταάθ, στην Ταράθ, στην Μαθεκκά και στη Σελμωνά (Αριθμοί 33,18-29). Μετά ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα έφτασε στην έρημο Σιν και στρατοπέδευσαν στην Κάδης. Εκεί πέθανε η Μαριάμ και ενταφιάστηκε (Αριθμοί 20,1. 33,36). Στην περιοχή δεν υπήρχε καθόλου νερό και όλοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του Μωυσή και του Ααρών. Ο λαός έβριζε και καταφέρονταν εναντίον του Μωυσή και του έλεγαν:
«Μακάρι να είχαμε πεθάνει κι εμείς, μαζί με τον Κορέ και τους άλλους ενώπιον του Κυρίου. Γιατί φέρατε την κοινότητα σ' αυτή την έρημο; Για να πεθάνουμε εδώ εμείς και τα ζώα μας; Γιατί μας βγάλατε από την Αίγυπτο και μας φέρατε σ' ετούτο τον απαίσιο τόπο, που δε φυτρώνει τίποτα και δεν έχει ούτε νερό να πιούμε.»
Ο Μωυσής και ο Ααρών στενοχωρημένοι για τον καινούριο γογγυσμό του λαού, έφυγαν από τη συγκέντρωση του λαού και ήρθαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και τότε φάνηκε η δόξα του Κυρίου σ' αυτούς και τους έδωσε οδηγίες πως θα βγάλουν από το βράχο νερό. Τότε ο Μωυσής πήρε το ραβδί και σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, συγκάλεσε μαζί με τον Ααρών την κοινότητα μπροστά σ' ένα βράχο. Σήκωσε το χέρι του, χτύπησε το βράχο με το ραβδί του δύο φορές και τότε ξεπήδησε άφθονο νερό και ήπιε όλη η κοινότητα και τα ζώα τους (Αριθμοί 20,2-11. Ψαλμοί 113,8). Εκεί στις πηγές της Μεριβά, επειδή ο Μωυσής και ο Ααρών δεν έδειξαν την απαιτούμενη πίστη στον Κύριο, γι' αυτό ο Κύριος τους είπε:
«Επειδή δεν πιστέψατε σ' εμένα όσο έπρεπε, ώστε με τη ζωντανή πίστη να με προβάλατε και να με δοξάσετε στα μάτια των Ισραηλιτών, γι' αυτό δεν θα οδηγήσετε εσείς αυτή την κοινότητα στη χώρα που εγώ τους δίνω.»
Η απόφαση αυτή του Κυρίου είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει ο Μωυσής και ο Ααρών το προνόμιο να οδηγήσουν το λαό στη Γη της Επαγγελίας. Ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Μεριβά, που σημαίνει "λοιδορία, αντιλογία", επειδή οι Ισραηλίτες αντέδρασαν, έβρισαν και χλεύασαν τον Κύριο (Αριθμοί 20,12-13. 20,23-24. Ψαλμοί 105,32-33).
ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΣΗΕΙΡ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΑΡΩΝ. ΤΟ ΧΑΛΚΙΝΟ ΦΙΔΙ
Από την Κάδης ο Μωυσής έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά της Εδώμ να του ζητήσουν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να περάσουν μέσα από τη χώρα του ειρηνικά. Ο βασιλιάς της Εδώμ αρνήθηκε και τους απείλησε με πόλεμο. Οι Ισραηλίτες προσπάθησαν να περάσουν ειρηνικά και τότε ο βασιλιάς της Εδώμ βγήκε εναντίον τους με πολυάριθμο και ισχυρό στρατό. Η κίνηση αυτή ανάγκασε τους Ισραηλίτες να αλλάξουν κατεύθυνση (Αριθμοί 20,14-21. Κριταί 11,17).
Οι Ισραηλίτες μετά την Σελμωνά στρατοπέδευσαν στην Βηρώθ (Βαναία) και μετά στην Μισαδαΐ (Μασουρούθ), κοντά στο όρος Ωρ (Αριθμοί 33,30-31. Δευτερονόμιο 10,6). Εκεί, στα σύνορα με την Εδώμ ο Μωυσής, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, ανέβηκε στο βουνό, έβγαλε τη στολή του Ααρών και τη φόρεσε στον Ελεάζαρ, το γιο του. Εκεί, στην κορυφή, πέθανε ο Ααρών σε ηλικία 123 ετών, την πρώτη του πέμπτου μήνα του τεσσαρακοστού έτους από την Έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Όταν η κοινότητα είδε πως ο Ααρών πέθανε, κήρυξαν επίσημο πένθος τριάντα ημερών, στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι Ισραηλίτες (Αριθμοί 20,22-29. 33,37-39. Δευτερονόμιο 10,6).
Όταν οι Ισραηλίτες έφυγαν από το όρος Ωρ κατευθύνθηκαν μέσα από την έρημο προς την Ερυθρά θάλασσα, όπως τους είπε ο Κύριος, για να παρακάμψουν τη χώρα των Εδωμιτών (Αριθμοί 21,4. Δευτερονόμιο 2,1). Στρατοπέδευσαν στη Σελμωνά και μετά στη Φινώ (Αριθμοί 33,41-42). Αλλά στη διάρκεια της πορείας, άρχισαν πάλι να χάνουν την υπομονή τους και να τα βάζουν με το Θεό και με το Μωυσή:
«Γιατί μας βγάλατε από την Αίγυπτο; Για να πεθάνουμε στην έρημο; Ούτε ψωμί υπάρχει εδώ ούτε νερό, κι αηδιάσαμε πια αυτή την άθλια τροφή» του έλεγαν.
Τότε ο Κύριος έστειλε στο λαό φίδια φαρμακερά που τους δάγκωναν και πολλοί απ' αυτούς πέθαιναν. Πήγαν λοιπόν στο Μωυσή και του έλεγαν:
«Αμαρτήσαμε που μιλήσαμε εναντίον του Κυρίου και εναντίον σου. Παρακάλεσε τον Κύριο να διώξει τα φίδια.»
Ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο για το λαό, κι ο Κύριος του είπε:
«Φτιάξε ένα χάλκινο φίδι και βάλε το πάνω σ' ένα κοντάρι. Όποιος δαγκώνεται από κάποιο φίδι, θα το κοιτάζει και δε θα πεθαίνει.»
Έτσι ο Μωυσής κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι και το έβαλε πάνω σ' ένα κοντάρι. Κι όταν ένα φίδι δάγκωνε κάποιον, αυτός κοιτούσε το χάλκινο φίδι και δεν πέθαινε (Αριθμοί 21,4-9).
Οι Ισραηλίτες μετά το όρος Ωρ στρατοπέδευσαν στο όρος Γαδγάδ και μετά στην Ετεβαθά, όπου υπήρχαν νερά και χείμαρροι (Αριθμοί 33,32-33. Δευτερονόμιο 10,7). Για πολύ καιρό οι Ισραηλίτες τριγύριζαν γύρω από την ορεινή περιοχή του Σηείρ, σε απόσταση από τους Εδωμίτες. Ο Κύριος δεν επέτρεψε στους Ισραηλίτες, να κάνουν πόλεμο με τους Εδωμίτες, γιατί αυτή τη γη την έχει δώσει στους απογόνους του Ησαύ. Με εντολή του Κυρίου πέρασαν δίπλα από τα σύνορα των Εδωμιτών και κατευθύνθηκαν προς τα βόρεια. Βάδισαν μέσα από την περιοχή Άραβα, και στρατοπέδευσαν κοντά στις πόλεις Αιλών (Αιλάθ), Εβρωνά και Γεσιών Γαβέρ (Αριθμοί 33,34-35), και μετά άλλαξαν κατεύθυνση και προχώρησαν προς την έρημο της Μωάβ (Δευτερονόμιο 2,1-8).
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΝΑΑΝ
Όταν ο βασιλιάς της Αράδ, ένας Χαναναίος που κατοικούσε στα νότια της χώρας, έμαθε ότι έρχονται οι Ισραηλίτες, επιτέθηκε εναντίον τους και έπιασε μερικούς απ' αυτούς αιχμαλώτους. Τότε οι Ισραηλίτες ζήτησαν από τον Κύριο να τους παραδώσει αυτό το λαό στην εξουσία τους. Ο Κύριος άκουσε την παράκληση του λαού και τους βοήθησε να νικήσουν τους Χαναναίους. Κατέστρεψαν, λοιπόν, ολοσχερώς αυτούς και τις πόλεις τους, χωρίς να πάρουν τίποτα ως λάφυρο (Αριθμοί 21,1-3. 33,40).
Από 'κει οι Ισραηλίτες έφυγαν και αφού περιπλανήθηκαν, στρατοπέδευσαν στην Ωβώθ, κι από κει στρατοπέδευσαν στην Αχαλγαί (Γαΐ), μέσα στην έρημο, η οποία βρίσκεται ανατολικά του Ιορδάνη, στα όρια της Μωάβ (Αριθμοί 21,10-11. Αριθμοί 33,43-44). Ο Μωυσής έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά της Μωάβ να του ζητήσουν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να περάσουν μέσα από τη χώρα του ειρηνικά. Ο βασιλιάς της Μωάβ δεν έδωσε την άδεια στους Ισραηλίτες (Κριταί 11,17). Και δω ο Κύριος δεν τους επέτρεψε να κάνουν πόλεμο με τους Μωαβίτες, γιατί την περιοχή της Μωάβ και της Αροήρ, την έδωσε στους απογόνους του Λωτ (Δευτερονόμιο 2,9).
Κατόπιν οι Ισραηλίτες πέρασαν από το φαράγγι Ζαρέδ. Από τότε που ξεκίνησαν από την Κάδης-Βαρνή μέχρι που πέρασαν από το φαράγγι Ζαρέδ, πέρασαν 38 χρόνια. Στο διάστημα αυτό πέθανε κι έφυγε από το στρατόπεδο όλη εκείνη η γενιά των πολεμιστών, που είχε δείξει ασέβεια προς τον Κύριο, όπως ακριβώς τους το είχε υποσχεθεί. Πράγματι, ο ίδιος ο Κύριος επενέβαινε εναντίον τους, ώσπου τους εξόντωσε και τους εξαφάνισε μέσα από το στρατόπεδο (Αριθμοί 21,12. Δευτερονόμιο 2,13-18).
Οι Ισραηλίτες αναχώρησαν κι από κει και αφού παρέκαμψαν τη χώρα των Ιδουμαίων και των Μωαβιτών, προχώρησαν ανατολικά της Μωάβ και στρατοπέδευσαν στη Δαιβών, βόρεια του ποταμού Αρνών, που βρίσκεται στα σύνορα των Μωαβιτών με τους Αμορραίους (Αριθμοί 21,1-3. 33,45. Κριταί 11,18). Από κει έφτασαν σ' έναν τόπο που λεγόταν Μπεέρ (Πηγάδι), όπου παλιότερα ο Κύριος είχε δώσει νερό στους Ισραηλίτες. Όταν έφτασαν ο λαός του Ισραήλ τραγούδησε ένα τραγούδι, το οποίο αναφέρεται στο βιβλίο των Αριθμών (Αριθμοί 21,16-18). Κατόπιν οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν στη Μανθαναείν, κι από κει στη Νααλιήλ, μετά στη Βαμώθ, στη Γελβών Δεβλαθαΐμ, και τέλος στην Ιανήν, που βρισκόταν στην κοιλάδα της Μωάβ, κοντά στα όρη Ναβαύ και Αβαρίμ (Αριθμοί 21,18-20. 33,46-47).
Οι Ισραηλίτες από την έρημο Κεδαμώθ, έστειλαν αγγελιοφόρους στο Σηών, βασιλιά των Αμορραίων, και του ζήτησαν να τους επιτρέψει να περάσουν ειρηνικά μέσα από τη χώρα του. Ο Σηών όμως δεν τους επέτρεψε να περάσουν από το έδαφος του και συγκέντρωσε όλο το στρατό του εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίτες όμως πέρασαν τον ποταμό Αρνών, που ήταν στα σύνορα με τη Μωάβ, νίκησαν τον Σηών στη μάχη που έγινε στην Ιασσά και κυρίεψαν τη χώρα του. Κυρίεψαν την πρωτεύουσα Εσεβών και όλες τις πόλεις των Αμορραίων με τα περίχωρα τους κι εγκαταστάθηκαν σ' αυτές. Θανάτωσαν τον Σηών, τους γιους του και όλο το λαό του, χωρίς ν' αφήσουν αιχμαλώτους. Πήραν τα ζώα των Αμορραίων κι άλλα λάφυρα από τις πόλεις τους. Κατόπιν οι Ισραηλίτες κυρίεψαν την Ιαζήρ και όλες τις πόλεις γύρω από αυτή, και έδιωξαν τους Αμορραίους που κατοικούσαν σ' αυτές (Αριθμοί 21,21-26. 21,31-32. Δευτερονόμιο 2,24-36. 4,46. Ιησούς του Ναυή 12,2-3. 13,21. 24,8. Κριταί 11,19-22. Ψαλμοί 134,11. 135,19).
Εκεί κοντά ήταν και η περιοχή των Αμμανιτών, αλλά ο Κύριος δεν τους επέτρεψε να κάνουν πόλεμο με τους Αμμανίτες, γιατί την περιοχή τους την έδωσε στους απογόνους του Λωτ (Δευτερονόμιο 2,18-19. 2,37). Έπειτα οι Ισραηλίτες πήγαν βορειότερα προς τη Βασάν. Ο βασιλιάς της Βασάν, ο Ωγ, βγήκε με το στρατό του να τους πολεμήσει. Οι Ισραηλίτες, με τη βοήθεια του Κυρίου, χτύπησαν τη Βασάν και το στρατό της στην Εδραείν. Θανάτωσαν τον Ωγ και τους γιους του, όπως και όλο το λαό, γυναίκες και παιδιά, και κυρίεψαν τη χώρα. Πήραν τα ζώα της χώρας κι άλλα λάφυρα από τις πόλεις τους (Αριθμοί 21,33-35. Δευτερονόμιο 3,1-11. 4,47. Ιησούς του Ναυή 12,4-6. Ψαλμοί 134,11. 135,20).
Οι Ισραηλίτες έφυγαν από 'κει και κατασκήνωσαν δυτικά της Μωάβ, στον Ιορδάνη, απέναντι από την Ιεριχώ, μεταξύ Αισιμώθ και Βελσατίμ (Αριθμοί 22,1. 33,48-49). Ο Βαλάκ, βασιλιάς των Μωαβιτών, έμαθε αυτά που είχαν κάνει οι Ισραηλίτες στους Αμορραίους, φοβήθηκε πολύ και ζήτησε τη βοήθεια των Μαδιανιτών. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Βαλάκ έστειλε άρχοντες αγγελιοφόρους στο Βαλαάμ, που ήταν άνθρωπος του Κυρίου και έμενε στη Φαθουρά κοντά στον Ευφράτη, για να καταραστεί τους Ισραηλίτες έτσι ώστε να νικηθούν από τους Μωαβίτες (Αριθμοί 22,2-6).
Όταν μετά από πιέσεις ο Βαλαάμ πήγε στον Βαλάκ του έδωσε τρεις χρησμούς από τον Κύριο και του είπε ότι ο Κύριος ήταν μαζί με τους Ισραηλίτες και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αναθεματίσει το λαό του Κυρίου. Τότε ο Βαλάκ οργίστηκε εναντίον του Βαλαάμ και τον έδιωξε από το παλάτι του. Πριν φύγει ο Βαλαάμ προφήτεψε την καταστροφή της Μωάβ και την υποδούλωση όλων των γειτονικών λαών στους Ισραηλίτες (Αριθμοί 22,7-24,25. Ιησούς του Ναυή 24,9-10).
Όταν ο λαός του Ισραήλ εγκαταστάθηκε στην κοιλάδα της Μωάβ, στην Σαττείν, άρχισε να πορνεύεται με τις Μωαβίτισσες. Αυτές τους προσκάλεσαν να συμμετάσχουν στις θυσίες των θεών τους κι εκείνοι έφαγαν απ' τις θυσίες και λάτρεψαν τους θεούς των Μωαβιτών. Ο Κύριος οργίστηκε πάρα πολύ που οι Ισραηλίτες πήραν μέρος στη λατρεία του Βάαλ και είπε στο Μωυσή να συλλάβει και να θανατώσει τους υπεύθυνους κι έτσι να πάψει ο θυμός του Κυρίου εναντίον του λαού. Κι ενώ η οργή του Κυρίου άρχισε να θανατώνει τους Ισραηλίτες, ένας Ισραηλίτης είχε φέρει στο στρατόπεδο μια Μαδιανίτισσα, τη Χασβί, κόρη άρχοντα των Μαδιανιτών, και παρέσυρε και τον αδερφό του Ζαμβρί, άρχοντα από τη φυλή Συμεών, να πάει μαζί της. Τότε ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρ και εγγονός του Ααρών, πήρε ένα δόρυ και μ' αυτό σκότωσε τον Ισραηλίτη και την Μαδιανίτισσα. Τότε σταμάτησε η συμφορά του Κυρίου ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Αυτοί που πέθαναν από τη συμφορά ήταν 24.000 (Αριθμοί 25,1-17. Ψαλμοί 105,28-31).
Έπειτα, όταν οι Ισραηλίτες ήταν στην περιοχή Αραβώθ, κοντά στον Ιορδάνη ποταμό, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, επιτέθηκαν στους Μαδιανίτες, προκειμένου να πάρουν εκδίκηση για την προηγούμενη απιστία του λαού. Ο Μωυσής έστειλε εναντίον τους χίλιους άντρες από κάθε φυλή. Μαζί τους ήταν και ο Φινεές, ο οποίος κρατούσε τα ιερά σκεύη και τη σάλπιγγα για τα διάφορα παραγγέλματα. Οι Ισραηλίτες πολέμησαν εναντίον των Μαδιανιτών και σκότωσαν όλους τους άντρες τους. Σκότωσαν τους βασιλείς τους, Ευΐν (Ευΐ), τον Ροκόν (Ροκόμ), τον Σουρ, τον Ουρ και τον Ροβόκ (Ροβέ), όπως και τον προφήτη Βαλαάμ, που ήταν μεταξύ των Μαδιανιτών. Αιχμαλώτισαν τις γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους και άρπαξαν τα ζώα τους, όλα τους τα υπάρχοντα και πυρπόλησαν τις πόλεις τους. Ύστερα από εντολή του Μωυσή σκοτώσανε και τις γυναίκες, γιατί αυτές ήταν που παρέσυραν τους Ισραηλίτες να απιστήσουν στον Κύριο και ξέσπασε η συμφορά πάνω στην κοινότητα. Έτσι σκοτώσανε όλες τις γυναίκες και τα αρσενικά παιδιά, εκτός από τις νεαρές κοπέλες.
Αμέσως μετά ο αρχιερέας Ελεάζαρ έδωσε εντολή να εξαγνιστούν έξω από το στρατόπεδο, όλοι οι πολεμιστές, οι νεαρές αιχμάλωτες, τα ρούχα τους και όλα τα μεταλλικά ή άλλα αντικείμενα που πήραν από τους Μαδιανίτες (Αριθμοί 31,1-24. Ιησούς του Ναυή 13,21-22). Στη συνέχεια έγινε η μοιρασιά των λαφύρων, των αιχμαλώτων και των ζώων. Τα ζώα που αρπάχτηκαν από τους Μαδιανίτες ήταν 675.000 πρόβατα, 72.000 βόδια και 61.000 γαϊδούρια. Οι νεαρές γυναίκες που αιχμαλωτίστηκαν ήταν 32.000. Τα μισά πήραν οι πολεμιστές που πολέμησαν στη μάχη και τ' άλλα μισά η υπόλοιπη κοινότητα. Από το μερίδιο των πολεμιστών κρατήθηκε ένα μέρος, ένα στα πεντακόσια, ως προσφορά στον Κύριο, το οποίο δόθηκε στον Ελεάζαρ τον αρχιερέα. Από το μερίδιο της κοινότητας κρατήθηκε ένα μέρος, ένα στα 50, το οποίο δόθηκε στους Λευίτες. Μετά παρουσιάστηκαν στο Μωυσή οι αρχηγοί του στρατού, και αφού του είπαν ότι δεν λείπει κανείς από τους πολεμιστές που πήραν μέρος στη μάχη, του παρέδωσαν όλα τα χρυσά αντικείμενα που λεηλατήθηκαν, προκειμένου να εξαγνιστούν. Όλο το χρυσάφι που παραδόθηκε ανερχόταν σε 16.750 σίκλους (170 περίπου χιλιόγραμμα). Αφού κράτησαν οι πολεμιστές το μερίδιό τους, το υπόλοιπο παραδόθηκε στη Σκηνή του Μαρτυρίου (Αριθμοί 31,25-54).
ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΣΤΗ ΜΩΑΒ
Στην Αραβώθ, ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή και στον Ελεάζαρ τον ιερέα, γιο του Ααρών, να απογράψουν όλη την ισραηλιτική κοινότητα. Ο συνολικός αριθμός που απογράφτηκαν ήταν 601.730 άντρες. Ανάμεσα σ' αυτούς δεν βρισκόταν ούτε ένας από εκείνους που είχαν απογραφτεί από το Μωυσή και τον Ααρών, στην έρημο του Σινά, εκτός από το Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή και τον Ιησού, γιο του Ναυή. Οι Λευίτες ήταν 23.000. Στη συνέχεια ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή, πως θα μοιραστεί η χώρα, όταν οι Ισραηλίτες θα μπουν στη Χαναάν. Η μοιρασιά θα γινόταν ανάλογα με τον πληθυσμό της κάθε φυλής (Αριθμοί 26,1-65).
Οι κόρες του Σαλπαάδ, απογόνου του Μανασσή, η Μααλά, η Νουά, η Εγλά, η Μελχά και η Θερσά, μετά το θάνατο του πατέρα τους, πλησίασαν και στάθηκαν μπροστά στο Μωυσή και στον Ελεάζαρ τον Αρχιερέα, μπροστά στους αρχηγούς των φυλών και σ' όλη την ισραηλιτική κοινότητα, στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου, και τους είπαν ότι επειδή ο πατέρας τους πέθανε στην έρημο, εξαιτίας της αμαρτίας που βάρυνε όλους τους Ισραηλίτες, για να μην εξαφανιστεί το όνομα του πατέρα τους από τη συγγένειά του, ζήτησαν όταν θα μοιράζεται η γη της Χαναάν, να πάρουν αυτές το μερίδιο του πατέρα τους. Ο Μωυσής παρουσίασε την υπόθεση τους στο Κύριο κι ο Κύριος του είπε, ότι σωστά μίλησαν οι κόρες του Σαλπαάδ και ασφαλώς δικαιούνται να πάρουν το κληρονομικό μερίδιο του πατέρα τους (Αριθμοί 27,1-6).
Αμέσως μετά οι αρχηγοί των οικογενειών της φυλής Μανασσή, προσήλθαν μπροστά στο Μωυσή και στον αρχιερέα Ελεάζαρ και στους αρχηγούς των ισραηλιτικών φυλών και είπαν, ότι ο Κύριος έδωσε εντολή να δοθεί η κληρονομιά του Σαλπαάδ, του συγγενή τους, στις κόρες του. Αλλά αν αυτές πάρουν άντρα από άλλη φυλή, τότε το μερίδιό τους θα αφαιρεθεί από την κληρονομιά της φυλής των προγόνων τους και θα προστεθεί στην φυλή που θα ανήκουν πλέον, με αποτέλεσμα το μερίδιο της φυλής τους, που τους κληρώθηκε να ελαττωθεί και με το επόμενο Ιωβηλαίο έτος, να προστεθεί οριστικά στην ιδιοκτησία της φυλής στην οποία αυτές θα ανήκουν.
Ο Μωυσής, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, είπε στους Ισραηλίτες, ότι οι κόρες του Σαλπαάδ μπορούσαν να παντρευτούν όποιον θέλουν, αρκεί να πάρουν άντρα από οικογένεια της δικής τους φυλής, έτσι ώστε να μην περιφέρεται η κληρονομιά από τη μια φυλή στην άλλη.
Οι κόρες λοιπόν του Σαλπαάδ, συμμορφώθηκαν με την εντολή που έδωσε ο Κύριος στο Μωυσή και πήραν ως συζύγους τους γιους των θείων τους. Έτσι η ιδιοκτησία τους παρέμεινε στη φυλή του πατέρα τους (Αριθμοί 36,1-13).
Οι απόγονοι του Ρουβήν, του Γαδ και η μισή φυλή Μανασσή επειδή είχαν πάρα πολλά κοπάδια ζήτησαν από το Μωυσή να πάρουν την περιοχή ανατολικά του Ιορδάνη, που είχε πολλούς βοσκότοπους. Ο Μωυσής συμφώνησε και τους έδωσε την περιοχή αυτή που πριν ήταν τα βασίλεια των Αμοραίων και της Βασάν, με τον όρο όμως αφού εγκαταστήσουν εκεί τις γυναίκες και τα παιδιά, οι άντρες θα συμμετέχουν μαζί με τους άλλους Ισραηλίτες στις πολεμικές συγκρούσεις, μέχρις ότου καταληφθεί ολόκληρη η Χαναάν (Αριθμοί 32,1-42. Δευτερονόμιο 3,12-22). Οι τρεις πόλεις ανατολικά του Ιορδάνη, που ξεχώρισε ο Μωυσής, ως πόλεις καταφυγής των εξ αμελείας φονιάδων, ώστε να αισθάνονται ασφαλείς ώσπου να γίνει η δίκη τους, ήταν η Βοσόρ από τη φυλή Ρουβήν, η Ραμώθ στη Γαλαάδ από τη φυλή Γαδ και Γαυλών στη Βασάν από τη φυλή Μανασσή (Δευτερονόμιο 4,41-43).
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΥ
Όταν οι Ισραηλίτες βρισκόντουσαν ανατολικά του Ιορδάνη, στην έρημο που ήταν κοντά στην Ερυθρά θάλασσα και ανάμεσα στην έρημο Φαράν και στις πόλεις Τοφόλ, Λοβόν, Αυλών και Καταχρύσεα, ο Μωυσής, μετά τη νίκη των Ισραηλιτών εναντίον του Σηών και του Ωγ, την πρώτη μέρα του ενδέκατου μήνα του τεσσαρακοστού έτους από την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, μίλησε στον ισραηλιτικό λαό και τους ιστόρησε όλη την πορεία που κάνανε όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που φύγανε από την Αίγυπτο, και τους επανέλαβε για δεύτερη φορά το Νόμο, που πήρανε από τον Κύριο στο όρος Σινά (Δευτερονόμιο 1,1-5. 4,46). Κάλεσε το λαό σε υπακοή και πίστη στον Κύριο, ο οποίος ενώπιον του λαού κατέστρεψε με θαυματουργικό τρόπο το είδωλο του Βάαλ. Τους έδωσε συμβουλές για την είσοδό τους στη Χαναάν και τους προέτρεψε να τηρούν πάντα τις εντολές του Κυρίου και ν' απέχουν από την ειδωλολατρεία (Δευτερονόμιο 4,1-40. 6,10-9,29. 29,15-28).
Εκεί στη Μωάβ, με την επανάληψη του Νόμου από το Μωυσή (Δευτερονόμιο κεφ. 4-28), ο Κύριος έκανε τη δεύτερη διαθήκη με τους Ισραηλίτες, πέρα από τη διαθήκη, που είχε κάνει μ' αυτούς στο όρος Σινά (Δευτερονόμιο 28,69. 29,1-14. 30,1-20). Οι Ισραηλίτες, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου που είχε δώσει στο Μωυσή, όταν θα περάσουν τον Ιορδάνη και θα μπουν στη Χαναάν, θα έπρεπε να διώξουν και να εξοντώσουν από τη χώρα όλους τους κατοίκους της και να καταστρέψουν τα είδωλα τους, καθώς και τους ιερούς τους τόπους, έτσι ώστε να είναι καθαρή η χώρα από είδωλα και να μην υπάρχει μελλοντικός κίνδυνος από αυτούς (Αριθμοί 33,50-53. 55-56). Στη συνέχεια ο Κύριος όρισε στο Μωυσή τα όρια της Χαναάν (Αριθμοί 34,1-12).
Ο Μωυσής είχε πει στον Ιησού του Ναυή, ότι αυτά που έκανε ο Κύριος στους δύο βασιλείς των Αμορραίων, Σηών και Ωγ, τα ίδια θα κάνει και στους άλλους βασιλιάδες των εθνών της Χαναάν, όταν περάσουν τον Ιορδάνη. Γι' αυτό να μη φοβηθούν, γιατί ο Κύριος θα πολεμήσει μαζί τους (Δευτερονόμιο 3,21-22). Ο Μωυσής στις τελευταίες οδηγίες του, τόνισε στους Ισραηλίτες, να μη ξεχάσουν τους Αμαληκίτες και τους έδωσε εντολή να τους εξολοθρεύσουν, γιατί κατά την πορεία τους προς τη Γη της Επαγγελίας, οι Αμαληκίτες τους χτύπησαν από τα νώτα σκοτώνοντας όλους τους βραδυπορούντες, ενώ αυτοί ήταν εξαντλημένοι και αποκαμωμένοι (Δευτερονόμιο 25,17-19).
Ο Μωυσής, συνοδευόμενος από τους πρεσβυτέρους του λαού και τους Λευίτες, απευθύνθηκε στο λαό και τους είπε, ότι την ημέρα που θα περάσουν τον Ιορδάνη για να μπουν στη Χαναάν, θα πάρουν μεγάλα λιθάρια και θα τα στήσουν όρθια στο όρος Εβάλ (Γαιβάλ), θα τα ασβεστώσουν και πάνω τους θα γράψουν όλα τα λόγια του νόμου. Έτσι θα μπορέσουν να μπουν με ασφάλεια στη Γη της Επαγγελίας. Εκεί θα χτίσουν ένα πέτρινο θυσιαστήριο στον Κύριο, με πέτρες απελέκητες, χωρίς να τις επεξεργαστούνε με κάποιο σιδερένιο εργαλείο, και πάνω σ' αυτό θα προσφέρουν ολοκαυτώματα στον Κύριο. Επίσης θα προσφέρουν θυσίες ευχαριστίας και θα φάνε ενώπιον του Κυρίου (Δευτερονόμιο 27,1-10). Επίσης ο Μωυσής είπε στους Ισραηλίτες, ότι πρώτα θα περάσουν τον Ιορδάνη, οι φυλές Συμεών, Λευΐ, Ιούδα, Ισσάχαρ, Μανασσή, Εφραίμ και Βενιαμίν, και θα σταθούν στο όρος Γαριζίν, για να απαγγείλουν τις ευλογίες προς τον λαό. Και μετά θα περάσουν οι φυλές Ρουβήν, Γαδ, Ασήρ, Ζαβουλών, Δαν και Νεφθαλείμ, και θα σταθούν στο όρος Εβάλ (Γαιβάλ) για να απαγγείλουν, μέσω των Λευιτών, τις κατάρες (Δευτερονόμιο 27,11-14).
Όταν ο Κύριος προανήγγειλε στο Μωυσή ότι πλησιάζει η ώρα να πεθάνει, ο Μωυσής ζήτησε από το Θεό να του ορίσει τον διάδοχό του. Ο Κύριος υπέδειξε ως τον πιο κατάλληλο τον Ιησού του Ναυή. Ο Μωυσής, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, αφού έφερε τον Ιησού τον Ναυή ενώπιον του αρχιερέα Ελεάζαρ και της κοινότητας, του ανέθεσε το αξίωμα του αρχηγού και του έδωσε αρμοδιότητες πάνω στην κοινότητα (Αριθμοί 27,12-23. Δευτερονόμιο 31,1-8). Ο Μωυσής κατέγραψε τους λόγους του νόμου σε βιβλίο και τον παρέδωσε στους ιερείς της φυλής Λευΐ και στους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών, και τους έδωσε την εντολή, κάθε επτά χρόνια, κατά το έτος της αφέσεως των χρεών στη γιορτή της Σκηνοπηγίας, όταν όλοι οι Ισραηλίτες θα πηγαίνουν να παρουσιαστούν ενώπιον του Κυρίου, στον τόπο που θα έχει ορίσει ως Ναό, να διαβάζουν αυτόν το Νόμο ενώπιον όλου του λαού (Δευτερονόμιο 31,9-13). Όταν ο Μωυσής τελείωσε να γράφει τα λόγια αυτού του Νόμου σε βιβλίο, έδωσε την εντολή στους Λευίτες, να το τοποθετήσουν πλάϊ στην Κιβωτό της Διαθήκης (Δευτερονόμιο 31,24-26).
Ο Μωυσής και ο Ιησούς του Ναυή, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, πήγαν και στάθηκαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Εκεί τους παρουσιάστηκε ο Κύριος μέσα σε μια στήλη νεφέλης, η οποία ήρθε και στάθηκε στην είσοδο της Σκηνής. Ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή και του είπε, ότι επειδή ο λαός, όταν θα μπει στη Γη της Επαγγελίας, θα φάει και θα χορτάσει, και τότε θ' αρχίσει να λατρεύει άλλους θεούς και θα παραβιάσει τη διαθήκη που έχει κάνει με τον Κύριο. Όταν θα γίνει αυτό ο θυμός και η οργή του Κυρίου θα πέσει πάνω τους και θα τους αποστραφεί. Τότε θα τους βρουν πολλές συμφορές και θλίψεις, και θ' αναρωτιούνται, γιατί γίνονται όλα αυτά. Γι' αυτό, λοιπόν, τους έδωσε ένα τραγούδι για να το τραγουδάνε οι Ισραηλίτες, ως μια υπενθύμιση για την ημέρα που θα γινόταν αυτό (Δευτερονόμιο 31,14-23). Στη συνέχεια ο Μωυσής κάλεσε κοντά του τους αρχηγούς των φυλών, τους πρεσβυτέρους του λαού, τους δικαστές και τους γραμματείς, και τους έκανε γνωστή την προειδοποίηση του Κυρίου και τους είπε ακόμη μια φορά να μείνουν πιστοί στον Κύριο και να μην παρεκκλίνουν από το δρόμο του. Ο Μωυσής, έχοντας μαζί του και τον Ιησού του Ναυή, τους απάγγειλε το τραγούδι που του έδωσε ο Κύριος, από την αρχή ως το τέλος (Δευτερονόμιο 31,27-30. 32,44-52). Το τραγούδι που είπε ο Μωυσής, υπάρχει στο Δευτερονόμιο στο κεφάλαιο 32 (Δευτερονόμιο 32,1-43).
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Όταν οι Ισραηλίτες ήταν κοντά στη Βαιθ-Φεγώρ, ο Μωυσής παρακάλεσε τον Κύριο να περάσει τον Ιορδάνη και να δει την εύφορη χώρα της Χαναάν. Ο Κύριος όμως είχε οργιστεί, γιατί ο Μωυσής και ο Ααρών στην Κάδης έδειξαν ανυπακοή και δεν δόξασαν όπως θα 'πρεπε τον Κύριο ενώπιον των Ισραηλιτών. Γι' αυτό το λόγο δεν επέτρεψε στο Μωυσή να μπει στη Γη της Επαγγελίας (Δευτερονόμιο 3,23-29. 4,21-22. 32,51). Ο Μωυσής, αφού ευλόγησε τους Ισραηλίτες (Δευτερονόμιο 33,1-29), από την Αραβώθ της κοιλάδας Μωάβ ανέβηκε στην οροσειρά Αβαρίμ, στο όρος Νεβώ, στην κορυφή Φασγά, απέναντι από την Ιεριχώ. Από κει ο Κύριος του έδειξε τη Χαναάν, όλη τη χώρα που υποσχέθηκε να δώσει στους απογόνους τους (Δευτερονόμιο 32,48-52. 34,1-4).
Έτσι ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, πέθανε εκεί πάνω στο βουνό, όπως το είχε πει ο Κύριος. Και τον έθαψε ο Κύριος σε μια κοιλάδα της Μωάβ, κάπου στη Γαΐ, κοντά στη Βαιθ-Φεγώρ. Κανένας μέχρι σήμερα δεν ξέρει πού βρίσκεται ο τάφος του. Όταν πέθανε ο Μωυσής ήταν 120 ετών. Οι Ισραηλίτες έκλαψαν το Μωυσή στις πεδιάδες της Μωάβ τριάντα μέρες (Δευτερονόμιο 31,2. 34,5-8).
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Ο Μωυσής ήταν άνθρωπος του Θεού (Α' Παραλειπομένων 23,14). Ανάμεσα στους Ισραηλίτες δεν παρουσιάστηκε πια άλλος προφήτης σαν το Μωυσή. Ο Κύριος τον γνώριζε πρόσωπο με πρόσωπο. Κανείς δεν είναι ισάξιος του όσον αφορά τα σημεία και τα θαύματα που τον έστειλε ο Κύριος να κάνει στην Αίγυπτο, μπροστά στο Φαραώ, στους αξιωματούχους του και σ' όλο το λαό του. Κανείς δεν είναι εφάμιλλος του Μωυσή όσον αφορά τη μεγάλη του δύναμη και τα φοβερά έργα που έκανε μπροστά στα μάτια όλων των Ισραηλιτών (Αριθμοί 34,10-12).
Ο Μωυσής υπήρξε αναμφισβήτητα ένας μεγάλος ηγέτης. Στάθηκε με θάρρος και παρρησία μπροστά στο Φαραώ και υπερασπίστηκε τη απελευθέρωση του λαού Ισραήλ. Παρόλο τη θέση που είχε μέσα στο παλάτι, ξέχασε ποιος ήταν όταν επρόκειτο να υπερασπιστεί το δίκαιο (Έξοδος 2,14). Ηγήθηκε με μεγάλη επιτυχία τον δύσκολο και απαιτητικό λαό του Ισραήλ, που άλλοτε ευχαριστούσε το Θεό για την απελευθέρωση του και άλλοτε γόγγυζε για την πορεία του στην έρημο, αναπολώντας την περίοδο της Αιγύπτου και λατρεύοντας άλλους θεούς. Η Αγία Γραφή αναφέρει πως ήταν ο πιο πράος και ο πιο ταπεινός απ' όλους τους ανθρώπους τους επί της γης (Αριθμοί 12,3). Αρνήθηκε να πάρει την αρχηγία (Έξοδος 4,13). Ήθελε όλος ο λαός να ήταν προφήτες και ο Κύριος να έδινε το Πνεύμα Του (Αριθμοί 11,29). Ενδιαφέρθηκε για την πνευματική κατάσταση του λαού, και όταν ο Κύριος του πρότεινε να καταστρέψει τους Ισραηλίτες (Έξοδος 34,10), προσευχήθηκε στον Κύριο για να τους συγχωρέσει, ζητώντας μάλιστα να πληρώσει αυτός αντί για το λαό (Έξοδος 34,32). Ήταν άνθρωπος προσευχής και εμπιστοσύνης στο Θεό. Παρόλο που για τους περισσότερους η απελευθέρωση του λαού από τους Αιγυπτίους ήταν ένα όνειρο, ο Μωυσής πίστεψε στην υπόσχεση του Θεού. Γι' αυτό και ο Θεός στάθηκε δίπλα του σε κάθε δύσκολη στιγμή της πορείας προς τη γη της Επαγγελίας. Στους Ψαλμούς αναφέρεται ότι ο Μωυσής και ο Ααρών, ως ιερείς του Κυρίου επικαλούνταν τ' όνομά του και ο Κύριος τους άκουγε και τους μιλούσε μέσα από μια νεφέλη (Ψαλμοί 98,6-7).
Εκτός από μεγάλος ηγέτης και νομοθέτης ο Μωυσής ήταν συγγραφέας των βιβλίων της Πεντάτευχου (Γένεση, Έξοδος, Λευιτικό, Αριθμοί, Δευτερονόμιο), καθώς και ποιητής (Έξοδος 15,1-18, για την απελευθέρωση από την Αίγυπτο, Έξοδος 15,21, Δευτερονόμιο κεφ. 32, η ωδή του Μωυσή, Δευτερονόμιο 33,1-29, η ευλογία του στις φυλές Ισραήλ). Έγραψε τον 89ο Ψαλμό. Σε άλλο Ψαλμό αναφέρεται πως ο Μωυσής και ο Ααρών οδήγησαν τους Ισραηλίτες ως ποιμένες (Ψαλμοί 76,21). Στην Καινή Διαθήκη, και στην προς Εβραίους επιστολή, ο Μωυσής αναφέρεται μεταξύ των ηρώων της πίστεως (προς Εβραίους 11,24-29). Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 4 Σεπτεμβρίου. Οι απόγονοί του εντάχθηκαν στη φυλή Λευΐ, όχι ως ιερείς, αλλά ως απλοί Λευίτες (Α' Παραλειπομένων 23,14).
(Πηγή: «ΜΩΥΣΗΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ, ΕΝΟΤΗΤΑ 2», users.sch.gr/)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνόφον ἄυλον, τεθεαμένος, νόμον ἔνθεον, πλαξὶν ἐδέξω, ὡς θεάμων μυστηρίων τοῦ Πνεύματος καὶ καταπλήξας τὴν Αἴγυπτον θαύμασι, δημαγωγὸς Ἰσραὴλ ἐχρημάτισας. Μωυσῆ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Μωϋσέως τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Κάθισμα. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.
Πηγή: users.sch.gr/, users.sch.gr/
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Ο Μωυσής υπήρξε από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Βίβλου. Υπήρξε ηγέτης του έθνους Ισραήλ, σπουδαίος νομοθέτης και μεσίτης της διαθήκης του Νόμου, προφήτης, κριτής, διοικητής, ιστορικός και συγγραφέας. Πάνω απ' όλα όμως ήταν άνθρωπος του Θεού (Α' Παραλειπομένων 23,14).
Ο Μωυσής γεννήθηκε στην Αίγυπτο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Μωυσής θα πρέπει να έζησε περίπου το 1526-1406 π.Χ.. Ο Μωυσής ήταν 80 ετών όταν παρουσιάστηκε στο Φαραώ
Ήταν γιος του Αμβράμ και της Ιωχαβέδ, από τη φυλή Λευΐ (Έξοδος 2,1. 6.20. Αριθμοί 26,59. Α' Παραλειπομένων 5,29. 6,3. 23,13). Στο βιβλίο της Εξόδου, δε γίνεται καμία αναφορά για τους γονείς του, αλλά απλά αναφέρεται πως ήταν "γιος ανθρώπου τινός εκ του οίκου Λευΐ και μιας εκ των θυγατέρων Λευΐ" (Έξοδος 2,1). Αναφέρεται όμως στον κατάλογο των αρχηγών των πατριών (Έξοδος 6,20-27, Αριθμοί 26,59). Ήταν αδερφός του Ααρών και της Μαριάμ. Ήταν κατά τρία χρόνια μικρότερος του αδερφού του Ααρών (Έξοδος 7,7) και κατά έξι μικρότερος της αδερφής του Μαριάμ.
Ο Μωυσής παντρεύτηκε την Σεπφώρα, κόρη του ιερέα της Μαδιάμ Ιοθόρ ή Ραγουήλ, (Έξοδος 2,21) και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ (Γερσώμ), (Έξοδος 2,22. Α' Παραλειπομένων 23,15. 26,24) και τον Ελιέζερ (Έξοδος 18,1-6. Α' Παραλειπομένων 23,15).
Ήταν όμορφος αλλά βραδύγλωσσος. Η Αγία Γραφή αναφέρει ότι ο Μωυσής ήταν ο πιο πράος και ο πιο ταπεινός από όλους τους ανθρώπους που υπήρχαν πάνω στην επιφάνεια της γης (Αριθμοί 12,3). Ο Μωυσής είναι μια ιδιαίτερα προεξέχουσα προσωπικότητα όσον αφορά τη Βιβλική αφήγηση.
Το όνομά στα εβραϊκά είναι "Μοσέχ" που σημαίνει "Αυτός που Ανασύρθηκε, που Σώθηκε από το Νερό". Ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος ισχυριζόταν ότι το όνομα αυτό αποτελούσε συνδυασμό δύο αιγυπτιακών λέξεων που σημαίνουν «νερό» και «σωσμένος». Παρόμοια και σήμερα, ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι το όνομα Μωυσής έχει αιγυπτιακή προέλευση αλλά ότι πιθανότατα σημαίνει «Γιος, Παιδί». Ο Μωυσής είναι ο ποιητής του 89ου Ψαλμού.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Οι Ισραηλίτες ζούσαν νομαδικά και είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο για να γλιτώσουν από την ξηρασία και την πείνα (Γένεση κεφ. 46). Για 430 χρόνια (Έξοδος 12,40) συνυπήρχαν ειρηνικά με τους Αιγύπτιους γείτονές τους. Αλλά άλλαξαν τα πράγματα όταν ανέλαβε την εξουσία ένας καινούριος Φαραώ (Έξοδος 1,9-10). Οι Αιγύπτιοι φοβήθηκαν την αύξηση του πληθυσμού των Ισραηλιτών και πρώτα προσπάθησαν να τους εξουθενώσουν βάζοντάς τους σε καταναγκαστικά έργα (Έξοδος 1,13-14. Ιησούς του Ναυή 24,4).
Και επειδή οι Ισραηλίτες αυξάνονταν και γινόντουσαν όλο και πιο δυνατοί διέταξαν τις Εβραίες μαίες να σκοτώνουν κάθε αρσενικό παιδί που γεννούσαν οι γυναίκες των Ισραηλιτών (Έξοδος 1,15-16). Ωστόσο, οι μαίες επειδή φοβόντουσαν τον Θεό άφηναν τα παιδιά να ζουν κι έτσι οι Ισραηλίτες συνέχιζαν να αυξάνονται. Ο Φαραώ διέταξε τότε κάθε αρσενικό παιδί των Ισραηλιτών να ρίχνεται στον ποταμό Νείλο (Έξοδος 1,22).
Εκείνη την εποχή ένα αντρόγυνο Ισραηλιτών από τη φυλή Λευΐ, ο Αμβράμ και η Ιωχαβέδ, δεν φοβήθηκαν τη διαταγή του Φαραώ και με κίνδυνο της ζωής τους, όταν είδαν πόσο ωραίο ήταν το παιδί, το έκρυψαν για τρεις μήνες, ώστε να μην θανατωθεί (Έξοδος 2,1-10). Δεν ήταν όμως δυνατό να το κρύβει περισσότερο. Μη έχοντας άλλη ελπίδα η μητέρα του, πήρε λοιπόν ένα καλάθι από πάπυρο, το άλειψε με πίσσα, έβαλε μέσα το παιδί και το άφησε στις καλαμιές, στις όχθες του Νείλου. Έβαλε και την κόρη της Μαριάμ να παρακολουθεί από μακριά τι θα γίνει.
Μια μέρα η κόρη του Φαραώ ήρθε να λουστεί στο Νείλο και μπήκε στο ποτάμι, ενώ οι υπηρέτριες της περπατούσαν στην όχθη του. Κάποια στιγμή, εκείνη είδε το καλάθι ανάμεσα στα καλάμια κι έστειλε τη δούλη της να το πάρει. Το άνοιξε κι είδε μέσα ένα μικρό αγόρι που έκλαιγε. Τότε το λυπήθηκε και αποφάσισε να το υιοθετήσει. «Αυτό είναι εβραιόπουλο», είπε. Τότε η αδερφή του παιδιού, που παρακολουθούσε κρυφά τη σκηνή, ρώτησε την κόρη του Φαραώ: «Να πάω να σου φωνάξω μια τροφό από τις Εβραίες, να σου θηλάζει το παιδί;»
Η κόρη του Φαραώ της λέει: «Πήγαινε». Πάει το κορίτσι και φωνάζει τη μητέρα του παιδιού. «Πάρε αυτό το παιδί και θήλασέ το για μένα, κι εγώ θα σου δίνω την αμοιβή σου», της είπε η κόρη του Φαραώ.
Έτσι πήρε η Ιωχαβέδ το παιδί και το θήλαζε για τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό η Ιωχαβέδ είχε προφανώς την ευκαιρία να διδάξει τον Μωυσή την προγονική θρησκεία, "τον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ". Όταν το παιδί μεγάλωσε, το έφερε στη θυγατέρα του Φαραώ. Εκείνη το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «επειδή τον έβγαλα απ' το νερό» (Έξοδος 2,5-10). Η κόρη του Φαραώ τον ανάθρεψε σαν γιο της μέσα στα βασιλικά ανάκτορα διδάσκοντάς του όλη την αιγυπτιακή σοφία (Πράξεις 7,21-22). Μάλιστα αποδεικνυόταν δυνατός στα λόγια και στις πράξεις του (Πράξεις 7,22).
Ο ΜΩΥΣΗΣ ΣΤΗ ΓΗ ΜΑΔΙΑΜ
Όταν ο Μωυσής είχε πια μεγαλώσει, πήγε μια μέρα να δει τους συμπατριώτες του. Καθώς παρακολουθούσε τις βαριές δουλειές που τους υποχρέωναν να κάνουν, βλέπει κι έναν Αιγύπτιο να χτυπάει έναν Εβραίο συμπατριώτη του. Κοίταξε τριγύρω, κι όταν είδε πως δεν ήταν κανείς τριγύρω, σκότωσε τον Αιγύπτιο και τον έκρυψε στην άμμο (Έξοδος 2,11-12).
Την άλλη μέρα πήγε πάλι και είδε δύο Εβραίους να φιλονικούν. Και είπε σ' εκείνον που είχε το άδικο: «Γιατί χτυπάς το συμπατριώτη σου;» Εκείνος του απάντησε: «Ποιος σ' έβαλε άρχοντα και δικαστή σ' εμάς; Ή μήπως θέλεις να με σκοτώσεις κι εμένα όπως σκότωσες τον Αιγύπτιο;» Τότε ο Μωυσής φοβήθηκε επειδή το επεισόδιο μαθεύτηκε. Όταν έμαθε ο Φαραώ αυτή την πράξη, ζητούσε να σκοτώσει το Μωυσή (Έξοδος 2,11-15).
Έτσι ο Μωυσής για ν' αποφύγει την εκδίκηση του Φαραώ, κρύφτηκε και κατέφυγε στη Μαδιάμ, βορειοδυτικά της αραβικής χερσονήσου. Εκεί κάθισε κοντά σ' ένα πηγάδι. Ο ιερέας της Μαδιάμ είχε εφτά κόρες. Αυτές ήρθαν να βγάλουν νερό για να γεμίσουν τις ποτίστρες και να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους. Ήρθαν όμως κάτι βοσκοί και τις έδιωχναν. Τότε σηκώθηκε ο Μωυσής και τις υπερασπίστηκε και πότισε αυτός τα πρόβατα τους.
Οι κοπέλες όταν γύρισαν στον πατέρα τους τον Ραγουήλ (Ιοθόρ), του διηγήθηκαν τα γεγονότα. Τότε ο πατέρας τους τις είπε να τον φέρουν στο σπίτι και να τον φιλοξενήσουν. Έτσι ο Μωυσής αποφάσισε να μείνει κοντά στον Ραγουήλ (Ιοθόρ), κι εκείνος του έδωσε για γυναίκα τη θυγατέρα του τη Σεπφώρα. Εκεί έμεινε σαράντα χρόνια βόσκοντας τα πρόβατα του πεθερού του. Με την Σεπφώρα απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ (Γερσώμ), που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη χώρα» και τον Ελιέζερ που σημαίνει «ο Θεός του πατέρα μου ήρθε σε βοήθειά μου και μ' έσωσε» (Έξοδος 2,15-22. 18,2-4).
Ύστερα από πολύν καιρό πέθανε ο βασιλιάς της Αιγύπτου. Οι Ισραηλίτες όμως εξακολουθούσαν να στενάζουν στη σκλαβιά και να φωνάζουν για βοήθεια. Η κραυγή τους έφτασε στο Θεό. Άκουσε, λοιπόν, ο Θεός το στεναγμό τους κι αναλογίστηκε τη διαθήκη που είχε κάνει με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Έστρεψε το βλέμμα του προς τους Ισραηλίτες και ενδιαφέρθηκε γι' αυτούς (Έξοδος 2,23-25).
Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Ο Μωυσής κάποτε που έβοσκε τα πρόβατα του ιερέα Ιοθόρ, του πεθερού του, έφτασε πέρα από την έρημο, στο βουνό του Θεού, το Χωρήβ. Τότε του φανερώθηκε ο Κύριος μέσα σε πύρινη φλόγα που έβγαινε από μια βάτο. Ο Μωυσής είδε πως ενώ η βάτος είχε πάρει φωτιά και ήταν μέσα στις φλόγες, δεν καιγόταν. Όταν ο Κύριος είδε ότι ο Μωυσής πλησίαζε για να παρατηρήσει, του φώναξε μέσα από τη βάτο: «Μωυσή, Μωυσή».
Αυτός απάντησε: «Ορίστε».
Ο Κύριος του είπε «Μωυσή, μην πλησιάσεις εδώ. Βγάλε τα σανδάλια σου από τα πόδια σου, γιατί ο τόπος όπου στέκεσαι είναι τόπος άγιος. Εγώ, είμαι ο Θεός των προγόνων σου, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ».
Τότε ο Μωυσής σκέπασε το πρόσωπό του, γιατί φοβόταν να κοιτάξει το Θεό.
Ο Κύριος συνέχισε: «Είδα τη δυστυχία του λαού μου στην Αίγυπτο, και άκουσα την κραυγή τους εξαιτίας των καταπιεστών τους. Ξέρω τα βάσανα τους. Γι’ αυτό κατέβηκα να τους γλιτώσω από τους Αιγυπτίους και να τους φέρω από αυτή τη χώρα, σε μια χώρα μεγάλη και εύφορη, στη χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι, στη Χαναάν. Και τώρα που η κραυγή των Ισραηλιτών έφτασε ως εμένα, και είδα πώς τους καταπιέζουν οι Αιγύπτιοι, τώρα εγώ σε στέλνω στο Φαραώ, να βγάλεις το λαό μου, τους Ισραηλίτες, από την Αίγυπτο».
Ο Μωυσής είπε στο Θεό: «Ποιος είμαι εγώ, για να πάω στο Φαραώ και να βγάλω τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο;»
Ο Κύριος του απάντησε «Εγώ θα είμαι μαζί σου. Όταν θα βγάλεις το λαό μου από την Αίγυπτο, θα λατρεύσετε το Θεό σ' αυτό εδώ το βουνό» (Έξοδος 3,1-12).
Αλλά ο Μωυσής είπε πάλι: «Καλά, εγώ θα πάω στους Ισραηλίτες και θα τους πω, "ο Θεός των προγόνων σας με έστειλε σ' εσάς". Αυτοί όμως θα με ρωτήσουν "ποιο είναι το όνομά του;" Τι θα τους πω;»
Τότε ο Κύριος απάντησε στο Μωυσή: «Εγώ είμαι ο Ων (εκείνος που είμαι). Έτσι θα μιλήσεις στους Ισραηλίτες: "Εκείνος που είναι μ' έστειλε σ' εσάς". Θα πεις στους Ισραηλίτες: "Ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας, ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, αυτός με έστειλε σ' εσάς". Αυτό είναι το "όνομα" μου στον αιώνα, και με αυτό θα με επικαλούνται όλες οι γενιές. Πήγαινε, λοιπόν, συγκέντρωσε τους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών και πες τους ότι σου παρουσιάστηκε ο Κύριος και σου είπε: "σας παρακολουθώ προσεκτικά και είδα τι σας κάνουν στην Αίγυπτο. Έτσι, αποφάσισα να σας βγάλω από τη δυστυχία της Αιγύπτου και να σας φέρω στη Χαναάν, σε μια χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι". Αυτοί θα σε υπακούσουν. Κι έτσι θα πας, εσύ και οι "πρεσβύτεροι των Ισραηλιτών, στο βασιλιά της Αιγύπτου και θα του πεις: "Μας φανερώθηκε ο Κύριος, ο Θεός των Εβραίων. Τώρα λοιπόν θέλουμε να πάμε τρεις μέρες πορεία στην έρημο, για να θυσιάσουμε στον Κύριο το Θεό μας". Εγώ ξέρω ότι ο βασιλιάς της Αιγύπτου δε θα σας αφήσει να φύγετε, παρά μόνο αν εξαναγκαστεί με τη βία. Θα απλώσω, λοιπόν, το χέρι μου και θα τιμωρήσω τους Αιγυπτίους με κάθε λογής τρομερά έργα που θα κάνω στη χώρα τους ύστερα από αυτά θα σας αφήσει να φύγετε» (Έξοδος 3,14-22).
Τότε αποκρίθηκε ο Μωυσής: «Κι αν δε με πιστέψουν και δε με υπακούσουν, κι αμφισβητήσουν ότι μου παρουσιάστηκε ο Κύριος;»
Τότε ο Κύριος τον ρώτησε: «Τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;» Αυτός απάντησε: «Ραβδί».
Του είπε ο Κύριος «Ρίξ' το στη γη». Ο Μωυσής το έριξε στη γη, και το ραβδί μεταμορφώθηκε σε φίδι.
Ο Μωυσής έτρεξε να φύγει. Αλλά ο Κύριος του είπε: «Άπλωσε το χέρι σου και πιάσ' το απ' την ουρά. Ο Μωυσής άπλωσε το χέρι του, το έπιασε, κι αυτό έγινε πάλι ραβδί.
Ο Κύριος του είπε: «Έτσι θα πιστέψουν οι Ισραηλίτες ότι σου παρουσιάστηκε ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων τους, του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Βάλε το χέρι σου στη μασχάλη σου».
Έβαλε το χέρι του στη μασχάλη του ο Μωυσής, αλλά όταν το έβγαλε, το χέρι του ήταν άσπρο σαν χιόνι.
Τότε του είπε ο Κύριος: «Βάλε πάλι το χέρι σου στη μασχάλη σου».
Κι όταν το έβγαλε, αυτή τη φορά το χέρι του είχε ξαναγίνει όπως το υπόλοιπο σώμα του.
Του είπε ο Κύριος «Και αν δε σε πιστέψουν, αν δεν πειστούν με το πρώτο θαύμα, θα πιστέψουν με το δεύτερο. Και αν δε πειστούν με τα δυο αυτά θαύματα και δεν ακούσουν αυτά που θα τους πεις, τότε θα πάρεις λίγο νερό από το Νείλο και θα το χύσεις στο έδαφος και το νερό αυτό του ποταμού θα γίνει αίμα» (Έξοδος 4,1-9).
Ο Μωυσής όμως είπε στον Κύριο: «Εγώ, Κύριέ μου, ποτέ μέχρι σήμερα δεν ήμουν επιδέξιος ομιλητής, ούτε κι έγινα από την ώρα που άρχισες να μου μιλάς. Είμαι βραδύγλωσσος, τραυλίζω».
Ο Κύριος του είπε: «Ποιος έδωσε το στόμα στον άνθρωπο και ποιος κάνει τον άνθρωπο άλαλο ή κουφό, να βλέπει ή να 'ναι τυφλός; Εγώ, ο Κύριος. Πήγαινε, λοιπόν, τώρα κι εγώ θα είμαι μαζί σου όταν θα μιλάς, και θα σου υποδεικνύω τι να λες».
Ο Μωυσής απάντησε: «Σε παρακαλώ, Κύριε μου, στείλε κανέναν άλλον».
Τότε οργίστηκε ο Κύριος με το Μωυσή και του είπε: «Έχεις τον αδερφό σου τον Λευΐτη. Ξέρω ότι αυτός μιλάει με ευκολία. Θα έρθει να σε συναντήσει και θα χαρεί όταν σε δει. Θα του μιλήσεις και θα του υπαγορεύσεις τι να πει, κι εγώ θα είμαι μαζί μ' εσένα και μ' εκείνον όταν θα μιλάτε, και θα σας υποδεικνύω τι να κάνετε. Αυτός θα μιλάει αντί για σένα στο λαό και θα είναι το στόμα σου, κι εσύ θα είσαι για κείνον σαν Θεός, να του υπαγορεύεις τι να λέει. Πάρε στο χέρι σου αυτό το ραβδί. Μ' αυτό θα κάνεις τα θαύματα» (Έξοδος 4,10-17).
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ
Ο Μωυσής πήγε στον Ιοθόρ και ζήτησε τη συγκατάθεσή του για να επιστρέψει στην Αίγυπτο, η οποία και του δόθηκε. Πήρε μαζί του τη σύζυγό του Σεπφώρα και τους δύο γιους του τον Γηρσάμ και τον Ελιέζερ. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έγινε η περιτομή στον Γηρσάμ (Έξοδος 4,18-26).
Στο μεταξύ ο Κύριος είπε στον Ααρών: «Πήγαινε να συναντήσεις το Μωυσή στην έρημο». Αυτός πήγε και τον συνάντησε στο βουνό του Θεού, στο Σινά, και τον καταφίλησε. Ο Μωυσής ανακοίνωσε στον Ααρών όλα όσα ο Κύριος του είχε αναθέσει να πει και όλα τα θαύματα που τον είχε διατάξει να κάνει.
Πήγαν, λοιπόν, ο Μωυσής και ο Ααρών και συγκέντρωσαν όλους τους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών. Ο Ααρών τους ανακοίνωσε όλα όσα είχε πει ο Κύριος στο Μωυσή κι ο Μωυσής έκανε τα θαύματα μπροστά στο λαό. Αυτοί πίστεψαν, και κατάλαβαν ότι ο Κύριος είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στους Ισραηλίτες και είχε δει τη δυστυχία τους. Έσκυψαν τότε και προσκύνησαν (Έξοδος 4,18-31).
Μετά απ' αυτά, ο Μωυσής κι ο Ααρών πήγαν στο Φαραώ και του είπαν ότι, ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, ζήτησε ν' αφήσει ελεύθερο το λαό του να πάει να θυσιάσει στον Κύριο στην έρημο. Ο Φαραώ αρνήθηκε, επειδή θα έχανε ένα σημαντικό αριθμό εργατών για την κατασκευή των έργων. Την ίδια μέρα ο Φαραώ έδωσε διαταγή να γίνουν πιο βαριές οι δουλειές στους Ισραηλίτες, ώστε να είναι συνέχεια απασχολημένοι και να μην ξεσηκώνονται με παραπλανητικά λόγια. Και μάλιστα τους ανάγκασε να βρίσκουν οι ίδιοι τα υλικά, ενώ μέχρι τότε τους τα έφερναν έτοιμα οι Αιγύπτιοι, και να βγάζουν την ίδια δουλειά όπως πριν.
Επιπλέον οι επιστάτες του Φαραώ μαστίγωσαν τους Ισραηλίτες υπεύθυνους των έργων, διότι δεν έβγαζαν την ίδια εργασία όπως πριν. Έτσι οι Ισραηλίτες υπεύθυνοι των έργων μάταια παραπονέθηκαν στο Φαραώ για τη σκληρή στάση των Αιγυπτίων και πίεζαν το λαό να βγάζει περισσότερη δουλειά. Ακόμη θεώρησαν υπεύθυνους τον Μωυσή και τον Ααρών για τη σκληρή συμπεριφορά του Φαραώ απέναντί τους (Έξοδος 5,1-21).
Τότε ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο. Ο Κύριος είπε στο Μωυσή, να κάνει υπομονή και ότι θα εξαναγκάσει ο ίδιος το Φαραώ να τους αφήσει να φύγουνε. Κατόπιν ζήτησε από τον Μωυσή να μεταβιβάσει στους Ισραηλίτες ότι θα τους λυτρώσει από την καταπίεση και θα τους ελευθερώσει.
Ο Μωυσής μεταβίβασε τα λόγια αυτά στους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι δεν έδωσαν καμιά σημασία, γιατί ήταν απογοητευμένοι από τη σκληρή δουλεία. Τότε ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή και στον Ααρών, και τους έδωσε οδηγίες πως θα πάνε στο Φαραώ, ώστε να τον πείσουν να βγάλει τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο (Έξοδος 5,22-23 και 6,1-13).
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Θα σε κάνω να είσαι για το Φαραώ Θεός, κι ο αδερφός σου ο Ααρών να είναι ο προφήτης σου. Εσύ θα του διαβιβάζεις όλα όσα θα σε διατάζω, κι εκείνος θα μιλάει στο Φαραώ, ώστε ν' αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν από την Αίγυπτο. Ο Μωυσής και ο Ααρών έκαναν ότι ακριβώς τους διέταξε ο Κύριος (Έξοδος 7,1-6).
Ο Μωυσής πριν εμφανιστεί στο Φαραώ, έστειλε τη σύζυγό του Σεπφώρα και τους δύο γιους του τον Γηρσάμ και τον Ελιέζερ, πίσω στον Ιοθόρ, μέχρις ότου ενωθούν ξανά με το Μωυσή στη Ραφιδίν.
Ο Μωυσής ήταν 80 ετών και ο Ααρών 83, όταν παρουσιάστηκαν και μίλησαν στο Φαραώ. Ο βασιλιάς της Αιγύπτου δεν επέτρεψε τη φυγή των Ισραηλιτών. Ο Ααρών με την υπόδειξη του Μωυσή εκτελεί το πρώτο θαύμα ενώπιον του Φαραώ αποδεικνύοντας την υπεροχή του Κυρίου έναντι των θεών της Αιγύπτου. Συγκεκριμένα ο Ααρών έριξε το ραβδί του κάτω το οποίο μετατράπηκε σε μεγάλο φίδι και επειδή και οι μάγοι του Φαραώ έκαναν το ίδιο, το ραβδί (φίδι) του Ααρών έφαγε τα ραβδιά (φίδια) των μάγων του Φαραώ. Παρ' όλα αυτά η καρδιά του Φαραώ έμεινε σκληρή και δεν τους άκουσε, όπως το είχε πει ο Κύριος (Έξοδος 7,7-13).
ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΠΟΥ ΕΠΛΗΞΑΝ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
(ΟΙ 10 ΠΛΗΓΕΣ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ)
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή, ότι ο Φαραώ παραμένει άκαμπτος και αρνείται ν' αφήσει το λαό να φύγει και να θυσιάσει στον Κύριο στην έρημο. Έτσι ο Κύριος του έδωσε εντολή να πάει στο Φαραώ και του οδηγίες για την πρώτη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο.
Ο Μωυσής με τον Ααρών έκαναν όπως ακριβώς τους είχε διατάξει ο Κύριος. Πήγαν το επόμενο πρωί στο Φαραώ, την ώρα που αυτός περπατούσε δίπλα στο Νείλο. Σήκωσε το ραβδί του ο Ααρών και χτύπησε τα νερά του Νείλου, μπροστά στα μάτια του Φαραώ και των αυλικών του, κι όλο το νερό του ποταμού έγινε αίμα. Τα ψάρια ψόφησαν, και βρώμησε ο Νείλος, έτσι που οι Αιγύπτιοι δεν μπορούσαν να πιουν νερό απ' αυτόν. Το ίδιο έκανε κατόπιν με όλους τους ποταμούς και τις πηγές της Αιγύπτου. Όλα τα ποτάμια και οι πηγές της Αιγύπτου γέμισαν με αίμα. Αλλά το ίδιο έκαναν και οι μάγοι των Αιγυπτίων με την τέχνη τους. Έτσι ο Φαραώ έμεινε άκαμπτος και δεν άκουσε το Μωυσή και τον Ααρών. Αλλά όλοι οι Αιγύπτιοι έσκαβαν γύρω από τον Νείλο, για να βρουν νερό πόσιμο (Έξοδος 7,14-24. Ψαλμοί 77,44. 104,29).
Πέρασαν εφτά μέρες, αφότου ο Κύριος χτύπησε το Νείλο. Τότε ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πάει στο Φαραώ και του έδωσε οδηγίες για την δεύτερη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν στο Φαραώ και ο Ααρών άπλωσε το χέρι του προς τα νερά της Αιγύπτου και βγήκαν βάτραχοι που σκέπασαν όλη τη χώρα. Το ίδιο όμως έκαναν και οι μάγοι του Φαραώ με την τέχνη τους.
Τότε κάλεσε ο Φαραώ το Μωυσή και τον Ααρών και τους ζήτησε να πάρει τους βατράχους από το παλάτι και από το λαό του, και τότε θ' αφήσει ελεύθερους τους Ισραηλίτες να φύγουν.
Ο Μωυσής την επόμενη μέρα προσευχήθηκε στον Κύριο για να γλιτώσει το Φαραώ και τους Αιγύπτιους από τους βατράχους. Ο Κύριος έκανε όπως τον παρακάλεσε ο Μωυσής και ψόφησαν οι βάτραχοι στα σπίτια, στις αυλές και στα χωράφια. Οι άνθρωποι τους μάζευαν σε σωρούς αμέτρητους, τόσους που βρώμησε η χώρα.
Μόλις όμως ο Φαραώ ανέπνευσε, πεισμάτωσε πάλι και δεν άκουσε το Μωυσή και τον Ααρών (Έξοδος 7,25-8,11. Ψαλμοί 77,45. 104,30).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την τρίτη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Έτσι κι έγινε. Άπλωσε ο Ααρών το ραβδί του και χτύπησε το χώμα της γης και όλη η σκόνη μεταβλήθηκε σε σκνίπες που ορμούσαν στους ανθρώπους και στα ζώα.
Το ίδιο επιχείρησαν να κάνουν και οι μάγοι του Φαραώ με την τέχνη τους, αλλά δεν μπόρεσαν. Τότε είπαν οι μάγοι στο Φαραώ ότι αυτό είναι επέμβαση Θεού, αλλά ο Φαραώ παρέμεινε άκαμπτος και δεν έκανε ότι του ζητούσαν ο Μωυσής και ο Ααρών (Έξοδος 8,12-15. Ψαλμός 104,31).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την τέταρτη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν ο Μωυσής και ο Ααρών, το επόμενο πρωί στο Φαραώ, την ώρα που αυτός περπατούσε δίπλα στο Νείλο και του ζήτησαν να αφήσει ελεύθερους τους Ισραηλίτες. Αλλά κι αυτή τη φορά ο Φαραώ ήταν άκαμπτος. Κι αμέσως γέμισε με σκυλόμυγες η Αίγυπτος, και το ανάκτορο του Φαραώ και τα σπίτια των Αιγυπτίων. Μόνο η περιοχή που ήταν οι Ισραηλίτες δεν γέμισε. Και ήταν η σκυλόμυγες καταστροφή για τη χώρα.
Τότε κάλεσε ο Φαραώ το Μωυσή και τον Ααρών και τους έδωσε την άδεια να θυσιάσουν στο Θεό τους, αλλά μέσα στην Αίγυπτο. Ο Μωυσής αρνήθηκε γιατί η θυσία πρέπει να γίνει στην έρημο, στο μέρος που όρισε ο Κύριος. Αρχικά ο Φαραώ δέχτηκε και έδωσε την άδεια στους Ισραηλίτες να φύγουν, αλλά όταν ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο και ο Κύριος απάλλαξε τη χώρα από τις σκυλόμυγες, ο Φαραώ μετάνιωσε και έμεινε κι αυτή τη φορά άκαμπτος και δεν άφησε το λαό να φύγει (Έξοδος 8,16-28. Ψαλμοί 77,45. 104,31).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την πέμπτη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν ο Μωυσής και ο Ααρών στο Φαραώ και του ζήτησαν να αφήσει ελεύθερους τους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον Κύριο στην έρημο. Αλλά κι αυτή τη φορά ο Φαραώ ήταν άκαμπτος.
Την άλλη μέρα το πρωί ο Κύριος πραγματοποίησε το λόγο του. Τα περισσότερα ζώα των Αιγυπτίων ψόφησαν ενώ από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν ψόφησε ούτε ένα. Ο Φαραώ έστειλε να εξακριβώσουν το γεγονός, και είδε ότι από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν είχε ψοφήσει ούτε ένα. Παρ' όλα αυτά όμως έμεινε άκαμπτος και δεν άφησε το λαό να φύγει (Έξοδος 9,1-7).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή και στον Ααρών για την έκτη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήραν λοιπόν καπνιά από το φούρνο, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, και πήγαν στο Φαραώ. Εκεί ο Μωυσής τη σκόρπισε μπροστά στο Φαραώ και καθώς έπεφτε η καπνιά, κάτι σαν σκόνη έπεσε πάνω σ' ολόκληρη την Αίγυπτο και προξένησε στους ανθρώπους και στα ζώα εξανθήματα και πληγές.
Οι μάγοι του Φαραώ δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν στο Μωυσή γιατί είχαν γεμίσει κι αυτοί πληγές, όπως όλοι οι Αιγύπτιοι. Όμως κι αυτή τη φορά ήταν άκαμπτος ο Φαραώ και δεν έκανε αυτό που του ζητούσαν ο Μωυσής κι ο Ααρών (Έξοδος 9,8-12).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την έβδομη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν ο Μωυσής και ο Ααρών στο Φαραώ και του ζήτησαν να αφήσει ελεύθερους τους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον Κύριο στην έρημο και τον προειδοποίησαν ότι το επόμενο πρωί θα πέσει μεγάλο χαλάζι στη χώρα. Αλλά κι αυτή τη φορά ο Φαραώ ήταν άκαμπτος. Όσοι από τους αξιωματούχους του σεβάστηκαν το λόγο του Κυρίου, φρόντισαν κι έβαλαν σε υπόστεγα τα ζώα τους.
Έτσι το επόμενο πρωί ο Μωυσής σήκωσε το χέρι του στον ουρανό, κι ο Κύριος άρχισε να στέλνει βροντές και χαλάζι. Κεραυνοί πέφτανε στη γη και αστραπές συνόδευαν το χαλάζι σ' όλη τη χώρα. Ποτέ στην Αίγυπτο δεν είχε ξαναπέσει χαλάζι τόσο δυνατό. Σ' ολόκληρη τη χώρα το χαλάζι σκότωσε όσους ανθρώπους και ζώα βρέθηκαν έξω στα χωράφια. Ακόμη κατέστρεψε πολλά από τα σπαρτά, όπως το λινάρι και το κριθάρι που είχαν μεγαλώσει, ενώ το σιτάρι ήταν ακόμη μικρό. Και μόνο στην περιοχή όπου κατοικούσαν οι Ισραηλίτες, δεν έπεσε χαλάζι.
Τότε έστειλε ο Φαραώ και κάλεσε το Μωυσή και τον Ααρών και τους ζήτησε να παρακαλέσουν τον Κύριο, να σταματήσει τις βροντές και το χαλάζι και τότε θα αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν.
Ο Μωυσής ύψωσε τα χέρια του στον Κύριο και σταμάτησαν οι βροντές και το χαλάζι. Μόλις είδε ο Φαραώ ότι έπαψε η βροχή, το χαλάζι και οι βροντές, παρέμεινε πάλι άκαμπτος κι αυτός και οι αυλικοί του, και δεν άφησε τους Ισραηλίτες να φύγουν (Έξοδος 9,13-35. Ψαλμοί 77,47-48. 104,32-33).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την όγδοη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν ο Μωυσής και ο Ααρών στο Φαραώ και του είπαν ως πότε θα αντιστέκεται στον Κύριο και δεν αφήνει ελεύθερους τους Ισραηλίτες να τον λατρεύσουν στην έρημο.
Οι αυλικοί του Φαραώ ζήτησαν κι αυτοί με τη σειρά τους να φύγουν οι Ισραηλίτες και να λατρεύσουν τον Κύριο, τον Θεό τους, γιατί η Αίγυπτος καταστρέφεται. Ο Φαραώ επέτρεψε μόνο οι άντρες να φύγουν γιατί υποψιάστηκε πως είχαν κακό σκοπό. Ο Μωυσής επέμενε να φύγουν όλοι. Ο Φαραώ επέμενε και τους έδιωξαν από το παλάτι.
Τότε ο Μωυσής άπλωσε το ραβδί του και ο Κύριος έστειλε έναν νότιο άνεμο πάνω στη χώρα, που φυσούσε όλη τη μέρα εκείνη και όλη τη νύχτα. Το πρωί ο άνεμος έφερε τόσες ακρίδες, που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν φανεί τόσες πολλές, ούτε πρόκειται να ξαναφανούν. Αυτές σκέπασαν όλη την επιφάνεια της χώρας, έτσι που μαύρισε η γη. Καταβρόχθισαν τα σπαρτά και ότι είχε απομείνει από το χαλάζι, έτσι ώστε δεν έμεινε ίχνος πράσινο σ' ολόκληρη την Αίγυπτο.
Τότε ο Φαραώ έστειλε βιαστικά και κάλεσε το Μωυσή και τον Ααρών και τους ζήτησε να παρακαλέσουν τον Κύριο, να πάρει μακριά αυτό το θανατηφόρο πλήγμα.
Ο Μωυσής παρακάλεσε τον Κύριο και ο Κύριος έφερε έναν αντίθετο δυνατό άνεμο από τη Μεσόγειο θάλασσα, ο οποίος έδιωξε τις ακρίδες και τις έριξε στην Ερυθρά θάλασσα. Αλλά ο Φαραώ έμεινε άκαμπτος και δεν άφησε τους Ισραηλίτες να φύγουν. Στους Ψαλμούς αναφέρεται ότι, μαζί με τις ακρίδες έπληξε τα φυτά και ερυσίβη, ένα είδος μύκητα (Έξοδος 10,1-20. Ψαλμοί 77,46. 104,34-35).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την ένατη καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Ο Μωυσής σήκωσε το χέρι του στον ουρανό, κι έπεσε βαθύ σκοτάδι σ' ολόκληρη τη χώρα για τρεις μέρες. Δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο και έμειναν στα σπίτια τους για τρεις μέρες. Αλλά εκεί που κατοικούσαν οι Ισραηλίτες υπήρχε φως.
Τότε ο Φαραώ κάλεσε το Μωυσή και τον Ααρών, και τους έδωσε την άδεια να φύγουν οι Ισραηλίτες, αλλά χωρίς τα ζώα τους. Ο Μωυσής απάντησε ότι τα ζώα είναι απαραίτητα για τη θυσία. Ο Φαραώ και πάλι δεν τους άφησε να φύγουν, έδιωξε το Μωυσή από το παλάτι και τον απείλησε με τη ζωή του αν τον ξαναδεί (Έξοδος 10,21-29. Ψαλμός 104,28).
Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή για την δέκατη και τελευταία καταστροφή που θα πλήξει την Αίγυπτο. Πήγαν λοιπόν ο Μωυσής και ο Ααρών στο Φαραώ και του είπαν ότι τα μεσάνυχτα θα περάσει άγγελος Κυρίου μέσα από την Αίγυπτο. Κάθε πρωτότοκος γιος σε όλη τη χώρα θα πεθάνει, από τον πρωτότοκο του Φαραώ ως τον πρωτότοκο της δούλης, ακόμη και τα πρωτογέννητα των ζώων.
Ο Φαραώ και πάλι δεν τους άφησε να φύγουν και ο Μωυσής έφυγε οργισμένος απ' το παλάτι του Φαραώ (Έξοδος κεφ. 11).
Τότε ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή και στον Ααρών για το τελευταίο βράδυ στην Αίγυπτο. Ο Μωυσής και ο Ααρών είπαν στους Ισραηλίτες κάθε οικογένεια να πάρει από ένα χρονιάρικο αρνί ή κατσίκι να το φάνε μαζί με άζυμο άρτο και πικρά χόρτα. Μετά θα πάρουν μια δεσμίδα ύσσωπο, θα το βουτήξουν στο αίμα του ζώου και μ' αυτό να σημαδέψουν τις πόρτες του σπιτιού. Τα μεσάνυχτα ο άγγελος του Κυρίου θα περάσει μέσα από την Αίγυπτο και θα θανατώσει κάθε πρωτότοκο στη χώρα, τα πρωτότοκα των ανθρώπων και τα πρωτογέννητα των ζώων. Αλλά τα σπίτια των Ισραηλιτών, όπου οι πόρτες θα είναι σημαδεμένες με το αίμα θα τα προσπεράσει. Και την ημέρα αυτή θα πρέπει να τη θυμούνται και να τη γιορτάζουν επίσημα. Αυτή θα είναι η γιορτή του Πάσχα, για να τιμηθεί ο Κύριος που χτύπησε τους Αιγυπτίους, προσπέρασε τα σπίτια των Ισραηλιτών και τους έβγαλε από την Αίγυπτο. Τότε ο λαός έσκυψε και προσκύνησε και έκαναν όπως διέταξε ο Κύριος το Μωυσή και τον Ααρών (Έξοδος 12,1-28). Περισσότερες πληροφορίες για το εβραϊκό Πάσχα εδώ.
Τα μεσάνυχτα της ίδιας νύχτας, ο άγγελος του Κυρίου θανάτωσε κάθε πρωτότοκο αγόρι στην Αίγυπτο. Από τον πρωτότοκο γιο του Φαραώ και διάδοχο του θρόνου, ως τον πρωτότοκο γιο κάθε Αιγυπτίου, καθώς και όλα τα πρωτογέννητα των ζώων. Εκείνη τη νύχτα ξύπνησε ο Φαραώ, οι αυλικοί του, όλοι οι Αιγύπτιοι, κι έγινε θρήνος μεγάλος στην Αίγυπτο, γιατί δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε νεκρό.
Τότε ο Φαραώ κάλεσε το Μωυσή και τον Ααρών μέσα στη νύχτα και τους έδωσε την άδεια να φύγουν και να πάνε να λατρεύσουν τον Κύριο στην έρημο. Και μάλιστα οι Αιγύπτιοι πίεζαν τους Ισραηλίτες να βιαστούν να φύγουν από τη χώρα, γιατί σκέφτονταν ότι όσο έμεναν εκεί, θα πέθαιναν όλοι τους. Οι Ισραηλίτες πριν φύγουν ζήτησαν από τους Αιγύπτιους αργυρά και χρυσά σκεύη, όπως επίσης και ιματισμό, και οι Αιγύπτιοι πρόθυμα τους τα έδωσαν (Έξοδος 12,29-36. Ψαλμοί 77,51. 104,36-38. 134,8. 135,10).
Η μετάβαση του Ιωσήφ και του Ααρών στο Φαραώ, καθώς και οι πληγές που έστειλε ο Θεός στην Αίγυπτο, αναφέρονται και στο βιβλίο των Ψαλμών (Ψαλμοί 104,24-36). Η σκληροκαρδία του Φαραώ και το σχέδιο του Θεού για να φανερωθεί η δύναμη και η δόξα του αναφέρονται και στα Ποιητικά Διδακτικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης (Σοφία Σειράχ 16,15).
Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Η ΔΙΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Μετά από 430 χρόνια στην Αίγυπτο, ξεκίνησαν, λοιπόν, οι Ισραηλίτες από τη Ραμεσσή και κατευθύνθηκαν προς τη Σοκχώθ. Ήταν περίπου εξακόσιες χιλιάδες άνδρες, χώρια τα παιδιά και οι γυναίκες. Μαζί τους έφυγε κι ένα πλήθος από άλλα έθνη και πάρα πολλά ζώα. Εκεί ζύμωσαν το ζυμάρι που είχαν πάρει από την Αίγυπτο, γιατί είχαν φύγει βιαστικά, και τα έψησαν για να φάνε (Έξοδος 12,37-42. Αριθμοί 33,5. Ιησούς του Ναυή 24,6).
Όταν οι Ισραηλίτες βγήκαν από την Αίγυπτο ήταν καλά οπλισμένοι. Παρόλα αυτά ο Μωυσής, σύμφωνα με τις οδηγίες του Κυρίου, οδήγησε το λαό μέσα από την έρημο προς την Ερυθρά θάλασσα, και δεν ακολούθησε το συντομότερο δρόμο που περνούσε από τη χώρα των Φιλισταίων, έτσι ώστε να αποφύγει μια πολεμική σύγκρουση με τους λαούς της περιοχής. Πήρε μαζί του και τα οστά του Ιωσήφ, γιατί πριν πεθάνει ζήτησε από τους Ισραηλίτες να πάρουν από την Αίγυπτο μαζί τους τα οστά του, όταν ο Θεός θα τους απελευθέρωνε.
Οι Ισραηλίτες έφυγαν από τη Σοκχώθ και στρατοπέδευσαν στην Οθώμ (Εθάμ), εκεί που αρχίζει η έρημος. Ο Θεός προχωρούσε μπροστά τους τη μέρα μέσα σε μια στήλη νεφέλης για να τους δείχνει το δρόμο, και τη νύχτα μέσα σε στήλη φωτιάς, για να τους φωτίζει, ώστε να πορεύονται μέρα και νύχτα (Έξοδος 13,17-22. Αριθμοί 33,7. Ψαλμοί 77,14. 104,39).
Όταν οι Αιγύπτιοι ανάγγειλαν στο Φαραώ ότι ο λαός έφυγε, τότε εκείνος κι οι αξιωματούχοι του άλλαξαν γνώμη. Αμέσως ο Φαραώ έζεψε 600 άμαξες και πήρε μαζί του όλους τους πολεμιστές του. Έτσι ο στρατός των Αιγυπτίων με όλο τους το ιππικό, καταδίωξαν τους Ισραηλίτες και έφτασαν στο στρατόπεδο τους, στην Εϊρώθ (Αριθμοί 33,7), κοντά στην Ερυθρά θάλασσα.
Καθώς ο Φαραώ πλησίαζε, κοίταξαν οι Ισραηλίτες και είδαν ότι οι Αιγύπτιοι έρχονταν ξωπίσω τους. Τότε τους κυρίεψε μεγάλος φόβος κι άρχισαν να παραπονιούνται στο Μωυσή: «Γιατί μας έφερες να πεθάνουμε εδώ στην έρημο; Τι ήταν αυτό που μας έκανες να μας βγάλεις από την Αίγυπτο; Δε σου τα 'χαμε πει εμείς όλα αυτά εκεί; Δε σου λέγαμε να μας αφήσεις στην ησυχία μας; Εμείς θέλαμε να δουλεύουμε στους Αιγυπτίους. Προτιμότερο ήταν αυτό για μας, παρά να πεθάνουμε εδώ στην έρημο».
Ο Μωυσής απάντησε στο λαό: «Μη φοβόσαστε! Σταθείτε και θα δείτε πώς θα σας γλιτώσει σήμερα ο Κύριος. Τους Αιγυπτίους, που βλέπετε σήμερα δε θα τους ξαναδείτε ποτέ πια! Κύριος θα πολεμήσει για σας. Εσείς μην ανησυχείτε».
Τότε, ο άγγελος του Κυρίου, που βάδιζε μπροστά από το στρατό των Ισραηλιτών, έφυγε και πήρε θέση πίσω τους. Η στήλη της νεφέλης έφυγε κι αυτή από μπροστά τους και στάθηκε ανάμεσα στο στρατόπεδο των Αιγυπτίων και σ' εκείνο των Ισραηλιτών. Το σύννεφο από τη μεριά των Αιγυπτίων δημιούργησε σκοτάδι και πυκνή ομίχλη, ενώ φώτιζε την πλευρά των Ισραηλιτών τη νύχτα.
Ο Μωυσής, με εντολή του Κυρίου, άπλωσε το χέρι του πάνω στη θάλασσα, και ο Κύριος, μ' έναν ισχυρότατο νότιο άνεμο, που φυσούσε όλη τη νύχτα, έκανε τα νερά να υποχωρήσουν. Έτσι η θάλασσα έγινε στεριά. Τα νερά χωρίστηκαν στα δύο, και οι Ισραηλίτες πέρασαν από μέσα. Οι Αιγύπτιοι τους καταδίωξαν και τους ακολούθησαν μέσα στη θάλασσα, με ολόκληρο το στρατό του Φαραώ. Ο Κύριος κατά τα μεσάνυχτα κοίταξε οργισμένος τους Αιγύπτιους και έφερε πανικό στο στρατό τους. Έκανε να κολλήσουν οι τροχοί των αμαξών τους και προχωρούσαν με δυσκολία.
Ο Μωυσής το πρωί, με εντολή του Κυρίου, άπλωσε το χέρι του πάνω από τη θάλασσα και καθώς ξημέρωνε, αυτή ξαναγύρισε στη θέση της. Τα νερά σκέπασαν όλο το στρατό του Φαραώ, που είχαν καταδιώξει τους Ισραηλίτες μέσα στη θάλασσα. Δε γλίτωσε απ' αυτούς ούτε ένας.
Εκείνη την ημέρα ο Κύριος, στην πεδιάδα Τάνεως, γλίτωσε τους Ισραηλίτες από τη δύναμη των Αιγυπτίων. Όταν οι Ισραηλίτες είδαν με πόση δύναμη ο Κύριος εξόντωσε τους Αιγυπτίους, τον φοβήθηκαν και πίστεψαν σ' αυτόν και στο Μωυσή, που ήταν εκπρόσωπός του (Έξοδος κεφ. 14. Ψαλμοί 77,12-13. 77,43. 77,53. 105,7-11. 135,13-15). Ο Μωυσής και οι Ισραηλίτες, μετά από τη θαυμαστή σωτηρία τους, ευχαρίστησαν και δοξολόγησαν τον Κύριο (Έξοδος 15,1-19. Ιησούς του Ναυή 24,6-7. Ψαλμοί 105,12). Η έξοδος των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, αναφέρεται και στο βιβλίο των Ψαλμών (Ψαλμός 113).
Η ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΣΙΝΑ
Ύστερα απ' αυτά ο Μωυσής πήρε τους Ισραηλίτες κι έφυγαν από την Ερυθρά θάλασσα. Βάδισαν στην έρημο Σουρ τρεις μέρες δρόμο, χωρίς να βρουν νερό. Μετά έφτασαν στη Μερρά (Μερά), αλλά δεν μπόρεσαν να πιουν απ' τα νερά της γιατί ήταν πικρά. Τότε ο λαός τα 'βαλε με το Μωυσή και τον ρωτούσε: «Τι θα πιούμε τώρα;» Ο Μωυσής προσευχήθηκε με δυνατή φωνή στον Κύριο, κι αυτός του υπέδειξε ένα κομμάτι ξύλο. Ο Μωυσής το 'ριξε στα νερά και τα νερά έγιναν γλυκά.
Εκεί ο Κύριος έδωσε στους Ισραηλίτες κάποιες εντολές και τους είπε: «Αν υπακούτε σ' εμένα, τον Κύριο, το Θεό σας, αν υπακούτε στις εντολές μου και εφαρμόζετε όλους τους νόμους μου, δε θα σας στείλω κανένα από τα πλήγματα εκείνα που έστειλα στους Αιγυπτίους» (Έξοδος 15,22-26. Αριθμοί 33,8. Ψαλμός 77,15-16).
Κατόπιν έφτασαν και στρατοπέδευσαν στην Αϊλείμ (Αϊλίμ), όπου υπήρχαν 12 νεροπηγές και 70 φοίνικες (Έξοδος 15,27. Αριθμοί 33,9).
Όταν οι Ισραηλίτες αναχώρησαν από την Αϊλείμ, στρατοπέδευσαν κοντά στην Ερυθρά θάλασσα και από κει έφτασαν στην έρημο Σιν, μεταξύ της Αϊλείμ και του όρους Σινά (Έξοδος 16,1. Αριθμοί 33,10-11). Τότε άρχισαν τα παράπονα ενάντια στο Μωυσή και στον Ααρών. Τους έλεγαν: «Καλύτερα να μας είχε θανατώσει ο Κύριος στην Αίγυπτο, εκεί που είχαμε άφθονο το κρέας και χορταίναμε το ψωμί, παρά που μας φέρατε εδώ στην έρημο, για να πεθάνει όλο αυτό το πλήθος από την πείνα».
Ο Μωυσής κι ο Ααρών είπαν στους Ισραηλίτες: «Ο Κύριος άκουσε τα παράπονα σας εναντίον του. Το βράδυ θα σας δώσει κρέας να φάτε, και το πρωί θα σας δώσει όσο ψωμί θέλετε για να χορτάσετε. Τα παράπονα σας δεν στρέφονται ενάντια σ' εμάς, αλλά ενάντια στον Κύριο». Κι ενώ ακόμη μιλούσαν φάνηκε η δόξα του Κυρίου μέσα σ' ένα σύννεφο και τότε ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή (Έξοδος 16,2-12. Ψαλμός 77,17-22. Ψαλμοί 105,13-16).
Το βράδυ ήρθε ένα σμήνος από ορτύκια και σκέπασε το στρατόπεδο και το πρωί τριγύρω στο στρατόπεδο υπήρχε ένα στρώμα δροσιάς. Όταν διαλύθηκε η δροσιά, σχηματίστηκε πάνω στην επιφάνεια της ερήμου κάτι λεπτό σαν πάχνη και η γεύση του ήταν σαν γλύκισμα από μέλι. Το είδαν οι Ισραηλίτες, αλλά δεν ήξεραν τι ήταν αυτό. Ο Μωυσής τους είπε, ότι αυτό είναι το μάννα, είναι το ψωμί που τους δίνει ο Κύριος να φάνε. Ο καθένας θα παίρνει όσο χρειάζεται για κάθε άτομο και θα μαζεύει ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων που μένουν μαζί του στην ίδια σκηνή. Τους είπε ακόμα ότι κανένας δε θα κρατήσει απ' αυτό για την άλλη μέρα.
Έτσι κι έκαναν οι Ισραηλίτες μάζεψαν άλλος πολύ και άλλος λίγο. Ο καθένας είχε μαζέψει ανάλογα με τις ανάγκες του. Μερικοί όμως δεν τον άκουσαν και φύλαξαν και για την άλλη μέρα, αλλά σκουλήκιασε και βρώμισε. Και θύμωσε ο Μωυσής μαζί τους.
Κάθε πρωί μάζευαν οι Ισραηλίτες το μάννα, καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του. Όταν όμως ζέσταινε ο ήλιος, το μάννα έλιωνε. Την έκτη μέρα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, μάζεψαν διπλάσια ποσότητα για κάθε άτομο, γιατί την επόμενη μέρα ήταν Σάββατο και ήταν ήμερα ανάπαυσης και αφιερωμένη στον Κύριο. Το φύλαξαν ως το πρωί, όπως διέταξε ο Μωυσής, και δε βρώμισε ούτε σκουλήκιασε.
Ωστόσο την έβδομη μέρα, βγήκαν μερικοί από το λαό να μαζέψουν μάννα, αλλά δε βρήκαν. Τότε είπε ο Κύριος στο Μωυσή: «Ως πότε θα αρνείσθε να τηρείτε τις εντολές μου και τους νόμους μου; Ο Κύριος σας έδωσε μία μέρα ανάπαυσης και γι' αυτό την έκτη μέρα σας δίνει τροφή για δύο μέρες. Την έβδομη μέρα καθένας θα μένει εκεί που βρίσκεται και κανένας δε θα βγαίνει από το σπίτι του».
Ο Μωυσής είπε στον Ααρών: «Πάρε μια στάμνα, βάλε μέσα λίγο μάννα και τοποθέτησε την ενώπιον του Κυρίου, ώστε να φυλαχθεί για τις επόμενες γενιές και να βλέπουν το ψωμί, με το οποίο σας έθρεψε ο Κύριος στην έρημο, όταν σας έβγαλε από την Αίγυπτο». Ο Ααρών, την τοποθέτησε μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης για να φυλαχθεί, όπως διέταξε ο Κύριος το Μωυσή.
Σαράντα χρόνια έτρωγαν οι Ισραηλίτες το μάννα, ωσότου ήρθαν σε κατοικημένη χώρα, στα σύνορα της Χαναάν (Έξοδος 16,13-36. Ψαλμοί 77,23-31. 104,40). Στους Ψαλμούς το μάννα ονομάζεται "άρτος αγγέλων" (Ψαλμός 77,25). Στους Ψαλμούς πάλι αναφέρεται ότι ο Κύριος μ' ένα δυνατό νότιο άνεμο (λίβα) έφερε στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών τα ορτύκια (Ψαλμός 77,26-28). Λίγο παρακάτω αναφέρει επίσης, ότι λόγω της απιστίας και της αχαριστίας των Ισραηλιτών, η οργή του Κυρίου ξέσπασε πάνω τους, την ώρα που η τροφή ήταν ακόμη στο στόμα τους, και θανατώθηκαν πολλοί Ισραηλίτες. Μεταξύ αυτών υπήρχαν επίσημοι άνδρες και άρχοντες (Ψαλμός 77,30-31).
Ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, αναχώρησε από την έρημο Σιν και στρατοπέδευσε πρώτα στη Ραφακά, μετά στους Αιλούς και κατόπιν στη Ραφιδείν (Έξοδος 17,1. Αριθμοί 33,12-14). Εκεί στρατοπέδευσαν, αλλά δεν υπήρχε νερό να πιουν. Άρχισαν τότε να τα βάζουν με το Μωυσή: «Δώσε μας νερό να πιούμε», του φώναζαν.
Ο Μωυσής τους είπε: «Γιατί τα βάζετε μαζί μου; Γιατί προκαλείτε τον Κύριο;» Αλλά ο λαός διψούσε όλο και περισσότερο και συνέχισαν να καταφέρονται ενάντια στο Μωυσή: «Τι μας ξεσήκωσες από την Αίγυπτο; Για να πεθάνουμε από τη δίψα εμείς και τα παιδιά μας και τα ζώα μας;» του έλεγαν.
Τότε ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο και είπε: «Τι να κάνω γι' αυτόν το λαό; Λίγο ακόμα και θα με λιθοβολήσουν».
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Προχώρα μπροστά από το λαό, πάρε και το ραβδί σου και πήγαινε. Εγώ θα βρίσκομαι εκεί πριν από σένα, πάνω στο βράχο, στο όρος Χωρήβ. Χτύπα το βράχο, και θα βγει από 'κει νερό για να πιει ο λαός».
Έτσι κι έκανε ο Μωυσής ενώπιον των πρεσβυτέρων του λαού Ισραήλ. Ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Μασσά (πειρασμός) και Μεριβά (λοιδορία, αντιλογία), επειδή εκεί αγανάκτησαν οι Ισραηλίτες και προκάλεσαν τον Κύριο (Έξοδος 17,1-7. Αριθμοί 33,14. Ψαλμός 104,41).
Στη Ραφιδείν ήρθαν οι Αμαληκίτες να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Ο Μωυσής έστειλε τον Ιησού του Ναυή με άντρες ικανούς για να πολεμήσουν τους Αμαληκίτες. Ο Μωυσής κρατώντας το ραβδί του, ο Ααρών και ο Ωρ ανέβηκαν στην κορυφή του λόφου. Όσο ο Μωυσής είχε υψωμένα τα χέρια του, νικούσαν οι Ισραηλίτες όταν τα κατέβαζε επειδή κουράζονταν, νικούσαν οι Αμαληκίτες. Τότε ο Ααρών και ο Ωρ πήραν μια πέτρα, την έβαλαν εκεί που στεκόταν ο Μωυσής, κι αυτός κάθησε πάνω της. Ο Ααρών και ο Ωρ, ο ένας από τη μια μεριά κι ο άλλος από την άλλη, στήριζαν τα χέρια του. Μ' αυτό τον τρόπο, τα χέρια του Μωυσή έμειναν σταθερά υψωμένα ως τη δύση του ήλιου. Έτσι, ο Ιησούς του Ναυή κατατρόπωσε τους Αμαληκίτες.
Ο Κύριος είπε στο να καταγράψει το γεγονός αυτό σε βιβλίο ως ανάμνηση για τις επόμενες γενιές (Έξοδος 17,8-16).
Ο Ιοθόρ, ιερέας της Μαδιάμ και πεθερός του Μωυσή, μαζί με τη γυναίκα του Μωυσή, τη Σεπφώρα, και τα δυο του παιδιά, τον Γηρσάμ και τον Ελιέζερ, ήρθαν στην έρημο, όπου είχε κατασκηνώσει ο Μωυσής στους πρόποδες του όρους του Θεού, στο Σινά. Ο Μωυσής και ο Ιοθόρ αφού αλληλοχαιρετήθηκαν μπήκαν στη σκηνή. Ο Μωυσής διηγήθηκε στον πεθερό του όλα όσα είχε κάνει ο Κύριος στο Φαραώ και στους Αιγυπτίους για χάρη του λαού του, όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν στην έρημο και πώς τους είχε γλιτώσει ο Κύριος.
Ο Ιοθόρ χάρηκε για τις ευεργεσίες που ο Κύριος είχε κάνει στους Ισραηλίτες και πρόσφερε ολοκαύτωμα και θυσίες στο Θεό. Κατόπιν ήρθε ο Ααρών και όλοι οι πρεσβύτεροι των Ισραηλιτών για να συμμετάσχουν με τον πεθερό του Μωυσή στο ιερό γεύμα ενώπιον του Κυρίου (Έξοδος 18,1-12).
Την επόμενη μέρα ο Μωυσής δίκασε τις υποθέσεις του λαού. Όμως, μετά από υπόδειξη του πεθερού του Ιοθόρ διάλεξε ανάμεσα από τους Ισραηλίτες άντρες ικανούς, θεοσεβείς και ταπεινούς, και τους έβαλε επικεφαλής του λαού σε κάθε χίλια, εκατό, πενήντα και δέκα άτομα. Αυτοί ήταν οι μόνιμοι δικαστές του λαού, οι οποίοι ασχολούνταν με τις μικροδιαφορές και μόνο οι δύσκολες υποθέσεις έρχονταν μπροστά στο Μωυσή. Ύστερα ο Μωυσής αποχαιρέτησε τον πεθερό του κι ο Ιοθόρ επέστρεψε στη χώρα του (Έξοδος 18,13-27. Δευτερονόμιο 1,9-18).
ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΣΙΝΑ
Οι Ισραηλίτες, τον τρίτο μήνα της εξόδου από την Αίγυπτο, έφυγαν από τη Ραφιδείν και έφτασαν στην έρημο Σινά (Έξοδος 19,1-2. Αριθμοί 33,15). Εκεί κατασκήνωσαν απέναντι από το όρος Σινά, κι ο Μωυσής ανέβηκε στο βουνό για να συναντήσει το Θεό.
Πάνω στο βουνό ο Κύριος του είπε: «Να τι θα αναγγείλεις στους Ισραηλίτες, τους απογόνους του Ιακώβ. "Είδατε τα όσα έκανα στους Αιγυπτίους, και πως σας έφερα κοντά μου. Τώρα, αν πραγματικά θελήσετε ν' ακούσετε τα λόγια μου και να φυλάξετε τη διαθήκη μου, θα είστε δικοί μου, μόνο εσείς, απ' όλους τους άλλους λαούς. Στην εξουσία μου είναι ολόκληρη η γη, αλλά εσείς θα είστε για μένα βασίλειο ιερέων και έθνος ξεχωριστό και άγιο". Αυτά να πεις στους Ισραηλίτες» (Έξοδος 19,2-6).
Ο Μωυσής συγκέντρωσε τους πρεσβυτέρους του λαού, και τους ανακοίνωσε τα λόγια του Κυρίου. Τότε όλος ο λαός αποκρίθηκε ομόφωνα: «Ότι είπε ο Κύριος θα το πράξουμε». Κι ο Μωυσής ανέφερε την απάντηση του λαού στον Κύριο.
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Εγώ θα έρθω κοντά σου μέσα σε πυκνό σύννεφο, ώστε ν' ακούει ο λαός όταν μιλάω μαζί σου και να σου έχει πάντοτε εμπιστοσύνη. Πήγαινε στο λαό και φρόντισε να εξαγνιστούν και να μείνουν καθαροί σήμερα και αύριο. Να πλύνουν τα ρούχα τους, και να είναι έτοιμοι για την τρίτη μέρα, γιατί την τρίτη μέρα θα κατεβώ στο όρος Σινά, μπροστά στα μάτια όλου του λαού. Γύρω από το βουνό θα βάλεις όρια για το λαό και θα τους πεις να προσέξουν να μην ανέβουν στο βουνό ούτε καν να αγγίξουν τους πρόποδες του. Όποιος πατήσει το πόδι του στο βουνό εξάπαντος θα πεθάνει, είτε άνθρωπος είτε ζώο. Μόνο όταν η σάλπιγγα σημάνει και σηκωθεί το σύννεφο, τότε θα μπορέσουν οι Ισραηλίτες ν' ανέβουν στο βουνό» (Έξοδος 19,7-13).
Ο Μωυσής κατέβηκε από το βουνό, προετοίμασε το λαό και τον εξάγνισε για να συναντήσει τον Κύριο. Την τρίτη μέρα, λοιπόν, όταν ξημέρωσε, άρχισαν βροντές και αστραπές, κι ένα πυκνό σύννεφο ήρθε και κάθισε πάνω στο βουνό, ενώ η φωνή της σάλπιγγας αντηχούσε δυνατά. Φόβος μεγάλος κατέλαβε όλο το λαό που ήταν στο στρατόπεδο. Τότε ο Μωυσής κάλεσε το λαό να βγει από το στρατόπεδο για να συναντήσει το Θεό και στάθηκαν κοντά στους πρόποδες του βουνού.
Το όρος Σινά είχε καλυφθεί ολόκληρο με καπνό, γιατί πάνω του είχε κατεβεί ο Κύριος μέσα σε φωτιά. Ο καπνός ανέβαινε σαν από καμίνι, και το βουνό ολόκληρο σειόταν δυνατά. Ο ήχος της σάλπιγγας ολοένα δυνάμωνε. Ο Μωυσής μιλούσε και ο Θεός του αποκρινόταν με βροντές.
Ο Κύριος κάλεσε το Μωυσή στην κορυφή και ο Μωυσής ανέβηκε. Ο Κύριος του είπε να κατέβει και να πει στο λαό να μην ανέβει για να μην πάθει κακό (Έξοδος 19,14-25. Δευτερονόμιο 4,10-14).
ΟΙ 10 ΕΝΤΟΛΕΣ
Ο Θεός μίλησε στο λαό και είπε αυτούς τους λόγους:
1) «Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, που σε έβγαλα από την Αίγυπτο, τον τόπο της δουλείας. Δεν θα υπάρχουν για σένα άλλοι θεοί εκτός από μένα».
2) «Δεν θα κατασκευάσεις για σένα είδωλα και κανενός είδους ομοίωμα που να αντιπροσωπεύει οτιδήποτε βρίσκεται ψηλά στον ουρανό ή εδώ κάτω στη γη ή μέσα στα νερά ή κάτω απ' τη γη. Αυτά δεν θα τα προσκυνάς ούτε θα τα λατρεύεις, γιατί εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός και απαιτώ αποκλειστικότητα».
3) «Δεν θα προφέρεις καταχρηστικά, επιπόλαια και μάταια, το όνομα του Κυρίου, του Θεού σου».
4) «Να θυμάσαι την ημέρα του Σαββάτου, να την ξεχωρίζεις και να την αφιερώνεις στον Κύριο. Έξι μέρες θα εργάζεσαι και θα κάνεις, όλες τις εργασίες σου. Αλλά η έβδομη μέρα είναι μέρα ανάπαυσης, αφιερωμένη σ' εμένα, τον Κύριο το Θεό σου. Την ημέρα αυτή δεν επιτρέπεται να κάνεις καμιά εργασία. Σε έξι μέρες εγώ, ο Κύριος, δημιούργησα τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα, καθώς και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ' αυτά, και την έβδομη μέρα αναπαύτηκα. Γι' αυτό ευλόγησα την ημέρα του Σαββάτου και την ξεχώρισα για τον εαυτό μου».
5) «Να τιμάς τον πατέρα σου και τη μητέρα σου».
6) «Δεν θα μοιχεύσεις».
7) «Δεν θα κλέψεις».
8) «Δεν θα φονεύσεις».
9) «Δεν θα καταθέσεις ψεύτικη μαρτυρία ενάντια στο συνάνθρωπο σου».
10) «Δεν θα επιθυμήσεις τίποτε απ' ότι ανήκει στο συνάνθρωπο σου. Δεν θα επιθυμήσεις τη γυναίκα του, ούτε την οικία του, ούτε τα κτήματά του, ούτε τους δούλους του, ούτε τα ζώα του, ούτε τίποτα άλλο απ' όσα ανήκουν στο συνάνθρωπό σου» (Έξοδος 20,1-17. Δευτερονόμιο 5,1-22).
Η ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Όλος ο λαός άκουγε τις βροντές και τον ήχο της σάλπιγγας κι έβλεπε τις αστραπές και το βουνό που κάπνιζε. Φοβήθηκαν και στέκονταν μακριά. Είπαν στο Μωυσή: «Μίλα μας εσύ κι εμείς θ' ακούμε, αλλά ας μη μας μιλάει απευθείας ο Θεός, γιατί θα πεθάνουμε. Διότι ποιος άνθρωπος άκουσε ποτέ τη φωνή του Θεού, να μιλάει μέσα από τη φωτιά και να έζησε; Μίλα εσύ με τον Κύριο και μετά πες μας όσα σου φανέρωσε κι εμείς θα τα εφαρμόσουμε».
Ο Μωυσής τους απάντησε: «Μη φοβάστε! Ο Θεός ήρθε να σας δοκιμάσει. Θέλει να τον υπολογίζετε, για να μην αμαρτάνετε». Ο Κύριος είπε στο Μωυσή «Ο λαός μίλησε σωστά. Ας πάνε στις σκηνές τους κι έλα εσύ μαζί μου να σου πω τις εντολές, τις οποίες πρέπει να εφαρμόσει ο λαός, για να βαδίζει πάντα στο δρόμο που του έδειξα». Ο λαός στεκόταν μακριά, ενώ ο Μωυσής μπήκε στο σκοτεινό σύννεφο όπου ήταν ο Θεός (Έξοδος 20,18-21. Δευτερονόμιο 5,23-33).
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Με τα ίδια σας τα μάτια είδατε ότι σας μίλησα εγώ ο Θεός από τον ουρανό. Θα χτίσετε για μένα ένα θυσιαστήριο από χώμα και πάνω σ' αυτό θα προσφέρετε τις θυσίες σας. Εάν χτίσετε θυσιαστήριο με πέτρα, δεν θα το φτιάξετε με λαξεμένες πέτρες, ούτε θ' ανέβεις στο θυσιαστήριο με σκαλοπάτια, για να μην αποκαλύπτεται η ασχημοσύνη σας». (Έξοδος 20,22-26). Κατόπιν ο Κύριος έδωσε κι άλλες εντολές και διατάξεις στο Μωυσή που αφορούσαν τους Ισραηλίτες. Αυτές είχαν σχέση με την καθημερινή ζωή του λαού, με τη απονομή της δικαιοσύνης και τις γιορτές.
Μετά ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Θα σας στείλω έναν άγγελο να προπορεύεται, για να σας φυλάει στην πορεία σας και να σας οδηγήσει στον τόπο που σας ετοίμασα. Να τον προσέχετε σ' ότι σας λέει και να τον υπακούτε. Να μην του εναντιώνεστε, γιατί αυτός θα ενεργεί εξ ονόματος μου. Αν όμως τον υπακούτε και κάνετε πρόθυμα ότι σας προστάζω, τότε εγώ θα είμαι εχθρός των εχθρών σας και αντίπαλος των αντιπάλων σας. Ο άγγελός μου θα σας οδηγήσει στη Χαναάν, όπου κατοικούν διάφοροι λαοί, τους οποίους θα εξολοθρεύσω. Δε θα προσκυνήσετε τους θεούς τους ούτε θα τους λατρεύσετε, ούτε θα κάνετε ότι κάνουν αυτοί στις λατρείες τους. Αντιθέτως, θα γκρεμίσετε τους θεούς τους και θα συντρίψετε τις ιερές στήλες τους. Εσείς θα λατρεύσετε τον Κύριο το Θεό σας, κι εγώ θα ευλογήσω το ψωμί που τρώτε και το νερό που πίνετε, θα εξαφανίσω όλες τις αρρώστιες σας και θα σας χαρίσω μακροζωία. Θα παραδώσω στην εξουσία σας τους κατοίκους εκείνης της χώρας, ενώ άλλους θα τους διώξετε από 'κει. Δε θα συνάψετε καμιά συνθήκη ούτε μ' αυτούς ούτε με τους θεούς τους. Δε θα παραμείνουν αυτοί οι λαοί στη χώρα σας για να μη σας κάνουν και αμαρτήσετε απέναντι μου. Γιατί αν λατρεύσετε τους θεούς τους, αυτό θα είναι για σας παγίδα» (Έξοδος 23,20-33).
Τότε ο Μωυσής κατέβηκε από το βουνό και ανακοίνωσε στους Ισραηλίτες τους λόγους του Κυρίου, τους οποίους και κατέγραψε. Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε νωρίς και έχτισε θυσιαστήριο στους πρόποδες του βουνού, κι έστησε δώδεκα πέτρινες στήλες για τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Ύστερα έστειλε νεαρούς Ισραηλίτες και έφεραν μοσχάρια, τα οποία και θυσιάσανε στον Κύριο ως ευχαριστία για τη σωτηρία τους. Ο Μωυσής πήρε αίμα από τα θυσιαζόμενα ζώα και το έβαλε σε δοχεία, και το υπόλοιπο το έχυσε κοντά στο θυσιαστήριο.
Μετά πήρε το βιβλίο της διαθήκης και το διάβασε στο λαό. Και ο λαός είπε: «Όλα όσα είπε ο Κύριος θα υπακούσουμε σ' αυτά και θα τα εφαρμόσουμε». Τότε πήρε αίμα από τη θυσία των ζώων που έγινε στον Κύριο και ράντισε το λαό και τους είπε: «Αυτό είναι το αίμα της διαθήκης που έκανε μαζί σας ο Κύριος, με βάση όλους αυτούς τους λόγους» (Έξοδος 24,1-8).
Ο Μωυσής, ο Ααρών, ο Ναδάβ και ο Αβιούδ, καθώς και εβδομήντα από τους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών ανέβηκαν στο βουνό. Βέβαια ο Ααρών και οι γιοι του δεν είδαν είδαν το Θεό του Ισραήλ, αλλά είδαν τον τόπο όπου στάθηκε. Και ο τόπος αυτός φαινόταν σαν να ήταν κατασκευασμένος από πλίνθους σαπφείρου και είχε τη διαύγεια και τη λάμψη του καθαρού ουρανού.
Ο Θεός δεν έκανε κανένα κακό σ' αυτούς τους επιφανείς Ισραηλίτες, οι οποίοι κάθισαν σ' εκείνο το θείο τόπο και έφαγαν (Έξοδος 24,9-11).
Ο ΜΩΥΣΗΣ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΣΙΝΑ ΚΑΙ Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή ν' ανέβει πάλι στο βουνό για να του δώσει τις λίθινες πλάκες, το νόμο και τις εντολές. Επειδή θα έλειπε για πολύ καιρό όρισε τον Ααρών και τον Ωρ ως υπεύθυνους απέναντι στο λαό.
Όταν ανέβηκε στο βουνό ο Μωυσής, είχε μαζί του τον Ιησού του Ναυή. Τότε το βουνό καλύφθηκε από ένα σύννεφο. Η δόξα του Κυρίου ήρθε και σκέπασε το όρος Σινά για έξι μέρες. Στα μάτια των Ισραηλιτών φαινόταν σαν φωτιά που λαμπάδιαζε στην κορυφή του βουνού, το οποίο ήταν ορατό απ' όλους τους Ισραηλίτες. Την έβδομη μέρα κάλεσε ο Κύριος το Μωυσή μέσα από το σύννεφο. Ο Μωυσής μπήκε στο σύννεφο κι ανέβηκε στο βουνό, όπου και έμεινε σαράντα μερόνυχτα (Έξοδος 24,12-18).
Ο Κύριος είχε πει στο Μωυσή να μαζέψει προαιρετικές προσφορές από τους Ισραηλίτες, όποιος είχε διάθεση και όποιος ήθελε. Ζήτησε να του προσφέρουν χρυσάφι, ασήμι και χαλκό, μάλλινα λινά υφάσματα από κατσικίσιο μαλλί, βαμμένα σε χρώμα γαλάζιο, πορφυρό ή κόκκινο, δέρματα τράγων βαμμένα κόκκινα και γαλάζια, άσηπτα ξύλα ακακίας, λάδι, αρωματικές ουσίες και θυμίαμα, επίσης πολύτιμους λίθους και άλλα πολύτιμα πετράδια, προκειμένου τα υλικά αυτά να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή της Κιβωτού της Διαθήκης, της Σκηνής του Μαρτυρίου, για το θυσιαστήριο του θυμιάματος και για το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων, για την Τράπεζα της Προθέσεως, για την Επτάφωτη λυχνία, για όλα τα ιερά αντικείμενα και σκεύη που συνόδευαν όλα τα παραπάνω, για το ιερό έλαιο και για το ιερό θυμίαμα, καθώς και για τις ιερατικές στολές των ιερέων και αρχιερέων (Έξοδος 25,1-9. 35,4-19).
Στη συνέχεια ο Κύριος έδωσε στο Μωυσή οδηγίες για την κατασκευή της Κιβωτού της Διαθήκης, ένα ιερό κιβώτιο φτιαγμένο από ξύλο ακακίας και καλυμμένη ολόκληρη με καθαρό χρυσάφι. Μέσα στην Κιβωτό της Διαθήκης θα τοποθετούσε τις πέτρινες πλάκες με το Νόμο και μέσα από αυτή θα επικοινωνούσε στο εξής με το Μωυσή. Ακόμη του έδωσε οδηγίες για την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου, ένα κινητό ιερό από πολυτελή υφάσματα, όπου μέσα της θα φυλασσόταν η Κιβωτός της Διαθήκης (Έξοδος 25,10-22. 26,1-37).
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή να καθιερώσει και να ξεχωρίσει τον Ααρών και τους γιούς του ως ιερείς του Κυρίου. Του έδωσε οδηγίες πως πρέπει να ντύνονται οι ιερείς και πως να καθαγιάζονται, ώστε να μην αμαρτάνουν απέναντι στον Κύριο. Τέλος του έδωσε οδηγίες για τις γιορτές και τις θυσίες (Έξοδος κεφ. 25-31). Όταν ο Θεός τελείωσε μ' αυτά που έλεγε στο Μωυσή πάνω στο όρος Σινά, του έδωσε τις δύο λίθινες πλάκες του Νόμου, γραμμένες με το ίδιο του το χέρι (Έξοδος 31,18).
Όταν οι Ισραηλίτες είδαν ότι ο Μωυσής αργούσε να κατεβεί από το βουνό, μαζεύτηκαν γύρω από τον Ααρών και του έλεγαν: «Σήκω, φτιάξε μας θεούς, που να προπορεύονται στο δρόμο μας, γιατί αυτός ο Μωυσής, που μας έβγαλε από την Αίγυπτο, δεν ξέρουμε τι έγινε».
Ο Ααρών υπέκυψε στις πιέσεις και τους είπε: «Βγάλτε τα χρυσά σκουλαρίκια που έχουν στ' αυτιά τους οι γυναίκες σας, οι γιοι σας και οι κόρες σας και φέρτε τα σ' εμένα». Έβγαλαν τότε όλοι τα χρυσά τους σκουλαρίκια και τα έφεραν στον Ααρών. Εκείνος τα πήρε, τα έλειωσε και έκανε απ' αυτά ένα άγαλμα μοσχαριού. Φώναξε τότε ο λαός: «Αυτός είναι ο Θεός σου, Ισραήλ, που σ' έβγαλε από την Αίγυπτο !»
Την άλλη μέρα ο Ααρών έχτισε ακριβώς απέναντι ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο και πρόσφερε ευχαριστήρια θυσία στον Κύριο για την σωτηρία τους από την Αίγυπτο. Το μεγαλύτερο μέρος του λαού συμμετείχε σ' αυτή την ευχαριστήρια θυσία και μετά κάθισαν, φάγανε και ήπιανε, κι έπειτα σηκώθηκαν και διασκέδαζαν (Έξοδος 32,1-6. Δευτερονόμιο 9,7-11. Ψαλμοί 105,19-20).
Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πήγαινε, κατέβα, γιατί ο λαός που έβγαλες από την Αίγυπτο έπεσε σε μεγάλη αμαρτία. Έφυγαν γρήγορα από το δρόμο που τους έδειξα. Έφτιαξαν ένα χυτό μοσχάρι και το προσκύνησαν, θυσίασαν σ' αυτό και είπαν: "Αυτοί είναι οι θεοί σου, Ισραήλ, που σ' έβγαλαν από την Αίγυπτο!" Είδα τι είναι ο λαός αυτός. Είναι λαός απείθαρχος. Άσε με, λοιπόν, τώρα, να ξεσπάσει ο θυμός μου πάνω τους και να τους αφανίσω, και θα κάνω να προέλθει από σένα ένα μεγάλο έθνος».
Ο Μωυσής όμως προσπάθησε να καταπραΰνει τον Κύριο και είπε: «Γιατί, Κύριε, να ξεσπάσει ο θυμός σου πάνω στο λαό σου, που τον έβγαλες από την Αίγυπτο με τη μεγάλη σου δύναμη και με ενέργειες τόσο δυναμικές; Γιατί να πουν οι Αιγύπτιοι ότι τους έβγαλες με κακό σκοπό από την Αίγυπτο, για να τους θανατώσεις στα βουνά και να τους εξαφανίσεις από τη γη; Ας σταματήσει ο φλογερός θυμός σου, άλλαξε γνώμη για το κακό που θέλεις να κάνεις στο λαό σου. Θυμήσου τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, τους δούλους σου, που τους υποσχέθηκες να τους δώσεις τόσους πολλούς απογόνους, όσα τ' αστέρια του ουρανού, και σ' αυτούς τους απογόνους να δώσεις ολόκληρη αυτή τη χώρα, για ιδιοκτησία παντοτινή». Έτσι, ο Κύριος άλλαξε γνώμη για το κακό που είπε ότι θα έκανε στο λαό του (Έξοδος 32,7-14. Δευτερονόμιο 9,12-14. 9,19).
Ο Μωυσής γύρισε κι άρχισε να κατεβαίνει από το βουνό, κρατώντας στα χέρια του τις δύο πλάκες του Νόμου, γραμμένες κι από τις δυο πλευρές τους. Οι πλάκες ήταν έργο του Θεού καθώς και η γραφή, που ήταν χαραγμένη σ' αυτές.
Όταν ο Μωυσής κατέβηκε από το βουνό, ο Ιησούς του Ναυή που τον περίμενε, του είπε ότι ακούει πολεμικές κραυγές από το στρατόπεδο. Ο Μωυσής του είπε ότι αυτές δεν είναι πολεμικές κραυγές, αλλά κραυγές μεθυσμένων. Και καθώς πλησίαζε στο στρατόπεδο, είδε το μοσχάρι και τους χορούς. Τότε φούντωσε ο θυμός του και πέταξε τις πλάκες από τα χέρια του και τις έσπασε στους πρόποδες του βουνού. Πήρε το μοσχάρι που είχαν φτιάξει οι Ισραηλίτες και το έκαψε στη φωτιά και το κατακομμάτιασε ώσπου να γίνει σκόνη. Κατόπιν τη σκόνη αυτή την πέταξε στο χείμαρρο, που κατεβαίνει από το όρος Σινά, ενώ φαίνεται ένα μέρος της την έδωσε να την πιουν (Έξοδος 32,15-20. Δευτερονόμιο 9,15-18. 9,21).
Μετά ο Μωυσής είπε στον Ααρών: «Τι σου έκανε αυτός ο λαός και τους παρέσυρες σε μια τόσο μεγάλη αμαρτία;» Ο Ααρών απάντησε: «Μη θυμώνεις, κύριε μου. Ξέρεις ότι ο λαός αυτός είναι ορμητικός. Αυτοί μου είπαν, να τους κάνω θεούς να προπορεύονται στο δρόμο τους, γιατί δεν ήξεραν τόσες μέρες τι απέγινες. Κι εγώ ζήτησα να μου δώσουν τα χρυσαφικά τους και μ' αυτά έφτιαξα αυτό το μοσχάρι» (Έξοδος 32,21-24). Αλλά και εναντίον του Ααρών αγανάκτησε ο Κύριος και ήθελε να τον εξολοθρεύσει, αλλά δεν προχώρησε στην ενέργεια αυτή μετά από δέηση του Μωυσή (Δευτερονόμιο 9,20).
Ο Μωυσής είδε ότι ο λαός είχε αφεθεί ελεύθερος κι έκανε ότι ήθελε, γιατί ο Ααρών επέτρεψε να γίνει κάτι τέτοιο. Στάθηκε τότε στην είσοδο του στρατοπέδου και φώναξε: «Όποιος είναι με τον Κύριο ας έρθει μαζί μου». Συγκεντρώθηκαν λοιπόν κοντά του όλοι οι απόγονοι του Λευΐ. Ο Μωυσής τους είπε: «Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, προστάζει να ζωστεί καθένας σας το σπαθί του, και να διασχίσετε το στρατόπεδο, από τη μια είσοδο ως την άλλη, και να σκοτώσετε όσους αμάρτησαν μπροστά στο Θεό».
Οι Λευΐτες εκτέλεσαν τη διαταγή του Μωυσή και θανατώθηκαν από τον λαό εκείνη τη μέρα περίπου τρεις χιλιάδες άντρες (Έξοδος 32,25-29).
Την άλλη μέρα ο Μωυσής είπε στο λαό: «Έχετε διαπράξει μεγάλη αμαρτία, θ' ανέβω τώρα στον Κύριο για να τον παρακαλέσω να σας συγχωρήσει αυτή την αμαρτία σας».
Πήγε πίσω λοιπόν στον Κύριο και του είπε: «Αλίμονο, Κύριε! Ο λαός αυτός διέπραξε μεγάλη αμαρτία. Κατασκεύασαν θεούς χρυσούς. Τώρα όμως αν θέλεις, συγχώρησε την αμαρτία τους. Αν όχι, τότε διάγραψε, σε παρακαλώ, και το δικό μου όνομα από το βιβλίο σου».
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Αυτόν που αμάρτησε σ' εμένα, αυτόν θα διαγράψω από το βιβλίο μου. Τώρα πήγαινε, οδήγησε το λαό στον τόπο που σου είπα, κι ο άγγελος μου θα προπορεύεται μπροστά σου. Όταν έρθει ο χρόνος της ανταπόδοσης, θα τους τιμωρήσω για την αμαρτία τους».
Ο Κύριος, λοιπόν, όταν έκρινε τον καιρό κατάλληλο έστειλε συμφορά στο λαό, επειδή είχαν βάλει τον Ααρών να τους φτιάξει το χρυσό μοσχάρι (Έξοδος 32,30-35).
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ
Ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να ετοιμαστούν για αναχώρηση. Δεν θα τους οδηγεί πλέον ο ίδιος, αλλά ένας άγγελος, γιατί οι Ισραηλίτες ήταν απείθαρχος λαός και υπάρχει ο κίνδυνος να τους καταστρέψει πριν φτάσουν στη Γη της Επαγγελίας.
Όταν ο λαός άκουσε αυτόν τον απειλητικό λόγο λυπήθηκε και φόρεσε πένθιμα ρούχα. Όταν πέρασε το πένθος τους και φόρεσαν πάλι τις λαμπρές τους φορεσιές, ο Κύριος τους προέτρεψε να βγάλουν τα στολίδια από πάνω τους (Έξοδος 33,1-6).
Ο Μωυσής πήρε την πρόχειρη και προσωρινή Σκηνή του Μαρτυρίου, που είχε φτιάξει πριν γίνει η αυθεντική, και την έστησε έξω, μακριά από το στρατόπεδο. Όποιος ήθελε να ρωτήσει για κάτι τον Κύριο, πήγαινε στη Σκηνή του Μαρτυρίου, έξω από το στρατόπεδο. Όσες φορές πήγαινε ο Μωυσής στη Σκηνή, όλος ο λαός σηκωνόταν και ο καθένας στεκόταν στην πόρτα της σκηνής του και τον παρακολουθούσε ώσπου αυτός να μπει στη Σκηνή. Όταν ο Μωυσής έμπαινε στη Σκηνή, μια στήλη νεφέλης κατέβαινε και στεκόταν στην πόρτα. Και ο Θεός συνομιλούσε με το Μωυσή. Όταν έβλεπε ο λαός τη στήλη της νεφέλης να στέκεται μπροστά στην πόρτα της Σκηνής, σηκώνονταν και προσκυνούσαν, καθένας κοντά στην πόρτα της σκηνής του.
Ο Κύριος μιλούσε με το Μωυσή πρόσωπο με πρόσωπο, όπως συζητάει κανείς με το φίλο του. Κατόπιν ο Μωυσής επέστρεφε στο στρατόπεδο, ενώ ο βοηθός του, ο νεαρός Ιησούς, γιος του Ναυή, παρέμενε στη Σκηνή (Έξοδος 33,7-11).
Στη συνέχεια ο Μωυσής ζήτησε από τον Κύριο να συμπορευθεί μαζί τους και να του φανερώσει τη δόξα Του. Και ο Κύριος του απάντησε: «Θα πραγματοποιήσω την επιθυμία σου, θα συμπορευθώ μαζί σας και θα περάσω με όλη τη μεγαλοπρέπειά μου μπροστά σου και θα πω το "όνομα" μου μπροστά σου: "Κύριος". Δε θα μπορέσεις όμως, να δεις το πρόσωπό μου, γιατί κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να με δει και να μείνει ζωντανός. Όταν θα διαβαίνω μέσα στη δόξα της παρουσίας μου, θα σε σκεπάσω με το χέρι μου ώσπου να περάσω. Μετά θα πάρω το χέρι μου και θα δεις τα νώτα μου, το πρόσωπο μου όμως δεν θα το δεις» (Έξοδος 33,12-23).
Μετά ο Κύριος είπε στο Μωυσή να πάρει δύο πέτρινες πλάκες σαν τις προηγούμενες και το πρωί να είναι έτοιμος για ν' ανεβεί στο όρος Σινά.
Ο Μωυσής λάξεψε δύο πλάκες από πέτρα σαν τις πρώτες και νωρίς το πρωί σηκώθηκε κι ανέβηκε στο όρος Σινά, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Κατόπιν πέρασε από μπροστά του με όλη του τη δόξα, όπως του υποσχέθηκε, χωρίς φυσικά να δει το πρόσωπο του Κυρίου. Ο Μωυσής έπεσε στη γη και προσκύνησε (Έξοδος 34,1-9. Δευτερονόμιο 10,1-4).
Στη συνέχεια ο Κύριος έδωσε στο Μωυσή οδηγίες για την είσοδό τους στη Χαναάν, για τις γιορτές και τις θυσίες, για την πιστότητα και την τήρηση των εντολών του Θεού. Ο Μωυσής έμεινε εκεί μαζί με τον Κύριο σαράντα μερόνυχτα. Σ' αυτό το διάστημα δεν έφαγε ψωμί και δεν ήπιε νερό (Έξοδος 34,10-28. Δευτερονόμιο 10,10-22).
Όταν ο Μωυσής κατέβαινε από το όρος Σινά και οι δυο πλάκες του Νόμου ήταν στα χέρια του, δεν ήξερε ότι το πρόσωπό του είχε γίνει λαμπερό όση ώρα μιλούσε με το Θεό, και ακτινοβολούσε. Ο Ααρών και όλος ο λαός κοίταξαν το Μωυσή, και είδαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε, γι' αυτό φοβόντουσαν να τον πλησιάσουν. Ο Μωυσής όμως τους κάλεσε, και τότε ο Ααρών και όλοι οι άρχοντες της κοινότητας πήγαν κοντά του και τους μίλησε. Ύστερα πλησίασαν κι οι υπόλοιποι Ισραηλίτες, κι ο Μωυσής τους ανακοίνωσε όλες τις εντολές που του είχε δώσει ο Κύριος στο όρος Σινά.
Όταν ο Μωυσής τελείωσε τη συνομιλία του μαζί τους σκέπασε το πρόσωπο του μ' ένα κάλυμμα. Κάθε φορά που ο Μωυσής ερχόταν ενώπιον του Κυρίου για να μιλήσει μαζί του, έβγαζε το κάλυμμα, ως την ώρα που έβγαινε από τη Σκηνή και ανακοίνωνε στο λαό τις εντολές που του είχαν δοθεί. Τότε οι Ισραηλίτες έβλεπαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε. Ύστερα έβαζε πάλι το κάλυμμα στο πρόσωπο του, ώσπου να ξαναμπεί στη Σκηνή και να μιλήσει με τον Κύριο (Έξοδος 34,29-35). Όταν ο Μωυσής κατέβηκε από το Σινά, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, κατασκεύασε μια πρόχειρη Κιβωτό, και μέσα τοποθέτησε τις δεύτερες λίθινες πλάκες του Νόμου (Δευτερονόμιο 10,5. Γ' Βασιλέων 8,9. Β' Παραλειπομένων 5,10).
(Πηγή: «ΜΩΥΣΗΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ, ΕΝΟΤΗΤΑ 1», users.sch.gr/ http://users.sch.gr/aiasgr/Agiologia/Palaia_Diathikh/Hgetes/Mwushs_o_Theopths_1.htm)
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Μετά την κάθοδό του ο Μωυσής από το όρος Σινά, έδωσε οδηγίες στους Ισραηλίτες για την κατασκευή της Κιβωτού της Διαθήκης και για τη Σκηνή του Μαρτυρίου, καθώς και όλων των άλλων ιερών αντικειμένων. Η Κιβωτός της Διαθήκης ήταν ένα κιβώτιο από ξύλο ακακίας, καλυμμένο με καθαρό χρυσάφι, ενώ η Σκηνή του Μαρτυρίου ήταν κατασκευασμένη από πολυτελή υφάσματα.
Στη συνέχεια όσοι Ισραηλίτες, άντρες και γυναίκες, είχαν τη διάθεση να συνεισφέρουν για την κατασκευή των έργων που είχε διατάξει ο Κύριος στο Μωυσή, έφεραν πρόθυμα τις προσφορές τους κι όλα τα υλικά, προκειμένου να κατασκευαστούν η Κιβωτός της Διαθήκης, η Σκηνή του Μαρτυρίου, καθώς και τα εξαρτήματά τους, τα δύο θυσιαστήρια, η Τράπεζα της Προθέσεως, η Επτάφωτη λυχνία, το ιερό έλαιο και το ιερό θυμίαμα, καθώς και οι ιερατικές στολές (Έξοδος 35,4-29).
Ακόμη ο Κύριος όρισε ως κατασκευαστές της Κιβωτού της Διαθήκης, της Σκηνής του Μαρτυρίου και όλων των άλλων ιερών αντικειμένων, τον Βεσελεήλ από τη φυλή Ιούδα και ως βοηθός του τον Ελιάβ από τη φυλή Δαν (Έξοδος 31,2-7). Ο Μωυσής κάλεσε το Βεσελεήλ και τον Ελιάβ και τους παρέδωσε όλες τις συνεισφορές και τα υλικά που είχαν προσφέρει οι Ισραηλίτες για να ξεκινήσουν τα έργα.
Ωστόσο, ο λαός συνέχιζε να φέρνει στο Μωυσή τις προσφορές του. Τότε οι τεχνίτες που ήταν απασχολημένοι με την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου, διέκοψαν τις εργασίες τους και είπαν στο Μωυσή πως ο λαός έχει προσφέρει περισσότερα απ' όσα χρειάζονται για την εκτέλεση των έργων. Κι αμέσως ο Μωυσής έδωσε εντολή να σταματήσουν οι συνεισφορές. Το υλικό που είχαν φέρει ήταν αρκετό για όλα τα έργα που έπρεπε να κάνουν και μάλιστα περίσσεψαν (Έξοδος 36,1-7)
Όταν ο Μωυσής τελείωσε όλες τις εργασίες (Έξοδος κεφ. 36-39), ευλόγησε τους τεχνίτες (Έξοδος 39,23) και κατόπιν έστησε τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Κυρίου στο Μωυσή, το στήσιμο της Σκηνής έγινε την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα του δεύτερου έτους της Εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Εκεί, πίσω από το καταπέτασμα, τοποθετήθηκε η Κιβωτός της Διαθήκης και μέσα σ' αυτή οι λίθινες πλάκες με τις 10 εντολές. Μετά τη σκέπασε από τα μάτια των ανθρώπων, όπως είχε πει ο Κύριος.
Μέσα στη Σκηνή του Μαρτυρίου τοποθετήθηκε ακόμη η Τράπεζα και πάνω της οι άρτοι της Προθέσεως. Απέναντι από την Τράπεζα, στη νότια πλευρά τοποθετήθηκε η Επτάφωτη λυχνία και ο Μωυσής άναψε τους λύχνους ενώπιον του Κυρίου. Μπροστά στο παραπέτασμα που χωρίζει τα Άγια των Αγίων, τοποθετήθηκε το χρυσό Θυσιαστήριο του θυμιάματος και μπροστά στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου τοποθετήθηκε το Θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων.
Αφού σκέπασαν όλη τη Σκηνή του Μαρτυρίου, σύμφωνα με τις οδηγίες του Κυρίου, ο Μωυσής την καθαγίασε και την έχρισε με το άγιο έλαιο, καθώς και όλα τα σκεύη που υπήρχαν μέσα σ' αυτή. Κατόπιν ο Μωυσής καθαγίασε και έχρισε το Θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων μαζί με όλα τα σκεύη του.
Μετά έφερε στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου τον Ααρών και τους γιους του και τους έπλυνε με νερό. Τους έντυσε με τις ιερατικές στολές και τους έχρισε ώστε να μπορούν να υπηρετούν τον Κύριο ως Ιερείς (Έξοδος 40,1-27. Αριθμοί 7,1).
ΑΛΛΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΣΙΝΑ
Όταν τελείωσαν όλα αυτά, οι αρχηγοί των φυλών του Ισραήλ έφεραν τις προσφορές τους ενώπιον του Κυρίου, τα οποία ήταν έξι σκεπαστές άμαξες και δώδεκα βόδια, μία άμαξα ανά δύο αρχηγούς και ένα βόδι από τον καθένα τους.
Ο Μωυσής πήρε τις άμαξες και τα βόδια και τα παρέδωσε, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, στους Λευίτες. Έδωσε ανάλογα με την υπηρεσία τους, δύο άμαξες και τέσσερα βόδια στους Γηρσωνίτες, τέσσερις άμαξες και οκτώ βόδια στους Μεραρίτες και στους Κααθίτες δεν έδωσε τίποτε, γιατί αυτοί είχαν να μεταφέρουν στους ώμους τους τα ιερά αντικείμενα, για τα οποία ήταν υπεύθυνοι.
Την ημέρα της χρίσεως του θυσιαστηρίου, οι αρχηγοί των φυλών έφεραν επίσης προσφορές για την καθιέρωσή του. Όταν τελείωσαν οι προσφορές ο Μωυσής μπήκε στη Σκηνή του Μαρτυρίου για να μιλήσει με τον Κύριο και άκουσε τη φωνή του Κυρίου, που του μιλούσε από το ύψος του ιλαστηρίου, που ήταν πάνω στην Κιβωτό της Διαθήκης, ανάμεσα στα δύο χερουβίμ (Αριθμοί 7,1-89).
Ο Μωυσής, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, όρισε τους Λευΐτες ως φύλακες της Σκηνής του Μαρτυρίου και ως υπεύθυνους για τη φροντίδα της (Αριθμοί 1,50-53). Κατόπιν ο Κύριος κάλεσε το Μωυσή και του μίλησε μέσα από τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Του έδωσε εντολή να δώσει στους Ισραηλίτες, όλες τις εντολές οι οποίες αναφέρονται στο Λευιτικό (Λευιτικόν 1,1-2).
Την όγδοη μέρα της καθιέρωσης του Ααρών ως αρχιερέα, ο Μωυσής τον κάλεσε μαζί με τους γιους του, καθώς και τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, και είπε στον Ααρών να πάρει ένα μικρό μοσχάρι για θυσία εξιλέωσης και ένα κριάρι για θυσία ολοκαυτώματος, και τα δύο χωρίς ελάττωμα, και να τα προσφέρει ενώπιον του Κυρίου. Έπειτα είπε στους άρχοντες του Ισραήλ, να πάρουν έναν τράγο για θυσία εξιλέωσης, ένα μοσχάρι κι ένα πρόβατο ενός χρόνου, και τα δυο χωρίς ελάττωμα, κατάλληλα για θυσία ολοκαυτώματος, ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι, για την ευχαριστήρια θυσία ενώπιον του Κυρίου, και μια αναίμακτη προσφορά, σιμιγδάλι ζυμωμένο με λάδι, διότι ο Κύριος θα φανερωνόταν στους Ισραηλίτες.
Έφεραν λοιπόν όσα διέταξε ο Μωυσής μπροστά στη Σκηνή του Μαρτυρίου κι έπειτα όλη η κοινότητα πλησίασε και στάθηκε ενώπιον του Κυρίου. Ο Ααρών πλησίασε στο θυσιαστήριο και αφού πρόσφερε πρώτα τη δική του προσφορά στον Κύριο, μετά πρόσφερε την προσφορά του λαού.
Έπειτα αφού ο Ααρών ευλόγησε το λαό, κατέβηκε απ' το θυσιαστήριο και μαζί με το Μωυσή μπήκαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Όταν βγήκαν, ευλόγησαν πάλι το λαό και τότε η δόξα του Κυρίου φανερώθηκε σ' όλους τους Ισραηλίτες. Ο Κύριος έστειλε φωτιά και κατέκαψε ότι υπήρχε πάνω στο θυσιαστήριο. Όταν ο λαός το είδε αυτό, εξεπλάγη από το θαύμα αυτό και έπεσαν με το πρόσωπο κατά γης και προσκύνησαν τον Κύριο (Λευιτικόν 9,1-24).
Κάποια μέρα οι γιοι του Ααρών, Ναδάβ και Αβιούδ, πήραν ο καθένας το θυμιατήρι του, έβαλαν σ' αυτά φωτιά από κοσμική προέλευση και όχι από τη φωτιά του θυσιαστηρίου, όπως είχε θεσπίσει ο Κύριος. Ο Κύριος όμως έστειλε φωτιά και έγιναν παρανάλωμα. Πέθαναν και οι δύο ενώπιον του Κυρίου.
Μετά τη βεβήλωση και τη θανάτωση των δύο γιων του Ααρών, ο Μωυσής είπε στον Ααρών: «ότι η τιμωρία αυτή οφείλεται στο ότι ο Κύριος εφάρμοσε αυτό που είχε προαναγγείλει γι' αυτές τις περιπτώσεις και ότι εκείνοι που τον πλησιάζουν, θα έπρεπε να σέβονται την αγιότητα του, για να τον δοξάζει ο λαός.
Ο Ααρών λυπήθηκε βαθύτατα και έμεινε σιωπηλός. Τότε ο Μωυσής κάλεσε το Μισαήλ (Μισαδάη) και τον Ελισαφάν, τους γιους του Οζιήλ, ο οποίος ήταν θείος του Ααρών, και τους έδωσε εντολή να πάρουν τους συγγενείς τους μακριά από το αγιαστήριο, και να τους πάνε έξω από το στρατόπεδο. Τότε αυτοί τους πήραν, όπως ήταν με τις στολές τους, και τους έθαψαν έξω από το στρατόπεδο.
Ο Μωυσής είπε στον Ααρών, και στους γιους του, τον Ελεάζαρ και τον Ιθάμαρ, να μην βγάλουν από το κεφάλι τους το κάλυμμα και να μη σκίσουν σε ένδειξη πένθους τα ρούχα τους, για να μην πεθάνουν κι αυτοί και πέσει η θεία οργή πάνω σε όλη την κοινότητα. Να αφήσουν το λαό να τους θρηνήσει, αλλά αυτοί δεν θα έπρεπε να απομακρυνθούν από την είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου, επειδή το λάδι του χρίσματος του Κυρίου ήταν ακόμη νωπό πάνω στις στολές τους. Ο Ααρών και οι δύο γιοι του έκαναν, όπως είπε ο Μωυσής (Λευιτικόν 10,1-7).
Κάποια στιγμή που ο Μωυσής επόπτευε τις θυσίες, είδε ότι το υπόλοιπο του τράγου που είχε προσφερθεί ως θυσία εξιλέωσης, αντί να φαγωθεί από τους ιερείς, είχε παρατύπως καεί. Τότε οργίστηκε εναντίον του Ελεάζαρ και του Ιθάμαρ, γιατί δεν φάγανε σε ιερό τόπο, το υπόλοιπο από το κρέας του ζώου που είχε θυσιαστεί ως θυσία εξιλέωσης. Τους τόνισε ότι ο Κύριος τους παραχώρησε αυτό το δικαίωμα, ώστε με τη βρώση του υπόλοιπου ζώου να παίρνουν πάνω τους την αμαρτία της κοινότητας και να κάνουν γι' αυτούς την τελετουργία της εξιλέωσης ενώπιον του Κυρίου (Λευιτικόν 10,16-18).
Μαζί με τους Ισραηλίτες που έφυγαν από την Αίγυπτο, ήταν και ο γιος μιας γυναίκας Ισραηλίτισσας και ενός Αιγύπτιου. Το όνομα της ήταν Σαλωμείθ, και ήταν κόρη του Δαβρεί, από τη φυλή Δαν. Αυτός φιλονίκησε και συνεπλάκη μ' ένα Ισραηλίτη. Κατά τη φιλονικία ο γιος της Ισραηλίτισσας βλαστήμησε το όνομα του Κυρίου. Τον έφεραν λοιπόν στο Μωυσή και τον έβαλαν στη φυλακή, μέχρι ν' αποφασίσουν για την τύχη του, περιμένοντας εντολή από τον Κύριο.
Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή να τον βγάλουν έξω από το στρατόπεδο και όλοι όσοι τον άκουσαν, να βάλουν τα χέρια τους πάνω στο κεφάλι του και να καταθέσουν τη μαρτυρία τους εναντίον του. Έπειτα να λιθοβοληθεί απ' όλη την κοινότητα. και έκαμαν οι Ισραηλίτες όπως ακριβώς διέταξε ο Κύριος (Λευιτικόν 24,10-14. 24,23).
Το δεύτερο χρόνο μετά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, ο Μωυσής και ο Ααρών απέγραψαν το λαό στην έρημο Σινά, όπως τους είχε διατάξει ο Κύριος. Αυτοί που απογράφηκαν ήταν οι άντρες από 20 ετών και πάνω. Για το σκοπό αυτό είχαν ως βοηθούς έναν από κάθε φυλή, οι οποίοι ήταν και αρχηγοί πατριαρχικών. Το σύνολο των Ισραηλιτών που απογράφηκαν κατά φυλές και στρατιωτικές μονάδες ήταν 603.550 άντρες (Αριθμοί 1,1-46). Κατόπιν ακολούθησε η απογραφή των Λευιτών. Απογράφηκαν όλα τα αρσενικά παιδιά της φυλής Λευΐ από ενός μηνός και πάνω. Σύμφωνα με την απογραφή οι Λευίτες ήταν 22.000 άτομα (Αριθμοί 3,14-39).
Σύμφωνα με εντολή του Κυρίου προς το Μωυσή, ακολούθησε και μια τρίτη απογραφή. Απογράφηκαν όλα τα αρσενικά πρωτότοκα των Ισραηλιτών, από ενός μηνός και πάνω, και μάλιστα υπήρξε και ονομαστικός κατάλογος αυτών. Ο Μωυσής έκανε την απογραφή όλων των πρωτότοκων αρσενικών από ενός μηνός και πάνω, καταγεγραμμένα σε ονομαστικό κατάλογο, και ήταν 22.273 άτομα.
Στη συνέχεια, σύμφωνα πάλι με εντολή του Κυρίου, αφιερώθηκαν οι Λευίτες στον Κύριο, στη θέση των πρωτοτόκων των Ισραηλιτών. Το ίδιο έγινε και με τα ζώα των Λευιτών στη θέση των πρωτογέννητων ζώων του λαού. Τα 273 πρωτότοκα των Ισραηλιτών που υπερβαίνουν τον αριθμό των Λευιτών, εξαγοράστηκαν προς 5 σίκλους με βάση τον ιερό σίκλο (ο κάθε σίκλος ισοδυναμούσε με 20 οβολούς). Συνολικά συγκεντρώθηκε το ποσό των 1.365 ιερών σίκλων, το οποίο δόθηκε στον Ααρών και στους γιους του, για ιερούς σκοπούς (Αριθμοί 3,40-51).
Μπροστά στη Σκηνή του Μαρτυρίου, ανατολικά στρατοπέδευαν ο Μωυσής, ο Ααρών και οι γιοι του. Αυτοί είχαν αναλάβει τη φροντίδα της Σκηνής και τις τελετουργίες του αγιαστηρίου, για λογαριασμό των Ισραηλιτών. Κάθε άνθρωπος από άλλη φυλή που θα άγγιζε τα ιερά αντικείμενα, τιμωρούνταν από τον Κύριο με θάνατο (Αριθμοί 3,38).
Ο Μωυσής, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, έβγαλε έξω από το στρατόπεδο όλους τους λεπρούς, όσους είχαν γονόρροια και όσους έγιναν ακάθαρτοι από το άγγιγμα νεκρού, άντρες και γυναίκες, έτσι ώστε να μη μολυνθεί το στρατόπεδο, στη μέση του οποίου κατοικούσε ο Κύριος (Αριθμοί 5,1-4).
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΝΑ
ΝΕΑ ΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΑΠΙΣΤΙΑΣ
Τον πρώτο μήνα του δεύτερου χρόνου από τότε που βγήκαν από την Αίγυπτο, οι Ισραηλίτες γιόρτασαν το Πάσχα. Βρέθηκαν όμως μερικοί που έτυχε να είναι ακάθαρτοι εξαιτίας ενός νεκρού, και δεν μπορούσαν να γιορτάσουν το Πάσχα. Παρουσιάστηκαν λοιπόν στο Μωυσή και στον Ααρών, και τους έθεσαν το πρόβλημα. Σύμφωνα με εντολή του Κυρίου αυτοί μπορούσαν να το γιορτάσει ένα μήνα αργότερα, στις 14 του δεύτερου μήνα, το βράδυ (Αριθμοί 9,1-14).
Την ημέρα που στήθηκε η Σκηνή του Μαρτυρίου, μια νεφέλη ήρθε και τη σκέπασε και η δόξα του Κυρίου γέμισε τη Σκηνή, έτσι που ο Μωυσής δεν μπορούσε να μπει μέσα. Όσον καιρό διήρκεσε η πορεία του λαού, έβλεπαν όλοι τη νεφέλη της παρουσίας του Κυρίου να σκεπάζει τη Σκηνή κάθε μέρα. Το βράδυ η νεφέλη γινόταν κάτι σαν φωτιά, σαν μια πύρινη ανταύγεια κι έμενε πάνω από τη Σκηνή μέχρι το πρωί.
Όταν η νεφέλη σηκωνόταν πάνω από τη Σκηνή, τότε ξεκινούσαν οι Ισραηλίτες την πορεία τους, και στον τόπο όπου στεκόταν η νεφέλη, εκεί στρατοπέδευαν. Όσο η νεφέλη έμενε πάνω από τη Σκηνή, έμεναν κι αυτοί στρατοπεδευμένοι. Αν η νεφέλη έμενε πολύ καιρό πάνω από τη Σκηνή, οι Ισραηλίτες τηρούσαν τη διαταγή του Κυρίου και δεν έφευγαν. Όσο κι αν έμενε η νεφέλη πάνω από τη Σκηνή, αδιάφορο αν ήταν για δύο μέρες, ένα μήνα ή ένα χρόνο, οι Ισραηλίτες έμεναν στρατοπεδευμένοι και δεν ξεκινούσαν. Όταν αυτή σηκωνόταν, τότε μόνο ξεκινούσαν, υπακούοντας στην εντολή που τους είχε δώσει μέσω του Μωυσή (Έξοδος 40,33-38. Αριθμοί 9,15-23).
Ο Μωυσής, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, κατασκεύασε δυο ασημένιες σάλπιγγες, από σφυρηλατημένο ασήμι, για να συγκαλεί την κοινότητα και για να ξεκινούν τα στρατόπεδα. Όταν σάλπιζαν και με τις δύο συγκεντρώνονταν γύρω από τον Μωυσή όλη η κοινότητα, στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου. Όταν σάλπιζαν μόνο με τη μία, τότε συγκεντρώνονταν γύρω από το Μωυσή, οι αρχηγοί των φυλών του Ισραήλ. Όταν σάλπιζαν δυνατά, τότε έφευγαν οι φυλές που είχαν στρατοπεδεύσει ανατολικά από τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Όταν σάλπιζαν δυνατά για δεύτερη φορά, τότε έφευγαν οι φυλές που είχαν στρατοπεδεύσει στα νότια. Όταν σάλπιζαν δυνατά για τρίτη φορά, τότε έφευγαν οι φυλές που είχαν στρατοπεδεύσει στα δυτικά. Όταν σάλπιζαν δυνατά για τέταρτη φορά, τότε έφευγαν οι φυλές που είχαν στρατοπεδεύσει στα βόρεια.
Αυτοί που σάλπιζαν με τις σάλπιγγες ήταν οι γιοι του Ααρών, οι ιερείς. Όταν οι Ισραηλίτες έβγαιναν να πολεμήσουν ενάντια σ' έναν εχθρό, τότε σάλπιζαν δυνατά και ο Κύριος τους θυμόταν και τους γλίτωνε από τους εχθρούς τους. Ακόμη οι Ισραηλίτες σάλπιζαν στις χαρούμενες μέρες, στις γιορτές σας και στις θυσίες που έκαναν στον Κύριο (Αριθμοί 10,1-10).
Στις είκοσι του δεύτερου μήνα του δεύτερου χρόνου, η νεφέλη σηκώθηκε πάνω από τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Τότε ξεκίνησαν κι οι Ισραηλίτες από την έρημο Σινά και πάντα προπορευόταν η Κιβωτός της Διαθήκης. Η νεφέλη στάθηκε στην έρημο Φαράν (Αριθμοί 10,11-12). Ο Μωυσής πρότεινε στον Οβάβ, γιο του Ραγουήλ του πεθερού του, να γίνει ο οδηγός τους στην έρημο, μιας και την γνώριζε καλά. Όταν έφυγαν από το βουνό του Κυρίου, περπάτησαν τρεις ημέρες. Η Κιβωτός της Διαθήκης προπορευόταν κατά τρεις μέρες, για να ορίσει ο Κύριος τόπο για να κατασκηνώσουν. Όταν οι Ισραηλίτες βάδιζαν μέσα στην έρημο, η νεφέλη στεκόταν από πάνω τους και τους έκανε σκιά κατά το διάστημα της ημέρας (Αριθμοί 10,29-36).
Μετά από πορεία τριών ημερών ο λαός άρχισε να παραπονιέται και να εκφράζεται με ασέβεια εναντίον του Κυρίου. Όταν ο Κύριος τους άκουσε, οργίστηκε κι έστειλε εναντίον τους φωτιά, η οποία έκαψε μια άκρη του στρατοπέδου. Τότε ο λαός φώναξε στο Μωυσή για βοήθεια. Εκείνος προσευχήθηκε στον Κύριο και η φωτιά έσβησε.
Ανάμεσά τους βρίσκονταν και διάφοροι ξένοι, που εκλιπαρούσαν για κρέας. Αλλά ακόμα και οι ίδιοι οι Ισραηλίτες άρχισαν να γκρινιάζουν και να λένε: «Ποιος θα μας δώσει να φάμε κρέας; Θυμόμαστε αυτά που τρώγαμε στην Αίγυπτο χωρίς να τα πληρώνουμε. Τώρα όμως έχουμε εξαντληθεί. Δεν υπάρχει τίποτε να φάμε, εκτός από τούτο 'δω το μάννα».
Το μάννα ο λαός διασκορπιζόταν και το μάζευε, το άλεθε στις μυλόπετρες ή το κοπάνιζε στο γουδί, και το έβραζε στη χύτρα ή το έκανε πίτες. Η γεύση του ήταν σαν της τηγανίτας. Τη νύχτα, όταν έπεφτε η δροσιά στο στρατόπεδο, έπεφτε μαζί και το μάννα (Αριθμοί 11,1-9).
Ο Κύριος όταν τους άκουσε αγανάκτησε και οργίστηκε εναντίον τους. Αλλά και ο Μωυσής θύμωσε με το λαό που γκρίνιαζε, καθώς στέκονταν κατά ομάδες μπροστά στις σκηνές τους, και ζήτησε από τον Κύριο να τον ξαλαφρώσει από το βάρος της ηγεσίας αυτού του ατίθασου και αχάριστου λαού.
Ο Μωυσής βγήκε από τη σκηνή και με εντολή του Κυρίου, συγκέντρωσε εβδομήντα άντρες από τους γέροντες του λαού και τους έβαλε να σταθούν γύρω από τη Σκηνή. Τότε ο Κύριος κατέβηκε μέσα στη νεφέλη και πήρε από το πνεύμα που είχε δώσει στο Μωυσή και έδωσε απ' αυτό και στους εβδομήντα πρεσβυτέρους. Μόλις ήρθε το πνεύμα πάνω τους, άρχισαν να προφητεύουν και να μιλάνε με σοφά λόγια, αλλά δε συνέχισαν. Δύο από τους πρεσβυτέρους, ο Ελδάδ και ο Μωδάδ, είχαν μείνει στο στρατόπεδο. Το πνεύμα του Κυρίου πήγε και σ' αυτούς, γιατί ήταν κι αυτοί γραμμένοι μέσα στους εβδομήντα, αλλά για λόγους ταπεινοφροσύνης δεν πήγαν μαζί με τους άλλους στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Έτσι φωτισμένοι κι αυτοί από το Θεό, άρχισαν κι αυτοί να μιλάνε με σοφά λόγια προς το λαό. Τότε έτρεξε ένας νέος και ανάγγειλε στο Μωυσή, πως ο Ελδάδ και ο Μωδάδ προφητεύουν στο στρατόπεδο.
Τότε ο Ιησούς του Ναυή, που ήταν ο βοηθός του Μωυσή, ζήτησε από το Μωυσή, να τους σταματήσει. Αλλά ο Μωυσής του απάντησε: «Ζηλεύεις εσύ για λογαριασμό μου; Μακάρι να 'δινε ο Κύριος το Πνεύμα του σε όλο το λαό και να τους έκανε προφήτες! Μετά ο Μωυσής και οι πρεσβύτεροι, γύρισαν πίσω στο στρατόπεδο και ορίστηκαν να είναι επόπτες του λαού, έτσι ώστε να σηκώνουν μαζί με το Μωυσή το βάρος του λαού (Αριθμοί 11,10-30).
Στο μεταξύ, ο Κύριος σήκωσε έναν αέρα που παρέσυρε από τη θάλασσα ορτύκια και τα έριξε γύρω από το στρατόπεδο. Ο λαός σηκώθηκε και μάζευε ορτύκια όλη εκείνη την ημέρα, αλλά και την άλλη μέρα.
Ενώ όμως το κρέας ήταν ακόμη στο στόμα τους, πριν το μασήσουν, ξέσπασε η οργή του Κυρίου εναντίον του λαού, και τους χτύπησε με μια πολύ μεγάλη συμφορά. Ο Κύριος χτύπησε με θάνατο όσους είχαν καταληφθεί από έντονη επιθυμία να φάνε κρέας και γι' αυτό το μέρος εκείνο ονομάστηκε "Μνήματα της επιθυμίας" (Αριθμοί 11,31-34. 33,16. Δευτερονόμιο 9,22).
Από τα Μνήματα της επιθυμίας ο λαός αναχώρησε και έφτασε στην Ασηρώθ (Αριθμοί 11,35. 33,17). Εκεί κατά το δεύτερο χρόνο της πορείας στην έρημο, ο Μωυσής παντρεύτηκε μια Αιθιόπισσα, γεγονός που προκάλεσε τη ζηλοφθονία του Ααρών και της Μαριάμ, οι οποίοι μίλησαν με απρέπεια στο Μωυσή.
Ο Μωυσής επειδή ήταν ο πιο ταπεινός και πράος άνθρωπος πάνω στη γη, δεν θύμωσε μ' αυτά που του είπαν τ' αδέρφια του. Ο Κύριος όμως είπε στο Μωυσή, στον Ααρών και στη Μαριάμ να πάνε και οι τρεις τους στη Σκηνή του Μαρτυρίου.
Όταν έφτασαν εκεί οι τρεις τους, κατέβηκε ο Κύριος μέσα σε στήλη νεφέλης. Στάθηκε στην είσοδο της Σκηνής και φώναξε στον Ααρών και τη Μαριάμ. Αυτοί προχώρησαν μπροστά κι ο Κύριος τους είπε: «Ακούστε τώρα το λόγο μου. Αν υπάρχει προφήτης ανάμεσα σας, εγώ ο Κύριος του φανερώνομαι σε όραμα και του μιλάω με όνειρο. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με το δούλο μου το Μωυσή. Σ' αυτόν έχω εμπιστευθεί όλο το λαό μου. Στόμα με στόμα του μιλάω και αυτός είδε τη δόξα μου. Πώς λοιπόν εσείς τολμήσατε να μιλήσετε ενάντια στο δούλο μου το Μωυσή;»
Οργίστηκε, λοιπόν, ο Κύριος εναντίον τους και έφυγε. Η νεφέλη αποτραβήχτηκε από πάνω απ' τη Σκηνή και τότε η Μαριάμ γέμισε λέπρα. Ο Ααρών την κοίταξε και ζήτησε συγχώρεση από το Μωυσή για την ανοησία τους.
Τότε ο Μωυσής ζήτησε από τον Κύριο να την θεραπεύσει. Ο Κύριος του απάντησε: «Αν ο πατέρας της την είχε φτύσει στο πρόσωπο, δε θα έπρεπε να σηκώσει το βάρος της ντροπής της εφτά μέρες; Ας μείνει λοιπόν εφτά μέρες περιορισμένη έξω από το στρατόπεδο κι έπειτα ας τη φέρουν μέσα».
Έμεινε λοιπόν η Μαριάμ εφτά μέρες έξω από το στρατόπεδο, και ο λαός δεν ξεκίνησε ως την ημέρα που την έφεραν πάλι μέσα (Αριθμοί 12,1-15. 13,1). Μετά από αυτά έφυγαν από τη Ασηρώθ και στρατοπέδευσαν στην έρημο Φαράν, στην Κάδης (Αριθμοί 13,1. Δευτερονόμιο 1,19-21. Κριταί 11,16). Από το όρος Χωρήβ (Σινά) δια του όρους Σηείρ μέχρι την Κάδης Βαρνή ήταν ένδεκα ημερών πορεία (Δευτερονόμιο 1,2).
ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΝΑΑΝ
Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: 40 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Ο Μωυσής, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, έστειλε από την έρημο Φαράν δώδεκα Ισραηλίτες για να κατασκοπεύσουν τη Χαναάν. Ο Ιησούς του Ναυή ήταν εκπρόσωπος της φυλής Εφραίμ και ο Χάλεβ ήταν εκπρόσωπος της φυλής Ιούδα.
Οι κατάσκοποι μπήκαν στη χώρα από τα νότια και έλεγξαν όλη τη χώρα, από την έρημο Σιν και έφτασαν έως τη Ροόβ που βρίσκεται βόρεια και πάει ο δρόμος προς την Αϊμάθ. Μετά επέστρεψαν στην έρημο και έφτασαν στη Χεβρών, όπου κατοικούσαν ο Αχιμά (Αχιμάν), ο Σουσί (Σεσσί) και ο Θολαμί (Θελαμί), γιοι του γίγαντα Ανάκ (Ενάκ). Πήραν μαζί τους κάποια από τα προϊόντα του τόπου και αφού εξερεύνησαν τη χώρα για σαράντα μέρες, γύρισαν στο Μωυσή, και σ' ολόκληρη την ισραηλιτική κοινότητα που είχαν στρατοπεδεύσει στην έρημο Φαράν, στην Κάδης (Αριθμοί 13,1-27. Δευτερονόμιο 1,22-23).
Τους έδωσαν την αναφορά τους και τους έδειξαν τους καρπούς της χώρας. Είπαν λοιπόν στο Μωυσή: «Πήγαμε στη χώρα που μας έστειλες. Είναι πράγματι μια χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι. Να και οι καρποί της. Αλλά ο λαός που κατοικεί εκεί είναι δυνατός. Οι πόλεις είναι οχυρωμένες και πολύ μεγάλες. Είδαμε εκεί και τους απογόνους του Ανάκ, τους γίγαντες. Οι Αμαληκίτες κατοικούν στο νότιο τμήμα της χώρας, οι Χετταίοι, οι Ευαίοι, οι Ιεβουσαίοι και οι Αμορραίοι κατοικούν στα βουνά, ενώ οι Χαναναίοι κατοικούν στην περιοχή, από παραθαλάσσια μέχρι τον Ιορδάνη» (Αριθμοί 13,27-30. Δευτερονόμιο 1,24-25).
Ο λαός όταν τ' άκουσε, έμεινε σκεπτικός και σιωπηλός. Επειδή όμως είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν εναντίον του Μωυσή, ο Χάλεβ και ο Ιησούς του Ναυή προσπάθησαν να τους καθησυχάσουν. Ο Χάλεβ τους είπε, ότι είναι κι αυτοί ισχυροί και ότι θα υπερισχύσουν στους κατοίκους της Χαναάν. Οι υπόλοιποι όμως δέκα, άρχισαν να διαδίδουν στους Ισραηλίτες φοβερά πράγματα σχετικά με τη χώρα που είχαν εξερευνήσει. Έλεγαν: «Είδαμε εκεί άντρες μεγαλόσωμους. Είδαμε ακόμα εκεί γίγαντες, τους απογόνους του Ανάκ, από τη γενιά των γιγάντων! Εμείς νιώθαμε σαν ακρίδες μπροστά τους, αλλά και στα δικά τους μάτια έτσι φαινόμασταν» (Αριθμοί 13,30-33. Δευτερονόμιο 1,28).
Τότε ολόκληρη η κοινότητα άρχισε να φωνάζει και να οδύρεται. Παραπονιούνταν ενάντια στο Μωυσή και στον Ααρών, και τους έλεγαν: «Μακάρι να 'χαμε πεθάνει στην Αίγυπτο ή σ' αυτήν εδώ την έρημο. Γιατί μας έφερε ο Κύριος σ' αυτή τη χώρα; Για να σκοτωθούμε στον πόλεμο; Για να αιχμαλωτιστούν οι γυναίκες μας και τα παιδιά μας; Καλύτερα να γυρίσουμε στην Αίγυπτο!» Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ελάτε να ορίσουμε έναν αρχηγό και να γυρίσουμε πίσω στην Αίγυπτο» (Αριθμοί 14,1-4. Δευτερονόμιο 1,26-27).
Τότε ο Μωυσής κι ο Ααρών έπεσαν με το πρόσωπό τους στη γη, μπροστά σ' όλη την κοινότητα των Ισραηλιτών, που είχε συναχθεί εκεί. Ο Ιησούς του Ναυή κι ο Χάλεβ έσκισαν τα ρούχα τους από την απόγνωση και μαζί με το Μωυσή, προσπάθησαν να ενθαρρύνουν το λαό να μην επαναστατήσει εναντίον του Κυρίου και ότι με τη βοήθειά του θα κατακτήσουν τη χώρα που τους υποσχέθηκε (Αριθμοί 14,5-9. Δευτερονόμιο 1,29-33).
Κι ενώ ολόκληρη η κοινότητα σκεφτόταν να τους λιθοβολήσει, φάνηκε η δόξα του Κυρίου πάνω από τη Σκηνή του Μαρτυρίου μπροστά στα μάτια των Ισραηλιτών και τους αναχαίτισε από το έγκλημα.
Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Ως πότε ο λαός αυτός θα με περιφρονεί; Ως πότε δεν θα με εμπιστεύονται παρ' όλα τα θαύματα που έχω κάνει ανάμεσα τους; Θα τους στείλω θανατικό και θα τους καταστρέψω. Και θα κάνω από σένα ένα άλλο έθνος μεγαλύτερο και ισχυρότερο απ' αυτούς».
Ο Μωυσής ζήτησε από τον Κύριο να φανερωθεί η δύναμή του και η μεγαλοσύνη του και να συγχωρήσει την ανομία και την αμαρτία του λαού, αλλά και να μην αφήσει τίποτε ατιμώρητο (Αριθμοί 14,10-19).
Τότε ο Κύριος είπε: «Ως πότε θα παραπονιέται εναντίον μου αυτός ο διεφθαρμένος λαός; Αρκετά άκουσα τα παράπονα τους! Τους συγχωρώ, όπως το ζήτησες. Αλλά, επειδή όλοι αυτοί είδαν τη δόξα μου και τα θαύματα, που έκανα στην Αίγυπτο και στην έρημο κι ωστόσο έβαλαν επανειλημμένα σε δοκιμασία την υπομονή μου κι αρνήθηκαν να με υπακούσουν, κανένας απ' αυτούς που με περιφρόνησαν δε θα δει τη χώρα που υποσχέθηκα με όρκο στους προγόνους τους. Εξαιτίας του λαού αυτού, ούτε εσύ Μωυσή θα μπεις στη Γη της Επαγγελίας. Τα κορμιά τους θα μείνουν σ' ετούτη εδώ την έρημο, όλοι όσοι έχουν καταχωρηθεί από είκοσι ετών και πάνω και δυσανασχέτησαν εναντίον μου. Όλοι εκτός από το Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή και τον Ιησού, γιο του Ναυή. Τα παιδιά σας όμως, που είπατε γι' αυτά ότι θα αιχμαλωτιστούν, θα τα φέρω εκεί και θα γνωρίσουν τη χώρα που εσείς περιφρονήσατε. Τα κόκαλά σας θα μείνουν σ' αυτήν εδώ την έρημο. Τα παιδιά σας θα περιπλανιούνται εδώ σαράντα χρόνια. Θα τιμωρούνται για τη δική σας απιστία, ώσπου όλοι εσείς να πεθάνετε στην έρημο. Όπως κάνατε σαράντα μέρες για να εξερευνήσετε τη χώρα, έτσι θα πληρώνετε τις αμαρτίες σας σαράντα χρόνια, ένα χρόνο για κάθε μέρα. Και έτσι θα μάθετε τι σημαίνει να σας εγκαταλείψω εγώ. Μ' αυτό τον τρόπο θα φερθώ απέναντι σ' αυτή την διεφθαρμένη κοινότητα, που συνωμοτεί εναντίον μου. Αύριο, λοιπόν, σηκωθείτε και γυρίστε πίσω στην έρημο, ώσπου να εξοντωθεί όλη αυτή η γενιά» (Αριθμοί 14,20-35. Δευτερονόμιο 1,34-40).
Οι άντρες που είχε στείλει ο Μωυσής για να κατασκοπεύσουν τη χώρα, όταν επέστρεψαν, διέδιδαν συκοφαντίες γι' αυτήν και τη δυσφημούσαν, κι έτσι έκαναν όλη την κοινότητα να παραπονιέται εναντίον του Κυρίου. Γι' αυτό ο Κύριος τους χτύπησε με θανατικό και πέθαναν. Από τους κατασκόπους εκείνους, οι μόνοι που επέζησαν ήταν ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεβ (Αριθμοί 14,36-38).
Ο Μωυσής τα διαβίβασε όλα αυτά στους Ισραηλίτες και ο λαός έπεσε σε βαρύ πένθος. Τότε γύρισαν πίσω και στρατοπέδευσαν στην έρημο Σιν, με κατεύθυνση προς την Ερυθρά θάλασσα. Σηκώθηκαν νωρίς το πρωί και άρχισαν ν' ανεβαίνουν στα γύρω υψώματα κι έλεγαν: «Πράγματι, αμαρτήσαμε! Αλλά τώρα εμείς είμαστε έτοιμοι να πάμε στον τόπο που μας όρισε ο Κύριος».
Αλλά ο Μωυσής τους είπε: «Τι πάτε να κάνετε! Παραβαίνετε την προσταγή του Κυρίου; Θα αποτύχετε! Μην πάτε πουθενά, γιατί αφού αρνηθήκατε ν' ακολουθήσετε τον Κύριο, ο Κύριος δεν είναι μαζί σας. Θα νικηθείτε από τους εχθρούς σας. Θα πέσετε πάνω στους Αμαληκίτες και στους Χαναναίους και θα σας ξεκάνουν με τα ξίφη τους».
Παρ' όλα αυτά, εκείνοι τόλμησαν κι ανέβηκαν προς τα υψώματα. Τότε κατέβηκαν οι Αμορραίοι, Αμαληκίτες και οι Χαναναίοι, που κατοικούσαν στα βουνά Σηείρ, τους χτύπησαν και τους καταδίωξαν ως την Ερμά (Χορμά). Όσοι διασώθηκαν από τη σφαγή επέστρεψαν στο στρατόπεδο (Αριθμοί 14,39-45. Δευτερονόμιο 1,40-45).
Το βιβλίο των Ψαλμών αναφέρεται σ' αυτή την απιστία των Ισραηλιτών και στην καταφρόνηση της Γης της Επαγγελίας (Ψαλμοί 105,24-27). Ο Κύριος δεν λυπήθηκε τους Ισραηλίτες, λόγω της σκληροκαρδίας τους και της απιστίας τους, και τους εξολόθρευσε στην έρημο (Σοφία Σειράχ 16,10).
ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ Η ΑΣΕΒΕΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Ενώ οι Ισραηλίτες ήταν στην έρημο, βρήκαν κάποιον που μάζευε ξύλα την ημέρα του Σαββάτου. Τον έφεραν στο Μωυσή και στον Ααρών μπροστά σ' όλη την κοινότητα. Τον φυλάκισαν όμως, γιατί δεν γνώριζαν ποια τιμωρία έπρεπε να του επιβάλουν. Τότε σύμφωνα με εντολή του Κυρίου στο Μωυσή, ο άνθρωπος αυτός έπρεπε να πεθάνει με λιθοβολισμό. Έτσι όλη η κοινότητα τον έβγαλε έξω από το στρατόπεδο και τον εκτέλεσε με λιθοβολισμό (Αριθμοί 15,32-36).
Μετά από αυτό ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή να πει στους Ισραηλίτες, να βάλουν κρόσσια στις άκρες των ρούχων τους και πάνω από το κάθε κρόσσι να δέσουν ένα γαλάζιο κορδόνι, έτσι ώστε να τα βλέπουν και να θυμούνται όλες τις εντολές του Κυρίου και να τις εκτελούν (Αριθμοί 15,37-41).
Ο Κορέ, γιος του Ισσαάρ, από τη λευιτική συγγένεια του Καάθ, μαζί με το Δαθάν και τον Αβειρών, γιους του Ελιάβ, και με τον Αύν, γιο του Φαλέθ, επαναστάτησαν εναντίον του Μωυσή. Μαζί τους ήταν και 250 ονομαστοί άντρες από τους Ισραηλίτες, αρχηγοί της κοινότητας και εκπρόσωποι του λαού. Μαζεύτηκαν λοιπόν εναντίον του Μωυσή και του Ααρών, και τους έλεγαν: «Αρκετά μ' εσάς! Όλα τα μέλη της κοινότητας είναι άγιοι και ο Κύριος είναι μαζί μας. Γιατί εσείς υψώνετε τον εαυτό σας παραπάνω από την κοινότητα του Κυρίου;» Κατηγόρησαν ακόμη τον Μωυσή, ότι τους έβγαλε από την Αίγυπτο και τους υποσχέθηκε μια χώρα, στην οποία ρέει γάλα και μέλι και αντί γι' αυτή τους έφερε στην έρημο για να πεθάνουν.
Όταν ο Μωυσής το άκουσε αυτό, έπεσε με το πρόσωπο στη γη, και αφού τους επιτίμησε για την απιστία τους, είπε στον Κορέ και στην ομάδα του: «Αύριο το πρωί ο Κύριος θα μας δείξει ποιος ανήκει σ' αυτόν και ποιος είναι άγιος, ώστε να του επιτρέπεται να τον πλησιάζει. Θα πάρετε θυμιατήρια, ο Κορέ και όλη η ομάδα του, και αύριο, βάλτε τους φωτιά και ρίξτε τους λιβάνι ενώπιον του Κυρίου. Όποιον διαλέξει ο Κύριος, αυτός θα είναι άγιος» (Αριθμοί 16,1-17).
Την επόμενη μέρα πήραν, λοιπόν, τα θυμιατήρια τους, έβαλαν μέσα φωτιά, έριξαν θυμίαμα και στάθηκαν στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου μαζί με το Μωυσή και τον Ααρών. Ο Κορέ είχε συγκεντρώσει όλη την κοινότητα εναντίον του Μωυσή και του Ααρών στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου.
Τότε παρουσιάστηκε η δόξα του Κυρίου μπροστά σ' όλη την κοινότητα, κι ο Κύριος είπε στο Μωυσή και στον Ααρών: «Απομακρυνθείτε απ' αυτή την κοινότητα! Θα την εξαφανίσω σε μια στιγμή». Τότε εκείνοι έπεσαν με το πρόσωπο τους κάτω και είπαν: «Θεέ, πηγή κάθε ζωής, ένας αμαρτάνει και οργίζεσαι εναντίον ολόκληρης της κοινότητας;»
Τότε ο Κύριος είπε στο Μωυσή: «Πες στην κοινότητα να φύγουν μακριά από τις κατοικίες του Κορέ, του Δαθάν και του Αβειρών».
Ο Μωυσής σηκώθηκε και είπε στην κοινότητα: «Φύγετε μακριά από τις σκηνές αυτών των ασεβών και μην αγγίζετε τίποτε απ' ότι ανήκει σ' αυτούς, για να μη χαθείτε κι εσείς εξαιτίας των αμαρτιών τους». Έτσι απομακρύνθηκαν όλοι από τις σκηνές τους (Αριθμοί 16,18-27).
Ο Δαθάν κι ο Αβειρών βγήκαν και στάθηκαν με αλαζονεία στην είσοδο των σκηνών τους μαζί με τις οικογένειές τους. Τότε ο Μωυσής είπε: «Να πως θα γνωρίσετε ότι ο Κύριος με έστειλε και ότι δεν ενεργώ από μόνος μου. Αν οι άνθρωποι αυτοί πεθάνουν με φυσιολογικό θάνατο, τότε δεν με έστειλε ο Κύριος. Αν όμως ο Κύριος κάνει θαύμα τρομερό και ανοίξει η γη το στόμα της και τους καταπιεί μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα, και κατέβουν ζωντανοί στον άδη, να ξέρετε τότε ότι οι άνθρωποι αυτοί περιφρόνησαν τον Κύριο».
Καθώς τελείωνε τα λόγια αυτά, σχίστηκε γη κάτω απ' τα πόδια τους και τους κατάπιε, αυτούς, τις οικογένειες τους και όλους όσους ήταν με τον Κορέ, τον Δαθάν και τον Αβειρών, μαζί με τα ζώα τους και όλα τους τα υπάρχοντα. Κατέβηκαν στον άδη ζωντανοί και η γη έκλεισε από πάνω τους. Όλοι οι Ισραηλίτες που ήταν γύρω τους έφυγαν γιατί φοβήθηκαν μήπως τους καταπιεί κι αυτούς η γη. Μετά ο Κύριος έστειλε φωτιά και κατάκαψε τους 250 άντρες που είχαν προσφέρει το θυμίαμα (Αριθμοί 16,27-35. Ψαλμοί 105,17-18).
Ο Ελεάζαρ, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου και του Μωυσή, πήρε τα χάλκινα θυμιατήρια, με τα οποία είχαν προσφέρει το θυμίαμα αυτοί που κάηκαν, και έκανε απ' αυτά σφυρηλατημένες πλάκες για την επένδυση του θυσιαστηρίου. Θα ήταν μια υπενθύμιση στους Ισραηλίτες, ότι κανένας βέβηλος, κανένας άλλος εκτός από τους απογόνους του Ααρών, δεν μπορούσε να πλησιάζει για να προσφέρει θυμίαμα ενώπιον του Κυρίου, αλλιώς θα πάθει ότι έπαθε ο Κορέ και η ομάδα του (Αριθμοί 17,1-5).
Την άλλη μέρα, ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα δυσανασχέτησε εναντίον του Μωυσή και του Ααρών για το θάνατο που προκάλεσαν ανάμεσα στο λαό. Αλλά καθώς η κοινότητα ήταν έξαλλη, όρμησε εναντίον του Μωυσή και του Ααρών, οι οποίοι κατέφυγαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου για να αποφύγουν τη μανία των Ισραηλιτών. Αμέσως η νεφέλη σκέπασε τη Σκηνή του Μαρτυρίου και φάνηκε η δόξα του Κυρίου, ο οποίος τους περιφρούρησε από τη μανία του πλήθους. Τότε ο Κύριος οργίστηκε με το λαό και είπε στο Μωυσή: «Φύγετε μέσα απ' αυτή την κοινότητα! Θα την καταστρέψω σε μια στιγμή» και άρχισε να σπέρνει θανατικό στους Ισραηλίτες.
Αυτοί τότε έπεσαν με το πρόσωπο τους στη γη. Και είπε ο Μωυσής στον Ααρών: «Πάρε το θυμιατήρι, βάλε μέσα φωτιά από το θυσιαστήριο και βάλε θυμίαμα. Μετά πήγαινε γρήγορα στην κοινότητα και κάνε γι' αυτούς την τελετή του εξιλέωσης. Βιάσου, γιατί ο Κύριος οργίστηκε κι άρχισε η συμφορά».
Ο Ααρών πήρε το θυμιατήρι, όπως του είπε ο Μωυσής, έτρεξε στο μέσο της κοινότητας και έκανε για το λαό την τελετή της εξιλέωσης. Επειδή η συμφορά είχε αρχίσει ανάμεσα στο λαό, στάθηκε ανάμεσα στους νεκρούς και στους ζωντανούς και σταμάτησε η συμφορά. Από την συμφορά αυτή πέθαναν 14.700, εκτός από εκείνους που πέθαναν εξαιτίας του Κορέ (Αριθμοί 17,6-15). Ήταν τόση η οργή του Κυρίου, ώστε ο Μωυσής τον ικέτευσε για σαράντα μέρες και νύχτες, για να μην τιμωρήσει περισσότερο τους Ισραηλίτες (Δευτερονόμιο 9,22-29).
Ο Κύριος είπε στο Μωυσή, κάθε αρχηγός φυλής να του δώσει από ένα ραβδί. Θα πάρει τα ραβδιά των δώδεκα αρχηγών και θα γράψει το όνομα του κάθε αρχηγού στο ραβδί του. Το όνομα του Ααρών θα το γράψει πάνω στο ραβδί της φυλής Λευΐ. Θα τοποθετήσει τα ραβδιά στη Σκηνή του Μαρτυρίου μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης και το ραβδί του άντρα που θα βλαστήσει, αυτόν θα εκλέξω ως αρχιερέα, έτσι ώστε ο λαός να μη γογγύζει εναντίον σας.
Ο Μωυσής έκανε όπως του είπε ο Κύριος. Πήρε τα δώδεκα ραβδιά των αρχηγών, πήρε και το ραβδί του Ααρών και τα έστησε ενώπιον του Κυρίου, στη Σκηνή του Μαρτυρίου μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης. Την άλλη μέρα, όταν ο Μωυσής μπήκε στη Σκηνή, το ραβδί του Ααρών, της φυλής Λευΐ, είχε βλαστήσει. Έβγαλε βλαστό, άνθη και καρύδια.
Τότε ο Μωυσής έβγαλε όλα τα ραβδιά και τα έδειξε στους Ισραηλίτες. Αυτοί είδαν τι είχε συμβεί και οι αρχηγοί πήραν ο καθένας το ραβδί του πίσω. Κατόπιν σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, ο Μωυσής πήρε το ραβδί του Ααρών και το τοποθέτησε στην Κιβωτό της Διαθήκης, ώστε να φυλάσσεται ως προειδοποίηση για τους αποστάτες. Έτσι ο λαός πείστηκε ότι ο Μωυσής και ο Ααρών είναι οι μόνοι αποδεκτοί εκπρόσωποι του Κυρίου και ότι όποιος άλλος πλησιάζει στη Σκηνή του Μαρτυρίου θανατώνεται από τον Κύριο (Αριθμοί 17,16-28).
ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΔΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΕΡΙΒΑ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΜ
Οι Ισραηλίτες μετά την Ασηρώθ στρατοπέδευσαν στη Ραθαμά, στη Ρεμμών Φαρές, στη Λεβωνά, στη Ρεσσάν, στη Μακελλάθ, στη Σαφάρ, στη Χαραδάθ, στη Μακηλώθ, στην Καταάθ, στην Ταράθ, στην Μαθεκκά και στη Σελμωνά (Αριθμοί 33,18-29). Μετά ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα έφτασε στην έρημο Σιν και στρατοπέδευσαν στην Κάδης. Εκεί πέθανε η Μαριάμ και ενταφιάστηκε (Αριθμοί 20,1. 33,36).
Στην περιοχή δεν υπήρχε καθόλου νερό και όλοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του Μωυσή και του Ααρών. Ο λαός έβριζε και καταφέρονταν εναντίον του Μωυσή και του έλεγαν: «Μακάρι να είχαμε πεθάνει κι εμείς, μαζί με τον Κορέ και τους άλλους ενώπιον του Κυρίου. Γιατί φέρατε την κοινότητα σ' αυτή την έρημο; Για να πεθάνουμε εδώ εμείς και τα ζώα μας; Γιατί μας βγάλατε από την Αίγυπτο και μας φέρατε σ' ετούτο τον απαίσιο τόπο, που δε φυτρώνει τίποτα και δεν έχει ούτε νερό να πιούμε».
Ο Μωυσής και ο Ααρών στενοχωρημένοι για τον καινούριο γογγυσμό του λαού, έφυγαν από τη συγκέντρωση του λαού και ήρθαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και τότε φάνηκε η δόξα του Κυρίου σ' αυτούς και τους έδωσε οδηγίες πως θα βγάλουν από το βράχο νερό.
Τότε ο Μωυσής πήρε το ραβδί και σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, συγκάλεσε μαζί με τον Ααρών την κοινότητα μπροστά σ' ένα βράχο. Σήκωσε το χέρι του, χτύπησε το βράχο με το ραβδί του δύο φορές και τότε ξεπήδησε άφθονο νερό και ήπιε όλη η κοινότητα και τα ζώα τους (Αριθμοί 20,2-11. Ψαλμοί 113,8).
Εκεί στις πηγές της Μεριβά, επειδή ο Μωυσής και ο Ααρών δεν έδειξαν την απαιτούμενη πίστη στον Κύριο, γι' αυτό ο Κύριος τους είπε: «Επειδή δεν πιστέψατε σ' εμένα όσο έπρεπε, ώστε με τη ζωντανή πίστη να με προβάλατε και να με δοξάσετε στα μάτια των Ισραηλιτών, γι' αυτό δεν θα οδηγήσετε εσείς αυτή την κοινότητα στη χώρα που εγώ τους δίνω». Η απόφαση αυτή του Κυρίου είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει ο Μωυσής και ο Ααρών το προνόμιο να οδηγήσουν το λαό στη Γη της Επαγγελίας. Ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Μεριβά, που σημαίνει "λοιδορία, αντιλογία", επειδή οι Ισραηλίτες αντέδρασαν, έβρισαν και χλεύασαν τον Κύριο (Αριθμοί 20,12-13. 20,23-24. Ψαλμοί 105,32-33).
ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΣΗΕΙΡ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΑΡΩΝ. ΤΟ ΧΑΛΚΙΝΟ ΦΙΔΙ
Από την Κάδης ο Μωυσής έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά της Εδώμ να του ζητήσουν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να περάσουν μέσα από τη χώρα του ειρηνικά. Ο βασιλιάς της Εδώμ αρνήθηκε και τους απείλησε με πόλεμο. Οι Ισραηλίτες προσπάθησαν να περάσουν ειρηνικά και τότε ο βασιλιάς της Εδώμ βγήκε εναντίον τους με πολυάριθμο και ισχυρό στρατό. Η κίνηση αυτή ανάγκασε τους Ισραηλίτες να αλλάξουν κατεύθυνση (Αριθμοί 20,14-21. Κριταί 11,17).
Οι Ισραηλίτες μετά την Σελμωνά στρατοπέδευσαν στην Βηρώθ (Βαναία) και μετά στην Μισαδαΐ (Μασουρούθ), κοντά στο όρος Ωρ (Αριθμοί 33,30-31. Δευτερονόμιο 10,6). Εκεί, στα σύνορα με την Εδώμ ο Μωυσής, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, ανέβηκε στο βουνό, έβγαλε τη στολή του Ααρών και τη φόρεσε στον Ελεάζαρ, το γιο του. Εκεί, στην κορυφή, πέθανε ο Ααρών σε ηλικία 123 ετών, την πρώτη του πέμπτου μήνα του τεσσαρακοστού έτους από την Έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Όταν η κοινότητα είδε πως ο Ααρών πέθανε, κήρυξαν επίσημο πένθος τριάντα ημερών, στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι Ισραηλίτες (Αριθμοί 20,22-29. 33,37-39. Δευτερονόμιο 10,6).
Όταν οι Ισραηλίτες έφυγαν από το όρος Ωρ κατευθύνθηκαν μέσα από την έρημο προς την Ερυθρά θάλασσα, όπως τους είπε ο Κύριος, για να παρακάμψουν τη χώρα των Εδωμιτών (Αριθμοί 21,4. Δευτερονόμιο 2,1). Στρατοπέδευσαν στη Σελμωνά και μετά στη Φινώ (Αριθμοί 33,41-42). Αλλά στη διάρκεια της πορείας, άρχισαν πάλι να χάνουν την υπομονή τους και να τα βάζουν με το Θεό και με το Μωυσή: «Γιατί μας βγάλατε από την Αίγυπτο; Για να πεθάνουμε στην έρημο; Ούτε ψωμί υπάρχει εδώ ούτε νερό, κι αηδιάσαμε πια αυτή την άθλια τροφή» του έλεγαν.
Τότε ο Κύριος έστειλε στο λαό φίδια φαρμακερά που τους δάγκωναν και πολλοί απ' αυτούς πέθαιναν. Πήγαν λοιπόν στο Μωυσή και του έλεγαν: «Αμαρτήσαμε που μιλήσαμε εναντίον του Κυρίου και εναντίον σου. Παρακάλεσε τον Κύριο να διώξει τα φίδια».
Ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο για το λαό, κι ο Κύριος του είπε: «Φτιάξε ένα χάλκινο φίδι και βάλε το πάνω σ' ένα κοντάρι. Όποιος δαγκώνεται από κάποιο φίδι, θα το κοιτάζει και δε θα πεθαίνει». Έτσι ο Μωυσής κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι και το έβαλε πάνω σ' ένα κοντάρι. Κι όταν ένα φίδι δάγκωνε κάποιον, αυτός κοιτούσε το χάλκινο φίδι και δεν πέθαινε (Αριθμοί 21,4-9).
Οι Ισραηλίτες μετά το όρος Ωρ στρατοπέδευσαν στο όρος Γαδγάδ και μετά στην Ετεβαθά, όπου υπήρχαν νερά και χείμαρροι (Αριθμοί 33,32-33. Δευτερονόμιο 10,7).
Για πολύ καιρό οι Ισραηλίτες τριγύριζαν γύρω από την ορεινή περιοχή του Σηείρ, σε απόσταση από τους Εδωμίτες. Ο Κύριος δεν επέτρεψε στους Ισραηλίτες, να κάνουν πόλεμο με τους Εδωμίτες, γιατί αυτή τη γη την έχει δώσει στους απογόνους του Ησαύ. Με εντολή του Κυρίου πέρασαν δίπλα από τα σύνορα των Εδωμιτών και κατευθύνθηκαν προς τα βόρεια. Βάδισαν μέσα από την περιοχή Άραβα, και στρατοπέδευσαν κοντά στις πόλεις Αιλών (Αιλάθ), Εβρωνά και Γεσιών Γαβέρ (Αριθμοί 33,34-35), και μετά άλλαξαν κατεύθυνση και προχώρησαν προς την έρημο της Μωάβ (Δευτερονόμιο 2,1-8).
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΝΑΑΝ
Όταν ο βασιλιάς της Αράδ, ένας Χαναναίος που κατοικούσε στα νότια της χώρας, έμαθε ότι έρχονται οι Ισραηλίτες, επιτέθηκε εναντίον τους και έπιασε μερικούς απ' αυτούς αιχμαλώτους. Τότε οι Ισραηλίτες ζήτησαν από τον Κύριο να τους παραδώσει αυτό το λαό στην εξουσία τους. Ο Κύριος άκουσε την παράκληση του λαού και τους βοήθησε να νικήσουν τους Χαναναίους. Κατέστρεψαν, λοιπόν, ολοσχερώς αυτούς και τις πόλεις τους, χωρίς να πάρουν τίποτα ως λάφυρο (Αριθμοί 21,1-3. 33,40).
Από 'κει οι Ισραηλίτες έφυγαν και αφού περιπλανήθηκαν, στρατοπέδευσαν στην Ωβώθ, κι από κει στρατοπέδευσαν στην Αχαλγαί (Γαΐ), μέσα στην έρημο, η οποία βρίσκεται ανατολικά του Ιορδάνη, στα όρια της Μωάβ (Αριθμοί 21,10-11. Αριθμοί 33,43-44). Ο Μωυσής έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά της Μωάβ να του ζητήσουν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να περάσουν μέσα από τη χώρα του ειρηνικά. Ο βασιλιάς της Μωάβ δεν έδωσε την άδεια στους Ισραηλίτες (Κριταί 11,17). Και δω ο Κύριος δεν τους επέτρεψε να κάνουν πόλεμο με τους Μωαβίτες, γιατί την περιοχή της Μωάβ και της Αροήρ, την έδωσε στους απογόνους του Λωτ (Δευτερονόμιο 2,9).
Κατόπιν οι Ισραηλίτες πέρασαν από το φαράγγι Ζαρέδ. Από τότε που ξεκίνησαν από την Κάδης-Βαρνή μέχρι που πέρασαν από το φαράγγι Ζαρέδ, πέρασαν 38 χρόνια. Στο διάστημα αυτό πέθανε κι έφυγε από το στρατόπεδο όλη εκείνη η γενιά των πολεμιστών, που είχε δείξει ασέβεια προς τον Κύριο, όπως ακριβώς τους το είχε υποσχεθεί. Πράγματι, ο ίδιος ο Κύριος επενέβαινε εναντίον τους, ώσπου τους εξόντωσε και τους εξαφάνισε μέσα από το στρατόπεδο (Αριθμοί 21,12. Δευτερονόμιο 2,13-18).
Οι Ισραηλίτες αναχώρησαν κι από κει και αφού παρέκαμψαν τη χώρα των Ιδουμαίων και των Μωαβιτών, προχώρησαν ανατολικά της Μωάβ και στρατοπέδευσαν στη Δαιβών, βόρεια του ποταμού Αρνών, που βρίσκεται στα σύνορα των Μωαβιτών με τους Αμορραίους (Αριθμοί 21,1-3. 33,45. Κριταί 11,18). Από κει έφτασαν σ' έναν τόπο που λεγόταν Μπεέρ (Πηγάδι), όπου παλιότερα ο Κύριος είχε δώσει νερό στους Ισραηλίτες. Όταν έφτασαν ο λαός του Ισραήλ τραγούδησε ένα τραγούδι, το οποίο αναφέρεται στο βιβλίο των Αριθμών (Αριθμοί 21,16-18). Κατόπιν οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν στη Μανθαναείν, κι από κει στη Νααλιήλ, μετά στη Βαμώθ, στη Γελβών Δεβλαθαΐμ, και τέλος στην Ιανήν, που βρισκόταν στην κοιλάδα της Μωάβ, κοντά στα όρη Ναβαύ και Αβαρίμ (Αριθμοί 21,18-20. 33,46-47).
Οι Ισραηλίτες από την έρημο Κεδαμώθ, έστειλαν αγγελιοφόρους στο Σηών, βασιλιά των Αμορραίων, και του ζήτησαν να τους επιτρέψει να περάσουν ειρηνικά μέσα από τη χώρα του. Ο Σηών όμως δεν τους επέτρεψε να περάσουν από το έδαφος του και συγκέντρωσε όλο το στρατό του εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίτες όμως πέρασαν τον ποταμό Αρνών, που ήταν στα σύνορα με τη Μωάβ, νίκησαν τον Σηών στη μάχη που έγινε στην Ιασσά και κυρίεψαν τη χώρα του. Κυρίεψαν την πρωτεύουσα Εσεβών και όλες τις πόλεις των Αμορραίων με τα περίχωρα τους κι εγκαταστάθηκαν σ' αυτές. Θανάτωσαν τον Σηών, τους γιους του και όλο το λαό του, χωρίς ν' αφήσουν αιχμαλώτους. Πήραν τα ζώα των Αμορραίων κι άλλα λάφυρα από τις πόλεις τους. Κατόπιν οι Ισραηλίτες κυρίεψαν την Ιαζήρ και όλες τις πόλεις γύρω από αυτή, και έδιωξαν τους Αμορραίους που κατοικούσαν σ' αυτές (Αριθμοί 21,21-26. 21,31-32. Δευτερονόμιο 2,24-36. 4,46. Ιησούς του Ναυή 12,2-3. 13,21. 24,8. Κριταί 11,19-22. Ψαλμοί 134,11. 135,19).
Εκεί κοντά ήταν και η περιοχή των Αμμανιτών, αλλά ο Κύριος δεν τους επέτρεψε να κάνουν πόλεμο με τους Αμμανίτες, γιατί την περιοχή τους την έδωσε στους απογόνους του Λωτ (Δευτερονόμιο 2,18-19. 2,37).
Έπειτα οι Ισραηλίτες πήγαν βορειότερα προς τη Βασάν. Ο βασιλιάς της Βασάν, ο Ωγ, βγήκε με το στρατό του να τους πολεμήσει. Οι Ισραηλίτες, με τη βοήθεια του Κυρίου, χτύπησαν τη Βασάν και το στρατό της στην Εδραείν. Θανάτωσαν τον Ωγ και τους γιους του, όπως και όλο το λαό, γυναίκες και παιδιά, και κυρίεψαν τη χώρα. Πήραν τα ζώα της χώρας κι άλλα λάφυρα από τις πόλεις τους (Αριθμοί 21,33-35. Δευτερονόμιο 3,1-11. 4,47. Ιησούς του Ναυή 12,4-6. Ψαλμοί 134,11. 135,20).
Οι Ισραηλίτες έφυγαν από 'κει και κατασκήνωσαν δυτικά της Μωάβ, στον Ιορδάνη, απέναντι από την Ιεριχώ, μεταξύ Αισιμώθ και Βελσατίμ (Αριθμοί 22,1. 33,48-49). Ο Βαλάκ, βασιλιάς των Μωαβιτών, έμαθε αυτά που είχαν κάνει οι Ισραηλίτες στους Αμορραίους, φοβήθηκε πολύ και ζήτησε τη βοήθεια των Μαδιανιτών. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Βαλάκ έστειλε άρχοντες αγγελιοφόρους στο Βαλαάμ, που ήταν άνθρωπος του Κυρίου και έμενε στη Φαθουρά κοντά στον Ευφράτη, για να καταραστεί τους Ισραηλίτες έτσι ώστε να νικηθούν από τους Μωαβίτες (Αριθμοί 22,2-6).
Όταν μετά από πιέσεις ο Βαλαάμ πήγε στον Βαλάκ του έδωσε τρεις χρησμούς από τον Κύριο και του είπε ότι ο Κύριος ήταν μαζί με τους Ισραηλίτες και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αναθεματίσει το λαό του Κυρίου.
Τότε ο Βαλάκ οργίστηκε εναντίον του Βαλαάμ και τον έδιωξε από το παλάτι του. Πριν φύγει ο Βαλαάμ προφήτεψε την καταστροφή της Μωάβ και την υποδούλωση όλων των γειτονικών λαών στους Ισραηλίτες (Αριθμοί 22,7-24,25. Ιησούς του Ναυή 24,9-10).
Όταν ο λαός του Ισραήλ εγκαταστάθηκε στην κοιλάδα της Μωάβ, στην Σαττείν, άρχισε να πορνεύεται με τις Μωαβίτισσες. Αυτές τους προσκάλεσαν να συμμετάσχουν στις θυσίες των θεών τους κι εκείνοι έφαγαν απ' τις θυσίες και λάτρεψαν τους θεούς των Μωαβιτών. Ο Κύριος οργίστηκε πάρα πολύ που οι Ισραηλίτες πήραν μέρος στη λατρεία του Βάαλ και είπε στο Μωυσή να συλλάβει και να θανατώσει τους υπεύθυνους κι έτσι να πάψει ο θυμός του Κυρίου εναντίον του λαού.
Κι ενώ η οργή του Κυρίου άρχισε να θανατώνει τους Ισραηλίτες, ένας Ισραηλίτης είχε φέρει στο στρατόπεδο μια Μαδιανίτισσα, τη Χασβί, κόρη άρχοντα των Μαδιανιτών, και παρέσυρε και τον αδερφό του Ζαμβρί, άρχοντα από τη φυλή Συμεών, να πάει μαζί της. Τότε ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρ και εγγονός του Ααρών, πήρε ένα δόρυ και μ' αυτό σκότωσε τον Ισραηλίτη και την Μαδιανίτισσα. Τότε σταμάτησε η συμφορά του Κυρίου ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Αυτοί που πέθαναν από τη συμφορά ήταν 24.000 (Αριθμοί 25,1-17. Ψαλμοί 105,28-31).
Έπειτα, όταν οι Ισραηλίτες ήταν στην περιοχή Αραβώθ, κοντά στον Ιορδάνη ποταμό, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, επιτέθηκαν στους Μαδιανίτες, προκειμένου να πάρουν εκδίκηση για την προηγούμενη απιστία του λαού. Ο Μωυσής έστειλε εναντίον τους χίλιους άντρες από κάθε φυλή. Μαζί τους ήταν και ο Φινεές, ο οποίος κρατούσε τα ιερά σκεύη και τη σάλπιγγα για τα διάφορα παραγγέλματα.
Οι Ισραηλίτες πολέμησαν εναντίον των Μαδιανιτών και σκότωσαν όλους τους άντρες τους. Σκότωσαν τους βασιλείς τους, Ευΐν (Ευΐ), τον Ροκόν (Ροκόμ), τον Σουρ, τον Ουρ και τον Ροβόκ (Ροβέ), όπως και τον προφήτη Βαλαάμ, που ήταν μεταξύ των Μαδιανιτών. Αιχμαλώτισαν τις γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους και άρπαξαν τα ζώα τους, όλα τους τα υπάρχοντα και πυρπόλησαν τις πόλεις τους. Ύστερα από εντολή του Μωυσή σκοτώσανε και τις γυναίκες, γιατί αυτές ήταν που παρέσυραν τους Ισραηλίτες να απιστήσουν στον Κύριο και ξέσπασε η συμφορά πάνω στην κοινότητα. Έτσι σκοτώσανε όλες τις γυναίκες και τα αρσενικά παιδιά, εκτός από τις νεαρές κοπέλες.
Αμέσως μετά ο αρχιερέας Ελεάζαρ έδωσε εντολή να εξαγνιστούν έξω από το στρατόπεδο, όλοι οι πολεμιστές, οι νεαρές αιχμάλωτες, τα ρούχα τους και όλα τα μεταλλικά ή άλλα αντικείμενα που πήραν από τους Μαδιανίτες (Αριθμοί 31,1-24. Ιησούς του Ναυή 13,21-22). Στη συνέχεια έγινε η μοιρασιά των λαφύρων, των αιχμαλώτων και των ζώων. Τα ζώα που αρπάχτηκαν από τους Μαδιανίτες ήταν 675.000 πρόβατα, 72.000 βόδια και 61.000 γαϊδούρια. Οι νεαρές γυναίκες που αιχμαλωτίστηκαν ήταν 32.000. Τα μισά πήραν οι πολεμιστές που πολέμησαν στη μάχη και τ' άλλα μισά η υπόλοιπη κοινότητα. Από το μερίδιο των πολεμιστών κρατήθηκε ένα μέρος, ένα στα πεντακόσια, ως προσφορά στον Κύριο, το οποίο δόθηκε στον Ελεάζαρ τον αρχιερέα. Από το μερίδιο της κοινότητας κρατήθηκε ένα μέρος, ένα στα 50, το οποίο δόθηκε στους Λευίτες. Μετά παρουσιάστηκαν στο Μωυσή οι αρχηγοί του στρατού, και αφού του είπαν ότι δεν λείπει κανείς από τους πολεμιστές που πήραν μέρος στη μάχη, του παρέδωσαν όλα τα χρυσά αντικείμενα που λεηλατήθηκαν, προκειμένου να εξαγνιστούν. Όλο το χρυσάφι που παραδόθηκε ανερχόταν σε 16.750 σίκλους (170 περίπου χιλιόγραμμα). Αφού κράτησαν οι πολεμιστές το μερίδιό τους, το υπόλοιπο παραδόθηκε στη Σκηνή του Μαρτυρίου (Αριθμοί 31,25-54).
ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΣΤΗ ΜΩΑΒ
Στην Αραβώθ, ο Κύριος έδωσε εντολή στο Μωυσή και στον Ελεάζαρ τον ιερέα, γιο του Ααρών, να απογράψουν όλη την ισραηλιτική κοινότητα. Ο συνολικός αριθμός που απογράφτηκαν ήταν 601.730 άντρες. Ανάμεσα σ' αυτούς δεν βρισκόταν ούτε ένας από εκείνους που είχαν απογραφτεί από το Μωυσή και τον Ααρών, στην έρημο του Σινά, εκτός από το Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή και τον Ιησού, γιο του Ναυή. Οι Λευίτες ήταν 23.000. Στη συνέχεια ο Κύριος έδωσε οδηγίες στο Μωυσή, πως θα μοιραστεί η χώρα, όταν οι Ισραηλίτες θα μπουν στη Χαναάν. Η μοιρασιά θα γινόταν ανάλογα με τον πληθυσμό της κάθε φυλής (Αριθμοί 26,1-65).
Οι κόρες του Σαλπαάδ, απογόνου του Μανασσή, η Μααλά, η Νουά, η Εγλά, η Μελχά και η Θερσά, μετά το θάνατο του πατέρα τους, πλησίασαν και στάθηκαν μπροστά στο Μωυσή και στον Ελεάζαρ τον Αρχιερέα, μπροστά στους αρχηγούς των φυλών και σ' όλη την ισραηλιτική κοινότητα, στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου, και τους είπαν ότι επειδή ο πατέρας τους πέθανε στην έρημο, εξαιτίας της αμαρτίας που βάρυνε όλους τους Ισραηλίτες, για να μην εξαφανιστεί το όνομα του πατέρα τους από τη συγγένειά του, ζήτησαν όταν θα μοιράζεται η γη της Χαναάν, να πάρουν αυτές το μερίδιο του πατέρα τους.
Ο Μωυσής παρουσίασε την υπόθεση τους στο Κύριο κι ο Κύριος του είπε, ότι σωστά μίλησαν οι κόρες του Σαλπαάδ και ασφαλώς δικαιούνται να πάρουν το κληρονομικό μερίδιο του πατέρα τους (Αριθμοί 27,1-6).
Αμέσως μετά οι αρχηγοί των οικογενειών της φυλής Μανασσή, προσήλθαν μπροστά στο Μωυσή και στον αρχιερέα Ελεάζαρ και στους αρχηγούς των ισραηλιτικών φυλών και είπαν, ότι ο Κύριος έδωσε εντολή να δοθεί η κληρονομιά του Σαλπαάδ, του συγγενή τους, στις κόρες του. Αλλά αν αυτές πάρουν άντρα από άλλη φυλή, τότε το μερίδιό τους θα αφαιρεθεί από την κληρονομιά της φυλής των προγόνων τους και θα προστεθεί στην φυλή που θα ανήκουν πλέον, με αποτέλεσμα το μερίδιο της φυλής τους, που τους κληρώθηκε να ελαττωθεί και με το επόμενο Ιωβηλαίο έτος, να προστεθεί οριστικά στην ιδιοκτησία της φυλής στην οποία αυτές θα ανήκουν.
Ο Μωυσής, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, είπε στους Ισραηλίτες, ότι οι κόρες του Σαλπαάδ μπορούσαν να παντρευτούν όποιον θέλουν, αρκεί να πάρουν άντρα από οικογένεια της δικής τους φυλής, έτσι ώστε να μην περιφέρεται η κληρονομιά από τη μια φυλή στην άλλη.
Οι κόρες λοιπόν του Σαλπαάδ, συμμορφώθηκαν με την εντολή που έδωσε ο Κύριος στο Μωυσή και πήραν ως συζύγους τους γιους των θείων τους. Έτσι η ιδιοκτησία τους παρέμεινε στη φυλή του πατέρα τους (Αριθμοί 36,1-13).
Οι απόγονοι του Ρουβήν, του Γαδ και η μισή φυλή Μανασσή επειδή είχαν πάρα πολλά κοπάδια ζήτησαν από το Μωυσή να πάρουν την περιοχή ανατολικά του Ιορδάνη, που είχε πολλούς βοσκότοπους. Ο Μωυσής συμφώνησε και τους έδωσε την περιοχή αυτή που πριν ήταν τα βασίλεια των Αμοραίων και της Βασάν, με τον όρο όμως αφού εγκαταστήσουν εκεί τις γυναίκες και τα παιδιά, οι άντρες θα συμμετέχουν μαζί με τους άλλους Ισραηλίτες στις πολεμικές συγκρούσεις, μέχρις ότου καταληφθεί ολόκληρη η Χαναάν (Αριθμοί 32,1-42. Δευτερονόμιο 3,12-22).
Οι τρεις πόλεις ανατολικά του Ιορδάνη, που ξεχώρισε ο Μωυσής, ως πόλεις καταφυγής των εξ αμελείας φονιάδων, ώστε να αισθάνονται ασφαλείς ώσπου να γίνει η δίκη τους, ήταν η Βοσόρ από τη φυλή Ρουβήν, η Ραμώθ στη Γαλαάδ από τη φυλή Γαδ και Γαυλών στη Βασάν από τη φυλή Μανασσή (Δευτερονόμιο 4,41-43).
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΥ
Όταν οι Ισραηλίτες βρισκόντουσαν ανατολικά του Ιορδάνη, στην έρημο που ήταν κοντά στην Ερυθρά θάλασσα και ανάμεσα στην έρημο Φαράν και στις πόλεις Τοφόλ, Λοβόν, Αυλών και Καταχρύσεα, ο Μωυσής, μετά τη νίκη των Ισραηλιτών εναντίον του Σηών και του Ωγ, την πρώτη μέρα του ενδέκατου μήνα του τεσσαρακοστού έτους από την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, μίλησε στον ισραηλιτικό λαό και τους ιστόρησε όλη την πορεία που κάνανε όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που φύγανε από την Αίγυπτο, και τους επανέλαβε για δεύτερη φορά το Νόμο, που πήρανε από τον Κύριο στο όρος Σινά (Δευτερονόμιο 1,1-5. 4,46). Κάλεσε το λαό σε υπακοή και πίστη στον Κύριο, ο οποίος ενώπιον του λαού κατέστρεψε με θαυματουργικό τρόπο το είδωλο του Βάαλ. Τους έδωσε συμβουλές για την είσοδό τους στη Χαναάν και τους προέτρεψε να τηρούν πάντα τις εντολές του Κυρίου και ν' απέχουν από την ειδωλολατρεία (Δευτερονόμιο 4,1-40. 6,10-9,29. 29,15-28).
Εκεί στη Μωάβ, με την επανάληψη του Νόμου από το Μωυσή (Δευτερονόμιο κεφ. 4-28), ο Κύριος έκανε τη δεύτερη διαθήκη με τους Ισραηλίτες, πέρα από τη διαθήκη, που είχε κάνει μ' αυτούς στο όρος Σινά (Δευτερονόμιο 28,69. 29,1-14. 30,1-20).
Οι Ισραηλίτες, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου που είχε δώσει στο Μωυσή, όταν θα περάσουν τον Ιορδάνη και θα μπουν στη Χαναάν, θα έπρεπε να διώξουν και να εξοντώσουν από τη χώρα όλους τους κατοίκους της και να καταστρέψουν τα είδωλα τους, καθώς και τους ιερούς τους τόπους, έτσι ώστε να είναι καθαρή η χώρα από είδωλα και να μην υπάρχει μελλοντικός κίνδυνος από αυτούς (Αριθμοί 33,50-53. 55-56). Στη συνέχεια ο Κύριος όρισε στο Μωυσή τα όρια της Χαναάν (Αριθμοί 34,1-12).
Ο Μωυσής είχε πει στον Ιησού του Ναυή, ότι αυτά που έκανε ο Κύριος στους δύο βασιλείς των Αμορραίων, Σηών και Ωγ, τα ίδια θα κάνει και στους άλλους βασιλιάδες των εθνών της Χαναάν, όταν περάσουν τον Ιορδάνη. Γι' αυτό να μη φοβηθούν, γιατί ο Κύριος θα πολεμήσει μαζί τους (Δευτερονόμιο 3,21-22).
Ο Μωυσής στις τελευταίες οδηγίες του, τόνισε στους Ισραηλίτες, να μη ξεχάσουν τους Αμαληκίτες και τους έδωσε εντολή να τους εξολοθρεύσουν, γιατί κατά την πορεία τους προς τη Γη της Επαγγελίας, οι Αμαληκίτες τους χτύπησαν από τα νώτα σκοτώνοντας όλους τους βραδυπορούντες, ενώ αυτοί ήταν εξαντλημένοι και αποκαμωμένοι (Δευτερονόμιο 25,17-19).
Ο Μωυσής, συνοδευόμενος από τους πρεσβυτέρους του λαού και τους Λευίτες, απευθύνθηκε στο λαό και τους είπε, ότι την ημέρα που θα περάσουν τον Ιορδάνη για να μπουν στη Χαναάν, θα πάρουν μεγάλα λιθάρια και θα τα στήσουν όρθια στο όρος Εβάλ (Γαιβάλ), θα τα ασβεστώσουν και πάνω τους θα γράψουν όλα τα λόγια του νόμου. Έτσι θα μπορέσουν να μπουν με ασφάλεια στη Γη της Επαγγελίας. Εκεί θα χτίσουν ένα πέτρινο θυσιαστήριο στον Κύριο, με πέτρες απελέκητες, χωρίς να τις επεξεργαστούνε με κάποιο σιδερένιο εργαλείο, και πάνω σ' αυτό θα προσφέρουν ολοκαυτώματα στον Κύριο. Επίσης θα προσφέρουν θυσίες ευχαριστίας και θα φάνε ενώπιον του Κυρίου (Δευτερονόμιο 27,1-10). Επίσης ο Μωυσής είπε στους Ισραηλίτες, ότι πρώτα θα περάσουν τον Ιορδάνη, οι φυλές Συμεών, Λευΐ, Ιούδα, Ισσάχαρ, Μανασσή, Εφραίμ και Βενιαμίν, και θα σταθούν στο όρος Γαριζίν, για να απαγγείλουν τις ευλογίες προς τον λαό. Και μετά θα περάσουν οι φυλές Ρουβήν, Γαδ, Ασήρ, Ζαβουλών, Δαν και Νεφθαλείμ, και θα σταθούν στο όρος Εβάλ (Γαιβάλ) για να απαγγείλουν, μέσω των Λευιτών, τις κατάρες (Δευτερονόμιο 27,11-14).
Όταν ο Κύριος προανήγγειλε στο Μωυσή ότι πλησιάζει η ώρα να πεθάνει, ο Μωυσής ζήτησε από το Θεό να του ορίσει τον διάδοχό του. Ο Κύριος υπέδειξε ως τον πιο κατάλληλο τον Ιησού του Ναυή. Ο Μωυσής, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, αφού έφερε τον Ιησού τον Ναυή ενώπιον του αρχιερέα Ελεάζαρ και της κοινότητας, του ανέθεσε το αξίωμα του αρχηγού και του έδωσε αρμοδιότητες πάνω στην κοινότητα (Αριθμοί 27,12-23. Δευτερονόμιο 31,1-8).
Ο Μωυσής κατέγραψε τους λόγους του νόμου σε βιβλίο και τον παρέδωσε στους ιερείς της φυλής Λευΐ και στους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών, και τους έδωσε την εντολή, κάθε επτά χρόνια, κατά το έτος της αφέσεως των χρεών στη γιορτή της Σκηνοπηγίας, όταν όλοι οι Ισραηλίτες θα πηγαίνουν να παρουσιαστούν ενώπιον του Κυρίου, στον τόπο που θα έχει ορίσει ως Ναό, να διαβάζουν αυτόν το Νόμο ενώπιον όλου του λαού (Δευτερονόμιο 31,9-13).
Όταν ο Μωυσής τελείωσε να γράφει τα λόγια αυτού του Νόμου σε βιβλίο, έδωσε την εντολή στους Λευίτες, να το τοποθετήσουν πλάϊ στην Κιβωτό της Διαθήκης (Δευτερονόμιο 31,24-26).
Ο Μωυσής και ο Ιησούς του Ναυή, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, πήγαν και στάθηκαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Εκεί τους παρουσιάστηκε ο Κύριος μέσα σε μια στήλη νεφέλης, η οποία ήρθε και στάθηκε στην είσοδο της Σκηνής. Ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή και του είπε, ότι επειδή ο λαός, όταν θα μπει στη Γη της Επαγγελίας, θα φάει και θα χορτάσει, και τότε θ' αρχίσει να λατρεύει άλλους θεούς και θα παραβιάσει τη διαθήκη που έχει κάνει με τον Κύριο. Όταν θα γίνει αυτό ο θυμός και η οργή του Κυρίου θα πέσει πάνω τους και θα τους αποστραφεί. Τότε θα τους βρουν πολλές συμφορές και θλίψεις, και θ' αναρωτιούνται, γιατί γίνονται όλα αυτά. Γι' αυτό, λοιπόν, τους έδωσε ένα τραγούδι για να το τραγουδάνε οι Ισραηλίτες, ως μια υπενθύμιση για την ημέρα που θα γινόταν αυτό (Δευτερονόμιο 31,14-23).
Στη συνέχεια ο Μωυσής κάλεσε κοντά του τους αρχηγούς των φυλών, τους πρεσβυτέρους του λαού, τους δικαστές και τους γραμματείς, και τους έκανε γνωστή την προειδοποίηση του Κυρίου και τους είπε ακόμη μια φορά να μείνουν πιστοί στον Κύριο και να μην παρεκκλίνουν από το δρόμο του. Ο Μωυσής, έχοντας μαζί του και τον Ιησού του Ναυή, τους απάγγειλε το τραγούδι που του έδωσε ο Κύριος, από την αρχή ως το τέλος (Δευτερονόμιο 31,27-30. 32,44-52). Το τραγούδι που είπε ο Μωυσής, υπάρχει στο Δευτερονόμιο στο κεφάλαιο 32 (Δευτερονόμιο 32,1-43).
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Όταν οι Ισραηλίτες ήταν κοντά στη Βαιθ-Φεγώρ, ο Μωυσής παρακάλεσε τον Κύριο να περάσει τον Ιορδάνη και να δει την εύφορη χώρα της Χαναάν. Ο Κύριος όμως είχε οργιστεί, γιατί ο Μωυσής και ο Ααρών στην Κάδης έδειξαν ανυπακοή και δεν δόξασαν όπως θα 'πρεπε τον Κύριο ενώπιον των Ισραηλιτών. Γι' αυτό το λόγο δεν επέτρεψε στο Μωυσή να μπει στη Γη της Επαγγελίας (Δευτερονόμιο 3,23-29. 4,21-22. 32,51).
Ο Μωυσής, αφού ευλόγησε τους Ισραηλίτες (Δευτερονόμιο 33,1-29), από την Αραβώθ της κοιλάδας Μωάβ ανέβηκε στην οροσειρά Αβαρίμ, στο όρος Νεβώ, στην κορυφή Φασγά, απέναντι από την Ιεριχώ. Από κει ο Κύριος του έδειξε τη Χαναάν, όλη τη χώρα που υποσχέθηκε να δώσει στους απογόνους τους (Δευτερονόμιο 32,48-52. 34,1-4).
Έτσι ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, πέθανε εκεί πάνω στο βουνό, όπως το είχε πει ο Κύριος. Και τον έθαψε ο Κύριος σε μια κοιλάδα της Μωάβ, κάπου στη Γαΐ, κοντά στη Βαιθ-Φεγώρ. Κανένας μέχρι σήμερα δεν ξέρει πού βρίσκεται ο τάφος του. Όταν πέθανε ο Μωυσής ήταν 120 ετών. Οι Ισραηλίτες έκλαψαν το Μωυσή στις πεδιάδες της Μωάβ τριάντα μέρες (Δευτερονόμιο 31,2. 34,5-8).
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Ο Μωυσής ήταν άνθρωπος του Θεού (Α' Παραλειπομένων 23,14). Ανάμεσα στους Ισραηλίτες δεν παρουσιάστηκε πια άλλος προφήτης σαν το Μωυσή. Ο Κύριος τον γνώριζε πρόσωπο με πρόσωπο. Κανείς δεν είναι ισάξιος του όσον αφορά τα σημεία και τα θαύματα που τον έστειλε ο Κύριος να κάνει στην Αίγυπτο, μπροστά στο Φαραώ, στους αξιωματούχους του και σ' όλο το λαό του. Κανείς δεν είναι εφάμιλλος του Μωυσή όσον αφορά τη μεγάλη του δύναμη και τα φοβερά έργα που έκανε μπροστά στα μάτια όλων των Ισραηλιτών (Αριθμοί 34,10-12).
Ο Μωυσής υπήρξε αναμφισβήτητα ένας μεγάλος ηγέτης. Στάθηκε με θάρρος και παρρησία μπροστά στο Φαραώ και υπερασπίστηκε τη απελευθέρωση του λαού Ισραήλ. Παρόλο τη θέση που είχε μέσα στο παλάτι, ξέχασε ποιος ήταν όταν επρόκειτο να υπερασπιστεί το δίκαιο (Έξοδος 2,14). Ηγήθηκε με μεγάλη επιτυχία τον δύσκολο και απαιτητικό λαό του Ισραήλ, που άλλοτε ευχαριστούσε το Θεό για την απελευθέρωση του και άλλοτε γόγγυζε για την πορεία του στην έρημο, αναπολώντας την περίοδο της Αιγύπτου και λατρεύοντας άλλους θεούς. Η Αγία Γραφή αναφέρει πως ήταν ο πιο πράος και ο πιο ταπεινός απ' όλους τους ανθρώπους τους επί της γης (Αριθμοί 12,3). Αρνήθηκε να πάρει την αρχηγία (Έξοδος 4,13). Ήθελε όλος ο λαός να ήταν προφήτες και ο Κύριος να έδινε το Πνεύμα Του (Αριθμοί 11,29). Ενδιαφέρθηκε για την πνευματική κατάσταση του λαού, και όταν ο Κύριος του πρότεινε να καταστρέψει τους Ισραηλίτες (Έξοδος 34,10), προσευχήθηκε στον Κύριο για να τους συγχωρέσει, ζητώντας μάλιστα να πληρώσει αυτός αντί για το λαό (Έξοδος 34,32). Ήταν άνθρωπος προσευχής και εμπιστοσύνης στο Θεό. Παρόλο που για τους περισσότερους η απελευθέρωση του λαού από τους Αιγυπτίους ήταν ένα όνειρο, ο Μωυσής πίστεψε στην υπόσχεση του Θεού. Γι' αυτό και ο Θεός στάθηκε δίπλα του σε κάθε δύσκολη στιγμή της πορείας προς τη γη της Επαγγελίας. Στους Ψαλμούς αναφέρεται ότι ο Μωυσής και ο Ααρών, ως ιερείς του Κυρίου επικαλούνταν τ' όνομά του και ο Κύριος τους άκουγε και τους μιλούσε μέσα από μια νεφέλη (Ψαλμοί 98,6-7).
Εκτός από μεγάλος ηγέτης και νομοθέτης ο Μωυσής ήταν συγγραφέας των βιβλίων της Πεντάτευχου (Γένεση, Έξοδος, Λευιτικό, Αριθμοί, Δευτερονόμιο), καθώς και ποιητής (Έξοδος 15,1-18, για την απελευθέρωση από την Αίγυπτο, Έξοδος 15,21, Δευτερονόμιο κεφ. 32, η ωδή του Μωυσή, Δευτερονόμιο 33,1-29, η ευλογία του στις φυλές Ισραήλ). Έγραψε τον 89ο Ψαλμό. Σε άλλο Ψαλμό αναφέρεται πως ο Μωυσής και ο Ααρών οδήγησαν τους Ισραηλίτες ως ποιμένες (Ψαλμοί 76,21). Στην Καινή Διαθήκη, και στην προς Εβραίους επιστολή, ο Μωυσής αναφέρεται μεταξύ των ηρώων της πίστεως (προς Εβραίους 11,24-29). Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 4 Σεπτεμβρίου. Οι απόγονοί του εντάχθηκαν στη φυλή Λευΐ, όχι ως ιερείς, αλλά ως απλοί Λευίτες (Α' Παραλειπομένων 23,14).
(Πηγή: «ΜΩΥΣΗΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ, ΕΝΟΤΗΤΑ 2», users.sch.gr/ http://users.sch.gr/aiasgr/Agiologia/Palaia_Diathikh/Hgetes/Mwushs_o_Theopths_2.htm)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνόφον ἄυλον, τεθεαμένος, νόμον ἔνθεον, πλαξὶν ἐδέξω, ὡς θεάμων μυστηρίων τοῦ Πνεύματος καὶ καταπλήξας τὴν Αἴγυπτον θαύμασι, δημαγωγὸς Ἰσραὴλ ἐχρημάτισας. Μωυσῆ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Μωϋσέως τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Κάθισμα. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.
Πηγή: ,
Μετά την εδραίωση του αραβικού χαλιφάτου η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρέθηκε έναντι ενός φανατισμένου και πείσμονος αντιπάλου στα ανατολικά της σύνορα. Οι Άραβες εκτελούσαν καταστροφικές επιδρομές σε τακτά χρονικά διαστήματα στη Μικρά Ασία καθ’ όλη τη διάρκεια του 8ου και 9ου αιώνα επιχειρώντας να εξαπλώσουν, μέσω της τζιχάντ, του «ιερού πολέμου», την επικράτεια των Ισλάμ.
Η Ελλάδα στις παραμονές των γεγονότων της 3ης Σεπτεμβρίου παρουσίαζε μια εικόνα εσωτερικής πολιτικής αναταραχής. Κύρια αιτία της αναταραχής ήταν τα λάθη των Βαυαρών αξιωματούχων (κυρίως του Αρμανσμπέργκ) που κυβερνούσαν την Ελλάδα σαν γερμανικό κρατίδιο αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητες της.
Μετά από έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες που χρησιμοποιούν από του στόματος αντισυλληπτικά, βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν μετωπική ινωτική αλωπεκία (FFA), εφόσον έχουν προδιάθεση, δηλαδή εφόσον έχουν μια ορισμένη παραλλαγή του γονιδίου CYP1B1, ενός γονιδίου που παράγει ένζυμα για το κυτταρικό μεταβολισμό.
Καταγωγή του.
Ὁ Μάρτυρας καὶ Ἐπίσκοπος Ἄνθιμος γεννήθηκε στὴν περίφημη πόλη τῆς Νικομήδειας, ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Ἀπὸ μικρὸς διακρίθηκε γιὰ τὸν εὐσεβῆ ζῆλο του πρὸς τὰ θεία. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν ὑπόδειγμα σωφροσύνης καὶ ἀγάπης. Ἐπειδὴ πλούσια κατεῖχε τὸ θησαυρὸ τῶν θείων ἀληθειῶν, ἡ θερμή του διδασκαλία, ἐμπνεόμενη ἀπὸ ἀποστολικὸ ζῆλο, ἔβρισκε σχεδὸν πάντα ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸν ὑψηλὸ βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης.
Ἡ ἐκ Θεοῦ ἐκλογή του.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ τότε Ἐπίσκοπος Νικομήδειας Κύριλλος, καὶ χήρεψε ἀπὸ ποιμένα ἡ Ἐκκλησία καὶ πενθοῦσε τὴν ἐρημιά της καὶ θρηνοῦσε τὴν συμφορά της, τότε οἱ πρῶτοι της Νικομήδειας μαζὶ μὲ τοὺς Κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας ἀπεφάσισαν ὁμόφωνα νὰ ἀναδείξουν Ἐπίσκοπό τους τὸν ἱερότατο Ἄνθιμο. Ἀφοῦ μπῆκαν στὴν Ἐκκλησία παρακαλοῦσαν θερμὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀποκαλύψει, ἐὰν αὐτὸ ἀρέσει καὶ σὲ Αὐτόν, καὶ ἐὰν ἔχουν σύμφωνη καὶ τὴν ἄνωθεν ψῆφο. Ἀμέσως δὲ ἄστραψε μεγάλο καὶ θαυμαστὸ φῶς, καὶ ἀκούσθηκε θεία φωνὴ ποὺ προσμαρτυροῦσε ὑπὲρ τοῦ Ἀνθίμου καὶ ἐπικύρωνε τὴν ψῆφο τους, καὶ μάλιστα τοὺς προέτρεπε, νὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ γρηγορότερο δυνατὸν τὴν ἀπόφαση αὐτή. Ἔτσι ἀφοῦ ἐκλέχτηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ θεῖος Ἄνθιμος ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν θρόνο κατάλαβε ἄξιος καὶ καλὸς ποιμένας ὁ ὁποῖος τὴν στόλισε. Ὁ Ἄνθιμος, ὡς ἀγαθὸς Κυβερνήτης, συγκέντρωσε ὅλη τὴν προσοχή του σὲ αὐτὸν μόνον τὸν σκοπό, νὰ καταπραΰνει δηλαδὴ τὴν δύσκολη ταραχὴ τῆς ἀσεβείας καὶ νὰ φέρει στὸ λιμάνι τοῦ Θεοῦ τὶς συμπλέουσες ψυχές.
Ὁ διωγμὸς.
Ἐνῶ ἔτσι θεάρεστα ἐπορεύετο ὁ Ἅγιος, ξαφνικὰ σηκώνεται βαρὺς χειμώνας καὶ ἐπειδὴ ἡ καταιγίδα ποὺ ξέσπασε ἦταν σφοδρὴ ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἐπηρέασε ὅλους τους χριστιανούς. Διότι ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Μαξιμιανὸς νικητὴς ἀπὸ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Αἰθιόπων τὸ ἔτος 306, διέταξε ἀμέσως ὅλους νὰ συγκεντρωθοῦν στὴν Νικομήδεια, γιὰ νὰ θυσιάσουν στοὺς θεούς του. Ἔτσι κηρύχθηκε τότε ἐκεῖνος ὁ βαρύτατος καὶ μέγιστος διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος προχωροῦσε καθημερινὰ σὲ ὅλη τὴν γῆ. Ἔτσι ἄλλοι μὲν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἔφευγαν στὰ ὅρη καὶ στὰ σπήλαια ἄλλοι δὲ μὲ διάφορους τρόπους ἐθανατώνοντο, καὶ οἱ μὲν Ἱερὲς Μονὲς ἐρημώνοντο, τὰ δὲ Ἡσυχαστήρια τῶν Παρθένων παντελῶς κατεδαφίζοντο.
Ἡ παρθένος Θεοφίλη.
Τότε οἱ δήμιοι σὰν ἄγρια θηρία ἅρπαξαν καὶ μία παρθένο, καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, ποὺ ὀνομαζόταν Θεοφίλη, τὴν ὁποίαν ὁδήγησαν βίαια στὸ ἐργαστήριο τῆς ντροπῆς. Αὐτὴ δὲ ἡ μακαρία, βλέπουσα πρὸς τὸν οὐρανό, φώναξε μὲ δάκρυα.
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ ἔρως, τὸ φῶς μου καὶ ὁ φύλαξ τῆς ζωῆς μου, ἰδὲ τὴν νυμφευθεῖσαν σοί, Νυμφίε μου ἄμωμε, καὶ λύτρωσαι μὲ ἀπὸ τῶν θηρίων τούτων, φύλαξον δὲ τὴν παρθενίαν μου ἄσπιλον εἰς δόξαν καὶ αἶνον τοῦ Παντοδυνᾶ μου σοῦ ὀνόματος».
Διάβαζε δὲ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς μπῆκε σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ πράξη τὴν ἐπιθυμία του καὶ ἀμέσως τρέμοντας ἀπέθανε. Στὴ συνέχεια μπῆκε ἄλλος καὶ εἶδε φῶς ὑπέρλαμπρο καὶ ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τοῦ φωτὸς ἔμεινε τυφλός. Αὐτὸ τὸ ἔπαθαν πολλοὶ ἄλλοι. Ὅσοι ὅμως μπῆκαν μὲ σωφροσύνη στὸ σπίτι αὐτό, εἶδαν ἕναν ὡραῖο καὶ ὑπέρλαμπρο Ἄγγελο, νὰ στέκεται στὰ δεξιά της, καὶ τρόμαξαν, βλέποντας ἕνα τέτοιο παράδοξο θαῦμα. Ὅταν δὲ βγῆκαν ἔξω φώναξαν.
«Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν».
Ὁ θεῖος ἐκεῖνος Ἄγγελος πῆρε τὴν παρθένο ἐκείνη ἀμόλυντη ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ ἐκείνη οἰκία καὶ βγῆκε μαζί της καὶ περπατώντας τὴν ὁδήγησε στὴν Ἐκκλησία τῶν πιστῶν, λέγοντάς της.
«Εἰρήνη σοί».
Τότε ἡ Θεοφίλη λάμπουσα καὶ χαίρουσα κτύπησε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε στὴν Ἐκκλησία. Τὴν νύκτα ἐκείνη ὁ Ἱεράρχης Ἄνθιμος ἑόρταζε μαζὶ μὲ ὅλους τους χριστιανοὺς τὴν Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πιστοί, ὅταν εἶδαν χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν τὴν Θεοφίλη, θαύμασαν. Αὐτὴ δὲ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ποὺ πίστεψαν ἀπὸ αὐτήν, διηγήθηκαν ὅσα ὁ Παντοδύναμος Θεὸς ἔκανε θαυμάσια, δοξάζοντες καὶ εὐχαριστοῦντες Αὐτόν.
«Ἰδοὺ καιρὸς εὔπροσδεκτος ἰδοὺ καιρὸς σωτηρίας».
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Μαξιμιανὸς διέταξε νὰ ἀνάψουν ἀμέσως ξύλα γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ καοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἤσαν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τότε κατάλαβε ὁ θεῖος Ἱεράρχης Ἄνθιμος τί ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ καὶ πλημμυρισμένος, ἀπὸ τὴν θεία Χάρι στάθηκε στὸ θυσιαστήριο λέγοντας:
«Θυμηθεῖτε ἀδελφοί μου φιλοχρηστοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίω, πόσες φορὲς θαυμάσαμε τὴν ἀνδρεία τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων καὶ τὴν εὐσέβειά τους, οἱ ὁποῖοι στεκόμενοι στὸ μέσον της φωτιᾶς, καλοῦσαν ὅλη τὴν κτίσι νὰ ὑμνήση τὸν Κτίστη.
Ἃς γίνουμε λοιπὸν καὶ μεῖς συγκοινωνοὶ τῆς δόξας τους. Ἐκεῖνοι μὲν ἤσαν Τρεῖς καὶ δὲν εἶχαν ἄλλο προηγούμενο παράδειγμα, ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε τόσοι πολλοὶ καὶ ἔχουμε γιὰ παράδειγμα ὄχι μόνον ἐκείνους, ἀλλὰ καὶ τὸν Κύριό της δόξης, ποὺ κρεμμάστηκε ἐπὶ τοῦ ξύλου γιὰ τὴν σωτηρία μας. Πῶς καὶ μεῖς ἀπὸ αὐτὸ νὰ μὴ γίνουμε συγκοινωνοὶ στὸ Ἅγιο Πάθος Του;
Ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ καιρὸς σωτηρίας. Ἃς διώξουμε λοιπὸν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἃς ἐνδυθοῦμε τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίου Βασιλείας».
Οἱ δισμύριοι Μάρτυρες.
Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε ὁ ἀείμνηστος Ἄνθιμος καὶ συναγωνιζόμενος μαζί τους, βαπτίζει τοὺς κατηχούμενους καὶ ἀφοῦ ἔκαμε τὴν θεία Λειτουργία, μετέδωσε σὲ ὅλους τα θεία καὶ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἐν τῷ μεταξὺ ἄναψαν ἀπὸ ἔξω ὅλα τα φρύγανα, οἱ δὲ Ἅγιοι ἀπὸ μέσα ἔψαλλαν τὴν ὑμνωδία τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων, ἐπικαλούμενοι ὅλη τὴν Κτίσι πρὸς ὑμνωδία καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι κατεκάησαν ὅλοι ὅσοι βρέθηκαν στὴν Ἐκκλησία οἱ ὁποῖοι ἤσαν εἴκοσι χιλιάδες. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὅμως δὲν κάηκε, ἀλλὰ διαφυλάχθηκε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν θείαν χάρι, γιὰ νὰ ὠφελήσει καὶ ἄλλους ἀπὸ τὴν διδασκαλία του, καὶ νὰ βαπτίσει καὶ προσφέρη αὐτοὺς σεσωσμένους στὸν Χριστό. Ἔτσι ἀνεχώρησε σὲ κάποια κωμόπολη, γιὰ νὰ φροντίσει γιὰ τὸ ὑπόλοιπο ποίμνιο σὰν καλὸς ποιμένας, σπέρνοντας τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ πολλαπλασιάζοντας τὸ τάλαντο τῆς πίστεως, ἐπιστρέφοντας πολλοὺς στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ στηρίζοντάς τους στὴν ὀρθὴ πίστη.
Ὁ Ἅγιος φιλοξενεῖ τοὺς διῶκτες του.
Καὶ πάλι καταγγέλλεται στὸν βασιλέα ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος τότε μὲν ἦταν πολὺ σπουδαῖος μεταξύ των Ἱεραρχῶν, μετὰ δὲ ἀπὸ λίγο ἦταν πολὺ μεγάλος καὶ μεταξύ των Μαρτύρων. Τότε ὁ Μαξιμιανὸς στέλνει εἴκοσι ἔφιππους στρατιῶτες γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν φέρουν ἐνώπιόν του. Οἱ ἱππεῖς οἱ ὁποῖοι στάλθηκαν στὴν Σμύρνη, αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομα τῆς κωμοπόλεως, εὑρίσκουν ἐκεῖ τὸν Ἅγιο καὶ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζουν, ρωτοῦσαν τὸν ἴδιο τὸν Ἄνθιμο περὶ τοῦ Ἀνθίμου, ποιὸς εἶναι καὶ σὲ ποιὸ μέρος τῆς κωμοπόλεως κατοικοῦσε.
Ὁ ἀγαθός, φιλόξενος καὶ φιλαλήθης πατέρας, πρῶτα μὲν τοὺς φιλοξένησε καὶ παρέθεσε σὲ αὐτοὺς δεῖπνο, ἔπειτα τοὺς λέγει, ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ Ἄνθιμος. Ὅταν ἐκεῖνοι τὸ ἄκουσαν ἔμειναν ἐκστατικοί, καὶ καθόλου δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντικρύσουν τὸ λευκό του κεφάλι, σκεπτόμενοι βαθειὰ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν τράπεζα, τὸ δεῖπνο καὶ τὴν φιλοξενία, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιὰ ποιὸ σκοπὸ στάλθηκαν καὶ γιὰ ποιὸ σκοπὸ πρόκειται νὰ τὸν φέρουν ἐνώπιόν του Μαξιμιανοῦ. Πάντως γιὰ κακὸ σκοπὸ καὶ γιὰ σίγουρη τιμωρία. Ὡς ἐκ τούτου περισσότερο ἐλυποῦντο ψυχικὰ καὶ ἀπὸ ἐντροπὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντικρύσουν τὸν Ἄνθιμο διότι τοὺς εἶπε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν σεβάσμιο ἄνδρα, τὸν ὁποῖον ζητοῦσαν, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἄκουσαν καὶ ἀπὸ τὴν γλώσσα τοῦ ἔμαθαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἄνθιμος. Θαύμαζαν δὲ τὴν φιλαλήθειά του καὶ τὸν προέτρεπαν μάλιστα νὰ φύγει ἀπὸ ἐκεῖ. Διότι γνώριζαν ὅτι κανένα καλὸ δὲν θὰ ἀπολαύσει ὅταν παρουσιασθεῖ στὸν Μαξιμιανό. Ἔτσι εἶπαν:
«Σὲ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ νὰ ἀπολογηθοῦμε καὶ νὰ ποῦμε, ὅτι σὲ ὅλη τὴν Νικομήδεια τὸν ζητήσαμε, ἀλλὰ δὲν μπορέσαμε νὰ τὸν βροῦμε».
Κατηχεῖ καὶ βαπτίζει τοὺς διῶκτες του.
Ὁ Ἱερὸς ὅμως Ἄνθιμος, ποὺ πάντα μελετοῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ διδάσκοντας καὶ προτρέποντας ὅλους νὰ ἔχουν τὴν ἀλήθεια στὴν καρδιά τους, οὔτε καὶ ἀνεχόταν μὲ τὰ χείλη τους νὰ ποῦνε ψέμα γὶ αὐτόν, ἄλλωστε καὶ ἐπειδὴ διψοῦσε τὸν θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, ἀνεχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ μαζί τους. Ἐνῶ δὲ βάδιζαν στὸ δρόμο τοὺς ἔδωσε πολλὲς εὐσεβεῖς συμβουλὲς καὶ τοὺς δίδαξε περὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, καὶ κάθε ἀσεβῆ λογισμὸ ἐξαφάνισε καὶ ἀφοῦ τοὺς προετοίμασε τὴν ψυχή τους γιὰ νὰ δεχθοῦν τὶς θεῖες ἐπαγγελίες τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, διαβάζει τὶς εὐχὲς καὶ ὅταν ἔφθασαν σὲ κάποιο ποτάμι τοὺς βαπτίζει, καὶ κατόπιν πάλι συνέχισαν τὴν ὁδοιπορία τους, μέχρις ὅτου ἔφθασαν στὴν πόλι.
Μπροστὰ στὸν τύραννο.
Τὸ ἔτος 288 ἔφθασε ὁ Ἅγιος στὸ τυραννικὸ βῆμα, μὲ δεμένα πίσω τα χέρια σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως, ἔχοντας ὅμως τὸν νοῦ του στὸν οὐρανό, ζητώντας δὲ καὶ τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια. Ὁ βασιλεὺς θέλοντας νὰ ἐπιδείξει στὸν μακάριο Ἄνθιμο ἀπὸ ὑψηλὴ θέα τὸ πικρό της δοκιμασίας τῶν βασάνων, στὴν ἀρχὴ μὲν τοῦ συμπεριφέρθηκε, μὲ ἤπιο τρόπο ἀφοῦ προηγουμένως ἔδειξε δημόσια τα ὄργανα τῶν βασανιστηρίων, ἔπειτα δὲ τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:
«Σὺ εἶσαι ὁ λεγόμενος Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος ἔχει πλανηθεῖ στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὡς ἁπλὸς καὶ εὐκολόπιστος ἄνθρωπος ἀπατήθηκες, καὶ ἐκτοξεύεις χιλιάδες ὕβρεις ἐναντίον τῶν δικῶν μᾶς θεῶν;»
Ὁ γενναῖος του Χριστοῦ ἀθλητής, ὁ ὁποῖος καὶ γιὰ τὰ ὄργανα τῶν βασανιστηρίων καὶ γιὰ τὰ λόγια τοῦ τυράννου γέλαγε, τοῦ εἶπε:
«Γνώριζε, βασιλιά, δὲν θὰ ἤθελα νὰ σοῦ ἀπαντήσω σὲ αὐτά, ἐὰν δὲν μὲ ἔπειθε ὁ ἱερὸς διδάσκαλος Παῦλος διδάσκοντας:
«Ἕτοιμους ἠμᾶς εἶναι παντὶ τῷ αἰτούντι λόγον διδόναι. Ἐπηγγείλατο γὰρ ἠμὶν ὁ Θεὸς στόμα καὶ σοφίαν, ἡ οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ἠμίν»,
διότι ἐγὼ καὶ πιὸ μπροστὰ γνώριζα καλὰ τὴν πολλή σου παχύτητα ἐξ αἰτίας τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Τώρα ἐσένα καὶ τοὺς δικούς σου, ὅπως λέγεις, θεοὺς θὰ ἀποδείξω φανερὰ ἀναίσθητους, διότι ἤλπιζες νὰ μὲ προσυλητήσεις καὶ νὰ μὲ πάρεις ἀπὸ τὸν Δημιουργό των ἁπάντων, ὁ ὁποῖος καὶ σένα τὸ ἀχάριστο πλάσμα τίμησε μὲ τὴν δική του εἰκόνα. Ἀλλὰ γιατί μὲ ἔφερες δεμένο σὲ αὐτὸ τὸ βῆμα καὶ παρέταξες τὰ ὄργανα τῶν βασάνων; Ἐλπίζεις ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μὲ πείσεις ἢ ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μὲ καταπλήξεις; Σὲ ἄλλους ἀγενεῖς πρόσφερε αὐτά, στοὺς ὁποίους ὁ παρὼν βίος εἶναι ἡδονὴ καὶ ἡ στέρησις τοὺς εἶναι μεγάλη τιμωρία. Σὲ μένα ὅμως καὶ αὐτὸ τὸ χωματένιο σῶμα εἶναι χειρότερο ἀπὸ κάθε φυλακὴ διότι ἐμποδίζει τὴν ψυχή μου νὰ διαβεῖ πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ ποθῶ. Ὥστε ἀπειλές, τιμωρίες καὶ βάσανα εἶναι πιὸ ἐπιθυμητὰ σὲ μένα ἀπὸ κάθε τρόπο ζωῆς, τὸν ὁποῖον κατόπιν ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος ὅταν μὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς σάρκας θὰ μὲ ὁδηγήσει σὲ αὐτὰ ποὺ ποθῶ».
Ἀρχίζουν τὰ βασανιστήρια.
Αὐτὰ ἀφοῦ ἀπολογήθηκε ὁ μεγάλος κατὰ τὴν ἀρχιερωσύνη καὶ ἀκόμη μεγαλύτερος κατὰ τὴν ἄθληση, τοῦ εἶπε ὁ βασιλεύς:
«Αὐτὰ εἶναι μεγάλη φλυαρία, θὰ δεῖς δὲ μετὰ ἀπὸ λίγο».
Ἀμέσως τότε διατάζει νὰ τὸν κτυποῦν μὲ πέτρες. Ὁ γενναῖος Ἄνθιμος ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ποθοῦσε τὴν ἄθληση γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἤλπιζε νὰ λάβει ἀπὸ τὴν θεία πρόνοια τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεως, γὶ αὐτὸ μὲ πραότητα δεχόταν καὶ τὶς παροῦσες πληγὲς γιὰ νὰ πετύχει δὲ λαμπρότερα ἔπαθλα, χλευάζει τὸν τύραννο, καὶ κατάκαιε τὴν ψυχή του μὲ τὴν φλόγα τῆς μανίας καὶ τὸν προκαλοῦσε γιὰ πιὸ βαριὲς τιμωρίες, λέγοντας:
«Θεοί, οἱ ὁποῖοι τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ δὲν ἔφτιαξαν, ἃς χαθοῦν».
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Μάρτυρα κατατρυποῦσε τὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ Μαξιμιανοῦ καὶ ἀμέσως διατάζει, μὲ πυρωμένες περόνες νὰ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους του. Στὸν Μάρτυρα ὅμως τὸ βασανιστήριο αὐτὸ ἦταν μεγάλη εὐχαρίστηση, διότι πετύχαινε αὐτὰ ποὺ ποθοῦσε καὶ ἀπέδιδε μικρὴ χάρι στὸν Μαξιμιανὸ γιὰ τὶς τιμωρίες, διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διψοῦσε ὁ Ἄνθιμος, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ λέγοντας τὸ προφητικὸ ρητό:
«Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα, πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπω τοῦ Θεοῦ μου;»
Μεγάλα μαρτύρια.
Ὁ Μαξιμιανὸς ἔχοντας πνεῦμα τυραννικὸ νόμιζε, ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν μεγάλων βασανιστηρίων θὰ νικήσει τὴν γενναία σταθερότητα τοῦ Μάρτυρα. Ἔτσι διατάζει νὰ στρωθεῖ στὸ ἔδαφος ὄστρακο, καὶ ἔπειτα νὰ τὸν ἁπλώσουν γυμνὸ ἐπάνω σε αὐτὸ καὶ νὰ δέρνουν τὸν ἀθλητὴ μὲ ράβδους ὅσο πιὸ πολὺ μποροῦσαν, ὥστε, μὲ τὶς πληγὲς ἀπὸ τὰ ραβδίσματα ἀπὸ πάνω, καὶ μὲ στρωμένα ἀπὸ κάτω ὄστρακα νὰ αἰσθανθεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ διπλάσιο πόνο. Ὁ Ἄνθιμος ὅμως οὔτε καὶ μὲ τὸ βασανιστήριο αὐτὸ ἀπελπίσθηκε γιὰ τὴν νίκη, ἀλλὰ παρακαλοῦσε τὸν Κύριο λέγοντας.
«Εὐχαριστῶ σοί, Δέσποτα Βασιλεῦ τῶν αἰώνων, ὅτι περιέζωσας μὲ δύναμιν ἐξ ὕψους, καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἔδωκας μοὶ νῶτον, καὶ τοὺς μισοῦντας μὲ ἐξωλόθρευσας, καὶ συνεπόδισας πάντας τους ἐπανισταμένους ἐπ’ ἐμὲ ὑποκάτω μου».
Τότε ὁ Μαξιμιανὸς ἐπινοεῖ καὶ ἄλλα βασανιστήρια καὶ διατάζει νὰ καύσουν χάλκινες περικνημίδες καὶ νὰ τὶς βάλουν στὸν Μάρτυρα.
Ἡ θεία Χάρις τὸν ἐνισχύει.
Ὅσο ὅμως χρόνο οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι πόδες ὑπέφεραν τὰ σφοδρότατα καὶ ἀφόρητα βασανιστήρια τῶν πυρακτωμένων περικνημίδων, θεία Χάρις ἦλθε ἀπὸ ψηλὰ στὸν γενναῖο Μάρτυρα καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε ποὺ τὸν ἐνίσχυε περισσότερο καὶ τοῦ ὑποσχόταν μεγάλα βραβεῖα, ἡ ὁποία ἔλεγε.
«Ἐντὸς ὀλίγου διὰ λαμπρῶς ἀκτινοβολοῦντος στεφάνου ἐξ ἀνθέων ἀθλοφορεῖ».
Ἡ φωνὴ αὐτὴ χαροποιεῖ ἀμέσως τὴν ψυχή του καὶ κάνει τὸ πρόσωπό του χαρούμενο στὰ δὲ χείλη τοῦ φαίνεται χαριτωμένο μειδίαμα, ποὺ μαρτυροῦσε τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη τῆς καρδιᾶς του. Βλέποντας αὐτὰ ὁ Μαξιμιανὸς ἀποροῦσε, ὅπως ἦταν φυσικό, καὶ θαύμαζε γιὰ αὐτά. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀπιστία τοῦ ὀνόμαζε αὐτὰ μαγικὰ καὶ ρωτοῦσε νὰ μάθει τὴν αἰτία. Ὁ δὲ δίκαιος εἶπε:
«Βασιλιά, τὰ παρόντα θαυμάσια, τὰ ὁποῖα βλέπεις, εἶναι προοίμνια μόνο καλὰ καὶ ἀληθινὴ ἐπαγγελία τῶν μελλόντων, σὲ λίγο δὲ θὰ καταλάβεις, ὅτι μάταια κομπάζεις, καὶ ἐκείνους τοὺς ὁποίους ὀνομάζεις θεοὺς θὰ ἀποδείξω ὅτι εἶναι πολὺ κατώτεροί της ἀνθρωπίνης δυνάμεως, ὥστε νὰ μετανοήσεις γιὰ τὴν ἐμπειρία τῶν βασάνων, τὴν ὁποίαν ἐπιδεικνύεις σὲ μένα».
Οἱ δήμιοι παρέλυσαν.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὀργίσθηκε ὁ βασιλεὺς καὶ διατάζει νὰ δέσουν τὸν Μάρτυρα πάνω σε τροχὸ καὶ νὰ τὸν περιστρέφουν συνεχῶς, συγχρόνως δὲ μὲ λαμπάδες καὶ φωτιὰ νὰ κατακαίουν τὶς σάρκες του καὶ ἔτσι νὰ διαλύωνται. Ἡ διαταγὴ αὐτὴ τοῦ Μαξιμιανοῦ ἔγινε ἀμέσως ἔργο καὶ οἱ δήμιοι ποὺ κρατοῦσαν τὶς λαμπάδες στὰ χέρια τοὺς πλησίασαν τὴν φωτιὰ στὸν τροχό. Οἱ δὲ ψυχὲς τοὺς οἱ ὁποῖες ἤσαν θερμοτέρες ἀπὸ τὴν φωτιὰ ποὺ κρατοῦσαν στὰ χέρια τους, ἐπιθυμοῦσαν νὰ μεταβάλουν ὁλόκληρο τὸν Ἀθλητὴ σὲ φλόγα. Ἀλλὰ ὢ τοῦ θαύματος! Σταμάτησε ἀμέσως νὰ κινεῖται ὁ τροχός, οἱ δὲ δήμιοι ἔπεσαν κάτω, ἔπεσαν δὲ ἀπὸ τὰ χέρια τοὺς οἱ λαμπάδες, ἐπειδὴ τὰ χέρια τοὺς ἔμειναν σὰν νεκρὰ καὶ παράλυτα καὶ ναρκώθηκαν σὰν ἀπὸ κάποιο ὕπνο. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ του γεγονότος θύμωσε ὁ βασιλεὺς καὶ κατέκρινε τοὺς δημίους, ὡς ἀμελεῖς των διαταγῶν του καὶ ἀνίκανους στὰ χέρια τους. Ὁ δὲ τύραννος ἀγνοώντας ὅτι θεία δύναμη ἔσβησε τὴν δύναμή τους, νόμιζε ὅτι ἡ ὀκνηρία τοὺς ἦταν ἡ αἰτία. Γὶ αὐτὸ ἔλεγε:
«πῶς, ἀφοῦ μὲ τόση τόλμη ἤλθατε, τώρα σᾶς ἔχει καταβάλει ἡ ὀκνηρία; Αὐτὸν λοιπὸν προτιμήσατε ἀπὸ τὶς διαταγές μου, ὥστε αὐτὰ ποὺ ἔχουμε πετύχει νὰ τὰ ἐγκαταλείψουμε ἡμιτελῆ, στὸ ἔδαφος δὲ ξαπλώσατε γιὰ νὰ εὐχαριστηθεῖτε, καταβεβλημένοι δῆθεν ἀπὸ τὴν κούραση καὶ θέλετε δῆθεν νὰ ξεκουρασθεῖτε;».
Τότε οἱ δήμιοί του εἶπαν:
«Ὢ βασιλεῦ, οὔτε ἀμελεῖς εἴμαστε στὶς δικές σου διαταγές, οὔτε τολμήσαμε κάτι τέτοιο, οὔτε ἀπὸ ὀκνηρία καταληφθήκαμε, οὔτε ἀπὸ τὸν πολὺ κόπο ἀπέκαμαν τὰ χέρια μας, ἀλλὰ κάποια φοβερὰ ὄψι ποὺ φανερώθηκε σὲ μᾶς, παρέλυσε τὰ χέρια μας καὶ ὁλόκληροι εἴμαστε διαλελυμένοι καὶ ἔχομε ἀτονία. Διότι τρεῖς ἄνδρες, λαμπροὶ μὲν στὴν ὄψι, μὲ λευκὰ ἐνδύματα, φοβεροὶ δὲ στὴν ἐμφάνιση, φανερώθηκαν σὲ μᾶς μὲ ἄγριο βλέμμα καὶ ἔστρεψαν τὴν φωτιὰ μὲ τὶς ἀναμένες λαμπάδες ἐναντίον μας, καὶ ἀμέσως διέταξαν νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸν Ἄνθιμο, καὶ χαρούμενοι τὸν ἀποκαλοῦσαν ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀφοῦ μᾶς κατενίκησαν μᾶς ἔφεραν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ποὺ μᾶς βλέπεις».
Ὅσο δὲ αὐτοὶ ἔλεγαν αὐτά, καὶ ὁ τροχὸς δὲν ἔρχονταν γύρω, ὁ Μάρτυρας θερμοτέρα εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ καὶ ἀπελάμβανε μεγαλύτερη χάρι. Ὁ Μαξιμιανὸς θέλοντας νὰ ἀποδείξει, ὅτι αὐτὸ συνέβη ἀπὸ ἀμέλεια τῶν δημίων καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν μαρτυρικὴ παρρησία του πρὸς τὸν Θεό, τὸν ἀπειλοῦσε νὰ τὸν θανατώσει μὲ ξίφος ἐὰν δὲν θυσιάσει στοὺς θεούς.
Ὁ θεῖος Ἄνθιμος τὴν ἀπειλὴ τὴν δεχόταν μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση, παρακαλώντας τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά του, νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ χοροῦ τῶν Δισμυρίων Μαρτύρων συγχρόνως δὲ τὸν εὐχαριστοῦσε νὰ λέγει:
«Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἃ μοὶ ἔδωκεν ὁ Θεός».
Ὁ δὲ Μαξιμιανός, ἐπειδὴ ἔβλεπε, ὅτι τὸ τέλος τοῦ Ἀνθίμου θὰ ἀποβεῖ μᾶλλον κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ εἶπε:
«Γνωρίζω τὴν δοξομανία καὶ τὸ φιλότιμο ἐσὰς τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι γιὰ τὴν ἀνταπόδοση αὐτοῦ του τολμήματος, ποὺ κάνετε καὶ γιὰ νὰ πετύχετε τὸ ὄνομα ποὺ ἐπιθυμεῖτε, προτιμᾶτε καὶ αὐτὸ τὸ ἔσχατο ὅλων των κακῶν τὸν βίαιο θάνατο. Ἀλλὰ σὺ τίποτα δὲν θὰ πετύχεις ἀλλὰ ἀφοῦ πρῶτα σὲ τιμωρήσω πολύ, ἔπειτα καὶ τοῦ παρόντος φωτὸς θὰ σὲ στερήσω, διότι δὲν σοῦ ἀξίζει νὰ ἀπολαμβάνεις τέτοια ἡδονὴ καὶ τέτοια μεγάλα ἀγαθά».
Ὁ δὲ Μάρτυρας εἶπε:
«Ἀλήθεια δὲν μοῦ εἶναι ἄξια ἡ παροῦσα ἡδονὴ οὔτε τὸ φῶς. Ἔτσι τύφλωσε τοὺς ὀφθαλμούς μου γιὰ νὰ μὴ σὲ βλέπω ἐσένα τὸ ἀχάριστο πλάσμα».
Ὁδηγεῖται στὴ φυλακὴ.
Κατόπιν πῆραν ἐκεῖνοι οἱ κακοῦργοι τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως στὴν φυλακή. Ἀλλὰ ἡ θεοφθόγγος γλώσσα τοῦ πάλι ἔψαλλε πρὸς τὸν Θεὸ ὅπως συνήθιζε καὶ ξαφνικὰ ἐλευθερώνεται ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες καὶ τὰ δεσμά. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν ἄφησε ἀσυγκίνητούς τους δήμιους ποὺ τὸν πήγαιναν στὴ φυλακή, ἀλλὰ πέφτοντας μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ ἔμειναν ἐκεῖ βλέποντες ἕνα τέτοιο παράδοξο φαινόμενο. Διότι ἡ θεία Χάρις ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ φῶς ἑξαστράπτουσα περιεκύκλωσε τὸν Μάρτυρα, τοὺς δὲ δημίους, ποὺ τὸν ὁδηγοῦσαν μὲ τὰ σιδερένια ἐκεῖνα δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν δεμένος ὁ Ἅγιος ρίχνει κάτω στὴν γῆ χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ποῦνε κάτι οὔτε καὶ αὐτὰ τὰ μάτια τους δὲν μπόρεσαν νὰ καλύψουν. Ὁ Μάρτυρας ἀφοῦ τοὺς σήκωσε τοὺς εἶπε νὰ ἐξακολουθήσουν τὸν δρόμο τους. Τέλος ὁ Ἄνθιμος μπῆκε στὴ φυλακὴ χαρούμενος σὰ νὰ ἔμπαινε σὲ πλούσιο τραπέζι καὶ ἀφοῦ πρόσφερε σὲ ὅσους βρισκότανε ἐκεῖ τὸν ἄρτο τῆς πίστεως, μὲ πολλὴ ἀγάπη τοὺς δίδαξε τὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς βάπτισε. Ὁ Μαξιμιανός, ὅταν ἔμαθε αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως χάσει ἐξ αἰτίας του καὶ ἄλλους πολλούς, φέρνει καὶ πάλι τὸν Ἀθλητὴ μπροστά του καὶ τὸν παροτρύνει πάλι νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς του, ὑποσχόμενος ὡς ἀνταμοιβὴ ἂν συμφωνήσει, νὰ τὸν κάνη ἱερέα τῶν εἰδώλων.
Ἱερεὺς Χριστοῦ.
Ὁ θεῖος Ἄνθιμος μὲ πολλὴ παρρησία τοῦ λέγει:
«Ἐγὼ καὶ προτοῦ μου ὑποσχεθεῖς εἶμαι Ἱερεὺς τοῦ πρώτου καλοῦ ποιμένος καὶ Ἀρχιερέως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν μεγάλη του φιλανθρωπία καὶ τὴν ἄκρα συγκατάβαση, ἐνῶ εἶναι ἄϋλος καὶ ἀπερίληπτος, ὄχι μόνον ἔγινε ἄνθρωπος παίρνοντας τὴν δική μας σάρκα, ἀφοῦ κατέβηκε μέχρι ἐμᾶς, καὶ γιὰ ἐμᾶς πράττοντας αὐτά, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐαυτὸν τοῦ προσέφερε θυσία, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, σταυρωθεῖς καὶ ὑπομένοντας ὀδυνηρὸ θάνατο καὶ ἀφοῦ μετὰ τρεῖς μέρες ἀναστήθηκε καὶ ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς, πάλι μετέφερε ἐμᾶς ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου μὲ τὸν παρακοὴ μᾶς εἴχαμε πέσει. Αὐτοῦ εἶμαι Ἱερεὺς καὶ σὲ αὐτὸν προτιμῶ νὰ προσφέρω τὸν ἐαυτόν μου θυσίαν, τὰ δὲ δικά σου καὶ οἱ δικοί σου λεγόμενοι θεοὶ εἶναι ἄξιοι μόνον τοῦ σκότους καὶ τῶν θρήνων μᾶλλον δὲ εἶναι ἄξιοι χλευασμοῦ ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς σας ἀπώλειας καὶ συμφορᾶς».
Τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου.
Τότε πολὺ ὀγίσθηκε ὁ Μαξιμιανὸς καὶ διατάζει νὰ θανατώσουν τὸν γενναῖο Ἄνθιμο. Ὁδηγεῖται λοιπὸν ὁ Ἀθλητής, πρὸς τὸν θάνατο μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση, ἕνεκα τῆς ἐπαγγελίας τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, διότι ἐπρόκειτο νὰ περάσει μὲ τὸν θάνατο στὴν ζωή, εὐχαριστούμενος μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους καὶ τοὺς Μάρτυρες στὶς αἰώνιες σκηνές. Ἀφοῦ δὲ ζήτησε λίγο χρόνο νὰ προσευχηθεῖ, προσευχήθηκε γιὰ τελευταία φορά, καὶ ἔτσι ἐνῶ προσευχόταν στὸ Θεὸ τοῦ ἔκοψαν τὴν μακαρία του κεφαλὴ τὴν τρίτη του μηνὸς Σεπτεμβρίου, καὶ στὸν τρισήλιο Θεὸ παραδίδει τὸν ἁγία καὶ μακαρία ψυχὴ τοῦ κατὰ τὸ ἔτος 304 μ.Χ. Τὸ ἀπόγευμα ἦλθαν μερικοὶ πιστοὶ οἱ ὁποῖοι μὲ σεβασμὸ καὶ λαμπρότητα πῆραν τὸ τίμιο ἐκεῖνο σῶμα καὶ μὲ μεγάλο σεβασμὸ τὸ ἐνταφίασαν στὸν ἴδιο ἐκεῖνο τόπο, δοξάζοντας τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Στίχος.
Τμηθεῖς κεφαλὴν Μάρτυς Ἄνθιμε ξίφει, Καὶ νεκρὸς ἀνθεῖς εἰς Θεοῦ δόξαν τρίχας. Ἄνθιμον ἐν τριτάτη ἀπέκτεινε ξίφος ὀξύ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Φωστὴρ Νικομηδείας ἀνεδείχθης πολύφωτος, καὶ πάσης Ἐκκλησίας Πάτερ Ἄνθιμε πρόβολος· ἀθλήσας γὰρ στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, πλουσίων ἠξιώθης δωρεῶν· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ἀσματικῶς, Ἱερομάρτυς κράζοντες: Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς ποίμνης σου θεοφρον, στερρὸς προστάτης γενόμενος, ὑπὲρ αὐτῆς ἐτοίμως τὸ σὸν αἷμα ἐξέχεας, καὶ ἀπειλᾶς τῶν δυσμενῶν μὴ πτοηθεῖς, ἐν οὐρανοῖς νῦν ἀγάλλη, τῷ θρόνω τῆς τρισηλίου Θεότητος παριστάμενος. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντί σε Χριστῷ· δόξα τὴ εὐψυχία σου, δόξα τὴ μαρτυρική σου Ἄνθιμε καρτερότητι. (Ποίημα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου Δ’).
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πράξιν εὖρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τὴ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἄνθιμε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, σωθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθισας, τὴ Ἐκκλησία Χριστοῦ, καρποῖς τοῖς τῶν λόγων σου, τῶν εὐσεβῶν τὰς ψυχᾶς, ἐκτρέφων ἐν χάριτι ὅθεν καὶ ἐναθλήσας, Πάτερ Ἄνθιμε χαίρων, ὤφθης Ἱερομάρτυς, εὐκλεής του Σωτῆρος, ὢ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Ἐν ἱερεύσιν εὐσεβῶς διαπρέψας, καὶ μαρτυρίου τὴν ὁδὸν διανύσας, τὰ τῶν εἰδώλων ἔσβεσας σεβάσματα, πρόμαχος γενόμενος, τῆς σῆς ποίμνης θεοφρον, διό σε καὶ γεραίρει νῦν, μυστικῶς ἐκβοώσα· Ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἠμᾶς, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Πατὴρ ἠμῶν Ἄνθιμε.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τὸ αἷμά σου σοφέ, μυστικῶς ἀνεβόα, ἐκ γῆς πρὸς τὸν Θεόν, ὡς τοῦ Ἄβελ θεοφρον· σαφῶς γὰρ ἐκήρυξας, τὴν Τριάδα τὴν ἄκτιστον· ὅθεν Ἄνθιμε, ποιμαντικῶς διαπρέψας, ἀπεδίωξας, τοὺς τῶν αἱρέσεων θήρας, ὡς φύλαξ τῆς πίστεως.
Ὁ Οἴκος.
Ἐνθεῖς μοὶ γνῶσιν θεϊκήν, τὸν ζόφον τῆς ἀγνοίας, ἐκ τῆς ἐμῆς καρδίας, ἀπέλασον εὐχαίς σου, ὅπως ὑμνήσω σου πιστῶς τὴν ἁγίαν μνήμην, ἐν ἢ Ἀγγέλων χοροί, μετὰ Μαρτύρων σήμερον εὐφραίνονται ἐνθέως· καὶ ἄνθρωποι, ὕμνοις ἐγκωμίων τὴν σὴν κάραν, ὥσπερ ἄνθη συμπλέξαντες, στέφουσιν ἀξίως, αἰτοῦντες παρά σου λαβεῖν, τῶν πταισμάτων ἀποχήν, καὶ τῶν κακῶν του βίου λύσιν, καὶ ἐχθρῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ρυσθῆναι, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Πατὴρ ἠμῶν Ἄνθιμε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τοῦ Σωτῆρος μυσταγωγέ, τῶν Ἀρχιερέων, ὑποτύπωσις καὶ κανών· χαίροις τῶν Μαρτύρων, συνάθλος καὶ ἀλείπτης, Ἄνθιμε Ἱεράρχα, ἠμῶν ἀντίληψις.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φύλαττε τρισμάκαρ ταῖς σαῖς εὐχαῖς, πάντας τους τιμώντας, τὴν πανίερον μνήμην σου, καὶ τοὺς σοὺς ἀγώνας, καὶ ρύσαι αἰωνίως, παντοίας καταδίκης, Ἄνθιμε ἔνδοξε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Ἔχει δὲ τὸ πνεῦμά σου Οὐρανός, καὶ ἠμεῖς πλουτοῦμεν, τὴν εἰκόνα σου φέροντες, ἣν μετ’ εὐλαβείας καὶ πόθου ἀνεικάστου, τιμῶντες προσκυνοῦμεν, καὶ ἀσπαζόμεθα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Τὸν ἐν ἱερεύσιν ἱερουργόν, μύστην τοῦ Δεσπότου, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, Ἱερομαρτύρων, τὸ κλέος εὐφημοῦμεν· Ἄνθιμε Ἱεράρχα, θεομακάριστε.
Πηγή: Αγιορείτικα
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 1 Σεπτεμβρίου 2024.
Η δυστοπία για την οποία έγραφε στο «1984» ο George Orwell, έγινε πραγματικότητα
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ – ΝΕΟΤΗΤΑ - ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ: Ο ιερομόναχος πατήρ Σεραφείμ Ρόουζ, κατά κόσμον Ευγένιος (Γιουτζήν), γεννήθηκε το 1934 σε μια τυπική αμερικάνικη οικογένεια στο Σαν Ντιέγκο (ΗΠΑ). Έφηβος ακόμη, άρχισε να ψάχνει την αλήθεια και, καθώς δεν την έβρισκε άρχισε να επαναστατεί. Έχοντας θεωρήσει τα διάφορα αμερικανικά χριστιανικά δόγματα, ψεύτικα, επιδόθηκε στη μελέτη του Νίτσε που τον επηρέασe. Από την αθεΐα, που οδηγήθηκε, κατέληξε στην απόγνωση, που ο ίδιος την περιέγραφε ως «ζωντανή κόλαση». Το ψυχικό κενό τον οδήγησε στο ποτό.
Όχι δεν πρόκειται για παραπληροφόρηση, οι εταιρίες ενέργειας που δραστηριοποιούνται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν κάνει deal με την κυβέρνηση και τους τοπικούς φορείς… ώστε να γεμίσουν την Ελλάδα με ανεμογεννήτριες παρακάμπτοντας την κοινωνική αντίδραση
Στην Παφλαγονία ζούσε κάποιος άνδρας, που ονομαζόταν Θεόδοτος και καταγόταν από τη Γάγγρα, μαζί με τη γυναίκα του, τη Ρουφίνα. Και οι δύο διήγαν τον βίο τους με ευσέβεια και ευλάβεια. Ανάμεσα στους προεστώτες (άρχοντες) της περιοχής συγκαταλεγόταν και κάποιος άνδρας, από τους πιο επιφανείς, που ονομαζόταν Αλέξανδρος και ήταν εντεταλμένος από τον ηγεμόνα να υποχρεώνει τους χριστιανούς να θυσιάζουν στα είδωλα. Όσοι δεν υπάκουαν έπρεπε να υπόκεινται σε σκληρές τιμωρίες και βάσανα. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγονταν και ο πατέρας του αγίου, ο Θεόδοτος, καθώς και η σύζυγος του, η Ρουφίνα.
Αυτούς αφού συνέλαβε, τους ανέκρινε ενδελεχώς γιατί δεν υπάκουαν σε αυτόν και στις διαταγές του, αλλά αντίθετα με παρρησία τον αμφισβητούσαν και κορόιδευαν την λατρεία των ειδώλων. Τους παρακινούσε μάλιστα με κολακείες λέγοντας τους:
«Να προσφέρετε θυσία στο είδωλο του Σεραπίωνα, διαφορετικά θα καταστρέψω τα σώματα σας με ανήκουστα βασανιστήρια».
Ο μάρτυρας Θεόδοτος του απάντησε λέγοντας του:
«Δεν μπορείς να με βασανίσεις γιατί έχω πατρικούς ορισμούς να μην έχει κανείς άνθρωπος εξουσία πάνω σε μένα».
Όταν ο Αλέξανδρος άκουσε τα λόγια αυτά του Θεοδότου και κατάλαβε ότι δεν έχει εξουσία σε αυτούς, του λέει με πραότητα:
«Θεόδοτε, σε παρακαλώ, μην αντιστέκεσαι στις βασιλικές διαταγές, γιατί θα σε στείλω στο βασιλιά Φαύστο και αυτός θα σε τιμωρήσει σκληρά».
Ο Θεόδοτος του απαντά:
«Μην καθυστερήσεις πονηρότατε, αλλά γρήγορα να εκπληρώσεις την απειλή σου, γιατί εγώ δε θυσιάζω στους δαίμονες» ούτε εκτελώ τη διαταγή του βασιλιά, ούτε πείθομαι στις κολακείες σας.»
Ακούγοντας τα αυτά ο Αλέξανδρος, θύμωσε πολύ και έστειλε απεσταλμένους στο Φαύστο που βρισκόταν στην Καισαρεία. Η Ρουφίνα, η γυναίκα του Θεόδοτου ήταν έγκυος και ακολουθούσε τον άνδρα της.
Όταν πήγαν στην Καισαρεία και αφού ο Φαύστος πήρε την επιστολή του Αλέξανδρου και πληροφορήθηκε τα σχετικά με το Θεόδοτο, διέταξε να κλείσουν και τους δύο στην φυλακή. Οι υπηρέτες εκτέλεσαν τη διαταγή του ηγεμόνα και φυλάκισαν τον μακάριο Θεόδοτο μαζί με τη γυναίκα του Ρουφίνα. Βρισκόμενοι στη φυλακή αναστέναξαν και προσευχήθηκαν:
«Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, ο πατέρας του αγαπητού σου Υιού Ιησού Χριστού, σε ευλογώ και σε δοξάζω, γιατί δια το όνομα σου το Άγιο με καταξίωσες να φυλακιστώ. Και τώρα Κύριε ικετεύω τη χάρη σου. Εσύ που έχεις την εξουσία της ζωής και του θανάτου, παράλαβε την ψυχή μου σε αυτή τη φυλακή, μήπως τη χάσω από το φόβο των βασάνων του αιμοβόρου ηγεμόνα».
Καθώς προσευχόταν κοιμήθηκε εν ειρήνη, Η γυναίκα του βλέποντας τι έγινε και μην μπορώντας να αντέξει τη συμφορά, από την πολλή της λύπη γέννησε το γιο της. Βλέποντας το νεκρό σώμα του άνδρα της, έκλαιγε στη φυλακή και έμεινε νηστική για πολλές μέρες. Ταλαιπωρημένη καθώς ήταν λέει:
«Κύριε, ο Θεός που δημιούργησες τον άνδρα (άνθρωπο) και από την πλευρά του τη γυναίκα, όρισε τώρα να τελειώσω τη ζωή μου μαζί με τον άνδρα μου. Σου παραδίδω το παιδί μου στα χέρια σου και φρόντισε το όπως θέλεις».
Αφού πήρε το παιδί στην αγκαλιά της και αγκάλιασε το νεκρό σώμα του άνδρα της, κοιμήθηκε εν ειρήνη. Άγγελος Κυρίου διαφύλαξε το βρέφος στη ζωή.
Στην Καισαρεία ζούσε κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Ματρώνα και που ήταν ευγενής και ευλαβής και καταγόταν από ξακουστό και πλούσιο γένος. Ο βασιλιάς σεβόταν την ευγενική καταγωγή της γυναίκας γιατί ήταν γνωστή σε όλους. Άγγελος Κυρίου με τη μορφή νέου άνδρα πήγε στη Ματρώνα και της λέει:
«Ματρώνα πήγαινε στον ηγεμόνα, ζήτησε από αυτόν τα σώματα που βρίσκονται στη φυλακή και θάψε τα με τιμή, Πάρε το παιδί και φρόντισε το σαν να ήταν γιος σου».
Φοβισμένη η Ματρώνα κάλεσε έναν από τους δούλους της και του λέει:
«Πήγαινε στον άδικο ηγεμόνα Φαύστο και πες του: Βασιλιά, η κυρία μου Ματρώνα χαιρετά την εξουσία σου και σε παρακαλεί να της δώσεις τους χριστιανούς που πέθαναν στη φυλακή για το Χρίστο, για να τους ενταφιάσει».
Όταν ο ηγεμόνας τα άκουσε αυτά διέταξε τους δούλους του να πραγματοποιήσουν την επιθυμία της Ματρώνας. Η Ματρώνα, τότε, έστειλε στη φυλακή όλους τους άνδρες και τις γυναίκες που βρίσκονταν στο σπίτι της, οι. οποίοι αφού πήραν τα σώματα των μαρτύρων, τα ενταφίασαν, όπως τους ταίριαζε, στον περίβολο του σπιτιού της. Ακολούθως, πήρε το παιδί και αφού κάλεσε κάποια γυναίκα, που λεγόταν Αμμία, της έδωσε το παιδί για να το μεγαλώσει λέγοντας της να την επισκέπτεται συχνά μαζί με το παιδί.
Όταν το παιδί έγινε ενός χρόνου η Αμμία το έδωσε πίσω στην κυρία της, τη Ματρώνα, η Ματρώνα παίρνοντας το στην αγκαλιά της, το φιλούσε συχνά και επειδή το παιδί τη φώναξε μαμά, το οποίο στα ρωμαϊκά (λατινικά) σημαίνει μητέρα και στα ελληνικά ψωμί, τον ονόμασε Μάμαντα. Όταν η Ματρώνα άκουσε το παιδί να την καλεί μητέρα, χάρηκε και για αυτό προσκάλεσε προς τιμή του παιδιού της τους άρχοντες της πόλης και όλους τους γνωστούς της για φαγητό. Στην τροφό του Αμμία έδωσε πολλά δώρα. Ένας από τους καλεσμένους της που ονομαζόταν Αττικός, βλέποντας το παιδί, λέει στη Ματρώνα:
«Κυρία, το παιδί είναι τεσσάρων χρονών;»
Αυτή του απάντησε:
«Χθες με φώναξε στα ρωμαϊκά (λατινικά) μαμά».
Τότε, όλοι μαζί τον ονόμασαν Μάμα και έφυγαν. Το όνομα αυτό του Αγίου διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Η Ματρώνα παίρνοντας το παιδί στην αγκαλιά της, χαιρόταν πολύ γιατί δεν είχε άλλο παιδί εκτός από το Μάμα, τον οποίον της έστειλε ο Θεός. Όταν το παιδί έγινε πέντε χρονών, η Ματρώνα το έστειλε να μάθει τα ιερά γράμματα. Μετά από έξι μήνες ξεπέρασε τόσο πολύ όλους του τους συμμαθητές τόσο στη μάθηση και την εξυπνάδα όσο και στις καλές πράξεις, για αυτό και ο δάσκαλός του τον θαύμαζε πολύ.
Τις μέρες εκείνες έφθασε διαταγή από τον Καίσαρα σε όλους τους ηγεμόνες κάθε πόλης και χώρας να υποχρεώνουν με σκληρές τιμωρίες και βασανιστήρια τους χριστιανούς να θυσιάζουν στα είδωλα. Μια μέρα, λοιπόν, στην Καισαρεία πήγε κάποιος που ονομαζόταν Δημόκριτος, ο οποίος αφού συγκέντρωσε όλους τους πολίτες της περιοχής, τους μετέφερε τις διαταγές του βασιλιά. Κάλεσε μάλιστα και όλους τους νεότερους και τους ανακοίνωσε τη διαταγή του τυράννου. Ο δούλος του Χριστού Μάμας βρισκόταν και εκείνος εκεί μαζί με το δάσκαλο και τους συμμαθητές του. Μαζί του ήταν και ένας δούλος της κυρίας του για να τον υπηρετεί. Όταν άκουσε ο Άγιος τις πονηρές διαταγές με τις οποίες ενεργούσαν οι υπηρέτες του διαβόλου, άρχισε να συμβουλεύει τους συμμαθητές του λέγοντας τους:
«Πέστε μου φίλοι μου τι είδους Ουσία προσφέρετε και σε ποιου την προσκύνηση γίνεστε υπήκοοι;»
Αυτοί του απάντησαν:
«Υπακούμε στη διαταγή του Καίσαρα».
Λέγει σε αυτούς ο Μάμας:
«Μη αδελφοί μου, θυμηθείτε τις γραφές τις οποίες διδασκόμαστε και σκεφτείτε καλά και αναγνωρίστε τον αληθινό Θεό, τον ποιητή του ουρανού και της γης. Αυτόν να λατρέψετε και να προσκυνήσετε, γιατί ο Θεός διά του Ιησού Χριστού έδειξε το δρόμο της σωτηρίας. Σε αυτόν να προσφέρουμε θυσία και μην απατάσθε και να θυσιάζετε στα άψυχα είδωλα, τα οποία είναι έργα ανθρώπων. Μη συμμετέχετε, λοιπόν, αδελφοί στις βδελυρές θυσίες».
Οι νεαροί τον άκουαν και απορούσαν με τις σκέψεις και τη διδασκαλία του. Πήγαν, λοιπόν, και τα ανακοίνωσαν στον ηγεμόνα Δημόκριτο και στη Ματρώνα. Ο ηγεμόνας και όσοι ήταν μαζί του δεν είπαν τίποτα στη Ματρώνα επειδή την φοβούνταν (σέβονταν) εξαιτίας του πλούτου και των πολλών αξιωμάτων που είχε. Ο Μάμας, όμως, πηγαίνοντας στην κυρία του της διηγήθηκε τα πάντα για τη διδασκαλία του. Όταν τα άκουσε αυτά η Ματρώνα χαιρόταν καθημερινά για το παιδί της, το Μάμα. Όταν αυτός έγινε 15 χρονών η μακαρία Ματρώνα κοιμήθηκε εν ειρήνη. Η ψυχή της μετέβηκε στις αιώνιες μονές, ενώ όλος ο πλούτος της έμεινε στον Άγιο.
Οι παλιοί συμμαθητές του ενθυμούμενοι τις νουθεσίες και τις διδασκαλίες του και ότι προσκυνεί την Αγια Τριάδα πήγαν στον ηγεμόνα λέγοντας του:
«Κάποιος νέος ονομαζόμενος Μάμας, ο οποίος μαθήτευσε κοντά στο δάσκαλο μας, όχι μόνο δεν υπακούει στη βασιλική διαταγή, αλλά διδάσκει και εμάς να πιστεύουμε στον Εσταυρωμένο Χριστό και να μην προσφέρουμε θυσίες στα άψυχα είδωλα».
Ακούγοντας τα όλα αυτά ο ασεβής Δημόκριτος, διέταξε να φέρουν τον Άγιο μπροστά του. Όταν παρουσιάστηκε σε αυτόν ο Άγιος του λέει ο ηγεμόνας:
«Γιατί Μάμα δεν υπακούς στη βασιλική διαταγή, αλλά διδάσκεις και άλλους να πιστεύουν στον Εσταυρωμένο Χριστό;»
Απαντώντας του ο Μάμας του λέει:
«Πιστεύω στο ζώντα Θεό και μόνο αυτόν λάτρευα και δε θυσιάζω στα κωφά και άλαλα είδωλα σου».
Ο Δημόκριτος του λέει:
«Πώς τολμάς εσύ, αν και είσαι νεαρός, να μην υπακούς σε μας και να διδάσκεις και άλλους να μη υπακούν στα βασιλικά προστάγματα;»
Ο ηγεμόνας απευθυνόμενος στους στρατιώτες του, τους λέει:
«Πάρτε τον και οδηγήστε τον στο βωμό του Σεραπίωνα για να προσφέρει θυσία και αφού τον δουν και άλλοι νέοι να θυσιάζουν και εκείνοι».
Όταν, όμως, τον άκουσε ο Άγιος Μάμος του είπε:
«Μην ματαιοπονείς, άδικε ηγεμόνα. Εγώ δεν μπαίνω σε τόπο όπου λατρεύονται οι δαίμονες, ούτε φοβούμαι τις απειλές σου, διότι από μικρή ηλικία έχω ανατραφεί από ευσεβείς γονείς».
Ακούγοντας ο Δημόκριτος τον Άγιο να του μιλά με τόση παρρησία, του είπε:
«Μάμα, υπάκουσε στα προστάγματα μου, διότι λυπούμαι τα νιάτα, την εξυπνάδα, τη σεμνότητα της ζωής σου, αλλά και την ευστροφία σου. Εάν υπακούσεις, θα απολαύσεις πολλά καλά από μένα και από τον Καίσαρα. Διαφορετικά θα σε τιμωρήσω και θα σε βασανίσω μέχρι θανάτου».
Ο Άγιος του λέει:
«Μάθε, Δημόκριτε, ότι δε δελεάζομαι από τα λόγια σου. Έχω σώφρονα λογισμό και δεν πείθομαι στις διαταγές σου. Έχω για βοηθό το Χριστό και Θεό μου και αυτός μπορεί να σου αφαιρέσει την "θεότητα"».
Αυτά ακούγοντας τα ο ηγεμόνας, θύμωσε πολύ και λέει στον Άγιο:
«Επειδή δε φοβάσαι τον βασιλιά και ούτε υπακούς στη διαταγή του, σε στέλλω σε αυτόν που μπορεί να σου αφαιρέσει τη ζωή με πολλά βασανιστήρια».
Τον παρέδωσε, λοιπόν, σιδηροδέσμιο σε δέκα στρατιώτες για να τον μεταφέρουν στο βασιλιά, μαζί με μια επιστολή που έγραφε τα εξής:
«Παντοδύναμε βασιλιά και αυτοκράτορα. Καθημερινά τιμούμε τη βασιλεία σου και υπακούμε στο θέλημα σου, όπως σου ταιριάζει, και σεβόμαστε τους θεούς που σου δίνουν τη δύναμη. Έχω γνωρίσει εδώ κάποιο νέο με το όνομα Μάμας από γένος λαμπρό και επιφανές, ο οποίος όχι μόνο δε θυσιάζει στους θεούς, αλλά καθημερινά προτρέπει και άλλους να μη θυσιάζουν σε αυτούς. Ακόμη δεν υβρίζει μόνο αυτούς, αλλά και τη βασιλεία σου. Επειδή κατάγεται από ξακουστό γένος δεν τόλμησα να τον βασανίσω εδώ, για να μην προκληθεί φασαρία εξαιτίας της ευγενικής του καταγωγής και του πλούτου του».
Πήραν, λοιπόν, οι στρατιώτες την επιστολή του ηγεμόνα και τον Άγιο σιδηροδέσμιο, και πήγαν στην περιοχή που ονομαζόταν «Εναές» και έδωσαν την επιστολή στο βασιλιά. Όταν αυτός διάβασε την επιστολή, διέταξε να παρουσιαστεί μπροστά του ο άγιος στον οποίο μίλησε με ήπιο τρόπο;
«Πληροφορήθηκα από την επιστολή, νεαρέ, ότι ονομάζεσαι Μάμος και ότι επειδή είσαι μικρός στην ηλικία και ανώριμος και δε γνωρίζεις τη δύναμη των μεγάλων θεών, ύβρισες αυτούς και τη δύναμη της βασιλείας μου. Εξαιτίας της συμπεριφοράς σου αυτής θα έπρεπε να θανατωθείς χωρίς να σε εξετάσω, αλλά έλα μαζί μου, θυσίασε στο Σεραπίωνα και στους υπόλοιπους θεούς και θα σε έχω κοντά μου στο παλάτι δίνοντας σου πολλή δόξα».
Απαντώντας ο άγιος του είπε:
«Άκουσε, βασιλιά. Τα πρόσκαιρα κακά τα οποία πρόκειται να πάθω θα μου χαρίσουν την αιώνια ζωή. Αντίθετα, η πρόσκαιρη τιμή και δόξα την οποία μου υπόσχεσαι θα μου προκαλέσει μεγάλη ζημιά. Δε λατρεύω τα είδωλα, παρά μόνο τον Κύριο μου Ιησού Χριστό».
Αφού τα άκουσε αυτά ο βασιλιάς θύμωσε και πρόσταξε τους υπηρέτες του να τον δέσουν χωρίς να τον λυπηθούν. Καθώς τον βασάνιζαν, ο κήρυκας φώναζε:
«Θυσίασε, Μάμα στους θεούς για να λυτρωθείς από τα βάσανα».
Κοιτάζοντας ψηλά ο Άγιος λέει στον ηγεμόνα:
«Δες, κουράστηκαν οι στρατιώτες σου να με κτυπούν, αλλά η δύναμη του Χριστού με δυναμώνει για να αντέχω».
Του λέει, τότε, ο βασιλιάς:
«Δείξε μου κάποιο σημάδι ότι δέχεσαι να θυσιάσεις στους θεούς και θα λυτρωθείς από τα βάσανα».
Του απαντά ο Άγιος:
«Δε φοβούμαι τα βασανιστήρια σου. Μείνε μακριά μου γιατί εργάζεσαι για το άδικο. Ο Κύριος είναι βοηθός μου και δε με φοβίζουν οι απειλές σου».
Αυτά ακούγοντας ο τύραννος διέταξε να δέσουν ψηλά τον Άγιο και να χακί στη φωτιά αναμμένων δάδων (λαμπάδων). Αλλά ο Χριστός προστάτευε το σώμα του Αγίου από τις φλόγες, ενώ η φωτιά κατευθυνόταν στα πρόσωπα των δαδούχων.
Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε να δέσουν στο λαιμό του Αγίου μόλυβδο και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Καθώς οι στρατιώτες κατευθύνονταν προς τη θάλασσα, άγγελος Κυρίου πήρε τον Άγιο. Οι στρατιώτες φοβισμένοι έφυγαν, ενώ ο άγγελος οδήγησε τον άγιο σε ένα όρος στην Καισαρεία όπου και τον άφησε μόνο του. Αυτός βρισκόμενος εκεί προσευχόταν, ενώ οι στρατιώτες πήγαν στο βασιλιά για να του ανακοινώσουν τι έγινε. Καθώς ο Άγιος προσευχόταν στο όρος άκουσε φωνή να του λέει:
«Πάρε τη ράβδο αυτή και ό,τι ζητήσεις, μέσω αυτής θα σου το δώσω».
Καρφώνοντας τη ράβδο στη γη έλαβε ευαγγέλιο και του είπε ο Θεός:
«Οικοδόμησε θυσιαστήριο και εγώ θα σου στέλλω όσους θέλουν να ακούν τα θεία μυστήρια».
Ο Άγιος έκανε όσα του είπε ο Κύριος. Έφτιαξε βήμα όπου στεκόταν και διάβαζε το Ευαγγέλιο. Εκεί μαζεύονταν όλα τα ζώα του όρους και γονατίζοντας μπροστά στον Άγιο, τον άκουαν, Ο Άγιος τρεφόταν με γάλα από τα ελάφια.
Μια μέρα ο Άγιος κατέβηκε στην πόλη με σκοπό να επισκεφτεί τους φτωχούς. Οι άπιστοι, όμως, βλέποντας τον, τον φθόνησαν και τον κατάγγειλαν στον ηγεμόνα της Καισαρείας, Αλέξανδρο:
«Παντοδύναμε Αλέξανδρε, στο όρος της πόλης ζει κάποιος ωραίος νέος, χριστιανός στην πίστη, ο οποίος με μαγείες θεραπεύει όλους όσοι προστρέχουν σε αυτόν, τυφλούς, χωλούς, κωφούς και όσοι πάσχουν από οποιαδήποτε άλλη ασθένεια. Σε αυτόν υποτάσσονται όλα τα ζώα και κηρύττει τον Εσταυρωμένο Χριστό ως τον αληθινό Θεό».
Τότε ο ηγεμόνας έστειλε δώδεκα στρατιώτες για να οδηγήσουν μπροστά του τον Άγιο. Οι στρατιώτες έφιπποι βρήκαν τον Άγιο και τον διέταξαν να τους ακολουθήσει. Ο άγιος τότε καλεί ένα λιοντάρι το οποίο και ιππεύει. Με τη ράβδο στο χέρι παρουσιάζεται στον ηγεμόνα και προστάζει το λιοντάρι να φύγει. Ο ηγεμόνας βλέποντας τον του λέει:
«Εσύ είσαι ο μάγος Μάμας;»
Ο Μάμος του απαντά:
«Δεν είμαι μάγος, αλλά δούλος του Χριστού, του βασιλιά των πάντων».
Του λέει τότε ο βασιλιάς:
«Δε μάγεψες τα ζώα ώστε να υπακούνε στη θέληση σου;»
Του λέει ο Άγιος:
«Τα υπέταξα με το όνομα του Κυρίου μου Ιησού».
Του λέει ο ηγεμόνας:
«Θυσίασε στους θεούς, διαφορετικά θα σε βασανίσω».
Του λέει ο Άγιος:
«Κάνε ό,τι θέλεις χωρίς καθυστέρηση».
Του λέει ο ηγεμόνας:
«Λυπούμαι την ομορφιά σου, για αυτό αρνήσου το Χριστό και σώσε τον εαυτό σου».
Του λέει ο Άγιος:
«Λεν απαρνιέμαι το Θεό μου, αλλά σε λυπάμαι για την πλάνη στην οποία βρίσκεσαι».
Αφού τα άκουσε αυτά ο ηγεμόνας θύμωσε πολύ και διέταξε να κρεμάσουν τον Άγιο και να του ξεσκίσουν τις σάρκες. Ο Άγιος, όμως, τα υπέμενε όλα αυτά αγόγγυστα. Του λέει τότε ο ηγεμόνας:
«Δεν σε καταβάλλουν τα βάσανα;»
Ο Άγιος του απαντά:
«Ευχαριστώ το Θεό μου που μου δίνει υπομονή ώστε να μην αισθάνομαι, τα βασανιστήρια».
Λέει τότε ο ηγεμόνας στους δούλους του:
«Σπαράξτε τα εντόσθια του».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε:
«Μάμα, μη φοβάσαι γιατί είμαι μαζί σου. Να έχεις δύναμη και θάρρος».
Κάποιοι από τους χριστιανούς ακούγοντας τα αυτά χάρηκαν. Ο ηγεμόνας τότε διέταξε να τον κατεβάσουν από το ξύλο και να τον αφήσουν κάτω μέχρι να σκεφτεί με ποίο τρόπο θα τον βασανίσει. Ξαφνικά καταφθάνει το λιοντάρι, το οποίο είχε μεταφέρει τον άγιο από το όρος, και γεμάτο οργή βρυχούταν θέλοντας να θανατώσει το πλήθος, Ο Άγιος, όμως, το επίπληξε λέγοντας του:
«Πήγαινε εν ειρήνη από όπου ήρθες».
Το λιοντάρι πλησίασε τον άγιο, του ασπάστηκε τα χέρια και επέστρεψε στο όρος.
Ο τύραννος διέταξε να ανάψουν κάμινο και να ρίξουν σε αυτήν τον άγιο. Όταν πραγματοποιήθηκε η διαταγή του, άγγελος Κυρίου δρόσισε την κάμινο και διαφύλαξε τον άγιο αβλαβή, ενώ η φωτιά κατέκαυσε τους υπηρέτες. Βλέποντας τα αυτά ο ηγεμόνας διέταξε να φυλακίσουν τον άγιο και να τον αφήσουν στη φυλακή χωρίς τροφή. Άγγελος, όμως, Κυρίου τον έτρεφε. Μετά από πέντε μέρες ο ηγεμόνας διέταξε να παρουσιαστεί ο άγιος μπροστά του και του λέει:
«Μάμα, αρνήσου το Θεό σου και θα σε τιμήσω».
Αλλά ο Άγιος του απάντησε:
«Πιστεύω στο Θεό μου και είμαι χριστιανός, ό,τι θέλεις να κάνεις κάνε το γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση».
Ο τύραννος διέταξε να ανάψουν φωτιά μεγαλύτερη της πρώτης και να ρίξουν σε αυτήν τον άγιο για να καεί. Ο άγιος υψώνοντας τα χέρια του, λέει:
«Κύριε Θεέ μου, άκουσε με τον ταπεινό σου δούλο και δώσε μου δύναμη ώστε να αντέξω μέχρι το τέλος, για να γνωρίσουν όλοι ότι εσύ είσαι ο Θεός όλων και έχεις την εξουσία της ζωής και του θανάτου».
Κάνοντας το σημείο του σταυρού μπήκε στην κάμινο και, ω του θαύματος, τον περιέβαλε δρόσος διατηρώντας τον αβλαβή.
Μετά από τρεις μέρες ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να βρουν τα καμένα οστά του αγίου και να τα κρύψουν για να μη λάβουν οι χριστιανοί τέτοιον θησαυρό. Καθώς, όμως, οι στρατιώτες έψαχναν, τον βρήκαν ζωντανό και γεμάτοι θαυμασμό παραδέχτηκαν τη δύναμη του Θεού. Πηγαίνοντας στον ηγεμόνα του ανακοίνωσαν τι έγινε και αυτός πρόσταξε να παρουσιαστεί ο άγιος μπροστά του και του λέει:
«Τόσο ισχυρές ήταν οι μαγείες σου ώστε μπορούν να κάνουν ακόμη και τη δύναμη της φωτιάς ακίνδυνη;»
Του λέει ο άγιος:
«Η δύναμη του Αγίου Πνεύματος και του Χριστού τα κάνει όλα αυτά».
Ο ηγεμόνας τότε διέταξε να παραδοθεί ο άγιος στα θηρία για να τον κατασπαράξουν. Αν και οι στρατιώτες ελευθέρωσαν τα θηρία, εντούτοις κανένα δεν κακοποίησε τον άγιο. Τη στιγμή εκείνη, ο Κύριος έστειλε στο θέατρο το προαναφερθέν λιοντάρι βρυχούμενο για να βοηθήσει τον Άγιο αλλά και για να κατασπαράξει πολλούς απίστους. Γεμάτος τρόμο ο ηγεμόνας έφυγε από το θέατρο τρέχοντας, ενώ ο άγιος διέταξε το λιοντάρι να επιστρέψει στο όρος. Και αυτό υπάκουσε.
Ο Άγιος μεταφέρθηκε και πάλι μπροστά στον τύραννο, ο οποίος με παρακάλια προσπαθούσε να τον μεταπείσει, χωρίς όμως επιτυχία. Στο τέλος του λέει:
«Έχω ένα πολύ άγριο λιοντάρι και αυτό θα σε σκοτώσει».
Ελευθέρωσαν το λιοντάρι εναντίον του αγίου, αλλά ακόμα και αυτό κυλιόταν μπροστά στα πόδια του και ασπαζόταν τα χέρια του. Τότε οι άπιστοι πήραν πέτρες για να τον λιθοβολήσουν, αλλά σκοτείνιασαν τα μάτια τους με αποτέλεσμα να κτυπά ο ένας τον άλλο.
Τότε ο ηγεμόνας πρόσταξε να παρουσιαστεί μπροστά του ένας στρατιώτης δυνατός και περήφανος, ο οποίος έπληξε την κοιλιά του αγίου με τρίαινα και γυρίζοντας την τήν έβγαλε μαζί με τα εντόσθια του αγίου. Ο Άγιος τα πήρε στα χέρια του και περπατώντας έφτασε έξω από την πόλη. Αφού κάθισε σε μια πέτρα που βρήκε εκεί υμνούσε το Θεό που τον είχε αξιώσει τέτοιου μαρτυρίου. Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να λέει:
«Χαίρε Μάμα αθλητή γιατί σε σένα βρίσκεται το πνεύμα μου. Οι άγγελοι θαύμασαν τους αγώνες σου. Ζήτησε μου όποια χάρη θες και θα στην εκπληρώσει, γιατί σε αγάπησα όπως τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ».
Λέγει ο άγιος:
«Συγχώρεσε, Κύριε, την αμαρτία αυτή των βασανιστών μου και βοήθα αυτούς που γιορτάζουν τη μνήμη του δούλου σου να έχουν κάθε αγαθό στα ζώα και στα δέντρα τους και στους ίδιους δώσε υγεία και ευλογία Μην επιτρέψεις επιδημία θανάτου να καταβάλει όσους τιμούν τον μαρτυρά σου, ούτε καμιά άλλη δυστυχία. Δέξου την ψυχή μου στα άγια σου χέρια, και επέτρεψε στο σώμα μου να κάνη θαύματα στους πιστούς που σε προσκυνούν για να δοξάζεται το όνομα σου».
Ο άγιος άκουσε τότε φωνή να λέει:
«Ας γεννηθεί το θέλημα σου, δούλε μου, και έλα στις σκηνές των αγίων, όπου σε περιμένει ο θείος χορός των συναθλητών σου».
Και ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα στο Δημιουργό.
Οι χριστιανοί αφού πήραν το σώμα του, το κήδευσαν με τιμές σε πέτρινο μνημείο. Ο Άγιος μαρτύρησε τον καιρό που βασιλιάς ήταν ο Αυρηλιανός Καίσαρας και ηγεμόνας ο Αλέξανδρος Καισαρείας - Καππαδοκίας, στις 2 Σεπτεμβρίου το 275 μ.Χ.
Μετά από κάποια χρόνια βασιλιάς ήταν κάποιος ασεβής, ο οποίος παρακινημένος από το φθόνο που ένιωθε για τα θαύματα που έκανε ο Άγιος, έριξε το σώμα του Αγίου στη θάλασσα. Αυτό μαζί με το μνημείο μεταφέρθηκε από τη θάλασσα έχοντας βάρος φύλλου, έφτασε σε ένα λιμάνι στην Κύπρο κοντά στη Μόρφου. Όταν το σώμα του Αγίου έφτασε εκεί, ο Άγιος φανερώθηκε στον ύπνο κάποιου γεωργού, τον οποίο πρόσταξε να ζεύξει το ζεύγος των βοδιών του και να πάει προς την παραλία και να μεταφέρει το σώμα με τη λάρνακα.
Αφού ο γεωργός πραγματοποίησε την εντολή αυτή, με τη βοήθεια πολλών από τους ντόπιους ίδρυσαν ναό στην τιμή του αγίου και κατέθεσαν το τίμιο του σώμα σε αυτό, το οποίο ευωδιάζει και θεραπεύει κάθε ασθένεια για τη δόξα του Θεού.
Δια μέσω των πρεσβειών του Αγίου ας μας ελεεί ο Θεός, Αμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον βλάστημα, Μαρτύρων πέλων, ηκολούθησας, ασχέτω πόθω, τοις ενθέοις αληθώς τούτων ίχνεσι και του Σωτήρος κηρύξας το όνομα, εθαυμαστώθης σοφέ δι' αθλήσεως. Μάμα ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῆς Παφλαγόνου τὸ κλέος, καὶ Γαγγραίων τὸ στήριγμα, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Κυπρίων, ἀνεδείχθης, Μαμὰ ἔνδοξε. Τὴν Θάλασσαν διῆλθες ὥσπερ ζῶν, καὶ ταύτης τρικυμίας χαλινῶν, θαυμασίως λάρνακά σου, Μόρφου τὴ πάλει, Μάρτυς κατεστήριξας- διὸ ἐν τὴ μνήμη σου, σοφέ, εὐῶδες μύρον βρύει ἐξ αὐτῆς. Δόξα Θεῶ τῷ ἐνεργούντι, διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Παφλαγονίας ὁ κλάδος καὶ μαρτύρων ἀγλάϊσμα, πόλεως Μόρφου τὸ κλέος καὶ Κυπρίων τὸ καύχημα, Λεόντων χάσματα ἔφραξας, Μάμα σοφέ, καὶ μαρτυρίου τὸν στέφανον κομισάμενος. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι καὶ θαυμαστῶς ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τῇ ράβδῳ Ἅγιε, τῇ ἐκ Θεοῦ σοι δοθείσῃ, τὸν λαόν σου ποίμανον, ἐπὶ νομὰς ζωηφόρους· θήρας δέ, τοὺς ἀοράτους καὶ ἀνημέρους, σύντριψον, ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν σὲ ὑμνούντων, ὅτι πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμόν σε κεκτήμεθα.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Εὐσεβείας ὑπάρχων γόνος σεπτός, ἀσεβείας ἐδείχθης ἐκμειωτής, ὦ Μάμα πανεύφημε, τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος· ἐν γὰρ σταδίῳ πλάνην, εἰδώλων διήλεγξας, καὶ εὐθαρσῶς Τριάδα, ὑμνεῖσθαι ἐκήρυξας· ὅθεν καὶ θηρίοις, ἐκδοθεὶς ἀθλοφόρε, τὸν θῆρα ἐνέκρωσας, καὶ ἀρχέκακον δράκοντα· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος.
Τὸν ἐν πάσῃ τῇ γῇ περιβόητον Μάρτυρα, καὶ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σὺν Ἀγγέλοις χορεύοντα, ὑμνήσωμεν Μάμαντα, τὸν πρὶν τὰς ἐλάφους ἐν ταῖς ἐρήμοις καινῶς ἀμέλγοντα, καὶ νῦν περιούσιον λαὸν Κυρίου, ῥάβδῳ δυνάμεως, ὡς ποιμένα καλῶς περιέποντα, καὶ ὁδηγοῦντα εἰς τόπον χλόης, ἔνθα ὑπάρχει ἀληθῶς τοῦ Παραδείσου ἡ τρυφή. Ὅθεν πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμὸν σε κεκτήμεθα.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Δ´ ἦτο Καππαδόκης τῇ καταγωγή καὶ ἐπατριάρχευσε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι μετὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Σχολαστικό ἀπὸ τὸ 585 μέχρι το 595 μ.Χ. Διὰ τὴν θεολογική του κατάρτισι καὶ τὴν ἄκρα ἐκρατειά του ὠνομάσθη Νηστευτής, ἐνῷ διὰ τὴν ὁλόκληρό του ἐνάρετο ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του ἀνεκηρύχθη Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μνήμη αὖτου τιμᾶται τῇ 2ᾳ Σεπτεμβρίου μετὰ τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Μάμμα.
Ἔγινε ἰδιαιτέρως γνωστὸς διὰ τὴν ἔριδα μεταξὺ Ῥώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως ὡς πρὸς τὸν τίτλο οἰκουμενικός, τὸν ὁποῖο ἐδέχετο ἀποδιδόμενο ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Δ´. Ἡ ἀντίδραση τῶν παπῶν Ῥώμης Πελαγίου Β´ καὶ Γρηγορίου Α´ ἀπετυπώθη εἰς τὰς πηγὰς καὶ τὰς περιφήμους ἐπιστολὰς τοῦ πάπα Γρηγορίου Α´. Τὰ κείμενα ταῦτα ἀποδεικνύουν ὅτι ὑπῆρχε διαφορετικὴ κατανόησις τοῦ τίτλου οἰκουμενικὸς εἰς τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Δύση, ὁπωσδήποτε δὲ δὲν μπορεῖ νὰ συνδεθῇ μὲ φιλόδοξας τάσεις τοῦ ἀσκητικοῦ πατριάρχου. Στὴ συνάφεια τῆς ἔριδος ταύτης ὁ πάπας Γρηγόριος Α´ ἐχαρακτήρισε ἀντιθετικῶς τὸν ἑαυτὸ του, ὡς δοῦλον τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ (servus servorum Dei).
π. Συμεών Κραγιόπουλος: Ομιλία επί τη εορτή του Αγίου Ιωάννου του Νηστευτού
Ο εν αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης ο νηστευτής έζη κατά τους χρόνους Ιουστίνου και Τιβερίου και Μαυρικίου των βασιλέων, εν έτει φπ' (580), εγεννήθη δε εν Κωνσταντινουπόλει· και ότε ήλθεν εις ηλικίαν, έγινε χαράκτης κατά την τέχνην. Ήτον δε ευσεβής ομού και φιλόπτωχος και φιλόξενος και φοβούμενος τον Θεόν.
Ούτος μίαν φοράν εδέχθη ένα μοναχόν καταγόμενον από την Παλαιστίνην, ονόματι Ευσέβιον, ο οποίος περιπατών εις την οδόν ομού με τον άγιον Ιωάννην, και ευρισκόμενος κατά τα δεξιά μέρη του αγίου, ήκουσεν αοράτως φωνήν λέγουσαν:
«Δεν είναι συγκεχωρημένον εις σε, αββά, να περιπατάς εις τα δεξιά μέρη του μεγάλου Ιωάννου»·
επρομήνυε δε ο Θεός με την φωνήν ταύτην το μέγα αξίωμα της Αρχιερωσύνης, όπερ έμελλε να λάβη ο Ιωάννης.
Μετά ταύτα γίνεται γνώριμος και φίλος ο νηστευτής ούτος Ιωάννης με τον συνώνυμόν του άγιον Ιωάννην τον τρίτον, τον από Σχολαστικών καλούμενον, όστις και Πατριάρχης εχρημάτισε Κωνσταντινουπόλεως· ο οποίος εσυναρίθμησεν αυτόν εις την τάξιν των αναγνωστών· έπειτα εχειροτόνησεν αυτόν διάκονον, και μετά ταύτα πρεσβύτερον.
Ενώ δε ήτο ακόμη διάκονος ο άγιος ούτος, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου Λαυρεντίου κατά την ώραν της μεσημβρίας και εκεί ευρίσκει εναν ερημίτην, τον οποίον δεν εγνώριζε κανείς από τους εκεί, ποίος είναι· ούτος λοιπόν εδείκνυεν εις τον θείον Ιωάννην τους αναβαθμούς και τα σκαλοπάτια, άτινα ευρίσκονται όπισθεν της αγίας Τραπέζης και αναβαίνουν εις το ιερόν σύνθρονον, όπου κάθηται ο Αρχιερεύς· και ταύτα δεικνύοντος αυτού, ιδού εφάνησαν μυριάδες Αγίων, και ηκούετο εξ αυτών μία φωνή μεμιγμένη και μία μελωδία γλυκύτατη και παναρμόνιος· όλοι δε οι φαινόμενοι εκείνοι Άγιοι ήσαν ενδεδυμένοι με στολάς λευκάς και λαμπράς.
Αύτη δε η οπτασία ήτο σημείον αληθινόν της λαμπρότητος, την οποίαν έμελλε να λάβη ο άγιος Ιωάννης ούτος· επειδή δε ήτο διαμοιραστής των χρημάτων της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας ο άγιος, ενώ εγύριζεν από τον έξωθεν πεδινόν τόπον της Κωνσταντινουπόλεως, έμεινε μόνον εν σακκίον χρήματα, από το οποίον εμοίραζε πλουσίως ελεημοσύνην και επειδή εσύντρεχον ακόμη πτωχοί περισσότεροι, δια τούτο και αυτός έδιδεν ακόμη περισσοτέραν την ελεημοσύνην· το δε σακκίον τελείως δεν ευκαιρώνετο, αλλά και περισσότερον εγέμιζεν.
Όταν δε ο άγιος έφθασεν εις την αγοράν την επονομαζομένην Βουν, σκορπίζων εις όλους την ελεημοσύνην, τότε ευρέθη εκεί ένας φθονερός άνθρωπος, ο οποίος εφώναξε και είπε·
› Κύριε ελέησον, έως πότε δεν ευκαιρώνεται εις ημάς το βαλάντιον τούτο;
Και παρευθύς, (ως και τι δεν κάμνει ο φθόνος!) το μεν βαλάντιον ευρέθη εύκαιρον, ο δε Άγιος βλέπων με λεοντικόν και άγριον βλέμμα τον άνθρωπον εκείνον, ο Θεός, είπε, να σοι συγχωρήση αδελφέ, διότι, αν συ δεν έλεγες τον φθονερόν αυτόν λόγον, εις πολλήν ώραν ήθελε διαρκέση το πουγκείον διαμοιραζόμενον και μη ευκαιρωνόμενον.
Να προσέχουμε από τους φθονερούς
Λέγαμε και άλλη φορά, θα θυμάσθε, ότι ενόσω κανείς είναι υπό την επήρεια του φθόνου, είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση. Είναι πολύ άσπλαχνος αυτός ο άνθρωπος και κάνει κακό.
«Φθόνος ουκ οίδε προτιμάν το συμφέρον.»
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κατά κάποιο τρόπο, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε, ο φθόνος, το δηλητήριο αυτό, το μίσος αυτό, το κεντρί αυτό του φθόνου, για να μείνει χωρίς κάποια αφορμή, για να μείνει χωρίς τροφή και έτσι να μην εκδηλώνεται, γι' αυτό εξαφανίζεται το καλό, χάνεται το καλό, όπως έγινε σ' αυτήν εδώ την περίπτωση.
Όπως έχουμε πει, όταν κάτι δεν μπορεί να βρει τροφή, πεθαίνει ένεκα ελλείψεως τροφής. Είπε αυτός τον φθονερό λόγο και το σακκίο, όπως λέει, το βαλάντιο άδειασε αμέσως. Έπαυσε να είναι γεμάτο, όπως ήταν πρώτα. Ο διάβολος που κρύφθηκε μέσα στην ψυχή αυτού του φθονερού άνθρωπου, τις οίδε πόσο φθόνο εξετόξευσε και, ας πούμε, εξαφανίσθηκε το καλό, αυτό ακριβώς που προκαλούσε τον φθόνο. Όχι με την έννοια ότι είναι αδύνατος ο Θεός μπροστά στη δύναμη του διαβόλου, όχι ότι το καλό είναι πιο αδύνατο από το κακό, αλλά είναι ίσως μια οικονομία Θεού, αφ' ενός για να φαίνεται η δύναμη του κακού -όχι ότι είναι μεγαλύτερη η δύναμη του κακού από το καλό, αλλά για να φαίνεται η δύναμη του κακού- και να μισήσει έτσι ο άνθρωπος το κακό, και αφ' ετέρου για να πεθάνει το κακό ένεκα ελλείψεως τροφής. Γι' αυτό ας προσέχουμε από τους φθονερούς.
Και άλλη φορά λέγαμε, αν θυμάσθε, καλό είναι να προσέχει κανείς από τους φθονερούς. Όσο μπορεί να μην τους προκαλεί. Όσο μπορεί να μην τους δίνει αφορμή. Όσο μπορεί να ξεφεύγει από τις παγίδες που στήνουν οι φθονεροί. Θα λέγαμε, και από μια διάθεση ευσπλαχνίας. Ο άνθρωπος που είναι κυριευμένος από το πάθος αυτό αμαρτάνει πολύ, και όσο γίνεται, ας μη δίνουμε εμείς αφορμή να αμαρτάνει. αλλά και ας μη δίνουμε αφορμή να γιγαντώνεται αυτό το κακό και να εκδηλώνεται με όλη την κακία του.
Επειδή δε ο Άγιος ούτος επιάσθη δια να χειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ύστερον αφ' ου εκοιμήθη ο Ευτύχιος, και δεν επείθετο, τούτου χάριν είδε μίαν έκστασιν φοβεράν, ήτις ήτο τοιαύτη. Εφάνη εις αυτόν μία θάλασσα τόσον μεγάλη, ώστε έφθανεν από την γην έως του ουρανού· ομοίως εφάνη και μία φοβερά κάμινος ανημμένη· εφάνη δε προς τούτοις και πλήθος Αγγέλων, οι οποίοι έλεγον εις τον θείον Ιωάννην:
«Δεν είναι δυνατόν να γένη το πράγμα κατ' άλλον τρόπον μόνον σιώπα, ει δε και αντιλέγεις, ήξευρε ότι θα δοκιμάσης και τας δύο παιδείας ταύτας, και της θαλάσσης και της καμίνου.»
Εφαίνοντο δε ότι έλεγον ταύτα με μεγάλον φοβερισμόν όθεν αφ' ου ταύτα είδεν ο Άγιος, και μη θέλων παρέδωκε τον εαυτόν του εις το θέλημα του Θεού και εχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, και τούτο πότε; ύστερον αφ' ου δια μέσου της άκρας ασκήσεως διεπέρασεν εις την τελειότητα πάσης αρετής.
Μίαν φοράν διαπερών ο Άγιος από τον τόπον τον ονομαζόμενον Έβδομον, είδεν ότι εσηκώθη μεγάλη τρικυμία εις την θάλασσαν όθεν δια προσευχής του μετέβαλεν αυτήν εις γαλήνην, ποιήσας τον τύπον του Σταυρού· ο δε Γαζεύς Ιωάννης ο Σχολαστικός είχεν εις τους οφθαλμούς του επίχυσιν αίματος και δεν έβλεπε, διά τούτο επρόστρεξεν εις τον Άγιον τούτον Ιωάννην και εκοινώνησεν από αυτόν τα θεία Μυστήρια.
Όταν δε εκοινώνει αυτόν ο Άγιος, είπε:
«Τούτο το Σώμα του Ιησού Χριστού, του ιατρεύσαντος τον εκ γενετής τυφλόν, αυτό θέλει ιατρεύσει και την εδικήν σου τύφλωσιν.»
Και ώ του θαύματος! όμού με τον λόγον ιατρεύθη ο πριν τυφλός Ιωάννης.
Ένα καιρόν συνέβη μέγα θανατικόν εις την Κωνσταντινούπολιν· όθεν έδωκεν ο Άγιος εις ενα του υπηρέτην δύο κοφφίνια, το μεν εν εύκαιρον, το δε άλλο γεμάτον από πέτρας μικράς, και είπεν αυτώ· ύπαγε στάσου εις τον δρόμον τον ονομαζόμενον Βουν, και μέτρα τους νεκρούς, όσοι περνούν από εκεί· και όσοι είναι οι νεκροί, τόσας πέτρας ρίπτε μέσα εις το εύκαιρον κοφφίνιον· τούτο λοιπόν ποιήσας ο υπηρέτης όλην την ημέραν, το βράδυ εμέτρησε τας πέτρας και ευρήκεν, ότι κατ' εκείνην την ημέραν εβγήκαν νεκροί τριακόσιοι εικοσιτρείς· ομοίως τούτο ποιήσας και την ερχομένην ημέραν, εβρήκεν ότι εβγήκαν νεκροί ολιγώτεροι· και ακολούθως τούτο ποιήσας εως εις επτά ημέρας, εύρεν ότι έπαυσε παντελώς το θανατικόν με την εκτενή προσευχήν του Αγίου.
Τόσην δε επιμέλειαν εδείκνυεν εις την εγκράτειαν ο Άγιος ούτος, ώστε επί εξ μήνας δεν έπιε νερόν· το δε φαγητόν και ποτόν του ήτον, ένα μαρούλι και ολίγον πεπόνιον ή σταφύλιον ή σύκα ολίγα· έτρωγε δε ταύτα εέως εις τους δεκατρείς ήμισυ χρόνους της Πατριαρχείας του.
Ο δε ύπνος του αγίου τούτου με τοιούτον τρόπον εγίνετο· καθήμενος εις ένα τόπον, εσυμμάζωνε τα στήθη του εις τα γόνατά του και ούτως εκοιμάτο· πλην δια να μη κοιμάται περισσότερον καιρόν από όσον αυτός ήθελεν, ήναπτε κηρίον, εις δε το κηρίον επήγνυε μίαν μεγάλην βελόνην, υποκάτω δε εις το κηρίον και εις την βελόνην έβαζε μίαν λεκάνην. Όταν λοιπόν καίον το κηρίον και διαλυόμενον έφθανεν εις τον τόπον, όπου ήτον η βελόνη, τότε ερρίπτετο η βελόνη μέσα εις την λεκάνην· από δε τον κτύπον της βελόνης έξυπνα ο άγιος και ευθύς εσηκώνετο· ανίσως δε καμμίαν φοράν δεν ήκουε κατά τύχην τον κτύπον της βελόνης, επέρνα άγρυπνος όλην την ερχομένην νύκτα· με τοιούτον τρόπον επολέμει τα πάθη ο τρισμακάριστος, δια προσευχής και νηστείας και αγρυπνίας.
Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή
Όλοι οι άγιοι, όλοι οι ασκητές, όλοι οι όσιοι, όλοι οι Πατέρες, έτσι πολέμησαν τα πάθη. Διά προσευχής, διά νηστείας και αγρυπνίας.
«Νηστεία αγρυπνία προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών...»
Να το προσέξουμε αυτό. Γι' αυτό κάνουμε, μέσα στις δυνατότητες που έχουμε, τις αγρυπνίες και τελούμε συνεχώς τη Θεία Λειτουργία και γι' αυτό προσπαθούμε να μαθαίνουμε να λέμε την ευχή. Άμα τη μάθουμε, άμα γλυκαθεί η ψυχή από την ευχή, μετά και στη δουλειά και στον δρόμο και παντού θα λέμε την ευχή και θα είμαστε προσευχόμενοι.
Κάνουμε κι εμείς αυτά, όσο μπορούμε, για να ελεηθούμε. Να ελεηθούμε κι εμείς, όσο γίνεται. Δεν μπορεί ένας που ζει στον κόσμο να προσεύχεται, όπως ένας ερημίτης. Μπορεί όμως κι αυτός να προσευχηθεί. Να κάνει προσευχή, όσο μπορεί. Δεν μπορεί να αγρυπνεί, όσο ο ερημίτης· αλλά μπορεί κάτι να κάνει. Αυτό που μπορεί, να το κάνει. Δεν μπορεί να νηστεύει, όσο ο ερημίτης· αλλά μπορεί κάτι να κάνει. Αυτό που μπορεί, να το κάνει.
Αυτό να προσέξουμε. Να θυμηθούμε εδώ τον άγιο που πήρε ειδικό βιβλίο από τον πνευματικό του να διαβάζει, για να βοηθηθεί στην πνευματική ζωή. Κι εκεί βρήκε κάτι που του έκανε εντύπωση και το εφάρμοσε: να μην αφήσεις τον εαυτό σου να κοιμηθεί, αν σε ελέγχει η συνείδηση· αν δηλαδή σου λέει η συνείδηση ότι κάτι μπορούσες να κάνεις και δεν το έκανες. Αυτό θέλει ο Θεός. Δεν θέλει ο Θεός να κάνουμε κάτι που δεν μπορούμε. Αλλά στάσου ενώπιον του Θεού ειλικρινά, τίμια, με απλότητα, με ταπείνωση, με διάθεση καλή, και πρόσεξε τι θα πει η συνείδησή σου.
Αν η συνείδηση σου λέει ότι μπορείς λίγο ακόμη να προσευχηθείς και δεν το κάνεις, αυτό είναι φυγή, είναι παράπτωμα, και δεν μπορείς να δικαιολογηθείς. Αν δεν μπορείς, δεν μπορείς· αλλά όντως δεν μπορείς; Αν σου πει η συνείδηση ότι δεν μπορείς, καλώς. Όπως λέει ο άγιος, επειδή ακριβώς διάβασε αυτό και του έκανε εντύπωση, κάθε βράδυ πρόσεχε τη συνείδησή του και δεν άφηνε τον εαυτό του να κοιμηθεί, αν τον έλεγχε η συνείδησή του. Γι' αυτό κάθε βράδυ παρέτεινε την προσευχή όλο και περισσότερο και αξιώθηκε, από τα μικρά του ακόμη χρόνια, από τον πρώτο ακόμη καιρό, να έχει την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος, την επίσκεψη του Θείου Φωτός.
Το ίδιο ισχύει και για τη νηστεία και για την αγρυπνία και για όλα.
Ούτος ο άγιος διά προσευχής του εματαίωνε και τους των βαρβάρων πολέμους και διέλυε τας βλάβας, όσαι κατά της Κωνσταντινουπόλεως ήρχοντο· και όλην την ποίμνην αυτού εφύλαττεν από τους ορατούς και αόρατους εχθρούς.
Μίαν φοράν, ούσης ημέρας Παρασκευής, είπον μερικοί εις τον άγιον· αύριον, δέσποτα, θέλει γένη θέατρον και ιπποδρόμιον, ήγουν παρατρέξιμον των αλόγων· ήτον δε η ερχομένη ημέρα Σάββατον της Πεντηκοστής· ο δε άγιος αποκριθείς είπεν ιπποδρόμιον θέλει γένη εις την Πεντηκοστήν! παρεκάλει λοιπόν τον Θεόν να δείξη σημείον δια να φοβηθούν οι άνθρωποι και να εμποδισθούν από το τοιούτον παιγνίδιον· και ω του θαύματος! όταν ήλθε το δειλινόν του Σαββάτου, ένω ήτον ανέφελος ο ουρανός, έγιναν ανεμοστρόβιλοι φοβεροί και πλήθος ανέμων· και τόση ραγδαία βροχή έπεσεν, ώστε έφυγεν ευθύς ο λαός όλος από τον τόπον του ιπποδρομίου και ενόμισεν ότι έφθασεν η του κόσμου συντέλεια· διότι τοιαύτη μεγάλη ταραχή των στοιχείων δεν ενθυμούντο να ηκολούθησε πώποτε εις τον καιρόν τους, φοβίζουσα άπαντας.
Γυνή, έχουσα άνδρα δαιμονισμένον, επρόστρεξεν εις ενα ερημίτην δια να τον ιατρεύση· ο δε ερημίτης είπε προς αυτήν· ύπαγε εις τον αγιώτατον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην, και εκείνος θέλει ιατρεύσει τον άνδρα σου· όθεν τούτο ποιήσασα η γυνή, δεν απέτυχε του ποθουμένου, επειδή δια προσευχής του θείου Ιωάννου έλαβε την ιατρείαν ο άνδρας της· και παίρνουσα αυτόν υγιή, εγύρισεν εις τον οίκόν της χαίρουσα. Με την ευχήν του αγίου τούτου και πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνοποίησαν κaι πολλοί ασθενείς την θεραπείαν έλαβον.
Πατριαρχεύσας λοιπόν ούτος έτη δεκατρία και μήνας πέντε εκοιμήθη εν έτει 595 τη δευτέρα του Σεπτεμβρίου· και έγινε μετά τούτον Πατριάρχης ο Κυριακός, όστις εορτάζεται κατά την εικοστήν εβδόμην του Οκτωβρίου.
Όταν δε ο άγιος εκοιμήθη εν ειρήνη και απήλθε προς Κύριον, ετέθη εις το μέσον το λείψανόν του δια να το ασπασθούν οι χριστιανοί· τότε ελθών Νείλος ο ενδοξότατος έπαρχος δια να ασπασθή, ώ του θαύματος! καθώς αυτός εφίλησε το λείψανον, ευθύς εσηκώθη και το λείψανον και αντεφίλησεν αυτόν, ωσάν να ήτο ζωντανόν· και λόγια δε τινα μυστικά είπεν εις το ους του, τα οποία ο θείος Νείλος εις κανένα δεν εφανέρωσεν εις όλην του την ζωήν· ώστε βλέπων όλος ο λαός το τοιούτον θαυμάσιον, εξεπλάγησαν και εδόξαζον τον Θεόν, τον ούτω δοξάζοντα τους αγίους του. Έπειτα εκηδεύθη ευλαβώς και εντίμως, και κατετέθη μέσα εις το άγιον Βήμα της Εκκλησίας των αγίων Αποστόλων (εποίησε δε και βιβλίον ο θείος ούτος Ιωάννης ο νηστευτής, Κανονικόν ονομαζόμενον).
Κανόνες και επιτίμια
Πράγματι, υπάρχουν οι κανόνες του αγίου Ιωάννου του Νηστευτού, ο οποίος με τους κανόνες αυτούς συντέμνει πολύ τον χρόνο των επιτιμίων. Δηλαδή για παραπτώματα, για αμαρτήματα, που οι παλαιότεροι Πατέρες έβαζαν αποχή από τα μυστήρια, από τη Θεία Κοινωνία, 15-20 χρόνια, αυτός βάζει 3 χρόνια. Όμως το κάνει αυτό από τη μια πλευρά από φιλανθρωπία προς τους αμαρτάνοντας, αλλά από την άλλη πλευρά όμως δεν λέει απλώς 3 χρόνια αποχή από τη Θεία Κοινωνία, αλλά λέει και άλλα πράγματα. Και κυρίως λέει ξηροφαγία. Νηστεία δηλαδή. Τρεις χρόνους αλλά τρεις χρόνους, λέει,θα ξηροφαγείς. Θα τρως ξηρά τροφή. Και μάλιστα λέει ότι όποιος δεν τηρεί αυτά, τότε να φυλάσσει τους παλαιούς κανόνες που βάζουν επιτίμιο 15, 20, 25 χρόνια.
Τώρα οι πνευματικοί κατά κανόνα χρησιμοποιούν αυτούς τους κανόνες του αγίου Ιωάννου του Νηστευτού, αλλά δυστυχώς δεν λαμβάνουν υπ' όψιν και τα άλλα που λέει ο άγιος. Πολλές φορές μάλιστα ακόμη και τον χρόνο αποχής από τη Θεία Κοινωνία που λέει ο άγιος Ιωάννης στους κανόνες τον μειώνουν. Αλλά αυτά είναι λίγο επικίνδυνα. Βέβαια, έχουμε να κάνουμε με χριστιανούς της εποχής μας, και είναι διαφορετικές οι συνθήκες. Οπωσδήποτε, όπως λένε πάλι οι ίδιοι οι κανόνες, γενικότερα δεν θα παίρνουμε το γράμμα των κανόνων αλλά το πνεύμα των κανόνων. Όμως χρειάζεται προσοχή, διότι με την πολλή επιείκεια μπορεί να κάνουμε ζημία αντί να ωφελήσουμε. Όπως λέει ένας κανόνας -νομίζω ο 102ος της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου- όλα γίνονται, για να θεραπευθεί η ψυχή, όλα γίνονται, για να σωθεί ο άνθρωπος.
Θυμάστε, λέγαμε και άλλη φορά ότι το θέμα δεν είναι, κάνε αυτό, κάνε εκείνο. Τρόπον τινά σαν να χρωστούμε στον Θεό και θέλουμε να εξαγοράσουμε το χρέος. Αυτά όλα που λέει το Ευαγγέλιο, αυτά όλα που λένε οι Πατέρες, αυτά όλα που λένε οι κανόνες, αυτά όλα που λέει η Εκκλησία, είναι σαν γιατρικά, για να θεραπευθεί κανείς. Είναι δηλαδή όπως όταν σου λέει ο γιατρός ότι θα κάνεις αυτό, θα κάνεις εκείνο και έτσι θα γιατρευτείς. Μπορεί να είναι δύσκολα, να είναι πικρά, να είναι οδυνηρά, αυτά τα οποία σου λέει να κάνεις, αλλά έτσι θα γιατρευτείς. Αυτή την έννοια έχουν τα επίτιμια και οι κανόνες. Δεν είναι ότι θέλουμε να βασανίσουμε, θέλει δηλαδή η Εκκλησία να βασανίσει κάποιον, σαν να τον τιμωρεί: «Α, έκανες αυτό; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις». Μοιάζει καμιά φορά και έτσι. Όμως η Εκκλησία έχει παιδαγωγικό σκοπό, για να βοηθήσει τον χριστιανό να μετανοήσει, να ταπεινωθεί, να συντριβεί. Τελικά, έχει σκοπό να βοηθήσει τον χριστιανό να θεραπευθεί.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἰωάννη Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Χρισθείς θείω Πνεύματι, της Εκκλησίας ποιμήν, Θεώ Ίεράτευσας, άγγελικώς επί γης, Ιωάννη Πατήρ ημών, συ γαρ δια νηστείας, σεαυτόν έκκαθάρας, κάθαρσιν των πταισμάτων, τώ σω λόγω παρέχεις, τοίς πόθω Ίεράρχα θερμώς προστρέχουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τοῦ Προδρόμου κοινωνὸς ἐν τῇ κλήσει, τούτου ἐφάνης μιμητὴς καὶ τῇ πράξει· νηστείᾳ γὰς διέλαμψας καὶ βίῳ καθαρῷ· ὅθεν Ποιμενάρχην σε, τῶν οἰκείων προβάτων, ὁ Χριστὸς κατέστησεν, Ἰωάννη ἀξίως. Ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Ἔχων τὴν νηστείαν οἷα τρυφήν, τὴν ψυχὴν ἐτράφης, ταῖς τοῦ Πνεύματος δωρεαῖς· ὅθεν διατρέφεις, τῆς χάριτος τῷ λόγῳ, παμμάκαρ Ἰωάννη, πιστῶν τὸ πλήρωμα.
Πηγή: Διακόνημα, Ομολογία Πίστεως, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Ο Τζόρτζ Χόρτον διετέλεσε Πρόξενος των ΗΠΑ στην Σμύρνη το 1922.
Η γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας άρχισε τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου, από αέρος, όταν τρία γερμανικά Stuka βομβάρδισαν τους σταθμούς ελέγχου της σημαντικής γέφυρας του Ντίρσχαου, επί του ποταμού Βιστούλα, με σκοπό να αποτραπεί η ανατίναξή της από τους Πολωνούς.
Το Λβοφ, σημερινό Λβιβ της Ουκρανίας ανήκε το 1939 στην Πολωνία. Την 1η Σεπτεμβρίου η Πολωνία δέχτηκε την γερμανική επίθεση. Η πόλη βρισκόταν κοντά στα σύνορα με την τότε ΕΣΣΔ και κατά συνέπεια δεν είχε οχυρωθεί από τους Πολωνούς που δεν προέβλεπαν τόσο βαθύ υποχωρητικό ελιγμό.
Η συμπλήρωση διακοσίων δύο ετών από το (άγνωστο) Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης την 1η Σεπτεμβρίου του 1821, αποτελεί το αποκορύφωμα της επαναστατικής συμβολής του νησιού της Θράκης στην εθνεγερσία.
Θα κάνω λόγο για την εγκράτεια στα φαγητά, η οποία είναι αντίθετη της γαστριμαργίας, και για τον τρόπο των νηστειών και την ποσότητα των φαγητών. Και αυτά, όχι από τον εαυτό μου, αλλά καθώς παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες.
«Οι κάτωθι υπογεγραμμένοι 1) Καπετάν Κίτσος Διοικητής 2ου Τάγματος 31ου Συντάγματος ΕΛΑΣ, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος της Ο.Μ.Μ. (Ομάδος Μεραρχιών Μακεδονίας)
Ο όσιος Συμεών ο στυλίτης (ο πρεσβύτερος ή «ο εν τη μάνδρα»), που τιμάται από την Εκκλησία μας την 1η Σεπτεμβρίου, είναι ο πρώτος γνωστός μοναχός που ασκήτεψε πάνω σε στύλο. Γεννήθηκε γύρω στα 389 στο χωριό Σισάν, στα όρια Συρίας και Κιλικίας. Ήταν βοσκός των πατρικών προβάτων, όταν γνώρισε κάποιους ασκητές, πόθησε εξαιτίας τους τη μοναχική ζωή και ήρθε σ’ ένα μοναστήρι, στο χωριό Τελεδάν, όπου έζησε δέκα χρόνια (403-413) με αυστηρότατη άσκηση. Ύστερα έζησε έγκλειστος τρία χρόνια σε μια σπηλιά, κοντά στην Αντιόχεια, και στη συνέχεια πήγε στο χωριό Τελάνισσο, όπου ασκήθηκε αλλά τρία χρόνια σ’ ένα σπιτάκι. Τέλος, αποσύρθηκε στην κορυφή ενός λόφου και περιορίσθηκε σ’ έναν μικρό κυκλικό περίβολο («μάνδρα»), φτιαγμένο με μιαν αλυσίδα είκοσι πήχεων.
Η απίθανη αυστηρότητα της ζωής του και το θαυματουργικό χάρισμα συγκέντρωναν γύρω του πλήθη ανθρώπων, που του προξενούσαν μεγάλη ενόχληση. Για αυτό άρχισε ν’ ανεβαίνει σε στύλους ολοένα και ψηλότεροι. Ο τελευταίος, όπου έζησε πάνω από είκοσι χρόνια, είχε ύψος 16 – 18 μ.
Ο όσιος αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του εικοσιτετραώρου στην προσευχή. Έτρωγε ελάχιστα. Ήταν συνεχώς όρθιος, χωρίς προφύλαξη από τον ήλιο, τη βροχή, τον άνεμο ή το κρύο. Δυο φορές την ήμερα διέκοπτε τον ασκητικό του κανόνα και νουθετούσε το λαό, μεριμνούσε για τούς αρρώστους και τούς δυστυχισμένους, έκανε συμβιβασμούς διαφορών, έλυνε προβλήματα και μετέστρεφε στη χριστιανική πίστη τούς αλλόδοξους που πρόστρεχαν σ’ αυτόν μαζί με τούς χριστιανούς απ’ όλα τα σημεία τής Ανατολής και τής Δύσης. Κοιμήθηκε το 459 και κηδεύτηκε από τον πατριάρχη Αντιόχειας Μαρτύριο στη μεγάλη εκκλησία της Αντιόχειας.
Στο εκπληκτικό Ιεραποστολικό έργο, που, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, πραγματοποίησε από την κορυφή του στύλου του ο αυστηρός αυτός ασκητής, θα αναφερθούμε στις επόμενες γραμμές, σταχυολογώντας τα σχετικά αποσπάσματα από την «Φιλόθεο Ιστορία» του Θεοδώρητου Κύρου, τον ελληνικό βίο του οσίου, γραμμένο από τον μαθητή του Αντώνιο, και τον συριακό βίο του.
Η φήμη του οσίου απλώθηκε γοργά παντού. Όλοι, κι από τα κοντινά κι από τα μακρινά μέρη, έτρεχαν κοντά του. Άλλοι έφερναν παράλυτους, άλλοι ζητούσαν να γιατρέψει αρρώστους, άλλοι παρακαλούσαν να μεσιτέψει στο Θεό για ν’ αποκτήσουν παιδιά. Μετά την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, έφευγαν γεμάτοι χαρά. Και διαλαλώντας τις ευεργεσίες που δέχτηκαν, έστελναν στον όσιο πολύ περισσότερους ανθρώπους, που ζητούσαν κι εκείνοι τα ίδια. Έτσι, καθώς άρχισαν να καταφθάνουν από κάθε στράτα σαν ποτάμια οι προσκυνητές, σχηματίστηκε σ’ αυτόν τον τόπο ένα ανθρώπινο πέλαγος, που δεχόταν από παντού ποτάμια! Όχι μόνο ντόπιοι ούτε μόνο Χριστιανοί, αλλά και Ισμαηλίτες και Πέρσες και Αρμένιοι και Ίβηρες και Ομηρίτες κι εκείνοι που κατοικούν ακόμα πιο βαθιά μαζεύονταν στο ασκητήριο του οσίου. Ήρθαν και πολλοί που κατοικούσαν στα πέρατα της Δύσης, Ισπανοί και Βρετανοί και Γαλάτες. Όσο για την Ιταλία, λένε πως ο Συμεών είχε γίνει τόσο περιβόητος εκεί, ώστε κρεμούσαν μικρές εικόνες στις εισόδους όλων των εργαστηρίων, για να παίρνουν απ’ αυτές προστασία και ασφάλεια.
Ήταν αμέτρητοι, λοιπόν, όσοι έφταναν και ζητούσαν να τον αγγίξουν, ν’ ακουμπήσουν μόνο την άκρη του δερμάτινου χιτώνα του, πιστεύοντας πως έτσι θα έπαιρναν κάποια ευλογία. Ο άγιος, όμως, ένιωθε πως δεν ήταν άξιος ν’ απολαμβάνει τέτοια τιμή. Τον κούραζαν, άλλωστε, όλα αυτά. Έτσι, σοφίστηκε ν’ ανέβει σ’ έναν στύλο. Το ύψος του ήταν στην αρχή μικρό, έξι πήχες. Αργότερα ανέβηκε σε άλλον πιο ψηλό, ύστερα σε ψηλότερο και τέλος σ’ έναν που έφτανε τις τριάντα έξι πήχες. Γιατί το έκανε αυτό; Επειδή λαχταρούσε να πετάει στα ουράνια, ελεύθερος από καθετί γήινο. Και επειδή, φωτισμένος από το Θεό, στόχευε στην ωφέλεια και τη σωτηρία πολλών ψυχών. Βλέπετε, όσοι δεν πείθονται με λόγια και δεν ανέχονται τα κηρύγματα, σαγηνεύονται από τα παράδοξα θεάματα. Το παράδοξο τραβάει όλους και τους αναγκάζει να το προσέξουν, προετοιμάζοντας τους έτσι και στο να διδαχθούν. Έτσι έγινε και με τον όσιο Συμεών. Το παράδοξο θέαμα που παρουσίαζε ανεβασμένος σ’ έναν ψηλό στύλο, τραβούσε αμέτρητους περιέργους, που ήθελαν να πληροφορηθούν γιατί απομακρύνθηκε από τον κόσμο με τέτοιον τρόπο. Με την αφορμή αυτή ο όσιος τους δίδασκε και τούς κήρυσσε το λόγο του Θεού, μεταστρέφοντας πολλούς από την απιστία στην πίστη και από τα έργα της ανομίας στα έργα της ευσέβειας. Ίβηρες και Αρμένιοι και Πέρσες, όπως είπαμε, απαρνιόντουσαν κάτω απ’ το στύλο την προγονική τους πλάνη και δέχονταν την θεία αλήθεια με το άγιο βάπτισμα. Οι Ισμαηλίτες, μάλιστα, έφταναν σε ομάδες, διακόσιοι, τετρακόσιοι, κάποτε και χίλιοι. Με βοή αποκήρυσσαν την πατρική τους θρησκεία, έσπαζαν τα είδωλα που λάτρευαν πρώτα, εγκατέλειπαν μια για πάντα τα μυστηριώδη όργια τής Αφροδίτης και απολάμβαναν τα θεία μυστήρια του Χριστού, αφού άκουγαν από το αγιασμένο στόμα του στυλίτη σωτήριες διδαχές.
Ο Θεοδώρητος Κύρου, σύγχρονος και γνώριμος του οσίου, περιγράφει συνοπτικά το κοινωνικό και αποστολικό έργο του: «Νουθετώντας (το λαό) δυο φορές την ήμερα, πλημμυρίζει τ’ αυτιά των ακροατών με τα χαριτωμένα λόγια του και τους προσφέρει όσα το Άγιο Πνεύμα διδάσκει. Προτρέπει να στρέφουν το βλέμμα στον ουρανό, να πετάνε αφήνοντας τη γη και να οραματίζονται τη βασιλεία των ουρανών, να φοβούνται την κόλαση και να περιφρονούν τα γήινα, προσμένοντας τη μέλλουσα ζωή. Μπορεί να τον δεις να δικάζει, βγάζοντας σωστές και δίκαιες αποφάσεις. Όλα αυτά τα κάνει μετά την ακολουθία της ενάτης ώρας. Γιατί όλη τη νύχτα και τη μέρα, ως την ενάτη ώρα προσεύχεται. Ύστερα από την ενάτη ώρα, προσφέρει πρώτα τη θεία διδαχή σ’ όσους βρίσκονται εκεί, και στη συνέχεια ακούει το αίτημα του καθενός. Και αφού θεραπεύσει μερικούς, λύνει τις διαφορές όσων φιλονικούν. Γύρω στη δύση του ήλιου αρχίζει πάλι να προσεύχεται. Δεν παραμελεί όμως, να φροντίζει και για τις άγιες Εκκλησίες. Άλλοτε πολεμάει την πλάνη των ειδωλολατρών, άλλοτε συντρίβει τη θρασύτητα του Ιουδαίων, άλλοτε διαλύει τις ομάδες των αιρετικών. Και όλα τούτα τα κατορθώνει είτε στέλνοντας γράμματα στο βασιλιά, είτε εμπνέοντας στους άρχοντες το ζήλο για το Θεό, είτε παρακινώντας και τους επισκόπους ακόμα να φροντίζουν περισσότερο για το ποίμνιο».
Αξίζει, όμως, να διηγηθούμε, ενδεικτικά, μερικά από τα θαύματα του οσίου Συμεών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταστροφή των ευεργετημένων στην αληθινή πίστη. Κάποτε ένας Σαρακηνός φύλαρχος έφερε στο στυλίτη κάποιον παράλυτο ομόφυλό του και παρακάλεσε για τη θεραπεία του. Ο άγιος του ζήτησε ν’ απαρνηθεί την προγονική του ασέβεια. Εκείνος δέχτηκε πρόθυμα.
› Πιστεύει στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα; τον ρώτησε ο ασκητής.
› Πιστεύω, ομολόγησε ο Σαρακηνός.
› Αφοί πιστεύεις, σήκω πάνω!
Ο παράλυτος σηκώθηκε και περπάτησε.
› Τώρα πάρε το φύλαρχο στους ώμους σου! τον πρόσταξε ο όσιος.
Ο γιατρεμένος σήκωσε τον κατάπληκτο φύλαρχο, που ήταν εξαιρετικά μεγαλόσωμος, τον έβαλε στους ώμους του κι έφυγε ενθουσιασμένος, δοξάζοντας τον τρισυπόστατο αληθινό θεό.
Σε μια πόλη τής Παλαιστίνης ήταν διοικητής κάποιος ειδωλολάτρης, καμπούρης τόσο, που το κεφάλι του ακουμπούσε στο στήθος του και δεν μπορούσε να περιστραφεί. Κάποιοι φίλοι του, έχοντας ακούσει για τα θαύματα του στυλίτη, τον έφεραν κάτω από το στύλο και παρακάλεσαν για τη θεραπεία του. Μα και ο ίδιος καμπούρης άρχισε να ικετεύει τον όσιο κραυγάζοντας τόσο δυνατά, ώστε Εκείνος δεν μπορούσε να προσευχηθεί για χάρη του στον Κύριο. Ο ειδωλολάτρης, πιστεύοντας πως ο Συμεών είχε δική του θαυματουργική δύναμη, του ζητούσε ν’ ακουμπήσει το χέρι του στο κεφάλι του, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα γινόταν καλά αμέσως. Ο όσιος, όμως, του είπε:
› Είμαι ένας αμαρτωλός και τιποτένιος άνθρωπος. Το χέρι μου δεν έχει καμιά ξεχωριστή δύναμη. Μόνο αν ευδοκήσει ο Θεός, θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου, γιατί μόνο αυτός έχει τη δύναμη να θαυματουργεί. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να θεραπεύσει άλλον, αν ο Κύριος δεν το θέλει. Παραδόσου, λοιπόν, στην παντοδυναμία του αληθινού Θεού, του δημιουργού και κυβερνήτη του κόσμου, και θα ευεργετηθείς.
Τότε ο καμπούρης σταμάτησε να φωνάζει, αφήνοντας τον όσιο να προσευχηθεί απερίσπαστος. Και μόλις Εκείνος τέλειωσε την προσευχή του, το θαύμα έγινε. Ο ταλαίπωρος άνθρωπος ορθώθηκε, στάθηκε ίσια και άρχισε να χοροπηδάει χαρούμενος σαν παιδί. Άνοιξε τότε τις κασέλες, που είχε φέρει μαζί του, και πρόσφερε στον ευεργέτη του ανεκτίμητα χρυσαφικά κι ασημικά. Ο στυλίτης κοίταξε τα δώρα με περιφρόνηση και του είπε:
› Αν θέλεις να μ’ ευχαριστήσεις, να δεχτείς το φως της αλήθειας. Να βαπτιστείς, για να πάρεις την άφεση. Κι ακόμα να ελευθερώσεις όλους τούς δούλους σου, για να ελευθερωθεί και η δική σου ψυχή από το ζυγό του σατανά.
Ο γιατρεμένος πρόθυμα έκανε ότι του είπε ο άγιος. Και αργότερα, γεμάτος χαρά και χάρη Θεού, έφυγε για την πόλη του.
Ένας άρχοντας των Περσών ήταν πολύ δυστυχισμένος, γιατί ο μονάκριβος γιος του κειτόταν δεκαπέντε χρόνια παράλυτος. Έστειλε, λοιπόν, στον όσιο τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, με την παράκληση να προσευχηθεί στον Κύριο για τη θεραπεία του παιδιού του. Του έδωσε, μάλιστα, και δυο υφάσματα από πολύτιμο μετάξι με κεντημένους επάνω χρυσούς σταυρούς, για να τα προσφέρει στον στυλίτη. Ο επίσκοπος διηγήθηκε στο Συμεών το δράμα του παιδιού και του πατέρα του. Ο όσιος σπλαχνίστηκε και είπε στον επίσκοπο:
› Πάρε αυτά τα υφάσματα που έφερες, έτσι διπλωμένα όπως είναι, και πήγαινε στο καλό. Όταν φτάσεις κοντά στην πόλη σας, κατέβα από το ζώο σου, κράτησε τα υφάσματα στο στήθος σου και προχώρησε ως το σπίτι του άρχοντα πεζός και αμίλητος. Μπες μέσα, στάσου πάνω απ’ το παιδί σκέπασε το με τα υφάσματα και πες του: Ο αμαρτωλός Συμεών σου παραγγέλλει: Στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, σήκω!».
Ο επίσκοπος έφυγε κι έκανε όπως του υπέδειξε ο όσιος. Μόλις σκέπασε το παιδί με τα υφάσματα, αυτό πετάχτηκε όρθιο και θεραπευμένο. Ο Πέρσης άρχοντας και ολόκληρη η οικογένειά του ευχαρίστησαν και δόξασαν το Θεό. Και ο επίσκοπος, μετά από σχετικό αίτημά τους, τους κατήχησε και τους βάπτισε.
Κάποιος πλούσιοι από το Σαβά έπασχε από πονοκέφαλο συνεχή και οδυνηρό τόσο, που ένιωσε να του σουβλίζουν κάθε στιγμή το μυαλό. Ανακουφιζόταν λίγο, μόνο όταν χτυπούσε το κεφάλι του πάνω στα δοκάρια των τοίχων του σπιτιού του! Μόλις έμαθε για τον θαυματουργό στυλίτη, ετοιμάστηκε για το μακρύ ταξίδι και ξεκίνησε, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο των θηρίων και των ληστών, που παραμόνευαν εδώ κι εκεί μέσα στην απέραντη έρημο. Σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο ταξίδευε ο άρρωστος. Και όσο πλησίαζε, πράγμα παράδοξο, οι πόνοι του λιγόστευαν. Αντίθετα, όσο κι αν έτρωγε, οι προμήθειές του έμεναν απείραχτες!
Έφτασε επιτέλους στο στύλο του οσίου. Εκείνος, αφού πληροφορήθηκε το πρόβλημά του, ζήτησε να του φέρουν νερό από την κοντινή πηγή. Προσευχήθηκε, το ευλόγησε και πρόσταξε τον άρρωστο να το πιει στο όνομα του Χριστού. Ύστερα, παίρνοντας από το ίδιο νερό, του ράντισε και το κεφάλι. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Ο λίγος πόνος που είχε απομείνει, εξαφανίστηκε κι αυτός. Ο άνθρωπος ευχαρίστησε τον όσιο και δόξασε το Θεό. Ζήτησε, μάλιστα, και να βαπτιστεί. Λίγο αργότερα, φεύγοντας Χριστιανός πια, διαλαλούσε τα μεγαλεία του Κυρίου ως τη μακρινή πατρίδα του.
Ένα παρόμοιο μακρύ ταξίδι έκανε και μια ομάδα από τέσσερις λεπρούς και τρεις δαιμονισμένους, που ξεκίνησαν από τα βάθη της Ανατολής κι έκαναν δεκατρείς μήνες ώσπου να φτάσουν στον όσιο. Και εκείνοι, παρά τη μεγάλη απόσταση, ούτε μια φορά δεν έχασαν το δρόμο, μα ούτε κι οι τροφές ή το νερό τούς έλειψαν καθόλου.
Φτάνοντας κάτω απ’ τον στύλο, διηγήθηκαν στον όσιο τα παθήματα τους και ζήτησαν τη βοήθεια του.
› Ο Θεός, αποκρίθηκε Εκείνος, που σου έδειξε το δρόμο να έρθετε ως εδώ, θα σας δώσει και την υγεία σας.
Ζήτησε νερό, το ευλόγησε και τούς το έδωσε να πιουν και να ραντιστούν στο όνομα του Κυρίου. Μόλις το έκαναν, έγιναν και οι επτά καλά! Ύστερα απ’ αυτό, αρνήθηκαν τη λατρεία των ειδώλων, βαπτίστηκαν και έφυγαν δοξάζοντας το Θεό.
Κάποτε ήρθαν κάτω απ’ το στύλο αντιπρόσωποι των κατοίκων της οροσειράς του Λιβάνου και ανάστατοι είπαν στον όσιο:
› Στον τόπο μας παρουσιάστηκαν κάτι αγρία θηρία, πρωτοφανέρωτα και άγνωστα, που κατασπαράζουν ανθρώπους και ζώα. Πολλές φορές μπαίνουν στα σπίτια, αρπάζουν τα παιδιά και τα καταβροχθίζουν μπροστά στα έντρομα μάτια των μανάδων τους. Ο φόβος και ο θρήνος έχουν απλωθεί παντού.
› Μην παραξενεύεστε για τη συμφορά που σας βρήκε, είπε ο άγιος. Είναι η τιμωρία για τα έργα σας. Οι προγονοί σας εγκατέλειψαν τον αληθινό Θεό, τον πλάστη και ευεργέτη μας, και λάτρεψαν τα βουβά είδωλα. Κι εσείς επιμένετε στην πλάνη αυτή. Τα θηρία σας ταλαιπωρούν με παραχώρηση του Κυρίου, που θέλει να σας οδηγήσει στη μετάνοια και να σας φέρει κοντά Του. Αν όμως δεν έχετε σκοπό να μετανοήσετε, άδικα ήρθατε ως εδώ. Να ζητήσετε τη βοήθεια των ειδώλων που προσκυνάτε!
Εκείνοι τότε έπεσαν στα γόνατα και άρχισαν να παρακαλούν με δάκρυα το στυλίτη:
› Λυπήσου μας! Μεσίτεψε για μας στο Θεό! θα μετανοήσουμε!…
Μαζί τους ικέτευαν τον όσιο και άλλοι, που έτυχε να βρίσκονται εκεί, και τους σπλαχνίστηκαν.
› Μόλις απαρνηθείτε την πλάνη σας, αποκρίθηκε πάνω απ’ το στύλο του ο γέροντας και βαπτιστείτε στο όνομα του Χριστού, τότε θα παρακαλέσω τον Κύριο να σας δείξει τη φιλανθρωπία Του.
Μ’ ένα στόμα οι ειδωλολάτρες υποσχέθηκαν πως, όταν θα γύριζαν στην πατρίδα τους, θα κατεδάφιζαν αμέσως τα Ιερά των ειδώλων και θα έριχναν στη φωτιά τα ξόανα. Ο άγιος κατάλαβε πως η μεταστροφή τους ήταν αληθινή. Τούς έδωσε, λοιπόν, ένα κουτάκι με ευλογημένη σκόνη και τούς είπε:
› Να πάτε στο καλό! Μόλις φτάσετε στον τόπο σας, να περάσετε απ’ όλα τα χωριά. Στην εμπασιά κάθε χωριού, να χώνετε στη γη τέσσερις πέτρες. Και πάνω σε κάθε πέτρα να σχηματίζετε με τούτη τη σκόνη τρεις σταυρούς. Αν υπάρχουν εκεί Χριστιανοί ιερείς, φωνάξτε τους να σας βοηθήσουν και να τελέσουν νυχτερινές λειτουργίες. Τότε ο Θεός θα κάνει το θαύμα Του. Κανένας άνθρωπος δεν θα χαθεί πια από τα θηρία.
Επιστρέφοντας στη χώρα τους οι ειδωλολάτρες διαπίστωσαν ότι, από την ώρα που ο Συμεών είχε προσευχηθεί γι’ αυτούς, όλα τα θηρία είχαν φύγει από τα χωριά και αποτραβηχτεί στα δάση. Όταν, λοιπόν, έκαναν ότι τούς συμβούλεψε ο όσιος, είδαν τα θηρία να τρέχουν και να έρχονται γύρω από τις πέτρες, ουρλιάζοντας απαίσια. Πολλά έπεφταν και ψοφούσαν επιτόπου. Αλλά έφευγαν αλαφιασμένα και χάνονταν. Σε δέκα μέρες δεν είχε απομείνει κανένα.
Πήραν τρία τομάρια από τα ψόφια θηρία και τα έφεραν στον όσιο. Και αφού του διηγήθηκαν το θαύμα, βαπτίστηκαν όλοι κι έγιναν Χριστιανοί. Μια βδομάδα έμειναν εκεί, ακούγοντας τις σοφές διδαχές του πνευματοφόρου στυλίτη, και μετά έφυγαν χαρούμενοι για την πατρίδα τους, δοξάζοντας το Θεό.
Αλλά σταματάμε εδώ τη διήγηση, γιατί τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του οσίου Συμεών δεν έχουν τέλος. Όπως σημειώνει ωραιότατα ο Σύρος βιογράφος του, «ποιο στόμα θ’ αποτολμούσε να διηγηθεί ή ποιο χέρι θα μπορούσε να γράψει ή ποιο σοφό μυαλό θα μπορούσε να υπολογίσει τις αναρίθμητες ευεργεσίες που έκανε ο Θεός στον κόσμο μέσω του αγίου; Πόσους ανθρώπους, που ήταν μακριά από τον Κύριο, έφερε κοντά Του; Πόσοι πλανεμένοι γύρισαν με τη διδαχή του από την άγνοια στην αληθινή γνώση; Πόσες χιλιάδες και μυριάδες «αλλότριων», χάρη στο κήρυγμά του, έγιναν μέλη τής Εκκλησίας και υποτάχθηκαν στο Χριστό; Ποιος μπορεί να λογαριάσει τις τόσες και τόσες χιλιάδες αγρίων, που, βλέποντας και ακούγοντας τον, με χαρά εγκολπώθηκαν τη χριστιανική πίστη και έγιναν υπηρέτες της αλήθειας; Γιατί η φήμη των ευεργεσιών, που έκανε ο Κύριος με τα χέρια του οσίου, ταξίδεψε απ’ τη μιαν άκρη του κόσμου ως την άλλη.
Κι έτσι εκπληρώθηκε το γραφικό: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν οι φθόγγοι αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών (Ψαλμ. 18:5)».
(Περιοδικό "Πάντα τα Έθνη", Τεύχος 91, Ιούλιος - Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2004)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς στήλην θεόγραφον τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλειπες τὰς ἀναβάσεις ἡμῖν, Συμεὼν παμμακάριστε· σὺ γὰρ ἐπὶ τοῦ στύλου ὡς πυρσὸς διαλάμπων, ἕλκεις ἡμᾶς χαμόθεν πρὸς ζωὴν οὐρανίαν, τὸν τρόπον τῆς εὐδρομίας φαίνων τοῖς ἔργοις σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς προπάτορας Ὅσιε, τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν Ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι, Συμεὼν Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καὶ ἅρμα πυρός, τὸν στύλον ἐργασάμενος, δι᾽ αὐτοῦ συνόμιλος, τῶν Ἀγγέλων γέγονας Ὅσιε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὑπερζέσας τῇ πίστει Πάτερ σοφέ, καὶ προσκαίρων ἁπάντων ὑπεριδών, Χριστῷ ἠκολούθησας, τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος, ἐγκρατείᾳ τήξας, τὸ σῶμά σου Ὅσιε, οὐρανῶν τὴν δόξαν, ἀεὶ προορώμενος· ὅθεν καὶ ἐφεῦρες, πρὸς ἀνάβασιν θείαν, τοῦ στύλου τὴν κλίμακα, τῷ σῷ πόθῳ κατάλληλον, Συμεὼν ἱερώτατε. Πρέσβευε Χριστῷ τῶ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθω, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦ Συμεὼν τὸν ἄμεμπτον βίον, ποία γλῶσσα ἀνθρώπων ἐξαρκέσει ποτέ, πρὸς ἔπαινον ἐξηγήσασθαι; ὅμως ὑμνήσω Θεοῦ σοφία, τὰ τοῦ ἥρωος ἆθλα καὶ τοὺς ἀγῶνας, τοῦ ἐν τῇ γῇ ὡς φωστῆρος φανέντος τοῖς πᾶσι βροτοῖς, καὶ μεγάλως τῇ καρτερίᾳ τῷ χορῷ τῶν Ἀγγέλων ἐκλάμψαντος· σὺν τούτοις γὰρ ψάλλων ἀπαύστως Χριστῷ, πρεσβεύων οὐ παύει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Πηγή: Πηγή ζωής, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Σ’ ένα τόπο όπως η Κρήτη, οπού γέννησε, ανέδειξε πολλούς Αγίους, Μάρτυρες, Ιεράρχες, Οσίους, είναι φυσικό και αναμενόμενο ο λαός να είναι ευσεβής, να αγαπά την Εκκλησία και να είναι φιλομόναχος. Είναι λογικό να αναπτυχθεί ο Μοναχισμός και μάλιστα να αναδειχθούν μεγάλα οσιακά αναστήματα, όπως ο εν λόγω ερημοπολίτης Άγιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης.
Γεννήθηκε στον Ασώματο (ή κατ’ άλλους στο Φραττί) της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης στο τέλος της Ενετοκρατίας και στην αρχή της Τουρκοκρατίας. Από την παιδική του ηλικία διεκρίνετο για την ευσέβειά του αλλά και την ελεημοσύνη του. Η αγάπη του προς τους πτωχούς και αδυνάτους γινόταν η κινητήριος δύναμις της εκφράσεώς του. Από την σοδειά και τα γεννήματα της πατρικής του περιουσίας μοίραζε άλλοτε κουκιά, άλλοτε σταφύλια κι άλλες φορές διάφορα γεωργικά προϊόντα τα οποία λόγω της περιουσίας τους παρήγαγαν με αφθονία. Οι γονείς του τον καμάρωναν για την θεοφιλή πολιτεία του κι ευχαριστούσαν τον Θεό που τους χάρισε τέτοιο τέκνο. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που θεωρούσαν τους εαυτούς των αναξίους να μεγαλώνουν ένα τέτοιο παιδί και να συμβιώνουν μαζί του. Βλέποντας λοιπόν την οσιακή πραγματικά, βιωτή του, τον προέτρεψαν να αφοσιωθεί στον Θεό και να ενδυθεί το αγγελικό σχήμα.
Με μεγάλη χαρά αποδέχεται και ενστερνίζεται την ευσεβή πρόταση των γονέων του κι έτσι αναχωρεί από την πατρική του εστία και έρχεται αρχικώς στη Μεσσαρά, στο χωριό Ζαρό σε ένα σπήλαιο κοντά σε μια πηγή. Στο σπήλαιο αυτό έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα βιώνοντας την προσευχή ως τρόπο ζωής. Κατόπιν εγκαταλείπει το σπήλαιο στην πράσινη χαράδρα του Ζαρού, και έρχεται στην περιοχή Πρέβελη Ρεθύμνης, σε μία άβατη και άνυδρη βουνοπλαγιά. Εκεί ακολουθεί ακόμη αυστηρότερη ασκητική καθώς ήδη βρίσκεται σε μεγάλο ύψος αρετής κι επιθυμεί ν’ ανέβη ακόμη περισσότερο.
Αυτός ο δεύτερος τόπος της ασκήσεώς του βρίσκεται κοντά στην ιστορική μονή του Πρέβελη. Οι απότομες πλαγιές του όρους Κουρούπα σχηματίζουν το Κουρταλιώτικο φαράγγι. Η ονομασία αυτή προέρχεται από τα «κούρταλα» ή όπως είναι πιο γνωστά, «κρόταλα» δηλ. τα σφυρίγματα και τους κρότους που δημιουργεί ο δυνατός βοριάς, όταν πνέει στην περιοχή και περνά μέσα απ’ το φαράγγι. Το τοπίο είναι άγριο, σκληρό και δύσβατο. Κι όμως εδώ καταφεύγει ο ερημοπολίτης Όσιος Νικόλαος για να αποφεύγει τον κόσμο με τον θόρυβό του, και τις ταραχές των ανθρώπων. Όσον όμως κι αν απέφευγε τον κόσμο, όσον κι αν έφευγε από τόπο σε τόπο όταν γινόταν γνωστός (καθώς τότε οι ευσεβείς Κρήτες συνέρεαν προς αυτόν για να λάβουν συμβουλές, και ευλογία), όσο κι αν σκαρφάλωνε εκεί που ζούσαν μόνο τα αγρίμια και τα όρνεα της Κρήτης κι όσον κι αν κρυβόταν, δεν μπορούσε να κρύψει την χάρη του Θεού που έλαμπε.
«Ού δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη», λέγει ο Κύριος. Έτσι κι ο Όσιος Νικόλαος, λάμποντας από αρετές και χάριτες δεν μπορούσε να κρυφτεί. Τον αναδείκνυε ο Χριστός όπου κι αν ο Κουρταλιωτης πήγαινε για να έχουν οι σκλάβοι Έλληνες στήριγμα και βοηθό, και οι πεπλανημένοι Τούρκοι, οδηγό και φωτιστή. Αναδείκνυε την δύναμη της Ορθοδόξου Πίστεως και όχι μόνον τον ευλαβούνταν, όχι μόνον λάμβαναν ακόμη κι εκείνοι θαύματα από τα χέρια του αλλά ακολουθούσαν και την ίδια την Πίστη μας, βαπτιζόμενοι στο όνομα της Παναγίας Τριάδος.
Τούρκοι και Χριστιανοί μαρτυρούν για την αγιότητα του βίου του αλλά και για τα θαύματά του, που δαψιλώς ο Κύριος επιχέοντας την χάρη του Παναγίου Πνεύματός του έδειχνε την ευδοκία Του επί τον Όσιο Νικόλαο. Πασίγνωστος είναι ο ποταμός που κυλά μέσα στο Κουρταλιώτικο Φαράγγι. Μέσα σ’ εκείνη την άγρια όσο και ξηρή ομορφιά του τόπου αποτελεί «δρόσο Κυρίου» για όλη την περιοχή. Σε μικρό ύψος από την κοίτη του ποταμού, μέσα από έναν θεόρατο βράχο, τρέχουν πέντε πηγές που σχηματίζουν έναν καταράκτη και αρδεύουν την άγονη εκείνη περιοχή. Οι πηγές αυτές αποδίδονται σε θαύμα του Οσίου Νικολάου του Κουρταλιώτη, ο οποίος ως άλλος Μωυσής στο όρος Χωρήβ, άπλωσε την παλάμη του επί του βράχου και ανέβλυσαν τόσες πηγές όσο και τα δάκτυλά του!
Ολόκληρο το κουρταλιώτικο φαράγγι ομιλεί σήμερα για την ισάγγελη πολιτεία του. Ο Ναΐσκος που έχει κτιστεί προς τιμήν του, μαρτυρεί τόσον την ευλαβεια των Ορθοδόξων Χριστιανών της Ρεθύμνης, όσον και το μέγεθος της αγιότητος και της προσφοράς του Οσίου. Κάθε χρόνο την πρωτοχρονιά του εκκλησιαστικού έτους, την 1η του Σεπτεμβρίου, πιστοί απ’ όλη την Κρήτη έρχονται να τιμήσουν τον Όσιο Νικόλαο και να πανηγυρίσουν την μνήμη του.
Ο θρύλος για την κοίμηση του Οσίου
Ψηλορείτης, στο χωριό Ζαρός, 17 ος αιώνας. Στο μοναστήρι του αγίου Νικολάου, ψηλότερα απ' το χωριό, οι μοναχές διαπιστώνουν πως κάποιο ζώο τρυπώνει τη νύχτα στο περιβόλι τους και βοσκάει στα λαχανικά. Κάποιο αγρίμι του Ψηλορείτη σίγουρα θά 'ναι. Βρίσκουν λοιπόν έναν κυνηγό και του ζητάνε να παραφυλάξει και να το σκοτώσει με το τόξο του. Τη νύχτα, ο κυνηγός τοξεύει την ογκώδη φιγούρα που βλέπει να ξετρυπώνει μέσα απ' τις σκιές και να κατεβαίνει απ' την πλαγιά πάνω απ' το μοναστήρι. Μα, τι παράξενο, δεν είναι κανένα ζώο, αλλά ένας γέροντας ασκητής!
Τον μεταφέρουν με φρίκη σ' ένα κελί κι εκείνος μειλίχιος τους λέει:
› Μη λυπάστε, δεν έχετε αμαρτία. Έτσι ήθελε ο Θεός να μάθετε για μένα. Μόνο, παρακαλώ, ο άνθρωπος που με πλήγωσε να με μεταφέρει στον τόπο μου, να κοιμηθώ εκεί.
Κι όταν τον ρωτάνε:
› Γιατί, γέροντα, τόσα χρόνια δεν ήρθες ποτέ να σε γνωρίσουμε;
Απαντάει:
› Δεν ήρθα, γιατί δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μην πέσετε σε αμαρτωλούς λογισμούς…
Το όνομα του γέροντα ήταν Ευθύμιος.
Ο κυνηγός τον σηκώνει στην πλάτη του και τον μεταφέρει χιλιόμετρα μακριά, στον ποταμό Κουρταλιώτη, νότια του σημερινού νομού Ρεθύμνης. Εκεί ήταν η πατρίδα του, στο χωριό Ασώματος. Στο άγριο και πανέμορφο Κουρταλιώτικο Φαράγγι, ο κυνηγός δίψασε – και ο άγιος χτύπησε με το χέρι του την πλαγιά, στο δρόμο που περνούσε πολλά μέτρα πάνω απ' το ποτάμι, και ξεπήδησαν πηγές για να ξεδιψάσει ο ακούσιος φονιάς του. Κοντά σ' αυτές τις πηγές είναι σήμερα το εκκλησάκι του, χτισμένο από κάποιον Τούρκο, που έχασε το φως του και τον θεράπευσε ο άγιος. Μόνο που σ' αυτά τα μέρη τον λένε Νικόλαο (ίσως ήταν το κοσμικό του όνομα) και πανηγυρίζουν τη μνήμη του με λαμπρότητα την 1η του Σεπτέμβρη.
(Πηγή: «Ο όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης και ο μύθος του», Κρήτη)
Απολυτίκιο. Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Του βίου τερπνότητα καταπεφρόνηκας, ερήμοις και φάραγξιν, δρόμον ασκήσεως, Νικόλαε ήνυσας, όθεν των ουρανίων αγαθών ηξιώθης, πάσαις ταις των Οσίων συναγάλλη αγέλαις, διό ταις ικεσίαις ταις σαίς ρύσαι κινδύνων ημάς.
Πηγή: Ορθόδοξες Απαντήσεις, Κρήτη
Οι Σαράντα γυναίκες μάρτυρες άσκήτριες κατήγοντο από την Άδριανούπολιν της Θράκης και ζούσαν εκει ως μαθήτριες του Διακόνου Αμμούν.Την εποχή έκείνην το έτος 305 μ.Χ. βασίλευε ό αύτοκράτορας Λικίνιος οτό ανατολικό μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, φοβερός διώκτης των Χριστιανών. Ό Λικίνιος λοιπόν είχε δώσει διάταγμα γιά έξόντωση των Χριστιανών, και ή τυραννική του διαταγή έφταοε σ' όλες τις πόλεις και τα χωριά, και οι Χριστιανοί πεφτανε στον ιερό αγώνα της πίστεως μέ αυτοθυσία, διότι δεν ύπετάχθησαν στην απειλή του και δεν προσκύνησαν τα είδωλα.
Σ’ αυτήν την φοβερή εποχή για τους Χριστιανούς, έζήσαν και μαρτύρησαν οί Σαράντα παρθένες – ασκήτριες, μαθήτριες του Διακόνου Αμμούν, τα όνόματα των οποίων είναι τα εξής: Αδαμαντινή, Καλλιρόη, Χαρίκλεια, Πηνελόπη, Κλειώ, Θάλεια, Μαριάνθη, Ευτέρπη, Τερψιχόρη, Ουρανία, Κλεονίκη, Σαπφώ, Ερατώ, Πολύμνια, Δωδώνη, Αθηνά, Τρωάδα, Κλεοπάτρα, Κοραλία, Καλλίστη, Θεανόη, Θεανώ, Ασπασία, Πολυνίκη, Διόνη, Θεοφάνη, Ερασμία, Ερμηνεία, Αφροδίτη, Μαργαρίτα, Αντιγόνη, Πανδώρα, Χάιδω, Λάμπρω, Μόσχω, Αριβοία, Θεονύμφη, Ακριβή, Μελπομένη και Ελπινίκη. Ήσαν πλασμένες με αστραφτερή ομορφιά στο σώμα και την ψυχή, και την ομορφιά τους αυτή δεν ήθελαν να την χαρίσουν στην θλιβερή ματαιότητα των υλικών αγαθών. Είχαν προορισμό για ανώτερα αγαθά, τα αγαθά του παραδείσου!
Το μαρτύριο τους
Δεν υπέκυψαν λοιπόν στις προκλήσεις του τυράννου Λικινίου, ώστε να προσκυνήσουν τα είδωλα και μαρτύρησαν με φρικτά βασανιστήρια την 1ην Σεπτεμβρίου, ημέραν κατά την οποίαν εορτάζεται και η μνήμη τους, όπως γράφεται στο Μηναίο του Σεπτεμβρίου:
«Μνήμη των αγίων Τεσσαράκοντα γυναικών μαρτύρων, παρθένων και άσκητριών και Αμμούν διακόνου του διδασκάλου αυτών.»
Με απόφαση λοιπόν του τυράννου Λικινίου, «αι μεν δέκα ερρίφθησαν» μέσα σε φωτιά, «αι δε οκτώ μετά του διδασκάλου αυτών Αμμούν άπεκεφαλίσθησαν», άλλες δέκα έτελειώθησαν με ξίφος «κατά στόμα και καρδίαν», έξι κατεκόπησαν ύπό μαχαιρών και αί λοιποί έξι «σίδηρα πυρακτωμένα, κατά στόμα λαβούσαι, προς Κυριον έξεδήμησαν». Τα βασανιστήρια πού υπέστησαν οι Σαράντα μάρτυρες παρθένες και άσκήτριες ήσαν φοβερά, όπως αναφέρουν τα επίσημα στοιχεία που βρήκαμε στο Μηναίον του Σεπτεμβρίου. Με αυτά τα βασανιστικά μαρτύρια οι σαράντα παρθένες και ο δάσκαλος τους Διάκονος Αμμοϋν, έξεδήμησαν εις Κυριον και τώρα ακτινοβολούν στο στερέωμα της Εκκλησίας.
Εγιναν ένδοξες μάρτυρες με την θερμή τους θέληση, και όταν έβασανίζοντο, βλέπανε ανοιχτούς τους ουρανούς και στα δεξιά τους τον Υίόν του Θεού, πού και εκείνος μαρτύρησε πριν άπ’ αυτές, άπ’ τους σταυρωτές του. Ο σκληρός Λικίνιος διέταξε να τις θανατώσουν και τις σαράντα με φρικτά μαρτύρια. Δεν γνώριζε όμως πώς στους μάρτυρες δεν υπάρχει θάνατος, διότι όλο το είναι τους είναι γεμάτο από τον μόνον αθάνατον, Κυριον και Θεόν μας Ιησούν Χριστόν και ότι νικούν κάθε θάνατον και κάθε άμαρτίαν με την δύναμιν του Ύπεραθανάτου Κυρίου μας. Ούτε αισθάνονται φόβον για τα μαρτύρια, και αυτό μας το βεβαιώνουν όλα τα Μαρτυρολόγια, πού διηγούνται και εξυμνούν την δύναμιν και την άφοβίαν των Μαρτύρων ενώπιον των βασανιστηρίων!
Η πνευματικότητα τους
Είναι μεγάλο μυστήριο το, πώς την εποχή εκείνη, υπήρχε ώργανωμένη η πίστη των Αγίων Παρθένων και πώς φύτρωσε μέσα τους ο θείος και γόνιμος σπόρος της εγκράτειας και της αγιότητος. Στά ασκητικά τους καθήκοντα, τα όποια εμείς δεν γνωρίζουμε έπι πόσα χρόνια ασκούσαν, όσο δύσκολα και αν ήσαν αυτά, υπηρετούσαν με πλήρη υποταγή. Η ενδόμυχη πνευματική άφύπνισι της πίστεως και της πνευματικότητος, είχαν ανυψώσει το είναι τους στο πνευματικό και ακατάλυτο θαύμα να μπορέσουν να θυσιασθούν για τον Χριστό. Η άφοσίωση στα πνευματικά τους καθήκοντα τους έδωσε την δύναμι να διατηρήσουν την λάμψι της αγνότητας και της παρθενίας, στοιχεία απαραίτητα για κάθε γυναίκα. Κοντά στον Διάκονο καϊ δάσκαλο τους Αμμούν, αναγεννήθηκαν και απέκτησαν την αγιότητα και την αγάπη προς τον πλησίον. Η συνείδησή τους ακουγόταν από μέσα τους σαν φωνή θεϊκής αποστολής και ήσαν έτοιμες για το μαρτύριο.
Η πνευματική ζωή είναι άνύψωσις πνεύματος, και οι σαράντα μάρτυρες το είχαν βάλει στήν αγνή τους καρδιά για τα καλά, γι’ αυτό δεν λογάριασαν πλούτη και υλικά αγαθά, ούτε στολίδια και κοσμική ζωή, που τους προσέφερε ο άρχοντας της Άδριανουπόλεως. Προτίμησαν τα στολίδια της αγάπης και της πίστεως στόν Λυτρωτή του κόσμου. Έμειναν ασυμβίβαστες με τους Νόμους της ειδωλολατρίας και αγωνίσθηκαν τον καλόν αγώνα της πίστεως με την φώτιση του Αγίου Πνεύματος, πού είχαν για οδηγό τους. Η καρδιά τους ήταν καθαρή από λογισμούς, και με κατάνυξι πνευματική, προσηύχοντο στον μόνο αληθινό Θεό, για να τους δώση δύναμι να μη λυγίσουν ποτέ μπροστά στα μαρτύρια πού τις περίμεναν. Είχαν επιλέξει για επίγεια πνευματική τροφή την πνευματική άγαλλίασι και την ουράνια ευφροσύνη. Η αγάπη σ’ όλους τους ανθρώπους ήταν η μοναδική. Με αυτά τα βασανιστικά μαρτύρια οι σαράντα παρθένες και ο δάσκαλος τους Διάκονος Αμμούν, έξεδήμησαν εις Κυριον και τώρα ακτινοβολούν στο στερέωμα της Εκκλησίας.
(Πηγή: από το βιβλίο «Οι Άγιες Σαράντα Παρθενομάρτυρες», Βασιλική Σ. Βασιλοπούλου, εκδ. Αποκάλυψις, )
(σ.σ.: Τα ονόματά τους έχουν διασωθεί στο αρχαίο Μαρτύριόν τους (Bibliotheca Hagiographica Graeca 2280-2281) και είναι: Λαυρεντία η διάκονος, Κελσίνα, Θεοκτίστη (η Θεόκλεια), Δωροθέα, Ευτυχιανή, Θέκλα, Αρισταινέτη, Φιλαδέλφη, Μαρία, Βερονίκη, Ευλαλία (η Ευθυμία), Λαμπροτάτη, Ευφημία, Θεοδώρα, Θεοδότη, Τετεσία, Ακυλίνα, Θεοδούλη, Απλοδώρα, Λαμπαδία, Προκοπία, Παύλα, Ιουλιάνα, Αμπλιανή, Περσίς, Πολυνίκη, Μαύρα, Γρηγορία, Κυρία (η Κυριαίνη), Βάσσα, Καλλινίκη, Βαρβάρα, Κυριακή, Αγαθονίκη, Ιούστα, Ειρήνη, Ματρώνα (η Αγαθονίκη), Τιμοθέα, Τατιανή, Άννα (η Ανθούσα).
Ωστόσο, στην ασματική Ακολουθία και σε νεότερους Συναξαριστές απαντούν τα εξής ονόματα: Αδαμαντίνη, Αθηνά, Ακριβή, Αντιγόνη, Αριβοία, Ασπασία, Αφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ελπινίκη, Ερασμία, Ερατώ, Ερμηνεία, Ευτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεανόη, Θεόνυμφη, Θεοφάνη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Ουρανία, Πανδώρα, Πηνελόπη, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωάς, Χάϊδω και Χαρίκλεια (βλ. Πρωτ. Κων/νου Πλατανιτου, Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, εκδ. Δ , 1997, σελ. 23 υποσ.)
Ἀπολυτίκιον
Ἀθλητῶν αἱ χορείαι, δεῦτε συνδράμετε καὶ τεσσαράκοντα κόρας μετὰ Ἀμμοὺν εὐσεβοῦς μεγαλύνατε, λαμπρῶς πανηγυρίζουσι ὅτι ἐνήθλησαν στερρῶς τῇ ἀσκήσει ἐν Χριστῷ, ῥωσθεῖσαι καὶ λαμπρυνθῆσαι πρεσβεύουσαι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῶν ἁγίων Γυναικῶν
Ἀμνάδες λογικαί, τῷ ἀμνῷ καὶ ποιμένι, προσήχθητε πιστῶς, διὰ τοῦ μαρτυρίου, τὸν δρόμον τελέσασαι, καὶ τὴν πίστιν τηρήσασαι· ὅθεν σήμερον, περιχαρῶς εὐφημοῦμεν, Ἀξιάγαστοι, τὴν ἱερὰν ὑμῶν μνήμην, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...