Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ὁ πλοῦτος φέρνει τὴν καταστροφὴ στὸν ἄνθρωπο, ὅταν δὲν διανέμεται στοὺς φτωχοὺς γιὰ τὴν ψυχή μας καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν πεθαμένων μας.
Από την 1η Νοεμβρίου 1940 ως την 9η Φεβρουαρίου 1941 οι βομβαρδισμοί στην Θεσσαλονίκη προξένησαν θύματα και υλικές καταστροφές, με πιο συνταρακτική και προκλητική την ζημιά που υπέστη η Αγία Σοφία από τις βόμβες των Ιταλών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Ευ. Χεκίμογλου, σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς 232 άτομα, τραυματίστηκαν 871, ενώ 864 οικογένειες επλήγησαν σοβαρά ιδίως στις περιφερειακές συνοικίες της πόλης και κυρίως στην περιοχή ανάμεσα στις οδούς Σοφούλη (τότε Αλλατίνι) και Εθνικής Αντιστάσεως (πρώην Γράμμου-Βίτσι και τότε Γεωργικής Σχολής), όπου και το αεροδρόμιο της Μίκρας. Βομβαρδίστηκαν επίσης οι συνοικισμοί Επταλόφου, Νεάπολης, Ξηροκρήνης, Συκεών κ.ά.
Διατηρώ ακόμη μνήμες από τις αφηγήσεις των γονιών μου για την δυστυχία που σκόρπισαν οι ιταλοί αεροπόροι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν με δολιότητα Ελληνικά χρώματα στα αεροπλάνα τους, με αποτέλεσμα ο άμαχος πληθυσμός να πληρώσει με την ζωή του, καθώς παρακολουθούσε ανύποπτος στα πεζοδρόμια και στα καφενεία τα ιταλικά αεροπλάνα, πιστεύοντας ότι είναι Ελληνικά. Στην πόλη υπήρχαν πολλές πυκνοκατοικημένες περιοχές, όπου δεν υπήρχε ούτε ένα καταφύγιο! Ο κρατικός μηχανισμός και κυρίως οι κάτοικοι στις γειτονιές, προσπάθησαν να κατασκευάσουν καταφύγια ή ορύγματα, που όμως αποδείχθηκαν ανεπαρκή.
Και παραμένει αναπάντητο το ερώτημα: Γιατί, αν και ο πόλεμος ήταν αναμενόμενος, δεν υπήρξε καμιά σοβαρή προετοιμασία για να κατασκευαστούν στοιχειώδη, έστω καταφύγια σε όλη την πόλη;
Οι κάτοικοι στους περισσότερους συνοικισμούς της πόλης (Αγίας Φωτεινής, “151”, Αγίου Παύλου, Συκεών, Βαρόνου Χιρς, Βότση, Αρετσούς, Καλαμαριάς κ.ά.) ήταν ουσιαστικά ανυπεράσπιστοι!
Το παρακάτω απάνθισμα από πληροφορίες και μαρτυρίες, που έχουν αντληθεί από λογοτεχνικά κείμενα, προσφέρει στον αναγνώστη ένα ενδιαφέρον ταξίδι στην τοπογραφία και στα γεγονότα εκείνων των ημερών του 1940-41, που άλλαξαν τους ρυθμούς της ζωής στην Θεσσαλονίκη και έφεραν τους ανθρώπους της στην κόψη της ιστορίας.
“Οι Ιταλοί”, θυμάται η Ρ. Άσσερ-Πάρδο (“548 ημέρες μ’ άλλο όνομα. Θεσσαλονίκη 1943. Μνήμες Πολέμου, 1999), “βομβάρδισαν την Θεσσαλονίκη Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, μία, δύο και τρεις Νοεμβρίου 1940. Ζούσαμε τότε στο κέντρο της πόλης, στον δεύτερο όροφο της Τσιμισκή 35. Το λιμάνι ήταν πολύ κοντά. Οι βόμβες έπεφταν τριγύρω μας (…) Στους βομβαρδισμούς εκείνων των ημερών τα Ελληνικά αντιαεροπορικά κατέρριψαν ένα ιταλικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο. Ο πιλότος έπεσε με αλεξίπτωτο στην ταράτσα του σπιτιού μας. Λαβωμένο, ίσως και σκοτωμένο, τον κατέβασαν από τις σκάλες τυλιγμένο σ’ ένα άσπρο σεντόνι. Ο θάνατος σεργιάνιζε κιόλας στο πλάι μας”.
Μνήμες από τους βομβαρδισμούς και τις αρνητικές επιπτώσεις τους στον ψυχισμό των κατοίκων της πόλης, διασώζει ο Γ. Βαφόπουλος:
“Βρισκόμουν στην Δημοτική Βιβλιοθήκη όταν σήμαναν οι σειρήνες του συναγερμού. Πριν καλά-καλά προλάβουμε να κατεβούμε στο ισόγειο του κτιρίου της ΧΑΝ, άρχισαν κιόλας να ακούγονται οι πρώτες εκρήξεις από τις βόμβες κι ολοένα τούτες πλησίαζαν και πάλι απομακρύνονταν κι ανακατώνονταν με τις άλλες εκρήξεις των αντιαεροπορικών τηλεβόλων (…) Έτρεξα στην βομβαρδισμένη περιοχή, όπου σπίτια είχαν γκρεμισθεί και πυρκαγιές είχαν ανάψει. Σε μια ζώνη που άρχιζε από την παραλία, εκεί κοντά στην πλατεία Αριστοτέλους και προχωρούσε λοξά προς την οδό Καρόλου Ντηλ και την πλατεία της Αγ. Σοφίας, τ’ αεροπλάνα του εχθρού είχαν αδειάσει όλες τις βόμβες τους! (…)
Τώρα που έβλεπα στην βομβαρδισμένη περιοχή γκρεμισμένους τοίχους, μπαλκόνια ξεριζωμένα και υπόγεια ανασκαμμένα, όπου είχε εκραγεί η βόμβα, αφού πέρασε τέσσερις ή πέντε πλάκες από μπετόν, έπαιρνα συνείδηση της τεράστιας δύναμης που ήταν εναποθηκευμένη στα φοβερά εκείνα μηχανήματα της καταστροφής (…) Σ’ όλο το διάστημα του πολέμου έτρεμα τους βομβαρδισμούς, κυριευμένος από το αλόγιστο αίσθημα του πανικού και σε κάθε μου βήμα επισήμαινα το πιο κοντινό καταφύγιο για να χωθώ μέσα, μόλις ακουγόταν το πρώτο ούρλιασμα της σειρήνας (…)
Τις πρώτες εκείνες μέρες των επιδρομών είχε παραλύσει η ζωή σ’ ολόκληρη την πόλη. Κι’ αυτές ακόμα οι επίσημες κρατικές αρχές, δεν είχαν την ψυχραιμία να δώσουν βοήθεια στο πανικοβλημένο πλήθος. Καταφύγια σχεδόν δεν υπήρχαν και τώρα συνεργεία από φοβισμένους εργάτες σκάβανε ορύγματα στις πλατείες (…) Στο υπόγειο της ΧΑΝΘ, όπου βρισκόταν η Δημοτική Βιβλιοθήκη, συνεργεία της Αεράμυνας έκτισαν ένα μεγάλο και ισχυρό καταφύγιο (…)
Ξαναβρήκε η πόλη τον χαμένο παλμό της κι όλοι τώρα δόθηκαν στην μεγάλη υπόθεση του πολέμου, που είχε κιόλας αρχίσει να στέλνει τα πρώτα μηνύματα της νίκης και φυσικά τους πρώτους τραυματίες του μετώπου (…) Περνούσαμε κάτω στο καταφύγιο της ΧΑΝΘ, μέσα στην σιωπή κάμποση ώρα, ώσπου ν’ αρχίσει το κροτάλισμα των αντιαεροπορικών τηλεβόλων του Λευκού Πύργου, αμφιβάλλοντας πάντα για την σιγουριά του καταφυγίου μας”.
“Είχαμε τα μάτια στον ουρανό”, θυμάται ο Ν. Μπακόλας. “Εάν η μέρα είχε ήλιο πολύ, υπήρχε κίνδυνος να ’ρθουν τα αεροπλάνα. Εάν ήταν συννεφιά, λέγαμε ‘Α, εντάξει. Σήμερα μπορούμε να είμαστε ήσυχοι’. Αυτό ήταν το πνεύμα στον πόλεμο. Ένας ενθουσιασμός, μια έξαρση, η οποία έπιανε όλους. Λαϊκούς ανθρώπους, διανοούμενους, όλους (…)”.
Τοῦ Γιώργου Ἀναστασιάδη
Ο Γιώργος Ολ. Αναστασιάδης, γεννήθηκε και ζει στην Θεσσαλονίκη. Είναι καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διδάσκει Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος. Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο, που αναφέρεται και στην σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης, αξιοποιεί τους ιστορικούς «θησαυρούς» που περιέχονται στις παλιές εφημερίδες, στις φωτογραφίες και την λογοτεχνία.
Πηγή: Αβέρωφ, Περί Πάτρης
Ο ενάρετος ιερεύς
Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυς, καταγόταν από την επαρχία της Νικοπόλεως. Αυτή βρισκόταν στην Μικρά Ασία. Ο Γεώργιος ήταν ιερεύς και διέπρεπε στην Νεάπολη κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα, προ της Επαναστάσεως δηλ. του 1821. Εφημέρευε δε στην Εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η ζωή του ήταν ακηλίδωτη και άμεπτη. Εξυπηρετούσε με κάθε του πράξη το θείον θέλημα...
Τον σκοτώνουν οι Τούρκοι
Κατά το έτος 1797 οι Χριστιανοί του χωρίου Μαλακοπή παρεκάλεσαν τον σεβάσμιο ιερέα να τους επισκεφτεί και να ιερουργήσει σε κάποια μεγάλη τοπική γιορτή. Η Νεάπολης όπου έμενε ο ιερεύς απείχε, με τα τότε υπάρχοντα συγκοινωνιακά μέσα, έξη περίπου ώρες από την Μαλακοπή. Ο Νεαπολίτης ιερεύς Γεώργιος δέχθηκε με μεγάλη χαρά την πρόσκληση των ευσεβών Χριστιανών της Μαλακοπής. Ήθελε να ιερουργήσει ο σεβάσμιος Γέροντας και να τονώσει εκεί με λίγα άπλα λόγια την πίστη τους.
Επειδή ήταν γέροντας και καχεκτικός και επειδή η πορεία θα ήταν πολύωρη, χρήσιμο ποίησε σα συγκοινωνιακό μέσο ένα γαϊδουράκι. Πήρε ο άγιος Γέροντας τα απολύτως χρειαζούμενα, έκανε τον σταυρό του και ξεκίνησε. Στη διαδρομή του έψελνε τροπάρια και ύμνους της Ορθοδοξίας με μεγάλη ευχάριστη σι και πρωτοφανή ενθουσιασμό.
Ένοιωθε μέσα του μια όμορφη ανεξήγητη χαρά, μια προσδοκία μυστηριώδη...
Υμνολογώντας τον Κύριο δεν του φάνηκε διόλου ο δρόμος και να τώρα λίγο πιο κάτω αντίκριζε την Μαλακοπή. Ενώ όμως πλησίαζε το χωριό αυτό, σ' ένα μέρος πού λεγόταν Κόμπια — Ντερέ, δηλαδή ρεματιά, παρουσιάσθηκαν μπροστά του μερικοί Τούρκοι βοσκοί. Ήταν γεμάτοι ανεξήγητη αγριότητα. Με απερίγραπτη βαρβαρότητα και πρωτόγονο μίσος όρμησαν κατά του ασθενικού Γέροντος. Του πήραν και τα φτωχικά του ρούχα. Τον άφησαν γυμνό και νεκρό. Το βασανισμένο λείψανο του, το έριξαν πριν φύγουν μέσα σ’ ένα φαράγγι, πού βρισκόταν εκεί κοντά. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, διά του μαρτυρικού τέλους, ο Άγιος Γεώργιος ο Νεαπολίτης, σφράγισε την ενάρετη ζωή του.
Πώς βρήκαν το άγιο Λείψανο
Οι κάτοικοι της Μαλακοπής, χωρίς να γνωρίζουν τα γεγονότα, περίμεναν τον Άγιο με αγωνία να τους λειτουργήσει, αλλά ματαίως. Ο Άγιος δεν φαινόταν. Πέρασαν τρεις και τέσσερες ημέρες γεμάτες αγωνία προσμονής, αλλά ο ιερεύς δεν φαινόταν να έρχεται Ανησύχησαν επίσης για την παρατεινομένη απουσία του και οι κάτοικοι της Νεαπόλεως.
Και στην μεγάλη αγωνία τους βγήκανε σε αναζήτηση του Αγίου.
Όταν όμως πληροφορήθηκαν από τούς κατοίκους της Μαλακοπής, ότι ο ιερεύς δεν είχε έλθει στο χωριό τους, έψαξαν όλον τον δρόμο, πού χρησιμοποίησε ο Γεώργιος.
Κατάπληκτοι σαν να τούς χτύπησε κεραυνός ένοιωσαν όλοι. Θρήνησαν και πένθησαν όταν τελικά βρήκαν το Άγιο λείψανο και την κεφαλήν του Αγίου στο φαράγγι. Αμέσως κατάλαβαν τί είχε συμβεί, και εννόησαν τον σκληρό μαρτυρικό θάνατο του Ιερέως τους. Με μεγάλη προσοχή τότε οι χριστιανοί, για να μη γίνουν αντιληπτοί από τούς Τούρκους, πήραν το λείψανο του Αγίου και το έθαψαν, κάτω από μια σεμνή και συγκινητική ατμόσφαιρα, στον τόπο, όπου το βρήκαν. Επάνω στον τάφο έβαλαν μια πλάκα με την λιγόλογη επιγραφή: «Ιερεύς Γεώργιος».
Η ανακομιδή του αγίου Λειψάνου
Πέρασε από τότε πολύς καιρός και το σώμα του Αγίου αναπαυόταν, εκεί όπου πρόχειρα είχε ταφή, η δε ψυχή του ηγάλλετο μετά των Αγγέλων και των Αγίων πλησίον του Κυρίου. Κάποια όμως νύχτα, παρουσιάστηκε ο Ιερομάρτυρας στον ύπνο μιας γυναίκας, χήρας, πού ήταν ευλαβής χριστιανή και της διηγήθηκε πόσα και τί μαρτύρια έπαθε στο δρόμο, από τούς εξαγριωμένους Τούρκους όταν πήγαινε στη Μαλακοπή.
Και τώρα της λέγει,
› Nα σηκωθείς και να πάς αμέσως στην Δημογεροντία, για να έρθουν να με βρουν στο γνωστό Κόμπια — Ντερέ, πλησίον της Μαλακοπής.
Η γυναίκα δεν έδωσε σημασία και προσοχή στο όνειρο, πού είδε.
Ξαναπαρουσιάσθηκε όμως ο Άγιος μετά από λίγες ημέρες.
› Γιατί δεν πήγες εκεί πού σε έστειλα;
της είπε έντονα.
Γεμάτη τότε τρόμο σηκώθηκε η ευλαβική γυναίκα και επήγε στο σπίτι ενός γνωστού της Δημογέροντα. Του διηγήθηκε ότι είδε και όσα της είπε ο Ιερομάρτυρας Γεώργιος.
Μόλις έμαθαν αυτό οι Νεαπολίτες, ήλθαν αμέσως με μεγάλη προθυμία, στο μέρος όπου τούς είχε υποδείξει ο Άγιος, διά της γυναικός εκείνης. Έσκαψαν τον πρόχειρο εκείνο τάφο και βρήκαν το τίμιο του Αγίου λείψανο άθικτο και άφθαρτο και γεμάτο θεία ευωδία!! Το προσκύνησαν με μεγάλη ευλάβεια, ιερά συγκίνηση και χαρά και το έβαλαν μέσα σε μια ξύλινη λάρνακα.
Το μετέφεραν κατόπιν στο σπίτι του ιερέως Νεοφύτου, σαν άγιο πλέον λείψανο. Μπροστά σ’ αυτό έκαιγε συνεχώς καντήλι, και πολλοί ερχόταν κάθε μέρα για να ψέλνουν παρακλήσεις και να παρακαλούν τον Άγιο. Πολλά θαύματα έγιναν σ’ αυτούς, πού ερχόταν με αληθινή πίστη, και ζητούσαν την βοήθειά του.
Πως μεταφέρθηκε το άγιο λείψανο του στην Ελλάδα
Ήλθε τέλος το έτος 1924. Τότε έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών και οι Έλληνες της Καπαδοκίας ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Ο καθένας έπαιρνε ότι πολύτιμο μπορούσε να μεταφέρει. Ο εφημέριος τού νου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος, θεώρησε πρώτον καθήκον την μεταφορά του λειψάνου του Αγίου Γεωργίου. Μετά τον θάνατο του ιερέως Νεοφύτου, βρισκόταν στον ιερό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αυτός. Αφού πήραν, λοιπόν, το λείψανο με τα άλλα ιερά σκεύη, το μετέφεραν στην παραλία της Μυρσίνης και από εκεί μπήκαν σ' ένα ατμόπλοιο, για την Ελλάδα.
Όταν έφθασαν στην ελεύθερη Ελλάδα, παρέδωσαν το λείψανο στους Νεαπολίτες, οι οποίοι το τοποθέτησαν, σαν ιερό κειμήλιο, στον ιερό Ναό του Αγίου Ευσταθίου, στη συνοικία Νέα Νεάπολη Περισσού Αθηνών. Ευρίσκεται δεξιά της Σαφραμπόλεως και πάνω από τη Νέα Ιωνία.
Πολλά θαύματα εξακολουθούν να γίνονται έκτοτε συνεχώς σε πολλούς, πού με πίστη, προσέρχονται, για να ζητήσουν τη θαυματουργό δύναμη τού Αγίου.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΑΠΟΛΙΤΟΥ.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεαπολίτης (3 Νοεμβρίου) του οποίου το σκήνωμα (άφθαρτο, εκτός της Αγίας Κάρας του που έχει αποκοπεί) φυλάσσεται στον Ι.Ν Αγίου Ευσταθίου Άνω Νέας Ιωνίας στην Αθήνα (μαζί με την αγία κάρα), έχει κάνει πολλά θαύματα:
1. Διαβάζουμε στη Βιογραφία του: "...Ανήσυχοι οι Νεαπολίτες (που περίμεναν να επιστρέψει ο άγιος από γειτονικό χωριό που είχε πάει και δεν επέστρεφε-τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι) βγήκαν σε αναζήτησή του. Βρήκαν το άγιο σώμα του άψυχο στο δρόμο μεταξύ των δυο χωριών και την τίμια κεφαλή και θρηνώντας και κλαίγοντας για τον σκληρό θάνατο του ποιμένα τους τον κήδευαν επιτόπου βιαστικά, φοβούμενοι τη μανία των Αγαρηνών. Πάνω στον τάφο μια πέτρα έφερε την απλή επιγραφή : «Ιερεύς Γεώργιος»
Πέρασε έτσι αρκετός καιρός, όταν μια νύκτα ο άγιος ιερομάρτυς εμφανίζεται σε όραμα σε μια ευλαβή χήρα διηγούμενος τα όσα συνέβησαν και προτρέποντάς την να ενημερώσει τη Δημογεροντία, για να φροντίσουν να τον βρουν στην τοποθεσία όπου είχε ταφή. Η γυναίκα δεν έδωσε σημασία, όταν όμως έπειτα από λίγες μέρες το όνειρο επαναλήφθηκε, έντρομη έπραξε όσα της ζήτησε ο άγιος.
Δίχως αναβολή οι ευσεβείς Νεαπολίτες με επικεφαλής τον ιερέα τους, ονόματι Νεόφυτο, γιο του επίσης ιερέα Βασιλείου, συνεφημερίου του αγίου, σπεύδουν και ανασκάπτουν τον πρόχειρο εκείνο τάφο. Ω, του θαύματος! Το λείψανο του Αγίου υπάρχει σώο και ακέραιο διαχέοντας ουράνια ευωδιά και Χάρη! Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια και δέος, το τοποθέτησαν σε ξύλινη λάρνακα και το μετέφεραν στην οικία του π. Νεοφύτου όπου, κατά την επιθυμία του ίδιου του Αγίου, φυλασσόταν σε ένα κελί. Εκεί προσέρχονταν πάρα πολλοί, ντόπιοι και ξένοι, για να προσκυνήσουν τον Άγιο και να λάβουν αγιασμό από το σεπτό λείψανό του.
Αρχίζουν να τελούνται θαύματα. Ασθένειες και αναπηρίες θεραπεύονται, άτεκνοι αποκτούν παιδιά, ψυχικά νοσήματα εξαφανίζονται, ακόμη και για ανομβρία καταφεύγουν στον Άγιο οι Νεαπολίτες, για να δουν σε λίγη ώρα την ευλογημένη βροχή να πέφτει δυνατή. Όλοι ομολογούσαν πόσο θαυματουργός αναδείχτηκε ο Άγιος Γεώργιος!
Το 1924, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, αναχώρησαν και οι Έλληνες της Καππαδοκίας για την ελεύθερη Ελλάδα παίρνοντας ο καθένας μαζί του ό,τι θεωρούσε πολυτιμότερο. Ο τότε εφημέριος του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος, θεωρώντας πρώτο του καθήκον την ασφαλή μεταφορά του θαυματουργού και άφθαρτου λειψάνου του Αγίου Γεωργίου, το μετέφερε από την παραλία της Μερσίνης με ατμόπλοιο στην Αττική. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχε μεγάλη θαλασσοταραχή, η οποία όμως κόπασε με θαύμα του Αγίου (Το θαύμα είναι πως επί κάποιες συνεχόμενες μέρες κάθε βράδυ εμφανιζόταν στο πλοίο ένας Ιερωμένος και θύμιαζε το χώρο που φυλασσόταν το σκήνωμα του Αγίου. Ο Κυβερνήτης νομίζοντας πως είναι ο πατήρ Ιγνάτιος του έκανε παρατηρήσεις να μην θυμιατίζει το βράδυ γιατί φοβόντουσαν οι ναύτες. Ο πατήρ Ιγνάτιος απάντησε - και έτσι ήταν-πως όλα αυτά τα βράδια κοιμόταν γιατί ήταν κουρασμένος από την ταλαιπωρία. Του είπε όμως πως στο πλοίο φυλασσόταν το λείψανο του Άγιου Γεωργίου του Νεαπολίτου οπότε και άναψαν καντήλι στο χώρο. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έγινε φοβερή θαλασσοταραχή κατά την οποία αναποδογύρισε το λείψανο του αγίου. Μόλις το έβαλαν στη θέση του, αμέσως η θάλασσα γαλήνεψε).
Στην Αττική το ιερό λείψανο παραδόθηκε στους Νεαπολίτες, οι οποίοι το τοποθέτησαν με ευλάβεια στον Ιερό Ναό του Αγίου Ευσταθίου στη Νέα Νεάπολη του Περισσού. Από τότε άπειρα είναι τα θαύματα και οι ιάσεις που ενεργεί ο Άγιος Γεώργιος σε όσους με πίστη επικαλούνται το όνομά του."
2. Νεωκόρος στην εκκλησία του αγίου Ευσταθίου μου είχε πει εμένα όταν τον ρώτησα για τον άγιο (το 2000) πως πρόσφατα τότε (ίσως και μέσα στο 2000) δικηγόρος που δεν είχε παιδιά ερχόταν κάθε μέρα στην εκκλησία και άναβε κάθε φορά μια λαμπάδα στον άγιο για να πετύχει το ποθούμενο, πράγμα που γρήγορα εκπληρώθηκε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ἅγιον, ἐμφρόνως ἔχων, ἱερατεύσας, Θεῷ ὁσίως, θεοφόρε παμμάκαρ Γεώργιε· καὶ γεωργῶν τῆς ἀγάπης τὸ πλήρωμα, τὸ ἱερὸν ἀπετμήθης αὐχένα σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Θυσίαν Θεῷ προσφέρων τὴν ἀναίμακτον, ὡς ὢν ἱερεύς, τῆς χάριτος Γεώργιε, σεαυτὸν προσήγαγες, ὥσπερ θῦμα αὐτῷ καθαρώτατον· διὰ τοῦτο δεδόξασαι, σὺν Ὁσίων χορείαις, καὶ κλεινοῖς ἀθληταῖς.
Στα Ουαλικά το όνομα της είναι Gwenfrewi. Ήταν ανηψιά του μεγάλου αγίου Beuno του Θαυματουργού και ζούσε με τους γονείς της πιο ψηλά από την κοιλάδα που βρισκόταν το κελί του και το ψάθινο εκκλησάκι του, στο λόφο όπου τώρα στέκεται η εκκλησία.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Caradoc, γιος ενός τοπικού οπλαρχηγού ζήτησε να την απολαύσει καθώς κυνηγούσε και επιχείρησε να την αποπλανήσει. Εκείνη αντιστάθηκε στις ορέξεις του και έτρεξε προς το εκκλησάκι του θείου της για προστασία. Ο Caradoc την κυνήγησε και μέσα στο θυμό του της έκοψε το κεφάλι με το σπαθί του. Μία πηγή από νερό άρχισε να ρέει στο σημείο όπου έπεσε το κεφάλι της. Ο Άγιος Beuno επανατοποθέτησε το κεφάλι της και μέσα από θερμή προσευχή προς τον Σωτήρα επανήλθε στη ζωή.
Η Αγία Winefride άρχισε να ακολουθεί τη μοναστική ζωή κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του Αγίου Eleri. Έμεινε με τον θείο της ώσπου αυτός μετακόμισε στην περιοχή Clynnog Fawr στη χερσόνησο Lleyn. Έπειτα αφού έμεινε για σύντομο διάστημα στο Bodfari και στο Henllan δίπλα στο Denbigh, η Αγία Winefride ταξίδεψε δυτικά προς τους λόφους ψηλά πάνω από την κοιλάδα Conwy και εκεί εγκατέστησε ένα μοναστήρι από μοναχές στο χωριό Gwytherin. Κοιμήθηκε σε σχετικά νεαρή ηλικία κατά το έτος 650 και οδηγήθηκε στο τόπο της ανάπαυσης της από τον Άγιο Eleri ο οποίος ήταν ο πρώτος που την εκπαίδευσε.
Τα λείψανα της αγίας μεταφέρθηκαν στο αβαείο των Βενεδικτίνων στο Shrewsbury το 1138, παρέμειναν εκεί ώσπου λεηλατήθηκαν και διασκορπίστηκαν κατά την Μεταρρύθμιση.
Μόνο ένα δάκτυλο διασώθηκε και αυτό το πολύτιμο λείψανο παρουσιάζεται για προσκύνηση σήμερα στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία του Holywell (άγιο πηγάδι). Στο Gwytherin δεν έχει απομείνει κάτι να τη θυμίζει πέρα από την εκκλησία που είναι αφιερωμένη σε αυτή· το πέτρινο εκκλησάκι της κατεδαφίστηκε 300 χρόνια πριν. Η μεγάλη καμπάνα του, η οποία χρειαζόταν τέσσερις άντρες για να μπορέσουν να τη χτυπήσουν, διαλύθηκε σαν άχρηστο μέταλλο το 1730.
Στο Holywell θεωρούν ύψιστη αξία την ανάμνηση της Αγίας Winefride. Μέσα από τις μεσιτείες της, πολλά θαύματα έχουν συμβεί στο Holywell, το οποίο μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του παλαιότερου προσκυνήματος στη Βρετανία. To 1416 o Henry o πέμπτος πήγε εκεί περπατώντας για να αποδώσει ευχαριστία για τη μεγάλη του νίκη στο Agincourt.
Οι επισκέψεις τον προσκυνητών δεν έχουν μειωθεί και θα ήταν καλό και εμείς να είμαστε μεταξύ τους. Για εμάς η Αγία Winefride συνδέεται με την Ορθόδοξη πίστη μαζί με τον Άγιο Alban τον πρωτομάρτυρα, με τον Δαβίδ και τον Beuno, με τον Cuthbert και τον Aidan, με τον Columba και τον Patrick- μαζί με όλους τους Ορθόδοξους Αγίους της αδιαίρετης Εκκλησίας της οποίας το φως φανερώθηκε στη γη μας.
Στην βάπτιση Του στον Ιορδάνη, ο Χριστός απολύτρωσε μία διαστρεβλωμένη και ανισόρροπη φυσική τάξη, μετατρέποντας το νερό σε ένα κανάλι από χάρη και θεραπεία. Ας είναι έτσι και για όλους εμάς που δεχόμαστε τον αγιασμό της Αγίας Του. Το εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο σε αυτήν χτίστηκε με γενναιοδωρία της Margaret, κόμισσας του Richmond. Το εκκλησάκι είναι πλήρως επιπλωμένο και διακοσμημένο με εξαίρετα γλυπτά. Στο πηγάδι όπου βρίσκεται το αγιασμένο νερό της Αγίας, τα νερά ευλογούνται από τους Ορθοδόξους και όποιος επιθυμεί μπορεί να μπει μέσα στο νερό.
(Ακολουθεί το Αγγλικό κείμενο:
Winefride of Treffynon,
Feast day: November 3
Saint Winefride of Treffynon In Welsh her name is Gwenfrewi. She was the niece of the great Saint Beuno the Wonderworker and she lived with her parents higher up the valley from his cell and wattle chapel, on the hill where the parish church now stands. According to tradition, Caradoc the son of a local chieftain sought refreshment from her while out hunting and then attempted to seduce her. She repelled his advances and ran towards her uncle’s chapel for sanctuary.
Caradoc pursued her and in a rage struck off her head with his sword. A spring of water began to flow where her head fell. Saint Beuno replaced her head and, through fervent prayer to the Saviour, she was brought back to life.
Saint Winefride began to follow the monastic life, under the spiritual direction of Saint Eleri. She remained with her uncle until he moved to Clynnog Fawr on the Lleyn peninsula. Then, after staying briefly at Bodfari and Henllan near Denbigh, Saint Winefride travelled west to the hills high above the Conwy valley and there she established a monastery of nuns in the village of Gwytherin. She passed to her reward, still relatively young, in about the year 650 and she was laid to rest by Saint Eleri who had first professed her.
The saint’s relics were taken to the Benedictine abbey at Shrewsbury in 1138, remaining there until they were despoiled and scattered during the Reformation. Only one finger remained and this precious relic is today preserved and venerated in the Roman Catholic church in Holywell. At Gwytherin no memory of her remains, apart from the dedication of the church, for her stone chapel was demolished 300 years ago. Her great bell, which could only be tolled by four men, was broken up for scrap in 1730.
It is above all at Holywell that Saint Winefride is remembered. Through her intercessions, many miracles have been worked at the Holy Well, which can claim to be the oldest place of unbroken pilgrimage in Britain. In 1416 Henry V went there on foot from Shrewsbury to give thanks for his great victory at Agincourt. The visits of pilgrim have never ceased and we too shall be of their number. For us Saint Winefride is united in Orthodox faith with Alban our protomartyr, with David and Beuno, Cuthbert and Aidan, Columba and Patrick – with all the Holy Orthodox saints of the undivided Church whose light has shone in our land.
At His baptism in the Jordan, Christ redeemed a distorted and unbalanced natural order, transforming water into a channel of grace and healing. May it be so for us all as we receive the holy water of His saint.
The Troparion of Saint Winifride in Tone 4.
Suffering death for your virginity, O holy Winifride, through God’s mercy your body was made whole and restored to life. Thy healing grace flows in streams of living water. Pray to God for us, that our souls may be saved.
The Chapel and Well:
The chapel of Saint Winefride (1490‑1500) is a gem, with many interesting decorative carvings in the nave and sanctuary. It was built through the munificence of Margaret, Countess of Richmond, whose son ascended the throne as Henry VII after his victory at Bosworth Field. The chapel is bare of all furnishings except on our pilgrimage when the chapel is once again set up as an Orthodox church. The well is presently undergoing a major restoration by CADW and this year we will have to put up with the continuing presence of scaffolding within the well-house. The work does not prevent us from blessing the waters and, for those who wish to, entering the pool itself.
Source: «Winefride of Treffynon», Archdiocese of Thyateira & Great Britain)
Η αγία Γουίνιφρεντ για την αιώνια ζωή
Το μόνο που ευχόταν, έλεγε και προσευχόταν ήταν να μη την ενοχλήσει και την νικήσει ο πειρασμός στο τελευταίο της πέρασμα προς την αιωνιότητα, αλλά κάθε μέρα που περνά να αγαπά τον Χριστό όλο και περισσότερο. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής της έλεγε στις μοναχές που ήταν γύρω της και θρηνούσαν:
«Μην αμφιβάλλετε, αγαπημένα μου παιδιά, ότι στον ουρανό, όπου με τη χάρη του Θεού πηγαίνω, θα κάνω περισσότερα για εσάς από αυτά που μπορώ να κάνω εδώ στη γη. Η υποσχόμενη από τον Χριστό χώρα, όπου μεταβαίνω, δεν είναι χώρα αγνώστων, αλλά ευλογημένος τόπος, όπου η κατανόηση των αναγκών των φίλων και αδελφών στη γη είναι μεγαλύτερη. Δύναμις δίνεται από τον Τριαδικό Θεό και χάρις στους κατοίκους της επουρανίου βασιλείας, για να βοηθούν τους εις την γη ζώντας και να στέλνουν πλούσιες χάρες με τις πρεσβείες τους.
Σας υπόσχομαι να κάνω αυτό στη βασιλεία των ουρανών, γι' αυτό μην είστε λυπημένες, σαν εκείνους που δεν έχουν ελπίδα, σαν τα παιδιά της γης, που πεθαίνουν μέσα στην αμαρτία και δεν έχουν άλλο παρά τον φόβο της κρίσεως, που γι' αυτούς ο θάνατος είναι μόνο ο εκτελεστής που τους σέρνει ανάμεσα από ένα συνωστισμό αποπνικτικό. Να θυμάστε ότι για τις αγνές ψυχές και καθαρές ο θάνατος είναι ένα θερμό αγκάλιασμα, προσκάλεσμα στον Νυμφίο Χριστό.»
Στις νεότερες μοναχές έλεγε:
«Να υπενθυμίσω ότι το σώμα, που είναι όμορφο εξωτερικά, είναι φυλακή της αθάνατης ψυχής σας. Κρατήστε το καθαρό και θυμηθείτε ότι οι καθαρές και αγνές ψυχές στο κρεβάτι του θανάτου λαμβάνουν εκατονταπλάσιες χαρές από τον Κύριο.»
(Από το βιβλίο της Κασσιανής Γ. Μαζαράκη, «Ορθόδοξη Βρετανική και Κελτική Εκκλησία», σελ. 494)
Πηγή: Προσκυνητής, Archdiocese of Thyateira & Great Britain, Ορθόδοξη Κελτική και Αγγλοσαξονική Εκκλησία
Αξίζει για το θέμα της ομοφυλοφιλίας ν’ ακούσουμε τι λέγουν και ν’ αναγνώσουμε τι γράφουν οι σοφοί και θεοφόροι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας.
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου; Τί βάθος, τί ὕψος νοημάτων! Ἑπτὰ λόγους ἐξεφώνησε ἐπάνω σ᾽ αὐτὴν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.Ἕνας βαθύπλουτος ζοῦσε μὲ κάθε πολυτέλεια. Κατοικοῦσε σὲ μέγαρο μὲ πλῆθος ὑπηρέτες.Ξόδευε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅσα θὰ ἔφταναν νὰ ζήσῃ μιὰ κωμόπολις.
Yπ’ αριθμόν 7 πολεμικό ανακοινωθέν [Σάββατο - Βράδυ, 2 Νοεμβρίου 1940]
Σε μια περίεργη ομιλία προχώρησε εχθές ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην οποία απευθύνθηκε προς τα 20 (τουλάχιστον) εκατομμύρια Κούρδους, από τα οποία ζήτησε συσπείρωση κατά του «κοινού Σιωνιστικού εχθρού».
Δεν είναι λίγοι οι βετεράνοι της Πολεμικής μας Αεροπορίας, που με την ανδρεία, την ευψυχία, την αυτοθυσία και τον άκρατο πατριωτισμό τους, δημιούργησαν έπη και λάμπρυναν τα Ελληνικά φτερά. 'Αξιοι απόγονοι των Μαραθωνομάχων, των Τριακοσίων του Λεωνίδα, των Ναυμάχων της Σαλαμίνος, των Πολέμαρχων του 1821, των Μακεδονομάχων και πλείστων άλλων, έγραψαν χρυσές σελίδες ιστορίας, πολεμώντας στα βουνά της Αλβανίας, το Ρούπελ, την Κρήτη, τη Μέση Ανατολή και το Ρίμινι.
Μεταξύ των βετεράνων αεροπόρων, εξέχουσα θέση κατέχει ο ήρως Μαρίνος Μητραλέξης, Υποσμηναγός το 1940, στον οποίο αφιερώνεται η αναφορά αυτή. O Μαρίνος Μητραλέξης που ήταν μόλις 24 ετών το 1940, περιμένει με ανυπομονησία την ώρα για να δράσει, εκπληρώνοντας το υπέρτατο χρέος προς την πατρίδα του. Και να που η πολυπόθητη γι' αυτόν ώρα ήρθε. Πλησιάζει μεσημέρι της 2ας Νοεμβρίου 1940. Συναγερμός στο Αεροδρόμιο της Μεγάλης Μίκρας, όπου είχε το ορμητήριό της η 22α Μοίρα Διώξεως. Σμήνη Ιταλικών βομβαρδιστικών, συνοδευόμενα από καταδιωκτικά επισημάνθηκαν πάνω από τη Βέροια με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. 'μεση υπήρξε η αντίδραση της Μοίρας. Σχηματισμός αεροπλάνων ΡΖL 24 απογειώθηκε προς αναχαίτισή τους και επέτυχε η διάλυση των σχηματισμών τους, ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος βομβαρδισμού της Θεσσαλονίκης και να καταστεί εύκολη και αποτελεσματική η καταδίωξη και προσβολή τους από τα πυρά των PZL.
Στο μεταξύ ο Μαρίνος Μητραλέξης, επιτίθεται ακάθεκτος σε εχθρικό βομβαρδιστικό τύπου Savoia Marchetti, με όλη τη δύναμη του πυρός του και όταν διαπίστωσε ότι εξαντλήθησαν τα πυρομαχικά του, πλησίασε επικίνδυνα το εχθρικό αεροσκάφος αψηφώντας το θάνατο και με την έλικα του κινητήρα του, αποκόπτει το ουραίο πηδάλιο του και το καταρρίπτει κοντά στον Λαγκαδά και παρά τη σοβαρή βλάβη της έλικας του, κατορθώνει με επιδέξιους χειρισμούς να προσγειώσει το αεροπλάνο του σε αγρό, όπου είχαν προ ολίγου προσγειωθεί οι Ιταλοί αεροπόροι, αφού χρησιμοποίησαν τα αλεξίπτωτά τους. Αμέσως συνέλαβε τους αιχμαλώτους αεροπόρους - πλήρωμα του βομβαρδιστικού - και με τη βοήθεια των χωρικών τους μετέφερε στη Θεσσαλονίκη και τους παρέδωσε στη Στρατιωτική Διοίκηση. Μοναδικό και ανεπανάληπτο το κατόρθωμα του Μητραλέξη. Όμοιό του δεν υπάρχει στην παγκόσμια ιστορία της αεροπορίας.
Ας αφήσουμε όμως, τον Ιταλό ανθυποσμηναγό Brussolo Garibaldo, πιλότο του καταρριφθέντος βομβαρδιστικού, την αφήγηση του παράτολμου εγχειρήματος του Μαρίνου Μητραλέξη. Λέγει λοιπόν ο Ιταλός αεροπόρος σε αξιωματικούς μας της Στρατιωτικής Διοίκησης:
Το Σμήνος μας, αποτελούμενο από πέντε βομβαρδιστικά, συνοδευόμενα από ένα καταδιωκτικό, έλαβε διαταγή να προβεί στο βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης. Ήταν 2α Νοεμβρίου 1940. Όταν πλησιάσαμε στο στόχο, συναντήσαμε σφοδρόν αντιαεροπορικό φράγμα πυρός, το οποίο κατέρριψε ένα από τα βομβαρδιστικά μας. Παρ' όλα αυτά, καταφέραμε να ρίξουμε τις βόμβες και αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε από το χώρο προσβολής ακολουθώντας κυκλική πορεία γιά μεγαλύτερη ασφάλεια. Όταν όμως πετούσαμε πάνω από τον Λαγκαδά, διακρίναμε τρία Ελληνικά καταδιωκτικά να μας επιτίθενται, οπότε ένα βομβαρδιστικό μας, επλήγη στο ντεπόζιτο της βενζίνης, απομακρύνθηκε από το Σμήνος και κατέπεσε κοντά στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. O σχηματισμός των υπολοίπων τριών αεροπλάνων μας, διαλύθηκε καταδιωκόμενος από τα Ελληνικά καταδιωκτικά.
Το αεροπλάνο μου, προσεβλήθη από Ελληνικό καταδιωκτικό και όταν ο πιλότος του εξήντλησε όλα τα πυρομαχικά του, εφόρμησε εναντίον μου και με την έλικα του αεροπλάνου, κατέστρεψε το ουραίο πηδάλιο του δικού μου, το οποίο δεν μπορούσε πλέον να ελεγχθεί. Καθώς βρισκόμαστε σε ύψος 7.000 ποδών, προφθάσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα αλεξίπτωτά μας και να προσγειωθούμε σε ένα χωράφι στην περιοχή του Λαγκαδά. Σε μικρή απόσταση από μας, λίγο αργότερα προσγειώθηκε αναγκαστικά, λόγω σοβαράς βλάβης της έλικας του αεροπλάνου του, ο αντίπαλός μας ο οποίος έσπευσε προς το μέρος μας και μας είπε ότι ονομάζεται Μητραλέξης, σφίγγοντας φιλικότατα και συναδελφικότατα το χέρι μου. Το συνάδελφο Μητραλέξην που κατά τη μεταφορά μας στη Θεσσαλονίκη, δεν παρέλειψε να μου πει ότι είναι ευτυχής για τη γνωριμία μας, θαυμάζω για την αυτοθυσία του, την ευγένεια και γενναιοψυχία του και σε ανταπόδοση των ευγενικών του αισθημάτων, του παρέδωσα σαν ενθύμιο της γνωριμίας μας, το ατομικό μου δελτίο ταυτότητος.
Αυτά είπε ο αιχμαλωτισμένος Ιταλός αεροπόρος, ο δε γράφων προσθέτει ότι οι γενναίοι είναι και γενναιόψυχοι, γι' αυτό και οι Ιταλοί αξιωματικοί, εκφράσθηκαν με τη μεγαλύτερη εκτίμηση και θαυμασμό γιά τους Έλληνες συναδέλφους τους. Δυστυχώς όμως, ο δαφνοστεφής Μαρίνος Μητραλέξης, που τίμησε τη γενέτειρα του Μίλα Μεσσηνίας, που έκανε υπερήφανη την οικογένειά του και με την ευψυχία και τον ηρωισμό του εδόξασε τα Ελληνικά φτερά, έμελλε να αφήσει την τελευταία του πνοή στα Αιγαιοπελαγίτικα νερά, πέφτοντας με αεροπλάνο OXFORD το Σεπτέμβριον του 1948 σε ηλικία 32 ετών, με το βαθμό του Επισμηναγού. Προήχθη μετά θάνατον σε Αντισμήναρχον. Προτομή του έχει στηθεί στη Μονάδα του Ελληνικού.
Πηγή: DefenceLine.gr
Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου 1912, από το λιμάνι του Μούδρου της Λήμνου, αποπλέει Μοίρα του Ελληνικού Στόλου με επικεφαλής το θρυλικό Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, και κατευθύνεται προς το Άγιο Όρος.
Η παρουσία των πολεμικών σκαφών στα ανοικτά της χερσονήσου του Άθω, γίνεται αντιληπτή από τους μοναχούς των παραθαλασσίων μοναστηριών και κελλιών και κάτω από τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες εκατοντάδων καμπάνων τα πλοία πλησιάζουν τις ακτές του Αγίου Όρους.
Στις 11.30 οι Μονές φέρονται σημαιοστολισμένες ενώ οι μοναχοί αλλαλάζοντας από χαρά κανονιοβολούν και τυφεκιοβολούν. Το Θωρηκτό "Γ. Αβέρωφ" ανταποδίδει με 21 χαιρετιστήριες βολές.
Στη Δάφνη αγκυροβολεί το Αντιτορπιλικό «Θύελλα» και αποβιβάζει άγημα από 40 άνδρες, οι οποίοι ανεβαίνουν και απελευθερώνουν τις Καρυές. Ο επικεφαλής αξιωματικός του αγήματος «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων» επικυρώνει την αποβατική ενέργεια και χαρακτηρίζει τον Καϊμακάμη, τους υπαλλήλους και τη μικρή τουρκική δύναμη «ως αιχμαλώτους πολέμου άνευ πολεμικής τινός ενεργείας». Ταυτόχρονα στη Δάφνη και στις Καρυές υψώνεται η Ελληνική Σημαία.
Το «Γ. Αβέρωφ» με τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Πάνθηρ» κατευθύνονται στον όρμο του Πρόβλακα, κοντα στα Νέα Ρόδα, όπου αποβιβάζουν 200 άνδρες, οι οποίοι καταλαμβάνουν την διώρυγα του Ξέρξη. Από τη στιγμή αυτή, στις 2 Νοεμβρίου 1912, μετά από 488 χρόνια υποδουλώσεως, ταπεινώσεων και πολλών περιπετειών, το Άγιον Όρος απελευθερώνεται. Στις 18.00 τα πλοία αποπλέουν για Λήμνο, εκτός του "Θύελλα" που σπεύδει προς Ικαρία.
Την επόμενη ημέρα, στις 3 Νοεμβρίου, συνήλθαν σε συνεδρίαση οι αντιπρόσωποι όλων των Μονών, εκτός της Ρωσικής, και υπεγράφη στον κώδικα των πρακτικών της συνεδρίας πράξη, δια της οποίας διαπιστωνόταν η κατάλυση των τουρκικών αρχών. Η επίσημη δε πράξη έγινε στις 5 Νοεμβρίου 1912.
Έλληνες στρατιώτες στην απελευθέρωση του Αγίου Όρους, το 1912. Αναμνηστική φωτογραφία με μοναχούς στην Κερασιά, στην πορεία τους προς την κορυφή του Άθω (πάνω)
Στρατιώτες στα K αυσοκαλύβια, 1912 (κάτω)
φωτογραφίες http://www.athosmemory.com
Στις 4 Νοεμβρίου 1912 η Ιερά Κοινότητα αποστέλλει ευχαριστήριο τηλεγράφημα για την απελευθέρωση του Αγίου Όρους στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος και απάντησε ως εξής:
«Ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου
Εν Αθήναις τη 25η Νοεμβρίου 1912
Πανοσιολογιώτατοι,
Μετά βαθυτάτης συγκινήσεως αποδεχόμενος τον φιλόστοργον υμών ασπασμόν ευχαριστώ από μέσης καρδίας επί ταις τιμητικαίς εκφράσεσι, δι' ων με περιβάλλουσι αι υμέτεραι Αγιότητες.
Αντισυγχαίρων δε επί ταίς νίκαις, αίτινες θεία συνάρσει στέψασαι τα ελληνικά όπλα απελύτρωσαν και τους της Αθωνιάδος τόπους, επικαλούμαι τας προς τον Ύψιστον υμετέρας δεήσεις υπέρ της κατά τους κοινούς πόθους περατώσεως του Ιερού αγώνος.
Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος».-
Η πλειοψηφία των μοναχών, πλην των Ρώσων, πανηγυρίζει το τέλος της αλλόθρησκης οθωμανικής κατοχής και κυρίως για την αυτονόητη προοπτική ενσωμάτωσης του Αγίου Όρους στον Εθνικό Κορμό. Ωστόσο η de jure αναγνώριση της Ελληνικής κυριαρχίας στον Άθω, που αρχικά επιχειρήθηκε να αποτραπεί από άλλα ορθόδοξα κράτη, έγινε το 1919 με τη Συνθήκη του Νεϊγύ και οριστικά το 1920 με τη Συνθήκη των Σερβών.
Και ενώ όλη η Ελλάδα πανηγύριζε την απελευθέρωση της Μακεδονίας και το Άγιον Όρος τη δική του, φανερά πλέον και απροσχημάτιστα στην Ιερά Μονή Ζωγράφου «βρέθηκε» εγκατεστημένος όχι ευκαταφρόνητος σε αριθμό και οπλισμό επίλεκτος για την αποστολή, βουλγαρικός στρατός και η Μονή υπό βουλγαρική κυριαρχία και κατοχή.
Στη φωτογραφία εικονίζεται το απόσπασμα του βουλγαρικού στρατού. Στο πίσω μέρος η φωτογραφία φέρει στα βουλγαρικά την υπογραφή του αρχηγού του αποσπάσματος «Αξιωματικός Γεώργιος Δημητρίεβιτς» και τη σημείωση: «Στρατιώται από την Βουλγαρίαν εις το Άγιον Όρος εις την Μονήν Ζωγράφου, 23 Μαρτίου 1913».
Οι βούλγαροι επιδίωξαν μόνιμη εγκατάσταση στη Μονή Ζωγράφου και στο επίνειο αυτής. Παράλληλα άρχισαν να διεκδικούν μέρος της Αγιορείτικης γης για το βουλγαρικό κράτος. Ύψωσαν τη βουλγαρική σημαία στη μονή και παρέμειναν και όλο το χειμώνα και την άνοιξη του 1913. Εν τω μεταξύ το απόσπασμα προχώρησε μέχρι τις Καρυές, πρωτεύουσα του Όρους, αλλά εκεί η παρουσία Ελληνικών δυνάμεων συνετέλεσε στην επιστροφή των Βουλγάρων στη μονή Ζωγράφου χωρίς να δημιουργηθούν επεισόδια.
Το ελληνικό κράτος όμως άρχισε να ανησυχεί και να λαμβάνει μέτρα προληπτικώς καθώς οι σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων οξύνθηκαν τόσο ώστε να επίκειται η κήρυξη πολέμου μεταξύ τους, που άλλωστε συνέβη. Η δύναμη του Ελληνικού στρατού και της Χωροφυλακής, που είχε εγκατασταθεί στο Άγιον Όρος ήταν μικρή. Έτσι ύστερα από συνεννόηση του Έλληνα αστυνόμου με δύο κελιώτες μοναχούς, τους Γέρομτα Αβέρκιο και Ιωάννη Κομβολογά δημιουργήθηκε εθελοντικό σώμα στις Καρυές από 100 περίπου Έλληνες κελλιώτες και άλλους εργαζόμενους σε διάφορες μονές.
Μετά την έναρξη του Β' Βαλκανικού πολέμου και την άρνηση του βουλγαρικού στρατού να παραδοθεί σε μονάδα του Ελληνικού στόλου, ομάδα κελλιωτών και λαϊκών με επί κεφαλής τον αστυνόμο, πολιόρκησε την οχυρωμένη μονή Ζωγράφου και έριξε μερικές εκφοβιστικές βολές. Η στενή πολιορκία και η πάροδος του χρόνου ανάγκασαν το βουλγαρικό τμήμα να παραδοθεί στις 21 Ιουνίου και να μεταφερθεί αιχμάλωτο στον Πειραιά. Εν τω μεταξύ είχε αναγγελθεί η νικηφόρος προέλαση και καταδίωξη του βουλγαρικού στρατού από τον Ελληνικό στις μάχες Κιλκίς- Λαχανά. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό στρατό όπου οι Βούλγαροι εξεδιώχθησαν με μάχη.
Οι Έλληνες δεν προέβησαν σε καμιά ενέργεια κατά των Ζωγραφιτών μοναχών εφόσον είχαν αποχωρήσει και τα στρατεύματα από εκεί.
ΚΡΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ
του Παναγιώτη Μελικίδη
Το Άγιον Όρος απελευθερώθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1912. Στο σημείωμα αυτό θα αναφερθούμε σε κάποιες πτυχές, αρκετά ενδιαφέρουσες πιστεύω, που αφορούν την απελευθέρωση του Άθωνα από τον τουρκικό ζυγό, βασισμένοι κυρίως στο πόνημα του ιστορικού Α. Στιβακτάκη «Το Άγιον Όρος και η Κρήτη».
Η διαταγή για την κατάληψη του Αγίου Όρους απευθυνόταν στο Πρώτο Ανεξάρτητο Τάγμα Κρητών-Τάγμα Κολοκοτρώνη- επικεφαλής του οποίου ήταν ο στρατηγός Ιωάννης Σ. Αλεξάκης. Το Τάγμα αυτό είχε ως πεδίο επιχειρήσεων την περιοχή της Χαλκιδικής και πήρε εντολή να κινηθή προς την Ιερισσό, την πύλη του Αγίου Όρους στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου του Άθω. Αποστολή των Κρητικών ήταν να αποτραπή πιθανή προσπάθεια των βουλγαρικών στρατευμάτων να καταλάβουν το Περιβόλι της Παναγίας με την πρόφαση ότι η Ι.Μ. Ζωγράφου ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας. Πράγματι η παρουσία ελληνικού στρατού στην πόλη της Ιερισσού έπαιξε αποτρεπτικό ρόλο ακόμα και στη σκέψη των Βουλγάρων να «ελευθερώσουν» πρώτοι τον Άθωνα από τους Τούρκους.
Για την επίτευξη του δεύτερου στόχου ο λόχος των Κρητών ξεκίνησε την Κυριακή 4 Νοεμβρίου 1912 και στις 10, περίπου, η ώρα για να πραγματοποιήση τη δεύτερη φάση του σχεδίου που ήταν η απελευθέρωση του Όρους, χωρίς όμως να γνωρίζη ότι δυό μέρες πριν τμήματα του ελληνικού στρατού και του ναυτικού κατέλαβαν τη μοναστική πολιτεία. Αφού, λοιπόν, προχώρησαν και φτάσανε στον λεγόμενο Ισθμό του Ξέρξη, πληροφορήθηκαν ότι το Όρος καταλήφθηκε ήδη από ελληνικές δυνάμεις και δίνονταν εντολή να μην προχωρήσουν άλλο αφού δεν υπήρχε πλέον λόγος.
Η μεταφορά της διαταγής στενοχώρησε τους Κρήτες, οι οποίοι εκείνες τις ημέρες ζούσαν με την ελπίδα, την χαρά και το όραμα ότι αυτοί πρώτοι θα απελευθέρωναν το Άγιον Όρος. Έτσι συγκεντρώθηκαν οι στρατιώτες ανά ομάδες και άρχισαν να εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους. Οι ζωηρότεροι, κατά τη μαρτρυρία του στρατηγού Αλεξάκη, έλεγαν: «Ίσαμε επαέ ναρθούμε, στο κατώφλι του Αγίου Όρους, και να μην πάμε παραμέσα, να ίδωμεν έστω μίαν Μονήν, ποιός Θεός το θέλει;». Μάλιστα στην αναφορά του Λόχου (6 Νοεμβρίου 1912) παρουσιάστηκαν μερικοί στρατιώτες που ζητούσαν να μεταβούν στην Αθωνική πολιτεία, αλλά ο λοχαγός τους εξήγησε ότι βάσει των διαταγών κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον.
Πως όμως εξηγείται η αγάπη των Κρητικών για το Άγιον Όρος; Πέρα από την αίγλη που έχει σ' όλη την Χριστιανωσύνη, οι Αγιορείτες πατέρες συχνά έφερναν στη Κρήτη ιερά άμφια, θαυματουργές εικόνες, ιερά λείψανα κατά τη διάρκεια κυρίως των συχνών και αιματηρών κρητικών επαναστάσεων εναντίον του τουρκικού ζυγού, προκειμένου να ανυψώσουν το ηθικό των Κρητικών. Επίσης Αγιορείτες έφερναν το εργόχειρά τους για να τα πουλήσουν στο νησί. Ακόμη οι στρατιώτες του λόχου είχαν ακούσει για την ζωή αγιασμένων μοναχών του Άθω, για τα κειμήλια που φυλάσσει κάθε Μονή, για τις θαυματουργές εικόνες και για τα άγια λείψανα, όπως επίσης ξέρανε και για το μοναδικό φυσικό περιβάλλον της περιοχής αυτής.
Πηγή: Αγιορείτικες Μνήμες
Οι Ιταλοί βιάζονται να εισβάλουν στην Ελλάδα πριν συμπληρωθεί η Ελληνική επιστράτευση. Καταστρώνουν για τον σκοπό αυτό σχέδιο βιαίας επίθεσης με τις πεζικές, τις μηχανοκίνητες δυνάμεις τους, αλλά και με την αεροπορική τους υπεροπλία.
Τετρακόσια αεροσκάφη ιταλικά προς εκατόν σαράντα Ελληνικά. Τα αεροπλάνα των ιταλών βομβαρδίζουν ανηλεώς πάνω από τις αμυντικές μας γραμμές. Η τιτανομαχία μαίνεται ανάμεσα στους πολλούς Ιταλούς και στους λίγους Έλληνες.
Οι Έλληνες γνωρίζουν την τραγικότητα της κατάστασης και αγωνίζονται με την ψυχή ατσάλινη να ανακαταλάβουν την Γραμπάλα, και να αναχαιτίσουν τον εχθρό, να σωθεί η πατρίδα. Τα ιταλικά αεροπλάνα αγκομαχούν στην σκληρή πάλη με τους Έλληνες Ίκαρους που τους ρίχτηκαν σαν αετοί και υπερασπίζουν την φωλιά τους με άγριο μάτι και νύχια θανατερά.
Στις 2 Νοεμβρίου του 1940, ο Σμηναγός Ιωάννης Σακελλαρίου διετάχθη να εκτελέσει πολεμική αποστολή στον τομέα της VIII Μεραρχίας, προς αντιμετώπιση εχθρικών αεροσκαφών που κατευθύνονταν προς τα Ιωάννινα, με σκοπό το βομβαρδισμό της πόλης!
|
Το αεροπλάνο του Σμηναγού Σακελλαρίου |
Αρχηγός σχηματισμού τριών αεροπλάνων διώξεως P.Z.L., απογειώθηκε από το αεροδρόμιο των Τρικάλων, έχοντας αριστερά του τον Υποσμηναγό Iωάννη Κατσαρό και δεξιά του τον Επισμηνία Χρήστο Παπαδόπουλο με κατεύθυνση την περιοχή βορείως των Ιωαννίνων.
Ενώ πετούσαν πάνω από την Ζίτσα και σε ύψος 3000 μέτρα, αντελήφθησαν 5 εχθρικά βομβαρδιστικά, χωρίς την συνοδεία καταδιωκτικών εκείνες τις στιγμές...
H έκπληξη όμως ήρθε ύστερα από ελάχιστα λεπτά της ώρας, όταν εμφανίσθηκε σμήνος διώξεως με αεροπλάνα Fiat, τα οποία πρώτος αντελήφθη ο Υποσμηναγός Κατσαρός και ειδοποίησε τον Σμηναγό Σακελλαρίου, όχι όμως και τον Επισμηνία Παπαδόπουλο, του οποίου ο ασύρματος ήταν εκτός ενεργείας.
Τα 10 περίπου εχθρικά καταδιωκτικά διαμοιράστηκαν ανάλογα και ενεπλάκησαν σε αερομαχίες με τα 3 Ελληνικά (αναλογία 3 προς 1).
Ο Σμηναγός Ιωάννης Σακελλαρίου κυνηγάει με πάθος ένα ακόμη ιταλικό αεροπλάνο και το ρίχνει συντρίμμια στην γη. Τότε μανιασμένο το σμήνος των Ιταλών κυκλώνει τον Έλληνα αετό! Δεν έχει όμως άλλα πυρομαχικά ο δικός μας. Μισή ώρα δίνει μάχη στους αιθέρες. "Διώξατε μέχρι θανάτου", αντιλαλεί η διαταγή του προς το σμήνος που διοικούσε. Σε κλάσματα δευτερολέπτου αγκαλιάζεται με τον θάνατο. Ο Έλληνας Σμηναγός, περνά στην αθανασία...
Αυτή ήταν η τελευταία πτήση και του Σμηναγού Σακελλαρίου και του Επισμηνία Παπαδόπουλου!
Ο κινητήρας του αεροπλάνου του Σμηναγού |
O Υποσμηναγός Iωάννης Κατσαρός, που κι αυτός είχε εμπλακεί σε λυσσώδη αερομαχία με 3 εχθρικά, επίσης Fiat, αφού έβαλε το αεροπλάνο του δύο φορές σε περιδίνηση, ύστερα από αλλεπάλληλους ελιγμούς, κατόρθωσε να διαφύγει και με χαμηλή πτήση επέστρεψε στην βάση του, όπου ανέφερε τα δυσάρεστα συμβάντα στον Διοικητή της Μοίρας.
Το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας, ετίμησε με ηθικές αμοιβές, τόσο τους φονευθέντες, Σμηναγόν Iωάννη Σακελλαρίου και Επισμηνία Χρήστο Παπαδόπουλο, όσο και τον επιζήσαντα Υποσμηναγό Iωάννη Κατσαρό, διότι εξετέλεσαν πολεμικάς αποστολάς, μετά εξαιρετικής τόλμης και αυτοθυσίας, υπερβαινούσας κατά πολύ, την εκτέλεσιν του καλώς εννοουμένου καθηκοντός των.
****
Σμηναγός Ιωάννης Σακελλαρίου
Επισμηνίας Χρήστος Παπαδόπουλος
ΑΘΑΝΑΤΟΙ
****
«Το χρωστούσαμε στην Ελλάδα» είπε ο πατέρας του όταν το έμαθε μετά από δύο μέρες. «Δέχομαι συγχαρητήρια σαν Έλληνας και συλλυπητήρια σαν πατέρας».
Στον Γιάννη μου, τον Αεροπόρο
Από ψηλά στα Γιάννενα φωνή αγγέλου φτάνει,
Ετοίμασε, πατέρα μου, το δάφνινο στεφάνι
τις αδελφές μου φίλησε, της μάνας μου το χέρι
στάσου στη θέση μου πιστός σε κάθε θέλημα της
και πες της, υπερήφανη, πρώτη αυτή να ξέρει
ως άλλη μάνα, η Ελλάς, με κράτησε κοντά της.
"Από τον πατέρα του Αριστοτέλη Σακελλαρίου"
****
Σμηναγός Ιωάννης Σακελλαρίου
Γεννήθηκε το 1915 στα Βίλλια Αττικής.
Τον Οκτώβριο του 1932 κατατάχθηκε στο Τμήμα Αξιωματικών της Σχολής Αεροπορίας. Αποφοίτησε τον Νοέμβριο του 1935 με τον βαθμό του Ανθυποσμηναγού.
Υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες της Αεροπορίας. Με την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τοποθετήθηκε στην 21η Μοίρα Διώξεως.
Επισμηνίας Χρήστος Παπαδόπουλος
Γεννήθηκε το 1918 στην Παραλία Βοιωτίας.
Τον Σεπτέμβριο του 1936 κατατάχθηκε στο Τμήμα Υπαξιωματικών χειριστών της Σχολής Αεροπορίας. Αποφοίτησε τον Σεπτέμβριο του 1938 με τον βαθμό του Σμηνία.
Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρετούσε στην 21η Μοίρα Διώξεως με έδρα το αεροδρόμιο Ιωαννίνων.
Πηγή: Περί Πάτρης
Οι άγιοι νεομάρτυρες Λάμπρος, Θεόδωρος και κάποιος του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα κατάγονταν από την Πελοπόννησο και ήταν έμποροι στο επάγγελμα.
Παραμένοντας καιρό στα Γιάννενα για εμπορικούς λόγους είχαν μάθει να μιλούν και την αλβανική διάλεκτο. Κατά το 1786 μ.Χ. αποφάσισαν να επιστρέψουν στον Μωριά, στην πατρίδα τους. Ξεκίνησαν λοιπόν και φθάνοντας στο Βραχώρι (Αγρίνιο) είπαν να διανυκτερεύσουν εκεί. Στην είσοδο της πόλης στέκονταν οι φοροεισπράκτορες για τη συλλογή του κεφαλικού φόρου που πλήρωναν οι ρωμιοί. Οι τρεις έμποροι μηχανεύτηκαν να προσποιηθούν τους μουσουλμάνους, για να μη πληρώσουν φόρο. Έτσι περνώντας από το γιομπρούκι, τον χώρο που κάθονταν οι γιομπρουκτσήδες (φοροεισπράκτορες), τους χαιρέτησαν με τον μουσουλμανικό χαιρετισμό «σαλάμ αλέκουμ». Νομίζοντας οι φοροεισπράκτορες πως είναι μουσουλμάνοι αρβανίτες, τους άφησαν να περάσουν ελεύθερα. Αυτοί πήγαν σε κάποιο σπίτι να διανυκτερεύσουν για να συνεχίσουν πρωί πρωί την άλλη ημέρα για την πατρίδα τους. Οι Τούρκοι θέλοντας να δουν που κατέλυσαν οι ξένοι και να μάθουν και κανένα νέο από τα Γιάννενα έστειλαν κάποιο δικό τους στο σπίτι που έμεναν οι άγιοι. Εκείνος πλησιάζοντας στο σπίτι δεν χτύπησε αμέσως παρά στάθηκε απέξω ν’ αφουγκραστεί τι έλεγαν μέσα. Την ώρα εκείνη οι τρεις φιλοξενούμενοι έλεγαν στον νοικοκύρη ότι σήμερα μ’ ένα σαλάμ γλυτώσαμε τον φόρο.
Μόλις τ’ άκουσε ο τούρκος κατάλαβε πως είναι Χριστιανοί και χωρίς να μπει μέσα, έτρεξε αμέσως να το αναγγείλει σε αυτούς που τον είχαν στείλει. Ως θηρία ανήμερα τότε επέδραμαν οι ασεβείς, τους άρπαξαν και κυριολεκτικά σέρνοντάς τους, τους πήγαν στο δικαστήριο και είπαν στον δικαστή:
› Αυτοί οι τρεις άνθρωποι ενώ είναι ρωμιοί περνώντας σήμερα από το γιομπρούκι μας χαιρέτησαν με το σαλάμ αλέκουμ. Πρέπει λοιπόν ν’ ανακριθούν γιατί το είπαν αυτό το οποίο είναι χαρακτηριστικό των Τούρκων και όχι των Ρωμιών. Και αν μεν περιγέλασαν την πίστη πρέπει σύμφωνα με τον νόμο να τιμωρηθούν, αν δε αγάπησαν το ισλάμ να περιτμηθούν και να τιμηθούν.
Ο δικαστής τότε τους ρώτησε αν όλα αυτά αληθεύουν.
Οι άγιοι μάρτυρες του απάντησαν με ειλικρίνεια:
› ναι, είναι αλήθεια, ότι χαιρετίσαμε τούρκικα, για να μην πληρώσουμε τον φόρο, όχι όμως πως αγαπήσαμε το ισλάμ.
Ο κριτής τους απάντησε:
› λοιπόν τώρα πρέπει να γίνετε Τούρκοι δίχως άλλο και έτσι να γλυτώσετε τη ζωή σας, ειδεμή έχετε να βασανιστείτε και να θανατωθείτε.
Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι άγιοι έδωσαν όπως έπρεπε την απάντηση στον δικαστή:
› Εμείς, ενδοξότατε αφέντη, είπαμε αυτόν τον λόγο για να γλυτώσουμε χρήματα, όμως το ν’ αρνηθούμε την πίστη μας είναι αδύνατον, κάνε μας ό,τι θέλεις.
Τότε ο δικαστής διέταξε να τους δείρουν αλύπητα και να τους κλείσουν στη φυλακή.
Εκεί στη φυλακή ο ένας παρηγορούσε τον άλλον.
Μάλιστα ο ένας ο οποίος ήταν και γραμματισμένος έλεγε,
› προσέχετε αδελφοί μου, μη δειλιάσει κανένας και χάσει αυτό το κελεπούρι που μας έτυχε. Λίγο θα υπομείνουμε και την αιώνια ζωή θα κερδίσουμε. Να μη λυπηθούμε ούτε συγγενείς, ούτε φίλους, ούτε την πρόσκαιρη πατρίδα αλλά να σταθούμε ανδρείοι στην πίστη του Χριστού, για να πάμε χαίροντες στην άλλη πατρίδα, όπου δεν έχει τέλος ποτέ.
Αφού έμειναν νηστικοί αρκετές ημέρες στη φυλακή τους έφεραν πάλι στον δικαστή, ο οποίος αφού τους ανέκρινε ξανά, διέταξε να τους ξυλοκοπήσουν και να τους γυρίσουν πάλι στη φυλακή.
Μετά από πέντε ημέρες τους οδήγησαν πίσω στο δικαστήριο, όπου ο μουσελίμης κι ο κατής συμφώνησαν και εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση.
Τους πήραν τότε οι δήμιοι και τον ένα τον κρέμασαν σ’ ένα πλάτανο κοντά στο τζαρσί (αγορά), τον άλλο έξω από τον Άγιο Δημήτριο και τον άλλο στην άκρη της πλατείας, εκεί όπου μπαίνει ο κεντρικός δρόμος μέσα στην πόλη.
Έτσι οι τρισόλβιοι μάρτυρες, χωρίς να το περιμένουν, έλαβαν τον στέφανο της αθλήσεως από τον αγωνοθέτη Κύριο.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τριάδος ἰσάριθμοι τῆς ὑπερθέου σοφοί, ὑπάρχοντες ὤφθητε ἐν Βραχωρίῳ στεῤῥᾷ, ἀθλήσει φωτίζοντες, πάντας τοὺς ὡς ὁπλίτας τοῦ Χριστοῦ ὑμᾶς γνόντας, Λάμπρε σὺν Θεοδώρῳ καὶ ἑνὶ Ἄλλῳ πάλαι, καὶ νῦν ἐν παῤῥησίᾳ Χριστῷ, πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τοὺς Βραχωρίου, βοηθοὺς καὶ ἀντιλήπτορας, τοὺς τῇ ἀθλήσει, αὐτῶν τοῦτο ἁγιάσαντας, πίστει ἅπαντες συνέλθωμεν ἐκβοῶντες· ὡς τυχόντες παῤῥησίας πρὸς τὸν Κύριον, ἐξ αἱρέσεων καὶ νόσων ἡμᾶς ῥύσασθε ἵνα κράζωμεν· θεῖοι Μάρτυρες χαίρετε.
Κάθισμα. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, σὺν Βραχωρίῳ, Ἐκκλησία ἅπασα, μνήμην Μαρτύρων Σου Χριστέ, καὶ εὐφροσύνως κραυγάζει Σοι· σῶσον Οἰκτίρμον, τὸν κόσμον εὐχαῖς αὐτῶν.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι ἀοράτως ᾄδουσί σοι ἀπαύστως σὺν Μάρτυσι Χριστὲ Παντοκράτωρ. Καὶ νῦν ὡς Θεὸν Λόγον ἐπὶ γῆς τοὺς κηρύξαντάς Σε τὸν Χριστόν, Κύριε, ὁπλίτας Σου, ὑμνοῦμεν ἐκβοῶντες πρὸς αὐτοὺς τοιαῦτα·
Χαίρετε, δι’ ὧν ὁ Χριστὸς ἐκηρύχθη·
χαίρετε, δι’ ὧν ὁ ἐχθρὸς ἐπατήθη.
Χαίρετε, τὸν κόσμον τοῖς ἄθλοις φωτίσαντες·
χαίρετε, ἐν σκότει τὸν βελίαρ βυθίσαντες.
Χαίρετε, πάντων ἀπροσμάχητοι Ὀρθοδόξων οἱ φρουροί·
χαίρετε, πᾶσαν οἱ διώκοντες τῶν αἱρέσων ἀχλύν.
Χαίρετε, ὑπ’ ἀδίκων τῶν κριτῶν δικασθέντες·
χαίρετε, ὑπὸ δικαίου τοῦ Κριτοῦ οἱ στεφθέντες.
Χαίρετε, Χριστὸν τῇ ἀγχόνῃ δοξάσαντες·
χαίρετε, ἀεὶ μετ’ Αὐτοῦ συνδοξαζόμενοι.
Χαίρετε, κλεινοὶ Βραχωρίου προστάται·
χαίρετε, ταχινοὶ πασῶν νόσων διῶκται.
Θείοι Μάρτυρες χαίρετε.
Πηγή: Ελλήνων Εκκλησία
Ο μεγάλος άγιος της Γεωργίας Γαβριήλ ο διά Χριστόν σαλός και Ομολογητής († 1995)
Αν βλέπαμε μια "μικτή κόσμου" της Ορθοδοξίας, στην οποία σίγουρα θα συμμετείχαν ο άγιος Πορφύριος, οι Γέροντες Παΐσιος και Ιάκωβος, Κλεόπας Ελίε, Σωφρόνιος του Έσσεξ και Ιωνάς της Οδησσού († 2012 - για να περιοριστώ σε αγίους που κοιμήθηκαν μετά το 1990), βασικός παίχτης θα ήταν και ο άγιος Γαβριήλ.
Οι περιπέτειές του (από την εφηβία ακόμη, πιστό παιδί μιας αθεϊστικής οικογένειας που τον εμπόδιζε να προσεύχεται - όμως η μητέρα του τελικά πίστεψε και κατέληξε μοναχή), οι ασκητικοί του αγώνες και οι ταλαιπωρίες του για το Χριστό συγκλονίζουν. Η αγάπη του απέραντη. Τα θαυματουργικά του χαρίσματα είναι εφάμιλλα του αγίου Πορφυρίου και του Γέροντα Παΐσιου.
Σταχυολογούμε ένα μικρό αφιέρωμα στην προσωπικότητά του, εξαιρετικά επίκαιρη μια και βαδίζουμε προς μια αθεϊστική κοινωνία ακόμη και στη χώρα μας. Ας έχουμε την ευχή του.
Ο π. Γαβριήλ Ουργκεμπάτζε γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1929 στην Τυφλίδα της Γεωργίας και κοιμήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1995 στο Μτσχέτα. Υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες μορφές της σύγχρονης Γεωργίας, ένας χαρισματικός και θεοφόρος Γέροντας, ο οποίος έζησε ως διά Χριστόν σαλός (προσποιητά τρελός ["Ν": άρθρο για τους σαλούς εδώ - ενότητα στο blog μας εδώ]) και Ομολογητής (δηλ. διακήρυξε δημόσια την πίστη του στο Χριστό κατά τη διάρκεια διωγμού). Ενάντια στις επιταγές του αθεϊστικού καθεστώτος, έχτισε με τα ίδια του τα χέρια έναν τετράτρουλο ναό στο σπίτι του, όπου και ασκήτεψε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Εκάρη μοναχός και διώχθηκε για πολλά χρόνια από την κυβέρνηση. Βασανίστηκε από τις μυστικές υπηρεσίες και φυλακίστηκε για αρκετούς μήνες.
Ενώ δεν μας έχει ακόμη αποκαλυφθεί όλο το φάσμα του βίου του, είναι αμέτρητες οι μαρτυρίες των ανθρώπων που τον επισκέπτονται στην Ιερά Μονή Σαμτάβρο, στην πόλη Μτσχέτα, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, και έζησαν από κοντά τη θαυματουργική του δύναμη, αλλά και το διορατικό και προορατικό του χάρισμα. Σήμερα στον τάφο του, στο προαύλιο του μοναστηριού, επιτελούνται αναρίθμητα θαύματα σε ανθρώπους που πάσχουν από ανίατες ασθένειες.
Ο άγιος Γαβριήλ τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 2 Νοεμβρίου.
Διδασκαλίες του αγίου:
1.«Μπροστά στον κύριο συσσωρεύονται οι αμαρτίες των ανθρώπων σαν τα βότσαλα της θάλασσας. Δεν υπάρχει όμως αμαρτία που να υπερβαίνει τη μετάνοια. Αν συναντήσεις έναν φονιά ή μια πόρνη ή έναν μεθύστακα, μην τον κατηγορήσεις. Είναι πλάσματα του Θεού, των οποίων τα λουριά έχει αφήσει ο Κύριος. Έτσι καλούνται να βρουν οι ίδιοι, μόνοι τους, το σωστό δρόμο με τη μετάνοια. Το δικό σου όμως λουρί το κρατάει ο Κύριος και, αν το αφήσει, εσύ θα πέσεις σε χειρότερη κατάσταση και θα καταστραφείς.»
2. «Στις έσχατες ημέρες η αγάπη, η ταπείνωση και η καλοσύνη είναι που θα σώσει τους ανθρώπους. Η καλοσύνη θα σου ανοίξει την πύλη του Παραδείσου, η ταπείνωση θα σε βάλει μέσα και η αγάπη θα σου φανερώσει το πρόσωπο του Θεού…»
Διωγμός και από την επίσημη Εκκλησία!
Για χρόνια ο πατριάρχης Γεωργίας Εφραίμ Β΄ του είχε επιβάλει ακοινωνησία (απαγόρευση να κοινωνήσει, δηλ. αφορισμό), υποκύπτοντας σε πιέσεις του καθεστώτος! Αυτό το διάστημα, που δεν είχε θέση σε κάποιο ναό, ο άγιος έζησε ως ζητιάνος και με τα χρήματα που μάζευε ελεούσε τους φτωχούς. Ο πατριάρχης τού έλυσε τον αφορισμό λίγο πριν το θάνατό του (του πατριάρχη), το 1972. Όταν πέθανε, ο άγιος πήρε τη φωτογραφία του (που την κατέβασαν από τη Θεολογική Σχολή, για να βάλουν τη φωτογραφία του νέου πατριάρχη) και την τοποθέτησε με σεβασμό στο κελί του (βιογραφία του αγίου, σελ. 70-74).
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΑΠΑΝΤΑ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ (Εδώ )
›Γέροντα, πώς να αγαπάμε έναν κακό άνθρωπο;
› Κατανοώ την ερώτηση σας. Να μισείτε την κακία και την αμαρτία, όμως τον άνθρωπο πρέπει να τον λυπάστε και να τον αγαπάτε. Μόνον ο Θεός ξέρει. Μπορεί αυτός που εμείς μισούμε σήμερα, αύριο, με προσευχή, με δάκρυα, με νηστεία, με μετάνοια, να καθαριστεί και ο Κύριος να τον συμπεριλάβει στους Αγγέλους. Υπήρξαν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι στην ιστορία.
Όταν έβριζαν ή κατηγορούσαν τον άγιο, τον ρωτούσαν με ειλικρινή απορία:
› Στ' αλήθεια, Γέροντα, ακόμη τους αγαπάς;
› Τώρα πιο πολύ τους αγαπώ και τους λυπάμαι, απαντούσε μελαγχολικά.
Όταν δεν έβλεπε στον άνθρωπο αγάπη, η καρδιά του πονούσε και παραπονιόταν:
› Εκεί που δεν υπάρχει η αγάπη βρίσκεται η κόλαση. Ο Κύριος σου δείχνει τη δυστυχία του άλλου για να δει πώς θα αντιδράσεις. Θα προσευχηθείς για τον πλησίον σου; Θα τον βοηθήσεις; Και με αυτό τον τρόπο σε καλεί να εκπαιδεύεσαι στην αγάπη και να την καλλιεργείς.
Ο π. Γαβριήλ κατέβαινε στο ναό, γονάτιζε στον άμβωνα και κήρυττε να περνούμε τις ημέρες μας με αγάπη. Αν είχε μαλώσει κάποιον για τυχόν λάθη που διέπραξε και περνούσε η μέρα χωρίς να έρθει να του ζητήσει συγχώρεση, τον έβρισκε Γέροντας κι έλεγε:
› Συγγνώμη αν σε στενοχώρησα.
Κάποια φορά ο Γέροντας, ενόσω μας μιλούσε στο κελί του, άρχισε ξαφνικά να «κατηγορεί» κάποιον που κατείχε μεγάλη θέση:
›Τέτοιον εχθρό, σαν αυτόν, δεν είχε ξανά η Γεωργία. Είναι δυνατόν να μη βρέθηκε κανείς να τον σκοτώσει για να ελευθερώσει τον λαό; Τον φονιά του θα τον εκτελέσουν αμέσως. Αλλά εγώ θα τον ελεήσω!
Ένας πιστός, που ήταν εκεί, σκέφτηκε:
› Εγώ, π. Γαβριήλ, μπορώ να τον σκοτώσω.
Κι αμέσως ο Γέροντας του είπε:
› Αν μισήσεις έστω κι έναν άνθρωπο, είσαι μακριά από τη Βασιλεία των Ουρανών!
Με τέτοιον τρόπο δίδασκε ο άγιος στους ανθρώπους την αγάπη.
Ο άγιος δεχόταν δώρα μόνο αν ήταν δουλεμένα με αγάπη και καλοσύνη. Σ' όποια δουλειά δεν έβλεπε αγάπη, έλεγε:
› Δεν τη θέλω τέτοια δουλειά. Δεν έχει χάρη.
Μάλιστα δεν δεχόταν ούτε το ψωμί που του πρόσφεραν αν αυτό δεν δινόταν αυθόρμητα κι από αγάπη. Ένα πνευματικό του παιδί θυμάται σχετικά:
› Κάποτε μια φίλη μου, πηγαίνοντας στον Γέροντα, πήρε μαζί της τρία καρβέλια ψωμί για να του τα δώσει. Στο δρόμο σκέφτηκε: "Τι τα χρειάζεται ο π. Γαβριήλ τρία καρβέλια; Τα δύο του φτάνουν". Και κράτησε το ένα για τον εαυτό της. Όταν μπήκαμε στην αυλή του μοναστηριού, ο Γέροντας μου είπε, κοιτάζοντας αυστηρά τη φίλη μου:
› Πάρε αυτά τα καρβέλια και δώσ' τα στα πουλιά.
Άρχισα να κόβω μπουκίτσες το ζεστό ψωμί και απορούσα γιατί με έβαλε να δώσω στα πουλιά τόσο ψωμί. Ύστερα η φίλη μου, μου εξήγησε το λόγο αποκαλύπτοντας μου τι είχε σκεφτεί νωρίτερα. Και μ' αυτό τον τρόπο ο Γέροντας έδωσε ένα μάθημα στη φίλη μου».
Ο π. Γαβριήλ μας είχε φανερώσει την επιθυμία του να γράψει κάπου με χρυσά γράμματα «Ο Θεός είναι αγάπη» και να το κρεμάσει στο λαιμό του. Αλλά ο Θεός του είπε:
› Γαβριήλ, το όνομα μου πρέπει να το χαράξεις στην καρδιά σου και όχι να το κρεμάς στο στήθος.
Οι Ιεχωβάδες επικαλούμενοι κάποια χωρία από την Αγία Γραφή, αρνούνται τη μετάγγιση αίματος, θεωρώντας ότι με το αίμα «μεταγγίζονται» και οι αμαρτίες. Ο π. Γαβριήλ έλεγε γι` αυτό το θέμα:
›Ναι, στο αίμα είναι οι αμαρτίες. Αλλά αν ο άνθρωπος πεθαίνει, πρέπει να του δώσεις αίμα για να τον σώσεις. Μεταγγίζεις αγάπη ! Κι η αγάπη σκεπάζει τις αμαρτίες.
Λίγες ημέρες προτού φύγει από τη ζωή ο Γέροντας έλεγε:
› Εγώ είμαι σκουλήκι, χώμα και σκόνη. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την αλήθεια. Ο Θεός είναι η αλήθεια. Φεύγω και αρχίζω να χτίζω σπίτι. Να ξέρετε: Αν κάποιος από εδώ χαθεί, θα κατέβω εγώ γι' αυτόν ακόμη και στον Άδη.
Ο Θεός μας ζητάει οι καλές πράξεις που κάνουμε να πηγάζουν από την καρδιά μας. Ότι καλό κάνουμε στους άλλους, το κάνουμε για τον Κύριο. Όταν κάνεις το καλό, ανεβαίνεις μια σκάλα. Όταν αμαρτάνεις, την κατεβαίνεις. Κι αυτό συμβαίνει σ' όλη μας τη ζωή.
Μια φορά ο π. Γαβριήλ συζητούσε με τη γυναίκα μου [του συγγραφέα]. Εγώ καθόμουν στη γωνία και άκουγα. Μιλούσε τόσο θερμά και με αγάπη, που σκέφτηκα:
› Μακάρι, Γέροντα, να είχα τη μισή σου αγάπη.
Εκείνος, ξαφνικά, διέκοψε τη συνομιλία του και μου είπε:
› Αυτή την αγάπη, Μαλχάζι, δεν θα την αντέξεις! Απόρησα. Και πάλι σκέφτηκα: «Τότε ας είχα τη μισή απ' τη μισή ή και τη μισή απ' του μισού τη μισή». — Ναι, αυτό μπορεί να γίνει, απάντησε αμέσως στη σκέψη μου και συνέχισε τη συζήτηση του.
› Γι' αυτό είμαστε τόσο αδύναμοι και εύκολα μας νικά ο κόσμος και ο Πονηρός, γιατί προσπαθούμε μόνο για τον εαυτό μας, δεν φροντίζουμε ο ένας τον άλλον με αγάπη θεϊκή, αλλά ψάχνουμε για στηρίγματα: Ένας στη συγγένεια, δεύτερος στη φιλία, τρίτος στους γνωστούς κι άλλος στους γείτονες. Κι όλες αυτές οι σχέσεις δυναμώνουν τη φιλία κι όχι την ορθή πίστη, που είναι η μόνη που μπορεί να κουμπώσει τη ζώνη της φιλίας. Αλλά εμείς τι παθαίνουμε; Μερικές φορές κάνουμε πιο ευχάριστα παρέα με τους αλλόπιστους παρά με τα παιδιά της Εκκλησίας. Αυτά έλεγε κι ο Ιερός Χρυσόστομος.
Η προσευχή της μάνας για το παιδί της είναι πιο δυνατή και από τις ανοιγμένες φτερούγες του αετού (Εδώ )
Μια φορά παρακάλεσαν τον Γέροντα να προσευχηθεί για κάτι.
› Δεν είναι το θέλημα του Θεού, απάντησε αυστηρά.
› Εσείς προσευχηθείτε, τον ξαναπαρακάλεσαν επιμένοντας.
› Ο Μωυσής έβγαλε τον λαό του από τη δουλεία της Αιγύπτου - τι μπορούσε να κάνει ο ίδιος, αν δεν ήταν θέλημα του Κυρίου;
Όταν ένας κοντινός του π. Γαβριήλ τον ξέχασε στις προσευχές του, κάποια μέρα που πήγε στο κελί του, αφού τον ευλόγησε, του είπε καθώς έφευγε:
› Μη με ξεχνάς στις προσευχές σου, παιδί μου!
› Πώς, πατέρα, το ξέρετε και αυτό; ρώτησε απορημένος.
› Και αυτό το ξέρω και εκείνον με τον οποίο μάλωσες, κι ανέφερε το όνομα του. Όταν προσεύχεστε, εγώ είμαι δίπλα σας, έλεγε κοιτάζοντας τους όλους με αγάπη.
Πώς μπορώ να προσεύχομαι για τους εχθρούς μου;
Ο Ζουράμπ Βαραζασβίλι τον ρώτησε:
›Πάτερ Γαβριήλ, υπάρχουν άνθρωποι ανήθικοι, γεμάτοι κακία, που αξίζουν την περιφρόνηση και σε αναστατώνουν. Πώς μπορούμε να προσευχόμαστε για το καλό τους; Δεν θα βγουν οι ευχές από την καρδιά μας.
› Κάνε την αρχή απ' αυτόν που αγαπάς πιο πολύ, ας πούμε από τα παιδιά σου. Όταν προσευχηθείς γι' αυτά, συνέχισε με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας σου. Μετά γι' αυτούς που βρίσκονται γύρω σου, για τους γείτονες. Ύστερα για την πόλη που μένεις. Η Τιφλίδα δεν είναι η μόνη. Να προσευχηθείς για όλους που μένουν στη Γεωργία. Η Γεωργία δεν είναι η μόνη. Την περικυκλώνουν εχθροί.
Παρακάλεσε τον Θεό να ειρηνεύσει τις καρδιές τους, ώστε να μην μπορούν να την εχθρεύονται. Τώρα, αφού προσευχήθηκες για όλη τη χώρα σου, έμειναν μόνον οι δικοί σου προσωπικοί εχθροί. Μην τους αποκλείεις. Παρακάλεσε τον Θεό να γεμίσει τις καρδιές τους με καλοσύνη και το νου τους με σοφία. Βλέπετε; Έτσι γίνεται να προσευχηθείς και για τους εχθρούς.
Για μια πόρνη
Κάποτε, ο Γέροντας κάθε πρωί και για μερικές βδομάδες, μνημόνευε μια κοπέλα που είχε απομακρυνθεί τελείως από κοντά μας, επειδή είχε γίνει πόρνη. Τον άκουγαν και απορούσαν: «Γιατί μας λέει κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια; Ποιος είναι ο λόγος;».
Τελικά τον ρώτησαν:
› Γέροντα, γιατί τη μνημονεύετε τόσο συχνά;
› Για να προσεύχεστε γι' αυτήν. Σας ικετεύω να προσευχηθείτε πολύ για την ψυχή της, μας είπε.
Ένα απόγευμα κάποια πιστή, καθώς ήταν πολύ κουρασμένη, σκεφτόταν: «Δεν μπορώ να μνημονεύω όλους αυτούς τους συγγενείς και γνωστούς μου. Ας νοιάζεται ο καθένας για το κεφάλι του. Μου αρκεί το δικό μου. Την άλλη μέρα που πήγε στον π. Γαβριήλ και γονάτισε να πάρει ευλογία, ο Γέροντας αφού την ευλόγησε της είπε:
›Όχι μόνο για τους κοντινούς σου και για τους γνωστούς σου πρέπει να προσεύχεσαι, αλλά και για όσους βρίσκονται στις φυλακές, στους οίκους ανοχής, για τους ανήμπορους και τους οδοιπόρους.
› Η προσευχή της μάνας για το παιδί της είναι πιο δυνατή και από τις ανοιγμένες φτερούγες του αετού.
Τ Ι ΕΒΛΕΠΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΟΡΑΤΟ ΚΟΣΜΟΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΑΟ ΚΑΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΝΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ (Εδώ )
Διηγείται ένας πιστός:
«Μια μέρα, βγαίνοντας από το ναό μαζί με τον π. Γαβριήλ, εκείνος έκανε το σταυρό του. Μόλις απομακρυνθήκαμε μερικά μέτρα, στράφηκε ξαφνικά προς το ναό και άρχισε να... φτύνει! Ύστερα, περνώντας έξω από μια ταβέρνα έκανε πάλι το σταυρό του. Βέβαια αυτό το έκανε συχνά, αλλά δεν μπορούσα να το εξηγήσω και έτσι δεν συγκράτησα την περιέργεια μου:
› Γέροντα, γιατί όταν είστε κοντά στο ναό φτύνετε και όταν περνάτε έξω από την ταβέρνα κάνετε το σταυρό σας και προσεύχεστε;
› Αφού με ρωτάς από καρδιάς, θα σου πω. Αυτό όμως αφορά μόνον εμένα. Γύρω από την εκκλησία στέκονται παρατεταγμένα σε τρεις σειρές τα δαιμόνια, γιατί δεν θέλουν να μπαίνει μέσα ο άνθρωπος. Έτσι, όταν βγαίνω από το ναό και απομακρύνομαι λίγο, τα βλέπω και φτύνω. Ενώ όποτε περνάω από την ταβέρνα βλέπω τους αγίους Αγγέλους να κλαίνε που μεθοκοπούν εκεί οι άνθρωποι, κι αρχίζω μαζί τους να προσεύχομαι ν' αφήσουν την οινοποσία και να πάνε στο ναό. Ο ναός συμβολίζει τον Ουρανό. Να περάσω από μπροστά του και να μην μπω μέσα; Αν περάσεις μπροστά από την εκκλησία και κάνεις απλώς το σταυρό σου, σημαίνει ότι χαιρετάς τον Θεό και τον προσπερνάς. Τότε τα δαιμόνια χαίρονται. Γι' αυτό πρέπει να διαπεράσεις τον κλοιό τους ή τουλάχιστον να πλησιάσεις την πόρτα του ναού και εκεί να κάνεις το σταυρό σου. Αν δεν έχεις χρόνο, κάνε απλώς το σταυρό σου και ζήτησε από τον Κύριο συγχώρεση που δεν μπήκες μέσα».
Μια φορά ο Γέροντας φαινόταν στενοχωρημένος. Ύστερα από λίγο άρχισε να παριστάνει τον τρελό κι έλεγε:
› Φεύγουν από τη Γεωργία για να συναντήσουν άλλους προφήτες. Τι πρόβλημα έχει η Γεωργία; Ίσως εδώ μάλιστα να βρίσκεται και κάποιος λίγο πιο μεγάλος από τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ! «Ότι ουκ έστι προφήτης άτιμος ει μη εν τη πατρίδι αυτού και εν τοις συγγενέσι και εν τη οικία αυτού» .
ΤΟ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ (Εδώ )
Ο π. Γαβριήλ ποτέ δεν σταμάτησε να εργάζεται. Δούλευε για κάποιο διάστημα ως αγρότης στα κολχόζ, όπου και διέμενε. Εκεί στερήθηκε για λίγο την ησυχία, καθώς δεν ήταν εύκολο να μένει μόνος του. Βρήκε όμως πολύ γρήγορα μια σπηλιά, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι βοσκοί, την καθάρισε κι εγκαταστάθηκε εκεί. Πολύ πιθανό είναι την άγνωστη σε μας περίοδο της ζωής του να την πέρασε εκεί, στη σπηλιά. Ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε για τους ασκητές και τους σπηλαιώτες φανέρωνε μια εξοικείωση με τη ζωή αυτή, ενώ το πρόσωπο του φορτιζόταν και μια ανεπιτήδευτη τρυφερότητα διαγραφόταν στην έκφραση του.
Οι πιστοί συχνά του ζητούσαν να κάνουν παρακλήσεις για να πληθαίνει και να αναπτύσσεται η Γεωργία.
Κάποια φορά, κατά τη διάρκεια της παράκλησης στο ναό Σιόνι, ο άγιος είδε ένα τρομακτικό όραμα. Διηγείται ο ίδιος:
› Ήταν δυο στρατιωτικοί, με αρχαίες στρατιωτικές στολές, που έδειχναν εμένα: "Να! Αυτός είναι!". Ήρθαν πλάι μου και με πήραν μαζί τους. Με δυσκολία καταλάβαινα. Διέκρινα ένα άσπρο σπίτι χωρίς σταυρό. Με έβαλαν μέσα. Ήταν τελείως σκοτεινά.
Έκλεισαν τις πόρτες και μ' άφησαν εκεί. Όταν τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι, είδα πεταμένα στο πέτρινο πάτωμα παιδάκια, που είχαν το μέγεθος ενός μικρού δαχτύλου και κείτονταν μέσα στα αίματα. Από μια τρύπα στο ταβάνι έπεφταν κι άλλα νεκρά παιδάκια, τόσα πολλά που δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά. Όλα γύρω ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Στεκόμουν στις μύτες των ποδιών μου. Και ξαφνικά άνοιξε η πόρτα κι άκουσα μια φωνή: " Έρχεται! Έρχεται!" Παραξενεύτηκα. "Ποιος έρχεται; Φαίνεται θα 'ναι εδώ το αφεντικό. Θα παρακαλέσω να με αφήσουν να φύγω από εδώ", σκέφτηκα. Πάλι ήρθαν εκείνοι οι δύο στρατιωτικοί. Στάθηκαν στην είσοδο και στην έξοδο και δεν μου επέτρεπαν να φύγω. Κόλλησα στον τοίχο. Τότε είδα την Παναγία να έρχεται με τη συνοδεία αγγέλων και αγίων. Ήταν ντυμένη στα λευκά. Την αναγνώρισα αμέσως. Με κοίταξε αυστηρά, μου έδειξε τα ματωμένα παιδιά και μου είπε: 'Τι' αυτό με παρακαλάς; Έτσι θα πληθαίνει η Γεωργία; Εγώ θα ευλογώ κι αυτοί θα σκοτώνουν;" Γύρισε κι έφυγε. Έπειτα με πήραν οι δυο στρατιωτικοί και με έφεραν στο κελί μου.
Την επομένη ο π. Γαβριήλ αποκάλυψε αυτό το όραμα σ' όσους ήταν παρόντες στην ικεσία και παρακάλεσε όλες τις γυναίκες να προσεύχονται προειδοποιώντας τες:
› Μητέρες, μην κάνετε εκτρώσεις! Βοηθήστε να σωθεί η Γεωργία! Φοβήθηκα τόσο πολύ όταν είδα οργισμένη την Παναγία, που δεν ήξερα πού να πάω. Δεν επιθυμώ κανείς να δει έτσι τη Βασίλισσα του Ουρανού και της Γης.
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ (Εδώ )
Μια φορά πήγαν στον Γέροντα δύο γυναίκες Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τις έστειλαν για να δουν αν ο π. Γαβριήλ θα τις έφερνε στην οδό της αληθείας. Όταν μπήκαν στο κελί, ο π. Γαβριήλ, με ένα μυστηριώδες ύφος στη φωνή του, φώναξε:
› Ήρθε το χαλάζι και βρήκε την πέτρα!
Μετά άρχισε να κλαίει για πολλή ώρα. Οι γυναίκες, μην αντέχοντας άλλο, τον ρώτησαν γιατί έκλαιγε.
› Πώς να μην κλαίω; Για όλους τους χριστιανούς η πόρτα της Βασιλείας των Ουρανών είναι ανοιχτή, όμως εγώ από τις αμαρτίες μου δεν μπορώ να μπω! Κι αυτοί οι Ιεχωβάδες, πέντε εκατομμύρια στον κόσμο, λένε ότι θα σωθούν μόνο 144 χιλιάδες. Αυτοί έχουν πιάσει όλες τις θέσεις, κι εμένα ποιος θα με βάλει μέσα;
Οι γυναίκες τα έχασαν. Δεν ήξεραν τι ν' απαντήσουν. Ύστερα τους μίλησε για την πλάνη στην οποία βρίσκονταν, τους δίδαξε την ορθή πίστη και, τέλος, έγιναν μοναχές στο μοναστήρι Μπόδμπε.
Η Μτσχέτα και η γύρω περιοχή είναι γεμάτη με εκκλησίες και μοναστήρια, όπου οι προσκυνηματικές εκδρομές είναι συνηθισμένες. Μια μέρα η αυλή του μοναστηριού Σαμτάβρο γέμισε παιδικές φωνές. Η ανυπόμονη φύση των παιδιών τα έκανε να τρέχουν παντού. Οι δάσκαλοι δυσκολεύονταν να τα συμμαζέψουν. Ένα μόνο παιδί στεκόταν παράμερα. Πλησίασε την πόρτα της εκκλησίας, γύρισε αμέσως προς την πύλη για να βγει, και μετά πάλι, σαν κάποιος να το τραβούσε πίσω, κοίταζε την εκκλησία με βουρκωμένα μάτια. Ο π. Γαβριήλ καθόταν πάνω στις σκάλες και τα παρακολουθούσε όλα. Ξαφνικά έβαλε μια δυνατή φωνή και τα παιδιά από την τρομάρα τους μπήκαν στο ναό. Τότε ο Γέροντας είπε στην Ταμάρη που ήταν δίπλα του:
›Το παιδί αυτό που κάθεται μόνο του είναι Ιεχωβάς, όπως και οι γονείς του. Και βλέπεις τι κάνει ο Πονηρός; Δεν το αφήνει να μπει στην εκκλησία! Αλλά ούτε η χάρις του Κυρίου το αφήνει να βγει έξω.
Τότε ο Γέροντας το σταύρωσε, και το παιδί, σαν να ελευθερώθηκε από βαριές αλυσίδες, ξέγνοιαστο και χαρούμενο, μπήκε στο ναό. Αφού όλα τα παιδιά προσκύνησαν, βγήκαν ήρεμα από την εκκλησία. Ο π. Γαβριήλ, γελώντας, είπε τότε στην Ταμάρη:
› Ήρθαν αγριοκάτσικα και φεύγουν αρνιά!
Ο π. Γαβριήλ δεν επέτρεπε στα πνευματικά του παιδιά να μιλάνε με αιρετικούς γιατί έτσι άνοιγαν επικοινωνία με το κακό. Μια μέρα, δύο Ιεχωβάδες πήγαν σε ένα γειτονικό μου σπίτι κι οι γείτονες κάλεσαν εμένα να τους μιλήσω. Τους μίλησα, αλλά αυτοί δεν ήθελαν να καταλάβουν τίποτα. Εγώ βιαζόμουν να πάω στον π. Γαβριήλ και τους άφησα. Στον Γέροντα δεν έκανα λόγο καθόλου γι' αυτό. Κάποια στιγμή όμως μου είπε:
› Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να κάνεις κήρυγμα στους Ιεχωβάδες; Δεν είσαι απόστολος. Όποιος επιτρέπει σε αιρετικό να μπει στο σπίτι του, για να του μιλήσει για την ορθή πίστη, βάζει μέσα τον Πονηρό, και πώς μετά θα βγει από εκεί; Εσύ είχες καμιά ευλογία από ιερέα να κάνεις κήρυγμα; Όταν μιλάς με αιρετικούς, πρέπει να αποκαλύπτεις τα λάθη τους. Όμως εσύ άρχισες να μιλάς αλαζονικά, λέγοντας πως εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε πιο δυνατοί. Έτσι οδηγήθηκες από τον Πονηρό στην αμαρτία της περηφάνιας. «Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας υμών έμπροσθεν χοίρων, μηδέ καταπατήσωσιν αυτούς έν τοις ποσίν αυτών καί στραφέντες ρήξωσιν υμάς».
Στους αιρετικούς δεν κάνει να μιλάς, γιατί τους δίνεις αφορμή να βλασφημούν περισσότερο τον Κύριο. Αν ο μουσουλμάνος τηρεί τις δέκα εντολές, θα τον ευλογήσει ο Θεός και θα του φανερώσει το δρόμο προς την αλήθεια και έτσι θα στραφεί προς την Ορθοδοξία. Όπως ο απόστολος Παύλος που τηρούσε τις εντολές της Παλαιάς Διαθήκης ειλικρινά, καρδιακά και όχι φαρισαϊκά. Κι ο Θεός τον ελέησε και τον ξεχώρισε.
Σ' ένα πυκνό δάσος ζούσε μια φυλή. Οι άνθρωποι αυτοί, όταν χρειαζόταν, έφερναν βροχή με την προσευχή τους κι ότι άλλο ζητούσαν ο Θεός τούς το ικανοποιούσε. Στο τέλος τους έστειλε και δύο ιεραποστόλους, οι οποίοι όταν είδαν τα θαυμαστά που συντελούνταν απόρησαν και είπε ο ένας στον άλλον: «Βλέπεις αυτοί πόσα μεγάλα θαύματα κάνουν μόνοι τους; Αυτοί δεν προσκυνούν τον ήλιο, το φεγγάρι και τ' άλλα είδωλα, αλλά προσεύχονται ενώπιον Εκείνου που δημιούργησε τον ήλιο, το φεγγάρι, τον ουρανό και όλα. Ο Θεός βλέπει την καθαρή καρδιά τους και γι' αυτό ακούει τις παρακλήσεις τους. Γι' αυτό έστειλε και μας εδώ, για να κηρύξουμε την αλήθεια και να τους βαπτίσουμε. Το γράφει το Ευαγγέλιο: "Ζητείτε και εύρήσετε"».
Μια φορά έτυχε να περπατήσω στις παλιές περιοχές της Τιφλίδας. Προσπέρασα τους αρμένικους ναούς και μέσα μου τους κατηγόρησα ως αιρετικούς. Στη συνέχεια, επισκέφτηκα τον Γέροντα. Κάθισα αλλά δεν του είπα τίποτα. Εκείνος όμως είπε:
› Ναι, αλλά τι σου φταίει το Ετσμιαδζίνι; Όπως για μας είναι το Σβετιτσχοβέλι, έτσι γι' αυτούς είναι το Ετσμιαδζίνι. «Ετσμιαδζίνι» σημαίνει «Ένας που ήρθε». Εκεί εμφανίστηκε ο Θεός, και είναι σπουδαίο και άγιο μέρος. Και πού ξέρεις πότε χτίστηκαν αυτοί οι ναοί; Μήπως τους έχτισαν πριν γίνουν οι Αρμένιοι μονοφυσίτες;
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΑΓΩΓΗ, Σ’ ΕΝΑ ΤΖΑΜΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΒΑΠΤΙΣΤΕΣ (Εδώ )
ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΙ
Ο π. Γαβριήλ συχνά επισκεπτόταν ανθρώπους που είχαν διαφορετική θρησκευτική αντίληψη. Προσπαθούσε σε όλους να μοιράσει χάρη και να τους οδηγήσει στην αληθινή πίστη. Διηγείται ο ίδιος:
› Μια φορά, ντυμένος όπως ήμουν με το μοναχικό μου σχήμα, πήγα στη Συναγωγή. Στην είσοδο κρεμόταν ένα μεγάλο πορτρέτο του Μωυσή. Τον προσκύνησα. Αυτό άρεσε στους παρευρισκομένους. Ο Μωυσής ήταν ένας μεγάλος προφήτης κι εγώ του απέδωσα τον οφειλόμενο σεβασμό. Μπήκα την ώρα που διάβαζαν τη Βίβλο. Ήταν λίγοι και με κοίταζαν με έκπληξη. Άρχισα να κάνω κήρυγμα, κι όταν άκουσαν για τον Χριστό φώναξαν τον αρχιερέα τους. Βγήκε αλλά δεν με σταμάτησε. Ύστερα με κάλεσε στο γραφείο του. Άκουσε με πολύ ενδιαφέρον και προσοχή όσα έλεγα για τον Χριστό. Τέλος, με ευχαρίστησε και έτσι αποχωριστήκαμε. Πήγα και σ' ένα τζαμί. Απέξω μια παρέα μουσουλμάνων κάθονταν κι έπιναν τσάι. Όταν με είδαν, σηκώθηκαν και με κάλεσαν με σεβασμό στο τραπέζι τους. Εκεί κήρυξα μόνο για την αγάπη και χωρίσαμε γλυκά. Πήγα και στους Βαπτιστές αλλά δεν με δέχτηκαν. Όταν με είδαν, εκνευρίστηκαν, φώναξαν τον πάστορα τους και με έδιωξαν.
Ο π. Γαβριήλ, όταν μιλούσε για αιρετικούς ή πιστούς άλλων θρησκευμάτων, τόνιζε πάντοτε ότι πρέπει να επιδεικνύουμε την ίδια αγάπη σε όλους. Μια μοναχή του είπε κάποια φορά:
›Μίλησα με έναν αιρετικό. Οργίστηκα τόσο πολύ όταν με έβρισε, που νομίζω πως αμάρτησα.
Ο π. Γαβριήλ τότε της απάντησε γλυκά:
›Δεν είναι πέτρινη η καρδιά σου για ν' ακούς αδιάφορα να σε βρίζουν για την πίστη σου. Αν δεν είσαι αγνός και άκακος σαν μικρό παιδί, δεν θα μπεις στη Βασιλεία των Ουρανών. Όχι όμως να έχεις και το μυαλό ενός μικρού παιδιού!
Ενώ σε άλλη μοναχή είχε πει:
› Θα έρθει εποχή που θα σας οδηγούν κοσμικοί άνθρωποι. Μακάρι να μου έρθει κάποιος αιρετικός ή Βαπτιστής ή Μάρτυρας του Ιεχωβά. Θα τους βάλω να καθίσουν, θα τους ταΐσω και θα τους διδάξω τον καλό λόγο. Αλλά εγώ δεν θα φάω μαζί τους. Δεν θα καθίσω με απίστους. Κι αν έρθει κάποιος, εσύ μη σηκώνεσαι. Μη δώσεις τη θέση σου. Άφησε τον να καθίσει με τον εαυτό του. Δεν πήγες εσύ, αυτός ήρθε και κάθισε δίπλα στους πιστούς. Γι' αυτόν θα σηκωθούν όλοι;
ΕΡΩΤΗΜΑ - Γιατί οι Εβραίοι δεν κατάλαβαν ότι ο Χριστός ήταν ο Θεός; (Εδώ )
› Γιατί οι Εβραίοι δεν κατάλαβαν ότι ο Χριστός ήταν ο Θεός;
› Το κατάλαβαν. Αυτοί όμως επιθυμούσαν τη δόξα αυτού του κόσμου, γι' αυτό και δεν Τον δέχτηκαν. Κι ο Θεός τους έκρυψε τον τάφο του προφήτη Μωυσή, για να μην τον καταστήσουν Θεάνθρωπο.
Ύστερα από ολιγόλεπτη σιωπή, πρόσθεσε:
› Σε κάθε λαό ο Θεός έδωσε τον δικό του Μωυσή.
Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ, Ο ΠΑΤΗΡ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΚΑΡΑΣΒΙΛΙ (Εδώ )
Mου έλεγε ο π. Γαβριήλ για τον αγαπημένο του υποτακτικό π. Νικόλαο Μακαρασβίλι:
› Εγώ σε ευλογώ να πας στον π. Νικόλαο και να τον υπακούς. Αυτός είναι ο ιερομόναχος που τηρεί απαρέγκλιτα τους εκκλησιαστικούς κανόνες. Τέτοιον μοναχό δεν θα ξαναέχει η Γεωργία. Η ταπείνωση του φθάνει μέχρι το θρόνο του Κυρίου. Ο «πρύτανης» στους μοναχούς είμαι εγώ. Όμως εμένα θα διαδεχθεί ο π. Νικόλαος. Θα τον βάλουνε να περάσει μέσα από «σωλήνα» και μετά θα γίνει γιατρός όλων των ψυχών. Εγώ πώς θα μπορούσα να αγαπήσω τους μέθυσους, αν δεν είχα περάσει μέσα απ' αυτή την αμαρτία; Είμαι 40 χρόνια μοναχός και δεν είχα κοντά μου ποτέ ούτε έναν δόκιμο, και τώρα 40 ημερών μοναχοί έχουν! Ο Νικόλαος είναι η τελευταία μου ελπίδα. Ο μόνος που εμπιστεύομαι. Μόνο εγώ τον καταλαβαίνω, γιατί τον μοναχό μόνο ένας μοναχός μπορεί να τον καταλάβει. Ο Νικόλαος ξέρει να κλαδεύει τα ξερά δέντρα όσο κανείς άλλος!
Ο π. Γαβριήλ είχε πει στη μητέρα του π. Νικόλαου:
›Εσείς δεν ξέρετε τι θα γίνει το παιδί σας. Τα λόγια του θα τα ακούει όλος ο κόσμος. Και για να πάνε οι άνθρωποι να φιλήσουν το χερι του θα δυσκολευονται πολύ.
Ο π. Γαβριήλ και ο π. Νικόλαος έχουν τα ίδια κοινά χαρακτηριστικά: ανείπωτη αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο, αγάπη προς την πατρίδα, υπακοή, ταπεινοφροσύνη, αγνότητα, παρθενία, αυστηρή άσκηση, αυτοθυσία, ανιδιοτέλεια. Επιπλέον, και οι δύο έζησαν ως άστεγοι και ζητιάνοι, ενώ μέχρι σήμερα κατηγορούν τον π. Νικόλαο ως περιπλανώμενο τρελό, όπως κατηγορούσαν και τον π. Γαβριήλ. Μια φορά ο π. Νικόλαος μου είπε:
›Μαλχάζι, μερικές φορές λέω τέτοια ανεξήγητα πράγματα που ούτε ο Αντίχριστος δεν θα μπορεί να πει. Τι να κάνω; Αυτοί οι πιστοί δεν θέλουν να βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει.
Είχε πει ο π. Γαβριήλ στον π. Νικόλαο, προετοιμάζοντας τον για τις επερχόμενες δοκιμασίες:
›Παιδί μου, Νικόλαε, θα σε κατηγορήσουν για πόρνο, ομοφυλόφιλο, κλέφτη, τρελό και άλλα πολλά. Ο δρόμος όμως του μοναχού αυτός είναι.
Διηγείται ο π. Νικόλαος για τη γνωριμία του με τον Γέροντα:
› Εγώ τον π. Γαβριήλ δεν τον γνώρισα τώρα. Από τα παιδικά μου χρόνια με ακολουθεί χωρίς να το καταλαβαίνω. Θυμάμαι πως στο Μπατούμι, εκεί που μεγάλωσα, τριγύριζε ένας ζητιάνος. Ήταν πολύ παράξενος. Τα παιδιά τρέχαμε από πίσω του και τον φωνάζαμε "Άγγελο". Μια φορά τον είδα μπροστά στο σπίτι μου και μου είπε ότι εγώ δεν θα παντρευτώ. Τότε θύμωσα. "Αλλιώς γυναίκα σου θα είναι η τάδε", και μου είπε το όνομα μιας συμμαθήτριας μου που ήταν πολύ άσχημη. Έπειτα, το καλοκαίρι, που ήμουν μόνος στο σπίτι του θείου μου στο Τσαγβέρι, ήρθε ένας ζητιάνος και μου ζήτησε την εικόνα που είχε ο θείος μου κρεμασμένη στον τοίχο. Του την έδωσα. Αργότερα, όταν έγινα μοναχός, είδα αυτή την εικόνα κρεμασμένη στο κελί του π. Γαβριήλ.
Όταν ήμουν φοιτητής, αποφάσισα να κλεφτώ με μια κοπέλα. Την ίδια όμως ημέρα, ένας φίλος μου με κάλεσε σε τραπέζι. Δεν μπορούσα να μην πάω. Εκεί ήταν κι ένας μοναχός, με πολύ παράξενη συμπεριφορά. Κάθισε δίπλα μου, έβαλε το χέρι του στα γόνατα μου, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: "Εσύ δεν θα παντρευτείς ποτέ. Ξέχασες το λόγο;".
Ύστερα, όταν έκανα την πρακτική μου για το πτυχίο μου στο πανεπιστήμιο έξω από την πόλη, είχα γνωρίσει έναν άλλο μοναχό, με τον οποίο συζητούσα συχνά. Είχαν όμως βάλει (από την Κα Γκε Μπε) κάποιον να τον παρακολουθεί, ο οποίος δεν μας άφηνε ποτέ μόνους. Μια μέρα λοιπόν εκείνος ο μοναχός άρχισε να φωνάζει ότι θέλει άντρα και έτρεξε ν' αγκαλιάσει αυτόν που τον παρακολουθούσε. Εκείνος τρομοκρατήθηκε: "Αυτός είναι ανώμαλος", είπε κι έφυγε. Έτσι δεν μας ξαναενόχλησε, κι εγώ συνέχισα να συνομιλώ ελεύθερα πια μαζί με εκείνον τον σοφό μοναχό.
Τώρα πια είμαι σίγουρος ότι και ο ζητιάνος και ο μοναχός εκείνος ήταν το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή ο π. Γαβριήλ- αλλά όσες φορές κι αν πίεσα τον Γέροντα να μου το βεβαιώσει, αρνιόταν να μιλήσει.
ΔΙΔΑΧΗ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ
Στα χρόνια του Αντιχρίστου οι άνθρωποι θα περιμένουν τη σωτηρία από το Διάστημα. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο τέχνασμα του διαβόλου. Η ανθρωπότητα θα ζητεί βοήθεια από τους εξωγήινους, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτοί στην πραγματικότητα είναι δαίμονες.
Ο Γέροντας Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός (1929-1995), πλήρης Χάριτος και αγιοπνευματικών χαρισμάτων, απολάμβανε μεγάλου σεβασμού στη Γεωργία. Μαρτυρίες για την αγιότητα του δίνουν σε ένα μικρό βιβλίο Μητροπολίτες, ηγούμενοι, ηγουμένισσες, μοναχοί, ιερείς και λαϊκοί. Ο Γέροντας ήταν ασυμβίβαστος με κάθε αντίχριστη πολιτική και πρακτική.
Την πρωτομαγιά του 1965 έκαψε ένα 12μετρο πορτραίτο του Λένιν πού κρεμόταν στο κτίριο του ανωτάτου Σοβιέτ στην Τυφλίδα, πρωτεύουσα της Γεωργίας. Συνελήφθη από την Κα-Γκε-Μπε. Στην ερώτηση του ανακριτού γιατί το έκανε απάντησε:
› Το έκανα γιατί δεν είναι δυνατόν να λατρεύουμε ένα άνθρωπο. Εκεί, στην θέση του πορτραίτου του Λένιν, πρέπει να κρεμάσετε την εικόνα της Σταυρώσεως του Χριστού. Γιατί γράφετε ‘Δόξα στον Λένιν’; Πρέπει να γράψετε: Δόξα στον Κύριο Ιησού Χριστό.
Μετά από αυτό τον έκλεισαν σε ψυχιατρική κλινική, όπου διέγνωσαν σχιζοφρένεια!!!
Η πράξη αυτή του αγίου έγινε σε απόλυτη νηφαλιότητα, με πνεύμα αυτοθυσίας και ομολογίας της πίστης του. Είπε σε πριν το κάνει, ενώ παρακολουθούσε τον αθεϊστικό εορτασμό μαζί με μερικούς πιστούς: «Τετέλεσται! Θεέ μου, πάω να ομολογήσω το άγιο όνομά Σου. Ξέρω πως μπορεί να μη γλιτώσω το θάνατο. Άλλωστε εγώ, Χριστέ μου, σε όλη μου τη ζωή ονειρευόμουν να μαρτυρήσω για σένα».
Πήγε μόνος, δεν άνοιξε κανένα κεφάλι, ούτε έσπασε βιτρίνες (ενώ οι αντίπαλοί του – το καθεστώς – βασάνισε και σκότωσε εκατοντάδες χιλιάδες μάρτυρες από την αρχή της επιβολής του). Στάθηκε και τον έπιασαν, τον ανέκριναν, τον ξυλοκόπησαν τόσο, που του έσπασαν 17 κόκαλα. Από το θάρρος, τη σοφία και τη διδασκαλία του, κατά τις ανακρίσεις, άνθρωποι του καθεστώτος πίστεψαν στο Χριστό. Στη φυλακή, όπου τον έκλεισαν, οι κακοποιοί μετανοούσαν για τα εγκλήματά τους και έβρισκαν σ’ αυτόν ελπίδα για τη σωτηρία τους.
Μετά απ’ αυτά τον έκλεισαν σε ψυχιατρική κλινική, υπό άθλιες συνθήκες, με νέα βασανιστήρια, απ’ όπου απολύθηκε μετά από καιρό με πιστοποιητικό ψυχασθένειας ως «ψυχοπαθολογικό άτομο, που έχει τάσεις σχιζοφρένειας με ψυχωτικές διαταραχές» (όλα αυτά στη βιογραφία του, σελ. 57-66). Και παρόλα αυτά ο άγιος έλεγε: «Πιστέψτε με, λέω την αλήθεια, κακοί άνθρωποι δεν υπάρχουν. Εγώ δεν συνάντησα ποτέ μέχρι τώρα κακό άνθρωπο» (σελ. 69). Αυτά ας τα λάβουν υπόψιν εκείνοι που θεωρούν θεμιτά τα βίαια ξεσπάσματα «προς υπεράσπιση της πίστης και του Χριστού». Αν έχουν το ίδιο πνεύμα, ας προχωρήσουν με τον ίδιο τρόπο – όχι όμως με εμπάθεια και μίσος προς τους υβριστές και τους αμαρτωλούς, που και ο άγιος δεν τους μίσησε, αλλά, ενώ τον κακοποιούσαν, τους κήρυττε με αγάπη και χωρίς έπαρση την αλήθεια
Έτσι ο άγιος είναι και χαρακτηρίζεται Ομολογητής, που σημαίνει, όπως είπαμε, ότι ομολόγησε το Χριστό - δηλαδή διακήρυξε την πίστη του στη διάρκεια διωγμού.
Παραθέτουμε στην συνέχεια μερικές από τις νουθεσίες του Γέροντος προς τα πνευματικά του τέκνα περί των εσχάτων και του Αντιχρίστου.
Δίδασκε ο Γέροντας: στους εσχάτους καιρούς τους ανθρώπους θα τους σώσουν η αγάπη, η ταπείνωση και η καλωσύνη. Η καλωσύνη ανοίγει τις πύλες του Παραδείσου, η ταπείνωση οδηγεί μέσα σ’ αυτόν, αλλά η αγάπη εμφανίζει τον Θεό.
Όλους, όσοι πήγαιναν σ’ αυτόν για ευλογία, τους παρακαλούσε κλαίγοντας: να κάνετε το καλό για να σας σώσει η καλωσύνη σας. Η γή κατά το ήμισυ έγινε Άδης. Ο Αντίχριστος στέκεται στην πόρτα και δεν τη χτυπά απλώς, αλλά ορμά μέσα. Εσείς θα τον δείτε τον Αντίχριστο. Θα προσπαθήσει να βασιλεύσει σε όλον τον πλανήτη. Παντού θα γίνονται διωγμοί… μη μένετε χώρια. Κρατηθείτε μαζί, δέκα-δεκαπέντε μαζί. Βοηθείτε ο ένας τον άλλον.
Στους εσχάτους χρόνους να μην κοιτάτε τον ουρανό. Μπορεί να πλανηθείτε από τα ψευδοσημεία που θα παρουσιάζονται εκεί. Θα εξαπατηθείτε και θα απολεσθείτε…
Θα βάλουν το χάραγμα του Αντιχρίστου στο χέρι και στο μέτωπο. Τα διάφορα προιόντα δεν μπορούν να σας προκαλέσουν βλάβη. Έστω κι’ αν βάζουν σ’ αυτά τον αριθμό του Αντιχρίστου, αυτό δεν είναι ακόμη το χάραγμα. Πρέπει να λέτε το ‘Πάτερ ημών’, να κάνετε τον Σταυρό σας και η τροφή σας θα αγιάζεται. Στα χρόνια του Αντιχρίστου οι άνθρωποι θα περιμένουν τη σωτηρία από το Διάστημα. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο τέχνασμα του διαβόλου. Η ανθρωπότητα θα ζητεί βοήθεια από τους εξωγήινους, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτοί στην πραγματικότητα είναι δαίμονες.
Ρώτησαν τον Στάρετς αν μπορεί κανείς να κλέψει τροφή, όταν δε θα μπορεί να την αγοράσει. Απάντησε έτσι:
› Αν κλέψεις, θα παραβείς μία από τις δέκα εντολές. Όποιος ενεργεί έτσι, ακόμη και έτσι δέχεται τον Αντίχριστο. Ο πιστός άνθρωπος πρέπει να ελπίζει στο Θεό. Ο Κύριος στους έσχατους χρόνους θα ενεργεί τέτοια θαύματα, ώστε ένα φυλλαράκι από το δένδρο θα φθάνει για τροφή ενός μηνός. Στ’ αλήθεια. Ο πιστός άνθρωπος θα σταυρώνει τη γή, και εκείνη θα του δίνει ψωμί. Αν βιάσουν ένα κορίτσι, το διακορεύσουν χωρίς τη θέληση του, αυτό ενώπιον του Θεού θα παραμείνει παρθένος. Ετσι θα γίνει και με το χάραγμα του Αντιχρίστου. Αν δώσουν το χάραγμα ενάντια στη θέληση του ανθρώπου, αυτό δεν θα ενεργεί επάνω του. Στο Ευαγγέλιο είναι γραμμένο ότι παντού θα γίνονται διωγμοί αλλά και θλίψη σε όποιον προδίδει το Ευαγγέλιο. Θα έρθει καιρός που θα είναι απαραίτητο να φύγετε στα βουνά, μόνο να μην το κάνετε ένας-ένας. Ομαδικά να φεύγετε στα βουνά και στα δάση. Για τους πιστούς χριστιανούς η μεγαλύτερη θλίψη θα είναι ότι αυτοί θα φεύγουν στο δάσος, αλλά οι κοντινοί τους άνθρωποι θα δέχονται το χάραγμα του Αντιχρίστου. Στους εσχάτους καιρούς οι οπαδοί του Αντιχρίστου θα πηγαίνουν στην εκκλησία, θα βαπτίζονται, θα κηρύττουν για τις ευαγγελικές εντολές. Όμως μην τους πιστεύετε. Αυτοί δεν θα έχουν τα καλά έργα. Μόνο με τα καλά έργα μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει τον αληθινό Χριστιανό.
Ο σύγχρονος άγιος Γέροντας Γεώργιος Μπασιλάντζε μιλά σε συνέντευξη για τον άγιο Γαβριήλ τον Ομολογητή
Ακολουθεί ένα ενιαίο απόσπασμα από συνεντεύξεις που έδωσε ο π. Γεώργιος Μπασιλάντζε στην εφημερίδα Κβίρις Παλίτρα κατά το έτος 2007. Η συνέντευξη του π. Γεωργίου δόθηκε το 2007, δηλαδή πολύ καιρό πριν ο π. Γαβριήλ ανακηρυχθεί άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας, το 2012.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πότε και πώς γνωρίσατε τον π. Γαβριήλ;
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Γνώρισα τον π. Γαβριήλ στα νεανικά μου χρόνια. Εκείνος ήταν τέσσερα χρόνια και τέσσερις μέρες μεγαλύτερος μου. Αγαπούσε πολύ την πατρίδα του και τους Γεωργιανούς. Είχε πνεύμα παλικαρίσιο. Οι διωγμοί και οι σκληρές δοκιμασίες τον συντρόφευαν σ' όλη του τη ζωή. Όλα τα υπέμενε χωρίς παράπονο. Θα μπορούσε όμως να μην τα υπομένει. Είχε αήττητη ψυχή.
Ο π. Γαβριήλ είχε το μεγάλο χάρισμα του σαλού και το πρόσωπο της αγνότητας. Ταυτόχρονα ήταν άκρως ταπεινός, καλοσυνάτος, πολύ ευαίσθητος και είχε το φόβο του Θεού. Πονούσε επειδή συναισθανόταν τη δυστυχία και τα βάσανα των ανθρώπων. Ζούσε για τους άλλους. Κι ενώ η προσωπική του ζωή ήταν γεμάτη λύπες, εκείνος ήταν μεγάλος μαέστρος του χιούμορ. Μπορούσε να μεταδώσει τη χαρά και στον πιο απελπισμένο άνθρωπο. Ο π. Γαβριήλ είναι το καύχημα των σύγχρονων αγίων.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πότε έγινε ο π. Γαβριήλ άγιος;
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Ο π. Γαβριήλ δεν «έγινε», αλλά γεννήθηκε άγιος. Ακούς; Ο π. Γαβριήλ ήταν άγιος και τότε που οι ιερείς στη Γεωργία δεν τον κοινωνούσαν. Κατάλαβες; Εκείνος ήταν και παρέμεινε ιερέας και τον καιρό που τον έπαυσαν από τα καθήκοντα του ιερέα. Κατάλαβες; Πότε πρέπει να ξυπνήσετε; Δεν πρέπει οι διωγμοί του π. Γαβριήλ να διεγείρουν τη σκέψη και να ξυπνήσουν πνευματικά τον γεωργιανό λαό;
Στ' αλήθεια, δεν καταλαβαίνετε τι σας λέω; Σε ποια κατάσταση ήμασταν και ακόμη είμαστε; Τον Γαβριήλ, αυτόν τον αληθινό πνευματικό, τον μεγάλο άγιο στη Γεωργία, δεν τον κοινωνούσαν. Και ποιοι; Οι ίδιοι Γεωργιανοί ιερείς! Ή μήπως από Γεωργιανούς δεσπότες δεν του είχε απαγορευτεί να τελεί τα καθήκοντα του; Χρειάζεται πολλή σοφία; Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους! Τι συνέβαινε; Δεν αντιλαμβάνονταν τον Γαβριήλ ή δεν τον άντεχαν; Αν πουν πως δεν τον καταλάβαιναν, εγώ θα σας πω το εξής: Αν ένας επίσκοπος ή ιερέας δεν αντιλαμβάνεται με τα μάτια του πνεύματος και της ψυχής την παρουσία του αγίου αλλά αρκείται στην εξωτερική του συμπεριφορά, δεν μπορεί να υπολογίζεται αυτός ο ιερέας ως πνευματικός πατέρας.Γιατί δεν βλέπει πνευματικά. Τέτοιοι ιερείς δεν μπορούν να ανεβάσουν τον αμαρτωλό στη Βασιλεία των Ουρανών, γιατί αυτοί εδώ στη γη δεν διακρίνουν τον φορέα της άγιοπνευματικής χάριτος.
Γι' αυτό σε κανέναν ιερέα δεν χωρά καμιά δικαιολογία!
Οι πιστοί, για να διαπιστώσουν την αγιότητα του π. Γαβριήλ, έψαχναν πολύ καιρό στα βιβλία αν μπορούσε ο άγιος να πίνει κρασί και να μεθάει. Αλλά δεν έβρισκαν απάντηση στα βιβλία. Ήταν μπερδεμένοι. Ρωτούσαν κι εμένα. Με την καρδιά τους αισθάνονταν ότι ο Γαβριήλ ήταν ένας μεγάλος άγιος αλλά συγκρούονταν με άλλες ακρότητες του. Ο Γαβριήλ μεθούσε. Και αφού δεν είχαν καταλάβει την πραγματική χάρη του αγίου, και αυτό που έβλεπαν παρέμενε ανεξήγητο, ήταν πολύ μπερδεμένοι. Σήμερα ο πιστός ψάχνει τον άγιο με τα βιβλία. Αυτό όμως είναι πολύ δύσκολο. Τον άγιο θα τον βρείτε με την καρδιά και με την ψυχή! Ας πούμε, τώρα, ότι πολλοί τον αναγνώρισαν. Αλλά πριν τον δίωκαν. Γιατί δεν ήταν ακριβώς στο δικό τους πνεύμα. Διότι οι ιερείς που είχαν συλληφθεί από το κομουνιστικό κόμμα και φοβούνταν την Κα Γκε Μπε πιο πολύ από τον Θεό δεν έφεραν μέσα τους βέβαια το αληθινό πνεύμα!
Ο π. Γαβριήλ πολεμούσε το κακό τότε, όταν η χώρα βρισκόταν σε περίοδο συμφοράς και όταν οι άνθρωποι του κλήρου δεν μπορούσαν να βγάλουν μιλιά. Η ζωή του π. Γαβριήλ και ο ασκητισμός του είναι μέγα γεγονός. Και την προσωπικότητα του πρέπει οι ιερείς να τη γνωρίσουν στον λαό. Όχι έτσι που λένε απλώς ότι ο π. Γαβριήλ ήταν άγιος. Όχι «ήταν» αλλά είναι! Μη νομίζουν ότι ο π. Γαβριήλ είναι ένα «περαστικό τρένο». Ο Θεός τώρα θα τον λαμπρύνει με όλο του το μεγαλείο και ταυτόχρονα θα ζητήσει απ' όλους μιαν απάντηση για τους διωγμούς του. Δεν θα μπορούν να αποκρύψουν ούτε την αξία του ούτε να διαστρέψουν τη διδασκαλία του καταπώς τη θέλουν αυτοί.
Τη δύναμη του π. Γαβριήλ όλοι την έχουν αισθανθεί. Και οι καλοί και οι κακοί. Ο καλός δεν τολμούσε να πει κάτι. Όμως ο κακός έβγαζε με οργή δηλητήριο. Πάλι επαναλαμβάνω ότι η ζωή του π. Γαβριήλ πρέπει να μελετηθεί δεόντως και να εξηγηθεί στους ανθρώπους η αξία της ασκητικής του ζωής. Είναι πολύ σπάνιο να ξεχωρίσεις άγιο που να πέρασε μια τέτοια δύσκολη και αντίξοη περίοδο κουβαλώντας έναν τόσο βαρύ σταυρό για τον λαό του. Πείνα, παγωνιά, πόνος. Άστεγος και ζητιάνος, σερνόμενος στους δρόμους. Βρισιές, συκοφαντίες, ψυχιατρεία, φυλακίσεις. Πονάει η ψυχή μου όταν οι ιερείς, καθισμένοι σε ζεστούς ναούς και ντυμένοι ωραία, εκφράζονται με μισόλογα προκειμένου να προβληθούν αυτοί.
Πολύ συχνά έλεγε ο άγιος με ραγισμένη καρδιά: «Ο γεωργιανός λαός δεν με κατάλαβε» . Και «δεν με κατάλαβε» δεν σημαίνει ότι εκείνος επιζητούσε μεγαλεία και σεβασμό ή πλούτη ή θέση. Το ότι δεν τον κατάλαβαν δεν είναι φανερό και σήμερα; Πολλά γράφουν για τον π. Γαβριήλ. Και τα γράφουν έτσι που τον τοποθετούν μέσα σε καλούπια. Δεν βάζουν αυτά για τα οποία κυρίως πάλευε ο π. Γαβριήλ. Γράφουν μόνο για τα θαύματα που και άλλοι άγιοι έκαναν. Διάβασα πολλά βιβλία που γράφουν για τον π. Γαβριήλ. Και θα σας πω ότι παραλείπουν τα περισσότερα από τα λόγια του. Πολλά τα έχουν διορθώσει. Άλλα τα πέρασαν από λογοκρισία.
Τότε μη γράφεις ή, αν γράψεις, πρέπει να διαθέτεις την πνευματική δύναμη, την παλικαριά, να τα γράφεις όπως ακριβώς ειπώθηκαν από εκείνον. Και εκείνος δεν χρειάζεται βοήθεια, διορθώσεις και ωραιοποιήσεις. Εκείνος δεν έκανε λάθη. Εκείνος δεν ήταν ποτέ σε καλούπια. Και να μη χρησιμοποιήσετε τα λόγια του για κάποιο δικό σας όφελος. Θα λογοδοτήσετε στον Θεό γι" αυτό.
Ο π. Γαβριήλ δεν έκανε λάθος όταν έλεγε: «Ο Θεός στο σύμπαν έχει πιο άγιο μέρος, τη Βασιλεία των Ουρανών. Όμως εδώ, στη γη, έχει το Σβετιτσχοβέλι». Την Ιερουσαλήμ εκείνος την ήξερε καλύτερα από σας. Εσείς μην τον «βοηθάτε» να διατηρηθεί η τάξη. Ήξερε εκείνος τι έλεγε. Κι αυτό που έλεγε εσείς δεν το ξέρετε. Και αφού δεν το ξέρετε και δεν σας άρεσε, διορθώνετε τον Γαβριήλ. Αυτή η πράξη είναι άξια τιμωρίας.
Σήμερα ζητούν να μιλήσουν για τον π. Γαβριήλ «κατά παραγγελία». Όπως αυτοί επιθυμούν. Αλλά να ξέρετε: Τον π. Γαβριήλ εμείς τον γνωρίσαμε. Κι εγώ ξέρω ποιος είναι αυτός. Άλλο να τον «γνωρίσεις» κι άλλο να τον «δεις». Άλλο να τον «καταλάβεις» κι άλλο να «πηγαίνεις» κοντά του.
Αν ο π. Γαβριήλ κήρυττε έτσι όπως γράφουν τα περασμένα από έλεγχο βιβλία, τι θα ήταν ακατανόητο; Αλλά ο Γαβριήλ κήρυττε έτσι όπως του υπαγόρευε, όπως τον πληροφορούσε ο Θεός! Γι' αυτό και έλεγε «δεν με καταλαβαίνει ο γεωργιανός λαός». Και αυτά τα λόγια που ο Θεός του έλεγε ποιος μπορεί κι έχει την τόλμη να τα «φιλτράρει»;
Όποιον «φυλάει τα ρούχα» του και όχι την ψυχή του τον προειδοποιώ: Ο Γαβριήλ σύντομα θα φανεί. Όπως θέλετε πάρτε τα λόγια μου. Εγώ ξέρω τι λέω. Τα κηρύγματα του π. Γαβριήλ πολύ γρήγορα θα σας τα εξηγήσει εκείνος ο οποίος περισσότερο απ' όλους τον κατανοεί, ο οποίος εκπαιδεύτηκε από τον ίδιο το Γαβριήλ. Θα μας παρουσιαστεί εκείνος που από τον Θεό πήρε το δικαίωμα αυτό, και όχι εκείνοι που με «εντολές» προσπαθούν ή θα προσπαθήσουν να το κάνουν.
Ένας ήρθε σε μένα και άρχισε να με ανακρίνει: «Από πού και πώς γνωρίσατε τον π. Γαβριήλ; Εγώ ποτέ δεν σας είδα κοντά του». Ο θρασύς! Εκείνος και στον Γαβριήλ πήγαινε με «εντολή» και σε μένα με «εντολή» ήρθε ο καημένος. Ο π. Γαβριήλ, καθισμένος μαζί σας, χωρίς να βγαίνει από το κελί του, γύριζε τον κόσμο όλο. Και εσείς δεν το είχατε καταλάβει. Εκείνος συνομιλούσε πνευματικά με αγίους που βρίσκονταν στην Αμερική, τη στιγμή που μιλούσε μαζί σας και ήταν με το σώμα του δίπλα σας. Καταλάβατε; Αν αυτός ο άνθρωπος που μου έκανε αυτή την ερώτηση δεχόταν τη χάρη του Γαβριήλ κι έμπαινε λίγο στην ψυχή του, δεν θα με ρωτούσε τέτοια πράγματα. Αλλά θα με γνώριζε και μένα με το πνεύμα του. Πώς να με γνωρίσει, όμως, όταν έχει πουλημένη την ψυχή του;
Πρέπει ν' αναφέρω ιδιαίτερα την αξία της ασκητικής ζωής του π. Γαβριήλ. Αυτός ο μεγάλος άγιος πολεμούσε ηρωικά το κακό. Ήταν μεγάλος πνευματικός δάσκαλος. Γι' αυτό δεν τον άντεχαν. Αλλά δείτε πόσο οι απλοί άνθρωποι τον αγαπούσαν και τον αγκάλιαζαν!
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Π. Γεώργιε, εσείς γνωρίζετε το πνευματικό παιδί και μαθητή του; Τι γνώμη έχετε γι' αυτόν; Πολλοί λένε ότι ο π. Γαβριήλ δεν είχε μαθητή και δεν άφησε κληρονόμο.
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Τον ξέρω. Τι γνώμη μπορώ να έχω για έναν που τον μεγάλωσε και τον δίδαξε ένας μεγάλος άγιος μοναχός; Εκείνος είναι αληθινός και όλοι οι αληθινοί στη Γεωργία -κι όχι μόνο στα Γεωργία- περιμένουν την εμφάνιση του. Η δίωξη του σας κάνει ν' απορείτε. Οι διωγμοί είναι η μοίρα των αληθινών. Μη στενοχωριέστε. Ο Νικόλας είναι σε φόρμα! (Γελάει). «Να δεις τον Θεό τι θα κάνει στον εχθρό!». Αυτή την έκφραση πολύ την αγαπώ γιατί κάποτε ο Άγγελος μου μ' αυτά τα λόγια με ενθάρρυνε!
Σε ότι αφορά αυτά που πολλοί λένε, ότι «δεν είχε μαθητή», «δεν άφησε κληρονόμο», θα σας πω ότι αυτό είναι δικό τους πνευματικό πρόβλημα. Γιατί με τις λίγες γνώσεις που διαθέτουν νομίζουν πως μπορούν να βλέπουν τον εσωτερικό κόσμο και τα σχέδια του μεγάλου αγίου. Νομίζετε πως μπορούν; Τον π. Γαβριήλ όχι μόνο οι αμαρτωλοί αλλά ούτε και οι άγιοι της εποχής μας δεν μπορούν να τον ερμηνεύσουν.
Σύμφωνα με τους κανόνες, η αλυσίδα των αγίων δεν σπάει. Και ο μεγάλος άγιος είναι υποχρεωμένος «να βρει» τον κληρονόμο που του προόρισε ο Θεός. Να τον καθαρίσει, να τον πηγαίνει μυστικά στον Θεό και, τέλος, να του αφήσει τη δύναμη, τις γνώσεις και τα πνευματικά μυστικά που αυτός είχε κληρονομήσει από τους αγίους που προηγούνταν.
Ο κληρονόμος του Γέροντα πρέπει να είναι μοναχός. Από τη διδασκαλία των αγίων πατέρων, η σχέση μεταξύ μοναχού και πνευματικού παιδιού γίνεται υπό την προστασία και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Στην ασκητική μια τέτοια σχέση είναι πνευματικό μυστήριο. Ακούτε; Μυστήριο! Και όποιος ανακατευτεί σ' αυτό το μυστήριο θα το κάνει από απειρία, από άγνοια, από χαμηλή πνευματικότητα ή από κάποια περηφάνια ή από παρότρυνση του πονηρού. Οπωσδήποτε είναι κάτι καταραμένο. Κι είναι άξιος τιμωρίας όποιος και να ναι αυτός που το διαπράττει: Ιερέας, λαϊκός, μοναχός. Στη σχέση Γέροντα και μαθητή δεν μπορεί να ανακατεύεται ούτε άλλος άγιος! Και τι να πούμε για έναν συνηθισμένο λαϊκό αλλά και για τον οποιονδήποτε ιερωμένο.
Ο άγιος μοναχός μπορεί να πει σε άλλους πολλά για τον μαθητή του. Αλλά να ξέρετε ένα πράγμα: Οι κατ' ιδίαν, ενώπιος ενωπίω, συζητήσεις Γέροντα-υποτακτικού είναι διαφορετικές. Και για το πνευματικό παιδί σημασία έχει όχι εκείνο που λέει ο πνευματικός πατέρας γι' αυτόν στους άλλους, αλλά τι λέει στον ίδιο μυστικά, κατ' ιδίαν.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία των αγίων πατέρων, είναι απαραίτητη η υπακοή των μελών της Εκκλησίας στην ηγεσία της. Η εκκλησιαστική ηγεσία δεν πιέζει κανέναν. Ο κάθε μοναχός είναι ελεύθερος. Όταν όμως βρει έναν άγιο μοναχό και υποταγεί σ' αυτόν, πρέπει να τον υπακούει σε όλα, χωρίς αντιρρήσεις. Γιατί από τον άγιο μοναχό φανερώνεται το θέλημα του Θεού! Και ότι αφήσει ως πνευματική κληρονομιά ο άγιος μοναχός στον μαθητή δεν μπορεί να το αλλάξει ή να το προσεταιριστεί κανείς. Ούτε ιεράρχης! Μην μπερδεύετε τον κανονισμό της Εκκλησίας με την τάξη της καλογηρικής πρακτικής. Ο άγιος μοναχός είναι ο αναντίρρητος καθοδηγητής του μαθητή του. Η ευλογία του αγίου μοναχού είναι όπως ο λόγος του Θεού. Εδώ υπάρχουν μόνο ο μαθητής, ο δάσκαλος και ο Θεός. Κανείς άλλος δεν μπορεί να παρέμβει στη σχέση τους.
Έτσι οι γνώμες οι απόψεις, οι επιθυμίες και οι θεωρίες των ανθρώπων δεν καθορίζουν αν είχε ή δεν είχε ο Γέροντας μαθητή και πώς πρέπει να είναι αυτός. Αυτό είναι μαζί και άγνοια και αυθάδεια και θράσος! Ο Θεός έχει προορίσει ποιος και σε ποιον θα γίνει υπάκουος και κληρονόμος. Έτσι, η σκέψη των αμαρτωλών ανθρώπων δεν απασχολεί τον άγιο μοναχό. Η μέριμνα του είναι πώς ο μαθητής του θα τα καταφέρει επάξια ν' ανταποκριθεί στην πνευματική του αποστολή.
Ο π. Νικόλαος είναι πολύ σπάνιος. Βασανισμένος. Και αληθινός ασκητής της εποχής μας. Ο Θεός να τον βοηθάει. Ο Θεός να του δίνει μακροημέρευση και να τον έχει νικητή, αυτόν που γίνεται θυσία, σταυρώνεται για την πατρίδα και για τον πλησίον του. Επίμονος, προοδευτικός, ακατάβλητος στις μέρες μας.
Έμπιστος και τηρητής των μοναχικών υποσχέσεων. Σπάνιος δάσκαλος της μετάνοιας και της αγάπης. Ισχυρός πνευματικός ήρωας, πολέμιος του κακού. Μέγα παράδειγμα αφοσίωσης και αγάπης προς τον πνευματικό πατέρα του. Σκληραγωγημένος από τον π. Γαβριήλ. Βαδίζοντας το δρόμο της «ανυπακοής», αληθινός δάσκαλος της υπακοής! Μεγάλη ελπίδα της Γεωργίας. Ξεχωριστός, μεταξύ αληθινών μοναχών, με τους οποίους θα λάμψει η Γεωργία!
Οι άγιοι πατέρες μας μάθαιναν: Ο μεγάλος προφήτης, και μετά την αναχώρηση του απ' αυτόν τον κόσμο, εξακολουθεί να διδάσκει τον λαό του. Αφήνει το φυσικό του σώμα, αλλά δεν εγκαταλείπει πνευματικά τον λαό του. Την αποστολή του τη συνεχίζει το πνευματικό του παιδί».
Πηγή: (Μαλχάζι Τζινόρια, "Ο Άγιος Γαβριήλ ο Διά Χριστόν σαλός και Ομολογητής", 1929-1995, μτφρ. Νάνα Μερκιβιλάτζε, Αθήνα 2013) Νεκρός για τον κόσμο , (ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ, Τριμηνιαία Έκδοση Ορθοδόξου Διδαχής – Μάρτιος 2012) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Η American Society of Plastic Surgeons, ASPS, δημοσίευσε στις 12 Αυγούστου 2024 δελτίο τύπου με τίτλο «A Consensus No Longer» - «Δεν δίνουμε πλέον συγκατάθεση» (1),
Yπ’ αριθμόν 6 πολεμικό ανακοινωθέν [Παρασκευή - Βράδυ, 1 Νοεμβρίου 1940]
Οι άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός, που εορτάζουν την 1η Νοεμβρίου, ήσαν αυτάδελφοι [=αδέρφια] και κατάγονταν από την Μικρά Ασία. Υπάρχουν όμως άλλα δύο ζεύγη αγίων Αναργύρων με τα ίδια ονόματα.
Στις αρχές Μαρτίου 1941 ο Ελληνικός Στρατός βρισκόταν ενώπιον του Τεπελενίου. Το Α’ Σώμα Στρατού είχε διατάξει την περίφημη ΙΙ Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ) του υποστρατήγου Λάβδα να εκκαθαρίσει το ορεινό συγκρότημα του Γκόλικο με στόχο την υπερκέραση της τοποθεσίας του Λέκλι. Η ΙΙ ΜΠ ενισχύθηκε με το 11ου Σύνταγμα Πεζικού (2 τάγματα). Το σύνταγμα αυτό θα επιτίθεντο μαζί με το 34ο Σύνταγμα Πεζικού, το σύνταγμα του Πειραιά, που το διοικούσε ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Τσιγκούνης (ή Τσιγγούνης).
Τρία Blenheim της 32ης Μοίρας Βομβαρδισμού απογειώθηκαν με αποστολή το βομβαρδισμό των αεροδρομίων της Κορυτσάς. Ένα από τα αεροσκάφη με χειριστή τον Υποσμηναγό Κωνσταντίνο Μαργαρίτη έπληξε με ακρίβεια το στόχο.
Σαράντα περίπου Ιταλοί που βρίσκονταν στην αίθουσα ενημέρωσης σκοτώθηκαν και είκοσι τραυματίστηκαν. Λίγο αργότερα δύο ιταλικά καταδιωκτικά προσέκρουσαν κατά την προσγείωση σε κρατήρες που είχαν δημιουργηθεί από το βομβαρδισμό και καταστράφηκαν.
Επίσης επτά Ελληνικά Ρ.Ζ.L. Ρ24 της 21ης Μοίρας Διώξεως αντιμετώπισαν ιταλικό σχηματισμό δέκα Savoia Marchetti S.M. 79 και δέκα CRDA CANTZ 1007, συνοδευόμενων από εννέα καταδιωκτικά Fiat CR.42, που είχε ως αποστολή το βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης.
Κατά τη διάρκεια μεμονωμένων αερομαχιών οι Έλληνες χειριστές προξένησαν ζημιές σε ένα ιταλικό βομβαρδιστικό.
Πηγή: Περί Πάτρης
Ἄξιον εἶναι τῷ ὄντι καὶ χρεωστούμενον, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ Χριστιανοί, νὰ ἀναγινώσκουμε μετ᾿ εὐλαβείας καὶ πόθου πνευματικοῦ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, διηγούμενοι τὰς ἀρετὰς καὶ τὰ κατορθώματα αὐτῶν, ὄχι μόνον διὰ νὰ μὴ ἀμνημονήσωμεν τὰ λαμπρὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὰς θαυματουργίας, ἀλλὰ καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὴν ζωὴν καὶ πολιτείαν των, ἐξ ὧν ὑπάρχει ὁ σήμερον ἑορταζόμενος ὅσιος Δαβίδ, ὅστις ἐγένετο παιδιόθεν ζηλωτὴς καὶ μιμητὴς τῆς ἀληθοῦς καὶ εὐθείας ὁδοῦ, ἐκλεξάμενος τὴν καθαρωτάτην καὶ ἁγνὴν πολιτείαν, λέγω, τὸν μοναδικὸν βίον, μιμούμενος κατὰ πάντα τρόπον τὸν τῆς ἀσκήσεως δρόμο τῶν ἐναρέτων ὁσίων ἀνδρῶν. Διότι οὖτος ὁ μακάριος διὰ τῶν ἐνθέων καὶ ὑψηλῶν κατορθωμάτων τῆς ἀρετῆς κατεφώτισε τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων καὶ μέχρι τοῦδε παρέχει ἀενάως τὰς χάριτας καὶ τὰς εὐεργεσίας εἰς ἐκείνους, οἵτινες μετ᾿ εὐλαβείας προσκυνοῦσι τὴν πάντιμον αὐτοῦ κάρα καὶ ἐπικαλοῦνται εἰς ἀρωγὴ καὶ βοήθειαν τὸ ἅγιον αὐτοῦ ὄνομα. Πρέπον εἷναι λοιπὸν νὰ διηγηθοῦμε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἡμῖν, τοῦ μακαρίου καὶ θεοφόρου τούτου πατρὸς ὁσίου Δαβὶδ τὰς ἀρετὰς καὶ λαμπρὰ θαυμάσια ἔργα καὶ ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ μιμηθῶμεν καὶ ἡμεῖς τὰ κατορθώματα αὐτοῦ πρὸς ψυχική μας ὠφέλειαν.
Οὗτος λοιπὸν ὁ ἀληθὴς καὶ γνήσιος ὑπουργὸς τοῦ παναγάθου Θεοῦ ἧτο μὲν ἀπὸ τὴν χώραν ἥτις καλεῖτο Γαρδινίτζα, κειμένη πλησίον τοῦ Ταλαντίου εἰς τὸ παραθαλάσσιον, ἀντικρὺ εἰς τὴν Εὔβοιαν νῆσον, ὅστις ἤκμασε περίπου τὸ 1519 ἔτος, πατριαρχεύοντος ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ ἀοιδίμου Ἱερεμίου· εἶχε δὲ γεννήτορας θεοσεβεῖς τε καὶ εὐλαβεῖς, καὶ ὁ μὲν πατὴρ αὐτοῦ ἐκαλεῖτο Χριστόδουλος, ὧν κατὰ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης ἐστολισμένος μετὰ χαρίτων καὶ ἀρετῶν, ἡ δὲ μήτηρ αὐτοῦ Θεοδώρα, ἥτις τῷ ὄντι κατεγίνετο εἰς τὸ νὰ ἀναδειχθῇ τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ δῶρον καθαρὸν ἔζων δὲ καί οἱ δύο ἐνάρετως, δηλαδὴ μὲ προσευχάς, μὲ νηστείας, μὲ ἐλεημοσύνες, μὲ δάκρυα, παρακαλοῦντες τὸν ἅγιον Θεὸν ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς παγίδας καὶ ἐνέδρας τοῦ πονηροῦ διαβόλου καὶ νὰ τοὺς ἀξιώσῃ τῆς ἐπουρανίου αὐτοῦ βασιλείας. Εἰδὼς δὲ ὁ ἐλεήμων Θεὸς τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς των ἐχαρίσατο αὐτοῖς τέσσαρα τέκνα, τὰ μὲν δύο ἀρσενικά, τὰ δὲ δύο θηλυκά, εἰς τὰ ὁποῖα χαίροντες καὶ εὐφραινόμενοι δόξαζαν τὸ πανάγιον αὐτοῦ ὄνομα, ἐξ ὧν ὁ μακάριος Δαβὶδ εὐφραίνετο καὶ εὐχαριστεῖ τοὺς γονεῖς του περισσότερον, ὡς ἔχων παρὰ τοῦ Κυρίου πλείονας χάριτας. Ὅτε δὲ ἐγένετο τῇ ἡλικίᾳ τριῶν χρόνων ὁ τρισόλβιος, ἐν μιᾷ νυκτὶ καθ᾿ ὕπνον ἐφάνη αὐτῷ ὁ θεῖος Πρόδρομος Ἰωάννης, λέγων,
› ἀνάστα τέκνον μου καὶ ἀκολούθει μοι
καὶ εὐθέως ἠκολούθησε μετὰ χαρᾶς ὡς νὰ ἧτο γέρων, ἔμφρων καὶ συνετός. Ἐξελθόντες λοιπὸν ἀμφότεροι ἐκ τοῦ οἰκήματος ἦλθον εἰς μίαν Ἐκκλησία κειμένη πλησίον τῆς χώρας ταύτης, ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ τιμίου Προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου, καὶ ἀμέσως εὑρέθη ἡ θύρα τῆς Ἐκκλησίας ἠνεωγμένη τῇ θείᾳ ἐπιταγῇ καὶ εἰσῆλθον ἔνδον τοῦ ναοῦ. Ὁ μὲν θεῖος Πρόδρομος ἐφάνη τῷ μακαρίῳ Δαβὶδ ὅτι ἐστάθη εἰς τὴν εἰκόνα, ἥτις ἔφερε τὸν χαρακτῆρα κατὰ τὸ πρωτότυπον τοῦ Προφήτου, τὸ δὲ παιδίον ἐστάθη ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος μετ᾿ εὐλαβείας, ἔχον τὰς χεῖρας του σταυροειδῶς, εἰς ἓξ ἡμέρας ὁλοκλήρους, ἀνυπόδητο καὶ ἀσκεπές, μόνον μὲ ἕνα ὑποκάμισο, θεωροῦν τὸν τίμιον Πρόδρομο. Οἱ δὲ γονεῖς αὐτοῦ ἐγερθέντες τοῦ ὕπνου καὶ μὴ εὑρόντες τὸ παιδίον ἐλυπήθησαν μεγάλως· ὅθεν περιήλθαν τὴν χώραν ἐρευνώντας διὰ τὸ παιδίον τοὺς καὶ οὐχ εὗρον αὐτὸ διὸ ἐλεεινολογούμενοι ἔκλαιον τὸ αἰφνίδιον τῆς στερήσεως τοῦ παιδός των. Κατὰ τὴν ἕκτη ἡμέραν δηλονότι, ἥτις ἧτο Σάββατον, τῇ αὐτῇ ἑσπέρᾳ κατὰ τὸ ἔθος, κατῆλθεν ὁ Ἱερεύς, ὁ πατὴρ αὐτοῦ στὴν Ἐκκλησίαν ταύτην, ἵνα ψάλει τὸν ἑσπερινὸν μεθ᾿ ἑτέρων ἐγχωρίων του Χριστιανῶν, καὶ ἐξαίφνης ὁρᾷ τὸ παιδίον του ἱστάμενον ἔμπροσθεν τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ τιμίου Προδρόμου, ἀστράπτον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ἥλιος, καθὃ πεπλησμένον θείας χάριτος, καὶ ἐξέστη ὅλος ὑπὸ τῆς ὑπερβαλλούσης χαρᾶς διὰ τὴν ἀπροσδόκητο εὕρεσιν τοῦ παιδίου του καὶ μετὰ δακρύων λέγει πρὸς αὐτό·
› τέκνον μου ἀγαπητὸ ποῦ ἧσο τόσας ἡμέρας; ποίος σὲ ἔφερε ἐνταῦθα;
Τὸ δὲ παιδίον ἀμέσως, ὢ παραδόξου θαύματος, ἐδείκνυε δακτυλοειδῶς τὴν τίμια εἰκόνα τοῦ Προδρόμου, λέγον, ὡς γέρων νουνεχὴς οὖτος, ἀγαπητέ μου πάτερ, μὲ ἔφερεν ἀποχῆς οἰκίας μας εἰς αὐτὸν τὸν ἅγιον ναόν. Καὶ ἐξέστησαν πάντες οἱ παρευρεθέντες Χριστιανοί, δοξάζοντες τὸν πανάγαθον Θεόν. Ἀφοῦ δὲ τελείωσε ὁ ἑσπερινός, ἐπέστρεψε ὁ πατὴρ αὐτοῦ μετὰ τοῦ μακαρίου Δαβὶδ εἰς τὸν οἶκον του, καὶ δοξολογοῦντες ὑμνολόγουν τὸ ὑπεράγιον ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡσαύτως καὶ τοῦ θείου Προδρόμου, τόσον οἱ γεννήτορες, ὅσον καὶ πάντες οἱ κάτοικοι τῆς χώρας διὰ τὸ ἐξαίσιον καὶ ἀξιάκουστον θαῦμα.
Ἔκτοτε οὖν ὁ θαυμαστὸς καὶ παμμάκαρ Δαβίδ, ἐμφορηθεὶς τῆς χάριτος τοῦ παναγίου Πνεύματος, εἰσήρχετο εἰς τὸν ναὸ τοῦ Προφήτου Προδρόμου καὶ προσηύχετο, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς Ῥωμαίους Κεφ. η´: Ὅσοι Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοι εἶσιν υἱοὶ Θεοῦ. Βλέποντες οὖν οἱ γονεῖς τοῦ παιδίου τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς χάριτας, ἃς ἔλαβε παρὰ Θεοῦ, καὶ ὅσον τῇ ἡλικίᾳ προὔβαινε, τοσοῦτον ηὔξανε καὶ εἰς τὰς ἀρετάς, ὑμνολογοῦντες ἐδόξαζον τὸν παντάνακτα Θεόν. Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἦλθε ἐν τῇ πρεπούσῃ ἡλικίᾳ ὁ μακάριος, οἱ γονεῖς αὐτοῦ ἔβαλον αὐτὸν εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα, ὅπως διὰ τούτων ἀναγινώσκει τὰς θείας Γραφὰς καὶ ἱερὰς βίβλους πρὸς μείζονα ὠφέλειαν τοῦ προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου, ἐστολίζετο διὰ τῶν ἱερῶν γραμμάτων καὶ ἀναγνώσεων ὁ μακάριος, καὶ μάλιστα μὲ τὴν γύμνασιν καὶ ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς, μὲ νηστείας, μὲ ἀγρυπνίας, μὲ προσευχὰς καὶ δεήσεις πρὸς τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς Ποιητήν, καὶ ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἐνησχολεῖτο μετὰ πόθου πολλοῦ ἐπικαλούμενος τὸν Δεσπότην Χριστὸν βοηθὸν καὶ ἀντιλήπτορα, ἵνα καταπάτησῃ τὸν πολυμήχανον ἐχθρὸν διάβολο καὶ νὰ ἀξιωθῇ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας, τῆς ἀνεκλαλήτου χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως καὶ τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν, περὶ ὧν ἀείποτε ἐφρόνει καὶ διενοεῖτο ἀναγιγνώσκων τὸν μακάριο Παῦλο, τὸν λέγοντα περὶ τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν: «Ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη πώποτε, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
Διὰ παντὸς δὲ ἧτο πρόθυμος νὰ ὑπακούῃ εἰς τὴν ἐπιταγὴν τῶν γεννητόρων του, μάλιστα ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, ὁπότε ὁ πατὴρ αὐτοῦ μετήρχετο τὴν γεωργικήν, μετ᾿ ἐπιμελείας ἔτρεχε εἰς τὰ χωράφια, συνεργάτης γινόμενος τῷ Πατρὶ αὐτοῦ· ἀλλ᾿ ἐν ᾧ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἀνεπαύετο μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἡμέρας, ἀποφεύγων τὴν ὑπερβάλλουσαν θερμότητα τοῦ ἡλίου, ὁ ἀοίδιμος Δαβὶδ ἐν ὥρᾳ τοῦ σφοδροῦ καύματος προσηύχετο, ἀναπέμπων δοξολογίας τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ πρὸς ταλαιπωρία καὶ κακουχία τοῦ σώματός του, καὶ τοιουτοτρόπως, παραμένων τοῖς γεννήτορσιν αὐτοῦ, μετ᾿ εὐπειθείας καὶ ὑπακοῆς διῆγε τὸν βίον του, καὶ μάλιστα μηδένα ἔχων πνευματικὸν πατέρα ὁδηγὸν διόπερ λυπούμενος ἐδέετο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναδείξῃ αὐτῷ τὸν τῆς ἀληθείας δρόμο, εἰς ἐκτέλεσιν τοῦ ἐναρέτου αὐτοῦ πόθου καὶ σκοποῦ.
Μετὰ δὲ καιρὸν πολὺν ἔχων ὅλη τὴν ἐλπίδα του ἐξηρτημένη εἰς τὸν ἅγιον Θεόν, προσευχόμενος ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς παρεκάλει αὐτὸν τὸν κηδεμόνα τοῦ παντὸς νὰ τὸν ὁδηγήσῃ νὰ ἐπιτύχῃ ἀρμόδιο καὶ ἀκύμαντο λιμένα, ἵνα ἀποφύγῃ τὰς τρικυμίας καὶ ταραχὰς τοῦ ματαίου βίου καὶ τὰς ὁσημέραι ἐνέδρας καὶ ἐπιβουλὰς τοῦ δολίου δράκοντας, ἵνα κερδήσῃ τὴν μακαρίαν ζωὴν τῶν δικαίων καὶ ἐναρέτων ἀνδρῶν.
Φθάσας δὲ τὴν ἡλικία τῶν δεκαπέντε χρόνων, ἀνεχώρησεν ἐκ τῆς πατρίδος του καί, ποιήσας εὐχὴν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, εἶπε:
› Δέσποτα καὶ Δημιουργὲ ἁπάσης τῆς κτίσεως, εὔσπλαχνε καὶ πολυέλεε Θεέ, ὁ καταδεξάμενος διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων σαρκωθῆναι ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς ἀκηράτου μητρός σου καὶ ἐξ αὐτῆς γεννηθῆναι καὶ σταυρωθῆναι καὶ ταφῇ δοθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι, σὺ Βασιλεῦ πανάγιε, ἐπάκουσον ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀναξίου δούλου σου καὶ ὁδήγησόν με ἐν τῷ φωτὶ τοῦ προσώπου σου, τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον, ἵνα κἀγὼ ὁ δείλαιος ἀξιωθῶ τῆς ἐπηγγελμένης ἐκείνης οὐρανίου σου μακαριότητος.
Ὁ δὲ πανάγαθος Θεὸς ὡς οἰκτίρμων καὶ εὐσυμπάθητος, ὁ θέλων τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, εἰσήκουσε τῆς δεήσεως αὐτοῦ καί, καθὼς ἐξῆλθε τῆς πατρίδος του, εὐθὺς εὑρίσκει ἕνα ἐνάρετον ἄνθρωπον καθ᾿ ὁδόν, ὅστις ἐκαλεῖτο Ἀκάκιος. Οὗτος δὲ ἧτο πολὺς εἰς τὴν σοφίαν καὶ παιδείαν καὶ μάλιστα εἰς τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς καὶ ἐγνωσμένος εἰς διαφόρους τόπους, ὡς ὠφελήσας διὰ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων. Τούτου γίνεται ἀληθὴς μαθητής, ὑποσχεθεὶς νὰ φυλάξῃ τὴν ὑπακοὴν καὶ νὰ εἶναι πρόθυμος διὰ παντὸς εἰς τὰ ὑπουργήματα τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων. Ὁ δὲ μακάριος Ἀκάκιος ἐδέχθη μετὰ προθυμίας τὸν Ὅσιο, προορῶν ὅτι μέλλει νὰ γένῃ ὁ παμμάκαρ Δαβὶδ θαυμάσιος καὶ ἄξιον δῶρον τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ, καὶ τὸν ἐπῆγε εἰς τὴν μονήν του καὶ τὸν ἔγραψε συνασκητὴν μετ᾿ ἄλλων πατέρων, διδάξας αὐτὸν καὶ καθοδηγήσας εἰς ἅπαντα τὰ ἑπόμενα τοῦ μοναδικοῦ βίου, καὶ εὐθέως ἐνέδυσεν αὐτὸν τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν καὶ τὸν πρόσταξε νὰ ἐνασχολεῖται εἰς κόπους καὶ ἱδρῶτας ἀσκητικούς. Ἔκτοτε λοιπὸν ὁ μακάριος Δαβὶδ κατεγίνετο εἰς κόπους, εἰς ἀγρυπνίας, εἰς νηστείας, εἰς δεήσεις καὶ προσευχὰς καὶ εἰς τελείαν ἀποχὴν τῶν κακῶν, καὶ ἐσπουδάζε διὰ παντὸς νὰ γένῃ ἔξω τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ τοῦ φθοροποιοῦ κόσμου, διὰ νὰ γένῃ θῦμα καθαρὸν τοῦ οὐρανίου Βασιλέως. Ἠναγκάζετο δὲ μάλιστα ὁ Ὅσιος κατὰ συνέχεια παρὰ τοῦ γέροντός του Ἀκακίου χάριν δοκιμῆς εἰς τὸ νὰ περιφρονῆται μὲ λόγια μεμπτὰ καὶ ψυχρότατα καὶ ἐπέμπετο παρ᾿ αὐτοῦ νὰ πωλῇ στάκτην, ὁ δὲ ἀοίδιμος Δαβὶδ μὲ μεγάλην ταπεινοφροσύνην καὶ ἄμετρον ὑπομονὴ ὑπέμενε καρτερώτατα καὶ ἔκαμνε κάθε πρόσταγμα τοῦ γέροντός του, εἰδὼς ὅτι ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ὑπακοὴ ἀποκατασταίνει τὸν ἄνθρωπον νὰ δοξασθῇ παρὰ Θεοῦ, καὶ νὰ ἀξιωθῇ τῆς οὐρανίου μακαριότητας.
Μετ᾿ ὀλίγον ὁ διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου ὁ πατὴρ Ἀκάκιος ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ μοναστήριον ἐπὶ σκοπῷ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄλλο μέρος νὰ εὕρῃ ἄλλους πλέον ἐναρέτους ἄνδρας, χάριν συναναστροφῆς καὶ ὁμιλίας πρὸς αὔξησιν καὶ πλεονασμῶν τῆς ἀρετῆς· ἔλαβε δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὸν Ὅσιο Δαβίδ. Περιπατοῦντες οὖν ἀμφότεροι καὶ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον περιερχόμενοι πολλὰ μοναστήρια καὶ ἀσκητήρια διὰ νὰ ἐπιτύχωσιν ὅ,τι ποθοῦν, ἦλθον εἰς τὴν Ὄσσα, ἥτις εἶναι μεταξὺ τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Πηλίου ὄρους· ἐκεῖ δέ, μαθόντες τὸ μοναστήριον τοῦ Οἰκονομίου, εἰσῆλθαν καὶ παρέμειναν ὀλίγον καὶ ὠφελήθηκαν παρὰ τῶν πατέρων ἐκείνων, ὁμοίως καί οἱ πατέρες ἐκεῖνοι ἐκ τούτων, ἐπειδὴ ἡ ἄσκησις καὶ ἡ γύμνασις τῆς ἀρετῆς ἐγίνετο ἀκωλύτως. Βλέποντες δὲ μάλιστα οἱ ἐκεῖ συνασκούμενοι πατέρες τὸν μακάριο Δαβίδ, ὅτι ἐξετέλει μεγάλα κατορθώματα ἀρετῶν καὶ ἀμέτρους κόπους καὶ ἀγῶνας καὶ ἐπροχώρει ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ εἰς τὸ κρεῖττον τῆς ἀρετῆς, ὥς φησιν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «τῶν μὲν ὄπισθεν ἐπιλαμβανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος», παρεκίνουν καὶ ἐβίαζον αὐτὸν τὸν ἀοίδιμον νὰ δεχθεῖ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροδιακονίας, ἐπειδὴ ἐπρόβλεπον ὅτι μέλλει νὰ γένῃ ἐντελὴς εἰς τὴν ἀρετὴ καὶ ἔχει νὰ φωτίσῃ μὲ τὰς πνευματικάς του διδασκαλίας καὶ νουθεσίας πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων. Ἀνεδείχθη λοιπὸν τὸ τῆς Ἱεροδιακονίας ἀξίωμα εἰς τὸ διαληφθὲν μοναστήριον καί, ὡς καθαρὸς καὶ γνήσιος δοῦλος τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, ὑπηρέτει εὐλαβῶς τὰ θεῖα Μυστήρια. Μετ᾿ ὀλίγον δὲ καιρὸν πάλιν ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, ὁ ἱερὸς Ἀκάκιος, καταφλεγόμενος ὑπὸ θείου ἔρωτος ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγει εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ διὰ νὰ προσκυνήσει τὰ ἱερὰ μοναστήρια καὶ νὰ ἀπολαύσῃ τοὺς ἐκεῖ ἀσκητὲς χάριν εὐλογίας καὶ νὰ γένῃ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς ἐκείνων. Ὅθεν ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν ἔχων μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὸν μακάριο Δαβίδ, τῇ θείᾳ συνάρσει, ἦλθε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, περιῆλθε ὅλα τὰ μοναστήρια καὶ τὰς σκήτας καί, λαβὼν οὐκ ὀλίγον καρπὸν τῆς ἐνθέου ἀρετῆς, ἔκρινεν εὔλογον πάλιν ὁ σεβάσμιος πατὴρ Ἀκάκιος νὰ ἀποπλεύσῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁ δὲ ὅσιος Δαβὶδ ἔμεινε ἐκεῖ εἰς τὸν λιμένα τῆς ἀρετῆς, εἰς τὴν μονὴν τῆς ἁγίας Λαύρας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου Ἀθωνίτου, λέγω, χαίρων δὲ καὶ ἀγαλλόμενος μετήρχετο τὸν ἀσκητικὸ βίον.
Ὁ δὲ μακάριος Ἀκάκιος φθάσας εἰς Κωνσταντινούπολιν πῆγε ἀμέσως εἰς τὸ Πατριαρχεῖο, εἰς προσκύνησιν τοῦ Πατριάρχου· ὁ δὲ Πατριάρχης ἱδὼν τὸν ἀοίδιμον Ἀκάκιο, τῷ ὄντι τὸ σκεῦος τῆς ἀκακίας καί, πληροφορηθεὶς τὸν βίον του τὸν καθαρὸν καὶ τὴν διαγωγήν του τὴν ἐνάρετον, καθὼς καὶ ἄλλοτε εἶχεν ἀκούσῃ παρ᾿ ἄλλων, ὑπερευχαριστήθη. Μετὰ ταῦτα δὲ γενομένης συνόδου ἱερᾶς μετὰ τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων, καθῆκον ἐκρίθη παρὰ πάσης τῆς ἁγίας συνόδου νὰ τιμηθῇ ὁ ἀοίδιμος Ἀκάκιος διὰ τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματος τῆς Ἀρχιεροσύνης, ὡς ὧν ἄξιος ἐργάτης τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἵνα ποιμάνῃ τὸ λογικὸ ποίμνιο, ἵνα πληρωθῇ ἡ φωνῇ ἡ Εὐαγγελική, ἡ λέγουσα: «Οὐ καίουσι λυχνῶν καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ λάμπει πᾶσι, τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ»· καὶ τοιουτοτρόπως χειροτονηθεὶς ἠξιώθη τοῦ μεγίστου καὶ ὑψηλοῦ ἀξιώματος τῆς ἀρχιερωσύνης, λαχὼν τῆς μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης.
Ἂφ᾿ οὖ δὲ κατῆλθεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, ἔστειλε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐπῆρε τὸν ἀγαπητό του ὑποτακτικὸ καὶ καθαρὸν ὑπουργὸν τοῦ Θεοῦ, λέγω τὸν πανάριστον Δαβὶδ καί, ὡς ἔφθασε οὖτος εἰς τὴν Ναύπακτο ἐντὸς τῆς μητροπόλεως, μεγάλη χαρὰ ἐγένετο ἀμοιβαία εἰς τοὺς δύο, δηλαδὴ εἰς τὸν Ἀρχιερέα καὶ εἰς τὸν Ὅσιον Δαβίδ. Καὶ ἀμέσως ὁ γέροντάς του μετὰ χαρᾶς ψυχικῆς λέγει τὸν ἔνθεον σκοπόν του πρὸς τὸν Δαβίδ- τέκνον μου ἀγαπητὸν ἐν Κυρίῳ, ἐγὼ ἐπίτηδες σὲ μετακάλεσα ἐκ τῆς μονῆς νὰ σὲ χειροτονήσω ἐπίσκοπο, νὰ ποιμάνῃς λαόν, διότι εἶσαι ἄξιος ἐργάτης καὶ διδάσκαλος τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἵνα φωτίζῃς ψυχὰς ἀνθρώπων. Ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ μηδόλως ἔστερξεν, ἂν καὶ ἦτον ἄξιος αὐτοῦ τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματος, ἐπειδὴ κατεφρόνει τὴν δόξαν, καὶ ἠσπάζετο τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ ἡσυχίαν· διὸ καθ᾿ ἑκάστην κατεγίνετο καὶ ἐνησχολεῖτο νὰ φυλάξῃ τὴν ψυχήν του ἄσπιλον καὶ καθαρὰν ἀπὸ τὰς ἐπιβουλὰς καὶ ἐνέδρας τοῦ δολίου Σατανᾶ καὶ νὰ τὴν λαμπρύνῃ μὲ τὰ πρέποντα προτερήματα καὶ ἀρετάς, θέλων νὰ ἀφανίσῃ τελείως τὰς τῆς σαρκὸς ἀτάκτους κινήσεις καὶ ὁρμὰς καὶ νὰ ὑποτάξῃ τὸ σῶμα εἰς τὴν ψυχήν. Διὰ τοῦτο μὲ μεγάλας νηστείας καὶ μὲ ὁλονυκτίους ἀγρυπνίας καὶ συνεχεῖς γονυκλισίας ἐταλαιπώρει τὸν ἑαυτόν του, ἐπειδὴ πώποτε δὲν ἐχόρτασε τὴν κοιλίαν μὲ φαγητό, ποτὲ δὲν ἐφόρεσε εὔμορφον φόρεμα, ποτὲ δὲν ἐγέλασε ἄτακτα, ποτὲ δὲν ἔκαμε τίποτε ἐναντίον τοῦ μοναχικοῦ βίου, ἀλλ᾿ εἶχε διὰ παντὸς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐπιστηριγμένον εἰς τὴν ψυχήν του καὶ ἠσπάζετο τὴν ταπείνωσιν καὶ ἦτον ὑποτεταγμένος πρὸς τὸν ἅγιον γέροντά του καὶ πνευματικόν του πατέρα διὰ νὰ μάθητε λοιπὸν πόσην ὑπακοὴν εἶχεν ὁ παμμακάριστος εἰς τὸν διδάσκαλόν του, ἀκούσατε μετὰ προσοχῆς τὸ ἑξῆς διήγημα.
Ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἐστάλη παρὰ τοῦ γέροντος τοῦ ἐκ Ναυπάκτου εἰς τὴν Ἄρταν διά τινα ὑπηρεσία ἡ ὁδὸς ἡ ἀπέχουσα τῆς Ναυπάκτου ἄχρι τῆς Ἄρτης εἶναι τεσσάρων ἡμέρων, ὁ μακάριος ἐπειδὴ συνήθιζε νὰ περιπατῇ ἀνυπόδητος, φθάσας εἰς τὴν Ἄρτα, ὕστατο ἐν μέρει τινὶ χάριν ἀναπαύσεως· ἱδὼν δὲ αὐτὸν εἰς ἄρχων θεοφιλὴς καὶ φιλόπτωχος ἀνυπόδητον, εὐθὺς ἀγόρασε μίαν ζυγὴν ὑποδήματα καὶ ἔρχεται πρὸς τὸν Ὅσιο καὶ τῷ λέγει παρακαλῶν:
› δοῦλε τοῦ Θεοῦ, λάβε αὐτὰ τὰ ὑποδήματα καὶ βάλε τα εἰς τοὺς πόδας σου καὶ μὴ ταλαιπωρῇς τόσον πολλὰ τὸν ἑαυτόν σου.
Ὁ δὲ μακάριος Δαβίδ, ἐννοήσας τὴν εὐλάβειαν τοῦ ἄρχοντος, τὰ ἐδέχθη καὶ τὰ ἐφόρεσε καί, ἀφ᾿ οὗ ἔκαμε ὅλα τὰ προστάγματα τοῦ γέροντος τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου, ἐπέστρεψεν πίσω ταχέως. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς ὁ γέροντάς του, ἱδὼν τὸν Δαβὶδ φοροῦντα τὰ ὑποδήματα, λέγει πρὸς αὐτὸν μετὰ θυμοῦ:
› ὦ Γέρων (ἐπειδὴ οὕτω ἐκαλεῖτο παιδιόθεν ὁ μακάριος διὰ τὴν πολλὴν φρόνησίν του) τίς σοῦ ἔδωκε τὰ ὑποδήματα αὐτά;
Ὁ δὲ ὅσιος Δαβὶδ μετ᾿ εὐλαβείας πολλῆς ἀπεκρίθη καὶ λέγει πρὸς αὐτόν:
› ἕνας ἄνθρωπος φιλόχριστος, Πάτερ μου, μοὶ τὰ χάρισε
ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς λέγει πρὸς αὐτόν
› αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποταγὴ τὴν ὁποίαν σῴζεις πρὸς ἑμέ, ὦ Γέρων; καὶ διατὶ δὲν ἦλθες ἀνυπόδητος, καθὼς ὑπῆγες; ἀλλὰ ἐλυπήθης τὸν ἑαυτόν σου; ἄπελθε λοιπὸν καὶ δὸς τὰ ὑποδήματα ὀπίσω εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος σοῦ τὰ ἔδωκε καὶ πάλιν στρέψον ὀπίσω, καθὼς ὑπῆγες ἀνυπόδητος· τοῦτον τὸν κανόνα ἔκρινα νὰ σοῦ δώσω, διὰ νὰ μάθῃς ποτὲ νὰ μὴ κάμῃς ἔργον τι χωρὶς τῆς προσταγῆς μου.
Τότε ὁ ταπεινόφρων Δαβίδ, ποιήσας μετάνοιαν, ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς τὴν ἐπιτίμησιν καὶ ἔπραξε καθὼς τὸν διέταξεν ὁ ἱερὸς ἐκεῖνος Ἀρχιερεύς· καί, ἀφ᾿ οὗ γύρισε πίσῳ, τὸν ὑπεδέχθη ὁ θεῖος ἀνὴρ μετ᾿ εὐλαβείας καὶ χαρᾶς, ὡς ἄξιον ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ καὶ τέκνον τῆς ὑπακοῆς. Οὕτω διάγων δὲ μετὰ τοῦ Ἀρχιερέως ἔλαμπε μὲ τὰς ἀρετὰς καὶ θεῖα κατορθώματα, ὡς ἀστὴρ φαεινότατος.
Εἶτα δὲ ἐχειροτονήθη καὶ ἱερεύς, γενόμενος λειτουργὸς τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Μυστηρίων, καὶ ὅλος ηὔξανεν εἰς τὴν ἀρετὴν ἐπιδίδων εἰς τοὺς ἀγῶνας καὶ καμάτους, ὡς δένδρον πεφυτευμένον εἰς γῆν ἀγαθήν, ὅπερ ὑψοῦτο τῇ θείᾳ βοηθείᾳ, φέρον καρποὺς ἀγαθοὺς διότι ἤκουε τὴν σοφίαν τὴν λέγουσαν: Ὅσον μέγας εἶ, τοσοῦτον ταπεινοῦ σεαυτόν, καὶ εὑρήσεις χάριν παρὰ Κυρίου.
Ὅθεν διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν ταπείνωσιν ἀπέφυγε τὸ ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης ὁρῶν δὲ ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ οἱ τοῦ τόπου ἄρχοντες τὰς οὐρανίους χάριτας καὶ προτερήματα τὰ ὁποῖα εἶχε, τὸν παρεκάλεσαν πολλὰ διὰ νὰ γένῃ ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Θεοτόκου, ἐπιλεγόμενης Βερνικόβης. Οὕτω λοιπόν, διὰ τῶν πολλῶν παρακλήσεων τοῦ Ἀρχιερέως καὶ τῶν ἀρχόντων, ἀπεδέχθη τὴν ἡγουμενεία τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου Μοναστηρίου καὶ πάντοτε διὰ φροντίδας εἶχε τὴν ἐπιμέλειαν τῆς ψυχικῆς σωτηρίας τῶν μοναχῶν ἐκείνων, νουθετῶν καὶ διδάσκων καθ᾿ ἑκάστην αὐτοὺς ἅπαντα τοῦ μοναχικοῦ βίου τὰ καθήκοντα, ἀποδεικνύων αὐτοῖς μάλιστα τὸν ἑαυτόν του καλὸν παράδειγμα. Ἀλλ᾿ οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠθέλησαν πώποτε νὰ ἐπιδώσωσιν εἰς τὴν προκοπὴ τῆς ἀρετῆς καὶ οὕτω ἐπληροῦτο τὸ ῥητὸν ἐκεῖνο τὸ λέγον «Εἰ Αἰθίοψ ἀλλάξεται τὸ δέρμα αὐτὸν καὶ πάρδαλις τὰ ποικίλματα αὐτῆς, τότε καταλείψουσι καὶ ἐκείνοι τὰς κακὰς των συνηθείας», ἐπειδὴ ἠγάπα ὁ καθεὶς νὰ ἔχῃ τὴν ἰδιοῤῥυθμίαν καὶ νὰ τρέχῃ, ὡς θέλει, εἰς τὰς αἰσχράς του πράξεις.
Ἐν ᾧ διῆγεν ὁ μακάριος εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον τῆς Θεοτόκου, κατὰ τύχην ἐλθὼν εἰς τὴν Ἀχαΐαν ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης Ἱερεμίας, μετὰ τοῦ σοφωτάτου ῥήτορος Ἐμμανουήλ, πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν εἰρημένην Μονὴν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν, ὄντος τοῦ Πατριάρχου ἐκεῖ, ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἐπῆρε καιρὸν διὰ νὰ λειτουργήσῃ κατὰ τὸ σύνηθες· ὁ δὲ ῥήτωρ ἔχων οὐκ ὀλίγην εὐλάβειαν πρὸς τὸν μακάριον εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ βλέπει εἰς τὸ ἅγιον βῆμα τὸν Ὅσιον, ὁ ὁποῖος ἦτον εἰς τὴν προσκομιδήν, ὅτι τὸν εἶχε περικεκυκλωμένον φῶς θεῖον καὶ ἔλαμπε τὸ πρόσωπόν του ὡς ἥλιος, διότι ἐστέκετο σχεδὸν ἕνα πῆχυν ὑψηλότερον τῆς γῆς. Τοῦτο τὸ θαῦμα ἱδὼν ὁ ῥήτωρ ἔδραμε εἰς τὸν Πατριάρχην καὶ λέγει πρὸς αὐτόν·
› ἐλθέ, Δέσποτα ἅγιε, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, νὰ ἴδῃς Ἄγγελον ἐπίγειο
καὶ εὐθὺς δραμὼν ὁ Πατριάρχης ἔνδον τοῦ ἁγίου βήματος, τὸ μὲν φῶς τὸ ὁποῖον εἶδεν ὁ ῥήτωρ πρότερον, ὁ Πατριάρχης δὲν τὸ εἶδεν, ἀλλ᾿ εἶδε τὸ πρόσωπον τοῦ ἁγίου βεβρεγμένον μὲ δάκρυα. Τοῦτο ὡς εἶδεν ὁ Πατριάρχης ἐθαύμασε καὶ ἔπειτα πολλὰ παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον νὰ τὸν κάμῃ Ἀρχιερέα εἰς μίαν μητρόπολιν, ἀλλὰ οὐδόλως ἔστερξε. Διατρίψας λοιπὸν ὀλίγον καιρὸν εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον ὁ Ὅσιος καὶ βλέπων τὸ ἀδιόρθωτον τῶν μοναχῶν ἐκείνων, ἔφυγε ἐκεῖθεν περιφερόμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, διὰ νὰ τύχη τὸν ἀρμόδιο τόπον τῆς ἀσκήσεως εἰς ἐκτέλεσιν τοῦ ἀληθοῦς σκοποῦ του. Διὸ ποιήσας εὐχὴν πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν εἶπε:
› Παντοκράτορ Δέσποτα, δημιουργὲ τοῦ παντός, φιλάνθρωπε καὶ ἐλεῆμον Θεέ, Λυτρωτὰ καὶ ῥύστα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, σύ, ὦ γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, ἔχυσες τὸ πανάγιόν σου αἷμα ἐπάνω εἰς τὸν Τίμιον Σταυρὸν διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, σὺ ὁδήγησόν με, πανάγιε Βασιλεῦ, τοῦ εὑρεῖν τόπον ἡσυχίας καὶ αἰνέσεως.
Ταῦτα ὅταν ἔλεγε ὁ Ὅσιος μετὰ θερμῶν δακρύων πρὸς τὸν παντάνακτα Θεόν, τῷ ἀπεκαλύφθη οὗτος ἐν ὁράματι καὶ τῷ εἶπε νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὸ ὄρος Στείρι καλούμενον, ὅπερ κεῖται μεταξὺ Ἑλικῶνος καὶ Παρνασσοῦ, καὶ ἀμέσως τῇ θείᾳ ὁδηγίᾳ ἦλθε ἐπὶ τὸ ὄρος καὶ εὗρε τόπον ἀρμόδιο νὰ καθησυχάσῃ καὶ ἐκεῖ ἔκαμε μικρὰν οἰκοδομὴν ἀσκητηρίου, ἐσύναξε καί τινας Μοναχοὺς εὐλαβεῖς καὶ σπουδαίους καὶ μετὰ τούτων ὑμνολογεῖ τὸν ἅγιον Θεὸν ἡμέρας τε καὶ νυκτός, διάγων πολιτείαν γέμουσαν ἀρετῶν καὶ θείων χαρίτων. Διότι ὁ μακάριος Δαβὶδ δὲν ἧτο μόνον στολισμένος μὲ τὰς χάριτας τοῦ μοναδικοῦ βίου, ἀλλ᾿ ἧτο καὶ μὲ σοφίαν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μαθημάτων, ἐπειδὴ ἐδιδάχθη ἀρκούντως παρὰ τοῦ γέροντος τοῦ Ἀκακίου ἁγίου Ναυπάκτου καὶ παρ᾿ ἐκείνου ἀπεστάλη πρὸς τὸν Δεκαδίωνα σοφὸν Ἰουστῖνον καὶ εὐγενέστατο Ἀνδρέα Ἄρνη, ἐδιδάχθη δὲ καὶ παρ᾿ αὐτῶν μαθήματα ἀρκοῦντα.
Εἰς αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὄρος καθησυχάσας διῆγεν ἀταράχως καιρόν τινα ἐκ τῶν σατανικῶν προσβολῶν· ἀλλ᾿ ὁ μισόκαλος καὶ πονηρὸς διάβολος δὲν ἔπαυε νὰ μηχανᾶται τρόπους δολίους κατὰ τοῦ παμμάκαρος, φθονῶν τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀρετήν του. Ὁ δὲ Ὅσιος εἰδὼς τὴν ἄμετρον κακίαν καὶ φθόνον τοῦ δολίου ἐχθροῦ ὕστατο ὡς στερεὰ πέτρα, οὐδόλως δειλιῶν τὰ σατανικὰ αὐτοῦ βέλη, καὶ ὡς οὐδὲν λογιζόμενος τὰς πονηρὰς μηχανάς του· ἀλλ᾿ εἰς τὸ ἔσχατον καταφλεγόμενος ὁ πονηρὸς Βελίαρ ὑπὸ τοῦ φθόνου ἐνεργεῖ κατὰ τοῦ Ὁσίου πειρασμὸν τοιοῦτον, καὶ ἀκροασθῆτε τὸ τέχνασμα τοῦ φθονερότατου δράκοντος.
Μεταξὺ τῆς Χαιρωνείας καὶ τοῦ Ἑλικῶνος εὑρίσκεται μία πόλις καλουμένη Λεβάδεια, ἔνθα κατοικοῦσι καὶ Ἀγαρηνοί, εἷς ἐξ αὐτῶν ἐν τάξει ὧν ἐξουσίας εἶχε σκλαβόπουλα, ἅτινα τυχόντα εὐκαιρία ἔφυγον ὁ δὲ αὐθέντης αὐτῶν ἐρευνῶν μετὰ πόθου καὶ γενόμενος πλήρης θυμοῦ ἐζήτει τὰ ῥηθέντα σκλαβόπουλα. Τινὲς ὀπαδοὶ τοῦ διαβόλου κάκιστοι παρουσιασθέντες τῷ Ἀγαρηνῷ ἐκείνῳ εἶπον ὅτι ὁ Ὅσιος ἐγένετο αἴτιος τῆς φυγῆς τῶν σκλάβων καὶ ἀμέσως ἐκεῖνος δραμὼν ὡς λύκος κεχηνὼς ἥρπασε τὸν μακαριώτατον Δαβὶδ καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως· οὗτος δέ, ὧν ὡς θηρίον ἄγριον, εὐθὺς πρόσταξε καὶ ἔῤῥιψαν οἱ ὑπηρέται του τὸν ἅγιον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τὸν ἔδειραν σφοδρότατα μὲ τόση ἀσπλαχνία, ὥστε σχεδὸν ἡμιθανὴς ἐγένετο ὁ Ὅσιος ἐκ τῶν ἀμέτρων πληγῶν, ἔπειτα τὸν ἐφυλάκωσεν. Ὁ δὲ ἅγιος ὡς πεπλησμένος τῆς χάριτος τοῦ παναγίου Πνεύματος ἔχαιρε καὶ εὐφραίνετο ἐνθυμούμενος τὸ ῥητὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, τὸ λέγον: πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις. Τὴν ἐρχομένη ἡμέραν πάλιν πρόσταξε ὁ ἀλιτήριος, καὶ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ τὸν ξύλισαν σκληρότατα ἐκεῖνα τὰ ἀγριότατα θηρία, ἔπειτα τοῦ ἔδεσαν ὀπίσω τὰς χεῖρας καὶ τὸν κρεμάσαν διὰ πολλὴν ὥραν καὶ ἐκ τούτου ἠσθένησαν τὰ χέρια τοῦ ἁγίου καὶ ἔμειναν πολὺν καιρὸν ἀκίνητα. Ἄλλα τις δύναται νὰ διηγηθῇ εἰς πλάτος τὰς ἄλλας τιμωρίας καὶ βάσανα, τὰ ὁποῖα ἐδέχθη εἰς τὸ σῶμα του ὁ ἅγιος; Ἐν ᾧ ἧτο κρεμάμενος, τὸν πότιζαν διάφορα ποτὰ φαρμακερώτατα ἀλλὰ ταῦτα πάντα τὰ ὑπέμενεν ὑπομονητικώτατα, διότι ἦτον ἀρματωμένος μὲ τὴν δύναμιν καὶ χάριν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ ἐπεθύμει νὰ λάβῃ καὶ τὸ τέλος τοῦ μυστηρίου, νὰ ἀπολαύσῃ ταχέως τὸν στέφανον τὸν ἀμαράντινον καὶ νὰ συναυλισθῇ εἰς τὴν χορείαν τῶν ἁγίων. Ἀλλ᾿ ὁ πανάγαθος Θεὸς εἰδὼς ὅτι δι᾿ αὐτοῦ τοῦ πολυτίμου μαργαρίτου, λέγω τοῦ ὁσίου Πατρός, ἐσῴζοντο πολλαὶ ψυχαί, τὸν ἠλευθέρωσε, φωτίσας τινὰς Χριστιανοὺς καὶ ἔδωκαν χρήματα πολλὰ τῷ ἡγεμόνι, καὶ ἐλυτρώθη ὁ ἅγιος.
Ἀφ᾿ οὖ δὲ ἠλευθερώθη τοῦ τυράννου δὲν ἔκρινεν εὔλογον νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ αὐτὸ ἀσκητήριο, ἀλλὰ περιήρχετο ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἕως νὰ εὕρῃ πάλιν τόπον ἀρμόδιο ἡσυχίας, δοκιμάζων καθ᾿ ὁδὸν ἀμέτρους τυραννίας καὶ θλίψεις ἐκ τῶν βαρβάρων καὶ κακῶν ἀνθρώπων. Τέλος δὲ ἦλθε εἰς τὴν νῆσον τῆς Εὐβοίας, εὑρὼν αὐτοῦ τόπον ἡσυχίας, πλησίον τοῦ χωρίου Ὀροβιαῖς. Εἰς αὐτὸν δὲ τὸν τόπον ἧτο ναὸς ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ· τὸν ναὸ τοῦτον τῇ θείᾳ βοηθείᾳ διὰ συνδρομῆς τινων εὐλαβῶν χριστιανῶν ἀνήγειρε ἐκ βάθρων, καλλωπισθέντα καὶ ὡραϊσθέντα μετὰ τῶν ἁρμοδίων κελλίων, καὶ ἐφεπομένων οἰκοδομῶν, ἀποκαταστήσας Μοναστήριον, ὡς ἐπόθει. Ἔπειτα δέ οἱ ποθοῦντες τὸν μοναχικὸ βίον, ἀκούοντες τὰς ἀρετὰς καὶ κατορθώματα τοῦ ἁγίου ἔτρεχαν πανταχόθεν καὶ ἐλάμβαναν τὸ ἀξίωμα τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τοιουτοτρόπως ἐπρόκοπτον εἰς τὴν ἀρετὴ διὰ τῶν θείων παραινέσεων καὶ διδασκαλιῶν τοῦ παναρίστου Δαβίδ. Ἐξ αὐτῶν δὲ τῶν μοναζόντων οἱ πλέον προκομμένοι εἰς τὴν ἀρετή εἰσιν οὖτοι· ὁ Ἰσαὰκ ὅστις εἶχε καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης, ὁ Ἰωαννικιος καὶ ὁ Ἡσαΐας, κεχαριτωμένοι τῷ ὄντι μὲ διαφόρους ἀρετὰς καὶ προτερήματα· μετὰ τούτων ἧτο καὶ ὁ Γεράσιμος, Ἰωακείμ, Διονύσιος καὶ Δανιὴλ Ἱεροδιάκονοι, καὶ αὐτοὶ ἄξιοι καὶ στολισμένοι μὲ προτερήματα.
Ἕως ἐδῶ, ἀκροαταί μου, διηγήθην τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ ἱεροῦ Μοναστηρίου καὶ τὰς χάριτας καὶ ἀρετὰς τοῦ ὁσίου πατρὸς Δαβίδ, τώρα δὲ θὰ διηγηθῶ ἀκολούθως τὰς περιηγήσεις, τὴν ὑπερβάλλουσαν ἐλεημοσύνην τὴν ὁποίαν ἔκαμνε εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ τὰ θαύματα αὐτοῦ. Ἐφάνη ποτε εὔλογο τῷ ἁγίῳ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐπισκοπὴν τοῦ ἁγίου Δημητριάδος· συμπαρέλαβε δὲ τὸν Χριστόφορον, ὅστις καὶ τὸν βίον τοῦ ὁσίου ἔπειτα συνέγραψε, καὶ τὸν ἱερὸν Ἰωαννίκιον, καὶ περιπατοῦντες ἦλθον ἔξω τῆς ἐπισκοπῆς πρὸς τὸ ἑσπέρας καὶ ἐκτύπησαν τὴν θύραν· ἐξῆλθεν εἷς διάκονος τοῦ ἁγίου Δημητριάδος καὶ τοὺς ἐρωτᾷ ποῖοι εἶναι καί τι θέλουσιν. Ὁ δὲ ἅγιος ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν,
› ξένοι ἄνθρωποι εἴμεθα καὶ θέλομε νὰ ξενισθῶμεν εἰς τὴν ἐπισκοπή.
Τότε ὁ διάκονος ἐπιστρέψας εἶπε τοῦ γέροντός του, ἅπερ εἶπεν ὁ ὅσιος· καὶ πάλιν ἐξελθὼν ὁ διάκονος εἶπεν ὅτι
› δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσέλθητε ἐπειδὴ ὁ γέροντάς μου δειπνεῖ μετὰ τῶν φίλων του, παρέτε λοιπὸν μίαν ψάθαν καὶ καθίσατε αὐτοῦ ἔξω.
Τότε ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη τοῦ διακόνου·
› ἡμεῖς, τέκνον μου, εἰς τὸν οἶκον ἀγαπῶμεν νὰ μείνωμεν, καὶ ὄχι ἔξω εἰς τὸν δρόμον.
Καὶ εὐθὺς λέγει πρὸς τὸν Χριστόφορο ὁ ἅγιος γέρων·
› τράβα τὸ μουλάρι
ἐπειδὴ εἶχον ἕνα μαζί των, ἄνελε (οὕτω εἶχεν συνήθειαν νὰ τὸν ὀνομάζῃ χαριεντιζόμενος). Αὐτὸς δὲ ἔχων θάῤῥος πρὸς τὸν ἅγιον εἶπεν
› ἂς προσμείνωμεν ὀλίγον, Πάτερ, ἴσως καὶ μᾶς ἀνοίξουν.
Ὁ δὲ θεῖος Πατὴρ βλέπων αὐτὸν ἀργοποροῦντα νὰ κάμνῃ τὸ πρόσταγμά του, τὸν ἐκτύπησε μὲ τὴν ῥάβδο του εἰς τὴν ῥάχην, λέγων
› δὲν κάμνεις ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον σοὶ λέγω, μόνον στέκεσαι καὶ φιλονεικᾶς;
Αὐτὸς δὲ εὐλαβείᾳ καὶ φόβῳ φερόμενος, ἐτράβησε τὸ μουλάρι. Καὶ ὁ διάκονος τοῦ Ἀρχιερέως ἱστάμενος ἔτι παρὰ τῇ θύρᾳ καὶ ἀκούων αὐτὰ ἔδραμε πρὸς τὸν γέροντά του, καὶ τῷ διηγεῖται ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἤκουσεν. Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ περίφημος ἐκεῖνος Δαβίδ, ἐπειδὴ πρὸ πολλοῦ δι᾿ ἀκοῆς εἶχε τὰ προτερήματά του, καὶ ἠγάπα νὰ τὸν ἴδῃ καὶ ἀμέσως ἄφησε τὸ τραπέζι καὶ μετὰ τῶν εὑρεθέντων φίλων προσέδραμεν εἰς τὸν Ὅσιο καί, ὡς τὸν εἶδε, λέγει μετ᾿ εὐλαβείας·
› σὺ εἶσαι ὁ γέρων Δαβίδ;
καὶ ἀπεκρίθη αὐτὸς μετὰ ταπεινώσεως,
› ἐγὼ ὁ δοῦλος τῆς σῆς ἁγιοσύνης εἰμί.
Καὶ εὐθὺς ὁ ἀρχιερεὺς προσπίπτων ζητεῖ συγχώρησιν. Ὁ δὲ μακάριος Δαβίδ, ὡς μιμητὴς ὧν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἔδωκε συγχώρησιν εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ τὴν πρέπουσαν νουθεσίαν νὰ εὐσπλαχνίζηται τοὺς ξένους καὶ νὰ τοὺς φιλοφρονῇ, δίδων αὐτοῖς καὶ ἔλεος, ἂν ἔχωσι χρείαν, διὰ νὰ ἀποπληροῖ τὸ χρέος τοῦ ἐπαγγέλματος. Ἔπειτα δὲ μαθόντες οἱ κάτοικοι τῆς χώρας προσέτρεχον ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, ὡς ἡ διψῶσα ἔλαφος, ἐξομολογούμενοι καὶ λαμβάνοντες εὐλογίαν παρὰ τοῦ ἁγίου ἐπέστρεφαν δοξάζοντες τὸν ἅγιον Θεόν, διότι ἠξιώθησαν νὰ ἴδωσι τὸν ἅγιον καὶ νὰ ἀκούσωσι τὴν μελίῤῥυτον ἐκείνη διδασκαλίαν καὶ νουθεσίαν, ὡς ἔχοντες δι᾿ ἀκοῆς πρότερον τὰς ἐναρέτους αὐτοῦ πράξεις.
Ἐκεῖθεν δὲ πάλιν ἀπῆλθον εἰς τὴν Λάρισα πρὸς τὸν ἅγιον Λαρίσης, Νεόφυτο καλούμενο, ὅστις ἦτον ἀληθὴς Ἱεράρχης τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖ δὲ διέτριψάν τινας ἡμέρας καὶ ὠφελήθηκαν πολλοὶ τῶν χριστιανῶν ἐκ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου, ὁμοίως καὶ ὁ σεβασμιότατος Ἱεράρχης.
Ἔπειτα δὲ τῇ θείᾳ βοηθείᾳ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Μονήν των καὶ τίς δύναται νὰ διηγηθῇ λεπτομερῶς τὰς ἀρετὰς τοῦ ἁγίου, καὶ μάλιστα τὴν ἐλεημοσύνην τὴν ὑπερβάλλουσαν, τὴν ὁποίαν ὄχι μόνον τοῖς ὁμοπίστοις μετήρχετο, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἀλλοφύλοις;
Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἦλθέ τις Ἀγαρηνὸς ἐξ Εὐβοίας εἰς τὸ Μοναστήριον πένης ὤν, ἱδὼν αὐτῶν ὁ ὅσιος, οἴκτῳ καμφθείς, ἐπρόσταξε τὸν δοχειάρην νὰ τοῦ δώσῃ φορέματα καὶ ὑποδήματα ἐκ τῶν ἑτοίμων καὶ ὄχι μόνον ταῦτα, ἀλλὰ καὶ τροφὰς ἀκόμη διὰ τὰ παιδία του· Τοιαύτην μεγίστη εὐσπλαχνία εἶχεν ὁ ἅγιος.
Ποτὲ δὲ εἷς ἱερομόναχος, Εὐφρόσυνος καλούμενος, ἐκ τῆς συνεργείας τοῦ πονηροῦ δράκοντος, ἀκουσίως φόνευσε ἄνθρωπον καὶ ἐπειδὴ ἤκουσαν τοῦτο οἱ ἡγεμόνες τοῦ τόπου, ἐφυλακώθη παρ᾿ αὐτῶν καὶ ἐλήφθη ἅπασα ἡ πατρικὴ περιουσία καὶ ἔτι ὑπέπεσε εἰς χρέος βαρύτατο καί, μὴ ἔχων ὀβολὸν ὁ ἄθλιος, προσέδραμε τῷ ἁγίῳ γέροντι χάριν ἐλέους καὶ βοηθείας. Ὁ δὲ συμπαθέστατος ὅσιος, ἅμα μαθὼν τὴν ἄκραν δυστυχίαν του, ὡς ἄλλος Ἀβραὰμ καὶ ξενοδόχος φιλάρετος, τῷ ἔδωκεν ὅλην τὴν ποσότητα τοῦ χρέους, λέγων αὐτῷ· ὕπαγε, τέκνον μου, ἀπόδος τοῖς δανεισταῖς καὶ ἔπειτα ἀπόῤῥιψον τὰς φροντίδας τοῦ κόσμου καὶ ὑπούργει τὸν Θεόν, καθὼς ὑπεσχέθης ἀρχῆθεν καὶ οὕτω ἠλευθερώθη τοῦ χρέους εὐχαρίστων τὸν Θεὸν καὶ τὸν εὐσπλαχνικώτατον Ὅσιο.
Ἄλλοτε πάλιν τέσσαρες γέροντες ἦλθον εἰς τὸ Μοναστήριον, καταγόμενοι ἀπὸ τὸ χωρίον τῶν Ὀροβίων. Ἱδὼν δὲ αὐτοὺς ὁ ἅγιος τοὺς ῥώτησε
› πῶς ἤλθατε ἀδελφοί;
Αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν
› ἡμεῖς, ἅγιε γέρον, εἴμεθα πτωχοὶ καὶ γέροντες, καὶ ᾔλθομεν ἕως ἐδῶ νὰ μᾶς σώσῃς ψυχικῶς καὶ σωματικῶς.
Ὁ δὲ ἅγιος γέρων μετὰ χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας τοὺς ἐδέχθη, καὶ διδάξας αὐτοὺς τοὺς κανόνας τῆς μοναδικῆς πολιτείας τοὺς ἐνέδυσεν καὶ τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Οἱ δὲ ἕτεροι μοναχοὶ ἔλεγον πρὸς τὸν ἅγιον,
› δὲν εἶναι συμφέρον τοῦ μοναστηρίου νὰ μείνωσιν ἐδῶ αὐτοί, ἐπειδὴ εἶναι καὶ γέροντες καὶ ἔχουσι χρέη καὶ θὰ ἔχωμεν ἐνοχλήσεις παρ᾿ αὐτῶν.
Ὁ δὲ ἅγιος γέρων ἀπεκρίθη αὐτοῖς·
› σεῖς ὅπου θέλετε ὑπάγετε καὶ ἀφήσατε ἐδῶ τοὺς πτωχοὺς γέροντας, διότι τὸ μοναστήριον εἶναι τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ τῶν πτωχῶν, καὶ ὅσοι ἔρχονται τοὺς δέχεται.
Μείναντες δὲ ἐκεῖ οἱ γέροντες οἱ πτωχοὶ ἠλευθερώθησαν καὶ τῆς θλίψεως τῆς πενίας καὶ τοῦ βαρύτατου χρέους.
Ἄλλος τις ὑπὸ πτωχείας κατατρυχόμενος, Γεώργιος ὀνόματι, ἀπὸ χωρίον Καλαμούδι, ἔχων καὶ παιδία πολλά, προσέτρεχε κατὰ συνέχεια τῷ σεβασμίῳ γέροντι, ἐπαιτῶν ἔλεος χάριν θεραπείας τῆς πτωχείας του· ὁ δὲ ἅγιος τὸν ἐδέχετο μετὰ χαρᾶς, καὶ τοῦ ἔδινε ἐλεημοσύνη. Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν ἦλθε πάλιν ὁ αὐτὸς Γεώργιος εἰς τὸ μοναστήριον, κατὰ τὴν συνήθειάν του, καὶ ἱδὼν ὁ ἅγιος γέρων αὐτὸν πολλὰ ταλαιπωρημένον ὑπὸ τῆς πτωχείας ἐδάκρυσε καὶ λέγει πρὸς αὐτόν,
› πῶς περνᾶς ἀδελφέ, σὺ καὶ τὰ παιδία;
Εἶχε δὲ συνήθειαν ὁ ἅγιος, ὅτε ἔβλεπε ἀνθρώπους κακουχουμένους καὶ τεθλιμμένους ὑπὸ πτωχείας, νὰ χύνῃ δάκρυα ὑπὸ τῆς συμπαθείας του. Ὁ δὲ πτωχὸς Γεώργιος ἀπεκρίθη, λέγων πρὸς τὸν Ὅσιο
› δι᾿ εὐχῶν σας ἁγίων, Δέσποτά μου, ὑγείαν ἔχομεν ἂν ὅμως ἔλειπεν ἡ ἁγιωσύνη σου, ἥμεθα ἀποθαμένοι.
Ὁ δὲ ὅσιος λέγει πρὸς αὐτόν,
› ὕπαγε ἀδελφὲ εἰς τὴν τράπεζαν νὰ φάγῃς ψωμὶ καὶ ἔπειτα νὰ σὲ δώσῃ ὁ κελλάρης δύο κιλὰ κεχρὶ νὰ ὑπάγεις εἰς τὸν οἶκον σου διὰ νὰ φάγωσι τὰ παιδία σου.
Ἀφ᾿ οὖ δὲ ἔφαγε ψωμί, ἐπῆρε καὶ τρία ψωμία τὸ δὲ κεχρὶ δὲν ἠθέλησαν οἱ προϊστάμενοι τοῦ μοναστηρίου νὰ τὸ δώσωσιν, ἀλλ᾿ εἶπον αὐτόν,
› δὲν σοὶ ἀρκεῖ ὁποὺ καθ᾿ ἑκάστην ἔρχεσαι καὶ μᾶς ἐνοχλεῖς, ἀλλὰ θέλεις νὰ σοῦ φορτώνωμεν καὶ τὰς ἡμιόνους τοῦ Μοναστηρίου μὲ τὰ πρὸς ζωάρκειαν νὰ ἐπιστρέφῃς εἰς τὰ ἴδια;
Ὁ Χριστόφορος, ὢν ἐντεταλμένος παρὰ τοῦ ἁγίου Γέροντος νὰ τῷ ἀναφέρῃ τὰ τοιαῦτα πρὸς διόρθωσιν τῶν ψυχῶν, ἦλθε πρὸς τὸν ἅγιον καὶ εἶπεν ἅπερ ἠκολούθησαν εἰς τὸν πτωχὸν Γεώργιον.
Ὁ δὲ ὅσιος μετ᾿ ἄκρας λύπης γύρισε εἰς τὸν τοῖχον καὶ ἔκλαυσεν, ἔπειτα εἶπε τῷ ἱερομονάχῳ Ἰσαάκ, ὅστις ἦτον ἐκεῖ, κράξον τὸν ἡγούμενον καὶ τοὺς γέροντας νὰ ἔλθωσιν ἐδῶ, οὖτοι δὲ ἀμέσως ἦλθον ἔμπροσθέν του καί, ὡς εἶδεν αὐτούς, λέγει αὐτοῖς·
› Διατί, ἀδελφοί, διώξατε τὸν πτωχὸ Γεώργιο καὶ δὲν τῷ ἐδώκατε τὸ κεχρὶ διὰ νὰ φάγῃ αὐτὸς καὶ τὰ παιδία του; διατὶ παρωργίσατε τὸν Χριστὸν καὶ ἑμὲ τὸν ταπεινὸν γέροντα;
Ὁ δὲ ἡγούμενος καὶ οἱ γέροντες ἀκούοντες τοὺς λόγους τοῦ ὁσίου πατρός, κύψαντες κάτω τὴν κεφαλήν των καὶ φοβηθέντες, ἔλεγον μετ᾿ εὐλαβείας
› συγχώρησόν μας, Πάτερ ἅγιε, ὅτι ἐπταίσαμεν.
Ὁ δὲ ἅγιος τοῖς λέγει·
› λάβετε τὸ κεχρὶ ὀγλήγορα καὶ ἄλλα φαγητὰ καὶ ὑπάγετε εἰς τὸν πτωχὸν Γεώργιον καὶ φάγετε καὶ πίετε μαζί του, καὶ κάμετε ἀγάπην, καὶ τότε θὰ ἔχητε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεόν.
Καὶ οὕτω ἔκαμαν, καθὼς τοὺς διέταξε, καὶ ἠξιώθησαν τῆς συγχωρήσεως.
Εἷς Μοναχὸς εὐλαβέστατος, Σάββας ὀνομαζόμενος, ἔχων πατρικὰ καὶ μητρικὰ χρήματα πολλά, ἠγόρασεν εὔμορφον κῆπον καὶ τὸν χάρισεν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ ἁγίου διὰ ψυχικήν του σωτηρίαν καὶ μετὰ 35 ἔτη τινὲς μοναχοὶ ἐκ τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ὀνομαζόμενου Γαλατάκη, Παχώμιος καὶ Θεόληπτος, ἔχοντες πλησίον τοῦ κήπου αὐτοῦ, τοῦ παρὰ τοῦ Σάββα ἀφιερωθέντος εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ ὁσίου, μικρὸν κηπάριον τοῦ ἰδικοῦ των Μοναστηρίου, ἀδίκως καὶ παραλόγως, ὡς πλεονέκται, τὸ ἐξουσίασαν. Μαθὼν τοῦτο ὁ μακάριος Δαβὶδ οὐδόλως ὠργίσθη, οὐδόλως κατηράσθη, οὐδ᾿ ὕβρισεν αὐτοὺς διὰ τὴν πλεονεξίαν των, ἀλλὰ καίτοι πολλάκις σκανδαλισθεὶς καὶ συγχυσθεὶς καὶ ζημιωθεὶς ὑπ᾿ αὐτῶν, ὁ ἅγιος ἐφύλαττε τὴν ἀγάπην κατὰ τὸ ῥητὸν τοῦ Εὐαγγελίου: Ἀγαπᾶτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, καὶ μὴ ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπὶ τῷ παροργισμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σοῦ. Καὶ ὅτε ἡ Μονή των κινδύνευε νὰ ἀφανισθῇ ὑπὸ τῶν λῃστῶν, αὐτὸς ἔκαμνε εἰς αὐτοὺς οὐκ ὀλίγην τὴν βοήθειαν, μάλιστα τοὺς ᾠκοδόμησε καὶ φρούριον παρὰ τῇ θαλάσσῃ, καὶ τοὺς ἔκαμνε διὰ παντὸς μεγάλας εὐεργεσίας, νουθετῶν καὶ διδάσκων αὐτοὺς εὐαγγελικῶς, ὡς ἀκριβὴς φύλαξ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ἄχρι τέλους οὐ παρεῖδε τὸ δίκαιον, μόνον τοὺς ἐπαίδευσε μὲ ἀῤῥωστίας μεγάλας διὰ τὴν ψυχικήν των σωτηρίαν. Πάσχοντες δέ οἱ διαληφθέντες οὗτοι Παχώμιος καὶ Θεόληπτος ὑπὸ νόσου βαρείας, ὥστε ἐσάπισαν αἱ σάρκες των, καὶ φθάνοντες εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς των ἦλθον εἰς μεγάλην μετάνοιαν καὶ στέλλοντες πρὸς τὸν ἅγιον ἐζήτουν τὴν συγχώρησιν, διὰ τὰ ὅσα σκάνδαλα καὶ ζημίας τῷ ἔκαμαν. Ὁ μὲν Θεόληπτος ἠξιώθη τῆς συγχωρήσεως διὰ γράμματος καὶ εὐθὺς ἐκοιμήθη, ὁ δὲ Παχώμιος, κατὰ μίμησιν τοῦ παραλύτου, ἐβλήθη εἰς τὸν κράββατον, καὶ ὑπὸ τεσσάρων ἀνδρῶν κρατούμενος ἐπορεύετο πρὸς τὸν ἅγιον. Ὁ δὲ ὅσιος καταβαῖνον εἰς τὸ φρούριον τῆς Εὐβοίας, καθ᾿ ὁδὸν τοὺς ὑπήντησε καί, βλέπων ὁ παμμάκαρ τὴν ἀθλίαν κατάστασιν τοῦ πάσχοντος, ἔκλαυσε καὶ τῷ ἔδωκε τὴν συγχώρησιν καὶ εὐθὺς ἀφ᾿ οὗ ἐγύρισεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του ἐπλήρωσε τὸ κοινὸν χρέος καὶ ὡμολόγησε πρὸ τοῦ θανάτου αὐτοῦ ὅτι ὁ κῆπος εἶναι τοῦ Μοναστηρίου τοῦ ὁσίου Δαβὶδ καὶ ἐδόθη πίσω.
Μέχρι τοῦδε διηγήθημεν τὰς ἀρετὰς καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ ἁγίου, τώρα δὲ θὰ διηγηθῶμεν καὶ τινὰ θαύματά του, ὅσα ἔτι ζῶν ἐξετέλεσεν.
Εἰς καιρὸν τοῦ θέρους ἐπορεύετο ὁ ἅγιος εἰς τὴν Κάρυστον διὰ τινὰ χρείαν τοῦ μοναστηρίου· καθ᾿ ὁδὸν δὲ πρὸς τὸ ἑσπέρας κατέλυσεν εἰς χωρίον ὀνομαζόμενο Δίστον, νὰ ἀναπαυθῇ ὀλίγον ἐκ τοῦ κόπου, καὶ ὄντες παρὰ πολλοὶ κώνωπες ἔβλαπτον τοὺς ἀνθρώπους, οὐδόλως διδόντες ἡσυχίαν αὐτοῖς νὰ κοιμηθῶσι. Διὸ ἔτρεχαν οἱ ἄνθρωποι οἱ μὲν εἰς τὰ σπήλαια, οἱ δὲ εἰς τὰ ὄρη· ἰδόντες δὲ τὸν ἅγιον οἱ κάτοικοι τοῦ χωρίου προσέτρεξαν εἰς αὐτὸν πίπτοντες εἰς τοὺς πόδας του καὶ παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ δεηθῇ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔχων παῤῥησίαν μεγάλην, νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κωνώπων. Ὁ δὲ ἅγιος βλέπων τὴν εὐλάβειάν των καὶ τὰ δάκρυα τὰ ὁποῖα ἔχυνον, τοὺς δίδαξε τὰ ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα διὰ τὴν ψυχικήν των σωτηρίαν καὶ τοῖς εἶπε νὰ ἔχωσι τὴν ἐλπίδα των εἰς τὸν Θεὸν καὶ αὐτὸς θὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ εὐθὺς καὶ εἶτα ἐσήκωσε τὰς χεῖράς του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς του εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅστις ἠλευθέρωσας τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Φαραὼ καὶ ἐχάρισας αὐτοῖς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, σὺ λύτρωσον καὶ ἐλευθέρωσον καὶ τοὺς δούλους σου τούτους ἐκ τῶν παγίδων τοῦ νοητοῦ Φαραώ, καὶ τοῦ πλήθους τῶν κωνώπων, ἵνα δοξάζωσι τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον εἰς Σέ, Πανάγιε Βασιλεῦ, ἔχουσι τὰς ἐλπίδας τῆς σωτηρίας των.
Ἀφ᾿ οὖ ἐδεήθη ὁ ἅγιος, καὶ εὐθύς, ὢ τῶν ἀπείρων σοῦ θαυμάτων Παμβασιλεῦ, τῶν κωνώπων ὅλα τὰ πλήθη ἔφυγαν καὶ πνίγηκαν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὅλοι δόξασαν τὸν Θεὸν καὶ ἠκούσθη τὸ θαῦμα εἰς πολλοὺς τόπους.
Ἄλλην φορὰν πάλιν πορευόμενος εἰς τὸ χωρίον καλούμενον Ἔλευσις διὰ ὠφέλειαν πολλῶν ψυχῶν, ἐφιλοξενήθη παρ᾿ ἑνὸς εὐλαβοῦς Χριστιανοῦ, ὅστις θέλων νὰ φιλοφρόνησῃ τὸν Ὅσιο μεταξὺ τῶν ἑτέρων φαγητῶν ἔβαλε καὶ μίαν κολοκύνθην εἰς τὸ τραπέζι, ὡς οὖσαν νεοφανὴ πρὸς περισσοτέρα εὐχαρίστησιν τοῦ μακαρίου ἀνδρός. Τρώγων δὲ ὁ Ὅσιος ἐξ ἐκείνης τῆς κολοκύνθης τὴν ηὗρε τόσον πικράν, ὥστε δὲν ἠδυνατο κανεὶς νὰ τὴν βάλῃ εἰς τὸ στόμα του. Ὁ μὲν οἰκοκύρης ἐλυπήθην μεγάλως· ὁ δὲ ἅγιος γνοὺς τὸν λογισμόν του, ἐν ᾧ ἐκάθητο ἥσυχος, ἐδεήθη τοῦ Θεοῦ ἵνα μεταβληθῇ ἡ πικρότης εἰς γλυκύτητα καὶ εὐθὺς ἐγένετο γλυκυτάτη. Τότε λέγει πρὸς τὸν οἰκοκύρη· τρῶγε τώρα τέκνον μου, ὅτι εἶναι γλυκεῖα, γλυκυτάτη ἡ κολοκύνθη. Τοῦτο ὡς εἶδεν ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος, μεγαλόφωνος ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἰς ὅλον τὸν τόπον ἐκεῖνον ἐκήρυξε τὸ γεγονὸς θαῦμα.
Ἄλλοτε πάλιν ὁ ἅγιος ἐπορεύετο εἰς τὴν χώραν τοῦ Ζητουνίου καί τις Ἀγαρηνὸς ἔτυχε καθ᾿ ὁδὸν κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας του ῥάβδο καὶ ἐκτύπησε τὸν ἅγιον εἰς τὴν ῥάχη ὁ μὲν θεῖος πατὴρ δὲν ὡμίλησε τίποτε, τὸ δὲ χέρι τοῦ Ἀγαρηνοῦ ἐξηράνθη γενόμενον ἀκίνητον. Τότε ὁ Ἀγαρηνὸς μὴ δυνάμενος νὰ κάμῃ τι προστρέχει εἰς τὸν ἅγιον μετ᾿ ἄλλων Ἀγαρηνῶν, εἰς τὸ κατάλυμα ὁποὺ ἐξενίσθη, καὶ παρακαλεῖ τὸν Ὅσιον κλαίων πικρῶς ἵνα τὸν θεραπεύσῃ· καὶ ἀμέσως ὁ ἅγιος εἶπεν ἂς εἶναι τὸ χέρι σου ἰατρευμένον ὡς καὶ πρότερον διὰ τῆς θείας δυνάμεως. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος, ἀπεκατεστάθη τὸ χέρι του ὑγιές. Βλέποντες οἱ ὁμόπιστοί του τὸ παράδοξον θαῦμα τὸ κηρῦξαν εἰς πολλοὺς ὁμοπίστους των. Καὶ ὁ μὲν ἰαθεὶς ἔφερε χρήματα ἀρκετὰ τοῦ ἁγίου πρὸς εὐχαρίστησιν, ὁ δὲ ἅγιος τοῦ τὰ ἔδωκεν ὀπίσω λέγων αὐτῷ: Ὕπαγε νὰ τὰ δώσης ἔλεος τῶν ὁμοπίστων σου καὶ εἰς τὸ ἑξῆς πώποτε νὰ μὴ κάμῃς κακόν. Καὶ τοιουτοτρόπως ἐδοξάσθη ὁ ἅγιος παρὰ τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ ὡς πιστὸς δοῦλος καὶ ὑπηρέτης ἄριστος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, θαυματουργῶν τοῖς πιστοῖς καὶ ἀπίστοις εἰς δόξαν Θεοῦ.
Καὶ ἐκ τούτων λοιπὸν τῶν θαυματουργημάτων τοῦ ἁγίου δύναται νὰ ἐννοήσει πᾶς τις πόσην παῤῥησίαν εἶχεν ὁ ἅγιος πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὰς μεγάλας ἀρετάς του· εἶχε δὲ καὶ εἰς τὸ Μοναστήριόν του πολλὴν εὐταξίαν καὶ κοσμιότηταν καὶ ἦσαν οἱ ἐν αὐτῷ ἀσκούμενοι Πατέρες μὲ διάφορα χαρίσματα τῆς μοναδικῆς πολιτείας· καὶ διὰ νὰ γένῃ φανερὸν πόσην ἀρίστην διοίκησιν εἶχεν ὁ μακάριος Δαβὶδ εἰς τὴν ἱερὰν Μονήν του, ἀκούσατε μετὰ προσοχῆς καὶ ἐκ τῶν ἑπομένων διηγήσεων θὰ βεβαιωθῆτε περισσότερον.
Ἱεροδιάκονός τις καταγόμενος ἀπὸ τὸ Ζητούνι ἧτο συγκοινοβιάτης εἰς τὸ Μοναστήριον· εἶχε δὲ γεννήτορας πλουσίους καὶ εὐγενεῖς· ὁ δὲ ἅγιος δὲν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν πώποτε φορέματα καινουργία νὰ φορέσῃ, ἀλλὰ ταπεινὰ καὶ πενιχρά. Ἠθέλησέ ποτε ὁ διάκονος νὰ ὑπάγῃ νὰ ἵδῃ τοὺς γονεῖς του καὶ δι᾿ ἀδείας τοῦ Ὁσίου πατρὸς ὑπῆγεν, ἀφ᾿ οὖ δὲ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του, εἶχε φορέσει λαμπρά τινα ἐνδύματα ὡς υἱὸς εὐγενοῦς ἐπαγγελόμενος. Ὁ δὲ ἅγιος, ὡς εἶδεν αὐτὸν ἐστολισμένον τὰ περιφανῆ ἐνδύματα ταῦτα, τῷ εἶπε· διατὶ διάκονε κατεφρόνησας τὴν στολὴν τῆς ταπεινώσεως καὶ ἐξεδύθης τὸ ἔνδυμα τῆς ὑπερηφανείας; Τώρα βλέπω δύο δαίμονας οἱ ὁποῖοι κάθηνται ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους σου. Ὁ δὲ διάκονος ἀκούσας, ἔντρομος ἐγένετο, πεσὼν δὲ εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου ζητεῖ συγχώρησιν. Ὁ δὲ θεῖος Πατὴρ εἶπε πρὸς αὐτόν, ὀγλήγορα ἔβγαλε τὰ φορέματα τῆς ὑπερηφανείας καὶ ῥίψε τα εἰς τὴν φωτίαν καὶ φόρεσε τὰ ἐνδύματα τῆς ταπεινώσεως καὶ τότε λαμβάνεις συγχώρησιν. Ἀμέσως ὁ διάκονος ἔκαμε τὴν προσταγὴ τοῦ ἁγίου Γέροντος καὶ εὐθύς, ἰδόντες οἱ δαίμονες τὴν ταπείνωσιν τοῦ διακόνου, ἀνεχώρησαν κατησχυμένοι.
Ὁ διαληφθεὶς ἐκεῖνος Χριστοφόρος ἔλαβε λογισμόν ποτε νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τοῦ Μοναστηρίου, ὅτε ὁ σεβάσμιος πατὴρ διὰ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος γνωρίσας τὸν σκοπόν του, ἐν ᾧ ὁ Χριστοφόρος εἰς τὸ μετόχιον ἡτοιμάζετο μεθ᾿ ἑνὸς ἑτέρου Μοναχοῦ νὰ φύγῃ, ὁ ἅγιος προφθάσας αὐτὸν τὸν ἐπῆρε κατ᾿ ἰδίαν ὁμιλῶν αὐτῷ ἐν εἴδει ἐξομολογήσεως. Ὁ δὲ Χριστοφόρος ἐννοήσας τοῦ ἁγίου τοὺς λόγους, πῶς διὰ τοῦ προορατικοῦ του ἐγνώρισε τὸν σκοπόν του, εὐθὺς ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου ζητῶν συγχώρησιν, ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ μετὰ συμπαθοῦς ψυχῆς εὐλόγησε αὐτὸν καὶ τὸν ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τῶν κακῶν λογισμῶν καὶ εἰρήνευσαν οὗτος τοῦ λοιποῦ εἰς τὸ Μοναστήριον μετ᾿ εὐχαριστίας μεγίστης.
Τοσοῦτον διεδόθη ἡ φήμη τοῦ ἁγίου καὶ ὁ ἔπαινος ἀπανταχόσε, ὥστε πολλοὶ τῶν Ἀρχιερέων προσεκάλουν αὐτὸν εἰς τὰς ἐπαρχίας των χάριν ψυχικῆς σωτηρίας τῶν Χριστιανῶν· αὐτὸς δέ, ὡς ὑπηρέτης πιστὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μαθητὴς τῆς ὑπακοῆς, μετέβαινε μετὰ σπουδῆς καὶ ἐπιμελείας. Ὅθεν καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησόν ποτε οἱ ἐκεῖ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες, ἔχοντες μεταξύ των σκάνδαλα καὶ λογομαχίας οὐ σμικράς, ἐμήνυσαν εἰς τὸν ἅγιον νὰ ὑπάγῃ νὰ τοὺς εἰρηνεύσῃ. Ὁ δὲ ἅγιος εὐθὺς μετὰ προθυμίας οὔτε τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ ἐβαρύνθη οὔτε συμπάθειαν εἰς τὸ γῆρας του ἔδωκεν οὔτε εἰς τὸ σῶμα του, τὸ ὁποῖον ἧτο πολλὰ ἰσχνὸ καὶ κατάξηρον ἀπὸ τὰς νηστείας καὶ ἀμέτρους κακουχίας καὶ τὰς ἀγρυπνίας, ἀλλ᾿ ἐπῆρε μεθ᾿ ἑαυτοῦ καί τινας μαθητάς του καὶ ἐκίνησε διὰ τὴν Πελοπόννησον. Καταβὰς δὲ εἰς τὸν αἰγιαλὸν ηὗρε πλοῖον καὶ ἐμβῆκε μέσα μετὰ τῶν μαθητῶν του, διὰ νὰ πέρασῃ ἀντικρὺ εἰς τὸ Ταλάντι. Πρὶν δὲ νὰ φθάσῃ εἰς τὸν λιμένα τὸ πλοῖον, συνέβη ἄφνω τρικυμία καὶ ζάλη τῆς θαλάσσης μεγάλη, ὥστε τὸ πλοῖον γύρισε, καὶ ὅλοι ἔπεσον εἰς τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, οἱ ὁποῖοι, τῇ θείᾳ βοηθείᾳ, ἐξῆλθον ὁ μὲν κολύμβων, ὁ δὲ εἰς ξύλον ἐπάνω, ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ ὡς γέρων καὶ ἀδύνατος κατῆλθεν εἰς τὸν βυθόν, ἀλλ᾿ ἔπειτα διὰ τοῦ θείου ἐλέους ἀνῆλθεν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης ἐξηπλωμένος, ὡσὰν νὰ ἐκοιμᾶτο. Οἱ δὲ μαθηταί του ἐλευθερωθέντες, ἔκλαιον ἔξω τοῦ αἰγιαλοῦ πικρῶς διὰ τὸν Δαβίδ, τὸν πνευματικὸν δεσπότην καὶ πατέρα των. Ἐν ᾧ εὑρίσκοντο εἰς βαθεῖαν λύπην, μετὰ ἐννέα ὥρας ὁρῶσι τὸν ἅγιον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης ὕπτιον, ζῶντα, ὅλως ἀβλαβῆ, ὅστις ἐξῆλθεν ἔξω ἀπολαβὼν τοὺς αὐτοῦ μαθητάς, καὶ πάντες δόξασαν τὸν πανάγαθον Θεὸν διὰ τὸ μέγα τοῦτο θαυμάσιον. Ἐκεῖθεν λοιπὸν μετέβη εἰς τὴν Πελοπόννησον μετὰ τῶν αὐτῶν μαθητῶν, ἔνθα ὄχι μόνον διὰ τῶν πνευματικῶν του νουθεσιῶν καὶ διδασκαλιῶν εἰρήνευσε τοὺς σκανδαλισθέντας ὑπὸ τοῦ πονηροῦ Βελίαρ, ἀλλ᾿ προξένησε καὶ μεγάλην χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν εἰς πᾶσαν τάξιν Χριστιανῶν, καὶ οὕτω ἐπέστρεψε εἰς τὸ Ἱερόν του Μοναστήριον μετὰ τῶν μαθητῶν του.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του εἶπεν ὅτι μετὰ τὴν κοίμησίν του ἔχει νὰ ἔβγη νερὸν εἰς τὸ δεῖνα μέρος, ὡς μὴ ὃν πρότερον, ὅπερ ὡς ἤδη φαίνεται ῥέον ἀπὸ κρήνης ἀενάου.
Τοιοῦτος ἦτον ὁ μακάριος Δαβὶδ λελαμπρυσμένος πολλαῖς ἀρετὰς καὶ χαρίσμασι τοῦ παναγίου Πνεύματος καί, φθάσας εἰς γῆρας βαθύ, προεῖδε τὴν κοίμησίν του δι᾿ ἀποκαλύψεως θείας καὶ εἶπε πᾶσι τοῖς συνασκουμένοις πατράσιν ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας μέλλω νὰ ἀπέλθω ἐντεῦθεν κατὰ τὸ θεῖον βούλημα. Ἐρχομένης δὲ τῆς τελευταίας ἡμέρας, ἔκραξεν ὅλους τοὺς πατέρας λέγων πρὸς αὐτούς·
› ἐγώ, Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα μου, μέλλω νὰ ὑπάγω πρὸς τὸν Κύριόν μου, ὁ ὁποῖος μὲ προσκαλεῖ, ὑμεῖς δὲ οἴδατε τοὺς κανόνας τῆς μοναδικῆς ζωῆς ἀκολουθεῖτε λοιπὸν αὐτοὺς καὶ μὴ ἀμελεῖτε καὶ διὰ παντὸς ἔστε ἀφιερωμένοι ψυχῇ τε καὶ τῷ νῷ εἰς τὴν ἱερὰν προσευχήν, δοξολογοῦντες τὸν Δεσπότην Χριστόν, τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν καὶ Σωτῆρα τοῦ παντός, πρὸς ἀλλήλους δὲ ἔχετε τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπην, πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ ῥητοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ὅπου εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνημμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν. Διὰ παντὸς μελετᾶτε τὸν θάνατον καὶ μνημονεύετε τὰ κάλλη τοῦ νοητοῦ παραδείσου ἀποφεύγετε τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ πάντοτε ἐξομολογεῖσθε εἰς δεδοκιμασμένους πνευματικοὺς πρὸς διόρθωσιν τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἵνα ἔχητε τὴν οὐράνιον χάριν φεύγετε τὴν φιλίαν τοῦ κόσμου, ἔχετε τὴν ταπείνωσιν, τὴν πραότητα, τὴν ὑπακοὴν καὶ ἐνασχολεῖσθε εἰς τὴν ἀνάγνωσιν καὶ μελέτην τῶν θείων Γραφῶν καὶ ἐλεεῖτε τοὺς χρείαν ἔχοντας καὶ πρὸ πάντων ἀσπάζεστε τὴν πνευματικὴν πτωχείαν καὶ ὑπομένετε πᾶσαν θλίψιν καὶ στενοχώρια, πενθοῦντες καὶ κλαίοντες διὰ τὰ πλημμελήματά σας, καὶ ἔστε διὰ παντὸς ἐγρηγορότες εἰς πόνους, εἰς καμάτους, εἰς κακουχίας, ἵνα ἀπολαύσητε ἐκείνη τὴν ἀνεκλάλητον χαράν, λέγω τὴν οὐράνιον βασιλείαν.
Τὰς νουθεσίας ταύτας καὶ ἄλλας πολλὰς εἶπεν ὁ θεῖος Πατὴρ τοῖς ἀδελφοῖς πατράσιν, ἔπειτα ἤρχισε νὰ ἀναπέμπει ὕμνους καὶ δοξολογίας τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ, λέγων
› εὐλογημένος εἶ Ποιητὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Θεὲ πολυέλεε, ὁ καταδεξάμενος λαβεῖν σταυρικὸν θάνατον διὰ τὴν ἀπολεσθεῖσαν ἀνθρώπινον φύσιν σὺ Πανάγιε Βασιλεῦ, ὡς πολυεύσπλαγχνος καὶ εὐσυμπάθητος Θεὸς συγχώρησόν μοι καὶ πάριδε τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ ἐνίσχυσόν με παραστῆναι τῷ φοβερῷ αἵματί σου ἀκατακρίτως.
Ταύτην τὴν εὐχὴν εἰπών, γύρισε τὰ ὄμματά του πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ λέγει αὐτοῖς·
› ἰδοὺ ἀδελφοί, ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἦλθε.
Καὶ εὐθὺς ἀπέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ τοῦ ζῶντος κατὰ τὸν σοφὸν Σολομῶντα: Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ· ἧτο δὲ ἡ τρίτη τοῦ Νοεμβρίου μηνός.
Οἱ δὲ Μοναχοὶ βυθισθέντες εἰς λύπην βαθεῖαν καὶ θρηνοῦντες ἀπαρηγορήτως διὰ τὴν στέρησιν τοῦ κοινοῦ πατρὸς καὶ διδασκάλου αὐτῶν, πίπτοντες ἐπάνω εἰς τὸ ἅγιον λείψανον μετὰ δακρύων καὶ μετ᾿ εὐλαβείας πολλῆς κατεφίλουν αὐτό, μὴ ἐλπίζοντες εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ἴδωσι τὸν θεῖον Δαβίδ, τὸν κοινὸν πατέρα καὶ προστάτην τῶν ψυχῶν των καὶ οὕτω μετὰ ταῦτα ἐνεταφίασαν πάντες τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἐν ἱεραῖς ὑμνολογίες καὶ ἀκολουθίαις, ποιοῦντες ὅλοι ὁμοθυμαδὸν προσευχὴν ἐπάνω τοῦ τάφου αὐτοῦ λέγοντες:
› Σὲ ἁγιώτατε Πάτερ παρακαλοῦμεν, προστάτα θεῖε τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, βάλλοντες μεσίτην πρὸς τὸν πανάγαθον Θεὸν τὸν οἰκτίρμονα, ὡς παριστάμενον τῷ θρόνῳ αὐτοῦ, ἵνα διὰ πρεσβειῶν σου διαφυλάττῃ ὁ ἐλεήμων Θεὸς πάντας ἡμᾶς ἀτρώτους καὶ ἀνεπηρέαστους τῶν σατανικῶν ἐπιβουλῶν, ὡσαύτως καὶ τὴν ἱεράν σου Μονήν, ἣν ποικίλοις ἀγῶσι καὶ κόποις ἀνήγειρας, θειότατε Πάτερ, πρὸς διηνεκῆ δοξολογίαν τοῦ πολυελέου Θεοῦ.
Μετὰ δὲ τὴν κοίμησίν του ὁ ἅγιος τοσαῦτα θαυμάσια ἐπετέλει, ὥστε πλήθη ἀνθρώπων προσήρχοντο τῇ θείᾳ αὐτοῦ σορῷ μετ᾿ εὐλαβείας, καὶ ἐθεραπεύοντο ἐκ παντοίας νόσου καὶ ἕως τώρα πανταχόθεν προστρέχουσι τῇ ἱερᾷ αὐτοῦ Μονῇ οἱ χριστιανοὶ μετὰ πόθου καὶ εὐλαβείας, ἀρυόμενοι ἰάματα ἐκ τῆς παντίμου αὐτοῦ κάρας, ἧς ἡ σιαγὼν εἶναι διηρημένη, ὅπου δὲ μετ᾿ εὐλαβείας προσκαλεῖται ἡ τίμια αὐτοῦ κάρα καὶ ἡ ἁγία σιαγών, ἐκεῖ νόσοι θεραπεύονται, δαίμονες ἀπελαύνονται, πάθη ποικίλα ἰατρεύονται, τὸ τῶν ἀκρίδων φθοροποιὸ πλῆθος θαυμασίως ἀποδιώκεται. Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ δοξάζων τοὺς ἁγίους αὐτοῦ- ὅθεν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοὶ χριστιανοί, ἂς καταλείψωμεν πᾶσαν κακίαν καὶ πονηρίαν καὶ ἂς μιμηθῶμεν κατὰ τὰς δυνάμεις μας τὴν ἀρετὴ καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ ἁγίου, ἐπιμελούμενοι νὰ ἀποκτησωμεν τὴν ἐνάρετο ζωὴν καὶ πολιτείαν, κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴ ἐντολὴ τὴν παραγγέλλουσαν Γίνεσθε ἅγιοι, ὅτι κἀγὼ ἅγιός εἰμι, ὅπως διὰ πρεσβειῶν καὶ ἱκεσιῶν τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Δαβὶδ ἀξιωθῶμεν τῆς ἐπουρανίου βασιλείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.
ΜΕΡΙΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
Ἡ θαυματουργικὴ παρουσία τοῦ Ὁσίου συνεχίζεται ἀσταμάτητη καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Ἀπὸ τὸ βιβλίο θαυμάτων τοῦ Ὁσίου, ποὺ τηρεῖται στο Μοναστήρι, σταχυολογοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ πολυάριθμα καὶ καθημερινὰ θαύματά του καὶ τὰ μεταφέρουμε ἐδῶ:
1. Ὁ μικρὸς Ἰωάννης Ἀχιλλέα Μακρῆς, ἀπὸ τὴν Κερασιὰ τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἔπασχε ἀπὸ μία δερματικὴ νόσο πολὺ σοβαρῆς μορφῆς. Οἱ γιατροὶ δὲν εἶχαν καταφέρει νὰ τοῦ προσφέρουν καμιὰ οὐσιαστικὴ βοήθεια. Ἡ πιστὴ μάνα του τὸν φέρνει στο Μοναστήρι καὶ παρακαλεῖ τὸν Ἱερέα τῆς Μονῆς νὰ τῆς κάνει Θεία Λειτουργία καὶ Ἅγιο Εὐχέλαιο. Μετὰ τὴν τελέσῃ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων τὸ δέρμα τοῦ μικροῦ Ἰωάννη καθαρίστηκε θαυματουργικά.
2. Ἡ μικρὴ Μαρία Γκριτζάπη, κόρη τοῦ Παναγιώτη καὶ τῆς Βασιλικῆς Γκριτζάπη, ἀπὸ τὸ Λούτσι τῆς Λιβαδειᾶς, ἦταν παράλυτη, δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ περπατήσει. Οἱ γονεῖς της τὴν ἔφεραν στο Μοναστήρι καὶ στὶς 5 Ἀπριλίου 1965, παραμονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, κατὰ τὴ λιτάνευση τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὰ ἅγια Λείψανα πέρασαν πάνω της, σηκώθηκε καὶ περπάτησε μέσα στο ναό. Ἔγινε τελείως καλὰ καὶ ἀπὸ τότε περιπατεῖ ἐλεύθερα καὶ ἔρχεται τακτικὰ καὶ στον Ἅγιο γιὰ νὰ τὸν δοξάζει καὶ νὰ τὸν εὐχαριστεῖ.
3. Ὁ Νικόλαος καὶ ἡ Ἐλευθερία Κουφομαργαρίτη ἀπὸ τὸ Μοσχᾶτο Ἀττικῆς εἶχαν ἕνα κοριτσάκι, Μάρθα τὸ ὄνομα, ποὺ ἀῤῥώστησε ἀπὸ λευχαιμία. Οἱ γονεῖς ἔμαθαν γιὰ τὸν Ὅσιο Δαβὶδ ἀπὸ μία γυναῖκα ἀπό τις Ῥοβιὲς Εὐβοίας, τὴν Ἐλευθερία Τζινῆ, τὴν ὁποία εἶχε λυτρώσει ὁ Ἅγιος ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια. Οἱ γονεῖς μὲ τὸ ἄῤῥωστο κοριτσάκι εἶχαν ἐπισκεφθεῖ πολλοὺς γιατρούς, ἀλλὰ ἐλπίδα γιὰ τὸ παιδί τους δὲν τοὺς εἶχε δώσει κανένας. Τότε ἦταν ποὺ γνωρίσαν τὴν Ἐλευθερία Τζινῆ ἀπό τις Ῥοβιὲς καὶ τοὺς μίλησε γιὰ «τὸν ἅγιο μας».
› Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ ἅγιος;
ῥώτησε ἡ μητέρα τοῦ παιδίου,
› δὲν τὸν ξέρω.
› Ὁ ὅσιος Δαβίδ
ἀπάντησε ἡ γυναῖκα. Παίρνει τότε ἡ μάνα τὸ παιδὶ στὰ χέρια της, τὸ σηκώνει ψηλὰ καὶ λέει μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά της:
› Ἅγιέ μου Δαβίδ, κάνε καλὰ τὸ παιδί μου.
Μόνο αὐτό. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ παιδὶ ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ τὸ ἔφερε καὶ στὴ Μονὴ ὑγιέστατο καὶ δόξασε τὸν ἅγιο Γέροντα. Αὐτὰ τὸ ἔτος 1976.
4. Παρὰ πολλὲς εἶναι καὶ οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, ὄχι μόνο στους Πατέρες τῆς Μονῆς ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ ἀνάγκη. Ἡ Ἀγάθη Γιογιοῦ ἐξ Ἀμερικῆς ἔπασχε ἀπὸ ἐπιληψία. Οἱ γονεῖς της Γεώργιος καὶ Παρασκευὴ κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Παγώντα Εὐβοίας. Ἡ μητέρα τῆς Ἀγάθης ἔταξε τὸ παιδὶ της σὲ πολλοὺς ἁγίους. Ἄκουσε καὶ γιὰ τὸν ὅσιο Δαβὶδ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σκεπαστὴ Εὐβοίας καὶ παρακάλεσε τὸν ἅγιο:
› Ἅγιε Δαβίδ, δὲν σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι, σὲ παρακαλῶ, ὅμως, κάνε καλὰ τὸ παιδί μου, τὴν Ἀγάθη.
Τὸ ἴδιο βράδυ εἶδε ἕναν καλόγηρο σὲ ἕνα βουνό, μὲ τὴν ὄψη ποὺ ἔχει ὁ ἅγιος στὴν εἰκόνα τῆς ἐξώπορτας τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε:
› Τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλὰ καὶ νὰ ἔλθεις στο σπίτι μου, σὲ περιμένω.
Ἐκείνη τὸν ῥώτησε:
› Ποῖος εἶσαι ἐσὺ ποὺ θὰ κανεὶς καλὰ τὸ παιδί μου;
καὶ ὁ ἅγιος τῆς ἀπάντησε:
› Αὐτὸς ποὺ κάλεσες πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα, ὁ ὅσιος Δαβίδ.
Αὐτὰ θὰ τὰ διηγηθεῖ ἡ ἴδια ἡ μητέρα τῆς Ἀγάθης, σὲ προσκύνημά της στὴν Μονὴ στὶς 5 Ἀπριλίου 1979, ὅταν εἶχε ἔλθει νὰ εὐχαριστήσει τὸν Ἅγιο ποὺ τὸ παιδί της εἶχε —τότε— δυόμισι χρόνια νὰ πάθει ἐπιληπτικὴ κρίση καὶ αἰσθανόταν τελείως καλά.
5. Ὁ Κων/νος Μπασδέκης καὶ ἡ γυναῖκα του ἀπὸ τὴ Μαλεσίνα Λοκρίδας βρίσκονταν σὲ μεγάλη θλίψη, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκτήσουν παιδιά. Τὰ παιδιὰ γεννιόνταν καὶ λίγο μετὰ τὴ γεννήση πέθαιναν. Ἡ γυναῖκα, κάποια νύχτα, βλέπει στον ὕπνο της ἕναν καλόγερο νὰ τῆς λέει ὅτι εἶναι ἔγκυος καὶ ὅτι θὰ γεννήσει κοριτσάκι. Στὴν ἐρωτήσή της ποῖος εἶναι, ὁ καλόγερος ἀπάντησε:
› Εἶμαι ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Θὰ σὲ βοηθήσω νὰ ἀποκτήσεις τὸ κοριτσάκι, τὸ ὁποῖο θὰ ὀνομάσεις Δαβιδούλα. Θὰ τὸ φέρεις καὶ θὰ τὸ βαφτίσεις στο σπίτι μου καὶ ἐκεῖ θὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων γιὰ πρώτη φορά. Μὴ διστάσεις νὰ πεῖς αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔκανα, ὅπου καὶ ἂν εὑρίσκεσαι.
Τὰ λόγια τοῦ Γέροντος ἐκπληρώθηκαν κατὰ γράμμα κατὰ τὸ ἔτος 1958.
6. Πολλοὶ παραθεριστὲς τῆς Λίμνης Εὐβοίας, σὰν μάθουν ὅτι λίγα χιλιόμετρα πιὸ πάνω βρίσκεται ἡ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ τοῦ Γέροντος, ἀνεβαίνουν καὶ προσκυνοῦν τὸν Ὅσιο.
Ἡ Παρασκευὴ Γρηγοριάδου (Εὐγενίου Καραβιᾶ 60, Κάτω Πατήσια) ἦταν καὶ αὐτὴ μιὰ παραθερίστρια ποὺ πῆγε νὰ προσκυνήσει τὸν Ἅγιο καὶ εἶδε φανερὰ τὴν ἐπισκέψή του μετὰ ἀπὸ θερμή, μὲ δάκρυα, προσευχή, στην ὁποία παρακάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ χρόνια ὠτίτιδα ποὺ τὴ βασάνιζε. Νὰ πῶς ἔγινε τὸ θαῦμα: κουρασμένη ἡ προσκυνήτρια ἀνέβηκε στο κελὶ τοῦ ξενῶνα γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἐκεῖ τὴν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ εἶδε νὰ ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ κελιοῦ της καὶ ἕνας μοναχὸς νὰ μπαίνει μέσα καὶ νὰ τῆς δίνει τὸ ῥάσο του νὰ τὸ φορέσει. Τὸ πῆρε καὶ τὸ φόρεσε. Ὅταν ξύπνησε ἦταν τελείως καλά, τὸ εὐλογημένο ῥάσο τοῦ Ἁγίου τὴν εἶχε θεραπεύσει. Αὐτὸ μᾶς θυμίζει τὰ «σιμικίνθια» καὶ τὰ «σουδάρια» τῶν Ἀποστόλων, ποὺ ἔκλειναν μέσα τους θαυματουργικὴ δύναμη, ὥστε ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἀῤῥώστους ποὺ τὰ ἀγγίζανε μὲ πίστη νὰ θεραπεύονται (Πραξ. 19, 12).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Μέγα εὕρατο, Εὔβοια κλέος, τὸν πανένδοξον, Δαβὶδ τὸν θεῖον, ὡς ἱερᾶς ἀρετῆς καταγώγιον, καὶ τοῦ Χριστοῦ ὀπαδὸν ἀληθέστατον, καὶ τῶν Ὁσίων ἁπάντων ἐφάμιλλον. Διὸ Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ λαμπρότατος ὤφθης ἐν κόσμῳ, καταυγάζων ἅπαντας τοὺς προσιόντας σοι πιστῶς, Δαβὶδ Πατέρων τὸ καύχημα, τῶν ἰαμάτων τοῖς θείοις χαρίσμασι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Λοκρίδος θεῖος βλαστός· χαίροις τῆς Εὐβοίας, ὁ θερμότατος ἀρωγός· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάσεων τὰ ῥεῖθρα, Δαβὶδ θαυματοφόρε, τοῖς σοὶ προστρέχουσι.
Πηγή: (Εκδόσεις Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Γέροντος, Ροβιές Ευβοίας, 1991) uoa.gr/~nektar/, Μέγας Συναξαριστής
Ο ΕΚ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΙΑΚΩΒΟΣ (1η Νοεμβρίου 1519)
Κατήγετο εκ τίνος χωρίου, κειμένου πλησίον τής Καστοριάς καί εκαλείτο ’Ιωάννης. Οί γονείς του, Μαρτίνος καί Παρασκευή, πτωχοί, άσημοι, ταπεινοί, σεμνοί καί άμαθεϊς, πλήν του ’Ιακώβου είχον καί ετερον υιόν. Είς αυτούς έμοίρασαν τήν περιουσίαν των. Ό Ιάκωβος ήτο βοσκός, ιδιώτης καί άγράμματος, εις όλίγον όμως χρόνον έπλούτισε. Διά τούτο έφθονήθη από τον άδελφόν του, όστις τόν διέβαλεν είς τόν κριτήν ώς εύρόντα θησαυρόν. Έκ τού γεγονότος τούτου ήναγκάσθη ό ’Ιάκωβος νά εγκατάλειψη τήν πατρίδα του καί νά μεταβή είς τήν Κωνσταντινούπολιν, εμπορευόμενος πρόβατα καί κρέας, κατόπιν άδειας τού σουλτάνου. Τό έμπόριον τόν κατέστησε πλούσιον καί όνομαστόν, κυρίως είς τάς παραδουνάβιους χώρας. Κάποιαν ήμέραν ήκουσεν άπό άσεβή ’Αγαρηνόν άρχοντα, είς τήν οικίαν τού οποίου ήτο προσκεκλημένος, ότι ό Πατριάρχης Νήφων έθεράπευσε τήν βασανιζομένην άπό τόν δαίμονα γυναίκα του. Τότε ελαβε τήν άπόφασιν νά Ιδη τόν Πατριάρχην. Μετ’ όλίγας ήμέρας έπεσκέφθη τόν Πατριάρχην, ζητών νά έξομολογηθή είς αύτόν. Ή έπίσκεψις αυτή συνετέλεσεν ώστε νά αύξάνη εκτοτε ή προς τον Θεόν πίστις τοΰ ’Ιακώβου καί ή προς τον πλησίον αγάπη. Έν τέλει ό ’Ιάκωβος έλαβε τήν άπόφασιν, έμοίρασε την περιουσίαν του, ήτις άνήρχετο είς τό ποσόν των 600.000 γροσίων καί μετέβη εις το "Αγιον Όρος. Μετά τήν έπίσκεψιν όλων των έν Άγίω Όρει μονών, έμεινεν είς τήν μονήν Δοχειαρίου, είς τήν όποιαν ένεδύθη τό μοναχικόν σχήμα, μετονομασθείς ’Ιάκωβος. Εις τήν μονήν Δοχειαρίου παρέμεινε τρία έτη. Έκείθεν μετέβη είς τό μικρόν πεπαλαιωμένον μονύδριον τοϋ Τιμίου Προδρόμου, άνωθεν τής μονής των Ίβήρων. Ό ’Ιάκωβος άνέκτισε τότε τό κρημνισμένον άπό τά θεμέλια μονύδριον, παραμείνας είς αυτό εξ ετη, εχων ώς γέροντα τόν μοναχόν ’Ιγνάτιον. Είς τό μονύδριον τούτο ήλθεν ό μοναχός Μαρκιανός καί εγινεν υποτακτικός του. Διά μέσου τοϋ Μαρκιανοϋ ό είς τήν μονήν τοϋ Παντοκράτορος άσκητεύων Θεωνάς, μετά ταΰτα Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1541), έπληροφορήθη τά τοϋ ’Ιακώβου καί τή μεσιτεία τοϋ Μαρκιανοϋ έγένετο δεκτός είς τήν συνοδείαν τοΰ 'Αγίου. Κατά τό έτος 1517/1518 ό ’Ιάκωβος μετέβη τή συνοδείμ τοϋ μαθητοΰ του είς τήν μονήν τοΰ Βατοπεδίου προς συνάντησιν τοΰ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Μακαρίου, όστις παρά τήν άντίθετον κατ’ άρχήν γνώμην άνεγνώρισε τήν αγιότητα τοϋ ’Ιακώβου καί υπερετίμησεν αυτόν.
Έπιθυμών ό ’Ιάκωβος περισσοτέραν ήσυχίαν έγκατέλειψε τό μονύδριον τοϋ Τιμίου Προδρόμου καί μετέβη είς τό ενδότερον τοϋ ’Άθωνος. Μεθ’ έαυτοϋ εΐχεν εξ μαθητάς. Είς τήν σκήτην τοϋ Άθωνος δέν έμεινεν επί πολύ, διότι άπεφάσισε νά εξέλθη τοϋ ’Όρους καί νά μεταβή είς τά μέρη τής Αιτωλίας. Τήν Παρασκευήν τής Διακαινησίμου(τοΰ 1518) έγκατέλειψε τό Άγιον Όρος μετά των μαθητών του. Διελθόντες τά μέρη τής Θεσσαλονίκης, τό παρά τόν Όλυμπον κάστρον τής Πέτρας, τήν ομώνυμον ’Επισκοπήν καί τά Μετέωρα, ένθα έγνωρίσθη ό ’Ιάκωβος μέ τόν Μητροπολίτην Τρικάλων Μάρκον, έφθασαν είς τήν Ναύπακτον, είς τό μοναστήριον τοϋ Τιμίου Προδρόμου, είς τήν Δερβέκισταν, είς τόπον τής περιοχής Αιτωλίας, όστις λέγεται Άπόκουρον. Εις τήν μονήν τοϋ Τιμίου Προδρόμου έμειναν όλιγώτερον τοϋ έτους (1518/ 1519). Κατά τό διάστημα αυτό παρακινηθείς ύπό των μαθητών του να εγκαταλείψουν τήν μονήν, διότι ήτο άνήλιος, μάλιστα δέ κατά τόν χειμώνα, άνεζήτησε μετά τής συνοδείας του τόπον προσηλιακόν είς τά μέρη των Αθηνών. Μή εύρόντες κατάλληλον τόπον έπέστρεψαν είς τήν μονήν του Τιμίου Προδρόμου τής Δερβεκίστης.
Ή άγαθή φήμη τοϋ Ιακώβου συνετέλεσεν, ώστε νά έρχωνται προς αυτόν πολλοί χριστιανοί έξ όλων των μερών τής Αιτωλίας καί των πέριξ αυτής διά νά έξομολογοϋνται καί νά λαμβάνουν τήν χάριν του. Ό Άρχιερεύς όμως τής "Αρτης ’Ακάκιος, παρ’ ότι κατ’ άρχήν έδέχθη τόν ’Ιάκωβον καί τοϋ έστειλε γράμμα φιλικόν διά νά έξομολογή τούς χριστιανούς, άπατηθείς άπό μερικούς ψευδομοναχούς, έφθόνησε τόν ’Ιάκωβον καί τόν επρόδωσεν είς τούς έξουσιαστάς τοϋ τόπου. Αί κατά τοϋ 'Ιακώβου κατηγορίαι τοϋ "Αρτης ’Ακακίου έγιναν γνωσταί ύπό τών αγάδων τοϋ τόπου διά γράμματος είς τόν μπέην τών Τρικάλων, όστις άπέστειλε δέκα οκτώ στρατιώτας μέ σκοπόν νά φέρουν τόν ’Ιάκωβον δεμένον είς τά Τρίκαλα. ’Εκεί ό μπέης τόν έφυλάκισε μετά τών δύο μαθητών του. Είς τήν φυλακήν ό ’Ιάκωβος, ό διάκονος 'Ιάκωβος καί ό μοναχός Διονύσιος έμειναν τεσσαράκοντα ήμέρας. Ευρισκόμενος είς τήν φυλακήν, έστειλε είς τούς μαθητάς του επιστολήν λέγουσαν:
«Ιάκωβος δούλος Χρίστον, τοϊς άδελφοΐς μον, τοίς εν Δερβεκίστα, τοΐς κατοικούσα εν τή μονή τον τιμίον Προδρόμου, χάρις ύμϊν καί ειρήνη άπό Θεόν Κυρίου παντοκράτορος. Τούτο γιγνώσκετε, άδελφοί μου, δτι ό κόσμος έπονήρευσε, και οι λύκοι, δπον γράφει ο απόστολος Παύλος, επλήθυναν είς τον κόσμον, καί σείς, τέκνα μον ήγαπημένα, ήξενρετε πόσην άγάπην είχα προς σάς. Καί έγώ χάριτι Χριστού καθ’ ημέραν σάς συνεβούλευον είς το καλόν, τώρα όμως άπόφασις ήλθεν είς ημάς νά ύπάγωμεν εις τόν σουλτάνον, καί το τέλος ό Θεός τό ήξεύρεί" όμως δταν μάθητε τήν τελευτήν μου, μή ταραχθήτε, άμή νπομείνατε άνδρείως, άδελφοί μου ευλογημένοι, καί τάς παραδεδομένας ακολουθίας ποιήσατε ήμϊν ήγονν ό καθείς σας τάς τεσσαράκοντα ήμέρας, καί πάσαν ημέραν ποιείτε μετάνοιας πεντήκοντα’ τάς δέ τεσσαράκοντα λειτουργίας ποιήσατε άπαοαιτήτως. 'Ημείς δέ, εάν εϋρωμεν παρρησίαν εις τόν Θεόν, θέλομεν δεηθή δι εσάς, δπως σάς στήριξή εν όμονοία καί αγάπη πνευματική, εν δε τω μέλλοντι αίώνι τής μερίδος τών δικαίων τύχητε. Τόν δε παπά Θεωνάν να ύπακονητε ώς εμέ, καί τους λογισμούς σας είς αυτόν εξομολογήσθε καί μή χωρισθήτε απ’ άλλήλων, άλλ’ ύπομείνατε δ,τι διωγμούς καί θλίψεις θέλετε έχει. Οϋτω ποιήσατε, iva ή χάρις τού Θεού καί τό έλεος εϊη μεθ’ υμών, άμήν.»
Έκ τών Τρικάλων οί τρεις μετεφέρθησαν εϊς την Άδριανούπολιν καί έκεΐθεν εις τό Διδυμότειχον, όπου εύρίσκετο προς καιρόν ό Σουλτάνος Σελήμ. Εις τό Διδυμότειχον έβασανίσθησαν φρικτώς τη διαταγή τοϋ Σουλτάνου. Μετά ταϋτα μετεφέρθησαν καί πάλιν είς τήν Άδριανούπολιν, ένθα έβασανίσθησαν έπί δέκα έπτά ήμέρας. Έν τέλει οί τρεις άνδρες έκρεμάσθησαν. Ό ’Ιάκωβος εκρεμάσθη νεκρός, οί δε λοιποί δύο παρέδωκαν τό πνεΰμα των έπί του ικριώματος, τήν Ιην Νοεμβρίου τοϋ έτους 1519. Τά λείψανά των ήγόρασαν χριστιανοί καί τά έναπέθεσαν εϊς τό χωρίον Άρβανιτοχώριον, τρία μίλια μακράν τής Άδριανουπόλεως. Οί μαθηταί του μετά τό μαρτύριον τοϋ όσιου συνεκεντρώθησαν εϊς τό Άγιον Όρος καί μετέβησαν είς τήν μονήν τής Σίμωνος Πέτρας.
Τρία έτη μετά τό μαρτύριον τών τριών Νεομαρτύρων, τό 1522, μέρος των λειψάνων των μετεφέρθη είς τήν μονήν τής Σίμωνος Πέτρας χάριν τών μαθητών τοϋ Αγίου υπό τοϋ έκ τών μερών τής Άρτης καταγομένου ίερέως Νικολάου, οστις έπισκεφθείς τόν κατοικοΰντα παρά τήν Νικόπολιν, πλησίον τοϋ Δουνάβεως, άδελφόν του άνεΰρε τά άγια λείψανα τών τριών Αγίων τεθαμμένα. Οί μαθηταί τοϋ Αγίου έστειλαν τότε τόν μοναχόν Θεόφιλον, οστις έφερε καί τά λοιπά λείψανα τών τριών Νεομαρτύρων.
Μετ’ όλίγον οί μαθηταί τοϋ ’Ιακώβου, λαβόντες τά λείψανα τών τριών μαρτύρων, άνεχώρησαν άπό τήν μονήν τής Σίμωνος Πέτρας καί ήλθον πλησίον τής Θεσσαλονίκης, έγκατασταθέντες είς τήν πεπαλαιωμένην μικράν μονήν τής Αγίας Αναστασίας τής Φαρμακολυτρίας (1522), τής όποιας ήγούμενος καί δεύτερος κτήτωρ έγένετο ό Θεωνάς.
Ό βίος του, οστις έγράφη ύπό τίνος άνωνύμου είς χρόνους μή άπέχοντας πολύ άπό τό μαρτύριον τοϋ Νεομάρτυρος ’Ιακώβου, έξεδόθη τό πρώτον κατά τό έτος 1894 υπό τοΰ δημοδιδασκάλου Κεφαλοβρύσου Δημητρίου Λουκοπούλου, παρά του οποίου «άντεγράφη ακριβώς μετά των έπιδεχομένων διορθώσεων, εκ τίνος χειρογράφου άντιγράφου κ’ έκείνου έκ τοΰ πρωτοτύπου φαίνεται, δπερ εύρίσκετο εν τη μονή του Τιμίου προδρόμου έν Δερβεκίστη του Άποκούρου». Τό χειρόγραφον αυτό άφηρέθη κατά τήν διάλυσιν τής ίεράς μονής επί Όθωνος. «Πολλά έμόχθησε προς ευρεσιν αύτοΰ καί έξήγαγεν αύτό εκ των χειρών τής άμαθείας καί τοΰ σκότους καί τα μάλιστα συνετέλεσεν εις τήν δημοσίευσιν αύτοΰ» ό δήμαρχος Παμφίας Βάσιος Βασιλόπουλος. Ή ώς άνω εκδοσις τοΰ Δημητρίου Λουκοπούλου είναι δυσεύρετος καί διά τοΰτο ό ’Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, εύρών εν άντίτυπον αυτής, προέβη κατά τό έτος 1952 εις πρώτην έπανέκδοσιν, εις τήν οποίαν έπέφερε τάς άναγκαίας διορθώσεις καί έχώρισε τό κείμενον τοΰ βίου εις κεφάλαια καί παραγράφους. Έξαντληθείσης τής πρώτης ταύτης έκδόσεως ό Βασιλόπουλος προέβη εις νέαν έκδοσιν με μόνην τήν διαφοράν ότι ή δεύτερα αυτή έπανέκδοσις δεν περιέλαβε τήν ακολουθίαν τοΰ 'Αγίου. Κατά τό έτος 1973 ό ’Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος προέβη εις τρίτην έπανέκδοσιν τοΰ βίου τοΰ Νεομάρτυρος ’Ιακώβου. Ό βίος τοΰ 'Αγίου ’Ιακώβου περιελήφθη εις τούς Συναξαριστάς τοΰ Δουκάκη καί τοΰ Ματθαίου. Ό βίος καί ή πολιτεία τοΰ ’Ιακώβου περιέχεται καί εις κώδικας των μονών τοΰ 'Αγίου ’Όρους, ήτοι εις τούς ύπ’ άριθμ. 27 τής βιβλιοθήκης τής Σκήτης τής 'Αγίας "Αννης (108.27 Χαρτ. 8. XVII.)10, 25 τής μονής Ξενοφώντος (727. 25. Χαρτ. 16. XVIII)1, 589 τής μονής των Ίβήρων (4709. 589. Χαρτ. 4. XVII) 3 καί 161 τής μονής Παντελεήμονος (5668. 161. Χαρτ. 8 (0,215x0,17). XIX.)8. Εις τόύπ’άριθμ. 213 χειρόγραφον τής μονής Παντελεήμονος (5720. 213. Χαρτ. 8. μικρ. (0,19χ0,17)ΧΙΧ.)περιέχεται «Βίος καί ύπόμνημα του άγιου πατρός ήμών Ιακώβου του άσκήσαντος εις τά όρια τής ίεράς μονής των Ίβήρων καί θείας θεωρίας κατατρυφήσαντος έν τή ιερά σκήτη τοϋ τιμίου Προδρόμου. Συγγραφείς παρά τίνος ίερομονάχου δι' επιμελείας καί δαπάνης τοΰ πανοσιωτάτου καθηγουμένου Άνδρέου του ίεροΰ 'Ρωσσικοΰ κοινοβίου. Έν άγίφ ορει ’Άθω έν ετει 1891».
Ό βίος καί ή πολιτεία τοΰ Αγίου περιέχεται ομοίως είς τον κώδικα ύπ’ άριθμ. 5, σ. 36α-63β, τής παρά την μονήν τών Ίβήρων Σκήτης τοΰ Τιμίου Προδρόμου (560[6] Χάρτ. 29,5 χ 18,5 σσ. 119 σελ. 2 ετ. 1874-1881)5. Είς τόν ύπ’ άριθμ. 4 κώδικα τής αύτής ώς άνω Σκήτης (559[4] χαρτ. 30,52x0,5 φφ. 185 στ. 23 ετ. 1692) είς τάς στ. 2β-3β, περιέχεται μέρος «έκ τοΰ βίου τοΰ άγιου Ιακώβου τοΰ άσκήσαντος εις τά όρια τής ίεράς Μονής τών Ίβήρων καί θείας θεωρίας έκεΐ κατατρυφήσαντος έν τή Μονή τοΰ Τιμίου Προδρόμου». «Θεωρία έκ τοΰ βίου τοΰ άγιου όσιομάρτυρος Ιακώβου τοΰ νέου περί άξιων καί άναξίων ιερέων» περιέχεται είς τόν ύπ’ άριθμ. 204 κώδικα τής μονής Παντελεήμονος (5711.204 Χαρτ. 4(0,245 X 0,18) XIX)7. Σύνοψιν έκ τοΰ κατά πλάτος βίου τοΰ Αγίου Ιακώβου περιέλαβεν είς τό Νέον Μαρτυρολόγιον ό μοναχός Νικόδημος ό Αγιορείτης.
Ό «Λόγος είς τόν όσιομάρτυρα καί καθηγητήν πατέρα ήμών Ιάκωβον τόν νέον» τοΰ Θεοφάνους μοναχοΰ τοΰ Άναστασιώτου, (Άρχ.: Πατρικών ήμϊν πλασμάτων ασκητικοί αγώνες καί μαρτυρικά σκάμματα φαιδρών τήν εύφημίαν έπικρατήσαι προτρέπουσιν. Τέλ.: εί δ’ άλλοτε, άλλα μή παραλλάττουσα ή μερίς εϊη, άλλά τής αύτής Ιδέας καν τάξεως, ή δή ταΐς άναγομέναις ψυχαΐς παρά Θεφ φιλανθρώπως άποκεκλή ρωτάν εν αύτφ Χριστώ τω Θεω ήμών, ω ή δόξα καν ή τιμή καί ή προσκύνησνς... εις τούς αιώνας τών αιώνων αμήν.), περιέχεταν εις τον κώδνκα 221 τής μονής Κουτλουμουσίου (3224. 221. Χαρτ. 8. XVII).
Ή προς τιμήν του 'Αγίου ’Ακολουθία έξεδόθη τό πρώτον υπό τού Δημητρίου Λουκοπούλου, οστις ύπήρξεν ό πρώτος εκδότης καν τού βίου τού Νεομάρτυρος ’Ιακώβου. 'Ο Λουκόπουλος ενς τήν εκδοσιν τής ’Ακολουθίας δεν είχεν ύπ’ οψιν του τό πρωτότυπον χενρόγραφον, άλλ’ ετερον άντίγραφον τού έτους 1824, έκ τού οποίου άντέγραψε τα εξής ένδναφέροντα στοιχεία:
«Άντεγράφη ή παρούσα άκολουθία τού αγίου ’Ιακώβου καν τών σύν αύτφ μαρτυρησάντων κατά τό 1824 εν μηνί Δεκεμβρίφ διά. συνδρομής τών πανοσιωτάτων πνευματικών κύρ ’Ιωσήφ, καί ήγουμένου κύρ ’Αμβροσίου διά χειρός ξένου τινός, οδ μέμνησθε προς Κύριον οί έντυγχάνοντες».
Έκ τής έκδόσεως ταύτης τού Λουκοπούλου, ό ’Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασνλόπουλος προέβη κατά τό έτος 1952 ενς έπανέκδοσιν τής ’Ακολουθίας. Ή ’Ακολουθία τού 'Αγίου περιέχεταν εις τόν ύπ’ άρνθμ. 221 κώδνκα τής μονής Κουτλουμουσίου (3294. 221. Χαρτ. 8. XVII.), ώς επίσης καί εις τόν ύπ’ άριθμ. 5 κώδικα τής Σκήτης τού Τιμίου Προδρόμου (560[5] Χάρτ. 30,5x21 σσ. 119 σελ. 2 ετ. 1874-1881)®, εις τάς σ. 17α-35β. ’Ακολουθίαν πρός τιμήν τού 'Αγίου ’Ιακώβου συνέταξε καί ό 'Αγιορείτης μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
«Περί τού τρόπου τής δόσεως τού εφεξής άναφερομένου τιμίου λειψάνου του αγίου Όσιομάρτυρος ’Ιακώβου, δι’ οδ άναφέρει καί το ιδιόχειρον γράμμα του Θεσσαλονίκης κύρ Δαμασκηνοί), όποΰ καί ή Πανιερότης του μετά του έπισκόπου Άρδαμερίου κύρ Διονυσίου, έμεσίτευσαν διά νά δοθη εις ήμάς, καί άναφέρει κατά πλάτος· το όποιον γράμμα εύρίσκεται εις τό άγιον Βήμα του Κυριάκου ένδον του Σεντουκιού» διαλαμβάνει ό κώδιξ 6 (561 [6] Χάρτ. 29,5x18,5 σσ. 66 ετ. 1898 κ.έ.) τής Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, εις τάς σελ. 1-3. Τό κείμενον τοΰτο εχει ώς εξής:
’Επειδή από τον ιερόν Μοναστηριού τής άγιας ’Αναστασίας τοϋ προς τή Θεσσαλονίκη κειμένου, έδωρήθη ε’ις την καθ’ ημάς ίεράν Σκήτην τοϋ Τιμίον Προδρόμου, εν τεμάχιον άγιον λείψανον από το τίμιον κατωσάγονον τοϋ άγιου Όσιομάρτυρος ’Ιακώβου, τοϋ εις την αυτήν ημών Σκήτην προασκήσαντος· διά τοΰτο μάς έζήτησαν και οι εν εκείνη τή Μονή ενασκούμενοι όσιώτατοι Πατέρες, όπως εις τήν ’Αγρυπνίαν δπον έπιτελοϋμεν ημείς εν τω καθ’ ημάς Κυριακω, εις τήν μνήμην αντοϋ τοϋ όσιομάρτυρος, μνημονεύωμεν καί τής αδελφότητος εκείνου τοϋ Μοναστηριού' ή δε δόσις τοϋ τοιούτου άγιον λειψάνου παρ’ εκείνων των Πατέρων, εγένετο με τον εξής τρόπον: ’Επειδή ή Σκήτη ημών άπήλαυσεν εις πολνν καιρόν τους ασκητικούς εκείνου αγώνας καθώς ό βίος του Ιστορεί, έμαθε δε καί ότι εις τό διαληφθεν Μοναστήριον εύρίσκονται τά σεβάσμια τον λείψανα, έλάβομεν πόθον να άποκτήσωμεν καί ημείς εις τήν Σκήτην ημών, μέρος τών εκείνου θείων λειψάνων καί λοιπόν εγράψαμεν εις τους Πατέρας, παρακαλοϋντες αυτούς να μεταδώσουν καί εις ημάς από εκείνον τον ιερόν θησαυρόν εν ω δε εποιονμεθα τήν τοιαύτην προς αυτούς παράκλησιν, θεία νεάσει τοϋ αντοϋ άγιον, εύρέθησαν εκεί εις αυτό τό άγιον Μοναστήριον, ό πρώην Θεσσαλονίκης κύρ Δαμασκηνός, καί ό Άρδαμερίου κύρ Διονύσιος, οί όποιοι δντες γνώριμοι μέ τινας αδελφούς ταύτης τής Σκήτεως ημών, τούς κατέπεισαν έκείνους τούς Πατέρας (καί μη βονλομένους εις τάς άρχάς) νά στέρξωσι τήν δόσιν, προβάλλοντες εις εκείνους δτι δίκαιον είναι νά εύρίσκεται καί εις τήν ήμετέραν Σκήτην μέρος εκείνου τών λειψάνων, διά τούς ασκητικούς αγώνας όποϋ προ τοϋ μαρτυρίου του ενταύθα ετέλεσεν καί λοιπόν εστάλη εις ημάς καί εύρίσκεται προσκυνούμενον, ημείς δε πάλιν μνημονεύομεν ώς έζήτησαν κατ’ έτος πάντοτε εις τήν ’Αγρυπνίαν τοϋ αγίου, ούτως· ’Έτι δεόμεθα ύπερ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγείας, σωτηρίας, επισκέψεως, συγχωρήσεως, καί άφέσεως άμαρτιών τών δούλοιν τοϋ Θεοϋ τών κατοικούντων εν τή άγια Μονή τής άγιας ’Αναστασίας εν Χριστώ αδελφών.
Στοιχεία περί του Νεομάρτυρος ’Ιακώβου εύρίσκει τις εις τόν Συναξαριστήν τών δώδεκα μηνών του ένιαυτοΰ Νικοδήμου τοϋ Αγιορείτου, εις τήν άσματικήν ακολουθίαν καί τό έγκώμιον των èv 'Αγίω Όρει διαλαμψάντων Πατέρων του αύτοδ Νικοδήμου, εις τον κατάλογον των από τής άλώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως μέχρι του 1811 έτους υπέρ τής χριστιανικής πίστεως μαρτυρησάντων καθώς καί εις τάς μελέτας καί άρθρα των Delehaye, Petit, Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Σωφρονίου Εύστρατιάδου, Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, Meinardus, ’Αναστασίου καί Περαντώνη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Tό Συναξάριον τοϋ 'Αγίου.
2. Γερασίμου Σμυρνάκη 'Ιερομονάχου Έσφιγμενίτου, Τό Άγιον Όρος. ’Αρχαιολογία Όρους Άθω - Iστορικαί αναμνήσεις άπό των άρχαιοτάτων χρόνων άχρι των ήμερων ήμών - Τυπικά Αγίου Όρους - Καθεστώτα - Άρχιτεκτονική - Άγιογραφία - Βιβλιοθήκαι - Μοναί - Κειμήλια - Άπογραφική καί λοιπά. Μετά 62 εικόνων καί χάρτου τοϋ Αγίου "Ορους, έν Άθήναις 1903.
3. Αποστόλου Άθ. Γλαβίνα, Θεωνάς Α' ό άπό ήγουμένων Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, «Μακεδονικά», τ. 12 (1972).
4. Αποστόλου Άθ. Γλαβίνα, Μακάριος Παπαγεωργόπουλος ό άπό Κορίνθόυ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1465; - 12 Απριλίου 1546) _ «Μακεδονικά», τ. 13(1973).
5. Δ. Λαμπαδαρίου, Δερβέκιστα, «Μεγάλη Ελληνική ’Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη», τ. 9.
6. Ό Άγιος ’Ιάκωβος ό Νεομάρτυς, ε.ά., σ. 4. ’Αρχιμανδρίτου Xαραλάμπους Βασιλοπούλου, Ό Άγιος ’Ιάκωβος ό Νεομάρτυς, Άθήναι 19733, σ. 7. Είς τήν εκδοσιν του Λουκοπούλου, είς τό τέλος του βίου τού ’Ιακώβου, έπισυνάπτονται στίχοι Παναγιώτου τινός Ραδοβεσδύτου, (Ακολουθία καί Βίος, ε.ά., σ. 95-96, Ο Άγιος ’Ιάκωβος ό Νεομάρτυς, ε.ά., σ. 91-92. Αρχιμανδρίτου Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, Ό Άγιος ’Ιάκωβος ό Νεομάρτυς, ε.ά., σ. 73-75) έπιθυμοϋντος νά ένδυθή τό μοναχικόν σχήμα καί νά γίνη μιμητής τών μαθητών τού Ίακώβου. Ή εκφρασις: «Κάμοί τω γεγραφότι, άγιε, ΐλεών μοι ποίησον» δηλοΐ μάλλον τον άντιγραφέα καί όχι τον συντάκτην τοΰ βίου τοΰ Άγιου.
7. Ακολουθία καί Βίος, ε.ά.
8. Άρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, Ηγουμένου I. Μ. Πετράκη, Ό Άγιος ’Ιάκωβος ό Νεομάρτυς, εκδοσις Βλ ’Εκδόσεις: Πανελληνίου ’Ορθοδόξου Ένώσεως (Π.Ο.Ε.), Άθήναι 1966.
9. Κωνσταντίνου Χρ. Δουκάκη, Μέγας Συναξαριστής, Μήν Νοέμβριος, τόμος τρίτος, Άθήναι 1952s.
10. Βίκτωρος Ματθαίου, Ό Μέγας Συναξαριστής τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, τόμος ΙΑ', Μήν Νοέμβριος, Άθήναι 1950, σ. 28-64.
11. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, Κατάλογος των έν ταΐς βιβλιοθήκαις τοϋ 'Αγίου "Ορους Ελληνικών Κωδίκων, τόμος πρώτος, έν Κανταβριγίμ τής ’Αγγλίας 1895, Έν τέλει τοΰ χειρογράφου τοΰ Βίου: «,ζροαλ Μαρτίου ια' (=1663).
12. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, Κατάλογος, τόμος πρώτος, έ.ά.
13. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, Κατάλογος τών έν ταϊς βιβλιοθήκαις τοϋ 'Αγίου Όρους Ελληνικών Κωδίκων, τόμος δεύτερος, έν Κανταβριγία τής ’Αγγλίας 1900.
14. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, Κατάλογος, τόμος δεύτερος, έ.ά.
15. Λίνου Πολίτη μέ τή συνεργασία Μ. I. Μανούσακα, Συμπληρωματικοί κατάλογοι χειρογράφων Άγιου "Ορους, Θεσσαλονίκη 1973.
16. Λίνου Πολίτη, Συμπληρωματικοί κατάλογοι, ε.ά.
17. Νικοδήμου τοΰ Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον ήτοι μαρτύρια τών νεοφανών Μαρτύρων τών μετά τήν άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς καί τόπους μαρτυρησάντων. Συναχθέντα έκ διαφόρων Συγγραφέων καί μετ’ έπιμελείας ότι πλείστης διορθωθέντα, έν οίς καί ίκαναί άκολουθίαι προσετέθησαν. Έκδοσις τρίτη. Διωρθωμένη καί έκ πλείστων λαθών άπηλλαγμένη. Επιστασία: Π. Β. Πάσχου, Άθήναι 1961.
18. ’Ακολουθία άσματική καί έγκώμιον τών 'Οσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ήμών τών έν τφ 'Αγίφ Όρει τού "Αθω διαλαμψάντων. Συγγραφέντα μέν ύπό τού έν μοναχοΐς έλαχίστου Νικοδήμου 'Αγιορείτου προτροπή καί άξιώσει τής Τέρας καί κοινής Συνάξεως πάντων τών Μοναστηριακών τού 'Αγίου Όρους Πατέρων νΰν δέ πρώτον τύποις έκδοθέντα ύπό τού Τυπογράφου Γεωργίου Μελισταγοΰς. Διά συνδρομής τής Σεβάσμιας όμηγύρεως τών έν "Αθφ Πατέρων. Είς κοινήν τών Μοναχών, καί πάντων τών ’Ορθοδόξων Λαϊκών Χριστιανών ώφέλειαν, έν Έρμουπόλει, έκ τής τυπογραφίας Γ. Μελισταγοΰς Μακεδόνος, 1847.
19. K. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική βιβλιοθήκη, τόμος Γ', έν Βενετίμ 1872 (Άθήναι 1972).
20. Hippol. Delehaye, Greek Neomartyrs, «The Constructive Quarterly», τ. 9 (1921).
21. Louis Petit, Bibliographie des Acolouthies greques, Bruxelles 1926.
22. ’Αρχιεπισκόπου ΙΧρυσοστ. Παπαδοπούλου, Οί Νεομάρτυρες, έκδοσις Γ'. ΕΙσαγωγή, Σημειώσεις, ’Επιμέλεια: Ίωάννου Χρ. Κωνσταντινίδου, Άθήναι 1970.
23. Σωφρονίου Εύστρατιάδου,! Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, 'Αγιολόγιον, ε.ά.
24. Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, ’Ιάκωβος, «Θρησκευτική καί ’Ηθική ’Εγκυκλοπαίδεια», τ. 6.
25. Otto Meinardus, The Saints of Greece, Athen 1970.
26. Ίωάν. ’Αναστασίου, Νεομάρτυρες τής Μακεδονίας. Ό άγιος ’Ιάκωβος άπό τήν Καστοριά καί ό άγιος Μακάριος, «’Ορθόδοξος ’Επιστασία» Κατερίνης, τ. 17 (1971).
27. Ίωάννου Θ. Περαντώνη, Λεξικόν τών Νεομαρτύρων (Οί Νεομάρτυρες άπό τής άλώσεως τής ΚΠόλεως, μέχρι τής άπελευθερώσεως τού δούλου "Εθνους), τόμος δεύτερος, έν Άθήναις 1972.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀγγελικῶς ἐπὶ τῆς γῆς διαπρέψας, τῶν Ἀποστόλων ἀνεδέξω τὴν χάριν, καὶ μετανοίας κήρυξ καὶ διδάσκαλος πεμφθείς, ἔδειξας τοῖς θέλουσι, σωτηρίας τὴν τρίβον, ὅθεν καὶ πρὸς ἄθλησιν, παρετάξω γενναίως, σὺν τοῖς στεῤῥοῖς συνάθλοις σου σοφέ, Ὁσιομάρτυς Ἰάκωβε μέγιστε.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς μετανοίας τὴν λαμπρὰν καὶ θείαν σάλπιγγα, φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ τὸν νέον Κήρυκα, ἀνυμνήσωμεν Ἰάκωβον ἐπαξίως. Τοῦ Κυρίου, τὸν βαστάσαντα τὰ στίγματα, καὶ πληρώσαντα Ἁγίων τὸ ὑστέρημα. Ὅθεν εἴπωμεν· Χαίροις, Πάτερ Ἰάκωβε.
Μεγαλυνάριον
Δεῦτε τὴν τριάδα τὴν θαυμαστήν, τῶν Νεομαρτύρων καὶ Ὁσίων τὴν καλλονήν, ἐν ἐτησίοις ὕμνοις, προσπίπτοντες ὑμνοῦμεν, τοὺς τρώσαντας γενναίως, τὸν πολυμήχανον.
Πηγή: Μακεδονικά, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...