Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ὅποιος γονιός ἔχει αὐτά τά χρόνια παιδί στό δημοτικό σχολεῖο, ἔχει πάρει καί μία γεύση τοῦ τί σημαίνει δημόσια ἑλληνική ἐκπαίδευση. Ἄν ἀσχολήθηκε λίγο μέ τά διαβάσματα τοῦ παιδιοῦ του θά διαπίστωσε τήν καταβαραθρωμένη ποιότητα τῶν βιβλίων, τό “περίεργο” πνεῦμα τῶν προγραμμάτων σπουδῶν καί τά καζάντια τῶν μοντέρνων παιδαγωγικῶν μεθόδων. Παράλληλα θά διαπίστωσε ὅτι συχνά καί οἱ ἴδιοι οἱ δάσκαλοι στέκονται μέ τήν ἴδιαν ἀμηχανία ἀπέναντι σέ ὅσα τούς ἔρχονται ἀπό τήν πλευρά τοῦ ὑπουργείου. Ἡ φτώχεια δέν ἀφορᾶ μόνο τήν ποσότητα τῶν πληροφοριῶν πού ἀποκομίζει τό παιδί στό σχολεῖο ἀλλά καί τήν σύνολη ψυχοπνευματική του ἀνάπτυξη. Μέσα στό κυριολεκτικά τρομακτικό αὐτό τοπίο ἀνακοινώθηκαν καί οἱ ὀργουελικοί σχεδιασμοί Φίλη – Λιάκου.
Μέχρι πρόσφατα, ὁμολογῶ τήν ἁμαρτία μου, πίστευα κι ἐγώ πώς πρόκειται γιά μιά πορεία ἀνησυχητική μέν, ἀναπόδραστη δέ. Ἀποδίδοντας τόν κατήφορο στά χαρακτηριστικά τοῦ καιροῦ μας (κυριαρχία τῆς εἰκόνας, μετάβαση σέ διαφορετική ἐποχή μέ καινούργιες ἀνάγκες, λογική τῆς ἥσσονος προσπάθειας, ἀπουσία ἐπαγγελματικῶν προοπτικῶν…) πίστευα πώς ἁπλῶς ἡ χώρα μας ἀκολουθεῖ νομοτελειακά μιά παγκόσμια ἐκφυλιστική τάση. Μέχρι πού ἦρθα σέ ἐπαφή μέ τά σχολικά ἐγχειρίδια τῆς γλώσσας καί μέ τίς ἀπόψεις τῶν σχεδιαστῶν τῶν προγραμμάτων σπουδῶν.
Τά τρέχοντα βιβλία φτιάχτηκαν ἐπί σημιτικοῦ “ἐκσυγχρονισμοῦ” ἀκριβῶς στό ἀποδομητικό πνεῦμα τῆς ἄθλιας ἐκείνης περιόδου. Τά τέσσερα ἀπό τά ἕξι βιβλία γλώσσας γράφτηκαν ἀπό ὁμάδες μέ ἐπικεφαλῆς πανεπιστημιακό: στῆς Α΄ τάξης ἡ Ἑλένη Καρατζόλα, στῆς Β΄ ἡ Ζωή Γαβριηλίδου καί στίς τάξεις Ε΄ καί Στ΄ ἡ Ἄννα Ἰορδανίδου. Ὅλες συναντῶνται (καί) στήν ἐπιστημονική ὁμάδα πού πλαισίωσε τό χρυσοτόκο (27 ἑκατ. εὐρώ!) Πρόγραμμα Ἐκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων τοῦ ἑλληνοφοβικοῦ διδύμου Φραγκουδάκη – Δραγώνα, πρόγραμμα πού στήν ἁπτή, σχολική πραγματικότητα …ὤδινεν ὄρος καί ἔτεκεν μῦν. Τό πνεῦμα πού διαρρέει τήν στοιχειώδη ἐκπαίδευση μέ βάση τό Πρόγραμμα Σπουδῶν τό συνέχουν ἡ διαπολιτισμικότητα, ἡ διαθεματικότητα, ὁ μαθητοκεντρισμός, ἡ ὁμαδικότητα. Ἕωλες ἰδέες ἑνός συρμοῦ πού ἀποδομεῖ τίς ἐθνικές κοινωνίες κόντρα στήν συνταγματική ἐπιταγή γιά “ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης”. Δέν θά μιλήσω γιά προχειρότητα, ἀνοησία, ἰδεοληψία, εἶναι ἀδύνατον νά περιγραφεῖ ἡ πραγματικότητα. Ἄλλωστε, καθώς στή χώρα μας δέν ὑπάρχει καμμία θεσμική ἀποτίμηση ὁποιασδήποτε ἐκπαιδευτικῆς μεταβολῆς, καθένας ἔχει τή γνώμη του. Ὅμως ποιός μπορεῖ νά δηλώνει σήμερα εὐτυχής μέ τήν ψυχοπνευματική καθήλωση τῶν παιδιῶν;
Πηγή: Αντιφωνητής
«Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. Διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Εφεσ. ε'15)
Δεν υφίσταται στην υφήλιο ένας διάχυτος χριστιανικός κόσμος, αλλά από τη μία πλευρά υπάρχει η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία κατέχει το πλήρωμα της αληθείας και είναι «στύλος και εδραίωμα της Αληθείας», κι από την άλλη μεριά υπάρχουν οι πλανεμένοι, αιρετικοί και αποσκιρτήσαντες χριστιανοί, υπέρ των οποίων εκτενώς προσευχόμαστε προς επιστροφή και ενότητα (=υπέρ της των πάντων - και όχι πασών των «εκκλησιών» - ενώσεως) στην αγία και αμώμητη πίστη των Ορθοδόξων.
Οι Άγιοι Πατέρες, οι κατά πάντα υποχωρητικοί και συγκαταβατικοί, οι ταπεινοί προς πάντα άνθρωπον, ποτέ δεν εξίσωναν την αίρεση με την αλήθεια και όταν «η πίστις ήτο το κινδυνευόμενον» δεν έδειχναν καμμιά υποχώρηση και αβροφροσύνη, λέγοντας, ότι «εις τα της πίστεως ου χωρεί συγκατάβασις» (π.χ. ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, ο Μ. Βασίλειος, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο Αββάς Αγάθων…) Μη συγχέομε λοιπόν την καθημερινή άσκηση της αγάπης με την ακριβή διατύπωση της αλήθειας και τα «όρια ά έθεντο οι πατέρες ημών», η οποία αλήθεια ακριβώς συνιστά την όντως αγάπη προς τους αιρετικούς.
Η υπόθεση της κλιματικής αλλαγής και της παγκόσμιας ειρήνης, του μεταναστευτικού προβλήματος και της τρομοκρατίας ασφαλώς είναι οξύτατα προβλήματα που απασχολούν όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα ματώνουν τις καρδιές των χριστιανών. Αυτό όμως το γεγονός δεν συνιστά καμμιά προϋπόθεση για έναρξη και συνέχιση θεολογικών διαλόγων με αιρετικούς, ωσάν να αναζητούμε λύσεις πάνω στην χαμένη αλήθεια και ενότητα της πίστεως. «Έτερον εκάτερον». Ούτε ένας άγιος Πατέρας στο παρελθόν κάθισε ποτέ στο ίδιο Τραπέζι με αιρετικούς για την πείνα και τη φτώχεια. Εξάλλου μέχρι σήμερα δεν έφεραν αυτοί οι διάλογοι κανένα αποτέλεσμα στα παραπάνω θέματα ούτε στη θεολογική σύγκλιση των δύο πλευρών. Η Εκκλησία δίνει επαρκή τη μαρτυρία της εμπειρίας της στα κοινωνικά θέματα χωρίς άλλα στηρίγματα και δεκανίκια και δεν αλλάζει την ορολογία της αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων, που μας λέγουν ξεκάθαρα «αιρετικόν άνθρωπον μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού…» και ότι οι Λατίνοι και σχισματικοί και αιρετικοί είναι. Πόσο μάλλον όλοι οι άλλοι.
Επειδή δια το θέμα του βαπτίσματος λέγονται κατά καιρούς πολλά, εκείνο που πρέπει να πούμε είναι ότι οι πρό του Σχίσματος Ορθόδοξοι Πατέρες μας ως ορθόδοξοι αντιμετώπιζαν ποιμαντικά και τοπικά με διαφορετική πιθανόν προσέγγιση – με ακρίβεια ή με οικονομία - το θέμα της εισόδου εκ νέου στην Εκκλησία των αιρετικών εκείνης της εποχής, οι οποίοι προφανώς διέσωζαν τον τύπο του αγίου Βαπτίσματος. Εδώ στην περίπτωση των με επίγνωση στην αγία Ορθοδοξία επιστρεφόντων αιρετικών της Δύσεως δεν έχουμε καν βάπτισμα. Η συνείδηση των επιστρεφόντων δυτικών ζητούν την κατ΄ ακρίβειαν επανεισδοχή τους με ορθόδοξο βάπτισμα στην Εκκλησία μας (π. Πλακίδας Ντεσιέγ).
Ασφαλώς ο Χριστός έκανε θαύματα σε ειδωλολάτρες και Σαμαρείτες της εποχής του, όπως κάνει θαύματα και σήμερα σε μουσουλμάνους και παπικούς και ετεροδόξους… Κοινός Πατέρας όλων είναι. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αυτοί όλοι ανήκαν τότε στο λαό του Θεού ( όπως ακριβώς είπε και διόρθωσε τη Σαμαρείτιδα) και ότι οι σημερινοί αιρετικοί είναι μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. «Με την Πεντηκοστή και την Εκκλησία «εις ενότητα πάντας εκάλεσε» και τότε έδωκε την τελειωτική χάρη δια του λόγου, της Πίστεως και των Μυστηρίων: «ὁ πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Τότε «γενήσεται μία ποίμνη είς ποιμήν». Εξάλλου όπως λέγει ο αείμνηστος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «τα προσωπικά σε εθνικούς και αλλοδόξους θαύματα σκοπό έχουν να τους φέρουν στο χώρο του αντικειμενικά και γενικά ισχύοντος θαύματος, που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία».
Άλλο διάσπαση και διάτμηση του χριστιανικού κόσμου κι άλλο διάσπαση και σχίσμα του εκκλησιαστικού σώματος, όπως υπονοεί και ο Παύλος, όταν ομιλεί για σχίσματα και διαιρέσεις των Χριστιανών της Κορίνθου. Ασφαλώς οι άγιοι Πατέρες τότε δεν θεωρούσαν τους αρειανούς Εκκλησία…Εμείς δυστυχώς θεωρούμε όλες τις μεγάλες αιρέσεις Εκκλησίες και αποκαλούμε τους αιρεσιάρχες σε συλλείτουργα μάλιστα αγιώτατους αδελφούς. Και εν πάση περιπτώσει συνήλθαν οι άγιες Οικουμενικές Σύνοδοι και έθεντο τα όρια της αμωμήτου πίστεως, κατεδίκασαν, αφόρισαν, αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, όπως και οι παπικοί συνοδικά και πατερικά καταδικάσθηκαν και έκτοτε δεν γεννάται θέμα. Μα επιτέλους: δεν τα ήξεραν αυτά οι άγιοι πατέρες μας, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης, οι Πατριάρχαι της Ανατολής το 1848, όταν μιλούσαν κατά του παπισμού;
Ερωτάται κατά κόρον πως δέχθηκαν Πατέρες κάποιων Αγίων Οικουμενικών Συνόδων αιρετικούς στην Αγία Ποίμνη του Χριστού χωρίς αναβαπτισμό και αναχειροτόνιση και μείς δεν μπορούμε σήμερα… Πρώτον μέν το αποφάσισαν συνοδικά, και όχι ένας ατομικά και μια εκκλησία τοπικά. Τα αποφάσισαν συγκεκριμένα και ασφαλώς υπό προϋποθέσεις και κατ΄ οικονομίαν χάριν ενός μεγαλυτέρου καλού, της αρχής της σωτηρίας. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι οι αιρετικοί εκείνοι ήθελαν να επανέλθουν στην Εκκλησία. Είχαν μετανιώσει και είχαν αποκηρύξει την πλάνη τους. Οι παπικοί και οι άλλοι δεν θέλουν. Θέλουν να μένουν στην αίρεση. Τόσο απλό είναι! Εμείς σπεύδουμε εκ των προτέρων και κάνουμε εκπτώσεις στην κανονικότητα χωρίς να μας το ζητήσουν. Όσοι επιστρέφουν όμως πραγματικά στην Ορθοδοξία δεν θέτουν θέμα βαπτίσματος και δεν ζητούν διευκολύνσεις. Εμείς βιαζόμαστε και κάνουμε τον πρόθυμο και τον ανοιχτοχέρη.
«Αρχή φιλοσοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Πράγματι οι Άγιοι Πατέρες μαζί με την ακρίβεια δεχόντουσαν και την οικονομία στο χειρισμό των αιρετικών. Ουδέποτε όμως έδιναν μυστήρια και θεωρούσαν ισότιμα μέλη της Εκκλησίας ανθρώπους που βρισκόντουσαν ακόμη μέχρι το λαιμό στην αίρεση. Μέχρι να επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία με τον τρόπο που αποφασιζόταν συνοδικά και συνολικά, οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν δικαίωμα στα Μυστήρια. Ύστερα δεν είναι το ίδιο τα θαύματα και οι βαπτίσεις των μαθητών του Χριστού αποστελλομένων από τον Χριστό πρίν από την Πεντηκοστή και μετά την Πεντηκοστή.
Πολύς λόγος για τον Παπισμό. Καλά, έχει ορθή Τριαδολογία, ορθή Μαριολογία, Ορθή Εκκλησιολογία, ο Παπισμός; Δεν ασκεί προσηλυτισμό με εγκλήματα μάλιστα ο Παπισμός; Ο παπισμός έχει περισσότερες αιρέσεις και από τον Χιλιασμό που είναι οργάνωση. Τι λέγει ο άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς για τον Πάπα και τον ανθρωποκεντρισμό του παπισμού; Τα γεγονότα τα καθ΄ εκάστην γενεάν εις βάρος του Παπισμού γενόμενα υπό του Θεού θαυμαστώς προκληθέντα (θαύμα αγ. Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα) σε συλλείτουργα και συμπροσευχές είναι δυνατόν να αγνοηθούν και να αφήνουν περιθώρια αθωώσεως της παπικής αιρέσεως.
Αν αρχίσουμε, τέλος, να θέτουμε σε μερική ή γενική αμφισβήτηση την ισχύ των ιερών κανόνων, επικαιροποίησης και εκσυγχρονισμού τους, αν την ιερή καύχηση περί της αδόλου αποστολικότητας και μοναδικότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας την χαρακτηρίζουμε αυθαίρετη αποκλειστικότητα της Εκκλησίας μας, αν βλέπουμε Εκκλησίες και Χάριτες στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Αιρέσεων, στο οποίο σημειωτέον η Παπική Αίρεση ποτέ δεν έγινε μέλος, και για το οποίο άγιοι παλαιοί και πρόσφατοι με αποκάλυψη Θεού απερίφραστα καταδίκασαν, αν επιλεκτικά διαχωρίζουμε τα Μυστήρια, αναγνωρίζοντας το κρείττον (=το βάπτισμα) και ακυρούντες δήθεν τα ελάσσονα, αν χωρίς να μας το ζητήσουν σπεύδουμε εμείς από μόνοι μας και εγκρίνουμε βαπτίσματα αιρετικών και να υποστηρίζουμε μεικτούς γάμους, αν εθελοτυφλούμε μπροστά στην αμετανοησία και την εγκληματικότητα του παπισμού και στις διαστροφές του προτεσταντικού χώρου, τότε έχουμε αποτολμήσει απόπειρα εκκλησιαστικού εγκλήματος και εμπιστευόμαστε την κρίση μας κυμαινόμαστε αντιφατικά και αυτοκτονικά μεταξύ ορθοδόξου ομολογίας και αντιθέου ανθρωπαρεσκείας.
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας
Δελτία Τύπου της Ιεράς Συνόδου
Δεύτερη Συνεδρία της Δ.Ι.Σ. για τον μήνα Ιούνιο (2/6/2016)
Συνήλθε σήμερα, Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016, στη δεύτερη Συνεδρία Της για τον μήνα Ιούνιο η Διαρκής Ιερά Συνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.
Κατά την σημερινή Συνεδρία:
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος επικύρωσε τα Πρακτικά της προηγουμένης Συνεδρίας.
Με έκπληξη η Δ.Ι.Σ. παρακολουθεί τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Νικόλαο Φίλη να αναφέρεται σε δηλώσεις του απαξιωτικά και προσβλητικά για το μάθημα των Θρησκευτικών, και επιπλέον να εξακολουθεί να το χαρακτηρίζει κατηχητικό ή ομολογιακό, χαρακτηρισμοί που έχουν απορριφθεί από ειδικές επιτροπές και επιστήμονες που ασχολούνται με την διδακτική του μαθήματος, καθώς και από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Συνεδρία της 9ης Μαρτίου ε.έ. Ανάλογες δηλώσεις έγιναν εσχάτως και για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών. Υπενθυμίζεται ότι το ισχύον πρόγραμμα του μαθήματος των Θρησκευτικών έχει γνωσιολογικό, πολιτιστικό και θρησκειολογικό χαρακτήρα και όχι κατηχητικό ή ομολογιακό. Επειδή με τέτοιες δηλώσεις παραπλανάται ο ελληνικός λαός, η Δ.Ι.Σ. εκφράζει την λύπη της γι’ αυτές τις απαξιωτικές δηλώσεις του κ. Υπουργού.
Ακολούθως, αποφάσισε την σύνταξη ειδικού φυλλαδίου, το οποίο θα απευθύνεται προς τον Λαό και θα τον ενημερώνει με συγκεκριμένα στοιχεία για το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας που γίνεται στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και τις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Λαβούσα γνώση για το γεγονός ότι κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα δημοσιεύθηκαν ψηφίσματα που αφορούν στο θέμα της εκδόσεως της ηλεκτρονικής Κάρτας του Πολίτη, η Δ.Ι.Σ. επαναλαμβάνει για μία ακόμη φορά ότι αναμένει από τις αρμόδιες Υπηρεσίες της Πολιτείας το σχετικό προς διαβούλευση Νομοσχέδιο και την επ’ αυτού Εισηγητική Έκθεση, προκειμένου να τοποθετηθεί υπευθύνως. Γι’ αυτό και συνιστά στον Ιερό Κλήρο, τους Μοναχούς και τους πιστούς να ειρηνεύουν και να αναμένουν την τελική θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Tέλος, η Δ.Ι.Σ. έλαβε αποφάσεις σχετικά με τρέχοντα υπηρεσιακά θέματα της ημερησίας διατάξεως.
Εκ της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου
«Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει»…
Τι πήραμε από τους Ευρωπαίους; Ψίχουλα… «Ώδυνεν όρος και έτεκεν μυν» (Κοιλοπονούσε ένα βουνό και γέννησε ένα ποντίκι, δηλ. πολύ – πολύ μικρότερα των προσδοκομένων τα αποτελέσματα). Συνεχώς παίρνουμε δήθεν λεφτά που γυρίζουν στους ίδιους…
Δώσαμε τα πάντα και πήραμε δόσεις… ναρκωτικού και υποκατάστατα φαρμάκων, για να ξεγελιόμαστε… «άχρι καιρού».
Γίναμε αιχμάλωτοι για ένα αιώνα!
Στο βωμό της αξιολόγησης, της εκταμίευσης και της ελάφρυνσης, κυρίως χάριν των Γερμανικών εκλογών και των αμερικανικών απαιτήσεων, πουλήσαμε τα πάντα.
Δεχτήκαμε τρία επίσημα μνημόνια και ένα αέναο κόφτη.
Χάσαμε λιμάνια, αεροδρόμια, συγκοινωνίες, φυσικά και ενεργειακά αγαθά, δηλ. αξιοπρέπεια, εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία. Δεν αποκλείεται να πούμε «το νερό νεράκι».
«Αμαρτήσαμε, ανομήσαμε, τίποτε δεν σεβαστήκαμε και αδικήσαμε τη χώρα και το λαό μας».
Κι όχι μόνο οικονομικά…
Ο Δούρειος Ίππος της Οικονομίας έφερε κατάργηση της Κυριακής Αργίας, Υπογραφή Συμφώνου Συμβίωσης, Κοσμικό κράτος, αδιοριστία ιερέων, χτύπημα της Εκκλησίας και της Οικογένειας, της Ιστορίας και της Φυλής μας.
Ανέθαλλαν όλα τα αριστερά άνθη του κακού στη συγκεκριμένη συγκυρία: απιστία, αθεϊα, εκκλησιομαχία, ανθελληνισμός, χτύπημα στην οικογένεια και στην ιστορία. Όλες οι άλλες χώρες βγήκαν από τα μνημόνια και μείς κατά ένα παράξενο τρόπο πηγαίνουμε όλο και παραπίσω με προαπαιτούμενα και ευρωπαϊκές οδηγίες και αξιολογήσεις.
Φταίμε ως χώρα και πολιτική πρακτική. Κάναμε μεγάλα λάθη. Λειτουργήσαμε συχνά ως ανεγκέφαλοι:
1] Υπογράψαμε τη συνθήκη του Δουβλίνου 2 σύμφωνα με την οποία η επαναπροώθηση των μεταναστών δεν επιβάλλεται πέραν της αμέσως προηγούμενης χώρας… Κλείσαν και τα σύνορα οι βόρειοί μας… Μείναμε εμείς κι αυτοί…
2] Το δεύτερο, δεχτήκαμε να μετακυλιστούν τα χρέη μας και από τραπεζικά να γίνουν κρατικά… με ό,τι αυτό συνεπάγεται…
3] Η παρουσία δε υπερπληθών μεταναστών στη χώρα αλλοιώνει πλέον τη σύνθεση του πληθυσμού, τροφοδοτεί απαράδεκτους μικτούς γάμους, εδραιώνει τον μουσουλμανισμό, δημιουργεί προϋποθέσεις Κοσσοβοποίησης τμημάτων της ελληνικής Πατρίδας, ρίχνει τα εργατικά μεροκάματα και μειώνει την αγορά και προσφορά εργασίας, διαλύει τις εργασιακές ενώσεις και σχέσεις και θεριεύει το κεφάλαιο και τον εργασιακό μεσαίωνα.
4] Φτιάξαμε ένα ξενόδουλο υπερταμείο «κράτος εν κράτει» για πρώτη φορά στην ιστορία μας και είναι όλα υποθηκευμένα
5] Δεχτήκαμε ένα άτυπο αέναο μνημόνιο
6] Ανεχτήκαμε τις απειλές της Τουρκίας για τους μετανάστες, ότι αν δεν τους παραβάλουμε εμείς ή δεν παραλάβουν αυτοί (=οι Τούρκοι) τα λεφτά για τους δικούς τους…θα ξαναπλημμυρίσει η χώρα με καραβιές ξένων.
7] Δεν τολμήσαμε να ανακηρύξουμε την ΑΟΖ και ανεχτήκαμε στο σβέρκο μας εποπτείες, επιτηρήσεις, διευθυντήρια, ελεγκτές, τρόϊκες και κουαρτέτα, γίναμε εντολοδόχοι ξένων κέντρων και κυβερνήσεων.
Έχουμε σκεφτεί ποτέ γιατί γίνονται όλα αυτά στην δύσμοιρη Πατρίδα μας;
Όλα έγιναν και γίνονται για ένα νόμισμα. Για το Ευρώ. Το καταραμένο το ευρώ. Και για να μη βγούμε από την ευρωζώνη…
Το σκληρό νόμισμα… Το απάνθρωπο…
Το δελεαστικό αρχικά και απογοητευτικό στο τέλος…
Γι΄ αυτό το ευρώ, την παραμονή στη ζώνη του ευρώ, υπήρξαν οι επιδοτήσεις, οι εξισορροπήσεις, τα μνημόνια, οι μεταρρυθμίσεις, οι αποκρατικοποιήσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις, ο κόφτης, το υπέρ-ταμείο…
Για να μη χάσουμε το ευρώ: έγιναν και απολύσεις και οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων και επιβλήθηκε φορολογία δυσβάστακτη και δημοσιονομική προσαρμογή και έλεγχος κεφαλαίων…
Μάλιστα τη στιγμή που άλλες μεγάλες χώρες της ΕΕ δεν έχουν μπει στη ζώνη του ευρώ καθόλου και διατηρούν σχετική αυτονομία. Και μάλιστα την ίδια στιγμή που άλλες χώρες σκέφτονται άμεσα την αποχώρησή τους από την ΕΕ για διαφόρους λόγους.
Εμείς λατρέψαμε το ευρώ. Αφοσιωθήκαμε σ΄ αυτό. Του δώσαμε υπεραξία που δεν την έχει με τίποτε. Χάσαμε το πιο αρχαίο νόμισμα της Ευρώπης, τη δραχμή, και ασυναίσθητα κάναμε το ευρώ θεό στη ζωή μας. Το θεοποιήσαμε σαν να ήμασταν ιθαγενείς απολίτιστοι που χάσκουν μπροστά στα καθρεπτάκια των δυτικοευρωπαίων. Πέσαμε στο αμάρτημα του μαμωνισμού και είπαμε δυστυχώς «ευρώ αντί πάσης θυσίας», δηλαδή «ευρώ και πάρτε μας το κεφάλι». Κι άλλο που δεν ήθελαν οι εκδοροσφαγείς των λαών της Ευρώπης: «μας πήραν τα κεφάλαια και το κεφάλι».
Η υπόθεση του ευρώ, όσο καλά κι αν ξεκίνησε με επιδοτήσεις και χορηγίες και ΕΣΠΑ, τόσο πιο πονηρά και οδυνηρά κατέληξε σε δάνεια και χρέη και άλλες ρυθμίσεις, που βγάζουν ένα λαό από τον παραδοσιακό του δρόμο. Ρυθμίσεις που φτάνουν στην ανατροπή και αλλοίωση του αξιακού του κώδικα και στο ήθος του και στην πίστη του. Το ευρώ μας οδηγεί σταθερά στο ηλεκτρονικό φακέλωμα και στην απόλυτη δικτατορία του Αντιχρίστου.
Το ευρώ τα θέλει όλα: και μετανάστες, και αλλαγές στο σύνταγμα και πολυπολιτισμική ουτοπία, και κοσμικό κράτος και αδιοριστία ιερέων και ανάδειξη μειονοτήτων και προσφυγικές ροές και κλειστά σύνορα και την Ελλάδα να γίνει αποθήκη ψυχών -αγνώριστη πλέον - με έκρηξη των ιδιωτικοποιήσεων και αποθέωση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής και θάνατο στους αδύνατους και φτωχούς.
Θέλει χέρσα τα ελληνικά χωράφια γεμάτα φωτοβολταϊκά, χαμομήλι από τη Χιλή, πατάτες από την Αίγυπτο, ντομάτες από Τουρκία, ελιές και λάδι από μεσογειακές χώρες, ζώα από Βαλκάνια και ευρωπαϊκές χώρες κι εδώ τους Έλληνες απλά να δουλεύουν ως σερβιτόροι και ξενοδοχοϋπάλληλοι στη μεγάλη βιομηχανία του τουρισμού μας…που τείνει και αυτός να γίνει αμαρτωλός και τρισάθλιος.
Το ευρώ επιτελεί σατανικό έργο, αποτελεί όχημα του κακού, οδηγεί στην εξαχρείωση των λαών που το ακολουθούν. Κι όσο θα λειτουργεί ακόμη στην Ελλάδα μας η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι τόσο θα κυβερνά το ευρώ και θα συνεχίζονται τα μνημόνια.
Διότι το ευρώ μας γελοιοποίησε ως έθνος: μας έκανε πολύ κατώτερους από την ιστορία μας, έσχατους και ανάξιους των Μεσολογγιτών, μας έφερε συχνά σε κρίση συνειδήσεως, που όμως δεν υπερβήκαμε ποτέ, μας δίχασε ως προσωπικότητες και μας εγκλώβισε αρκετές φορές στο δίλημμα της παραιτήσεως, χωρίς όμως ποτέ ως άλλοι αρχαίοι Έλληνες να πούμε «ου περί χρημάτων ημίν ο αγών, αλλά περί δόξης». Μας έκαμε αιχμάλωτους. Βγάλαμε δυστυχώς τα μάτια μας με τα χέρια μας. Χάλασε η ψυχή μας και γίναμε δειλοί σα γατάκια μπροστά στο είδωλο του ευρώ. Κρίμα!!!
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας
Ἅγιον Ὄρος, 4/17 Μαρτίου 2016
ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ἡ σύντονη καί φιλότιμη προσπάθεια τῶν Ἀντιπροσωπειῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στίς Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις ἔφερε ἐν τέλει τά ἐν σχεδίῳ προσυνοδικά κείμενα στήν μορφή, μέ τήν ὁποία δό-θηκαν στήν δημοσιότητα μέ ἐντολή τῶν Σεπτῶν Προκαθημένων στίς 21-28 Ἰανουαρίου 2016.
Τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τώρα τήν δυνατότητα νά ἐκφράσῃ εὐ-λαβῶς τήν κρίσι του ἐπί τῶν κειμένων, συμμετέχοντας ἔτσι στήν συνοδική λει-τουργία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, ἔχει τήν μορφή ὑπομνήματος. Εἶναι εὐλαβής ἔκθεσις τῶν σκέψεών μας πρός τούς Σεβ. Ἱεράρχας τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκ-κλησίας μας περί τοῦ πῶς τά ἐν σχεδίῳ κείμενα θά μποροῦσαν νά λάβουν μία περισσότερο «καθολική» μορφή, νά ἐκφράζουν δηλαδή ἀκριβέστερα τό καθο-λικό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό διασώζει ἡ Κανονική μας παράδοσις, ἡ λατρευτική συνείδησις καί ἡ ἐμπειρία τῶν χαρισματούχων Ἁγίων μας: ἡ κοινω-νία σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις.
Γνωρίζουμε ὅτι οἱ Σεβ. Ἀρχιερεῖς ἔχουν ἤδη διατυπώσει προτάσεις τρο-ποποιήσεων ἐπί τῶν ἐν σχεδίῳ κειμένων, οὕτως ὥστε τό παρόν κείμενο δέν θά χρειαζόταν νά συνταχθῇ καί ἐπιβαρύνῃ τήν συνοδική διαδικασία.
Ἄς θεωρηθῇ ὅμως αὐτό ὡς μικρή συνεισφορά στόν μεγάλο καί πολυ-εύθυνο ἀγῶνα πού ἔχουν τώρα ἀναλάβει οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὥστε νά εἶναι μία σύνοδος θεοσυνέργητος καί ἑπομένη τοῖς ἁγίοις πατράσι.
Α’.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΩΝ
Στό ζήτημα τῆς ὑποβολῆς τροπολογιῶν ἐπί τῶν ἐν σχεδίῳ κειμένων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἀναφέρεται καί τό ἄρθρο 11, παράγρ. 2 τοῦ «Κα-νονισμοῦ ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Ὁ Κανονισμός ἔχει ἀναμφισβήτητα μεγάλη σημασία γιά τήν εὔρυθμη καί ἀπρόσκοπτη διεξαγωγή τῆς Συνόδου. Ὅμως ἡ συγκεκριμένη παράγραφος προκαλεῖ μία δυσλειτουργία.
Γράφεται: «ἡ ἔγκρισις τῶν τροπολογιῶν, μετά τήν ὁλοκλήρωσιν τῆς συζητήσεως αὐτῶν, ἐκφράζεται, κατά τά πανορθοδόξως καθιερωμένα, διά τῆς ἀρχῆς τῆς ὁμοφωνίας τῶν ἀντιπροσωπειῶν πασῶν τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθο-δόξων Ἐκκλησιῶν. Τοῦτο σημαίνει ὅτι αἱ μή ὁμοφώνως ἀποδεκταί γενόμεναι τροπολογίαι δέν ἐγκρίνονται».
Πρακτικά αὐτό σημαίνει ὅτι ἕνα ἐν σχεδίῳ κείμενο, πού δέν θά δεχθῇ τροποποιήσεις ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἐπ’ αὐτῶν ὁμοφωνία, μένει ὡς ἔχει καί ἡ τε-λική ψηφοφορία γίνεται ἐπ’ αὐτοῦ.
Ὅμως ἡ Ἱεραρχία, ἡ ὁποία προτείνει τροπολογίες, δείχνει τήν βούλησί της νά ἀναδιαμορφώσῃ τό προσυνοδικό κείμενο, ὥστε αὐτό νά ἐκφράζῃ αὐ-θεντικά τήν αὐτοσυνειδησία της. Ἐφ’ ὅσον δέν μπορεῖ νά τό πράξῃ, ὑποχρεώ-νεται νά κινηθῇ στό πλαίσιο πού χάραξαν οἱ προσυνοδικές διασκέψεις. Ἐάν ὅμως τελικά τό προσυνοδικό κείμενο δέν τήν ἐκφράζῃ, προφανῶς τό μόνο πού τῆς ἀπομένει εἶναι νά τό καταψηφίσῃ.
Αὐτό δέν δείχνει ἀδυναμία νά φθάσουμε σέ ὑγιῆ, ἁγιοπατερική, πανορ-θόδοξη ἑνότητα;
Β’.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»
Τό κείμενο αὐτό φαίνεται ὅτι συντάχθηκε μέ κάποια μονομέρεια. Ἀποτυπώνει τήν μία πλευρά τῶν πραγμάτων. Περιγράφει τίς σχέσεις τῆς Ὀρθο-δόξου Ἐκκλησίας μέ τόν ἑτερόδοξο χριστιανικό κόσμο ἀπό τήν σκοπιά ἐκείνων τῶν φορέων πού τίς διεκπεραίωσαν κατά τά πενήντα τελευταῖα χρόνια.
Ὅμως στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει καί ἄλλη θεολογική ἄποψις τῶν διαχρι-στιανικῶν σχέσεων. Πανορθοδόξως καταξιωμένοι ἀρχιερεῖς, κληρικοί, μοναχοί, θεολόγοι (πανεπιστημιακοί καί μή), τό Ἅγιον Ὄρος καί ὁ ἁπλός λαός -ἀνάμεσά τους καί ἁγιασμένοι ἄνθρωποι- ἔχουν ἐκφράσει ἐμπεριστατωμένα τίς ἰσχυρές ἐπιφυλάξεις τους γιά τήν μορφή τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους πού δια-τυπώνεται στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, καί γιά τήν θεολογία πού ὑπόκειται αὐτῶν τῶν σχέσεων. Σύμφωνα μέ αὐτή τήν ἄποψι, πού πιστεύουμε ὅτι ἐκφράζει τήν Πίστι τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, τό ὡς ἄνω σχέδιο κειμέ-νου πρέπει νά ξαναγραφῇ, γιά νά ἐκφράσῃ αὐτή τήν Πίστι. Σέ αὐτή τήν προοπτική καταθέτουμε εὐλαβῶς τόν ἐπ’ αὐτοῦ σχολιασμό μας καί τίς προτάσεις μας, ὥστε οἰ συνοδικοί Ἀρχιερεῖς νά ἀποφανθοῦν γιά τήν μορφή πού πρέπει νά πάρῃ τό κείμενο.
Ὁ σχολιασμός τῶν ἐπί μέρους σημείων καταλήγει σέ προτάσεις τροπο-ποιήσεων, οἱ ὁποῖες παρατίθενται στό ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, στό τέλος τοῦ παρόντος. Ὁ σχολιασμός ἀκολουθεῖ τήν σειρά τῶν παραγράφων τοῦ ἐν σχεδίῳ κειμένου.
1ον. Ἡ μοναδικότης τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπό τό ἐν σχεδίῳ κείμενο λείπει, δίκην προοιμίου, μία σαφής ἀναφορά στό θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, τό ὁποῖο θά νοημα-τοδοτήσῃ καί τό ὑπόλοιπο κείμενο: ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μοναδι-κή Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Θεωροῦμε ἀπαραίτητο ἐπ’ αὐτοῦ νά ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν, μεταξύ ἄλλων, ὅτι:
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει βαθεῖα αὐτοσυνειδησία ὅτι αὐτή μόνη ἀποτελεῖ τό Σῶμα τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ (Ἐφ. α’ 22-23 καί Κολ. α’ 18). Τήν αὐ-τοσυνειδησία της τήν περιγράφει μέ τήν διατύπωσι τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστε-ως «Εἰς Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Χρησιμοποιεῖ γιά τόν ἑαυτό της τόν ὅρο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», γιά νά τόν ἀντιδιαστείλῃ ἀπό κάθε ἄλλη ἑτερόδοξη χριστιανική ἐκκλησία, ὁμολογία, κοινότητα ἤ ὁμάδα. Ἡ ἑτεροδοξία ἀναφέρεται σέ πλεῖστα ὅσα θέματα, ἰδιαίτερα ὅμως στήν διαφορε-τική πίστι, τήν διαφορετική λατρεία (τό lex credendi ἀλλοιώνει τό lex orandi), τό διαφορετικό ἦθος πού αὐτά συνεπάγονται, καί τήν ἔλλειψι ἐμπειρίας τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις».
Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διατηρήθηκε μέχρι σήμε-ρα ἀκεραία ὡς λατρευτική συνείδησις, ὡς πιστότης στήν δογματική πίστι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν θεοφόρων Πατέρων, καί ὡς γνήσιο βίωμα τοῦ αὐθεντικοῦ (μή παραμορφωμένου ἀπό τήν αἵρεσι) Προσώπου τοῦ Θεανθρώ-που Χριστοῦ.
Τό ὡς ἄνω ἐν σχεδίῳ κείμενο ἀναφέρεται στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Γι’ αὐτό, πρέπει νά σημειώ-νεται σέ τί διαφέρει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπό αὐτόν. Νά λέγεται δηλαδή ὅτι οἱ ἐκκλησίες καί ὁμολογίες τοῦ ἑτεροδόξου Χριστιανισμοῦ δέν ἔχουν τούς χα-ρακτῆρες τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν αὐτές πιστεύουν γιά τόν ἑαυτό τους ὅτι τούς ἔχουν. Ἡ ἑνότης, ἡ ἁγιότης, ἡ καθολικότης καί ἡ ἀποστολικότης εἶναι ἀποκλειστικά ἰδιώματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου σημειώνει περί τῆς Ἁγίας Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐν σχέσει πρός τίς ὀγδόντα μέχρι τότε ἀναφυεῖσες αἱ-ρέσεις, ἐκεῖνο τό παλαιοδιαθηκικόν: «ἑξήκοντά εἰσι βασίλισσαι, καὶ ὀγδοήκον
τα παλλακαί, καὶ νεάνιδες ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός· μία ἐστὶ περιστερά μου, τε-λεία μου». Μία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ἁγνή περιστερά, ἡ ἄσπιλος Νύμφη τοῦ Ἀρνίου, τήν ὁποία Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί Ὁμολογηταί Πατέρες διεφύλαξαν ἄμωμον «μή ἔχουσαν σπῖλον ἤ ρυτῖδα ἤ τι τῶν τοιούτων» (Ἐφ. 5, 27).
Αὐτά δέν φαίνονται στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, ἐνῶ εἶναι τόσο ἀπαραίτητα. Ἡ ἁπλῆ ἀναφορά ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» (παράγρ. 1) δέν εἶναι ἐπαρκής. Οἱ ὀρθές «σχέσεις» μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο προϋποθέτουν ὀρθό καί ἀκριβῆ αὐτοπροσδιορι-σμό, τήν στιγμή πού οἱ ἑτερόδοξοι σφετερίζονται τόν τίτλο τῆς Μιᾶς Ἁγίας.
Ὑπό τήν προϋπόθεσι τῆς διαχρονικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς τῆς μόνης Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ παράγρ. 1 τοῦ κειμένου προτείνεται νά ἀναδιατυπωθῇ. Ἡ παράγραφος, ὅπως εἶναι διατυπωμένη, ὑπονοεῖ διαχριστιανική ἑνότητα διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού χαρακτηρίζει τήν Ἐκκλησία ἐκ τῆς φύσεώς Της. Μέ τήν διατύπωσι αὐτῆς τῆς παραγράφου ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν φαίνεται νά ἀπευθύνῃ πρόσκλησι πρός ὅλους τούς ἐκτός αὐτῆς Χριστιανούς νά ἐπιστρέψουν στήν δική της ἁγιοπνευματική ἑνότητα, ἀλλά φαίνεται νά συμβάλλῃ στήν ἀναζητου-μένη μέ ὄχι ὀρθό τρόπο ἀπό τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο παγχριστιανική ἑνότητα. Αὐτή ἡ λανθασμένη ἀναζήτησις φαίνεται καί ἱστορικῶς ἀπό τίς κινή-σεις τοῦ προτεσταντικοῦ κατ’ ἀρχήν κόσμου, καί κατόπιν τῆς ρωμαιοκαθολι-κῆς ἐκκλησίας (Β’ Βατικανή), μέ τίς ὁποῖες συνεδέθη κατά τόν παρελθόντα αἰ-ῶνα καί τό διαχριστιανικό ἄνοιγμα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Καί ἡ μέν πρό-θεσις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἶναι νά δώσουν μαρτυρία τῆς «ἐν ἡμῖν ἐλ-πίδος», ἀλλά εἶναι ταυτόχρονα πολλαπλῶς μεμαρτυρημένο ὅτι ὁ παποκεντρι-κός καί ὁ προτεσταντικός οἰκουμενισμός δέν στοχεύουν στήν ἑνότητα ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει, ἀλλά σέ μία ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ αἱρετικῶν διδα-σκαλιῶν καί ἠθῶν. Εἰδικώτερα ὁ παποκεντρικός οἰκουμενισμός μέ τά ἀνοίγμα-τα τῆς Β’ Βατικανῆς στοχεύει σέ ἑνότητα ἐν ποικιλομορφίᾳ παραδόσεων, ὑπό τήν προϋπόθεσι τῆς «κοινωνίας μετά τοῦ διαδόχου τοῦ Πέτρου»!
Πρός ἀποφυγήν συγχύσεως, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἑνότητα στήν ὁποία στοχεύει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, προτείνεται νά γραφῇ ὅτι μόνη αὐτή συνεχίζει νά εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησίαi .
2ον. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας νοεῖται ὡς ἑξῆς:
Πρῶτον, ὑπό τήν ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας («Πιστεύω... εἰς Μίαν»). Μία εἶναι ἡ Νύμφη. Οἱ ἄλλες ἐκκλησίες ὄνομα μόνο ἔχουν χριστια-νικό ἀλλά δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ: «εἰς ὄνομα Χριστοῦ κληθεῖσαι, μὴ οὖσαι δὲ αὐτοῦ» (ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, Πανάριον, π’). Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί μοναδική («Μία Ἁγία») θεμελιώνεται κατά τούς Ἁγίους Πατέρας στήν μο-ναδικότητα τῆς θεανδρικῆς Ὑποστάσεως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ. «Αὐτὸς γὰρ, φησὶν, ἐστὶν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας· ὃν ἔχειν αἱρετικοὶ κεφαλὴν ἀπηξίωσαν» (Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 60, 745).
Ἡ ἀποστολική διαβεβαίωσις «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἐφ. δ’ 5), καί ἄλλες συναφεῖς ἐκφράσεις, ἐπαναλαμβάνονται ἀπό τούς Ἁγίους Πα-τέρας, ὁσάκις πρέπει νά τονισθῇ ἡ μοναδικότης τῆς Ἐκκλησίας, τόσον ἔναντι τῶν αἱρέσεων ὅσον καί ἔναντι τῶν σχισμάτων (Ἰω. Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΑ’, ε’, PG 62, 86).
Δεύτερον, ἡ ἑνότης ὑπό τήν ἔννοιαν τῆς ἑνώσεως ἡμῶν τῶν μελῶν Της μεταξύ μας καί μέ τόν Τριαδικό Θεό, θεμελιοῦται κατά τούς Ἁγίους Πατέρας ἐπί τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Εἴμαστε οἰκοδομή Χριστοῦ, «ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ. 2, 20-21). Καί, ὅπως ὁ ἴδιος θεῖος ἀπό-στολος προσμαρτυρεῖ, Αὐτός, «ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶ-μα συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ' ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. 4, 15-16).
Τήν ἑνότητα αὐτή μεταξύ μας καί μέ τόν Τριαδικό Θεό πραγματοποιεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σύνδεσμος ἑνότητος εἶναι ἡ «δόξα», τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Κύριος στούς ἰδικούς Του: «κἀγώ τήν δόξαν, ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ἰω. 17, 22-23)1 .
Ζωή ἑνοποιός τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἁγιοπνευματική ζωή, ἡ ὁποία προχεομένη ἐκ τοῦ Πατρός δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γίνεται ὁ σύν-δεσμος τῆς ἑνότητός μας. Εἶναι, κατά τήν λειτουργική εὐχή, «ἡ χάρις τοῦ Κυ-ρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Σέ αὐτήν τήν ἑνότητα θείας ζωῆς δέν μετέχουν ὅσοι ἐξ ἰδίας προαιρέ-σεως ἐπιμένουν νά εἶναι «κόσμος» καί ὄχι σῶμα Χριστοῦ: «Οὐ περί τοῦ κό-σμου ἐρωτῶ», παρατηρεῖ μέ ἔμφασι ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, «ἀλλά περί ὧν δέδω-κάς μοι». Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἑρμηνεύει μέ σαφήνεια τό σημεῖο αὐτό τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς: «οὐχ ἑτέρων εἶναι δεικνὺς τὸ συνεῖναί τε αὐτῷ καὶ ἀξιοῦσθαι βλέπειν τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἢ τῶν ἑνωθέντων τε ἤδη δι᾽ αὐτοῦ τῷ Πατρὶ» (Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην, 3, 5).
Τρίτον, ἡ ἑνότης ὑπό τήν ἔννοιαν τῆς ἑνώσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν θεμελιώνεται κατά τούς Ἁγίους Πατέρας στήν ταυτότητα τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, στήν κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων ἐπι-σκόπων ἐν τῇ αὐτῇ μιᾷ Εὐχαριστίᾳ, στήν ταυτότητα τοῦ ἤθους καί στήν κοινή ἐμπειρία τῆς Χάριτος σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις, στοιχεῖα τά ὁποῖα καθιστοῦν κάθε τοπική Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἔκφρασιν ἐν τόπῳ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησία τῆς Κορίνθου εἶναι ἐξίσου σῶμα Χριστοῦ μέ τήν ἐκκλησία τῶν Ἱερο-σολύμων καί τῆς Ἐφέσου, καί ἡ σχέσις τους εἶναι κοινωνία Πνεύματος Ἁγίου καί ἀγάπης ἐν Χριστῷ. Δέν ὑφίσταται μεταξύ τους ἑτερότης, καθό ἐκ-κλησίες Χριστοῦ. Ἔχουν οὐσιώδη ἑνότητα. Διότι ἡ ἁγιότης, ἡ ἀποστολικότης καί ἡ καθολικότης ὑπάρχει ἤδη σέ κάθε τοπική ἐκκλησία, ὅπου τελεῖ-ται ἡ Εὐχαριστία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας μέ παρόντα τόν ὄλο Χριστό.
Ἡ παράγρ. 2 τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» διαλαμβάνει ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θε-μελιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ... ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι». Προφανῶς δέν ἀναφέρεται στήν ἔννοια τῆς ἑνότητος ἡμῶν ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτό δέν ἐνδιαφέρει τό ἐν λόγῳ κείμενο, ἀλλά καί διότι αὐ-τονοήτως στήν περίπτωσι αὐτή θά ἐχρησιμοποιεῖτο κατά κάποιον τρόπο μία παύλειος ἔκφρασις, ὅπως π.χ. «σῶμα Χριστοῦ». Ἀναφέρεται στήν ἑνότητα τῶν «χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν», ὅπως προκύπτει ἀπό τό συνολικό ὕφος τοῦ κειμένου.
Ὅπως προελέχθη, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες χαίρουν οὐσιώδους ἑνότη-τος καί δέν χρειάζεται νά θεμελιώνουν μία μεταξύ τους ἑνότητα «ἐν ἑτερό-τητι» (διότι αὐτό σημαίνει κοινωνία). Ἐπ’ ἐσχάτων ἡ ἰδέα νά θεμελιωθῇ ἡ ἑνό-της τῶν «χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» στό Μυστήριον τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου Τριάδος, προκειμένου νά ἔχουν «ἑνότητα ἐν εὐρεῖᾳ διαφορετικότητι» (unity in rich diversity), ὑπῆρξε γέννημα τοῦ πολυδιεσπασμένου Προτεσταντισμοῦ. Ὁ σύγχρονος Προτεσταντισμός στήν ἑτερότητα τῶν θείων Ὑποστάσεων θεμελι-ώνει τήν διαφορετικότητα τῶν πολυαρίθμων ἐκδοχῶν του, στήν δέ ὁμοουσιό-τητα τῶν θείων Ὑποστάσεων θεμελιώνει τήν μοναδικότητα τῆς μιᾶς, κατ’ αὐ-τόν, ἀοράτου Ἐκκλησίας(!), τῆς ὁποίας ὁρατές μορφές(!) εἶναι ἡ πολυάριθμος σειρά τῶν παραφυάδων του3 . Ἡ ἰδέα κατόπιν ἀξιοποιήθηκε ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ὁμιλεῖ γιά ἑνότητα ἐν ποικιλομορφίᾳ παραδόσεων (λέγε οὐνία), ἀλλά ἑνότητα πού ἐξασφαλίζεται μέ τήν ἀποδοχή τοῦ πετρινείου ἀξιώματος τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης (Πρωτεῖο).
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν πρέπει νά ἐπιτρέψῃ σέ κείμενό της παράχρησι τοῦ ὅρου «ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας», πού γίνεται μέ τήν ἔκφρασι «ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι». Γι’ αὐτό θά μποροῦσε νά προταθῇ τρο-
ποποίησις πού νά δηλώνῃ τήν θεμελίωσι τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκ-κλησίας στήν μοναδικότητα τῆς ὑποστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καί ἐπίσης τήν ἑνότητα τῶν μελῶν της στήν ἀδιάπτωτη ἑνότητα τῶν θεαρχικῶν Ὑποστάσεωνii.
Ὑπό τήν προϋπόθεσι τῆς ἀνωτέρω τροποποιήσεως, ἡ παράγρ. 3 ἐπιδέ-χεται ἀναγκαῖες προσθῆκεςiii .
We affirm that the apostolic faith of the Church is one, as the body of Christ is one. Yet there may legitimately be different formulations of the faith of the Church. The life of the Church as new life in Christ is one. Yet it is built up through different charismata and ministries. The hope of the Church is one. Yet it is expressed in different human expectations. We acknowledge that there are different ecclesiological starting points, and a range of views on the relation of the Church to the churches ... Each church is the Church catholic and not simply a part of it. Each church is the Church catholic, but not the whole of it. Each church fulfils its catholicity when it is in communion with the other churches. We affirm that the catholicity of the Church is expressed most visibly in sharing holy communion and in a mutually recognized and reconciled ministry» (Ἀπό τό κείμενο: Called to be the One Church (as adopted), Porto Alegre, 23 February 2006).
3ον. Οἱ διμερεῖς διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μετά τῶν ἑτεροδόξων.
Μέ τίς παραγάφους 4-15 τό σχέδιο κειμένου ἀποτυπώνει τό πῶς ἔχουν διεξαχθῆ οἱ διμερεῖς διαχριστιανικοί διάλογοι. Σέ αὐτούς ὅμως, παρά τόν στόχο τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει ἑνώσεως, ἔχουν συμβεῖ θεολογικά ἀτοπήματα, γιά τά ὁποῖα ἔχουν ἐκφρασθῇ ὡρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τό Ἅγιον Ὄρος καί ἐξαίρετοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι. Μποροῦμε νά θυμίσουμε τά συμπεράσματα τοῦ διαλόγου μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους (Κοινές Δηλώσεις 1989, 1990) καί τήν συμφωνία Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν μέ τό Κείμενο τοῦ Balamand τό 1993, τά ὁποῖα ἔχουν ἐπισύρει ἀξιόλογη καί τεκμηριωμένη κριτική.
Στό πλαίσιο τῶν διμερῶν διαλόγων ἔχουν ἐπίσης ἀναπτυχθῆ συμφωνίες τῶν ἑκατέρωθεν ἀντιπροσωπειῶν (ad referendum πρός τήν Μεγάλη Σύνοδο), οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν ἀκόμη ἀξιολογηθῆ ἀπό τίς κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκ-κλησίες ἀλλά δείχνουν ὅτι δέν θεμελιώνονται στήν Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅπως π.χ. ἡ ἀναγνώρισις ἐκκλησιακοῦ χαρακτῆρα, ἀποστολικῆς πίστεως, αὐθεντικῶν μυστηρίων καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς στήν Ρωμαιοκαθο-λική ἐκκλησία (Μόναχο 1982, Μπάρι 1987, Νέο Βάλαμο 1988). Γράφεται προ-οιμιακῶς στό κείμενο τοῦ Μονάχου ὅτι: «ἐκφράζομεν ἀπό κοινοῦ μίαν πίστιν, ἡ ὁποία εἶναι συνέχισις τῆς πίστεως τῶν Ἀποστόλων». Στό Νέο Βάλαμο ἐπί-σης: «Εἰς ἀμφοτέρας τάς Ἐκκλησίας μας ἡ ἀποστολική διαδοχή εἶναι θεμε-λιώδης διά τόν ἁγιασμόν καί διά τήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ».
Ἐπίσης, τό προσχέδιο τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», τό ὁποῖο εἶχε ἑτοιμάσει ἡ Γ’ Προσυνο-δική Διάσκεψις τό 1986, περιελάμβανε ἀποτιμήσεις τῶν ἐπί μέρους διμερῶν διαλόγων, οἱ ὁποῖες ἀφαιρέθηκαν ἀπό τά τελικά ἐν σχεδίῳ κείμενα. Σήμερα εἴμαστε σέ θέσι νά γνωρίζουμε ὅτι κανείς ἀπό αὐτούς τούς διαλόγους δέν ἔχει εὐοίωνη προοπτική, ὅπως ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν μας σέ αὐτούς. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν μετακινοῦνται ἀπό τό πνεῦμα τῆς Β’ Βατικανῆς, πού θέλει τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἐλλιπῆ ἐκκλησία, ἐπειδή δέν ἀναγνωρίζει τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, καί προωθοῦν ἕνα νέο σχῆμα οὐνίας. Οἱ Ἀγγλικανοί, οἱ Λουθηρανοί καί οἱ Μεταρρυθμισμένοι δέν φαίνεται νά ἀνακάμ-πτουν ἀπό τόν θεολογικό καί ἠθικό ἐκτροχιασμό τους. Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι, μετά τήν ἀποτυχία τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, ἔχουν διατυπώσει τίς μονοφυ-σιτικές χριστολογικές τους ἀπόψεις μέ σαφήνεια πού δέν χωρεῖ ἀμφιβολία.
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν θά ἔπρεπε νά ἐπικυρώσῃ ἁπλῶς τήν στοχοθεσία καί τήν μεθοδολογία τῶν διμερῶν διαλόγων, ὅπως εἶχαν αὐτές ὁρισθῆ πρίν ἀπό δεκαετίες, ἀλλά νά τίς τροπο-ποιήσῃ. Νά μή ἐπιβεβαιωθοῦν τά λάθη τοῦ παρελθόντος, ἀλλά νά δοθοῦν προοπτικές πού ἐκπηγάζουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία καί τήν ἀγιο-πνευματική αἴσθησι συγχρόνων Ἁγίων καί ἁγιασμένων ποιμένων τῆς Ἐκκλη-σίας, ἤτοι:
α’. Νά ἀξιοποιηθοῦν οἱ ἀντιαιρετικές συγγραφές ἁγίων Πατέρων (Ἰωάν-νου Δαμασκηνοῦ, Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγορίου Παλαμᾶ, Νεκταρί-ου Πενταπόλεως, Ἰουστίνου τοῦ νέου Ὁμολογητοῦ), καθώς καί οἱ ἀποφάσεις τῶν μεγάλων Ὀρθοδόξων συνόδων ἐπί Μεγ. Φωτίου (879), ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1341, 1347, 1351) καί ἄλλων σημαντικῶν, ὅπως τοῦ 1282-84 πού ἀκύρωσε τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Λυών καί τοῦ 1484 πού ἀκύρωσε τήν ἐν Φλωρεντίᾳ ψευδοσύνοδο, μέχρι τίς συνοδικές ἀποφάνσεις τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τῶν ἐτῶν 1672, 1848 καί 1895.
β’. Νά ἀναθεωρηθοῦν καινοτομίες περί τήν πίστι, ὅπως ἡ «βαπτισματι-κή θεολογία» (ὅτι καί οἱ ἑτερόδοξοι τελοῦν αὐθεντικό βάπτισμα)· ἡ κακῶς νο-ουμένη «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία» (πού σημαίνει ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι, ἐφ’ ὅ-σον τελοῦν εὐχαριστία, εἶναι Ἐκκλησία)· καί ὁ «θεολογικός περσοναλισμός» (πού εἶναι ἀνεπίτρεπτη προβολή τῶν κτιστῶν περί προσώπου κατηγορημάτων στήν θεολογία τῶν θείων Προσώπων).
γ’. Νά ἀκυρωθοῦν οἱ ἀποφάσεις τοῦ διμεροῦς διαλόγου μέ τούς Ἀντι-χαλκηδονίους, καθώς οἱ παρενέργειες αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων (μερική μυστη-ριακή διακοινωνία) ἔχουν γίνει συνήθεις σέ ὡρισμένες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκ-κλησίες καί προωθοῦνται στήν Ὀρθόδοξο Διασπορά4 .
δ’. Νά ἐπαναδιατυπωθῇ ἡ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, ὅτι οἱ ἑτερόδοξες χρι-στιανικές ἐκκλησίες καί ὁμολογίες στήν Ἀνατολή καί στήν Δύσι ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας γιά λόγους πίστεως, καί νά ἀκυρωθοῦν νεώτερες ἀπόψεις πού θεωροῦν τούς ἑτεροδόξους ἐντός τῆς Ἐκκλησίας σέ κατάστασι ἀκοινωνησίας.
Ἀπό τήν ἀποστολική ἀκόμη ἐποχή οἱ εἰκόνες τῆς οἰκοδομῆς, τῆς ἀμπέ-λου καί τοῦ σώματος χρησιμοποιοῦνται γιά νά περιγράψουν τήν σχέσι τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πρός τίς ἀποκομμένες ἀπό Αὐτήν χριστιανικές κοινότητες: τήν σχέσι τῆς ὑγιαινούσης ρίζης πρός τούς ἀπεξηραμμένους καί ἐκπεσόντας κλάδους της ἤ τήν σχέσι τοῦ ὑγιαίνοντος σώματος πρός τά νεκρά μέλη. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει ὅτι ἀπό τῆς Ἐκκλησίας «ἐξεκλάσθησαν ὥσπερ κλάδοι αἱ ἀφορισθεῖσαι αἱρέσεις, εἰς ὄνομα Χριστοῦ κληθεῖσαι, μὴ οὖσαι δὲ αὐτοῦ, ἀλλ' αἱ μὲν ἀπὸ μήκοθεν αὐτοῦ πολὺ διεστῶσαι, αἱ δὲ διά τι ἐλάχιστον ἀποκληρονόμους καὶ ξένας αὐτοῦ ἑαυτὰς κα-ταστήσασαι καὶ τὰ αὐτῶν τέκνα τῶν οὐκ οὐσῶν ἐνθέσμων, ἔξω δὲ βεβηκυιῶν, μόνον δὲ τὸ ὄνομα ἐπικεκλημένων Χριστοῦ» (Πανάριον, αἵρεσις π’).
Ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς διαλέγεται μέ ὅσους ἐπιθυμοῦν τόν διάλογο. Θέτει ὅμως ὅρους καί κανόνες. Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι σαφής σέ αὐτή τήν διαδικασία. Πρῶτον, τονίζει τήν σημασία τῆς σπουδῆς γιά τήν ἑνότητα τῶν ἐκ-κλησιῶν καί τήν ὑπέρβασι τῶν σχισμάτων5 καί προσδιορίζει τό πνεῦμα διεξα-γωγῆς του6. Δεύτερον, ὁρίζει συγκεκριμένο δογματικό πλαίσιο, ἐντός τοῦ ὁ-ποίου ὀφείλει νά γίνῃ ἡ ἕνωσις7, ὅπως ἐπίσης καί κανόνες διαλόγου, ὥστε οἱ συζητήσεις νά μή εἶναι ἀτέρμονες καί ἀναποτελεσματικές, οὔτε βλαπτικές τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας8. Καί τρίτον, θέτει προθεσμία λήξεως στόν διάλογο, ὅταν οἱ αἱρετικοί ἐπιμένουν στίς ἀπόψεις τους9, χωρίς αὐτό νά σημαίνῃ ὅτι παύει νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ὅταν πλέον παγιώθηκαν οἱ αἱρέσεις, οἱ διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς ἑτεροδόξους, ἀναλόγως τῶν προϋποθέσεων καί τῶν στόχων, εἶχαν διαφορετι-κά ἀποτελέσματα. Ἐπί αὐτοκράτορος Ἡρακλείου π.χ. οἱ πατριάρχαι Κων/πόλε-ως ἔκαναν διαλόγους μέ πολιτική σκοπιμότητα, ἀλλά κατέληξαν στόν μονο-θελητισμό. Ὁ Μέγας Φώτιος ὅμως πραγματοποίησε μέ ὑγιῆ τρόπο θεολογικούς διαλόγους μέ τούς Ἀρμενίους καί ἐκέρδισε στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τίς δυτικές ἀρμενικές ἐπαρχίες, ὁ δέ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔδωσε ἀκραιφνῆ Ὀρθόδοξο μαρτυρία μέ τόν διάλογό του πρός τούς Χιόνας (Τούρκους). Καί οἱ ἀοίδιμοι Πατριάρχαι ἐπί τουρκοκρατίας ἔκαναν ἀξιοπρεπεῖς διαλόγους μέ τούς Διαμαρτυρομένους θεολόγους, ἀλλά εὐθαρσῶς τούς διέκοψαν ὡς ἀτελεσφό-ρους10 .
Βάσει τῆς διαχρονικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας περί διαλόγων καί ἐν γνώσει τῶν δεδομένων τῶν σημερινῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων ἡ παράγρ. 4 μπορεῖ νά δεχθῇ τροποποιήσεις πού θά δώσουν στό κείμενο Ὀρθόδοξη περί διαλόγων προοπτικήiv. Συναφῶς πρός τήν ἀναδιαρθρωμένη πα-ράγρ. 4, οἱ παράγρ. 5, 6 καί 7 θά μποροῦσαν νά δεχθοῦν ἀναγκαῖες ἀλλαγέςv .
Στήν παράγρ. 8 θά μποροῦσε νά γίνῃ ἐπίσης ἀπαραίτητη τροποποίησις, ὥστε ὡς προοπτική τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων νά μή τίθεται ἡ ἀναζήτησις τῆς «ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων», ὡσάν ἡ Ὀρθό-δοξος Ἐκκλησία μέχρι σήμερα νά μή εἶναι ἡ πιστή συνέχειά της, ἀλλά στόχος τους νά εἶναι ἡ ἐπιστροφή πάντων σέ αὐτή τήν ἴδια τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, καθώς αὐτή εἶναι ἡ ἀμετάβλητη ἀνά τούς αἰῶνες Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρωνvi.
Στίς παραγρ., τέλος, 9-15 περιλαμβάνονται διαδικαστικά (μεθοδολογι-κά) θέματα, τά ὁποῖα δέν ἁρμόζει νά ἀποτελέσουν ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Εἶναι προφανές ὅτι οἱ παράγραφοι αὐτές παρέμειναν στό κείμενο γιά νά ἀποκτήσουν καί τυπική ἰσχύ, ἀλλά ἡ σοβαρότης τοῦ ἔργου τῆς Συνόδου ἀπαιτεῖ τήν ἀπόσυρσί τους. Προτείνεται αὐτά τά θέματα νά ρυθμι-σθοῦν ἀπό μικροτέρας ἰσχύος πανορθόδοξο συνοδικό ὄργανο, ἀφ’ ὅτου ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀποφασίσῃ περί τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἐγκυρότητος τῆς μεθοδολογίας καί τῆς στοχοθεσίας τῶν μέχρι σήμερα πραγματοποιηθέντων διαλόγωνvii .
4ον. Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε.
Στἰς παραγρ. 16-19 ἀποτυπώνεται ὁ τρόπος συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδό-ξου Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε. Ὡς γνωστόν ἡ δημιουργία τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἡ ἑφεξῆς λειτουργία του ἀκολούθησαν τά πρότυπα κοσμικῶν συνασπισμῶν (Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, Ο.Η.Ε.). Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ αὐτό, μετά τίς κοσμογονικές ἀλλαγές πού ἀκολούθησαν τούς παγκοσμίους πολέμους, κρί-θηκε ἀπαραίτητη. Ὅμως, ὅπως ἔχει ἐπισημανθῆ, ἡ ‘‘ἑνότης’’ πού ἐπιδιώκεται στό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι ἡ ἑνότης πίστεως, μυστηρίων καί ἤθους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀλληλοαναγνώρισις τῶν δογματικῶν διαφοροποιήσεων, τῶν τρόπων διακονίας καί τῶν ‘‘μυστηρίων’’ ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν του σέ μία μορφή «ἑνότητος ἐν εὐρεῖᾳ διαφορετικότητι» (unity in rich diversity).
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή στίς συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε. ἔχει ἀλληλοανα-γνωρισθῆ τό Βάπτισμα τῶν κυριωτέρων προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν, ἀκόμη καί τό ‘‘βάπτισμα’’ τῶν Πεντηκοστιανῶν στό Ἅγιο Πνεῦμα (9η Γενική Συνέλευσις Π.Σ.Ε, Κείμενο: «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», 8-9.
Βλ. Ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή Ἁγίου Ὄρους, Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, Ἅγιον Ὄρος Φεβρουάριος 2007, σελ. 24 κ.ἑξ.). Καί Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὡς γνωστόν, ἔχουν ἀναγνωρίσει τό Βάπτισμα τῶν Ἀντιχαλκηδονίων καί τῶν προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν τῆς Γερμανίας (ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 11).
Ἡ προτεσταντική θεωρία περί ἀοράτου ἐκκλησίας καί ‘‘ἑνότητος’’ τῶν ὁρατῶν προτεσταντικῶν ‘‘ἐκκλησιῶν’’, μέ τήν μορφή ἀλληλοαναγνωρίσεως, συνυπάρξεως καί συνεργασίας γιά κοινή μαρτυρία στόν κόσμο, δεσπόζει στήν προοπτική τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ μαρτυρία τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων συναντᾶ ἀνυ-πέρβλητες δυσκολίες ἀπό τίς ἀνεξέλεγκτες πλέον ἠθικές κατευθύνσεις τῶν Προτεσταντῶν (χειροτονίες γυναικῶν, ὁμοφυλοφιλία κ.λπ.).
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πρέπει νά ἀναθεωρή-σῃ τό θέμα τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε., διότι ἡ φθορά τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος μεγεθύνεταιviii. Ἐάν ὅμως κριθῇ ὅτι ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη γιά λόγους ὑψίστου, καλῶς νοουμένου καί θεοφιλοῦς συμφέροντος ὡρισμένων Ὀρθοδό-ξων Ἐκκλησιῶν (βλ. Πηδάλιον, ἔκδ. Ρηγοπούλου 1982, σελ. 56, τί ἐστι τό συμφέρον) καί ὄχι κοσμικῆς σκοπιμότητος ἤ ἀνούσιου συμφυρμοῦ, κάποιες τροποποιήσεις στό ἐν σχεδίῳ κείμενο θά ἦταν ἀπαραίτητες, ὥστε ἡ συμ-μετοχή νά εἶναι σύμφωνη πρός τήν Ἐκκλησιολογία της. Ἤτοι:
Νά περιληφθῇ φράσις πού νά θέτῃ ζήτημα διακοπῆς τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τό Π.Σ.Ε., ἐφ’ ὅσον ἡ στοχοθεσία του παραμένει προτεσταντικῆς προοπτικῆς.
Νά περιληφθῇ παράγραφος πού νά θέτῃ ὅρια στόν τρόπο συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων, χωρίς συμπροσευχές καί λατρευτικές ἐκδηλώ-σεις ἀλλά μέ ἐπαφές ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτῆρος.
Νά περιληφθῇ πρότασις, ὥστε οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά διατυπώνουν τίς θέσεις τους μέ τήν μορφή χωριστῶν δηλώσεων, ὅπως γινόταν μέχρι τό 1961 ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἀντιπροσωπεῖες.
Στήν παράγρ. 16, εἰδικότερα γίνεται ἀναφορά στίς σχέσεις τῶν Ὀρθο-δόξων Ἐκκλησιῶν μέ διαχριστιανικούς ὀργανισμούς καί περιφεριακά ὄργανα τοῦ Π.Σ.Ε., καί μάλιστα μέ τήν παρατήρησι ὅτι «ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. πλη-ροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανι-κοῦ κόσμου». Τό ἔργο τῶν ὀργανισμῶν αὐτῶν δέν εἶναι, ἀπό Ὀρθοδόξου ἐπό-ψεως κρινόμενο, σύμφωνο μέ τίς προσδοκίες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι ἐν προκειμένῳ γνωστές κάποιες ἐνέργειες τῶν διαχριστιανικῶν ὀργανι-σμῶν, οἱ ὁποῖες προκαλοῦν τό Ὀρθόδοξο αἴσθημα. Μία τέτοια ἐνέργεια εἶναι, ἐπί παραδείγματι, σχετική μέ τήν ψήφισι τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Χάρτας ἀπό τό C.E.C καί τό C.C.E.E., ὅπως προκύπτει ἀπό ἔγγραφα τῶν Ἐπιτροπῶν ἐπί Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν σχέσεων. Θά ἦταν πραγματική ἀστοχία, ἄν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐπιβεβαίωνε μεθόδους καί στό-χους διαχριστιανικῆς συνεργασίας, ὅπως αὐτές.
Ἡ παράγρ. 20 ὀφείλει νά τροποποιηθῇ. Οἱ ἱεροί Κανόνες 7 τῆς Β’ καί 95 τῆς Πενθέκτης προσδιορίζουν τόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἐξ αἱρέσεων προσ-ερχομένων στήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί ὄχι τήν προ-οπτική τοῦ διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μαζί τους, ἐνόσῳ αὐτοί παραμένουν στίς ἑτεροδιδασκαλίες τουςix .
Δέν πρέπει ἐπίσης νά λησμονῆται ὅτι ἡ ἀρχική στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν διαχριστιανικῶν ὀργάνων, π.χ. στήν Ἐπιτροπή «Πίστις καί Τάξις», περιελάμβανε ὅρον, ὅτι οἱ ἐκπρόσωποί της δέν θά συμμετέχουν σέ δογματικές συζητήσεις καί λατρευτικές ἐκδηλώσεις στό πλαίσιο συνεργασίας τους (βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα...., τόμ. ΙΙ, σελ. 962-963). Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ στάσις τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας στήν Λούνδη (πρώτη σύσκεψις τοῦ «Πίστις καί Τάξις» ἐντός τῶν πλαισίων τοῦ Π.Σ.Ε., 1952), ὅπου ἐδήλωσαν: «... ἡ Ἱεραρχία τῆς ὅλης Ἑλληνικῆς Ὀρθοδό-ξου Ἐκκλησίας ἐπιφυλάσσει δι’ ἑαυτήν καί μόνην τό δικαίωμα νά ὁρίζῃ τί εἶναι σφαλερόν εἰς θρησκευτικά ζητήματα καί τί εἶναι σύμφωνον ἤ ἀσύμφωνον πρός τήν πίστιν αὐτῆς...».
Δεδομένης σήμερα τῆς παραγωγῆς θεολογικῶν κειμένων ἀπό τίς ἐπι-τροπές τοῦ Π.Σ.Ε., εἴμαστε σέ θέσι ἀπό τήν μελέτη τους νά ἀντιληφθοῦμε τήν θεολογική προοπτική τῆς συνεργασίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τό Π.Σ.Ε. Ἀπό τήν μελέτη τους διαπιστώνουμε ὅτι χρειάζεται περισσότερη προσοχή καί ἐπιφυλακτικότης γιά τά ἐκπονούμενα κείμενα. Τέτοιο κείμενο εἶναι π.χ. τό κείμενο τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστις καί Τάξις «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», στό ὁποῖο μέ σαφήνεια καί ἐν γνώσει τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσ-ώπων δεσπόζει στό Π.Σ.Ε. ἡ προτεσταντική ἐκκλησιολογία (βλ. Ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή Ἁγίου Ὄρους, Ὑπόμνημα περί τῆς συμ-μετοχῆς...., σελ. 13 κ.ἑξ.).
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ παράγρ. 21 θά μποροῦσε ἐπίσης νά τροποποιηθῇ, ὥστε νά δηλωθῇ ἡ ἐπιφυλακτικότης γιά τά θεολογικά κείμενα πού παράγονται στίς ἐπιτροπές τοῦ Π.Σ.Ε.x.
Ἡ παράγρ. 22, παρά τήν σπουδαιότητά της γιά τήν εὐστάθεια τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θά μποροῦσε νά μή περιληφθῇ στό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανι-κόν κόσμον», καθότι ἀποτελεῖ θέμα ἄλλης προοπτικῆς.
5ον. Ὡρισμένες συνέπειες τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου.
Ἡ παράγρ. 23, ἐάν τήν ἐννοοῦμε σωστά, σημαίνει δύο πράγματα. Πρῶτον, σημαίνει ἐκδηλώσεις φιλοφρονήσεων πρός τούς ἑτεροδόξους.
Ὅμως στό πλαίσιο αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων παρέχεται ἡ ψευδής ἐντύπωσις ὑγιοῦς πορείας πρός ἑνότητα ἤ καί ὑπαρχούσης ἑνότητος, καί ἐκφέρεται λόγος ἀπό ἐπίσημα βήματα καί πρόσωπα περί αὐτῆς. Εἶναι γνωστό ὅμως ὅτι μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ δέν ἀναπαύεται σέ ὅλα αὐτά τά ἀνοίγματα, καί ὅτι ἡ ἑνότης πού καλλιεργεῖται δέν εἶναι ἀληθής.
Δεύτερον, σημαίνει ὅτι πανορθοδόξως ἀποφασίζεται νά μή γίνων-ται δεκτοί οἱ ἑτερόδοξοι πού προσέρχονται στήν Ἐκκλησία: «ἀποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολο-γιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ». Αὐτό ὅμως δέν εἶναι σύμφωνο μέ τήν πίστι καί τήν πρακτική τῆς Ἐκκλησίας. Μέ διαλόγους ἀμφιβόλου ἐκβάσεως ἀναιρεῖται ἡ ἱεραποστολική φύσις τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποστερεῖται ἀπό τά διεσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ ἡ δυνατότης ἐπιστροφῆς τους στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό ἡ πα-ράγρ. 23 σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω πρέπει νά τροποποιηθῇxi .
Είς δέ τήν ἀκροτελεύτιο παράγραφο πρέπει νά ἀποφευχθῇ ἡ φράσις «ὅπως οἱ χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ». Ἔτσι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν θά δεσμευθῇ μέ πανορθόδοξο συνοδική ἀπόφασι γιά κάθε εἴδους διαχρι-στιανική συνεργασία, ἀλλά θά μείνῃ στήν ἐλπίδα τῆς καρποφορίας τῆς δικῆς της ἁγιοπνευματικῆς μαρτυρίαςxii.
Γ’.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ε’ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΣ
«ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ»
1ον. Ὑποδείγματα θεοσυνεργήτων τροποποιήσεων.
Οἱ παράγρ. ΙΙ3 καί ΙΙ4 εἶναι ὑποδείγματα Ὀρθοδόξως ἐκφερομένου συνοδικοῦ λόγου, συμφώνου πρός τήν ἐκκλησιαστική παράδοσι καί θεολογία περί ἱερωσύνης, γάμου καί μοναχισμοῦ. Ἐκτός τούτου εἶναι καί παραδείγματα γιά τό ὅτι μέχρι τελευταίας στιγμῆς μπορεῖ νά γίνουν θεοσυνέργητες τροπο-ποιήσεις, ἐάν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι στά προσχέδια τοῦ κειμένου αὐτοῦ (Β’ Πανορθόδοξος Προσυνοδική Διάσκεψις, 1982) ὑπῆρχαν προτάσεις γιά διαφο-ρετικές ἀποφάσεις (γάμο τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν καί ἱερολόγησι τοῦ γάμου τῶν ἐκπεσόντων τοῦ μοναχικοῦ σχήματος Μοναχῶν), πού εὐτυχῶς ἀποφεύ-χθηκαν. Τό ἴδιο ἀναλογικά ἰσχύει καί μέ τήν τροποποίησι πού δέχθηκε τό προ-σχέδιο κειμένου περί νηστείας ἤδη ἀπό τό 1986 (Γ’ Πανορθόδοξος Προσυνο-δική Διάσκεψις), ὥστε νά λάβῃ τήν γενικῶς σήμερα παραδεκτή μορφή του.
2ον. Ἡ περί γάμου προθεωρία καί ἀναγκαῖες προσθῆκες.
Τό σχέδιο κειμένου «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐ-τοῦ» ἔχει μία Ὀρθοδόξως τεκμηριωμένη προθεωρία. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως ἡ προθεωρία αὐτή νά θεμελιωθῇ, ἐπιπροσθέτως, καί ἐπί τῶν περί γάμου ἱ. Κανόνων διά παραπομπῆς σέ αὐτούς πού ἔχουν κυρωθῇ διά τοῦ β’ Κανόνος τῆς Πενθέκτης, διότι δι’ αὐτῶν προστατεύεται ὁ γάμος ἀπό τήν ἐκκο-σμίκευσί του. Γι’ αὐτό προτείνεται ἡ προσθήκη κάποιας παραπομπῆς σέ αὐ-τούς τούς ἱ. Κανόναςxiii .
Ἐπίσης, γιά λόγους πιστότητος στήν Κανονική παράδοσι χρειάζεται μία προσθήκη (φαίνεται μέ ἔντονη γραφή) στήν κατωτέρω διατύπωσι τῆς ἰδίας αὐτῆς παραγράφου Ι4: «Ἀπαραίτητος προϋπόθεσις διά τόν γάμον εἶναι ἡ Ὀρ-θόδοξος πίστις εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν, μία πίστις, τήν ὁποίαν ὀφείλουν νά ἀποδέχωνται ὁ νυμφίος καί ἡ νύμφη, ὁ ἀνήρ καί ἡ γυνή»11 .
3ον. Ὁ γάμος ὡς ὁδός θεώσεως (ἡ ἀσκητική τοῦ γάμου).
Ἡ θεμελίωσις τῶν κωλυμάτων γάμου στούς ἱ. Κανόνας 53 καί 54 τῆς Πενθέκτης συμπληρώνεται εὔστοχα ἀπό τήν φράσι: «καί τῆς συνῳδά τούτοις ἐκκλησιαστικῆς πράξεως», ὄχι ὅμως ἐπαρκῶς. Ἡ παραπομπή στούς Καταστα-τικούς Χάρτες τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί στίς συνοδικές ἀποφάσεις τους δέν καλύπτει τό θέμα, ἐάν δέν γίνῃ παραπομπή καί στούς προαναφερ-θέντες ἱ. Κανόνες καί τίς μετέπειτα συνοδικές ἀποφάσεις τῶν ἀοιδίμων πατρι-αρχῶν καί τίς ἑρμηνεῖες τῶν ἐγκρίτων κανονολόγων.
Ὁ λόγος γιά μία ὁλοκληρωμένη, καί ὄχι ἀποσπασματική, ἀναφορά στήν κανονική περί γάμου παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας βρίσκεται στήν ἀνάγκη νά βοηθηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί στόν ἀγῶνα τους γιά τήν πνευματική ὡρίμανσι καί θέωσι. Διότι καί ὁ Ὀρθόδοξος γάμος εἶναι μυστήριον φανερώσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκησις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν περιλαμβάνει καί τήν σωφροσύνη, ἡ ὁποία κατά τήν ἐκλογή συζύγου ἔχει τήν ἰδιαίτερη σημασία της. Ἡ διαδικασία τῆς ἐκλογῆς συζύγου, ὅπως καί ἡ ὁλοκλή-ρωσίς της μέ τόν Ὀρθοδόξως ἱερολογηθέντα γάμο, δέν εἶναι ἰδιωτική μόνο ὑπόθεσις, ὅπως θά ἐθεωρεῖτο στήν ἐκκοσμικευμένη ἐποχή μας, ἀλλά ὑπόθεσις ἐκκλησιαστική. Μέλη τοῦ Χριστοῦ οἱ νέοι ἀναζητοῦν ἄλλα μέλη τοῦ Χριστοῦ γιά νά συνδεθοῦν «εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν», νά κάνουν τήν ζωή τους Βασιλεία Θεοῦ. Αὐτό λέγει καί ἡ παράγρ. Ι4 τοῦ σχεδίου κειμένου.
Ἑπομένως, ὡς ἀντανάκλασις αὐτοῦ τοῦ φρονήματος, προτείνεται ἡ παράγρ. ΙΙ1 νά τροποποιηθῇ, ὥστε νά διαφυλαχθῇ ἀναλλοίωτη ἡ συνοδική παρακαταθήκη τῆς ἀσκητικῆς τοῦ γάμουxiv.
Ἔτσι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά βοηθήσῃ τά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας νά μή μειώσουν τό ἀσκητικό φρόνημά τους καί νά μή διακινδυνεύσουν τήν πορεία τους πρός τήν τελειότητα, ἐπιλέγοντας ἐμπαθῶς γιά γάμο πρόσωπα μέ ὅλο καί μικρότερους βαθμούς συγγενείας. Ἄλλωστε τέτοιες περιπτώσεις θά οἰκονομηθοῦν χωρίς εἰδική ἀπόφασι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γιά περιορισμό τῶν κριτηρίων στούς Κανόνες 53 καί 54 τῆς Πενθέκτης, οἱ ὁποῖοι οὕτως ἤ ἄλλως ἐπί αἰῶνες δέν εἶχαν τηρηθῆ ἀκριβῶς ἀλλά ἐπί τό αὐστηρό-τερον (δέν συνῆπτον π.χ. γάμο δεύτερα ἐξαδέλφια, βλ. Πηδάλιον).
4ον. Διευκρινίσεις στόν ὅρο «διγαμία».
Στήν παράγρ. ΙΙ2 ἡ ἔννοια «διγαμία» δέν χρησιμοποιεῖται μέ τόν κανο-νικῶς ἀκριβῆ ὁρισμό της. Στήν φράσι «συμφώνως πρός τήν κατηγορηματικῶς καταδικάζουσαν τήν διγαμίαν καί τόν τέταρτον γάμον Ὀρθοδόξον κανονικήν παράδοσιν» ἡ διγαμία χρησιμοποιεῖται μέ τήν ἔννοια ὅτι κάποιος ἔχει καί δεύ-τερη σύζυγο προτοῦ πάρῃ διαζύγιο ἀπό τήν πρώτη. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ λέξις διγαμία συναντᾶται στά σύγχρονα λεξικά (βλ. λῆμμα στό Μέγα Ἑλληνικό Λεξικό Φυτράκη), καί ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ διγαμία στό σχέδιο κειμένου κατηγορηματικῶς καταδικάζεται ὅπως καί ὁ τέταρτος γάμος. Ἀλλά ὑπό τήν ἔννοια αὐτή καταδικαστέος εἶναι καί ὁ δεύτερος καί ὁ τρίτος καί ὁ τέταρτος καί ὁ πολλοστός, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχει λυθῆ κανονικῶς ὁ πρῶτος γάμος. Ἡ πο-λυγαμία δέν ἔχει θέσιν στήν Ἐκκλησία.
Στήν κανονική παράδοσι ἡ ἔννοια τῆς διγαμίας εἶναι διαφορετική. Ση-μαίνει ὅτι κάποιος, εἴτε λόγῳ θανάτου τῆς συζύγου εἴτε λόγῳ μοιχείας, ἔχει ἤδη διαζύγιο καί νυμφεύεται δεύτερη γυναῖκα. Αὐτός ὁ γάμος «παραχωρεῖ-ται», δηλαδή συγχωρεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Καί ὁ τρίτος γάμος, ἐννοεῖται λόγῳ θανάτου ἤ μοιχείας καί τῆς δευτέρας συζύγου, γίνεται ἀνεκτός ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἀλλά ὁ ἑπόμενος, ὁ τέταρτος, ἔστω καί ἄν συντρέχουν οἱ προηγού-μενες προϋποθέσεις τοῦ θανάτου ἤ τῆς μοιχείας, δέν ἐπιτρέπεται.
Ἡ διγαμία λοιπόν, ὑπό τήν ἀνωτέρω κανονική της ἔννοια, συγχωρεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία, δηλαδή γίνεται δεκτή μετά ἀπό ἐπιτίμιο. Οἱ ἱεροί Κανόνες, τοῦ Μεγ. Βασιλείου ὁ δ’ καί τῆς ἐν Νεκαισαρείᾳ ὁ ζ’ ὁρίζουν πῶς γίνεται δεκτός ὁ δίγαμος καί ὁ τρίγαμος. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σημειώνει ἀκριβέ-στερα: «Ἡ μὲν οὖν διγαμία παρακεχώρηται δῆλον ὅτι ὑπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀποστό-λου καὶ δι' αὐτοῦ παρὰ Χριστοῦ, οὐ μὴν νόμος, ὥσπερ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ἀλλὰ συγχώρησις».
Ἑπομένως προτείνεται νά τροποποιηθῇ ἡ φράσις διά τοῦ: «καταδι-κάζουσαν τόν τοιοῦτον καί τόν τέταρτον γάμον... κτλ»xv .
Ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο ἀναφερθήκαμε στήν μή κανονική χρῆσι τῆς ἔν-νοιας τῆς διγαμίας στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐάν κατανοήσουμε θεολογικῶς τήν ἀπό κανονικῆς ἀπόψεως θέσι τῆς διγαμίας στήν Ἐκκλησία, εἴμαστε σέ θέσι νά ἀντιληφθοῦμε ἀναλογικά καί τό σοβαρό θεολογικό πρόβλη-μα πού βρίσκεται πίσω ἀπό τήν ἱερολόγησι τῶν μικτῶν γάμων.
5ον. Οἱ μικτοί γάμοι καί τά θεολογικά τους προβλήματα.
Ἡ παράγρ. 5i, περί τῶν μικτῶν γάμων «Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων», ἔχει δύο θεολογικά προβλήματα:
α’. Ὁ μικτός γάμος δέν ἔχει θεολογική βάσι.
Ὁ μικτός γάμος μέ ἑτεροδόξους, γράφεται στό σχέδιο κειμένου, «κωλύ-εται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν, μή δυνάμενος νά εὐλογηθῇ (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου)». Διότι, ὅπως σωστά λέγεται στήν προθεω-ρία περί γάμου τοῦ σχεδίου κειμένου: «Ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωσις ἀνδρός καί γυναι-κός συνιστᾷ μίαν μικράν ἐκκλησίαν ἤ μίαν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας». Κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἡ ἕνωσις τῶν χριστιανῶν συζύγων εἶναι μυστήριον εἰς Χρι-στόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὥστε «θεμέλιον τῆς ἑνότητος τοῦ γάμου νά εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότης» καί ἡ ἕνωσίς τους «διά τῆς ὑπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος εὐλογίας τῆς συζυγικῆς ἀγάπης» νά εἶναι εἰσαγωγή «εἰς τήν τάξιν τῆς Βασιλεί-ας τῆς παναγίας Τριάδος» (παράγρ. Ι4). Ὁ ἐν Χριστῷ γάμος, ὡς φανέρωσις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὁλοκληρώνεται καθώς οἱ νεόνυμφοι στήν Θεία Λειτουργία μεταλαμβάνουν τῶν θείων Μυστηρίων (κατά τήν ἀρχαία τάξι).
Δεδομένου λοιπόν ὅτι ὁ μικτός γάμος δέν μπορεῖ νά εὐλογηθῇ γιά τούς ἀνωτέρω θεολογικούς λόγους, δέν ἁρμόζει τούς συζύγους «εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν», οὔτε τούς ἐντάσσει ὡς ζεῦγος «εἰς τήν τάξιν τῆς Βασιλείας τῆς παναγίας Τριάδος», διότι «εἰς τήν τάξιν τῆς Βασιλείας» δέν μπορεῖ νά ἐν-ταχθῇ, τήν στιγμή τουλάχιστον τῆς τελέσεως τοῦ μικτοῦ γάμου, τό ἑτερόδο-ξον μέλος. Εἰς τί συνίσταται ἑπομένως ἡ «συγκατάβασις καί φιλανθρωπία», κατά τό ἐν σχεδίῳ κείμενο; Στήν οἰκονομία τοῦ Ὀρθοδόξου μέλους. Γιά τόν λόγο αὐτό προτείνεται νά τροποποιηθῇ τό ἐν σχεδίῳ κείμενο. Νά τελειώσῃ δηλαδή μέ τελεία στιγμή ἡ διατύπωσις περί τοῦ ὅτι ὁ μικτός γάμος κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν. Αὐτό εἶναι κανονικῶς ὀρθό. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πρέπει νά ἐπαναλάβῃ καί ἐπιβεβαιώσῃ τήν κανονική παράδο-σι. Στήν συνέχεια τό κείμενο νά διαλαμβάνῃ ὅτι ὁ μικτός γάμος ἀντιμετω-πίζεται κατ’ οἰκονομίαν ὅπως ὁρίζουν οἱ ἱ. Κανόνεςxvi.
Ἡ οἰκονομία τοῦ Ὀρθοδόξου μέλους εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα, ὅπως βεβαίως καί ἡ διευκόλυνσις τοῦ ἑτεροδόξου μέλους νά ἐπανέλθῃ στήν Ἐκκλησία. Περί τοῦ τελευταίου διαλαμβάνει ὁ λα’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ. Ἄν ὅμως δέν θέλῃ τό ἑτερόδοξο μέλος νά ἀποδεχθῇ τήν Ὀρθοδοξία, τότε ἀπομένει ἡ οἰκονομία τοῦ Ὀρθοδόξου μέλους κατά τούς ἱ. Κανόνες.
Συνθῆκες γιά μικτούς γάμους ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν, ἀλλά τό θέμα ἀντιμε-τωπιζόταν κατά τούς ἱ. Κανόνες. Ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, σέ κλίμα ἐκ-κλησιολογικῆς καθιζήσεως, ἄρχισε νά θεωρῆται ὡς οἰκονομία ἡ ἴδια ἡ ἱερολογία τῶν μικτῶν γάμων12. Δέν πρέπει ὅμως νά λησμονῆται ὅτι ἡ πρακτική αὐτή δέν ἔτυχε μέχρι σήμερα πανορθοδόξου συνοδικῆς διευθετήσεως. Θά εἶναι εὐ-τυχές νά λάβῃ τώρα μία σύμφωνη πρός τούς ἱ. Κανόνας διευθέτησι. Ἡ Ἐκ-
κλησία ἐπί αἰῶνες δέν ἐπεκύρωσε συνοδικῶς κάτι διαφορετικό ἀπό τήν ἐντολή τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Δογματικῶς ὀρθό εἶναι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά μή θεσμοθετήσῃ κάτι πλέον τοῦ οβ’ Κανόνος τῆς Πενθέκτης. Ἡ ὑπάρχουσα πρακτική τῶν μικτῶν γάμων πρέπει νά μείνῃ πρός καιρόν οἰκονομία τῶν ἐπισκόπων, χωρίς ἡ Σύνοδος νά διατυπώσῃ δε-σμευτική ρήτρα τοῦ τύπου «κατ’ οἰκονομίαν εὐλογοῦνται μικτοί γάμοι». Ὅσο ὡριμάζουμε ἐκκλησιολογικά, μπορεῖ ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας (ποιμαντική τῆς θεώσεως καί ὄχι ἄλλων κατευθύνσεων) νά θεραπεύσῃ σύν τῷ χρόνῳ τίς πληγές πού δημιούργησαν ἀθεολόγητες περί τόν γάμο πρακτικές στόν νεωτε-ρικό κόσμο τοῦ 19ου καί 20οῦ αἰῶνος. Ἄς μή δεσμευθῇ ἡ Ἐκκλησία μέ μία πανορθόδοξη συνοδική ἀπόφασι. Οἱ μικτοί γάμοι εἶναι ἀναπόφευκτοι, ὅσο ὁ λαός ὑστερῇ σέ ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία καί πνευματική ὡριμότητα.
β’. Ὁ μικτός γάμος συνιστᾶ ἀποδοχή τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας». Εἶναι ἐντελῶς ἀόριστη ἡ διατύπωσις τοῦ ἐν σχεδίῳ κειμένου «ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων». Μέ ποιούς ἑτεροδόξους θά ἐπιτρέπεται (ἐνν. κατά τό σχέδιο κειμένου) καί μέ ποιούς δέν θά ἐπιτρέπεται γάμος; Ποιός κανό-νας θά ἰσχύῃ; Μόνο μέ τούς Ρ/καθολικούς, Ἀντιχαλκηδονίους καί Προτεστάν-τες θά ἐπιτρέπεται, ἐνῶ μέ τούς Πεντηκοστιανούς καί τούς Ἀντβεντιστές καί τούς Ἀντιτριαδικούς δέν θά ἐπιτρέπεται; Καί γιατί αὐτή ἡ διαφοροποίησις, ἐφ’ ὅσον ὅλοι ἔχουν δόγματα καί ἤθη ἀντιευαγγελικά;
Ὅμως, ἔστω καί ἄν δέν λέγεται στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, ἡ πρᾶξις σήμερα εἶναι νά δεχόμαστε τόν μικτό γάμο μέ «βαπτισμένους στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος», ὅπως φαίνεται ἀπό ποιμαντικές ὁδηγίες Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σέ χῶρες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ παραδοχή ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ πρακτική τῶν μικτῶν γάμων, πού θεσμοθετεῖται μέ τό σχέδιο κειμέ-νου, ἐπιβεβαιώνει τήν λεγομένη «βαπτισματική θεολογία», ἄγνωστη στήν πατερική Παράδοσι καί χαλκευμένη τά τελευταῖα πενήντα χρόνια μέ τούς θεολογικούς διαλόγους.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ε’ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΣ
«Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ Τῼ ΣΥΓΧΡΟΝῼ ΚΟΣΜῼ»
1ον. Γενικές ἐπισημάνσεις.
Τό σχέδιο κειμένου διαπνέεται ἀπό μία ἀντίφασι, ὅσον ἀφορᾶ τόν χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Σέ κάποιες παραγράφους ἡ Ἐκκλησία περιγράφεται ὀρθά σύμφωνα μέ τήν φύσι της (καινή κτίσις κ.λπ.) καί σέ ἄλλες μέ μία καθι-δρυματική ἀντίληψι, σάν κοσμικός ὀργανισμός πού συμμετέχει στίς δομές τοῦ συγχρόνου κόσμου.
Ἡ καθιδρυματική ἀντίληψις περί Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε μετά ἀπό ρωμαιοκαθολική καί προτεσταντική ἐπίδρασι, στήν πρᾶξι δέν εἶναι εὔκολο νά παρακαμφθῇ. Ὁ σύγχρονος κόσμος λειτουργεῖ μέ τρόπο πού προϋ-ποθέτει αὐτή τήν ἀντίληψι. Ὅμως ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος μπορεῖ νά τήν ἀποφύγῃ καί νά δώσῃ ἔτσι τό μήνυμα ὅτι πρόκειται περί ἐκτροπῆς ἀπό τήν ἁγιοπατερική ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν ἐκφράσεις, οἱ ὁποῖες θά μαρτυροῦν γιά τήν ἤδη ὑπάρχουσα καί βιουμένη στήν Ἐκκλησία εἰρήνη, καταλλαγή καί ἀγάπη. Πράγματι αὐτή ἀποτελῇ «τό ἔλεον καί τόν οἶνον στά τραύματα» τοῦ κόσμου, ὅπως ὡραῖα λέγεται στό σχέδιο κειμένου. Αὐτήν τήν εἰρήνη καί τήν καταλλαγή ἡ Ἐκκλησία «ὡς Καλός Σαμαρείτης ἐπιχέει μέ ἀγάπη καί φιλανθρωπία» στά τραύματα τοῦ κόσμου. Ἡ κοσμική ἀντίληψις περί καταλλαγῆς, ἡ ὁποία ἔχει μέν εὐγενῆ κίνητρα ἀλλά ὄχι καί ὑγιεῖς θεολογικά, δηλαδή ἁγιοπνευματικές, προσδοκίες καί ἐπιδιώξεις, ἐμπλέκει τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σέ δραστηριότητες πού ἀκυρώνουν τό μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτή ἡ ἐμπλοκή προωθεῖται μέ τό σχέδιο κειμένου. Γι’ αὐτό χρειάζονται τρο-ποποιήσεις.
2ον. Περί τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου καί περί περσοναλισμοῦ.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν παράγρ. Α1 περί τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου (ὄχι τοῦ «ἀνθρωπίνου προσώπου», διότι ἤδη ἔχει ἐντοπισθῆ ἀπό τόν Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο καί ἀπό ἄλλους καί ἔχει γίνει κατανοητή ἡ περσοναλιστική στρέ-βλωσις τοῦ ὅρου αὐτοῦ), πρέπει νά ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν ὅτι τό χριστολογικό καί χριστοκεντρικό περιεχόμενό της χάνει τήν σημασία του στίς ἑπόμενες παρα-γράφους Α2-3. Γράφεται ὅτι ὡς προϋπόθεσις γιά τήν διαχριστιανική συνεργα-σία καί διαθρησκειακή συνεννόησι γιά τήν προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου «δύναται νά χρησιμεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώ-που» (παράγρ. Α3).
Πόσο κοινή ὅμως εἶναι ἡ διδασκαλία περί τοῦ ἀνθρώπου ἀνά-μεσα στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί στίς ἄλλες χριστιανικές ἐκκλησίες καί ὁμολογίες, πού δέν δέχονται τήν κατά Χάριν θέωσι τοῦ ἀνθρώ-που, καί στίς ἄλλες θρησκεῖες πού τήν ἀγνοοῦν παντελῶς; Οἱ διαχριστιανικές καί διαθρησκειακές προσπάθειες γιά τήν προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου ἐνδέχεται νά ἔχουν ὡς προϋπόθεσι μία οὐμανιστική (περσοναλιστι-κή, ὑπαρξιστική) ἀντίληψι περί «ἀνθρωπίνου προσώπου», ἀδυνατοῦν ὅμως νά θέσουν ὡς βάσιν αὐτῶν τήν ἁγιοπνευματική γνῶσι τοῦ ἀνθρώπου ὡς «κεκε-λευσμένου Θεοῦ». Ἡ Σύνοδος θά θέσῃ ὡς στόχο τῶν ἀποφάσεών της ἐνδοκο-σμικές συνεργασίες χωρίς σαφῆ περιγραφή τῶν δικῶν της κριτηρίων; Γι’ αὐτό προτείνεται τροποποίησις τῶν παραγάφων Α2-3xvii .
Εἰδικότερα ἡ περσοναλιστική (οὐμανιστικῆς, ὑπαρξιστικῆς προελεύσε-ως) ἑρμηνεία τοῦ ὅρου «ἀνθρώπινο πρόσωπο», ἡ ὁποία δεσπόζει στήν παρά-γραφο Β1, προτείνεται νά τροποποιηθῇ. Ἡ κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καί λόγῳ τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, δέν ἀντανακλᾶ ἀπροϋ-ποθέτως «τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν» (παράγρ. Β1), ἀλλά μόνο ὑπό τήν προ-ϋπόθεσι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γίνει σῶμα Χριστοῦ στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί ἔχουν ὡς ζωή τους τήν «δόξαν», τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Χριστός σέ αὐτούς πού ἔγιναν σῶμα Του, «ἵνα ὦσιν ἕν», καθώς εἶναι τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριά-δος. Αἰχμή στήν παράγρ. Β1 ἀποτελεῖ ὁ ὅρος «κοινωνία τῶν θείων προσ-ώπων». Εἶναι καθαρά περσοναλιστικῆς προελεύσεως, ἀντορθόρθοξος, καί ὀφείλει νά ἀποφευχθῇxviii.
3ον. Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν εἰρήνη καί τήν δικαιοσύνη, γιά τίς ὁποῖες γίνεται λό-γος στό ὑποκεφάλαιο Γ., ὑπάρχει σύγχυσις ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου. Στίς ἴδιες παραγράφους χρησιμοποιοῦνται μέ τήν ἁγιοπνευματική τους ἔννοια καί μέ τήν κοσμική (ἐνδοκοσμική) ἔννοια. Βλ. π.χ. στήν παράγρ. Γ1, ὅπου ἡ εἰρή-νη τοῦ Χριστοῦ ὡς ὁ «ὥριμος καρπός τῆς ἐν Αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) ἀνακεφαλαιώ-σεως τῶν πάντων», μία εἰρήνη ὑπέρ νοῦν καί κατάληψιν, χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22), φέρεται ἐπίσης ὡς καρπός «τῆς καθολικότητος τῶν ἀρχῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί, τέλος, τῆς καρποφορίας τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λα-ῶν τοῦ κόσμου». Περιττόν νά ποῦμε ὅτι οὔτε ἡ ἱστορία οὔτε ἡ ἐσχατολογική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν γιά «ἐπί τῆς γῆς ἐπικράτησι ὅλων αὐτῶν τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν» (παράγρ. Γ1). Μόνον ἡ προφητική, χριστολογική, διάστασις τῆς εἰρήνης ἀπομένει (Ἡσ. 11, 1-9) καθώς καί οἱ αἰτήσεις τῆς Ἐκκλησίας «ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καί τῆς σωτηρίας» τῶν τέκνων της, πού εἶναι ἡ ἁγιοπνευματική διάστασις τῆς εἰρήνης. Ἀκολουθοῦν κατόπιν εὐχετικῶς καί οἱ δεήσεις «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», ὁ ὁποῖος ταλαιπωρεῖται ἀπό τίς πολλές καί πολύμορφες διαστάσεις καί ἔχθρες καί μάχες.
Προτείνεται λοιπόν ἡ σαφής καί ἀνεπίμικτη χρῆσις τῶν ὅρων, ὥστε νά εἶναι καθαρή ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διότι στίς παράγρ. Γ3-5 φαίνεται ἡ σύγχυσις αὐτοῦ πού εἶναι ἡ «ἄνωθεν εἰρήνη» μέ αὐτό πού ἐπιδιώ-κεται μέ τίς διαχριστιανικές καί διαθρησκειακές πρωτοβουλίες. Πολύ περισσό-τερο πού σέ αὐτές τίς τελευταῖες γίνονται προσευχές ὄχι σέ Ἐκεῖνον τόν ἀλη-θινό Θεό, τόν χορηγό τῆς «ἄνωθεν εἰρήνης», ἀλλά σέ ποικιλία θεῶν.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καλεῖται νά ἀναδείξῃ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πιστότητα ὅλων τῶν ἐπισκόπων καί τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τους στό φρόνημα τῶν ἁγίων Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων: ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἴμαστε «ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθημεν ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ἡμῶν» (πρβλ. Ἐφ. 4, 4).
Ἡ Σύνοδος θά ψηφίσῃ τά προετοιμασμένα, ἐνδεχομένως μέ τροποποιή-σεις, προσυνοδικά κείμενα. Τήν ἑνότητα στήν Σύνοδο δέν δίνει ἡ ὑπερψήφισις ἁπλῶς τῶν κειμένων. Τά κείμενα πρέπει νά ἔχουν περιεχόμενο σύμφωνο μέ τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἀπό τά κείμενα πού θά τεθοῦν πρός ψήφισι, ἄλλα ἔχουν καθαρά δο-γματικό (ἐκκλησιολογικό) περιεχόμενο καί ἄλλα ποιμαντικό μέ δογματικές προϋποθέσεις ἤ συνέπειες.
Τό ἀνά χεῖρας ὑπόμνημα ἐκθέτει τίς δογματικές παραμέτρους πού διέ-πουν τά προσυνοδικά κείμενα καί προσφέρει ἐνδεχόμενες τροποποιήσεις σέ αὐτά, ὥστε ἡ ἑνότης στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο νά μή εἶναι ἁπλῶς ἀπουσία διαφορετικῶν (διασπαστικῶν) τάσεων ἀλλά ὁμογνωμία σέ «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη», ἐν προκειμένῳ στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλη-σιολογία.
Ἡ ἐποχή μας δέν ὑστέρησε σέ μορφές Ἁγίων, ἐν οἷς καί ἐξαιρέτων θεο-λόγων. Ἡ χαρισματική μαρτυρία τῶν συγχρόνων Ἁγίων καί ἡ «ἑπομένη τοῖς ἁ-γίοις πατράσι» μαρτυρία τῶν θεοφόρων θεολόγων εἶναι σημεῖα ἀναφορᾶς, πού μποροῦν νά ἐξασφαλίσουν θεοσυνέργητη ἑνότητα στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΜΕ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ
1ον.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»
i«1. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τήν βαθεῖαν αὐτοσυνειδησίαν ὅτι μόνη αὐτή ἐκ τῶν χρι-στιανικῶν ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν συνεχίζει νά εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί ἈποστολικήἘκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκ τῆς αὐτοσυνειδησίας ταύτης προέρχεται ἡ μέριμνα Αὑτῆς, ὅπως δοθῇ μαρτυρία περί τῆς ἐν αὐτῇ ἀληθείας καί πραγματωθῇ ἡ ἐπαναγωγή πάντων τῶν ἐκτός Αὐτῆς εὑρισκομένων Χριστιανῶν εἰς τήν Ἑαυτῆς ἑνότητα».
ii«2. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεμελιοῖ τήν ἑνότητα αὑτῆς (τό εἶναι αὐτήν Μίαν) ἐπί τῆς μοναδικότητος τῆς θεανδρικῆς Ὑποστάσεως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου καί Θεοῦ καί Σω-τῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἀποτελεῖ τήν μοναδικήν Κεφαλήν τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ σώματος Αὐτοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότης τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ των, συμφώνως πρός τήν ἀρχιερατικήν προσευχήν τοῦ Κυρίου: ‘‘ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν’’ (Ἰω. ιζ’, 22), ἔχει ὡς πρότυπον τήν ἀδιάπτωτον ἑνότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ δέ οὐσι-ώδης ἑνότης τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ κατά τόπους Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν ἐκφράζεται διά τῆς ὁμολογίας τῆς αὐτῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν ἔν τε τῇ πίστει καί τῇ χειροτονίᾳ («τό γάρ ὁμόγνωμον καί ὁμόθρονον· τό δέ ἀντίγνω-μον καί ἀντίθρονον», κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον) καί διά τῆς πατερικῆς παραδόσεως βιου-μένης μέχρι σήμερον ἐν αὐταῖς ἀμειώτως».
iii «3. Ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τήν ἑνότηταταύτην, ὡς καί ἡ οἰκουμενικήαὐτῆς ἀποστολή, ἐξεφράσθησαν ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὗται ἰδιαιτέρως προέβα-λον τόν μεταξύ τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας ὑφιστάμενον ἄρρηκτον δεσμόν, καί διά τοῦτο ἀπέκοπτον ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας τούς μή κοινωνοῦν τας τῇ πίστει καί τοῖς μυστηρίοις αὐτῆς» (οἱ προσθῆκες σημειωμένες μέ ἔντονα γράμμα-τα).
iv«4. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδιαλείπτως προσεύχεται ὑπέρ ἐπιστροφῆς πάντων εἰς τήν ἑνότητά της: «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ.2, 4). Ἐκαλλιέργει πάντοτε τόν διάλογον μετά τῶν ἐξ Αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, θέτουσα ἀναγκαῖα δογματικά ὅρια πρός ἀσφαλῆ ἀνάκαμψιν αὐτῶν εἰς τήν ἀποστολι-κήν πίστιν Αὐτῆς καί τελείαν μετ’ Αὐτῆς κοινωνίαν ἐν τῷ αὐτῷ ἤθει καί τῇ αὐτῇ ἐμπειρίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνό-τητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων ἀνταποκρίνεται ἐκθέτουσα τήν δογματικήν Αὐτῆς διδα-σκαλίαν καί κανονικήν παράδοσιν (ἀποφάνσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί Ἱερούς Κανόνας) ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀκραιφνοῦς μαρτυρίας Αὐτῆς ἐντός τῶν νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν».
v«5. ... δέον νά ἐρείδωνται», ἀντί τοῦ ἁπλῶς «ἐρείδονται».
«6. Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διατα-ραχθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς, ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί σαφῶς Ὀρθοδόξων θεολογικῶν καί κανονικῶν βάσεων. Ὑπό τήν προϋπόθεσιν ταύτην εἶναι θετικῶς διατεθειμένη πρός θεολογικόν διάλογον μετ’ αὐτῶν, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρί-αν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα αὐτῶν μετά τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς, ἤτοι τῆς Ὀρθοδό-ξου, Ἐκκλησίας. Ἐν ᾗ δέ περιπτώσει διάλογός τις δέν τελεσφορεῖ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θέτει τέρμα εἰς αὐτόν κατά τήν εὐαγγελικήν προτροπήν (Τίτ. 3, 10-11).
«7. Ὑπό τό ἀνωτέρω μόνον πνεῦμα, ἅπασαι αἱ Ἁγιώταται Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι δέον νά συμμετέχουν εἰς διαχριστιανικούς διαλόγους, ‘‘ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ’’ (Α’ Κορ. 9, 12)».
vi«8. ... κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας ...».
vii «9-15. Θέματα ἀφορῶντα τήν μεθοδολογίαν τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων θά ἐπανεκτι-μηθοῦν μετά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
viii «16-19. Αἱ μέχρι τοῦδε σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μετά τοῦ Π.Σ.Ε. διακόπτον-ται, καθόσον τό ἐκκλησιολογικόν πλαίσιον τῆς ἐν αὐτῷ διαχριστιανικῆς συνεργασίας δέν ἀπο-βλέπει εἰς τήν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Πίστει καί Ἐκκλησίᾳ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν ἀλλ’ εἰς συνύ-παρξιν, ἀμοιβαίαν ἀνοχήν καί συνεργασίαν τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν».
ix«20. Ἡ εἰσδοχή τῶν προσερχομένων εἰς τούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐκ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζεται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανό-νες 7 τῆς Β´ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν συνόδων)».
x«21. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακαλουθεῖ τήν θεολογι-κήν παραγωγήν διαχριστιανικῶν θεολογικῶν ὀργάνων-ἐπιτροπῶν, ἀλλά διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδους σημασίας θεολογικά συμπεράσματα αὐτῶν».
xi«23. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναπτύσσει διαχριστιανικόν θεολογικόν διάλογον μέ ἀγά-πην Χριστοῦ ἐν ἀληθείᾳ, ἤτοι προσκαλεῖ τούς ἐκτός Αὐτῆς εἰς ἑνότητα Ὀρθοδόξου πίστεως καί γνησίας ἐμπειρίας Θεοῦ προβάλλουσα εἰς τόν σύγχρονον κόσμον τό ἰδανικόν πρότυπον τοῦ καινοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου».
xii «Δεόμεθα, ὅπως ὁ Κύριος ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα ἡμῶν περί τῆς ἐπανακάμψεως πάντων εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, τήν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Ἐκκλησίαν, ὅπως ‘‘γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν’’ (Ἰω. 10, 16)».
2ον.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ»
xiii Παράγρ. Ι4. « ... Ἄλλωστε, τό θεμέλιον τῆς ἑνότητος τοῦ γάμου εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότης, ἵνα, διά τῆς ὑπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος εὐλογίας τῆς συζυγικῆς ἀγάπης, δυνηθῇ τό ζεῦγος νά ἀντανακλᾷ τήν ἀγάπην Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας ὡς μυστηρίου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰωνίου ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ. Εἰς τήν διατήρησιν τῆς τοιαύτης προοπτικῆς τοῦ ἐν Χριστῷ γάμου συνετέλεσε καί ἡ πλουσία περί γάμου Κανονική παράδοσις (οἱ ι’ καί λα’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, ὁ ζ’ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ, ὁ ιδ’ τῆς Δ’, τοῦ Μεγ. Βασ. ὁ δ’, καί κυρίως ὁ οβ’ τῆς ΣΤ’, καθώς καί αἱ ἑρμηνευτικαί ἐπεξηγήσεις τῶν ἐγκρίτων κανονολόγων)».
xiv Παράγρ. ΙΙ1. «Σχετικῶς μέ τά κωλύματα γάμου λόγῳ ἐξ αἵματος, ἐξ ἀγχιστείας, ἐξ υἱοθεσίας καί πνευματικῆς συγγενείας ἰσχύει ὅ,τι προβλέπεται ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων (53 καί 54 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου) καί τῆς συνῳδά τούτοις ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, ἥτις διαχρονικῶς ἔχει τηρηθῇ διά τῶν συναφῶν ἱερῶν Κανόνων, τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν καί τῶν ἑρμηνειῶν ἐγκρίτων Κανονολόγων, καί λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν ἡ σύμφωνος πρός αὐτάς σύγχρονος πρᾶξις τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν».
xv Παράγρ. ΙΙ2. «Περί τοῦ μή ἀμετακλήτως λυθέντος ἤ ἀκυρωθέντος γάμου καί τοῦ προϋπάρξαντος τρίτου, ἰσχύει ὅτι συνιστοῦν ἀπόλυτα κωλύματα πρός σύναψιν γάμου, συμ-φώνως πρός τήν κατηγορηματικῶς καταδικάζουσαν τόν τοιοῦτον καί τόν τέταρτον γάμον Ὀρθόδοξον κανονικήν παράδοσιν».
xvi Παράγρ. 5i. «i. Ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ᾿ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρί-βειαν, μή δυνάμενος νά εὐλογηθῇ (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου). Ἀντιμετωπίζεται ὅμως κατά περίπτωσιν συμφώνως πρός τά ὁριζόμενα ὑπό τῶν ἱερῶν Κανόνων καί ὑπό τόν ρητόν ὅρον ὅτι τά ἐκ τοῦ γάμου τούτου τέκνα θέλουν βαπτισθῆ καί ἀναπτυχθῆ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ».
3ον.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ «Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ Τῼ ΣΥΓΧΡΟΝῼ ΚΟΣΜῼ»
xvii Παράγρ. Α2: «Ἐπ’ αὐτῆς τῆς βάσεως εἶναι ἀπαραίτητον νά διακηρυχθῇ πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις ὅτι ἡ προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, αὐτονοήτως δέ καί τοῦ ἀγαθοῦ τῆς εἰρήνης, δέν ἐξασφαλίζεται ἄνευ τοῦ ἁγιασμοῦ τούτου, τουτέστι τῆς ἐν τῇ Ὀρθοδό-ξῳ πίστει καί Ἐκκλησίᾳ θεοποιοῦ ἀσκήσεως καί ἑνώσεως μετά τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἐκ τῆς ὁποίας αἱ εἰρηνευτικαί προσπάθειαι ἀποκτοῦν θεοφιλῆ προσανατολι-σμόν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στέκει ἐν τῷ κόσμῳ ὡς διαχρονική μαρτυρία τοῖς μακράν καί τοῖς ἐγγύς περί αὐτῆς τῆς μοναδικῶς ἐν ἑαυτῇ φυλαττομένης ἐλπίδος».
Παράγρ. Α3: «Προϋπόθεσιν συνεργασίας Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων μετ’ ἄλλων διακρατι-κῶν, διαχριστιανικῶν ἤ διαθρησκειακῶν φορέων ἀποτελεῖ ἡ ἀπαρέγκλιτος θέσις τῆς Ὀρθοδό-ξου Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ ἀπάλειψις τοῦ φανατισμοῦ, ἡ συμφιλίωσις τῶν λαῶν καί ἡ ἐπικράτησις τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξαρτή-τως φυλῆς καί θρησκεύματος, δέν πρέπει νά προϋποθέτῃ ἤ νά συνεπάγεται τόν συγκρητι-σμόν, τουτέστι τήν προσοικείωσιν ἤ τήν ἀποδοχήν μεθόδων ἀπαδόντων πρός τάς δογματικάς καί κανονικάς ἀρχάς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
xviii Παράγρ. Β1: «Ἕν ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον, τόσον ὡς συγκεκριμένον φορέα τῆς εἰκόνος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί κεκλημένου εἰς τό «καθ’ ὁμοί-ωσιν», ὅσον καί ὡς κοινωνίαν προσώπων, ἀποτελεῖ τό θεῖον δῶρον τῆς ἐλευθερίας. «Ὁ πλάσας ἀπ᾽ ἀρχῆς τόν ἄνθρωπον ἐλεύθερον ἀφῆκε καί αὐτεξούσιον, νόμῳ τῷ τῆς ἐντολῆς μόνον κρατούμενον» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ´, Περί φιλοπτωχίας, 25. PG 35, 892Α). Ἡ ἐλευθερία καθιστᾷ μέν τόν ἄνθρωπον ἱκανόν νά προοδεύῃ πρός τήν πνευματικήν τελειότη-τα, ἀλλά, συγχρόνως, ἐμπερικλείει τόν κίνδυνον τῆς παρακοῆς, τῆς ἀπό τοῦ Θεοῦ αὐτονομή-σεως καί, δι’ αὐτῆς, τῆς πτώσεως, ἐξ οὗ καί αἱ τραγικαί συνέπειαι τοῦ κακοῦ ἐν τῷ κόσμῳ».
1 Γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Ἐρωτῶ ἵνα καὶ αὐτοὶ γένωνται ἓν, κατὰ τὸ ἐν ἐμοὶ σῶμα, καὶ κατὰ τὴν αὐτοῦ τελείωσιν· ἵνα καὶ αὐτοὶ γένωνται τέλειοι, ἔχοντες πρὸς τοῦτο τὴν ἑνότητα, καὶ εἰς αὐτὸ ἓν γενόμενοι· ἵνα, ὡς ἂν πάντες φορεσθέντες παρ᾽ ἐμοῦ, πάντες ὦσιν ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, καὶ εἰς ἄνδρα τέλειον καταντήσωσιν. Οἱ γὰρ πάντες, ἐκ τοῦ αὐτοῦ μεταλαμβά-νοντες, ἓν γινόμεθα σῶμα, τὸν ἕνα Κύριον ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς» (Κατά ἀρειανῶν, PG 26, 369). Καί ἐπίσης: «Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Λόγος ἐστὶν ἐν τῷ Πατρὶ, τὸ δὲ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Λόγου δίδοται, θέλει λαβεῖν ἡμᾶς τὸ Πνεῦμα, ἵνα, ὅταν ἐκεῖνο λάβωμεν, τότε ἔχοντες τὸ Πνεῦμα τοῦ Λόγου τοῦ ὄντος ἐν τῷ Πατρὶ, δόξωμεν καὶ ἡμεῖς διὰ τὸ Πνεῦμα ἓν γίνεσθαι ἐν τῷ Λόγῳ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ τῷ Πατρί. Τὸ δὲ, ὡς ἡμεῖς, ἐὰν λέγῃ, οὐδὲν ἕτερον πάλιν ἐστὶν, ἢ ἵνα ἡ γινομένη τοιαύτη τοῦ Πνεύματος χάρις εἰς τοὺς μαθητὰς ἀδιάπτωτος καὶ ἀμεταμέλητος γένηται» (ἔνθ’ ἀνωτ. PG 26, 376).
2 Ἡ φράσις «ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι», ἡ ὁποία παρεισέφρυσε στό σχέδιο κειμένου, ὀφείλει νά ἀπορριφθῇ. Στήν Ἁγία Τριάδα θεωροῦνται ἑνώσεις καί δια-κρίσεις, ὄχι ὅμως κοινωνία (ἐννοεῖται Προσώπων). Βλ. σχετικῶς, Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, Τό Μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, Θεσσαλονίκη 1973.
3 Σέ ἕνα ἀπό τά κείμενα, τά ὁποῖα ὑποστηρίζουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἑνότητα, λέγεται: «We confess one, holy, catholic, and apostolic Church as expressed in the Nicene-Constantinopolitan Creed (381). The Church's oneness is an image of the unity of the Triune God in the communion of the divine Persons ... Αs the people of God, the body of Christ, and the temple of the Holy Spirit, the Church is called to manifest its oneness in rich diversity ...
4 «Ἤδη στό Πατριαρχεῖο τῆς Ἀλεξανδρείας καί στό Πατριαρχεῖο τῆς Ἀντιοχείας ὑπάρχουν ἐ-πίσημες συμφωνίες σχετικά μέ τά Μυστήρια. Ἐδῶ στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, οἱ Ἀνατολικοί Ὀρ-θόδοξοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν δικές τους ἐνορίες σέ κάποια περιοχή, γίνονται δεκτοί στίς Ὀρθόδοξες ἐνορίες. Μέ τήν εὐλογία τοῦ ἐπιχωρί ου ἐπισκόπου καί τοῦ ἐφημερίου τῆς ἐνορίας, τούς ἐπιτρέπεται νά λάβουν τήν Θεί α Κοινωνία. Λαμβάνουν χώραν καί Βαπτίσεις καί Γάμοι. Μνημόσυνα καί Κηδεῖες ἐπίσης λαμβάνουν χώραν. Αὐτά συμβαίνουν ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι σέ κάποια περιοχή δέν ὑπάρχουν ἱερεύς καί ἐνορία μιᾶς Ἀνατολικῆς Ὀρθο-δόξου Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀνατολικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀκολουθοῦν γενικῶς τήν ἴδια ἐπίσης πρακτική» (Ἀπόσπασμα ἀπό τό κείμενο Recommendations for Greater Understanding and Co-operation τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού περιλαμβάνεται στό βιβλίο «Restoring the Unity in Faith: The Orthodox – Oriental Orthodox Theological Dialogue» (Ἀποκαθιστώντας τήν Ἑνότητα ἐν τῇ Πίστει: Ὁ Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων), ἔκδ. Holy Cross Orthodox Press, Η.Π.Α., 2007). Βλ. ἐπ’ αὐτοῦ ἄρθρο τοῦ Ἱερομ. Λουκᾶ Γρηγοριάτου, Θεολογικές ἐπισημάνσεις σέ πρόσφατες προτάσεις γιά μυστηριακή διακοινωνία Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων, Ἅγιον Ὄρος, 1/14 Σεπτεμβρίου 2011.
5«Καὶ γὰρ ἂν εἴημεν ὡς ἀληθῶς πάντων ἀνθρώπων ἀτοπώτατοι, σχίσμασι καὶ κατατομαῖς Ἐκκλησιῶν ἐφηδόμενοι καὶ μὴ τὴν συνάφειαν τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ τὸ μέγι-στον τῶν ἀγαθῶν τιθέμενοι» (Ἐπιστολή 156, Εὐαγρίῳ πρεσβυτέρῳ).
6«Ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς ἀπὸ μιᾶς γνώμης πᾶσαν παράκλησιν μετ' εὐσπλαγχνίας προσάγοντας, καὶ τὴν τῶν Πατέρων πίστιν προτεινομένους προκαλεῖσθαι αὐτοὺς εἰς συνάφειαν» (Ἐπιστολή 128, Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων).
7«Τὴν ἐν Νικαίᾳ πίστιν, ... καὶ τὸ μὴ δεῖν λέγεσθαι κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μηδὲ κοινω-νικοὺς αὐτῶν εἶναι τοὺς λέγοντας» (Ἐπιστολή 113, Τοῖς ἐν Ταρσῷ πρεσβυτέροις).
8«Κἂν μὲν πείσωμεν, κοινῶς αὐτοῖς ἑνωθῆναι, ἐὰν δὲ ἀποτύχωμεν, ἀρκεῖσθαι ἡμᾶς ἀλλή-λοις, τὸν δὲ ἐπαμφοτερισμὸν τοῦτον ἐξορίσαι τοῦ ἤθους» (Ἐπιστολή 128, Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων).
9«Ἐὰν μὲν οὖν πεισθῶσί σοι, ταῦτα ἄριστα. Εἰ δὲ μή, γνωρίσατε τοὺς πολεμοποιοὺς καὶ παύσασθε ἡμῖν τοῦ λοιποῦ περὶ διαλλαγῶν ἐπιστέλλοντες» (Ἐπιστολή 128, Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων).
10 Βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου (Καψάνη), Ἡ ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος, 1998, δημοσιευμένο στό Εἰκοσιπενταετηρικόν (ἀφιέρωμα στόν Μητροπολίτη Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Ἀνάτυπο 1999.
11 Ὁ μακαριστός Γέροντάς μας, ὁ Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, γράφει: «ἡ μυστηριακή βάσις τοῦ γάμου προϋποθέτει τήν κοινήν πίστιν ... ἡ μετά τοῦ ἑτεροδόξου συζύγου κοινωνία δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι τελεία, ἐφ᾿ ὅσον δέν κοινωνοῦν τῆς αὐτῆς πίστεως καί τῶν αὐτῶν μυστηρίων» (Ἡ Ποιμαντική Διακονία κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σελ. 179).
12 Ἀρχιμ. Ἱερωνύμου Κοτσώνη, Ἡ κανονική ἄποψις περί τῆς ἐπικοινωνίας μετά τῶν ἑτεροδόξων (intercommunio), ἐν Ἀθήναις 1957, σελ. 206 κ.ἑξ.
Η συζήτηση που εγείρεται τις τελευταίες ημέρες γύρω από το μάθημα των θρησκευτικών, είναι κάτι που απασχολεί ή θα έπρεπε να μας απασχολεί όλους. Βεβαίως το θέμα δεν είναι κάτι νέο, αφού εδώ και δεκαετίες υπάρχουν ολιγάριθμες φωνές που ζητούν κατάργηση ή αλλαγή του μαθήματος, από ορθόδοξο σε πολύ-ομολογιακό. Όμως, οι σημερινές πολιτικές συγκυρίες και κυρίως η μεγάλη κινητικότητα του υπουργείου παιδείας ως προς αυτή την κατεύθυνση, δείχνουν ότι η πολυσυζητημένη μετατροπή του μαθήματος είναι πιο κοντά από ποτέ και ότι η κατήχηση των χριστιανοπαίδων στην κοσμοθεωρία της Νέας Εποχής είναι προ των πυλών.
Ο σημερινός υπουργός Παιδείας, Ν. Φίλης, ο οποίος αποτελεί την προσωποποίηση της αναξιοκρατίας, καθώς όντας ο ίδιος «αιώνιος φοιτητής», καλείται να διοικήσει καθηγητές Πανεπιστημίου και εκπαιδευτικούς χαμηλότερων βαθμίδων, έχει δείξει ξεκάθαρα τις προθέσεις του. Ήδη, κατά παράβαση παλαιότερων σαφέστατων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας[1], μείωσε με απόφασή του[2] τις ώρες των θρησκευτικών στην Ε’ και στην Στ’ Δημοτικού. Παράλληλα, θέλει, κατά δήλωσή του, να προωθήσει ένα νέο πρόγραμμα σπουδών στα θρησκευτικά, εφαρμοσμένο ήδη πιλοτικά σε κάποια σχολεία, το οποίο πρόγραμμα, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσιογραφική έρευνα[3] αποτελεί αντιγραφή προγράμματος μίας νεοβουδιστικής οργάνωσης που προωθεί την πανθρησκεία. Στη δε επιτροπή[4] που κλήθηκε να αποφασίσει για το χαρακτήρα του μαθήματος, επιδεικνύοντας το περίσσευμα αντιδημοκρατικότητας που χαρακτηρίζει τον ίδιο και πολλούς «συντρόφους» του, έχει τοποθετήσει μερικούς από τους φερόμενους ως συντάκτες του υπό κρίση νέου προγράμματος, κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας που απαιτείται κατά τη διοικητική διαδικασία[5].
Η δε ομάδα των επίδοξων ανανεωτών του μαθήματος των θρησκευτικών, έχει συστήσει από το 2010 ένα αμφιβόλου νομιμότητας συνδικαλιστικό σωματείο θεολόγων, με το διακριτικό τίτλο «ΚΑΙΡΟΣ», το οποίο ως μοναδικούς σκοπούς του έχει, αφ’ ενός να αλλάξει το μάθημα των θρησκευτικών μέσω της προώθησης του ως άνω πολυθρησκειακού προγράμματος σπουδών και αφ’ ετέρου να αντιπαλέψει το έργο της πολυπληθέστερης και αρχαιότερης ένωσης θεολόγων, της ΠΕΘ, η οποία αποτελείται από ευσυνείδητους θεολόγους που μάχονται ώστε να μη γίνει το μάθημά τους εργαλείο κατήχησης των ελληνοπαίδων στις ιδέες του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού οικουμενισμού.
Η αγωνία των εκπροσώπων της Νέας Εποχής να επιβάλλουν τη διδασκαλία της θρησκειολογίας (ορθότερο «πανθρησκείας») στα σχολεία, βασίζεται πλην των άλλων και σε ένα ακόμη δεδομένο. Η προώθηση της ομοφυλοφιλίας, των εκτρώσεων, του οικογενειακού προγραμματισμού κ.λπ., μειώνουν μεν τον πληθυσμό, όπως απαιτούν οι νέοι «πανανθρώπινοι στόχοι», αλλά ενέχουν τον «κίνδυνο» η επόμενη γενιά Ελλήνων να αποτελείται σχεδόν μόνο από πιστούς χριστιανούς[6]. Διότι, παρά ταύτα, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι, οι οποίοι με την ελπίδα τους στραμμένη στο Θεό και παρά τις τεράστιες δυσκολίες, δημιουργούν πολυμελείς οικογένειες, προσφέροντας στα παιδιά τους τα απαραίτητα αντίδοτα στα πάσης φύσεως ψυχοκτόνα δηλητήρια. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι τους οποίους κατά δημόσια δήλωσή του στη βουλή, απεχθάνεται Έλληνας βουλευτής[7], χωρίς να ακουστεί η ελάχιστη κριτική εναντίον του από πολιτικούς και δημοσιογράφους. Από τα δε σκληρά μέτρα εναντίον των λαϊκών στρωμάτων ουδέποτε εξαιρέθηκαν, ως όφειλε να συμβεί και από ηθικής και από συνταγματικής[8] απόψεως, οι πολύτεκνες οικογένειες[9]. Μπροστά, λοιπόν, σε αυτό το ενδεχόμενο, το κράτος επιχειρεί να κρατήσει για τον εαυτό του το είδος και την κατεύθυνση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, μη λαμβάνοντας υπόψη τις πεποιθήσεις των γονέων επί του θέματος, πραγματοποιώντας δηλαδή ένα πνευματικό παιδομάζωμα.
Έτσι, τα παιδιά των χριστιανών, χωρίς να ερωτηθούν οι γονείς τους, όπως δικαιούνται κατά το Ελληνικό Σύνταγμα[10] και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[11], θα κληθούν πολύ σύντομα να διδαχθούν αξίες ξένες προς την Ορθόδοξη Πίστη, με κεντρικό νόημα ότι όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν – με κάποια ποικιλία στον τρόπο – στον ίδιο Θεό.
Οι στιγμές είναι ιστορικές και κρίσιμες. Η επικίνδυνη παρέα πολιτικών με μηδενιστικές ιδεοληψίες, οι οποίοι κατέλαβαν την εξουσία βασιζόμενοι σε ψευδείς υποσχέσεις και εκμεταλλευόμενοι την απέχθεια του λαού στις προηγούμενες αποτυχημένες κυβερνήσεις, βιάζεται να αποδομήσει όσο προλαβαίνει ό,τι μπορεί, αισθανόμενη την ολιγότητα των ημερών της. Ο στόχος ξεκάθαρος: Η Ελλάδα και οι Έλληνες[12] πρέπει να αποχριστιανοποιηθούν και τώρα παρουσιάζεται η πιο κατάλληλη ευκαιρία γι’ αυτό. Οι Έλληνες ζαλισμένοι και απηυδισμένοι από την υποκρισία των προηγούμενων κυβερνώντων, πίστεψαν ή μάλλον θέλησαν να πιστέψουν ότι άνθρωποι που μάχονται ανοιχτά τις ελληνορθόδοξες αξίες, θα μπορούσαν να σώσουν οικονομικά τη χώρα. Όμως η αποτυχία τους ήταν προδιαγεγραμμένη από την απιστία τους, όπως εύστοχα είχε προβλέψει επιφανής Μητροπολίτης[13], όταν οι σημερινοί υπερασπιστές των μνημονίων και της κατακρεούργησης του ελληνικού λαού, ήταν ακόμα η ελπιδοφόρα αντιπολίτευση.
Ο καθένας μας έχει την ανάλογη ευθύνη για τη στάση του ενώπιον αυτής της επιχειρούμενης πνευματικής γενοκτονίας. Η χώρα μας πολλές φορές στην ιστορία της πέρασε μεγάλες δυσκολίες, αλλά οι κάτοικοί της, στηριζόμενοι στις διαχρονικές αξίες της ελληνοβυζαντινής παράδοσης, στέκονταν όρθιοι, με θαυμασμό και αγάπη για την πατρίδα. Σήμερα, δεν είναι τόσο οι οικονομικές δυσκολίες που μας λυγίζουν, αλλά το ότι η άχρωμη και άοσμη νέα Ελλάδα των δυτικών ηθών, δεν παρουσιάζει τίποτα που να μας κάνει να τη θαυμάζουμε, όπως συνέβαινε με την πατρίδα μας μέχρι πρότινος.
Αντιθέτως, οι σημερινοί θεματοφύλακες των αξιών τις οποίες εμείς πουλήσαμε επί πινακίου φακής λόγω των κόμπλεξ κατωτερότητας, των εισαχθέντων από τους δυτικοσπουδαγμένους που προσκολλήθηκαν εδώ και δεκαετίες σε νευραλγικές θέσεις της παιδείας, όχι μόνο δεν ντρέπονται για αυτές τις αξίες, αλλά δικαίως τις θεωρούν κινητήρια δύναμη της συνεχούς ανέλιξής τους στη διεθνή σκηνή.
[1] ΣτΕ 3356/1995, ΣτΕ 2176/1998 (βλ. και ΔΕφΧαν. 115/2012)
[2] Υπ. αρ. Φ12/657/70691/Δ1/26-4-2016 υπουργική απόφαση με θέμα: «Ωρολόγιο πρόγραμμα ενιαίου τύπου ολοήμερου δημοτικού σχολείου»
[3] http://aktines.blogspot.gr/2016/04/blog-post_29.html
[4] http://thriskeftika.blogspot.gr/2016/04/5.html
[5] Αρ. 7 Κ.Δ.Διαδ. (Ν. 2690/99)
[6] Αυτή την εξέλιξη αντιμάχεται και η μαζική εισροή μεταναστών από μουσουλμανικές χώρες, που ενέχει σοβαρό κίνδυνο αλλοίωσης του εθνικού πληθυσμού και μετατροπή της Ελλάδας σε ισλαμική χώρα εντός ολίγων χρόνων.
[7] http://www.protothema.gr/politics/article/537225/vouleutis-suriza-gia-poluteknous-tous-apehthanomai-tous-grafo-sta-palia-mou-ta-papoutsia-/
[8] Το άρθρο του 21 του Συντάγματος αναφέρει: 1. H οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Kράτους. 2. Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Kράτος… 5. O σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους.
[9] Σημειωτέον, ότι το άλλοτε αυτονόητο δικαίωμα μεταγραφής των πολυτέκνων φοιτητών σε πανεπιστήμιο της πόλης κατοικίας τους, το οποίο κανένα κόστος δεν έχει για τον κρατικό προϋπολογισμό, καταργήθηκε επί υπουργίας της Άννας Διαμαντοπούλου, επανήλθε για λίγο και στην ουσία ξανακαταργήθηκε με τον ισχύοντα νόμο (αρ. 21 του Ν. 4332/2015) επί υπουργίας Αρ. Μπαλτά, με τον οποίο απλώς δίνονται ελάχιστα μόρια στους υποψηφίους από πολύτεκνες οικογένειες, ενώ προτάσσονται για περαιτέρω μοριοδότηση τα εισοδηματικά κριτήρια.
[10] Άρθρο 16 παρ. 2: H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Kράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης…
[11] Άρθρο 2 Α’ Πρωτ. : Παv Κράτoς εv τη ασκήσει τωv αvαλαμβαvoμέvωv υπ’ αυτoύ καθηκόvτωv επί τoυ πεδίoυ της μoρφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται τo δικαίωμα τωv γovέωv όπως εξασφαλίζωσι τηv μόρφωσιv και εκπαίδευσιv ταύτηv συμφώvως πρoς τας ιδίας αυτώv θρησκευτικάς και φιλoσoφικάς πεπoιθήσεις.
[12] Οι Έλληνες δεν έχασαν την πίστη τους στην Ορθοδοξία ούτε στην οθωμανική κατοχή τεσσάρων αιώνων
[13] http://www.impantokratoros.gr/6E1D7ABC.el.aspx
Πηγή: Θρησκευτικά, Αβέρωφ
Με κατάπληξη πληροφορηθήκαμε την πρόταση, που υπογράφεται από 56 πανεπιστημιακούς δασκάλους, σχετικά με την κατάργηση της διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο. Η έκπληξή μας έγινε μεγαλύτερη από το γεγονός ότι το εν λόγω κείμενο υπογράφεται από συναδέλφους η συντριπτική πλειονότητα των οποίων δεν έχει σχέση με την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Φιλολογία ή με την αρχαιογνωσία εν γένει, ενώ αρκετοί από αυτούς υπηρετούν σε πανεπιστημιακά τμήματα άσχετα με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση γενικότερα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η επίμαχη πρόταση υπεραπλουστεύει κατά τρόπο ανεπίτρεπτο ζητήματα σύνθετα και χαρακτηρίζεται συνολικά από μεγάλη προχειρότητα. Πληροφορούμενοι, ωστόσο, ότι το θέμα έχει αρχίσει να αποτελεί σημείο προβληματισμού των υπευθύνων για τον Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία θεωρούμε ότι αποτελεί υποχρέωσή μας ως μελών του Τομέα Κλασικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών να δηλώσουμε τα εξής σχετικά με την αναγκαιότητα διατήρησης και περαιτέρω ενίσχυσης του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών στο ωρολόγιο πρόγραμμα του Γυμνασίου:
Η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα είναι μαζί με τη Λατινική οι δύο κατ’ εξοχήν παγκόσμιες γλώσσες της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, στις οποίες συγγράφηκαν πάμπολλα από τα σημαντικότερα αριστουργήματα της παγκόσμιας σκέψης όλων των εποχών και σχεδόν το σύνολο των πνευματικών δημιουργημάτων που έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία του σημερινού δυτικού πολιτισμού. Η Αρχαία Ελληνική υπήρξε για χιλιετίες οικουμενική γλώσσα και κατείχε στον αρχαίο και μεσαιωνικό κόσμο θέση ανάλογη με αυτήν που κατέχουν σήμερα η Αγγλική και η Γαλλική. Ενδεικτικός είναι ο τεράστιος αριθμός ελληνικών λέξεων που υπάρχουν σε όλες τις σημερινές γλώσσες των χωρών της Δύσης και της Ανατολής. Οι Έλληνες μαθητές έχουν τη σπάνια ευκαιρία να μελετήσουν έξοχα δημιουργήματα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από το πρωτότυπο καταβάλλοντας ένα μικρό μόνο τμήμα του μόχθου που καταβάλλουν οι μαθητές των υπόλοιπων χωρών Δύσης και Ανατολής, αφού τα κείμενα είναι γραμμένα σε μια πρωιμότερη μορφή της ίδιας της μητρικής τους γλώσσας. Το όφελος από τη μικρή αυτή επένδυση χρόνου και κόπου είναι τεράστιο: αυτοδύναμη δυνατότητα αδιαμεσολάβητης προσέγγισης μεγάλου τμήματος των σπουδαιότερων γραπτών μνημείων της ανθρωπότητας.
Συνάμα, η αυτόνομη αυτή δυνατότητα προσέγγισης δεν αφορά στα κείμενα κάποιας ξένης γλώσσας, αλλά στα κείμενα της γλώσσας των μαθητών και της πολιτισμικής παράδοσης στην οποία ανήκουν και οι ίδιοι. Σε αυτά δεν ανήκουν μόνο τα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, ο Όμηρος, ο Πλάτωνας, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, ο Θουκυδίδης, ο Αριστοτέλης. Ανήκουν, επίσης, τα Ευαγγέλια και όλα τα κείμενα της πρώιμης και ύστερης χριστιανικής γραμματείας, καθώς επίσης και όλα τα λόγια και δημώδη κείμενα της βυζαντινής περιόδου, δίχως τα οποία ο μαθητής και μετέπειτα πολίτης δεν θα μπορέσει ποτέ να κατανοήσει την αδιάκοπη πολιτισμική συνέχεια μέσα από την οποία οδηγηθήκαμε από την Αρχαιότητα στον Νέο Ελληνισμό. Ακόμη και η κατανόηση πάμπολλων σημαντικών μνημείων της νεοελληνικής διανόησης (και δεν αναφερόμαστε εδώ μόνο στον Παπαδιαμάντη ή στον Ροΐδη, αλλά και στις διακειμενικές αναφορές της ποίησης και της πεζογραφίας σε παλαιότερα κείμενα στο πρωτότυπο) καθίσταται προβληματική χωρίς τη γνώση των παλαιοτέρων μορφών της γλώσσας μας.
Η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αξιοποιώντας διάφορα διδακτικά αντικείμενα, στοχεύει μεταξύ άλλων στο να καλλιεργήσει στον μαθητή κριτική ικανότητα, πειθαρχία στη σκέψη και τον λόγο, μνημονική ικανότητα επιστρατευμένη στις ανάγκες της δημιουργικής σκέψης, παρατηρητικότητα κτλ. Τα Αρχαία Ελληνικά είναι ένα εργαλείο δοκιμασμένο στην πορεία του χρόνου για την αποτελεσματικότητά του στους τομείς αυτούς. Επίσης, συμβάλλει στο να κατακτήσει ο μαθητής τον τρόπο με τον οποίο θα ανάγεται υπομονετικά από το γνωστό στο άγνωστο, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο κατακτά τη νέα γνώση.
Για την εκμάθηση της Νέας Ελληνικής η μελέτη της Αρχαίας Ελληνικής δεν αποτελεί εμπόδιο, όπως με περισσή προχειρότητα και κατά τρόπο αντιεπιστημονικό αποφαίνονται οι συντάκτες της επίμαχης πρότασης. Αντιθέτως, η καλή γνώση της Αρχαίας Ελληνικής είναι σημαντικότατη, μεταξύ άλλων διότι η Νέα Ελληνική αφενός διατηρεί την ιστορική ορθογραφία των λέξεων, για την οποία η ετυμολογία είναι απαραίτητη, αφετέρου διότι περιέχει χιλιάδες λέξεις, φράσεις και εν γένει γλωσσικό υλικό που προέρχεται κατ’ ευθείαν από τις δεξαμενές της Αρχαίας και Μεσαιωνικής Ελληνικής. Ζητούμενο κατά τη σωστή εκμάθηση της Νέας Ελληνικής πρέπει να είναι και η κατανόηση των πλευρών της που άπτονται της ιστορικής της διαχρονίας, πράγμα που επιτυγχάνεται μόνο με τη στέρεα γνώση των προγενέστερων μορφών της ομιλούμενης σήμερα γλώσσας. Δεν διαφωνούμε ότι οι ώρες διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών είναι λίγες και πρέπει να αυξηθούν. Θα ήταν όμως ολέθριο σφάλμα να ληφθούν από το κατ’ εξοχήν μάθημα που λειτουργεί, μεταξύ άλλων, ευεργετικά και για την ίδια τη σωστή εκμάθηση της Νέας Ελληνικής.
Διαπιστώσεις όπως ότι τα Αρχαία Ελληνικά αντιμετωπίζονται με αντιπάθεια από τους μαθητές ή ότι υπάρχουν απόφοιτοι Λυκείου που δεν γνωρίζουν τέλεια τα Αρχαία Ελληνικά μπορούν να αποτελέσουν επιχειρήματα μόνο για τη βελτίωση των μεθόδων διδασκαλίας τους και όχι για τη μείωση ή την κατάργησή τους. Η παραπάνω λογική των υπέρμαχων της κατάργησης της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο θα οδηγούσε μεταξύ άλλων σε παράλογα συμπεράσματα όπως, π.χ., ότι δεν χρειάζεται η διδασκαλία των Μαθηματικών ή και των Νέων Ελληνικών, αφού υπάρχουν πάμπολλοι απόφοιτοι Λυκείου που δεν γνωρίζουν ικανοποιητικώς αριθμητικές και μαθηματικές πράξεις ή δεν χειρίζονται ορθώς τη μητρική τους Νέα Ελληνική, μολονότι διδάσκονται Αριθμητική/Μαθηματικά και Νέα Ελληνικά όχι μόνο από την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, αλλά από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Τα κενά των αποφοίτων του Λυκείου στη χρήση των Μαθηματικών και της Νέας Ελληνικής δεν πρέπει να μας οδηγούν στην πρόταση κατάργησης των αντιστοίχων μαθημάτων από το ωρολόγιο πρόγραμμα του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου, αλλά σε γενικότερο προβληματισμό και προτάσεις βελτίωσης της διδασκαλίας τους. Το ίδιο ισχύει αυτονοήτως και για τα Αρχαία Ελληνικά που κατέχουν ούτως ή άλλως πολύ μικρότερο ποσοστό στο συνολικό πρόγραμμα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Δυνατότητα εκμάθησης της Αρχαίας Ελληνικής προσφέρεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών χωρών, ενώ την ίδια στιγμή παρατηρείται έξαρση στην κίνηση για την επαναφορά της μαζικής διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής στη Μέση Εκπαίδευση σημαντικών κρατών του πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως της Γερμανίας και της Γαλλίας. Ενδεικτικά, διοργανώνεται αυτή τη στιγμή (με γερμανική πρωτοβουλία) πανευρωπαϊκό συνέδριο για το 2017 με θέμα την ανάγκη προστασίας γλωσσών που υπήρξαν φορείς σημαντικού πολιτισμού όπως είναι τα Αρχαία Ελληνικά. Θα ήταν θλιβερό, εάν η ίδια η Ελλάδα σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο καταργούσε τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο.
Η δυνατότητα κατανόησης στοιχείων της Αρχαίας Ελληνικής από το πρωτότυπο είναι ταυτόχρονα απαραίτητη για το σύνολο σχεδόν των σύγχρονων επιστημών. Πώς θα μπορούσε να κινηθεί κανείς σε χώρους όπως αυτούς της Φιλοσοφίας, της Ψυχολογίας, της Ιστορίας, της Αρχαιολογίας, της Θεολογίας, της Νομικής, της Ιατρικής, των Μαθηματικών, της Φυσικής, της Χημείας, της Βιολογίας και τόσων άλλων επιστημονικών κλάδων χωρίς τη δυνατότητα προσέγγισης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας;
Σε σχέση με το πότε πρέπει να ξεκινά η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών έχουμε να παρατηρήσουμε το εξής: η παιδαγωγική πράξη έχει δείξει ότι είναι προσφορότερο να ξεκινά η γλωσσική διδασκαλία (κάθε γλώσσας) σε μικρή σχετικά ηλικία. Τούτο το γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν προσπαθήσει να μάθουν κάποια γλώσσα σε προχωρημένη ηλικία. Αν δεχθούμε ότι η Αρχαία Ελληνική πρέπει να διδάσκεται, πράγμα που πιστεύουμε ακράδαντα, τότε είναι παιδαγωγικώς προσφορότερο προς διευκόλυνση των μαθητών η διδασκαλία αυτή να ξεκινά στην ηλικία των δώδεκα και όχι των δεκαπέντε ετών. Όσο για την πρόταση να υπάρχει απλώς η δυνατότητα επιλογής της εκμάθησης των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο μόνο στην Τρίτη Γυμνασίου, αυτό είναι παντελώς αδύνατο να εφαρμοστεί, καθώς θα οδηγούσε στην ανάγκη δημιουργίας παράλληλων τάξεων στο Λύκειο, για αρχάριους και προχωρημένους.
Ακόμη, επιθυμούμε να τονίσουμε ότι θεωρούμε απαράδεκτο να διδάσκονται μόνο για ένα έτος στο Λύκειο τα Λατινικά. Πιστεύουμε ότι πρέπει να επανέλθει άμεσα η διδασκαλία τους τουλάχιστον για δύο χρόνια στο Λύκειο. Τα Λατινικά αποτελούν τον έτερο πυλώνα του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού και τη γέφυρα με την οποία ο Ελληνισμός μπορεί να κατανοήσει τις λοιπές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να συνδεθεί και να συνεργαστεί με αυτές.
Ας μην ξεχνούμε ότι και μετά τον Μεσαίωνα, από την Αναγέννηση έως τις μέρες μας, τα Λατινικά αποτέλεσαν και αποτελούν την κατ’ εξοχήν γλώσσα της επιστήμης για τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Μάλιστα, σε πολλές χώρες της Δυτικής και της Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Γερμανία και Τσεχοσλοβακία) η Λατινική υπήρξε ως και τη δεκαετία του 1980 η μοναδική εναλλακτική γλώσσα συγγραφής διδακτορικών διατριβών.
Τέλος, με την ευκαιρία αυτή θα θέλαμε να αναφερθούμε σε έναν γενικότερο ισχυρισμό που θεωρεί την αρχαία ελληνική «νεκρή» γλώσσα και χρησιμοποιείται συχνά από τους υποστηρικτές της κατάργησης της διδασκαλίας της. Η αρχαία ελληνική δεν θεωρείται «νεκρή» γλώσσα με βάση επιστημονικά κριτήρια. Μία γλώσσα θεωρείται νεκρή όταν συντρέχουν δύο απαραιτήτως προϋποθέσεις: (α) δεν έχει φυσικούς ομιλητές και (β) δεν έχει αφήσει πίσω της (μέσω της εξέλιξής της) γλωσσικούς απογόνους. Με την έννοια αυτή, οι ειδικοί δεν θεωρούν ότι η αρχαία ελληνική έχει «πεθάνει», εφόσον υπάρχουν Νεοέλληνες που έχουν ως μητρική τους γλώσσα τη σύγχρονη μορφή της ελληνικής! Πέρα από το ζήτημα του ορισμού, όμως, που εν προκειμένω δεν είναι και το πλέον ουσιαστικό, ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι μια γλώσσα της οποίας η πλούσια γραμματειακή παραγωγή γεμίζει τις βιβλιοθήκες, πανεπιστημιακές και μη, όλου του κόσμου και η οποία επηρέασε και επηρεάζει, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, την πορεία του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού, εκ των πραγμάτων δεν είναι νεκρή. Ιδιαίτερα μάλιστα για μας, τους Νεοέλληνες, η αρχαία ελληνική εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της ζωής μας, όχι μόνο γιατί η σημερινή μας γλώσσα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εξέλιξη εκείνης, αλλά και γιατί η ίδια η αρχαία μορφή της γλώσσας μας είτε είναι παρούσα αυτούσια δίπλα μας (βλ. π.χ. επιγραφές σε αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία) είτε ενσωματώνεται ανά πάσα στιγμή στον φυσικό νεοελληνικό μας λόγο με απόλυτα ομαλό τρόπο. Αυτή η τελευταία απόδειξη της ζωντάνιας της είναι ταυτόχρονα και ένα προνόμιο που η αρχαία γλώσσα προσφέρει μόνο σε μας, τους φυσικούς συνεχιστές της, και προφανώς οφείλουμε να το αξιοποιήσουμε.
Αθήνα, 31/05/2016
Τα μέλη του Τομέα Κλασικής Φιλολογίας
του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: esos.gr
Για το μίσος των Φράγκων εναντίον των Ρωμηών, θα μπορούσε να πει κανείς πολλά. Θαρρώ, όμως, ότι εκείνο που έχει για εμάς ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τονισθεί, είναι η προέλευσή αυτού του μίσους.(1)
Δεν πρόκειται για μίσος συναισθηματικής τάξεως. Δηλαδή ρηχό, επιπόλαιο και ευκόλως αναστρέψιμο. Είναι μίσος τάξεως οντολογικής. Ξεκινάει από τα κατάβαθα της θρησκευτικής τους συνείδησης, η οποία είναι εντελώς διαφορετική από την δική μας.
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος, διακεκριμένος μελετητής των σχέσεων Ανατολής-Δύσης, γράφει σχετικά: ’’Τό μίσος αυτό εκδηλώθηκε ακόμη από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία θέσπισε την προσκύνηση των ιερών εικόνων και συνεχίσθηκε αργότερα. Η πολιτική των Φράγκων συνδέθηκε με μια θεολογία, που ήταν αντίθετη με την θεολογία της Ορθοδόξου Ανατολής’’. (2)
Πράγματι, πίσω από κάθε απανθρωπία και σκληρότητα των Δυτικών εναντίον μας, κρύβεται η αναπηρία της θεολογίας τους.
Θέλετε να θυμηθούμε την πολιτική του Όθωνα και της τρόϊκας των ευρωπαίων επιτρόπων του;
1. Τετρακόσια Ορθόδοξα μοναστήρια κλείνουν διά της βίας, καταληστεύονται, και το προϊόν της λεηλασίας φυγαδεύεται στα φράγκικα αρχοντικά.
2. Ο θρυλικός Παπουλάκος διώκεται και φυλακίζεται, με την συγκατάθεση δικών μας ενδοτικών.
3. Προωθείται το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ταλανίζει μέχρι και αυτή την ώρα τα εκκλησιαστικά πράγματα της Πατρίδας μας, όχι μονάχα σε επίπεδο διοικητικό, αλλά προπαντός σε θέματα Πίστεως και Ορθοπραξίας.
Θέλετε να θυμηθούμε την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής;
Δεν ήσαν οι Δυτικοί, εκείνοι που οργάνωσαν στρατιωτικά, που ενίσχυσαν οικονομικά και που κάλυψαν πολιτικά την θηριωδία του Κεμάλ;
Θέλετε να μιλήσουμε για την Κατοχή;
Για τα 2.000 χωριά μας που παραδόθηκαν στην φωτιά; Για τα δωδεκάχρονα παιδιά που εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στα Καλάβρυτα; Για τον εξανδραποδισμό αθώων γυναικόπαιδων και υπερηλίκων ανδρών απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδος; Για τις ξεκοιλιασμένες εγκύους, τις καρφωμένες με ξιφολόγχες στα δένδρα του Διστόμου; Για την πείνα και το θανατικό;
Δεν ήταν το μίσος των Γερμανικών φύλων εναντίον των Ελλήνων Ρωμηών, που τα προκάλεσε όλα αυτά;
Θέλετε να μιλήσουμε για τα μνημόνια τα σημερινά;
Για το ξεπούλημα της πατρίδας μας; Για την ανεργία και την φτώχεια που μαστίζουν την Ελλάδα μας τα τελευταία χρόνια; Για τα νιάτα μας που φεύγουν για τα ξένα; Για την υπογεννητικότητα και τον εποικισμό της πατρίδας μας από τα στίφη του Ισλάμ;
Δεν είναι, όλα αυτά τα δεινά, δαιμονικές μεθοδεύσεις της γερμανικής Ευρώπης, εναντίον της εν Ελλάδι Ρωμηοσύνης;
Πάντως, αυτό που ματιάζει πρώτο-πρώτο το φράγκικο μίσος, δεν είναι τα υλικά μας πλούτη. Επειδή η ρίζα του μίσους εναντίον της Ρωμηοσύνης είναι τάξεως θεολογικής, το πρώτο και κύριο όνειρό τους είναι να μας υποτάξουν εκκλησιαστικώς και να μας αλλάξουν την Πίστη.
Να μας αναγκάσουν με κάθε τρόπο να αναγνωρίσουμε εκκλησιαστικότητα στην ’’κουρελού’’, όπως έλεγε και ο άγιος γέροντάς μας Παΐσιος. Δηλαδή, στον κάθε αιρετικό του λεγόμενου παγκοσμίου συμβουλίου των εκκλησιών, στους οποίους η ξεθωριασμένη εκκλησιολογική μας συνείδηση έχει ήδη , δυστυχώς, αναγνωρίσει μυστήρια, συνεπώς και ιεροσύνη.
Το μήνυμα είναι σαφές: Απέναντι στο άσβεστο μίσος των Δυτικών, οφείλουμε από την πλευρά μας να είμαστε διαρκώς εξαιρετικά προσεκτικοί και να φυλαγόμαστε δεόντως.
Και όπως έχουν αποδείξει τα γεγονότα, αυτό δεν μπορεί να γίνει με τακτικές δικές τους. Δηλαδή, με αγαπολογίες και δημόσιες σχέσεις. Μπορεί να επιτευχθεί μονάχα με τον τρόπο τον δικό μας.
Δηλαδή, με ειλικρινή μετάνοια, με φιλότιμο, με αγωνιστικότητα, με προσήλωση στην Πατερική μας παράδοση, και πάνω απ’ όλα με αναφορά στο θέλημα και στην Πρόνοια του Τριαδικού μας Θεού.
Με δυο λέξεις: Με επιστροφή στις ρίζες μας.
(1). Η Πτώση της Πόλης ωφείλετο σε δυο κυρίως λόγους: Πρώτον, στην προηγηθείσα καταστροφή και καταλήστευση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204 και δεύτερον, στο μίσος των Δυτικών εναντίον της Ρωμηοσύνης. (Συμπέρασμα του Στήβεν Ράνσιμαν)
(2). Από το άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ’’Η Πόλις εάλω, αλλά ζη’’. http://agiameteora.net/index.php/i-polis-ealo/1796-i-polis-ealo-alla-kai-zi.html
Ο Βλαδίμηρος Πούτιν προέρχεται από την K.G.B., την φοβερή μυστική υπηρεσία της κομμουνιστικής Ρωσίας. Υπήρξε ανάστημα του Γιέλτσιν και βάδισε στα χνάρια του. Σήμερα είναι Πρόεδρος της Ρωσικής Συνομοσπονδίας, μεγάλος και χαρισματικός ηγέτης, σεβαστός στους φίλους και φοβερός στους εχθρούς της Πατρίδος του. Βρίσκεται στην εξουσία χρόνια τώρα με τη θέση άλλοτε του Πρωθυπουργού και άλλοτε του Προέδρου μαζί με τον Μεντβέντεφ, δύο στη συσκευασία του ενός, χάριν της Αγίας Ρωσίας.
Σήμερα ο άνθρωπος αυτός φαίνεται ότι πιστεύει και θρησκεύει. Τουλάχιστον εξωτερικά δείχνει την ευλάβειά του και στηρίζει την Ορθοδοξία απανταχού της γης. Χτίζει Εκκλησίες και επιστρέφει στο Πατριαρχείο της Ρωσίας τα κλεμμένα των μπολσεβίκων. Ασφαλώς πρέπει νάναι και από τους λίγους φίλους της Ελλάδας, χωρίς αυτό όμως να καταργεί το πρώτο και άμεσο ενδιαφέρον του για το καλό της πατρίδας του.
Φαίνεται λοιπόν ότι πιστεύει και μετάνιωσε. Αυτό έδειξε κι εδώ στην Ελλάδα. Λένε ότι έχει και πνευματικό και εξομολογείται. Πήγε στους Αγίους Τόπους και άφησε πάνω στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου το βαπτιστικό σταυρό του που του είχε δώσει η μάνα του, λέγοντας ο ίδιος σε δημοσιογράφο το εξής φοβερό: "ἡ πίστη είναι σαν το χορτάρι στην άσφαλτο. Το πατάνε τα αυτοκίνητα και αυτό όλο ξαναφυτρώνει". Αρκετές φορές πήγε και στο Άγιο Όρος.
Οπωσδήποτε αναμάρτητος δεν είναι. Είναι διπλωμάτης, είναι χριστιανός, είναι πατριώτης, έξυπνος, ετυμόλογος, ευθύς στο λόγο. Έχει πάρει και διαζύγιο από τη σύζυγό του. Πως και γιατί δεν μάθαμε πολλά. Τηρουμένων των αναλογιών είναι για την Ορθόδοξη Ρωσία μια καλή περίπτωση ηγέτη, συμβατού με την πίστη και την παράδοση. "Ἑίτε προφάσει είτε αληθεία Χριστός δοξάζεται". Μπορεί να ισχύει και το άλλο του Χριστού, ότι: "οι τελώνες και αι πόρνες πάνε μπροστά και μας οδηγούν στη Βασιλεία των Ουρανών".
Εμείς εδώ το ξεφτιλίσαμε. Ούτε τον σταυρό μας δεν κάνουμε. Δεν μπορεί νάναι κάποιος πρωθυπουργός σε μια ορθόδοξη χώρα και νάναι άθεος και άπιστος; Με τίποτε. Είναι τελείως αταίριαστο. Είσαι σα τη μύγα μεσ΄ στο γάλα. Νιώθει άβολα και δεν ξέρει τι να κάνει. Κρίμα για τον Αλέξη, τον Πρωθυπουργό μας. Θέλει πολλή προσευχή ώστε να βγάλει από μέσα του την καλή πλευρά και να αποδεχθεί την υπεροχή της γνώσεως και της δυνάμεως του Θεού. Δεν μπορεί νάχει η Ελλάδα άθεο Πρωθυπουργό... Εδώ όλα μιλούν για το Θεό. Ο άθεος κανονικά πρέπει να ζει σε άλλη χώρα. Διαφορετικά πάσχει. Αξιολύπητος ο άνθρωπος. Ο Πούτιν κινούταν μέσα στο φυσικό του χώρο. Ο δικός μας είχε χάσει "τ΄ αυγά και τα πασχάλια". Φταίμε όμως κι εμείς, κληρικοί και λαϊκοί, διότι ζούμε εντελώς εξωτερικά την πίστη και δε βοηθάμε με βίο και λόγο τους ατακτούντες.
Συμπληρωματικά με το παραπάνω θέμα είναι και τα εξής.
Μη μας κακοφαίνεται για την αθεϊα των αρχόντων μας. Δεν είχε και καλύτερους να μας στείλει ο Θεός. Εξάλλου είναι και επιλογή μας. Φταίμε εμείς πρωτίστως που τους ψηφίσαμε, κατά πλειονοψηφεία εννοείται. Δηλαδή "κατά τον λαόν και οι άρχοντες".
Μπορεί να είμαστε βαπτισμένοι ορθόδοξοι, αλλά τι σόϊ χριστιανοί είμαστε; Ο λαός μας χτυπιέται από τα κύματα και βουλιάζει μέσα στην απιστία, στη μαγεία, στην πορνεία, στις προγαμιαίες σχέσεις, στην εκτεταμένη μοιχεία, στη χρήση ουσιών από το γυμνάσιο ακόμη. Είμαστε πρώτοι στη βλασφημία, στις εκτρώσεις, στο κάπνισμα, στην απρόσεκτη οδήγηση, στη ρύπανση του περιβάλλοντος, στην αισχρολογία, στην οφθαλμοπορνεία ζώσης και εικονικής πραγματικότητας...
Από την άλλη μεριά όμως ισχυριζόμαστε ότι όλοι έχουμε δεί στον ύπνο μας την Παναγία και την Αγία Παρασκευή, έχουμε αγίους προγόνους που δεν τους μοιάζουμε βέβαια, περνάμε ανάβουμε ένα κεράκι, αλλά δεν εκκλησιαζόμαστε συστηματικά, και καυχιόμαστε ότι θρησκεύουμε και πιστεύουμε με τον τρόπο μας, τη στιγμή που δεν έχουμε εξομολογηθεί ποτέ και έχουμε χρόνια να κοινωνήσουμε.
Αυτοί είμαστε γενικά ως λαός: ανεκκλησίαστοι και απαίδευτοι χριστιανικά. Καρναβαλιστές στο έπακρο, χωμένοι στη μασονία και τις στοές, διεφθαρμένοι μέχρι το κόκαλο, φιλοπανηγυριστές και φιλοαγιορείτες πιθανότατα, με εικόνες στα σπίτια μας, αλλά και με χρόνιους παράνομους δεσμούς, πολιτικούς γάμους, σύμφωνα συμβίωσης και παρατεταμένα αρραβωνιάσματα, δηλαδή όλα όσα άνευ ουδεμιάς αντιλογίας βδελύσσεται ο Θεός και η Εκκλησία.
Διαμαρτυρόμαστε τώρα για τη συμπεριφορά του Υπουργού παιδείας σε βάρος των θρησκευτικών... Γιατί; Οι νέοι γονείς κατά πως έμαθαν σέρνουν από μικρά τα παιδιά τους με τα καροτσάκια στις καφετέριες που πήγαιναν και πηγαίνουν και οι ίδιοι. Μόλις μεγαλώσουν τα στέλνουν σε όλα τα άλλα: πολεμικές τέχνες, μπαλλέτα κλπ αδιαφορώντας για κατηχητικά, εκκλησία, προσευχές, λόγο Θεού.
Οι υπουργοί της αριστεράς λοιπόν κάνουν αυτό που ξέρουν και το εφαρμόζουν δημόσια και γενικά. Το επιτρέπει ο Θεός για να καταλάβουμε πόσο επιπόλαιο και αταίριαστο είναι να ζούμε χωρίς Θεό όχι μόνο με νόμους του κράτους, αλλά και με τους δικούς μας νόμους μέσα στην καρδιά μας και μέσα στο σπίτι μας.
Βέβαια για όλα αυτά φταίει πρωτίστως και η εκκλησιαστική κατήχηση και οργάνωση, η οποία αρέσκεται και χαίρεται, και καλά κάνει μέχρι ένα σημείο, αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό, που βλέπει λαό πολύ Χριστούγεννα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο στους ναούς και δεν ανησυχεί που όλος αυτός ο λαός είναι αποίμαντος, ακατήχητος, επιφανειακός, ασχολούμενος με όνειρα, με προλήψεις και δεισιδαιμονίες, φορτωμένος με μάγια και ξεματιάσματα και με πλημμελή γνώση της ορθόδοξης πίστης.
Ο λαός μας εξ αιτίας της σιωπής των ποιμένων δεν έχει πλέον κριτήρια να αποφασίσει γιά τη ζωή του και να ψηφίσει για την πατρίδα του. Κουβαλάει ιδέες απαράδεκτες για τους παπάδες και την Εκκλησία, για την παρούσα και για την άλλη ζωή και νομίζει επειδή σε κάποια στιγμή διάβασε την αγία Επιστολή και την Αποκάλυψη της Παναγίας, ότι έπιασε το κράσπεδο του ιματίου του Ιησού.
Πρότυπα και σύγχρονοι άγιοι ασφαλώς υπάρχουν, αλλά συνεχής προσφορά του θείου λόγου και παρεμβάσεις αληθείας στην επικαιρότητα δεν υπάρχουν εκ μέρους των εκκλησιαστικών ποιμένων με αποτέλεσμα να προσεγγίζει ο λαός μας ακόμη και τα πιο άγιο πρόσωπα μοιρολατρικά, συναισθηματικά και μαγικά.
Γι΄ αυτό λοιπόν μη λέμε ότι μας φταίει η πρώτη φορά αριστερά. Ας κάνουμε την αυτοκριτική μας και ας καταλάβουμε ότι είμαστε πνευματικά τόσο ανώριμοι ώστε τη στιγμή που οι άλλοι λαοί αποκήρυξαν τον μαρξισμό, εμείς εδώ ψηφίζουμε αριστερούς και άθεους, ανθρώπους με αποκομμένες τις σχέσεις με την Εκκλησία και μετά διαμαρτυρόμαστε για τα κακά που μας βρήκαν.
Σε ένα λαό σοβαρό, πονεμένο, ειλικρινή, με βαθιά πίστη και στοχασμό, που έχει πάρει στα σοβαρά τη βασιλεία των ουρανών, που η Εκκλησιαστική του ηγεσία έχει λόγο και δυναμική παρουσία στα τεκταινόμενα, ο Θεός στέλνει και ανάλογους ηγέτες... Σε μας που μια ζωή παιδιαρίζουμε και κινούμαστε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, βλέπουμε τώρα όλοι τι μας έλαχε... Πάμε από το κακό στο χειρότερο… Τι άλλο να πούμε; Ως εδώ και μη παρέκει!!!
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας
Η ανίερη και ανέραστη « ιερωσύνη» των παπικών και ο παραλογισμός ορισμένων «Ορθοδόξων».
Ο άγιος Γερμανός Πατριάρχης Κων|πόλεως, μέγας αγωνιστής της Ορθοδοξίας, και υπέρμαχος των αγίων εικόνων, στον προοιμιακό συγγραφικό έργο του επισημαίνει: «Σοφών ανδρών αι ερωτήσεις, μελέτης δέονται και νήψεως ου της τυχούσης, ίνα εν Κυρίω γένωνται αι επιλύσεις».
Πολύς και βαρύς ο αποδεικτικός λόγος αρνήσεως ιερωσύνης των παπικών και συνεπεία τούτων η παντελής στέρησης της θείας χάριτος από πάσης ιεροπραξίας. Ο άσφαιρος, άκαιρος λόγος και πόλεμος ολίγων παρα-λογιζομένων επισκόπων και λαϊκών να αποδείξουν τα αντίθετα και να μίξουν τα άμεικτα, δηλώνουν αυτόχρημα θεολογική άγνοια, αλλά περισσότερη εκκλησιαστική και κανονική αταξία, και ως εκ τούτου σκανδαλισμό των ορθοδόξων συνειδήσεων!
Φαίνεται τελικά πως η Σύνοδος της Κρήτης έχει αποδυθεί a priori σ’ έναν αγώνα της πάση θυσίας αναγνωρίσεως βαπτίσματος και ιερωσύνης των παπικών. Είναι ομολογουμένως άχαρι έργο να προσπαθείς ν’ αποδείξεις τα αυτονόητα στους ετσιθελικά επιμένοντας, οι οποίοι μάλιστα σεμνύνονται με βαρύγδουπους θεολογικούς τίτλους και επισκοπικές θέσεις…
Η άρνηση ιερωσύνης στους πάσης φύσεως και αποχρώσεως αιρετικούς και κυρίως στους παπικούς, είναι έργο θεολογικής δικαιοσύνης, αφού αυτοί οι ίδιοι απέκοψαν εαυτούς από τους κρουνούς της θείας χάριτος που εκπηγάζουν από το Σώμα του ζώντος Χριστού την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Αλλά είναι και έργο αγάπης διότι έτσι κεντούν την συνείδησή τους, ότι βρίσκονται σε λάθος κατεύθυνση και χρήζουνε θεραπείας και επιστροφής στην αρχέγονη αγάπη της εκκλησίας μας.
Εάν οι παπικοί έχουν ιερωσύνη και ιερουργούν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας προς τι τότε να μην συλλειτουργούν και Κοινωνούν με τους εν Χριστώ ανατολικούς αδελφούς; Τι περιμένουν ή μάλλον τι φοβούνται και δεν προχωρούν;
Εάν οι παπικοί έχουν ιερωσύνη τότε κάθε τους ιεροπραξία είναι έγκυρη. Αλλά μπορούν να μας υποδείξουν και αποδείξουν ότι ο αγιασμός τους των Θεοφανείων, ή και ένας καθημερινός «μικρός» αγιασμός παραμένει αναλλοίωτος και διαυγέστατος επί έτη μακρά;
Εάν οι παπικοί έχουν ιερωσύνη και επομένως πλουσία την χάρη των μυστηρίων, που είναι τότε οι αγιασμένες και θεωμένες υπάρξεις, οι Πορφύριοι, Παϊσιοι, Ιάκωβοι, οι διορατικοί και προορατικοί, οι ασώματοι ασκητές τους, τα ευωδιάζοντα χαριτόβρυτα λείψανα και το «νέφος» των μαρτύρων; Κατά δε την παρατήρηση του πατερικού θεολόγου Νικολάου Π. Βασιλειάδη «Μόνον η Ορθοδοξία έχει Μάρτυρες…διότι μόνον οι Ορθόδοξοι Μάρτυρες ομολογούν άχραντη ανόθευτη, απαραχάρακτη την πίστι της ευαγγελικής αληθείας. Μόνον αυτοί χύνουν το αίμα τους, για να μένουν αμόλυντα τα θεοπαράδοτα Μυστήρια της Μιάς Εκκλησίας». Οι παπικοί –όσο και εάν ενοχλεί η υπενθύμηση αυτή- οντολογικά και θεολογικά στερούνται ιερωσύνης. «Κατά το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η υπό των ετεροδόξων τελουμένη θεία Ευχαριστία δεν θεωρείται ως τοιαύτη, η δε συμμετοχή εις αυτήν μελών της ορθοδόξου Εκκλησίας δεν είναι δυνατόν να θεωρηθή ουδέ ως «κατ’ οικονομίαν» επιτρεπομένη» (Ιερώνυμος Κοτσώνης). Γενικότερα δε κατά τον καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα «…όσοι ενόθευσαν την διδασκαλία της Εκκλησίας παρεισάγοντες ιδικής των επινοήσεως διδάγματα και παρέμενον αμετακίνητοι εις τα εσφαλμένα δόγματά των, απεκόπτοντο και εξεβάλλοντο του σώματος της Εκκλησίας».
Αφελή ίσως για πολλούς τα ως άνω ερωτήματα. Όμως όλα αυτά και άλλα παραπλήσια συν Θεώ θα τα θεμελιώσουμε αποστολικοπατερικά, δογματικά, ηθικά και εκκλησιαστικά με το αιώνιο και αδιαπραγμάτευτο κύρος των Οικουμενικών μας Συνόδων.
Κομβικό σημείο επαναδιαπραγμάτευσης σχέσεων Ανατολής και Δύσεως, θεωρείται -η κατά το παρελθόν άγνωστος ορολογία- η λεγόμενη βαπτισματική θεολογία. Κατά τους ισχυρισμούς των ενθέρμων ορθοδόξων οικουμενιστών, η αναγνώρισης του βαπτίσματος των παπικών και όχι μόνον, συνεπάγεται και αναγνώριση της ιεροσύνης. Οι σοφιστείες αυτές του βαπτίσματος απορρίπτονται ασυζητητί. Ο λόγος εμφανής και απλός. Το βάπτισμα είναι έγκυρο μόνο με την τριπλή κατάδυση-βύθισμα εις την κολυμβήθρα και την επίκληση της Αγίας Τριάδος. Αυτό είναι απαρασάλευτο και αδιαπραγμάτευτο ορθόδοξο δόγμα. Όμως η αιρετική και βλάσφημη διδασκαλία του filioque ανατρέπει εκ βάθρων όλο το μυστήριο της αγίας Τριάδος και κάθε επομένως επίκλησή της είναι άκαιρη, άκυρη και αιρετική. Ο καθηγητής κ. Βασίλειος Γιούλτσης βαθύτατος μελετητής του ιερού Φωτίου και της περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού διδασκαλίας γράφει: «Δια τον Φώτιον, ως και δι’ όλους τους ορθοδόξους, το δόγμα αποτελεί κυρίως έκφρασιν του περιεχομένου της πίστεως και κανόνα ζωής των ομολογούντων την πίστιν ταύτην. Όθεν απόκλισις εκ του ορθού δόγματος συνεπάγεται ουχί απλώς αλλοίωσιν των υπό της Εκκλησίας κηρυσσομένων αληθειών, αλλ’ εν ταυτώ διατάραξιν της ζωής των πιστών και διασάλευσιν των εν τη εκκλησιαστική κοινότητι διαμορφωθεισών σχέσεων…Η δυτική άποψις υποστηρίζουσα δια το άγιον Πνεύμα εκπόρευσιν εκ του Πατρός και του Υιού υποβιβάζει αυτό έναντι των ως άνω θείων προσώπων και διασπά ούτω την τριαδικήν ενότητα των ισαξίων και ισοσθενών υποστάσεων…Η ενότης δόγματος και ήθους απετέλει δια τους ορθοδόξους, γενικώς θεμελιώδη αρχήν, άνευ της οποίας ήτο αδιανόητος η θέσις του πιστού εντός του εκκλησιαστικού σώματος…». Επομένως δεν ημπορούν ατιμωρητί να παραβιάζονται τα δόγματα αφού κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη οι ιεροί και θείοι Κανόνες είναι «αι πηγαί των πνευματικών και ζωηρρύτων υδάτων και τα νοητά θεμέλια, δια των οποίων η Παναγία Τριάς «συνέστησε και συνέπηξε» την Καθολικήν Εκκλησίαν.
Η εκλογή προσώπων. Η προκλητική απουσία αγιασμένων αγιορειτών Ηγουμένων και Πατέρων Ορθοδόξων Αδελφοτήτων.
Είμαι ο πλέον ελάχιστος και τελευταίος να υποδείξω το εσφαλμένον της κάθε εκκλησίας προσμετρούσης επισκοπικής και μόνο ψήφου. Ίσως όμως και να είμαι ο πρώτος -ζητώ συγνώμη για την αναιδειά μου-όπου θα ανατρέξω στις Οικουμενικές Συνόδους για να αναφέρω ονόματα από τον Μοναχισμόν και την καθοριστική συμμετοχή τους στις αποφάσεις. Ελάχιστα ονόματα σταχυολογούμε…Όμως αδικείται κατάφωρα και ο εγκόσμιος μοναχισμός εις τα ιεραποστολικά πρόσωπα των Αδελφοτήτων -περί των οποίων εσχάτως ο Μακαριότατος υπέδειξε την αναγκαιότητα της υπάρξεώς τους μέσα στην Εκκλησία. Κορυφαίοι θεολόγοι άξια θα εκπροσωπούσαν την Ελλαδική Εκκλησία.
Στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος έχουμε 96! υπογραφές Πρεσβυτέρων Ηγουμένων. Ενδεικτικά αναφέρω: «Μαριανός,.. Αγαπητός…ελέει Θεού πρεσβύτερος και αρχιμανδρίτης και έξαρχος των ευαγών μοναστηρίων αξιώσας υπέγραψα…».
Ο τόπος, ο χρόνος, η…νηστεία, ο οικονομικός ισο-λογισμός.
Ο τόπος σύγκλησης της Συνόδου είναι ο πλέον ακατάλληλος αφού η όλη ξενοδοχειακή περιρρέουσα ατμόσφαιρα, λόγω του ξενικού και εν πολλοίς αδιάντροπου τουρισμού δεν διαθέτει ούτε την ελαχίστη πνευματικότητα και οι άλλοι κίνδυνοι είναι εμφανέστατοι. Δεν είναι μόνον οι φωτογραφίες όπως σωστά υπογράμμισε ο άγιος Μεσογαίας. Να συμφύρονται επίσκοποι, εξυπακούεται πνευματικοί άνθρωποι, προορισμένοι για έναν ύψιστο σκοπό, είναι αδιανόητο. Ο αγιασμένος τόπος το Περιβόλι της Παναγίας μας ήταν ό,τι έπρεπε. ΄Ετσι θα απεκλείοντο και γυναίκες, των οποίων η παρουσία μάλλον δεν ωφελεί κατά την επιεικέστερη έκφραση.
Όταν η Σύνοδος θα συζητήσει και για τα θέματα της νηστείας-δεν θα κάνουμε λόγω περί ποικιλίας εδεσμάτων και εκλεκτής οινοποσίας- τη στιγμή που πλείστοι αδελφοί μας κυριολεκτικά και ευαγγελικά «λιμώ απόλλυντα»ι! πως θα πεισθούμε οι πιστοί για την ορθότητα των αποφάσεων, την στιγμή που οι εργασίες της Συνόδου θα διεξάγονται από Πεντηκοστής έως αγίων Πάντων, δηλαδή σε περίοδο απόλυτης κατάλυσις χωρίς έστω και μία ημέρα νηστείας για το θεαθήναι. Είναι αδιανόητο μία Σύνοδος για τόσα ύψιστα θέματα, να μην νηστεύσουν τα μέλη της, ζητώντας την χάρι και το φωτισμό εν συντριβή καρδίας του Παναγίου Πνεύματος Να υπενθυμίσουμε σε όλους τους ορθοδόξους εμπλεκόμενους της Συνόδου μία λεπτομέρεια που μάλλον προκλητικά παραθεώρησαν. Η εκκλησία της Αντιοχείας σε λατρευτική σύναξη καθοσιώνει τους δύο αποστόλους Βαρνάβα και τον Παύλο στο ιεραποστολικό τους έργο, στα έθνη, δια επιθέσεως των χειρών αλλά και δια της Νηστείας την οποίαν θεωρούν αναγκαιότατη για την ευλογία του αγίου Πνεύματος «λειτουργούντων και νηστευόντων…νηστεύσαντες» (Πραξ.ιγ’2-3).
Για τον οικονομικό ισο-λογισμό ποιός μπορεί, ή είναι, ο καθ’ ύλην αρμόδιος να δώσει απάντηση στις συνειδήσεις των πιστών, εν μέσω οικονομικής κρίσεως για την σπατάλη και διασπάθιση ή και διάθεση των πολλών εκατομμυρίων ευρώ σε κυριολεκτικά αχρείαστες στιγμές.
Καταληκτικά κλείνουμε με μία ορθόδοξη θέση -τοποθέτηση και με ένα ουσιώδες ερώτημα στους εκπροσώπους της ελλαδικής αλλά και αυτού του Πατριαρχείου, Εκκλησίας μας. Η πατερική παράδοση λέγει ότι «η μέν ασυνέπεια του ήθους προς το ορθόδοξο δόγμα συνιστά ηθικήν πτώσιν, ήτοι αμαρτίαν, η δε εκτροπή εκ του ορθοδόξου δόγματος συνιστά δογματικήν πλάνην, ήτοι αίρεσιν». Και το ερώτημα.
Ποια ευλογία και ποιο φωτισμό του αγίου Πνεύματος μπορεί να έχει η επισκοπική ψήφος-προς μεγάλην απογοήτευσιν των ορθοδόξων- την στιγμή κατά την οποίαν άλλοι διακριτικά και άλλοι προκλητικά αποστασιοποιήθηκαν ή και το χειρότερο, αρνήθηκαν οποιαδήποτε καταδίκη , την στιγμή κατά την οποίαν η ελληνική πολιτεία προπαραμονή Χριστουγέννων εψήφιζε και νομοθετούσε τις βδελυκτές σοδομικές αμαρτίες; Εδώ αμετάκλητα ισχύει το πατερικόν «Ο σιγών την αλήθειαν κρύπτει Χριστόν εν τάφω». Ποια ισχύ μπορεί να διαθέτει μία «μεταπατερική» ψήφος ή μία αθεολόγητη και επικίνδυνη εκκλησιολογία, που στερούνται αρετής και αγιότητος; Στην Σύνοδο δεν μας εκφράζουν ούτε οι σοφοί ούτε οι «ειδικοί» αλλά μόνον οι άγιοι και οι ταπεινοί.
Ποια σωτήρια Χάρη για το πλήρωμα της εκκλησίας, για εμάς τα λαϊκά μέλη, που δεν είμαστε μόνο για το δίσκο, μπορεί να έχουν οι ψήφοι Ελλάδος και Φαναρίου όταν τακτικά ή και σποραδικά οι διενέξεις για τις Νέες Χώρες « που τελειωμό δεν έχουν», κατασκανδαλίζουν το ορθόδοξο πλήρωμα; Μπορεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να επαναπαύεται το άγιον Πνέυμα που εν τω Ονόματί του συνεδριάζουν και αποφασίζουν οι κατά τα άλλα εν Χριστώ αδελφοί;
Είναι ευλογημένο, είναι θεμιτό, είναι επιτρεπτό στη Σύνοδο να παρευρίσκονται παρατηρητές αιρετικοί και να απουσιάζουν ορθόδοξα λαϊκά μέλη του Σώματος του Χριστού;
Την τελευταία λέξη όμως την έχει ο λαός του Θεού. Ναι μεν έστω και ανημέρωτος, απληροφόρητος, ή και το χειρότερο παραπληροφορημένος, προσεύχεται επώδυνα, για τις εργασίες της Συνόδου, όμως και αγρυπνεί και περιμένει...
«Μέγας νοῦς» ὁ Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μία πολυσύνθετη προσωπικότητα, ἡ ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, τὴν ἐμπνευσμένη συμβολὴ στὸ ἀποστολικὸ ἔργο τοῦ Βυζαντίου, τὴ βαθυτάτη φιλολογικὴ καὶ θεολογικὴ μόρφωση. Ἀπὸ τὸ ἔργο του «Ἀμφιλόχια», αὐτὴ τὴ συλλογὴ θὰ ἀποδώσουμε στὴ νεοελληνικὴ τὴν ἐρώτηση ΟΒ! (72): ΕΡΩΤΗΣΗ: «Ὅταν ὁ θεσπέσιος Παῦλος λέῃ· «ὁ Ἀδὰμ δὲν ἐξαπατήθηκε, ἐνῷ ἡ γυναῖκα ἀφοῦ ἐξαπατήθηκε παρέβη τὴν ἐντολή, θὰ σωθῇ διὰ τῆς τεκνογονίας κ.τ.λ.» πῶς πρέπει νὰ ἐννοοῦμε τὸ «ἡ γυναῖκα θὰ σωθῇ διὰ τῆς τεκνογονίας;»
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «Τὴ διδασκαλία τοῦ περὶ τοῦ ὅτι ἡ γυναῖκα ὀφείλει νὰ εἶναι ὑποταγμένη στὸν ἄνδρα καὶ νὰ μαθαίνῃ μᾶλλον παρὰ νὰ ἐπιχειρῇ νὰ διδάσκῃ, ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε γιὰ ὅλους τὰ πάντα, δηλαδὴ ὁ Παῦλος, καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλὰ ἀπέδειξε δίκαιη καὶ συμφέρουσα· καὶ τώρα λέει, «πρὶν ἀπὸ τὴ γυναῖκα πλάσθηκε ὁ ἄνδρας». Στὴ συνέχεια ἀναφέρει τὴν σπουδαιότερη αἰτία· «Καὶ ὁ Ἀδὰμ δὲν ἐξαπατήθηκε, ἀλλὰ ἡ γυναῖκα», ἀφοῦ ἄνοιξε διάπλατα τὴν ψυχή της στὸ δόλωμα καὶ ἀφοῦ τὴ διαπέρασε πέρα ὥς πέρα τὸ ἄγκιστρο τῆς ἀπάτης, διεβίβασε τὴν πληγὴ καὶ τὴ βλάβη ἀπὸ αὐτὴν τὴν πράξη της καὶ στὸν ἄνδρα· γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἀταίριαστο στὴ γυναῖκα τὸ νὰ διδάσκῃ· ἐπειδή, ὅταν ἔβαλε τὸν ἑαυτό της στὴν τάξη τοῦ διδασκάλου, ὁδήγησε ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο τὸν ἀρχηγὸ τοῦ γένους μας. Γι’ αὐτὸ ἔχει λεχθῆ πὼς ὁ Ἀδὰμ δὲν ἐξαπατήθηκε, ἐπειδὴ ὄχι αὐτὸς ἀλλὰ ἡ Εὔα, μὲ τὸ νὰ γίνῃ ὄργανο τοῦ ἐχθροῦ μετὰ τὸ φίδι, ὁδήγησε στὴν ἀπάτη· δεύτερον, ἐπειδὴ αὐτὸς (ὁ Ἀδὰμ) δὲν συγκατατέθηκε στοὺς ἀπατηλοὺς καὶ κολακευτικοὺς λόγους τοῦ φιδιοῦ· καὶ οὔτε φυσικὰ πείσθηκε ὅτι ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης καὶ Προνοητὴς τοὺς φθονοῦσε καὶ γιὰ τὴν εὐδαιμονία ποὺ ἀπελάμβαναν καὶ γιὰ τὴ θέωση· ἀλλὰ αὐτὴ τὴν παράνομη συμβουλὴ ἐναντίον τοῦ Πλάστη ἡ Εὔα ἀφοῦ τὴν ἅρπαξε καὶ μὲ τὴν ἀκοὴ καὶ μὲ τὴν ἐσωτερική της διάθεση, ἔφαγε ἀπὸ τὸ ἀπαγορευμένο δένδρο καὶ προσκαλοῦσε καὶ τὸν ἄνδρα νὰ δοκιμάσῃ. Ἐκεῖνος, τροφὴ ποὺ ἡ γυναῖκα τοῦ βεβαίωνε ὅτι διέφερε ὡς πρὸς τὴ γλυκύτητα καὶ τὴν εὐχαρίστηση, ὅπως ἦταν φυσικό, δοκίμασε κι ἔπεσε στὰ δίκτυα τῆς παραβάσεως· κι ἐπειδὴ νόμισε ὅτι ἡ βοηθὸς προέτρεπε σὲ πρᾶγμα συμφέρον καὶ ὠφέλιμο· γι’ αὐτὸ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὄχι ἄστοχα πὼς δὲν ἐξαπατήθηκε ὁ Ἀδάμ. Γιατί βέβαια πολλοὶ ἄνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους ὅταν κάνουν τὴν ἴδια ἀποτρόπαιη πράξη, ὄχι ὅμως μὲ τὸ ἴδιο κι ὅμοιο φρόνημα. Αὐτὸς ποὺ πρῶτα μελέτησε καὶ διέκρινε, ὕστερα ἀπέρριψε τὸ καλύτερο καὶ στράφηκε στὸ χειρότερο διαλέγοντας τὸ φαῦλο, κάνει τὸ παράπτωμά του ἀσυγχώρητο· ἐκεῖνος, ὅμως, ποὺ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἔκανε, ἀλλὰ ἀπὸ συμμετοχὴ στὴν πράξη καὶ μόνο ὀλίσθησε, μπορεῖ ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς νὰ προσελκύσῃ τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἄφεση· ἔτσι συνέβη κι ἐδῶ.
Ἡ Εὔα, ἀφοῦ μελέτησε ὅλα αὐτὰ καὶ τρόχισε τοὺς λογισμούς της στὴ διαβολὴ κατὰ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, προχώρησε ἀμέσως στὴν ἀθέτησή της· ἐνῷ ὁ Ἀδὰμ δὲν ἀτίμασε καθόλου προηγουμένως τὸν νόμο ποὺ τοῦ δόθηκε, παρὰ μόνο παρασύρθηκε ὕπουλα στὴν παράβαση· γι’ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἰπωθῇ ὅτι ὁ Ἀδὰμ δὲν ἐξαπατήθηκε. Καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιβεβαιώσῃ αὐτό, τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸς ὑπάκουσε σὲ γλῶσσα ὁμόφυλη καὶ οἰκεία καὶ ποὺ δὲν εἶχε ἀποδειχθῆ σφαλερὴ σὲ πολλὲς περιστάσεις· ἐνῷ αὐτὴ (ἡ Εὔα) φανερὰ αἰχμαλωτίσθηκε σὲ φωνὴ ἀλλόφυλη (τοῦ φιδιοῦ) καὶ ἀσυνήθιστη νὰ ὁμιλῇ κι ἔτσι παγιδεύτηκε στὴ μοχθηρία. Λοιπὸν καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἐπίσης ἰσχυριζόμαστε ὅτι ὁ Ἀδὰμ δὲν ἐξαπατήθηκε· ἐνῷ ἡ γυναῖκα ἐξαπατήθηκε καὶ ἔπεσε στὴν παράβαση· καὶ οἱ δύο ὑπῆρξαν παραβάτες· ἀλλ’ ὅμως προηγήθηκε ἡ παράβαση τῆς γυναίκας. Καὶ μάλιστα ἀποδείχθηκε αὐτὴ ἔνοχη διπλῆς παραβάσεως, καὶ τῆς δικῆς της καὶ ἐκείνης στὴν ὁποία ὤθησε ἐπίμονα τὸν ἄνδρα της… Στὴ συνέχεια, «Ἡ γυναῖκα θὰ σωθῇ διὰ τῆς τεκνογονίας», δηλαδή, ἡ γυναικεία φύση· γι’ αὐτό, βέβαια, τὸ ρητὸ τοῦ Ἀποστόλου ἔβαλε στὴ θέση τῆς Εὔας τὴ γυναῖκα.
Λέγουν μερικοὶ ὅτι ὁ Ἀπόστολος, λέγοντας τεκνογονία, ἐννοεῖ τὴν ἐπιμελῆ φροντίδα καὶ πρόνοια γιὰ τὰ τέκνα, μέσῳ τῆς ὁποίας καὶ οἱ ἴδιοι οἱ σύζυγοι στηριζόμενοι μὲ τὴν ἀμοιβαία πίστη καὶ ἀγάπη, θὰ ἐπιτύχουν ἀπὸ κοινοῦ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωφροσύνη· καὶ εἶναι φανερὸ πὼς οἱ μητέρες ποὺ παιδαγωγοῦν πρὸς τὶς ἀρετὲς τὰ τέκνα τους, μελετοῦν καὶ ἐξασκοῦν ἐπιμελῶς τὰ ἴδια πράγματα· μὲ αὐτὰ διαλύουν τὴν κατηγορία τῆς παραβάσεως. Γιατί αὐτὸ εἶπε ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης· «Θὰ σωθῇ ὅμως διὰ τῆς τεκνογονίας». Γιατί ἀσφαλῶς ἡ διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν καὶ ἡ θεάρεστη πρόνοια καὶ ἐπιμέλεια γι’ αὐτὰ ἀποτελεῖ ἕνα δίκαιο λόγο γιὰ νὰ ἀνακληθῇ ἡ σφαλερὴ διδασκαλία τῆς Εὕας πρὸς τὸν Ἀδάμ. Δίδαξα λανθασμένα τὸν ἄνδρα; Ἀλλὰ παιδαγωγῶ ὀρθὰ καὶ (μεγαλώνω) ἀνατρέφω τὰ παιδιά. Καταδικάζει ἐκεῖνο τὸ σφάλμα; Πῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ μάλιστα στὸν δίκαιο καὶ φιλάνθρωπο Κριτὴ ἀφορμὴ συγγνώμης καὶ λύση τῆς τιμωρίας, αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ κατόρθωμα κοντινὸ πρὸς τὸ λάθος; Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ γυναικεία φύση πιασμένη γερὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν τεκνογονία καὶ ἐπιδιώκοντας αὐτὴν δι- αλύει καὶ ἀποσείει ἀπὸ πάνω της τὴν κατηγορία ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἀπάτη καὶ τὴν τιμωρία· καὶ ὅτι (μάλιστα) ὁ Ἀπόστολος συνηθίζει νὰ ὀνομάζῃ τεκνογονία καὶ μάλιστα τεκνοτροφία τὴ σωτήρια ἐπιμέλεια γύρω ἀπὸ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν, εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ ἐδῶ. Θέλοντας, δηλαδή, νὰ ἀνεβάσῃ στὴν τάξη τῶν χηρῶν ὅσες ἔχουν στερηθῆ τὸν ἄνδρα, λέει: «Χήρα ἂς συναριθμηθῇ γυναῖκα ὄχι λιγότερο ἀπὸ ἑξήντα χρόνων»· ἔπειτα γιὰ Τὰ ὀρφανά, ἔργο τοῦ Νικολάου Γύζη νὰ δείξῃ ποιὲς πνευματικὲς προϋποθέσεις θὰ πρέπῃ νὰ ἔχῃ, λέει: «Ἂν ἀνέθρεψε τὰ παιδιά της, ἂν ἔνιψε πόδια ἁγίων, ἂν συ- μπαραστάθηκε στοὺς θλιβομένους·» καὶ πρόσεξε πῶς συνέταξε καὶ συναρίθμησε με τὴ διακονία τῶν ἁγίων καὶ τὴ φιλοξενία καὶ μὲ τὸ λαμπρὸ κατόρθωμα τῆς ἐλεημοσύνης, τὴ σπουδὴ γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν παιδαγωγία τῶν παιδιῶν· ἀλλ’ αὐτοὶ μὲν ἔτσι ἐκλαμβάνουν τὴν τεκνοτροφία καὶ τὴν τεκνογονία. Δὲν θὰ ἦταν ἀπρεπές, ἴσως, νὰ ἐννοήσουμε τεκνογονία, ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία ἡ εὐσεβὴς ἐπιθυμία γιὰ τὰ σπουδαῖα ἔργα καὶ κατορθώματα, ἀφοῦ συλλάβει πνευματικὰ τὸν ὀρθὸ λόγο τῆς ἀληθείας, γεννᾶ μὲ καθαρὲς καὶ ἀμόλυντες πνευματικὲς ὠδῖνες καὶ πληθαίνει τὸ ὄντως εὐγενέστατο γέννημα· μέσῳ αὐτῆς τῆς τεκνογονίας ἐπανορθώνεται ὅλο τὸ προγενέστερο ἐλάττωμα.
Πράγματι, αὐτὲς ποὺ περνοῦν γιὰ νὰ γεννήσουν τέτοιες πνευματικὲς ὠδῖνες, ἀπέκτησαν πολλοὺς υἱοὺς καὶ θυγατέρες· σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν υἱοθεσία βλέπουμε καὶ στὴ στείρα «νὰ τίκτῃ ἑπτά», καὶ νὰ ξεπερνᾶ σὲ δόξα καὶ προκοπὴ τὴν πολύτοκη· αὐτὲς (οἱ γυναῖκες) μεταφέροντας στὸν ἑαυτὸ τοὺς τὸ «πληθύνεσθε καὶ αὐξάνεσθε» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατὰ τρόπο θεοπρεπέστερο, καταδεικνύουν πλουσιωτάτη τὴ Δεσποτικὴ εὐλογία μέσα στὶς ψυχές τους· αὐτοῦ του εἴδους ἡ τεκνογονία δὲν περιορίζει τὴ διάλυση τῆς ἀπάτης μόνο στὶς γυναῖκες ποὺ τεκνοποιοῦν μετὰ ἀπὸ ἐρωτικὴ ἀναστροφή, ἀλλὰ διαβιβάζει τὴ διόρθωση τοῦ σφάλματος καὶ στὶς ἄλλες γυναῖκες καὶ μάλιστα στὶς παρθένους· διότι σώζονται ὅλες μὲ μία τέτοια τεκνογονία, ὅσες βαρύνονταν ἀπὸ τὸ προγονικὸ ἐλάττωμα, μὲ τὸ νὰ ἀποθέτουν δικαιωματικὰ τὸ αἶσχος τῆς ἀπάτης καὶ τὸ φορτίο της καὶ μὲ τὸ νὰ πληθαίνουν τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν δικό τους τοκετό· καὶ συντελοῦν στὸ νὰ δοξάζεται ὁ οὐράνιος Πατέρας ἀπὸ ὅσους προσβλέπουν σ’ αὐτὲς κι ἐξετάζουν τὸ πνευματικὸ κάλλος τῶν ἔργων τους, λαμπρυνόμενες μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη καὶ μὲ τὸν ἁγιασμὸ ποὺ ἐπιτυγχάνεται μέσῳ τῆς σωφροσύνης· κι ἔτσι, νομίζω, αὐτοὶ ἐκλαμβάνουν τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου κατὰ τρόπο θεωρητικώτερο. Ἄλλοι ὅμως ἐκλαμβάνοντας τὴν τεκνογονία κατὰ τρόπο ἱερώτερο καὶ θεοπρεπέστερο, θεολογοῦν σχετικὰ μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρα μας ἀπὸ τὴν Παρθένο· μὲ αὐτὴν τὴν τεκνογονία δὲν δοξάσθηκε μόνον ἡ φύση τῶν γυναικῶν καὶ ἀπεκδύθηκε τὴν ὕβρη καὶ τὴν καταδίκη ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴν ἀπάτη, ζῶντας μὲ πίστη καὶ ἀγάπη καὶ ἁγιασμό, ὁ ὁποῖος εἶναι καρπὸς τῆς σωφροσύνης, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὰ θεληματικὰ παθήματα τοῦ γεννηθέντος Υἱοῦ Τῆς ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ καταξιώθηκε νὰ ζῆ καὶ νὰ ἀπολαμβάνῃ κατὰ πολὺ ἀνώτερα ἀπ’ ὅσο προπτωτικά.
Θέλεις μήπως νὰ μάθῃς καλύτερα πῶς ἡ γυναῖκα μὲ αὐτὴν τὴν τεκνογονία ποὺ εἴπαμε διέφυγε τὴν τιμωρία τῆς ἀπάτης καὶ ἔλαβε τὸ δῶρο τῆς συγχωρήσεως; Αὐτὲς ποὺ προηγουμένως νικήθηκαν ἀπὸ τὴ χαυνότητα καὶ ἄνοιξαν τὰ ὦτα στοὺς ψιθυρισμοὺς τοῦ ὄφεως, ὅταν αὐτὴ ἡ ἱερὴ καὶ ἀληθινὰ παράδοξη τεκνογονία ἦλθε στὸν κόσμο, ἀντιστρατεύθηκαν σὲ τυραννικὲς γλῶσσες ποὺ ρητόρευαν τὴν ἀσέβεια· κι ἀφοῦ θριάμβευσαν ὑπομένοντας ποινὲς φρικωδέστατες ὄχι μόνο στὴν ὄψη καὶ στὴν πεῖρα, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ στὰ λόγια, σὲ πολλὲς περιστάσεις πολλὲς φορὲς ἔφεραν εἰς πέρας (τοὺς) ἄθλους καὶ (τοὺς) ἀγῶνες καθόλου κατώτερους ἀπὸ ἐκείνους τῶν ἀνδρῶν· καὶ ἀναδείχθηκαν διδάσκαλοι τῆς εὐσεβείας ὄχι μόνο τῶν γυναικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνδρῶν καὶ ὑπέστησαν τὶς πικρὲς τιμωρίες γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς θανάτους καὶ τὶς σφαγὲς μὲ γενναῖο φρόνημα, χωρὶς ἴχνος δειλίας, γεμάτες ἀπὸ θεϊκὴ χαρὰ κι εὐφροσύνη.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Είναι αλήθεια, ότι τίποτε δεν θα μείνει εδώ κάτω στη γη από όσα σήμερα υπάρχουν και τα βλέπουμε. Όλα θα γίνουν «στάχτη και μπούρμπερη». «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται». Μόνο ο Θεός είναι αιώνιος, άπειρος, αναλλοίωτος, αμετάβλητος, ανεξάντλητος και αθάνατος. Ο πατριάρχης Αβραάμ μάλιστα δεν έχτισε ποτέ σπίτι πάνω στη γη, έμεινε πάντοτε σε σκηνές, διότι «εξεδέχετο (= προσδοκούσε, περίμενε) την τους θεμελίους έχουσα πόλιν, την άνω Ιερουσαλήμ». Εδώ κάτω είναι τα πρόσκαιρα, τα ρέοντα, τα επίγεια… Κι εκεί επάνω, στο ουράνιο και αιώνιο μέλλον μας είναι τα μόνιμα, τα αμετάβλητα, τα ουράνια και αστασίαστα.
Όπως και νάχει όμως το πράγμα, και τα επίγεια έχουν μια αξία. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ψυχή, είναι και σώμα και δένεται και με το χώμα. Είναι και αυτό μια διαχρονική και πανανθρώπινη διαπίστωση.
Ο Ομηρικός ήρωας Οδυσσέας θέλει να φτάσει στην πατρίδα του και του αρκεί από μακριά να δεί μόνο «καπνόν ανωθρώσκοντα» από τα τζάκια της Ιθάκης. Δηλαδή θάθελε να υπάρχουν σπίτια, τα σπίτια της πατρίδας του, και μέσα σ΄αυτά να υπάρχουν άνθρωποι, να υπάρχει ζωή. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας φράζει με το σώμα του τα στενά των Θερμοπυλών και απαγορεύει στους Πέρσες να διαβούν και να κατεβούν παρακάτω υποτάσσοντας τον τόπο και τον λαό.
Η Αγία Γραφή από την άλλη μεριά υπογραμμίζει την ανάγκη των ευχών των γονέων για την μελλοντική ευστάθεια των σπιτιών και των οικογενειών των παιδιών τους. Οι Εβραίοι κατ΄ εντολήν Θεού κάνουν πολέμους και δίνουν μάχες προκειμένου να φτάσουν στη Γη της Επαγγελίας για να ζήσουν σύμφωνα με το θέλημα του αληθινού Θεού. Ο ίδιος ο Θεός συμβουλεύει τον Μωϋσή να σεβασθεί την αγιότητα του όρους Σινά στη φλεγόμενη και μη κατακαιόμενη βάτο και συνιστά στις μελλοντικές γενιές να μη μετακινούν τα σύνορα στην περιουσία που κληρονόμισαν από τους προγόνους τους.
Τέλος ο ίδιος ο Χριστός αρέσκεται δωδεκαετής να βρίσκεται στο Ναό του Σολομώντος και καθαρίζει τον Οίκον του Πατρός Του από τους βέβηλους εμπόρους.
Ασφαλώς ισχύει ο λόγος της Π. Διαθήκης «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή», όπως επίσης και ο άλλος λόγος – και τους δύο τους ακούμε στην ταφή των ορθοδόξων – «γη ει και εις γην απελεύση», αλλά μέχρι τότε που θα κλείσουμε τα μάτια, όλα συμβάλλουν στην πορεία μας προς τον ουρανό.
Όλα αυτά, αλλά και άλλα πολλά μας λέγουν ότι και ο τόπος έχει κάποια αξία και έχει μια ιερότητα και αποστολή στην επίγεια διαδρομή μας. Ο τόπος και τα κτίσματα που έγιναν με τον ιδρώτα και την αγάπη των εθνικών ευεργετών, διαφυλάχτηκαν με το αίμα των εθνικών ηρώων και υπερασπιστών και διατηρήθηκαν με τα δάκρυα των προσευχών γενεών και γενεών, όπως και να το κάνουμε, έχουν τη δική τους αντικειμενική και συμβολική αξία, την οποία μάλιστα την σέβεται ο καιρός και την προστατεύει ο Θεός. Παράδειγμα η Αγιά Σοφιά. Παράδειγμα ο Ναός του Σωτήρος στη Μόσχα, τον οποίο ναι μέν κατάστρεψαν οι μπολσεβίκοι, αλλά ποτέ δεν επέτρεψε ο Κύριος να χτιστεί κάτι άλλο στη θέση του μέχρι την εκ νέου ανοικοδόμησή του.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι αυτό που έχει από παλιά λεχθεί και ισχύει πάντοτε: «Θέλουμε ένα τόπο, τον τόπο μας εν προκειμένω, για να ζούμε με ένα τρόπο, τον ελληνοορθόδοξο τρόπο ζωής».
Αυτό δυστυχώς δεν το σεβάστηκαν οι εσχάτως κρατούντες της ελληνικής πατρίδας. Με ένα νόμο 153 άνθρωποι - αφωνότεροι ιχθύων - πιάστηκαν στο δίχτυ της αυστηρής αριστερής κομματικής πειθαρχίας και σε μια νύχτα ξεπούλησαν για 100 χρόνια όλα αυτά που κράτησαν με νύχια και με δόντια σαν τον αρχαίο Κυναίγειρο αιώνες οι πρόγονοί μας πολεμώντας στα μαρμαρένια αλώνια με τον Χάροντα δηλ. με τον Πέρση, τον Τούρκο και τον Ευρωπαίο κατακτητή.
Δεν σεβάστηκαν οι άθλιοι τα αίματα των ηρώων, τα δάκρυα των προγόνων, τον ιδρώτα των πατέρων, τα χρήματα των ευεργετών, τη φτώχεια των αναγκεμένων, τη θέση των επερχομένων γενεών. Τάδωσαν όλα σ΄ αυτούς που μας τα παίρνουν χρόνια τώρα τα πάντα και οι οποίοι μας χρωστάνε τα πάντα, και τον πολιτισμό τους και την ζωή τους και την ελευθερία τους. Δε σεβάστηκαν το λαό μας που ψήφισε ΟΧΙ στο πρόσφατο δημοψήφισμα και με ψευδεπίγραφα τελεσίγραφα, στα οποία υπόκυψε σχεδόν όλη η Βουλή τον περασμένο Δεκαπενταύγουστο προτίμησαν να κρατήσουν το ευρώ και να πουλήσουν την ψυχή της Πατρίδος μας, την αξιοπρέπειά μας, την ακεραιότητά μας και την κυριαρχία μας.
Εμμέσως πλήν σαφώς φταίμε και όλοι οι Έλληνες με την ψήφο μας, την σιωπή μας, την ανοχή μας, δηλαδή τη συνενοχή μας. Νιώθουμε να μας κυνηγούν στο εξής οι Ερινύες μιας εθνικής προγονικής κατάρας. Κι ενώ «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει», έπιασε δυστυχώς η σκουριά της ανήθικης απόφασης του Εφιάλτη και των συνεργατών του.
Αλήθεια, ποιος Έλληνας μπορεί να συγχωρέσει αυτό το «άγος»; Ποιος μπορεί πλέον μέσα στη ζωή αυτή να ξαναψηφίσει ανθρώπους που σε μια νύχτα διέγραψαν ιστορία αιώνων; Ποιος μπορεί να μη κλάψει στα ερείπια της φυλής – των Ευρωπαίων αφθόνως γελώντων - και να μη αναθεματίσει τον εαυτό του, αν ξεχάσει αυτή την ολέθρια νύχτα της Προδοσίας; Και ποιος Έλληνας μπορεί να μη απαγγείλει με δάκρυα στα μάτια τους στοίχους του λαού μας: «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι»!!
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας
Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του 1453 ήταν το αποκορύφωμα της φθίνουσας δόξας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Γύρω από τα αίτια της πτώσης αυτής εγράφησαν πολλά, τα οποία παρουσιάζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία-Βυζάντιο, αφού είχε χαθή όλη η Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και είχε μείνει μόνον η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Οι κατά καιρούς εχθροί είχαν προξενήσει μεγάλη ζημία, με αποκορύφωμα και τελειωτικό κτύπημα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, κατά την Δ Σταυροφορία την 13η Απριλίου του έτους 1204. Η μετά από λίγα χρόνια (1261) ανακατάληψή της και ελευθέρωσή της δεν προσέφερε ουσιαστικά πράγματα, διότι ήδη η Πόλη είχε καταστραφή και λεηλατηθή ολοσχερώς.
Πέρα από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που συνετέλεσαν στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να σημειωθούν ιδιαιτέρως τα πνευματικά αίτια στα οποία συνήθως δεν δίνουμε μεγάλη σημασία.
Άλλωστε κατά την ορθόδοξη θεολογία ο Θεός διευθύνει τον κόσμο με τις άκτιστες ενεργειές Του, και η προσωπική Του επέμβαση εκδηλώνεται με την ευδοκία Του, την μακροθυμία Του, την παραχώρηση των ποικίλων πειρασμών κλπ. Σε αυτά τα πνευματικά αίτια αναφέρεται ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του γένους και ομολογητής της πίστεως, που έζησε στις τελευταίες στιγμές της ζωής της Βασιλεύουσας και άκουγε τον ρόγχο του θανάτου της.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, σύμφωνα με μελέτη του αειμνήστου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Τωμαδάκη, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1350 μ.Χ., εκάρη μοναχός στην Μονή Στουδίου, υπήρξε ασκητής με πατερικό φρόνημα, ανεδείχθηκε μεγάλος λόγιος και διδάσκαλος του γένους, τον οποίον συμβουλεύονταν οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες, και αποστελλόταν από τον Αυτοκράτορα σε διάφορες κρίσιμες αποστολές, όπως την Κύπρο και την Κρήτη, ομιλούσε κατά τις επίσημες ημέρες στο Παλάτι, συμμετείχε στις προετοιμασίες για την συζήτηση των Ορθοδόξων με τους Λατίνους, για την «ένωση των Εκκλησιών» και κοιμήθηκε περί το 1431, περίπου είκοσι δύο (22) χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Όπως γράφει ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, στην εισαγωγή των έργων του που εξεδόθησαν από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγόπουλου, «ο Ιωσήφ Βρυέννιος κατά τα έτη 1401-1431 ανεγνωρίζετο ως ο κορυφαίος λόγιος εν Κωνσταντινουπόλει».
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος την Μ. Παρασκευή (14 Απριλίου) του έτους 1419, τριανταπέντε περίπου χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εξεφώνησε ένα λόγο στο Παλάτι «επί παρουσία βασιλέων, και των εν τέλει, και συνελεύσει των εξαιρέτων του γένους ημών, και της βασιλίδος ταύτης των πόλεων», όπως χαρακτηριστικά γράφεται στην επικεφαλίδα.
Όπως λέγει σε άλλα κείμενά του, στην Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη ζούσαν περίπου 70.000 κάτοικοι και μάλιστα ο ίδιος έκανε έκκληση στους Κωνσταντινουπολίτας, χωρίς να υπάρχη ανταπόκριση, να συντελέσουν στην ανοικοδόμηση των τειχών της, εν όψει του μεγάλου κινδύνου. Όμως οι κάτοικοι, ιδιαιτέρως οι πλούσιοι, ασχολούμενοι με την αύξηση των ατομικών τους εσόδων, αδιαφορούσαν, με αποτέλεσμα η πόλη να ομοιάζη, όπως λέγει, με «σεσαθρωμένον» πλοίον που ήταν έτοιμο να βυθισθή.
Στον λόγο του αυτόν που αναφερόμαστε, ο διακεκριμένος αυτός λόγιος μοναχός, ομιλώντας μπροστά στους επισήμους άρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως, εξέθεσε ανάγλυφα και παραστατικά τα πνευματικά αίτια της επερχομένης πτώσεως της Βασιλευούσης. Και είναι σημαντική αυτή η μαρτυρία γιατί προέρχεται από έναν λόγιο μοναχό και ασκητή, με ήθος, παιδεία και πατερικό φρόνημα, τον οποίον σέβονταν οι πάντες την εποχή εκείνη και ο οποίος έζησε στα χρόνια εκείνα που οι κάτοικοι έβλεπαν τον επερχόμενο όλεθρο.
Το περιεχόμενο του λόγου αυτού αναλύεται στην επικεφαλίδα: «δια το πωλείσθαι καθ' εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα παρά των ούτω λεγομένων πνευματικών, και αγοράζεσθαι παρ' ημών, οίμοι! το ημέτερον γένος αφανισμώ παραδίδοται και Ισμαηλίταις περιπίπτει». Δηλαδή, το γένος αφανίζεται και πέφτει στους Ισμαηλίτες - Μωαμεθανούς, διότι πωλείται το σώμα και το αίμα του Χριστού από τους λεγομένους πνευματικούς και αγοράζεται από τους Χριστιανούς.
Στην αρχή του λόγου του ο Ιωσήφ Βρυέννιος εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέγει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για την «ολόσωμον πληγήν» και την «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». Συγχρόνως με την γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία.
Στην συνέχεια αναφέρεται στο μεγαλύτερο αμάρτημα που έγινε στην ιστορία, δηλαδή την προδοσία του Ιούδα, η οποία συνίσταται στο «πωληθήναι τιμής και αγορασθήναι τον Κύριον», δηλαδή ο Ιούδας επώλησε τον Κύριο, τον Οποίον αγόρασαν οι Εβραίοι. Αυτό το ανοσιούργημα, όπως λέγει, γίνεται στις ημέρες μας, αφού οι πολλοί από τους λεγομένους πνευματικούς πωλούν τον Κύριο και «αγοράζει δε πας ο έχων αργύριον και βουλόμενος». Προφανώς πρόκειται για το ότι οι λεγόμενοι πνευματικοί χορηγούσαν άφεση αμαρτιών με την λήψη χρημάτων. Αλλά και πολλοί από τους ιερείς ασελγούν εν επιγνώσει, αφού και αυτοί διακατέχονται από αυτά τα πάθη και προσέρχονται να λειτουργούν στην σεβασμία Τράπεζα αναιδώς. Αναφέρεται διεξοδικώς στην κατάπτωση της Εκκλησίας, αφού οι ποιμένες έχουν απομακρυνθή από την διδασκαλία και τα όρια που είχαν θέσει οι Πατέρες. Αλλά και οι μοναχοί έχουν χάσει τον προορισμό τους και ασχολούνται με άλλα ζητήματα, αφού υπάρχουν μοναχοί «και τρία και πέντε, και επτά έχοντες αδελφάτα εκ διαφόρων αυτοίς αφεθέντα προσώπων».
Ο όρος «αδελφάτο» σημαίνει «επιτροπεία διευθύνουσα αγαθοεργόν κατάστημα» (Δημητράκου) που ανήκει στους Δήμους. Με γενική έννοια αδελφάτο είναι «σύλλογος, σωματείο με ιδιαίτερα στενούς δεσμούς μεταξύ των μελών του» η ακόμη «επιτροπή με διαχειριστικά καθήκοντα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, ναούς, νοσοκομεία» (Μπαμπινιώτης). Στην περίπτωση αυτή με τον όρο αδελφάτα μάλλον εννοούνται μερίδια της Μονής που παραλαμβάνουν και κατέχουν και οι εκτός της Μονής ζώντες μοναχοί που τα εκμεταλλεύονται, οπότε ένας τέτοιος μοναχός μάλλον πρέπει να καλήται «ληστής» και η ενέργεια αυτή «τόκος εστι, και τόκου χείρον, ιεροκαπηλία λεγόμενον», διότι κρατεί τα αδελφάτα των πτωχευόντων μοναστηρίων ενέχυρα για τόκο. Πρόκειται για αλλοίωση του μοναχισμού, ο οποίος έχασε την ησυχαστική παράδοση και μεταβλήθηκε σε υλική εκμετάλλευση των μοναστηριών.
Και αφού κάνει μεγάλη ανάλυση αυτής της καταστάσεως που παρατηρείται στους άρχοντες και τον λαό, τους Κληρικούς και τους μοναχούς, τους αστούς και τους χωρικούς, καταλήγει στον υπέροχο αυτόν και σημαντικό του λόγο σε μια ανακεφαλαίωση, στην οποία δίνει τις κατάλληλες συμβουλές για να αποφύγουν το κακό, το οποίο βλέπει καθαρά να έρχεται.
Λέγει ότι βλέποντας πριν σαράντα χρόνια να ερημώνωνται οι πόλεις, να αφανίζωνται οι χώρες, να καίγωνται οι Εκκλησίες, να βεβηλώνωνται τα άγια και να δίδωνται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα», προσευχόταν στον Θεό να του αποκαλύψη για το που οφείλεται αυτή η εγκατάλειψη του λαού και «η τοσαύτη του Θεού αγανάκτησις καθ ?μ?ν». Και μετά από πολλές προσευχές βρήκε ποιό είναι το αίτιο και θέλει να το αποκαλύψη, την ημέρα αυτή, ενώπιον των Βασιλέων και των αρχόντων και όλου του λαού, γιατί φοβάται, μήπως τιμωρηθή αν σιωπήση. Και η αιτία της οργής του Θεού και της δικαίας Του αγανακτήσεως κατά των Ρωμαίων είναι «το πωλείσθαι καθ' εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα, παρά των λεγομένων πνευματικών και αγοράζεσθαι προς υμών των χριστιανών».
Διαμαρτύρεται για το γεγονός αυτό και επικαλείται ως μάρτυρες τον χορό των αγίων και των αγγέλων. Ζητά από τους άρχοντες τον Κλήρο και τον λαό να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό για να γίνη «η του γένους ανάκλησις» και να είναι μαζί τους ο Θεός, γιατί διαφορετικά θα πάθουν χειρότερα από εκείνα που έπαθεν η παλαιά Ιερουσαλήμ, που κυριεύθηκε από τους εχθρούς. Σαφώς εδώ αναφέρεται στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, της νέας Ιερουσαλήμ. Ζητά από τους κατοίκους να μετανοήσουν, γιατί αν δεν γίνη αυτό, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη που όλα τα έθνη και οι μέλλουσες γενεές θα λένε σε παρόμοιες περιπτώσεις: «μη πάθοιμεν α οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν». Εδώ πρέπει να παρατηρηθή ότι παραμονές της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της Αυτοκρατορίας οι κάτοικοί της δεν λέγονταν Βυζαντινοί -που ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Φράγκους- αλλά Ρωμαίοι.
Δεν αρκείται, όμως, ο Ιωσήφ Βρυέννιος σε γενικές προτροπές για μετάνοια, αλλά την συγκεκριμενοποιεί και με αυτόν τον τρόπο αναλύει στην πραγματικότητα τι θα πη να πωλούν το σώμα και το αίμα του Χριστού, δηλαδή αναφέρεται στην ανάξια μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού, την τέλεση διαφόρων αμαρτιών από Κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, τις οποίες δεν εξομολογούνται και την προδοσία της πίστεως. Με αυτούς τους τρόπους γίνεται ασέβεια στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Δίνει τέσσερεις συμβουλές και κατευθύνσεις μετανοίας.
Η πρώτη είναι οι πνευματικοί να μη λαμβάνουν χρήματα από τους εξομολογουμένους. Η δεύτερη συμβουλή είναι να μη κρατούν οι Ιερείς ενέχυρα για τόκους, να μη λαμβάνη κάποιος μοναχός η μονάστρια τόκους, ούτε οι εκτός της Μονής να κρατούν αδελφάτα πάνω από δύο ο καθένας και μετά παρέλευση δέκα χρόνων, και να μη κοινωνή κανείς των αχράντων μυστηρίων από εκείνους που είναι τελώνες και άδικοι, αν δεν αποκαταστήση και επιστρέψη το αδίκημα. Η τρίτη συμβουλή είναι να μη κοινωνή κανείς από του σώματος και του αίματος του Χριστού, «της αμαρτίας έτι ενεργουμένης» -αν δεν έχη μετανοήσει και δεν ελευθερώθηκε από την αμαρτία- εκτός και εάν μετά την εξομολόγηση είναι βαριά ασθενής προς θάνατον. Και η τέταρτη συμβουλή είναι «μηδείς ιερέων τοις δυσσεβούσιν ιερεύσι συλλειτουργή (εννοεί τους λατίνους και λατινόφρονας) μηδέ τις των κοσμικών αυτούς εκδική».
Και επειδή μερικοί ισχυρίζονταν ότι πριν αποθάνη κανείς θα έπρεπε να κοινωνήση χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ο Ιωσήφ Βρυέννιος λέγει ότι κανένας δεν πήγε στην Κόλαση, επειδή δεν πρόλαβε να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, την τελευταία στιγμή -εννοείται αφού ζούσε σε μετάνοια μέσα στην Εκκλησία- αλλά μύριοι κολάσθηκαν «δια το αναξίως μεταλαβείν». Γι' αυτό συνιστά στους Χριστιανούς να εξομολογούνται και να τηρούν τον χρόνο αποχής από την θεία Κοινωνία που θα επιβληθή από τον πνευματικό για την θεραπεία κάθε αμαρτήματος. Επίσης, μετά βεβαιότητος λέγει: «κρείσσων γαρ η αποχή τούτου μετ' ευλαβείας και φόβου, ήπερ η μετάληψις μετά τόλμης και αναξιότητος, πίστευσον».
Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος του μεγάλου διδασκάλου του γένους μας πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως που δείχνει ποιά είναι τα πνευματικά αίτια της πτώσεως της Βασιλευούσης των πόλεων και ποιά πρέπει να είναι η αληθινή ζωή των Κληρικών και Χριστιανών που θέλουν να είναι και να λέγωνται ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Τα διάφορα δεινά έχουν κυρίως και προ παντός πνευματικά αίτια, έστω κι αν δεν θέλουμε να τα εντοπίζουμε. Δεν πρέπει να παραμένουμε μόνον σε πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά θα πρέπη να βλέπουμε και την πνευματική διάσταση του θέματος, αφού ο Θεός διευθύνει την ιστορία. Άλλωστε η χιλιόχρονη Ρωμαϊκή - Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε την ορθόδοξη πίστη, αφού το πρότυπό της, κατά βάση, ήταν ο αγιασμός και η συμμετοχή στην δόξα του Θεού.
Επίσης, από τον προφητικό και πατερικό αυτόν λόγο του Ιωσήφ Βρυεννίου φαίνεται ότι πρέπει να μάθουμε «πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι ήτις εστιν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και έδραιωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ , 15). Αυτό αναφέρεται στον κατάλληλο τρόπο προσελεύσεως στα άγια Μυστήρια, στην προσπάθεια να τηρούμε τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή μας ζωή, και στον αγώνα να διατηρούμε ανόθευτη την ορθόδοξη πίστη.
Αυτοί οι λόγοι του Ιωσήφ Βρυεννίου αναφέρονται και σε μας, αφού τόσο στην εθνική, όσο και στην οικογενειακή και προσωπική μας ζωή, πρέπει να στηριζόμαστε σε πνευματικά θεμέλια. Τα χωρία «μακάριος ο λαός ου εστι βοηθός Κύριος ο Θεός αυτού» και «μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον» έχουν πνευματική εφαρμογή και συνιστούν τον λεγόμενο πνευματικό νόμο. Εάν ζούμε απρεπώς, τότε ο Θεός προς παιδαγωγία και από αγάπη επιτρέπει διάφορα δεινά για να μετανοήσουμε.
Ο προφητικός λόγος του διδασκάλου του γένους μας Ιωσήφ Βρυεννίου είναι επίκαιρος.
Εκτενή επιστολή για τους προβληματισμούς και τις αντιρρήσεις των Αγιορειτών για τα θέματα της Πανορθόδοξης Συνόδου έστειλε μετά από μακρές συνεδριάσεις κατά την εβδομάδα των Μυροφόρων η Έκτακτη Σύναξη των Ηγουμένων και Αντιπροσώπων των 20 Ιερών Μονών του Αγίου Όρους στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Μάλιστα αποφασίσθηκε η επιστολή να κοινοποιηθεί σε όλες τις Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Στην επιστολή τονίζεται ότι ο όρος «Εκκλησία» δεν μπορεί να λέγεται για τους ετερόδοξους. Επίσης εκφράζεται η αντίθεση του Αγίου Όρους για τις συμπροσευχές και τις λειτουργικές πράξεις με τους ετερόδοξους. Ο «έσχατος κριτής» για θέματα πίστεως είναι η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, που μπορεί να εκφράζουν ακόμα και μεμονωμένα πρόσωπα, αναφέρουν οι Αγιορείτες, και όχι μόνο οι Σύνοδοι όπως γράφει το κείμενο της Πανορθόδοξης. (Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός ανέτρεψε μόνος του τις αποφάσεις της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας).
Είναι αναγκαία η αναγνώριση ως Οικουμενικών των Συνόδων επί Μεγ. Φωτίου και αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, που έδωσαν απάντηση σε όλες τις κακοδοξίες του Παπισμού (φιλιόκβε, παπικό πρωτείο κλπ.), αναφέρεται στην επιστολή. Μόνο σοβαρές αλλαγές στα κείμενα της Πανορθόδοξης μπορεί να αναπαύσουν όλους τους Ορθοδόξους, γράφουν οι Αγιορείτες. Διαφορετικά, μπορεί η Σύνοδος να γίνει αφορμή για νέα σχίσματα.
Παρακάτω αναφέρονται μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα της επιστολής:
α. « … η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος … να αποφύγη τον όρον «Εκκλησία» δια τους ετεροδόξους, χρησιμοποιούσα αντ᾽ αυτού τους όρους «χριστιανικά δόγματα και ομολογίαι».
β. « … η έννοια της ενότητος της Εκκλησίας χρήζει ωσαύτως διασαφήσεως …. εις την ενότητα Αυτής ανήκουν μόνον τα μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως Σώμα Χριστού … Περί τούτων μόνον λέγεται το «ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς εν εσμέν», κατά την ερμηνείαν των θεοφόρων Πατέρων».
γ. « … Ο τρόπος διεξαγωγής και η πορεία των θεολογικών διαλόγων δεν αναπαύει το σύνολον του πληρώματος της Εκκλησίας, η δε καθ’ ημάς Ιερά Κοινότης κατά καιρούς και εις διαφόρους περιστάσεις έχει εκφρασθή δι᾽ επισήμων κειμένων κατά θεολογικών συμφωνιών μετά των ετεροδόξων και έχει διαμαρτυρηθή δια συμπροσευχάς και άλλας λατρευτικάς πράξεις (λειτουργικούς ασπασμούς κ.λπ.), δι’ ων δίδεται η εικών ψευδούς ενώσεως μετ’ αυτών … δέον να αποσαφηνισθή ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία ουδόλως δύναται να δεχθή την ενότητα της Εκκλησίας ως τινα διομολογιακήν προσαρμογήν η ως συμμετοχήν εις συμπροσευχάς και ετέρας λατρευτικάς πράξεις».
δ. « … δεν δυνάμεθα να μη εκφράσωμεν τον έντονον προβληματισμόν και τας ευλόγους αντιρρήσεις ημών δια την περαιτέρω συμμετοχήν των Ορθοδόξων εις το «Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών» (Π.Σ.Ε)».
ε. « … η εκκλησιαστική παράδοσις αναγνωρίζει ως έσχατον κριτήν επί θεμάτων πίστεως την συνείδησιν του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποίαν εκφράζουν ενίοτε μεμονωμένα πρόσωπα η σύνοδοι ιεραρχών η ο πιστός λαός και η οποία επικυρούται δια συνοδικών αποφάσεων».
στ. « … δέον να περιληφθή αναφορά και εις τας μετά την αγίαν Ζ´ Οικουμενικήν μεγάλας Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας … καθ’ όσον δια της αναφοράς εις αυτάς τας συνόδους αι δογματικαί και εκκλησιολογικαί διαφοραί μετά των ετεροδόξων (περί το Φιλιόκβε, την κτιστήν Χάριν, το παπικόν πρωτείον κ.λπ.) αποσαφηνίζονται πλήρως».
Η επιστολή:
Εις Κ´ Ι. Μονάς Αγίου Όρους Άθω
Η επιστολή σε έντυπη μορφή:
Πηγή: Ακτίνες , Ομοθυμαδόν
Πανοσιολογιώτατε ἐκπρόσωπε τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου
προσφέρῃ τό ἔργο του στήν Ἐκκλησία. Ἡ ζωή του ὅλη, ἀπό τήν παιδική ἡλικία, ἦταν γιά τήν Ἐκκλησία. Αὐτός ὁ ἴδιος εἶχε γίνει μία προσφορά στήν Ἐκκλησία. Δέν ἦταν τυχαῖο ὅτι ὁ Θεός τόν πῆρε στήν Βασιλεία Του τήν ἡμέρα τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς.
Η ελευθερία και η εθνική αξιοπρέπεια δεν κατακτώνται χωρίς θυσίες, ούτε και χαρίζονται από δήθεν συμμάχους και μάλιστα άλλης θεολογίας.
Τα τελευταία χρόνια, με αφορμή την υπογραφή των λεγομένων μνημονίων και την παράδοση της Πατρίδας μας αμαχητί στα χέρια των ξένων τοκογλύφων, έρχονται τα γεγονότα και τα πρόσωπα της Άλωσης, να μας δώσουν το δικό τους μήνυμα, να φωτίσουν τις διάνοιές μας και να μας διδάξουν ότι η ελευθερία και η εθνική αξιοπρέπεια δεν κατακτώνται χωρίς θυσίες , ούτε και χαρίζονται από δήθεν συμμάχους και μάλιστα άλλης θεολογίας.
Το παραπάνω μήνυμα, μας το στέλνει, μέσω επιστολής του προς τον ναύαρχο Νοταρά, κατευθείαν ο ίδιος ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο οποίος, επειδή αρνήθηκε τότε να υπογράψει τις ανίερες συμφωνίες της Φερράρας, χαρακτηρίστηκε από τους παπικούς και από τους δικούς μας ενδοτικούς, ως δήθεν προδότης. Τα γεγονότα μοιάζουνε τόσο πολύ με τα σημερινά!
Γράφει, λοιπόν, ο Γεννάδιος:’’ Στην Πόλη, οι περισσότεροι νομίζουν, ότι θα σωθούν χωρίς θυσίες, διότι πιστεύουν στην σκιά και στο παραμύθι της παπικής βοήθειας, αφού προηγηθεί η προδοσία της Πίστεως.
Αυτό που απαιτείται, είναι η τόνωση του φρονήματος του λαού και όχι μοιρολατρική εγκαρτέρηση και ηττοπάθεια. Εάν χρειαστεί, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και την ζωή μας ακόμη να θυσιάσουμε.
Όσες φορές η Πόλη εναπέθετε τις ελπίδες της στον Θεό και όχι σε δυσσεβείς συμμαχίες ανθρώπων, εσώζετο.
Πώς, όμως, να κρατήσει το θάρρος του ο λαός και να πιστέψει στην σωτηρία της Βασιλεύουσας, όταν βλέπει τους δυνατούς και μορφωμένους να φεύγουν στην Δύση και στις αυλές των Φράγκων ηγεμόνων, με τις περιουσίες τους και τις ανέσεις τους, απ’ όπου δήθεν φροντίζουν να στείλουν βοήθεια’’;
Τελικά, πόσο δικαιώθηκαν από τα γεγονότα όλοι εκείνοι, που θεωρούσαν την προσδοκώμενη βοήθεια από τον πάπα, σκιά και όνειρο. Ήταν εκείνοι, που δεν βασίζονταν σε μνημόνια προδοτικά, αλλά στην ενότητα του λαού, στο φρόνημά του και στο Έλεος του Θεού.
Το μήνυμα είναι σαφές: Στα μεγάλα και σπουδαία του συλλογικού μας εθνικού βίου δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στους δήθεν συμμάχους μας από την Δύση. Για λόγους, που ξεκινάνε από μια θεολογία αντίθετη με την δική μας, συνήθως μας προδίδουν και πάνε με το μέρος των εχθρών μας.
Θέλουμε πρόσφατα παραδείγματα;
1ον. Με το πρόσχημα του κινδύνου τάχα από τον στόλο των λαθρομεταναστευτικών φουσκωτών, έρχονται ναυτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ και καταλαμβάνουν ολόκληρο το Αιγαίο, καθιστώντας ταυτόχρονα τους Τούρκους αφεντικά στις δικές μας θάλασσες.
2ον. Ενώ οι Δυτικοί δεν ανέχονται ούτε κουνούπι ξένο να εισέλθει στον εθνικό τους εναέριο χώρο, εντούτοις, για την ασταμάτητη τουρκική προκλητικότητα εις βάρος μας, δεν έχουν να πουν ούτε λέξη. Όχι απλά την ανέχονται, αλλά την ενθαρρύνουν κιόλας.
3ον. Μας θέλουν - εν ονόματι τάχα της Αγάπης- ενωμένους μαζί τους, πλην όμως προσκυνημένους στην παναίρεση του Βατικανού.
Τελευταία παραδείγματα αυτής της ’’αγαπομανίας’’ τους, οι ηγεμονικές εμφανίσεις του πάπα στα Ελληνικά νησιά και οι θλιβερές συμπροσευχές μας μαζί του. Όπως επίσης και οι παρασκηνιακές παρεμβάσεις του Βατικανού στις εργασίες της λεγόμενης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, μέσω γνωστών προσώπων του Πατριαρχείου, που παριστάνουν τον Βησσαρίωνα των ημερών μας.
29.5.2016
Φώτης Μιχαήλ
Τα εγκαίνια του αγωγού φυσικού αερίου TAP (Trans- Atlantic Pipeline) που θα διασχίζει τη βόρειο Ελλάδα φέρνοντας αέριο από το Αζερμπαϊτζάν προκάλεσαν καθολική ευφορία.
Σε μια χώρα που υπερηφανεύεται για τον πολιτισμό και την πολιτική της παιδεία, ένα γεγονός τέτοιας σημασίας, εγκαινιάστηκε υπο ιαχές που αναπαράγονται με στερεότυπα τα οποία καλλιεργήθηκαν εδώ και αρκετά χρόνια.
Αυτό το γνωρίζει καλά ο κ. Τσίπρας και γι αυτό αναδεικνύεται σε Έλληνα ηγέτη. Τονίζω το «Έλληνα» διότι αλλού, ίσως και να μην εύρισκε καν ακροατήριο. Ποιος άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του θα άκουγε έναν πολιτικό ηγέτη, με διαφορά μηνών, να χαρακτηρίζει ένα έργο «ενεργειακή μπανανία» και στη συνέχεια να το εξυμνεί ;
Αναζήτησα να διαβάσω κείμενα που θα προσέγγιζαν με κάποια αναλυτική διάθεση και με προβολή στο μέλλον ένα γεγονός τέτοιας γεωπολιτικής σημασίας, όπως ο TAP, αλλά δεν βρήκα.
ΤΑ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Ο αγωγός αλλάζει τα γεωπολιτικά δεδομένα της χώρας και, σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτού του είδους οι μεταβολές πρέπει να μελετώνται σε βάθος χρόνου για τις επιπτώσεις τους.
Τα κράτη δεν είναι επιχειρηματίες για να ενδιαφέρονται μόνο για το πιθανό κέρδος. Από ό,τι φαίνεται τέτοιο κέρδος θα υπάρξει. Και για μια χώρα σαν την Ελλάδα, αυτά που θα προσφέρει ο TAP δεν είναι αμελητέα.
Το κείμενο δεν θέλει να αμφισβητήσει τα οφέλη από τον αγωγό και, πολύ περισσότερο, δεν θέλει να κινδυνολογήσει. Αλλά, η εμπειρία που έχουμε από περιοχές από τις οποίες διέρχονται αγωγοί ή διαθέτουν ενεργειακά αποθέματα, είναι ανησυχητική.
Από την επιλογή του, ακόμη, ο αγωγός απέκτησε ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά. Επελέγη του ρωσικού, για να ανεξαρτητοποιήσει την Ευρώπη από την μονομερή προμήθεια ενέργειας από τη Ρωσία. Το υποστηρίζουν αυτό, βεβαίως, οι αμερικανοί, το υποστηρίζουν, όμως, και οι Ευρωπαίοι, με πρωταγωνίστρια τη Γερμανία. Αλλά, αν οι Γερμανοί ανησυχούν , γιατί φρόντισαν από νωρίς να κατασκευάσουν τον North Stream, για να προμηθεύονται αέριο από τη Ρωσία από το βόρειο διάδρομο, και επιχειρούν και την κατασκευή και δεύτερου αγωγού, πάλι από το βορρά;
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΓΩΝΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αποτελεί πρόβλημα για μια χώρα, και μια περιοχή, να προμηθεύεται ενέργεια από μια μόνο πηγή. Καθίσταται ευάλωτη. Αλλά, η αμερικανική αγωνία με τη Ρωσία δεν είναι αυτή. Η αποφασιστικότητα και η επιμονή τους για εναλλακτικές, της ρωσικής, πηγές προμήθειας ενέργειας αποκαλύπτουν περισσότερο μύχιες προθέσεις.
Ούτε και έχουν κάποια μονομανία με τη Ρωσία οι αμερικανοί. Ιδιαίτερα, σήμερα, που δεν έχουν το άλλοθι του «κομμουνιστικού κινδύνου». Θα έκαναν το ίδιο με οποιαδήποτε χώρα κατελάμβανε, ως εδαφική έκταση, την περιοχή που κατέχει σήμερα η Ρωσία.
ΜΑΚΚΙΝΤΕΡ ΚΑΙ ΧΑΡΤΛΑΝΤ
Οι αμερικανοί πείστηκαν από τον βρετανό γεωγράφο και γεωπολιτικό Halford John Mackinder. Όποιος κατέχει την Heartland, την περιοχή που βρίσκεται σήμερα η Ρωσία, μπορεί υπο κατάλληλες προϋποθέσεις, να κυριαρχήσει στον κόσμο. Για να αποφευχθεί μια τέτοια κυριαρχία, στην προκειμένη περίπτωση της Ρωσίας, πρέπει να διαμορφωθεί μια ζώνη γύρω από την Heartland, η καλούμενη και Rimland, ώστε το κράτος που την κατέχει να ελέγχεται. Αυτό κάνουν εδώ και χρόνια οι αμερικανοί. Προσπαθούν να περικυκλώσουν τη Ρωσία. Και η Ρωσία, μονίμως, προσπαθεί να βγεί από τον αποκλεισμό. Μάλιστα, κατά την ίδια θεωρία, ο περικλειόμενος, θα πρέπει να αναπτύξει σχέσεις με δύναμη έξω από τη ζώνη, τη Γερμανία. Και αυτή είναι μια άλλη επίμονη προσπάθεια που καταβάλει η Ρωσία. Οι περισσότεροι πόλεμοι γίνονται πάνω, ακριβώς, στη ζώνη περικύκλωσης και, κυρίως, στα ευαίσθητα σημεία της ζώνης αυτής .
ΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ
Υπάρχουν και σημεία που ονομάζονται στρατηγικά. Για παράδειγμα, στρατηγικά σημεία θεωρούνται τα διεθνή στενά. Και ένα από αυτά είναι και τα στενά του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου. Κοντά στη Θράκη, ως ενιαίας γεωγραφικής οντότητας. Όλα τα σχέδια αγωγών, δρόμων, σιδηροδρόμων κλπ, περνούν από τη Θράκη, η οποία αντιμετωπίζεται, στους διεθνείς σχεδιασμούς, ως ενιαία οντότητα. Δεν ενδιαφέρει αν ένα μικρό μέρος της Θράκης βρίσκεται στην Ελλάδα, ένα μεγαλύτερο στην Τουρκία και ένα τρίτο, το πιο μεγάλο, στη Βουλγαρία.
Το γεγονός ότι η σύγχρονη Τουρκία κατόρθωσε να ελέγξει τα ευαίσθητα αυτά σημεία χωρίς την παρουσία, ή διεκδίκηση, άλλης δύναμης, παρέτεινε την ειρηνική περίοδο στην περιοχή. Η Τουρκία δεν το έκανε αυτό τυχαία. Επεδίωξε, και πέτυχε, τον έλεγχό τους, ακριβώς, γιατί γνώριζε ότι αν δεν το πετύχαινε η δύναμη και η επιρροή της θα εξασθενούσαν.
Γνωρίζουν, επίσης στην Άγκυρα πως και οι ιδιαιτερότητες του Αιγαίου προϋποθέτουν, από αρχαιοτάτων χρόνων, πως μια δύναμη πρέπει να ελέγχει και τις δύο πλευρές του. Αυτό το επιδιώκουν, τουλάχιστον, στο επίπεδο της δορυφοροποίησης, αλλά, δεν είναι σίγουρο αν το πετύχουν.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ SYKES- PICOT ΚΑΙ Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ
Πριν μερικές ημέρες ο διεθνής τύπος έκανε αναφορά στη γνωστή Συμφωνία Sykes-Picot. Ο πρώτος ήταν άγγλος και ο δεύτερος γάλλος διπλωμάτης που, με εντολή των κυβερνήσεών τους, μεσούντος του Α! Π.Π. μοίρασαν τη Μέση Ανατολή στη βάση των συμφερόντων τους. Αυτή τη μοιρασιά κατέγραψε το 1920 η Συμφωνία των Σεβρών. Μια μοιρασιά που δεν έλαβε υπόψη της ούτε φυλές, ούτε θρησκείες ούτε οτιδήποτε άλλο παρά μόνο τα συμφέροντα των δύο δυνάμεων της εποχής.
Η Συμφωνία αυτή θέλει επαναδιατύπωση για τη Μέση Ανατολή, της οποίας σημαντικά κράτη έχουν καταρρεύσει. Αυτό γίνεται αυτήν τη στιγμή στη Γενεύη. Ξαναμοιράζεται η Μέση Ανατολή εκατό χρόνια μετά τη Συμφωνία Sykes- Picot. Τίποτε δεν αποκλείει στο τραπέζι των διεθνών σχεδιαστών να βρίσκονται και άλλες περιοχές.
Όταν υλοποιείται μια πολιτική εμείς βλέπουμε τα συμφωνημένα αποτελέσματά της. Ελάχιστες φορές γνωρίζουμε τα σενάρια που συζητήθηκαν. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η δύναμη που αναδύθηκε ήταν οι ΗΠΑ. Θεώρησαν ευθύνη τους να διαμορφώσουν τον παγκόσμιο χάρτη. Πόσοι γνωρίζουν πως μεταξύ των σεναρίων που μας αφορούσαν ήταν και το να δοθεί η Μακεδονία στη Βουλγαρία, σενάριο που, τελικά, αποκλείστηκε;
ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ Η ΡΩΣΙΑ ΕΚΤΟΣ;
Ας μην έχουμε, λοιπόν, καμιά αμφιβολία ότι και για την περιοχή μας συζητούνται ανάλογα σενάρια. Και, κυρίως, για την ευαίσθητη περιοχή για την οποία, ως ενιαίας οντότητας, έκανα μνεία παραπάνω. Συγκεντρώνει μεγάλο γεωοικονομικό ενδιαφέρον, συνεπώς, και διεθνείς δρώντες. Ανοικτά της Αλεξανδρούπολης σχεδιάζεται η κατασκευή εξέδρας υγροποίησης φυσικού αερίου (LNG). Η εταιρία που θα την κατασκευάσει είναι γνωστή για τις σχέσεις της με τη Ρωσία. Η Μόσχα είναι αδύνατον να λείψει από την περιοχή.
Η Θράκη έχει σημαντικό γεωπολιτικό και γεωοικονομικό ενδιαφέρον και για άλλους λόγους (ορυκτά, σπάνιες γαίες, σχιστολιθικό αέριο κλπ). Αποκτά, τώρα, και γεωστρατηγικό. Πόσο έτοιμη είναι η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τις εξελίξεις;
Η προέκταση, στη στεριά, του 25ου Μεσημβρινού, τον οποίο επιδιώκει ως όριο δικών της αρμοδιοτήτων η Τουρκία στο Αιγαίο, αφήνει ανατολικά τη Δυτική Θράκη. Η κλιμάκωση διεκδίκησης των αμφισβητούμενων από την Τουρκία βραχονησίδων έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Την κλιμακούμενη, αυτή απειλή της Τουρκίας χρησιμοποιεί το ΝΑΤΟ για να αναλάβει το ίδιο συγκεκριμένες αρμοδιότητες στο Αιγαίο, τις οποίες ασκούσε η χώρα μας. Και στη Θράκη, η Τουρκία εργάζεται μεθοδικά εδώ και πολλά χρόνια. Είναι σε θέση σήμερα να δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Τουρκία του Ερντογάν θα προκαλέσει αντιπερισπασμό στην περίπτωση που, όπως, φαίνεται, αποτύχει παταγωδώς, η μεσανατολική της πολιτική και ο κουρδικός εφιάλτης της γίνει πραγματικότητα.
Και ο αντιπερισπασμός θα είναι δυτικά. Στις άλλες γεωγραφικές κατευθύνσεις της είναι δύσκολο.
Χρειάζεται, λοιπόν, μεγάλη προσοχή στη βαφή της περιοχής για την οποία μιλάμε. Εκτός από τα γειτονικά χρώματα, υπάρχει και το ουδέτερο. Τη δεκαετία του ’90 είχαμε εθισθεί στον όρο “buffer zone”. Και, όπως καλά γνωρίζετε, υπάρχει και ο όρος “buffer state”.
Όλα αυτά μπορεί να είναι φαντασιώσεις. Έχει, όμως, κανείς αμφιβολίες ότι ο κόσμος επανασχεδιάζεται;
Βεβαίως, και πρέπει να χαιρόμαστε που η χώρα «αναβαθμίζεται». Ας προσέξουμε, όμως, και ας διασφαλίσουμε , παράλληλα, και τη μελλοντική της ασφάλεια. Αυτά πηγαίνουν μαζί.
Πηγή: Ανιχνεύσεις, Αβέρωφ
Ἐν Πειραιεῖ 28-5-2015
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Σήμερα, Κυριακή Ε΄ἀπό τοῦ Πάσχα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος.
Εἶναι γνωστός ὁ θεολογικός διάλογος τοῦ Κυρίου μας μέ τήν Σαμαρείτιδα, τήν μετέπειτα ἁγία Φωτεινή. Ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς Σαμαρείτιδος ἀπό τό κατά Ἰωάννην ἅγιο Εὐαγγέλιο παρουσιάζει τόν Μεσσία Χριστό νά στέκεται παρά τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ καί νά συνδιαλέγεται μέ μία αἱρετική καί κατεγνωσμένη γιά τόν ἄστατο βίο της Σαμαρείτιδα. Συνδιαλέγεται αὐτός ὁ ἄχραντος καί ὑψηλός Θεός μέ ἕνα πλάσμα καταφρονημένο καί ἐσκοτισμένο ἀπό τήν φιληδονία καί τίς λανθασμένες ἐπιλογές τοῦ βίου. Καί ἴσως τό πλέον παράδοξο δέν εἶναι ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεανθρώπου στόν κόσμο τοῦ θανάτου, ἀλλά ἡ ἐπαφή Του μ'αὐτά τά πλάσματα, πού μυρίζουν καί ἐμπνέουν θάνατο. Ὁ Θεός διαλέγεται καί ἐπιλέγει αὐτό ἀκριβῶς, πού καταφρονεῖται ἀπό τόν ἰουδαϊκό καί σύμπαντα τόν ἀρχαῖο κόσμο, δηλ. τό θῆλυ, τό ἁμαρτωλό, τό ἀλλόθρησκο, τό ἀκοινώνητο. Φυσικά, ἡ κατάληξη εἶναι νά τό μεταμορφώσει σέ ἅγιο καί ξεχωριστό καί κοινωνικό τῆς Θεότητος. Γνωρίζοντας ὁ Κύριος τί κατά βάθος ζητοῦσε ἡ ψυχή τῆς Σαμαρείτιδος, μέ ἄριστο παιδαγωγικό τρόπο τή διαφωτίζει. Τή μεταφέρει ἀπό τήν ὕλη στό πνεῦμα, ὑψώνει τό νοῦ της στίς ἰλιγγιώδεις κορυφές τῶν θείων ἀποκαλύψεων. Καί τέλος ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούει ἀπό τόν Κύριο τήν ὑψίστη ἀποκάλυψη· ὅτι αὐτός, μέ τόν ὁποῖο συνομιλεῖ, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου! Ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι πλήρης εἰλικρινείας. Ἐπίσης εἶναι ἐλεγκτικός. Ὁ Κύριος ὄχι μόνο κατέρριψε τὶς ἀπόψεις τῆς Σαμαρείτιδος περὶ τῆς λατρευτικῆς ἀξίας τοῦ ὄρους Γαριζείν, σημειώνοντας ὅτι ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἤλεγξε καὶ τὴν ἴδια γιὰ τὴν παράνομη ζωή της[1] . Ἐκτὸς τούτου, οὔτε ὁ Κύριος, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁμιλώντας, ἔδειξαν ποτὲ σημεῖα ἀνθρωπαρεσκείας, ἀλλ’ ὁ μὲν Κύριος διεκήρυξε στοὺς ἴσως ἐνοχλουμένους ἀπὸ τὸ κήρυγμά Του Ἀποστόλους «μήτι καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν»[2]; Ὁ δὲ ἅγιος Ἀπ. Παῦλος, καθὼς καταδεικνύει ἡ γεμάτη διωγμοὺς ζωή του, διεκήρυττε· «οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ’ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν» καὶ «λαλοῦμεν οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν»[3].
Συγκρίνοντας τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μας μετά τῆς Σαμαρείτιδος μέ τούς συγχρόνους οἰκουμενιστικούς θεολογικούς διαλόγους μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διαπιστώνουμε ὅτι οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοί διάλογοι διαφέρουν ριζικά ἀπό τούς διαλόγους τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μέ βάση τίς οἰκουμενιστικές ἀρχές τῆς δῆθεν «διευρυμένης ἐκκλησίας» καί τοῦ «δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ». Γι' αὐτόν τόν λόγο ἀποδεικνύονται ὅτι εἶναι ἀνορθόδοξοι καί ἄκαρποι, ἀνειλικρινεῖς καί μή ἐλεγκτικοί, ὑποκριτικοί καί ἀνθρωπάρεσκοι.
Τά κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἔλλειψη ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ἀποσύνδεση τῆς ὁμολογίας ἀπό τήν ἀσκητικότητα, ἡ ἔλλειψη εἰλικρινείας ἐκ μέρους τῶν ἑτεροδόξων, ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης καί ὁ ὑποτονισμός τῆς ἀληθείας, ἡ πρακτική τοῦ νά μή συζητοῦνται αὐτά, πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά, πού ἑνώνουν, ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων, ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος, ὁ διάλογος ἐπί ἴσοις ὄροις, ἡ ὑπογραφή κοινῶν αντορθοδόξων κειμένων καί οἱ ἀντικανονικές συμπροσευχές[4] .
Μέ κάθε εἰλικρίνεια, ἀνιδιοτέλεια καί μετριοπάθεια θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι δέν εἴμαστε ἐναντίον τῶν διαλόγων μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν αἱρετικῶν ἤ τῶν ἀλλοθρήσκων, μέ τήν βασική προϋπόθεση, ὅμως, οἱ διάλογοι αὐτοί θά πρέπει νά στηρίζονται σέ σωστές ἐκκλησιολογικές, θεολογικές καί ποιμαντικές ἀρχές καί δόγματα.
Ὁ διάλογος θά πρέπει νά εἶναι διάλογος ἀγάπης ἀπό τή μιά πλευρά, ἀλλά καί ἀληθείας ἀπό τήν ἄλλη. «Ἀγαπῶντες ἐν ἀληθεία καί ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπη». Ὁ διάλογος ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καί θετικός, ἀλλά καί ἀρνητικός στόν διάλογο. Πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας διαλέχθηκε μέ τούς ἁμαρτωλούς, π.χ. ὅπως ἀναφέραμε μέ τήν Σαμαρείτιδα. Ἀλλά, ταυτόχρονα, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ἦταν αὐτός, πού ἀρνήθηκε τόν διάλογο, π.χ. μέ τόν Πιλάτο καί τούς Ἀρχιερεῖς. Ἐπιπροσθέτως, ὁ διάλογος θά πρέπει νά εἶναι σύμφωνος μέ τίς ἐπισημάνσεις τοῦ Ἀπ. Παύλου καί τήν τακτική τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἑπομένως, συμφωνοῦμε μέ τόν σωστό, ὀρθόδοξο διάλογο, ἀλλά διαφωνοῦμε μέ τόν οἰκουμενιστικό διάλογο.
Οἱ οἰκουμενιστές ἰσχυρίζονται ὅτι στούς διαλόγους δίνουν μαρτυρία πίστεως. Ἄς μᾶς δείξουν, ὅμως, ἕνα τουλάχιστον καρπό μετανοίας καί μεταστροφῆς αἱρετικοῦ ἤ ἀλλοθρήσκου μέσῳ τῶν διαλόγων. Μετά ἀπό 100 καί πλέον χρόνια διαξαγωγῆς τῶν διαλόγων οὔτε ἕνας αἱρετικός ἤ ἀλλόθρησκος δέν ἐπέστρεψε στήν Ὀρθοδοξία. Εἶναι φοβερή ἡ καταγγελία τοῦ ἐπί 20ετίας συμπροέδρου τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ, ὁ ὁποῖος χαρακτήρισε τόν διάλογο «ἀνόσιο παίγνιο»[5] .
Μᾶς κάνει ἐπίσης ἐντύπωση ὅτι, ἐνῶ ἔγιναν καί γίνονται ἐπί ἑκατό χρόνια περίπου οἱ διάλογοι αὐτοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἑτεροδόξων, δέν ἔγινε καί δέν γίνεται κανένας διάλογος ἐνδοορθόδοξος. Γιατί ἄραγε; Ὅλος ὁ διάλογος ἐξαντλεῖται πρός τούς αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους καί παραθεωρεῖται ὁ διάλογος μέ τούς Ὀρθοδόξους.
Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει τόν ἑπόμενο μήνα στήν Κρήτη λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ἡ ὁποία οὐσιαστικά εἶναι μία διευρυμένη Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τό ἐπίσημο κείμενό της ὑπό τόν τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[6] , ἀποπειρᾶται νά νομιμοποιήσει, νά θεσμοθετήσει καί νά κατοχυρώσει ὡς ἐπίσημη γραμμή τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα μέ συνοδική ἀπόφαση τούς συγχρόνους οἰκουμενιστικούς διαλόγους καί τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’αὐτούς. Λέει, λοιπόν, τό κείμενο στις παραγράφους 5 ἕως 15 :
«5) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν.
6) Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς, ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα.
7) Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, ἃπασαι αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διάλογους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς διαχριστιανικούς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις, ἡ συνεργασία καί αἱ κοιναί προσπάθειαι πρός ἀποκατάστασιν τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12).
8) Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κοινήν κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διάλογους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21).
9) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι, κηρυχθέντες ὑπό Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἐκφράζουν τήν ὁμόθυμον ἀπόφασιν πασῶν τῶν κατά τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι ἔχουν χρέος νά συμμετέχουν ἐνεργῶς καί συνεχῶς εἰς τήν διεξαγωγήν αὐτῶν, ἵνα μή παρακωλύηται ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Ἐν ᾗ περιπτώσει τοπική τις Ἐκκλησία ἤθελεν ἀποφασίσει νά μή ὁρίσῃ ἐκπροσώπους αὐτῆς εἴς τινα διάλογον ἤ συνέλευσιν διαλόγου, ἐάν ἡ ἀπόφασις αὕτη δέν εἶναι πανορθόδοξος, ὁ διάλογος συνεχίζεται. Πρό τῆς ἐνάρξεως τοῦ διαλόγου ἤ τῆς συνελεύσεως ἀντιστοίχως, ἡ ἀπουσία τοπικῆς Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως συζητηθῇ ὁπωσδήποτε ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐπιτροπῆς τοῦ διαλόγου πρός ἔκφρασιν τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
10) Τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἀνακύπτουν κατά τάς θεολογικάς συζητήσεις τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν δέν συνιστοῦν πάντοτε ἐπαρκῆ αἰτιολόγησιν μονομεροῦς ἀνακλήσεως τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῆς ἤ καί ὁριστικῆς διακοπῆς τῆς συμμετοχῆς αὐτῆς ὑπό τινος κατά τόπον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποχώρησις ἐκ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως κατά κανόνα ἀποφεύγηται, καταβαλλομένων τῶν δεουσῶν διορθοδόξων προσπαθειῶν διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς ὁλοκληρίας τῆς ἐν τῷ διαλόγῳ τούτῳ ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐάν τοπική τις Ἐκκλησία ἤ καί ἄλλαι τινές Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀρνῶνται νά συμμετάσχουν εἰς τάς συνελεύσεις τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ὡρισμένου διαλόγου, ἐπικαλούμεναι σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς ἤ ἠθικῆς φύσεως λόγους, ἡ Ἐκκλησία ἤ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται κοινοποιοῦν ἐγγράφως τήν ἄρνησιν αὐτῶν εἰς τόν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καί εἰς πάσας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Κατά τήν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπαναξιολογήσεως τῆς πορείας τοῦ συγκεκριμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐφ᾽ ὅσον τοῦτο κριθῇ ὁμοφώνως ἀναγκαῖον.
11) Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι.
12) Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος. Ὁπωσδήποτε ὅμως αἱ ὑφιστάμεναι θεολογικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί ἐπιτρέπουν ποιάν τινα ἱεράρχησιν ὡς πρός τάς ὑφισταμένας δυσχερείας διά τήν πραγμάτωσιν τοῦ πανορθοδόξως τεθειμένου σκοποῦ. Ἡ ἑτερότης τῶν προβλημάτων ἑκάστου διμεροῦς διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μέν τῆς τηρηθησομένης ἐν αὐτῷ μεθοδολογίας, ἀλλ’ οὐχί καί διαφοροποίησιν σκοποῦ, διότι ὁ σκοπός εἶναι ἑνιαῖος εἰς πάντας τούς διαλόγους.
13) Ἐν τούτοις, ἐπιβάλλεται, ἐν περιπτώσει ἀνάγκης, ὅπως ἀναληφθῇ προσπάθεια συντονισμοῦ τοῦ ἔργου τῶν διαφόρων Διορθοδόξων Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν, τοσούτῳ μᾶλλον ὅσῳ ἡ ὑπάρχουσα ἄρρηκτος ὀντολογική ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀποκαλύπτηται καί ἐκδηλοῦται καί ἐν τῷ χώρῳ τῶν διαλόγων τούτων.
14) Ἡ περάτωσις οἱουδήποτε ἐπισήμως κηρυχθέντος θεολογικοῦ διαλόγου συντελεῖται διά τῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ ἔργου τῆς ἀντιστοίχου Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς, ὁπότε ὁ Πρόεδρος τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς ὑποβάλλει ἔκθεσιν πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην, ὁ ὁποῖος, ἐν συμφωνίᾳ καί μετά τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κηρύσσει τήν λῆξιν τοῦ διαλόγου. Οὐδείς διάλογος θεωρεῖται περατωθείς πρίν ἤ κηρυχθῇ λήξας διά τοιαύτης πανορθοδόξου ἀποφάνσεως.
15) Ἡ μετά τήν τυχόν ἐπιτυχῆ ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου θεολογικοῦ τινος διαλόγου πανορθόδοξος ἀπόφασις διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας δέον ὅπως ἐρείδηται ἐπί τῆς ὁμοφωνίας πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
Οἱ παραπάνω πράγραφοι τοῦ κειμένου εἶναι ἀπαράδεκτοι καί θά πρέπει κανονικά νά διαγραφοῦν. Κατ’οἰκονομίαν, ὅμως, μποροῦν νά γίνουν ἀπαραίτητες καί ἀναγκαῖες διορθώσεις. Ἐμεῖς προτείνουμε οἱ παραπάνω παράγραφοι νά γραφοῦν ὡς ἑξῆς :
Ἡ §5 : «Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῶν κατά τόπους Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῶν εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Κίνησιν, δέον νά ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος. Ἡ Ἐκκλησία συµµετέχει εἰς τούς διαλόγους µετά τῶν αἱρετικῶν, διά τήν ἐπαναφοράν των εἰς τήν πίστιν, τήν παράδοσιν καί τήν ζωήν αὐτῆς. Ὅμως, ὡς διαπιστοῦται τελευταίως, οἱ διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς αἱρετικούς ἔχουν ἀναντιρρήτως καὶ πανθομολογουμένως ἀποτύχει, διό καὶ ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή τους».
Ἡ §6 : «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ταυτίζονται τά χαρισµατικά µέ τά κανονικά ὅριά της, καθώς ἐπίσης γνωρίζει ὅτι ὑπάρχουν αἱρέσεις, αἱ ὁποῖαι ἀπεκόπησαν ἐξ αὐτῆς καί δέν εὑρίσκονται ἐν κοινωνίᾳ µετ' αὐτῆς. Πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων αἱρέσεων καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς αἱρετικούς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἐπιστροφήν των εἰς τήν Ἐκκλησίαν».
Ἡ §7 : «Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, αἱ πλεῖσται κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διάλογους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις, ἡ συνεργασία καί αἱ κοιναί προσπάθειαι πρός ἐπιστροφήν τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12)».
Ἡ §8 : «Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν αἱρετικῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κατανόησιν ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τούς αἱρετικούς δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διάλογους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου».
Οἱ §9 ἕως 15 πρέπει νά διαγραφοῦν καί νά γραφεῖ : «Θέματα ἀφορῶντα τήν μεθοδολογίαν τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων θά ἐπανεκτιμηθοῦν μετά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Τέλος, ἡ §11 : «Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἰς τήν λύσιν τῶν κακοδόξων καί αἱρετικῶν παρεκκλίσεων ἀπό τήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν ἐννέα Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ἐπιλύσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δέν δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι».
Ἐπίσης, τό προαναφερθέν κείμενο τῆς Συνόδου στίς παραγράφους 16 ἕως 21 κάνει λόγο γιά τούς διαλόγους σχετικά μέ τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» μᾶλλον Αἱρέσεων. Λέει τό κείμενο :
«16) Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Ὡρισμέναι Ὀρθόδοξαι Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἅπασαι ἀπέβησαν μέλη αὐτοῦ. Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕν συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα, παρά τό γεγονός ὅτι τοῦτο δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τάς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας. Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ.) καί τό Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.A.). Ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. πληροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἡ μέν πρώτη ἐν ἔτει 1997, ἡ δέ δευτέρα ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχουσαι ἰδίαν αὐτῶν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν δραστηριότητας.
17) Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., μετέχουν πλήρως καί ἰσοτίμως ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί συμβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν μέσων εἰς τήν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπεδέχθη προθύμως τήν ἀπόφασιν τοῦ Π.Σ.Ε. νά ἀνταποκριθῇ εἰς τό αἴτημά της περί συστάσεως Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Π.Σ.Ε., συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998). Τά ὑπό τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς καθιερωθέντα κριτήρια, τά ὁποῖα προετάθησαν ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐγένοντο δεκτά ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε., ὡδήγησαν εἰς τήν σύστασιν τῆς Μονίμου Ἐπιτροπῆς Συνεργασίας καί Συναινέσεως, ἐπεκυρώθησαν καί ἐνετάχθησαν εἰς τό Καταστατικόν καί εἰς τόν Κανονισμόν λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε.
18) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Π.Σ.Ε., οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν» καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ ἑνότης ἡ ὁποία ἀναζητεῖται ἐν τῷ Π.Σ.Ε. δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως.
19) Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό Π.Σ.Ε τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον αἱ Ἐκκλησίαι καί αἱ Ὁμολογίαι, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Ἔχουν δέ βαθεῖαν τήν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον. Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία. «Σκοπός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι νά διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπερ δύναται νά γίνῃ μόνον ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνεργουσῶν ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας, ἀλλά νά φέρῃ τάς Ἐκκλησίας εἰς ζῶσαν ἐπαφήν πρός ἀλλήλας καί νά προαγάγῃ τήν μελέτην καί συζήτησιν τῶν ζητημάτων τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος» (Δήλωσις τοῦ Toronto, § 2).
20) Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β´ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν συνόδων).
21) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί μετ᾽ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τήν μέχρι τοῦδε θεολογικήν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τη ν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καί τάξεως».
Οἱ παραπάνω πράγραφοι τοῦ κειμένου, ὅπως καί οἱ προηγούμενοι, εἶναι ἀπαράδεκτοι καί θά πρέπει κανονικά νά διαγραφοῦν. Κατ’οἰκονομίαν, ὅμως, μποροῦν νά γίνουν ἀπαραίτητες καί ἀναγκαῖες διορθώσεις. Ἐμεῖς προτείνουμε οἱ παραπάνω παράγραφοι νά γραφοῦν ὡς ἑξῆς :
Ἡ §16 : «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενιστικῆς Κινήσεως εἶναι τό «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» («Π.Σ.Ε.») ἤ μᾶλλον Αἱρέσεων. Τό «Π.Σ.Ε.» ἀποτελεῖ τὸν κύριο ἐκφραστὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ θεολογική ταυτότης τοῦ «Π.Σ.Ε.» παραμένει σαφῶς προτεσταντική καί, ὅπως λειτουργεῖ σήμερα, εἶναι ἕνας ὀμογενοποιητικός μηχανισμός, πού ἀμβλύνει τό δογματικό αἰσθητήριο καί κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτήρος, «ἑνότητα». Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» («Κ.Ε.Κ.») καί τό «Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς» («Σ.Ε.Μ.A.»). Ταῦτα μετά τοῦ «Π.Σ.Ε.» οὔτε στὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου βοηθοῦν, ὅπως ἔδειξε ἡ ἀποτυχία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ ἡ περιφρόνηση βασικῶν δογμάτων καὶ διδασκαλιῶν τῆς Ἐκκλησίας (Ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμος ὁμοφυλοφίλων καὶ πλεῖστα ἄλλα), συγχρόνως δὲ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὀρθῶς ἀντιδροῦν στὴν διαβρωτικὴ καὶ ἀντορθόδοξη δράση τοῦ Συμβουλίου. Ὡρισμέναι κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἀπέβησαν μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε». Τά Πάνσεπτα Πατριαρχεῖα Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ «Π.Σ.Ε.», τό μέν πρῶτο ἐν ἔτει 1997, τό δέ δεύτερο ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχοντα ἀρνητικήν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ «Π.Σ.Ε.» καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων ὀργανισμῶν δραστηριότητας».
Ἡ §17 : «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται καθ'ὁλοκληρίαν τήν εἰσήγησην τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν συμμετοχήν Αὐτῆς εἰς τό «Π.Σ.Ε.», συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998), διότι δι’αὐτῆς ἐγκρίθησαν καί προτάσεις γιά «ὀμολογιακή κοινή προσευχή» καί «διομολογιακή κοινή προσευχή», αἱ ὁποῖαι εἰσί ἐντελῶς ἀντίθεται πρός τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν καί κανονικήν τάξιν, καί ἀποβλέπουσι εἰς τήν προαγωγήν τῆς ὀρατῆς ἑνότητος τῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ «Π.Σ.Ε.» μέ προτεσταντικάς ἐκκλησιολογικάς προϋποθέσεις. Ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι αὐτὸ τὸ Πανάχραντον Θεανθρώπινον Σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, δέν ἐπιζητεῖ πλέον τήν «ὀργανικήν» μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν Αὐτῆς εἰς τὸ «Π.Σ.Ε», τὸ ὁποῖον, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον, γίνεται εἷς νέος ἐκκλησιαστικός “ὀργανισμός”, μία “νέα Ἐκκλησία” ὑπεράνω τῶν ‘’ἐκκλησιῶν’’, τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία καί οἱ αἱρετικοί ἀποτελοῦν μόνον “μέλη ὀργανικῶς μεταξὺ των συνδεδεμένα’’».
Ἡ §18 : «Ἡ Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῶν ἐννέα Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ «Π.Σ.Ε.», οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν αἱρέσεων» μετά τῆς Ἐκκλησίας καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τόν ἐγκεντρισμόν τῶν αἱρετικῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ὁ μοναδικός σκοπός τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ νόημα τῆς παρουσίας τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.» εἶναι νὰ βοηθήσουμε εἰς αὐτὴν τὴν ἐπιστροφήν, ἡ ὁποία δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως».
Ἡ §19 : «Αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό «Π.Σ.Ε.» τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον αἱ αἱρετικαί κοινότηται, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι ἤσσονος σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον, διότι δέν μπορεί νά εἶναι ἀποδεκτό ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας» (Δήλωσις τοῦ Toronto, § 2). Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό «Π.Σ.Ε.» δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία».
Ἡ §20 : «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ἐκκλησίας µετά τῶν αἱρέσεων γίνονται ἐπί τῇ βάσει τῆς πίστεως καί πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως προσδιορίζονται ἀπό τάς ἀποφάσεις τῶν ἐννέα Οἰκουµενικῶν Συνόδων (σχ. βλ. τούς Ἱερούς Κανόνας 46, 47, 50 καί 68 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκ. Συν., 7 τῆς Β΄ Οἰκ. Συν., 95 τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συν., 7 καί 8 τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, 1, 5, 20 καί 47 τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τούς 18 Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ).Ἡ εἰσδοχή τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν γίνεται µέ τήν ἀρχήν τῆς ἀκριβείας καί τῆς οἰκονοµίας. Ἡ δέ οἰκονοµία τηρεῖται, ὅταν µία αἵρεσις τελεῖ τό βάπτισµα µέ τριτήν κατάδυσιν καί ἀνάδυσιν κατά τήν ἀποστολικήν καί πατερικήν µορφήν καί τήν ὁµολογίαν τῆς Ἁγίας, ὁµοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος. Ὅμως, διά τήν εἰσδοχήν τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, διά τούς ὁποίους προβλέπεται ἡ χρήσις τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως, ἀπαιτεῖται α) ρητή καί κατηγορηματική ἄρνησις διά λιβέλου τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καί τῆς ἰδίας τῆς αἱρέσεως, εἰς τήν ὁποίαν ὑπάγονταν πρίν, β) πλήρης ἀποδοχή τῆς πίστεως «ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία», γ) ἀναθεματισμός τῶν αἱρεσιαρχῶν τῶν αἱρέσεων, εἰς τάς ὁποίας μέχρι τῶρα ὑπάγονταν, δηλ. τῶν «ἐξάρχων τῶν τοιούτων αἱρέσεων», καί δ) ἀναθεματισμός τῶν ἀποδεχομένων τάς αἱρετικάς διδασκαλίας των.
Ἡ §21 : «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιθυμεῖ πλέον τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις». Ἐκτιμᾶ ἀρνητικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα κείμενα (σχ. βλ. «Κείμενο Λίμα 1982 – Βάπτισμα, Εὐχαριστία καί Ἱερωσύνη» [ΒΕΜ - Baptism, Eucharist and Ministry]), διότι εἶναι πλήρη προτεσταντικῶν κακοδοξιῶν, διό καί πολλαί κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι ἔχουν διατυπώσει κατ’ επανάληψιν σοβαράς ἐπιφυλάξεις διά τά κείμενα ταύτα. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιτίθεται εἰς ὅσα ἀπαράδεκτα, καινοφανή καί ἀνατρεπτικά τῆς εὐαγγελικῆς, πατερικῆς, δογματικῆς καί ἠθικῆς διδασκαλίας συντελούνται σήμερα ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.». Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν κατηγορηματικήν διαφωνίαν αὐτῆς εἰς τά ἐκφυλιστικά φαινόμενα, πού λαμβάνουν χῶρα εἰς τό «Π.Σ.Ε.», ὅπως π.χ. «Λειτουργίας τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικῶν, περιεκτική γλώσσα, ἀποδοχή τοῦ σοδομισμοῦ ἐκ πολλῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ «Π.Σ.Ε.» κ.ο.κ., πρακτικαί αἱ ὁποίαι εἰσί πρόσφατοι καρποί τῆς παλαιᾶς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς ρίζας».
[1] Ἰω. 4, 17-18,22.
[2] Ἰω. 6, 66-67.
[3] Β΄. Κορ. 2, 17 καί Α΄ Θεσ. 2, 4. Σχ. βλ. ΣΥΝΑΞΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι». Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα, 14-11-2011, http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx
[4] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2013, http://www.imp.gr/home-4/poimantorikoi-egkygklioi-sebasmiotatou/poimantorikoi-egkygklioi-sebasmiotatou-2013/40-ποιμαντορικοί-εγκύκλιοι-σεβασμιωτάτου-2013/471-ποιμαντορικη-εγκυκλιοσ-επι-τηι-κυριακηι-τησ-ορθοδοξιασ-2013.html
[5] ΜΑΚ. ΑΡΧΙΕΠ. ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ κ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ, «Ἐπειδή ὅμως, μετά τήν 20ετή ἐπίπονη Προεδρία μου εἰς τόν "Ἐπίσημο Θεολογικό Διάλογο" Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, παραιτήθηκα οἰκειοθελῶς, διά νά μήν ἔχω πλέον οὐδεμίαν σχέση μέ ἕνα τέτοιο "ἀνόσιο παίγνιο", θά πρέπει σήμερα συμπληρωματικῶς, πρός ὅσα ἐδημοσιεύθησαν μέχρι καί προσφάτως, νά δηλώσω ἐπιγραμματικά μόνον τοῦτο : Δέν θά ἐφανταζόμουν ὅτι θά ἐδικαιώνοντο τόσο γρήγορα καί τόσο ἀποκαλυπτικά οἱ ταπεινές κρίσεις μου, περί τοῦ προσώπου καί τοῦ συνολικοῦ ἔργου τοῦ Καρδιναλίου Joseph Ratzinger, πρό τῆς ἀνυψώσεώς του εἰς τόν Παπικό Θρόνο ἀφ’ἑνός, καί τή μετά ταῦτα αἰφνιδία "μεταμόρφωσή" του εἰς τόν πλέον ἀνεπιφύλακτον κήρυκα τῶν μεσαιωνικῶν μυθευμάτων τῆς Παπωσύνης», http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=503&Itemid=2, http://oodegr.co/oode/papismos/stylianos_papikoi1.htm, http://orthodox-world.pblogs.gr/2008/06/aystralias-stylianos-koroidia-o-dialogos-me-toys-papikoys.html
[6] http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofasis-sxeseis-tis-orthodojou-ekklisias-pros-ton-xristianiko-kosmo
Πηγή: http://impantokratoros.gr/69337CFA.el.aspx
Στην σημερινή μας σύναξη, χωρίς να υποτιμήσουμε την σημασία, που μπορεί να έχει από μόνη της η περιγραφή των γεγονότων γύρω από την Άλωση, θα προσπαθήσουμε, κυρίως, να ρίξουμε το βάρος σε μια κριτική ματιά όλων αυτών των γεγονότων, με μάτι, όμως, αυστηρώς ρωμαίϊκο. Δηλαδή, με κριτήρια, που ορίζονται αποκλειστικά και μόνον από την δική μας παράδοση της καθ’ ημάς Ανατολής, και όχι από την κάθε προκρούστεια ιστορική κλίνη φράγκικης επινόησης. Το χρωστάμε στους προγόνους μας, το οφείλουμε στα παιδιά μας.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με μια επιγραμματική, θα έλεγα, ιστορική αναφορά.
Αρχές Απριλίου του 1453 κηρύσσεται επίσημα, πλέον, η τελική φάση της πολιορκίας της Βασιλεύουσας. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής έχει στην διάθεσή του πάνω από 150.000 στρατό, αμέτρητα καράβια μικρά και μεγάλα, άρματα πυροβολικού και ένα τεράστιο, για τα χρόνια εκείνα, κανόνι, που το στήνουν απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκεί, δηλαδή, που διαλέγει να αμυνθεί και τελικά να θυσιαστεί ο ίδιος ο Αυτοκράτορας.
Ο Μωάμεθ, πριν από την τελική επίθεση, στέλνει μήνυμα στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και του ζητάει να παραδώσει την Πόλη.
Η απάντηση του αυτοκράτορα θαρρείς, πως έρχεται από τα βάθη της Ελληνικής Αρχαιότητας: Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών.
Η πολιορκία σφίγγει ολοένα και περισσότερο. Ξημερώματα της 29ης Μαΐου, οι ορδές των αλλοφύλων επιχειρούν την μεγάλη τους επίθεση.
Πέντε χιλιάδες είναι όλοι κι όλοι οι Έλληνες υπερασπιστές. Τα σχεδόν κατεστραμμένα τείχη αδυνατούν να κρατήσουν σε απόσταση τα μανιασμένα στίφη των Τούρκων στρατιωτών. Οι περίπου δυο χιλιάδες δήθεν σύμμαχοι Βενετοί και Γενουάτες, πάνω στην κρίσιμη ώρα, συνθηκολογούν με τον Μωάμεθ και εγκαταλείπουν τις θέσεις τους.
Οι αγωνιστές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου πέφτουν, ηρωϊκά μαχόμενοι, ο ένας πίσω από τον άλλον. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας αφήνει την τελευταία του πνοή κάτω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Οι Τούρκοι μπαίνουν στην Πόλη. Η Πόλις εάλω!
Το τι επακολουθεί, δεν περιγράφεται! Ο Ρωμηός συγγραφέας Φώτης Κόντογλου γράφει:
Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ πῇ τί γίνηκε σὰν μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι.
Ἡ ἐκκλησιὰ πιτσιλίστηκε ἀπ᾿ τὰ αἵματα σὲ δυὸ μπόγια ὕψος, πὤλεγες πὼς ἤτανε χασάπικο. Ὅσοι ἀπομείνανε ζωντανοὶ εἴχανε τρελλαθῆ.
Ὁ ἕνας μπροστὰ στὸν ἄλλον βιάζανε τὶς γυναῖκες, ἀνάμεσα σε κουφάρια καὶ σὲ λαβωμένους, ποὺ μουγκρίζανε.᾿Ἄλλοι πάλι ἀπὸ κεῖνα τ᾿ ἀγρίμια ξεγυμνώνανε τὴν ἐκκλησιά. Μέσα σὲ μιὰ ὥρα ἀπομείνανε μονάχα οἱ τοῖχοι. Δὲν ἀφήσανε μηδὲ καντήλι, μηδὲ δισκοπότηρο, μηδὲ βαγγέλιο, μηδὲ εἰκόνα, μηδὲ ροῦχα, τίποτα! Πῶς περνᾶ ἡ ἀκρίδα ἀπὸ ‘να καταπράσινο περιβόλι κ᾿ ὕστερα, σὰν κάνῃ φτερά, ἀφήνει χῶμα μοναχό, ἔτσι ἀπόμεινε κ᾿ ἡ Ἁγια-Σοφιὰ ξεγυμνωμένη.
Τὸ μαχαίρι κ᾿ ἡ φωτιὰ βάσταξε τρία μερόνυχτα, ὅπως εἶχε ταμένο στοὺς στρατιῶτες του ὁ σουλτάνος.
Πενήντα χιλιάδες Έλληνες Κωνσταντινουπολίτες οδηγούνται στην αιχμαλωσία. Οι νεκροί μετριούνται στις τέσσερις χιλιάδες, ενώ ο Σουλτάνος διαλέγει τα ωραιότερα αγόρια και κορίτσια για το χαρέμι του.
Τον ευπατρίδη πρωτονοτάριο Λουκά Νοταρά, τον άρχοντα εκείνον, που χάρισε όλα του τα πλούτη για την σωτηρία της Πόλης και δεν τα φυγάδευσε, όπως έκαναν οι άλλοι, στα θησαυροφυλάκια των ηγεμόνων της Δύσης, τον περιμένει θάνατος φρικτός, ενώ προηγουμένως, μπροστά στα μάτια του, με εντολή του Σουλτάνου, αποκεφαλίζονται όλα του τα παιδιά.
Όσο για τους Γενοβέζους, που στο τέλος σταθήκανε φίλοι του στον πόλεμο, ο Σουλτάνος όχι μονάχα δεν τους πειράζει, αλλά τους παραχωρεί από πάνω και προνόμια.
Εδώ, ας κλείσουμε την μικρή μας αναφορά στα ιστορικά γεγονότα της Άλωσης και ας προχωρήσουμε σε μερικές βαθύτερες σκέψεις πάνω σ’ αυτά, οι οποίες σκέψεις, μας οδηγούν, αναπόφευκτα, σε μια εξαιρετικά ενώδυνη, αλλά εξόχως ωφέλιμη συσχέτισή τους με την σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα.
Εκεί, που θα κάνουμε την πρώτη μας στάση, είναι η απάντηση, που δίνει ο Αυτοκράτορας, στην ιταμή απαίτηση του Σουλτάνου, να παραδώσει την Πόλη και να παραδοθεί και ο ίδιος αμαχητί.
‘’Το να σου παραδώσω την Πόλη δεν είναι υπόθεση ούτε δική μου ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της. Γι’ αυτό, όλοι εμείς, με ομοψυχία και με θέληση αποκλειστικά δική μας, αποφασίσαμε να δώσουμε και την ζωή μας ακόμα, την οποία ζωή, μη νομίσετε ότι την υπολογίζουμε και πολύ, όταν πρόκειται να την δώσουμε για την σωτηρία της πατρίδας μας’’.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, με την γενναία του αυτή απάντηση, φρεσκάρει, αποφασιστικά, στην συλλογική μας εθνική μνήμη, έναν πανάρχαιο Ελληνικόν κανόνα πολιτικής αγωγής, που λέει:
Κυβερνήτες, που σέβονται το αξίωμά τους και προσδοκάνε μια τιμητική θέση στις σελίδες της ιστορίας μας, ούτε υποχωρήσεις δικαιούνται να κάνουν στα ζητήματα της Πατρίδας ούτε και μνημόνια αυτοπαράδοσης υπογράφουν, συνεργαζόμενοι με τους εχθρούς μας.
Διότι οι πόλεις και τα κράτη δεν είναι κτήμα των ζωντανών. ‘’Συνιδιοκτήτες’’ με τους ζωντανούς είναι οι νεκροί και οι αγέννητοι. Εκείνοι που έφυγαν και αυτοί που έρχονται από πίσω.
Και συνεχίζει: ‘’Οφείλομεν αποθανείν μάλλον ή ζην’’.
Έχουμε χρέος, να δώσουμε και την ζωή μας ακόμα για την σωτηρία της πατρίδας μας, παρά να ζήσουμε ατιμασμένοι.
Πάνω στα τείχη της Πόλης, με το ‘’Οφείλομεν αποθανείν μάλλον ή ζην’’ του Παλαιολόγου, λες και ξανακούγεται για μια φορά ακόμα στην αργόσυρτη ιστορική μας συνέχεια , με την ίδια γενναιότητα, ο λόγος του Ομήρου, ‘’εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης’’, ο λόγος του Λεωνίδα, ‘’Μολών λαβέ’’ και ο λόγος των Σαλαμινομάχων, ‘’Ίτε παίδες Ελλήνων…’’
Αυτή, όμως, την αποδεδειγμένα αδιάλειπτη συνέχεια στην ιστορική πορεία του Γένους μας, έρχονται δυστυχώς κάποιοι επιτήδειοι, γνωστοί ανθέλληνες και διώκτες της Ορθοδοξίας, και σοφίζονται του κόσμου τα τεχνάσματα προκειμένου να την διασπάσουν, χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία του εωσφόρου: Το ψεύδος, την απάτη, την διαστρέβλωση και προπάντων την παραχάραξη της μακραίωνης ιστορίας μας.
Μια τέτοια απόπειρα, τεχνητής διάσπασης της ιστορικής μας συνέχειας, επιχειρήθηκε με την αλλοίωση του ονόματος της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της Ρωμανίας δηλαδή, διότι το όνομα είναι στοιχείο καθοριστικό της πολιτισμικής και ιστορικής αυτοσυνειδησίας κάθε λαού.
Σήμερα, σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά, δυστυχώς, ακόμα και μέσα στην πατρίδα μας οι περισσότεροι μιλάνε για Βυζαντινή αυτοκρατορία και για Βυζαντινούς. Οι όροι Ρωμανία και Ρωμιός, σπάνια χρησιμοποιούνται.
Αγαπητοί μου, ας το ακούσουμε αυτό καλά: Αυτοκρατορία με το όνομα ‘’Βυζαντινή’’ δεν υπήρξε στην πραγματικότητα ποτέ.
Στην ενιαία αυτοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι υπήκοοι ονομάζονταν Ρωμαίοι πολίτες. Μετά το σχίσμα, στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μέχρι και την Άλωση, συνέχισαν να ονομάζονται Ρωμαίοι ή απλώς Χριστιανοί.
Τους όρους ‘’Βυζαντινός’’ και ‘’Βυζαντινή αυτοκρατορία’’ δεν τους συναντάμε πουθενά. Τους επινόησε ο Γερμανός ιστορικός Ιερώνυμος Βόλφ, εκατό χρόνια μετά την Άλωση, δηλαδή το 1562, για να εξυπηρετήσει γεωπολιτικά συμφέροντα των Δυτικών εις βάρος των Ρωμιών.
Οι σημερινοί εταίροι και σύμμαχοί μας, σε καμμιά περίπτωση δεν θέλουν τους Έλληνες, να συνδέουν την ιστορική τους συνέχεια με την Ελληνικότητα της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της Ρωμιοσύνης.
Γι’ αυτό και οι κατά καιρούς στρατευμένοι συνεργάτες τους, από τα χρόνια της λεγόμενης μετακένωσης του Κοραή μέχρι και τον περιβόητο συνωστισμό της Ρεπούση, σοφίζονται το παν, ώστε η Ελλάδα μας να φαίνεται εντελώς ξεκομμένη από την Ρωμιοσύνη, να μην συνδέεται με τους Έλληνες Αυτοκράτορες της Ρωμανίας, να είναι αποξενωμένη από τους Έλληνες Πατέρες της καθ’ ημάς Ανατολής και να ψάχνει για προγόνους κατευθείαν στην Αρχαιότητα, λες και προκύψαμε ως Έθνος, στα 1821, ξαφνικά από παρθενογένεση.
Για κάθε ιστορική απόδειξη, που βεβαιώνει την αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια του Γένους μας, οι δυτικοί τρέφουνε μίσος άσβεστο. Αρκεί να σας πω, ότι στο Μουσείο ιστορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, για όσους δεν το ξέρουν, τα εκθέματα, ενώ όφειλαν να αρχίζουν χρονολογικώς από την πανάρχαια ιστορική παρουσία των Ελλήνων στην γηραιά ήπειρο, αρχίζουν από τον Καρλομάγνο, δηλαδή, από το 800 μετά Χριστόν. Ποιος ήταν ο Καρλομάγνος; Ήταν ο Φράγκος ηγεμόνας, ο οποίος σφετερίστηκε τον τίτλο του Ρωμαίου αυτοκράτορα και διά των όπλων κατέλυσε την κανονικότητα της Ορθόδοξης λατινικής παράδοσης και την αντικατέστησε, εντελώς αυθαίρετα, με την αίρεση του φράγκικου ρωμαιοκαθολικισμού.
Καταλαβαίνετε, τώρα, γιατί ονομάζουνε την αυτοκρατορία μας, ‘’Βυζαντινή’’, αποσιωπώντας ταυτόχρονα κάθε μας σχέση με την Ρωμιοσύνη και την Ορθόδοξη Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία;
Για να ξεχάσουμε απαράγραπτα ιστορικά μας δικαιώματα και να παραιτηθούμε από κάθε αυτονόητη γεωπολιτική και πολιτισμική μας διεκδίκηση.
Καταλαβαίνετε, τώρα, γιατί – ενώ καμώνονται οι εταίροι μας το αντίθετο- μας κρατάνε με το ζόρι δεμένους πίσω από το άρμα μιας Ευρώπης του φιλιόκβε, του σχολαστικισμού, του αλάθητου, του πρωτείου, της ουνίας, του ορθολογισμού και της λεγόμενης πολιτικής ορθότητας;
Για να μην ξυπνήσουμε ποτέ από τον λήθαργο της πολιτισμικής και πνευματικής μας αφασίας και πάρουμε χαμπάρι ποιοι ήμασταν, ποιοι είμαστε, τι δικαιούμαστε και τι μας πρέπει.
Η ομιλία του Παλαιολόγου και συγκεκριμένα η καταληκτική αναφορά του στην Παναγία, λέγοντας, ότι ’’Η πάναγνος Δέσποινα ημών Θεοτόκος είναι η Κυρία και βοηθός και σκέπη τη ημετέρα πατρίδι και καταφύγιον των Χριστιανών και ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων το καύχημα’’, των Ελλήνων το καύχημα, μας προσφέρει επίσης ένα πολύ δυνατό επιχείρημα υπέρ της Ελληνικότητας της Πόλης των Παλαιολόγων, -κάτι που δολίως αμφισβητείται από μερικούς-, και, επιπλέον, έναν πολύτιμο κρίκο στην αλυσίδα της εθνικής μας ιστορικής συνέχειας.
Μία άλλη δαιμονιώδης απόπειρα των δυτικών, να αλλοιώσουν τα περί την Άλωση γεγονότα, είναι η σκόπιμα επιχειρούμενη αποσιώπηση της δικής τους παμμέγιστης ευθύνης, σε ό, τι αφορά στην απομόνωση και την αποδυνάμωση της Βασιλεύουσας έτσι, ώστε πολύ εύκολα να πέσει στα χέρια των Τούρκων.
250 χρόνια πριν από την Άλωση της Πόλης, οι λεγόμενοι Σταυροφόροι – σαν να λέμε το σημερινό ΝΑΤΟ, διότι η σύνθεση των τότε στρατευμάτων είναι ακριβώς η ίδια με τα σημερινά νατοϊκά στρατεύματα -, με την παρότρυνση και τις ευλογίες του τότε πάπα, όπως γίνεται και σήμερα δηλαδή- και με το πρόσχημα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων, καταλύουν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, εγκαθιστούν Φράγκους ηγεμόνες στα διάφορα τμήματά της, λεηλατούν την Βασιλεύουσα και φορτώνουν στα καράβια τους όλα της τα τιμαλφή.
Υπολογίζεται, ότι τα τρία πέμπτα του παγκόσμιου πλούτου υπήρχαν τότε στην Κωνσταντινούπολη. Να γιατί δικαιώνεται απόλυτα ο ακαδημαϊκός Φάνης Μαλκίδης, όταν λέει, ότι οι Τράπεζες των δυτικών, που τις παρακαλάμε σήμερα να μας δανείσουν, ιδρύθηκαν αποκλειστικά και μόνον από κεφάλαια δικά μας. Δηλαδή, από τα πλούτη, που άρπαξαν από την Πόλη, κατά την τέταρτη Σταυροφορία, οι πρόγονοι των σημερινών μας εταίρων.
Έτσι λοιπόν, όταν οι Τούρκοι, το 1453, φτάνουν έξω από τα τείχη της Πόλης και την πολιορκούν, δεν βρίσκονται πλέον μπροστά σε μια ολόκληρη αυτοκρατορία, αλλά απέναντι σε μια Πόλη, που εξ αιτίας της βαρβαρότητας των Φράγκων σταυροφόρων, κατέληξε χωρίς ενδοχώρα, με λιγοστό στρατό, με τείχη μισοκατεστραμένα, με λιμάνι παραδομένο στα χέρια των Βενετσιάνων, με ηγεσίες ανίσχυρες και ενδοτικές, έτοιμες να υπογράψουν κάθε απαίτηση του πάπα και της φραγκοσύνης, σχεδόν όπως ακριβώς γίνεται εν πολλοίς και στις ημέρες μας.
Αυτά τα πράγματα ας τα θυμόμαστε καλά, διότι μονάχα έτσι θα μπορούμε να ερμηνεύουμε σε βάθος και τα σημερινά καμώματα των Δυτικών και αναλόγως να προφυλαγόμαστε.
Σεβαστέ μας πάτερ …. , αγαπητά μου αδέλφια,
Όπως κάθε συμβάν στην ζωή μας έχει την αιτία του και τα αποτελέσματά του, έτσι και η Άλωση της Πόλης είχε τα δικά της αίτια, όπως επίσης και τις δικές της συνέπειες.
Οι περισσότεροι συγγραφείς, με κορυφαίον θα έλεγα τον Στήβεν Ράνσιμαν, συγκλίνουν στην άποψη, ότι τα φανερά αίτια της Άλωσης ήταν, κατά βάση, δύο.
Το πρώτο αίτιο ήταν, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, τα όσα έγιναν από τους σταυροφόρους το 1204.
Το δεύτερο αίτιο της πτώσεως της Βασιλεύουσας, το οποίο και συνδέεται άμεσα με το προηγούμενο, ήταν το μίσος των Φράγκων εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ας μην ξεχνάμε, ότι μέχρι το 1009, τότε δηλαδή που οι Φράγκοι κατέλαβαν την Ρώμη και εγκατέστησαν, εντελώς αντικανονικά, δικό τους πάπα, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν ενιαία και ο πάπας Ρώμης ήταν ακόμα Ορθόδοξος.
Για το μίσος αυτό των Φράγκων εναντίον των Ρωμιών, ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, πατήρ Ιερόθεος Βλάχος, σε σχετική του εισήγηση γράφει: ‘’Τό μίσος αυτό εκδηλώθηκε ακόμη από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία θέσπισε την προσκύνηση των ιερών εικόνων και συνεχίσθηκε αργότερα. Η πολιτική των Φράγκων συνδέθηκε με μια θεολογία που ήταν αντίθετη με την θεολογία της ορθοδόξου Ανατολής. Το σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών, στην πραγματικότητα η απόσχιση της Παλαιάς Ρώμης από την Νέα Ρώμη, όταν η Παλαιά Ρώμη καταλήφθηκε από τούς Φράγκους, αύξησε το χάσμα μεταξύ των δύο τμημάτων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας’’.
Πέρα, όμως, από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια, που συνετέλεσαν στην Άλωση, πρέπει να λάβουμε ιδιαιτέρως υπ’ όψη μας και τα πνευματικά αίτια. Διότι σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία, Εκείνος που διευθύνει τον κόσμο, με τις άκτιστες ενέργειές Του και την προσωπική Του παρέμβαση, είναι Αυτός ο ίδιος ο Θεός. Και η αγάπη Του αυτή εκδηλώνεται, σ’ εμάς τα παιδιά Του, άλλοτε με την ευδοκία Του, άλλοτε με την μακροθυμία Του και άλλοτε με την παραχώρηση διαφόρων πειρασμών. Δηλαδή, με την εφαρμογή των πνευματικών νόμων, όπως λένε οι γεροντάδες μας.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο οποίος ήταν Στουδίτης μοναχός, ασκητής, λόγιος και διδάσκαλος του Γένους, τριανταπέντε χρόνια πριν από την Άλωση, σε λόγο του, που εξεφώνησε στο Παλάτι, περιγράφει με μοναδικό τρόπο αυτήν την πνευματική βάση των αιτιών, που οδήγησαν στην πτώση της Βασιλεύουσας.
Λέει χαρακτηριστικά:‘’Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». Χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία’’.
Στο τέλος, αυτό που κυρίως ζητά από τους Κωνσταντινουπολίτες, είναι να μετανοήσουν. Διότι, διαφορετικά, όπως τονίζει, με βάση τους πνευματικούς νόμους, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη, που οι μέλλουσες γενιές θα λένε σε παρόμοιες περιστάσεις: ‘’Μη πάθοιμεν ά οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν’’. Μη πάθουμε, αυτά που έπαθαν οι Ρωμαίοι, οι Ρωμιοί.
Ορίστε, επί τη ευκαιρία, μια ακόμη διάψευση της επί τούτου ψευδόμενης δυτικής ιστοριογραφίας, περί δήθεν Βυζαντινής αυτοκρατορίας και Βυζαντινών.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα γεγονότα της πτώσης της Βασιλεύουσας, μπορούμε να πούμε, ότι μπήκαν στην τελική τους ευθεία, αμέσως μετά από την ψευδοσύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, η οποία έγινε δεκατέσσερα χρόνια πριν από την Άλωση, και στην οποία οι δυτικοί, απέναντι στην ανάγκη των Ορθοδόξων, έδειξαν, για μια φορά ακόμη, το πραγματικό τους πρόσωπο.
Οι Ρωμιοί, κάτω από την πίεση μιας ασφυκτικής και πολυχρόνιας πολιορκίας από τα στρατεύματα των Τούρκων, με την ελπίδα ότι οι Δυτικοί θα αποστείλουν βοήθεια, σύρθηκαν τότε σε μια σύνοδο εντελώς αντικανονικής διαδικασίας, κατά την οποία υποχώρησαν σε όλες τις απαιτήσεις των παπικών, υπετάγησαν στην ουσία σ’ αυτούς, χωρίς, όμως, στο τέλος, να λάβουν το παραμικρό από τα συμφωνηθέντα.
Εμείς οι Έλληνες, είναι παρατηρημένο, ότι, εδώ και εξακόσια χρόνια, δηλαδή από την ψευδοσύνοδο της Φερράρας μέχρι και σήμερα, σε κάθε κρίσιμη φάση του εθνικού μας βίου ζούμε και ξαναζούμε τα ίδια ακριβώς, που έζησαν και οι πρόγονοί μας: Αναγνωρίζουμε τους δυτικούς ως τάχα υπερέχοντες, ελπίζουμε στην βοήθειά τους, καταλήγουμε σε ταπεινωτικές συμφωνίες μαζί τους, υπογράφουμε όλες τις απαιτήσεις τους και στο τέλος μένουμε με χέρια αδειανά, αναλογιζόμενοι, για πολλοστή φορά, τις πνευματικές και υλικές αβαρίες που υποστήκαμε, τον εξευτελισμό και τον διεθνή διασυρμό μας.
Μέχρι πότε, όμως, θα συνεχίζουμε, ως λαός, να φερόμαστε με αυτόν τον επιπόλαιο και ανιστόρητο τρόπο; Μέχρι πότε θα κλείνουμε τα αφτιά μας μπροστά στα διδάγματα θλιβερών ιστορικών γεγονότων, όπως είναι και αυτό της Άλωσης, που τα πληρώσαμε, ως λαός, με το αίμα μας;
(Α). Αγαπητοί μου, τα διδάγματα και τα μηνύματα, που μπορούμε να αντλήσουμε από τα συμβάντα της Άλωσης είναι τόσα πολλά, που δεν είναι δυνατόν να τα διέλθουμε όλα , μέσα στα πλαίσια μιας ομιλίας. Γι’ αυτό και θα περιοριστούμε σε μερικά μονάχα από αυτά.
Το πρώτο μήνυμα έχει να κάνει με την αξία και την σημασία της αντίστασης απέναντι στην παρακμή, έστω και του ενός.
Στην ψευτοσύνοδο της Φερράρας, ο μοναδικός επίσκοπος, που δεν υπέγραψε τους επαχθείς και απεχθείς όρους των παπικών, ήταν ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός.
Θα μου πείτε, και τι μπορούσε να πετύχει η αντίσταση του ενός; Και όμως! Τα αποτελέσματα της αντίστασης, του ενός και μόνον, προέκυψαν καθοριστικά.
Πρώτον, ανάγκασε τον τότε πάπα να παραδεχθεί την πλήρη αποτυχία του, λέγοντας την γνωστή φράση: ‘’Ει Μάρκος ουχ υπέγραψεν, ουδέν εποιήσαμεν’’. Εάν ο Μάρκος δεν υπέγραψε, δεν κάναμε τίποτε.
Και δεύτερον, η αντίσταση του ενός παραδειγμάτισε τόσο δυνατά τους Ρωμιούς, που πίστεψαν ακράδαντα, ότι τα Έθνη χάνονται, όχι όταν χάσουν την κρατική τους οντότητα, αλλά όταν χάσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα, δηλαδή, την ψυχή τους.
Ο Στηβεν Ράνσιμαν βεβαιώνει, ότι σύσσωμος ο λαός ήταν αποφασισμένος, τότε, να αγωνισθεί και να πεθάνει για την Πατρίδα, απορρίπτοντας κάθε βοήθεια των δυτικών, που θα συνεπαγόταν εκκλησιολογική εκτροπή και αλλοίωση της Πίστεως. Ακόμα και η σύζυγος του αυτοκράτορα φέρεται να λέει: ‘’Προτιμώ να χάσει ο αυτοκράτορας το στέμμα του, παρά να αλλοιωθεί η Πίστη μας’’.
Είχε παγιωθεί, γράφει ο Ράνσιμαν, στην συνείδηση των Ελλήνων, η άποψη, ότι ακόμα και αν έπεφτε η Πόλις στα χέρια των Τούρκων, θα ήταν πιο εύκολο γι’ αυτούς να αντισταθούν στον εκτουρκισμό, δηλαδή σε μια εντελώς ξένη θρησκεία, παρά στον εκλατινισμό.
Το ίδιο πράγμα πίστευε και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, όταν, τρεις αιώνες μετά, διδάσκοντας με απλά λόγια την αξία της διατήρησης της πολιτισμικής μας ταυτότητας και την υπεροχή των υποδούλων έναντι των κατακτητών, έλεγε: «Ύστερα το εσήκωσεν ο Θεός το βασίλειον από τους Χριστιανούς και ήφερε τον Τούρκο μέσα από την Ανατολήν και του το έδωκε διά εδικόν μας καλόν… Και τι; Άξιος ήτον ο Τούρκος να έχη βασίλειον; Αλλά ο Θεός του το έδωκε διά το καλόν μας. Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, όπου ήτον τόσα ρηγάτα εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κόκκινην Μηλιά και του το εχάρισε; Διατί ήξευρεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μάς βλάπτουν εις την πίστιν, και ο Τούρκος δεν μάς βλάπτει, άσπρα δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Και διά να μην κολασθούμεν, το έδωκε του Τούρκου και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλλον να μάς φυλάη»
Πάντως τα μετέπειτα γεγονότα ήρθαν να δικαιώσουν απόλυτα όλους εκείνους, που πίστευαν, ότι το να φραγκέψει κανείς ήταν πολύ πιο εύκολο από το να τουρκέψει. Αρκεί, να ρίξουμε μια ματιά σε μέρη της πατρίδας μας, που για να σωθούν από την μανία του Ιμπραήμ, στην επανάσταση του ’21, δήλωσαν υποταγή στον πάπα, σηκώνοντας σημαίες φράγκικες, όπως είναι για παράδειγμα η Τήνος και προπάντων η Σύρος.
(Β). Τα τελευταία χρόνια, με αφορμή την υπογραφή των λεγόμενων μνημονίων, ακούγονται κάθε τόσο οι χαρακτηρισμοί προδότης και προδοσία. Πάνω σ’ αυτό το ευαίσθητο θέμα, έρχονται τα γεγονότα και τα πρόσωπα της Άλωσης, να μας δώσουν το δικό τους μήνυμα , να φωτίσουν τις διάνοιές μας και να μας λυτρώσουν από την προαιώνια κατάρα του Γένους μας, που είναι η διχόνοια και η αβάσιμη αναμονή βοήθειας από τους ξένους.
Το μήνυμα, μας το στέλνει, μέσω επιστολής του προς τον ναύαρχο Νοταρά, κατευθείαν ο ίδιος ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο οποίος, επειδή αρνήθηκε τότε να υπογράψει τις ανίερες συμφωνίες της Φερράρας, χαρακτηρίστηκε από τους παπικούς και από τους δικούς μας ενδοτικούς, ως δήθεν προδότης.
Τα γεγονότα μοιάζουνε τόσο πολύ με τα σημερινά!
Γράφει, λοιπόν, ο Γεννάδιος:
‘’ Στην Πόλη, οι περισσότεροι νομίζουν, ότι θα σωθούν χωρίς θυσίες, διότι πιστεύουν στην σκιά και στο παραμύθι της παπικής βοήθειας, αφού προηγηθεί η προδοσία της Πίστεως.
Αυτό που απαιτείται, είναι η τόνωση του φρονήματος του λαού και όχι μοιρολατρική εγκαρτέρηση και ηττοπάθεια. Εάν χρειαστεί, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και την ζωή μας ακόμη να θυσιάσουμε.
Όσες φορές η Πόλη εναπέθετε τις ελπίδες της στον Θεό και όχι σε δυσσεβείς συμμαχίες ανθρώπων, εσώζετο.
Πώς, όμως, να κρατήσει το θάρρος του ο λαός και να πιστέψει στην σωτηρία της Βασιλεύουσας, όταν βλέπει τους δυνατούς και μορφωμένους να φεύγουν στην Δύση και στις αυλές των Φράγκων ηγεμόνων, με τις περιουσίες τους και τις ανέσεις τους, απ’ όπου δήθεν φροντίζουν να στείλουν βοήθεια’’;
Τελικά, πόσο δικαιώθηκαν από τα γεγονότα, όλοι εκείνοι, που θεωρούσαν ,την προσδοκώμενη βοήθεια από τον πάπα, σκιά και όνειρο. Ήταν εκείνοι, που δεν βασίζονταν σε ανίερες συμμαχίες, αλλά στην ενότητα του λαού, στο φρόνημά του και στην βοήθεια παρά Υψίστου.
(Γ). Το τρίτο μήνυμα αφορά στην σταθερότητα που πρέπει να διακρίνει τις αποφάσεις των ηγετών μας, όπως επίσης και στον ρόλο, που μπορεί να παίξει το φρόνημα και η προέλευση των συμβούλων τους.
Σε μια περίπτωση αδιεξόδου, στις διαπραγματεύσεις για εξασφάλιση βοήθειας από την Δύση, ο Έλληνας αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος, με δήλωσή του προς τον πάπα, φαίνεται τελείως αποφασισμένος να μην ξεπεράσει τις λεγόμενες ‘’κόκκινες γραμμές’’.
Γράφουν τα διασωθέντα πρακτικά: «Απεκρίθη ο βασιλεύς· ημείς άλλο ουδέν γράφομεν ουδέ λέγομεν, ει μη ότι, εάν δέχησθε όσον εδώκαμεν, ενωθησόμεθα· ει δε μη, απελευσόμεθα».
Μη μου ζητάτε άλλες παραχωρήσεις. Εάν δέχεσθε, με αυτά που σας δώσαμε, προχωράμε σε συμφωνία. Ειδεμή, εδώ τελειώσαμε.
Ξέρετε, όμως, ποιος του άλλαξε την γνώμη και στο τέλος υπέγραψε; Ο προσκυνημένος επίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων και μετέπειτα καρδινάλιος, ο οποίος λίγο έλλειψε, στην συνέχεια, να γίνει ακόμα και πάπας.
Πόσο μοιάζουνε τα γεγονότα με τα συμβαίνοντα και στην δική μας εποχή! Ή μήπως, στα δικά μας τα χρόνια, μας είναι εντελώς άγνωστοι οι ενδοτικοί άρχοντες και οι ‘’Βησσαρίωνες’’;
(Δ). Ένα πολύ σοβαρό θέμα, που απασχολεί, στα τελευταία χρόνια, όλους εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς της Πατρίδας μας, είναι οι λογής-λογής παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας πάνω σε θέματα, που σχετίζονται με την Πίστη μας και την Εκκλησιαστική μας ζωή. Θέλετε παραδείγματα; Υποχρεωτική απάλειψη του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, μετατροπή της Ορθόδοξης κατήχησης σε μάθημα θρησκειολογίας, σιγή των καμπαναριών, αποκαθήλωση των εικόνων από τα δημόσια κτίρια, κλείσιμο της σχολικής πόρτας στους πνευματικούς, ίδρυση τμήματος ισλαμικών σπουδών μέσα στην θεολογική σχολή της Θεσσαλονίκης, κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας και τόσα άλλα.
Θα απορείτε δικαιολογημένα, τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με τα γεγονότα της Άλωσης. Και, όμως, έχουν!
Όταν ο πάπας, στις διαπραγματεύσεις για αποστολή βοήθειας στην Πόλη, πίεζε τον Έλληνα αυτοκράτορα να εξαναγκάσει τους επισκόπους να υπογράψουν, ο βασιλεύς έδωσε την εξής απάντηση: «Εγώ γαρ ουκ ειμί αυθέντης της συνόδου, άλλ’ ουδέ τυραννικώς βούλομαι ποιήσαι την σύνοδόν μου ειπείν τι. Λοιπόν ου δύναμαι βοηθήσαι εις τα ρήματα, α ώρισεν η αγιότης σου».
‘’Εγώ δεν είμαι αφέντης της συνόδου. Ούτε και θέλω, με μέσα τυρρανικά , να επιβάλω την γνώμη μου στα μέλη της’’.
Πώς να μην διακρίνει, κανείς, στην απόκριση αυτή του αυτοκράτορα, την τεράστια διαφορά ανάμεσα στο απολυταρχικό παπικό πρωτείο και την Συνοδική ελευθερία των Ορθοδόξων.
Αλλά, και πώς να μην θαυμάσει, από την άλλη μεριά, την διακριτική στάση του Έλληνα αυτοκράτορα απέναντι σε θέματα Πίστεως και Εκκλησιαστικής τάξεως.
Όταν ένας πολιτικός ηγέτης, και μάλιστα αυτοκράτορας, δηλαδή μη εκλεγμένος απευθείας από τον λαό και με απεριόριστη εξουσία, εκφράζεται με τόση δημοκρατική ευαισθησία και τόσο σεβασμό απέναντι στις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου, πόσο αντέχουν άραγε να συγκριθούν μαζί του, οι αιρετοί πολιτικοί ηγέτες μας, των τελευταίων 150 χρόνων;
(Ε). Τα συμβάντα της Άλωσης, μας στέλνουν ένα ακόμα μήνυμα, με το οποίο και θα κλείσουμε την αποψινή μας ομιλία.
Πρόκειται για ένα σημαντικότατο μάθημα, το οποίο μας διδάσκει στην πράξη, ότι η αποστασία του ανθρώπου από το Θέλημα του Θεού, συνεπάγεται, για λόγους παιδαγωγίας, την επέλευση δοκιμασιών.
Ενώ, στην συνείδηση της πλειονότητας του λαού, ο όρος της Φερράρας είχε εντελώς ακυρωθεί, δυστυχώς, στις τάξεις των αρχόντων, ούτε η προφητική φωνή του Ιωσήφ Βρυέννιου, ούτε και η λίβελλος του Γενναδίου, κατέστησαν ικανές να αποτρέψουν το μέγα πνευματικό ολίσθημα, που έβαλε μπρος, αμέσως σχεδόν, την λειτουργία των αιωνίων πνευματικών νόμων.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, μέσα στην Αγιά Σοφιά, προχωρήσαμε, σε συλλείτουργο με τους παπικούς. Μνημονεύοντας, σε Θεία Λειτουργία, τον πάπα Νικόλαο και τον εξόριστο στην Ρώμη λατινόφρονα πατριάρχη Γρηγόριο, ποδοπατήσαμε, υβριστικά, αρχές και αποφάσεις εκατοντάδων ετών των Αγίων Πατέρων μας, και, έτσι, δεν άργησε, μέσα σε πέντε μήνες περίπου, να έρθει το μεγάλο κακό. Η πτώση της Πόλης.
Οι οπαδοί του απόλυτου προορισμού και της ευσεβιστικής ηθικολογίας, χαρακτηρίζουν την έκβαση, ως τιμωρία από τον Θεό. Οι δικοί μας Πατέρες, όμως, μιλάνε για έκφραση του Θείου Έρωτα προς τα πάσχοντα παιδιά Του, μέσω της παιδαγωγικής δοκιμασίας. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.
Αδελφοί μου,
η Πόλις εάλω. Η Ρωμιοσύνη, όμως, δεν έσβησε ποτέ.
Το πνεύμα της Ρωμιοσύνης, διαφυλαγμένο, στα χρόνια της δουλείας, ακέραιο και αναλλοίωτο μέσα στις καρδιές των απλών ανθρώπων του λαού, αλλά προπάντων στις γενναίες καρδιές των νεομαρτύρων και των ομολογητών, και κάτω από την ανύστακτη πνευματική καθοδήγηση του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, φτάνει ακμαίο και ολοζώντανο μέχρι και στις μέρες μας.
Είναι το πνεύμα των ησυχαστών Πατέρων της Εκκλησίας μας, που οι δυνάμεις του σκότους το τρέμουν και το πολεμάνε με μανία.
Είναι αυτό το Πνεύμα της Ρωμιοσύνης, που σαν ωριμάσει στις ψυχές μας, είναι το μόνο ικανό για να βγάλει το Γένος μας σώον και αβλαβές από την ‘’κάμινο του πυρός’’, την καιομένη επταπλασίως, κατά πως διέταξε ο δυσσεβής Ναβουχοδονόσωρ των ημερών μας.
Αδελφοί μου, σήμερα, δεν ήρθαμε εδώ, απλώς για να θρηνήσουμε την Άλωση της Πόλης και να μνημονεύσουμε τα κατορθώματα των Ρωμιών προγόνων μας.
Συγκεντρωθήκαμε απόψε εδώ, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και επόμενοι σταθερά τοις Αγίοις ημών Πατράσι, για να δοξάσουμε το πνεύμα και την ωραιότητα της Ρωμιοσύνης μας, που δεν είναι άλλο από το πνεύμα και την τελειότητα της Θείας Ωραιότητος.
Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα.
Η δύναμη η δικιά μας δεν είναι ούτε τα άρματα ούτε και οι ίπποι. Είναι το Όνομα του Κυρίου μας.
Και όπως έλεγε και ο βασιλιάς μας –έτσι ονόμαζε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ο Γέρος του Μοριά- για μας τους Έλληνες, Κυρία και βοηθός και σκέπη και καταφύγιο και ελπίδα και χαρά και καύχημα, είναι η Πάναγνος Δέσποινα ημών Θεοτόκος.
Σ’ Αυτήν ελπίζουμε και σ’ Αυτήν προσφεύγουμε, πάντοτε και νυν.
Σας ευχαριστώ.
Αριδαία 24/5/2015
Φώτιος Μιχαήλ
Ομιλία που εκφωνήθηκε στις 24-5-15,
στο Ξενιτίδειο Πνευματικό Κέντρο Αριδαίας Ν. Πέλλας,
στα πλαίσια των εκδηλώσεων που πραγματοποίησε ο Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου Έδεσσας,
τιμώντας τους πεσόντες κατά την Άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς, στις 29-5-1453
Πηγή: Αβέρωφ
Κατηγορούν κάποιοι μεγαλόσχημοι τους κληρικούς και λαϊκούς εκείνους που έχουν κάποιες επιφυλάξεις για την επικείμενη Μεγάλη Σύνοδο, ότι δεν κάνουν υπακοή στην Εκκλησία και δεν δείχνουν πειθαρχία. Και όταν λέγουν Εκκλησία εννοούν αυτάρεσκα και αταπείνωτα τον εαυτό τους ή κάποια εκκλησιαστικά κέντρα αποφάσεων και κάποια πρόσωπα υψηλά ιστάμενα στην ορθόδοξη εκκλησιαστική ιεραρχία.
Δεν υπάρχει όμως χειρότερο επιχείρημα μέσα στην ιστορία της Πίστεως από το να χρησιμοποιείται η αρετή της υπακοής και η ανάγκη της ενότητος για την αναίρεση του θεόσδοτου δώρου της ελευθερίας και της λογικής και μάλιστα με αποτέλεσμα την παραχάραξη της Αλήθειας.
«Αυτού ακούετε» φωνάζει ο Άγιος Θεός από το ύψος του θαβωρίου όρους της Μεταμορφώσεως. Ο δε άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά: «ποίησον φίλους διά τον Χριστόν και εχθρούς διά τον Χριστόν». Δεν υπηρετούμε λοιπόν πρόσωπα ούτε κολακεύουμε και χαϊδεύουμε αξιώματα και θρόνους χάριν του οποιουδήποτε δικού μας συμφέροντος και σε βάρος της αλήθειας. Την Αλήθεια και τον Χριστό υπηρετούμε «πάση θυσία».
Δηλαδή, «ω ανόητοι και βραδείς τη καρδία» επικριτές της ελευθερίας και της δημοκρατίας, τι έπρεπε να κάνει ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός στη ψευδοσύνοδο της Φερράρας Φλωρεντίας σύμφωνα με τη δική σας σκέψη; Να υπακούσει στον πατριάρχη και στο βασιλιά σε βάρος της αλήθειας και να υπογράψει την υποταγή στον Πάπα; Μα ακριβώς αυτή η στάση του, αυτό το ΟΧΙ, ευλογήθηκε από το Θεό και επαινέθηκε από το λαό και παραμένει μέχρι σήμερα ο «Άτλας της Ορθοδοξίας».
Μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν τίποτε δεν είναι αυτονόητο και δεδομένο. Τι σημαίνει ότι κάποιος είναι Πατριάρχης ή Επίσκοπος ή Θεολόγος; Πόσους τέτοιους έχει καταδικάσει και αναθεματίσει η συνείδηση της Εκκλησίας ως αιρετικούς; Ακόμη και πολυπληθείς συνόδους ανακήρυξε ληστρικές. Όλοι κρίνονται στην Ορθοδοξία.
Πρωτίστως πρέπει να πούμε ότι Εκκλησία είμαστε όλοι. Κλήρος και λαός. Είμαστε «ο Χριστός και εμείς μέσα στους αιώνες» όπως λέγει ο ιερός Αυγουστίνος. Εκκλησία είναι Ο Χριστός, Το Ευαγγέλιο, Η Αλήθεια, ο Επίσκοπος, Το Ιερατείο, Το Θυσιαστήριο και Ο πιστός Λαός. Όλα μαζί. Όχι λαοκρατία ούτε όμως και κληρικοκρατία. Όχι αναρχία ούτε όμως και ισοπεδωτική ομοιομορφία. Συνοδικότητα και Ομοφωνία. Το τεκμήριο της Αλήθειας τελικά βρίσκεται στον πιστό λαό. Το είπαν αυτό οι Πατριάρχες της Ανατολής στον Πάπα το 1848.
«...Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ, ὡς ἔργῳ ἐπειράθησαν καὶ πολλοὶ τῶν ἀπὸ τοῦ σχίσματος Παπῶν τε καὶ Πατριαρχῶν Λατινοφρόνων μηδὲν ἀνύσαντες...».
Ο Χριστός μας επίσης όταν απέστειλε τους μαθητές Του στα έθνη, τους είπε «διδάσκοντες αυτούς πάντα όσα ενετειλάμην υμίν», δηλαδή : «δε θα λέτε άλλα αντ΄ άλλων και δικά σας πράγματα, αλλά μόνο όλα όσα σας έδωσα Εγώ ως εντολές».
Λοιπόν, δεν έχουμε το δικαίωμα να διαβάζουμε και να κρίνουμε, αν αυτά που ετοιμάζονται στη Μεγάλη Σύνοδο είναι μέσα στην Αλήθεια του Χριστού και της Εκκλησίας; Δεν κατακρίνουμε πρόσωπα, κείμενα κρίνονται με βάση το Ευαγγέλιο και την ιερά Παράδοση.
Έλεος ! Και αυτό το πανανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψεως και του λόγου θα το στερήσουν οι αρνητές της πολυφωνίας και της συνοδικότητος; Δηλαδή δεν πρέπει να εκφράσουν τη γνώμη τους κληρικοί, θεολόγοι, επίσκοποι, άγιο Όρος, αδελφότητες; Ακόμη και τα κοσμικά νομοσχέδια τίθενται σε ανοιχτή διαβούλευση. Χειρότεροι και από τους κοσμικούς θα γίνουν οι εκκλησιαστικοί άρχοντες;
Θεολογικά κείμενα κρίνονται λοιπόν, καθώς πρέπει να γίνεται, από τον συμμετέχοντα ευσεβή λαό, ο οποίος δεν είναι υποδεέστερος στην έρευνα και αποτίμηση της αλήθειας του Χριστού. Δεν είναι τυφλά ποντίκια οι άνθρωποι ούτε ζαλισμένο κοπάδι οι Χριστιανοί.
Που φτάσαμε επιτέλους; Να αντιγράφωνται στην Εκκλησιαστική ζωή παπικές ισοπεδωτικές πρακτικές και να μιμείται η ανελεύθερη κομματική πειθαρχία των πολιτικών σχηματισμών; Δυστυχώς.
Ασφαλώς και δεν θα τους ακολουθήσει σε αυτό το δρόμο ο Πιστός Λαός ούτε θα αυτοκαταργηθεί επειδή το θέλουν μερικοί.
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...