![ti_08_mobile.png](/images/template/ti_08_mobile.png)
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο Γουίλιαμ Γουντς γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1913. Κατατάχθηκε στη RAF το 1938 και εκπαιδεύτηκε ως χειριστής. Το 1940 βρισκόταν στη Μάλτα όταν η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο και συμμετείχε πετώντας με διπλάνο Gloster Gladiator στην άμυνα της νήσου.
Το αντιτορπιλικό "ΨΑΡΑ" βυθίσθηκε μαχόμενο, την Κυριακή του Πάσχα 20 Απριλίου του 1941, στην περιοχή του κόλπου των Μεγάρων, όπου ήταν αγκυροβολημένο με άλλα πλοία του Στόλου, από πλήγματα Γερμανικών βομβαρδιστικών με συνολικές απώλειες 37 ανδρών του πληρώματος.
Το πλοίο πριν βυθιστεί καταρρίπτει τρία γερμανικά αεροσκάφη. Οι επιζώντες, εκτός του υπάρχου, ακολούθησαν τον κυβερνήτη Αντιπλοίαρχο Π. Κώνστα στην Αλεξάνδρεια προκειμένου να συνεχίσουν τον αγώνα...
Το αντιτορπιλικό "ΨΑΡΑ" εβυθίσθη στις 18:15 όταν ενώ ήτο αγκυροβολημένο στην Πάχη Μεγάρων, μαζί με 7 άλλα αντιτορπιλικά, εδέχθη αιφνιδιαστική επίθεση 15 γερμανικών αεροσκαφών καθέτου εφορμήσεως. Δύο βόμβες το χτύπησαν στην πλώρη και την απέκοψαν, ενώ μια τρίτη προκάλεσε μεγάλο ρήγμα στα πλευρά του. Όλοι οι άνδρες στην πλώρη των "Ψαρών" σκοτώθηκαν και το πλοίο, παρά τις δίωρες προσπάθειες για την διάσωσή του, τελικώς εβυθίσθηκε με αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους οι εξής 36:
«…Όταν εφθάσαμε δίπλα εις το ΨΑΡΑ, το οποίο ήταν ακόμη ηγκυροβολημένο, είδαμε καθαρά τας δύο βόμβας που έρριξε το Στούκας που το είχε διαλέξει ως στόχον.
Αντελήφθην ότι αι βόμβαι θα εύρισκαν το ΨΑΡΑ και γυρίζω και λέγω εις τον πλοίαρχον Μεζεβύρην που ήτο δίπλα μου εις την γέφυραν, «πάνε τα ΨΑΡΑ». Και όντως εντός ολίγων δευτερολέπτων η μία βόμβα εκτύπησε το πρόστεγον των ΨΑΡΩΝ, ενώ η άλλη εξερράγη εις την θάλασσαν, δίπλα εις την πρώτην.
Αυτοστιγμεί η πρώρα των ΨΑΡΩΝ απεσπάσθη, ενώ συγχρόνως εξεπήδησαν ατμοί που προήρχοντο από τους ατμαγωγούς σωλήνας.
Αλλά δεν έχω πλέον διαθέσιμον χρόνον δια να βλέπω τα ΨΑΡΑ, διότι εν τω μεταξύ το δεύτερον σμήνος των Στούκας επλησίαζεν και ήρχιζεν και αυτό την επίθεσίν του.
Από μακράν παρακολουθούμε την αγωνίαν των ΨΑΡΩΝ.Όταν διαλύεται ο συναγερμός, επιστρέφομεν δια να αγκυροβολήσωμεν και προφθαίνομεν μόνον να δούμε τα ΨΑΡΑ την στιγμήν που εβυθίζοντο.
Το καϋμένο το καράβι! Προ ένδεκα ετών, ήμουν παρών κατά την καθέλκυσίν του εις τα ναυπηγεία της Γενούης. Γέννησις και θάνατος ενός καραβιού. Επέθαναν ωραία όμως τα ΨΑΡΑ. Τα Α/Α πολυβόλα του εξηκολούθουν να βάλλουν και αφού είχε χτυπηθή. Μπράβο ΨΑΡΑ!»
(Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο ΕΧΘΡΟΣ ΕΝ ΟΨΕΙ (1954), τοῦ Ἀντιναυάρχου Ἴωάν. Ν.Τοῦμπα)
Πηγή: Περί Πατρής
Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης
Ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, κατά κόσμον ᾿Ανδρόνικος, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1302 στήν πόλη τῶν Νέων Πατρῶν ἤ τῆς Νέας Πάτρας, τή σημερινή ῾Υπάτη, κοντά στό ὄρος Μολύβιον, ἀπό γονεῖς πού ἀνῆκαν στήν ἀριστοκρατική τάξη·«... γονέων ἐπιφανῶν υἱός καί τῆς πατρίδος αὐτοῦ τῶν πολλῶν ὑπερεχόντων». ῾Η μητέρα του ἀπέθανε κατά τήν ὥρα τοῦ τοκετοῦ καί μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἀναπαύθηκε καί ὁ πατέρας του. ῎Ετσι, ὁ μικρός ᾿Ανδρόνικος ἔχασε καί τούς δύο γονεῖς του σέ πολύ μικρή λικία. Τότε εὑρῆκε συμπαράσταση, στοργή καί ἀγάπη ἀπό τόν ἀδελφό τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τήν κηδεμονία του, φροντίζοντας γιά ὅλα του τά ἀναγκαῖα καί γιά τή μάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων.
῞Οταν τό ἔτος 1319 Νέα Πάτρα καταλήφθηκε ἀπό τούς Φράγκους, ὁ ᾿Ανδρόνικος αἰχμαλωτίσθηκε καί μάλιστα, χαριτωμένος καθώς ἦταν στή μορφή, ἐκινδύνευσε νά σταλεῖ στό σπίτι τοῦ κατακτητοῦ ᾿Αλφόνσου Φαδρίγου σάν ζωντανό λάφυρο. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως κατάλαβε τίς προθέσεις του καί ἐσώθηκε μέ τή φυγή. ᾿Αφοῦ συναντήθηκε μέ τόν ἐξόριστο κηδεμόνα του, ἀπέπλευσαν μαζί καί κατέληξαν στή Θεσσαλονίκη. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἀπέθανε ὁ θεῖος του, ἄρρωστος ἀπό βαριά ἀρθρίτιδα, στή μονή τοῦ ᾿Ακαπνίου στή Θεσσαλονίκη. ῎Ετσι ὁ νεαρός ᾿Ανδρόνικος, τό ἔτος 1319 (σέ λικία 16-17 ἐτῶν), ἔμεινε γιά τρίτη φορά ὀρφανός χωρίς κανένα προστάτη καί, προκειμένου νά ἐξοικονομήσει τά ἀναγκαῖα γιά τή διαβίωσή του, προσελήφθη στήν ὑπηρεσία ἑνός γραμματέως βασιλικῶν ὁρισμῶν στή Θεσσαλονίκη. ῾Η μεγάλη του ἀγάπη γιά τά γράμματα ἀφ᾿ ἑνός καί ἔλλειψη χρημάτων ἀφ᾿ ἑτέρου τόν ἀναγκάζουν νά πηγαίνει στά σχολεῖα τῶν διδασκάλων καί καθισμένος ἔξω ἀπό τήν πόρτα νά παρακολουθεῖ τά μαθήματα.
῾Η ροπή του πρός τόν ἀσκητισμό καί ἀναζήτηση τῆς ἀπερίσπαστης ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό τόν ὁδήγησαν στό ῞Αγιον ῎Ορος. Νεαρός ὅμως καθώς ἦταν καί ἀγένειος δέν ἔγινε δεκτός ἀπό τούς πατέρες. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐκάμφθηκε. Παίρνοντας τήν εὐχή τῶν πατέρων πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀσπάσθηκε τούς ἱερούς ναούς καί τά τίμια λείψανα τῶν ῾Αγίων. Συγκατοίκησε μέ δύο μοναχούς, οἱ ὁποῖοι διαβλέποντας τά ἐξαιρετικά καί σπάνια χαρίσματα τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος ἐπλησίαζε τά χαρακτηριστικά ἑνός παιδαριογέροντα, τοῦ πρότειναν νά μείνει στό συχαστήριό τους καί νά τόν κάνουν προεστῶτα. ῾Ο ἴδιος ὅμως μέ ταπείνωση ἀρνήθηκε.
Στήν Κωνσταντινούπολη συναναστράφηκε μέ κορυφαῖες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἐπηρέασαν τή ζωή του, ὅπως τόν ῞Οσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη, τόν πατέρα τῆς νηπτικῆς θεολογίας, τόν Δανιήλ τόν ῾Ησυχαστή, τόν ᾿Ισίδωρο, ὁ ὁποῖος μετέπειτα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης (1347-1350) ὑποστήριξε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί κατόπιν τόν κατέστησε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, καί πολλούς ἄλλους ῾Αγίους Πατέρες, ἀπό τούς ὁποίους ὠφελήθηκε πνευματικά σάν τή μέλισσαπού «συλλέγει τά καίρια».
Στή συνέχεια, μάλλον γιά βιοποριστικούς λόγους, μετέβη στήν Κρήτη γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα. ᾿Εκεῖ ἐγνωρίσθηκε μέ κάποιο φιλάνθρωπο Κρητικό, ὁ ὁποῖος ἐκτιμώντας τίς ἀρετές του ἐσκέφθηκε νά τόν παντρέψει μέ τή θυγατέρα του. ῾Ο ᾿Ανδρόνικος ὅμως, καταλαβαίνοντας τίς βλέψεις του καί γιά νά μήν ἐμπλακεῖ «ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις», ἐγκατέλειψε ἀμέσως τήν Κρήτη, συνάμα καί τήν κοσμική ζωή, καί ἐπέστρεψε καί πάλι στό ῞Αγιον ῎Ορος, γιά νά ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό «ὡς καλός στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», διότι ἐπίστευε ὅτι μόνο ἐκεῖ μποροῦσε νά βιώσει τό ἀσκητικό ἰδεῶδες.
᾿Αρχικά κατέφυγε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ καί εἰδικά στήν ὀρεινή τοποθεσία τήν λεγόμενη Μηλέα. ᾿Εκεῖ ἔγινε δεκτός ἀπό δύο ἁγιορεῖτες ἀσκητές, τόν ἱερομόναχο Γρηγόριο τόν Κωνσταντινουπολίτη καί τόν Μωυσῆ. Σέ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἔγινε ρασοφορία του ἀπό τόν γέροντά του Γρηγόριο καί μετονομάσθηκε ᾿Αντώνιος. Πολύ γρήγορα ἔγινε καί μεγαλόσχημος μοναχός παίρνοντας τό ὁριστικό του πιά μοναχικό ὄνομα ᾿Αθανάσιος, μέ τό ὁποῖο ἔγινε γνωστός καί ἐπέρασε μέσα στό χορό τῶν ῾Οσίων τῆς ᾿Εκκλησίας, καθώς καί τῶν ὑψηλῶν ἀναστημάτων τοῦ ᾿Ορθοδόξου μοναχισμοῦ, καί εἰδικότερα στήν ἱστορία τοῦ μετεωρίτικου μοναχισμοῦ.
῾Ο ᾿Αθανάσιος κατά τήν παραμονή του στό ῎Ορος ἀσκήθηκε στίς κατά Θεόν ἀρετές, στήν προσευχή, στήν ὑπακοή καί στήν ὑποταγή, ἀντιμετωπίζοντας τίς δοκιμασίες καί τίς διάφορες κακουχίες ἀγόγγυστα καί ὑπομονετικά. Τίς σκληρές μά ἥσυχες στιγμές τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦρθαν νά ταράξουν οἱ ληστρικές ἐπιδρομές τῶν ᾿Αγαρηνῶν Τούρκων καί οἱ ἄγριες διώξεις ἐναντίον τῶν κατοίκων τῶν ᾿Αθωνικῶν παραλίων. ᾿Εξ αἰτίας αὐτῶν τῶν γεγονότων οἱ μοναχοί ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τό ῞Αγιον ῎Ορος καί νά καταφύγουν σέ μέρος ἀσφαλέστερο. ῾Ο μέν Μωυσῆς μετέβη στή μονή τῶν ᾿Ιβήρων, ὁ δέ ᾿Αθανάσιος μαζί μέ τόν γέροντα καί θεῖο του Γρηγόριο καί μέ ἕναν ἄλλο μοναχό με το ὄνομα Γαβριήλ κατέφυγαν πρός τά δυτικά μέρη τῆς ῾Ελλάδος.
᾿Αφοῦ ἐπέρασαν ἀπό τή Θεσσαλονίκη ἔφθασαν στή Βέροια, πόλη καλῶς τειχισμένη. ᾿Εκεῖ πολλοί ἐπιφανεῖς ἠθέλησαν νά κρατήσουν κοντά τους τούς ἁγιορεῖτες ἀσκητές καί νά τούς προσφέρουν τά ἀναγκαῖα γιά τή συντήρησή τους. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐδέχθησαν, κυρίως γιατί ὁ ᾿Αθανάσιος ἀποστρεφόταν τήν κοσμική καί πολυθόρυβη ζωή τῶν πόλεων καί ἐπιζητοῦσε χῶρο ἰδανικό γιά ἄσκηση, ἀπομόνωση καί συχία. Μετά ἀπό κάποια ἀγνώστου χρόνου παραμονή τῶν δύο ῾Οσίων στή Σκήτη τῆς Βεροίας, στή μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐπορεύθησαν πρός τόν ᾿Επίσκοπο Σερβίων. Κατόπιν, μέ ὑπόδειξη τοῦ ἐν λόγῳ ᾿Επισκόπου, κατέφυγαν στούς θεόκτιστους Θεσσαλικούς βράχους τῶν Σταγῶν.
Φθάνοντας περί τό 1333-1334 στόν τόπο ἐκεῖνο εὑρῆκαν μέν τούς λίθους, ὅπως τούς εἶχε περιγράψει ὁ ᾿Ιάκωβος, ἀλλά «οὐκ ἦν τις ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοῖς, πλήν γυπῶν καί κοράκων». ῞Ενας μόνο λίθος ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ πιό γειτονικός πρός τήν πόλη τῶν Σταγῶν, εἶχε κατά τήν παράδοση κατοικηθεῖ παλιότερα ἀπό κάποιο βοσκό, ὁ ὁποῖος μεταμόρφωσε ἕνα κοίλωμα τοῦ βράχου σέ λαξευτό ναό τῶν Ταξιαρχῶν καί μετονόμασε τό βράχο Στύλο. Σ᾿ αὐτό τό λίθο λοιπόν πηγαίνοντας ὁ ᾿Αθανάσιος μέ τόν γέροντά του Γρηγόριο εὑρῆκαν μέσα ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό, ὀνομαζόμενο Τρυφερό, καί ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν.
῾Ο γέροντας Γρηγόριος βλέποντας τή σκληρότητα τοῦ τόπου ἠθέλησε νά φύγει καί νά γυρίσει πίσω. ῾Ο ᾿Αθανάσιος ὅμως, ἀντιλαμβανόμενος τίς προθέσεις του, τόν ἐνεθάρρυνε. Και ἐπειδή πολύς θόρυβος ἔφθανε ἐκεῖ ἀπό τήν πόλη, καθώς αὐτό τό μέρος τοῦ Στύλου ἦταν κοντά της, μέ τή συγκατάθεση τοῦ γέροντος κατέβηκε σέ ἐρημικότερο μέρος τοῦ βράχου, ὅπου καί ἐγκαταστάθηκε. ᾿Εκεῖ ὁ ᾿Αθανάσιος σύχαζε τίς ἕξι μέρες τῆς ἑβδομάδος καί ἀνέβαινε στό Στύλο μόνο κάθε Κυριακή γιά τήν ἀγρυπνία ἀφοῦ μετελάμβανε τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων καί ἔτρωγε στήν κοινή τράπεζα, κατέβαινε καί πάλι κάτω στό κελλί του.
Μετά ἀπό μικρό διάστημα παραμονῆς του ἐκεῖ, κάποια νύχτα ἐδέχθηκε ἐπίθεση ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευαν ὅτι κάτι θά εὕρισκαν νά ἁρπάξουν ἀπό τό κελλί του. ᾿Εκεῖ ὅμως δέν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρά μόνο λίγο λάδι καί λίγα ξερά ψωμιά. Τούς ληστές τότε ἀντιλήφθηκε ἀπό ψηλά ἕνας ἄλλος ἀδελφός, Βαρλαάμ ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος τούς ἔδιωξε μέ τή σφενδόνα του, ὅπως τούς λύκους. Στή συνέχεια ὁ ᾿Αθανάσιος, προκειμένου νά εὑρίσκεται μακριά ἀπό ληστές καί νά συχάζει ἀπερίσπαστα, ζητεῖ εὐλογία ἀπό τό γέροντά του γιά ν᾿ ἀνεβεῖ στόν Πλατύλιθο, δηλαδή στό σημερινό βράχο τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Σ᾿ αὐτόν λοιπόν τό βράχο, «τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν εἰς αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ἀνέβηκε γύρω στά 1343-1344 ὁ ᾿Αθανάσιος καί ἐγκαταστάθηκε ὁριστικά πιά, ποθώντας τήν ἀνεύρεση περισσότερης συχίας καί τήν τελειότερη ἄσκηση.
᾿Αρχικά ὁ ᾿Αθανάσιος ἔμεινε μόνος του σέ μιά σπηλιά τοῦ βράχου. Λίγο ἀργότερα ὅμως ἐδέχθηκε καί δύο ἄλλους ἀδελφούς, πού ἦρθαν γιά νά συγκατοικήσουν μέ αὐτόν, σύμφωνα μέ τόν ὅρο πού τοῦ εἶχε θέσει ὁ γέροντάς του. Τόν ἕνα ἀπό αὐτούς, τόν ᾿Ιάκωβο, τόν ἔστειλε στόν ᾿Επίσκοπο καί τόν ἐχειροτόνησε ἱερέα. Στό βράχο ὁ ῞Οσιος ἀσκητής ἐδημιούργησε πρόχειρη τήν κατοικία του καί ὀργάνωσε τήν πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα τῶν Μετεώρων. Πρῶτα ὅμως οἰκοδόμησε ναό τῆς Θεομήτορος, τῆς Παναγίας τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας, στήν ὁποία ἀφιέρωσε καί τή μονή.
Μέ δαπάνη κάποιου τοπικοῦ ἄρχοντα ὁ ᾿Αθανάσιος διευκόλυνε τόν τρόπο ἀνόδου στό βράχο μέ τή δημιουργία στοᾶς καί τήν ἐλάττωση τῶν βαθμίδων τῆς κλίμακος. Τό γεγονός αὐτό φανερώνει ἐπίσης τήν ἐπίδραση, τήν πνευματική ἀκτινοβολία καί αἴγλη πού ἀσκοῦσε ὁ ᾿Αθανάσιος καί στούς πολιτικούς ἄρχοντες τῆς περιοχῆς. Μέ τή χρηματική συνεισφορά κάποιου Τριβαλλοῦ, δηλαδή Σέρβου μεγιστάνα, καί μέ τή βοήθεια τῶν συμμοναστῶν του, ὁ ᾿Αθανάσιος οἰκοδόμησε ἄλλον ὡραιότατο ναό, πρός τιμήν τοῦ Μεταμορφωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ.
Μέ τήν πάροδο ὅμως τῶν χρόνων καί μέ τήν καθημερινή αὔξηση τῶν μοναχῶν ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος διαπίστωσε ὅτι τό νά ζεῖ ὁ καθένας ἀνεξάρτητα καί νά φροντίζει μόνος του τόν ἑαυτό του θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι τήν ὁμόνοια, ἀλλά τή διχόνοια καί τή φιλονικία. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἀπεφάσισε νά ἐπιβάλει στούς ἀδελφούς πού εἶχε στήν ὑποταγή του κοινοβιακό τύπο ζωῆς μέ αὐστηρό μοναστικό κανονισμό. ῾Η φήμη τοῦ συχαστοῦ ῾Οσίου ᾿Αθανασίου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε καί γεροντάδες ἦλθαν μέ τή συνοδεία τους νά ὑποταχθοῦν σ᾿ αὐτόν, ὅπως ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος καί πνευματικότατος ᾿Ιγνάτιος, ὁ ὁποῖος μέ πέντε ἄλλους μαθητές του ἦλθε καί ἔμεινε κοντά στόν ᾿Αθανάσιο, καί ὁ πνευματικός ᾿Αγάθων, πού πρίν ὑπῆρξε συμμοναστής του στό ῞Αγιον ῎Ορος. ῞Ολοι τους διακρίθηκαν γιά τήν ἀγάπη, τήν ὑπακοή καί τήν ὑποταγή, τόσο πρός τόν ῞Οσιο ᾿Αθανάσιο, ὅσο καί μεταξύ τους.
῾Ο ῞Οσιος, πού καμιά στιγμή δέν ἔπαψε νά νουθετεῖ ὅσους ἦταν κοντά του, εὑρισκόμενος πλέον σέ προχωρημένη λικία, ἀσθένησε. Μετά και ἀπό τίς τελευταῖες του νουθεσίες καί τήν παράταση τῆς ἀσθένειάς του γιά σαράντα περίπου μέρες, σέ λικία 78 ἐτῶν, ὁ ῞Οσιος ᾿Αθανάσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, περί τό ἔτος 1380, συναριθμούμενος καί αὐτός στή χορεία τῶν μεγάλων ῾Οσίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
(Πηγή: «ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΩΝ ΜΕΤΕΩΡΩΝ - Βίος Καὶ Πολιτεία Τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν ᾿Αθανασίου, Τοῦ Μετεωρίτου», orthodoxos.com.gr)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς ζωῆς ἐν τῇ πέτρᾳ στηρίξας Ὅσιε, τῆς ψυχῆς σου τὰς βάσεις ἀπὸ νεότητος, Ἀθανάσιε σοφὲ στερρῷ φρονήματι, ἐπὶ πέτραν ὑψηλήν, τοῦ Μετεώρου τὴν ζωήν, διέδραμες θεοφόρε· καὶ νὺν ζωῆς ἀθανάτου, κατατρυφῶν ἡμῶν μνημόνευε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ ἄνω ποθῶν, τὴν κλίμακα ἐτέκτηνας, τὰ κάτω μισῶν, σαργάνην Πάτερ ἔπλεξας, δι’ ὧν πρὸς ὕψος ἔδραμες, ἀπαθείας σοφὲ Ἀθανάσιε· ἐν ὑψηλῇ γὰρ πέτρᾳ τὸ φῶς, ὁσίων ἐκλάμπεις ἀρετῶν τοῖς ἐν γῇ.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀθανάσιε ἱερέ, τῆς ἀθανασίας, δένδρον ὄντως πανευθαλές· χαίροις Μετεώρων, ὁ θεῖος λαμπαδοῦχος, καὶ Μοναζόντων γνώμων, πρὸς τελειότητα.
(Πηγή: «Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης», Μέγας Συναξαριστής)
Ὅσιος Ἰωάσαφ ὁ Μετεωρίτης
Ο άγιος Ιωάσαφ ήταν υιός τού ευσεβή ηγεμόνα της Ηπείρου και Θεσσαλίας Συμεών Ούρεση Παλαιολόγου (1359-1370), πού καταγόταν από τον βασιλικό οίκο των Νεμάνια και ανακηρύχθηκε «τσάρος τών Ελλήνων, των Σέρβων και των Αλβανών». Η μητέρα του Θωμαΐδα ήταν κόρη τού δεσπότη της Ηπείρου Ιωάννη Β΄ Ορσίνη (1323-1335) και αδελφή τού τελευταίου δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Β΄ Ορσίνη (1338-1340, 1356-1359).
Ο κατά κόσμον Ιωάννης γεννήθηκε κατά το 1349-50. Η καταγωγή της μητέρας του ήταν άπό τή βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων.... Η μητέρα της μητέρας του, η γιαγιά του Μαρία Παλαιολογίνα, ήταν δισέγγονη τού βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282) άπό τον πατέρα της Ιωάννη Παλαιολόγο και εγγονή άπό τή μητέρα της Ειρήνη τού Θεόδωρου Μετοχίτη, πού ήταν κτίτορας της περίφημης μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, και είχε παντρευτεί τον Σέρβο βασιληά Στέφανο Γ΄ Ούρεση (1321-1331), πού ήταν παππούς τού Ιωάννη. Ο Ιωάννης είχε ένα νεώτερο ετεροθαλή αδελφό, τον Στέφανο, τή Μαρία Αγγελίνα Κομνηνή Δούκαινα Παλαιολογίνα, πού ήταν παντρεμένη με τον δεσπότη των Ιωαννίνων Θωμά (+1384).
Το 1359-60 ο Ιωάννης αναγορεύθηκε στην Καστοριά συναυτοκράτορας με τον πατέρα του σε ηλικία μόλις δέκα ετών. Μετά δέκα έτη περίπου, πέθανε ο πατέρας του και τον διαδέχθηκε στην εξουσία. Η ευσεβής οικογένειά του τον βοήθησε άπό μικρό να έχει ένα ιδιαίτερο ζήλο για την πνευματική ζωή και όχι για τα κοσμικά πράγματα. Επισκεπτόταν συχνά τις εκκλησίες και τα μοναστήρια και συμμετείχε στις ιερές ακολουθίες και τις θειες λειτουργίες, ιδιαίτερα στις μονές τού Αγίου Όρους και τών Μετεώρων. Κατά τον θάνατο τού πατέρα του βρισκόταν στό Άγιον Όρος. Επέστρεψε στα Τρίκαλα και παραχώρησε την εξουσία και τή διοίκηση της Θεσσαλίας στον συγγενή του Καίσαρα Αλέξιο Άγγελο Φιλανθρωπινό το 1372. Το έτος αυτό, στην ηλικία τών 22 ετών, ο Ιωάννης Ούρεσης Παλαιολόγος, ο τελευταίος γόνος της ένδοξης δυναστείας τών Νεμανιδών, κατέφυγε στην ιερά μονή τού Πλατυλίθου, της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος τού Μεγάλου Μετεώρου. Εκεί μετονομάσθηκε Ιωάσαφ άπό τον όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη (+1380), τού οποίου υπήρξε πνευματικός πατέρας και καθοδηγός. Αυτός, προ της μακαρίας κοιμήσεώς του, τού παραχώ ρησε «πάσαν την εξουσίαν και αρχήν» της μονής. Μετήλλαξε τή βασιλική πορφύρα με το μοναχικό τρίχινο ράσο.
Ο Ιωάσαφ, όταν εκοιμήθη ο Γέροντάς του όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης, απουσίαζε στη Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος. Μετά την εκδημία του, επέστρεψε στο Μεγάλο Μετέωρο και ανέλαβε τα καθήκοντά του ως διάδοχος, κατά τή διαθήκη τού οσίου πνευματικού του πατρός. Το 1381 υπογράφει «Ιωάννης Ούρεσης ο Παλαιολόγος ο δια του Θείου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείς Ιωάσαφ μοναχός». Το 1384-85 ο Ιωάσαφ μεταβαίνει στα Ιωάννινα για να παρηγορήσει και ενισχύσει την πρόωρα χήρα αδελφή του Μαρία Αγγελίνα, πού ο σύζυγός της Θωμάς Πρελιούμποβιτς είχε δολοφονηθεί, και η δια είχε ανακηρυχθεί κυβερνήτρια τού δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο κίνδυνος της απειλής τών Αλβανών ανάγκασε τή Μαρία να έλθει σε δεύτερο γάμο με τον κόμη Ιζαού Μπουντελμόντι άπό την Κεφαλλονιά, κατόπιν συνδρομής τού Ιωάσαφ και να ειρηνεύσει το δεσποτάτο και να επιστρέψει ήσυχος στα Μετέωρα με δώρα άπό την αδελφή του, πού τα χρησιμοποίησε για τή μονή του, μαζί με μεταγενέστερες πλούσιες δωρεές, οι όποιες μεγάλυναν το Μεγάλο Μετέωρο και τον κατέστησαν δεύτερο κτίτορα.
Το 1393-1394 οι Τούρκοι κατέλαβαν τή Θεσσαλία και ο άγιος αναγκάσθηκε να αναχωρήσει για το Άγιον Όρος.
Μαζί του είχε τον ιερομόναχο Σεραπίωνα και τους μοναχούς Φιλόθεο και Γεράσιμο. Εγκαταστάθηκαν στη μονή Βατοπαιδίου, στην οποία προσέφεραν δώρα, χρήματα και ένα χρυσό σταυρό. Σε αυτούς παραχωρήθηκαν δύο κελλιά, όπως φαίνεται σε έγγραφο πού υπογράφουν και οι Βατοπαιδινοί πατέρες Θεοδώρητος Καθηγούμενος και Ιγνάτιος Προηγούμενος. Το 1394 ο Πρώτος τού Αγίου Όρους ιερομόναχος Ιερεμίας Διονυσιάτης έδωσε Κελλί στις Καρυές, για να κατοικεί ο Ιωάσαφ με τή συνοδεία του. Ο Πρώτος τού Αγίου Όρους Νεόφυτος Διονυσιάτης σε έγγραφό του αναφέρει ότι «ο κατά κόσμον ευγενέστατος και εν μοναχοίς οσιώτατος κυρ Ιωάσαφ» το 1396 αναχώρησε για τα Μετέωρα.
Ο μητροπολίτης Λαρίσης Ιωάσαφ τον ονομάζει «αειθαλές δένδρον και υψίκομον, τον κυρ Ιωάσαφ, όπερ θάλπει πάντας" τον άγιον, τον γλυκύν, τον πράον, τον ήσυχον, τον αγχίνουν ...» σε επιστολή του, όπου αναφέρει ότι έχει και μεγάλη συνοδεία μοναχών.
Ο όσιος Ιωάσαφ εκοιμήθη το 1422-23 ως απλός μοναχός σε ένα μικρό κελλί τού Μεγάλου Μετεώρου, το όποιο αγάπησε και λάμπρυνε με πολλά έργα, μεγαλώνοντας το μικρό Καθολικό, πού το αγιογράφησε, συμπλήρωσε με απαραίτητες οικοδομές και αφιέρωσε κτήματα και χειρόγραφα. Ήταν ολόψυχα αφιερωμένος στό ιδεώδες τού μοναχικού βίου, ταπεινόφρων, υπάκουος, κοινοβιάτης μοναχός, ακούραστος ασκητής και γι΄ αυτό σεβαστός και αγαπητός απ΄ όλους.
Στην ωραία και αιθέρια ιερά μονή τού Μεγάλου Μετεώρου φυλάγεται η τίμια κάρα τού οσίου Ιωάσαφ σε αργυρά λειψανοθήκη και αποτελεί μαζί με τού αγίου Γέροντά του Αθανασίου πολύτιμο και ανεκτίμητο θησαυρό και σεβάσμιο προσκύνημα289. Στό σκευοφυλάκειο της μονής φυλάγονται προσωπικά σκεύη τού οσίου, καθώς και φορητές εικόνες. Στη μονή τοιχογραφείται μαζί με τον όσιο Αθανάσιο.
Η ιερά ακολουθία του υπάρχει στους κώδικες της μονής του: 209 τού 1551 και 128 τού 17ου αιώνος και είναι ποίημα τού Ιουστίνου Δεκαδύο. Συνυμνείται με τον όσιο Αθανάσιο. Η ακολουθία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1788 στη Βενετία. Παρακλητικό Κανόνα και Χαιρετιστήριους Οίκους συνέθεσε πρόσφατα η μοναχή Θεοτέκνη.
(Πηγή: «1140 - Όσιος Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης (+1422/3)», Αγιορείτικες Μνήμες)
Πηγή: orthodoxos.com.gr, Μέγας Συναξαριστής, Αγιορείτικες Μνήμες
Yπ’ αριθμόν 178 πολεμικό ανακοινωθέν:
«Εν Αλβανία ζωηρά δράσις της εχθρικής αεροπορίας. Ο εχθρός επιχειρήσας εις δύο σημεία να επιτεθή κατά των ημετέρων δυνάμεων απεκρούσθη μετά πολλών απωλειών και κατεδιώχθη πέραν των αρχικών του θέσεων.
Συνελήφθησαν αιχμάλωτοί τινες.
Εν τη Μακεδονία και Θεσσαλία ο αντίπαλός, παρά την σφοδροτάτην δράσιν της αεροπορίας του, ουδαμού διέσπασε τας γραμμάς μας, αίτινες προσηρμόσθησαν συμφώνως τω σχεδίω ».
Ὁ κόσμος, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε δημιούργημα τύχης· δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐκ τοῦ μηδενός, αὐτὴ εἶνε ἡ διδασκαλία τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καὶ κορυφὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου εἶνε ὁ ἄνθρωπος.
O Αλέξιος Ε΄ Δούκας εγεννήθη το 1140 και ήταν γιος του Σεβαστοκράτορος Ισαακίου Δούκα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, «είλκε το γένος εξ ενός των αρχαίων της στρατιωτικής αριστοκρατίας οίκων και είχεν άπαντα τα συνήθη αυτών προτερήματα και τα συνήθη ελαττώματα.»
Ήδη από τις τελευταίες ημέρες του Απριλίου 1941 το κροατικό καθεστώς των Ούστασι οργάνωσε το πρώτο στρατόπεδο εξόντωσης Σέρβων, Εβραίων και Τσιγγάνων. Μόλις λίγες ημέρες πριν, στις 10 Απριλίου ο επικεφαλής του καθεστώτος Άντε Πάβελιτς, είχε ανακοινώσει την ίδρυση ανεξάρτητου κροατικού κράτους με την υποστήριξη Χίτλερ και Μουσολίνι.
Ο Βασίλι Μιχαίλοβιτς Μπλοχίν αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση ανθρωπόμορφου θηλαστικού. Αν και δίποδο και φέρων ανθρώπινη μορφή, ήταν πολύ χειρότερος κι απ’ τα λιοντάρια του Νέρωνα που σκότωνα από πείνα.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παφνούτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Πέρασε κατ’ ἐξοχὴν στὴν Αἴγυπτο τὴν εὐεργετικὴ καὶ πολύαθλη ζωή του. Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρριανὸς γνωρίζωντας ἀπὸ τὶς διαδόσεις γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Παφνουτίου ἐπάνω στοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς σκεπτόταν πῶς μποροῦσε νὰ τὸν συλλάβει. Ὁ Παφνούτιος συνήθιζε νὰ περνᾶ τὴν ζωή του σὲ ἐρημικοὺς τόπους καὶ κάποια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τῆς νυχτερινῆς προσευχῆς του, Ἄγγελος Κυρίου τοῦ φανέρωσε ὅτι κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι τὸν καταζητεῖ ὁ ἔπαρχος. Κλήθηκε μόνος του νὰ προσέλθει ἐνώπιον τῶν διωκτῶν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν ἐπέλεξε ὡς ὄργανο γιὰ νὰ ντροπιάσει τὸν Ἀρριανὸ καὶ τὰ εἴδωλα.
Ὁ Παφνούτιος ὑπάκουσε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὶς ὄχθες τοῦ Νείλου. Μόλις ἔφθασε, εἶδε τὸν Ἀρριανὸ νὰ ἀποβιβάζεται ἀπὸ πολυτελὲς πλοῖο μὲ συνοδεία ἀρχόντων καὶ στρατιωτῶν. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γνώριζε προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Παφνούτιο. Αὐτὸς ὅμως ἀναγνώρισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος εἶδε τὸν σεβάσμιο γέροντα νὰ προχωρεῖ πρὸς αὐτόν.
› Μὲ ζητᾶς, τοῦ εἶπε καὶ δὲν θέλησα νὰ σὲ ὑποβάλλω σὲ κόπο. Εἶμαι ὁ Παφνούτιος.
Ὁ Ἀρριανὸς τινάχθηκε. Τὸ ὄνομα τοῦ Παφνουτίου καὶ ἡ αἰφνίδια ἀφθόρμητη ἐμφάνιση καὶ παράδοσή του ἔφεραν στὸν ἔπαρχο σκοτισμὸ καὶ σύγχυση. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ μεταχειρίσθηκε γλῶσσα ἀπρεπὴ καὶ σκληρὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Τὸν ἔβρισε, γιατί ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ διέγειρε τὰ πλήθη στὴν πίστη πρὸς Αὐτόν. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπείλησε τὸν Ἅγιο ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσει ἀδυσώπητα, ἂν δὲν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Παφνούτιος ἀπολογήθηκε σύντομα γιὰ τὴν πίστη του καὶ δήλωσε ὅτι δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν ἀνώτερη εὐχαρίστηση ἀπὸ τὸ νὰ βασανισθεῖ καὶ νὰ χύσει τὸ αἷμα του ὑπὲρ τοῦ Λυτρωτοῦ του.
Μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου οἱ δήμιοι ὑπέβαλαν τὸν Παφνούτιο σὲ βασανιστήρια. Τοῦ κατέξυσαν τὶς σάρκες τόσο πολύ, ὥστε τὰ αἵματα ποὺ ἔρρεαν πότισαν τὸ ἔδαφος. Καὶ ἦταν τόσο βαθιὲς οἱ πληγὲς ποὺ εἶχαν ἀνοίξει, ὥστε φαίνονταν τὰ ἐντόσθια τοῦ Μάρτυρος. Τότε ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἀπηύθυνε προσευχὴ πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Τὸν ἱκέτευσε νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει, ἂν ἤθελε καὶ ἂν τὸν ἔκρινε χρήσιμο γιὰ περισσότερους ἀγῶνες στὴ φοβερὴ ἐκείνη ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ψυχὲς εἶχαν τόση ἀνάγκη γιὰ παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση.
Ἡ δέησή του εἰσακούσθηκε. Χάρη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ φωτισμοῦ πολλῶν σκοτισμένων ἀπὸ τὴν πλάνη, ἡ Θεία Χάρη ἐπιτέλεσε ἐκπληκτικὰ πράγματα. Οἱ πληγὲς τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου ἔκλεισαν ἐκείνη τὴ στιγμή. Οἱ δύο στρατιῶτες ποὺ τὸν κατέξυσαν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ ὁμολόγησαν καὶ οἱ ἴδιοι τὸν Χριστό. Οὔτε περιορίσθηκαν μέχρι ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔσπευσαν πρὸς τὸν Ἀρριανό, ἀπέρριψαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες καὶ δήλωσαν ὅτι ἔγιναν καὶ οἱ ἴδιοι Χριστιανοί. Ὁ Ἀρριανὸς αἰσθάνθηκε ἔκπληξη καὶ ὀργή. Ὅταν ὅμως εἶδε τὴν ἐπιμονὴ καὶ τῶν δύο, τοὺς ἀποκεφάλισε. Ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Διονύσιος καὶ ὁ ἄλλος Καλλίμαχος καὶ ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸν οὐρανὸ ὡς φωτεινοὶ ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος.
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Παφνούτιος φυλακίσθηκε. Μέσα στὴν φυλακὴ ὑπῆρχαν, μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ σαράντα πρόκριτοι, ποὺ ἦταν ἔγκλειστοι ἐκεῖ, γιατί καθυστεροῦσαν τοὺς φόρους πρὸς τὸ δημόσιο. Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ κινήθηκαν ἀπὸ θαυμασμό, ὅταν γιὰ δύο συνεχόμενες νύχτες ἔβλεπαν σὲ κάποιο σκοτεινὸ μέρος, ἐκεῖ ὅπου προσευχόταν ὁ Ἅγιος Παφνούτιος, κάποια ἐξαίσια καὶ ὑπερφυσικὴ λάμψη. Ποιὸς ἄραγε ἦταν ὁ ἄνδρας αὐτός; Ὁ Παφνούτιος ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν περιέργειά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Πίστεψαν δὲ ὅλοι καὶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τους ἦταν ἕτοιμοι καὶ γιὰ βασανισμοὺς καὶ γιὰ θάνατο.
Ὁ Ἀρριανός, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐξοργίσθηκε. Ἡ κατάκτηση ἐκείνη τοῦ Παφνουτίου σὲ τόσους διακεκριμένους ἄνδρες τὸν καταθορύβησε καὶ τοῦ φάνηκε ὡς αἶσχος καὶ ἥττα ὄχι μόνο τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ἀλλὰ καὶ δική του. Μάταια ὅμως προσπάθησε μὲ τὸν πλέον περιποιητικὸ τρόπο νὰ ἐξευμενίσει τοὺς προκρίτους, νομίζοντας ὅτι στὸ διάβημα προέβησαν ἀπὸ ὀργὴ γιὰ τὴ φυλάκισή τους. Καὶ οἱ σαράντα ἐνέμειναν στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, προσπάθησαν μάλιστα νὰ ἑλκύσουν πρὸς αὐτὴν καὶ τὸν Ἀρριανό. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε κλειστὴ τὴν ψυχή του γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὸ φῶς. Ἀφοῦ ἀπέβαλε κάθε ἐλπίδα, διέταξε νὰ θανατωθοῦν οἱ νέοι ἐκεῖνοι Χριστιανοί. Τοὺς ἔφεραν λοιπὸν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ἄναψαν πυρκαγιὰ μεγάλη καὶ εἶπαν στοὺς στρατιῶτες νὰ ρίξουν τοὺς Ἁγίους ἄνδρες σὲ αὐτήν. Ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες δὲν εἶχαν τὴν ἀνάγκη βίας. Μόνοι τους, καθὼς κρατοῦσε ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου εἰσῆλθαν χαρούμενοι στὶς φλόγες ψάλλοντας καὶ ἔτσι ἀξιώθηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους.
Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ γίνουν πραγματικότητα καὶ ἄλλες πολλὲς ἐπιστροφὲς διὰ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου. Καὶ ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἰησοῦς ξέφυγε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του, ποὺ ζήτησαν νὰ Τὸν φονεύσουν, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ὁ ἴδιος ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ἀρριανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μανία ἔγινε μεγαλύτερη.
Τὰ κατορθώματα τοῦ Παφνουτίου ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἐξακολούθησαν. Ἡ παρουσία του ἔφλεξε τὰ εὐσεβὴ στήθη τοῦ Εὐστοργίου καὶ τῆς Ἐρμιόνης, ποὺ ἦταν πλούσιο ἀντρόγυνο, ἐνῷ στὰ ἴχνη τους ἀκολούθησε καὶ ἡ κόρη τους Στεφανώ, μόλις δεκαοκτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία. Ἡ πίστη κόχλαζε τώρα θερμότερα στὰ στήθη τους. Γεμάτοι ἀπὸ φιλαδελφία διαμοίραζαν τὰ πλούτη τους περιθάλποντας τοὺς διωκόμενους Χριστιανούς, τὰ ὀρφανὰ καὶ τῆς χῆρες τῶν Μαρτύρων. Προχωρώντας δὲ καὶ ἀκόμα περισσότερο μετέβαιναν καὶ στοὺς τόπους τῶν Μαρτυρίων γιὰ ἐνθάρρυνση τῶν ἀνακρινόμενων καὶ βασανιζόμενων πιστῶν.
Ὅταν ὁ Ἀρριανὸς πληροφορήθηκε τὴ διαγωγὴ αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας παρέδωσε καὶ τοὺς τρεῖς στὸ θάνατο. Ἐκεῖνοι τὸν δέχθηκαν μὲ τὴν πλέον θαυμαστὴ γενναιότητα.
Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου αὐξήθηκαν. Δέκα ἕξι νεαροί, σχεδὸν παιδιὰ ἀκόμη, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες ἦταν ἀπὸ τοὺς σαράντα ἐκείνους ἄνδρες ποὺ τελειώθηκαν στὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, πίστεψαν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους. Ὁ Ἀρριανὸς προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει ἐπιδεικνύοντας πρὸς αὐτοὺς καὶ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως, στὴν ὁποία διαγράφονταν οἱ ὁδηγίες τοῦ διωγμοῦ. Ἰδιαίτερα ζήτησε ὁ ἔπαρχος νὰ σώσει ἀπὸ τὴν καταδίκη τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς νεαροὺς ἐκείνους, ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, δεκατριῶν ἀκόμη χρόνων. Ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ ὑπῆρχε ὥριμη ἀποφασιστικότητα καὶ φλογερὴ ἀφοσίωση πρὸς τὸν Χριστό. Ζήτησε νὰ δεῖ τὴν βασιλικὴ διαταγή. Καὶ ὅταν ὁ Ἀρριανὸς τὴν παρέδωσε στὰ χέρια του, ἐκεῖνος πῆρε τὴν πλέον τολμηρὴ ἀπόφαση. Κοντὰ ἔκαιε καὶ κάπνιζε ὁ εἰδωλολατρικὸς βωμός. Ἀφοῦ ὅρμησε λοιπόν, ὁ μικρός, ἔριξε στὴ φωτιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο φωνάζοντας:
› Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τὸ θέαμα τοῦ ἐγγράφου ποὺ καιγόταν ἐξαγρίωσε τοὺς παρευρισκόμενους ἱερεῖς τῶν εἰδώλων. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρριανός, παράφρων ἀπὸ ὀργὴ καὶ θέλοντας ἄμεση καὶ παραδειγματικὴ ἐκδίκηση, ἔριξε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια στὴ φωτιὰ τὸν ριψοκίνδυνο ἐκεῖνο νέο, ποὺ ἔπαιρνε τὴν ἔμπνευση ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ σάρκες του κατακαίγονταν, ἀλλὰ ἡ ὄψη του παρουσίαζε τὴν δόξα ἐκείνη ποὺ εἶχε καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὅταν ἔπεφτε νεκρὸς ἀπὸ τοὺς λιθοβολισμοὺς τῶν Ἰουδαίων. Οἱ ὑπόλοιποι νέοι, γεμάτοι ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ μικρότερου ἀπὸ αὐτούς, ἀπευθυνόμενοι πρὸς ἐκεῖνον ἐνῷ καιγόταν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ δεηθεῖ πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦν καὶ ἐκεῖνοι ἄξιοι μιμητές του καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τὸ στέφανο ποὺ ἔλαβαν καὶ οἱ πατέρες τους δεχόμενοι τὸ μαρτύριο.
Ὁ νέος Μάρτυρας παρέδωσε τὴν ἅγια ψυχή του, ἀφοῦ σφράγισε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὸν μαρτυρικὸ δρόμο οἱ ὑπόλοιποι φίλοι καὶ συμμαθητές του. Ἦταν δεκαπέντε καὶ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λιποψύχησε μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Καὶ ὅταν ὁδηγοῦνταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν, προσεύχονταν καὶ ἔψαλλαν.
Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἐξακολούθησε νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κάποια ἡμέρα, κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, συνάντησε ὀγδόντα ἁλιεῖς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς βάρκες τους καὶ τὰ δίχτυά τους. Τοὺς ἁλίευσε καὶ αὐτούς. Πίστεψαν στὸν Χριστό, διαλαλοῦσαν τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἐπισφράγισαν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό τους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα ὁ Ἅγιος Παφνούτιος προσῆλθε μόνος του στὸν Ἀρριανό. Ἡ ἄγρια χαρὰ τοῦ ἐπάρχου ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν ἔλαβε καὶ πάλι στὰ χέρια του τὸν πρωτεργάτη τῆς δικῆς του λύπης καὶ ντροπῆς. Διέταξε νὰ θανατωθεῖ μὲ τὸ φρικτὸ βασανιστήριο τοῦ τροχοῦ. Ἀλλὰ τὰ μέλη τοῦ Ἁγίου ὅταν κατακόβονταν, ἀμέσως θεραπεύονταν καὶ ὁ θεωρούμενος ὡς πτῶμα καὶ σύντριμμα παρουσιάσθηκε τελικὰ γεμάτος ζωή.
Ὁ Ἀρριανὸς προσῆλθε μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα γιὰ νὰ δεῖ τὸ πτῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ ὁ Παφνούτιος βρέθηκε ὄρθιος ἐνώπιόν του καὶ τοῦ εἶπε:
› Μὲ γνωρίζεις, Ἀρριανέ; Ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια σχετικὰ μὲ ἐμένα τὰ πραγματοποιεῖ ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ ἀσέβειά σου καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι πολεμώντας ἐνάντια σὲ Αὐτόν, χτυπᾶς στὸ κέντρο. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ἐπίσης ὅτι λατρεύεις κουφὰ καὶ τυφλὰ εἴδωλα κατασκευασμένα ἀπὸ ὕλη ἀναίσθητη.
Ὁ Ἀρριανὸς δὲν ἤξερε τί νὰ ἀπαντήσει στὴν πρώτη ἐκείνη στιγμὴ τῆς καταπλήξεως καὶ τοῦ θαυμασμοῦ. Μίλησε ὅμως ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος, ποὺ ἦταν παρὼν ἐκεῖ. Δήλωσε ὅτι καὶ αὐτός, ἀπέναντι σὲ τόσο ἀκαταμάχητα θαύματα, ἀποκηρύσσει τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ κηρύττει τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ ἀποτάνθηκε στοὺς τετρακόσιους στρατιῶτες ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, τοὺς κάλεσε μὲ τὸν πλέον φλογερὸ τόνο νὰ κάνουν καὶ ἐκεῖνοι τὸ ἴδιο. Οἱ στρατιῶτες, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴ σκολιότητα καὶ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνωτέρων λετουργῶν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καθεστῶτος, ψυχὲς ἁπλὲς καὶ εὐθεῖες καθὼς ἦταν καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδεκτικὲς τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτός, ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμα τοῦ πραιπόζιτου. Μὲ φωνὴ μεγάλη, ποὺ κάλυψε ὅλη τὴ γύρω ἔκταση, ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου στόλισε τὰ μέτωπα καὶ τῶν νέων αὐτῶν ἀθλητῶν. Σὲ τέσσερις τεράστιες πυρακτωμένες καμίνους καὶ μέσα στὶς φλόγες ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος καὶ οἱ τετρακόσιοι στρατιῶτες βρῆκαν ἔνδοξο θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ πραγματοποιήθηκε μέσῳ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου θαῦμα ἱκανὸ νὰ κερδίσει καὶ τὴν περισσότερο ἄπιστη ψυχή, σὲ ὅποια τυχὸν εἶχε ἀπομείνει ἴχνος λογικῆς καὶ καθαρᾶς καρδίας. Ἀφοῦ συνέλαβε ὁ Ἀρριανὸς τὸν Παφνούτιο, τὸν ἔριξε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου μὲ μία μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό. Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος φάνηκε νὰ ἐξαφανίζεται στὰ βάθη καὶ ὁ Ἀρριανὸς ἐξακολούθησε τὸ ταξίδι του στὸ μεγαλοπρεπὲς πλοῖο του. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ κάποια λεπτά, μπροστὰ στὸ πλοῖο τοῦ ἐπάρχου, παρουσιάσθηκε ὁ Ἅγιος, λέγοντάς του ἀπὸ τὰ νερά:
› Ἀρριανέ, ἐσὺ μὲν χρειάζεσαι πλοῖο καὶ ἄνεμο γιὰ νὰ πλέεις. Ἐγὼ ὅμως οὔτε πλοῖο οὔτε ἄνεμο χρειάζομαι, γιατί κυβερνήτης μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ τὴ φορὰ αὐτὴ μὲ λύτρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο.
Ὁ Ἀρριανὸς καταλήφθηκε ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἡ πωρωμένη του ψυχὴ ἔμεινε ἀφώτιστη. Συνέλαβε τὸν Ἅγιο Παφνούτιο καὶ τὸν ἔστειλε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, μὲ σύντομη ἔκθεση γιὰ ὅσα συνέβησαν σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστιανὸ αὐτό. Ὁ Διοκλητιανὸς προσπάθησε νὰ κατανικήσει ὁ ἴδιος τὴν πίστη τοῦ Παφνουτίου. Ἀλλὰ γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ ἀπόπειρα δὲν μποροῦσε νὰ καρποφορήσει. Διέταξε λοιπὸν τὴν σταύρωση τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφοῦ τὸ θέλησε καὶ ὁ ἴδιος περισσότερο αὐτὴν τὴν φορά, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἅγιος ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος καὶ τετρακόσιοι σαράντα ἕξι πιστοὶ ποὺ ἦλθαν στὴν πίστη μέσῳ αὐτοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἔνθεη ὤθησή του, ἔλαβαν καὶ ἐκεῖνοι τὸ μαρτυρικὸ στέφανο.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τους καὶ στὶς 25 Σεπτεμβρίου.
(Πηγή: «Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἱεροσολυμήτης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πεντακόσιοι τεσσαράκοντα ἕξι Μάρτυρες», Μέγας Συναξαριστής)
Ο βίος καί η πολιτεία του μάς δίνουν τήν αφορμή νά τονίσουμε τά ακόλουθα:
Πρώτον. Τό θαύμα δέν γεννά τήν πίστη, αλλά η πίστη τό θαύμα. Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς οποίες κάποιο θαύμα έγινε αιτία νά πιστέψουν στόν αληθινό Θεό καλοπροαίρετοι άνθρωποι, αλλά τό γεγονός αυτό αποτελεί εξαίρεση. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, κάθε κανόνας έχει καί τίς εξαιρέσεις του, οι οποίες μάλιστα τόν επιβεβαιώνουν. Οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι αργά ή γρήγορα, μέ τόν έναν ή τόν άλλον τρόπο, ακόμα καί χωρίς τό θαύμα, θά βρούν τόν δρόμο τους. Δηλαδή, ο Θεός θά οικονομήση τά γεγονότα τής ζωής τους μέ τέτοιον τρόπο, ούτως ώστε νά Τόν γνωρίσουν καί νά αποκτήσουν προσωπική κοινωνία μαζί Του.
Όποιος δέν είναι καλοπροαίρετος, δέν πρόκειται νά πιστέψη, έστω καί άν μπροστά στά μάτια του αναστηθή νεκρός. Ζωντανό παράδειγμα ο έπαρχος Αρριανός, καθώς επίσης οι γραμματείς καί φαρισαίοι τής εποχής τού Χριστού, όπως καί πολλοί άλλοι. Άλλωστε, είναι γνωστή η παραβολή «τού πλουσίου καί τού Λαζάρου», όπου εκεί ο πατριάρχης Αβραάμ, στόν κόλπο τού οποίου αναπαυόταν ο πτωχός Λάζαρος, άκουσε τόν πλούσιο νά τού ζητά νά κάνη θαύμα καί μάλιστα νεκρανάσταση. Δηλαδή, ο πλούσιος ήθελε νά αναστηθή ο Λάζαρος, γιά νά πιστέψουν οι αδελφοί του καί νά μετανοήσουν, ούτως ώστε νά μή πάνε καί αυτοί μετά τόν θάνατό τους, όπως εκείνος, στόν τόπο τής βασάνου. Ο Αβραάμ, δηλαδή, ο Θεός, τού απάντησε λέγοντάς του τόν γνωστόν λόγο: «ει Μωϋσέως καί τών προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται».
Έπειτα, γιά νά πιστέψη κανείς στόν Χριστό θά πρέπει νά τό λέγη η καρδιά του, δηλαδή νά είναι αληθινό παλληκάρι. Επειδή στήν συνέχεια θά πρέπει νά απαρνηθή τόν παλαιό εαυτό του, μέ τά πάθη καί τίς αμαρτωλές επιθυμίες του, καί νά ενδυθή τόν νέον «κατ’ εικόνα τού κτίσαντος αυτόν», καί γιά τόν αγώνα αυτόν απαιτείται πνευματική ανδρεία καί λεβεντιά.
Δεύτερον. Η συνείδηση τού ανθρώπου πού δέν μετανοεί γιά τίς αμαρτίες του, μέ τόν καιρό αμβλύνεται καί δέν τόν ελέγχει. Ο άγιος Ιωάννης τής «Κλίμακος» λέγει ότι:
«... όταν η συνείδηση παύση νά μάς ελέγχη γιά τίς αμαρτίες άς προσέξουμε μήπως αυτό δέν οφείλεται στήν καθαρότητα, αλλά στήν κόπωση καί άμβλυνση αυτής, τής συνειδήσεως, εξ αιτίας πλήθους αμαρτιών.»
Τό χειρότερο δέ είναι ότι εκείνος πού ευρίσκεται σέ αυτήν τήν κατάσταση αισθάνεται καί πιστεύει ότι όλα όσα κάνει είναι σωστά. Καί γιά νά συνέλθη από αυτήν τήν κατάσταση, τής πνευματικής αναισθησίας, χρειάζεται, ίσως, νά γίνη κάποιος ισχυρός σεισμός μέσα του, προκειμένου νά γκρεμισθούν τά είδωλα, τά οποία κατασκεύασε καί λατρεύει, καί πρώτα απ' όλα τό είδωλο τού εαυτού του. Η συνείδηση, κατά τόν άγιο Ιωάννη τής «Κλίμακος», είναι:
«... ο λόγος καί ο έλεγχος τού φύλακά μας Αγγέλου, ο οποίος μάς δόθηκε στό Βάπτισμα καί γι’ αυτόν τόν λόγο βλέπουμε ότι οι αβάπτιστοι δέν αισθάνονται έντονες τύψεις γιά τίς κακές τους πράξεις, αλλά πολύ ελαφρές.»
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας κάθε πιστός έχει τόν φύλακα Άγγελό του, ο οποίος τού δόθηκε από τόν Θεό κατά τήν βάπτισή του γιά νά τόν συνοδεύη καί νά τόν προστατεύη. Καί όταν πορεύεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού, ο φύλακας Άγγελός του χαίρεται, ενώ, όταν αμαρτάνη, τόν ελέγχει από αγάπη, γιά νά τόν οδηγήση στήν μετάνοια. Επειδή μέ τήν μετάνοια καθαρίζεται από τήν αμαρτία καί λαμβάνει εκ νέου τήν Χάρη τού Θεού τήν οποία απώλεσε, αλλά καί επανέρχεται στήν οδό από τήν οποία ξεστράτισε, αφού η αμαρτία δέν είναι απλώς παράβαση, μέ τήν νομική έννοια τού όρου, κάποιας εντολής, αλλά κυρίως η απομάκρυνση από τόν Χριστό καί η απώλεια τής αιωνίου θείας ζωής.
Η αγαθή συνείδηση συνδέεται μέ τήν καθαρότητα τής καρδιάς τού ανθρώπου καί τήν ενοίκηση τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού μέσα στήν ύπαρξή του. Επομένως, τό μεγαλύτερο θαύμα, τό οποίο θά πρέπει νά ευχόμαστε νά συμβή στήν ζωή μας, είναι η αληθινή μετάνοια.
(Πηγή: «Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ιερομάρτυς Παφνούτιος Ο Ιεροσολυμίτης 19 Απριλίου», Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα, Εκκλησιαστική Παρέμβαση)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσίαν τὴν ἔνθεον, πιστῶς προσφέρων Θεῶ, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, προσανηνέχθης αὐτῶ, ἀθλήσεως ἄνθραξιν ὅθεν ὡς ἱερέα, καὶ στερρὸν Ἀθλοφόρον, ἔδειξε σὲ ὁ Κτίστης, χαρισμάτων ταμεῖον ἐξ ὧν καὶ ἠμὶν Παράσχου, ἱερομάρτυς Παφνούτιε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Παφνούτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Αἱμάτων ῥοαῖς, στολήν σου τὴν ὑπέρτιμον, φοινίξας λαμπρῶς, Παφνούτιε μακάριε, χαρμοσύνως ἔδραμες, πρὸς ναόν κραυγάζων τὸν οὐράνιον· Τῆς ζωῆς σὺ Σῶτερ πηγή, ὁ πᾶσι βλυστάνων, οἰκτιρμῶν ποταμούς.
Μεγαλυνάριον
Θείας βασιλείας σε κοινωνόν, Παφνούτιε μάκαρ, ἀπειργάσατο ὁ Χριστός· τούτου γὰρ τὸ πάθος, ἔφερες τῇ σαρκί σου, διὸ παθῶν λυτροῦσαι, τοὺς σὲ γεραίροντας.
Ποιός θα ακούσει χωρίς να δακρύσει και να συγκινηθεί το ένδοξο και κατανυκτικό μαρτύριο του Οσιομάρτυρα και Νεομάρτυρα Αγαθαγγέλου, με το οποίο δοξάσθηκε ο Θεός, η Ορθοδοξία και το Γένος μας, ιδιαίτερα δε η Σεβασμία Μονή μας (σημ. Ι.Μ. Εσφιγμένου), η οποία τον προετοίμασε γιά τον δοξασμένο θρίαμβο;
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βίκτωρ, Ἐπίσκοπος Γκλάζωφ, κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος Ἀλεξάνδροβιτς Ὀστροβίντωφ, διετέλεσε βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ γεννήθηκε στὶς 20 Μαΐου τοῦ 1875 στὸ χωριὸ Ζολοτόε τῆς περιφέρειας Σαρατόβσκαγια. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱεροψάλτης καὶ ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.
Ὁ Κωνσταντίνος φοίτησε ἀρχικὰ στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τοῦ Σαράτωβ καὶ στὴν συνέχεια στὴν ἱερατικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζάν. Φοιτητής, ἀκόμη, κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βίκτωρ. Τὸ ἔτος 1903 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία ὡς διδάκτωρ τῆς Θεολογίας καὶ διορίζεται ὑπεύθυνος τοῦ ναοῦ Τρόιτσκι τῆς πόλεως Χβαλίνσκ. Ἀπὸ τὸ 1905 ἕως τὸ 1908 ὁ Βίκτωρ κατέχει τὴν θέση τοῦ ἱερομονάχου τῆς ἱεραποστολῆς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ μετὰ τὸ 1908 γίνεται ἐπιθεωρητὴς τῆς ἱερατικῆς σχολῆς τῆς πόλεως τοῦ Ἀρχαγγέλσκ.
Μετὰ ἀπὸ λίγο μετατίθεται στὴν πρωτεύουσα καὶ διορίζεται ὡς ἱερομόναχος τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ. Τὸ 1910 γίνεται ἀρχιμανδρίτης καὶ ἀναλαμβάνει καθήκοντα ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ζελενέτσκ, ποὺ βρίσκεται στὴν ἐπαρχία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Στὴν δύσκολη περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἀπὸ τὶς 21 Φεβρουαρίου ἕως τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1919, ὁ ἀρχιμανδρίτης Βίκτωρ ἐκτελεῖ τὰ καθήκοντα τοῦ ὑπευθύνου τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου.
Τὸ ἔτος 1919 ὁ Ἅγιος Βίκτωρ συλλαμβάνεται στὴν Ἁγία Πετρούπολη, σὲ λίγο ὅμως ἀποφυλακίζεται. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1920 χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Οὐρζούμσκι καὶ βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια. Τὴν ἴδια χρονιὰ τὸ στρατοδικεῖο τῆς ἐπαναστάσεως τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καταδικάζει τὸν ἀρχιερέα Βίκτωρα σὲ φυλάκιση μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου μὲ τὴν Πολωνία, ὅμως σὲ πέντε μῆνες ἀποφυλακίζεται. Λόγω τῶν ἔντονων διαδηλώσεών του συλλαμβάνεται καὶ πάλι στὶς 12 Αὐγούστου τοῦ 1922 καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια στὴν περιοχὴ τοῦ Ναρίμ. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὸ ἔτος 1924, τοῦ ἀφαιρεῖται τὸ δικαίωμα παραμονῆς σὲ μεγάλες πόλεις. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπιστρέφει στὴ Βιάτκα καὶ τὴν ἴδια χρονιὰ διορίζεται Ἐπίσκοπος τοῦ Γκλαζὼφ καὶ προσωρινὸς διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ Ὄμσκαγια. Στὶς 14 Μαΐου τοῦ 1926 συλλαμβάνεται καὶ πάλι κατηγορεῖται γιὰ ὀργάνωση παράνομου ἐπαρχιακοῦ γραφείου καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια μὲ ἀφαίρεση τοῦ δικαιώματος παραμονῆς, ὄχι μόνο σὲ μεγάλες πόλεις, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπαρχία Βάτσκαγια. Ἔτσι μένει πλέον στὴν πόλη Γκλάζοβο. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1926 τοῦ ἀνατίθεται ἡ διοίκηση τῆς γειτονικῆς ἐπαρχίας Βότκινσκαγια καὶ τῆς ἐπαρχίας Ἰζέβσκαγια.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1927 ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀπευθύνεται στὸν Μητροπολίτη Σέργιο, μὲ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία τὸν προειδοποιεῖ γιὰ τὶς κακὲς συνέπειες τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τοὺς ἄθεους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ μετατίθεται στὸ Σάντρινκ μὲ δικαίωμα διοικήσεως τῆς ἐπαρχίας Αἰκατερινμπούργκσκαγια. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου καὶ δὲν ἔφυγε γιὰ τὸ Σάντρινκ.
Ὁ Ἅγιος ἀπέρριπτε τὴν ἰδέα τῆς «νόμιμης ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας» μέσῳ τῆς δημιουργίας μιᾶς Κεντρικῆς Διοικήσεως ἀναγνωρισμένης ἀπὸ τὴν ἐξουσία, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐξωτερικὴ ἠρεμία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ σχέδιο ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐξουσία τὸ θεωροῦσε ὡς ἀλλοτρίωση καὶ μέσο τὸ ὁποῖο μετέτρεπε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ μία κοσμικὴ ὀργάνωση τῆς ἐξουσίας.
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1928 ὁ Ἅγιος ἀποστέλλει νέα ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἱερεῖς, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς βίαιης ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας (μὲ τρόπο ποὺ θὰ μετατραπεῖ σὲ κομματικὴ ὀργάνωση) μὲ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. «Τὸ θέμα μας», ἔγραφε, «εὑρίσκεται ὄχι στὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας».
Στὶς 22 Μαρτίου τοῦ 1928 συλλαμβάνεται στὸ Γκλάζωφ καὶ καταδικάζεται σὲ τρία χρόνια φυλακίσεως σὲ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῆς νήσου Σολόφσκι ἐργάζεται ὡς λογιστής, λειτουργεῖ κρυφὰ καὶ χειροτονεῖ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους, Ἀρχιερεῖς γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ στρατοπέδου ἀπαγορευόταν ἡ μακριὰ ἐνδυμασία καὶ ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἔπρεπε νὰ κουρευτοῦν. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει σὲ αὐτὴ τὴ διάταξη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν στὴν ἀπομόνωση, διὰ τῆς βίας τὸν ξύρισαν καὶ ἔκοψαν τὰ μαλλιά του τραυματίζοντας τον στὸ πρόσωπο, καὶ κόντυναν τὰ ἐνδύματά του.
Τὸ ἔτος 1931, μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, διαμένει στὸ χωριὸ Οὔστ – Τσίλμα τῆς βόρειας Ρωσίας. Ὅμως σὲ μερικοὺς μῆνες, τὸ 1932, συλλαμβάνεται πάλι καὶ ἐξορίζεται αὐτὴ τὴν φορὰ στὴν Αὐτονομία τῶν Κόμι, στὴ Σιβηρία. Ἐδῶ, στὸ χωριὸ Νέριτσα, ἔζησε τρία χρόνια. Ὁ Ἅγιος βοηθοῦσε τοὺς χωρικοὺς στὶς δουλειὲς καὶ συζητοῦσε μαζί τους γιὰ τὴν πίστη. Συχνὰ ἀπομακρυνόταν στὸ δάσος καὶ προσευχόταν.
Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ἀλήθεια ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ δέχθηκε ὅλα τὰ βάσανα μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ὑπομονή, μιμούμενος τοὺς Μάρτυρες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ διατηρώντας μία ἀξιοθαύμαστη πνευματικὴ ἠρεμία καὶ εἰρήνη. Κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1934 ἀπὸ πνευμονία.
Στὶς 18 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1997 τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν ἄφθαρτα στὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ Νέριτσα, παρόλο ποὺ ἔμειναν ἐνταφιασμένα σὲ βαλτῶδες ἔδαφος περὶ τὰ ἑξήντα τρία χρόνια. Μεταφέρθηκαν στὴ Μόσχα καὶ στὶς 2 Δεκεμβρίου τοῦ 1997 πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπίσημη μετακομιδὴ τους στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τῆς πόλεως Βιάτκα.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής
Yπ’ αριθμόν 177 πολεμικό ανακοινωθέν:
«Τα Στρατεύματά μας εν Αλβανία συνεχίζουσι κανονικώς τον αγώνα τον. Συνεπεία των εν Μακεδονία επιχειρήσεων κατά των Γερμανών, διεξήγαγον επιτυχώς ελιγμόν συμπτύξεως, χωρίς να ενοχληθώσι παρά του εχθρού. Εις όσας περιπτώσεις ο εχθρός επεχείρησε να παρενοχλήση την κίνησιν ημετέρων Μονάδων, αύται αναστραφείσαι τον έτρεψαν εις φυγήν και τω επροξένησαν πολλάς απωλείας. Δύο Συντάγματά μας διεκρίθησαν ιδιαιτέρως εις ταοιαύτην επιχείρησιν και διεμνημονεύθησαν αι Σημαίαι των.
Ο αριθμός των σπερματοζωαρίων στον άνδρα έχει μειωθεί πάνω από 50% παγκοσμίως τα τελευταία 50 χρόνια, δημιουργώντας ερωτηματικά στους ερευνητές για τα αίτια.(1) Θα μπορούσαν να ευθύνονται η ρύπανση, πιθανές τοξίνες στα τρόφιμα και το νερό, η αύξηση της παχυσαρκίας και των χρόνιων ασθενειών, τα φάρμακα ή ακόμα και το διαρκώς παρόν κινητό τηλέφωνο;
Στις 6 Απριλίου 1453 ο τουρκικός στρατός πλησίασε στα τείχη της Βασιλίδος των Πόλεων και έλαβε θέσεις σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των 1.200 μέτρων από αυτά. Πριν την έναρξη των επιθέσεων ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’, όπως αναφέρει ο τουρκόφιλος Κριτόβουλος ο Ίμβριος, ζήτησε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο να του παραδώσει την Πόλη, αλλά έλαβε την πρώτη αρνητική απάντηση.
Το θέμα της Βορείου Ηπείρου καλύπτεται διαχρονικά και στο Βρετανικό Εθνικό Αρχείο, εφόσον το Λονδίνο ήταν βαθιά αναμεμειγμένο με την τύχη της…
Το Μεγάλο Σάββατο του έτους 1579 μ.Χ., οι Αρμένιοι δωροδόκησαν τους Τούρκους που κατείχαν τα Ιεροσόλυμα και το Μεγάλο Σάββατο εισήλθε στον Πανάγιο Τάφο ο δικός τους Πατριάρχης να πάρει το Άγιο Φώς. Οι Τούρκοι κυβερνήτες απαγόρευσαν στον Έλληνα πατριάρχη και στους ορθοδόξους πιστούς να εισέλθουν στον Ναό της Αναστάσεως για την καθιερωμένη τελετή του Αγίου Φωτός.
Τα συγγράμματα που αναφέρονται στο γεγονός δεν προσδιορίζουν το ακριβές έτος. Αναφέρουν, όμως, ότι την περίοδο εκείνη πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Σωφρόνιος, ενώ πατριάρχες Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας ήταν αντιστοίχως ο Ιερεμίας, ο Σιλβέστρος και ο Ιωακείμ. Tέλος, σουλτάνος της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ο Μουράτ Γ΄[2]. Αν ανατρέξουμε στους επίσημους καταλόγους (ή στις ιστοσελίδες) των τεσσάρων αυτών Πατριαρχείων, διαπιστώνουμε πως οι τέσσερις ελληνορθόδοξοι πατριάρχες πράγματι διετέλεσαν τα καθήκοντά τους στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα· και αν εξετάσουμε την ακριβή περίοδο πατριαρχίας του καθενός, και την αντίστοιχη περίοδο βασιλείας του σουλτάνου Μουράτ Γ΄, προκύπτει ότι το μοναδικό έτος που συνέπεσε η διοίκηση των πέντε αντρών είναι το 1579[1].
Έτσι, οι Ορθόδοξοι με τον Πατριάρχη ήλθαν και έμειναν έξω από το Ναό της Αναστάσεως, στην Αγία Αυλή. Η λύπη τους ήταν μεγάλη, γι᾽ αυτό προσεύχονταν στον Κύριο με πολύ πόνο. Εν τω μεταξύ, εντός του Ναού ο Πατριάρχης των Αρμενίων και οι Αρμένιοι επίσης προσεύχονταν και παρακαλούσαν τον Κύριο να λάβουν το Άγιο Φως, αλλά τούτο δεν εμφανιζόταν. Το πλήθος των πιστών παρέμεινε στο προαύλιο του ναού καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, αλλά ακόμη και μετά τη δύση του ηλίου.
Ο Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ΄, που διήνυε το πρώτο έτος της πατριαρχίας του, στεκόταν προσευχόμενος στο αριστερό μέρος της πύλης του ναού, πλησίον ενός κίονα. Και ξαφνικά, ενώ είχε ήδη πέσει η νύχτα, ο κίονας διερράγη και το Άγιο Φως ξεπήδησε από το εσωτερικό του. Ο πατριάρχης άναψε αμέσως τη λαμπάδα του και μεταλαμπάδευσε το Άγιο Φως στους πιστούς. Μέσα σε λίγα λεπτά, η ιερή φλόγα εξαπλώθηκε σε όλους τους παρευρισκόμενους και το προαύλιο του ναού φωτίστηκε. Οι έκπληκτοι Τούρκοι φρουροί άνοιξαν τότε τις πύλες του ναού και ο πατριάρχης, μαζί με το πλήθος των ορθοδόξων, κατευθύνθηκαν πανηγυρικά προς τον Πανάγιο Τάφο.
Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας καταγράφονται σε όλα τα αποκαλούμενα Προσκυνητάρια Ιεροσολύμων, που είναι οδηγοί για τους προσκυνητές των Αγίων Τόπων. Το αρχαιότερο απ’ αυτά τα Προσκυνητάρια, στο οποίο αναφέρεται η διάρρηξη του κίονα, περιέχεται σε ένα πολύτιμο χειρόγραφο που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Μονάχου. Πρόκειται για τον κώδικα Monacensis Graec. 346[3], ο οποίος περιέχει το Προσκυνητάριο του ιερομόναχου Ανανία. Το χειρόγραφο, γραμμένο από τον Κρητικό ιερομόναχο Ακάκιο το 1634, είναι αντίγραφο του αρχικού έργου του ιερομόναχου Ανανία το οποίο εγράφη το 1608, δηλαδή 29 έτη μετά το θαύμα που περιγράφει. Αυτό σημαίνει πως ο Ανανίας είχε τη δυνατότητα να συλλέξει στοιχεία για το θαύμα από ανθρώπους που βίωσαν τα γεγονότα.
Το χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης του Μονάχου εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1890 από τον Παπαδόπουλο-Κεραμέα στην Αγία Πετρούπολη[5], με ταυτόχρονη ρωσική μετάφραση. Σύμφωνα με την καταγραφή του Κρητικού Ακάκιου, ο ιερομόναχος Ανανίας διηγείται με ανορθόγραφο τρόπο τα εξής:
«Έξω δε της Αγίας Πόρτας, πλησίον εις το δυτικόν μέρος, είναι γ΄ κολόναις μαρμαρέναις, και από την μεσινήν κολόναν, λέγουν, ότι ευγήκεν το Άγιον Φως τον παλαιόν καιρόν. Και είναι σχισμένη καμπόσον και φαίνεται έως την σήμερον. Και αυτό το θαύμα το έδειξεν ο θεός τοιουτοτρόπως, επειδή λέγουν, ότι εις τον καιρόν εκείνον δεν άφησαν, εκείνοι οπού όριζαν τον πατριάρχην, να σέβουν [εισέλθουν] μέσα να κάμουν την εορτήν της Λαμπράς, κατά την συνήθειαν. Ο δε πατριάρχης εστάθη έξω με τον λαόν εις την αυλήν Μεγάλω Σαββάτω βραδί λυπημένοι. Και εκρατούσαν και τα κηρία εις τα χέρια τους. Και ο πατριάρχης έστεκε πλησίον εις τον θρόνον της αγίας Ελένης, εις μίαν κολόναν κοντά. Και τότε λέγουν ότι ευγήκε το Άγιον Φως απ’ εκείνην την κολόναν οπού είπαμεν πως είναι σχισμένη καμπόσον, και υπήγε απάνω εις την κολόνα οπού έστεκεν ο πατριάρχης πλησίον. Και τότε άναψε τα κηρία οπού εκράτει ο πατριάρχης και απεκήνα άναψε και ο λαός από τας χείρας του πατριάρχου κατά την συνήθειαν. Τότε λέγει όταν ίδαν αυτό το θαύμα εκείνοι οπού όριζαν, άνοιξαν την αγίαν πόρταν και εσέβηκεν [εισήλθε] ο πατριάρχης με τον λαόν και έκαμαν την εορτήν, κατά το έθος.»
Η ίδια διήγηση, με κάποιες επιπλέον πληροφορίες, περιλαμβάνεται σε πολλά Προσκυνητάρια της Ιερουσαλήμ που εκδόθηκαν τους επόμενους αιώνες. Η αρχαιότερη έκδοση αυτών των προσκυνηματικών οδηγών συναντάται στη Βιέννη, το 1749, με τίτλο Προσκυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, γραμμένη από τον αρχιμανδρίτη και φύλακα του αγίου Τάφου, Συμεών. Στο έργο επιβεβαιώνεται ότι το σχίσιμο και η ανάφλεξη του κίονα έλαβαν χώρα την ώρα που έπεφτε η νύχτα. Γράφει ο αρχιμανδρίτης Συμεών:
«Τότε ο πατριάρχης εστάθη έξω εις την αυλήν της εκκλησίας, τω αγίω και μεγάλω σαββάτω, με τον λαόν προς εσπέραν, μετά μεγάλης λύπης δεόμενοι του Κυρίου ολοψύχως. Και ο πατριάρχης ανέβη εις τον θρόνον της Αγίας Ελένης πλησίον μιας κωλώνας, προσευχομένου δε του πατριάρχου μετά του λαού. Ω της φιλανθρωπίας σου Δέσποτα, εσχίσθη μία κωλώνα και ευγήκε το Άγιο φως έξω, και έδραμεν ο πατριάρχης και άναψε τα κηρία οπού εβάσταζεν εις τας χείρας του, και από τας χείρας αυτού άναψε τα κηρία ο λαός εις αγιασμόν αυτού.» (Συμεών, Προσκυνητάριον Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, Βιέννη 1749, σ. 19)
Η έκδοση της Βιέννης αναφέρει και ένα ακόμη γεγονός, που σχετίζεται με έναν Άραβα εμίρη, ονόματι Τουνόμ, ο οποίος την ώρα του θαύματος βρισκόταν στην αυλή του Ναού. Όταν αντίκρισε την ανάφλεξη του κίονα συνειδητοποίησε την αυθεντικότητα του θαύματος και ομολόγησε στους ομοθρήσκους του τη δύναμη του Ιησού Χριστού. Αφού διαπληκτίστηκε μαζί τους, η ομολογία του αυτή στάθηκε αιτία να διαταχθεί η εκτέλεσή του και εν συνεχεία να παραδοθεί το σώμα του στην πυρά.
Σχετικά με τον Άραβα εμίρη, στην έκδοση της Βιέννης αναφέρονται τα εξής:
«Είναι και τινά καρφία καρφωμένα εις την γην, έμπροσθεν εις το κατόφλοιον της αγίας πόρτας από τον καιρόν εκείνον εις την μνήμην του γενομένου θαύματος, τα οποία λέγουν να έμπιξεν ένας εμίρις, όστις βλέπωντας εκείνο το εξαίσιον θαύμα επίστευσεν ευθύς εις τον Χριστόν, και φωνάζωντας μία είναι η πίστις των χριστιανών, και έμπιξε τα καρφία εκείνα ένα προς ένα εις την πέτραν, ωσάν εις κηρί μαλακόν, και ούτος εμαρτύρησεν υπό πυρός κατακαείς.» (Συμεών, Προσκυνητάριον Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, Βιέννη 1749, σ. 20)
Το περιστατικό με τα καρφιά αναφέρεται εν συντομία και στο χειρόγραφο του Μονάχου, ως εξής:
«Ευρίσκονται δε κάποια καρφία εμπηγμένα κάτω εις την γην έμπροσθα εις την αγίαν πόρταν. Λέγουσιν ότι τα έμπηξαν απ’ εκείνον τον καιρόν.» (φ. 87α)
Σήμερα ο Άραβας Χότζας Εμίρης Τούνομ είναι αγιοκαταταγμένος μάρτυρας της Ορθοδοξίας, η μνήμη του γιορτάζεται στις 18 Απριλίου, και τα λείψανά του βρίσκονται στη μονή της Μεγάλης Παναγίας των Ιεροσολύμων.
Παραπομπές:
[1] Στο Προσκυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης (σ. 49) που εκδόθηκε το 1787 στη Βιέννη, από τον Χρύσανθο Προύσσης, αναφέρεται ότι το γεγονός έγινε: «εις τον καιρόν του μακαριοτάτου αοιδήμου κυρίου Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, Ιερεμίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Σιλβέστρου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, και Ιωακείμ Αντιοχείας, επί της βασιλείας του Σουλτάν Μουράτ».
[2] Ο Τούρκος σουλτάνος Μουράτ Γ΄ (Sultan Mourad Khan ΙΙΙ) κυβέρνησε την περίοδο 1574-1595, ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος Δ΄ πατριαρχεύει την περίοδο 1579-1608, ο Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄ την περίοδο 1572-1579, ο Αλεξανδρείας Σίλβεστρος την περίοδο 1569-1590 και ο Αντιοχείας Ιωακείμ Δ΄ την περίοδο 1553-1592. Το μοναδικό κοινό έτος είναι το 1579. 3. G. Zuallardo, Il devotissimo viaggio, Ρώμη 1587, σ. 204.
[3] Το χειρόγραφο καταλαμβάνει τον αριθμό 346 στον κατάλογο του Ignaz Hardt, Catalogus codicum manuscriptorum graecorum bibliothecae regiae Bavaricae, τ. 3, Μόναχο 1812, σ. 547-48.
[4] Προσκυνητάριον της Ιερουσαλήμ και των λοιπών αγίων τόπων, 1608-1634, επιμ. Α. Παπαδόπουλος–Κεραμεύς, σ. 17.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς ληστὴν μνήσθητί μου Χριστε, κραυγάσαντα τὴν ἐνδεκάτην τὴν ὥραν, καὶ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ προσχωρήσαντα, Εμίρην Τούνομ ἄσμασι Μάρτυρα ὥσπερ ἱερὸν ἐν τῇ ὥρα τῆς ἀφῆς τῶν λαμπάδων τῶν Ορθοδόξων ὑπὸ Φωτὸς τοῦ Ἁγίου στεῤῥῶς, ἀθλήσαντα τιμῶμεν.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν θεασάμενον ὡς πῦρ τὸ Φῶς τὸ ἅγιον, ἐπ’ ὀρθοδόξους καταβαῖνον ξένως μέλψωμεν, ἐκ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως πύλης στύλου, καὶ καλῶς ἀλλοιωθέντα ὥσπερ κήρυκα, τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνδεκάτης ὥρας Μάρτυρα, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις Τούνομ μακάριε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καθομολογήσας, ὅτε εἶδες τὸ θεῖον Φῶς, Τούνομ καλλιμάρτυς, λαμπάδα Ὀρθοδόξων, ἀνάπτων καὶ Μαρτύρων, στέφος δεξάμενος.
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος ο ΣΤ’ (προστάτης του Πυθίου), ο επιλεγόμενος Σεραπετζόγλου (το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Σερπεντζόγλου), καταγόταν από την Αδριανούπολη και διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα στη σχολή της γενέτειράς του. Υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το έτος 1803 μ.Χ. χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ικονίου και μετετέθη στην Αδριανούπολη το έτος 1810 μ.Χ. Στις 4 Μαρτίου του 1813 μ.Χ., εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν αυτός που συνέστησε τη εκκλησιαστική μουσική σχολή υπό τους τρεις διδασκάλους της νέας μεθόδου, το έτος 1815 μ.Χ. Υπήρξε φίλος των γραμμάτων και κήρυττε συνεχώς τον Θείο λόγο. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1818 μ.Χ. παύθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και αναχώρησε για την πατρίδα του, την Αδριανούπολη, όπου υπέστη μαζί με άλλους είκοσι επτά κληρικούς και προύχοντες τον διά αγχόνης θάνατο, το έτος 1821 μ.Χ., ως ενερχόμενος, σύμφωνα με το φιρμάνι που διέτασσε τον απαγχονισμό, στο κίνημα που προετοίμαζε την ελευθερία του Ρωμαϊκού έθνους.
Η απόφαση για τον απαγχονισμό του Αγίου Κυρίλλου έχει ως εξής:
«Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεῖς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεῖς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸπαρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῆ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν,ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβης ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσης μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως.»
Το σώμα του, αφού παρέμεινε κρεμασμένο για τρείς ημέρες, πετάχτηκε τελικά στον ποταμό του Έβρου για να βρεθεί και να ταφεί λίγο αργότερα από τον χωρικό Χρήστο Αργυρίου. Τα λείψανά του μετεφέρθησαν έπειτα από χρόνια στην μητρόπολη της Ανδριανουπόλεως.
Στο συγγραφικό έργο του Κυρίλλου ανήκει ο Πίναξ χορογραφικός της Μεγάλης Αρχισατραπείας του Ικονίου, ένα έργο που δημοσιεύθηκε στην Βιέννη το 1812 μ.Χ. για να ακολουθήσει η Ιστορική περιγραφή του προεκδοθέντος χορογραφικού πίνακος του Ικονίου. Το δεύτερο αυτό σύγγραμμα, τό οποίο εξεδόθη στην Κωνσταντινούπολη το 1815 μ.Χ., αποτελεί μίαν επεξήγηση του Πίνακος, ενώ περιλαμβάνει και μία περιγραφη της Ανδριανουπόλεως και των περιοχών γύρω από την Θράκη. Των γεωγραφικού περιεχομένου έργων του προηγήθηκε η συλλογή ποιημάτων «Ιερογραφική Αρμονία», με έμμετρα των Θ. Προδρόμου, Γ. Πισιδίου και Ν. Ξανθοπούλου, η οποία τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1802 μ.Χ. Διασώζονται επίσης 158 κηρύγματά του, καθώς και μία συλλογή από αρχαίες επιγραφές που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος.
Αναγνωρίστηκε ως Άγιος της Εκκλησίας μας από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλαδος με ενέργειες του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Νικηφόρου (Πράξις 403/8-7-1993). Η μνήμη του τιμάται την 18ην Απριλίου και μεταφέρεται την Κυριακή του Θωμά. Στην μνήμη του Αγίου Ιερόμαρτυρα Κύριλλου του ΣΤ΄ παραθέτουμε άρθρο που δημοσίευσε για το έργο του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 25 Μαρτίου 1987 ο Τάσος Λιγνάδης.
Οι πνευματικές ικανότητες
Ο Κωνσταντίνος Σερπετζόγλου γεννήθηκε κατά το τέλος της δεκαετίας του 1760 στην Αδριανούπολη, από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του Βασίλειος καταγόταν από την Καισάρεια και, αν βασισθούμε στο επώνυμό του, θα πρέπει να ήταν κατασκευαστής σιροπίων (σερπέτια, τουρκιστί τα μελίκρατα κατά τον Α. Γούδα, Βίοι Παράλληλοι). Ο Κωνσταντίνος είχε τρείς αδελφές, η μητέρα του όμως Μοσχονή ποθούσε για το αγόρι της, που φαινόταν ευφυές και επιμελέστατο, να μάθει τα ελληνικά γράμματα όσο γινόταν καλύτερα. Ο μικρός πήγαινε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία και το πρώτο του ελληνικό βιβλίο – όπως στους περσσότερους Έλληνες της Τουρκοκρατίας – το αλφαβητάρι του, ήταν το Ψαλτήρι. Πάνω σ’ αυτό έμαθε να συλλαβίζει και να γράφει την γλώσσα των προγόνων του. Οι πνευματικές του ικανότητες διεφάνησαν όμως όταν γράφτηκε στην Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως, που ήταν ιδρυμένη από το 1550. Ο Κωνσταντίνος διάβασε αρχαίους Έλληνες κλασικούς, τους Πατέρες της Εκκλησίας και είχε την τύχη να τον διδάξουν σημαίνοντες καθηγητές. Ο υψηλός, γεροδεμένος, γαλανομάτης έφηβος, απέκτησε γρήγορα φήμη, χάρις στα πνευματικά του προσόντα. Όταν τελείωσε τη Σχολή, εργάσθηκε για ένα βραχύ διάστημα ως δάσκαλος. Μετά, αντί να φύγει στην Ευρώπη ή στη Ρωσία και να γίνει γιατρός ή έμπορος, όπως συνηθιζόταν τότε για τους προικισμένους νέους, αυτός αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του Χριστού. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1791, μετονομάσθηκε σε Κύριλλο και έγινε γραμματεύς – ήταν άριστος καλλιγράφος – της Ιεράς Μητροπόλεως, όταν Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως ήταν ο Καλλίνικος, ο οποίος είχε διαβλέψει τις πλούσιες πνευματικές του ικανότητες. Όταν ο Καλλίνικος έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1801) κάλεσε στην Πόλη τον Κύριλλο και τον διόρισε Μέγα Αρχιδιάκονο του Πατριαρχείου.
Ο Κύριλλος, όπως η πλειονότης των ιερωμένων της εποχής, πίστευε θερμά ότι η μόρφωση του υποδούλου Γένους ήταν η κατά το ήμισυ εξασφάλιση της προσεχούς ελευθερίας. Γι’ αυτό βάλθηκε με όλες του τις δυνάμεις να έλθει αρωγός σε δραστηριότητες παιδείας δηλαδή ελληνομάθειας. Μαζί με τον Δημήτριο Μουρούζη – τον αργότερα διερμηνέα της Πύλης – που είχε επίσης την άποψη ότι η μόρφωση θα έκανε τους Έλληνες να υπερισχύσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να την υποκαταστήσουν, όπως έγινε και με τους Ρωμαίους, συνεργάσθηκαν, για να αναστήσουν την Μεγάλη του Γένους Σχολή, που πρό της Αλώσεως ήταν η κορυφαία Σχολή των Ελλήνων στην οποίαν οι τρόφιμοι διδάσκονταν, εκτός από την αρχαία ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά και φυσική. Χρειάσθηκε να ξεπερασθούν πολλά εμπόδια και να διασκεδασθούν οι αντιδράσεις των Τούρκων, για να επαναλειτουργήσει η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Με πρωτοβουλία του Κυρίλλου – ο οποίος είχε γίνει στο μεταξύ αρχιμανδρίτης – ανοίχθηκε ένας μεγάλος έρανος ανάμεσα στους Έλληνες της αυτοκρατορίας και έτσι εξασφαλίστηκαν οι πόροι λειτουργίας της. Ο Κύριλλος, εκτός από τα κατά Κυριακήν κηρύγματά του από άμβωνος, ασχολήθηκε και με την συγγραφή. Το 1802 το Τυπογραφείο του Πατριαρχείου Κων/λεως εξέδωκε το βιβλίο του «Ιερογραφική αρμονία» που είχε ως αντικείμενο του τη βυζαντινή ποίηση του Γεωργίου Πισίδου, του Θεοδώρου Προδρόμου και του Νικηφόρου Ξανθοπούλου.
Ο ζήλος του για την οργάνωση της Ελληνικής Παιδείας
Το 1803 ο Κύριλλος, σε ηλικία περίπου 30 ετών έγινε Μητροπολίτης Ικονίου. Ήταν μια περιοχή στην οποίαν επικρατούσε το τουρκικό στοιχείο. Επειδή δεν υπήρχαν ούτε ιερείς ούτε δάσκαλοι, οι ΄Ελληνες είχαν ξεχάσει την γλώσσα τους και το μόνο που τους συντηρούσε ως Γένος ήταν η μακρινή ανάμνηση της Ορθοδόξου πίστεως. Ο Κύριλλος αναγκάσθηκε να κάνει το κήρυγμά του στα τουρκικά, για να γίνεται κατανοητός και σιγά σιγά άρχιζε να τους εισάγει στην ελληνική γραφή και από εκεί στη γλώσσα. Τους έγραφε δηλαδή τα τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες (καραμανλίδικα) και βαθμιαία άρχισαν οι Έλληνες να μαθαίνουν την γλώσσα τους με ιερείς και διδασκάλους που μετεκάλεσε ο Κύριλλος και με την ίδρυση ελληνικών σχολείων. Εκεί, στο Ικόνιο, πατρίδα των μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, έγραψε ένα απολυτίκιο κατά την εορτή τους (15 Ιουλίου) το οποίο περιελήφθη στην Ακολουθία…
Εκτός από την υμνογραφία ο Κύριλλος συνέταξε ένα Χωρογραφικό Πίνακα της περιοχής του Ικονίου (τυπώθηκε το 1812 στη Βιέννη με επιστασία του Άνθιμου Γαζή), και μια Ιστορική Περιγραφή της περιοχής της Αδριανουπόλεως (και τα δύο κείμενα βρίσκονται στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη). Από την Ιστορική Περιγραφή αποσπώ ένα κομμάτι χάριν παραδείγματος απλής γραφής:
«Η Αδριανούπολις εκαλείτο το πάλαι Ορεστιάς, από Ορέστου, του υιού του Αγαμέμνονος, έπειτα κτισθείσα και αυξηθείσα υπό του αυτοκράτορος των Ρωμαίων Αδριανού Αιλίου, γαμβρού του Τραϊανού, ονομάσθη Αδριανούπολις και Αιλία· κείται δε εν μέσω σχεδόν της Ρωμανίας (Ρούμελι κοινώς, ο εστί γη των Ρωμαίων).»
Ουσία και Αρτηρία
Επαναλαμβάνω ότι χρησιμοποιώ τα στοιχεία αυτά που αναφέρονται στον Κύριλλο ως παράδειγμα αναγωγής στον ιστορικό ρόλο της Ορθοδοξίας. Και σκέφτομαι αυτόν τον ρόλο όχι μόνο κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και μετά την ανεξαρτησία του ελληνικού κρατιδίου, όταν η Εκκλησία πρωτοστατούσε οικουμενικώς με τα ίδια ιδεολογικά μέσα αφυπνίσεως στον αλύτρωτο και στον απόδημο ελληνισμό…
… Οι αιώνες της σκλαβιάς «δεν μπόρεσαν να σβήσουν την ελληνική ψυχή μας γιατί υπήρξαν οι Κύριλλοι». Μιλώντας με το παράδειγμα του Κυρίλλου ανάγομαι αυτομάτως στις χιλιάδες των Κυρίλλων, δηλαδή στην Εκκλησία της Ορθοδοξίας, που κράτησε σε διαρκή εγρήγορση και αγονάτιστη την συνείδηση του Γένους ως επαλήθευση παθών και αναστάσεως…
Όταν το 1810 πέθανε ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Γαβριήλ, οι αδριανουπολίτες εζήτησαν από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία να αναλάβει τον δεσποτικό θρόνο της πόλης τους ο συντοπίτης τους Κύριλλος. Έτσι και έγινε. Ο Κύριλλος, μόλις επέστρεψε από το Ικόνιο στη γενέτειρά του, άρχισε εμμέσως τις προσφιλείς του δραστηριότητες για την ελληνική παιδεία και εμερίμνησε για την Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως. Είναι δε χαρακτηριστικό το εξής: Επειδή είχε μάθει ότι σ’ εκείνη την σχολή εσπούδαζε – ο κατόπιν διάσημος φωστήρας της επιστήμης – Στέφανος Καραθεοδωρής, που ήταν και μακρινός συγγενής του, εζήτησε να τον δεί, για να τον χρησιμοποιήσει. Όταν τον επληροφόρησαν ότι ο Καραθεοδωρής είχε φύγει για την Ευρώπη, για να σπουδάσει την ιατρική, είπε λυπημένος τον στίχο του δημοτικού τραγουδιού: «Επέταξε μας το πουλί, οπούχαμε στα χέρια!». Το 1813 ο Οικουμενικός Θρόνος της Κων/λεως έμεινε κενός, επειδή η τουρκική διοίκηση υποπτευόμενη τον Πατριάρχη Ιερεμία ότι ευνοούσε ανατρεπτικές κινήσεις, τον εξανάγκασε σε παραίτηση. Οι συνοδικοί του Πατριαρχείου εξέλεξαν στην θέση του, παρά την θέλησή του τον Κύριλλο, τον οποίον οι Τούρκοι δέχθηκαν να ενθρονίσουν με τους γνωστούς τίτλους: «Ανώτατος βαθμούχος Παναγιώτατος Ρωμηός, Πατριάρχης Σταμπούλ».
Στην θέση του, στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανουπόλεως ο Κύριλλος άφησε τον εκ Χίου σοφό Δωρόθεο Πρώιο. Στην Κωνσταντινούπολη ο νέος Πατριάρχης άρχισε πάλι τις ενέργειές του για την Μεγάλη του Γένους Σχολή. Επέτυχε να πείσει τελικά τον Κωνασταντίνο Κούμα, τον διάσημο σχολάρχη της Σχολής της Σμύρνης, να αναλάβει την μεγάλη Σχολή του Γένους. Παράλληλα, εργάσθηκε με ζήλο για την επανίδρυση της σχολής της Τραπεζούντος, διότι σύμφωνα με τις πληροφορίες, είχε τόση αμάθεια καταλάβει την περιοχή της ένδοξης βυζαντινής πόλης:
«... ώστε μηδέ το χαρακτηριστικόν του ελληνικού και χριστιανικού γένους (την καθομιλουμένην φαμέν διάλεκτον) σώζεσθαι παρά πάσιν καθαράν και ακεραίαν και περί τα ήθη δε πολλήν συμβαίνειν την διαφθοράν.»
Η επανιδρυθείσα Σχολή της Τραπεζούντος ακτινοβόλησε έως την Καταστροφήν του 1922. Ο άοκνος ζήλος του Κυρίλλου για την Παιδεία επεξετάθει σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερη μάλιστα πρόνοια επέδειξε για την οργάνωση των μοναστηριών, που τα θεωρούσε πνευματικές εστίες του Ελληνισμού. Το 1815 ίδρυσε στην Κων/λη «Μουσικήν Σχολήν της νέας βυζαντινής Τεχνολογίας και μουσικής μεθόδου» (από την οποίαν ύστερα από λίγα χρόνια προτάθηκε και εγκρίθηκε σύστημα μετρικής καταγραφής της βυζαντινής μουσικής, από τον μητροπολίτη Χρύσανθο, Γεώργιο Χουρμούζιο και Γρηγόριο Λευίτη, που ισχύει από τότε).
Τους έσφαξαν μπροστά στις οικογένειές τους
Παρενθετικώς ως πρός την περίοδο αυτή, ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει δύο πράγματα που έχουν σχέση με το θέμα μας: Πρώτον, υπήρχε από τότε κυρίως στις μορφωμένες τάξεις του Γένους η αντιδικία μεταξύ δυτικοφρόνων και ρωσοφρόνων, που οι συνέπειες της δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις εξελίξεις στο Πατριαρχείο και τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Δεύτερον, η εποχή της πατριαρχείας του Κυρίλλου ΣΤ΄ συμπίπτει με την ίδρυση και εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας, για το έργο της οποίας δεν ήταν απληροφόρητοι οι Τούρκοι. Το 1818 ήρθαν στην Πόλη πρώτα ο Σκουφάς και μετά ο Τσακάλωφ και με τους Σέκερη και Κουμπάρη εμύησαν τους δημογέροντες, τους προέδρους και τους μεγαλεμπόρους. Δεν άργησαν να αντιδράσουν οι Τούρκοι. Στις 13 Δεκεμβρίου 1818 εξεθρόνισαν τον Κύριλλο ως ανίκανο να κρατήσει τους λαούς σε υποταγή. Πατριάρχης έγινε για Τρίτη φορά ο Γρηγόριος ο Ε΄. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεταβολές αυτές γίνονταν βάσει επιλογών, αναλόγως κατά το αν επικρατούσαν δυτικόφρονες ή ρωσόφρονες εισηγήσεις. Ο Κύριλλος επέστρεψε στην Αδριανούπολη, όπου ο μητροπολίτης Δωρόθεος Πρώιος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Όταν το 1821 ο Υψηλάντης διέβη τον Προύθο και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αντιλαμβανόμενος ότι η Ρωσία, παρά τα θρυλούμενα, δεν θα εκινείτο και για να αποτρέψει την καθολική σφαγή των χριστιανών της αυτοκρατορίας, προέβει στον αφορισμό, η Αδριανούπολη κατάλαβε τι την περίμενε. Ο αφόρισμος απέτρεψε κατά ένα μέρος την απειλή της γενικής εξολοθρεύσεως αλλά δεν εμπόδισε την καταδίκη των κεφαλών του Γένους, όπως συνέβει με τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄ και πλείστων άλλων. Τον Απρίλιο του 1821, την Μ. Εβδομάδα συνελήφθησαν όλες οι κεφαλές των Ρωμηών στην Αδριανούπολη και πρώτος ο φιλικός Μητροπολίτης Πρώιος. Την Κυριακή του Θωμά οι Γενίτσαροι τους έσφαξαν όλους μπροστά στις οικίες τους και ενώπιον των οικογενειών τους. Και ενώ αυτοί σφάζονταν ήλθε φερμάνι από τον Τούρκο Βεζύρη προς τον Τούρκο Νομάρχη, που έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Επειδή εξικριβώθη ότι και ο εκ της εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχείας των Ρωμαίων απολυθείς και εν Αδριανουπόλει εξορισθείς Κύριλλος, ο προκάτοχος του εκτελεσθέντος Πατριάρχου, ενέχεται επίσης εις το κίνημα το παρασκευαζόμενον μεταξύ του Ρωμαϊκού Έθνους και εδέησε να εξαλειφθεί και ούτος εκ του προσώπου της γης προς παραδειγματισμόν των άλλων, εξέδωκα μυστικώς το υψηλόν τούτο φιρμάνιον, δι ου διατάσσω την απαγχόνισιν του ειρημένου Κυρίλλου εντός της Αδριανουπόλεως, μετά της ην περιβάλλεται ενδυμασίας.»
Ηυδόκησεν ο Κύριος
Την Δευτέραν μετά την Κυριακήν του Θωμά ο Κύριλλος οδηγήθηκε έφιππος προ του νομάρχη, κατά την περιγραφή. Μετά σιωπή λέει ο Τούρκος:
› Κατά τας ημέρας αυτάς πολλά δεινά ενέσκηψαν κατά του έθνους των Ελλήνων.
Ο Κύριλλος απάντησε:
› Ούτως ηυδόκησεν ο Κύριος.
Ο Τούρκος προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά ο Ιεράρχης του είπε:
› Θάρρει ηγεμών, όλοι μίαν ημέραν θα αποθάνωμεν, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου.
Ήπιε τον προσφερθέντα καφέ και ανεχώρησε. Έξω από το διοικητήριο, τον περίμεναν οι Γενίτσαροι. Τον δένουν και τον οδηγούν στην Μητρόπολη, διασχίζοντας δρόμους, όπου ο λαός ανήμπορος να βοηθήσει έβλεπε «τον Ποιμένα αγόμενον ως πρόβατον επί σφαγήν». Πριν φθάσει η πομπή στην Μητρόπολη, ο Κύριλλος πρόλαβε να δεί δύο ακέφαλα σώματα που έσταζαν αίμα. Ήταν του πρωτοσύγκελλου Θεοκλήτου και του ιερομονάχου Ιακώβου Αρζουμάνογλου. Στο κιγκλίδωμα του παραθύρου του Συνοδικού της Μητροπόλεως, οι Τούρκοι κρέμασαν το σχοινί και του πέρασαν την θηλιά στον λαιμό. Ήταν στις 18 Απριλίου 1821.
Το σώμα του Κυρίλλου έμεινε κρεμασμένο στο κιγκλίδωμα τρεις μέρες. Δίπλα του κρεμασμένος και ο πρωτοσύγκελλος Αγαθάγγελος και άλλοι στενοί φίλοι του Κυρίλλου. Οι Τούρκοι απαγόρευσαν την ταφή του πρώην Πατριάρχη, καθώς και των κληρικών και των προεστώτων. Τα πτώματα τους ρίχθηκαν στα νερά του Έβρου. Το σκήνωμα του Κύριλλου το βρήκε στο φράκτη ενός νερόμυλου ένας πιστός πατριώτης και το έθαψε μέσα στο σπίτι του. Ύστερα από οκτώ χρόνια με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Ρώσοι εισέρχονται στην Αδριανούπολη (1829) και υπογράφεται στην πόλη αυτή η γνωστή Συνθήκη με την οποίαν αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος. Πέρασαν εκατό χρόνια από τον απαγχονισμό του Κυρίλλου και το 1920 ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε την Αδριανούπολη. Τότε, έγινε πάνδημο μνημόσυνο για τον εθνομάρτυρα ανοίχθηκε το επί εκατό χρόνια κλειστό παράθυρο, από το κιγκλίδωμα του οποίου είχαν κρεμάσει τον Πατριάρχη και έθεσαν εκεί μία πινακίδα με το ακόλουθο επίγραμμα:
«Κυρίλλω τω ΣΤ΄ γόνω μεν τήσδε πόλεως ευκλεεί, δεξιώς δε την Ολκάδα της Μ. Εκκλησίας οιακοστροφήσαντι υπέρ πίστεως και πατρίδος τον δι’ αγχόνης υποστάντι θάνατον η Πατρίς ελευθερωθείσα και μεγάλη ήδη τούτο ιδρύσατο σήμα μνημείον μεν της προς αυτόν αϊδίου τιμής και σεβασμού δείγμα δ’ αρετής τοις επιγιγνομένοις.»
Με την καταστροφή του 1922 η Αδριανούπολη παραδόθηκε και πάλι στους Τούρκους και όλος ο πληθυσμός την εγκατέλειψε. Η Μητρόπολη εγκαταστάθηκε στην Ορεστιάδα.
* * * * * *
Ο συγγραφέας του βιβλίου στον οποίο οφείλω τις πληροφορίες αυτές, αφιερώνει στους κληρικούς και τους εκπαιδευτικούς την έρευνα του. Εγώ, περιορίζομαι απλώς να απευθύνω το σημείωμα τούτο στους Έλληνες πολιτικούς με την ευχή, όταν υψώνουν χέρι και κεφάλι στην Εκκλησία, να μή ξεχνούν ότι μπορούν να μιλάνε και να ενεργούν ελεύθεροι τώρα, επειδή τότε «υπήρξαν οι Κύριλλοι».
Εξεδόθη σύντομη βιογραφία του Αγίου όπου δημοσιεύονται και αυθεντικές μαρτυρίες αυτοπτών για τα πολλά θαύματα πού έχει επιτελέσει ο Άγιος. Τμήμα των τιμιωτάτων λειψάνων του Ιερομάρτυρος ανευρέθη στην Ιερά Βατοπεδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου του Αγίου Όρους -σήμερα δε φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου› υπάρχει εκεί μια μικρή ασημένια λειψανοθήκη με ένα μικρό τεμάχιο Αγίου Λειψάνου και παλαιό χειρόγραφο πού αναφέρει ότι ο Άγιος Κύριλλος εμαρτύρησε στις 18 Απριλίου 1821.
Στις 26 Ιουνίου 1988 θεμελιώθηκε παρεκκλήσιο του Αγίου με δαπάνες της κας Λίνας Καλλά-Χατζή εις μνήμην του συζύγου και των γονέων της. Ο τάφος του Αγίου ανοίχθηκε στις 11 Μαΐου 1989, οπότε μυρόβλησε όλο το Πύθιο. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1991 έγιναν τα εγκαίνια του Ναού. Τέλος στις 8 Ιουλίου 1993 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατέταξε τον Άγιο νέο Ιερομάρτυρα Κύριλλο Στ΄ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας.
(Πηγή: από το βιβλίο «ΚΑΤΑΡΡΕΩ › ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ» Τάσου Λιγνάδη, Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ – 6, Φεβρουάριος 1996, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ σ. 237-247, Διακόνημα)
Ο Άγιος στη Γερμανία (1998)
Με λένε Βασιλική και μένω στη Γερμανία. Εγέννησα πριν από ένα χρόνο ένα κοριτσάκι το βάπτισα και το είπα Μαρίνα, ένα υγιέστατο παιδάκι ήταν, ξαφνικά όμως όταν έγινε οκτώ μηνών έμεινε παράλυτο. Δεν κουνούσε ούτε χέρια ούτε πόδια και το έπιαναν σπασμοί. Το πήγα στο νοσοκομείο δεν μπορούσαν να βρούν οι γιατροί από που έπαθε αυτή την ανίατη αρρώστεια, εγώ δεν έπαψα να καίω το καντηλάκι του Αγίου Κυρίλλου και στο κομοδίνο του παιδιού μου είχα την εικόνα του Αγίου και τον παρακαλούσα μέρα και νύχτα για το παιδί μου. Μετά από 7 μήνες παίρνω την εικόνα του Αγίου και τη βάζω επάνω του, αμέσως αυτή την στιγμή άρχισε να κουνάει χέρια και πόδια, οί γιατροί δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν και με ρωτούσαν ποιός Άγιος ειναι και πώς τον λένε και τους είπα ολόκληρη την ιστορία με τον Άγιο Κύριλλο και το θαύμα. Δοξάζω το Θεό όπου η χάρις του Αγίου έκανε καλά το παιδί μου. Είθε η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ να σκεπάζει όλο τον κόσμο!
Ο Αγιος στο Βέλγιο (18-3-98)
Ονομάζομαι Ελένη Καραφυλλάκη και ο σύζυγος Μιχάλης. Πατρίδα μας είναι το ακριτικό χωριό του Έβρου, η πατρίδα του Μεγάλου μας Αγίου Κυρίλλου, το Πύθιο. Εμείς όμως μένουμε έδω και πολλά χρόνια στο εξωτερικό, στο Βέλγιο. Ο σύζυγος μου ασθένησε πολύ βαριά και έπρεπε να κάνει 3 εγχειρήσεις. Ηταν πολύ σοβαρές, και αφορούσαν το συκώτι, τον πνεύμονα και το νεφρό του. Πήγαμε σε πολλούς γιατρούς έδω στο Βέλγιο οι οποίοι μας παρουσίασαν τα πράγματα πολύ δύσκολα αφού δεν υπήρχε συγκεκριμένη θεραπεία. Μια μέρα όπως γυρίσαμε στο σπίτι μετά το γιατρό άρχισα να κλαίω απαρηγόρητη και απελπισμένη όπως ήμουν βγάζω από το συρτάρι μου το βιβλιαράκι με το βίο του Αγίου, το αγκαλιάζω και φωνάζω με πίστη:
› Άγιε μου, σώσε τον άνδρα μου.
Το βράδυ βλέπω στον ύπνο μου το συγχωρεμένο τον πατέρα μου, με τον Άγιο Κύριλλο (τον αναγνώρισα από την άγια εικόνα του στο βιβλίο) και μου λέει:
› Ελένη παιδί μου, μη στεναχωριέσαι, ο Άγιος διάβασε τον άνδρα σου και δεν έχει τίποτα.
Την άλλη μέρα το πρωί, πήγαμε στο νοσοκομείο για εξετάσεις και περάσαμε άπό τον ακτινολόγο ο οποίος κοιτάζοντας τις ακτινογραφίες μας είπε:
› Οί άκτινογραφίες είναι πεντακάθαρες. Ή έγινε μεγάλο θαύμα ή λάθος διάγνωση είχαμε κάνει!
Μεγάλη η χάρη του Αγίου. Πάντοτε θα τον επικαλούμαστε εγώ και η οικογένειά μου με πίστη.
(Πηγή: «Θαύματα του Αγίου Κυρίλλου Στ’ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» Διακόνημα)
Θαύμα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ σε καρκινοπαθή ανήμερα στη μνήμη του το 1998
Ονομάζομαι Γιαννούλα Παπαδούλη και είμαι κάτοικος του χωρίου Ποιμενικόν Νέας Ορεστιάδος. Πριν ένα χρόνο είχα πάρει την εικόνα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ και στην προσευχή μου παρακαλούσα τον Άγιο να με αξιώσει να πάω στο Πύθιο να προσκυνήσω στην εκκλησία και στον τάφο του. Φέτος την Κυριακή του Θωμά που ήταν η μνήμη του πήγαμε με’ την αδελφή μου Αθηνά και το γαμπρό μου Στρατή στην Εκκλησία του.
Εκεί προσκυνήσαμε την εικόνα Του και είδαμε και οι τρεις μας μερικά γράμματα στο μέτωπο Του. Τα διαβάσαμε αλλά τα ξεχάσαμε αμέσως. Μόνο το γράμμα Α θυμόμαστε όλοι. Δε μπορέσαμε να δώσουμε καμία εξήγηση. Κατάπληκτοι πήραμε λίγο λαδάκι από το καντηλάκι που καίγεται μπροστά στην εικόνα του για να σταυρώσουμε τον ετοιμοθάνατο πατέρα μας που υπέφερε από καρκίνο. Δυστυχώς όλο το αίμα του είχε αλλοιωθεί και οι γιατροί από το Νοσοκομείο Διδυμοτείχου, μας είπαν ότι δεν έχει νόημα να κάθεται μέσα και να τον πάρουμε στο σπίτι για να πεθάνει ήσυχος.
Μόλις τον σταυρώσαμε άνοιξε τα μάτια του, ζήτησε να φάει και υστέρα κοιμήθηκε ήρεμα. Το πρωί ξύπνησε και αισθανόταν εντελώς καλά σαν να μην είχε υποστεί καμία ταλαιπωρία. Δοξάζουμε το Θεό και το θαυματουργό του Άγιο, τον Άγιο Κύριλλο τον ΣΤ’ πού είναι προστάτης μας! Κάθε χρόνο θα τον προσκυνούμε με πίστη την ημέρα της μνήμης του.
(Πηγή: «Θαύμα του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ σε καρκινοπαθή ανήμερα στη μνήμη του το 1998» Διακόνημα)
Απολυτίκιον Ήχος α’.
Της ερήμου πολίτης. Βυζαντίου τον θρόνον αρεταίς κατεκόσμησας, Ανδριανουπόλεως θρέμμα, Ιερότατε Κύριλλε· ζηλώσας, γαρ τας τρίβους αθλητών δεινώς αγχόνη ηωρήθης απηνώς και Πυθίου ανεδείχθης πανσθενουργός προστάτης· όθεν κράζομεν· Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε κραταιώσαντι, δόξα τω νεοάθλων κοινωνόν σε αναδείξαντι.
Κοντάκιον Ήχος πλ. δ΄.
Τη Υπερμάχω. Τον Πατριάρχην τον φιλόθεον και άριστον οφθέντα πάσιν αθλητήν εγκωμιάσωμεν, Βυζαντίου τον κοσμήτορα και ποιμένα αληθή του εν πικρά δουλεία στένοντος ορθοδόξων δήμου, θείοις μελωδήμασιν ανακράζοντες· Χαίροις, πάντιμε Κύριλλε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ο προθύμως αποκτανθείς ως ποιμήν, θεόφρον, Εκκλησίας Χριστού καλός, Κύριλλε τρισμάκαρ, υπέρ του σου ποιμνίου Αγαρηνών προτάσσων την ιταμότητα.
Σε όλες τις εποχές η Εκκλησία μας, που κατά τον Απόστολο Παύλο και τους Πατέρες είναι «Σώμα Χριστού» και «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας», καλούσε και καλεί τους ανθρώπους να ενταχθούν στο Σώμα της και τις κοινωνίες να γίνουν Εκκλησία, «Σώμα Χριστού». Καλούσε δηλαδή τους ανθρώπους να γίνουν «μιμηταί Χριστού» κατά το Παύλειο «μιμηταί μου γίνεσθαι καθώς καγώ Χριστού», προβάλλοντας με άλλα λόγια ως πρότυπο ανθρώπου τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό και κατ’ επέκταση τους θεούμενους «μιμητάς Χριστού», τους Αγίους μας.
Από την πλευρά τους οι πιστοί, οι φιλόχριστοι ευσεβείς χριστιανοί, ακολουθώντας τις προτροπές της, όχι ιδεαλιστικά και μηχανικά ή από φόβο αλλά από πίστη πραγματική (και για τους χριστιανούς το «πιστεύειν» είναι τρόπος ζωής), προσπαθούσαν και προσπαθούν να φανούν αντάξιοι της κλίσεως αυτής. Να αγιάσουν. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας.
Δυσκολίες και εμπόδια πάρα πολλά. Βλέπετε «το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής». Όμως με υπομονή και επιμονή, ταπείνωση, γενναιότητα και αδούλωτο φρόνημα απέναντι στους παντοειδείς πειρασμούς, πολλοί τα κατάφεραν και τα καταφέρνουν να επιτύχουν τον στόχο, τον αγιασμό. Η Εκκλησία μας έχει να επιδείξει στην ιστορική της πορεία αναρίθμητα πρότυπα αγωνιστών ηρώων, μορφές αγίων, που λειτουργούν στηρικτικά και εμπνέουν αγωνιστικά τους χριστιανούς.
Μια τέτοια μορφή, ένας τέτοιος άγιος είναι και ο Νεομάρτυς Ιωάννης ο εξ Ιωαννίνων, ο «αθλοφόρος νέος», όπως τον αποκαλεί ο υμνογράφος του (Κοντάκιο):
«Αθλοφόρον νέον σε ἡ Ἐκκλησία, κτησαμένη ἅπασαν τοῦ διαβόλου τὴν ἰσχύν, καταβαλοῦσα γεραίρει σε, ἀξιοχρέως τιμῶσα τὴν μνήμην σου.»
Καταγόταν από το χωριό Τέροβο, γεννημένος στις αρχές του 16ου αιώνος (1500). Οι γονείς του φιλόθεοι και ευσεβείς. Όταν τους έχασε, νέος στην ηλικία, πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασκεί την τέχνη που έμαθε από τον πατέρα του, αυτή του ράπτη, για να ζήσει. Αλλά τον εφθόνησαν οι εκ των γειτόνων του αλλόφυλλοι ομότεχνοι που τον ζήλευαν και τον συκοφαντούσαν. Αυτός δε, τους αντιμετώπιζε με παρρησία. Πηγαίνει σε πνευματικό να εξομολογηθεί και να του δηλώσει ότι είναι έτοιμος και πρόθυμος να μαρτυρήσει. Ήταν ήδη Μεγάλη Παρασκευή του έτους 1526. Ο πνευματικός του προσπαθεί να τον αποτρέψει, αλλά ο Ιωάννης επιμένει, λέγοντάς του ότι είδε όραμα πως χόρευε εν μέσω πυρός όπως οι Τρεις παίδες εν καμίνω και είναι βέβαιος ότι θα τον στηρίξει ο Θεός.
Επιστρέφοντας στην εργασία του οι μισούντες αυτόν αρχίζουν να το προπηλακίζουν λέγοντας δήθεν πως όταν ήταν κάποτε στα Τρίκαλα είχε αλλαξοπιστήσει και τώρα ξαναέγινε χριστιανός. Ο Άγιος Ιωάννης τα αρνείται όλα αυτά, δηλώνοντας πως ποτέ δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Εγώ, λέγει, «εν αυτώ τω Χριστώ και ζω και ζήσομαι και συν αυτώ και υπέρ αυτού ευγνωμόνως τεθνήξομαι». Τον διώκουν, τον χτυπούν αλλά εκείνος προσεύχεται:
«Ενίσχυσόν με μόνε Δυνατέ. δός μοι δύναμιν, δός μοι κραταίωσιν και χείρα μοι βοηθείας εξ αγίου σου κατοικητηρίου κατάπεμψον.»
Τους δε συκοφάντες του αποστομώνει με θάρρος και εκείνοι συνεχίζουν να τον βασανίζουν, τον φυλακίζουν. Και ο Άγιος προσεύχεται.
Γράφει ο συναξαριστής:
«... ο δε εις ουρανόν και νουν ανατείνας και όμμα, Χριστός Ανέστη και τα λοιπά της ωδής επέψαλλε κείμενος.»
Τον καταδικάζουν στον δια πυρός θάνατον, όμως δήθεν φιλανθρώπως φερόμενοι απέναντί του για να μη καεί οδυνηρώς, τον αποτραβούν εκ της πυράς και τον αποκεφαλίζουν. Το σώμα του έπεσε και κάηκε στην πυρά, όσα δε λείψανα απέμειναν μαζί με την σεπτή κεφαλή του, ευλαβείς χριστιανοί τα περισυνέλεξαν. Ήταν Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδος του 1526, η μνήμη του δε τιμάται την 18 Απριλίου.
Ο φιλόχριστος λαός, αγαπώντας και νοιώθοντας τα πρότυπα ζωής σαν τον Άγιο Ιωάννη τον Νεομάρτυρα πολύ κοντινά του, με το αδιάψευστο χριστιανικό και εκκλησιαστικό –βιωματικό του αισθητήριο, προσπαθεί να τον εντάξει και στην προσωπική του ζωή τιμώντας τον
Κάνει τη ζωή του, τον αγώνα του, το μαρτύριό του τραγούδι, ύμνο (Δοξαστικό Εσπερινού):
«Τὸν γενναῖον Ἀθλητήν τιμήσωμεν, Ἰωάννην τὸν ἀοίδιμον. οὗτος γὰρ ἡδρασμένος ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς ἀληθείας, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ταῖς ἀλλεπαλλήλοις προσβολαῖς τῶν βασάνων, ἀκλόνητος ἔμεινε. καὶ διηυγασμένος ταῖς θείαις ἀκτῖσιν αὐτοῦ, πυρός, τομῆς, καὶ μαστίγων, ἀνδρείως κατεφρόνησε. διό καὶ χαράν ἄληκτον, εἰς οὐρανούς ἐκληρώσατο. ἀλλ’ ὦ πολύαθλε Μάρτυς, νῦν τρανῶς καθορῶν τὴν δόξαν Θεοῦ, πρέσβευε ἐκτενῶς ὑπέρ ἡμῶν, τῶν πιστῶς εὐφημούντων, τὴν πανέορτον μνήμην Σου.»
Αλλά και (Πρώτο Στιχηρό του Εσπερινού):
«Δεῦτε φιλομάρτυρες, Ἰωαννίνων τὸ γέννημα, καὶ σεμνόν παιδαγώγημα, ἀξίως τιμήσωμεν, Ἰωάννην πάντες. τὸ κλέος Μαρτύρων, Χριστοῦ τὸν Νέον Ἀθλητήν, ὁμολογίας κρατῆρα πλήθοντα, τὸν πάντας προσκαλούμενον, μεθ’ ὑψηλοῦ τοῦ κηρύγματος. δεῦτε πάντες καὶ πίετε μαρτυρίου ποτήριον.»
Και επικαλούμαστε την βοήθειάν του, με γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας και γνωρίζοντας βιωματικά την πίστη μας οι φιλόχριστοι χριστιανοί, βέβαιοι για την αγιότητά του και έχοντας συνείδηση ότι ζώντες και κεκοιμημένοι αποτελούμε ένα Σώμα Χριστού (Δοξαστικό Στιχηρών Εσπερινού):
«Δεῦτε φίλαθλοι, τῶν Ἀθλητῶν τὸ καύχημα, Ἰωάννην τὸν θεῖον ὕμνοις τιμήσωμεν. οὗτος γὰρ τῇ πυρᾷ ἐναπλωθείς καὶ στεῤῥῶς ἐγκαρτερήσας τῇ τοῦ ξίφους ἐκτομῇ, τῷ Θεῷ τὸ πνεῦμα παρέδωκε, καὶ διαμένον στέφος ἐκληρώσατο. ὅθεν δυσωπεῖ ὁ πολύαθλος, τοῦ ῥυσθῆναι κινδύνων, τοὺς ἐν πίστει καὶ πόθῳ, τελοῦντας τὴν μνήμην αὐτοῦ.»
Και ζητούμε να πρεσβεύει «Χριστώ τω Θεώ» γι’ εμάς (Απολυτίκιο του Αγίου):
«Μέγα καύχημα Ἰωαννίνων, μέγα στήριγμα τῆς Κωνσταντίνου, μέγα κλέος σὺ τούτων τῶν πόλεων. τῆς μὲν γὰρ γόνος σεπτός ἐχρημάτισας. τὴν δὲ τοῖς σοῖς ἐπορφύρωσας αἵμασιν. ἀλλά πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ μακάριε, τοῦ περιέπειν αὐτῶν τὴν εὐσέβειαν.»
Βλέπουμε πως εκεί στην Βασιλεύουσα προβάλλουν και τον τόπο που τον γεννά αλλά τιμούν και τον τόπο όπου μαρτυρεί (Κάθισμα μετά τον Πολυέλεον):
«Μέγα ὄνομα, τῇ σῇ πατρίδι, προεξένησαν οἱ σοὶ ἀγῶνες, Ἀθλοφόρων κοινόν ἐγκαλλώπισμα. οὐκ ἀφανής οὖσα γὰρ οὐδέ πρότερον, νῦν διὰ σὲ ἐπιπλέον πεφήμισται, ὦ Μακάριε. διὸ εὐχαρίστως ἤθροισται, ἐπιτελέσαι σου τὰ νῦν μνημόσυνα.»
Μπορεί οι άπιστοι άλλως να νομίζουν, όμως οι πιστοί είμαστε βέβαιοι για την αγιότητά του και το δηλώνουμε, δοξάζοντάς τον (Κάθισμα μετά την Γ' Ωδή):
«Κατεπλάγησαν τὰ σὰ, ἄπιστοι πάντες καὶ πιστοί καὶ ἐνόμισαν αὐτὰ, καθάπερ ἀστεῖά τινα, τὰ ἐπί σοὶ γεγονότα ὦ Ἰωάννη. νέον ἀφειδεῖν τῆς νεότητος. βίῳ ἀνταλλάττεσθαι θάνατον. καὶ μαρτυροῦσι ταῦτα οἱ ὁρῶντες, ἀντίπαλοι καὶ ἡμέτεροι. διὸ ἡμεῖς σε, ὑμνολογοῦντες, τὸν Σωτῆρα δοξάζομεν.»
Και γίνεται η πίστη βεβαιότητα και σιγουριά και ελπίδα αστείρευτη, υποστηριζόμενη και από τα θαύματα που ακολουθούν, όπως αναγράφεται στο συναξάρι του, αφού κατά τον Απόστολο Παύλο «έστιν ουν πίστις ελπιζομένων υπόστασις πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» δηλαδή είναι η πίστη βεβαιότητα γι’ αυτά που δεν βλέπουμε και σιγουριά γι’ αυτά που ελπίζουμε. Όπως ακριβώς έκαναν και οι άγιοί μας και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Άγιος Ιωάννης ο Νεομάρτυς (Εξαποστειλάριο):
«Τῶν Ἀθλητῶν τὸ κλέος ὁ Ἰωάννης, ᾠδαῖς ἐναρμονίοις ἀνευφημείσθω. οὗτος γὰρ ἠλόγησε τοῦ σώματος, καθά φθείρεσθαι μέλλοντος. πολλάς βασάνους ἐνέγκας, διά Χριστοῦ τὴν ἀγάπην.»
Εκφράζουμε λοιπόν την χαρά μας οι χριστιανοί με ωδές πνευματικές και ύμνους προς (Δοξαστικό των Αίνων):
«Τὸν ἀριστέα Χριστοῦ, τὸν κλεινόν Ἀθλοφόρον, ὑμνήσωμεν ἅπαντες Ἰωάννην τὸν πανεύφημον, ὅστις ἐξέλαμψε φαιδρῶς διά τοῦ μαρτυρίου τῷ θείῳ ἀναφλεγόμενος ἔρωτι. Χαῖρε οὖν πόλις Ἰωαννίνων ἐπί τοιούτῳ βλαστῷ ἐγκαυχωμένη, ὅστις σε τοῖς τῶν αἱμάτων αὑτοῦ ῥείθροις ἐπορφύρωσε καὶ ἐυφροσύνης πνευματικῆς τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα ἐνεπλήρωσε, πρεσβεῦον διηνεκῶς ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.»
Οι ευσεβείς χριστιανοί πολύ σύντομα από το χρόνο του μαρτυρίου του, όπως συνέβη και με άλλους αγίους, παράδειγμα ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυς, τον τιμούν ως άγιο, τον αγιογραφούν όπως στη Μονή Φιλανθρωπινών στο Νησί (16ος αι.), τον Ναό Αγίου Αθανασίου στο Προσγόλι (17ος αι.), στη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Βελλά (18ος αι. ) κ.α. και συντάσσουν το συναξάρι του σχεδόν αμέσως, όπως ο Ιουστίνος ο Δεκαδίων μαζί με την ακολουθία του, περίπου το 1543, δηλαδή 17 χρόνια μετά το μαρτύριό του. Στη συνέχεια επανεκδίδουν την ακολουθία ο πρωτόπαπας του Ναυπλίου Νικόλαος ο Μαλαξός, ο μέγας ρήτωρ της Εκκλησίας Αντώνιος και άλλοι το 1719, το 1738, το 1792, το 1819, το 1865 (ακολουθία δημοσιευμένη στο Ανθολόγιον της Βενετίας εκ του τυπογραφείου του Φοίνικος) και το 1870 η χειρόγραφη ακολουθία του, στην οποία στηριχθήκαμε να γράψουμε όλα αυτά:
«Ποιηθεῖσα παρά τοῦ Σοφωτάτου Κυρίου Ἰουστίνου τοῦ Δεκαδίωνος, αἰτήσει δὲ τῶν φιλοχρίστων εὐσεβῶν Χριστιανῶν. Ἀντιγραφθεῖσα ὑπό τοῦ ἀναξίου Ἱερομονάχου Ἀγαθαγγέλου Γεωργιάδου Ἰωαννίτου. Διά τὴν Ἱεράν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Σούβλιασις (σ.σ. σημερινός Άγιος Βλάσιος Θεσπρωτίας).»
Βλέπετε στους δύσκολους καιρούς που περνούσε το γένος μας τα μόνα στηρίγματά του υπήρξαν οι άγιοί του και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι νεομάρτυρες, οι οποίοι κατά πρόνοιαν Θεού, διαφύλαξαν το γένος μας από τους αλλοφύλλους, αλλοθρήσκους και αλλοδόξους. Κάτι τέτοιο συνέβη στην περιοχή αυτή της Θεσπρωτίας, όπου οι εξομώσεις, οι εξισλαμισμοί, ήταν συχνοί. Το 1968 δε, προνοία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων κυρίου Σεραφείμ, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, εκδίδεται νέα ακολουθία, ποιηθείσα υπό Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου, Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του εκ Βορείου Ηπείρου.
Κοινή διαπίστωση είναι πως στην εποχή μας φαίνεται να κυριαρχεί ένα πνεύμα ατομικιστικό, η φιλαυτία, ο εγωισμός. Τα πρότυπα που προβάλλονται ή ο τρόπος ζωής που μοιάζει να κυριαρχεί, καλλιεργεί συγκεκριμένες νοοτροπίες και διαμορφώνει συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων, ευάλωτους σε κάθε πειρασμική συμπεριφορά που απεργάζονται, για το συμφέρον τους, άνθρωποι χωρίς φόβο Θεού, σύμφωνα με τις επιταγές του «άρχοντος του αιώνος τούτου» ή «το πνεύμα της απωλείας». Η Εκκλησία μας, η τροφός του Γένους των χριστιανών σε όλες τις εποχές, απέναντι σε αυτή την κατάσταση, υπομονετικά, χωρίς να γίνεται κόσμος, καλεί τον κόσμο να γίνει Εκκλησία, να ενταχθεί ενεργά-βιωματικά στο Σώμα της και να στηριχτεί στα αιώνια πρότυπά της, τους αγίους της. Αγίους, όπως ο Νεομάρτυς Ιωάννης ο εξ Ιωαννίνων, τον οποίο απόψε τιμούμε, ώστε να αντιμετωπίσουμε οι χριστιανοί εκ του ασφαλούς και θεοπρεπώς, με αγωνιστικότητα, γενναιότητα και ελπίδα, τις κάθε είδους τρικυμίες της ζωής μας, πλέοντας στο απάνεμο λιμάνι Της με οδηγό τον Χριστό.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Γόνος κάλλιστος, Ἰωαννίνων, κλέος ἔνθεον, τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε, τῶν γὰρ Μαρτύρων ζηλώσας τὴν ἄθλησιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς τερπνόν σε φοίνικα, Ἰωαννίνων ἡ πόλις, εὐκλεῶς βλαστήσασα, κατατρυφᾷ τῆς σῆς δόξης, πόθῳ γάρ, τῷ τοῦ Δεσπότου λαμπρῶς ἀθλήσας, τέθυσαι, ὡς ὁλοκάρπωμα τῇ Τριάδι· διὰ τοῦτο Ἰωάννη, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.
Κάθισμα Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν ἄνωθεν δύναμιν, ἐνδεδυμένος καλῶς, ποινῶν κατεφρόνησας καὶ ἀπειλῶν καὶ φρουράς, ἀνδρείῳ φρονήματι, ὅθεν καὶ ὡς ἐπέβης, τῷ πυρὶ γηθοσύνως, ἔφλεξας τὴν ἀπάτην, τῷ πυρὶ τῶν σῶν πόνων, διὸ σὲ Ἰωάννη, Χριστὸς ἐθαυμάστωσε.
Ὁ Οἶκος
Κλήσει σαφῶς ἀκολουθῶν, χάριτος ὤφθης σκεῦος, τρόποις καὶ ἤθεσι σεμνοῖς, καὶ καθαρότητι ζωῆς, κλεινὲ κεκοσμημένος· καὶ τῇ θείᾶ χαριτωθεὶς ἀγάπῃ, τὸ αἷμά σου ὑπὲρ Χριστοῦ, προείλου ὅλῃ τῇ ψυχῇ, ἐκχέαι Ἰωάννη· ἔνθεν μαρτυρικῷ ἀναφλεχθεὶς ζήλῳ, πρὸς μαρτυρίου ἀπεδύσω ἀγῶνας, νεότητος ἄνθος, καὶ κόσμου ἡδέα ὑπεριδὼν ὡς φθειρόμενα καὶ Χριστὸν ὁμολογήσας, ᾔσχυνας τῆς πλάνης τὴν ὀφρύν, καὶ πλείστοις προσωμίλησας βασάνοις, ἀπεριτρέπτῳ φρονήματι· καὶ ἐν πυρᾷ ὡμοτάτως ῥιφθείς, καὶ ἐν αὐτῇ τὸν αὐχένα τμηθείς, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, καὶ προσφορὰ τελειότατη, καὶ θυμίαμα εὔοσμον τῷ Χριστῷ προσηνέχθης· παρ’ οὗ λαμπρῶς δοξασθείς, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.
Μεγαλυνάριον
Ἄνθος εὐωδέστατον καὶ τερπνόν, τῶν Ἰωαννίνων ἀνεδείχθης Μάρτυς Χριστοῦ, καὶ λαμπρῶς ἀθλήσας, εὐφραίνεις Ἰωάννη, χαρίτων εὐωδίᾳ, πιστῶν τὸ πλήρωμα.
Ἔτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἀκροθίνιον ἱερόν· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάσεων τὴν χάριν, παμμάκαρ Ἰωάννη, πιστῶν ἑδραίωμα.
Ἃ μὲν οὖν εἴποι τις ἂν ἐπικόπτων τὴν περὶ τὸν λόγον αὐτῶν ἑτοιμότητα καὶ ταχύτητα, καὶ τὸ τοῦ τάχους ἐπισφαλὲς ἐν πᾶσι μὲν πράγμασι, μάλιστα δὲ ἐν τοῖς περὶ θεοῦ λόγοις, ταῦτά ἐστιν. ἐπεὶ δὲ τὸ μὲν ἐπιτιμᾷν οὐ μέγα· ῥᾷστον γὰρ καὶ τοῦ βουλομένου παντός· τὸ δὲ ἀντεισάγειν τὴν ἑαυτοῦ γνώμην ἀνδρὸς εὐσεβοῦς καὶ νοῦν ἔχοντος· φέρε, τῷ ἁγίῳ θαρρήσαντες πνεύματι, τῷ παρ᾿ αὐτῶν μὲν ἀτιμαζομένῳ,
Απρίλιος του 1941.
Οι Γερμανικές δυνάμεις έχουν εισβάλει στην Πατρίδα μας. Σε λίγο θα ελέγχουν τα πάντα. Το πολυθρύλητο θωρηκτό του Πολεμικού Ναυτικού «Γ. ΑΒΕΡΩΦ», πού είχε κατατροπώσει τον τουρκικό στόλο στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο, βρίσκεται τώρα αραγμένο στα νερά της Ελευσίνας, περιτριγυρισμένο από συρματοπλέγματα, για να ασφαλισθεί από τις τορπίλες των εχθρικών υποβρυχίων.
Η διαταγή του Γ.Ε.Ν. (Γενικού Επιτελείου Ναυτικού) απόλυτα αυστηρή: Απαγορεύεται ό απόπλους του. «Όμως, ή δόξα των Ελληνικών θαλασσών κινδυνεύει από κατάληψη των εχθρών ή αυτοβύθιση…
Τότε ήταν πού ό φλογερός στρατιωτικός ιερέας του «Αβέρωφ», ό Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος – μετέπειτα Μητροπολίτης Εδέσσης και Πέλλης – πήρε τη δυναμική πρωτοβουλία και ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας. Ήταν Μεγάλη Πέμπτη και λίγο πριν τελέσει την Ακολουθία των Παθών στο εκκλησάκι του πλοίου, κάλεσε επειγόντως το πλήρωμα του υπερήφανου καραβιού και με βουρκωμένα μάτια τους είπε:
«Παιδιά μου, θέλουν να μας βουλιάξουν το θρυλικό μας καράβι. Το βαστάει αυτό ή ψυχή σας; Τέτοιο άδοξο τέλος θα έχει το πιο δοξασμένο καράβι μας, το «Αβέρωφ»;
Θα μας καταριόνται από’ τον ουρανό οι ψυχές των ηρώων μας ναυτικών, του Μιαούλη, του Κανάρη, τού Κουντουριώτη, της Μπουμπουλίνας.
Ιδέστε με τα ψυχικά σας μάτια, παιδιά, το Ναύαρχο μας Παύλο Κουντουριώτη στον ουρανό. Κλαίει, και μας εξορκίζει να μη δώσουμε τέτοιο τέλος στο καράβι, αλλά τέλος ανάλογο με τη δόξα του. Τι λέτε, παιδιά;».
Τότε όλοι οι ναύτες και οι αξιωματικοί είπαν: «Παπά, θα κάνουμε ότι μας πεις».
Και συνέχισε ό π. Διονύσιος:
«Πρέπει να πάρουμε το «Αβέρωφ» και να φύγουμε. Πρέπει να σώσουμε την τιμή του».
Το πλήρωμα συμφώνησε απόλυτα. Όμως συνέχισε ό ιερέας:
«Μα, πρέπει να είμαστε και εξηγημένοι. Θα λάβετε υπ’ όψιν σας ότι πεντακόσια τα εκατό έχουμε να βουλιάξουμε περνώντας το ναρκοπέδιο. Αν ό Θεός μας περάσει από κει χωρίς να πάθουμε κακό, έχουμε τριακόσια τα εκατό να βουλιάξουμε στο φράγμα της Ψυτάλλειας.
Αν κι εκείνο μας βοηθήσει ό Θεός να περάσουμε, έχουμε διακόσια τα εκατό να βουλιάξουμε στο δρόμο από τις βόμβες των αεροπλάνων. Αν και αυτό τον κίνδυνο περάσουμε, τότε θα σώσουμε την τιμή τού «Αβέρωφ» και του Ναυτικού μας.
Αν -Θεός φυλάξοι- βουλιάξουμε, τότε εμείς μεν θα πάμε όλοι δοξασμένοι στον ουρανό να βρούμε αιώνια ανάπαυση, ή τιμή δε τού Ναυτικού μας θα μείνει πάντα στην ελληνική ιστορία ένας θρύλος. Τι λέτε, έπειτα από αυτά, παιδιά;».
Και όλοι με δάκρυα φώναξαν: «Θα φύγουμε, Παπά, με το «Αβέρωφ» και ότι πει ό Θεός ας γίνει».
Ό ιερέας έκανε το σημείο του σταυρού λέγοντας «Ευλογητός ό Θεός» και συνέχισε: «Σήμερα είδα σε όραμα τον Άγιο Νικόλαο και μού είπε: Μη φοβόσαστε. Θα φθάσετε εκεί πού θέλετε. Ό Θεός είναι μαζί σας».
Και ενώ οι ναύτες ετοίμαζαν το καράβι, ό π. Διονύσιος άρχισε την ακολουθία των Άγιων Παθών. Αργά τη νύχτα περιέφερε τον Εσταυρωμένο σε όλα τα διαμερίσματα του πλοίου, στα κανόνια, στην αποθήκη των πυρομαχικών και τέλος Τον στερέωσε στον Πύργο της πρώρας και φώναξε: «Παιδιά μου, έχουμε κυβερνήτη τον Χριστό. Μη φοβάσθε. Θα νικήσουμε…».
O αρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος με το πλήρωμα του ΑΒΕΡΩΦ
Σε λίγο άνοιγαν δίοδο στα συρματοπλέγματα. Το καράβι πέρασε το ναρκοπέδιο χωρίς να αγγίξει τις νάρκες.
Στη Ψυτάλλεια έκοψαν το φράγμα με το πρώτο κτύπημα σαν να ‘ταν κλωστή. Μετά ανέπτυξαν ταχύτητα προς την Τσακωνιά. Και τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής βρέθηκαν στα ήσυχα νερά της Κυνουρίας. Και ασφαλίσθηκαν στις ακτές της κάτω από τις σκιές των πανύψηλων βουνών της. Κανένα βομβαρδιστικό των Γερμανών δεν αντιλήφθηκε το κρυμμένο αυτό δοξασμένο καράβι!
Με τα φώτα σβησμένα μόλις νύκτωσε, το «Αβέρωφ» κατευθύνθηκε με την πιο δυνατή ταχύτητα προς την Κρήτη. Και ενώ διέσχιζε ατρόμητα τα νερά του Αιγαίου, ό π. Διονύσιος είχε βγάλει τον Επιτάφιο και έψελναν όλοι μαζί τα Εγκώμια μέσα σε ατμόσφαιρα ουράνιας μυσταγωγίας.
Πρωί πρωί έφθασαν στη Σούδα. Και από εκεί μετά λίγες μέρες το θωρηκτό μας με το πιστό του πλήρωμα και εμψυχωτή τον ιερέα του Διονύσιο Παπανικολόπουλο έφθανε στην Αλεξάνδρεια!
Σήμερα το δοξασμένο θωρηκτό «Αβέρωφ» αναπαύεται στις ακτές του Παλαιού Φαλήρου. Μέσα του κρύβει Ιστορία έπους και μεγαλείου. Αν βρεθείς με τους γονείς σου ή με τους φίλους σου εκεί, μην ξεχάσεις να το επισκεφθείς. Θα νιώσεις μέσα σου εθνική υπερηφάνεια γιατί γεννήθηκες σε μια πατρίδα ζυμωμένη με αίμα ηρώων και μαρτύρων.
__________________
Ελπιδοφόρος
Βοηθήματα:
Αρχιμ. Μελετίου Π. Κουράκλη, Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΙΕΡΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τρίπολη 2000, σελ. 15-20.
Παντελεήμονος Φωστίνη, Μητροπολίτου Χίου, «Αγώνες για την πατρίδα στην ξενητεία», Πειραιάς 1988, σελ. 137-141.
Νίκου Α. Σταθάκη, Θ/Κ «Γ. ΑΒΕΡΩΦ», Χρονικό του θωρηκτού της νίκης, έκδοση Πολεμικού Ναυτικού
Το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, στο Θωρηκτό Αβέρωφ
Πηγή: (Προς τη ΝΙΚΗ, ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΝΕΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2015 ΤΕΥΧΟΣ 788), Αβέρωφ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...