Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ὁ βίος τῆς ἁγίας Εὐφροσύνης εἶναι θαυμαστὸς καὶ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς της ἀσυνήθιστος. Ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα πνευματικῆς ἀνδρείας, ἁγνείας καὶ σωφροσύνης.
Γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸν 5ο αἰώνα μ. Χ. Ἦταν μοναχοκόρη καὶ πολὺ πλούσια. Ὁ ὑλικὸς πλοῦτος, εὐτυχῶς, δὲν κατόρθωσε νὰ τῆς σκληρύνῃ τὴν ψυχή, ὥστε νὰ γίνῃ φίλαυτη καὶ φιλάργυρη, ὅπως συμβαίνει τὶς περισσότερες φορές, ἀλλὰ ἦταν καὶ παρέμεινε φιλάνθρωπη καὶ ἐλεήμων. Οἱ γονεῖς της, ἄνθρωποι φιλόθεοι καὶ φιλάνθρωποι, κατάφεραν νὰ τῆς μεταδώσουν τὸν ἀληθινὸ πλοῦτο τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ νὰ τῆς ἐμπνεύσουν τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ μητέρα καὶ ὁ πατέρας της ἔδειξε μεγαλύτερο ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια στὴν ἀνατροφή της. Ὅταν ἔγινε δεκαοκτὼ ἐτῶν θέλησε νὰ τὴν παντρέψῃ μὲ ἕναν νέο ὑψηλῆς κοινωνικῆς τάξης. Ἡ Εὐφροσύνη ὅμως εἶχε ἐκλέξει τὸν δρόμο τῆς κατὰ Χριστὸν παρθενίας καὶ ἡ ἀπόφασή της ἦταν σταθερὴ καὶ ἀμετάκλητη. Γι᾿ αὐτὸ κάποια ἡμέρα, ἀφοῦ μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς πτωχοὺς ἔφυγε κρυφά, καὶ γιὰ νὰ μὴ τὴν ἀνακαλύψῃ ὁ πατέρας της καὶ τὴν ὑποχρεώσῃ νὰ ἐπιστρέψῃ στὸν κόσμο καὶ νὰ παντρευτῇ παρὰ τὴν θέλησή της, μεταμφιέστηκε καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ ἀνδρικὸ μοναστήρι παρουσιαζομένη ὡς εὐνοῦχος μὲ τὸ ὄνομα Σμάραγδος. Ἔζησε στὸ ἀνδρικὸ μοναστήρι τριανταοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια χωρὶς κανεὶς νὰ καταλάβῃ τὸ παραμικρό.
Στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀρετὴ ξεπέρασε κατὰ πολὺ τοὺς συμμοναστάς της μὲ ἀποτέλεσμα ὅλοι νὰ θαυμάζουν τὸν θεάρεστο τρόπο ζωῆς τοῦ Σμάραγδου καὶ ἀρκετοὶ νὰ ἀγωνίζονται νὰ τὸν μιμηθοῦν. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης θαυμάζοντας τὴν ἀγγελομίμητη ζωή της, γράφει:
«Ἠδυνήθη νὰ ἀστράψῃ μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν μὲ τὰς ἀρετάς, καθὼς καὶ ὁ πολύτιμος λίθος σμάραγδος ἀστράπτει ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους λίθους. Ὄντως σμάραγδος ἐφάνη ἡ μακαρία αὕτη Εὐφροσύνη...»
Οἱ γονεῖς πολλὲς φορές, ἴσως ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη, ποὺ σίγουρα δὲν εἶναι τελείως ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ἐπιμένουν νὰ ἐπιβάλουν στὰ παιδιὰ τοὺς τὶς δικές τους ἀποφάσεις, τὶς ὁποῖες λαμβάνουν ἐκεῖνοι γιὰ λογαριασμὸ τῶν παιδιῶν τους. Ἡ δικαιολογημένη ἀντίδραση τῶν παιδιῶν, κάποιες φορὲς μάλιστα δυναμικὴ καὶ μὲ στοιχεῖα ὑπερβολῆς, δημιουργεῖ οἰκογενειακὲς συγκρούσεις μὲ κοινωνικὲς προεκτάσεις. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὸ ἀντίθετο· ἄλλωστε, ἡ ἀγάπη χωρὶς τὴν ἐλευθερία εἶναι δικτατορία, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλευθερία χωρὶς τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι ἀναρχία.
Ἡ ἁγία Εὐφροσύνη δὲν ἔπαψε νὰ ἀγαπᾷ ἀληθινὰ τὸν πατέρα της καὶ νὰ προσεύχεται γι᾿ αὐτόν. Ὅταν κατάλαβε ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς της ζήτησε νὰ τὸν συναντήσῃ. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὸς μοναχὸς στὸ ἴδιο μοναστήρι χωρὶς νὰ τοῦ περνᾷ ποτὲ ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι θὰ συναντοῦσε ἐκεῖ τὴν κόρη του. Κατὰ τὴν συνάντηση αὐτὴ μαθεύτηκε τὸ μυστικό της καὶ τὸ πραγματικό της ὄνομα. Ἐδῶ ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ὅτι ὁ Παφνούτιος, ὁ πατέρας της, εἶναι καὶ αὐτὸς ἅγιος καὶ ὅτι πατέρας καὶ κόρη γιορτάζουν τὴν ἴδια ἡμέρα.
Μέσα στὸ ἀνδρικὸ Μοναστήρι ἔκανε ὑπεράνθρωπον ἀγώνα γιὰ νὰ ζήσῃ κατὰ Χριστόν. Ἔπρεπε συνεχῶς νὰ προσποιῆται, ἀλλὰ καὶ νὰ καταβάλῃ μεγάλους κόπους, ὥστε νὰ μὴν ὑστερήσῃ στὴν ἄσκηση καὶ τὶς πνευματικὲς ἐπιδόσεις ἀπὸ τοὺς συμμοναστάς της. Καὶ πραγματικά, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀπέρριψε τὸ χαῦνον τοῦ θήλεος καὶ ἀπέκτησε ἀνδρικό, δηλαδὴ ἀνδρεῖο, φρόνημα. Ἔτσι μπόρεσε νὰ ξεπεράσῃ τὶς δυσκολίες, νὰ νικήσῃ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς καὶ νὰ ζήση «μὲ τὴν ἄφθαρτον ἁγνείαν καὶ σωφροσύνην, τὴν ὁποίαν κατακτοῦν φθαρτοὶ ἄνθρωποι διὰ καμάτων καὶ ἱδρώτων» (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης).
Πράγματι, ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ σωφροσύνη ἀποκτοῦνται μὲ πολλοὺς κόπους καὶ ἱδρῶτες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, στὸ θαυμάσιο βιβλίο του ποὺ ὀνομάζεται «Κλίμαξ», ἀφιερώνει ἕναν λόγο στὴν ἁγνότητα καὶ τὴν σωφροσύνη, ὅπου μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἀναφέρει:
«Ἁγνεία σημαίνει ἀπόκτηση τῆς ἀσωμάτου φύσεως. Ἁγνεία σημαίνει ζηλευτὸς οἶκος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπίγειος οὐρανὸς τῆς καρδιᾶς. Ἁγνεία σημαίνει ὑπερφυσικὴ ἀπάρνηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μία ἀληθινὰ παράδοξη ἅμιλλα σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ πρὸς τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους. Ἁγνὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὸν ἕνα ἔρωτα (τὸν θεϊκό), ἀπέκρουσε τὸν ἄλλο ἔρωτα (τὸν σαρκικό), καὶ ἔσβησε τὸ ὑλικὸ μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ. Σωφροσύνη σημαίνει γενικὴ ὀνομασία ὅλων τῶν ἀρετῶν. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καὶ κατὰ τὸν ὕπνο δὲν αἰσθάνεται καμμία σαρκικὴ κίνηση ἢ ἀλλοίωση τῆς καταστάσεώς του. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τελεία ἀναισθησία ὡς πρὸς τὴν διαφορὰ τοῦ φύλου. Αὐτὸς εἶναι ὁ κανὼν καὶ ὁ ὅρος τῆς τελείας καὶ πανάγνου ἁγνείας, τὸ νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς παρόμοια καὶ πρὸς τὰ ἔμψυχα καὶ πρὸς τὰ ἄψυχα σώματα, καὶ πρὸς τὰ λογικὰ καὶ πρὸς τὰ ἄλογα».
Ἡ ἁγία Εὐφροσύνη μᾶς ὑπενθυμίζει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐὰν κάποιος ἐπιθυμῇ καὶ θέλῃ πραγματικὰ νὰ ζήσῃ κατὰ Χριστόν, δὲν ὑπάρχει τίποτα στὸν κόσμο ποὺ νὰ μπορῇ νὰ τὸν ἀποτρέψῃ. Σίγουρα, θὰ συναντήσῃ πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες, θὰ ἔλθη, ἴσως, ἀντιμέτωπος μὲ πρόσωπα καὶ καταστάσεις, ἐὰν ὅμως ἀγαπᾷ ἀληθινὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, θὰ κάνη ὑπομονὴ καὶ θὰ φθάση στὸν σκοπό του, διότι ἡ ἀγάπη «πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει», καὶ μηχανεύεται ἀπίθανους τρόπους γιὰ νὰ ἐκφραστῇ.
Γιὰ νὰ ζήσῃ κανεὶς μὲ ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη χρειάζεται ἀσφαλῶς νὰ καταβάλῃ μεγάλους κόπους καὶ νὰ χύσῃ πολὺν ἱδρώτα. Οἱ Ἅγιοι μὲ τὸ φωτεινὸ παράδειγμά τους μᾶς βεβαιώνουν ὅμως ὅτι αὐτὴ ἡ ζωή, παρὰ τὶς δυσκολίες της, εἶναι ὑπέροχη. Καὶ κρύβει τέτοιες χαρές, ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο καὶ νὰ τὶς φανταστοῦν ἀκόμη οἱ «ψυχικοὶ ἀνθρωποι».
(Πηγή: «Βίος καὶ Πολιτεία τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Εὐφροσύνης», users.uoa.gr/~nektar)
Του Οσίου πατρός ημών νικοδήμου του Αγιορείτου
Τω αυτώ μηνί (Σεπτεμβρίω) ΚΕ΄, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Ευφροσύνης, θυγατρός Παφνουτίου του Αιγυπτίου.
Αύτη η Αγία Ευφροσύνη ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού, εν έτει υι΄ [410], αφήσασα δε τα χαροποιά πράγματα του κόσμου τούτου, και την φαντασίαν και δόξαν της παρούσης ζωής, και φυγούσα κρυφίως από τον οίκον του πατρός της, μετεσχημάτισε τον εαυτόν της. Φορέσασα γαρ ανδρίκεια φορέματα, αντί Ευφροσύνης μετωνομάσθη Σμάραγδος. Και επειδή ηγάπησε των Μοναχών την πολιτείαν, επήγεν εις ένα Μοναστήριον ανδρίκειον, φαινομένη ως ευνούχος βασιλικός, και κουρεύσασα τας τρίχας της κεφαλής της, εσπούδαζε με κάθε τρόπον, πως να κρυφθή, και να μη την μάθη ο πατήρ της Παφνούτιος. Αφ’ ου λοιπόν έτυχε του ποθουμένου, ηγωνίζετο με αγώνας και κόπους πολλούς, και με προσευχάς εκτενείς και αδιακόπους, έως οπού κατεξήρανε με υπερβολήν το απαλόν και γυναικείόν της σώμα, εις τρόπον, οπού εξεπλήττοντο και εθαύμαζον όλοι οι εν τω Μοναστηρίω αδελφοί, βλέποντες την άκραν κακοπάθειαν, οπού εμεταχειρίζετο η αοίδιμος.
Και τη αληθεία ήτον ένα πράγμα παράδοξον, οπού αδυνατεί να το παραστήση λόγος: δηλαδή, το να βλέπη τινάς μίαν ωραίαν γυναίκα να συγκατοική ανάμεσα εις άνδρας Μοναχούς. Η οποία εδυνήθη να κρύψη τον εαυτόν της, τόσον από τον πατέρα της, όστις την εζήτει επιπόνως εις τα όρη και τα λαγκάδια, και εις πάντα τόπον, και έτρεχεν εδώ και εκεί αναστενάζωντας διά τον μακρόν και πολυχρόνιον χωρισμόν της· όσον και από τους Μοναχούς, με τους οποίους εσυγκατοίκει. Και ακολούθως εδυνήθη να αστράψη ανάμεσα εις τους άνδρας με τας αρετάς, καθώς και ο πολύτιμος λίθος σμάραγδος, αστράπτει ανάμεσα εις τους άλλους λίθους.
Όντως σμάραγδος εφάνη η μακαρία αύτη Ευφροσύνη, μείνασα αγνώριστος, όχι εις ένα χρόνον, ή δύω, ή τρείς. Αλλ’ εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων τριανταοκτώ. Μέχρι τέλους δηλαδή της ζωής της. Μόνον δε εις το τέλος αυτής, εφανέρωσε, πως ήτον γυνή, και όχι άνδρας. Επειδή γαρ ο πατήρ της Παφνούτιος επήγε μίαν φοράν εις το Μοναστήριον, κατά τον καιρόν οπού έμελλεν η Οσία να αποθάνη, τούτον δε αυτή βλέπουσα, είπε προς αυτόν τούτον μόνον τον ολοϋστερινόν λόγον. Ώ πάτερ. Και ούτω παρέδωκε το πνεύμά της εις χείρας Θεού, χαίρουσα και ευφραινομένη διά τα αγαθά, οπού έμελλε να απολαύση διά τους αγώνας και κόπους της.
Ο δε πατήρ αυτής ακούσας τον λόγον τούτον, εξεπλάγη. Όθεν από την υπερβολικήν χαράν οπού έλαβε, πως ηξιώθη να ιδή την θυγατέρα του, έπεσε κατά γης ωσάν νεκρός. Και τί γαρ άλλο έπρεπε να πάθη, εις καιρόν οπού ήκουσε τοιούτον χαροποιόν λόγον; Και εις καιρόν οπού ηξιώθη να ιδή την εις τριάκοντα και οκτώ χρόνους ζητουμένην και ποθουμένην του θυγατέρα; Και λοιπόν επειδή και ηξιώθη να ιδή το παρ’ αυτού ποθούμενον γέννημα, αφήκε πατρίδα, και κόσμον, και τα εν κόσμω. Και ομού ζήλον και πόθον λαβών εις την ψυχήν του των ασκητικών αγώνων της θυγατρός του, έγινε και αυτός Μοναχός. Όθεν φανείς διάδοχος και κληρονόμος τόσον του τόπου, όσον και του τρόπου: ήγουν του Μοναστηρίου, και των αρετών της θυγατρός του, ως πατήρ τοιούτου ευλογημένου τέκνου, χαίρων και ευφραινόμενος απήλθε προς Κύριον. (Όρα τον κατά πλάτος Βίον αυτής εις τον Παράδεισον.)
Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον της Οσίας Ευφροσύνης συνετέθη διά στίχων ιαμβικών, εξ ων και μετεφράσθη. Αλλά και ο Μεταφραστής συνέγραψε τον Βίον αυτής λογογραφικώς, ου η αρχή· «Άρτι τα Ρωμαίων σκήπτρα». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.)
(Πηγή: «25 Σεπτεμβρίου, μνήμη και Συναξάριον της Οσίας μητρός ημών Ευφρωσύνης, και της εις τον αέρα αρπαγής του παιδός», Ορθόδοξη Πορεία)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐφροσύνη τὸ πνεῦμά σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς παρθένος φρόνιμη καὶ ἀδιάφθορος, κοτηγγυήθης ὁσίως τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ προσκαίρων τὴν χλιδὴν ἐμφρόνως ἔλιπες, ὅθεν ἐν μέσω τῶν ἀνδρῶν, ὡς ἀμόλυντος ἀμνάς, ἐξέλαμψας Εὐφροσύνη, καὶ τοῦ Βελίαρ τὰ κέντρα, τὴ πολιτεία σου ἀπήμβλυνας.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Ἐν τῇ ἀσκήσει τὸ θῆλυ ἐκάλυψας, ἐν τῇ κοιμήσει τοὺς πάντας ἐξέπληξας, Εὐφροσύνη ἀνύσασα ἀνδρικῶς, νεᾶνις οὖσα λαμπρά, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς τῶν κινδύνων ἀπαλλάττεις τοὺς τιμῶντάς σε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω ζωῆς, τυχεῖν ἐπιποθήσασα, τὴν κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, καὶ σαυτὴν ἀνέμιξας, ἀνάμεσον ἀνδρῶν παναοίδιμε· διὰ Χριστὸν γὰρ τὸν νυμφίον σου, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησας.
Ὁ Οἶκος
Ἐν εὐφροσύνῃ καὶ θυμηδίᾳ, τάς ψυχὰς εὐφρανθέντες, ἀναστῶμεν σπουδῇ ἀκοῦσαι λόγον παράδοξον· ὑπερβαίνει γὰρ ἔννοιαν πᾶσαν τὸ διήγημα τοῦτο καὶ καταπλήττει, ὅτι γυνὴ ἐν μέσῳ ἀνδρῶν καταμένουσα, ἐνίκησε τὸν Βελίαρ, καὶ τὸ πῦρ κατεπάτησε τῶν ἡδονῶν, καὶ οὐκ ἐφλέχθη τὸ σύνολον· τὸν Χριστὸν γὰρ ποθοῦσα ἡ ἄσπιλος, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησε.
Στίχοι
Τὸ θῆλυ κρύπτεις ἀνδρικῶς, Εὐφροσύνη,
Καὶ κρυπτὰ τὸν βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.
Εἰκάδα Εὐφροσύνη κατὰ πέμπτην πότμον ὑπέστη.
Ἡ τὴν φύσιν λαθοῦσα καὶ τερπνὰ βίου,
Κλῆσιν Σμάραγδος, τὸν δὲ νοῦν Εὐφροσύνη,
Λιποῦσα πᾶσαν τοῦ βίου φαντασίαν,
Ἀνδρῶν μοναστῶν ἀγαπήσασα βίον,
Εὐνοῦχος ὥσπερ βασιλικῶν δωμάτων,
Ἐν ἀνδρικῷ σχήματι γνωστὸς οὐδόλως,
Μονῇ προσῆλθε, καὶ θέλημα καὶ τρίχας
Ἐκδοῦσα, καὶ σπεύδουσα λαθεῖν πατέρα.
Καὶ εὖ τυχοῦσα τοῦ ποθουμένου, πόσοις
Κόποις, πόνοις τε καὶ προσευχαῖς συντόνοις,
Τὸ μαλακὸν τέτηκε δεινῶς σαρκίον,
Ἅπαντας ἐκπλήττουσα τῇ κακουχίᾳ.
Οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἀδυνατεῖ καὶ λόγος.
Ὢ πῶς λαθοῦσα πατέρα, πρᾶγμα ξένον!
Καλὴ θυγάτηρ, τῶν μοναστῶν ἐν μέσῳ
Τρέχουσα, λίθος ὡς σμάραγδος εὑρέθη·
Πολλὴ γὰρ ἡ ζήτησις ἐκ τῶν ἰδίων,
Πατρὸς βρύχοντος ἐκ πόνου τῆς καρδίας,
Τῆς Εὐφροσύνης τὴν μακρὰν ἐκδημίαν,
Τριπλῇ δεκάδι πρὸς ὀκτώ, φεῦ! χρόνοις,
Ὄρη, βάραθρα καὶ τόπου ἐρημίας
Περιπολοῦντος καὶ στένοντος ἐκ βάθους.
Ἀλλ᾿ ὁ Σμάραγδος αὐτός, ἡ Εὐφροσύνη,
Ὦ Πάτερ, εἰπὼν τὸν τελευταῖον λόγον,
Ὡς ἐμπόρευμα τῶν μακρῶν λαβὼν κόπων,
Τῶν οὐρανῶν γέγηθε τῇ μεταστάσει.
Κἀκεῖνος, ὥσπερ ἐκπλαγείς, φεῦ τοῦ πάθους!
Πέπτωκεν εἰς γῆν ὥσπερ ἄψυχος νέκυς.
Ἄκουσμα καὶ γὰρ παράδοξον καὶ ξένον
Ἤκουσεν ὄντως· τί γὰρ ἄλλο καὶ πάθοι;
Καὶ λοιπὸν ἀφεὶς καὶ βίον καὶ πατρίδα,
Καὶ ζῆλον ὥσπερ αἰνετῶν παιδὸς πόνων
Ἐνθεὶς ἑαυτῷ καὶ πόθου δείξας φλόγα,
Διάδοχος βίου τε ὡς πατὴρ τέκνου
Γεγώς, μετέστη πρὸς μονὰς οὐρανίους.
Πηγή: users.uoa.gr/~nektar, Ορθόδοξη Πορεία, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Η οσία Δοσιθέα –κατά κόσμον Δαρεία Τυάπκιν– γεννήθηκε το 1721 σε οικογένεια πλουσίων γαιοκτημόνων του Ριαζάν. Όταν ήταν δύο ετών, την ανατροφή της ανέλαβε η γιαγιά της μοναχή Πορφυρία της μονής Βοζνεσένσκ της Μόσχας. Η γερόντισσα Πορφυρία, αυστηρή ασκήτρια η ίδια, εκπαίδευε και την εγγονή της στην άσκηση, στη νηστεία και στην αγάπη προς τον πλησίον. Ύστερα από επτά χρόνια εκείνη εκάρη μεγαλόσχημη και οι γονείς πήραν τη θυγατέρα τους στο σπίτι.
Βρίσκοντας άχαρη και κουραστική την κοσμική ζωή, η Δαρεία συνέχισε να ζει ως μοναχή με αυστηρή άσκηση. Ανήσυχοι οι γονείς της για τη συμπεριφορά της, εσκέπτοντο να την υπανδρεύσουν το συντομότερο. Αλλά η Δαρεία, ήδη δοσμένη στο Θεό, σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε κρυφά την οικογένειά της και μεταμφιεσμένη σε άνδρα χωρικό με το όνομα Δοσίθεος μετέβη στη Λαύρα του αγίου Σεργίου. Καθώς ήταν υψηλού αναστήματος και με ανδροπρεπές πρόσωπο, έγινε πιστευτή. Τη δέχθηκαν ως δόκιμο και της έδωσαν το διακόνημα του εκκλησιαστικού.
Ύστερα από τρία χρόνια άκαρπων αναζητήσεων η μητέρα και η μεγαλύτερη αδελφή της πήγαν για προσκύνημα στη Λαύρα. Η Δαρεία, η οποία διακονούσε στην εκκλησία, τις αναγνώρισε και, όταν αντιλήφθηκε ότι την παρατηρούσαν επίμονα, αναμείχθηκε με το πλήθος, βγήκε από την εκκλησία και ανεχώρησε κρυφά για τη Λαύρα του Κιέβου.
Επειδή δεν είχε διαβατήριο, δεν τη δέχθηκαν εκεί. Μη έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να ζήσει ως ερημίτης σε σπήλαιο, το οποίο έσκαψε η ίδια κοντά στη σκήτη Κιτάεφ. Η τροφή της ήταν μόνο ψωμί και νερό, που της άφηνε έξω από το σπήλαιο κάποιος μοναχός. Την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής κλεινόταν τελείως και τρεφόταν με βρύα και ωμές αγριόριζες.
Η σκληρή της άσκηση τράχυνε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και τη φωνή της, είλκυσε όμως τη χάρη τού Θεού και γρήγορα έγινε γνωστή σε όλο το Κίεβο.
Το 1744 την επισκέφτηκε η αυτοκράτειρα Ελισάβετ Πετρόβνα (1741-1761). Με την παρουσία και τη θέληση εκείνης η οσία, ηλικίας τότε είκοσι τριών ετών, έλαβε το μοναχικό σχήμα κρατώντας το όνομα Δοσίθεος.
Σιγά-σιγά η φήμη του προφητικού και διορατικού της χαρίσματος εξαπλώθηκε παντού και πολλοί πήγαιναν «στον έγκλειστο στάρετς», για να πάρουν τη σοφή συμβουλή του και να παρηγορηθούν από τους λόγους του. Μαζί τους «ο στάρετς» μιλούσε πίσω από παραθυρίδιο, χωρίς να φαίνεται.
Μεταξύ των επισκεπτών ήταν και η κατά σάρκα αδελφή τής οσίας Δοσιθέας, που έφθασε ως το Κίεβο με σκοπό να ρωτήσει «τον στάρετς» για την εξαφάνιση της αδελφής της. Η οσία, χωρίς να της αποκαλυφθεί, της είπε να παύσει να την αναζητά, διότι αποκρύπτεται χάριν του Θεού. «Τον έγκλειστο Δοσίθεο» επισκέφθηκε το 1776 και ο δεκαεπταετής τότε Πρόχορος Μοσνίν, ο μετέπειτα όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ (2 Ιαν.) Προβλέποντας τη μελλοντική του εξέλιξη, η οσία τον ευλόγησε και τον συμβούλευσε να κοινοβιάσει στη μονή του Σαρώφ, με την προτροπή να φυλάττει πάντοτε στο στόμα και στην καρδιά την ευχή του Ιησού, για να ενοικήσει μέσα του το Άγιον Πνεύμα.
Την εποχή που απαγορεύθηκε στη Ρωσία ο ερημητικός βίος, η Δοσιθέα μετοίκησε στα μακρύτερα σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Επειδή όμως δεν έβρισκε ησυχία από τα πλήθη του λαού, που και εκεί την επισκέπτοντο, ύστερα από τέσσερα χρόνια επέστρεψε στη σκήτη Κιτάεφ και εγκαταστάθηκε σε κάποιο απομονωμένο κελλί.
Εκεί, τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε ως διακονητή του κελλιού και στενό μαθητή τον μοναχό Θεοφάνη. Αυτός ήθελε να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα, αλλά η οσία τον έστειλε στη Μολδαβία, στον μεγάλο γέροντα Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (15 Νοεμ.), τον ανανεωτή της ησυχαστικής παραδόσεως και της νοεράς προσευχής. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, ο Θεοφάνης έμεινε κοντά στην οσία ως την κοίμησή της.
Όταν η Δοσιθέα προαισθάνθηκε το τέλος της, πήγε στη σκήτη να αποχαιρετήσει τους αδελφούς. Έπειτα επέστρεψε σιωπηλά στο κελλί της και ανέμενε την έξοδο της ψυχής της διαβάζοντας ψαλμούς όλη τη νύχτα. Το πρωί την βρήκαν γονατιστή μπροστά σε μια εικόνα.
Το κερί ήταν ακόμη αναμμένο και στο χέρι ο «μακαριστός γέροντας» κρατούσε σημείωμα που έγραφε: «To σώμα είναι έτοιμο προς ενταφιασμό. Σας παρακαλώ, αδελφοί, μην το αγγίζετε. Ενταφιάστε το κατά τη συνήθεια».
Εκοιμήθη στις 25 Σεπτεμβρίου 1776, σε ηλικία πενήντα πέντε ετών.
Τότε ο Θεοφάνης, υπακούοντας σε υπόδειξή της πριν κοιμηθεί, έφυγε για τη μονή του Σολόφκυ, όπου ζώντας ως ερημίτης εισήγαγε τη λησμονημένη κατά τους χρόνους εκείνους στη Ρωσία ησυχαστική παράδοση, όπως του την εδίδαξε ο στάρετς Παΐσιος.
Μετά το θάνατο της οσίας έφθασε στο Κίεβο για δεύτερη φορά η αδελφή της. Βλέποντας το πορτραίτο της, ανεγνώρισε την εξαφανισμένη αδελφή της και διηγήθηκε τη ζωή της.
(Από το βιβλίο «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος, 28, Εκδόσεις Ορμύλια, 2001, σελ. 282)
Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας
Δημογραφικό SOS: Οι τρομακτικοί αριθμοί, τα βασικά κοινά χαρακτηριστικά, η ανισοκατανομή και η μεγάλη εικόνα
Tα εμβόλια Covid πυροδοτούν αιφνίδιο θάνατο γιατί επιτίθενται στην καρδιά και τον εγκέφαλο, προειδοποιεί μελέτη - Κάθε εταιρίας, καταστρέφει διαφορετικό όργανο
Τον Σεπτέμβριο του 1916 η τραγωδία του Εθνικού διχασμού βρισκόταν στην κορύφωση του. Οι Βενιζελικοί είχαν απόσχει από τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915 και είχε αναδειχθεί βουλή αντιβενιζελικής πλειοψηφίας,
Το ζεύγος Henry και Elizabeth Jernigan έμαθαν για το πρώτο τους παιδί μόλις δύο μέρες μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ήταν η εποχή που οι Αμερικανοί ζούσαν μέσα στον πανικό και την ανησυχία, και το ζευγάρι αναρωτιόντουσαν πώς θα έφερναν ένα παιδί σε τέτοιο κόσμο. Για αυτό μόνο ανησυχούσαν, καθώς δεν μπορούσαν να φανταστούν τη πλήρη έκταση των δυσκολιών που θα αντιμετώπιζαν, ούτε το τρόπο που θα μεγάλωνε η οικογένειά τους.
Η Θέκλα καταγόταν από το Ικόνιο, όπου και κατοικούσε. Οι γονείς της ήταν επιφανείς Έλληνες ειδωλολάτρες. Ο Άγιος Νικόδημος μας πληροφορεί πως ήταν αρραβωνιασμένη -στην ηλικία των 18 ετών- μ’ έναν ειδωλολάτρη ονομαζόμενο Θάμυριν. Στο Ικόνιο συνάντησε για πρώτη φορά τον Απόστολο των εθνών, ο οποίος επιτελούσε ιεραποστολικές περιοδείες και φιλοξενούνταν από τον μαθητή του Ονησιφόρο. Στην κατ’ οίκον Εκκλησία που δημιουργήθηκε, ο θεσπέσιος Παύλος κήρυττε τον Λόγο του Θεού. Πλήθος ανθρώπων σαγηνεύονταν από τη διδασκαλία του και εγκολπώνονταν την πίστη στο Χριστό.
Έτσι και η χαριτωμένη Θέκλα, γειτόνισσα του Ονησιφόρου, «ήκουεν από την θυρίδα τα γλυκύτατα λόγια του μακαρίου Παύλου, με τόσην ηδονήν και επιθυμίαν, ώστε ελησμόνει και φαγητόν και πιοτόν και όλα της τα προς το ζην αναγκαία∙ ελησμόνει δε και αυτήν ακόμη την μητέρα και τον αρραβωνιαστικόν της» (Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, εκδ.«Ορθόδοξος Κυψέλη», τ. 1, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 194). Οι διδαχές του Χριστού αναδύονταν συνεχώς στη σκέψη της γνήσιας μαθήτριάς Του και η καρδιά της αφουγκράζονταν με υποτακτική αγάπη τη φωνή Του: «Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10:37).
Επιθύμησε η Θέκλα να γίνει μιμήτρια των Αποστόλων, που εγκατέλειψαν τις οικογένειές τους και τον μέχρι τότε τρόπο ζωής τους και συστοιχήθηκαν με τον Ιησού. Ένιωσε βαθιά της την κλήση του Διδασκάλου, όπως και οι μαθητές στην λίμνη Γεννησαρέτ που συγκλονίστηκαν από το περιστατικό της θαυμαστής αλιείας. Αντήχησε και στα δικά της αυτιά η ρήση του Ιησού προς τον Πέτρο: «ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. 5:10) . Αποχωρίστηκε μητέρα και άνδρα όπως οι Απόστολοι, οι οποίοι κατά τον ευαγγελιστή Λουκά «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκ. 5:11) και μάλιστα –κατά τον Ματθαίο-χωρίς ίχνος αναβλητικότητας: «οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. 4:22).
Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσουμε το σχόλιο που κάνει ο ιερός Χρυσόστομος εστιάζοντας στο επίρρημα εὐθέως: «Προσέξτε όμως και την πίστη τους και την υπακοή τους. Όταν άκουσαν την πρόσκλησή Του βρισκόντουσαν στο μέσον της εργασίας τους και γνωρίζετε πόσο αχόρταγο είναι το ψάρεμα -ειδικά μετά από μια τέτοια ψαριά. Και όμως δεν ανέβαλαν, δεν άφησαν για αργότερα, δεν είπαν να επιστρέψουμε στο σπίτι να συνεννοηθούμε με τους δικούς μας. Τα άφησαν όλα και τον ακολούθησαν, τέτοια υπακοή ζητεί ο Χριστός από εμάς, ούτε δευτερόλεπτο αναβολή να μην κάνουμε, ακόμη και αν μας βιάζει κάτι από τα ευτελή απαραίτητα. Γι’ αυτό και για κάποιον άλλον, ο οποίος τον πλησίασε και ζήτησε να θάψει πρώτα τον πατέρα του, ούτε αυτό δεν τον άφησε να πράξει τόνισε ότι από όλα όσα έχουμε να κάνουμε πρέπει να προτιμήσουμε να τον ακολουθήσουμε» (Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ομιλία ΙΔ΄, εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», Ε.Π.Ε., τ.9, Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 447-448).
Υιοθετώντας τα ως άνω λεχθέντα και πραχθέντα, η Θέκλα συντάχθηκε με τον θείο Παύλο, τον επισκεπτόταν ακόμα και στη φυλακή, εισερχομένη κρυφά τα βράδια για να κατηχείται. Έκτοτε δεν έπαυσε να συνοδεύει τον Παύλο, να συνοδοιπορεί μαζί του στα δύσβατα μονοπάτια του ευαγγελισμού των εθνών, τα μαρτυρικά, τα αιματοβαμμένα, τα πλημμυρισμένα από δάκρυ και ιδρώτα αποστολικό…
Να, λοιπόν, ένα σπουδαίο γνώρισμα του ανθρώπου με ιεραποστολικό φρόνημα∙ η μαθητεία, η όρεξη και το πάθος που φιλοξενεί κανείς για να γνωρίσει εις βάθος τη Χριστιανική διδαχή, το Λόγο του Θεού, να του φανερωθεί το σχέδιο της Θείας Οικονομίας και αυτός με τη σειρά του να το μεταδώσει, να το προσφέρει όπως του προσφέρθηκε. Βέβαια, στην ορθόδοξη πίστη μας, αδιαμφισβήτητη βαρύτητα για την πνευματική ζωή έχει το βίωμα και όχι μόνο η γνώση. Ωστόσο, αν δεν μελετήσουμε, αν δεν γνωρίσουμε, αν δεν εντρυφήσουμε, πώς θα βιώσουμε;
Στην καρδιά της Θέκλας ο πόθος της γνώσης μαζί με τα θεία βιώματα έγιναν φλόγα ισχυρή, που πυροδοτούσε όλο της το είναι. Έτσι, δεν δίστασε να βρίσκεται δίπλα στον Παύλο, ακόμα και στις πιο επικίνδυνες περιστάσεις. Τους συνέλαβαν και τους υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Πρώτος ο Παύλος, αφού ξυλοκοπήθηκε βάναυσα, εκδιώχθηκε από το Ικόνιο. Έπειτα η Θέκλα ρίχθηκε στη φωτιά, αλλά με θαυματουργικό τρόπο παρέμεινε αβλαβής. Οι δρόμοι τους χώρισαν, αλλά η καρδιά τους παλλόταν ρυθμικά συντονισμένη στη συχνότητα της Θείας Αγάπης και της διαδόσεώς της. Η απόσταση ήταν πρόσκαιρη, διότι η Θέκλα αδυνατούσε να αντέξει την απουσία του δασκάλου της και κατά συνέπεια την απουσία του Λόγου του Θεού. Έσπευσε κοντά του και μαζί με τον Ονησιφόρο συνοδοιπόρησαν ως την Αντιόχεια. Εκεί ανέμενε την νύφη Χριστού μία επιπλέον δοκιμασία, σαν και αυτές που επιτρέπει ο Θεός να πλήξουν τα παιδιά Του, για να φανερωθεί η δόξα Του∙ σαν αυτές που χρησιμοποιεί για ν’ αποδείξει πως τον άνθρωπο που αγαπά τον Χριστό τίποτα από τα γήινα δεν τον κρατά όμηρο, παρά μόνο η υπακοή στο θέλημά Του, δίχως όρους και όρια, ακόμα και όταν η λογική του αντιστρατεύεται. Για του λόγου το αληθές, καθώς εισέρχονταν στην πόλη, η όμορφη στην όψη και θαυμάσια στην ψυχή Θέκλα, γοήτεψε τον άρχοντά της, Αλέξανδρο, ο οποίος -εντυπωσιασμένος καθώς ήταν- ζήτησε να την κάνει γυναίκα του. Η αντίδραση, τόσο του Παύλου όσο και της Θέκλας, ήταν φυσικά αρνητική, γεγονός που εξόργισε τον άρχοντα και τον ώθησε να επιτεθεί δημοσίως στην κοπέλα επιχειρώντας να την ατιμάσει. Η Αγία αντιστάθηκε. Δεν γοητεύτηκε από την εφάμαρτη πρόκληση και την εύηχη πρόταση γάμου∙ ήταν με σώμα και καρδιά δοσμένη στον Χριστό και κατά συνέπεια στην διάδοση του έργου Του.
Ο Αλέξανδρος αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τις ντροπιαστικές συνέπειες της ηρωικής απόρριψής του από την Θέκλα, την κατέδωσε στον ηγεμόνα της Αντιόχειας και αυτός με τη σειρά του την υπέβαλε σε φοβερά μαρτύρια. Την έριξαν σε λάκκο με άγρια θηρία, όπως λιοντάρια και αρκούδες, αλλά παραδόξως κανένα δεν της επιτέθηκε. Στην Αγία, παρ’ όλη την αγάπη της για τον Χριστό και τις θυσίες που κατέβαλε, δεν είχε δοθεί η δυνατότητα να βαπτισθεί. Αντικρίζοντας, κατά την ώρα των βασανιστηρίων, ένα λάκκο με νερό, άδραξε την ευκαιρία, εισήχθη μέσα και βαπτίσθηκε. Τέλος, έδεσαν την Θέκλα σε δύο ταύρους και τους κατηύθυναν σε αντίθετη πορεία με σκοπό τον διαμελισμό της, αλλά κατά Θεία βουλή, οι ταύροι δεν ενήργησαν καθώς έπρεπε, αλλά παρέμεναν πεισματωδώς ακίνητοι. Αναγκαστικά οι δήμιοι και οι διώκτες της, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις μισάνθρωπες και αντίθεες τακτικές τους και να την ελευθερώσουν.
Ορίστε, αδελφοί και αδελφές μου, κι άλλο ένα γνώρισμα της ψυχής που διακατέχεται από το φρόνημα της ιεραποστολής: η υπομονή στις δοκιμασίες και η επιμονή στο έργο, αφού -όπως επισημαίνει ο Απόστολος των εθνών Παύλος- «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. 3:12). Και ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει: «Γιατί δεν υπάρχει χριστιανός που να βαδίζει την οδό της αρετής χωρίς θλίψη, οδύνη και πειρασμούς∙ γιατί πως άραγε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς γι’ αυτόν που βαδίζει τη στενή και θλιμμένη οδό; Γι’ αυτόν που άκουσε ότι «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε»; Αν εκείνα τα χρόνια έλεγε ο Ιώβ, «πειρατήριον ο βίος ανθρώπου επί της γης», πόσο μάλλον σήμερα;» Και συνεχίζει ο ιερός Πατήρ: «Από την εμπειρία μου, μπορείς να μάθεις ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να πολεμά με τους πονηρούς και να μην είναι σε θλίψη. Δεν είναι δυνατόν αυτός που πυγμαχεί να ζει σε τρυφή, δεν είναι δυνατόν αυτός που παλεύει να ευωχεί. Κανένας λοιπόν από τους αθλητές να μην ζητάει άνεση, κανένας να μη βρίσκεται σε ευθυμία. Τα παρόντα είναι αγώνας, πόλεμος, θλίψη, στεναχώρια, δοκιμασία, το στάδιο των αγώνων. Άλλοι είναι οι καιροί της ανέσεως∙ αυτός ο καιρός είναι των ιδρώτων, αυτός είναι των πόνων. Κανένας που έβγαλε τα ρούχα του και αλείφθηκε με λάδι και ετοιμάστηκε να παλέψει δεν επιζητεί άνεση και αν επιζητούμε άνεση τότε γιατί κάναμε την αρχή του αγώνα;» (Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ομιλία Η΄, εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», Ε.Π.Ε., τ.23, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 617).
Η Αγία και Ισαπόστολος Θέκλα επέστρεψε στο Ικόνιο και έπειτα κατευθύνθηκε στην Σελεύκεια. Αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή της στη διδαχή του Ευαγγελίου, κυρίως προς τους απίστους, καθώς επίσης και στην ασκητική ζωή μέχρι και την ειρηνική της κοίμηση. Η μελέτη της άγιας βιοτής της, μας υπενθυμίζει πως το ιεραποστολικό φρόνημα δεν είναι ρομαντισμός και φιλοσοφία, αλλά πράξη, αγώνας καθημερινός και αδιάκοπος. Κι αυτό διότι συνοδεύεται από την πλήρη «εγκατάλειψη» του «είναι» μας στο σχέδιο του Θεού και στο θέλημά Του, από αγάπη για τον Θεό πάνω από όλα και από όλους, από εφάμιλλο ζήλο, τόσο για μαθητεία όσο και για διάδοση του Ευαγγελίου, από την υπομονή στις θλίψεις και τη σταθερότητα στο έργο. Κι όλα αυτά για να κάνουμε την ζωή Του ζωή μας και την ζωή μας ζωή Του, μιμούμενοι το παράδειγμα του Ιησού και των Αγίων.
Η μνήμη της Αγίας Θέκλας τιμάται 24 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρα τὴν ψυχήν, καὶ πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξὶν εὐκλεῶς, Χριστὸν ἀγαπήσασα, σὺ γὰρ τῆς εὐσέβειας, πτερωθεῖσα τῷ πόθῳ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, Ἰσαπόστελε Θέκλα διὸ σὲ ὁ Πανοικτίρμων νύμφην ἠγάγετο.
Η ζωή του μακαρίου Γέροντος Σιλουανού εξωτερικώς παρουσιάζει ολίγον ενδικαφέρον. Μέχρι της στρατιωτικής αυτού θητείας, ζωή πτωχού ρώσου χωρικού· κατά την διάρκειαν αυτής υπηρεσία εις τους κατωτέρους βαθμούς, ύστερον δε, επί ήμισυ σχεδόν αιώνα, μονότονος μοναστηριακή ζωή απλού μοναχού. Το αρχείον της Μονής αναγράφει περί αυτού τα εξής: «Μεγαλόσχημος Πατήρ Σιλουανός, ο κατά κόσμον Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ, χωρικός εκ της διοικήσεως Ταμπώφ, επαρχίας Λεμπεντίσκ, χωρίον Σόβσκ. Εγεννήθη το 1866. Εις τον Άθωνα προσήλθε το 1892. Έλαβε τον μανδύαν εν έτει 1896. Το μέγα σχήμα εν έτει 1911. Διήλθε διακονίας: εις τον Μύλον, εις το μετόχιον της Καλαμαρίας (κτήμα της Μονής εκτός του Άθωνος), εις το Παλαιόν Ρωσικόν, Οικονόμος. Ετελεύτησε την 11/24ην Σεπτεμβρίου 1938».
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 22 Σεπτεμβρίου 2024.
Από τις αρχές του 1821 όλη η Πελοπόννησος βρισκόταν σε διαρκή συναγερμό, έξαψη και αναστάτωση. Τα επεισόδια διαδέχονταν το ένα το άλλο και ουδείς πλέον συγκρατιόταν για να περιμένει την καθορισμένη ημερομηνία της 25ης Μαρτίου για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα.
Εξαπάτησις.
Ο Νικόλαος, ο ένδοξος νεομάρτυρας του Χριστού, γεννήθηκε στο Καρπενήσι της Ευρυτανίας από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Οι γονείς του τον ανάθρεψαν πολύ καλά και χριστιανικά και τον έστειλαν στο σχολείο, όπου και έμαθε τα ιερά γράμματα. Όταν έγινε δέκα πέντε ετών τον πήρε ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν παντοπώλης και τον είχε στο εργαστήρι του σ’ ένα μέρος που λεγόταν Ταχτά Καλέ.
Απέναντι απ’ το εργαστήρι του είχε το κουρείο του ένας Αγαρηνός φίλος του πατέρα του και που ήξερε καλά τα τουρκικά γράμματα. Σ’ αυτόν λοιπόν έστειλε τον Νικόλαο ο πατέρας του για να μάθει και τουρκικά γράμματα. Αυτό φυσικά ήταν πολύ επικίνδυνο και μπορούσε να έχει άσχημες συνέπειες για τον νέο και να τον χωρίσει σιγά › σιγά απ' την πίστη του Χριστού.
Στον Νικόλαο όμως έγινε εντελώς το αντίθετο. Καθώς, λοιπόν, διδασκόταν τα τουρκικά γράμματα και όπως ήταν πολύ έξυπνος, τα μάθαινε τόσο γρήγορα κι εύκολα, ώστε τον θαύμαζε ο δάσκαλός του και τον φθονούσε για τη γρήγορη πρόοδό του. Έτσι, έβαλε στο μυαλό του και πήρε την απόφαση αν βρει τρόπο να τουρκέψει τον νέο, να τον κάνει δηλαδή Μωαμεθανό. Μηχανεύτηκε, λοιπόν, το εξής κακούργημα.
Μία μέρα φώναξε κι άλλους Τούρκους, αυτούς που τους έλεγαν Γενίτσαρους. και τους είπε:
› O παντοπώλης αυτός έχει ένα γιο πολύ φρόνιμο και πολύ έξυπνο στα γράμματα, τόσο, ώστε μόλις του παραδώσω το μάθημα το μαθαίνει αμέσως. Σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, να βοηθήσετε και σεις για να τουρκέψουμε ένα τέτοιο προκομμένο παιδί.
Βρήκε ακόμη και τον τρόπο αυτός και τους τον εξήγησε κι εκείνοι του υποσχέθηκαν ότι θα τον βοηθήσουν σ’ αυτό όσο μπορούν.
Έπειτα από λίγες μέρες έγραψε ο κουρέας το σαλαβάτι, δηλαδή την ομολογία της πίστεώς τους, και το είχε έτοιμο. Όταν ήρθε για το μάθημα ο Νικόλαος, όπως συνήθιζε, αφού του παρέδωσε το μάθημα ο δάσκαλος, στο τέλος του έδωσε στα χέρια το σαλαβάτι και του είπε μπροστά στους Γενίτσαρους που είχαν έρθει εν τω μεταξύ.
› Διάβασε αυτόν τον τεσκερέν.
Πήρε το γράμμα ο Νικόλαος, χωρίς να ξέρει ότι είναι το σαλαβάτι τους, και το διάβασε. Αμέσως εκείνοι οι Τούρκοι, σύμφωνα με την εντολή του κουρέα, φώναξαν και του είπαν:
› Έγινες Τούρκος, Νικόλαε, γιατί διάβασες το σαλαβάτι.
Ξαφνιάστηκε από το τέχνασμα ο Νικόλαος και είπε:
› Είμαι Χριστιανός και όχι Μωαμεθανός, όπως λέτε εσείς. Εγώ είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι μάθημα μου δώσει ο δάσκαλός μου.
Στον κριτή.
Εκείνοι τότε άρπαξαν τον νέο και τον οδήγησαν με τη βία στον καϊμακάμη, δηλαδή στον επίτροπο του Βεζύρη. Όταν τον πήγαν, λοιπόν, στον καϊμακάμη άλλοι φώναζαν, άλλοι ψευδομαρτυρούσαν κι άλλοι κατηγορούσαν κι έλεγαν:
› Αυτός ο άνθρωπος, αφέντη, έκανε σαλαβάτι μπροστά μας κι αν θέλεις να βεβαιωθείς για την αλήθεια δες και τον τεσκερέ που το έχει γραμμένο και το διαβάζει κάθε ώρα. Τώρα τον παρακινούμε να γίνει Τούρκος κι αυτός κοροϊδεύει την πίστη μας.
› Νικόλαε, αφού έγραψες και διαβάζεις το σαλαβάτι, γιατί έπειτα δε γίνεσαι Τούρκος; του είπε ο καϊμακάμης.
Τότε χωρίς καμιά δειλία και με τόνο πολύ έντονο αποκρίθηκε στον κριτή ο Νικόλαος.
› Σήμερα, ύστερα απ' το μάθημα, ο δάσκαλός μου μου έδωσε κι αυτό το γράμμα και μου είπε να το διαβάσω, αλλά εγώ δεν ήξερα ότι είναι το σαλαβάτι σας. Εγώ, νόμιζα ότι επειδή είναι δάσκαλός μου είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι γράμμα μου δώσει.
› Επειδή, Νικόλαε, διάβασες το σαλαβάτι πρέπει να γίνεις Τούρκος, ξαναείπε ο κριτής. Εγώ έπειτα θα σού δώσω μεγάλο αξίωμα, όποιο θέλεις. Θα σε πλουτίσω, θα σε τιμήσω και θα σε δοξάσω μέσα στα βασίλεια.
› Εγώ είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου πιστεύω Θεό αληθινό, απάντησε ο Άγιος. Οι τιμές και τα αξιώματα που μου υπόσχεσαι δε μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Στο Χριστό πιστεύω. για το όνομά Του πεθαίνω. Τούρκος δεν γίνομαι.
Περιτομή με τη βία.
Βλέποντας ο καϊμακάμης ότι δεν κατορθώνει τίποτε, κάνει το εξής: Διατάζει να δέσουν τα χέρια του πίσω και να τον κρεμάσουν σ’ ένα στύλο του μεγάρου του κι έπειτα του λέει:
› Νικόλαε, δες τι πρόκειται να σου κάνομε. Γι' αυτό γίνε με το καλό Τούρκος.
› Είσαι εξουσιαστής, γι' αυτό κάνε ότι θέλεις, απάντησε ο νέος. Εγώ είμαι Χριστιανός. Δε λέει το κιτάπι σας (το Κοράνιο) να μη κάνετε Τούρκο με τη βία κανένα;
Τότε έδωσε διαταγή ο κριτής να του κάνουν περιτομή νομίζοντας ότι θα πεισθεί έτσι και θα ομολογήσει τη θρησκεία τους σαν αληθινή. Αυτός όμως πιο έντονα ακόμη φώναζε:
› Γιατί με κόβετε; εγώ είμαι Χριστιανός. Στον Χριστό μου πιστεύω σαν Θεό αληθινό. Και το σώμα μου όλο αν το κατακόψετε σε μικρά κομματάκια τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Σ' αυτόν πιστεύω, αυτόν λατρεύω, αυτόν έχω βοηθό, που στέκεται αόρατα και με δυναμώνει.
› Συ έκανες σαλαβάτι, Νικόλαε, του είπαν πάλι οι Τούρκοι, κι εμείς σου κάναμε περιτομή, τώρα είσαι Τούρκος.
› Ψέματα λέτε. εγώ είμαι Χριστιανός και μόνο στον Χριστό μου πιστεύω, ήταν η σταθερή απάντηση του Αγίου.
Φυλάκιση και βασανιστήρια.
Βλέποντας ο καϊμακάμης ότι ούτε και με την περιτομή δεν κατόρθωσε τίποτε, έδωσε διαταγή να τον βάλουν στη φυλακή των κακούργων και των φονιάδων δίνοντας παραγγελία στους φύλακες να μη του δώσουν ούτε ψωμί, ούτε νερό. Έτσι έμεινε στη φυλακή εξηνταπέντε μέρες. Έπειτα τον αποφυλάκισαν και τον πήγαν πάλι στον καϊμακάμη, ενώ το πρόσωπό του ήταν χαρούμενο και λαμπρό σαν να ήταν σε συμπόσιο γάμου. Οι κατήγοροί του εν τω μεταξύ φώναζαν:
› Ή να γίνει Τούρκος ή να θανατωθεί.
Ο καϊμακάμης τον ρώτησε πάλι αν τυχόν μετανόησε και δέχεται την πίστη του Μωάμεθ. Αυτός όμως πήρε περισσότερο θάρρος και με μεγαλύτερη τόλμη φώναζε:
› Είμαι Χριστιανός και στον Χριστό μου πιστεύω. Δεν αρνούμαι των Χριστό μου κι αν μου κάνετε μύρια βασανιστήρια.
Τον φυλάκισαν, λοιπόν, πάλι και συχνά τον έδερναν αλύπητα. Ενώ βρισκόταν στη φυλακή και μαστιγωνόταν άσπλαχνα απ' τους αιμοβόρους δημίους, τον επισκέφθηκε ο Αγαρηνός που ήταν ιδιοκτήτης του εργαστηρίου κι επειδή ήταν πάμπλουτος του υποσχόταν να του δώσει την θυγατέρα του μαζί με πολύ μεγάλη προίκα και εργαστήρια με μεγάλη αξία, αν γινόταν Τούρκος. Αυτά όμως όλα τα θεώρησε ο Νικόλαος σαν όνειρα και σκιά και σκόνη.
› Εγώ, έλεγε, έχω πλούτο που δεν μπορούν να τον κλέψουν μέσα στην καρδιά μου, την πίστη του Χριστού μου. Αυτός μου έχει ετοιμάσει στον ουρανό δόξα αμάραντη και τιμή ανυπέρβλητη, χαρά και βασιλεία ατέλειωτη, που για το πολλοστημόριό της δεν είναι αντάξιος όλος ο κόσμος.
Όταν τ' άκουσε αυτά απ' το Μάρτυρα ο Αγαρηνός, έφυγε άπρακτος. Έπειτα πάλι με διαταγή του καϊμακάμη αποφυλάκισαν τον Άγιο και τον πήγαν στον κριτή. Ο κριτής βλέποντάς τον πολύ νέο και το πρόσωπό του φωτεινό άρχισε με πολλή ημερότητα να τον κολακεύει.
› Άκουσέ με, νέε μου, και μη θέλεις τόσο πρόωρα να χάσεις τη ζωή σου. Έλα στην πίστη μας και τότε θα καταλάβεις την ωφέλεια και το καλό της επειδή τώρα είσαι ανήλικος και δε μπορείς να καταλάβεις την αλήθεια.
› Είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, επανέλαβε με θάρρος πάλι ο μάρτυρας. Γιατί καθυστερείτε; Αυτή τη χάρι μόνο σας ζητώ, να μου δώσετε όσο γίνεται γρηγορότερα τον θάνατο.
Μαρτύριο.
Ακούγοντας αυτά ο κριτής και βλέποντας απ' την ασάλευτη στάση του ότι δεν ήταν δυνατό να τον αλλάξει απ' την πίστη του Χριστού, για να μη ντροπιάζεται περισσότερο, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Τον παρέδωσε, λοιπόν, στον έπαρχο κι εκείνος τον έδεσε και τον έφερε στο εργαστήρι του, στον Ταχτά Καλέ. Περνώντας απ' εκεί ο Μάρτυρας ήταν όλος χαρά και το πρόσωπό του άστραφτε σαν να πήγαινε σε γάμο κι όχι στον θάνατο.
Όταν έφθασε στον καθορισμένο τόπο του Μαρτυρίου γονάτισε ο Άγιος και όσο μπορούσε άπλωσε το λαιμό του, για να τον αποκεφαλίσει ο δήμιος εύκολα και γρήγορα. Του έκοψαν το κεφάλι ενώ προσευχόταν στις 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1672 και έτσι πήρε το στεφάνι του Μαρτυρίου.
Μερικοί Χριστιανοί πήγαν στον κριτή και του έδωσαν αρκετά χρήματα, για να πάρουν το Άγιο λείψανο. Έπειτα το μετέφεραν και το έθαψαν με ευλάβεια στο Μοναστήρι της Παναγίας που ονομάζεται Χάλκη.
Πολλά θαύματα έγιναν με το αίμα το μαρτυρικό του Αγίου και θεραπεύτηκαν πολλές αρρώστιες. Κάποιος ευλαβής πήρε το μαντήλι που είχαν δεμένα τα μάτια του Μάρτυρα, όταν τον αποκεφάλισαν, όπως ήταν συνήθεια, κι αφού το έβαλε πάνω σε κάποιον άνθρωπο που είχε θέρμη χρόνια, τον γιάτρεψε αμέσως με τη χάρη και τη μεσιτεία του Αγίου.
Η Εκκλησία μας τιμά και γιορτάζει τη μνήμη του Μάρτυρα Νικολάου στις 23 Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκας ἤνεγκας τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, νῖκος ἔδωκας τῇ σῇ πατρίδι τῇ καλλινίκῳ ἀθλήσει, Νικόλαε. Νεομαρτύρων ἡ δόξα ἡ ἄφθιτος, ὁδὸν Κυρίου νεότητι ἔδειξας· ταῖς πρὸς Χριστὸν θερμαῖς δεήσεσιν ὅθεν ἱκέτευε ἀεὶ νίκας χαρίζεσθαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Καλλιδρόμης κλεινὸν ἀξιάγαστον βλάστημα καὶ Σχολῶν Εὐγενίου θεοδίδακτον καύχημα, Νικόλαον τιμήσωμεν πιστοί, νεώτατον Χριστοῦ τὸν μιμητήν, τὴν τῶν νέων ἀρετὴν ἀθλητικῶς κρατύνοντα. Δόξα τῷ δεδοκότι τὴν ἀλκήν, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι ἐν παισὶν ἀεὶ θαυμάσια.
Μεγαλυνάριον
Τὸν Καρπενησίου κλεινὸν βλαστὸν καί τῆς νεολαίας Θεοφώτιστον ὁδηγόν, τῶν Νεομαρτύρων τὸν μέγα ἀριστέα, Νικόλαον τὸν Νέον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν ἐν παιδομάρτυσι θαυμαστόν, ἐκ Καρπενησίου Χριστομίμητον ὁδηγόν, εὐλαβῶν νέων ὑπέρμαχον προστάτην, Νικόλαον τὸν νέον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
ΠΗΓΗ: (Βίοι Αγίων, Έκδοσις Ορθοδόξου Ιδρύματος «Ο Απόστολος Βαρνάβας») Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ανάμεσα στη χορεία των Νεομαρτύρων της Εκκλησίας μας υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι χαρακτηρίζονται: «εξ Αγαρηνών». Πρόκειται για πολλούς τούρκους μουσουλμάνους, οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό και αξιώθηκαν του μαρτυρίου.
Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος νεομάρτυρας Ιωάννης ο εξ Αγαρηνών, ο Βραχωρίτης, τούρκος στην καταγωγή, γιός του φημισμένου Σεΐχη της Κόνιτσας και δερβίσης, δηλαδή θρησκευτικός αρχηγός και δάσκαλος της περιοχής. Γεννήθηκε περί το 1790 στην Κόνιτσα και ονομαζόταν Χασάν. Ο πλούσιος και ευγενής πατέρας του φρόντισε να του εμπεδώσει τις αρχές του Ισλάμ και να σπουδάσει κοντά σε ξακουσμένους ιεροδιδασκάλους του Ισλάμ. Κατόπιν τον έστειλε στα Γιάννενα, όπου σε ηλικία είκοσι ετών έγινε και αυτός δερβίσης. Ο Αλή Πασάς εκτίμησε τα χαρίσματά του και τις ικανότητές του και τον έστειλε στον διοικητή της Αιτωλοακαρνανίας Γιουσούφ Αράπη, να υπηρετήσει στην αυλή του, στο Βραχώρι (σημερινό Αγρίνιο), ως δερβίσης. Εκείνος τον δέχτηκε με χαρά, διότι ήταν και φίλος του πατέρα του, αναθέτοντάς του την θρησκευτική επιστασία της περιοχής, διδάσκοντας το Κοράνιο και στηρίζοντας στους μουσουλμάνους.
Αλλά ο νεαρός δερβίσης Χασάν ήταν άνθρωπος καλής θελήσεως. Διέθετε αγαθή ψυχή και έδειχνε συμπόνια για όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως καταγωγής και θρησκείας. Μάτωνε η ψυχή του βλέποντας τα δεινά των υποδούλων Χριστιανών, ενοχλούμενος για τις θηριωδίες των ομοφύλων του. Δε μπορούσε να δικαιολογήσει τη διδασκαλία του Κορανίου για τους αλλοθρήσκους, οι οποίοι ήταν άξιοι τιμωριών και εξοντώσεως.
Μια απρόσμενη όμως συνάντηση και ένας σύντομος διάλογος με έναν σεβάσμιο ορθόδοξο ιερέα, έξω από τον ναό του Αγίου Δημητρίου Αγρινίου, άλλαξε τη ζωή του. Για πρώτη φορά άκουσε για την αγάπη του Θεού, της οποίας είναι αποδέκτες όλοι οι άνθρωποι, χωρίς διακρίσεις. Διαπίστωσε με έκπληξη ότι ο ραγιάς ιερέας δεν τον μισούσε!
Μετά από αυτό, κάτι άλλαξε μέσα του. Κάποια ανεξήγητη δύναμη οδηγούσε συχνά τα βήματά του στον περίβολο του ναού. Ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, όταν αποφάσισε κάποιο βράδυ να μπει στο φτωχικό το ιερέα για να μάθει, ό, τι του απέκρυψαν οι δάσκαλοί του, για τη χριστιανική πίστη. Ακολούθως, τα βράδια της Μ. Εβδομάδος παρακολουθούσε κρυφά από κάποιο παράθυρο τις Ιερές Ακολουθίες. Η θέα του Εσταυρωμένου, το βράδυ της Μ. Πέμπτης, τον συντάραξε, παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση να αρνηθεί το Ισλάμ και να ασπασθεί τον Χριστιανισμό.
Ζήτησε από τον ιερέα να τον βαπτίσει, αλλά εκείνος, φοβούμενος γενική σφαγή των κατοίκων, τον συμβούλεψε να πάει αλλού να βαπτισθεί. Κατέφυγε λοιπόν στην βενετοκρατούμενη Ιθάκη, όπου κατηχήθηκε, βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα Ιωάννης. Δεν γύρισε πλέον στο Αγρίνιο, αλλά εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Ξηρομέρου, στο χωριό Φυτείες, όπου νυμφεύτηκε μια ευσεβή νέα και προσλήφτηκε, από τον κτηματία Πάνο Γαλάνη, ως αγροφύλακας. Τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στην ύπαιθρο κρυμμένος, για να μην προδοθεί στους τούρκους, δοξολογώντας ασίγαστα το Χριστό, που τον αξίωσε να αναγεννηθεί και να γίνει πιστός του. Μια απόμακρη σπηλιά την είχε μεταβάλλει σε ναό, όπου προσεύχονταν με αστείρευτα δάκρυα ευγνωμοσύνης προς το Θεό. Στο χωριό έμπαινε για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων.
Αλλά όμως τόσο οι δικοί του, όσο και οι τουρκικές αρχές του Βραχωρίου τον αναζητούσαν. Απεσταλμένοι του πατέρα του τον εντόπισαν. Προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, χωρίς αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα κάποιος τούρκος νερολόγος τον αναγνώρισε και τον κατάγγειλε στον νέο διοικητή του Βραχωρίου Σουλεϊμάν Μπέη, ως αποστάτη του Ισλάμ. Αστυνομικό απόσπασμα τον συνέλαβε και τον οδήγησε στον Μουσελίμη του Βραχωρίου Ελμάς για απολογία, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες να τον πείσει να ασπασθεί ξανά το Ισλάμ. Αλλά ο Ιωάννης με γαλήνια διάθεση, του απάντησε πως άδικα κουράζεται, διότι βρήκε την αλήθεια, που χρόνια έψαχνε και η οποία θα του χαρίσει την αιώνια ζωή. Αυτό που του ζητούσε ήταν ενάντια στην ευτυχία που βίωνε ως πιστός του Χριστού, του αληθινού και ζωντανού Θεού. Ήξερε βεβαίως πως τον περίμενε η θανατική καταδίκη, διότι αυτό προστάζει το Κοράνιο σε περίπτωση αλλαξοπιστίας μουσουλμάνου.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο φανατικός Μουσελίμης έγινε θηρίο από το θυμό του, θεωρώντας τα μεγάλη προσβολή. Διέταξε να τον κλείσουν στο μπουντρούμι, αφού τον βασανίσουν χωρίς λύπηση, ελπίζοντας ότι έτσι θα μεταπείθονταν. Τον άρπαξαν οι στρατιώτες, φορώντας του βαριά αλυσίδα στο λαιμό και δένοντάς του τα πόδια σε βαρύ ξύλο. Τον ραβδίζανε ανελέητα, τον κλωτσούσαν και τον περιγελούσαν. Ο Ιωάννης υπόμεινε με υπεράνθρωπη καρτερία το μαρτύριο για μέρες, δεν φώναζε, δεν διαμαρτύρονταν, παρά μόνο προσευχόταν: «Θεέ μου βοήθησε με»!
Ο θηριώδης Μουσελίμης αφού είδε ότι δεν έφερναν αποτέλεσμα τα βασανιστήρια, αποφάσισε να τον θανατώσει, διότι δεν ήθελε μια νέα προσβολή από τον Μάρτυρα. Διέταξε να τον μεταφέρουν στον περίβολο του ναού του Αγίου Δημητρίου. Εκεί κάτω από τον θεόρατο πλάτανο, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα, τον αποκεφάλισαν, αρνούμενοι να του επιτρέψουν να κάμει το σημείο του σταυρού. Ήταν 23 Σεπτεμβρίου του 1814. Απαγόρευσαν δε να ταφεί το λείψανό του, ρίχνοντάς το σε παρακείμενο βούρκο για να το φάνε τα σκυλιά. Κάποιοι όμως τολμηροί Χριστιανοί ζήτησαν και πήραν την άδεια ταφής του σε κοντινό χωράφι, με την προϋπόθεση να μην τελεσθεί χριστιανική κηδεία.
Λίγο καιρό μετά μετέφεραν τα τίμια λείψανά του, με κίνδυνο, στην ιστορική Ιερά Μονή Προυσού, όπου τα εντοίχισαν στο ναό. Βρέθηκαν το 1974 να ευωδιάζουν, επιτελώντας πολλά θαύματα.
Τόσο το Αγρίνιο, όσο και η γενέτειρά του η Κόνιτσα, τιμούν αρκούντως τον άγιο Ιωάννη. Μάλιστα εφέτος συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από το μαρτυρικό του θάνατο. Η ιερή μνήμη του τιμάται στις 23 Σεπτεμβρίου, την ημέρα του ενδόξου μαρτυρίου του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλάγιος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Νεομάρτυρα πάντες σεμνὸν τιμήσωμεν, ἐξ ἀλλοπίστων Κονίτσης, τὸν γενναιόφρονα ᾿Ιωάννην βαπτισθέντα τὸν μακάριον· τὸν μετὰ ζήλου τὸν Χριστὸν ὁμολογήσαντα Θεὸν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ· ἀεὶ δὲ πᾶσι κηρύττοντα ᾿Ορθοδοξίαν, σέβας τὸ σωτήριον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Κονίτσης τόν γόνον, Βραχωρίου τό καύχημα, καί Χριστοῦ ὁπλίτην τόν νέον, Ἰωάννην τιμήσωμεν· ἐκ ῥίζης γάρ δυσώδους προελθών, ἐνήθλησε λαμπρῶς ὑπέρ Χριστοῦ, καί κινδύνων ἐξαιτεῖται ἀπαλλαγήν, τοῖς πρός αὐτόν κραυγάζουσιν· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, ἡμῖν παθῶν ἐκλύτρωσιν.
Κοντάκιον
Τὴν πατρῴαν πίστιν σου, σοφέ, ἀφῆκας καὶ Χριστὸν ὡς Κύριον ὁμολογήσας καὶ Θεόν, ἐβίωσας τὰς ἐντολὰς τοῦ Εὐαγγελίου. ῎Εδωκας τῇ νέα πίστει καὶ τὴν ζωήν σου, διὰ τοῦτο καὶ κατελέχθης ἐν Νεομάρτυσιν, ᾿Ιωάννη ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον
Πίστιν ἀποπτύσας εἰδωλικὴν Χριστὸν ὡς Θεόν σου ὡμολόγησας, ἀγαθέ. ᾿Εν λόγοις καὶ ἐν βίῳ τιμῆς κατηξιώθης καὶ μαρτυρίου δόξης, ᾿Ιωάννη ἅγιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μαρτυρίου χάριν σὺ ὁ λαβὼν καὶ ἐν Νεομαρτύρων τῇ χορείᾳ καταλεχθείς, τίμια λείψανα σου Μονῇ τῆς Προυσιωτίσσης, ὄλβον μέγαν ἀφῆκας, μάρτυς θεόσοφε.
Πηγή: Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Μια από τις βασικότερες προτεραιότητες της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1928 ήταν η συνεννόηση με την Φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1968 (10 Σεπτεμβρίου με το παλιό ημερολόγιο) έφυγε για την αιώνια πατρίδα ο Ρώσος γέροντας του π.Παϊσίου, παπα Τύχων ο πνευματικός. Δίπλα του καθ΄όλες τις τελευταίες μέρες της ζωής του ήταν ο γέρων Παϊσιος, του οποίου είναι και η παρακάτω διήγηση για το βίο του παπα-Τύχωνος.
O παπα – Τυχών γεννήθηκε στη Ρωσία, στη Νόβια Μιχαλόσκα το 1884. Οι γονείς του, ο Παύλος και ή Ελένη, ήταν ευλαβείς άνθρωποι, και επόμενο ήταν και ο καρπός τους, ο Τιμόθεος κατά κόσμον, να έχη κληρονομική την ευλάβεια και την αγάπη προς τον Θεό και να θέλη να αφιερωθή στον Θεό από μικρό παιδί.
Έβλεπαν οι γονείς τον μεγάλο θείο ζήλο του παιδιού τους, αλλά δίσταζαν να του δώσουν την ευχή τους να πάη σε Μοναστήρι, επειδή το έβλεπαν εύσωμο και με ζωηρή φύση. Ήθελαν να ωρίμαση και στην σκέψη και μετά να αποφασίση μόνος του ο Τιμόθεος. Του έδωσαν όμως ευλογία να επισκέπτεται τις Μονές το διάστημα των τριών ετών, από δέκα επτά μέχρι είκοσι χρονών. Τότε έκανε τα μεγάλα και ατέλειωτα προσκυνήματα στα Μοναστήρια της Ρωσίας και πέρασε περίπου από διακόσιες Μονές. Στα Μοναστήρια πού πήγαινε, παρόλο πού ήταν κατάκοπος και εξαντλημένος από την οδοιπορία του, απέφευγε με τρόπο την φιλοξενία, για να ασκείται ο ίδιος και να μην επιβαρύνη τους άλλους.
Σε μια επαρχία όμως είχε ταλαιπωρηθή πολύ, γιατί οι κάτοικοι εκεί έτρωγαν ψωμί από βρίζα (σίκαλη). Επειδή δε ο Τιμόθεος δεν έτρωγε τίποτε άλλο εκτός από ψωμί, και το ψωμί της σίκαλης έχει συνήθως μια άσχημη μυρωδιά και είναι σαν λάσπη, δεν μπορούσε να το φάη. Γι’ αυτό είχε εξαντληθή ο νέος. Πηγαίνει λοιπόν στον φούρναρη, από τον όποιο είχε ζητήσει και άλλη φορά, να τον ξαναπαρακαλέση για λίγο άσπρο ψωμί, επειδή νόμιζε ότι θα έχη για τον εαυτό του καλό ψωμί. Εκείνος όμως, μόλις είδε τον Τιμόθεο από μακριά ακόμη, του είπε να φυγή.
Λυπημένος και εξαντλημένος όπως ήταν δ νέος, έπιασε μια άκρη και με όλη την παιδική του απλότητα έκανε προσευχή στην Παναγία: «Παναγία μου, θέλω να με βοηθήσης, γιατί θα πεθάνω στο δρόμο, πρίν να γίνω Καλόγηρος, δεν μπορώ να το φάω αυτό το ψωμί». Δεν πρόλαβε να τελείωση την προσευχή του, και ξαφνικά του παρουσιάζεται μια Κόρη με λαμπερό πρόσωπο, του δίνει μια φραντζόλα άσπρο ψωμί και αμέσως εξαφανίζεται! Εκείνη την στιγμή τόχασε ο Τιμόθεος. Δεν μπορούσε να το εξηγήση αυτό το γεγονός! Του περνούσαν διάφοροι λογισμοί. Ένας λογισμός ήταν μήπως τον ακούσε η κόρη του φούρναρη και τον λυπήθηκε και είπε στον πατέρα της να του δώση λίγο καλό ψωμί. Σηκώνεται πάλι ο νέος και πηγαίνει να τον ευχαρίστηση. Άλλα ο φούρναρης νόμιζε πώς τον κορόιδευε ο Τιμόθεος, και τον έβρισε θυμωμένος.
- Άντε, φύγε από εδώ! ούτε γυναίκα έχω ούτε κόρη. Αφού έφαγε μετά από το ευλογημένο εκείνο ψωμί ο Τιμόθεος και δυνάμωσε και πνευματικά, συνέχισε το προσκύνημα του και στα επίλοιπα Μοναστήρια, άλλ’ όμως το ανεξήγητο εκείνο γεγονός συνέχεια τριγύριζε στο νου του. Πέρασε αρκετό διάστημα με την απορία αυτή, αλλά αργότερα, όταν του έδωσε ένας Μοναχός ένα βιβλίο με τις θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας της Ρωσίας, και είδε την Παναγία του Κρεμλίνου, σκίρτησε η καρδιά του από ευλάβεια, τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης, και είπε: «Αυτή η Παναγία μου έδωσε το άσπρο ψωμί!» Από τότε πια την Παναγία την ένιωθε πιο κοντά, όπως το παιδί την μάνα του.
Μετά, λοιπόν, από τα Μοναστήρια της Πατρίδος του, έκανε προσκύνημα στο Θεοβάδιστον Όρος του Σινά, όπου παρέμεινε δύο μήνες, και από εκεί στους Αγίους Τόπους, όπου και ασκήτεψε ένα χρονικό διάστημα, πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό. Ενώ τον βοηθούσε ο Άγιος Τόπος, ησυχία όμως δεν έβρισκε από το ανήσυχο κοσμικό πνεύμα της εποχής μας, πού κατέστρεψε, δυστυχώς, με τον δήθεν πολιτισμό της και τα άγια ακόμη ερημικά μέρη, πού γαληνεύουν και αγιάζουν τις ψυχές. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να φυγή για το Άγιον Όρος.
Ό πειρασμός όμως, βλέποντας με την πολυχρόνιο πείρα του ότι ο ευλαβής αυτός νέος πολύ θα προχώρηση στην πνευματική ζωή και πολλές ψυχές θα βοηθήση για να σωθούν, βάλθηκε να τον αχρηστέψη. Ενώ είχε επιστρέψει από την έρημο του Ιορδανού στην Ιερουσαλήμ, για να ετοιμασθή και να προσκύνηση για τελευταία φορά τον Πανάγιο Τάφο και να αποχαιρετήση και τους γνωστούς του, χρησιμοποίησε ο πονηρός για όργανά του δύο αθεόφοβες γυναίκες, πατριώτισσες του, οι όποιες τον κάλεσαν στο σπίτι, όπου έμειναν, για να του δώσουν δήθεν ονόματα να μνημόνευση στο Άγιον Όρος. Ό απονήρευτος Τιμόθεος, πού είχε όλο καλούς λογισμούς, το πίστεψε και πήγε. Άλλα, όταν τον έκλεισαν μέσα στο σπίτι και όρμησαν επάνω του με ανήθικες διαθέσεις, ταχασε! Κοκκίνησε και δίνει μια σπρωξιά σ’ αυτές και άλλη μια στην πόρτα και ξέφυγε από τα νύχια των γερακιών, σαν νέος Ιωσήφ, και φυλάχτηκε αγνός.
Ήρθε μετά, όπως ήταν αγνό λουλούδι, και φυτεύτηκε στο Περιβόλι της Παναγίας και πρόκοψε και ευωδίασε με τις αρετές του, όπως θα ιδούμε πιο κάτω.
Ή πρώτη του μετάνοια ήταν το Κελλί του Μπουραζέρι, όπου και παρέμεινε πέντε χρόνια. Επειδή σ’ αυτό δεν εύρισκε ησυχία από τους πολλούς προσκυνητάς, Ρώσους, πήρε ευλογία και πήγε στα Καρούλια και εκεί ασκήτεψε δεκαπέντε χρόνια. Όλο το διάστημα στα Καρούλια περνούσε με σκληρούς αγώνες. Το εργόχειρο του ήταν οι μεγάλες και οι μικρές μετάνοιες μαζί με την ευχή και την μελέτη. Δανειζόταν βιβλία από τις Μονές, άπ’ όπου έπαιρνε και ευλογία, παξιμάδι, από τα περισσεύματα των κλασμάτων, για την οποία έκανε κομποσχοίνι. Έτσι φιλότιμα αγωνιζόταν, για να γίνη και εσωτερικά Άγγελος και όχι μόνο εξωτερικά με το Αγγελικό Σχήμα.
Μετά από τα Καρούλια ήρθε στην άκρη της Καψάλας (πάνω από την Καλιάγρα), σ’ ένα Κελλί Σταυρονικητιανό, και γηροκόμησε έναν Γέροντα. Αφού πέθανε το Γεροντάκι, και πήρε την ευχή του, έμεινε μόνος του στην Καλύβη. Από τότε όχι μόνο δεν αμέλησε τους πνευματικούς του αγώνες, αλλά τους αύξησε, και επόμενο ήταν να δεχθή πλούσια την Χάρη του Θεού, αφού αγωνιζόταν φιλότιμα και με πολλή ταπείνωση.
Ή Θεία Χάρις πια τον φανέρωνε στους ανθρώπους, κι έτρεχαν πολλοί πονεμένοι άνθρωποι, για να τον συμβουλευθούν και να παρηγορηθούν από την πολλή του αγάπη. Άλλοι τον παρακαλούσαν να ιερωθή, για να βοηθάη πιο θετικά με το Μυστήριο της θείας Εξομολογήσεως, αφού θα έδινε και την άφεση των αμαρτιών. Αυτή την ανάγκη, να βοηθηθούν οι άλλοι, την διεπίστωσε και ο ίδιος και δέχτηκε να χειροτονηθή.
Στο Κελλί του όμως Ναός δεν υπήρχε, ενώ ήταν πια απαραίτητος, ούτε και χρήματα είχε, αλλά είχε μεγάλη πίστη στον Θεό. Έκανε λοιπόν προσευχή και ξεκίνησε για τις Καρυές με την εμπιστοσύνη στον Θεό ότι θα του οικονομούσε τα χρήματα, πού θα χρειαζόταν για τον Ναό. Πριν φθάση ακόμη στις Καρυές, τον είδε από μακριά τον Παπα – Τύχωνα ο Δίκαιος του Προφήτη Ηλία (Ρωσικού) και τον φώναξε. Όταν πλησίασε κοντά, του είπε:
- Κάποιος καλός Χριστιανός από την Αμερική μου έστειλε μερικά δολάρια, να τα δώσω σ’ εκείνον πού δεν έχει Ναό, για να κτίση. Εσύ δεν έχεις Ναό πάρ’ τα και φτιάξε.
Δάκρυσε ο Γέροντας από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη στον Θεό, ευχαρίστησε και τον Δίκαιο και είπε το «Θεός συγχωρέσοι» για τον άνθρωπο του Θεού πού του έστειλε την ευλογία. Ό Καλός Θεός, σαν καρδιογνώστης, είχε φροντίσει για τον Ναό του, πριν ακόμη Τον παρακάλεση ο Γέροντας, για να του έχη έτοιμα τα χρήματα, την ώρα πού θα Του τα ζητούσε. Επόμενο ήταν να τον ακούση ο Θεός, αφού ο Γέροντας από μικρό παιδί άκουγε και τηρούσε τις θείες εντολές του Θεού και δεχόταν ουράνιες ευλογίες.
Στην συνέχεια βρίσκει δύο Μοναχούς τεχνίτες, για να λένε και την ευχή την ώρα πού θα εργάζωνται. Όταν, λοιπόν, τελείωσε ο Ναός, τον αφιέρωσε στον Τίμιο Σταυρό, γιατί τον είχε σε ευλάβεια, αλλά και για να αποφεύγη τα Πανηγύρια με τον φυσιολογικό αυτόν τρόπο, επειδή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού νηστεύουν, και η ημέρα είναι πένθιμη. Ό Γέροντας δεν αναπαυόταν στα Πανηγύρια, γιατί δημιουργούν ανησυχία και περισπασμό, ενώ αυτός πανηγύριζε κάθε μέρα πνευματικά με το ήσυχο Σταυροαναστάσιμο τυπικό του, με την πολλή του άσκηση και με την καθόλου σχεδόν ανθρώπινη παρηγοριά μέσα στο λάκκο της Καλιάγρας, όπου έβλεπε ουρανό και ζούσε παραδεισένιες χαρές μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους. Όταν τον ρωτούσε κανείς «μόνος σου μένεις εδώ στην ερημιά», απαντούσε ο Γέροντας:
- Όχι, εγώ μένω μαζί με τους Αγγέλους και Αρχαγγέλους, με τους Αγίους Πάντες, με την Παναγία και με τον Χριστό.
Πράγματι την ένιωθε την παρουσία των Αγίων και την βοήθεια του φύλακα Αγγέλου του. Μια μέρα πού τον είχα επισκεφθη, ενώ ανέβαινε τα σκαλάκια, έπεσε ανάποδα και σφηνώθηκε στην πόρτα, γιατί φορούσε πολλά καπιά, και δυσκολεύτηκα να τον σηκώσω. Όταν τον ρώτησα μετά «τι θα έκανες, Γέροντα, μόνος σου, εάν δεν ήμουν εδώ», με κοίταξε παράξενα και μου απήντησε με βεβαιότητα:
- Ό φύλακας μου Άγγελος θα με σήκωνε.
Ενώ βρισκόταν σε έρημο τόπο, μόνος του, και το Κελλί του δεν είχε σχεδόν τίποτα, για να έχη όμως τον Χριστό μέσα του, δεν του χρειαζόταν τίποτα, γιατί όπου Χριστός εκεί Παράδεισος, και για τον Παπα – Τύχωνα το Περιβόλι της Παναγίας ήταν επίγειος Παράδεισος.
Είχε χρόνια αρκετά να βγη στον κόσμο, αλλά χωρίς να το θέλη, τον ανάγκασαν κάποτε, πού είχε γίνει πυρκαϊά στην Καψάλα, μαζί με άλλους Πατέρες να πάη κι αυτός ως μάρτυρας στην Θεσσαλονίκη. “Όταν επέστρεψε στο Άγιον Όρος ο Γέροντας, τον ρωτούσαν οι Πατέρες:
- Πώς είδες την πόλη και τον κόσμο μετά από τόσα χρόνια πού είχες να ιδής τον κόσμο;
Ό Γέροντας απήντησε:
- Εγώ δεν είδα πολιτεία με ανθρώπους, αλλά δάσος με καστανιές.
Έφθασε σ’ αυτή την πνευματική αγία κατάσταση ο Γέροντας, γιατί αγάπησε πολύ τον Χριστό, την ταπείνωση και την φτώχεια. Μέσα στο κελλί του Γέροντα δεν έβλεπες ούτε ένα πράγμα της προκοπής, πού να εξυπηρετή άνθρωπο. Από αυτά πού είχε μέσα στο κελλί του έβρισκε κανείς όσα ήθελε πεταγμένα άπ’ έξω, στο λάκκο. Άλλα για τους πνευματικούς ανθρώπους, ό,τι παλιό και εάν είχε ο Παπα – Τυχών, είχε μεγάλη αξία, γιατί ήταν αγιασμένο. Ακόμη και τα κουρέλια του τα έβλεπαν με ευλάβεια και τα έπαιρναν για ευλογία. Ο,τι επίσης παλιό φορούσε ή ασουλούπωτο, δεν φαινόταν άσχημο, γιατί ομόρφαινε και αυτό από την εσωτερική ομορφιά της ψυχής του. Για σκουφιά έραβε μόνος του με την σακοράφα κομμάτια ράσου, σαν σακούλες, και τα φορούσε, αλλά σκορπούσαν περισσότερη χάρη από τις πολύτιμες μίτρες τις δεσποτικές (όταν, φυσικά, δεν υπάρχη στην καρδιά του Μητροπολίτου «ο Πολύτιμος Μαργαρίτης»).
Κάποτε τον φωτογράφισε ένας επισκέπτης, όπως ήταν με την σακούλα για σκουφί και με μια πιτζάμα πού του είχε ρίξει στις πλάτες του, γιατί είδε τον Γέροντα να κρυώνη. Και τώρα, όσοι βλέπουν στην φωτογραφία τον Παπα – Τύχωνα, νομίζουν ότι φορούσε δεσποτικό μανδύα, ενώ ήταν μια παλιά παρδαλή πιτζάμα.
Πολύ αναπαυόταν στα φτωχά και ταπεινά πράγματα και πολύ αγαπούσε την άκτημοσύνη, η οποία και τον ελευθέρωσε και του έδωσε τα πνευματικά φτερά, και έτσι με φτερουγισμένη ψυχή αγωνιζόταν πολύ, χωρίς να αισθάνεται τον σωματικό κόπο, όπως το παιδάκι δεν νιώθει κούραση, όταν κάνη τα θελήματα του πατέρα του, αλλά νιώθει την αγάπη και την στοργή με τα χάδια. Φυσικά, αυτά δεν συγκρίνονται με τα θεϊκά χάδια της Χάριτος ούτε κατά διάνοια.
Όπως ανέφερα, το εργόχειρο του ήταν οι πνευματικοί αγώνες: νηστεία, αγρυπνία, ευχή, μετάνοιες κ.α. όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλες τις ψυχές του κόσμου (ζωντανούς και πεθαμένους). Όταν πια είχε γεράσει και δεν μπορούσε να σηκωθή, όταν έπεφτε κάτω με τις στρωτές μετάνοιες, έδεσε ένα χονδρό σχοινί ψηλά και τραβιόταν για να σηκωθή. Έτσι, πάλι έκανε μετάνοιες και προσκυνούσε τον Θεό με ευλάβεια. Αυτό το τυπικό τηρούσε μέχρι πού έπεσε πια στο κρεβάτι, όπου ξεκουράστηκε για είκοσι μέρες, και μετά έφυγε για την αληθινή αιώνια ζωή, όπου και ξεκουράζεται πια αιώνια κοντά στον Χριστό.
Το ίδιο επίσης τυπικό της ξηροφαγίας, πού είχε από νέος, τηρούσε και στην συνέχεια μέχρι τα γεράματα του. Την μαγειρική την θεωρούσε και για σπατάλη χρόνου, εκτός πού δεν ταιριάζουν στην Καλογερική τα καλομαγειρευμένα φαγητά. Φυσικά, μετά από τόση άσκηση και τέτοια πνευματική κατάσταση δεν του έκανε καμιά αίσθηση η καλή τροφή, Αφού κατοικούσε μέσα του ο Χριστός, πού τον γλύκαινε και τον έτρεφε παραδεισένια.
Στις συζητήσεις του πάντα ανέφερε για τον γλυκό Παράδεισο, και από τα μάτια του κυλούσαν τα γλυκά δάκρυα, και δεν του έκανε καρδιά να ασχολήται με μάταια πράγματα, όταν τον ρωτούσαν κοσμικοί άνθρωποι.
Τα ελάχιστα πράγματα πού του χρειάζονταν, για να συντηρηθή, τα οικονομούσε από το λίγο εργόχειρο πού έκανε’ αγιογραφούσε έναν Επιτάφιο κάθε χρόνο και τον έδινε πεντακόσιες ή εξακόσιες δραχμές και μ’ αυτά τα χρήματα περνούσε ολόκληρη την χρονιά του.
Όπως ανέφερα, ήταν πολύ λιτοδίαιτος και ολιγαρκής, αφού ένα Άποστολιάτικο σύκο το έκοβε στα δύο και το έτρωγε δύο φορές. Μου έλεγε: «Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό είναι πολύ μεγάλο!» – ενώ εγώ, για να χορτάσω, έπρεπε να φάω ένα κιλό.
Κάθε Χριστούγεννα ο Γέροντας θα οικονομούσε μια ρέγκα, για να πέραση όλες τις χαρμόσυνες ήμερες του Δωδεκαημέρου με κατάλυση ιχθύος. Την δε ραχοκοκαλιά της ρέγκας δεν την πετούσε, αλλά την κρεμούσε με μια κλωστή και, όποτε ήταν καμιά Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή και είχε κατάλυση ιχθύος, έβραζε λίγο νερό σ’ ένα κονσερβοκούτι, βουτούσε την ραχοκοκαλιά δυο -τρεις φορές στο νερό, για να πάρη λίγη μυρωδιά, και μετά έριχνε λίγο ρύζι. Έτσι έκανε κατάλυση και κατηγορούσε και τον εαυτό του ότι τρώει και ψαρόσουπες στην έρημο! Την ραχοκοκαλιά αυτή την κρεμούσε πάλι στο καρφί και για άλλη κατάλυση, μέχρι πού άσπριζε πια και τότε την πετούσε.
“Όταν έβλεπε τους ανθρώπους να του συμπεριφέρονται με ευλάβεια, αυτό τον στενοχωρούσε και τους έλεγε:
- Εγώ δεν είμαι ασκητής, αλλά ψεύτης ασκητής.
Μόνο στα τελευταία του πια δέχθηκε λίγη περιποίηση από τους ανθρώπους πού τον αγαπούσαν ιδιαίτερα, για να μη τους λύπηση.
“Όταν του έδινε κανείς ευλογία από τρόφιμα, την κρατούσε και μετά την έστελνε σε Γεροντάκια στην Καψάλα. Εάν του έστελναν χρήματα, τα έδινε σ’ έναν ευλαβή μπακάλη, για να αγοράζη ψωμιά και να τα μοιράζη στους φτωχούς.
Κάποτε του είχε στείλει κάποιος από την Αμερική μια επιταγή. Την ώρα όμως πού την έπαιρνε ο Γέροντας από το Ταχυδρομείο, τον είδε ένας κοσμικός και νικήθηκε από τον πειρασμό της φιλαργυρίας. Πήγε λοιπόν την νύχτα στο Κελλί του Γέροντα, για να τον ληστέψη, με τον λογισμό ότι θα εύρισκε και άλλα χρήματα, χωρίς να ξέρη ότι και εκείνα πού είχε πάρει ο Γέροντας τα είχε δώσει την ίδια ώρα στον κυρ – Θόδωρο, για να πάρη ψωμιά για τους φτωχούς. Αφού τον βασάνισε αρκετά τον Γέροντα – τον έσφιγγε με ένα σχοινί στον λαιμό του – διεπίστωσε ότι πράγματι δεν είχε χρήματα και ξεκίνησε να φυγή. Ό Παπα – Τυχών του είπε:
- Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου. Ό κακοποιός αυτός άνθρωπος πήγε και σε άλλον Γέροντα με τον ίδιο σκοπό, αλλά εκεί τον έπιασε ή Αστυνομία, και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και στον Παπα – Τύχωνα. Ό Αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα και ζήτησε τον Γέροντα για ανάκριση, επειδή θα γινόταν η δίκη του κλέφτη. Ό Γέροντας στενοχωρέθηκε γι’ αυτό και έλεγε στον χωροφύλακα:
- Παιδί μου, εγώ τον συγχώρεσα με όλη την καρδιά μου τον κλέφτη.
Εκείνος όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του Γέροντα, γιατί εκτελούσε ανώτερη διαταγή, και τον τραβούσε και του έλεγε: – Άντε, γρήγορα, Γέροντα! εδώ δεν έχει συγχώρεση και «ευλόγησαν».
Τελικά τον λυπήθηκε ο Διοικητής και τον άφησε από την Ιερισσό να γυρίση στο Κελλί του, επειδή έκλαιγε σαν μωρό παιδί, γιατί νόμιζε ότι θα γίνη και αυτός αιτία να τιμωρηθή ο κλέφτης.
Όταν το θυμόταν αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσε να το χωρέση στο μυαλό του και μου έλεγε:
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν” δεν έχουν το «εύλόγησον», «Θεός συγχωρέσοι» – ενώ ο Γέροντας την λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον», όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση». Μετά από τον συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:
- Εγώ τώρα κεράσματα.
Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα – Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ’ ευλογείτε!» και περίμενε να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του. Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.
Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε:
- Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.
Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φυγή. Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλλευθή κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του έλεγε:
-Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω’ πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθής καλά.
Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Ή προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια.
Κάποτε τον είχε επισκεφθή ο Πατήρ Άγαθάγγελος ο Ίβηρίτης, ως Διάκος. Όταν έφευγε, ήταν σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Ό Παπα – Τυχών προεΐδε τον κίνδυνο, πού θα διέτρεχε ο Διάκος, και ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι της μάνδρας και ευλογούσε συνέχεια. Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε τον Γέροντα να εύλογη ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη κουράζεται, να μπή στο κελλί του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια, σαν τον Μωυσή, προσευχόταν και ευλογούσε. Ενώ λοιπόν βάδιζε ξένοιαστος ο Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σε καρτέρι κυνηγών, πού περίμεναν αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός τράβηξε να ρίξη, αλλά οι ευχές του Γέροντα έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον κυνηγό από την φυλακή. Γι’ αυτό μου έλεγε πάντα ο Γέροντας:
-Παιδί μου, να μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία περπατούν, και οι κυνηγοί τα περιμένουν κρυμμένοι…
Ακόμη και για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό, πού θα τον βοηθούσε και θα έκανε τον ψάλτη, να έρχεται το πρωΐ με το φώτισμα. Την ώρα δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένη στον μικρό διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέη το Κύριε, ελέησαν, για να νιώθη τελείως μόνος του και να κινήται άνετα στην προσευχή του. Όταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα -Τυχών ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο ψάλτης θα έπρεπε να επαναλάβη πολλές φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούση τις περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο. “Όταν τον ρωτούσα μετά στο τέλος «τι βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε:
-Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό.
Έλεγε επίσης στην συνέχεια:
- Έμενα μετά από μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακας μου Άγγελος και τότε συνεχίζω την Θεία Λειτουργία.
Κάποτε, τον είχε επισκεφθή ο π. Θεόκλητος ο Διονυσιάτης. Επειδή ή πόρτα του Παπα – Τύχωνα ήταν κλειστή, και από τον Ναό ακούγονταν γλυκιές ψαλμωδίες, δεν θέλησε να ενόχληση με το χτύπημα της πόρτας, αλλά περίμενε να τελειώσουν, γιατί νόμιζε ότι βρίσκονται στο «Κοινωνικό». Σε λίγο βγαίνει ο Παπα – Τυχών και ανοίγει την πόρτα. Όταν μπήκε ο π. Θεόκλητος, δεν βρήκε κανέναν άλλον εκτός από τον Παπα – Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ότι οι ψαλμωδίες εκείνες ήταν Αγγελικές.
Στα γεράματα του πια, επειδή έτρεμαν τα πόδια του, έρχονταν συνήθως και λειτουργούσαν ο Παπα – Μάξιμος και ο Παπα – Αγαθάγγελος, οι Ιβηρίτες, πού ήταν πιο κοντά, και του άφηναν και Άγιον Άρτο, γιατί κοινωνούσε κάθε μέρα. Φυσικά, ήταν προετοιμασμένος κάθε μέρα με την αγία του ζωή.
Για τον Παπα – Τύχωνα όλες σχεδόν οι ημέρες του χρόνου ήταν Διακαινήσιμες, και ζούσε πάντα την Πασχαλινή χαρά. Συνέχεια άκουγε κανείς από το στόμα του το Δόξα σοι ο Θεός, Δόξα σοι ο Θεός. Αυτό συνιστούσε και σε όλους: να λέμε το Δόξα σοι ο Θεός, όχι μόνο όταν περνάμε καλά, αλλά και όταν περνάμε δοκιμασίες, γιατί και τις δοκιμασίες τις επιτρέπει ο Θεός για φάρμακα της
ψυχής.
Πολύ πονούσε για τις ψυχές πού υπέφεραν στο άθεο καθεστώς της Ρωσίας. Μου έλεγε με δακρυσμένα μάτια:
-Παιδί μου, η Ρωσία έχει ακόμη κανόνα από τον Θεό’ θα πέραση όμως.
Για τον εαυτό του ό Γέροντας δεν νοιαζόταν καθόλου ούτε και φοβόταν, γιατί είχε πολύ φόβο Θεού (θεία συστολή) και ευλάβεια. Επειδή αγωνιζόταν και με πολλή ταπείνωση, δεν διέτρεχε ούτε τον πνευματικό κίνδυνο της πτώσεως. Επομένως, πώς να φοβηθή και τι να φοβηθή; Τους δαίμονες, πού τρέμουν από τον ταπεινό άνθρωπο, ή τον θάνατο, πού συνέχεια τον μελετούσε και ετοιμαζόταν χαρούμενος γι’ αυτόν; Μάλιστα, είχε ανοίξει και τον τάφο του μόνος του, για να είναι έτοιμος, και έμπηξε και τον Σταυρό, πού και αυτόν τον είχε κάνει ο ίδιος, και έγραψε τα εξής, αφού είχε προαισθανθή τον θάνατο του: «Αμαρτωλός Τυχών, Ιερομόναχος, 60 χρόνια στο Άγιον Όρος. Δόξα σοι ο Θεός».
Πάντα με το Δόξα σοι ο Θεός θα άρχιζε και με το Δόξα σοι ο Θεός θα τελείωνε ο Γέροντας. Είχε συμφιλιωθή πια με τον Θεό, γι’ αυτό χρησιμοποιούσε περισσότερο το Δόξα σοι ο Θεός παρά το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Κινείτο, όπως είδαμε, στον θείο χώρο, αφού λάμβανε μέρος και στην ουράνια δοξολογία με τους Αγίους Αγγέλους την ώρα της Θείας Λειτουργίας.
Επειδή είχε ανάψει πια η φλόγα του θείου έρωτος μέσα στην καρδιά του, γι’ αυτό και δεν τον συγκινούσαν τα μάταια πράγματα, όπως ανέφερα. Το κελλί του ήταν και αυτό μικρό. Είχε ένα τραπεζάκι πού ακουμπούσε εικόνες, καθώς και το ακοίμητο κανδήλι και το θυμιατήρι. Δίπλα είχε το Αγγελικό του Σχήμα και το τριμμένο του ράσο. Από την άλλη πλευρά του τοίχου είχε τον Εσταυρωμένο και σε μια άκρη είχε τρεις σανίδες για κρεβάτι με μια κουρελιασμένη κουβέρτα απλωμένη για στρώμα. Για σκέπασμα είχε ένα παλιό πάπλωμα με τα βαμβάκια άπ’ έξω, από το όποιο έπαιρναν και τα ποντίκια βαμβάκι, για να κάνουν τις φωλιές τους. Επάνω στο δήθεν μαξιλάρι του είχε το Ευαγγέλιο και ένα βιβλίο με ομιλίες του Αγίου Χρυσοστόμου. Το δε πάτωμα του κελλιού του ήταν μεν από σανίδες, αλλά φαινόταν σαν σουβαντισμένο, επειδή δεν σκούπιζε ποτέ, και οι λάσπες, πού έμπαιναν από έξω, με τα γένια και τα μαλλιά, πού έπεφταν κάτω χρόνια ολόκληρα, είχαν σχηματίσει κανονικό σουβά.
Ό Παπα – Τυχών δεν έδινε καμιά σημασία στο καθάρισμα του κελλιού του αλλά στο καθάρισμα της ψυχής του, γι’ αυτό και κατόρθωσε να γίνη δοχείο της Χάριτος του Θεού. Συνέχεια έπλενε την ψυχή του με τα πολλά του δάκρυα και χρησιμοποιούσε χονδρά προσόψια, επειδή τα συνηθισμένα μανδήλια δεν τον εξυπηρετούσαν.
Είχε φθάσει σε μεγάλη κατάσταση πνευματική ο Γέροντας! Ή ψυχή του είχε γίνει πολύ ευαίσθητη, αλλά, για να βρίσκεται ο νους του συνέχεια στον Θεό, είχε φθάσει και σε αναισθησία σωματική, Αφού δεν αισθανόταν πια καμιά ενόχληση από τις μύγες, τα κουνούπια και τους ψύλλους, πού είχε χιλιάδες. Το κορμί του ήταν κατατρυπημένο και τα ρούχα του γεμάτα από κόκκινα στίγματα. Μου λέει ο λογισμός μου ότι και με τις σύριγγες να του τραβούσαν το αίμα του τα ζουζούνια, πάλι δεν θα το αισθανόταν. Μέσα στο κελλί του κυκλοφορούσαν όλα ελεύθερα, από ζουζούνια μέχρι ποντίκια.
Κάποτε του είπε ένας Μοναχός, επειδή έβλεπε τα ποντίκια να χοροπηδούν:
-Γέροντα, θέλεις να σου φέρω μια γάτα; Εκείνος απήντησε:
- Όχι, παιδί μου. Εγώ έχω μια γάτα, μιάμιση φορά μεγαλύτερη από την γάτα. Έρχεται εδώ, την ταΐζω, την χαϊδεύω, και μετά πηγαίνει στην καλύβα της κάτω στο λάκκο και ησυχάζει.
Ήταν μια αλεπού, ή οποία επισκεπτόταν τον Γέροντα τακτικά, σαν καλός γείτονας.
Είχε επίσης και μία αγριόχοιρο, πού γεννούσε κάθε χρόνο κοντά στο φράχτη του κήπου του, για να την προστατεύη ο Γέροντας. “Όταν έβλεπε κυνηγούς να περνούν από την περιοχή του, τους έλεγε ο Παπα – Τυχών:
- Παιδιά μου, εδώ δεν υπάρχουν μεγάλα γουρούνια.
Φύγετε.
Οι κυνηγοί νόμιζαν ότι δεν υπάρχουν αγριόχοιροι
στην περιοχή του και έφευγαν.
Ό άγιος Γέροντας σαν καλός πατέρας τους μεν ανθρώπους έτρεφε πνευματικά, τα δε μεγάλα άγρια ζώα τα ταΐζε από την λίγη τροφή πού είχε και τα χόρταινε περισσότερο από την πολλή του αγάπη, και τα μικρά ζουζούνια τ’ αφήνε να θηλάζουν από το λίγο του αίμα.
Είχε γερή κράση ο Γέροντας, αλλά από την πολλή άσκηση είχε έξαντληθή. “Όταν τον ρωτούσε κανείς «τι κάνεις, Γέροντα, είσαι καλά», απαντούσε:
- Δόξα σοι ο Θεός, καλά είμαι, παιδί μου. Εγώ δεν είμαι άρρωστος, αλλά αδυναμία έχω.
Πολύ στενοχωριόταν, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο νέο, και περισσότερο, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, επειδή δεν ταιριάζουν τα παχιά με το Αγγελικό Σχήμα.
Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας λαϊκός πολύ χονδρός και του λέει:
- Γέροντα, έχω πόλεμο σαρκικό με βρώμικους λογισμούς, πού δεν μ’ αφήνουν καθόλου να ησυχάσω.
Ό Παπα – Τυχών του είπε:
- Εάν, παιδί μου, εσύ θα κάνης υπακοή, με την Χάρη του Χρίστου εγώ θα σε κάνω Άγγελο. Να λες, παιδί μου, συνέχεια την ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και να περνάς όλες τις ήμερες με ψωμί και νερό, και το Σάββατο και την Κυριακή να τρως φαγητό με λίγο λάδι. Να κάνης και από εκατόν πενήντα μετάνοιες την νύκτα και να διαβάζης μετά την Παράκληση της Παναγίας και ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο και το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας.
Μετά από έξι μήνες, πού τον ξαναεπισκέφτηκε, ο Γέροντας δεν μπόρεσε να τον γνωρίση, γιατί είχαν φύγει όλα τα περίσσια παχιά, και με ευκολία πια χωρούσε από την στενή πόρτα του Ναού του. Ό Γέροντας τον ρώτησε:
- Πώς περνάς τώρα, παιδί μου; Και εκείνος απήντησε:
- Τώρα νιώθω πραγματικά σαν Άγγελος, γιατί δεν έχω ούτε σαρκικές ενοχλήσεις ούτε και βρώμικους λογισμούς και αισθάνομαι πολύ ελαφρός, πού έφυγαν τα πάχυ.
Με τέτοιες πρακτικές συμβουλές νουθετούσε τους ανθρώπους πού του ζητούσαν βοήθεια. Έκτος, φυσικά, από την μεγάλη πείρα πού είχε αποκτήσει, είχε λάβει και θείο φωτισμό από τους μεγάλους ασκητικούς του αγώνες. Μετά από τις νουθεσίες του επακολουθούσαν οι προσευχές του, πού τις αισθάνονταν οι επισκέπτες έντονα, όταν έφευγαν.
Το πετραχήλι σχεδόν ποτέ δεν το έβγαζε, γιατί πολλες φορές το σήκωνε από τον έναν άνθρωπο και το άπλωνε στον άλλον και έπαιρνε τις αμαρτίες από τους συνανθρώπους του και τους ξαλάφρωνε με το Μυστήριο της θείας Έξομολογήσεως. Τις εξομολογήσεις, πού του έκαναν οι άνθρωποι, τις ξεχνούσε αμέσως και έτσι έβλεπε όλους τους ανθρώπους πάντοτε καλούς και όλο καλούς λογισμούς είχε για όλους, γιατί είχε εξαγνισθή πια η καρδιά του και ο νους του.
Κάποτε τον είχε ρωτήσει ένας Ηγούμενος: -Γέροντα, ποιος αδελφός είναι πιο καθαρός μέσα στο Κοινόβιο;
Ό Παπα – Τυχών απήντησε:
- Άγιε Καθηγούμενε, όλοι οι αδελφοί είναι καθαροί. Ποτέ δεν πλήγωνε άνθρωπο, αλλά του θεράπευε τα
τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του Χρίστου. Έλεγε στην πονεμένη ψυχή:
- Παιδί μου, εσένα ο Χριστός σε αγαπάει, σε συγχώρεσε. Ό Χριστός αγαπάει περισσότερο τους αμαρτωλούς πού μετανοούν και ζουν με ταπείνωση.
Πάντα τόνιζε την ταπείνωση και έλεγε χαρακτηριστικά:
- Ένας ταπεινός άνθρωπος έχει περισσότερη Χάρη από πολλούς ανθρώπους. Κάθε πρωΐ ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι, άλλ’ όταν ιδή κανέναν ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δυο Του χέρια. Πά-πά-πά, παιδί μου! εκείνος πού έχει μεγαλύτερη ταπείνωση, είναι ο μεγαλύτερος από όλους.
Επίσης, έλεγε γι’ αυτούς πού παρθενεύουν πώς πρέπει να έχουν και ταπείνωση, γιατί αλλιώς δεν σώζονται μόνο με την παρθενία, διότι ή κόλαση είναι γεμάτη και από υπερήφανους παρθένους.
- Όταν καυχάται κανείς ότι είναι παρθένος – έλεγε -θα του πή ο Χριστός: «Επειδή δεν έχεις και ταπείνωση, πήγαινε στην κόλαση». Ενώ σ’ εκείνον πού ήταν αμαρτωλός και μετανόησε και ζή ταπεινά με συντριβή καρδίας και ομολογεί ότι είναι αμαρτωλός, θα του πή ο Χριστός: «Έλα, παιδί μου, εδώ στον γλυκό Παράδεισο».
Έκτος από την ταπείνωση και την μετάνοια τόνιζε πολύ την μελέτη του Θεού, δηλαδή ο νους του άνθρωπου να γυρίζη συνέχεια γύρω από τον Θεό. Επίσης, τόνιζε την μελέτη της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων: Ευεργετινό, Φιλοκαλία, Άγιο Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Άγιο Μάξιμο, Συμεών Νέο Θεολόγο, Άββά Μακάριο και Άββά Ισαάκ. «Ή μελέτη, έλεγε ο Γέροντας, θερμαίνει και την ψυχή, καθαρίζει και τον νου και έτσι ασκείται με προθυμία ο άνθρωπος και αποκτάει αρετές, ενώ, όταν δεν ασκήται, αποκτάει πάθη».
Μια μέρα με ρώτησε:
- Εσύ, παιδί μου, τι βιβλία διαβάζεις; Του απήντησα:
-Άββα Ισαάκ.
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτός ο Άγιος είναι μεγάλος! Ούτε έναν ψύλλο δεν σκότωνε ο Άββας Ισαάκ.
Ήθελε με αυτό πού είπε να τονίση την μεγάλη πνευματική ευαισθησία του Αγίου.
Ό Πάπα – Τυχών προσπαθούσε να μιμηθή τον Άγιο Ισαάκ, όχι μόνο στο ησυχαστικό του πνεύμα αλλά και στην ευαισθησία της πνευματικής του αρχοντιάς, και δεν επιβάρυνε κανέναν άνθρωπο. Έλεγε στους Μοναχούς ότι πρέπει να ζουν ασκητικά, για να ελευθερωθούν από τις μέριμνες, και όχι να δουλεύουν σαν εργάτες και να τρώνε σαν κοσμικοί. Γιατί το έργο του Μονάχου είναι οι μετάνοιες, οι νηστείες, οι προσευχές, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για όλο τον κόσμο, ζωντανούς και πεθαμένους, και λίγη δουλειά για τα απαραίτητα, για να μην επιβαρύνη τους άλλους, διότι με την πολλή δουλειά και μέριμνα ξεχνάει κανείς τον Θεό. Έλεγε χαρακτηριστικά:
- Ό Φαραώ έδινε πολλή δουλειά και πολύ φαγητό στον λαό του Ισραήλ, για να ξεχάσουν τον Θεό.
Πριν αρχίση τις συμβουλές του ο Γέροντας, είχε τυπικό να κάνη πρώτα προσευχή, να επικαλεσθή το “Αγιο Πνεύμα, για να τον φώτιση, και αυτό συνιστούσε και στους άλλους. Έλεγε: «Ό Θεός άφησε το Άγιο Πνεύμα, για να μας φωτίζη. Αυτό είναι νοικοκύρης. Γι’ αυτό και ή Εκκλησία μας αρχίζει με το Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας». Ενώ έλεγε αυτά για το Άγιο Πνεύμα, αλλοιωνόταν το πρόσωπο του, και πολλοί ευλαβείς άνθρωποι την έβλεπαν αυτή την αλλοίωση.
Μερικοί τον τραβούσαν και καμιά φωτογραφία κρυφά. Άλλοι του ζητούσαν ευλογία για να τον φωτογραφίσουν, και αυτός το δεχόταν απλά. Σηκωνόταν αμέσως, πήγαινε στο Ναό και φορούσε το Αγγελικό του Σχήμα. Έπαιρνε και τον Σταυρό στο ένα χέρι και με το άλλο ξέπλεκε την μεγάλη του γενειάδα, την οποία έδενε κότσο, και φαινόταν πράγματι σαν τον Πατριάρχη Αβραάμ, ιδίως στα υστερνά του, πού είχε γίνει ολόλευκος πια εσωτερικά και εξωτερικά. Αφού λοιπόν ετοιμαζόταν, στεκόταν κάτω από την ελιά, για να τον φωτογραφίσουν, και έπαιρνε μια στάση μικρού παιδιού. Είχε ωριμάσει πια πνευματικά και είχε γίνει σαν μικρό παιδί, όπως μας συνιστα ο Χριστός να γίνουμε σαν τα άκακα παιδιά.
Οι Πατέρες πού τον συμβουλεύονταν, στα γεράματα του τον επισκέπτονταν πιο τακτικά, για να του προσφέρουν καμιά βοήθεια, και τον ρωτούσαν:
- Γέροντα, μήπως θέλεις να σου κόψουμε ξύλα; Εκείνος απαντούσε:
- Κάνετε υπομονή, εάν δεν πεθάνω το καλοκαίρι, να μου κόψετε ξύλα για τον χειμώνα.
Το 1968 είχε προαισθανθή πια τον θάνατο του, γιατί συνέχεια ανέφερε για τον θάνατο. Τον είχαν εγκαταλείψει και οι λίγες σωματικές του δυνάμεις. Μετά της Παναγίας(τον Δεκαπενταύγουστο) είχε πέσει στο κρεβάτι και έπινε μόνο νερό, γιατί καιγόταν εσωτερικά. Παρόλο πού βρισκόταν σ΄ αυτή την κατάσταση, πάλι δεν ήθελε να μένη άνθρωπος κοντά του, για να μη τον περισπά στην αδιάλειπτη προσευχή του.
Όταν είχε πλησιάσει η τελευταία εβδομάδα της ζωής του επί της γης, τότε μου είπε να καθήσω κοντά του, γιατί θα αποχωριζόμασταν πια, αφού θα έφευγε εκείνος για την αληθινή ζωή. Ακόμη και αυτές τις δέκα ήμερες δεν με άφηνε να μένω συνέχεια κοντά του, αλλά μου έλεγε να πηγαίνω στο διπλανό κελλάκι, για να προσεύχωμαι κι εγώ μετά από την μικρή βοήθεια πού του πρόσφερα. Φυσικά, δεν είχα τα απαιτούμενα για να τον ανακουφίσω όσο έπρεπε, αλλά, επειδή δεν είχε ανακουφισθή ποτέ το ταλαιπωρημένο του σώμα, και ή ελάχιστη βοήθεια του φαινόταν πολύ μεγάλη.
Μια μέρα, είχα οικονομήσει δύο λεμόνια και του έκανα μια λεμονάδα. Μόλις ήπιε λίγο δροσίστηκε και με κοιτούσε παράξενα.
-Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό το νερό είναι πολύ καλό! Που το βρήκες; Ό Χριστός να σου δώση σαράντα χρυσά στεφάνια.
Φαίνεται δεν είχε πιή ποτέ λεμονάδα ή είχε πιή, όταν ήταν πολύ μικρός, και είχε ξεχάσει την γεύση της.
Επειδή ήταν ακίνητος πια στο κρεβάτι, γιατί είχε παραδώσει σ’ αυτό τις λίγες του σωματικές δυνάμεις και δεν μπορούσε να σηκωθή να πάη στο Ναό του Τιμίου Σταυρού, όπου λειτουργούσε με ευλάβεια χρόνια ολόκληρα, μου ζήτησε να του φέρω τον Σταυρό από την Αγία Τράπεζα για παρηγοριά. Όταν είδε τον Σταυρό, γυάλισαν τα μάτια του και, αφού τον ασπάσθηκε με ευλάβεια, τον κρατούσε σφιχτά στο χέρι του με όλη την δύναμη πού του είχε απομείνει. Είχα δέσει και ένα κλωνάρι βασιλικό στον Σταυρό και του έλεγα:
-Μυρίζει καλά, Γέροντα; Εκείνος μου απαντούσε:
- Ό Παράδεισος, παιδί μου, μυρίζει πολύ καλύτερα.
Μια μέρα από εκείνες τις τελευταίες του, είχα βγει έξω, για να του φέρω λίγο νερό. Όταν άνοιξα μετά και μπήκα στο κελλί του, με κοιτούσε παράξενα και μου λέγει:
- Εσύ, ο Άγιος Σέργιος είσαι;
- Όχι, Γέροντα, είμαι ο Παΐσιος.
-Τώρα, παιδί μου, ήταν εδώ ή Παναγία, ο Άγιος Σέργιος και ο Άγιος Σεραφείμ. Που πήγαν; Κατάλαβα ότι κάτι γίνεται και τον ρώτησα:
- Τι σου είπε ή Παναγία;
-Θα πέραση η Πανήγυρη και μετά θα με πάρη.
Ήταν απόγευμα, παραμονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου, 7 Σεπτεμβρίου του 1968 και μετά από τρεις ήμερες, στις 10 Σεπτεμβρίου, αναπαύθηκε εν Κυρίω.
Την προτελευταία ήμερα μου είχε πει ο Γέροντας:
- Αύριο θα πεθάνω και θέλω να μη κοιμηθής, για να σε ευλογήσω.
Εγώ τον λυπόμουνα εκείνο το βράδυ, πού κουραζόταν, γιατί συνέχεια τρεις ώρες είχε τα χέρια του επάνω στο κεφάλι μου, με ευλογούσε και με ασπαζόταν για τελευταία φορά. Για να έκφραση και την ευγνωμοσύνη του για το λίγο νερό πού του είχα δώσει στα τελευταία του, μου έλεγε:
- Γλυκό μου Παΐσιο, εμείς, παιδί μου, θα έχουμε αγάπη εις αιώνας αιώνων, η αγάπη είναι ακριβή η δική μας. Εσύ θα κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα κάνω από τον Ουρανό. Πιστεύω ότι θα με ελεήση ο Θεός, γιατί εξήντα χρόνια, παιδί μου, Καλόγηρος, συνέχεια έλεγα Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Έλεγε επίσης:
- Εγώ θα λειτουργώ πια στον Παράδεισο. Εσύ να κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω. Εάν εσύ θα καθήσης στό Κελλί αυτό, εγώ θα έχω χαρά, αλλά όπως ο Θεός θέλει, παιδί μου. Σου έχω και κουμπάνια, για τρία χρόνια κονσέρβες, και μου έδειχνε, δίπλα, έξι μικρά κουτιά σαρδέλες και αλλά τέσσερα κουτιά καλαμάρια, πού τα είχε φέρει κάποιος από καιρό, και έμειναν στην ίδια θέση, όπου τα είχε αφήσει ο επισκέπτης τότε. (Για μένα αυτές οι κονσέρβες δεν έφθαναν ούτε για μια εβδομάδα).
Ξανά επανελάμβανε ο Γέροντας:
- Εμείς, παιδί μου, θα έχουμε ακριβή αγάπη εις αιώνας αιώνων, και θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω, και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα συνέχεια.
Είναι αλήθεια ότι εκείνες οι δέκα τελευταίες ήμερες πού παρέμεινα κοντά του, ήταν η μεγαλύτερη ευλογία του Θεού για μένα, γιατί βοηθήθηκα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, Αφού μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ζήσω λίγο από κοντά και να τον γνωρίσω καλύτερα. Αυτό πού μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το πόσο στα ζεστα είχε πάρει το θέμα της σωτηρίας της ψυχής! Δίπλα από το κρεβάτι του είχε έτοιμες επιστολές, για να τις ταχυδρομήσω, μόλις πεθάνη, σε γνωστούς του Επισκόπους, για να τον μνημονεύουν. Επίσης μου έδωσε εντολή να φέρω Επίσκοπο να τον διάβαση στον τάφο και να τον αφήσω εκεί – να μη του κάνω την εκταφή – μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χρίστου.
Είχα ειδοποιήσει εν τω μεταξύ στο Μοναστήρι ότι είναι πια στα τελευταία του ο Παπα – Τυχών, και ήρθε ο Πατήρ Βασίλειος, για να τον ετοιμάσουμε. Έβλεπες πια σιγά – σιγά να σβήνη ο Γέροντας, σαν το κανδήλι, πού τελειώνει το λάδι από την κούπα και μένει λίγο στο φυτίλι, και κάνει τις τελευταίες του αναλαμπές.
Έτσι μας έφυγε η αγιασμένη του ψυχή και μας άφησε το σώμα του και ένα μεγάλο κενό. Τον ετοιμάσαμε οι δυο μας και ειδοποιήσαμε το πρωΐ και τους άλλους Πατέρες, και του διάβασαν την νεκρώσιμη ακολουθία οι γνωστοί του Ιερείς με ευλάβεια. Μας άφησε πόνο, φυσικά, στις ψυχές μας με τον αποχωρισμό του, γιατί ή παρουσία του έπαιρνε πόνο και σκορπούσε παρηγοριά. Τώρα πια ο Γέροντας θα μας επισκέπτεται εκείνος από τον Ουρανό και θα μας βοηθάη περισσότερο. Άλλωστε, το είχε ύποσχεθη ο ίδιος: «Εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω».
Πέρασαν τρία χρόνια ολόκληρα, χωρίς να μου παρουσιασθή, και αυτό με έβαλε σε λογισμούς: «μήπως έσφαλα σε κάτι;» Μετά από τρία χρόνια μου έκανε την πρώτη του επίσκεψη. Εάν εννοούσε ο Γέροντας ότι το «…κάθε χρόνο» θα άρχιζε μετά από τα τρία χρόνια, αυτό με παρηγορεί, γιατί έτσι δεν ήμουν εγώ αίτια σ’ αυτό το θέμα.
Ή πρώτη λοιπόν φορά ήταν στις 10 Σεπτεμβρίου 1971, βράδυ, μετά το μεσονύκτιο. Ενώ έλεγα την ευχή, βλέπω ξαφνικά τον Γέροντα να μπαίνη στο κελλί! Πετάχτηκα και του έπιασα τα πόδια και τα φιλούσα με ευλάβεια. Δεν κατάλαβα όμως πώς ξεγαντζώθηκε από τα χέρια μου και, καθώς έφευγε, τον είδα να μπαίνη στο Ναό, και εξαφανίστηκε. Φυσικά, τα χάνει κανείς εκείνη την ώρα, όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα. Ούτε και μπορεί να τα εξήγηση αυτά με την λογική, γι’ αυτό και λέγονται θαύματα. Άναψα αμέσως το κερί, γιατί μόνο το κανδήλι είχα αναμμένο, όταν συνέβη αυτό, για να σημειώσω στο ημερολόγιο την ήμερα αυτή πού μου είχε παρουσιασθή ό Γέροντας, για να το θυμάμαι. “Όταν είδα ότι ήταν ή ήμερα πού είχε κοιμηθή ό Γέροντας (10η Σεπτεμβρίου), πολύ λυπήθηκα και ελέγχθηκα, πού μου πέρασε τελείως απαρατήρητη εκείνη η ήμερα. Πιστεύω να με συγχώρησε ο καλός Πατέρας, γιατί εκείνη την ήμερα, από το φώτισμα το ηλιοβασίλεμα, είχα επισκέπτες στο Καλύβι και είχα κουραστή και ζαλιστή και ξεχάστηκα τελείως. Αλλιώς, κάτι θα έκανα για να βοηθηθώ ο ίδιος και να δώσω λίγη χαρά στον Γέροντα με ολονύκτια προσευχή.
Δεν ξέρω εάν είχε παρουσιασθη σε άλλον, πριν από την πρώτη αυτή επίσκεψη πού μου έκανε. Στο Κελλί μου πάντως είχε παρουσιασθή και σ’ έναν άγνωστο Μοναχό (πρώην Καρακαλληνό), στον Πατέρα Ανδρέα, ως έξης:
Είχε έρθει στο Κελλί μου, για να τον εξυπηρετήσω σε κάτι πού ήθελε. Φυσικά, ούτε με γνώριζε ούτε και εγώ τον γνώριζα. Περίμενε λοιπόν έξω από το Κελλί μου, κάτω από την ελιά, γιατί νόμιζε ότι απουσιάζω. Εγώ ήμουν μέσα στο εργαστήρι και δεν ακουγόμουνα, γιατί βερνίκωνα εικονάκια. Όταν τελείωσα, έψαλα το Άγιος ο Θεός και! βγήκα έξω. Μόλις με είδε ο Πατήρ Ανδρέας, ξαφνιάστηκε και μου διηγήθηκε με θαυμασμό το έξης γεγονός:
«Ενώ περίμενα κάτω από την ελιά, είχαν κλείσει τα μάτια μου, αλλά τις αισθήσεις μου τις είχα. Βλέπω, λοιπόν, έναν Γέροντα να βγαίνη από εκείνα τα δενδρολίβανα και να μου λέη:
— Ποιόν περιμένεις;
Και εγώ του απήντησα:
-Τον Πατέρα Παΐσιο.
Ό Γέροντας μου είπε:
- Εδώ είναι, και έδειχνε με το δάκτυλο προς το κελλί.
Έκείνη την στιγμή πού έδειχνε, άκουσα να ψέλνης το Άγιος ο Θεός και βγήκες έξω. Αυτός, Πάτερ Παΐσιε, θα είναι κανένας Άγιος, γιατί τους καταλαβαίνω. Έχω ιδεί και άλλες φορές τέτοια!»
Τότε του διηγήθηκα μερικά για τον Γέροντα και του είπα ότι εκεί στα δενδρολίβανα είναι ο τάφος του. Είχα φυτέψει γύρω – γύρω δενδρολίβανα, τα όποια είχαν μεγαλώσει, και δεν διακρινόταν ο τάφος, για να μη πατιέται το Λείψανο του, μια πού μου έδωσε εντολή να μη του κάνω εκταφή.
Νομίζω ότι από τα λίγα αυτά πού ανέφερα και από τα λίγα πού έγραψα γύρω από την ζωή του σεβαστού Γέροντος, πολλά θα καταλάβουν όσοι έχουν εσωτερικά βιώματα. Φυσικά, όσοι ζούνε ταπεινά και στην αφάνεια μπορούν να καταλάβουν πόσο αδικούνται οι Άγιοι, με το να βλέπουμε μόνο τις εξωτερικές αρετές των Αγίων – όσες δεν κρύβονται – και αυτές μόνο να γράφουμε, ενώ ο πνευματικός πλούτος των Αγίων μας είναι σχεδόν άγνωστος. Αυτά τα λίγα, συνήθως, πού έχουμε από τους Αγίους ή τους ξέφυγαν, διότι δεν μπόρεσαν να τα κρύψουν, ή τους ανάγκαζε η μεγάλη τους αγάπη να κάνουν αυτή την πνευματική ελεημοσύνη.
Φυσικά, μόνο ο Θεός γνωρίζει τα πνευματικά μέτρα των Αγίων. Ούτε και οι ίδιοι οι Άγιοι τα γνώριζαν, διότι οι Άγιοι μόνο τις αμαρτίες τους μετρούσαν και όχι τα πνευματικά τους μέτρα. Έχοντας λοιπόν ύπ’ όψιν μου το άγιο αυτό τυπικό των Αγίων, πού δεν αναπαύονται στους ανθρώπινους επαίνους, προσπάθησα να περιοριστώ στα απαραίτητα γεγονότα.
Πιστεύω ότι είναι ευχαριστημένος και ο Παπα – Τυχών και δεν θα παραπονεθή, όπως παραπονέθηκε σ’ αυτόν ο φίλος του Γερο – Σιλουανός, όταν είχε γράψει για πρώτη φορά τον Βίο του ο Πατήρ Σωφρόνιος. Είχε παρουσιασθή τότε ο Γερο – Σιλουανός στον Παπα – Τύχωνα και του είπε:
-Αυτός ο ευλογημένος Πατήρ Σωφρόνιος πολλά εγκώμια μου έγραψε, δεν το ήθελα.
Γι’ αυτό φυσικά είναι και Άγιοι. Επειδή απέφευγαν την ανθρώπινη δόξα, τους δόξασε ο Θεός.
Οι ευχές του Παπα – Τύχωνα και όλων των γνωστών και αγνώστων Αγίων να μας βοηθάνε στα δύσκολα χρόνια πού περνάμε. Αμήν.
Πηγή: Γέροντας
Οι Οσίες Ξανθίππη και Πολυξένη ήταν Ισπανίδες αδελφές και έζησαν στα μέσα του πρώτου αιώνα μετά Χριστόν, όταν Καίσαρ ήταν ο Κλαύδιος ο Α’ (41-54 μ.Χ.).
Οι βασικές προτεραιότητες της "επαναστατικής επιτροπής" Πλαστήρα - Γονατά όταν ανέλαβε πραξικοπηματικά την διακυβέρνηση της Χώρας, αποτέλεσε η ενίσχυση του μετώπου της Θράκης και η αποκατάσταση της εύνοιας των Συμμάχων (Αγγλίας - Γαλλίας)
Εμείς οι Έλληνες θεωρούμε – και δικαίως – ότι η Ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί ένα σταθμό στην ελληνική ιστορία. Η νίκη αυτή των Ελλήνων – όσων αντιστάθηκαν στους Πέρσες – όντως ανέκοψε την προέλαση του Ξέρξη και τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για κατάληψη ολόκληρης της ελληνικής χερσονήσου.
– Γέροντα, συχνὰ βλέπω τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων καὶ τοὺς κρίνω.
Ο Άγιος Φωκάς έζησε στις αρχές του 2ου αιώνα, κατά τα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού (98 - 117). Κατάγονταν από την Σινώπη του Πόντου. Ο πατέρας του Πάμφυλος (ναυπηγός στο επάγγελμα) και η μητέρα του Μαρία, μετέδωσαν από την παιδική του ηλικία τη φλόγα της θερμής και αγνής πίστης τους και την μεγάλη ευσέβειά τους. Ο Άγιος Φωκάς, από μικρό παιδί εντρυφούσε στην ανάγνωση των Ιερών Γραφών και εκείνο που ιδιαίτερα τον διέκρινε ήταν η θερμή και ειλικρινή αγάπη που είχε προς το Θεό, αλλά και προς τους συνανθρώπους του. Γιατί οδηγό στην αγάπη του αυτή είχε πάντα τα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής, που λέει:
«Εκείνος που αγαπά τον αδελφό του, μένει μέσα στο πνευματικό και ηθικό φως. Ενώ εκείνος που μισεί τον αδελφό του, μένει μέσα στο πνευματικό και ηθικό σκοτάδι.»
Ο Άγιος Φωκάς, με την αγάπη που τον διέκρινε, διέδιδε τον λόγο του Θεού και της χριστιανικής πίστης στο πλήρωμα της εκκλησίας της Σινώπης και παρηγορούσε με τα λόγια του, όλους τους χριστιανούς που είχαν ανάγκη στήριξης. Οι ευσεβείς χριστιανοί του πρότειναν να γίνει ιερέας, πράγμα που ο Άγιος Φωκάς δέχθηκε.
Μετά από λίγο καιρό, αναδείχθηκε Επίσκοπος της Σινώπης και ευτύχησε να έχει το χάρισμα της επιτέλεσης θαυμάτων στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Κήρυττε άφοβα το Ευαγγέλιο και με τα θαύματα που έκανε, κατόρθωσε να φέρει πολλούς ειδωλολάτρες στην αληθινή πίστη. Ανέπτυξε έντονη ιεραποστολική δραστηριότητα, όχι μόνο στην περιοχή της Επισκοπής του, αλλά και πέρα από αυτή, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο σε κάποιους φανατικούς ειδωλολάτρες.
Καταγγέλθηκε στον έπαρχο της περιοχής Αφρικανό, ο οποίος διέταξε την σύλληψή του, όπως και έγινε. Αφού παρουσιάστηκε μπροστά του, σε ερώτηση που του έγινε, ομολόγησε ότι πιστεύει στον Έναν και μόνο αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό. Ύστερα από αυτήν του την ομολογία, ο έπαρχος άρχισε να βρίζει τον Χριστό και προσπάθησε να χτυπήσει τον Άγιο Φωκά. Τότε έγινε ένας τρομερός σεισμός και ο έπαρχος έπεσε αμέσως κάτω νεκρός, όπως επίσης και οι στρατιώτες του. Τότε ο Άγιος Φωκάς, μετά από τις παράκληση της γυναίκας του έπαρχου, ανάστησε τον Αφρικανό και τους άντρες του.
Μετά από αυτό το γεγονός οι φανατικοί ειδωλολάτρες γεμάτοι μίσος για αυτή του την πράξη, τον οδήγησαν στον αυτοκράτορα, που περιόδευε εκείνη την εποχή στην επαρχία του Πόντου. Αλλά και μπροστά στον αυτοκράτορα, ο Άγιος Φωκάς ομολόγησε και πάλι την πίστη του στον Θεό. Αμέσως τότε, ο αυτοκράτορας διέταξε να τον βασανίσουν.
Πρώτα τον κρέμασαν από ένα ξύλο και του έσκισαν το σώμα με σιδερένια νύχια και μετά τον έριξαν μέσα σε ένα λάκκο με ασβέστη. Ο Άγιος Φωκάς υπέμενε καρτερικά όλα αυτά τα βασανιστήρια και ευλογούσε τους βασανιστές του. Με την δύναμη που του έδινε ο Θεός άντεξε τις δοκιμασίες αυτές και έμεινε σταθερός μέχρι τέλους. Ύστερα, τον έβαλαν σε μια δεξαμενή γεμάτη με βραστό νερό, όπου μετά από θερμή προσευχή στον Θεό, ο Άγιος Φωκάς παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Η Εκκλησία μας εορτάζει και τιμά την ιερά μνήμη του στις 22 Σεπτεμβρίου.
«Σσσσσώπα!…Είναι ο Άγιος ιερομάρτυς Φωκάς!…»
Μια νύχτα, ξημέρωνε η γιορτή του Αγίου ιερομάρτυρος Φωκά (22 Σεπτεμβρίου). Είχαν συγκεντρωθεί όλες οι αδελφές που τον διακονούσαν για τον Όρθρο. Μια από τις κατά πνεύμα θυγατέρες του, ήταν δίπλα του από τα δεξιά και όπως ήταν όρθια, την πήρε ένας ελαφρύς ύπνος. Και βλέπει πίσω από τον Άγιο Πατέρα Νικόλαο (τον Πλανά) να βρίσκεται ένας μεγαλοπρεπής Ιερέας με επανωκαλύμμαυχο και να παρακολουθεί την ακολουθία.
Συνήλθε αμέσως και λέει σιγά στον Πατέρα Νικόλαο:
«Πάτερ… ένας μεγαλοπρεπής Ιερέας πίσω σας, παρακολουθεί προσεκτικά πώς ψάλλουμε την ακολουθία…»
Ο Άγιος Νικόλαος έφερε το δάχτυλο στο στόμα του και της λέει:
«Σσσσσώπα!…Είναι ο Άγιος ιερομάρτυς Φωκάς!…»
Και σώπαινε να μη το ακούσουν αυτό και οι άλλες. Όσο μπορούσε, τέτοια συμβάντα τα έκρυβε. Είχε μεγάλη επικοινωνία με τους Αγίους και το νόμιζε πολύ φυσικό να τους βλέπει.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τοῦ Πνεύματος, ὀφθεὶς δοχεῖον λαμπρόν, θαυμάτων ἐπλούτησας, τὴν παρ’ αὐτοῦ δωρεάν, Φωκᾶ ἱερώτατε· ὅθεν ἱερουργήσας, τῷ Σωτῆρι ὁσίως, ἔπιες ἐν ἀθλήσει, τὸ ποτήριον τούτου· ᾧ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν πλουσιόδωρον χάριν, ὡς πηγὴν θεόβρυτον, ἐν τῇ ψυχῇ κεκτημένος, ἔσβεσας, πόνων ἱδρῶσι πλάνης τὴν φλόγα, βρύεις δὲ, θαυμάτων ῥεῖθρα τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κλέος Ἱερέων, καὶ τῶν Μαρτύρων Φωκᾶ μακάριε.
Μεγαλυνάριον
Τοῦ Εὐαγγελίου μυσταγωγός, ἱερῶν θαυμάτων, θεοδόξαστος αὐτουργός, Ἐκκλησίας στῦλος, Φωκᾶ Ἱερομάρτυς, ἐδείχθης διασώζων, τοὺς προσιόντας σοι.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...