
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο Ι. Μεταξάς γεννήθηκε στην Ιθάκη στις 12 Απριλίου του 1871. Οι ρίζες της οικογένειας του ανάγονται στο Βυζάντιο. Η διαδρομή της ζωής του υπήρξε πολυτάραχη και η παρουσία του στην διαμόρφωση της ιστορικής πορείας του Έθνους έντονη. Και ως Στρατιωτικός και ως πολιτικός. Το 1879 τελειώνει το γυμνάσιο Αργοστολίου, οπού η οικογένειά του είχε μετοικίσει από την Ιθάκη.
Σαν Σημερα 1941 ξεκινά η πολιορκία του Λένινγκραντ, που θα διαρκέσει 17 μήνες.
Την πολιορκία του Λένινγκραντ και τα όσα φριχτά συνέβησαν περιγράφει σ΄ ένα εξαιρετικό κειμενό του ο συνάδελφος Βενιζέλος Λεβεντογιάννης:
Η μικρή Τάνια Σαβίτσεβα, επιτάχυνε το βήμα της. Ήθελε να βρεθεί στο σπίτι της πριν πέσει ο ήλιος. Στους δρόμους και στις δεκάδες γέφυρες της πόλης που γεννήθηκε και έμενε, δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Ένας βοριάς σάρωνε τα πάντα. Η θερμοκρασία το βράδυ άγγιζε και τους -30. Το πλακόστρωτο γλίστραγε επικίνδυνα. Το βράδυ το χιόνι γινόταν πάγος. Η Τάνια έστριψε αριστερά στην οδό Απράσκιν και βρέθηκε στην πλατεία Λομονόσοβα. Στην άκρη σε ένα παγκάκι μια μητέρα κρατούσε στην αγκαλιά της ένα παιδάκι. Έμοιαζε να το κοιτάζει. Δεν κουνιόντουσαν. Μικροί σταλακτίτες κρέμονταν από τη μύτη και τα μαλλιά τους. Ήταν νεκροί και οι δύο, από την πείνα και το κρύο.
Δεξιά και αριστερά δεκάδες πτώματα είχαν παραμείνει άταφα ανάμεσα στα χαλάσματα, ύστερα από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς. Είχαν παγώσει. Δεν μύριζαν, ούτε σάπιζαν...
Η Τάνια, πάντα όταν έβγαινε στους δρόμους, αρνιόταν να κοιτάξει τους νεκρούς. Όταν βράδιαζε, τους φοβόταν κιόλας. Περισσότερο και από τις βόμβες. Προσπέρασε τα πτώματα και σήκωσε τον γιακά από το πανωφόρι της, ενώ με το μικρό χεράκι της κατέβασε περισσότερο τον βαρύ σκούφο στο μέτωπο της. Πέρασε τρέχοντας τα ερείπια που κάποτε ήταν το υπέροχο κτίριο που στεγαζόταν το θέατρο Κ'οργκοκο και διέσχισε την μικρή γέφυρα του καναλιού Φοντάνκα.
Ήταν χαρούμενη. Είχε καταφέρει να βρει φαγητό και μόλις θα έφτανε σπίτι θα απολάμβανε με τους συγγενείς της ένα υπέροχο δείπνο. Ζούσαν όλοι μαζί, γονείς, θείες, παππούδες, στριμωγμένοι στον δεύτερο όροφο ενός νεοκλασικού κτιρίου στην οδό Πραβόυ πίσω από το αστυνομικό τμήμα. Πολλές φορές σκέφτηκαν να μετακομίσουν σε κάποιο υπόγειο καταφύγιο για να γλυτώσουν από τους βομβαρδισμούς όμως ο παππούς Βάνιας αρνιόταν πεισματικά να εγκαταλείψει το σπίτι.
Στην εσωτερική τσέπη του βαριού παλτού της έκρυβε δυο φέτες σαπισμένο σκληρό ψωμί και ένα νεκρό παγωμένο, αλλά διατηρημένο άριστα, αρουραίο που είχε βρει πριν από λίγη ώρα σε κάτι σκουπίδια στην άκρη ενός υπονόμου δίπλα από το Ζιμνίζ Ντβόρετς, τα καλοκαιρινά ανάκτορα των Τσάρων. Επιτάχυνε το βήμα της ευχαριστημένη...
Η Τάνια ζούσε στην ομορφότερη κατά πολλούς πόλη της Ευρώπης. Ένα μείγμα Βενετίας και Παρισιού. Με άπειρα κανάλια να την διασχίζουν και τον ποταμό Νέβα να δεσπόζει. Με τη χλιδή και τα υπέροχα κτίρια, τα περισσότερα κτισμένα σε ρυθμούς Μπαρόκ και Αρτ Νουβό, να την κοσμούν, δίνοντας μια τσαρική μεγαλοπρεπέστατη ατμόσφαιρα. Ζούσε στην πόλη των καλλιτεχνών των διανοούμενων και των συγγραφέων. Η Τάνια ήξερε ότι παλιά την πόλη την ονόμαζαν Αγία Πετρούπολη, αλλά τώρα είχε το όνομα του πρώτου ηγέτη της μεγάλης χώρας της. Τώρα την ονόμαζαν “Πόλη του Λένιν”...
ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ Βαυαρικές Άλπεις, λίγους μήνες νωρίτερα. Απρίλιος 1941
Ο Χάιντς Λίγκε ο πιστός προσωπικός, μπάτλερ του Αδόλφου Χίτλερ, ήταν τρομερά αγχωμένος. Έδινε συνέχεια διαταγές στο προσωπικό του πύργου προκειμένου τίποτε να μην πάει στραβά. Ο Φύρερ εδώ και τρεις ημέρες δεν είχε βγει από το γραφείο του. Δεν είχε καν αναπαυθεί έστω και για μερικές ώρες. Ήταν συνέχεια κλεισμένος με τους στενότερους επιτελείς του και σχεδίαζαν... Ο άνθρωπος που λάτρευε σαν θεό, τον είχε φωνάξει τόσες φορές μέσα. Ο Λιγκε είχε καταλάβει ότι κάτι σημαντικό συνέβαινε. Είχε δει και τους τεράστιους απλωμένους χάρτες επάνω στο μεγάλο δρύινο γραφείο. Είχε ακούσει τις φωνές του όταν επέπληττε κάποιον ανώτατο αξιωματικό του.
Τώρα τον είχε φωνάξει πάλι μέσα. Ήθελε δροσερό νερό και ασπιρίνες. Πονούσε φρικτά το κεφάλι του. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ένας υπηρέτης έφερε την κρυστάλλινη κανάτα με τα ποτήρια από τη Βοημία. Ο Λιγκε ίσιωσε τη στρατιωτική του στολή, έφτιαξε τα μαλλιά του, χτύπησε διακριτικά την βαριά πόρτα και μπήκε. Περπάτησε αρκετά στο παχύ χαλί του μεγάλου γραφείου.
πτώματα από το κρύο και τους βομβαρισμούς βρισκόντουσαν παντού. Στο βάθος εκρήγνυται μια βόμβα
Δεξιά του ήταν μια τεράστια τζαμαρία με υπέροχη θέα στις Άλπεις. Αριστερά του, πορτραίτα Πρώσων αξιωματικών, τον κοίταζαν αυστηρά σαν να τον επέπλητταν. Τον έκαναν να νιώθει άβολα. Στους άλλους τοίχους ήταν κρεμασμένες σημαίες της χώρας του και στην άκρη ένα τεράστιο πορτραίτο του Φύρερ του. Στο βάθος σκυμμένοι κάτω από χάρτες συνομιλούσαν ο Χίτλερ με τους συνεργάτες του. Πίσω τους, επάνω στον τοίχο μπορούσε να δει το Χάρτη της Σοβιετικής Ένωσης. Τρία Βέλη ξεκινούσαν από τη Γερμανία, και άνοιγαν σαν βεντάλια. Ένα Βόρεια ένα στο μέσον και ένα Νότια...
“Οι ασπιρίνες που ζητήσατε φύρερ μου” είπε και στάθηκε προσοχή όταν έφτασε δίπλα στον ηγέτη του Γ Ράιχ. Ακούνητος, σχεδόν δεν ανέπνεε. Κανείς δεν του έδωσε σημασία και ο Λίγκε περίμενε υπομονετικά.
“Operation Nordlicht, κύριοι” είπε ο Αδόλφος Χίτλερ απευθυνόμενος στον Ροδόλφο Ες και τον Χάιρνιχ Χίμλερ. “Επιχείρηση Βόρειο Σέλας. Μέρος της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Με αυτό θα τσακίσουμε τους Σοβιετικούς. Ήδη όπως καλά ξέρετε οι 3 στρατιές μας είναι έτοιμες. Η ομάδα στρατιών Βοράς η Ομάδα Κέντρο και η Ομάδα Νότος. Μέχρι το τέλος του φθινοπώρου πρέπει να έχουμε καταλάβει το Μινσκ το Κίεβο και το Λένινγκραντ. Μετά θα ασχοληθούμε με τη Μόσχα και με τα πετρέλαια του Καυκάσου. Θέλω την προσοχή σας στην Επιχείρηση Βόρειο Σέλας. Θέλω να πάνε όλα όπως τα έχουμε σχεδιάσει παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες. Θέλω μέχρι να μπει ο χειμώνας, η Αγία Πετρούπολη να έχει ισοπεδωθεί , δεν θέλω να υπάρχει στο χάρτη πόλη με την ονομασία Λένινγκραντ. Επικεφαλής στο Βόρειο Σέλας θα είναι ο Generalfeldmarschall , ο στρατάρχης Φον Λέεμπ”.
Ο Λέεμπ σηκώθηκε χτύπησε στρατιωτικά τα τακούνια από τις μπότες του σαν παλιός Πρώσος αξιωματικός και ετοιμάστηκε να μιλήσει...
Ο Χίτλερ σήκωσε το κεφάλι του, είδε τον μπάτλερ του, έφτιαξε τη χωρίστρα του, έκανε νόημα με το χέρι του στον Λέεμπ να σωπάσει και ρώτησε εκνευρισμένος: “ Χάιντς τι ζητάς εδώ;” Πριν ο Λίγκε προλάβει να απαντήσει ο Χίτλερ συμπλήρωσε: “ Ααα ναι έφερες τις ασπιρίνες. Άφησε τες και φύγε..”
Εκείνο το απόγευμα του Απρίλη του 1941 μόλις ο Χάιντς Λίγκε βγήκε από το γραφείο, ο Χίτλερ διαφώνησε έντονα με τον Στρατάρχη Λεμπ για τον τρόπο της επίθεσης στο Λένινγκραντ. Ο Χίτλερ ζητούσε μια αστραπιαία επίθεση που θα τσάκιζε τους μισητούς Σοβιετικούς στο Λένινγκραντ. Ο Λέεμπ του απάντησε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον για 4 λόγους.
Πρώτον η ιδιομορφία και η ιδιαιτερότητα της περιοχής πέριξ της πόλης εκμηδένιζε το γερμανικό πλεονέκτημα σε υλικοτεχνική υποδομή αλλά και σε έμψυχο υλικό και καθιστούσε τον καλύτερα εξοπλισμένο και ανώτερο σε όλα, Γερμανό στρατιώτη, εφάμιλλο του Σοβιετικού. Μια κατά μέτωπον επίθεση θα είχε ανυπολόγιστο κόστος.
Δεύτερον, η πόλη, χτισμένη στο δέλτα του ποταμού Νέβα, περιβαλλόταν από ελώδεις εκτάσεις, όπου τα τεθωρακισμένα θα κολλούσαν και θα γίνονταν εύκολη λεία για τους Ρώσους αντιαρματιστές. Ακόμη όμως κι αν περνούσαν, οι κύριες αστικές περιοχές διαρρέονται από κανάλια και επικοινωνούν με πολύ στενές γέφυρες θα αναγκάζονταν, λοιπόν, να αναλωθούν σε πολύμηνες μάχες εκ του συστάδην, κτήριο προς κτήριο και γέφυρα προς γέφυρα, σε μια άγνωστη μεγαλούπολη που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διαθέσει εκατοντάδες χιλιάδες επιστράτους για την άμυνά της.
Σοβιετικά Α/Α με φόντο το χρυσό τρούλο του Αγίου Ισαάκ
Τρίτον πιθανή απόβαση από το Φινλανδικό κόλπο ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία λόγω του απροσπέλαστου της Κροστάνδης, ενός οχυρωμένου νησιού στη θαλάσσια είσοδο της πόλης που λειτουργεί ως αβύθιστο πλοίο. Επίσης, ο γερμανικός στρατός δε διέθετε εμπειρία σε τέτοιου είδους αποβατικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Επιπλέον εμπόδιο αποτελούσε ο αρκετά ισχυρός Σοβιετικός Στόλος Βόρειας Θάλασσας και τα υποβρύχια του.
Και τέταρτον, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Ρώσοι και Εβραίοι, εν αντιθέσει με τις Βαλτικές Δημοκρατίες, όπου οι κάτοικοι είχαν δει τους Γερμανούς ως απελευθερωτές. Επομένως ήταν δύσκολο να συγκροτηθούν δωσιλογικές ομάδες ή να βρεθούν ντόπιοι με καλή γνώση της πόλης, οι οποίοι θα βοηθούσαν την Βέρμαχτ.
Ο Χίτλερ ρώτησε τότε τον αξιωματικό του τι έχει να προτείνει και εκείνος απάντησε με ένα τόνο απαισιοδοξίας: “Πολιορκία. Μόνο πολιορκία. Οι πληροφορίες μου θέλουν το Λένινγκραντ να έχει εφόδια μόνο για κάποιες ημέρες. 'Αλευρα και σιτηρά για 35 ημέρες, ζυμαρικά για 30 ημέρες, κρέας για 33 ημέρες, λίπη για 45 ημέρες, και ζάχαρη για 60 . . .”
Ο Χίτλερ έμεινε να κοιτά το χάρτη σκεπτικός. Έσπαγε το κεφάλι του να βρει κάτι, ένα ψεγάδι, για να αντικρούσει τον επιτελή του και να τον αποπέμψει. Δεν συμπαθούσε και ιδιαίτερα τους Πρώσους αξιωματικούς και την έπαρση τους. Κι όμως ο Λέεμπ είχε δίκιο. Ο ηγέτης του Γ Ράιχ πήρε τις 2 ασπιρίνες και όσο έπινε το νερό του, κοίταζε στα μάτια τον αξιωματικό του. Μετά σηκώθηκε, έφτιαξε ξανά τη χωρίστρα του και μίλησε: “ Ο Φον Λέεμπ σαν συνεπής καθολικός προτιμά να προσεύχεται παρά να πολεμά. Αλλά εδώ έχει δίκιο. Το Λένινγκραντ θα πέσει με πολιορκία. Θα κόψουμε κάθε δρόμο, κάθε δίοδο της πόλης με τον έξω κόσμο. Οποιαδήποτε πρόταση παράδοσης από το Λένινγκραντ πρέπει να απορριφθεί. Σε αυτό τον αγώνα δεν με ενδιαφέρει να κρατήσω έστω ένα μικρό ποσοστό της πόλης ζωντανό. Ισοπεδώστε το... Θέλω να σβηστεί από προσώπου γης ” (directive No 1601)
Πτέρυγα παίδων σε νοσοκομείο του Λένινγκραντ-χριστούγεννα του 1942
Λένινγκραντ αρχηγείο Κόκκινου Στρατού- Νοέμβριος 1941 Εξωτερική θερμοκρασία -22
Η πόρτα του υπόγειου γραφείου άνοιξε ξαφνικά και μέσα στο γεμάτο καπνό δωμάτιο μπήκε γρήγορα ένας άνδρας. Τίναξε το χιόνι από το βαρύ χακί στρατιωτικό του παλτό, έβγαλε το καπέλο του και δάγκωσε τα γάντια του. Τα έβγαλε και ακούμπησε τα χέρια του στο μαγκάλι που έκαιγε σε μια άκρη. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν δύο υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του Κόκκινου στρατού.
Ο άνδρας που κοίταζε ένα χάρτη της πόλης κάτω το δυνατό φως μιας λάμπας, σήκωσε το δίχως μαλλιά καραφλό κεφάλι του: “ Ααα σύντροφε Κλιμέντ Βοροσίλοφ, σε περιμέναμε. Βάλε λίγο τσάι και έλα να μας εξηγήσεις την κατάσταση”
Ο Κλιμέντ Βοροσίλοφ έγνεψε καταφατικά και κατευθύνθηκε προς το σαμοβάρι που βρισκόταν κάτω από το πορτραίτο του Στάλιν σε μια άκρη του δωματίου.
“ Τα πράγματα Σύντροφοι δεν πάνε καθόλου μα καθόλου καλά” είπε ο καραφλός μεγαλόσωμος άνδρας “ η πολιορκία είναι πλήρης. Η θέση μας είναι εξαιρετικά δυσχερής” Τίναξε τη στάχτη από το βαρύ ρώσικο τσιγάρο του, και συνέχισε: “Νότια της πόλης, η Βέρμαχτ μαζί με τη Γαλάζια μεραρχία των Ισπανών, έχουν δημιουργήσει ένα ημικύκλιο που μας έχει αποκόψει. Από τον Φινλανδικό κόλπο μέχρι τις νότιες ακτές της της λίμνης Λατόγκα, δεν έχουμε καμία επικοινωνία με τις άλλες πόλεις. Βόρεια, τα τσιράκια των Γερμανών οι Φινλανδοί, ελέγχουν την άνω Λατόγκα και την Καρελία. Ενισχύσεις δεν μπορούν να έρθουν από πουθενά. Όλοι οι άξονες είναι κλειστοί. Τα τρόφιμα τελείωσαν, πετρέλαιο δεν έχουμε. Είμαστε καταδικασμένοι να πολεμήσουμε μέχρι ενός. Το θέμα είναι να κάνουμε τους ναζί να πληρώσουν ακριβά κάθε μέτρο πόλης που θα παίρνουν”
Ό άνδρας που πριν λίγη ώρα είχε μπει στο αρχηγείο, άφησε το φλιτζάνι με το αχνιστό τσάι, σε ένα γραφείο και πλησίασε τον χάρτη.
Γκεόργκι Ζούκοφ
“Σύντροφε Ζούκοφ μου επιτρέπετε;”
Ο καραφλός στρατηγός στάθηκε διακριτικά στην άκρη του επίπλου δίπλα στον μεγάλο απλωμένο χάρτη. Πλάι του ήταν ένας άλλος ανώτατος αξιωματικός του Κόκκινου στρατού, ο στρατηγός Λεονίντ Γκοβόροφ.
“Σύντροφε στρατηγέ Ζούκοφ, Σύντροφε στρατηγέ Γκοβόροφ, μόλις επέστρεψα από τα οχυρωματικά έργα. Όπως πολύ καλά γνωρίζετε από τον Ιούνιο, έχουμε δημιουργήσει στην ευρύτερη περιφέρεια του Λένινγκραντ ένα ισχυρό δίκτυο άμυνας. 800 χιλιόμετρα συρματόπλεγμα, και 5.000 οχυρώματα δεν είναι κάτι που οι ναζί μπορούν να αγνοήσουν.”
Ο Βοροσίλοφ έσκυψε στο χάρτη και άρχισε να δείχνει: “ Εδώ, εδώ και εδώ οι γερμανικές επιθέσεις αποκρούονται. Εδώ στα δυτικά, τα έλη, μας βοηθούν. Τα πάντσερ κολλάνε και τα διαλύουμε. Από τα βόρεια οι δυνάμεις μας κρατάνε καλά. Νομίζω ότι τα προβλήματα μας είναι δυο. Οι άμαχοι και η έλλειψη εφοδίων. Αυτά πρέπει να επιλύσουμε αλλά πως....”
Η σειρήνα από ένα βομβαρδιστικό κάθετης εφόρμησης Junkers ju 87 “stuka”, έκοψε τα λόγια του Βοροσίλοφ στη μέση. Ο χαρακτηριστικός του ήχος, πάγωνε ακόμη και τους ψυχραιμότερους πολεμιστές. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, το δωμάτιο σείστηκε δυνατά. Σοβάδες και σκόνη έπεσαν πάνω στο γραφείο με τον απλωμένο χάρτη και τα φώτα έσβησαν για λίγο. Μετά η λάμπα τρεμόπαιξε και άναψε πάλι.
Σοβιετικοί φαντάροι σε χαράκωμα στις παρυφές της πόλης
“Καταραμένη Λουφτβάφε” Ψιθύρισε ο Ζούκοφ. Τίναξε τη σκόνη από τα διακριτικά του στο γιακά στη βάση του λαιμού του, άναψε ένα άλλο τσιγάρο και πήρε πάλι το λόγο: “ Σας μεταφέρω τα λόγια του συντρόφου Ιωσήφ Στάλιν: “Το Λένινγκραντ δεν πρέπει να πέσει. Εάν το πάρουν οι ναζί τότε θα δημιουργήσουν μια τανάλια από βορά και από το κέντρο, που θα ισοπεδώσει τη Μόσχα. Η πατρίδα μας θα χαθεί και μαζί της τα οράματα του σοσιαλισμού. Το Λένινγκραντ πρέπει να κρατηθεί πάση θυσία. Ανεξαρτήτου κόστους. Οι 200.000 στρατιώτες του στρατού μας που το υπερασπίζονται μαζί με τα 4μιση εκατομμύρια των κατοίκων του, θα θυσιαστούν όλοι, εάν χρειαστεί, αλλά οι Γερμανοί δεν θα πατήσουν το πόδι τους. Σύντροφε Βοροσίλοφ όπως ξέρεις αναλαμβάνω την υπεράσπιση της πόλης με εντολή της Stavka, της Ανώτατης στρατιωτικής Διοίκησης Μόσχας, του Πολιτικού Γραφείου και του συντρόφου Στάλιν προσωπικά. Καλώ εσένα και τον σύντροφο Γκοβόροφ να με βοηθήσετε στο σκοπό αυτό. Για μένα Κλιμέντ, δεν υπάρχει η προηγούμενη αποτυχία σου στη Φινλανδία...”
Ο στρατηγός Λεονίντ Γκοβόροφ που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε σιωπηλός πήρε το λόγο: “ Σύντροφοι κοιτάξτε εδώ στο χάρτη.” Το δάχτυλο του πέρασε πάνω από τη λίμνη Λατόγκα. “Ίσως αυτή να είναι η λύση στο πρόβλημα μας. Ίσως αυτός να είναι ο δρόμος της ζωής...”
Τιχβίν - Λένινγκραντ διαμέσω της παγωμένης λίμνης: Ο δρόμος της ζωής, Στη φωτό φαίνεται η πλήρης πολιορκία
Πρόχειρο Στρατόπεδο Κόκκινου στρατού- Πόλη Τιχβίν 200 χιλιόμετρα ανατολικά του Λένινγκραντ- Ξημερώματα 20ης Νοεμβρίου 1941
¨Πες τους ότι δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση. Δεν το κάνω και ας με στείλουν στη Σιβηρία”. Ο Σάσα – Αντρέι Πιτσιπένκο από τα Ουράλια, λοχίας – οδηγός του Κόκκινου στρατού, ήταν κατηγορηματικός: “ Δεν πάω, αυτό να τους πεις”.
Ο Λοχαγός Βασίλι Φετίσοφ, φίλος αδελφικός του Σάσα, που γνωρίστηκαν όταν ακόμη σπούδαζαν μαζί στη σχολή αξιωματικών έτρεχε ξωπίσω του πάνω στο λασπωμένο χωματόδρομο. Το χιόνι μαστίγωνε και τους δύο και ο αέρας δεν τους άφηνε να ακουστούν. Οι μπότες τους ήταν μέσα στη λάσπη και οι χακί στολές τους είχαν γίνει λευκές. Ο Σάσα θα έπρεπε να είναι και εκείνος λοχαγός αλλά ο ατίθασος χαρακτήρας του, δεν άρεσε στον Επίτροπο - καθοδηγητή στη σχολή αξιωματικών. Τον υποβάθμισε.
Ο Κόκκινος Στρατός στο Τιχβίν
“Στάσου βρε Σάσα μισό λεπτό. Με κάνεις και σε κυνηγάω. Στάσου άνθρωπε μου.” Ο Βασίλι τον έφτασε και του έκλεισε το δρόμο: “ Μια φορά μόνο θα πάμε και μετά τέλος. Εξάλλου είναι διαταγή” Ο Σάσα τον κοίταξε ειρωνικά και απάντησε: “ Να μην σου πω που γράφω τη διαταγή τους. Ας πάνε αυτοί να οδηγήσουν πάνω σε μια τεράστια παγωμένη λίμνη ένα φορτωμένο φορτηγό”
Ο Σάσα – Αντρέι ευχαριστημένος που μίλησε έτσι, προσπέρασε τον αποσβολωμένο Βασίλι και κατευθύνθηκε προς τους κοιτώνες. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να ξαπλώσει. Ο Σοβιετικός στρατός είχε ανακαταλάβει το Τιχβίν πριν από λίγες ώρες και ο ίδιος είχε πολεμήσει σαν σκυλί. Τώρα ήθελε να ξεκουραστεί.
Ο Βασίλι Φετίσοφ που είχε μάθει τα κουσούρια του χαρακτήρα του αγαπημένου του φίλου φώναξε: “Λοχία Πιτσιπένκο κάθε ημέρα που περνάει πεθαίνουν 20.000 άνθρωποι στην καταραμένη πόλη. Πεθαίνουν παιδιά σαν τον μικρό σου Γιούρι... Σε 2 ώρες να είσαι έτοιμος...”
Ο αέρας λες και συμμάχησε, μετέφερε δυνατά και καθαρά τα λόγια του Βασίλι στα αυτιά του Σάσα...
Νεκροί στους δρόμους. Νοσοκόμες εξετάζουν τα πτώματα
Ο γερμανικός κλοιός στο Τιχβίν που οδηγούσε απευθείας στα νοτιοδυτικά της Λατόγκα, είχε σπάσει. Οι Σοβιετικοί με μια σφοδρή αντεπίθεση πήραν πάλι την πόλη και τώρα ετοιμαζόντουσαν για ένα εγχείρημα που έμελλε να μείνει στην ιστορία. Θα μετέφεραν εφόδια, τρόφιμα, και φάρμακα στους πολιορκημένους του Λένινγκραντ, με φορτηγά πάνω στην παγωμένη λίμνη. Μόλις ξεφόρτωναν θα εκκένωναν και θα απομάκρυναν από την πόλη τους αρρώστους, τους γέροντες και τα παιδιά.... Ο Δρόμος της ζωής....
Ο Σάσα οδηγούσε το φορτηγό του επάνω στον πάγο. Ένα σοβιετικής παραγωγής GAZ AA του ενάμιση τόνου, τα περίφημα “polutorka”, κατασκευασμένο στα εργοστάσια των “εργατών και αγροτών του κόκκινου στρατού” RKKA.
Δεν μιλούσε. Ήταν νύχτα και λόγω του χειμώνα θα αργούσε πολύ να ξημερώσει. Ο ουρανός δεν είχε σύννεφα 200 χιλιόμετρα μακριά από το Τιχβίν όπου λίγες ώρες πριν το σάρωνε σφοδρή χιονοθύελλα. Ο τόπος φωτιζόταν με ένα ψυχρό γαλαζωπό φως που αντανακλούσε στον πάγο.
Νυχτερινή οδήγηση με τα polytorka, επάνω στην παγωμένη Λαντόγκα
Ο Σάσα έβλεπε καθαρά τα αστέρια. Ήταν μια γλυκιά νύχτα χωρίς χιόνι και κρύο. Η θερμοκρασία επάνω στη λίμνη όπου βρισκόταν με το polutorka του θα πρέπει να άγγιζε τους -10. Έδιωξε από το μυαλό του οποιαδήποτε κακιά σκέψη για τον πάγο και πάτησε το μαλακά το γκάζι. Το φορτηγό έχασε για λίγο την πρόσφυση του και ο Σάσα χαμογέλασε. Πάντα διασκέδαζε με τέτοιου είδους παιχνίδια. Πάτησε και άλλο το γκάζι και έκανε το τιμόνι ανάποδα για να επανέλθει.
Μπροστά του και πίσω του άλλοτε σε μια σειρά, άλλοτε σαν βεντάλια, εκατοντάδες φορτηγά GAZ αλλά και έλκηθρα λίγο πιο πίσω, μετέφεραν από το “δρόμο της ζωής” της λίμνης Λατόνγκα, εφόδια και φάρμακα στους πολιορκημένους...
Ιστορίες θάρρους
Το Λένινγκραντ δεν έπεσε ποτέ. Οι Γερμανοί το πολιόρκησαν επί 872 ημέρες. Δεν κατάφεραν ούτε στις παρυφές της πόλης να μπουν. Το Λένινγκραντ θρήνησε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Οι περισσότεροι άμαχοι, οι περισσότεροι από το κρύο και την πείνα. Τα τρόφιμα, το πετρέλαιο τα φάρμακα εξαντλήθηκαν από τον δεύτερο μήνα. Ο πρώτος χειμώνας του 41 ήταν ο πιο δύσκολος. Το Λένινγκραντ θα έπεφτε εάν οι Σοβιετικοί δεν καταλάμβαναν την πόλη Τιχβίν και δεν δημιουργούσαν τον “δρόμο της ζωής”. Όσο διήρκεσε η πολιορκία, τόσο ο δρόμος της ζωής ήταν ανοιχτός. Τον πρώτο χειμώνα τα φορτηγά polutorka και τα έλκηθρα, νύχτα μέρα περνούσαν την παγωμένη λίμνη Λατόγκα και μετέφεραν εφόδια. Μετά επέστρεφαν γεμάτα με τραυματίες ή αρρώστους ή μικρά παιδιά και ηλικιωμένους.
polutorka διασχίζουν τη Λατόνγκα λίγο πριν λιώσουν οι πάγοι. 2 αεροπλανα τα προστατεύουν
Η Γερμανική αεροπορία όσο και εάν χτυπούσε της εφοδιοπομπές δεν κατάφερε ποτέ να τις σταματήσει. Μόνο ένα στα τρία φορτηγά κατάφερνε να φτάσει μέσα στην πόλη σε αυτό το δρομολόγιο του θανάτου. Το καλοκαίρι του 1942 όταν οι πάγοι έλιωσαν, τα εφόδια συνέχιζαν να στέλνονται με φορτηγίδες. Οι Γερμανοί βύθισαν εκατοντάδες από αυτές. Οι Σοβιετικοί όμως κράτησαν το δρόμο ανοιχτό. Τον επόμενο χειμώνα όταν ξαναπάγωσε η λίμνη οι Σοβιετικοί κράτησαν ανοιχτό τον δίαυλο κατασκευάζοντας μια σιδηροδρομική γραμμή πάνω στη λίμνη. Επίσης πριν παγώσει η Λατόνγκα, οι Σοβιετικοί είχαν καταφέρει να ποντίσουν αγωγό πετρελαίου σε βάθος 12μιση μέτρων. Έτσι κατάφεραν να ανακουφίσουν λίγο τους πολιορκημένους. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και το 1943.
Οι κάτοικοι της πόλης προσπάθησαν να προστατεύσουν τους θησαυρούς και τα κτίρια της. Στη φάση των βομβαρδισμών είχαν καλύψει τα περισσότερα κτίρια με ένα ειδικό δίχτυ το οποίο όταν οι βόμβες από τα αεροπλάνα έπεφταν επάνω , λειτουργούσε σαν ... ¨αερόσακος” και οι περισσότερες δεν έσκαγαν. Στα περισσότερα κτίρια επίσης είχαν τοποθετήσει τεράστια φουσκωτά μπαλόνια που και αυτά έκαναν το ίδιο.
Με χαρτόνι, ξύλα και μπογιές είχαν δημιουργήσει τρούλους από εκκλησιές, μικρά κτίρια ακόμη και πλατείες. Δεκάδες τέτοιες κατασκευές μπέρδευαν τους Γερμανούς πιλότους των βομβαρδιστικών που από ψηλά δεν μπορούσαν να προσανατολιστούν και έριχναν τις βόμβες αλλού. Μια ημέρα που τα Γερμανικά βομβαρδιστικά σηκώθηκαν για να ισοπεδώσουν την πόλη οι πιλότοι τους βρέθηκαν μπροστά σε μια έκλπηξη.
τεράστια μπαλόνια προστάτευαν τα κτίρια από τις βόμβες.Έπαιζαν το ρόλο "αερόσακου"
Είχαν σαν σημείο αναφοράς και κέντρο προσανατολισμού τους τα ανάκτορα του Ερμιτάζ. Μόνο που από εκείνη την ημέρα από ψηλά έβλεπαν 2 Ερμιτάζ. Το ένα στην βόρεια πλευρά και το άλλο στη Δυτική. Δεν ήξεραν τι να χτυπήσουν, που να χτυπήσουν. Το πραγματικό Ερμιτάζ είχε καλυφθεί με ένα τεράστιο δίχτυ, το οποίο οι κάτοικοι ,είχαν “στολίσει” με χιλιάδες λουλούδια και μικρά δεντράκια. Από ψηλά έμοιαζε με ένα υπέροχο καταπράσινο αλσύλλιο, από τα εκατοντάδες που υπήρχαν στην πόλη. Ο τεράστιος χρυσός θόλος της εκκλησίας του Αγίου Ισαάκ (άλλο σημείο αναφοράς για τους Γερμανούς πιλότους), σε ένα βράδυ καλύφθηκε με τόνους από χώμα. Από ψηλά οι σαστισμένοι και απορημένοι πιλότοι έβλεπαν απλά έναν λόφο...
Ένα πρωινό του άγριου χειμώνα του 1942 ένα σοβιετικό καταδιωκτικό αεροπλάνο έσπασε τον από αέρα αποκλεισμό των Γερμανών. Πέταξε πάνω από την πόλη και έριξε σε προκαθορισμένο σημείο έναν ελαφρύ σφραγισμένο ταχυδρομικό σάκο. Την ίδια στιγμή ανακλήθηκαν ενώ πολεμούσαν στα χαρακώματα στις παρυφές της πόλης, όλοι όσοι ήταν επαγγελματίες μουσικοί . Μέσα στον σάκο υπήρχαν οι παρτιτούρες από το συμφωνικό έργο του Ντμίτρι Σοστάκοβιτς που έγραψε (και ολοκλήρωσε στις 27 Δεκεμβρίου του 1941), για τον ηρωισμό των πολιορκημένων (Symphony No7. Opus 60 Leningrad).
Στις 9 Αυγούστου τα κανόνια των πολιορκημένων σφυροκόπησαν τις θέσεις του Γερμανικού πυροβολικού, στέλνοντας περισσότερες από 3000 οβίδες. Τα Γερμανικά κανόνια σίγησαν...
Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν και καθώς προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τον μαζικό αυτό βομβαρδισμό, άκουσαν από κάθε σημείο της πολιορκημένης πόλης τους ήχους κλασσικής μουσικής να δονεί τον αέρα.
Οι Σοβιετικοί είχαν τοποθετήσει μεγάφωνα σε κάθε δρόμο του Λένινγκραντ και όσοι κάτοικοι μπορούσαν είχαν συγκεντρωθεί και παρακολουθούσαν την απίστευτη αυτή συναυλία. Οι μουσικοί από τα χαρακώματα σχημάτισαν συμφωνική ορχήστρα και έπαιζαν το έργο του Σοστάκοβιτς.
σπάνια φωτό: σφοδρός βομβαρδισμός την ώρα που το polytorka διασχίζει τη λίμνη
Με εντολή των αρχών η ζωή στην πόλη έπρεπε να συνεχιστεί κανονικά. Τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και όλες οι υπηρεσίες δεν σταμάτησαν λεπτό να λειτουργούν. Το ίδιο και τα θέατρα και οι κινηματογράφοι
Πολλοί άνθρωποι πέθαναν από το κρύο επειδή αρνήθηκαν να κάψουν τις βιβλιοθήκες και τα βιβλία τους για να ζεσταθούν. Άλλοι πάλι πέθαναν από την ασιτία. Όπως ο καθηγητής βοτανολογίας του πανεπιστημίου του Λένινγκραντ, ο οποίος αρνήθηκε να φάει την τεράστια συλλογή του πανεπιστημίου που περιελάμβανε πλήθος βρώσιμων φυτών, καρπών και σπόρων (περισσότερα από 200.000 τεμάχια διαφόρων ειδών). Επίσης όπως και στο Στάλινγκραντ, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας παρατηρήθηκαν φαινόμενα κανιβαλισμού.
Πριν την πολιορκία το Λένινγκραντ αριθμούσε τεσσεράμισι εκατομμύρια ψυχές. Στο τέλος της πολιορκίας είχαν μείνει μέσα στην Πόλη 700.000 άνθρωποι. Για τον ηρωισμό των κατοίκων της, ήταν η μοναδική πόλη της Σοβιετικής Ένωσης που έλαβε από τους Δυτικούς τον τιμητικό τίτλο της “Ηρωικής Πόλης”. Το Λένινγκραντ έγινε σύμβολο θάρρους, αυταπάρνησης, μαχητικότητας και δύναμης για ολόκληρο τον κόσμο.
1944 - Λένινγκραντ.
Ο Σάσα – Αντρέι Πιτσιπένκο σταμάτησε το “polutorka” του ακριβώς έξω από την πλατεία Πρεοπραζνεσκάγια. Όλο το τοπίο ήταν ντυμένο στα λευκά. Χιόνι παντού. Από την καρότσα πήδησαν κάτω 10 φαντάροι του Σοβιετικού στρατού και χάθηκαν αριστερά στην οδό Κορντολένκο προς το μουσείο Κβαρντίρα Νεκράσοβα. Η σφοδρή επίθεση του κόκκινου στρατού είχε αποδεκατίσει τη Γαλάζια μεραρχία των Ισπανών και τώρα κυνηγούσε τα απομεινάρια της Βέρμαχτ που έτρεχαν μαζί με τους Φινλανδούς να σωθούν. Η πολιορκία είχε τελειώσει.
αιχμάλωτοι Γερμανοι στρατιώτες, μετά το τέλος της πολιορκίας του Λένινγκραντ
Ο Σάσα βγήκε έξω από το φορτηγό του κρατώντας το Καλάσνικοφ των αξιωματικών του Σοβιετικού στρατού, στα χέρια του.
Άναψε ένα τσιγάρο και το ρούφηξε αργά. Σκέφτηκε τον φίλο του. Κοίταξε ψηλά το χιόνι που έπεφτε. Ο Βασίλι είχε διαμελιστεί πριν από τρεις μήνες. Μια βόμβα χτύπησε το φορτηγό του, πάνω στη λίμνη Λατόγκα. Του έλειπε ο φίλος του...
Σκέφτηκε τον γιο του. Χαμογέλασε. Ο Γιούρι θα είναι τώρα 7 χρονών. Ο πόλεμος σε λίγο θα τελείωνε. Οι Γερμανοί υποχωρούσαν τρέχοντας σε όλα τα μέτωπα. Θα γύριζε πίσω στα Ουράλια. Στην οικογένεια του...
Με την άκρη του ματιού του, ο Σάσα έπιασε μια κίνηση μέσα στην ολόλευκη καλυμμένη από χιόνι πλατεία.
Ξανακοίταξε καλύτερα. Κάτι υπήρχε θαμμένο κάτω από το χιόνι και κουνιόταν ελάχιστα. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν κανένα γατί που προσπαθούσε να κρυφτεί. Μετά σκέφτηκε λογικά. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Κανένα ζώο δεν κυκλοφορούσε στο Λένινγκραντ. Είχαν φαγωθεί και εξαφανιστεί όλα...
Πλησίασε αργά το παγκάκι της πλατείας, δίπλα από κάτι κούνιες που άφηναν ένα στριγκό, μονότονο ήχο, καθώς ο αέρας, σαν αόρατο χέρι, τις κουνούσε ρυθμικά. Το χιόνι είχε σχηματίσει ένα μικρό βουναλάκι. Όμως κάτι ζωντανό ήταν από κάτω. Γονάτισε και το καθάρισε.. Στην αρχή τρόμαξε με αυτό που είδε. Μετά συνειδητοποίησε ότι είναι ένα πρόσωπο , ένα όμορφο πρόσωπο από ένα μικρό κοριτσάκι. Αποστεωμένο, με ρουφηγμένα μάγουλα, χλωμό. Με μεγάλα μάτια. Το σήκωσε και το πήρε στην αγκαλιά του. Το παιδί πέθαινε από το κρύο και την πείνα: “Μην πεθάνεις τώρα. Όλα τελείωσαν, οι Γερμανοί έφυγαν. Θα γίνεις καλά”
Άγαλμα του Πιτσιπένκο που μεταφέρει το κοριτσάκι νεκρό
Το μικρό κοριτσάκι του έπιασε το μπράτσο, άνοιξε τα ματάκια του και τον κοίταξε. Δεν ήταν πάνω από 10 - 12 χρονών. Φορούσε ένα σκούφο και ένα βαρύ παλτό.
Ο Σάσα το σήκωσε και έτρεξε στο φορτηγό του. Στα ελάχιστα μέτρα μέχρι το polutorka, ένιωσε ένα κοφτό ξαφνικό τράνταγμα. Το μικρό κορμάκι κουνήθηκε άλλη μια φορά και μετά έμεινε άκαμπτο στην αγκαλιά του... Πέθανε....
Στο νοσοκομείο οι γιατροί του είπαν ότι η ασιτία ,η εξάντληση και το κρύο το σκότωσαν. Του έδωσαν το σκούφο και το βρεγμένο παλτό του που τώρα είχε γίνει βαρύτερο από το χιόνι που έλιωσε πάνω του.
Μέσα στο παλτό οι γιατροί βρήκαν και ένα ημερολόγιο 9 σελίδων γραμμένο από τα χεράκια του μικρού κοριτσιού. Του το έδωσαν και αυτό.
Ο Σάσα πήγε να διαμαρτυρηθεί. Δεν γνώριζε το παιδάκι δεν ήταν συγγενής του, τι να τα έκανε τα ρούχα του. Τελικά τα πήρε και πήγε στο polutorka του. Σε λίγο θα έπρεπε να μεταφέρει τους φαντάρους δυτικότερα...
Στο φορτηγό ξεδίπλωσε τις 9 προχειρογραμμένες σελίδες και διάβασε:
Οι 9 προχειρογραμμένες σελίδες και η φωτογραφία της Τάνια Σαβίτσεβα
σελίδα 1: Η Ξένια πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου του 1941.
σελίδα 2: Η γιαγιά πέθανε στις 25 Ιανουαρίου του 1942
σελίδα 3: Ο Λέκα πέθανε 17 Μαρτίου 1942
σελίδα 4: Ο θείος Βάσια πέθανε στις 13 Απριλίου του 1942 στις 2 μετά τα μεσάνυχτα
σελίδα 5: Ο θείος Λέσα πέθανε στις 10 του Μάη
σελίδα 6: Η μητέρα πέθανε στις 13 Μάη στις 7.30 το πρωί-1942
σελίδα 7: Οι Σάβιτσεφ πέθαναν
σελίδα 8: Όλοι πέθαναν
σελίδα 9: Μόνο εγώ έχω απομείνει. Με λένε Τάνια Σαβίτσεβα
Πηγή: OnAlert
Ἡ σύμβασις COOPER μέ ἀπησχόλησε, ὃπως καί ἀρκετούς ἂλλους φαντάζομαι. Μόλις ὃμως κατάφερα νά τήν μελετήσω καί νά σᾶς μεταφέρω τίς πληροφορίες πού ἀπεκόμισα. Ἐδῶ κι ἀρκετόν καιρό τὴν ἀναζητοῦσα, πρό κειμένου νά καταλάβω τί ἀκριβῶς ἒχει παραχωρήσει (ἢ ἀκόμη κι ἐκχωρήσει) τό Ἑλληνικόν Δημόσιον.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, παραμονές της εθνικής επετείου του ΟΧΙ, οι μνήμες γυρνάνε στο παρελθόν. Οι σκέψεις επιστρέφουν σε πρόσωπα αγαπημένα, που χάθηκαν στα πεδία των μαχών. Υποχρέωση όσων έμειναν πίσω να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη εκείνων που έδωσαν το αίμα τους για κάτι υψηλό, για αρχές, ιδανικά και δίκαια. Για την πατρίδα. Για την ελευθερία.
1940. Άμαχοι νεκροί, ομηρίες, καταστροφές, λεηλασίες και αεροπορικές επιδρομές. Αυτό είναι το βαρύ τίμημα των χωριών που βρέθηκαν στο θέατρο των επιχειρήσεων του ελληνοϊταλικού πολέμου.
«Απότομα πετάχτηκα από τις θλιβερές μου σκέψεις. Τι ανατριχιαστικό ουρλιαχτό ήταν αυτό; Σειρήνες! Θεέ μου, σειρήνες! Τι συνέβαινε πάλι, άραγε; Αλλόφρονα πλήθη διέτρεχαν τους δρόμους ουρλιάζοντας. Ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλον στην προσπάθειά τους να βρουν ένα ασφαλές μέρος να προστατευτούν.
Την 19η Δεκεμβρίου 1941, ο Χίτλερ έπαυσε τον αρχηγό του Γερμανικού Στρατού, Στρατάρχη Βάλτερ Μπράουχιτς, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την θέση του. Την προηγουμένη είχε αντικαταστήσει τον διοικητή της Κεντρικής Ομάδας Στρατιών, στο ρωσικό μέτωπο, Στρατάρχη Φέντορ φον Μποκ. Η αιτία της απομακρύνσεως των δύο κορυφαίων αξιωματικών οφείλονταν στην αποτυχία καταλήψεως της Μόσχας, στα πλαίσια της επιχειρήσεως με την κωδική ονομασία «Τυφώνας». Η επιχείρηση που διήρκησε από την 2α Οκτ. 1941 έως την 7η Ιαν 1942, σηματοδότησε την πρώτη ήττα του γερμανικού στρατού στην εκστρατεία κυριεύσεως της ΕΣΣΔ και συμμετείχαν 2 εκατ. Γερμανοί και 1,5 εκατ. Ρώσσοι στρατιώτες. Οι απώλειες των επιτιθέμενων ανήλθαν στις 400.000 νεκρούς και τραυματίες, ενώ των αμυνομένων στις 700.000.
Μετά την κατάρρευση της Ελλάδος τον Απρίλιο του 1941, τα Επτάνησα τέθηκαν υπό αποκλειστική ιταλική πολιτική και στρατιωτική διοίκηση, εν αντιθέσει με την υπόλοιπη Ελλάδα που ήταν μεν υπό ξένη στρατιωτική κατοχή αλλά υπήρχε ελληνική πολιτική διοίκηση η οποία βέβαια υπαγόταν υποχρεωτικά στις κατοχικές αρχές.
Όταν οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν (8 Σεπτεμβρίου 1943) τα κενά κατέλαβαν οι Γερμανοί, ιδιαίτερα στα κυρίως αστικά κέντρα. Προσπαθούσαν να ελέγχουν την κατάσταση με προγραμματισμένες εξόδους προς την ύπαιθρο, εκτός των τριών μεγάλων εκκαθαρίσεων. Σε μια απ’ αυτές ο Στρατιωτικός Διοικητής Λαμίας είχε προγραμματίσει να κάνει αναγνώριση εδάφους στον άξονα Λαμίας – Γαρδικίου. Οι έξοδοι – εξορμήσεις γίνονταν μεθοδικά και σταδιακά. Πρώτα μέχρι Μακρακώμη, μετά Σπερχειάδα, μετά Παλαιοβράχα κλπ.
Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ είχε εγκαταστήσει καραούλια κατά μήκος του δρόμου και παρακολουθούσε τις κινήσεις του εχθρού:
«Την προηγούμενη ημέρα της μάχης 2/1/44, μια γερμανική φάλαγγα έφθασε ανενόχλητη στη Σπερχειάδα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας δύο καμιόνια της φάλαγγας αυτής ήρθαν επίσης ανενόχλητα στην Παλαιοβράχα. Εγώ τη χρονιά αυτή σπούδαζα στο Ιεροδιδασκαλείο της Λαμίας (ετών 21), αλλά λόγω των εορτών των Χριστουγέννων, ευρισκόμουν στο χωριό. Βρεθήκαμε μερικά παιδιά πάνω στα Τσιρικέϊκα και όταν είδαμε τα γερμανικά καμιόνια ν’ ανεβαίνουν στην Παλαιοβράχα η απερισκεψία μας, μας έσπρωξε να πάμε να δούμε από κοντά τους Γερμανούς.
Με τον Κωστάκη Χ. Νταλιάνη και ένα τρίτο που δεν θυμάμαι, πήγαμε δειλά δειλά στην Πλατεία. Βρήκαμε παρκαρισμένα τα καμιόνια στην ανατολική πλευρά της Πλατείας. Μια ομάδα αξιωματικών και υπαξιωματικών κάνανε καταγραφή των γύρω από την Πλατεία κτηρίων, ένας ήταν σκοπός στον πάτο της Πλατείας και κάποιοι άλλοι παίζανε χαρτιά μέσα στις καρότσες των αυτοκινήτων.
Εμείς κάναμε βόλτες μπροστά στο σκοπό. Άλλοι νέοι δεν υπήρχαν. Κάποια στιγμή μας πλησιάζει η Μαρίκα Ραμαντάνη η γυναίκα του Πάνου Τσιλιμάγκου και μας είπε: Παιδιά φύγετε γιατί αυτός ο σκοπός σας παρακολουθεί συνέχεια. Με τρόπο σιγά σιγά γλιστρήσαμε και ήρθαμε στη Φτέρη και ενημερώσαμε γι’ αυτά που είδαμε. Πολλοί δεν μας πιστέψανε.
Το πρωί της 3 Ιανουαρίου, ημέρα της μάχης με ειδοποίησαν από την οργάνωση να κατεβώ στην Πλατεία. Εκεί μου λέει ο Ηλίας ο Κύρκος, πάρε αυτό το όπλο και πηγαίνετε με το Χρήστο τον Αργύρη στην άκρη της ράχης της Παλαιοβράχας ν’ αντικαταστήσετε τους άλλους που είναι εκεί όλη νύχτα και αν δείτε καμία φάλαγγα να μας ειδοποιήσετε. Τα δυο καμιόνια της Παλαιοβράχας είχαν επιστρέψει και διανυκτέρευσαν στη Σπερχειάδα.
Κάποια στιγμή βλέπουμε από την κατεύθυνση της Φτέρης να έρχονται μερικά ζώα με αντάρτες φορτωμένα πυρομαχικά προς την τοποθεσία «Μάχος». Την ίδια στιγμή στο «Σπαρτιά εμφανίζεται η γερμανική φάλαγγα από 5 – 6 οχήματα. Στη θέα της φάλαγγας οι αντάρτες με τα ζώα τράβηξαν προς τα πάνω και εξαφανίστηκαν. Το ίδιο και ο Χρήστος Αργύρης φοβήθηκε και έφυγε.
Εγώ το «παλικάρι» παρέμεινα να δω προς τα που θα κατευθυνθεί η φάλαγγα. Λούφαξα στο αυλάκι ενός σπαρμένου χωραφιού παρατηρώντας. Η φάλαγγα σταμάτησε στο σταυροδρόμι, στο εικόνισμα, ενώ τα δύο τελευταία συνέχισαν και ανέβηκαν στην Παλαιοβράχα. Στο σταυροδρόμι κατέβηκαν όλοι κάτω και παρατηρούσαν τη γύρω περιοχή. Άρχισα να φοβάμαι με τη σκέψη, μήπως τα δύο που ανέβηκαν επάνω έρθουν ως πλαγιοφυλακή από τον επάνω δρόμο. Πήρα τη μεγάλη απόφαση να φύγω καλύπτοντας το όπλο με το σώμα μου, ώσπου κρύφτηκα στη στροφή. Έφθασα στο σπίτι του Καλαντζή και τότε είδα τα δύο αυτοκίνητα της Παλαιοβράχας επιστρέψανε κάτω και όλα μαζί κίνησαν προς τα δυτικά.
Όταν έφθασαν στη θέση «Βρύσες» άρχισαν οι αντάρτες από τα Καμπιά να τους ρίχνουν. Οι Γερμανοί που ήταν λίγοι φοβήθηκαν για μεγάλη ενέδρα και γύρισαν πίσω. Σ’ αυτή την προσπάθεια κάποιου αυτοκίνητου χτυπήθηκε ο οδηγός και έπεσε στην κοίτη του «Καβουρορέματος». Την ώρα εκείνη συναντήθηκα και ’γω με την ομάδα των εφεδροελασιτών στο σημερινό υδραγωγείο με επικεφαλής το δάσκαλο Κώστα Σταμοκώστα. Στην ομάδα θυμάμαι ήταν μεταξύ των άλλων ο Πάνος Ευσταθίου με το πολυβόλο και ο Κώστας Ζαχαρής του Θανάση. Δεν μπορώ να θυμηθώ τους άλλους.
Τα αυτοκίνητα που επέστρεφαν εγκλωβίστηκαν μεταξύ Βρύσες και «Καρδαρόρεμα». Κάποια αντάρτικη ομάδα που βρισκόταν στον Πύργο – Βίτωλη ειδοποιήθηκε και έσπευσε για ενίσχυση, καταλαμβάνοντας τον «Πουρναριά» Παλαιοβράχας και τη Μαυρόρραχη. Ένα άλλο πολυβόλο είχε στηθεί στου παπά τη «Γούρνα», πιο κάτω από κει που ήμουνα εγώ το πρωί. Άλλοι αντάρτες είχαν στήσει τα πολυβόλα τους και σφυροκοπούσαν από τα υψώματα της νότιας πλευράς του δρόμου.
Με τη δική μας ομάδα κατεβήκαμε και πιάσαμε την «Καστανιά» του Λάμπου στο «Μάχο» και από κει χτυπούσαμε συνεχώς, μέχρι που το πολυβόλο έπαθε εμπλοκή. Αναγκασθήκαμε ν’ αποσυρθούμε κάτω από τις ριπές των αυτόματων των Γερμανών.
Σε καμιά ώρα πριν βασιλέψει ο ήλιος, έφθασαν ενισχύσεις με τεθωρακισμένα απ’ τη Λαμία και από τη διασταύρωση της Παλαιοβράχας άρχισαν να κανονιοβολούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποια μοτοσυκλέτα με δύο επιβάτες κατευθύνθηκε προς τα Κολοκυθέικα και δέχθηκε τα πυρά από την Πουρναρόρραχη. Και οι δύο επιβαίνοντες έπεσαν προς τη αριστερή πλευρά του δρόμου. Την επομένη βρέθηκαν ποσότητες πηγμένου αίματος στην παλάσκα του ενός, που του είχε πέσει». (Έγγραφη αφήγηση Γεωργίου Χρήστου Τσιούστα. 10 Μαΐου 2.000).
«Στο σπίτι Ιωάννη Μπακατσέλου φθάνει μια ομάδα 6 εφεδροελασιτών με έναν Ρώσο αυτόμολο των Γερμανών και με ένα αντιαρματικό πυροβόλο. Από τη Λαμία έχουν έρθει γερμανικές ενισχύσεις με ένα τανκ. Ο Μπαρμπαγιάννης οικοδεσπότης θα προσφέρει λίγο λουκάνικο στα παιδιά και πολύ κρασί. Ο Ρώσος θα πιει μονοκοπανιά ένα τσουκάλι (μετασκευασμένο από κάλυκα κανονιού) και από κατάλληλο εκεί σημείο θα χτυπήσουν το άρμα.
Ο Κωστάκης Μπακατσέλος, παρά τις συστάσεις του πατέρα του, θα φύγει για να πάει στη Μαυρόρραχη να παρακολουθήσει καλύτερα τη μάχη.
Η φάλαγγα μετακινήθηκε λίγο δυτικότερα προς την εσοχή πρώην σιδηρουργείου αδελφών Παπακώστα, για να προφυλαχθεί. Μόλις ο Κωστάκης έφθασε στην κορυφή της Μαυρόρραχης βλέπει δυο Γερμανούς ν’ ανηφορίζουν, κουβαλώντας βαρύ οπλισμό. Στο φευγιό του πέφτει επάνω σε 7 εφεδροελασίτες, που έφθασαν από τη Βίτωλη, οι οποίοι είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς. Επικεφαλής τους ήταν ο Τσεργάς από την Παλαιοβράχα που είχε και αυτόματο.
Ο Κωστάκης τους λέει φοβισμένος ότι ανεβαίνουν δυο Γερμανοί με βαρύ οπλισμό. Ο Τσεργάς ακροβόλισε τους άνδρες του και διέταξε να τους αφήσουν να πλησιάσουν πιο πολύ. Στη δεδομένη στιγμή τους θερίζει και αμέσως όρμησαν όλοι για το πλιατσικολόγημα. Πήγε και ο Κωστάκης αλλά εκεί που τον τραβάγανε τον ένα, τον έσυραν επάνω σε κάτι κόπρανα που κάποιος είχε αφήσει πρόσφατα. Δεν άργησαν να δεχθούν την απάντηση από τους Γερμανούς, αλλά είχαν προλάβει και φύγανε.
Στη φυγή τους ο Κωστάκης μ’ ένα αντάρτη κατευθυνθήκανε Βόρεια προς το χωράφι Δημητρέσσα και στη μικρή ρεματιά, όπου ο στάβλος Ιωάν. Ν. Σπανού σήμερα, δέχονται τα πυρά των Γερμανών. Με το που πέφτει ο Μπακατσέλος να κρυφτεί, ακούει ένα γδούπο από πίσω του κι ένα ωχ! Είδε τον αντάρτη να σπαρταρά και σε λίγο να ακινητοποιείται.
(Ήταν ο Γιώργος Γεωργιάδης ιδ. υπάλληλος ετών 26. Κηδεύτηκε την επομένη στη Φτέρη. Η σφαίρα είχε περάσει από το δεξί του χέρι και βγήκε από το αριστερό. Τα στοιχεία τα βρήκε ο γράφων από το διασωθέν βιβλίο θανάτων της εκκλησίας του Αγ. Δημητρίου). Ο Κωστάκης σώθηκε. Έφυγε από ’κει, πήγε στην Κοδετσόρραχη, στο μύλο της Μυλόρραχης, εκεί βρήκε και άλλους, και από ’κει στο κτήμα Καραγιάννη που είχε σπίτι και από ’κει τη νύχτα 12 η ώρα στην Άνω Φτέρη με ξαστεριά». (Ηχογραφημένη μαρτυρία Κ. Ι. Μπακατσέλου 2012).
«Η γερμανική φάλαγγα δεν το ’βαλε κάτω, είχε προορισμό να φθάσει μέχρι το Γαρδίκι και ο Διοικητής έδωσε εντολή να συνεχίσουν. Φθάνοντας στην εσοχή – σταυροδρόμι Φτέρης στη θέση «Βρύσσες» σταμάτησε, εξασφάλιζε καλύτερη ασφάλεια και άρχισε κατόπτευση του χώρου. Εκεί φιλοξενήθηκε με ομοβροντίες πυροβολισμών από παρατηρητήρια – θέσεις των Καμπιών και από τη Χιλιομοδόρραχη, από την οποία κακάριζε ένα πολυβόλο (τουρτούρα), που χειριζότανε ο Γιώργος Γεωργίου (Μπιζαρμάνης). Ήταν παλιός τσολιάς του Πλαστήρα.
Το τανκ με τον οδηγό ήταν σταματημένο πάνω στη στροφή της Γέφυρας και κάποια στιγμή έκανε πίσω. Μόλις έφθασε στη διασταύρωση πάνω από τις «Βρύσες», άρχισε να γκρεμίζεται στη κοίτη του ρέματος. Πήρε φωτιά ή το πυρπολήσανε οι ίδιοι οι Γερμανοί, γιατί προφανώς ο οδηγός ή και ο Διοικητής χτυπηθήκανε. Ο πυκνός καπνός του συνεχιζόταν μέχρι τη νύχτα και τον παρακολουθούσανε κάποιοι ακόμη και από τα «Κατώγια» όπου η καλύβα αδελφών Κατσίκα, οι οποίοι χωρίς να ξέρουν τι συμβαίνει υποθέσανε ότι καίγεται η καλύβα Χαρ. Γ. Κωστούλα. Η μάχη συνεχίστηκε όλη τη μέρα, και τη νύχτα οι Γερμανοί ανέβηκαν στο χωριό με σβηστά τα φώτα των αυτοκινήτων τους, έκαναν ένα γύρο στην εκκλησία και αποχώρησαν για τη Λαμία, παραλαμβάνοντας και τη μικρή φρουρά που είχαν αφήσει στη Σπερχειάδα». (Άρθρο Νικ. Θεοδώρου: Εφημερίδα «Τόλμη» και ιστοσελίδα Σπερχειάδας 1-12-1985).
Στις 8 του μηνός στη Λαμία, όπως εγγράφως αφηγείται ο Γιώργος Τσιούστας και όπως τον πληροφόρησε ο θείος του Σούλας που κατοικούσε στο Κόμμα, οι πληροφορίες λέγανε ότι είδαν 4 φέρετρα των Γερμανών αξιωματικών ή στρατιωτών, να εξέρχονται από τον στρατώνα τους, με μεγάλη επισημότητα. Δεν υπήρξε κάποια άλλη πληροφορία για αριθμό νεκρών στρατιωτών ή τραυματιών. Οι αδελφοί Βασ. Νταλιάνη, σύμφωνα με πληροφορίες τους, μιλάνε στη δική τους συνέντευξη για αρχικό αριθμό Γερμανών στρατιωτών 17. Προφανώς, αν είναι έτσι, θα έρχονταν για απλή κατόπτευση χώρων.
Μια βελανιδιά που ακόμα είναι όρθια προς το δυτικό μέρος της γέφυρας 70 μέτρα περίπου από το γεφύρι και κάτω από το δρόμο, αποτέλεσε το ταμπούρι του Γερμανού μυδραλιοβολητή, απ’ όπου έβαζε προς κάθε κατεύθυνση.
«Εκτός από την απώλεια του αντάρτη Γεωργιάδη υπήρξε και ένας τραυματίας αντάρτης από την Πελασγία, ο Ευστάθιος Καρασλής, με διαμπερές τραύμα στον ώμο, ο οποίος νοσηλεύτηκε στη Φτέρη. Την επομένη τα ξαδέρφια Κώστας Χ. Νταλιάνης και Γιώργος Δ. Νταλιάνης πήγαν και βρήκαν ένα μικρό λόφο από κάλυκες και είδαν και το καμένο τανκ των Γερμανών, το οποίο έγινε λεία των διαφόρων εξαρτημάτων του από τους χωρικούς». (Μαρτυρία: Γ. Δ. Νταλιάνη).
«Την επιχείρηση του ΕΛΑΣ οργάνωσαν οι καπετάνιοι Χριστόφορος και Αίαντας με δύναμη 180 ανταρτών. Υπολογίζεται ότι οι απώλειες των Γερμανών σε νεκρούς και τραυματίες να ήταν πολύ μεγάλες. Εβάλλοντο από 7 σημεία εις τρόπον τέτοιο που να νομίζουν ότι οι αντάρτες είναι πολλαπλάσιοι». (Έγγραφη μαρτυρία Ιωάν. Κ. Κύρκου, οργανωτικού γραμματέα ΕΑΜ Φτέρης, 31/7/44).
Τη μάχη παρακολούθησαν πολλοί Φτεριώτες από διάφορα σημεία, όπως και Καμπιώτες και τη χαρακτήριζαν σαν ένα μεγαλείο. Πολλοί Φτεριώτες ήταν στη θέση «Πεζουλάκια» όπου το χωράφι Κωστούλα, μεταξύ των οποίων ο Κ. Μακρής, Γιάν. Κύρκος και άλλοι από διάφορα άλλα σημεία. (Μαρτυρίες έγγραφες: Γιώργος Χρ. Τσιούστας, Νικ. Θεοδώρου δάσκαλος από το Κλωνί και γαμπρός Φτεριώτης, Γιάννης Κ. Κύρκος, δάσκαλος. Ηχογραφημένες: Νικ. Βασ. Νταλιάνης, Κων. Ι. Μπακατσέλος. Προφορικές: Γεώρ.. Δ. Νταλιάνης, Δημ . Χρ. Κύρκος και οι Νικ. Χαμπίπης και Τάσος Θεριόπουλος από Καμπιά).
Τα παραλειπόμενα της μάχης. Προσωπικό βίωμα – οδοιπορικό του γράφοντος:
«Ήμουνα τότε 7 χρονών και η μάνα έχει καλέσει τη μέρα αυτή τον πρακτικό οδοντίατρο του χωριού Γεώργιο Τσόγκα από τον κάτω Μαχαλά να βγάλει της 5χρονης αδερφής μου Αθανασίας μερικά δόντια – κουνιόταν τότε, τα άλλαζε. Ο Γιώργος δεν είχε γεννηθεί ακόμα.
Κατά τη διαδικασία, εμένα μου έδιναν ένα – ένα τα βγαλμένα και πήγαινα και τα πετούσα πάνω στα κεραμίδια, λέγοντας: «Πάρε κρανοκόκαλο και δώσ’ μου σιδερένιο». Πάνω εκεί στο 4ο ή 5ο ακούγονται ποδοβολητά, φασαρία, φωνές κι η καμπάνα να χτυπά σύναξη – κίνδυνος: Οι Γερμανοί, έρχονται οι Γερμανοί. Πανικός. Ο πατέρας απουσιάζει, ως συνήθως μεταγωγικός στον ΕΛΑΣ με τη φοράδα. Αποφασίζεται τα γυναικόπαιδα να φύγουν για την Άνω Φτέρη, σώζονταν εκεί μερικά σπιτάκια των προγόνων απ’ την Τουρκοκρατία ακόμη και πηγαίναμε το Καλοκαίρι και παραθερίζαμε.
Ο θείος Νίκος με τη θεία Τασούλα, που μέναμε μαζί στο ίδιο σπίτι, παίρνουν την 4χρονη Αθανασία τους και φεύγουν. Ο Γιώργος – παρατσούκλι Γκρας σήμερα – ήταν στην κοιλιά της θείας Τασούλας. Θα ακολουθήσουμε εμείς, με τη μάνα ν’ αναλαμβάνει την Αθανασία και η θεία Ειρήνη ν’ αναλαμβάνει εμένα απ’ το χέρι και ο παππούς με τη γιαγιά θα παραμείνουν κρυπτόμενοι στο χωριό, αναλόγως, με τους τρεις φιλοξενούμενους Ιταλούς. Όπως – όπως θα πάρουμε τη γουμάρα με λίγα τροφοεφόδια προ παντός κλινοσκεπάσματα και λίγα χριστουγεννιάτικα μεζέδια, με πανωσάμαρα μια κόκκινη φλοκάτη.
Η επιλογή του δρομολογίου ήταν από τον άλλο δρόμο από τα «Τσιρικέικα» γιατί από το Κεφαλάρι ήμασταν πολύ εκτεθειμένοι, ακάλυπτοι και θα μας σκότωναν, δεδομένου ότι το τουφεκίδι, είχε ανάψει. Στο σπίτι του Σφυρή, που είναι στην κορυφή στο χωριό, κάναμε μια στάση να ζεσταθούμε λίγο και να ψήσουμε λίγο λουκάνικο να βάλουμε στο στόμα μας. Θυμάμαι εκεί ήταν και η Θυμία Καραγιάννη. Κόσμος, συρφετός, ανεβαίνει την πλαγιά του σημερινού υδραγωγείου και προς τα πάνω, από κοντά και μεις. Όταν περάσαμε το σημερινό υδραγωγείο, από ’κει πήγαινε ο δρόμος ίσια πάνω κατά μήκος της ρεματιάς, μας έβαλαν καταιγιστικά με μυδράλια από τις «Βρύσες». Πέστε κάτω φωνάζανε και πολλοί κουτρουβαλιστήκανε προς τη ρεματιά.
Θυμάμαι το Γεώρ. Θεοφ. Κυρίτση με την κόρη του Δήμητρα που ήταν πάνω σ’ ένα άλογο και πέσανε κάτω προς τη ρεματιά. Η θεία Ειρήνη με απιθώνει σε μια νεροφαγωμένη αυλακιά και με καπακώνει με το σώμα της. Θυμάμαι ακόμα τους δυνατούς και γρήγορους χτύπους της καρδιάς της. Οι σφαίρες βροχή πάνω στα κεφάλια μας και στα πόδια μας. Σκάβανε το χώμα και έπεφταν στα κεφάλια μας, σαπιολίθια ολόκληρα.
Πάνω στη σαστιμάρα και την τρομάρα μου λέω:
Ωχ! θεία με πέτυχε ένα σκάγ)ι στο σβέρκο! «Σκάσι βρε απ’ ού(εί)ναι σκά(γ)ι του γμαράγαθου»! Και έτρεμε ολάκερη. Η μάνα με την Αθανασία είχαν πέσει προς το κάτω μέρος και σβαρνώτας ξεφύγανε απ’ τον κίνδυνο προς τη ρεματιά. Η γουμάρα μεσ’ τις λάσπες ακούνητη με τη φλοκάτη να είναι το πραγματικό κόκκινο πανί των Γερμανών. Το τι σφαίρα έσβησε γύρω απ’ τα πόδια της μεσ’ τις λάσπες δε λέγεται. Αυτή ούτε χιλιοστό να κουνηθεί. Κάποια στιγμή, μετά από αρκετή ώρα, σταμάτησε το μυδράλιο. Φωνάζουν απ’ το ρέμα: Κουτρουβαλιαστείτε γρήγορα. Έτσι κι΄ έγινε. Στη ρεματιά βρήκαμε τη μάνα με την Αθανασία να μας περιμένουν και άλλους συγχωριανούς και σιγά – σιγά ανηφορίζοντας φθάσαμε στην πλατεία του Αι-Γιώργη με πασπαλισμένο χιόνι. Κάναμε το σταυρό μας και τον παρακαλέσαμε να μας βοηθήσει να γλιτώσουμε από τους εχθρούς.
Θυμάμαι στο Β.Δ άκρο της πλατείας μ’ ένα δίκαννο στον ώμο, δείγμα δυνατότητας άμυνας, τον μπάρμπα – Βάγια Καραγιάννη, να φοράει τα πολυπόθητα παχάκια (τσαρούχια παντοφλέ). Κατευθυνθήκαμε στο σπίτι του θείου Νίκου, που διέθετε δωμάτιο με ξύλινο πάτωμα. Τότε λέει η Αθανασία η αδελφή μου: «Αχ! Θείου μ’ Νίκου μ’ τι έπαθα μ’ ιμίς σήμερα, τι έπαθαμι»! Μέχρι τότε σε όλη τη διαδρομή του τρόμου δεν είχε βγάλει μιλιά, αφηγείται η μάνα. Φωτιές απαγορεύονται.
Έπεσε το σούρουπο και σε λίγο η ξαστεριά. Παγετός. Στα στενά δρομάκια του πατρογονικού χωριού περπατούσαν όλοι σκυφτοί. Στη πλατεία όλο φθάνανε, τρομοκρατημένοι, για τυχόν αντίποινα, χωριανοί με τα τελευταία νέα. Ήταν σε διάφορα σημεία – παρατηρητήρια που παρακολουθούσαν τις κινήσεις του εχθρού. Επικρατούσε ησυχία. Κάποια στιγμή η μάνα με το θείο σκεφτήκανε ότι κάτι έπρεπε να γίνει με τη γουμάρα και τα πράγματα. Με κρύα καρδιά ο θείος τ’ αποφάσισε, παρά τις αποτροπές της θείας Τασούλας, να πάει να την πάρει, αν τη βρει. Αφού έφυγε, μετά από αρκετή ώρα ακούγεται στην αυλή σαλάγημα: Α χάα, σί ι …
Πεταχτήκαμε όλοι έξω. Όχι τόσο για τη γουμάρα όσο για την ακεραιότητα του θείου. Ανέπαφη η γουμάρα από τα συνεχόμενα πυρά των Ούννων, με όλα τα υπάρχοντα σώα, ιδρωμένη ολόκληρη μέχρι τ’ αυτιά. Ο δρόμος είχε πολύ λάσπη, το φορτίο ήταν βαρύ, βούλιαζε η δύστυχη και με πολύ κόπο μας έφερε τα σωτήρια αγαθά. Μια μεριά (σακί) αλεύρι, τσιγαρίθρες, προκοίλι, λουκάνικα, σκεύη, σκεπάσματα κλπ. Το πρώτο μέλημα όχι εμείς, αλλά η γουμάρα.
«Κοίταξι Γιουργίτσα, λέει ο θείος, με τι θα την τ’ λίξ’, μην ψουφήσ’ (ει) μέχρι του προυί. Κάνει πουλύ κρύου κι είναι ιδρουμένη. Ακούς! Του πραματάκι μ’ απ’ θα τα’ αφήσου ιγώ»! Παίρνει μια παντανία, την τύλιξε και την έδεσε γύρω απ’ το κορμί της. Της έδωσε ένα καπάκι αλεύρι να φάει και την πήγε στο παλιό πλακοσκέπαστο πατρογονικό σπίτι λίγο πιο κάτω, μέσα, να ξενυχτίσει. Από την επομένη έδειχναν ήρεμα τα πράγματα, η επαγρύπνηση για αντίποινα συνεχίστηκε από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, εμείς επιστρέψαμε στις εστίες μας και η ζωή συνεχίστηκε στους ρυθμούς της Κατοχής».
Το εν λόγω ιστορικό αφιέρωμα παίρνει τη θέση του στην ιστορία όχι μόνο του χωριού μας και της Ελλάδας μας, αλλά και στα αντίστοιχα Αρχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντάσσεται σ’ ένα πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και χρηματοδοτείται απ’ αυτή με την επωνυμία «70 ΒΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ» («70 STEPS TOWARDS EUROPEAN PEACE»). Είναι τριημερίδα: 15 – 16 – 17/02/2016, η οποία θα συνεχισθεί στις: 09 – 10 – 11/3/2016, 07- 08- 09/4/2016 και 20 – 21 – 22/05/2016, στο Συνεδριακό Κέντρο πάντοτε της Σπερχειάδας, με συμμετοχή και ξένων προσκεκλήμένων από: Ιρλανδία, Βουλγαρία, Σλοβενία, Αλβανία, Κύπρο, Γαλλία, Γερμανία και Ουγγαρία.
Σημειώνεται πως κατά την προγραματισθείσα τριημερίδα από το Δήμο Μακρακώμης 15-16-17/2/2016, τη σχετική αναφορά-περιγραφή έκανε ο συγχωριανός μας Βασίλης Δ. Σταμοκώστας, στα πλαίσια του συγγεκριμένου προγράμματος
Πηγή:Φτέρη Φθιώτιδος, Αβέρωφ
Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς ήτανε. Κι’ είναι άληθινή ή ιστορία. 1942! Μαύρο σκοτάδι! Παγερό! Πικρό! Κί άβάσταγο τό κρύο!…
Έτσι άρχιζε κάθε παραμονή «Αι-Βασιλιοϋ» ή γιαγιά νά διηγιέται, σά νά τό ζοϋσε τώρα:
- Έβγήκα, τυλιγμένη στό χοντρό παλτό, στό μάλλινο μου σάλι, νά πάω προσκύνημα στην έκκλησιά!… Στόν «Αι-Βασίλη», λάδι!… Λάδι, πού τό ξεχώρισα γιά τό καντήλι του τήν περασμένη τή βραδιά!… Μοΰ τό στείλε μέ θάμα!
”Αχ, γιά τά πεινασμένα μου παιδιά! Έκίνησα, λοιπόν, καί πήγαινα.
Ή ’Αθήνα, κάτασπρη, σαβανωμένη! Σάν φέρετρο, πού μέσα του χιλιάδες πεθαμένοι! Κι’ όσοι άπομέναν νά Βογγουν, κουφάρια, σκελετοί, έδώ καί κεϊ σουρμένοι, ήσαν… οί ζωντανοί!…
Γκράπ-γκρούπ! σπάζει τό χιόνι, «ή μπόττα» ή φοβερή! «Σκλαβιά» τή λέγαν; «Κατοχή»!;…
Μολύβι όθε περνούσε καί καρφιά!… Καημένη μου Πατρίδα! “Ως πότε πιά;… Στέναζα!… προχωρούσα άργά, σκυφτά!
Καί κάθε τόσο σταματούσα, νά ζεστάνω την άνάσα μου πού τήν πάγωνε τό χιόνι!
Κοίταξε έδώ! Κοίταξε κεϊ! ριγμένοι στίς γωνιές, στίς θύρες μπρος κουλουριασμένοι, μισόγυμνοι, άστεγοι, ράκη τής πείνας τής φρικτής, ξεπαγιασμένοι, οί άδελφοί!… Τί νά ‘ναι, ζωντανοί ή πεθαμένοι;
Νά σκύψω; Νά τούς άνάψω μέ τό δάκρυ μου κερί; Νά κάψω γιά θυμίαμα τήν προσευχή μου;…
Στά κρύα μέτωπα νά δώσω τό στερνό άδελφικό φιλί;… Καημένη μου Πατρίδα! Μαρτυρική!…
Φθάνω στήν έκκλησιά, χαράματα! ‘Ακόμα δέν έσήμανε ή καμπάνα. Μπαίνω, άνάβω τό κερί!… Σβησμένα τά καντήλια! Σκοτεινά!…
- “Αγιε Βασίλη, ένα δαχτυλάκι λάδι γιά τή χάρη σου! Γιά τή σημερινή τή Λειτουργία!…
‘Άναψα τό καντήλι! Σπίθισε! Έλαμψε ή ώραία Πύλη! Ζεστάθηκε ή γαλήνη τής έκκλησιάς κι’ απλώθηκε καί χύθηκε βαθιά μου!
- «Αγιε Βασίλη! ’Άρχοντα Χριστέ! Παρθένα Δέσποινά μου!…
Κλαϊνε τά μάτια, γονατίζουνε τά γόνατα πού τρέμουν! -Δέν σοϋ ζητάμε λάδι καί ψωμί, Χριστέ, τούτη τήν ώρα… Μέ τόν καινούργιο χρόνο στείλε μας… τής Λευτεριάς τά δώρα!…
Μά,… σά ν’ άκούω μιά φωνή λεπτή, μισοσβησμένη!… Ακούω καλά;… Σωπαίνω… ποϋθε νά ’ρχεται;
Άκου! Μιλάει άκόμα:
- Ά-γιε Βα-σίλη… μου, Πε-θαίνω!… Έ-σύ… όπου… χα-ρίζεις δώρα… στά… παι-διά… μήν… τό… ξε-χάσεις…νά… φέρεις… στά… έλληνόπουλα… τή… ΛΕΥΤΕΡΙΑ!…
Σώπασε! Δεν άκούστη πιά!… Πετάχτηκα! Κοιτώ δεξιά-ζερβά… Νάτο!… Έκεΐ στό πλάι! (Στ Άγιο Βήμα!) στά σκαλιά, κορίτσι δωδεκάχρονο – ίσως καί πιά πολύ!
Κέρινος άγγελος θαρρείς, πού στ’ άνοιγμένα του φτερά, τά δυό του χέρια, κρατεί ένα άγόρι πιό μικρό καί τό ζεσταίνει λές, μέ τά φιλιά του, τόν πεθαμένο του άδελφό!…
Χτυπά ή καμπάνα! Φθάνουν οί πιστοί!
- Τί είναι κεϊ;… τί τρέχει;
- Δυό μάρτυρες μικροί! Γιορτάζουν τήν Πρωτοχρονιά, στόν Ούρανό!…
Κί έδώ σταμάταγε ή γιαγιά τήν ιστορία καί σκούπιζε τό τελευταίο δάκρυ!…
- Ναί, παιδιά! Μάρτυρες προσευχήθηκαν γιά τή δική σας Λευτεριά!… Καί θέλουνε «μνημόσυνο» άπό σάς κι’ εύγνωμοσύνη!… Καί, σιωπούσε!…
Ντάν-ντάν! Μεσάνυχτα! Άκου καμπάνες! Κανονιές ήχοϋν!
Ελεύθερη ή Αθήνα πιά, μέ πλούσια κάλλη, γιορτάζει τήν Πρωτοχρονιά!
Τάχα, μέσ’ στίς καρδιές μας, ‘Ελληνόπουλα, σάν τί καρδιές χτυπούν;…
Πηγή: Άγια Μετέωρα, Αβέρωφ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...