Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτή Θεμιστοκλέους 190
185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ
Email: impireos@hotmail.com
Τηλ. 210 4514833
Fax 210 4518476
Ἀριθμ. Πρωτ.487
Ἐν Πειραιεῖτῇ 12ῃ Μαΐου 2016
Τῷ Μακαριωτάτῳ Μητροπολίτῃ Σόφιας καί Πατριάρχῃ πάσης Βουλγαρίας Κυρίῳ κ. ΝΕΟΦΥΤΩι καί τῇ περί Αὐτῷ Ἱερᾷ Συνόδῳ
Εἰς ΣΟΦΙΑN
Μακαριώτατε καί Ἁγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀδελφοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Πάνυ εὐλαβῶς, μετά βαθυτάτων αἰσθημάτων εὐγνωμοσύνης ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως τῆς ναυλόχου πόλεως τοῦ Πειραιῶς καί πρώτου λιμένος τῆς Ἑλλάδος προάγομαι ὅπως ὑποβάλω θερμές συγχαρητήριες προσρήσεις καί εἰλικρινεῖς εὐχαριστίες γιά τίς πεπνυμένες ἀποφάσεις τῆς καθ’Ὑμᾶς Ἱερᾶς Συνόδου[1], ἡὁποία συνῆλθε τήν 27ηνἈπριλίου ἐ.ἔ. καί ἀσχολήθηκε μέ θέματα καί ἔγγραφα, πού σχετίζονται μέ τήν ἐπικείμενη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», πού προβλέπεται νά πραγματοποιηθεῖστήν Κρήτηἀπό 16 ἕως 27 Ιουνίου τ.ἔ. καί ἰδιαιτέρως μέ τό κείμενοὑπό τόν τίτλο«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον».Πάνυ ὀρθῶς καί σαφῶς, ἱεροκανονικῶς καί ὀρθοδόξως, διά τῆς φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, ἡ καθ’Ὑμᾶς Ἱερά Σύνοδος ὁμοφώνως ἀπεφάσισεὅτι :
Α)Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ τήν φράση «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» πάντοτε ἐννοεῖται ὅτι ἐκεῖνοι, πού ἔχουν πέσει σέ αἵρεση ἤσχίσμα, πρέπει πρώτα νά ἐπιστρέψουνστήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά ἀποδείξουν ὑπακοή πρός τήν Ἁγία Ἐκκλησία, καί στή συνέχεια, μέσῳ τῆς μετανοίας, μποροῦν νά ἐνταχθοῦνστήν Ἐκκλησία.
Β) Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡὁποία εἶναι ἡ Mία, Ἁγία, Καθολική και Ἁποστολική Ἐκκλησία, ποτέ δέν ἀπώλεσε τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μεταξύ τῶν μελών Αὐτής. Ἐπειδή δέ αὐτή θά θριαμβεύει ὡς τό τέλος τοῦ κόσμου, ὅπως εἴπε ὁ Κύριος «καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18), καίαὐτή ἡ κοινωνία ἐπίσης πάντα θά θριαμβεύει.
Γ) Ἐκτός ἀπό τήν Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν ἄλλες ἐκκλησίες, ἀλλά μόνον αἱρέσεις καί σχίσματα.Τόνά ὀνομάζονται οἱ τελευταῖες «ἐκκλησίες» εἶναι ἀπό θεολογικῆς, δογματικῆς καί κανονικῆςἀπόψεως ἐντελῶς λανθασμένο.
Δ) Ἡἐπιστροφήστήν ὀρθή πίστη ἀφορᾶ τούς αἱρετικούς καί τούς σχισματικούς καί σέ καμία περίπτωση δέν σχετίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
ΣΤ) Ἡ Βουλγαρική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό 1998 ἐξῆλθε ἀπό τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἤ μᾶλλον Αἱρέσεων. Μέ τήν ἀποχώρησή της ἐξέφρασε τήν ἀποδοκιμασία της γιά τήν λειτουργία τοῦ «Π.Σ.Ε.», δεδομένου ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι μέλος μιᾶς ὀργάνωσης, στήν ὁποία αὐτή θεωρεῖται ὡς «μία ἐκ τῶν πολλῶν ἤὡς κλάδος τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας, πού ψάχνει καί ἀγωνίζεται γιά τήν πραγμάτωσή της στό «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν», καί
Ζ) Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, μία εἶναι ἡἘκκλησία, ὅπως λέγεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Στήν ἴδια γραμμή καί στόἴδιο πνεῦμακινήθηκε, Μακαριώτατε, καίἡΘεολογική - ἘπιστημονικήἩμερίδα, μέ θέμα : «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες», ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τήν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, στήν αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στό Νέο Φάληρο Πειραιῶς.
Τήν διοργάνωση, τήν ὁποία πραγματοποίησαν οἱ Ἱερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων καί ἡ καθ’Ἡμᾶς, καθώς καί ἡ Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν, τίμησαν μέ τήν παρουσία τους Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καί Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικῶν Σωματείων καί Ὀργανώσεων, Καθηγητές Θεολογικῶν Σχολῶν καί Θεολόγοι καί γύρω στούς χίλιους πιστούς. Τήν Ἡμερίδα διοργάνωσε πενταμελής Ἐπιστημονική Ἐπιτροπή, ἡὁποία ἀποτελοῦνταν ἀπό α) τήν ἐλαχιστότητά μου, β) τόν Αἰδεμιολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὀμότιμο Καθηγητήτῆς Θεολογικῆς Σχολῆς του Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γ) τόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὀμότιμο Καθηγητήτῆς Θεολογικῆς Σχολῆς του Α.Π.Θ. δ) τόν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, Προηγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καί ε) τόν ἐλλογιμώτατοΚαθηγητήτῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη. Στήν Ἡμερίδα παρέστη καί ἀπηύθυνε χαιρετισμό ὁ Ἐπίσκοπος Μπαντσέν κ. Λογγῖνος τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καί ὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους π. Σάββας. Ἐπίσης, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λόβετς τῆς καθ’ Ὑμᾶς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κ. Γαβριήλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπό τόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικό τῆς καθ’Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁ ὁποῖος καί ἀνέγνωσε τόν χαιρετισμό του.
Τό γενικό θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σέ τέσσερις Συνεδρίες: Ἀπό τήν ἐλαχιστότητά μου καί τούς εἰσηγητές Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, Γλυφάδας κ. Παῦλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καί Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμία, τούς ὀμοτίμους πανεπιστημιακούς καθηγητές, Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνό καί π. Θεόδωρο Ζήση, τόν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τούς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτες π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Αθηνών, καί τόν π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, τούς Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., καί π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρῶν, τόν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντήτοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί τῶν Παραθρησκειῶν τῆς καθ’ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τόν ἐλλογιμώτατο κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ὁ «Σωτήρ», καί τόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἄγγελο Ἀγγελακόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως τῆς καθ’ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀπό τίς εἰσηγήσεις καίτόν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καίἐγκρίθηκε ὁμοφώνως τό παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1) Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καρπός τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς. Δέν νοεῖται Ἐκκλησία χωρίς Θεολογία καί δέν νοεῖται Θεολογία ἔξω ἀπότήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱἈπόστολοι, οἱ Πατέρες καί οἱἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δέν θεολογεῖ ὀρθοδόξως, δέν μπορεῖ νά εἶναι γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτή ἀπό τό Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτό μπορεῖ νά συμβεῖ, ὅταν οἱ συμμετέχοντες στή Σύνοδο δέν ἔχουν τήν πείρα τῶν θεουμένων Πατέρων, ἡ τουλάχιστον δέν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρίς νά τούς παρερμηνεύουν. Στήν περίπτωση αὐτή τά συνοδικά μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες ἤ ἐπηρεάζονται ἀπό πολιτικές, ἤ ἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστική πραγματικότητα ἀπέδειξε ὅτι σήμερα πολλά ὑψηλά ἱστάμενα πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐπηρεάζονται, ὡς μή ὄφειλε, ἀπό πολιτικούς παράγοντες. Σέ πολλές, ἐπίσης, περιπτώσεις δημιουργοῦνται, στίς ἐνδοεκκλησιαστικές σχέσεις, ἀντιπαλότητες, ἤ κυριαρχοῦν ἐθνικιστικές καί πολιτικές σκοπιμότητες.
2) Μετά ἀπό μιά μακρά ἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε, ἀπό τήν θεματολογία, τά προσυνοδικά κείμενα καί τίς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος, σαφήνειας καί ἀκρίβειας τῶν πρός συζήτηση κειμένων καί ἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα ὡς πρός τήν θεολογικήὀρθότητα, μέτήν ὁποίααὐτά εἶναι διατυπωμένα. Πιό συγκεκριμένα:
3) Ἡ μή συμμετοχή ὅλων τῶν ἐπισκόπων στήν μέλλουσα νά συγκληθεῖ Σύνοδο, ἀλλά μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἀπό κάθε Τοπική Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη πρός τήν Κανονική καί Συνοδική μας Παράδοση. Τά ὑπάρχοντα ἱστορικά στοιχεῖα μαρτυροῦν, ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλά τήν μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή ἐπισκόπων ἀπό ὅλες τίς ἐπαρχίες τῆς ἀνά τήν ΟἰκουμένηνἘκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ μή χαρακτηρισμός της ὡς Οἰκουμενικῆς, μέ τόν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμό ὅτι δέν μποροῦν νά συμμετάσχουν σ’ αὐτήν οἱ «χριστιανοί τῆς Δύσεως», ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέτούς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦσαν τίς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν αἱρετικῶν. Κατ’ ἀκολουθίαν εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νά ἔχουν τήν ἀξίωση τό κύρος της νά εἶναι ἰσοδύναμο καί ἰσάξιο μέ τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἀλλά, οὔτε καί Πανορθόδοξος μπορεῖ νάἀποκληθεῖἡἐν λόγῳ Σύνοδος, διότι προφανῶς ἀποκλείεται ἡ συμμετοχήὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
Ἐξ ἴσου ἀμάρτυρο στήν Ἐκκλησιαστική καί Κανονική μας Παράδοση, καί γι’ αὐτό ἀπαράδεκτο, εἶναι το σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία, μέἀπαραίτητη τήν ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος δικαιοῦται νά ἔχει δική του ψῆφο καί στίς ἀποφάσεις τῶν μή δογματικῶν θεμάτων νά ἰσχύσει ἡἀρχή: «ἡ ψῆφος ταῶν πλειόνων κρατείτω». Ἀπαράδεκτο θεωροῦμε,ἐπίσης, τό νά προαποφασίζονται τά θέματα καί ὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς Συνόδου, χωρίς τό κυρίαρχο σῶμα τῶν κατά τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νάἔχει ἐκφράσει συνοδικῶς τήν ἐπίτῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή του.
4) Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοί Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μέτήν Ἑτεροδοξία κατέληξαν σέ τραγική ἀποτυχία, τήν ὁποία ὀμολογοῦν σήμερα καί αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ πρωτεργάτες τους. Ἡ δῆθεν προσφερομένη βοήθεια μέσῳτῶν Διαλόγων γιάτήν ἐπιστροφήτῶν Ἑτεροδόξων στήν ἐν Χριστῷἀλήθεια καί τήνὈρθοδοξία διαψεύδεται καί ἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικά, οἱ Διάλογοι ἐξυπηρέτησαν καί προώθησαν τούς στόχους τῆς ἀντιχρίστου λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς» καί τῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα σημαντικό κενό, πού παρουσιάζουν τά πρός συζήτηση στή μέλλουσα Σύνοδο προσυνοδικά κείμενα, εἶναι τό γεγονός ὅτι παραδόξως ἀπουσιάζει σ’ αὐτά ἡ κριτική ἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καίτῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καί τῆς συμμετοχῆς της στήν Οἰκουμενι(στι)κή Κίνηση καίτόλεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ἡ ὁποία ὑπῆρχε στά κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως.
5) Τό προσυνοδικό κείμενο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» παρουσιάζει κατά συρροή τήν θεολογική ἀσυνέπεια,ἤ καί ἀντίφαση. Ἔτσι, τόἄρθρο 1 διακηρύσσει τήν ἐκκλησιαστικήαὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώνταςτην –πολύ σωστά– ὡς τήν «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».Ὅμως, στόἄρθρο 6 παρουσιάζει μία ἀντιφατική πρός τό παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικάὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς». Ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο θεολογικό ἐρώτημα: Ἄν ἡἘκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατάτό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιά ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανές ὅτι αὐτές οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱἑτερόδοξες, ὅμως, «Ἐκκλησίες» δέν μποροῦν νά κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή, δογματικῶς θεωρούμενα τά πράγματα, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μέ διαφορετικά δόγματα καί μάλιστα σέ πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ἐνόσο οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτές παραμένουν ἀμετακίνητες στίς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δέν εἶναι θεολογικάὀρθό νάτούς ἀναγνωρίζουμε –καί μάλιστα θεσμικά– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός τῆς «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καίἈποστολικῆς Ἐκκλησίας».[2]
Στό ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καί δεύτερη σοβαρή θεολογική ἀντίφαση. Στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τόἑξῆς: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν της Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ». Στό τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μέτήν συμμετοχή της στήν Οἰκουμενι(στι)κή Κίνηση, ἔχει ὡς «ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τόἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφήτῶν δυτικῶν χριστιανῶν στή ΜΙΑ καί μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως, δέν διαφαίνεται ἀπότό γράμμα καί τό πνεῦμα συνόλου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στήν Ἐκκλησία καί οἱ προοπτικές τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στήν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
6) Τό ὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στά πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἔχει ἐκφραστεῖ ἤδη κατά τήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο. Αὐτή ἡ νέα Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς βάση τήν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων, (βαπτισματική θεολογία). Οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νά προσδώσουν κανονική ἐγκυρότητα καί συνοδική νομιμότητα στήν κακόδοξη αὐτή Ἐκκλησιολογία, ἐπικαλοῦνται τόν 7οἹερό Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου καίτόν 95ο Ἱερό Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὡστόσο, οἱἐν λόγῳ Ἱεροί Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τόν τρόπο εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν καί δέν ἀναφέρονται καθόλου στό «ἐκκλησιαστικό status» τῶν αἱρέσεων, οὔτε στή διαδικασία διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μέτήν αἵρεση.Οὔτε, ἀσφαλῶς, ὑπονοοῦν τό «ὑποστατόν» τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Οὐδέποτε ἡἘκκλησία ἀναγνώρισε καί διεκήρυξε ἐκκλησιαστικότητα στήν πλάνη καί στήν αἵρεση. Ἡ «μερίς τῶν σωζομένων», γιά τήν ὁποία μιλοῦν οἱ ἐν λόγῳἹεροί Κανόνες, βρίσκεται μόνο στήν Ὀρθοδοξία καί ὄχι στήν αἵρεση.
Ἡ οἰκονομία, πού εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ στούς Δυτικούς (Παπικούς καί Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τίς θεολογικές προϋποθέσεις καίτά κριτήρια, πού θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά γίνει οἰκονομία στήν δογματική αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Δυτικοί καλοῦνται νά ἀρνηθοῦν τίς αἱρέσεις τους, νά τίς ἀναθεματίσουν, νά ἐγκαταλείψουν τίς Θρησκευτικές Κοινότητές τους, νά κατηχηθοῦν καί νά ζητήσουν ἐν μετανοίᾳ τήν διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἔνταξή τους στήν Ἐκκλησία.
7) Τό ἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενά δέν ἀναφέρεται σέ κακοδοξίες ἤ πλάνες, τίς ὁποῖες νά προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσάν τό πνεῦμα τῆς πλάνης νά μήν δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τό κείμενο δέν ἐπισημαίνει καμμία αἵρεση καί καμμία διαστροφήτῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καί ζωῆς στόν ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικό κόσμο. Ἀντίθετα, οἱ κακόδοξες καί αἱρετικές παρεκκλίσεις ἀπό τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές ἤ τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τίς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ ἐτεροδοξίανά «ὑπερβοῦν» (§ 11).Τό ζητούμενο γιά τούς συντάκτες εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», καί ὄχι ἡ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτό καί δέν ὑπάρχει πουθενά πρόσκληση σέ μετάνοια καί σέἄρνηση καί καταδίκη τῶν πλανῶν καίἑτεροδιδασκαλιῶν, πού παρεισέφρησαν στή ζωήτῶν αἱρετικῶν αὐτῶν Κοινοτήτων.
8) Τό ὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορά στό λεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21) καί ἀποτιμᾶ θετικά τήν συμβολή του στήν Οἰκουμενι(στι)κή Κίνηση, ἐπισημαίνοντας τήν πλήρη καί ἰσότιμη συμμετοχήτῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’ αὐτήν καί τήν συμβολή τους «εἰς τήν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καίτήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17). Ὡστόσο,ἡ εἰκόνα, πού μᾶς δίδει τό κείμενο σχετικά μέτό«Π.Σ.Ε.», εἶναι ψευδής καί ἐπίπλαστη. Κατ’ἀρχήν, αὐτή καθ’ἑαυτήν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ἕναν ὀργανισμό, πού ἐμφανίζεται ὡς ὑπερεκκλησία, καί ἡ συνύπαρξη καί συνεργασία της μέ τήν αἵρεση, συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καί ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ θεολογική ταυτότητα τοῦ «Π.Σ.Ε.» εἶναι σαφῶς προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτή στό σύνολό της ἀπό τίς προτεσταντικές αἱρέσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.», ὅπως φαίνεται ἀπό τήν 70ετή ἱστορία του. Ὅλα δείχνουν ὅτι τό ἐπιδιωκόμενο στό«Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ ὁμογενοποίηση τῶν «ὁμολογιῶν»-μελῶν του μέσῳ ἑνός μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τό κείμενο ἀποκρύπτει τήν πραγματική εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μέ τίς προτεσταντικές αἱρέσεις-μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε.» καί το ἀδιέξοδο, στό ὁποῖο αὐτοί ἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δέν καταδικάζονται τά ἀπαράδεκτα ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινά κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ«Π.Σ.Ε.», (π.χ. Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν κλπ.) καί ἐπιπλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικά φαινόμενα, τα ὁποία συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικῶν, περιεκτική γλώσσα, ἀποδοχήτοῦ σοδομισμοῦἀπό πολλές αἱρέσεις κλπ.
9) Ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου τό 1924 ἀπότό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερής καί πραξικοπηματικ ή ἐνέργεια, γιατί δέν ἔγινε μέ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τήν λειτουργική ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί προκάλεσε σχίσματα καί διαιρέσεις μεταξύτῶν πιστῶν. Στήν ἀλλαγή συνήργησαν καί ὤθησαν ἑτερόδοξες «ὁμολογίες» καί μυστικές ἑταιρεῖες, μέσῳ τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ἦταν προσμονή ὅλων καί δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Σύνοδος νά συζητήσει καί νά ἐπιλύσει τό θέμα. Δυστυχῶς, κατά τήν μακρά προσυνοδική διαδικασία Παπικοί καί Προτεστάντες ἔθεσαν στούς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τόν «κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα», μέ συνέπεια νά στραφεῖ πρός τά ἐκεῖ τό ἐνδιαφέρον καί νά ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιά τήν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στόν ἑορτασμό τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, πού προκλήθηκε χωρίς λόγο καί ποιμαντική ἀνάγκη. Στήν τελική φάση τῆς Συνόδου καί χωρίς συνοδικές ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τό θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπό τόν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τό κατ' ἐξοχήν ἐπεῖγον καί φλέγον θέμα.
10) Ἡ ἱστορία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτές συγκαλοῦνταν κάθε φορά, πού κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καί τήν ἔκφρασή της ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ἀντίθετα, ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται,ὄχι γιά νά ὁριοθετήσει τήν πίστη ἔναντι τῆς αἱρέσεως, ἀλλά γιά νά παράσχει θεσμική ἀναγνώριση καί νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι' αὐτό καί δέν στηρίζεται στήν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά ἀντίθετα τήν ὑποβαθμίζει καί τήν ὑποτιμᾶ, τήν περιθωριοποιεῖ καί τήν παραβλέπει. Ἡ συνολική διαδικασία, ἡ προπαρασκευή καί ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὁλιγαρχίας, πού ἐκφράζει μιά ἀκαδημαϊκή, ἀποστεωμένη, ἄνευρη καί ἀπνευμάτιστη θεολογία, ἀποκομμένη ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ἔσχατος κριτής τῆς ὀρθότητας καί τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί καί ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος, μέ τήν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστική καί δογματική του συνείδηση, ἐπικυρώνει ἤ ἀπορρίπτει τίς ἀποφάσεις τους. Ὅμως, στήν μέλλουσα Σύνοδο ἀπουσιάζει παντελῶς αὐτή ἡ σημαντική παράμετρος, ἐπειδή ἐκφράστηκε ἐπισήμως ὅτι φορέας τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεών της θά εἶναι ἡ Συνοδικότητα καίὄχι τό Ὀρθόδοξο Πλήρωμα.
11) Μιά ἄλλη βασική προϋπόθεση γνησιότητας τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» εἶναι ἡ ἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρούμενων ὡς τοιούτων στή συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος τῆς Η΄ (879-880) ἐπίἱεροῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου καίτῆς Θ΄ (1351)ἐπίἁγίου Γρηγορίου τοῦΠαλαμᾶ συγκληθεισῶν, οἱὁποῖες ἔχουν ὅλα τά στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καίἔχουν καταδικάσει τίς αἱρετικές κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ. Ἀλλά, τέτοιο ἐνδεχόμενο δέν προκύπτει ἀπότήν θεματολογία καίτά προσυνοδικά κείμενα.
12) Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δέν χρειάζεται καμμία σύντμηση ἤ προσαρμογή. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη νά ἀποκτήσουν περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καί ἀσκητικό φρόνημα, γιά νά μπορέσουν, μέτό παράδειγμά τους καί τόν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας, νά διδάξουν διακριτικά τό ποίμνιό τους. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς Οἰκουμένης τήν οἰκονομία σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της. Εἶναι τόσα πολλά τά κείμενα περί νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, πού ἀναλύουν τίς παθοκτόνες καί σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δέν ἀξίζει ὁ εὐτελισμός, πού ὑφίσταται ἀπό τήν μινιμαλιστική νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιά τόν σύγχρονο κόσμο. Ἄν ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καί τροφῶν, θά μιμηθεῖ τόν ὁλοκληρωτισμό, πού χαρακτηρίζει τό Κανονικό Δίκαιο τοῦ Παπισμοῦ, τό ὁποῖο καθορίζει θεσμικά καίἀσφυκτικάἀκόμα καί τήν οἰκονομία.
13) Κατά τή διάρκεια τοῦ 20οῦαἰῶνος ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐκφυλλίζεται καί μεταλλάσσεται σέ πανθρησκειακό ὅραμα. Οἱ ἀτελείωτες διαθρησκειακές συναντήσεις καί συμπροσευχές Ὀρθοδόξων μέ ἡγέτες θρησκειῶν τοῦ κόσμου (π.χ. Ἀσίζη) μαρτυροῦν ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ συνένωση τῶν θρησκειῶν σέ ἕνα τερατῶδες σχῆμα, τήν ἐφιαλτική Πανθρησκεία, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νά ἐκμηδενίσει τή σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διαθρησκειακή συνεργασία μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νά δικαιωθεῖ, οὔτε νά θεμελιωθεῖ στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παῦλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μή γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνη καί ἀνομία; Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος»; (Β΄Κορ.6,14).Ἐπίσης, τό ἰδανικό τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, τό ὁποῖο κατά κόρον προβλήθηκε στούς Διαθρησκειακούς Διαλόγους, καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέτόν λόγοτοῦ Κυρίου, «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω.15,20), καί μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου «πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄Τιμ.3,14). Οἱ μετέχοντες στούς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους δέν μπόρεσαν, δυστυχῶς, νά μεταφέρουν ἀνόθευτη τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά οὔτε καί νά προσελκύσουν ἔστω καί ἕναν ἀλλόθρησκο στήν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα, μάλιστα ἔφθασαν στό ἀξιοθρήνητο κατάντημα νά παρασυρθοῦν σέ πλάνες καί αἱρέσεις καί νά διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντας τόν πιστό λαότοῦ Θεοῦ, παρασύροντας στήν πλάνη τούς ἀσθενεῖς στήν πίστη καί προκαλῶντας ἔτσι μεγίστη πνευματική φθορά καί διάβρωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος. Παρά τήν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁ ἰσλαμικός φανατισμός, ὄχι μόνο δέν καταστέλλεται, ἀλλά γιγαντώνεται ὅλο καί περισσότερο.
14) Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζί μέτούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θά πρέπει νά μᾶς ἐμπνέουν καί νά μᾶς ὁδηγοῦν στήν διαφύλαξη τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς μωσαϊκῆς θρησκείας παρατηροῦμε καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπου, στήν ἀρχή χαναανϊτικά καί ἀργότερα βαβυλωνιακά καί αἰγυπτιακά στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νά νοθεύσουν τήν πίστη στόν Ἕνα Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες (Προφῆτες, βασιλεῖς, πολιτικοίἄρχοντες, κλπ.) ἀγωνίστηκαν μέ σθένος γιά τήν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν κατά τῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν, οἱὁποῖοι ἀναφαίνονταν κατά καιρούς.
Συνοψίζοντας τά παραπάνω, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νά συγκληθεῖ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» δέν θά εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι, μέ βάση τά μέχρι σήμερα δεδομένα, δέν προκύπτει ὅτι αὐτή θά εἶναι σύμφωνη μέτήν Συνοδική καί Κανονική Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καίὅτι θά λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων.Ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο εἶναι διατυπωμένα τά δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικά κείμενα, δέν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας ὅτι ἡἐν λόγῳ Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους καί νά διευρύνει τά κανονικά καί χαρισματικάὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο, καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δέν μπορεῖ νάὁριοθετήσει διαφορετικά τήν μέχρι σήμερα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχουν, ἐπίσης, ἐνδείξεις ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος θά προχωρήσει σέ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καί πρωτίστως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νά συγκληθεῖ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» ἐπιχειρεῖ νά τήν νομιμοποιήσει καί νά τήν ἑδραιώσει. Ὡστόσο, οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μέ οἰκουμενιστικό πνεῦμα, εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι δέν θά γίνουν δεκτές ἀπότόν εὐσεβῆκλῆρο καί τόν πιστό λαότοῦ Θεοῦ, ἐνῶἡἴδια θά καταγραφεῖ στήν ἐκκλησιαστικήἱστορία ὡς ψευδοσύνοδος.
Μακαριώτατε,
Ἡ μέλλουσα «Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος», ἄν πραγματικά θέλει νά εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος, θά πρέπει νά λάβει ,κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, τίς ἑξῆς καίριες ἀποφάσεις:
α) Νὰ ἐπικυρώσει τὶς ἀποφάσεις ὅλων προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, (Α΄ ἕως καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικές), δηλαδὴ τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων θεσπισθέντες δογματικοὺς ὅρους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες.
β) Νά ἀναγνωρίσει τίς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δηλ. τήν Η´ ἐπὶ Φωτίου, τοῦ 879, καὶ τήν Θ´ ἐπὶἉγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμό ὡς αἵρεση.
γ) Νά καταδικάσει τήν συγκρητιστική παναιρέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.
δ) Νά καταδικάσει τήν παρουσία καί συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.).
ε) Να τερματίσει τούς Διαθρησκειακούς Διαλόγους καὶ τούς Θεολογικούς Διαλόγους μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς, τὶς προετεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς Μονοφυσίτες.
στ) Νά καταδικάσει τήν μεταπατερική καίἀντιπατερική «νέα ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία ἀπορρίπτει τά χαρισματικά, δογματικά καί κανονικάὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
ζ) Νά ἐκλέξει, νά χειροτονήσει καί νά ἐνθρονίσει στό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, μή ἀναγνωρίζοντας καί ἐκθρονίζοντας τόν σημερινό καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καί αἱρεσιάρχη κ. Φραγκῖσκο. Ἔτσι, θά λυθοῦν τά θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
η) Νά δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, λύνοντας τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, καί
θ) Νά ἀκολουθήσει τήν Πατερική ὁδό μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μέ τήν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιά τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σέ 17 γλῶσσες. Μέ τόν τρόπο αὐτό, θά κονιορτοποιήσει τίς αἱρέσεις μέ παγκόσμιο λόγο καί πατερική παρρησία, θά δοξάσει τόν Θεό καί θά διασφαλίσει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Τά κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νά ξαναγραφοῦνἀπ’τήν ἀρχή, λαμβάνοντας ὑπ’όψιν τό πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Δέν ἀρκεῖ νά συγκληθεῖ μιά Σύνοδος μόνο καί μόνο γιά νά ἀποδειχθεῖ στόν κόσμο ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἑνωμένοι σέ τί; Ἡ ἕνωση γίνεται μόνο βάσει τῆς Ἀληθείας. Ἡ ἑνότητα εἶναι ὁ καρπός του Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός στήν ἀρχιερατική Του προσευχή : «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς… ἁγίασον αὐτούς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου… ἵνα καί αὐτοί ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στήν ἀκέραιη καί ἀβλαβή διαφύλαξη τῶν διδασκαλιῶν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τήν ὁποία μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καί ἀποσχισμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, πού φρονοῦν διαφορετικάἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθώς μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὀνόμασαν «Καθολική» τήν Ἐκκλησία Του, ἐπειδή μόνο αὐτή διατηρεῖ στὴν πληρότητά της τήν Ἀλήθεια καί τήν Ὁμολογία τῆς Πίστεως, χωρίς τήν ὁποία κανείς δέν μπορεῖ νά σωθεῖ.
Πρέπει ἀπαραιτήτως να κατανοηθεῖ ὅτι δέν ἐπιχειρεῖται νάἀλλάξει οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ τάξη τοῦ μοναχισμοῦ, οὔτε ἡ τάξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅμως παραχαράσεται καί στρεβλώνεται τό πιό νευραλγικό σημεῖο, δηλαδή ἡ ἐκκλησιολογικὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Μακαριώτατε,
Γνωρίζοντας πολύ καλά τήν πλήρη ἀφιέρωση καί τή θυσιαστική ἀγάπη Σας γιά τόν Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν Ὁποῖο διακονεῖτε μέὅλη τήν ὕπαρξη Σας, Σᾶς ἀπηύθυνα αὐτές τίς σκέψεις, οἱ ὁποῖες μᾶς προβληματίζουν.
Υἱκῶς καί εὐσεβάστως θέλουμε νά συγχαροῦμε καί πάλιν ἐκ μέσης καρδίας τήν Μακαριότητά Σας καί τήν ὑφ’Ὑμῶν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας γιά τίς θεοφώτιστες ἀποφάσεις Σας.
Προσευχόμαστε ἡμέρα καί νύχτα στόν Ἀρχιποιμένα μας καί ἐν πᾶσιν πρωτεύοντα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, νά Σᾶς ἐνισχύει νά παραμένετε πάντοτε ἀμετακίνητος στὶς Συνοδικὲς ἀποφάσεις τὶς ὁποῖες ἐλάβατε ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴν σεπτὴ χορεία τῶν περὶὙμᾶς ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας, ὡς ἄξιος διάδοχος ὄχι μόνο τῶν «θρόνων τῶν Ἀποστόλων», ἀλλά καί τοῦ βίου, τῆς πίστεως καί τῆς ὁμολογίας τους.
Ἐκζητοῦμε ταπεινῶς καί υἱκῶς τίς ἅγιες καί θεοπειθεῖς εὐχές Σας καί Σᾶς εὐχόμαστε μακροχρόνια ζωή, ὑγεία, δύναμη καί πνευματική χαρά. Ἀτενίζουμε μέ ἐλπίδα πρός τήν Μακαριότητά Σας καί τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Σεπτοῦ Πατριαρχείου τῆς Βουλγαρίας καί Σᾶς προσφέρουμε φόρο εὐγνωμοσύνης γιά τήν σταθερὴ καὶ ἀταλάντευτη στάση Σας ἀπέναντι σ’ αὐτή τήν φοβερή χιονοθύελλα, πού ξέσπασε ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας.
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
[1] Προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας γιά κείμενο τῆς Ἁγίας Συνόδου, 27-4-2016 http://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/7881-protaseis-tis-ekklisias-tis-boulgarias-gia-keimeno-tis-agias-sunodou
[2] Ἡ ἀναφερθεῖσα ἀσάφεια τοῦ κειμένου δύναται νὰ ἑρμηνευτεῖ εὔκολα μέσα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἰησουίτη θεολόγου Karl Rahner, μέντορα τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου καὶ τοῦ Yves Congar. Ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις τοὺς υἱοθετεῖ καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζιζιούλας, ὅπως τὴν «θεωρία τῶν ἀτελῶν ἐκκλησιῶν», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁρισμένες ἐκκλησίες βρίσκονται πιὸ κοντά, ἐνῶ ἄλλες πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν πλήρη Ἐκκλησία. Στὴν περίπτωση τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, ὁ Παπισμὸς εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες (συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) εἶναι οἱ ἀτελεῖς ἐκκλησίες. Τὸ συμπέρασμα, ποῦ προκύπτει, βάσει τῶν πληροφοριῶν καὶ τῆς μελέτης τῶν θεολογικῶν κειμένων, σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν πρωτοφανῆ ἐκκλησιολογία, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζιζιούλα, καὶ τὴν ἀνάλυση τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες (συμπεριλαμβανομένων τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ) εἶναι οἱ ἀτελεῖς ἐκκλησίες. Ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀντίληψη μᾶς παραπέμπει σὲ μιὰ βατικανοποίηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει συνοδικῶς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὡς ἐπὶ κεφαλῆς αὐτῆς τῆς κίνησης, στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Οἱ θεωρίες τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», τῶν «δύο πνευμόνων τῆς Ἐκκλησίας» (Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός), τῶν «κλάδων», τῆς «μεταπατερικῆς καὶ μετακανονικῆς θεολογίας», τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἡ θεωρία ὅτι ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλες τὶς ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες ἀποσχίστηκαν ἀπὸ αὐτήν, ἡ ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων μὲ τοὺς ἑτερόδοξους κ.α. ἀποτελοῦν ἐκφράσεις καὶ μορφὲς τῆς νέας ἐκλησιολογίας, τῆς νέας μεταπατερικῆς ἢ καλύτερα ἀντιπατερικῆς ἐκκλησιολογίας. Σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία «τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας», ὅποιος βαπτίζεται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως πίστεως, δόγματος καὶ ὁμολογίας. Ὅμως, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οὐδέποτε ἀναγνώρισαν τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, παρὰ μόνον κατ’ οἰκονομίαν τοὺς δέχονταν, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἀπαρνοῦνται τὴν αἵρεση καὶ ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐφόσον διατηροῦσαν τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὶς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις. Σύμφωνα μὲ τοῦ Ἱεροὺς Κανόνες 7 τῆς Β΄ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου: «Τοὺς προστιθεμένους τὴ ὀρθοδοξία, καὶ τὴ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τὲ καὶ συνήθειαν», καὶ πιὸ κάτω, «πάντας τοὺς ἂπ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τὴ ὀρθοδοξία». Ἡ οἰκονομία δὲν δύναται ποτὲ νὰ μετατραπεῖ σὲ κανόνα πίστεως ἢ σὲ δόγμα. Τὸ κείμενο αὐτὸ τῆς Συνόδου εἶναι κατ’ἐξοχὴν δογματικό, ὅμως εἶναι ἀντορθόδοξο, ἐπειδὴ ἐπιτρέπει ἐντελῶς λανθασμένες ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες ἐνθαρρύνουν τὶς ἑτερόδοξες ἀντιλήψεις, πράγμα ποῦ σημαίνει ἀλλοίωση τῆς ἀποκαλυφθείσας Ἀληθείας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Αιδεσιμολογιώτατε εκπρόσωπε του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών,
Σεβαστοί Πατέρες,
Κύριε Πρόεδρε της Διακιδείου Σχολής Λαού Πατρών,
Αγαπητοί μου,
Ευχαριστώ θερμώς την Διακίδειο Σχολή για την τιμητική πρόσκληση να μιλήσω από το ιστορικό αυτό βήμα.
Ευχαριστώ, επίσης, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πατρών για την ευγένεια και την καλοσύνη να μου παράσχει την κανονική άδεια να απευθυνθώ στην αγάπη σας για το σημαντικότατο αυτό θέμα τής Πανορθοδόξου Συνόδου.
Το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία των Οικουμενικών Συνόδων αποτελεί κοινοτοπία αλλά είναι αναγκαία, αληθινή. Πιο ουσιαστική ακόμη είναι η αλήθεια ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία όχι μόνο συγκάλεσε και έζησε τις Συνόδους, αλλά ότι επίσης ζει καθημερινά κατά τους λόγους των Αγίων Αποστόλων σ’ εκείνη την πρώτη Αποστολική Σύνοδο στην Ιερουσαλήμ: «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πράξ. 15, 28), δηλαδή φάνηκε αρεστό πρώτα στο Άγιο Πνεύμα και έπειτα στους Αποστόλους και στους διαδόχους αυτών. Αυτός ο θεανθρώπινος τρόπος ύπαρξης, που ξεκίνησε αποφασιστικά, συνοδικά, την ημέρα της Πεντηκοστής, είναι αναπόσπαστος και αμετάβλητος στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και στη ζωή των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Αυτό που συνεπάγεται αυτή η πραγματικότητα ή μάλλον η απουσία ένδειξης αυτής μεταξύ των υψηλά ισταμένων της Εκκλησίας μας, καθιστά την παρουσίασή μου απόψε πιο δύσκολη και επίπονη.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία απέχει μόλις λίγες εβδομάδες από την προ πολλού προσδοκώμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», που θα συγκληθεί στην Κρήτη την εορτή της Πεντηκοστής. Αυτή η Σύνοδος είναι πρωτοφανής στην ιστορία της Εκκλησίας, τόσο για τη μακρόχρονη, επί δεκαετίες, προετοιμασία της, όσο και για μια άλλη πρωτοτυπία: η προετοιμασία, η οργάνωση και ορισμένα από τα μέχρι τώρα συνταχθέντα σχέδια κειμένων επηρεάσθηκαν ιδιαίτερα από μία σύνοδο ετεροδόξων, τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο και έχουν προδήλως εκτραπεί και αφίστανται από την Ορθόδοξη παράδοση.
Για το λόγο αυτό αμέσως μόλις δημοσιεύθηκαν τα προσυνοδικά κείμενα ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων σε πανορθόδοξο επίπεδο. Ορισμένοι εκ των πρωτεργατών της Οικουμενικής Κινήσεως υποβιβάζουν την κριτική που έχουν δεχθεί τα κείμενα, λέγοντας ότι όσοι ασκούν τέτοια κριτική είναι «αντισυνοδικοί», ακραίοι, φανατικοί, που δεν σέβονται το συνοδικό σύστημα και δεν έχουν εκκλησιαστικό ήθος! Όλοι αυτοί ξεχνούν ότι αντιδράσεις σε Πανορθόδοξο επίπεδο, για τα απαράδεκτα από εκκλησιολογικής απόψεως κείμενα, έχουν εκφράσει :
1. Θεολόγοι Καθηγητές Θεολογικών Σχολών,
2. Μοναστικές Αδελφότητες (6 Μονές του Αγ. Όρους ζήτησαν και συνεκλήθη Διπλή Σύναξη της Ιεράς Κοινότητας για την αντιμετώπιση του ζητήματος, μοναστήρια στη Μολδαβία διέκοψαν το μνημόσυνο του Αρχιεπισκόπου Κισινάου, επειδή ο Αρχιεπίσκοπος πιεζόμενος από τον Πατριάρχη Μόσχας δέχθηκε τα κείμενα, μοναστήρια στη Γεωργία και στη Βουλγαρία έχουν εκφράσει εντονότατες διαφωνίες)
3. Δεκάδες Ορθόδοξοι επίσκοποι από όλο τον κόσμο έχουν διατυπώσει την κατηγορηματική τους αντίθεση. Να θυμίσουμε ότι στην Εκκλησία της Ελλάδος, περισσότεροι από 20οι Αρχιερείς που έχουν δημοσιεύσει την τεκμηριωμένη θεολογικά αντίρρησή τους στα κείμενα αλλά και την αντίθεσή τους στην ίδια τη Σύνοδο, δηλώνοντας ότι αρνούνται να συμμετάσχουν για λόγους συνειδήσεως… Στην πολλαπλώς εμπερίστατη Εκκλησία της Ουκρανίας ένας πολύ σπουδαίος επίσκοπος διέκοψε το μνημόσυνο του Πατριάρχου Μόσχας, διότι αποδέχθηκε τα κείμενα της Συνόδου.
4. Τέλος, ακόμα και Σύνοδοι Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, έχουν εκφράσει την εντονότατη κριτική τους, όπως η Εκκλησία της Κύπρου. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος συζήτησε αναλυτικά προ του Πάσχα, και θα συζητήσει και μεθαύριο Τρίτη-Τετάρτη (24-25.5.16) για την Πανορθόδοξη Σύνοδο, ενώ τα Πατριαρχεία της Γεωργίας και της Βουλγαρίας σε ομόφωνη συνοδική απόφαση των Ιεραρχιών τους, θεωρούν απαράδεκτα ορισμένα κείμενα, παρά τις πολλαπλές έξωθεν πιέσεις που δέχονται. Επίσης, και η Ι. Σύνοδος της Αυτονόμου Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς (Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία) δημοσίευσε κείμενο θεολογικής κριτικής.
Στην παρούσα μας ανάλυσή μας, για την Σύνοδο, θα εξετάσουμε μία σειρά από «οδοδείκτες», ιστορικούς και θεολογικούς, που ακολούθησε η Εκκλησία στην πορεία της μέχρι την λεγόμενη πανορθόδοξη Σύνοδο στην Κρήτη και θα καταδειχθεί ότι δεν ομοιάζει με τον θεανθρώπινο τρόπο των Αποστόλων. Η εκκλησιολογία δε, την οποία η Σύνοδος καλείται να δεχθεί δεν έχει αναγνωρισθεί ποτέ ως «ευάρεστη στο Άγιο Πνεύμα»» ή στους προηγούμενους διαδόχους των Αποστόλων, στους Αγίους Πατέρες.
Α. Οδοδείκτες στην πορεία προς την Πανορθόδοξη Σύνοδο
1. ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Η Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος εξαγγέλθηκε απὸ τὸν πάπα Ιωάννη ΚΓ’ στὶς 25 Ἰανουαρίου 1959. Πραγματοποίησε 178 συνεδριάσεις κατὰ τὴ διάρκεια τεσσάρων συναπτών ετών (1962-1965).
Από Ορθοδόξου πλευράς η Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη που συγκλήθηκε για την προετοιμασία της μέλλουσας Πανορθόδοξης Συνόδου, έλαβε χώρα το 1961, μόλις τρία χρόνια μετά την εξαγγελία της Β΄ Βατικανής Συνόδου και ένα χρόνο πριν την έναρξη της.
Σήμερα «το ποιός, σε τελική ανάλυση, επηρέασε ποιόν, δεν είναι πλέον δυνατόν να διαπιστωθεί», όπως ισχυρίζεται ειδική μελετήτρια της Πανορθόδοξης Συνόδου, η κα Maria Brun1 . Το γεγονός ότι οι δύο σύνοδοι ξεκίνησαν αποφασιστικά μαζί, και η Ορθόδοξη πλευρά τακτικά συγκρίνει την εργασία της με την Β΄ Βατικανή, αποτελεί αναμφισβήτητα σημαντικό οδοδείκτη.
2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ
Θα μπορούσε ίσως κάποιος να αμφισβητήσει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1961 με την πρόσκληση για την Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στη Ρόδο απαντούσε στην σύγκληση της Β΄ Βατικανής Συνόδου, ωστόσο είναι ξεκάθαρο ότι η μεθοδολογία που υιοθετήθηκε στη Ρόδο και μετέπειτα, ήταν εξ ολοκλήρου στα πρότυπα της Β΄ Βατικανής. Αυτός είναι ο δεύτερος οδοδείκτης προς την Κρήτη που καθιστά σαφή την ύπαρξη μίας ξένης πηγής έμπνευσης για την Σύνοδο.
Όπως γράφει η Ρωμαιοκαθολική μελετήτρια της Πανορθοδόξου Συνόδου M. Brun σε πρόσφατο άρθρο της, «είναι ευρέως γνωστό πώς ο τρόπος εργασίας της Β΄ Βατικάνειας Συνόδου χρησίμευσε κατά κάποιο τρόπο ως πρότυπο για τις διαδικασίες αυτές (της προπαρασκευής της Πανορθοδόξου Συνόδου)» και «η Ορθόδοξη Εκκλησία (…) ανέτρεξε στη Β′ Βατικάνεια Σύνοδο για να εμπνευστεί από αυτήν...»2 .
Στη διαπίστωση αυτή δεν έχουν καταλήξει μόνο οι Ρωμαιοκαθολικοί μελετητές της Β΄ Βατικανής και της Πανορθόδοξης, αλλά ακόμα και ο μεγάλος Καθηγητής της Δογματικής και, προπαντός, Άγιος Ομολογητής Ιουστίνος Πόποβιτς. Ο Άγ. Ιουστίνος το 1976 σε υπόμνημά του προς την Ιερά Σύνοδο της Ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας χαρακτηρίζει ως αναμφισβήτητο σημείο αποξένωσης από την Ορθόδοξη Παράδοση και τεκμήριο της αναλήθειας τής Πανορθόδοξης Συνόδου τον τρόπο σύγκλησης, προετοιμασίας και οργάνωσής της. Γράφει ο Άγιος:
«Εις την πραγματικότητα αποκαλύπτεται και εκδηλώνεται όχι απλώς έλλειψη συνέπειας και σταθερότητας, αλλά και η έκδηλη ανικανότητα και η παχυλή περί την Ορθοδοξία άγνοια εκείνων οι οποίοι θέλουν να επιβάλλουν στις Ορθόδοξες Εκκλησίες μίαν δική τους «Σύνοδον». Αποκαλύπτεται με άλλα λόγια, η άγνοια και ανικανότητα αυτών να αισθανθούν και να κατανοήσουν τι εσήμαινε και τι όντως σημαίνει μία αληθινή Οικουμενική Σύνοδος διά την Ορθόδοξη Εκκλησία και για το χριστεπώνυμο πλήρωμα των πιστών. Διότι, εάν αισθάνονταν και κατανοούσαν αυτό θα γνώριζαν τότε προπάντων, ότι στην ιστορία και στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας ουδέποτε και ουδεμία Σύνοδος - πόσον δε μάλλον τοιούτον πνευματικό, χαρισματικό, πεντηκοστιανό γεγονός, όπως είναι η Οικουμενική Σύνοδος της Εκκλησίας - εξεύρισκε και επινοούσε τεχνικώς τα θέματα δια να συνέλθη και συνεδριάση, και ότι ουδέποτε συνεκρότησε εκ των προτέρων τόσες «διασκέψεις», «συνέδρεια», «προσυνόδους» και παρόμοιες τεχνικές συνελεύσεις, ξένες εντελώς και αγνώστους εις την ορθόδοξον συνοδικήν παράδοσιν. (Διότι αι «διασκέψεις», τα «συνέδρεια» και τα ταύτα είναι μάλλον απλές απομιμήσεις των συνελεύσεων των δυτικών οργανώσεων, που είναι απομεμακρυσμένες από την Εκκλησία του Χριστού ή και ξένων προς αυτήν)» 3 .
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε παλαιότερο δημοσίευμά του στο Ρωμαιοκαθολικό περιοδικό The National Catholic Reporter έγραψε τα εξής αποκαλυπτικά των προθέσεών του για την Πανορθόδοξη Σύνοδο: «οι δικοί μας στόχοι είναι ίδιοι με αυτούς του πάπα Ιωάννου 23ου να εκσυγχρονίσουμε την Εκκλησία και να προωθήσουμε την ενότητα των Χριστιανών. Επίσης, η Σύνοδος θα σημάνει το άνοιγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις μη Χριστιανικές θρησκείες και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αυτό σημαίνει μία νέα στάση έναντι του Ισλάμ, του Βουδισμού, του σύγχρονου πολιτισμού και όσον αφορά τις επιδιώξεις για αδελφότητα χωρίς ρατσιστικές διακρίσεις … με άλλα λόγια θα σημάνει το τέλος δώδεκα αιώνων απομόνωσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας» 4 .
4. ΟΧΙ «ΔΟΓΜΑΤΙΣΜΟΥΣ»
Επιπροσθέτως, όπως έχει τονισθεί, αυτή η Σύνοδος – όπως και η Β΄ Βατικανή – είναι μία «μη δογματική» σύνοδος, στην οποία, κατά τα λεγόμενα του Πατριάρχη Αθηναγόρα τα δόγματα θα πρέπει να μείνουν στο «θησαυροφυλάκιο». Με αυτήν την ομοιότητα της Συνόδου με την Β΄ Βατικανή φτάσαμε στον τέταρτο οδοδείκτη της πορείας μας προς την Κρήτη.
Η Α΄ Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη του 1976 (στην οποία άσκησε κριτική ο Άγιος Ιουστίνος) αποφάσισε, και ίσως εμπνεύστηκε από το παράδειγμα της Β΄ Βατικανής (την οποία ο Πάπας ήθελε «ελεύθερη από δογματισμούς»), να μην ασχοληθεί άμεσα με τα δόγματα και τους κανόνες της Εκκλησίας, αλλά παρά ταύτα, να λάβει αποφάσεις θεολογικής και εκκλησιολογικής, δηλαδή ουσιαστικά δογματικής, φύσεως5 .
Έχουμε λοιπόν μία διγλωσσία και μικτό μήνυμα, εκ μέρους των οραματιστών και διοργανωτών της Πανορθοδόξου: από τη μία πλευρά πρόκειται για μία «μη-δογματική» σύνοδο (πράγμα ανήκουστο), απ’ την άλλη πλευρά, οι αποφάσεις της θα έχουν θεολογικό και εκκλησιολογικό περιεχόμενο!
Συνεπώς, το μήνυμα που λαμβάνουν οι πιστοί, όχι μόνο οι λαϊκοί, αλλά και οι κληρικοί, ακόμα και οι επίσκοποι, τους καθησυχάζει και αδρανοποιεί την επαγρύπνησή τους. Τους λέει, τρόπον τινά, ότι «δεν συμβαίνει τίποτε ουσιαστικό εδώ, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, δεν θα αλλάξει η πίστη μας», ενώ ουσιαστικά εκφράζεται, νομιμοποιείται και εγκρίνεται μία νέα εκκλησιολογία , μία νέα δογματική διδασκαλία για το τι είναι Εκκλησία.
Σε αντίθεση με αυτή την προσέγγιση ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς εξηγεί:
«Τυγχάνει αναμφισβήτητο ιστορικόν γεγονός ότι οι Άγιες και Θεοσύλλεκτες Σύνοδοι των Αγίων και θεοφόρων Πατέρων είχαν πάντοτε ενώπιόν τους ένα συγκεκριμένο πρόβλημα το πολύ δε δύο ή τρία προβλήματα, που ετίθεντο ενώπιον της Εκκλησίας εκ μέρους των μεγάλων αιρέσεων και σχισμάτων και γενικώς εκείνων οι οποίοι διέστρεφαν την ορθή πίστη, έσχιζαν και διασπούσαν την ενότητα της Εκκλησίας και έθεταν σε σοβαρό κίνδυνο τη σωτηρία των πιστών, τη σωτηρία του ευσεβούς και περιουσίου λαού τού Θεού και ολοκλήρου της κτίσεως. Διά τούτο οι Άγιες Οικουμενικές Σύνοδοι, όπως όλοι γνωρίζουμε, είχαν πάντοτε χριστολογικό, σωτηριολογικό, εκκλησιολογικό χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό σημαίνει, ότι το κεντρικό τους θέμα και το κύριον ευαγγέλιόν τους ήταν πάντοτε: ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός και η εν Αυτώ σωτηρία μας, η εν Αυτώ θέωσίς μας» 6 ..
Η τραγική ειρωνεία και η τραγωδία του ζητήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι σήμερα είμαστε ήδη αντιμέτωποι με την σοβαρή απειλή «των μεγάλων αιρέσεων», η οποία διαστρεβλώνει την Ορθόδοξη Πίστη, «διαρρηγνύει και διασπά την ενότητα της Εκκλησία και θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την σωτηρίαν των πιστών». Αυτή η αίρεση, ασφαλώς, είναι η παναίρεση της νέας οικουμενιστικής εκκλησιολογίας που αρνείται την Μοναδικότητα, την Αγιότητα, την Καθολικότητα και την Αποστολικότητα της Εκκλησίας. Εμείς οι Ορθόδοξοι αντί να ακολουθούμε την Β΄ Βατικανή Σύνοδο στην πανηγυρική αποδοχή της νέας αντι-εκκλησιολογίας, πρέπει να συγκαλέσουμε σύνοδο προκειμένου αποφασιστικά να την αποκηρύξει και με σαφήνεια να ανακηρύξει εκ νέου τη διαχρονική Πατερική αντίληψη περί Εκκλησίας.
5. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ
Σε ευθεία αντίθεση με αυτή την κατάλληλη και Ορθόδοξη απάντηση στον συγκρητιστικό οικουμενισμό, η Πανορθόδοξη Σύνοδος πάλιν και πολλάκις βρίσκεται σε αρμονία και κοινό βηματισμό με την Β΄ Βατικανή Σύνοδο: όχι μόνο σε μία θετική αποτίμηση του οικουμενισμού αλλά και σε μία συνεχή και εμβαθυνόμενη συμμετοχή στην Κίνηση. Αυτή η ευθυγράμμιση είναι ο πέμπτος οδοδείκτης μας προς την σωστή κατανόηση της επικείμενης Συνόδου.
Παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στον οικουμενισμό πάντοτε ήταν και είναι πηγή διχόνοιας μεταξύ των Ορθοδόξων Χριστιανών, ότι δύο Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν προ πολλού αποχωρήσει από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, επιπλέον δε, πολλοί επίσκοποι και κληρικοί διαρκώς ζητούν τον τερματισμό στο συνεχιζόμενο συμβιβασμό και τον εξευτελισμό του Σώματος των Ορθόδοξων στο σώμα αυτό, οι διοργανωτές της Συνόδου και συντάκτες των κειμένων της εμφανίζονται αμετακίνητοι και προσηλωμένοι στην υποστήριξη και προώθηση αυτών.
6. Ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ
Ο έκτος οδοδείκτης που μπορεί κανείς να παρατηρήσει στην πορεία προς την Κρήτη είναι oκυρίαρχος και καθοριστικός ρόλος των ακαδημαϊκών θεολόγων στον σχεδιασμό των υπό εξέταση κειμένων.
Ακολουθώντας το παράδειγμα της Β΄ Βατικανής, τα κείμενα της Πανορθόδοξης Συνόδου προετοιμάστηκαν από επιτροπές ακαδημαϊκών θεολόγων και ιεραρχών, ως εκπροσώπων τοπικών εκκλησιών.
Σχετικά με τη σύνοδο των Λατίνων, κατά κοινή ομολογία, οι θεολόγοι «ήταν οι σχεδιαστὲς των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που εγκαινιάστηκαν στην Β΄ Βατικανή». Η συμβολὴ τους χαρακτηρίστηκε «αξιοσημείωτη… Οι επίσκοποι της Β΄ Βατικανης Συνόδου είχαν επίγνωση της σπουδαιότητας των θεολόγων». Η Σύνοδος αναγνώρισε επισήμως τις επί δεκαετίες εργώδεις προσπάθειές τους για την αναμόρφωση της θεολογίας, ιδιαιτέρως δε της εκκλησιολογίας.
Aλλά και, τώρα, με την Πανορθόδοξη Σύνοδο, το πλήρωμα των Ορθοδόξων Εκκλησιών (λαϊκοί, μοναχοί, κληρικοί ακόμα και επίσκοποι), ακόμα και οι Ιεραρχίες, κρατήθηκαν ουσιαστικά και σε μεγάλο βαθμό εκτός της προπαρασκευαστικής διαδικασίας. Μόνο μία μικρή ομάδα ακαδημαϊκών θεολόγων και συγκεκριμένων επισκόπων καθοδήγησαν και διαμόρφωσαν τα υποβληθέντα προς επικύρωση κείμενα στην μέλλουσα σύνοδο στην Κρήτη.
Ενδεικτικό της περιορισμένης συμμετοχής των ιεραρχών, πολλώ δε μάλλον των λαϊκών, μοναχών και κληρικών, είναι το γεγονός ότι τα τελικά κείμενα, αν και εγκρίθηκαν στην Ε’ Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη από τα μέσα Οκτωβρίου 2015, δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα προς γνώσιν των επισκόπων και των πιστών έως τα τέλη Ιανουαρίου 2016. Και ενώ δε δίδονταν στους επισκόπους, εντούτοις είχαν πρόσβαση σ’ αυτά επιλεγμένοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, οι οποίοι έκαναν και παρουσιάσεις αυτών στις αρχές τού περασμένου Δεκεμβρίου!
Ασφαλώς, η κυριαρχία των ακαδημαϊκών θεολόγων στη Δύση κατά τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, δε μπορεί να θεωρηθεί εξαίρεση από την παλαιά λατινική πρακτική ούτε ιδιαίτερα προβληματική (μάλιστα χαιρετίστηκε ως μεγάλη και θετική προσφορά). Για την Ορθόδοξη θεολογία όμως, για την οποία αληθής θεολόγος είναι αυτός που προσεύχεται, το να καθοδηγούν οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι τους επισκόπους ή να ενεργούν αυτεξουσίως και αυτονομημένα από τις Ιεραρχίες, αποτελεί αποστασία από την Ορθόδοξη γνωσιολογία και, δυστυχώς, περίτρανα αποδεικνύει ότι ο Βαρλααμισμός για ακόμη μία φορά σήκωσε την πλανεμένη κεφαλή του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε όλες τις κρίσιμες στιγμές των Συνόδων στις οποίες η Ορθόδοξη πίστη ανακηρύχθηκε ομολογιακά, το «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» ειπώθηκε από ασκητικούς επισκόπους και όχι από φιλοσοφίζοντες σχολαστικούς ακαδημαϊκούς, που δεν είχαν σχέση με τη νηπτική θεολογία και πράξη.
Β. Εκκλησιολογική Σύγκλιση:
Ακολουθώντας την Β΄ Βατικανή Σύνοδο, όχι τους Αγίους Πατέρες!
Ας στρέψουμε όμως την προσοχή μας στην ουσία της Πανορθοδόξου Συνόδου, και ιδιαιτέρως στην αξιοπρόσεκτη σύγκλιση των προσεγγίσεων των δύο Συνόδων στα εκκλησιολογικά-δογματικά ζητήματα.
Κατ’ αρχάς, εντύπωση προκαλεί η σύγκλιση, ή μάλλον, απόλυτη ταύτιση της στάσης τους έναντι των αιρέσεων. Τα κείμενα της Β΄ Βατικανής Συνόδου και αυτά της Πανορθοδόξου, πουθενά δεν αναφέρονται σε αιρέσεις, κακοδοξίες ή πλάνες τις οποίες να προσδιορίζουν συγκεκριμένα, ωσάν το πνεύμα τής πλάνης να μην δραστηριοποιείται πλέον σήμερα7 . Οι Πατέρες σε κάθε εποχή και σε κάθε Τοπική ή Οικουμενική Σύνοδο ένα είχαν ως βασικό μέλημα: την αφύπνιση της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας. Φρόντιζαν να εφιστούν την προσοχή τού πληρώματος της Εκκλησίας στη νόθευση και αλλοίωση της ευαγγελικής αποκαλύψεως από τους «βαρείς λύκους» (Πράξ, 20, 29), τους «λαλούντας διεστραμμένα» (Πράξ. 20, 30), τους «ψευδοδιδασκάλους» (2 Πετρ. 2, 1), τις «αιρέσεις απωλείας» (2 Πέτρ. 2, 1). Τόσο η Β΄ Βατικανή όσο και η Πανορθόδοξη τάσσονται στον αντίποδα της πάγιας αυτής αποστολικής, Πατερικής και συνοδικής πρακτικής της Εκκλησίας: δεν επισημαίνουν καμία πλάνη, καμία αίρεση, καμία διαστροφή της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και ζωής! Απεναντίας μάλιστα, στα κείμενα της μέλλουσας Πανορθοδόξου και ιδιαιτέρως στο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», οι αιρετικές παρεκκλίσεις από τη διδασκαλία των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων χαρακτηρίζονται απλώς «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές ή τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τις οποίες καλούνται η Ορθόδοξη Εκκλησία και η ετεροδοξία να «υπερβούν» (§ 11)! Είναι εμφανέστατος ο επηρεασμός από το «περί Οικουμενισμού» (UR) διάταγμα της Β΄ Βατικανής8 !
Δεύτερον, η Πανορθόδοξη, ακολουθώντας τη Β' Βατικανή και κινούμενη μέσα σε «νέες συνθήκες» (§ 4) στις οποίες δήθεν δεν υπάρχουν πλέον αιρέσεις, προέβη στο πρωτοφανές διάβημα να προσκαλέσει επισήμως να παραστούν ως «Παρατηρητές», στη Σύνοδο, ετεροδόξοι «εκπρόσωποι χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών, μετά των οποίων ἡ Ορθόδοξος Εκκλησία διεξάγει Θεολογικόν Διάλογον, ως καί άλλων χριστιανικῶν οργανώσεων»9 . Ουδέποτε στη δισχιλιόχρονη ζωή της Εκκλησίας, σε τοπικές ή Οικουμενικές Συνόδους, δεν υπήρχαν “παρατηρητές” ετερόδοξοι που έχουν καταδικαστεί από Οικουμενικές Συνόδους και την εκκλησιαστική συνείδηση. Μόνο στην παπική σύνοδο, τη Β΄ Βατικανή εμφανίστηκε το καθεστώς των “παρατηρητών”! Μία Πανορθόδοξη όμως Σύνοδος δε θα έπρεπε να είχε ως πρότυπο τις παπικές πρακτικές, μεθόδους και μεθοδεύσεις.
Μία άλλη χαρακτηριστική κατηγορία ομοιοτήτων μεταξύ των κειμένων της Β΄ Βατικανής και της Πανορθοδόξου είναι στη χρήση διφορούμενης και ασαφούς ορολογίας που αφήνουν περιθώριο για ποικίλες και ετερόκλητες ερμηνείες.
Η πρακτική αυτή αποτελεί συστατικό γνώρισμα των δογματικών και εκκλησιολογικών κειμένων της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Οι πιο γνωστές τέτοιες διφορούμενες φράσεις βρίσκονται στο Δογματικό Σύνταγμα «Lumen Gentium» (LG), δηλαδή στην περί Εκκλησίας δογματική απόφαση της Β΄ Βατικανής, όπου έγινε μία καθοριστική αλλαγή στον ορισμό της Εκκλησίας.
Το LG , προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με την θεώρηση των «κεχωρισμένων εκκλησιών», εγκατέλειψε την απόλυτη και αποκλειστική ταύτιση της Εκκλησίας τού Χριστού και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπως είχε παραδοσιακὰ καθιερωθεί. 10
Η απλή διατύπωση ότι η Εκκλησία τού Χριστού ταυτίζεται με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, όπως αναφέρεται στις παπικές Εγκυκλίους 11 όσο και στις προσυνοδικές εκδοχές τού Συντάγματος, αντικαταστάθηκε με τη δήλωση πως « η Εκκλησία τού Χριστού subsistit in – ενυπάρχει στην Καθολική Εκκλησία » 12 .
Πρόσφατα, πενήντα χρόνια μετά τη Β΄ Βατικανή σύνοδο, ο υπεύθυνος των οικουμενικών σχέσεων στο Βατικανό, Cardinal W. Kasper, αναγκάσθηκε να δεχθεί ότι «η ερμηνεία του “subsistit in” αποτελεί ‘Desideratum’ [ζητούμενο] και περιλαμβάνει επαμφοτερίζοντα στοιχεία που επιδέχονται διπλή ερμηνεία· είναι ταυτόχρονα inclusive και exclusive [μη αποκλειστική και αποκλειστική]».13
Προφανώς, δεν είναι αβάσιμη η κατηγορία περί διγλωσσίας των Ρωμαιοκαθολικών. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο εκκλησιολογικά κείμενα (το περί Εκκλησίας Σύνταγμα και το περί Οικουμενισμού Διάταγμα) της Β΄ Βατικανής Συνόδου αποτελούν και για αυτούς που προωθούν μία αποκλειστική εκκλησιολογία και για αυτούς που στηρίζουν μία περιεκτική εκκλησιολογία σημείο αναφοράς και πυξίδα για τις τοποθετήσεις και τις κατευθύνσεις τους. Όπως ευθέως ομολόγησε οικουμενιστής θεολόγος από την Θεσσαλονίκη: «Χρησιμοποιούνται οι ίδιες πηγές, αλλά συνάγονται εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα».14
Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα άλλο παράδειγμα από το Lumen Gentium: Μολονότι, το Lumen Gentium καθιέρωσε νέα κριτήρια για τη συμμετοχή στην Εκκλησία, ακόμη και μία νέα θεώρηση της ίδιας της Εκκλησίας, ωστόσο δεν απέρριψε και την παραδοσιακὴ θεώρηση της ενότητας της Εκκλησίας· απλώς δεν την εφαρμόζει πλέον στους μη-Ρωμαιοκαθολικούς. Οι δύο θεωρήσεις αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη.
Επομένως, η πλήρης συμμετοχὴ στην ενότητα της Εκκλησίας, για τους Ρωμαιοκαθολικούς, περιγράφεται στο άρθρο 14 του Lumen Gentium. Ευθύς αμέσως μετά, στο άρθρο 15, διαβάζουμε για την ενότητα εν Χριστώ και Αγίω Πνεύματι καί για τα Μυστήρια της Εκκλησίας – οι «πολλαπλοί ἐσωτερικοί δεσμοί» – που εδραιώνουν τους «χωρισμένους αδελφούς» σε μία ατελή κοινωνία.
Σύμφωνα με την διπλὴ αυτὴ ενότητα, η Ρώμη εξακολουθεί νὰ θεωρεί εαυτὴν ως την μόνη «συγκεκριμένη φανέρωση» (concrete manifestation) της Εκκλησίας – της Εκκλησίας που ο Χριστὸς θέλησε – ενώ οι μη-Ρωμαιοκαθολικὲς Εκκλησίες είναι Εκκλησίες μόνο κατὰ έναν περιορισμένο τρόπο (βλ. UR 3d και e).
Παραδόξως όμως, όσο και αν είναι «αποδυναμωμένες» ή «πληγωμένες»15 ή «ελλιπείς» αυτὲς οι Εκκλησίες, φέρεται πως έχουν πλήρως νόμιμα Μυστήρια16 . Παρ᾽ ότι τελούν σε ενότητα με τον Χριστό, η ενότητά τους με την Εκκλησία και μέσα σ’ αυτὴν είναι ατελής! Όσο και αν υστερούν όμως οι μη-Ρωμαιοκαθολικοὶ, είναι μέρος της Εκκλησίας. Οι σχισματικοὶ και οι αιρετικοὶ μπορούν να ενωθούν με το Χριστὸ και να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού, χωρὶς εν τούτοις να είναι μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάντες και Ορθόδοξοι, όλοι αυτοὶ φέρονται ότι είναι μέρος της Μίας Εκκλησίας, παρ᾽ ότι βρίσκονται σε διαφορετικὰ επίπεδα πληρότητας και εκκλησιαστικότητας.
Ο Francis Sullivan, συνοψίζοντας την εικόνα της παγκόσμιας Εκκλησίας του Χριστού που δημιούργησε η νέα παπική εκκλησιολογία, γράφει τα εξής:
«Μπορεί κάποιος να σκεφθεί την παγκόσμια Εκκλησία ως μια κοινωνία (communion) – σε ποικίλα επίπεδα πληρότητας – ‘σωμάτων’ που είναι περισσότερο ή λιγότερο πλήρεις Εκκλησίες… Είναι μία πραγματικὴ κοινωνία, που πραγματοποιείται σε ποικίλους βαθμοὺς πυκνότητας ή πληρότητας, μία κοινωνία «σωμάτων» που στο σύνολό τους έχουν πραγματικὰ εκκλησιαστικὸ χαρακτήρα, παρ᾽ ότι κάποια πληρέστερα απὸ άλλα »17 .
Είναι καίριας σημασίας, να διατηρήσει κανείς στο νου του αυτή την ιδέα της Εκκλησίας της Β΄ Βατικανής, όταν σε λίγο θα διαβάσω αυτούσια αποσπάσματα από το προσυνοδικό κείμενο της Πανορθοδόξου «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον». Στο στρεβλό οικουμενικό εκκλησιολογικό πλαίσιο τού – μετά τη Β΄ Βατικανή – οικουμενισμού, η απλή ταύτιση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν αποκλείει την ταυτόχρονη αναγνώριση άλλων εκκλησιών, ως φορέων «εκκλησιαστικού χαρακτήρα», έστω κι αν είναι «λιγότερο ή περισσότερο πλήρεις Εκκλησίες». Μία τέτοια ανορθόδοξη ανάγνωση έχουμε, όταν το κείμενο της Πανορθοδόξου κάνει ιδιαίτερες αναφορές σε ετερόδοξες ομολογίες ως «Εκκλησίες».
Πριν εξετάσουμε τα σχετικά χωρία των κειμένων της Πανορθόδοξης Συνόδου και την εκκλησιολογική σύγκλιση με τη διδασκαλία της Β΄ Βατικανής που παρατηρείται σ’ αυτά, επιτρέψτε μου να ανοίξω μία παρένθεση και να μοιρασθώ μαζί σας μία προσωπική μου εμπειρία για να γίνει σαφέστερο το ζήτημα:
Για να μη νομίσουμε ότι τα κείμενα της Συνόδου δεν είναι ήσσονος σημασίας και ότι πιθανή αμφισβήτησή τους έχει δευτερεύοντα ρόλο για τη ζωή της Εκκλησίας, ακούστε την παρακάτω έκκληση που έλαβα από κάποιον προβληματισμένο ρωμαιοκαθολικό σχολιαστή. Μου έγραψε:
«Προς τους φίλους μου στην Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία: φροντίστε επιμελώς για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο... Διαφορετικά θα είναι για την Ορθοδοξία ό,τι ήταν η Β΄ Βατικανή για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία του 1960. Κι αυτό, η ασάφεια της γλώσσας των κειμένων της Συνόδου, είχε καταλυτική συνέπεια για την Αποστασία που αντιμετωπίζουμε τώρα στη Δύση... Ιδιαίτερα ευθύνεται για την ψευδή μαρτυρία τής μέχρι σήμερα ιεραρχίας μας συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού Πάπα. Να είστε σε πνευματική εγρήγορση, δυνατοί και πιστοί στο Χριστό και στην Εκκλησία Του. Μην αφήνετε ό,τι έγινε ως αποτέλεσμα της Β΄ Βατικανής, παρά τις καλές προσπάθειες ορισμένων κληρικών και λαϊκών, να γίνει στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι λίγοι που παρέμειναν πιστοί εντός της Εκκλησίας μας (εννοεί την Ρωμαιοκαθολική) έχουν περιφρονητικά χαρακτηρισθεί «παραδοσιακοί»... Η προ-Βατικάνεια πίστη και πρακτική τους τώρα ανοιχτά χλευάζεται από το κύριο σώμα του Novus Ordo (νέα λειτουργική τάξη του παπισμού), και εμείς συνεχώς περιθωριοποιούμαστε στις Ακολουθίες και στις σχέσεις μας με τους άλλους ρωμαιοκαθολικούς. Προσεύχομαι να μένετε πάντοτε πιστοί στην Ορθόδοξη Παράδοση, τις ορθόδοξες αξίες και τα δόγματα».
Σημειώνουμε την σειρά των πραγμάτων σύμφωνα με τον ρωμαιοκαθολικό σχολιαστή: Η ασάφεια των κειμένων θεωρείται ως ο καταλύτης:
1. για την αποστασία της Δύσεως,
2. για την ψευδή μαρτυρία προς τον κόσμο εκ μέρους της ιεραρχίας, και
3. για την περιθωριοποίηση των πιστών
Aς στραφούμε τώρα στα σχετικά χωρία του προσυνοδικού κειμένου «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον», του πιο προβληματικού, από τα κείμενα που έχουν κατατεθεί προς έγκριση στην Πανορθόδοξη Σύνοδο, για να διαπιστώσουμε την ίδια ασάφεια με τα κείμενα της Β΄ Βατικανής.
Όπως ήδη έχει επισημανθεί από σεβαστούς ιεράρχες και θεολόγους, όπως είναι ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος και ο καθηγητής Δογματικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, το προσυνοδικό κείμενο της Πανορθοδόξου, «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό Χριστιανικό Κόσμο», παρουσιάζει συστηματικά επαναλαμβανόμενη θεολογική ασάφεια, ασυνέπεια και αντίφαση .
Στο πρώτο άρθρο διακηρύσσει την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεωρώντας αυτή –πολύ σωστά– ως τη «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Στο άρθρο 6 ωστόσο, παρουσιάζει μια αντιφατική διατύπωση, ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής».
Ανακύπτει το ερώτημα: αν η Εκκλησία είναι «Μία», κατά το Σύμβολο της Πίστεως και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τότε πώς γίνεται λόγος για άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες σε ένα κείμενο που αποσκοπεί να εκφράσει την ορθόδοξη εκκλησιολογία;
Όπως έγραψε ο καθηγητής Τσελλεγίδης, «δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλαπλότητα «Εκκλησιών», με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσω οι «Εκκλησίες» αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες τής πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικά ορθό να τους αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».
Σε ένα δογματικό κείμενο τέτοιας φύσεως, θα έπρεπε να είναι προφανές, ότι ο όρος «Εκκλησία» πρέπει να χρησιμοποιηθεί αυστηρά και μόνο σύμφωνα με την Ορθόδοξη έννοια της λέξης, ώστε να αποκλειστεί οποιαδήποτε πιθανή παρερμηνεία. Με δεδομένο το νέο ανορθόδοξο εκκλησιολογικό πρότυπο τού Οικουμενισμού μετά την Β′ Βατικανή Σύνοδο, στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, υπάρχει επαρκής θεολογική βάση για τους ιεράρχες των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών να απορρίψουν στο σύνολό του το εν λόγω προσχέδιο κειμένου για τις σχέσεις με τους ετεροδόξους.
Στο ίδιο άρθρο (6) βρίσκουμε και δεύτερο παράδειγμα θεολογικής ασάφειας και αντίφασης. Στην αρχή διαβάσαμε το εξής: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή». Στο τέλος, όμως, γράφεται, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία με την συμμετοχή της στην Οικουμενική Κίνηση έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα».
Αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα ασάφειας και αντίφασης θυμίζει παρόμοιο από τα άρθρα 14 και 15 του προαναφερθέντος Lumen Gentium, όπου παρουσιάζονται διαδοχικά δύο αντικείμενες απόψεις περί Εκκλησίας.
Σε αυτό το παράδειγμα, η ενότητα της Εκκλησίας αρχικά αναγνωρίζεται ως δεδομένη, και στη συνέχεια ακολουθεί η ιδέα ότι η ενότητα εξακολουθεί να αναζητείται. Παραθέτουμε και πάλι από τον καθηγητή Τσελεγγίδη: «Τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως; Μήπως υπονοείται η επιστροφή των Δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα συνόλου τού Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται η εντύπωση, ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας.»
Το τελικό μας παράδειγμα είναι η θεολογική σύγχυση που προκαλεί η ασάφεια του άρθρου 20, το οποίο αναφέρει:
«Αι προοπτικαί των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών προσδιορίζονται πάντοτε επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως (κανόνες 7 της Β’ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων)»
Γιατί παρατίθενται οι συγκεκριμένοι κανόνες; Αυτοί οι κανόνες κάνουν λόγο για την αποδοχή συγκεκριμένων αιρετικών που εκδηλώνουν ενδιαφέρον για προσχώρηση στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο, ο καθηγητής Τσελεγγίδης επισημαίνει, «από το γράμμα και το πνεύμα του θεολογικώς κρινομένου κειμένου αντιλαμβανόμαστε ότι δεν γίνεται καθόλου λόγος για επιστροφή των ετεροδόξων στην Ορθόδοξη και μόνη Εκκλησία».
Επομένως, για ποιο λόγο παρατίθενται αυτοί οι κανόνες ως βάση για το θεολογικό διάλογο με τους ετεροδόξους;
Η απάντηση που δίνει ο Μητροπολίτης Ναυπάλτου Ιερόθεος και ο καθηγητής Τσελεγγίδης είναι ότι σκοπός του άρθρου 20 είναι να εισάγει ανεπαίσθητα, θα λέγαμε «από την πίσω πόρτα», τη λεγόμενη «βαπτισματική θεολογία» στα κείμενα της Συνόδου. Δεδομένης της ασάφειας του κειμένου, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι η απάντησή μας βασίζεται αποκλειστικά στα συμπεράσματά μας. Όμως οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα αυτό βασιζόμενοι στις αρχικές επεξηγήσεις που δόθηκαν από ηγετικούς οικουμενιστές θεολόγους, όπως τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής της Θεσσαλονίκης Τσομπανίδη και τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας, σε ημερίδα που διοργάνωσε η Ι. Μ. Βλατάδων στις αρχές Δεκεμβρίου 2015.
Η πρόσφατη απάντηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου στην αρχική κριτική μάς δίνει άλλη μία ευκαιρία για να δείξουμε ότι κάποιοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι που είναι στην υπηρεσία της Πανορθοδόξου Συνόδου είναι, όπως και οι προκάτοχοι τους στην Β΄ Βατικανή, επιδέξιοι στην διπλωματική “τέχνη” τής διγλωσσίας, εφαρμοσμένη τώρα στα εκκλησιαστικά.
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας, στο υπόμνημά του προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος18 σχετικά με το υπό συζήτηση κείμενο αναφέρεται στο άρθρο 20 και σε έντονο ύφος επιμένει ότι επ’ ουδενί σχετίζεται με τη «βαπτισματική θεολογία».
Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος έχοντας απορρίψει ως «αθεολόγητους» όσους του ασκούν κριτική για την άποψη ότι είχε υιοθετήσει τη βαπτισματική θεολογία γράφει τα εξής : «Η κατ’ οικονομία αυτή αποδοχή των ετεροδόξων υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διά Λιβέλλου και διά Χρίσματος, συνεπάγεται μεν την «κατ’ οικονομίαν» αποδοχήν ως εγκύρου και υποστατού τού βαπτίσματος όχι όμως και όλων των λοιπών μυστηρίων ή της αντίστοιχης ομολογίας…».
Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, η διατύπωσή του αυτή πράγματι είναι μία αρκετά καλή και ακριβής περιγραφή της βαπτισματικής θεολογίας, την οποία ο Μητροπολίτης επιμένει ότι απορρίπτει! Ο Άγιος Μεσσηνίας επαναδιατυπώνει ουσιαστικά την περί κοινού Βαπτίσματος διδασκαλία της Β΄ Βατικανής Συνόδου, η οποία θεωρεί ότι το μη Ρωμαιοκαθολικό βάπτισμα διατηρεί όχι μόνο τον τύπο, αλλά και ότι μεταδίδει την πραγματικότητα, δηλ. την πλήρη Χάρη του Μυστηρίου.
Η άποψη του Μητροπολίτου Μεσσηνίας μάς υπενθυμίζει την άποψη του Αυγουστίνου ότι οι αιρετικοί έχουν το sacramentum (το σημείο, τον τύπο) του Βαπτίσματος, αλλά όχι το ressacramentum (την πραγματικότητα της Χάριτος του βαπτίσματος), με τη σημαντική διαφορά ότι ο Μητροπολίτης φαίνεται να αποδέχεται ότι οι αιρετικοί έχουν και τα δύο, δηλ. και τον τύπο και την ουσία του μυστηρίου!
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι σαφές είναι ότι ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας και όσοι δέχονται ότι υφίσταται και έγκυρο και υποστατό βάπτισμα εκτός της Εκκλησίας –συμπεριλαμβανομένων και των συντακτών του προσυνοδικού κειμένου– δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι ορθοτομούν, ότι εκφράζουν την Ορθόδοξη διδασκαλία. Καθότι, σύμφωνα με αυτήν δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ο μερισμός του Χριστού, δηλ. είναι αδύνατη η διαίρεση των μυστηρίων, αφού ο Χριστός είναι «τα πάντα εν πάσι», και κάθε μυστήριο είναι έκφραση του «Ενός» Μυστηρίου, δηλαδή του Χριστού. Με απλά λόγια δεν μπορεί να υπάρξει ούτε «κατ’ οικονομίαν» αποδοχή ατελούς μύησης και συμμετοχής στον Ένα Χριστό. Για εμάς τους Ορθοδόξους το αυθεντικὸ Μυστήριο λαμβάνει χώρα εντὸς των ορίων της Μίας Εκκλησίας με πλήρη και όχι μερική πιστότητα στην πίστη και την πρακτική της Εκκλησίας.
Ολα τα προηγούμενα καθώς και άλλα τόσα που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε, ενισχύουν τη δήλωση του καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Καρακάλλου του Αγίου Όρους σχετικά με τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ότι οι διατυπώσεις των προσυνοδικών κειμένων «είναι επισφαλείς και διφορούμενες, και επιδέχονται ερμηνείες αποκλίνουσες από το Ορθόδοξο δόγμα».
Συμπερασματικά, επιτρέψτε μου να επιστήσω την προσοχή σας στις ακόλουθες κρίσεις που εκφράσθηκαν πριν από σαράντα χρόνια από δύο εκκλησιαστικούς άνδρες εξαιρετικής πνευματικής διαύγειας, διορατικότητας και διάκρισης των πνευμάτων της εποχής μας.
Ο πρώτος ήταν ο αμερικανός Ορθόδοξος μοναχός πατήρ Σεραφείμ Ρόουζ, ο οποίος την εποχή που έγραφε μόναζε στην έρημο της βόρειας Καλιφόρνιας, μακριά από τις προσυνοδικές επιτροπές. Ωστόσο, η θεόπνευστη κρίση του άντεξε στη δοκιμασία τού χρόνου, κι έρχεται να μας επιβεβαιώσει ότι ελάχιστες αλλαγές υπάρχουν από την αρχή μέχρι το τέλος σε σχέση με την Σύνοδο. Έγραφε το 1976:
«Κρινόμενες βάσει του νηφάλιου προτύπου, τού αναλλοίωτου, της Πατερικής Ορθοδοξίας, οι προετοιμασίες για μία «όγδοη οικουμενική σύνοδο» (τώρα καλούμενη ως Πανορθόδοξη Σύνοδος) φανερώνονται ως ανορθόδοξες, στερούμενες σοβαρότητας, και ποιμαντικά εντελώς ανεύθυνες. Τέτοιου είδους σύνοδος είναι μία προσπάθεια ριζωμένη όχι στο ορθόδοξο φρόνημα και στην εγκάρδια φροντίδα για την σωτηρία των ψυχών, αλλά μάλλον στο «πνεύμα της εποχής». Σκοπεύει να είναι ευάρεστη, όχι στον Θεό, αλλά στον κόσμο, και συγκεκριμένα στον ετερόδοξο κόσμο. Κρίνοντας από την εμπειρία της Βατικανής Συνόδου και τις συνέπειες αυτής στον Ρωμαιοκαθολικισμό, τέτοια σύνοδος εάν συγκληθεί, θα παράγει βαθιά ακαταστασία και αναρχία στον Ορθόδοξο κόσμο... Η προτεινόμενη «Οικουμενική Σύνοδος», κρινόμενη επί τη βάσει των προετοιμασιών που έχουν ήδη γίνει, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά μία «ληστρική σύνοδος», μία προδοσία του Χριστού και της Εκκλησίας Του»19 .
Την ίδια χρονιά (1976) και σε πλήρη συμφωνία, ο μεγάλος δογματολόγος και Ομολογητής Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς έκανε έκκληση προς την Ιεραρχία του όχι μόνο να απέχει από τις προετοιμασίες αλλά και από αυτήν την ίδια τη Σύνοδο, διαβλέποντας τους πλέον πικρούς καρπούς από την σύγκλησή της:
«Απευθύνομαι και πάλιν, κατά την υπαγόρευσιν της συνειδήσεώς μου, διά ταύτης της παρακλήσεώς μου και της υιικής εν προσευχή κραυγής μου, προς την Ι. Σύνοδον της Ιεραρχίας της μαρτυρικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ημών: όπως η Εκκλησία της Σερβίας απόσχη της συμμετοχής εις την προπαρασκευήν μιάς κατ’ όνομα «Οικουμενικής» Συνόδου, όλως δε ιδιαιτέρως της εν αυτή συμμετοχής, εάν τελικώς συνέλθη αυτή. Διότι, εάν «προπαρασκευαστεί» κατά τον περιγραφέντα τρόπον και συνέλθη αύριο ή μεθ’ αύριο, ο μη γένοιτο, μία τοιαύτη σύνοδος, ένα μόνο αποτέλεσμα δυνάμεθα να αναμένωμεν εξ αυτής: σχίσματα ή και αιρέσεις και οπωσδήποτε απώλεια πολλών, δυσαριθμήτων ψυχών. Θεωρουμένη δε εκ της ιστορικής αποστολικής και πατερικής πείρας της Εκκλησίας η τοιαύτη Σύνοδος, αντί θεραπείας των ήδη υφισταμένων δεινών, θα ανοίξει και νέας πληγάς και τραύματα επί του σώματος της Εκκλησίας, δημιουργούσα εις αυτήν νέα προβλήματα και νέας ταλαιπωρίας» 20 .
Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί ,
Η δυνατή αυτή προφητική φωνή του μεγάλου Ομολογητού της πίστεώς μας Αγ. Ιουστίνου παραμένει και σήμερα, μετά από 40 χρόνια, εξαιρετικά επίκαιρη και αυθεντική. Τα γεγονότα των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών επιβεβαιώνουν την ορθή κρίση τού Αγίου. Επί πλέον όλα αυτά που παρουσιάστηκαν απόψε ενώπιόν σας, δηλαδή,
το ξεκίνημα και η μεθοδολογία της Συνόδου,
η επιμελής αποφυγή διαλόγου επί των δογματικών προκλήσεων,
η απουσία των εμπειρικών θεολόγων,
ο χαρακτηρισμός των αιρέσεων ως Εκκλησιών, η πρόσκληση των αιρεσιαρχών ως «παρατηρητών», και
η αναγνώριση των μυστηρίων των αιρετικών και της εκκλησιαστικότη-τας των αιρετικών ομολογιών,
όλα αυτά επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες μας ότι η Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να πιστοποιηθεί στην εκκλησιαστική συνείδηση ως «επομένη τοις αγίοις Πατράσι».
Αντιθέτως, όπως καταδείξαμε, επηρεάστηκε καθοριστικά από τις αποκλίνουσες Βατικάνειες εκκλησιολογικές θέσεις και πρακτικές και, ως εκ τούτου, τείνει να αναδειχθεί απλώς «επομένη τη Β΄ Βατικανή Συνόδω».
1 M. Brun, «O αντίκτυπος της Β′ Βατικάνειας Συνόδου στην Όρθόδοξη Εκκλησία», Θεολογία, 86(2015), 223.
2 M. Brun, «O αντίκτυπος της Β′ Βατικάνειας Συνόδου στην Όρθόδοξη Εκκλησία», Θεολογία, 86(2015), 231, 234.
3 βλ. Ορθόδοξος Τύπος, 304/10.2.1978, σ. 3
4 "Council Coming for Orthodox", i nterview by Desmond O'Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977.
5 M. Brun, «O αντίκτυπος της Β′ Βατικάνειας Συνόδου στην Όρθόδοξη Εκκλησία», Θεολογία, 86(2015), 223-224.
6 βλ. Ορθόδοξος Τύπος, 304/10.2.1978, σ. 3
7 Η Γ΄ ΠΠΔ (Σαμπεζύ 1986) δεν τόλμησε ούτε τον όρο «ετερόδοξοι χριστιανοί» να υιοθετήσει! Σύμφωνα με τα πρακτικά ο Όρους Λιβάνου Γεώργιος πρότεινε: «θα ήμην έτοιμος να προτείνω: “ετερόδοξοι χριστιανοί”, αλλά δυνάμεθα ίσως να εύρωμεν μετριοπαθεστέραν διατύπωσιν». Ο πρόεδρος Μύρων Χρυσόστομος: «Ας αποφύγω-μεν την χρήσιν του όρου “ετερόδοξοι”»! (Συνοδικά ΙΧ, σ. 251).
8 Unitatis Redintergratto §§ 3, 4, και Π. Χίρς, Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου, εκδ. UncutMountainPress, 2014, σ. 287-292.
9 Σύμφωνα με την απόφαση των Προκαθημένων (21-28.1.2016) θα προσκληθούν να παραστούν ως εκπρόσωποι α) δύο εκ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, β) ένας εκ της Κοπτικής Εκκλησίας, γ) ένας εκ της Εκκλησίας της Αἰθιοπίας, δ) ένας εκ της Αρμενικής Εκκλησίας του Ετσμιατζίν, ε) ένας εκ του Καθολικοσάτου της Κιλικίας, στ) ένας εκ της Συροϊακωβιτικής Εκκλησίας, ζ) ένας εκ της Αγγλικανικής Εκκλησίας, η) ο Ἀρχιεπίσκοπος των Παλαιοκαθολικών της Ενώσεως της Ουτρέχτης, θ) ένας εκ της Παγκοσμίου Λουθηρανικής Ομοσπονδίας, ι) ο Γενικός Γραμματεας του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και ο Διευθυντής της Επιτροπής Πίστις και Τάξις του Συμβουλίου, ια) ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, ιβ) ο Γενικός Γραμματεας του Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής, και ιγ) ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Γερμανίας.
10 Η επίσημη εξήγηση που δόθηκε στους επισκόπους απὸ τη Θεολογικὴ Επιτροπή, για να εξηγήσει αυτὴ την αλλαγή, δείχνει ότι επινοήθηκε ώστε να συμφωνεῖ με τη νέα θεώρηση αυτών καθαυτών των Μη-Ρωμαιοκαθολικών μυστηρίων και κοινωνιών. Η Επιτροπὴ είπε ότι η αλλαγὴ αυτὴ έγινε «έτσι ώστε ἡ έκφραση να συμφωνεί καλύτερα με την επιβεβαίωση περὶ των εκκλησιαστικών στοιχείων που βρίσκονται αλλαχού [δηλ. σε άλλες εκκλησιαστικὲς κοινότητες]». Sullivan, “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church” σ. 274. Επίσης, η προπαρασκευαστικὴ Επιτροπὴ της Συνόδου, στην εναρκτήρια συνεδρίασή της το 1962, έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις στο σχῆμα De Ecclesia: «Η Ρωμαιοκαθολικὴ εκκλησία είναι το Μυστικὸ Σώμα του Χριστού. . . και μόνον αυτή, η Ρωμαιοκαθολική, έχει το δικαίωμα να αποκαλείται Εκκλησία» (Βλ. Sullivan, “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church”, σ. 273).
11 Για παράδειγμα, ο πάπας Πίος XII κατέστησε εξαιρετικὰ σαφές, τόσο στην Εγκύκλιο Mystici Corporis (1943) όσο και στην Humani generis (1950), ότι το Μυστικὸ Σώμα τού Χριστού, η Εκκλησία του Χριστού και η Ρωμαιοκαθολικὴ Εκκλησία είναι ένα και το αυτὸ πράγμα.
12 Lumen Gentium 8.
13 Τσομπανίδης, Στυλιανός Χ., Η Διακήρυξη “Dominus Iesus” και η Οικουμενική Σημασία της. Πουρναρά: Θεσσαλονίκη, 2003 Τσομπανίδης, σσ. 122-123..
14 Τσομπανίδης, Η Διακήρυξη Dominus Iesus, 82
15 Βλ. τη δήλωση της Συνελεύσεως περὶ Δόγματος και Πίστεως, Dominus Iesus.
16 Αυτὸ είναι προφανές, λόγου χάριν, στην UR 15α: «δια της τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας σε κάθε μία απ’ αυτὲς τις [Ορθόδοξες] Εκκλησίες, η Εκκλησία του Θεού κτίζεται και αυξάνει η αίγλη της».
17 Francis A. Sullivan, S.J., “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church,” σ. 283 (έμφαση του γράφοντος). Σύμφωνα επίσης με τον Ι. Σπιτέρη, «απὸ [την ἐγκύκλιο UUS] προκύπτει μία νέα έννοια της Εκκλησίας που συνίσταται απὸ μία κοινωνία Εκκλησιῶν, στην οποία, κατὰ κάποιον τρόπο, ανήκουν όλες οι χριστιανικὲς Εκκλησίες» (Ι. Σπιτέρης, «Η Καθολικὴ Εκκλησία και οι άλλες χριστιανικὲς Εκκλησίες», Θ. Κοντίδης (επιμ.), Ο Καθολικισμός, Αθήνα 2000, σ. 246).
18 Βλ: http://www.amen.gr/article/ypomnima-tou-mitropoliti-messinias-gia-to-panorthodokso-keimeno-sxeseis-tis-orthodoksou-ekklisias-pros-ton-loipon-xristianikon-kosmon.
19 The Orthodox Word, Nov.-Dec. 1976 (71), 184-195 (http://orthodoxinfo.com/ecumenism/towards.aspx).
20 βλ. Ορθόδοξος Τύπος, 304/10.2.1978, σ. 4.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833, Fax +30 210 4518476, e-mail: impireos@hotmail.com
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 20ῃΜαΐου 2016
Ἐπειδή κατά τόν Θεῖο Ἀπόστολο Πέτρο ὀφείλομεν νά εἴμεθα «ἕτοιμοι δὲ ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου συνείδησιν ἔχοντες ἀγαθήν, ἵνα ἐν ᾧ καταλαλοῦσιν ὑμῶν ὡς κακοποιῶν, καταισχυνθῶσιν οἱ ἐπηρεάζοντες ὑμῶν τὴν ἀγαθὴν ἐν Χριστῷ ἀναστροφήν.
Κρεῖττον γὰρ ἀγαθοποιοῦντας, εἰ θέλοι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πάσχειν ἢ κακοποιοῦντας (Α΄ Πέτρου 3,15-18), δημοσιοποιῶ τοῦς λόγους παραιτήσεώς μου ἀπό τήν συμμετοχή μου στήν ἐκπροσώπηση τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν συγκληθησομένη Ἁγία καί Μεγάλἦ Σύνοδο.
Ἡ ἀπόφασις τῆς προλαβούσης ἐκτάκτου Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μοῦ παρεῖχε αὐτό τό δικαίωμα συμμετοχῆς κατόπιν τῆς παραιτήσεως τῶν πρό ἐμοῦ κατά τά πρεσβεῖα Σεβασμιωτάτων Ἁγίων ἀδελφῶν.
Παραιτήθην προφορικῶς ἐνώπιον τῆς προλαβούσης Ἱεραρχίας γιά λόγους συνειδήσεως καί εἰδικώτερα διότι διαφωνῶ καί διά τήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί διά τήν διαδικασία.
Διαφωνῶ διά τήν θεματολογία διότι μετά 93 χρόνια προετοιμασίας μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου ἡ ἐνασχόλησίς της μέ οὐσιωδῶς λελυμένα θέματα ἀπό τήν Πατερική καί Κανονική μας Παράδοση, ὅπως τῆς Νηστείας καί τοῦ Γάμου, μόνον δυστυχῶς θυμηδία προκαλεῖ.
Διαφωνῶ καί μέ τήν ἀπαράδεκτη θέση τοῦ κειμένου περί τῶν μεικτῶν γάμων, πού προάγει τόν λεγόμενο λαϊκό συγκρητιστικό οἰκουμενισμό, καί διαφωνῶ ἐπίσης ριζικά μέ τά ἄλλα δύο ψηφισμένα κείμενα τῶν προσυνοδικῶν διασκέψεων «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» καί «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συγχρόνῳ κόσμῳ.»
Ἐάν πράγματι έπεδιώκετο ἡ Πανορθόδοξος αὐτή Σύνοδος νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη καί νά ἀποτελεῖ Ἱερά συνέχεια τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων στόν 21ο αἰώνα καί ἐπέκεινα, διακηρύσσουσα ὅτι «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», ὤφειλε στοιχοῦσα στό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων νά ἀποφασίσῃ τά ἀκόλουθα:
α) Νά ἀναγνωρίσει τίς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο Συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς Οἰκουμενικές, δηλ. τήν Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου, τοῦ 879-880, καὶ τήν Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Θείας Χάριτος καί Ἐνεργείας αἵρεση, διότι δι’ αὐτῆς προσβάλλεται ἡ σχέσις τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίσιν Του καί ὀργανικῶς ἀνταλλάσσεται ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τό ἀλάθητο καί τό πρωτεῖο ἑνός ἀνθρώπου, καί ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμό ὡς αἵρεση. Νά ἐπικαιροποιήσει καί ἐπικυρώσει τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1282-1284) διά τῶν ὁποίων ἀκυρώθηκε ἡ ψευδοένωσις τῆς Λυών καί τῆς Μεγάλης Συνόδου (1484) διά τῆς ὁποίας ἀκυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας. Να καταδικάσει τό ψευδοπέτρειο δόγμα, πού στηρίζεται σέ πλαστογραφημένα στοιχεῖα (ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά, ψευδοπιπίνειος δωρεά, ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, ψευδοκλημέντεια) καθώς καί τίς διδαχές τῶν ψευδοσυνόδων I καί II Βατικανῆς καί νά ὁριοθετήσῃ τήν θέση τοῦ πρώτου στήν Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος κατά τόν 34ον Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχει Οἰκουμενικήν ἀναγνώρισιν (9ος Ἀντιοχείας, 1ος Δ΄, 2ος ΣΤ΄ καί 1ος Ζ) εἶναι Primus inter Pares καί ὄχι Primus sine Paribus.
β) Νά ἐκλέξει, νά χειροτονήσει καί νά ἐνθρονίσει στό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καί τῆς Δύσεως νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, καί Ὀρθόδοξη Ἱεραρχία μή ἀναγνωρίζουσα τόν σημερινό καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καί αἱρεσιάρχη κ. Φραγκῖσκο (Horhe Bergolio). Ἔτσι, θά ἐλύοντο τά προβλήματα τοῦ Παπισμοῦ καί τῆς Οὐνίας.
γ) Νά ἀνιδρύσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες στήν Εὐρώπη, Ἀμερική, Καναδᾶ καί Αὐστραλία, λύουσα ὁριστικῶς τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, καί τό σκάνδαλο τῶν ἐπαλλήλων δικαιοδοσιῶν πού προάγει τήν αἵρεση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ καί πού δέν θεραπεύεται μέ τό ἡμίμετρο τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων. Ἡ ἀπόφασι αὐτή θά ἀπεδείκνυε τόν φιλοδυτικισμόν τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἀντιμάχεται πρόσωπα καί τόπους ἀλλά τήν πλάνη καί τήν κακοδοξία πού χωρίζουν ἀπό τόν Πανάγιον Θεόν. Ὅταν καταγγέλεται τό εἰδεχθές κακούργημα τῆς παιδοφιλίας πού θεσμοθέτησε τό Συνταγματικό Δικαστήριο τῆς Ὁλλανδικῆς πολιτείας ἀναγνωρίζοντας κομματικό σχηματισμό (PVDF) πού ἔχει αὐτό τό χυδαίο πρόταγμα, ἤ ὅταν καταγγέλεται ἡ ἀπύθμενης κακότητος χυδαιότητα τῆς κτηνοβασίας, πού ἔχει θεσμοθετηθεῖ στή Γερμανική πολιτεία, ἤ ὅταν καταγγέλεται ἡ ἀνατροπή τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας μέ τήν θεσμοθέτηση τῆς ψυχοπαθολογικῆς ἐκτροπῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας στό λεγόμενο Δυτικό κόσμο, δέν στηλιτεύονται τά πρόσωπα ἀλλά ἡ θεσμοθέτησις τῆς ἀνομίας. Ἀσφαλῶς ὡς πρόσωπα ἐκτιμῶνται βαθύτατα ὁ Φραγκῖσκος τῆς Ἀσσίζης, ἡ Θηρεσία τῆς Ἄβιλα, ὁ Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ, ἡ Θηρεσία τοῦ βρέφους Ἰησοῦ καί ὁ Κάρολος ντε Φουκώ, καί ἄλλοι γιά τόν μυστικισμό τους καί τήν ἀγάπη τους πρός τόν Χριστόν. Ἅγιοι ὅμως δέν μπορεῖ νά θεωροῦνται διότι ἐάν μετεῖχαν στήν ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, τήν Ἁγιότητα, θά ἐπληροφοροῦντο δι’ Ἁγίου Πνεύματος γιά τίς κακοδοξίες καί στρεβλώσεις τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας καί θά κατήγγειλον αὐτές καί θά ἑννοῦντο μετά τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπόφασι αὐτή θά ἀπεδείκνυε τό ἕωλο καί ἀνεπέρειστο τῶν κατηγοριῶν ὅτι δῆθεν ἐπιδιώκεται ὁ ἐγκλωβισμός τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας στόν «μικρόκοσμόν της» ἐνῶ ἀντιθέτως ἐξαγγέλλεται δι’ αὐτῆς ὁ ἀληθής Εὐαγγελικός καί Πατερικός «οἰκουμενισμός», πού ἀναλύεται σέ ἔμπονη διακήρυξη τῆς Ἀποστολικοπαραδότου καί Ἁγιοπατερικῆς ἀληθείας μέ τήν στηλίτευση τῶν κακοδοξιῶν καί τῶν παντοειδῶν αἱρέσεων.
δ) Νά ἀκολουθήσει τήν Πατερική ὁδό μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, ὡς προείπομεν, μέ τήν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιά τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σέ 100 γλῶσσες. Μέ τόν τρόπο αὐτό, θά κονιορτοποιοῦσε τίς διαμονικές ψευδοθρησκεῖες καί αἱρέσεις μέ παγκόσμιο λόγο καί πατερική παρρησία, θά ἐδόξαζε τόν Θεό καί θά διεσφάλιζε τόν ἄνθρωπον καί τά πραγματικά δικαιώματά του.
ε) Νά λύση τό ἡμερολογιακό καί ἑορτολογικό μεῖζον θέμα, πού διασπᾶ ἀναποδράστως τή λειτουργική ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί πού κατά τρόπον ἀντικανονικόν θεσμοθέτηθηκε στήν Ἐκκλησία αὐτή ἡ ἀπαράδεκτη λειτουργική διάσπασις, μέ τό γνωστό Συνέδριον τοῦ 1923, ἐπί Μακαριστοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως κυροῦ Μελετίου Μεταξάκη.
Διαφωνῶ καί μέ τήν διαδικασίαν πού προσβάλλει τό Ἐπισκοπικόν Ὑπούργημα καί μεταβάλλει τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο σέ οὐσιαστικά διευρημένη Σύνοδο Προκαθημένων, πού προδήλως παραβιάζει τό 34ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἁποστόλων, διότι εἶναι κανονικῶς ἀπαράδεκτον νά ἀκυρώνεται ἡ ψῆφος κάθε Ἐπισκόπου καί ἡ ἐλευθέρα ἔκφρασις τῆς γνώμης του καί νά «ὁμογενοποιεῖται» ἀντικανονικῶς ἡ ψῆφος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπιπροσθέτως ἡ τραγελαφική αὐτή διαδικασία χαρακτηρίζεται ἀπό παλινῳδία καί ἀντιφατικότητα, διότι ἐνῶ στόν ψηφισθέντα -ἐκτός ἀπ’ τό Πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας- κανονισμόν λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου προβλέπεται ἡ ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας διά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων, στηλιτεύεται ἡ ἀλληλένδετη πρός τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας ἀρχή τῆς ἀρνησικυρίας (veto) ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στήν Σύναξη τῶν Προκαθημένων (Γενεύη 22-1-2016) κεφ. 2, παρ. δ΄, πού οὐσιαστικά καταργεῖ τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας καί εἰσάγει τήν ἀρχή τῆς πλειοψηφίας.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ θέσις τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου: «Τέλος, καθίσταται ἀναγκαῖον ὅπως διευκρινηθῇ ἓν ζήτημα, τὸ ὁποῖον προέκυψε, καθ’ ἡμᾶς ἀπροσδοκήτως, ἤτοι τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ ἀκριβοῦς νοήματος τοῦ ὅρου ὁμοφωνία (consensus), τὴν ὁποίαν ἀπεδέχθημεν ὡς τρόπον λήψεως ἀποφάσεων τόσον κατὰ τὴν προετοιμασίαν ὅσον καὶ κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου δέον νὰ διευκρινηθῶσι τὰ ἀκόλουθα ζητήματα :
Πρῶτον, ἡ ἔννοια τῆς ὁμοφωνίας ὡς consensus, καὶ ὄχι ὡς unanimity, ἔχει διεθνῶς τὴν ἔννοιαν ὅτι ἐὰν μία ἢ περισσότεραι ἀντιπροσωπίαι διαφωνήσουν πρὸς μίαν συγκεκριμένην πρότασιν καὶ διατυπώσουν ἰδίαν τοιαύτην, δέον νὰ καταβληθῇ προσπάθεια ἀποδοχῆς τῆς ὑπὸ τῶν ἀντιπροσωπιῶν τούτων γνώμης ἢ προτάσεως, εἰς περίπτωσιν ὅμως κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν ἐπιτευχθῇ συναίνεσις (consensus) ἐπὶ τῆς ἀντιπροτάσεως, τότε ἡ διαφωνία αὕτη, ἐφ’ ὅσον οἱ διαφωνοῦντες ἐπιμένουν, καταγράφεται ἀλλὰ δὲν ἀκυρώνει τὴν πρὸς ἣν ὑπῆρξεν ἡ διαφωνία ἀρχικὴν θέσιν, καὶ οἱ διαφωνοῦντες ὑπογράφουν τὸ ἀρχικὸν κείμενον, καταγράφοντες, ἐὰν θέλουν, τὴν διαφωνίαν των. Ἐὰν ὑπάρξῃ ἄρνησις ὑπογραφῆς τοῦ κειμένου, τοῦτο θὰ ἐσήμαινεν ἀρνησικυρίαν (veto), πρᾶγμα τὸ ὁποῖον θὰ ὡδήγει εἰς ἀδιέξοδον.
Δεύτερον ζήτημα, τὸ ὁποῖον δέον νὰ διευκρινηθῇ, εἶναι ἐὰν ἡ ὁμοφωνία ἀναφέρεται εἰς τοὺς παρόντας κατὰ τὰς ἐργασίας ἑνὸς σώματος ἢ ἀπαιτῇ τὴν φυσικὴν παρουσίαν ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος.».
Ἑπομένως ἐάν ἰσχύσει ἡ πρόθεσις καί ἡ σκέψις τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καμμία τροποποίησι τῶν ἤδη ψηφισμένων κειμένων δέν πρόκειται νά γίνει ἀποδεκτή καί κανένα κείμενο δέν πρόκειται νά ἀποσυρθεῖ καί κατά ταῦτα ἡ παρουσία τῶν Μακαριωτάτων καί Σεβασμιωτάτων Συνέδρων θά εἶναι διακοσμητικοῦ χαρακτῆρος.
Διαφωνῶ πλήρως μέ τό ψηφισθέν ἀπό τήν Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» διότι γέμει ἀπό ἀσάφειες, ἀπό «τεχνικούς ὅρους» καί ἀπό μεγάλες ἀντιφάσεις.
Ἕνα κείμενο Πανορθοδόξου Συνόδου θά ἔπρεπε νά εἶναι Ἱερή συνέχεια τῶν Ἱερῶν κειμένων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού παραδίδεται στή Ἱστορία πρός Ἁγιασμόν καί σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους, καί ὄχι ἕνα φαιδρό συμπίλημα ἀντιφάσεων καί ἀσαφειῶν. Διερωτῶμαι, κατά τήν μακράν Ἱστορικήν περίοδον τῶν χιλίων διακοσίων χρόνων, ἐάν ἀριθμήσωμεν ἀπό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἤ τῶν ἑξακοσίων ἀπό τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δέν ὑπήρξαν αἱρέσεις καί κακοδοξίες στόν χριστιανικό κόσμο, πού θά ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία νά καταγνώσει;
Ὁ Ἀντβεντισμός, ἡ φυλλαδική ἑταιρεία «Σκοπιά» πού αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «χριστιανική Ἐκκλησία μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ», ὁ Πεντηκοστιανισμός, ἡ Χριστιανική Ἐπιστήμη, ἡ Θεοσοφία πού παρουσιάζει τόν Χριστόν ὡς «χρηστική κατάσταση», ὁ Τεκτονισμός πού παρασιτεῖ ἀναισχύντως στίς χριστιανικές κοινωνίες ἐνῶ εἶναι Ἑωσφορικός παγανιστικός ἀποκρυφισμός (κατά τά ἐσωτερικά κείμενα τῆς ἰδίας τῆς μασωνίας), οἱ κατά τήν δεύτερη χιλιετία κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ (πρωτεῖο, ἀλάθητο, καθαρτήριο, ἀξιομισθίαι, ὑπέρτακτα ἔργα, ἄσπιλη σύλληψη, ἐνσώματος ἀνάληψις τῆς Παναγίας, δικανική ἱκανοποίησις Θ. Δικαιοσύνης κλπ.), οἱ διάφορες Προτεσταντικές παραφυάδες μέ τό πολυποίκιλο αἱρετικό δογματικό περιεχόμενο (Βαπτισταί, Μορμόνοι, Κουάκεροι, Μενονίτες, Συναθροισταί, Μεθοδισταί κλπ.), δέν θά ἔπρεπε νά καταγνωσθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία Συνοδικῶς;
Εἶναι ἐκπληκτικά παράδοξο ὅτι στό συγκεκριμένο κείμενο δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή άναφορά σ’ αὐτές τίς πραγματικότητες, γιά τίς ὁποίες ἡ Ἐκκλησία Συνοδικά δέν ἔχει ἀρθρώσει ἐπίσημον λόγον, ὡς νά μήν ἀνεφύησαν αἱρέσεις καί κακοδοξίες κατά τήν Β΄ χιλιετίαν.
Παρηκολούθησα μία ἰδιοφυεστάτη ἀνάλυσι ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομον στό Ρ/Σ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς κακοδοξίας τῆς ἀσπίλου συλλήψεως, πού «ἐδογμάτισε» ὁ Πάπας Πίος ὁ Θ΄ τό 1854 καί πού ὑπῆρξε «πρόβα generale» γιά τήν θεσμοθέτηση τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τό 1870, ἀπό τήν I Βατικανή ψευδοσύνοδο.
Ἐπί τῆς κακοδοξίας τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἀκυρώνει τήν ἔνσαρκο οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου, διότι ἐάν ἐγεννήθη ἀσπίλως, ἡ Θεοτόκος θά συνελήφθη καί ἀνηδόνως καί κατά ταῦτα ἀπομειώνεται ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου, θεμελιώθηκε ἡ Λούρδη διά νά ὑπάρξει δῆθεν θεόθεν ἐπιβεβαίωσις, διότι ἡ Βερναρδέτη Σουμπιρού πού δῆθεν «εἶδε» τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ὡς «λευκήν Κυρίαν» τό 1858, ἔλαβε τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα ποία ἦτο, «Εἶμαι ἡ ἀσπίλως συλληφθεῖσα».
Διερωτῶμαι ἡ Ἐκκλησία δέν θά ἔπρεπε ὅλες αὐτές τίς ἀπαράδεκτες νοθεύσεις τῆς ἀληθείας, Συνοδικῶς νά τίς καταδικάσει;
Στό συγκεκριμένο κείμενο γίνεται συνεχής ἀναφορά στήν ἀξία τοῦ διαλόγου μέ τήν Ἑτεροδοξία καί διαβάζοντάς το ἔχει κανείς τήν αἴσθηση ὅτι εἰσέρχεται σέ μία «μηχανή τοῦ χρόνου» καί βρίσκεται στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἱώνος, ὅταν ἔπνεε ὁ ἄνεμος αἰσιοδοξίας γιά τήν ἔνωση μέ τήν Ἐκκλησία, τῶν ἀποσχισθέντων ἀπό Αὐτήν.
Δυστυχῶς ὅμως οἱ λεγόμενοι θεολογικοί διάλογοι ἔχουν σχεδόν τελειώσει ἤ ἔχουν συμπνιγεῖ στήν σατανική ἐμμονή καί ἀμετανοησία τῶν κακοδόξων ἤ στήν χειροτονία γυναικῶν στό ἰδιότυπο Ἱερατεῖο τους καί στήν θεσμοθέτηση τῆς ψυχοπαθολογικῆς ἐκτροπῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας πού ἀνατρέπει τήν ἀνθρώπινη ὀντολογία καί φυσιολογία.
Εἶναι ἀπόλυτος ἡ μαρτυρία ἐπ’ αὐτῶν τῶν Ὀρθοδόξων συμπροέδρων τῶν διεξαγομένων θεολογικῶν διαλόγων, ὡς λόγου χάριν τοῦ Σεβ. Σασίμων κ. Γενναδίου (29/8 -3/9/2015, Σύναξις Ἱεραρχίας Οἰκουμενικοῦ Θρόνου). Καμμία ἀποτίμησις λοιπόν γιά τούς διεξαχθέντας θεολογικούς διαλόγους πού δυστυχῶς ἔχουν ἀποβεῖ «ἀνόσια παίγνια» κατά τήν ἐξαίρετη δήλωση τοῦ ἐπί εἰκοσαετία συμπροέδρου στόν διάλογο μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Σεβ. Ἁρχιεπισκόπου Αὑστραλίας κ. Στυλιανοῦ.
Στό ἐπίδικο κείμενο γίνεται στίς παρ. 16,17,18,19 καί 21 ἀναφορά στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) καί εἶναι ἐκπληκτικό τά ὅσα ἀναφέρονται στήν παρ. 21 στήν ὁποία δηλώνεται ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκτιμᾶ τά ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστις καί Τάξις» (ποία;) καί στήν συνέχεια ἡ αὐτή παράγραφος κατακλείεται μέ τήν δήλωση ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις γιά κεφαλαιώδη ζητήματα Πίστεως καί Τάξεως». Ἡ ἀποθέωσις τῆς ἀντιφάσεως!!!
Διερωτῶμαι μέ ποία λογική συμμετέχει ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία σ’ ἕνα Σῶμα πού ἀπαρτίζεται ἀπό τούς Μονοφυσίτας Ἀντιχαλκηδονίους καί τήν πανσπερμίαν τῶν προτεσταντικῶν Παραφυάδων; Δέν εἶναι ἡ πίστις ὅλων αὐτῶν κατεγνωσμένη ὡς αἵρεσις ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους;
Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι μετά τήν ἀπαράδεκτη Β΄κοινή δήλωση τῆς 28ης Σεπτεμβρίου 1990 (Σαμπεζύ) κατά τήν ὁποίαν διεκήρυξαν ὅτι «οἱ φύσεις στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ διακρίνονται τῇ θεωρίᾳ μόνη» – ἐνῶ τό ἀληθές εἶναι ὅτι οἱ δύο φύσεις διακρίνονται σαφῶς ὡς πραγματικαί καί διακρίνονται ἀδιαιρέτως διότι ἡ ἕνωσις εἶναι ἀσύγχυτος καί ἀδιαίρετος – συνεχίζουν νά ἐπαναλαμβάνουν τήν φράσιν τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀπολιναρίου Λαοδικείας «Μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» τήν ὁποίαν περί τό 400 μ.Χ. πλαστογράφησαν οἱ μαθηταί του ὡς δῆθεν φράσιν τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Ἀθανασίου (ΘΗΕ τ.2, στ. 1118-1119), ὅπως ἀπεδείχθη ὑπό τῶν Λεοντίου Βυζαντίου καί Ἰωάννου Σκυθοπολίτου (Ἰωάννου Ἱεροσολυμίτου P.G. 86,1865) κατά τήν Βυζαντινήν περίοδον καί τήν ὁποίαν ἐπανέλαβε ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, νομίζων ὅτι ἀνήκε εἰς τόν Ἅγιο Ἀθανάσιον.
Εἶναι χαρακτηριστική τῆς ἐμμονῆς τῶν Ἀντιχαλκηδονίων ἡ κυκλοφόρησις ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἁρμός τό 1996, τοῦ συγγράμματος τοῦ Μακαρίτου Πατριάρχου τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου Σενούντα Γ΄ «Ἡ Φύσις τοῦ Χριστοῦ» ὅπου στήν σελ. 46 καί στό κεφ. «Ἡ μία θέληση καί ἡ μία ἐνέργεια» ἀναφέρεται: «Ἐπειδή πιστεύουμε στήν Μία Φύση τοῦ Ἐνσαρκωμένου Λόγου, ὅπως τήν ὀνόμασε ὁ Ἅγιος Κύριλλος, πιστεύουμε στήν Μία Θέληση καί στή Μία Ἐνέργεια.
Φυσικά ἀφοῦ φρονοῦμε ὅτι ἡ Φύση εἶναι Μία καί ἡ Θέληση καί ἡ Ἐνέργεια εἶναι ἐπίσης Μία». Ἑπομένως οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι εἶναι κατεγνωσμένοι ἀπό τίς Δ΄ Ε΄ καί ΣΤ΄ Ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους, ὡς Μονοφυσίται, Μονοθελήται καί Μονοενεργήται καί ὅσοι παρηκολούθησαν τηλεοπτικῶς τήν ἐνθρόνισιν τοῦ νέου Πατριάρχου τῶν Κοπτῶν στήν Αἴγυπτον θά ἄκουσαν νά ψάλλεται ὁ Θεοπασχητικός Ὕμνος «Ἅγιος Ἀθάνατος ὁ δι’ ἡμᾶς Σταυρωθείς» καί θά κατενόησαν ὅτι πέραν τῶν ἄλλων ἀσπάζονται καί τήν αἵρεση τοῦ Θεοπασχητισμοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ στίς Προτεσταντικές παραφυάδες τοῦ Π.Σ.Ε. διερωτῶμαι δέν εἶναι Εἰκονομάχοι; Δέν ἀρνοῦνται τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου;
Δέν ἀρνοῦνται τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν οὐσιαστική μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἶνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ; Καί ἑπομένως αὐτές οἱ κακοδοξίες τους δέν εἶναι κατεγνωσμένες ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί εἰδικώτερα ἀπό τήν Γ΄ καί τήν Ζ΄; Συνεπῶς πῶς σέ ἕνα αἰώνιο Πανορθόδοξο κείμενο παρεισφρύουν σχέσεις μέ κατεγνωσμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία αἱρετικούς;
Τό κείμενο αὐτό δυστυχῶς ἀκυρώνει τά αἵματα, τίς θυσίες καί τά ἀνήκουστα μαρτύρια καί τά πολυώδυνα βάσανα τῶν Ἁγίων καί Ἡρώων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως πού κατακρεουργήθησαν καί ἐκάησαν ζῶντες ἀπό τούς Λατίνους καί Λατινόφρονες (Ἰωάννη Βέκκο, Μιχαήλ Παλαιολόγο) καί ἐγκληματικῶς ἀμνηστεύει τήν στρέβλωσι τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ἀπό τούς ἐκπεσόντας «χριστιανούς» τοῦ Παπισμοῦ.
Εἶναι πολυσήμαντος ὁ πρόλογος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ.κ. Ἱερωνύμου τοῦ Β΄, ὡς Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας (28-2-2000), στό βιβλίο τοῦ Ἰταλοῦ Μάρκο Ἀουρέλιο Ριβέλλι (Ἐκδόσεις Προσκήνιο – Ἀγγελος Σιδερᾶτος, 2000) μέ τίτλο: «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Γενοκτονίας», ὅπου ἐκφράζει μέ συγκινητικό τρόπο τόν ἀποτροπιασμό του γιά τήν δολοφονία 850.000 Σέρβων Ὀρθοδόξων μέ ἠθικόν αὐτουργόν τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ζάγκρεμπ καί μετέπειτα Καρδινάλιο Ἀλουΐσιο Στέπινατς, ὁ ὁποῖος στό ἡμερολόγιόν του στίς 27-3-1941, σελ. 172, Βιβλίο Δ΄ ἔγγραφε: «Τό Πνεῦμα τοῦ Βυζαντίου εἶναι κάτι τό τόσο τρομερό τό ὁποῖο μόνο ὁ Παντοδύναμος καί Παντογνώστης Θεός δύναται νά ἀνέχεται» καί στήν σελ. 176: «Τό Σχίσμα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μεγαλύτερη κατάρα ἐν Εὑρώπῃ, σχεδόν μεγαλύτερη καί ἀπό τόν Προτεσταντισμό». Εἶναι τρομακτική ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰταλοῦ συγγραφέως Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ὅτι εἶδε ἕνα μεγάλο καλάθι μέ 20.000 ἀνθρώπινα μάτια Ὀρθοδόξων Σέρβων, πού τοῦ ἐπέδειξαν μέ «ὑπερηφάνεια» ὁ διαβόητος ἀρχηγός τῶν Οὐστάσι Ἄντε Πάβελιτς καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλουΐσιος Στέπινατς.
Γιά τά ἐγκλήματά του αὐτά εἰς βάρος τῆς ἀνθρωπότητος, κατεδικάσθη ἀπό τό Διεθνές Δικαστήριο Ἐγκληματιῶν τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σέ πολυετή κάθειρξη. Αὐτόν ὅμως τόν στυγνό ἐγκληματία «Ἁγιοποίησε» ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β΄ (Βοϊτύλα) τοῦ ὁποίου τά ἀποκαλυπτήρια ἔγιναν προσφάτως μέ τήν δημοσιοποίησι τῶν ἐρωτικῶν του ἐπιστολῶν πρός τήν ἔγγαμη ἀκαδημαϊκό συμπατριώτισσά του, τόν ὁποῖον μέ τήν σειρά του «ἁγίοποίησε» ὁ νῦν Πάπας Φραγκίσκος (Μπεργκόλιο)!!! Σέ ὅλα αὐτά τά τραγικά καί ἀνυπόφορα προσφέρει κάλυψη μέ τήν σιωπή του αὐτό τό ἀπαράδεκτο κείμενο γιατί δέν καταγγέλει τήν ἰδεολογική ἐπικαιροποίηση τῶν ἐγκλημάτων εἰς βάρος τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ.
Ἐνδεικτικό τοῦ «κρυπτοκρατικοῦ» πνεύματος τοῦ κειμένου εἶναι ἡ ἀπόκρυψις στήν παρ. 8 τῆς ἀληθοῦς εὐχῆς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποίος δέν ηὐχήθη ἁπλῶς «ἵνα πάντες ἕν ὧσιν» (Ἰωάννου 17,21) ἀλλά συνέχισε «καθώς σύ πάτερ ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σύ, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὧσιν» πού σημαίνει ὅτι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἁγιότης καί ἡ Δικαιοσύνη εἶναι προϋποθέσεις τῆς ἑνότητος.
Διαφωνῶ ἀπολύτως καί μέ τό κείμενο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συγχρόνῳ κόσμῳ» διότι στό κεφ. Δ΄ «Ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀποτροπή τοῦ πολέμου» ἀναφέρεται σέ διαθρησκειακές σχέσεις (σελ.6), οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν κατά βάσιν στίς κακῶς λεγόμενες Ἁβρααμικῆς προελεύσεως θρησκεῖες, τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Ἰσλάμ. Διότι καί οἱ δύο αὐτές θρησκευτικές παραδοχές καθυβρίζουν διϊστορικά καί χυδαιότατα τό ὑπερύμνητο πρόσωπο τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας μας Κυρίου.
Ὁ Ἰουδαϊσμός ἔχει ἀποβάλλει τό Θεϊσμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Τορά) καί τοῦ Προφητισμοῦ καί ἔχει ἐγκολπωθεῖ τόν Ραββινικό Σατανισμό τοῦ Ταλμούδ καί τῆς Καμπαλά. Στό Σατανικῆς ἐμπνεύσεως Ταλμούδ ὁ Κύριος ἀπομειώνεται μέ τόν χυδαιότερο τρόπο ὡς «νόθος υἱός» τοῦ Ρωμαίου ἑκατοντάρχου Πανδίρα (Ταλμούδ).
Ἡ δέ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί Ἀειπάρθενος καθυβρίζεται ὡσαύτως μέ χυδαιολογίες ἀφορήτου ἐμπαθείας. Ἡ Καμπαλά πού διδάσκεται καί στό Πανεπιστήμιο τοῦ Τελ Ἀβίβ ἀποτελεῖ τήν ἀποθέωση τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ περιπαίγματος.
Ὅσον ἀφορᾶ τό Ἰσλάμ, ὁ εὐτελισμός τοῦ Παναγίου Θεοῦ καί ἡ διαστροφή τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος εἶναι ἡ βάσις τῆς δῆθεν ἀποκαλύψεως τοῦ Κορανίου ἀπό τόν αἱμομείκτη καί παιδεραστή ψευδοπροφήτη Μωάμεθ ὁ ὁποῖος στή σούρα «Οἱ Συνασπισμένες Φιλές» (Ἀλ Ἀχζάμπ) καί στό στῖχο 37, γιά νά δικαιολογήσει τήν αἱμομειξία του μέ τήν γυναίκα τοῦ γιοῦ του, παρουσίασε δῆθεν ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «Μωάμεθ, εἶπες σέ αὐτόν πού εὐεργετήθηκε ἀπό τόν Θεό καί γέμισε μέ τά ἀγαθά του: «Κράτα τή γυναίκα σου καί νά φοβᾶσαι τόν Θεό», ἐνῶ ἐσύ ἔκρυβες στήν καρδιά σου ὅ,τι ὁ Θεός μετά ἀπό λίγο ἐπρόκειτο νά κάνει σέ ὅλους φανερό.
Φοβήθηκες τούς ἀνθρώπους ἐνῶ ἔπρεπε νά φοβηθεῖς περισσότερο τόν Θεό. Ὅταν ὅμως ὁ Ζέϊδ ἀποφάσισε νά χωρίσει τή γυναίκα του, Ἐμεῖς τήν ἑνώσαμε μαζί σου μέ τά δεσμά τοῦ γάμου.
Γιά νά μάθουν οἱ πιστοί ὅτι δέν ἁμαρτάνουν ὅταν παντρεύονται τίς γυναίκες τῶν γιῶν τους ἄν οἱ γιοί τους τίς χωρίσουν».
Στόν στῖχο 50 παρουσιάζει τόν Θεό νά τοῦ λέει: «Προφήτη σοῦ ἐπιτράπηκε νά παντρευτεῖς μέ τίς γυναίκες στίς ὁποῖες ἔδωσες προίκα, μέ τίς αἰχμάλωτες τίς ὁποῖες κέρδισες μέ τήν δύναμη τῶν χεριῶν σου, μέ τίς κόρες τῶν θείων σου καί ὅσων σέ ἀκολούθησαν, ὅπως καί μέ κάθε εὐσεβή γυναίκα ἡ ὁποία ἀφιέρωσε τήν ψυχή της σέ ἐσένα… Μή φοβᾶσαι μήπως ἐνοχοποιηθεῖς ἄν κάνεις χρήση τῶν δικαιωμάτων σου» καί στό στῖχο 51 συνεχίζει : «Μπορεῖς νά ἀναβάλεις τήν ἐπαφή μέ ὅποια συζυγό σου θελήσεις καί νά δεχθεῖς στό κρεβάτι σου ὅποιαν θελήσεις ἀκόμα καί ὅποια στό παρελθόν παραμέλησες ἀλλά τήν ἐπεθύμησες καί πάλι». Σάν ἐννάτη συζυγό του παντρεύτηκε τήν ἑπταετή κορασίδα Ἀϊσέ.
Αὐτός λοιπόν, στό τραγελαφικό του Κοράνιο στήν σούρα «Τό στρωμένο Τραπέζι» (Ἀλ-Μάιντα) στό στῖχο 17 γράφει : «Ἄπιστοι εἶναι ὅσοι λένε πῶς ὁ Μεσσίας ὁ γιός τῆς Μαρίας εἶναι Θεός. Πές τους ποιός μπορεῖ νά σταματήσει τόν Θεό ἄν θέλει νά καταστρέψει τόν Μεσσία καί τήν μητέρα του καί ὅλα τά ὄντα στη γῆ;», θέση πού ἐπαναλαμβάνει καί στό στῖχο 72 καί στό στῖχο 75 ἰσχυρίζεται ὅτι: «Ὁ Μεσσίας ὁ γιός τῆς Μαρίας ἁπλῶς εἶναι ἀπόστολος».
Στή σούρα «Οἱ γυναῖκες» (Ἀλ Νισσά) στό στῖχο 171 ἰσχυρίζεται: «Ὁπαδοί τῶν γραφῶν μή ξεπερνᾶτε τά ὅρια τῆς θρησκείας σας… Νά πιστεύετε λοιπόν στό Θεό καί στούς ἀποστόλους καί νά μή λέτε πώς ὑπάρχει ἁγία τριάδα. Σταματῆστε νά το λέτε αὐτό καί θά ὠφεληθεῖτε». Στήν προαναφερθεῖσα σούρα «Τό στρωμένο Τραπέζι» (Ἀλ Μάιντα) στόν στῖχο 116, παρουσιάζει τό Κύριο νά συνομιλεῖ μέ τόν «Θεό» μέ τά ἑξῆς : «Καί εἶπε ὁ Θεός στόν Ἰησοῦ τόν γιό τῆς Μαρίας : «Εἶπες ποτέ ἐσύ στούς ἀνθρώπους θεωρῆστε ἐμένα καί τήν μητέρα μου Θεό στή θέση τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ;» «Ὄχι, στό ὄνομα τῆς δόξας Σου», ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς».
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω διερωτῶμαι ποιές διαθρησκειακές σχέσεις μπορεῖ νά ὑπάρχουν μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ὑβριστῶν καί ἀπομειωτῶν τοῦ Παναγίου Προσώπου Του, Ἑβραίων καί Μουσουλμάνων πού ἐμμένουν σατανικῶς σέ αὐτές;
Τό σύγχρονο στρατήγημα τοῦ βυθίου δράκοντος, μετά τήν οἰκτρή ἀποτυγχία τοῦ ἀμέσου πολέμου κατά τοῦ Παναχράντου Προσώπου τοῦ Κυρίου, μέ τούς διωγμούς, τίς αἱρέσεις, τήν δῆθεν ἐπιστημονική ἀθεΐα, τήν κρατική ἐπικράτησί της ἐπί ἑβδομήντα χρόνια, εἶναι ἡ διαμέσου τῆς λεγομένης συναφειακῆς καί μεταπατερικῆς «θεολογίας» καί τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ παρουσίασις ἑνός κίβδηλου καί ἀνυπάρκτου Χριστοῦ, μέσα στόν ὁποῖον χωροῦν τά πάντα, τό ψέμμα καί ἡ ἀλήθεια, ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ αἵρεσις, ἡ ἠθική καί ἡ ἀνηθικότης, ὥστε νά κατανοεῖ κανείς εὐχερῶς τόν λόγον τοῦ Σωτῆρος Κυρίου: «Πλήν ὁ Ὑιός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἄρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;» (Λουκ. 18,8), ἀλλά καί τόν τρομερότερο ἀφορισμό Του: «πολλοί ἐροῦσι μοι ἐν ἐκείνῃ τῆ ἡμέρᾳ‧ Κύριε Κύριε, οὖ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν καί τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῶ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλάς ἐποιήσαμεν; καί τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς‧ ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργασάμενοι τήν ἀνομίαν» (Ματθ. 7,22-23).
Διαφωνῶ ἀπολύτως καί μέ τό ψηφισθέν κείμενο «Τό Αὐτόνομο καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ» διότι ἡ αὐτονομία εἶναι μέγας πειρασμός καί μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ κατακερματισμό κρατῶν καί σέ διάσπαση Λαῶν καί στήν ἔξαρση τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει Συνοδικῶς καί Πανορθοδόξως καταδικασθεῖ ὡς αἵρεση.
Θεωρῶ δέ ὡς Ἐθνικό ἔγκλημα τήν ὁποιαδήποτε Ἐκκλησιαστική αὐτονόμηση τῆς Βορείου Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀναπόδραστα θά ὁδηγήσει στήν «Κοσοβοποίηση» τῆς Δυτικῆς Θράκης καί σέ Ἐθνική Καταστροφή.
Νομίζω ταπεινῶς ὅτι ἡ κανονική πρόβλεψι τοῦ 17ου Κανόνος τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι ἡ μόνη ὀρθή λύσι τοῦ συγκεκριμένου θέματος.
Ἐν κατακλείδι παραθέτω ἕνα μικρό Συναξάριο, ὄχι κάποιας Μονῆς «φονταμεταλιστῶν» ἀλλά ἑνός «φιλοπατριαρχικοῦ» Μοναστηριοῦ, τῆς Ἱ. Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἁγ. Ὄρους, ἀπό τό νέο Συναξαριστή τοῦ Ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου σελ. 62 – 64 (Τόμος Α΄ Σεπτέμβριος, Ἐκδ. Ἴνδικτος 2001), πού ἀναφέρεται στό γιο Ὁσιομάρτυρα Ἀθανάσιο Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ Στυλίτου εἰς Μπρέστ – Λιτόβσκ, ὁ ὁποίος μαρτύρησε στίς 5/9/1648: «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Βίλνα (σημερινὴ πρωτεύουσα τῆς Λιθουανίας) τῆς Μικρορωσίας τὸ 1596, τὸν ἴδιο χρόνο ποὺ ἔγινε στὸ Μπρὲστ – Λιτὸβσκ ἡ ψευδοένωσις μεταξὺ τῆς Ρώμης καὶ ὡρισμένων Ρώσων ἐπισκόπων. Υἱὸς εὐγενοῦς στὴν καταγωγὴ Λιθουανοῦ, ἀρκετὰ πτωχοῦ παρὰ ταῦτα, ἔλαβε εὐρεῖα καὶ σπάνια μόρφωσι γιὰ τὴν ἐποχή του.
Ἦταν κάτοχος πολλῶν ξένων καὶ ἀρχαίων γλωσσῶν καὶ βαθὺς γνώστης τόσο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τῶν φιλοσόφων καὶ θεολόγων τῆς Δύσεως.
Γιὰ λίγα χρόνια ὁ ἅγιος ἐργαζόταν ὡς οἰκοδιδάσκαλος, ὥσπου τὸ 1627 ἐκάρη μοναχὸς στὴν μονὴ τοῦ Χουτίν, κοντὰ στὴν Ὄρσα τῆς Μικρορωσίας (σημερ. Λευκορωσία).
Τὸ προπύργιο αὐτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἔμεινε ἀπείρακτο ἀπὸ τὶς πολωνικὲς δυνάμεις κατοχῆς, διεδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὸ νὰ ἀντισταθῇ ὁ ὀρθόδοξος λαὸς κατὰ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας. Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀθανάσιος συμπλήρωσε τὴν μοναχική του κατάρτισι καὶ σὲ ἄλλα ὀνομαστὰ μοναστήρια.
Ὅταν χειροτονήθηκε ἱε ρεύς, ὁ μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας (1596-1647) τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀνακαίνισι τῆς μονῆς τοῦ Κουπυάτιτσκ. Μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψι, ἔκανε ἕ να ἐπικίνδυνο ταξίδι στὴν Μόσχα, διασχίζοντας ἐδάφη κατεχόμενα ἀπὸ Πολωνούς, μὲ σκοπὸ νὰ ἐκθέσῃ στὸν τσάρο τὴν κακὴ στάσι τῶν τοπικῶν ἀρ χῶν ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων στὶς βορειοδυτικὲς περιοχὲς τῆς Ρωσίας καὶ νὰ ζητήσῃ συνδρο μὴ γιὰ τὴν ἀνακαίνησι τῆς μονῆς του.
Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας ἐπέτυχε στὴν ἀποστολή του καὶ ἄρχισε τὶς ἐργασίες. Δύο χρόνια ὅμως ἀργότερα ἀναγκάσθηκε νὰ τὶς ἐγκαταλείψῃ, διότι ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ὁσίου Συμε ὼν τοῦ Στυλίτου στὸ Μπρὲστ-Λιτόβσκ.
Ἀπὸ τότε ἀποδύθηκε σὲ νέο καὶ ἀκαταπόνητο ἀγῶνα ἐναντίον τῆς Οὐνίας, τοῦ προσηλυτιστικοῦ αὐτοῦ τρόπου τῶν Λατίνων ποὺ εἶναι συγκεκαλυμμένος μὲ ὀρθόδοξα λειτουργικὰ τυπικὰ καὶ συνήθειες. Ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια ὁ ἅγιος μὲ τὴν προσευχή, τὸ κήρυγμα καὶ τὰ συγγράμματά του στηλίτευε καὶ ἀπέρριπτε τὴν ψευδοένωσι τῆς Μπρέστ, ἐπανέφερε δὲ τοὺς πλανηθέντας στὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Πολωνοὶ στρατιῶτες καὶ ἔποικοι βασάνιζαν τοὺς ὀρθοδόξους πληθυσμοὺς τῶν κατεχομένων περιοχῶν μὲ βαρβαρικὴ ὠμότητα, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἰησουῖτες ἱεραπόστολοι δὲν ἐδίσταζαν νὰ χρησιμοποιήσουν τὶς πιὸ ἀπάνθρωπες μεθόδους, προκει μένου νὰ στερεώσουν τὴν δική τους πίστι στὴν Μικρορωσία. Ὁ ἅγιος ἀποφάσισε νὰ μεταβῇ στὸν βασιλέα τῆς Πολωνίας Βλαδίσλαο Δ΄(1632-1648), γιὰ νὰ μεσολαβήσῃ, ὥστε οἱ ὀρθόδοξοι νὰ ἔχουν πιὸ ἀνθρώπινη μεταχείρισι.
Ὁ βασιλεὺς κάμφθηκε ἀπὸ τὴν παράκλησί του καὶ μὲ διάταγμα ἔθετε τέρμα σὲ αὐτὲς τὶς καταχρήσεις τῆς ἐξου σίας, ἀλλὰ οἱ δημόσιοι λειτουργοί του δὲν τὸ ἐφήρμοσαν.
Στὴν Βαρσοβία ἡ κατάστασις τῶν ὀρθοδόξων ἦταν ἀκόμα χειρότερη. Σὲ ἑορτάσιμες ἡμέρες οἱ Πο λωνοὶ καὶ οἱ οὐνῖτες ἔβαζαν φωτιὰ σὲ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες γεμᾶτες πιστούς, ὅπως καὶ ἄλ λοτε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων διωγμῶν.
Μόνος στὸν ἀγῶνα, μὲ μόνη παρηγοριὰ τὴν Παναγία, ὁ Ἀθανάσιος συνέχισε τὶς προσπάθειές του. Τὸ 1643, ὕστερα ἀπὸ μία νέα θεία ἀποκάλυψι, κατέφυγε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ Συμβούλιο Ἐπικρατείας τῆς Πολωνίας. Ἐνῷ κέρδισε τὴν προστασία τοῦ κράτους ὑπὲρ τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου του, ὡρισμένοι ὀρθόδοξοι γαιοκτήμονες, φοβούμενοι μήπως ζημιωθοῦν τὰ συμφέροντά τους, διέδωσαν ὅτι ἦταν τρελλὸς καὶ κατόρθωσαν νὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ τὸ ἀξίωμα, νὰ καθαιρεθῇ ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη καὶ νὰ σταλῇ στὸ Κίεβο γιὰ ἐξέτασι.
Παρὰ τὶς κακόβουλες προσπάθειές τους ὁ ἅγιος δικαιώθηκε καὶ ἐπέστρεψε ὡς ἡγούμενος στὸ μοναστήρι του, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ἥσυχος γιὰ πολύ, σύντομα ξανάρχισαν οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν ὀρθοδόξων.
Ἐνῶ ἑτοίμαζε μία ἀναφορὰ πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Πολωνίας, συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε προτοῦ τὴν ὁλοκληρώση. Ἀφέθηκε ἐλεύθερος ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια, ἀλλὰ τὸ 1648 ὁ διωγμὸς συνεχίσθηκε σφοδρότερος. Ἦταν τόσο αἱματηρός, ὥστε ὁ λαὸς τῆς Μικρορωσίας ἐξεγέρθηκε καὶ ἀπαίτησε τὴν ἀποχώρησι τῶν πολωνολιθουανικῶν δυνάμεων καὶ τὴν ἀπόδοσι τῶν ρωσικῶν ἐδαφῶν στὸν τσάρο.
Οἱ πολωνικὲς ἀρχὲς συνέλαβαν ἀμέσως τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ κινήματος καὶ τοὺς ἐπιφανεστέρους ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες.
Ὁ Ἀθανάσιος φυλακίσθηκε καί, παρὰ τὶς παντὸς εἴδους σωματικὲς καὶ ἠθικὲς κακώσεις ποὺ ὑπέστη, τόσο ἐκ μέρους τῶν δεσμοφυλάκων, ὅσο καὶ τῶν καθολικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, συνέχισε νὰ ἐλέγχῃ τοὺς ἑνωτικοὺς καὶ νὰ ἀναθεματίζῃ τὴν ἕνωσι.
Τὸν βασάνισαν βάζοντας στὸ σῶμα του ἀναμμένα κάρβουνα, τὸν ἔγδαραν καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανό. Ἐπειδὴ ἀκόμη ἀνέπνεε, τὸν τουφέκισαν, νεκρὸ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔρριξαν τὸ σῶμα του σὲ ἕνα βόθρο. Τὸ τίμιο λείψανό του βρέθηκε μετά 17 χρόνια ἄφθαρτο, εὐωδιάζον καὶ μέχρι σήμερα ἐπιτελεῖ θαύματα».
Ὡς ὁ ἁμαρτωλότερος λοιπόν πάντων, συντάσσομαι μέ τόν Θεό πού διετήρησε ἀδιάφθορο, ἀδιαλώβητο καί εὐωδιάζον τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Του μέσα στό βόθρο καί ὄχι μέ ἐκείνους πού τό ἔρριψαν μέσα.
Ἑπομένως δέν θά συμμετάσχω στό «ἀνόσιο παίγνιο» τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ἀμαρούσιον, 4 Μαΐου 2016
Ἀρ. πρωτ. 120
Μακαριώτατε,
Χριστός Ἀνέστη!
Εὐλαβῶς ἀσπαζόμεθα τήν Δεξιάν Σας!
Μετά ἀπό τό πολύ λυπηρό γεγονός στήν πανέμορφη νῆσό μας Λέσβο, ἐπίκειται τό χειρότερο στή νῆσό μας Κρήτη.
Ὅσον ἀφορᾷ στήν «Ἁγία» καί Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδο, παρακολουθοῦμε τόν πολυμέτωπο ἀγώνα πού διεξάγετε στίς δύσκολες αὐτές ἡμέρες πού διερχόμαστε. Εὐχόμαστε ταπεινά νά παρουσιασθεῖ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, κάποιο ἐμπόδιο καί νά μή πραγματοποιηθεῖ αὐτή ἡ Σύνοδος.
Σεῖς, Μακαριώτατε, ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν μετείχατε τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων. Τώρα τί θά ἀποφασίσετε;
Ἄν ἡ Σύνοδος πραγματοποιηθεῖ, φοβόμαστε ὅτι:
1. Τά πάντα εἶναι στημένα μέ σκοπό νά ψηφισθεῖ ἄμεσα, ἄνετα καί γρήγορα, καθώς δείχνουν ὅλα τά προγνωστικά, τό πρῶτο θέμα τοῦ μικροῦ καταλόγου πού καταρτίσθηκε: Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, νά δοθεῖ δηλαδή ἐκκλησιαστικότητα στούς παπικούς. Οἱ παπικοί παρατηρητές θά ἀποχωρήσουν ἀπό τήν «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδο, βουτηγμένοι στό σκοτάδι τῶν ποικίλων κακοδοξιῶν τους, κομίζοντες ὅμως δωρεάν στόν ἄρτι ἐπισκεφθέντα τήν Ἑλλάδα πάπα Φραγκίσκο τήν πολυπόθητη ἐκκλησιαστικότητα. Ἤδη στή νῆσο Λέσβο προσφωνήθηκε ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο ὡς κανονικός Ἐπίσκοπος Ρώμης. (Δέν ἦταν μάλιστα πρώτη φορά πού τιμήθηκε ὁ αἱρεσιάρχης). Ἄν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πού θά συμμετάσχουν στήν Πανορθόδοξο Σύνοδο ψηφίσουν καταφατικά, δηλαδή νά ἀναγνωρισθεῖ ἐκκλησιαστικότητα ἄρα καί συνοδικότητα στούς αἱρετικούς, κλείνει ἕνα τόσο μεγάλο θέμα συνοπτικά, χωρίς καμία ἀντίδραση ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων.
2. Ἄν ληφθεῖ τέτοια ἀπόφαση, θά πανηγυρισθεῖ ἡ ἕνωση μέ τούς αἱρετικούς παπικούς, ἀλλά θά θρηνήσουμε διασπάσεις Ὀρθοδόξων, ἀντιδράσεις, ἀποτειχίσεις στό Σῶμα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ὁ Παναγιώτατος μέ τή δύναμη τῶν Μ.Μ.Ε. καί τήν ἐξασφαλισμένη πειθήνια ὑπακοή τῶν ἀνά τήν οἰκουμένη ἐπισκόπων του καί κληρικῶν του, θά διαλαλήσει τήν ἱστορικῆς σημασίας ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτονόητη θά εἶναι ἡ ἕνωση μέ τά λοιπά κομμάτια τῶν προτεσταντικῶν παραφυάδων, τῶν Κοπτῶν καί λοιπῶν μονοφυσιτῶν. Σέ ὅλα τά πλάτη καί μήκη τῆς ὑφηλίου θά ἁπλωθεῖ ἡ παγχριστιανική μείξη ὅλων τῶν ψευδῶν «ἐκκλησιῶν» μετά τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Μαθαίνουμε ἀπό τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἀμερικῆς καί τῆς Εὐρώπης τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅτι ἀναμένουν μέ ἐναγώνια προσμονή τήν «ἱερή» καί «ἱστορική» ἀνάμειξη μέ τούς παπικούς, προτεστάντες καί μονοφυσῖτες γιά νά μήν αἰσθάνονται τό ἔλλειμμα τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας ἤ πιό σωστά τό κόμπλεξ τῶν ἀπηρχαιωμένων ὀρθοδοξούντων ἱερωμένων. Θά εἶναι ἐπί τέλους καί αὐτοί «in» ὅπως ὅλοι οἱ παπικοί καί λοιποί κληρικοί τῆς γῆς.
3. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔχει προαναγγείλει ὡς πρόεδρος τῆς «Ἁγίας» καί Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, ὅτι θά ἐπακολουθήσουν καί ἄλλες σύνοδοι, μᾶλλον παγχριστιανικές (ὄχι πιά πανορθόδοξες) πού θά διευθετήσουν καί τά ἄλλα θέματα πού ἀπαλείφθηκαν ἀπό τόν κατάλογο τῶν θεμάτων τῆς Πανορθοδόξου. Ὅπως φαίνεται οἱ ἐν συνεχείᾳ λοιπές σύνοδοι θά ἐξομοιώσουν τούς θεσμούς καί τούς Ἱερούς Κανόνες μέ τίς ἀπαιτήσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, τοῦ μοντέρνου ὅπως λέγουν, τοῦ μετανεωτερικοῦ. Μέ κομψό ἤ ἄκομψο τρόπο, ὄχι πιά μέ προσυνοδικές, ἀλλά μέ πανορθοδοξοπαπικές καί προτεσταντικές διαδικασίες θά ταφοῦν σέ περίλαμπρα μαυσωλεῖα οἱ Ἱεροί Κανόνες καί ἡ ζωντανή ὀρθοδόξη Παράδοση, μαζί μέ τή σπάνια σέ ὡραιότητα καί θεοπνευστία Λατρεία μας.
Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
Συγχωρήσατέ μας γιά τό θράσος νά Σᾶς «ὑποδεικνύουμε». Εἶναι τόσο ἐπικίνδυνες οἱ ὧρες καί οἱ ἡμέρες πού μᾶς φέρνουν κοντά στή Σύνοδο τῆς Κρήτης, πού δέν ἔχουμε τήν πολυτέλεια νά ἀδρανοῦμε.
Ταπεινῶς φρονοῦμε καί υἱϊκῶς Σᾶς καταθέτουμε τά κάτωθι:
1. Οἱ περισσότεροι ἤ ὅλοι οἱ κληρικοί τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε μαζί Σας. Προσευχόμαστε νά πάρετε τίς καλύτερες ἀποφάσεις, καί Σεῖς προσωπικῶς ἀλλά καί σύμπασα ἡ Ἱεραρχία.
2. Δέν εἴμαστε διατεθειμένοι νά κάνουμε ἀγῶνες ἀντιεκκλησιαστικούς. Οὔτε νά γίνουμε βασιλικότεροι τοῦ Βασιλέως μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Αὐτός κρατάει τό πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας.
3. Δέν ἐπιθυμοῦμε νά ἀποσπασθοῦν οἱ ἱερές Μητροπόλεις τῆς Βορείου Ἑλλάδος ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἄν ὑποκύψετε, γρήγορα θά ὑπαχθοῦν σέ ἀλλότρια κρατική κυριαρχία. Θά ὑποδουλωθοῦν σέ σκλαβιά νέου εἴδους, ὄχι ὅπως τῆς τουρκοκρατίας, ἀλλά τῆς δυναστικότερης Νέας Ἐποχῆς, τῆς δικτατορικότερης παγκόσμιας δικτατορίας.
4. Φυσικά καί δέν εἴμαστε διατεθειμένοι νά ὑποταχθοῦμε στήν Βατικάνεια κυριαρχία. Δέν μισοῦμε τούς πιστούς τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ, γιατί πολλοί ἐκ τῶν ἁπλῶν λαϊκῶν ἀνθρώπων τους ἔχουν ἁπλῆ πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, στήν Παναγία μας καί στούς ἁγίους. Τό Βατικανό ἄς ὄψεται πού παραπλανᾶ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων στούς σκοτεινούς σκοπούς του.
5. Ἡ ἀρνητική ψῆφός Σας στήν «Ἁγία» καί Μεγάλη Πανορθόδοξο Σύνοδο θά ἀποβεῖ ἀνάχωμα στά σχέδια τῶν παγκοσμίων δικτατόρων, πού μάχονται λυσσωδῶς τήν ἄκτιστη Ἀλήθεια και τό ἄκτιστο Φῶς πού διαχέεται ἀπό τόν δι’ ἡμᾶς Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό πρός ὅλην τήν Οἰκουμένη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει τή μοναδική εὐκαιρία νά δώσει τήν ὁλοκάθαρη ὁμολογία τοῦ ζῶντος Χριστοῦ καί ὄχι τοῦ ἀποτυχημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ πού γράφει στό πρόσφατο βιβλίο του ὁ πάπας Φραγκῖσκος. Ἔχει τήν πιό σημαντική εὐκαιρία νά ὁμολογήσει ἀκλόνητη πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς τέλειο Θεό καί τέλειο ἄνθρωπο καί νά στηρίξει ὅλα τά τέκνα της, νέους καί ὑπερήλικες στή δική Του μακαρία ζωή.
6. Ἴσως μέσῳ τῆς καλῆς ὁμολογίας Σας καί ἐμπιστοσύνης στόν Ἰησοῦ Χριστό νά συγκινηθοῦν κάποιοι ἐκ τῶν ἀρχόντων μας. Ἴσως νά ἀποκτήσουν σπλάχνα οἰκτιρμῶν, νά ἀνασκουμπωθοῦν καί νά βοηθήσουν πραγματικά τούς Ἕλληνες πολῖτες καί ὄχι νά ὑπογράφουν τά θανατηφόρα μνημόνια καί τίς ἀβάσταχτες φορολογίες.
7. Ἡ ἀρνητική ψῆφός Σας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τεκμηριωμένη στήν πλούσια Ἑλληνορθόδοξη Παράδοσή μας, πού ἔχει διαμορφωθεῖ ἀπό τούς θεανθρώπινους θησαυρούς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, ἀπό τήν ἀσύλληπτη κτιστή καί ἄκτιστη θεία Λατρεία μας, ἀπό τά μόνα σέ ἐν Χριστῷ σῴζουσα Χάρη ἱερά Μυστήρια καί ἀπό τούς θείους καί Ἱερούς Κανόνες καί τά ἀφθονοῦντα Πατερικά συγγράμματα, θά βάλει τέλος στήν Βαρλααμική μεταπατερική θεολογία, πού ἀποτελεῖ ἄριστο προοίμιο γιά ἔνταξή μας στήν ἄθεη Παπωσύνη καί στήν ὅλως ἐκκοσμικευμένη προτεσταντική θεολογία.
Μακαριώτατε,
Ὅπως πολύ καλά γνωρίζετε ἀπό τίς μεταπτυχιακές σπουδές Σας στό Μόναχο τῆς Γερμανίας καί ὅπως καί οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες μας καί ὄχι μόνο, γνωρίζουν ἀπό τίς σπουδές τους στίς ἄλλες Εὐρωπαϊκές χῶρες, ἐκ μέρους τῶν σοβαρῶν Εὐρωπαίων ὑπάρχει ἐκτίμηση στήν Ἑλλάδα, στόν πολιτισμό της, στή γλῶσσα της, στήν ἱστορία της καί στήν Ὀρθοδοξία μας.
Ἄν μέ τήν ἀρνητική ψῆφο Σας δείξετε, ὄχι βέβαια ἐπιδεικτικά, ἀλλά ὁμολογιακά καί αὐθεντικά ὅτι δέν ἐπιθυμοῦμε ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ὡς Ὀρθόδοξος Ἑλληνικός λαός νά ὑπαχθοῦμε κάτω ἀπό ὕποπτα καί ἐφθαρμένα ἐγκόσμια συστήματα-παπικά, προτεσταντικά, μονοφυσιτικά καί λοιπά – τότε ἐνδέχεται νά ἀναβαθμισθεῖ ἡ ἐκτίμηση πού εἶχαν στήν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα καί νά γίνουν ἀξιοπρεπεῖς ἀρωγοί στήν ἀρχετυπικά ἀξιοπρεπῆ πατρίδα μας. Ἔτσι θά ἐπαληθευθεῖ ὁ μεγάλος Ἅγιός μας, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, πού προορατικά διατύπωσε τήν πεποίθηση, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα εἶναι προορισμένη ἀπό τό Χριστό νά εἶναι δάσκαλος καί φάρος τῆς Οἰκουμένης.
Ὅλοι οἱ πατέρες μέ τούς ὁποίους ἀναστρεφόμαστε καί συζητᾶμε ὡς ἐν Χριστῷ ἀδελφοί ἐρωτοῦν: Ἄν ὁ Μακαριώτατος ὑπογράψει μέ τούς παναιρετικούς παπικούς, προτεστάντες τοῦ ΠΣΕ καί τούς μονοφυσῖτες, θά μποροῦμε νά τοῦ φιλοῦμε τό χέρι καί ἐν συνεχεία ὅσων Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν συνταυτιστοῦν μαζί του; Θά μνημονεύουμε τά ὀνόματά τους στή Θεία Λειτουργία;
Ἄς μᾶς λυπηθεῖ ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα μέ τίς πολλές πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, γιά νά μήν εἰσέλθουμε σέ τόσο ἐπικίνδυνους πειρασμούς γιά τήν αἰώνια ζωή καί γιά τή σωτηρία μας.
Ἀσπάζομαι εὐλαβῶς τήν Δεξιάν Σας
Διά τήν Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν
ἐλάχιστος ἐν πρεσβυτέροις
ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
ἐφημέριος τοῦ Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου.
Πηγή: Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτή Θεμιστοκλέους 190
185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ
Email: impireos@hotmail.com
Τηλ. 210 4514833
Fax 210 4518476
Ἀριθμ. Πρωτ.488
Ἐν Πειραιεῖτῇ 12ῃ Μαΐου 2016
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΝ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΜΕΤΣΧΕΤΗΣ ΚΑΙ ΤΥΦΛΙΔΟΣ
ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ ΠΑΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ (ΙΒΗΡΙΑΣ)
κ.κ. ΗΛΙΑΝ Β΄
Εἰς
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΣ
ΠΛΑΤΕΙΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ Β΄, Ν1, 0105,
ΤΗΛ. : (99532) 990.378, 989.540
FAX . : (99532) 987.114
E-MAIL: ecclesia@wanex.net
ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΗΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ: 1 KING EREKLE II SQUARE, TBILISI 380005,
GEORGIA
Μακαριώτατε καί Ἁγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀδελφοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Πάνυ εὐλαβῶς, μετὰ πλείστης τιμῆς καί υἱϊκῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου καὶ τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως τῆς ναυλόχου πόλεως τοῦ Πειραιῶς καὶ πρώτου λιμένος τῆς Ἑλλάδος προάγομαι ὅπως ἐπικοινωνήσω μετὰ τῆς περισπουδάστου μοὶὙμετέρας Μακαριότητος, τοῦ πολιοῦ Προκαθημένου τῆς κατὰ Γεωργίαν Ὀρθοδόξου, Καθολικῆς του Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Γνωστὸν τυγχάνει τὸ πολυσχιδὲς καὶ ἐπίμοχθον ἔργον τὸὁποῖον ἐπιτελεῖ ἡὙμετέρα Σεπτὴ Μακαριότης τόσον διὰ τὸν εὐαγγελισμὸν τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ὅσον καὶ διὰ τὸν ἐπιστηριγμὸν ὑλικὸν καὶ πνευματικόν της Ὀρθοδόξου πίστεως ἐν τὴ Ὑμετέρα Θεοφρουρήτω κανονικὴ δικαιοδοσία, τῷ Σεπτῶ Πατριαρχείω τῆς Γεωργίας. Αἴνους καὶ δοξολογίαν ἀναπέμπομεν πρὸς τὸν ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν, διότι Ὑμεῖς, Μακαριώτατε, καὶ ἡ περὶ Ὑμᾶς Σεπτὴ Ἱεραρχία, ἐξακολουθεῖτε νὰ παραμένετε εἰς τοὺς δυσχειμέρους καιροὺς μας στερρῶς καὶἀκλονήτως προσηλωμένος εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ τὰς Ὀρθοδόξους παραδόσεις. Ἐλάχιστον δὲ δεῖγμα αὐτῆς ἀποτελεῖ τὸ γεγονός της μὴ συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας εἰς τὸ Π.Σ.Ε. (Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν).
Εἰς μίαν ἐποχὴν εἰς τὴν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ παντοειδὴς ἀποστασία καὶὁ θρησκευτικὸς συγκρητισμός, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δοκιμάζεται διὰ μίαν εἰσέτι φοράν ἀπὸ μία πρωτοφανῆ πρόκληση, κατὰ τὴν δισχιλιετὴ πορείαν της, τὴν λεγόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», ἡ ὁποία θὰ συνέλθει ἐκτὸς ἀπροόπτου, τὸν προσεχῆἸούνιο στὴν Κρήτη. Ἐν ὄψει τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γονότος, ἡ κὰθ’ἠμᾶς Ἱερὰ Μητρόπολις ἐν συνεργασία μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Γλυφάδας, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, καὶ Κυθήρων, ὡς καὶ τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, συνδιοργάνωσε Θεολογικὴ - Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα, μὲ θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρὶς προσδοκίες», ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τὴν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στὸ Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας, στὴν αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στὸ Νέο Φάληρο Πειραιῶς.
Τὴν Ἡμερίδα ἐτίμησαν μὲ τὴν παρουσία τους Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καὶ Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικῶν Σωματείων καὶ Ὀργανώσεων, Καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ Θεολόγοι καὶ γύρω στοὺς χίλιους πιστούς. Ἡ Ἐπιστημονικὴ Ἐπιτροπή, ἀποτελοῦνταν ἀπὸα) τὴν ἐλαχιστότητά μου, β) τὸν Αἰδεμιολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γ) τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. δ) τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, Προηγούμενο τῆς Ι. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καὶε) τὸν ἐλλογιμώτατο Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη. Στὴν Ἡμερίδα παρέστη καὶἀπηύθυνε χαιρετισμὸὁ Ἐπίσκοπος Μπαντσὲν κ. Λογγίνος τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὅρους π. Σάββας. Ἐπίσης, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λόβετς τῆς καθ’ Ὑμᾶς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κ. Γαβριὴλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικὸ τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁὁποῖος καὶἀνέγνωσε τὸν χαιρετισμό του.
Τὸ γενικὸ θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σὲ τέσσερις Συνεδρίες: Ἀπὸ τὴν ἐλαχιστότητά μου καὶ τοὺς εἰσηγητὲς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο, Γλυφάδας κ. Παῦλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καὶ Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμία, τοὺς ὁμοτίμους πανεπιστημιακοὺς καθηγητές, Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ π. Θεόδωρο Ζήση, τὸν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τοὺς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτες π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, καὶ τὸν π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, τοὺς Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., καὶ π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριό του Ἱεροῦ ΝαοῦἉγίου Νικολάου Πατρών, τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντὴ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τὸν ἐλλογιμώτατο κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ὁ «Σωτήρ», καὶ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἄγγελο Ἀγγελακόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριό του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀπὸ τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὸν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καὶ ἐγκρίθηκε ὁμοφώνως τὸ παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1) Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καρπὸς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν νοεῖται Ἐκκλησία χωρὶς Θεολογία καὶ δὲν νοεῖται Θεολογία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱἈπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ οἱἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δὲν θεολογεῖὀρθοδόξως, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτὴἀπὸ τὸὈρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ὅταν οἱ συμμετέχοντες στὴ Σύνοδο δὲν ἔχουν τὴν πείρα τῶν θεουμένων Πατέρων, ἡ τουλάχιστον δὲν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρὶς νὰ τοὺς παρερμηνεύουν. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὰ συνοδικὰ μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες,ἢἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικές, ἢἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα ἀπέδειξε ὅτι σήμερα πολλὰὑψηλὰἱστάμενα πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐπηρεάζονται, ὡς μὴὄφειλε, ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες. Σὲ πολλές, ἐπίσης, περιπτώσεις δημιουργοῦνται, στὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς σχέσεις, ἀντιπαλότητες, ἢ κυριαρχοῦν ἐθνικιστικὲς καὶ πολιτικὲς σκοπιμότητες.
2) Μετὰ ἀπὸ μιὰ μακρὰ ἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε, ἀπὸ τὴν θεματολογία, τὰ προσυνοδικὰ κείμενα καὶ τὶς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος, σαφήνειας καὶ ἀκρίβειας τῶν πρὸς συζήτηση κειμένων καὶἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα ὡς πρὸς τὴν θεολογικὴὀρθότητα, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ εἶναι διατυπωμένα. Πιὸ συγκεκριμένα :
3) Ἡ μὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Σύνοδο, ἀλλὰ μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἀπὸ κάθε Τοπικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη πρὸς τὴν Κανονικὴ καὶ Συνοδική μας Παράδοση. Τὰὑπάρχοντα ἱστορικὰ στοιχεῖα μαρτυροῦν, ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴἐπισκόπων ἀπὸὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς ἀνὰτὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ μὴ χαρακτηρισμός της ὡς Οἰκουμενικῆς, μὲ τὸν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμὸὅτι δὲν μποροῦν νὰ συμμετάσχουν σ’ αὐτὴν οἱ «χριστιανοὶ τῆς Δύσεως», ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, οἱὁποῖοι συγκροτοῦσαν τὶς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν αἱρετικῶν. Κατ’ ἀκολουθίαν εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νὰἔχουν τὴν ἀξίωση τὸ κύρος της νὰ εἶναι ἰσοδύναμο καὶἰσάξιο μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ἀλλά, οὔτε καὶ Πανορθόδοξος μπορεῖ νὰἀποκληθεῖἡἐν λόγω Σύνοδος, διότι προφανῶς ἀποκλείεται ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
Ἐξ ἴσου ἀμάρτυρο στὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Κανονική μας Παράδοση, καὶ γι’ αὐτὸἀπαράδεκτο, εἶναι τὸ σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία, μὲ ἀπαραίτητη τὴν ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος δικαιοῦται νὰ ἔχει δική του ψῆφο καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν μὴ δογματικῶν θεμάτων νὰἰσχύσει ἡἀρχή: «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω».Ἀπαράδεκτο θεωροῦμε, ἐπίσης, τὸ νὰ προαποφασίζονται τὰ θέματα καὶὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς Συνόδου, χωρὶς τὸ κυρίαρχο σῶμα τῶν κατὰ τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νὰἔχει ἐκφράσει συνοδικῶς τὴν ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή του.
4) Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν Ἑτεροδοξία κατέληξαν σὲ τραγικὴ ἀποτυχία, τὴν ὁποία ὁμολογοῦν σήμερα καὶ αὐτοὶ οἱἴδιοι οἱ πρωτεργάτες τους. Ἡ δῆθεν προσφερομένη βοήθεια μέσω τῶν Διαλόγων γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἑτεροδόξων στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια καὶ τὴν Ὀρθοδοξία διαψεύδεται καὶ ἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικά, οἱ Διάλογοι ἐξυπηρέτησαν καὶ προώθησαν τοὺς στόχους τῆς ἀντιχρίστου λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς» καὶ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα σημαντικὸ κενό, ποῦ παρουσιάζουν τὰ πρὸς συζήτηση στὴ μέλλουσα Σύνοδο προσυνοδικὰ κείμενα, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι παραδόξως ἀπουσιάζει σ’ αὐτὰἡ κριτικὴἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση καὶ τὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ἡὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως.
5) Τὸ προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» παρουσιάζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴἀσυνέπεια, ἢ καὶἀντίφαση. Ἔτσι, τὸἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας τὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶἈποστολικὴἘκκλησία». Ὅμως, στὸἄρθρο 6 παρουσιάζει μία ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικὰὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς». Ἐδῶ γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸ ἐρώτημα: Ἂν ἡἘκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτὲς οἱἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱἑτερόδοξες, ὅμως, «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή, δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια, ἐνόσο οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός της «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶἈποστολικῆς Ἐκκλησίας».[1]
Στὸἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶδεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τὸἐρώτημα: Ἐφόσον ἡἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενι(στὶ)κῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡἐπιστροφὴ τῶν δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως, δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα συνόλου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
6) Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἔχει ἐκφραστεῖἤδη κατὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ ψευδοσύνοδο. Αὐτὴἡ νέα Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς βάση τὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων, (βαπτισματικῆ θεολογία). Οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νὰ προσδώσουν κανονικὴἐγκυρότητα καὶ συνοδικὴ νομιμότητα στὴν κακόδοξη αὐτὴἘκκλησιολογία, ἐπικαλοῦνται τὸν 7ο Ἱερὸ Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 95ο τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὡστόσο, οἱἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τὸν τρόπο εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν καὶ δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὸ «ἐκκλησιαστικὸ status» τῶν αἱρέσεων, οὔτε στὴ διαδικασία διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν αἵρεση. Οὔτε, ἀσφαλῶς, ὑπονοοῦν τὸ «ὑποστατὸν» τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Οὐδέποτε ἡἘκκλησία ἀναγνώρισε καὶ διεκήρυξε ἐκκλησιαστικότητα στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεση. Ἡ «μερὶς τῶν σωζομένων», γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες, βρίσκεται μόνο στὴν Ὀρθοδοξία καὶὄχι στὴν αἵρεση.
Ἡ οἰκονομία, ποῦ εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ στοὺς Δυτικοὺς (Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τὶς θεολογικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια, ποῦ θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία στὴν δογματικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Δυτικοὶ καλοῦνται νὰἀρνηθοῦν τὶς αἱρέσεις τους, νὰ τὶς ἀναθεματίσουν, νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς Θρησκευτικὲς Κοινότητές τους, νὰ κατηχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν ἐν μετανοία τὴν διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία.
7) Τὸ ἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται σὲ κακοδοξίες ἢ πλάνες, τὶς ὁποῖες νὰ προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσὰν τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης νὰ μὴν δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τὸ κείμενο δὲν ἐπισημαίνει καμμία αἵρεση καὶ καμμία διαστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς στὸν ἐκτός της Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικὸ κόσμο. Ἀντίθετα, οἱ κακόδοξες καὶ αἱρετικὲς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορὲς ἢ τυχὸν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ ἑτεροδοξία νὰ «ὑπερβοῦν» (§ 11). Τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς συντάκτες εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», καὶ ὄχι ἡ ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ σὲἄρνηση καὶ καταδίκη τῶν πλανῶν καὶἐτεροδιδασκαλιῶν, ποῦ παρεισέφρησαν στὴ ζωὴ τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν Κοινοτήτων.
8) Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21) καὶἀποτιμᾶ θετικὰ τὴν συμβολή του στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἐπισημαίνοντας τὴν πλήρη καὶἰσότιμη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’ αὐτὴν καὶ τὴν συμβολὴ τοὺς «εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν προαγωγὴν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17). Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα, ποῦ μᾶς δίδει τὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ «Π.Σ.Ε.», εἶναι ψευδὴς καὶἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχήν, αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμό, ποῦἐμφανίζεται ὡς ὑπερεκκλησία, καὶἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση, συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ θεολογικὴ ταυτότητα τοῦ «Π.Σ.Ε.» εἶναι σαφῶς προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτὴ στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.», ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν 70ετή ἱστορία του. Ὅλα δείχνουν ὅτι τὸἐπιδιωκόμενο στὸ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡὁμογενοποίηση τῶν «ὁμολογιῶν»-μελῶν τοῦ μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τὸ κείμενο ἀποκρύπτει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μὲ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις-μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ τὸ ἀδιέξοδο, στὸ ὁποῖο αὐτοὶἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δὲν καταδικάζονται τὰ ἀπαράδεκτα ἀπὸ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ «Π.Σ.Ε.», (π.χ. Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσᾶν κλπ.) καὶ ἐπιπλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦἀπὸ πολλὲς αἱρέσεις κλπ.
9) Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατί δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶὤθησαν ἑτερόδοξες «ὁμολογίες» καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, μέσω τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ἦταν προσμονὴὅλων καὶ δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος νὰ συζητήσει καὶ νὰἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς, κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸἐνδιαφέρον καὶ νὰἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποῦ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴἀνάγκη. Στὴν τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα τοῦἩμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶἦταν τὸ κατ' ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα.
10) Ἡ ἱστορία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτὲς συγκαλοῦνταν κάθε φορᾶ, ποῦ κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τὴν ἁγιοπνευματικὴἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἔκφρασή της ἀπὸ τὸἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἀντίθετα, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται, ὄχι γιὰ νὰ ὁριοθετήσει τὴν πίστη ἔναντί της αἱρέσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ παράσχει θεσμικὴ ἀναγνώριση καὶ νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν στηρίζεται στὴν ἐμπειρία τοῦἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰἀντίθετα τὴν ὑποβαθμίζει καὶ τὴν ὑποτιμᾶ, τὴν περιθωριοποιεῖ καὶ τὴν παραβλέπει. Ἡ συνολικὴ διαδικασία, ἡ προπαρασκευὴ καὶἡ θεματολογία τῆς Συνόδου εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὀλιγαρχίας, ποῦἐκφράζει μιὰἀκαδημαϊκή, ἀποστεωμένη, ἄνευρη καὶ ἀπνευμάτιστη θεολογία, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἔσχατος κριτὴς τῆς ὀρθότητας καὶ τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοὶ καὶὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος, μὲ τὴν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστικὴ καὶ δογματική του συνείδηση, ἐπικυρώνει ἢἀπορρίπτει τὶς ἀποφάσεις τους. Ὅμως, στὴν μέλλουσα Σύνοδο ἀπουσιάζει παντελῶς αὐτὴἡ σημαντικὴ παράμετρος, ἐπειδὴἐκφράστηκε ἐπισήμως ὅτι φορέας τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεών της θὰ εἶναι ἡ Συνοδικότητα καὶ ὄχι τὸὈρθόδοξο Πλήρωμα.
11) Μιὰ ἄλλη βασικὴ προϋπόθεση γνησιότητας τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» εἶναι ἡ ἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρούμενων ὡς τοιούτων στὴ συνείδηση τοῦὈρθοδόξου πληρώματός της Η΄ (879-880) ἐπὶἱεροῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου καὶ τῆς Θ΄ (1351) ἐπὶἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶἔχουν καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ. Ἀλλά, τέτοιο ἐνδεχόμενο δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν θεματολογία καὶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα.
12) Ἡὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στὴ συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καὶ τοῦὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δὲν χρειάζεται καμμία σύντμηση ἢ προσαρμογή. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη νὰ ἀποκτήσουν περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καὶ ἀσκητικὸ φρόνημα, γιὰ νὰ μπορέσουν, μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ τὸν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας, νὰ διδάξουν διακριτικὰ τὸ ποίμνιό τους. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς Οἰκουμένης τὴν οἰκονομία σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ κείμενα περὶ νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, ποῦ ἀναλύουν τὶς παθοκτόνες καὶ σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δὲν ἀξίζει ὁ εὐτελισμός, ποῦ ὑφίσταται ἀπὸ τὴν μινιμαλιστικὴ νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο. Ἂν ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καὶ τροφῶν, θὰ μιμηθεῖ τὸν ὁλοκληρωτισμό, ποῦ χαρακτηρίζει τὸ Κανονικὸ Δίκαιό του Παπισμοῦ, τὸὁποῖο καθορίζει θεσμικὰ καὶ ἀσφυκτικὰἀκόμα καὶ τὴν οἰκονομία.
13) Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 20ού αἰῶνος ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐκφυλλίζεται καὶ μεταλλάσσεται σὲ πανθρησκειακὸ ὅραμα. Οἱ ἀτελείωτες διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ συμπροσευχὲς Ὀρθοδόξων μὲ ἡγέτες θρησκειῶν τοῦ κόσμου (π.χ. Ἀσίζη) μαρτυροῦν ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ συνένωση τῶν θρησκειῶν σὲ ἕνα τερατῶδες σχῆμα, τὴν ἐφιαλτικὴ Πανθρησκεία, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νὰ ἐκμηδενίσει τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διαθρησκειακὴ συνεργασία μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νὰ δικαιωθεῖ, οὔτε νὰ θεμελιωθεῖ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β΄ Κόρ. 6, 14).Ἐπίσης, τὸ ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, τὸ ὁποῖο κατὰ κόρον προβλήθηκε στοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους, καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν κα ὶὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω. 15, 20), καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τίμ. 3, 14). Οἱ μετέχοντες στοὺς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους δὲν μπόρεσαν, δυστυχῶς, νὰ μεταφέρουν ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ προσελκύσουν ἔστω καὶἕναν ἀλλόθρησκο στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα, μάλιστα ἔφθασαν στὸ ἀξιοθρήνητο κατάντημα νὰ παρασυρθοῦν σὲ πλάνες καὶ αἱρέσεις καὶ νὰ διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντας τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρασύροντας στὴν πλάνη τοὺς ἀσθενεῖς στὴν πίστη καὶ προκαλώντας ἔτσι μεγίστη πνευματικὴ φθορὰ καὶ διάβρωση τοῦὈρθοδόξου φρονήματος. Παρὰ τὴν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁἰσλαμικὸς φανατισμός, ὄχι μόνο δὲν καταστέλλεται, ἀλλὰ γιγαντώνεται ὅλο καὶ περισσότερο.
14) Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέουν καὶ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν διαφύλαξη τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς μωσαϊκῆς θρησκείας παρατηροῦμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου, στὴν ἀρχὴ χαναανϊτικὰ καὶἀργότερα βαβυλωνιακὰ καὶ αἰγυπτιακὰ στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νὰ νοθεύσουν τὴν πίστη στὸν Ἕνα Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες, (Προφῆτες, βασιλεῖς, πολιτικοὶἄρχοντες, κλπ.) ἀγωνίστηκαν μὲ σθένος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν κατὰ τῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν, οἱὁποῖοι ἀναφαίνονταν κατὰ καιρούς.
Συνοψίζοντας τὰ παραπάνω, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» δὲν θὰ εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι, μὲ βάση τὰ μέχρι σήμερα δεδομένα, δὲν προκύπτει ὅτι αὐτὴ θὰεἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶὅτι θὰ λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι διατυπωμένα τὰ δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικὰ κείμενα, δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας,ὅτι ἡἐν λόγω Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νὰ προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ διευρύνει τὰ κανονικὰ καὶ χαρισματικὰὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο, καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δὲν μπορεῖ νὰὁριοθετήσει διαφορετικὰ τὴν μέχρι σήμερα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν, ἐπίσης, ἐνδείξεις ὅτι ἡἐν λόγω Σύνοδος θὰ προχωρήσει σὲ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καὶ πρωτίστως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν νομιμοποιήσει καὶ νὰ τὴν ἑδραιώσει. Ὡστόσο, οἱὅποιες ἀποφάσεις της μὲ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα, εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι δὲν θὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἴδια θὰ καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὡς ψευδοσύνοδος.
Μακαριώτατε,
Ἡ μέλλουσα «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», ἂν πραγματικὰ θέλει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος, θὰ πρέπει νὰ λάβει, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, τὶς ἑξῆς καίριες ἀποφάσεις:
α) Νὰ ἐπικυρώσει τὶς ἀποφάσεις ὅλων προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, (Α΄ ἕως καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικές), δηλαδὴ τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων θεσπισθέντες δογματικοὺς ὅρους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες.
β) Νὰ ἀναγνωρίσει τὶς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δήλαδή τὴν Η΄ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, τό 879, καὶ τὴν Θ΄ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμὸὡς αἵρεση.
γ) Νὰ καταδικάσει τὴν συγκρητιστικὴ παναιρέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσε ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς.
δ) Νὰ καταδικάσει τὴν παρουσία καὶ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.).
ε) Νὰ τερματίσει τοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους καὶ τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τὶς προετεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς Μονοφυσίτες.
στ) Νὰ καταδικάσει τὴν μεταπατερικὴ καὶἀντιπατερικὴ «νέα ἐκκλησιολογία», ἡὁποία ἀπορρίπτει τὰ χαρισματικά, δογματικὰ καὶ κανονικὰὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
ζ) Νὰ ἐκλέξει, νὰ χειροτονήσει καὶ νὰ ἐνθρονίσει στὸ πάλαι ποτὲ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, μὴ ἀναγνωρίζοντας καὶἐκθρονίζοντας τὸν σημερινὸ καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καὶ αἱρεσιάρχη κ. Φραγκίσκο. Ἔτσι, θὰ λυθοῦν τὰ θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
η) Νὰ δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, λύνοντας τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς, καὶ
θ) Νὰ ἀκολουθήσει τὴν Πατερικὴ ὁδὸ μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μὲ τὴν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σὲ 17 γλῶσσες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, θὰ κονιορτοποιήσει τὶς αἱρέσεις μὲ παγκόσμιο λόγο καὶ πατερικὴ παρρησία, θὰ δοξάσει τὸν Θεὸ καὶ θὰ διασφαλίσει τὸἀνθρώπινο πρόσωπο.
Τὰ κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νὰ ξαναγραφοῦν ἀπ’ τὴν ἀρχή, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Δὲν ἀρκεῖ νὰ συγκληθεῖ μιὰ Σύνοδος μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰἀποδειχθεῖ στὸν κόσμο ὅτι οἱὈρθόδοξοι εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἑνωμένοι σὲ τί; Ἡἕνωση γίνεται μόνο βάσει τῆς Ἀληθείας. Ἡἑνότητα εἶναι ὁ καρπὸς τοῦἉγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική Του προσευχή: «ἴνα ὦσιν ἓν καθὼς ἠμεῖς… ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τὴἀληθεία σου… ἴνα καὶ αὐτοὶὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθεία». Ἡἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στὴν ἀκέραιη καὶἀβλαβῆ διαφύλαξη τῶν διδασκαλιῶν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τὴν ὁποία μᾶς παρέδωσαν οἱἍγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱἍγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καὶἀποσχισμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποῦ φρονοῦν διαφορετικὰἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς μᾶς λέγει ὁἍγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Οἱἅγιοι Πατέρες ὀνόμασαν «Καθολικὴ» τὴν Ἐκκλησία Του, ἐπειδὴ μόνο αὐτὴ διατηρεῖ στὴν πληρότητά της τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ὁμολογία τῆς Πίστεως, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ κατανοηθεῖὅτι δὲν ἐπιχειρεῖται νὰἀλλάξει οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ τάξη τοῦ μοναχισμοῦ, οὔτε ἡ τάξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅμως παραχαράσεται καὶ στρεβλώνεται τὸ πιὸ νευραλγικὸ σημεῖο, δηλαδὴἡἐκκλησιολογικὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Μακαριώτατε,
Γνωρίζοντας πολὺ καλὰ τὴν πλήρη ἀφιέρωση καὶ τὴ θυσιαστικὴἀγάπη Σας γιὰ τὸν Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖο διακονεῖτε μὲὅλη τὴν ὕπαρξή Σας, Σᾶς ἀπηύθυνα αὐτὲς τὶς σκέψεις, οἱὁποῖες μᾶς προβληματίζουν.
Προσευχόμαστε ἡμέρα καὶ νύχτα στὸν Ἀρχιποιμένα μας καὶ ἐν πάσιν πρωτεύοντα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, νὰ Σᾶς ἐνισχύει νὰ παραμένετε πάντοτε ἀμετακίνητος στὴν Ὀρθόδοξο πίστη καὶ Παράδοση, ὡς ἄξιος διάδοχος ὄχι μόνο τῶν «θρόνων τῶν Ἀποστόλων», ἀλλὰ καὶ τοῦ βίου, τῆς πίστεως καὶ τῆς ὁμολογίας τους. Εἴησαν τὰἔτη Ὑμῶν, ὄλβια, ὑγιεινὰ καὶπανευφρόσυνα. Ὑποβάλοντες ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου καὶ τοῦ φιλοχρίστου Λαοῦ τῆς καθ’ ἠμᾶς Ιεράς Μητροπόλεως ἀπείρους υἱϊκᾶς προσρήσεις καὶ εὐγνώμονας εὐχαριστίας καὶ κατασπαζόμενοι τὴν Ὑμετέραν Σεπτὴν Δεξιὰν ἑξαιτούμεθα τὰς Ὑμετέρας Σεπτᾶς θεοπειθεῖς πατρικᾶς εὐχᾶς καὶ εὐλογίας.
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
[1] Ἡ ἀναφερθεῖσα ἀσάφεια τοῦ κειμένου δύναται νὰ ἑρμηνευτεῖ εὔκολα μέσα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἰησουίτη θεολόγου Karl Rahner, μέντορα τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου καὶ τοῦ Yves Congar. Ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις τοὺς υἱοθετεῖ καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζιζιούλας, ὅπως τὴν «θεωρία τῶν ἀτελῶν ἐκκλησιῶν», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁρισμένες ἐκκλησίες βρίσκονται πιὸ κοντά, ἐνῶ ἄλλες πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν πλήρη Ἐκκλησία. Στὴν περίπτωση τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, ὁ Παπισμὸς εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες (συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) εἶναι οἱ ἀτελεῖς ἐκκλησίες. Τὸ συμπέρασμα, ποῦ προκύπτει, βάσει τῶν πληροφοριῶν καὶ τῆς μελέτης τῶν θεολογικῶν κειμένων, σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν πρωτοφανῆ ἐκκλησιολογία, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζιζιούλα, καὶ τὴν ἀνάλυση τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες (συμπεριλαμβανομένων τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ) εἶναι οἱ ἀτελεῖς ἐκκλησίες. Ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀντίληψη μᾶς παραπέμπει σὲ μιὰ βατικανοποίηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει συνοδικῶς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὡς ἐπὶ κεφαλῆς αὐτῆς τῆς κίνησης, στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Οἱ θεωρίες τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», τῶν «δύο πνευμόνων τῆς Ἐκκλησίας» (Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός), τῶν «κλάδων», τῆς «μεταπατερικῆς καὶ μετακανονικῆς θεολογίας», τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἡ θεωρία ὅτι ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλες τὶς ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες ἀποσχίστηκαν ἀπὸ αὐτήν, ἡ ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων μὲ τοὺς ἑτερόδοξους κ.α. ἀποτελοῦν ἐκφράσεις καὶ μορφὲς τῆς νέας ἐκλησιολογίας, τῆς νέας μεταπατερικῆς ἢ καλύτερα ἀντιπατερικῆς ἐκκλησιολογίας. Σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία «τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας», ὅποιος βαπτίζεται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως πίστεως, δόγματος καὶ ὁμολογίας. Ὅμως, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οὐδέποτε ἀναγνώρισαν τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, παρὰ μόνον κατ’ οἰκονομίαν τοὺς δέχονταν, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἀπαρνοῦνται τὴν αἵρεση καὶ ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐφόσον διατηροῦσαν τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὶς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις. Σύμφωνα μὲ τοῦ Ἱεροὺς Κανόνες 7 τῆς Β΄ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου: «Τοὺς προστιθεμένους τὴ ὀρθοδοξία, καὶ τὴ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τὲ καὶ συνήθειαν», καὶ πιὸ κάτω, «πάντας τοὺς ἂπ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τὴ ὀρθοδοξία». Ἡ οἰκονομία δὲν δύναται ποτὲ νὰ μετατραπεῖ σὲ κανόνα πίστεως ἢ σὲ δόγμα. Τὸ κείμενο αὐτὸ τῆς Συνόδου εἶναι κατ’ἐξοχὴν δογματικό, ὅμως εἶναι ἀντορθόδοξο, ἐπειδὴ ἐπιτρέπει ἐντελῶς λανθασμένες ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες ἐνθαρρύνουν τὶς ἑτερόδοξες ἀντιλήψεις, πράγμα ποῦ σημαίνει ἀλλοίωση τῆς ἀποκαλυφθείσας Ἀληθείας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ Ἁγιορειτῶν Πατέρων πρός:
Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, τὰς λοιπὰς αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, τὴν Ἱερὰν Κοινότητα Ἁγίου Ὄρους, τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας:
«Πραγμάτων ἐπιδρομαί… τά τῶν φίλων ἄπιστα, τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα. Ἔρρει τά καλά, γυμνά τά κακά. Ὁ πλοῦς ἐν νυκτί, πυρσός οὐδαμοῦ. Χριστός καθεύδει, τί χρή παθεῖν;…». (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
Ὅπως γνωρίζουμε πολύ καλά ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἡ σύγκληση μιᾶς Συνόδου ἀφορᾶ πρωτίστως στήν θέσπιση καί τήν στερέωση τῶν Δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ὁριοθέτησή της ἀπό τήν αἵρεσιν. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς καθῆκον της, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, τήν καταπολέμηση κάθε αἱρέσεως καί τήν ὀρθοτόμηση τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, μέγας Διδάσκαλος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, σαφῶς τονίζει « τό νά εἶναι πάντα τά ἐκτιθέμενα παρ᾿ αὐτῶν δόγματα καί οἱ κανόνες Ὀρθόδοξα εὐσεβῆ καί σύμφωνα ταῖς θείαις Γραφαῖς, ἤ ταῖς προλαβούσαις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις», καί «Αὕτη ἐστί τά αἰώνια ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν καί νόμοι οἱ ὑπάρχοντες εἰς τόν αἰῶνα…τούς ὁποίους σύνοδοι Οἰκουμενικαί τε καί Τοπικαί διά Πνεύματος Ἁγίου ἐθέσπισαν». (Πηδάλιον, ἔκδ.Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ.16). Συμβάλλοντες, λοιπόν καί ἐμεῖς, ὡς Ἁγιορεῖτες Μοναχοί καί ὡς ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν σκοπό τῆς πνευματικῆς ἀφυπνήσεως καί ἐνισχύσεως τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἐπιθυμοῦμε νά καταθέσουμε καί δημοσίως τήν ἰδικήν μας μαρτυρία.
Ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ἡ ὁποία ὡς γνωστόν, πρόκειται νά λάβει χώρα τόν προσεχῆ Ἰούνιο στήν Κρήτη (19-6-2016, μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο 6–6-2016), ἀποτελεῖ ἕνα στάδιο τοῦ προγράμματος τοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἤ τῆς Θρησκευτικῆς Παγκοσμιοποίησεως τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων, ἡ ὁποία ὡς γνωστόν ἐπιδιώκει νά ὑποτάξει ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα μέ τρία μεθοδευμένα σχέδια, α) μέ μία παγκόσμια κυβέρνηση β) μέ μία παγκόσμια οἰκονομία καί γ) μέ μία παγκόσμια θρησκεία. Ἡ ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ στόχου γιά μιά παγκόσμια θρησκεία, ἐγκαινιάστηκε πρῶτα στόν προτεσταντικό κόσμο μέ τήν λεγομένη “Οἰκουμενική κίνηση”, καί στόν ὀρθόδοξο κόσμο ξεκίνησε μέ τόν ἐνθρονιστήριο λόγο τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Μελετίου Μεταξάκη (1923) καί ἐπηυξήθη μέ τόν ἐπίσης Πατριάρχη Κων/πόλεως Ἀθηναγόρα Σπύρου (1948-1972).
Ἀντί νά καταδικάσει ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» τίς ὑφιστάμενες καί καθημερινῶς δρῶσες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες πλανοῦν τούς πιστούς, ἐπιδιώκει πρωτίστως νά ἀναγνωρίσει τήν Παναίρεση, κατά τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, τοῦ Συγκρητιστικοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως ἔπραξαν καί οἱ Παπικοί στήν Β’ Βατικάνεια Σύνοδό τους (1962-1965). Ὅτι ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» ἐπιδιώκει νά ἀναγνωρίσει τόν Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό καί Διαθρησκειακό Οἰκουμενισμό, ἀποδεικνύεται ἀπό τά κατωτέρω:
1) Τό προσυνοδικό κείμενο τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τό ὁποῖο παραπέμπεται πρός υἱοθέτηση ἀπό τίς Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, στή λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», στό ἄρθρο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες δέν εἶναι αἱρετικοί, ἀλλά ἐντάσσονται στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως, ὑπερτονίζοντας τήν ἱστορικότητά τους ὡς ἐκκλησίες καί παραβλέποντας σκανδαλωδῶς τήν αἵρεσή τους, λέγοντας ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾿ αὐτῆς», παραβλέποντας ἔτσι τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν ἡ Η’ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐπί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου (879-880) καί μέ τίς ψήφους τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ τότε Πάπα τῆς Δύσεως, εἶχε καταδικάσει τό αἱρετικό filiogue ( καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ). Ἔτσι προσβάλλεται τό Ἐκκλησιολογικό Δόγμα τῆς Ἐκκλησίας καί δημιουργεῖται Ἐκκλησιολογική αἵρεση, διότι ἡ Ἐκκλησία ὁριοθετεῖται ἀπό τά Δόγματα τῆς πίστεως καί ταυτίζεται μέ τούς πραγματικούς πιστούς, τούς ἀποτελοῦντας τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ Κεφαλή αὐτόν τόν ἴδιον τόν Σωτῆρα, μέσω τῆς ἀκριβοῦς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καθώς ἐπίσης καί τῆς ὀρθῆς καί μή παραποιημένης πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς ἐν μετανοίᾳ συμμετοχῆς τους στά Μυστήρια τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
2) Τό ἴδιο προσυνοδικό κείμενο, ἀναγνωρίζει τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν» (ἤ ἀκριβέστερα αἱρέσεων), τό ὁποῖο ἔχει ἱδρυθεῖ τό 1948 ἀπό τήν Νέα Τάξη Πραγμάτων, γιά νά ἐξυπηρετήσει τούς σκοπούς τῆς θρησκευτικῆς παγκοσμιοποιήσεως, δηλαδή τήν Παγκόσμια Θρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου. Τό Π.Σ.Ε. ἀρχικά εἶχε ὡς σκοπό του τόν Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό Οἰκουμενισμό, ἐνῶ στή συνέχεια, τίς τελευταῖες δεκαετίες, διεύρυνε τίς ἐπιδιώξεις του καί στήν προώθηση τοῦ Συγκρητιστικοῦ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀναγνωρίζει τά διάφορα κείμενα τοῦ Π.Σ.Ε. ὡς δεσμευτικά γιά τήν Μεγάλη Σύνοδο καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τά κείμενα αὐτά « εἶναι μετέωρα. Τά διαχειρίζονταν κάποιοι ἀντιπρόσωποι, οἱ ὁποῖοι εἶπαν τίς ἀπόψεις τους, ὑπέγραψαν τά κείμενα ἐξ ὀνόματος τῶν Τοπικῶν βέβαια Ἐκκλησιῶν, πλήν ὅμως οἱ Ἱεράρχες τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν δέν εἶχαν ἰδέα, ποιές ἦταν οἱ ἁποφάσεις τῶν ἀντιπροσώπων τους.» (καθηγ. Α.Π.Θ. Δημ. Τσελεγγίδης). Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἐν λόγῳ προσυνοδικό κείμενο προσβάλλει καί τό σωτηριολογικό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τό ὁποῖο μόνο μέσα στήν Ἀληθινή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατά τήν ἀνωτέρω ἔννοια, ὁ πραγματικός πιστός, διά τοῦ ἐλέους τῆς Θείας Χάριτος καί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐπιτυγχάνει τή σωτηρία του καί συγκεκριμένα ἔχει τή θέα τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐξ αὐτῆς ἀτελεύτητη Θεογνωσία καί μακαριότητα. Διότι τό ἴδιο προσυνοδικό κείμενο ἀναγνωρίζοντας τό Π.Σ.Ε. ἀποδέχεται τήν θεωρία ὅτι ὅλες οἱ «ἐκκλησίες» ἤ ἀκριβέστερα αἱρέσεις, καί ὅλα τά θρησκεύματα, κατά τήν πρόσφατη διεύρυνσίν του, «σώζουν» ἤ κατά τήν δική του νοοτροπία, ὁδηγοῦν ἀορίστως καί σοφιστικῶς στήν ἴδια Ὑπερβατική Πραγματικότητα (Ultimate Reality) ἡ ὁποία περιλαμβάνει ὅλους τούς ψευδο-θεούς καί τά ψευδο-σεβάσματά τους, τά ὁποῖα εἶναι δημιουργημένα κατ’ ἀνθρωπίνη ἐπίνοια ὑποβαλλομένη ἀπό τόν σατανᾶ.
3) Ἡ ἀναγνώρισι ἀπό τό ἐν λόγῳ προσυνοδικό κείμενο τῶν Παπικῶν ὡς δῆθεν «ἐκκλησίας» ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στό ἑπόμενο στάδιο τοῦ Ἑωσφορικοῦ Συγκρητιστικοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἡ συγκρητιστική «ἕνωσις» τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ τούς Παπικούς μέσῳ τοῦ ἐπακόλουθου «κοινοῦ ποτηρίου» καί τῆς ὑποταγῆς αὐτῶν στό πρωτεῖο ἐξουσίας καί τό ἀλάθητο τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα, δηλαδή στήν μετατροπή τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σέ Οὐνιτικές. Αὐτό σημαίνει τήν δογματική καί διοικητική ὑποταγή τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὡς Οὐνιτικῶν στόν Πάπα, μέ βάση τίς ἐπιδιώξεις τοῦ Βατικανοῦ καί τόν κώδικα Κανόνων τῶν Ἀνατολικῶν Καθολικῶν (Οὐνιτικῶν) Ἐκκλησιῶν, πού ἐκδόθηκε ἀπό τόν Πάπα Ἰωάννη – Παῦλο Βʹ τό 1990. Ὡς γνωστόν, ὁ Κώδικας αὐτός προβλέπει τά ἑξῆς τέσσαρα εἴδη Οὐνιτικῶν Ἐκκλησιῶν ἰδίου δικαίου (sui generis), στά ὁποῖα θά ὑποταχθοῦν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες: 1) Πατριαρχικές Ἐκκλησίες ἰδίου δικαίου (ἐδῶ θά ὑπαχθοῦν ὅσες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι Πατριαρχεῖα), 2) Ἀρχιεπισκοπικές Ἐκκλησίες ἰδίου δικαίου (ἐδῶ θά ὑπαχθοῦν ὅσες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες δέν εἶναι Πατριαρχεῖα), 3) Μητροπολιτικές Ἐκκλησίες ἰδίου δικαίου καί 4) Ἄλλες Ἐκκλησίες ἰδίου δικαίου (κανόνες 55, 511 καί 155 τοῦ ἰδίου κώδικα).
4) Τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, ὡς Προεδρεῦον στήν Σύναξη τῶν Προκαθημένων, ἀπέρριψε αὐθαίρετα καί δέν προώθησε στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τήν πρόταση τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ ἔτους 2015 γιά τήν τυπική ἀναγνώριση τῆς Συνόδου ἐπί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου ὡς Η’ Οἰκουμενικῆς, ἡ ὁποία καταδίκασε τό filiogue καί τό παπικό πρωτεῖο ἐξουσίας καί τῆς Συνόδου ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς Θ’ Οἰκουμενικῆς (1351), ἡ ὁποία καταδίκασε τήν Λατινική κακοδοξία ὅτι ἡ Θεία Χάρις εἶναι κτιστή. Ἡ ἡσυχαστική θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ τοῦ Ἁγιορείτου, ἔχει κεφαλαιώδη σημασία γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία διά τοῦτο καί μισεῖται θανάσιμα ὑπό τῶν παπικῶν.Ἡ αὐθαίρετη αὐτή ἀπόρριψη σηματοδοτεῖ σαφῶς τόν προσανατολισμό τῆς λεγομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ὄχι πρός τήν Ὀρθοδοξία ἀλλά πρός τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἀποδομεῖ τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία μέσῳ τῆς νομιμοποιήσεως ὅλων τῶν αἱρέσεων.
5) Ἐνῷ, στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἅγιες καί Μεγάλες Σύνοδοι ἤ οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι συγκαλοῦνταν μέ ἀντιπροσωπίες τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπου ψήφιζαν ὅλοι οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς δυνάμει τῆς ἰσότητος τῆς Ἐπισκοπικῆς τους χειροτονίας, στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», σύμφωνα μέ τόν κανονισμό της τόν ὁποῖο υἱοθέτησε ἡ Σύναξη διά τῶν προκαθημένων τους, δέν ψηφίζουν ὅλοι οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς, ἀλλά μόνον οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες διά τῶν Προκαθημένων τους. Δηλαδή, ἐνῷ μέλη τῶν Συνόδων εἶναι ὅλοι οἱ Ἐπαρχιοῦχοι Ἀρχιερεῖς, στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» μέλη εἶναι μόνον οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀντίκειται πλήρως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καί στό Ὀρθόδοξο Κανονικό Δίκαιο.
6) Ἐνῷ οἱ ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων καί Μεγάλων Συνόδων ἤ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν σέ θέματα πίστεως, κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καί κατά τό Ὀρθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, πρέπει νά ἔρχονται εἰς κρίσιν καί νά ἐγκρίνονται ἤ νά ἀπορρίπτονται, τόσο ἀπό τούς Ἐπαρχιούχους Ἀρχιερεῖς, ὅσο καί ἀπό τόν κλῆρο, τούς μοναχούς καί τόν ὀρθοδοξο λαό, κανονισμός τῆς λεγομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἀντιθέτως πρός τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καθιστᾷ ὑποχρεωτικές καί ἐπιβάλλει τίς ἀποφάσεις τῆς ἐν λόγῳ Συνόδου γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μάλιστα, δέ προειδοποιεῖ ὅτι θά τιμωρήσει ὅλες τίς τάξεις τοῦ Χριστεπωνύμου Πληρώματος, γιά τήν μή ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεών της. Τοιουτοτρόπως, καταλύουν πλήρως τήν συνοδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί ἀφαιροῦν, τό ἁγιοπνευματικό χάρισμα «τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων», τό ὁποῖο χαρίζεται σέ κάθε ἀληθινά πιστό πού ἔχει διέλθει ἀπό τά στάδια τῆς καθάρσεως τῶν παθῶν, τοῦ φωτισμοῦ καί ἔχει ἀξιωθεῖ νά λάβει τήν κατά χάριν θέωσιν, καί τό ὁποῖο δίδεται σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι μόνον στούς ἐπισκόπους. Διά τοῦτο ὄφειλε νά κληθοῦν, ἀπό τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο, ὡς μέλη τῆς Συνόδου, καί κατηξιωμένα ἁγιοπνευματικά πρόσωπα, ἀπό τόν κλῆρο, τόν μοναχισμό καί ἀπό τά πιστά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως πάντοτε γινόταν σέ ὅλες τίς Συνόδους. Ἡ ὀρθόδοξη ἐγκυρότητα ὅμως μιᾶς Συνόδου πρῶτον ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ὀρθότητα καί τήν ὀρθοδοξότητα τῶν δογμάτων της, «ἐκείνας οἶδε ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἅς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν». (ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής PG 90, 148). Τέλος γιά νά θεωρηθεῖ μία Οἰκουμενική Σύνοδος ὄντως Ὀρθόδοξη, θά πρέπει οἱ ἀποφάσεις της νά γίνουν ἀποδεκτές ὄχι μόνον ἀπό τούς ἱεράρχες, ἀλλά καί ἀπό ὅλο τό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Ὅπως εὐστόχως τό ἴδιο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μας ἔχει διαχρονικῶς θεσπίσει λέγοντας: «….ὑπερασπιστὴς τῆς Θρησκείας ἐστὶ αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῶν Πατέρων αὐτοῦ». ( Ἐγκύκλιος 6ης Μαΐου 1848).
7) Ἕνα ἀπό τά θέματα τῆς Συνόδου θά ἔπρεπε νά εἶναι καί τό ἡμερολογιακό ζήτημα τό ὁποῖο ἔχει διχάσει μέχρι σήμερα ἑορτολογικά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί εἶναι τό πρῶτο χτύπημα τοῦ οἰκουμενισμοῦ κατά τῆς Ὀρθοδοξίας.
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω καθηκόντως ἐνημερώνουμε τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, τίς λοιπές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, τήν Ἱεράν Κοινότητα Ἁγίου Ὄρους, καθώς καί τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι ὡς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἀγωνιζόμενοι νά διατηρήσουμε μέσῳ τῆς ἀκριβοῦς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας τόν ὀργανικό σύνδεσμό μας μέ τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Θεάνθρωπο Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καί ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι, δέν θά ἀποδεχθοῦμε καί θά ἀπορρίψουμε ἐκ τῶν ὑστέρων τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»:
1) Ἄν ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος δέν ἀπορρίψει πλήρως τό προσυνοδικό κείμενο «σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικό κόσμο».
2) Ἄν δέν καταδικάσει τήν παναίρεση, κατά τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, τοῦ Ἑωσφορικοῦ Συγκρητιστικοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
3) Ἄν δέν ἀναγνωρίσει τίς Συνόδους ἐπί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς Οἰκουμενικές (Η´ καί Θ´ ἀντιστοίχως), οἱ ὁποῖες εἶναι ἤδη ἀναγνωρισμένες στή συνείδηση τοῦ Χριστεπωνύμου Πληρώματος.
4) Ἄν δέν ψηφίσουν τίς ἀποφάσεις τῆς λεγομένης « Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ὄχι οἱ Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες διά τῶν Προκαθημένων τους, ὅπως προβλέπει ὁ Κανονισμός της, ἀλλά ὅλοι οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς αὐτῆς, ὅπως προβλέπει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία καί τό Ὀρθόδοξο Δίκαιο.
5) Ἄν δέν ἀποσύρουν τόν κανονισμό περί ὑποχρεωτικῆς ἀποδοχῆς ἐκ τῶν ὑστέρων τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου, ἀπό ὅλες τίς τάξεις τοῦ Χριστεπωνύμου Πληρώματος, προσβάλλοντας κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπον τό ὀρθόδοξο δογματικό καί ἐκκλησιολογικό κριτήριό μας, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα ἀναφαίρετο δικαίωμα ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
6) Ἄν δέν ἀποσύρουν τά θέματα περί τῆς νηστείας καί τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν, τα ὁποῖα καί μόνον πού σκέφθηκαν νά τά θέσουν εἶναι ἀκόμη μιά ἀπόδειξις, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος σκοπόν ἔχει τήν σταδιακή κατάργηση τῆς νηστείας, μιμούμενοι καί σέ αὐτό τούς παπικούς. Ἐκκλησία, ὅμως χωρίς ἄσκηση καί σταυρικό βίο δέν ὁδηγεῖ ποτέ στήν Ἀνάσταση, ἀλλά στόν πνευματικό θάνατο, φυγαδεύοντας τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ὁδηγώντας στήν πλήρη ἐκκοσμίκευση.
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, κατόπιν ὅλων τούτων τά ὁποῖα, γιά ἐμᾶς εἶναι θέματα σωτηριολογικά, σᾶς παρακαλοῦμε πολύ εἰς τήν Πανορθόδοξον αὐτήν Σύνοδον νά ὀρθοτομήσετε «τόν Λόγον τῆς Ἀληθείας» καί μή ἐπιτρέψετε νά ζήσουμε μία νέα Φερράρα – Φλωρεντία. Ἐάν οὕτως πράξετε ἅγιοι Ἀρχιερεῖς τότε, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θά εὐφρανθοῦν, ἄγγελοι καί ἄνθρωποι πνευματικῶς θά πανηγυρίσουν. Τά ὀνόματά σας θά γραφοῦν ἐν βίβλῳ ζωῆς καί τότε ὄντως θά εἶσθε «καί τρόπων μέτοχοι καί θρόνων διάδοχοι» τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Παρακαλοῦμε μείνατε σταθεροί, σταθεῖτε ἀντάξιοι τῆς ἱστορίας καί τῆς Ἀρχιερωσύνης σας, μέ τήν ὁποίαν σᾶς ἐτίμησε ἡ Ἐκκλησία.
Ἐάν τοὐναντίον δέν ὀρθοτομήσετε τόν Λόγον τῆς ἀληθείας, τότε ἄς γνωρίζετε:
Α) Ὅτι ἔχετε σχίσει, τόν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Κυρίου, ἔχετε ἀτιμάσει τήν πανάσπιλον καί παναμώμητον Νύμφην τοῦ Χριστοῦ, τήν ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ. Ἐάν ὄντως οὕτως ἐξελιχθοῦν τά πράγματα, τότε ἐσεῖς θά εἶστε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θά δημιουργήσετε σχίσμα στήν Ἐκκλησία καί ἐπάνω σας θά φέρετε ὁλόκληρη τήν ἱστορική εὐθύνη γιά τίς συνέπειες καί τά ἀποτελέσματά του. Τότε ἄς γνωρίζετε ὅτι μέ βάση τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καί τό Ὀρθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, διά τήν συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος ἔχετε ἀφορισθεῖ, «θέτοντας οὐσιαστικῶς ἑαυτούς ἐκτός Ἐκκλησίας». (“Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ”, Σύναξις κληρικῶν καί μοναχῶν 2009).
Ὁ Κύριος δέ ὡς καλῶς ἐπίστασθε μᾶς παραγγέλλει νά μή ἀκολουθοῦμε ἀλλοτρίους ποιμένας,: « Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὁ μή εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων, ἀλλά ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστί καί ληστής· ὁ δέ εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. Τούτῳ ὁ θυρωρός ἀνοίγει, καί τά πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καί τά ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καί ἐξάγει αὐτά. καί ὅταν τά ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καί τά πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασιν τήν φωνήν αὐτοῦ· ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσιν, ἀλλά φεύξονται ἀπ᾿ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν». (Ἰωάν. Ι, 1-5).
Β) Ὡς ἐκ τούτου, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι καί ἐμεῖς νά ἐφαρμόσουμε τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν γνωστόν ΙΕʹ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖον ὀφείλουμε νά κάνουμεν διακοπή τῆς μνημονεύσεως ὅλων τῶν αἱρετικῶν λατινοφρόνων – φιλοενωτικῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἑπομένως κατ᾿ ἀνάγκη θά διακόψουμε τήν διαμνημόνευσιν τοῦ ὀνόματός τους, κατά τήν προσκομιδή ἀπό τό ἅγιον δισκάριον, πού συμβολίζει τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὅλων ἐκείνων τῶν Ἐπισκόπων, κληρικῶν καί λαϊκῶν πού θά ὑπογράψουν αὐτήν τήν αἱρετικήν Σύνοδον. Καθώς καί ὅλων ὅσων συμφωνοῦν μαζί τους καί θά ἀκολουθήσουν συνειδητά αὐτή τήν αἵρεση. Μέ ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι καθίστανται πλέον αἱρετικοί διά τήν Ἐκκλησίαν δέν ἠμποροῦμεν νά ἔχουμε ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἕως ὅτου δημοσίως μετανοήσουν καί ἀποκηρύξουν τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καθώς θά ὁρίσει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά Συνόδου.
Οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν Οἰκουμενικό, διαχρονικό καί αἰώνιον κῦρος καί ἰσχύν καί οὐδεμία Σύνοδος, πατριάρχης ἤ ἐπίσκοπος δύνανται νά τούς ἀκυρώσουν. Σύμφωνα μέ αὐτούς:
«Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω» (Κανών Ιʹ, Τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
Ἐπίσης, « Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, ΜΟΝΟΝ, ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». (Κανών ΜΕʹ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
Μόνον ἀπ᾿ αὐτούς τούς δύο Κανόνες πού ἐπισημαίνουμε ἄς ἀναλογισθεῖ κάθε ἐπίσκοπος, κληρικός, μοναχός καί χριστιανός ὀρθόδοξος πόση ἀκρίβεια ὀφείλουμε ὅλοι μας νά ἔχουμε στήν ἐφαρμογή τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Οἱ Ἱεροί Κανόνες εἶναι οἱ ἀσφαλιστικές δικλεῖδες τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς διαχρονικοί, δέν εἶναι πρέπον νὰ παραβιάζονται καὶ ὀφείλουν νὰ ἐφαρμόζονται ὑφ’ ὅλων τῶν πιστῶν.
ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ
Σεβαστή Ἱερά Κοινότης καί Ἅγιοι Καθηγούμενοι, τά ἑκατόν χρόνια ἄκρας οἰκονομίας καί ἀνοχῆς ἀπέναντι σέ οἰκουμενιστές–λατινόφρονες καί φιλενωτικούς ἐπισκόπους εἶναι ὑπεραρκετά. Ἡ ζημία καί ἡ ἀλλοίωσι πού ἔχει προκαλέσει αὐτὴ ἡ ψευδεπίγραφη “οἰκονομία” στό Ὀρθόδοξο κριτήριο κλήρου καί λαοῦ εἶναι ἤδη τεραστίων διαστάσεων. Στό Ἅγιον Ὄρος ὅμως ἔχουμε τήν διαχρονική καί ἁγιοπνευματική παράδοση, ὡς ἱερά παρακαταθήκη τῶν Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων καί τῶν Γερόντων, ἐκ τῶν ὁποίων διδασκόμεθα, ὅτι ὁσάκις ὑπάρχει αἵρεσις ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά προχωροῦμε στήν διακοπή μνημοσύνου, ὅλων ἐκείνων πού πρεσβεύουν αἵρεσιν καί ἤ ἀπό φόβον καί δειλίαν ἀκολουθοῦν τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους καί δέν διακόπτουν τό μνημόσυνό τους ἐν τοῖς μυστηρίοις.
Ὑπενθυμίζουμε ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος ἀπό τό 1924 ἕως τό 1974 εἶχε διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου, πρῶτον λόγῳ τῆς εἰσαγωγῆς τῆς καινοτομίας τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου καί δεύτερον, λόγῳ τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων ἐπί πατριαρχίας Ἀθηναγόρου.
Ἐσεῖς, Ἅγιοι Καθηγούμενοι, ἐρχόμενοι οἱ περισσότεροι ἐξ ὑμῶν μετά τῶν μοναστικῶν συνοδειῶν σας ἐκ τοῦ κόσμου, διά νά ἐπανδρώσετε τίς Ἱερές Μονές λόγῳ λειψανδρίας, ἐπαναφέρατε καί τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχη, καίτοι δέν ἄλλαξε τίποτε πρός τό καλύτερον, οὔτε ὁ πρώην Πατριάρχης Δημήτριος οὔτε ὁ νῦν Πατριάρχης κ.Βαρθολομαῖος. Οἱ παλαιοί ἁγιορεῖτες στήν ἀρχή, ὅταν ἀνέλαβε ὁ Πατριάρχης Δημήτριος, εἶχαν χρηστές ἐλπίδες ὅτι θά ὀρθοτομήσει τήν Πίστη. Ὅταν ὅμως ἐδήλωσε ἐπισήμως, ὅτι θά ἀκολουθήσει ἀπαραλλάκτως τήν γραμμή τοῦ μεγάλου προκατόχου του Ἀθηναγόρα, τότε ὅλοι σχεδόν, ἐπανέλαβαν ὅτι θά συνεχίσουν τήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου. Σεβομένη ἡ Ἱερά Κοινότης τό ἁγιορείτικο καί ὀρθόδοξο αὐτό φρόνημα σέ ἔκτακτη Διπλῆ Ἱερά Σύναξη ἀποφάσισε σχετικῶς μέ τό θέμα:
“Ἐπαφίεται εἰς τήν συνείδησιν ἑκάστης Μονῆς, ἡ διαμνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου”. (ΝΒʹ Συνεδρία ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως, 13 Νοεμβρίου 1971).
Τό δικαίωμα, λοιπόν τῆς διακοπῆς μνημοσύνου, ἐκτός ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, μᾶς τό παρέχει καί ἡ ἴδια ἡ Ἱερά Κοινότητα, ἀκολουθοῦσα τήν ἱερά παράδοση τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου. Εἶναι, ὅμως ποτέ δυνατόν, νά ὑπάρχει Ἱερά Μονή καί Μοναχός πού νά μή ἔχει ὀρθόδοξη συνείδηση καί εὐαίσθησία;
Ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου γίνεται εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας μέ ἀπώτερον σκοπόν τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί τήν καθαίρεση τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων, ἐάν δέν μετανοήσουν.
Ἡ Ἱερά Μονή Καρακκάλου εἰς ἀπάντησίν της πρός τήν Ἱερά Κοινότητα, εἶχε γράψει ὡς ἑξῆς: «Ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερά Μονή ὑπό στοιχεῖα ΙΔ΄ ἐν τῇ σημερινῇ Συνάξει 21.9.1972 ἐξήτασε καί αὖθις τό ἐπίμαχον θέμα τοῦ μνημονεύματος, καί παρ᾽ ὅλον τόν σεβασμόν καί τά ὡραῖα λόγια τοῦ ἁγίου προέδρου, ἅτινα ἐμελετήσαμεν μετά προσοχῆς ἐν τῇ ἐγκυκλίῳ του… ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν νά πληροφορήσῃ ὑμᾶς, τήν ὑμετέραν Σεβασμιότητα, γραπτῶς τά κάτωθι, ἐν σχέσει μέ τό σοβαρόν ἐκκλησιαστικόν θέμα.
Ἐπιθυμοῦμε νά ἐπαναλάβωμεν τήν ἐν πεποιθήσει καί ἀμετάθετον ἀπόφασιν ἡμῶν περί συνεχίσεως τῆς διακοπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ Μνημοσύνου εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας, ἐφ᾽ ὅσον ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος ὁ Α΄ θά συνεχίσῃ τήν τηρουμένην ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Γραμμῆς, τήν ὁποίαν εἶχε χαράξει ὁ Ἀθηναγόρας. (βλ. Ο.Τ.α.φ 213 , 1-7-1974).
Ἡ Ἱ.Μ. Ἁγίου Παύλου ἐπί Ἡγουμενίας τοῦ Γέροντος Ἀνδρέα, ἀπήντησε ὡσαύτως: «…ἡ ἀπόφασις ἡμῶν εἶναι ὅτι δέν δυνάμεθα νά προχωρήσωμεν εἰς συζήτησιν παρά μόνον ἐφ᾽ ὅσον δηλωθῇ ὑπό τῆς Α. Παναγιότητος διά τοῦ τύπου ὅτι δέν θά ἀκολουθήσῃ τήν πορείαν τοῦ προκατόχου Αὐτοῦ».
Ἐπίσης ὁ Ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς π.Ἀνδρέας ἀπήντησε πρός τήν Ἱ.Κοινότητα: «Λόγοι ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως δέν μοῦ ἐπιτρέπουν νά ἐπαναλάβω τό μνημόσυνον, διότι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶναι νεωτεριστής, βαδίζει τά ἴχνη τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Ἀθηναγόρου, τοῦ ὁποίου τάς ἀπόψεις καί τά αἱρετικά φρονήματα δέν κατεδίκασεν». (βλ. Ο.Τ. ἀ.φ. 213, 1-7-1974).
Αὐτό ἦταν τό παλαιό Ἅγιον Ὄρος ἅγιοι Καθηγούμενοι, τό ὁποῖον κάποιοι ἀπό ἐσᾶς τό προλάβατε καί κάποιοι ἀπό ἐσᾶς πολλές φορές λειτουργήσατε χωρίς νά μνημονεύσετε τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχου, ὅπως ἔκαναν σχεδόν καί ὅλοι οἱ ἁγιορεῖτες μοναστηριακοί καί κελλιῶτες, πολλούς ἐκ τῶν ὁποίων σήμερα τιμοῦμε ὡς λίαν ἐναρέτους, πνευματικούς Γέροντες καί ἁγίους. Γιατί ὅμως δέν τούς μιμούμεθα καί στό θέμα αὐτό τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων, ὅπως ἔκανε καί ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος; Μήπως πιστεύετε ὅτι τά μυστήρια εἶναι ἄκυρα, ὅταν δέν μνημονεύουμε τό ὄνομα τοῦ πατριάρχη; Τόσα χρόνια καί τόσες χιλιάδες θεῖες λειτουργίες πού εἶχαν τελεσθεῖ ἦταν λοιπόν ἄκυρες; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας!
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά Σεβαστή Ἱερά Κοινότης καί Ἅγιοι Καθηγούμενοι, ἐπιθυμοῦμε νά σᾶς ἐνημερώσουμε καί νά σᾶς καταστήσουμε ὑπευθύνους, ὅτι ἐάν ἡ μελετωμένη Πανορθόδοξος Σύνοδος δέν καταδικάσει τήν Παναίρεση τοῦ Συγκρητιστικοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐμεῖς σᾶς γνωστοποιοῦμε ὅτι θά ἀκολουθήσουμε τήν παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τούς παλαιούς Ὁσίους Ἁγιορεῖτες Πατέρες οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν ἐποχή τοῦ αἱρετικοῦ λατινόφρονος – ἑνωτικοῦ πατριάρχου Βέκκου (1272) καί πάλιν ἀπό τό 1924 ἕως τό 1974 εἶχαν διακόψει τό μνημόσυνον.
Ἐμεῖς ὡς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλώνουμε ὅτι δέν ἔχουμε καμμία σχέση μέ κάθε «ζηλωτική» παράταξη ἤ ἀκρότητα ἤ φανατισμό, ἀλλά ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι καί συστοιχούμενοι στήν διαχρονική Ἁγιορειτική παράδοση τήν σφραγισθεῖσαν μέ τό αἷμα τόσων ἁγίων Ὁσιομαρτύρων, ἐπιθυμοῦμε μέ τόν ὀφειλόμενο σεβασμό νά σᾶς προετοιμάσουμε καί νά σᾶς ἐπιστήσουμε τήν προσοχή σχετικά μέ τό θέμα αὐτό. Θεωροῦμε τοῦτο ὡς ὀφειλόμενον καθῆκον μας ἔναντι τῶν ἁγίων Ὁσιομαρτύρων καί τῆς ἱερᾶς παραδόσεως. Θά σταματήσουμε, λοιπόν ἐπισήμως καί ἐμεῖς τήν διαμνημόνευση τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη.
Δέν ἐπιθυμοῦμε ποτέ νά ἀκολουθήσουμε μία ἐκκοσμικευμένη “ἐκκλησία”. Διότι μία τοιαύτη, “Πανορθόδοξος Σύνοδος”, ἡ ὁποία θά παρέχει ἐκκλησιαστικότητα στούς αἱρετικούς, καί νομιμοποίηση τῶν αἱρέσεων, ἀκυρώνει τό Σύμβολον τῆς Πίστεως καί γκρεμίζει ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καί ἀντεισάγει μιά ἐκκοσμικευμένη «ἐκκλησία». Μία, ὅμως ἐκκοσμικευμένη “Ἐκκλησία”, ὅπως γνωρίζουμε δέν δύναται νά παράσχῃ σωτηρία σέ ὅσους θά τήν ἀκολουθήσουν. Μήπως τό Βατικανό καί ὁ παπισμός καί ὅλες οἱ ἄλλες πανσπερμίες τῶν Προτεσταντῶν κλπ. δέν εἶναι ἐκκοσμικευμένες “ἐκκλησίες”;
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οὔτε σχίζεται, οὔτε διαιρεῖται, ὅπως πιστεύει ὁ Πατριάρχης, μέ τήν αἱρετική του θεωρία περί “Διηρημένης Ἐκκλησίας”, καί οὔτε ἔχει ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία ἀπό τούς οἰκουμενιστές γιά νά τήν ἑνώσουν. Ἡ Ἐκκλησία δέν διαιρεῖται ποτέ, γιατί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὡς κεφαλή της, ὅστις εἶναι πάντοντε ἑνωμένος μέ τό σῶμα Του. Οἱ αἱρετικοί ἀποκόβονται ἀπό τήν ἄμπελο-Ἐκκλησία. «Ἐάν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τό κλῆμα, καί ἐξηράνθη, καί συνάγουσιν αὐτά, καί εἰς πῦρ βάλλουσι, καί καίεται». (Ἰωάν., 15, 6).
Τοιουτοτρόπως μία τοιαύτη Σύνοδος, ἡ ὁποία θά ἀναγνωρίσει ὡς “ἐκκλησίες”, τούς αἱρετικούς, παύει νά εἶναι Σύνοδος καί ἀποβαίνει λῃστρική, αἱρετική καί ψευτοσύνοδος. Ὅσοι τήν ὑπογράψουν καί ὅσοι τήν ἀποδεχθοῦν θά καταδικαστοῦν ὡς ἔσχατοι αἱρετικοί χείρονες πάντων τῶν προγενεστέρων. Ἐν τῇ φοβερᾷ ἐκείνῃ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως, ἡ ἔκπτωσή τους θά εἶναι πιό φοβερή καί ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἰούδα, τοῦ Ἀρείου καί τοῦ Πάπα, διότι αὐτοί δέν γνώριζαν καλά ποῖον ἠρνοῦντο, «εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν». (Α΄Κορ.Βʹ8). Οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές καί κυρίως οἱ πρωτοστατοῦντες γνωρίζουν πολύ καλά ποῖον σταυρώνουν, τόν Ἀναστάντα ΚΥΡΙΟΝ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ διά τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Πῶς εἶναι δυνατόν Ἅγιοι Πατέρες, ἀπό τήν μία νά ἑορτάζουμε μέ λαμπρά ἀγρυπνία στόν Ἱερό Ναό τοῦ Πρωτάτου τήν μνήμην τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Πρώτου, ὁ ὁποῖος ἀπαγχονίσθηκε, καθώς καί τῶν ἄλλων Ὁσιομαρτύρων πού μαρτύρησαν ἀπό τούς λατινόφρονες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καί ἀπό τήν ἄλλη νά ὑποδεχόμεθα μέ τιμές καί δοξολογίες στόν ἴδιο Ἱερό Ναό τοῦ Πρωτάτου, τόσους καί τόσους συγχρόνους οἰκουμενιστές λατινόφρονες φιλενωτικούς Ἀρχιερεῖς; Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας, δέν τό ἀντέχει ἡ συνείδησή μας. Ὁ Μέγας Προφήτης Ἠλίας, ὁ πυρφόρος καί ζηλωτής τοῦ Κυρίου εἶπε στόν βασιλέα Ἀχαάβ καί στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, πού παρέπαιαν: « Ἕως πότε ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ᾿ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις ὑμῶν; Εἰ ἔστι Κύριος ὁ Θεός, πορεύεσθε ὀπίσω αὐτοῦ· εἰ δέ ὁ Βάαλ αὐτός, πορεύεσθε ὀπίσω αὐτοῦ». Ἐάν ὁ πάπας εἶναι Ἐκκλησία, ὦ ταλαίπωροι οἰκουμενιστές, πορεύεσθε λοιπόν ὀπίσω αὐτοῦ, πηγαίνετε στόν Πάπα νά σᾶς κάνει καί καρδιναλίους, ὅπως ἔγινε καί ἐκεῖνος ὁ δυστυχισμένος πρώην Νικαίας Βησσαρίων, καί ἀφῆστε μας ἡσύχους νά ὑπηρετήσουμε τήν ταπεινή καί καθημαγμένη ἀπό τά αἵματα τῶν Μαρτύρων Ὀρθοδοξία μας. Ἅγιοι Πατέρες ἕως πότε θά ζοῦμε αὐτήν τήν πνευματική, ἐκκλησιαστική σχιζοφρένια τῶν οἰκουμενιστῶν;
Αὐτή ἡ προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποτέ Κύριε μή ἐπιτρέψεις νά γίνῃ. Ἀλλά σήμερα ἡ ἐκκλησιαστική κατάσταση εἶναι ὅσο ποτέ ἄλλοτε κρίσιμη. Ὅλα εἶναι πιθανά καί πρέπει ὅλοι μας νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά ὅλα. Ἴσως ζήσουμε γιά ἄλλη μία φορά μία νέα ΦΕΡΡΑΡΑ-ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ, μέ ὅλες τίς πνευματικές καί ἐθνικές συμφορές πού θά ἐπακολουθήσουν, λόγῳ τῆς προδοσίας τῆς πίστεως. Ἐμεῖς εὐχόμεθα ὅλοι μας νά σταθοῦμε ἀντάξιοι τῶν περιστάσεων καί μέ τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παγαγίας μας, νά ὁμολογήσουμε τήν Ὀρθόδοξο πίστη μας μέχρι καί αἵματος, ἐάν χρειασθεῖ.
Εὐχόμεθα ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, διά πρεσβειῶν τῆς Ἐφόρου τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους, Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, νά φωτίσει τούς ἁγίους Ἀρχιερεῖς καί νά προστατεύσει ἐμᾶς καί τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα ἀπό τήν πλάνη τοῦ σατανᾶ τῶν ἐσχάτων χρόνων, πού εἶναι ἡ Παναίρεση τοῦ ἑωσφορικοῦ, Συγκρητιστικοῦ, Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀμήν.
Διά τήν Συντακτική Ἐπιτροπή τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων
Γέρων Γαβριήλ, Ἱ.Κ.Ἁγίου Χριστοδούλου, Ἱ.Μ.Κουτλουμουσίου.
Γέρων Σάββας Λαυριώτης, Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας.
Γέρων Ἱλαρίων, Ἱ.Κ.Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἱ.Μ.Κουτλουμουσίου.
Μοναχός Δοσίθεος, Ἱ.Κ.Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἱ.Μ.Κουτλουμουσίου.
Γέρων Κύριλλος, Ἱ.Ἡ.Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Καρούλια, Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας.
Γέρων Χαρίτων Ἱερομ. Ἱ.Κ.Ἀναλήψεως, Ἱ.Μ.Βατοπαιδίου.
Γέρων Χερουβείμ, Ἱ.Κ.Ἀρχαγγέλων, Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας.
Ἡ συλλογή ὑπογραφῶν συνεχίζεται, καὶ θὰ δημοσιευθοῦν εἰς ἑπόμενον φύλλον τοῦ Ο.Τ.
τροποποιήσεις στὴ θεματολογία της.»
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...