Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
21 Νοεμβρίου 2024

afisa axrimati koinonia 01

afisa axrimati koinonia 02


Οἱ Ἱερές Μητροπόλεις Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Γλυφάδας, Κυθήρων, Πειραιῶς καί ἡ σύναξις Κληρικῶν καί Μοναχῶν διοργάνωσαν μέ επιτυχία τήν ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ μέ θέμα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ- Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» στήν Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» τοῦ Σταδίου Εἰρήνης καί Φιλίας, Πειραιῶς τήν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016 καί ὥρα 9:00 π.μ.

 

 «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ» Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες

 

Α' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
 
Πρωτοπρεσβύτερος π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Ἔναρξη Ημερίδος (Βίντεο, Κείμενο)

 

Γέροντας ΣΑΒΒΑΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (Βίντεο, Κείμενο)

 

Εἰσαγωγική Ὁμιλία και κήρυξη τῆς ἐνάρξεως τῆς Ἡμερίδος ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ. (Βίντεο, Κείμενο)

 

Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ 
Θέμα: Θεολογία καί Πολιτική. (Βίντεο, Κείμενο)

 

Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γλυφάδας κ. κ. ΠΑΥΛΟΣ
Θέμα: Ἐρωτήματα περί τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. (Βίντεο Α, Βίντεο Β, Κείμενο)

 

Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κυθήρων κ. κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Θέμα: Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν ἐπισκόπων. (Βίντεο, Κείμενο)

 

Β΄ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
 
Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. κ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ, Ὁμότιμος καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Θέμα: Οἱ ἀγῶνες τῶν προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης διά τήν καθαρότητα τῆς πίστεως εἰς τόν ἀληθινόν Θεόν. (Βίντεο, Κείμενο)

 

Πρωτοπρεσβύτερος π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Θέμα: Οἱ Θεολογικοί Διάλογοι καί ἡ ἀποτυχία τους. (Βίντεο, Κείμενο)

 

Πρωτοπρεσβύτερος π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Θέμα: Παλαιό καί Νέο Ἡμερολόγιο καί ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα. (Βίντεο, Κείμενο)

 

κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Θέμα: Μπορεῖ μία σύνοδος Ὀρθοδόξων νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους καί νά ὁριοθετήσει διαφορετικά τήν ἕως τώρα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας;
(Ἡ πρόκληση τῆς μέλλουσας νά συνέλθει Μεγάλης Συνόδου) (Βίντεο, Κείμενο)

 

Γ΄ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
 
Ἀρχιμανδρίτης π. ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ, Διδάκτωρ Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Θέμα: Τά ἠθικά καί κοινωνικά θέματα τοῦ καταλόγου καί ὁ θεσμός τῆς νηστείας. (Βίντεο, Κείμενο)

 

Ἀρχιμανδρίτης π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μεγάλου Μετεώρου
Θέμα: Ἡ συμμετοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ ἀνύπαρκτη. Μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς τό πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων. (Βίντεο, Κείμενο)

 

Πρωτοπρεσβύτερος π. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, Διδάκτωρ Θεολογικῆς Σχολῆς ΠανεπιστημίουΘεσσαλονίκης.
Θέμα: Ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων ὡς βάση νέας ἐκκλησιολογίας. (Κοινή κατεύθυνση μέ τήν Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο.) (Βίντεο, Κείμενο)

 
 
Δ΄ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
 
Πρωτοπρεσβύτερος π. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολόγος, (Μr. Θεολογίας), Ἐφημέριος Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρῶν.
Θέμα: Οἱ Ἱεροί Κανόνες καί τό ἑτοιμαζόμενο συνοδικό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». (Βίντεο, Κείμενο)

 

Ἀρχιμανδρίτης π. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολόγος, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντής τοῦ Γραφείου Αἰρέσεων καί Παραθρησκειῶν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Θέμα: Τό διαθρησκειακό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας στήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. (Βίντεο, Κείμενο)

 

κ. ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΠΟΖΟΒΙΤΗΣ, Θεολόγος- Συγγραφέας, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ».
Θέμα: Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστά στήν πρόκληση τῆς Πανθρησκείας. (Βίντεο, Κείμενο)

 

Πρωτοπρεσβύτερος π. ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολόγος, Κληρικός Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς
Θέμα: Η΄ καί Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος-Θέματα πού ὄφειλε νά προσεγγίσει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. (Βίντεο, Κείμενο)

 

Μητροπολίτης Πειραιώς και Φαλήρου κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ: Ἐπίλογος. (Βίντεο, Κείμενο)

 

 

 ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ - ΨΗΦΙΣΜΑ

Με τη Χάρη και την ευλογία του Αγίου Τριαδικού Θεού, σήμερα Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, πραγματοποιήθηκε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στο Νέο Φάληρο Πειραιώς, Θεολογική - Επιστημονική Ημερίδα, με θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες».

Την διοργάνωση, την οποία πραγματοποίησαν οι Ιερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων και Πειραιώς, καθώς και η Σύναξις Κληρικών και Μοναχών, ετίμησαν με την παρουσία τους σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, Καθηγούμενοι και Γερόντισσες Ιερών Μονών, αγιορείτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι χριστιανικών Σωματείων και Οργανώσεων, Καθηγητές Θεολογικών Σχολών και Θεολόγοι και γύρω στους χίλιους πιστούς. Την Ημερίδα διοργάνωσε πενταμελής Επιστημονική  Επιτροπή: α) ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, β) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γ) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. δ) ο Αρχιμανδρίτης π. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος της Ι. Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, και ε) ο κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Στην Ημερίδα παρέστη και απηύθυνε χαιρετισμό ο Επίσκοπος Μπαντσέν κ. Λογγίνος της Ουκρανικής Εκκλησίας και ο προϊστάμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας αγίου Όρους π. Σάββας. Επίσης ο Μητροπολίτης Λόσετς της Βουλγαρικής Εκκλησίας κ. Γαβριήλ εκπροσωπήθηκε από τον π. Ματθαίο Βουλκανέσκου, κληρικό της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, ο οποίος και ανέγνωσε τον χαιρετισμό του.

Το γενικό θέμα της Ημερίδος αναπτύχθηκε σε τέσσερις Συνεδρίες από τους εισηγητές: τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεον, Γλυφάδας κ. Παύλον, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίαν, τους πανεπιστημιακούς καθηγητές, τον πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνόν, τον πρωτ. π. Θεόδωρο Ζήση, τον κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τον πανοσ. αρχιμ. π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Αθανάσιο Αναστασίου, τον πρωτ. π. Πέτρο Heers, διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., τον πρωτ. π.  Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), εφημέριο Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πατρών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Παύλο Δημητρακόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντή του Γραφείου Αιρέσεων της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς, τον κ. Σταύρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος της Αδελφότητος Θεολόγων ο «Σωτήρ» και τον πρωτ. π. Άγγελο Αγγελακόπουλο, Θεολόγο, κληρικό της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς.

Από τις εισηγήσεις και τον επακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε και εγκρίθηκε ομοφώνως το παρά κάτω Ψήφισμα- Πόρισμα:

1) Η Θεολογία της Εκκλησίας μας είναι καρπός της Θείας Αποκαλύψεως, εμπειρία της Πεντηκοστής. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς Θεολογία και δεν νοείται Θεολογία έξω από την Εκκλησία, την οποία εξέφρασαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες και οι άγιες Σύνοδοι. Όταν μια Σύνοδος δεν θεολογεί ορθοδόξως, δεν μπορεί να είναι γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδος, αποδεκτή από το Ορθόδοξο πλήρωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν οι συμμετέχοντες στη Σύνοδο δεν έχουν την πείρα των θεουμένων Πατέρων, η τουλάχιστον δεν ακολουθούν αυτούς, χωρίς να τους παρερμηνεύουν. Στην περίπτωση αυτή τα συνοδικά μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, η επηρεάζονται από πολιτικές, η άλλες σκοπιμότητες. Η σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα απέδειξε, ότι σήμερα πολλά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας επηρεάζονται, ως μη όφειλε, από πολιτικούς παράγοντες. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις δημιουργούνται στις ενδοεκκλησιαστικές σχέσεις αντιπαλότητες, η κυριαρχούν εθνικιστικές και πολιτικές σκοπιμότητες.

2) Μετά από μια μακρά ιστορία προετοιμασίας της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ενενήντα τριών ετών, διαπιστώνουμε από την θεματολογία, τα προσυνοδικά κείμενα και τις δηλώσεις των διοργανωτών, ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα Συνοδικότητος, έλλειμμα θεολογικής πληρότητος, σαφήνειας και ακρίβειας των προς συζήτησιν κειμένων και ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα ως προς την θεολογική ορθότητα, με την οποία αυτά είναι διατυπωμένα. Πιο συγκεκριμένα:

3) Η μη συμμετοχή όλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά  μόνον εικοσιτεσσέρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Τα υπάρχοντα  ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Επίσης ο μη χαρακτηρισμός της ως Οικουμενικής, με τον απαράδεκτο ισχυρισμό, ότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν οι «χριστιανοί της Δύσεως», έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι συγκροτούσαν τις Άγιες Συνόδους ερήμην των αιρετικών. Κατ’ ακολουθίαν είναι απαράδεκτο οι διοργανωτές της να έχουν την αξίωση το κύρος της να είναι ισοδύναμο και ισάξιο με τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά ούτε και Πανορθόδοξος, μπορεί να αποκληθεί η εν λόγω Σύνοδος, διότι προφανώς αποκλείεται η συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Επισκόπων.

Εξ’ ίσου αμάρτυρο στην Εκκλησιαστική και Κανονική μας Παράδοση, και γι’ αυτό απαράδεκτο, είναι το σχήμα: μία ψήφος-μία Εκκλησία, με απαραίτητη την ομοφωνία όλων των Τοπικών Εκκλησιών. Ο κάθε επίσκοπος δικαιούται να έχει ιδική του ψήφο, και στις αποφάσεις των μη δογματικών θεμάτων, να ισχύσει η αρχή: «η ψήφος των πλειόνων κρατείτω». Απαράδεκτο θεωρούμε επίσης να προαποφασίζονται τα θέματα και ο τρόπος οργανώσεως της Συνόδου χωρίς το κυρίαρχο σώμα των κατά τόπους Ιεραρχιών των Τοπικών Εκκλησιών να έχει εκφράσει συνοδικώς την επί  των θεμάτων αυτών τοποθέτησή των.

4) Οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοί Διάλογοι της Ορθοδοξίας με την Ετεροδοξία κατέληξαν σε τραγική αποτυχία, την οποία ομολογούν σήμερα και αυτοί οι ίδιοι οι πρωτεργάτες των. Η δήθεν προσφερόμενη βοήθεια μέσω των Διαλόγων  για την επιστροφή των Ετεροδόξων στην εν Χριστώ αλήθεια και την Ορθοδοξία διαψεύδεται και αποδεικνύεται ανύπαρκτη. Τελικά οι Διάλογοι εξυπηρέτησαν και προώθησαν τους στόχους της Νέας Εποχής και της Παγκοσμιοποιήσεως. Ένα σημαντικό κενό που παρουσιάζουν τα προς συζήτησιν εν τη μελλούση Συνόδω προσυνοδικά κείμενα, είναι το γεγονός, ότι παραδόξως απουσιάζει σ’ αυτά η κριτική αξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας τόσο των διμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, όσο και της συμμετοχής της στην Οικουμενική Κίνηση και το Π.Σ.Ε., η οποία υπήρχε στα κείμενα της Γ΄ Προσυνοδικής.

5) Το προσυνοδικό κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» παρουσιάζει κατά συρροή την θεολογική ασυνέπεια, η και αντίφαση. Έτσι, το άρθρο 1 διακηρύσσει την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξου Εκκλησίας, θεωρώντας αυτήν –πολύ σωστά– ως την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Όμως, στο άρθρο 6 παρουσιάζει μία αντιφατική προς το παραπάνω άρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Εδώ γεννάται το εύλογο θεολογικό ερώτημα: Αν η Εκκλησία είναι «ΜΙΑ», κατά το Σύμβολο της Πίστεως και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Άρθρ. 1), τότε, πως γίνεται λόγος για άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες; Είναι προφανές, ότι αυτές οι άλλες Εκκλησίες είναι ετερόδοξες. Οι ετερόδοξες όμως «Εκκλησίες» δεν μπορούν να κατονομάζονται καθόλου ως «Εκκλησίες» από τους Ορθοδόξους, επειδή δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλότητα «Εκκλησιών», με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσω οι «Εκκλησίες» αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες της πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικά ορθό να τους αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».

Στο ίδιο άρθρο (6) υπάρχει και δεύτερη σοβαρή θεολογική αντίφαση. Στην αρχή του άρθρου αυτού σημειώνεται το εξής: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή». Στο τέλος, όμως, του ίδιου άρθρου γράφεται, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία με την συμμετοχή της στην Οικουμενική Κίνηση έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα». Εδώ τίθεται το ερώτημα: Εφόσον η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, τότε τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως; Μήπως υπονοείται η επιστροφή των δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα σύνολου του Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται η εντύπωση, ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας.

6) Το ως άνω κείμενο κινείται στα πλαίσια της νέας οικουμενιστικής Εκκλησιολογίας, η οποία έχει εκφραστεί ήδη κατά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Αυτή η νέα Εκκλησιολογία έχει ως βάση την αναγνώριση του βαπτίσματος όλων των χριστιανικών ομολογιών, (βαπτισματική θεολογία). Οι συντάκτες του κειμένου, προκειμένου να προσδώσουν κανονική εγκυρότητα και συνοδική νομιμότητα στην κακόδοξη αυτή Εκκλησιολογία, επικαλούνται τον 7ο Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον 95ο της ΣΤ΄ Οικουμενικής. Ωστόσο οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τον τρόπο εισδοχής στην Εκκλησία των μετανοημένων αιρετικών, και δεν αναφέρονται καθόλου στο «εκκλησιαστικό status» των αιρέσεων, ούτε στη διαδικασία διαλόγου της Εκκλησίας με την αίρεση. Ούτε, ασφαλώς,  υπονοούν το «υποστατόν» των μυστηρίων των ετεροδόξων, ούτε ότι οι  αιρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Ουδέποτε η Εκκλησία αναγνώρισε και διεκήρυξε εκκλησιαστικότητα στην πλάνη και στην αίρεση. Η «μερίς των σωζομένων» για την οποία ομιλούν οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες  βρίσκεται  μόνο στην Ορθοδοξία και όχι στην αίρεση.  Η οικονομία, που εισηγούνται οι παραπάνω Κανόνες, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στους Δυτικούς (Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες), γιατί στερούνται τις θεολογικές προϋποθέσεις και τα κριτήρια που θέτουν οι συγκεκριμένοι Κανόνες. Και, επειδή δεν μπορεί να γίνει οικονομία στην δογματική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας, οι Δυτικοί καλούνται να αρνηθούν τις αιρέσεις τους, να τις αναθεματίσουν, να εγκαταλείψουν τις Θρησκευτικές Κοινότητές τους, να κατηχηθούν και να ζητήσουν εν μετανοία την δια του Βαπτίσματος ένταξή τους στην Εκκλησία.

7) Το ίδιο, ως άνω, κείμενο πουθενά δεν αναφέρεται σε κακοδοξίες, η πλάνες, τις οποίες να προσδιορίζει συγκεκριμένα, ωσάν το πνεύμα της πλάνης να μην δραστηριοποιείται πλέον σήμερα. Το κείμενο δεν επισημαίνει καμία αίρεση, και καμία διαστροφή της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και ζωής στον εκτός της Ορθοδοξίας ευρισκόμενο χριστιανικό κόσμο. Αντίθετα οι κακόδοξες και αιρετικές παρεκκλίσεις από τη διδασκαλία των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές, η τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τις οποίες καλούνται η Ορθόδοξη Εκκλησία και η ετεροδοξία να «υπερβούν» (§ 11). Το ζητούμενο για τους συντάκτες είναι η ενότητα των «Εκκλησιών» και όχι η ενότητα στην Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά πρόσκληση σε μετάνοια και σε άρνηση και καταδίκη των πλανών και ετεροδιδασκαλιών που παρεισέφρησαν στη ζωή των αιρετικών αυτών Κοινοτήτων.

8) Το ως άνω κείμενο κάνει εκτεταμένη αναφορά στο Π.Σ.Ε. (§§ 16-21) και αποτιμά θετικά την συμβολή του στην Οικουμενική Κίνηση, επισημαίνοντας την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών σ’ αυτήν και την συμβολή τους «εις την μαρτυρίαν της αληθείας και την προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών» (§ 17). Ωστόσο η εικόνα που μας δίδει το κείμενο σχετικά με το Π.Σ.Ε. είναι ψευδής και επίπλαστη. Κατ’ αρχήν αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ έναν οργανισμό που εμφανίζεται ως υπερεκκλησία και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Η θεολογική ταυτότης του Π.Σ.Ε. είναι σαφώς προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγινε μέχρι σήμερα δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές ομολογίες του Π.Σ.Ε, όπως φαίνεται από την 70ετη ιστορία του. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο Π.Σ.Ε. είναι η ομογενοποίηση των ομολογιών -μελών του μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού. Το κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές ομολογίες-μέλη του Π.Σ.Ε. και το αδιέξοδο στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δεν καταδικάζονται, τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε, (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν κλπ.) και επί πλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως «Λειτουργία της Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμού από πολλές ομολογίες κλπ.

9) Η αλλαγή του Ημερολογίου το 1924 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν μονομερής και πραξικοπηματική ενέργεια, γιατί δεν έγινε με πανορθόδοξη απόφαση. Διέσπασε την λειτουργική ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών και προκάλεσε σχίσματα και διαιρέσεις μεταξύ των πιστών. Στην αλλαγή συνήργησαν και ώθησαν ετερόδοξες ομολογίες και μυστικές εταιρείες, μέσω του πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ήταν προσμονή όλων και δέσμευση των εκκλησιαστικών ηγετών η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος να συζητήσει και να επιλύσει το θέμα. Δυστυχώς κατά την μακρά προσυνοδική διαδικασία Παπικοί και Προτεστάντες έθεσαν στους Ορθοδόξους νέο θέμα, τον «κοινό εορτασμό του Πάσχα», με συνέπεια να στραφεί προς τα εκεί το ενδιαφέρον και να ατονήσει η συζήτηση για την θεραπεία του τραύματος της λειτουργικής ενότητος στον εορτασμό των ακινήτων εορτών, που προκλήθηκε χωρίς λόγο και ποιμαντική ανάγκη. Στην τελική φάση της Συνόδου και χωρίς συνοδικές αποφάσεις των τοπικών Εκκλησιών το θέμα του Ημερολογίου αποσύρθηκε από τον κατάλογο των θεμάτων, ενώ ήταν το κατ’ εξοχήν επείγον και φλέγον θέμα.

10) Η ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων, μας βεβαιώνει ότι αυτές συνεκαλούντο κάθε φορά που κάποια αίρεση απειλούσε την αγιοπνευματική εμπειρία της εκκλησιαστικής αλήθειας και την έκφρασή της από το εκκλησιαστικό σώμα. Αντίθετα, η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος συγκαλείται όχι για να οριοθετήσει την πίστη έναντι της αιρέσεως, αλλά για να παράσχει θεσμική αναγνώριση και νομιμοποίηση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Γι’ αυτό και δεν στηρίζεται στην εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά αντίθετα την υποβαθμίζει και την υποτιμά, την περιθωριοποιεί και την παραβλέπει. Η συνολική διαδικασία, η προπαρασκευή και η θεματολογία της Συνόδου είναι αποτέλεσμα επιβολής μιας εκκλησιαστικής ολιγαρχίας, που εκφράζει μια ακαδημαϊκή, αποστεωμένη, άνευρη και αποπνευμάτιστη θεολογία, αποκεκομμένη από το εκκλησιαστικό σώμα. Έσχατος κριτής, της ορθότητας και της εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας μας, οι κληρικοί, οι  μοναχοί και ο πιστός λαός του Θεού, ο οποίος, με την γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει, η  απορρίπτει τις αποφάσεις των. Όμως στην μέλλουσα Σύνοδο απουσιάζει παντελώς αυτή η σημαντική παράμετρος, καθ’ ότι, εκφράστηκε επισήμως, ότι φορέας της εγκυρότητας των αποφάσεών της θα είναι η Συνοδικότητα και όχι το Ορθόδοξο Πλήρωμα.

11) Μια άλλη βασική προϋπόθεση γνησιότητας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι η αναγνώριση υπ’ αυτής ως Οικουμενικών των θεωρούμενων ως τοιούτων στη συνείδηση του Ορθοδόξου πληρώματος  της Η΄ (879-880) επί ιερού Φωτίου και της Θ΄ (1351), επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, συγκληθεισών, οι οποίες είχαν όλα τα στοιχεία των Οικουμενικών Συνόδων και είχαν καταδικάσει τις αιρετικές κακοδοξίες του Παπισμού. Αλλά τέτοιο ενδεχόμενο δεν προκύπτει από την θεματολογία και τα προσυνοδικά κείμενα.

12) Η ορθόδοξη νηστεία είναι τόσο εδραιωμένη στη συνείδηση των ορθοδόξων ποιμένων και του ορθοδόξου λαού, ώστε δεν χρειάζεται καμία σύντμηση, η προσαρμογή. Οι ποιμένες της Εκκλησίας είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν ανάγκη να αποκτήσουν περισσότερο ορθόδοξη παιδεία και ασκητικό φρόνημα, για να μπορέσουν με το παράδειγμά τους και τον ασύλληπτο πλούτο της αγιοπατερικής γραμματείας να διδάξουν διακριτικά το ποίμνιό τους. Η ορθόδοξη Εκκλησία μας εφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης την οικονομία σε όλο το μεγαλείο της.  Είναι τόσα πολλά τα κείμενα περί νηστείας όλων των αγίων Πατέρων, που αναλύουν τις παθοκτόνες και σωτήριες παραμέτρους της, ώστε δεν αξίζει ο ευτελισμός που υφίσταται από την μινιμαλιστική νοοτροπία των μεταπατερικών ανανεωτών, οι οποίοι κόπτονται για τον σύγχρονο κόσμο. Αν η μέλλουσα Σύνοδος επιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ημερών της νηστείας και τροφών, θα μιμηθεί τον ολοκληρωτισμό, που χαρακτηρίζει το Κανονικό Δίκαιοτου Παπισμού, το οποίο καθορίζει θεσμικά και ασφυκτικά ακόμα και την οικονομία.

13) Κατά την διάρκεια του 20 αιώνος ο Οικουμενισμός εκφυλλίζεται και μεταλλάσσεται σε πανθρησκειακό όραμα. Οι ατέλειωτες διαθρησκειακές συναντήσεις και συμπροσευχές Ορθοδόξων με ηγέτες θρησκειών του κόσμου (π.χ. Ασίζη), μαρτυρούν ότι απώτερος στόχος του Οικουμενισμού είναι η συνένωση των θρησκειών σε ένα τερατώδες σχήμα, την εφιαλτική Πανθρησκεία, η οποία επιδιώκει να εκμηδενίσει τη σώζουσα αλήθεια της Ορθοδοξίας. Η διαθρησκειακή συνεργασία με τις άλλες θρησκείες είναι αδύνατον να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί στην αγία Γραφή και στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου είναι ξεκάθαρος: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄Κορ.6,14).Επίσης το ιδανικό της ειρηνικής συνυπάρξεως, το οποίο κατά κόρον προβλήθηκε στους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, καθίσταται αδύνατο, διότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λόγον του Κυρίου, «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν», (Ιω.15,20), και με τον λόγον του αποστόλου «πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται», (Β΄Τιμ.3,14). Οι μετέχοντες στους μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους, δεν μπόρεσαν δυστυχώς να μεταφέρουν ανόθευτη την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά ούτε και να προσελκύσουν έστω και ένα αλλόθρησκο στην Ορθοδοξία. Αντίθετα μάλιστα έφθασαν στο αξιοθρήνητο κατάντημα να παρασυρθούν σε πλάνες και αιρέσεις και να διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντες τον πιστό λαό του Θεού, παρασύροντες στην πλάνη τους ασθενείς στην πίστη και προκαλούντες έτσι μεγίστη πνευματική φθορά και διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος. Παρά την πληθώρα των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ο ισλαμικός φανατισμός, όχι μόνον δεν καταστέλλεται, αλλά γιγαντώνεται όλο και περισσότερο,

14) Οι αγώνες των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, μαζί με τους αγώνες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, θα πρέπει να μας εμπνέουν και να μας οδηγούν για την διαφύλαξη της πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Απόπειρα νοθεύσεως της μωσαϊκής θρησκείας, παρατηρούμε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου, στην αρχή, χαναανϊτικά και αργότερα βαβυλωνιακά και αιγυπτιακά στοιχεία απειλούσαν να νοθεύσουν την πίστη στον Ένα Θεό. Μεγάλοι άνδρες (Προφήτες, βασιλείς, πολιτικοί άρχοντες, κλπ.) αγωνίστηκαν με σθένος για την διαφύλαξη της καθαρής μωσαϊκής θρησκείας. Ιδιαιτέρως αγωνίστηκαν κατά των διαφόρων ψευδοπροφητών, οι οποίοι αναφαίνονταν  κατά καιρούς.

Συνοψίζοντας τα παρά πάνω, συμπεραίνουμε ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και ότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα δογματικού χαρακτήρος προσυνοδικά κείμενα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι η εν λόγω Σύνοδος αποσκοπεί να προσδώσει εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους και να διευρύνει τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας. Ωστόσο, καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν μπορεί να οριοθετήσει διαφορετικά την μέχρι σήμερα ταυτότητα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν επίσης ενδείξεις, ότι η εν λόγω Σύνοδος θα προχωρήσει σε καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και πρωτίστως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Αντίθετα μάλιστα όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος επιχειρεί να την νομιμοποιήσει και να την εδραιώσει. Ωστόσο, οι όποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα γίνουν δεκτές από τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, ενώ η ίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδοσύνοδος.

   

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΗΜΕΡΙΔΑΣ

 

Α' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Πρόεδρος: Πρωτοπρεσβ. π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Ὁμότιμος Καθηγητής της Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

9:00-9:05 Σύντομη Προσευχή
9:05-9:40 Ἔναρξη Ημερίδος- Χαιρετισμοί
9:40-10:00 Εἰσαγωγική Ὁμιλία και κήρυξη τῆς ἐνάρξεως τῆς Ἡμερίδος ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ
10:00-10:20 Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ 
Θέμα: Θεολογία καί Πολιτική.
10:20-10:40 Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γλυφάδας κ. ΠΑΥΛΟΣ
Θέμα: Ἐρωτήματα περί τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
10:40-11:00 Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κυθήρων κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Θέμα: Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν ἐπισκόπων.
11:00-11:15 Ὑποβολή ἐρωτήσεων.
11:15-11:35 Διάλειμμα
 
Β΄ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Πρόεδρος: Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ

11:35- 11:55 Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ, Ὁμότιμος καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Θέμα: Οἱ ἀγῶνες τῶν προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης διά τήν καθαρότητα τῆς πίστεως εἰς τόν ἀληθινόν Θεόν.
11:55-12:15 Πρωτοπρεσβύτερος π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Θέμα: Οἱ Θεολογικοί Διάλογοι καί ἡ ἀποτυχία τους.
12:15-12:35 Πρωτοπρεσβ. π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Θέμα: Παλαιό καί Νέο Ἡμερολόγιο καί ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα.
12:35-12:55 κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Θέμα: Μπορεῖ μία σύνοδος Ὀρθοδόξων νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους καί νά ὁριοθετήσει διαφορετικά τήν ἕως τώρα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας; ( Ἡ πρόκληση τῆς μέλλουσας νά συνέλθει Μεγάλης Συνόδου)
12:55-13:10 Ὑποβολή ἐρωτήσεων.
 
Γ΄ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Πρόεδρος: Πρωτοπρεσβύτερος π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

17:30-17:50 Ἀρχιμανδρίτης π. ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ, Διδάκτωρ Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Θέμα: Τά ἠθικά καί κοινωνικά θέματα τοῦ καταλόγου καί ὁ θεσμός τῆς νηστείας
17:50-18:10 Ἀρχιμ. π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μεγάλου Μετεώρου
Θέμα: Ἡ συμμετοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ ἀνύπαρκτη. Μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς τό πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων.
18:10-18:30 Πρωτοπρεσβύτερος π. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, Διδάκτωρ Θεολογικῆς Σχολῆς ΠανεπιστημίουΘεσσαλονίκης.
Θέμα: Ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων ὡς βάση νέας ἐκκλησιολογίας. (Κοινή κατεύθυνση μέ τήν Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο.)
18:30-18:45 Ὑποβολή ἐρωτήσεων.
18:45-19:05 Διάλειμμα
 
Δ΄ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Πρόεδρος: κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

19:05-19:25 Πρωτοπρεσβύτερος π. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολόγος, (Μr. Θεολογίας), Ἐφημέριος Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρῶν.
Θέμα: Οἱ Ἱεροί Κανόνες καί τό ἑτοιμαζόμενο συνοδικό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»
19:25-19:45 Ἀρχιμανδρ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολόγος, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντής τοῦ Γραφείου Αἰρέσεων καί Παραθρησκειῶν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Θέμα: Τό διαθρησκειακό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας στήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου
19:45-20:05 κ. ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΠΟΖΟΒΙΤΗΣ, Θεολόγος- Συγγραφέας, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ».
Θέμα: Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστά στήν πρόκληση τῆς Πανθρησκείας
20:05-20:25 Πρωτοπρεσβύτερος ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολόγος, Κληρικός Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς
Θέμα: Η΄ καί Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος-Θέματα πού ὄφειλε νά προσεγγίσει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος
20:25-20:40 Ὑποβολή ἐρωτήσεων.
20:40-21:00 Πορίσματα- Ψήφισμα.
 
ΔΙΟΡΓΑΝΩΤΕΣ ΗΜΕΡΙΔΟΣ
Ἱερές Μητροπόλεις:
Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
Γλυφάδας
Κυθήρων
Πειραιῶς
καί ἡ Σύναξις Κληρικῶν καί Μοναχῶν
 
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΗΜΕΡΙΔΟΣ
Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ
Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός
Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης
Ἀρχιμανδρίτης π. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης
 
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΗΜΕΡΙΔΟΣ
Ἀρχιμανδρίτης π. Παύλος Δημητρακόπουλος
κ. Λάμπρος Σκόντζος, θεολόγος
 

 

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Με τη Χάρη και την ευλογία του Αγίου Τριαδικού Θεού, σήμερα Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, πραγματοποιήθηκε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στο Νέο Φάληρο Πειραιώς, Θεολογική - Επιστημονική Ημερίδα, με θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες». 
      Την διοργάνωση, την οποία πραγματοποίησαν οι Ιερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων και Πειραιώς, καθώς και η Σύναξις Κληρικών και Μοναχών, ετίμησαν με την παρουσία τους σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, Καθηγούμενοι και Γερόντισσες Ιερών Μονών, αγιορείτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι χριστιανικών Σωματείων και Οργανώσεων, Καθηγητές Θεολογικών Σχολών και Θεολόγοι και γύρω στους χίλιους πιστούς. Την Ημερίδα διοργάνωσε πενταμελής Επιστημονική  Επιτροπή: α) ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, β) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γ) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. δ) ο Αρχιμανδρίτης π. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος της Ι. Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, και ε) ο κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Στην Ημερίδα παρέστη και απηύθυνε χαιρετισμό ο Επίσκοπος Μπαντσέν κ. Λογγίνος της Ουκρανικής Εκκλησίας και ο προϊστάμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας αγίου Όρους π. Σάββας. Επίσης ο Μητροπολίτης Λόσετς της Βουλγαρικής Εκκλησίας κ. Γαβριήλ εκπροσωπήθηκε από τον π. Ματθαίο Βουλκανέσκου, κληρικό της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, ο οποίος και ανέγνωσε τον χαιρετισμό του.
     Το γενικό θέμα της Ημερίδος αναπτύχθηκε σε τέσσερις Συνεδρίες από τους εισηγητές: τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεον, Γλυφάδας κ. Παύλον, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίαν, τους πανεπιστημιακούς καθηγητές, τον πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνόν, τον πρωτ. π. Θεόδωρο Ζήση, τον κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τον πανοσ. αρχιμ. π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Αθανάσιο Αναστασίου, τον πρωτ. π. Πέτρο Heers, διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., τον πρωτ. π.  Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), εφημέριο Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πατρών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Παύλο Δημητρακόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντή του Γραφείου Αιρέσεων της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς, τον κ. Σταύρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος της Αδελφότητος Θεολόγων ο «Σωτήρ» και τον πρωτ. π. Άγγελο Αγγελακόπουλο, Θεολόγο, κληρικό της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς.
Από τις εισηγήσεις και τον επακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε και εγκρίθηκε ομοφώνως το παρά κάτω Ψήφισμα- Πόρισμα:
 
1) Η Θεολογία της Εκκλησίας μας είναι καρπός της Θείας Αποκαλύψεως, εμπειρία της Πεντηκοστής. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς Θεολογία και δεν νοείται Θεολογία έξω από την Εκκλησία, την οποία εξέφρασαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες και οι άγιες Σύνοδοι. Όταν μια Σύνοδος δεν θεολογεί ορθοδόξως, δεν μπορεί να είναι γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδος, αποδεκτή από το Ορθόδοξο πλήρωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν οι συμμετέχοντες στη Σύνοδο δεν έχουν την πείρα των θεουμένων Πατέρων, η τουλάχιστον δεν ακολουθούν αυτούς, χωρίς να τους παρερμηνεύουν. Στην περίπτωση αυτή τα συνοδικά μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, η επηρεάζονται από πολιτικές, η άλλες σκοπιμότητες. Η σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα απέδειξε, ότι σήμερα πολλά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας επηρεάζονται, ως μη όφειλε, από πολιτικούς παράγοντες. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις δημιουργούνται στις ενδοεκκλησιαστικές σχέσεις αντιπαλότητες, η κυριαρχούν εθνικιστικές και πολιτικές σκοπιμότητες.
2) Μετά από μια μακρά ιστορία προετοιμασίας της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ενενήντα τριών ετών, διαπιστώνουμε από την θεματολογία, τα προσυνοδικά κείμενα και τις δηλώσεις των διοργανωτών, ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα Συνοδικότητος, έλλειμμα θεολογικής πληρότητος, σαφήνειας και ακρίβειας των προς συζήτησιν κειμένων και ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα ως προς την θεολογική ορθότητα, με την οποία αυτά είναι διατυπωμένα. Πιο συγκεκριμένα:
3) Η μη συμμετοχή όλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά  μόνον εικοσιτεσσέρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Τα υπάρχοντα  ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Επίσης ο μη χαρακτηρισμός της ως Οικουμενικής, με τον απαράδεκτο ισχυρισμό, ότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν οι «χριστιανοί της Δύσεως», έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι συγκροτούσαν τις Άγιες Συνόδους ερήμην των αιρετικών. Κατ’ ακολουθίαν είναι απαράδεκτο οι διοργανωτές της να έχουν την αξίωση το κύρος της να είναι ισοδύναμο και ισάξιο με τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά ούτε και Πανορθόδοξος, μπορεί να αποκληθεί η εν λόγω Σύνοδος, διότι προφανώς αποκλείεται η συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Επισκόπων.
 Εξ’ ίσου αμάρτυρο στην Εκκλησιαστική και Κανονική μας Παράδοση, και γι’ αυτό απαράδεκτο, είναι το σχήμα: μία ψήφος-μία Εκκλησία, με απαραίτητη την ομοφωνία όλων των Τοπικών Εκκλησιών. Ο κάθε επίσκοπος δικαιούται να έχει ιδική του ψήφο, και στις αποφάσεις των μη δογματικών θεμάτων, να ισχύσει η αρχή: «η ψήφος των πλειόνων κρατείτω». Απαράδεκτο θεωρούμε επίσης να προαποφασίζονται τα θέματα και ο τρόπος οργανώσεως της Συνόδου χωρίς το κυρίαρχο σώμα των κατά τόπους Ιεραρχιών των Τοπικών Εκκλησιών να έχει εκφράσει συνοδικώς την επί  των θεμάτων αυτών τοποθέτησή των.
4) Οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοί Διάλογοι της Ορθοδοξίας με την Ετεροδοξία κατέληξαν σε τραγική αποτυχία, την οποία ομολογούν σήμερα και αυτοί οι ίδιοι οι πρωτεργάτες των. Η δήθεν προσφερόμενη βοήθεια μέσω των Διαλόγων  για την επιστροφή των Ετεροδόξων στην εν Χριστώ αλήθεια και την Ορθοδοξία διαψεύδεται και αποδεικνύεται ανύπαρκτη. Τελικά οι Διάλογοι εξυπηρέτησαν και προώθησαν τους στόχους της Νέας Εποχής και της Παγκοσμιοποιήσεως. Ένα σημαντικό κενό που παρουσιάζουν τα προς συζήτησιν εν τη μελλούση Συνόδω προσυνοδικά κείμενα, είναι το γεγονός, ότι παραδόξως απουσιάζει σ’ αυτά η κριτική αξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας τόσο των διμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, όσο και της συμμετοχής της στην Οικουμενική Κίνηση και το Π.Σ.Ε., η οποία υπήρχε στα κείμενα της Γ΄ Προσυνοδικής.
5) Το προσυνοδικό κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» παρουσιάζει κατά συρροή την θεολογική ασυνέπεια, η και αντίφαση. Έτσι, το άρθρο 1 διακηρύσσει την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξου Εκκλησίας, θεωρώντας αυτήν –πολύ σωστά– ως την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Όμως, στο άρθρο 6 παρουσιάζει μία αντιφατική προς το παραπάνω άρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Εδώ γεννάται το εύλογο θεολογικό ερώτημα: Αν η Εκκλησία είναι «ΜΙΑ», κατά το Σύμβολο της Πίστεως και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Άρθρ. 1), τότε, πως γίνεται λόγος για άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες; Είναι προφανές, ότι αυτές οι άλλες Εκκλησίες είναι ετερόδοξες. Οι ετερόδοξες όμως «Εκκλησίες» δεν μπορούν να κατονομάζονται καθόλου ως «Εκκλησίες» από τους Ορθοδόξους, επειδή δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλότητα «Εκκλησιών», με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσω οι «Εκκλησίες» αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες της πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικά ορθό να τους αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».
       Στο ίδιο άρθρο (6) υπάρχει και δεύτερη σοβαρή θεολογική αντίφαση. Στην αρχή του άρθρου αυτού σημειώνεται το εξής: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή». Στο τέλος, όμως, του ίδιου άρθρου γράφεται, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία με την συμμετοχή της στην Οικουμενική Κίνηση έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα». Εδώ τίθεται το ερώτημα: Εφόσον η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, τότε τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως; Μήπως υπονοείται η επιστροφή των δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα σύνολου του Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται η εντύπωση, ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας.
6) Το ως άνω κείμενο κινείται στα πλαίσια της νέας οικουμενιστικής Εκκλησιολογίας, η οποία έχει εκφραστεί ήδη κατά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Αυτή η νέα Εκκλησιολογία έχει ως βάση την αναγνώριση του βαπτίσματος όλων των χριστιανικών ομολογιών, (βαπτισματική θεολογία). Οι συντάκτες του κειμένου, προκειμένου να προσδώσουν κανονική εγκυρότητα και συνοδική νομιμότητα στην κακόδοξη αυτή Εκκλησιολογία, επικαλούνται τον 7ο Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον 95ο της ΣΤ΄ Οικουμενικής. Ωστόσο οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τον τρόπο εισδοχής στην Εκκλησία των μετανοημένων αιρετικών, και δεν αναφέρονται καθόλου στο «εκκλησιαστικό status» των αιρέσεων, ούτε στη διαδικασία διαλόγου της Εκκλησίας με την αίρεση. Ούτε, ασφαλώς,  υπονοούν το «υποστατόν» των μυστηρίων των ετεροδόξων, ούτε ότι οι  αιρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Ουδέποτε η Εκκλησία αναγνώρισε και διεκήρυξε εκκλησιαστικότητα στην πλάνη και στην αίρεση. Η «μερίς των σωζομένων» για την οποία ομιλούν οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες  βρίσκεται  μόνο στην Ορθοδοξία και όχι στην αίρεση.  Η οικονομία, που εισηγούνται οι παραπάνω Κανόνες, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στους Δυτικούς (Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες), γιατί στερούνται τις θεολογικές προϋποθέσεις και τα κριτήρια που θέτουν οι συγκεκριμένοι Κανόνες. Και, επειδή δεν μπορεί να γίνει οικονομία στην δογματική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας, οι Δυτικοί καλούνται να αρνηθούν τις αιρέσεις τους, να τις αναθεματίσουν, να εγκαταλείψουν τις Θρησκευτικές Κοινότητές τους, να κατηχηθούν και να ζητήσουν εν μετανοία την δια του Βαπτίσματος ένταξή τους στην Εκκλησία. 
7) Το ίδιο, ως άνω, κείμενο πουθενά δεν αναφέρεται σε κακοδοξίες, η πλάνες, τις οποίες να προσδιορίζει συγκεκριμένα, ωσάν το πνεύμα της πλάνης να μην δραστηριοποιείται πλέον σήμερα. Το κείμενο δεν επισημαίνει καμία αίρεση, και καμία διαστροφή της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και ζωής στον εκτός της Ορθοδοξίας ευρισκόμενο χριστιανικό κόσμο. Αντίθετα οι κακόδοξες και αιρετικές παρεκκλίσεις από τη διδασκαλία των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές, η τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τις οποίες καλούνται η Ορθόδοξη Εκκλησία και η ετεροδοξία να «υπερβούν» (§ 11). Το ζητούμενο για τους συντάκτες είναι η ενότητα των «Εκκλησιών» και όχι η ενότητα στην Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά πρόσκληση σε μετάνοια και σε άρνηση και καταδίκη των πλανών και ετεροδιδασκαλιών που παρεισέφρησαν στη ζωή των αιρετικών αυτών Κοινοτήτων.
8) Το ως άνω κείμενο κάνει εκτεταμένη αναφορά στο Π.Σ.Ε. (§§ 16-21) και αποτιμά θετικά την συμβολή του στην Οικουμενική Κίνηση, επισημαίνοντας την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών σ’ αυτήν και την συμβολή τους «εις την μαρτυρίαν της αληθείας και την προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών» (§ 17). Ωστόσο η εικόνα που μας δίδει το κείμενο σχετικά με το Π.Σ.Ε. είναι ψευδής και επίπλαστη. Κατ’ αρχήν αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ έναν οργανισμό που εμφανίζεται ως υπερεκκλησία και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Η θεολογική ταυτότης του Π.Σ.Ε. είναι σαφώς προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγινε μέχρι σήμερα δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές ομολογίες του Π.Σ.Ε, όπως φαίνεται από την 70ετη ιστορία του. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο Π.Σ.Ε. είναι η ομογενοποίηση των ομολογιών -μελών του μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού. Το κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές ομολογίες-μέλη του Π.Σ.Ε. και το αδιέξοδο στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δεν καταδικάζονται, τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε, (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν κλπ.) και επί πλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως «Λειτουργία της Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμού από πολλές ομολογίες κλπ.
9) Η αλλαγή του Ημερολογίου το 1924 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν μονομερής και πραξικοπηματική ενέργεια, γιατί δεν έγινε με πανορθόδοξη απόφαση. Διέσπασε την λειτουργική ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών και προκάλεσε σχίσματα και διαιρέσεις μεταξύ των πιστών. Στην αλλαγή συνήργησαν και ώθησαν ετερόδοξες ομολογίες και μυστικές εταιρείες, μέσω του πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ήταν προσμονή όλων και δέσμευση των εκκλησιαστικών ηγετών η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος να συζητήσει και να επιλύσει το θέμα. Δυστυχώς κατά την μακρά προσυνοδική διαδικασία Παπικοί και Προτεστάντες έθεσαν στους Ορθοδόξους νέο θέμα, τον «κοινό εορτασμό του Πάσχα», με συνέπεια να στραφεί προς τα εκεί το ενδιαφέρον και να ατονήσει η συζήτηση για την θεραπεία του τραύματος της λειτουργικής ενότητος στον εορτασμό των ακινήτων εορτών, που προκλήθηκε χωρίς λόγο και ποιμαντική ανάγκη. Στην τελική φάση της Συνόδου και χωρίς συνοδικές αποφάσεις των τοπικών Εκκλησιών το θέμα του Ημερολογίου αποσύρθηκε από τον κατάλογο των θεμάτων, ενώ ήταν το κατ’ εξοχήν επείγον και φλέγον θέμα.
10) Η ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων, μας βεβαιώνει ότι αυτές συνεκαλούντο κάθε φορά που κάποια αίρεση απειλούσε την αγιοπνευματική εμπειρία της εκκλησιαστικής αλήθειας και την έκφρασή της από το εκκλησιαστικό σώμα. Αντίθετα, η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος συγκαλείται όχι για να οριοθετήσει την πίστη έναντι της αιρέσεως, αλλά για να παράσχει θεσμική αναγνώριση και νομιμοποίηση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Γι’ αυτό και δεν στηρίζεται στην εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά αντίθετα την υποβαθμίζει και την υποτιμά, την περιθωριοποιεί και την παραβλέπει. Η συνολική διαδικασία, η προπαρασκευή και η θεματολογία της Συνόδου είναι αποτέλεσμα επιβολής μιας εκκλησιαστικής ολιγαρχίας, που εκφράζει μια ακαδημαϊκή, αποστεωμένη, άνευρη και αποπνευμάτιστη θεολογία, αποκεκομμένη από το εκκλησιαστικό σώμα. Έσχατος κριτής, της ορθότητας και της εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας μας, οι κληρικοί, οι  μοναχοί και ο πιστός λαός του Θεού, ο οποίος, με την γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει, η  απορρίπτει τις αποφάσεις των. Όμως στην μέλλουσα Σύνοδο απουσιάζει παντελώς αυτή η σημαντική παράμετρος, καθ’ ότι, εκφράστηκε επισήμως, ότι φορέας της εγκυρότητας των αποφάσεών της θα είναι η Συνοδικότητα και όχι το Ορθόδοξο Πλήρωμα.
11) Μια άλλη βασική προϋπόθεση γνησιότητας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι η αναγνώριση υπ’ αυτής ως Οικουμενικών των θεωρούμενων ως τοιούτων στη συνείδηση του Ορθοδόξου πληρώματος  της Η΄ (879-880) επί ιερού Φωτίου και της Θ΄ (1351), επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, συγκληθεισών, οι οποίες είχαν όλα τα στοιχεία των Οικουμενικών Συνόδων και είχαν καταδικάσει τις αιρετικές κακοδοξίες του Παπισμού. Αλλά τέτοιο ενδεχόμενο δεν προκύπτει από την θεματολογία και τα προσυνοδικά κείμενα.
12) Η ορθόδοξη νηστεία είναι τόσο εδραιωμένη στη συνείδηση των ορθοδόξων ποιμένων και του ορθοδόξου λαού, ώστε δεν χρειάζεται καμία σύντμηση, η προσαρμογή. Οι ποιμένες της Εκκλησίας είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν ανάγκη να αποκτήσουν περισσότερο ορθόδοξη παιδεία και ασκητικό φρόνημα, για να μπορέσουν με το παράδειγμά τους και τον ασύλληπτο πλούτο της αγιοπατερικής γραμματείας να διδάξουν διακριτικά το ποίμνιό τους. Η ορθόδοξη Εκκλησία μας εφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης την οικονομία σε όλο το μεγαλείο της.  Είναι τόσα πολλά τα κείμενα περί νηστείας όλων των αγίων Πατέρων, που αναλύουν τις παθοκτόνες και σωτήριες παραμέτρους της, ώστε δεν αξίζει ο ευτελισμός που υφίσταται από την μινιμαλιστική νοοτροπία των μεταπατερικών ανανεωτών, οι οποίοι κόπτονται για τον σύγχρονο κόσμο. Αν η μέλλουσα Σύνοδος επιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ημερών της νηστείας και τροφών, θα μιμηθεί τον ολοκληρωτισμό, που χαρακτηρίζει το Κανονικό Δίκαιοτου Παπισμού, το οποίο καθορίζει θεσμικά και ασφυκτικά ακόμα και την οικονομία. 
13) Κατά την διάρκεια του 20 αιώνος ο Οικουμενισμός εκφυλλίζεται και μεταλλάσσεται σε πανθρησκειακό όραμα. Οι ατέλειωτες διαθρησκειακές συναντήσεις και συμπροσευχές Ορθοδόξων με ηγέτες θρησκειών του κόσμου (π.χ. Ασίζη), μαρτυρούν ότι απώτερος στόχος του Οικουμενισμού είναι η συνένωση των θρησκειών σε ένα τερατώδες σχήμα, την εφιαλτική Πανθρησκεία, η οποία επιδιώκει να εκμηδενίσει τη σώζουσα αλήθεια της Ορθοδοξίας. Η διαθρησκειακή συνεργασία με τις άλλες θρησκείες είναι αδύνατον να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί στην αγία Γραφή και στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου είναι ξεκάθαρος: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄Κορ.6,14).Επίσης το ιδανικό της ειρηνικής συνυπάρξεως, το οποίο κατά κόρον προβλήθηκε στους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, καθίσταται αδύνατο, διότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λόγον του Κυρίου, «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν», (Ιω.15,20), και με τον λόγον του αποστόλου «πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται», (Β΄Τιμ.3,14). Οι μετέχοντες στους μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους, δεν μπόρεσαν δυστυχώς να μεταφέρουν ανόθευτη την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά ούτε και να προσελκύσουν έστω και ένα αλλόθρησκο στην Ορθοδοξία. Αντίθετα μάλιστα έφθασαν στο αξιοθρήνητο κατάντημα να παρασυρθούν σε πλάνες και αιρέσεις και να διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντες τον πιστό λαό του Θεού, παρασύροντες στην πλάνη τους ασθενείς στην πίστη και προκαλούντες έτσι μεγίστη πνευματική φθορά και διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος. Παρά την πληθώρα των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ο ισλαμικός φανατισμός, όχι μόνον δεν καταστέλλεται, αλλά γιγαντώνεται όλο και περισσότερο,
14) Οι αγώνες των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, μαζί με τους αγώνες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, θα πρέπει να μας εμπνέουν και να μας οδηγούν για την διαφύλαξη της πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Απόπειρα νοθεύσεως της μωσαϊκής θρησκείας, παρατηρούμε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου, στην αρχή, χαναανϊτικά και αργότερα βαβυλωνιακά και αιγυπτιακά στοιχεία απειλούσαν να νοθεύσουν την πίστη στον Ένα Θεό. Μεγάλοι άνδρες (Προφήτες, βασιλείς, πολιτικοί άρχοντες, κλπ.) αγωνίστηκαν με σθένος για την διαφύλαξη της καθαρής μωσαϊκής θρησκείας. Ιδιαιτέρως αγωνίστηκαν κατά των διαφόρων ψευδοπροφητών, οι οποίοι αναφαίνονταν  κατά καιρούς.
 

          Συνοψίζοντας τα παρά πάνω, συμπεραίνουμε ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και ότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα δογματικού χαρακτήρος προσυνοδικά κείμενα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι η εν λόγω Σύνοδος αποσκοπεί να προσδώσει εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους και να διευρύνει τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας. Ωστόσο, καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν μπορεί να οριοθετήσει διαφορετικά την μέχρι σήμερα ταυτότητα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν επίσης ενδείξεις, ότι η εν λόγω Σύνοδος θα προχωρήσει σε καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και πρωτίστως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Αντίθετα μάλιστα όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος επιχειρεί να την νομιμοποιήσει και να την εδραιώσει. Ωστόσο, οι όποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα γίνουν δεκτές από τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, ενώ η ίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδοσύνοδος.

afisa axrimati koinonia 02

p athanasios anastasioy 01

 

«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ»
Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες
Ἐπιστημονική Θεολογική Ἡμερίδα. Πειραιᾶς, Τετάρτη, 9 Μαρτίου 2016,
Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη»
Ἀρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ἡ συμμετοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ.
Μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς τό ὀρθόδοξο πλήρωμα

 

 
Σεβασμιώτατοι,
Ἅγιοι Καθηγούμενοι,
Ἁγιορείτικο λῆμμα τῆς καλῆς ἁγιοπατερικῆς ὁμολογίας,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ὁσιώτατοι Μοναχοί,
Ὁσιώτατες Γερόντισσες καί μοναχές
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγητές,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,   
 
Με­λε­τών­τας κα­νείς τήν ἱ­στο­ρί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι αὐ­τές συγ­κα­λοῦν­ταν κά­θε φο­ρά πού κά­ποι­α αἵ­ρε­ση ἀ­πει­λοῦ­σε τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­λή­θειας καί τήν ἔκ­φρα­σή της ἀ­πό τό Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό σῶ­μα.
Στούς ἀν­τί­πο­δες αὐ­τῆς τῆς ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως, ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, δέν ὁ­ρι­ο­θε­τεῖ τήν πί­στη ἔ­ναν­τι τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Ἀν­τί­θε­τα, μά­λι­στα, ἀμ­φι­σβη­τεῖ τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­θώς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς «Ἐκ­κλη­σί­ες» καί τούς αἱ­ρε­τι­κούς, πα­πι­κούς καί προ­τε­στάν­τες. Νο­μι­μο­ποι­εῖ, δη­λα­δή, καί ἀ­να­γνω­ρί­ζει θε­σμι­κά τήν αἵ­ρε­ση.
 
Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, ὄ­χι μό­νον δέν στη­ρί­ζε­ται στήν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα τήν ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, τήν ὑ­πο­τι­μᾶ, τήν πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­εῖ καί τήν πα­ρα­βλέ­πει. Ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, ὑ­πο­τι­μᾶ καί πα­ρα­βιά­ζει τήν δογ­μα­τι­κή καί ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ, τόν ὁποῖο καί ἀ­πο­κλεί­ει παν­τε­λῶς. Ὅ­πως πο­λύ εὔ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Πει­ραι­ῶς κ. Σε­ρα­φείμ: «Δέν θά ἦ­ταν κα­θό­λου ὑ­περ­βο­λή νά λε­χθεῖ ὅ­τι ἡ ἐ­πι­κεί­με­νη Σύ­νο­δος θά εἶ­ναι μιά Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος χω­ρίς Ὀρ­θο­δό­ξους»[1] .
 
Ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, δη­λα­δή, αὐτή ἡ Σύνοδος καί πα­ρα­βλέ­πει ὅ­λη τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας ἱ­στο­ρί­α[2] , ἡ ὁ­ποί­α μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι στά θέ­μα­τα τῆς πί­στε­ως ἦ­ταν πάν­το­τε ἐ­νερ­γός ἡ συμ­με­το­χή τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ[3]. Ἦ­ταν, δη­λα­δή, πάν­το­τε ἐ­νερ­γός ἡ συμ­με­το­χή τῶν κλη­ρι­κῶν, τῶν μο­να­χῶν καί τῶν λα­ϊ­κῶν. Ὁ Ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος Στου­δί­της το­νί­ζει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά ὅ­τι: «Εἶ­ναι ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου νά μή σι­ω­πᾶ­με ὅ­ταν κιν­δυ­νεύ­ει ἡ Πί­στη.­.. ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά τήν πί­στη, δέν μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με· Ἐ­γώ ποι­ός εἶ­μαι; Εἶ­μαι ἱ­ε­ρέ­ας; Ὄ­χι. Ἄρ­χον­τας; Οὔ­τε. Στρα­τι­ώ­της; Ἀ­πό ποῦ; Γε­ωρ­γός; Οὔ­τε καί αὐ­τό. Εἶ­μαι φτω­χός, ἐ­ξα­σφα­λί­ζον­τας μό­νο τήν κα­θη­με­ρι­νή μου τρο­φή. Δέν ἔ­χω λό­γο, οὔ­τε ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τό θέ­μα αὐ­τό. Ἀλ­λοί­μο­νο! Οἱ πέ­τρες θά κρά­ξουν, καί σύ μέ­νεις σι­ω­πη­λός καί ἀ­δι­ά­φο­ρος;­.­.. Ὥ­στε ἀ­κό­μα καί ὁ φτω­χός τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως δέν θά ἔ­χει καμ­μιά δι­και­ο­λο­γί­α, ἄν τώ­ρα δέν μι­λᾶ, για­τί θά κρι­θεῖ καί μό­νο γι’ αὐ­τό»[4].
 
Ὁ πι­στός λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὁ ἔ­σχα­τος κρι­τής τῆς ὀρ­θό­τη­τος καί τῆς ἐγ­κυ­ρό­τη­τος τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε Συ­νό­δου· εἶ­ναι αὐ­τός, πού μέ τήν γρη­γο­ροῦ­σα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί δογ­μα­τι­κή του συ­νεί­δη­ση ἐ­πι­κυ­ρώ­νει ἤ ἀ­πορ­ρί­πτει αὐ­τά πού ἀ­πο­φαί­νον­ται οἱ Σύ­νο­δοι. Ὅ­πως το­νί­ζει ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος: «...καί οἱ λα­ϊ­κοί εἶ­ναι μάρ­τυ­ρες τῆς ἀ­λη­θεί­ας, εἶ­ναι ποι­μέ­νες (ἐμ­μέ­σως) τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι συ­νερ­γοί τῶν Ποι­μέ­νων, ἀ­κό­μα συμ­με­τέ­χουν ὡς σύμ­βου­λοι στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους καί ἐ­πί πλέ­ον δέ­χον­ται ἤ ἀ­πορ­ρί­πτουν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Ὁ λα­ός (κλῆ­ρος καί λα­ϊ­κοί) δέν δέ­χθη­καν τήν ἕ­νω­ση τῶν «Ἐκ­κλη­σι­ῶν» πού ἔ­γι­νε στή Φερ­ρά­ρα-Φλω­ρεν­τί­α»[5] .

Ὁ πι­στός λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὁ θε­μα­το­φύ­λα­κας καί ὑ­πε­ρα­σπι­στής τῆς ἀ­λη­θεί­ας τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας· εἶ­ναι αὐ­τός πού στέ­κε­ται πάν­το­τε τό ἀ­νά­χω­μα ἐ­νάν­τια σέ κά­θε ἀ­πό­πει­ρα και­νο­το­μί­ας· εἶ­ναι αὐ­τός πού ἀν­θί­στα­ται σέ κά­θε ἐ­πι­χεί­ρη­ση ἀλ­λοί­ω­σης καί πα­ρα­ποί­η­σης τῆς δογ­μα­τι­κῆς ἀ­λή­θειας· εἶ­ναι αὐ­τός πού μέ­νει ἀ­νύ­στα­κτος φρου­ρός τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας.

Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Κα­ψά­νης ση­μει­ώ­νει σχε­τι­κά: «Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾷ δέ εἰς τήν δι­οί­κη­σιν καί τήν δι­δα­σκα­λί­αν, ἡ συμ­με­το­χή τοῦ λα­οῦ εἶ­ναι θε­με­λι­ώ­δης, ἐ­φ’ ὅ­σον οὗ­τος, χα­ρι­σμα­τοῦ­χος ὤν καί δι­δα­κτός Θε­οῦ, ἀ­πο­τε­λεῖ με­τά τοῦ κλή­ρου τήν ἀ­γρυ­πνοῦ­σαν συ­νεί­δη­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἥ­τις μαρ­τυ­ρεῖ (κρί­νει, δι­α­κρί­νει, ἐγ­κρί­νει καί ἀ­πο­δέ­χε­ται, ἤ κα­τα­κρί­νει καί ἀ­πορ­ρί­πτει) τήν δι­δα­σκα­λί­αν καί τάς πρά­ξεις τῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας, ὡς ἀ­πε­φάν­θη­σαν καί οἱ Πα­τριά­ρχαι τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἐν τῇ Ἐγ­κυ­κλί­ῳ αὐ­τῶν τῆς 6ης Μα­ΐ­ου 1848».[6]
 
Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή τοῦ 1848 καταλήγει μέ τήν διακήρυξη ὅτι: «Παρ᾿ ἡ­μῖν οὔ­τε Πα­τριά­ρχαι οὔ­τε Σύ­νο­δοι ἐ­δυ­νή­θη­σάν πο­τε εἰ­σα­γα­γεῖν νέ­α, δι­ό­τι ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας ἐ­στὶν αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἤ­τοι αὐ­τὸς ὁ λα­ός, ὅ­στις ἐ­θέ­λει τὸ θρή­σκευ­μα αὐ­τοῦ αἰ­ω­νί­ως ἀ­με­τά­βλη­τον καὶ ὁ­μο­ει­δὲς τῷ τῶν Πα­τέ­ρων αὐ­τοῦ».[7]
 
Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ, σχολιάζοντας τήν ἐγ­κύ­κλιο αὐ­τή, ἐ­ξη­γεῖ πώς: «Τὸ ὅ­λο σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ἐ­πα­λη­θεύ­η, ἤ, γιὰ νὰ εἴ­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κρι­βεῖς, τὸ δι­καί­ω­μα, καὶ ὄ­χι μό­νο τό δι­καί­ω­μα, ἀλ­λὰ τὸ κα­θῆ­κον τῆς «ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σε­ως»­. Μ' αὐ­τὴν τὴν ἔν­νοι­α οἱ Πα­τριά­ρχες τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἔ­γρα­φαν στὴ γνω­στὴ Ἐγ­κύ­κλιο ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ 1848 ὅ­τι «ὁ λα­ὸς ὁ ἴ­διος ἀ­πὸ μό­νος του ὑ­πῆρ­ξεν ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας»[8].
 
Αὐ­τή τήν πα­ρα­κα­τα­θή­κη μᾶς πα­ρέ­δω­σε ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καί αὐ­τή ὀ­φεί­λου­με καί ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νά δι­α­φυ­λά­ξου­με[9] . Αὐ­τή τήν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἀλ­λοι­ώ­σει ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δος. Ταυ­τό­χρο­να δέ, ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἐ­πι­βά­λει ἕ­να συγ­κεν­τρω­τι­κοῦ τύ­που ἐ­πι­σκο­πο­κεν­τρι­κό σύ­στη­μα λή­ψε­ως ἀ­πο­φά­σε­ων, στη­ρι­ζό­με­νο στή χρή­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς αὐ­θεν­τί­ας, ὄ­χι ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας καί χά­ρι­τος, ἀλ­λ’ ὡς ἀ­πό­το­κο τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος (ex o­f­f­i­c­io). Δι­α­μορ­φώ­νε­ται, ἔ­τσι, ἕ­να ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νο ἐ­πι­σκο­πι­κό κα­τε­στη­μέ­νο, πού ὄ­χι μό­νον δέν με­τέ­χει στήν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή ποι­μαν­τι­κή φρον­τί­δα καί τήν δι­α­μόρ­φω­ση ὀρ­θό­δο­ξης καί ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά τήν τορ­πι­λί­ζει μέ ἀλ­λό­τρι­ες καί αἱ­ρε­τί­ζου­σες ἀ­πό­ψεις, ὥ­στε σι­γά-σι­γά, κα­τά τρό­πο νε­ο­ε­πο­χί­τι­κο, νά ἀλ­λοι­ώ­σει τήν σώ­ζου­σα ἀ­λή­θεια ἀ­πό δε­δο­μέ­νη σέ ζη­τού­με­νο καί ἐν τέ­λει σέ ἀμ­φι­σβη­τού­με­νο. Ἕ­να κα­τε­στη­μέ­νο, φο­ρέ­α καί ἐκ­φρα­στή μιᾶς ἐγ­κε­φα­λι­κῆς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, στο­χα­στι­κῆς καί ἀ­πνευ­μά­τι­στης, μιᾶς θε­ο­λο­γί­ας τῶν συ­νε­δρί­ων, τῶν κλει­στῶν ὁ­μά­δων καί τῶν «ἡ­με­τέ­ρων», ἀ­πο­κομ­μέ­νη ἀ­πό τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό σῶ­μα. Γι’ αὐ­τό καί ἐ­πί χρό­νια το­πο­θε­τοῦν­ται ὡς ἐκ­πρό­σω­ποι τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τά ἴ­δια πάν­το­τε ἐ­πι­σκο­πι­κά πρό­σω­πα. Λέ­τε ἀ­πό σύμ­πτω­ση; Φυ­σι­κά ὄ­χι.
 
Τό κατεστημένο αὐτό συμπληρώνεται καί συνεπικουρεῖται ἀπό ἕναν ὁμόκεντρο καί περιφερειακό κύκλο Πανεπιστημιακῶν Καθηγητῶν καί θεολόγων, καί ὄχι μόνον, πού ἐκφράζουν ἐπίμονα, ζηλωτικά καί ἀποκλειστικά τίς οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί προάγουν τό διαβρωτικό οἰκουμενιστικό του ἔργο, λειτουργώντας ὡς προπομποί καί προοδοποιοί του στήν ἐκπαίδευση, στά ΜΜΕ καί στήν πληθώρα τῶν ἐπιστημονικῶν συνεδρίων, πού οἱ ἴδιοι διοργανώνουν.
 
Τό ἀντίθετο, ὅμως, μᾶς δι­α­σώ­ζει ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση, τήν ὁποία μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἀ­νά­γλυ­φα ὁ π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ: «­.­.. Ὁ ἐ­πί­σκο­πος πρέ­πει ν΄ ἀγ­κα­λιά­ση μέ­σα του ὅ­λη του τήν Ἐκ­κλη­σί­α· πρέ­πει νά ἐκ­δη­λώ­ση, νά φα­νε­ρώ­ση τήν ἐμ­πει­ρί­α καί τήν πί­στι της. Δέν πρέ­πει νά ὁ­μι­λῆ ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ ἀλ­λά ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, «e­x c­o­n­s­e­n­s­u e­c­c­l­e­s­i­ae»­.­[­.­.­.] Τήν πλή­ρη ἱ­κα­νό­τη­τα νά δι­δά­σκη δέν τήν ἔ­χει λά­βει ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πό τό ποί­μνιό του, ἀλ­λά ἀ­πό τό Χρι­στό, μέ­σω τῆς Ἀπο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς. Ἀλ­λ’ ἡ πλή­ρης αὐτή ἱκα­νό­της, πού ἔχει δο­θῆ σ' αὐτόν, εἶναι ἱκα­νό­της τοῦ νά φέ­ρη τή μαρ­τυ­ρί­α τῆς κα­θο­λι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ἀπό τήν ἐμ­πει­ρί­α αὐ­τήν. Ἑ­πο­μέ­νως, σέ ἐρω­τή­μα­τα πε­ρί πί­στε­ως, ὁ λα­ός πρέ­πει νά κρί­νη ἀ­νά­λο­γα μέ τή δι­δα­σκα­λί­α του. Τό κα­θῆ­κον τῆς ὑ­πα­κο­ῆς παύ­ει νά ἰσχύ­η, ὅταν ὁ ἐπί­σκο­πος ξε­φεύ­γη ἀ­πό τό κα­θο­λι­κό πρό­τυ­πο, ὁπό­τε ὁ λα­ός ἔχει τό δι­καί­ω­μα νά τόν κα­τη­γο­ρή­ση ἀ­κό­μη καί νά τόν κα­θαι­ρέ­ση»[10] .
 
Καί σέ ἄλλο σημεῖο συμπληρώνει: «Οἱ ἐ­πί­σκο­ποι λοι­πόν ἐ­νερ­γοῦν ὡς οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποι συγ­κε­κρι­μέ­νων το­πι­κῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν καί αὐ­τές οἱ ἴ­δι­ες οἱ ἐκ­κλη­σί­ες, ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­νερ­γεῖ ἐν τῷ προ­σώ­πῳ τους. Γι’ αὐ­τό οἱ «ἀ­πο­λε­λυ­μέ­νες» χει­ρο­το­νί­ες (δη­λα­δή οἱ χει­ρο­το­νί­ες χω­ρίς τί­τλο, χω­ρίς ἀ­νά­θε­ση ἕ­δρας, χω­ρίς ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο ποί­μνιο) ἀ­πα­γο­ρεύ­ον­ται αὐ­στη­ρά (6ος κα­νό­νας τῆς Συ­νό­δου τῆς Χαλ­κη­δό­νος)».[11] Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο, ἄλλωστε, ὅ­τι ἡ ὅ­λη προ­πα­ρα­σκευ­ή τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου στη­ρί­χτη­κε σέ μιά τε­χνη­τή πλει­ο­ψη­φί­α ἀ­πο­τε­λού­με­νη, ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον, ἀ­πό Ἱ­ε­ράρ­χες τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Θρό­νου, πού ὄ­χι ἁ­πλά δέν ἐκ­προ­σω­ποῦν τό ποί­μνιό τους, ἀλ­λά οὔ­τε κἄν δι­α­θέ­τουν ποί­μνιο.
 
Τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­χε ἀ­πό πο­λύ νω­ρίς στιγ­μα­τί­σει μέ τόν πιό ζω­η­ρό τρό­πο ὁ Με­γά­λος Ἅ­γιος τῆς ἐ­πο­χῆς μας, ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτς, δι­α­κε­κρι­μέ­νος Δογ­μα­το­λό­γος καί Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Βε­λι­γρα­δί­ου. Ἔγραφε συγκεκριμένα ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος: «...ποῖ­ον ἀ­κρι­βῶς «ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν» αἱ «ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­αι» αὗ­ται εἰς τήν Γε­νεύ­ην καί ἀλ­λα­χοῦ; Ποί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας καί ποῖ­ον λα­όν τοῦ Θε­οῦ ἐκ­προ­σω­ποῦν; Ἡ ἐμ­φα­νι­ζο­μέ­νη εἰς τό ἐ­ξω­τε­ρι­κόν πλει­ο­νό­της σχε­δόν τῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἡ τό­σον ἐ­πι­μό­νως ἐ­πι­βάλ­λου­σα ἑ­αυ­τήν εἰς ὅ­λας σχε­δόν τάς πα­νορ­θο­δό­ξους συ­νε­λεύ­σεις, ἀ­πο­τε­λεῖ­ται κυ­ρί­ως ἐκ τι­του­λα­ρί­ων μη­τρο­πο­λι­τῶν καί βο­η­θῶν ἐ­πι­σκό­πων, ἄ­ρα ἐκ ποι­μέ­νων ἄ­νευ ποι­μνί­ου καί συ­νε­πῶς ἄ­νευ τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ θε­ό­θεν ἐμ­πι­στευ­θέν­τος εἰς αὐ­τούς ποι­μνί­ου. Ὅ­θεν δι­ε­ρω­τᾶ­ται τις: ποῖ­ον ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει, καί ποῖ­ον θά ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ῃ εἰς τήν μέλ­λου­σαν νά συγ­κλη­θῆ Σύ­νο­δον;»[12]
 
Δι­α­τρέ­χον­τας, κα­νείς, τήν πο­ρεί­α τῆς προ­πα­ρα­σκευ­ῆς τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου, ἀ­να­κα­λύ­πτει πραγ­μα­τι­κά ὅ­τι αὐ­τή στη­ρί­χθη­κε σέ μιά σει­ρά ἀ­πο­κλει­σμῶν, ἀ­πο­κρύ­ψε­ων, ἄ­νω­θεν ἐ­πι­βο­λῶν καί συγ­κεν­τρω­τι­κῶν τα­κτι­κῶν, κυ­ρί­ως τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, πού ἐ­ξω­τε­ρι­κά μό­νον πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ὡς πα­νορ­θό­δο­ξη ἀ­πό­φα­ση[13] . Αὐ­τή ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κή τα­κτι­κή ἐκ­φρά­ζε­ται καί στό Κεί­με­νο «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», ὅ­που προ­βάλ­λε­ται ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι: «ἡ δι­α­τή­ρη­σις τῆς γνη­σί­ας ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως δι­α­σφα­λί­ζε­ται μό­νον διά τοῦ συ­νο­δι­κοῦ συ­στή­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­νέ­κα­θεν ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ ἀ­πε­τέ­λει τόν ἁρ­μό­διον καί ἔ­σχα­τον κρι­τήν πε­ρί τῶν θε­μά­των τῆς πί­στε­ως».
 
Σύμ­φω­να μέ τόν Κα­θη­γη­τή κ. Δη­μή­τριο Τσε­λεγ­γί­δη, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό: «.­.. ἡ Μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος προ­δι­κά­ζει τό ἀ­λά­θη­το τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών της.­.­.»[14] . Καί ὅ­πως ὀρ­θά πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Λε­με­σοῦ κ. Ἀ­θα­νά­σιος, ἡ ἄ­πο­ψη αὐ­τή «ἐκ­φεύ­γει τῆς ἀ­λη­θεί­ας, κα­θό­τι στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­στο­ρί­α πολ­λές σύ­νο­δοι ἐ­δί­δα­ξαν καί ἐ­νο­μο­θέ­τη­σαν λαν­θα­σμέ­να καί αἱ­ρε­τι­κά δόγ­μα­τα καί ὁ πι­στός λα­ός τίς ἀ­πέρ­ρι­ψε καί δι­ε­φύ­λα­ξε τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί ἐ­θρι­άμ­βευ­σε τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ὁ­μο­λο­γί­α. Οὔ­τε σύ­νο­δος ἄ­νευ τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ, τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οὔ­τε λα­ός ἄ­νευ συ­νό­δου Ἐ­πι­σκό­πων μπο­ροῦν νά θε­ω­ρή­σουν ἑ­αυ­τούς σῶ­μα Χρι­στοῦ καί Ἐκ­κλη­σί­αν Χρι­στοῦ καί νά ἐκ­φρά­σουν σω­στά τό βί­ω­μα καί τό δόγ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»[15] .
 
Πα­ρά τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κά χρο­νο­βό­ρα δι­α­δι­κα­σί­α προ­πα­ρα­σκευ­ῆς της, ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος δέν δι­εκ­δί­κη­σε καί δέν ἀ­πέ­κτη­σε πο­τέ τό πα­ρα­μι­κρό ἔ­ρει­σμα στόν πι­στό λα­ό, στό ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα. Ἀν­τί­θε­τα κρά­τη­σε σέ πλή­ρη ἀ­πο­μό­νω­ση καί ἀ­πό­λυ­τα ἀ­πλη­ρο­φό­ρη­τους τούς ὀρ­θο­δό­ξους πι­στούς, τούς κλη­ρι­κούς, τούς μο­να­χούς, ἀ­κό­μη καί αὐ­τούς τούς Ἐ­πι­σκό­πους. Τά Κεί­με­να μά­λι­στα πού θά πε­ρι­λαμ­βά­νει δέν ἐγ­κρί­θη­καν πο­τέ ἀ­πό τίς Συ­νό­δους τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Εἶ­ναι, ἄλ­λω­στε, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι στη­ρί­χτη­κε σέ και­νο­φα­νεῖς με­θό­δους καί πρα­κτι­κές, ὅ­πως ἡ γιά πρώ­τη φο­ρά στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­στο­ρί­α, κα­θι­έ­ρω­ση τῆς Συ­νά­ξε­ως τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων.
 
Εὐ­θύ­νη, ὅ­μως, γιά ὅ­λα αὐ­τά δέν ἔ­χουν μό­νον αὐ­τοί πού ἐ­πι­χει­ροῦν νά τά ἐ­πι­βά­λουν, ἀλ­λά καί αὐ­τοί πού τά ἀ­νέ­χον­ται καί τά νομι­μο­ποι­οῦν εἴ­τε μέ τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α τους εἴ­τε μέ τήν ἔ­νο­χη σι­ω­πή τους εἴτε μέ τήν χλια­ρή καί γιά τούς τύ­πους μό­νον ἀν­τί­δρα­σή τους. Τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­χε το­νι­σθεῖ μέ τόν πλέ­ον ἐμ­φα­τι­κό τρό­πο καί ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Ἰ­ου­στῖ­νο Πό­πο­βιτς (τό κείμενο θά συμπεριληφθεῖ στά πρακτικά)[16] .
 
Ἡ ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς πα­θο­γέ­νεια πα­ρου­σι­ά­ζε­ται καί μέ ἀρκετούς ἀπό τούς ἀν­τι­προ­σώ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­α­πνέ­ον­ται ἀ­πό οἰ­κου­με­νι­στι­κές ἀν­τι­λή­ψεις. Τίς ἀν­τι­λή­ψεις αὐ­τές ἐκ­φρά­ζουν στούς δι­α­χρι­στι­α­νι­κούς δι­α­λό­γους, στό ΠΣΕ, ἀλ­λά τίς με­τα­φέ­ρουν καί στίς Προ­συ­νο­δι­κές Ἐ­πι­τρο­πές, πού μᾶς ἀφορᾶ ἐν προκειμένῳ, χω­ρίς αὐ­τές νά ἔ­χουν ἐγ­κρι­θεῖ πο­τέ ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Θά πρέ­πει ἐ­δῶ νά ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι ἐ­πί δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα τη­ρεῖ­ται ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μί­α πα­ρά­ξε­νη ὅ­σο καί πα­ρά­δο­ξη τα­κτι­κή ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τούς οἰ­κου­με­νι­κούς δι­α­λό­γους καί τήν Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο.
 
Ὅπως τονίζει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Σή­με­ρα γί­νον­ται πολ­λοὶ Δι­ά­λο­γοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας μὲ ἄλ­λες Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες, μὲ ἄλ­λες Ὁ­μο­λο­γί­ες καὶ ἄλ­λες Θρη­σκεῖ­ες. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α νὰ μὴν ἐ­νη­με­ρώ­νε­ται, οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες νὰ μὴν ἐκ­φρά­ζουν τὶς ἀ­πό­ψεις τους καὶ νὰ μὴ κα­θο­ρί­ζουν τὴν στά­ση τους ἀ­πέ­ναν­τί σέ αὐ­τές; Κα­θὼς ἐ­πί­σης εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ λα­ὸς νὰ πα­ρα­μέ­νη στὴν ἄ­γνοι­α, νὰ μὴν ἐ­νη­με­ρώ­νε­ται ἐ­παρ­κῶς;»[17]
 
Τό ἴ­διο δι­ε­ρω­τώ­με­θα καί μεῖς: εἶ­ναι δυ­να­τόν; Εἶ­ναι δυ­να­τόν, ἐ­νῶ βρί­σκον­ται σέ ἐ­ξέ­λι­ξη καί πα­ρα­μέ­νουν ἀ­νοι­κτά τό­σα οὐ­σι­α­στι­κά ζη­τή­μα­τα, ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α νά μήν ἀ­σχο­λεῖ­ται κἄν μέ αὐ­τά; Ὁ Κα­θη­γη­τής κ. Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης, σέ πρό­σφα­τη ἐ­πι­στο­λή του πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι γιά δι­ά­στη­μα πενήντα περίπου ἐ­τῶν ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας δέν ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ μέ δογ­μα­τι­κά ζη­τή­μα­τα!
 
Εὔ­λο­γα, λοι­πόν, ἀ­να­κύ­πτουν μί­α σει­ρά ἀ­πό ἐ­ρω­τή­μα­τα. Για­τί τε­λι­κά δέν ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ δογματικά θέ­μα­τα ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α; Για­τί δέν ἐ­νη­με­ρώ­νον­ται οἱ Ἐ­πί­σκο­ποί μας γιά τήν πο­ρεί­α τῶν οἰ­κου­με­νι­κῶν δι­α­λό­γων; Για­τί δέν το­πο­θε­τοῦν­ται πά­νω στά ζη­τή­μα­τα αὐ­τά; Για­τί κρα­τοῦν σέ ἄ­γνοι­α τόν λα­ό τοῦ Θε­οῦ; Τί κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πό αυ­τή τήν συ­στη­μα­τι­κή ἐ­πι­χεί­ρη­ση συ­σκό­τι­σης καί ἀπο­προ­σα­να­το­λι­σμοῦ; Ποι­ός καί για­τί τήν ἐ­πι­βά­λλει; Ποι­οί καί για­τί τήν ἀ­νέ­χον­ται καί για­τί τήν νο­μι­μο­ποι­οῦν μέ τήν ἀ­νο­χή καί τήν σι­ω­πή τους;
 
Τό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τοῦ Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 2009 ἀ­να­φέ­ρε­ται στό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας καί στούς δι­με­ρεῖς δι­α­λό­γους μέ τούς πα­πι­κούς καί ση­μει­ώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Τό κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας καί τό κεί­με­νο πού πρό­κει­ται νά συ­ζη­τη­θεῖ στήν Κύ­προ τε­λοῦν ὑ­πό τόν ὅ­ρον τῆς ἀ­να­φο­ρᾶς καί ἐγ­κρί­σε­ώς τους ἀ­πό τίς κα­τά τό­πους Αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, ἑ­πο­μέ­νως καί ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, Συ­νο­δι­κῶς δι­α­σκε­πτο­μέ­νης. Αὐ­τό πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν θά ὑ­πάρ­ξουν τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα, χω­ρίς Συ­νο­δι­κή Ἀ­πό­φα­ση τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας. Οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες εἶ­ναι φύ­λα­κες τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πα­ρα­δό­σε­ως, ὅ­πως ὁ­μο­λό­γη­σαν κα­τά τήν εἰς Ἐ­πί­σκο­πον χει­ρο­το­νί­α τους»[18] .
 
Ὅ­πως, ὅ­μως, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται, οἱ φύ­λα­κες πα­ρα­μέ­νουν συ­στη­μα­τι­κά ἀ­πλη­ρο­φό­ρη­τοι σχε­τι­κά μέ ὅ­λα αὐ­τά. Καί ἀ­να­ρω­τι­ώ­μα­στε, ἄν οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, πού εἶ­ναι οἱ φύ­λα­κες τῆς πί­στε­ως, ἔ­χουν ἄ­γνοι­α γιά τό­σο σο­βα­ρά ζη­τή­μα­τα, τό­τε ποι­όν θά ἐμ­πι­στευ­τεῖ ὁ λα­ός, ποι­όν θά ἀ­κο­λου­θή­σει; Καί διερωτώμεθα ἐπίσης, αὐτή ἡ ἄγνοια εἶναι ἑκούσια ἤ τεχνητή καί ἐπιβαλλομένη ἀπό ἐξωσυνοδικά καί ξένα κέντρα; Μή­πως μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ὁ­δη­γοῦν τε­λι­κά τόν πι­στό λα­ό στό νά μήν ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τήν Δι­οί­κη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;
 
Τε­λι­κά, ποι­ά εἶ­ναι ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ἐγ­κρί­σε­ως τῶν Κει­μέ­νων τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Δι­α­λό­γου μέ τούς Παπι­κούς; Ἔ­χουν συ­ζη­τη­θεῖ ἤ ὄ­χι τά κεί­με­να αὐ­τά στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α; Τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας ἐκ­δό­θη­κε τό 2007. Δύ­ο χρό­νια με­τά, τό 2009, στό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι θά ὑ­πάρ­ξει ἀ­πό­φα­ση «ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, Συ­νο­δι­κῶς δι­α­σκε­πτο­μέ­νης» κι ὅ­τι «Αὐ­τό πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν θά ὑ­πάρ­ξουν τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα, χω­ρίς Συ­νο­δι­κή Ἀ­πό­φα­ση τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας». Ἔ­κτο­τε πα­ρῆλ­θαν ἄλ­λα ἑ­πτά ἔ­τη (συμ­πλη­ρώ­νε­ται δη­λα­δή μιά δε­κα­ε­τί­α ἀ­πό τήν ἔκ­δο­ση τοῦ Κει­μέ­νου) καί ἡ ἀ­να­με­νό­με­νη ἀ­πό­φα­ση ἀ­κό­μη δέν ἐλή­φθη­. Μή­πως ἡ ἀ­πο­φυ­γή Συ­νο­δι­κῆς Ἀ­πό­φα­σης ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τά γνω­στά κέν­τρα πού ἀ­να­φέ­ρα­με, ὥ­στε νά ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ἤ καί νά θε­ω­ροῦν ὅ­τι τά κεί­με­να αὐ­τά ἔ­γι­ναν δε­κτά σι­ω­πη­ρῶς ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας;
 
Σέ ἀ­νά­λο­γα τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα στη­ρί­ζε­ται, ἄλ­λω­στε, ὅ­λη ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ δι­α­λό­γου μέ τούς πα­πι­κούς. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα ἡ Συ­νέ­λευ­ση τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Δι­α­λό­γου στό B­a­l­a­m­a­nd τό 1993, στήν ὁ­ποί­α ἀρ­νή­θη­καν νά λά­βουν μέ­ρος ἕ­ξι Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες (τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, τῆς Σερ­βί­ας, τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, τῆς Γε­ωρ­γί­ας, τῆς Ἑλ­λά­δος καί τῆς Τσε­χίας καί Σ­λο­βα­κί­ας) δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νες γιά τίς προ­κλή­σεις τῶν Οὐ­νι­τῶν. Μέ τό ἀ­πα­ρά­δε­κτο καί προδοτικό Κεί­με­νο πού ἐκ­δό­θη­κε στό B­a­l­a­m­a­nd ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ται ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη καί τά μυ­στή­ρια τῶν πα­πι­κῶν, ἀ­μνη­στεύ­ε­ται ἡ Οὐ­νί­α καί τῆς προσ­δί­δε­ται ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα μέ τό νά συμ­με­τέ­χει μά­λι­στα ἰ­σό­τι­μα στούς δι­ε­ξα­γο­μέ­νους δι­α­λό­γους Παπικῶν-Ὀρ­θο­δό­ξων. Τό κεί­με­νο, ὅ­μως, αὐτό συ­νε­χί­ζει νά γί­νε­ται ἀ­πο­δε­κτό στό πλαί­σιο τοῦ δι­α­λό­γου, πα­ρά τίς τε­ρά­στι­ες ἀν­τι­δρά­σεις πού προ­κά­λε­σε καί συ­νε­χί­ζει νά προ­κα­λεῖ. Κά­θε νέ­α Συ­νέ­λευ­ση τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς θε­ω­ρεῖ ὡς δε­δο­μέ­να ὅ­σα ἀ­πο­φα­σί­στη­καν καί συμ­πε­ρι­λή­φθη­καν στά κεί­με­να πού ἐκ­δό­θη­καν ἀ­πό τίς προ­η­γού­με­νες Συ­νε­λεύ­σεις, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τό ἄν ἔ­χουν τήν ἀ­παι­τού­με­νη συ­νο­δι­κή ἔγ­κρι­ση τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ὅ­λη ἡ πο­ρεί­α, ἄλ­λω­στε, τῶν οἰ­κου­με­νι­κῶν δι­α­λό­γων χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό μί­α ἔν­το­νη ἀ­δι­α­φά­νεια καί ἀ­πό μί­α ἐ­νορ­χη­στρω­μέ­νη προ­σπά­θεια δη­μι­ουρ­γί­ας καί ἐ­πι­βο­λῆς ἀ­νά­λο­γων τε­τε­λε­σμέ­νων. Τό γε­γο­νός αὐ­τό προ­δί­δει τήν τή­ρη­ση καί ἐ­φαρ­μο­γή συγ­κε­κρι­μέ­νων σχε­δια­σμῶν καί προ­ει­λημ­μέ­νων ἀ­πο­φά­σε­ων.
 
Κά­τι ἀ­νά­λο­γο ἰ­σχύ­ει καί μέ τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Γε­νι­κῶν Συ­νε­λεύ­σε­ων τοῦ Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί μέ τά τε­λευ­ταῖ­α ἀ­πα­ρά­δε­κτα καί ἀν­τορ­θό­δο­ξα Κεί­με­να τοῦ Πόρ­το Ἀ­λέγ­κρε (2006) καί τοῦ Που­σάν (2013). Τά κεί­με­να αὐ­τά ἀ­να­τρέ­πουν ὅ­λη τήν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, ἀ­φοῦ ἀ­να­φέ­ρουν ὅ­τι: «Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α (σημ. πού συμ­με­τέ­χει στό Π.Σ.Ε.) εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κὴ καὶ ὄ­χι ἁ­πλὰ ἕ­να μέ­ρος της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κή, ἀλ­λὰ ὄ­χι στὴν ὁ­λό­τη­τά της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πλη­ρώ­νει τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τά της ὅ­ταν εἶ­ναι σὲ κοι­νω­νί­α μὲ τὶς ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες»[19]. Ὦ τῆς παραφροσύνης!
 
Εἶ­ναι δυ­να­τόν νά γί­νον­ται ἀ­πο­δε­κτά τέ­τοι­α κεί­με­να; Πό­τε ἐγ­κρί­θη­καν ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Πό­τε τά ἐ­πι­κύ­ρω­σε καί τά ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε μέ τήν ἔγ­κρι­σή του τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Ποι­όν ἐκ­προ­σω­ποῦ­σαν αὐ­τοί πού τά συ­νυ­πέ­γρα­ψαν ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος; Ποι­όν ἐ­νη­με­ρώ­νουν καί σέ ποι­όν λο­γο­δο­τοῦν; Καί αὐ­τό συ­νι­στᾶ ἕ­να γε­νι­κώ­τε­ρο ἐ­ρώ­τη­μα γιά τά κρι­τή­ρια μέ τά ὁ­ποῖ­α ἐ­πι­λέ­γον­ται καί ὁ­ρί­ζον­ται οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι καί κα­θη­γη­τές - ἀν­τι­πρό­σω­ποι στό ΠΣΕ καί στούς δι­με­ρεῖς δι­α­λό­γους. Ὑ­πάρ­χει ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση τοῦ ἔρ­γου τους καί πῶς ἀ­πο­τι­μᾶ­ται αὐ­τό;
 
Δη­μι­ουρ­γεῖ ἀρ­νη­τι­κή ἐν­τύ­πω­ση καί προ­κα­λεῖ τό ὀρ­θό­δο­ξο αἴ­σθη­μα τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ ἡ πά­για τα­κτι­κή τῆς Συ­νό­δου νά ἐ­πι­λέ­γει, ὡς ἀν­τι­προ­σώ­πους της στούς δι­α­λό­γους, Ἐ­πι­σκό­πους καί Κα­θη­γη­τές μέ δε­δο­μέ­νες καί ἐκ­πε­φρα­σμέ­νες οἰ­κου­με­νι­στι­κές ἀν­τι­λή­ψεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πο­τε­λοῦν οἱ Μη­τρο­πο­λί­τες Με­σση­νί­ας κ. Χρυ­σό­στο­μος καί Δη­μη­τριά­δος κ. Ἰ­γνά­τιος. Παρακαλοῦμε καί ἔν τινι μέτρῳ ἀπαιτοῦμε ἡ Ἱερά Σύνοδος νά ὁρίσει νέους ἀντιπροσώπους, ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες μέ γενναῖο καί ὀρθόδοξο ὁμολογιακό φρόνημα, πού δέν θά προέρχονται ἀπό τούς γνωστούς οἰκουμενιστικούς καί φιλοπατριαρχικούς κύκλους. Νά ὁρίσει νέους ἐκπροσώπους, πού θά ἐνημερώνουν τήν Ἱερά Σύνοδο καί τό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί δέν θά μεταφέρουν τίς προσωπικές τους ἀπόψεις, ἀλλά αὐτές πού θά λαμβάνονται ἐπίσημα ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας μας.
 
Αὐ­τό, ὅ­μως, πού συ­νι­στᾶ τόν με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο εἶ­ναι ὅ­τι οἱ οἰ­κου­με­νι­στι­κές αὐ­τές ἀν­τι­λή­ψεις καί ἀ­πο­φά­σεις ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται τώ­ρα νά ἐ­πι­βλη­θοῦν μέ­σῳ τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου καί νά λά­βουν πα­ναρ­θό­δο­ξο κῦ­ρος καί ἰ­σχύ. Πρό­κει­ται ὁ­λο­κά­θα­ρα γιά μιά ἀ­προ­κά­λυ­πτη ἐ­πι­χεί­ρη­ση θε­σμι­κῆς νο­μι­μο­ποί­η­σης τῶν αἱ­ρέ­σε­ων ἐ­ρή­μην τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ τε­λευ­ταί­α ἔ­κτα­κτη Σύ­νο­δος τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας (8-10 Μαρτίου 2016) ἀ­σχο­λή­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ τά δι­α­δι­κα­στι­κά ζη­τή­μα­τα τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου πα­ρά μέ τήν οὐ­σί­α τῶν θε­μά­των καί τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου της. Ἐ­νῶ ἀ­πο­μέ­νουν ἐ­λά­χι­στοι μῆ­νες γιά τήν σύγ­κλη­ση τῆς Συ­νό­δου, δέν πα­ρέ­χε­ται καμ­μί­α ἐ­νη­μέ­ρω­ση γιά τό ποι­ά στά­ση θά τη­ρή­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σ’ αὐ­τή, δέν ἔ­χει ἐκ­δο­θεῖ καμ­μί­α ἐ­νη­με­ρω­τι­κή συ­νο­δι­κή ἐγ­κύ­κλιος, δέν ἔ­χει κα­νείς Μη­τρο­πο­λί­της ἀ­πευ­θυν­θεῖ στό ποί­μνιό του γιά νά τό ἐ­νη­με­ρώ­σει καί νά λά­βει τήν γνώ­μη του. Φω­τει­νή ἐ­ξαί­ρε­ση, βε­βαί­ως, οἱ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Μη­τρο­πο­λί­τες, πού βρί­σκον­ται σή­με­ρα ἐ­δῶ καί μερικοί ἀκόμη πού ἔ­χουν ἀ­να­λά­βει αὐ­τή τήν τό­σο ση­μαν­τι­κή πρω­το­βου­λί­α ἐ­νη­μέ­ρω­σης τοῦ λα­οῦ, γιά τήν ὁ­ποί­α τούς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με θερ­μά. Προ­σβλέ­που­με δέ καί στήν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή συμ­βο­λή τους, τό­σο στή Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, πού πρό­κει­ται νά συγ­κλη­θεῖ γιά τό θέ­μα αὐ­τό, ὅ­σο καί στήν ἀ­με­τα­κί­νη­τη ὁ­μο­λο­για­κή τους στά­ση στήν μέλ­λου­σα Σύ­νο­δο, ἐ­φ’ ὅ­σον θέ­λει καί ἐ­πι­τρέ­ψει τε­λι­κά ὁ Θε­ός νά γί­νει.
 
Ἔ­χον­τας φτά­σει πλέ­ον στήν τε­λι­κή εὐ­θεί­α πρός τήν Με­γά­λη Σύ­νο­δο, οἱ πρω­τερ­γά­τες καί ὑ­πο­στη­ρι­κτές της ἐ­πι­χει­ροῦν, μέ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε τί­μη­μα, νά ὁ­λο­κλη­ρώ­σουν καί νά ἐ­πι­βά­λουν ὅ­σα σχε­δί­α­ζαν ἐ­πί 100 ὁλόκληρα χρό­νια, πού δι­ήρ­κε­σε ἡ προ­πα­ρα­σκευ­ή της. Κι αὐ­τό, για­τί θε­ω­ροῦν τήν σύγ­κλη­σή της, ἔ­στω καί ἀ­πο­ψι­λω­μέ­νη στή θε­μα­το­λο­γί­α της, ὡς μο­να­δι­κή εὐ­και­ρί­α γιά τό ἕ­να καί τό μεῖ­ζον γι’ αὐ­τούς, καί γιά τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη αὐ­τή χρο­νι­κή στιγ­μή, νά προσ­δώ­σουν, δη­λα­δή, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στίς αἱ­ρέ­σεις.
 
Ὁ συ­νο­λι­κός, ὅ­μως, σχε­δια­σμός τῶν γνω­στῶν κέν­τρων, στά ὁ­ποῖ­α προ­α­να­φερ­θή­κα­με, πε­ρι­λάμ­βα­νει καί ἄλ­λους το­μεῖς καί πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τά γε­γο­νό­τα, στα­δια­κά καί μέ στο­χευ­μέ­νες ἐ­πι­λο­γές.
 
Ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τριά­ρχης ἐ­ξέ­δω­σε πρό­σφα­τα ἐγ­κύ­κλιο (314/20-3-2016), μέ τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Σύ­νο­δος αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ τό πρῶ­το βῆ­μα καί ὅ­τι «με­τ’ οὐ πο­λύ» θά ἀ­κο­λου­θή­σουν καί ἄλ­λες ἀ­νά­λο­γες. Εἶ­ναι μά­λι­στα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἡ ἀ­να­φο­ρά τῆς πα­τρι­αρ­χι­κῆς ἐγ­κυ­κλί­ου ὅ­τι τά κεί­με­να δη­μο­σι­ο­ποι­οῦν­ται πρός τό ποί­μνιο «καί πρός ἔκ­φρα­σιν τῆς γνώ­μης του καί τῶν προσ­δο­κι­ῶν του ἀ­πό τήν Ἁ­γί­αν καί Με­γά­λην Σύ­νο­δον» κι αὐ­τό προ­φα­νῶς με­τά τίς ἔν­το­νες ἀν­τι­δρά­σεις πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν ἀ­πό Ἐ­πι­σκό­πους, κλη­ρι­κούς, μο­να­χούς καί λα­ϊ­κούς γιά τίς ἀν­τορ­θό­δο­ξες θέ­σεις τῶν κει­μέ­νων, τήν κα­τά­λυ­ση τῆς συ­νο­δι­κό­τη­τας καί τόν ἀ­πο­κλει­σμό τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος.
 
Γιά αὐ­τές, λοι­πόν, τίς Συ­νό­δους, πού προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται νά ἀ­κο­λου­θή­σουν, ὑ­πάρ­χουν μί­α σει­ρά ἀ­πό θέ­μα­τα, τά ὁποῖα προ­ε­τοι­μά­ζον­ται με­θο­δευ­μέ­να. Ὅ­πως μᾶς δι­δά­σκει ἡ ἱ­στο­ρί­α, οἱ θρη­σκευ­τι­κές ἐ­ξε­λί­ξεις ἀ­κο­λου­θοῦν, πολ­λές φο­ρές, ἤ καί ὑ­πα­γο­ρεύ­ον­ται, ἀ­πό πο­λι­τι­κές καί ποι­κί­λες ἄλ­λες σκο­πι­μό­τη­τες καί ὑ­πα­κού­ουν σέ δι­ε­θνεῖς συ­σχε­τι­σμούς καί ἰ­σορ­ρο­πί­ες. Εἶ­ναι, ἄλ­λω­στε, γνω­στό ὅ­τι ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή ἀ­κό­μη τοῦ Ψυ­χροῦ Πο­λέ­μου οἱ δυ­τι­κές δυ­νά­μεις, ὑπό τήν ἡγεμονία τῶν ΗΠΑ, πα­ρέ­χουν τήν ὑ­πο­στή­ρι­ξή τους στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καί τήν πά­για ἀ­ξί­ω­σή του γιά τήν ἐγ­κα­θί­δρυ­ση τοῦ πρω­τεί­ου του στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἐ­πι­δι­ώ­κουν τήν ἐ­ξου­δε­τέ­ρω­ση τοῦ ρω­σι­κοῦ πα­ρά­γον­τα ἐ­πιρ­ρο­ῆς στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή.
 
Σέ θε­ο­λο­γι­κό ἐ­πί­πε­δο ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξη αὐ­τή ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ τήν προ­σπά­θεια γιά τήν ἐ­πι­βο­λή ἑ­νός «Πρώ­του» καί στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά ἐγ­γυᾶ­ται καί θά ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τήν δι­α­τή­ρη­ση τῶν ἀ­παι­τού­με­νων ἰ­σορ­ρο­πι­ῶν. Αὐ­τός εἶ­ναι καί ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο τό ὅ­λο ζή­τη­μα προ­βάλ­λε­ται συ­στη­μα­τι­κά ἀ­πό κο­ρυ­φαί­ους ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου.
 
Στό πλαί­σιο αὐ­τό ἐν­τάσ­σε­ται καί ἡ προ­σπά­θεια γιά τήν ἀ­πο­δυ­νά­μω­ση καί τήν ὑπονόμευση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος καί οἱ πι­έ­σεις πού φαί­νε­ται νά ἀ­σκοῦν­ται -ἀπό τά γνωστά πάντοτε κέντρα- γιά τήν αὐ­το­νό­μη­ση τῶν Νέ­ων Χω­ρῶν καί τήν ὑ­πα­γω­γή τους στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Αὐ­τό εἶ­ναι πι­θα­νόν νά ἐ­πι­τευ­χθεῖ μέ τόν προωθούμενο χω­ρι­σμό Κρά­τους-Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος φη­μο­λο­γεῖ­ται, ἤ μέ κά­ποι­ον ἄλ­λο τρό­πο, πού θά ἐ­πι­λε­γεῖ.
 
Ἡ ἐ­πι­βο­λή τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας ἑ­νός «Πρώ­του» καί στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α γίνεται μέ βά­ση τά πα­πι­κά πρό­τυ­πα, δηλαδή ὄχι ὡς πρωτεῖο τιμῆς μεταξύ ἴσων, ἀλλά ὡς πρωτεῖο ἐξουσίας, ὡς Πάπα τῆς Ἀνατολῆς. Προ­ε­τοι­μά­ζε­ται δέ ἤ­δη καί προ­βάλ­λε­ται μέ­σῳ τῆς ἀν­τορ­θό­δο­ξης δι­δα­σκα­λί­ας «πε­ρί προ­σώ­που» τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Περ­γά­μου Ἰ­ω­άν­νη, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἐμ­φο­ρεῖ­ται τό Κεί­με­νο «Ἡ ἀ­πο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἐν τῷ συγ­χρό­νῳ κό­σμῳ»­ (Κείμενο 1), καθώς καί ἀπό ἄλλα ἐπιφανῆ στελέχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (π.χ. ὁ Μητροπολίτης Προύσσης Ἐλπιδοφόρος)
 
Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος στίς «Πα­ρα­τη­ρή­σεις γιά τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο κα­τά τήν Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος» ση­μει­ώ­νει γιά τό συγ­κε­κρι­μέ­νο ζή­τη­μα: «Ἡ ὅ­λη προ­βλη­μα­τι­κή πε­ρί τοῦ προ­σώ­που ἀ­πο­τε­λεῖ, χω­ρίς νά κιν­δυ­νο­λο­γῶ, μιά αἵ­ρε­ση, συ­νέ­χεια τοῦ ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ, τοῦ μο­νο­θε­λη­τι­σμοῦ καί εἶ­ναι ἐ­πη­ρε­α­σμός ἀ­πό τήν ὑ­παρ­ξι­στι­κή φι­λο­σο­φί­α τοῦ Κί­ρκε­γκαρντ, τοῦ Μαρ­σέλ, τοῦ Σάρ­τρ καί τόν γερ­μα­νι­κό ἰ­δε­α­λι­σμό τοῦ Χά­ϊν­τεγ­κερ»[20] . Πρό­σφα­τα μά­λι­στα δη­μο­σί­ευ­σε πο­λυ­σέ­λι­δη, ἐμ­βρι­θῆ καί ἀ­πό­λυ­τα τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νη θε­ο­λο­γι­κή με­λέ­τη, στήν ὁ­ποί­α κα­τα­δει­κνύ­ει ὅ­τι ἡ θε­ο­λο­γία «πε­ρί προ­σώ­που» τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Περ­γά­μου εἶ­ναι ἀ­νορ­θό­δο­ξη καί ἀ­πορ­ρι­πτέ­α.
 
Ἀπό τήν μέλλουσα Σύνοδο ἐπαπειλεῖται, ἐπίσης, ἡ ἐ­πι­βο­λή κυ­ρώ­σε­ων εἰς βάρος ὅ­σων ὀρ­θο­δό­ξων θά ἀν­τι­δρά­σουν, ὅ­πως ὀ­φεί­λουν, σέ πι­θα­νές ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου. Τό ἴ­διο τό Κεί­με­νο, ἄλ­λω­στε, «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον» καί στό ἄρ­θρο 22, ἀ­σκεῖ προ­λη­πτι­κή λο­γο­κρι­σί­α καί ἐ­πι­χει­ρεῖ νά φι­μώ­σει ἐκ τῶν προ­τέ­ρων κά­θε ὀρ­θό­δο­ξη ἀν­τίρ­ρη­ση σέ ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου: « Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α θε­ω­ρεῖ κα­τα­δι­κα­στέ­αν πᾶ­σαν δι­ά­σπα­σιν τς ἑ­νό­τη­τος τς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὑ­πό ἀ­τό­μων ἤ ὁ­μά­δων, ἐ­πί προ­φά­σει τη­ρή­σε­ως δῆ­θεν προ­α­σπί­σε­ως τς γνη­σί­ας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας».
 
Δί­και­α, λοι­πόν, δι­ε­ρω­τᾶ­ται Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος: «Δη­λα­δή, ἄν τε­λι­κῶς λη­φθοῦν ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­φά­σεις, τίς ὁ­ποῖ­ες οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ μο­να­χοί καί θε­ο­λό­γοι τίς ἀ­γνο­οῦν, καί οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀν­τι­βαί­νουν σέ πα­τε­ρι­κές θέ­σεις, θά ἔ­χουν εὐ­θύ­νη καί θά ὑ­πό­κειν­ται σέ κρί­σεις καί κα­τα­κρί­σεις, ἄν ἀρ­νη­θοῦν νά τίς ἐ­φαρ­μό­σουν;­»[21] . Κιν­δυ­νεύ­ουν, δηλαδή, νά χα­ρα­κτη­ρι­σθοῦν ὡς αἱ­ρε­τι­κοί ὅ­σοι ὀρ­θο­δο­ξοῦν καί πα­ρα­μέ­νουν «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».
 
 Ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ τοῦ κιν­δύ­νου βρι­σκό­μα­στε σή­με­ρα. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Χρέ­ος μας ἦταν νά σᾶς τήν πα­ρου­σι­ά­σου­με χω­ρίς ὑ­πεκ­φυ­γές, χω­ρίς πε­ρι­στο­λές, χω­ρίς φό­βο καί χω­ρίς ἀ­να­στο­λές. Κα­τα­δι­κά­ζου­με ἀ­πε­ρί­φρα­στα και­νο­φα­νεῖς θε­ω­ρί­ες καί ἐ­νέρ­γει­ες πού στρέ­φον­ται κα­τά τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας. Κα­τα­δι­κά­ζου­με τούς ἐμ­πνευ­στές καί ὑ­πο­κι­νη­τές τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν αὐ­τῶν, κα­θώς καί ὅ­λους αὐ­τούς, πού μέ τήν ἀ­δρά­νεια καί τήν ὀ­λι­γω­ρί­α τους τούς ἀ­νέ­χον­ται καί τούς νο­μι­μο­ποι­οῦν εἴτε εἶναι Πατριάρχες εἴτε Ἀρχιεπίσκοποι εἴτε Ἐπίσκοποι εἴτε Πανεπιστημιακοί Καθηγητές εἴτε ὅποιοιδήποτε ἄλλοι. Ἕ­ως πό­τε θά γι­νό­μα­στε συ­νέ­νο­χοι μέ τήν σι­ω­πή μας; Ἕ­ως πό­τε θά πα­ρα­μέ­νου­με θε­α­τές τῆς ἀλ­λο­τρί­ω­σης τῆς ἴ­διας τῆς ὀρ­θό­δο­ξης αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας μας; Ἕ­ως πό­τε θά πα­ρα­μέ­νου­με χει­ρο­κρο­τη­τές ὅ­σων ἐκ­χω­ροῦν τά ἅ­για καί ἱ­ε­ρά τῆς πί­στε­ώς μας στούς αἱ­ρε­τι­κούς; Ὁ κλοι­ός ἔ­χει στε­νέ­ψει πλέ­ον ἐ­πι­κίν­δυ­να καί οἱ ἐ­ξε­λί­ξεις εἶ­ναι ρα­γδαῖ­ες καί μπο­ροῦν νά ἀ­πο­βοῦν τρα­γι­κές γιά τό ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα. Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρη πλέ­ον ἡ συ­στη­μα­τι­κή καί στο­χευ­μέ­νη προ­σπά­θεια θε­σμι­κῆς νο­μι­μο­ποι­ή­σε­ως τοῦ παναιρετικοῦ, κατά τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, οἰ­κου­με­νι­σμοῦ καί ἡ δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς ἀλ­λοι­ω­μέ­νης ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας.
 
Ἀ­δελ­φοί, ἐ­σή­μα­νε ἡ ὥ­ρα. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ὀ­λι­γω­ρί­α. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ἀ­δρά­νεια. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ἔ­νο­χη σι­ω­πή. Ἀ­παι­τεῖ­ται ἐ­γρή­γορ­ση καί ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση. Ἀ­παι­τεῖ­ται ἀν­τί­στα­ση καί ἀν­τί­δρα­ση. Ἄς με­λε­τή­σου­με, ἄς ἐ­νη­με­ρω­θοῦ­με, ἄς ἐ­νη­με­ρώ­σου­με καί τούς ἀ­δελ­φούς μας, ἄς ἐκ­φρά­σου­με τίς ἀ­νη­συ­χί­ες καί τίς ἐν­στά­σεις μας στούς ὑ­πευ­θύ­νους. Ἄς εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι γι­ά ὁ­ποι­α­δή­πο­τε θυ­σί­α χρεια­σθεῖ -ἀκόμη κι αὐτῆς τῆς ζωῆς μας- γι­ά τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας. Ἄς προ­σευ­χη­θοῦ­με νά φω­τί­σει ὁ Θε­ός ὅ­σους λαμ­βά­νουν τίς ἀ­πο­φά­σεις, ὅ­λο τόν ὀρ­θό­δο­ξο λα­ό καί ἐ­μᾶς, ὥ­στε νά πρά­ξου­με τά θε­ά­ρε­στα καί τά πρέ­πον­τα.
 
Ἀ­κό­μη καί ἄν δέν ἀ­πο­φευ­χθεῖ ἡ σύγ­κλη­ση τῆς Συ­νό­δου αὐ­τῆς (πού τό εὐχόμαστε), θά πρέ­πει νά προ­σευ­χό­μα­στε καί νά εὐ­χό­μα­στε μέ πό­νο καρ­διᾶς καί μέ πνεῦ­μα με­τά­νοι­ας καί τα­πεί­νω­σης νά κυ­ρι­αρ­χή­σει ἡ χα­ρι­σμα­τι­κή πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Ὅ­πως το­νί­ζει ὁ Κα­θη­γη­τής κ. Τσε­λεγ­γί­δης: «Στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, ὡς γνω­στόν, ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­νο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Ἡ ἀ­λή­θεια κα­θε­αυ­τήν εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή, για­τί στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα»[22] .
 
Ἡ Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Γι’ αὐ­τό καί ἕ­νας ἀ­κό­μη, ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ ἔ­ναν­τι ὅ­λων τῶν ἄλ­λων, ὅ­σοι κι ἄν εἶ­ναι αὐτοί.
 
Ἀδελφοί,
 
Ἡ νί­κη τῆς Ὀρθοδοξίας μας, μέ τήν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, τῆς Κυ­ρί­ας μας Θε­ο­τό­κου καί τῶν Ἁ­γί­ων μας, θά εἶ­ναι βε­βαί­α.
 
Ὁ Χριστός μας θά νικήσει.
 
Ὁ Χριστός μας θά ἀναδείξει τήν Ἀλήθεια.
 
Ὁ Χριστός μας θά φυλάξει καί τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία καί τήν φιλτάτη πατρίδα μας. Ἀμήν.



[1] Μητροπολίτη Πειραιῶς Σεραφείμ, Ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, 2-3-2016
 
[2] Ἀ­να­φέ­ρου­με, μό­νο, ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κά τό γνω­στό καί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πε­ρι­στα­τι­κό κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς πα­τρι­αρ­χεί­ας τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Τι­μο­θέ­ου Α΄ (511-518) καί τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου Πα­τριά­ρχη Ἰ­ω­άν­νη, πού τόν δι­α­δέ­χτη­κε, γιά τήν δι­α­γρα­φή ἀ­πό τά Δί­πτυ­χα τοῦ θρό­νου τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τοῦ ὀνόματος  τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Ἀν­τι­ο­χεί­ας Σε­βή­ρου. Οἱ πι­στοί, παρά τίς συμβιβαστικές καί καθησυχαστικές προτάσεις τοῦ Πατριάρχη ἐ­πέ­με­ναν καί ἀπαιτοῦσαν: «Σε­βῆ­ρον τόν Ἰ­ού­δα ἐ­ξω βά­λε.­.. Εὐ­φή­μιον καί Μα­κε­δό­νιον τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ. Τά συ­νο­δι­κά εἰς Ρώ­μην ἄρ­τι ἀ­πέλ­θω­σιν.­.. Εὐ­φη­μί­ου καί Μα­κε­δο­νί­ου τά ὀ­νό­μα­τα ἄρ­τι τα­γῇ.­.. τάς τέσ­σα­ρας συ­νό­δους τοῖς δι­πτύ­χοις. Λέ­ον­τα τόν ἐ­πί­σκο­πον Ρώ­μης τοῖς δι­πτύ­χοις.­.. τά δί­πτυ­χα τῷ ἄμβωνι... τά δίπτυχα ἄρτι φέρε...». [Μετάφραση: «Σε­βῆ­ρον τόν Ἰ­ού­δα δι­ά­γρα­ψέ τον (ἀ­πό τά Δί­πτυ­χα)….Εὐ­φή­μιον καί Μα­κε­δό­νιον Β΄ (δηλ. τόν ὀρθόδοξο Πατριάρχη καί ὄχι τόν ὁμώνυμον αἱρεσιάρχη) κα­τά­τα­ξε (στά Δί­πτυ­χα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας)…Τά συ­νο­δι­κά γράμ­μα­τα τώ­ρα νά στα­λοῦν στή Ρώ­μη…τοῦ Εὐ­φη­μί­ου καί τοῦ Μα­κε­δο­νί­ου Β΄τά ὀ­νό­μα­τα τώ­ρα νά κα­τα­γρα­φοῦν στά Δί­πτυ­χα….(ἐ­πί­σης)  οἱ τέσ­σε­ρεις (Οίκουμενικές) Σύ­νο­δοι νά κα­τα­γρα­φοῦν στά Δί­πτυ­χα. Ὁ Λέ­ων ὁ ἐ­πί­σκο­πος Ρώ­μης νά κα­τα­φρα­φεῖ στά Δί­πτυ­χα… τά Δί­πτυ­χα νά ἀ­να­γνω­σθοῦν στόν Ἄμ­βω­να…τά Δί­πτυ­χα φέ­ρε τώ­ρα)].
Μετά τήν ἐπιμονή αὐτή τῶν πιστῶν ὁ Πα­τριά­ρχης «λα­βών τά δί­πτυ­χα.­.. ἐ­κέ­λευ­σε τα­γῆ­ναι τάς ἁ­γί­ας τέσ­σα­ρας συ­νό­δους.­.. καί τά ὀ­νό­μα­τα τῶν τε­λευ­τη­σάν­των ἐν ὁ­σί­ᾳ τῇ μνή­μῃ γε­νο­μέ­νων ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πων ταύ­της τῆς βα­σι­λί­δος πό­λε­ως Εὐ­φη­μί­ου καί Μα­κε­δο­νί­ου καί μέν­τοι καί Λέ­ον­τος τοῦ γε­νο­μέ­νου ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ρώ­μης».
Τέ­τοι­α δέ ἦ­ταν ἡ ἀμ­φι­βο­λί­α τοῦ λα­οῦ, ὥ­στε «καί με­τά τήν ἀ­νά­γνω­σιν τοῦ ἁ­γί­ου Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐξ ἔ­θους τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας ἐ­πι­τε­λου­μέ­νης καί τῶν θυ­ρῶν κλει­σθει­σῶν καί τοῦ ἁ­γί­ου μα­θή­μα­τος κα­τά τό σύ­νη­θες λε­χθέν­τος τῷ και­ρῷ τῶν δι­πτύ­χων με­τά πολ­λῆς ἡ­συ­χί­ας συ­νέ­δρα­μον ἅ­παν τό πλῆ­θος κύ­κλῳ τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου καί ἠ­κρο­ῶν­το καί μό­νον ἐ­λέ­χθη­σαν αἱ προ­ση­γο­ρί­αι τῶν εἰ­ρη­μέ­νων ἁ­γί­ων τεσ­σά­ρων συ­νό­δων πα­ρά τοῦ δι­α­κό­νου καί τῶν ἐν ὁ­σί­ᾳ μνή­μῃ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πων Εὐ­φη­μί­ου καί Μα­κε­δο­νί­ου καί Λέ­ον­τος, φω­νῇ με­γά­λη ἔ­κρα­ξαν ἅ­παν­τες· δό­ξα σοι Κύ­ρι­ε. καί με­τά τοῦ­το με­τά πά­σης εὐ­τα­ξί­ας ἐ­πλη­ρώ­θη σύν Θε­ῷ ἡ θεί­α λει­τουρ­γί­α».
Βλ. σχ. SCHWARTZEDUARDUS, ActaConciliorumOecumenicorum, Tomustertius, BeroliniMDCCCCXXXX (= 1940), σελ. 71-76 καί ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΔΗΜ. Τά ἐπί τῇ ἐκλογῇ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Διοδώρου τοῦ Α΄ ἐπίσημα Ἔγγραφα. Κανονικόν καί Ἐκκλησιαστικόν περιεχόμενον, Ἀθῆναι 1982, σελ. 17.
 
[3] Οἱ λα­ϊ­κοί καί οἱ κλη­ρι­κοί ἀ­πο­τε­λοῦν τόν Ὀρ­θό­δο­ξο λα­ό! Ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ μέ ἄλ­λα λό­για δέν εἶ­ναι μό­νον οἱ κλη­ρι­κοί οὔ­τε ἁ­πλῶς οἱ λα­ϊ­κοί, ἀλ­λά ἡ ἑ­νό­τη­τα καί ἡ κοι­νω­νί­α ἐν Χρι­στῷ τῶν λα­ϊ­κῶν, μο­να­χῶν καί κλη­ρι­κῶν (Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου, Ἀ­να­το­λι­κά, Τόμος Α΄, σελ. 88)
 
[4] Φι­λο­κα­λί­α 18Γ, Ἁγ. Θε­ο­δώ­ρου τοῦ Στου­δί­του, Ἐ­πι­στο­λή πα΄, σελ. 77
 
[5] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἀ­να­το­λι­κά, Τόμος Α΄, σελ. 94
 
[6] Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ἡ ποι­μαν­τι­κή δι­α­κο­νί­α κα­τά τούς ἱ­ε­ρούς Κα­νό­νας, Πει­ραι­εύς 1976, σ. 110-112
 
[7] Ἰ­ω. Καρ­μί­ρη, Τὰ Δογ­μα­τι­κὰ καὶ Συμ­βο­λι­κὰ Μνη­μεῖ­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τ. Ι­Ι, G­r­az-A­u­s­t­r­ia 1968, σελ. 920[1000]­
 
[8] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σελ. 207
 
[9] Ἀ­να­φέ­ρου­με, μό­νο, ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κά τό γνω­στό καί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πε­ρι­στα­τι­κό κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς πα­τρι­αρ­χεί­ας τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Τι­μο­θέ­ου Α΄ (511-518) καί τοῦ ὀρ­θοδό­ξου Πα­τριά­ρχη Ἰ­ω­άν­νη, πού τόν δι­α­δέ­χτη­κε, γιά τήν δι­α­γρα­φή ἀ­πό τά Δί­πτυ­χα τοῦ θρό­νου τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τοῦ ὀνόματος  τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Ἀν­τι­ο­χεί­ας Σε­βή­ρου.
 
[10] π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Τό σῶ­μα τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ, Μιά ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σελ. 80-83
 
[11] π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Τό σῶ­μα τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ, Μιά ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σελ. 80-83
 
[12] Ἀρ­χι­μαν­δρί­του Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς, Πε­ρί τήν με­λε­τω­μέ­νην «Με­γά­λην Σύ­νο­δον» τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ὑ­πό­μνη­μα πρός τήν Σύ­νο­δον τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Σερ­βι­κῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ἀ­θῆ­ναι 1977, σελ. 12
 
[13] Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της πρώ­ην Ἐρ­ζε­γο­βί­νης κ. Ἀ­θα­νά­σιος, τό 1976, κα­τήγ­γει­λε ὅ­τι: «Ποι­μέ­νες ἐ­ρή­μην ποι­μνί­ου (ἤ καί στε­ρου­μέ­νοι αὐ­τοῦ ἐν­τε­λῶς), θε­ο­λό­γοι ἄ­νευ ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης, δι­ά­φο­ροι δο­κη­σί­σο­φοι καί και­σα­ρό­δου­λοι οὐ­δέ­πο­τε ἠ­δυ­νή­θη­σαν εἰς τήν ἱ­στο­ρί­αν τῶν Συ­νό­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νά ἀ­να­γνω­ρι­σθοῦν οὔ­τε ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν οὔ­τε ὡς συ­νε­χί­ζον­τες καί ἀ­να­νε­ώ­νον­τες τήν ζῶ­σαν καί σω­τή­ριον πα­ρά­δο­σιν, πα­ρά μό­νον ὡς μί­α «σύ­νο­δος ἀ­θε­τούν­των». Ἄς ἐν­θυ­μη­θῶ­μεν μό­νον τάς «ἀν­τι­προ­σω­πεί­ας» ἐ­κεί­νας εἰς τάς ψευ­δο­συ­νό­δους τῆς Λυ­ῶ­νος καί τῆς Φλω­ρεν­τί­ας, καί τήν ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ἔ­ναν­τι αὐ­τῶν στά­σιν τῶν γνη­σί­ων ὀρ­θο­δό­ξων ποι­μέ­νων καί τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»
 
[14] Κα­θη­γη­τῆ Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ. κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη, Ἐ­πι­στο­λή (2η) 10-2-2016 πρός τήν Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος
 

[15] Ἐ­πι­στο­λή τοῦ Πα­νι­ε­ρω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Λε­με­σοῦ κ. Ἀ­θα­να­σί­ου πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Κύ­πρου, ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τή σύγ­κλη­ση τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας (h­t­tp:­//w­ww.i­m­l­e­m­e­s­ou.o­rg/i­m­a­g­es/20016/k­e­i­m­e­no-g-s­i­n­o­do.p­df)

 
[16] «... Τήν ἐν λό­γῳ ἀρ­χήν ἔ­χουν, δυ­στυ­χῶς, ἀ­σπα­σθῆ καί ὅ­λαι αἱ ἄλ­λαι ὀρ­θό­δο­ξοι ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­αι, ἀ­φοῦ σι­ω­πη­ρῶς ἤ κα­τό­πιν ἁ­πλῶν, γυ­μναῖς ταῖς λέ­ξε­σι, δι­α­μαρ­τυ­ρι­ῶν ἀ­πε­δέ­χθη­σαν τοι­ού­του εἴ­δους «ἀν­τι­προ­σώ­πευ­σιν» ζων­τα­νῶν καί πο­λυ­πλη­θῶν το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων ὅ­μως εἰς τάς πε­ρισ­σο­τέ­ρας πε­ρι­πτώ­σεις δέν ἔρ­χον­ται ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι οἱ πραγ­μα­τι­κοί ποι­μέ­νες καί Ἐ­πί­σκο­ποι, καί τοι­ου­το­τρό­πως ἡ φω­νή καί ἡ συ­νεί­δη­σίς των, ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς πί­στε­ώς των καί ἡ ἐμ­πει­ρί­α τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου των, δέν δύ­ναν­ται νά ἀ­κου­σθοῦν καί νά εἰ­σα­κου­σθοῦν, λό­γῳ ἀ­κρι­βῶς τοῦ τοι­ού­του εἴ­δους τῆς «ἀν­τι­προ­σω­πεύ­σε­ως» καί τῆς τοια­ύτης συν­θέ­σε­ως τῶν «ἀν­τι­προ­σω­πει­ῶν», Ἀρ­χι­μαν­δρί­του Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς, Πε­ρί τήν με­λε­τω­μέ­νην «Με­γά­λην Σύ­νο­δον», τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ὑ­πό­μνη­μα πρός τήν Σύ­νο­δον τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Σερ­βι­κῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ἀ­θῆ­ναι 1977, σελ. 11-12
 
[17] Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου Ἱ­ε­ρο­θέ­ου, Ἐ­νια­ύσιον 1998
 
[18] Κεί­με­νο 10ης Συ­νό­δου Δι­ε­θνοῦς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου Ὀρ­θο­δό­ξων καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν, Ρα­βέν­να, Φε­βρουά­ριος 2007
 
[19] Κεί­με­νο 9ης Γενικῆς Συνέλευσης ΠΣΕ, Porto Alegre, Φε­βρουά­ριος 2006
 
[20] Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Παρατηρήσεις γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο κατά τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 8 Μαρτίου 2016
 
[21] Ἐπιστολή Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 20-1-2016

[22] Κα­θη­γη­τῆ Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ. κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη, Ἐ­πι­στο­λή (2η) 10-2-2016 πρός τήν Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος

 

Πηγή: Επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι

«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ»
Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες
Ἐπιστημονική Θεολογική Ἡμερίδα. Πειραιᾶς, Τετάρτη, 9 Μαρτίου 2016,
Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη»

Ἀρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ἡ συμμετοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ.
Μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς τό ὀρθόδοξο πλήρωμα
 
 
 
 
Σεβασμιώτατοι,
Ἅγιοι Καθηγούμενοι,
Ἁγιορείτικο λῆμμα τῆς καλῆς ἁγιοπατερικῆς ὁμολογίας,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ὁσιώτατοι Μοναχοί,
Ὁσιώτατες Γερόντισσες καί μοναχές
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγητές,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,
    
Με­λε­τών­τας κα­νείς τήν ἱ­στο­ρί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι αὐ­τές συγ­κα­λοῦν­ταν κά­θε φο­ρά πού κά­ποι­α αἵ­ρε­ση ἀ­πει­λοῦ­σε τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­λή­θειας καί τήν ἔκ­φρα­σή της ἀ­πό τό Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό σῶ­μα.
Στούς ἀν­τί­πο­δες αὐ­τῆς τῆς ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως, ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, δέν ὁ­ρι­ο­θε­τεῖ τήν πί­στη ἔ­ναν­τι τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Ἀν­τί­θε­τα, μά­λι­στα, ἀμ­φι­σβη­τεῖ τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­θώς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς «Ἐκ­κλη­σί­ες» καί τούς αἱ­ρε­τι­κούς, πα­πι­κούς καί προ­τε­στάν­τες. Νο­μι­μο­ποι­εῖ, δη­λα­δή, καί ἀ­να­γνω­ρί­ζει θε­σμι­κά τήν αἵ­ρε­ση.
Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, ὄ­χι μό­νον δέν στη­ρί­ζε­ται στήν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα τήν ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, τήν ὑ­πο­τι­μᾶ, τήν πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­εῖ καί τήν πα­ρα­βλέ­πει. Ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, ὑ­πο­τι­μᾶ καί πα­ρα­βιά­ζει τήν δογ­μα­τι­κή καί ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ, τόν ὁποῖο καί ἀ­πο­κλεί­ει παν­τε­λῶς. Ὅ­πως πο­λύ εὔ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Πει­ραι­ῶς κ. Σε­ρα­φείμ: «Δέν θά ἦ­ταν κα­θό­λου ὑ­περ­βο­λή νά λε­χθεῖ ὅ­τι ἡ ἐ­πι­κεί­με­νη Σύ­νο­δος θά εἶ­ναι μιά Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος χω­ρίς Ὀρ­θο­δό­ξους»[1] .
Ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, δη­λα­δή, αὐτή ἡ Σύνοδος καί πα­ρα­βλέ­πει ὅ­λη τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας ἱ­στο­ρί­α[2] , ἡ ὁ­ποί­α μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι στά θέ­μα­τα τῆς πί­στε­ως ἦ­ταν πάν­το­τε ἐ­νερ­γός ἡ συμ­με­το­χή τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ[3]. Ἦ­ταν, δη­λα­δή, πάν­το­τε ἐ­νερ­γός ἡ συμ­με­το­χή τῶν κλη­ρι­κῶν, τῶν μο­να­χῶν καί τῶν λα­ϊ­κῶν. Ὁ Ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος Στου­δί­της το­νί­ζει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά ὅ­τι: «Εἶ­ναι ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου νά μή σι­ω­πᾶ­με ὅ­ταν κιν­δυ­νεύ­ει ἡ Πί­στη.­.. ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά τήν πί­στη, δέν μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με· Ἐ­γώ ποι­ός εἶ­μαι; Εἶ­μαι ἱ­ε­ρέ­ας; Ὄ­χι. Ἄρ­χον­τας; Οὔ­τε. Στρα­τι­ώ­της; Ἀ­πό ποῦ; Γε­ωρ­γός; Οὔ­τε καί αὐ­τό. Εἶ­μαι φτω­χός, ἐ­ξα­σφα­λί­ζον­τας μό­νο τήν κα­θη­με­ρι­νή μου τρο­φή. Δέν ἔ­χω λό­γο, οὔ­τε ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τό θέ­μα αὐ­τό. Ἀλ­λοί­μο­νο! Οἱ πέ­τρες θά κρά­ξουν, καί σύ μέ­νεις σι­ω­πη­λός καί ἀ­δι­ά­φο­ρος;­.­.. Ὥ­στε ἀ­κό­μα καί ὁ φτω­χός τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως δέν θά ἔ­χει καμ­μιά δι­και­ο­λο­γί­α, ἄν τώ­ρα δέν μι­λᾶ, για­τί θά κρι­θεῖ καί μό­νο γι’ αὐ­τό»[4].
Ὁ πι­στός λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὁ ἔ­σχα­τος κρι­τής τῆς ὀρ­θό­τη­τος καί τῆς ἐγ­κυ­ρό­τη­τος τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε Συ­νό­δου· εἶ­ναι αὐ­τός, πού μέ τήν γρη­γο­ροῦ­σα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί δογ­μα­τι­κή του συ­νεί­δη­ση ἐ­πι­κυ­ρώ­νει ἤ ἀ­πορ­ρί­πτει αὐ­τά πού ἀ­πο­φαί­νον­ται οἱ Σύ­νο­δοι. Ὅ­πως το­νί­ζει ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος: «...καί οἱ λα­ϊ­κοί εἶ­ναι μάρ­τυ­ρες τῆς ἀ­λη­θεί­ας, εἶ­ναι ποι­μέ­νες (ἐμ­μέ­σως) τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι συ­νερ­γοί τῶν Ποι­μέ­νων, ἀ­κό­μα συμ­με­τέ­χουν ὡς σύμ­βου­λοι στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους καί ἐ­πί πλέ­ον δέ­χον­ται ἤ ἀ­πορ­ρί­πτουν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Ὁ λα­ός (κλῆ­ρος καί λα­ϊ­κοί) δέν δέ­χθη­καν τήν ἕ­νω­ση τῶν «Ἐκ­κλη­σι­ῶν» πού ἔ­γι­νε στή Φερ­ρά­ρα-Φλω­ρεν­τί­α»[5] .

Ὁ πι­στός λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὁ θε­μα­το­φύ­λα­κας καί ὑ­πε­ρα­σπι­στής τῆς ἀ­λη­θεί­ας τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας· εἶ­ναι αὐ­τός πού στέ­κε­ται πάν­το­τε τό ἀ­νά­χω­μα ἐ­νάν­τια σέ κά­θε ἀ­πό­πει­ρα και­νο­το­μί­ας· εἶ­ναι αὐ­τός πού ἀν­θί­στα­ται σέ κά­θε ἐ­πι­χεί­ρη­ση ἀλ­λοί­ω­σης καί πα­ρα­ποί­η­σης τῆς δογ­μα­τι­κῆς ἀ­λή­θειας· εἶ­ναι αὐ­τός πού μέ­νει ἀ­νύ­στα­κτος φρου­ρός τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας.
Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Κα­ψά­νης ση­μει­ώ­νει σχε­τι­κά: «Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾷ δέ εἰς τήν δι­οί­κη­σιν καί τήν δι­δα­σκα­λί­αν, ἡ συμ­με­το­χή τοῦ λα­οῦ εἶ­ναι θε­με­λι­ώ­δης, ἐ­φ’ ὅ­σον οὗ­τος, χα­ρι­σμα­τοῦ­χος ὤν καί δι­δα­κτός Θε­οῦ, ἀ­πο­τε­λεῖ με­τά τοῦ κλή­ρου τήν ἀ­γρυ­πνοῦ­σαν συ­νεί­δη­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἥ­τις μαρ­τυ­ρεῖ (κρί­νει, δι­α­κρί­νει, ἐγ­κρί­νει καί ἀ­πο­δέ­χε­ται, ἤ κα­τα­κρί­νει καί ἀ­πορ­ρί­πτει) τήν δι­δα­σκα­λί­αν καί τάς πρά­ξεις τῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας, ὡς ἀ­πε­φάν­θη­σαν καί οἱ Πα­τριά­ρχαι τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἐν τῇ Ἐγ­κυ­κλί­ῳ αὐ­τῶν τῆς 6ης Μα­ΐ­ου 1848».[6]
Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή τοῦ 1848 καταλήγει μέ τήν διακήρυξη ὅτι: «Παρ᾿ ἡ­μῖν οὔ­τε Πα­τριά­ρχαι οὔ­τε Σύ­νο­δοι ἐ­δυ­νή­θη­σάν πο­τε εἰ­σα­γα­γεῖν νέ­α, δι­ό­τι ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας ἐ­στὶν αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἤ­τοι αὐ­τὸς ὁ λα­ός, ὅ­στις ἐ­θέ­λει τὸ θρή­σκευ­μα αὐ­τοῦ αἰ­ω­νί­ως ἀ­με­τά­βλη­τον καὶ ὁ­μο­ει­δὲς τῷ τῶν Πα­τέ­ρων αὐ­τοῦ».[7]
Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ, σχολιάζοντας τήν ἐγ­κύ­κλιο αὐ­τή, ἐ­ξη­γεῖ πώς: «Τὸ ὅ­λο σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ἐ­πα­λη­θεύ­η, ἤ, γιὰ νὰ εἴ­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κρι­βεῖς, τὸ δι­καί­ω­μα, καὶ ὄ­χι μό­νο τό δι­καί­ω­μα, ἀλ­λὰ τὸ κα­θῆ­κον τῆς «ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σε­ως»­. Μ' αὐ­τὴν τὴν ἔν­νοι­α οἱ Πα­τριά­ρχες τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἔ­γρα­φαν στὴ γνω­στὴ Ἐγ­κύ­κλιο ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ 1848 ὅ­τι «ὁ λα­ὸς ὁ ἴ­διος ἀ­πὸ μό­νος του ὑ­πῆρ­ξεν ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας»[8].
Αὐ­τή τήν πα­ρα­κα­τα­θή­κη μᾶς πα­ρέ­δω­σε ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καί αὐ­τή ὀ­φεί­λου­με καί ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νά δι­α­φυ­λά­ξου­με[9] . Αὐ­τή τήν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἀλ­λοι­ώ­σει ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δος. Ταυ­τό­χρο­να δέ, ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἐ­πι­βά­λει ἕ­να συγ­κεν­τρω­τι­κοῦ τύ­που ἐ­πι­σκο­πο­κεν­τρι­κό σύ­στη­μα λή­ψε­ως ἀ­πο­φά­σε­ων, στη­ρι­ζό­με­νο στή χρή­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς αὐ­θεν­τί­ας, ὄ­χι ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας καί χά­ρι­τος, ἀλ­λ’ ὡς ἀ­πό­το­κο τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος (ex o­f­f­i­c­io). Δι­α­μορ­φώ­νε­ται, ἔ­τσι, ἕ­να ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νο ἐ­πι­σκο­πι­κό κα­τε­στη­μέ­νο, πού ὄ­χι μό­νον δέν με­τέ­χει στήν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή ποι­μαν­τι­κή φρον­τί­δα καί τήν δι­α­μόρ­φω­ση ὀρ­θό­δο­ξης καί ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά τήν τορ­πι­λί­ζει μέ ἀλ­λό­τρι­ες καί αἱ­ρε­τί­ζου­σες ἀ­πό­ψεις, ὥ­στε σι­γά-σι­γά, κα­τά τρό­πο νε­ο­ε­πο­χί­τι­κο, νά ἀλ­λοι­ώ­σει τήν σώ­ζου­σα ἀ­λή­θεια ἀ­πό δε­δο­μέ­νη σέ ζη­τού­με­νο καί ἐν τέ­λει σέ ἀμ­φι­σβη­τού­με­νο. Ἕ­να κα­τε­στη­μέ­νο, φο­ρέ­α καί ἐκ­φρα­στή μιᾶς ἐγ­κε­φα­λι­κῆς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, στο­χα­στι­κῆς καί ἀ­πνευ­μά­τι­στης, μιᾶς θε­ο­λο­γί­ας τῶν συ­νε­δρί­ων, τῶν κλει­στῶν ὁ­μά­δων καί τῶν «ἡ­με­τέ­ρων», ἀ­πο­κομ­μέ­νη ἀ­πό τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό σῶ­μα. Γι’ αὐ­τό καί ἐ­πί χρό­νια το­πο­θε­τοῦν­ται ὡς ἐκ­πρό­σω­ποι τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τά ἴ­δια πάν­το­τε ἐ­πι­σκο­πι­κά πρό­σω­πα. Λέ­τε ἀ­πό σύμ­πτω­ση; Φυ­σι­κά ὄ­χι.
Τό κατεστημένο αὐτό συμπληρώνεται καί συνεπικουρεῖται ἀπό ἕναν ὁμόκεντρο καί περιφερειακό κύκλο Πανεπιστημιακῶν Καθηγητῶν καί θεολόγων, καί ὄχι μόνον, πού ἐκφράζουν ἐπίμονα, ζηλωτικά καί ἀποκλειστικά τίς οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί προάγουν τό διαβρωτικό οἰκουμενιστικό του ἔργο, λειτουργώντας ὡς προπομποί καί προοδοποιοί του στήν ἐκπαίδευση, στά ΜΜΕ καί στήν πληθώρα τῶν ἐπιστημονικῶν συνεδρίων, πού οἱ ἴδιοι διοργανώνουν.
Τό ἀντίθετο, ὅμως, μᾶς δι­α­σώ­ζει ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση, τήν ὁποία μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἀ­νά­γλυ­φα ὁ π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ: «­.­.. Ὁ ἐ­πί­σκο­πος πρέ­πει ν΄ ἀγ­κα­λιά­ση μέ­σα του ὅ­λη του τήν Ἐκ­κλη­σί­α· πρέ­πει νά ἐκ­δη­λώ­ση, νά φα­νε­ρώ­ση τήν ἐμ­πει­ρί­α καί τήν πί­στι της. Δέν πρέ­πει νά ὁ­μι­λῆ ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ ἀλ­λά ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, «e­x c­o­n­s­e­n­s­u e­c­c­l­e­s­i­ae»­.­[­.­.­.] Τήν πλή­ρη ἱ­κα­νό­τη­τα νά δι­δά­σκη δέν τήν ἔ­χει λά­βει ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πό τό ποί­μνιό του, ἀλ­λά ἀ­πό τό Χρι­στό, μέ­σω τῆς Ἀπο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς. Ἀλ­λ’ ἡ πλή­ρης αὐτή ἱκα­νό­της, πού ἔχει δο­θῆ σ' αὐτόν, εἶναι ἱκα­νό­της τοῦ νά φέ­ρη τή μαρ­τυ­ρί­α τῆς κα­θο­λι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ἀπό τήν ἐμ­πει­ρί­α αὐ­τήν. Ἑ­πο­μέ­νως, σέ ἐρω­τή­μα­τα πε­ρί πί­στε­ως, ὁ λα­ός πρέ­πει νά κρί­νη ἀ­νά­λο­γα μέ τή δι­δα­σκα­λί­α του. Τό κα­θῆ­κον τῆς ὑ­πα­κο­ῆς παύ­ει νά ἰσχύ­η, ὅταν ὁ ἐπί­σκο­πος ξε­φεύ­γη ἀ­πό τό κα­θο­λι­κό πρό­τυ­πο, ὁπό­τε ὁ λα­ός ἔχει τό δι­καί­ω­μα νά τόν κα­τη­γο­ρή­ση ἀ­κό­μη καί νά τόν κα­θαι­ρέ­ση»[10] .
Καί σέ ἄλλο σημεῖο συμπληρώνει: «Οἱ ἐ­πί­σκο­ποι λοι­πόν ἐ­νερ­γοῦν ὡς οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποι συγ­κε­κρι­μέ­νων το­πι­κῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν καί αὐ­τές οἱ ἴ­δι­ες οἱ ἐκ­κλη­σί­ες, ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­νερ­γεῖ ἐν τῷ προ­σώ­πῳ τους. Γι’ αὐ­τό οἱ «ἀ­πο­λε­λυ­μέ­νες» χει­ρο­το­νί­ες (δη­λα­δή οἱ χει­ρο­το­νί­ες χω­ρίς τί­τλο, χω­ρίς ἀ­νά­θε­ση ἕ­δρας, χω­ρίς ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο ποί­μνιο) ἀ­πα­γο­ρεύ­ον­ται αὐ­στη­ρά (6ος κα­νό­νας τῆς Συ­νό­δου τῆς Χαλ­κη­δό­νος)».[11] Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο, ἄλλωστε, ὅ­τι ἡ ὅ­λη προ­πα­ρα­σκευ­ή τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου στη­ρί­χτη­κε σέ μιά τε­χνη­τή πλει­ο­ψη­φί­α ἀ­πο­τε­λού­με­νη, ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον, ἀ­πό Ἱ­ε­ράρ­χες τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Θρό­νου, πού ὄ­χι ἁ­πλά δέν ἐκ­προ­σω­ποῦν τό ποί­μνιό τους, ἀλ­λά οὔ­τε κἄν δι­α­θέ­τουν ποί­μνιο.
Τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­χε ἀ­πό πο­λύ νω­ρίς στιγ­μα­τί­σει μέ τόν πιό ζω­η­ρό τρό­πο ὁ Με­γά­λος Ἅ­γιος τῆς ἐ­πο­χῆς μας, ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτς, δι­α­κε­κρι­μέ­νος Δογ­μα­το­λό­γος καί Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Βε­λι­γρα­δί­ου. Ἔγραφε συγκεκριμένα ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος: «...ποῖ­ον ἀ­κρι­βῶς «ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν» αἱ «ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­αι» αὗ­ται εἰς τήν Γε­νεύ­ην καί ἀλ­λα­χοῦ; Ποί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας καί ποῖ­ον λα­όν τοῦ Θε­οῦ ἐκ­προ­σω­ποῦν; Ἡ ἐμ­φα­νι­ζο­μέ­νη εἰς τό ἐ­ξω­τε­ρι­κόν πλει­ο­νό­της σχε­δόν τῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἡ τό­σον ἐ­πι­μό­νως ἐ­πι­βάλ­λου­σα ἑ­αυ­τήν εἰς ὅ­λας σχε­δόν τάς πα­νορ­θο­δό­ξους συ­νε­λεύ­σεις, ἀ­πο­τε­λεῖ­ται κυ­ρί­ως ἐκ τι­του­λα­ρί­ων μη­τρο­πο­λι­τῶν καί βο­η­θῶν ἐ­πι­σκό­πων, ἄ­ρα ἐκ ποι­μέ­νων ἄ­νευ ποι­μνί­ου καί συ­νε­πῶς ἄ­νευ τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ θε­ό­θεν ἐμ­πι­στευ­θέν­τος εἰς αὐ­τούς ποι­μνί­ου. Ὅ­θεν δι­ε­ρω­τᾶ­ται τις: ποῖ­ον ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει, καί ποῖ­ον θά ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ῃ εἰς τήν μέλ­λου­σαν νά συγ­κλη­θῆ Σύ­νο­δον;»[12]
Δι­α­τρέ­χον­τας, κα­νείς, τήν πο­ρεί­α τῆς προ­πα­ρα­σκευ­ῆς τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου, ἀ­να­κα­λύ­πτει πραγ­μα­τι­κά ὅ­τι αὐ­τή στη­ρί­χθη­κε σέ μιά σει­ρά ἀ­πο­κλει­σμῶν, ἀ­πο­κρύ­ψε­ων, ἄ­νω­θεν ἐ­πι­βο­λῶν καί συγ­κεν­τρω­τι­κῶν τα­κτι­κῶν, κυ­ρί­ως τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, πού ἐ­ξω­τε­ρι­κά μό­νον πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ὡς πα­νορ­θό­δο­ξη ἀ­πό­φα­ση[13] . Αὐ­τή ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κή τα­κτι­κή ἐκ­φρά­ζε­ται καί στό Κεί­με­νο «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», ὅ­που προ­βάλ­λε­ται ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι: «ἡ δι­α­τή­ρη­σις τῆς γνη­σί­ας ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως δι­α­σφα­λί­ζε­ται μό­νον διά τοῦ συ­νο­δι­κοῦ συ­στή­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­νέ­κα­θεν ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ ἀ­πε­τέ­λει τόν ἁρ­μό­διον καί ἔ­σχα­τον κρι­τήν πε­ρί τῶν θε­μά­των τῆς πί­στε­ως».
Σύμ­φω­να μέ τόν Κα­θη­γη­τή κ. Δη­μή­τριο Τσε­λεγ­γί­δη, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό: «.­.. ἡ Μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος προ­δι­κά­ζει τό ἀ­λά­θη­το τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών της.­.­.»[14] . Καί ὅ­πως ὀρ­θά πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Λε­με­σοῦ κ. Ἀ­θα­νά­σιος, ἡ ἄ­πο­ψη αὐ­τή «ἐκ­φεύ­γει τῆς ἀ­λη­θεί­ας, κα­θό­τι στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­στο­ρί­α πολ­λές σύ­νο­δοι ἐ­δί­δα­ξαν καί ἐ­νο­μο­θέ­τη­σαν λαν­θα­σμέ­να καί αἱ­ρε­τι­κά δόγ­μα­τα καί ὁ πι­στός λα­ός τίς ἀ­πέρ­ρι­ψε καί δι­ε­φύ­λα­ξε τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί ἐ­θρι­άμ­βευ­σε τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ὁ­μο­λο­γί­α. Οὔ­τε σύ­νο­δος ἄ­νευ τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ, τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οὔ­τε λα­ός ἄ­νευ συ­νό­δου Ἐ­πι­σκό­πων μπο­ροῦν νά θε­ω­ρή­σουν ἑ­αυ­τούς σῶ­μα Χρι­στοῦ καί Ἐκ­κλη­σί­αν Χρι­στοῦ καί νά ἐκ­φρά­σουν σω­στά τό βί­ω­μα καί τό δόγ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»[15] .
Πα­ρά τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κά χρο­νο­βό­ρα δι­α­δι­κα­σί­α προ­πα­ρα­σκευ­ῆς της, ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος δέν δι­εκ­δί­κη­σε καί δέν ἀ­πέ­κτη­σε πο­τέ τό πα­ρα­μι­κρό ἔ­ρει­σμα στόν πι­στό λα­ό, στό ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα. Ἀν­τί­θε­τα κρά­τη­σε σέ πλή­ρη ἀ­πο­μό­νω­ση καί ἀ­πό­λυ­τα ἀ­πλη­ρο­φό­ρη­τους τούς ὀρ­θο­δό­ξους πι­στούς, τούς κλη­ρι­κούς, τούς μο­να­χούς, ἀ­κό­μη καί αὐ­τούς τούς Ἐ­πι­σκό­πους. Τά Κεί­με­να μά­λι­στα πού θά πε­ρι­λαμ­βά­νει δέν ἐγ­κρί­θη­καν πο­τέ ἀ­πό τίς Συ­νό­δους τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Εἶ­ναι, ἄλ­λω­στε, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι στη­ρί­χτη­κε σέ και­νο­φα­νεῖς με­θό­δους καί πρα­κτι­κές, ὅ­πως ἡ γιά πρώ­τη φο­ρά στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­στο­ρί­α, κα­θι­έ­ρω­ση τῆς Συ­νά­ξε­ως τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων.
Εὐ­θύ­νη, ὅ­μως, γιά ὅ­λα αὐ­τά δέν ἔ­χουν μό­νον αὐ­τοί πού ἐ­πι­χει­ροῦν νά τά ἐ­πι­βά­λουν, ἀλ­λά καί αὐ­τοί πού τά ἀ­νέ­χον­ται καί τά νομι­μο­ποι­οῦν εἴ­τε μέ τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α τους εἴ­τε μέ τήν ἔ­νο­χη σι­ω­πή τους εἴτε μέ τήν χλια­ρή καί γιά τούς τύ­πους μό­νον ἀν­τί­δρα­σή τους. Τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­χε το­νι­σθεῖ μέ τόν πλέ­ον ἐμ­φα­τι­κό τρό­πο καί ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Ἰ­ου­στῖ­νο Πό­πο­βιτς (τό κείμενο θά συμπεριληφθεῖ στά πρακτικά)[16] .
Ἡ ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς πα­θο­γέ­νεια πα­ρου­σι­ά­ζε­ται καί μέ ἀρκετούς ἀπό τούς ἀν­τι­προ­σώ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­α­πνέ­ον­ται ἀ­πό οἰ­κου­με­νι­στι­κές ἀν­τι­λή­ψεις. Τίς ἀν­τι­λή­ψεις αὐ­τές ἐκ­φρά­ζουν στούς δι­α­χρι­στι­α­νι­κούς δι­α­λό­γους, στό ΠΣΕ, ἀλ­λά τίς με­τα­φέ­ρουν καί στίς Προ­συ­νο­δι­κές Ἐ­πι­τρο­πές, πού μᾶς ἀφορᾶ ἐν προκειμένῳ, χω­ρίς αὐ­τές νά ἔ­χουν ἐγ­κρι­θεῖ πο­τέ ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Θά πρέ­πει ἐ­δῶ νά ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι ἐ­πί δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα τη­ρεῖ­ται ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μί­α πα­ρά­ξε­νη ὅ­σο καί πα­ρά­δο­ξη τα­κτι­κή ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τούς οἰ­κου­με­νι­κούς δι­α­λό­γους καί τήν Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο.
Ὅπως τονίζει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Σή­με­ρα γί­νον­ται πολ­λοὶ Δι­ά­λο­γοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας μὲ ἄλ­λες Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες, μὲ ἄλ­λες Ὁ­μο­λο­γί­ες καὶ ἄλ­λες Θρη­σκεῖ­ες. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α νὰ μὴν ἐ­νη­με­ρώ­νε­ται, οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες νὰ μὴν ἐκ­φρά­ζουν τὶς ἀ­πό­ψεις τους καὶ νὰ μὴ κα­θο­ρί­ζουν τὴν στά­ση τους ἀ­πέ­ναν­τί σέ αὐ­τές; Κα­θὼς ἐ­πί­σης εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ λα­ὸς νὰ πα­ρα­μέ­νη στὴν ἄ­γνοι­α, νὰ μὴν ἐ­νη­με­ρώ­νε­ται ἐ­παρ­κῶς;»[17]
Τό ἴ­διο δι­ε­ρω­τώ­με­θα καί μεῖς: εἶ­ναι δυ­να­τόν; Εἶ­ναι δυ­να­τόν, ἐ­νῶ βρί­σκον­ται σέ ἐ­ξέ­λι­ξη καί πα­ρα­μέ­νουν ἀ­νοι­κτά τό­σα οὐ­σι­α­στι­κά ζη­τή­μα­τα, ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α νά μήν ἀ­σχο­λεῖ­ται κἄν μέ αὐ­τά; Ὁ Κα­θη­γη­τής κ. Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης, σέ πρό­σφα­τη ἐ­πι­στο­λή του πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι γιά δι­ά­στη­μα πενήντα περίπου ἐ­τῶν ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας δέν ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ μέ δογ­μα­τι­κά ζη­τή­μα­τα!
Εὔ­λο­γα, λοι­πόν, ἀ­να­κύ­πτουν μί­α σει­ρά ἀ­πό ἐ­ρω­τή­μα­τα. Για­τί τε­λι­κά δέν ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ δογματικά θέ­μα­τα ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α; Για­τί δέν ἐ­νη­με­ρώ­νον­ται οἱ Ἐ­πί­σκο­ποί μας γιά τήν πο­ρεί­α τῶν οἰ­κου­με­νι­κῶν δι­α­λό­γων; Για­τί δέν το­πο­θε­τοῦν­ται πά­νω στά ζη­τή­μα­τα αὐ­τά; Για­τί κρα­τοῦν σέ ἄ­γνοι­α τόν λα­ό τοῦ Θε­οῦ; Τί κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πό αυ­τή τήν συ­στη­μα­τι­κή ἐ­πι­χεί­ρη­ση συ­σκό­τι­σης καί ἀπο­προ­σα­να­το­λι­σμοῦ; Ποι­ός καί για­τί τήν ἐ­πι­βά­λλει; Ποι­οί καί για­τί τήν ἀ­νέ­χον­ται καί για­τί τήν νο­μι­μο­ποι­οῦν μέ τήν ἀ­νο­χή καί τήν σι­ω­πή τους;
Τό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τοῦ Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 2009 ἀ­να­φέ­ρε­ται στό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας καί στούς δι­με­ρεῖς δι­α­λό­γους μέ τούς πα­πι­κούς καί ση­μει­ώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Τό κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας καί τό κεί­με­νο πού πρό­κει­ται νά συ­ζη­τη­θεῖ στήν Κύ­προ τε­λοῦν ὑ­πό τόν ὅ­ρον τῆς ἀ­να­φο­ρᾶς καί ἐγ­κρί­σε­ώς τους ἀ­πό τίς κα­τά τό­πους Αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, ἑ­πο­μέ­νως καί ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, Συ­νο­δι­κῶς δι­α­σκε­πτο­μέ­νης. Αὐ­τό πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν θά ὑ­πάρ­ξουν τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα, χω­ρίς Συ­νο­δι­κή Ἀ­πό­φα­ση τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας. Οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες εἶ­ναι φύ­λα­κες τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πα­ρα­δό­σε­ως, ὅ­πως ὁ­μο­λό­γη­σαν κα­τά τήν εἰς Ἐ­πί­σκο­πον χει­ρο­το­νί­α τους»[18] .
Ὅ­πως, ὅ­μως, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται, οἱ φύ­λα­κες πα­ρα­μέ­νουν συ­στη­μα­τι­κά ἀ­πλη­ρο­φό­ρη­τοι σχε­τι­κά μέ ὅ­λα αὐ­τά. Καί ἀ­να­ρω­τι­ώ­μα­στε, ἄν οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, πού εἶ­ναι οἱ φύ­λα­κες τῆς πί­στε­ως, ἔ­χουν ἄ­γνοι­α γιά τό­σο σο­βα­ρά ζη­τή­μα­τα, τό­τε ποι­όν θά ἐμ­πι­στευ­τεῖ ὁ λα­ός, ποι­όν θά ἀ­κο­λου­θή­σει; Καί διερωτώμεθα ἐπίσης, αὐτή ἡ ἄγνοια εἶναι ἑκούσια ἤ τεχνητή καί ἐπιβαλλομένη ἀπό ἐξωσυνοδικά καί ξένα κέντρα; Μή­πως μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ὁ­δη­γοῦν τε­λι­κά τόν πι­στό λα­ό στό νά μήν ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τήν Δι­οί­κη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;
Τε­λι­κά, ποι­ά εἶ­ναι ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ἐγ­κρί­σε­ως τῶν Κει­μέ­νων τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Δι­α­λό­γου μέ τούς Παπι­κούς; Ἔ­χουν συ­ζη­τη­θεῖ ἤ ὄ­χι τά κεί­με­να αὐ­τά στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α; Τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας ἐκ­δό­θη­κε τό 2007. Δύ­ο χρό­νια με­τά, τό 2009, στό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι θά ὑ­πάρ­ξει ἀ­πό­φα­ση «ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, Συ­νο­δι­κῶς δι­α­σκε­πτο­μέ­νης» κι ὅ­τι «Αὐ­τό πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν θά ὑ­πάρ­ξουν τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα, χω­ρίς Συ­νο­δι­κή Ἀ­πό­φα­ση τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας». Ἔ­κτο­τε πα­ρῆλ­θαν ἄλ­λα ἑ­πτά ἔ­τη (συμ­πλη­ρώ­νε­ται δη­λα­δή μιά δε­κα­ε­τί­α ἀ­πό τήν ἔκ­δο­ση τοῦ Κει­μέ­νου) καί ἡ ἀ­να­με­νό­με­νη ἀ­πό­φα­ση ἀ­κό­μη δέν ἐλή­φθη­. Μή­πως ἡ ἀ­πο­φυ­γή Συ­νο­δι­κῆς Ἀ­πό­φα­σης ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τά γνω­στά κέν­τρα πού ἀ­να­φέ­ρα­με, ὥ­στε νά ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ἤ καί νά θε­ω­ροῦν ὅ­τι τά κεί­με­να αὐ­τά ἔ­γι­ναν δε­κτά σι­ω­πη­ρῶς ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας;
Σέ ἀ­νά­λο­γα τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα στη­ρί­ζε­ται, ἄλ­λω­στε, ὅ­λη ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ δι­α­λό­γου μέ τούς πα­πι­κούς. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα ἡ Συ­νέ­λευ­ση τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Δι­α­λό­γου στό B­a­l­a­m­a­nd τό 1993, στήν ὁ­ποί­α ἀρ­νή­θη­καν νά λά­βουν μέ­ρος ἕ­ξι Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες (τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, τῆς Σερ­βί­ας, τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, τῆς Γε­ωρ­γί­ας, τῆς Ἑλ­λά­δος καί τῆς Τσε­χίας καί Σ­λο­βα­κί­ας) δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νες γιά τίς προ­κλή­σεις τῶν Οὐ­νι­τῶν. Μέ τό ἀ­πα­ρά­δε­κτο καί προδοτικό Κεί­με­νο πού ἐκ­δό­θη­κε στό B­a­l­a­m­a­nd ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ται ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη καί τά μυ­στή­ρια τῶν πα­πι­κῶν, ἀ­μνη­στεύ­ε­ται ἡ Οὐ­νί­α καί τῆς προσ­δί­δε­ται ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα μέ τό νά συμ­με­τέ­χει μά­λι­στα ἰ­σό­τι­μα στούς δι­ε­ξα­γο­μέ­νους δι­α­λό­γους Παπικῶν-Ὀρ­θο­δό­ξων. Τό κεί­με­νο, ὅ­μως, αὐτό συ­νε­χί­ζει νά γί­νε­ται ἀ­πο­δε­κτό στό πλαί­σιο τοῦ δι­α­λό­γου, πα­ρά τίς τε­ρά­στι­ες ἀν­τι­δρά­σεις πού προ­κά­λε­σε καί συ­νε­χί­ζει νά προ­κα­λεῖ. Κά­θε νέ­α Συ­νέ­λευ­ση τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς θε­ω­ρεῖ ὡς δε­δο­μέ­να ὅ­σα ἀ­πο­φα­σί­στη­καν καί συμ­πε­ρι­λή­φθη­καν στά κεί­με­να πού ἐκ­δό­θη­καν ἀ­πό τίς προ­η­γού­με­νες Συ­νε­λεύ­σεις, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τό ἄν ἔ­χουν τήν ἀ­παι­τού­με­νη συ­νο­δι­κή ἔγ­κρι­ση τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ὅ­λη ἡ πο­ρεί­α, ἄλ­λω­στε, τῶν οἰ­κου­με­νι­κῶν δι­α­λό­γων χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό μί­α ἔν­το­νη ἀ­δι­α­φά­νεια καί ἀ­πό μί­α ἐ­νορ­χη­στρω­μέ­νη προ­σπά­θεια δη­μι­ουρ­γί­ας καί ἐ­πι­βο­λῆς ἀ­νά­λο­γων τε­τε­λε­σμέ­νων. Τό γε­γο­νός αὐ­τό προ­δί­δει τήν τή­ρη­ση καί ἐ­φαρ­μο­γή συγ­κε­κρι­μέ­νων σχε­δια­σμῶν καί προ­ει­λημ­μέ­νων ἀ­πο­φά­σε­ων.
Κά­τι ἀ­νά­λο­γο ἰ­σχύ­ει καί μέ τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Γε­νι­κῶν Συ­νε­λεύ­σε­ων τοῦ Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί μέ τά τε­λευ­ταῖ­α ἀ­πα­ρά­δε­κτα καί ἀν­τορ­θό­δο­ξα Κεί­με­να τοῦ Πόρ­το Ἀ­λέγ­κρε (2006) καί τοῦ Που­σάν (2013). Τά κεί­με­να αὐ­τά ἀ­να­τρέ­πουν ὅ­λη τήν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, ἀ­φοῦ ἀ­να­φέ­ρουν ὅ­τι: «Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α (σημ. πού συμ­με­τέ­χει στό Π.Σ.Ε.) εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κὴ καὶ ὄ­χι ἁ­πλὰ ἕ­να μέ­ρος της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κή, ἀλ­λὰ ὄ­χι στὴν ὁ­λό­τη­τά της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πλη­ρώ­νει τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τά της ὅ­ταν εἶ­ναι σὲ κοι­νω­νί­α μὲ τὶς ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες»[19]. Ὦ τῆς παραφροσύνης!
Εἶ­ναι δυ­να­τόν νά γί­νον­ται ἀ­πο­δε­κτά τέ­τοι­α κεί­με­να; Πό­τε ἐγ­κρί­θη­καν ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Πό­τε τά ἐ­πι­κύ­ρω­σε καί τά ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε μέ τήν ἔγ­κρι­σή του τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Ποι­όν ἐκ­προ­σω­ποῦ­σαν αὐ­τοί πού τά συ­νυ­πέ­γρα­ψαν ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος; Ποι­όν ἐ­νη­με­ρώ­νουν καί σέ ποι­όν λο­γο­δο­τοῦν; Καί αὐ­τό συ­νι­στᾶ ἕ­να γε­νι­κώ­τε­ρο ἐ­ρώ­τη­μα γιά τά κρι­τή­ρια μέ τά ὁ­ποῖ­α ἐ­πι­λέ­γον­ται καί ὁ­ρί­ζον­ται οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι καί κα­θη­γη­τές - ἀν­τι­πρό­σω­ποι στό ΠΣΕ καί στούς δι­με­ρεῖς δι­α­λό­γους. Ὑ­πάρ­χει ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση τοῦ ἔρ­γου τους καί πῶς ἀ­πο­τι­μᾶ­ται αὐ­τό;
Δη­μι­ουρ­γεῖ ἀρ­νη­τι­κή ἐν­τύ­πω­ση καί προ­κα­λεῖ τό ὀρ­θό­δο­ξο αἴ­σθη­μα τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ ἡ πά­για τα­κτι­κή τῆς Συ­νό­δου νά ἐ­πι­λέ­γει, ὡς ἀν­τι­προ­σώ­πους της στούς δι­α­λό­γους, Ἐ­πι­σκό­πους καί Κα­θη­γη­τές μέ δε­δο­μέ­νες καί ἐκ­πε­φρα­σμέ­νες οἰ­κου­με­νι­στι­κές ἀν­τι­λή­ψεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πο­τε­λοῦν οἱ Μη­τρο­πο­λί­τες Με­σση­νί­ας κ. Χρυ­σό­στο­μος καί Δη­μη­τριά­δος κ. Ἰ­γνά­τιος. Παρακαλοῦμε καί ἔν τινι μέτρῳ ἀπαιτοῦμε ἡ Ἱερά Σύνοδος νά ὁρίσει νέους ἀντιπροσώπους, ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες μέ γενναῖο καί ὀρθόδοξο ὁμολογιακό φρόνημα, πού δέν θά προέρχονται ἀπό τούς γνωστούς οἰκουμενιστικούς καί φιλοπατριαρχικούς κύκλους. Νά ὁρίσει νέους ἐκπροσώπους, πού θά ἐνημερώνουν τήν Ἱερά Σύνοδο καί τό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί δέν θά μεταφέρουν τίς προσωπικές τους ἀπόψεις, ἀλλά αὐτές πού θά λαμβάνονται ἐπίσημα ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Αὐ­τό, ὅ­μως, πού συ­νι­στᾶ τόν με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο εἶ­ναι ὅ­τι οἱ οἰ­κου­με­νι­στι­κές αὐ­τές ἀν­τι­λή­ψεις καί ἀ­πο­φά­σεις ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται τώ­ρα νά ἐ­πι­βλη­θοῦν μέ­σῳ τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου καί νά λά­βουν πα­ναρ­θό­δο­ξο κῦ­ρος καί ἰ­σχύ. Πρό­κει­ται ὁ­λο­κά­θα­ρα γιά μιά ἀ­προ­κά­λυ­πτη ἐ­πι­χεί­ρη­ση θε­σμι­κῆς νο­μι­μο­ποί­η­σης τῶν αἱ­ρέ­σε­ων ἐ­ρή­μην τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ τε­λευ­ταί­α ἔ­κτα­κτη Σύ­νο­δος τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας (8-10 Μαρτίου 2016) ἀ­σχο­λή­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ τά δι­α­δι­κα­στι­κά ζη­τή­μα­τα τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου πα­ρά μέ τήν οὐ­σί­α τῶν θε­μά­των καί τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου της. Ἐ­νῶ ἀ­πο­μέ­νουν ἐ­λά­χι­στοι μῆ­νες γιά τήν σύγ­κλη­ση τῆς Συ­νό­δου, δέν πα­ρέ­χε­ται καμ­μί­α ἐ­νη­μέ­ρω­ση γιά τό ποι­ά στά­ση θά τη­ρή­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σ’ αὐ­τή, δέν ἔ­χει ἐκ­δο­θεῖ καμ­μί­α ἐ­νη­με­ρω­τι­κή συ­νο­δι­κή ἐγ­κύ­κλιος, δέν ἔ­χει κα­νείς Μη­τρο­πο­λί­της ἀ­πευ­θυν­θεῖ στό ποί­μνιό του γιά νά τό ἐ­νη­με­ρώ­σει καί νά λά­βει τήν γνώ­μη του. Φω­τει­νή ἐ­ξαί­ρε­ση, βε­βαί­ως, οἱ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Μη­τρο­πο­λί­τες, πού βρί­σκον­ται σή­με­ρα ἐ­δῶ καί μερικοί ἀκόμη πού ἔ­χουν ἀ­να­λά­βει αὐ­τή τήν τό­σο ση­μαν­τι­κή πρω­το­βου­λί­α ἐ­νη­μέ­ρω­σης τοῦ λα­οῦ, γιά τήν ὁ­ποί­α τούς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με θερ­μά. Προ­σβλέ­που­με δέ καί στήν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή συμ­βο­λή τους, τό­σο στή Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, πού πρό­κει­ται νά συγ­κλη­θεῖ γιά τό θέ­μα αὐ­τό, ὅ­σο καί στήν ἀ­με­τα­κί­νη­τη ὁ­μο­λο­για­κή τους στά­ση στήν μέλ­λου­σα Σύ­νο­δο, ἐ­φ’ ὅ­σον θέ­λει καί ἐ­πι­τρέ­ψει τε­λι­κά ὁ Θε­ός νά γί­νει.
Ἔ­χον­τας φτά­σει πλέ­ον στήν τε­λι­κή εὐ­θεί­α πρός τήν Με­γά­λη Σύ­νο­δο, οἱ πρω­τερ­γά­τες καί ὑ­πο­στη­ρι­κτές της ἐ­πι­χει­ροῦν, μέ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε τί­μη­μα, νά ὁ­λο­κλη­ρώ­σουν καί νά ἐ­πι­βά­λουν ὅ­σα σχε­δί­α­ζαν ἐ­πί 100 ὁλόκληρα χρό­νια, πού δι­ήρ­κε­σε ἡ προ­πα­ρα­σκευ­ή της. Κι αὐ­τό, για­τί θε­ω­ροῦν τήν σύγ­κλη­σή της, ἔ­στω καί ἀ­πο­ψι­λω­μέ­νη στή θε­μα­το­λο­γί­α της, ὡς μο­να­δι­κή εὐ­και­ρί­α γιά τό ἕ­να καί τό μεῖ­ζον γι’ αὐ­τούς, καί γιά τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη αὐ­τή χρο­νι­κή στιγ­μή, νά προσ­δώ­σουν, δη­λα­δή, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στίς αἱ­ρέ­σεις.
Ὁ συ­νο­λι­κός, ὅ­μως, σχε­δια­σμός τῶν γνω­στῶν κέν­τρων, στά ὁ­ποῖ­α προ­α­να­φερ­θή­κα­με, πε­ρι­λάμ­βα­νει καί ἄλ­λους το­μεῖς καί πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τά γε­γο­νό­τα, στα­δια­κά καί μέ στο­χευ­μέ­νες ἐ­πι­λο­γές.
Ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τριά­ρχης ἐ­ξέ­δω­σε πρό­σφα­τα ἐγ­κύ­κλιο (314/20-3-2016), μέ τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Σύ­νο­δος αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ τό πρῶ­το βῆ­μα καί ὅ­τι «με­τ’ οὐ πο­λύ» θά ἀ­κο­λου­θή­σουν καί ἄλ­λες ἀ­νά­λο­γες. Εἶ­ναι μά­λι­στα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἡ ἀ­να­φο­ρά τῆς πα­τρι­αρ­χι­κῆς ἐγ­κυ­κλί­ου ὅ­τι τά κεί­με­να δη­μο­σι­ο­ποι­οῦν­ται πρός τό ποί­μνιο «καί πρός ἔκ­φρα­σιν τῆς γνώ­μης του καί τῶν προσ­δο­κι­ῶν του ἀ­πό τήν Ἁ­γί­αν καί Με­γά­λην Σύ­νο­δον» κι αὐ­τό προ­φα­νῶς με­τά τίς ἔν­το­νες ἀν­τι­δρά­σεις πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν ἀ­πό Ἐ­πι­σκό­πους, κλη­ρι­κούς, μο­να­χούς καί λα­ϊ­κούς γιά τίς ἀν­τορ­θό­δο­ξες θέ­σεις τῶν κει­μέ­νων, τήν κα­τά­λυ­ση τῆς συ­νο­δι­κό­τη­τας καί τόν ἀ­πο­κλει­σμό τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος.
Γιά αὐ­τές, λοι­πόν, τίς Συ­νό­δους, πού προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται νά ἀ­κο­λου­θή­σουν, ὑ­πάρ­χουν μί­α σει­ρά ἀ­πό θέ­μα­τα, τά ὁποῖα προ­ε­τοι­μά­ζον­ται με­θο­δευ­μέ­να. Ὅ­πως μᾶς δι­δά­σκει ἡ ἱ­στο­ρί­α, οἱ θρη­σκευ­τι­κές ἐ­ξε­λί­ξεις ἀ­κο­λου­θοῦν, πολ­λές φο­ρές, ἤ καί ὑ­πα­γο­ρεύ­ον­ται, ἀ­πό πο­λι­τι­κές καί ποι­κί­λες ἄλ­λες σκο­πι­μό­τη­τες καί ὑ­πα­κού­ουν σέ δι­ε­θνεῖς συ­σχε­τι­σμούς καί ἰ­σορ­ρο­πί­ες. Εἶ­ναι, ἄλ­λω­στε, γνω­στό ὅ­τι ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή ἀ­κό­μη τοῦ Ψυ­χροῦ Πο­λέ­μου οἱ δυ­τι­κές δυ­νά­μεις, ὑπό τήν ἡγεμονία τῶν ΗΠΑ, πα­ρέ­χουν τήν ὑ­πο­στή­ρι­ξή τους στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καί τήν πά­για ἀ­ξί­ω­σή του γιά τήν ἐγ­κα­θί­δρυ­ση τοῦ πρω­τεί­ου του στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἐ­πι­δι­ώ­κουν τήν ἐ­ξου­δε­τέ­ρω­ση τοῦ ρω­σι­κοῦ πα­ρά­γον­τα ἐ­πιρ­ρο­ῆς στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή.
Σέ θε­ο­λο­γι­κό ἐ­πί­πε­δο ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξη αὐ­τή ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ τήν προ­σπά­θεια γιά τήν ἐ­πι­βο­λή ἑ­νός «Πρώ­του» καί στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά ἐγ­γυᾶ­ται καί θά ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τήν δι­α­τή­ρη­ση τῶν ἀ­παι­τού­με­νων ἰ­σορ­ρο­πι­ῶν. Αὐ­τός εἶ­ναι καί ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο τό ὅ­λο ζή­τη­μα προ­βάλ­λε­ται συ­στη­μα­τι­κά ἀ­πό κο­ρυ­φαί­ους ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου.
Στό πλαί­σιο αὐ­τό ἐν­τάσ­σε­ται καί ἡ προ­σπά­θεια γιά τήν ἀ­πο­δυ­νά­μω­ση καί τήν ὑπονόμευση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος καί οἱ πι­έ­σεις πού φαί­νε­ται νά ἀ­σκοῦν­ται -ἀπό τά γνωστά πάντοτε κέντρα- γιά τήν αὐ­το­νό­μη­ση τῶν Νέ­ων Χω­ρῶν καί τήν ὑ­πα­γω­γή τους στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Αὐ­τό εἶ­ναι πι­θα­νόν νά ἐ­πι­τευ­χθεῖ μέ τόν προωθούμενο χω­ρι­σμό Κρά­τους-Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος φη­μο­λο­γεῖ­ται, ἤ μέ κά­ποι­ον ἄλ­λο τρό­πο, πού θά ἐ­πι­λε­γεῖ.
Ἡ ἐ­πι­βο­λή τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας ἑ­νός «Πρώ­του» καί στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α γίνεται μέ βά­ση τά πα­πι­κά πρό­τυ­πα, δηλαδή ὄχι ὡς πρωτεῖο τιμῆς μεταξύ ἴσων, ἀλλά ὡς πρωτεῖο ἐξουσίας, ὡς Πάπα τῆς Ἀνατολῆς. Προ­ε­τοι­μά­ζε­ται δέ ἤ­δη καί προ­βάλ­λε­ται μέ­σῳ τῆς ἀν­τορ­θό­δο­ξης δι­δα­σκα­λί­ας «πε­ρί προ­σώ­που» τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Περ­γά­μου Ἰ­ω­άν­νη, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἐμ­φο­ρεῖ­ται τό Κεί­με­νο «Ἡ ἀ­πο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἐν τῷ συγ­χρό­νῳ κό­σμῳ»­ (Κείμενο 1), καθώς καί ἀπό ἄλλα ἐπιφανῆ στελέχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (π.χ. ὁ Μητροπολίτης Προύσσης Ἐλπιδοφόρος)
Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος στίς «Πα­ρα­τη­ρή­σεις γιά τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο κα­τά τήν Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος» ση­μει­ώ­νει γιά τό συγ­κε­κρι­μέ­νο ζή­τη­μα: «Ἡ ὅ­λη προ­βλη­μα­τι­κή πε­ρί τοῦ προ­σώ­που ἀ­πο­τε­λεῖ, χω­ρίς νά κιν­δυ­νο­λο­γῶ, μιά αἵ­ρε­ση, συ­νέ­χεια τοῦ ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ, τοῦ μο­νο­θε­λη­τι­σμοῦ καί εἶ­ναι ἐ­πη­ρε­α­σμός ἀ­πό τήν ὑ­παρ­ξι­στι­κή φι­λο­σο­φί­α τοῦ Κί­ρκε­γκαρντ, τοῦ Μαρ­σέλ, τοῦ Σάρ­τρ καί τόν γερ­μα­νι­κό ἰ­δε­α­λι­σμό τοῦ Χά­ϊν­τεγ­κερ»[20] . Πρό­σφα­τα μά­λι­στα δη­μο­σί­ευ­σε πο­λυ­σέ­λι­δη, ἐμ­βρι­θῆ καί ἀ­πό­λυ­τα τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νη θε­ο­λο­γι­κή με­λέ­τη, στήν ὁ­ποί­α κα­τα­δει­κνύ­ει ὅ­τι ἡ θε­ο­λο­γία «πε­ρί προ­σώ­που» τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Περ­γά­μου εἶ­ναι ἀ­νορ­θό­δο­ξη καί ἀ­πορ­ρι­πτέ­α.
Ἀπό τήν μέλλουσα Σύνοδο ἐπαπειλεῖται, ἐπίσης, ἡ ἐ­πι­βο­λή κυ­ρώ­σε­ων εἰς βάρος ὅ­σων ὀρ­θο­δό­ξων θά ἀν­τι­δρά­σουν, ὅ­πως ὀ­φεί­λουν, σέ πι­θα­νές ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου. Τό ἴ­διο τό Κεί­με­νο, ἄλ­λω­στε, «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον» καί στό ἄρ­θρο 22, ἀ­σκεῖ προ­λη­πτι­κή λο­γο­κρι­σί­α καί ἐ­πι­χει­ρεῖ νά φι­μώ­σει ἐκ τῶν προ­τέ­ρων κά­θε ὀρ­θό­δο­ξη ἀν­τίρ­ρη­ση σέ ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου: « Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α θε­ω­ρεῖ κα­τα­δι­κα­στέ­αν πᾶ­σαν δι­ά­σπα­σιν τς ἑ­νό­τη­τος τς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὑ­πό ἀ­τό­μων ἤ ὁ­μά­δων, ἐ­πί προ­φά­σει τη­ρή­σε­ως δῆ­θεν προ­α­σπί­σε­ως τς γνη­σί­ας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας».
Δί­και­α, λοι­πόν, δι­ε­ρω­τᾶ­ται Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος: «Δη­λα­δή, ἄν τε­λι­κῶς λη­φθοῦν ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­φά­σεις, τίς ὁ­ποῖ­ες οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ μο­να­χοί καί θε­ο­λό­γοι τίς ἀ­γνο­οῦν, καί οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀν­τι­βαί­νουν σέ πα­τε­ρι­κές θέ­σεις, θά ἔ­χουν εὐ­θύ­νη καί θά ὑ­πό­κειν­ται σέ κρί­σεις καί κα­τα­κρί­σεις, ἄν ἀρ­νη­θοῦν νά τίς ἐ­φαρ­μό­σουν;­»[21] . Κιν­δυ­νεύ­ουν, δηλαδή, νά χα­ρα­κτη­ρι­σθοῦν ὡς αἱ­ρε­τι­κοί ὅ­σοι ὀρ­θο­δο­ξοῦν καί πα­ρα­μέ­νουν «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι ».
 Ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ τοῦ κιν­δύ­νου βρι­σκό­μα­στε σή­με­ρα. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Χρέ­ος μας ἦταν νά σᾶς τήν πα­ρου­σι­ά­σου­με χω­ρίς ὑ­πεκ­φυ­γές, χω­ρίς πε­ρι­στο­λές, χω­ρίς φό­βο καί χω­ρίς ἀ­να­στο­λές. Κα­τα­δι­κά­ζου­με ἀ­πε­ρί­φρα­στα και­νο­φα­νεῖς θε­ω­ρί­ες καί ἐ­νέρ­γει­ες πού στρέ­φον­ται κα­τά τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας. Κα­τα­δι­κά­ζου­με τούς ἐμ­πνευ­στές καί ὑ­πο­κι­νη­τές τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν αὐ­τῶν, κα­θώς καί ὅ­λους αὐ­τούς, πού μέ τήν ἀ­δρά­νεια καί τήν ὀ­λι­γω­ρί­α τους τούς ἀ­νέ­χον­ται καί τούς νο­μι­μο­ποι­οῦν εἴτε εἶναι Πατριάρχες εἴτε Ἀρχιεπίσκοποι εἴτε Ἐπίσκοποι εἴτε Πανεπιστημιακοί Καθηγητές εἴτε ὅποιοιδήποτε ἄλλοι. Ἕ­ως πό­τε θά γι­νό­μα­στε συ­νέ­νο­χοι μέ τήν σι­ω­πή μας; Ἕ­ως πό­τε θά πα­ρα­μέ­νου­με θε­α­τές τῆς ἀλ­λο­τρί­ω­σης τῆς ἴ­διας τῆς ὀρ­θό­δο­ξης αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας μας; Ἕ­ως πό­τε θά πα­ρα­μέ­νου­με χει­ρο­κρο­τη­τές ὅ­σων ἐκ­χω­ροῦν τά ἅ­για καί ἱ­ε­ρά τῆς πί­στε­ώς μας στούς αἱ­ρε­τι­κούς; Ὁ κλοι­ός ἔ­χει στε­νέ­ψει πλέ­ον ἐ­πι­κίν­δυ­να καί οἱ ἐ­ξε­λί­ξεις εἶ­ναι ρα­γδαῖ­ες καί μπο­ροῦν νά ἀ­πο­βοῦν τρα­γι­κές γιά τό ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα. Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρη πλέ­ον ἡ συ­στη­μα­τι­κή καί στο­χευ­μέ­νη προ­σπά­θεια θε­σμι­κῆς νο­μι­μο­ποι­ή­σε­ως τοῦ παναιρετικοῦ, κατά τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, οἰ­κου­με­νι­σμοῦ καί ἡ δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς ἀλ­λοι­ω­μέ­νης ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας.
Ἀ­δελ­φοί, ἐ­σή­μα­νε ἡ ὥ­ρα. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ὀ­λι­γω­ρί­α. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ἀ­δρά­νεια. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ἔ­νο­χη σι­ω­πή. Ἀ­παι­τεῖ­ται ἐ­γρή­γορ­ση καί ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση. Ἀ­παι­τεῖ­ται ἀν­τί­στα­ση καί ἀν­τί­δρα­ση. Ἄς με­λε­τή­σου­με, ἄς ἐ­νη­με­ρω­θοῦ­με, ἄς ἐ­νη­με­ρώ­σου­με καί τούς ἀ­δελ­φούς μας, ἄς ἐκ­φρά­σου­με τίς ἀ­νη­συ­χί­ες καί τίς ἐν­στά­σεις μας στούς ὑ­πευ­θύ­νους. Ἄς εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι γι­ά ὁ­ποι­α­δή­πο­τε θυ­σί­α χρεια­σθεῖ -ἀκόμη κι αὐτῆς τῆς ζωῆς μας- γι­ά τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας. Ἄς προ­σευ­χη­θοῦ­με νά φω­τί­σει ὁ Θε­ός ὅ­σους λαμ­βά­νουν τίς ἀ­πο­φά­σεις, ὅ­λο τόν ὀρ­θό­δο­ξο λα­ό καί ἐ­μᾶς, ὥ­στε νά πρά­ξου­με τά θε­ά­ρε­στα καί τά πρέ­πον­τα.
Ἀ­κό­μη καί ἄν δέν ἀ­πο­φευ­χθεῖ ἡ σύγ­κλη­ση τῆς Συ­νό­δου αὐ­τῆς (πού τό εὐχόμαστε), θά πρέ­πει νά προ­σευ­χό­μα­στε καί νά εὐ­χό­μα­στε μέ πό­νο καρ­διᾶς καί μέ πνεῦ­μα με­τά­νοι­ας καί τα­πεί­νω­σης νά κυ­ρι­αρ­χή­σει ἡ χα­ρι­σμα­τι­κή πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Ὅ­πως το­νί­ζει ὁ Κα­θη­γη­τής κ. Τσε­λεγ­γί­δης: «Στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, ὡς γνω­στόν, ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­νο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Ἡ ἀ­λή­θεια κα­θε­αυ­τήν εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή, για­τί στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα»[22] .
Ἡ Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Γι’ αὐ­τό καί ἕ­νας ἀ­κό­μη, ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ ἔ­ναν­τι ὅ­λων τῶν ἄλ­λων, ὅ­σοι κι ἄν εἶ­ναι αὐτοί.
Ἀδελφοί,
Ἡ νί­κη τῆς Ὀρθοδοξίας μας, μέ τήν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, τῆς Κυ­ρί­ας μας Θε­ο­τό­κου καί τῶν Ἁ­γί­ων μας, θά εἶ­ναι βε­βαί­α.
Ὁ Χριστός μας θά νικήσει.
Ὁ Χριστός μας θά ἀναδείξει τήν Ἀλήθεια.
Ὁ Χριστός μας θά φυλάξει καί τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία καί τήν φιλτάτη πατρίδα μας. Ἀμήν.




[1] Μητροπολίτη Πειραιῶς Σεραφείμ, Ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, 2-3-2016
[2] Ἀ­να­φέ­ρου­με, μό­νο, ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κά τό γνω­στό καί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πε­ρι­στα­τι­κό κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς πα­τρι­αρ­χεί­ας τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Τι­μο­θέ­ου Α΄ (511-518) καί τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου Πα­τριά­ρχη Ἰ­ω­άν­νη, πού τόν δι­α­δέ­χτη­κε, γιά τήν δι­α­γρα­φή ἀ­πό τά Δί­πτυ­χα τοῦ θρό­νου τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τοῦ ὀνόματος  τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Ἀν­τι­ο­χεί­ας Σε­βή­ρου. Οἱ πι­στοί, παρά τίς συμβιβαστικές καί καθησυχαστικές προτάσεις τοῦ Πατριάρχη ἐ­πέ­με­ναν καί ἀπαιτοῦσαν: «Σε­βῆ­ρον τόν Ἰ­ού­δα ἐ­ξω βά­λε.­.. Εὐ­φή­μιον καί Μα­κε­δό­νιον τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ. Τά συ­νο­δι­κά εἰς Ρώ­μην ἄρ­τι ἀ­πέλ­θω­σιν.­.. Εὐ­φη­μί­ου καί Μα­κε­δο­νί­ου τά ὀ­νό­μα­τα ἄρ­τι τα­γῇ.­.. τάς τέσ­σα­ρας συ­νό­δους τοῖς δι­πτύ­χοις. Λέ­ον­τα τόν ἐ­πί­σκο­πον Ρώ­μης τοῖς δι­πτύ­χοις.­.. τά δί­πτυ­χα τῷ ἄμβωνι... τά δίπτυχα ἄρτι φέρε...». [Μετάφραση: «Σε­βῆ­ρον τόν Ἰ­ού­δα δι­ά­γρα­ψέ τον (ἀ­πό τά Δί­πτυ­χα)….Εὐ­φή­μιον καί Μα­κε­δό­νιον Β΄ (δηλ. τόν ὀρθόδοξο Πατριάρχη καί ὄχι τόν ὁμώνυμον αἱρεσιάρχη) κα­τά­τα­ξε (στά Δί­πτυ­χα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας)…Τά συ­νο­δι­κά γράμ­μα­τα τώ­ρα νά στα­λοῦν στή Ρώ­μη…τοῦ Εὐ­φη­μί­ου καί τοῦ Μα­κε­δο­νί­ου Β΄τά ὀ­νό­μα­τα τώ­ρα νά κα­τα­γρα­φοῦν στά Δί­πτυ­χα….(ἐ­πί­σης)  οἱ τέσ­σε­ρεις (Οίκουμενικές) Σύ­νο­δοι νά κα­τα­γρα­φοῦν στά Δί­πτυ­χα. Ὁ Λέ­ων ὁ ἐ­πί­σκο­πος Ρώ­μης νά κα­τα­φρα­φεῖ στά Δί­πτυ­χα… τά Δί­πτυ­χα νά ἀ­να­γνω­σθοῦν στόν Ἄμ­βω­να…τά Δί­πτυ­χα φέ­ρε τώ­ρα)].
Μετά τήν ἐπιμονή αὐτή τῶν πιστῶν ὁ Πα­τριά­ρχης «λα­βών τά δί­πτυ­χα.­.. ἐ­κέ­λευ­σε τα­γῆ­ναι τάς ἁ­γί­ας τέσ­σα­ρας συ­νό­δους.­.. καί τά ὀ­νό­μα­τα τῶν τε­λευ­τη­σάν­των ἐν ὁ­σί­ᾳ τῇ μνή­μῃ γε­νο­μέ­νων ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πων ταύ­της τῆς βα­σι­λί­δος πό­λε­ως Εὐ­φη­μί­ου καί Μα­κε­δο­νί­ου καί μέν­τοι καί Λέ­ον­τος τοῦ γε­νο­μέ­νου ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ρώ­μης».
Τέ­τοι­α δέ ἦ­ταν ἡ ἀμ­φι­βο­λί­α τοῦ λα­οῦ, ὥ­στε «καί με­τά τήν ἀ­νά­γνω­σιν τοῦ ἁ­γί­ου Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐξ ἔ­θους τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας ἐ­πι­τε­λου­μέ­νης καί τῶν θυ­ρῶν κλει­σθει­σῶν καί τοῦ ἁ­γί­ου μα­θή­μα­τος κα­τά τό σύ­νη­θες λε­χθέν­τος τῷ και­ρῷ τῶν δι­πτύ­χων με­τά πολ­λῆς ἡ­συ­χί­ας συ­νέ­δρα­μον ἅ­παν τό πλῆ­θος κύ­κλῳ τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου καί ἠ­κρο­ῶν­το καί μό­νον ἐ­λέ­χθη­σαν αἱ προ­ση­γο­ρί­αι τῶν εἰ­ρη­μέ­νων ἁ­γί­ων τεσ­σά­ρων συ­νό­δων πα­ρά τοῦ δι­α­κό­νου καί τῶν ἐν ὁ­σί­ᾳ μνή­μῃ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πων Εὐ­φη­μί­ου καί Μα­κε­δο­νί­ου καί Λέ­ον­τος, φω­νῇ με­γά­λη ἔ­κρα­ξαν ἅ­παν­τες· δό­ξα σοι Κύ­ρι­ε. καί με­τά τοῦ­το με­τά πά­σης εὐ­τα­ξί­ας ἐ­πλη­ρώ­θη σύν Θε­ῷ ἡ θεί­α λει­τουρ­γί­α».
Βλ. σχ. SCHWARTZEDUARDUS, ActaConciliorumOecumenicorum, Tomustertius, BeroliniMDCCCCXXXX (= 1940), σελ. 71-76 καί ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΔΗΜ. Τά ἐπί τῇ ἐκλογῇ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Διοδώρου τοῦ Α΄ ἐπίσημα Ἔγγραφα. Κανονικόν καί Ἐκκλησιαστικόν περιεχόμενον, Ἀθῆναι 1982, σελ. 17.
[3] Οἱ λα­ϊ­κοί καί οἱ κλη­ρι­κοί ἀ­πο­τε­λοῦν τόν Ὀρ­θό­δο­ξο λα­ό! Ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ μέ ἄλ­λα λό­για δέν εἶ­ναι μό­νον οἱ κλη­ρι­κοί οὔ­τε ἁ­πλῶς οἱ λα­ϊ­κοί, ἀλ­λά ἡ ἑ­νό­τη­τα καί ἡ κοι­νω­νί­α ἐν Χρι­στῷ τῶν λα­ϊ­κῶν, μο­να­χῶν καί κλη­ρι­κῶν (Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου, Ἀ­να­το­λι­κά, Τόμος Α΄, σελ. 88)
[4] Φι­λο­κα­λί­α 18Γ, Ἁγ. Θε­ο­δώ­ρου τοῦ Στου­δί­του, Ἐ­πι­στο­λή πα΄, σελ. 77
[5] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἀ­να­το­λι­κά, Τόμος Α΄, σελ. 94
[6] Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ἡ ποι­μαν­τι­κή δι­α­κο­νί­α κα­τά τούς ἱ­ε­ρούς Κα­νό­νας, Πει­ραι­εύς 1976, σ. 110-112
[7] Ἰ­ω. Καρ­μί­ρη, Τὰ Δογ­μα­τι­κὰ καὶ Συμ­βο­λι­κὰ Μνη­μεῖ­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τ. Ι­Ι, G­r­az-A­u­s­t­r­ia 1968, σελ. 920[1000]­
[8] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σελ. 207
[9] Ἀ­να­φέ­ρου­με, μό­νο, ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κά τό γνω­στό καί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πε­ρι­στα­τι­κό κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς πα­τρι­αρ­χεί­ας τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Τι­μο­θέ­ου Α΄ (511-518) καί τοῦ ὀρ­θοδό­ξου Πα­τριά­ρχη Ἰ­ω­άν­νη, πού τόν δι­α­δέ­χτη­κε, γιά τήν δι­α­γρα­φή ἀ­πό τά Δί­πτυ­χα τοῦ θρό­νου τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τοῦ ὀνόματος  τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Ἀν­τι­ο­χεί­ας Σε­βή­ρου.
[10] π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Τό σῶ­μα τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ, Μιά ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σελ. 80-83
[11] π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Τό σῶ­μα τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ, Μιά ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σελ. 80-83
[12] Ἀρ­χι­μαν­δρί­του Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς, Πε­ρί τήν με­λε­τω­μέ­νην «Με­γά­λην Σύ­νο­δον» τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ὑ­πό­μνη­μα πρός τήν Σύ­νο­δον τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Σερ­βι­κῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ἀ­θῆ­ναι 1977, σελ. 12
[13] Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της πρώ­ην Ἐρ­ζε­γο­βί­νης κ. Ἀ­θα­νά­σιος, τό 1976, κα­τήγ­γει­λε ὅ­τι: «Ποι­μέ­νες ἐ­ρή­μην ποι­μνί­ου (ἤ καί στε­ρου­μέ­νοι αὐ­τοῦ ἐν­τε­λῶς), θε­ο­λό­γοι ἄ­νευ ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης, δι­ά­φο­ροι δο­κη­σί­σο­φοι καί και­σα­ρό­δου­λοι οὐ­δέ­πο­τε ἠ­δυ­νή­θη­σαν εἰς τήν ἱ­στο­ρί­αν τῶν Συ­νό­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νά ἀ­να­γνω­ρι­σθοῦν οὔ­τε ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν οὔ­τε ὡς συ­νε­χί­ζον­τες καί ἀ­να­νε­ώ­νον­τες τήν ζῶ­σαν καί σω­τή­ριον πα­ρά­δο­σιν, πα­ρά μό­νον ὡς μί­α «σύ­νο­δος ἀ­θε­τούν­των». Ἄς ἐν­θυ­μη­θῶ­μεν μό­νον τάς «ἀν­τι­προ­σω­πεί­ας» ἐ­κεί­νας εἰς τάς ψευ­δο­συ­νό­δους τῆς Λυ­ῶ­νος καί τῆς Φλω­ρεν­τί­ας, καί τήν ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ἔ­ναν­τι αὐ­τῶν στά­σιν τῶν γνη­σί­ων ὀρ­θο­δό­ξων ποι­μέ­νων καί τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»
[14] Κα­θη­γη­τῆ Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ. κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη, Ἐ­πι­στο­λή (2η) 10-2-2016 πρός τήν Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος

[15] Ἐ­πι­στο­λή τοῦ Πα­νι­ε­ρω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Λε­με­σοῦ κ. Ἀ­θα­να­σί­ου πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Κύ­πρου, ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τή σύγ­κλη­ση τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας (h­t­tp:­//w­ww.i­m­l­e­m­e­s­ou.o­rg/i­m­a­g­es/20016/k­e­i­m­e­no-g-s­i­n­o­do.p­df)

[16] «... Τήν ἐν λό­γῳ ἀρ­χήν ἔ­χουν, δυ­στυ­χῶς, ἀ­σπα­σθῆ καί ὅ­λαι αἱ ἄλ­λαι ὀρ­θό­δο­ξοι ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­αι, ἀ­φοῦ σι­ω­πη­ρῶς ἤ κα­τό­πιν ἁ­πλῶν, γυ­μναῖς ταῖς λέ­ξε­σι, δι­α­μαρ­τυ­ρι­ῶν ἀ­πε­δέ­χθη­σαν τοι­ού­του εἴ­δους «ἀν­τι­προ­σώ­πευ­σιν» ζων­τα­νῶν καί πο­λυ­πλη­θῶν το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων ὅ­μως εἰς τάς πε­ρισ­σο­τέ­ρας πε­ρι­πτώ­σεις δέν ἔρ­χον­ται ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι οἱ πραγ­μα­τι­κοί ποι­μέ­νες καί Ἐ­πί­σκο­ποι, καί τοι­ου­το­τρό­πως ἡ φω­νή καί ἡ συ­νεί­δη­σίς των, ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς πί­στε­ώς των καί ἡ ἐμ­πει­ρί­α τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου των, δέν δύ­ναν­ται νά ἀ­κου­σθοῦν καί νά εἰ­σα­κου­σθοῦν, λό­γῳ ἀ­κρι­βῶς τοῦ τοι­ού­του εἴ­δους τῆς «ἀν­τι­προ­σω­πεύ­σε­ως» καί τῆς τοια­ύτης συν­θέ­σε­ως τῶν «ἀν­τι­προ­σω­πει­ῶν», Ἀρ­χι­μαν­δρί­του Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς, Πε­ρί τήν με­λε­τω­μέ­νην «Με­γά­λην Σύ­νο­δον», τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ὑ­πό­μνη­μα πρός τήν Σύ­νο­δον τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Σερ­βι­κῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ἀ­θῆ­ναι 1977, σελ. 11-12
[17] Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου Ἱ­ε­ρο­θέ­ου, Ἐ­νια­ύσιον 1998
[18] Κεί­με­νο 10ης Συ­νό­δου Δι­ε­θνοῦς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου Ὀρ­θο­δό­ξων καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν, Ρα­βέν­να, Φε­βρουά­ριος 2007
[19] Κεί­με­νο 9ης Γενικῆς Συνέλευσης ΠΣΕ, Porto Alegre, Φε­βρουά­ριος 2006
[20] Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Παρατηρήσεις γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο κατά τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 8 Μαρτίου 2016
[21] Ἐπιστολή Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 20-1-2016
[22] Κα­θη­γη­τῆ Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ. κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη, Ἐ­πι­στο­λή (2η) 10-2-2016 πρός τήν Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...