Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Τὸ Διοικητικὸ Συμβούλιο τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, ἔχει τὴν ἐξαιρετικὴ χαρὰ νὰ σᾶς προσκαλέσει στὴν ἐτήσια ἐκδήλωση τοῦ Ἱδρύματος, ἡ ὁποία θὰ πραγματοποιηθεῖ στὴν Αἴθουσα τῆς Ἑταιρείας τῶν Φίλων τοῦ Λαοῦ (Εὐριπίδου 12,Πλατ. Κλαυθμῶνος - Ἀθήνα) τὴν Κυριακὴ 17 Φεβρουαρίου 2019 καὶ ὥρα 6 μ.μ.
Η ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ σας προσκαλεί σε εορταστική εκδήλωση επί τη ευκαιρία του ανοίγματος του Τριωδίου την Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019, στις 5.00 μ.μ. στην Ι. Μονή Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου Αττικής.
ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ & ΚΟΠΗ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ Επί τη ογδόη επετείω της ΕΣΤΙΑΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Το «παραμένω στην Εκκλησία» θα έπρεπε να ήταν η αυτονόητη θέση για όσους αρνούνται τα αλλότρια ψευτο-δόγματα των αιρετικών, την ψευδοσύνοδο της Κρήτης, την παναίρεση του οικουμενισμού. Πρόλαβαν όμως οι επίσκοποι που κατέχουν θεσμική εξουσία να οικειοποιηθούν την φράση αυτή και να θέσουν το ακόλουθο δίλημμα στους ακατήχητους πιστούς: εάν εσείς δεν μας μνημονεύετε, είστε εκτός Εκκλησίας! Δεν πα να έχουμε εμείς υπογράψει αιρετικά κείμενα, δεν πα να αφήνουμε την παναίρεση του οικουμενισμού να αλωνίζει και να θερίζει ψυχές, εσείς θα μας μνημονεύετε για να παραμείνετε μέσα στην Εκκλησία. Και έρχονται δυστυχώς μετά άνθρωποι σαν τον π. Γεώργιο Μεταλληνό και σιγοντάρουν αυτήν την θέση.
ΓΙΑΤΙ Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἀποτέλεσε ἕνα ἐπώδυνο καί δυσθεράπευτο ἄλγος στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν καί πέρασαν περισσότεροι ἀπό 28 μῆνες ἀπό τήν σύγκλησή της, συνεχίζει νά ταλανίζει τό ἐκκλησιαστικό σῶμα, νά προκαλεῖ σκληρές κριτικές, σοβαρές ἔριδες, σχισματικές καταστάσεις, ἀποτειχίσεις, διωγμούς. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά οἱ ὑπέρμαχοί της βαυκαλίζονται, στρουθοκαμηλίζοντας, πώς ἡ σύγκλησή της ὑπῆρξε «μέγα γεγονός» καί πώς οἱ ἀποφάσεις της σημάδεψαν τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί αὐτή τήν ἴδια τήν κατοπινή πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅτι δῆθεν αὐτή «ἔβγαλε τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν ἀπομόνωση» καί τήν «ἔκαμε γνωστή στόν σύγχρονο κόσμο» καί «πρόβαλλε τίς ἀξίες της». Ὅτι δῆθεν οἱ ἀποφάσεις της προωθοῦν «τήν καταλλαγή, τή συνύπαρξη καί τήν παγκόσμια εἰρήνη». Ὅτι δῆθεν ὑπῆρξε ἕνα «παγκόσμιο γεγονός», καί οἱ ἀποφάσεις της «σημάδεψαν τήν ἱστορία».
Τῆς προσέδωσαν μάλιστα καί τήν προσωνυμία: «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», δανειζόμενοι αὐτήν<σζ ἀπό τή συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ μέ αὐτόν τόν προσδιορισμό ὅριζαν οἱ Πατέρες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἄλλωστε, οἱ ὁραματιστές καί οἱ προετοιμάσαντες τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης αὐτόν τόν στόχο εἶχαν, νά εἶναι ἡ Ἡ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἶναι ὅμως πραγματικά «Ἁγία» καί «Μεγάλη»; Εἶναι «Σύνοδος», ἡ ὁποία συνεχίζει μέ ἀκρίβεια τήν δισχιλιόχρονη συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας; Γιά τήν συντριπτική πλειοψηφία τοῦ συνειδητοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, δυστυχῶς, ὄχι! Τά στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν ὅτι δέν ὑπῆρξε οὔτε ἅγια, οὔτε μεγάλη, οὔτε σύμφωνη μέ τήν συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι σαφέστατα καί συνταρακτικά. Δέν εἶναι Ἅγια καί Μεγάλη Σύνοδος διότι:
1ον Συγκλήθηκε γιά νά ἐξυπηρετήσει πολιτικές καί γαιοστρατηγικές σκοπιμότητες.
Οἱ ἔχοντες στοιχειώδη γνώση τῶν σύγχρονων παγκοσμίων πνευματικῶν ἀνακατατάξεων, τῶν γεωπολιτικῶν, γαιωστρατηγικῶν καί οἰκονομικῶν στοχεύσεων ἀπό σκιώδη διεθνῆ κέντρα, εἶναι εὔκολο νά καταλάβουν ὅτι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ὑπῆρξε πιστός θεράπων αὐτῶν. Ἡ παγκοσμιοποίηση, ὁ πυρετωδῶς προωθούμενος θρησκευτικός συγκρητισμός, ὁ Οἰκουμενισμός, οἱ πολιτικές, οἱ ὁποῖες ὑπηρετοῦνται ἀπό ἰσχυρά παγκόσμια κέντρα, ὑπῆρξαν κινητήριοι μοχλοί καί ἀρωγοί στήν ὀργάνωση καί πραγματοποίηση τῆς «Συνόδου». Σέ πρόσφατη ὁμολογία του ὁ ἀρχιδιάκονος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Ἰωάννης Χρυσαυγής ἀπεκάλυψε ξεκάθαρα πώς στήν Ἐκκλησία «ἡ πραγματικότητα εἶναι περίπλοκη. Πέρα ἀπό τίς πολύπλευρες θρησκευτικές ἴντριγκες, ὑπάρχουν σκοτεινές γεωπολιτικές ἐπιπτώσεις» (Ὀρθ. Τύπος, φύλ.2234, 9-11-2018). Ἰδιαίτερα σημαντικό ὑπῆρξε τό ἐνδιαφέρον τῶν Η.Π.Α. γιά τήν ἐπιτυχῆ σύγκλησή της. Ὡς ἀρωγός καί παρατηρητής τῆς κυβερνήσεως τῶν Η.Π.Α. ὑπῆρξε ἡ προσωπική παρουσία τῆς κας Ἐλισάβετ Προδρόμου στίς ἐργασίες τῆς «Συνόδου». Ἀπό τό βιογραφικό της ἀποδεικνύεται πώς «Οἱ ἀκαδημαϊκοί της τίτλοι τῆς ἐπιτρέπουν νά συμμετέχει, καί ἐδῶ εἶναι τό σπουδαιότερο, σέ ἁρμόδιες κυβερνητικές ἐπιτροπές χάραξης πολιτικῆς τῶν ΗΠΑ: Ἀπό τό 2004-2012 ἀντιπρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς Διεθνῶν Θρησκευτικῶν Ἐλευθεριῶν τῆς ἀμερικανικῆς Βουλῆς καί ἀπό τό 2011 ἀναβαθμίστηκε σέ μέλος τῆς ἁρμόδιας ὁμάδας ἐργασίας τοῦ ἀμερικανικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν μέ ἀντικείμενο «Θρησκεία καί Ἐξωτερική Πολιτική». Μία διπλωμάτης, χωρίς νά εἶναι κάν θεολόγος, ποιά ἁρμοδιότητα μποροῦσε νά ἔχει σέ μία Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας;
Ρωτᾶ ὁ κάθε ἕνας μας: ποιός ὁ λόγος τοῦ ἰδιαίτερου ἐνδιαφέροντος τῆς κυβερνήσεως τῶν Η.Π.Α. γιά τήν εὐόδωση τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης; Μήπως γιά τό συμφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Γιά τήν ἀποκρυστάλλωση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, τήν διακήρυξη: ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία; Ἀσφαλῶς ὄχι! Ἄν ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης εἶχε ὡς ἀποκλειστικό της σκοπό νά λειτουργήσει ὡς γνήσια Σύνοδος, σύμφωνη μέ τήν συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέν ἐνδιαφέρον θά ἐκδήλωνε ἡ ὑπερατλαντική ὑπερδύναμη! Ἡ μόνη ἀπάντηση στό ἐρώτημα, εἶναι ὅτι ἡ κυβέρνηση τῶν Η.Π.Α., ἡ «μητρόπολη» τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς «Νέας Ἐποχῆς» καί τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», ἔδειξε ἐνδιαφέρον καί στήριξε τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, (ἄν δέν ἐπέβαλε τή σύγκλησή της), διότι αὐτή συγκλήθηκε νά ἐξυπηρετήσει τούς σκοπούς καί τούς στόχους της καί τά συμφέροντά της τά ὁποῖα εἶναι συνδεδεμένα μέ τό παγκόσμιο πανθρησκειακό ὅραμα. Ἄς μήν ξεχνᾶμε πώς τό ἀντίπαλο δέος τῆς ἐξωτερικῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς, εἶναι ἡ ὀρθόδοξη Ρωσία καί οἱ «δορυφόροι» της, οἱ ὀρθόδοξες χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο πώς οἱ Τοπικές Ἐκκλησίες Ρωσίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας καί Ἀντιοχείας, οἱ ὁποῖες, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀνήκουν, καθόλου τυχαῖα, στό «ἀνατολικό μπλόκ», στήν ἐπιρροή τῆς ρωσικῆς πολιτικῆς, δέν ἔλαβαν μέρος στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ἀναμφίβολα, ἡ ἀπουσία τους, πέρα ἀπό τίς σοβαρές διαφωνίες τους, ὡς πρός τή θεματολογία καί τόν τρόπο συγκλήσεως τῆς «Συνόδου», ἔγινε γιά νά μήν γίνουν συμμέτοχοι στίς γεωπολιτικές σκοπιμότητες τῶν δυτικῶν καί εἰδικά τῶν ΗΠΑ! Ἡ Ὀρθοδοξία γι’ αὐτούς εἶναι τό μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν ἐπιβολή τῆς παγκοσμιοποίησης καί γι’ αὐτό ἔπρεπε (καί πρέπει) νά ἀλλάξει πορεία, νά συγχρονιστεῖ μέ αὐτό τό ὅραμα. Καί δυστυχῶς ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης» ἐξυπηρέτησε αὐτόν τόν στόχο.
Ἰσχυρό ἐνδιαφέρον γιά τήν σύγκληση καί τήν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἔδειξε καί τό Βατικανό, ἡ παπική διπλωματία καί προσωπικά ὁ «πάπας» Φραγκίσκος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκδηλώσει τήν ἐπιθυμία νά παραστεῖ καί ὁ ἴδιος στή «Σύνοδο», ἀλλά, ἐπειδή διέγνωσαν οἱ ἰθύνοντες τῆς «Συνόδου» ὅτι θά δημιουργοῦσε ἀντιδράσεις ἡ παρουσία τοῦ αἱρεσιάρχη, θεώρησαν σκόπιμο νά μήν παραστεῖ, καί νά δεχτοῦν τίς «θερμές εὐχές» του. Ἀλλά τίθεται τό εὔλογο ἐρώτημα: ποιός ὁ λόγος νά θέλει τό Βατικανό τήν εὐόδωση τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης; Ἄν αὐτή εἶχε σκοπό νά λειτουργήσει ὡς γνήσια ὀρθόδοξη Σύνοδος καί διεκήρυττε μέ στεντορεία τή φωνή τήν ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί κατεδίκαζε τίς αἱρέσεις καί μαζί τίς δεκάδες παπικές κακοδοξίες καί κατεδείκνυε ὅτι ὁ παπισμός δέν εἶναι ἐκκλησία, καί θά καλοῦσε τούς αἱρετικούς σέ μετάνοια καί ἔνταξη στήν Ὀρθοδοξία, ὄχι μόνο δέ θά ἐκδήλωνε τό ἐνδιαφέρον του καί τήν συμπαράστασή του σ’ αὐτή, ἀλλά θά τήν σαμποτάριζε! Τή στήριξε, διότι ἤξερε ἐκ τῶν προτέρων, μέσα ἀπό τίς σκοτεινές διασυνδέσεις του μέ τούς μυστικοπαθεῖς διοργανωτές τῆς «Συνόδου», ὅτι αὐτή δέν θά ἦταν γνήσια ὀρθόδοξη Σύνοδος. Ὅτι θά ἐξέφραζε τίς πανθρησκειακές βλέψεις του. Ὅτι θά ἔφερνε πιό κοντά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις. Ὅτι θά λειτουργοῦσε ὦς κακέκτυπο τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἀναγνωρίζοντας τίς αἱρέσεις ὡς «ἐκκλησίες»! Ἄς μήν μᾶς διαφεύγει ἡ λεπτομέρεια, πώς οἱ παπικοί ἐξέφρασαν κατόπιν τήν δυσαρέσκειά τους, ὅταν δημοσιεύτηκαν τά διφορούμενα κείμενα τῆς «Συνόδου» καί δέν ἱκανοποίησαν πλήρως τίς προσδοκίες τους! Καί βέβαια συντάχτηκαν αὐτά, μέ διφορούμενο νόημα, ὄχι ἀπό πεποίθηση, ἀλλά ἀπό ἀνάγκη, ἀπό τή σφοδρή ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων.
2ον Δέν εἶναι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης Ἅγια καί Μεγάλη, διότι κύριος σκοπός της ὑπῆρξε ἡ «συνοδική» κάλυψη – κατοχύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ πραγματικός σκοπός τῆς συγκλήσεως τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης δέν εἶναι ἄλλος, ἀπό τήν ἐπισφράγιση καί «συνοδική» κατοχύρωση τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 20ου αἰώνα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀπό τούς πρώτους καί πλέον ἔνθερμους ὁραματιστές της, ὑπῆρξε ὁ ἀλήστου μνήμης Οἰκουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης καί ὁ μέγας προωθητής τοῦ οἰκουμενισμοῦ, Ἀθηναγόρας. Εἶναι γνωστό πώς τά τολμηρά, ἕως ἀπαράδεκτα, οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τῶν θιασωτῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τοῦ 20ου αἰώνα καί τῶν τελευταίων χρόνων, ἔτυχαν σκληρῆς κριτικῆς ἀπό ὀρθοδόξους καί προκάλεσαν μεγάλες ἀναταράξεις καί γι’ αὐτό ἔπρεπε νά ἀποστομωθοῦν. Νά περιβληθοῦν οἱ ἐπιλογές τους μέ ὀρθόδοξο μανδύα, νά κατοχυρωθεῖ ἡ λεγομένη «Οἰκουμενική Κίνηση» συνοδικά, νά ἀποστομωθοῦν οἱ ἐπικριτές της ἀπό τό κύρος μίας Πανορθοδόξου Συνόδου. Νά δοθεῖ στούς ἀτελέσφορους καί ζημιογόνους γιά τήν Ὀρθοδοξία, θεολογικούς διαλόγους, συνοδική κάλυψη. Νά πεισθεῖ καί νά ἐφησυχάσει τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό πλήρωμα ὅτι δῆθεν ἡ «Οἰκουμενική Κίνηση», στήν οὐσία, οἰκουμενιστική, δέν προδίδει τήν Ὀρθοδοξία, ὅτι δῆθεν εἶναι συμβατή μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅτι δῆθεν εἶναι μία σύγχρονη ἀναγκαιότητα, ὅτι δῆθεν ἐπιτελεῖ σπουδαῖο ποιμαντικό ἔργο, τό ὁποῖο ἔχει ὡς στόχο τήν γνωριμία τῆς Ὀρθοδοξίας στούς ἑτεροδόξους, μέ σκοπό τήν προσέλκυσή τους στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀλλά, ὄπως εἶναι γνωστό, οἱ ἑτερόδοξοι γνωρίζουν τόσο καλά τήν Ὀρθοδοξία, ὅσο γνωρίζουμε καί ἐμεῖς τούς ἑτερόδοξους. Στούς διαλόγους παίζεται ἕνα γελοῖο παιχνίδι, ἕνα «ἀνόσιο παίγνιο» κατά τόν Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας κ. Στυλιανό, γιά χρόνια ἀντιπρόεδρο τῶν διαλόγων, στό ὁποῖο κυριαρχοῦν ἡ πρόκληση ἐντυπώσεων καί ἡ διπλωματία. Ποιός θά «τουμπάρει» τόν ἄλλον! Στούς ἐδῶ καί τριάντα χρόνους διαλόγους, οὐδείς ἑτερόδοξος, ὡς πρόσωπο, πολλῷ δέ μᾶλλον ὡς «ἐκκλησία», προσῆλθε στήν Ὀρθοδοξία! Ἀντίθετα, ὁ μεγάλος χαμένος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, διότι οἱ ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι κάνουν συνεχῶς ὑποχωρήσεις, ἐνῶ οἱ αἱρετικοί συνομιλητές τους παραμένουν ἀμετακίνητοι στίς πλάνες τους καί τό χειρότερο: ἀποθρασύνονται καί γίνονται προκλητικότεροι ἀπό τόν ἐνδοτισμό, τίς ὑποχωρήσεις καί τήν ἀπουσία ξεκάθαρου ὁμολογιακοῦ λόγου ἀπό τούς ὀρθοδόξους. Δέν προβάλλουν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν δυναμισμό πού πρέπει καί δέχονται νά συζητοῦν τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν συζητητῶν τους, ὄχι γιά νά τίς ἀναιρέσουν, ἀλλά γιά νά τίς «κατανοήσουν» ὡς δῆθεν «διαφορετική ἐκκλησιαστική παράδοση», ὅπως λ. χ. ἡ «κατανόηση τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης»! Οὐδέποτε κάλεσαν τούς αἱρετικούς σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία, τήν ἀληθινή Ἐκκλησία, ἀλλά ἐπιστροφή σέ μία ὁμιχλώδη καί ἀκαθόριστη «πίστη τῆς πρώτης χιλιετίας», σάν νά μήν ὑπῆρχαν προβλήματα μέ τούς αἱρετικούς καί θεολογικές διαμάχες καί διαφοροποιήσεις στήν πρώτη χιλιετία! Ἔστω γιά παράδειγμα: τό «πρωτεῖο τοῦ Ρώμης», ἀλλά καί τό φιλιόκβε, δέν προβάλλονταν ὡς ὀρθή πίστη ἀπό τούς δυτικούς στήν πρώτη χιλιετία;
3ον Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δέν εἶναι Ἅγια καί Μεγάλη, διότι δέν κατέγνωσε καμιά αἵρεση καί ἀνεγνώρισε, ἐμμέσως, πλήν σαφῶς, ἐκκλησιαστική ὑπόσταση στίς αἱρετικές κοινότητες.
Στή δισχιλιόχρονη συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ Σύνοδοι συγκροτοῦνταν κατά κύριο λόγο γιά νά ὁριοθετήσουν καί νά περιφρουρήσουν τήν σώζουσα ἀλήθειά της καί δευτερευόντως γιά νά ἐπιλύσουν ἄλλα θέματα. Ἀντίθετα ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης πρωτοτύπησε, δέν συγκλήθηκε γιά νά καταγνώσει καί νά καταδικάσει τήν πληθώρα τῶν συγχρόνων πλανῶν καί ἰδίως τήν παναίρεσή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία κατατρώγει τίς σάρκες τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν της δέν ἀκούστηκε κάν ἡ λέξη «αἵρεση». Τό ἀντίθετο μάλιστα, κλήθηκαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν αἱρέσεων ὡς τιμητικοί παρατηρητές, οἱ ὁποῖοι προσφωνήθηκαν ὡς «ἐκπρόσωποι τῶν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν»! Οἱ θεοφόροι Πατέρες καλοῦσαν στίς Ἅγιες Συνόδους τούς αἱρετικούς, ὄχι νά τούς τιμήσουν, ἀλλά νά τούς καταδείξουν τίς πλάνες τους, νά τούς ζητήσουν νά μετανοήσουν καί ὅταν αὐτοί ἀρνοῦνταν, τούς ἀναθεμάτιζαν καί τούς ἔδιωχναν. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, ὅπως ἀνακοινώθηκε ἀπό τά πλέον ἐπίσημα χείλη, συγκλήθηκε μέ ἀπώτερο σκοπό, νά ἀναγνωρίσει τήν «ἐκκλησιαστικότητα» τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων. Νά τίς ἀποχαρακτηρίσει ἀπό αἱρετικές κοινότητες. Μά γίνει μία «Β΄ Βατικάνεια Σύνοδος», ἡ ὁποία, μέ τό γνωστό διάταγμά της περί οἰκουμενισμοῦ, εἶχε ἀναγνωρίσει ὡς «ἐκκλησίες» τίς ἐκτός Παπισμοῦ χριστιανικές κοινότητες. Αὐτό φάνηκε καθαρά ἀπό τό ἀδιέξοδο πού δημιουργήθηκε, κυρίως ἀπό τούς ἐνδοιασμούς τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία εἶχε τήν ἐντολή νά μήν χαρακτηριστοῦν ὡς «ἐκκλησίες» οἱ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, χριστιανικές κοινότητες. Οἱ ἰθύνοντες τῆς «Συνόδου» ἤθελαν πάσῃ θυσία νά χαρακτηρίσουν τούς αἱρετικούς ὡς «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ὡς ἀπόδειξη αὐτοῦ ἀναφέρουμε ξεκάθαρη ὁμολογία τοῦ ἀρχιδιακόνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Ἰωάννου Χρυσαυγῆ, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλυψε πρόσφατα πώς στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης: ἡ Ἐκκλησία ἔμεινε «πεισματικά ἀπρόθυμη νά ἀφήσει τήν ἀρχαία μνησικακία (!!!) … ὅταν ὁ Βαρθολομαῖος δήλωνε ὅτι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου θά μποροῦσαν νά εἶναι δημιουργικοί στήν περιγραφή τῆς σχέσης της μέ ἄλλες χριστιανικές κοινότητες, δέν θά μποροῦσαν νά τίς χαρακτηρίσουν ὡς αἱρετικές, ἀκολούθησαν ἐπαίσχυντες συζητήσεις…» (Ὀρθ. Τύπος, ἀρ. φύλ.2234, 9-11-2018)! Ἐδῶ βέβαια ὁ ὅρος «ἑτερόδοξος» δέν ἔχει τή σημασία τοῦ αἱρετικοῦ, ἀλλά τοῦ ἔχοντα «διαφορετική πίστη», ὄχι, κατ’ ἀνάγκην, κακόδοξη! Ἀλλά ὅμως ὁ ὅρος «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» περιέχει πλήρη ἀντιφατικότητα, διότι Ἐκκλησία καί ἑτεροδοξία εἶναι ἔννοιες ἀπόλυτα ἀσυμβίβαστες. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξη καί ἡ ἑτερόδοξη δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία!
Μέ τό 6ο διάταγμα τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἀποφασίστηκε πώς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέν ἔχει τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὅμως μέ μία παροιμιώδη διπλωματική καί διφορούμενη φράση, ἀναγνώρισε τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν «Ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν» καί Ὁμολογιῶν, ἀφήνοντας ἀνοικτή κάθε ἑρμηνεία σ’ αὐτή. Γενικά χρησιμοποίησε διφορούμενη διπλωματική γλώσσα, ὥστε νά ἱκανοποιεῖ κάθε ἑρμηνεία, εἴτε ὀρθόδοξη, εἴτε αἱρετική, σέ ἀντίθεση μέ τά συνοδικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα διακρίνει ἡ ἀπόλυτη σαφήνεια, μήν ἀφήνοντας κανένα περιθώριο παρερμηνείας!
Ὁρίστηκε ὅτι εἶναι μέν ἡ Ὀρθοδοξία ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά ἀναγνωρίζει καί τήν «ἱστορική ὀνομασία Ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», πού σημαίνει καί ἑρμηνεύεται ὅτι ἀναγνωρίζει, στήν οὐσία, τήν ἱστορική τους πορεία, διότι ἡ ὀνομασία ἑνός ἀντικειμένου σηματοδοτεῖ αὐτή τήν ἴδια τήν ὑπόστασή του. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ἀναφέρει γιά τό ἴδιο κείμενο ὅτι «ὑπάρχουν μερικές ἀσάφειες, ὡσάν νά «ἀναγνωρίζονται» καί ἄλλες Ἐκκλησίες, ἐκτός τῆς Μίας, Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Τό δέ Πατριαρχεῖο Ρωσίας χαρακτήρισε τίς ἀποφάσεις της «ἀσαφεῖς καί διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι τό ὁποῖο δέν ἐπιτρέπει νά τά θεωροῦμε ὡς ὑποδειγματική ἔκφραση τῶν ἀληθειῶν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας»! Σέ ἄλλο σημεῖο ὁρίζει μέν τό ἀδιαίρετο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέχεται ἐμμέσως τή διάσπασή της. Σέ ἄλλο σημεῖο δέχεται ἐμμέσως, πλήν σαφῶς, ὅτι ἔχουν καί οἱ αἱρετικοί μυστήρια: κάνοντας λόγο περί «…ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς… τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως». Ὅσον ἀφορᾶ τό ΠΣΕ, δέν γίνεται κάν νύξη ὅτι πρόκειται γιά ἕνωση ἑτερόκλητων αἱρετικῶν ὁμάδων καί κακοδοξιῶν, ἀντίθετα δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι εἶναι ἕνα εἶδος «εὐλογίας» ἡ συμμετοχή μας σέ αὐτό!
Εἰδήμονες διαπρεπεῖς θεολόγοι, ἀποφάνθηκαν πώς οἱ ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης εἶναι βαθύτατα διαποτισμένες καί ὑποκρύπτουν τίς αἱρετικές πλάνες, τῆς «ἀοράτου Ἐκκλησίας», τῆς «θεωρίας τῶν κλάδων» καί τῆς «εὐχαριστιακῆς καί βαπτισματικῆς θεολογίας». Δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἐπεκταθοῦμε σέ λεπτομέρειες. Ἡ προσπάθεια νά δοθεῖ ἐκκλησιαστική ὑπόσταση στίς αἱρετικές κοινότητες καί ἡ ἐπιμονή νά παρουσιαστεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς «ἐλαφρῶς καλλίτερη» ἀπό αὐτές, φανερώνει περίτρανα αὐτή τήν τραγική παράμετρο! Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά μήν κληθοῦν σέ αὐτή, οἱ αἱρετικοί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, τήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά νά ἐπιστρέψουνστήν ἀκαθόριστη «πίστη τῆς πρώτης χιλιετίας», τήν ὁποία ὅμως «βλέπουν» οἱ αἱρετικοί, ἀπό τή δική τους σκοπιά, ὅτι δῆθεν δικαιώνει τή δική τους πίστη,ὅπως προαναφέραμε, ὄχι ὅμως τήν πίστη τῶν ἁγίων Συνόδων ὥστενά συμμορφωθοῦν μέ τίς ἀποφάσεις αὐτῶν, στό ἀπαραχάρακτο «Σύμβολο τῆς Πίστεως».
4ον Δέν εἶναι Ἅγια καί Μεγάλη ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης διότι δέν ἔλυσε κανένα ἀπό τά μεγάλα, χρονίζοντα καί ὀξυμένα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀρχικός κατάλογος θεμάτων πού εἶχε προγραμματιστεῖ νά ἀπασχολήσει τήν «Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν οἱ ὀργανωτές της, ἄγγιζε τά ἑκατό, ὅμως προϊόντος τοῦ χρόνου ἄρχισε τό «ξήλωμα», ὥστε νά φτάσουν νά συζητηθοῦν μόνο ἕξι, γιά τά ὁποῖα ὅμως δέν πάρθηκε καμιά ἀπόφαση καί ἔμειναν ὡς ἔχουν. Τά συσσωρευμένα προβλήματα τῶν τελευταίων αἰώνων καί χρόνων, δέν ἔτυχαν ἐπίλυσης καί συνεχίζουν νά διαιωνίζονται στήν Ἐκκλησία. Ὁ γάμος καί ἡ νηστεία ἀφέθηκαν ὡς ἔχουν, ἐνῶ γιά τό πρόβλημα τῆς διασπορᾶς δέν ἐλήφθη καμιά ἀπόφαση. Παραθεωρήθηκαν μεγάλα προβλήματα, τά ὁποῖα ταλανίζουν ἐδῶ καί πολλά χρόνια τήν Ἐκκλησία, ὅπως τό ἡμερολογιακό πρόβλημα, τό ὁποῖο ὅμως, παραδόξως, βγῆκε ἀπό τόν κατάλογο, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ἦταν τό πρῶτο καί κύριο θέμα τῆς Συνόδου. Ἄν ἦταν ἀνάγκη νά συγκληθεῖ ἡ Σύνοδος, θά ἔπρεπε νά συγκληθεῖ καί μόνο γιά τό σοβαρότατο ἡμερολογιακό πρόβλημα, τό ὁποῖο διχάζει καί ταλανίζει τήν Ἐκκλησία ἐδῶ καί ἕναν αἰώνα. Αὐτό δείχνει ὅτι οἱ ἰθύνοντες τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης δέν νοιαζόνταν γιά τά ὑπαρκτά καί μεγάλα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά νά τούς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νά δώσουν ἐκκλησιαστική ὑπόσταση στούς αἱρετικούς, νά κατοχυρώσουν συνοδικά τήν «Οἰκουμενική Κίνηση», νά ἀπενοχοποιήσουν τά τολμηρά καί ἀνεπίτρεπτα ἀνοίγματα πρός τούς αἱρετικούς, ἐπί ζημία τῆς Ὀρθοδοξίας, νά τήν σύρουν κοντύτερα πρός τούς αἱρετικούς!
5ον Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δέν ὑπῆρξε Ἅγια καί μεγάλη, διότι καταφρόνησε μέ τόν πλέον προκλητικό τρόπο τήν συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μορφή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ξένισε καί τούς ἴδιους τούς ἰθύνοντες καί διοργανωτές της, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦσαν νά βροῦν χαρακτηρισμούς γι’ αὐτήν, κορυφαῖοι ἱεράρχες, προσπάθησαν νά τήν ὁρίσουν, χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δέν ὑπῆρξε ἀκόλουθος «τῶν ἁγίων Πατέρων», ἀλλά ὡς κάτι τό πρωτόγνωρο γιά τόν συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Διατηρήθηκε μία ἀπίστευτη μυστικότητα ὅσον ἀφορᾶ τά προσυνοδικά κείμενα, τά ὁποῖα δόθηκαν στή δημοσιότητα, λίγους μῆνες πρίν, ὕστερα ἀπό πιέσεις τῶν Πατριαρχείων Ρωσίας καί Γεωργίας. Τί ἤθελαν στ’ ἀλήθεια νά κρύψουν ἀπό τό λαό τοῦ Θεοῦ; Τί ἔχει νά κρύψει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα; Ἡ ἀπίστευτη αὐτή μυστικότητα δέν προκαλεῖ στόν καθένα σκανδαλισμό, τήν δικαιολογημένη ὑποψία, ὅτι σέ αὐτή σχεδιάζονται πράγματα πού δέν ἐκφράζουν τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας; Καταφρόνησε μέ ἀπίστευτη ἀσέβεια τήν συνοδική παράδοση, εἰσάγοντας νέα καινοφανῆ συνοδική διαδικασία, ἀντιγράφοντας πιστά τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο (1963-1965). Θέσπισε τήν ἀντιπροσωπευτικότητα καί ἀφαίρεσε τό δικαίωμα σέ ὅποιον ἐπίσκοπο ἤθελε νά συμμετάσχει σ’ αὐτή. Θέσπισε τήν μία ψῆφο, αὐτή τοῦ προκαθημένου, ἀνεξάρτητα ἀπό τούς ψήφους τῶν μελῶν τῆς ἀντιπροσωπείας. Καταπάτησε τήν ὁμοφωνία στίς ἀποφάσεις, ὄπως εἶχε συμφωνηθεῖ, διότι διέγνωσαν οἱ ἰθύνοντές της σοβαρά ἐμπόδια στήν θεσμοθέτηση τῶν στόχων τους. Ἀλλά ὑπάρχουν καί χειρότερα: ἀγνοήθηκαν οἱ μή ὑπογράφοντες ἐπίσκοποι κυρίως γιά τό ἄρθρο 6, καί ἀκόμα χειρότερα: στήν περίπτωση τῶν Κυπρίων ἐπισκόπων, ὅσων δέν ὑπέγραψαν τό ἐπίμαχο αὐτό ἄρθρο, ὑπέγραψε ἀντ’ αὐτῶν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, χωρίς τή συγκατάθεσή τους! Δέν δόθηκε ἐπίσης ἡ δυνατότητα νά παρακολουθήσει ὁ πιστός λαός τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου, διά τῶν συγχρόνων τεχνικῶν μέσων (τηλεόραση, διαδίκτυο). Πρός τί αὐτή ἡ μυστικοπάθεια; Τί ἤθελαν νά κρύψουν ἀπό τό λαό τοῦ Θεοῦ; Ἡ ἀπάντηση εἶναι εὐνόητη: ἤξεραν ὅτι εἶχαν ἀπέναντί τους τό λαό τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ «Σύνοδός» τους δέν ἐξέφραζε τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα! Περιφρονήθηκε καί παραβιάστηκε ἡ ἐντολή τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, νά μήν δοθεῖ ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρετικές κοινότητες. Ἡ ἑλληνική Ἀντιπροσωπεία δέν ὑπερασπίστηκε μέ σθένος αὐτή τήν ἐντολή, ἀλλά τήν καταπάτησε δεχόμενη τόν ὅρο «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες»! Συζητήθηκαν κείμενα, τά ὁποῖα δέν εἶχαν τύχει τῆς ὁμοφωνίας κατά τίς προσυνοδικές διασκέψεις. Κοντολογίς: τέτοιες καταστάσεις μᾶς ἔχει διασώσει ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μόνο ἀπό τίς ληστρικές συνόδους τοῦ παρελθόντος! Ἔγιναν ἐπίσης καί ἀκόμη χειρότερα στή «Σύνοδο», σύμφωνα μέ ὁμολογίες ἐπισκόπων, πού ἦταν παρόντες σ’ αὐτή: ἀκούστηκαν ὕβρεις καί ἀπαξιωτικοί χαρακτηρισμοί σέ ὅσους ἀρνοῦνταν νά ἐνδώσουν στίς ἀποφάσεις της.
6ο Δέν εἶναι Ἅγια καί Μεγάλη ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καί οὔτε οἰκουμενική, διότι αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ συντελεστές της δέν σεβάστηκαν καί δέν ἐφαρμόζουν τίς ἀποφάσεις της.
Ἡ παρωδία της φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ πρῶτοι πού καταπατοῦν τίς ἀποφάσεις της εἶναι αὐτοί πού τίς προώθησαν καί τίς ψήφισαν σέ αὐτή. Μέ τό ἄρθρο 6 ὁρίστηκε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν «ἱστορική ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν». Ἀλλά οἱ ἴδιοι, συνεχίζουν κάνουν λόγο γιά «ἀδελφές ἐκκλησίες», στίς συναλλαγές τους μέ τούς αἱρετικούς, ἀποδίδοντας ξεκάθαρα ἐκκλησιαστική ἰδιότητα στίς αἱρέσεις. Ψήφισαν τό σχετικό ἄρθρο γιά τήν ἱερότητα τοῦ Γάμου, ἀλλά ἔρχεται ἐκ τῶν ὑστέρων τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί καθιερώνει τό δεύτερο γάμο τῶν Κληρικῶν! Διερωτώμεθα: Τό 2016, ὅταν συγκλήθηκε ἡ «Σύνοδος» τοῦ Κολυμβαρίου, δέν ὑπῆρχε τό πρόβλημα τοῦ δευτέρου Γάμου τῶν κληρικῶν; Γιατί δέν τό ἔθεσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά συζήτηση καί λήψη συνοδικῆς ἀπόφασης; Ἡ ἐκ τῶν ὑστέρων καθιέρωσή του ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη δέν ἀποτελεῖ κατάφορη περιφρόνηση τῆς «Συνόδου» καί τῶν ἀποφάσεών της, τίς ὁποῖες θέλει νά ἐπιβάλλει στούς ἄλλους;
7ον Δέν εἶναι τέλος Ἅγια καί Μεγάλη, διότι ὄχι μόνον δέν ὑπηρέτησε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἔγινε πρόξενος πρωτοφανῶν ἐρίδων, ἀποτειχίσεων, σχισμάτων, μέ ἀποκορύφωμα αὐτό τοῦ οὐκρανικοῦ.
Ἄν ἡ «Σύνοδός» τοῦ Κολυμβαρίου εἶχε συγκληθεῖ νά λύσει τά μεγάλα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἐπιλαμβάνόταν καί γιά τή συνοδική καί ἀποτελεσματική λύση τῶν ὑπαρχόντων σχισμάτων. Τό σχίσμα τῆς Οὐκρανίας δέν προέκυψε μετά τή «Σύνοδο», ἀλλά ὑπάρχει ἐδῶ καί εἴκοσι χρόνια. Ἀλλά ἀντί νά θεραπεύσει τά ἤδη ὑπάρχοντα σχίσματα, δημιούργησε νέα, τεράστια, ὅπως αὐτό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μετά τήν μονομερῆ, ἀπό μέρους του, ἀπόφαση χορήγησης αὐτοκεφαλίας στή σχισματική «ἐκκλησία» τῆς Οὐκρανίας. Τέλος, γιά οἰκονομία χρόνου ἀναφέρουμε πώς οἱ ἀποφάσεις της ἀναφέρονται στήν ὑπεράσπιση ἀλλότριων ἤ καί ἀντίθετων μέ τήν Ἐκκλησία θεμάτων, ὅπως ἡ βιοηθική, ἡ νεολαία, ἡ οἰκονομία, ὁ καταναλωτισμός, ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα, τά μέσα ἐνημερώσεως, ἡ οἰκολογία, οἱ γενετικές ἀλλαγές. Ἀκόμα: ἡ παγκόσμια εἰρήνη, ἡ κατάληψη ἐδαφῶν, καί τό χειρότερο: ἡ ὑπεράσπιση γενικά τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ὁ ἀποχαρακτηρισμός γενικά ὅλων τῶν θρησκειῶν ἀπό τό στοιχεῖο τοῦ μίσους καί τοῦ φονταμενταλισμοῦ, ἡ ἀνάγκη γιά τούς διαθρησκειακούς διαλόγους, γιά τήν δῆθεν «ἀνάπτυξιν ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, εἰς τήν προώθησιν τῆς εἰρήνης καί τῆς καταλλαγῆς». Ἐπιδιώχτηκε προκλητικά ἡ ὑπεράσπιση τῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου, αὐτά τά πλέον ἐμφανῆ στοιχεῖα τοῦ πτωτικοῦ κόσμου, καί τό πλέον ἀπαράδεκτο: «τσουβαλιάστηκε» ἡ Ἐκκλησία στίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, λογίστηκε μία ἀπό τίς «καλές θρησκεῖες», γεγονός, πού φανέρωσε περίτρανα τόν πανθρησκειακό στόχο τῆς συγκλήσεως τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης!
Σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί
Στή σύντομη αὐτή εἰσήγησή μου προσπάθησαν νά παραθέσω συνοπτικά τά στοιχεῖα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν ξεκάθαρα ὅτι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δέν ὑπῆρξε οὔτε Ἅγια, οὔτε Μεγάλη, οὔτε κάν Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἕνα κοσμικοῦ τύπου σόου, μία φιέστα μέ ἐκκλησιαστικό ἐπικάλυμμα. Ἕνα ὀδυνηρό σύμπτωμα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μέ φοβερά ἐπακόλουθα. Τί μέλει γενέσθαι; Νά προετοιμασθεῖ μία νέα Σύνοδος, ἀληθινά ὀρθόδοξη, ἡ ὁποία θά ἀκυρώσει τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμβαρίου καί νά ἐξετάσει, ἄν ἀπαιτεῖται νά ἐπιβληθοῦν ἐκκλησιαστικές κυρώσεις σέ ὅσους ἀσχημόνησαν σέ αὐτή, καί καταστρατήγησαν τή διχιλιόχρονη συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά λύσει ἁγιοπαραδοσιακά καί ἁγιοπατερικά τά μεγάλα καί ὀξυμένα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμβαρίου «θυσίασε» πρός χάριν γεωπολιτικῶν, γαιωστρατηγικῶν καί οἰκουμενιστικῶν σκοπιμοτήτων. Ἔχουμε λοιπόν ἐπιτακτικό χρέος ὅλοι μας, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, νά ἀγωνιστοῦμε, γιά νά θεραπεύσουμε τά ἐπώδυνα καί δυσκόλως ἰάσιμα τραύματα καί ἄλγη στό σῶμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, πού κατέφερε ἡ «Σύνοδος» τοῦ Κολυμβαρίου!
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190,
18539 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ,
Τηλ. +30 210 4514833,
Fax. +30 210 4518476,
Email: impireos@hotmail.com
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 18ῃ Ὀκτωβρίου 2018
ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΕΝ ΤΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΣ
ΕΦ’ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ;
Μέ ἀφορμή τήν ἐξέλιξη τοῦ Οὐκρανικοῦ λεγομένου ζητήματος τίθεται ἀναποδράστως τό ἀνωτέρω ἐρώτημα πρός διερεύνησι καί διασάφησι διότι ἀποτελεῖ τήν «λυδία λίθο» κατανοήσεως τοῦ προβλήματος ὅπως τίθεται σήμερον. Ἀσφαλῶς τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει κατά τούς θείους καί ἱερούς κανόνας Γ΄ τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, μετά τόν Θρόνο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης στήν Ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Μετά δέ τήν σχᾶσι καί ἔκπτωσι ἐξ Αὐτῆς τοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τυγχάνει ὁ πρῶτος Θρόνος στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία καί ἔχει τό κανονικό καί ἔννομο δικαίωμα τῆς τιμητικῆς προεδρίας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τῆς προεδρίας συγκληθησομένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί κατά ταῦτα τοῦ συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς συμβαίνει μέ ὅλες τίς προεδρίες ἀνά τόν κόσμο διϊστορικῶς. Ἀπονέμει δέ αὐτοκεφαλία καί αὐτονομία σέ ἐκκλησιαστικές δομές, ὑπό τόν ὅρο τῆς ἐγκρίσεως τῶν ἀποφάσεών Του, ἀπό τήν ὁποθενδήποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική Σύνοδο. Τά ἀνωτέρω βεβαίως ἰσχύουν ἐπειδή δέν κατορθώθηκε εἰσέτι ἡ συναπόφαση τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἀποδοχή διαδικασίας ἀπονομῆς τῆς αὐτοκεφαλίας καί τοῦ αὐτονόμου πού συζητεῖται ἐπί πενήντα ἔτη καί προβλέπει αἴτησι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, συναίνεσι τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας καί ἔγκρισι τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Κατά ταῦτα τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δύναται νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία σέ ἐκκλησιαστική δομή πού τό ζητεῖ καί πού πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, ἀλλά στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Οὐκρανίας ἐγείρεται τό θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονική ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, πού μέ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ἀπό τό 1686 διοικεῖται ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέν ἐπιθυμεῖ καί δέν ἐπιδιώκει σήμερα τήν ἀνακήρυξη της σέ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία.
Τήν αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιδιώκουν ὁ δυτικόφιλος οὐνίτης Πρόεδρος τῆς χώρας Πέτρο Ποροσένκο, τό κοινοβούλιο τῆς χώρας καί δύο σχισματικές ἐκκλησιαστικές δομές, ἡ «Οὐκρανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Πατριαρχεῖο Κιέβου», πού ἀποσπάστηκε τό 1992 ἀπό τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο μέ σκληρές ἐπιθέσεις καί ἀναθέματα κατά τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μέ ἐπικεφαλής τόν καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) καί ἡ «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», πού δημιουργήθηκε τό 1921 ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές καί ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μέ τούς Ναζί κατακτητές τῆς χώρας κατεδιώχθη καί συνέπτυξε «ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν» καί μετά ταῦτα ἀνεβίωσε τό 1980 ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Πατριάρχη» Μστισλάβ πού ζοῦσε στή Δύση καί σήμερα διοικεῖται ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» Μακάριο Μαλέτιτς.
Τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε δύο ἐξάρχους γιά τήν διερεύνηση τοῦ θέματος καί ἀπεφάσισε Συνοδικῶς νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἀπροσδιορίστως πρός τό παρόν καί βέβαια ὄχι στήν ἀναγνωριζομένη ὑπό πάντων καί ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπό τόν Μητροπολίτη Ὀνούφριο πού κανονικῶς ἐξαρτᾶται ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας πού δέν τό ἐπιθυμεῖ καί δεύτερον ἀπεκατέστησε στήν κανονική τάξη τίς δύο σχισματικές «Ἐκκλησιαστικές» δομές μέ τούς ἐπικεφαλής των, τῶν ὁποίων τήν κανονική κατάσταση οὐδεμία ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας ἀνεγνώριζε. Εἰδικώτερα ὁ μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο, κληρικός τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τό 1992 καθηρέθη ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καί μετά ταῦτα ἀνεθεματίσθη γιά τήν πρόκλησι σχίσματος ἀλλά καί γιά ἑτέρας ἀντικανονικάς αὐτοῦ ἐνεργείας, ὁ δέ ἕτερος οὐδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται προερχόμενος ἐξ «Ἱεραρχίας» μιᾶς μορφῆς «ζώσης Ἐκκλησίας» τοῦ Σοβιετικοῦ Καθεστῶτος πού συνεστήθη τό 1921.
Τό κρίσιμο ἑπομένως θέμα πού τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως στό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι ἐάν ἡ ἀπόφασις τελείας συνόδου προεδρευομένης ὑπό Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι ἀνέκκλητος ἤ δύναται νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς συνόδου. Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν οἰκουμενική Ἐκκλησία μετά τήν σύνοδο τῆς Σαρδικῆς καί τούς κανόνες Γ΄, Δ΄ καί Ε΄. Πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος ἐπικαλούμενος τούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὡς κανόνες δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦ ἐπί τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἀξίωσε τήν ἀποκατάσταση τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τόν ἐπίσκοπο Sicca Οὐρβανό πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου. Οἱ ἀφρικανοί ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τοῦ διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενο δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν ἐκκλησιῶν τους τό 424. Προηγουμένως ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαράλακτος καί μέ τόν ΡΛΔ (129) κανόνα τῆς ἰδίας συνόδου νομοθέτησε:
«Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονες ἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν...»
Καί τό σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἐπικυρώθησαν ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἑπομένως ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό τοῦ Γ΄,Δ΄ καί Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικό προνόμοιο πού ἀπενεμήθη στόν τότε Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑπαγομένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι περί ἀναθέσεως ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ αὐτόν. Σχετικά ὁ Ζωναρᾶς λέγει:
«Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστίν ὁ κανών, οὔτε πᾶσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ.» (Σ.Γ.241)
Ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει:
«... εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη.» (Σ.Γ.239)
Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης γιά προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διότι ἔγινε δεκτή ἡ κανονική διάταξι τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος διά τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζονται οἱ κληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος πού θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των. Στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τῶν Θ. καί Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού διακελεύουν:
«Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω»,
σέ προσβολή δι’ ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστική ἀπόφασις ὑπό τελείας Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογή τοῦ ΚΗ΄ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Τόσον ὁ Θ΄ ὅσο καί ὁ ΙΖ΄ κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικό ἤ στήν ἴδια κανονική πρόβλεψη γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς καί ἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ κανόνες γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτη δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἕτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ἔξαρχο δέ τῆς Διοικήσεως θεωροῦν τόν Πρόεδρο τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», στήν δέ «Ἐπαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων.»
Ὁ δέ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος στά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει:
«... οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι.»
Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἁγίας καί Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου πού ἀποτελεῖ κατά τό κανονικό μας δίκαιο τελεῖα Σύνοδο καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκαση ποινικῆς ὑποθέσεως τυγχάνει ἀνέκκλητος δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Ὑπομνηματίζων ὁ θεοφώτιστος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στίς σελ. 192-193 «Πηδάλιο» ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «ἀπαντῶν» στόν ἐξωμότη καί ἐξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα καί στούς ὅπως ἀναφέρει Παπιστές Βίνιον καί Βελαρμῖνον, ἀναφέρεται στό ζήτημα μέ ἐξαίρετη κανονική ἀνάλυση λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρον ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο. Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιος ἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκ ἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ'. κεφ. ά)·
β'. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς. Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπό ἄλλον, ὡς ἀρχή ὅν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καί εἰς αὐτό ἀναλύει. Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώς ἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ'. κεφ. κθ΄ κατά τῶν ἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος. Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ἀλλά καί ιζ΄ αὐτῆς, σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁΚωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι;
γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνει ἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁ Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα.»
Συνεπῶς κανονικό δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῆς ὑποθέσεως τοῦ Μοναχοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο μετά τίς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων:
«Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικό τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’ οὕς οἷδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφήν Ἐκκλησίαν.»
† ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Σήμερα φτώχυνε τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ μία γνήσια καὶ ἀσυμβίβαστη φωνὴ. ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΓΕΡΟΝΤΑ.
(Πηγή: Απαντα Ορθοδοξίας)
Εκοιμήθη λίγο μετά τα μεσάνυχτα ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Ορους, Αρχιμ. Γρηγόριος, σε ηλικία 76 ετών.
Ο Αγιορείτης γέροντας ταλαιπωρούνταν ιδιαιτέρως με την υγεία του τον τελευταίο καιρό.
Ο Γέροντας Γρηγόριος υπήρξε μια εμβληματική μορφή του Αγίου Όρους, με πλούσιο συγγραφικό έργο.
Ο ηγούμενος Γρηγόριος και η συνοδεία του (15 μοναχοί) ήλθαν το 1980 από τη μονή Προυσσού της Ευρυτανίας.
Βρήκαν το Δοχειάρι ετοιμόρροπο να κατοικείται από μερικούς ιδιορρυθμίτες. Με σκληρή δουλειά το ανάστησαν. Σήμερα το κοινόβιό του έχει 27 μοναχούς.
(Πηγή: ekklisiaonline.gr)
Πηγή: Αβέρωφ
Η σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας στο Μινσκ αποφάσισε την πλήρη ρήξη των σχέσεων με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ότι δεν αποδέχεται τις αποφάσεις της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης ανακοίνωσε ο Μητροπολίτης Ιλαρίων. Πρόσθεσε ότι « οδηγήθηκε εδώ από όλη τη λογική των τελευταίων δράσεων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ».Διακόπτει την Ευχαριστιακή κοινωνία με το Οικουμενικό.Ο επικεφαλής του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων Μητροπολίτης Ιλαρίων έκανε μια δήλωση κατά την ενημέρωση σχετικά με τα αποτελέσματα της συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας στο Μινσκ. Σύμφωνα με τον TASS, ο Μητροπολίτης Ιλαρίωνας δήλωσε ότι η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (ROC) έκρινε αδύνατη τη συνέχιση της ευχαριστιακής κοινωνίας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.interfax κ.α.
«Eμείς δεν θα μπορούμε να συλειτουργούμε, οι ιερείς μας δεν θα συμμετέχουν στις λειτουργίες με τους Ιεράρχες του Κων/πολεως», δήλωσε ο Ιλαρίωνας. rt
Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αποφάνθηκε ότι είναι αδύνατον περαιτέρω ευχαριστιακή κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, δήλωσε ο Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας μετά από τη σύγκλιση της Ιεράς Συνόδου του Ρώσικου πατριαρχείου στο Μινσκ της Λευκορωσίας, την Δευτέρα.
« Η απόφαση που ελήφθη στην Ιερά Σύνοδο είναι η πλήρη ρήξη των σχέσεων με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης », ανέφερε.
» Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει αυτές τις αποφάσεις και δεν θα τις ακολουθήσει », είπε αναφερόμενος στην τελευταία Συνοδική απόφαση του Οικουμενικού.tass
Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας και Πασών των Ρωσιών εξέδωσε μακροσκελή ανακοίνωση όπου κάνει λόγο μεταξύ άλλων για «επιβουλή» του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην κανονιστική επικράτεια της Ρωσικής Εκκλησίας.
«Η αποδοχή διαλόγου με σχισματικούς και πρόσωπα στα οποία έχει επιβληθεί ανάθεμα από εκκλησία άλλης δικαιοδοσίας, η επιβουλή σε ξένα κανονιστικά όρια, η προσπάθεια αποποίησης δικών της ιστορικών αποφάσεων και υποχρεώσεων, όλα αυτά θέτουν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπολεως έξω από τα όρια του κανονιστικού πεδίου και προς μεγάλη μας λύπη κάνει πλέον για εμάς αδύνατη την επαφή της ευχαριστίας με τους ιεράρχες, τους πνευματικούς και τους πιστούς…».
Τονίζεται επίσης ότι «στο εξής και μέχρι την άρση των αντικανονικών αποφάσεων που πήρε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως οι ιερείς του Πατριαρχείου Μόσχας είναι αδύνατο να συλλειτουργούν με τους κληρικούς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και για τους πιστούς (αδύνατη) η συμμετοχή σε πράξεις λατρείας σε ναούς αυτής».
Η ανακοίνωση αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της ρωσικής εκκλησίας.Καθημερινή
Για την πνευματική εκπαραθύρωση του Βαρθολομαίου η ανακοίνωση της Ρωσικής Εκκλησίας επικαλείται τους 10 και 11 Αποστολικούς Κανόνες
Κανὼν ι’ (10): Περὶ τοῦ συνευχομένου ἀκοινωνήτῳ. |
Εἴ τις ἀκοινωνήτω κἀν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω. |
Κανὼν ια’: Περὶ τοῦ συνευχομένου κληρικοῦ καθηρημένῳ. |
Εἴ τις καθῃρημένῳ, κληρικὸς ὧν, κληρικῷ συνεύξηται, καθαιρείσθω καὶ αὐτός. |
καθώς και το 2 άρθρο της Τοπικής Συνόδου της Αντιόχειας με το σκεπτικό ότι ο « κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται » καθώς ο Βαρθολομαίος νομιμοποίησε αντικανονικά το σχίσμα Φιλάρετου και συμπαρασύρεται στην ίδια τύχη »Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ, ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι, καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας, καὶ παρακαλέσαντες, τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης· μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ᾽ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας. »
Πηγή: dimpenews.com
Σύντομη κριτική ἀποτίμηση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης
καί ἡ σημασία τοῦ βιβλίου τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου «Ἡ ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στήν Κρήτη»
Ι. Μία ἐλλειμματική Σύνοδος
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική Παράδοση καί ἱστορία σέ κρίσιμες γιά τήν Ἐκκλησία στιγμές, ἕνας Ἅγιος φωτισμένος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα κατέχει τό «πρωτεῖο τῆς ἀληθείας» (Στυλιανός Παπαδόπουλος) καί γίνεται ὁδηγός τῶν ὀρθοδόξων τέμνοντας τήν ὁδό τῆς ἀληθείας. Ἔτσι τό 1977 ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὁ Νέος Ὁμολογητής μετά τήν πρώτη προσυνοδική Διάσκεψη ἀποστέλλει διά τοῦ ἐπισκόπου του Ὑπόμνημα πρός τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας «περί τήν μελετωμένην Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ἀποτελεῖ γιά τούς Ὀρθοδόξους κείμενο καθοδηγητικό. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος προβλέπει τίς ἀδυναμίες τῶν προσυνοδικῶν διασκέψεων, τή σχολαστική ἐναλλασσόμενη θεματολογία τῆς μελλούσης τότε Συνόδου, τήν μεθοδολογία τῶν συζητήσεων, τἠν μή σύμφωνη μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συγκρότηση τῆς Συνόδου καί τήν «νεοπαπιστική», ὅπως τήν ἀποκαλεῖ, συμπεριφορά τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Εἰσηγεῖται τήν μή σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία ἐάν κάποτε θά συνεκαλεῖτο θά ἔπρεπε νά ἔχει ὡς κυριώτερο τῶν θεμάτων της τήν ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ.
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἐπαληθεύθηκαν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης (18-26 Ἰουνίου 2016). Ἔχουν περάσει ἤδη δύο χρόνια ἀπό τή σύγκλησή της καί μπορεῖ κανείς νά διαπιστώσει τόν ἐλλειμματικό χαρακτήρα της σέ ὅλα τά ἐπίπεδα: Ἐλλειμματική στό ὀρθόδοξο φρόνημα, στή συνοδικότητά της, στίς ἀποφάσεις της. Ἤδη ἐγράφησαν πολλά καί σημαντικά ὡς κριτική γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης.
Α) Ὀρθόδοξο φρόνημα: Ἡ ἀναφορά ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τῶν προσευχῶν καί εὐχῶν τοῦ Πάπα γιά τήν ἐπιτυχία τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου καί ἡ παρουσία τῶν αἱρετικῶν ἔστω καί στήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν της φανερώνουν τό φρόνημα πού εἶχε ἐπιβληθεῖ στούς συνέδρους. Κατά τίς συζητήσεις ἦταν αδύνατον νά ἀρθρωθεῖ ὀρθόδοξος θεολογικός λόγος χωρίς νά γίνει προσπάθεια ἀκυρώσεώς του. Μόνιμη ἐπωδός σέ κάθε συζήτηση ἦταν ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὡσάν τό μόνο ἔργο τῆς Συνόδου νά ἦταν ἡ προσπάθεια ὁμοσπονδοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν παπική παρασυναγωγή καί τίς προτεσταντικές παραφυάδες μετά ἀπό ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις.
Τά δογματικά, θεολογικά, ἐκκλησιολογικά ζητήματα σέ πολλούς ἐκ τῶν συνοδικῶν προκαλοῦσαν, ὅπως εἰπώθηκε ἐπιτυχῶς, «ἀλλεργία»! Ἦταν ἀδύνατον νά ἀκούσουν, πολύ περισσότερο νά συμμετάσχουν πολλοί ἐξ αὐτῶν σέ συζητήσεις πού ἀφοροῦσαν τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καί Τριαδολογία, ὅπως διαπιστώνει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος. Ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ὁδοῦ γιά τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία δέν συνεζητεῖτο, ἐνῷ πρακτικά, στίς ἐκφερόμενες ἀπόψεις κυριαρχοῦσε ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος. Πολλοί ἐκ τῶν ἐπισκόπων μηδέ ἐξαιρουμένων καί κάποιων Πατριαρχῶν δέχονταν τό ὑποστατό καί ἔγκυρο τοῦ βαπτίσματος τῶν Παπικῶν καί προτεσταντῶν. Μέ ὅλες αὐτές καί πολλές ἄλλες τοποθετήσεις τῶν συνοδικῶν ἱεραρχῶν ἠχεῖ ὑποκριτική ἡ θέση τοῦ τελικοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία» εἶναι «ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία....».
Β) Συνοδικότητα: Ὀρθῶς εἰπώθηκε ὅτι «ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία συνῆλθε στήν Κρήτη... ἦταν Σύνοδος Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»[i]. Τέσσερεις Ἐκκλησίες δέν παρευρέθηκαν, μόνο ἀντιπροσωπεῖες καί ὄχι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἔλαβαν μέρος, καί ψήφισαν μόνο οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν, δέκα (10) ὅλοι καί ὅλοι! Καί ἐνῶ δόθηκε στούς παρευρεθέντες ἐπισκόπους τό δικαίωμα νά ὑπογράψουν τά ψηφισθέντα κείμενα, ἡ Σύνοδος (δηλ. ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης) ἀποδέχθηκε τήν αὐθαίρετη ὑποκατάσταση τῶν ὑπογραφῶν κάποιων ἐπισκόπων τῆς Κύπρου ἀπό τήν ὑπογραφή τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου κάτω ἀπό τό κείμενο Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον τό ὁποῖο οἱ ἴδιοι δέν ὑπέγραψαν. Ἀδιαφόρησε ἐπίσης γιά τήν ἔλλειψη ὑπογραφῶν τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ἀρκουμένη μόνο στήν ψῆφο τοῦ Πατριάρχου Σερβίας. Καί τό ἐπιστέγασμα τῆς ἀντι-συνοδικότητος ἦταν ἡ ἐκ μέρους μόνο τοῦ Πατριάρχου (τῇ ὑποδείξει τίς πιό πολλές φορές τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου) τελική λύση πού δινόταν σέ κάθε ἀμφισβητούμενο ζήτημα.
Ἄξια προσοχῆς εἶναι νομίζουμε ἡ τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου στό θέμα τῆς Συνοδικότητος:
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολική Καθολική καί Συνοδική μόνον διά τῶν ἐπισκόπων της ὡς κεφαλῶν ἤ προϊσταμένων τῶν πραγματικῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῶν ἐπισκοπῶν. Τά δέ ἱστορικῶς διαμορφωθέντα καί διά τοῦτο μεταβαλλόμενα καί τρεπτά σχήματα καί ʺσυστήματαʺ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας: τό μητροπολιτικόν, τό ἀρχιεπισκοπικόν, τό πατριαρχικόν, τό πενταρχικόν, τό αὐτοκέφαλον, τό αὐτόνομον καί τἆλλα, καθ΄ ὅσον ὑπῆρχον καί καθ’ ὅσον θά ὑπάρξουν, δέν ἔχουν καί δέν δύνανται νά ἔχουν ὁριστικήν καί ἀποφασιστικήν σημασίαν εἰς τό συνοδικόν σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐπί πλέον δέ, ταῦτα δύνανται ἐνίοτε νά καταντήσουν καί ἐμπόδιον εἰς τήν ὁμαλήν λειτουργίαν καί ἔκφρασιν τῆς καθολικότητος ἑκάστης Ἐκκλησίας καί τῆς συνοδικότητος ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐμπόδιον δέ γίνονται, ὅταν δι΄αὐτῶν συγκαλύπτουν, παραγκωνίζουν, ἀπωθοῦν εἰς δευτέραν μοῖραν ἤ ἀκόμη καί ὑποκαθιστοῦν τόν ἐπισκοπικόν χαρακτῆρα τῆς δομῆς καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἐκκλησιῶν. Καί ἀναμφιβόλως εἰς τοῦτο ἀκριβῶς ἔγκειται μία τῶν βασικῶν διαφορῶν μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου καί τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας.» (Ὑπόμνημα σ. 13. Ὁ τονισμός τῶν λέξεων εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου)
Γ) Τά ψηφισθέντα κείμενα, οἱ τελικές ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ἔχουν σοβαρό ἔλλειμμα ὀρθοδοξίας, διότι:
α) Ὅπως ὀρθά ἐπισημάνθηκε δέν ἀντιμετωπίσθηκε κανένα δογματικό ζήτημα, ζήτημα δηλαδή πού νά ἀφορᾶ στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δέν ὁριοθετήθηκε ἡ Ὀρθή Πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν αἱρέσεων, δέν καταγνώσθηκαν μέ δογματικούς ὅρους οἱ αἱρετικές κακοδοξίες πού κυριαρχοῦν στόν δυτικό «χριστιανικό» κόσμο. Οἱ λέξεις «αἵρεσις» καί «αἱρετικοί» εἶναι ἀποῦσες στά τελικά κείμενα.
β) Στό κείμενο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον» γίνεται λόγος γιά ζητήματα πού δέν ἀφοροῦν ἄμεσα στή σωτηρία μας. Τά ζητήματα αὐτά παρουσιάζονται σέ εἰδικά κεφάλαια ὅπως «Περί ἐλευθερίας καί εὐθύνης», «Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης», «Περί εἰρήνης καί ἀποτροπῆς τοῦ πολέμου», «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔναντι τῶν διακρίσεων», «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μαρτυρία ἀγἀπης ἐν διακονίᾳ». Πρός ἄρσιν παρεξηγήσεων τονίζουμε ὅτι ὅλα αὐτά τά θέματα ἀντιμετωπίζονται μέσα στήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ παρρησία ἔλεγξαν τήν ἀδικία τῶν πλουσίων καί τῶν ἀρχόντων. Ὅλες οἱ τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι πού ἔχουν γίνει μέχρι τώρα ἀσχολήθηκαν πάντοτε μέ θέματα δογματικά, ποιμαντικά, κανονιστικά ἀποβλέποντας στήν ἀσφαλῆ ὁδό τῆς σωτηρίας τῶν Ὀρθοδόξων. Ποτέ Μεγάλες Σύνοδοι δέν ἀσχολήθηκαν μέ θέματα παρόμοια μέ τά ἀνωτέρω οὔτε ἔκαναν τέτοιες τοποθετήσεις, οἱ ὁποῖες σέ μεγάλο βαθμό θυμίζουν τίς διακηρύξεις καί τίς ἀρχές τῶν διεθνῶν ὀργανισμῶν. Οἱ συνοδικές αὐτές διακηρύξεις μετακινοῦν τό κέντρο βάρους τοῦ σκοποῦ τῆς Συνόδου ἀπό τή σωτηριώδη γιά τόν ἄνθρωπο ἀποστολή της σέ ἐκκοσμικευμένες προτεραιότητες συμβατές μέ τά διεθνῆ συμφέροντα.
γ) Στό Κείμενο «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά Κωλύματα αὐτοῦ» καταπατήθηκε ὁ 72ος Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιτρέποντας συνοδικῶς τόν γάμο ὀρθοδόξων μέ αἱρετικούς «ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως». Αὐτή ἡ τοποθέτηση θά ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀκόμη περισσότερο ἄμβλυνση τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως τῶν πιστῶν, ἐνῶ μέ ἀφορμή τήν ἀπόφαση αὐτή πολλοί ἐκ τῶν συμμετεχόντων στή Σύνοδο ἱεραρχῶν κατέληξαν στό συμπέρασμα ὅτι, ἐφόσον εὐλογοῦμε τό γάμο ὀρθοδόξου - ἑτεροδόξου σημαίνει ὅτι δεχόμεθα τό βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων, ἐνῶ πιό «προχωρημένη» ἄποψη διατυπώθηκε ἀπό ἄλλους ὅτι γι΄αὐτό ἐπίσης θά μποροῦμε νά τούς δίδουμε ἀνεπιφυλάκτως τή Θεία Εὐχαριστία!
δ) Ἡ θλιβερότερη γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπόφαση εἶναι αὐτή τοῦ 6ου Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Στήν ἀρχική μορφή τοῦ Κειμένου περιλαμβανόταν ἡ φράση:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς.»
Ἡ ἑλληνική ἀντιπροσωπεία τῶν ἱεραρχῶν κατέθεσε πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ σχετική φράση ἔπρεπε νά διαμορφωθεῖ ἔτσι:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καί κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς.»
Δυστυχῶς ἡ πρόταση αὐτή δέν ἔγινε ἀποδεκτή, καί ἡ ἀντιπροσωπία τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας πού παρευρέθηκε στήν Κρήτη, ὑπερβαίνοντας τήν ἐξουσιοδότηση τῆς ἱεραρχίας κατέθεσε τήν ἀκόλουθη πρόταση:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», ἡ ὁποία καί ἔγινε ἀποδεκτή μέ χειροκροτήματα.
Μέ τή διακήρυξη αὐτή ἀποδόθηκε ἐκκλησιαστικότητα στόν Παπισμό, στούς Μονοφυσίτες, Ἀγγλικανούς καί τίς ἄλλες προτεσταντικές παραφυάδες.
ΙΙ. Ἡ θεολογική συμβολή τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου
Ἐν προκειμένω θά θέλαμε νά τονίσουμε τήν σημαντική θεολογική προσπάθεια πού κατέβαλε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέος γιά νά υἱοθετηθεῖ ἡ ὀρθόδοξη τοποθέτηση τῆς ἱεραρχίας, δηλ. ὅτι ἐκτός τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν ἄλλες Ἐκκλησίες. Ἐξήγησε τήν ὀρθόδοξη θέση του σέ σχετική παρέμβαση κατά τή διάρκεια τῆς σχετικῆς συζητήσεως καί δέν ὑπέγραψε τό σχετικό Κείμενο. Ἡ συμβολή τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου δέν ἀφοροῦσε μόνο στήν θεολογική συζήτηση πάνω στή συγκεκριμένη ἐπίμαχη φράση, ἀλλά καί σέ ἄλλες τοποθετήσεις τῶν ὑπό ἔγκρισιν κειμένων κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου.
Οὐσιαστική ἦταν ἡ τοποθέτησή του στό ζήτημα τῆς ἐσφαλμένης θεολογίας τοῦ προσώπου καί τῆς κοινωνίας προσώπων στήν ἁγία Τριάδα ὅπως διατυπώνεται στό κείμενο, «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον». Ἐξήγησε ὅτι «στόν Τριαδικό Θεό δέν ὑπάρχει κοινωνία προσώπων, ἀλλά κοινωνία φύσεως καί περιχώρηση προσώπων» καί ἀναίρεσε τή θέση τοῦ ἀνωτέρω κειμένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κοινωνία προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων» (σ. 656). Ἀπέδειξε θεολογικά ὅτι δέν ὑπάρχει ἀναλογία ὄντος (analogia entis), δηλ. ἀναλογία μεταξύ τοῦ κτιστοῦ ὄντος καί τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ καί ὅτι δέν γνωρίζουμε τήν ἐνδοτριαδική ζωή καί γι΄αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀναλογία μέ τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Πρός τοῦτο πλήν ἄλλων ἐπεκαλέσθη τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι «δέν ὑπάρχει κανένα ὑπόδειγμα στή φύση πού νά εἰκονίζη τόν Τριαδικό Θεό» (650).
Ὅλη ἡ συνεισφορά τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου μέ τίς τοποθετήσεις πού ἔκανε ἐπί τῶν θεολογικῶν θεμάτων πού ἀνέκυψαν κατά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἔχει πίσω της ἕνα θεολογικό ἔργο πολλῶν χρόνων. Ὅλη αὐτή ἡ θεολογική ἐργασία-προεργασία καί ἡ συμμετοχή του στή Σύνοδο ἀπεικονίζεται μέ ἐνάργεια στόν τόμο «Ἡ "Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος" στήν Κρήτη-Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις» (750 σελίδες) πού συνέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Ἱερόθεος καί ἐξέδωσε ἡ Ἱ. Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου.
Στόν τόμο αὐτόν δημοσιεύονται ἐργασίες προγενέστερες, σύγχρονες καί μεταγενέστερες τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Ὁ βασικός του ἄξονας εἶναι ἡ δογματική – θεολογική – κανονική κατοχύρωση τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Τά περισσότερα θέματα πού ἀναπτύσσονται στό βιβλίο π.χ. «τό Χριστολογικό θεμέλιο τῆς ἐκκλησίας» (σ. 57-74), «Ἡ σὐνοδος τῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756» (σ. 77-101), «Ἡ Β΄Βατικανή Σύνοδος καί ἡ νέα θεολογία καί ἐκκλησιολογία της» (σ.102-115), «Τά χαρισματικά καί τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας» (σσ. 553—589), παρουσιάζουν καί κατοχυρώνουν τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, φωτίζοντας καί ἀναλύοντας ὅλες τίς πλευρές της. Ἀκόμη καί τή φιλοκαλική διάσταση τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς τήν συνδέει ὀργανικά μέ τήν Ἐκκλησία ὡς «κοινωνία θεώσεως» (σ. 61-64).
Ἡ θέση τοῦ βαπτίσματος, τό ὑποστατό ἤ ἀνυπόστατο τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν (σσ.266- 268), «Ἡ ʺὁμολογιακήʺ διγλωσσία...»(σ.179—196), ὅλα σχετίζονται μέ τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί δικαίως ἀφοῦ ἡ πίστη στήν Ἐκκλησία περιλαμβάνεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἐπειδή, ὅπως τό κηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμ. 6,15). Μέ κατ΄ἐπίγνωσιν ζῆλο καί μέ ἀφορμή τήν ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητος στόν δυτικό «χριστιανικό» κόσμο ἀνατρέπει ἐπίσης τά ὀρθολογιστικά ἐπιχειρήματα τῶν οἰκουμενιστῶν ἐξηγώντας π.χ. ὅτι σέ συνοδικό κείμενο πού ἀπαιτεῖ δογματική ἀκρίβεια δέν μπορεῖ ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς τεχνικός ὅρος (terminus technicus) καί ὅτι ἡ φράση «ἱστορική ὀνομασία» στό 6ο Κείμενο κρύβει ἕνα ἐκκλησιαστικό νομιναλισμό γιατί «δέν ὑπάρχει ὄνομα χωρίς ὕπαρξη».
Πλήν τῶν θεολογικῶν κειμένων του ὁ Σεβασμιώτατος περιλαμβάνει στό βιβλίο αὐτό, ὅλη τήν ἱστορία τῆς «Μεγάλης Συνόδου», τήν προετοιμασία της διά τῶν πανορθοδόξων διασκέψεων, τήν ἀλληλογραφία του μέ τήν Ἱερά Σύνοδο σχετικά μέ τά ἔγγραφα τῶν Διασκέψεων, ὅσα διημείφθησαν κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Μ. Συνόδου, τίς παρεμβάσεις του καί τίς ἐκτιμήσεις του γιά τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ νομίζουμε ἕνα βοήθημα μέ κατανοητό θεολογικό λόγο γιά κάθε μελετητή τῆς Συνόδου καί γιά κάθε κληρικό καί λαϊκό, πού ἐπιθυμεῖ νά ἔχει μιά πλήρη, σφαιρική εἰκόνα γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης.
ΙΙΙ. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δέν ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν Μεγάλων Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Ἐπανερχόμενοι στήν τελική ἀποτίμησή μας γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης νομίζουμε ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή δέν ἀποτελεῖ ὑπό καμμιά ἔννοια συνέχεια τῶν Μεγάλων Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διότι μέ τίς ἀποφάσεις της:
α) Δέν διακηρύσσει τήν ἀπόλυτη μοναδικότητα, τήν ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) Δέν στερεώνει στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν τό Ὀρθόδοξο φρόνημα.
γ) Δέν καταδικάζει τίς παλαιές αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί προτεσταντισμοῦ. Ἀντιθέτως ἀπέδωσε σ΄αὐτές ἐκκλησιαστικότητα. Ἐπίσης δέν κατεδίκασε οὔτε τίς νεοφανεῖς αἱρέσεις πού μέ ποικίλα προσωπεῖα παραπλανοῦν τούς Ὀρθοδόξους.
δ) Δέν σεβάστηκε τό συνοδικό σύστημα μέ τήν ἐπιλεκτική συμμετοχή τῶν ἐπισκόπων σ΄αὐτήν.
ε) Ἀναγνώρισε θετικό ρόλο στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκλησιῶν καί ἐπικρότησε τή συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς ἀτελέσφορους Διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους.
Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν καί ὀρθόδοξες θέσεις μέσα στά ψηφισθέντα κείμενα, ὅπως π.χ. ὅτι οἱ Σύνοδοι ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι «καθολικοῦ κύρους», τό Κείμενο γιά τή σπουδαιότητα τῆς νηστείας, ὀρισμένες ὀρθόδοξες τοποθετήσεις διάσπαρτες στήν «Ἐγκύκλιο τῆς ἁγίας καί μεγάλης Συνόδου», στό «Μήνυμα τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρός τόν Ὀρθόδοξο λαό», καί ἀλλοῦ. Ὅμως οἱ ἐπί μέρους ὀρθόδοξες θέσεις δέν ἀρκοῦν γιά νά προσδώσουν ὀρθόδοξο συνοδικό χαρακτήρα στή Σύνοδο τῆς Κρήτης, καθόσον τό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαπνέει ὅλες τίς ἐργασίες καί τίς ἀποφάσεις της. Ἐκτός αὐτοῦ γιά τή Σύνοδο ὑπάρχουν ἀντιδράσεις στόν ὀρθόδοξο κλῆρο καί τόν λαό. Τέλος ἀσκήθηκε ἀρνητική κριτική καί ἀπό τίς μή συμμετασχοῦσες στή Σύνοδο ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Τί ἀπομένει; Ἡ ἐλπίδα τῆς συγκροτήσεως μιᾶς ἀληθινά Μεγάλης Συνόδου, ἡ οποία θά καταργήσει τίς ἐσφαλμένες, ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις καί θά καταδικάσει τόν ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητος, τόν Οἰκουμενισμό.
Ἐκ τῆς Συντονιστικῆς Ἐπιτροπῆς
[i] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη (σ.473).
Πηγή: Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν
Συνήλθε σήμερα Πέμπτη, 4 Οκτωβρίου 2018, στην τρίτη Τακτική Συνεδρία της η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.
Μετά την προσευχή ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διεπιστώθη απαρτία. Κατόπιν επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.
Ακολούθως, σύμφωνα με την Ημερησία Διάταξη, ανέγνωσε την Εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος με θέμα: «Μελετώμενες συνταγματικές αλλαγές και οι θέσεις της Εκκλησίας μας».
Αναπτύσσοντας τα 14 κεφάλαια της εμπεριστατωμένης Εισηγήσεώς του, ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας τονίζοντας ότι «το πιο ενδιαφέρον νομικό κείμενο που αποτυπώνει τον κοινό παρονομαστή του ευρωπαϊκού νομικού και θεσμικού πολιτισμού και υποδηλώνει την πολυτυπία του φαινομένου είναι η συνοδευτική δήλωση (υπ’ αριθμ. 11) που υιοθετήθηκε από την Διακυβερνητική Διάσκεψη των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσαρτήθηκε στην Συνθήκη του Άμστερνταμ ‘’γιά το καθεστώς των εκκλησιών και των μη ομολογιακών ενώσεων’’.
Σύμφωνα με τη δήλωση αυτή: ‘’Η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται και δεν προδικάζει το σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο καθεστώς των εκκλησιών και των θρησκευτικών ενώσεων ή κοινοτήτων στα Κράτη - Μέλη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται με τον ίδιο τρόπο το καθεστώς των φιλοσοφικών και μη ομολογιακών ενώσεων’’. Ανεξάρτητα από τα ερμηνευτικά προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει μία τόσο γενική διατύπωση, είναι προφανές ότι στο πλαίσιο της αρχής της επικουρικότητας που διαπερνά την Συνθήκη του Άμστερνταμ (όπως και του Μάαστριχτ) και διέπει τις σχέσεις Ένωσης και Κρατών - Μελών, το ζήτημα των σχέσεων κράτους και εκκλησιών και γενικότερα κράτους και θρησκείας τοποθετείται εκτός του πεδίου της κοινοτικής πολιτικής και δράσης».
Επισήμανε μάλιστα ιδιαίτερα ότι «η Ευρωπαϊκή αυτή Συνθήκη δεν επιβάλλει συγκεκριμένο μοντέλο σχέσεων, αφήνει ελεύθερο το κάθε Κράτος - Μέλος να την καθορίζει, με βάση το εθνικό-εσωτερικό δίκαιο, ανάλογα με τις εθνικές και ιστορικές τους ιδιαιτερότητες».
Μετά την εμπεριστατωμένη αναφορά του στις σχέσεις Κράτους και Θρησκείας στην Ευρώπη, ο Σεβασμιώτατος κ. Κύριλλος έκανε εκτενή αναφορά στις σχέσεις του ελληνικού Κράτους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίες όπως τόνισε είναι «σχέσεις συνταγματικώς ρυθμισμένες», δηλαδή «συνταγματικώς οργανωμένες αλλά και συνταγματικώς εγγυημένες».
Στη συνέχεια, αναφερόμενος στο ζήτημα της αναθεωρήσεως του υφισταμένου συνταγματικού πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας τόνισε ότι απαιτεί σοβαρό και νηφάλιο προβληματισμό και ύπαρξη εμπιστοσύνης μεταξύ των διαλεγομένων θεσμών Εκκλησίας και Πολιτείας και ειλικρίνεια των προθέσεων.
Σχετικά με το άρθρο 3 του Συντάγματος και την θρησκευτική ουδετερότητα, υποστήριξε ότι αυτό «έγινε δεκτό ως καινοτόμο σε αρκετά σημεία, σε σχέση με τα προγενέστερα ελληνικά Συντάγματα. Θεωρήθηκε, όπως προκύπτει από την ιστορική ερμηνεία της διάταξης και τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγματος του 1975, λιγότερο ριζοσπαστικό από τον (πλήρη) χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, αλλά πάντως ως ένα ισχυρό βήμα προς την κατεύθυνση της χαλάρωσης των σχέσεων».
Ακολούθως αναφέρθηκε στη σχέση των άρθρων 3 και 13 του Συντάγματος και στις προτεινόμενες αλλαγές στη συζήτηση περί αναθεωρήσεως του Συντάγματος, βάσει της αρχής της θρησκευτικής ουδετερότητας, αναπτύσσοντας τα εξής: α) το προοίμιο του Συντάγματος, β) τις επίσημες κρατικές τελετές με θρησκευτικό μέρος, γ) τα χριστιανικά σύμβολα σε δημόσιους χώρους, δ) την νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας, ε) την μισθοδοσία του κλήρου και την εκκλησιαστική Εκπαίδευση.
Στον επίλογο της Εισηγήσεώς του, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος, αναφερόμενος στο θέμα της αναθεωρήσεως του συνταγματικού πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, τόνισε ότι «εκτός από ακραίες και μεμονωμένες φωνές που ζητούν διαχωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας, οι περισσότερες προτάσεις συντείνουν είτε στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων είτε στον εξορθολογισμό τους ή και στον καθορισμό του συστήματος διάκρισης αρμοδιοτήτων.... Επομένως, το καθεστώς των διακριτών ρόλων Εκκλησίας – Πολιτείας με το νέο Σύνταγμα της Μεταπολιτεύσεως του 1975 είναι σαφέστατα οριοθετημένο για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας. Η ιστορική εμπειρία των 43 ετών εφαρμογής του κατά την νεώτερη αυτή περίοδο αποδεικνύει ότι η νομική αυτή κατάσταση δεν έβλαψε ούτε την ελληνική κοινωνία ούτε τα δικαιώματα των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων».
Τέλος, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην πρόταση που υπέβαλε η Εκκλησία της Ελλάδος στην «Επιτροπή διαλόγου Πολιτείας και Εκκλησίας για την μελέτη και επίλυση θεμάτων που απασχολούν την Εκκλησία της Ελλάδος», στα πλαίσια μέτρων προώθησης περί διακριτών ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας, ανέφερε: «Προτείνεται η εισαγωγή γενικής νομοθετικής ρήτρας σχετικά με την νομική φύση των σχέσεων Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία θα περιέχει και ορισμένους ειδικούς κανόνες καλής νομοθέτησης (πρβλ. ν. 4048/2012, Α 34) με στόχο την εναρμόνιση προς το σύγχρονο περιεχόμενο των αρχών της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους».
Περαίνοντας την Εισήγησή του, επισήμανε τα εξής: «Η νέα νομοθετική ρύθμιση αποβλέπει στην καθιέρωση κανόνων κατά το στάδιο ανάπτυξης νομοθετικής πρωτοβουλίας από τα αρμόδια πολιτειακά όργανα και αποτελεί τεκμήριο ερμηνείας του νομοθέτη για το νόημα διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος, όπως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (άρθρα 9, 11) και του Συντάγματος (άρθρα 12, 13). Εάν η πρόταση αυτή γίνει δεκτή, θεωρώ ότι ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας θα τεθεί σε σταθερή βάση και δεν θα απαιτηθεί καμμία αλλαγή στο status quo του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου, που διέπει τις σχέσεις αυτές».
Επηκολούθησε ευρύτατος διάλογος επί της Εισηγήσεως, κατά τον οποίο έλαβαν τον λόγο πολλοί Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς.
Τέλος, η Ιεραρχία επαναβεβαίωσε την απόφαση της Ιεραρχίας του Οκτωβρίου 2017, όπως εκφράζεται με σαφήνεια στο Δελτίο Τύπου της 4ης Οκτωβρίου 2017.
Υπενθυμίζεται ότι με απόφαση της ως άνω Ιεραρχίας υφίσταται και λειτουργεί αρμόδια Επιτροπή εξ Αρχιερέων και Νομικών, προς τα Μέλη της οποίας η Ιεραρχία επαναβεβαίωσε την εμπιστοσύνη της, και η οποία εξετάζει όλα τα θέματα τα οποία προκύπτουν ως προς τις μελετώμενες συνταγματικές αλλαγές, αλλά και τις θέσεις της Εκκλησίας μας.
Με ομόφωνη απόφασή Της η Ιεραρχία παραπέμπει την Εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κυρίλλου στην ως άνω Επιτροπή, για την ενδελεχή μελέτη των θιγομένων θεμάτων και για την επί μέρους και κατά θέματα αξιοποίησή της.
Η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας θα συνεχίσει τις εργασίες Της αύριο Παρασκευή, 5 Οκτωβρίου ε.έ.
Η εισήγηση ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή
Πηγή: Romfea
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...