Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 4η Ιουνίου 2018,
ΝΕΑ ΑΓΩΝΙΩΔΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΩΣ ΤΗΣ «ΣΥΝΟΔΟΥ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Η «Σύνοδος» της Κρήτης, δύο περίπου χρόνια μετά την πραγματοποίησή της, συνεχίζει να αποτελεί το «αντιλεγόμενο σημείο» σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο. Από την μια μεριά οι θιασώτες της προσπαθούν με νύχια και δόντια να περισώσουν το κύρος της και να την παρουσιάσουν ως γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδο και ως ένα μεγάλο και ιστορικό εκκλησιαστικό γεγονός παγκοσμίων διαστάσεων.
Διοργανώνουν Συνέδρια το ένα μετά το άλλο, στα οποία επιχειρούν θεολογικά άλματα, καταφεύγουν σε θεολογικούς ακροβατισμούς, διαστρέφουν χωρία από την αγία Γραφή και τους Πατέρες, προσπαθούν με χίλιες δυό επινοήσεις και σοφιστείες να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, για να παρουσιάσουν τις αποφάσεις της ως Ορθόδοξες και τους ετεροδόξους αιρετικούς ως «Εκκλησίες». Από την άλλη, όσοι εμμένουν στην γραμμή των αγίων Πατέρων μας και στη Συνοδική και Κανονική μας Παράδοση, (συνήθως κληρικοί των κατωτέρων εκκλησιαστικών βαθμίδων, ταπεινοί μοναχοί και λαϊκοί), αγωνίζονται με την Χάρη του Θεού, να μην εισχωρήσει το δηλητήριο της οικουμενιστικής αιρέσεως στη ζωή της Εκκλησίας. Να παραμείνει η αγία Ορθόδοξη πίστη μας ανόθευτη και απαραχάρακτη, να μη θυσιαστεί στο βωμό των οικουμενιστικών σκοπιμοτήτων και να μη καταντήσει τελικά «ουραγός» και «εξάρτημα» του εφιαλτικού πανθρησκειακού οράματος.
Ο αγώνας ανθρωπίνως άνισος, διότι οι πρώτοι διαθέτουν μεγάλη εκκλησιαστική και οικονομική δύναμη και επί πλέον έχουν την αμέριστη συμπαράσταση της Μασονίας και του Διεθνούς Σιωνισμού, ενώ οι δεύτεροι δεν διαθέτουν σχεδόν καμία εκκλησιαστική, ή οικονομική δύναμη. Η μόνη δύναμη τους είναι η παντοδύναμη Χάρη του Θεού, στην οποία καταφεύγουν και στην οποία στηρίζουν όλες τις ελπίδες τους. Τι θα περίμενε ένας κοσμικά σκεπτόμενος άνθρωπος από ένα τέτοιο, ανθρωπίνως, άνισο αγώνα; Ασφαλώς να επικρατήσουν κατά κράτος οι πρώτοι. Και όμως! Και εδώ είναι το θαυμαστό. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμεναν οι οικουμενιστές, αλλά κατά παράδοξο τρόπο συνέβη το αντίθετο. Ο πιστός λαός του Θεού την αντιμετώπισε με πρωτοφανή αποστροφή. Η «Σύνοδος» της Κρήτης δεν άγγιξε τα πνευματικά του αισθητήρια. Ο λαός μπορεί να μην έχει ακαδημαϊκές περγαμηνές και θεολογικούς τίτλους, έχει όμως την εσωτερική διαίσθηση και πληροφόρηση, ότι η Σύνοδος αυτή δεν ήταν Ορθόδοξη Σύνοδος, γιατί δεν έκανε το ένα, το μοναδικό της χρέος, να ΚΑΤΑΓΝΩΣΕΙ τις υφιστάμενες αιρέσεις και παραθρησκείες παγκοσμίως. Όποιος αμφιβάλει γι’ αυτό, ας ρωτήσει τυχαία πιστούς στην Εκκλησία, για να πάρει τις απαντήσεις του.
Αυτή την παράδοξη εξέλιξη ασφαλώς την διαπίστωσαν και γι’ αυτό επεχείρησαν μια νέα αγωνιώδη προσπάθεια εμπεδώσεως και αποδοχής της στη συνείδηση του λαού. Όπως πληροφορηθήκαμε από το διαδίκτυο, η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., (όπως πάντα πρωταθλήτρια σε τέτοιου είδους επιδόσεις), διοργάνωσε πρόσφατα, από 21 έως 25 Μαΐου, μεγάλο διεθνές Συνέδριο, με τίτλο «8ο Διεθνές Συνέδριο για την ‘Αγία και Μεγάλη Σύνοδο’», με σκοπό την αποτίμηση της εν λόγω «Συνόδου». Σύμφωνα με ανακοίνωση,
«... με εισηγήσεις 99 θεολόγων ομιλητών, διακεκριμένων Ιεραρχών και εκλεκτών καθηγητών, από 20 χώρες όλου του κόσμου και 25 Πανεπιστημιακές Σχολές και Θεολογικά Ινστιτούτα… Μεταξύ των ομιλητών ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος, ο Αρχιεπίσκοπος Γέρων Αμερικής κ. Δημήτριος, οι Μητροπολίτες Σασίμων κ. Γεννάδιος, Προύσης κ. Ελπιδοφόρος, Σηλυβρίας κ. Μάξιμος, οι Επίσκοποι Αβύδου κ. Κύριλλος, Χριστουπόλεως κ. Μακάριος και πλειάδα καθηγητών, κληρικών, μοναχών, μοναζουσών, λαϊκών ανδρών και γυναικών, θα προσεγγίσουν δύο χρόνια μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο θέματα, που αναφέρονται στα επίσημα κείμενά της.»
Επιστρατεύτηκαν ούτε πέντε, ούτε δέκα εισηγητές, αλλά 99! Μεταξύ αυτών ονόματα με βαρείς και επιβλητικούς εκκλησιαστικούς τίτλους. Γιατί άραγε; Μα είναι φανερό! Για να στηρίξουν το κύρος της «Συνόδου». Να προσπαθήσουν να της δώσουν κάποια αξία, ώστε να πεισθεί ο λαός του Θεού, ότι δήθεν είναι «αγία» και να δεχτεί τις αποφάσεις της! Αλλά ποιες αποφάσεις της να δεχτεί; Μήπως αυτές που απέρριψαν οι τέσσερις τοπικές Εκκλησίες, (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Αντιοχείας και Γεωργίας), που δεν έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο»; Μάλιστα, ακριβώς αυτές! Το γεγονός ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης έχει απορριφθεί από την εκκλησιαστική συνείδηση του Ορθοδόξου λαού των εν λόγω τεσσάρων Πατριαρχείων, (και όχι μόνον), που εκπροσωπούν τα 2/3 της ανά τον κόσμον Ορθοδοξίας, αποτελεί γι’ αυτούς την πέτρα του σκανδάλου.
Όπως είναι γνωστό η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας έλαβε στις 2.12.2017 μια μνημειώδη, ιστορική απόφαση. Οι 743 Επίσκοποιπου έλαβαν μέρος σ’ αυτή τη Σύνοδο απεφάσισαν τα εξής:
«Η γενόμενη στην Κρήτη Σύνοδος είναι αδύνατον να θεωρείται Πανορθόδοξη, ούτε τα έγγραφα τα οποία ενέκρινε αποτελούν έκφραση της πανορθοδόξου ομοφωνίας… περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίον δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας.»
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι συνοδικές αποφάσεις των Ιεραρχιών των υπολοίπων τριών Εκκλησιών. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας στις 27.6.2016 ανακοίνωσε:
«Θεωρεί τη συνάντηση της Κρήτης ως μια προκαταρκτική συνέλευση της Πανορθοδόξου Μεγάλης Συνόδου. Αρνείται την απόδοση του συνοδικού χαρακτήρα σε οποιαδήποτε Ορθόδοξη συνέλευση, στην οποία δεν συμμετέχουν όλες οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες… Η Εκκλησία της Αντιόχειας επομένως αρνείται τη ονομασία της συνελεύσεως της Κρήτης, ως ‘Μεγάλης και Πανορθοδόξου Συνόδου’, ή ‘Μεγάλης και Αγίας Συνόδου’».
Το Πατριαρχείο Βουλγαρίας στις 15.11.2016 ανακοίνωσε:
«Η Σύνοδος της Κρήτης δεν είναι ούτε μεγάλη, ούτε πανορθόδοξη:
1. Λόγω της μη συμμετοχής σε αυτήν μιάς σειράς Ορθοδόξων Εκκλησιών εξαιτίας οργανωτικών και θεολογικών λαθών, που υπήρξαν κατά την προετοιμασία της.
2. Η προσεκτική μελέτη των κειμένων που εγκρίθηκαν από τη ‘Σύνοδο’ της Κρήτης, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι κάποια από αυτά περιέχουν θέσεις αντίθετες με την Ορθόδοξη Εκκλησία, τη δογματική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας, το πνεύμα και το γράμμα των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων…»
Τέλος το Πατριαρχείο Γεωργίας στις 22.12.2016 ανακοίνωσε:
«Οι αποφάσεις και τα κείμενα της Συνόδου της Κρήτης δεν είναι δεσμευτικά για την Εκκλησία. Είναι απαραίτητη η διόρθωση σε σημεία, ή και η πλήρης αντικατάσταση των κειμένων της ‘Συνόδου’ της Κρήτης.»
Οι συνοδικές αποφάσεις των τεσσάρων Πατριαρχείων σταράτες, ξεκάθαρες, σκέτος καταπέλτης σ’ όλους εκείνους, που έσπευσαν να πανηγυρίσουν την «Σύνοδο» ως μέγα και ιστορικό γεγονός, αλλά και σε όλους εκείνους που μέχρι σήμερα επιμένουν να την εγκωμιάζουν και να την προβάλλουν με διοργανώσεις μεγάλων και επιβλητικών Διεθνών Συνεδρίων, όπως αυτό που μνημονεύσαμε προηγουμένως.
Αλλά δεν ήταν μόνον η δικαιολογημένη αποχή των τεσσάρων Πατριαρχείων. Κατά την διάρκεια των εργασιών της εν λόγω «Συνόδου» συνέβησαν δυστυχώς και άλλα, αξιοδάκρυτα και θλιβερά γεγονότα. Γεγονότα απαράδεκτα και καταλυτικά του Συνοδικού Συστήματος. Που δεν τιμούν, ούτε τους Προκαθημένους, ούτε το Προεδρείο της «Συνόδου», ούτε τους επισκόπους που έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο». Γεγονότα τα οποία, όταν βγήκαν στο φως της δημοσιότητος, αμαύρωσαν ακόμη περισσότερο το συνοδικό κύρος της «Συνόδου» αυτής. Θα μνημονεύσουμε τρείς χαρακτηριστικές περιπτώσεις, που έλαβαν χώρα στα παρασκήνια της «Συνόδου». Πρόκειται για γεγονότα τα οποία ήταν μεν γνωστά και από άλλες πηγές, επιβεβαίωσε όμως ως αυτόπτης μάρτυς και ένας εκ των επισκόπων, που έλαβε μέρος στη «Σύνοδο» ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος σε πρόσφατο σύγγραμμά του με τίτλο: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη. Θεολογικές και εκκλησιολογικές θέσεις»:
Α) Το προβληματικό 6ο κείμενο που αφορά τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους δεν το υπέγραψαν 17 Σέρβοι επίσκοποι, ενώ το προσυπέγραψαν μόνο 7 από τους 24 αντιπροσώπουςτης αντιπροσωπείας της Σερβικής Εκκλησίας. Και όμως ο Σέρβος πατριάρχηςκ. Ειρηναίος, καταπατώντας την απόφαση της πλειοψηφίας και ενεργώντας ως άλλος πάπας, το προσυπέγραψε και η υπογραφή του έγινε δεκτή από το Προεδρείο της «Συνόδου»(!!!), ως εκφράζουσα δήθεν την πλειοψηφία της αντιπροσωπείας. Σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας της «Συνόδου», (άρθρο 12, παράγραφος 3), ο Προκαθήμενος καλείται να υπογράψει μόνον κείμενα, που εκφράζουν την «εσωτερική πλειονοψηφία» της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας του. Στην προκειμένη περίπτωση επομένως έχουμε σαφή παραβίαση του Κανονισμού. Μ’ άλλα λόγια η «Σύνοδος» περιφρόνησε τον ίδιο τον Κανονισμό Λειτουργίας της.
Β) Το προβληματικό 6ο κείμενο δεν το υπέγραψαν τέσσερις Κύπριοι επίσκοποι. Και όμως! Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος το υπέγραψε «αντ’ αυτών» χωρίς εξουσιοδότηση και παρά την κατηγορηματική άρνησή τους. Η απαράδεκτη αυτή ενέργεια του Αρχιεπισκόπου έγινε αποδεκτή από το Προεδρείο της «Συνόδου», (!!!), ενδεικτικό και αυτό της παπικής νοοτροπίας που επεκράτησε στη «Σύνοδο».
Γ) Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, (Μάϊος 2016), με ομόφωνη συνοδική απόφαση προχώρησε σε συγκεκριμένες διορθώσεις πάνω στα προσυνοδικά κείμενα και δέσμευσε την 24μελή αντιπροσωπεία της να εκφράσει με ακρίβεια το εκκλησιολογικό φρόνημα της τοπικής εκκλησίας. Μεταξύ των άλλων η αντιπροσωπεία δεσμεύθηκε να μην αποδεχθεί τον χαρακτηρισμό των αιρετικών κοινοτήτων ως «Εκκλησιών». Η αντιπροσωπεία, ως εντολοδόχος της Ιεραρχίας, είχε καθήκον και χρέος να σεβαστεί την ομόφωνη συνοδική απόφαση της Ιεραρχίας και να παραμείνει αμετακίνητη σ’ αυτήν. Δυστυχώς ακύρωσε την εν λόγω ομόφωνη απόφαση, το δε τραγικότερο είναι ότι το Προεδρείο της Συνόδου, την έκανε αποδεκτή. Βασική αρχή του Συνοδικού Συστήματος, (βλ. 34ος Αποστολικός Κανόνας), είναι ότι οι επίσκοποι κάθε Εκκλησίας σε ζητήματα που αφορούν «την κοινήν της εκκλησίας κατάστασιν», οφείλουν να συναποφασίζουν με τον Προκαθήμενό τους «εν συνόδω», αλλά και ο Προκαθήμενος να ενεργεί πάντοτε δεσμευόμενος από την συνοδική απόφαση. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση είναι ολοφάνερο ότι έχουμε σαφή παραβίαση του παρά πάνω 34ου Αποστολικού Κανόνος.
Σύγχρονος ερευνητής της εν Κρήτης «Συνόδου» πολύ σωστά παρατηρεί:
«Εγκαλούμε τον πάπα της Ρώμης για περιφρόνηση του συνοδικού θεσμού και δεν βλέπουμε ότι στην παπική νοοτροπία της –δήθεν– υπεροχής του «πρώτου» στηρίχθηκε η λεγόμενη Πανορθόδοξη, περιφρονώντας και καταλύοντας κάθε έννοια Ορθοδόξου συνοδικότητας και κανονικής τάξεως: Ο «πρώτος» ενεργεί παπικώ τω τρόπω, αντίθετα προς την γνώμη της Συνόδου και αυτό είναι αποδεκτό στην Κρήτη! Είναι ένδειξη παρακμής της κανονικής τάξεως να έχουμε σε τόσο υψηλό θεσμικό επίπεδο «συνοδική» κατάλυση της συνοδικότητας των Τοπικών Εκκλησιών και απόπειρα επιβολής του «πρώτου» κάθε Εκκλησίας με παπικές εξουσίες[1].»
Πιο είναι το συμπέρασμα από όλα τα παρά πάνω; Το συμπέρασμα είναι ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης προκειμένου να «περάσει» τις αστήρικτες κανονικώς θέσεις της, στηρίχθηκε πάνω σε μεθοδεύσεις και σε παραβίαση θεμελιωδών αρχών του Συνοδικού Συστήματος. Αλλιώς θα είχε τιναχθεί στο αέρα… Αλλά μια «Σύνοδος» που στηρίχθηκε πάνω σε σαθρά θεμέλια, είναι δυνατόν ποτέ να σταθεί στα πόδια της; Ουδέποτε. Κάποτε θα σωριασθεί σε ερείπια. Και ήδη από τώρα άρχισε η κατάρρευσή της. Ας μην ματαιοπονούν λοιπόν οι θιασώτες της. Όσα Συνέδρια και αν συγκροτήσουν και όσο επιβλητικά και αν είναι αυτά, δεν θα επιτύχουν απολύτως τίποτε. Η «Σύνοδος» της Κρήτης έχει ήδη κριθεί στη συνείδηση του πιστού λαού του Θεού και έχει καταγραφεί στην εκκλησιαστική μας ιστορία ως αποτυχία. Η έννοια κλειδί που αποδεικνύει το ατελέσφορο της «Συνόδου» της Κρήτης είναι η διακοινωνία, το intercommunion, διότι εκεί συντρίβεται η λογική των θιασωτών της, που ενώ αποδίδουν εκκλησιαστικότητα στις αιρετικές κοινότητες, δεν αποτολμούν την συνέπεια των διακηρύξεών τους, που είναι η διακοινωνία μαζί τους, αποδεικνύοντας ότι δεν πιστεύουν τις δήθεν περισπούδαστες εισηγήσεις τους. Και έτσι κονιοτροποιείται όλη η άτεχνη και αλυσιτελής «θεολογία» τους.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
____________________________
[1] Π. Θεοδώρου Ζήση, Μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης. Η διακοπή μνημοσύνου και η δικαστική μου δίωξη, Θεσσαλονίκη 2017, σελ.24-26.
Πηγή: Ακτίνες
Σύνοδος Κρήτης: ούτε Αγία, ούτε Μεγάλη, ούτε Σύνοδος...
Η Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών με την ευκαιρία της συμπληρώσεως δύο ετών από τη Σύνοδο της Κρήτης και της διεξαγωγής αυτές τις μέρες Διεθνούς Συνεδρίου για τη Σύνοδο εξέδωσε το παρακάτω φυλλάδιο.
Το φυλλάδιο ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή.
Αγαπητέ αναγνώστη, τούτο είναι ένα θέμα το οποίο θα πρέπει να σε εξοργίσει, να σου προκαλέσει εκείνον τον άγιο θυμό για να κάνεις κάτι. Να θυμώσεις και με τον ίδιο σου τον εαυτό, να μην στέκεσαι άπραγος μπροστά στην ιεροσυλία που διαπράττεται μπροστά στα μάτια σου.
Αν η λεγόμενη ‘κρίση’ ανέδειξε κάτι, αυτό είναι το ηθικό και κυρίως το πνευματικό απόθεμα του καθενός μας. Βλέπουμε τα πάντα γύρω μας να ‘βγαίνουν στο σφυρί’, και κάθε φορά που αυτό γίνεται ‘κοστολογείται’ και η αξία του καθενός μας. Διότι κάθε φορά που αποδεχόμαστε την απώλεια κάποιου πράγματος, είτε αυτό έχει να κάνει με την γη μας, είτε με το μέλλον των παιδιών μας, είτε με τις ελληνορθόδοξες αξίες μας, αυτό είναι δείκτης μιας ανάλογης πνευματικής δικής μας έλλειψης.
Όλα δίνονται σε τιμή ευκαιρίας, και αυτό που θα μείνει στο τέλος θα είναι αυτό που πραγματικά μας αξίζει.
Υπάρχει όμως και μια άλλη ‘περιουσία’, ένας ανεκτίμητος θησαυρός που δεν μας ανήκει και τον εκποιούμε και αυτόν. Ανήκει στην Αγία Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού και είναι οι Άγιοί μας τους οποίους καλούμαστε να μιμηθούμε. Κι όμως στις μέρες μας ειδικά οι Άγιοι εκποιούνται, και είναι τόσο συχνό το φαινόμενο αυτό που δεν μας κάνει πια εντύπωση. Τούτο συμβαίνει προφανώς επειδή εμείς οι ίδιοι δεν τους μιμούμαστε, ενώ παράλληλα πάσχουμε και από μια βαρειά μορφή επισκοπίτιδας, η οποία δεν μας επιτρέπει να δούμε τα πράγματα όπως είναι. Ίσως πάλι το θέατρο που βλέπουμε να μας αρέσει και να μας βολεύει, διότι και εμείς παίζουμε το ίδιο θέατρο.
Πέφτει λοιπόν το μάτι μου στην «Τελετή ανακηρύξεως Αγίου Γεωργίου Φουστανελά σε προστάτη της Προεδρικής Φρουράς [17 Ιανουαρίου 2018]», και αρχίζουν να μου ανάβουν τα λαμπάκια. Παραμονές μιας μεγάλης εθνικής προδοσίας και αφού ο προκαθήμενος της Εκκλησίας γύρισε την πλάτη του στον λαό λέγοντάς του να μην βγάλει άχνα για την Μακεδονία, έπαιξε το μεγάλο του ‘χαρτί’, τον Άγιο Γεώργιο εν Ιωαννίνοις που φοράει φουστανέλα. Τον Άγιο του οποίου το παρουσιαστικό συνοψίζει την Πατρίδα και την Ορθοδοξία.
Και βλέπω μπροστά στον Άγιο έναν χρεοκοπημένο προκαθήμενο ο οποίος διέσυρε την Εκκλησία της Ελλάδος στην συνοδική κατοχύρωση της παναίρεσης του Οικουμενισμού. Έναν προκαθήμενο ο οποίος με την στάση του έχει συναινέσει, αλλά και συμβάλει, στις πιο αντίχριστες και αντεθνικές πολιτικές που έχει ζήσει ποτέ η Ελλάδα. Και δίπλα του στέκεται ο «Πρόεδρος»-γλάστρα, το χέρι του οποίου φαίνεται να είναι το μόνο ζωντανό μέλος του σώματός του, αφού δουλεύει υπερωρίες για να υπογράφει αδιαμαρτύρητα ό,τι του σερβίρουν.
Στέκονται και οι δύο μπροστά στο «ΑΤΜ» γιατί ξέμειναν… Ξέμειναν από Ορθοδοξία, ξέμειναν από Πατρίδα. ΠΟΥΛΗΣΑΝ ΑΒΕΡΤΑ και τώρα πάλι ξέμειναν.
Κράτησε καλά αυτήν την εικόνα. Τόσος κόπος. ΓΙΑ ΕΣΕΝΑ ΕΓΙΝΕ. Κράτησέ την για τον επόμενο γύρο ξεπουλήματος.
Πριν όμως αγοράσεις διάβασε σε παρακαλώ τον βίο του Αγίου Γεωργίου εν Ιωανίννοις. Κλήθηκε στη ζωή του να ομολογήσει την Πίστη του πολλές φορές και ουδέποτε ενέδωσε. Τον απείλησαν, τον βασάνισαν φριχτά και αυτός φώναζε συνέχεια με όλη του την ψυχή: «Είμαι Χριστιανός», «Είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω». Μέχρι που τον απαγχόνισαν.
Και σκέψου μετά ότι αυτοί που στέκονται μπροστά στον Άγιο λένε στα δικά μας τα παιδιά «ὅτι τό θρησκευτικό φαινόμενο βιώνεται ποικιλοτρόπως». Ότι η Ορθοδοξία έχει απλά ένα μερίδιο της αλήθειας και είναι άλλος ένας τρόπος βιώματος. Ότι ο Χριστός είναι και Αυτός ένα «θρησκευτικό φαινόμενο»· φαίνεται ο Χριστός, δεν είναι Ο Ων. Ότι η Πίστη τους είναι απλά μία «άλλη άποψη» μέσα σε ένα περιβάλλον «θρησκευτικής ετερότητας». Ότι «η ωραιότητα φανερώνεται στην ποικιλομορφία και στον σεβασμό στην άλλη άποψη», όχι στον Χριστό. Και ότι όταν έρθει ο αλλόθρησκος με την δική του «άποψη» δεν χρειάζεται να ομολογήσουν, λίγη κουβεντούλα να πιάσουν μαζί του και θα τα βρουν. Μπορούνε κάλλιστα και να αλλαξοπιστήσουν για να βιώσουν λίγη ποικιλία.
Έχουν αναιρέσει αυτόν τον Άγιο χίλιες φορές, αλλά τώρα στέκονται μπροστά του και ζητάνε κάτι από σένα.
Κι εσύ κάθε φορά τους το δίνεις….
Πήγαινε όμως κι εκεί στα Αγιοταφίτικα Μοναστήρια στους Αγίους Τόπους. Εκεί που αυτήν την στιγμή που μιλάμε κάτι γεροντάκια δεν πουλάνε ούτε αγοράζουν, αλλά αντιθέτως ποτίζουν με την αυτοθυσιαστική ομολογία τους τούτον τον ανεκτίμητο θησαυρό. Ολομόναχα γεροντάκια ανάμεσα στους λύκους. Χτυπημένα, βασανισμένα, κυνηγημένα κρατάνε Θερμοπύλες για να μπεκροπίνουμε εμείς με τους θησαυρούς της Αγίας του Χριστού Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Γιατί η ζήτηση καθορίζει την αγορά και ο Ιερώνυμος μας πουλάει αυτό που ζητάμε. Γιατί εσύ κι εγώ μάθαμε να αγοράζουμε την Πίστη μας σε ‘βολικά πακέτα’ και όχι να την ποτίζουμε. Γιατί πολύ δύσκολα θα αποδεχθούμε αυτό που βλέπουμε μπροστά μας και πολύ πιο εύκολα θα κατηγορήσουμε αυτόν που μας το περιγράφει ως συκοφάντη και όργανο σκοπιμοτήτων. Γιατί αν το αποδεχτούμε θα πρέπει να κάνουμε κάτι κι εμείς βαριόμαστε. Γιατί βολευτήκαμε στους εύκολους καθωσπρεπισμούς και στις τυπικότητες.
Γέμισε λοιπόν πάλι τις αποσκευές του ο Ιερώνυμος και αμέσως την επόμενη μέρα έτρεξε να κάνει κατάθεση στον Τσίπρα. Αυτήν την φορά του έφερε πακεταρισμένον τον Άγιο Γεώργιο τον εν Ιωαννίνοις που φοράει φουστανέλα, για την «εθνική συναίνεση» που αναζητά. Και βγήκε και μας είπε μετά να εμπιστευτούμε τους βωμούς των προγόνων μας στο ανέκδοτο που λέγεται Τσίπρας!!
Δεν είναι μυστήριο λοιπόν οι πνευματικοί νόμοι. Είναι εδώ, είναι δίπλα μας και μας κοιτάνε κατάματα. Συμμετέχουμε κι εμείς σε μία βρώμικη συνδιαλλαγή αδιαμαρτύρητα. Δεν κρατάμε πια Θερμοπύλες πουθενά.
Kαι όποιος δεν κρατάει Θερμοπύλες, χάνεται….
Πηγή: Αβέρωφ
Τίς ἡμέρες αὐτές, τίς τόσο καθοριστικές γιά τόν εὐλογημένο καί ἔνδοξο ἀκριτικό τόπο μας, τήν Μακεδονία, ἐντείνονται οἱ προσπάθειες γιά τήν ἐξεύρεση βιώσιμης καί ὁριστικῆς λύσεως τοῦ προβλήματος τοῦ Κράτους τῶν Σκοπίων, τοῦ λεγομένου F.Y.R.O.M. Ἐντείνεται εὐλόγως καί ἡ ἀνησυχία μας, μήπως ἡ πολλαχῶς ἀποτυχοῦσα καί πολλάκις ἀπογοητεύσασα τήν Πατρίδα καί τό Γένος μας Κυβέρνηση τῶν ΣΥΡΙΖ.ΑΝΕΛ καί τῶν δορυφορικῶν τους «προοδευτικῶν συνιστωσῶν» (εἰκονομαχικῶν, ὁμοφυλοπροωθητικῶν, διαθρησκειοτρόφων, πολυτεκνοκτόνων, πατριδο-αλλεργικῶν, τρομοσυμβατῶν, ἀναρχογόνων κ.τ.σ.) δέν ἀρθεῖ στό ὕψος τῆς περιστάσεως καί ἐπιτρέψει στούς βορείους γείτονες αὐτοπροσδιορισμό πού θά ὑπονομεύσει καί «παγιδεύσει» μέ τήν ἐκρηκτική ὕλη τοῦ ἀλυτρωτισμοῦ τήν (καί πάλιν καί πολλάκις) ἐκτεθειμμένη καί ὑπό πολλῶν ὑποβλεπομένη «πυριτιδαποθήκη» τῶν Ὀρθοδόξων (εἰσέτι) Βαλκανίων.
Ἐπισκόπων ἐθνικοφρονικές «κορῶνες»...
Προκαλεῖ σαφῶς εὐχάριστη αἴσθηση ὁ ζῆλος μέ τόν ὁποῖον οἱ Ἀρχιερεῖς μας ἐδῶ στόν Ἑλληνικό Βορρᾶ, στίς ἀρχαιότατες χῶρες τῆς Ἑλλάδος, προασπίζονται (ἤ θά προασπισθοῦν τίς ἐρχόμενες ἑβδομάδες) τήν μοναδικότητα τοῦ ὀνόματός μας, τῆς Μακεδονίας, ἀκόμη καί ἄν οἱ ἴδιοι δέν εἶναι, ὡς συμβαίνει συνήθως, Μακεδόνες. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, ἄν ἕλκουν ἀπό τήν Μακεδονία μας τήν καταγωγή, θά ἔχουν παραλάβει μέ ζέση, καθώς ὅλοι μας οἱ ἐκ Δωριέων Μακεδνοί, μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τῶν πάππων καί τῶν μαμμῶν μας, ἀπό τά αἱματοβαμμένα μνημεῖα τοῦ τόπου μας, ἀπό τό «πατριωτικό συλλογικό ἀσυνείδητο», τήν παρακαταθήκη τῆς θυσίας καί τοῦ ἀκραιφνοῦς Ὀρθοδόξου, Πατριαρχικοῦ (δέν ταυτίζουμε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τόν αἱρεσιάρχη Προκαθήμενο, βεβαίως) καί Ρωμαίικου φρονήματος τῆς μαρτυρικῆς γῆς μας, τῆς πάλαι ποτέ κοσμοκράτειρας Μακεδονίας, τῆς γῆς τῶν ἡρώων τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος!
Ὁ διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί ἀθωωτής τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμος, ἔχει ἤδη προειδοποιήσει (ἐδῶ): «Θέλουν νά δώσουν τό ὄνομα Μακεδονία σέ γειτονική χώρα καί θά τό δεχτεῖτε; Ρωτῆστε καί τό λαό. Δέ θέλουμε ἀναταραχές». Παλαιότερα, τό 2011 εἶχε δηλώσει (ἐδῶ): «Δέν μποροῦν νά λεχθοῦν ποτέ “Μακεδονία”, οὔτε μέ ὄνομα πού νά ἔχει τή ρίζα τῆς λέξεως “Μακεδονία”. Ἔχουν ὡραιότατα ὀνόματα παλαιά ἀπό τήν χώρα στήν ὁποία βρίσκονται».
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους καί Κατερίνης κ. Γεώργιος, ἀπό τούς χαριζομένους καί αὐτός στήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διεκήρυξε (ἐδῶ) ἐπίσης πρό ἑνός μηνός: «Ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί διατρανώνουμε πρός κάθε κατεύθυνση ὅτι ἡ Μακεδονία εἶναι μία καί Ἑλληνική». Εἶμαι βέβαιος, ὅτι περαιτέρω ἔρευνα θά ἀποκάλυπτε καί ἄλλες παρόμοιες δηλώσεις Μητροπολιτῶν, πρόσφατες καί μή.
Πολύ ὡραῖα! Προφανῶς, οἱ Ἱεράρχες μας ἀντιλαμβάνονται, ἄν καί δέν προαπαιτεῖται γιά τήν ἐπισκοποποίηση ἡ ἀκριβής γνώση τῆς γεωπολιτικῆς, ὅτι ἡ ἀπόδοση στούς Σλαύους γείτονές μας ὀνόματος συνθέτου μέ τή λέξη «Μακεδονία», ἀποτελεῖ ἐθνική ἀπειλή, ὡς κατοχυρωμένο «προηγούμενον» (“precedent”) ὁμολογίας ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν Σκοπιανῶν Νοτιοσλαύων, ὡς ἀπομείωση τῆς ἑλληνικῆς «ἀποκλειστικότητος» ἐπί παντός μακεδονικοῦ πράγματος, μέ ἀποτέλεσμα τήν διεκδίκηση καί σλαβικοῦ χρωματισμοῦ ἐπ΄ αὐτῶν, ἀλλά καί ὡς ὡρολογιακή βόμβα σέ περίπτωση (μή γένοιτο) μελλοντικῆς ὑποτέλειας τοῦ χώρου τῆς κεντρικῆς μας Μακεδονίας σέ ἑτερώνυμους ἐχθρούς (ὁπότε οἱ Σκοπιανοί πλέον θά μονοπωλοῦν ἐν παντί τό ὄνομα) κ.λπ. κ.ο.κ.
... καί ἐκκλησιολογικές «κοτρῶνες»
Ἀπορῶ, δέν κατέστη δυνατόν ἡ ἴδια κοινή (παραγωγική) λογική νά ἐπικρατήσει καί στήν λήψη ἀποφάσεων στή φαρμακερή Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου; Διότι κατά κοινή παραδοχή τῶν ἐπαϊόντων, ἡ θεολογική καί ἰδίως ἐκκλησιολογική λεπτότητα τῶν Ἱεραρχῶν μας ἐδοκιμάσθη στό Κολυμπάρι κολυμβῶσα καί... ἀπεπνίγη! Τό ὅτι τό «Σύμβολον τῆς Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως» (τό γνωστό μας «Πιστεύω»... ) ρητῶς διαγορεύει ὅτι πιστεύομεν «εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν», δέν ἐβάρυνε ἆραγε διόλου στήν συνείδηση ἐκείνων πού ὑπέγραψαν (καί ὅσων στήν Ἱ. Σ. Ἱ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόν Νοέμβριο τοῦ 2016 προσυπέγραψαν καί ἐπικύρωσαν), ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι εἶναι καί κεῖνοι «Ἐκκλησίες», κατά τήν 6η παράγραφο τοῦ σχετικοῦ ἐκκλησιολογικοῦ Κειμένου τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»), ὅτι δηλ. ἀποδέχθηκαν «τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς [τῆς Ὀρθοδόξου] ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν;». Δέν λυπήθηκαν τούς καματηρούς ἀγῶνες τῶν Πατέρων κατά τῶν αἱρέσεων; Δέν σεβάσθηκαν τό θεόσδοτο δικαίωμα τῶν αἱρετικῶν ἑτεροδόξων νά μάθουν τήν Ἀλήθεια, ὅτι ἡ Μία (μόνη) Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος; Δέν φοβήθηκαν τά θεόπνευστα λόγια (7ος ἱ. Κανών τῆς Γ΄Οἰκ., Ϛ΄ καί ζ΄Πράξεις τῆς 8ης Οἰκ. Συνόδου) πού ἐπαπειλοῦν βαρέα σέ ὅσους ἀθετοῦν ἤ ἀλλοιώνουν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως;
Ὥστε ὁ Παναγιώτατος κ. Ἄνθιμος, ἀντίθετα μέ τήν Μακεδονία, χῶρο ἐπίγειο καί οἰκεῖο, δέν θεωρεῖ ὅτι ὀφείλει νά τηρήσει τήν ἴδια στάση καί γιά τήν Ἐκκλησία, χῶρο τῶν «οὐρανίων δογμάτων»! Δέν θεωρεῖ ὅτι ὄφειλε νά πεῖ, προσαρμόζοντας τά παραπάνω λόγια του: «Θέλουν νά δώσουν τό ὄνομα Ἐκκλησία σέ φαινομενικῶς γειτνιάζουσα ὁμολογία καί θά τό δεχτεῖτε; Ρωτῆστε καί τό λαό. Δέ θέλουμε ἀναταραχές». Ἤ, «δέν μποροῦν νά λεχθοῦν ποτέ “ Ἐκκλησία”, οὔτε μέ ὄνομα πού νά ἔχει τή ρίζα τῆς λέξεως “ Ἐκκλησία”. Ἔχουν ὡραιότατα ὀνόματα παλαιά ἀπό τόν θεολογικό χῶρο στόν ὁποῖο βρίσκονται, Σεβηριανοί, Μονοφυσῖτες, Παπικοί, Λουθηρανοί κ.λπ.». Λοιπόν, δύο μέτρα καί δύο σταθμά, ὁ Παναγιώτατος μήπως; Ἀλλά πόση ἡ ὑπεροχή τῆς Ὀρθοδοξίας πρός τήν Μακεδονία! Καί ὄχι μόνον αὐτό, ὄχι μόνον ὁ ἴδιος «δέν ἐρώτησε τόν λαό», οὔτε τόν ἐνημέρωσε, ἀλλά καί διώκει ἀπηνῶς ὅσους ἀγωνίζονται ὑπέρ τῶν πατροπαραδότων τούτων δογμάτων.
Τί ὡραῖα θά ἦταν ἄν ἀκούγαμε στήν ἐκκλησιαστική της ἐκδοχή θαρραλέα καί τήν ὡς ἄνω ὁμολογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κίτρους: «Ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί διατρανώνουμε πρός κάθε κατεύθυνση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί Ὀρθόδοξη»! Ἄλλα, ὅμως, ἔπραξε ὁ ἅγιος Κίτρους ἀθωώνοντας στή Ἱερά Σύνοδο τό αἱρετικό Κολυμπάρι! Μήπως, δύο μέτρα καί δύο σταθμά καί ἐδῶ;!
«Εἶναι», θά ποῦν κάποιοι προδότες καί οἱ ὑπηχοῦντες, «θέμα νοηματοδοτήσεως τοῦ ὅρου “ Ἐκκλησία”»! Μά, καί μέ τήν Μακεδονία ἔτσι δέν εἶναι; Γιατί ἐκεῖ, λοιπόν, ἀγωνίζονται, διαμαρτύρονται, διακηρύσσουν, προειδοποιοῦν, ὄχι ὅμως γιά τό Κολυμπάρι; Διότι δῆθεν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀήττητος; Διότι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν Αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18), ὁπότε δέν κινδυνεύει; Ναί, βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία θεοφθόγγως δέν κινδυνεύει, ἀλλά κινδυνεύουν τά μέλη Της νά πέσουν σέ αἵρεση, καί μάρτυρες τούτου οἱ ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων ψυχῶν τῆς σταδιακῶς ἀπο-ορθοδοξοποιημένης χριστιανικῆς Δύσεως. Καί ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας!
Ἡ «ἀνθρωπάρεσκος ἀντιμεταχώρησις»...
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποί μας, δυστυχῶς, πλήν μιᾶς μειονότητος, εἴτε δέν πιστεύουν στήν ὕπαρξη πραγμάτων ἀξιακῶς ὑπερτέρων, ὑπεροχικῶς ἀνωτέρων ἀπό τήν ἐπίγεια Πατρίδα, ἐν προκειμένῳ ἀπό τήν Μακεδονία μας (ἀποδεικνύμενοι αἱρετικοί ἐθνοφυλετιστές, κατά τό Κολυμπάρι), εἴτε εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀμαθεῖς (γι΄ αὐτό καί προσλαμβάνουν συχνότατα ἔμμισθους θεολογικούς «ΟΦΑ» συμβούλους καί ὑπομνηματιστές), εἴτε, γιά νά μή στενοχωροῦν ἐκείνους τούς ὁποίους φοβοῦνται, ἀκολουθοῦν τήν εὔκολη λύση τῆς «ἀνθρωπαρέσκου ἀντιμεταχωρήσεως». Ποιά εἶναι αὐτή;
Παρατηρεῖστε, παρακαλῶ, ὅτι πλεῖστοι Ἐπίσκοποί μας σέ ἐθνικά θέματα ἀναδεικνύονται Παπαφλέσσαι! Καί πλεῖστοι τῶν πολιτικῶν μας ταγῶν, στά θέματα Ὀρθοδοξίας, προκύπτουν σχεδόν ὁμολογηταί! Γιατί; Ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι ὁ τομεύς εὐθύνης τους! Οὔτε τούς Ἀρχιερεῖς θά κατηγορήσει κανείς κυρίως γιά τήν ἀπομείωση ἐθνικῶν συμφερόντων, οὔτε τούς πολιτικούς κυρίως γιά τήν προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἑκάτερος θά ἐπικαλεσθεῖ τήν ἁρμοδιότητα τοῦ ἄλλου (ἐνθυμεῖσθε τό κλασσικό ἀρχιεπισκοπικό ἐκεῖνο «ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στό Ὑπουργεῖο Παιδείας»;). Ἀντιθέτως, κάνοντας «ἀντιμεταχώρηση», ἐπεκτείνεται ἑκάτερος ὑπερβολικῶς στόν γειτνιάζοντα χῶρο, μόνον καί μόνον γιά νά προσπορισθεῖ εὔνοια («Τί πατριώτη Δεσπότη πού ἔχουμε, ἰσάξιος τοῦ Γερμανοῦ Καραβαγγέλη!»· ἤ «Πόσο εὐλαβής εἶναι ὁ Βουλευτής μας, ὅλο γιά τήν Ὀρθοδοξία μιλάει»). Ἀλλά στόν ἴδιό τους τομέα εὐθύνης καθίστανται σέ πολλές περιπτώσεις, πλήν τῶν γνωστῶν ἐπαινετῶν ἐξαιρέσεων, μειοδότες τῶν ἀνατεθειμμένων σέ αὐτούς καθηκόντων, εἴτε ἱεροδογματικῶν καί κανονικῶν, εἴτε ἐθνικο-πολιτικῶν ἀντιστοίχως. Ποῦ, ἆραγε, ταξινομοῦνται οἱ ἐθνικόφρονες Ἐπίσκοποί μας; Ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγηση πού μᾶς διέφυγε;
Μακάρι νά ἀναλογιστοῦν καί νά ἐντραποῦν οἱ ἁμαρτήσαντες ἐκκλησιαστικοί μας Ταγοί τήν σύγκριση τοῦ κινδύνου προδοσίας τῆς Μακεδονίας μας, μέ τήν ἤδη συντελεσθεῖσα ἀπό αὐτούς προδοσία ὡς πρός τήν ὁμολογία τῆς μοναδικότητος τῆς ἁγίας ἐκκλησιαστικῆς... «Μακεδονίας», τῆς Ὀρθοδοξίας (σύμφωνα μέ τήν ἐτυμολογία τοῦ λεξικογράφου Ἡσυχίου, «μακεδνός» σημαίνει «οὐράνιος» ἤ «μετέωρος»: «μακεδνά σκῦλα, τά οὐράνια καί μεγάλα· ἤ ὅτι τά τρόπαια μετέωρα ἵσταται»). Ἄς φεισθοῦν, ἐπιτέλους, οἱ Ταγοί μας τῶν μακεδνῶν Τροπαίων τῆς οὐρανίου Ὀρθοδοξίας!
Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ὁρίζει ἐπακριβῶς, εἰς πεῖσμα ἀναξίων τινῶν Ποιμένων, τί εἶναι Ἐκκλησία καί ὅτι δέν εἶναι προτεραιότητα οἱ θεσμοί καί οἱ «τοῖχοι», ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ ὀρθοπραξία: «Τό ὅτι Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο τῶν πιστῶν πού ἔχει συγκροτηθεῖ ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί τόν ὀρθό τρόπο ζωῆς εἶναι φανερό σέ αὐτούς πού ἔχουν γευθεῖ τήν σοφία [...] ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἄλλο ὁ Ναός, γιατί ἡ πρώτη ἀποτελεῖται ἀπό ἄμεμπτες ψυχές, ἐνῷ ὁ Ναός κτίζεται μέ πέτρες καί ξύλα [...] Ὁ Βασιλεύς τῶν οὐρανῶν δέν ἦλθε ἐδῶ γιά χάρη τῶν τοίχων, ἀλλά τῶν ψυχῶν».
«Ὅτι γάρ τό ἄθροισμα τῶν ἁγίων τό ἐξ ὀρθῆς πίστεως καί πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον Ἐκκλησία ἐστί, δῆλόν ἐστι τοῖς σοφίας γευσαμένοις [...] ἄλλο ἐστίν Ἐκκλησία καί ἄλλο ἐκκλησιαστήριον· ἡ μέν γάρ ἐξ ἀμώμων ψυχῶν συνέστηκε, τό δ΄ ἀπό λίθων καί ξύλων οἰκοδομεῖται [...] Οὐ γάρ τοίχων ἕνεκεν, ἀλλά ψυχῶν, δεῦρ’ ἐπεφοίτησεν ὁ τῶν οὐρανῶν Βασιλεύς» (PG 78, 685Α – ΕΠΕ 2, 356).
Καλή μετάνοια στούς πεπτωκότες, καλή καί ἀπερίτρεπτη ὑπομονή καί ὁμολογία στούς ἐκκλησιαστικούς, οὐρανίους καί ὑψίφρονες, τούς ἀληθεῖς, «Μακεδόνες».
Πηγή: Ορθόδοξη Φωνή, Κατήχησις
ΝΕΟ ΚΑΙΡΙΟ ΠΛΗΓΜΑ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΣΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ!
Εν Πειραιεί τη 8η Ιανουαρίου 2018.
Η ψευδοσύνοδος της Κρήτης, (18-26 Ιουνίου 2016), κατέστη χωρίς αμφιβολία ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της ορθοδοξίας. Όπως απέδειξαν τα εκ των υστέρων επακολουθήσαντα γεγονότα, όχι μόνο δεν λειτούργησε θετικά και ευεργετικά στο σώμα της Εκκλησίας, αλλά απεναντίας προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί μέχρι σήμερα με συνεχώς αυξανόμενη ένταση σοβαρούς κραδασμούς, διαιρέσεις, αποτοιχίσεις και σχίσματα. Την τραγική αυτή έκβαση των πραγμάτων προείδε ο σοφός και διορατικός σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας μας Ιουστίνος ο Πόποβιτς, ο οποίος σε βαρυσήμαντο υπόμνημά του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Σερβίας, με τίτλο «Περί την μελετωμένην “Μεγάλην Συνοδον” τής Ορθοδόξου Εκκλησίας», το οποίο υπέβαλε τον Απρίλιο του 1977, έγραφε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Εις αυτήν την αποκαλυπτικήν εποχήν είναι δύσκολον, η μάλλον αδύνατον, εις πολλούς ιεράρχας των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, λόγω ανθρωπίνων αδυναμιών να ομολογήσουν ορθοδόξως και αγιοπατερικώς εις αυτήν την ενδεχομένως μέλλουσαν να συνέλθη Οικουμενικήν Σύνοδον τα Ορθόδοξα δόγματα και τας κανονικάς αληθείας. Ένεκα τούτου το ορθοδοξότερον θα ήτο να μη συγκληθεί καθόλου η Οικουμενική Σύνοδος, η τουλάχιστον να μη συμμετάσχη τις εις αυτήν…Και εις το τέλος, τέλος τι δύναται να περιμένη κανείς από μίαν τοιαύτην Οικουμενικήν Σύνοδον; Εν και μόνον εν: σχίσματα και αιρέσεις και διαφόρους άλλας συμφοράς. Αυτό είναι η βαθεία μου αίσθησις και πλήρης οδύνης επίγνωσις. Δι’ αυτό παρακαλώ και ικετεύω την ΙεράνΣύνοδον της Ιεραρχίας, να απόσχει από την συμμετοχήν εις την προετοιμασίαν της Συνόδου και από την συμμετοχήν εις την ιδίαν την Σύνοδον, εάν ατυχώς συγκληθεί».
Οι παρά πάνω προφητικές προρρήσεις του αγίου δυστυχώς επαληθεύτηκαν πλήρως.
Ωστόσο ο Κύριος δεν ήταν δυνατόν να αφήσει την Εκκλησία του «ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος» (Πραξ.20,28), αιχμάλωτη στην πλάνη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και στην επιχειρηθείσα συνοδική κατοχύρωσή της δια της κολυμπαρίας ψευδοσυνόδου. Τα πρώτα ελπιδοφόρα γεγονότα, που προανήγγειλαν την μέλλουσα ανατροπή της, άρχισαν ήδη να κάνουν την εμφάνιση τους σχεδόν αμέσως μετά την σύγκλησή της. Τέσσερις τοπικές Εκκλησίες, (Πατριαρχεία Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας), οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα 2/3 του συνόλου του Ορθοδόξου πληρώματος, (οι υπόλοιπες δέκα αντιπροσώπευσαν μόνο το 1/3), αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο συνέδριο της πλάνης και το γεγονός αυτό υπήρξε το πρώτο καίριο πλήγμα στις υπερφίαλες και μεγαλόστομες διακηρύξεις των διοργανωτών της, ότι δήθεν υπήρξε ένα «μεγάλο γεγονός για την Ορθοδοξία και τον κόσμον όλον». Οι ως άνω τέσσερις Εκκλησίες ως γνωστόν ουσιαστικά απέρριψαν σχεδόν στο σύνολό τους τις αποφάσεις της. Αρνήθηκαν να τις θεωρήσουν αναγκαστικά εφαρμοστέες και για λόγους κανονικής τάξεως, θεωρώντας αντικανονική την συγκρότηση και τη λειτουργία της, αλλά κυρίως για τον αντορθόδοξο χαρακτήρα τους. Και τούτο διότι έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την μακραίωνη Ορθόδοξη Κανονική και Συνοδική Παράδοση και την περί Εκκλησίας δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Στο παρά πάνω πλήγμα ήρθε πρόσφατα να προστεθεί ένα νέο, εξ’ ίσου καίριο πλήγμα. Όπως πληροφορηθήκαμε από τα ΜΜΕ, (βλέπε ιστοσελίδα του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας), η Εκκλησία της Ρωσίας διοργάνωσε από 29ης Νοεμβρίου ως και 2ας Δεκεμβρίου 2017 μεγαλειώδεις εορτασμούς για τα 100 έτη από την επανασύσταση του Πατριαρχείου Μόσχας. Στους εορτασμούς αυτούς προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν όλα τα Πατριαρχεία και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες ανταποκρίθηκαν και συμμετείχαν διά των προκαθημένων τους, ή των αντιπροσώπων τους, πλην του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εν τω μεταξύ κατά την διάρκεια των εορτασμών αυτών συγκλήθηκε η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας, στην οποία συμμετείχαν 377 αρχιερείς. Η εν λόγω Σύνοδος έλαβε σημαντικές αποφάσεις επί διαφόρων θεμάτων, ένα δε από τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε, ήταν και οι αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης. Στις παραγράφους 38, 39, 40 και 41 των συνοδικών κειμένων γίνεται λόγος για την αξιολόγηση από την Ρωσική Ιεραρχία της «Συνόδου». Σύμφωνα με τη συνοδική απόφαση:
«Η εν λόγω Σύνοδος, [της Κρήτης], δεν δύναται να θεωρείται Πανορθόδοξη, ούτε και οι αποφάσεις της ως δεσμευτικές για όλο το Ορθόδοξο πλήρωμα, επειδή η μη εξασφάλιση της σύμφωνης γνώμης των ορισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών για τη σύγκλησή της στις προκαθορισμένες ημερομηνίες, παραβίασε την αρχή της ομοφωνίας. Ταυτόχρονα πρέπει να δεχθούμε ότι η Σύνοδος στην Κρήτη αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανάλυση των κειμένων της εν Κρήτῃ Συνόδου, την οποία, κατόπιν εντολής της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, διενέργησε η Συνοδική Βιβλική Θεολογική Επιτροπή, απέδειξε ότι ορισμένα εξ αυτών περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίο δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας. Αυτό αφορά ιδιαίτερα το κείμενο ‘Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον’, το οποίο δεν υπέγραψαν 2/3 των μελών της αντιπροσωπείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας και οι μεμονωμένοι Ιεράρχες ορισμένων άλλων κατά τόπους Εκκλησιών, οι οποίες μετείχαν των εργασιών της εν Κρήτῃ Συνόδου, κάτι το οποίο επιμαρτυρεί τη μεγάλη διχογνωμία ως προς το κείμενο αυτό, ακόμη και στους μετάσχοντας της ἐν Κρήτῃ Συνόδου.»
Οι Ρώσοι Ιεράρχες με την παρά πάνω απόφασή τους: α) αρνούνται κατηγορηματικά τον πανορθοδόξο χαρακτήρα της, β) αρνούνται να δεχτούν ως δεσμευτικές και εφαρμοστέες τις αποφάσεις της, ερχόμενοι σε πλήρη αντίθεση με τις αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης, η οποία απαίτησε την υποχρεωτική αναγνώριση και εφαρμογή τους πανορθοδόξως και γ) συνηγορούν και δικαιώνουν απόλυτα την κριτική που άσκησε πάνω στα συνοδικά κείμενα της ψευδοσυνόδου πλειάδα κληρικών μοναχών και λαϊκών από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες ακόμη και από αυτές που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο. Δικαιώνουν τον αγώνα χιλιάδων πιστών, οι οποίοι αρνήθηκαν τις αποφάσεις της και υπέστησαν και συνεχίζουν να υφίστανται διωγμούς. Δικαιώνουν όλους εκείνους, οι οποίοι κατασυκοφαντήθηκαν ως «ακραίοι», «φανατικοί», «ψυχοπαθείς», ή «φονταμενταλιστές», από τους θιασώτες του Οικουμενισμού. Αν όμως αυτοί είναι «φανατικοί», κλπ. τότε γιατί να μη θεωρηθούν τέτοιοι και οι 377 Ιεράρχες της Ρωσικής Εκκλησίας, οι οποίοι δεν είπαν κάτι άλλο από αυτούς;
Η φράση τους ότι «η Σύνοδος στην Κρήτη αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας» αποτελεί μάλλον λεκτική και μόνο φιλοφρόνηση, για να μη δημιουργηθεί ευθεία ρήξη με τις Εκκλησίες, που έλαβαν μέρος στη ψευδοσύνοδο και να μη υπάρξει το ενδεχόμενο ακοινωνησίας μ’ αυτές. Διότι πως είναι δυνατόν «η Σύνοδος στην Κρήτη να αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας», καθ’ όν χρόνον αμφισβητείται ο πανορθόδοξος χαρακτήρας της, οι δε αποφάσεις της μη εφαρμοστέες;
Κατά την τελευταία ημέρα των εορτασμών, που ήταν και η πιο επίσημη, συνήλθε και πάλι το σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας, παρόντων των Προκαθημένων, (ή των αντιπροσώπων των), των Ορθοδόξων Εκκλησιών και επικύρωσε τις συνοδικές αποφάσεις που έλαβε κατά της ψευδοσυνόδου. Έτσι με την έξυπνη αυτή διπλωματική ενέργεια η Μόσχα θέλησε να δώσει πανορθόδοξο χαρακτήρα στην καταδίκη της, αφού κανένας από τους παρόντες προκαθημένους, που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί, ή να αποχωρήσει, όταν άκουσε τις καταδικαστικές συνοδικές αποφάσεις της Ρωσικής Ιεραρχίας.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι ο αριθμός των επισκόπων της Ιεραρχίας της Ρωσικής Εκκλησίας, που καταδίκασαν την ψευδοσύνοδο ήταν υπερδιπλάσιος από τον αριθμό των Ιεραρχών, που συγκρότησαν την ψευδοσύνοδο, (377 έναντι 157). Γεννώνται λοιπόν τα εξής εύλογα ερωτήματα: Γιατί οι δέκα τοπικές Εκκλησίες, οι συγκροτήσαντες την ψευδοσύνοδο, δεν επέβαλαν κυρώσεις και γιατί δεν διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία επίσημα και συνοδικά πλέον αρνείται τις αποφάσεις της ψευδοσυνόδου, αφού έχουν την αξίωση να γίνουν δεκτές οι αποφάσεις των πανορθοδόξως; Και εν πάσει περιπτώσει, αφού δεν έχουν τη δύναμη να επιβάλουν κυρώσεις, ποιο μπορεί να είναι τελικά το κύρος της ψευδοσυνόδου, και τι θα απομείνει από αυτή;
Τίθενται επίσης τα παρά κάτω εύλογα ερωτήματα: Εφόσον οι αποφάσεις της ψευδοσυνόδου δεν εφαρμόζονται από την πλειοψηφία του ορθοδόξου πληρώματος, με αποφάσεις των Ιεραρχιών τους, πως έχουν την αξίωση οι Ιεραρχίες των Εκκλησιών, που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο, να εφαρμοστούν για τους δικούς τους πιστούς; Γιατί καταφεύγουν σε διώξεις σε όσους αρνούνται να τις εφαρμόσουν; Πως νομιμοποιούνται οι διώξεις αυτές, αφού οι αποφάσεις της δεν είναι καθολικά αποδεκτές και εφαρμοστέες;
Οι ιθύνοντες της ψευδοσυνόδου, θέλοντας να διασκεδάσουν την μη συμμετοχή των τεσσάρων Πατριαρχείων σ’ αυτή, την απέδωσαν σε «γεωπολιτικές σκοπιμότητες». Όμως αυτός ο ισχυρισμός τους κονιορτοποιήθηκε, όταν οι Σύνοδοι των Ιεραρχών των τεσσάρων Πατριαρχείων απέδειξαν, ότι δεν συμμετείχαν στην ψευδοσύνοδο, επειδή παραβιάστηκε η αρχή της ομοφωνίας, αλλά και επειδή ελήφθησαν αντορθόδοξες αποφάσεις. Η ρωσική Ιεραρχία επισημαίνει ότι τα συνοδικά κείμενα «περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίο δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας». Οι ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις αφήνουν τεράστια περιθώρια για παρερμηνείες. Αυτό είχε επισημάνει και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος στην παρέμβασή του στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ελλάδος που έγινε τον Νοέμβριο του 2017, στην οποία συζητήθηκαν οι αποφάσεις της ψευδοσυνόδου. Βεβαίως η Σύνοδος της Ρωσικής Ιεραρχίας, (σε αντίθεση με την συνοδική απόφαση της Βουλγαρικής Ιεραρχίας), δεν προχωρεί σε ανάλυση αυτού του απαράδεκτου και αντορθόδοξου κειμένου, («Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικός κόσμον»), μέσω του οποίου σχετικοποιήθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία και αποδόθηκε εκκλησιαστική υπόσταση στις αιρέσεις, αλλά αφήνει να εννοηθεί καθαρά ότι το απορρίπτει.
Τέλος στην παράγραφο 40 τονίζεται ότι «Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας εκφράζει την πεποίθηση ότι η διαφύλαξη και η εδραίωση της ενότητας της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανεξαρτήτως στάσεως έναντι της γενομένης εν Κρήτῃ Συνόδου, αποτελεί κοινή αποστολή όλων των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, τόσο των μετασχουσών των εργασιών, όσο και των αποσχουσών από αυτή. Ως εκ τούτου ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η εδραίωση της διορθοδόξου συνεργασίας». Οι Ρώσοι Ιεράρχες με την παρά πάνω φράση τονίζουν μεν την αναγκαιότητα για την «διαφύλαξη και εδραίωση της ενότητας», εκφράζουν όμως παράλληλα έμμεσα και την πεποίθησή τους ότι στη «Σύνοδο» αυτή όχι μόνο δεν εδραιώθηκε και ισχυροποιήθηκε η ενότητα της Ορθοδοξίας, αλλά συνέβη το αντίθετο: επιταχύνθηκαν οι φυγόκεντρες και διασπαστικές τάσεις.
Περαίνοντας, θεωρούμε ότι το συνοδικό κείμενο της Ρωσικής Ιεραρχίας αποτελεί ένα βαρυσήμαντο, ιστορικό κείμενο, μεγάλης εκκλησιολογικής σημασίας, το οποίο πιστεύουμε, ότι θα παίξει στο μέλλον καθοριστικό ρόλο για την περαιτέρω στάση της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας εις ό, τι αφορά την ψευδοσύνοδο της Κρήτης. Η Ιεραρχία της μεγαλύτερης σε αριθμό πιστών και δύναμη Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποφάνθηκε ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης υπήρξε ένα ατυχέστατο συμβεβηκός στην δισχιλιόχρονη ιστορία της Εκκλησίας μας. Ένα δόλιο πείραμα από τις δυνάμεις που προωθούν τον σύγχρονο παγκόσμιο θρησκευτικό συγκρητισμό και Οικουμενισμό. Το κύριο έργο της υπήρξε η προώθηση του πανθρησκειακού οράματος. Μόνον όσοι πάσχουν από πνευματικό δαλτονισμό, ή είναι άσχετοι με τα εκκλησιαστικά, βλέπουν «θρίαμβο» της Ορθοδοξίας. Ευτυχώς η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ιεραρχίας έβαλε τα πράγματα στη θέση τους και έθεσε τις βάσεις για την μελλοντική σύγκληση μιας αληθινά Ορθόδοξης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία οριστικά και αμετάκλητα θα την καταδικάσει ως ψευδοσύνοδο και θα την συναριθμήσει με τις άλλες ψευδοσυνόδους της Εκκλησίας μας.
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Η Εστία Πατερικών Μελετών τιμώντας τη μνήμη του προστάτη της Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και επί τη ευκαιρία της συμπληρώσεως επτά ετών από της ιδρύσεώς της, προσκαλεί τους φίλους και συνεργάτες της σε εορταστική εκδήλωση:
την Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018
στις 6.30' μ.μ. στο Δημαρχείο Αμαρουσίου
Θα μιλήσει ο Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός, διδάκτωρ θεολογίας και φιλοσοφίας, ομότιμος καθηγητής Θεολογικής Σχολής Αθηνών με θέμα:
"Ορθόδοξη θεολογία και ελληνική φιλοσοφία κατά τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο"
Ε Ι Σ Ο Δ Ο Σ Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Η
Εκ της Γραμματείας
Υπό την αιγίδα του Δήμου Αμαρουσίου
ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Β. ΗΠΕΙΡΟΥ 47 ΜΑΡΟΥΣΙ
τηλ. 210 8025211 - φαξ: 2108025227
www.orthros.eu * estiapm@gmail.com
Ἡ ὁμιλία "«Σύνοδος» τῆς Κρήτης καί ἡ ἀναδυόμενη Νέα Ἐκκλησιολογία: Μία Ὀρθόδοξη Ἀνάλυση" τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Πέτρου Heers (καθηγητοῦ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης στήν Ὀρθόδοξη Ἱερατική Σχολή Ἁγίας Τριάδος - Holy Trinity Orthodox Seminary, Jordanville, Νέα Ὑόρκη), πραγματοποιήθηκε στό Ἱερατικό Ἡσυχαστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐπισκοπῆς Ἀνατολικῆς Ἀμερικῆς τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Eastern American Diocese of the Russian Orthodox Church Outside of Russia)
Howell, New Jersey, Τρίτη, 21 Μαρτίου, 2017
Σεβασμιότατε Μητροπολίτα κ. Ἱλαρίων,
Σεβασμιότατε Μητροπολίτα κ. Ιωνᾶ,
Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε κ. Νικόλαε,
Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε κ. Ειρηναῖε,
Σεβαστοί πατέρες και ἀδελφοί ἐν Χριστῷ,
Ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν!
Θεωρῶ τιμή μου νά βρίσκομαι σήμερα ἐδῶ ἐνώπιόν σας, γιά νά μιλήσω στούς Ἀρχιποίμενες καί Ποιμένες τοῦ λογικοῦ Ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ καί εἰδικότερα στούς διαδόχους τοῦ σπουδαίου ἔργου πού ἐγκαινιάστηκε στή Ρωσική Διασπορά ἀπό μεγάλες ἱερές μορφές ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς ὁ Θαυματουργός καί οἱ μητροπολίτες Ἀντώνιος, Ἀναστάσιος, Φιλάρετος καί Βιτάλιος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος, ὁ μητροπολίτης Λαῦρος καί ἄλλοι πολλοί ἀξιοσέβαστοι πατέρες, ὄχι μόνο τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὄντως τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ μαρτυρία πού ἔδωσαν οἱ Πατέρες τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Διασπορᾶς, σέ σχέση μέ τήν Ἱερά Παράδοση, τό μοναστικό καί ἀσκητικό ἰδεῶδες καί ἰδιαίτερα τήν ἐκκλησιολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἐξακολουθεῖ νά ἐμπνέει καί νά καθοδηγεῖ τούς Ὀρθοδόξους σέ ὅλο τόν κόσμο.
Σήμερα, ἐνῷ ἡ Κιβωτός τῆς Ἐκκλησίας κλυδωνίζεται στόν ἀπόηχο τῆς αὐτοαποκαλούμενης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τή δική τους ἀκρίβεια βίου καί πίστεως – ἤ μᾶλλον, ἔχουμε πολύ μεγάλη ἀνάγκη νά τούς ἀκολουθήσουμε καί νά τούς μιμηθοῦμε ὡς πρός αὐτά.
Στόν περιορισμένο χρόνο πού μοῦ ἔχει δοθεῖ σήμερα, ἐλπίζω νά καταφέρω νά ξεδιπλώσω μπροστά σας, συνοπτικά, ἀλλά ξεκάθαρα, τά ἀξιοπρόσεκτα καί ἀξιοσημείωτα ἐκεῖνα γεγονότα πού ἔλαβαν χώρα στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο τοῦ περασμένου ἔτους, ὥστε μέ τήν ἐνημέρωση αὐτή νά μπορεῖτε νά ἐνεργήσετε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συγκεκριμένα, θά ἐξετάσω συνοπτικά καί κριτικά τίς ἀκόλουθες τρεῖς ὄψεις τῆς «Συνόδου» καί τίς συνέπειες αὐτῆς:
1. Διοργάνωση καί Πραγματοποίηση
2. Κείμενα
3. Ἔκβαση καί Ἐπιπτώσεις
Εἰδικότερα, θά ἑστιάσουμε στίς ὄψεις τῆς ἐπίμαχης διοργάνωσης στήν Κρήτη, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν ἀπόκλιση ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν Ἁγία Πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς ἐκ τούτου χρήζουν ἀπαντήσεως ἐκ μέρους τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Προτοῦ ξεκινήσω αὐτή τήν ἀνάλυση, εἶναι ἀπαραίτητο νά τονίσω τά παρακάτω σημεῖα, προκειμένου νά ἀφαιρέσω ἀπό τήν εἰκόνα τό παραπλανητικό στοιχεῖο στήν ὅλη συζήτηση περί Κρήτης καί τή σημασία της. Ὑποστηρικτές, συμπαθοῦντες, ἀλλά καί ἀδιάφοροι σχετικά μέ τήν διοργάνωση τῆς Κρήτης, ἀντιδροῦν στήν κριτική γι΄ αὐτήν μέ ποικίλους τρόπους. Λόγου χάριν, τούς ἀκούει κανείς νά λένε:
• Ἡ ἐπιτυχία τῆς συνάντησης αὐτῆς ἦταν ἡ συνάντηση αὐτή καθαυτή!
• Δέν ἦταν παρά μία ἀρχή καί θά ἀκολουθήσει βελτιωμένη συνέχεια!
• Δέν διαφάνηκε καμία συνέπεια ἀπό τήν Κρήτη, ἑπομένως δέν χρειαζόταν τόσος θόρυβος!
• Γιατί νά ἀσχολούμαστε τώρα μέ τήν Κρήτη; Ἔχει πεθάνει καί μάλιστα ἔχει ἐνταφιαστεῖ! Τά ἑπόμενα χρόνια θά ἔχει ἤδη ξεχαστεῖ. (Καί ἄλλα τέτοια συναισθήματα ἐκφράζονται.)
Μποροῦμε ὅλοι νά δείξουμε κατανόηση στή «δύναμη της θετικῆς σκέψης», ὡστόσο φοβᾶμαι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ὡραῖες σκέψεις χρησιμεύουν γιά νά παρακάμπτεται τό οὐσιῶδες ζήτημα: Τί εἶναι αὐτή ἡ «Σύνοδος»; Τί ἔχουμε νά ποῦμε γιά τίς ἀποφάσεις της και τόν ἀντίκτυπό τους; Δέν μπορε κανείς νά πιστεύει σοβαρά ὅτι γιά περισσότερα ἀπό 50 χρόνια (ἤ κατ’ ἄλλους 100!) περιμέναμε μιά μεγάλη σύνοδο, βασικός σκοπός τῆς ὁποίας ἦταν… νά συμβεῖ! Ἀσφαλῶς, ὅ,τι συνέβη στήν Κρήτη θά ἔχει συνέπειες καί ἤδη ἔχει ἐπιπτώσεις γιά τήν Ἐκκλησία (κατά τόπους σημαντικές) καί θά ἀποτελέσει ἕνα προηγούμενο γιά τό μέλλον.
Πράγματι, αυτός είναι ο λόγος που ἐκεῖνοι οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι παραβλέπουν τή «σύνοδο» ἤ ὑποτιμοῦν τή σημασία της, τό κάνουν εἰς βλάβη δική τους, ἀλλά καί τοῦ ποιμνίου τους. Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ σύνοδοι – ληστρικές ἤ οἰκουμενικές – εἴτε γίνονται δεκτές εἴτε ἀπορρίπτονται ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν περνᾶνε ἀπαρατήρητες οὔτε καί πρέπει νά ἀγνοοῦνται, ἰδίως μάλιστα ὅταν καινοτομοῦν καί εἰσάγουν ψευδο-διδασκαλίες στήν Ἐκκλησία. Ἀκριβῶς ὅπως μία πνευματική πτώση πρέπει νά τήν ἀκολουθήσει ἡ μετάνοια, καί ὄχι ἡ συγκάλυψη, ἔτσι καί τά σφάλματα τά ὁποῖα εἰσάγονται καί γίνονται δεκτά σε συνοδικό ἐπίπεδο πρέπει νά ἀπορριφθοῦν καί νά διορθωθοῦν [ἰδανικά σέ συνοδικό ἐπίπεδο ἐπίσης]. Δέν παραβλέπουμε τίς ἀσθένειες ὅταν αὐτές μολύνουν τό σῶμα μας. Πόσο μᾶλλον θά ἔπρεπε νά φροντίζουμε γιά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ! Εἴμαστε ὅλοι συνυπεύθυνοι, ἀλλήλων τά βάρη βαστάζοντες.
1. Ὀργάνωση καί Ἐκτέλεση:
Ἄς ξεκινήσουμε ρίχνοντας μιά γρήγορη ματιά στή βασική στατιστική σύνθεση τῆς «Συνόδου»:
Συμμετέχουσες Ἐκκλησίες: 10 ἀπό τίς 14 Τοπικές Ἐκκλησίες (ποσοστό 71%)
• Ἀντιπροσώπευση Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν: ποσοστό σχεδόν30%.
• Συμμετέχοντες Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι: 162 συμμετεῖχαν ἀπό τούς 350 πού εἶχαν προσκληθεῖ (46%)
• Ἀντιπροσώπευση Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων: 162 ἐπί συνόλου 850 (19%)
• Συνολικός Ἀριθμός ψηφισάντων Ἐπισκόπων: 10 ἀπό τούς 162 παρισταμένους ἐπισκόπους (6%), ἤ 10 ἀπό τούς 850 ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (1.1%).
Ἄν συγκρίνουμε τά παραπάνω μέ τίς ἀληθινά «ἅγιες καί Μεγάλες Συνόδους» τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἀναγνωρίστηκαν κατόπιν ὡς «Οἰκουμενικές», ὑπάρχει τεράστια διαφορά, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾷ στά ἐμπόδια πού ἀντιμετώπιζαν οἱ ἱεράρχες τῶν πρώτων αἰώνων ὡς πρός τίς μετακινήσεις τους καί τήν ἐπικοινωνία. Παραδείγματος χάριν, ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶχε 325 θεοφόρους Πατέρες, ἡ Δ’ Οἰκουμενική 630 Πατέρες καί ἡ Ζ’ 350 πατέρες – ὅλοι αὐτοί συμμετεῖχαν μέ δικαίωμα ψήφου.
Τί πῆγε λοιπόν νά δεῖ ὁ κόσμος στήν Κρήτη; Μία «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»; Τί πῆγαν να δοῦν; Μία ἐλεύθερη συνάθροιση Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο; Δεῖτε, οἱ περισσότεροι δέν προσκλήθηκαν και σχεδόν σέ ὅλους ὅσοι προσῆλθαν δέν δόθηκε ἡ δυνατότητα ψήφου. Ἑπομένως τί πῆγαν νά δοῦν στήν Κρήτη ; « Μία σύνοδο Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»[1].
Ἡ τελευταία αὐτή φράση – «μία σύνοδος Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»– εἶναι ἡ ἔκφραση πού χρησιμοποίησε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος γιά νά χαρακτηρίσει τη σύναξη αὐτή, τήν ὁποία παρακολούθησε καί στήν ὁποία ἀσκεῖ σφοδρή κριτική τώρα γιά τίς καινοτομίες, τίς ὁποῖες εἰσήγαγε ἐν σχέσει πρός τήν Πίστη μας. Ἡ τρανή εἰρωνεία, ἀλλά καί τραγωδία εἶναι πώς, παρ’ ὅλους τούς βαρύγδουπους ἰσχυρισμούς τῶν διοργανωτῶν ὅτι ἡ συνοδικότητα ἦταν πού εἶχε ὁδηγήσει σ’ αὐτή τή διοργάνωση καί ὅτι θά ἦταν φανερή στήν Κρήτη, στήν πραγματικότητα ἦταν μία νέα ἀνατολική ἔκφραση παπικοῦ πρωτείου [ - τῶν προκαθημένων – πού πῆρε κεντρική θέση ἐπί σκηνῆς[2].
Ἡ τραγική εἰρωνεία εἶναι πώς, ἐνῷ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πηγαινοέρχονταν στίς λεωφόρους τοῦ Διαδικτύου ἐκθειάζοντας τή συνοδικότητα τῆς προσυνοδικῆς διαδικασίας καί τῆς ἐπικείμενης Συνόδου, οἱ Ἱερές Σύνοδοι τῶν ποικίλων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μόλις ἄρχιζαν νά ἐξετάζουν τό κατά πόσον ἦταν ὀρθόδοξα τά κείμενα τά ὁποῖα γίνονταν δεκτά ἀπό τούς Προκαθημένους τους, χωρίς τήν ἔγκρισή τους. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ἀποτυχία τῆς «Συνόδου τῶν Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους» εἶχε ἤδη ἐξασφαλιστεῖ ἐκ τῶν προτέρων.
A. Προ-Συνοδικοί Οἰωνοί τῆς ἐπικείμενης καταστροφῆς
Πολλά ἔχουν γίνει κατά τήν μακρά συνοδική διαδικασία πού κατέληξε στή Συνάντηση τῆς Κρήτης. Χωρίς ἀμφιβολία, πολύς ἱδρώτας χύθηκε καί πολύ μελάνι ξοδεύτηκε γιά νά γίνει πραγματικότητα αὐτό τό γεγονός. Στή διάρκεια τῶν 55 χρόνων ἐνεργοῦ ὀργανωτικῆς προετοιμασίας γιά τή σύγκληση αὐτῆς τῆς «Συνόδου», ἔλαβαν χώρα:
• Ἕξι συναντήσεις τῆς «Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς»
• Τρεῖς συσκέψεις τῆς «Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς»
• Πέντε Προ-Συνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις
• Τρεῖς συναντήσεις τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
• Δύο εἰδικές θεολογικές διασκέψεις γιά τήν κατάρτιση τῶν Κανόνων Λειτουργίας τῶν συνελεύσεων τῶν Ἐπισκόπων στή Διασπορά
• Δύο ἀκαδημαϊκά συνέδρια ἐπί τοῦ θέματος ἑνός κοινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, καί κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτεροδόξους καί ἄλλο ἕνα συνέδριο γιά σύγχρονα ζητήματα βιοηθικῆς.
• Ἕνα ἀκόμη ἀκαδημαϊκό συνέδριο γιά τό ζήτημα τῆς Χειροτονίας τῶν Γυναικῶν στή Ρόδο, τό 1989.
Εἶναι τραγικό πραγματικά τό γεγονός, ὅτι μετά ἀπό τόσο ἐκτεταμένο ὁρίζοντα χρόνου καί προσπάθειας, τό ἀποτέλεσμα οὐσιαστικά δέν ἱκανοποιεῖ κανένα, οὔτε περιποιεῖ τιμή ἤ δόξα στούς διοργανωτές ἤ στήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Μήπως ὁ ἱεράρχης του Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού χαρακτήρισε τή σύνοδο «φιάσκο», ἤ ὁ ἐκκλησιαστικός ἀνταποκριτής, ὁ οποῖος τήν ἀποκάλεσε «ἐπικεφαλίδα πού κατέληξε ὑποσημείωση» εἶχαν ἄδικο; {Εἶναι προφανές ὅτι στήν περίπτωση τῆς Κρήτης ἐκπληρώθηκε τό ἀρχαῖο ρητό «ὤδινεν ὄρος καί ἔτεκεν μῦν»}.
Μακάρι νά ἦταν μόνον αὐτό καί ὄχι κάτι χειρότερο! Διότι τόσες ὠδῖνες τοκετοῦ γιά νά γεννηθεῖ μία τέτοια «σύνοδος», εἶναι ὄνειδος γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία.
Πρέπει νά ἀναρωτηθεῖ κανείς: ποῦ ἦταν τό λάθος, ὥστε παρά τόν τόσο κόπο – μοναδικό στά συνοδικά χρονικά – νά καταλήξουμε σέ ἕνα τόσο τραγικό ἀποτέλεσμα;
Στήν Ἑλλάδα ἔχουμε μιά χαρακτηριστική ἔκφραση: «ἡ καλή μέρα ἀπό τό πρωΐ φαίνεται». Λοιπόν, τό ἀντίθετο ἐπίσης ἰσχύει στήν περίπτωση τῆς «μεγάλης Συνόδου». Ἤδη ἀπό νωρίς, στή συνοδική διαδικασία ἦταν φανερό ὅτι ἡ συνήθως ἡλιόλουστη Κρήτη δέν θά ἔλαμπε φεγγοβόλα γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ὅπως τό ἔχω ἀναλύσει διεξοδικά ἀλλοῦ [3] οἱ ὁραματιστές τῆς Κρήτης σφράγισαν τή μοίρα τῆς Συνόδου τους ὥστε αὐτή νά μήν ἀκολουθήσει τά ἴχνη τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά νά ἀπορροφήσει τό «πνεῦμα» μιᾶς ἄλλης, ἀκόμη πιό «μεγάλης» καί πολύ προβληματικῆς συνόδου τῆς πιό πρόσφατης μνήμης μας: τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου.
Οἱ δύο αὐτές σύνοδοι ἔχουν κοινές ρίζες καί καταβολές, παρόμοια μεθοδολογία καί στόχους, ἀλλά ἐπίσης μοιράζονται καί μία τοὐλάχιστον ἐπιφανειακή ἀλλεργία στό δόγμα. Ἀμφότερες αὐτές οἱ συνδιασκέψεις ἰσχυρίστηκαν πώς εἶχαν σκοπό καί στόχο νά ἑδραιώσουν τή δέσμευση τῶν ἱεραρχιῶν τους στόν οἰκουμενισμό καί ἀμφότερες ἐπέτρεψαν οἱ συνοδικές ἀποφάσεις καί τά Κείμενά τους νά διαμορφωθοῦν ἀπό ἀκαδημαϊκούς θεολόγους. Ἀκόμη σημαντικότερο εἶναι πώς, καί οἱ δύο αὐτές συνάξεις, θεώρησαν ἀποδεκτή τήν εἰσαγωγή μιᾶς νέας «περιεκτικῆς» ἐκκλησιολογίας ξένης πρός τήν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν[4] .
Ἕνα ἄλλο σημεῖο. τό ὁποῖο δυστυχῶς σφυρηλατεῖ τή συγγένεια ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές συνόδους, εἶναι ἡ ἀπουσία ὁποιασδήποτε δαιμονολογίας. Εἶναι ἐνδεικτικό ὡς πρός τό φρόνημα καί τίς προτεραιότητες τῶν συντακτῶν τῶν συνοδικῶν κειμένων, ὅτι πουθενά σε ὁποιοδήποτε ἀπό τά κείμενα δέν βρίσκει κανείς τούς παρακάτω ὅρους:
• Διάβολος, δαίμονας, διαβολικός ἤ πονηρός [5]
• Αἵρεση[6] αἱρετικός, σχίσμα ἤ σχισματικός.
Ἐν τούτοις, ἡ διάκριση τῶν μεθόδων τῶν πεπτωκότων πνευμάτων, ἤ ἀλλιῶς δαιμονολογία, ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τή διαμόρφωση Χριστολογίας καί Ἐκκλησιολογίας[7]. Ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου (Α’ Ιωάν. 3:8). Ἡ ἀπουσία τῆς παραμικρῆς ἔστω ἀναφορᾶς στόν πονηρό ἤ στίς μεθοδεῖες του (αἵρεση, σχίσμα, κ.λ.π.), σέ ὁποιοδήποτε ἀπό τά συνοδικά Κείμενα, εἶναι ἐνδεικτική μιᾶς κοσμικῆς, ἐκκοσμικευμένης ἀντιλήψεως, μακράν του Πατερικοῦ φρονήματος.
Τέλος, ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης ἀκολουθώντας τήν Β’ Βατικανή καί ὄχι τούς Ἁγίους Πατέρες, ὄχι μόνον δέν ἔκανε τήν παραμικρή μνεία στήν αἵρεση, ἀλλά περαιτέρω προσκάλεσε καί ἐκπροσώπους αἱρετικῶν ὁμολογιῶν νά παρακολουθήσουν τίς ἐργασίες της ὡς παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένων ἐκείνων πού ἀναγνωρίζονται ὡς τέτοιοι (αἱρετικοί) ἀπό προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ πρακτική αὐτή ἄν καί δέν ἔχει προηγούμενο στήν ἱστορία τῶν συνόδων, εἶχε ἐφαρμοστεῖ στίς Βατικάνειες συνόδους, ἐπιβεβαιώνοντας γιά μία ἀκόμη φορά τό πνεῦμα καί τό φρόνημα πού δυστυχῶς ἐνέπνεε τούς διοργανωτές.
B. Ἡ «Συνοδική» κατάργηση τῆς Συνοδικότητος
Ἄς δοῦμε τώρα εἰδικότερα τή συνοδικότητα (ἤ τήν ἔλλειψη αυτῆς) τῆς προσυνοδικῆς περιόδου καί τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται καί διαμορφώνεται διά τῆς συνοδικότητος. Ὅπως ὁρίζει ὁ 34ος Ἀποστολικός Κανόνας: «Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι...». Ὅταν ὁ συνοδικός τρόπος χάνεται, τό πρῶτο καί ἄμεσο θῦμα, ἡ πρώτη καί ἄμεση ἀπώλεια, εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Μία προσεκτική ἐξέταση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη ἀποκαλύπτει ὅτι, παραδόξως, αὐτό πού συνέβη ἐκεῖ εἶναι μιά «συνοδική» κατάργηση τῆς συνοδικότητας. Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἐξαίρεση τῶν ληστρικῶν συνόδων, καμία ἄλλη σύνοδος δέν ἔδειξε τόση ἀποστροφή γι΄ αὐτό τό ἴδιο τό νόημα τῆς συνοδικότητος, ὅσο τό ἔκανε ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης.
Ἐν πρώτοις, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας (πού περιλαμβάνει τόν κλῆρο, τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς) περιφρονήθηκε ἐντελῶς κατά τήν προσυνοδική διαδικασία καί κατά τήν ἐκτέλεση τῆς «Συνόδου». Αὐτό δέν εἶναι μόνο μιά τεράστια ἀβλεψία. Ἀποτελεῖ ἕνα σοβαρό ἐκκλησιολογικό σφάλμα. Οἱ Ὀρθόδοξοι δήλωσαν στόν Πάπα τό 1848 ὅτι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «....οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός [8].
Ὡστόσο, ὄχι μόνο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας παρέμεινε στό σκοτάδι, ἀλλά καί μεγάλο μέρος τῆς Ἱεραρχίας. Ἡ πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων, ἀκόμη καί οἱ σύνοδοι τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δέν συμμετεῖχαν στήν προετοιμασία τῆς «Συνόδου», συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ προσχεδίου τῶν Κειμένων. Ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη, θυμόμαστε τήν ἔμπονη κραυγή διαμαρτυρίας τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου Βλάχου μῆνες πρίν ἀπό τή «Σύνοδο», ὅτι τά προσυνοδικά Κείμενα «ἦταν ἄγνωστα στούς περισσότερους ἱεράρχες καί σέ μένα τον ἴδιο. Ἔχουν κρατηθεῖ ἀπό τήν ἐπιτροπή καί δέν γνωρίζουμε τό περιεχόμενό τους»[9].»
Δέν εἶναι ὑπερβολή νά δηλώσουμε ὅτι ἐδῶ ἰσχύει ἡ κρίση τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου σέ σχέση μέ τήν ψευδο-εικονομαχική σύνοδο τῆς Ἱερείας: «Τά θέματά τους εἰπώθηκαν σέ μιά γωνιά καί ὄχι ἐπί τοῦ ὄρους τῆς Ὀρθοδοξίας». Αὐτό συνέβη ἐπειδή ἐκεῖνοι πού ἦσαν ὑπεύθυνοι γιά τήν προετοιμασία τῶν Κειμένων γνώριζαν πολύ καλά τήν ἀντίθεση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στά προβληματικά κείμενα καί γιά τόν λόγο αὐτό ἀρνήθηκαν νά τά δημοσιεύσουν. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά Πρακτικά τῆς 5ης καί τελευταίας Προ-Συνοδικῆς Διασκέψεως (Ὀκτώβριος 2015), ἦταν μόνον μετά τήν ἐπιμονή τοῦ Πατριάρχου Γεωργίας καί (ἀργότερα κατά τή Σύναξη τῶν Προκαθημένων τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 – πέντε μόλις μῆνες πριν από τή «Σύνοδο») μετά τό αἴτημα τοῦ Πατριάρχου Μόσχας, πού τά κείμενα αὐτά τελικά κοινοποιήθηκαν στήν Ἐκκλησία. Ἔχοντας κανείς αὐτά ὑπ’ ὄψιν μπορεῖ νά κατανοήσει καλύτερα γιατί τέσσερα Πατριαρχεῖα κατέληξαν νά ἀποχωρήσουν τήν τελευταία στιγμή.
Ὁ Μητροπολίτης Μπάτσκας Ειρηναῖος (Σερβική Εκκλησία) εἶπε τά ἑξῆς σχετικά μέ τήν κρίσιμη αὐτή τελευταία συνάντηση τῆς Προ-συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς πού ἔλαβε χώρα τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015:
«Ὅσον ἀφορᾶ στό κείμενο «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν ὑπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο», σοβαρή ἀναθεώρηση καί διόρθωση του ἀποδείχθηκε δυστυχῶς ἀδύνατη ἐξ αἰτίας τῶν περισσοτέρων πού βρίσκονταν στήν συνάντηση....Παρά τήν ἀποδοκιμασία πολλῶν καί τή σφοδρή κριτική πού τοῦ ἀσκήθηκε, τό κείμενο-γιά λόγους πού δέν κοινοποιήθηκαν - δέν ἐπαναξιολογήθηκε σοβαρά. Μᾶλλον ἀπεστάλη ὅπως ἦταν, οὐσιαστικά ἀνέπαφο, πρός τή Σύνοδο, ὅπου, λόγῳ ἐλλείψεως χρόνου καί ὁμοφωνίας (consensus)ἔγιναν μόνο διακοσμητικές ἀλλαγές»[10].
Μία προσεκτική μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῆς 5ης Προσυνοδικῆς, Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Ὀκτώβριος 2015), ἀποκαλύπτει ὅτι οἱ ἐργασίες διεξήχθησαν σέ κλῖμα πιέσεως καί βιασύνης καί τήν εὐθύνη γι’ αὐτήν τήν ἀπραξία τήν εἶχε ὁ πρόεδρος τῆς συναντήσεως, Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἐν τέλει ἀντικαταστάθηκε.
Εἶναι προφανές καί ἀποτελεῖ κοινή διαπίστωση ἀνάμεσα στούς κριτικούς τῆς «Συνόδου» ὅτι μία ἀπό τίς κύριες αἰτίες πού ἡ συνάντηση στήν Κρήτη ἐξελίχθηκε σέ «φιάσκο» ἦταν αὐτή ἡ ἀντισυνοδική, ἀνορθόδοξη μεθοδολογία καθώς καί ἡ προσυνοδική μυστικοπάθεια πού ἐπέβαλαν οἱ διοργανωτές.
Εἴπαμε νωρίτερα ὅτι οἱ ἱεραρχίες τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν κρατήθηκαν στό σκοτάδι σέ σχέση μέ τό περιεχόμενο τῶν προπαρασκευαστικῶν ἐργασιῶν καί τῶν κειμένων. Τοῦτο εἶναι προφανές ὅταν σκεφθεῖ κανείς ότι οἱ κανόνες προετοιμασίας τῆς Συνόδου ἀπαιτοῦσαν μόνο τίς ὑπογραφές δύο ἐκπροσώπων ἑκάστης Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ἐγκριθοῦν τά συνοδικά κείμενα – ἤτοι χωρίς τήν ἔγκριση τῶν Ἱερῶν Συνόδων. Ἔτσι, τό ἀνορθόδοξο κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους θεωρήθηκε «ἐγκεκριμένο» ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες μετά τή συνάντηση τοῦ Ὀκτωβρίου 2015, χωρίς νά ἀποσταλεῖ σ΄αὐτές, χωρίς νά συζητηθεῖ καί χωρίς νά ἐγκριθεῖ ἀπό τίς Ἱερές Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, τό κείμενο θεωρήθηκε δεκτό, δυνάμει τῶν ὑπογραφῶν δύο ἐκπροσώπων, καί δεσμευτικό γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, καί μετά προωθήθηκε στή Σύνοδο.
Ποῦ εἶναι ὁ συνοδικός χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησία ἐδῶ στήν πράξη;
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό. Γιά νά τροποποιηθεῖ τό κείμενο, ἤ ἀκόμη καί γιά νά ἀλλάξει μιά φράση του στήν Κρήτη, ἀπαιτεῖτο ἡ ἔγκριση ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐάν ἔστω καί μία διαφωνοῦσε μέ τήν [προτεινόμενη] ἀλλαγή, παρέμενε ὡς εἶχε διότι ἐθεωρεῖτο ἤδη ἐγκεκριμένο [τό κείμενο]ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες στήν 5η Προσυνοδική Διάσκεψη!
Γιά μιά ἀκόμη φορά ἐδῶ μποροῦμε νά δοῦμε γιατί οἱ Ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Γεωργίας ἀρνήθηκαν νά παρευρεθοῦν στή Σύνοδο : Κατάλαβαν ὅτι οὐσιαστικές ἀλλαγές στά κείμενα θά ἦσαν ἀδύνατες.
Ἡ ἴδια διαδικασία ἀκολουθήθηκε μέ τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῆς ἴδιας τῆς συνόδου. Τά κείμενα ἐγκρίθηκαν ἀπό τούς Προκαθημένους (μέ ἐξαίρεση τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας) χωρίς συζήτηση ἤ ἔγκριση τῶν Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἄν καί φαίνεται ἀπαράδεκτη καί ἀτυχής ἡ προσυνοδική διαδικασία, εἶναι μᾶλλον ἀβλαβής σέ σύγκριση μέ τό ἀποκορύφωμα τῆς περιφρονήσεως τῆς συνοδικότητος πού ἔγινε φανερή κατά τή διάρκεια τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου. Ἐκεῖ τό δικαίωμα καί τό καθῆκον πού ἁρμόζει σέ κάθε ἐπίσκοπο νά ψηφίζει ἐπί τῶν προτεινομένων κειμένων καταφρονήθηκε. Τό ἀρνήθηκαν στούς ἐπισκόπους καί τηρήθηκε μόνο γιά τόν κάθε Προκαθήμενο. Ἀπίστευτο, πρωτοφανές καί τελείως ἀπαράδεκτο ἀπό κανονικῆς πλευρᾶς.
Ἡ εἰρωνεία εἶναι ὅτι πολλοί ἀπό τούς συμμετέχοντες ἐπισκόπους δήλωσαν μέ ἐνθουσιασμό ὅτι ὑπῆρχε μεγάλη ἐλευθερία καί ἦταν εὔκολο γιά τούς ἐπισκόπους νά λάβουν τόν λόγο. Αὐτό εἶναι βέβαια σημαντικό, ἀλλά ξεκάθαρα, σέ σχέση μέ τό δικαίωμα ψήφου, δευτερεῦον σέ σπουδαιότητα. Σημασία ἔχει ὄχι ποιός ὁμιλεῖ πρῶτος, ἀλλά ποιός ἔχει τόν τελευταῖο λόγο, δηλ. ποιός ἀποφασίζει. Ἀκόμη καί ἄν ὅλοι οἱ 152 ἐπίσκοποι πού δέν ψήφισαν, διαφωνοῦσαν μέ μιά λέξη ἤ ἕνα ἀπόσπασμα ἤ ἀκόμη καί μέ ἕνα ὁλόκληρο κείμενο, λίγη σημασία θά εἶχε, γιατί μόνο οἱ ψῆφοι τῶν 10 Προκαθημένων λαμβάνονταν ὑπ’ὄψιν.
Ὅπως εἶναι εὐρἐως γνωστό, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι. Ὁ Προκαθήμενος δέν εἶναι πάνω ἀπό ὅλους τούς ἐπισκόπους. Μᾶλλον εἶναι «πρῶτος μεταξύ ἴσων». Mέσα σ’αὐτό τό πλαίσιο ἡ πρακτική τῆς Κρήτης νά ἀναγνωρίζει μόνο τήν ψῆφο τοῦ κάθε Προκαθημένου καί ὄχι τήν ψῆφο ὅλης τῆς ἱεραρχίας δέν ἀντιπροσωπεύει μιά ἔκπτωση ἀπό τή συνοδικότητα καί ὀλίσθηση πρός τόν παπισμό; Αὐτή ἡ «παπική» ἀναβάθμιση τῶν Προκαθημένων εἶναι ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνη γιά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, διότι πέραν τῆς ἐννοίας τῆς καταργήσεως τῆς συνοδικότητος σἐ κάθε Τοπική Ἐκκλησία, αὐτή γρήγορα θά ὁδηγήσει στόν Πρῶτο τῶν Πρώτων, πού θά προαχθεῖ στήν κατάσταση (status) τοῦ Πάπα τῆς Ἀνατολῆς sine paribus (χωρίς ἴσους) γιά νά χρησιμοποιήσουμε τόν ὅρο πού προτίμησε ὁ Μητροπολίτης Προύσης Ἐλπιδοφόρος.
Ἐπιτρέψτε μου νά παρουσιάσω τρία παραδείγματα τά ὁποῖα ἀποτυπώνουν ὅτι στήν Κρήτη συνέβη μιά «συνοδική κατάργηση τῆς συνοδικότητος».
Πρίν ἀπό τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁμόφωνα συμφώνησε καί διατύπωσε τή θέση της ὅτι στά συνοδικά κείμενα οἱ ἑτερόδοξες κοινότητες δέν πρέπει νά ἀναφέρονται ὡς «Ἐκκλησίες». Ἡ Ἱεραρχία ἔδωσε ἐντολή στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί τή συνοδεία του νά μεταφέρει καί νά ὑποστηρίξει αὐτή τήν ἀπόφαση. Δέν ὑπῆρχε καμμία συνοδική ἐξουσιοδότηση γιά ὁποιαδήποτε τροποποίηση τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας. Παρά ταῦτα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ συνοδεία του (με ἐξαίρεση τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο) ἄλλαξαν τή στάση τους καί ψήφισαν μιά τροποποιημένη ἐκδοχή τοῦ κείμενου (ὑπ΄ἀριθ. 6) πού ἦταν ὑπό συζήτηση καί τό ὁποῖο ἦταν σέ φανερή ἀντίθεση μέ τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση ὅλης τῆς ἱεραρχίας. Κάνοντας αὐτό, αὐτός καί ὅσοι ἦσαν μαζί του κατεφρόνησαν τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα πού λέει : «...μηδέ ἐκεῖνος [ὁ Πρῶτος ] ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι...»[1] .
Στό δεύτερο παράδειγμά μας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἔχουμε μιά ἀκόμη θρασύτερη περίπτωση ὀλισθήσεως στήν παπική νοοτροπία. Ἡ συνοδεία τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας συνίστατο ἀπό 24 ἐπισκόπους. Ἀπό αὐτούς μόνον οἱ ἑπτά ἦσαν εὐνοϊκά διατεθειμένοι στό τελικό κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους. Δεκαεπτά ἀπό τούς 24 ἱεράρχες ἀρνήθηκαν νά τό υπογράψουν. Παρά ταῦτα ἐπειδή ὁ Πατριάρχης τῆς Σερβίας συμφωνοῦσε καί ὑπέγραψε τό κείμενο, ἡ «Σύνοδος» θεώρησε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας τό ἀποδέχτηκε! Γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ Σύνοδος κατεφρόνησε τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα, ὁ ὁποῖος καλεῖ τόν Πρῶτο Ἱεράρχη «νά μήν κάνει τίποτε χωρίς τή γνώμη ὅλων». Ἡ εἰρωνεία εἶναι βέβαια ὅτι ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι στό διάλογο μέ τήν Ρώμη ὑπογραμμίζουν τήν ἀνάγκη τοῦ Βατικανοῦ νά βασίζει τίς σχέσεις μεταξύ ἑνός Προκαθημένου καί τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας πάνω στόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα, ἡ Πανόρθόδοξη «Σύνοδος» τόν παρεβίασε ἐπανειλημμένα.
Στό τρίτο μας παράδειγμα ἔχουμε τήν τραγική ἀντισυνοδική καί παπική στάση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου. Τέσσερεις ἀπό τούς 17 ἐπισκόπους ἀπό τήν Κύπρο ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τό ὑπ΄ἀριθ. 6 τελικό κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου. Μετά τήν ἀναχώρηση τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν, ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἦταν νά ὑπογράψει ἀντ’ αὐτῶν τό κείμενο, σάν νά εἶχε τήν σύμφωνη γνώμη τους! Σέ μιά συνέντευξη πού δόθηκε ἀργότερα σέ μιά ἑλληνο-ἀμερικανική ἐφημερίδα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος χαρακτήρισε αὐτούς τούς διαφωνούντας ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας του, ὡς «πέμπτη φάλαγγα» στή Σύνοδο.
Τά παραδείγματα αὐτά δείχνουν ὄχι μόνο περιφρόνηση γιά τό συνοδικό σύστημα καί κατάργησή του, ἀλλά καί καταφρόνηση τῆς ἀξίας τοῦ ἐπισκόπου ἀπό τούς «Πρώτους ἱεράρχες». Αὐτές οἱ καινοτομίες καί ἐκτροπές δέν ἔγιναν ἁπλῶς ἀνεκτές καί ἀποδεκτές, ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» ἀλλά ἐπί τῇ βάσει αὐτῶν ἦλθε εἰς πέρας ἡ «Σύνοδος». Στ΄ἀλήθεια, χωρίς τέτοια ἀντισυνοδική δραστηριότητα ἡ «Σύνοδος» θά εἶχε πλήρως διαλυθεῖ[11].
Ἐκ τῶν ὑστέρων, δεδομένης τῆς ἀντισυνοδικῆς θεμελιώσεως καί τῆς ἀποτυχίας τῆς «Συνόδου» νά ἑνώσει τούς Ὀρθοδόξους, μπορεῖ νά ἔχει ἐφαρμογή ἡ ἀκόλουθη ρήση : «Ἕνα σπίτι εἶναι τόσο καλό, ὅσο καλό εἶναι τό θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο χτίστηκε»(πρβλ. Λουκ. 6, 48). Ὁ οἶκος τῆς «Μεγάλης καί Ἁγίας Συνόδου» δέν χτίστηκε πάνω στήν πέτρα τῆς συνοδικότητος- «ἔδοξε γάρ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ καί ἡμῖν»- ἀλλά πάνω στήν ἄμμο τῆς παπικῆς νοοτροπίας- «ὁ ἅγιος πατριάρχης μας εἶπε»!
2. Τά κείμενα καί οἱ δηλώσεις τῆς Συνόδου.
Ἄς στραφοῦμε τώρα ἀπό τήν ὀργάνωση τῆς «Συνόδου» στά κείμενά της.
Τρία ἀπό τά ἕξη κείμενα παρουσίασαν σοβαρά προβλήματα γιά κάποιες Ἐκκλησίες. Αὐτά ἦσαν : «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον»[12], «Τό Μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί «οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον». Θά μιλήσω ἐν συντομίᾳ ὅσον ἀφορᾶ στό δεύτερο κείμενο καί θά ἑστιάσω τήν προσοχή μου στό τρίτο, τό ὁποῖο πραγματικά ἀποτέλεσε τή βάση τῆς Συνόδου.
A. Τό Μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ.
Στό κείμενο γιά τόν Γάμο, ἔγιναν διαδοχικά τρεῖς τοποθετήσεις σχετικά μέ τούς «μικτούς Γάμους», δηλ. τό γάμο ἑνός Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ μέ τό μέλος μιᾶς Ἑτερόδοξης ὁμολογίας ἤ μέ κάποιον πού ἀνήκει σέ μιά ἀπό τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου:
1. Ὁ Γάμος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί μή Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀπα
γορεύεται σύμφωνα μέ τήν κανονική ἀκρίβεια ( Κανών 72 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
2. Ἔχοντας τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκοπό, ἡ δυνατότητα ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας σέ σχέση μέ τά κωλύματα τοῦ γάμου πρέπει νά ἀποφασισθεῖ ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο κάθε αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῶν ἱερῶν κανόνων καί μέ πνεῦμα ποιμαντικῆς διακρίσεως.
3. Ὁ γάμος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί μή Χριστιανῶν εἶναι κατηγορηματικά ἀπαγορευμένος σύμφωνα μέ τήν κανονική ἀκρίβεια.
Tώρα, βεβαίως, τό ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων εἶναι ἕνα ἀκανθῶδες καί δύσκολο ποιμαντικό πρόβλημα, εἰδικά γιά τήν Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τίς παραδοσιακές ὀρθόδοξες χῶρες, ὅπως γιά τήν Ἐκκλησία στήν Ἀμερική. Χωρίς νά θέλουμε στό παραμικρό νά μειώσουμε αὐτήν τήν ποιμαντική πρόκληση, μιά πρόκληση, προκειμένου νά ἀντιμετωπισθεῖ ὀρθά ἀπό τούς ποιμένες κατά περίπτωση, εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη ἡ ποιμαντική πρακτική νά μήν χαλαρώνει ἀπό τήν δογματική της πρόσδεση. Στό σημεῖο αὐτό τό ἐνδιαφέρον μου στρέφεται στίς δογματικές ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως.
Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή Δημήτριο Τσελεγγίδη ἡ κίνηση «γιά νά νομιμοποιηθεῖ ἡ τέλεση τῶν μικτῶν γάμων» εἶναι κάτι σαφῶς ἀπαγορευμένο ἀπό τόν 72ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου. [Εἶναι ἀπαράδεκτο ἑπομένως] γιά μία σύνοδο, ὅπως ἡ ʺἉγία καί Μεγάλη Σύνοδοςʺ τῆς Κρήτης νά σχετικοποιεῖ ἀπερίφραστα τήν ἀπόφαση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου»[13].
Στό σχετικό ἀπόσπασμα τοῦ συνοδικοῦ κειμένου πού διάβασα προηγουμένως, παρατηρῶ ὅτι, ἐνῷ ὁ κατ’οἰκονομίαν γάμος Ἑτεροδόξων καί Ὀρθοδόξων θεωρεῖται δυνατός, ὁ γάμος εἶναι αὐστηρά ἀπαγορευμένος μέ τούς μή Χριστιανούς. Γιατί αὐτή ἡ διαφορά; Πάνω σέ ποιά βάση γίνονται οἱ Ἑτερόδοξοι δεκτοί σέ ἕνα μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας; Ποιά εἶναι τά κριτήρια ἀποδοχῆς;
Ἄς θυμηθοῦμε τόν 72ο Κανόνα, ὁ ὁποῖος δέν θα μποροῦσε νά διατυπωθεῖ εὐκρινέστερα προκειμένου νά δείξει ὅτι εἶναι βασισμένος πάνω στή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί γι΄αὐτό δέν ἐπιτρέπει οἰκονομία:
«Δέν ἐπιτρέπεται ὀρθόδοξος ἄνδρας νά συνάπτεται μέ αἱρετική γυναῖκα, οὔτε ὀρθόδοξη γυναίκα νά δέχεται γιά σύζυγό της αἱρετικό ἄνδρα. Καί ἄν τυχόν συμβεῖ κάτι τέτοιο, νά θεωρεῖται ἄκυρος ὁ γάμος αὐτός καί νά διαλύεται αὐτή ἡ ἄθεσμη συνοίκηση. Δέν πρέπει νά ἀναμιγνύονται τά ἄμικτα, οὔτε νά ἑνώνεται ὁ λύκος μέ τό πρόβατο, καί ὁ κλῆρος τῶν ἁμαρτωλῶν μέ τήν μερίδα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἄν κάποιος παραβεῖ ὅσα ἔχουμε ὁρίσει νά ἀφορίζεται. Ἄν δέ κάποιοι πού εἶναι ἄπιστοι καί δέν ἔχουν ἀκόμη συγκαταλεχθεῖ στήν ποίμνη τῶν ὀρθοδόξων ἑνώθηκαν μεταξύ τους μέ γάμο νόμιμο καί ἔπειτα ὁ ἕνας ἀπ΄αὐτούς διάλεξε τό καλό καί πρόστρεξε στό φῶς τῆς ἀληθείας ἐνῷ ὁ ἄλλος κατέχεται ἀπό τόν δεσμό τῆς πλάνης χωρίς νά θέλει νά ἀτενίσει τίς θεῖες ἀκτῖνες [τῆς Χάριτος] ( καί συμφωνεῖ ἡ ἄπιστη νά ζεῖ μαζί μέ τόν πιστό ἤ τό ἀντίθετο συμφωνεῖ δηλαδή ὁ ἄπιστος νά ζεῖ μαζί μέ τήν πιστή) ἄς μήν χωρίζονται σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο : ἔχει ἁγιασθεῖ ὁ ἄπιστος ἄνδρας διά τῆς ἑνώσεως μέ τή γυναῖκα του καί ἔχει ἁγιασθεῖ ἡ ἄπιστη γυναῖκα διά τῆς ἑνώσεως με τόν ἄνδρα της.»
Αὐτό πού εἶναι σημαντικό ἐδῶ εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος στήν Κρήτη εἰσήγαγε γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία μιά συνοδική ἀπόφαση, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τήν ἀνατροπή ἑνός Κανόνος μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί, τό πιό σπουδαῖο, τήν ὑποκείμενη δογματική της βάση. Δέν βλέπω πῶς θά μποροῦσε κάποιος νά κατανοήσει αὐτό [δηλ. τό νά ἐπιτρέπονται οἱ μικτοί γάμοι ] ἀλλιῶς. Γιατί πάνω σέ ποιά βάση ἐπιτρέπουν τούς μικτούς γάμους ἄν ὄχι πάνω σέ μιά ἄλλη θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ὁρίων Της, τά ὁποῖα τώρα περιλαμβάνουν τούς ἑτεροδόξους ( μέ κάποιο τρόπο «ἐπειδή εἶναι βαπτισμένοι»;). Ἀλλιῶς θά εἶναι τρέλλα νά μιλᾶμε γιά γάμο-ἕνα ἀληθινό μυστήριο ἑνότητος ἐν Χριστῷ- μεταξύ ἑνός βαπτισμένου καί μεμυημένου μέλους τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί κάποιου μή βαπτισμένου καί μή μεμυημένου.
Γι΄ αὐτό, τό ὑπονοούμενο, ἔστω κι ἄν ἡ [συνοδική] ἀπόφαση ἀναφέρεται ἐδῶ ὡς κατ΄οἰκονομίαν, βρίσκεται στό γεγονός ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι εἶναι «βαπτισμένοι» καί πάνω σ΄αὐτή τή βάση αὐτοί (ἀντίθετα ἀπό ἐκείνους πού ἀνήκουν σέ ἄλλες θρησκεῖες) μποροῦν νά συμμετέχουν στό μυστήριο τοῦ γάμου. Στ’ἀλήθεια αὐτό εἶναι πού καταλαβαίνει κάποιος ὅταν δώσει προσοχή στίς ἐξηγήσεις τῶν ὑποστηρικτῶν τῶν μικτῶν γάμων. Αὐτό ἐν τούτοις σημαίνει ὅτι κάτω ἀπό τήν ὑποτιθέμενη «οἰκονομία» τῶν μικτῶν γάμων εἶναι οἱ θεωρίες τῆς λεγόμενης «βαπτισματικῆς θεολογίας» καί τῆς «περιεκτικῆς ἐκκλησίας», οἱ ὁποῖες βρίσκονται στήν καρδιά τοῦ συγκριτιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Αὐτό βρίσκεται σέ ἁρμονία μέ τούς καρπούς πού ἔχουμε δεῖ ἀπό τούς μικτούς γάμους δηλαδή ὅτι πάνω στή βάση τῶν μικτῶν γάμων οἱ οἰκουμενιστικά σκεπτόμενοι δικαιολογοῦν ἄλλες παραβιάσεις τῶν κανόνων, ὅπως τήν κοινή προσευχή μέ τούς αἱρετικούς, ἤ ἀκόμη τήν προσφορά τῆς Θ. Κοινωνίας κατά τή διάρκεια τῆς τελετῆς τοῦ γάμου. (Ἔμαθα ὅτι αὐτό πράγματι ἐφαρμόζεται ἀπό κάποιον διακεκριμένο καθηγητή ἑνόν Βορειοαμερικανικοῦ Ὀρθοδόξου Σεμιναρίου).
Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι δέν ὑπάρχει καμμιά θεολογική βάση γιά τούς μικτούς γάμους, ὅτι δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ «οἰκονομία» ἐφόσον δέν ὁδηγεῖ στήν ἀκρίβεια, ἀλλά ἀνατρέπει τήν ἑνότητα - ταυτότητα τῶν μυστηρίων μέ τό Ἕνα Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἀνοίγει τήν πόρτα γιά περαιτέρω διάβρωση τῆς κανονικῆς καί μυστηριακῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Β. Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον
Ἄς στραφοῦμε τώρα στό κείμενο τό ὁποῖο πολλοί θεωροῦν ὅτι συνιστᾶ τή βάση τῆς Συνόδου : «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[14]. Εἶναι κοινή ἄποψη ὅτι αὐτό τό κείμενο, τό ἕκτο καί τελευταῖο κείμενο πού ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τή «Σύνοδο», εἶναι γεμάτο σφάλματα καί σύγχυση, παρά κάποια σποραδικά ἀξιόλογα ἀποσπάσματα.
1. Πρόϊόν μιᾶς οἰκουμενιστικῆς προοπτικῆς
Ὡς κείμενο μέ καθαρό δογματικό-ἐκκλησιολογικό προσανατολισμό θά ἔπρεπε νά διακρίνεται ἀπό ἀπόλυτη σαφήνεια τοῦ νοήματός του καί ἀκρίβεια στή διατύπωσή του, ὥστε νά ἀποκλείεται ἡ δυνατότητα ποικιλίας ἑρμηνειῶν ἤ ἐσκεμμένες παρερμηνεῖες. Δυστυχῶς, ἀντιθέτως, σέ βασικά ἀποσπάσματα συναντοῦμε ἀσάφεια καί ἀμφισημία, καθώς ἐπίσης ἀντιφάσεις καί ἀντινομία πού ἐπιτρέπουν διαμετρικά ἀντίθετες ἑρμηνεῖες.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ δυσκολία μέ τήν ὁποία ἦλθε ἀντιμέτωπη ἡ «Σύνοδος» στό ἔργο της νά ἐγκρίνει αὐτό τό κείμενο, τό ὁποῖο σχεδόν τριάντα ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν καί πολλοί ἄλλοι τό ὑπέγραψαν μετά τό πέρας τῆς Συνόδου καί ἀφοῦ οἱ τέσσερεις ἐκδοχές του (σέ τέσσερεις γλῶσσες) εἶχαν ὁριστικά ὁλοκληρωθεῖ.
Γιά νά βεβαιωθεῖ κάποιος ὅτι τό κείμενο εἶναι προϊόν μιᾶς οἰκουμενιστικῆς-ὄχι οἰκουμενικῆς-νοοτροπίας, τό μόνο πού χρειάζεται εἶναι νά ἀναλογισθεῖ τί ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος(Βλάχος) σχετικά μέ τό κείμενο αὐτό καί τή συζήτηση γύρω ἀπ’αὐτό κατά τή διάρκεια τῆς «Συνόδου»:
«... ὅταν δημοσιευθοῦν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ αὐθεντικές ἀπόψεις αὐτῶν πού ἀποφάσισαν καί ὑπέγραψαν τά κείμενα, τότε θά φανῆ καθαρά ὅτι στήν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί κυρίως ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, δηλαδή ἡ διολίσθηση ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.... Κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου στήν Κρήτη ἐλέχθησαν διάφορα παραποιητικά τῆς ἀληθείας, [προκειμένου νά ὑποστηρίξουν τό κείμενο] ὅσον ἀφορᾶ τόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό, τήν Σύνοδο τοῦ 1484 καί τό Συνοδικό κείμενο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, τό 1848, σέ σχέση μέ τήν λέξη Ἐκκλησία στούς ἀποκομμένους Χριστιανούς ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.»
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου ἀναφέρει ἀλλοῦ ὅτι οἱ υποστηρικτές τοῦ κειμένου καί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς «ἐκκλησιαστικότητος» τῶν Δυτικῶν ὁμολογιῶν μεταχειρίστηκαν ἐπιθετικότητα καί πολλή πίεση χωρίς νά λείψουν καί λόγια ἄσχημα ἐναντίον ὅσων ἦσαν ἀντίθετοι.
2. Προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
Εἴχαμε ἀναφέρει προηγουμένως ὅτι ἕνας ἀπό τούς σκοπούς αὐτῆς τῆς «Συνόδου» ἦταν νά παγιώσει τή δέσμευση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν οἰκουμενισμό. Τό κείμενο αὐτό πού ἀφορᾶ στίς σχέσεις μέ τούς Ἑτεροδόξους κατορθώνει αὐτόν τόν στόχο. Περιέχει θετικές ἀναφορές γιά τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν πού ἔχουν γίνει μέ φανερό ἐνθουσιασμό.
Στήν παράγραφο 21 τοῦ κειμένου διακηρύσσονται τά ἀκόλουθα:
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τήν μέχρι τοῦδε θεολογικήν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ’αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τήν προσέγγισιν τῶν χριστιανῶν.
Ἡ θετική καί μόνο ἀποτίμηση τῶν κειμένων πού ἔχουν γίνει δεκτά ἀπό τό ΠΣΕ εἶναι ἀρκετή γιά νά ἀπορρίψει ἕνας Ὀρθόδοξος τό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Εἶναι δυνατόν γιά μία Πανορθόδοξη Συνοδο νά βλέπει μέ θετικό τρόπο θεολογικά κείμενα τοῦ ΠΣΕ, αὐτά τά συγκεκριμένα κείμενα πού εἶναι γεμάτα ἀπό αἱρετικές προτεσταντικές ἀπόψεις οἱ ὁποῖες ἔχουν ὑποστεῖ ἐπανειλημμένα κριτική ἀπό πολλές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες;
Στήν παράγραφο 19 τοῦ κειμένου ἡ Δήλωση τοῦ Toronto τοῦ ΠΣΕ ἀναφέρεται θετικά, σάν ἕνα θεμελιῶδες κείμενο γιά τήν ὀρθόδοξη συμμετοχή στό ΠΣΕ. Τί ἐκφράζει ὅμως αὐτή ἡ δήλωση; Μεταξύ ἄλλων διακηρύσσει ὅτι τό ΠΣΕ περιλαμβάνει ἐκκλησίες πού ὑποστηρίζουν ὅτι:
• ἡ Ἐκκλησία εἶναι οὐσιαστικά ἀόρατη,
• ὑπάρχει μιά διάκριση μεταξύ τοῦ ὁρατοῦ καί ἀοράτου σώματος στήν Ἐκκλησία,
• τό βάπτισμα τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν εἶναι ἔγκυρο καί ἀληθινό
• ὑπάρχουν «στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας» καί «ἴχνη τῆς Ἐκκλησίας» σέ ἄλλα μέλη-ἐκκλησίες στό ΠΣΕ καί ἡ οἰκουμενική κίνηση εἶναι βασισμένη σ’ αὐτό,
• ὑπαρχουν μέλη-ἐκκλησίες extra muros (ἐκτός τῶν τειχῶν) καί ὅτι
• αὐτές aliquo modo( κατά κάποιον τρόπο) ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί ὅτι
• ὑπάρχει μιά «Ἐκκλησία ἐντός τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας».
Πάνω σ΄ αὐτό τό θεμέλιο οἱ Ὀρθόδοξοι συμμετέχουν στό ΠΣΕ, ἕνα ὀργανισμό, στόν ὁποῖο ἡ ἀντορθόδοξη θεωρία περί «ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας» κυριαρχεῖ, ἀνατρέποντας ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Ἡ «Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μόνη Σύνοδος ἐπισκόπων πού ἔχει ποτέ ἀναγνωρίσει, προωθήσει ἐπαινέσει καί ἀποδεχθεῖ τόν οἰκουμενισμό καί τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Αὐτό βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τή μαρτυρία τῆς χορείας τῶν Ἁγίων, στούς ὁποίους περιλαμβάνεται –μεταξύ πολλῶν ἄλλων - καί ὁ μεγάλος γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό ἀποκάλυψη πληροφορήθηκε ὅτι ὁ οἰκουμενισμός κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα.
Οἱ συνέπειες εἶναι τεράστιες : Τί ἐμπειρία καί ἔμπνευση ἐξ Ἁγίου Πνεύματος θά μποροῦσαν νά ἐκφράσουν στήν Κρήτη ὅταν βρίσκονται σέ ἀντίθεση μέ τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας;
3. Ἕνα μακρύ μονοπάτι πρός τήν ἀναγνώριση τῆς ἐκκλησιαστικότητος τῶν Ἑτεροδόξων
Αὐτό τό μονοπάτι πρός τήν συνοδική ἀποδοχή τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔχει ὑπάρξει μακρύ καί ταραχῶδες. Τό ἀπόσπασμα τοῦ κειμένου γιά τόν οἰκουμενισμό ἦταν ξεκάθαρα ὁ ὑπ’ ἀριθμόν ἕνα στόχος τῶν ὁραματιστῶν τῆς «Συνόδου», στόχος πού ἦταν ἐμφανής ἤδη ἀπό τό 1971.
Τό πρῶτο κείμενο, πού συντάχθηκε ἐντός τῆς προσυνοδικῆς διαδικασίας καί ἀναγνωρίζει τήν οὕτως καλουμένη ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἑτεροδόξων ὁμολογιῶν, εἶναι τό κείμενο τοῦ 1971 τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς μέ τίτλο : «Ἡ Οἰκονομία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» τό ὁποῖο διεκήρυσσε : «Γιά ποιό λόγο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀναγνωρίζει-ἄν καί εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία- τήν ὀντολογική ὕπαρξη ὅλων ἐκείνων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»[15]. ( Αὐτό τό κείμενο ὑπέστη τότε αὐστηρή κριτική ἀπό τούς θεολόγους στήν Ἑλλάδα καί τελικά ἀποσύρθηκε).
Αὐτή ἡ φράση ἀργότερα τροποποιήθηκε κατά τήν Τρίτη συνάντηση τῆς Ἐπιτροπῆς τό 1986 σέ :«...ἀναγνωρίζει τήν πραγματική ὕπαρξη ὅλων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν».
Αὐτό ἄλλαξε πάλι τό 2015 κατά τήν Πέμπτη συνάντηση τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς σέ : «ἀναγνωρίζει τήν ἱστορική ὕπαρξη τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ Αὐτήν».
Ὅταν τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 τό τελικό κείμενο ἐπιτέλους δημοσιεύθηκε, ἡ φράση αὐτή προκάλεσε σωρεία ἀντιδράσεων ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί τίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Μετά τήν ἀποδοχή ἀπό τούς Προκαθημένους καί τίς συνοδεῖες τους τῆς προτάσεως πού ἔγινε τήν τελευταία στιγμή στήν Κρήτη ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος (ἄν καί 30 ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν) τό τελικό κείμενο περιεῖχε τήν ἑξῆς διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων[16] Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ Αὐτήν».
Μπορεῖ κάποιος νά δεῖ ὅτι σταδιακά, κατά τή διάρκεια 45 ἐτῶν, ἡ φράση αὐτή ἔχει τροποποιηθεῖ γιά νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἐνστάσεις πού προβάλλονταν ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες. Παρά ταῦτα ἡ τελική ἐκδοχή της παραμένει ἀνορθόδοξη καί ἀπαράδεκτη ἤ, ὅπως ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος(Βλάχος) γράφει, «ἀντορθόδοξη». Ὑπάρχουν ποικίλες καί σπουδαῖες ἐπισημάνσεις πού μπορεῖ νά γίνουν σχετικά μ΄ αὐτή τή φράση.
4. Ἀντορθόδοξη καί συνοδικά καταδικασμένη ὡς Αἵρεση
Κατ’ ἀρχάς, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος, ἴσως, μέ τήν ἀποδοχή τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τίς ἑτερόδοξες ὁμολογίες, μιά σπουδαία διάκριση ἀπωλέσθηκε γιά τούς συμμετέχοντες ἱεράρχες. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὅρισε μέ σαφήνεια τό ζήτημα αὐτό στό Συνοδικό Τόμο τῆς Ἐννάτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 1351. Γράφει ἐκεῖ:
«... ἕτερόν ἐστιν ἡ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καὶ ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁμολογία, καὶ ἐπὶ μὲν τῆς ἀντιλογίας οὐκ ἀνάγκη περὶ τὰς λέξεις ἀκριβολογεῖσθαι τὸν ἀντιλέγοντα, ὡς καὶ ὁ μέγας φησὶ Βασίλειος, ἐπὶ δὲ τῆς ὁμολογίας ἀκρίβεια διὰ πάντων τηρεῖται καὶ ζητεῖται.»
Δηλαδή, κάποιος θά μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει κάθε ἐπιχείρημα γιά νά ἀπαντήσει σέ κάτι, ἐνῷ ἡ ὁμολογία [τῆς πίστεως] θά πρέπει νά εἶναι σύντομη καί δογματικά ἀκριβής. Ἑπομένως σ΄αὐτό τό πλαίσιο, στή Σύνοδο, χάριν τῆς δογματικῆς ἀκριβείας ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τούς ἑτεροδόξους εἶναι ξεκάθαρα ἀπαράδεκτη.
Μποροῦμε μόνο νά ἐλπίζουμε, μαζί μέ τόν Μητροπολίτη Ἱερόθεο, ὅτι οἱ Ἱεράρχες στήν Κρήτη «ἐξαπατήθηκαν» ἀπό ἐκείνους πού ἰσχυρίζονταν- χωρίς νά κάνουν ἐκτεταμένες ἀναφορές- ὅτι κατά τή διάρκεια τῆς δευτέρας χιλιετίας οἱ Ὀρθόδοξοι χαρακτήριζαν αἱρετικές ὁμάδες ὡς Ἐκκλησίες. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μόνο ἀπό τόν 20ο αἰώνα καί μετά ἡ Δυτική Χριστιανοσύνη χαρακτηρίστηκε ὡς ἐκκλησία, ὅταν ἡ Ὀρθοδοξη ὁρολογία καί θεολογία διαφοροποιήθηκε ἀπό τήν ὁρολογία καί θεολογία τοῦ παρελθόντος, εἰδικά μέ, καί μετά τήν Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920 «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Τό μόνο πού χρειάζεται νά κάνει κάποιος εἶναι νά ἀνακαλέσει στή μνήμη του ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς παρομοίαζε τή Λατινική αἵρεση μέ τόν Ἀρειανισμό, καί τούς Λατίνους μέ πειθήνια ὄργανα τοῦ πονηροῦ.
Ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν χρησιμοποιεῖται ἁπλῶς σάν μιά περιγραφή ἤ σάν παρομοίωση. Δείχνει τό ἀληθινό Σῶμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ αὐτό τό ἴδιο τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή ὡς Κεφαλή Αὐτός εἶναι ἕνας, καί τό Σῶμα του εἶναι ἕνα. Ὅπως ἔγραψε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:
«... καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»( Ἐφ. 1, 22-23).
«Ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν˙εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα˙εἷς Θεός καί πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων, καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Ἐφ. 4, 4-6).
Ἄν καί καί ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ προσβλητική φράση πού ἀναφέρεται στίς «ἐκκλησίες», ἰδιαιτέρως στήν τελευταία της μορφή, εἶναι συμβατή μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καί τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτή εἶναι συμβατή μᾶλλον μέ τή νέα «περιεκτική» ἐκκλησιολογία. Καθώς ἰσχυρίστηκε ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος : «ἐνῷ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ἀκίνδυνη, εἶναι ἀντορθόδοξη».
Γιατί «ἀντορθόδοξη»; Ἐν πρώτοις εἶναι ἀδύνατο νά μιλήσει κάποιος γιά «ἁπλῆ» «ἀποδοχή τῆς ἱστορικῆς ὀνομασίας», τῶν «ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν», διότι δέν ὑπάρχει ὄνομα χωρίς ὕπαρξη. Ἀλλιῶς ἐκφράζεται ἕνας ἐκκλησιολογικός νομιναλισμός.
Δεύτερον, κάθε ἄλλο παρά ἀφουγκραζόμαστε τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «τό στόμα τοῦ Χριστοῦ», ἀφοῦ ἡ φράση « ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» ὅταν κατανοηθεῖ στό πλαίσιο της, μᾶς θυμίζει μία ἀπό τίς θεωρίες περί ἀοράτου ἐκκλησίας τοῦ Καλβίνου καί τοῦ Ζβιγκλίου, αὐτό πού ὁ Βλαντίμιρ Λόσκυ ἀποκαλοῦσε «Νεστοριανή ἐκκλησιολογία». Αὐτή ἡ ἐκκλησιολογία ὑποθέτει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι διαιρεμένη σέ δύο μέρη, ἀόρατο καί ὁρατό, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Νεστόριος φανταζόταν τήν θεία καί ἀνθρώπινη φύση στό Χριστό νά εἶναι χωρισμένες. Ἀπό αὐτή τήν ἰδέα ἔχουν ξεπηδήσει καί ἄλλες αἱρετικές θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί ἡ ἐκκλησιολογική περιεκτικότητα. Αὐτή ἡ περί ἀοράτου ἐκκλησίας θεωρία, στήν πραγματικότητα ἔχει ἤδη ἀπορριφθεῖ ἐν Συνόδῳ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ ἰδέα ὅτι μιά ἐκκλησία μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς ἑτερόδοξη( αἱρετική) καταδικάσθηκε ἀπό τίς Συνόδους τοῦ 17ου αἰώνα μέ ἀφορμή τήν οὕτως καλουμένη «Ὁμολογία τοῦ Λουκάρεως», γραμμένη, ὑποτίθεται, καί υἱοθετημένη ἀπό τόν Κύριλλο Λούκαρη, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ καταδικασθεῖσα φράση ἦταν: Αληθές γαρ και βέβαιόν εστιν, εν τη οδώ δύνασθαι αμαρτάνειν την Εκκλησίαν και αντί της αληθείας το ψεύδος εκλέγεσθαι...» , δηλ. εἶναι ἀληθές καί βέβαιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἁμαρτήσει καί νά υἱοθετήσει τό ψεῦδος ἀντί τῆς ἀληθείας. Ἀντιθέτως οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας κατεδίκασαν τότε αὐτή τήν ἀπιστία πρός τόν Χριστό δηλώνοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά σφάλλει.
Αὐτή ἡ συνοδική διδασκαλία εἶναι πολύ σημαντική καί πρέπει νά τονισθεῖ πάλι στίς ἡμέρες μας, γιατί ἔρχεται νά θεραπεύσει τήν ψευδαίσθηση τῶν οὐμανιστῶν ἐκείνων, πού βρίσκονται ἀνάμεσά μας καί ἔχουν ἀπωλέσει τήν πίστη τους στόν Χριστό κάι στήν συνέχιση τῆς Ἐνσαρκώσεως. Εἶναι αὐτή ἡ ἀπιστία πού ἐλλοχεύει πίσω ἀπό τήν ἀπροθυμία πολλῶν νά ἐνστερνισθοῦν τό «σκάνδαλο τοῦ συγκεκριμένου», τό σκάνδαλο τῆς Ἐνσαρκώσεως καί νά δηλώσουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, ὅπως ὁ Χριστός εἶναι Ἕνας καί ὅτι εἶναι σέ ἕνα συγκεκριμένο χρόνο καί τόπο πού συνεχίζεται ἡ Ἐνσάρκωση καί ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ ἀπιστία ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς προαπαιτούμενο τῆς ἐκκλησιαστικότητος καί δέν εἶναι ἁπλῶς μιά κρίση πεποιθήσεων, ἀλλά, ὅπως ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἔγραψε πρίςν 50 χρόνια, σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι «ἔχουν ἐγκαταλείψει τόν Χριστό».
Φυσικά, οἱ σύγχρονες μορφές πού παίρνουν οἱ θεωρίες περί «ἀοράτου ἐκκλησίας», εἶναι διαφοροποιημένες ἀπό ἐκεῖνες τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλά ὄχι τόσο πολύ. Ἄς προσέξουμε πάλι τήν ἐπίμαχη φράση στό πλαίσιο της καί θά δοῦμε τίς ὁμοιότητες πιό καθαρά. Τό κείμενο λέει:
«Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νἀ διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά πιστεύει ὅτι οἱ πρός αὐτάς σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ΄αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων,χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς ( παράγραφος 6).»
Τό κείμενο ἀρχίζει δηλώνοντας ὅτι σύμφωνα μέ τήν ὀντολογική φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητά της δέν μπορεῖ νά διαταραχθεῖ. Ἐδῶ ὑπονοεῖται ἡ ἀόρατη, ἑνωμένη Ἐκκλησία πού εἶναι στούς οὐρανούς. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς «ὀντολογικῆς». Αὐτή ἡ φράση ἀκολουθεῖται ἀμέσως ἀπό τίς λέξεις «παρά ταῦτα...» καί γίνεται ἀναφορά στήν διασπασμένη, ὁρατή ὄψη τῆς Ἔκκλησίας μέ τήν ἀποδοχή τῶν ἄλλων «Ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν».
5. Μιά ἔκφραση τῆς Νέας Ἐκκλησιολογίας πού ἤδη ἔγινε ἀποδεκτή
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἐμφανίζεται στήν Ὀρθοδοξη ἱεραρχία αὐτή ἡ διχοτόμηση τῆς Ἐκκλησίας σέ ὀντολογικῶς ἑνωμένη Ἐκκλησία στόν οὐρανό ἔξω ἀπό τόν χρόνο καί σέ διαιρεμένη Ἐκκλησία στή γῆ , ἐν χρόνῳ. Ἐδῶ βλέπουμε πῶς ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος ἐξέφρασε αὐτό σέ ὁμιλία του στόν Πανάγιο Τάφο στά Ἱεροσόλυμα τό 2014:
«Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”, τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καί “ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία».
«Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία κατέβαλε πρό τοῦ μεγάλου Σχίσματος τοῦ 1054 μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀλλά καί μετ΄αὐτό, προσπαθείας πρός ὑπέρβασιν τῶν διαφορῶν προερχομένων ἐν ἀρχῇ καί ἐν πολλοῖς ἐξ ἀλλοτρίων τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας παραγόντων. Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καί “κοινωνικῶν” αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν.»
Ἡ ὁμοιότητα τῆς θεωρίας περί ἀοράτου Ἐκκλησίας πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τά λόγια αὐτά τοῦ Πατριάρχου γίνεται φανερή στήν ὀξεῖα ἀντίθεση τῆς ὀντολογικῶς ἑνωμένης ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίας καί τῆς ὑποθετικά διεσπασμένης ἐπίγειας Ἐκκλησίας. Αὐτή [ἡ ἀντίθεση] ἀντικατοπτρίζει τήν «Νεστοριανή» διαίρεση τῶν δύο φύσεων τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἄποψη ἐν τούτοις εἶναι, ὄχι ἀπρόσμενα, σέ ἁρμονία μέ τή νέα ἐκκλησιολογία πού ἀναπτύχθηκε στή Δευτέρα Βατικανή Σύνοδο, ἡ ὁποία κάνει λόγο γιά μιά ἐπίγεια ἐκκλησία μέ μεγαλύτερες ἤ μικρότερες διαβαθμίσεις πληρότητος[17], πού ὀφείλεται, στά, ὅπως τά ὀνομάζει, «μπερδέματα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας»[18].
Αὐτές οἱ ἀπόψεις περί Ἐκκλησίας συνεπάγονται τήν ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν αἵρεση, τῶν ἁγίων μέ τά πεπτωκότα καί γήϊνα. Μέ πόνο καρδιᾶς ἔρχονται στό νοῦ μας οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Ταρασίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἐπέπληξε τούς εἰκονοκλάστες γιά τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδο-συνόδου τους στήν Ἱέρεια:
Ὤ τῆς παραφροσύνης καί τῆς συγχύσεως αὐτῶν! Δέν διέκριναν μεταξύ βεβήλου καί ἁγίου καί, ὅπως οἱ κάπηλοι ἀνακατεύουν τό κρασί μέ τό νερό, αὐτοί ἀνέμιξαν τόν ἀληθινό λόγο μέ τόν διεστραμμένο, τήν ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος, σάν νά ἀνακάτευαν τό δηλητήριο μέ τό μέλι. Σ’ αὐτούς ὁ Χριστός καί Θεός μας ἀπευθύνεται διά τοῦ προφήτου : «καί οἱ ἱερεῖς ... ἠθέτησαν νόμον μου καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου. ἀναμέσον βεβήλου καί ἁγίου οὐ διέστελλον»(Ἰεζ. ΚΒ΄ 26).
Εἶναι σαφές ὅτι ἡ ἐπιθετική αὐτή φράση μέ τήν αἱρετική της ἐκκλησιολογία πρέπει νά ἀπορριφθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία (ἀπό κάθε Τοπική Ἐκκλησία χωριστά καί ἔπειτα σέ μιά μελλοντική Σύνοδο) καί νά ἀντικατασταθεῖ, γιατί ἀλλιῶς θά γίνει ἀναμφίβολα ἡ πηγή μιᾶς ἐκπτώσεως καί ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν Ὀρθοδοξία.
Ὑπάρχει ἀκόμη χρόνος νά διορθώσουμε καί νά θεραπεύσουμε τό τραῦμα πού ἔχει ἤδη προκληθεῖ στήν Ἐκκλησία. Μία πρακτική λύση, πού δόθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἱερόθεο, καί ἡ ὁποία θά βοηθοῦσε καί θά διευκόλυνε τήν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι μιά μελλοντική Σύνοδος νά διορθώσει τά σφάλματα καί νά ἐκδώσει ἕνα νέο ὀρθόδοξο κείμενο. Ὑπάρχει τώρα ὑποστήριξη γι΄ αὐτό ( ἀπό τά Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας, Σερβίας, Ρωσίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας καί τῆς Ρουμανίας, καθώς ἐπίσης καί ἱστορικό προηγούμενο ( οἱ συνεδριάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐκτείνονταν σέ μῆνες καί χρόνια, ἡ Πενθέκτη Σύνοδος συμπλήρωσε τήν 5η καί τήν 6η Σύνοδο καί ἡ Ἐννάτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἦταν στήν πραγματικότητα τέσσερεις ξεχωριστές Σύνοδοι).
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι οἱ ἁπανταχοῦ ἐπίσκοποι θά κάνουν βήματα πρός αὐτή τήν κατεύθυνση. Τό ζήτημα εἶναι ἐξαιρετικά ἐπεῖγον γιά ἐκεῖνες τίς Ἐκκλησίες πού ἔχουν ἀποδεχθεῖ τό κείμενο καί τη Σύνοδο.
3. Τά ἐπακόλουθα καί οἱ συνέπειες τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης
Α. Οἱ ἀντιδράσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν
Ἄς στραφοῦμε τώρα ἐν συντομίᾳ στά ἐπακόλουθα τῆς Συνόδου καί τή σημερινή κατάσταση.
Ἐν πρώτοις μεταξύ ἐκείνων πού συμμετεῖχαν στή Σύνοδο, ὑπῆρξαν περίπου 30 ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τό τελικό κείμενο γιά τούς Ἑτεροδόξους καί τόν Οἰκουμενισμό. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι καί οἱ εὐρέως γνωστοί ἐπίσκοποι, Μητροπολίτης Ἱερόθεος(Βλάχος), Ἀθανάσιος Λεμεσοῦ(Κύπρος), Νεόφυτος Μόρφου (Κύπρος), Ἀμφιλόχιος τοῦ Μοντενέγκρο (Σερβία) καί Εἰρηναῖος Μπάτσκας(Σερβία).
Ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος συνόψισε τή στάση πολλῶν μετά τή Σύνοδο:
«Ὄσον ἀφορᾶ στήν προσφάτως ὁλοκληρωθεῖσα θριαμβευτικά ὄχι ἀκόμη ὅμως τελείως πειστικά «Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδο» τῆς Ἐκκλησίας μας στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης : Αὐτή ἤδη δέν ἔχει ἀναγνωρισθεῖ ὡς τέτοια ἀπό τίς Ἐκκλησίες πού ἦσαν άποῦσες. Τήν χαρακτήρισαν ὡς μία Σύναξη(συνάντηση) στήν Κρήτη, ἐνῷ ἐπίσης ἀμφισβητεῖται ἀπό πάρα πολλούς ἀπό τούς συμμετέχοντες ἱεράρχες».
Οἱ ὑποστηρικτές καί οἱ συμπαθοῦντες τῆς Συνόδου ἐπικαλοῦνται τήν Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδο ὡς προηγούμενο, ὡς ἕνα παράδειγμα μιᾶς συνόδου στήν ὁποία κάποιες Τοπικές Ἐκκλησίες ἦσαν ἀποῦσες (δηλαδή ἡ Ρώμη καί ἡ Ἀλεξάνδρεια). Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖο δέν λένε εἶναι ὅτι ἡ Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδος δέν συνεκλήθη ὡς μία Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἀλλά μᾶλλον σάν μία ἀπό τίς πολλές Τοπικές Συνόδους τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας. Καί ἐξαιτίας τῶν Ὀρθοδόξων ἀποφάσεών της πού ἐλήφθησαν ἐκεῖ, ἔγινε ἀργότερα ἀποδεκτή ἀπό ὅλες τίς Τοπικές Ἐκκλησίες ὡς Οἰκουμενική.
Στήν Κρήτη, στήν πραγματικότητα ἔχουμε τό ἀντίθετο : Αὐτή συνεκλήθη ὡς Πανορθόδοξη, καί τέσσερα Πατριαρχεῖα ἀρνήθηκαν νά συμμετάσχουν. Ἐπιπλέον, καί αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, ἔχουν ἐπίσης ἀρνηθεῖ νά τήν ἀναγνωρίσουν ὡς Σύνοδο ἀκόμη καί μετά.
Τό Πατριαρχεῖο Ἀντοχείας στήν ἀπόφαση του τῆς 27ης Ἰουνίου τοῦ περασμένου ἔτους, δήλωσε ὅτι θεωρεῖ τήν συνάντηση στήν Κρήτη ὡς «μία προπαρασκευαστική συνάντηση πρός τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο» καί ὅτι «ἀρνεῖται νά προσδώσει συνοδικό χαρακτήρα σέ ὁποιαδήποτε ὀρθόδοξη συνάντηση, ἡ ὁποία δέν περιλαμβάνει ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες» καί συνεπῶς «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας ἀρνεῖται νά ἀποδεχθεῖ νά ὀνομάζεται ἡ συνάντηση στήν Κρήτη μία «Μεγάλη Ὀρθόδοξος Σύνοδος»ἤ μία «Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδος».
Τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας (στήν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου του στίς 15 Ἰουλίου 2016) δήλωσε ὅτι «ἡ Σύνοδος πού ἔλαβε χώρα στήν Κρήτη δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ Πανορθόδοξη οὔτε μποροῦν τά κείμενα πού ἐνέκρινε νά ἀποτελέσουν τήν ἔκφραση μιᾶς Πανορθοδόξου συμφωνίας (consensus)».
Τό Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας (στήν ἀπόφασή του μέ ἡμερομηνία 15 Νοεμβρίου 2016) δήλωσε σέ μία συνεδρίαση ὅλης τῆς Ἱεραρχίας του ὅτι «ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δέν εἶναι οὔτε μεγάλη, οὔτε ἁγία οὔτε Πανορθόδοξος. Αὐτό ὀφείλεται στή μή συμμετοχή ἑνός ἀριθμοῦ Τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καθώς καί στά ὀργανωτικά καί θεολογικά λάθη πού ἔγιναν ἀποδεκτά. Προσεκτική μελέτη τῶν κειμένων πού υἱοθετήθηκαν στή Σύνοδο τῆς Κρήτης, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι κάποια ἀπό αὐτά περιέχουν ἀποκλίσεις ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική διδασκαλία, ἀπό τή δογματική καί κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων. Τά κείμενα πού υἱοθετήθηκαν στήν Κρήτη πρέπει νά ὑποβληθοῦν σέ περαιτέρω θεολογική μελέτη μέ στόχο νά τροποποιηθοῦν, νά ὑποστοῦν ἐπεξεργασία, νά διορθωθοῦν ἤ νά ἀντικατασταθοῦν μέ ἄλλα (νέα κείμενα) στό πνεῦμα καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας συνεκλήθη τόν Δεκέμβριο τοῦ περασμένου χρόνου καί ἐξέδωσε μιά τελική ἀπόφαση γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης. Μ’ αὐτήν δήλωσε ὅτι αὐτή δέν εἶναι Πανορθόδοξος Σύνοδος, ὅτι κατήργησε τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας (consensus) καί ὅτι οἱ ἀποφάσεις της δέν εἶναι ὑποχρεωτικές γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας. Ἐπιπλέον τά κείμενα πού ἐξεδόθησαν ἀπό τή Σύνοδο τῆς Κρήτης δέν λαμβάνουν ὑπ’ὄψιν τους τίς σπουδαῖες κριτικές πού ἔγιναν ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες καί ἔχουν ἀνάγκη διορθώσεως. Εἶναι ἀνάγκη νά συγκροτηθεῖ μιά ἀληθινά Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδος. Ἡ Γεωργιανή Ἐκκλησία εἶναι πεπεισμένη ὅτι μιά τέτοια Σύνοδος θά πραγματοποιηθεῖ στό μέλλον καί θά λάβει ἀποφάσεις μέ ὁμοφωνία (Consensus) βασισμένες στή διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γιά τόν σκοπό αὐτό ἡ Ἱερά Σύνοδος ἔχει συστήσει μιά θεολογική ἐπιτροπή γιά νά ἐξετάσει τά κείμενα πού ἔγιναν ἀποδεκτά στήν Κρήτη καί νά τά προετοιμάσει γιά μιά μελλοντική Σύνοδο πού θά εἶναι Πανορθόδοξος.
Τό Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, τό ὁποῖο συμμετεῖχε στή Σύνοδο, ἀργότερα δήλωσε ὅτι «τά κείμενα μποροῦν νά ἐξηγηθοῦν, νά τροποποιηθοῦν ἐν μέρει ἤ νά ἀναπτυχθοῦν περαιτέρω ἀπό μιά μελλοντική Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Παρά ταῦτα ἡ ἑρμηνεία τους καί τά προσχέδια τῶν νέων κειμένων πάνω σέ μιά ποικιλία θεμάτων δέν πρέπει νά γίνει ἐσπευσμένα ἤ χωρίς πανορθόδοξη συμφωνία, ἀλλιῶς θά πρέπει νά καθυστερήσουν καί νά τελειοποιηθοῦν μέχρι νά μπορέσει νά ἐπιτευχθεῖ συμφωνία».
Ἡ Αὐτοκέφαλος Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐνῷ δέν ἀποφάσισε καταφατικά ὑπέρ τῶν τελικῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου, ἔχει ἐκδώσει μία Ἐγκύκλιο πού ἐμφανίζει τήν Σύνοδο ὡς μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Πολλοί ἔχουν συμπεράνει ὅτι αὐτή ἡ στάση σημαίνει συμφωνία, ἄν καί μεταξύ τῆς Ἱεραρχίας ὑπάρχουν ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀπορρίψει κάθετα καί ἔχουν καταδικάσει τή «Σύνοδο». Αὐτή ἡ σύγχυση ἔχει προκαλέσει ἀποστροφή σέ ἕνα μέρος τῶν πιστῶν.
Β. Οἱ μετά τήν Κρήτη ἐξελίξεις στήν Ἑλλάδα καί τή Ρουμανία
Πρίν κλείσω πιστεύω ὅτι εἶναι ἐπίσης σπουδαῖο νά σᾶς πληροφορήσω γιά τίς τελευταῖες ἐξελίξεις ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη τῆς «Συνόδου»τῆς Κρήτης ἀπό τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν θετικές ἀναφορές, εἰδικά μεταξύ τῶν ἐπισήμων ὀργάνων τῶν Ἐκκλησιῶν πού συμμετεῖχαν, οἱ ὁποῖες πῆραν τή μορφή διαλέξεων καί μικρῶν συνεδρίων πάνω στή σημασία τῆς «Συνόδου», μερικές φορές συμπεριλαμβάνοντας καί Ἑτεροδόξους. Μπορεῖ ἐπίσης κάποιος νά παρατηρήσει μιά ἐκπληκτική δυσαρέσκεια μεταξύ τῶν ὑποστηρικτῶν ὅτι ἡ «Σύνοδος» δέν ἔκανε ἀρκετά ἤ δέν προχώρησε στήν ἀναγνώριση τῶν Ἑτεροδόξων ἤ σέ ὅτι ἀφορᾶ ἄλλα «καυτά» ζητήματα κυρίως γιά τούς Ὀρθοδόξους ἀκαδημαϊκούς στή Δύση. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι θά συνεχισθεῖ ἡ προσπάθεια γιά νά ἐπηρεάσουν τούς πιστούς ὑπέρ τῆς «Συνόδου»-ἕνα σκληρό καθῆκον, δεδομένου ὅτι οἱ περισσότεροι δέν αἰσθάνθηκαν ὅτι ἡ «Σύνοδος» τούς ἀφοροῦσε.
Παρά τήν ἐπίσημη, θετική ἀποδοχή τῆς «Συνόδου» ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τή Ρουμανία, ἡ συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀνταποκρίθηκε ἀρνητικά. Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης εἶναι ἐκτεταμένες γιά πολλούς σέ ἐκεῖνες τίς τοπικές Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἀποδεχθεῖ τή Σύνοδο. Ἡ ἀντίδραση πολλῶν κληρικῶν, μοναχῶν καί θεολόγων στήν εὐνοϊκή ἀποδοχή πού δόθηκε στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἀπό τήν Ἱεραρχία τους κυμαίνεται ἀπό γραπτή καί προφορική ἀπόρριψη ἐκ μέρους γνωστῶν θεολόγων μέχρι τήν βαριά ἀπόφαση νά παύσουν τήν μνημόνευση τῶν σφαλέντων(πλανηθέντων) ἐπισκόπων ἀπό μοναχούς καί ποιμένες.
Ἡ παύση τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἡ ὁποία ἄρχισε στό Ἅγιον Ὄρος τό φθινόπωρο τοῦ περασμένου ἔτους μέ τή συμμετοχή περίπου 100 μοναχῶν, ἔχει ἐξαπλωθεῖ τώρα σέ πολλές ἐπισκοπές στήν Ἐκκλησία τῆς Ελλάδος καί ἐπίσης στή Ρουμανία, ὅπου διάφορα μοναστήρια καί κληρικοί ἔπαυσαν τή μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων τους.
Μία ἀπό τίς πιό σημαντικές ἐξελίξεις συνέβησαν ἀκριβῶς πρίν δύο ἑβδομάδες. Ὁ ἐξέχων Καθηγητής τῆς Πατρολογίας Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἀνήγγειλε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι ἔπαυε τήν μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου του, τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου ἐξαιτίας τῆς ἐνθουσιαστικῆς ἐκ μέρους του ἀποδοχῆς τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καί τῶν κειμένων της. Ἐξ αἰτίας τοῦ πνευματικοῦ του ἀναστήματος καί τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι γνωστός( ἦταν διδάσκαλος πολλῶν ἀπό τούς σημερινούς ἐπισκόπους τῆς Ελλάδος), αὐτή ἡ ἀπόφαση ἔχει ἐπηρεάσει καί ἄλλους καί ἔχει ἀναστατώσει τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση (status quo) στήν Ἑλλάδα. Αὐτόν τόν δρόμο ἀκολούθησαν τέσσερεις κληρικοί ἀπό τό νησί τῆς Κρήτης, τρία μοναστήρια στή Μητρόπολη Φλωρίνης, κλῆρος καί μοναχοί στίς Μητροπόλεις Θεσσαλονίκης, Κεφαλληνίας, Σύρου καί Ἄνδρου καί ἀλλοῦ.
Ἐπιπλέον, λίγες ἡμέρες πρίν, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στήν Πάρο (ὅπου ὁ Ἅγιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ἔλαμψε μέ τόν ἀσκητικό του βίο), ὑπέβαλε στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μιά ἱστορική ἐπίσημη μήνυση γιά αἵρεση ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Ὁ καθηγούμενος Χρυσόστομος ἔχει ζητήσει ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο νά ἀναγνωρίσει, νά ἀποκηρύξει καί νά καταδικάσει τήν «ἑτεροδιδασκαλία» τοῦ Πατριάρχου, ὡς ἀντίθετη στήν ὀρθή διδασκαλία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς και Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔγραψε πρός τήν Ἱερά Σύνοδο:
«Διὰ τῆς παρούσης καταθέτω ἐνώπιόν σας, ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν σκανδαλισμὸν ἐμοῦ προσωπικῶς, τῆς συνοδείας μου, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πλήθους κόσμου, ὁ ὁποῖος κλυδωνίζεται ταρασσόμενος ὡς ὑπὸ κυμάτων πολλῶν λόγῳ τῶν ἀλλεπαλλήλων ἑτεροδιδασκαλιῶν, αἱ ὁποῖαι διετυπώθησαν κατὰ καιροὺς ὑπὸ τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον (ΑκΜΣ) τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης».
Ἡ ἐπίσημη αὐτή αἴτηση προβάλλει 12 δείγματα ἑτεροδόξων διδασκαλιῶν πού ἐδῶ καί πολλές δεκαετίες διαδίδει ὁ Πατριάρχης, καθώς ἐπίσης καί 9 σχετικούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Καταλήγει μέ ἕναν κατάλογο 13 ἐπισκόπων, 14 ἡγουμένων καί κληρικῶν και 9 θεολόγων, τούς ὁποίους ὁ ἡγούμενος προτείνει νά κληθοῦν ὡς μάρτυρες γιά νά τόν ὑποστηρίξουν ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅταν κληθεῖ ἐπισήμως νά ὑπερασπίσει τίς αἰτιάσεις [κατά τοῦ Πατριάρχου].
Σεβασμιώτατοι, Θεοφιλέστατοι καί σεβαστοί πατέρες,
Αὐτές καί ἄλλες παρόμοιες ἐξελίξεις στήν Οὐκρανία, Μολδαβία καί Ρουμανία χρησιμεύουν γιά νά ὑπογραμμίσουμε τήν αὐξανόμενη πίεση πού ἀσκεῖται στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀντιδράσουν μέ πατερικό τρόπο στόν κίνδυνο, ἀπό τόν ὁποῖο ἀπειλεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐξ αἰτίας τῆς κακοσχεδιασμένης, κακο-εκτελεσμένης καί τελικά ἀντορθόδοξης «Συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἀνεκτίμητη ἑνότης ἐν Χριστῷ ὑπάρχει καί ἀνθίζει μόνο ὅταν ὅλοι εἶναι «ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ» καί ὁμολογοῦν τήν ἴδια πίστη στήν Μία Ἐκκλησία. Ἐπιπλέον ἡ πρόσφατη ἱστορία μᾶς διδάσκει ἐπίσης ὅτι ὁ συμβιβασμός ἤ ἡ ἀδιαφορία σέ μιά νέα, καινοτόμο ἐκκλησιολογία, ὅπως αὐτή ἐκφράσθηκε ἔργῳ καί λόγῳ στήν Κρήτη, δέν εἶναι μιά ἐπιλογή καί τό μόνο πού θά κάνει εἶναι νά μᾶς ὁδηγήσει σέ πόλωση καί ναυάγιο καί πρός τά ἀριστερά καί πρός τά δεξιά τῆς Βασιλικῆς Ὁδοῦ. Αὐτή η Ὁδός βρίσκεται σέ μιά πνευματική θάλασσα μέ πολλούς βράχους, στήν ὁποία ἡ ἐπιδεξιότητα τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ δοκιμάζεται καί ἐπιβεβαιώνεται, φανερώνοντας ὅτι αὐτός ὄχι μόνο γνωρίζει τήν Ἀλήθεια ἀλλά εἶναι ἐπίσης ἐκπαιδευμένος στόν ΤΡΟΠΟ μέ τόν ὁποῖο θά μπορέσει νά ὁδηγήσει ὅλους νά φθάσουν ἐκεῖ μέ ἀσφάλεια.
Κατά Θεία Πρόνοια, ἡ Ὑπερόριος Ρωσική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συνεχίζει νά κατέχει μιά μοναδική θέση στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία [θέση] μπορεῖ νά κηρύξει ἐλεύθερα καί προφητικά τόν λόγο τῆς Ἀληθείας -ἑναν λόγο, ὁ ὁποῖος ἑνώνει τούς πιστούς, θεραπεύοντας παλαιά σχίσματα καί ἀποτρέποντας νέα. Ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐτό σέ αὐτά τά δύσκολα χρόνια.
Δι΄ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί ἰδίως τῶν ἁγίων νέων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν καί μέ τήν σοφή καθοδήγηση τῶν ἐπικεφαλῆς Ποιμένων μας μποροῦμε ὅλοι ἐμεῖς νά συνεχίσουμε τήν σώζουσα ὁμολογία τῆς πίστεως στήν Μία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Ἐνσαρκώσεως. Πάνω σ΄αὐτήν οἰκοδομεῖται ἡ Ἐκκλησία.
Εὐχαριστῶ ὅλους γιά τήν προσοχή καί τήν εὐγένειά σας νά μέ ἀκούσετε σήμερα καί εὔχομαι σέ ὅλους σας ἕνα λαμπρό καί φωτεινό Πάσχα!
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γκοτσόπουλος Ἀναστάσιος, Πρωτοπρεσβύτερος, «Πῶς δ΄αὖθις Ἁγία καί Μεγάλη, ἥν οὔτε...οὔτε...οὔτε...;» , Πάτρα, 10 Δεκεμβρίου 2016.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Παρέμβαση καί κείμενο στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Νοέμβριος 2016), http://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/278 keimena-agia-megali-synodos/4707-2016-11-24.
Σημειώσεις
[1] Σημ. Μεταφραστοῦ : Σύμφωνα μέ δημοσιογραφικές πληροφορίες ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ συνοδεία του - πλήν τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου - ψήφισαν τήν ἐν λόγῳ τροποποίηση κατόπιν ἀφορήτων πιέσεων.
[1]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Παρέμβαση καί κείμενο στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Νοέμβριος 2016) http://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/278 keimena-agia-megali-synodos/4707-2016-11-24.
[2] Aὐτό ἦταν μία μόνο ἀπό τίς ποικίλες ἀνησυχητικές ἐκκλησιολογικές καινοτομίες πού εἰσήχθησαν στήν Κρήτη καί τή διαδέχθηκε σέ βαρύτητα μόνο ἡ ἀποδοχή τῆς αὐτοαναιρουμένης φράσεως «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ἐν τούτοις ἦταν ἡ προηγούμενη-ἡ κατάργηση τῆς συνοδικότητος-πού ἔκανε δυνατή τήν τελευταία-τήν ἀποδοχή τῆς ἀντιφάσεως, γιά νά μήν ποῦμε τοῦ τερατουργήματος, δηλαδή τῶν «ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν». Αὐτό ἀληθεύει σἐ περισσότερες ἀπό μία περιπτώσεις. Ἄν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶχαν ἀπό μία ψῆφο καί ὄχι μόνο οἱ Προκαθήμενοι, εἶναι ἀπίθανο τό ἀπαράδεκτο κείμενο γιά τούς Ἑτεροδόξους νά εἶχε γίνει ἀποδεκτό. Εἶναι ἐπίσης γεγονός ὅτι ἄν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν εἶχε σεβασθεῖ τήν καθαρή συνοδική ἐξουσιοδότηση πού τοῦ δόθηκε ἀπό τήν Ἱεραρχία του, ἡ ὁποία ψήφισε ὁμοφώνως τήν ἄρνηση ἀποδοχῆς τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τούς ἑτεροδόξους, δέν θά εἶχε ἀποδεχθεῖ τήν ἀληθοφανῆ καί ἀπερίσκεπτη «διόρθωση».
[3] Βλ. From the Second Vatican Council (1965) to the Pan-Orthodox Council (2016): Signposts on the Way to Crete: https://orthodoxethos.com/post/from-the-second-vatican-council-1965-to-the-pan-orthodox-council-2016-signposts-on-the-way-to-crete.
[4] Σέ κάποιο ἄρθρο δημοσιευμένο στό περιοδικό The National Catholic Reporter ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρολομαῖος, ὄταν ἦταν ἀκόμη Μητροπολίτης, ἔγραψε τά ἀκόλουθα ἀποκαλύπτοντας τίς προθέσεις του γιά τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο: «Οἱ στόχοι μας εἶναι ἴδιοι μέ αὐτούς τοῦ Πάπα Ἰωάννου(XXIII): νά ἐκσυγχρονίσουμε τήν Ἐκκλησία καί νά προωθήσουμε τήν Χριστιανική ἑνότητα... Ἡ Σύνοδος ἐπίσης θά σηματοδοτήσει τό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στίς μή Χριστιανικές θρησκεῖες, στήν ἀνθρωπότητα ὡς ὅλον. Αὐτό σημαίνει μιά νέα στάση ἀπέναντι στό Ἰσλάμ, στόν Βουδισμό, στόν σύσύγχρονο σύγχρονο σΣύΣύγχρονο πολιτισμσύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές διακρίσεις ...μέ ἄλλα λόγια, αὐτή θά σημάνει τό σύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές τἐλος σύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές διακρίσεις...μέ ἄλλα λόγια, αὐτό θά σημάνει τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομονώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Βλ. “ Council Coming for Orthodox", interview by Desmond O'Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977 edition. See also:http://orthodoxinfo.com/ecumenism/towards.aspx.
[5] Στά κείμενα τῆς Δευτέρας Βατικανῆς Συνόδου τά πράγματα εἶναι ἐλαφρῶς καλλίτερα. Στό κείμενο Lumen Gentium ὁ διάβολος ἀναφέρεται τέσσερεις φορές, ἄν καί στό κείμενο Unitatis Redintegratio δέν ἀναφέρεται.
[6] Ἡ μόνη έξαίρεση στήν τελευταία περίπτωση εἶναι ὅταν ἡ ἐκκλησιολογική αἵρεση τοῦ φυλετισμοῦ ἀναφέρεται στήν Ἐγκύκλιο τῶν Προκαθημένων, πρᾶγμα πού εἶναι ἐνδεικτικό τῶν προτεραιοτήτων τῆς Συνάξεως.
[7] See: J. S. Romanides, “The Ecclesiology of St. Ignatius of Antioch,” The Greek Orthodox Theological Review 7:1 and 2 (1961–62), 53–77.
[8] http://orthodoxinfo.com/ecumenism/encyc_1848.aspx.
[9] http://www.parembasis.gr/index.php/menu-prosfata-a...
[10] http://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/9264-mpa...
[11] Αὐτό τό τμῆμα τῆς διαλέξεώς μου βασίζεται στήν ἐξαιρετική ἔρευνα καί ἐργασία πού ἔκανε ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Μητροπόλεως Πατρῶν, στήν Ἑλλάδα, μέ τήν ἄδειά του.
[12] Ἐξ αἰτίας τῆς σπουδαιότητος καί τῆς φύσεως τοῦ ὑπό συζήτησιν θέματος μιά ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ τοῦ κειμένου θά πρέπει νά γίνει σέ μιά ξεχωριστή ἐργασία.
[13] Βλέπε : http://www.pravoslavie.ru/english/90489.htm
[14] Ἡ ἀνάλυσή μου θά ἀκολουθήσει, καί σέ μεγάλο βαθμό θά βασισθεῖ, σ΄ αὐτήν τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου (Βλάχου).
[15] Συνοδικά, ΙΧ, σ. 107, Γραμματεία Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ἰουλίου 1971, ἐκδ. Ὀρθόδοξο Κέντρο Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 143, καί Γραμματεία Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Πρός τήν Μεγάλην Σύνοδον, 1, Εἰσηγήσεις, τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν ἕξ θεμάτων τοῦ πρώτου σταδίου, ἐκδ. Ὀρθόδοξο Κέντρο Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1971, σ. 63.
[16] Ἡ ἐπίσημη ἀγγλική μετάφραση λέει «μή Ὀρθόδοξες», ἐνῷ τό ἑλληνικό πρωτότυπο λέει «ἑτερόδοξες».
[17] «Mπορεῖ κάποιος νά θεωρήσει τήν παγκόσμια Ἐκκλησία σάν μία κοινωνία μέ πολλά ἐπίπεδα πληρότητος, σωμάτων πού εἶναι περισσότερο ἤ λιγότερο πλήρεις ἐκκλησίες....Εἶναι μιά πραγματική κοινωνία πού πραγματώνεται σέ ποικίλες διαβαθμίσεις πυκνότητος ἤ πληρότητος, σωμάτων, τά ὁποῖα, ὅλα, ἄν καί κάποια εἶναι περισσότερο πλήρη ἀπό κάποια ἄλλα, ἔχουν ἕναν ἀληθινά ἐκκλησιακό χαρακτήρα». (Francis A. Sullivan, S.J., “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church,” in René Latourelle, ed., Vatican II: Assessment and Perspectives, Twenty-five Years After (1962–1987) (New York: Paulist Press, 1989), 283).
[18] Joseph Ratzinger, “The Ecclesiology of Vatican II,” a talk given at the Pastoral Congress of the Diocese of Aversa (Italy), Sept. 15, 2001, http://www.ewtn.com/library/CURIA/CDFECCV2.HTM.
The "Council" of Crete and the New Emerging Ecclesiology: An Orthodox Examination
By Protopresbyter Peter Heers, Professor of Old and New Testament, Holy Trinity Orthodox Seminary, Jordanville, NY
Lecture delivered at the Clergy Retreat of the Eastern American Diocese of the Russian Orthodox Church Outside of Russia .
For a full written and photo report of the retreat, go to the Eastern American Diocese of ROCOR. Audio and video versions of this lecture will be forthcoming; please check back to orthodoxethos.com for these.
Howell, New Jersey
Tuesday, March 21st, 2017,
Your Eminence, Metropolitan HILARION,
Your Eminence, Metropolitan JONAH,
Your Grace, Bishop NICHOLAS,
Your Grace, Bishop IRENEI,
Venerable fathers and brothers in Christ,
Christ is in Our Midst!
I consider it an honor to stand before you today, to speak to the Shepherds and Pastors of Christ's rational flock, and in particular to the successors of the great work begun in the Russian Diaspora by such holy ones as St. John the Wonderworker and Metropolitans Anthony, Anastasi, Philaret, and Vitaly, Archbishop Averky and Metropolitan Laurus and many others, who are revered fathers not only of the Russian Church Abroad, but indeed of the Church Catholic.
The witness given by the Fathers of the Russian Church Outside of Russia with regard to the Holy Tradition, the monastic and ascetic ideal and in particular the ecclesiology of the Church, continues to inspire and guide Orthodox throughout the world.
Today, as the Ark of the Church sways in the wake of the passing of the self-styled 'Great and Holy Council" of Crete, we have great need of their exactitude in life and faith - or, better, we have great need to follow and imitate them in these.
In the short time allotted me today, I hope to succinctly but clearly lay out before you what of notability and significance happened in Crete in June of last year, that being informed you may act according to God's will. In particular I will briefly examine and critique the following three aspects of the "Council" and its aftermath:
1. Organization and Execution
2. Documents
3. Outcome and Implications
We will focus, in particular on those aspects of the gathering which represent departures from the Holy Tradition and Holy Faith of the Church, for these necessarily merit a response from the fullness of the Church.
Before I begin this analysis, it is necessary to state the following, in order to remove what has become a kind of "red herring" in the whole discussion of Crete and its significance. Supporters, sympathizers and those indifferent to the event respond to criticism of it in a variety of ways. One hears them say, for example:
• The success of the meeting was the meeting itself!
• This is just a beginning and it will be improved upon!
• Nothing of consequence transpired, so there is no need to make a fuss!
• Why even bother with Crete now? It has died and been buried! Within a few years it will be forgotten. (And other such sentiments.)
We can all be sympathetic to the "power of positive thinking," however, I am afraid all of these nice thoughts only function to skirt the issue: what of the "Council" itself? What of its decisions and its impact? One cannot be expected to believe that we've waited more than 50 years (or by other counts 100!) for a grand council the main purpose of which was. . .to happen! Certainly, whatever happened in Crete will and already has impacted the Church (in some places greatly) and will become a precedent for the future.
Indeed, it is for this reason that those clerics who ignore it or downplay it do so to their own - and their flock's - detriment. In the history of the Church, councils - whether false or ecumenical - are either accepted or rejected by the pleroma [the fullness] of the Church. They are not and must not be ignored, especially when they innovate and introduce false teachings into the Church. Just as a fall must be repented of, not swept under the rug, so too errors introduced and accepted in council must be rejected and corrected [ideally in council]. We do not ignore illnesses when they infect our body. How much more should be our care for the Body of Christ! We are all co-responsible, bearing one another's burdens.
1. Organization and Execution:
Let us begin by looking briefly at the basic statistic composition of the "Council":
• Participating Churches: 10 of the 14 Local Churches (71%)
• Representation of Orthodox Christians: close to 30%.
• Participating Orthodox Bishops: 162 participated of the 350 invited (46%)
• Representation of Orthodox Bishops: 162 of a total of 850 (19%)
• Total number of Voting Bishops: 10 of the 162 bishops present (6%), or 10 of the 850 bishops in the Orthodox Church (1.1%).
If we compare this with the truly "Great and Holy Councils" of the Church, those later recognized as "Ecumenical," the difference is enormous, especially when we consider the obstacles the ancient hierarchs faced in terms of travel and communication. For example, the First Ecumenical Council had 325 fathers, the Fourth 630 fathers and the seventh 350 fathers - all of which participated with the right to vote.
What, then, did the world go to Crete to see? A "Great and Holy Council"? What went they out to see? A free gathering of the Orthodox Bishops from around the world? Behold, most of them were not invited and nearly all that came were not given a vote. So, what went they out to see in Crete? "A council of primates with their entourages."[1]
This last phrase - "a council of primates with their entourages" - is how Metropolitan Hierotheos Vlachos of Nafpaktou characterized the gathering, which he attended and which he now severely criticizes for introducing novelties with regard to our Faith. The great irony and tragedy is that for all of the organizers' grand claims that conciliarity had led to and would be on display in Crete, it was rather a new eastern form of Papal primacy - of the Primates - which took center stage.[2]
The tragic irony is that while representatives of the Ecumenical Patriarchate criss-crossed internet highways touting the conciliarity of the pre-synodical process and Council-to-be, the Holy Synods of the several Local Churches were only beginning to examine the orthodoxy of the texts accepted by their Primates without their approval. This illustrates that the failure of this "council of Primates with their attendees" was assured ahead of time.
A. Pre-Conciliar Portents of the Impending Disaster
Much has been made of the long conciliar process which led up to the Cretan gathering. Undoubtedly, much sweat and ink had been spent to bring the event to pass. During the 55 years of active, organizational preparation for the convocation there took place:
• Six meetings of the "Inter-Orthodox Preparatory Commission"
• Three gatherings of the "Special Inter-Orthodox Commission"
• Five Pre-Conciliar Pan-Orthodox Conferences
• Three meetings of the Synaxis of the Primates of the Local Churches
• Two special theological conferences for the drafting of the Rules of Operation of the Episcopal Assemblies in the Diaspora
• Two academic conferences, on the issue of a common ecclesiastical calendar and a common celebration of the feast of Pascha with the heterodox and another on contemporary bioethical issues.
• And one academic conference on the issue of the Ordination of Women in Rhodes, in 1989.
It is truly tragic that after such an extensive amount of time and effort the outcome pleases virtually no one, nor brings honor or glory to the organizers or to the Church. Perhaps the hierarch of the Ecumenical Patriarchate who characterized the council as a "fiasco" or the ecclesiastical reporter who called it "the headline which ended up a footnote" were unjust? {It is apparent that the ancient saying has been fulfilled in Crete: "it bore a mountain and gave birth to a fly." Would that it were only this and not worse! For such travail in giving birth to such a "council" is a shame upon the entire Church.}
One has to ask: what was at fault, that, in spite of so much work - unique in the conciliar annals - we've had such a tragic outcome?
We have an expression in Greece: "a good day is apparent from the outset." Well, the opposite is also true in the case of the grand council. Early on in the conciliar process it was apparent that the normally sunny Crete would not shine brightly for Orthodoxy. As I have examined elsewhere at length,[3] the visionaries behind Crete sealed their Council's fate to not follow the Holy Fathers by imbibing the "spirit" of another, even grander and thrice-flawed gathering of recent memory: the Second Vatican Council.
The two councils shared common roots and beginnings, a similar methodology and similar aims, and at least a superficial allergy to dogma. Both gatherings aimed at, and claimed to, solidify their hierarchies' commitment to ecumenism and both allowed for their conciliar decrees and documents to be shaped by academic theologians. And, most importantly, both gatherings saw the introduction of a new "inclusivist" ecclesiology, foreign to the Church's Faith in the One, Holy, Catholic and Apostolic Church.[4]
Another point which unfortunately forges kinship between the two gatherings is the absence of any demonology. It is indicative as to the mindset and priorities of the drafters of the conciliar texts that nowhere, in any of the texts, does one find the following terms:
• Devil, demon, diabolical, or evil one [5]
• Heresy,[6] heretic, schism or schismatic
However, discernment of the methods of the fallen spirits, or demonology, is a requirement in the formation of Christology and Ecclesiology.[7] As the Evangelist John writes, “For this purpose the Son of God was manifested, that he might destroy the works of the devil” (1 John 3:8). The absence of any mention of the evil one or his machinations (heresy, schism, etc.) from any conciliar text is indicative of a worldly, secularized outlook, not the patristic mindset.
Finally, following Vatican II and not the holy fathers, the "Council" in Crete not only made no reference to heresy but invited representatives of heretical confessions to attend as observers, including those recognized as such by previous Ecumenical Councils. Although unprecedented in the history of the councils, it had been practiced in the Vatican councils, confirming once again the spirit and mindset which unfortunately animated the organizers.
B. The "Conciliar" Abolition of Conciliarity
Let us look now more particularly at the conciliarity (or lack thereof) of the pre-synodal period and the Council itself. The unity of the Church is manifest and molded through conciliarity. As the 34th Apostolic canon states: "for so there will be unanimity, and God will be glorified through the Lord in the Holy Spirit." When the conciliar way is lost the first and often immediate victim is the unity of the Church.
A careful examination of the "Council" of Crete in this regard reveals that, paradoxically, there occurred a "conciliar" abolition of conciliarity. In the history of the Church, with the exception of the robber councils, no other council showed so much disdain for the very meaning of conciliarity as did the "Council" of Crete.
Firstly, the people of God, the pleroma of the Church (which includes clergy, monastics and laymen), was bypassed entirely in the run-up and execution of the "Council." This is not only a major oversight, it is a serious ecclesiological flaw. The Orthodox Patriarchs declared to the Pope in 1848 that in the Church of Christ "neither Patriarchs nor Councils could have introduced novelties amongst us, because the protector of religion is the very body of the Church, even the people themselves...".[8]
However, not only was the body of the Church kept in the dark but even much of the hierarchy itself. The majority of the bishops and even synods of the Local Churches were uninvolved in the preparation of the "Council," including the drafting of its texts. In this regard, we recall the painful cry of protest issued by Met. Hierotheos of Nafpaktou months before the "Council" that the pre-conciliar texts "were unknown to most hierarchs and to myself, remain hold-up in committee and we don't know their contents." [9]
It is not overstating our case to state that the judgement of the Seventh Ecumenical Council with regard to the false iconoclast council of Hieria is applicable here: "their things were said as in a corner, and not upon the mountain of orthodoxy." This is because those responsible for the preparation of the texts knew very well the people of God's opposition to the problematic texts and for this reason refused to publish them. As is apparent from the minutes of the 5th (and final) Pre-Conciliar Conference (in October of 2015), it was only upon the insistence of the Patriarchate of Georgia and (later at the Synaxis of the Primates in January of 2016 - just 5 months before the "Council") the request of the Patriarchate of Moscow that the texts were finally released to the Church. With this in mind, then, one can better understand why four Patriarchates ended up pulling out at the last minute.
Metropolitan Irenei of Batskas (Serbian Church) had this to say about that last, crucial meeting of the Pre-Conciliar Commission which took place in October of 2015:
"With regard to the text 'Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World' serious review and correction was, unfortunately, proven impossible, because for most of the meeting...in spite of the disapproval of many and the sharp criticism exacted, the text - for reasons never divulged - was not seriously re-evaluated. Rather, it was sent on as is, essentially untouched, to the Council, where, due to a lack of time and consensus, only cosmetic changes were made." [10]
A careful study of the minutes of the 5th Pre-Conciliar, Pan-Orthodox Conference (October of 2015) reveals that the work was carried out in a atmosphere of pressure and haste with responsibility for this resting with the president of the meeting, Met. John of Pergamon, who was subsequently replaced.
It is apparent and a view commonly held among critics of the "Council" that one of the main causes for turning Crete into a "fiasco" was this anti-synodical, unorthodox methodology and pre-conciliar secrecy enforced by the organizers.
We said previously that the hierarchies of the Local Churches were kept in the dark with respect to the preparatory period and texts. This is also apparent when one considers that the rules of preparation for the Council only required the signatures of two representatives of each Church in order to confirm the pre-conciliar texts - that is, without the approval of the Holy Synods. Thus, the unorthodox text on the heterodox was considered "approved" by the Local Churches after the October 2015 meeting without being sent, without being discussed, and without being confirmed by the Holy Synods of the Local Churches. In this way, on the strength of two representatives' signatures, the text was considered accepted and binding for the Church of Greece, and then forwarded to the Council. Where is the conciliar character of the Church at work here?
But that is not all. For the text to be amended, or even one phrase of it to be changed in Crete, it required the approval of all the Local Churches. If only one disagreed with the change, it remained as it was because it was considered already approved by all the Churches at the 5th Pre-Conciliar Conference!
Once again, here we can see why the Churches of Bulgaria and Georgia declined to attend: they understood that essential changes to the texts would be impossible.
This same process was at work with the Rules of Operation for the Council itself. The texts were approved by the Primates (with the exception of the Church of Antioch) without discussion or approval of the Local Church Hierarchies.
Objectionable and unfortunate as the pre-conciliar process appears, it is rather benign in comparison to the pinnacle of disdain of conciliarity on display at the Council itself. There the right and proper function of each bishop to vote on the proposed texts was scorned and denied and reserved for the Primate alone. Unbelievable, unprecedented, and total inadmissible canonically speaking.
The irony is that many of the bishops in attendance enthusiastically declared that there was great freedom and ease for the bishops to speak. While this is significant, it is obviously secondary in importance to voting. What matters is not who speaks first but who has the last word, that is, who decides. Even if all 152 non-voting bishops disagreed with a word or passage or even an entire document, it mattered little, for the votes of the 10 Primates was all that was registered.
As is well known, according to Orthodox ecclesiology, bishops are equal. The Primate is not above all the bishops. Rather, he is the "first among equals." In this context, then, does not the practice in Crete to recognize the vote of the Primate alone, and not that of the whole of the hierarchy, represent a fall from conciliarity and slide into papism? This "papal" elevation of the Primates is extremely dangerous for the entire Church, for besides meaning the abolition of conciliarity in each Local Church, it will quickly lead to the Primate of Primates being elevated to the status of Pope of the East sine paribus (without equal), to use the preferred term of Met. Elpidophoros of Brusa.
Allow me to provide three examples which illustrate that in Crete there occurred a "conciliar abolition of conciliarity."
Before the "Council" of Crete, the Hierarchy of the Church of Greece unanimously agreed and stated their position that in the conciliar texts heterodox communities must not be referred to as "Churches." The hierarchy mandated that the Archbishop and his entourage convey and champion this decision. There was no conciliar authorization for any modification of the decision of the Hierarchy. Nevertheless, the Archbishop of Athens and his entourage (with the exception of Metropolitan Hierotheos of Nafpaktou) changed their stance and voted for a modified version of the text in question (#6) which clearly contradicted the unanimous decision of the entire hierarchy. In doing this he and those with him disdained the 34th Apostolic Canon, which reads: "neither let him (who is the first) do anything without the consent of all; for so there will be unanimity, and God will be glorified through the Lord in the Holy Spirit."
In our second example, of the Church of Serbia, we have an even more flagrant example of creeping papalism. The Serbian Church's entourage consisted of 24 bishops. Of these only 7 stood in favor of the final text on the Heterodox (#6). Seventeen of the 24 hierarchs refused to sign it. Nevertheless, because the Patriarch of Serbia was favorable and signed the text, the "Council" considered that the Church of Serbia accepted the text! Once again, the Council disdained the 34th Apostolic Canon which calls upon the First Hierarch "to do nothing without the consent of all." The irony is, of course, that while Orthodox representatives to the dialogue with Rome underline the need of the Vatican to base relations between a Primate and Local Church upon the 34th Apostolic Canon, the Pan-Orthodox "Council" violated it repeatedly.
In our third example, we have the tragic anti-synodical and papal approach of the Archbishop of Cyprus. Four of the 17 bishops in attendance from Cyprus refused to sign the final text on the Heterodox (#6), including Metropolitan Athanasius of Lemesou. After these bishops had departed, the Archbishop's response was to sign it for them, as if he had their agreement! In an interview which he later gave to a Greek-American newspaper, the Archbishop characterized these dissenting bishops of his own Church as a "fifth column" at the Council.
It is apparent here that these examples indicate not only a disdain for the conciliar system and even its abolition, but also contempt for the episcopal dignity by the "first hierarchs." These innovations and diversions were not only tolerated and accepted by the "Great and Holy Council;" upon them the "Council" was carried out. Indeed, without such anti-conciliar activity the "Council" would have disintegrated entirely.[11]
In hindsight, given the anti-conciliar foundation and the failure of the "Council" to unite the Orthodox, the following idiom is applicable: "a house is only as good as the foundation upon which it is built" (see Luke 6:48). The "Great and Holy" Council's house was not built on the rock of conciliarity - "it seemed good to the Holy Spirit and to us" - but on the sand of papalism - "our holy patriarch has spoken"!
2. The Documents and Declarations of the Council
Let us now turn from the organization of the "Council" to its documents.
Three of the six documents presented serious problems for several of the Churches. These were: The Mission of the Orthodox Church in Today's World,[12] The Sacrament of Marriage and Its Impediments, and Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World. I will speak only briefly concerning the second text and focus on the third, which really constituted the basis of the Council.
A. The Sacrament of Marriage and Its Impediments
In the document on Marriage, three statements are made in succession concerning the issue of "mixed-Marriages," that is marriage of an Orthodox Christian with the member of a Heterodox confession or one of the non-Christian religions of the world:
1. Marriage between Orthodox and non-Orthodox Christians is forbidden according to canonical akriveia (Canon 72 of the Penthekte Ecumenical Council).
2. With the salvation of man as the goal, the possibility of the exercise of ecclesiastical oikonomia in relation to impediments to marriage must be considered by the Holy Synod of each autocephalous Orthodox Church according to the principles of the holy canons and in a spirit of pastoral discernment.
3. Marriage between Orthodox and non-Christians is categorically forbidden in accordance with canonical akriveia.
Now, to be sure, this question of mixed-Marriages is a thorny and difficult pastoral matter, especially for the Church outside of traditional Orthodox lands, such as America. Without wanting in the least to belittle this pastoral challenge, a challenge rightly dealt with by the pastors on a case by case basis, it is imperative that the pastoral practice never be loosed from its dogmatic moorings. My interest here are the dogmatic implications of this decision.
According to Professor Demetrios Tselengides, the move "to legitimize the service of mixed marriage [is] something clearly forbidden by canon 72 of the Penthekte Council. [It is unacceptable, therefore,] for a council such as the "Great and Holy Council" in Crete to explicitly turn a decision of an Ecumenical Council into something relative." [13]
In the relevant excerpt I read of the conciliar document, note that while the kat'oikonomia marriage of the Heterodox with the Orthodox is considered possible, the same is strictly forbidden for the non-Christians. Why the difference? On what basis are the Heterodox admitted to a mystery of the Church? What are the criteria of acceptance?
Let us remember Canon 72, which could not be stated more clearly to show that it is a canon based on the dogma of the Church and thus does not admit of oikonomia:
«An orthodox man is not permitted to marry a heretical woman, nor an orthodox woman to be joined to a heretical man. But if anything of this kind appear to have been done by any [we require them] to consider the marriage null, and that the marriage be dissolved. For it is not fitting to mingle together what should not be mingled, nor is it right that the sheep be joined with the wolf, nor the lot of sinners with the portion of Christ. But if any one shall transgress the things which we have decreed let him be cut off. But if any who up to this time are unbelievers and are not yet numbered in the flock of the orthodox have contracted lawful marriage between themselves, and if then, one choosing the right and coming to the light of truth and the other remaining still detained by the bond of error and not willing to behold with steady eye the divine rays, the unbelieving woman is pleased to cohabit with the believing man, or the unbelieving man with the believing woman, let them not be separated, according to the divine Apostle, “for the unbelieving husband is sanctified by the wife, and the unbelieving wife by her husband.”»
What is significant here is that the Council in Crete introduced, for the first time in history, a synodical decision which allows for the overturning of a canon of an Ecumenical Council and - most importantly - its underlying dogmatic basis. I don't see how one could understand it otherwise, for on what basis are they allowing for mixed marriages if not some (new) consideration of the Church and Her Boundaries, now including the heterodox (somehow - "because they are baptized"?). For, otherwise, it would be madness to speak of marriage - a true mystery of unity in Christ - between a baptized and initiated member of the Body of Christ and one not baptized and not initiated.
Therefore, the implication, even when the decision is referred to as "kat'oikonomia" here, is that the heterodox are "baptized" and on this basis they (as opposed to those of other religions) can participate in the mystery of marriage. Indeed, this is what one hears when he pays attention to the reasoning of those champions of mixed marriages. This, however, means that underlying the supposed "oikonomia" of mixed-Marriages is the so-called "baptismal theology" and "inclusive church" theories, which lie at the heart of syncretistic ecumenism. This is consistent with the fruits we have seen from mixed-Marriages, namely, that on the basis of mixed-Marriages the ecumenically-minded justify other violations of the canons, such as joint prayer with the heretics, or even communing them during the marriage ceremony. (I am told that, in fact, this is practiced by a prominent professor at a North American Orthodox seminary).
It is clear that there is no theological basis for mixed-Marriages, that it cannot be considered "oikonomia" since it does not lead to akriveia, but rather overturns the unity-identity of the mysteries with the One Mystery of Christ, and that it opens the door to further erosion of the canonical and sacramental order of the Church.
B. Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World
Let us turn now to the text which many consider constituted the basis of the Council: "Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian world." [14] It is the common view that this text, the sixth and final text accepted by the "Council," is fraught with error and confusion, notwithstanding occasional praiseworthy passages.
1. The Product of an Ecumenistic Outlook
As a text with a clear dogmatic-ecclesiological orientation this text ought to have been distinguished by an absolute clarity of meaning and exactitude in formulation, such as to exclude the possibility of a variety of interpretations or intentional misinterpretations. Unfortunately, to the contrary, in key passages we encounter obscurity and ambiguity, as well as theological contradictions and antinomy, which permit polar opposite interpretations.
It is characteristic with what difficulty the "Council" met the task of approving this text that nearly thirty bishops refused to sign it and many others only signed it after the termination of the Council, after the four versions (in four languages) had finally been completed.
To see that the text is a product of an ecumenistic - and not truly ecumenical - mindset, one only need to consider what Metropolitan Hierotheos (Vlachos) wrote concerning the text and the debate surrounding it during the "Council":
«When the minutes of the Council are published, where the true views of those who decided on and signed the text are recorded, then it will be clear that the Council was dominated by the branch theory, baptismal theology and especially the principle of inclusiveness, i.e. a retreat from the principle of exclusivity to the principle of inclusiveness. During the works of the Council in Crete various distortions of the truth were said [in order to bolster the text] regarding St. Mark of Ephesus, the Council of 1484 and the Synodical encyclical of the Eastern Patriarchs in 1848, with regard to the word “Church” as applying to Christians cut off from the One, Holy, Catholic and Apostolic Church.»
The Metropolitan relates elsewhere that proponents of the text and the recognition of the "ecclesiality" of the Western confessions employed aggression and much pressure, including explicatives against those opposed.
2. Endorsement of Ecumenism
We mentioned earlier that one of the aims of this "Council" was to solidify the Orthodox Church's commitment to ecumenism. This text on relations to the Heterodox achieves this goal. It contains positive references to the World Council of Churches, made with apparent enthusiasm.
In paragraph 21 of the text, the following is stated:
«The Orthodox Church wishes to support the work of the Commission on 'Faith and Order' and follows its theological contribution with particular interest to this day. It views favorably the Commission’s theological documents, which were developed with the significant participation of Orthodox theologians and represent a praiseworthy step in the Ecumenical Movement for the rapprochement of Christians.»
The positive evaluation of the texts accepted within the WCC alone is sufficient for an Orthodox Christian to reject the text. Is it possible for a Pan-Orthodox Council to favorably view theological documents of the WCC when these very texts are filled with heretical Protestant views that have been repeatedly criticized by many Local Orthodox Churches?
In paragraph 19 of the text, the Toronto Statement of the WCC is referred to positively, as a foundational document for Orthodox involvement. What, however, does this statement express? Among other things it states that the WCC includes churches which hold that:
• the Church is essentially invisible,
• there is a distinction between the visible and invisible body of the Church,
• the baptism of other churches is valid and true,
• there are "elements of a true Church" and "traces of Church" in other member churches in the WCC and the ecumenical movement is based on this
• there are church members extra muros (outside the walls), and that
• these aliquo modo (in some way) belong to the Church, and that
• there is a "Church within a Church."
Upon this foundation the Orthodox participate in the WCC, an organization in which the anti-Orthodox "invisible and visible Church" theory clearly dominates, overturning the whole of Orthodox ecclesiology.
The "Council" of Crete is the only council of bishops ever to recognize, promote, praise and accept ecumenism and the World Council of Churches. This stands in direct opposition to the witness of the choir of saints, including - among many others - the great elder Ephraim of Katounakia who by revelation was informed that ecumenism is dominated by unclean spirits.
The implications are enormous: what experience and inspiration of the Holy Spirit could they be expressing in Crete when they stand in opposition to the saints of the Church?
3. A Long Path to the Recognition of the Ecclesiality of the Heterodox
This path to the conciliar acceptance of ecumenism has been long and tumultuous. The passage of this text on Ecumenism was clearly the number one goal of the visionaries of the "Council" - a goal which was apparent as early as 1971.
The first text produced within the pre-conciliar process that recognizes the so-called ecclesiality of the heterodox confessions is the Inter-Orthodox Preparatory Commission text from 1971 entitled "Oikonomia in the Orthodox Church," which stated: "For our Orthodox Church recognizes - even though being the One, Holy, Catholic and Apostolic Church - the ontological existence of all those Christian Churches and Confessions."[15] (This text was severely criticized by theologians in Greece at the time and eventually removed.)
This phrase was later modified at the Third commission meeting in 1986 to "recognizes the actual existence of all the Christian Churches and Confessions."
It was changed again in 2015, at the Fifth such meeting of the preparatory commission, to "recognizes the historic existence of other Christian Churches and Confessions not found in communion with Her."
When, in January of 2016 the final text was finally made public, this phrase provoked a host of reactions and protests from the fullness of the Church and Local Church Synods, including the Russian Church Abroad.
After the last minute proposal in Crete in June of 2016 by the Archbishop of Athens was generally accepted by the Primates and their entourages (although nearly 30 bishops refused to sign), the final text included the formulation: "the Orthodox Church accepts the historical name of other heterodox[16] Christian Churches and Confessions that are not in communion with her."
One can see that progressively, over the last 45 years, the phrase has been modified in response to objections advanced by the Local Churches. Nevertheless, the final version remains unorthodox and unacceptable, or, as Metropolitan Hierotheos (Vlachos) writes, "anti-orthodox." There are several important points to make in this regard.
4. Anti-Orthodox and Synodically Condemned as a Heresy
Firstly, as Metropolitan Hierotheos remarks, it may be that, in accepting the term "church" for the heterodox confessions, an important distinction was lost on the participating hierarchs. St. Gregory Palamas clearly defined this issue in the Synodical Tomos of the Ninth Ecumenical Council of 1351. He writes there: "it is one thing to use counterarguments in favor of piety and another thing to confess the faith." That is, one should use every argument in countering something, while confession should be brief and doctrinally precise. Hence, in this context, in council, for the sake of doctrinal precision the use of the term "church" for the heterodox is clearly inadmissible.
We can only hope, together with Metropolitan Hierotheos, that the hierarchs in Crete "were 'misled' by those who argued - without extensive references - that during the second millennium the Orthodox characterized heretical groups as Churches. The truth is that it wasn't until the 20th century that Western Christianity was characterized as a church, when Orthodox terminology and theology was differentiated from the terminology and theology of the past, especially with [and after] the 1920 Encyclical of the Ecumenical Patriarchate" "Unto the Churches of Christ Everywhere." One has only to recall that St. Gregory Palamas likened the Latin heresy akin to Arianism and the Latins as being obedient organs of the evil one.
The term Church is used not simply as a description or an image. Rather, it indicates the actual Body of our Lord Jesus Christ. The Church is identified with the very Theanthropic Body of Christ and because as Head He is one, His Body is one. As the Apostle Paul wrote:
«...and [He] gave him to be the head over all things to the church, which is his body, the fullness of him that filleth all in all» (Eph. 1:22-23)
«There is one body, and one Spirit, even as ye are called in one hope of your calling; One Lord, one faith, one baptism, One God and Father of all, who is above all, and through all, and in you all» (Eph. 4: 4-6)
Although it has been claimed that the offensive phrase referring to "churches," particularly in its last form, is consistent with Orthodox ecclesiology and the Apostle Paul, the truth is that it is, rather, consistent with the new, "inclusivist" ecclesiology. As Metropolitan Hierotheos stated: "while prima facie it seems harmless, it is anti-Orthodox."
Why "anti-Orthodox?" Firstly, it is impossible to speak of "simply" "accepting the historical name" of "other heterodox Christian Churches," for there is no name without existence, because otherwise an ecclesiological nominalism is expressed.
Secondly, far from hearkening back to the Apostle Paul, "the mouth of Christ," the phrase "the Orthodox Church accepts the historical name of other heterodox Christian Churches," when understood in context, reminds one of the invisible church theory of Calvin and Zwingli, what Vladimir Lossky called a "Nestorian ecclesiology." This ecclesiology supposes that the Church is split into invisible and visible parts, just as Nestorius imagined the divine and the human natures in Christ to be separated. Other heretical theories have sprung from this idea, such as the branch theory, baptismal theology and ecclesiological inclusiveness. This invisible church theory has actually already been rejected in council by the Orthodox Church.
The idea that a church can be characterized as heterodox (heretical) was condemned by the Councils of the 17th century on the occasion of the so-called "Confession of Loukaris," supposed to have been written or adopted by Kyrillos Loukaris, Patriarch of Constantinople. The condemned phrase was: "it is true and certain that the Church may sin and adopt falsehood instead of the truth." On the contrary, the Councils of the Church at the time condemned this faithlessness to Christ declaring that the Church cannot err.
This conciliar teaching is very important and must be stressed again in our day, for it comes to heal the delusion of those humanists in our midst who have lost faith in Christ and the continuation of the Incarnation. It is this faithlessness that lurks behind the unwillingness of many to embrace the "scandal of the particular," the scandal of the Incarnation, and to declare that the Church is One as Christ is One, and it is in a particular time and place, being the continuation of the Incarnation and the One, Holy, Catholic and Apostolic. This faithlessness amounts to an abandonment of orthodoxy as a pre-requisite of ecclesiality and it is not simply a crisis of convictions, but, as Fr. George Florovsky wrote some 60 years ago, it signals that people "have deserted Christ."
To be sure, the contemporary forms that the heresy of the "invisible church" theories take are a bit more nuanced than those in the 16th century, but not by much. Let us look again at the offensive phrase in context and we'll see the similarities more clearly. The text reads:
«In accordance with the ontological nature of the Church, her unity can never be perturbed. In spite of this, the Orthodox Church accepts the historical name of other Heterodox Christian Churches and Confessions that are not in communion with her, and believes that her relations with them should be based on the most speedy and objective clarification possible of the whole ecclesiological question, and most especially of their more general teachings on sacraments, grace, priesthood, and apostolic succession.» (Paragraph 6)
It begins by stating that according to the ontological nature of the Church, unity cannot be disturbed. Here the invisible, united Church in the heavens is implied. This is the meaning of "ontological." This is immediately followed by, "but in spite of this..." and reference is made to the fractured, visible aspect of the Church, with the acceptance of other, "Heterodox Churches."
5. An Already Accepted Expression of the New Ecclesiology
This is not the first time this dichotomy of the ontologically united Church in heaven, outside of time, with the divided Church on earth, in time, has appeared among the Orthodox hierarchy. Here is how the Patriarch of Constantinople, Bartholomew, expressed it in the Holy Sepulchre in Jerusalem of 2014:
«The One, Holy Catholic and Apostolic Church, founded by the "Word in the beginning," by the one "truly with God," and the Word "truly God", according to the evangelist of love, unfortunately, during her engagement on earth, on account of the dominance of human weakness and of impermanence of the will of the human intellect, was divided in time. This brought about various conditions and groups, of which each claimed for itself "authenticity" and "truth." The Truth, however, is One, Christ, and the One Church founded by Him.
Both before and after the great Schism of 1054 between East and West, our Holy Orthodox Church made attempts to overcome the differences, which originated from the beginning and for the most part from factors outside of the environs of the Church. Unfortunately, the human element dominated, and through the accumulation of "theological," "practical," and "social" additions the Local Churches were led into division of the unity of the Faith, into isolation, which developed occasionally into hostile polemics.»
The similarity with the invisible Church theory condemned by the Church and these words of the Patriarch are apparent in the sharp distinction of the ontologically united heavenly Church with the supposedly fragmented earthly Church. This mirrors the "Nestorian" division of the divine and human natures of the Body of Christ. This view is, however, not surprisingly, in harmony with the new ecclesiology propounded at the Second Vatican Council, which posits an earthly church with greater or lesser degrees of fullness[17] due to the so-called "tangles of human history."[18]
These views of the Church imply the identification of the Church with heresy, of the holy things with the fallen and worldly. With pain of heart the words of Saint Tarasios, Patriarch of Constantinople, to the Fathers of the Seventh Ecumenical Council, are brought to mind, when he rebuked the decisions of the iconoclasts' false-council of Hieria:
«O the derangement and distraction of these [men]. They did not separate between the profane and the holy, and as tavern-keepers mix wine with water they mixed the true word with the perverted, truth with falsehood, just as [as if they were] mixing poison with honey, to whom suitably does Christ our God address through the prophet: 'the priests set aside my law, and defiled my sanctuaries. They did not distinguish between the profane and the holy.»
It should be clear, then, that the offensive text with its heretical ecclesiology must be rejected by the Church (by every Local Church separately and then in a future Council), and replaced, for it will undoubtedly be the source of a falling away from Orthodoxy.
There is still time to correct course and heal the wound already inflicted upon the Church. One practical solution, given by Metropolitan Hierotheos, which would help facilitate the restoration of Orthodoxy, is for a future council to correct the errors and to issue a new, orthodox document. There is both contemporary support for this (from the Patriarchates of Antioch, Serbia, Russia, Georgia, Bulgaria and even Romania) as well historical precedent (the meetings of the Ecumenical Councils extended for months and years, the Penthekte Council completed the 5th and 6th Councils and the Ninth Ecumenical Council was actually four separate councils).
Let us hope that bishops everywhere take immediate steps in this direction, for the matter is most urgent in those Local Churches which have accepted the text and Council.
3. The Aftermath and Implications of the "Council" of Crete
A. The Responses of the Local Churches
Let us now turn briefly to the aftermath of the council and the current state of things.
Firstly, among those who attended the Council, there were nearly 30 bishops who refused to sign its final document on the Heterodox and Ecumenism. Among those are the well-known bishops, Metropolitans Hierotheos (Vlachos) of Nafpaktou (Greece), Athanasius of Lemesou (Cyprus), Neophytos of Morphou (Cyprus), Amphilochios of Montenegro, (Serbia), and Irenei of Batskas (Serbia).
Bishop Irenei of Batskas in Serbia summarized the stance of many post-Council:
«Concerning the recently concluded, triumphantly yet not entirely persuasively, "Great and Holy Council" of our Church in Columbari of Crete: it is already not recognized as such by the Churches that were absent, indeed even characterized by them as a "gathering in Crete", and also disputed by most of the attending Orthodox hierarchs!»
The supporters and sympathizers of the Council call upon the example of the Second Ecumenical Council as precedent, as an example of a council at which some Local Churches were absent (namely Rome and Alexandria). What they do not say, however, is that the Second Ecumenical Council was not called as an Ecumenical or Pan-Orthodox Council to begin with, but rather as one of many Local Councils of the Eastern Empire and on account of the Orthodox decisions that were made it was later accepted by all of the Local Churches as Ecumenical.
In Crete we actually have the opposite: it was called as Pan-Orthodox and four Patriarchates refused to attend. Moreover, and most importantly, they also have refused to recognize it as a Council, even after the fact.
The Patriarchate of Antioch, in its June 27th decision of last year, stated that it considered the meeting in Crete as "a preliminary meeting towards the Pan-Orthodox Council," that it "refuses to assign a conciliar character to any Orthodox meeting that does not involve all of the Orthodox Autocephalous Churches," and, thus, that "the Church of Antioch refuses to accept that the meeting in Crete be called a “Great Orthodox Council” or a “Great and Holy Council.”
The Patriarchate of Moscow (in the July 15, 2016 decision of its Holy Synod) stated that "the Council which took place in Crete cannot be considered Pan-Orthodox, nor can the documents which it ratified constitute an expression of Pan-Orthodox consensus."
The Patriarchate of Bulgaria (in its decision dated November 15, 2016) stated in a gathering of the entire hierarchy that "the Council of Crete is neither great, nor holy, nor Pan-Orthodox. This is due to the non-participation of a number of Local autocephalous Churches, as well as the accepted organizational and theological mistakes. Careful study of the documents adopted at the Crete Council leads us to the conclusion that some of them contain discrepancies with Orthodox Church teaching, with the dogmatic and canonical Tradition of the Church, and with the spirit and letter of the Ecumenical and Local Councils. The documents adopted in Crete are to be subject to further theological consideration for the purpose of amending, editing and correcting, or replacing with other (new documents) in the spirit and Tradition of the Church."
The Patriarchate of Georgia met in December of last year and issued a final decision on the Council of Crete. In that it stated that it is not a Pan-Orthodox Council, that it abolished the principle of consensus and that its decisions are not obligatory for the Orthodox Church of Georgia. Furthermore, the documents issued by the Council of Crete do not reflect important critiques made by the Local Churches and they are in need of correction. A truly Great and Holy Council does need to be held and the Georgian Church is confident that it will take place in the future and it will make decisions by consensus, based on the teaching of the Orthodox Church. Towards this goal, the Holy Synod has formed a theological commission to examine the documents accepted in Crete and to prepare for a future Council which will be Pan-Orthodox.
The Patriarchate of Romania, which participated in the Council, later stated that "the texts can be explained, nuanced in part or further developed by a future Great and Holy Council of the Orthodox Church. However, their interpretation and the drafting of new texts on a variety of issues must not be made hastily or without Pan-Orthodox agreement, otherwise they must be delayed and perfected until agreement can be reached.
The Autocephalous Orthodox Church of Greece, while not cataphatically ruling in favor of the final decisions of the Council, has issued an encyclical representing it as an Orthodox Council. Many have concluded that this stance signals agreement, even though within the hierarchy there are bishops which have sharply rejected and condemned the "Council." This confusion has given rise to disgust on the part of the faithful.
B. The Post-Cretan Developments in Greece and Romania
Before I close, I believe it is also important to inform you of the latest developments with respect to the reception or rejection of the Cretan "Council" by the people of God.
There have been positive responses, especially among the official organs of the participating churches, which have take the form of lectures and small conferences on the significance of the "Council," sometimes involving the Heterodox. One can also observe a surprising dissatisfaction among supporters that the "Council" did not do enough or go far enough in recognition of the Heterodox or in terms of other "hot button" issues for, mainly, Orthodox academics in the West. No doubt there will be a continued effort to influence the faithful in favor of the "Council" - a hard task, given that most never felt the "Council" was at all relevant to them.
In spite of the official, positive reception given the "Council" in Greece and Romania, the overwhelming response among the people of God has been negative. The implications of the Cretan Council are far-reaching for many in those Local Churches which have accepted the Council. The response of many clergy, monastics and theologians to the favorable reception given to the Cretan "Council" by their hierarchy has ranged from written and verbal rejection by well-known theologians to the grave decision to cease commemoration of erring bishops by monastics and pastors.
The cessation of commemoration of the Patriarch of Constantinople which began on Mt. Athos in the Fall of last year, with perhaps 100 monastics participating, has now spread to many dioceses in the Church of Greece, as also Romania, where several monasteries and clergy ceased commemorating their bishops.
One of the most significant developments occurred just two weeks ago. The eminent Professor of Patrology Protopresbyter Theodore Zisis announced on the Sunday of Orthodoxy that he was ceasing commemoration of his bishop, the Metropolitan of Thessaloniki, Anthimos, due the latter's enthusiastic reception of the Cretan "Council" and its texts. Due to his stature and high profile (he was the teacher of many of the current hierarchs in Greece), this decision has influenced others and "shaken up" the ecclesiastical status quo in Greece. This path has been followed by four clergy on the island of Crete, three monasteries in the Diocese of Florina, clergy and monastics in the Dioceses of Thessaloniki, Cephalonia, Syros and Andros, and elsewhere.
In addition to this, just a few days ago Archimandrite Chrysostom, the Abbot of the Holy Monastery of the Life-Giving Spring in Paros, Greece (where the Holy Elder Philotheos Zervakos shone in the ascetic life) submitted to the Holy Synod of the Church of Greece an historic formal accusation of heresy against Patriarch Bartholomew. Abbot Chrysostom has petitioned the Holy Synod to recognize, repudiate and condemn the Patriarch's "eterodidaskalia" (heterodox teachings) as contrary to the right teaching of the One, Holy, Catholic and Apostolic Church of Christ.
He wrote to the Holy Synod:
«In submitting this letter to you, we place before the honorable Body of the Hierarchy of the Church of Greece the scandal caused to myself, our brotherhood, clergy, monks and countless laity, by the successive waves of heterodox teachings which have been expressed at various times by His Holiness, the Ecumenical Patriarch, Bartholomew, the pinnacle of which being [expressed at] the Holy and Great Council held in Kolympari of Crete.»
The formal petition provides 12 examples of heterodox teaching issued by the Patriarch over several decades, as well as 9 relevant canons of the Church, and ends with a list of 13 bishops, 14 abbots, hieromonks and clergy, and 9 theologians which the abbot is suggesting be called as supportive witnesses before the Holy Synod when he will be formally called to defend his accusation.
Your Eminences, Graces and reverend fathers,
These and other, similar developments in the Ukraine, Moldavia and Romania serve to underscore the mounting pressure upon all the shepherds of the Church to respond patristically to the danger posed to the unity of the Church by the ill-planned and executed, and finally, anti-Orthodox, Cretan "Council."
Church history clearly instructs us that this priceless unity in Christ exists and flourishes only when all are of "one mind" and confess the same faith in the One Church. Moreover, recent history also teaches us that accommodation of, or indifference to, a new, innovative ecclesiology, such as that expressed in word and deed in Crete, is not an option and will only lead to further polarization and shipwrecks on both the left and the right of the Royal Path. It is in such rocky spiritual seas as these that the skill of the spiritual leader is tested and confirmed, showing that he not only knows Truth but is also skilled in the WAY by which all can arrive at it safely.
By God's providence, the Russian Orthodox Church Abroad continues to occupy a unique place in the Orthodox Church from which it can speak freely and even prophetically the word of Truth - "a word" which unites the faithful, healing old schisms and averting new ones. The Church Catholic has need of it now in these trying times.
Through the prayers of our holy fathers, and especially the holy new martyrs and confessors, and by the wise pastoral guidance of our chief Shepherds, may we all continue in the saving confession of faith in the One Church, which is the continuation of the Incarnation - to the up-building of the Church and salvation of the world!
I thank you all for your attention and graciousness in listening to me today and I wish you all a bright and radiant Pascha!
SELECT BIBLIOGRAPHY
Γκοτσόπουλος, Ἀναστάσιος, Πρωτοπρεσβύτερος, «Πῶς δ’ αὖθις Ἁγία καί Μεγάλη, ἣν οὔτε…, οὔτε…, οὔτε…;» 10 Δεκεμβρίου 2016
Metropolitan Hierotheos of Nafpaktos and St. Vlassios, Intervention and Text in the Hierarchy of the Church of Greece (November 2016) regarding the Cretan Council: https://orthodoxethos.com/post/intervention-and-text-in-the-hierarchy-of-the-church-of-greece-november-2016-regarding-the-cretan-council.
Notes:
[1] Metropolitan Hierotheos (Vlachos), Intervention and Text in the Hierarchy of the Church of Greece (November 2016 Regarding the Cretan Council: https://orthodoxethos.com/post/intervention-and-text-in-the-hierarchy-of-the-church-of-greece-november-2016-regarding-the-cretan-council.
[2] This is but one of several alarming ecclesiological innovations introduced in Crete, superseded in gravity only by the acceptance of the self-contradictory "heterodox Churches." It was, however, the former - the sundering of conciliarity - which made possible the latter - the acceptance of the incongruity (if not monstrosity) that is "heterodox Churches." This is true in more than one way. If all of the bishops had had a vote, and not only the Primates, it is unlikely the offending text on the Heterodox would have been accepted. However, it is also the case that if the Archbishop of Athens had respected the the clear, conciliar mandate given him by his hierarchy, which voted unanimously to refuse to accept the term "church" for the heterodox, he would not have accepted the specious and ill-advised "correction."
[3] See: From the Second Vatican Council (1965) to the Pan-Orthodox Council (2016): Signposts on the Way to Crete: https://orthodoxethos.com/post/from-the-second-vatican-council-1965-to-the-pan-orthodox-council-2016-signposts-on-the-way-to-crete.
[4] In an article dating back from when Ecumenical Patriarch Bartholomew was still a Metropolitan, in the journal The National Catholic Reporter, the Patriarch said the following, revealing his intentions for the Pan-Orthodox Council: “Our aims are the same an John's (Pope John XXIII): to update the Church and promote Christian unity... The Council will also signify the opening of the Orthodox Church to non-Christian religions, to humanity as a whole. This means a new attitude toward Islam, toward Buddhism, toward contemporary culture, toward aspirations for brotherhood free from racial discrimination...in other words, it will mark the end of twelve centuries of isolation of the Orthodox Church.” See: “Council Coming for Orthodox", interview by Desmond O'Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977 edition. See also: http://orthodoxinfo.com/ecumenism/towards.aspx.
[5] In the texts of the Second Vatican Council matters are slightly better. In Lumen Gentium the devil is referred to four times, although in Unitatis Redintegratio he is not mentioned.
[6] The only exception to this latter case, is when the ecclesiological heresy of phyletism is mentioned in the Encyclical of the Primates, which is also quite indicative of the priorities of the meeting.
[7] See: J. S. Romanides, “The Ecclesiology of St. Ignatius of Antioch,” The Greek Orthodox Theological Review 7:1 and 2 (1961–62), 53–77.
[8] http://orthodoxinfo.com/ecumenism/encyc_1848.aspx.
[9] http://www.parembasis.gr/index.php/menu-prosfata-a...
[10] http://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/9264-mpa...
[11] This section of my lecture is based extensively upon the excellent research and writing done by Fr. Anastasios Gotsopoulos, Rector of the Church of St. Nicholas in the Diocese of Patra, Greece, with his permission.
[12] Due to its importance and the nature of the subject matter, an analysis of this text will be undertaken in a separate paper.
[13] See: http://www.pravoslavie.ru/english/90489.htm.
[14] My analysis will follow and be largely based upon that of Metropolitan Hierotheos (Vlachos) of Nafpaktou, Greece.
[15] Συνοδικἀ, ΙΧ, σ. 107, Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 143, και Γραμματεία Προπαρα-σκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Προς την Μεγάλην Σύνοδον, 1, Εισηγήσεις, της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστική Επιτροπή επί των εξ θεμάτων του πρώτου σταδίου, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1971, σ. 63.
[16] Translator’s note: The official English version says “non-Orthodox” while the original Greek version says “Heterodox."
[17] "One can think of the universal Church as a communion, at various levels of fullness, of bodies that are more or less fully churches. . . . It is a real communion, realized at various degrees of density or fullness, of bodies, all of which, though some more fully than others, have a truly ecclesial character" (Francis A. Sullivan, S.J., “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church,” in René Latourelle, ed., Vatican II: Assessment and Perspectives, Twenty-five Years After (1962–1987) (New York: Paulist Press, 1989), 283).
[18] 267. Joseph Ratzinger, “The Ecclesiology of Vatican II,” a talk given at the Pastoral Congress of the Diocese of Aversa (Italy), Sept. 15, 2001, http://www.ewtn.com/library/CURIA/CDFECCV2.HTM.
Έχοντας προηγηθεί η καταλήστευση της δημόσιας και της ιδιωτικής περιουσίας μας – αίμα και ιδρώτας γενεών – με υπογραφές προδοτικές για ένα χρέος πολλαπλάσιο του πραγματικού, που οδήγησε χιλιάδες σε αυτοκτονία -μπορούσαν να σωθούν κάποιοι από αυτούς με λίγη εκκλησιαστική φροντίδα- και ακολουθώντας η πλημμύρα από αλλόφυλους οργανωμένους να μας υποτάξουν, μόνο ο Χριστός και η ψυχή μας έμειναν, που δεν μπορούν να πάρουν, αν δεν το επιτρέψουμε (Αγ. Κοσμάς). Αλλά ακριβώς εκεί βρίσκεται ο στόχος.
Όταν άρχισε ο λαός να γονατίζει απ’ την ολόπλευρη επίθεση πολιτικών, δημοσιογράφων, συνδικαλιστών, τραπεζιτών, που συνόδευαν κήρυκες του αθεϊσμού, της αγραμματοσύνης, της διαστροφής και της δουλείας, κάποια άλλα χέρια ρασοφορεμένα, κάρφωσαν πισώπλατα την πίστη, την καρδιά του, με γραφίδες που υπέγραψαν ως εκκλησίες τις αιρέσεις. Δηλαδή εξίσωσαν βλάσφημα τον Αληθινό Θεό με τους ψευτόθεους, απεμπολώντας το αίμα αμέτρητων μαρτύρων, που θυσιάστηκαν γι΄ αυτή την πίστη και αγνοώντας άπειρες ψυχές στον άδη εξαιτίας της πλάνης των αιρέσεων.
Τελικός σκοπός η εξαφάνιση της Εκκλησίας του μοναδικού Θεανθρώπινου οργανισμού και πολιτισμού, που εγγυάται αιώνια ζωή με αναμφισβήτητα σημεία. Πριν από χρόνια δήλωναν σε παπικό περιοδικό, οι οικουμενιστές, ότι θα ανοίξει η Ορθόδοξη Εκκλησία στους άλλους χριστιανούς ( Ορθόδοξοι και αιρετικοί στην ίδια μάντρα;) και θα την εκσυγχρονίσει (υποτάσσοντας το αιώνιο στο χρονικό, το αθάνατο στον θάνατο; Ξανά μεσαίωνας δηλαδή).
Η αποτυχημένη από πολλά πανορθόδοξη στην Κρήτη, ήταν φαίνεται η πρώτη πράξη του σχεδίου, όπως προκύπτει απ’ την δήλωση του πάπα, ότι «το πρώτο βήμα έγινε».
Το ότι μετά απ’ όσα γράφτηκαν από τότε, δεν ζήτησαν οι υπογράψαντες συγνώμη από τον λαό, που δεν τους εξουσιοδότησε και δεν ενέκρινε την στάση τους ούτε εκ των υστέρων, το ότι δεν διόρθωσαν έστω με εισαγωγικά το «εκκλησίες» ( και παρά την καθησυχαστική αναγνώριση του δικαίου των ενστάσεων με την εγκύκλιο «προς τον λαό»), δείχνει ότι οι θέσεις τους είναι αμετάκλητες. Εμμονή στην άγνοια ή την πλάνη; Ευρωαργύρια; Κάτι χειρότερο;
Η ανακοίνωση της πλειοψηφίας των ηγουμένων του Αγίου Όρους επιδείνωσε το πρόβλημα, δίνοντας άλλοθι στους αδιάφορους να μην ασχοληθούν, παρ’ ό,τι η ουδετερότητα των χλιαρών είναι συνέργεια στην πνευματική γενοκτονία των Ορθοδόξων.
Η ψευτοσύνοδος αυτή κατέδειξε το βάθος και την έκταση της αλλοτρίωσης μεγάλου μέρους κλήρου και λαού, που οφείλεται κυρίως στην έλλειψη της αποφατικής Ορθόδοξης Θεολογίας απ’ την παιδεία του, και την συνεπαγόμενη αδυναμία του να διαμορφώσει αποφατική ανθρωπολογία στις τέχνες, στην πολιτική, τις επιστήμες, την καθημερινότητα. Η απόρριψη κάθε «ακαταλαβίστικου» από οίηση παντογνωσίας που διακρίνει όποιον φαντάζεται ότι μπορεί με νου κτιστό και μεταπτωτικό να καταλάβει και τον Άκτιστο, οδήγησε στο να αντιτάσσουμε στον θεό των αιρετικών, θεό καταληπτό, ανακυκλώνοντας την πτώση. Αγνοήσαμε ότι ακατάληπτος είναι και ο άνθρωπος που διαστέλλεται απ’ την Χάρη ώστε να «χωράει» τον Αχώρητο, και την κτίση όλη, αφού δεν εξαιρείται απ’ την αγάπη του κανένα κτίσμα ( καύσις καρδίας και υπέρ δαιμόνων, Αγ. Ισαάκ). Αυτός ο άνθρωπος, και μόνος του μαζί με το Αγιο Πνεύμα, είναι συνοδός – συμφωνία, σύμπραξη με τον Θεό, Ορθοδοξία.
Αν στον λαό δεν επιβάλλονταν κριτήρια ξένα στη ζωή του, για να τον κάνουν μερικώς αιρετικό στην πράξη, πιο εύκολα θα καταλάβαινε ότι ο θεός των αιρετικών απρόσιτα κλειστός στα κτίσματα, τα εγκαταλείπει στην κτιστότητα τους και ούτε στον Παράδεισο δεν έχουν μετοχή στην άκτιστη ζωή, αλλά σε μια κτιστή ευτυχία παρατεινόμενη στο διηνεκές σαν φυλακή.
Ο Χριστός τους δεν σταυρώνεται από αγάπη , ασύλληπτη και από τους Αγγέλους, για των άνθρωπο, αλλά για την ικανοποίηση ενός θείου θελήματος, που θίχτηκε από την παρακοή των πρωτοπλάστων. Δεν παρηγορεί με αίσθηση άφεσης στην εξαγόρευση, και με πρόγευση αιώνιας ζωής στο αίμα Του, που ούτε θάνατος, ούτε αντίλογος θα διαψεύσουν.
Τέτοια αισθητήρια, που χαρίζονται σ’ όποιον αξιώνεται δίψα Θεού, συμμαρτυρούν ότι ο Χριστός τους δεν μοσχοβολάει Ανάσταση απ’ τον Επιτάφιο δίνοντας και το Πάσχα θρίαμβο στον θάνατο. Γι’ αυτό η ζωή τους δυναστεύεται από αμνησία του θανάτου, απωθώντας τον με φόβο στο υποσυνείδητο.
Αδυνατώντας να θεμελιώσουν μνήμη θανάτου στην ανάσταση που τον μεταβάλλει σε κοίμηση, στηρίζουν την επικράτηση τους σε βασανιστική θανάτωση όσων αντιστάθηκαν στην πλάνη τους και τις ψυχωτικές απόπειρες τους για κοσμοκρατορία. Νομίζουν πως σκοτώνουν τον θάνατο στα σώματα των άλλων και ότι απαλλάσσονται έτσι από τους εχθρούς. Ιδιαίτερα όσους η ζωή τους μαρτυρεί πεποίθηση ανάστασης, εκθέτοντας τον θεό τους ως ανίσχυρο στον θάνατο.
Η βία ενάντια στους Ορθοδόξους που αντιστέκονται στον οικουμενισμό (Χριστιανισμό χωρίς Χριστό) προτείνοντας Ορθόδοξη οικουμενικότητα, είναι ένα ακόμα δείγμα πού βρίσκεται η πλάνη: Η Ορθοδοξία δεν εκβιάζει. Αυτοί που το επιχειρούν, μην αμφιβάλουν ότι απ’ την θριαμβεύουσα, που ισχύουν οι Θεόπνευστοι κανόνες, όπως και απ’ τη συνείδησή μας, το προσωπικό θυσιαστήριο κάθε πιστού, καταδικάζονται.
Ευγνωμονούμε όσους αγωνίζονται ενάντια στον κοσμοκράτορα να κρατηθεί ανόθευτη η πίστη που αφθαρτίζει. Η δίωξη τους προξενεί Χαρά που δεν παλιώνει. Η θλίψη, για τους φιλοαιρετικούς που δεν εννοούν να καταλάβουν ότι οι Κανόνες δεν είναι απρόσωποι ρυθμιστές συμπεριφοράς, αλλά όριο στο θάνατο απ’ τον Άρχοντα της ζωής.
Όσοι ασυμβίβαστοι, έστω και με κάποια υπερβολή σε κάποιες στιγμές, δεν αγωνίζονται για μιαν άποψη με νοοτροπία νίκης ενάντια στην αντίπαλη άποψη, σαν κάποιους που καταδικάζουν το κακό απ’ έξω, δίχως να το παίρνουν ούτε μια στιγμή στην πλάτη, αλλά γιατί γνωρίζουν ότι «ειρήνη» με αιρετικούς είναι έχθρα κατά του Χριστού, και των αιρετικών, γιατί αφαιρούν και απ’ αυτούς την μόνη ελπίδα να απομυθοποιηθεί ο θεός τους και να επιστρέψουν στην αυθεντική εκκλησία των προγόνων τους και να σωθούν.
Καιρός να διαβαστεί σωστά η ανιδιοτέλεια και η θυσιαστικότητα των διωκομένων και ν’ αντιληφθούν κάποιοι, ότι η διοίκηση είναι για να διακονεί την Εκκλησία κι όχι για να την δυναστεύει και χωρίς ανάλογο ανάστημα. Ας στρέψει στους πραγματικούς εχθρούς της τον δυναμισμό της για ν’ αντισταθεί διαλεγόμενη στην καλπάζουσα αποχριστιανοποίηση της κοινωνίας και, αν κηρυχθεί σε διωγμό, να απαιτήσει την περιουσία της και την απαλλαγή των πολιτών απ’ την αντίστοιχη φορολογία.
Είναι επίσης ώριμο, όσοι Ιεράρχες προς τιμήν τους αντιτάσσονται ανένδοτα στην αλλοτρίωση, ν’ αποφασίσουν με ποιον τρόπο θα ηγηθούν στο αυθόρμητο κίνημα των συνειδητών πιστών, που ως ακέφαλο, αδυνατεί ακόμη να αναπτύξει την δυναμική του, μέχρι που να συγκληθεί μια αληθινή Σύνοδος εν Αγίω Πνεύματι, με αδιάβλητα πρόσωπα και μεθόδους, για την καταδίκη όποιας πρακτικής και νοοτροπίας, που ενδίδει σε αλλοτρίωση της Ορθοδοξίας στο δόγμα, στη λατρεία και στο ήθος. Ίσως η καταγγελία του Ηγουμένου της Μονής Λογγοβάρδας – που συνυπογράφουμε συγχαίροντες τον για την τόλμη και την ευστοχία – να είναι η λαβή για τέτοια αρχή. Άλλες «λύσεις» που δεν θεμελιώνονται στους κανόνες και την πρακτική της Εκκλησίας, τώρα ιδιαίτερα αν συνοδεύονται από οφέλη, πρέπει μάλλον να αποκλειστούν.
Με την βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να επικρατήσουν αλλότριοι, προσευχή, αντίσταση και συνοχή.
17/8/2017
Η Μεταμόρφωση του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ έγινε λίγο προ του Πάθους Του, και συγκεκριμένα σαράντα ημέρες πριν πάθη και σταυρωθή. Άλλωστε, ο σκοπός της Μεταμορφώσεως ήταν να στηριχθούν οι Μαθητές στην πίστη ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και να μη κλονισθούν για όσα θα έβλεπαν τις ημέρες εκείνες. Στα τροπάρια της Εκκλησίας φαίνεται αυτή η αλήθεια. Σε ένα ψάλλουμε:
"Πρό του τιμίου σταυρού σου και του πάθους, λαβών ούς προέκρινας των ιερών μαθητών προς το Θαβώριον Δέσποτα, ανήλθες όρος". Και στο Κοντάκιο της εορτής λέγεται: "...ίνα όταν σε ίδωσιν σταυρούμενον το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα"
Επομένως, κανονικά η Μεταμόρφωση του Χριστού έπρεπε να εορτάζεται τον μήνα Μάρτιο, ανάλογα με το πότε εορτάζεται κάθε χρόνο το Πάσχα. Επειδή, όμως, ο χρόνος αυτός συμπίπτει με την περίοδο της Τεσσαρακοστής και δεν θα μπορούσε να εορτασθή πανηγυρικά, γι' αυτό η εορτή μεταφέρθηκε την 6η Αυγούστου. Η ημερομηνία αυτή δεν είναι τυχαία, αφού προηγείται σαράντα ημέρες από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), η οποία είναι σαν την Μ. Παρασκευή.
Τα γεγονότα της εορτής διασώζονται και από τους τρεις λεγομένους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, γιατί η Μεταμόρφωση αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού και περικλείει πολλά θεολογικά μηνύματα. (Ματθ. ιζ', 1-8, Μάρκ. θ', 2-8, Λουκ. θ', 28-36).
α'. Υπάρχουν πολλά γεγονότα μεταμορφώσεως
Η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί ένα κορυφαίο γεγονός στην ζωή των Μαθητών, που έχει σχέση με την Πεντηκοστή, αφού πρόκειται για μεγάλη εμπειρία του Θεού. Βέβαια, υπάρχει διαφορά μεταξύ της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής, από την άποψη ότι οι Μαθητές κατά την Μεταμόρφωση δεν ήταν ακόμη μέλη του θεωθέντος Σώματος του Χριστού, όπως έγιναν την ημέρα της Πεντηκοστής.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα γεγονότα στην ζωή του Χριστού που συνιστούν μια μεταμόρφωση, αφού οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν μερικές ακτίνες της θεότητος του Χριστού. Θα παρατεθούν δύο από αυτά τα γεγονότα.
Πρώτη ήταν η κλήση των δύο Μαθητών, στους οποίους ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής υπέδειξε τον Χριστό. Οι Μαθητές μόλις άκουσαν τον Τίμιο Πρόδρομο να λέγη: "ίδε ο αμνός του Θεού", τον ακολούθησαν. Και τότε "στραφείς ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας" τους ρώτησε τί ζητούν. Στην ερώτησή τους που μένει, τους κάλεσε να έλθουν κοντά Του. Και σημειώνει ο ιερός Ευαγγελιστής: "ήλθον ουν και είδον που μένει, και παρ' αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην" (Ιω. α', 35-39). Το ότι ο Χριστός έστρεψε το πρόσωπό Του και τους είδε σημαίνει ότι αποκάλυψε την δόξα του προσώπου Του σε ένα μικρό βαθμό, πράγμα που τους παρακίνησε να θέλουν να μείνουν μαζί Του. Η οικία του Χριστού είναι το φώς, αφού ως Θεός "φώς οικών απρόσιτον", και το ότι έμειναν εκείνη την ημέρα στην οικία σημαίνει ότι οι Μαθητές έμειναν μια ολόκληρη μέρα στην θεωρία του ακτίστου Φωτός.
Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η κλήση των Μαθητών δεν ήταν μια απλή πρόσκληση στην οποία ανταποκρίθηκαν επειδή είχαν μεγάλο ζήλο, αλλά ήταν καρπός θεωρίας και αποκαλύψεως. Και δείχνει, όπως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ότι σε αυτούς που ακολουθούν τον Χριστό, Εκείνος δείχνει το πρόσωπό Του, την δόξα του προσώπου Του, γιατί αν δεν ακολουθήση κανείς δια της πράξεως τον Χριστό, δεν μπορεί να φθάση στην θεωρία, αφού ο "μή καθάρας εαυτόν, και δια της καθάρσεως ακολουθήσας, πώς εν γνώσει φωτισθήσεται;".
Δεύτερη περίπτωση είναι η κλήση των Μαθητών μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Απόστολος Πέτρος. Τους συνάντησε ο Χριστός μετά την αποτυχημένη αλιεία και τους διέταξε να ρίξουν ξανά τα δίκτυα στην λίμνη. Όταν παρά πάσαν προσδοκία συνέλαβαν πολλά ψάρια, ο Σίμων Πέτρος έπεσε στα πόδια του Χριστού και είπε: "έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, Κύριε". Και δικαιολογεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς: "Θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους σύν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων ή συνέλαβον" (Λουκ. ε', 1-11). Η αίσθηση του Αποστόλου Πέτρου ότι ήταν αμαρτωλός ήταν καρπός και αποτέλεσμα του θάμβους, και της εκστάσεως στην οποία περιήλθε με το θαύμα. Πρόκειται για την εμπειρία της δόξης του Θεού, την αίσθηση της παρουσίας του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά και της δικής του ακαθαρσίας, της αμαρτωλότητος. Αυτό το γεγονός αν συγκριθή με παράλληλα αποκαλυπτικά γεγονότα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης δείχνει ότι δεν είναι ένα θάμβος που προέρχεται από εξωτερικά γεγονότα, αλλά από αποκάλυψη της δόξης του Θεού.
β'. Τι σημαίνει μεταμόρφωση
Η λέξη μεταμόρφωση δηλώνει την αλλαγή της μορφής. Δηλαδή σε μια συγκεκριμένη στιγμή ο Χριστός αποκάλυψε αυτό που κρυπτόταν, φανέρωσε την δόξα της θεότητος, με την οποία ήταν ενωμένη η ανθρώπινη φύση από την στιγμή της συλλήψεως στην κοιλία της Θεοτόκου. Ο Χριστός με την μεγάλη Του φιλανθρωπία κάλυπτε αυτό που είχε πάντοτε, ώστε να μη "καούν" οι Μαθητές, λόγω της ακαταλληλότητός τους, επειδή δεν είχαν ακόμη προετοιμασθή.
Ο Χριστός εκείνη την ώρα μεταμορφώθηκε, "ουχ ό ουκ ήν προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ήν μεταβαλόμενος, αλλ' όπερ ήν τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος" (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε κάτι που δεν είχε, ούτε μεταβλήθηκε σε κάτι που δεν ήταν, αλλά φανέρωσε στους Μαθητάς Του αυτό που ήταν. Ουσιαστικά, όταν κάνουμε λόγο για Μεταμόρφωση εννοούμε ότι έδειξε την δόξα της θεότητός Του, που την κρατούσε αφανή στο φαινόμενο σώμα, επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να την αντικρύσουν.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πη ότι ο Χριστός δεν έδειξε ολόκληρη την θεότητα, αλλά μια μικρή ενέργειά της. Και αυτό το έκανε αφ' ενός μεν για να πληροφορήση για το ποιά είναι η θεϊκή δόξα της Βασιλείας, αφ' ετέρου δε από φιλανθρωπία, ώστε να μη χάσουν και την ζωή τους ακόμη, βλέποντας ολόκληρη την δόξα της θεότητος. Γι' αυτό, το μυστήριο της Μεταμορφώσεως είναι και αποκάλυψη της Βασιλείας, αλλά και έκφραση της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού.
Γίνεται λόγος στα λειτουργικά κείμενα ότι κατά την Μεταμόρφωση ο Χριστός θεούργησε την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε. Αυτό, όμως, λέγεται με μια ορισμένη έννοια και δεν σημαίνει ότι τότε μόνο θεουργήθηκε η ανθρώπινη φύση. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η ανθρώπινη φύση θεουργήθηκε, δηλαδή θεώθηκε, από την υποστατική ένωση και κοινωνία με τον Θεό Λόγο, που έγινε από την στιγμή της συλλήψεώς Του στην κοιλία της Θεοτόκου, την ημέρα του Ευαγγελισμού. Τότε, η θεότητα θέωσε την ανθρώπινη φύση, ενώ η ανθρώπινη φύση θεώθηκε (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού φανερώθηκε στους Μαθητάς αυτή η θεουργηθείσα ανθρώπινη φύση από την πρόσληψή της από τον Θεό Λόγο. Προηγουμένως ήταν άγνωστη, τώρα έγινε φανερά. Με αυτήν την έννοια γίνεται λόγος σε μερικά τροπάρια για θεουργία της ανθρωπίνης φύσεως κατά την Μεταμόρφωση.
Αυτό ακριβώς το γεγονός μας οδηγεί στην άποψη ότι στο Θαβώρ δεν έχουμε μόνο Μεταμόρφωση, αποκάλυψη του Χριστού, αφού πραγματικά τότε έδειξε μερικές ακτίνες της θεότητός Του, αλλά και μεταμόρφωση των Μαθητών. Οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν την θεουργία της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, ακριβώς γιατί μεταμορφώθηκαν αυτοί οι ίδιοι. Οι Πατέρες κάνουν λόγο για εναλλαγή των Μαθητών. "Ενηλλάγησαν ουν και ούτω την εναλλαγήν είδον" (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει εναλλαγή, Μεταμόρφωση του Χριστού, αλλά αυτό έγινε γνωστό, γιατί υπήρξε και εναλλαγή, μεταμόρφωση των Μαθητών.
Η μεταμόρφωση των Μαθητών έγινε σε όλη τους την ψυχοσωματική ύπαρξη. Οι Μαθητές δεν είδαν το θείο φως μόνο με τον νού τους, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, αλλά και με αυτές τις σωματικές αισθήσεις, οι οποίες όμως προηγουμένως δυναμώθηκαν από την άκτιστη ενέργεια του Θεού και μεταμορφώθηκαν για να το δούν. Οι σωματικοί οφθαλμοί είναι τυφλοί ως προς το φως του Θεού, επειδή οι οφθαλμοί του ανθρώπου είναι κτιστοί και δεν μπορούν να δούν το άκτιστο Φώς. Γι' αυτό και αλλοιώθηκαν από την ενέργεια του Θεού και αξιώθηκαν να δούν την δόξα του Θεού (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
γ'. Το όρος Θαβώρ και οι δύο ήλιοι
Για να δείξη ο Χριστός την δόξα της θεότητός Του ανέβηκε στο όρος Θαβώρ. Θα μπορούσε αυτό να γίνη και σε μια πεδιάδα, σε ένα απόμακρο μέρος. Γιατί όμως προτιμήθηκε το όρος;
Στην παλαιά εποχή συνηθιζόταν όλα τα μεγάλα γεγονότα να γίνωνται σε υψηλότερο μέρος, σε υψηλά και χαμηλά βουνά, όπως ακριβώς έκαναν και οι ειδωλολάτρες που πάνω στα βουνά τελούσαν τις θυσίες τους. Ο Χριστός δείχνει το μεγαλείο της δόξης Του επάνω στο όρος Θαβώρ, αφού η φανέρωση της θεουργίας της ανθρωπίνης φύσεως είναι το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητος.
Έπειτα, όπως είπε ο Χριστός, ήλθε για να αναζητήση το πλανώμενο πρόβατο, το οποίο χάθηκε στα βουνά. Επομένως, ο Χριστός ανήλθε στο όρος για να δείξη ότι Αυτός βρήκε το πλανηθέν πρόβατο και το ελευθέρωσε από την αμαρτία και τον διάβολο, ότι αυτός είναι ο πραγματικός ποιμήν των ανθρώπων (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος).
Η ανάβαση ακόμη στο όρος δείχνει ότι, όσοι θέλουν να δούν την δόξα της θεότητος στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, θα πρέπει να εξέλθουν από την χθαμαλότητα, να αφήσουν τα χαμηλά και να ανεβούν ψηλά, δηλαδή να καθαρισθούν από όλα τα γεώδη που τους κρατούν δεμένους στην γή.
Η Μεταμόρφωση του Χριστού έγινε κατά την διάρκεια της ημέρας, οπότε οι Μαθητές είδαν δύο ηλίους τον αισθητό και τον νοητό. Σε ένα τροπάριό του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: "Υπεκρύβη ακτίσι θεότητος αισθητός ήλιος ως εν όρει Θαβωρίω είδέ σε μεταμορφούμενον, Ιησού μου". Δηλαδή, ο αισθητός ήλιος κρύφτηκε και αφανίστηκε από τις ακτίνες της θεότητος του Χριστού. Ίσως στην αρχή έβλεπαν δύο φώτα, το κτιστό και το άκτιστο, όπως λέγουν οι άγιοι που έχουν τέτοιες εμπειρίες, αλλά όταν είδαν μεγαλύτερη ενέργεια της θεότητος, τότε χάθηκε τελείως ο αισθητός ήλιος. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι οι Μαθητές στο Θαβώρ έβλεπαν δύο ηλίους "ένα εν τω ουρανώ κατά το έθος, και ένα παρά το έθος".
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι στο όρος Θαβώρ, κατά τον καιρό της Μεταμορφώσεως του Χριστού έγινε μέγα και φοβερό θέαμα. Πρώτον, γιατί ανέτειλαν δύο ήλιοι, πράγμα το οποίο δεν γνώρισε ποτέ η κτίση. Δεν πρόκειται για τον ένα ήλιο που φαίνεται πριν την ανατολή του ηλίου, τον λεγόμενο παρήλιο, το είδωλο του ηλίου, και στην συνέχεια εμφανίζεται ο πραγματικός ήλιος, αλλά για δύο ηλίους, και μάλιστα κατά την μεσημβρία. Δεύτερον, είναι φοβερό θέαμα, γιατί ο ένας είναι αισθητός ήλιος και ανέτειλε από τους ουρανούς και ο άλλος νοητός, που ανέτειλε από την γή. Αυτός ο δεύτερος ήλιος ήταν ασυγκρίτως ανώτερος από τον αισθητό ήλιο, που ανέτειλε από τους ουρανούς. Και όπως με την ανατολή του αισθητού ηλίου εξαφανίζονται όλα τα αστέρια του ουρανού, έτσι και με την ανατολή του ηλίου της δικαιοσύνης εξαφανίστηκαν και οι ακτίνες του αισθητού ηλίου.
Βέβαια, την δόξα του νοητού ηλίου δεν είδαν όλοι οι άνθρωποι στην γη εκείνη την στιγμή, παρά μόνο οι τρεις Μαθητές και οι Προφήτες, που εμφανίστηκαν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι τον αισθητό ήλιο που ανατέλλει τον βλέπουν όλοι όσοι κατοικούν στην γή, εκτός βέβαια, αν κανείς είναι τυφλός, ενώ τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης τον βλέπουν όσοι είναι κατάλληλοι και ετοιμασμένοι. Και αναλύοντας αυτήν την σκέψη του λέγει ότι τον αισθητό ήλιο, επειδή είναι άψυχος, άλογος και δεν έχει βούληση, τον βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, ενώ ο νοητός ήλιος δεν έχει μόνον φύση και φυσική λαμπρότητα και δόξα, αλλά και θέληση κατάλληλη, και γι' αυτό εμφανίζεται σε όσους αυτός θέλει και εάν και όσο καιρό θέλει. Επομένως, το νοητό και άκτιστο φως το βλέπουν όσοι αξιώνονται από τον Θεό αυτής της εμπειρίας, αφού ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του σε όσους θέλει, και αυτή η αποκάλυψη είναι ανάλογη με την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων που αξιώνονται της αποκαλυπτικής εμπειρίας.
δ'. Το φως του Χριστού είναι η δόξα της θεότητος
Τονίσαμε προηγουμένως ότι το φως αυτό που είδαν οι Μαθητές επάνω στο όρος Θαβώρ δεν ήταν μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά το φως της θεότητος. Ακόμη, δεν ήταν μια κεκρυμμένη τρίτη φύση στον Χριστό, αλλά η θεότης που θεούργησε την ανθρώπινη φύση. Ο Χριστός, δηλαδή, είχε δύο φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη, ενωμένες στην υπόστασή Του ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως. Οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν αυτήν την δόξα της θεότητος στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.
Είναι βασική διδασκαλία της Εκκλησίας ότι κάθε ουσία έχει και την ενέργειά της. Εάν η ουσία είναι άκτιστη και η ενέργειά της είναι άκτιστη, εάν η ουσία είναι κτιστή και η ενέργειά της είναι κτιστή. Επίσης, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, άλλο είναι η ουσία ή φύση, άλλο είναι η ενέργεια, άλλο είναι ο ενεργών, και άλλο είναι το ενέργημα, το αποτέλεσμα της ενεργείας. Η ενέργεια είναι η δόξα της ουσίας, αλλά ο ενεργών είναι το πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή φύση και ενέργεια. Εμείς οι άνθρωποι, όπως διδάσκουν οι Πατέρες, δεν βλέπουμε, ούτε μετέχουμε της φύσεως του Θεού, αλλά της ενεργείας Του. Επομένως, οι Μαθητές στο Θαβώρ δεν είδαν την φύση του Θεού, αλλά την ενέργειά Του στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.
Το φως στο όρος Θαβώρ ήταν η δόξα της θεότητος. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η λέξη θεότητα δηλώνει την φύση του Θεού και την ενέργειά Του, ενώ η λέξη Θεός δηλώνει το πρόσωπο, την υπόσταση. Δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε θεότητα μόνο τον Πατέρα ή μόνο τον Υιό ή μόνο το Άγιον Πνεύμα. Μπορούμε να λέμε ο Θεός Πατήρ, ο Θεός Λόγος, το Θείον Πνεύμα, ποτέ όμως η θεότητα του Πατρός, σαν να είναι κάτι ξεχωριστό από την θεότητα του Υιού και την θεότητα του Αγίου Πνεύματος.
Η λέξη θεότητα, επειδή δηλώνει την φύση, μπορεί να αποδοθή και στην ενέργεια, γι' αυτό μπορούμε να κάνουμε λόγο για "υπερκειμένη θεότητα", που δηλώνει την φύση, η ο-ποία είναι παντελώς αμέθεκτη, και "υφειμένη θεότητα", που δηλώνει την ενέργεια, που είναι μεθεκτή από τον άνθρωπο. Πάντως η θεότητα είναι μία και στις τρεις υποστάσεις (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Η λέξη θεότητα είναι πολυσήμαντη και δείχνει διάφορες θεολογικές αλήθειες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίνει μερικές ερμηνευτικές αναλύσεις που δηλώνουν την ετυμολογία και την προέλευση της λέξεως αυτής. Λέγεται θεότητα "από του θείν και φθάνον πανταχόθεν", και δηλώνει την απανταχού παρουσία του Θεού. Προέρχεται ακόμη η λέξη από το "αποθέοντα και διαφεύγοντα πανταχόθεν", και δηλώνει το μηδαμού είναι, κατά την ουσία και φύση. Λέγεται θεότητα, "από του αίθειν, τουτέστιν καίειν τε και αναλίσκειν πάσαν μοχθηρίαν" και δηλώνει την λαμπρότητα του Θεού, την ενέργειά Του, που κατακαίει κάθε αμαρτωλό. Η λέξη αυτή μπορεί να προέρχεται και από το θεάσθαι, και δηλώνει ότι ο Θεός βλέπει και γινώσκει τα πάντα και πριν από την γέννησή τους. Δηλώνει ακόμη το προνοείν του Θεού, γιατί συνδέεται με το "εφοράν και θεάσθαι". Επί πλέον λέγεται θεότητα από το θεοποιούν. Όλες αυτές οι ετυμολογικές ερμηνείες δείχνουν τις ποικίλες ενέργειες του Θεού, ήτοι την προνοητική, την φωτιστική και θεοποιό ενέργειά Του, καθώς επίσης δείχνουν και το αμέθεκτο του Θεού, όταν η θεότητα αποδίδεται στην ουσία ή φύση.
Η ολοκληρωμένη θεολογική φράση γύρω από το θέμα αυτό είναι ότι οι Μαθητές επάνω στο Θαβώρ δεν είδαν την φύση, αλλά την άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.
ε'. Η βασιλεία του Θεού
Η Μεταμόρφωση του Χριστού στο θαβώριο όρος έγινε ύστερα από μια διακήρυξη του Χριστού. "Αμήν λέγω υμίν, εισί τινές των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσιν την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει" (Μάρκ. θ', 1). Και αμέσως ο Ευαγγελιστής περιγράφει το γεγονός της Μεταμορφώσεως που συνέβη μετά από έξι ημέρες, αφού, όπως βλέπουμε στα Ευαγγέλια, δεν παρενεβλήθη κανένα άλλο γεγονός, ούτε διδασκαλία ούτε θαύμα. Αυτό σημαίνει ότι τις ημέρες αυτές που παρενεβλήθησαν μεταξύ του λόγου του Χριστού και της Μεταμορφώσεώς Του τις πέρασαν με σιωπή.
Λέγονται πολλά για το τί είναι η Βασιλεία του Θεού. Άλλοι ταυτίζουν την Βασιλεία του Θεού με μια εγκόσμια επικράτηση του θελήματος του Θεού, άλλοι με την μέλλουσα μακαριότητα των δικαίων. Όμως, η σύνδεση της Βασιλείας του Θεού με την Μεταμόρφωση του Χριστού δηλώνει ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η θέα της ακτίστου Χάριτος και δόξης του Τριαδικού Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, και βέβαια είναι η θέωση του ανθρώπου.
Στο σημείο αυτό κάνει υπέροχες παρατηρήσεις ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Διδάσκει ότι η Βασιλεία του Θεού συνδέεται στενά με τον βασιλέα, που είναι ο Θεός, ο Χριστός. Στον Χριστό ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση. Η δόξα της θεότητος θεούργησε και ελάμπρυνε την ανθρώπινη φύση. Γι' αυτό, όπου βρισκόταν ο Χριστός εκεί υπήρχε και η Βασιλεία. Δεν νοείται βασιλεύς χωρίς βασιλεία, ούτε βασιλεία χωρίς βασιλέα. Έτσι, βασιλεία του Θεού χωρίς τον Βασιλέα Χριστό δεν μπορεί να νοηθή.
Ο Χριστός στον λόγο αυτόν συνδέει την βασιλεία με την όραση, "έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού". Πρόκειται για την όραση του ακτίστου φωτός. Το "εληλυθυίαν" δεν σημαίνει ότι η Βασιλεία έρχεται από κάπου αλλού, αλλά δηλώνει το "φανερούσθαι", αφού όπου είναι ο Χριστός εκεί υπάρχει η Βασιλεία, γιατί δεν πρόκειται για τοπική έλευση, αλλά για φανέρωση. Και αυτή η φανέρωση·αποκάλυψη γίνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό δηλώνει το "εν δυνάμει". Ο άνθρωπος είναι αδύνατος να δη την δόξα του Θεού, αν οι ψυχοσωματικές του αισθήσεις δεν δυναμωθούν από την άκτιστη ενέργεια του Θεού.
Η Εκκλησία και η θεία Ευχαριστία μπορούν να ονομασθούν Βασιλεία του Θεού, αν όσοι ζουν μέσα σε αυτήν φθάνουν στην θέα της ακτίστου δόξης του Θεού, που είναι η πραγματική Βασιλεία. Εάν ομιλούμε για την Εκκλησία και την Βασιλεία του Θεού και δεν τα συνδέουμε με την θεοπτία, την όραση του ακτίστου φωτός, τότε σφάλλουμε θεολογικά. Άλλωστε, τα μυστήρια της Εκκλησίας φανερώνουν και οδηγούν τον άνθρωπο στην Βασιλεία του Θεού, ακριβώς γιατί συνδέονται πολύ στενά με την καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού.
στ'. Ο Χριστός έδειξε το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου
Είναι διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι ο Χριστός επάνω στο Θαβώρ έδειξε στους ανθρώπους το αρχέτυπο κάλλος της εικόνος τους. Δηλαδή, ο Χριστός είναι το αρχέτυπο της δημιουργίας του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος πλάστηκε κατ' εικόνα του Λόγου. Με αυτό φαίνεται η δόξα της εικόνος και η μεγάλη τιμή να είμαστε κατ' εικόνα του Θεού. Η καταγωγή μας δεν είναι χαμηλή, αλλά υψηλή, αφού ο δεδοξασμένος Χριστός είναι το πρωτότυπο της δημιουργίας μας, αλλά και αυτός ο τεχνίτης και δημιουργός μας.
Στην Αγία Γραφή επανειλημμένα λέγεται ότι ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ, που ενηνθρώπησε για να διορθώση το σφάλμα του προπάτορος Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο, καίτοι ήταν άπειρος ακόμη, βρισκόταν στον φωτισμό του νοός, γιατί το κατ' εικόνα του ήταν καθαρό και δεχόταν τις ακτίνες του θείου φωτός. Μετά την αμαρτία όμως σκοτίσθηκε, έχασε το καθ' ομοίωση, χωρίς όμως να απωλέση καθ' ολοκληρία το κατ' εικόνα. Στην πατερική παράδοση λέγεται ότι το κατ' εικόνα του Αδάμ αμαυρώθηκε, δηλαδή σκοτίστηκε, χωρίς να χαθή τελείως. Με την ενανθρώπηση του Χριστού και την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως επανέρχεται ο Αδάμ στην προηγούμενη δόξα, και μάλιστα ανέρχεται ακόμη υψηλότερα.
Έτσι, ο Χριστός στο Θαβώρ έδειξε ποιό ήταν το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου και σε ποιά κατάσταση βρισκόταν ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο πριν από την πτώση.
Βέβαια, αυτό λέγεται με συγκατάβαση, γιατί όπως διδάσκει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, η έλλαμψη του Μεταμορφωθέντος Χριστού ήταν θειοτέρα και λαμπροτέρα από την έλλαμψη που είχε ο Αδάμ στον Παράδεισο. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί ο Θεός που δημιούργησε τον Αδάμ ήταν Θεός κατ' ουσία, ενώ ο Αδάμ ήταν κατά μέθεξη και μετοχή θεός. Το φως του Θεού είναι κατά φύση, ενώ το φως που είχε ο Αδάμ ήταν κατά μετοχή και Χάρη. Δεύτερον, γιατί ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε καθ' υπόσταση, ενώ ο Αδάμ είχε κοινωνία με την Χάρη του Θεού κατ' ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ στον Χριστό η θεία με την ανθρώπινη φύση ενώθηκαν υποστατικά, καθ' υπόσταση, στον Αδάμ και στον κάθε θεούμενο η φύση του ενώνεται κατά Χάρη με τον Θεό και όχι καθ' υπόσταση. Γιατί η καθ' υπόσταση ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως έγινε μόνο στον Χριστό.
Για να γίνη αυτό αντιληπτό πρέπει να πούμε ότι κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό υπάρχουν τρεις τρόποι ενώσεως. Ο πρώτος είναι ο κατ' ουσίαν, που συμβαίνει με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ο δεύτερος τρόπος ενώσεως συνέβη στον Χριστό με την ενανθρώπηση και είναι ο καθ' υπόσταση αφού ο Χριστός είναι ο μοναδικός Θεάνθρωπος, και ο τρίτος τρόπος ενώσεως είναι ο κατά Χάριν, και συμβαίνει με τους θεουμένους ανθρώπους, οι οποίοι δεν ενώνονται με τον Θεό κατ' ουσία, γιατί αυτό συμβαίνει μόνο με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ούτε ενώνονται με τον Θεό καθ' υπόσταση, γιατί ένας είναι ο Θεάνθρωπος, αλλά ενώνονται κατά μετοχή της Χάριτος. Γι' αυτό οι άγιοι δεν λέγονται, έστω και κατά Χάριν, Θεάνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί, θεούμενοι.
Πάντως, ο μεταμορφωθείς Χριστός έδειξε την δόξα του αρχετύπου της δημιουργίας μας. Και όπως στους γλύπτες μεγαλύτερη αξία έχει το πρόπλασμα και έπειτα το αντίγραφό του, που μπορεί να το κάνη ο καθένας, έτσι και εδώ μεγαλύτερη αξία έχει το πρωτότυπο. Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει, κατά συγκατάβαση, και την προέλευση του ανθρώπου, αλλά και τον σκοπό, το τέλος, στο οποίο πρέπει να κατατείνη.
ζ'. Άκτιστο και κτιστό φως
Το αισθητό φώς, καίτοι είναι κτιστό, είναι η μόνη πραγματικότητα από την γη που μπορεί να δείξη την δόξα και την λάμψη της θεότητος. Το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά σαν το φώς, γιατί έτσι ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβη την δόξα της θεότητος. Δεν υπάρχει καμμιά άλλη γήινη πραγματικότητα για να το δείξη.
Είναι γεγονός ότι ο Θεός είναι και λέγεται φώς, γιατί αφ' ενός μεν είναι αποκάλυψη του ιδίου του Χριστού, που είπε: "εγώ ειμί το φως του κόσμου" (Ιω. η', 12), αφ' ετέρου δέ, γιατί όσοι αξιώθηκαν να Τον δούν Τον είδαν ως φως λαμπρό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει ότι ο Ευαγγελιστής λέγει ότι το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, γιατί δεν υπάρχει καμμιά άλλη εικόνα για να παρουσιάση την λαμπρότητα του προσώπου του Χριστού εκείνη την στιγμή.
Η εικόνα του ηλίου δείχνει και μια άλλη θεολογική αλήθεια, όπως την παρουσιάζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Λέγει ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του φωτός και του ηλίου. Ο Θεός, όπως γνωρίζουμε από την Παλαιά Διαθήκη, την πρώτη ημέρα της δημιουργίας έκανε το φως και την τέταρτη ημέρα έκανε τον ήλιο και του έδωσε το φώς. Έτσι το φως ήταν πρωτόγονο, ενώ το φως στον δίσκο του ηλίου έγινε την τέταρτη ημέρα. Αυτό αναλογικά βλέπουμε και στον Χριστό. Το φως του Θεού ήταν και είναι άναρχο, δηλαδή δεν υπήρχε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε αυτό το φώς. Αργότερα, όμως, κατά την ενανθρώπηση έλαμψε και το πρόσλημμα – η ανθρώπινη φύση που έλαβε όλο το πλήρωμα της θεότητος. Έτσι, ενώ ο Θεός ήταν πάντα φώς, κατά την ενανθρώπησή Του και το σώμα που προσέλαβε έγινε πηγή του ακτίστου Φωτός.
Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ του φωτός της θεότητος και του φωτός του ηλίου, όση διαφορά υπάρχει μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας και θα έπρεπε να έχη τέλος, αλλά ο Θεός θέλει να μην έχη τέλος. Το κτιστό ακόμη έχει τροπή και αλλοίωση. Όμως, το άκτιστο δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος καί, βέβαια, δεν έχει καμμιά τροπή, αλλοίωση. Γι' αυτό πάντοτε με συγκατάβαση πρέπει να χρησιμοποιούμε αισθητές πραγματικότητες. Ο ιερός Ευαγγελιστής έγραψε: "καί έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος" (Ματθ. ιζ', 2). Δεν έγινε το πρόσωπό του ήλιος, αλλά ως ήλιος.
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης σημειώνει την διαφορά μεταξύ της λάμψεως του αισθητού ηλίου και της ελλάμψεως του ηλίου της δικαιοσύνης. Το φως του αισθητού ηλίου, επειδή είναι χρονικό, έρχεται στους οφθαλμούς του ανθρώπου κατά καιρούς, δηλαδή ολίγον κατ' ολίγον και όχι όλο μαζί, αθρόον. Έτσι, από τον όρθρο μεταβαίνει στην ανατολή, και από την ανατολή στην μεσημβρία και από εκεί στην δύση. Υπάρχει αλλαγή φωτοχυσίας και δίνεται κατά αναλόγους καιρούς. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους Μαθητάς επάνω στο όρος Θαβώρ. Επειδή το φως της δικαιοσύνης είναι άκτιστο και υπέρχρονο δεν έλαμψε στους αποστόλους "από ολίγον ολίγον κατά πρόοδον και μετάβασιν, αλλά ευθύς και όλον ομού".
Το φως αυτό του Θεού ενεργεί κατά δύο τρόπους, ήτοι φωτιστικό και καυστικό, κατά τον βαθμό της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, το κάρβουνο έχει και το γεώδες και υλικό, επειδή γίνεται στάχτη, αλλά και το φωτιστικό και φλογερό. Γι' αυτό σε άλλες περιπτώσεις κατακαίει και σε άλλες φωτίζει. Αυτό γίνεται και με το φως του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου. Ο Χριστός ομοιάζει με το αναμμένο κάρβουνο, αφού έχει την ανθρώπινη φύση, το υλικό, αλλά και το φως της θεότητος. Όμως δεν συμβαίνει ό,τι με το κάρβουνο, που δεν φωτίζει αυτούς που είναι μακριά και κατακαίει αυτούς που είναι κοντά, αλλά γίνεται κάτι άλλο διαφορετικό. Γίνεται φως γι' αυτούς που είναι καθαροί ως προς την αμαρτία και φωτιά γι' αυτούς που είναι ακάθαρτοι.
Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να δούμε την ωραιοτάτη παρατήρηση του Μ. Βασιλείου σχετικά με την ενανθρώπηση του Χριστού. Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον πεπυρακτωμένο σίδηρο, λέγει ότι το πυρ έρχεται στον σίδηρο όχι μεταβατικώς, αλλά μεταδοτικώς. Αυτό σημαίνει ότι το πυρ δεν τρέχει προς τον σίδηρο, αλλά μένοντας στον τόπο του μεταδίδει σε αυτόν τις δικές του δυνάμεις και ενέργειες, ώστε αφ' ενός μεν το πυρ δεν ελαττώνεται από την μετάδοση, αφ' ετέρου δε γεμίζει ολόκληρο τον σίδηρο. Το ίδιο, κατ' αναλογία, έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Ο Θεός δεν εκινήθη από τον Εαυτό Του, δηλαδή, δεν μετέβη τοπικώς, αλλά συγκατέβη προς το ανθρώπινο γένος και εσκήνωσε μέσα μας, χωρίς να παύση να βρίσκεται στους ουρανούς. Στην ακολουθία των Χαιρετισμών της Θεοτόκου διατυπώνεται αυτό θαυμάσια: "Συγκατάβασις γαρ θεϊκή ου μετάβασις δε τοπική γέγονεν".
η'. Άκτιστο φώς, περιγραπτό στο σώμα του Χριστού, υπέρφωτος γνόφος
Ο ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος βεβαιώνει: "καί έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος" (Ματθ. ιζ', 2). Πέρα από αυτά τα οποία τονίσαμε προηγουμένως πρέπει να επεκταθούμε λίγο ακόμη και να υπογραμμίσουμε μερικές θεολογικές αλήθειες, γύρω από την έλλαμψη του προσώπου του Χριστού.
Το φως του Θεού είναι προαιώνιο, άχρονο, αλλά στο Θαβώρ, κατά άκρα φιλανθρωπία του Θεού, περιγράφηκε στο ανθρώπινο σώμα, "ως εν δίσκω ηλιακώ". Παρά την έλλαμψη και την περιγραφή στο πρόσωπο του Χριστού, εν τούτοις "άσχετον ήν, και ασχέτως επλήρει το πάν, απερίγραπτον μένον και εν τω περιγράφεσθαι" (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, της Μεταμορφώσεώς Του, αλλά και της θεώσεως του ανθρώπου.
Για να μη γίνη καμμιά σύγχυση μεταξύ του κτιστού φωτός του ηλίου και του ακτίστου Φωτός της θεότητος, οι άγιοι Πατέρες πολλές φορές χρησιμοποιούν και τον όρο "υπέρφωτος γνόφος". Πραγματικά, ο Θεός είναι φώς, και έτσι τον είδαν οι άγιοι, αλλά για την υπερέχουσα φανότητα και για την μη συσχέτηση με άλλα κτιστά φώτα λέγεται υπέρφωτος γνόφος. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε την λεγομένη καταφατική και αποφατική θεολογία. Η πρώτη (καταφατική) θεολογία, που ονομάζει τον Θεό από τις ενέργειές Του και τα αποτελέσματα των ενεργειών Του, χαρακτηρίζει τον Θεό φως αληθινό, απρόσιτο και άκρατο. Η δεύτερη (αποφατική) θεολογία ονομάζει τον Θεό "υπέρ φώς", όπως ακριβώς τον χαρακτηρίζει και υπερώνυμο και υπερούσιο. Έτσι, λοιπόν, η ύπαρξη της αποφατικής θεολογίας δεν οδηγεί στον αγνωστικισμό, δεν καταλήγει σε ένα ανυπόστατο μυστικισμό, αλλά αποφεύγει τους κινδύνους της λογικοκρατίας και της αισθησιοκρατίας (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).
Αυτά σημαίνουν ότι το πρόσωπο του Κυρίου έλαμψε ως ο ήλιος, αλλά ταυτόχρονα έλαμψε και υπέρ ήλιον, που σημαίνει έλαμψε υπέρ λόγον και έννοια, κατά άρρητο τρόπο. Οι εκφράσεις των Πατέρων είναι δηλωτικές αυτής της πραγματικότητος. Κάνουν λόγο για το ότι οι Μαθητές και οι θεούμενοι δια μέσου των αιώνων βλέπουν αοράτως, ακούν ανηκούστως, μετέχουν αμεθέκτως, νοούν ανοήτως τον Θεό.
Επομένως, η έλλαμψη του Χριστού στο Θαβώρ, η αποκάλυψη της δόξης Του στους θεουμένους κάθε εποχής, δεν είναι ένα αισθητικό γεγονός, αλλά μυστήριο, είναι φανέρωση κατά άρρητο τρόπο της δόξης του Θεού.
θ΄. Η φανέρωση του Τριαδικού Θεού
Όπως την στιγμή της Βαπτίσεως του Χριστού υπάρχει εμφάνιση και αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος, έτσι και την στιγμή της Μεταμορφώσεώς Του πάνω στο Θαβώρ αποκαλύπτεται ο Τριαδικός Θεός. Το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που ενηνθρώπησε, έλαμψε ενώπιον των Μαθητών και φανέρωσε την δόξα της θεότητός Του. Ο Πατήρ επιβεβαίωσε ότι αυτός είναι ο Υιός Του ο αγαπητός, και το Άγιον Πνεύμα ήταν η νεφέλη φωτεινή που επισκίασε τους Μαθητάς.
Ο Τριαδικός Θεός είναι φώς, αφού το φως είναι η λάμψη της θεότητος, η όραση της Χάριτος του Τριαδικού Θεού. Στα τροπάρια της Εκκλησίας ψάλλεται: "φώς ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα". Το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, η φωνή του Πατρός ήταν πολύ δυνατή θεωρία φωτός, γι' αυτό, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τότε ακριβώς δεν μπόρεσαν να αντέξουν οι Μαθητές και έπεσαν στην γή, και η νεφέλη, που ήταν η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, ήταν φωτεινή. Όλα εκφράζουν την δόξα της θεότητος.
Στον μεγαλύτερο βαθμό θεοπτίας ακούστηκε η φωνή του Πατρός: "ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα" (Ματθ. ιζ', 5). Όταν αναλύσαμε την Βάπτιση του Χριστού, είδαμε εκεί τί σημαίνει αυτή η επιβεβαίωση του Πατρός. Εδώ πρέπει να παραθέσουμε την άποψη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ότι ο Πατήρ δείχνει την μεγάλη Του αγάπη προς τον κατά φύσιν Υιό Του, τον μονογενή. Η αγάπη του Πατρός είναι τριπλή, πρώτον, επειδή είναι Υιός και κάθε πατέρας αγαπά το παιδί του, δεύτερον, γιατί είναι αγαπητός και τρίτον, γιατί ευδόκησε σε αυτόν.
Η φωνή του Πατρός δείχνει ακόμη και ότι στο όρος Θαβώρ υπάρχει και όραση και ακοή. Στην πραγματικότητα, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, κατά την θεωρία του Θεού και την αποκάλυψή Του, όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου γίνονται μία αίσθηση, ενοποιούνται. Γι' αυτό και η όραση είναι ακοή, και η ακοή είναι όραση, και η όραση και ακοή είναι γεύση και αίσθηση κλπ. Την ώρα της θεοπτίας ο άνθρωπος δεν είναι διεσπασμένος, αφού η διάσπαση είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του πεπτωκότος ανθρώπου. Όμως, όταν ο άνθρωπος φθάση στην θεωρία του Θεού, βλέπει τον Θεό δια της θεώσεώς του.
Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη συνήθως η όραση είναι αξιοπιστοτέρα της ακοής. Πρώτα ακούει κανείς κάτι και στην συνέχεια προχωρεί και στην όρασή του. Εδώ, όμως, συνέβη το αντίθετο. Οι Μαθητές είδαν την δόξα του Θεού και στην συνέχεια ακολούθησε και η επιβεβαίωση δια της ακοής.
Εξηγώντας ο άγιος Νικόδημος αυτό το γεγονός, λέγει ότι εδώ φαίνεται η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Συνήθως στην Παλαιά Διαθήκη περισσότερο ενεργούσαν τα ενεργούμενα δια της ακοής, αφού οι Προφήτες φανέρωναν τα μέλλοντα δια της προρρήσεως και των προφητειών. Και συνήθως πρώτα άκουγαν για τον Θεό και στην συνέχεια έβλεπαν, όπως άλλωστε ομολογεί ο δίκαιος Ιώβ: "Ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ Σε" (Ιώβ, μβ', 5). Στην Καινή Διαθήκη, όμως, γίνεται το αντίθετο. Συνήθως προηγείται η όραση και ακολουθεί η ακοή. Και αυτό είναι φυσικό, γιατί στην Παλαιά Διαθήκη κηρυττόταν η έλευση του Μεσσίου, όταν όμως ήλθε ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, τότε προηγείται η όραση, αφού τον έβλεπαν και ακολουθούσε η επιβεβαίωση.
Αυτό συμβαίνει στην εκκλησιαστική και πνευματική ζωή. Όταν βρισκόμαστε στο στάδιο της καθάρσεως, που ουσιαστικά υπενθυμίζει τον τρόπο ζωής που συνιστά ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, ακούμε για τον Θεό. Όταν φθάνουμε όμως στον φωτισμό του νοός και την θέωση, με την μυστηριακή ζωή και την μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, τότε βλέπουμε τον Θεό.
Όλα αυτά πρέπει να λέγωνται συγκαταβατικά και μέσα στα πλαίσια ότι, όταν ο θεούμενος φθάνη στην θέωση, τότε ενοποιούνται όλες οι ψυχοσωματικές δυνάμεις.
Η φωνή του Πατρός εξέρχεται μέσα από την φωτεινή νεφέλη, πράγμα το οποίο δείχνει το ομοούσιο του Πατρός με το Άγιον Πνεύμα, και βεβαίως το ομοούσιο των τριών θείων υποστάσεων. Η εμφάνιση της φωτεινής νεφέλης συνδέεται ακόμη και με την αποκαλυπτική αλήθεια ότι ο Χριστός είναι Αυτός που καθοδηγούσε τον λαό του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη.
Στο βιβλίο της Εξόδου λέγεται ότι ο Θεός οδηγούσε τον Ισραηλιτικό λαό στην πορεία του από την γη της Αιγύπτου στην γη της επαγγελίας, φωτίζοντάς τον την νύκτα με το πυρ και σκεπάζοντάς τους την ημέρα με την νεφέλη, "ο δε Θεός ηγείτο αυτών ημέρας μεν εν στύλω νεφέλης, δείξαι αυτοίς την οδόν, την δε νύκτα, εν στύλω πυρός" (Εξ. ιγ', 21).
Επάνω στο Θαβώρ έχουμε και το φως και την νεφέλη. Φώς είναι ο Χριστός, αφού έλαμψε το πρόσωπό Του ως ο ήλιος, και νεφέλη είναι η παρουσία του Παναγίου Πνεύματος. Με αυτήν την αλήθεια δεν πρέπει κανείς να εννοήση ότι άλλο είναι το έργο του Υιού και άλλο το έργο του Παναγίου Πνεύματος, ότι η οικονομία του Υιού γίνεται ανεξάρτητα από την οικονομία του Αγίου Πνεύματος. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι η δημιουργία και η αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου είναι κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού.
Πάντως, εκείνο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι στο Θαβώρ έχουμε εμφάνιση και αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού. Η εκκλησιαστική και πνευματική ζωή είναι μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου. Όταν κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων, κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού και μετέχουμε των ενεργειών του Τριαδικού Θεού.
ι'. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας στο Θαβώρ
Στο όρος Θαβώρ εκτός από τον Τριαδικό Θεό υπάρχουν πέντε πρόσωπα. Πλησίον του Χριστού είναι δύο εξέχοντα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, ο Προφήτης Μωϋσής και ο Προφήτης Ηλίας, καθώς και οι τρεις Μαθητές, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Οι πρώτοι είναι εκπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης, και συγκεκριμένα του Νόμου (Μωϋσής) και των Προφητών (Ηλίας), και οι Απόστολοι είναι εκπρόσωποι της Καινής Διαθήκης.
Οι Μαθητές γνώριζαν ότι τα εμφανισθέντα πρόσωπα από την Παλαιά Διαθήκη ήταν ο Μωϋσής και ο Ηλίας από δύο κυρίως αίτια.
Πρώτον, από την Χάρη του Θεού. Δηλαδή αναγνώρισαν τους θεόπτες άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, επειδή βρίσκονταν μέσα στο φως του Θεού. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το φως του Θεού αποκαλύπτει όλα τα μέλλοντα, πολύ περισσότερο αποκαλύπτει τα παρόντα και ενεστώτα.
Δεύτερον, γνωρίστηκαν από τους Αποστόλους οι θεόπτες της Παλαιάς Διαθήκης, από την συζήτηση που είχαν με τον Χριστό. Ο ιερός Ευαγγελιστής γράφει: "καί ιδού ώφθησαν αυτοίς Μωϋσής και Ηλίας, μετ' αυτού συλλαλούντες" (Ματθ. ιζ', 3). Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Ευαγγελιστού Λουκά, ο οποίος μας παρουσιάζει και το περιεχόμενο της συζητήσεως: "Και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ, οίτινες ήσαν Μωϋσής και Ηλίας, οί οφθέντες εν δόξη έλεγον περί την έξοδον αυτού ήν έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ" (Λουκ. θ', 30-31). Οι αποκαλυφθέντες, εκείνη την ώρα, άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης μιλούσαν για το Πάθος του Χριστού. Δεδομένου ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού έγινε κατά την διάρκεια της προσευχής, αφού λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς "καί εγένετο εν τω προσεύχεσθαι αυτόν το είδος του προσώπου αυτού έτερον..." (Λουκ. θ', 29), και ότι η συνομιλία των δύο ανδρών με τον Χριστό αναφερόταν στο Πάθος, εξάγεται ότι το γεγονός αυτό συνδέεται στενά με την προσευχή του Κυρίου στην Γεθσημανή, όταν ζητούσε να αποφύγη το πικρό ποτήριο του θανάτου.
Ο ιερός Θεοφύλακτος λέγει ότι οι Μαθητές κατάλαβαν τους Προφήτας αυτούς από τους λόγους που θα έλεγαν στον Χριστό, και οι οποίοι θα ήταν σχετικοί με εκείνα που προεφήτευσαν, όσο ζούσαν. Ίσως ο Μωϋσής θα έλεγε: "Σύ εί, ου προτύπωσα το πάθος εγώ, σφάξας τον αμνόν και το πάσχα τελέσας". Και ο Ηλίας θα έλεγε: "Σύ εί, ου την ανάστασιν προτύπωσα εν τω της χήρας Υιώ". Ο Μωϋσής μιλούσε για την προτύπωση του Πάθους του Χριστού, του χριστιανικού πάσχα, ενώ ο Ηλίας για την Ανάσταση του Χριστού.
ια'. Γιατί εμφανίσθηκαν οι δύο αυτοί Προφήτες
Είναι γνωστόν από την πατερική παράδοση ότι της θεοποιού ενεργείας του Θεού μετέχουν όσοι βρίσκονται σε κατάσταση θεοπτίας, γιατί η αποκάλυψη του Θεού σε ακαθάρτους ανθρώπους είναι κόλαση και καταδίκη. Έτσι, και κατά το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού, εμφανίζεται ο Μωϋσής και ο Ηλίας, όχι μόνο γιατί είναι εκπρόσωποι του νόμου και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά γιατί και οι δύο υπήρξαν θεόπτες κατά την διάρκεια της ζωής τους.
Στο όρος Σινά ο Μωϋσής είδε την δόξα του ασάρκου Λόγου, ο οποίος του παρέδωσε τον Νόμο, την Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και πριν από αυτό είδε την άλλη καταπληκτική θεωρία που δήλωνε την σάρκωση του Λόγου, δηλαδή την θεωρία της καταφλεγομένης και μη κατακαιομένης βάτου. Άλλοτε σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του ο Μωϋσής ζήτησε από τον Θεό να του αποκαλυφθή και να φανερώση τον Εαυτό Του. Και όταν ο Θεός του ανήγγειλε ότι θα αποκαλυφθή του είπε να εισέλθη σε ένα βράχο (πέτρα), και καθώς πέρασε έκρυψε την οπή του βράχου, για να μη δη το πρόσωπό Του, αλλά τα οπίσθια. (Εξ. λγ', 12-23). Και αυτή η αποκάλυψη δηλώνει την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού.
Αλλά και ο Προφήτης Ηλίας αξιώθηκε να δη τον άσαρκο Λόγο, με την μορφή της λεπτής αύρας. Η αποκάλυψη του Θεού δεν έγινε με την μορφή του αέρος, του σεισμού και του πυρός, αλλά με την λεπτή φωνή αύρας. "Και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος". Όταν άκουσε ο Προφήτης Ηλίας την φωνή της λεπτής αύρας, κάλυψε το πρόσωπό του με την μηλωτή, και αφού βγήκε από το σπήλαιο, στάθηκε κάτω από αυτό (Γ' Βασ. ιθ', 11-13). Και η θεοπτία αυτή είχε σχέση με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, γιατί με την ενανθρώπησή Του ο Θεός παρουσίασε την αγάπη και την φιλανθρωπία Του.
Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ της θεοπτίας που είχαν οι δύο Προφήτες κατά την διάρκεια της ζωής τους, από την θεοπτία που είχαν στο όρος Θαβώρ. Τότε ήταν θεωρία του ασάρκου Λόγου, γι' αυτό και εκρύβησαν στην πέτρα και το σπήλαιο, ενώ τώρα βλέπουν τον ενσαρκωμένο Λόγο. Τότε το Σινά καιγόταν έως τον ουρανό, υπήρχε δε σκοτάδι, γνόφος και θύελλα, και μεγάλη φωνή (Δευτ. δ', 11), που εκφράζουν την Παλαιά Διαθήκη, ενώ στο Θαβώρ όλα ήταν λαμπρά και φωτεινά, εξαστράπτοντα από το απρόσιτο φως της θεότητος, δείγμα ότι ήταν ανώτερο το φως από τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο ιερός Θεοφύλακτος παρουσιάζει πολύ εκφραστικά τους λόγους για τους οποίους εμφανίστηκαν οι θεόπτες άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης. Πρώτον, για να αποδειχθή ότι ο Χριστός είναι Κύριος του Νόμου και των Προφητών. Δεύτερον, για να φανή ότι κυριεύει ζώντων και νεκρών, αφού ο Μωϋσής ήταν νομοθέτης και πέθανε, ενώ ο Ηλίας ήταν Προφήτης και ακόμη ζούσε, αφού ηρπάγη με άρμα στον ουρανό. Τρίτον, για να φανή καλά ότι ο Χριστός όχι μόνο δεν ήταν αντίθετος με τον νόμο, αλλά ούτε αντίθεος, διαφορετικά οι μεγάλοι αυτοί θεόπτες άνδρες δεν θα ομιλούσαν μαζί Του. Τέταρτον, για να λύση την υποψία μερικών ότι Αυτός είναι ο Ηλίας που περίμεναν ή κάποιος άλλος Προφήτης. Και πέμπτον, για να διδάξη τους Μαθητάς Του να μιμηθούν τους μεγάλους αυτούς άνδρας, δηλαδή να είναι πραείς, όπως ο Μωϋσής, και ζηλωτές, άκαμπτοι και να κινδυνεύουν, όταν χρειασθή για την αλήθεια, όπως ο Προφήτης Ηλίας.
Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Μωϋσής και Ηλίας στέκονταν με ευλάβεια και σεβασμό πλησίον του Χριστού. Ο ιερός Κοσμάς ο Μελωδός στον κανόνα της εορτής γράφει: "ιεροπρεπώς εστώτες Μωϋσής τε και Ηλίας εν όρει Θαβώρ, της θείας χαρακτήρα τρανώς υποστάσεως βλέποντες Χριστόν εν Πατρώα εξαστράψαντα δόξη ανέμελπον...". Οι Προφήτες έβλεπαν στο όρος Θαβώρ τον σεσαρκωμένο Λόγο του Θεού και μέσα στην θεωρία γνώρισαν ότι Αυτός είναι ο Μονογενής Υιός του Θεού, που είχε τον χαρακτήρα της υποστάσεως του Πατρός, δηλαδή την δόξα του Θεού Πατρός. Γι' αυτόν τον λόγο και στέκονταν ιεροπρεπώς και δουλικώς.
Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, ο Μωϋσής στην Παλαιά Διαθήκη στεκόταν ως αρχιερεύς μεταξύ του Ώρ και του Ααρών για να νικήση ο Ισραηλιτικός λαός, και ο Ηλίας ως αρχιερεύς του Θεού θανάτωσε στους ιερείς του Βάαλ και ολοκαύτωσε την θυσία. Αυτοί, λοιπόν, οι δύο αρχιερείς του Θεού στέκονται τώρα στο Θαβώρ ως ιερείς και δούλοι, έχοντες στο μέσον τον Μέγα αρχιερέα Χριστό, που ετοιμάζεται για την μεγάλη θυσία.
Αυτό το "ιεροπρεπώς" και "δουλικώς" υπενθυμίζει και την μεγάλη διαφορά που υπήρχε και υπάρχει μεταξύ του Χριστού και των Προφητών. Ο Χριστός ποιεί την θέωση, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αφού είναι κατά φύσιν Υιός του Θεού και θεοποιεί τους ανθρώπους, ενώ οι Προφήτες πάσχουν στην θέωση, δηλαδή γίνονται κατά χάριν και κατά μέθεξιν θεοί. Με άλλα λόγια ο Χριστός είναι αυτόφωτος ήλιος, ενώ αυτοί ετερόφωτα αστέρια.
Πρέπει να σημειώσουμε και μια άλλη λεπτομέρεια, που όμως δείχνει κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι "εν τω γενέσθαι την φωνήν (τού πατρός, Ούτος εστιν...) ευρέθη ο Ιησούς μόνος" (Λουκ. θ', 36). Δηλαδή, με την ακοή της φωνής εξαφανίσθηκαν οι δύο Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και παρέμεινε μόνος ο Χριστός. Κατά τον ιερό Θεοφύλακτο, αυτό έγινε για να μη νομίση κανείς ότι η φωνή αυτή έγινε για τον Μωϋσή και τον Ηλία, αλλά μόνο για τον Χριστό. Δεν έπρεπε να γίνη καμμιά σύγχυση μεταξύ αυτών των προσώπων. Ο Χριστός είναι το κέντρο των ουρανίων και των επιγείων.
ιβ'. Οι τρεις Μαθητές στο Θαβώρ
Στο μεγάλο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού ήταν παρόντες μόνο οι τρεις Μαθητές, ήτοι ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Τα τρία αυτά πρόσωπα παραλαμβάνονται από τον Χριστό και σε άλλες μεγάλες στιγμές, όπως κατά την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου και την προσευχή Του στην Γεθσημανή.
Η επιλογή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθή ως προσωποληψία. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε στον Χριστό διαθέσεις ανθρώπινες και εμπαθή αισθήματα. Υπάρχει μια βαθύτατη θεολογική αιτιολογία. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η αποκάλυψη και φανέρωση του Θεού μπορεί να είναι Παράδεισος για τους καταλλήλους για την θεωρία αυτή και Κόλαση για τους ακαθάρτους ή τουλάχιστον για τους μη προετοιμασθέντας. Γι' αυτό και πρέπει κανείς να βρίσκεται σε κατάλληλη πνευματική κατάσταση για να δεχθή την αποκάλυψη του Θεού θεοπτικά και όχι κολαστικά. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι τρεις Μαθητές ήταν πιο κατάλληλοι για να δεχθούν αυτήν την αποκάλυψη του Θεού. Για τους άλλους έπρεπε να μείνη κρυφή και να αποκαλυφθή μετά την Ανάστασή Του.
Οι τρεις Μαθητές είχαν μερικά προσόντα που τους έκαναν καταλλήλους για την συμμετοχή τους στην θεωρία αυτή. Και οι τρεις υπερείχαν από τους άλλους Μαθητάς (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος). Και η υπεροχή τους φαίνεται στο ότι ο Πέτρος αγαπούσε πολύ (σφόδρα) τον Χριστό με την θερμότητα της πίστεως, ο Ιωάννης αγαπιόταν πολύ (σφόδρα) από τον Χριστό ένεκα της υπερβολής των αρετών, και ο Ιάκωβος από του ότι ήταν σφόδρα βαρύς στους Ιουδαίους, αφού και ο Ηρώδης τον εφόνευσε (Ζυγαβηνός).
Οι δύο τουλάχιστον από τους τρεις Μαθητές που παρευρέθησαν στο Θαβώρ την φοβερά εκείνη ώρα έδωσαν την μαρτυρία τους για το γεγονός. Ο Απόστολος Πέτρος γράφει σε επιστολή του: "ου γαρ σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ' επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος". Και αφού αναφέρεται στην φωνή του Πατρός γράφει: "καί ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, σύν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω..." (Β' Πέτρ. α', 16-20). Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην καθολική του επιστολή γράφει: "Ό ήν απ' αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής, και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον ήτις ήν προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν" (Α' Ιω. α', 1-2). Πέρα από τα δύο αυτά χωρία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι όλα τα κείμενα που συνέγραψαν οι θείοι Απόστολοι είναι απόδειξη της θείας εποψίας, είναι απαύγασμα της εμπειρίας που είχαν στο όρος Θαβώρ και στην Πεντηκοστή.
Οι τρεις Μαθητές βλέποντας τον Χριστό μεταμορφωθέντα, ενώ χαίρονταν και έλεγαν "καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία", στην συνέχεια, όταν τους επεσκίασε η φωτεινή νεφέλη και ακούστηκε η φωνή του πατρός, "έπεσον επί προσώπου αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα" (Ματθ. ιζ', 6). Οι Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Βασίλειος, άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος και άγ. Γρηγόριος Παλαμάς) λέγουν ότι έπεσαν στην γη από την υπερβολή του φωτός. Άλλωστε, η φωνή του Πατρός ήταν θεωρία του Θεού, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από την προηγούμενη που είχαν οι Μαθητές. Φοβήθηκαν, λοιπόν, για την υπερέχουσα φανότητα.
Στα λειτουργικά κείμενα τα οποία αναφέρονται σε αυτό το γεγονός άλλοτε μεν λέγεται ότι οι Μαθητές αισθάνθηκαν φόβο και άλλοτε ότι αισθάνθηκαν χαρά. Αλλά, όπως εξηγούν οι Πατέρες, αυτός ο φόβος ήταν στενά συνδεδεμένος με την χαρά, αφού δεν ήταν δουλικός, αλλά υιικός και των τελείων. Γιατί, υπάρχει ο εισαγωγικός φόβος και ο φόβος των τελείων. Εδώ πρόκειται για χαρά, σεβασμό, προσκύνηση του μεγάλου μυστηρίου του οποίου αξιώθηκαν να γίνουν θεατές.
ιγ'. Ο Χριστός, Κέντρο της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης
Ήδη έχουμε τονίσει ότι οι δύο Προφήτες ήταν εκπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης και οι τρεις Απόστολοι ήταν εκπρόσωποι της Καινής Διαθήκης. Οπότε φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός είναι το κέντρο της Αγίας Γραφής. Η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει τις αποκαλύψεις του ασάρκου Λόγου και προφητεύει την ενανθρώπησή Του, και η Καινή Διαθήκη περιγράφει την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Όχι μόνο την παρουσιάζει, αλλά δίνει την μαρτυρία ότι και οι άνθρωποι μπορούν να μεθέξουν της ενσαρκώσεως, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού.
Έτσι, το κεντρικό σημείο της Αγίας Γραφής είναι ο Χριστός, και μάλιστα ο ένδοξος Χριστός. Γι' αυτό και δεν πρέπει να στεκόμαστε σε μερικές ιστορίες και να εξαγάγουμε ηθικά συμπεράσματα, τα οποία, βέβαια, είναι απαραίτητα και αναγκαία, και να παραθεωρούμε το βασικό μήνυμα της Αγίας Γραφής. Και επειδή ο Χριστός είναι το κέντρο της Αγίας Γραφής, ο άσαρκος και σεσαρκωμένος Λόγος, και η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, γι' αυτό η Αγία Γραφή ερμηνεύεται αλάνθαστα μόνο από την Εκκλησία και από εκείνους που ζουν μέσα στην θεοπτική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Οι θεούμενοι, που είναι τα ζωντανά μέλη του Χριστού μπορούν να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή.
Κατά το γεγονός της Μεταμορφώσεως, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος "έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φώς" (Ματθ. ιζ', 2). Ο Ευαγγελιστής Μάρκος μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, λέγοντας: "καί μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και τα ιμάτια αυτού εγένετο στίλβοντα λευκά λίαν ως χιών, οία γναφεύς επί της γης ου δύναται ούτω λευκάναι" (Μάρκ. θ', 2-3). Ενώ το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, τα ιμάτιά Του λαμπρύνθηκαν και φάνηκαν σαν το χιόνι. Ήταν τόσο λευκά, όσο δεν μπορεί κανείς βαφεύς να λευκάνη.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι τα λαμπρά ιμάτια είναι το γράμμα του λόγου του Θεού, το οποίο όμως φαίνεται λαμπρό σε αυτούς που βλέπουν εν πνεύματι τα του πνεύματος. Αντίθετα, οι άλλοι που είναι στοχαστές, δεν μπορούν να τα εξηγήσουν, αλλά ούτε και να τα καταλάβουν, ενώ τα εξηγούν οι θεόπτες. Αυτό σημαίνει ότι μόνο οι θεούμενοι μπορούν να καταλάβουν τον λόγο του Θεού και τον λόγο των θεουμένων.
Τα ίδια διδάσκει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Λέγει ότι το πνεύμα του νόμου είναι η ψυχή και το γράμμα του νόμου είναι το σώμα και τα ιμάτια. Χωρίς κανείς να περιφρονή τα ιμάτια και το σώμα, πρέπει να προχωρή στο πνεύμα, στην ψυχή.
Επομένως, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, όταν μελετούμε την Αγία Γραφή, ώστε αφ' ενός μεν να μη περιφρονούμε τα ιμάτιά της, αφ' ετέρου δε τα ιμάτια να μη γίνουν αφορμή να αγνοούμε το λαμπρό πρόσωπό της.
ιδ'. Το σώμα του Χριστού είναι ομόθεο
Είναι σημαντικό να υπογραμμισθή ότι και το Σώμα του Χριστού στο όρος Θαβώρ, όπως και γενικά σε όλη την ζωή Του, έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Πριν την ενανθρώπηση, πηγή της ακτίστου Χάριτος ήταν οι θείες υποστάσεις, τώρα πηγή γίνεται και η ανθρώπινη φύση στο Πρόσωπο του Λόγου. Έτσι και το πρόσωπο του Χριστού "έλαμψεν ως ο ήλιος".
Οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν το σώμα που προσελήφθη από τον Χριστό και θεώθηκε ομόθεο, ακριβώς γιατί κατέστη πηγή της ακτίστου Χάριτος. Ένα παράδειγμα κατ' αναλογία είναι ο αισθητός ήλιος. Το φως υπήρχε από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, ενώ ο ήλιος έγινε πηγή του φωτός την τετάρτη ημέρα της δημιουργίας, όταν ενώθηκε με το φώς. Έτσι, το σώμα του Χριστού είναι ομόθεο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: "διά την πρόσληψιν την χρισθείσαν θεότητι και γενημένην όπερ το χρίσαν, και θαρρώ λέγειν ομόθεον". Αυτό λέγεται και σε συνοδικά και λειτουργικά κείμενα.
Παρά το ότι το σώμα είναι και λέγεται ομόθεο, παρά το ότι θεώθηκε, εν τούτοις δεν εξήλθε από τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως για να τραπή σε θεότητα. Αυτό το λέγουν οι Μονοφυσίτες, που ισχυρίζονται ότι η θεία φύση απερρόφησε την ανθρώπινη φύση. Όμως, αν και το σώμα θεώθηκε, εν τούτοις παρέμεινε άτρεπτο και δεν απέβαλε ούτε τα φυσικά ιδιώματά του, ούτε και τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη που ο Χριστός ανέλαβε εκουσίως. Έτσι, ο Χριστός και μετά την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, κράτησε το παθητό, το φθαρτό και το θνητό. Βέβαια, αυτά λέγονται για τον καιρό προ της Αναστάσεως, γιατί μετά την Ανάσταση ο Χριστός απέβαλε το φθαρτό και το θνητό, όλα τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη. Γι' αυτό το θέμα θα λεχθούν τα απαραίτητα όταν θα γίνη λόγος για την Ανάσταση του Χριστού.
Το ότι το σώμα του Χριστού κατέστη πηγή της ακτίστου Χάριτος έχει συνέπειες συνταρακτικές στην εκκλησιαστική ζωή. Μπορούμε να κοινωνήσουμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο. Με την θεία Κοινωνία ο άνθρωπος δεν λαμβάνει αφηρημένα την Χάρη του Θεού, αλλά το ομόθεο σώμα του Χριστού, που είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος. Βέβαια, αυτό λέγεται από την άποψη ότι δεν αγιάζεται κάθε Χριστιανός που κοινωνεί, αλλά μόνο εκείνος που έχει προετοιμασθή, όταν είναι μέλος, πραγματικό και ζωντανό, της Εκκλησίας, δηλαδή του Σώματος του Χριστού. Η θεία Κοινωνία ενεργεί ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.
ιε'. Διαφορετική μετοχή στην δόξα του Θεού
Ερμηνεύοντας το γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως βλέπουμε την διαφορά στην μετοχή της δόξης του Θεού. Το σώμα που προσέλαβε ο Χριστός, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως, έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, γι' αυτό το πρόσωπό του έλαμψε ως ο ήλιος. Τους Μαθητάς Του, και γενικά τους ανθρώπους, που είναι άξιοι να μεθέξουν της θεοποιού ενεργείας Του, τους θέωσε και τους θεώνει, οπότε μετέχουν κατά χάριν και ευδοκία της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Τα ιμάτια λαμπρύνονται από την δόξα του Θεού. Αλλά και όλη η κτίση φαιδρύνεται. Ο ιερός Κοσμάς ο ποιητής σε ένα τροπάριο λέγει ότι το άδυτο φως του Θεού που φανερώθηκε στο Θαβώρ "τήν κτίσιν φαιδρύναν, τους ανθρώπους εθέωσε". Δηλαδή η κτίση λαμπρύνεται, φαιδρύνεται, αλλά μόνο οι άνθρωποι θεώνονται.
Αυτό φανερώνει ότι ολόκληρη η δημιουργία διαφοροτρόπως μετέχει στην δόξα του Θεού. Δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για θέωση της κτίσεως, αλλά για αγιασμό της κτίσεως και θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Δεν μπορούμε να θέτουμε στην ίδια προοπτική την κτίση και τον άνθρωπο, αφού ο άνθρωπος είναι λογικός, ενώ η κτίση άλογη, και αφού ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της κτίσεως και ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο.
ιστ'. Τί είναι η Εκκλησία και ποιός ο σκοπός της
Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει τί ακριβώς και ποιά είναι η Εκκλησία, αλλά και ποιός είναι ο σκοπός της. Στην Εκκλησία ανήκουν οι Προφήτες και οι Απόστολοι και εκείνοι που δέχονται την αποκαλυπτική τους θεολογία και αγωνίζονται να βρίσκωνται στην ίδια προοπτική. Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί βαθμοί μεθέξεως, αλλά τουλάχιστον ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως.
Φαίνεται ακόμη και ποιός είναι ο βαθύτερος και ουσιαστικότερος σκοπός της Εκκλησίας. Και αυτός είναι να οδηγήση τον άνθρωπο στην θέωση, που είναι η όραση του ακτίστου φωτός. Όλο το έργο των ποιμένων αποβλέπει σε αυτόν τον υψηλό στόχο. Η θέωση, λοιπόν, δεν αποτελεί πολυτέλεια για την χριστιανική ζωή, αλλά είναι η μυστική εντελέχεια και ο βαθύτερος σκοπός της. Τόσο τα μυστήρια όσο και η άσκηση αποβλέπουν σε αυτήν την κατάσταση. Όταν απομονωθούν από αυτήν, τότε ειδωλοποιούνται.
Το άκτιστο φως είναι βίωση της βασιλείας του Θεού, είναι το βρώμα των επουρανίων. Παράλληλα, όμως, είναι πρόγευση των μελλόντων αγαθών. Η Μεταμόρφωση δείχνει τί είναι η Βασιλεία του Θεού και τί θα είναι η μελλοντική κατάσταση. Ο Θεάνθρωπος θα βρίσκεται στο μέσον των θεουμένων, οι οποίοι θα ευφραίνωνται από την παρουσία και την δόξα του Θεού, κατά διαφόρους βαθμούς και κατά ποικίλη μέθεξη της ακτίστου Χάριτος. Θα εφαρμοστή κατ' αυτόν τον τρόπο ο ψαλμός του Δαυίδ: "Ο θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί" (Ψαλμ. πα', 1). Ο Χριστός, και γενικά ο Τριαδικός Θεός, θα είναι ο κατά φύσιν Θεός, και οι άγιοι θα είναι θεοί κατά μετοχή και κατά Χάρη. Επομένως, η μέλλουσα Βασιλεία, όπως και η παρουσία μας μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι μια συνάθροιση ευσεβών ανθρώπων, αλλά μια συναγωγή, ένας εκκλησιασμός κατά χάριν θεών, στην πραγματικότητα "θεουμένων εκ του κατά φύσιν όντος Θεού" (άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης).
ιζ'. Προσωπική μέθεξη της θεώσεως
Όπως όλες οι Δεσποτικές εορτές δεν είναι μόνον απόλυτα Χριστολογικές, αλλά ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές, το ίδιο ισχύει και με την Μεταμόρφωση του Χριστού. Ο Χριστός με την Μεταμόρφωσή Του έδειξε την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και την δόξα όσων θα ενωθούν με Αυτόν. Γι' αυτό, άλλωστε, το γεγονός της Μεταμορφώσεως αποτελεί κεντρικό σημείο της σωτηριολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, αφού δείχνει ποιός είναι ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου.
Για να φθάση όμως κανείς στην βίωση της δόξας της θεώσεώς του, στην μέθεξη, δηλαδή, της θεοποιού ενεργείας του Θεού, πρέπει να περάση από την κάθαρση της καρδιάς. Και αυτό γίνεται γιατί ο Χριστός φωτίζη τον άνθρωπο κατά την αναλογία της καθαρότητος της καρδιάς του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πη χαρακτηριστικά: "Δια τούτο καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον". Συμβαίνει με το νοητό φως ό,τι και με το αισθητό φώς. Όπως το αισθητό φως φωτίζει τους υγιείς οφθαλμούς του σώματος, έτσι και το άκτιστο φως φωτίζει τον καθαρό νού και την λελαμπρυσμένη καρδία (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).
Οι Πατέρες, μιλώντας για την Μεταμόρφωση του Χριστού και την μέθεξη της θείας δόξης, κάνουν λόγο για προσωπική ανάβαση στο όρος της θεοπτίας. Συνεχής είναι η κραυγή της Εκκλησίας: "λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως σου το αΐδιον". Και σε μια σχετική ευχή κατά την πρώτη ώρα αισθανόμαστε την ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Χριστό: "Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον σημειωθήτω εφ' ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψόμεθα φως το απρόσιτον". Χρειάζεται διαρκής άνοδος και εξέλιξη. Στην Εκκλησία ομιλούμε για εξέλιξη του ανθρώπου όχι από τον πίθηκο στον άνθρωπο, αλλά από τον άνθρωπο στον Θεό. Και αυτή η εκκλησιαστική θεωρία της εξελίξεως δίνει νόημα ζωής και ικανοποιεί όλα τα εσωτερικά προβλήματα και τις υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπου.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει ότι ο Χριστός δεν φαίνεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους, αλλά στους αρχαρίους φαίνεται με την μορφή του δούλου, ενώ σ' εκείνους που ανεβαίνουν στο όρος της θεοπτίας φαίνεται "εν μορφή Θεού".
Οι τρεις Μαθητές επάνω στο Θαβώρ, μόλις είδαν την δόξα του προσώπου του Χριστού, ομολόγησαν: "Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία" (Ματθ. ιζ', 4). Ερμηνεύοντας αυτήν την επιθυμία των Μαθητών, ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι οι τρεις σκηνές είναι της πράξεως, της θεωρίας και της θεολογίας. Της πρώτης σκηνής (πράξεως) τύπος ήταν ο Ηλίας ως ανδρείος και σώφρων, της δευτέρας (θεωρίας) ο Μωϋσής ως νομοθέτης και δικαιοδότης, της τρίτης σκηνής (θεολογίας) τύπος ήταν ο Δεσπότης Χριστός, επειδή ήταν τέλειος σε όλα.
Στην ερμηνευτική αυτήν ανάλυση φαίνονται οι τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, που συνιστούν την πνευματική ανάβαση του ανθρώπου στο όρος Θαβώρ, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Έτσι, δεν πρόκειται για μια τοπική ανάβαση, αλλά για μια τροπική εξέλιξη. Αν δούμε προσεκτικά όλη την εκκλησιαστική ζωή, και την σωτηριολογική διδασκαλία των αγίων Πατέρων θα διαπιστώσουμε ότι γίνεται διαρκώς λόγος για τα τρία αυτά στάδια της πνευματικής ζωής, που συνιστούν διαφορετική μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τον άνθρωπο. Αν η πνευματική ζωή δεν έχη αυτήν την αναφορά και εξέλιξη, τότε ή ειδωλοποιείται ή ηθι-κοποιείται.
Η Μεταμόρφωση του Χριστού μας δείχνει τί ακριβώς είναι η ορθόδοξη θεολογία. Από την διδασκαλία της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι η θεολογία δεν είναι στοχασμός και εγκεφαλικές γνώσεις, αλλά μέθεξη της θεοποιού ενεργείας, θεωρία του ακτίστου Φωτός καί, βεβαίως, θέωση του ανθρώπου. Όταν κάνουμε λόγο για θεολογία εννοούμε εμπειρία και θεοπτία.
Συμπερασματικά πρέπει να πούμε ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού, αλλά και βασικό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Γι' αυτό δεν μπορεί να αναλυθή με καλές, ηθικές σκέψεις και συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά μέσα στα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας. Άλλωστε, ζούμε μέσα στην Εκκλησία και δεν επιδιώκουμε απλώς να γίνουμε καλοί άνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί. Σε αυτό το ύψος μας καλεί η εκκλησιαστική ζωή και η ορθόδοξη θεολογία.
Πηγή: Ἅγια Μετέωρα
Πρωτοπρεσβύτερος
Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
τηλ. 6945-377621, agotsopo@gmail.com
Πάτρα 25.7.2017
Tὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης
Παρατηρήσεις στό ἀπό 17/30.6.2017 «Μήνυμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου»
Δημοσιεύθηκε στὶς 17/30.6.17 μετὰ ἀπὸ πολύμηνη κυοφορία κείμενο τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τοῦ Ἁγ. Ὄρους ποὺ ἀναφέρεται στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης καὶ ἐπιγράφεται «Μήνυμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου »[1].
Τὸ κείμενο αὐτὸ ἔτυχε ποικίλης ἀντιμετωπίσεως: Ἀπὸ θετικὰ σχόλια, μέχρι αὐστηρὴ καὶ τεκμηριωμένη κριτική, ἐνῶ δὲν ἦσαν λίγοι ποὺ τὸ προσπέρασαν ἀδιάφορα, ὡς μὴ ἀνταποκρινόμενο στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητας[2].
Α. Νομίζουμε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη μία σύντομη ἀναφορὰ στὴν προϊστορία τοῦ κειμένου:
1. Τό ΙΕΡΟΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ τῆς 12/25.5.2016
Τὸ Ἅγιο Ὅρος τὴν 12/25 Μαΐου 2016 (ἕνα μήνα πρὸ τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης) μὲ ἐπίσημο Ἱεροκοινοτικὸ Γράμμα Του[3] πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κοινοποιηθὲν σὲ ὅλες τὶς Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐξέφραζε τὶς ἔντονες ἀνησυχίες Του γιὰ πολλὰ σημεῖα τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας τῆς Πανορθοδόξου καὶ τῶν προσυνοδικῶν κειμένων «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καὶ «Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας».
Οἱ ἀπόψεις καὶ οἱ ἀνησυχίες τοῦ Ἁγ. Ὄρους ποὺ διατυπώθηκαν στὸ Ἱεροκοινοτικὸ Γράμμα δὲν ἔγιναν οὐσιαστικὰ ἀποδεκτὲς ἀπὸ τοὺς τὰ πρῶτα φέροντες τῆς Κρήτης. Αὐτὸ εἶναι ἐμφανὲς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ στὶς Συνόδους μετὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενική, κανένα ἄλλο σημεῖο ἀπὸ τὶς καίριες παρατηρήσεις τοῦ Ἁγ. Ὄρους ποὺ ἀναφέρονται στὸ ἀνωτέρω γράμμα δὲν ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴ Σύνοδο! Οὐσιαστικὰ ἡ κραυγὴ ἀγωνίας τοῦ Ἁγ. Ὄρους δὲν εἰσακούσθηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης.
2. ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΙΕΡΟΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ τῆς 13/26.11.2016
Μετὰ τὴν «Πανορθόδοξη», ἡ ΕΔΙΣ (Ἔκτακτος Διπλὴ Ἱερὰ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ὄρους) τῆς 23.9./3.10.2016 ἀνέθεσε σὲ πενταμελή Ἱεροκοινοτικὴ Ἐπιτροπὴ τὴ σύνταξη Εἰσηγήσεως ἐπὶ τῶν ἐγκριθέντων Κειμένων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Τὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς ἦταν: οἱ Καθηγούμενοι Ξηροποτάμου ἀρχιμ. Ἰωσήφ, Σίμωνος Πέτρας ἀρχιμ. Ἐλισσαῖος, Σταυρονικήτα ἀρχιμ. Τύχων, ὁ ὁποῖος καὶ συμμετεῖχε ὡς σύμβουλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης καὶ οἱ ἱερομόναχοι Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός καί Λουκᾶς Γρηγοριάτης.
Ἡ Εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς ποὺ δημοσιεύθηκε στὶς 13/26.11.2016[4], παρὰ τὴν εὐγενικὴ καὶ μὲ σεβασμὸ ἐκφρασθεῖσα ἀναφορά της πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη καὶ τοὺς λοιποὺς Προκαθημένους, διακρίνεται γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ λόγου καὶ τὴν ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια τῶν θεολογικῶν της θέσεων καὶ τῆς κριτικῆς τῶν συνοδικῶν κειμένων τῆς Κρήτης.
Ἡ Ἱεροκοινοτικὴ Ἐπιτροπὴ στὴν Εἰσήγησή της ἀναφέρεται μεταξὺ ἄλλων στὸ ἀπὸ 12/25 Μαΐου 2016 Γράμμα ἐπισημαίνοντας ἐμμέσως πλὴν σαφῶς ὅτι οἱ ἐν αὐτῷ παρατηρήσεις τοῦ Ἁγ. Ὄρους δὲν ἐλήφθησαν ὑπ’ ὄψιν ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης.
Καὶ μόνο ἡ τελευταία φράση τῆς Εἰσηγήσεως μὲ τὴν ὁποία κατακλείεται ἡ Εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς ἀποτελεῖ κόλαφο καὶ οὐσιαστικὰ τὴ θεολογικὴ ἀκύρωση τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου». Γράφει τὸ Ἃγ. Ὄρος: «Προσβλέπομεν μετ’ ἐλπίδος εἰς τήν περαιτέρω θεολογικήν ἐπεξεργασίαν καί πλέον αὐθεντικήν διατύπωσιν τῶν συνοδικῶν κειμένων, ὥστε αὐτά νά ἀνταποκρίνωνται εἰς τήν ἐκπλήρωσιν τῆς σωτηριώδους ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, συμφώνως πρός τόν Ὅρον τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν· ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται...».
Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ Ἁγιορεῖτες δηλώνουν ὅτι τὰ τελικὰ κείμενα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης ὅπως εἶναι διατυπωμένα δὲν ἀνταποκρίνονται «εἰς τήν ἐκπλήρωσιν τῆς σωτηριώδους ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον»! Εἶναι ὅμως ἐντελῶς ἀδιανόητο μία Ὀρθόδοξη Σύνοδος ποὺ θέλει νὰ αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «Ἁγία καὶ Μεγάλη» καὶ μὲ ἀπαίτηση οἱ ἀποφάσεις της νὰ τύχουν «πανορθοδόξου ἀποδοχῆς», τὰ κείμενά της νὰ μὴν ἀνταποκρίνονται «εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς σωτηριώδους ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον»! Σὲ τί ἔγκειται, λοιπόν, τὸ «Ἁγία καὶ Μεγάλη»;
Ἀκόμα σοβαρότερη εἶναι ἡ ἑπόμενη φράση-καταγγελία τοῦ Ἁγ. Ὄρους γιὰ τὴν Κρήτη: Οἱ Ἁγιορεῖτες διακρίνουν ὅτι τὰ τελικὰ κείμενα τῆς Κρήτης, ὡς ἔχουν, δὲν εἶναι σύμφωνα «πρός τόν Ὅρον τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν· ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται...». Τί σημαίνει ἡ φράση αὐτὴ γιὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης; Ὅτι ἡ Σύνοδος ἐλέγχεται ὡς κακόδοξη ἀφοῦ δὲν μπορεῖ σήμερα ὡς ἔχει νὰ στοιχηθεῖ στὴν ἀποστολική, πατερικὴ καὶ ἐν γένει ἐκκλησιαστικὴ παράδοση!
Οἱ Ἁγιορεῖτες, βέβαια, ἔχοντες «καλὸ λογισμὸ» δηλώνουν ὅτι «προσβλέπουν μετ΄ ἐλπίδος » στὴ διόρθωση τῶν κειμένων. Φοβᾶμαι ὅμως ὅτι – κατ’ ἄνθρωπον – εἶναι μάταιη ἡ ἐλπίδα τους αὐτή, ἐπειδὴ οἱ ἁρμόδιοι τῆς Συνόδου ἐπέλεξαν συνειδητὰ καὶ μεθόδευσαν τὴ διατύπωση καὶ τὶς συγκεκριμένες ἀποφάσεις. Αὐτὴ τὴ θεολογία πιστεύουν, αὐτὴ τὴ θεολογία θέλουν νὰ ἐπιβάλουν στὴν Ἐκκλησία μας.
Εἶναι, λοιπόν, πολὺ δικαιολογημένη ἡ σφοδρὴ δυσαρέσκεια τοῦ Φαναρίου γιὰ τὴν Εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς παρὰ τὶς εὐγενεῖς καὶ φιλόφρονες ἀναφορὲς τῆς Ἐπιτροπῆς στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, διότι οὐσιαστικὰ τὸ Ἃγ. Ὄρος ἀποδόμησε θεολογικὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης!
3. Τό «ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ» τῆς 17/30.6.2017
Ἔτσι, σὲ μία προσπάθεια νὰ “ξεπεραστεῖ” ἡ ἒντονη δυσαρέσκεια τοῦ Φαναρίου στὴν ΕΔΙΣ τῆς 18.4/1.5.2017, ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας ἀρχιμ. Ἐλισσαῖος πρότεινε τὸν λόγιο Προηγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων ἀρχιμ. Βασίλειο (Γοντικάκη), νὰ συντάξει ἄλλο κείμενο ποὺ θὰ κυκλοφοροῦσε ὡς «Μήνυμα τοῦ Ἁγ. Ὄρους περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου».
Τὸ κείμενο τοῦ ἀρχιμ. Βασιλείου συζητήθηκε στὴν συνεδρίαση τῆς ΕΔΙΣ τῆς 17/30.6.2016 καὶ ἔγινε ἀποδεκτὸ κατὰ πλειοψηφία. Μειοψήφησαν οἱ Καθηγούμενοι καὶ ἀντιπρόσωποι πέντε Ἱ. Μονῶν: Ξηροποτάμου, Γρηγορίου, Καρακάλου, Φιλοθέου καὶ Κωνσταμονίτου. Γιὰ τὴν ἱστορία ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ συνήθης ἁγιορείτικη πρακτικὴ εἶναι τὰ σχέδια κειμένων τοῦ Ἁγ. Ὄρους νὰ ὑποβάλονται πρῶτα στὶς Ἱ. Μονὲς γιὰ νὰ ἀποφασίσουν οἱ Γεροντικές τους Συνάξεις τί γνώμη θὰ ἐκφέρουν οἱ Ἀντιπρόσωποί τους στὴν ΕΔΙΣ. Κάτι τέτοιο δὲν ἔγινε μὲ τὸ κείμενο τοῦ π. Βασιλείου, ἀλλὰ ἦρθε κατ’ εὐθείαν στὴν ΕΔΙΣ.
Θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω κειμένων τῶν «θεσμικῶν» ὀργάνων τοῦ Ἁγ. Ὄρους τόσο κατὰ τὴν προσυνοδικὴ περίοδο ἀλλὰ κυρίως μετὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶδαν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας πολὺ σημαντικὰ κείμενα ἀπὸ τὸ Ἃγ. Ὄρος (ἀπὸ Ἱ. Μονὲς[5] ἢ Κελλιῶτες[6] μοναχούς), ἀπό τὰ ὁποῖα ἄλλα πιὸ αὐστηρὰ καὶ ἄλλα μὲ λεπτότητα διατυπώσεως, πάντως στὸ σύνολό τους ἐξέφραζαν τὴν ἀνησυχία, ἀρχικά, καὶ κατόπιν τὴν ἔντονη διαμαρτυρία γιὰ τὶς θεολογικὲς θέσεις τῆς Κρήτης.
Τονίζουμε μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση ὅτι κανένα ἁγιορείτικο κείμενο δὲν μίλησε μὲ ἐνθουσιασμὸ ἢ ἔστω μέ ἁπλὴ ἱκανοποίηση γιὰ τὴν Κρήτη. Ἂν οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ποὺ συμμετεῖχαν στὴν Κρήτη σέβονται πράγματι τὸν ἁγιορείτικο μοναχισμό, ὅπως κατ’ ἐπανάληψιν δηλώνουν, καλὸ εἶναι νὰ προβληματιστοῦν πολὺ ἀπὸ τὴ στάση τοῦ Ἁγ. Ὄρους ἔναντι τῶν ἀποφάσεων πού ἒλαβαν στὴν Κρήτη! Νομίζουμε εἶναι μοναδικὸ στὴν συνοδικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ γεγονὸς ὅτι μία τέτοια Σύνοδος, ἡ ὁποία προετοιμαζόταν ἐπὶ δεκαετίες, μὲ δεκάδες συσκέψεων, συνεδρίων, διασκέψεων σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, ἡ ὁποία «λανσάρεται» ὡς τὸ μέγιστο συνοδικὸ γεγονὸς τῆς β-γ΄ χιλιετίας, νὰ τύχει τοσαύτης καὶ τοιαύτης ἀπαξιώσεως ἀπὸ τὸ Ἁγιώνυμο Ὄρος! Οἱ πρωτεργάτες τῆς Συνόδου δὲν μποροῦν νὰ εἶναι ὑπερήφανοι γιὰ τὸ κατόρθωμά τους αὐτό…
Τέλος, δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει τὸ ὅτι λόγῳ τῶν ἀποφάσεων τῆς Κρήτης ὑπάρχει σοβαρὴ ἀναταραχὴ στὸ Ἃγ. Ὄρος ποὺ ἔχει ἐκδηλωθεῖ μὲ τὴ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, δηλ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου (ἐπίσημα γνωστοποιημένη ἢ ὄχι) καὶ τὴν ἐπιβολὴ αὐστηρῶν ποινῶν σὲ πολλούς Κοινοβιάτες καὶ Κελλιῶτες μοναχούς – γεγονός μοναδικό τίς τελευταίες δεκαετίες στό Ἃγ. Ὄρος.
Β. Ἂς ἔρθουμε τώρα στὸ «Μήνυμα τοῦ Ἁγ. Ὄρους περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου». Ἐπιγραμματικὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἐμφανὲς ὅτι εἶναι καρπὸς συμβιβασμοῦ τῶν τάσεων ποὺ ὑπάρχουν σήμερα στὸ Ἃγ. Ὄρος καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν Ἱ. Κοινότητα.
1. Θεωροῦμε ἰδιαίτερα σημαντικὸ ὅτι μνημονεύονται στὴν ἀρχὴ τοῦ «Μηνύματος» τὰ δύο παλαιότερα Ἱεροκοινοτικὰ κείμενα: Ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη (12/25 Μαΐου 2016) καὶ ἡ Εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς πενταμελοῦς Ἐπιτροπῆς (13/26.11.2016). Μάλιστα τὸ «Μήνυμα» αὐτοπροσδιορίζεται ὡς ἀπόφαση τοῦ Ἁγ. Ὄρους «ἐν συνεχείᾳ τῶν ἤδη γνωστοποιηθέντων κατὰ τὸ τελευταῖον διάστημα ἐπισήμων κειμένων τοῦ Ἁγίου Ὄρους – τόσον τῶν θέσεων αὐτοῦ πρὸ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅσον καὶ τῆς ἀποτιμήσεως τῶν τελικῶν κειμένων τῆς Συνόδου». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ΕΔΙΣ ἀνανεώνει καὶ ἐπαναβεβαιώνει τὸ κύρος καὶ τὴν ἰσχὺ τῶν προηγουμένων δύο ἁγιορειτικῶν κειμένων. Καὶ τὰ τρία λοιπόν, αὐτὰ κείμενα ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο ἔκφρασης τοῦ «θεσμικοῦ» φορέα τοῦ Ἁγ. Ὄρους γιὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης.
2. Μελετώντας κάποιος μὲ προσοχὴ τὸ «Μήνυμα» ἀντιλαμβάνεται ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες δὲν ἀναφέρονται μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀλλὰ οὔτε κἂν μὲ θετικὰ λόγια καὶ ἱκανοποίηση γιὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, γιὰ ἕνα τέτοιο “μεῖζον ἐκκλησιαστικὸ γεγονός”. Μάλιστα, διαβάζοντας πίσω ἀπὸ τὶς γραμμὲς διακρίνει κανεὶς ὅτι ὁ συντάκτης τοῦ «Μηνύματος» θεωρεῖ μὲν τὰ ὅσα ἔγιναν στὴν Κρήτη ὡς ἐκκλησιολογικῶς μᾶλλον ἀπαράδεκτα, ἐν τούτοις δὲν τολμᾶ αὐτὸ νὰ τὸ πεῖ expresis verbis, ἀλλὰ πολὺ συγκεκαλυμμένα. Ἔτσι συμβαίνει τὸ ἑξῆς παράδοξο: Τὸ κείμενο νὰ τιτλοφορεῖται «Μήνυμα τοῦ Ἁγ. Ὄρους περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου» ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει καμία σαφής ἀποτίμηση τῆς Συνόδου, καμία σαφής ἀναφορὰ οὔτε θετική οὔτε ἀρνητικὴ γιὰ τὶς ἀποφάσεις της!
Μήπως, ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου δὲν ἔχει τὴ θεολογικὴ δυνατότητα γιὰ μία τέτοια ἀποτίμηση; Ἀσφαλῶς ὄχι! Ὁ π. Βασίλειος καὶ θεολογία καὶ γράμματα πολὺ καλὰ γνωρίζει. Συνεπῶς, ἐπέλεξε νὰ μὴν μιλήσει με σαφήνεια γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης . οὔτε θετικὰ οὔτε ἀρνητικά!
3. Τὸ «Μήνυμα τοῦ Ἁγίου Ὅρους περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου» ἀντὶ νὰ ἀναφερθεῖ στὴ Σύνοδο κάνει ἐκτενέστατη ἀναφορὰ – ἐκ πρώτης ὄψεως περιττὴ – στὴν περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία τῆς πίστεώς μας ἐν συσχετισμῷ πρὸς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου. Γιὰ ποιὸ λόγο, ἄραγε; Προφανῶς, ἐπειδὴ ἐπιλέγοντας νὰ μὴν ἀναφερθεῖ στὴ Σύνοδο καθ’ ἑαυτὴ σχολιάζει τὶς σοβαρὲς ἀρνητικὲς συνέπειες τῆς Συνόδου γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας! Ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴ σοβαρότητα τῶν συνεπειῶν τῆς Συνόδου μόνο προσφεύγοντας στὴν περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία καὶ στὴ νίκη τοῦ Κυρίου κατὰ τῶν δυνάμεων τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου μπορεῖ νὰ τὸ κάνει! Τόσο σοβαρὰ πρέπει νὰ ἀξιολογεῖ τὶς συνέπειες τῆς Κρήτης…
Προσδιορίζεται ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ σκοπὸς συγγραφῆς τοῦ «Μηνύματος». Γράφουν οἱ Ἁγιορεῖτες: «Διαρκῶς παρατηρεῖται μιὰ ὑποβόσκουσα ταραχὴ προκαλουμένη ἀπὸ ἀντιδράσεις κατὰ ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (Κρήτη, 2016). Προτείνονται ἀποτειχίσεις καὶ διακοπαὶ τοῦ μνημοσύνου τῶν οἰκείων ἐπισκόπων. Ἐπειδὴ εἴμεθα ἀποδέκται αὐτῶν τῶν ἀνησυχιῶν, καὶ εὑρισκόμενοι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἀπευθύνομεν πρὸς ὅλους τὸν χαιρετισμὸν τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ: Εἰρήνη ὑμῖν. Δὲν ὑπάρχει λόγος ταραχῆς, ἐφ’ ὅσον εὑρίσκεται μεθ’ ἡμῶν ὁ Ἀναστάς Κύριος ».
Εἶναι τραγικό: Ἡ Σύνοδος ποὺ συνεκλήθη γιὰ νὰ διατρανώσει – τάχα – τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς ἔξω γίνεται αἰτία τῆς διασπάσεώς Της καὶ δημιουργίας «ταραχῶν » καὶ «σχισμάτων»! Ἀλήθεια, καὶ τί δὲν κρύβει ἡ φράση «Δὲν ὑπάρχει λόγος ταραχῆς, ἐφ’ ὅσον εὑρίσκεται μεθ’ ἡμῶν ὁ Ἀναστάς Κύριος»! Δὲν λέει τὸ κείμενο ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος ταραχῆς διότι ὅλα καλῶς ἐξελίχθηκαν στὴν Κρήτη, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι μαζί μας ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐν τῇ πανσθενουργῷ Του δυνάμει μπορεῖ καὶ ἐλευθερώνει τὴν Ἐκκλησία Του ἀπὸ τὸ πνεῦμα πλάνης! Στὸ ἴδιο πνεῦμα σὲ ἄλλο σημεῖο τὸ «Μήνυμα» τονίζει ὅτι οἱ πιστοὶ δὲν πρέπει νὰ ἀνησυχοῦν, διότι ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ μπορεῖ καὶ «ἀποβάλλει ὅσα αὐτὸ θεωρεῖ ξένα», ἐνῶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «τὰ ἀσθενῆ θεραπεύει καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῖ»! «Δι’ αὐτὸ κάθε φόβος εἶναι περιττός, ὡς φανέρωσις ὀλιγοπιστίας»!
Μὲ ἄλλα λόγια τὸ Ἃγ. Ὄρος στὸ μήνυμά του ἐμμέσως πλὴν σαφῶς ἐκφράζει τὴ δυσφορία του γιὰ τὴν ἔκβαση τῆς Συνόδου, ἀλλὰ καθησυχάζει τὸ λαό, διότι «Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον "χειμάζεται, ἂλλ’ οὐ καταποντίζε-ται· κλυδωνίζεται, ἂλλ’ οὐ γίνεται ὑποβρύχιος · δέχεται βέλη, ἀλλ' οὐ δέχεται τραύματα" ». Ποιὸς ὅμως εἶναι στὴν παρούσα περίσταση αὐτὸς ποὺ ἐξ αἰτίας του «χειμάζεται», «κλυδωνίζεται» καὶ «δέχεται βέλη» ἡ Ἐκκλησία; Ποιὸς ἄλλος παρὰ ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος!
4. Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες γιὰ τὴν ὅλη ταραχὴ καὶ τὴν κρίση ἑνότητας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν μέμφονται τοὺς ἀντιδρῶντες στὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης ὡς «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζηλωτές» ἢ φανατικοὺς κοκ οὔτε ζητοῦν τὴν τιμωρία τους. Μάλιστα ἐπαναβεβαιώνοντας τὸ κύρος τῆς Εἰσηγήσεως τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς (13/26.11.16) ὁ «θεσμικὸς» φορέας τοῦ Ἁγ. Ὄρους ἐγκαλεῖ σαφῶς τὴν ἴδια τὴ Σύνοδο γιὰ τὴν ταραχὴ καὶ τὴν κρίση ἑνότητος ποὺ ὑπάρχει στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γράφει ἡ Εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς: «Δ. Σήμερoν ἡ διατήρησις τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕν ὀδυνηρόν αἴτημα. Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καί ἀλλαχοῦ ἀκούονται διαμαρτυρίαι καί δυστυχῶς ἀναπτύσσονται ἕως καί σχισματικαί τάσεις. Ἀναμφιβόλως εἰς αὐτό συμβάλλουν καί αἱ ἀμφισημίαι εἰς τά συνοδικά κείμενα, ἡ ἀσάφεια τῶν ὁποίων δημιουργεῖ προϋποθέσεις δι᾽ οἰκουμενιστικήν ἑρμηνείαν των καί ἑπομένως ὁδηγεῖ εἰς κρίσιν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθώς εἰς τούς ἐν ἐξελίξει θεολογικούς διαλόγους εἶναι δύσκολον νά παραμερισθοῦν τά «κεκτημένα» τῶν παρελθουσῶν δεκαετιῶν. Τά κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νά ὑπερβοῦν τήν μονομέρειαν, ἡ ὁποία ὀφείλεται εἰς τό ὅτι αὐτά ἠγνόησαν τήν ἰσχυράν θεολογικήν παράδοσιν πού ἐχάραξαν σύγχρονοι θεοφόροι Πατέρες καί ἔγκριτοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι διεῖδον τήν πορείαν τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων ὡς μίαν οἰκουμενιστικήν παρέκκλισιν. Ὄχι μόνον «ζηλωτικαί», ὡς λέγεται, ἀλλά καί ὑγιεῖς φωναί ἀναζητοῦν λόγον ἀληθείας διά νά πεισθοῦν καί νά ἀναπαυθοῦν »!
Τὸ Ἃγ. Ὄρος εἶναι στὸ σημεῖο αὐτὸ σαφέστατο!
5. α) Ἀποτελεῖ θετικὸ σημεῖο τοῦ «Μηνύματος» μὲ εὐθεῖα ἀναφορὰ στὴν Κρήτη ἡ φράση ὅτι «Μὲ τὴν ἀπομάκρυνσιν τῆς Ρώμης ἀπὸ τὴν μίαν καὶ ἁγίαν Ἐκκλησίαν ἀκολουθοῦν αἳ γνωσταὶ ἀλλοιώσεις εἰς τὸν δυτικὸν κόσμον». Τὸ Ἃγ. Ὄρος δὲν χαρακτηρίζει τὴν Ρώμη ὡς «Ἐκκλησία», ἀλλὰ σημειώνει ὅτι ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία! Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ ἁγιορειτικοῦ κειμένου εἶναι σαφέστατη αἰχμὴ κατὰ τῶν ἀποφάσεων τῆς Κρήτης καὶ τῆς οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιολογίας.
5. β) Εὐθεῖα ἀναφορὰ κατὰ τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (§23) ἀποτελεῖ καί ἡ παράγραφος τοῦ ἁγιορειτικοῦ Μηνύματος «Αὐτοὶ ποὺ ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας ψάλλουν, διότι τὸ ζοῦν: "Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχὴν καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον", δὲν ἀντιπροσωπεύουν μίαν θρησκευτικὴν ἄποψιν, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ προτρέπωνται νὰ ἀποφεύγουν τὸν προσηλυτισμόν, διότι θυσιάζουν τὴν ζωήν των διὰ νὰ ἀναγγείλουν εἰς τὸν κόσμον ὅτι "ἑάλω ὁ θάνατος θανάτῳ". Τὸ πολύτιμον ποὺ ἔχει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία – καὶ τὴν τρέφει – εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως. Καὶ δὲν ἔχει ἄλλον τρόπον νὰ προσφέρη τὴν ἀγάπην Της ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πασχάλιον πρόσκλησιν: "Δεῦτε πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως"».
Συνεπῶς, γιὰ τὸ Ἃγ. Ὄρος γνήσια ἀγάπη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐκφράζει μόνο ἡ ἱεραποστολικὴ πρόσκληση πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ ἐνταχθοῦν στὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὄχι ἡ οἰκουμενιστικὴ ἀγαπολογία ἡ ὁποία πλεονάζει στὰ κείμενα τῆς Κρήτης καὶ γενικότερα στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση!
Πόσο θὰ εἴμαστε ὡς Ὀρθόδοξοι ἀναπαυμένοι ἐὰν στὰ κείμενα τῆς Κρήτης ὑπῆρχε ἀναφορὰ ὡσὰν αὐτὴ τοῦ ἁγιορειτικοῦ Μηνύματος: «Θεωροῦμεν δὲ ἀχαριστίαν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἔλλειψιν ἀγάπης πρὸς πάντας τοὺς ἀδελφοὺς — τοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακρὰν — ἐὰν δὲν τονίζωμεν μετὰ πάσης παρρησίας καὶ σαφηνείας τὸν πλοῦτον τῆς Χάριτος ποὺ ἀπολαμβάνομεν ζῶντες ἐντὸς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»! Ἀλλά, τὸ πνεῦμα τῆς Κρήτης εἶναι, δυστυχῶς, ξένο πρὸς αὐτὸ τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους...
5. γ) Μὲ λεπτότητα καὶ πολὺ συγκεκαλυμμένα ὁ συντάκτης τοῦ Μηνύματος ἀναφέρεται στὸ κείμενο τῆς Κρήτης μὲ τίτλο «Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας» - τὸ ὁποῖο βλέπει τὴν ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας χωρὶς ἐσχατολογικὸ προσανατολισμὸ ἀλλὰ τὴν περιορίζει σὲ ἐγκόσμια πλαίσια - καὶ σημειώνει: «Θὰ ἔπρεπε τότε νὰ ἐξέλθωμεν εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ εἰς τὰς ρύμας συνεργαζόμενοι μετὰ τῶν ἄλλων καταδίκων εἰς τὴν χώραν τῆς σκιᾶς τοῦ θανάτου ἐπιζητοῦντες βελτίωσιν τῶν συνθηκῶν τῆς συμφορᾶς. Ἀλλὰ ἄπαγε τῆς βλασφημίας! "Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός". Καὶ ὅλοι ἀναμένουν βοήθειαν ἐκ τῶν τῆς Ἀναστάσεως τὴν πεῖραν εἰληφότων».
5. δ) Δὲν εἶναι ἄνευ σημασίας ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες ἀναφερόμενοι στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ τονίσουν πολλὲς φορὲς καὶ μὲ ἔνταση τὴν ἰδιαίτερη σπουδαιότητα ποὺ ἔχει ἡ ὀρθότητα τῆς πίστεως καὶ ἡ διαφύλαξή της ἀπαρα-χαράκτου ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: «Ὃλη ἡ ζῶσα οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας ἑδράζεται εἰς τὸ θεμέλιον τῆς πίστεως. Κάθε ἀλλοίωσις εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ δόγματος προκαλεῖ ρωγμὰς καὶ ἀλλοιώσεις εἰς τὸν χῶρον τῆς ζωῆς». Ποιός δὲν κατανοεῖ τὴ σπουδαιότητα τῆς ἀναφορᾶς αὐτῆς σὲ σχέση μὲ ὅσα ἔχει ἀποφασίσει ἡ Κρήτη;
5. ε) Ὁ συντάκτης τοῦ Μηνύματος τονίζει ὅτι «τὸ Ἅγιον Ὅρος ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν μετὰ σαφηνείας διετύπωσε τὰς ἀπόψεις του διὰ τοὺς γινομένους διαλόγους μετὰ τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν». Ἀποσιωπᾶ ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σύνοδος περιφρόνησε τελείως καὶ ἀποφάσισε ἐντελῶς ἀντίθετα πρός τὶς πάγιες θέσεις τοῦ Ἁγ. Ὄρους γιὰ τοὺς διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους.
5. στ) Τέλος, οἱ Ἁγιορεῖτες ἂν καὶ προσπαθοῦν νὰ καθησυχάσουν τὶς ταραγμένες συνειδήσεις τῶν πιστῶν ἀπὸ ὅσα θλιβερὰ συνέβησαν στὴν Κρήτη, ἐν τούτοις πιστεύουν ὅτι ἡ ἐγρήγορση τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ἔτσι, ἐπικαλοῦνται τὴν «ἱστορικὴ ἐγκύκλιο (1848)» τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ὅτι «παρ' ὑμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ» καὶ παράλληλα δηλώνουν ὅτι «δὲν θέλομεν νὰ προτείνωμεν ἐφησυχασμὸν ἀδιαφορίας, ἀλλὰ νὰ ὑπογραμμίσωμεν τὴν σημασίαν τῆς ἐγρηγόρσεως καὶ τῆς πίστεως».
Γ. Ἴσως κάποιοι διαβάζοντας αὐτὸ τὸ σχολιασμό μου στὸ «Μήνυμα τοῦ Ἁγίου Ὅρους περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου» μὲ ἐγκαλέσουν γιὰ ἔλλειψη ἀντικειμενικότητας καὶ γιὰ προσπάθεια δικαιολογήσεως τῶν ἀδικαιολογήτων. Ἴσως ἔχουν δίκιο γιὰ τὴ μομφὴ τους αὐτή! Ἴσως εἶναι ἀλήθεια! Ὁ σεβασμός μου στὴν Ἁγιορειτική παράδοση καὶ στοὺς σημερινοὺς φορεῖς της (Καθηγουμένους ἢ ἁπλοὺς Κοινοβιάτες καὶ Κελλιῶτες μοναχοὺς) μὲ ἐξαναγκάζει νὰ προσεγγίζω τὴ στάση τοῦ Ἁγ. Ὄρους ἔναντι τῆς Συνόδου μὲ πολὺ ἀγαθὸ λογισμό. Δὲν θέλω νὰ πιστέψω ὅτι τὸ Κάστρο ἔπεσε, παρά τὶς Κεκρόπορτες ποὺ ἔχουν διάπλατα ἀνοίξει…
Γιὰ νὰ εἶμαι ὅμως ἀπολύτως εἰλικρινὴς – αὐτὸ νομίζω σημαίνει σεβασμὸς – μὲ τοὺς λίαν σεβαστούς μου Πατέρες τοῦ Ἁγ. Ὄρους, θὰ περίμενα καὶ ἐγὼ, ὃπως καί πολλοί ἂλλοι πατέρες καί ἀδελφοί, ἀπὸ τὸν ἐπίσημο «θεσμικὸ» ἐκφραστὴ τους λόγο σαφέστερο ποὺ νὰ λέει τὰ πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους πέρα καὶ μακριὰ ἀπὸ συγκεκαλυμμένες διατυπώσεις καὶ σκοπιμότητες ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς. Τὸ «Μήνυμα τοῦ Ἁγ. Ὄρους περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου» ἀπευθύνεται σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία: στοὺς Προκαθημένους, στοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους, στὸν ὑπόλοιπο κλῆρο, στὶς μοναστικὲς Ἀδελφότητες, σὲ θεολόγους, ἀλλὰ καὶ στὸν ἁπλὸ λαό, ποὺ ὅλοι περιμέναμε ἐναγωνίως ἀπὸ τὸ Ἃγ. Ὄρος νὰ ἐκφράσει μὲ σαφήνεια καὶ πληρότητα τὴν ἄποψή του γιὰ τὴ Σύνοδο.
Ἦταν ἡ Σύνοδος πραγματικὰ «Ἁγία καὶ Μεγάλη»; Ἀναδείχθηκε, τελικά, ὁ ἐκφραστὴς τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καὶ αὐτοσυνειδησίας; Οἱ ἀποφάσεις της εἶναι καρπὸς θείου φωτισμοῦ καὶ ἐλάμψεως τοῦ Παρακλήτου; Ποιὰ ἡ ἂποψη τοῦ Ἁγ. Ὄρους ἐπ’ αὐτῶν τῶν κρισίμων ἐρωτημάτων;
Τὸ Μήνυμα τοῦ Ἁγ. Ὂρους ἀναμφισβήτητα εἶναι ὑψηλοῦ θεολογικοῦ περιεχομένου, μεστὸ χριστολογικῶν, ἐκκλησιολογικῶν, ἀνθρωπολογικῶν καὶ ἐσχατολογικῶν νοημάτων. Κανένα ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης δὲν τὸ πλησιάζει! Μακάρι νὰ ἦταν συνοδικὸ κείμενο - θὰ ἀναδείκνυε τότε τὴ Σύνοδο πραγματικὰ Ἁγία καὶ Μεγάλη, πραγματικά Πανορθόδοξη!
Ὅμως ἀναφερόμενο στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης νομίζω πώς εἶναι ἐξαιρετικὰ ἄτολμο, ἀρνεῖται νὰ ἀκουμπήσει ἐπὶ τὸν «τύπον τῶν ἥλων» καὶ κυρίως διαφέρει πάρα πολὺ ὡς πρὸς τὴ σαφήνεια καί τήν παρρησία συγκρινόμενο μὲ παλαιότερα ἀλλὰ καὶ πρόσφατα ἀντίστοιχα ἁγιορειτικά κείμενα. Ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὰ δύο τελευταῖα Ἱεροκοινοτικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα μνημονεύει ἡ διαφορὰ εἶναι μεγάλη. Φαίνεται νὰ συνθλίβεται ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἀπὸ «τὴν ὑπερχιλιόχρονη, ἀλλά καί τήν πρόσφατη ἁγιορειτική ὁμολογιακή παράδοση»[7], πού δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ τὰ ὅσα ἔγιναν στὴν Κρήτη, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἀπὸ τὶς γνωστὲς σὲ ὅλους πιέσεις τοῦ Φαναρίου ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ εὐθεῖα ἀμφισβήτηση τῶν ἐπιλογῶν του ἀπὸ τοὺς Ἁγιορεῖτες.
Ἔτσι, τὸ ἁγιορειτικό Μήνυμα θέλει νὰ πεῖ κάτι ἀλλὰ φαίνεται νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ! Καὶ τὴν ἀλήθεια δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκρύψει, ἐπαινώντας ὡς ἁγιοπνευματικὴ τὴ Σύνοδο, ἀλλὰ καὶ τὸ Φανάρι δὲν θέλει νὰ δυσαρεστήσει ἐκφράζοντας μὲ σαφήνεια τὴ θέση του. Σὲ τέτοιες ὅμως περιπτώσεις κινδυνεύει – ὀρθότερα, πέτυχε – νὰ μὴν ἀναπαύσει κανένα καὶ τὸ κρισιμότερο νὰ διακυβεύσει τὴν ἴδια τὴν ἀξιοπιστία του…
Αὐτὸ ὅμως ποὺ δὲν μπορῶ νὰ δικαιολογήσω στὸ «Μήνυμα» εἶναι ἡ ἐξίσωση τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύσσοντος αἵρεση ἐπισκόπου μὲ τὸ σχίσμα. Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τῆς παρούσης ἡ ἀναίρεση τῆς πεπλανημένης αὐτῆς ἀπόψεως[8]. Θὰ ἤθελα μόνο δύο ἐπισημάνσεις:
α) Ἀσφαλῶς μία διακοπὴ μνημοσύνου εἶναι πιθανό νὰ ὁδηγήσει σὲ σχίσμα, ἀλλὰ ἡ ἲδια ἡ διακοπή, αὐτή καθ’ ἑαυτή, δέν εἶναι σχίσμα, καί δὲν εἶναι καθόλου βέβαιο ὅτι κάθε διακοπή θὰ ἐξελιχθεῖ σὲ σχίσμα. Συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς σχισματικὸς καθένας ποὺ διακόπτει δικαιολογημένα τὸ μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου του. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐπ’ αὐτοῦ ἀποφανθεῖ συνοδικῶς καὶ συνεπῶς ὀφείλουμε ὅλοι νὰ σεβόμαστε τὴ συνοδικὴ ἀπόφανση καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Ἡ Ἐκκλησία μας διὰ τοῦ 15ου κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας εἶναι σαφὴς γιὰ ὅσους δικαιολογημένα διέκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου τους. Προστάζει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται ὡς σχισματικοί: «ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι». Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀποφανθεῖ συνοδικῶς καί μέ σαφήνεια: ἡ κανονική διακοπή μνημοσύνου δέν εἶναι σχίσμα ἀλλά φροντίδα ἀποτροπῆς «σχισμάτων καί μερισμῶν»…
β) Ἐρωτῶ: Ἦταν σχισματικοὶ καὶ βγῆκαν ἐκτὸς Ἐκκλησίας οἱ Μητροπολίτες Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος, Φλωρίνης Αὐγουστίνος καὶ Παραμυθίας Παῦλος ὅταν διέκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα μέχρι τοῦ θανάτου του; Ἦταν σχισματικὸ καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας σχεδὸν ὅλο τὸ Ἃγ. Ὄρος ὅταν διέκοψε τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα μέχρι τοῦ θανάτου του;
Ἄς μοῦ ἐπιτρέψει ὁ συντάκτης τοῦ ἁγιορειτικοῦ Μηνύματος, σεβαστός μου π. Βασίλειος (Γοντικάκης), νὰ ἀναφερθῶ σὲ δύο ἐπιστολές:
i) Στὴν ἀπὸ 21.11.1968 [9] μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα δικαιολογεῖ γιατί δὲν εἶχε – μέχρι τότε – διακόψει τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα «πράγμα σπάνιο γιά Κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους», ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει. Στὴν ἐπιστολὴ μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρονται μὲ ἀξιομίμητη καλογερικὴ σαφήνεια καὶ εὐθύτητα μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς:
«Τό ὅτι στή Μονή Σταυρονικήτα μνημονεύεται σήμερα τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχου – πράγμα σπάνιο γιά Κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους –, τοῦτο γίνεται κατ’ ἀνοχήν, ἀπό σεβασμό στήν Ἐκκλησία, καί ὄχι σάν ἔκφρασι καταφάσεως στή γραμμή αὐτή. Αὐτό δέ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά τό ποῦμε, γιά νά μή δημιουργοῦνται ψευδαισθήσεις σ’ αὐτούς πού βλέπουν τήν Ἐκκλησία ἐξωτερικά, οὔτε φόβους στούς πιστούς ἀδελφούς (νά δημιουργοῦμε). Θά ἦταν πράγματι τουλάχιστον ἄστοχη, ἄν μή ἀθλία, ἡ ἀποστολή ἐκείνου πού στό χῶρο τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἐνσυνείδητα θά προωθοῦσε τέτοιες ἰδέες (σημ. συντ.: ἐννοεῖ τὶς οἰκουμενιστικὲς ἀπόψεις καὶ πρακτικές του Πατριάρχου Ἀθηναγόρα).
Πιστεύουμε ὅτι ἡ στάσις πολλῶν Ἁγιορειτῶν καί τῶν ἐνσυνείδητα πιστῶν σ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀρνητική. Ἡ ἄρνησις πρός τόν Πατριάρχην δέν εἶναι ἄρνησις πρός τήν ἀγάπην οὔτε πρός τήν ἑνότητα. Εἶναι «ὄχι» πρός τό ψευδές καί «ναί» πρός τήν Ἀλήθειαν, πού κρύβει μέσα της ἡ Ἐκκλησία.
Ὅταν οἱ πιστοί διακρίνουν διαφορές, πού ὑπάρχουν μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἑτεροδόξων, δέν σημαίνει ὅτι ἐπιθυμοῦν τό σχίσμα καί τή διαιώνισί του, ἀλλά ζητοῦν τήν ἀληθινή ἑνότητα, τή μόνη σωτήριο γιά ὅλους. Εἶναι ἄρα αὐτό ἕνας σταυρός, πού ὑποφέρουν ἀπό ἀγάπη γιά τούς ἀδελφούς….
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού φάνηκαν «σκληροί» στή διατήρησι τοῦ Δόγματος, εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀγάπησαν περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον τόν ἄνθρωπο. Γιατί γνώρισαν τά ἀπύθμενα βάθη του καί δέν θέλησαν ποτέ νά τόν κοροϊδέψουν μέ τίς συνθηματολογίες ἐφήμερης καί ἀνύπαρκτης ἀγάπης, ἀλλά τόν σεβάστηκαν προσφέροντάς του τό Εὐαγγέλιο τῆς Ἀλήθειας, πού χαρίζει τή μακαρία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή.
Δέν εἶναι λοιπόν ἡ πιστότης στό Δόγμα στενοκεφαλιά οὔτε ὁ ἀγώνας γιά τήν Ὀρθοδοξία μισαλλοδοξία, ἀλλά ὁ μοναδικός τρόπος ἀληθινῆς ἀγάπης ».
Ποιοὶ ὑπογράφουν τὸ μνημειῶδες αὐτὸ κείμενο;
1. Ἀρχιμ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ [ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ] Ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα
2. Ἱερομ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ [ΧΑΤΖΗΕΜΜΑΝΟΥΗΛ]
3. Μοναχός [ΑΓΙΟΣ] ΠΑΪΣΙΟΣ
ii) Ἡ δεύτερη ἐπιστολὴ εἶναι τῆς 7.10.1970 [10] τῆς Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα, ὅταν καὶ αὐτὴ πλέον διέκοψε τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἀκολουθώντας τὸ λοιπὸ Ἃγ. Ὄρος. Γράφει ἡ Μονὴ πρὸς τὴν Ἱ. Κοινότητα τοῦ Ἁγ. Ὄρους: «Συγκεκριμένως εἰς τήν ἡμετέραν Μονή, παρ’ ὅλην τήν ἁγιορείτικην ἀντίδρασιν, ἐμνημονεύαμεν μέχρι τινός τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος φειδόμενοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Μετά δέ τήν περί Φιλιόκβε καί Πρωτείου, ὡς ἁπλῶν ἐθίμων, δήλωσιν τοῦ Πατριάρχου, ἐπαύσαμεν τό μνημόσυνον, αἰσθανθέντες ὅτι ἐξέλιπεν πᾶν περιθώριον ἀνοχῆς ἤ προθεσμία ἀναμονῆς. Αἱ παρόμοιαι δηλώσεις δέν ἀποτελοῦν μόνον ἀναίρεσιν τῆς Θεοδιδάκτου καί ζωηφόρου παραδόσεως τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ἀλλά συγχρόνως ἐμπαιγμόν πρός τόν ταλαίπωρον Δυτικόν κόσμον,... Τό νά ἀκολουθῇ ὅθεν τάς πατριαρχικάς καί οἰκουμενικάς ἀκροβασίας κανείς, δέν ἀπάδει ἁπλῶς πρός τήν Ὀρθόδοξον ἱεροπρέπειαν ἀλλά καί ἀντίκειται πρός τήν στοιχειώδη σοβαρότητα»!
Ποιὸς λέει αὐτὰ καὶ ὑπογράφει τὴν ἐπιστολὴ διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τοῦ ἐπισκόπου; Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα Ἀρχιμ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ [ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ] ἐκ μέρους τῆς Ἀδελφότητος!
Ἴσως κάποιος ἀντιτάξει ὅτι ἄλλες οἱ συνθῆκες σήμερα. Αὐτὸ ἀκριβῶς λέω καὶ ἐγώ: οἱ οἰκουμενιστικὲς δηλώσεις καὶ πράξεις τοῦ Ἀθηναγόρα ὠχριοῦν μπροστὰ σὲ ὅσα διαπράττονται στὴν μετὰ-Ἀθηναγόρα ἐποχὴ καὶ ἰδιαιτέρως στὰ τελευταῖα χρόνια ἀπὸ τοὺς ἐν Φαναρίῳ: πχ. «Ὁμολογία Θυατείρων»(1975)[11], συμπροσευχὲς μέχρι καὶ ἀτελῆ συλλείτουργα ἐν Φαναρίῳ καὶ Ρώμῃ, de facto ἀναγνώριση τῆς Οὐνίας παρὰ τὶς λεκτικὲς καταδίκες[12], συμφωνίες μέ τούς ἑτεροδόξους πού ἀκυρώνουν τή συνοδική καί πατερική παράδοση κοκ!
Καὶ τὸ χείριστο ὅλων: ἔχουμε συνοδικὴ, «πανορθόδοξη» ἐπικύρωση-ἀποδοχὴ-ἀναγνώριση τοῦ οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν κακοδόξων κειμένων τοῦ ΠΣΕ[13] ἀπὸ τὴν τάχα καὶ «Ἁγία καὶ Μεγάλη» Σύνοδο τῆς Κρήτης.
Τί ἄλλο πρέπει νὰ γίνει, σεβαστοί μου Πατέρες;
Φρίττω ὅταν συλλογίζομαι ὅτι ὁ Χαριτωμένος ἁγιορείτης Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης μᾶς φανέρωσε ὅτι κατόπιν πολλῆς του προσευχῆς ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκάλυψε – ἒτσι εἶπε ὁ Γέροντας – ὅτι ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση κυριαρχεῖται ἀπὸ πονηρὰ πνεύματα[14] καὶ μία Σύνοδος ποὺ θέλει νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς Ὀρθόδοξη(!) ἀντὶ νὰ καταδικάσει τὸν οἰκουμενισμὸ τὸν ἀποδέχθηκε!
Ἀλήθεια, ποίου πνεύματος ἦταν, τελικὰ, ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης;
Ταπεινῶς ἐλπίζαμε ὅτι ἡ σημερινὴ, ἐπίσημη, «θεσμικὴ» ἔκφραση τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ἀκολουθώντας τὴ νηπτική πρακτική θεογνωσίας τοῦ ἀειμνήστου ἁγιορείτη Γέροντα Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη θὰ μᾶς τὸ ἔλεγε μὲ τὴν ἐπιβεβλημένη καλογερικὴ εὐθύτητα…
Ἀκόμα καί τώρα, πάντως, «προσβλέπομεν μετ’ ἐλπίδος», ἐλπίζοντες ὅτι «ἡ ἐλπίς οὐ καταισχύνει»…
[1]http://www.romfea.gr/images/article-images/2017/06/DIPLI_CRETE.pdf
[2] Ἱ. Μητρόπολις Πειραιῶς, Γραφεῖο ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν, «Σχόλιο γιὰ σύσταση ἀταραξίας καὶ ἐφησυχασμοῦ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὂρος», 6.7.2017, στὸ http://aktines.blogspot.gr/2017/07/blog-post_94.html καί Δ. Ἀναγνώστου, «Τό παρασκήνιον τοῦ ἀνακοινωθέντος τῆς Διπλῆς Συνάξεως», Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 2172/7-7-2017 καί στό http://aktines.blogspot.gr/2017/07/blog-post_37.html#more , Ἰ. Μπουγά, «Τό Ἅγιον Ὂρος τάσσεται ὑπέρ τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καταδικάζοντας τίς ἐναντίον της αἱρετικές φωνές», 3.7.17, στό http://www.amen.gr/article/to-agion-oros-tassetai-yper-tis-agias-kai-megalis-synodou-katadikazodas-tis-enadion-tis-airetikes-fones
[4] http://thriskeftika.blogspot.gr/2017/01/blog-post_23.html
[5] Βλ. ἐπιστολὲς πρὸς τὴν Ἱ. Κοινότητα τῶν Ἱ. Μονῶν Καρακάλλου (6.3.16), Γρηγορίου (22.3.16), Κουτλουμουσίου (26.3.16), Ξηροποτάμου (26.3.16), Φιλοθέου (26.3.16) καί Ζωγράφου (27.4.16), Θεοδρομία, ΙΗ (2016), τ. 1-2, σ. 189-204 καί στό http://thriskeftika.blogspot.gr/2016/04/blog-post_36.html. Ἰδιαίτερα σημαντικά εἶναι τά κείμενα τῆς Ἱ. Μ. Γρηγορίου πρό τῆς Συνόδου (Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου, «Σχόλια καὶ προτάσεις ἐπὶ τῶν σχεδίων κειμένων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», 4/17.3.16, στό monastery.gr ) καί μετά τή Σύνοδο (Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου, «Ἐκτιμήσεις περί τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», 6/19.9.2016, στό http://www.monastery.gr/epikaira/Synodos/EKTIMHSEIS_SYNODOY.pdf )
[6] Μνημονεύω ἰδιαίτερα τὸ κείμενο «Ἔμπονος κραυγὴ Κελλιωτῶν Πατέρων τοῦ Ἁγ. Ὄρους πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν, Μάρτιος 2017, Θεοδρομία, ΙΘ (2017), τ. 1, σ. 30-47, και στὸ http://aktines.blogspot.gr/2017/04/blog-post_80.html#more καὶ τὸ κείμενο Ἁγιορειτῶν Πατέρων, «Ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἱ. Κοινότητα», 20.6./3.7.2016, Θεοδρομία, ΙΗ(2016), τ. 3-4, σ. 488-494.
[7] Εἰσήγηση Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς, 13/26.11.2016.
[8] Παραπέμπουμε στίς σχετικές ἀναφορές τοῦ κανονικῶς διακόψαντος τὸ μνημόσυνο πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδ. Ζήση, ὁ ὁποῖος μὲ πληρότητα καὶ σαφήνεια ἀπαντᾶ σὲ κάθε καλοπροαίρετη ἀντίρρηση καὶ ἀπορία ἀλλὰ καὶ ἀνασκευάζει κάθε κακοπροαίρετη κριτικὴ σχετικὴ μὲ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ ζήτημα: π. Θ. Ζήση, «Ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία», τοῦ ἰδίου, «Δήλωση διακοπῆς μνημοσύνου», Θεοδρομία, ΙΘ (2017), τ. 1, σ. 3-13, 48-65, καὶ στὸ π. Θ. Ζήσης, Μετὰ τὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης, Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἡ δικαστική μου δίωξη, ἐκδ. Τὸ Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη, 2017, σ. 73-88, 89-115.
[9] Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 1680/9.3.2007, σ. 1,5
[10] Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 142/15.6.1971, σ. 4, καί «Ἅγιον Ὂρος, Διαχρονική μαρτυρία στούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς Πίστεως», Ἃγ. Ὂρος 20142, σ. 104-107.
[11] βλ. Μητρ. Ναυπάκτου Ἰερόθεος, «“Ὁμολογιακὴ” διγλωσσία, ἀσάφεια καὶ σύγχυση», Παρέμβασις, Ἰούνιος 2016.
[12] Φαναριώτικα “κατορθώματα” μὲ τοὺς Οὐνίτες, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ τραγικὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανὸς ὅταν ἒγραψε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι «καταντήσαμε Οὐνίτες»:
α) ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἐπέδωσε ἅγιο Ποτήριο στὸν Οὐνίτη πρώην “Ἀρχιεπίσκοπο” ἐν Ἀθῆναις Δημήτριο Σαλάχα, ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ του (!), ἐνῶ ἀπέστειλε εὐχαριστήριο ἐπιστολὴ στὸν Οὐνίτη “Ἀρχιεπίσκοπο” Οὐκρανίας γιὰ τὶς εὐχές του γιὰ εὐόδωση τῶν ἐργασιῶν τῆς Πανορθοδόξου! Τὸ Πατριαρχικὸ εὐχαριστῶ ἦρθε μετὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα… κατεδίκασε τὴν Οὐνία…
β) Ὁ Μητρ. Προύσης Ἐλπιδοφόρος κατὰ τὴ διάρκεια “ἀρχιερατικῆς Λειτουργίας” Οὐνιτῶν στὴν Ἰταλία (25.10.2015) ἀπήγγειλε τὸ «Πιστεύω», ἀντάλλαξε λειτουργικὸ ἀσπασμὸ μὲ τὸν οὐνίτη “ἐπίσκοπο” καὶ τὸν ἄκουσε στὴ Μ. Εἴσοδο νὰ μνημονεύει τοῦ «πάπα Φραγκίσκου καὶ τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου». Στὸ τέλος, ὁ κ. Ἐλπιδοφόρος ἀπὸ Ὡραίας Πύλης στὴν προσφώνησή του πρὸς τὸν Οὐνίτη “ἐπίσκοπο” εἶπε τὰ ἑξῆς ἀδιανόητα γιὰ Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο: «Σήμερα ἔγινε μεγάλη χαρὰ στὸν οὐρανό, καὶ οἱ Ἄγγελοι ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν μὲ τὰ φτερά τους, πετώντας πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας! Γιατὶ ἀκόμη μία φορὰ ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία, τὸ Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, ὁ Παναγιώτατος Πατριάρχης μας κ. Βαρθολομαῖος, ἔστειλε στὰ παιδιά του τὰ ἀγαπημένα, σὲ σᾶς ὅλους, ἕνα Ἱεράρχη τῆς Κωνσταντινούπολης. (Δὲν ἀκούγεται εὐκρινῶς)... χρησιμοποιοῦμε δύο Πατέρες μας, τον πάπα Φραγκίσκο καὶ στὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δίδει ὑγεία, νὰ τοὺς δίδει χρόνια πολλά, γιὰ νὰ μᾶς καθοδηγοῦν, ὅλους μας, στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ἀγάπης! Τὴν χαρά μας αὐτὴ τὴν ὀφείλομε καὶ στὴν ἀδελφικὴ πρόσκληση τοῦ θεοφιλεστάτου ἀδελφοῦ, τοῦ ἀγαπημένου Ἐπισκόπου Μύρων κ. Δονάτου, ὁ ὁποῖος ποιμαίνει αὐτὴν τὴν ἐπαρχία σὰν ἄγγελος Κυρίου»!
(βλ. https://www.youtube.com/watch?v=zp15aaXPCWM καί https://www.youtube.com/watch?v=bVghw-sjp5Y )
Τέτοιες ἀσχημοσύνες δὲν εἶχε τολμήσει οὔτε ὁ Ἀθηναγόρας…
[13] π. Ἀν. Γκοτσοπούλου, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)», 28.9.2016, στὸ http://www.impantokratoros.gr/F99804D6.el.aspx
[14] π. Ἀν. Γκοτσοπούλου, «Ὁ οἰκουμενισμὸς–τὰ ἀκάθαρτα Πνεύματα καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης», 28.9.2016, στὸ http://www.impantokratoros.gr/43815419.el.aspx
Πηγή: Ακτίνες
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...