Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Όσα και αν έχουν εφεύρει οι στηρίζοντες τον πρωτόγνωρο όρο της Συνόδου της Κρήτης ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’, ο οποίος συνεπικουρείται και από τη Δήλωση του Τορόντο (εδάφιο 5), δεν πείθουν το πλήρωμα της Εκκλησίας. Η πρόσφατη ‘’ερμηνευτική’’ δικαιολόγηση του όρου αυτού ως όρου τύπου ‘’terminus technicus’’ δεν πείθει.
Μη λησμονούμε ότι ο όρος ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’ δεν τέθηκε εξ υπαρχής στα κείμενα. Ο όρος αρχικά ήταν ‘’εκκλησίες’’, με βάση τη δημοσιευθείσα απόφαση της Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, που πραγματοποιήθηκε στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ Γενεύης (21 - 28 Ιανουαρίου 2016).
Παρόλες τις διαφωνίες πολλών, δεν αποσύρθηκε όρος ‘’εκκλησίες’’. Και φυσικά δεν αποτελούσε όρο ‘’terminus technicus’’ ο όρος ‘’εκκλησίες’’. Aν και αντίβαινε στην προλογική ομολογία του κειμένου, όπου αναφέρετο ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία, είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» (Παρ. 1), και οι θεολογικές ενστάσεις ήταν αρκετές, η επιμονή ‘’μετακύλησε’’ τον όρο στη Σύνοδο της Κρήτης ως είχε. Η μόνη ‘’τεχνικότητα’’ που υπήρξε, ήταν η εκ περισσού επιμονή να παραμείνει ο όρος ‘’εκκλησίες’’.
Τελικά ο όρος ‘’συμβιβαστικά’’ μετατράπηκε σε ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’. Ήταν όρος τύπου ‘’terminus technicus’’, η μετατροπή του σε ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’, ή όρος που φανέρωνε την εκ περισσού επιμονή; Ήταν όρος ‘’terminus technicus’’ ή αποτέλεσμα ‘’συμβιβασμού’’ στην ορολογία. Όταν ο αρχικός όρος ‘’μετατρέπεται’’ συμβιβαστικά, δεν υπάρχει περιθώριο να χαρακτηρισθεί ως ‘’terminus technicus’’, για τον λόγο ότι η επιμονή, ‘’μετακυλύει’’ έστω και μερικώς την αρχική έννοιά του. Οι όροι που αποτελούν προϊόντα ‘’συμβιβασμού’’, δεν διαφοροποιούνται εντελώς από την αρχική έννοιά τους. Ήθελαν επίμονα να παραμείνει ο όρος ‘’εκκλησίες’’, γι’ αυτό και εξευρέθηκε ο συμβιβαστικός όρος ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’.
Όσοι προβάλλουν λοιπόν τον ισχυρισμό για όρο τύπου ‘’terminus technicus’’, στη χρήση του εκκλησιολογικού όρου ‘’εκκλησίες’’, ας προσέξουν ξανά τις εκκλησιολογικές προϋποθέσεις της Δήλωσης του Τορόντο (εδάφιο 5) και θα αντιληφθούν ότι συνεπικουρείται και από τη Δήλωση αυτή. Η Δήλωση του Τορόντο δεν έπρεπε να υπογραφεί λόγω των εκκλησιολογικών στρεβλώσεών της. Αντί τούτου γίνεται αναφορά τις εκκλησιολογικές της προϋποθέσεις, κατά τη Σύνοδο της Κρήτης. Δήλαδή δεν έφτανε το λάθος της υπογραφής της δήλωση της αυτής, έπρεπε να γίνει και αναφορά σ’ αυτή και στη Σύνοδο της Κρήτης;
Έχουν παρατηρήσει τι αναφέρει το εδάφιο 5 της Δήλωσης του Τορόντο; «Οι εκκλησίες – μέλη του Π.Σ.Ε. αναγνωρίζουν στις άλλες εκκλησίες στοιχεία της αληθούς εκκλησίας» (Δήλωση του Τορόντο, εδάφιο 5). Μάλιστα αυτό το εδάφιο παρασιωπήθηκε λες και μια δήλωση την οποία υπογράφεις, δικαιούσαι κατότιν να παίρνεις επιλεκτικά εδάφια, και ακολούθως μόνο αυτά να προβάλεις ως εκκλησιολογικές της προϋποθέσεις. Οι εκκλησιολογικές προϋποθέσεις επεξηγούνται από την ολότητα του κειμένου της Δήλωσης του Τορόντο.
Η αναφορά επίσης στη Δήλωση του Τορόντο, που ‘’επεξηγεί’’ ότι «οι εκκλησίες (μέλη του Π.Σ.Ε.) αναγνωρίζουν ότι το να αποτελεί κάποιος μέλος της εκκλησίας του Χριστού, είναι πιο περιεκτικό από το να αποτελεί μέλος της ίδιας του της εκκλησίας», πόσο μεγάλη στρέβλωση καταδεικνύει η αναφορά για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία; Υπογράφοντας οι Ορθόδοξοι που παρευρέθηκαν στο Π.Σ.Ε. αυτή τη δήλωση, παραδέχονται ότι υπάρχει μια Εκκλησία στην οποία είναι πιο περιεκτικό να ανήκουμε, παρά να είμαστε μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τι κακόδοξη εκκλησιολογική στρέβλωση είναι αυτή;
Συνεπώς για ποιές τις εκκλησιολογικές προϋποθέσεις μπορούμε να ομιλούμε; Όλα τούτα συνηγορούν στο εκλάβουμε το ‘’συμβιβαστικό’’ όρος μιας επιμονής που προκάλεσε τόσο τάραχο στην Εκκλησία, ως όρο τύπου ‘’terminus technicus’’; Η επιμονή να μην εγκαταληφθεί ο όρος’’εκκλησίες’’, επέφεραν τον ‘’συμβιβαστικό’’ όρο ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’, με τη συνεπαγόμενη σημασία του, παρά τις αναφορές σε όρο τύπου ‘’terminus technicus’’. Επιπλέον τούτων, επήλθε και ο τάραχος στην Εκκλησία.
Πηγή: Ακτίνες
Τον τελευταίο καιρό μετά τη Σύνοδο της Κρήτης, παρατηρείται μια ιδιαίτερη έξαρση αναφορών στον ‘’φονταμενταλισμό’’. Η προτεσταντική αυτή ‘’πρακτική’’ που προτοεμφανίστηκε στην Αμερική περί το έτος 1920, βρίσκει και στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλοτρόπως μιμητές.
Η ερμηνευτική συνωνυμική σημασία που δίνεται από πάρα πολλούς στον όρο ‘’φονταμενταλισμός’’, είναι ‘’θεμελιωτισμός’’. Ο όρος ‘’φονταμενταλισμός’’ προέρχεται από τη λατινική λέξη ‘’fontamentum’’ που θα πει θεμέλιο και από αυτή προήλθε η γαλλική λέξη ‘’fontamentalisme’’ εκ της οποίας προέρχεται ο όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους προτεστάντες τον 19ο αιώνα.
Πολλοί αναφέρονται σε φονταμενταλισμό, σχετικά με τους σχολιασμούς για τη δημοσιευθείσα απόφαση της Συνόδου της Κρήτης. Οι απαξιωτικές αναφορές που ακολούθησαν περί φονταμενταλισμού στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οφείλονται στο ότι δεν ανέχονται κανένα σχολιασμό. Η Ορθόδοξη ακρίβεια δεν είναι ‘’φονταμενταλισμός’’.
Όταν χρειάστηκε ο Άγιος Παΐσιος να ομολογήσει την Ορθόδοξη Πίστη του, δεν φείσθηκε να χρησιμοποιήσει και αυστηρές εκφράσεις για τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, όπως το «αγάπησε μια κοσμική γυναίκα», στη γνωστή επιστολή προς τον Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο Βασιλόπουλο. Ήταν τούτο ‘’φονταμενταλισμός’’; Αυτός ήταν ένας τρόπος να δειχθεί το μέγεθος και προπαντός η αιτία του οικουμενιστικού ολισθήματος του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα. Απόδειξη ότι δεν ήταν τούτο ολίσθημα ακρότητας και φονταμενταλισμού, αποτελεί και το γεγονός ότι στην ίδια αυτή επιστολή ο Άγιος Παΐσιος, μίλησε και για τους υποπίπτοντες σε ακρότητες. Επιπρόσθετα με αυτά ο Άγιος Παΐσιος μίλησε με αγάπη για τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Είναι επακριβώς αυτό το κάλλος της εν αληθεία αγάπης. Συνεπώς άλλο ακρότητα και άλλο Ορθόδοξη ακρίβεια.
Και όταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μίλησε περί των «άγαν παρ’ ημίν ορθοδόξων», δεν είναι για τους φυλάσσοντες την ακρίβεια της Ορθόδοξης Πίστης μας που αναφέρθηκε, αλλά για τους καταφεύγοντες σε ακρότητες με αδόκιμα ζήλο. Για τούτο ο ίδιος πύρινους λόγους εξεφώνησε και έγραψε εναντίον των αιρέσεων, υπερασπιζόμενος την Αγία Ορθοδοξία μας.
Οι ύβρεις και οι απαξιωτικές αναφορές ‘’φονταμενταλισμού’’, για όσους με Ορθόδοξη σοβαρότητα εκφράζουν την άποψή τους για συγκεκριμένα θέματα της Συνόδου της Κρήτης, δεν φανερώνει μόνο εμπαθή στάση, αλλά και αδυναμία Ορθόδοξης επιχειρηματολόγησης.
Πηγή: Ακτίνες
Ο τίτλος του παρόντος άρθρου θυμίζει την αρχαία φράση, την οποία έλεγε καθημερινά ο υπηρέτης στον Πέρση βασιλιά Δαρείο, υπενθυμίζοντας του ότι έπρεπε να τιμωρήσει τους Αθηναίους, γιατί συμμετείχαν στην πυρπόληση των Σάρδεων: «Δέσποτα, μέμνησο των Αθηναίων!», του έλεγε κάθε πρωί που άνοιγε τα μάτια του.
Ναι, είναι δανεισμένο το «μέμνησο» από τη φράση εκείνη. Μόνο που γράφεται εδώ, όχι για να εγείρει αισθήματα εκδίκησης ή αντιπάθειας σε πρόσωπα, όπως αυτή του Δαρείου προς τους Αθηναίους, αλλά για να στηθεί ως μια μικρή ασπίδα αντίστασης στην καταστροφική προσπάθεια μεταπατεροποίησης της Παράδοσης της Εκκλησίας μας. Να βοηθήσει στο κατά δύναμη, ώστε η σύνοδος του Κολυμπαρίου να εντυπωθεί και να παραμείνει στη θύμηση και στη συνείδηση του λαού, ως το θλιβερό εκκλησιαστικό γεγονός, το οποίο κατέστη επισήμως έρεισμα και εφαλτήριο διάδοσης και εδραίωσης της παναιρέσεως του οικουμενισμού. Ακόμη δε, ότι η σύνοδος αυτή πραγματοποιήθηκε, για να γίνει η δικλείδα ασφαλείας, που έρχεται να κλειδώσει, να επιβεβαιώσει, να εγκρίνει και να διασφαλίσει την «κανονικότητα» των μέχρι τούδε αλλά και πασών των διαπραχθέντων και διαπραχθησομένων οικουμενιστικών αυθαιρεσιών.
Είναι πολύ σοβαρή και αξιοθρήνητη η κατάσταση. Δεν ξέρουμε, μετά από αυτήν τη σύνοδο, πόσο γρήγορα θα εξελιχθούν τα γεγονότα και ποιος θα είναι ο πνευματικός της αντίκτυπος. Με πείσμα και αγωνία πολλή, αλλά και με μεθόδους ξένες προς το πνεύμα της Εκκλησίας του Χριστού, σπεύδουν οι «μηχανικοί» της συνόδου του Κολυμπαρίου να την «εγκαταστήσουν», διά του ετσιθελισμού, στη συνείδηση των πιστών. Άκοντος εκόντος του πληρώματος, πλέον, όλα τα εκκλησιαστικά πράγματα έχουν και θα συνεχίσουν να έχουν ως βάση σχεδιασμού, ερμηνείας και εκτέλεσής τους τις αποφάσεις αυτής της συνόδου. Μ` ένα λόγο χαράχτηκε νέα πορεία της Εκκλησίας, σύμφωνη με το γενικότερο κλίμα της ομογενοποίησης των πάντων, κάτω από το δαιμονικό πνεύμα της πανθρησκείας και ισχυρό ρεύμα της παγκοσμιοποίησης.
Αν λοιπόν αρχίσει να περνά στη λήθη η σύνοδος, σημαίνει πως δεν θεωρείται μόλυσμα, πως είναι ακίνδυνη για την εξάπλωση πνευματικού λοιμού. Άρα δεν ενοχλεί την εκκλησιαστική συνείδηση και συνεπώς κατατάσσεται στο ίδιο επίπεδο με όλες τις προηγούμενες Συνόδους.
Για να έχει όμως το δικαίωμα της λησμονιάς η σύνοδος αυτή από τις καρδιές, οι οποίες σέβονται τους αγίους και την παρακαταθήκη τους, πρέπει να διαγραφεί οριστικά από την εκκλησιαστική ιστορία, χωρίς να μείνει κανένα ίχνος από τους βέβηλους και σεσοφισμένους μύθους της. Να ακυρωθούν οι αποφάσεις της, όπως οι κανόνες ορίζουν, για να ξανάρθει η ηρεμία στη ζωή της Εκκλησίας και να εξαλειφθεί μια από τις σοβαρές αιτίες των πολλών και μεγάλων κακών που συμβαίνουν και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν στην πατρίδα μας.
Μην αμφιβάλλουμε πως οι προτεσταντικής προέλευσης ηθικοπνευματικές εκτροπές, που διαβρώνουν σήμερα στον τόπο μας το πατροπαράδοτο ήθος, χτυπώντας ασεβώς τους ευαίσθητους και ιερούς χώρους, βλέπε παιδεία, είναι απόρροια του πνεύματος της συνόδου του Κολυμπαρίου. Διότι, δεν έχουν τόση σημασία οι θεολογικές αναλύσεις των αποφάσεών της, όσο αυτό που κρύβεται πίσω απ` αυτές και ο σκοπός που επιδιώκεται. Όσοι παρακολουθούν με αγωνία και ακόμη περισσότερο όσοι αντιστέκονται, αγωνιζόμενοι κατά του νέου αυτού αντιρωμαίικου καθεστώτος, ξέρουν πολύ καλά πως υπάρχει σχέση των δύο αυτών πραγμάτων.
Κι επειδή η Εκκλησία είναι θείο καθίδρυμα και λειτουργεί όχι μόνο μέσα το χρόνο και μέσα στον κόσμο, αλλά και εις τους ουρανούς και εις τους αιώνας των αιώνων, όσοι ζούμε στις ημέρες αυτές, κατά τις οποίες διαπράττεται η παρανομία και βιώνουμε ζωντανό τον πειρασμό, αν δεν σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, θα δώσουμε λόγο στο Θεό. Διότι θα παραδώσουμε αμαχητί στις επόμενες γενιές ένα πνευματικό έκτρωμα, ένα δηλητήριο με ψεύτικο φαρμακευτικό - θεραπευτικό επικάλυμμα, το οποίο ύπουλα και κρυφά, αλλά σταθερά, θα οδηγεί τις ψυχές στην απώλεια.
Γι` αυτό, πάση θυσία, πρέπει να παραμείνει αναμμένη και ζωντανή η μνήμη της ως μέγα πνευματικό έλλειμμα, που προκαλεί πόνο στην ψυχή και συνεπώς και ως θέμα διαρκούς ετοιμότητας και προσευχής. Διότι με τον τρόπο που προωθείται η επιβολή των αποφάσεών της, μόνο το χέρι του Θεού μπορεί να την ανακόψει.
Παρόλα αυτά και τόσα άλλα, που υπερβαίνουν τις δυνάμεις του ανθρώπου και διαφεύγουν της αντίληψής του:
Λαέ του Θεού, μην ξεχνάς το Κολυμπάρι!
Πηγή: Ακτίνες
Μὲ τὴν Ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Πρὸς τὸν Λαό», γιὰ τὴν «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης» φαίνεται ὅτι πανορθοδόξως ἔχει κλείσει ὁ κύκλος τῶν ὅσων συνέβησαν πρό, κατὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν.
Ἀπὸ τὶς 14 Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες οἱ τέσσερις (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας), οἱ ὁποῖες δὲν συμμετέσχον στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, δήλωσαν ὅτι δὲν δεσμεύονται ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις Της.
Ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες δέκα οἱ Ἐκκλησίες Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Πολωνίας καὶ Τσεχίας κρατοῦν μιὰ διακριτικὰ ἀδιάφορη στάση, γιὰ τοὺς δικούς της λόγους ἡ κάθε μία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας καὶ ἰδιαιτέρως ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ὑποστηρίζουν μὲ θέρμη τὶς ἀπόψεις τοῦ Φαναρίου, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀποδυθεῖ σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ πείσει τοὺς πιστούς, ὅτι ἡ Σύνοδος στὴν Κρήτη ἦταν πετυχημένη καὶ ἰσάξια των Οἰκουμενικῶν Συνόδων...
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος φαίνεται πὼς ἔκλεισε πρόσφατά το θέμα τῆς Συνόδου στὴν Κρήτη, μὲ τὴν ἐκδοθεῖσα Ἐγκύκλιό της «Πρὸς τὸν Λαό». Σημειώνεται ὅτι αὐτή σε διάφορες Μητροπόλεις δὲν ἀνεγνώσθη στοὺς πιστούς. Μετὰ τὴν ἔκτακτη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, τὸν περασμένο Νοέμβριο, ἡ ΔΙΣ ἀρχικὰ σκέφθηκε νὰ μείνει στὰ περὶ τῆς Συνόδου ἐκδοθέντα Δελτία Τύπου καὶ νὰ μὴν προβεῖ σὲ ἄλλη ἐνέργεια. Ἡ ἄποψη αὐτὴ στηρίχθηκε στὸ γεγονὸς ὅτι στὴν εἰσήγησή του ὁ Μητροπολίτης Σερρῶν κ. Θεολόγος εἶπε μεταξύ των ἄλλων: «Τελικῶς, πολυσέβαστοι Πατέρες, ἡ ὅποια ἀξιολογικὴ μὲ ἐκκλησιολογικούς, ἁγιοπνευματικοὺς καὶ πνευματικοὺς πάντοτε ὅρους, προσέγγισις τῆς ἐν Κολυμπαρίω Κρήτης συνελθούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου επαφιεται στὴν νηφαλίως καὶ ἀδεκάστως ἐνεργοῦσαν ἱστορίαν καὶ κυρίως στὴν ἐγρηγοροῦσαν καὶ ἔνθεον συνείδησιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος». (Σελ. 38 εἰσηγήσεως. Οἱ ὑπογραμμίσεις τοῦ ὑπογρ.).
Στὴν ἴδια εἰσήγησή του ὁ Σέβ. Σερρῶν προέβη σὲ προτάσεις «ἀξιοποίησης τῶν προτάσεων τῆς Συνόδου στὴν Κρήτη», γιὰ τὶς ὁποῖες ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θα ἠδύνατο να ἀναθέσει τὴ μελέτη τους σὲ ἁρμοδία ἢ καὶ σὲ εἰδικὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπή. Ἡ δυνητικὴ εὐκτική, κατὰ τὴν ἄποψη Συνοδικῶν Μητροπολιτῶν, ἄφηνε στὴν κρίση τῆς Δ.Ι.Σ. τὴν ἀπόφαση νὰ ὑλοποιηθοῦν ἢ ὄχι οἱ προτάσεις του... Ἐξάλλου ἡ δημόσια δήλωση τῶν Μητροπολιτῶν Κυθήρων καὶ Καλαβρύτων, ὄτι κατα τὴν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου 2016 οὐδεμία ἀπόφαση ἐλήφθη περὶ ὑλοποιήσεως τῶν προτάσεων τοῦ Μητρ. Σερρῶν, δὲν διεψεύσθη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ ἀποδυνάμωσε περαιτέρω τὴ διάθεση ὁρισμένων Μητροπολιτῶν, ὑποστηρικτῶν τῶν διαθέσεων τοῦ Φαναρίου, νὰ ἐπιμείνουν στὸ νὰ ὑπάρξει ἐκστρατεία ἐνημέρωσης, περὶ τῶν θετικῶν ἀποτελεσμάτων τῆς Συνόδου στὴν Κρήτη.
Ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος πληροφορήθηκε τὶς σκέψεις, ποὺ ἐπικράτησαν στὴ Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο, νὰ μὴν ἑξαπολυθεὶ Ἐγκύκλιος «Πρὸς τὸν λαό», γιατί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει αἰτία προκλήσεως νέων ἀντιδράσεων στοὺς κόλπους τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπικοινώνησε μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο. Τοῦ ζήτησε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἐκδώσει Ἐγκύκλιο, προφανῶς μὲ θετικὰ σχόλια γιὰ τὴ Σύνοδο στὴν Κρήτη, ὅπως τὸ ἔπραξε ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Τὴν ἐξαπόλυση τῆς Ἐγκυκλίου ὁ Πατριάρχης τὴ θεώρησε ἀπαραίτητη, πρὸς «διαφύλαξη καὶ προάσπιση τοῦ κύρους τοῦ Φαναρίου», τὸ ὁποῖο εἶναι σὲ δύσκολη θέση, μετὰ τὴ στάση ἄλλων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μετέφερε στὴν Δ.Ι.Σ. τὰ διατρέξαντα μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ ζήτησε νὰ ἐκδοθεῖ ἡ Ἐγκύκλιος, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει νέα αἰτία ἔντασης μὲ τὸ Φανάρι...
Η Δ.Ι.Σ. δέχθηκε ὁμοφώνως τὴν πρόταση καὶ ἀνέθεσε στὸν Μητροπολίτη Ἐδέσσης κ. Ἰωὴλ τὴ σύνταξη κειμένου, γιὰ νὰ κυκλοφορηθεῖ ὡς Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος «Πρὸς τὸν Λαό». Στὸ κείμενο ποὺ πρότεινε ὁ κ. Ἰωὴλ ὑπῆρξαν στὴν Δ.Ι.Σ. τροποποιήσεις καὶ ἔτσι πῆρε τὴν τελική του μορφή, ποὺ δημοσιεύθηκε. Θεολόγοι, ἐγκρατεῖς στὰ κανονικὰ καὶ ἐκκλησιολογικὰ ζητήματα, σχολίασαν τὸ κείμενο τῆς Δ.Ι.Σ. Ἀπὸ τὸν ὑπογράφοντα ὀκτὼ ἐπισημάνσεις:
Ἡ πρώτη εἶναι πὼς δὲν ἔχει τὸ ὑποστηρικτικὸ περιεχόμενο τοῦ Μηνύματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Παράδειγμα: Στὴν πρώτη παράγραφο ἀναγράφεται: «Κύριος σκοπὸς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ηταν η ἐνίσχυση καὶ ἡ φανέρωση τῆς ἑνότητας ὅλων των Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντιμετώπιση διαφόρων συγχρόνων ποιμαντικῶν ζητημάτων». (Σήμ. Ὁ τονισμὸς τοῦ ὑπογρ.). Μὲ το ήταν η ΔΙΣ ἀπέφυγε νὰ πάρει θέση στὸ ἂν τελικὰ ἐπετεύχθη ἢ ὄχι ὁ σκοπὸς νὰ φανερωθεῖ στὴν Κρήτη ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων...
Η δεύτερη ἐπισήμανση εἶναι πὼς ἡ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος διευκρινίζει οτι « ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκφράζει τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητά Της διὰ τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων». Ὁ ἀναγνώστης τῆς Ἐγκυκλίου ἀντιλαμβάνεται ὄτι παραλείφθηκε μὲν ἡ ἐπισήμανση πὼς στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης φανερώθηκε ἡ ἔλλειψη ἑνότητας μεταξύ των Ὀρθοδόξων, κάτι ποὺ θὰ ἦταν ἀκριβής, ἀφοῦ ἔλειψαν ἀπὸ αὐτὴν τέσσερις τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀλλὰ τονίσθηκε τὸ ἐκκλησιολογικῶς ὀρθό, ὅτι ἡ ἑνότητα ἐκφράζεται στὰ «Κοινὰ Μυστήρια». Αλλά τὸ «Κοινὸ Ποτήριο» τῶν δεκατεσσάρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιών ἐκφράστηκε ὄχι στὴν Κρήτη, ἀλλὰ στὴ Μόσχα, κατὰ τὴν ἐκεῖ πανηγυρικὴ Θεία Λειτουργία τῶν 70ών γενεθλίων τοῦ Πατριάρχου κ. Κυρίλλου....
Ἡ τρίτη εἶναι πὼς αὐτὸ ποὺ γράφεται στὴ συνέχεια τῆς Ἐγκυκλίου, ὄτι « ἡ Συνοδικότητα ὑπηρετεῖ τὴν ἑνότητα καὶ διαπνέει τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, τὸν τρόπο ποὺ λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις Της καὶ καθορίζει τὴν πορεία Τῆς»εἶναι βασικὴ Ἀρχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά, στὴν περίπτωση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, δὲν φάνηκε αὐτὴ ἡ Συνοδικότητα, λόγω τῆς ἀπουσίας τεσσάρων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τῆς ἀτελοῦς σύνθεσής Της καὶ τοῦ τρόπου διεξαγωγῆς Της.
Ἡ τέταρτη ἐπισήμανση εἶναι πὼς στὴ σύντομη ἀναφορά της στὰ θέματα, ποὺ συζητήθηκαν καὶ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις στὴν Κρήτη ἡ Ἐγκύκλιος «Πρὸς τὸν λαὸ» δὲν ἐνημερώνει ἐπαρκῶς καὶ δὲν λύνει ἀπορίες. Ὁ πιστὸς διαβάζοντας ἢ ἀκούγοντας Τὴν διερωτᾶται ἂν χρειαζόταν μιὰ Σύνοδος γιὰ νὰ καταλήξει στὸ αὐτονόητο καὶ βασικὸ στοιχεῖο τῆς πίστης τῶν Ὀρθοδόξων, ὄτι «Οἱ Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες δὲν ἀποτελοῦν συνομοσπονδία Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Αν χρειαζόταν μιὰ Σύνοδος γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει ὅτι στὴ Διασπορὰ ἐπεκτείνεται ἐπ’ ἀόριστον ἡ ἀντικανονικὴ παρουσία πολλῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων σὲ μίαν Ἐπισκοπή. Ἂν χρειαζόταν μιὰ Σύνοδος γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἀξία τῆς οἰκογένειας καὶ γιὰ νὰ ἐπαναλάβει τὰ περὶ νηστείας ἰσχύοντα ἀπὸ αἰώνων στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ πέμπτη ἐπισήμανση εἶναι πὼς στὴν Ἐγκύκλιο σχεδὸν ἀποσιωπᾶται τὸ θέμα τῆς σχέσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Προφανώς κρίθηκε ὅτι ἂν φουντώσει πάλιν ἡ συζήτηση γι’ αὐτήν, ἐντάσεις θὰ προκαλέσει, καὶ ὄχι ὄφελος στὴν ἑνότητα τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς καθ’ Ἑλλάδα Ἐκκλησίας...
Ἡ ἕκτη ἐπισήμανση εἶναι πὼς ἡ Ἐγκύκλιος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δὲν ἀναφέρει τὴ σχετικοποίηση τῶν ἱερῶν κανόνων περὶ γάμου καὶ περὶ νηστείας, ὅπως τὸ κάνει τὸ Μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, πρὸς τὸ πλήρωμά της. Σ’ αὐτὸ ἀναφέρεται ὅτι ἡ Σύνοδος στὴν Κρήτη «ἔδωσε τὸ δικαίωμα σὲ κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία νὰ ρυθμίζει τὶς ἐπὶ μέρους διατάξεις τῆς νηστείας, ἀνάλογα μὲ τὶς κλιματολογικὲς καὶ ἄλλες συνθῆκες τῆς περιοχῆς» καὶ ἐπίσης ὄτι «παρέχει σὲ κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τὸ δικαίωμα νὰ κρίνει κατὰ τὶς τοπικὲς συνθῆκες διατάξεις, γιὰ τὴν τέλεση γάμου μεταξὺ ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων». Ἡ ἀποδοχὴ τῆς σχετικοποίησης τῶν περὶ τῆς νηστείας Κανόνων καὶ ἡ «ἐξουσιοδότηση» κάθε Ἐκκλησίας νὰ ἐπιλέγει τὸν τρόπο τῆς νηστείας τῶν πιστῶν Της δυσχεραίνει τὴν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων. Πλέον θὰ εἶναι πιθανότατο σὲ μιὰ Διορθόδοξη Σύναξη ἕνας Ἐπίσκοπος νὰ τρώγει ψάρι, ἄλλος λαδερὸ καὶ ἄλλος ξηρὰ τροφή... Τα περὶ συγχύσεως τοῦ πανορθοδόξου πληρώματος ἰσχύουν καὶ ἀπὸ τὴ σχετικοποίηση τῶν περὶ γάμου Κανόνων... Οι Σύνοδοι, ἕως τὴν Κρήτη, ἔλυναν ζητήματα, δὲν τὰ περιέπλεκαν... Οἱ Σύνοδοι, ἕως τὴν Κρήτη, κατέληγαν σὲ ξεκάθαρες ἀποφάσεις, ποὺ δὲν ἔμοιαζαν μὲ χρησμοὺς τῆς Πυθίας.... Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, ἕως τὴν Κρήτη, εἶχαν γενικὰ ἀποδεκτὸ χαρακτήρα καὶ δὲν ἐπιδέχονταν ἀμφισβητήσεις.
Ἡ ἕβδομη ἐπισήμανση εἶναι πὼς ἡ Σύνοδος στὴν Κρήτη προκάλεσε ἕνα ἀκόμη σοβαρὸ ζήτημα. Οἱ ἀποφάσεις Της ἀπορρίφθηκαν ἀπὸ τὶς τέσσερις μὴ προσελθοῦσες σὲ Αὐτὴν τοπικὲς Ἐκκλησίες. Πῶς θὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἀπόρριψη τὸ Φανάρι; Θὰ λάβει μέτρα σὲ βάρος τους; Θὰ προκαλέσει ἔτσι σχίσμα στοὺς Ὀρθοδόξους; Καὶ ἂν δὲν ἐπιβάλλει μέτρα τότε ποιὰ ἡ ἀξία ὅσων ἀποφάσεων ἐλήφθησαν;...Ὁ κ. Βαρθολομαῖος θὰ ἔπρεπε νὰ σκεφθεῖ ἐγκαίρως, νηφάλια καὶ μὲ πυξίδα τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας τὶς συνέπειες τῆς ἀπόφασής του νὰ διεξαχθεῖ ἡ Σύνοδος στὴν Κρήτη χωρὶς τέσσερις τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Ἡ ὄγδοη καὶ τελευταία ἐπισήμανση εἶναι πώς, συμπερασματικά, ἡ Δ.Ι.Σ., μὲ τὰ ὅσα γράφει στὸ κείμενό Της «Πρὸς τὸν Λαό», καὶ καταλήγοντας μὲ τὸ ὅτι τὰ κείμενα τῆς Συνόδου στὴν Κρήτη «ἀποτελοῦν ἀντικείμενο ἐμβαθύνσεως καὶ περαιτέρω μελέτης» δὲν πρέπει νὰ ἔχει ἀφήσει ἱκανοποιημένο τὸ Φανάρι...
Πηγή: Ῥωμαίικο Ὁδοιπορικό
«Ἡ γὰρ καύχησις ἠμῶν αὕτη ἐστι, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἠμῶν, ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινεία Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφία σαρκική, ἀλλ' ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμω, περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς». (Β΄ Κορ. 1,12)
Ὁ στίχος αὐτὸς τῆς Β΄πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς κράζει καὶ βοᾶ γιὰ αὐτοέλεγχο καὶ αὐτογνωσία ὡς πρὸς τὴν «πληροφορία τῆς διακονίας», στὴν ὁποία τάχθηκε τὸ κάθε μέλος μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα οἱ ποιμένες, ποὺ βαστοῦν στὸ λαιμὸ τοὺς ψυχές, γιὰ νὰ τὶς ὁδηγήσουν στὴ σωτηρία.
«Σὺ δὲ νῆφε ἐν πάσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστού, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον», λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν Τιμόθεο (Β΄Τιμ. 4,5) καὶ ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ἤτοι, τὸ διακόνημα καὶ ἀρχιερατικόν σου ἐπάγγελμα πλήρωσον, λέγει, ὢ Τιμόθεε καὶ δεῖξον αὐτὸ κατὰ πάντα τέλειον. Τότε δὲ πληροῦται καὶ γίνεται τέλειόν το ἐπάγγελμα τῆς ἀρχιερωσύνης, ὅταν ὁ ἀρχιερεὺς κακοπαθῆ διὰ νὰ σώση τὰς ψυχᾶς τοῦ λογικοῦ του ποιμνίου».
Μιλᾶ γιὰ τὴν καύχησή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ μᾶς ξαφνιάζει ἡ λέξη. Μᾶς προλαβαίνει ὅμως ὁ Ζιγαβηνός: «Ἐφ` ἧς σεμνυνόμεθα», μᾶς ἑρμηνεύει. Δηλαδή, τὸ καύχημά μου, τὸ σέμνωμά μου. Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ καύχημά του; «Τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως». Ἡ μαρτυρία τῆς συνείδησης, τὴν ὁποία ἐπικαλεῖται, ἄξιζε πολὺ περισσότερο ἀπὸ μύριες ἄλλες μαρτυρίες. Διότι ἡ συνείδηση εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας καὶ ἡ φωνὴ τῆς φωτισμένης συνείδησης εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια αὐτὰ τὰ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθ` ὃν χρόνο διωκόταν καὶ κινδύνευε καὶ συκοφαντοῦνταν. Ἀλλὰ εἶχε ἀγαθὴ τὴ μαρτυρία τῆς συνείδησής του καὶ χαιρόταν, ἐκεῖ ποὺ ἄλλοι θὰ θλίβονταν καὶ θὰ πικραίνονταν. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος ἑρμηνεύει: «Ἤμιν τὴν παρρησίαν ἥ του συνειδότος παρέχει μαρτυρία».
Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύει: «Αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς κάνει νὰ παρηγορούμαστε, δηλαδὴ ἡ συνείδησή μας, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ πὼς δὲν διωκόμαστε καὶ ὑπομένουμε πειρασμοὺς γιὰ τὰ πονηρὰ ἔργα ποὺ πράξαμε, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πολλῶν. Ἡ προηγούμενη λοιπὸν παρηγοριὰ ποὺ εἴχαμε ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὴ δὲ ἡ παρηγοριὰ ποὺ ἔχουμε τώρα, προέρχεται ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς συνείδησής μας, γὶ` αὐτὸ καὶ τὴν ὀνομάζει καύχηση μιὰ τέτοια συνείδηση, δείχνοντας μὲ αὐτὸ τὸ λόγο τὴν πολλὴ βεβαιότητα ποὺ εἶχε ὅτι εἶναι καθαρὴ ἡ συνείδησή του». Τὸ «μαρτύριον τῆς συνειδήσεως», εἶναι, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ἡ ἐσωτερικὴ ἁγιοπνευματικὴ ἐπιβεβαίωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, ὡς ἀποτελέσματος τῆς καθαρότητας τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ ἔκφραση αὐτῆς διὰ τῆς ὀρθοπραξίας.
Στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρει ἄλλες δυὸ ἀρετές, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴ θεϊκὴ εἰλικρίνεια. Λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Μὲ ἁπλότητα καὶ εἰλικρίνεια (συμπεριφερθήκαμε μέσα στὸν κόσμο καὶ προπαντὸς ἀπέναντί σας). Ἐννοεῖ δηλαδὴ χωρὶς τίποτε δολερό, χωρὶς ὑποκρισία, χωρὶς εἰρωνεία, χωρὶς κολακεία, χωρὶς κακὴ προαίρεση καὶ ἀπάτη, ἀλλὰ μὲ καθαρὴ καὶ ἀπονήρευτη σκέψη καὶ ἄδολη κρίση». Συμπληρώνει δὲ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος: «Μὲ εἰλικρίνεια θὰ πεῖ μὲ καθαρότητα τῆς διάνοιας, χωρὶς δόλο καὶ χωρὶς νὰ ἔχει τίποτε τὸ ὕπουλο».
Ἐπειδὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει, γιὰ νὰ ξεχωρίσει τὴ στάση τοῦ ἀπ` αὐτὴ τῶν ψευδαποστόλων καὶ ἐπειδὴ αὐτὰ ποὺ γράφει στοὺς Κορινθίους, ἐνδείκνυνται ἀπολύτως γιὰ τὶς ἡμέρες μας, καθὼς ἔλειψε ὁ καθαρὸς καὶ φωτισμένος λόγος, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπακοὴ τῶν ποιμένων στὴν Ἐκκλησία, στὶς Οἰκουμενικὲς ἀποφάσεις καὶ στὴν ἁγία μας Παράδοση, καταθέτουμε, στὸ κατὰ δύναμη, τὶς γνῶμες τῶν ἑρμηνευτῶν. Πάντα ἐπίκαιρη ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως καὶ σήμερα, ἰδιαίτερα μ` αὐτὸν τὸ στίχο.
Συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος: «οὐκ ἐν σοφία σαρκική, ἀλλ' ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμω»! Μετάφραση: «Ὄχι μὲ σοφιστεία καὶ μὲ ἀπατηλοὺς συλλογισμούς, ἀλλὰ μὲ τὸ φωτισμὸ καὶ τὰ σημεῖα, ποὺ μᾶς χαρίζει ὡς δωρεὰ τοῦ ὁ Θεός, συμπεριφερθήκαμε, ὄχι μόνο σὲ σᾶς, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο». «Ὄχι μὲ δεινότητα καὶ περιστροφὲς τῶν λόγων, τὰ ὁποῖα συσκιάζουν, (θολώνουν) τὴν ἀλήθεια», ἑρμηνεύει ὁ Οἰκουμένιος. Ὁ δὲ Θεοδώρητος διευκρινίζει: «Σοφία σαρκικὴ δὲν ἐννοεῖ ἐδῶ τὴν εὐγλωττία ἀλλὰ τὴν πανουργία». Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐξηγεῖ: «Ὄχι μὲ δεινότητα λόγων καὶ μὲ περιπλοκὲς καὶ σοφίσματα, διότι αὐτὰ εἶναι ἡ σαρκικὴ σοφία». «Ἀλλὰ τί δώσαμε, τί προσφέραμε στὸν κόσμο καὶ σὲ σᾶς; Αὐτὰ ποὺ διδαχθήκαμε ἀπὸ τὴ θεία χάρη, αὐτὰ καὶ γυμνὰ(αὐτούσια, ἀναλλοίωτά) σας τὰ προσφέρουμε, χωρὶς νὰ ἀνακατεύουμε μὲ αὐτὰ τίποτε δικό μας», λέει πάλι ὁ Θεοδώρητος. Καὶ ἐρμηνεύοντας τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὁ Οἰκουμένιος, συμπληρώνει: «Δηλαδή, συναναστράφηκε μὲ τὸν κόσμο καὶ μαζί τους μὲ τὴ σοφία ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεὸς καὶ μὲ τὴν ἐπιτέλεση διαφόρων θαυμάτων, ποὺ κι αὐτὰ ἦταν χάρισμα τοῦ Θεοῦ».
Καὶ κλείνει ὁ στίχος: «περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς»: Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ρωτᾶ καὶ ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτησή του: «Τί ἐννοεῖ λέγοντας περισσότερο πρός σας; Ὅτι μ` αὐτοὺς συναναστράφηκε περισσότερο ἐν χάριτι Θεοῦ». Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁλοκληρώνει: «Πῶς συναναστράφηκα, λέγει, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά σας; Ὅτι κοντὰ στὰ σημεῖα καὶ θαύματα, κήρυξα σὲ σᾶς καὶ τὸ εὐαγγέλιο χωρὶς καμία πληρωμή. Βλέπε δέ, ἀναγνώστη, ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἦταν κατόρθωμα καὶ ἀρετὴ τοῦ Παύλου, αὐτὸς τὸ ἀναφέρει στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, πὼς ἦταν ἐκείνης κατόρθωμα».
Μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο μᾶς μίλησαν καὶ τὰ δόκιμα στόματα τῶν ἑρμηνευτῶν. Ἂν τὸ Κολυμβάριον διακατέχεται ἀπὸ καύχηση συνειδήσεως παρόμοιά του Παύλου καὶ ἔτσι ἐφησυχάζει στὴ σιωπὴ καὶ «στὸ ἀπυρόβλητό» της ἐξουσίας τοῦ δεσποτισμοῦ, ὡς ἐπιτελέσαν ἐν πληρότητι τὸ χρέος τῆς διακονίας του, θὰ ἀπαντήσει καιρίως ὁ Θεός. Καὶ ἐλπίζουμε καὶ εὐχόμαστε ἡ ἀπάντηση νὰ εἶναι μετριαστικὴ τῆς δικαιοσύνης Του γιὰ ὅλους μας.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Στήν ἀναφορά τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γίνεται λόγος γιά τά «σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν». Ὁ Μέγας Βασίλειος μεταξύ τῶν ἄλλων προσεύχεται στόν Θεό: «Παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν».
Μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι, γιά νά δικαιολογήσουν τόν ὅρο Ἐκκλησία καί γιά τούς ἑτεροδόξους, ἐπικαλοῦνται καί τήν φράση αὐτή καί ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ὀνομάζει Ἐκκλησίες καί τίς κοινότητες τῶν αἱρετικῶν, ὁπότε αὐτό, ὅπως ἰσχυρίζονται, δίδει τό δικαίωμα νά ὀνομάζουν ὅλους τούς Χριστιανούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅτι ἀνήκουν σέ Ἐκκλησίες.
Αὐτό ἐκ πρώτης ὄψεως εἶναι λογικοφανές, ἀλλά ἐάν ἀναλύση κανείς τό θέμα θά διαπιστώση ὅτι τέτοιες ἑρμηνευετικές ἀποδόσεις στόν Μέγα Βασίλειο εἶναι ἐσφαλμένες.
Κατ’ ἀρχάς ἀμέσως μετά τήν προσευχή «παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν» ἀκολουθεῖ ἡ προσευχή: «τάς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις ταχέως κατάλυσον τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐδῶ γίνεται διάκριση μεταξύ τῶν σχισμάτων, πού πρέπει νά παύσουν νά ὑπάρχουν, καί τῶν ἐπαναστάσεων τῶν αἱρέσεων πού πρέπει νά καταλυθοῦν μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί αὐτό γιατί οἱ αἱρέσεις εἶναι προϊόντα τοῦ πονηροῦ πνεύματος, τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων.
Ἔπειτα, στήν ἴδια εὐχή τῆς ἀναφορᾶς προσεύχεται: «τούς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε∙ τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησία». Ἔτσι, ὑπάρχει ἡ Μία, Ἁγία, Ἀποστολική καί Καθολική Ἐκκλησία καί «οἱ πεπλανημένοι» πού ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπό αὐτή καί πρέπει νά ἐπιστρέψουν σέ αὐτήν.
Ὅποιος δέν μπορεῖ νά κάνη τήν διάκριση μεταξύ σχισμάτων καί αἱρέσεων, δέν μπορεῖ νά καταλάβη τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί κατά τόν τρόπο αὐτό τόν παρερμηνεύει καί τόν ἀδικεῖ.
Τό ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος κάνει διάκριση μεταξύ τῶν σχισμάτων καί τῶν αἱρέσεων φαίνεται στόν 1ο Κανόνα του, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἑπομένως ἔχει καθολική ἰσχύ.
Στόν σημαντικό αὐτόν κανόνα ὁ Μέγας Βασίλειος κάνει τήν διάκριση μεταξύ αἱρέσεων, σχισμάτων καί παρασυγαγωγῶν. Ἀναλύοντας αὐτό τό θέμα γράφει, κατά τήν μετάφραση τοῦ χωρίου: «αἱρέσεις (οἱ παλαιοί Πατέρες) ὀνόμασαν αὐτούς πού εἶχαν ἀποσχιστεῖ τελείως καί εἶχαν ἀποξενωθεῖ ἀπό τήν ἴδια τήν πίστη, ἐνῶ σχίσματα αὐτούς πού φιλονίκησαν μεταξύ τους γιά κάποιες αἰτίες ἐκκλησιαστικές καί γιά ζητήματα πού μποροῦν νά διευθετηθοῦν∙ καί παρασυγαγωγές τίς συγκεντρώσεις πού ἔκαναν ἀνυπότακτοι πρεσβύτεροι ἤ ἐπίσκοποι καί ἀγράμματοι ἄνθρωποι». Δίνει δέ μερικά παραδείγματα ἀπό τήν τότε πραγματικότητα γιά νά γίνη κατανοητό.
Ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος προσευχόταν «παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν» ἐννοοῦσε τήν προσωρινή διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν γιά ζητήματα ἰάσιμα, ἐνῶ γιά τίς αἱρέσεις προσεύχεται διαφορετικά.
Κάνοντας αὐτήν τήν διάκριση σαφῶς γράφει ὅτι οἱ Πατέρες οἱ παλαιοί καθόρισαν «τό μέν τῶν αἱρετικῶν (βάπτισμα), παντελῶς ἀθετῆσαι», τό δέ βάπτισμα τῶν σχισματικῶν νά τό δεχθοῦν, ἐπειδή «ὡς ἔτι ἐκ τῆς ἐκκλησίας αὐτῶν», ἀφοῦ ἀποσχίσθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά «ζητήματα ἰάσιμα», ὄχι τῆς πίστεως, καί τό βάπτισμα αὐτῶν πού ἀνήκουν στίς παρασυναγωγές «ἄν βελτιωθοῦν μέ ἀξιόλογη μετάνοια καί ἐπιστροφή, νά ἑνώνονται ξανά μέ τήν Ἐκκλησία, ὥστε πολλές φορές νά γίνονται δεκτοί στήν ἴδια τήν τάξη, ὅταν μετανοήσουν, καί αὐτοί πού ἔφυγαν μαζί μέ τούς ἀπειθάρχητους καί πού εἶχαν κάποιον ἱερατικό βαθμό».
Ὁ Μέγας Βασίλειος αἰτιολογεῖ θεολογικῶς γιατί οἱ αἱρετικοί δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, καί γιατί δέν μπορεῖ νά γίνη ἀποδεκτό τό βάπτισμά τους. Γράφει: «οἱ δέ τῆς ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὔκ ἔτι ἔσχον τήν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ἑαυτούς∙ ἐπέλιπε γάρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπεῖναι τήν ἀκολουθίαν», δηλαδή «αὐτοί ὅμως πού ἀποστάτησαν ἀπό τήν ἐκκλησία δέν ἔχουν πιά τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπάνω τους∙ γιατί σταμάτησε ἡ μετάδοση, ἐπειδή διακόπηκε ἡ συνέχεια».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσες κοινότητες χριστιανικές δέχονταν τήν αἵρεση, δέν εἶχαν ἀποστολική διαδοχή, καί δέν ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια, ἀφοῦ τούς ἐγκατέλειψε ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ ἐποχή στήν ὁποία ἔζησε ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν μιά ταραχώδης ἐποχή. Εἶχε προηγηθῆ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀλλά σχεδόν ἀμέσως μετά τήν Σύνοδο αὐτή δημιουργήθηκαν ἔριδες. Γίνονταν μεγάλες συζητήσεις γιά τόν ὅρο τοῦ ὁμοουσίου καί ἄλλους ὅρους σχετικά μέ τήν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, ἄλλες χριστιανικές κοινότητες εἶχαν ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς αἱρετικές, λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶχε προσχωρήσει στήν αἵρεση, ἄλλες ἦταν σχισματικές γιά λόγους προσωπικούς καί διοικητικούς, ἀφοῦ δέν εἶχε ἐπικρατήσει ἀκόμη τό διοικητικό σύστημα, πού ὑπάρχει σήμερα, καί ἄλλες ἦταν παρασυναγωγές. Ὅλα αὐτά ρυθμίστηκαν μέ τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τό 381 μ.Χ. δύο χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἡ δέ Σύνοδος αὐτή δέν ἀνήρεσε αὐτήν τήν διάκριση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀλλά τήν διατήρησε, γιατί θέτει οὐσιαστικούς καί κανονικούς ὅρους γιά νά δεχθῆ τό βάπτισμα αὐτῶν πού ἔφυγαν ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἔτσι ἡ διάκριση μεταξύ αἱρέσεως, σχίσματος καί παρασυναγωγῆς ὑφίσταται σήμερα. Αἱρετικοί εἶναι ὅσοι ἔχουν εἰσάγει αἱρετικές ἀποκλίσεις ἀπό τήν πίστη τῶν Πατέρων. Τό filioque, τό actus purus, τό analogia entis, τό analogia fidei εἶναι αἱρέσεις καί αὐτές ἔχουν ἐγκολπωθῆ οἱ δυτικοί Χριστιανοί. Ὁ μονοφυσιτισμός καί ὁ μονοθελητισμός εἶναι αἱρέσεις καί αὐτές ἔχουν ἐγκολπωθῆ οἱ ἀνατολικοί Χριστιανοί. Ἐκτός αὐτῶν, ὑπάρχουν καί Ἐκκλησίες γιά διοικητικούς λόγους, πού δέν ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία, ὅπως τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
Ἑπομένως, ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος προσευχόταν «παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν» ἐννοοῦσε τήν προσωρινή διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν γιά ζητήματα ἰάσιμα, ἐνῶ γιά τίς αἱρέσεις προσεύχεται διαφορετικά, ἤτοι «τάς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις ταχέως κατάλυσον τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος» καί «τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ».
Μέσα στήν προοπτική αὐτή πρέπει νά ἑρμηνεύση κανείς τίς ἐπιστολές πού ἀπέστειλε ὁ Μέγας Βασίλειος γιά τήν εἰρήνη στήν Ἐκκλησία.
Πρέπει νά σταματήση αὐτή ἡ παρερμηνεία τῆς διδασκαλίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὅσοι ἔχουν διαφορετικές ἀπόψεις, ἔχουν τό δικαίωμα νά τίς ἐκφράζουν, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἄς σταματήσουν νά παρερμηνεύουν τόν μεγάλο μας Πατέρα, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καί οὐρανοφάντορα Βασίλειο.–
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβασις, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Μέ μεγάλη πικρία καί λύπη ἡ «ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ» πληροφορήθηκε τήν ἀπό 10.12.2016 «νουθετήρια», ἐπιτιμητική καί «πατρική» Ἐπιστολή τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ἀνθίμου πρός τόν Ὁμότιμο Καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, ὁ οποῖος κατηγορεῖται, ὅτι μέ τίς ὁμιλίες του προκαλεῖ «πνευματικήν σύγχυσιν καί διάστασιν τῶν συνειδήσεων τῶν πιστῶν τοῦ πληρώματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης».
Ὅπως διαπιστώνεται ὅμως, οἱ διατυπούμενες στήν μητροπολιτική ἐπιστολή ἐναντίον τοῦ π. Θεοδώρου κατηγορίες εἶναι ἐκκλησιολογικά ἀστήρικτες καί θεολογικά ἀβάσιμες καί γι’ αὐτό δέν ἀντέχουν σέ ὁποιαδήποτε κριτική. Αὐτό ἀποδεικνύει κατάφωρα ἡ ἀπό 1.2.2017 ἀπαντητική Ἐπιστολή τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, ὁ ὁποῖος μέ ἔντονο ἀπολογητικό τόνο, ἀλλά καί πληρέστατη ἐπιχειρηματολογία καταδεικνύει τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων καί τό ἀθεμελίωτο τῶν ἐναντίον του αἰτιάσεων.
Ὁ π. Θεόδωρος, κορυφαῖος Ὀρθόδοξος Κληρικός, καταξιωμένος Πανεπιστημιακός Διδάσκαλος καί ἐγνωσμένου κύρους Πατρολόγος καί Ἱστορικός, εἶναι μία ἐκκλησιαστική Προσωπικότητα πανορθοδόξου καί παγκοσμίου ἀκτινοβολίας. Διαθέτοντας τά τάλαντα, πού τοῦ ἐχάρισε ὁ Θεός καί τήν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀληθείας μαχητικότητά του ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, προσφέρει ἀνυπολόγιστη συμπαράσταση στήν Ἐκκλησία καί τό πνευματικό καί ποιμαντικό της ἒργο. Εἶναι, συνεπῶς, ἐπαίνου ἄξιος ἢ κατηγοριῶν καί ἐλεγκτικῶν «νουθεσιῶν». Γίνεται ὅμως εὔκολα κατανοητό, διατί ἐλέγχεται καί κατηγορεῖται. Στούς καιρούς τῆς οἰκουμενιστικῆς ὑστερίας καί ἀκαταστασίας ὁ π. Θεόδωρος ἔχει, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀναδειχθεῖ σέ πατερικό ἀνάστημα καί σθεναρό πρόμαχο καί ὑπερασπιστή τῆς ὀρθοδοξοπατερικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποιαδήποτε δέ ἐναντίον του πολεμική ἀποβλέπει στή φίμωσή του καί τήν παρεμπόδιση τῆς ἀντιοικουμενιστικῆς του δράσεως.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἰδιαιτέρως ἡ Ἱερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης πρέπει νά καυχῶνται καί νά χαίρουν, διότι ὁ Θεός τίς ἐτίμησε μέ τήν παρουσία, προσφορά καί δράση ἑνός ἀξίου Κληρικοῦ, ὅπως ὁ π. Θεόδωρος. Ἡ δέ ἐπιδίωξή τους θά ἔπρεπε νά εἶναι ἡ ἀξιοποίηση καί πατρική ἐνίσχυσή του, καθιστώντας τόν π.Θεόδωρο σύμβουλο καί συνεργάτη στό ἔργο τους καί στούς διαφόρους τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας. Ὁ Ἅγιος Θεσσαλονίκης μέ τήν πρός τόν π. Θεόδωρο «ἐπιτιμητική» ἐπιστολή του προεκάλεσε, δυστυχῶς, τήν πικρία καί τά δίκαια παράπονα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Πληρώματος, πού περιβάλλει μέ τήν ἀγάπη του τόν π. Θεόδωρο καί οἰκοδομεῖται πνευματικά μέ τά κηρύγματα καί τήν θεοφιλή ἀντιοικουμενιστική δραστηριότητά του.
Ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν» συμπαρίσταται ἀδελφικῶς στόν π. Θεόδωρο καί ἐπιδοκιμάζει τήν ἀπαντητική ἐπιστολή του, παρακαλώντας τόν Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης νά ἀναθεωρήσει πατρικῶς τήν στάση του.
Γιά τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν»
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου,
Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ἀρχιμανδρίτης Σαράντης Σαράντος
Ἐφημέριος Ἱ. Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς
Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος Ἄνω Γατζέας Βόλου
Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος
Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους
Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Παν/μίου Ἀθηνῶν
Τώρα τελευταῖα κατά κόρον ἔχει ὑποστηριχθῆ ἀπό µερικούς ὅτι ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική» καί αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅµως µποροῦµε νά χρησιµοποιήσουµε τόν ὅρο «Ἐκκλησίες» καί γιά τούς ἑτεροδόξους καί στήν περίπτωση αὐτή πρόκειται γιά «τεχνικό ὅρο (terminus technicus)».
Ἡ ἄποψη αὐτή προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση, γιατί δέν γράφεται µόνον σέ κείµενα, ἀλλά ὑποστηρίζεται καί ἀπό Ἐπισκόπους καί µάλιστα σέ Συνοδικά Ὄργανα, γιά νά ὑποστηριχθῆ ἡ ἀπόφαση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν».
Φυσικά ἔχω διαφορετική ἄποψη, τήν ὁποία θά ἤθελα νά διατυπώσω στό κείµενο αὐτό.
1. Τι σηµαίνει «τεχνικός όρος» [1]
«Τεχνικός ὅρος» (terminus technicus), σύµφωνα µέ τό Λεξικό τοῦ Γ. Μπαµπινιώτη, εἶναι «ὅρος τόν ὁποῖον χρησιµοποιεῖ µιά τέχνη, µιά ἐπιστήµη ἤ µιά ἐπαγγελµατική εἰδικότητα».
Ἄν ἀνατρέξουµε στήν Πύλη γιά τήν Ἑλληνική Γλώσσα καί στήν ἀναφορά στίς εἰδικές γλῶσσες[2] θά συµπεράνουµε ὅτι τεχνικός ὅρος (terminus technicus) εἶναι ὁ ὅρος πού χρησιµοποιεῖται στό πλαίσιο µιά τεχνικῆς γλώσσας, τῶν ἐπιστηµόνων κάθε εἰδικότητας, ὅταν ἐξετάζουν ζητήµατα τῆς εἰδικότητάς τους. Τεχνικός ὅρος, δηλαδή, εἶναι ὁ ὅρος πού χρησιµοποιεῖται γιά νά περιγραφοῦν ἀντικείµενα ἢ ἔννοιες πού εἴτε δέν ἔχουν ὄνοµα στήν τρέχουσα χρήση εἴτε καλύπτουν τήν ἀνάγκη νά περιγράψουν µέ ἕναν ὅρο πιό συγκεκριµένο, ἀποκλείοντας κάθε ἀµφισηµία, ἀντικείµενα τά ὁποῖα ἡ κανονική γλώσσα (τό κοινό λεξιλόγιο) ἤδη περιγράφει. Μέ ἄλλα λόγια τεχνικός ὅρος µπορεῖ νά εἶναι µιά νέα δηµιουργηµένη λέξη ἢ µιά λέξη ὑπαρκτή στό κοινό λεξιλόγιο µέ πιό συγκεκριµένη σηµασία, λίγο ἢ πολύ διαφορετική ἀπό τήν σηµασία πού ἔχει στό κοινό λεξιλόγιο.
Στήν συγκεκριµένη περίπτωση, δηλαδή, στό κείµενο τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ ἔκφραση «τεχνικός ὅρος» σηµαίνει ὅτι δέν ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτές οἱ «Χριστιανικές κοινότητες καί ὁµολογίες» εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλά χρησιµοποιεῖται ἡ λέξη Ἐκκλησία γιά τίς Χριστιανικές αὐτές ὁµάδες συµβατικά, χάριν συνεννοήσεως µεταξύ µας.
Μέ βάση τόν ὁρισµό τοῦ τεχνικοῦ ὅρου στόν ὁποῖο καταλήξαµε βασιζόµενοι σέ ὑλικό πού ἀντλήσαµε ἀπό τήν Πύλη γιά τήν Ἑλληνική Γλώσσα,θά µπορούσαµε νά ἐπισηµάνουµε τά ἀκόλουθα σχετικά µέ τήν χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία ὡς τεχνικοῦ ὅρου:
Οἱ τεχνικοί ὅροι ἀποτελοῦν προϊόν συµφωνίας µεταξύ τῶν ἐπιστηµόνων, ἡ σηµασία τους προσδιορίζεται µέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καί σαφήνεια καί χρησιµοποιοῦνται ἀπό τούς εἰδικούς κάθε τοµέα γιά λόγους συνεννόησης προκειµένου νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀµφισηµία. Ἀπό τήν στιγµή ὅµως πού τό περιεχόµενο µιᾶς λέξης τίθεται ἐν ἀµφιβόλῳ καί ἐγείρει συζητήσεις, εἶναι προφανές ὅτι ἡ χρήση της δέν προσδιορίζεται µέ ἀκρίβεια καί δέν ἀποτελεῖ προϊόν συµφωνίας, αὐτοκαταργεῖται ὡς τεχνικός ὅρος.
Οἱ τεχνικοί ὅροι ἐξάλλου καταχωρίζονται σέ εἰδικά λεξικά ὁρολογίας καί καθιερώνονται. Ἑποµένως δέν χρησιµοποιοῦνται εὐκαιριακά καί συµβατικά χάριν συνεννοήσεως γιά νά ἐξυπηρετήσουν µιά συγκεκριµένη περίσταση. Στήν περίπτωση δηλαδή τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ χρήση τῆς λέξης Ἐκκλησία καί γιά τίς ἑτερόδοξες ὁµολογίες προτείνεται γιά νά ἐξυπηρετήση µιά σύµβαση καί µιά ἀνάγκη ἐπικοινωνίας µέ τήν ἐπίγνωση ὅτι, στήν συγκεκριµένη περίπτωση, καταχρηστικά, χρησιµοποιεῖται ἡ λέξη µέ διαφορετική σηµασία ἀπό αὐτή στήν ὁποία εἶχε συµφωνηθῆ ἀρχικά. Στήν προκειµένη περίπτωση ὅµως δέν ἔχουµε νά κάνουµε µέ τεχνικό ὅρο, ἀλλά µέ ἐπιλογή µιᾶς ἀπό τίς σηµασίες τῆς λέξης.
Πράγµατι, ἄν ἀνατρέξουµε στά λεξικά θά παρατηρήσουµε ὅτι παρατίθενται οἱ διαφορετικές σηµασίες τῆς λέξης. Ἀκριβῶς αὐτός ὅµως εἶναι ὁ σκοπός τῶν λεξικῶν, νά παραθέτουν τίς σηµασίες µιᾶς λέξης καί νά ἀποτυπώνουν τήν χρήση τους µέ τήν παράθεση παραδειγµάτων.
Τά πράγµατα ὅµως εἶναι διαφορετικά σέ ἕνα κείµενο. Ἡ σηµασία τῆς λέξης µέσα στό κείµενο δέν µπορεῖ παρά νά προσδιορισθῆ, ὅπως µᾶς ἔχει µάθει ἡ Γλωσσολογία, καί συγκεκριµένα ἡ Πραγµατολογία, ἀπό τό «συµφραστικό πλαίσιο –γλωσσικό καί ἐξωγλωσσικό– τῆς ἐκφώνησης» [3] . Ἡ σηµασία, δηλαδή, εἶναι στενά συναρτηµένη µέ τήν περίσταση, τίς συνθῆκες τοῦ χώρου, τοῦ χρόνου, τοῦ ἐπιδιωκόµενου στόχου κλπ. Ἑποµένως, ἡ σηµασία τῆς λέξης Ἐκκλησία στό συγκεκριµένο ἐκκλησιολογικό κείµενο τῆς Μεγάλης Συνόδου µπορεῖ νά προσδιορισθῆ µόνο σέ σχέση µέ ἄλλα ὁµόλογα δογµατικά - ἐκκλησιολογικά κείµενα –ἐνῶ, ὅπως θά τονισθῆ πιό κάτω, ὁ «τεχνικός ὅρος» χρησιµοποιεῖται ὡς οὐσιαστικός ὅρος– καί µέ ἐσωτερικά κειµενικά κριτήρια.
Τέλος, δέν µποροῦµε νά συνδέουµε τόν «τεχνικό ὅρο» µέ τήν ἀποφατικότητα. Κατ' ἀρχήν ἡ ἔννοια τῆς ἀποφατικότητας ἀφορᾶ µόνο τόν Θεό, ὅπως θά ποῦµε παρακάτω, καί δέν µποροῦµε ξαφνικά νά κάνουµε διεσταλµένη ἑρµηνεία τοῦ ἀποφατισµοῦ καί γιά τόν ὅρο Ἐκκλησία, µόνο καί µόνο ἐπειδή µᾶς ἐξυπηρετεῖ. Ἐξάλλου, ἡ ἔννοια τοῦ «τεχνικοῦ ὅρου» βρίσκεται στόν ἀντίποδα τῆς ἀποφατικῆς ἔκφρασης. Ἡ ἀποφατικότητα ἀφορᾶ κυρίως τήν ἀδυναµία ὁρισµοῦ καί ἀκριβοῦς ὀνοµατοδοσίας. Ὁ «τεχνικός ὅρος» ἀντίθετα ἀποτελεῖ ἀπόπειρα ἀκριβοῦς, κατά τό δυνατόν, προσδιορισµοῦ µιᾶς ἔννοιας.
Πάντως, ἡ χρήση «τεχνικός ὅρος» γιά τίς ἄλλες Χριστιανικές Ὁµολογίες στήν πραγµατικότητα εἶναι παραπλανητική καί θά ἐξηγήσω στήν συνέχεια τούς λόγους πού ὑποστηρίζουν τήν ἄποψή µου αὐτή.
2. Οἱ «τεχνικοί ὅροι» σέ ὁµολογιακά κείµενα
Στόν καθηµερινό λόγο καί τήν ἐπικοινωνία µέ Χριστιανούς ἄλλων Ὁµολογιῶν χρησιµοποιεῖται ὁ ὅρος Ἐκκλησία καταχρηστικά καί συγκαταβατικά, χάριν µιᾶς συνεννοήσεως, διότι ἔτσι αὐτοπροσδιορίζονται οἱ ὁµάδες αὐτές. Ὁ ὅρος Ἐκκλησία χρησιµοποιεῖται καί µέ τήν κοινωνική ἔννοια (ἡ Ἐκκλησία τοῦ ∆ήµου) καί γιά τίς θρησκευτικές καί παραθρησκευτικές ὁµάδες (Ἐκκλησία τοῦ Σατανᾶ).
Στήν πρόσφατη ἐπίσκεψή µου στήν Ἀµερική µέ πληροφόρησαν ὅτι περίπου 55.000 «Χριστιανικές» ὁµάδες αὐτοαποκαλοῦνται «Ἐκκλησίες». Τό ἐνδιαφέρον δέ εἶναι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ «Χριστιανικές ὁµάδες» δέν πληροῦν τούς ὅρους καί τίς προϋποθέσεις γιά νά γίνουν µέλη τοῦ «Παγκοσµίου Συµβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν».
Εἶναι γνωστόν ὅτι γιά νά γίνη κάποια «Χριστιανική ὁµάδα» µέλος τοῦ «Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν» πρέπει νά ὑποβάλη αἴτηση καί νά γίνη ἔρευνα ἄν πληροῖ τίς προϋποθέσεις γιά νά θεωρηθῆ µέλος του. Αὐτή ἡ διαδικασία διαρκεῖ ἕνα µεγάλο χρονικό διάστηµα.
Ἔτσι, ὅσες ὁµάδες χρησιµοποιοῦν τόν ὅρο «Ἐκκλησία» δέν εἶναι «Ἐκκλησίες», ἁπλῶς αὐτοαποκαλοῦνται ἔτσι. Τό ὅτι τό κείµενο πού ἐξεδόθη ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης δέν κάνει αὐτήν τήν διασάφηση-ἐπεξήγηση, ἀλλά χαρακτηρίζει ὅλες τίς «Χριστιανικές ὁµάδες» ὡς «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες καί ὁµολογίες» εἶναι προβληµατικό.
Σέ ἄλλο κείµενό µου, τό ὁποῖο κατέθεσα καί στά Πρακτικά τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ὑποστήριξα ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία καί γιά τίς ἑτερόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες - Ὁµολογίες, ἀπό παλαιούς καί συγχρόνους Πατέρας, Ἐπισκόπους καί θεολόγους, δέν σηµαίνει ὅτι µπορεῖ νά θεωρηθῆ ὡς δικαιολογία γιά τήν χρησιµοποίηση τοῦ ὅρου αὐτοῦ καί στήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Καί αὐτό γιατί πρέπει νά γίνη σαφής διασάφηση-ἐπεξήγηση. Ἄλλο εἶναι νά χρησιµοποιῆται ἐνδεχοµένως ἡ λέξη Ἐκκλησία καταχρηστικά και συµβατικά γιά ἑτερόδοξες ὁµάδες, ἄν καί δέν πιστεύουµε ὅτι εἶναι πραγµατικά µέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί ἄλλο εἶναι νά τεθῆ σέ κείµενο τῆς Μεγάλης αὐτῆς Συνόδου, ὡς δογµατική καί κανονική ἀπόφασή της. Ὅπως εἴπαµε καί παραπάνω, ἡ χρήση καί ἡ σηµασία µιᾶς λέξης προσδιορίζεται ἀνάλογα µέ τό συµφραστικό πλαίσιο στό ὁποῖο ἐντάσσεται.
Τό ἐρώτηµα εἶναι καίριο: Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἤ ὄχι; Ἄν εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, συνέχεια τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων, τότε δέν µπορεῖ στίς ἀποφάσεις της νά χρησιµοποιῆ τίς λέξεις ὡς ὑποτιθέµενους «τεχνικούς ὅρους». ∆έν µπορῶ νά διανοηθῶ ὅτι οἱ Πατέρες τῶν Α΄ καί Β΄ Οἰκουµενικῶν Συνόδων πού ἀποφάσισαν τό «Σύµβολο τῆς Πίστεως» θά µποροῦσαν νά χρησιµοποιήσουν «τεχνικούς ὅρους», ἤ οἱ µετέπειτα Πατέρες τῶν ἄλλων Οἰκουµενικῶν Συνόδων πού ἀποφάσισαν γιά χριστολογικά θέµατα θά µποροῦσαν νά χρησιµοποιήσουν «τεχνικούς ὅρους». Τέτοιες ἀπόψεις εἶναι ἀπαράδεκτες ἀπό κάθε πλευρᾶς.
Οἱ Οἰκουµενικές Σύνοδοι, ὡς γνωστόν, ἔδωσαν µάχες γιά τήν ἀκριβῆ χρήση τῶν λέξεων - ὅρων πού ἀφοροῦσαν δογµατικᾶ ζητήµατα. Γιά κανέναν λόγο δέν µπορεῖ ἕνας σοβαρός ἄνθρωπος νά ὑποστηρίξη ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί ὅµως ταυτόχρονα µέ συνείδηση τῶν Ἱεραρχῶν - θεολόγων νά περιλαµβάνη στίς ἀποφάσεις της «τεχνικούς ὅρους» καί µάλιστα σέ σοβαρά ἐκκλησιολογικά θέµατα, τά ὁποῖα ταυτόχρονα εἶναι Χριστολογικά θέµατα.
Πάντως, ἡ ἀντίληψη τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» ὡς «τεχνικοῦ ὅρου» παραπέµπει καί στήν πολιτική ὑστεροβουλία τῶν µονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ µιλοῦσαν γιά τό ἕνα θέληµα τοῦ Χριστοῦ, βεβαίωναν τόν ἅγιο Μάξιµο ὅτι δέν ἐννοοῦν ἕνα θέληµα στόν Χριστό γιά ἀµφότερες τίς φύσεις Του, ἀλλά τό γράφουν ἔτσι γιά νά ἠρεµήση ὁ κόσµος καί νά εἰρηνεύση ἡ οἰκουµένη… Τοῦ λοιποῦ προωθοῦσαν τό ἕνα θέληµα µέ τήν ἐλπίδα ἐγκόλπωσης τῶν µονοφυσιτῶν στήν αὐτοκρατορική Ἐκκλησία.
Ἡ συσχέτιση µέ τό σήµερα εἶναι προφανής. Ἀπό τήν µιά ὁ ὅρος Ἐκκλησία χρησιµοποιεῖται δῆθεν ὡς «τεχνικός ὅρος», χωρίς νά σηµαίνη ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη στήν συζήτηση µέσα στήν ἴδια τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης γιά τούς µεικτούς γάµους, θεµελιωνόταν τό ἔγκυρο τοῦ βαπτίσµατος τῶν ἑτεροδόξων καί συναφῶς τῆς ἀπόδοσης ἐκκλησιαστικότητας στίς κοινότητές τους. Αὐτό τό θέµα θά τό δοῦµε πιό κάτω.
3. Τό πράγµα καί τό ὄνοµα, ὡς πρός τόν ὅρο ἘκκλησίαἘκκλησίες
Γιά νά ὑποστηριχθῆ ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἐπιστρατεύθηκε τό ἐπιχείρηµα ὅτι στήν πατερική παράδοση ὑφίσταται διάκριση µεταξύ τοῦ πράγµατος καί τῶν ὀνοµάτων (ὅρων-λέξεων), ὅπως φαίνεται στήν ἀντιµετώπιση τῶν θεωριῶν τοῦ Εὐνοµίου ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ὅτι οἱ ὅροι δέν περιγράφουν τήν φύση τῶν πραγµάτων εἶναι κοινός πατερικός τόπος γιά ὅλα τά πράγµατα καί µάλιστα ἀκόµα καί τά κτιστά. Συνεπῶς ἡ ὅποια ἀποφατικότητα –χρησιµοποιώντας ἐδῶ αὐτόν τόν ἐντελῶς ἀδόκιµο ὅρο– ἀφορᾶ ὅλα τά πράγµατα, τά ὁποῖα στό σύνολό τους γνωρίζονται ἀπό τίς ἐνέργειές τους, ἐνῶ ἡ φύση τους παραµένει ἄγνωστη. Ἑποµένως, ἡ ὅλη εἰσαγωγή τῆς καππαδοκικῆς ἐπιχειρηµατολογίας περισσότερο χρησιµοποιεῖται ρητορικά µέ σκοπό νά ρίξη τόν «λίθο τοῦ ἀναθέµατος» στούς µή δεχοµένους τόν ὅρο Ἐκκλησία γιά τούς ἑτεροδόξους παρά γιά νά κοµίση ἕνα θεολογικό ἐπιχείρηµα.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Εὐνόµιος, ὁ ὁποῖος «ἔδωσε λογικό ὁρισµό στήν διαλεκτική τοῦ Ἀετίου», κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, κήρυττε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἁπλοῦς καί ἀµέριστος, καί µοναδικό στοιχεῖο τῆς ἁπλῆς οὐσίας του εἶναι ἡ ἀγεννησία, ἡ ὁποία τόν καθορίζει. Ἡ τέλεια ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ συνεπαγόταν τήν ταύτιση.Ἔτσι, ταύτιζε τήν οὐσία µέ τήν ἐνέργειά Του. Ἐπίσης, δίδασκε ὅτι λόγῳ τῆς ἁπλότητος τοῦ Θεοῦ καί ἐµεῖς γνωρίζουµε τό πᾶν γιά τόν Θεό, ὅπως γνωρίζει ὁ Θεός τόν ἑαυτό Του. «Ὁ Θεός περί τῆς ἑαυτοῦ οὐσίας οὐδέν πλέον ἡµῶν ἐπίσταται, οὐδέ ἔστιν αὕτη µᾶλλον µέν ἐκείνῳ, ἧττον δέ ἡµῖν γινωσκοµένη».
Ὁ Μέγας Βασίλειος κατ' ἀρχάς καί στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος
Νύσσης, ὅπως καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί οἱ µεταγενέστεροι Πατέρες ὁµιλοῦσαν γιά τήν ἀδιαίρετη διάκριση µεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, καί ὑποστήριζαν ὅτι ἐµεῖς γνωρίζουµε τόν Θεό ἀπό τίς ἐνέργειές Του, ἀγνοοοῦµε δέ παντελῶς τήν οὐσία Του. Ἐπίσης ὑπεστήριζαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολυώνυµος ὡς πρός τίς ἐνέργειές Του καί ἀνώνυµος ὡς πρός τήν οὐσία Του. Ἐµεῖς δίνουµε ὀνόµατα στόν Θεό ἀπό τίς ἐνέργειές Του, ἀλλά ἐκφράζοντας τόν ἀποφατισµό ἀφαιροῦµε ὀνόµατα. Ἔτσι, δέν ταυτίζονται τά ὀνόµατα τοῦ Θεοῦ µέ τήν φύση Του καί αὐτόν τόν Θεό.
Ὁ ἅγιος ∆ιονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τό ἐξέφρασε καθαρά, ὅταν ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ὀνόµατα, ἤτοι εἶναι ἀγαθός, ζωή, σοφία, δύναµη καί ὅλα ὅσα ἀνήκουν στήν νοητή θεωνυµία, ἀλλά εἶναι Τριάδα ὑπερούσια, ὑπέρθεη, ὑπεράγαθη. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, ἀλλά καί γνόφος, ὁρᾶται ἀλλά εἶναι καί ἀόρατος, θεᾶται ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν.
Γενικά οἱ Πατέρες δίδαξαν ὅτι ὑπάρχουν τά ρήµατα, ἤτοι οἱ λέξεις, καί τά νοήµατα, ἤτοι τό περιεχόµενο τῶν λέξεων. ∆έν ταυτίζονται τά ρήµατα µέ τά νοήµατα καί ἡ ἐµπειρία δέν µπορεῖ νά ἐκφρασθῆ ἀπολύτως µέ τά ρήµατα καί τά νοήµατα.
Πάντως, οἱ Πατέρες χρησιµοποιοῦσαν τά κτιστά ρήµατα καί νοήµατα πού συναντοῦσαν στό περιβάλλον γιά νά διατυπωθῆ ἡ θεοπτική ἐµπειρία τους, ἀλλά δίδασκαν ὅτι ὅταν ὁ θεόπτης φθάση στήν ἐµπειρία, τότε καταργοῦνται καί τά ρήµατα καί τά νοήµατα, γιατί ἡ θεοπτική ἐµπειρία γίνεται ἐν Χάριτι ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν. Αὐτά εἶναι τά ἄρρητα ρήµατα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού καταγράφονται µέ ρητά ρήµατα καί νοήµατα.
Αὐτή εἶναι ἡ βασική ἀρχή τῆς καταφατικῆς καί ἀποφατικῆς θεολογίας, ἀφοῦ ὁ Θεός ὁρᾶται ἀοράτως καί ἀκούγεται ἀνηκούστως καί µετέχεται ἀµεθέκτως καί πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως.
Ὅµως αὐτό πού γίνεται στήν θεοπτική ἐµπειρία καί ἀναφέρεται στόν Τριαδικό Θεό, δηλαδή στήν θεολογία, δέν µπορεῖ νά ἐφαρµοσθῆ γιά τήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας. ∆έν µποροῦµε νά ἰσχυριζόµαστε ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀντιτάχθηκαν στίς αἱρετικές ἀπόψεις τοῦ Εὐνοµίου, ἐφαρµόζεται γιά τήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅποιος ἐπιµένει σέ αὐτό διαπράττει τό θεολογικό σφάλµα νά µή κάνη διάκριση µεταξύ θεολογίας καί οἰκονοµίας, καί κατ' ἐπέκταση µεταφέρει ὅ,τι ἰσχύει στόν Τριαδικό Θεό στήν Ἐκκλησιολογία, δηλαδή τήν οἰκονοµία. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ µέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός καί τήν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος προσέλαβε ἀνθρωπίνη φύση καί ἕνωσε τό ἄκτιστο µε τό κτιστό, τό ἀθάνατο µέ τό θνητό, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως.
Ἔπειτα, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ παραπέµπουν σέ συγκεκριµένα πράγµατα, ὁπότε δέν δηλώνονται διά κενῶν ὀνοµάτων πού ἀλλάζουν εὐκαίρως ἀκαίρως, λόγῳ τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ πράγµατος τό ὁποῖο δηλώνουν. Τίθενται, λοιπόν, πολλά ἐρωτήµατα: Τό ὄνοµα Ἐκκλησία στούς Ὀρθοδόξους, παραπέµπει ἢ ὄχι στό πλήρωµα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τοῦ σώµατος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ; Οἱ ἑτερόδοξες ὁµάδες, χαρακτηριζόµενες µέ τόν ὅρο Ἐκκλησίες, παραπέµπουν ἢ ὄχι γιά ἐµᾶς τούς Ὀρθοδόξους στήν κοινωνία θεώσεως πού ἐκπορεύεται ἀπό τό Θεανθρώπινο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ; Οἱ ἑτερόδοξες ὁµάδες, χαρακτηριζόµενες µέ τόν ὅρο Ἐκκλησίες, παραπέµπουν ἢ ὄχι γιά ἐµᾶς τούς Ὀρθοδόξους στό πλήρωµα τῆς ἀλήθειας; Εἶναι ἢ δέν εἶναι διγλωσσία καί θεολογική διπλωµατία, ἕνα ὄνοµα πού οἱ Ὀρθόδοξοι χρησιµοποιοῦν γιά νά παραπέµπη σέ συγκεκριµένο σηµαινόµενο, νά χρησιµοποιῆται µέ ἄλλο σηµαινόµενο γιά ἄλλες θρησκευτικές ὁµάδες; Πόσο διαφέρει αὐτό ἀπό τήν πολιτική τῶν µονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι µέ τήν ἴδια ἔκφραση «τό ἕνα θέληµα στό Χριστό» διαβεβαίωναν τούς ὀρθόδοξους ὅτι ἕνα θέληµα σηµαίνει σύµπτωση δυό φυσικῶν θεληµάτων (ἄρα δύο φύσεων) καί στούς µονοφυσίτες ἄφηναν νά ἐννοηθῆ ὅτι ἕνα θέληµα προφανῶς παραπέµπει σέ µιά φύση στόν Χριστό;
Ὅλα αὐτά τά ἐρωτήµατα εἶναι καίριας σηµασίας καί σπουδαιότητας.
Οἱ Πατέρες µιλοῦν γιά τήν ἀλήθεια τῶν πραγµάτων καί διακηρύττουν στούς διαφωνοῦντες ὅτι δέν θά ζυγοµαχήσουν γιά τίς λέξεις καί τά ὀνόµατα ἂν συµφωνήσουν γιά τήν ἀλήθεια τῶν πραγµάτων. Ἡ ἐπιµονή στίς λέξεις δέν ἀφορᾶ κάποια ἀπόδοση σταθερῆς καί ἀµετάβλητης ἀλήθειας στά ὀνόµατα, ὅπως σοφιστικά ρίπτεται ὁ «λίθος τοῦ ἀναθέµατος» στούς ἐπιµένοντες ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἀφορᾶ τήν ρητή ἀπαίτηση νά συµφωνοῦν ἅπαντες οἱ συµµετέχοντες στήν Σύνοδο, ὅτι ὅταν τίθεται µιά λέξη γιά νά περιγράψη µιά πραγµατικότητα κατανοεῖται ἀπό ὅλους µέ τόν ἴδιο τρόπο.
Ἄλλωστε, ὅλοι οἱ δογµατικοί ἀγῶνες πάνω στήν ὁρολογία ἀφοροῦσαν ἀκριβῶς τό νά συµφωνήσουν ἅπαντες στά πράγµατα. Κλασσικό παράδειγµα ἡ Ε' Οἰκουµενική Σύνοδος, στήν ὁποία τίθενται ὅλες οἱ ἀσφαλιστικές δικλεῖδες προκειµένου γλωσσικά ὁ ὅρος τῆς Χαλκηδόνας νά νοηθῆ ὀρθοδόξως καί ὄχι νεστοριανικῶς ἢ µονοφυσιτικῶς. Χρησιµοποιοῦνται λέξεις καί ὁρολογία, οἱ ὁποῖες δέν ἐκφράζουν ὅλες τίς χριστιανικές παραδόσεις, ἀλλά τίθενται τόσες ἐπεξηγηµατικές προτάσεις, ὥστε νά ἀποκλείωνται παρερµηνεῖες ἀπό ὁποιοδήποτε µέρος τῆς Συνόδου. Αὐτό δέν ἔγινε στό κείµενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης.
Ἑποµένως, ὁ ὅρος, ἡ λέξη κωδικοποιεῖ, ὁριοθετεῖ, ὅσο εἶναι δυνατόν, τήν ἄρρητη ἐµπειρία καί αὐτό δέν εἶναι οὔτε ἁπλό οὔτε ἀσήµαντο οὔτε τυχαῖο. Τό γεγονός ὅτι ὁ ὅρος δέν ταυτοποιεῖ, ἀλλά περιγράφει, δέν τόν καθιστᾶ ἄχρηστο οὔτε µας νοµιµοποιεῖ νά τόν χρησιµοποιοῦµε ὅπως θέλουµε ἢ ὅπως µᾶς ἐξυπηρετεῖ κάθε φορά, γιατί ἁπλούστατα ἔτσι δέν µποροῦµε νά συνεννοηθοῦµε. Καί ἡ συνεννόηση, ὡς γνωστόν, εἶναι κάτι πολύ σηµαντικό. Ἐκτός ἂν ἐπιδιώκουµε τό ἀντίθετο, δηλαδή θέλουµε νά συσκοτίσουµε τά πάντα ὥστε νά καταστήσουµε τήν συνεννόηση δύσκολη καί προβληµατική καί µέσα στήν γενικότερη σύγχυση πού θά προκαλέσουµε, νά προωθήσουµε τά σχέδια µας.
4. Ὁρισµός, ἀποφατισµός καί ἑτεροπροσδιορισµός
Συνέχεια τοῦ προηγουµένου εἶναι ὅτι τό θέµα τοῦ «τεχνικοῦ ὅρου» γιά τήν Ἐκκλησία συνδέθηκε ἀπό µερικούς καί µέ ἄλλα ἐκκλησιολογικά θέµατα, πού ἀφοροῦν τόν ὁρισµό ἤ τόν ἀποφατισµό τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἑτεροπροσδιορισµό ἤ τόν αὐτοπροσδιορισµό τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν. Γι' αὐτό πρέπει νά ἐξετασθῆ τό θέµα τοῦ ὁρισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας σέ σχέση µέ τήν ἀποφατικότητα καί τόν ἑτεροπροσδιορισµό ἤ αὐτοπροσδιορισµό.
Ὡς πρός τό θέµα τοῦ ὁρισµοῦ, πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι τά παλαιότερα δογµατικά ἐγχειρίδια, πού εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό σχολαστικές παραδόσεις, ἔδιναν ἕναν ὁρισµό γιά τήν Ἐκκλησία, περίπου ὡς ἑξῆς: ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν στόν Χριστό, πού ὁµολογοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή της, εἶναι ὁ Θεός καί Κύριός τους, πού ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ὁµολογία, πού ἁγιάζονται διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων, πού κατευθύνονται πρός σωτηρία ἀπό τούς Ποιµένες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀδιάκοπη ἀποστολική διαδοχή κλπ.
Ἔχει ὅµως παρατηρηθῆ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπέφυγαν νά δώσουν τέτοιους ὁρισµούς γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἔκαναν περιγραφές, χρησιµοποίησαν εἰκόνες, ὅπως ἔκανε καί ὁ Χριστός µέ τίς παραβολές Του (π.χ. οἰκία, γάµος, ποίµνη, ἄµπελος, κλπ.). Αὐτό κάνει µερικούς νά ὑποστηρίζουν ὅτι δέν µποροῦµε νά δώσουµε ὁρισµό γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά χρησιµοποιήσουµε µόνον εἰκόνες.
Ὅµως αὐτό δέν µπορεῖ νά χρησιµοποιηθῆ ὡς ἐπιχείρηµα γιά τόν ὅρο Ἐκκλησία, ὡς τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔκφραση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶµα Χριστοῦ δέν εἶναι εἰκόνα. Τό Σῶµα δέν εἶναι εἰκόνα, ἀλλά πραγµατικότητα. Ὁ Χριστός µέ τήν ἐνανθρώπησή Του δέν προσέλαβε ...εἰκόνα, ἀλλά τήν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδή σαρκώθηκε: «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν. καί ἐθεασάµεθα τόν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς µονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. α΄, 14).
Οἱ τρεῖς Μαθητές ἐπάνω στό Ὄρος Θαβώρ, δέν εἶδαν τήν δόξα µιᾶς εἰκόνας, ἀλλά τήν δόξα τοῦ τεθεωµένου Σώµατος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πορευόµενος πρός ∆αµασκό εἶδε τόν Χριστό µέσα στήν δόξα Του, δέν εἶδε τόν ἄσαρκο Λόγο, ἀλλά τόν σεσαρκωµένο Λόγο. Γι' αὐτό στίς ἐπιστολές του συνεχῶς ἔγραφε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ Σώµατος τῆς Ἐκκλησίας.
Θά παραθέσω µερικά χωρία: «Καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶµα αὐτοῦ, τό πλήρωµα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουµένου» (Ἐφ. α΄, 22-23). «Καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώµατος, τῆς ἐκκλησίας» (Κολ. α΄, 18). «Ἀνταναπληρῶ τά ὑστερήµατα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί µου ὑπέρ τοῦ σώµατος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία» (Κολ. α΄, 24). Τό «ἐστίν» εἶναι ἀπόλυτο καί καθοριστικό καί δέν ἀφήνει δυνατότητα ἄλλης ἑρµηνείας, ὅτι πρόκειται περί εἰκόνος.
Ἐπίσης, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὅσοι εἴµαστε Χριστιανοί βαπτισθήκαµε στό ἕνα σῶµα τοῦ Χριστοῦ: «Καί γάρ ἐν ἑνί Πνεύµατι ἡµεῖς πάντες εἰς ἕν σῶµα ἐβαπτίσθηµεν» (Α' Κορ. ιβ΄, 13), καί γι' αὐτό ἀνήκουµε στό ἕνα σῶµα τοῦ Χριστοῦ: «οἱ πολλοί ἕν σῶµα ἐσµέν ἐν Χριστῷ οἱ δέ καθ' εἷς ἀλλήλων µέλη» (Ρωµ. ιβ', 5).
Εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ὁ καλύτερος ἑρµηνευτής τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, συνεχίζει τήν ἴδια θεολογική σκέψη µέ ἐκεῖνον. Σέ ὁµιλίες του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία σῶµά ἐστιν, ὀφθαλµόν ἔχει, καί κεφαλήν ἔχει»[4]. Σέ ἄλλη ὁµιλία γράφει: «Τό πλήρωµα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία καί πλήρωµα τοῦ σώµατος κεφαλή»[5].
Στό σηµεῖο αὐτό θά µποροῦσα νά παραθέσω πληθώρα καί ἄλλων πατερικῶν χωρίων πού κάνουν λόγο γιά τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί τό θέωσε ἅµα τῇ προσλήψει. Θά ἀρκεσθῶ, ὅµως, σέ ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του, στό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἐγκεκραµένη µέ τόν Χριστό: «πόσο µᾶλλον ὑµᾶς µακαρίζω τούς ἐνκεκραµένους αὐτῷ (τῷ ἐπισκόπῳ) ὡς ἡ ἐκκλησία Ἰησοῦ Χριστῷ, καί ὡς ὁ Ἰησοῦς Χριστός τῷ πατρί, ἵνα πάντα ἐν ἑνότητι ᾖ» (Ἐφεσ., 5).
Εἶναι φανερό ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι κεφαλή µιᾶς εἰκόνος τοῦ σώµατος, ἀλλά εἶναι κεφαλή τοῦ πραγµατικοῦ Σώµατος πού προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ σώµατος πού ἔχει µιά ἀνυπόστατη κεφαλή. Ὁ Χριστός σαρκώθηκε καί εἶναι κεφαλή τοῦ πραγµατικοῦ σώµατος καί δέν ἀποσαρκώθηκε µετά τήν Ἀνάστασή Του, γιατί οἱ δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως. Ἐµεῖς, µέ τό Βάπτισµα καί τό Χρίσµα γινόµαστε µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ καί γι' αὐτό µέλη τῆς Ἐκκλησίας καί δέν εἴµαστε µέλη µιᾶς εἰκόνος τοῦ σώµατος!
Ὅταν κοινωνοῦµε δέν τρῶµε τήν ...εἰκόνα καί τήν περιγραφή τοῦ Σώµατος, ἀλλά τό πραγµατικό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶµά µου» (Ματθ. κς΄ , 26) καί «ἡ γάρ σάρξ µου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καί τό αἷµά µου ἀληθῶς ἐστι πόσις. ὁ τρώγων µου τήν σάρκα καί πίνων µου τό αἷµα ἐν ἐµοί µένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. στ΄, 54-56).
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θά ὁµολογήση: «Ταῦτά σοι γράφω ἐλπίζων ἐλθεῖν πρός σε τάχιον· ἐάν δέ βραδύνω, ἵνα εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιµ. γ΄ , 14-15). Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι περιγραφικός ὅρος, ἀλλά τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Ἐκκλησία ζῶντος Θεοῦ, στύλος καί ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας.
Ἀπό τήν ἀποκαλυπτική διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐξάγεται ὅτι «εἷς Κύριος, µία πίστις, ἓν βάπτισµα» (Ἐφ. δ΄ , 5), δηλαδή ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, µία εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, µία πίστη, ἕνα Βάπτισµα.
Ὡς πρός τό θέµα τοῦ ἀποφατισµοῦ, θεωρῶ ὅτι εἶναι θεολογικά ἀπαράδεκτο νά µεταφέρωνται τά περί ἀποφατισµοῦ ὡς πρός τόν Τριαδικό Θεό, καί κυρίως στά ἐνδότερα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Θεολογία) στό µυστήριο τῆς Ἐκκλησίας (οἰκονοµία), πού εἶναι τό πραγµατικο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ὁ Χριστός ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, µέ τήν ἐνανθρώπηση, καί τοῦ ὁποίου Σώµατος εἴµαστε µέλη –καί δέν εἴµαστε µέλη τῆς εἰκόνος τοῦ σώµατος– καί τό ὁποῖο τεθεωµένο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ κοινωνοῦµε στό µυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας καί γινόµαστε σύσσωµοι καί σύναιµοι Αὐτοῦ.
Ἄν ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι περιγραφικός ὅρος, καί δέν εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ εἰκόνα τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, τότε ὅταν λειτουργοῦµε παίζουµε θέατρο!
Πίσω ἀπό τήν ἐντελῶς ἀδόκιµη θεωρία περί ἀποφατικότητας στήν διατύπωση τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία εὐδοκιµεῖ σαφῶς ἡ πολιτική προσπάθεια ἀπόδοσης ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους. Τό ἀτυχές εἶναι, ὅπως ἔγραψα καί σέ προηγούµενο ἄρθρο µου, ὅτι µέ αὐτήν τήν θεωρία τῆς ἀποφατικότητας προωθεῖται ἐπακριβῶς ἡ προτεσταντική θεολογία τῶν Μεταρρυθµιστῶν, οἱ ὁποῖοι µιλοῦσαν ἀφ' ἑνός µέν γιά τήν ἀόρατη ἐκκλησία πού γνωρίζει µόνο ὁ Θεός καί συµπεριλαµβάνει Ρωµαιοκαθολικούς, Προτεστάντες καί ὅποιους ἄλλους θέλει ὁ Θεός, ἀφ' ἑτέρου δέ γιά τήν ὁρατή ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι διασπασµένη.
Ὡς πρός τό θέµα τοῦ ἑτεροπροσδιορισµοῦ, ἡ ἄποψη ὅτι µιά χριστιανική κοινότητα δέν ἑτεροπροσδιορίζεται ἀλλά αὐτοπροσδιορίζεται, εἰδικά ὅταν πρόκηται γιά τίς σχέσεις της µέ ἄλλες κοινότητες, θέλει νά µᾶς πῆ ὅτι ἡ κάθε κοινότητα µπορεῖ νά χρησιµοποιῆ ὅποιον ὅρο θέλει, προκειµένου νά προσδιορίση τήν ἐκκλησιολογική της ταυτότητα. Αὐτό εἶναι προφανές. Ὡστόσο, ὅταν ὁµιλοῦµε περί ἑνός δογµατικοῦ ὅρου µιᾶς Συνόδου, ὁ ὁποῖος θέλει νά προσδιορίση τήν σχέση δυό πραγµάτων (Ὀρθοδόξων καί Ἑτεροδόξων), ἡ συγκεκριµένη ἄποψη περί «µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ» καταργεῖ κάθε ἔννοια λογικῆς σύγκρισης τῶν πραγµάτων, ἀφοῦ σέ δυό συγκρινόµενα πράγµατα προφανῶς καί καταρτίζονται οἱ ὁµοιότητες καί οἱ διαφορές τῶν πραγµάτων, προκειµένου νά φανερωθῆ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ κάθε πράγµατος.
Ὅλη ἡ ἱστορία τῶν Τριαδολογικῶν καί Χριστολογικῶν ὅρων στίς Συνόδους ἀφοροῦσε τήν ἐξήγησή τους καί τήν ἄρνηση τῶν Ὀρθοδόξων νά προσλάβουν οἱ ὅροι τό περιεχόµενο πού τούς ἀπέδιδαν οἱ αἱρετικοί.
Ἡ ἑρµηνεία τοῦ ὁµοουσίου ἀπό τούς Πατέρες ἀφοροῦσε τόν ἀποκλεισµό τῆς µοναρχιανῆς (τροπικῆς ἢ δυναµικῆς) ἑρµηνείας τοῦ ὁµοουσίου καί τόν ἀποκλεισµό τῆς τριθεϊτικῆς ἑρµηνείας τοῦ ὁµοουσίου.
Ἡ ἑρµηνεία τῆς µιᾶς ὑποστάσεως ἐν δύῳ φύσεσι γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀφοροῦσε εἴτε τόν ἀποκλεισµό τῆς νεστοριανῆς ἑρµηνείας τῆς σύµπτωσης δυό ὑποστάσεων σέ ἕνα πρόσωπο, κατά τό πρότυπο τῆς ἠθικῆς ἕνωσης, εἴτε τόν ἀποκλεισµό τῆς µονοφυσιτικῆς ἑρµηνείας ὡς συγχώνευσης τῶν δυό φύσεων τοῦ σαρκωθέντος Λόγου σέ µιά φύση καί µιά ὑπόσταση.
Μέ βάση τήν λογική τοῦ µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ, θά ἔπρεπε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νά µήν προσδιορίζουν ὡς αἱρετικές τίς διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν κατά τήν κατάρτιση τῶν συνοδικῶν ὅρων ἀναφορικά µέ τήν Ἁγία Τριάδα καί τόν Χριστό.
Φυσικά, ἡ ὅλη λογική τοῦ «µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ» βασίζεται στήν παντελῶς ἀντορθόδοξη ἄποψη ὅτι κανείς δέν θά ἀποφανθῆ περί τοῦ ποιός εἶναι Ἐκκλησία καί ποιός δέν εἶναι. Τό ἐρώτηµα εἶναι σαφές: Τί διαφορετικό ἔλεγαν οἱ προτεστάντες Μεταρρυθµιστές, ὅταν ἔκαναν λόγο γιά ἀόρατη ἐκκλησία πού συµπεριλαµβάνει ἅπαντες: Ρωµαιοκαθολικούς, Προστεστάντες, Ὀρθοδόξους καί λοιπούς Χριστιανούς, τούς ὁποίους ὁ Θεός γνωρίζει, ἐνῶ οἱ ὁρατές ἐκκλησίες εἶναι διασπασµένες;
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή πρέπει νά ὑπενθυµίσω τήν ἀπόφαση τῆς Α' Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου ∆ιασκέψεως (Σαµπεζύ 21-28 Νοεµβρίου 1976), στήν ὁποία καθορίσθηκε ἡ θεµατολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Μεταξύ τῶν ἑκατό (100) περίπου θεµάτων πού καθορίσθηκαν στήν Α' Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη τῆς Ρόδου (1961) ἐπέλεξαν τά γνωστά δέκα (10) θέµατα γιά τήν Ἡµερησία ∆ιάταξη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ὅµως, στήν ἴδια ἀπόφαση γράφεται ὅτι ἀπό τά ἄλλα προταθέντα θέµατα ἐκεῖνα πού συγκέντρωσαν τήν προτίµηση κατά δεύτερη προτεραιότητα εἶναι τέσσερα θέµατα, ἤτοι «αἱ πηγαί τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, κωδικοποίησις ἱερῶν Κανόνων καί κανονικῶν διατάξεων, Οἰκονοµία καί ἀκρίβεια». Σηµειώνεται δέ στήν ἀπόφαση ὅτι τά θέµατα αὐτά «παραπέµπονται εἰς τήν ἰδιαιτέραν µελέτην τῶν ἐπί µέρους Ἐκκλησιῶν, προκειµένου ἵνα ἐνδεχοµένως τύχωσι µελλοντικῆς διορθοδόξου ἐξετάσεως».
Αὐτό σηµαίνει ὅτι τά θέµατα γιά τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί γιά τήν οἰκονοµία καί τήν ἀκρίβεια, στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔπρεπε νά µελετηθοῦν ἀπό τίς ἐπιµέρους Ἐκκλησίες, ὥστε νά συζητηθοῦν σέ µιά ἄλλη Σύνοδο, µετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη. Ὅµως, ποτέ δέν ἔγινε αὐτό, τοὐλάχιστον γιά τήν δική µας Ἐκκλησία. Ἑποµένως, δέν ὑπάρχει ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τούς ἑτεροδόξους σέ σχέση µέ τήν Ἐκκλησία µας. Αὐτό σηµαίνει ὅτι τά περί ἑτεροπροσδιορισµοῦ πρέπει νά λυθοῦν Συνοδικῶς.
Τελικά, εἶναι ἀπαράδεκτα ἀπό ὀρθοδόξους πλευρᾶς τά ὅσα λέγονται περί ὁρισµοῦ καί ἀποφατισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὅµως εἶναι Σῶµα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, καί τά ὅσα λέγονται περί µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ τῶν ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀποµακρυνθῆ ἀπό τήν πίστη καί τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
5. Ὁ “τεχνικός ὅρος” χρησιµοποιεῖται ὡς οὐσιαστικός ὅρος
Ἐπανερχόµενος στόν λεγόµενο «τεχνικό ὅρο» γιά τίς Χριστιανικές Ὁµολογίες ὡς «Ἐκκλησίες», θέλω νά παρατηρήσω ὅτι καίτοι µερικοί χρησιµοποιοῦν τόν ὅρον αὐτό στούς ἑτεροδόξους ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο», ἐν τούτοις στήν πραγµατικότητα ἀντιφάσκουν στούς ἑαυτούς τους καί ἀποδίδουν οὐσιαστικό περιεχόµενο στόν ὅρο, ὁπότε στήν οὐσία δέν τόν θεωροῦν «τεχνικό ὅρο». Αὐτό θά τεκµηριωθῆ στά ἑπόµενα.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν ἀγώνα του νά πείση τούς Ὁµοιουσιανούς νά ἀποδεχθοῦν τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας τοῦ 325, ἔστω χρησιµοποιώντας ἄλλη ὁρολογία, ἔγραφε: «Εἰπάτωσαν καί φρονείτωσαν ἁπλούστερον µέν καί ἀληθῶς τόν Υἱόν φύσει Υἱόν...». ∆ηλαδή, ἔκανε διάκριση, ὅπως φαίνεται καί σέ ἄλλα κείµενά του, µεταξύ ρηµάτων καί πραγµάτων, ρητοῦ καί νοῦ-διάνοιας τοῦ ρητοῦ. Ἔγραφε: «Οὐ γάρ αἱ λέξεις τήν φύσιν παραιροῦνται, ἀλλά µᾶλλον ἡ φύσις τάς λέξεις εἰς ἑαυτήν µεταβάλλει».
Στήν προκειµένη ὅµως περίπτωση πού µελετᾶµε τό θέµα τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι µόνον ἡ λέξη Ἐκκλησία πού χρησιµοποιεῖται ὡς “τεχνικός ὅρος”, ἀλλά καί στήν χρήση τοῦ νοήµατος, τοῦ πράγµατος στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ λέξη αὐτή, ἀφοῦ στόν ὅρο «Ἐκκλησίες», ὅπως θά ἀποδείξουµε παρακάτω, δίνεται ἐκκλησιαστικότητα. Ἑποµένως δέν ἰσχύει τό ἐπιχείρηµα τῆς διακρίσεως ὀνοµάτων καί πραγµάτων στόν ὅρο Ἐκκλησία. Θεωρῶ ὅτι προσωπική συνείδηση ἐκείνων πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ χρησιµοποίηση τοῦ ὅρου «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» εἶναι «τεχνικός ὅρος», εἶναι ὅτι στήν οὐσία δέν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἀλλά ἀποδίδεται σέ αὐτές τίς ὁµάδες ἐκκλησιαστικότητα.
∆έν µπορεῖ διαφορετικά νά ἐξηγηθῆ ὅτι στίς συζητήσεις πού γίνονταν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ὑποστηριζόταν τό «ἔγκυρο καί ὑποστατό τοῦ Βαπτίσµατος τῶν ἑτεροδόξων», ὅτι οἱ δυτικές «Ἐκκλησίες» ἔχουν µυστήρια, ὅτι µέ τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔγινε τίποτε σπουδαῖο, ἀφοῦ «ἐσχίσθησαν» οἱ Ἐκκλησίες µεταξύ τους, ἤτοι ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική µέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώµης, ὅπως «σχίζεται ἕνα ράσο σέ δύο κοµµάτια, ἀλλά παρά ταῦτα παραµένει ράσο»!!
∆έν εἶναι λογικό, ἀλλά οὔτε καί γλωσσολογικά ἀποδεκτό, νά χρησιµοποιῆται ἡ ἴδια λέξη, στήν περίπτωση αὐτή ἡ λέξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὅσες εἶναι στενά συναρτηµένες µέ αὐτήν, δηλαδή οἱ λέξεις βάπτισµα καί µυστήριο µέ τήν «πραγµατική» τους σηµασία, ἐνῶ στό κείµενο τῆς Μεγάλης Συνόδου πού ἀνήκει στό ἴδιο κειµενικό εἶδος –στήν προκειµένη περίπτωση σέ ἕνα κείµενο δογµατικοῦ χαρακτήρα– νά χρησιµοποιοῦνται ὡς «τεχνικοί ὅροι».
Τό ὅτι καί αὐτοί πού χρησιµοποιοῦν τόν ὅρο «Ἐκκλησίες» ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο» δέν τό πιστεύουν καί στήν οὐσία τίς θεωροῦν πραγµατικές Ἐκκλησίες, ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πρακτική πού ἐπικρατεῖ στό θέµα αὐτό. Στά ἐπίσηµα κείµενα πού ἔχουν ὑπογραφῆ µεταξύ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Πάπα τῆς Ρώµης, ὅπως καί σέ διάφορες δηλώσεις, σαφέστατα γίνεται λόγος γιά πραγµατικές Ἐκκλησίες, ὁπότε στήν συνείδησή τους ὁ ὅρος Ἐκκλησίες δέν εἶναι «τεχνικός», ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω µερικά πρόχειρα παραδείγµατα.
Στήν Ὁµολογία Θυατείρων (The Thyateira Confession) πού ἔχει γραφῆ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καί Μεγάλης Βρεττανίας Ἀθηναγόρα Κοκκινάκη καί ἔχει ἐγκριθῆ ἀπό τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, γράφεται:
«Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ὅτι ὅσοι βαπτίζονται εἰς τό ὄνοµα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἀπό Ἱερέα ἤ ἀπό Λαϊκόν ἐν καιρῷ ἀνάγκης εἶναι Χριστιανοί ἀληθινοί καί ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί εἶναι µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι Ἕνας καί παραµένει ἀδιαίρετος ὡς Θεάνθρωπος»[6] .
Σέ ἄλλο σηµεῖο γράφεται:
«Ὅλοι οἱ Χριστιανοί µέ τό ἴδιον βάπτισµα ἐγίναµεν µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὅλοι κατά διαφόρους τρόπους καί µορφάς ἀποβλέποµεν εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν ὡς πρός τό Μυστήριον τῆς Κοινωνίας πού µᾶς ἑνώνει µέ τόν Χριστόν»7.
Ἀλλοῦ γράφεται:
«Τό γεγονός ὅµως εἶναι ὅτι οἱ Ρωµαιοκαθολικοί λατρεύουν ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι τόν Ἰησοῦν Χριστόν εἰς τήν θείαν Εὐχαριστίαν»[7] .
Ἐπίσης, ἀλλοῦ γράφεται:
«Ἐπεκράτησε, λόγῳ τῆς φιλίας, οἱ Ὀρθόδοξοι νά κηδεύουν τούς Ἀγγλικανούς καί νά κοινωνοῦν αὐτούς ὅπου δέν ὑπάρχουν Ἀγγλικανοί Ἱερεῖς. Ἐπίσης ὅπου δέν ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς, οἱ Ἀγγλικανοί κηδεύουν καί κοινωνοῦν τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Τοῦτο γίνεται µέ τήν γνῶσιν, ἀλλά καί µέ τήν ἄγνοιαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς µερικούς τόπους, ἀλλά καί διά λόγους ἀνάγκης καί Χριστιανικῆς Μυστηριακῆς φιλοξενίας. Ἔπειτα εἶναι βέβαιον ὅτι οἱ Χριστιανοί µόνοι των ζητοῦν τήν Κοινωνίαν. Εἶναι τοῦτο δεῖγµα τῆς διαθέσεως τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ διά τήν ἕνωσιν τῶν Χριστιανῶν πού τούς συνδέει ἡ Παράδοσις, ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Ἱερωσύνη καί τό Πιστεύω τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως»[8] .
Ἀκόµη, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σέ λόγο του πού ἐκφώνησε τήν 5η Ἰουνίου 1991 στό Bialystok τῆς Πολωνίας εἶπε:
«Σήµερα βλέπουµε καθαρότερα καί ἐννοοῦµε καλύτερα τό γεγονός ὅτι οἱ Ἐκκλησίες µας εἶναι ἀδελφές Ἐκκλησίες, ὄχι ὑπό τήν ἔννοια ἁπλῶς µιᾶς ἐκφράσεως εὐγενείας ἀλλά ὑπό ἔννοια µιᾶς θεµελιώδους οἰκουµενικῆς ἐκκλησιολογικῆς κατηγορίας»[9] .
Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ἀποφασίσθηκαν στήν «Ζ' Γενική Συνέλευση τοῦ ∆ιαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν» στούς χώρους τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Μπελεµεντείου (Balamand) Πανεπιστηµίου τοῦ Λιβάνου (17-24 Ἰουνίου 1993).
Στό πρῶτο µέρος τοῦ κειµένου πού τιτλοφορεῖται «Ἐκκλησιολογικαί Ἀρχαί», ἀφοῦ γίνεται ἀναφορά στό πῶς «προέκυψαν (αἱ) ἀνατολικαί Καθολικαί Ἐκκλησίαι» (Οὐνία), οἱ ὁποῖες ἀποκατέστησαν «τήν πλήρη κοινωνίαν µέ τήν Ἕδραν τῆς Ρώµης καί παρέµειναν πισταί εἰς Αὐτήν», στήν συνέχεια γράφεται ὅτι ὁ τρόπος αὐτός τῆς ἑνότητος, πού ἀποκλήθηκε «οὐνία» «δέν ἠµπορεῖ πλέον νά γίνει ἀποδεκτός οὔτε ὡς ἀκολουθητέα µέθοδος οὔτε ὡς πρότυπον τῆς ἑνότητος τήν ὁποίαν ἀναζητοῦν αἱ Ἐκκλησίαι µας», ἄν καί οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτές (Οὐνία) «ὡς τµῆµα τῆς καθολικῆς κοινωνίας, ἔχουν δικαίωµα νά ὑπάρχουν καί νά δροῦν διά νά ἀνταποκριθοῦν εἰς τάς πνευµατικάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν των»[10] .
Γιατί, ὅµως, γράφεται αὐτό; ∆ιότι τώρα, κατά τήν ἀπόφαση αὐτή, δέν ὑφίσταται ἰδιαίτερο πρόβληµα, ἐπειδή ἄλλαξε πλέον ἡ θεώρηση µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν, ἤτοι «λόγῳ τοῦ τρόπου διά τοῦ ὁποίου Καθολικοί καί Ὀρθόδοξοι θεωροῦν ἐκ νέου ἑαυτούς ἐν τῇ σχέσει των πρός τό µυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνακαλύπτουν ἐκ νέου ἑαυτούς ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας»[11] .
∆ιευκρινίζεται ἀκόµη περισσότερο ὅτι «οἱ δύο Ἐκκλησίες», Ὀρθόδοξη καί Ρωµαιοκαθολική, ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ζωή, πού ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία. Γράφεται:
«Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν του –ὁµολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, µετοχή εἰς τά αὐτά µυστήρια, κυρίως εἰς τήν µίαν ἱερωσύνην τήν τελοῦσαν τήν µίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων– δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία µίας τῶν ἡµετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισµός»[12] .
Ἀµέσως στήν συνέχεια γράφεται:
«∆ιά τοῦτον ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτάς ἀµοιβαίως ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονοµίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα»[13] .
∆ιαβάζοντας τήν ἀπόφαση αὐτή, διερωτῶµαι: Γιατί µερικοί ἐξακολουθοῦν νά χαρακτηρίζουν τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς ὡς «Ἐκκλησίες», ὑποστηρίζοντας ὅτι δῆθεν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἐνῶ ἀπό ἐπίσηµα κείµενα τοῦ «∆ιαλόγου µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν» ἀποδεικνύεται σαφέστατα ὅτι προσδίδεται ἐκκλησιαστικότητα στόν ὅρο αὐτό καί ἑποµένως εἶναι οὐσιαστικός ὅρος καί ὄχι τεχνικός;
Ἐπί πλέον σέ κοινές δηλώσεις µεταξύ Πάπα καί Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου ἀποδίδεται στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανούς ἐκκλησιαστικότητα καί ἑποµένως ὁ χρησιµοποιούµενος ὅρος Ἐκκλησία, γιά τούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν εἶναι τεχνικός ὅρος, ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω µερικά ἀποσπάσµατα ἀπό µιά τέτοια κοινή δήλωση (29-6-1995):
«Ὁ διάλογος οὗτος –διά τῆς µικτῆς διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς– ἀπεδείχθη καρποφόρος, καί ἠδυνήθη νά προοδεύσῃ οὐσιαστικῶς. Ἐξ αὐτοῦ προέκυψε κοινή τις µυστηριακή ἔννοια περί Ἐκκλησίας, στηριχθεῖσα καί µεταδοθεῖσα σύν τῷ χρόνῳ ὑπό τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις ἡµῶν ἡ ἀποστολική διαδοχή εἶναι θεµέλιον τοῦ ἁγιασµοῦ καί τῆς ἑνότητος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Θεωροῦσα ὅτι ἐν πασῃ τοπικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπιτελεῖται τό µυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, καί ὅτι οὕτως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ φανερώνει τήν ἐν ἑκάστῃ τούτων ἐνεργοῦσαν παρουσίαν αὐτῆς, ἡ µικτή Ἐπιτροπή ἠδυνήθη νά διακηρύξη ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι ἡµῶν ἀναγνωρίζουσιν ἀλλήλας ὡς Ἐκκλησίας ἀδελφάς, συνυπευθύνους ἐν τῇ διαφυλάξει τῆς µόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πιστῆς εἰς τό θεῖον σχέδιον, ὅλως δε ἰδιαζόντως ἐν ὄψει τῆς ἑνότητος»[14] .
Πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήµως:
«Ἐν ὄψει τούτων προτρέποµεν τούς ὑφ' ἡµᾶς πιστούς, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσωσι τό πνεῦµα τῆς ἀδελφοσύνης ἥτις προκύπτει ἐκ τοῦ µοναδικοῦ βαπτίσµατος καί ἐκ τῆς συµµετοχῆς εἰς τά ἱερά µυστήρια»16.
Καί λίγο πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήµως:
«Ὁ Πάπας τῆς Ρώµης καί ὁ Οἰκουµενικός Πατριάρχης συναντήσαντες ἀλλήλοις προσηύξαντο ὑπέρ τῆς ἑνότητος πάντων τῶν χριστιανῶν. Ἐν τῇ προσευχῇ αὐτῶν περιέλαβον ὅλους ὅσοι ἄτε βαπτισθέντες ἀποτελοῦν µέλη τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ, ἠτήσαντο δέ ὅπως αἱ διάφοροι κοινότητες ὦσιν ἐπί µᾶλλον καί µᾶλλον πισταί εἰς τό Εὐαγγέλιον αὐτοῦ»[15] .
Τελικά ἐκεῖνο πού ἐνοχλεῖ στήν ὑπόθεση αὐτή εἶναι ὅτι στίς συζητήσεις ἐντός καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας χρησιµοποιεῖται ἡ διγλωσσία, τριγλωσσία καί πολυγλωσσία, δέν ὑπάρχει ἑνιαία γλώσσα. Ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ὀρθόδοξα καί µοναχικά περιβάλλοντα καί ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ἑτερόδοξα περιβάλλοντα. Στήν οὐσία, ὅπως φαίνεται καθαρότατα, διολισθαίνουν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.
Αὐτό κανείς δέν µπορεῖ νά τό ἀµφισβητήση. Αὐτή εἶναι ἡ βασική γραµµή πολλῶν συγχρόνων Κληρικῶν καί θεολόγων.
Νοµίζω ἐκεῖνο πού χρειάζεται σήµερα ἀπό τούς ὑπευθύνους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες εἶναι ὁ συνδυασµός τῆς ἀληθείας µέ τήν ἀγάπη καί ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως. ∆έν µποροῦµε ἐν ὀνόµατι τῆς ἀληθείας νά στερηθοῦµε τήν ἀγάπη καί τήν διάκριση οὔτε χάριν τῆς ἀγάπης νά στερηθοῦµε τήν ἀλήθεια. Στούς διαλόγους µέ τίς χριστιανικές ὁµάδες αὐτές πρέπει νά χαράσσωνται «κόκκινες γραµµές». Νά ξέρη κανείς µέχρι ποιό σηµεῖο µπορεῖ νά προχωρήση ἤ νά ὑποχωρήση, δηλαδή νά οἰκονοµῆ τά πράγµατα, καί µέχρι σέ ποιό σηµεῖο νά παραµένη στήν ἀκρίβεια. Αὐτή ἡ διάκριση γίνεται ὅπου ὑπάρχει φωτισµός νοῦ καί ἐµπειρική θεολογία.
Ἔτσι, οἱ ἐµπειρικοί θεολόγοι πού γνωρίζουν ἐκ πείρας τήν ἄκτιστη δόξα πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν πτώση τῶν Χριστιανῶν πού ἀποµακρύνθηκαν ἀπό αὐτή, µόνον αὐτοί γνωρίζουν νά ὁµολογοῦν τήν ἀλήθεια καί νά ἀγαποῦν πραγµατικά τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς. Ἀλλά τέτοιοι ἐµπειρικοί θεολόγοι ἀγνοοῦνται στούς διαλόγους καί δέν χρησιµοποιεῖται ἡ πείρα τους, ἀκριβῶς γιατί ἐπιλέγεται ἡ διπλωµατία καί ὄχι ἡ θεολογία.
Τό συµπέρασµα εἶναι ὅτι τό «τεχνικός ὅρος» προσδιορίζεται µέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καί σαφήνεια γιά νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀµφισηµία. Ὅταν ὅµως ὁ «τεχνικός ὅρος» τίθεται σέ ἀµφιβολία, τότε αὐτοκαταργεῖται ὡς τεχνικός ὅρος καί δέν χρησιµοποιεῖται εὐκαιριακά καί συµβατικά.
Ἔπειτα, τό νά χρησιµοποιῆται σέ κείµενο ὁµολογιακό Μεγάλης Συνόδου ὁ ὅρος Ἐκκλησία ἀπό ὀρθοδόξου θεολογικῆς πλευρᾶς καί νά ὁµολογῆται ὅτι εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ταυτοχρόνως νά χρησιµοποιῆται καί ὁ ὅρος Ἐκκλησίες γιά τούς ἐκτός αὐτῆς ὡς «τεχνικός ὅρος», εἶναι παράδοξο, ἀντιφατικό καί ὑπερβολικά προβληµατικό ἀπό κάθε ἄποψη, καί ἀπό ὀρθόδοξη πλευρά καί ἀπό γλωσσολογική.
Ἀκόµη, εἶναι διγλωσσία καί πολυγλωσσία τό νά ὑποστηρίζεται ἄλλοτε µέν ὅτι ἡ χρησιµοποίηση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησίες» γιά τούς ἑτεροδόξους εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἄλλοτε δέ, σέ ἐπίσηµες µάλιστα ἀποφάσεις, νά ἀποδίδεται στόν λεγόµενο «τεχνικό ὅρο» οὐσιαστικό νόηµα καί ἐκκλησιαστικότητα. Ἔτσι, ἄλλοτε γίνεται λόγος γιά «τεχνικό ὅρο» καί ἄλλοτε γιά οὐσιαστικό ὅρο. Αὐτό δείχνει ἕνα πολύ µεγάλο πρόβληµα.
Ἐξίσου µεγάλο πρόβληµα εἶναι τό νά ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία, ὡς Σῶµα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, εἶναι περιγραφικός ὅρος καί µιά ἁπλή εἰκόνα καί ὅτι δῆθεν ἐκφράζεται καί ἐδῶ ἡ ἀποφατικότητα καί ὅτι δέν µποροῦµε νά ἑτεροπροσδιορίσουµε τούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀποµακρύνθηκαν ἀπό τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς Πατέρες στίς Οἰκουµενικές Συνόδους.
Τελικά, τά ἐκκλησιολογικά θέµατα εἶναι σοβαρά καί πρέπει νά ἀντιµετωπίζονται µέ ὑπευθυνότητα καί µέσα ἀπό τήν πατερική διδασκαλία, ὅπως ἐκφράσθηκε συνοδικά. Οἱ Πατέρες ὅταν ὁµιλοῦσαν γιά δογµατικά καί ἐκκλησιαστικά θέµατα, χρησιµοποιοῦσαν ἀκριβεῖς ὅρους µέσα ἀπό ὀρθόδοξες προϋποθέσεις. Καί ὅταν ἔπρεπε νά κάνουν κάποια ἀλλαγή τῶν ὅρων, τό ἔκαναν µέ οὐσιαστικές προϋποθέσεις, µέ µεγάλη προσοχή, ὥστε νά ὁριοθετήσουν τήν ἀλήθεια πού ζοῦσαν ἐµπειρικά καί γιά νά διευκολύνουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι χάριν µιᾶς ἐπικοινωνιακῆς διπλωµατίας.
Βεβαίως, ὅπως ἔχει σηµειωθῆ ἐπανειληµµένως στό κείµενο αὐτό, ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν εἶναι περιγραφικός, ἀλλά εἶναι τό τεθεωµένο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτό καί εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».
Φεβρουάριος 2017
[1] Τήν γλωσσική διατύπωση περί τοῦ τεχνικοῦ ὅρου τήν συζήτησα µέ τήν δρ. Φιλολογίας – λεξικογράφο Βασιλική Μελικίδου.
[2] http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/Thema_a9/a_9_popup4.htm.
[3] http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica /glossology/show.html?id=129
[4] PG, 48, 1032.
[5] PG, 62.26.28-31.
[6] «The Thyateira Confession» - «Ἡ ὁµολογία Θυατείρων» καί ὑπότιτλο «Ἡ πίστις καί ἡ προσευχή τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ», σελ. 201. 7 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 204.
[7] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 205.
[8] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 210-211.
[9] Ἀντωνίου Παπαδοπούλου, Θεολογικός ∆ιάλογος, Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν (Ἱστορία-Κείµενα-Προβλήµατα), Ἐκδ. Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Α.Ε., Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα 1996, σελ. 225.
[10] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 210-212.
[11] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212.
[12] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212.
[13] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212-213.
[14] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 246. 16 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 247.
[15] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 248.
Πηγή: Πατερικός
Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
18ο χλμ. Θεσσαλονίκης-Περαίας
570 19 Ν. Ἐπιβάται
ΤΗΛ.: 23920.24865 FAX: 23920.27402
Ἐν Θεσσαλονίκῃ τῇ 1ῃ Φεβρουαρίου 2017
Παναγιώτατον
Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης
κ. Ἄνθιμον
Ἐνταῦθα
Παναγιώτατε,
Μὲ λύπη καὶ ἔκπληξη ἔλαβα τὴν ἀπὸ 10-12-2016 «νουθετήρια», ἐπιτιμητικὴ καὶ «πατρική» ἐπιστολή σας, μὲ τὴν ὁποία ἐκτιμᾶτε κατ᾽ ἀρχὴν ὅτι μὲ ἀναφορές μου ἐσχάτως στὸ διαδίκτυο καὶ ὁμιλίες μου στὴν αἴθουσα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου προκαλῶ «πνευματικὴν σύγχυσιν καὶ διάστασιν τῶν συνειδήσεων τῶν πιστῶν τοῦ πληρώματος» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Μοῦ ὑπενθυμίζετε κατόπιν τὴν ἀπόλυσή μου, ὡς κληρικοῦ, ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν μετὰ ταῦτα συμπερίληψή μου ἀπὸ σᾶς στὸν ἱερὸ κλῆρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ὡς ἀμίσθου κληρικοῦ ἀπὸ τὸ ἔτος 2008 καὶ ὅτι ἐπίσης μοῦ παραχωρήσατε προσωρινὰ τὸ θυσιαστήριο τοῦ Ἱεροῦ μετοχικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου «διὰ νὰ τελῶ τὴν Θείαν Λειτουργίαν καὶ νὰ ὁμιλῶ πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα διὰ τὴν πνευματικὴν οἰκοδομὴν αὐτοῦ καὶ πρὸς σωτηρίαν ψυχῶν».
Ἐφιστᾶτε ἐν τέλει «πατρικῶς» τὴν προσοχήν μου, ὅπως, τοῦ λοιποῦ, σεβόμενος τήν κανονικότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς κατ᾽ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τὴν νομιμότητα τῆς τοπικῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας, «παύσω νὰ προβαίνω εἰς σκανδαλισμὸν τῶν συνειδήσεων τῶν πιστῶν καὶ εἰς πρόκλησιν διὰ τὴν δημιουργίαν "ἀποτειχίσεων", "σχισμάτων" καί "ἀνταρσιῶν", δεδομένου ὅτι τὸ τοιοῦτον τυγχάνει ἀντικανονικὸν καὶ ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτον».
Αὐτὲς οἱ ἐκτιμήσεις καὶ οἱ κατηγορίες σας εἶναι παντελῶς ἀναληθεῖς, θεολογικὰ δὲ καὶ ἐκκλησιολογικὰ ἀβασάνιστες καὶ ἀθεμελίωτες γιὰ πολλοὺς λόγους, ἡ παρουσίαση τῶν ὁποίων θὰ ἐπεξέτεινε πολὺ τὰ ὅρια μιᾶς ἐπιστολιμαίας ἀπαντήσεως. Συνοπτικῶς ὅμως, γιὰ νὰ μάθετε καὶ τὴν ἄλλη πλευρά, σᾶς ἀναφέρω τὰ ἀκολουθοῦντα:
1. Γιατί μὲ ἀπέλυσε ὡς κληρικὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο;
Ἡ ἀναφορά σας στὴν ἀπόλυσή μου ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ στὴν μετὰ ταῦτα συγκαταρίθμησή μου ἀπὸ σᾶς στοὺς κληρικοὺς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ἀποσκοπεῖ προφανῶς νὰ δείξει ὅτι εἶμαι ἕνας ἀπείθαρχος καὶ ἀντάρτης κληρικός, ἀλλὰ καὶ ἀγνώμων πρὸς ἐσᾶς ποὺ μὲ περιμαζέψατε ὡς ἄστεγο καὶ ἀδέσποτο καὶ μοῦ παραχωρήσατε τὸ θυσιαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Εἶναι ὅμως σὲ ὅλους γνωστὸ καὶ βεβαιωμένο ἀπὸ ἀψευδεῖς πηγές, καὶ ἀπορῶ πῶς δὲν τὸ γνωρίζετε, ὅτι ἡ ἀπόλυσή μου ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο μὲ ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη ὑπηρέτησα ἐπὶ πολλὰ ἔτη, καὶ διαθέτω ἐπ᾽ αὐτοῦ πλῆθος εὐχαριστηρίων ἐπιστολῶν, ὀφείλεται στὴν αὐστηρὴ κριτικὴ ποὺ ἤσκησα στὸ ἐπαίσχυντο καὶ προδοτικὸ κείμενο τοῦ Balamand τοῦ Λιβάνου (1993), ὡς ἐκπρόσωπος τῆς τότε παραδοσιακῆς Ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος στὸν Θεολογικὸ Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Στὸ κείμενο αὐτὸ ὄχι μόνο ἀθωώνεται καὶ ἀναγνωρίζεται ἡ Οὐνία, τὴν ὁποία προηγουμένως καὶ μὲ δική μου σημαντικὴ συμβολὴ καταδικάσαμε στὸ Freising τοῦ Μονάχου ἐν ὁλομελείᾳ Ὀρθόδοξοι καὶ Ρωμαιοκαθολικοί (1991), ἀλλὰ ἐπὶ πλέον γιὰ πρώτη φορὰ «Ὀρθόδοξοι» ἱεράρχες καὶ θεολόγοι ἀναγνωρίζουν τὸν Παπισμὸ ὡς ἐκκλησία μὲ ἀποστολικὴ διαδοχή, ἔγκυρα μυστήρια καὶ συνυπεύθυνο μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Μαζὶ μὲ ἄλλα μου δημοσιεύματα σᾶς ἀπέστειλα παλαιότερα καὶ τὸ βιβλίο μου αὐτὸ γιὰ τὴν Οὐνία, ἀλλὰ μᾶλλον ἢ δὲν τὸ διαβάσατε ἢ συμφωνεῖτε μὲ τὸ κείμενο τοῦ Balamand ποὺ τὴν ἀθώωσε[1] . Ἡ ἀπόφαση τοῦ πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου γιὰ τὴν ἀπόλυσή μου ἐνισχύθηκε καὶ ἀπὸ ἄλλους λόγους· ἐν πρώτοις, διότι διεμήνυσα ὅτι στὸ ἑξῆς δὲν θὰ συντάσσω πατριαρχικοὺς λόγους, διαμαρτυρόμενος γιὰ τὴν κακὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐπίσης, διότι ἐπρωτοστάτησα τὸ 2001 εἰς τὸ νὰ μὴν ἔλθει ὁ πάπας στὴν Ἑλλάδα μὲ συναγωνιστὰς τὸ σύνολο σχεδὸν τότε τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ πλῆθος ἄλλο ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς μοῦ ἀπέστειλαν συγχαρητήρια διὰ τοὺς ἀγῶνες, καὶ μόνο σεῖς τότε, ὡς μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως, μοῦ ἀποστείλατε ἐπιτιμητικὴ ἐπιστολή, γεμάτη χολὴ καὶ πικρία, γιατὶ παρεμπόδιζα τὴν ἔλευση τοῦ πάπα. Μετὰ μάλιστα τὴν πραγματοποιηθεῖσα βλάσφημη καὶ καταστροφικὴ ἐπίσκεψή του, ἀπευθυνόμενος πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἀντιδρῶντες ἐρωτούσατε: «καὶ τί ἐπάθαμε ποὺ ἦλθε ὁ πάπας στὴν Ἑλλάδα;».
Ἡ ὀργὴ τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ἐναντίον μου, ποὺ τελικὰ τὸν ὁδήγησε στὴν ἀπόλυσή μου, κορυφώθηκε, ὅταν ὀργανώσαμε, τό «Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας» καὶ ἡ «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν», ἀπὸ 20-24 Σεπτεμβρίου τοῦ 2004, «Διορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο» μὲ τίτλο «Οἰκουμενισμός. Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις». Στὸ ἱστορικὸ αὐτὸ συνέδριο ἔλαβαν μέρος μὲ εἰσηγήσεις περὶ τοὺς πενήντα (50) εἰσηγητές, ἀρχιερεῖς, ἡγούμενοι, ἄλλοι κληρικοὶ καὶ μοναχοί, καθηγητὲς Θεολογικῶν καὶ ἄλλων Σχολῶν ἀπὸ τὴν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη Ὀρθοδοξία. Ἡ ἐπιτυχέστατη διεξαγωγὴ τοῦ συνεδρίου μὲ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ εἰσηγητῶν καὶ τὴν σημαντικώτατη θεματολογία, ὡς καὶ ἡ ἀπήχηση στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα, δικαίωσαν τὴν διαπίστωση ὅτι ἀποτέλεσε τὴν πρώτη σοβαρὴ ἐπιστημονικὴ καὶ συλλογικὴ ἀπομύθευση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ[2] . Τὰ Πρακτικὰ τοῦ συνεδρίου μὲ τὰ τολμηρὰ καὶ θαρραλέα Πορίσματα ἔχουν ἤδη κυκλοφορηθῆ σὲ δύο ὀγκώδεις τόμους[3] .
2. Ποιός μοῦ παραχώρησε τὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου; Ἡ ἀπομόνωση καὶ ἡ φίμωση. Ἄλλαξε ἡ Θεσσαλονίκη.
Τὸ θυσιαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου δὲν μοῦ τὸ παραχωρήσατε σεῖς, Παναγιώτατε, τὸ 2008. Μοῦ τὸ παραχώρησε ἀπὸ τὸ 1993, ἕνδεκα ἔτη πρὶν νὰ ἔλθετε στὴν Θεσσαλονίκη μὲ μετάθεση ἀπὸ τὴν Ἀλεξανδρούπολη, ὁ μακαριστὸς καὶ ὀρθοδοξότατος προκάτοχός σας κυρὸς Παντελεήμων Β´, ἐπὶ τῆς εὐλογημένης ποιμαντορίας τοῦ ὁποίου συγκαλέσαμε πλεῖστα ὅσα ἀντιπαπικὰ καὶ ἀντιοικουμενιστικὰ συνέδρια. Ἤμουν πάντοτε ἐκ τῶν πρώτων εἰσηγητῶν στὰ ἱστορικὰ θεολογικὰ συνέδρια ποὺ συγκαλοῦσε κάθε ἔτος τὶς ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καὶ συχνὰ ὁμιλητὴς στὶς πανηγυρικὲς μνῆμες τῶν Ἁγίων τῆς Θεσσαλονίκης, χοροστατοῦντος καὶ ἐπινεύοντος. Ἔχαιρε καὶ ἠγάλλετο, διότι, ὅπως ἔλεγε δημοσίως, δίπλα στὴν Μασονικὴ Στοὰ καὶ στὸ ἀποκρυφιστικὸ Βιβλιοπωλεῖο ὁ μικρὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἶχε καταστῆ προπύργιο Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐπιβραβεύοντας δὲ αὐτόν μου τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ τοῦ ἐμπεπιστευμένου εἰς αὐτὸν ποιμνίου καὶ τὴν σωτηρία ψυχῶν, ποὺ σεῖς στὴν ἐπιστολή σας δὲν τὰ βλέπετε, ἢ τὰ θέλετε πρὸς ἄλλη κατεύθυνση, μὲ εἰδικὴ τελετὴ μοῦ ἀπένειμε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
Μετὰ τὴν ἀνάρρησή σας στὸν θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης τὸ 2004 τὸ θεολογικὸ καὶ ἐκκλησιολογικὸ κλῖμα ἄλλαξε παντελῶς. Ὁ προκάτοχός σας κυρὸς Παντελεήμων ἐτόλμησε εὐθαρσῶς νὰ ἀκυρώσει διαθρησκειακὴ συνάντηση ὑπὸ τὴν αἰγίδα καὶ προεδρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ποὺ εἶχε προγραμματισθῆ καὶ ἐξαγγελθῆ γιὰ τὶς 29-30 Μαΐου τοῦ 2003 μὲ θέμα «Ὁ διαθρησκειακὸς Διάλογος ὡς προϋπόθεσις τοῦ πολιτισμοῦ τῶν πολιτισμῶν», καὶ μάλιστα στὸν χῶρο τῆς Σταυροπηγιακῆς καὶ Πατριαρχικῆς Μονῆς τῶν Βλατάδων. Τὸ ἔπραξε, γιὰ νὰ ἀποτρέψει τὸν μολυσμὸ τοῦ ποιμνίου του ἀπὸ τὸ μικρόβιο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν συγκρητιστικὴ διαθρησκειακὴ διάβρωση. Εὐγνωμονοῦντες γιὰ τὴν θαρραλέα αὐτὴ καὶ ὄντως ὁμολογητικὴ στάση τοῦ ἀφιερώσαμε τὸ σχετικὸ βιβλίο μας «Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων»[4] . Ἀντίθετα, σεῖς ἀνοίξατε μετὰ χαρᾶς τὶς πύλες τῆς ἁγιοτόκου Θεσσαλονίκης στὶς ἐπιβουλὲς τῶν Παπικῶν, Προτεσταντῶν καὶ τῶν ἡμετέρων Οἰκουμενιστῶν, διότι ἐσφαλμένως θεωρεῖτε ὅτι ἡ μόνη ἐπικίνδυνη αἵρεση εἶναι οἱ ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἐνῶ οἱ ἑτερόδοξες Χριστιανικὲς κοινότητες δὲν εἶναι αἱρέσεις ἀλλὰ ἐκκλησίες, ὅπως ἐδογμάτισε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Ἐδῶ καὶ δώδεκα ἔτη δὲν ἀκούγεται στὴν Θεσσαλονίκη ἀντιπαπικὸ καὶ ἀντιοικουμενιστικὸ κήρυγμα, διότι οἱ ἱερεῖς ἀκολουθοῦν, παρεξηγοῦντες τὴν ἔννοια τῆς ὑπακοῆς στὸν ἐπίσκοπο, τὴν δική σας ἐκκλησιολογικὴ γραμμὴ φοβούμενοι νὰ ἀντιδράσουν.
Τὸν ἐνοχλητικὸ π. Θεόδωρο τὸν περιορίσατε στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο· οὐδέποτε τὸν καλέσατε ὁμιλητὴ σὲ συνέδρια τῆς Μητροπόλεως ἢ σὲ πανηγύρεις καὶ μνῆμες ἁγίων. Συνεργάζεσθε ὅμως ἁρμονικὰ μὲ οἰκουμενιστὰς καθηγητὰς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, μετέχετε καὶ εὐλογεῖτε τὰ οἰκουμενιστικὰ συνέδριά τους καὶ τὰ ἀνάλογα τῆς Ἱ. Μονῆς Βλατάδων. Μερικοὺς μάλιστα ἐξ αὐτῶν, ποὺ πρωτοστάτησαν στὴν ἵδρυση τοῦ «Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν» καὶ στὴν μεταβολὴ τοῦ Ὀρθοδόξου μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σὲ θρησκειολογικὴ σούπα, τοὺς διορίσατε μέλη τῆς «Συντακτικῆς Ἐπιτροπῆς» τοῦ ἱστορικοῦ θεολογικοῦ περιοδικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἱερώνυμος, τοποθετήσας τὸν πρωτεργάτη τῆς νοθεύσεως τῶν Θρησκευτικῶν διευθυντὴ τοῦ ἐπισήμου περιοδικοῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου «Θεολογία». Συγχρόνως ἐμφανίζεσθε καὶ ἐνεργεῖτε ὡς ἀντιτιθέμενος δῆθεν στὴν ἵδρυση τοῦ «Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν» καὶ ὡς ὑποστηρίζων τήν «Πανελλήνιον Ἕνωσιν Θεολόγων» στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν διατήρηση τοῦ ὀρθοδόξου χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Εἴχατε πολλοὺς ποιμαντικοὺς τρόπους νὰ ἀνακόψετε τὶς ἀντορθόδοξες αὐτὲς ἐξελίξεις μὲ τὴν ὕψωση τῆς ποιμαντικῆς σας ράβδου πρὸς τοὺς πρωτεργάτας αὐτῶν τῶν βλασφήμων ἐξελίξεων, καθηγητὰς καὶ πολιτικούς, ἐφαρμόζοντας τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας καὶ σεβόμενος τὴν κανονικότητα, τὴν ὁποία ἰσχυρίζεσθε ὅτι δὲν σέβομαι ἐγώ. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι σὲ ἱερατικὴ σύναξη στὴν αἴθουσα ὁμιλιῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ μᾶς ἀνακοινώσατε τὴν ἀπόφαση τοῦ Τμήματος Θεολογίας γιὰ τὸ Ἰσλάμ, γεμᾶτος δικαιολογημένη ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση ρωτήσατε ὅλους τοὺς ἱερεῖς: «Εἴσαστε νὰ πᾶμε ὅλοι στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ καὶ νὰ τὰ κάνουμε λίμπα»; Ἡ πρόταση ἔγινε δεκτὴ μὲ ζωηρὸ καὶ παρατεταμένο χειροκρότημα. Αὐτὴ ὅμως ἡ πατερική, ἑλληνική, κολοκοτρωνέϊκη λεβεντιὰ ἔμεινε μόνο στὰ λόγια. Ἀντὶ νὰ πᾶτε μὲ ὅλο τὸ ἱερατεῖο στὴν Θεολογικὴ Σχολή, φέρατε τὸ οἰκουμενιστικὸ «ἱερατεῖο» στὴν Μητρόπολη.
Μήπως ἐπιπλήξατε καὶ νουθετήσατε τὸ πνευματικό σας τέκνο, τὸν διάδοχό σας στὴν Ἀλεξανδρούπολη, μητροπολίτη κ. Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ὑποστήριξε τό «Τμῆμα Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν», τὴν διδασκαλία τοῦ Κορανίου μαζὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τὸν Ἀντίχριστο, καὶ παντοιοτρόπως ἐνισχύει τὴν μεταπατερικὴ παρασυναγωγὴ τῶν θεολόγων τοῦ «Καιροῦ», ποὺ ἐπὶ ἔτη τώρα κατασκανδαλίζουν τὸν θεολογικὸ κόσμο, καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας; Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει σκανδαλισμὸς καὶ ἀναστάτωση τοῦ πληρώματος;
Τὴν ἴδια ἐπαμφοτερίζουσα στάση κρατήσατε καὶ ἀπέναντι τοῦ δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη καὶ τῶν ὁμοφυλοφιλικῶν του παρελάσεων. Ἀπαγορεύσατε στὰ χριστιανικὰ σωματεῖα τῆς πόλεως νὰ ὀργανώσουν δυναμικὲς ἀντιδράσεις, τὶς ὁποῖες περιορίσατε στὸν αὐλόγυρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, οἱ ἱερεῖς τοῦ ὁποίου ἀρνήθηκαν μάλιστα νὰ δώσουν ἠλεκτρικὸ ρεῦμα στοὺς ὀργανωτὰς γιὰ τὴν λειτουργία τῶν μεγαφώνων, ἐνῶ τὸ ἑπόμενο ἔτος εὐχαριστηθήκατε, γιατὶ ὅλος ὁ ἀγώνας περιορίσθηκε σὲ μία ἀγρυπνία στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς ᾽Αχειροποιήτου, τώρα δὲ ἔχει ἐκφυλισθῆ τελείως, καὶ ἡ ἁγιοτόκος καὶ μαρτυροφρούρητος Θεσσαλονίκη ἔχει παραδοθῆ ἀμαχητί, χωρὶς στρατηγὸ καὶ ποιμένα, στὶς ὀρδὲς τῶν Σοδομιτῶν. Φθάσατε μέχρι τοῦ σημείου νὰ ζητήσετε ἀπὸ τοὺς ὀργανωτὰς τῶν ἀντιδράσεων, ποὺ εἶχαν ἐκτυπώσει σχετικὴ ἀφίσα μὲ ἀναγραφόμενο ὁμιλητὴ τὸν π. Θεόδωρο Ζήση, νὰ ἀφαιρέσουν τὸ ὄνομά του, περικόπτοντες ἀκαλαίσθητα τὴν ἀφίσα. Καὶ ὅταν στὴν Βουλὴ τῆς μέχρι τώρα χριστιανικῆς Ἑλλάδος ψηφίσθηκε ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν βουλευτῶν ὁ ἐπαίσχυντος νόμος γιὰ τό «Σύμφωνο συμβίωσης τῶν ὁμοφυλοφίλων», μὲ χλιαρή, φαινομενική, ἀντίδραση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, δὲν ἔπρεπε νὰ νουθετήσετε καὶ νὰ ἐπιπλήξετε ὅλους τοὺς βουλευτὰς τῆς Α´ καὶ Β´ Θεσσαλονίκης, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ ἀπαγορεύσετε τὴν εἴσοδό τους στοὺς ἱεροὺς ναούς, ὅπως ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιὰ ὅσους καταπατοῦν καὶ περιφρονοῦν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ; Αὐτοὶ ὅλοι δὲν ἐσκανδάλισαν καὶ δὲν ἀναστάτωσαν τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα, οὔτε τὴν ἰδική σας ἀρχιερατικὴ συνείδηση, καὶ τοὺς ἐσκανδάλισε τὸ βιβλικὸ καὶ πατερικὸ κήρυγμα τοῦ π. Θεοδώρου;
3. Καλὸς ὁ πατριωτισμός. Ἀλλὰ ὑπεράνω ὅλων ἡ Ὀρθοδοξία.
Ἀφήνετε τοὺς Μασόνους, τοὺς Ροταριανούς, τοὺς Οἰκουμενιστές, τοὺς Σοδομίτες, τοὺς Παπικούς, τοὺς Προτεστάντες, τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς Μονοφυσίτες αἱρετικούς, νὰ μπαινοβγαίνουν στὸ μαντρὶ τῶν προβάτων καὶ διώχνετε τοὺς ἱερεῖς, ποὺ φυλάσσουν καὶ ἀγρυπνοῦν καὶ ἐκδιώκουν τοὺς λύκους τῶν αἱρέσεων. Καὶ καλύπτετε αὐτὴν τὴν ἀδιαφορία σας γιὰ τὴν Πίστη, γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ τὴν οὐράνια Πατρίδα, μὲ τὴν ἐπίδειξη ἑνὸς καλοῦ βέβαια ἀλλὰ μικρότερης ἀξίας πατριωτισμοῦ γιὰ τὴν ἐπίγεια πατρίδα, γιὰ τὴν Μακεδονία, ἐναντίον τῶν Σκοπίων. Αὐτὰ εἶναι ἐπαινετές, ἀλλὰ πρόσκαιρες καὶ ἐπίγειες ἐπιδιώξεις. Οἱ Χριστιανοὶ ἀγαποῦμε τὴν πατρίδα, ἀλλὰ ὅλη μας ἡ μέριμνα, ὅλο μας τὸ εἶναι, εἶναι στραμμένο πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες τῶν Ἁγίων Θεοφανείων ἀκούσαμε τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ ἀμέσως τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο Κύριο νὰ ἀπευθύνονται πρὸς τοὺς συμπατριῶτες τους Ἑβραίους ποὺ ἐκαυχῶντο γιὰ τὴν ἐθνική τους καταγωγὴ ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ περιφρονοῦσαν ὅλα τὰ ἄλλα ἔθνη, καὶ ὁ μὲν πρῶτος νὰ τοὺς λέγει νὰ μὴ καυχῶνται γιὰ τὴν καταγωγή τους, γιατὶ ὁ Θεός «δύναται καὶ ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ»[5] , ἀμφότεροι δὲ νὰ τοὺς καλοῦν νὰ ἀλλάξουν νοοτροπία, νὰ μετανοήσουν, νὰ μὴ περιμένουν ἐθνικὸ λυτρωτὴ καὶ Μεσσία, ποὺ θὰ τοὺς ἐλευθερώσει ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους καὶ θὰ ἐγκαθιδρύσει ἐπίγειο κράτος τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὁ ὁποῖος θὰ ἱδρύσει ἐπὶ γῆς τὴν Ἐκκλησία γιὰ ὅλα τὰ ἔθνη ὡς βασιλεία τῶν οὐρανῶν: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[6] . Ποιός ἀπὸ ὅσους μελετοῦμε τὰ πατερικὰ κείμενα δὲν συγκλονίζεται ἀπὸ ὅσα σχετικὰ λέγει τὸ κείμενο τῆς «Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολῆς», γραμμένο τὸν β´ αἰώνα ἀπὸ ἄγνωστο ἀποστολικὸ Πατέρα καὶ ἀπολογητή, γιὰ τὸ πῶς ζοῦν οἱ Χριστιανοὶ μέσα στὸν κόσμο; «Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾽ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καὶ πάνθ᾽ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρὶς αὐτῶν καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη... Ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ᾽ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται»[7] . Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς κληρικοὺς καὶ μάλιστα τοὺς μεγαλοσχήμονες, ἀπευθυνόμενοι πρὸς τοὺς νέους, ἱεραρχοῦμε τὰ πράγματα καὶ τοὺς στρέφουμε πρῶτα πρὸς τὴν ἄλλη ζωή, τὴν αἰώνια, γιὰ νὰ ἀγκυροβολήσουν ἐκεῖ τὶς ἐλπίδες τους, ὅπως ἔπραττε ὁ Μ. Βασίλειος στὸν περίφημο λόγο του «Πρὸς τοὺς Νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων»; Τοὺς ἔλεγε ἐπὶ λέξει: «Ἡμεῖς, ὦ παῖδες οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾽ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾽ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. Οὔκουν προγόνων περιφάνειαν, οὐκ ἰσχὺν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἂν εἴποι τις τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾽ οὐδὲ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ᾽ ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν. Ἃ μὲν οὖν ἂν συντελῇ πρὸς τοῦτο ἡμῖν ἀγαπᾶν τε καὶ διώκειν παντὶ σθένει χρῆναί φαμεν, τὰ δὲ οὐκ ἐξικνούμενα πρὸς ἐκεῖνον, ὡς οὐδενὸς ἄξια παρορᾶν»[8] . Ἡ ὀρθότητα τῆς Πίστεως, ἡ καταδίκη τῶν αἱρέσεων ἀνήκουν εἰς αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ ἐπιδιώκουμε «παντὶ σθένει», ἐνῶ ὅλα ὅσα δὲν βοηθοῦν στὴν προετοιμασία μας γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ πρέπει νὰ τὰ παραβλέπουμε «ὡς οὐδενὸς ἄξια» καὶ ὄχι ἁπλῶς μικρότερης ἀξίας, ὅπως προηγουμένως τὰ χαρακτηρίσαμε.
Στενοχωρήθηκα πάρα πολὺ τὸ περασμένο καλοκαίρι ποὺ βρέθηκα στὴν Μολδαβία καὶ στὴν Γεωργία, προσκεκλημένος τῶν ἐκεῖ ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, γιατὶ δέχθηκα τὶς ἔκπληκτες ἀπορίες καὶ ἐρωτήσεις ἐπισκόπων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν γιὰ τὸ πῶς δὲν ἀντέδρασε ἀποφασιστικὰ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν ἐπέλαση τῶν Ὁμοφυλοφίλων καὶ πῶς δὲν ἀπέτρεψε μὲ δυναμικὲς ἐνέργειες τὴν ψήφιση ἀπὸ τὴ Βουλὴ τοῦ «Συμφώνου συμβίωσης τῶν Ὁμοφυλοφίλων», ὅπως τὸ κατόρθωσαν ἐκεῖ βγαίνοντας στοὺς δρόμους ὅλοι, κλῆρος καὶ λαός. Ἔνοιωθαν ἀπογοήτευση καὶ πικρία, γιατὶ μᾶς θεωροῦν τοὺς Ἕλληνες διδασκάλους στὴν Πίστη, στὴν εὐσέβεια, στὴν ἀρετή, καὶ σκανδαλίζονται, ὅταν οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ πρωτοπόροι τὰ προδίδουν, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει τώρα καὶ μὲ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στὴν ὁποία πρωτοστατεῖ καὶ χοροστατεῖ ὁ Ἕλληνας οἰκουμενικὸς πατριάρχης, συμπορευομένων δυστυχῶς καὶ πάλι, ἀπὸ ἄρρωστο πατριωτισμό, ὅλων τῶν ἑλληνοφώνων τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Ὅσοι μιλοῦν γιὰ ἐθνοφυλετισμὸ καὶ κινοῦν πρὸς ἄλλες κατευθύνσεις τὸν δάκτυλο, δὲν βλέπουν τὴν ὁλοφάνερη αὐτὴ ὑποστήριξη, ἐπὶ ζημίᾳ τῆς Πίστεως, τοῦ ὁμογενοῦς καὶ ὁμοφύλου πατριάρχου; Δὲν βλέπουν τὸν σκανδαλισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων σὲ οἰκουμενικό, διορθόδοξο ἐπίπεδο, καὶ τοὺς φταῖνε ὁ π. Θεόδωρος καί «οἱ σὺν αὐτῷ», ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἄρουν τὰ σκάνδαλα καὶ νὰ εἰρηνεύσουν συνειδήσεις;
4. Ποιός σέβεται τὴν κανονικότητα;
Μοῦ συνιστᾶτε «πατρικῶς», Παναγιώτατε, νὰ σεβασθῶ τήν «κανονικότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς κατ᾽ ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου, Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν νομιμότητα τῆς τοπικῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας», εἰς ἣν ἀνήκω κανονικῶς. Μά, ἂν ὑπάρχει κάτι, γιὰ τὸ ὁποῖο ἠμπορῶ νὰ καυχηθῶ ἐν Κυρίῳ, αὐτὸ εἶναι ὁ σεβασμός μου πρὸς τὴν Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, γιὰ τὴν ὁποία, ἄλλωστε, χαρακτηρίζομαι, ἀδίκως καὶ ἐμπαθῶς ἀπὸ πολλοὺς ὡς «ἀκραῖος», «συντηρητικός», «φανατικός», «φονταμενταλι-στής», ἀκόμη καὶ «τρελλός» καί «ψυχοπαθής», τίτλοι βέβαια ψευδεῖς καὶ σκοπίμως διαδιδόμενοι εἰς βάρος μου, ὥστε νὰ παρεμποδισθεῖ ἡ ἐπίδραση τοῦ λόγου μου εἰς ὅσους δὲν μὲ γνωρίζουν, ἐκ τοῦ σύνεγγυς. Ὅλους αὐτοὺς βέβαια τοὺς εὐχαριστῶ, διότι μὲ εὐεργετοῦν, ἐπειδή, παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μου, γίνονται αἰτία νὰ περιληφθῶ μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ἐπαινεῖ καὶ μακαρίζει ὁ Κύριος: «Μακάριοί ἐστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ᾽ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ»[9] .
Προκαλεῖ πάντως ἐντύπωση γιὰ τὸ πόσο μεροληπτικὰ σκέπτεσθε καὶ ἐνεργεῖτε, χαριζόμενος σὲ πρόσωπα ποὺ ἐνεργοῦν ἀντικανονικὰ εἰς βάρος τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἐνῶ ἀδικεῖτε πρόσωπα ποὺ σέβονται καὶ τηροῦν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Δὲν γνωρίζετε, Παναγιώτατε, ὅτι ἡ προσωποληψία εἶναι μέγα ἁμάρτημα, ὅτι «πρόσωπον Θεὸς ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει», ὅσο ὑψηλὰ καὶ ἂν εἶναι κανεὶς καὶ σὲ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ γιά «τοὺς δοκοῦντας εἶναί τι»[10] , γι᾽ αὐτοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι σπουδαῖοι καὶ τρανοί; Ἀλλὰ καὶ ὁ ἕτερος κορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος λέγει ὅτι στοιχεῖο τῆς ἁγιότητος, πολὺ περισσότερο τῆς «παναγιότητος», εἶναι ἡ ἀπροσωποληψία, καὶ αὐτὴν πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ ὅποιος ἐπικαλεῖται τὸν Πατέρα, «τὸν ἀπροσωπολήπτως κρίνοντα κατὰ τὸ ἑκάστου ἔργον»[11] .
Δὲν διαβάσατε, λοιπόν, καὶ δὲν ἐμάθατε ὅτι καθ᾽ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰῶνος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο μέχρι τότε ἐσέβετο καὶ τηροῦσε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, τοὺς ἐξευτέλισε ἔκτοτε καὶ τοὺς κατερράκωσε μὲ τὰ ἀντικανονικὰ καὶ ἀπαράδεκτα ἀνοίγματά του πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κ.ἄ, τώρα δὲ καὶ πρὸς τὶς ἄλλες θρησκεῖες, ποὺ πραγματοποίησαν οἱ μασόνοι πατριάρχες Μελέτιος (Μεταξάκης) καὶ Ἀθηναγόρας, τώρα δὲ καὶ ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος πολὺ περισσότερο, οἰκοδομοῦντες σύντρεις τὸ μασονικὸ ὅραμα τῆς πανθρησκείας τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου πάπα; Δὲν ἐφρίξατε, καὶ δὲν ἐξηγέρθη ἡ συνείδησή σας, ὅταν γιὰ πολλοστὴ φορὰ γίναμε ὅλοι μάρτυρες τῶν συμπροσευχῶν τοῦ πατριάρχη καὶ τοῦ πάπα εἴτε στὸ Φανάρι εἴτε στὴ Ρώμη; Ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα Βενεδίκτου στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 2006, ὅταν ὄχι μόνον τὸν ἐθυμίαζαν προσερχόμενον οἱ «Ὀρθόδοξοι» διάκονοι, ἐνῶ οἱ ψάλτες ἔψαλλαν τό «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», ἀλλὰ ἐπὶ πλέον στὶς δεήσεις τῶν Εἰρηνικῶν ὁ διάκονος ἐξεφώνησε δέηση καί «Ὑπὲρ τοῦ παναγιωτάτου Πάπα Βενεδίκτου», οἱ ψάλτες τοῦ ἔψαλαν εἰδικὰ συντεθειμένο ἀπολυτίκιο, ὁ πατριάρχης στό «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους» ἐξῆλθε τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καὶ ἠσπάσθη τὸν κατελθόντα ἐκ τοῦ ἀρχιερατικοῦ θρόνου καὶ φέροντα ἀρχιερατικὸ ὠμοφόριο πάπα, ὁ ὁποῖος ἀπήγγειλε καὶ τό «Πάτερ ἡμῶν», ὡσὰν νὰ ἦτο ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος; Ἡ Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀντέδρασε τότε ἄμεσα καὶ δυναμικά. Ἐξέδωσε Ἀνακοίνωση (30-12-2006), στὴν ὁποία, μεταξὺ ἄλλων, ἐσημείωνε: «Κατ᾽ ἀρχὴν ἡ ὑποδοχὴ τοῦ πάπα ἔγινε ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο περὶ κανονικοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Κατὰ τὴν τελετὴ ὁ Πάπας φοροῦσε ὠμόφορο, προσφωνήθηκε ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη μὲ τό “εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου”, ὡσὰν νὰ πρόκειται περὶ Χριστοῦ Κυρίου, εὐλόγησε τὸ ἐκκλησίασμα καὶ πολυχρονίσθηκε ὡς ἁγιώτατος καὶ μακαριώτατος ἐπίσκοπος Ρώμης. Ἐπίσης ἡ χοροστασία τοῦ Πάπα στὴν Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία μὲ ὠμόφορο, ἡ ἀπαγγελία τοῦ “Πάτερ ἡμῶν”, ὁ λειτουργικὸς ἀσπασμὸς μὲ τὸν Πατριάρχη, εἶναι ἐκδηλώσεις ποὺ ξεπερνοῦν τὶς ἁπλὲς συμπροσευχές»[12] , ποὺ βέβαια καὶ αὐτὲς ἀπαγορεύονται.
Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ βλάσφημη καὶ θρασύτατη παράβαση καὶ παραβίαση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ποὺ ἀπαγορεύουν μὲ αὐστηρὰ ἐπιτίμια, μὲ καθαίρεση καὶ ἀφορισμό, ὅσους τοὺς παραβαίνουν. Θὰ σᾶς παραθέσω ἕνα μόνον ἐξ αὐτῶν, τὸν 45ο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος ἢ Διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς, ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». Τοὺς ὑπολοίπους Ἱεροὺς Κανόνες καὶ ὅλο τὸ ἀντικανονικό, ἀντορθόδοξο πανηγύρι τῶν συγχρόνων συμπροσευχῶν μπορεῖτε νὰ δῆτε στὴν ἐξαιρετικὴ μεταπτυχιακὴ ἐργασία τοῦ συντοπίτου σας, ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, νεαροῦ φερέλπιδος ἱερέως π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν, μὲ τίτλο «Ἡ Συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας τὴν κανονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας»[13] .
Ἰδιαίτερα μάλιστα ὁ νῦν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος συμπροσεύχεται ἀσύστολα, ὄχι μόνο μὲ Χριστιανοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀλλοθρήσκους στὶς πάμπολλες καὶ ἀναρίθμητες διαθρησκειακὲς ἐκδηλώσεις καὶ συναντήσεις, ἐκτὸς τοῦ ὅτι χαρακτήρισε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ὡς «τείχη τοῦ αἴσχους»[14] , ἀπὸ νεαρᾶς ἡλικίας, ὡς ἀρχιμανδρίτης ἀκόμη, εἶχε ἀναλάβει τὸ γκρέμισμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων μὲ τὴν διδακτορική του διατριβή «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἡ ὁποία μᾶλλον γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν ἔγινε δεκτὴ στὴν Ὀρθόδοξη τότε Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης καὶ ὑπεβλήθη σὲ παπικὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ρώμης, ἀπ᾽ ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν τίτλο τοῦ διδάκτορος. Στὴν προδρομικὴ λοιπὸν αὐτὴ μελέτη τοῦ μετέπειτα ἔργου του γράφει: «Δὲν δύνανται νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερα καὶ πρέπει νὰ τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τὰς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους. Δὲν δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ᾽ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ᾽ ἣν στιγμὴν αὕτη διὰ τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπὸ κοινοῦ μετ᾽ αὐτῶν διὰ τὴν τελικὴν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νὰ “ἀρδεύση” πολλὰς κανονικὰς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπὶ τὸ φιλανθρωπότερον καὶ ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δὲν δύναται καὶ δὲν πρέπει νὰ ζῆ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου».[15] Δὲν ὑπολόγισε τὸν Β´ κανόνα τῆς ἐν Τρούλλω ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (680), ὁ ὁποῖος διαγορεύει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν τήρηση ὅλων τῶν Κανόνων ἀνεξαιρέτως: «Μηδενὶ ἐξεῖναι τοὺς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας ἢ ἀθετεῖν ἢ ἑτέρους παρὰ τοὺς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας... Εἰ δὲ τις ἁλῷ κανόνα τινα τῶν εἰρημένων καινοτομῶν ἢ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατὰ τὸν τοιοῦτον κανόνα, ὡς αὐτὸς διαγορεύει, τὴν ἐπιτιμίαν δεχόμενος». Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης ἑρμηνεύων τὰ περὶ ποινῶν καὶ ἐπιτιμίων πρὸς ὅσους παραβαίνουν τοὺς Κανόνες, σύμφωνα μὲ τὰ ἐπιτασσόμενα ἀπὸ τὸν ἐν λόγῳ κανόνα, λέγει ὅτι αὐτοὶ πρέπει νὰ τιμωροῦνται μὲ ἀνάθεμα, ἀφορισμὸ ἢ καθαίρεση: «Εἰ δέ τινας ἤθελε φανῆ ὅτι ἐπιχειρεῖ νὰ παραφθείρῃ, ἢ νὰ ἀναιρῇ κανένα Κανόνα ἀπὸ αὐτούς, οὗτος νὰ λαμβάνῃ τὸ ἐπιτίμιον ὁποῦ περιέχει ὁ Κανὼν ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον παραφθείρει ἢ ἀναιρεῖ. Ἤτοι ἂν ὁ Κανὼν περιέχῃ καὶ ὁρίζῃ ἀφορισμὸν ἢ καθαίρεσιν ἢ ἀνάθεμα, ταῦτα νὰ λαμβάνῃ καὶ ὁ τοῦτον διαφθείρων καὶ ἀναιρῶν, ἵνα θεραπεύση τὸ σφάλμα του ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἴδιον Κανόνα, εἰς τὸν ὁποῖον ἔσφαλε»[16] . Ἀλλὰ καὶ ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πιὸ ἐμφαντικὰ ὁρίζει στὸν Α´ κανόνα: «Ἀσπασίως τοὺς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἓξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶν συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα· καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι, καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν»[17] .
Πόσο ἑωσφορικὸ ἐγωϊσμό, σὰν τοῦ πάπα, πρέπει νὰ ἔχει κανείς, ὥστε νὰ βάζει τὸν ἑαυτό του πάνω καὶ ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ νὰ ζητεῖ τὴν κατάργηση Ἱερῶν Κανόνων, στὴ συνέχεια δὲ νὰ τοὺς καταπατεῖ ὁ ἴδιος συμπροσευχόμενος μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους; Ποιά Ὀρθόδοξη Σύνοδος καὶ πότε θὰ συνέλθει ἐπὶ τέλους, γιὰ νὰ ἐφαρμόσει καὶ ἀνανεώσει ὅσα οἱ προηγούμενες Ἅγιες Σύνοδοι ἔχουν ἀποφασίσει; Ὄχι πάντως ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία συνεχίζει καὶ ἐφαρμόζει τὸ γκρέμισμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων ποὺ σχεδίασαν ὁ Μελέτιος, ὁ Ἀθηναγόρας καὶ ὁ Βαρθολομαῖος.
Ἐμεῖς ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἔχομε ἐλέγξει αὐτὴν τὴν βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν ἐλεγκτικῶν ἄρθρων μας μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμᾶτοι οἱ δεκαοκτὼ (18) τόμοι τοῦ περιοδικοῦ «Θεοδρομία» καὶ ἄλλα ὀρθόδοξα ἔντυπα, μνημονεύουμε ἐνδεικτικὰ δύο μόνον ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα τῶν συμπροσευχῶν. Τὸ ἕνα μὲ τίτλο «Γιὰ τὴ συμπροσευχὴ Πατριάρχου καὶ Πάπα, ποιὰ σύνοδος θὰ ἐπιβάλει τὴν κανονικότητα»[18] ; Καὶ τὸ ἄλλο «Ἡ συνάντηση Βαρθολομαίου καὶ Βενεδίκτου μακρὰν τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων»[19] . Ἐμᾶς, λοιπόν, ποὺ ζητοῦμε τὴν τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ ἀγωνιζόμαστε ἐπὶ ἔτη γι᾽ αὐτὴν συμβουλεύετε, Παναγιώτατε κ. Ἄνθιμε, νὰ σεβασθοῦμε τὴν κανονικότητα; Δὲν βλέπετε τὸ δοκάρι τῆς ἀντικανονικότητας ὁλοφάνερα καρφωμένο στοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ ἄλλων, κατὰ τὰ λεγόμενα ὑπὸ τοῦ Κυρίου: «Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;»[20] . Γνωρίζετε πόσος θεολο-γικὸς κόπος καὶ συγγραφικὸς ζῆλος ἔχουν καταβληθῆ ἐπὶ μακροὺς χρόνους γιὰ τὸ μετα-θετὸ τῶν ἐπισκόπων, τὸ ὁποῖο οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἀπαγορεύουν, καὶ ὅτι ἡ μετάθεση ἐπι-σκόπου ἀπὸ μικρότερη καὶ πτωχότερη σὲ μεγαλύτερη καὶ πλουσιώτερη ἐπαρχία θεωρεῖ-ται πνευματικὴ μοιχεία, οἱ δὲ τοῦτο πράττοντες ἐπίσκοποι χαρακτηρίζονται ὡς «μοιχεπι-βάτες», διότι ἐγκαταλείπουν τὴν νόμιμη σύζυγο-ἐπαρχία, τὴν ὁποία ἐνυμφεύθησαν μὲ ἀδιάλυτο γάμο, ἀφήνουν ὀρφανὰ τὰ πνευματικὰ τέκνα ποὺ ἐγέννησαν, γιὰ νὰ νυμφευ-θοῦν νέα γυναίκα, πλουσιώτερη καὶ ὀμορφότερη. Γνωρίζω τὶς οἰκονομίες καὶ τὶς ἐξαιρέ-σεις τῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν καταργοῦν τὴν ἀκρίβεια, καὶ συνήθως χρησιμο-ποιοῦνται οἱ πνευματικοὶ λόγοι, ὡς πρόφαση γιὰ ἄλλες ἐπιδιώξεις. Ἐσεῖς ἀφήσατε τὴν μικρὴ Ἀλεξανδρούπολη καὶ ἤλθατε στὴν μεγαλόπολη Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ ὠφελήσετε πνευματικὰ περισσότερο τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ὅπως «κατ᾽ οἰκονομίαν» ἐπιτρέπει ὁ ΙΔ´ Κανὼν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ ὑπερδεκαετὴς πάντως ποιμαντορία σας ἐδῶ μὲ τὰ φι-λοοικουμενιστικὰ χαρακτηριστικά της δὲν ἐδικαίωσε τὴν «οἰκονομία» τῆς μεταθέσεώς σας.
5. Ἡ ἁγιότητα καὶ μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ποιοί τὶς προσβάλλουν;
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κανονικότητα μὲ συμβουλεύετε νὰ σεβασθῶ καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ὀρθῶς χαρακτηρίζετε ὡς «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Μὲ τὶς ἐνέργειές σας ὅμως δείχνετε ὅτι στηρίζετε αὐτοὺς ποὺ δὲν σέβονται τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀρνοῦνται τὴν ἑνότητα καὶ μοναδικότητά της, ἐνῶ ὡς πρὸς ἐμένα δὲν ἔχετε κάτι συγκεκριμένο νὰ προσάψετε, ἰσχύουν δὲ ὅσα καὶ περὶ τῆς κανονικότητος ἐλέχθησαν, γιὰ νὰ μὴ μακρηγορήσω περισσότερο. Θὰ προσθέσω μόνον τοῦτο· ἡ ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καὶ ἐκδηλώνεται στὶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἅγιες καὶ ὀρθόδοξες ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ στὴν ἁγία βιοτὴ καὶ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ λοιπῶν Ἁγίων. Ὅσοι ἀκολουθοῦν τοὺς Ἁγίους Πατέρες σέβονται τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας· ὅσοι ἀγνοοῦν καὶ περιφρονοῦν τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ δὲν ἀκολουθοῦν τὴν διδασκαλία καὶ τὸ παράδειγμά τους, ὅπως οἱ φίλοι σας τῆς «Μεταπατερικῆς Θεολογίας» τοῦ Βόλου, καὶ κάποια πνευματικά σας τέκνα, αὐτοὶ δὲν σέβονται τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως ὅσοι δὲν καταδικάζουν τὶς αἱρέσεις, ὅπως ἔπρατταν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Θὰ μοῦ ἔπαιρνε πολὺ χῶρο γιὰ νὰ σᾶς παρουσιάσω τὶ ἔλεγε ὁ μέγας Ἅγιος, μέγας Θεολόγος, Ἡσυχαστὴς καὶ Ἀσκητής, προκάτοχός σας Γρηγόριος Παλαμᾶς γιὰ τὸν σατανικὸ Παπισμό, τὸν ὁποῖο σεῖς θεωρεῖτε ὄχι αἵρεση, ἀλλὰ ὡς ἐκκλησία, προσβάλλοντας ἔτσι τὴν ἁγιότητά του καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε χρόνο ποὺ χοροστατεῖτε στὸν πανηγυρικὸ ἑσπερινὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου μᾶς ὑπενθυμίζετε ὅτι μεταφράσατε τὸν «Βίο» τοῦ Ἁγίου, ποὺ συνέγραψε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, δεινὸς πολέμιος τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Φαίνεται πὼς δὲν προσέξατε τὸ ὅραμα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ποὺ σχετίζεται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἢ τὸ ξεχάσατε μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια. Εἶδε, λοιπόν, γύρω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος νὰ στέκονται ἡμίονοι (=μουλάρια) καὶ νὰ κλωτσοῦν, νὰ λακτίζουν τὴν Ἁγία Τράπεζα: «Εἶδον γὰρ τὴν τράπεζαν τοῦ Κυριακοῦ καὶ περὶ αὐτὴν ἑστῶτας ἡμιόνους κύκλῳ πανταχόθεν καὶ λακτίζοντας τὰ ἔνδον οὕτως ὡς ἂν ἀτάκτως σκιρτώντων κτηνῶν γένοιτο λακτίσματα. Πάντως δὲ ᾔσθεσθε, φησί, πῶς ἐστέναζον· ἤκουσα γὰρ φωνῆς, λεγούσης· Βδελυχθήσεται τὸ θυσιαστήριόν μου. Ταῦτα εἶδεν ὁ γέρων· καὶ μετὰ δύο ἔτη γέγονεν ἡ νῦν ἔφοδος τῶν Ἀρειανῶν». Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἑρμήνευσε τὴν ὀπτασία του λέγοντας ὅτι σημαίνει πὼς θὰ παραδοθεῖ ἡ Ἐκκλησία σὲ ἀνθρώπους ποὺ μοιάζουν μὲ ἄλογα κτήνη: «Μέλλει τὴν Ἐκκλησίαν ὀργὴ καταλαμβάνειν, καὶ μέλλει παραδίδοσθαι ἀνθρώποις ὁμοίοις ἀλόγοις κτήνεσιν». Ὁ δὲ Μ. Ἀθανάσιος συγκεκριμένα λέγει ὅτι ἡ ὀπτασία ἀναφέρεται στοὺς Ἀρειανούς, καὶ κατ᾽ ἐπέκταση βέβαια στοὺς αἱρετικοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν: «Τότε πάντες ἡμεῖς ἐπέγνωμεν, ὅτι τὰ λακτίσματα τῶν ἡμιόνων ταῦτα προεμήνυε τῷ Ἀντωνίῳ, ἃ νῦν οἱ Ἀρειανοὶ ἀλόγως πράττουσιν ὡς τὰ κτήνη»[21] .
Ποιοί, λοιπόν, σέβονται τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας; Ἐκεῖνοι ποὺ εἰσάγουν τοὺς αἱρετικοὺς μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ συμπροσεύχονται μαζί τους, ἐνῶ αὐτοὶ ὡς ἄλογα κτήνη λακτίζουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, ἢ ὅσοι διαμαρτύροναι καὶ λυποῦνται καὶ στενοχωροῦνται καὶ δακρύζουν σὰν τὸν Μ. Ἀντώνιο, ὅπως στενοχωρηθήκαμε ὅλοι μας, Παναγιώτατε, ὅταν ὁδηγήσατε προσφάτως τὸν Ἀρμένιο Πατριάρχη στὸ Ἱερὸ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καὶ προσεκύνησε τὴν Ἁγία Τράπεζα; Τί ὠφελεῖ ποὺ μεταφράσατε τόν «Βίο» τοῦ Μ. Ἀντωνίου;
Κάνετε λόγο ἐπίσης καὶ γιὰ τὴν «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖο πάντως κατήργησε καὶ ἀθέτησε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἐφ᾽ ὅσον ἀποφάσισε νὰ ὀνομάσει καὶ τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες, χωρὶς νὰ τολμήσει, ἔστω καὶ μία φορὰ σὲ ὅλα τὰ κείμενά της, νὰ χρησιμοποιήσει τὴν λέξη αἵρεση· ἀντίθετα ἐπήνεσε καὶ ἐνομιμοποίησε συνοδικῶς τὴν συμμετοχή μας στὸ προτεσταντικὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ τῇ ἀληθείᾳ στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων». Καὶ ἀντὶ νὰ ἐπικρίνετε τὸν ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, ὁ ὁποῖος στὴν Κρήτη ἀναποδογύρισε τὶς ὁμόφωνες ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016, ποὺ ἀπέκλειαν τὴν χρήση τοῦ ὅρου ἐκκλησίες γιὰ τὶς αἱρέσεις, καὶ δέχθηκε χωρὶς συνοδικὴ ἔγκριση νὰ ὀνομάζονται ἐκκλησίες, σεῖς στὴν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου συμφωνήσατε μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο, τὰ εἴδατε ὅλα στὴν Σύνοδο θετικὰ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ συστήσατε μάλιστα στὸν ἀρχιεπίσκοπο νὰ μὴ γίνει καθόλου συζήτηση γιὰ τὶς «Ἁγιοπνευματικές» ἀποφάσεις τῆς Κρήτης, μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς θετικῆς γιὰ τὴν ψευδοσύνοδο εἰσηγήσεως τοῦ μητροπολίτου Σερρῶν κ. Θεολόγου. Σεῖς λοιπόν, μετὰ τῶν ἄλλων Οἰκουμενιστῶν, δὲν πιστεύετε «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν», ἀλλά «Εἰς πολλάς, ἀσεβεῖς, αἱρετικάς, διεσπασμένας ἐκκλησίας».
6. Ἄλλο κανονικότητα, ἄλλο νομιμότητα. Ἡ ἀποτείχιση δὲν εἶναι σχίσμα.
Δὲν κατανοῶ τὶ σημαίνει ἡ συμβουλή σας νὰ σέβομαι καὶ τήν «νομιμότητα τῆς τοπικῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας», στὴν ὁποία ἀνήκω. Ὁ ὅρος «νομιμότητα» στὴ γλώσσα τοῦ Κανονικοῦ καὶ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου σημαίνει ὅτι εἶσθε μητροπολίτης Θεσσαλονί-κης, ἀναγνωριζόμενος καὶ ἀπὸ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους στὰ πλαίσια τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Ποιὸς σᾶς τὸ ἀμφισβήτησε αὐτὸ ποτέ; Εἶπα ἐγὼ ποτὲ ὅτι παρανόμως κατέχετε τὸν θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης; Κάποιοι ἀμφισβητοῦν ὄχι τὴν νομιμότητα, ἀλλὰ τὴν κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς σας, λόγῳ τῆς μεταθέσεως σας ἀπὸ τὴν Ἀλεξανδρούπολη. Ἄλλο ὅμως κανονικότητα καὶ ἄλλο νομιμότητα· εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι κανεὶς νομικῶς ἐν τάξει ἀλλὰ ὄχι κανονικῶς ἢ καὶ τὸ ἀντίστροφο. Ἐγὼ πάντως δὲν ἔχω θέσει ποτὲ οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο, καὶ σᾶς μνημονεύω μέχρι τώρα στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ὡς κανονικὸ καὶ νόμιμο ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Ἂν ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, τὶς ὁποῖες ὑποστηρίζετε, μὲ ὁδηγήσουν νὰ ἀσκήσω τὸ κανονικὸ δικαίωμα τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου σας, ἡ ὁποία μόνο ἀπὸ τοὺς ἀδιάβαστους καὶ ἀμελέτητους ἢ σκοπίμως καὶ ψευδῶς χαρακτηρίζεται ὡς σχίσμα, τότε θὰ σᾶς ἐξηγήσω γιὰ ποιοὺς σοβαροὺς θεολογικούς, ἐκκλησιαστικούς, κανονικοὺς λόγους προβαίνω σ᾽ αὐτὸ τὸ ἀπολύτως δικαιολογημένο διάβημα, ὁπότε καὶ σεῖς, ἀνάλογα μὲ τὴν καλὴ ἢ ἐλλιπῆ γνώση τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τὴν πατρική σας (χωρὶς εἰσαγωγικά) φροντίδα καὶ ἀγάπη, θὰ προχωρήσετε στὶς ἐπιβαλλόμενες ἐνέργειες. Πάντως ἡ ἀκροτελεύτια συμβουλή σας νὰ μὴ συμβάλλω εἰς «τὴν δημιουργίαν "ἀποτειχί-σεων", "σχισμάτων" καί "ἀνταρσιῶν"», πρᾶγμα πού «τυγχάνει ἀντικανονικὸν καὶ ἐκκλη-σιολογικῶς ἀπαράδεκτον», ἀποδεικνύει ὅτι δὲν γνωρίζετε δυστυχῶς τὶ σημαίνουν αὐτοὶ οἱ ὅροι καὶ δὲν ἐπιθυμῶ τώρα ὡς πανεπιστημιακὸς διδάσκαλος νὰ σᾶς τοὺς ἀναλύσω. Ἐπισημαίνω ἁπλῶς ὅτι ἡ «ἀποτείχισις», τὴν ὁποία ἐπαινεῖ ὁ ΙΕ´ Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861), δηλαδὴ ἡ διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ κηρύσσοντος αἵρεση ἐπισκόπου, καὶ τὴν ὁποία συνιστᾶ σύνολη ἡ προηγούμενη καὶ ἡ ἑπόμενη Πατερικὴ Παράδοση δὲν ἔχει καμμία σχέση οὔτε μὲ τό «σχίσμα», οὔτε μὲ τήν «ἀνταρσία», μὲ τὰ ὁποῖα τὴν τσουβαλιάζετε ἢ ἀμαθῶς ἢ σκοπίμως. Σχισματικοὶ καὶ ἀ-ντάρτες εἶναι οἱ ὑποστηρίζοντες τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διαβᾶστε, παρακα-λῶ, τὸν Ἱερὸ Κανόνα[22] .
7. Σὲ ποιά Σύνοδο ὑπακούει ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης;
Ἡ ἀπόφασή σας νὰ μοῦ ἀποστείλετε τὴν «νουθετήρια» ἐπιτιμητικὴ ἐπιστολή, Πανα-γιώτατε, ἐγείρει ἕνα σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ θέμα ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ καθεστὼς διοι-κήσεως τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν εὐπείθεια καὶ ὑπακοή σας στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στὴν ὁποία κανονικῶς ἀνήκετε. Εἶμαι βέβαιος πὼς καὶ σεῖς ἐκτιμᾶτε ὅτι οἱ μητροπολίτες τῶν «Νέων Χωρῶν» εἶναι μέλη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ὄχι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου· εἶναι ἀφύσικο ἕνα μέλος νὰ ἀνήκει σὲ δύο σώματα, καὶ ἕνα σῶμα νὰ ἔχει δύο κεφαλές· ἀφύσικο καὶ τερατῶδες, ἀπὸ πλευρᾶς δὲ τῶν Ἱερῶν Κανόνων πλήρως ἀντι-κανονικὸ καὶ ἀπαράδεκτο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ δύο ἐκκλησίες ἔχουν τὶς δικές τους συνόδους, μολονότι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης προσπαθεῖ νὰ ὑφαρπάσει τοὺς ἀρχιερεῖς τῶν «Νέων Χωρῶν» καὶ νὰ τοὺς ἐντάξει στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπό-λεως. Σεῖς λοιπὸν ποιά Σύνοδο ἀναγνωρίζετε ὡς ἐκκλησιαστική σας ἀρχή, τὴν τῆς Ἑλλάδος ἢ τοῦ Φαναρίου; Τὸ 2009 ὁ πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἐζήτησε μὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Μακαριώτατο ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμο νὰ τιμωρηθοῦν ὅσοι εἶχαν ὑπογράψει τὸ κείμενο «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», μεταξὺ τῶν ὁποίων εὐάριθμοι ἀρχιερεῖς, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ χιλιάδες λαϊκῶν. Ἡ Ἱεραρχία τότε θεώρησε τὴν πατριαρχικὴ ἐνέργεια ὡς εἰσπήδηση στὰ ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἔβαλε τὸ θέμα στὸ ἀρχεῖο, χωρὶς νὰ λάβει κανένα μέτρο κατὰ τῶν θεωρούμενων ἀπὸ τὸ Φανάρι ὡς ἀπείθαρχων καὶ σκανδαλοποιῶν.
Τὸ ἴδιο ἐπανελήφθη καὶ τώρα γιὰ ὅσους ἀντιδροῦμε στὶς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυν-όδου τῆς Κρήτης. Ἐζήτησε καὶ πάλι ὁ πατριάρχης νὰ ληφθοῦν μέτρα ἐναντίον δύο συν-επισκόπων σας, τῶν μητροπολιτῶν Καλαβρύτων κ. Ἀμβροσίου καὶ Πειραιῶς κ. Σερα-φείμ, ὡς καὶ ἐναντίον τῆς ἐλαχιστότητός μου, «τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση καὶ τῶν σὺν αὐτῷ». Ἡ Σύνοδος, ὅπως πληροφορηθήκαμε, ἔκλεισε καὶ πάλι τὴν πόρτα τῆς εἰσπήδησης κατὰ πρόσωπο στὸν πατριάρχη καὶ ἔθεσε τὸ θέμα στὸ ἀρχεῖο. Σεῖς δὲν ἔπρεπε νὰ συμμορφωθῆτε στὴν συνοδικὴ αὐτὴ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας στὴν ὁποία ἀνήκετε, καὶ ὄχι στὴν ὑπερόρια ἐπέμβαση καὶ εἰσπήδηση τοῦ πατριάρχου; Ἀκόμη καὶ ἂν σᾶς ἔστελνε προσωπικὴ ἐπιστολὴ ὁ Οἰκουμενικός, ἔπρεπε νὰ προστατεύσετε τὸ αὐτο-διοίκητο καὶ αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά σας ὡς ἐπισκόπου, ἴσου καὶ τῆς αὐτῆς ἀξίας καὶ εὐθύνης μὲ τὸν πατριάρχη, καὶ πρὸ παντὸς νὰ προστατεύσετε τὸ ποίμνιό σας ἀπὸ ἐπεμβάσεις ἀλλοτρίων. Δύσκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ ἑρμηνεύσει αὐτὴν τὴν δουλικότητα πρὸς τὸν Οἰκουμενικό. Ἀπὸ ἕνα πολιὸ Ἱεράρχη καὶ ποιμενάρχη τῆς δευτερόθρονης Θεσσαλονίκης ἄλλα περιμέναμε, κυρίως ὅμως τὸν σεβασμὸ τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἐπίλογος
Στὴν πρὸς ἐμὲ ἐπιστολή σας, Παναγιώτατε, μοῦ ὑπενθυμίζετε ὅτι μοῦ παραχωρήσατε τὸν μετοχικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου ᾽Αντωνίου «διὰ νὰ τελῶ τὴν Θείαν Λειτουργίαν καθ᾽ ἑκάστην Κυριακὴν καὶ νὰ ὁμιλῶ πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα διὰ τὴν πνευματικὴν οἰκοδομὴν αὐτοῦ καὶ πρὸς σωτηρίαν ψυχῶν». Ἐπὶ εἴκοσι τρία συναπτὰ ἔτη (23) ποὺ διακονῶ ἐδῶ, τὰ δώδεκα μὲ τὴν δική σας εὐλογία, σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι πράττω μὲ ἀκρίβεια αὐτὸ ποὺ μοῦ συνιστᾶτε. Καὶ αὐτὸ μποροῦν νὰ σᾶς τὸ βεβαιώσουν ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες πιστῶν ποὺ ἐκκλησιάζονται καθ᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔτη στὸν μικρὸ ἀλλὰ ἱστορικὸ αὐτὸ Ναὸ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐνοχλοῦνται μόνον καὶ σκανδαλίζονται οἱ γείτονες τῆς Μασονικῆς Στοᾶς καὶ οἱ οἰκουμενίζοντες καὶ αἱρετίζοντες κληρικοὶ καὶ θεολόγοι. Ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν χωρὶς τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν σίγουρα στὴν ἀπώλεια, ἀκόμη καὶ ἂν ὡς πρὸς τὰ ἄλλα εἶναι κανεὶς ἅγιος; Δὲν θέλω νὰ σᾶς παραθέσω βιβλικὸ καὶ πατερικὸ ὑλικό. Ἁπλῶς σᾶς ὑπενθυμίζω ὅτι ὁ προκάτοχός σας Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ μεγαλύτερος Πατὴρ καὶ Θεολόγος τῆς δεύτερης χιλιετίας, γράφει ὅτι τὴν αἵρεση τοῦ Filioque τὴν ψιθύρισε ὁ Σατανᾶς στὰ αὐτιὰ τῶν ὑποτακτικῶν του Λατίνων καὶ ὅτι δὲν θὰ τοὺς δεχθοῦμε ποτὲ σὲ κοινωνία, μέχρις ὅτου ἐξακολουθοῦν νὰ ὑποστηρίζουν αὐτὴν τὴν αἵρεση[23] . Ἄλλος δὲ Ἅγιος προκάτοχός σας, ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, λέγει ὅτι οἱ Λατῖνοι δὲν ἔχουν οὔτε μυστήρια οὔτε Χάρη, γιατὶ δὲν ἔχουν πλέον, λόγῳ τῶν αἱρέσεων, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα[24] . Θὰ χαρῶ πολὺ ἂν δημοσίως διακηρύξετε ὅτι συμφωνεῖτε μαζί τους, ἂν μάλιστα μοῦ ἀναθέσετε σὲ κάποια ἱερατικὴ σύναξη ἢ ἄλλη ἐκδήλωση νὰ ὁμιλήσω γιὰ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Οἰκουμενισμό, γιατὶ ἐπὶ δώδεκα ἔτη δὲν ἔχει ἀκουσθῆ στὴν Θεσσαλονίκη ἀντιπαπικό, ἢ ἀντιοικουμενιστικὸ κήρυγμα. Ἂν διαφωνεῖτε μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ συμφωνεῖτε μὲ τοὺς μεταπατερικοὺς θεολόγους καὶ οἰκουμενιστάς, τότε σεῖς παρεμποδίζετε τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν καὶ ὄχι ἐγώ. Ἐγὼ εἶμαι βέβαιος γιὰ τὴν καλὴ πορεία τῆς διακονίας μου, γιατὶ ἀκολουθῶ τοὺς Ἁγίους καὶ ὄχι τὸν Βαρθολομαῖο καί «τοὺς σὺν αὐτῷ».
Μὲ σεβασμὸ στὴν ἀρχιερωσύνη σας
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ
[1]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση (Στὸ Freising καὶ στὸ Balamand), Θεσσαλονίκη 2002. Γράφει τὸ κείμενο τῆς προδοτικῆς συμφωνίας τοῦ Balamand στὶς παραγράφους 13 καὶ 14: «Καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του - ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια, πρὸ πάντων στὴ μοναδικὴ Ἱερωσύνη ποὺ τελεῖ τὴ μοναδικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν Ἐπισκόπων- δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνο ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Ὀρθόδοξος καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαίως ὡς “ἀδελφὲς Ἐκκλησίες”,ὑπεύθυνες ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὴ διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στὴν πιστότητα πρὸς τὸ Θεῖο Σχέδιο...».
[2] . Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Ἡ ἀπομύθευση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», Θεοδρομία 6 (2004) 323-325.
[3] . Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ-Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν, Οἰκουμενισμός. Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, Ἐκδόσεις «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, τόμοι Α´ καὶ Β´, σελ. 1030.
[4] . Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Θεσσαλονίκη 2003. Στὴν ἀφιέρωση γράφαμε: «Τῷ Παναγιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονι Β´, γνησίῳ Ἕλληνι καὶ Ὀρθοδόξῳ Ἱεράρχη, ὑπερμάχῳ καὶ ὑπερασπιστῇ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ὁ τίτλος δὲ τοῦ σχετικοῦ ἄρθρου στὶς σελ. 120-132 τοῦ βιβλίου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἄξιος τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελήμων Β´. Ἀκύρωσε διαθρησκειακὴ συνάντηση καὶ ἀπαγόρευσε τὴν κυκλοφορία αἱρετικοῦ βιβλίου». Μετὰ τὴν κοίμησή του ἐπίσης τοῦ ἀφιερώσαμε μικρὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἄξιον τέλος ἀξίου ἱεράρχου. Ἐκοιμήθη ὁσιακῶς καὶ ἐκηδεύθη πανδήμως ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Β´», Θεοδρομία 3 (2003) 155-160.
[5] . Ματθ. 3, 9
[6] . Ματθ. 3, 2 καὶ 4, 17.
[7] . Πρὸς Διόγνητον 5.
[8] . Πρὸς τοὺς Νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων 2.
[9] . Ματθ. 5, 11.
[10] . Γαλ. 2, 6.
[11] . Α´ Πέτρου 1, 17.
[12] . Βλ. Θεοδρομία 8 (2006) 558-564.
[13] . Πρεσβύτερος Αναστασιοσ Γκοτσοπουλοσ, Ἡ Συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας τὴν κανονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, Ἐκδόσεις «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2009.
[14] . Περιοδικὸ Ἐπίσκεψις ἀριθμ. τεύχους 423, 15.7.1989, σελ. 6-7.
[15] . Ἀρχιμ. Βαρθολομαιου Αρχοντωνη, Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν Κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Ἀνάλεκτα Βλατάδων σελ. 73.
[16] . Βλ. Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, Ἐκδοτικὸς Οἴκος «᾽Αστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 220-221.
[17] . Αὐτόθι, σελ. 322.
[18] . Θεοδρομία 6 (2004) 165-177.
[19] . Θεοδρομία 8 (2006) 546-557.
[20] . Ματθ. 7, 3.
[21] . Μ. Αθανασιου, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου 83, Βλ. καὶ Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ ὁ σύγχρονος Οἰκουμενισμός», Θεοδρομία 9 (2007) 79-88.
[22] . Κανὼν ΙΕ´
«Τὰ ὁριθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρ-μόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἢ Ἐπίσκοπος, ἢ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέροι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυ-σταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ἐσφράγισταί τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καὶ σχίσμα ποιούντων, καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
[23] . Ἁγίου Γρηγοριου Παλαμα, Λόγος πρῶτος ὅτι οὐχὶ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἀλλ᾽ ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, Πρόλογος εἰς Π. Χρηστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράματα, Θεσσαλονίκη 1962, τόμος Α´, σελ. 23-24: « Πάλιν ὁ δεινὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις, τήν ἑαυτοῦ κεφαλὴν καθ᾽ ἡμῶν διαίρων, ὑποψιθυρίζει τὰ τῆς ἀληθείας ἀντίθετα... Οὕτως Ἀρείους, οὕτως Ἀπολιναρίους, οὕτως Εὐνομίους καὶ Μακεδονίους, οὕτω πλείστους ἄλλους... διὰ τῆς ἐκείνων γλώττης τὸν οἰκεῖον κατὰ τῆς ἱερᾶς Ἐκκλησίας ἐπαφῆκε ἰόν... Οὗτος τοίνυν ὁ νοητὸς καὶ διά τοῦτο μᾶλλον ἐπάρατος ὄφις... διὰ τῶν αὐτῷ πειθηνίων Λατίνων περί Θεοῦ καινάς εἰσφέρει εὐχάς». Αὐτόθι σελ. 26: «Ἀλλ᾽ ἡμεῖς διδαχθέντες ὑπὸ τῆς θεοσοφίας τῶν Πατέρων αὐτοῦ τὰ νοήματα μὴ ἀγνοεῖν... οὐδέποτ᾽ ἂν ὑμᾶς κοινωνοὺς δεξαίμεθα μέχρις ἂν καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα λέγητε».
[24] . Λέγει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὅτι τὸν ἑκάστοτε πάπα «οὐ μόνον οὐ κοινωνικὸν ἔχομεν, ἀλλὰ καὶ αἱρετικὸν ἀποκαλοῦμεν» (Διάλογος 23, PG 155,120-121). Καὶ ἀλλοῦ: «Βλασφημοῦσιν ἄρα οἱ καινοτόμοι καὶ πόρρῳ τοῦ Πνεύματός εἰσι, βλασφημοῦντες κατὰ τοῦ Πνεύματος καί οὐκ ἐν αὐτοῖς ὅλως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὸ καὶ τὰ αὐτῶν ἀχαρίτωτα, ὡς τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος ἀθετούντων καὶ ὑποβιβαζόντων αὐτό ... διὸ καί τό Πνεῦμα οὐκ ἐν αὐτοῖς τὸ Ἅγιον, καὶ οὐδὲν πνευματικὸν ἐν αὐτοῖς καὶ καινὰ πάντα καὶ ἐξηλλαγμένα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ παρὰ τὴν θείαν παράδοσιν» (Ἐπιστολὴ περὶ τῶν Μακαρισμῶν 5). Βλ. περισσότερα στὴν διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ μακαριστοῦμητροπολίτου Δράμας Διονυσίου Κ. Κυράτσου, Ὁ Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης καὶ ἡ Δύση. Ἡ λατινικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ καινοτομίες της, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 31-32.
Πηγή: Ακτίνες
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 25η Ιανουαρίου 2017
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ «ΘΕΟΛΟΓΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΘΟΛΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΝΗ ΤΟΥΣ»;
Η «Σύνοδος» του Κολυμπαρίου της Κρήτης εξακολουθεί να βρίσκεται μέχρι σήμερα, μετά παρέλευση επτά περίπου μηνών από την σύγκλησή της, στην κορυφή της εκκλησιαστικής επικαιρότητος και να αποτελεί το «αντιλεγόμενο σημείο», όχι μόνον πανελληνίως αλλά και πανορθοδόξως. Ένα πλήθος δημοσιευμάτων στο διαδίκτυο και τα Μ.Μ.Ε. κατακλύζουν καθημερινά την επικαιρότητα.
Μια ατμόσφαιρα οργής και αναβρασμού, που συνεχώς αυξάνει, κυριαρχεί μεταξύ του πιστού λαού του Θεού, για όσα απεφασίσθησαν στην εν λόγω «Σύνοδο». Ο λαός όλο και περισσότερο αρχίζει και συνειδητοποιεί, ότι η «Σύνοδος» αυτή τελικά δεν ήταν μια αληθινή Ορθόδοξη Σύνοδος, αλλά μια ψευδοσύνοδος. Εν τω μεταξύ οι θιασώτες της, καθώς βλέπουν την αντίδραση του λαού, καθώς βλέπουν γύρω τους σχίσματα και αποτειχίσεις, με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό, προσπαθούν απεγνωσμένα με νύχια και δόντια να περισώσουν το κύρος της και να την παρουσιάσουν ως γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδο. Μη δυνάμενοι όμως να το αποδείξουν με πειστικά θεολογικά επιχειρήματα, καταφεύγουν σε απειλές και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς εναντίον όσων εμμένουν στην γραμμή των Αγίων Πατέρων και αγωνίζονται να παραμείνει η αγία Ορθόδοξη Πίστη ανόθευτη και απαραχάρακτη.
Έχει ήδη τονιστεί από πολλούς και είναι πλέον κοινός τόπος, ότι πολλά σημεία των συνοδικών κειμένων έχουν ασάφειες και αντιφάσεις και δεν εναρμονίζονται με άλλα σημεία των αυτών κειμένων. Το γεγονός αυτό βεβαίως είναι πρωτόγνωρο στη ιστορία των αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, οι οποίες διακρίνονται για την σαφήνεια και την ακριβολογία των δογματικών αποφάσεών των. Στις αποφάσεις των δεν αφήνονται περιθώρια για παρερμηνείες. Σ’ αυτές ορίζεται επακριβώς το «ναι ναι και το ου ου» (Ματθ.5,37).
Ωστόσο στα συνοδικά κείμενα δεν έχουμε μόνο ασάφειες και αντιφάσεις, αλλά και κακόδοξες διατυπώσεις. Συγκεκριμένα στο κείμενο με τίτλο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» εισάγεται μια αιρετική εκκλησιολογία, όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος σε εκτενέστατη θεολογική παρέμβαση, (33 σελίδων), την οποία κατέθεσε στην Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, (23 και 24 Νοεμβρίου του 2016). Ο ως άνω ιεράρχης σχολιάζοντας την τελική πρόταση που κατέθεσε η Εκκλησία της Ελλάδος στη «Σύνοδο» της Κρήτης ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και ομολογιών», παρατηρεί τα εξής: «Όμως η νέα αυτή πρόταση της πλειοψηφίας της αντιπροσωπείας μας, αφ’ ενός μεν απομακρύνεται από την ομόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας μας, αφ’ ετέρου δε είναι κακόδοξη και αντορθόδοξη» .[1] Και αποδεικνύει στη συνέχεια με αδιάσειστα θεολογικά επιχειρήματα ότι: «ή θα υπάρχει εκκλησία χωρίς αιρετικές διδασκαλίες, η οποία σώζει τους ανθρώπους, ή θα είναι αιρετική ομάδα, η οποία δεν μπορεί να αποκαλείται Εκκλησία. Το να ενώνονται οι δύο αυτές λέξεις – ετερόδοξη και Εκκλησία - σε μια ενότητα και η μία είναι κοσμητικό επίθετο της άλλης, είναι γεγονός εσφαλμένο, γιατί τότε εμπαίζονται και οι ετερόδοξοι και οι Ορθόδοξοι».[2] Στην θεολογική του ανάλυση παρουσιάζει και αποδεικνύει, ότι η παρά πάνω κακόδοξη διατύπωση προέρχεται από την αιρετική προτεσταντική θεωρία περί αοράτου και ορατής Εκκλησίας: «Η νέα αυτή πρόταση, [με την οποία γίνεται αποδεκτός ο όρος ‘ετερόδοξη εκκλησία’], εκφράζει την προτεσταντική άποψη περί αοράτου και ορατής Εκκλησίας, που είναι μια ‘νεστοριανική εκκλησιολογία’».[3] Ωστόσο τις παρά πάνω κρυστάλλινες και πέρα για πέρα Ορθόδοξες θεολογικές θέσεις, δεν μπορούν να τα δεχθούν οι υποστηρικτές της «Συνόδου» . Ισχυρίζονται, «διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους», ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης είναι μια ορθόδοξος Σύνοδος και οι αποφάσεις της σύμφωνες με την ορθόδοξη παράδοση.
Με πολλή λύπη πληροφορηθήκαμε από το διαδίκτυο για όσα διατύπωσε πρόσφατα, (18.1.2017) Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σε λόγο του κατά την εορτή των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου, τον οποίον δημοσιοποίησε το ιστολόγιο «orthodoxiaonline». Ο εν λόγω ιεράρχης επί τη ευκαιρία της ως άνω εορτής εξαπέλυσε δριμύτατη κριτική εναντίον όσων δεν συμμερίζονται τις απόψεις του. Μεταξύ άλλων είπε: «Ομολογητής αληθινός είναι ο Μέγας Αθανάσιος και δεν μπορεί κανείς να έρθει και να σταθεί δίπλα στην Μεγάλη Αυτή Μορφή, που αποτελεί ένα Πνευματικό Κάτοπτρο, που ορθοτόμησε τον Λόγο της Αληθείας ….εν αντιθέσει με κάποιους που θεολογούν μέσα από το θολό τους το μυαλό και μέσα από την πλάνη τους, υβρίζοντας και κατακρίνοντας συνεχώς Ιερές Συνόδους, Ιεράρχες, Κληρικούς αλλά και λαϊκούς». Ο Μέγας Αθανάσιος όντως υπήρξε «ένα Πνευματικό Κάτοπτρο, που ορθοτόμησε τον Λόγο της Αληθείας….». Μέχρις εδώ όλα καλά, συμφωνούμε απόλυτα. Στη συνέχεια όμως επιτίθεται με πρωτοφανή μανία και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς σε όσους αντιτάσσονται στις κακόδοξες αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης. Ρωτάμε: Άραγε Σεβασμιώτατε «Θεολογούν μέσα στο θολό μυαλό τους και μέσα στην πλάνη τους» οι Προκαθήμενοι και οι Επίσκοποι των τεσσάρων Πατριαρχείων, (Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας), οι οποίοι άσκησαν κριτική και αρνήθηκαν αιτιολογημένα να συμμετάσχουν στη «Σύνοδο» της Κρήτης, επειδή διαπίστωσαν ότι τα προσυνοδικά κείμενα έχουν ανάγκη διορθώσεων; «Θεολογούν μέσα στο θολό μυαλό τους και μέσα στην πλάνη τους» οι δύο Εκκλησίες της Βουλγαρίας και Γεωργίας, οι οποίες μετά την διεξαγωγή της «Συνόδου» της Κρήτης και αφού μελέτησαν τις συνοδικές αποφάσεις της, κατέληξαν με ιδικές των επίσημες συνοδικές αποφάσεις ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης δεν είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, ούτε Σύνοδος; «Θεολογούν μέσα στο θολό μυαλό τους και μέσα στην πλάνη τους» ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, δεκαεπτά επίσκοποι της Σερβικής Εκκλησίας και πέντε της Εκκλησίας της Κύπρου, οι οποίοι έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο», αλλά δεν υπέγραψαν τις αποφάσεις της; «Θεολογούν μέσα στο θολό μυαλό τους και μέσα στην πλάνη τους» οι Μητροπολίτες Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Κυθήρων κ. Σεραφείμ και Γλυφάδας κ. Παύλος, οι οποίοι απορρίπτουν τις αποφάσεις της «Συνόδου» ως απαράδεκτες και κακόδοξες; «Θεολογούν μέσα στο θολό μυαλό τους και μέσα στην πλάνη τους», εγνωσμένου κύρους και παγκοσμίου εμβελείας πανεπιστημιακοί Καθηγητές, όπως ο πρωτ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, ο πρωτ. π. Θεόδωρος Ζήσης, ο κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, κ.α., οι οποίοι άσκησαν κριτική και όρθωσαν τεκμηριωμένο θεολογικό λόγο κατά της «Συνόδου» και των αντορθοδόξων αποφάσεών της; «Θεολογούν μέσα στο θολό μυαλό τους και μέσα στην πλάνη τους» οι Καθηγούμενοι και οι Πατέρες από τις Ιερές Μονές Κωνσταμονίτου αγίου Όρους, αγίας Παρασκευής Μηλοχωρίου, (Φλωρίνης), Αγίου Νικοδήμου Γουμενίσσης, Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Μεταμορφώσεως Σοχού, Ιερές Μονές από την Ρουμανία, Μολδαυΐα και Ουκρανία, οι Πατέρες της Ρουμανικής Σκήτης αγίου Όρους και μια πλειάδα ιερομονάχων και μοναχών εγνωσμένης αρετής και πνευματικής ακτινοβολίας από το Άγιο Όροςκαι όχι μόνον, οι οποίοι απορρίπτουν τις αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης; «Θεολογούν», τέλος «μέσα στο θολό μυαλό τους και μέσα στην πλάνη τους» επιφανείς κληρικοί και θεολόγοι, αλλά και ο πιστός λαός, (χιλιάδες τον αριθμό), οι οποίοι υπέγραψαν το ομολογιακό κείμενο «Ανοικτή επιστολή - Ομολογία» της «Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών», για να δηλώσουν έμπρακτα, ότι δεν αποδέχονται τις αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης;
Κατηγορεί επίσης ο Σεβασμιώτατος όλους τους παρά πάνω μνημονευθέντας, ότι πέφτουν στο αμάρτημα της κατακρίσεως: «…κατακρίνοντας συνεχώς Ιερές Συνόδους, Ιεράρχες, Κληρικούς αλλά και λαϊκούς». Αγνοεί φαίνεται ότι την ευθύνη για την διαφύλαξη της πίστεως από την αίρεση δεν έχουν μόνον οι επίσκοποι, αλλά όλο το σώμα της Εκκλησίας, κλήρος και λαός. Η Ορθόδοξη πίστη δεν είναι ιδιοκτησία των Επισκόπων, την οποία μπορούν να διαχειρίζονται κατά το δοκούν, αλλά κτήμα όλων. Αν ρίξουμε μια ματιά στην εκκλησιαστική μας ιστορία, θα διαπιστώσουμε ότι στα θέματα της πίστεως ήταν πάντοτε ενεργός η συμμετοχή του λαού του Θεού.[4]Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης τονίζει κατηγορηματικά ότι: «Είναι εντολή του Κυρίου να μη σιωπάμε όταν κινδυνεύει η Πίστη... όταν πρόκειται για την πίστη, δεν μπορούμε να πούμε· Εγώ ποιός είμαι; Είμαι ιερέας; Όχι. Άρχοντας; Ούτε. Στρατιώτης; Από που; Γεωργός; Ούτε και αυτό. Είμαι φτωχός, εξασφαλίζοντας μόνο την καθημερινή μου τροφή. Δεν έχω λόγο ούτε ενδιαφέρον για το θέμα αυτό. Αλλοίμονο! Οι πέτρες θα κράξουν, και συ μένεις σιωπηλός και αδιάφορος;... Ώστε ακόμα και ο φτωχός την ημέρα της κρίσεως δεν θα έχει καμιά δικαιολογία, αν τώρα δεν μιλά, γιατί θα κριθεί και μόνο γι’ αυτό».[5] Ο πιστός λαός του Θεού είναι ο έσχατος κριτής της ορθότητος και της εγκυρότητος των αποφάσεων οποιασδήποτε Συνόδου· είναι αυτός, που με την γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει, ή απορρίπτει αυτά, που αποφαίνονται οι Σύνοδοι. Όπως τονίζει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος: «...και οι λαϊκοί είναι μάρτυρες της αληθείας, είναι ποιμένες (εμμέσως) του λαού του Θεού, είναι συνεργοί των Ποιμένων, ακόμα συμμετέχουν ως σύμβουλοι στις Οικουμενικές Συνόδους και επί πλέον δέχονται η απορρίπτουν τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Ο λαός, (κλήρος και λαϊκοί), δεν δέχθηκαν την ένωση των ‘Εκκλησιών’, που έγινε στην Φερράρα Φλωρεντία».[6] Η Εγκύκλιος των πατριαρχών της Ανατολής του 1848 καταλήγει με την διακήρυξη ότι: «Παρ ημίν ούτε Πατριάρχαι ούτε Σύνοδοι εδυνήθησάν ποτε εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας εστίν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού».[7] Έχουμε πάμπολλες περιπτώσεις στην εκκλησιαστική μας ιστορία, στις οποίες συνέβη να πλανηθούν Πατριάρχες και Επίσκοποι και την Ορθόδοξη πίστη κράτησαν απλοί παπάδες και μοναχοί, (βλέπε άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κ.α.).
Ισχυρίζεται επίσης ο Σεβασμιώτατος ότι: «αυτοί κατακρίνουν τους πάντες, με την δικαιολογία ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ανεγνώρισε ως Εκκλησίες τους αιρετικούς. Αυτό αποτελεί την μεγαλύτερη ψευδή πλάνη και διαστροφή της αλήθειας που διακηρύσσουν οι κύριοι αυτοί. Ουδεμία εκκλησιαστικότητα δεν αναγνωρίσθη προς τους αιρετικούς, είτε αυτοί λέγονται παπικοί, είτε προτεστάντες, απεναντίας κατεδικάσθη η Ουνία». Πως μπορεί όμως να αποδείξει τον παρά πάνω ισχυρισμό του; Τα συνοδικά κείμενα τον διαψεύδουν. Η αναγνώριση εκκλησιαστικότητος στους ετεροδόξους αιρετικούς είναι σαφέστατη, όπως καταδείξαμε παρά πάνω και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε.
Παρά κάτω προσθέτει: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο αμάρτημα από το να διασπά κανείς την ενότητα για χάρη της εγωπαθούς αντιλήψεως του, του εγωισμού και της πλάνης του, όπως πράττουν κάποιοι κύκλοι που αποκαλούνται και ομολογητές». Και στο σημείο αυτό δεν ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας ο Σεβασμιώτατος. Διότι εκείνοι που στην πραγματικότητα διασπούν την ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι «κάποιοι κύκλοι που αποκαλούνται και ομολογητές»,αλλά η ίδια η «Σύνοδος» της Κρήτης, η οποία δίχασε τον ορθόδοξο κόσμο με τα αντορθόδοξα δόγματα, τα οποία εθέσπισε και συνοδικώς επεκύρωσε. Η αγιοπνευματική ενότης της Εκκλησίας διασφαλίζεται πρωτίστως και κυρίως, όπως πολύ ωραία διακηρύσσει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εν τη ενότητι της πίστεως: «Όταν δε πάντες ομοίως πιστεύομεν, τότε ενότης εστίν».[8] Δίχασε η «Σύνοδος» τις Ορθόδοξες Εκκλησίες σε εκείνες που την αποδέχονται και σε εκείνες που την απορρίπτουν. Δίχασε τους ιεράρχες των δέκα εκκλησιών, που συμμετείχαν στη «Σύνοδο», σε εκείνους που την αποδέχονται και σε εκείνους που την απορρίπτουν. Δίχασε το Άγιον Όρος και πολλά Μοναστήρια από την Ελλάδα και άλλες Ορθόδοξες χώρες. Δίχασε τέλος τον πιστό λαό του Θεού.
Παρά κάτω ισχυρίζεται: «Ιστορικά και μόνο αν το δούμε, πως μπορούμε αλλιώς να τους αποκαλέσουμε αφού αυτό είναι το όνομα τους. Στην Παραβολή του Ασώτου Υιού, ο υιός όταν απομακρύνθηκε εκ της πατρώας οικίας απώλεσε την ιδιότητα του ως Υιός;»! Χρέος και αποστολή της «Συνόδου» της Κρήτης δεν ήταν να γράψει εκκλησιαστική ιστορία, αλλά να δογματίσει ορθοδόξως. Τον παρακαλούμε να αναγνώσει το «ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ» κείμενο της Δ.Ι.Σ., διότι αποκαλεί τους ετεροδόξους αιρέσεις. Η «Σύνοδος» της Κρήτης εκλήθη να εκφράσει την δογματική της αυτοσυνειδησία, όπως αυτό συνέβαινε ανέκαθεν σε όλες τις οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας μας. Χρέος της ήταν να οριοθετήσει με σαφή εκκλησιολογικά όρια την Εκκλησία από τις αιρέσεις, την Ορθοδοξία από την ετεροδοξία, η οποία σφετερίζεται την αποστολική αλήθεια. Κάνετε μεγάλος λάθος, Σεβασμιώτατε, αν νομίζετε ότι το όνομα των ετεροδόξων είναι «Εκκλησία», δηλαδή Σώμα Χριστού, (Εφ.1,22-23). Οι ετερόδοξοι καταδικάσθηκαν από πλήθος Ορθοδόξων Συνόδων από του σχίσματος και εντεύθεν ως αιρετικοί. Αυτό είναι το όνομά τους. Αν αμφιβάλλετε, κάνετε τον κόπο να διαβάσετε την κορυφαία και περισπούδαστη δίτομη Δογματική του αειμνήστου καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννου Καρμίρη με τίτλο: «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» και εκεί θα πεισθείτε, ότι έχουμε απόλυτο δίκαιο.
Πέρα για πέρα άστοχη, επίσης, θεωρούμε την προσπάθειά του να στηρίξει τον παρά πάνω ισχυρισμό του στην παραβολή του Ασώτου. Ο άσωτος, καθ’ ο άσωτος, (από το στερητικό α και το ρήμα σώζω), δεν είχε καμία ελπίδα σωτηρίας εν’ όσω παρέμενε στην κατάσταση της αποστασίας, μακράν της πατρικής οικίας. Μόνον όταν επέστρεψε, του εδόθη «δακτύλιος εις τη χείρα αυτού», (Λουκ.15,22), που συμβολίζει τον αρραβώνα του αγίου Πνεύματος, την αποκατάστασή του στη θέση του Υιού, την οποία είχε απολέσει λόγω της αποστασίας του. Όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος: «όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοίεισιν υιοί Θεού» (Ρωμ. 8,14). Όσοι οδηγούνται και κατευθύνονται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι οι πραγματικοί υιοί του Θεού. Ο άσωτος φυσικά δεν μπορεί να συγκαταριθμηθεί μεταξύ εκείνων που κατευθύνονται από το Πνεύμα του Θεού και άρα δεν μπορεί να ονομασθεί πραγματικός υιός του Θεού, (εν όσω παρέμενε, εννοείται, στην κατάσταση της ασωτίας). Παρά κάτω συμπληρώνει: «αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού» (Ρωμ. 8,16-17). Ο άσωτος αφού δεν ήταν κληρονόμος, ούτε τέκνο μπορεί να ήταν.
Και ας έρθουμε τώρα στους ετεροδόξους. Οι ετερόδοξοι μοιάζουν με τον άσωτο υιό, διότι πλανήθηκαν, έχασαν την αποστολική πίστη και λατρεύουν ένα ψεύτικο, έναν ανύπαρκτο Χριστό. Αποκόπηκαν από την Εκκλησία ως μη μετανοήσαντες και ως «ανιάτως νοσήσαντες», εν όσω δε παραμένουν εκτός της Εκκλησίας, δεν έχουν καμία ελπίδα σωτηρίας και δεν έχουμε το δικαίωμα να τους ονομάσουμε «Εκκλησίες». Έπαυσαν να καθοδηγούνται και να κατευθύνονται από το Πνεύμα του Θεού και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους παρά πάνω λόγους του αποστόλου έπαυσαν να είναι τέκνα Θεού. Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα του Σεβασμιώτατου: «ο υιός όταν απομακρύνθηκε εκ της πατρώας οικίας απώλεσε την ιδιότητα του ως Υιός;» είναι ότι ναι, πράγματι την απώλεσε.
Τελειώνει ο Σεβασμιώτατος με την εξής θέση: «Η Εκκλησία είναι η Φιλόστοργος Μητέρα και αναμένει την επιστροφή, και των πεπλανημένων, και των πεπτωκότων και των αμαρτωλών. Η Εκκλησία είναι Ιατρείο και η αγκαλιά της Αγάπης του Θεού….». Συμφωνούμε μαζί του. Όμως δεν το έκανε αυτό η «Σύνοδος» της Κρήτης. Δεν κατονόμασε και δεν στηλίτευσε τις αιρέσεις ως οδούς απώλειας. Δεν κάλεσε τους ετεροδόξους- αιρετικούς να αποβάλλουν τις κακόδοξες πλάνες τους και να ενταχθούν στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, την αληθινή Εκκλησία του Χριστού για να σωθούν.
Περαίνοντας το σχόλιό μας στα λεγόμενα του Σεβασμιωτάτου, (τον οποίο, κατά τα άλλα και αγαπούμε και τιμούμε), εκφράζουμε τη λύπη μας, διότι οι παρά πάνω λόγοι του υπήρξαν πέρα για πέρα άστοχοι και παραπλανητικοί για το ορθόδοξο πλήρωμα. Φθάσαμε δυστυχώς σήμερα στο θλιβερό κατάντημα να θεωρείται η προάσπιση της Ορθοδόξου πίστεως απαξία και ύβρις. Παρακαλούμε λοιπόν τον Σεβασμιώτατο, κατ’ αρχήν να καθίσει και να ξαναδιαβάσει Εκκλησιαστική Ιστορία και Δογματική, (κατά προτίμηση των καθηγητών Ι. Καρμίρη, και Ι. Ρωμανίδη). Και στη συνέχεια τον παρακαλούμε ταπεινά να ανασκευάσει τα λεγόμενά του, για να τον δοξάσει ο Πανάγιος Θεός.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
[1] Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεου, «Παρέμβαση και κείμενο στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, (Νοέμβριος 2016), σελ. 23.
[2] Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεου, «Παρέμβαση…», ο.π. σελ. 25.
[3] Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεου, «Παρέμβαση…», ο.π. σελ. 5.
[4] Οἱ λαϊκοί και οἱ κληρικοί ἀποτελοῦν τον Ὀρθόδοξο λαό! Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ με ἄλλα λόγια δεν εἶναι μόνον οἱ κληρικοί οὔτε ἁπλῶς οἱ λαϊκοί, ἀλλά ἡ ἑνότητακαί ἡ κοινωνία ἐν Χριστῷτῶνλ αϊκῶν, μοναχῶν και κληρικῶν (Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Ἀνατολικά, Τόμος Α΄, σελ. 88).
[5] Φιλοκαλία 18Γ, Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Ἐπιστολή πα΄, σελ. 77
[6] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἀνατολικά, Τόμος Α΄, σελ. 94
[7] Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. ΙΙ, Graz Austria 1968, σελ. 920[1000]
[8] Ερμηνεία στην προς Εφεσίουςεπιστολήν, PG 62,83.
Πηγή: Ακτίνες
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...