Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στίς 23 καί 24 Νοεμβρίου 2016 συνεδρίασε ἐκτάκτως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ ἀποκλειστικό θέμα τήν ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. Τήν συνεδρία αὐτή τῆς Ἱεραρχίας ἀνέμενε μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον καί ἀγωνία ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε ἐναποθέσει σέ αὐτή τίς ἔσχατες ἐλπίδες του γιά ἕναν ἐπαναπροσδιορισμό τῶν θέσεων τῆς Ἱεραρχίας, πού θά ὁδηγοῦσε στόν ἐντοπισμό τῶν ἐσφαλμένων ἐπιλογῶν καί ἀποφάσεων τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης.
Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ προσδοκίες αὐτές διαψεύστηκαν, γεγονός πού μᾶς προκάλεσε βαθύτατο πόνο καί μεγάλη ἀπογοήτευση. Αἰσθανόμαστε τήν ἱερατική καί μοναχική μας συνείδηση νά ἀντιδρᾶ ἔντονα καί νά ἀνθίσταται, ἀδυνατώντας νά κατανοήσει καί νά ἀποδεχθεῖ τίς ἀποφάσεις πού ἐλήφθησαν. Αἰσθανόμαστε ἐπιτακτικά τήν εὐαγγελική ἐντολή νά μᾶς ὁδηγεῖ, ὥστε νά ὁμολογήσουμε ὑπέρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αἰσθανόμαστε νά μᾶς ἐπιτάσσει νά μήν σιωπήσουμε, ἀλλά νά καταθέσουμε, ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας, τήν καλογερική δογματική μας συνείδηση μέ εὐθύτητα καί εἰλικρίνεια, χωρίς κατακριτική διάθεση, ἀλλά μέ ἔμπονη ἀγάπη πρός τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία καί τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας.
Μᾶς παρακινεῖ σέ αὐτό, τό φωτεινό παράδειγμα τῶν Ἁγίων μας, παλαιῶν καί συγχρόνων, καθώς καί ἡ προτροπή τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου: «Εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωπᾶμε, ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη... Ὅταν πρόκειται γιά τήν πίστη, δέν μποροῦμε νά ποῦμε· Ἐγώ ποιός εἶμαι; Εἶμαι ἱερέας; Ὄχι. Ἄρχοντας; Οὔτε. Στρατιώτης; Γεωργός; Οὔτε καί αὐτό. Εἶμαι φτωχός, ἐξασφαλίζοντας μόνο τήν καθημερινή μου τροφή. Δέν ἔχω λόγο, οὔτε ἐνδιαφέρον γιά τό θέμα αὐτό. Ἀλλοίμονο! Οἱ πέτρες θά κράξουν, καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀδιάφορος;... Ὥστε ἀκόμα καί ὁ φτωχός τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως δέν θά ἔχει καμμιά δικαιολογία, ἄν τώρα δέν μιλᾶ, γιατί θά κριθεῖ καί μόνο γι’ αὐτό»1.
Δυστυχῶς, παρά τήν σοβαρότητα τοῦ θέματος πού συζητήθηκε, οἱ Ἱεράρχες μας δέν στάθηκαν στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί δέν ἔλαβαν τήν προσήκουσα ἀπόφαση. Κατά ἀκριβολογία πρόκειται οὐσιαστικά γιά ΜΗ ἀπόφαση καί ὄχι γιά ἀπόφαση. Πρόκειται γιά μία ἐσκεμμένα ἐπαμφοτερίζουσα ἀπόφαση, πού παρέχει τήν δυνατότητα πολλαπλῶν ἀναγνώσεων καί ποικίλων ἑρμηνειῶν.
Εἶναι μία ἀπόφαση διπλωματική καί ἐξισορροπιστική, χωρίς εὐθύτητα καί χωρίς καθαρές θέσεις, πού μόνο σκοπό ἔχει νά κατευνάσει τίς ἀντιδράσεις καί νά διατηρήσει τίς ἰσορροπίες μεταξύ τῶν ἀντιδρώντων, Ἐπισκόπων, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν πιστῶν καί τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, παραπέμποντας οὐσιαστικά τό ζήτημα στίς «Καλένδες».
Ἡ ἀπόφαση αὐτή προκαλεῖ σύγχυση καί παραπλανᾶ τό ποίμνιο, κι αὐτό γιατί ἀπό τήν μία πλευρά δίνει τήν δυνατότητα στούς ὑπερασπιστές τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης νά ἐπικαλοῦνται τό γεγονός ὅτι δέν καταδικάστηκαν τά Κείμενα τῆς Κρήτης. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὅσοι δικαίως ἀντιδροῦν στίς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης, ἐπικαλοῦνται τό γεγονός ὅτι ἡ Ἱεραρχία μπορεῖ μέν νά μήν κατεδίκασε τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἀλλά δέν τήν ἐπικύρωσε καί δέν ἐνέκρινε τά Κείμενά της.
Πρόκειται πραγματικά γιά μεθοδεύσεις, πού δέν εἶναι ἔντιμες καί εὐθεῖς καί δέν ἁρμόζουν σέ καμμία περίπτωση σέ ὀρθοδόξους Ἱεράρχες. Ὑποδηλώνουν μάλιστα ὅτι δέν πηγάζουν καί δέν ἀποτελοῦν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο εἶναι εὐθές καί ξεκάθαρο.
Στήν οὐσία παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί γίνεται, ἔστω καί ἔμμεσα, ἀνεκτή ὅλη ἡ παθογένεια πού τήν συνόδευσε.
Παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀλλά καί ἔμμεση νομιμοποίηση, στίς πρωτοφανεῖς μεθόδους ἀδιαφάνειας, συγκεντρωτισμοῦ καί ἐπιβολῆς προειλημμένων ἀποφάσεων, πού κυριάρχησαν καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς προπαρασκευῆς τῆς «Συνόδου».
Παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν καί νομιμοποιεῖται ὁ ἀποκλεισμός τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος δέν γνώριζε ἀπολύτως τίποτε οὔτε γιά τό περιεχόμενο οὔτε γιά τήν θεματολογία αὐτῆς τῆς Συνόδου· οὐδέποτε πληροφορήθηκε κάτι σχετικό μέ τήν Σύνοδο αὐτή, οὐδέποτε συμμετεῖχε στήν διαδικασία προπαρασκευῆς της καί οὐδέποτε ἐνέκρινε τά πρός συζήτηση θέματά της.
Παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν καί νομιμοποιεῖται ὁ παραγκωνισμός καί ἡ φίμωση τῶν Ἐπισκόπων καί ἡ ἐπιλεκτική συμμετοχή μιᾶς ὀλιγαρχίας ἐκλεκτῶν, χωρίς ἀκόμη καί αὐτοί νά ἔχουν δικαίωμα ψήφου. Πρόκειται πραγματικά γιά μιά πρωτοφανή μεθόδευση, πού ἀποτελεῖ μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο στά ἐκκλησιαστικά χρονικά.
Παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν καί νομιμοποιεῖται ἡ ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν αἱρέσεων, ἡ συμμετοχή μας στό Π.Σ.Ε., στό συνονθύλευμα αὐτό αἱρέσεων καί κακοδοξιῶν, ἡ μέχρι τώρα πορεία καί συμμετοχή στούς θεολογικούς διαλόγους καί τά ἀπαράδεκτα κείμενα πού παρήχθησαν σέ αὐτούς.
Παρέχεται ἄφεση ἁμαρτιῶν καί νομιμοποιεῖται ἡ βαπτισματική θεολογία, ἡ ἀποδοχή τῶν μυστηρίων τῶν παπικῶν, οἱ μικτοί γάμοι καί τόσες ἄλλες παρεκτροπές ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.
Ὅμως, μέ βάση τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ στό σύνολό του –καί ὄχι μόνον ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων- πού μαζί μέ τούς Ἐπισκόπους, τούς κληρικούς καί τούς μοναχούς συγκροτοῦν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι αὐτός πού ἔχει ὄχι μόνον τό δικαίωμα, ἀλλά καί τήν ὑποχρέωση νά κρίνει καί νά ἐπικυρώνει τίς ἀποφάσεις ὅλων τῶν Συνόδων, ἀκόμη καί τῶν Οἰκουμενικῶν.
Ὅπως τονίζει χαρακτηριστικά ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ:
«Τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπαληθεύη, ἤ, γιὰ νὰ εἴμαστε περισσότερο ἀκριβεῖς, τὸ δικαίωμα, καὶ ὄχι μόνο τό δικαίωμα, ἀλλὰ τὸ καθῆκον τῆς «ἐπιβεβαιώσεως». Μ' αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἔγραφαν στὴ γνωστὴ Ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τοῦ 1848 ὅτι «ὁ λαὸς ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος του ὑπῆρξεν ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας»2.
Καί σέ ἄλλο σημεῖο συμπληρώνει ὅτι:
«Τήν πλήρη ἱκανότητα νά διδάσκη δέν τήν ἔχει λάβει ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τό ποίμνιό του, ἀλλά ἀπό τό Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἀλλ’ ἡ πλήρης αὐτή ἱκανότης, πού ἔχει δοθῆ σ' αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νά φέρη τή μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Περιορίζεται ἀπό τήν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως, σέ ἐρωτήματα περί πίστεως, ὁ λαός πρέπει νά κρίνη ἀνάλογα μέ τή διδασκαλία του. Τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νά ἰσχύη, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ξεφεύγη ἀπό τό καθολικό πρότυπο, ὁπότε ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά τόν κατηγορήση ἀκόμη καί νά τόν καθαιρέση»3.
«Ἑπομένη τοῖς ἁγίοις πατράσι», ἡ δογματική συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ κρίνει, ἀξιολογεῖ καί ἀπορρίπτει, ὡς ἀπαράδεκτες, τίς ἀποφάσεις τόσο τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ὅσο καί αὐτή τῆς πρόσφατης Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Αἰσθανόμαστε βαθύτατα λυπημένοι καί ἀπόλυτα ἀπογοητευμένοι ἀπό τούς Ἱεράρχες μας, πού σέ τόσο κρίσιμες στιγμές γιά τήν Ἐκκλησία μας καί τήν πατρίδα μας, μέ τέτοιες ἀπαράδεκτες ἀποφάσεις, κλονίζουν τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ στά πρόσωπά τους καί δημιουργοῦν ἀφορμές γιά διαιρέσεις καί σχίσματα μέσα στήν Ἐκκλησία.
Δυστυχῶς οἱ Ἱεράρχες μας γιά μία ἀκόμη φορά προτιμοῦν τό φιλάδελφο ἀπό τό φιλόθεο. Ἐπιλέγουν μιά ἐπίπλαστη ὁμοφωνία εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας καί μέ τό πρόσχημα τῆς δῆθεν ἑνότητας τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς δῆθεν ὁμόνοιάς της, καταλήγουν σέ μιά ἀπόφαση τραγέλαφο καί παρωδία.
Ἐπικαλούμενη, ἄλλωστε, τό ἴδιο τεχνητό δίλημμα, αὐτό δηλαδή, τῆς ἑνότητας, πού κατά κόρον προβλήθηκε πρό, κατά καί μετά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος -πλήν ἑνός, τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου- ὑπαναχώρησε ἀπό τίς ἀποφάσεις καί τήν σαφή ἐντολή πού εἶχε λάβει ἀπό τήν Ἱεραρχία καί ἐν μιᾷ νυκτί τήν καταστρατήγησε καί κατ’ ἀποτέλεσμα τήν ἀνέτρεψε.
Ἡ πολυδιαφημιζόμενη ἑνότητα, πού ἐθεωρεῖτο δῆθεν τό ζητούμενο τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, καταρρίφθηκε πρίν ἀκόμη αὐτή συνέλθει. Κι αὐτό γιατί ἀπουσίασαν ἀπό αὐτή τέσσερεις Τοπικές Ἐκκλησίες (τά Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Γεωργίας καί Βουλγαρίας), πού ἀντιπροσωπεύουν μάλιστα περισσότερο ἀπό τό μισό τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος ἀνά τόν κόσμο. Οἱ Ἐκκλησίες αὐτές μάλιστα, στήν πλειονότητά τους, ἔχουν ἤδη ἀπορρίψει συνολικά τά Κείμενα τῆς «Συνόδου» αὐτῆς, τήν ὁποία δέν ἀναγνωρίζουν ὡς Πανορθόδοξη, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Κατά συνέπεια, ποιά ἑνότητα ἐπικαλοῦνται οἱ Ἀρχιερεῖς; Αὐτό τό ἐπιχείρημα τῆς δῆθεν ἑνότητας ἔχει καταστεῖ ἤδη ἀπατηλό καί ψευδεπίγραφο καί δέν πείθει πλέον κανέναν. Γι’ αὐτό καί αἰσθανόμαστε ὅτι ἐμπαιζόμαστε κάθε φορά πού ἐπαναλαμβάνεται ξανά καί ξανά τό ἴδιο αὐτό ψευδοεπιχείρημα.
Μία ἑνότητα, ἄλλωστε, στηριγμένη στήν, ἀνεπίτρεπτη γιά Συνοδικές ἀποφάσεις, πού ἀφοροῦν μάλιστα δογματικά ζητήματα, διπλωματία καί στήν ἐξασφάλιση κακῶς νοούμενων ἰσορροπιῶν∙ μία ἑνότητα πού δέν ἑδράζεται στήν ἀληθινή πίστη∙ μία ἑνότητα ἐπιφανειακή καί ὄχι γνήσια καί οὐσιαστική∙ μία κατ’ ἐπίφαση ἑνότητα, ἐπιβαλλόμενη καί πειθαναγκαστική, δέν μπορεῖ σέ καμμία περίπτωση νά εἶναι ἁγιοπνευματική καί κατά Θεόν.
Γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς διδάσκει ὅτι «Κρείσσων ἐμπαθοῦς ὁμονοίας ἡ ὑπέρ εὐσεβείας διάστασις», δηλαδή ἡ διαφορά καί ἡ διάσταση χάριν τῆς εὐσεβείας, εἶναι καλύτερη ἀπό τήν ὁμόνοια πού εἶναι γεμάτη πάθη4.
1 Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Ἐπιστολή πα΄, Φιλοκαλία 18Γ, σελ. 77
2 π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας , ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σελ. 207
3 π. Γ. Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σελ. 80-83
4 Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΣΤ΄, Εἰρηνικός Α΄, ΕΠΕ 1, 246. ΒΕΠΕΣ 59, 17. PG 35, 736 C
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 17ῃ Νοεμβρίου 2016
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ εἰς τήν προσεχῆ σύγκλησι τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ θέμα τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο θά καταθέσει τό κάτωθι ὑπόμνημα.
Ἐκ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως
Υ Π Ο Μ Ν Η Μ Α
ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΣΥΓΚΛΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΙΣΙ 23-24/11/2016
Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι,
Μακαριώτατε, Σᾶς εὐχαριστῶ ἰδαιτέρως διότι εἰς τήν συνέντευξή Σας εἰς τόν δημοσιογράφο κ. Παπαχελᾶ εἰς τόν τηλεοπτικό δίαυλο ΣΚΑΪ δηλώσατε εὐθαρσῶς καί ἀνυποκρίτως ὅτι στό ἱερό μας σῶμα δέν ὑπάρχουν «φονταμενταλιστές» καί «ταλιμπάν» ἀλλά ἀδελφοί πού ὁ καθένας διατηρεῖ τήν θεόσδοτη ἐλευθερία τῆς συνειδήσεώς του. Θεωρῶ ὡς μεγίστην ἀπρέπειαν καί βλασφημίαν τήν ἐμφιλοχώριση σκέψεων ἤ πεποιθήσεων ὅτι εἰς τό ἱερό μας σῶμα διακρίνονται «ἀμύντορες» τῆς πίστεως καί «μητραλοῖες» τῆς πίστεως, συνεπῶς οἱ παρατηρήσεις μου δέν πηγάζουν ἀπό νοσηρό «μεγαλοϊδεατισμό» ἤ ἀπό ζηλωτική διάθεσι ἀλλά μόνον ἀπό τήν συνειδητότητα τῆς ἐπισκοπικῆς εὐθύνης ἔναντι τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἐμπεπιστευμένου ὑπ’Αὐτοῦ ποιμνίου. Μέ πολύ σεβασμό, ἀγάπη καί τιμή εἰς τά πρόσωπα ὅλων Μακαριώτατε καί Σεβασμιώτατοι ἐπιτρεψατέ μου νά ἀναφέρω ὅτι κατά τήν γνώμη μου ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» εἰς τό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ὑπερέβη τά ἄκρα ὅρια τῆς διακριτικῆς της εὐχέρειας καί ἀπέτυχε τῶν προσδοκιῶν τῆς ἐντολῆς πού ἔλαβε ἀπό τό ἱερό μας σῶμα. Συγχωρῆστε με γιά αὐτόν τόν νομικό ὅρο ἀλλά νομίζω ὅτι....
ἀποδίδει πλήρως τά πράγματα. Ἡ ἀντιπροσωπεία μας ἦταν ἐντολοδόχος τοῦ ἱεροῦ σώματος καί ὄφειλε ἄχρι τέλους νά καταθέση τήν ἐντολή πού ἔλαβε χωρίς καμμία παθογένεια «διανοίας Κυρίου». Δέν εἶχε καμμία ἐξουσιοδότηση νά μεταβάλη τό περιεχόμενο τῆς ἐντολῆς καί συγχωρήσατέ με νά εἴπω ὅτι οἱ αἰτιολογίες πού ἠκούσθησαν ὅτι δῆθεν οἱ παρόντες στήν Σύνοδο ἐψήφισαν καί ὅτι ἔπρεπε νά συνταχθοῦν μέ τήν ὁμοφωνία τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐντελῶς ἀνεπέρειστες διότι ἀφ’ ἑνός ἡ ἀντιπροσωπεία ἀσφαλῶς ἐψήφισε ἀλλά ὄφειλε νά ψηφίση ἐντός καί μόνον τῆς ἐντολῆς πού εἶχε καί ἀφ’ ἑτέρου διότι ὅπως ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος εἶχε ἑρμηνεύσει τήν ἔννοια τῆς ὁμοφωνίας μία Ἐκκλησίας μποροῦσε νά ὑποβάλη πρότασι γιά τήν διόρθωση τῶν ψηφισθέντων ἀπό τούς Προκαθημένους κειμένων καί ἄν δέν ἐγένετο δεκτή κατεγράφετο εἰς τά Πρακτικά μή θεωρουμένης τῆς προτάσεως ὡς διασπαζούσης τήν ὁμοφωνία.
Τό ἱερό μας Σῶμα δέν ἀπεδέχθη στό ἐπίδικο κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» τόν ὅρο «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» ὄχι ἀσφαλῶς ἀπό φονταμενταλιστική διάθεσι ἀλλά διότι ὁ ὅρος εἶναι ἀντιφατικός καί ἀπαράδεκτος διότι ἄν ὁμιλοῦμε περί Ἐκκλησίας αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξος καί ἄν ὁμιλοῦμε περί ἑτεροδόξου αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίδεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Δομήτορά Της μέ τό ἀψευδέστατο στόμα Του τόν οὐρανοβάμονα θεῖο Παῦλο, ὁ ὁποῖος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή Του (Α17-23) μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι: «ἵνα ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῆς δόξης, δῴη ὑμῖν πνεῦμα σοφίας καὶ ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, Ἣν ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου». Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατος ἡ ὕπαρξις ἑτεροδόξου Ἐκκλησίας ὅπως εἶναι ἀδύνατος ἡ ὕπαρξις ἑτεροδόξου Χριστοῦ. Εἶναι παραλογισμός νά ἔχεται ἀληθείας ταυτόχρονα ἡ πίστις πού τό στόμα τοῦ Παύλου ὁ Ἱ. Χρυσόστομος μᾶς παραδίδει ὅτι «ἐν τῷ ἅδει οὐκ ἔστι μετάνοια» σχολιάζοντας τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου καί ἡ ὕπαρξι ἑνός ἄλλου σώματος Χριστοῦ μέ κεφαλή τόν Ἴδιο πού διδάσκει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα ὅπως τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς κοινωνίας ἡ ὁποία στήν κατήχησή της ἐκδ. Βατικανοῦ-Κάκτου 1996 καί στήν σελ. 332 μέ τίτλο: «Ὁ τελικός ἐξαγνισμός ἤ τό καθαρτήριο» μᾶς λέγει ὅτι: «Ὅσοι πεθαίνουν χωρίς νά ἔχουν ἐξαγνιστεῖ ὑποβάλλονται μετά τόν θανατό τους σέ ἕναν ἐξαγνισμό γιά νά εἰσέλθουν στήν χαρά τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτόν τόν τελικό ἐξαγνισμό ἡ Ἐκκλησία τόν ὀνομάζει καθαρτήριο».
Γιά νά συμβιβάση ἡ ἀντιπροσωπεία μας τά ἀσυμβίβαστα ὑπέβαλε τήν πρότασι πού τελικά ἔγινε δεκτή ὅτι δέν ἀναγνωρίζει μέν τήν ὕπαρξι ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» ἀλλά τήν ἱστορική ὀνομασία ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» καί ἀντιλαμβάνεσθε τό ἀνεπέρειστο μιᾶς τέτοιας ἀποφάσεως διότι ὀνομασία ἔχει μόνο κάτι πού ὑπάρχει ἐν χώρῳ καί χρόνῳ. Ἑπομένως ἡ παραδοχή τῆς ὀνομασίας καί ὄχι τῆς ὑπάρξεως προσπαθεῖ νά συμβιβάση τά ἀσυμβίβαστα φαιδροποιόντας τά πράγματα. Θά ἦταν ἐνδεχομένως πιό δόκιμος ὁ ὅρος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει τόν ἐκτός Αὐτῆς ἑτερόδοξο Χριστιανικό κόσμο μέ τόν αὐτοπροσδιορισμό πού αὐτός ἐπιλέγει.
Δυστυχῶς οὔτε στό πολύ γιά τήν Ἐκκλησία μας σοβαρό θέμα τῆς χορηγήσεως τοῦ αὐτονόμου δέν κατορθώθη νά καταγραφῆ ἡ ἐντολή τοῦ ἱεροῦ Σώματος διότι κηδόμενοι τῆς Αὐτοκεφαλίας καί τοῦ ἀδιαιρέτου τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας μας θά ἔπρεπε νά ἐμμείνωμε στήν καταγραφή τῆς θέσεώς μας καί νά μήν ἀρκεστοῦμε στίς δηλώσεις τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μας οἱ ὁποῖες οὐδεμία κανονική καί νομική δέσμευση ἐμπεριέχουν.
Τό κατά τήν ταπεινή μου γνώμη ἀπαράδεκτο τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού ἀπορῶ γιατί ὀνομάζεται Ἁγία ἀφοῦ δέν ἦταν ἑπομένη τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί λοιπῶν Συνόδων ὅπως ἐδηλώθη ἀπό τόν Μακ. Ἀλβανίας κ.κ. Ἀναστάσιο χωρίς νά διαφοροποιηθῆ κανείς καί οὐδεμία δογματική ἤ κανονική ἐνασχόλησι εἶχε καί Μεγάλη ἐφ’ ὅσον δέν ἐξεπροσωπήθησαν πάνω ἀπό 200.000.000 ὁμοδόξων ἀδελφῶν (150 Πατρ. Μόσχας, 30 Πατρ. Γεωργίας, 20 Πατρ. Βουλγαρίας καί Πατρ. Ἀντιοχείας), εἶναι ὅτι δέν κατέγνωσε οὐδεμία ὑφισταμένη αἵρεσι στούς καιρούς μας παραβιάζουσα προδήλως τόν λζ΄Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω, τῶν ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν» πού ἔχει Οἰκουμενική ἐπικύρωση ἀπό τόν β΄ τῆς ςης καί τήν α΄τῆς Ζης καί δέν ἀπετίμησε ἄν καί ἔλαβε σχετική ἀπόφασι τούς διεξαχθέντας μέ τούς ἑτεροδόξους θεολογικούς διαλόγους ὅπως μετά τῶν Παλαιοκαθολικῶν, τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Λουθηρανῶν τούς ὁποίους ὁ ἐπαΐων Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσόστομος μέ τήν διακρίνουσα αὐτόν πεπαρρησιασμένην εὐθυκρισίαν καί τήν δόκιμον ἐπιστημοσύνην κρίνει ὅτι ἔχουν μεταλλαχθῆ ἀπό διάλογος «Ἐκκλησιῶν» εἰς Ἀκαδημαϊκόν διάλογον (Ἐκθεσις περί τῆς γενομένης 14ης Γεν. Συνελεύσεως Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας).
Χάριν τῆς ἀντικειμενικότητος θά ἀναφέρωμεν κάποιες βασικές τροποποιήσεις πού ἔγιναν πρός τήν σωστή κατεύθυνση ἐπισημειώνοντας ὅτι οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας δέν γίνονται γιά τήν ἀπόδειξη τῆς ἑνότητός Της ὅπως ἀπαραδέκτως ἐδηλώθη γιά τήν ὁποία ὑπεραρκοῦν τό κοινόν ποτήριον (συλλείτουργον), τά Δίπτυχα, τά Εἰρηνικά Γράμματα καί ἡ ταυτότης τῶν κανονικῶν ποινῶν. Οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας γίνονται γιά τήν κατάγνωση τῶν ὑφισταμένων αἱρέσεων ἐν τόπῳ καί χρόνῳ καί τόν συντονισμό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν Ὀρθοπραξία διά τῆς προβλέψεως ἱερῶν Κανονικῶν διατάξεων. Ὅπως εὐστόχως ἐπισημοιεῖ ἡ Ἱ. Μονή Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους:
«Σέ ἀρκετά σημεῖα τῶν κειμένων προστέθηκε περί τῶν μή Ὀρθοδόξων ὁ προσδιορισμός «ἑτεροδόξων», ὥστε νά φαίνεται ἡ ἀπόκλισίς των ἀπό τήν Ὀρθόδοξο ἀποστολική Πίοτι. Στήν παραγρ. 21 (τοῦ κειμένου Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον) λέγεται καθαρά ὅτι «αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθούς πίστεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Στό θέμα τῶν διαχριοτιανικῶν διαλόγων προστέθηκε διάταξις νά γίνωνται περιοδικές ἀξιολογήσεις τους (ἐρευνητέον γιατί ὅπως ἀνωτέρω ἀναφέρομεν δέν ἀξιολογήθησαν οἱ μέχρι τοῦδε διεξαχθέντες καί διεξαγόμενοι διαχριστιανικοί διάλογοι).
Στό ζήτημα τῆς (ἀπαραδέκτου) συμμετοχῆς στό Π.Σ.Ε. διευκρινίσθηκε ὅτι ἀποβλέπει στήν προώθησι [ἐνν.μόνον] τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων.
Ἡ οὐνία συμπεριελήφθη στίς ἀπαράδεκτες ἐνέργειες ἤ μεθόδους προσεγγίσεως τῶν χριστιανῶν (χωρίς ὅμως νά στηλιτευτεῖ ἡ Ρωμαιοκαθολική θρησκευτική κοινωνία πού ἔχει ἀναγάγει σέ θεσμό Κανονικοῦ Δικαίου τήν μέθοδο αὐτή).
Ἀπό τήν πρώτη παραγρ. τοῦ κεφ. Β' τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου «Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ», ἀπαλείφθηκε ἡ περσοναλιστική ἀναφορά στόν ἄνθρωπο «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων».
Στό ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων μετά ἑτεροδόξων ἀποφεύχθηκε ἡ ρητή ἀναφορά καί δέσμευσις τῆς Συνόδου γιά ἱερολόγησί τους, πού ἀπαγορεύεται σύμφωνα μέ τήν καθολικῆς ἰσχύος διάταξι τοῦ 72ου κανόνος τῆς Πενθέκτης, καί ἴσχυσε «ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας».
Ἔγινε ἀναφορά (στήν Ἐγκύκλιο τῆς Συνόδου) στίς μεγάλες «καθολικοῦ κύρους» Συνόδους ἐπί ἁγίου Φωτίου (879) καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1351), στίς ὁποῖες καταδικάζονται αἱρετικά δόγματα, ὅπως τό Φιλόκβε, τό παπικό πρωτεῖο καί ἡ κτιστή Χάρις χωρίς νά ἀναγνωρισθῆ ἡ οἰκουμενική τους περιωπή ἐνῶ ἡ Σύνοδος τοῦ Ἁγίου Φωτίου μέ τήν αὐτοσυνειδησία Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγνώρισε ὡς Ζ΄ Οἰκουμενική τήν Σύνοδο τοῦ 787 καί οἱ δογματικοί ὅροι τῆς Συνόδου τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τό 1351 συμπεριελήφθησαν στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, καί στίς μεταγενέστερες πού ἀνέτρεψαν τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας καί ἀπεκήρυξαν τίς προτεσταντικές δοξασίες.
Ὡστόσο δυστυχῶς δέν διορθώθηκαν ἐπαρκῶς τό κείμενα. Ἠμποροῦσε ἑπομένως ἡ Σύνοδος νά διόρθωση ἐπαρκῶς τά προσυνοδικά κείμενα. Ἠμποροῦσε νά ξαναγράψη τό ἐπίμαχο κείμενο περί τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους καί νά καθορίση σαφεῖς ἐκκλησιολογικές ἀρχές στούς θεολογικούς διάλογους καί στίς λεγόμενες οἰκουμενικές ἐπαφές. Τό κείμενα ἔμειναν ἀσαφῆ, ἀμφίσημα. Ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τοῦ ἐπιμάχου 6ου κειμένου διαπιστώνουμε ὡρισμένα σημεῖα, στά ὁποῖα ἡ ἀσάφεια δίνει τήν δυνατότητα διαφορετικῆς ἑρμηνείας του:
1) Γίνεται ἀναφορά σέ ἑτερόδοξες χριστιανικές «Ἐκκλησίες» πού δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία (βλ. παραγρ. 6), καί ἐπίσης στήν ἀλήθεια καί πίστι καί παράδοσι τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς εἰς βάσιν τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν (βλ. παραγρ. 5). Δέν περιγράφεται ὅμως ἡ ἀποστολική ἀλήθεια, πίστις καί παράδοσις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί δέν ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν ἑτεροδοξία τῶν «ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» μέ συγκεκριμένα στοιχεῖα τῆς δισχιλιετοῦς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι δέν ὁριοθετεῖται σαφῶς ἡ Ἐκκλησία ἀπό τίς αἱρέσεις πού σφετερίζονται τήν ἀποστολική ἀλήθεια, εἴτε αὐτές ἀποδέχονται τίς τρεῖς πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους (οἱ Μονοφυσῖται), εἴτε ἔχουν συγκαλέσει εἴκοσι μία (οἱ Ρωμαιοκαθολικοί), εἴτε ἀρνοῦνται νά ἀναγνωρίσουν στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τήν ὅλη ἀποστολική πίστι (οἱ Προτεστάντες).
Ἐπειδή λοιπόν τίς ὀνομάζουμε «ἑτερόδοξες χριστιανικές Ἐκκλησίες» χωρίς νά προσδιορίζουμε σαφῶς τήν ἑτεροδοξία τους (πού τίς ἔχει ὁδηγήσει ἐκτός Ἐκκλησίας, στήν αἵρεσι), εὔκολα ἠμποροῦμε νά διολισθήσουμε στήν ἀντορθόδοξη θεωρία ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί «εὑρίσκονται πλέον ὑπό καθεστώς ὄχι τετελεσμένου σχίσματος ἄλλα διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (ἀκοινωνησία)». Αὐτή ἡ θεωρία, ἡ ὁποία ἔχει κερδίσει καί Ὀρθοδόξους θεολόγους, διαστρεβλώνει τήν ἔννοια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (στήν ὁποία συσκευάζει Ὀρθοδόξους καί Ρωμαιοκαθολικούς παρά τίς δογματικές διαφορές), καθώς καί τήν ἔννοια τῆς ἑτεροδοξίας, τήν ὁποία ἀντιλαμβάνεται ὡς διαφορετική διατύπωσι τῆς ἴδιας ἀποστολικῆς πίστεως!
Ἡ ἀσφαλής διεξαγωγή διαχριστιανικῶν διαλόγων χρειάζεται ἕνα καταστατικῆς ἰσχύος κείμενο, πού νά ἀποτυπώνη μέ σαφήνεια τήν διαφοροποίησι τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν αἵρεσι καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς αἱρετικές «ἐκκλησίες». Ἡ μορφή τῶν Ἱερῶν Κανόνων Α΄ τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί Α΄καί Β΄τῆς Πενθέκτης μπορεῖ νά ἀποτελέση παράδειγμα.
2) Στήν παραγρ. 20 ἔχουν ἐπισημανθῆ ἐλλείψεις, οἱ ὁποῖες ἀφήνουν χῶρο στήν βαπτισματική θεολογία καί στήν ἀναγνώρισι ἐκκλησιαστικότητος στούς ἑτεροδόξους.
3) Εἶναι ἐντελῶς ἀσαφής ἡ παραγρ. 23, ἡ ὁποία λέγει ὅτι ὁ διάλογος πρέπει νά συνοδεύεται «διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης». Δέν διευκρινίζεται μέχρι ποῦ ἐπιτρέπεται νά φθάσουν οἱ πράξεις αὐτές καί βάσει ποίων Ἱερῶν Κανόνων, ὥστε νά ἐκδηλώνεται μέν ἡ ψυχική μας εὐγένεια καί τό ἐνδιαφέρον μας γιά τήν σωτηρία τους, νά διασφαλίζεται δέ ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογική συνείδησις. Λείπουν δηλαδή διατάξεις οἱ ὁποῖες θά ἀπέτρεπαν πράξεις καί δηλώσεις (συμπροσευχές, λειτουργικούς ἀσπασμούς κ.λπ.), πού ἐμφανίζουν τούς ἑτεροδόξους ὡς ἐκκλησία μέ αὐθεντικό Βάπτισμα, Ἱερωσύνη καί σώζουσα Χάρι καί ἀνατρέπουν καί ἀκυρώνουν ἐν τῇ πράξει τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν (ἀπαράδεκτη) κανονικῶς παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε. εἶναι θετική ἡ δήλωσις τοῦ συνοδικοῦ κειμένου ὅτι αὐτές «συμβάλλουν [σ.σ. ἐννοεῖται μόνον] εἰς τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων» ὅπως ἀνωτέρω σχολιάσαμε. Ὅμως ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε. θεμελιώνεται στήν «Δήλωσι τοῦ Τορόντο» (παραγρ. 19), κείμενο ἐκκλησιολογικῶς πολύ προβληματικό. Τίθεται σοβαρά τό ἐρώτημα ἄν, μέ τά σοβαρά της προβλήματα ἡ «Δήλωσις τοῦ Τορόντο» ἔχει ἀποκτήσει συνοδικῶς κῦρος καταστατικοῦ κειμένου ἀναφορᾶς γιά τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἐπιπλέον στό συνοδικό κείμενο ἐπιβεβαιώνεται ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε., χωρίς νά ἀπαγορεύωνται ρητῶς οἱ «διομολογιακές συμπροσευχές», πού προτάθηκαν ἀπό τήν Εἰδική Ἐπιτροπή γιά τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. καί ἔγιναν ἀποδεκτές ἀπό τήν Ὁλομέλεια του τό 2006 (Porto Alegre), καί χωρίς νά ἐπικρίνωνται καί νά ἀπορρίπτωνται κάποιες κοινῶς (καί ἀπό τούς μετέχοντας Ὀρθοδόξους) ἀποδεκτές ἀντορθόδοξες περί Ἐκκλησίας καί Βαπτίσματος ἀπόψεις τοῦ Π.Σ.Ε.
4) Στήν παραγρ. 11 λέγεται ὅτι, διάλογοι οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιτυγχάνουν συμφωνία ἐπί ἑνός θέματος, δέν διακόπτονται. Ἀντίθετα, καταγραφομένης τῆς θεολογικῆς διαφωνίας, συνεχίζονται. Ἀναμφιλέκτως εἶναι σωστό νά ὁλοκληρώνεται ἕνας διάλογος παρά τίς δυσχέρειες. Ὅμως ἡ συνέχισις ἤ ἡ διακοπή ἑνός διαλόγου δέν εἶναι μόνον πρακτικό θέμα, ἀλλά ἔχει καί ἐκκλησιολογική καί σωτηριολογική σημασία. Οἱ ἄκαρποι διάλογοι συντελοῦν στό νά ἀμβλύνεται ἡ δογματική εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων πού μετέχουν σέ αὐτούς, καθώς καί τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Τί σημαίνει ἑπομένως ὅτι οἱ διάλογοι συνεχίζονται; Σχετικά μέ τό μεῖζον θέμα τῆς Οὐνίας π.χ. Ἀρκεῖ ἡ ἁπλή (καί ἐπαινετή) παράθεσις τῆς λέξεως «οὐνία» (παραγρ. 23) μεταξύ τῶν μορφῶν ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ, ὅταν ἡ Οὐνια εἶναι τό κατ' ἐξοχήν ἐκκλησιολογικό πρόβλημα πού ἔπρεπε νά λυθῆ πρίν ἀπό τήν ἔναρξι τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου; Πῶς θά ἑρμηνεύεται πλέον τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ὡς πρακτικός ἀνταγωνισμός ἤ ὡς ἐκκλησιολογική ἐκτροπή πού ἀκυρώνει τήν σωτηρία;
5) Οἱ παραγρ. 4, 5 καί 6 καθιερώνουν τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς διαχριστιανικούς διάλογους καί στήν Οἰκουμενική Κίνησι μέ τήν διαβεβαίωσι ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἕν τῇ Μίᾳ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ... ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν» (παραγρ. 4).
Τό ἐρώτημα εἶναι μέ ποιές ἐκκλησιολογικές ἀρχές ἔχουμε διασφαλίσει τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στούς σημερινούς διαχριστιανικούς διάλογους, ὥστε αὐτή νά εἶναι συνεπής πρός τήν ἀποστολική πίστι καί παράδοσι. Καί στίς σημερινές ἱστορικές συνθῆκες, ὅπως καί στίς παλαιότερες (Λατινοκρατία τοῦ 13ου αἰῶνος, Propaganda Fidei τοῦ 16ου-18ου αἰῶνος), τό ἀσφαλές κριτήριο Ὀρθοδόξου διαλόγου εἶναι νά διατηρῆται ἀναλλοίωτη ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότης τῶν Ὀρθοδόξων. Κάποτε ἐπρόκειτο γιά ἄρνησι νά ὑποταχθοῦμε στήν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Κατόπιν ἐπρόκειτο γιά ἄρνησι τῆς Οὐνίας, δηλαδή νά μνημονεύουμε τόν Πάπα ὡς Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρόκειται γιά ἄρνησι νά «ἀλληλοαναγνωρισθοῦμε ὡς Ἐκκλησίες», ὅπως θέλει ἡ Οἰκουμενική Κίνησις τοῦ 20ου αἰῶνος.
Δέν διακηρύσσεται σαφῶς στό συνοδικό κείμενο, ὅτι οὐδεμία ἄλλη χριστιανική κοινότης εἶναι Ἐκκλησία μέ τήν δογματική ἔννοια τοῦ ὄρου, παρά μόνον ἡ Ὀρθόδοξος. Δέν ἐπετεύχθη οὔτε προσυνοδικῶς οὔτε στήν Σύνοδο νά περιληφθῆ στήν παραγρ. 1 τοῦ 6ου κειμένου ἡ ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπουσία ὅμως τῆς ἔννοιας αὐτῆς συνιστᾶ πολύ σημαντική ἔλλειψι. Ἡ μετακίνησις τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησιολογίας ἀπό τήν ἀντίληψι τῆς «ἀποκλειστικότητος» (πρό τῆς Β' Βατικανῆς) στήν σύγχρονη ἀντίληψι τοῦ Συντάγματος Lumen Gentium, ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική «substitit» εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν (ἀνήκει, ἐνυπάρχει, ὄχι εἶναι ἡ Ἐκκλησία), ὑποδηλώνει ἕνα κίνδυνο πού πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποφύγουμε τονίζοντας τήν ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Ἐκκλησίας. Οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά οἰκουμενικά συνέδρια, ὅταν κατέθεταν κοινή Δήλωσι, ἐτόνιζαν τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Μίας Ἁγίας. Π.χ. στήν Λούνδη τό 1952: «Αὕτη εἶναι ἡ ὅλη καί μόνη Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐντολοδόχος τῶν Ἀποστόλων. Οὕτως αὕτη μόνη δύναται νά καθορίζη τήν πίστιν. Καί εἴμεθα βέβαιοι ὅτι τοῦτο εἶναι ἀπόδειξις τῆς μοναδικότητας της». Καί ὁ ἴδιος ὁ Παναγιώτατος ἐδήλωσε στόν πάνσεπτο Ἱερό Ναό τοῦ Πρωτάτου τήν 21η Ὀκτωβρίου 2008: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι αὐτή μόνη ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».
6) Εἶναι προφανής ἡ ἀναντιστοιχία ἀνάμεσα στήν διακήρυξι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» (παραγρ. 1), καί στά πεπραγμένα τῶν θεολογικῶν διαλόγων. Ἀπό τήν ἐποχή πού πρωτοσυντάχθηκε αὐτή ἡ διατύπωσις (Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, 1986) μέχρι σήμερα, καί παρότι εἶχε τονισθῆ ἀπό τότε ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δίδεται «ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της», ἔχουν γίνει θεολογικές συμφωνίες, οἱ ὁποῖες δέν ἑδράζονται στήν ἀποστολική πίστι καί παράδοσι. Τέτοιες εἶναι π.χ. ἡ συμφωνία τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων ἐπί τῆς Χριστολογίας (1989, 1990)- ἡ συμφωνία ἐπί τῆς ἐκκλησιολογίας στό Μπαλαμάντ (1993), ἡ ὁποία συνόψιζε τίς συμφωνίες τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν στό Μόναχο (1982), στό Μπάρι (1986), στό Νέο Βάλαμο (1988), ποῦ ἀφοροῦσαν τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν (ἀποστολική πίοτι, ἀποστολική διαδοχή, αὐθεντικά μυστήρια) καί ἡ συμφωνία στήν Ραβέννα (2007) γιά τήν ὕπαρξι δῆθεν πρωτείου ἑνός ἐπισκόπου ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου, ἡ ὁποία εὐτυχῶς ἀκόμη δέν ἔχει εὐδοκιμήσει.
Τό συνοδικό κείμενο γίνεται ἀσαφέστερο μέ τήν ρητή διαβεβαίωσι τῆς Ἐγκυκλίου ὅτι οἱ «ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως». Ἐάν οἱ ἀνωτέρω θεολογικές συμφωνίες δέν εἶναι «συμβιβασμός εἰς ζητήματα πίστεως», διερωτώμεθα τί εἶναι συμβιβασμός καί ποιός εἶναι ὁ «δογματικός μινιμαλισμός» πού ἀπορρίπτεται μέ τήν διατύπωσι τῆς Ἐγκυκλίου; «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀπεδέχθη τόν θεολογικόν μινιμαλισμόν ἤ τήν ἀμφισβήτησιν τῆς δογματικῆς παραδόσεως καί τοῦ εὐαγγελικοῦ ἤθους της» (παραγρ. 20)!
Ἀπό τίς ἀνωτέρω ἕξι ἐπισημάνσεις συνάγεται ὅτι τό κείμενο τῶν σχέσεων πρός τόν λοιπόν χριοτιανικόν κόσμον προσανατολίζεται πρός συνοδική κατοχύρωσι τῆς γραμμῆς τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας χωρίς τίς ἀπαραίτητες βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Διερωτᾶται κανείς: Πόσο εὔκολα θά μποροῦσε ἡ γραμμή αὐτή νά ὀνομασθῆ «Ὀρθόδοξος οἰκουμενισμός» (π. Δημήτριος Στανιλοάε), ἤ πρόσκλησις γιά «παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ);
Οἱ ἀστοχίες κατά τούς διαχριοτιανικούς διάλογους τοῦ παρελθόντος δέν εὐνοοῦν μία θετική ἀπάντησι. Χρειαζόταν τώρα ἕνα κείμενο μέ ἁγιοπατερική πνοή, τό ὁποῖο δέν θά ἄφηνε περιθώρια στόν ἑτερόδοξο οἰκουμενισμό (θεωρία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» καί τῶν «δύο πνευμόνων», ἀναγνώρισις ἑτεροδόξου βαπτίσματος καί ἱερωσύνης, κοινή χριστολογική πίστις μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους, ἀποδοχή τῆς βατικανείου «Clarification», συνυπογραφή εἰδικῶν κειμένων περί Ἐκκλησίας τοῦ τμήματος Πίστις καί Τάξις τοῦ Π.Σ.Ε. κ.λπ., καί σχετικές «ἐθιμοτυπικές ἐκκλησιαστικές» ἐκδηλώσεις πού τά ἐπιβεβαιώνουν). Ἕνα τέτοιο κείμενο θά στόχευε στήν ἐπιστροφή τῶν ἑτερόδοξων στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Θά ἔδειχνε ὅτί δέν ἀναγνωρίζουμε ἐν τῇ πράξει στίς ἑτερόδοξες «ἐκκλησίες» ἐκκλησιαστικότητα (ὅτι εἶναι ἐκκλησίες μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου) ἀφήνοντας τούς ἑτεροδόξους στίς πλᾶνες τους.
Τό συνοδικό κείμενο περί τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους παρουσιάζει ἔλλειμμα ἐκκλησιολογικῆς ἀκριβείας. Ἀναπόφευκτα αὐτό θά φανῆ κατά τίς μελλοντικές οἰκουμενικές ἐπαφές. Σέ αὐτές θά ἐφαρμοσθῆ πρακτικά τό πνεῦμα τοῦ κειμένου. Θά ἦταν εὐχῆς ἔργον οἱ διαχριοτιανικοί διάλογοι νά ξαναρχίσουν ἀπό κάποιο «σημεῖο μηδέν» μίας καθαρῆς Ὀρθοδόξου Ἔκκλησιολογίας. Ἐνδέχεται ὅμως νά οἰκοδομηθοῦν στά κεκτημένα τοῦ παρελθόντος, τά ὁποῖα οὔτως ἤ ἄλλως καταμαρτυροῦν παρεκκλίσεις ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία.
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ συνοδικοῦ κειμένου περί τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων θά φανῆ καί σέ δύο ἄλλες πλευρές τῶν οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν:
Ἡ μία πλευρά εἶναι οἱ οἰκουμενιστικοί συγχρωτισμοί, δηλαδή οἱ λειτουργικοί ἀσπασμοί, οἱ συμπροσευχές, οἱ εὐλογίες Ὀρθοδόξου ποιμνίου ἀπό αἱρετικούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, οἱ κοινές ἐκδηλώσεις Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων προκαθημένων καί κληρικῶν, μέ τίς ὁποῖες ἀμβλύνεται τό Ὀρθόδοξο κριτήριο καί προωθεῖται ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός. Θά συνεχισθοῦν ἤ θά παύσουν;
Ἡ δεύτερη πλευρά ἀφορᾶ τίς θεολογικές μελέτες, τά θεολογικά ἐπιστημονικά συνέδρια, καί ὅ,τι ἄλλο στόν ἀκαδημαϊκό χῶρο προωθεῖ τούς διαχριστιανικούς διάλογους πρός τήν πλευρά τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τά ὁποῖα ἔχουν ἐνίοτε «ἀξιοποιηθῆ» ἀπό ἐκκλησιαστικούς φορεῖς. Ἔστωσαν ὡς παραδείγματα ἡ θεολογική παραγωγή πού ἐπί χρόνια ἐμφανίζει τούς Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους στήν Χριστολογική τους διδασκαλία, ἡ περιβόητη παπική «Clarification» πού ἐξισώνει τό Φιλιόκβε μέ τήν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπόρευσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ θεολογικές μελέτες πού ὑποστηρίζουν ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν ἑτερόδοξων. Μέ ποιά ἄραγε ἐκκλησιολογικά κριτήρια θά γίνεται ἀποδεκτή ἡ θεολογική αὐτή συμβολή;
Τά προσυνοδικά κείμενα ἦσαν φορτισμένα μέ τήν γνωστή προϊστορία τους καί τίς ἐλλείψεις τους. Προϋπέθεταν καί ἀντανακλοῦσαν τήν ἱστορία τῶν διαχριστιανικῶν θεολογικῶν διαλόγων, ἀποφάσεων καί συμφωνιῶν. Δέν ἦταν σωστό νά ἑρμηνευθοῦν καθ' ἑαυτά καί ἀφ' ἑαυτῶν.
Ἡ Σύνοδος ἀναμφιβόλως βελτίωσε τά προσυνοδικά κείμενα. Τά τελικά ὅμως συνοδικά κείμενα παρουσιάζουν ἀκόμη ἀσάφειες. Δέν πῆραν «καθολική μορφή», μέ τήν ὁποία θά μποροῦσαν νά συντελέσουν στήν «καθολική ἑνότητα» τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀποκτήσουν τήν ἀναμενόμενη «καθολική ἰσχύ».
Οἱ προσδοκίες μας ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο δέν ἐκπληρώθηκαν, παρά τίς βελτιώσεις τῶν προσυνοδικῶν κειμένων, θά θέλαμε οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου νά ἠμποροῦν νά περιληφθοῦν στό Συνοδικόν της Ὀρθοδοξίας».
Ἐπιπροσθέτως τίθεται ἕνα μεῖζον θέμα πού ὁ Σεβ. Ναυπάκτου κ.κ. Ἱερόθεος μέ τήν διακρίνουσα αὐτόν σοφία καί πιστότητα μᾶς ἀνέφερε κατά τήν ἱερατική σύναξη τῆς Μητροπόλεώς μας τήν 10/11/2016 μέ θέμα τήν ἐνημέρωση τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου περί τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Τό οὐσιῶδες ζήτημα εἶναι οἱ πεποιθήσεις ἀδελφῶν Ἀρχιερέων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὅτι ἡ ἀληθής πίστις δέν ἀποτελεῖ ἀπόλυτο προϋπόθεση γιά τήν μετοχή στήν ἄκτιστη χάρι τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ὅτι ἡ ἑτεροδοξία κέκτηται ἀληθές βάπτισμα, μυστηριακή δομή, ἀποστολική διαδοχή καί ἱερωσύνη καί ἑπομένως καί ἡ αἵρεση εἶναι καί αὐτή «ὁδός πρός σωτηρίαν». Οἱ θέσεις ὅμως αὐτές ἀνατρέπουν πλήρως τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων καί ἀποτελοῦν καθαρή ὑποβολή τοῦ διαμονικοῦ περιπαίγματος πρός ἀνατροπή τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Ἑπομένως οἱ συγκεκριμένοι ἐμφοροῦνται ἀπό τήν αἵρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ καί ἀποτελοῦν ἀπόλυτο κίνδυνο γιά τό Ἐκκλησιαστικό σῶμα ἀλλά καί τραγικό ἄλλοθι γιά τήν ἐμμονή τῶν κακοδόξων στήν αἵρεσή τους. Αὐτά βέβαια θά ἀποδειχθοῦν ἀπό τήν δημοσίευση τῶν πρακτικῶν τῆς Συνόδου καί τότε θά τεθῆ τό τεράστιο θέμα. Μποροῦμε νά ἔχουμε κοινωνία μέ ἐμφορουμένους ἀπό τέτοιες κακοδοξίες μή διακινδυνεύοντες τήν σωτηρία τοῦ ποιμνίου μας καί τηροῦντες τούς ὅρκους τῆς Ἀρχιερωσύνης μας;
Ἔχω ἐν κατακλείδι τήν ταπεινή γνώμη μετά τήν παράθεσι τῶν ἀνωτέρω ὅτι ἡ λεγομένη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά πρέπει νά θεωρηθῆ ὡς μία προσυνοδική διαδικασία καί μόνον καί νά ἐργασθοῦμε ὅλοι ὥστε νά συγκληθῆ μία ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πού θά θεραπεύση ἀστάθειες καί ἀσάφειες καταδικάζουσα τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί διακηρύσσουσα παγκοσμίως ὅτι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας καί μετοχῆς στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἀδιαιρέτου Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Επιστολή προς τον Σεβασμιώτατον Αρχιεπίσκοπον Ιασίου και Μητροπολίτην Μολδαβίας και Μπουκοβίνας, κ. Θεοφάνην της Ηγουμένης της Ι.Μ. Paltin, Ιουστίνας:
«Σεβασμιώτατε,
Με υιική υπακοή και βαθιά λύπη Σας απευθύνουμε αυτή την επιστολή, εμείς, οι ανάξιοι, οι μη φωτισμένοι κατά τον βίο και οι τελευταίοι της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ο προβληματισμός και η λύπη μας προκλήθηκαν από τη σύγκληση, τις αποφάσεις και ιδιαιτέρως από τις δυνατές συνέπειες της Συνόδου της Κρήτης (2016). Ξέρουμε ότι η Αντιπροσωπία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας έκανε μεγάλο αγώνα για την ομολογία της Ορθοδοξίας, αγώνα στον οποίο Εσείς είχατε μεγάλη συμβολή. Καθώς ξέρετε, με την ευλογία και τη θέλησή Σας, εμείς, η αδελφότητα της Ιεράς Μονής Paltin Petru Voda, κατά τις ταπεινές μας δυνάμεις, αντιμετωπίσαμε αυτή τη Συνοδο με πνευματικό τρόπο, με νηστεία και προσευχή. Παρόλο που ήμασταν πεπεισμένοι ότι έπρεπε να αναβληθεί η σύγκληση αυτής της Συνόδου, διότι παρουσίαζε τεράστια θεολογικά προβλήματα ακόμα και στον ίδιο τον «Κανονισμό Διοργάνωσης και Λειτουργίας», εφόσον δεν εκπληρώθηκε η αναμενόμενη ομοφωνία, απαραίτητη για την έγκριση των προπαρασκευαστικών κειμένων, και ταυτόχρονα υπήρχαν και σχετικές αντιρρήσεις εκ μέρους κάποιων Τοπικών Εκκλησιών, κάναμε υπακοή και προσευχηθήκαμε να διεξαχθούν με τη Χάρη και το Φως της Αλήθειας οι εργασίες της Συνόδου της Κρήτης και να ακολουθήσουν τις αποφάσεις των Θείων και Αγίων Πατέρων ημών. Είχαμε την πεποίθηση ότι ο Παντοδύναμος Θεός πληρώνει τις ανθρώπινες αδυναμίες και ελλείψεις και δύναται να μετατρέψει το κακό σε καλό. Συνάμα, οι ειδήσεις για την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας από την Ρουμανική Αντιπροσωπία μας έδωσαν ελπίδα και μας ενίσχυσαν στην προσευχή και νηστεία μας.
Καθώς φαίνεται, δεν βιαστήκαμε να διαμαρτυρηθούμε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνόδου της Κρήτης (2016). Αντιθέτως, μελετήσαμε με πολλή προσοχή και υπομονή τα κείμενα και τις αποφάσεις, τις τοποθετήσεις και τις υστερόχρονες αναφορές διακεκριμένων Αρχιερέων και θεολόγων της Αγίας μας Εκκλησίας, τόσο υπέρ, όσο και εναντίον της διοργάνωσης και διεξαγωγής των εργασιών και της έγκρισης των κειμένων της Συνόδου της Κρήτης. Κατόπιν έρευνας και με προσευχή, με την οποία προσπαθήσαμε να αξιολογήσουμε τα πάντα, προκειμένου να γνωρίσουμε την αλήθεια όσο πιο περιεκτικά γίνεται, η φωνή της συνειδήσεώς μας μας προτρέπει να Σας απευθύνουμε αυτή την επιστολή. Η θέση μας για τη Σύνοδο της Κρήτης (2016) δεν είναι κάτι μοναδικό και απομονωμένο στον ορθόδοξο κόσμο, αλλά συμμερίζεται από πολλές συνειδήσεις καθώς φαίνεται από δημόσιες ομολογίες πίστεως, οι οποίες τεκμηριώνονται και στηρίζονται, από κανονική άποψη, στη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων.
Με αγάπη και φόβο Θεού, του Ποιητή, Κτίστη και Σωτήρα του κόσμου, αποβλέποντας στον Ιησού Χριστό, τον Θεό Υιό και Κεφαλή της ζώσας και αληθινής Εκκλησίας, το Σώμα του, Σας ομολογούμε, Σεβασμιώτατε, τα εξής:
1) Η Σύνοδος της Κρήτης παραβίασε τον λόγο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος κανόνισε για την αιωνιότητα την ισότητα των επισκόπων (Μτθ. 20:25-28; Μκ. 9:33-35), εμποδίζοντας με την αγία του φωνή να γίνει ένας απ’ αυτούς μεγαλύτερος από τους άλλους. Η διαίρεση των επισκόπων σε τρεις κατηγορίες – δηλαδή των επισκόπων χωρίς το δικαίωνα να συμμετάσχουν στη Σύνοδο, εκείνων με δικαίωμα να συμμετάσχουν στη Σύνοδο και να μιλήσουν αλλά χωρίς αποφασιστική ψήφο, και μερικών με πλήρη δικαιώματα, ακόμα και με δικαίωμα του βέτο – είναι, πέρα από οποιαδήποτε ανθρώπινη επιχειρηματολογία, εναντίον της εντολής του Θεού. Εξολοθρεύθηκε η ελπίδα μας ότι η Σύνοδος της Κρήτης θα διορθώσει το σφάλμα, με το οποίο ξεκίνησε την πορεία της, εφόσον αυτή η φοβερή εκτροπή ούτε καν συζητήθηκε.
Σεβασμιώτατε, διάφορες ανθρώπινες τεκμηριώσεις υπήρχαν στην ιστορία π.χ. για την διατήρηση του Παλαιού Νόμου μετά την Ανάσταση, για τον αρειανισμό και τον μακεδονιανισμό, για το Filioque, για την ίδρυση της παποσύνης στις ιστορικές η σημερινές της μορφές, για την Ιερά Εξέταση και για πολλά άλλα. Και όλα αυτά, επειδή αγνόησαν τις εντολές του Θεού, επέφεραν περισσότερο κακό παρά καλό, διάσπαση αντί ενότητα, πλάνη αντί καθοδήγηση, οδύνη αντί παρηγορία, καταστροφή αντί οικοδομή. Ακόμα και μόνο αυτή η εκτροπή από την Ορθοδοξία, δηλαδή η αποδοχή των μη ορθοδόξων και μη χριστιανικών βαθμίδων στην αρχιερωσύνη, αρκεί για να μας σπρώξει να Σας φωνάξουμε με πόνο: «Πατέρα και Ποιμένα του λογικού ποιμνίου του Θεού, απορρίψτε τη Σύνοδο της Κρήτης!».
2) Η Σύνοδος της Κρήτης καταπάτησε τον ίδιο τον Κανονισμό της. Η Σύνοδος της Κρήτης συνήλθε παρόλο που τα προπαρασκευαστικά κείμενα δεν εγκρίθηκαν με ομοφωνία, αγνοώντας τις αντιρρήσεις εκ μέρους τεσσάρων Τοπικών Εκκλησιών.
Η εναντίωση και μόνο των τεσσάρων Εκκλησιών αντιτίθεται στην αρχή της ομοφωνίας, η οποία αναφέρθηκε τόσο πολύ σχετικά με τη Σύνοδο, και έτσι καταργείται μόνη της η Σύνοδος της Κρήτης σύμφωνα με την ίδια τη δική της μεθοδολογία διοργανώσεως. Η επίκληση κάποιων Οικουμενικών Συνόδων, στις οποίες δεν συμμετείχαν όλες οι Τοπικές Εκκλησίες αποτελεί επαίσχυντο σόφισμα, εφόσον η Σύνοδος της Κρήτης δεν σεβάστηκε τις βασικές αρχές της Ορθοδόξου συνοδικότητας γενικά και των Οικουμενικών Συνόδων ιδιαιτέρως. Το να επικαλείται κανείς ένα κανονισμό από ένα σύνολο κανονισμών, το οποίο σύνολο αγνόησε εντελώς, είναι απρεπές και εκτός του φρονήματος της Ορθοδοξίας. Ακόμα και μόνο εξαιτίας του ότι δεν σεβάστηκαν οι ίδιες οι αρχές διοργάνωσης και λειτουργίας της Συνόδου, Σεβασμιώτατε, έχετε πολύ δικαιολογημένο λόγο να απορρίψετε τη Σύνοδο της Κρήτης!
3) Οι συζητήσεις και τα κείμενα της Συνόδου της Κρήτης υποφέρουν σοβαρά από μία ανορθόδοξη θεολογική γλώσσα, η οποία εκφράζει τη λεγόμενη theologia oecumenica, καθώς την ονομάζουν οι ίδιοι οι οικουμενιστές, μία ανορθόδοξη θεολογία με προτεσταντική προέλευση, που εισάχθηκε στην Εκκλησία κατά τους ιθ -κ αἰῶνες. Εσείς ο ίδιος και άλλα μέλη της Ρουμανικής Αντιπροσωπίας αγωνιστήκατε εναντίον των ασαφειών και αλλοιώσεων, των ανορθόδοξων η και αντιορθόδοξων διατυπώσεων των κειμένων της Συνόδου. Αλλά το πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα που είχατε στη διάθεση πριν από τη Σύνοδο (άλλη ανορθόδοξη πράξη!) και οι πολύ έντονες πιέσεις επέτρεψαν να υπάρχουν πολλές παραλείψεις: από τη δογματική καινοτομία των αρχιερατικών βαθμίδων μέχρι τα άρθρα των κειμένων, τα οποία έρχονται σε διαφωνία μεταξύ τους και καταργούνται αμοιβαία, η και η έλλειψη ουσιαστικών διευκρινίσεων, χωρίς των οποίων ανοίγεται ο δρόμος των πιο πλανεμένων θεολογικών παρεξηγήσεων.
Για όλα αυτά, με πολλές λεπτομέρειες και πληροφορίες, έχουν γραφτεί και δημοσιευτεί κείμενα στην Ελλάδα, Ουκρανία, Βουλγαρία, Γεωργία και σε άλλα μέρη της Μιας Εκκλησίας, καθώς και στη Ρουμανία. Αν προσθέσουμε πληροφορίες δεν το κάνουμε για να Σας διδάσκουμε εμείς, διότι είμαστε πεπεισμένοι ότι γνωρίζετε πολύ καλά κατά πόσο είναι αληθινά όλα αυτά που Σας γράψαμε, αλλά το κάνουμε για να ενισχύσουμε τη μαρτυρία μας ενώπιον της ιστορίας για όσους δεν γνωρίζουν όλα αυτά, και για να Σας δώσουμε επιχειρήματα, για να υποστηρίξετε τη μόνη δυνατή απόφαση: την κατηγορηματική απόρριψη της Συνόδου της Κρήτης (2016).
Σεβασμιώτατε, γνωρίζετε την απέραντή μας αγάπη προς την Εκκλησία του Χριστού, αγάπη για την οποία ο Πατέρας και Πνευματικός μας, ο κτήτορας της Μονής Paltin, έδωσε το αίμα και τη ζωή του, βιώνοντας στις κομμουνιστικές φυλακές επί χρόνια φοβερά βάσανα χωρίς δισταγμό και χωρίς αποχώρηση. Ζούμε σε μία εποχή στην οποία το παράδειγμα του Γέροντα Ιουστίνου Parvu πρέπει να μας καθοδηγήσει, καθώς και ο λαμπρός αγώνας όλων των ομολογητών κατά τους κομμουνιστικούς διωγμούς.
Αν και τώρα δεν υπάρχει διωγμός η δεν υπάρχει ακόμα στην ίδια ένταση της σκληρότητας που υπήρχε τότε, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες πιέσεις ούτως ώστε η Ορθόδοξος Εκκλησία να δεχτεί πράγματα αλλότρια ως προς την Ορθοδοξία. Γνωρίζουμε ότι κάνατε μεγάλο αγώνα, για να φυλάξετε την Εκκλησία της Ρουμανίας από τέτοια πτώση. Και με δάκρυα Σας παρακαλούμε: απορρίψετε τη Σύνοδο της Κρήτης. Ο,τι δεν μπορέσατε να κερδίσετε εκεί, στην Κρήτη, κερδίστε τώρα! Επειδή δεν πρόκειται για κάποιο περιορισμένο και μικροπρεπές ανθρώπινο ενδιαφέρον, αλλά για το ιερό και ύψιστο καθήκον της ομολογίας και της διακήρυξης της διδασκαλίας του Χριστού, όπως ο ίδιος ο Σωτήρας μας την άφησε ως θησαυρό μέχρι τη συντέλεια του κόσμου.
Κοιτάξτε, Πατέρα και Ποιμένα μας, στα κύματα που σηκώνονται: οποιαδήποτε πλάνη οδηγεί σε ακραίες αντιδράσεις. Οι πλάνες του οικουμενισμού, του υπερκληρικαλισμού και εθνοφυλετισμού, οι οποίες οδήγησαν στον τρόπο διοργάνωσης και διεξαγωγής της Συνόδου της Κρήτης και οι οποίες, παρόλες τις προσπάθειες και της Αντιπροσωπίας της Εκκλησίας της Ρουμανίας, φαίνονται στα κείμενα, προκαλούν όλο και πιο έντονες αντιδράσεις. Ακόμα και αν δεν ακούγονται στο ύψος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρουμανίας, οι φωνές οι οποίες ζητούν τη διακοπή μνημόσυνου των Αρχιερέων είναι πολλές, πάρα πολλές, και πολύ αποφασισμένες, αλλά το πιο σοβαρό είναι ότι πέρα από αυτές ακούγονται ήδη και οι φωνές φυγοκέντρων ομάδων, οι οποίες επιθυμούν και αγωνίζονται για το σκίσιμο της Εκκλησίας, φωνές οι οποίες δύνανται να βρουν πολλούς ακροατές, αν η διασάλευση συνεχίσει και επιδεινωθεί. Είναι προφανές ότι η απόρριψη της Συνόδου της Κρήτης είναι η πιο ξεκάθαρη και αποτελεσματική θεραπεία αυτών των κυμάτων και πλανών, στην ουσία η μόνη δυνατή θεραπεία.
Σας γράφουμε αυτά με φόβο Θεού, με πίστη και αγάπη, όχι επειδή προτιθέμεθα να Σας διδάξουμε εμείς κάτι, διότι τι θα μπορούσαμε να Σας διδάξουμε εμείς, που δεν έχουμε αποκτήσει τον καθαρό βίο και τη φωτισμένη γνώση; Αλλά ερχόμαστε ενώπιόν Σας, του καλού Πατέρα και Ποιμένα μας, ο οποίος « την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιω. ι : 11), υπέρ των υιών του, και δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά μόνο Σας υπενθυμίζουμε αυτά που πολύ καλά γνωρίζετε, και ευχόμαστε με αυτόν τον τρόπο να θεραπεύσετε τη διασάλευση που εμφανίστηκε στην Εκκλησία του Χριστού και να φέρετε την ειρήνη και το φως δια της εφαρμογής των ιερών δογμάτων και διδασκαλιών των προγόνων μας, των Αγίων Αρχιερέων με φόβο Θεού, οι οποίοι υπερασπίστηκαν την πίστη και το ποίμνιό τους με κίνδυνο της ζωής τους.
Γνωρίζοντας πολύ καλά την ευλάβεια και την αγάπη Σας για την Παράδοση της Εκκλησίας μας και για τους Ιερούς Κανόνες των Θείων Πατέρων, αλλά και την εκτίμηση την οποία εκδηλώσατε τόσες φορές για τον μακαριστό αγαπημένο μας πνευματικό Πατέρα, Αρχιμανδρίτη Ιουστίνο Parvu, θέτουμε ενώπιόν Σας τους πνευματοφόρους λόγους του Γέροντά μας, του ακαταπόνητου αγωνιστή για την ορθή πίστη, αγωνιστή στην πράξη και λόγο, του οποίου ο λόγος ήταν γεμάτος αγάπη και παρηγορία, αλλά και σοφή επίπληξη:
«Ο χριστιανισμός είναι η σταγόνα του ασβέστη, η οποία διασαφηνίζει το θολό νερό στο ποτήρι. Οι αρχηγοί ενός έθνους, οι αρχηγοί μιας Εκκλησίας είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι σε θέση να διασαφηνίσουν τη θολούρα του νερού και έτσι να αποκαταστήσουν την καθαρότητά του. Όμως, άμα δεν έχουμε αρχηγούς, οι οποίοι να παρέμβουν για τη διασαφήνιση των θολών νερών, τα οποία μας πνίγουν, δεν θα συμμετάσχουμε στο καθαρό ποτήρι… Οι Κανόνες των Αγίων Πατέρων δεν είναι μόνο για μας, τους Ρουμάνους, είναι για όλον τον χριστιανικό κόσμο. Έτσι ώστε ο στόχος μας είναι, όπως είπα και προηγουμένως, η σωτηρία του ανθρώπου. Αυτά είναι τα μέσα της σωτηρίας του ανθρώπου. Όταν αρχίσουμε να τα αποβάλουμε, να κάνουμε παραχωρήσεις ως προς αυτά τα θεμέλια, τότε αρχίζουμε να διαλύουμε και την ηθική μας και τη χριστιανική μας ζωή. Επομένως ο στόχος μας είναι να σηκώσουμε τον άνθρωπο, με τις αδυναμίες του, στο ύψος της Εκκλησίας, στη κανονική της γραμμή, όχι να κατεβάσουμε εμείς τους Κανόνες και τις διατάξεις των Αγίων Πατέρων στην ανθρώπινη αδυναμία. Επειδή εδώ θέλουν να φτάσουμε. Να φτάσουμε στη κατάργησή τους και ο άνθρωπος θα μείνει στο δήθεν μεγαλείο του, με όλη την αδυναμία του, σαν να μη υπήρχε κάνεις ανώτερος από αυτόν. Όμως αυτοί οι Κανόνες, αυτές οι διατάξεις συντάχθηκαν από τους Αγίους και παραμένουν άγιοι για μας κι εμείς είμαστε εκείνοι που πρέπει να προσαρμοστούμε σ’αυτούς όχι το αντίθετο. Αν δεν προσαρμοστούμε στους Κανόνες θα χαθούμε ψυχικά και θα πνιγούμε πνευματικά»[1].
Με βάση όλων των ανωτέρω, Σας διαβεβαιώνουμε για την υιική μας αγάπη και τις αδιάλειπτές μας προσευχές, τις οποίες προσφέρουμε στον Κύριο, ώστε ο Ίδιος ο Θεός της Αλήθειας, ο οποίος ενθάρρυνε τους μάρτυρες, να Σας ενθαρρύνει κι Εσάς προς την αγία ομολογία κι επίσης Σας ζητάμε ταπεινά να απευθυνθείτε στην Ιερά Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας προκειμένου να αναθεωρηθούν τα κείμενα της Συνόδου της Κρήτης και να απορρίψετε τη Σύνοδο αυτή, η οποία προκάλεσε τόση διαταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας μας.
Με ταπείνωση και υιική υπακοή,
Η Γερόντισσα Ιουστίνα, Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Paltin Petru–Voda, και η συνοδεία αυτής μαζί με τους λειτουργούντες ιερείς.
11 Αυγούστου 2016, εορτή του Αγίου Νήφωνα, Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης».
Nota: Aceasta este scrisoarea manastirii Paltin Petru Voda referitoare la Sinodul din Creta, Traducere in limba greaca realizata de Tatiana Petrache
[1] Αρχιμανδρίτη Ιουστίνου Parvu, Η Εκκλησία και οι νέες αιρέσεις, Fundaia Justin Parvu, 2016, σ. 32.
Πηγή: Paltin Petruvoda, Ορθόδοξος Τύπος
Συνήλθε την Πέμπτη, 24 Νοεμβρίου 2016, στη δεύτερη ημέρα της εκτάκτου Συγκλήσεώς της, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.
Κατά την πρωινή Συνεδρία, μετά την προσευχή, ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διεπιστώθη απαρτία.
Κατόπιν επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.
Ακολούθως, σύμφωνα με την Ημερησία Διάταξη, συνεχίσθηκε εποικοδομητική συζήτηση επί της Εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγου, η οποία πραγματοποιήθηκε χθες και είχε ως θέμα την ενημέρωση του Σώματος της Ιεραρχίας περί των διεξαχθεισών εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Μετά το πέρας της συζητήσεως, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος έλαβε τον λόγο και αφού ευχαρίστησε όλους για τις τοποθετήσεις τους, αναφέρθηκε ιδιαίτερα στον Εισηγητή, ειπών μεταξύ άλλων: «Ευχαριστίες και συγχαρητήρια οφείλονται στον Σεβασμιώτατο Σερρών για την επιτυχή διαπραγμάτευση του θέματος».
Εν κατακλείδι, μετά από Εισήγηση του Μακαριωτάτου Προέδρου, η οποία έγινε ομόφωνα αποδεκτή, τονίζεται η, μετά την ενδελεχή και λεπτομερή ενημέρωση του Σώματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, επιβεβαίωση της ενότητός Της, και αποφασίσθηκε η έγκριση των προτάσεων της Εισηγήσεως, καθώς και η μελέτη και όλων των κειμένων που υπεβλήθησαν, από την Δ.Ι.Σ., ώστε να συνταχθεί ανακοινωθέν προς ενημέρωση του ιερού κλήρου και του λαού.
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας ασχολήθηκε επίσης με τρέχοντα υπηρεσιακά θέματα.
Η Επιτροπή Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας
Πηγή: Ακτίνες
Στήν τελευταία Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (23-24 Νοεμβρίου 2016) ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Σερρῶν κ. Θεολόγος διάβασε τήν εἰσήγησή του, μέ τίτλο «Ἐνημέρωσις περί τῶν διεξαχθεισῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καί στήν συνέχεια ἔγινε εὐρύτατη συζήτηση γιά τό περιεχόμενο τῆς εἰσηγήσεως καί ἐλήφθησαν ἀποφάσεις.
Ἡ εἰσήγηση εἶχε τρία βασικά σημεῖα, πρῶτον τό Συνοδικό Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ προετοιμασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, δεύτερον ἡ διαχρονική συνεισφορά τῆς Ἐκκλησίας μας στήν προετοιμασία καί διαμόρφωση τῶν κειμένων της, καί τρίτον οἱ προτάσεις γιά τά περαιτέρω. Στήν πραγματικότητα ἡ εἰσήγηση ἐκινεῖτο στόν ἄξονα τῆς ἐνημερώσεως τῶν μελῶν τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης καί γιά τίς ἀποφάσεις πού ἔπρεπε νά λάβη ἡ Ἱεραρχία μας.
Κατά τίς Συνεδριάσεις ἔκανα δύο προφορικές παρεμβάσεις καί κατέθεσα ἕνα κείμενο στά Πρακτικά, στό ὁποῖο ἀνέλυα περισσότερο τίς ἀπόψεις μου.
Στήν συνέχεια θά δημοσιευθῆ ἡ κύρια παρέμβασή μου πού ἔγινε τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Συνεδριάσεως, καί τό κείμενο πού κατέθεσα στά Πρακτικά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας.
.......................................................
Α.
Παρέµβαση κατά τήν ἔκτακτη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 23-24 Νοεµβρίου 2016
Ἄκουσα µέ προσοχή τήν Εἰσήγηση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Σερρῶν καί Νιγρίτης κ. Θεολόγου καί τόν εὐχαριστῶ γιά τόν κόπο στόν ὁποῖο ὑποβλήθηκε, γιά τήν ὁµολογία τήν ὁποία ἔδωσε στήν ἀρχή καί γιά τίς προτάσεις του.
Μέ τά ὅσα θά ὑποστηρίξω στήν συνέχεια θά κάνω µερικές προεκτάσεις.
Ἔχω συγγράψει ἕνα κείµενο πού θά καταθέσω στά Πρακτικά, ἐνῶ ἀναγκαστικά θά τονισθοῦν µερικά σηµεῖα περιληπτικά γιά τό κρίσιµο ἕκτο κείµενο µέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὁ λοιπός Χριστιανικός κόσµος».
1. Ἡ προετοιµασία γιά τήν Σύνοδο αὐτή δέν ἦταν ἐπαρκής. Τό κείµενο πού καταρτίσθηκε ἀπό τήν Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη δέν ἦταν σέ γνώση τῆς Ἱεραρχίας. Τό λάβαµε µετά τήν ὑπογραφή ἀπό τούς
Προκαθηµένους, τόν Ἰανουάριο 2016. Ἔπρεπε νά γίνη συζήτηση στήν Ἱεραρχία, πρίν ὑπογραφῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους.
Ἐπίσης, οἱ ἀντιπρόσωποί µας στήν Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη ἐνηµέρωσαν τήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο ὅτι τό τελικό κείµενο µέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», «ἐκφράζει ἀπόλυτα τήν πανορθόδοξη θέση στά συγκεκριµένα θέµατα µέ τρόπο ἰσορροπηµένο καί στό πλαίσιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, ὅπως αὐτή διετυπώθη καί διεσώθη ἀπό τήν πατερική καί συνοδική παράδοση τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Αὐτές, ὅµως, οἱ διαπιστώσεις δέν εἶναι ὀρθές, γιατί τό κείµενο, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό πολλούς, ἦταν προβληµατικό, γι’ αὐτό καί διορθώθηκε.
2. Ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία συνῆλθε στήν Κρήτη, ὅπως ἐπανειληµµένως ἔχω τονίσει, ἦταν Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων µέ τίς συνοδεῖες τους.
Παρακολουθώντας τήν ὅλη ἐργασία τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης παρατηρῶ ὅτι ὑπάρχουν καί θετικά σηµεῖα, τά ὁποῖα ἀναφέρθησαν στήν εἰσήγηση καί τά ἔχω ἐπισηµάνει σέ κείµενό µου τό ὁποῖο δηµοσιεύθηκε. Εἴµαστε ὑποχρεωµένοι νά τό τονίσουµε αὐτό. Τά πρῶτα πέντε κείµενα εἶναι γενικά καλά, ὑπάρχουν καί µερικές ἐλλείψεις, γι’ αὐτό χρειάσθηκε νά ἐκφράσω γραπτῶς τίς ἐπιφυλάξεις µου σέ δύο περιπτώσεις. Τά δύο ἀπό τά πέντε κείµενα τά ὑπέγραψα µέ ρητές ἐπιφυλάξεις, ὡς πρός τήν ἔννοια τοῦ προσώπου καί ὡς πρός τίς ἐκκλησιολογικές συνέπειες τῶν µικτῶν γάµων.
3. Τό κείµενο πού ἀπετέλεσε τήν βάση τῆς Συνόδου ἦταν τό ἕκτο, µέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον». Τό τελικό κείµενο ἔχει πολλά προβλήµατα, παρά τίς µερικές γενικές καλές διατυπώσεις. Μάλιστα, ὅταν δηµοσιευθοῦν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ αὐθεντικές ἀπόψεις αὐτῶν πού ἀποφάσισαν καί ὑπέγραψαν τά κείµενα, τότε θά φανῆ καθαρά ὅτι στήν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισµατική θεολογία καί κυρίως ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, δηλαδή ἡ διολίσθηση ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.
Τό ἕκτο αὐτό κείµενο δέν ἦταν ὥριµο γιά ἀπόφαση καί ὑπογραφή, γι’ αὐτό καί προτείναµε διάφορες διορθώσεις, οἱ ὁποῖες ὅµως δέν πέρασαν καί τίς ὁποῖες ἐπεσήµανα σέ ἕνα κείµενό µου, τό ὁποῖο ἀπέστειλα σέ ὅλα τά µέλη τῆς Ἱεραρχίας. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι διορθώθηκε τό κείµενο στίς τέσσερεις γλῶσσες καί µετά τήν λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου.
Πάντως, παρατηρεῖ κανείς στό τελικό κείµενο ἀντιφαντικά σηµεῖα. Κατά τήν γνώµη µου δέν εἶναι κείµενο θεολογικό, ἀλλά διπλωµατικό. Ὅµως, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν στηρίζεται σέ διπλωµατικά κείµενα, ὅπως φάνηκε στήν ἱστορία ἀπό τήν «Ἔκθεση» τοῦ Ἡρακλείου καί τόν «Τύπο» τοῦ Κώνσταντος.
Ἔπειτα, κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου στήν Κρήτη ἐλέχθησαν διάφορα παραποιητικά τῆς ἀληθείας, ὅσον ἀφορᾶ τόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό, τήν Σύνοδο τοῦ 1484 καί τό Συνοδικό κείµενο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, τό 1848, σέ σχέση µέ τήν λέξη Ἐκκλησία στούς ἀποκοµµένους Χριστιανούς ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
4. Στήν 6η παράγραφο τοῦ ἕκτου κειµένου ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τίς ἄλλες παροῦσες Ἐκκλησίες ἡ νέα πρόταση πού ὑπέβαλε ἡ Ἐκκλησία µας.
Συγκεκριµένα, ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας ἦταν: «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ' αὐτῆς».
Μετά τήν ἀντίδραση ἀπό ἄλλες Ἐκκλησίες, ἡ Ἐκκλησία µας πρότεινε νέα πρόταση: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν».
Κατ’ ἀρχάς δέν εἴχαµε ἐξουσιοδότηση τῆς Ἱεραρχίας νά διαπραγµατευθοῦµε τίς ἀποφάσεις της, ὅπως ἔλεγαν πολλοί ἀπό τούς Ἱεράρχες πού ἤµασταν παρόντες.
Ἔπειτα, δέν ἔγινε συζήτηση γιά νά ἀποδεχθοῦµε τήν ἀλλαγή, ἁπλῶς ἔγινε ψηφοφορία καί µάλιστα µέ σπουδή. Θά µποροῦσαν νά υἱοθετηθοῦν ἄλλες προτάσεις ὅπως «λοιπός Χριστιανικός κόσµος», «µή ὀρθόδοξοι», «οἱ ἐκτός αὐτῆς» κλπ.
Ἀκόµη, µέ τήν νέα πρόταση ἔγιναν µερικές ἀλλαγές, πού κατά τήν γνώµη µου εἶναι προβληµατικές, ἤτοι:
Ἀντικαταστάθηκε ἡ φράση «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει» µέ τήν φράση «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται».
Ἀντικαταστάθηκε ἡ φράση «τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν» µέ τήν φράση «τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν». ∆έν ὑπάρχει ὀνοµασία χωρίς ὕπαρξιν, γιατί διαφορετικά ἐκφράζεται ἕνας ἐκκλησιολογικός νοµιναλισµός. Τότε, ἄς δεχθοῦµε καί τήν ὀνοµασία Μακεδονία στό Κράτος τῶν Σκοπίων, ἐπειδή ἐπικράτησε πολλά χρόνια.
Ἀντικαταστάθηκε ἡ φράση «Χριστιανικῶν Κοινοτήτων καί Ὁµολογιῶν» µέ τήν φράση «ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν». Ἡ λέξη «ἑτερόδοξος» σέ σχέση µέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σηµαίνει αἱρετικός. Ἑποµένως, τό νά ἀποδίδη κανείς τό ἐπίθετο ἑτερόδοξος στήν Ἐκκλησία δηλώνει τήν ἀντιφατικότητα.
Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ:
«Οὐδέποτε διά µεσότητος, ἄνθρωπε, τά ἐκκλησιαστικά διωρθώθῃ. Μέσον ἀληθείας καί ψεύδους οὐδέν ἐστίν».
Ἐπίσης, πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν εἶναι περιγραφικός οὔτε εἰκόνα, ἀλλά δηλώνει τό πραγµατικό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, σύµφωνα µέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «καὶ αὐτόν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τό σῶµα αὐτοῦ, τό πλήρωµα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουµένου» (Ἐφ. α΄, 22-23). Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται µέ τό Θεανθρώπινο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή µία εἶναι ἡ Κεφαλή, ὁ Χριστός, καί ἕνα τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτό «ἓν σῶµα καὶ ἓν Πνεῦµα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν µιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑµῶν· εἷς Κύριος, µία πίστις, ἓν βάπτισµα εἷς Θεός καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡµῖν» (Ἐφ. δ΄ , 4-6).
Ἔτσι, αὐτή ἡ νέα πρόταση ἐπ’ οὐδενί λόγῳ στοιχεῖ «στό πνεῦµα τῆς Ἱεραρχίας», ὅπως γράφηκε στό ∆ελτίο Τύπου τῆς ἡµέρας ἐκείνης (25-6-2016), ἀλλά εἶναι µιά διπλωµατική πρόταση.
5. Τό σηµαντικότερο ὅµως τῆς ὑποθέσεως εἶναι ὅτι ἡ νέα πρόταση, ἐνῶ φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι εἶναι ἀκίνδυνη, ἐν τούτοις εἶναι ἀντορθόδοξη. Γιά νά ὑποστηρίξω αὐτήν τήν ἄποψη θά ὑπογραµµίσω δύο θεολογικά σχόλια.
Τό πρῶτο σχόλιο εἶναι ὅτι ἡ ἄποψη ὅτι µπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ µιά Ἐκκλησία ὡς ἑτερόδοξη-αἱρετική καταδικάσθηκε ἀπό τίς Συνόδους τοῦ 17ου αἰῶνος, µέ ἀφορµή τήν «Λουκάρειο Ὁµολογία», ἡ ὁποία φέρεται ὅτι γράφηκε ἤ υἱοθετήθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Λούκαρη. Πρόκειται γιά τήν φράση ὅτι «ἀληθές καί βέβαιον ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁµαρτάνειν τήν Ἐκκλησίαν, καί ἀντί τῆς ἀληθείας τό ψεῦδος ἐκλέγεσθαι». Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων τοῦ 17ου αἰῶνος ἀποφάνθηκαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν µπορεῖ νά πλανᾶται.
Ἔτσι, ἤ ὑπάρχει Ἐκκλησία χωρίς αἱρετικές διδασκαλίες ἤ ὑπάρχει αἱρετική ὁµάδα πού δέν µπορεῖ νά ἀποκληθῆ Ἐκκλησία.
Τό δεύτερο θεολογικό σχόλιο εἶναι ὅτι ἡ νέα αὐτή πρόταση ἐκφράζει τήν προτεσταντική ἄποψη περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι µία «νεστοριανική ἐκκλησιολογία».
Στό τελικό κείµενο γράφεται: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ». Ἐδῶ ὑπονοεῖται ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία πού εἶναι ἑνωµένη, αὐτό σηµαίνει τό ὀντολογικό.
Στήν συνέχεια, ἡ φράση πού εἰσάγεται µέ τό «παρά ταῦτα» καί συνεχίζει «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν» ὑπονοεῖ τήν ὁρατή Ἐκκλησία πού εἶναι διεσπασµένη.
Ὁ Λούθηρος, ἀλλά κυρίως ὁ Καλβίνος καί ὁ Σβίγκλιος, γιά νά δηλώσουν τήν ταυτότητά τους, ὅταν ἀποσπάσθηκαν ἀπό τήν Ρώµη, ἀνέπτυξαν τήν θεωρία περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Σύµφωνα µέ αὐτή τήν ἄποψη ἡ ἑνότητα τῆς ἀοράτου Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη, ἐνῶ οἱ ἐπί γῆς ὁρατές Ἐκκλησίες εἶναι διεσπασµένες καί ἀγωνίζονται νά βροῦν τήν ἑνότητα.
Ὁ Λόσσκυ, σχολιάζοντας αὐτή τήν θεωρία, ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἄποψη αὐτή εἶναι ἕνας «νεστοριανισµός ἐκκλησιολογικός» ὅταν χωρίζεται ἡ Ἐκκλησία στήν ἀόρατη καί ὁρατή, ὅπως δῆθεν χωρίζεται ἡ θεία µέ τήν ἀνθρώπινη φύση στόν Χριστό. Ἀπό τήν θεωρία αὐτή ξεκινοῦν ἄλλες θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισµατική θεολογία καί ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητας.
6. Πρόταση
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν νοµίζω, ἐπειδή τό κείµενο ἔχει πολλές ἀντιφατικότητες, ἄν ἡ Ἱεραρχία δέν τό ἀπορρίψη, τότε τοὐλάχιστον πρέπει νά ἐπιφυλαχθῆ ὡς πρός τό περιεχόµενό του καί νά ἀποφασίση νά τύχη περαιτέρω ἐπεξεργασίας καί ἀναθεωρήσεως ἀπό µιά ἄλλη Σύνοδο, πού θά γίνη στό µέλλον.
Αὐτό τό στηρίζω στούς ἑξῆς λόγους:
α) Πολλοί κατάλαβαν ὅτι τό κείµενο αὐτό γράφηκε καί ἀποφασίσθηκε ἐν σπουδῇ καί δέν εἶναι ὁλοκληρωµένο, ἀφοῦ µάλιστα ὑπογραφόταν ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς τήν Κυριακή τό πρωΐ, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας.
β) Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἐξέφρασε εὐχή τέτοιες Σύνοδοι νά ἐπαναλαµβάνονται τακτικά γιά ἐπίλυση διαφόρων θεµάτων. Ἄλλωστε ἔµειναν πολλές ἐκκρεµότητες, πού χρήζουν ἄµεσης ἀντιµετωπίσεως.
γ) Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας θεώρησε αὐτήν τήν Σύνοδο ὡς Προσυνοδική, τό ὑποστήριξε καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, ἀλλά πρόσφατα καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουµανίας ἀποφάσισε ὅτι τά κείµενα πού ἀποφασίσθηκαν
στήν Κρήτη µποροῦν νά διαφοροποιηθοῦν ἐν µέρει καί νά ἀναπτυχθοῦν ἀπό µιά µέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί νά τελειοποιηθοῦν, χωρίς τήν πίεση τοῦ χρόνου, καί µέ τήν πανορθόδοξη συναίνεση.
δ) Αὐτή εἶναι ἡ συνήθης πρακτική στό Ὀρθόδοξο συνοδικό σύστηµα. Στίς Οἰκουµενικές Συνόδους γίνονταν πολλές Συνεδριάσεις, οἱ ὁποῖες κρατοῦσαν πολλά χρόνια. Ἐπίσης, ἔχουµε τήν Πενθέκτη Οἰκουµενική Σύνοδο πού συµπλήρωσε στό κανονικό δίκαιο τίς Ε΄ καί ΣΤ΄ Οἰκουµενικές Συνόδους, τήν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο (861), καί ἀκόµη τίς ἡσυχαστικές Συνόδους ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ (1341,1347,1351, 1368), πού θεωροῦνται ὡς µία Σύνοδο.
Μιά τέτοια πρόταση θά προλάβη σχίσµατα πού µποροῦν νά δηµιουργηθοῦν µέσα στήν Ἐκκλησία.
* * *
Β΄
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης
(κείµενο πού κατατέθηκε στά Πρακτικά τῆς Συνεδριάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν 23-24 Νοεµβρίου 2016)
Ἡ Σύνοδος πού συνῆλθε στήν Κρήτη µεταξύ 19-26 Ἰουνίου ἐ.ἔ, ἐνῶ στήν ἀρχή χαρακτηριζόταν ὡς Οἰκουµενική Σύνοδος, τελικά τιτλοφορήθηκε ὡς «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος». Οἱ τέσσερεις Ἐκκλησίες πού δέν παρευρέθηκαν στήν Σύνοδο, ἀµέσως ἤ ἐµµέσως ἀρνήθηκαν τόν τίτλο Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ἀναµένονται δέ οἱ τελικές ἀποφάσεις τους. Ἔτσι, τήν πραγµατική ὀνοµασία τῆς Συνόδου αὐτῆς θά τήν δώση ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται διά τῶν ἁγίων της, πού εἶναι ἡ θεοπτική τάξη µέσα στήν Ἐκκλησία, κατά τόν ἅγιο ∆ιονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη. Θά δοῦµε στήν συνέχεια πῶς θά ὀνοµασθῆ τελικά αὐτή ἡ Σύνοδος, Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, Οἰκουµενική Σύνοδος, Προσύνοδος κλπ.;
Στήν συνέχεια θά τήν ἀποκαλῶ Σύνοδο τῆς Κρήτης, ὅπως τό κάνουµε καί µέ ἄλλες Συνόδους πού τίς ἀποκαλοῦµε καί µέ τό ὄνοµα τῆς πόλεως στήν ὁποία συνεκλήθησαν, ὅπως γιά παράδειγµα ἡ Σύνοδος στήν Νίκαια, στήν Κωνσταντινούπολη, στήν Ἔφεσο, στήν Χαλκηδόνα κλπ.
Συµµετεῖχα στήν Σύνοδο αὐτή ἐκπροσωπώντας, µαζί µέ ἄλλους ἀδελφούς Ἀρχιερεῖς καί λαϊκούς, τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὕστερα ἀπό ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαρτίου 2016 καί ἀποδέχθηκα αὐτήν τήν ἀποστολή, ἰδιαιτέρως ὅταν ἐλήφθησαν οἱ ἀποφάσεις ἀπό τήν Ἱεραρχία τοῦ Μαΐου 2016. Σύµφωνα µέ τίς ἀποφάσεις αὐτές, ἔπρεπε νά προσπαθήσουµε καί νά ἀγωνιστοῦµε γιά τήν διόρθωση τῶν κειµένων πού εἴχαµε στήν διάθεσή µας. Μέ τήν συµµετοχή µου αὐτήν ἀπέκτησα µεγάλη ἐµπειρία, ἀλλά συγχρόνως ἔφυγα µέ ἕναν βαθύτατο προβληµατισµό.
Θά τονισθοῦν µερικά σηµεῖα πού σχετίζονται µέ τήν νέα πρόταση πού ὑπέβαλε ἡ Ἀντιπροσωπεία µας στήν Σύνοδο αὐτή.
1. Ἡ προετοιµασία τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τήν Σύνοδο
Μπορῶ νά πῶ ὅτι ἡ προετοιµασία τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τήν συµµετοχή της στήν Σύνοδο αὐτή δέν ἦταν ἡ δέουσα.
α) Ἡ εἰσήγηση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόµου
Εἶναι γνωστόν ὅτι στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας µας τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2014 ἔγινε εἰσήγηση ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστοµο γιά νά ἐνηµερωθοῦν οἱ Σεβασµιώτατοι Μητροπολίτες γιά τήν θεµατολογία τῆς µελλούσης τότε νά συνέλθη Συνόδου καί τήν ὅλη ἐργασία της, ὅπως εἶχε ἀποφασισθῆ στήν Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τόν Μάρτιο τοῦ 2014 στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ εἰσήγηση ἦταν ἐνηµερωτική καί κατά βάση παραδοσιακή. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στήν Εἰσήγηση ἔγινε λόγος γιά τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί γιά ἐκείνους τούς Χριστιανούς πού
ἀποµακρύνθηκαν ἀπό αὐτήν, δηλαδή γιά τούς ἐκτός αὐτῆς Χριστιανούς. Θά ὑπογραµµισθοῦν µερικά σηµεῖα τῆς εἰσηγήσεως ὡς πρός τό θέµα αὐτό.
Ὁ Σεβασµιώτατος κάνοντας λόγο γιά τούς ∆ιαλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µέ τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς ἐπισηµαίνει:
«∆ιά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὁ διάλογος ὑπῆρξε πάντοτε καί παραµένει οὐσιαστικόν καί ἀναπαλλοτρίωτον στοιχεῖον τόσον τῆς σωτηριολογικῆς αὐτῆς ἀποστολῆς, ἐπί τῷ τέλει τῆς ἐπιστροφῆς τῶν σχισµατικῶν καί αἱρετικῶν εἰς τούς κόλπους Αὐτῆς, ὅσον καί τῆς ποιµαντικῆς εὐθύνης Της, διό καί ἀκραδάντως ὁµολογεῖ καί κηρύττει ὅτι ἐν τῇ αὐτοσυνειδησίᾳ Αὐτῆς ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικήν συνέχειαν τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τήν κιβωτόν σωτηρίας διά τούς ἐγγύς καί τούς µακράν»1.
Στό κείµενο αὐτό γίνεται λόγος γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί γιά τούς σχισµατικούς καί αἱρετικούς πού ἀποµακρύνθηκαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πρέπει νά ἐπιστρέψουν σέ αὐτήν καί ὄχι γιά ἄλλες Ἐκκλησίες, πράγµα πού εἶναι σύµφωνο µέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.
Στήν συνέχεια τονίζεται ὅτι οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίες, καί τά ὀρθόδοξα µέλη τῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν πρέπει νά διακρίνωνται ἀπό αὐτήν τήν «ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία ὡς κύριον κριτήριον ἑκάστου ∆ιαλόγου», καθώς ἐπίσης οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὄχι µόνον στό ἐπίπεδο τῶν ἁρµοδίων συνοδικῶν ὀργάνων, ἀλλά καί στίς Πανορθόδοξες ∆ιασκέψεις πρέπει νά παρακολουθοῦν καί νά ἀξιολογοῦν τούς διαλόγους αὐτούς «µετ’ ἰδιαιτέρας µάλιστα κριτικῆς διαθέσεως»2.
Ἐπίσης, ἀναφέρει ὅτι «ἐξ αὐτῆς ταύτης τῆς ὀφειλετικῆς µερίµνης καί µαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἀνάγκη... νά ἐπισηµανθῶσιν τόσον αἱ σοβαρόταται νεοφανεῖς ἀποκλίσεις, αἱ ὁποῖαι ἐπιτείνουν ἔτι µᾶλλον τήν σοβαρότητα τῶν διαπιστωµένων θεολογικῶν διαφορῶν τῶν διαφόρων χριστιανικῶν παραδόσεων καί ὁµολογιῶν, ὅσον καί αἱ τραυµατικαί ἐµπειρίαι τῶν ἱστορικῶν σχέσεών των»3.
Αὐτό σηµαίνει ὅτι πρέπει νά ἐπισηµαίνωνται οἱ θεολογικές διαφορές καί οἱ διάφορες χριστανικές παραδόσεις, καθώς ἐπίσης καί ὅλα ἐκεῖνα τά γεγονότα τά ὁποῖα δηµιούργησαν τραυµατικές ἐµπειρίες στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Σέ ἄλλο σηµεῖο τῆς εἰσηγήσεως γράφεται:
«Βεβαίως ἡ ὁµολογιακή ἐσωστρέφεια πολλῶν χρόνων, εἰς τήν λειτουργίαν τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων, δέν ἐπιτρέπει δυστυχῶς µίαν νηφάλιαν ἀξιολόγησιν τῶν συνεπειῶν τῆς ὑπευθύνου ταύτης προβολῆς τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως πρός τούς ἐγγύς καί τούς µακράν, ἐπί σκοπῷ τήν θεραπείαν τῶν ὁµολογιακῶν ἀποκλίσεων καί ἀγκυλώσεων τῶν διαφόρων παραδόσεων τοῦ χριστιανικοῦ κόσµου τῆς ∆ύσεως, ἀλλά καί τήν ἐπιβεβαίωσιν τοῦ διαχρονικοῦ κύρους τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, διό καί κατά καιρούς ἐµφανίζονται δεδικαιολογηµέναι διαµαρτυρίαι, ἐνστάσεις, ὑποψίαι ἤ καί ἀντιδράσεις περί τῆς ὀρθῆς ἤ µή πορείας καί τῆς ἀναγκαιότητος τῶν προειρηµένων διµερῶν Θεολογικῶν ∆ιαλόγων»4.
Καί ἐδῶ φαίνεται ὅτι ὁ Εἰσηγητής εἶναι προσεκτικός στήν διατύπωση καί δέν χρησιµοποιεῖ τήν λέξη Ἐκκλησία γιά νά χαρακτηρίση τίς ὁµάδες τῶν Χριστιανῶν τῆς ∆ύσεως, ἀλλά κάνει λόγο γιά ὁµολογιακές ἀποκλίσεις καί γιά ἀγκυλώσεις τῶν διαφόρων παραδόσεων τοῦ χριστιανικοῦ κόσµου τῆς ∆ύσεως.
Συγχρόνως ἐπισηµαίνει ὅτι δικαιολογοῦνται οἱ κατά καιρούς ἀντιδράσεις καί διαµαρτυρίες τῶν Χριστιανῶν γιά τήν πορεία τῶν θεολογικῶν διαλόγων, ἐπειδή δέν ἔχει γίνει µιά νηφάλια ἀξιολόγηση τῶν συνεπειῶν τῆς ὑπευθύνου προβολῆς τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.
β) Οἱ ἐκθέσεις τῆς Εἰδικῆς ∆ιορθοδόξου Ἐπιτροπῆς Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων ∆ιασκέψεων
Μετά τήν Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 2014 καί µετά ἀπό παράκληση µερικῶν Ἀρχιερέων, µᾶς δόθηκαν τά ἕως τότε καταρτισθέντα κείµενα ἀπό τίς Προσυνοδικές Πανορθόδοξες ∆ιασκέψεις πού εἶχαν ἐπεξεργασθῆ οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν δεκατεσσάρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἑποµένως καί τῆς δικῆς µας Ἐκκλησίας, χωρίς ἐµεῖς νά εἴχαµε µέχρι τότε µιά στοιχειώδη ἐνηµέρωση γιά τά κείµενα πού ἑτοίµαζαν οἱ ∆ιασκέψεις αὐτές.
Σύµφωνα µέ τήν ἀπόφαση τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τόν Μάρτιο τοῦ 2014 τά ἕως τότε καταρτισθέντα κείµενα ἔπρεπε νά ἀναθεωρηθοῦν ἀπό Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή ἀποτελουµένη ἀπό τούς ἀντιπροσώπους ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν. Στήν Ἐπιτροπή αὐτή τήν Ἐκκλησία µας ἀντιπροσώπευσαν οἱ Μητροπολίτες Περιστερίου Χρυσόστοµος, ∆ηµητριάδος καί Ἀλµυροῦ ’Ιγνάτιος καί Μεσσηνίας Χρυσόστοµος.
Ἐκεῖνο πού παρατηρεῖ κανείς εἶναι ὅτι, ἐνῶ ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστοµος στήν εἰσήγηση πού ἔκανε στήν Ἱεραρχία τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2014 ἐξέφρασε τήν ὀρθόδοξη ὁρολογία γιά τήν σχέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µέ τούς ἄλλους Χριστιανούς, στό κείµενο πού ἑτοιµάσθηκε ἀπό τήν Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή γιά τήν ἀναθεώρηση τῶν κειµένων καί ἀπό τήν Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά νά συζητηθῆ καί νά ἀποφασισθῆ τελικῶς στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ὑπῆρχε διαφορετική ὁρολογία. ∆ηλαδή, γινόταν λόγος γιά τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί γιά τίς ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες καί Ὁµολογίες, καθώς ἐπίσης γινόταν λόγος γιά τό ὅτι, ἐνῶ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη, ἐν τούτοις στήν συνέχεια πρέπει νά γίνουν προσπάθειες γιά τήν ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσµου. Αὐτά τά σηµεῖα δηµιούργησαν µεγάλη συζήτηση ὅταν δηµοσιεύθηκαν τά κείµενα.
Ἔγιναν διασκέψεις ἀπό τούς ἀντιπροσώπους ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά νά ἀναθεωρηθοῦν τά κείµενα. Ἡ Ἱεραρχία ἀγνοοῦσε ὅλη αὐτήν τήν προετοιµασία.
Ἀπό τήν ἔρευνα πού ἔκανα στά ἀρχεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὕστερα ἀπό αἴτησή µου καί ἔγκρισή της, διαπίστωσα ὅτι οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς πού ἦταν ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας µας στήν Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων ἀπέστελλαν κάθε φορά πού συνεδρίαζαν τήν ἔκθεσή τους στήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο µέ τίς παρατηρήσεις τους. Ἔτσι, οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς τῆς περιόδου 2014-2015 λάµβαναν γνώση τῶν ἐκθέσεων καί τῶν κειµένων πού προετοιµάζονταν, χωρίς νά προτείνουν διορθώσεις, προσθῆκες καί ἀλλαγές. Αὐτό ἔγινε µία µόνον φορά ὅταν ἐνέκριναν µερικές, ἐλάχιστες, διορθώσεις, πού πρότεινε ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή ∆ιορθοδόξων καί ∆ιεκκλησιαστικῶν θεµάτων. Ὅµως, τά κείµενα δέν ἀποστέλλονταν σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες γιά νά ἐκφράσουν τήν γνώµη τους ἤ ἀκόµη καί νά ἐνηµερωθοῦν, καί δέν πρότειναν τήν σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν ἐξέταση τοῦ θέµατος αὐτοῦ.
Ἄν αὐτό γινόταν, θά ἐλάµβαναν γνώση ὅλοι οἱ Ἱεράρχες, ἤ ὅσοι ἐνδιαφέρονταν, τῶν κειµένων καί θά εἴχαµε τήν δυνατότητα νά προτείνουµε διορθώσεις καί προσθῆκες πρίν ὑπογραφοῦν τά κείµενα ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 στήν Γενεύη τῆς Ἑλβετίας. Ἔχω τήν γνώµη ὅτι µέχρι τήν Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν µποροῦσαν νά γίνουν σηµαντικές διορθώσεις, ὅταν συµµετεῖχαν καί οἱ δεκατέσσερεις Ἐκκλησίες. Βεβαίως, δινόταν ἡ δυνατότητα νά γίνουν διορθώσεις, προσθῆκες καί ἀφαιρέσεις καί στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἀλλά µέ µεγαλύτερη δυσκολία.
Τό σηµαντικό εἶναι ὅτι οἱ ἀντιπρόσωποί µας σέ αὐτό τό διάστηµα πού διαρκοῦσαν οἱ Συνεδριάσεις τῆς Εἰδικῆς ∆ιορθόδοξης Ἐπιτροπῆς γιά τήν ἀναθεώρηση τῶν κειµένων ἀπέστελλαν τίς ἐκθέσεις τους στήν Ἱερά Σύνοδο, στίς ὁποῖες ὁµολογοῦσαν ὅτι τά κείµενα κατά βάση ἦταν ὀρθόδοξα.
Γιά παράδειγµα γιά τό νέο κείµενο µέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ λοιπός Χριστιανικός κόσµος», τό ὁποῖο κείµενο προῆλθε ἀπό τήν συνένωση τῶν µέχρι τότε δύο διαφορετικῶν κειµένων, στήν ἀπό 20-12-2014 Ἔκθεση τῶν τριῶν ἀντιπροσώπων µας στήν Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων ∆ιασκέψεων πού ἔγινε στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης ἀπό 29 Σεπτεµβρίου ἕως 4ης Ὀκτωβρίου 2014, ὑπάρχει µία παράγραφος πού ἐπαναλαµβανόταν καί στίς ἄλλες ἐκθέσεις:
«Γενοµένων τῶν διορθωτικῶν παρεµβάσεων δεκτῶν, τό Κείµενον τελικῶς ὑπεγράφει ὑφ’ ὅλων τῶν Ἀρχηγῶν τῶν Ἀντιπροσωπειῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἀπεφασίσθη ὅπως παραπεµφθεῖ ad referendum πρός ἔγκρισιν καί διόρθωσιν στίς Ἱερές Συνόδους τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τελική διαµόρφωση στήν µέλλουσα νά συγκληθῆ Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη»5.
Ἀπό τά ἀρχεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διαπιστώνεται ὅτι τό κείµενο αὐτό µαζί µέ τήν Ἔκθεση δόθηκε στούς Συνοδικούς Ἀρχιερεῖς τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς περιόδου ἐκείνης, ἡ ὁποία καί ἐνέκρινε µερικές ἐλάχιστες προτάσεις τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ∆ιορθοδόξων καί ∆ιαχριστιανικῶν θεµάτων, ἀλλά δέν ἀπεστάλη, ὅπως θά ἔπρεπε, σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ γιά τέτοια θέµατα ἡ Ἱεραρχία εἶναι ἁρµόδια νά ἀποφασίση.
Γιά παράδειγµα, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2015 ἐγκρίθηκαν µερικές ἀλλαγές πού πρότεινε ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή ∆ιορθοδόξων καί ∆ιαχριστιανικῶν Σχέσεων. Πρόκειται γιά προσθῆκες τῶν λέξεων «τοπική», «συµµετοχή εἰς τό Π.Σ.Ε.», «Ὁµολογίαι», «κατά τό Σύµβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως», καί τήν ἀντικατάσταση τῆς λέξεως «Π.Σ.Ε.» ἀπό τήν λέξη «αὐτοῦ», τῆς λέξεως «ὅπως» µέ τήν λέξη «ὥστε νά», καί τῆς λέξεως «ὅµως» µέ τήν λέξη «καί».
Ἐκτός αὐτοῦ, στήν ὡς ἄνω ἔκθεση διαπιστώνεται:
«Τό παρόν νέον καί ἑνοποιηµένο Κείµενο θεωροῦµε ὅτι ἐκφράζει ἀπόλυτα τήν πανορθόδοξη θέση στά συγκεκριµένα θέµατα, µέ τρόπο ἰσορροπηµένο καί στά πλαίσια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας, ὅπως αὐτή διετυπώθη καί διεσώθη ἀπό τήν πατερική καί συνοδική παράδοση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπλέον διαζωγραφεῖται ξεκάθαρα καί ἀποτυπώνεται ὄχι ἡ ἱστορία ἀλλά τό παρόν καί τό µέλλον τῆς πορείας τῶν περιγραφοµένων σχέσεων»6.
Παρόµοιες διαβεβαιώσεις ὑπάρχουν καί στίς ἄλλες ἐκθέσεις, ὅταν συζητοῦνταν τά ἄλλα κείµενα πού ἐπρόκειτο νά παραπεµφθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Ἐνδεχοµένως αὐτή ἡ διαβεβαίωση καθησύχασε τούς Συνοδικούς Ἀρχιερεῖς τῆς περιόδου ἐκείνης, οἱ ὁποῖοι οὕτως ἤ ἄλλως ἔπρεπε νά µελετήσουν ἐκτενῶς τό θέµα καί νά τό θέσουν ὑπ’ ὄψη ὅλων τῶν µελῶν τῆς Ἱεραρχίας. Αὐτή ἡ διαβεβαίωση ἀπό ὅ,τι φάνηκε ἐκ τῶν ὑστέρων δέν ἦταν ὀρθή ἐκτίµηση, γιατί ἀπό πολλές πλευρές τονίσθηκαν οἱ ἀντιφατικότητες πού περιέκλειε τό κείµενο καί βεβαίως δέν ἐξέφραζε τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, οὔτε διέσωζε τήν πατερική καί συνοδική παράδοση τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό ἀποδεικνύεται περίτρανα ἀπό τό ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἔκανε, ἔστω καί ὄχι ὁλοκληρωµένες, διορθώσεις καί προσθῆκες.
Ὅταν διάβασα γιά πρώτη φορά τά κείµενα ἔστειλα τίς ἀπόψεις µου µέ ἡµεροµηνία 18-1-2016 καί 20-1-2016 πρίν τήν Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης τό διάστηµα 21-28 Ἰανουρίου 2016, ἀλλά δέν γνωρίζω γιατί οἱ ἀντιπρόσωποί µας δέν ἔλαβαν ὑπ’ ὄψη τους τίς παρατηρήσεις πού διατύπωσα ἔγκαιρα, καί δέν ἔθεσαν τό θέµα τῆς ἀλλαγῆς στήν Σύναξη αὐτή. Πιθανόν νά µή τούς ἐδόθησαν.
Ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο ἀπεστάλησαν τά τελικά κείµενα πού ὑπεγράφησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Γενεύη τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 καί ὁ Ἀρχεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος, ὡς Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀπέστειλε σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας µας ἐπιστολή (755/16-2-2016) µέ τήν ὁποία τούς προέτρεπε νά διατυπώσουν, ὅσοι τό ἐπιθυµοῦσαν, τίς παρατηρήσεις τους, γιά νά ληφθοῦν οἱ σχετικές ἀποφάσεις ἀπό τήν Ἱεραρχία.
Στήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο ἀφοῦ µελετήσαµε τίς παρατηρήσεις ὅσων Ἀρχιερέων ἀπέστειλαν κείµενα στήν Ἱερά Σύνοδο, προτείναµε στήν Ἱεραρχία τοῦ Μαΐου 2016 τίς διορθώσεις, ἀλλαγές, προσθῆκες καί ἀφαιρέσεις. Ἑποµένως, κάποιοι ἔχουν εὐθύνη γιατί µᾶς καθησύχαζαν καί δέν µᾶς ἐνηµέρωναν ὅλο αὐτό τό διάστηµα, µέ ἀποτέλεσµα ἡ συµµετοχή µας στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης νά εἶναι δυσχερής.
Ἡ ∆ιαρκής Ἱερά Σύνοδος τοῦ ἔτους 2015-2016, ὅπως εἶχε ὑποχρέωση, συνεκάλεσε δύο φορές τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τό σοβαρό αὐτό ζήτηµα, ἤτοι τόν Μάρτιο καί τόν Μάϊο τοῦ ἔτους 2016 καί ἐµελέτησε διεξοδικῶς τά ζητήµατα αὐτά, πρῶτον γιά τήν ἐπιλογή τῶν µελῶν πού θά ἐκπροσωπήσουν τήν Ἐκκλησία µας στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης καί δεύτερον τίς προτάσεις πού θά ὑποβάλλονταν στήν Γραµµατεία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γιά τήν διόρθωση τῶν κειµένων.
Τίς ἀποφάσεις πού ἐλήφθησαν τίς συµπεριέλαβα σέ ἄλλο κείµενό µου, ὅπως ἐπίσης κατέγραψα καί τήν κατάληξή τους καί παρέλκει ἐδῶ ἡ ἀναφορά σέ αὐτά.
Ἐπειδή ὑπῆρχε ἀνησυχία στό πλήρωµα τῆς Ἐκκλησίας ἀπεστάλη ἀπό τήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί Ἐγκύκλιος πού διαβάστηκε σέ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς στήν ὁποία γραφόταν ὅτι ἡ Ἱεραρχία ἔχει «ἀπόλυτη πίστη στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων» καί σέβεται «τό συνοδικό πολίτευµα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
2. Ἡ νέα πρόταση τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τόν λοιπό Χριστιανικό κόσµο
Ὅταν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, κατά τήν Συνεδρίαση τοῦ ἀπογεύµατος τῆς Παρασκευῆς 24 Ἰουνίου, διαβάστηκε ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας µας στήν 6η παράγραφο τοῦ κειµένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», πού ἀναφερόταν στόν προσδιορισµό τοῦ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανικοῦ κόσµου καί ἔκανε λόγο γιά «Χριστιανικές Κοινότητες καί Ὁµολογίες», ἔγινε µεγάλη συζήτηση. Κατ' ἀρχάς πρέπει νά κάνω µιά παρατήρηση. Ἡ φράση «Χριστιανικές Κοινότητες καί Ὁµολογίες», πού πρότεινε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, δέν εἶναι συντηρητική ἤ κενοφανής. Ἤδη χρησιµοποιήθηκε ἀπό ἀντιπροσώπους τῶν Ἐκκλησιῶν στήν συζήτηση πού ἔγινε στό κείµενο αὐτό κατά τήν Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (1986), ὅπως φαίνεται στά Πρακτικά, ἤτοι «Χριστιανικές οἰκογένειες», «αἱ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανικαί Κοινότητες». Ἀκόµη, τότε ἔγινε λόγος γιά τό ὅτι πρέπει νά ἀποκτήσουµε ἐµεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τήν δέουσα αὐτοσυνειδησία, καθώς ἐπίσης ὅτι πρέπει νά γίνη µελέτη γιά τό τί µπορεῖ νά πῆ ἡ Ἐκκλησία γιά τούς ἑτεροδόξους καί πῶς νά τούς ἀποδέχεται7.
Ἐπίσης, καί ἡ Β' Βατικανή Σύνοδος κάνει λόγο στά κείµενά της γιά «Χριστιανικές κοινότητες» καί οἱ Χριστιανοί Ἀγγλικανοί χρησιµοποιοῦν τήν ἔκφραση «Ἀγγλικανική κοινωνία».
Πάντως, κατά τήν συζήτηση ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, µίλησε γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος µέ προκλητικό τρόπο. Καί ναί µέν ὁ Ἀρχιεπίσκοπός µας ἀπάντησε µέ τόν πρέποντα καί σοβαρό τρόπο, ἀλλά τελικά καί αὐτό µαζί µέ τήν παρότρυνση τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου νά προταθῆ µιά νέα πρόταση ἔκανε τήν Ἐκκλησία µας νά ὑποχωρήση.
Νοµίζω ὅτι θά µποροῦσε ἡ Ἐκκλησία µας νά ἐµµείνη στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας, νά καταθέση τήν πρότασή της, νά γραφῆ στά Πρακτικά ἡ διαφωνία της καί ἄς ἀποφάσιζαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες ὅ,τι ἤθελαν, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν θά εἶχε εὐθύνη. Τώρα φαίνεται ὅτι ἡ πρόταση αὐτή προῆλθε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία πρόταση υἱοθετήθηκε ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες.
Πάνω στό θέµα αὐτό θά τονίσω τρία σηµεῖα.
α) Σαθρά ἐπιχειρήµατα γιά τόν ὅρο Ἐκκλησία στίς ὁµάδες τῶν ἑτεροδόξων
Θεωρῶ ὅτι ἔγινε µιά «παραπλάνηση» τῶν µελῶν τῆς Συνόδου στήν Κρήτη, ἀπό ἐκείνους πού ἰσχυρίσθηκαν ὅτι στήν περίοδο τῆς δεύτερης χιλιετίας οἱ Ὀρθόδοξοι χαρακτήριζαν τίς αἱρετικές ὁµάδες ὡς Ἐκκλησίες, χωρίς νά ἀναφερθοῦν ὁλοκληρωµένα στό θέµα αὐτό. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ δυτικός Χριστιανισµός χαρακτηρίσθηκε ὡς Ἐκκλησίες κυρίως τόν 20ό αἰώνα, ὅταν διαφοροποιήθηκε ἡ ὀρθόδοξη ὁρολογία καί ἡ θεολογία ἀπό τήν ὁρολογία καί τήν θεολογία τῶν προηγουµένων αἰώνων, κυρίως µέ τό ∆ιάγγελµα τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ ἔτους 1920.
Πρέπει νά σηµειωθῆ, ὅπως τό ἐπισήµανα καί κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου στήν Κρήτη, ὅτι µπορεῖ κανείς νά συναντήση σέ µερικά κείµενα τῆς δεύτερης χιλιετίας τήν λέξη Ἐκκλησία, πού χαρακτηρίζει τίς Ὁµολογίες, ὡς τεχνικό ὅρο. Ἀλλά αὐτό δέν γινόταν µέ τήν ἀκριβῆ διατύπωση, µάλιστα δέ οἱ Πατέρες µας χρησιµοποιοῦσαν καί διάφορες ἄλλες βαρεῖς ἐκφράσεις. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς καθόρισε σαφῶς τό θέµα αὐτό, ὅπως φαίνεται καί στόν Συνοδικό Τόµο τῆς Θ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου τοῦ 13518. Γράφει: «ἕτερον ἐστιν ἡ ὑπέρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καί ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁµολογία». ∆ηλαδή, στήν ἀντιλογία πρέπει κανείς νά χρησιµοποιῆ κάθε ἐπιχειρηµατολογία, ἐνῶ ἡ ὁµολογία πρέπει νά εἶναι σύντοµη καί δογµατικά ἀκριβολογηµένη.
Ἐπίσης, κατά τήν δεύτερη χιλιετία τούς ἀποσχισθέντες ἀπό τήν Ἐκκλησία τούς ὀνόµαζαν Λατίνους, αἱρετικούς, Παπικούς, ἑτεροδόξους κλπ. Μάλιστα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς, ὁ µεγάλος θεολόγος ὄχι µόνον τῆς δεύτερης χιλιετίας, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐποχῶν, τούς αἱρετικούς τούς χαρακτηρίζει ὡς ἀθέους, γιατί πιστεύουν σέ ἕναν Θεό πού δέν ὑπάρχει, ὅπως αὐτοί τόν πιστεύουν καί τόν κηρύσσουν9.
Μερικοί, δυστυχῶς, ὑπεστήριξαν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ἡ Σύνοδος τοῦ 1484, πού καταδίκασε τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, καί ἡ Ἐγκύκλιος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τό 1848 χρησιµοποίησαν γιά τούς ∆υτικούς Χριστιανούς τήν λέξη Ἐκκλησία. Αὐτό δέν εἶναι ἀκριβές, γι' αὐτό θά γίνη µιά µικρή παρουσίαση.
i. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ἔγραψε µιά ἐπιστολή στόν Πάπα πρίν τήν ἔναρξη τοῦ διαλόγου ἐφράζοντας τήν εἰλικρινῆ διάθεσή του γιά τόν διάλογο, πράγµα πού δείχνει τήν ἀγαθή προαίρεσή του, ἐκφράζοντας δέ καί τήν βούληση ὅλης τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. ∆έν µπορεῖ κανείς νά πορεύεται σέ διάλογο καί νά ἀµφισβητῆ ἤ νά ὑβρίζη. Ὅµως, ὅταν διαπίστωσε τήν ὅλη νοοτροπία τῶν ἐκπροσώπων τῶν Λατίνων, τότε ἐκφράστηκε ἀνάλογα. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἦταν εὐγενής καί Ὁµολογητής.
Ἔχουν γραφῆ σηµαντικά ἔργα, παρουσιάζοντας τόν βίο καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ἐπισηµαίνω δύο διατριβές, ἤτοι τοῦ Εἰρηναίου Μπούλοβιτς (νῦν Ἐπισκόπου Μπάτσκας) µέ τίτλο: «Τό µυστήριον τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι διακρίσεως τῆς θείας οὐσίας καί ἐνεργείας κατά τόν ἅγιον Μᾶρκον Ἐφέσου τόν Εὐγενικόν» καί τοῦ π. ∆ηµητρίου Κεσκίνη µέ τίτλο: «Ἡ πνευµατολογία τοῦ ἁγίου Μάρκου Ἐπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ἡ ἐπικαιρότητά της». Ἐπίσης, ὑπάρχει καί ἡ διατριβή τοῦ Ἡρακλῆ Ρεράκη γιά τόν ἀδελφό τοῦ ἁγίου Μάρκου, τόν Ἰωάννη Εὐγενικό µέ τίτλο «Ὁ διάλογος Ἀνατολῆς καί ∆ύσεως γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν τόν ΙΕ΄ αἰώνα, κατά τόν Ἰωάννη Εὐγενικό».
∆ιαβάζοντας κανείς προσεκτικά τίς τρεῖς αὐτές διατριβές διαπιστώνει τό ὅλο κλίµα πού ἐπικρατοῦσε τήν ἐποχή ἐκείνη, ἀλλά καί τήν ὀρθόδοξη πατερική θεολογία τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ἰδιαιτέρως ὑπογραµµίζω µερικά σηµεῖα.
Πρῶτον, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ἦταν µεγάλος θεολόγος, φορεύς τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, τόν ὁποῖον ἐκφράζει θαυµαστῶς.
∆εύτερον, ἀπό λαϊκός ἀκόµη, πρίν γίνη Κληρικός, διαπνεόταν ἀπό τόν πόθο τῆς ἑνώσεως Ἀνατολῆς καί ∆ύσεως καί προετοιµαζόταν µέ πόθο καί ζῆλο γιά τό ἔργο αὐτό. Καί ἐνῶ ξεκίνησε µέ πόθο γιά τήν ἕνωση, σταδιακά τόν κατέλαβε «ἡ ἀπογοήτευση τοῦ θεολογικοῦ ἀδιεξόδου».
Τρίτον, ἡ σχετική ἐπιστολή πού ἐγράφη ἀπό τόν ἅγιο Μᾶρκο γιά νά δοθῆ στόν Πάπα Εὐγένιο ∆΄ , στήν ὁποία ἐπιστολή ὑπάρχουν µερικές φράσεις γιά τό διηρηµένο Σῶµα τῆς Ἐκκλησίας κλπ., ἐγράφη µέ προτροπή τοῦ Καρδιναλίου Ἰουλιανοῦ καί µέ µεγάλο δισταγµό τοῦ ἁγίου, µέ σκοπό, ὅµως, τήν καλή ἔκβαση τῆς συζητήσεως. Ὅµως, ὁ Ἰουλιανός δέν ἐνθουσιάσθηκε µέ τό περιεχόµενο τῆς ἐπιστολῆς, γιατί ἔκρινε τόν Πάπα ὡς αἴτιο τοῦ σχίσµατος µέ τήν προσθήκη τοῦ filioque, καί ἀντί νά τήν δώση στόν Πάπα, τήν παρέδωσε στόν Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐξοργίσθηκε καί ἀπαγόρευσε στό ἑξῆς νά µιλοῦν οἱ Ἀρχιερεῖς µέ τούς Λατίνους, µέ τήν παρέµβαση δέ τοῦ Μητροπολίτου Νικαίας δέν τιµωρήθηκε ὁ ἅγιος Μᾶρκος. Σέ καµµιά περίπτωση ἡ ἐπιστολή αὐτή δέν ἐκφωνήθηκε ἐνώπιον τῆς Συνόδου.
Τέταρτον, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἐξέφραζε ὅλη τήν θεολογία τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων, τούς ὅρους τῶν ὁποίων ἐγνώριζε καλῶς, πάνω σέ αὐτούς τούς ὅρους περιόρισε τήν συζήτηση ἀπό τήν ἀρχή, καί ἔφερε σέ µεγάλη ἀµηχανία τούς Λατίνους, µέ ἀποτέλεσµα ὁ θεολογικός διάλογος πού ἄρχισε στήν Φερράρα νά φθάση σέ ἀδιέξοδο καί ἡ Σύνοδος νά µετακινηθῆ στήν Φλωρεντία.
Πέµπτον, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι, συµπεριλαµβανοµένου καί τοῦ ἁγίου Μάρκου, δέχθηκαν πιέσεις καί ἀπειλές καί ἀντιµετώπισαν δόλους καί ἀπάτες. Μάλιστα ὁ Ἰωάννης Εὐγενικός γράφει ὅτι πονούσαµε πολύ, ὄχι µόνον γιά τά παρόντα καί τά ἐπερχόµενα δεινά, «ἀλλά καί ἐπί τῇ τῆς ἐλευθερίας ἀφαιρέσει, ὅτι ὡς δοῦλοι συνεκλείσθηµεν». Ἐπίσης, κάνει λόγο γιά µακροχρόνια στέρηση τῶν ἀναγκαίων, γιά «πενία» καί «λιµό».
Ἕκτον, κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ἀγωνιζόταν γιά τήν ἕνωση µέ ἀγάπη, ὑπέβαλε προτάσεις πού δέν γίνονταν ἀποδεκτές, ἦταν ἀγωνιστής καί ἤρεµος. Εἶχε εἰλικρινῆ διάθεση γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Μετά δέ τήν Σύνοδο ἡ «πολεµική» του «ἐντοπίζεται κυρίως στούς συµπατριῶτες του λατινόφρονες, παρά στούς παπικούς Λατίνους».
Ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρµίρης, χρησιµοποιώντας ἀπόψεις τῶν ἱστορικῶν τῆς Συνόδου πού ἦταν παρόντες στήν Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας, γράφει ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος καί κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου
θεωροῦσε τούς Λατίνους ὡς αἱρετικούς.
«Καί ἐν Φλωρεντίᾳ ὁ Μᾶρκος Εὐγενικός ἔλεγε πρός τήν ὀρθόδοξον ἀντιπροσωπείαν, "ὅτι οἱ Λατῖνοι οὐ µόνον εἰσί σχισµατικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί· καί τοῦτο παρεσιώπησεν ἡ Ἐκκλησία ἡµῶν διά τό εἶναι τό γένος ἐκείνων πολύ καί ἰσχυρότερον ἡµῶν" (J. Harduin, Acta Consiliorum, Parisiis 1715 ἑξ.), καί "οὐκ ἠθέλησαν (οἱ πρό ἡµῶν) θριαµβεύειν τούς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, τήν ἐπιστροφήν αὐτῶν ἐκδεχόµενοι καί τήν φιλίαν πραγµατευόµενοι" (S. Syropuli, Vera historia unionis non verae, 9,5. σ. 256)»10.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, σύµφωνα µέ τά Πρακτικά καί τά ἀποµνηµονεύµατα τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, θεωροῦσε πάντοτε τούς Λατίνους αἱρετικούς καί τό ἔλεγε στήν ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία, ἀλλά ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν ἤθελε νά τό διατυπώνη δηµοσίως γιά τίς δύσκολες συνθῆκες τῆς ἐποχῆς καί ὡς ἔκφραση φιλίας, ἐλπίζοντας τήν ἐπιστροφή τους.
Ἀλλά, βεβαίως, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί µετά τήν Σύνοδο ἐκείνη, ὅταν εἶδε τήν πραγµατική διάθεση τῶν Λατίνων, τότε ἐκφράστηκε πολύ σκληρά. Εἶναι γνωστή ἡ ἐπιστολή πού ἀπέστειλε «τοῖς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκοµένοις ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς».
Ἡ ἐπιστολή αὐτή ἀρχίζει µέ τήν φράση: «Οἱ τήν κακήν ἡµᾶς αἰχµαλωσίαν αἰχµαλωτίσαντες καί πρός τήν Βαβυλῶνα τῶν λατινικῶν ἐθῶν καί δογµάτων θελήσαντες κατασῦραι, τοῦτο µέν οὐκ ἠδυνήθησαν ἀγαγεῖν εἰς πέρας......»11.
Θεωρεῖ ὅτι πῆγε στήν Βαβυλῶνα τῶν λατινικῶν ἐθίµων καί δογµάτων καί µάλιστα κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου ἦταν αἰχµάλωτοι. Σέ ἄλλο σηµεῖο τῆς ἐπιστολῆς του γράφει: «Οὐκοῦν ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεστράφηµεν, καί διά τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθηµεν.... αἱρετικοί εἰσιν ἄρα, καί ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεκόψαµεν»12. Οἱ Λατίνοι εἶναι αἱρετικοί.
Ὅσους ἐπιδιώκουν νά βρίσκονται στό µέσον µεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Λατίνων, δηλαδή «οἵ τήν µεσότητα περιέποντες», οἱ ὁποῖοι ἄλλα ἀπό τά λατινικά ἔθιµα καί δόγµατα ἐπαινοῦν, ἄλλα ἐπαινοῦν, ὅµως δέν τά παραδέχονται (οὐκ ἄν ἕλοιντο»), καί ἄλλα δέν ἐπαινοῦν καθόλου, καί οἱ ὁποῖοι συµπεριφέρονταν περίπου σάν τούς σύγχρονους Οἰκουµενιστές, τούς ὀνοµάζει «Γραικολατίνους» καί συνιστᾶ: «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπό ὄφεως, ὡς αὐτούς ἐκείνους, ἤ κἀκείνων πολλῷ δήπου χείρονας, ὡς χριστοκαπήλους καί χριστεµπόρους». Καί πιό κάτω γράφει γι’ αὐτούς: «Φεύγετε οὖν αὐτούς, ἀδελφοί, καί τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν· οἱ γάρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, µετασχηµατιζόµενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ»13.
Ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρµίρης παρατηρεῖ:
«∆ιά τάς ἀνωτέρω δογµατικάς διαφοράς καί παρεκκλίσεις τῶν Λατίνων ἀπό "τῆς ὀρθῆς πίστεως..., καί ταῦτα περί τήν θεολογίαν τοῦ ἁγίου Πνεύµατος", ὁ Μᾶρκος Εὐγενικός χαρακτηρίζει αὐτούς ὡς αἱρετικούς, βεβαιῶν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατά τήν ἐποχήν ἐκείνην καί πιθανῶς ἀπό τῶν Σταυροφοριῶν ἐθεώρει πράγµατι τούς Λατίνους οὐ µόνον ὡς σχισµατικούς, ἀλλά καί ὡς αἱρετικούς, δεχοµένη τούς ἐξ αὐτῶν προσερχοµένους εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν διά χρίσεως ἁγίου µύρου, τάττουσα οὕτως αὐτούς µετά τῶν Ἀρειανῶν, Μακεδονιανῶν, Σαββατιανῶν, Ναυατιανῶν καί λοιπῶν αἱρετικῶν τοῦ δ΄ αἰῶνος, συµφώνως πρός τόν ζ΄ κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, ὅν ἐπικαλεῖται σύν τῇ ις΄ ἐρωταποκρίσει τοῦ Θεοδώρου Βαλσαµῶνος»14.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός µετά τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τοῦ 1438-39 καί µετά τά ὅσα εἶδε ἐκεῖ, δέν κάνει λόγο γιά τήν ∆υτική Ἐκκλησία οὔτε κἄν γιά ἑτερόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ὁµιλεῖ γιά Λατίνους καί αἱρετικούς. Καί εἶναι παράδοξο γιατί µερικοί ἐµπλέκουν τόν ἅγιο Μᾶρκο σέ µιά οἰκουµενιστική νοοτροπία καί δέν κατανοοῦν ὀρθῶς ἀφ’ ἑνός µέν τήν εὐγενική του στάση πρό τῆς Συνόδου, γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς προσδοκωµένης ἑνώσεως, ἐκφράζοντας δέ ὁλόκληρη τήν ἀντιπροσωπεία, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ὀρθόδοξη ἀντιµετώπιση τῶν αἱρετικῶν Λατίνων µετά τήν Ψευδοσύνοδο αὐτή.
Ἑποµένως, ἡ ἐπιλεκτική καί παρερµηνευτική νοοτροπία µερικῶν συγχρόνων θεολόγων καί Κληρικῶν ἀπέναντι στήν ὀρθόδοξη στάση πού τήρησε ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός στήν Φερράρα-Φλωρεντία εἶναι ἀπαράδεκτη ἀπό κάθε πλευρά καί ὅταν χρησιµοποιῆται ἀπό ἐπιστήµονες εἶναι ἀντιεπιστηµονική. Γράφει ὁ π. ∆ηµήτριος Κεσκίνης: «Ἡ ἀποσπασµατική θεώρηση, πού δυστυχῶς καλλιεργήθηκε εἴτε σκοπίµως ἀπό δυτικούς "ἐπιστήµονες", εἴτε ἀφελῶς ἀπό ὀρθοδόξους ἡµιµαθεῖς, ἀδικεῖ τόν σπουδαῖο αὐτό θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας καί στήν οὐσία σκανδαλίζει τήν ὀρθόδοξη συνείδησή µας»15.
ii. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1484
Ἡ Σύνοδος τοῦ 1484 κατεδίκασε τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τοῦ 1438/39, ἀφοῦ ἐν τῷ µεταξύ εἶχε ἀπορριφθῆ ἀπό τήν συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώµατος.
Ἡ Σύνοδος αὐτή, πού ἀποκλήθηκε Οἰκουµενική, συνεκλήθη στόν Ἱερό Ναό τῆς Παµµακαρίστου ἀπό τόν Πατριάρχη Συµεών σέ δύο φάσεις. Στήν πρώτη, δηλαδή τά ἔτη 1472-75, ἐξέδωσε ἕναν ὅρο µέ τόν ὁποῖο ἀποκήρυξε τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας- Φλωρεντίας, καί στήν δεύτερη, τό 1484, ἐξέδωσε µιά ἀκολουθία γιά τούς Λατίνους πού ἤθελαν νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στήν Σύνοδο αὐτή συµµετεῖχαν καί ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς16.
Ἡ ἀκολουθία συνετάγη ἀπό τόν Οἰκουµενικό Πατριάρχη Συµεών. Στήν ἐπικεφαλίδα τῆς ἀκολουθίας γράφεται: «Ἀκολουθία τυπωθεῖσα ὑπ’ αὐτῆς τῆς ἁγίας καί µεγάλης Συνόδου, εἰς τούς ἐκ τῶν λατινικῶν αἱρέσεων ἐπιστρέφοντας τῇ ὀρθοδόξῳ τε καί καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά καί τοῖς τρισίν ἁγιωτάτοις Πατριάρχαις τῆς Ἀνατολῆς, Ἀλεξαδρείας δηλονότι, Ἀντιοχείας, καί Ἱεροσολύµων». Σέ αὐτήν τήν φράση φαίνεται καθαρά ὅτι γίνεται διάκριση µεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καί τῶν λατινικῶν αἱρέσεων.
Στήν ἀκολουθία αὐτή γίνεται λόγος γιά τήν «λατινικήν αἵρεσιν», προτρέπεται ὁ προσερχόµενος λατίνος νά γίνη ὀρθόδοξος νά ἀποτάξη «πᾶσι τοῖς αἰσχίστοις καί ἀλλοτρίοις δόγµασι τῶν Λατίνων» καί «ὅσα οὐ συµφωνεῖ τῇ καθολικῇ καί ὀρθοδόξῳ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας», ἀλλά καί νά ἀναθεµατίση αὐτούς πού προσθέτουν τό filioque στό Σύµβολον τῆς Πίστεως. Ἐπίσης, στήν ἀκολουθία αὐτή ὑπό τύπον ἐρωτήσεως στόν Λατίνο πού προσέρχεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐσιαστικά παρουσιάζεται ὁ ὅρος τῆς Οἰκουµενικῆς Συνόδου τοῦ 1472-75: «Ἀποβάλλῃ καί σέ οὐδέν λογίζῃ τήν ἐν Φλωρεντίᾳ τῆς Ἰταλίας προσυστᾶσαν σύνοδον, καί ὅσα ἔστερξεν ἐκείνη κακῶς ἐναντία τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας καί νόθα;».
Σέ µιά ἄλλη ἐρώτηση προτρέπεται ὁ Λατίνος νά ἀποστραφῆ «τελείως καί τάς συνάξεις τῶν Λατίνων ἐν ταῖς αὐτῶν Ἐκκλησίαις, ἤ καί αὐτῶν τῶν λατινοφρόνων». Ἐδῶ στήν φράση «τάς συνάξεις τῶν Λατίνων ἐν ταῖς αὐτῶν Ἐκκλησίαις», προφανῶς ἐννοοῦνται οἱ συνάξεις στούς Ναούς, χωρίς νά προσδίδεται ἐκκλησιαστικότητα. Οἱ Λατίνοι εἶναι αἱρετικοί καί ὡς συνάξεις στίς Ἐκκλησίες χαρακτηρίζονται οἱ συνάξεις στούς Ναούς καί δέν ἐννοεῖται µέ αὐτό ἡ Ἐκκλησία τῶν Λατίνων, ὅπως ὑποστηρίχθηκε ἀπό µερικούς.
Στήν ὅλη ἀκολουθία γίνεται λόγος γιά τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία καί γιά τήν λατινική αἵρεση. Μιά φορά πού ὑπάρχει ἡ λέξη Ἐκκλησία γιά τούς Λατίνους ἐννοεῖται ὁ τόπος ὅπου συνέρχονται οἱ Λατίνοι, δηλαδή ὁ Ναός, χωρίς νά ἔχη ἐκκλησιολογική σηµασία17.
Θεωρῶ ἀντιεπιστηµονικό καί τελικά παραπλανητικό νά ἰσχυρίζωνται µερικοί ὅτι ἀκόµη καί κατά τήν Σύνοδο τοῦ 1484, ἡ ὁποία κατεδίκασε τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, γίνεται λόγος γιά δυτικές Ἐκκλησίες.
iii. Ἡ Ἐγκύκλιος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848
Στήν Ἐγκύκλιο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848 πού ὑπογράφηκε ἀπό τούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιµο ΣΤ΄, Ἀλεξανδρείας Ἱερόθεο Β΄, Ἀντιοχείας Μεθόδιο καί Ἱεροσολύµων Κύριλλο Β΄, καί τούς Ἀρχιερεῖς-µέλη τῶν Συνόδων τους, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ὡς «µία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, ἑποµένη τοῖς ἴχνεσι τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν τε καί δυτικῶν»· ἀλλοῦ χαρακτηρίζεται ὡς «Καθολική Ἐκκλησία», «ὡς θεία µάνδρα τῆς καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ὡς «καθολική ἁγία Ἐκκλησία, ὡς «Ὀρθοδοξία», ἤτοι «ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Σέ ἄλλο σηµεῖο γράφει ὅτι «ἡ Ὀρθοδοξία ἐτήρησε τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἄφθορον νύµφην τῷ νυµφίῳ αὐτῆς παρ' ἡµῖν, καίτοι µηδεµίαν µέν ἔχουσιν ἀστυνοµίαν κοσµικήν».
Ἀντίθετα, ὁ δυτικός Χριστιανισµός τῆς Παλαιᾶς Ρώµης χαρακτηρίζεται ὡς «Παπισµός» πού ἐνοχλεῖ «τήν ἥσυχον Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», καί ὅσοι εὑρίσκονται κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ Πάπα καί ἐπιτίθενται «κατά τό ἔθος αὐτῶν κατά τῆς Ὀρθοδοξίας» χαρακτηρίζονται ὡς «Παπισταί». Στήν ∆ύση µέ τίς αἱρέσεις εἰσῆλθε «ὁ ἰός τοῦ νεωτερισµοῦ». Ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀρχαίας Ρώµης πρίν ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία ἀποκαλεῖται «Ρωµαϊκή Ἐκκλησία», ἐνῶ στήν θέση της βρίσκεται ὁ «Παπισµός», προφανῶς γιά τίς θεωρίες περί πρωτείου καί ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, µία δέ φορά ἀποκαλεῖται «Ρωµάνα Ἐκκλησία» πού ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν ἀρχαία Ρωµαϊκή Ἐκκλησία. Ἐλάχιστες φορές ὁ Παπισµός ἀναφέρεται ὡς «Ἐκκλησία τῆς Ρώµης» καί «∆υτική Ἐκκλησία», χωρίς ἐκκλησιολογική σηµασία.
Οἱ δυτικοί ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά «πρίν ἤ ἀποστατήσωσιν ἀπό τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τάς αἱρέσεις αὐτήν τήν πίστιν κατεῖχον καί αὐτοί». Στήν πραγµατικότητα, λοιπόν, τούς ἀποκαλεῖ αἱρετικούς.
Ἐπίσης, γίνεται λόγος γιά τό ὅτι σέ αὐτήν τήν ἁγία µάνδρα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπέπεσαν «λύκοι βαρεῖς». Σέ αὐτή τήν ἁγία µάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν ὁποία «οἱ ἐν αὐτῇ ποιµένες καί τό τίµιον πρεσβυτέριον καί τό µοναχικόν τάγµα διατηρεῖ αὐτήν τήν ἀρχαιοτάτην εὐαγῆ σεµνότητα τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισµοῦ», «ἐπέπεσαν καί ἐπιπίπτουσιν, ὡς καί ἐφ' ἡµῖν ὁρῶµεν, "λύκοι βαρεῖς"». Στήν συνέχεια οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καλοῦν τούς πιστούς νά αἰσθανθοῦν τό «ἀµοιβαῖον ἀλγεινόν αἴσθηµα µητρός φιλοτέκνου καί τέκνων φιλοµητόρων, ὅταν λυκόφρονες ἄνδρες καί ψυχοκάπηλοι σπουδάζωσι καί µεθοδεύωνται ἵνα ἐκείνων ἀπαγάγωσι δούλων ἤ αὐτά ὡς ἀρνία ἐκ τῶν µητέρων αὐτῶν ἀφαρπάσωσιν».
Εἶναι πολύ σκληρές οἱ ἐκφράσεις τίς ὁποῖες χρησιµοποιοῦν οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς γιά νά χαρακτηρίσουν τούς Λατίνους. Ἐπίσης εἶναι σηµαντικό τό ὅτι στήν Ἐγκύκλιο αὐτή γίνεται ἀναφορά ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες µας µᾶς διδάσκουν «ἵνα µή τήν Ὀρθοδοξίαν ἐκ τοῦ ἁγίου θρόνου, ἀλλά τόν θρόνον αὐτόν καί τόν ἐπί τοῦ θρόνου κρίνωµεν πρός τάς θείας Γραφάς, πρός τάς συνοδικάς ἀποφάσεις καί ὅρους καί πρός τήν κεκηρυγµένην πίστιν, ἤτοι πρός τήν ὀρθοδοξίαν τῆς διηνεκοῦς διδασκαλίας». Αὐτό σηµαίνει ὅτι δέν προέρχεται ἡ ὀρθοδοξία ἀπό τόν ἅγιο θρόνο, ἀλλά κρίνουµε τόν θρόνο καί τόν καθήµενον ἐπάνω στόν θρόνο ἐπί τῇ βάσει ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
Ἐπίσης, εἶναι σηµαντική καί µιά παρατήρηση πού γίνεται ἀπό τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ὅτι παραµένουν οἱ ἕδρες ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς ∆ύσεως κενές, γιατί ἀναµένεται ἡ ἐπιστροφή τῶν ἀποστατησάντων ποιµένων µαζί µέ τά ποίµνιά τους. Γράφεται χαρακτηριστικῶς: «...καί ἡ κανονική πρωτοκαθεδρία τῆς αὐτοῦ Μακαριότητος καί αἱ ἕδραι ἁπάντων τῶν ἐπισκόπων τῆς ∆ύσεως κεναί καί ἕτοιµαι διατελοῦσιν· ἡ γάρ Καθολική Ἐκκλησία, ἀπεκδεχοµένη πάντως τήν ἐπιστροφήν τῶν ἀποστατησάντων ποιµένων µετά τῶν ποιµνίων αὐτῶν, οὐ διορίζει ψιλῷ τῷ ὀνόµατι ἐπί τῆς τῶν ἄλλων ἐνεργείᾳ κυριότητος παρεισάκτους, καπηλεύουσα τήν ἱερωσύνην».
Αὐτό εἶναι ἕνα σηµαντικό ἐπιχείρηµα, ὅτι ναί µέν καλοῦνται «Ἐκκλησίαι τῆς ∆ύσεως», ἀλλά ἐννοοῦνται οἱ θρόνοι, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὀρθόδοξοι προηγουµένως καί τώρα εἶναι κενοί ἀπό Ἐπισκόπους, δηλαδή δέν ἀναγνωρίζονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἱ εὑρισκόµενοι στούς θρόνους καί περιµένουν τήν ἐπιστροφή τῶν ποιµένων πού ἀπεστάτησαν µαζί µέ τά ποίµνιά τους. Αὐτό σηµαίνει ὅτι δέν δίνεται ἐκκλησιαστικότητα στούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κατέχουν κακῶς τίς παλαιές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες18.
Κυρίως ἡ χρήση τῆς λέξεως Ἐκκλησία γιά τούς Χριστιανούς, τούς εὑρισκοµένους ἐκτός αὐτῆς, ἔγινε τόν 20ό αἰώνα ἀπό τό ∆ιάγγελµα τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ ἔτους 1920.
Γι’ αὐτό εἶναι ἀντιεπιστηµονικό καί παραπλανητικό νά λέγεται ὅτι ἀκόµη καί στό σηµαντικό αὐτό κείµενο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς µέ τίς Συνόδους τους γράφεται ὅτι οἱ «Ρωµαιοκαθολικοί» εἶναι «Ἐκκλησία». Γιά τό θέµα αὐτό κατέθεσα στά Πρακτικά τῆς Συνόδου τήν ἄποψή µου.
β) Ἡ ἀντορθόδοξη θεωρία τῶν «ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν»
Τό ἀξιοσηµείωτο εἶναι ὅτι µετά τήν ὑποβολή νέας προτάσεως ἀπό τήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, χωρίς ὅµως ἡ Ἀντιπροσωπεία νά ἔχη τήν ἐξουσιοδότηση ἀπό τήν Ἱεραρχία νά κάνη ἀλλαγές στίς ἀποφάσεις της, καί µετά τήν ἀποδοχή τῆς ἀπόφασης ἀπό τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οὐσιαστικά δέν ὑποστηρίχθηκαν οἱ ἑπόµενες ἐκκλησιολογικές ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας µας, ἐκτός ἀπό µερικές λεπτοµέρειες, ὅπως τό παρουσίασα σέ ἄλλο κείµενό µου.
Ἡ τελική πρόταση τῆς Ἐκκλησίας στήν 6 παράγραφο ἦταν ἡ ἀκόλουθη:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν...».
Κατ’ ἀρχάς δέν γνωρίζω ἀκόµη ἐπακριβῶς τήν πατρότητα τῆς νέας πρότασης, πού ἔγινε κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας τῆς Παρασκευῆς πρός Σάββατο, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἀντιλαµβάνοµαι εἶναι ὅτι ἐκεῖνος πού συνέλαβε αὐτήν τήν ἰδέα δέν γνωρίζει τήν δογµατική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως θά φανῆ πιό κάτω.
Ἔπειτα, δέν δόθηκε ἐπαρκής χρόνος γιά νά µελετηθῆ ἡ νέα πρόταση καί νά ἀξιολογηθῆ ἀπό τήν ἀντιπροσωπεία µας. Ἡ ἀπόφαση ἐλήφθη µέσα σέ λίγα λεπτά σέ ἔνταση καί χωρίς οὐσιαστική συζήτηση. Φάνηκε ὅτι µερικοί Ἀρχιερεῖς γνώριζαν τό περιεχόµενο τῆς νέας πρότασης, πρίν ἀνακοινωθῆ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο στά παρόντα µέλη τῆς Ἀντιπροσωπείας µας, ἐγώ τήν ἄκουγα γιά πρώτη φορά ἐκείνη τήν στιγµή. Ἀκόµη, παρουσιάστηκε γραπτῶς ὅτι τό περιεχόµενο τῆς πρότασης βρίσκεται στό πνεῦµα τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας µας καί τελικά παρουσιάσθηκε ὡς νίκη τῆς Ἐκκλησίας µας.
Τό σκεπτικό τῆς ἀπόφασης εἶναι τό ἑξῆς:
«Μέ τήν τροπολογίαν αὐτήν πετυχαίνουµε µία συνοδική ἀπόφαση πού γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία περιορίζει τό ἱστορικό πλαίσιο τῶν σχέσεων πρός τούς ἑτεροδόξους ὄχι στήν ὕπαρξη, ἀλλά ΜΟΝΟ στήν ἱστορική ὀνοµασία αὐτῶν ὡς ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁµολογιῶν. Οἱ ἐκκλησιολογικές συνέπειες τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς εἶναι αὐτονόητες. Ὄχι µόνο δέν ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς µέ ὁποιοδήποτε τρόπο τή µακραίωνη ὀρθόδοξη παράδοση, ἀλλ’ ἀντιθέτως προστατεύεται µέ πολύ σαφῆ τρόπο ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία».
Στό ∆ελτίον Τύπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν ἡµέρα ἐκείνη (25-62016) διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας µας πρότεινε τήν νέα πρόταση «στοιχοῦσα τό (sic) πνεῦµα τῆς Ἱεραρχίας».
Ὅµως, ἡ νέα αὐτή πρόταση τῆς πλειοψηφίας τῆς ἀντιπροσωπείας µας ἀφ’ ἐνός µέν ἀποµακρύνεται ἀπό τήν ὁµόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας µας, ἀφ’ ἑτέρου δέ εἶναι κακόδοξη καί ἀντορθόδοξη.
i. Κακή διατύπωση τῆς πρότασης
Ἡ νέα πρόταση πού διατυπώθηκε ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πλήν ἐµοῦ, εἶναι προβληµατική στά ἑξῆς σηµεῖα:
Κατ' ἀρχάς ἡ νέα πρόταση ἀλλοίωσε καί µιά ἄλλη λέξη ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας. Ἡ Ἱεραρχία τό ἀρχικό ρῆµα τοῦ κειµένου «ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξιν» τό διαµόρφωσε µέ τό ρῆµα «γνωρίζει», ἐνῶ ἡ νέα πρόταση τό ρῆµα «γνωρίζει» τό µετέτρεψε σέ «ἀποδέχεται». Φυσικά, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἄλλη βαρύτητα ἔχει τό ρῆµα «γνωρίζει» καί ἄλλη τό ρῆµα «ἀποδέχεται». Ὁπότε, ὑπάρχει σαφέστατη διαφοροποίηση ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καί στό σηµεῖο αὐτό.
Ἔπειτα, ἀντικαταστάθηκε ἡ λέξη «ὕπαρξη» µέ τήν λέξη «ὀνοµασία», ὡσάν τό ὄνοµα νά µή δηλώνη τήν ὕπαρξη. ∆έν ὑπάρχει ὄνοµα χωρίς ὕπαρξη, γιατί σέ µιά τέτοια περίπτωση ἐκφράζεται ἕνας ἐκκλησιαστικός νοµιναλισµός. Αὐτό δέν µπορεῖ νά γίνη δεκτό ἀκόµη καί σέ ἐθνικά θέµατα, γι’ αὐτό ἡ Ἑλλάδα ἀρνεῖται νά ἀναγνωρίση τό ὄνοµα «Μακεδονία» στά Σκόπια, ἄν καί χρησιµοποιεῖται αὐτό τό ὄνοµα ἀπό τό Κράτος τῶν Σκοπίων πολλά χρόνια, καί ἡ Κύπρος ἀρνεῖται νά ἀναγνωρίση τήν «Τουρκική ∆ηµοκρατία στήν Βόρεια Κύπρο», καίτοι παρῆλθε ἕνα χρονικό διάστηµα πού τήν κατέλαβε.
Ἀκόµη, θεωρήθηκε ὅτι ἱστορική ὀνοµασία εἶναι «χριστιανικές ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», ἐνῶ αὐτό δέν ἀναφέρεται σταθερά σέ ἱστορικά κείµενα. Σέ διάφορα κείµενα οἱ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ὁµάδες ὀνοµάζονται κατ’ οἰκονοµία ὡς «δυτικές Ἐκκλησίες», ἀλλά ὄχι ὡς «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ἡ λέξη ἑτερόδοξος σηµαίνει αἱρετικός καί γι’ αὐτό οὔτε οἱ Ρωµαιοκαθολικοί οὔτε καί οἱ Προτεστάντες αὐτοχαρακτηρίζονται ὡς ἑτερόδοξοι. Τό ἀντίθετο µάλιστα συµβαίνει, ὅπως φαίνεται σέ ἐπίσηµα κείµενά τους. Πρόκειται γιά µιά διπλωµατική καί ὄχι θεολογική φράση, ἡ ὁποία ἐµπαίζει καί τούς ὀρθοδόξους καί τούς ἑτεροδόξους.
ii. Ἡ Λουκάρειος ἄποψη περί τῆς πλανεµένης Ἐκκλησίας
Ἡ ἄποψη ὅτι ὑπάρχει Ἐκκλησία ἡ ὁποία γίνεται ἑτερόδοξη, δηλαδή πλανήθηκε, γράφεται στήν «Λουκάρειον Ὁµολογίαν» καί δέχθηκε ἰσχυρότατη πλανηθῆ, δέν εἶναι Ἐκκλησία.
Ἡ «Λουκάρειος Ὁµολογία» φαίνεται ὅτι συντάχθηκε ἀπό τούς Καλβινιστές, στήν πολεµική τους ἐναντίον τῶν Λατίνων, υἱοθετήθηκε ὅµως ἀπό τόν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη καί δηµοσιεύθηκε µέ τό ὄνοµά του. Ἡ «Λουκάρειος Ὁµολογία» καταδικάστηκε ἀπό τίς Συνόδους τοῦ 17ου αἰῶνος.
Μεταξύ τῶν ἄλλων στήν «Ὁµολογία» αὐτή γράφεται: «Ἀληθές γάρ καί βέβαιον ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁµαρτάνειν τήν Ἐκκλησίαν, καί ἀντί τῆς ἀληθείας τό ψεῦδος ἐκλέγεσθαι»19.
Ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1638 ἀναθεµάτισε τόν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη γιά τήν ἄποψή του ὅτι δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἁµαρτήση καί νά ἀπατηθῆ καί νά ἐκλέξη τό ψεῦδος ἀντί τῆς ἀληθείας20.
Τό ἴδιο ἀποφάσισε καί ἡ Σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει καί ἐν Ἰασίῳ τό ἔτος 1642, ἡ ὁποία ἐκήρυξε «ὡς ἀλλότρια» «τῆς ἡµετέρας ἀνατολικῆς καί ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας» ὅσα περιέχονται στήν Ὁµολογία» φεροµένη ὡς προερχόµενη ἀπό τό Πατριάρχη Κύριλλο, στήν ὁποία µεταξύ τῶν ἄλλων συνέχεε «τήν ἐπίγειον καί τήν ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίαν» καί στήν ὁποία ἀποφαίνεται ὅτι εἶναι δυνατόν νά ἁµαρτάνη ἡ Ἐκκλησία21.
Πῶς, λοιπόν, µποροῦµε νά θεωρήσουµε Ἐκκλησία µιά αἱρετική παραφυάδα, καί µάλιστα νά τήν ὀνοµάζουµε ἑτερόδοξη, δηλαδή πεπλανηµένη Ἐκκλησία; Τό δίληµµα εἶναι σαφέστατο: ἤ θά ὑπάρχη Ἐκκλησία χωρίς αἱρετικές διδασκαλίες, ἡ ὁποία σώζει τούς ἀνθρώπους ἤ θά εἶναι αἱρετική ὁµάδα, ἡ ὁποία δέν µπορεῖ νά ἀποκαλῆται Ἐκκλησία. Τό νά ἑνώνωνται οἱ δύο αὐτές λέξεις –ἑτερόδοξη καί Ἐκκλησία– σέ µία ἑνότητα καί ἡ µία νά εἶναι κοσµητικό ἐπίθετο τῆς ἄλλης, εἶναι γεγονός ἐσφαλµένο, γιατί τότε ἐµπαίζονται καί οἱ ἑτερόδοξοι καί οἱ ὀρθόδοξοι.
iii. Ἡ προτεσταντική ἄποψη περί ὀντολογικῆς ἑνότητος καί ἱστορικῆς διασπάσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας
Ἡ νέα φράση πού προτάθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία µας καί υἱοθετήθηκε ἀπό ὅλες τίς ἄλλες παροῦσες Ἐκκλησίες, καί µάλιστα µέ χειροκροτήµατα, ἐντεταγµένη µέσα σέ ὅλο τό πνεῦµα τοῦ κειµένου εἶναι καθαρά προτεσταντική καί ἐκφράζει µιά «νεστοριανική ἐκκλησιολογία». Αὐτή εἶναι ἴσως βαρύτατη ἔκφραση, ἀλλά δικαιολογεῖται κατά πάντα µέ ὅσα θά ἀναφερθοῦν στήν συνέχεια.
Στό τελικό κείµενο πού ψηφίστηκε ἀπό ὅλους τούς Προκαθηµένους, ὅπως ὑπέβαλε τήν πρόταση ἡ Ἀντιπροσωπεία µας, γράφεται:
«Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτή εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν...».
Θά γίνη µιά µικρή ἀνάλυση γιά νά ἀποδειχθῆ τό κακόδοξο καί ἀντορθόδοξο αὐτῆς τῆς φράσης.
Κατ’ ἀρχάς τί σηµαίνει «ὀντολογική ἑνότητα»; Ἡ λέξη ὀντολογία παραπέµπει στήν θεωρία τῶν ἰδεῶν τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη καί πιθανόν προτιµήθηκε αὐτή ἡ φράση γιά νά δηλώση τήν πραγµατική καί ὄχι τήν φαινοµενική ἑνότητα. Καί αὐτό ἀνευρίσκεται στίς προτεσταντικές θεωρίες περί Ἐκκλησίας.
Ἔπειτα, γίνεται µιά ἔµµεση, ἀλλά σαφής διάκριση µεταξύ Ἐκκλησίας καί Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. ∆ηλαδή, γράφεται ὅτι ἡ ἑνότητα κατά τήν πραγµατική φύση τῆς Ἐκκλησίας «εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ», «παρά ταῦτα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν...». Φαίνεται σάν νά εἶναι κάτι ἄλλο ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἡ ἑνότητα δέν διαταράσσεται, καί κάτι ἄλλο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ «Χριστιανικές ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», πού εἶναι χωρισµένες. Αὐτό µοῦ θυµίζει τήν ἀρχή τῆς φαινοµενολογίας τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ἡ ὁποία ἐξετάζει τά πράγµατα, ὅπως φαίνονται, ἀποµακρύνοντας ἀπό αὐτά κάθε ἰδέα, εἰκόνα, κρίση πού ἔχουν σχηµατισθῆ γύρω ἀπό αὐτά. ∆ηλαδή, βλέπουν τά πράγµατα ὅπως φαίνεται στούς ἀνθρώπους καί προσπαθοῦν νά δοῦν τήν οὐσία τους.
Ὅµως, αὐτό κυρίως παραπέµπει στήν θεωρία περί ἀοράτου ἑνωµένης Ἐκκλησίας καί ὁρατῆς διεσπασµένης Ἐκκλησίας, πού εἶναι διάχυτη στόν Προτεσταντικό χῶρο καί φαίνεται στά κείµενα τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου
Ἐκκλησιῶν.
Γιά νά ἐξηγηθῆ αὐτό πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι οἱ Μεταρρυθµιστές µετά τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τόν Πάπα θέλησαν νά προσδιορίσουν τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί πῶς µποροῦν νά χαρακτηρισθοῦν ὅλες αὐτές οἱ κατά τόπους χριστιανικές ὁµάδες σέ σχέση µέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό ὑπῆρχε τότε ἔντονο ἐκκλησιολογικό πρόβληµα περί τοῦ αὐτοχαρακτηρισµοῦ τῶν ἀποσχισµένων Χριστιανικῶν ὁµάδων. Ἔτσι, δηµιούργησαν τήν θεωρία περί τῆς ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ ἑνότητα τῆς ἀόρατης Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη, ὑπάρχουν παντοῦ τά µέλη της, τά γνωρίζει µόνον ὁ Θεός, ὅπως τά φῶτα µιᾶς µεγαλουπόλεως πού ὑπάρχουν, ἀλλά φανερώνονται µόλις ἀνάψουν τό βράδυ καί φωτίσουν τόν σκοτάδι, ἐνῶ ὅλες οἱ ὁρατές ἱστορικές Ἐκκλησίες εἶναι διεσπασµένες.
Σαφῶς, λοιπόν, ἡ διαίρεση µεταξύ τῆς ὀντολογικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἱστορικῆς ὀνοµασίας καί ὕπαρξης ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν παραπέµπει σέ αὐτήν τήν προτεσταντική θεωρία πού εἶναι ἀπαράδεκτη ἀπό ὀρθοδόξου προοπτικῆς. Γιατί στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ἡ Ἐκκλησία εἶναι συγχρόνως καί ὁρατή καί ἀόρατη, καί δέν ὑφίσταται διάσπαση µεταξύ αὐτῶν τῶν δύο µορφῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς». Ὁ ἱερός Χρυσόστοµος παρατηρεῖ.
«Ὤ τῶν τοῦ Χριστοῦ δωρηµάτων! Ἄνω στρατιαί δοξολογοῦσιν ἀγγέλων· κάτω ἐν ἐκκλησίαις χοροστατοῦντες ἄνθρωποι τήν αὐτήν ἐκείνοις ἐκµιµοῦνται δοξολογίαν. Ἄνω τά Σεραφίµ τόν τρισάγιον ὕµνον ἀναβοᾷ· κάτω τόν αὐτόν ἡ τῶν ἀνθρώπων ἀναπέµπει πληθύς· κοινή τῶν ἐπουρανίων καί τῶν ἐπιγείων συγκροτεῖται πανήγυρις· µία εὐχαριστία, ἕν ἀγαλλίαµα, µία εὐφρόσυνος χοροστασία. Ταύτην γάρ ἡ ἄφραστος τοῦ ∆εσπότου συγκατάβασις ἐκρότησε, ταύτην τό Πνεῦµα συνέπλεξε τό ἅγιον, ταύτης ἡ ἁρµονία τῶν φθόγγων τῇ πατρικῇ εὐδοκίᾳ συνηρµόσθη· ἄνωθεν ἔχει τήν τῶν µελῶν εὐρυθµίαν, καί ὑπό τῆς Τριάδος, καθάπερ ὑπό πλήκτρου τινός, κινουµένη, τό τερπνόν καί µακάριον ἐνηχεῖ µέλος, τό ἀγγελικόν ᾆσµα, τήν ἄληκτον συµφωνίαν. Τοῦτο τῆς ἐνταῦθα σπουδῆς τό πέρας, οὗτος ὁ τῆς συνελεύσεως ἡµῶν καρπός»22.
Συγκεκριµένα, ὁ Ἰωάννης Καλβίνος στό βιβλίο του «Θεσµοί τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας» (1536) βάζει τά θεµέλια τῆς διάκρισης µεταξύ ἀόρατης καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία ἀναφέρεται στό γεγονός ὅτι µόνον ὁ Θεός γνωρίζει ποιά εἶναι τά ἀληθινά µέλη τοῦ σώµατός Του, πράγµα πού δέν µποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά τό διαπιστώσουν µέ βεβαιότητα. Γράφει: «Ὁ Θεός διαφυλάσσει τήν Ἐκκλησία του µέ θαυµαστό τρόπο, κρύβοντάς την». Παράλληλα κάνει λόγο γιά «ὁρατή Ἐκκλησία», «ὅπως τήν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι κάνουν σφάλµατα».
Περισσότερο καθαρά ἐκφράζεται γιά τήν διάκριση µεταξύ ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας ὁ Οὐλρίχος Σβίγγλιος στό κείµενό του «Μιά µικρή καί σαφής ἔκθεση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως...» (1531).
Στό 6ο Κεφάλαιο τῆς Ἔκθεσης µέ τίτλο «ἡ Ἐκκλησία» κάνει λόγο γιά τήν ὁρατή καί ἀόρατη Ἐκκλησία. Κατ’ αὐτόν ὁρατή Ἐκκλησία εἶναι αὐτή πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό, πού ἀναγνωρίζει καί ἀγκαλιάζει τόν Θεό µέσα στόν φωτισµό τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. «Σέ αὐτήν τήν Ἐκκλησία ἀνήκουν ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι πιστεύουν σέ ὅλη τήν γῆ». Ἀποκαλεῖται ἀόρατη Ἐκκλησία «ὄχι γιατί οἱ πιστοί εἶναι ἀόρατοι, ἀλλά γιατί αὐτοί οἱ ὁποῖοι πιστεύουν δέν φαίνονται στά µάτια τῶν ἀνθρώπων. Οἱ πιστοί εἶναι γνωστοί µόνο στόν Θεό καί στόν ἑαυτό τους».
Στήν συνέχεια γράφει ὅτι στήν ὁρατή Ἐκκλησία «δέν εἶναι ὁ Πάπας τῆς Ρώµης καί ὅλοι οἱ ἄλλοι πού φοροῦν τιάρες, ἀλλά εἶναι ὅλοι αὐτοί σέ ὁλόκληρο τόν κόσµο οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταταχθῆ κάτω ἀπό τόν Χριστό (ἐνν. µέ τό Βάπτισµα). Μεταξύ τους συµπεριλαµβάνονται ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀποκαλοῦνται Χριστιανοί, ἄν καί λανθασµένα, γιατί δέν ἔχουν καµµιά πίστη µέσα τους. Ἑποµένως ὑπάρχουν στήν ὁρατή Ἐκκλησία µερικοί οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι µέλη τῆς ἐκλεγοµένης καί ἀόρατης Ἐκκλησίας».
Ὁ Βλαδίµηρος Λόσσκυ ἀναφερόµενος σέ αὐτήν τήν διδασκαλία τοῦ Προτεσταντισµοῦ γράφει ὅτι µιά τέτοια ἀντίληψη εἶναι ἕνας «νεστοριανισµός ἐκκλησιολογικός», γιατί ὅλες οἱ χριστολογικές αἱρέσεις φαίνονται µέσα στήν διδασκαλία περί Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὑπάρχει καί ἡ ἀντίθετη ἀντίληψη πού χαρακτηρίζεται ὡς «ἐκκλησιολογικός µονοφυσιτισµός». Γιά τήν πρώτη περίπτωση γράφει:
«Οὕτω θά ἴδωµεν νά ἀναφαίνεται εἷς νεστοριανισµός ἐκκλησιολογικός, ἡ πλάνη ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά διαιρέσουν τήν Ἐκκλησίαν εἰς δύο διακεκριµένας ὑπάρξεις: τήν οὐράνιον Ἐκκλησίαν, τήν ἀόρατον, τήν µόνην ἀληθή καί ἀπόλυτον, καί τήν ἐπίγειον Ἐκκλησίαν (ἤ µᾶλλον τάς Ἐκκλησίας), ἀτελή καί σχετικήν, πλανωµένην εἰς τά σκότη, ἀνθρωπίνας κοινωνίας, αἱ ὁποῖαι ἐπιδιώκουν νά προσεγγίσουν ἐν τῷ µέτρῳ τῶν δυνατοτήτων των τήν οὐράνιον τελειότητα»23.
Ὁ Νίκος Ματσούκας σχολιάζοντας αὐτήν τήν ἄποψη τῶν Προτεσταντῶν γράφει:
«Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ µέ κανένα τρόπο δέ µπορεῖ νά νοηθεῖ ὅτι ταυτίζεται µέ τίς προτεσταντικές κοινότητες. Τήν ἄποψη αὐτή δέχονται ἀνεπιφύλακτα ὅλοι οἱ θεολόγοι τῆς προτεσταντικῆς ὀρθοδοξίας. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι κάτι τό εὐρύτερο καί καθολικότερο. Γι’ αὐτό δέν κάνουν ποτέ λόγο γιά ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία. ∆έν γνωρίζουν τά ὅριά της καί ποτέ δέν διακινδυνεύουν νά ποῦν ἕνα ἀδελφό τους, πού καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅτι εἶναι ἔξω ἀπ’ αὐτήν. Στήν προκειµένη περίπτωση ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία, πού διαιρεῖται κατά τήν προτεσταντική θεολογία ριζικά ἀπό τήν ὁρατή, κυριαρχεῖ ἀκαταγώνιστα στή σκέψη καί τή ζωή τῶν προτεσταντῶν... Πάντως ἡ κυριαρχία τῆς ἀόρατης Ἐκκλησίας πάνω σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες πράξεις καί στά ἱστορικά γεγονότα ἀποδυναµώνει τή σπουδαιότητα τῆς ὁρατῆς. Γι’ αὐτό καί ἀργότερα καί στίς ἡµέρες µας οἱ προτεστάντες µέ πολλή ἄνεση µποροῦν νά κάνουν λόγο γιά πολλές ἐπιµέρους ὁρατές Ἐκκλησίες καί µόνο γιά µιά ἀόρατη. Ἀπ’ αὐτήν τήν ἀρχή ἔχει τήν προέλευση ἡ θεωρία τῶν κλάδων, πού ἀναπτύχθηκε στούς κόλπους τοῦ σύγχρονου οἰκουµενισµοῦ. Μολονότι ὁ σηµερινός Προτεσταντισµός ἔχει περάσει ἀπό πολλά ἐξελικτικά στάδια καί µπορεῖ µέ ἄνεση νά προσαρµόζεται, φαίνεται νά δείχνει µιά ἰδιαίτερη συµπάθεια στή διδασκαλία γιά τή ριζική διάκριση καί διαφοροποίηση ἀνάµεσα στήν ἀόρατη καί τήν ὁρατή Ἐκκλησία»24.
Ἑποµένως, ἡ ἄποψη ὅτι κατά τήν ὀντολογική φύση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότητά της εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ, ἀλλά κατά τήν ἱστορική ὀνοµασία ὑπάρχουν καί ἄλλες χριστιανικές ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες πού δέν βρίσκονται σέ κοινωνία µαζί της ἀντανακλᾶ αὐτήν τήν προτεσταντική διδασκαλία περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή εἶναι ἡ βάση τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδή ὅλες οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες, συµπεριλαµβανοµένης καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι κλαδιά τοῦ ἰδίου δένδρου, καί ὅλοι ἀναζητοῦν τήν ἑνότητά τους. Ἡ οὐσία τῆς ἄποψης αὐτῆς εἶναι ὅτι ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία εἶναι ἑνωµένη, ἐνῶ οἱ ὁρατές Ἐκκλησίες εἶναι διαιρεµένες καί κάνουν λάθη.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωµανίδης δίδασκε:
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀόρατος καί ὁρατή, ἤτοι ἀποτελεῖται ἀπό τούς ἐπί γῆς στρατευοµένους καί ἀπό τούς ἐν οὐρανοῖς δηλ. τούς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ θριαµβεύσαντας. Εἰς τούς ∆ιαµαρτυρουµένους ἐπικρατεῖ ἡ γνώµη ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι µόνον ἀόρατος, τά δέ µυστήρια τοῦ Βαπτίσµατος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι µόνον συµβολικαί πράξεις καί ὅτι µόνον ὁ Θεός γνωρίζει τά πραγµατικά µέλη αὐτῆς. Ἐν ἀντιθέσει, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τονίζει καί τό ὁρατόν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία»25.
Ἑποµένως, ἡ νέα πρόταση πού ὑπέβαλε κατά πλειοψηφία ἡ Ἀντιπροσωπεία µας στήν Κρήτη εἶναι προβληµατική καί ἀντορθόδοξη.
iv. Ἐκκλησιολογικά ἐρωτήµατα
Τελικά εἶναι ἀστήρικτη ἡ θριαµβολογία µερικῶν µετά τήν ὑποβολή τῆς νέας προτάσεως ἀπό τήν πλειοψηφία τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τήν ἀποδοχή της ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες, ὅτι δηλαδή γιά πρώτη φορά ἀντιµετωπίζονται συνοδικά οἱ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανοί ὄχι θεολογικά, ἀλλά µόνο ἱστορικά.
Καί αὐτό γιατί, ἐκτός τῶν ἄλλων, τό κείµενο δέν εἶναι θεολογικό, ἀλλά κυρίως διπλωµατικό. Ὑπάρχουν δέ ἀκόµη ἔντονες ἀντιφατικότητες ὡς πρός τό τί εἶναι οἱ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀνατολικοί καί δυτικοί Χριστιανοί.
Πολλά εἶναι τά ἐρωτήµατα:
Οἱ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανοί ἀνήκουν σέ κανονικές Ἐκκλησίες, ἤ σέ ἑτερόδοξες; Τί σηµαίνει ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες ἄν ὄχι αἱρετικές; Καί τότε γιατί ἐξακολουθοῦν νά ἀποκαλοῦνται «ἀδελφές Ἐκκλησίες»; Γιατί σέ ἄλλο σηµεῖο τοῦ κειµένου ἀποκαλοῦνται ἁπλῶς «λοιποί Χριστιανοί» ἤ «λοιπός Χριστιανικός κόσµος»; Γιατί στό ἴδιο τό κείµενο ἀλλοῦ χαρακτηρίζονται ὡς «αἱ µή ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καί ὁµολογίαι», οἱ ὁποῖες παρεξέκλιναν ἀπό τήν ἀληθινή πίστη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας; Τελικά εἶναι «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», «λοιποί Χριστιανοί», «µή Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί Ὁµολογίες» πού παρεκκλίνουν ἀπό τήν πίστη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας; Πῶς δικαιολογοῦνται ὅλες αὐτές οἱ διαφορετικές φράσεις σέ ἕνα κείµενο καί πῶς τό κείµενο αὐτό µπορεῖ νά ἔχη θεολογική ταυτότητα; ∆έν ἔπρεπε τό κείµενο αὐτό νά ἔχη µιά ἑνιαία ὁρολογία γιά νά χαρακτηρίζη τούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανούς; ∆έν ἔπρεπε τό περιεχόµενο τοῦ κειµένου νά ἀνταποκρίνεται στόν τίτλο του;
Τό ἴδιο µπορεῖ νά παρατηρήση κανείς καί γιά τήν ἀναφορά στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλοῦ λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ· ἀλλοῦ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει τίς δυσκολίες στήν πορεία τοῦ διαλόγου µέ τούς λοιπούς Χριστιανούς «πρός τήν κοινήν κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας»· ἀλλοῦ ὅτι τό Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν µαζί µέ τούς ἄλλους διαχριστιανικούς ὀργανισµούς «τηροῦν σηµαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ Χριστιανικοῦ κόσµου»· ἀλλοῦ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει συνείδηση ὅτι «ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαµβάνει νέας µορφάς...». Τί ἰσχύει ἀπό ὅλα αὐτά; Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη ἤ ἀναζητεῖται;
Τοὐλάχιστον ἐκεῖνο πού µπορῶ νά πῶ εἶναι ὅτι τό κείµενο αὐτό ὄχι µόνον δέν εἶναι θεολογικό, ἀλλά συγχρόνως δέν εἶναι καθαρό, δέν ἔχει καθαρές προοπτικές καί βάσεις, εἶναι διπλωµατικό. Ὅπως ἔχει γραφῆ, διακρίνεται ἀπό µιά διπλωµατική δηµιουργική ἀσάφεια. Καί ὡς διπλωµατικό κείµενο δέν ἱκανοποιεῖ οὔτε τούς Ὀρθοδόξους οὔτε τούς ἑτεροδόξους. ∆έν µπορῶ νά κατανοήσω πῶς θά τό δεχθοῦν οἱ ἄλλοι Χριστιανοί τούς ὁποίους ἀποκαλοῦν ταυτοχρόνως «ἑτεροδόξους», δηλαδή αἱρετικούς, «λοιπούς Χριστιανούς» καί «ἀδελφούς», ἤ ταυτοχρόνως ὁµιλοῦν γιά «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» καί «ἀδελφές Ἐκκλησίες».
Ὅλα αὐτά τά προβλήµατα ὑπάρχουν στό κείµενο αὐτό, γιατί δέν ἦταν ὥριµο γιά νά ἀποφασισθῆ καί ὑπογραφῆ, ἀφοῦ µάλιστα µέχρι ἀργά τό βράδυ τοῦ Σαββάτου τῆς 25ης Ἰουνίου γινόταν ἐπεξεργασία, τόσο στό ἑλληνικό κείµενο ὅσο καί στίς µεταφράσεις του σέ ἄλλες γλῶσσες.
Στό σηµεῖο αὐτό ἐνθυµοῦµαι τό χωρίο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ:
«οὐδέποτε διά µεσότητος, ἄνθρωπε, τά ἐκκλησιαστικά διωρθώθη. Μέσον ἀληθείας καί ψεύδους οὐδέν ἐστιν, ἀλλ' ὥσπερ τόν τοῦ φωτός ἔξω γενόµενον ἐν τῷ σκότει εἶναι ἀνάγκη, οὕτω τόν τῆς ἀληθείας µικρόν παρεκκλίναντα τῷ ψεύδει λοιπόν ὑποκεῖσθαι φαίηµεν ἄν ἀληθῶς»26.
v. Τό Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν
Αὐτά τά ἐρωτήµατα ἔχουν σχέση µέ τό Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Συγκεκριµένα:
Στήν 19η παράγραφο τοῦ κειµένου µέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», πού ἐγκρίθηκε στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, γίνεται ἀναφορά στίς ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς ∆ηλώσεως τοῦ Toronto (1950), πού ὅπως γράφεται, «εἶναι κεφαλαιώδους σηµασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συµµετοχήν εἰς τό Συµβούλιον», καί στήν 17η παράγραφο τοῦ ἰδίου κειµένου γίνεται λόγος γιά τά «καθιερωθέντα κριτήρια», τά ὁποῖα προτάθησαν ἀπό τήν Εἰδική Ἐπιτροπή, ὕστερα ἀπό «τήν ἐντολήν τῆς ∆ιορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998)».
Ὡς πρός τό πρῶτο θέµα τῆς παραγράφου 19, διάβασα τήν ἀπόφαση τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. στό Τορόντο στήν ἀγγλική καί τήν ἑλληνική γλώσσα καί διεπίστωσα ὅτι, ἐκτός ἀπό τήν παράγραφο στήν ὁποία ἀναφέρεται καί τό κείµενο, ὑπάρχουν καί ἄλλες παράγραφοι, οἱ ὁποῖες δέν µποροῦν νά γίνουν ἀποδεκτές ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρεται ὅτι τό Π.Σ.Ε. περιλαµβάνει Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι οὐσιωδῶς ἀόρατη, καί Ἐκκλησίες πού πιστεύουν ὅτι ἡ ὁρατή ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οὐσιώδης· διάκριση µεταξύ ὁρατοῦ σώµατος καί µυστικοῦ σώµατος τῆς Ἐκκλησίας· ὅτι πλήν ὀλίγων ἐξαιρέσεων οἱ Ἐκκλησίες δέχονται ὅτι τό Βάπτισµα πού τελέσθηκε ἀπό ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἔγκυρο· ὅτι οἱ Ἐκκλησίες µέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ἀναγνωρίζουν στίς ἄλλες Ἐκκλησίες «στοιχεῖα ἀληθοῦς Ἐκκλησίας», «ἴχνη Ἐκκλησίας», καί πάνω σέ αὐτά στηρίζεται ἡ οἰκουµενική κίνηση· ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν «ὅτι ὑπάρχουν µέλη τῆς Ἐκκλησίας extra muros, ὅτι οὗτοι aliquo modo ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, καί ἀκόµη ὅτι ὑπάρχει "ἐκκλησία ἐντός τῆς Ἐκκλησίας"» κ.ἄ. ∆ηλαδή σαφέστατα στό Π.Σ.Ε. κυριαρχεῖ ἡ ἀντορθόδοξη ἄποψη περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας, πού ἀνατρέπει ὅλη τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Ὡς πρός τό δεύτερο θέµα, ὅτι στήν παράγραφο 17 γίνεται µνεία τῆς ἀποφάσεως τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, καί ἐκεῖ ὑπάρχει πρόβληµα. Εἶναι γνωστόν σέ ὅσους ἀσχολοῦνται µέ τά θέµατα αὐτά ὅτι ἔγινε µιά ∆ιορθόδοξη Συνάντηση στήν Θεσσαλονίκη (29 Ἀπριλίου – 2 Μαΐου 1998) µέ θέµα «Ἀξιολογήσεις νεωτέρων δεδοµένων εἰς τάς σχέσεις ὀρθοδοξίας καί οἰκουµενικῆς κινήσεως», στήν ὁποία οἱ ἀντιπρόσωποι ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρότειναν, ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τοῦ Π.Σ.Ε. στήν Χαράρε, ὅπως «τό Π.Σ. Ἐκκλησιῶν ὑποστῆ ριζικήν ἀνασυγκρότησιν, προκειµένου ἵνα ὑπάρξῃ δυνατότης πληρεστέρας ὀρθοδόξου συµµετοχῆς». Προτάθηκε, λοιπόν, νά γίνουν ἀλλαγές ὡς πρός τίς λατρευτικές συνάξεις καί τίς κοινές προσευχές, καί στήν διαδικασία ψηφοφορίας. Καί δήλωνε ὅτι ἄν δέν γίνουν ριζικές ἀλλαγές, «ἐνδέχεται ὅπως καί ἄλλοι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι, κατά τό παράδειγµα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, ἀποχωρήσουν τοῦ Συµβουλίου».
Κατόπιν τῆς προτάσεως αὐτῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἡ Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στήν Χαράρε τῆς Ζιµπάµπουε συνέστησε Εἰδική Ἐπιτροπή γιά νά µελετήση τό θέµα, τῆς ὁποίας τό τελικό κείµενο ἔγινε σχεδόν ὁµόφωνα ἀποδεκτό κατά τήν συνεδρίαση τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. τό 2002.
Ὅταν διαβάση κανείς τό κείµενο αὐτό τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς πού ὑπέγραψαν καί οἱ δικοί µας ἀντιπρόσωποι, στά θέµατα τῆς ἐκκλησιολογίας, τῆς κοινῆς προσευχῆς, τῆς εὐχαριστιακῆς λατρείας, στό τρόπο τῆς λήψεως ἀποφάσεων µέ τήν ἀρχή τῆς συναίνεσης (concensus) κ.ἄ. ἐκπλήσσεται.
Στό κείµενο αὐτό γίνεται λόγος γιά «ὁµολογιακή» καί «διοµολογιακή» κοινή προσευχή στίς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., καί µέσα ἀπό τίς προσευχές αὐτές «οἱ Ἐκκλησίες ἔχουν βιώσει τήν πρόοδο πρός τήν ἑνότητα, καί µερικοί ἔχουν ἐπιτύχει ἀκόµη καί συµφωνίες πού ἔχουν ὁδηγήσει στήν "πλήρη κοινωνία"»· γιά «εὐχαριστιακή λατρεία» πού γίνεται ἀπό «τήν ἀδελφότητα τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Π.Σ.Ε.»· γιά τό ὅτι «µερικές ἐκκλησίες ἔχουν "ἀνοικτή τράπεζα" γιά ὅλους ὅσοι ἀγαποῦν τόν Κύριο»· γιά «φιλοξενοῦσες Ἐκκλησίες», πού λειτουργοῦν µαζί κλπ. Ὁµολογεῖται ὅτι «ἡ λατρεία βρίσκεται στό κέντρο τῆς χριστιανικῆς ταυτότητάς µας. Παρ' ὅλα αὐτά, στήν λατρεία ἐπίσης ἀνακαλύπτουµε τήν διάσπασή µας. Σέ οἰκουµενικό πλαίσιο ἡ κοινή προσευχή µπορεῖ νά εἶναι µιά πηγή καί χαρᾶς καί θλίψεως»· γίνεται λόγος γιά «περιεκτική γλώσσα» στήν κοινή λατρεία· γιά τό ὅτι «ὡς συντροφικοί προσκυνητές στήν πνευµατική πορεία µετέχουµε ὡς ἴσοι στήν διοµολογιακή κοινή προσευχή» γιά τήν «ἀδελφότητα τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Π.Σ.Ε.» κ.ἄ.
Ὅλα ὅσα εἶναι σέ εἰσαγωγικά ἀναφέρονται στά ἐγκριθέντα κείµενα τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. καί στήν πραγµατικότητα ἐκφράζουν τήν προτεσταντική ἄποψη περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς πού ἐπικυρώθηκαν ἀπό τό Π.Σ.Ε. πέρασαν στήν παράγραφο 17 τοῦ κειµένου, πού ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Εἶναι ὀρθή κατά πάντα ἡ ἄποψη τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Περιστερίου Χρυσοστόµου, ὅπως τήν διετύπωσε στίς Συνεδριάσεις τῆς Γ' Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου ∆ιασκέψεως (1986) ὅταν συνεζητεῖτο τό κείµενο γιά τίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόνη κόσµον, καί µάλιστα στό θέµα τοῦ Π.Σ.Ε. Εἶπε:
«Πρέπει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά ἀσχοληθῇ καί νά ἀποφασίσῃ ἐάν καί κατά πόσον εἶναι προσφορώτερον διά τήν Ὀρθόδοξον ἡµῶν Ἐκκλησίαν νά ἐπανέλθῃ εἰς τό παλαιόν σύστηµα τῶν χωριστῶν ∆ηλώσεων. ∆ιότι σήµερα τά κείµενα τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι καί ὀρθόδοξα καί προτεσταντικά καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Εἶναι συγκρητιστικά κείµενα, τά ὁποῖα ἱκανοποιοῦν τούς πάντας καί δέν ἱκανοποιοῦν κανένα. Νοµίζω ταπεινῶς ὅτι θά προσφέρωµεν περισσοτέραν ὑπηρεσίαν εἰς τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν µέ µίαν ὀρθόδοξον δογµατικήν ∆ήλωσιν»27.
∆έν θά γράψω περισσότερα γιά τό θέµα αὐτό, ἀλλά θά τό ἀναλύσω σέ ἕνα ἄλλο κείµενό µου. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά σηµειωθῆ εἶναι ὅτι δυστυχῶς ὅταν ἡ Ἱεραρχία τοῦ Μαΐου 2016 ἀποφάσισε µέ πλειοψηφία νά παραµείνουµε ὡς µέλη στό Π.Σ.Ε. δέν ἦταν πλήρως ἐνηµερωµένη γιά τήν ἀρχή, τήν ἐξέλιξη καί τήν σηµερινή κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στό Π.Σ.Ε. Νοµίζω ὅτι κάποτε πρέπει νά γίνη τεκµηριωµένη εἰσήγηση γιά τό εἶναι τό Π.Σ.Ε.
Συµπέρασµα
Εἶναι προφανές καί κατάδηλο ὅτι µιά ὀρθόδοξη Ἱεραρχία δέν µπορεῖ νά υἱοθετήση µιά τέτοια πρόταση, ὅπως ἐτέθη ἀπό τήν Ἀντιπροσωπεία µας, γιατί αὐτό θά συνεπείγετο τήν ἀποδοχή τοῦ θεολογικοῦ σφάλµατος νά κάνη λόγο γιά Ἐκκλησίες πού εἶναι ἑτερόδοξες, δηλαδή αἱρετικές καί πλανεµένες. Ἐπίσης θά ὑπέπιπτε στήν ἀντορθόδοξη θεωρία περί ὁρατῆς καί ἀοράτου Ἐκκλησίας, δηλαδή στήν θεωρία µιᾶς «νεστοριανικῆς ἐκκλησιολογίας», πού εἶναι ἡ βάση τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, πράγµα πού ἔχει καταδικασθῆ ἀπό τίς Μεγάλες Συνόδους τοῦ 17ου αἰῶνος.
Νοέµβριος 2016
1 Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόµου, «Ἐνηµέρωσις περί τῆς Μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», Ὀκτώβριος 2014, σελ. 15.
2 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 15-16.
3 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 16.
4 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 18.
5 Ἔκθεση (20-12-2014) τῶν τριῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων ∆ιασκέψεων, Σαµπεζύ τῆς Γενεύης 29-9 ἕως 4-10-2014,σελ. 6-7.
6 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 7.
7 Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (1986), Πρακτικά, σελ. 103 κ. ἑξ.
8 Ἰωάννη Καρµίρη, Τά ∆ογµατικά καί Συµβολικά Μνηµεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόµ. Ι, ἐν Ἀθήναις, 1960, σ. 378
9 βλ. Γρηγορίου Παλαµᾶ, Ἔργα, τόµ. 4, ΕΠΕ, σελ. 404 κ.ἑξ.
10 Ἰωάννου Καρµίρη, Τά ∆ογµατικά καί Συµβολικά Μνηµεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόµ. Ι, ἐν Ἀθήναις 1960, σελ. 419
11 Ἰωάν. Ν. Καρµίρη, ἔνθ. ἀνωτ. τόµ. Ι, σελ. 421
12 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 425
13 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 427-428
14 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 419
15 π. ∆ηµήτριος Κεσκίνης, Ἡ Πνευµατολογία τοῦ ἁγίου Μάρκου Ἐπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ἡ ἐπικαιρότητά της, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 66
16 Fr. George Dragas, The Manner of Reception of Roman Catholic Converts into the Orthodox Church with Special Reference to the Decisions of the Synods of 1484 (Constantinople),1755
(Constantinople) and 1667 (Moscow), http://www.myriobiblos.gr/texts/english/Dragas_RomanCatholic.html , (18/9/2016).
17 Ράλλη-Ποτλῆ, τόµος Ε΄ , ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 143-147.
18 Ἰωάννη Καρµίρη, ἔνθ. ἀνωτ. τόµ. ΙΙ, Ἀθήνα 1953, σελ. 902 κ.ἑξ.
19 Ἔνθ. ἀνωτ. τόµ. ΙΙ, σελ. 567.
20 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 572-573.
21 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 578-579.
22 Ἰωάννου Χρυσοστόµου, Ἔργα, τόµ. 8Α, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 320-322.
23 Vladimir Lossky, Ἡ Μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ,Θεσαλονίκη 1995, σελ. 219.
24 Νίκου Ματσούκα, Ὁ Προτεσταντισµός, Θεσσαλονίκη 1995 σελ. 103-104.
25 Πρωτοπρεσβυτερου Ἰωάννου Ρωµανίδη, Ἐπίτοµος Ὀρθόδοξος Πατερική ∆ογµατική, ἐκδ. Πρωτ. π. Γεωργίου ∆ράγα, σελ. 76.
26 PG 160: 1093Α, βλ. π. ∆ηµητρίου Κεσκίνη, Ἡ Πνευµατολογία τοῦ ἁγίου Μάρκου ..., ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 28.
27 Συνοδικά ΙΧ, Γ΄ Προσυνοδική Παρνορθόδοξος ∆ιάσκεψις, ἐκ. Ὀρθοδόξων Κέντρου τοῦ Οἰκουµεικοῦ Πατριαρχείου Σαµπεζύ Γενεύης 2014, σελ. 147.
Πηγή: Ἐκκλησιαστική Παράμβαση
Ο μητροπολίτης Ναυπάκτου π. Ιερόθεος απαντάει στο ερώτημα: ''Ποιά θα ήταν η στάση του γέροντα Σωφρονίου σχετικά με την Σύνοδο της Κρήτης'' στο Διεθνές Συνέδριο ἀφιερωμένο στόν ἡγιασμένο Ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Σαχάρωφ, μέ τίτλο «Ἡ Συνάντηση μέ τόν Πνευματικό Πατέρα»που διοργάνωσε η Ἱερά Μητρόπολη Μολδαβίας σέ συνεργασία μέ τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἰασίου (Α.Ι. Κούζα)στο Συνεδριακό Κέντρο «Πρόνοια»» (Ἰάσιο Ρουμανίας 13 Νοεμβρίου 2016).
Πηγή: Τρελογιάννης
«ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΕΞΑΧΘΕΙΣΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»*
«Το γαρ της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλά ενώσεως εστί, και συμφωνίας όνομα», (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ερμηνεία εις την Α Κορινθίους, PG 61, 13).
Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Πατέρες και αδελφοί,
Με αισθήματα βαθείας συστολής ανέρχομαι, όχι αυτόκλητος, αλλά υπό της Εκκλησίας δια της ιδικής σας φωνής, Μακαριώτατε Δέσποτα και σεπτοί Συνοδικοί πατέρες, καλούμενος στο ιερό τούτο βήμα του σεπτού και μυστικού υπερώου της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, όπου τη επιπνοία του Παρακλήτου Πνεύματος μυσταγωγείται το ανά τους αιώνες επεκτεινόμενον μυστήριον και θαύμα της αγίας Πεντηκοστής, το οποίον «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας» (Υμνολογία εορτής της αγίας Πεντηκοστής). Συνέχει με δέος και θάμβος με καταλαμβάνει αναλογιζόμενον την πτωχείαν των δυνάμεών μου, το ύψος των κατά καιρούς κοσμησάντων, δι’ έργων και λόγων, το ιερώτατον τούτο βήμα, την κρισιμότητα των περιστάσεων, την δυσκολίαν του εγχειρήματος, την ιδιαιτερότητα του θέματος, την εύλογον ευαισθησίαν του χριστεπωνύμου πληρώματος, τις απαιτήσεις της αληθείας και την περιωπήν του θεοφιλούς τούτου ακροατηρίου. Αλλά επί τω Θεώ πέποιθα, Πατέρες και Αδελφοί, και τις ιδικές σας ευχές επικαλούμαι, ώστε το ανατεθέν έργον να αχθή, λυσιτελώς και ακινδύνως, σε αίσιον και θεοφιλές τέλος. Οφειλετικώς και ευγνωμόνως ευχαριστώ τον τε Μακαριώτατον Προκαθήμενον και Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμον και τους Σεβασμιωτάτους συμπαρέδρους της προλαβούσης 159ης Συνοδικής περιόδου για την όλως τιμητικήν προς το ταπεινόν μου πρόσωπον εμπιστοσύνην τους, εκφρασθείσαν διά της αναθέσεως, Συνοδική Αποφάσει (Δ.Ι.Σ. 1.6.2016) της αρξαμένης ήδη εισηγήσεως, εχούσης αυτολεξεί τον τίτλον, κατά την διατύπωσιν του σχετικού Συνοδικού Εγγράφου (3150/11-7-2016) «Ενημέρωσις περί των διεξαχθεισών εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Τα κατά τα ανωτέρω σαφώς και σοφώς προδιαγεγραμμένα όρια προτίθεμαι να ακολουθήσω με την μεγαλυτέραν δυνατήν πιστότητα.
* Εισήγησις του Σεβ. Μητροπολίτου Σερρών και Νιγρίτης Θεολόγου ενώπιον του ιερού Σώματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την Τετάρτην 23ην Νοεμβρίου 2016.
Α. ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ – ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία, ως το πανάγιον Σώμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, κοινωνία θεώσεως και «πρόγευσις και βίωσις των εσχάτων εν τη θεία Ευχαριστία και αποκάλυψις της δόξης των μελλόντων», πορεύεται θεραπευτικώς, φωτιστικώς και αγιαστικώς μέσα στην ιστορίαν, ως «ο Χριστός ο μεθ’ ημών ων και εις τον αιώνα παρατεινόμενος» (Ιερός Αυγουστίνος). Είναι η Εκκλησία των πανευφήμων Αποστόλων, των θεοφόρων Πατέρων, των αγίων και μεγάλων Οικουμενικών, ως και των καθολικού κύρους Συνόδων, της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Αυτή η θεμελιακού χαρακτήρος Συνοδική συνείδησις διέπει, κατευθύνει και φωτίζει όλες τις θεσμικές εκφράσεις, λειτουργίες και ολόκληρον την ζωήν της, με αναφοράν και κέντρον πάντοτε το αγιώτατο μυστήριον της θείας Ευχαριστίας ως και όλην την μυστηριακήν της ζωήν, καθώς, κατά τον άγιον Νικόλαον τον Καβάσιλα, «η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται». Η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία, η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Χριστού, διεφύλαξεν αλώβητον και ανόθευτον, και μετά την τραγικήν απόσχισιν της δυτικής χριστιανοσύνης από το Σώμα της οντολογικώς αδιαιρέτου και ακεραίας πάντοτε παραμενούσης αγίας Εκκλησίας του Χριστού, την παραδεδομένην, από των Αποστολικών ακόμη χρόνων τρισσήν ενότητα, στην πίστιν, στην λατρείαν και στην κανονικήν παράδοσιν της εκκλησιαστικής διοικήσεως.
Τό αξιοσέβαστον και λίαν επωφελές για την μαρτυρίαν, την ευκοσμίαν, την οικοδομήν του Σώματος της Εκκλησίας και την αντιμετώπισιν των κατά καιρούς σοβαρών προβλημάτων περί την πίστιν και την ζωήν, αποστολοπαράδοτον Συνοδικόν κεκτημένον, ως έν εξαιρετικόν χαρισματικόν γεγονός, θεμελιούται στο ήθος, την παράδοσιν και την εμπειρίαν της αρχεγόνου χριστιανικής Εκκλησίας (Αποστολική Σύνοδος Ιεροσολύμων, 49 μ.Χ.). Εξ επόψεως δε κανονικής ευρίσκει την σαφή τεκμηρίωσίν του στην διατύπωσιν του 34ου Κανόνος των αγίων Αποστόλων, ο οποίος ορίζει ότι: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς Πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν και μηδέν τι πράττειν άνευ της εκείνου γνώμης, εκείνα δε μόνα πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει και ταις υπ’ αυτόν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της των πάντων γνώμης ποιείτω τι». Οι αποφάσεις των επισήμως ανεγνωρισμένων αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων των οκτώ πρώτων χριστιανικών αιώνων, ως και οι μετά ταύτα των Μειζόνων καθολικού κύρους Συνόδων, αποτελούν αδιαμφισβήτητον κριτήριον όχι μόνον για την δογματικήν ακρίβειαν, την θεολογίαν, την λειτουργικήν ζωήν και το ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και για την εν Χριστώ και κατά Χριστόν ζωήν του πληρώματος αυτής.
Ἡ προστασία της αποστολικής διαδοχής της πίστεως και τάξεως στην Εκκλησία είχε πάντοτε ως απόλυτον κριτήριον την αυθεντικήν συνέχειαν της βεβαίας Ευχαριστίας σε όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες, εγγυητές της οποίας ήταν, κατά τον άγιον Ιγνάτιον τον Θεοφόρον, οι κατά τόπους Επίσκοποι, οι κανονικοί και γνήσιοι διάδοχοι των πνευματοφόρων Αποστόλων στην αποστολικήν λειτουργίαν της Επισκοπής. Δια τούτο ο μεταποστολικός πατήρ άγιος Ειρηναίος Λυώνος (140-202 μ.Χ.), τονίζει: «Ημών γαρ σύμφωνος η γνώμη τη Ευχαριστία, η δε Ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην». Η εγγύησις της βεβαιότητος της τελουμένης θείας Ευχαριστίας σε όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες, δια της οποίας βιούται και φανερούται το μυστήριον της εν Χριστώ θείας Οικονομίας για την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, μαρτυρεί αυθεντικώς την αρραγή ενότητα των αγίων Εκκλησιών στην κοινωνίαν της «άπαξ παραδοθείσης τοις Αγίοις πίστεως» (Ιούδ. 3), στην κανονικήν τάξιν και στην μυστηριακήν συλλειτουργίαν. Η άμεσος και ουσιαστική σύνδεσις θείας Ευχαριστίας και Συνόδου, εκτός των άλλων, υποδηλώνει ότι η τελευταία αποτελεί επέκτασιν και συνέχειαν της θείας Λειτουργίας στην πρόσληψιν της αληθείας. Με άλλους λόγους, η κάθε Σύνοδος θα μπορούσε να χαρακτηρισθή μία άλλη λειτουργία μετά την θείαν Λειτουργίαν. Δια τούτο και πάντοτε πριν την έναρξιν των εργασιών μιας Συνόδου προηγείται η τέλεσις της θείας Μυσταγωγίας.
Υπό το πνεύμα αυτό, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι, «η Εκκλησία γαρ συστήματος και Συνόδου εστιν όνομα», διότι σε αυτήν χαρισματικώς ενώνονται όλα τα μέλη της μεταξύ τους και προς την θείαν Κεφαλήν αυτής, τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. «Η Εκκλησία αυτή καθ’ αυτήν είναι Σύνοδος υπό του Χριστού συνεστημένη και υπό του Αγίου Πνεύματος καθοδηγουμένη».
Απαρασάλευτον εκκλησιαστικόν κριτήριον της ιστορικής εξελίξεως του Συνοδικού συστήματος υπήρξεν αφ’ ενός μεν η αδιάκοπος συνέχεια της αποστολικής διαδοχής πίστεως στη ζωήν της Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε ο άρρηκτος σύνδεσμος αυτού με το ιερόν θυσιαστήριον των κατά τόπους Εκκλησιών και την δομήν της εκκλησιαστικής διοικήσεως του εκκλησιαστικού σώματος. Πρόδηλος από τα ανωτέρω τυγχάνει η παραδοχή ότι η Συνοδικότης ανήκει στον εσώτατον πυρήνα της Εκκλησίας και αποτελεί ουσιαστικόν και αναπόσπαστον στοιχείον της ζωής, της μαρτυρίας, της ενότητος και της καθολικότητός της.
Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία, έχουσα ακλόνητον την πεποίθησιν ότι μόνη αυτή αποτελεί την αυθεντικήν συνέχειαν της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και παρά τις δυσκολίες των καιρών και τις αδυναμίες των ανθρώπων, διαφυλάττει από των πρώτων χριστιανικών αιώνων έως σήμερον ως τιμαλφέστατον θησαυρόν την ως άνω θεμελιακού χαρακτήρος αυτοσυνειδησίαν της και την αποστολοπαράδοτον Συνοδικήν της ταυτότητα. Η διαπίστωσις αυτή, συν τοις άλλοις, επιβεβαιούται ιστορικώς και από τις επανειλημμένες πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της πρωτευθύνου και πρωτοθρόνου στην Πανορθοδοξίαν Εκκλησίας, για σύγκλησιν Μειζόνων Συνόδων, προς από κοινού αντιμετώπισιν των εκάστοτε αναφυομένων σπουδαίων ζητημάτων σε θέματα πίστεως και τάξεως, αλλά και από την έντονον, από τις αρχές ήδη του 20ού αιώνος και συντονισμένην κινητικότητα, για την σύγκλησιν μιας Πανορθοδόξου Συνόδου, με σκοπόν την ομόγνωμον αντιμετώπισιν των επικινδύνων συγχύσεων στις διορθόδοξες και στις διαχριστιανικές σχέσεις, αλλά και την πλέον αξιόπιστον κατάθεσιν της αγιοπνευματικής εμπειρίας της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον. Η θεοφιλής αυτή πρόθεσις εκφράσθηκε σαφέστερον στις συζητήσεις και στις αποφάσεις της συγκληθείσης υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Φωτίου Β’, στην Ιεράν Μονήν Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, Διορθοδόξου Επιτροπής (1930).
Η σύγκλησις όμως, υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου της Α’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως στην Ρόδον (1961), υπήρξεν ουσιαστικώς ο κινητήριος μοχλός της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατ’ αυτήν καταρτίσθηκε ο πρώτος εκτενής κατάλογος των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Υπό το πνεύμα αυτό εργάσθηκαν και οι επόμενες, Β’ καί Γ’ Πανορθόδοξες Διασκέψεις (Ρόδος 1963, 1964).
Συμφώνως προς αυτό το πνεύμα η Δ’ Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Σαμπεζύ 1968) απεφάσισε την άμεσον ενεργοποίησιν της διαδικασίας προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και καθόρισε τόσον τα Διορθόδοξα όργανα, όσον και την μεθοδολογίαν προετοιμασίας του τελικού θεματολογίου από τον εκτενέστατον κατάλογον των καταστρωθέντων σε οκτώ μεγάλες ενότητες και τεσσαράκοντα δύο (42) συνολικώς κεφάλαια, θεμάτων των Διασκέψεων της Ρόδου. Ωσαύτως, η ως είρηται Διάσκεψις: 1) Συνέστησεν εν Σαμπεζύ, στο Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την Γραμματείαν επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία θα είχεν ως αποστολήν της την συγκρότησιν σε θεματικούς φακέλους των αποστελλομένων «Συμβολών» των ορθοδόξων Εκκλησιών επί εκάστης θεματικής ενότητος, και 2) απεφάσισεν α) την συγκρότησιν μιας περιοδικώς συγκαλουμένης «Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής» και β) την περιοδικήν σύγκλησιν «Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως».
Η Α’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Σαμπεζύ 21-28/11/1976) απεδέχθη ομοφώνως τον περιορισμόν των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως στον αριθμόν των δέκα υπό την ως κάτωθι διατύπωσιν: «1. Η ορθόδοξος διασπορά, 2. Το Αυτοκέφαλον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού, 3. Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού, 4. Τα ιερά Δίπτυχα, 5. Το ζήτημα του ημερολογίου και του κοινού εορτασμού του Πάσχα, 6. Τα κωλύματα γάμου, 7. Η αναπροσαρμογή των περί νηστείας διατάξεων, 8. Οι σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, 9. Η Ορθοδοξία και η Οικουμενική Κίνησις και 10. Η Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στην επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και στην άρσιν των φυλετικών διακρίσεων». Η Α’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις καθόρισεν επίσης τα κριτήρια επιλογής των δέκα θεμάτων, τα οποία ίσχυσαν και για την επιλογήν της τελικής θεματολογίας της συγκληθείσης, τελικώς εν Κρήτη κατά τον παρελθόντα Ιούνιον, Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και αναφέρονται κυρίως: 1. Στις σχέσεις των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταξύ των και προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, 2. Σε πρακτικά ή ποιμαντικά ζητήματα του εκκλησιαστικού Σώματος, 3. Στις σχέσεις προς τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον και 4. Στην αξιόπιστον προβολήν της μαρτυρίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναφορικώς προς τα σύγχρονα προβλήματα του ανθρώπου και του κόσμου.
Η Β’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Σαμπεζύ, 3-12/9/1982) είχεν ως θέματα ημερησίας διατάξεως τις επί εκάστου θέματος αποσταλείσες Συμβολές των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και την επ’ αυτών εισήγησιν της Γραμματείας προς μελέτην των σημαντικών πρακτικών ζητημάτων για την ποιμαντικήν αποστολήν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ειδικώτερον η Διάσκεψις εμελέτησεν επισταμένως τα παρακάτω θέματα: «1. Κωλύματα Γάμου, 2. Αναπροσαρμογή των περί νηστείας διατάξεων και 3. Το ημερολογιακό ζήτημα σε σχέση με την περί του Πάσχα Απόφασιν της Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου και του κοινού εορτασμού του σε ορισμένην Κυριακήν από όλους τους χριστιανούς». Στα θέματα αυτά προσετέθη, κατά παρέκκλισιν των δέκα θεμάτων, και το ζήτημα της χειροτονίας Επισκόπων άνευ μοναχικής κουράς, κατόπιν παρακλήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βουλγαρίας.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του προηγουμένου αιώνος οι πολιτικές, ιδεολογικές, πνευματικές και κοινωνικές ανακατατάξεις κυρίως στους ορθοδόξους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης επέβαλαν μίαν στροφήν των εκείσε Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών προς την κατεύθυνσιν της αμέσου ποιμαντικής αντιμετωπίσεως της προκλητικής και απαραδέκτου δράσεως των ετεροδόξων χριστιανών σε βάρος του δοκιμαζομένου ορθοδόξου πληρώματος αλλά και της ανασυγκροτήσεως, της οργανώσεως, της διοικήσεως και της λειτουργίας του εκκλησιαστικού Σώματος αυτών.
Κατόπιν σεπτής πρωτοβουλίας του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, και με την σύμφωνο γνώμη και των άλλων Μακαριωτάτων Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Κων/πολιν, κατά την Σύναξιν των αγίων Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, από 10ης έως 12ης Οκτωβρίου του 2008, η διαδικασία προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας έλαβε νέαν δυναμικήν, με στόχον την σε βάθος επεξεργασίαν και την τελικήν έγκρισιν αφ’ ενός μεν του κειμένου περί της Ορθοδόξου Διασποράς και του Σχεδίου Κανονισμού Λειτουργίας των Επισκοπικών Συνελεύσεων, αφ’ ετέρου δε της άρσεως της εκκρεμούς διαφωνίας περί της υπογραφής του Πατριαρχικού Τόμου στο κείμενο περί του Αυτοκεφάλου και του τρόπου ανακηρύξεως αυτού.
Η από 6ης έως 9ης Μαρτίου του 2014 Σύναξις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολιν, στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν, ως Εκπρόσωποι της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος Β’, οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος και υπηρεσιακοί παράγοντες, έλαβε τελικώς την απόφασιν συγκλήσεως στην Κωνσταντινούπολιν, στο αιγλήεν Κέντρον της Πανορθοδοξίας, της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου κατά τις ημέρες της εορτής της αγίας Πεντηκοστής του έτους 2016, «εκτός απροόπτου». Για τον σκοπόν αυτόν απεφασίσθη η συγκρότησις Ειδικής Διορθοδόξου Επιτροπής, εχούσης ως σκοπόν αφ’ ενός μεν την επίσπευσιν της διαδικασίας για την προπαρασκευήν της Συνόδου, αφ’ ετέρου δε την επεξεργασίαν, επικαιροποίησιν και γλωσσικήν βελτίωσιν των κειμένων που έγιναν ομοφώνως αποδεκτά υπό της Β’ καί Γ’ Πανορ-θοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως. Οι αποφάσεις, οι οποίες σχεδόν ομοφώνως (εκτός του Πατριαρχείου Αντιοχείας) ελήφθησαν και απετέλεσαν τον «Καταστατικόν Χάρτην» της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι οι ως κάτωθι: «1) Όλες οι αποφάσεις κατά την Σύνοδον και κατά το προπαρασκευαστικόν αυτής στάδιον θα λαμβάνονται καθ’ ομοφωνίαν, 2) Η Σύνοδος θα προεδρεύεται υπό του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου, των λοιπών Μακαριωτάτων Προκαθημένων παρακαθημένων εκ δεξιών και εξ ευωνύμων αυτού κατά την τάξιν των ιερών Διπτύχων, 3) Εκάστη Αυτοκέφαλος Εκκλησία θα εκπροσωπείται υπό του Προκαθημένου και υπό είκοσι τεσσάρων, κατ’ ανώτατον όριον, Επισκόπων αυτής. Οι Εκκλησίες, των οποίων ο αριθμός των Επισκόπων είναι μικρότερος των είκοσι τεσσάρων, θα εκπροσωπούνται υπό του Προκαθημένου και όλων των Επισκόπων αυτών, 4) Κάθε Αυτοκέφαλος Εκκλησία θα διαθέτει μίαν φωνήν, 5) Θα συγκροτηθεί Ειδική Διορθόδοξος Επιτροπή αποτελουμένη από ένα Επίσκοπον και ένα Σύμβουλον της κάθε Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Έργο αυτής θα είναι: α) Η αναθεώρησις των κειμένων «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνηση», «Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον» και «Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην προώθησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και η εξαφάνισις των φυλετικών και άλλων διακρίσεων». β) Η επιμέλεια των κειμένων που αφορούν σε θέματα της ημερησίας διατάξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ως «Το ζήτημα του κοινού ημερολογίου», «Τα κωλύματα γάμου» και «Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον», 6) Ωσαύτως απεφασίσθη ότι κατά το πρώτον ήμισυ του 2015 θα συνεκαλείτο Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις προς αποδοχήν του κειμένου «Το Αυτόνομον στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού», το οποίον υιοθετήθηκε από την Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν».
Η Α’ Εἰδική Διορθόδοξος Επιτροπή, στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν ως Εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ασχολήθηκε με την επεξεργασίαν των κειμένων «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνησις» και «Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον».
Η Β’ Εἰδική Διορθόδοξος Επιτροπή, στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν ως Εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ασχολήθηκε με την επεξεργασίαν του κειμένου «Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην επικράτησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης, και της αγάπης μεταξύ των λαών και η άρσις των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων».
Η Γ’ Εἰδική Διορθόδοξος Επιτροπή, στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν ωσαύτως ως Εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ασχολήθηκε με την επεξεργασίαν των κειμένων: α) Τα κωλύματα Γάμου, β) Το ημερολογιακόν ζήτημα, γ) Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον. Ολοκλήρωσε ακόμη τις δύο τελευταίες παραγράφους του κειμένου «Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην επικράτησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης, και της αγάπης μεταξύ των λαών και η άρσις των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων».
Η Ε’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Σαμπεζύ, 10-17/6/ 2015), στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ασχολήθηκε με την επεξεργασίαν των κειμένων: α) Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού, β) Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον, γ) Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον και δ) Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον. Η Διάσκεψις είχεν ωσαύτως ως έργον την ολοκλήρωσιν της προπαρασκευαστικής διαδικασίας και την παραπομπήν των ομοφώνως αποδεκτών κειμένων προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον. Εντούτοις, οι νέες προτάσεις οι οποίες κατετέθησαν από ορισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες επί των ήδη ομοφώνως αποδεκτών κειμένων, οδήγησαν στην έγκρισιν μόνον του κειμένου περί του Αυτονόμου.
Η ιερά Σύναξις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών (21-25/1/2016) πραγματοποιήθηκε, για ειδικούς λόγους, στο Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης, κατόπιν προσκλήσεως του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου και με την συμμετοχήν των Μακαριωτάτων Προκαθημένων και των Αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αφ’ ενός μεν για να επικυρώση το επιτελεσθέν προπαρασκευαστικόν έργον, αφ’ ετέρου δε για να αποφασίση την σύγκλησιν, την συγκρότησιν, την οργάνωσιν και την λειτουργίαν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όπως επίσης και τον τελικόν κατάλογον των θεμάτων της Ημερησίας Διατάξεως αυτής. Στις εργασίες της εν λόγω Συνάξεως συμμετείχον, Συνοδική Αποφάσει, ως Εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Ηλείας κ. Γερμανός, Περιστερίου κ. Χρυσόστομος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος. Η ως είρηται ιερά Σύναξις απεφάσισεν: «1) Την πραγματοποίησιν της Συνελεύσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην Ορθόδοξον Ακαδημίαν στο Κολυμπάρι Κρήτης από της 18ης έως της 27ης Ιουνίου 2016, 2) Την αποδοχήν και έγκρισιν των κειμένων της Ε’ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ, 10-17/6/2015) με ορισμένες προσθήκες και διορθώσεις, 3) Την έγκρισιν του Κανονισμού οργανώσεως και λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και 4) Την οριστικοποίησιν των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως των εργασιών αυτής ως κάτωθι διαλαμβάνεται: 1. «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον, 2. Η Ορθόδοξος Διασπορά, 3. Το Αυτόνομον στην Ορθόδοξον Εκκλησία και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού, 4. Το μυστήριον του Γάμου και τα κωλύματα αυτού, 5. Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον και 6. Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον». Ωσαύτως, απεφασίσθη: α) η συγκρότησις Πανορθοδόξου Γραμματείας της Συνόδου, β) η ανάθεσις σε Ειδικήν Διορθόδοξον Επιτροπήν της εγκαίρου συντάξεως σχεδίου Μηνύματος της Συνόδου και γ) η πα
απομπή των θεμάτων περί του Αυτοκεφάλου και περί των Ιερών Διπτύχων σε περαιτέρω διορθόδοξον προετοιμασίαν, λόγω της διαπιστωθείσης αδυναμίας λήψεως ομοφώνου αποφάσεως».
Κατά την υπερπεντηκονταετή (55) προπαρασκευαστικήν διαδικασίαν (1961-2016) συνεκλήθησαν συνολικώς, υπό του αειλαμπούς εν Φαναρίω Κέντρου, με την συμμετοχήν και συμπαράστασιν όλων των αγιωτάτων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών: α) έξι συνελεύσεις της «Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής», β) τρεις συνελεύσεις της συσταθείσης υπό της ιεράς Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών «Ειδικής Διορθοδόξου Επιτροπής» για την επεξεργασίαν ή και επικαιροποίησιν των ομοφώνως εγκριθέντων κειμένων υπό των Β’ καί Γ’ Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, γ) πέντε Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, δ) τρεις ιερές Συνάξεις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών για την επίσπευσιν της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ε) δύο ειδικά θεολογικά Συνέδρια για την σύνταξιν ενός βασικού Κανονισμού λειτουργίας των Επισκοπικών Συνελεύσεων στην Ορθόδοξον Διασποράν και στ) δύο επιστημονικά Συνέδρια αφ’ ενός μεν για το ημερολογιακόν ζήτημα και το θέμα του κοινού εορτασμού του Πάσχα, αφ’ ετέρου δε για τα σύγχρονα ζητήματα βιοηθικής. Η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία οφείλει ευγνώμονες ευχαριστίες προς όσους φιλοτίμως και δημιουργικώς εκοπίασαν διαχρονικώς για τον ιερόν αυτόν σκοπόν.
Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΙΝ ΤΩΝ ΨΗΦΙΣΘΕΝΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ
ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος από της πρώτης στιγμής, συμμετείχεν ενεργώς και ουσιαστικώς, σε συνεργασίαν μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, στην προετοιμασίαν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τόσον σε επίπεδον οργανωτικόν, όσον και σε αυτό της πολυτίμου συνεισφοράς στην τελικήν διαμόρφωσιν των κειμένων. Εκ προσώπου της Αποστολικής Εκκλησίας της Ελλάδος, συμμετείχαν στις κατά καιρούς προσυνοδικές διαδικασίες λαμπροί και περισπούδαστοι Ιεράρχες, λίαν πεπαιδευμένοι κληρικοί και ελλογιμώτατοι καθηγητές Πανεπιστημίων. Ένιοι εξ αυτών αναπαύονται ήδη εν χώρα ζώντων ως οι αοίδιμοι: Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος, οι Μητροπολίτες, Μυτιλήνης Ιάκωβος ο Β’, Κίτρους Βαρνάβας, Κορίνθου Παντελεήμων, Χίου Χρυσόστομος, Νέας Σμύρνης Αγαθάγγελος και Νικοπόλεως Μελέτιος, οι Πρωτοπρεσβύτεροι Ιωάννης Ρωμανίδης, Στέφανος Αβραμίδης και οι καθηγητές Ιωάννης Καρμίρης και Ιωάννης Καλογήρου, ενώ οι υπόλοιποι διακονούν θεοφιλώς το υπερφυές μυστήριον της Εκκλησίας από των ιερών επάλξεών τους, ως ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος Β’ και οι Σεβ. Μήτροπολίτες, Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος , Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευστάθιος, Ηλείας κ. Γερμανός, Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, οι Αιδεσιμολογιώτατοι Πρωτοπρεσβύτεροι και ομότιμοι πλέον καθηγητές του Πανεπιστημίου, π., Γεώργιος Μεταλληνός και Θεόδωρος Ζήσης και οι ελλογιμώτατοι ομότιμοι Πανεπιστημιακοί καθηγητές κ., Βλάσιος Φειδάς και Γεώργιος Μαρτζέλος.
Επικειμένης της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η Εκκλησία της Ελλάδος εκινητοποίησεν έτι πλέον τα Συνοδικά αυτής όργανα προς αρτιωτέραν προετοιμασίαν. Συγκεκριμένως, κατά το τρέχον έτος προέβη στις ως κάτωθι ενέργειες:
• Η Δ.Ι.Σ. της 159ης Συνοδικής Περιόδου κατά την διάρκειαν των εργασιών της, την 13ην Ιανουαρίου 2016, και εν όψει της πραγματοποιήσεως της εν Σαμπεζύ Συνάξεως των Ορθοδόξων Προκαθημένων από 21ης έως 25ης Ιανουαρίου 2016, ενημερώθηκε αρκούντως περί αυτής υπό των Σεβ. Μητροπολιτών Δημητριάδος κ. Ιγνατίου και Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, τακτικών μελών της Συνοδικής Επιτροπής επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων. Περατωθείσης της ενημερώσεως, απεφασίσθη, όπως στις εργασίες της εν λόγω Συνάξεως, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος εκπροσωπηθή υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Ηλείας κ. Γερμανού, συνοδευομένου υπό των Σεβ. Μητροπολιτών, Περιστερίου κ. Χρυσοστόμου και Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου.
• Η ιδία Δ.Ι.Σ. κατά την διάρκειαν των εργασιών της, την 5ην Φεβρουαρίου 2016, εν όψει και των εργασιών της Εκτάκτου Συνόδου της σεπτής Ιεραρχίας του μηνός Μαρτίου 2016, όρισε τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ηλείας κ. Γερμανόν εισηγητήν επί του θέματος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στο ιερόν Σώμα της Ιεραρχίας.
Κατά την πρώτην συνεδρίαν των εργασιών της εκτάκτου αυτής Συνόδου της Ιεραρχίας, την 8ην Μαρτίου 2016, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ηλείας κ. Γερμανός ανέγνωσε την εμπεριστατωμένην εισήγησίν του περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, καθώς και την πρότασιν της Δ.Ι.Σ. περί της συνθέσεως της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος σε αυτήν. Γενομένης εκτενούς συζητήσεως, ακολούθησε ψηφοφορία, δια της οποίας εγκρίθηκε με ικανήν πλειονοψηφίαν η πρότασις (Δ.Ι.Σ. 5-2-2016) για την σύνθεσιν της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έχουσα ως κάτωθι:
Α . Σύνθεσις Αντιπροσωπείας Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος:
Επίσημα Αρχιερατικά Μέλη.
1. Ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ Β’, Πρόεδρος της Ι.Σ.Ι.
2. Ο Ηλείας κ. Γερμανός, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .
3. Ο Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Αλέξανδρος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .
4. Ο Άρτης κ. Ιγνάτιος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .
5. Ο Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. (Δεν μετέσχε τελικώς των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου για λόγους υγείας. Επιστολή υπ’ αριθμ. πρωτ. 733/8-6-2016).
6. Ο Νικαίας κ. Αλέξιος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .
7. Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .
8. Ο Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .
9. Ο Καστορίας κ. Σεραφείμ, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .
10. Ο Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ. Θεόκλητος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. (Για λόγους υγείας τελικώς δεν μετέσχε της Συνόδου).
11. Ο Κασσανδρείας κ. Νικόδημος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .
12. Ο Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .
13. Ο Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .
14. Ο Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Προκόπιος, Πρόεδρος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων.
15. Ο Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Πρόεδρος της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.
16. Ο Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός, Τακτικόν Μέλος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων.
17. Ο Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, Τακτικόν Μέλος της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.
18. Ο Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ.
19. Ο Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας.
20. Ο Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, Τακτικόν Μέλος της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.
21. Ο Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρας, Αναπλ. Μέλος της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.
22. Ο Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος, Τακτικόν Μέλος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων. (Δεν μετέσχε της Συνόδου λόγω σοβαρού κωλύματος).
23. Ο Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης κ. Ιωάννης, Αναπλ. Μέλος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων.
24. Ο Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Χρυσόστομος, Αναπλ. Μέλος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων.
25. Ο Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. Θεόκλητος, Αναπλ. Μέλος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων.
26. Ο Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ, Αναπλ. Μέλος της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.
Β. Εξαμελής Επιτροπή Ειδικών Συμβούλων.
1. Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Μεθώνης κ. Κλήμης, Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου.
2. Ο Αρχιμ. κ. Ιγνάτιος Σωτηριάδης, Γραμματεύς της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.
3. Ο Αρχιμ. Χερουβείμ Μουστάκας, Συνεργάτης της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.
4. Ο Πρωτοπρεσβύτερος κ. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αναπληρωτής Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Αθηνών.
5. Ο Πρωτοπρεσβύτερος κ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης.
6. Ο Ελλογιμώτατος κ. Γεώργιος Φίλιας, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών.
Γ. Τριμελής Αντιπροσωπεία βοηθών.
1. Ο κ. Εμμανουήλ Παπαμικρούλης, Συνεργάτης της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.
2. Ο κ. Δημοσθένης Θεοχάρης, Συνεργάτης της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.
3. Ο κ. Νικόλαος Πετρόπουλος, Συνεργάτης του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου.
Δ. Ειδικός Σύμβουλος επί του Τύπου του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου : Ο κ. Χάρης Κονιδάρης.
Ε. Εκπρόσωπος στην Συντακτικήν Επιτροπήν του Μηνύματος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου:
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρας.
ΣΤ. Εκπρόσωποι στην Γραμματείαν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
1. Ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος.
2. Ο Αρχιμ. κ. Μάξιμος Παφίλης, Συνεργάτης της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, ως Ειδικός Σύμβουλος.
Ζ. Εκπρόσωποι στην Επιτροπήν Τύπου της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
1. Ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος.
2. Ο κ. Αλέξανδρος Κατσιάρας, Συντονιστής της Επιτροπής Διοικήσεως της Ε.Μ.Υ.Ε.Ε. και Διευθυντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως Ειδικός Σύμβουλος».
Κατά την δευτέραν Συνεδρίαν των εργασιών της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας, την 9ην Μαρτίου 2016, απεφασίσθη ομοφώνως, όπως, οι παρατηρήσεις των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, αφ’ ενός μεν οι ήδη υποβληθείσες, αφ’ ετέρου δε εκείνες οι οποίες εγγράφως επρόκειτο να υποβληθούν ομού με όσες κατά την συζήτησιν συμπληρωματικώς διετυπώθησαν, αποτελέσουν αντικείμενον τελικής εγκρίσεως υπό της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας, η οποία θα συνεκαλείτο για τον σκοπόν αυτόν κατά τον μήνα Μάϊον του 2016.
1. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, κατά τις εργασίες αυτής της 12ης μηνός Μαΐου 2016, απεφάσισε την αποστολήν προς επεξεργασίαν και τελικήν κρίσιν στην Έκτακτον Σύνοδον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, της 24ης και 25ης Μαΐου 2016, των προτάσεων, τροπολογιών, διορθώσεων ή προσθηκών των 18 συνολικώς Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος επί των κειμένων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, οι οποίες υπεβλήθησαν στην Δ.Ι.Σ., βάσει του υπ’ αριθμ. πρωτ. 755/16-2-2016 σχετικού γράμματος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου προς τα σεπτά Μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και της σχετικής Αποφάσεως της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας της 9ης του μηνός Μαρτίου 2016. Ειδικώτερον προτάσεις επί των ως είρηται κειμένων κατέθεσαν γραπτώς στην Ιεράν Σύνοδον οι Σεβ. Μητροπολίτες:
2. Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιος.
3. Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευστάθιος.
4. Ηλείας κ. Γερμανός.
5. Βεροίας και Ναούσης κ. Παντελεήμων.
6. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος.
7. Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος.
8. Καστορίας κ. Σεραφείμ.
9. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ. Θεόκλητος.
10. Πειραιώς κ. Σεραφείμ.
11. Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος.
12. Νέας Σμύρνης κ. Συμεών.
13. Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος.
14. Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης και Βάρης κ. Παύλος.
15. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος.
16. Κυθήρων και Αντικυθήρων κ. Σεραφείμ.
17. Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμάς.
18. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος.
19. Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκος.
Κατά την πρώτην ημέραν των εργασιών της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, την 24ην Μαΐου 2016, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ηλείας κ. Γερμανός εισέφερεν στο ιερόν Σώμα την πρακτικώς συγκεκροτημένην εισήγησίν του με θέμα: «Ενημέρωσις επί των παρατηρήσεων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, αφορωσών εις τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου». Κατά την δευτέραν ημέραν των εργασιών της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, την 25ην Μαΐου 2016, συνεχίσθη η συζήτησις επί του ως άνω θέματος και απεφασίσθη να ανατεθή στην Δ.Ι.Σ. η υλοποίησις των Αποφάσεων στις οποίες κατέληξεν η Ι.Σ.Ι. επ’ αυτού, κατά την διάρκειαν των εργασιών αυτής.
Η προλαβούσα Διαρκής Ιερά Σύνοδος, κατά την Συνεδρίαν αυτής της 1ης Ιουνίου 2016, υλοποίησε την απόφασιν της Ι.Σ.Ι. αναφορικώς προς τις προτάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα καταρτισθέντα κείμενα της ημερησίας διατάξεως των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Οι τελικές προτάσεις – θέσεις επί των κειμένων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος κατετέθησαν στην Πανορθόδοξον Γραμματείαν της Συνόδου κατά την έναρξιν των εργασιών αυτής.
Συμπερασματικώς, δυνάμεθα να είπωμεν ότι η Αγιωτάτη Εκκλησία μας κατόπιν ενδελεχούς μελέτης των κειμένων, όπως αυτά διεμορφώθησαν τελικώς και εψηφίσθησαν με ομοφωνίαν, τα πλείονα τουλάχιστον εξ αυτών, από τους Εκπροσώπους των 14 συνολικώς Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στις κατά καιρούς, ως ανωτέρω ανεφέρθησαν, Προσυνοδικές Επιτροπές, επεξειργάσθη επιμελώς, διεμόρφωσεν εν Συνόδω και εν συνεχεία εψήφισεν εν ολομελεία, κατά τις Συνεδρίες της Εκτάκτου Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της, συνελθούσης ενταύθα την 24ην και 25ην παρελθόντος μηνός Μαΐου ε. έ. τις τελικές προτάσεις της, επί των τριών κυρίως θεμάτων της Μεγάλης Συνόδου, ήτοι: α) Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον, β) Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακήρυξής του και γ) Οι Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον, την παρουσίασιν και ανάπτυξιν των οποίων ενεπιστεύθη πρωτίστως, κατά την σχετικήν πρόβλεψιν του ομοφώνως, υπό των αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ψηφισθέντος Κανονισμού λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, (άρθρα 11 και 12) στον Μακαριώτατον Προκαθήμενον αυτής και επικουρικώς στα υπόλοιπα Αρχιερατικά μέλη της επισήμου Αντιπροσωπείας της.
Η ΣΥΝΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ.
ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΥΣΙΕΣ
1) Από τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες προσεκλήθησαν να συμμετάσχουν στις εργασίες της εν Κολυμπαρίω Κρήτης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τέσσαρες συνολικώς εξ αυτών, ήτοι Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας δεν προσήλθαν τελικώς στις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, διατυπώνοντας τους λόγους για τους οποίους απουσίαζαν από αυτήν. Ειδικώτερον:
2) Το παλαίφατον Πατριαρχείον Αντιοχείας,κατόπιν της παραθέσεως των εξαντλητικών τεκμηρίων στην Συνεδρία της Ιεράς Συνόδου αυτού (6-6-2016) υπέρ της αναβολής της συγκλήσεως της Συνόδου, «ομοφώνως απεφάσισε: 1) Να αναβληθή η σύγκλησις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου για μεταγενέστερη ημερομηνία, όταν θα επικρατήσουν ειρηνικές σχέσεις μεταξύ όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και θα εξασφαλισθή η Ορθόδοξος ομοφωνία περί των θεμάτων της Συνόδου και του Κανονισμού της, αλλά και της διαδικασίας οργανώσεως αυτής. 2) Να μην συμμετάσχη στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον μέχρι να εκλείψουν όλοι οι λόγοι που εμποδίζουν την συμμετοχήν στην Θείαν Ευχαριστίαν κατά την διάρκειαν της Συνόδου, όταν βρεθή μία οριστική λύσις αναφορικώς με την εισπήδησιν του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στα όρια του Πατριαρχείου Αντιοχείας, η οποία οδήγησε σε διακοπή κοινωνίας με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. 3) Να επιβεβαιώση για ακόμη μια φορά την σημασίαν της συμμετοχής όλων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησίων στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον και την λήψιν των αποφάσεών της με την παρουσίαν και την ομοφωνίαν πάντων, συμφώνως προς την αρχήν της ομοφωνίας, προκειμένου να διαφυλαχθή η ενότητα της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου Αντιοχείας της 6-6-2016).
3) Το Πατριαρχείον της Ρωσίαςστο ανακοινωθέν του μετά την λήξιν των εργασιών της εκτάκτου Ιεράς Συνόδου του, εσημείωσεν ότι «η αποχή έστω και μιας εκ των κοινώς ανεγνωρισμένων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών από την Σύνοδον αποτελεί απόλυτον κώλυμα δια την σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» και υπεστήριξε τις προτάσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών Αντιοχείας, Γεωργίας, Σερβίας και Βουλγαρίας περί αναβολής της Πανορθοδόξου Συνόδου και συγκλήσεως αυτής σε χρονικήν στιγμήν, η οποία θα πρέπη να καθορισθή κατόπιν πανορθοδόξου συζητήσεως και με απαραίτητον όρον την εξασφάλισιν της συμφώνου γνώμης των Προκαθημένων όλων των κοινώς ανεγνωρισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου Μόσχας της 13-6-2016).
4) Το Πατριαρχείον Σερβίας, με απόφασιν της Ιεράς Συνόδου του, απέστειλε Γράμμα προς τον τε Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον και όλους τους Μακαριωτάτους Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, στο οποίον, αφού ανέφερε τα υφιστάμενα προβλήματα, ετόνισεν ότι: «η Ορθόδοξος Εκκλησία της Σερβίας δυσκολεύεται να συμμετάσχη εν τη συγκληθείση Αγία και Μεγάλη Συνόδω και προτείνει την επί τινα χρόνον αναβολήν αυτής» (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου Σερβίας της 6-6-2016). Τελικώς όμως προσήλθεν και μετέσχε των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
5) Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βουλγαρίαςεσημείωσεν: α) την έλλειψιν από την Ημερησίαν Διάταξιν της Πανορθοδόξου Συνόδου ιδιαιτέρως σημαντικών και επικαίρων για την Ορθοδοξίαν ζητημάτων, χρηζόντων εγκαίρου Πανορθοδόξου αντιμετωπίσεως, β) τις διαφωνίες, οι οποίες προέκυψαν και τις οποίες εδήλωσαν επισήμως οι κατά τόπους Εκκλησίες σε ορισμένα από τα ήδη εγκριθέντα Συνοδικά κείμενα, γ) την αδυναμίαν επιμελείας των κειμένων, συμφώνως προς τον ήδη εγκριθέντα Κανονισμόν Λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δ) την προταθείσαν διάταξιν των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία θα εφηρμόζετο στην αίθουσαν συνεδριάσεων της Συνόδου προς παραβίασιν της αρχής της ισοτιμίας των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων κατά τόπους Εκκλησιών και την ε) ακατάλληλον διάταξιν για τους παρατηρητές και προσκεκλημένους της Συνόδου. Ως αποτέλεσμα της Συνεδριάσεως, «η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Βουλγαρίας ομοφώνως απεφάσισεν όπως επιμείνη στην αναβολήν της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και να συνεχισθούν οι προετοιμασίες για την σύγκλησιν αυτής». (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου Βουλγαρίας της 1-6-2016).
Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Γεωργίας, κατόπιν εκθέσεως των υφισταμένων προβλημάτων, εσημείωσεν ότι αυτά δύνανται να επιλυθούν δια συντόνου εργασίας, ενώ παραλλήλως εδέχθη ότι «σήμερον ευρισκόμεθα ενώπιον του γεγονότος ότι η ομόνοια δεν έχει εισέτι επιτευχθή, ενώ ο στόχος της συγκλήσεως της Συνόδου ήτο και είναι η προβολή της ομοψυχίας των Ορθοδόξων». Η Εκκλησία της Γεωργίας εζήτησε να αναβληθή η Σύνοδος, έως ότου επιτευχθή πλήρης ομόνοια. Ως εκ τούτου, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Γεωργίας απεφάνθη ότι: «Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Γεωργίας δεν θα συμμετάσχη εις την προγραμματισθείσαν εις την Κρήτην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον». (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου Γεωργίας της 10-6-2016).
Στις ενστάσεις των ως είρηται πέντε Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, διασωζουσών την Πατριαρχικήν μάλιστα αξίαν, απήντησε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον με το ως κάτωθι Ανακοινωθέν:
«Συνήλθε σήμερον εκτάκτως (6-6-2016), υπό την προεδρίαν της Α. Θ. Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, εις συνεδρίαν, η Ιερά Ενδημούσα Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς επισκόπησιν της πορείας της χάριτι Θεού συγκληθείσης και ήδη επί θύραις Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Ιερά Ενδημούσα Σύνοδος, μετ’ εκπλήξεως και απορίας επληροφορήθη τας εσχάτως εκφρασθείσας θέσεις και απόψεις ενίων αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών και, αξιολογήσασα αυτάς, διεπίστωσεν ότι ουδέν θεσμικόν πλαίσιον υφίσταται προς αναθεώρησιν της ήδη δρομολογηθείσης συνοδικής διαδικασίας. Όθεν, αναμένεται, οι Προκαθήμενοι των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, συμφώνως προς τον Κανονισμόν Οργανώσεως και Λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, να προσκομίσουν τας τυχόν «προτάσεις τροπολογιών, διορθώσεων η προσθηκών εις τα ομοφώνως εγκριθέντα κείμενα υπό Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων και των Συνάξεων των Προκαθημένων επί των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως» (βλ. άρθρον 11), προς τελικήν διαμόρφωσιν και απόφανσιν κατά τας εργασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τη επικλήσει του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος.
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ως πρωτεύθυνος Εκκλησία δια την διασφάλισιν της ενότητος της Ορθοδοξίας, καλεί άπαντας να αρθούν εις το ύψος των περιστάσεων και να μετάσχουν εις τας, κατά τας προκαθωρισμένας ημερομηνίας, εργασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ως πανορθοδόξως απεφασίσθη και υπεγράφη, τόσον υπό των Προκαθημένων εις τας Ιεράς Συνάξεις αυτών, όσον και υπό των εξουσιοδοτημένων εκάστοτε Αντιπροσωπειών καθ ὅλην την μακράν προπαρασκευαστικήν της Συνόδου διαδικασίαν». (Ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου της 6-6-2016).
Παρά τις εναγώνιες και εργώδεις έως τέλους προσπάθειες, κυρίως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι τέσσαρες Αυτοκέφαλοι Εκκλησίες (Αντιοχείας, Ρωσίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας) ενέμειναν έως τέλους στην απόφασίν τους περί αποχής τους από τις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία παρά ταύτα συνεκλήθη κανονικώς κατά τα πανορθοδόξως αποφασισθέντα, στην Κρήτην από 18ης έως 26ης Ιουνίου 2016 με την συμμετοχήν 162 συνολικώς Επισκόπων, αλλά και πρεσβυτέρων, μοναχών και λαϊκών από τις 10 Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΟΝΤΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ
Αντιπροσωπεία Οικουμενικού Πατριαρχείου
1. Η Α.Θ.Π., ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, Πρόεδρος της Α.Μ.Σ.Ο.Ε.
2. Ο Καρελίας και πάσης Φιλλανδίας κ. Λέων.
3. Ο Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας κ. Στέφανος.
4. Ο Γέρων Περγάμου κ. Ιωάννης.
5. Ο Γέρων Αμερικής κ. Δημήτριος.
6. Ο Γερμανίας κ. Αυγουστίνος.
7. Ο Κρήτης κ. Ειρηναίος.
8. Ο Ντένβερ κ. Ησαΐας.
9. Ο Ατλάντας κ. Αλέξιος.
10. Ο Πριγκηποννήσων κ. Ιάκωβος.
11. Ο Προικοννήσου κ. Ιωσήφ.
12. Ο Φιλαδελφείας κ. Μελίτων.
13. Ο Γαλλίας κ. Εμμανουήλ.
14. Ο Δαρδανελλίων κ. Νικήτας.
15. Ο Ντητρόϊτ κ. Νικόλαος.
16. Ο Αγίου Φραγκίσκου κ. Γεράσιμος.
17. Ο Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλόχιος.
18. Ο Κορέας κ. Αμβρόσιος.
19. Ο Σηλυβρίας κ. Μάξιμος.
20. Ο Αδριανουπόλεως κ. Αμφιλόχιος.
21. Ο Διοκλείας κ. Κάλλιστος.
22. Ο Ιεραπόλεως κ. Αντώνιος, επί κεφαλής των Ουκρανών Ορθοδόξων εν Η.Π.Α. .
23. Ο Τελμησσού κ. Ιώβ.
24. Ο Χαριουπόλεως κ. Ιωάννης, επί κεφαλής της Πατριαρχικής Εξαρχίας των εν τη Δυτική Ευρώπη Ορθοδόξων Παροικιών Ρωσσικής Παραδόσεως.
25. Ο Νύσσης κ. Γρηγόριος, επί κεφαλής των Καρπαθορρώσσων Ορθοδόξων εν Η.Π.Α. .
Σύνολον: 25
Αντιπροσωπεία Πατριαρχείου Αλεξανδρείας
1. Η Α.Θ.Μ., ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ.
2. Ο Γέρων Λεοντοπόλεως κ. Γαβριήλ.
3. Ο Ναϊρόμπι κ. Μακάριος.
4. Ο Καμπάλας κ. Ιωνάς.
5. Ο Ζιμπάμπουε και Αγκόλας κ. Σεραφείμ.
6. Ο Νιγηρίας κ. Αλέξανδρος.
7. Ο Τριπόλεως κ. Θεοφύλακτος.
8. Ο Καλής Ελπίδος κ. Σέργιος.
9. Ο Κυρήνης κ. Αθανάσιος.
10. Ο Καρθαγένης κ. Αλέξιος.
11. Ο Μουάνζας κ. Ιερώνυμος.
12. Ο Γουϊνέας κ. Γεώργιος.
13. Ο Ερμουπόλεως κ. Νικόλαος.
14. Ο Ειρηνουπόλεως κ. Δημήτριος.
15. Ο Ιωαννουπόλεως και Πρετορίας κ. Δαμασκηνός.
16. Ο Άκκρας κ. Νάρκισσος.
17. Ο Πτολεμαΐδος κ. Εμμανουήλ.
18. Ο Καμερούν κ. Γρηγόριος.
19. Ο Μέμφιδος κ. Νικόδημος.
20. Ο Κατάγκας κ. Μελέτιος.
21. Ο Μπραζαβίλ και Γκαμπόν κ. Παντελεήμων.
22. Ο Μπουρούντι και Ρουάντας κ. Ιννοκέντιος.
23. Ο Μοζαμβίκης κ. Χρυσόστομος.
24. Ο Νιέρι και Όρους Κένυας κ. Νεόφυτος.
Σύνολον: 24
Αντιπροσωπεία Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
1. Η Α.Θ.Μ., ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης κ.κ. ΘΕΟΦΙΛΟΣ.
2. Ο Φιλαδελφείας κ. Βενέδικτος.
3. Ο Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχος.
4. Ο Ιορδάνου κ. Θεοφύλακτος.
5. Ο Ανθηδώνος κ. Νεκτάριος.
6. Ο Πέλλης κ. Φιλούμενος.
Σύνολον: 6
Αντιπροσωπεία Πατριαρχείου Σερβίας
1. Η Α.Μ., ο Πατριάρχης Σερβίας κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ.
2. Ο Αχρίδος και Σκοπίων κ. Ιωάννης.
3. Ο Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας κ. Αμφιλόχιος.
4. Ο Ζάγκρεμπ και Λιουμπλιάνας κ. Πορφύριος.
5. Ο Σιρμίου κ. Βασίλειος.
6. Ο Βουδιμίου κ. Λουκιανóς.
7. Ο Νέας Γκρατσάνιτσας κ. Λογγίνος.
8. Ο Μπάτσκας κ. Ειρηναίος.
9. Ο Σβορνικίου και Τούζλας κ. Χρυσόστομος.
10. Ο Ζίτσης κ. Ιουστίνος.
11. Ο Βρανίων κ. Παχώμιος.
12. Ο Σουμαδίας κ. Ιωάννης.
13. Ο Μπρανιτσέβου κ. Ιγνάτιος.
14. Ο Δαλματίας κ. Φώτιος.
15. Ο Μπίχατς και Πέτροβατς κ. Αθανάσιος.
16. Ο Νίκσιτς και Βουδίμλιε κ. Ιωαννίκιος.
17. Ο Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης κ. Γρηγόριος.
18. Ο Βαλιέβου κ. Μιλούτιν.
19. Ο εν Δυτική Αμερική κ. Μάξιμος.
20. Ο εν Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία κ. Ειρηναίος.
21. Ο Κρούσεβατς κ. Δαυΐδ.
22. Ο Σλαβονίας κ. Ιωάννης.
23. Ο εν Αυστρία και Ελβετία κ. Ανδρέας.
24. Ο Φραγκφούρτης και εν Γερμανία κ. Σέργιος.
25. Ο Τιμοκίου κ. Ιλαρίων.
Σύνολον: 25
Αντιπροσωπεία Πατριαρχείου Ρουμανίας
1. Η Α.Μ., ο Πατριάρχης Ρουμανίας κ.κ. ΔΑΝΙΗΛ.
2. Ο Ιασίου και Μολδαβίας και Μπουκοβίνης κ. Θεοφάνης.
3. Ο Σιμπίου και Τρανσυλβανίας κ. Λαυρέντιος.
4. Ο Κλουζ, Άλμπας, Κρισάνης και Μαραμούρες κ. Ανδρέας.
5. Ο Κραϊόβας και Ολτενίας κ. Ειρηναίος.
6. Ο Τιμισοάρας και Βανάτου κ. Ιωάννης.
7. Ο εν Δυτική και Νοτίω Ευρώπη κ. Ιωσήφ.
8. Ο εν Γερμανία και Κεντρική Ευρώπη κ. Σεραφείμ.
9. Ο Τιργοβιστίου κ. Νήφων.
10. Ο Άλμπα Ιούλια κ. Ειρηναίος.
11. Ο Ρώμαν και Μπακάου κ. Ιωακείμ.
12. Ο Κάτω Δουνάβεως κ. Κασσιανός.
13. Ο Αράντ κ. Τιμόθεος.
14. Ο εν Αμερική κ. Νικόλαος.
15. Ο Οράντεα κ. Σωφρόνιος.
16. Ο Στρεχαΐας και Σεβερίνου κ. Νικόδημος.
17. Ο Τουλσέας κ. Βησσαρίων.
18. Ο Σαλάζης κ. Πετρώνιος.
19. Ο εν Ουγγαρία κ. Σιλουανός.
20. Ο εν Ιταλία κ. Σιλουανός.
21. Ο εν Ισπανία και Πορτογαλία κ. Τιμόθεος.
22. Ο εν Βορείω Ευρώπη κ. Μακάριος.
23. Ο Πλοεστίου κ. Βαρλαάμ, Βοηθός παρά τω Πατριάρχη.
24. Ο Λοβιστέου κ. Αιμιλιανός, Βοηθός παρά τω Αρχιεπισκόπω Ριμνικίου.
25. Ο Βικίνης κ. Ιωάννης – Κασσιανός, Βοηθός παρά τω Αρχιεπισκόπω εν Αμερική.
Σύνολον: 25
Αντιπροσωπεία Εκκλησίας Κύπρου
1. Η Α.Μ., ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ.
2. Ο Πάφου κ. Γεώργιος.
3. Ο Κιτίου κ. Χρυσόστομος.
4. Ο Κυρηνείας κ. Χρυσόστομος.
5. Ο Λεμεσού κ. Αθανάσιος.
6. Ο Μόρφου κ. Νεόφυτος.
7. Ο Κωνσταντίας – Αμμοχώστου κ. Βασίλειος.
8. Ο Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος.
9. Ο Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας.
10. Ο Τριμυθούντος και Λευκάρων κ. Βαρνάβας.
11. Ο Καρπασίας κ. Χριστοφόρος.
12. Ο Αρσινόης κ. Νεκτάριος.
13. Ο Αμαθούντος κ. Νικόλαος.
14. Ο Λήδρας κ. Επιφάνιος.
15. Ο Χύτρων κ. Λεόντιος.
16. Ο Νεαπόλεως κ. Πορφύριος.
17. Ο Μεσαορίας κ. Γρηγόριος.
Σύνολον: 17
Αντιπροσωπεία Εκκλησίας Ελλάδος
1. Η Α.Μ., ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Β’.
2. Ο Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Προκόπιος.
3. Ο Περιστερίου κ. Χρυσόστομος.
4. Ο Ηλείας κ. Γερμανός.
5. Ο Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Αλέξανδρος.
6. Ο Άρτης κ. Ιγνάτιος.
7. Ο Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός.
8. Ο Νικαίας κ. Αλέξιος.
9. Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος.
10. Ο Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος.
11. Ο Καστορίας κ. Σεραφείμ.
12. Ο Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος.
13. Ο Κασσανδρείας κ. Νικόδημος.
14. Ο Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ.
15. Ο Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος.
16. Ο Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος.
17. Ο Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμος.
18. Ο Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας.
19. Ο Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος.
20. Ο Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρας.
21. Ο Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης κ. Ιωάννης.
22. Ο Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ.
23. Ο Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Χρυσόστομος.
24. Ο Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. Θεόκλητος.
Σύνολον: 24
Αντιπροσωπεία Εκκλησίας Πολωνίας
1. Η Α. Μ., ο Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας κ. κ. ΣΑΒΒΑΣ.
2. Ο Λούτζ και Πόζναν κ. Σίμων.
3. Ο Λούμπλιν και Χελμ κ. Άβελ.
4. Ο Μπιαλύστοκ και Γκντανσκ κ. Ιάκωβος.
5. Ο Σιεμιατίτσε κ. Γεώργιος.
6. Ο Γκορλίτσε κ. Παΐσιος.
Σύνολον: 6
Αντιπροσωπεία Εκκλησίας Αλβανίας
1. Η Α.Μ., ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ.κ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ.
2. Ο Κορυτσάς κ. Ιωάννης.
3. Ο Αργυροκάστρου κ. Δημήτριος.
4. Ο Απολλωνίας και Φίερ κ. Νικόλαος.
5. Ο Ελμπασάν κ. Αντώνιος.
6. Ο Αμαντίας κ. Ναθαναήλ.
7. Ο Βύλιδος κ. Άστιος.
Σύνολον: 7
Αντιπροσωπεία Εκκλησίας Τσεχίας και Σλοβακίας
1. Η Α.Μ., ο Αρχιεπίσκοπος Πρέσοβ και των χωρών Τσεχίας και Σλοβακίας κ.κ. ΡΑΣΤΙΣΛΑΒ.
2. Ο Πράγας κ. Μιχαήλ
3. Ο Σούμπερκ κ. Ησαΐας
Σύνολον: 3
ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΥΝΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ : 162.
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Το αναλυτικόν πρόγραμμα εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είχεν ως εξής:
«Τετάρτη 15 Ιουνίου
13:00 Άφιξη της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουµενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολοµαίου στο Αεροδρόµιο Χανίων
17:00 Εσπερινός στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς.
Πεµπτη 16 Ιουνίου
9:00-16:00 Άφιξη των Προκαθηµένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Αεροδρόµιο Χανίων.
Παρασκευή 17 Ιουνίου
9:00 Μικρή Σύναξη των Προκαθηµένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς.
9:30-17:30 Διαβουλεύσεις.
Σάββατο 18 Ιουνίου
8:00 Όρθρος – Ι.Ν. Ευαγγελιστρίας, Κίσσαµος.
9:30 Θεία Λειτουργία – Ι.Ν. Ευαγγελισµος της Θεοτόκου, Κίσσαµος.
18:30 Δεξίωση καλωσορίσµατος από τον Δηµαρχο του Ηρακλείου, κ. Βασίλη Λαµπρινό, για τους Προκαθηµένους των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών.
19:00 Δοξολογία και Εσπερινός της Πεντηκοστής – Ι.Ν. Αγίου Τίτου, Ηράκλειο.
Κυριακή 19 Ιουνίου
8:00 Όρθρος της Πεντηκοστής – Ιερός Καθεδρικός Ναός Αγίου Μηνά, Ηράκλειο.
9:00 Θεία Λειτουργία της Πεντηκοστής – Ιερός Καθεδρικός Ναός Αγίου Μηνά, Ηράκλειο. Συλλείτουργο της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουµενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολοµαίου και των Μακαριωτάτων Προκαθηµένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
11:30 Εσπερινός της Πεντηκοστής – Ιερός Καθεδρικός Ναός Αγίου Μηνά, Ηράκλειο.
14:00 Παράθεση Επισήµου Γευµατος από την Αυτού Εξοχότητα, τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δηµοκρατίας, κ. Προκόπη Παυλόπουλο για τους Προκαθηµένους των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών – Πολυχώρος “Κήπος των Αισθήσεων”, Ηράκλειο.
Δευτέρα 20 Ιουνίου
7:30 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς.
11:00-14:00 Εναρκτήρια Συνεδρίαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
16:00-19:30 Συνεδρίαση II της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
20:00 Συναυλία Μίκη Θεοδωράκη – Ευρωµεσογειακό Κέντρο Νεότητας, Νοπήγια, Κίσσαµος.
Τρίτη 21 Ιουνίου
8:00 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
9:30-13:30 Συνεδρίαση III – IV της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
17:00-19:30 Συνεδρίαση V της Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
Τετάρτη 22 Ιουνίου
8:00 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
9:30-13:30 Συνεδρίαση VI – VII της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
17:00-19:30 Συνεδρίαση VIII της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
Πεµπτη 23 Ιουνίου
8:00 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
9:30-13:30 Συνεδρίαση IX – X της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
17:00-19:30 Συνεδρίαση XI της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
Παρασκευή 24 Ιουνίου
8:00 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
9:30-13:30 Συνεδρίαση XII – XIII της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
17:00-19:30 Συνεδρίαση XIV της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
20:00 Υποδοχή των Μακαριωτάτων Προκαθηµένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών ως Εταίρων της Ορθοδόξου Ακαδηµίας Κρήτης – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
Σάββατο 25 Ιουνίου
8:00 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
9:30-13:30 Συνεδρίαση XV – XVI της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
17:00-19:30 Κλείσιµο των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.
20:00 Πολιτιστική Εκδήλωση και παράθεση Δείπνου – Φρούριο Φίρκα Ναυτικό Μουσείο Χανιά.
Κυριακή 26 Ιουνίου
8:00 Όρθρος – Ι.Ν. Πέτρου και Παύλου, Χανιά.
9:00 Συλλείτουργο των Προκαθηµένων – Ι.Ν. Πέτρου και Παύλου, Χανιά.
Συλλείτουργο της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολοµαίου και των Μακαριωτάτων Προκαθηµένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
12:30 Παράθεση γευµατος από τον Σεβασµιώτατο Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου, κ. Δαµασκηνό – Μοναστήρι της Μεταµορφώσεως, Χανιά.
Δευτέρα 27 Ιουνίου
Αναχώρησις Αντιπροσωπειών».
Η επίσημος έναρξις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας εγένετο την Κυριακήν της Πεντηκοστής, 19ην Ιουνίου 2016, με το Διορθόδοξον Συλλείτουργον όλων των αγίων Προκαθημένων των συμμετεχουσών Ορθοδόξων Εκκλησιών στον Ιερόν Μητροπολιτικόν Ναόν Αγίου Μηνά Ηρακλείου και με την θείαν Λειτουργίαν της εορτής του Αγ. Πνεύματος, την 20ην Ιουνίου στην Ιεράν Πατριαρχικήν και Σταυροπηγιακήν Μονήν Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς. Ομοίως και η λήξις των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου εγένετο δια ιερού συλλειτούργου των σεπτών Προκαθημένων, την Κυριακήν 26ην Ιουνίου ε. έ., στον Ιερόν Ναόν Αγίων Πέτρου και Παύλου Χανίων. Ωσαύτως, καθημερινώς στην πλησίον της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης ευρισκομένην Ιεράν Μονήν Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς ετελείτο η θεία Λειτουργία. Μετά την θείαν Λειτουργίαν της εορτής του Αγίου Πνεύματος (20-6-16) στην ως είρηται Ιεράν Μονήν, έλαβε χώρα στην κεντρικήν αίθουσαν της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης μετά την προσευχήν η εναρκτήριος Συνεδρία της Συνόδου, υπό την Προεδρίαν της Α. Θ. Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου και με την συμμετοχήν των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των υπολοίπων Ορθοδόξων Εκκλησιών, των τιμίων αντιπροσωπειών, των συμβούλων και των βοηθητικών στελεχών αυτών, των παρατηρητών από τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον και των επισήμων Εκπροσώπων των πολιτικών, στρατιωτικών και λοιπών αρχών της πατρίδος και του τόπου. Το προβαλλόμενον γενικόν σύνθημα των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν το: «ΕΙΣ ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΑΝΤΑΣ ΕΚΑΛΕΣΕΝ».
Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαίος στην εναρκτήριον προσφώνησίν του ανεφέρθη στην μεγίστην αξίαν του Συνοδικού θεσμού στην Ορθόδοξον Εκκλησίαν και εξέφρασε την χαράν του για την πρόθυμον ανταπόκρισιν των εννέα Εκκλησιών, ήτοι Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Ελλάδος, Πολωνίας, Αλβανίας, Τσεχίας και Σλοβακίας. Συγχρόνως, εσημείωσε την πικρίαν αυτού για την απουσίαν εκ της Συνόδου τεσσάρων συνολικώς Εκκλησιών, ήτοι Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας. Ενημέρωσεν, ωσαύτως το ιερόν Σώμα ότι είχε ήδη προταθή και αποσταλή από της 17ης Ιουνίου, κοινή συναινέσει όλων των παρισταμένων Προκαθημένων, πρόσκλησις προς τους Μακαριωτάτους Προκαθημένους των τεσσάρων μη συμμετεχουσών Εκκλησιών, προκειμένου να προσέλθουν στο ιερόν Συλλείτουργον της εορτής της αγίας Πεντηκοστής ή της Κυριακής των Αγίων Πάντων με την ολοκλήρωσιν των εργασιών της Συνόδου (Κυριακήν, 26ην Ιουνίου).
Ο Παναγιώτατος υπεγράμμισεν εντόνως την ιδιάζουσαν σημασίαν και σπουδαιότητα της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, για την οποίαν κατεβλήθησαν υπό πασών των Εκκλησιών άοκνες προσπάθειες, ώστε να προετοιμασθούν τα θέματα της ημερησίας διατάξεως αυτής, η επιβράδυνσις της προετοιμασίας των οποίων ωφείλετο στις γνωστές αντίξοες συνθήκες του 20ού αιώνος για όλες τις Εκκλησίες. Ανεφέρθη στους επιθυμούντες, ως ετόνισεν, με αδύναμα επιχειρήματα και παντελώς αβασίμους συλλογισμούς να παρεμποδίσουν την σύγκλησιν της Συνόδου, κατηγορούντες τους συμμετέχοντες για προδοσίαν της Ορθοδοξίας.
Η Σύνοδος αυτή, εσημείωσεν ο Παναγιώτατος, «δεν είναι αναγκαιότητα η οποία προέκυψεν από τα γεγονότα, αλλά από την συνοδικήν ταυτότητα της Εκκλησίας, η οποία υπάρχει μόνον εν Συνόδω. Η αντίθεσις στην σύγκλησιν της Συνόδου αποτελεί αθέτησιν της πατερικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Υπεγράμμισε δε μεταξύ άλλων, ότι «Συνοδικότης σημαίνει υπέρβασις της ατομικότητος, χάριν του πνεύματος της καθολικότητος. Η λειτουργία της Συνοδικότητος απετέλεσε το μόνον μέσον για την υπέρβασιν των πάσης φύσεως προβλημάτων, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίση η Εκκλησία τόσο σε τοπικόν, όσο και σε ευρύτερον επίπεδον». Ιδιαιτέρα αναφορά έγινε στις Πανορθόδοξες Προπαρασκευαστικές Επιτροπές και Προσυνοδικές Διασκέψεις, οι οποίες επί πεντηκονταετίαν προετοίμασαν την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, η οποία αποτελεί αυθεντικήν έκφρασιν της Συνοδικής συνειδήσεως της Εκκλησίας. Ο Παναγιώτατος ανεφέρθη στον τρόπον λειτουργίας της Συνόδου, σταθείς ιδιαιτέρως στην «αρχήν της ομοφωνίας πασών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών δια τα ψηφισθέντα και υπογραφέντα μέχρι τούδε κείμενα. Ουδόλως αυτή η αρχή, εσημείωσεν, δεσμεύει την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον δια την υιοθέτησιν τροπολογιών, υπό τον όρον ότι θα τύχουν κοινής αποδοχής και ομοφωνίας· εν άλλη περιπτώσει, ισχύει το αποδεχθέν κείμενον».
Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρος Β’ κατά τον χαιρετισμόν αυτού υπεγράμμισεν ότι αποτελεί νίκην για την ενότητα της Εκκλησίας η Σύνοδος των Ορθοδόξων Εκκλησιών την ημέραν μάλιστα της αγίας Πεντηκοστής, δεόμενος το «Ελθέ το Πνεύμα το άγιον και σκήνωσον εν ημίν και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος και σώσον τας ψυχάς ημών». Ανεφέρθη επίσης τόσον στην αναγκαιότητα της συνοδικότητος, όσον και στην δυνατότητα της εν τω πλαισίω αυτής ομοφωνίας.
Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλος ομίλησε για την αταλάντευτον στάσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου να προχωρήση στην προ δεκαετιών προαποφασισθείσαν σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, άνευ οιασδήποτε περαιτέρω αδικαιολογήτου καθυστερήσεως και ευχήθηκε πλήρη ευόδωσιν των σκοπών της.
Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Σερβίας κ. Ειρηναίος ετόνισεν ότι αποτελεί χαράν μεγάλην η συμμετοχή της Εκκλησίας της Σερβίας στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, ήτις αποδεικνύει την ενότητα της Ορθοδοξίας. Θα ηύχετο δε δια την παρουσίαν όλων των Εκκλησιών, αλλά, ως υπεγράμμισεν, «νεφύδριον γαρ εστί και θάττον παρελεύσεται».
Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ρουμανίας κ. Δανιήλ εχαιρέτισε δια θερμών λόγων όλους τους παρισταμένους και ηυχαρίστησε τον Άγιον Θεόν δια της χάριτος του Οποίου πραγματοποιείται η πολυαναμενομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, δεόμενος όπως ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος οδηγήση τους Συνέδρους στην εν Χριστώ ενότητα.
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος ομίλησεν για ένα εξαιρετικόν και μεγάλον γεγονός για την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ έκρινεν ότι η απουσία των τεσσάρων Εκκλησιών οφείλεται σε επικοινωνιακούς ή πλασματικούς κατά βάσιν λόγους. Ευχαρίστησεν θερμώς τον Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην, διότι επί της πεπνυμένης Πατριαρχίας του, ως ετόνισεν, επεσπεύθησαν οι διαδικασίες προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς επίτευξιν αυτής. Επεσήμανε τα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα, τα οποία μαστίζουν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, με κυρίαν πηγήν, ως ετόνισεν, τον Εθνοφυλετισμόν, εκφραζόμενον επί των Διπτύχων και του τρόπου ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου, αναφερθείς επίσης και στον θρησκευτικόν φονταμενταλισμόν.
Ο ημέτερος Πρόεδρος, Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος επεσήμανεν ότι η εορτή του Αγίου Πνεύματος δύναται να αποτελέση πηγήν φωτισμού και εμπνεύσεως για την κοινωνίαν μας μετά του Θεού και μετ’ αλλήλων. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, υπεγράμμισεν, δεν αποτελεί μίαν απλήν εξ αντιγραφής επανάληψιν παλαιοτέρων μορφών Συνοδικότητος, αλλά μίαν Σύνοδον, η οποία χωρίς να διαφοροποιείται από την παράδοσιν, προσπαθεί να δώση απαντήσεις στα προβλήματα του συγχρόνου ανθρώπου.
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Βαρσοβίας και Πολωνίας κ. Σάββας ευχαρίστησεν όλες τις μετέχουσες Εκκλησίες για την επίδειξιν πνεύματος εν Χριστώ ενότητος και για την τήρησιν του κανονικού καθεστώτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος εξήρε την ιστορικήν και θεολογικήν πληρότητα της ομιλίας του Οικουμενικού Πατριάρχου, ενώ για τις απουσιάζουσες Εκκλησίες ευχήθηκε να δέονται για την επιτυχίαν της Συνόδου. Εγνώρισε επίσης στο ιερόν Σώμα ότι υπήρξε πρότασις κατά τις εν Σαμπεζύ Γενεύης συνεδρίες να γίνεται σε τακτά διαστήματα Πανορθόδοξος Σύνοδος. Υπεγράμμισεν ότι η αρχή της ομοφωνίας για την λήψιν αποφάσεων έθεσε πολλά προβλήματα σε πανορθόδοξον κλίμακα και επρότεινε την εισαγωγήν της αρχής της ψήφου των πλειόνων, όπως ίσχυεν ήδη από της Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ετόνισεν επίσης ότι «οφείλομεν να αντιμετωπίσωμεν την μίαν και μεγάλην αίρεσιν, όπως όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι, αυτήν του εγωκεντρισμού, ήτις είναι μία διχαστική νόσος».
Ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Τσεχίας και Σλοβακίας κ. Ραστισλάβ, εξέφρασε την χαράν αυτού για την σύγκλησιν της Συνόδου και ευχήθηκε, όπως «η χάρις του Αγίου Πνεύματος φωτίση τας εργασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου».
Μετά την ολοκλήρωσιν των προσφωνήσεων του τε Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, διεκόπησαν για την μεσημβρίαν οι εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Το απόγευμα της ιδίας ημέρας συνεχίσθησαν οι εργασίες με την συζήτησιν στην ολομέλειαν του κειμένου: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον». Τούτ’ αυτό επραγματοποιήθη όλες τις ημέρες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, με την συζήτησιν, τροποποίησιν, διόρθωσιν και επιψήφισιν των κειμένων των εξ θεματικών ενοτήτων, συμφώνως προς το καταρτισθέν Πρόγραμμα και τον Κανονισμόν λειτουργίας της Α.Μ.Σ.Ο.Ε.
Περί των προτάσεων, τροπολογιών και διορθώσεων της Ι.Σ.Ι.
της Εκκλησίας της Ελλάδος, επί των προς συζήτησιν και ψήφισιν Κειμένων υπό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
(Κρήτη 18-26 Ιουνίου 2016).
Ως γνωστόν τυγχάνει σε όλους μας, πολυσέβαστοι και τιμιώτατοι Πατέρες, η εντός της ιεράς αυτής αιθούσης εκτάκτως συνελθούσα Ι.Σ.Ι. της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά τις Συνεδρίες του μηνός Μαΐου (24-25/5//2016), αφού εμελέτησεν επισταμένως τα σχετικά κείμενα διεμόρφωσε με μεγάλην πλειονοψηφίαν την επί των κειμένων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας τελικήν πρότασίν της, έχουσαν κατά θέμα ως εξής:
1.
«Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον». (Δευτέρα, 20-6-2016).
α. Στην Α 3 παράγραφον του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:
«§ 3. Ως προϋπόθεση ευρύτερης συνεργασίας, μπορεί να χρησιμεύσει η από κοινού αποδοχή της ύψιστης αξίας που έχει το ανθρώπινο πρόσωπο. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες καλούνται να βοηθήσουν στη συνεννόηση και συνεργασία των διαφόρων θρησκειών…».
Αντ’ αυτής της διατυπώσεως, η πρότασις της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ι.Σ.Ι. 24-25/5/2016) ήταν:
«§ 3. Ως προϋπόθεση μιας ευρύτερης συνεργασίας στην παρούσα φάση, μπορεί να χρησιμεύσει η από κοινού αποδοχή της ύψιστης αξίας που έχει ο άνθρωπος. Οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι δυνατόν να βοηθήσουν στην συνεννόηση και συνεργασία μεταξύ των διαφόρων θρησκειών, για χάρη της ειρηνικής συνύπαρξης και κοινωνικής συμβίωσης των λαών, χωρίς αυτό να σημαίνει οποιαδήποτε ανάμειξη θρησκευτικών ιδεών (πιστευμάτων)».
Η εν Κρήτη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος απεδέχθη την πρότασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος εν μέρει, και η παράγραφος διεμορφώθη ως εξής:
«§ 3. Ως προϋπόθεση μιας ευρύτερης συνεργασίας στην παρούσα φάση, μπορεί να χρησιμεύσει η από κοινού αποδοχή της ύψιστης αξίας που έχει το ανθρώπινο πρόσωπο (αντί του ανθρώπου). Οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι δυνατόν να βοηθήσουν στη συνεννόηση και συνεργασία μεταξύ των διαφόρων θρησκειών, για την ειρηνική συνύπαρξη και την κοινωνική συμβίωση των λαών, χωρίς αυτό να συνεπάγεται οιονδήποτε θρησκευτικό συγκρητισμό».
β. Από την Αντιπροσωπείαν μας, κατ’ Απόφασιν του ιερού τούτου Σώματος (Ι.Σ.Ι.24-25/5/2016), κατετέθη η πρότασις να αντικατασταθή η φράσις «Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου…» με την φράσιν «η αξία του ανθρώπου» στην παράγραφον Α 1, και η φράσις «του ανθρωπίνου προσώπου…» με την φράσιν «του ανθρώπου» στην παράγραφον Γ 1, του ιδίου κειμένου.
Οι ανωτέρω προτάσεις δεν έγιναν δεκτές από το Συνοδικόν Σώμα.
γ. Στην πρώτην πρότασιν της παραγράφου Β 1, του ανωτέρω κειμένου με τον υπότιτλον, «περί ελευθερίας και ευθύνης» η αρχική διατύπωσις ήταν :
(«Περί ελευθερίας και ευθύνης»)
§ 1.Ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού στον άνθρωπον, και ως συγκεκριμένον φορέα της εικόνας του προσωπικού Θεού, αλλά και ως πρόσωπον που επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους που αντανακλούν κατά χάρη, με την ενότητα του ανθρώπινου γένους, την ζωήν και την κοινωνίαν των θείων προσώπων της Αγίας Τριάδος, είναι το θείον δώρον της ελευθερίας.
Αντί της διατυπώσεως αυτής, η πρότασις της Εκκλησίας της Ελλάδος περιελάμβανε τα κάτωθι:
«Περί ελευθερίας και ευθύνης. 1. Ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού στον άνθρωπον είναι η ελευθερία του».
Το Συνοδικόν Σώμα απεδέχθη την πρότασιν και το σκεπτικόν της και διεμόρφωσε την παράγραφον ως εξής:
«Β. Περί ελευθερίας και ευθύνης
§ 1. Η ελευθερία είναι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού προς τον άνθρωπο. «Ο Θεός που έπλασε εξ αρχής τον άνθρωπο, τον άφησε ελεύθερο και αυτεξούσιο, συγκρατούμενο μόνο από την εντολή του νόμου» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ , Περί φιλοπτωχίας, 25. PG 35, 892Α). Η ελευθερία κάνει, βέβαια, τον άνθρωπο ικανό να προοδεύει προς την πνευματική τελειότητα, συγχρόνως όμως κλείνει μέσα της τον κίνδυνο της παρακοής και της αυτονόμησής του από τον Θεό, με κατάληξη την πτώση, από την οποία προήλθαν και οι τραγικές συνέπειες του κακού στον κόσμο.
Όπως είναι φανερόν, από την παράγραφον αυτήν διεγράφη η με παχέα γράμματα διατύπωσις: «Ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού στον άνθρωπο, και ως συγκεκριμένο φορέα της εικόνας του προσωπικού Θεού, αλλά και ως πρόσωπο που επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους, που αντανακλούν κατά χάρη με την ενότητα του ανθρώπινου γένους την ζωή και την κοινωνία των θείων προσώπων της Αγίας Τριάδος, είναι το θείο δώρο της ελευθερίας».
2.
Περί του αιτήματος βελτιώσεως αναφορών του κειμένου:
«Η Ορθόδοξος Διασπορά».
(Τρίτη, 21-6-2016).
Κατά την πρώτην Συνεδρίαν της πρωίας της Τρίτης, 21ης Ιουνίου 2016, η Α. Θ. Παναγιότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανεφέρθη με πικρίαν στις υποκινούμενες, ως ετόνισεν, δηλώσεις και διαδηλώσεις ορισμένων οργανωμένων ομάδων πιστών, προθύμων πολεμίων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Ακολούθως ανεκοίνωσε την κατάθεσιν στην Γραμματείαν της Συνόδου υπό της Εκκλησίας της Σερβίας τριών προτάσεων – τροπολογιών στο κείμενο περί τής Αποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον και εζήτησε την αποδοχήν αυτών υπό της Συνόδου.
Μετά την αποδοχήν των τροποποιήσεων αυτών, ανεγνώσθη τόσον το κείμενον περί τής Ορθοδόξου Διασποράς, όσον και ο σχετικός Κανονισμός οργανώσεως και λειτουργίας των συσταθεισών κατά περιοχές Επισκοπικών Συνελεύσεων. Η Α.Θ.Π., ο Οικουμενικός Πατριάρχης, επεσήμανεν ότι, αν και δεν κατέστη ακόμη δυνατή η επιθυμητή κανονική οργάνωσις των Επισκοπικών Συνελεύσεων, εν τούτοις έγιναν σημαντικά βήματα και οι κοινές προσπάθειες απέδωσαν καρπούς για την αρμονικήν λειτουργίαν αυτών, παρά την αρνητικήν στάσιν μιας ή δύο Εκκλησιών. Τα θετικά αυτά βήματα υπεγραμμίσθησαν ευλόγως υπό των Σεβ. Προέδρων των Επισκοπικών Συνελεύσεων Αμερικής και Γερμανίας, ως επίσης και υπό πολλών άλλων μελών της Συνόδου, ενώ επεσημάνθησαν και τα αίτια των υφισταμένων δυσλειτουργιών υπό των Μακαριωτάτων Προκαθημένων Κύπρου, Αλβανίας, Ρουμανίας, Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Πολωνίας, και υπό πολλών ωσαύτως Σεβ. Αρχιερέων.
ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
Οι παρεμβάσεις των Σεβ. Συνέδρων διετυπώθησαν προφορικώς και επικεντρώθησαν αφ’ ενός μέν στην διατήρησιν του υφισταμένου κειμένου, όπως αυτό παρεπέμφθη ομοφώνως στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον υπό της Συνάξεως των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών (Σαμπεζύ, Ιαν. 2016), ως άρτιον εξ επόψεως περιεχομένου και πληρούν τις ανάγκες των Επισκοπικών Συνελεύσεων, αφ’ ετέρου δε στην αξιοποίησιν της αυθεντίας της Συνόδου για την άρσιν ορισμένων αντικανονικών πρακτικών και διαπιστωμένων δυσλειτουργιών για την αποτελεσματικωτέραν εκπλήρωσιν υπό των Επισκοπικών Συνελεύσεων του σημαντικού έργου αυτών. Το κείμενον τελικώς εψηφίσθη με επουσιώδεις αλλαγές.
3.
Περί του αιτήματος βελτιώσεως αναφορών του κειμένου:
«Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακήρυξής του».
(Τετάρτη, 22-6-2016).
Κατά την πρωϊνήν συνεδρίαν της Τετάρτης, 22ας Ιουνίου 2016, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, Πρόεδρος του ιερού Σώματος, ανεκοίνωσε ότι δεν είχαν εισέτι υπογραφή τα κείμενα, «περί της Ἀποστολῆς της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον» και «περί της Ὀρθοδόξου Διασποράς», εκ του λόγου ότι δεν είχεν ολοκληρωθή ακόμη η ρωσική μετάφρασις αυτών και εισήγαγε προς συζήτησιν το κείμενον περί του Αυτονόμου και του τρόπου ανακηρύξεως αυτού.
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, μετά την ανάγνωσιν του σχετικού κειμένου, επαρουσίασε την κατατεθείσαν υπό της Αντιπροσωπείας της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος πρότασιν. Συγκεκριμένως, στην παράγραφον 2α αρχικώς αναγραφόταν:
«Η κίνηση και η ολοκλήρωση της διαδικασίας για την απόδοση του χαρακτηρισμού του Αυτονόμου σε τμήμα που ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, ανήκει στην κανονική αρμοδιότητά της, προς την οποία αναφέρεται η ανακηρυσσομένη αυτόνομη Εκκλησία. Έτσι:
α) Η τοπική Εκκλησία που ζητάει την αυτονομία της, εάν διαθέτει τις αναγκαίες εκκλησιαστικές και ποιμαντικές προϋποθέσεις, υποβάλλει το σχετικόν αίτημα στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία στην οποία ανήκει, εξηγώντας και τους σοβαρούς λόγους οι οποίοι επιβάλλουν την υποβολήν του αιτήματός της».
Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, δια του Μακαριωτάτου Προέδρου της, επρότεινε συμπληρωματικώς στην ανωτέρω παράγραφον και τα εξής :
«Εκκλησιαστικές Επαρχίες για τις οποίες εκδόθηκε Πατριαρχικός Τόμος η Πράξη, δεν μπορούν να ζητήσουν να τις χορηγηθεί αυτονομία, και διατηρήται έτσι απαρασάλευτο το υπάρχον εκκλησιαστικόν καθεστώς τους».
Στην παράγραφο 2β του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:
«β) Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία, που δέχεται το αίτημά της αξιολογεί σε Σύνοδο τις προϋποθέσεις και τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε το αίτημα και αποφασίζει για την απόδοση η όχι του Αυτονόμου. Σε περίπτωση θετικής απόφασης, εκδίδει τον σχετικό Τόμο, ο οποίος καθορίζει τα γεωγραφικά όρια και τις σχέσεις της Αυτόνομης με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία προς την οποία αναφέρεται, σύμφωνα με τα καθιερωμένα κριτήρια της εκκλησιαστικής παράδοσης».
Η Αντιπροσωπεία της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, αντ’ αυτού επρότεινε την εξής διατύπωσιν:
«β) Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία, που δέχεται το αίτημά της αξιολογεί σε Σύνοδο τις προϋποθέσεις και τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε το αίτημα και αποφασίζει για την απόδοση η όχι του Αυτονόμου ομοφώνως. Σε περίπτωση θετικής απόφασης εκδίδει τον σχετικό Τόμο, ο οποίος καθορίζει τα γεωγραφικά όρια και τις σχέσεις της Αυτόνομης με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία προς την οποία αναφέρεται, σύμφωνα με τα καθιερωμένα κριτήρια της εκκλησιαστικής παράδοσης».
Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης λαβών αμέσως τον λόγον ενώπιον ολοκλήρου του ιερού Σώματος, επί του ως είρηται θέματος είπεν: «Για όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έχουν εκδοθή Τόμοι, που σημαίνει ότι με την λογικήν αυτή, κανένα τμήμα, καμμιάς Αυτοκεφάλου Εκκλησίας δεν θα μπορή να διεκδικήση το αυτόνομον, εφ’ όσον για όλες έχει εκδοθή Τόμος η Πράξις. Όμως, απαγορεύεται για όλους το αυτόνομο, με την λογικήν αυτήν». Αναφερόμενος δε ο Παναγιώτατος στο εν Ελλάδι εκκλησιαστικόν καθεστώς των λεγομένων «Νέων Χωρών», διευκρίνισεν ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν έχει καμμίαν σκέψιν ή πρόθεσιν να χορηγήση αυτονομία στις περιοχές αυτές. Υπεγράμμισεν, όμως, ότι «το Οικουμενικόν Πατριαρχείον θεωρεί ότι πνευματικώς και κανονικώς αυτές οι επαρχίες υπάγονται εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το οποίον μετά την περιπέτειαν της Μικρασιατικής Καταστροφής εξεχώρησε την διοικητικήν διευθέτησιν των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών εις την αδελφήν Εκκλησίαν της Ελλάδος, την οποίαν θερμώς, είπεν, ευχαριστούμεν για την πρόθυμον ανταπόκρισίν της. Διοικητικώς υπάγονται οι Μητροπόλεις αυτές εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος και δεν υπάρχει καμμία αντίρρησις και αμφισβήτησις». Κατέληξε δε τονίζων ενώπιον όλων των πατέρων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ότι «δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας, δεν έχομεν καμμίαν πρόθεσιν η σκέψιν αλλαγής, αλλά θα συνεχίση το σημερινόν καθεστώς ως έχει».
Οι διασαφηνίσεις οι οποίες έγιναν, όπως και η διαβεβαίωσις του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου ενώπιον του Συνοδικού Σώματος, «ότι σέβεται απολύτως το υφιστάμενο εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων των λεγομένων «Νέων Χωρών» της Εκκλησίας της Ελλάδος και ουδεμία πρόθεση υπάρχει αμφισβητήσεως η αλλαγής των ισχυόντων» (Δελτίον Τύπου της Ιεράς Συνόδου, 22-6-2016), ήνοιξαν την οδόν για την τελικήν έγκρισιν του σχετικού κειμένου.
Επί του θέματος του Αυτονόμου έλαβον ωσαύτως τον λόγον ορισμένοι εκ των σεπτών Προκαθημένων (ως λ.χ. Ιεροσολύμων, Σερβίας κ. α.) και των Σεβ. Συνοδικών Αρχιερέων για να υποστηρίξουν ότι κάποιες διατάξεις του κειμένου ανοίγουν μίαν επικίνδυνον ατραπόν προς την διοικητικήν πολυδιάσπασιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με απρόβλεπτες μάλιστα αρνητικές συνέπειες για την ενότητα αυτής. Υπεστηρίχθη επίσης ότι συρρικνούται το καθιερωμένο στην Ορθόδοξον κανονικήν παράδοσιν καθεστώς του Αυτονόμου, καθ’ όσον κάθε αυτοκέφαλος Εκκλησία δύναται να επιβάλη διαφορετικόν τύπον Αυτονόμου και εξαρτήσεως από την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν, στην οποίαν αναφέρεται. Τελικώς το τε Κείμενον και ο Κανονισμός λειτουργίας των Επισκοπικών Συνελεύσεων εγένοντο αποδεκτά έπειτα από κάποιες φραστικές βελτιώσεις και διευκρινήσεις.
4.
Περί του αιτήματος βελτιώσεως αναφορών του κειμένου: «Περί της Νηστείας».
(Τετάρτη, 22-6-2016).
Κατά την απογευματινήν Συνεδρίαν της ιδίας ημέρας εισήχθη προς συζήτησιν το κείμενον επί του θέματος «Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον». Το κείμενον εθεωρήθη γενικώς ως μία αρτία και περιεκτική έκφρασις του γράμματος και του πνεύματος συνόλου της μακραίωνος Ορθοδόξου εκκλησιαστικής παραδόσεως, γι’ αυτό και υπέστη ελάχιστες τροποποιήσεις μετά την ομόφωνον αποδοχήν αυτού υπό της Γ’ Προ-συνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ, 1986). Κατά τις συζητήσεις επί του θέματος εκφράσθηκε η πλήρης ικανοποίησις των αγίων Προκαθημένων και των Σεβασμιωτάτων Συνοδικών Συνέδρων τόσον ως προς την πληρότητα, όσον και ως προς την ευρύτητα των προοπτικών του κειμένου αναφορικώς προς την ποιμαντικήν διάκρισιν μεταξύ της ευκταίας και επιζητουμένης πάντοτε κανονικής ακριβείας και της μετά μεγάλης προσοχής και κατά περίπτωσιν εφαρμοζομένης εκκλησιαστικής οικονομίας υπό των κατά τόπους αγίων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Το κείμενο εγένετο ομοφώνως δεκτόν ως είχεν.
5.
Περί του αιτήματος βελτιώσεως αναφορών του κειμένου:
«Το Μυστήριο του Γάμου και τα κωλύματά του»,
(Πέμπτη, 23-6-2016).
Κατά την πρωϊνήν συνεδρίαν της Πέμπτης 23ης Ιουνίου 2016, ανεγνώσθη και έλαβε την κατ’ αρχήν έγκρισιν, υπό μόνης της Συνάξεως των Προκαθημένων, η Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου μεθ’ ορισμένων προσθηκών και λεκτικών διαμορφώσεων. Ως γνωστόν, της Επιτροπής Συντάξεως της Εγκυκλίου μετέσχε δημιουργικώς, ως Εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Σεβ. Μητροπολίτης Ιλίου κ. Αθηναγόρας.
Ακολούθως, ανεγνώσθη και εισήχθη προς συζήτησιν στην ολομέλειαν το κείμενον «Περί του Μυστηρίου του Γάμου και των κωλυμάτων αυτού», όπως αυτό ανεπτύχθη και συνεπληρώθη υπό της Συνάξεως των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών (Σαμπεζύ, Ιαν. 2016). Οι συζητήσεις και οι προτάσεις τροπολογιών και προσθηκών επεβεβαίωσαν τόσον την σπουδαιότητα του κειμένου, όσον και την αναγκαιότητα των προβαλλομένων σε αυτό θέσεων για την προστασίαν του μυστηρίου του Γάμου, αλλά και του ιερού θεσμού της οικογενείας. Υπό την έννοιαν αυτήν, η συζήτησις περιεστράφη κυρίως περί την διασαφήνισιν της διατυπώσεως της παραγράφου του κειμένου περί των μικτών γάμων, για την οποίαν είχε προβάλει εντόνους αντιρρήσεις η μη υπογράψασα το σχετικόν κείμενον και απουσιάσασα τελικώς Αγιωτάτη Εκκλησία της Γεωργίας. Οι τροπολογίες που προετάθησαν και οι οποίες απεσκόπουν κυρίως στην εξ επόψεως ορθοδόξου κανονικής παραδόσεως επαρκή διευκρίνησιν του γράμματος και του πνεύματος της συγκεκριμένης παραγράφου, υπεστηρίχθησαν υπό των σεπτών Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και υπό των ομιλησάντων Σεβ. Αρχιερέων και ως εκ τούτου ήρθησαν, ως επί το πλείστον, οι δικαιολογημένες επιφυλάξεις ορισμένων Σεβ. Συνοδικών Συνέδρων ως προς τα όρια της εφαρμογής της εκκλησιαστικής οικονομίας, αναφορικώς προς τους λεγομένους μικτούς γάμους μετά των ετεροδόξων. Τελικώς απεφεύχθη η ρητή αναφορά και δέσμευσις της Συνόδου για ιερολόγησιν των μικτών γάμων, όπερ κανονικώς δεν ευρίσκει έρεισμα, και επελέγη η διακριτική και λελογισμένη, δυνατότης κατά περίπτωσιν «ασκήσεως εκκλησιαστικής οικονομίας». Τελικώς, το κείμενον εψηφίσθη ομοφώνως με μικρές διευκρινιστικές τροποποιήσεις.
6.
Περί του αιτήματος βελτιώσεως αναφορών του κειμένου:«Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον». (Παρασκευή, 24-6-2016).
Κατά την συνεδρίαν της Παρασκευής 24ης Ιουνίου 2016 εισήχθη προς συζήτησιν στην ολομέλειαν της Συνόδου το κείμενον «Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον». Η συζήτησις επί του ευαισθήτου τούτου θέματος υπήρξεν μακρά, κοπιώδης, έντονος σε ορισμένες στιγμές αλλά και δημιουργική. Συγκεκριμένως,
α. Στην παράγραφον 4 το αρχικό κείμενο περιελάμβανε τα εξής:
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχεται ακατάπαυστα «υπέρ της των πάντων ενώσεως» και καλλιεργεί πάντοτε τον διάλογο με όσους είναι χωρισμένοι από αυτήν, με τους πλησίον και με αυτούς που είναι μακρυά της, μάλιστα δε πρωτοστάτησε στο να αναζητήσει συγχρόνους δρόμους και τρόπους, ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα των χριστιανών, πήρε μέρος στην Οικουμενική Κίνηση από την αρχή της ακόμη, και βοήθησε στη διαμόρφωση και την περαιτέρω εξέλιξή της. Άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία, χάρη στο οικουμενικό και φιλάνθρωπο πνεύμα που την διακρίνει, το οποίο σύμφωνα με το θείο λόγο, ζητάει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2,4), πάντοτε αγωνίζεται για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας. Διότι η Ορθόδοξη συμμετοχή στην κίνηση για την αποκατάσταση τῆς ενότητας των χριστιανών, καθόλου δεν είναι ξένη προς τη φύση και την ιστορία της ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτελεί συνεπή έκφραση της αποστολικής πίστης και παράδοσης, μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες».
Αντ’ αυτής της διατυπώσεως, η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος εζήτησε την ως κάτωθι αλλαγήν:
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχεται ακατάπαυστα «υπέρ της των πάντων ενώσεως» και καλλιεργεί πάντοτε τον διάλογο με όσους είναι χωρισμένοι από αυτήν, με τους πλησίον και με αυτούς που είναι μακρυά της, μάλιστα δε πρωτοστάτησε στο να αναζητήσει συγχρόνους δρόμους και τρόπους, ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα των χριστιανών, πήρε μέρος στην Οικουμενική Κίνηση από την αρχή της ακόμη, και βοήθησε στη διαμόρφωση και την περαιτέρω εξέλιξή της. Άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία χάρη στο οικουμενικό και φιλάνθρωπο πνεύμα που την διακρίνει, το οποίο σύμφωνα με το θείο λόγο, ζητάει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α Τιμ. 2,4), πάντοτε αγωνίζεται για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας. Διότι η Ορθόδοξη συμμετοχή στην κίνηση για την αποκατάσταση της ενότητας των λοιπών χριστιανών, καθόλου δεν είναι ξένη προς την φύση και την ιστορία της ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτελεί συνεπή έκφραση της αποστολικής πίστης και παράδοσης, μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες».
Το Συνοδικόν Σώμα απεδέχθη την αλλαγήν του συγκεκριμένου σημείου και διαμόρφωσε το κείμενον στο επίμαχον σημείον ως εξής:
«Διότι η ορθόδοξη συμμετοχή στην κίνηση για την αποκατάσταση της ενότητας με τους άλλους χριστιανούς στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία καθόλου δεν είναι ξένη προς τη φύση και την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτελεί συνεπή έκφραση της αποστολικής πίστης και παράδοσης, μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες».
β. Στην παράγραφον 5 του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:
«Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας όπως και η συμμετοχή της στην Οικουμενική κίνηση στηρίζονται πάνω στην πεποίθηση αυτή της Ορθοδοξίας και του οικουμενικού της πνεύματος με στόχο να αναζητηθεί, βάσει της πίστης και της παράδοσης της αρχαίας εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, η χαμένη ενότητα των χριστιανών».
Αντ’ αυτού του κειμένου η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος επρότεινε την εξής διατύπωσιν:
«Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως και η συμμετοχή της στην Οικουμενική κίνηση, στηρίζονται πάνω στην πεποίθηση αυτή της Ορθοδοξίας και του οικουμενικού της πνεύματος με στόχο την αναζήτηση, βάσει της πίστης και της παράδοσης της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, της χαμένης ενότητας των λοιπών χριστιανών».
Το Συνοδικόν Σώμα διεμόρφωσεν τελικώς το συγκεκριμένον σημείον ως εξής:
«Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως και η συμμετοχή της στην Οικουμενική κίνηση, στηρίζονται πάνω στην πεποίθηση αυτή της Ορθοδοξίας και του οικουμενικού της πνεύματος με στόχο την αναζήτηση βάσει της πίστης και της παράδοσης της αρχαίας εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, της χαμένης ενότητας όλων των χριστιανών».
γ. Στην παράγραφον 6 του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:
«Κατά την οντολογική φύση της Εκκλησίας η ενότητά της είναι αδύνατο να διαταραχθεί. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορική ύπαρξη άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών που δεν ευρίσκονται σε κοινωνία μαζί της…».
Αντ’ αυτού η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, δια στόματος του Μακαριωτάτου Προέδρου αυτής, επρότεινε επιμόνως την κάτωθι διατύπωσιν: «Κατά την οντολογική φύση της Εκκλησίας η ενότητά της είναι αδύνατο να διαταραχθεί. Η Ορθόδοξη Εκκλησία γνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών ομολογιών και κοινοτήτων που δεν ευρίσκονται σε κοινωνίαν μαζί της…».
Για την πρότασιν αυτήν της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως είναι ήδη γνωστόν, ηγέρθη μεγάλη συζήτησις στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, η οποία ωδήγησε σε έντονες διχογνωμίες, διαστάσεις απόψεων και αντεγκλήσεις από μέρους ορισμένων Εκκλησιών που συμμετείχαν σ’ αυτήν και διεφάνη κίνδυνος διασπάσεως ή και διακοπής ακόμη της Συνόδου. Χαρακτηριστική του φορτισμένου κλίματος που επεκράτησε ήταν και η μη εγκριθείσα τελικώς πρότασις της Εκκλησίας της Σερβίας που εζήτησε «να θεωρηθούν αι εν Κρήτη Συνοδικαί εργασίαι ως η πρώτη φάσις της όλης Συνοδικής πορείας και να κηρυχθή η περαίωσις της Συνόδου μετέπειτα, εν καιρώ, κατόπιν συζητήσεων,εφ’ όλης της ύλης, και τη εκ των υστέρων συμμετοχή πασών των Εκκλησιών». Ενώπιον του ορατού πλέον κινδύνου η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχουσα βαθείαν συναίσθησιν της κρισιμότητος των στιγμών, αλλά και της γενικωτέρας ευθύνης της έναντι συνόλου της Εκκλησίας, μετά από πολύωρον και εναγώνιον διαβούλευσιν, πρωτοστατούντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου και με την σχεδόν ομόφωνον και σύμφωνον γνώμην των Σεβ. μελών της ημετέρας Αντιπροσωπείας, επανήλθε την πρωΐαν του Σαββάτου 25ην Ιουνίου, με νέαν πρότασιν,τροποποιητικήν της σχετικής Αποφάσεως της Ι.Σ.Ι. (24-25 Μαΐου 2016). Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος επρότεινε στην παράγραφον 6 του αρχικού κειμένου όπου εγράφετο ότι: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», την παρακάτω νέαν διατύπωσιν: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν άλλων ετεροδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών…». Η πρότασις αυτή τελικώς έγινε αποδεκτή από το Συνοδικόν Σώμα,τό ὁποῖον και διεμόρφωσε την εν λόγω παράγραφον ως ακολούθως:
«Κατά την οντολογική φύση της Εκκλησίας,η ενότητά της είναι αδύνατο να διαταραχθεί. Παρά ταύτα η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδέχεται την ιστορική ονομασία των άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών οι οποίες δεν έχουν κοινωνία μαζί της, αλλά πιστεύει ότι οι σχέσεις της προς αυτές πρέπει να στηρίζονται όσο είναι δυνατόν στην πιο γρήγορη και αντικειμενικότερη αποσαφήνιση του όλου εκκλησιολογικού θέματος και ιδιαιτέρως της γενικότερης από αυτές διδασκαλίας ως προς τα μυστήρια, την χάρη, την ιερωσύνη και την αποστολική διαδοχή. Έτσι, ήταν ευνοϊκά και θετικά διατεθειμένη, τόσο για θεολογικούς, όσο και για ποιμαντικούς λόγους, σε θεολογικό διάλογο με τους λοιπούς χριστιανούς, σε διμερές και πολυμερές επίπεδο και γενικότερα προς την συμμετοχή προς την οικουμενική κίνηση των νεότερων χρόνων, με την πεποίθηση ότι με τον διάλογο δίνει δυναμική μαρτυρία του πληρώματος της χριστιανικής αλήθειας και των πνευματικών της θησαυρών προς τους έξω από αυτήν, με αντικειμενικό σκοπό την διευκόλυνση της οδού που οδηγεί προς την ενότητα».
Ο Μακαριώτατος Πρόεδρος του ιερού Σώματός μας προς διασαφήνισιν του όλου θέματος εδήλωσε σχετικώς και τα κάτωθι: «Με την τροπολογίαν αυτήν πετυχαίνουμε μία Συνοδική Απόφαση που για πρώτη φορά στην ιστορίαν περιορίζει το ιστορικόν πλαίσιον των σχέσεων προς τους ετεροδόξους όχι στην ύπαρξη, αλλά ΜΟΝΟ στην ιστορική ονομασία αυτών ως ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών. Οι εκκλησιολογικές συνέπειες της αλλαγής αυτής είναι αυτονόητες.Όχι μόνο δεν επηρεάζουν αρνητικώς με οποιοδήποτε τρόπο τη μακραίωνη ορθόδοξη παράδοση, αλλ’ αντιθέτως προστατεύεται με πολύ σαφή τρόπο η ορθόδοξη εκκλησιολογία».
Αξία ιδιαιτέρας μνείας τυγχάνει και η επί του θέματος αυτού γραπτώς διατυπωθείσα θέσις του Πανιερωτάτου Επισκόπου Μπάτσκας κ. Ειρηναίου (Εκκλησία Σερβίας), ειπόντος σχετικώς ότι: «Η Ελλαδική διατύπωσις τυγχάνει προσεκτικωτέρα και ακινδυνωτέρα, ως αποφεύγουσα σοφώς το ενδεχόμενον της εξισώσεως της «ιστορικής ονομασίας» και του οντολογικού περιεχομένου του όρου εκκλησία, δεν διαφέρει όμως ριζικώς της προτέρας διατυπώσεως, καθ’ ότι ‘’η ιστορική ύπαρξις’’ δεν ισοδυναμεί αυτομάτως προς την αναγνώρισιν της εκκλησιαστικής φύσεως και υποστάσεως των υπό την εν λόγω επωνυμίαν υπαρχόντων εκκλησιαστικών ή αν θέλετε, εκκλησιομόρφων οργανισμών».
δ. Στην αρχικήν παράγραφον 17 αναγραφόταν:
«Οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες – μέλη του Π.Σ.Ε., συμμετέχουν πλήρως και ισότιμα στον οργανισμό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και συμβάλλουν με όλα τα μέσα που διαθέτουν στην μαρτυρία της αλήθειας και την προαγωγή της ενότητας των χριστιανών».
Αντ’ αυτού του κειμένου η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος επρότεινε την εξής διατύπωσιν:
«Οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες – μέλη του Π.Σ.Ε., συμμετέχουν πλήρως και ισότιμα στον οργανισμό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και συμβάλλουν με όλα τα μέσα που διαθέτουν στην προώθηση της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας πάνω στις μεγαλύτερες κοινωνικοπολιτικές προκλήσεις και τα προβλήματα».
Η πρότασις αυτή δεν έγινε αποδεκτή από το Συνοδικό Σώμα.
ε. Στην παράγραφον 20 του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:
«Οι προοπτικές των θεολογικών διαλόγων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες προσδιορίζονται πάντοτε με βάση τα κανονικά κριτήρια της Εκκλησιαστικής παράδοσης που είναι ήδη διαμορφωμένη. (Κανόνες 7 της Β καί 95 της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων)».
Αντ’ αυτού η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος απεφάσισε να προτείνη την εξής ανασύνταξιν και διατύπωσιν:
«Οι προοπτικές των θεολογικών διαλόγων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες και κοινότητες προσδιορίζονται πάντοτε με βάση τις αρχές της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και των κανονικών κριτηρίων της εκκλησιαστικής παράδοσης, που είναι ήδη διαμορφωμένη σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και με όσα αναγνωρίσθηκαν από αυτές, όπως είναι οι Κανόνες 46, 47 και 50 των Αγίων Αποστόλων, οι 8 και 19 της Α Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ο 7 της Β Οἰκουμενικῆς, ο 95 της Πενθέκτης, και ο 7 και ο 8 της Λαοδικείας.
Διευκρινίζεται, ότι όταν εφαρμόζεται η κατ’ οικονομίαν είσοδος των ετεροδόξων με Λίβελλο (έγγραφο αποκήρυξης της πλάνης) και άγιο Χρίσμα, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την εγκυρότητα του Βαπτίσματος η και των υπολοίπων μυστηρίων τους».
Το Συνοδικόν Σώμα επέλεξε την ακόλουθον διατύπωσιν για την παράγραφον αυτήν, προκειμένου να ικανοποιήση την επιθυμίαν που εκφράσθηκε από ορισμένες Εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και της Ελλάδος:
«Οι προοπτικές των θεολογικών διαλόγων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο προσδιορίζονται πάντοτε με βάση τις αρχές της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και των κανονικών κριτηρίων της εκκλησιαστικής παράδοσης, που είναι ήδη διαμορφωμένη». Η εν μέρει αποδοχή της προτάσεώς μας στο συγκεκριμένον ευαίσθητον σημείον, ως είναι εύλογον, δεν ανέπαυσε πλήρως την Εκκλησίαν μας.
στ. Στην παράγραφον 22 αρχικώς αναγραφόταν:
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί καταδικαστέα κάθε διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας, από άτομα ή ομάδες με την πρόφαση της τήρησης ή δήθεν της υπεράσπισης της γνήσιας Ορθοδοξίας. Όπως μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η διατήρηση της γνήσιας Ορθόδοξης πίστης διασφαλίζεται μόνο με το Συνοδικό σύστημα το οποίο ανέκαθεν στην Εκκλησία αποτελούσε τον αρμόδιο και τελικό κριτή γύρω από τα θέματα της πίστης».
Αντ’ αυτού η Ιεραρχία της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος προέκρινε να προτείνη την εξής ανασύνταξιν και διατύπωσιν:
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί καταδικαστέα κάθε διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας, από άτομα ή ομάδες με την πρόφαση της τήρησης η δήθεν της υπεράσπισης της γνήσιας Ορθοδοξίας. Όπως μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η διατήρηση της γνήσιας Ορθόδοξης πίστης διασφαλίζεται (…) με το Συνοδικό σύστημα (Κανόνες 6 της Β Οἰκουμενικῆς και 14 και 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου)».
Η πρότασις αυτή δεν έγινε αποδεκτή.
ζ. Στην παράγραφον 23 αρχικώς αναγραφόταν:
I. «Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει κοινή τη συνείδηση της αναγκαιότητας του διαχριστιανικού θεολογικού διαλόγου, γι’ αυτό και κρίνει αναγκαίο να συνοδεύεται αυτός πάντοτε από την μαρτυρία μέσα στον κόσμο με πράξεις αμοιβαίας κατανόησης και αγάπης, οι οποίες εκφράζουν την «ανεκλάλητον χαράν» (την ανέκφραστη χαρά) του Ευαγγελίου (Α’ Πέτρ. 1,8), ενώ αποκλείεται κάθε πράξη η άλλη προκλητική ενέργεια ομολογιακού ανταγωνισμού».
II. Στην συνέχεια του κειμένου αυτού αναγραφόταν: «Κάτω από το πνεύμα αυτό, η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί σημαντικό, όλοι οι χριστιανοί, εμπνεόμενοι από τις κοινές θεμελιώδεις αρχές της πίστης μας, να προσπαθήσουμε να δώσουμε ολοπρόθυμη και αλληλέγγυα απάντηση, βασισμένη στο ιδανικό πρότυπο του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου, στα ακανθώδη προβλήματα με τα οποία μας προκαλεί ο σύγχρονος κόσμος».
Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αντ’ αυτού επρότεινε την επαναδιατύπωσιν της παραγράφου 23 ως εξής:
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει κοινή τη συνείδηση της αναγκαιότητας του διαχριστιανικού θεολογικού διαλόγου, γι’ αυτό και κρίνει αναγκαίο να συνοδεύεται αυτός πάντοτε από την μαρτυρία μέσα στον κόσμο με πράξεις αμοιβαίας κατανόησης και αγάπης, οι οποίες εκφράζουν την «ανεκλάλητον χαράν» του Ευαγγελίου (Α Πέτρ. 1,8), ενώ αποκλείεται κάθε πράξη η άλλη προκλητική ενέργεια ομολογιακού ανταγωνισμού (Ουνίας). Κάτω από το πνεύμα αυτό, η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί σημαντικό, όλοι οι χριστιανοί, εμπνεόμενοι από τις κοινές θεμελιώδεις αρχές του Ευαγγελίου, να προσπαθήσουμε να δώσουμε στα (…) ακανθώδη προβλήματα του σύγχρονου κόσμου μια ολοπρόθυμη και αλληλέγγυα απάντηση, βασισμένη στο (…) πρότυπο του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου».
Το Συνοδικόν Σώμα απεδέχθη την πρότασιν αυτήν και διεμόρφωσε την παράγραφον ως εξής:
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει κοινή τη συνείδηση της αναγκαιότητας του διαχριστιανικού θεολογικού διαλόγου, γι’ αυτό και κρίνει αναγκαίο να συνοδεύεται αυτός πάντοτε από την μαρτυρία μέσα στον κόσμο με πράξεις αμοιβαίας κατανόησης και αγάπης, οι οποίες εκφράζουν την «ανεκλάλητον χαράν» του Ευαγγελίου (Α Πέτρ. 1,8), ενώ αποκλείεται κάθε πράξη προσηλυτισμού, ουνίας η άλλη προκλητική ενέργεια ομολογιακού ανταγωνισμού. Κάτω από το πνεύμα αυτό, η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί σημαντικό, όλοι οι χριστιανοί, εμπνεόμενοι από τις κοινές θεμελιώδεις αρχές του Ευαγγελίου, να προσπαθήσουμε να δώσουμε στα ακανθώδη προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, μια ολοπρόθυμη και αλληλέγγυα απάντηση, βασισμένη στο πρότυπο του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου».
η. Στην παράγραφον 24 του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία γνωρίζει ότι η κίνηση για αποκατάσταση της ενότητας των χριστιανών παίρνει νέες μορφές για να ανταποκριθεί στις καινούργιες συνθήκες και να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Είναι απαραίτητο η Ορθόδοξη Εκκλησία να συνεχίζει να δίνει την μαρτυρία της στον διχασμένο χριστιανικό κόσμο, βασισμένη στην αποστολική παράδοση και πίστη της».
Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αντ’ αυτού επρότεινε την εξής διατύπωσιν:
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία γνωρίζει ότι η κίνηση για αποκατάσταση της ενότητας των χριστιανών παίρνει νέες μορφές για να ανταποκριθεί στις καινούργιες συνθήκες και να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Είναι απαραίτητο η Ορθόδοξη Εκκλησία να συνεχίζει να δίνει την μαρτυρία της στον διχασμένο υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο βασισμένη στην αποστολική παράδοση και πίστη της».
Η παραπάνω προσθήκη δεν έγινε δεκτή από το Συνοδικό Σώμα.
θ. Στην τελευταίαν, μη αριθμημένην παράγραφον του κειμένου, αναγραφόταν:
«Προσευχόμαστε, οι χριστιανοί να εργασθούν από κοινού ώστε να γίνει πλησιέστερη η ημέρα, κατά την οποία ο Κύριος θα εκπληρώσει την ελπίδα των Ορθοδόξων Εκκλησιών και θα γίνει μία ποίμνη, ένα ποιμένας (Ιω. 10,16)».
Ἡ Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αντί αυτού επρότεινε την εξής διατύπωσιν:
«Προσευχόμαστε να εργασθούν από κοινού οι χριστιανοί ώστε να γίνει πλησιέστερη η ημέρα, κατά την οποία ο Κύριος θα εκπληρώσει την ελπίδα της Ορθόδοξης Εκλησίας για συγκέντρωση σ’ αυτή όλων των σκορπισμένων και να γίνει μία ποίμνη, ένα ποιμένας (Ιω. 10,16)».
Η ολομέλεια της Συνόδου δεν απεδέχθη αλλαγές σ’ αυτήν την παράγραφον.
Μετά το τέλος της συζητήσεως του ανωτέρω κειμένου με τις επενεχθείσες διορθώσεις, τροποποιήσεις και συμπληρώσεις, το ιερόν Σώμα ενέκρινε το κείμενον, το οποίον όμως δεν υπεγράφη υφ’ απάντων των μελών. Ακολούθως ανεγνώσθησαν η τε Εγκύκλιος και το Μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τα οποία και ενεκρίθησαν ενθουσιωδώς. Τις εργασίες της Ιεράς Συνόδου κατέκλεισε με χρησίμους επισημάνσεις και ευχαριστίες ο Παναγιώτατος Πρόεδρος αυτής, Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, δους δόξαν στον Τρισάγιον Θεόν για την τοιαύτην μεγάλην ευλογίαν.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΑΚΤΕΟΥ
Μακαριώτατε Άγιε Πρόεδρε,
Πολυσέβαστοι πατέρες και πολυτίμητοι αδελφοί,
Εφθάσαμε, συν Θεώ, προς το τέλος της παρούσης Εισηγήσεως. Καίτοι το παρόν κεφάλαιον κατ’ ακρίβειαν της διατυπώσεως του σχετικού αναθετηρίου Συνοδικού εγγράφου, θα μπορούσε και να παραλειφθή προς ιδικήν σας άνεσιν από την πολύωρον καταπόνησιν και ιδικόν μας κουφισμόν, ίνα του θείου Γρηγορίου, του αληθούς Θεολόγου, ενθυμηθώμεν λέγοντος: «Φύσει μεν γαρ άπας λόγος σαθρός και ευκίνητος, και δια τον αντιμαχόμενον λόγον ελευθερίαν ουκ έχων, ο δε περί Θεού (και περί των του Θεού), τοσούτω μάλλον, όσω μείζον το υποκείμενον, και ο ζήλος πλείων, και ο κίνδυνος χαλεπώτερος» (Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου. Περί της εν διαλέξεσιν ευταξίας, λόγος 32.14), νικώμεν τον δισταγμόν παρατείνοντες δι’ ολίγον χρόνον τον λόγον ευελπιστούντες ότι η παράτασις αυτή θα εισφέρει ορισμένες καλές αφορμές δημιουργικού προβληματισμού στο περί του πρακτέου εύλογο ερώτημα.
Η επί το αυτό Συνέλευσις 162 Ορθοδόξων Επισκόπων εκ της μεγάλης πλειονοψηφίας των ανά τον κόσμον Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών αυτή καθ’ εαυτήν, μετά δε και την πάροδον ιδιαιτέρως μεγάλου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίον ο ιερώτατος αυτός χαρισματικός θεσμός της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας είχεν ατονίσει, για ποικίλους εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους, συνιστά ένα βαρύνουσας σημασίας εκκλησιαστικό γεγονός. Στόχος ήταν να προσφερθή στους εντός «της ημετέρας αυλής» ευρισκομένους αδελφούς αλλά και σε κάθε άνθρωπον καλής προαιρέσεως η αγιοπνευματική μαρτυρία της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως βεβαίας παρουσίας «της Βασιλείας του Θεού εληλυθυΐας εν δυνάμει» (Μαρκ. θ, 1). Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, κατά ρητήν δήλωσίν της (Εγκύκλιος Α. Μ. Συνόδου), αποτελεί την συνέχειαν των αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων, καθώς και των άλλων μεγάλων τοπικών Συνόδων, από τις οποίες μερικές έχουν κύρος Οικουμενικών Συνόδων, ως λ.χ. η επί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλη Σύνοδος (879-880), οι επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά συγκληθείσες Μεγάλες Σύνοδοι (1341, 1351, 1368), με τις οποίες διεκηρύχθη η σώζουσα αλήθεια της αγίας ορθοδόξου Εκκλησίας στα θέματα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και της μεθέξεως υπό του ανθρώπου των ακτίστων θείων ενεργειών, περί των οποίων εξεφράσθη εσφαλμένως και αντιευαγγελικώς η αστοχήσασα περί την πίστιν ετερόδοξος Εσπερία, οι εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλες Σύνοδοι των ετών 1484 για την αποκήρυξιν της Συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), και των ετών 1628, 1642, 1672 και 1691 για την αποκήρυξιν αιρετικών προτεσταντικών δοξασιών, ως και του έτους 1872 για την καταδίκην του εθνοφυλετισμού ως εκκλησιολογικής αιρέσεως. Η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία, ως κοινωνία θεώσεως και «Σώμα Χριστού» (Μθ. κστ, Α Κορ. ι, 16-17, κ. α.) απέδειξεν εμπράκτως την προσήλωσίν της στον ιερώτατον Συνοδικόν θεσμόν, που αποτελεί αγία κληρονομία των θεοφόρων Πατέρων μας και συστατικόν στοιχείον αυτής της ιδίας της Εκκλησίας μας, η οποία «όνομα Συνόδου κέκτηται», κατά τον χρυσορόα οικουμενικόν διδάσκαλόν της. Θα ημπορούσαμε όλοι μας οι, θεία συνάρσει, εκείσε συνελθόντες, ως Εκπρόσωποι των Εκκλησιών μας μετά του ιερού ψαλμωδού να είπωμεν το: «σήμερον η χάρις του Παναγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγεν».
Η εικών και μόνον τόσων Συνοδικών Πατέρων, συνελθόντων εκ Βορρά και Νότου, Ανατολής και Δύσεως παρέπεμπε σαφώς σε ιστορικές στιγμές της πολιάς χριστιανικής αρχαιότητος, όπως αυτές διασώζονται ως κατωτέρω υπό της γραφίδος του εκκλησιαστικού ιστορικού, Ευσεβίου Καισαρείας, στην συγγραφήν του περί των συνελθόντων εν Νικαία 318 θεοφόρων Πατέρων: «Των δε του Θεού λειτουργών οι μεν χρόνου μήκει τετιμημένοι, οι δε βίου στερρότητι και καρτερίας υπομονή, οι δε τω μέσω τρόπω κατεκοσμούντο. Ήσαν δε τούτων οι μεν χρόνου μήκει τετιμημένοι, οι δε νεότητι και ψυχής ακμή διαλάμποντες, οι δε άρτι παρελθόντες επί τον της λειτουργίας δρόμον». Είχομεν την ευκαιρίαν, χάρις στην εύστροφον και οξυδερκή Προεδρίαν του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου, του πολλά μογήσαντος για την σύγκλησιν και την ολοκλήρωσιν του ιερού αυτού εγχειρήματος, να ακούσωμεν τις ποιμαντικές εμπειρίες, ανησυχίες, προβληματισμούς, μαρτυρίες αδελφών συνεπισκόπων, οι οποίοι συνδιακονούν το αγιώτατον μυστήριον της Εκκλησίας στα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου. Το γέγονος τούτο επλούτισε την εκκλησιαστικήν εμπειρίαν όλων μας. Και μόνον η εν Χριστώ κοινωνία, αναστροφή και συμπνευματισμός θα ήταν ικανά για να δοξάσωμεν τον Θεόν για την ευλογίαν αυτήν, καθώς κατά το γνωστόν πατερικόν απόφθεγμα: «Είδες, γαρ, φησί, τον αδελφόν σου, είδες τον Θεόν σου» (Μ. Γεροντικόν, Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς 1,19.). Οι Μεγάλες Σύνοδοι της Εκκλησίας μας, ως εξαιρετικά και χαρισματικού χαρακτήρος γεγονότα, έχουν ασφαλώς θεανθρωπίνην διάστασιν, όπως επιβεβαιώνει και η γνωστή Αποστολική διατύπωσις της Συνόδου των Ιεροσολύμων (49 μ.Χ.): «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πραξ. 15, 23-29). Τούτο καθιστά τον ανθρώπινον παράγοντα, ως συνεργόν και διάκονον της θείας χάριτος στην διατύπωσιν της αληθείας, η οποία σώζει και ελευθερώνει τον άνθρωπον, ιδιαιτέρως προνομιούχον, αλλά και συγκλονιστικώς υπόλογον. Έλεγε χαρακτηριστικώς ο αείμνηστος θεολόγος, Πρωτοπρ. Ιωάννης Ρωμανίδης ότι: «Η Σύνοδος δεν φτιάχνει πατέρες, αλλά αποτελείται από Πατέρες». Η δε θεοπνευστία τους συναρτάται αμέσως από την βούλησιν και την δυνατότητά προσωπικής οικειώσεως, μέσα από την κάθαρσιν του νοός και του φωτισμού, των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Κατά συνέπειαν, Πατέρες έχει η Εκκλησία πάντοτε. Με όλως γλαφυρώτατον, αλλά και βαθυνούστατον λόγον υποστηρίζει, εν άλλαις λέξεσιν, την ανωτέρω θέσιν ο πολιός αγιορείτης Γέρων Βασίλειος (Γοντικάκης), γράφων: «Αυτοί που λένε, κάποτε υπήρχαν μεγάλοι Πατέρες και θεολόγοι, σήμερα όχι, μιλούν ως αλλειτούργητοι. Οι όντως αληθινοί εν Πνεύματι, αν μία φορά υπάρξουν, δεν χάνονται ποτέ. Μπαίνουν στο συλλείτουργο της αειζωίας. Είναι πάντοτε παρόντες». Συνεχίζων δε προσθέτει: «Το εάν θα ονομασθή μία Σύνοδος Οικουμενική η όχι και το ποιά θέση θα πάρη στη ζωή της Εκκλησίας, δεν είναι θέμα ανθρωπίνης αποφάσεως, αλλά έργο της ζώσης εν Πνεύματι Εκκλησιαστικής συνειδήσεως που κρίνει και κατατάσσει απλανώς κάθε Σύνοδο».
Είναι αληθές ότι η, χάριτι Θεού, συγκληθείσα Μεγάλη Σύνοδος είχε τα ιδικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία την διαφοροποιούν σε ορισμένα σημεία από παλαιότερες, ως λ.χ. η ομοφωνία στην λήψιν των τελικών αποφάσεων, η υιοθέτησις μιας και μόνης ψήφου για κάθε Εκκλησίαν, η συμμετοχή συγκεκριμένου αριθμού μελών από κάθε Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν κ. ά. Οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι αληθές ὅτι εδημιούργησαν ένα ζωηρόν, αναμενόμενον και πολυμερή προβληματισμόν. Ενδεικτική τυγχάνει η αξιοπρόσεκτος θέσις του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου ειπόντος στην επίσημον εναρκτήριον προσφώνησίν του, ότι, θα προτιμούσε στις αποφάσεις της Συνόδου να ίσχυε η Πατερική αρχή: «η των πλειόνων ψήφος κρατείτω». Αξιοσημείωτος είναι και η διαπίστωσις του Πανιερωτάτου Επισκόπου Μπάτσκας κ. Ειρηναίου (Εκκλησία της Σερβίας) ότι, «εις την Σύνοδον, αντί της ανέκαθεν κρατούσης αποστολικής και πατροπαραδότου αρχής, «εις ανήρ, μία ψήφος», ίσχυεν η αρχή μία Αυτοκέφαλος Εκκλησία, μία ψήφος».
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ως ετόνισεν ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης συνήλθεν πρωτίστως για να διακηρύξη αυθεντικώς την μαρτυρίαν «ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ηνωμένη εν τοις Μυστηρίοις και μάλιστα εν τη θεία Ευχαριστία και τη Ορθοδόξω πίστει, αλλά και εν τη Συνοδικότητι». Η Σύνοδος ωσαύτως ηργάσθη επιμελώς και έλαβεν αποφάσεις επί θεμάτων ποιμαντικού χαρακτήρος, ως της θεαρέστου νηστείας και των κωλυμάτων του γάμου, επί θεμάτων κανονικού και διοικητικού ενδιαφέροντος, ως της ορθοδόξου διασποράς και του εκκλησιαστικού καθεστώτος του Αυτονόμου, και τέλος επί θεμάτων σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του λοιπού χριστιανικού κόσμου και της αποστολής αυτής στον σύγχρονον κόσμον.
Εξέδωκε προς τον λαόν και τον κόσμον δύο δυνατά θεολογικά κείμενα, ορθοδόξου μαρτυρίας, ήθους και επικαιρότητος, την τε Εγκύκλιον και το Μήνυμα αυτής. Κατετέθη προς όλον τον κόσμον η αγιοπνευματική μαρτυρία της ποθεινοτάτης μητρός μας, Ορθοδόξου Εκκλησίας, επί λίαν επικαίρων και σοβαρών ζητημάτων ως : α. Της διακηρύξεως, ως εσημειώθη ανωτέρω, της αυτοσυνειδησίας της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού. β. Του τονισμού της ποιμαντικής αναγκαιότητος της ιεραποστολής, του επανευαγγελισμού και του πνευματικού αναβαπτισμού των ανθρώπων και εντός της ημετέρας μάνδρας, στα ζωηφόρα νάματα της αγίας ορθοδόξου πίστεως, βιωτής και παραδόσεως, γ. Της διατυπώσεως των ορθοδόξων αρχών δεοντολογίας και ηθικής για την αλματωδώς προοδεύουσαν επιστημονικήν και τεχνολογικήν έρευναν, εξικνουμένην σήμερον έως του ιερού μυστηρίου της ζωής, δ. Της διαφυλάξεως της ιερότητος του τε μυστηρίου του Γάμου ως εικόνος της αγάπης του Χριστού προς την Εκκλησίαν και του θεσμού της οικογενείας, ε. Της οφειλετικής μερίμνης για θέματα χριστιανικής παιδείας και αγωγής των νέων. Η Σύνοδος άρθρωσε λόγον πνευματικόν, υπεύθυνον και φιλάνθρωπον για θέματα ως η παγκοσμιοποίησις, η φρίκη του πολέμου, το φλέγον μεταναστευτικό και προσφυγικό πρόβλημα, οι σχέσεις Εκκλησίας και επιστήμης – Εκκλησίας και πολιτικής, η οικολογική κρίσις, η πτωχεία, η εκκοσμίκευσις, η μοναξιά και ο ατομοκεντρισμός στις σχέσεις των ανθρώπων. Επίσης, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ύψωσε φωνήν διαμαρτυρίας για τον ανηλεή εκτοπισμόν και τις διώξεις χριστιανικών πληθυσμών εκ των αρχαίων κοιτίδων τους, εζήτησε προστασίαν του αγαθού της θρησκευτικής ελευθερίας και κατεδίκασεν απεριφράστως τον θρησκευτικόν φανατισμόν, τονίσασα ότι κάθε πόλεμος στο όνομα της οιασδήποτε θρησκείας συνιστά πόλεμον κατ’ αυτού του θρησκευτικού γεγονότος. (βλ. Εγκύκλιον και Μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου).
Τελικώς, πολυσέβαστοι Πατέρες, η όποια αξιολογική, με εκκλησιολογικούς, αγιοπνευματικούς και ποιμαντικούς πάντοτε όρους, προσέγγισις της εν Κολυμπαρίω Κρήτης συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου επαφίεται στην νηφαλίως και αδεκάστως ενεργούσαν ιστορίαν και κυρίως στην εγρηγορούσαν και ένθεον συνείδησιν του εκκλησιαστικού Σώματος.
Η εν γένει παρουσία και συμμετοχή της Αντιπροσωπείας της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος στις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ήτο θεολογικώς ενδύναμος, αξιοπρεπής, ουσιαστική, παραδοσιακή, στιβαρή, γονίμως παρεμβατική, ενοποιός, ορθοδόξως πολυφωνική και δημιουργικώς συνθετική, ευέλικτος, ρεαλιστική, φιλάδελφος. Ο Μακαριώτατος Πρόεδρος του ιερού Σώματός μας καθημερινώς σχεδόν συγκαλούσε συσκέψεις όλων των μελών της Αντιπροσωπείας προς εκτίμησιν της πορείας των εργασιών και χάραξιν ενιαίας γραμμής προς υποστήριξιν του γράμματος και του πνεύματος των Θέσεων – Αποφάσεων της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας. Ο λόγος ήταν για όλους ελεύθερος και οι τοποθετήσεις απάντων σεβαστές. Ο δρόμος προς επίτευξιν της ομοφωνίας εντός της αιθούσης της Συνοδικής Συνελεύσεως δεν ήτο ούτε εύκολος, ούτε «εστρωμμένος πάντοτε με ρόδα», κατά την σχετικήν αναφοράν και του Παναγιωτάτου Προέδρου του ιερού Συνοδικού Σώματος στην καταληκτήριον προσφώνησίν του. Υπήρξαν στιγμές και ώρες εντόνου αγωνίας, ψυχικής κοπώσεως και εντόνου προβληματισμού.
Ευχαριστίες θερμές και συγχαρητηρίους προσρήσεις οφείλομεν όλοι οι μετασχόντες της ιεράς και μεγάλης αυτής πανορθοδόξου Συνάξεως στην φιλοξενήσασαν Αποστολικήν Εκκλησίαν της Κρήτης και κατ’ επέκτασιν στο σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον για την υποδειγματικήν, αρχοντικήν και κατά πάντα αρτίαν προετοιμασίαν και υλοποίησιν της απαιτητικής αυτής διοργανώσεως, πανορθοδόξου και παγκοσμίου βεληνεκούς και ακτινοβολίας.
Κατά λόγον δικαιοσύνης, επίσης, οφείλομεν να ευχαριστήσωμεν και να συγχαρώμεν και τις ιδικές μας Συνοδικές Υπηρεσίες για την κατά πάντα αρτίαν και σχολαστικήν προετοιμασίαν και υλοποίησιν όλων των αφορώντων στην συμμετοχήν της Εκκλησίας μας στην μεγάλην αυτήν πανορθόδοξον διοργάνωσιν. Ο Θεοφ. Αρχιγραμματεύς, οι συναρμόδιες Συνοδικές Υπηρεσίες και άπαντες οι συνεργάτες, κληρικοί και λαϊκοί, της Σ. Ε. επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων ιδιαιτέρως εκοπίασαν και αξίως δικαιούνται των θερμοτάτων ευχαριστιών μας.
Πάνυ ευλαβώς και προς ποιμαντικήν αξιοποίησιν των Κειμένων-Αποφάσεων της εν Κρήτη Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (18-26/6/2016) απαντώντες εκ προοιμίου και στο εύλογον ερώτημα, «τι δέον γενέσθαι;», εισηγούμεθα τις παρακάτω προτάσεις, τις οποίες βαθυσεβάστως εμπιστευόμεθα στην ποιμαντορικήν ευθυκρισίαν του ιερού μας Σώματος. Παρίσταται, κατά την ταπεινήν μας γνώμην, ανάγκη:
1. Παραπομπής, μερίμνη της Δ.Ι.Σ., στις αρμόδιες Συνοδικές Επιτροπές των αφορωσών σε αυτές σχετικών Αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς νηφάλιον μελέτην, αγιοπατερικήν εμβάθυνσιν, διασαφήνισιν, ποιμαντικήν ωρίμανσιν, ανάλυσιν και αξιοποίησιν (λ.χ. Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών θεμάτων, Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, Ποιμαντικού Έργου, Θείας Λατρείας, Τύπου κ.τ.λ.). Καθηκόντως, οι εισηγήσεις των ανωτέρω Συνοδικών οργάνων θα υποβληθούν ακολούθως στην Δ.Ι.Σ. για τα κατ’ αυτήν περαιτέρω.
2. Συνεργασίας μετά των Θεολογικών Σχολών της ημεδαπής σε θέματα θεολογικής μελέτης των κειμένων και αξιοποιήσεως των αποτελεσμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
3. Ενημερώσεως σε επίπεδον Ιερών Μητροπόλεων πρωτίστως του εφημεριακού κλήρου, των μοναστικών αδελφοτήτων και των αμέσων συνεργατών μας, γενικώς περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και των Αποφάσεων αυτής, και ειδικώς περί των σχετικών Αποφάσεων – θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, προς οικοδομήν και αποφυγήν παρερμηνειών.
(Προσεκτική μελέτη και αξιοποίησις του σχετικού υλικού, των ψηφισθέντων κειμένων, Εγκυκλίων, του Μηνύματος, επιστημονικών μελετών και αναλύσεων).
4. Πληροφορήσεως, ως ποιμαντικώς οφείλομεν, του πληρώματος της Εκκλησίας της Ελλάδος δι’ εκδόσεως ευσυνόπτου και σε κατανοητήν γλώσσαν Εγκυκλίου, ως έπραξεν ήδη η Εκκλησία της Κύπρου, προς οικοδομήν και υπεύθυνον ενημέρωσιν. (Έκδοσις, μερίμνη της Δ.Ι.Σ., του ενημερωτικού φυλλαδίου «Προς τον λαό»).
5. Αναπτύξεως στους κύκλους συμμελέτης, κατηχητικές ομάδες, συνάξεις και ομιλίες των κατά τόπους Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, του σκεπτικού, του έργου και των αποτελεσμάτων της Μεγάλης Συνόδου.
6. Παρουσιάσεως εκπομπών από του Ρ/Σ της Εκκλησίας αναφορικώς προς την ιστορίαν, τους σκοπούς και τα αποτελέσματα για το Εκκλησιαστικόν Σώμα, της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Προς τούτο θα ηδύναντο να αξιοποιηθούν Ιεράρχες, καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, νηφάλιες και συγκροτημένες φωνές.
7. Εμπλουτισμού της σχετικής επισήμου ιστοσελίδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με τα ψηφισθέντα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, μελέτες και εμπεριστατωμένες αναλύσεις.
8. Αναθέσεως στην Σ. Ε. επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων σχηματισμού πλήρους και εμπεριστατωμένου αρχείου με παν ό,τι αφορά στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον.
9. Τέλος, η Αγιωτάτη Εκκλησία μας θα ηδύνατο, μερίμνη και προνοία της Δ.Ι.Σ., να αναθέσει σε αρμοδίαν ή και σε ειδικήν Συνοδικήν Επιτροπήν την σε βάθος μελέτην και θεολογικήν αποτίμησιν των εκκλησιολογικώς και θεολογικώς τεκμηριωμένων κειμένων που έχουν ήδη γραφεί και εμπεριέχουν είτε θετικές ή και επιφυλακτικές θέσεις για τις Αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Οφείλομεν, ως υπεύθυνοι και φιλόστοργοι Ποιμένες, μετά μεγίστης προσοχής και ποιμαντικής ευαισθησίας να ακούωμεν όλες τις σοβαρές και εποικοδομητικές θέσεις. Το καταστάλαγμα αυτής της μελέτης, που θεωρώ ότι εκφράζει δυνατά ένα Συνοδικόν ήθος και ποιότητα, μπορεί να βοηθήσει, καταλλήλως αξιοποιούμενον, ουσιαστικώς και την Αγιωτάτην Εκκλησίαν μας και την Πανορθοδοξίαν συνολικώς.
Μακαριώτατε Δέσποτα,
Τιμιώτατοι Πατέρες και προσφιλέστατοι αδελφοί,
«Εγώ δε κατά την της Εκκλησίας αξίωσιν τα τε προ της Συνόδου και τα εν αυτή τη Συνόδω (εν Κρήτη) γεγονότα, ως ενήν μοι, διηγησάμενος…. ήδη πέρας επιτίθημι τω συντάγματι, χάριν ομολογών τω Θεώ υπέρ ων αληθώς και αρκούντως είρηταί μοι, ως απομνημονεύσαί τε καλώς και γραφή παραδούναι ταύτα δωρησαμένω, υπέρ δε των ελλιπώς ειρημένων συγγνώμην παρ’ υμών αιτών, ως ουκ οίκοθεν, αλλά παρ’ αυτής (της Εκκλησίας) παρακληθείς και τη αποφάσει – (αγογγύστως και παρά την ενυπάρχουσαν υποκειμενικήν και αντικειμενικήν δυσκολίαν) – πεισθείς, κατετόλμησα της τοιαύτης συγγραφής… Τούτο δε προσθήσω μόνον τω διηγήματι ως αγαθήν τινα προαναφώνησιν και οιονεί κορωνίδα του λόγου. Ελπίζω εις τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του τω τιμίω αυτού αίματι συστησαμένου την ιδίαν Εκκλησίαν άσπιλον και ακηλίδωτον και διατηρούντος αυτήν μέχρι του νυν καθαράν και ανωτέραν πάσης της κατά καιρούς αναρριπισθείσης λύμης, πέπεισμαι ως ου περιόψεται ο πανοικτίρμων και εύσπλαγχνος την Εκκλησίαν αυτού, αλλά εις την αρχαίαν κατάστασιν στηρίξει και βεβαιώσει κρείττον ή πρότερον…». (Συλβέστρου Συροπούλου. Απομνημονεύματα ΙΒ,15-16).
Και τανύν, Πατέρες και αδελφοί, «την γλώσσαν πεδήσας, λύσω την ακοήν» (Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος). «Ο λόγος έστω των σοφωτέρων» (ό. π.).
«Τω δε Θεώ χάρις, ότι και τα εξαίρετα δίδωσι και δια των κοινών σώζειν επίσταται»! Σας ευχαριστώ. Εύχεσθε!
† Ο ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Πηγή: Εκκλησία της Ελλάδος, Ακτίνες
Με αφορμή την έκτακτη Σύνοδο της Ιεραρχίας, που θα ασχολείτο με τις αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης, διακόσιες οικογένειες από την αγιοτόκο επαρχία της Ι. Μ. Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης, με ενυπόγραφο κείμενο, που επιδόθηκε μέσω πενταμελούς εκπροσώπησης, ζητήσαμε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Ιωάννη, ως γνήσιο τέκνο του μακαριστού Παντελεήμονος του Β’ και διάδοχος στον θρόνο του Αγίου Δαμασκηνού του Στουδίτου:
1ον. Να υπερασπιστεί με όλες του τις δυνάμεις την ακεραιότητα της Εκκλησιολογικής και Δογματικής μας συνείδησης, έτσι όπως ορίζεται από τις Αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, από τους Ιερούς Κανόνες και από την Πατερική μας Παράδοση και
2ον. Να μεταφέρει στην Σύνοδο της Ιεραρχίας καθαρή την φωνή του ποιμνίου του, που δεν είναι άλλη από την φωνή των Αγίων μας Πατέρων.
Από την πλευρά μας δεσμευθήκαμε, για την ενίσχυση και τον φωτισμό του Επισκόπου μας, ιδιαίτερα στο διήμερο 23-24/11, να προσευχηθούμε θερμά.
Τα πρώτα μηνύματα από την Σύνοδο της Ιεραρχίας δείχνουν, ότι οι προσδοκίες μας, προς ώρας, διεψεύσθησαν. Γι’ αυτό και ο Αγώνας μας ο πνευματικός, όπως ορίζουν οι Πατέρες, συνεχίζεται τώρα με θερμότερο ζήλο και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο Θέλημα του Θεού.
Θα αποστείλει ο Κύριός μας Κριτές και Προφήτες, για να μας δείξουν τον δρόμο, να δώσουν το παράγγελμα για το επόμενο βήμα.
‘’Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν, εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου...’’
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
ΤΗΣ Ι.Μ. ΛΑΓΚΑΔΑ, ΛΗΤΗΣ ΚΑΙ ΡΕΝΤΙΝΗΣ
ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΧΟΥΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Λαγκαδάς, 18/11/2016
Ανακοινώθηκε, ότι στις 23 και 24 Νοεμβρίου θα συνέλθει η Ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, για να ασχοληθεί με τα αποτελέσματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Οι σεπτοί μας Ιεράρχες θα κληθούν να καταθέσουν την βιωματική τους αντίληψη πάνω σε αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης, οι οποίες αποφάσεις δεν έχουν απλά και μόνον διοικητικό χαρακτήρα, αλλά σχετίζονται απόλυτα με την πνευματική μας ζωή και την δυνατότητα σωτηρίας μας.
Γι’ αυτό και η ευθύνη είναι τεράστια, όχι μονάχα για τούς Επισκόπους, αλλά και για το πλήρωμα της Εκκλησίας, διότι ‘’έσχατος κριτής της ορθότητας και της εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας, οι κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός λαός του Θεού’’.
Οι παρακάτω υπογράφοντες, θέλοντας να διευκολύνουμε την ενεργό συμμετοχή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας στην προσεχή Ιεραρχία, παράλληλα με τις προσευχές μας, παραδίδουμε εις χείρας του και το παρόν έγγραφο. Ένα απλό κείμενο γραμμένο με πόνο και ζυμωμένο με της καρδιάς μας το δάκρυ, προσφερόμενο ως ελάχιστη εκ μέρους μας Ομολογία Πίστεως αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ως έκφραση της καλής μας ανησυχίας για τις αναμενόμενες αποφάσεις της προσεχούς Ιεραρχίας.
Χωρίς περιστροφές και αγαπώντες εν Αληθεία, δηλώνουμε, ότι για την εν Χριστώ παιδαγωγία και διαμόρφωση της εκκλησιολογικής και δογματικής μας συνείδησης, επικαλούμαστε αποκλειστικά και μόνον τις Γραφές, τις Αποφάσεις των Οικουμενικών μας Συνόδων (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων επί Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και Μεγάλου Φωτίου), τους Κανόνες της Εκκλησίας και τις αγιοπνευματικές διδαχές των Ιερών μας Πατέρων.
Συνεπώς, προσδοκία μας είναι, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, ως διάδοχος στον θρόνο του Αγίου Δαμασκηνού του Στουδίτη, παμμεγίστου θεολόγου και πολεμίου της πλάνης των παπικών, να μεταφέρει στην Σύνοδο της Ιεραρχίας καθαρή την φωνή του ποιμνίου του, που δεν είναι άλλη από την φωνή των Αγίων μας Πατέρων, ιδιαιτέρως μάλιστα των συγχρόνων Αγίων, όπως για παράδειγμα του οσίου Πορφυρίου, του αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου, του αγίας μνήμης γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη, του αειμνήστου γέροντος Ευμενίου Σαριδάκη, του Αγιορείτη μας παππού Γαβριήλ Διονυσιάτη, του διορατικού πατρός Εφραίμ Κατουνακιώτη, του αγίου πατρός Φιλοθέου Ζερβάκου, του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, του πολιού Εφραίμ του Φιλοθεΐτη, του γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτη, του μακαριστού πατρός Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, του αγίου και ομολογητού Ιουστίνου Πόποβιτς και του αγίου Νεκταρίου.
Με αυτούς συντασσόμεθα και αυτούς ακολουθούμε. Αυτούς παραδεχόμαστε ως ανόθευτους και γνησίους γνώμονες σε ζητήματα σύγχρονου εκκλησιολογικού και δογματικού προβληματισμού. Αυτούς εμπιστευόμαστε και όλους τους Αγίους μας, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτουμε κάθε απόπειρα θρησκευτικού συγκρητισμού και περιφρόνησης της Ορθοδόξου Πατερικής μας Παραδόσεως.
Παρακάτω προσφέρεται ένα μικρό απάνθισμα από την θεόπνευστη διδασκαλία των προαναφερθέντων Αγίων και θεοφόρων Πατέρων μας, μέσω του οποίου δίνονται θεολογικές και κανονικές απαντήσεις σε ζητήματα, που προέκυψαν από την σύνοδο της Κρήτης, όπως είναι για παράδειγμα οι σχέσεις μας με τους ετεροδόξους, οι λεγόμενοι διαχριστιανικοί διάλογοι, ο ρόλος του λεγομένου παγκοσμίου συμβουλίου εκκλησιών, οι συμπροσευχές, η παναίρεση του οικουμενισμού, οι μεικτοί γάμοι κ.α.
Συμπληρωματικά παρατίθεται και μικρό δείγμα από σύγχρονα κείμενα γνωστών δοκίμων συγγραφέων, που αναφέρονται στα ίδια θέματα.
1) Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης:
- Όπως φαίνεται, ο πατέρας μας αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του κάμνει καμίαν εντύπωση, επειδή είναι πολύ σεμνή (Επιστολή προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα).
- ‘’Μία θρησκεία ‘’, σου λένε, ‘’να υπάρχει’’, και τα ισοπεδώνουν όλα. Ρωτήστε έναν χρυσοχόο: ‘’Κάνει να ανακατέψουμε την σαβούρα με τον χρυσό;’’
Οι Άγιοι Πατέρες κάτι ήξεραν και απαγόρευσαν τις σχέσεις με αιρετικό.
-Για το παγκόσμιο συμβούλιο εκκλησιών έλεγε, ότι είναι ‘’η κουρελού του διαβόλου’’.
2) Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης.
- Οι διαθέσεις του Πάπα ανέκαθεν ήταν να υποτάξει την Ορθόδοξη Εκκλησία και θα έλθει ημέρα, που ο διάλογος θα ματαιωθεί. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει.
3) Πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης:
- (Χαρακτηριστικό περιστατικό από την αγία του βιωτή)
Όταν έμεινε για διανυκτέρευση στο μοναστήρι ένας παπικός, ο Γέροντας του φέρθηκε με αγάπη. Στην ώρα του φαγητού ο Γέροντας κάθισε, είπε και στους άλλους να καθίσουν, έκανε τον σταυρό του και άρχισε να τρώει. Ο παπικός παίρνει τον λόγο και λέει στον Γέροντα: ‘’Γέροντα, δεν θα κάνουμε προσευχή;’’ Και ο Γέροντας ήρεμα του απαντά: ‘’Καλύτερα να κάνουμε σιωπή’’. Και συνέχισε το φαγητό του.
Επ’ αυτού σχολιάζει ο Νεόφυτος Μόρφου: Ας κατανοήσουν το πνεύμα του Αγίου Γέροντος, όσοι επιμένουν στις συμπροσευχές με τους ετεροδόξους.
4) Γέρων Ευμένιος Σαριδάκης, πνευματικὸν τέκνον του οσίου Νικηφόρου του Λεπρού.
- Περιγράφει ως αυτήκοος μάρτυς, ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος: Ο Γέροντάς μας, π. Ευμένιος Σαριδάκης, μου εκμυστηρεύθηκε, ότι μνημόνευσε στην Πρόθεση τον Ευρωπαίο γνωστό ανθρωπιστή Ραούλ Φολλερώ, παπικό στο δόγμα, επειδή είχε ευεργετήσει το Λεπροκομείο και ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Τότε, άγγελος Κυρίου, του πέταξε την μερίδα από το άγιο Δισκάριο τρείς φορές. Την τρίτη φορά, του εμφανίσθηκε λέγοντάς του, ότι εκεί (στην Πρόθεση) έχουν θέση μόνον τα μέλη της Εκκλησίας. Του εξήγησε, ότι στην Ευχαριστιακή Αναφορά, μόνον τους Ορθοδόξους μπορεί να βάλει, γιατί αυτοί αποτελούν τα μέλη της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
5) Άγιος Ανατόλιος της Όπτινα:
- Ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους θα ενεργεί με πονηρία, με σκοπό να ελκύσει εντός της αιρέσεως, εάν ήτο δυνατόν, ακόμη και τους εκλεκτούς.
Θα αρχίσει ανεπαίσθητα να διαστρεβλώνει τις διδασκαλίες και τους θεσμούς της Εκκλησίας και το πραγματικό νόημά τους, όπως μας παρεδόθησαν από τους Αγίους Πατέρες εν Αγίω Πνεύματι.
- Οι αιρετικοί θα πάρουν την εξουσία της Εκκλησίας και θα τοποθετήσουν ιδικούς τους υπηρέτες παντού, οι δε πιστοί θα καταφρονούνται. Να αναγνωρίζεις αυτούς τους λύκους με ένδυμα προβάτου, από τις υπερήφανες διαθέσεις τους και από την αγάπη τους για εξουσία.
6) Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος
- Η ταπεινή μου γνώμη, αναφορικώς με το ενωτικόν πνεύμα προς την παναίρεσιν του Οικουμενισμού, το οποίον διακατέχει το Οικουμ. Πατριαρχείον, είναι, ότι οφείλομεν ως ορθόδοξοι Χριστιανοί και μάλιστα ως μοναχοί, να ακολουθήσωμεν όχι την γνώμην την ιδικήν μας, αλλά την γνώμην των Αγίων Πατέρων μας, Προφητών, Αποστόλων, Διδασκάλων και κηρύκων της αληθούς πίστεως ημών.
- Ο παπισμός είναι πρόδρομος του Αντιχρίστου.
7) Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος
(Απευθυνόμενος προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα)
- Παναγιώτατε, διακηρύσσετε urbi et orbi, ότι «ουδεμία διαφορά χωρίζει τας δύο Εκκλησίας». Συμπροσεύχεσθε μετ’ αντιπροσώπων αυτού και φέρεσθε προς αυτούς σχεδόν όπως και προς τους Ορθοδόξους Επισκόπους. Πότε η Εκκλησία ημών συνηρίθμησεν ομού μετά των Ορθοδόξων Επισκόπων τους Επισκόπους των αιρετικών;
Δογματικής και κανονικής ακριβείας γλώσσαν ομιλείτε ή ευελίκτου διπλωματικής υποκρισίας; Επίσκοπος είσθε ή διπλωμάτης;
8) Γέρων Γαβριήλ Διονυσιάτης
- Δεν κατεχόμεθα από μισαλλοδοξίαν, ως θέλουν να μας χαρακτηρίζουν οι επιπόλαιοι φιλενωτικοί. Προμαχούμεν της πίστεως των Πατέρων μας.
- Προς τί λοιπόν η τόση προθυμία προς μετάβασιν εις Ρώμην, προς τί η επίμονος εκζήτησις υφ’ υμών διαλόγων; Προς τί τόσον η κακοπαθούσα και παραποιουμένη κατά Θεόν αγάπη; Δεν μας σωφρονίζουν τα παθήματα της Φερράρας και της Φλωρεντίας; Δεν ελάβομεν εισέτι πείραν της Λατινικής στρεψοδικίας και της υπερηφανείας; Δεν διεκρίναμεν τα όρια μεταξύ αληθείας και υποκρισίας εν τη πίστει;
9) Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο Ομολογητής
- Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινό ευαγγελικό όνομά των είναι παναίρεσις.
- Το ορθοδοξότερο θα ήταν να μην συγκληθεί καθόλου η Οικουμενική Σύνοδος ή τουλάχιστον να μην συμμετάσχει κανείς σ’ αυτήν. Τί δύναται να περιμένει κανείς από μία τέτοια Οικουμενική Σύνοδο; Ένα και μόνον αποτέλεσμα μπορούμε να περιμένουμε από αυτή: Σχίσματα ή αιρέσεις. Και οπωσδήποτε απώλεια πολλή, δυσαριθμήτων ψυχών και άλλες συμφορές.
10) Άγιος Νικόλαος Αχρίδος
- Όλοι θέλομε να δώσει ο Θεός ενότητα πίστεως στον κόσμο. Μα εσείς τα μπερδεύετε τα πράγματα. Άλλο η συμφιλίωση των ανθρώπων, και άλλο η συμφιλίωση των θρησκειών. Σαν χριστιανοί, πρέπει να ελεείτε όλο τον κόσμο, όλους τους ανθρώπους! Ακόμη και την ζωή σας να δώσετε γι΄ αυτούς. Αλλά τις αλήθειες του Χριστού δεν έχετε το δικαίωμα να τις θίξετε. Γιατί δεν είναι δικές σας. Η πίστη του Χριστού δεν είναι ιδιοκτησία μας, να την κάνουμε ό,τι θέλουμε.
11) Εφραίμ Φιλοθεϊτης
- Εκείνοι, που ομιλούν πληθωρικά περί αγάπης, νοθεύουν το περιεχόμενό της, για να περιπτυχθούν όλους τους αιρετικούς όλων των αποχρώσεων. Είναι τόσο ψεύτικη αυτή η αγάπη, όσο και τα ψεύτικα λουλούδια.
- Φρονούμεν ότι η Ορθοδοξία δεν έχει καμμία θέση ανάμεσα σ’ αυτό το συνονθύλευμα των πλανών και των αιρέσεων. Αυτό το δόλιο «οικουμενικό» κατασκεύασμα δεν αποσκοπεί στην αναζήτηση της αληθείας, αλλά είναι ένα ανακάτεμα αφανισμού της Αλήθειας.
12) Άγιος Νεκτάριος
- Οι παπικοί αμαρτάνουν και κολάζονται μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας, ίσως και αιωνίως, διά τα προς την Ελληνικήν Εκκλησίαν κακά και της ψευδενώσεως τις ασεβείς και αντιχριστιανικές διατάξεις.
13) π. Αθανάσιος Μυτιληναίος
- Ο οικουμενισμός είναι μασονικής εμπνεύσεως εφεύρημα.
14) Εφραίμ Κατουνακιώτης
- Ο οικουμενισμός έχει πνεύμα πονηρίας και κυριαρχείται από ακάθαρτα πνεύματα.
15) Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ
- Όσοι ομιλούν για “ένωση Εκκλησιών”, δεν έχουν καταλάβει ούτε το ύψος της θεώσεως, που έχει η Ορθοδοξία, ούτε το βάθος της πτώσεως των ετεροδόξων. (Μαρτυρία π. Ιεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου).
16) Γέρων Γαβριήλ (Ι. Κουτλουμουσιανό Κελλίον Οσίου Χριστοδούλου)
- Δεν είναι Εκκλησία ο πάπας. Δεν έχουν μυστήρια οι παπικοί. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέει μέσα στο Πηδάλιο, ότι οι παπικοί είναι παμπάλαιοι αιρετικοί, είναι αβάπτιστοι. (Ερμηνεία ΜΖ’ Αποστολικού Κανόνος).
- Ο Θεός θα κρίνει με επιείκεια τους Χριστιανούς, που έχουμε αδυναμίες και αγωνιζόμαστε και μετανοούμε. Στα θέματα, όμως, της Πίστεως θα είναι πολύ αυστηρός. Δεν θα σωθεί κανένας, που θα αρνηθεί την Πίστη του. Έστω και το παραμικρό να κάνει, την παραμικρή παραχώρηση.
17) Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης
- Εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αι λεγόμεναι Ανατολικαί ή Δυτικαί, αποτελούν αιρετικά αθροίσματα μικρά ή μεγάλα, σώματα νοσούντα ποικίλως και άλλα εντελώς νεκρά... Κατόπιν όλων αυτών είναι πολύ περίεργον, πώς ελπίζεται μία προσέγγισις της Εκκλησίας μετά του παπισμού, όταν η πτώσις του θεωρείται η Τρίτη εις την ιστορίαν, μετά την πτώσιν των πρωτοπλάστων και κατόπιν του Ιούδα, ως λέγει ο Ιουστίνος Πόποβιτς; Ή πώς δύναται να γίνει διάλογος με τον προτεσταντισμόν, όταν η πτώσις του είναι τόσον μεγάλη, ώστε πολλοί εκ των αντιπροσώπων του να έχουν εν πολλοίς υπερβάλει εις αρειανισμόν και αυτόν τον Άρειον.
18) Πατήρ Σαράντης Σαράντος
(Διατηρείται η ορθογραφία του αρχικού κειμένου)
- Οὐσιώδης εἰδοποιός διαφορά τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου βρίσκεται στήν πρόσκληση Παρατηρητῶν, πού ἀπηύθυνε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο πρός τίς «ἄλλες ἐκκλησίες», παπικῶν, προτεσταντῶν, κοπτῶν καί ὅλων τῶν αἱρετικῶν, πού μετέχουν στό ΠΣΕ. Σέ καμιά ἀπό τίς Ἀποστολικές ἤ Οἰκουμενικές Συνόδους δέν παρευρίσκονταν οἱ αἱρετικοί. Στούς αἱρετικούς παρατηρητές ἐμμέσως πλήν σαφῶς ἀναγνωρίστηκε ἐκκλησιαστικότητα.
- Στήν 23η παράγραφο τοῦ κειμένου «Σχέσεις Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» γράφεται ἐπί λέξει: «ἀποκλείεται πᾶσα πρᾶξις προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προσκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ». Δηλαδή ἡ ὀρθόδοξη διδαχή τοῦ χριστιανικοῦ λόγου ἀπαγορεύεται στό ΠΣΕ. Αὐτό δέν ἀναιρεῖ τή ρήση τοῦ Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε»;
- Στήν 22η παράγραφο του ιδίου κειμένου γράφεται: «Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας». Ὥστε πρέπει νά φιμωθεῖ κάθε ἀντιδρῶν στήν τακτική ἐπανευαγγελισμοῦ τῶν αἱρετικῶν τοῦ ΠΣΕ; Ἔτσι ἔκαναν οἱ Πατέρες στήν ἐποχή τους, Χρυσόστομος, Βασίλειος καί ἄλλοι;
19) Καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης
(Διατηρείται η ορθογραφία του αρχικού κειμένου)
- Ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» -θεολογικά κρινόμενη- δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ οὔτε κἄν ὡς μία Τοπική Σύνοδος. Πρόκειται, μᾶλλον, γιά μιά ἰδιότυπη, διηυρυμένη, «Προσυνοδική Διάσκεψη Ἀρχιερέων» μέ δέκα Προκαθημένους. Κατά συνέπεια, οἱ ἀποφάσεις δέν ἔχουν δεσμευτικό χαρακτῆρα. Ἄρα καί καμμία ἰσχύ.
- Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ὅμως, στήν «Διάσκεψη» τῆς Κρήτης, δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀποδέχθηκαν ἀθεολόγητα τήν «Βαπτισματική Θεολογία» καί ἔμμεσα τήν «Θεω-ρία τῶν Κλάδων», ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες τούς Ρωμαιοκαθολικούς, τούς Μαρωνῖτες, τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες Ἀντιχαλκηδονίους, τούς Μονοθελῆτες, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν γιά τήν χριστολογική τους αἵρεση ἀπό σειρά Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἀπό τήν Τρίτη ἕως καί τήν Ἕκτη), ἀλλά καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν, πού ἀντιπροσωπεύονται στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν λεγομένων Ἐκκλησιῶν.
- Ἡ προταθεῖσα εἰσήγηση τῶν μικτῶν γάμων ὡς οἰκονομία – πέρα ἀπό τήν ἀντικανονικότητα καί τήν παρανομία της, ἀλλά καί τό ὀξύμωρο τῆς σχετικοποιήσεως ἑνός Κανόνα (72) Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Πενθέκτης) ἀπό ἥσ-σονα «Σύνοδο», στήν ὁποία παραπέμπει τό θέμα -εἶναι ἄκρως ἀθεολόγητη, ἐκκλησιολογικῶς.
-’ Ὡς δογματολόγος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔχω τήν βαθύτατη πεποίθηση, ὅ-τι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογική αἵρεση, ἀλλά καί ἡ ἐπικινδυνότερη πολυαίρεση, πού ἐμφανίστηκε ποτέ στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησί-ας. Καί τοῦτο, γιατί ὁ Οἰκουμενισμός, ἐξαιτίας τοῦ συγκρητιστικοῦ χαρακτῆρα του, συνιστᾶ τήν πιό δόλια ἀμφισβήτηση τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν πιό σοβαρή νόθευσή της.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
‘’Προσκαρτεροῦντες τῇ προσευχῇ’’ και ελπίζοντες στο Έλεος του Κυρίου δηλώνουμε ενυπογράφως, ότι:
1ον. Με την Χάρι του Τριαδικού μας Θεού, θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε ‘’επόμενοι τοις Αγίοις ημών Πατράσι’’, υπακούοντας με ανόθευτο Εκκλησιολογικό και Δογματικό φρόνημα στις Αποφάσεις των Οικουμενικών μας Συνόδων, στους Κανόνες της Εκκλησίας μας και στην Ορθόδοξη Πατερική μας Παράδοση και
2ον. Τιμώντας την μνήμη του Αγίου Δαμασκηνού του Στουδίτη, Επισκόπου Λητής και Ρεντίνης, και αναφερόμενοι στους αγώνες του εναντίον της πλάνης των παπικών, αναμένουμε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας, διάδοχο στον θρόνο του Αγίου, στην προσεχή Ιεραρχία να υπερασπιστεί με όλες του τις δυνάμεις την ακεραιότητα της πατροπαράδοτης εκκλησιολογικής και δογματικής μας συνείδησης.
(Ακολουθούν οι υπογραφές)
1ον. Να υπερασπιστεί με όλες του τις δυνάμεις την ακεραιότητα της Εκκλησιολογικής και Δογματικής μας συνείδησης, έτσι όπως ορίζεται από τις Αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, από τους Ιερούς Κανόνες και από την Πατερική μας Παράδοση και
2ον. Να μεταφέρει στην Σύνοδο της Ιεραρχίας καθαρή την φωνή του ποιμνίου του, που δεν είναι άλλη από την φωνή των Αγίων μας Πατέρων.
Από την πλευρά μας δεσμευθήκαμε, για την ενίσχυση και τον φωτισμό του Επισκόπου μας, ιδιαίτερα στο διήμερο 23-24/11, να προσευχηθούμε θερμά.
Τα πρώτα μηνύματα από την Σύνοδο της Ιεραρχίας δείχνουν, ότι οι προσδοκίες μας, προς ώρας, διεψεύσθησαν. Γι’ αυτό και ο Αγώνας μας ο πνευματικός, όπως ορίζουν οι Πατέρες, συνεχίζεται τώρα με θερμότερο ζήλο και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο Θέλημα του Θεού.
Θα αποστείλει ο Κύριός μας Κριτές και Προφήτες, για να μας δείξουν τον δρόμο, να δώσουν το παράγγελμα για το επόμενο βήμα.
‘’Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν, εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου...’’
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
ΤΗΣ Ι.Μ. ΛΑΓΚΑΔΑ, ΛΗΤΗΣ ΚΑΙ ΡΕΝΤΙΝΗΣ
ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΧΟΥΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Λαγκαδάς, 18/11/2016
Ανακοινώθηκε, ότι στις 23 και 24 Νοεμβρίου θα συνέλθει η Ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, για να ασχοληθεί με τα αποτελέσματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Οι σεπτοί μας Ιεράρχες θα κληθούν να καταθέσουν την βιωματική τους αντίληψη πάνω σε αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης, οι οποίες αποφάσεις δεν έχουν απλά και μόνον διοικητικό χαρακτήρα, αλλά σχετίζονται απόλυτα με την πνευματική μας ζωή και την δυνατότητα σωτηρίας μας.
Γι’ αυτό και η ευθύνη είναι τεράστια, όχι μονάχα για τούς Επισκόπους, αλλά και για το πλήρωμα της Εκκλησίας, διότι ‘’έσχατος κριτής της ορθότητας και της εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας, οι κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός λαός του Θεού’’.
Οι παρακάτω υπογράφοντες, θέλοντας να διευκολύνουμε την ενεργό συμμετοχή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας στην προσεχή Ιεραρχία, παράλληλα με τις προσευχές μας, παραδίδουμε εις χείρας του και το παρόν έγγραφο. Ένα απλό κείμενο γραμμένο με πόνο και ζυμωμένο με της καρδιάς μας το δάκρυ, προσφερόμενο ως ελάχιστη εκ μέρους μας Ομολογία Πίστεως αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ως έκφραση της καλής μας ανησυχίας για τις αναμενόμενες αποφάσεις της προσεχούς Ιεραρχίας.
Χωρίς περιστροφές και αγαπώντες εν Αληθεία, δηλώνουμε, ότι για την εν Χριστώ παιδαγωγία και διαμόρφωση της εκκλησιολογικής και δογματικής μας συνείδησης, επικαλούμαστε αποκλειστικά και μόνον τις Γραφές, τις Αποφάσεις των Οικουμενικών μας Συνόδων (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων επί Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και Μεγάλου Φωτίου), τους Κανόνες της Εκκλησίας και τις αγιοπνευματικές διδαχές των Ιερών μας Πατέρων.
Συνεπώς, προσδοκία μας είναι, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, ως διάδοχος στον θρόνο του Αγίου Δαμασκηνού του Στουδίτη, παμμεγίστου θεολόγου και πολεμίου της πλάνης των παπικών, να μεταφέρει στην Σύνοδο της Ιεραρχίας καθαρή την φωνή του ποιμνίου του, που δεν είναι άλλη από την φωνή των Αγίων μας Πατέρων, ιδιαιτέρως μάλιστα των συγχρόνων Αγίων, όπως για παράδειγμα του οσίου Πορφυρίου, του αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου, του αγίας μνήμης γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη, του αειμνήστου γέροντος Ευμενίου Σαριδάκη, του Αγιορείτη μας παππού Γαβριήλ Διονυσιάτη, του διορατικού πατρός Εφραίμ Κατουνακιώτη, του αγίου πατρός Φιλοθέου Ζερβάκου, του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, του πολιού Εφραίμ του Φιλοθεΐτη, του γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτη, του μακαριστού πατρός Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, του αγίου και ομολογητού Ιουστίνου Πόποβιτς και του αγίου Νεκταρίου.
Με αυτούς συντασσόμεθα και αυτούς ακολουθούμε. Αυτούς παραδεχόμαστε ως ανόθευτους και γνησίους γνώμονες σε ζητήματα σύγχρονου εκκλησιολογικού και δογματικού προβληματισμού. Αυτούς εμπιστευόμαστε και όλους τους Αγίους μας, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτουμε κάθε απόπειρα θρησκευτικού συγκρητισμού και περιφρόνησης της Ορθοδόξου Πατερικής μας Παραδόσεως.
Παρακάτω προσφέρεται ένα μικρό απάνθισμα από την θεόπνευστη διδασκαλία των προαναφερθέντων Αγίων και θεοφόρων Πατέρων μας, μέσω του οποίου δίνονται θεολογικές και κανονικές απαντήσεις σε ζητήματα, που προέκυψαν από την σύνοδο της Κρήτης, όπως είναι για παράδειγμα οι σχέσεις μας με τους ετεροδόξους, οι λεγόμενοι διαχριστιανικοί διάλογοι, ο ρόλος του λεγομένου παγκοσμίου συμβουλίου εκκλησιών, οι συμπροσευχές, η παναίρεση του οικουμενισμού, οι μεικτοί γάμοι κ.α.
Συμπληρωματικά παρατίθεται και μικρό δείγμα από σύγχρονα κείμενα γνωστών δοκίμων συγγραφέων, που αναφέρονται στα ίδια θέματα.
1) Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης:
- Όπως φαίνεται, ο πατέρας μας αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του κάμνει καμίαν εντύπωση, επειδή είναι πολύ σεμνή (Επιστολή προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα).
- ‘’Μία θρησκεία ‘’, σου λένε, ‘’να υπάρχει’’, και τα ισοπεδώνουν όλα. Ρωτήστε έναν χρυσοχόο: ‘’Κάνει να ανακατέψουμε την σαβούρα με τον χρυσό;’’
Οι Άγιοι Πατέρες κάτι ήξεραν και απαγόρευσαν τις σχέσεις με αιρετικό.
-Για το παγκόσμιο συμβούλιο εκκλησιών έλεγε, ότι είναι ‘’η κουρελού του διαβόλου’’.
2) Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης.
- Οι διαθέσεις του Πάπα ανέκαθεν ήταν να υποτάξει την Ορθόδοξη Εκκλησία και θα έλθει ημέρα, που ο διάλογος θα ματαιωθεί. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει.
3) Πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης:
- (Χαρακτηριστικό περιστατικό από την αγία του βιωτή)
Όταν έμεινε για διανυκτέρευση στο μοναστήρι ένας παπικός, ο Γέροντας του φέρθηκε με αγάπη. Στην ώρα του φαγητού ο Γέροντας κάθισε, είπε και στους άλλους να καθίσουν, έκανε τον σταυρό του και άρχισε να τρώει. Ο παπικός παίρνει τον λόγο και λέει στον Γέροντα: ‘’Γέροντα, δεν θα κάνουμε προσευχή;’’ Και ο Γέροντας ήρεμα του απαντά: ‘’Καλύτερα να κάνουμε σιωπή’’. Και συνέχισε το φαγητό του.
Επ’ αυτού σχολιάζει ο Νεόφυτος Μόρφου: Ας κατανοήσουν το πνεύμα του Αγίου Γέροντος, όσοι επιμένουν στις συμπροσευχές με τους ετεροδόξους.
4) Γέρων Ευμένιος Σαριδάκης, πνευματικὸν τέκνον του οσίου Νικηφόρου του Λεπρού.
- Περιγράφει ως αυτήκοος μάρτυς, ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος: Ο Γέροντάς μας, π. Ευμένιος Σαριδάκης, μου εκμυστηρεύθηκε, ότι μνημόνευσε στην Πρόθεση τον Ευρωπαίο γνωστό ανθρωπιστή Ραούλ Φολλερώ, παπικό στο δόγμα, επειδή είχε ευεργετήσει το Λεπροκομείο και ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Τότε, άγγελος Κυρίου, του πέταξε την μερίδα από το άγιο Δισκάριο τρείς φορές. Την τρίτη φορά, του εμφανίσθηκε λέγοντάς του, ότι εκεί (στην Πρόθεση) έχουν θέση μόνον τα μέλη της Εκκλησίας. Του εξήγησε, ότι στην Ευχαριστιακή Αναφορά, μόνον τους Ορθοδόξους μπορεί να βάλει, γιατί αυτοί αποτελούν τα μέλη της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
5) Άγιος Ανατόλιος της Όπτινα:
- Ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους θα ενεργεί με πονηρία, με σκοπό να ελκύσει εντός της αιρέσεως, εάν ήτο δυνατόν, ακόμη και τους εκλεκτούς.
Θα αρχίσει ανεπαίσθητα να διαστρεβλώνει τις διδασκαλίες και τους θεσμούς της Εκκλησίας και το πραγματικό νόημά τους, όπως μας παρεδόθησαν από τους Αγίους Πατέρες εν Αγίω Πνεύματι.
- Οι αιρετικοί θα πάρουν την εξουσία της Εκκλησίας και θα τοποθετήσουν ιδικούς τους υπηρέτες παντού, οι δε πιστοί θα καταφρονούνται. Να αναγνωρίζεις αυτούς τους λύκους με ένδυμα προβάτου, από τις υπερήφανες διαθέσεις τους και από την αγάπη τους για εξουσία.
6) Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος
- Η ταπεινή μου γνώμη, αναφορικώς με το ενωτικόν πνεύμα προς την παναίρεσιν του Οικουμενισμού, το οποίον διακατέχει το Οικουμ. Πατριαρχείον, είναι, ότι οφείλομεν ως ορθόδοξοι Χριστιανοί και μάλιστα ως μοναχοί, να ακολουθήσωμεν όχι την γνώμην την ιδικήν μας, αλλά την γνώμην των Αγίων Πατέρων μας, Προφητών, Αποστόλων, Διδασκάλων και κηρύκων της αληθούς πίστεως ημών.
-Ο παπισμός είναι πρόδρομος του Αντιχρίστου.
7) Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος
(Απευθυνόμενος προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα)
- Παναγιώτατε, διακηρύσσετε urbi et orbi, ότι «ουδεμία διαφορά χωρίζει τας δύο Εκκλησίας». Συμπροσεύχεσθε μετ’ αντιπροσώπων αυτού και φέρεσθε προς αυτούς σχεδόν όπως και προς τους Ορθοδόξους Επισκόπους. Πότε η Εκκλησία ημών συνηρίθμησεν ομού μετά των Ορθοδόξων Επισκόπων τους Επισκόπους των αιρετικών;
Δογματικής και κανονικής ακριβείας γλώσσαν ομιλείτε ή ευελίκτου διπλωματικής υποκρισίας; Επίσκοπος είσθε ή διπλωμάτης;
8) Γέρων Γαβριήλ Διονυσιάτης
- Δεν κατεχόμεθα από μισαλλοδοξίαν, ως θέλουν να μας χαρακτηρίζουν οι επιπόλαιοι φιλενωτικοί. Προμαχούμεν της πίστεως των Πατέρων μας.
- Προς τί λοιπόν η τόση προθυμία προς μετάβασιν εις Ρώμην, προς τί η επίμονος εκζήτησις υφ’ υμών διαλόγων; Προς τί τόσον η κακοπαθούσα και παραποιουμένη κατά Θεόν αγάπη; Δεν μας σωφρονίζουν τα παθήματα της Φερράρας και της Φλωρεντίας; Δεν ελάβομεν εισέτι πείραν της Λατινικής στρεψοδικίας και της υπερηφανείας; Δεν διεκρίναμεν τα όρια μεταξύ αληθείας και υποκρισίας εν τη πίστει;
9) Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο Ομολογητής
- Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινό ευαγγελικό όνομά των είναι παναίρεσις.
- Το ορθοδοξότερο θα ήταν να μην συγκληθεί καθόλου η Οικουμενική Σύνοδος ή τουλάχιστον να μην συμμετάσχει κανείς σ’ αυτήν. Τί δύναται να περιμένει κανείς από μία τέτοια Οικουμενική Σύνοδο; Ένα και μόνον αποτέλεσμα μπορούμε να περιμένουμε από αυτή: Σχίσματα ή αιρέσεις. Και οπωσδήποτε απώλεια πολλή, δυσαριθμήτων ψυχών και άλλες συμφορές.
10) Άγιος Νικόλαος Αχρίδος
- Όλοι θέλομε να δώσει ο Θεός ενότητα πίστεως στον κόσμο. Μα εσείς τα μπερδεύετε τα πράγματα. Άλλο η συμφιλίωση των ανθρώπων, και άλλο η συμφιλίωση των θρησκειών. Σαν χριστιανοί, πρέπει να ελεείτε όλο τον κόσμο, όλους τους ανθρώπους! Ακόμη και την ζωή σας να δώσετε γι΄ αυτούς. Αλλά τις αλήθειες του Χριστού δεν έχετε το δικαίωμα να τις θίξετε. Γιατί δεν είναι δικές σας. Η πίστη του Χριστού δεν είναι ιδιοκτησία μας, να την κάνουμε ό,τι θέλουμε.
11) Εφραίμ Φιλοθεϊτης
- Εκείνοι, που ομιλούν πληθωρικά περί αγάπης, νοθεύουν το περιεχόμενό της, για να περιπτυχθούν όλους τους αιρετικούς όλων των αποχρώσεων. Είναι τόσο ψεύτικη αυτή η αγάπη, όσο και τα ψεύτικα λουλούδια.
- Φρονούμεν ότι η Ορθοδοξία δεν έχει καμμία θέση ανάμεσα σ’ αυτό το συνονθύλευμα των πλανών και των αιρέσεων. Αυτό το δόλιο «οικουμενικό» κατασκεύασμα δεν αποσκοπεί στην αναζήτηση της αληθείας, αλλά είναι ένα ανακάτεμα αφανισμού της Αλήθειας.
12) Άγιος Νεκτάριος
- Οι παπικοί αμαρτάνουν και κολάζονται μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας, ίσως και αιωνίως, διά τα προς την Ελληνικήν Εκκλησίαν κακά και της ψευδενώσεως τις ασεβείς και αντιχριστιανικές διατάξεις.
13) π. Αθανάσιος Μυτιληναίος
- Ο οικουμενισμός είναι μασονικής εμπνεύσεως εφεύρημα.
14) Εφραίμ Κατουνακιώτης
- Ο οικουμενισμός έχει πνεύμα πονηρίας και κυριαρχείται από ακάθαρτα πνεύματα.
15) Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ
- Όσοι ομιλούν για “ένωση Εκκλησιών”, δεν έχουν καταλάβει ούτε το ύψος της θεώσεως, που έχει η Ορθοδοξία, ούτε το βάθος της πτώσεως των ετεροδόξων. (Μαρτυρία π. Ιεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου).
16) Γέρων Γαβριήλ (Ι. Κουτλουμουσιανό Κελλίον Οσίου Χριστοδούλου)
- Δεν είναι Εκκλησία ο πάπας. Δεν έχουν μυστήρια οι παπικοί. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέει μέσα στο Πηδάλιο, ότι οι παπικοί είναι παμπάλαιοι αιρετικοί, είναι αβάπτιστοι. (Ερμηνεία ΜΖ’ Αποστολικού Κανόνος).
- Ο Θεός θα κρίνει με επιείκεια τους Χριστιανούς, που έχουμε αδυναμίες και αγωνιζόμαστε και μετανοούμε. Στα θέματα, όμως, της Πίστεως θα είναι πολύ αυστηρός. Δεν θα σωθεί κανένας, που θα αρνηθεί την Πίστη του. Έστω και το παραμικρό να κάνει, την παραμικρή παραχώρηση.
17) Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης
- Εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αι λεγόμεναι Ανατολικαί ή Δυτικαί, αποτελούν αιρετικά αθροίσματα μικρά ή μεγάλα, σώματα νοσούντα ποικίλως και άλλα εντελώς νεκρά... Κατόπιν όλων αυτών είναι πολύ περίεργον, πώς ελπίζεται μία προσέγγισις της Εκκλησίας μετά του παπισμού, όταν η πτώσις του θεωρείται η Τρίτη εις την ιστορίαν, μετά την πτώσιν των πρωτοπλάστων και κατόπιν του Ιούδα, ως λέγει ο Ιουστίνος Πόποβιτς; Ή πώς δύναται να γίνει διάλογος με τον προτεσταντισμόν, όταν η πτώσις του είναι τόσον μεγάλη, ώστε πολλοί εκ των αντιπροσώπων του να έχουν εν πολλοίς υπερβάλει εις αρειανισμόν και αυτόν τον Άρειον.
18) Πατήρ Σαράντης Σαράντος
(Διατηρείται η ορθογραφία του αρχικού κειμένου)
- Οὐσιώδης εἰδοποιός διαφορά τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου βρίσκεται στήν πρόσκληση Παρατηρητῶν, πού ἀπηύθυνε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο πρός τίς «ἄλλες ἐκκλησίες», παπικῶν, προτεσταντῶν, κοπτῶν καί ὅλων τῶν αἱρετικῶν, πού μετέχουν στό ΠΣΕ. Σέ καμιά ἀπό τίς Ἀποστολικές ἤ Οἰκουμενικές Συνόδους δέν παρευρίσκονταν οἱ αἱρετικοί. Στούς αἱρετικούς παρατηρητές ἐμμέ¬σως πλήν σαφῶς ἀναγνωρίστηκε ἐκκλησιαστικότητα.
- Στήν 23η παράγραφο τοῦ κειμένου «Σχέσεις Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» γράφεται ἐπί λέξει: «ἀποκλείεται πᾶσα πρᾶξις προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προσκλητικῆς ἐνερ¬γείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ». Δηλαδή ἡ ὀρθόδοξη διδαχή τοῦ χρι¬στιανικοῦ λόγου ἀπαγορεύεται στό ΠΣΕ. Αὐτό δέν ἀναιρεῖ τή ρήση τοῦ Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε»;
- Στήν 22η παράγραφο του ιδίου κειμένου γράφεται: «Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας». Ὥστε πρέπει νά φιμωθεῖ κάθε ἀντιδρῶν στήν τακτική ἐπανευαγγελισμοῦ τῶν αἱρετικῶν τοῦ ΠΣΕ; Ἔτσι ἔκαναν οἱ Πατέρες στήν ἐποχή τους, Χρυσόστομος, Βασίλειος καί ἄλλοι;
19) Καθηγητής Δη¬μή¬τριος Τσε¬λεγ¬γί¬δης
(Διατηρείται η ορθογραφία του αρχικού κειμένου)
- Ἡ λεγομένη «Ἁ¬γί¬α καί Με¬γά¬λη Σύ¬νο¬δος» -θε¬ο¬λο¬γι¬κά κρι¬νό¬με¬νη- δέν μπο¬ρεῖ νά χαρα¬κτη¬ρι¬στεῖ οὔ¬τε κἄν ὡς μί¬α Το¬πι¬κή Σύ¬νο¬δος. Πρό¬κει¬ται, μᾶλ¬λον, γιά μιά
ἰ¬δι¬ότυπη, δι¬ηυ¬ρυ¬μέ¬νη, «Προ¬συ¬νο¬δι¬κή Δι¬ά¬σκε¬ψη Ἀρ¬χι¬ε¬ρέ¬ων» μέ δέ¬κα Προκαθημένους. Κα¬τά συ¬νέ¬πεια, οἱ ἀ¬πο¬φά¬σεις δέν ἔ¬χουν δε¬σμευ¬τι¬κό χα¬ρα¬κτῆ¬ρα. Ἄ¬ρα καί καμ¬μία ἰσχύ.
-Στό Σύμ¬βο¬λο τῆς Πί¬στε¬ως ὁ¬μο¬λο¬γοῦ¬με, ὅ¬τι πι¬στεύ¬ου¬με «εἰς Μί¬αν, Ἁ¬γί¬αν,
Κα¬θο¬λι¬κήν καί Ἀ¬πο¬στο¬λι¬κήν Ἐκ¬κλη¬σί¬αν». Ὅ¬μως, στήν «Δι¬ά¬σκε¬ψη» τῆς Κρή¬της, δέ¬κα
Αὐ¬το¬κέ¬φαλες Ἐκ¬κλη¬σί¬ες, με¬τα¬ξύ τῶν ὁ¬ποί¬ων καί ἡ Ἐκ¬κλη¬σί¬α τῆς Ἑλ¬λά¬δος,
ἀ¬πο¬δέ¬χθη¬καν ἀ¬θε¬ο¬λό¬γη¬τα τήν «Βα¬πτι¬σμα¬τι¬κή Θε¬ο¬λο¬γί¬α» καί ἔμ¬με¬σα τήν «Θε¬ω-ρί¬α τῶν Κλά¬δων», ἀ¬να¬γνω¬ρί¬ζον¬τας ὡς Ἐκ¬κλη¬σί¬ες τούς Ρω¬μαι¬ο¬κα¬θο¬λι¬κούς, τούς
Μα¬ρω¬νῖ¬τες, τούς Νε¬στο¬ρια¬νούς, τούς Μο¬νο¬φυ¬σῖ¬τες Ἀν¬τι¬χαλ¬κη¬δο¬νί¬ους, τούς
Μο¬νο¬θε¬λῆ¬τες, οἱ ὁ¬ποῖ¬οι κα¬τα¬δι¬κά¬στη¬καν γιά τήν χρι¬στο¬λο¬γι¬κή τους αἵ¬ρε¬ση ἀ¬πό σει¬ρά Οἰ¬κου¬με¬νι¬κῶν Συ¬νό¬δων (ἀ¬πό τήν Τρί¬τη ἕ¬ως καί τήν Ἕ¬κτη), ἀλ¬λά καί τήν
παν¬σπερ¬μί¬α τῶν Προ¬τε¬σταν¬τῶν, πού ἀν¬τι¬προ¬σω¬πεύ¬ον¬ται στό Παγ¬κό¬σμιο
Συμ¬βού¬λιο τῶν λε¬γο¬μέ¬νων Ἐκ¬κλη¬σι¬ῶν.
- Ἡ προ¬τα¬θεῖ¬σα εἰ¬σή¬γη¬ση τῶν μι¬κτῶν γά¬μων ὡς οἰ¬κο¬νο¬μί¬α –πέ¬ρα ἀ¬πό τήν
ἀν¬τι¬κα¬νο¬νι¬κό¬τη¬τα καί τήν πα¬ρα¬νο¬μί¬α της, ἀλ¬λά καί τό ὀ¬ξύ¬μω¬ρο τῆς
σχε¬τι¬κο¬ποι¬ή¬σε¬ως ἑ¬νός Κα¬νό¬να (72) Οἰ¬κου¬με¬νι¬κῆς Συ¬νό¬δου (Πεν¬θέ¬κτης) ἀ¬πό ἥσ-σο¬να «Σύ¬νο¬δο», στήν ὁ¬ποί¬α πα¬ρα¬πέμ¬πει τό θέ¬μα -εἶ¬ναι ἄ¬κρως ἀ¬θε¬ο¬λό¬γη¬τη,
ἐκ¬κλη¬σι¬ο¬λο¬γι¬κῶς.
-’Ὡς δογ¬μα¬το¬λό¬γος τῆς Ὀρ¬θό¬δο¬ξης Ἐκ¬κλη¬σί¬ας, ἔ¬χω τήν βα¬θύ¬τα¬τη πε¬ποί¬θη¬ση, ὅ-τι ὁ Οἰ¬κου¬με¬νι¬σμός εἶ¬ναι ἡ με¬γα¬λύ¬τε¬ρη ἐκ¬κλη¬σι¬ο¬λο¬γι¬κή αἵ¬ρε¬ση, ἀλ¬λά καί ἡ
ἐ¬πι¬κιν¬δυ¬νό¬τε¬ρη πο¬λυ¬αί¬ρε¬ση, πού ἐμ¬φα¬νί¬στη¬κε πο¬τέ στήν Ἱ¬στο¬ρί¬α τῆς Ἐκ¬κλη¬σί-ας. Καί τοῦ¬το, για¬τί ὁ Οἰ¬κου¬με¬νι¬σμός, ἐ¬ξαι¬τί¬ας τοῦ συγ¬κρη¬τι¬στι¬κοῦ χα¬ρα¬κτῆ¬ρα του,
συ¬νι¬στᾶ τήν πιό δό¬λια ἀμ¬φι¬σβή¬τη¬ση τῆς πί¬στε¬ως τῆς Ἐκ¬κλη¬σί¬ας, ἀλ¬λά καί τήν πιό σο¬βα¬ρή νό¬θευ¬σή της.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
‘’Προσκαρτεροῦντες τῇ προσευχῇ’’ και ελπίζοντες στο Έλεος του Κυρίου δηλώνουμε ενυπογράφως, ότι:
1ον. Με την Χάρι του Τριαδικού μας Θεού, θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε ‘’επόμενοι τοις Αγίοις ημών Πατράσι’’, υπακούοντας με ανόθευτο Εκκλησιολογικό και Δογματικό φρόνημα στις Αποφάσεις των Οικουμενικών μας Συνόδων, στους Κανόνες της Εκκλησίας μας και στην Ορθόδοξη Πατερική μας Παράδοση και
2ον. Τιμώντας την μνήμη του Αγίου Δαμασκηνού του Στουδίτη, Επισκόπου Λητής και Ρεντίνης, και αναφερόμενοι στους αγώνες του εναντίον της πλάνης των παπικών, αναμένουμε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας, διάδοχο στον θρόνο του Αγίου, στην προσεχή Ιεραρχία να υπερασπιστεί με όλες του τις δυνάμεις την ακεραιότητα της πατροπαράδοτης εκκλησιολογικής και δογματικής μας συνείδησης.
(Ακολουθούν οι υπογραφές)
Σε εξαιρετικά έντονο κλίμα πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας σήμερα το πρωί, 23 Νοεμβρίου 2016, όπου συζητήθηκαν τα θέματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης.
Η συζήτηση, που ξεκίνησε μετά την εισήγηση του μητροπολίτη Σερρών κ. Θεολόγου, επικεντρώθηκε στο θέμα της αλλαγής στάσης της Εκκλησίας της Ελλάδος όσον αφορά στην περιβόητη, πλέον, αναφορά σε άλλες «Εκκλησίες» του έκτου κειμένου της Συνόδου της Κρήτης.
Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, ενημερώνοντας το Σώμα της Ιεραρχίας, αναφέρθηκε στις έντονες πιέσεις που δέχθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος, αναφερόμενος, χωρίς όμως να τον κατονομάσει, στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει την στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος αρνητική και πως θέτει σε ομηρία την Αγια και Μεγάλη Σύνοδο.
«Δείξαμε σύνεση και υπομονή», είπε ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος υποστήριξε ότι οι ζυμώσεις που θα γίνουν σε βάθος χρόνου θα επιφέρουν τις απαραίτητες αλλαγές. «Πολλά δογματικά ζητήματα στην εκκλησιαστική ιστορία κράτησαν χρόνια», είπε ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας προς του μητροπολίτες, υποστηρίζοντας ότι στην πορεία κάποια θα βελτιωθούν και κάποια θα ανακληθούν.
«Οι αποφάσεις αυτές δεν είναι δικαστικές… έχει πορεία, θα γίνουν ζυμώσεις», φέρεται να είπε ο Αρχιεπίσκοπος.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΙΜΕΣ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Την άποψη πως τα κείμενα και οι αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση, ούτε καν σε συζήτηση, εξέφρασαν οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Άνθιμος και Περιστερίου Χρυσόστομος.
Μάλιστα, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο να κλείσει την συνεδρίαση μετά το τέλος της εισήγησης του μητροπολίτη Σερρών αφού ο ίδιος έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος συζήτησης.
Ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε και η συζήτηση προχώρησε κανονικά με τον μητροπολίτη Ναύπακτου να αναδεικνύεται σε κυρίαρχο πρόσωπο της συνεδρίασης, μιας και ήταν αυτός που εξέφρασε τις περισσότερες επιφυλάξεις.
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΩΡΙΜΟ
Η βασική θέση του μητροπολίτη Ναυπάκτου ήταν πως το κείμενο στο οποίο γίνεται αναφορά σε άλλες Εκκλησίες δεν ήταν ώριμο. Μάλιστα, επικαλέστηκε τις επιφυλάξεις που εξέφρασαν και οι Εκκλησίες Σερβίας και Ρουμανίας αλλά και αυτές που δεν συμμετείχαν.
Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης του μητροπολίτη Ναυπάκτου, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις εντός της αίθουσας. Ο μητροπολίτης ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο να τηρήσει τον κανονισμό ενώ απευθυνόμενος προς τους μητροπολίτες που του ζητούσαν να αλλάξει τη στάση του, είπε «Αν θέλετε να με εκφοβίσετε, δεν θα το κατορθώσετε».
Ο μητροπολίτης Ναυπάκτου υπεραμύνθηκε της στάσης του να μην θέσει εν τέλει την υπογραφή του κάτω από το κείμενο αυτό επιμένοντας πως η φράση περί αποδοχής της ιστορικής ονομασίας των άλλων Εκκλησιών δεν έχει νόημα αφού όπως υποστήριξε δεν γίνεται να υπάρχει ονομασία χωρίς ύπαρξη.
Ο ίδιος τόνισε πως ο τρόπος με τον οποίο έχουν γίνει κάποιες αναφορές στο κείμενο και ιδιαίτερα ο όρος «ετερόδοξες Εκκλησίες» ομοιάζουν με την καταδικασμένη ομολογία του Λουκάρεως τονίζοντας πως ο όρος ετερόδοξοι αφορά σε πλανεμένους οι οποίοι δεν μπορεί να αποτελούν Εκκλησία.
Τόνισε δε πως η αποδοχή από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησίας της ύπαρξης άλλων Εκκλησιών προσομοιάζει με την θεωρία περί αόρατης και ορατής Εκκλησίας, θεωρία την οποία έχουν αναπτύξει οι Προτεστάντες.
Ο μητροπολίτης Ιερόθεος ζήτησε να υπάρξει μελέτη επί των κειμένων ώστε σε μελλοντική Σύνοδο να υπάρξουν σχετικές βελτιώσεις.
Ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ
Στα επιχειρήματα του μητροπολίτη Ναυπάκτου απάντησαν τόσο ο μητροπολίτης Χαλκίδος Χρυσόστομος όσο και ο Καστορίας Σεραφείμ.
Ο μητροπολίτης Χαλκίδος θέλοντας να τονίσει πως η χρήση του όρου «Εκκλησία» δεν αποδίδει και την αντίστοιχη αναγνώριση, μίλησε για την φράση που υπάρχει στην Αγία Γραφή όπου γίνεται αναφορά σε αυτούς που διδάσκουν «έτερο Ευαγγέλιο», τονίζοντας πως η αναφορά σε άλλα «Ευαγγέλια» δεν σημαίνει πως είναι αποδεκτά ως τέτοια.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο μητροπολίτης Καστορίας. Ο μητροπολίτης Σεραφείμ ανέγνωσε αποσπάσματα από κείμενο του καθηγητή Τσελεγγίδη, ενός εκ των μεγαλύτερων αντιρρησιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης, ο οποίος χρησιμοποιεί τους όρους Καθολική και προτεσταντική Εκκλησία.
Οι μητροπολίτες τόνισαν πως η χρήση του όρου είναι τεχνική (technicus terminus) και πως δεν σημαίνει αποδοχή. Ωστόσο, ο μητροπολίτης Ναυπάκτου θεωρεί πως δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται τεχνικοί όροι σε συνοδικά κείμενα τέτοιας βαρύτητας.
Η ΙΣΙ θα συνεχίσει και αύριο.
Πηγή: Ορθοδοξία
Συνήλθε σήμερα Τετάρτη, 23 Νοεμβρίου 2016, στην πρώτη Συνεδρία της εκτάκτου Συγκλήσεώς της, η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.
Προ της Συνεδρίας ετελέσθη Αρχιερατική θεία Λειτουργία στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, ιερουργήσαντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καρπενησίου κ. Γεωργίου.
Περί την 9η πρωινή, στη μεγάλη Αίθουσα των Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου, ετελέσθη η Ακολουθία για την έναρξη των εργασιών της Ιεράς Συνόδου.
Αναγνωσθέντος του Καταλόγου των συμμετεχόντων Ιεραρχών, διεπιστώθη η απουσία των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου και Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλου, οι οποίοι απουσιάσαν αιτιολογημένα.
Ακολούθως, συνεκροτήθη η Επιτροπή Τυπου από τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιο, Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου κ. Δωρόθεο και Πατρών κ. Χρυσόστομο.
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ως Πρόεδρος του Σώματος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, προσεφώνησε τα Μέλη Αυτής ευχαριστώντας τους Σεβασμιωτάτους Αρχιερείς για την προσέλευσή τους στην Συνεδρίαση τονίζοντας τα εξής: «Η απλή και μόνο ενθύμηση του σωτήριου Λόγου του Κυρίου μας ότι ‘’ου γαρ εισι δύο η τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών’’ (κατά Ματθαίον 18,20), αρκεί για να αντιληφθεί κανείς την τεράστια πνευματική σημασία που έχει από μόνο του ως γεγονός η σύγκληση και πραγματοποίηση της εν Κρήτη Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Συνόδου τόσο πολλών Προκαθημένων Ορθοδόξων Εκκλησιών, τόσο πολλών επισκόπων και άλλων πατέρων.
Εάν λάβουμε δε υπ’ όψη μας ότι ο πανάρχαιος συνοδικός θεσμός είναι θεσμός με εξαίρετη δυναμική, θεσμός άρρηκτα δεμένος με την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας μας, καθίσταται σαφές ότι μία Σύνοδος μετά την Σύνοδο, έχει να προσφέρει ρεαλιστικό και τεκμηριωμένο πνευματικό και εκκλησιαστικό Λόγο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει κάποιον διαπιστωτικό, επικυρωτικό η καθαρά διαδικαστικό - τυπικό χαρακτήρα.
Η θέση ενός εκάστου εξ ημών στο συνοδικό πολίτευμα δεν είναι διακοσμητική, αλλά οργανική, και ως εκ τούτου βαθύτατα ουσιαστική.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ζωντανής παρουσίας και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος στην ζωή της Εκκλησίας μας είμαι βέβαιος ότι εκζητούντες άπαντες τον φωτισμό του Θεού θα καταθέσουμε υπεύθυνα τις σκέψεις μας, τις προτάσεις μας, την προσωπική μας μαρτυρία, αυτό δηλαδή που επιτάσσει η αρχιερατική μας συνείδηση και η επισκοπική μας ευθύνη μέσα στο Σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής μας Εκκλησίας».
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, ως αντιπρόεδρος της Ιεραρχίας, αντιφώνησε εκ μέρους των Σεβασμιωτάτων Ιεραρχών.
Ακολούθως, σύμφωνα με την Ημερησία Διάταξη, ανέγνωσε την Εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος, με θέμα: «Ενημέρωσις περί των διεξαχθεισών εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Στην Εισαγωγή του αναφέρθηκε στο γεγονός, ότι η θεμελιακού χαρακτήρος Συνοδική συνείδηση διέπει, κατευθύνει και φωτίζει όλες τις θεσμικές εκφράσεις της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας.
Γι’ αυτό και οι αποφάσεις των επισήμως ανεγνωρισμένων αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας, ως και οι μετά ταύτα των Μειζόνων καθολικού κύρους Συνόδων, αποτελούν αδιαμφισβήτητο κριτήριο, όχι μόνο για την δογματική ακρίβεια, την θεολογία, την λειτουργική ζωή και το ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και για την εν Χριστώ και κατά Χριστόν ζωή του πληρώματος αυτής.
Ακολούθως ο Σεβασμιώτατος έκανε ιστορική αναδρομή στην μακρόχρονη προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία έρχισε το 1930 και ολοκληρώθηκε τον εφετινό Ιούνιο.
Στη συνέχεια έκανε εκτενή αναφορά στην διαχρονική συνεισφορά της Εκκλησίας της Ελλάδος στην προετοιμασία της Συνόδου σε οργανωτικό επίπεδο, στην πολύτιμη συνεισφορά της στην τελική διαμόρφωση των ψηφισθέντων κειμένων από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, καθώς και στην όλη παρουσία της, την οποία χαρακτήρισε αξιοπρεπή, ουσιαστική, παραδοσιακή, στιβαρή, γονίμως παρεμβατική, ενοποιό, πολυφωνική, συνθετική, ευέλικτη, ρεαλιστική και φιλάδελφη.
Αναφερόμενος πιο συγκεκριμένα στην παρουσία της Αντιπρο-σωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο τόνισε χαρακτηριστικά: «Ο Μακαριώτατος Πρόεδρος του ιερού Σώματός μας καθημερινώς σχεδόν συγκαλούσε συσκέψεις όλων των μελών της Αντιπροσωπείας προς εκτίμησιν της πορείας των εργασιών και χάραξιν ενιαίας γραμμής προς υποστήριξιν του γράμματος και του πνεύματος των Θέσεων - Αποφάσεων της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας. Ο λόγος ήταν για όλους ελεύθερος και οι τοποθετήσεις απάντων σεβαστές. Ο δρόμος προς επίτευξιν της ομοφωνίας εντός της αιθούσης της Συνοδικής Συνελεύσεως δεν ήτο ούτε εύκολος, ούτε εστρωμμένος πάντοτε με ρόδα, κατά την σχετικήν αναφοράν και του Παναγιωτάτου Προέδρου του ιερού Συνοδικού Σώματος στην καταληκτήριον προσφώνησίν του. Υπήρξαν στιγμές και ώρες εντόνου αγωνίας, ψυχικής κοπώσεως και εντόνου προβληματισμού».
Συνεχίζοντας την Εισήγησή του, ο Σεβ. Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος παρέθεσε τον πλήρη κατάλογο των 162 συμμετασχόντων Αρχιερέων και αναφέρθηκε λεπτομερώς στο πρόγραμμα των εργασιών, στις προτάσεις, τροπολογίες και διορθώσεις της Ιεραρχίας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί των προς συζήτησιν και ψήφισιν Κειμένων υπό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Κάνοντας μνεία των τελικών αποφάσεων της Συνόδου επισήμανε μεταξύ των άλλων: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ηργάσθη επιμελώς και έλαβεν αποφάσεις επί θεμάτων ποιμαντικού χαρακτήρος, ως αυτά της θεαρέστου νηστείας και των κωλυμάτων του γάμου, επί θεμάτων κανονικού και διοικητικού ενδιαφέροντος, ως αυτά της ορθοδόξου διασποράς και του εκκλησιαστικού καθεστώτος του Αυτονόμου, και τέλος επί θεμάτων σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του λοιπού χριστιανικού κόσμου και της αποστολής αυτής στον σύγχρονον κόσμον. Εξέδωκε προς τον λαόν και τον κόσμον δύο θεολογικά κείμενα, ορθοδόξου μαρτυρίας, ήθους και επικαιρότητος, την τε Εγκύκλιον και το Μήνυμα αυτής.
Κατετέθη προς όλον τον κόσμον η αγιοπνευματική μαρτυρία της ποθεινοτάτης μητρός μας, Ορθοδόξου Εκκλησίας, επί λίαν επικαίρων και φλεγόντων θεμάτων ως: α. Της διακηρύξεως της αυτοσυνειδησίας της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού. β. Της ποιμαντικής αναγκαιότητος της ιεραποστολής, του επανευαγγελισμού και του πνευματικού αναβαπτισμού των ανθρώπων στα ζωηφόρα νάματα της αγίας ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως, γ. Της διατυπώσεως των αναγκαίων αρχών δεοντολογίας και ηθικής για την αλματωδώς προοδεύουσαν επιστημονικήν και τεχνολογικήν έρευναν, εξικνουμένην σήμερον έως αυτού του ιερού μυστηρίου της ζωής, δ. Της ιερότητος του μυστηρίου του Γάμου ως εικόνος της αγάπης του Χριστού προς την Εκκλησίαν και του θεσμού της οικογενείας. ε. Της οφειλετικής μερίμνης για θέματα χριστιανικής παιδείας και αγωγής των νέων, στ. Του φαινομένου της παγκοσμιοποιήσεως, ζ. Της φρίκης του πολέμου, η. Του φλέγοντος μεταναστευτικού και προσφυγικού προβλήματος, θ. Των σχέσεων Εκκλησίας και επιστήμης και Εκκλησίας και πολιτικής, ι. Της οικολογικής κρίσεως. ια. Της πτωχείας, της εκκοσμικεύσεως, της μοναξιάς και του ατομοκεντρισμού στις σχέσεις των ανθρώπων.
Επίσης, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ύψωσε φωνήν διαμαρτυρίας για τον ανηλεή εκτοπισμόν και τις διώξεις χριστιανικών πληθυσμών εκ των αρχαίων κοιτίδων των, εζήτησε προστασίαν του αγαθού της θρησκευτικής ελευθερίας και κατεδίκασεν απεριφράστως τον θρησκευτικόν φανατισμόν, τονίσασα ότι κάθε πόλεμος στο όνομα της οιασδήποτε θρησκείας συνιστά πόλεμον κατ’ αυτού του θρησκευτικού γεγονότος. Εν τέλει η όποια αξιολογική, με εκκλησιολογικούς και αγιοπνευματικούς πάντοτε όρους, προσέγγισις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου επαφίεται στην νηφαλίως και αδεκάστως ενεργούσαν ιστορίαν και κυρίως στην εγρηγορούσαν και ένθεον συνείδησιν του εκκλησιαστικού Σώματος».
Ο Σεβασμιώτατος Εισηγητής εξέφρασε τις ευχαριστίες όλων των μετασχόντων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην φιλοξενήσασα Αυτήν Εκκλησία της Κρήτης και κατ’ επέκτασιν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για την υποδειγματική προετοιμασία και υλοποίηση της λαμπράς αυτής πανορθοδόξου και παγκοσμίου βεληνεκούς διοργανώσεως.
Επίσης ευχαρίστησε τον Θεοφιλέστατο Αρχιγραμ-ματέα και τις Συνοδικές Υπηρεσίες της Εκκλησίας της Ελλάδος για την κατά πάντα άρτια και σχολαστική προετοιμασία και υλοποίηση όλων των αφορώντων στην συμμετοχή της Εκκλησίας μας στην μεγάλη αυτή πανορθόδοξη διοργάνωση.
Κατόπιν εισηγήθηκε τις ακόλουθες προτάσεις προς ποιμαντική αξιοποίηση των Κειμένων-Αποφάσεων της εν Κρήτη Αγίας και Μεγάλης Συνόδου:
«1. Παραπομπή, αποφάσει της Δ.Ι.Σ., στις αρμόδιες Συνοδικές Επιτροπές των αφορωσών σε αυτές σχετικών Αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς νηφάλιον μελέτην, αγιοπατερικήν εμβάθυνσιν και ερμηνείαν, ανάλυσιν και αξιοποίησιν (λ.χ. Συνοδικές Επιτροπές Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων, Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, Ποιμαντικού Έργου, Θείας Λατρείας, Τύπου κ.τ.λ.). Καθηκόντως, οι εισηγήσεις των ανωτέρω Συνοδικών οργάνων θα υποβληθούν ακολούθως στην Δ.Ι.Σ. ή στην Ι.Σ.Ι. για τα περαιτέρω.
2. Συνεργασία μετά των Θεολογικών Σχολών της ημεδαπής σε θέματα θεολογικής μελέτης των κειμένων και αξιοποιήσεως των αποτελεσμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
3. Ενημέρωση σε επίπεδο Ιερών Μητροπόλεων πρωτίστως του εφημεριακού κλήρου, των μοναστικών αδελφοτήτων και των αμέσων συνεργατών μας, γενικώς περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και των Αποφάσεων αυτής, και ειδικώς περί των σχετικών Αποφάσεων - Θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, προς οικοδομήν και αποφυγήν παρερμηνειών. (Προσεκτική μελέτη και αξιοποίησις του σχετικού υλικού. Κείμενα, Εγκύκλιος - Μήνυμα, επιστημονικές μελέτες και αναλύσεις).
4. Πληροφόρηση, ως ποιμαντικώς οφείλομεν, του πληρώματος της Εκκλησίας της Ελλάδος δι’ εκδόσεως ευσυνόπτου και σε κατανοητήν γλώσσαν Εγκυκλίου, ως έπραξεν ήδη η Εκκλησία της Κύπρου, προς οικοδομήν και υπεύθυνον ενημέρωσιν. (Έκδοσις, μερίμνη της Δ.Ι.Σ., του ενημερωτικού φυλλαδίου «Προς τον λαό»).
5. Ανάπτυξη στους κύκλους συμμελέτης, κατηχητικές ομάδες, συνάξεις και ομιλίες των κατά τόπους Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, του σκεπτικού, του έργου και των αποτελεσμάτων της Μεγάλης Συνόδου.
6. Παρουσίαση εκπομπών από του Ρ/Σ της Εκκλησίας αναφορικώς προς την ιστορίαν, τους σκοπούς και τα αποτελέσματα για το Εκκλησιαστικόν Σώμα, της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Προς τούτο θα ηδύναντο να αξιοποιηθούν Ιεράρχες, καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, νηφάλιες και συγκροτημένες φωνές.
7. Εμπλουτισμό της σχετικής επισήμου ιστοσελίδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με τα ψηφισθέντα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, μελέτες και σοβαρές αναλύσεις.
8. Ανάθεση στην Συνοδική Επιτροπή επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων σχηματισμού πλήρους και εμπεριστατωμένου αρχείου με παν ό,τι αφορά στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον».
9. Τέλος, η Αγιωτάτη Εκκλησία μας θα ηδύνατο, μερίμνη και προνοία της Δ.Ι.Σ., να αναθέσει σε αρμοδίαν ή και σε ειδικήν Συνοδικήν Επιτροπήν την σε βάθος μελέτην και θεολογικήν αποτίμησιν των εκκλησιολογικώς και θεολογικώς τεκμηριωμένων κειμένων που έχουν ήδη γραφεί και εμπεριέχουν είτε θετικές ή και επιφυλακτικές θέσεις για τις Αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Οφείλομεν, ως υπεύθυνοι και φιλόστοργοι Ποιμένες, μετά μεγίστης προσοχής και ποιμαντικής ευαισθησίας να ακούωμεν όλες τις σοβαρές και εποικοδομητικές θέσεις. Το καταστάλαγμα αυτής της μελέτης, που θεωρώ ότι εκφράζει δυνατά ένα Συνοδικόν ήθος και ποιότητα, μπορεί να βοηθήσει, καταλλήλως αξιοποιούμενον, ουσιαστικώς και την Αγιωτάτην Εκκλησίαν μας και την Πανορθόδοξον γενικώς».
Περαίνοντας την Εισήγησή του ο Σεβ. Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Τελικώς, πολυσέβαστοι Πατέρες, η όποια αξιολογική, με εκκλησιολογικούς, αγιοπνευματικούς και ποιμαντικούς πάντοτε όρους, προσέγγισις της εν Κολυμπαρίω Κρήτης συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, επαφίεται στην νηφαλίως και αδεκάστως ενεργούσαν ιστορίαν και κυρίως στην εγρηγορούσαν και ένθεον συνείδησιν του εκκλησιαστικού Σώματος».
Ακολούθησε ευρύτατος διάλογος επί της Εισηγήσεως, κατά τον οποίο έλαβαν τον λόγο πολλοί Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς.
Η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας θα συνεχίσει και θα ολοκληρώσει τις εργασίες Της αύριο, Πέμπτη 24 Νοεμβρίου ε.έ.
Πηγή: Romfea
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...