Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
21 Νοεμβρίου 2024

mhtropoliths peirews serafeim 01

 

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 17ῃ Νοεμβρίου 2016

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ εἰς τήν προσεχῆ σύγκλησι τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ θέμα τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο θά καταθέσει τό κάτωθι ὑπόμνημα.

Ἐκ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως

Υ Π Ο Μ Ν Η Μ Α

ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΣΥΓΚΛΗΣΕΩΣ

ΤΗΣ ΙΣΙ 23-24/11/2016

Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε,

Σεβασμιώτατοι,

Μακαριώτατε, Σᾶς εὐχαριστῶ ἰδαιτέρως διότι εἰς τήν συνέντευξή Σας εἰς τόν δημοσιογράφο κ. Παπαχελᾶ εἰς τόν τηλεοπτικό δίαυλο ΣΚΑΪ δηλώσατε εὐθαρσῶς καί ἀνυποκρίτως ὅτι στό ἱερό μας σῶμα δέν ὑπάρχουν «φονταμενταλιστές» καί «ταλιμπάν» ἀλλά ἀδελφοί πού ὁ καθένας διατηρεῖ τήν θεόσδοτη ἐλευθερία τῆς συνειδήσεώς του. Θεωρῶ ὡς μεγίστην ἀπρέπειαν καί βλασφημίαν τήν ἐμφιλοχώριση σκέψεων ἤ πεποιθήσεων ὅτι εἰς τό ἱερό μας σῶμα διακρίνονται «ἀμύντορες» τῆς πίστεως καί «μητραλοῖες» τῆς πίστεως, συνεπῶς οἱ παρατηρήσεις μου δέν πηγάζουν ἀπό νοσηρό «μεγαλοϊδεατισμό» ἤ ἀπό ζηλωτική διάθεσι ἀλλά μόνον ἀπό τήν συνειδητότητα τῆς ἐπισκοπικῆς εὐθύνης ἔναντι τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἐμπεπιστευμένου ὑπ’Αὐτοῦ ποιμνίου. Μέ πολύ σεβασμό, ἀγάπη καί τιμή εἰς τά πρόσωπα ὅλων Μακαριώτατε καί Σεβασμιώτατοι ἐπιτρεψατέ μου νά ἀναφέρω ὅτι κατά τήν γνώμη μου ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» εἰς τό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ὑπερέβη τά ἄκρα ὅρια τῆς διακριτικῆς της εὐχέρειας καί ἀπέτυχε τῶν προσδοκιῶν τῆς ἐντολῆς πού ἔλαβε ἀπό τό ἱερό μας σῶμα. Συγχωρῆστε με γιά αὐτόν τόν νομικό ὅρο ἀλλά νομίζω ὅτι....

 

ἀποδίδει πλήρως τά πράγματα. Ἡ ἀντιπροσωπεία μας ἦταν ἐντολοδόχος τοῦ ἱεροῦ σώματος καί ὄφειλε ἄχρι τέλους νά καταθέση τήν ἐντολή πού ἔλαβε χωρίς καμμία παθογένεια «διανοίας Κυρίου». Δέν εἶχε καμμία ἐξουσιοδότηση νά μεταβάλη τό περιεχόμενο τῆς ἐντολῆς καί συγχωρήσατέ με νά εἴπω ὅτι οἱ αἰτιολογίες πού ἠκούσθησαν ὅτι δῆθεν οἱ παρόντες στήν Σύνοδο ἐψήφισαν καί ὅτι ἔπρεπε νά συνταχθοῦν μέ τήν ὁμοφωνία τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐντελῶς ἀνεπέρειστες διότι ἀφ’ ἑνός ἡ ἀντιπροσωπεία ἀσφαλῶς ἐψήφισε ἀλλά ὄφειλε νά ψηφίση ἐντός καί μόνον τῆς ἐντολῆς πού εἶχε καί ἀφ’ ἑτέρου διότι ὅπως ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος εἶχε ἑρμηνεύσει τήν ἔννοια τῆς ὁμοφωνίας μία Ἐκκλησίας μποροῦσε νά ὑποβάλη πρότασι γιά τήν διόρθωση τῶν ψηφισθέντων ἀπό τούς Προκαθημένους κειμένων καί ἄν δέν ἐγένετο δεκτή κατεγράφετο εἰς τά Πρακτικά μή θεωρουμένης τῆς προτάσεως ὡς διασπαζούσης τήν ὁμοφωνία.

Τό ἱερό μας Σῶμα δέν ἀπεδέχθη στό ἐπίδικο κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» τόν ὅρο «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» ὄχι ἀσφαλῶς ἀπό φονταμενταλιστική διάθεσι ἀλλά διότι ὁ ὅρος εἶναι ἀντιφατικός καί ἀπαράδεκτος διότι ἄν ὁμιλοῦμε περί Ἐκκλησίας αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξος καί ἄν ὁμιλοῦμε περί ἑτεροδόξου αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίδεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Δομήτορά Της μέ τό ἀψευδέστατο στόμα Του τόν οὐρανοβάμονα θεῖο Παῦλο, ὁ ὁποῖος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή Του (Α17-23) μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι: «ἵνα ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῆς δόξης, δῴη ὑμῖν πνεῦμα σοφίας καὶ ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, Ἣν ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου». Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατος ἡ ὕπαρξις ἑτεροδόξου Ἐκκλησίας ὅπως εἶναι ἀδύνατος ἡ ὕπαρξις ἑτεροδόξου Χριστοῦ. Εἶναι παραλογισμός νά ἔχεται ἀληθείας ταυτόχρονα ἡ πίστις πού τό στόμα τοῦ Παύλου ὁ Ἱ. Χρυσόστομος μᾶς παραδίδει ὅτι «ἐν τῷ ἅδει οὐκ ἔστι μετάνοια» σχολιάζοντας τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου καί ἡ ὕπαρξι ἑνός ἄλλου σώματος Χριστοῦ μέ κεφαλή τόν Ἴδιο πού διδάσκει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα ὅπως τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς κοινωνίας ἡ ὁποία στήν κατήχησή της ἐκδ. Βατικανοῦ-Κάκτου 1996 καί στήν σελ. 332 μέ τίτλο: «Ὁ τελικός ἐξαγνισμός ἤ τό καθαρτήριο» μᾶς λέγει ὅτι: «Ὅσοι πεθαίνουν χωρίς νά ἔχουν ἐξαγνιστεῖ ὑποβάλλονται μετά τόν θανατό τους σέ ἕναν ἐξαγνισμό γιά νά εἰσέλθουν στήν χαρά τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτόν τόν τελικό ἐξαγνισμό ἡ Ἐκκλησία τόν ὀνομάζει καθαρτήριο».

Γιά νά συμβιβάση ἡ ἀντιπροσωπεία μας τά ἀσυμβίβαστα ὑπέβαλε τήν πρότασι πού τελικά ἔγινε δεκτή ὅτι δέν ἀναγνωρίζει μέν τήν ὕπαρξι ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» ἀλλά τήν ἱστορική ὀνομασία ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» καί ἀντιλαμβάνεσθε τό ἀνεπέρειστο μιᾶς τέτοιας ἀποφάσεως διότι ὀνομασία ἔχει μόνο κάτι πού ὑπάρχει ἐν χώρῳ καί χρόνῳ. Ἑπομένως ἡ παραδοχή τῆς ὀνομασίας καί ὄχι τῆς ὑπάρξεως προσπαθεῖ νά συμβιβάση τά ἀσυμβίβαστα φαιδροποιόντας τά πράγματα. Θά ἦταν ἐνδεχομένως πιό δόκιμος ὁ ὅρος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει τόν ἐκτός Αὐτῆς ἑτερόδοξο Χριστιανικό κόσμο μέ τόν αὐτοπροσδιορισμό πού αὐτός ἐπιλέγει.

Δυστυχῶς οὔτε στό πολύ γιά τήν Ἐκκλησία μας σοβαρό θέμα τῆς χορηγήσεως τοῦ αὐτονόμου δέν κατορθώθη νά καταγραφῆ ἡ ἐντολή τοῦ ἱεροῦ Σώματος διότι κηδόμενοι τῆς Αὐτοκεφαλίας καί τοῦ ἀδιαιρέτου τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας μας θά ἔπρεπε νά ἐμμείνωμε στήν καταγραφή τῆς θέσεώς μας καί νά μήν ἀρκεστοῦμε στίς δηλώσεις τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μας οἱ ὁποῖες οὐδεμία κανονική καί νομική δέσμευση ἐμπεριέχουν.

Τό κατά τήν ταπεινή μου γνώμη ἀπαράδεκτο τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού ἀπορῶ γιατί ὀνομάζεται Ἁγία ἀφοῦ δέν ἦταν ἑπομένη τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί λοιπῶν Συνόδων ὅπως ἐδηλώθη ἀπό τόν Μακ. Ἀλβανίας κ.κ. Ἀναστάσιο χωρίς νά διαφοροποιηθῆ κανείς καί οὐδεμία δογματική ἤ κανονική ἐνασχόλησι εἶχε καί Μεγάλη ἐφ’ ὅσον δέν ἐξεπροσωπήθησαν πάνω ἀπό 200.000.000 ὁμοδόξων ἀδελφῶν (150 Πατρ. Μόσχας, 30 Πατρ. Γεωργίας, 20 Πατρ. Βουλγαρίας καί Πατρ. Ἀντιοχείας), εἶναι ὅτι δέν κατέγνωσε οὐδεμία ὑφισταμένη αἵρεσι στούς καιρούς μας παραβιάζουσα προδήλως τόν λζ΄Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω, τῶν ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν» πού ἔχει Οἰκουμενική ἐπικύρωση ἀπό τόν β΄ τῆς ςης καί τήν α΄τῆς Ζης καί δέν ἀπετίμησε ἄν καί ἔλαβε σχετική ἀπόφασι τούς διεξαχθέντας μέ τούς ἑτεροδόξους θεολογικούς διαλόγους ὅπως μετά τῶν Παλαιοκαθολικῶν, τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Λουθηρανῶν τούς ὁποίους ὁ ἐπαΐων Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσόστομος μέ τήν διακρίνουσα αὐτόν πεπαρρησιασμένην εὐθυκρισίαν καί τήν δόκιμον ἐπιστημοσύνην κρίνει ὅτι ἔχουν μεταλλαχθῆ ἀπό διάλογος «Ἐκκλησιῶν» εἰς Ἀκαδημαϊκόν διάλογον (Ἐκθεσις περί τῆς γενομένης 14ης Γεν. Συνελεύσεως Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας). 

Χάριν τῆς ἀντικειμενικότητος θά ἀναφέρωμεν κάποιες βασικές τροποποιήσεις πού ἔγιναν πρός τήν σωστή κατεύθυνση ἐπισημειώνοντας ὅτι οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας δέν γίνονται γιά τήν ἀπόδειξη τῆς ἑνότητός Της ὅπως ἀπαραδέκτως ἐδηλώθη γιά τήν ὁποία ὑπεραρκοῦν τό κοινόν ποτήριον (συλλείτουργον), τά Δίπτυχα, τά Εἰρηνικά Γράμματα καί ἡ ταυτότης τῶν κανονικῶν ποινῶν. Οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας γίνονται γιά τήν κατάγνωση τῶν ὑφισταμένων αἱρέσεων ἐν τόπῳ καί χρόνῳ καί τόν συντονισμό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν Ὀρθοπραξία διά τῆς προβλέψεως ἱερῶν Κανονικῶν διατάξεων. Ὅπως εὐστόχως ἐπισημοιεῖ ἡ Ἱ. Μονή Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους:

«Σέ ἀρκετά σημεῖα τῶν κειμένων προστέθηκε περί τῶν μή Ὀρθοδόξων ὁ προσδιορισμός «ἑτεροδόξων», ὥστε νά φαίνεται ἡ ἀπόκλισίς των ἀπό τήν Ὀρ­θόδοξο ἀποστολική Πίοτι. Στήν παραγρ. 21 (τοῦ κειμένου Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον) λέγεται καθαρά ὅτι «αἱ μή Ὀρθό­δοξοι Ἐκκλησίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθούς πίστεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθο­λικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».

Στό θέμα τῶν διαχριοτιανικῶν διαλόγων προστέθηκε διάταξις νά γίνωνται περιοδικές ἀξιολογήσεις τους (ἐρευνητέον γιατί ὅπως ἀνωτέρω ἀναφέρομεν δέν ἀξιολογήθησαν οἱ μέχρι τοῦδε διεξαχθέντες καί διεξαγόμενοι διαχριστιανικοί διάλογοι).

Στό ζήτημα τῆς (ἀπαραδέκτου) συμμετοχῆς στό Π.Σ.Ε. διευκρινίσθηκε ὅτι ἀποβλέπει στήν προώθησι [ἐνν.μόνον] τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων.

Ἡ οὐνία συμπεριελήφθη στίς ἀπαράδεκτες ἐνέργειες ἤ μεθόδους προσεγγίσεως τῶν χριστιανῶν (χωρίς ὅμως νά στηλιτευτεῖ ἡ Ρωμαιοκαθολική θρησκευτική κοινωνία πού ἔχει ἀναγάγει σέ θεσμό Κανονικοῦ Δικαίου τήν μέθοδο αὐτή).

Ἀπό τήν πρώτη παραγρ. τοῦ κεφ. Β' τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου «Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ», ἀπαλείφθηκε ἡ περσοναλιστική ἀναφορά στόν ἄνθρωπο «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων».

Στό ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων μετά ἑτεροδόξων ἀποφεύχθηκε ἡ ρητή ἀναφορά καί δέσμευσις τῆς Συνόδου γιά ἱερολόγησί τους, πού ἀπαγορεύεται σύμφωνα μέ τήν καθολικῆς ἰσχύος διάταξι τοῦ 72ου κανόνος τῆς Πενθέκτης, καί ἴσχυσε «ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας».

Ἔγινε ἀναφορά (στήν Ἐγκύκλιο τῆς Συνόδου) στίς μεγάλες «καθολικοῦ κύρους» Συνόδους ἐπί ἁγίου Φωτίου (879) καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1351), στίς ὁποῖες καταδικάζονται αἱρετικά δόγματα, ὅπως τό Φιλόκβε, τό παπικό πρωτεῖο καί ἡ κτιστή Χάρις χωρίς νά ἀναγνωρισθῆ ἡ οἰκουμενική τους περιωπή ἐνῶ ἡ Σύνοδος τοῦ Ἁγίου Φωτίου μέ τήν αὐτοσυνειδησία Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγνώρισε ὡς Ζ΄ Οἰκουμενική τήν Σύνοδο τοῦ 787 καί οἱ δογματικοί ὅροι τῆς Συνόδου τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τό 1351 συμπεριελήφθησαν στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, καί στίς μεταγενέστερες πού ἀνέτρεψαν τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας καί ἀπεκήρυξαν τίς προτεσταντικές δοξασίες.

Ὡστόσο δυστυχῶς δέν διορθώθηκαν ἐπαρκῶς τό κείμενα. Ἠμποροῦσε ἑπομένως ἡ Σύνοδος νά διόρθωση ἐπαρκῶς τά προσυνοδικά κείμενα. Ἠμποροῦσε νά ξαναγράψη τό ἐπίμαχο κείμενο περί τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους καί νά καθορίση σαφεῖς ἐκκλησιολογικές ἀρχές στούς θεολογικούς διάλογους καί στίς λεγόμενες οἰκουμενικές ἐπαφές. Τό κείμενα ἔμειναν ἀσαφῆ, ἀμφίσημα. Ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τοῦ ἐπιμάχου 6ου κειμένου διαπιστώνουμε ὡρισμένα σημεῖα, στά ὁποῖα ἡ ἀσάφεια δίνει τήν δυνατότητα διαφορετικῆς ἑρμηνείας του:

1) Γίνεται ἀναφορά σέ ἑτερόδοξες χριστιανικές «Ἐκκλησίες» πού δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία (βλ. παραγρ. 6), καί ἐπίσης στήν ἀλήθεια καί πίστι καί παράδοσι τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς εἰς βάσιν τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν (βλ. παραγρ. 5). Δέν περιγράφεται ὅμως ἡ ἀποστολική ἀλήθεια, πίστις καί παράδοσις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί δέν ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν ἑτεροδοξία τῶν «ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» μέ συγκεκριμένα στοιχεῖα τῆς δισχιλιετοῦς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι δέν ὁριοθετεῖται σαφῶς ἡ Ἐκκλησία ἀπό τίς αἱρέσεις πού σφετερίζονται τήν ἀποστολική ἀλήθεια, εἴτε αὐτές ἀποδέχονται τίς τρεῖς πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους (οἱ Μονοφυσῖται), εἴτε ἔχουν συγκαλέσει εἴκοσι μία (οἱ Ρωμαιοκαθολικοί), εἴτε ἀρνοῦνται νά ἀναγνωρίσουν στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τήν ὅλη ἀποστολική πίστι (οἱ Προτεστάντες).

Ἐπειδή λοιπόν τίς ὀνομάζουμε «ἑτερόδοξες χριστιανικές Ἐκκλησίες» χωρίς νά προσδιορίζουμε σαφῶς τήν ἑτεροδοξία τους (πού τίς ἔχει ὁδηγήσει ἐκτός Ἐκκλησίας, στήν αἵρεσι), εὔκολα ἠμποροῦμε νά διολισθήσουμε στήν ἀντορθόδοξη θεωρία ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί «εὑρίσκονται πλέον ὑπό καθεστώς ὄχι τετελεσμένου σχίσματος ἄλλα διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (ἀκοινωνησία)». Αὐτή ἡ θεωρία, ἡ ὁποία ἔχει κερδίσει καί Ὀρθοδόξους θεολόγους, διαστρεβλώνει τήν ἔννοια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (στήν ὁποία συσκευάζει Ὀρθοδόξους καί Ρωμαιοκαθολικούς παρά τίς δογματικές διαφορές), καθώς καί τήν ἔννοια τῆς ἑτεροδοξίας, τήν ὁποία ἀντιλαμβάνεται ὡς διαφορετική διατύπωσι τῆς ἴδιας ἀποστολικῆς πίστεως!

Ἡ ἀσφαλής διεξαγωγή διαχριστιανικῶν διαλόγων χρειάζεται ἕνα καταστατικῆς ἰσχύος κείμενο, πού νά ἀποτυπώνη μέ σαφήνεια τήν διαφοροποίησι τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν αἵρεσι καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς αἱρετικές «ἐκκλησίες». Ἡ μορφή τῶν Ἱερῶν Κανόνων Α΄ τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί Α΄καί Β΄τῆς Πενθέκτης μπορεῖ νά ἀποτελέση παράδειγμα.

2) Στήν παραγρ. 20 ἔχουν ἐπισημανθῆ ἐλλείψεις, οἱ ὁποῖες ἀφήνουν χῶρο στήν βαπτισματική θεολογία καί στήν ἀναγνώρισι ἐκκλησιαστικότητος στούς ἑτεροδόξους.

3) Εἶναι ἐντελῶς ἀσαφής ἡ παραγρ. 23, ἡ ὁποία λέγει ὅτι ὁ διάλογος πρέπει νά συνοδεύεται «διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης». Δέν διευκρινίζεται μέχρι ποῦ ἐπιτρέπεται νά φθάσουν οἱ πράξεις αὐτές καί βάσει ποίων Ἱερῶν Κανόνων, ὥστε νά ἐκδηλώνεται μέν ἡ ψυχική μας εὐγένεια καί τό ἐνδιαφέρον μας γιά τήν σωτηρία τους, νά διασφαλίζεται δέ ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογική συνείδησις. Λείπουν δηλαδή διατάξεις οἱ ὁποῖες θά ἀπέτρεπαν πράξεις καί δηλώσεις (συμπροσευχές, λειτουργικούς ἀσπασμούς κ.λπ.), πού ἐμφανίζουν τούς ἑτεροδόξους ὡς ἐκκλησία μέ αὐθεντικό Βάπτισμα, Ἱερωσύνη καί σώζουσα Χάρι καί ἀνατρέπουν καί ἀκυρώνουν ἐν τῇ πράξει τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν (ἀπαράδεκτη) κανονικῶς παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε. εἶναι θετική ἡ δήλωσις τοῦ συνοδικοῦ κειμένου ὅτι αὐτές «συμβάλλουν [σ.σ. ἐννοεῖται μόνον] εἰς τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων» ὅπως ἀνωτέρω σχολιάσαμε. Ὅμως ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε. θεμελιώνεται στήν «Δήλωσι τοῦ Τορόντο» (παραγρ. 19), κείμενο ἐκκλησιολογικῶς πολύ προβληματικό. Τίθεται σοβαρά τό ἐρώτημα ἄν, μέ τά σοβαρά της προβλήματα ἡ «Δήλωσις τοῦ Τορόντο» ἔχει ἀποκτήσει συνοδικῶς κῦρος καταστατικοῦ κειμένου ἀναφορᾶς γιά τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἐπιπλέον στό συνοδικό κείμενο ἐπιβεβαιώνεται ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε., χωρίς νά ἀπαγορεύωνται ρητῶς οἱ «διομολογιακές συμπροσευχές», πού προτάθηκαν ἀπό τήν Εἰδική Ἐπιτροπή γιά τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. καί ἔγιναν ἀποδεκτές ἀπό τήν Ὁλομέλεια του τό 2006 (Porto Alegre), καί χωρίς νά ἐπικρίνωνται καί νά ἀπορρίπτωνται κάποιες κοινῶς (καί ἀπό τούς μετέχοντας Ὀρθοδόξους) ἀποδεκτές ἀντορθόδοξες περί Ἐκκλησίας καί Βαπτίσματος ἀπόψεις τοῦ Π.Σ.Ε.

4) Στήν παραγρ. 11 λέγεται ὅτι, διάλογοι οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιτυγχάνουν συμφωνία ἐπί ἑνός θέματος, δέν διακόπτονται. Ἀντίθετα, καταγραφομένης τῆς θεολογικῆς διαφωνίας, συνεχίζονται. Ἀναμφιλέκτως εἶναι σωστό νά ὁλοκληρώνεται ἕνας διάλογος παρά τίς δυσχέρειες. Ὅμως ἡ συνέχισις ἤ ἡ διακοπή ἑνός διαλόγου δέν εἶναι μόνον πρακτικό θέμα, ἀλλά ἔχει καί ἐκκλησιολογική καί σωτηριολογική σημασία. Οἱ ἄκαρποι διάλογοι συντελοῦν στό νά ἀμβλύνεται ἡ δογματική εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων πού μετέχουν σέ αὐτούς, καθώς καί τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Τί σημαίνει ἑπομένως ὅτι οἱ διάλογοι συνεχίζονται; Σχετικά μέ τό μεῖζον θέμα τῆς Οὐνίας π.χ. Ἀρκεῖ ἡ ἁπλή (καί ἐπαινετή) παράθεσις τῆς λέξεως «οὐνία» (παραγρ. 23) μεταξύ τῶν μορφῶν ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ, ὅταν ἡ Οὐνια εἶναι τό κατ' ἐξοχήν ἐκκλησιολογικό πρόβλημα πού ἔπρεπε νά λυθῆ πρίν ἀπό τήν ἔναρξι τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου; Πῶς θά ἑρμηνεύεται πλέον τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ὡς πρακτικός ἀνταγωνισμός ἤ ὡς ἐκκλησιολογική ἐκτροπή πού ἀκυρώνει τήν σωτηρία;

5) Οἱ παραγρ. 4, 5 καί 6 καθιερώνουν τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς διαχριστιανικούς διάλογους καί στήν Οἰκουμενική Κίνησι μέ τήν διαβεβαίωσι ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἕν τῇ Μίᾳ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ... ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν» (παραγρ. 4).

Τό ἐρώτημα εἶναι μέ ποιές ἐκκλησιολογικές ἀρχές ἔχουμε διασφαλίσει τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στούς σημερινούς διαχριστιανικούς διάλογους, ὥστε αὐτή νά εἶναι συνεπής πρός τήν ἀποστολική πίστι καί παράδοσι. Καί στίς σημερινές ἱστορικές συνθῆκες, ὅπως καί στίς παλαιότερες (Λατινοκρατία τοῦ 13ου αἰῶνος, Propaganda Fidei τοῦ 16ου-18ου αἰῶνος), τό ἀσφαλές κριτήριο Ὀρθοδόξου διαλόγου εἶναι νά διατηρῆται ἀναλλοίωτη ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότης τῶν Ὀρθοδόξων. Κάποτε ἐπρόκειτο γιά ἄρνησι νά ὑποταχθοῦμε στήν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Κατόπιν ἐπρόκειτο γιά ἄρνησι τῆς Οὐνίας, δηλαδή νά μνημονεύουμε τόν Πάπα ὡς Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρόκειται γιά ἄρνησι νά «ἀλληλοαναγνωρισθοῦμε ὡς Ἐκκλησίες», ὅπως θέλει ἡ Οἰκουμενική Κίνησις τοῦ 20ου αἰῶνος.

Δέν διακηρύσσεται σαφῶς στό συνοδικό κείμενο, ὅτι οὐδεμία ἄλλη χριστιανική κοινότης εἶναι Ἐκκλησία μέ τήν δογματική ἔννοια τοῦ ὄρου, παρά μόνον ἡ Ὀρθόδοξος. Δέν ἐπετεύχθη οὔτε προσυνοδικῶς οὔτε στήν Σύνοδο νά περιληφθῆ στήν παραγρ. 1 τοῦ 6ου κειμένου ἡ ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπουσία ὅμως τῆς ἔννοιας αὐτῆς συνιστᾶ πολύ σημαντική ἔλλειψι. Ἡ μετακίνησις τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησιολογίας ἀπό τήν ἀντίληψι τῆς «ἀποκλειστικότητος» (πρό τῆς Β' Βατικανῆς) στήν σύγχρονη ἀντίληψι τοῦ Συντάγματος Lumen Gentium, ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική «substitit» εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν (ἀνήκει, ἐνυπάρχει, ὄχι εἶναι ἡ Ἐκκλησία), ὑποδηλώνει ἕνα κίνδυνο πού πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποφύγουμε τονίζοντας τήν ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Ἐκκλησίας. Οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά οἰκουμενικά συνέδρια, ὅταν κατέθεταν κοινή Δήλωσι, ἐτόνιζαν τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Μίας Ἁγίας. Π.χ. στήν Λούνδη τό 1952: «Αὕτη εἶναι ἡ ὅλη καί μόνη Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐντολοδόχος τῶν Ἀποστόλων. Οὕτως αὕτη μόνη δύναται νά καθορίζη τήν πίστιν. Καί εἴμεθα βέβαιοι ὅτι τοῦτο εἶναι ἀπόδειξις τῆς μοναδικότητας της». Καί ὁ ἴδιος ὁ Παναγιώτατος ἐδήλωσε στόν πάνσεπτο Ἱερό Ναό τοῦ Πρωτάτου τήν 21η Ὀκτωβρίου 2008: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι αὐτή μόνη ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».

6) Εἶναι προφανής ἡ ἀναντιστοιχία ἀνάμεσα στήν διακήρυξι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» (παραγρ. 1), καί στά πεπραγμένα τῶν θεολογικῶν διαλόγων. Ἀπό τήν ἐποχή πού πρωτοσυντάχθηκε αὐτή ἡ διατύπωσις (Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, 1986) μέχρι σήμερα, καί παρότι εἶχε τονισθῆ ἀπό τότε ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δίδεται «ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της», ἔχουν γίνει θεολογικές συμφωνίες, οἱ ὁποῖες δέν ἑδράζονται στήν ἀποστολική πίστι καί παράδοσι. Τέτοιες εἶναι π.χ. ἡ συμφωνία τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων ἐπί τῆς Χριστολογίας (1989, 1990)- ἡ συμφωνία ἐπί τῆς ἐκκλησιολογίας στό Μπαλαμάντ (1993), ἡ ὁποία συνόψιζε τίς συμφωνίες τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν στό Μόναχο (1982), στό Μπάρι (1986), στό Νέο Βάλαμο (1988), ποῦ ἀφοροῦσαν τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν (ἀποστολική πίοτι, ἀποστολική διαδοχή, αὐθεντικά μυστήρια) καί ἡ συμφωνία στήν Ραβέννα (2007) γιά τήν ὕπαρξι δῆθεν πρωτείου ἑνός ἐπισκόπου ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου, ἡ ὁποία εὐτυχῶς ἀκόμη δέν ἔχει εὐδοκιμήσει.

Τό συνοδικό κείμενο γίνεται ἀσαφέστερο μέ τήν ρητή διαβεβαίωσι τῆς Ἐγκυκλίου ὅτι οἱ «ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως». Ἐάν οἱ ἀνωτέρω θεολογικές συμφωνίες δέν εἶναι «συμβιβασμός εἰς ζητήματα πίστεως», διερωτώμεθα τί εἶναι συμβιβασμός καί ποιός εἶναι ὁ «δογματικός μινιμαλισμός» πού ἀπορρίπτεται μέ τήν διατύπωσι τῆς Ἐγκυκλίου; «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀπεδέχθη τόν θεολογικόν μινιμαλισμόν ἤ τήν ἀμφισβήτησιν τῆς δογματικῆς παραδόσεως καί τοῦ εὐαγγελικοῦ ἤθους της» (παραγρ. 20)!

Ἀπό τίς ἀνωτέρω ἕξι ἐπισημάνσεις συνάγεται ὅτι τό κείμενο τῶν σχέσεων πρός τόν λοιπόν χριοτιανικόν κόσμον προσανατολίζεται πρός συνοδική κατοχύρωσι τῆς γραμμῆς τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας χωρίς τίς ἀπαραίτητες βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Διερωτᾶται κανείς: Πόσο εὔκολα θά μποροῦσε ἡ γραμμή αὐτή νά ὀνομασθῆ «Ὀρθόδοξος οἰκουμενισμός» (π. Δημήτριος Στανιλοάε), ἤ πρόσκλησις γιά «παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ);

Οἱ ἀστοχίες κατά τούς διαχριοτιανικούς διάλογους τοῦ παρελθόντος δέν εὐνοοῦν μία θετική ἀπάντησι. Χρειαζόταν τώρα ἕνα κείμενο μέ ἁγιοπατερική πνοή, τό ὁποῖο δέν θά ἄφηνε περιθώρια στόν ἑτερόδοξο οἰκουμενισμό (θεωρία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» καί τῶν «δύο πνευμόνων», ἀναγνώρισις ἑτεροδόξου βαπτίσματος καί ἱερωσύνης, κοινή χριστολογική πίστις μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους, ἀποδοχή τῆς βατικανείου «Clarification», συνυπογραφή εἰδικῶν κειμένων περί Ἐκκλησίας τοῦ τμήματος Πίστις καί Τάξις τοῦ Π.Σ.Ε. κ.λπ., καί σχετικές «ἐθιμοτυπικές ἐκκλησιαστικές» ἐκδηλώσεις πού τά ἐπιβεβαιώνουν). Ἕνα τέτοιο κείμενο θά στόχευε στήν ἐπιστροφή τῶν ἑτερόδοξων στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Θά ἔδειχνε ὅτί δέν ἀναγνωρίζουμε ἐν τῇ πράξει στίς ἑτερόδοξες «ἐκκλησίες» ἐκκλησιαστικότητα (ὅτι εἶναι ἐκκλησίες μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου) ἀφήνοντας τούς ἑτεροδόξους στίς πλᾶνες τους.

Τό συνοδικό κείμενο περί τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους παρουσιάζει ἔλλειμμα ἐκκλησιολογικῆς ἀκριβείας. Ἀναπόφευκτα αὐτό θά φανῆ κατά τίς μελλοντικές οἰκουμενικές ἐπαφές. Σέ αὐτές θά ἐφαρμοσθῆ πρακτικά τό πνεῦμα τοῦ κειμένου. Θά ἦταν εὐχῆς ἔργον οἱ διαχριοτιανικοί διάλογοι νά ξαναρχίσουν ἀπό κάποιο «σημεῖο μηδέν» μίας καθαρῆς Ὀρθοδόξου Ἔκκλησιολογίας. Ἐνδέχεται ὅμως νά οἰκοδομηθοῦν στά κεκτημένα τοῦ παρελθόντος, τά ὁποῖα οὔτως ἤ ἄλλως καταμαρτυροῦν παρεκκλίσεις ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία. 

Ἡ ἑρμηνεία τοῦ συνοδικοῦ κειμένου περί τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων θά φανῆ καί σέ δύο ἄλλες πλευρές τῶν οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν:

Ἡ μία πλευρά εἶναι οἱ οἰκουμενιστικοί συγχρωτισμοί, δηλαδή οἱ λειτουργικοί ἀσπασμοί, οἱ συμπροσευχές, οἱ εὐλογίες Ὀρθοδόξου ποιμνίου ἀπό αἱρετικούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, οἱ κοινές ἐκδηλώσεις Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων προκαθημένων καί κληρικῶν, μέ τίς ὁποῖες ἀμβλύνεται τό Ὀρθόδοξο κριτήριο καί προωθεῖται ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός. Θά συνεχισθοῦν ἤ θά παύσουν;

Ἡ δεύτερη πλευρά ἀφορᾶ τίς θεολογικές μελέτες, τά θεολογικά ἐπιστημονικά συνέδρια, καί ὅ,τι ἄλλο στόν ἀκαδημαϊκό χῶρο προωθεῖ τούς διαχριστιανικούς διάλογους πρός τήν πλευρά τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τά ὁποῖα ἔχουν ἐνίοτε «ἀξιοποιηθῆ» ἀπό ἐκκλησιαστικούς φορεῖς. Ἔστωσαν ὡς παραδείγματα ἡ θεολογική παραγωγή πού ἐπί χρόνια ἐμφανίζει τούς Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους στήν Χριστολογική τους διδασκαλία, ἡ περιβόητη παπική «Clarification» πού ἐξισώνει τό Φιλιόκβε μέ τήν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπόρευσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ θεολογικές μελέτες πού ὑποστηρίζουν ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν ἑτερόδοξων. Μέ ποιά ἄραγε ἐκκλησιολογικά κριτήρια θά γίνεται ἀποδεκτή ἡ θεολογική αὐτή συμβολή;

Τά προσυνοδικά κείμενα ἦσαν φορτισμένα μέ τήν γνωστή προϊστορία τους καί τίς ἐλλείψεις τους. Προϋπέθεταν καί ἀντανακλοῦσαν τήν ἱστορία τῶν διαχριστιανικῶν θεολογικῶν διαλόγων, ἀποφάσεων καί συμφωνιῶν. Δέν ἦταν σωστό νά ἑρμηνευθοῦν καθ' ἑαυτά καί ἀφ' ἑαυτῶν.

Ἡ Σύνοδος ἀναμφιβόλως βελτίωσε τά προσυνοδικά κείμενα. Τά τελικά ὅμως συνοδικά κείμενα παρουσιάζουν ἀκόμη ἀσάφειες. Δέν πῆραν «καθολική μορφή», μέ τήν ὁποία θά μποροῦσαν νά συντελέσουν στήν «καθολική ἑνότητα» τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀποκτήσουν τήν ἀναμενόμενη «καθολική ἰσχύ».

Οἱ προσδοκίες μας ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο δέν ἐκπληρώθηκαν, παρά τίς βελτιώσεις τῶν προσυνοδικῶν κειμένων, θά θέλαμε οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου νά ἠμποροῦν νά περιληφθοῦν στό Συνοδικόν της Ὀρθοδοξίας».

Ἐπιπροσθέτως τίθεται ἕνα μεῖζον θέμα πού ὁ Σεβ. Ναυπάκτου κ.κ. Ἱερόθεος μέ τήν διακρίνουσα αὐτόν σοφία καί πιστότητα μᾶς ἀνέφερε κατά τήν ἱερατική σύναξη τῆς Μητροπόλεώς μας τήν 10/11/2016 μέ θέμα τήν ἐνημέρωση τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου περί τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Τό οὐσιῶδες ζήτημα εἶναι οἱ πεποιθήσεις ἀδελφῶν Ἀρχιερέων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὅτι ἡ ἀληθής πίστις δέν ἀποτελεῖ ἀπόλυτο προϋπόθεση γιά τήν μετοχή στήν ἄκτιστη χάρι τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ὅτι ἡ ἑτεροδοξία κέκτηται ἀληθές βάπτισμα, μυστηριακή δομή, ἀποστολική διαδοχή καί ἱερωσύνη καί ἑπομένως καί ἡ αἵρεση εἶναι καί αὐτή «ὁδός πρός σωτηρίαν». Οἱ θέσεις ὅμως αὐτές ἀνατρέπουν πλήρως τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων καί ἀποτελοῦν καθαρή ὑποβολή τοῦ διαμονικοῦ περιπαίγματος πρός ἀνατροπή τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

Ἑπομένως οἱ συγκεκριμένοι ἐμφοροῦνται ἀπό τήν αἵρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ καί ἀποτελοῦν ἀπόλυτο κίνδυνο γιά τό Ἐκκλησιαστικό σῶμα ἀλλά καί τραγικό ἄλλοθι γιά τήν ἐμμονή τῶν κακοδόξων στήν αἵρεσή τους. Αὐτά βέβαια θά ἀποδειχθοῦν ἀπό τήν δημοσίευση τῶν πρακτικῶν τῆς Συνόδου καί τότε θά τεθῆ τό τεράστιο θέμα. Μποροῦμε νά ἔχουμε κοινωνία μέ ἐμφορουμένους ἀπό τέτοιες κακοδοξίες μή διακινδυνεύοντες τήν σωτηρία τοῦ ποιμνίου μας καί τηροῦντες τούς ὅρκους τῆς Ἀρχιερωσύνης μας;

Ἔχω ἐν κατακλείδι τήν ταπεινή γνώμη μετά τήν παράθεσι τῶν ἀνωτέρω ὅτι ἡ λεγομένη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά πρέπει νά θεωρηθῆ ὡς μία προσυνοδική διαδικασία καί μόνον καί νά ἐργασθοῦμε ὅλοι ὥστε νά συγκληθῆ μία ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πού θά θεραπεύση ἀστάθειες καί ἀσάφειες καταδικάζουσα τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί διακηρύσσουσα παγκοσμίως ὅτι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας καί μετοχῆς στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἀδιαιρέτου Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 


Πηγή:
Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

panorthoksh synodos 40


Επιστολή προς τον Σεβασμιώτατον Αρχιεπίσκοπον Ιασίου και Μητροπολίτην Μολδαβίας και Μπουκοβίνας, κ. Θεοφάνην της Ηγουμένης της Ι.Μ. Paltin, Ιουστίνας:

«Σεβασμιώτατε,

Με υιική υπακοή και βαθιά λύπη Σας απευθύνουμε αυτή την επιστολή, εμείς, οι ανάξιοι, οι μη φωτισμένοι κατά τον βίο και οι τελευταίοι της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ο προβληματισμός και η λύπη μας προκλήθηκαν από τη σύγκληση, τις αποφάσεις και ιδιαιτέρως από τις δυνατές συνέπειες της Συνόδου της Κρήτης (2016). Ξέρουμε ότι η Αντιπροσωπία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας έκανε μεγάλο αγώνα για την ομολογία της Ορθοδοξίας, αγώνα στον οποίο Εσείς είχατε μεγάλη συμβολή. Καθώς ξέρετε, με την ευλογία και τη θέλησή Σας, εμείς, η αδελφότητα της Ιεράς Μονής Paltin Petru Voda, κατά τις ταπεινές μας δυνάμεις, αντιμετωπίσαμε αυτή τη Συν­οδο με πνευματικό τρόπο, με νηστεία και προσευχή. Παρόλο που ήμασταν πεπεισμένοι ότι έπρεπε να αναβληθεί η σύγκληση αυτής της Συνόδου, διότι παρουσίαζε τεράστια θεολογικά προβλήματα ακόμα και στον ίδιο τον «Κανονισμό Διοργάνωσης και Λειτουργίας», εφόσον δεν εκπληρώθηκε η αναμενόμενη ομοφωνία, απαραίτητη για την έγκριση των προπαρασκευαστικών κειμένων, και ταυτόχρονα υ­πήρχαν και σχετικές αν­τιρρήσεις εκ μέρους κάποιων Τοπικών Εκκλησιών, κάναμε υπακοή και προσ­ευχηθήκαμε να διεξαχθούν με τη Χάρη και το Φως της Αλήθειας οι εργασίες της Συνόδου της Κρήτης και να ακολουθήσουν τις αποφάσεις των Θείων και Αγίων Πατέρων ημών. Είχαμε την πεποίθηση ότι ο Παντοδύναμος Θεός πληρώνει τις ανθρώπινες αδυναμίες και ελλείψεις και δύναται να μετατρέψει το κακό σε καλό. Συνάμα, οι ειδήσεις για την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας από την Ρουμανική Αντιπροσωπία μας έδωσαν ελπίδα και μας ενίσχυσαν στην προσευχή και νηστεία μας.

Καθώς φαίνεται, δεν βιαστήκαμε να διαμαρτυρηθούμε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνόδου της Κρήτης (2016). Αντιθέτως, μελετήσαμε με πολλή προσοχή και υπομονή τα κείμενα και τις αποφάσεις, τις τοποθετήσεις και τις υστερόχρονες αναφορές διακεκριμένων Αρχιερέων και θεολόγων της Αγίας μας Εκκλησίας, τόσο υπέρ, όσο και εναντίον της διοργάνωσης και διεξαγωγής των εργασιών και της έγκρισης των κειμένων της Συνόδου της Κρήτης. Κατόπιν έρευνας και με προσευχή, με την οποία προσπαθήσαμε να αξιολογήσουμε τα πάντα, προκειμένου να γνωρίσουμε την αλήθεια όσο πιο περιεκτικά γίνεται, η φωνή της συνειδήσεώς μας μας προτρέπει να Σας απευθύνουμε αυτή την επιστολή. Η θέση μας για τη Σύνοδο της Κρήτης (2016) δεν είναι κάτι μοναδικό και απομονωμένο στον ορθόδοξο κόσμο, αλλά συμμερίζεται από πολλές συνειδήσεις καθώς φαίνεται από δημόσιες ομολογίες πίστεως, οι οποίες τεκμηριώνονται και στηρίζονται, από κανονική άποψη, στη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων.

Με αγάπη και φόβο Θεού, του Ποιητή, Κτίστη και Σωτήρα του κόσμου, αποβλέποντας στον Ιησού Χριστό, τον Θεό Υιό και Κεφαλή της ζώσας και αληθινής Εκκλησίας, το Σώμα του, Σας ομολογούμε, Σεβασμιώτατε, τα εξής:

1) Η Σύνοδος της Κρήτης παραβίασε τον λόγο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος κανόνισε για την αιωνιότητα την ισότητα των επισκόπων (Μτθ. 20:25-28; Μκ. 9:33-35), εμποδίζοντας με την αγία του φωνή να γίνει ένας απ’ αυτούς μεγαλύτερος από τους άλλους. Η διαίρεση των επισκόπων σε τρεις κατηγορίες – δηλαδή των επισκόπων χωρίς το δικαίωνα να συμμετάσχουν στη Σύνοδο, εκείνων με δικαίωμα να συμμετάσχουν στη Σύνοδο και να μιλήσουν αλλά χωρίς αποφασιστική ψήφο, και μερικών με πλήρη δικαιώματα, ακόμα και με δικαίωμα του βέτο – είναι, πέρα από οποιαδήποτε ανθρώπινη επιχειρηματολογία, εναντίον της εντολής του Θεού. Εξολοθρεύθηκε η ελπίδα μας ότι η Σύνοδος της Κρήτης θα διορθώσει το σφάλμα, με το οποίο ξεκίνησε την πορεία της, εφόσον αυτή η φοβερή εκτροπή ούτε καν συζητήθηκε.

Σεβασμιώτατε, διάφορες ανθρώπινες τεκμηριώσεις υπήρχαν στην ιστορία π.χ. για την διατήρηση του Παλαιού Νόμου μετά την Ανάσταση, για τον αρειανισμό και τον μακεδονιανισμό, για το Filioque, για την ίδρυση της παποσύνης στις ιστορικές η σημερινές της μορφές, για την Ιερά Εξέταση και για πολλά άλλα. Και όλα αυτά, επειδή αγνόησαν τις εντολές του Θεού, επέφεραν περισσότερο κακό παρά καλό, διάσπαση αντί ενότητα, πλάνη αντί καθοδήγηση, οδύνη αντί παρηγορία, καταστροφή αντί οικοδομή. Ακόμα και μόνο αυτή η εκτροπή από την Ορθοδοξία, δηλαδή η αποδοχή των μη ορθοδόξων και μη χριστιανικών βαθμίδων στην αρχιερωσύνη, αρκεί για να μας σπρώξει να Σας φωνάξουμε με πόνο: «Πατέρα και Ποιμένα του λογικού ποιμνίου του Θεού, απορρίψτε τη Σύνοδο της Κρήτης!».

2) Η Σύνοδος της Κρήτης καταπάτησε τον ίδιο τον Κανονισμό της. Η Σύνοδος της Κρήτης συνήλθε παρόλο που τα προπαρασκευαστικά κείμενα δεν εγκρίθηκαν με ομοφωνία, αγνοώντας τις αντιρρήσεις εκ μέρους τεσσάρων Τοπικών Εκκλησιών.

Η εναντίωση και μόνο των τεσσάρων Εκκλησιών αντιτίθεται στην αρχή της ομοφωνίας, η οποία αναφέρθηκε τόσο πολύ σχετικά με τη Σύνοδο, και έτσι καταργείται μόνη της η Σύνοδος της Κρήτης σύμφωνα με την ίδια τη δική της μεθοδολογία διοργανώσεως. Η επίκληση κάποιων Οικουμενικών Συνόδων, στις οποίες δεν συμμετείχαν όλες οι Τοπικές Εκκλησίες αποτελεί επαίσχυντο σόφισμα, εφόσον η Σύνοδος της Κρήτης δεν σεβάστηκε τις βασικές αρχές της Ορθοδόξου συνοδικότητας γενικά και των Οικουμενικών Συνόδων ιδιαιτέρως. Το να επικαλείται κανείς ένα κανονισμό από ένα σύνολο κανονισμών, το οποίο σύνολο αγνόησε εντελώς, είναι απρεπές και εκτός του φρονήματος της Ορθοδοξίας. Ακόμα και μόνο εξαιτίας του ότι δεν σεβάστηκαν οι ίδιες οι αρχές διοργάνωσης και λειτουργίας της Συνόδου, Σεβασμιώτατε, έχετε πολύ δικαιολογημένο λόγο να απορρίψετε τη Σύνοδο της Κρήτης!

3) Οι συζητήσεις και τα κείμενα της Συνόδου της Κρήτης υποφέρουν σοβαρά από μία ανορθόδοξη θεολογική γλώσσα, η οποία εκφράζει τη λεγόμενη theologia oecumenica, καθώς την ονομάζουν οι ίδιοι οι οικουμενιστές, μία ανορθόδοξη θεολογία με προτεσταντική προέλευση, που εισάχθηκε στην Εκκλησία κατά τους ιθ -κ  αἰῶνες. Εσείς ο ίδιος και άλλα μέλη της Ρουμανικής Αντιπροσωπίας αγωνιστήκατε εναντίον των ασαφειών και αλλοιώσεων, των ανορθόδοξων η και αντιορθόδοξων διατυπώσεων των κειμένων της Συνόδου. Αλλά το πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα που είχατε στη διάθεση πριν από τη Σύνοδο (άλλη ανορθόδοξη πράξη!) και οι πολύ έντονες πιέσεις επέτρεψαν να υπάρχουν πολλές παραλείψεις: από τη δογματική καινοτομία των αρχιερατικών βαθμίδων μέχρι τα άρθρα των κειμένων, τα οποία έρχονται σε διαφωνία μεταξύ τους και καταργούνται αμοιβαία, η και η έλλειψη ουσιαστικών διευκρινίσεων, χωρίς των οποίων ανοίγεται ο δρόμος των πιο πλανεμένων θεολογικών παρεξηγήσεων.

Για όλα αυτά, με πολλές λεπτομέρειες και πληροφορίες, έχουν γραφτεί και δημοσιευτεί κείμενα στην Ελλάδα, Ουκρανία, Βουλγαρία, Γεωργία και σε άλλα μέρη της Μιας Εκκλησίας, καθώς και στη Ρουμανία. Αν προσθέσουμε πληροφορίες δεν το κάνουμε για να Σας διδάσκουμε εμείς, διότι είμαστε πεπεισμένοι ότι γνωρίζετε πολύ καλά κατά πόσο είναι αληθινά όλα αυτά που Σας γράψαμε, αλλά το κάνουμε για να ενισχύσουμε τη μαρτυρία μας ενώπιον της ιστορίας για όσους δεν γνωρίζουν όλα αυτά, και για να Σας δώσουμε επιχειρήματα, για να υποστηρίξετε τη μόνη δυνατή απόφαση: την κατηγορηματική απόρριψη της Συνόδου της Κρήτης (2016).

Σεβασμιώτατε, γνωρίζετε την απέραντή μας αγάπη προς την Εκκλησία του Χριστού, αγάπη για την οποία ο Πατέρας και Πνευματικός μας, ο κτήτορας της Μονής Paltin, έδωσε το αίμα και τη ζωή του, βιώνοντας στις κομμουνιστικές φυλακές επί χρόνια φοβερά βάσανα χωρίς δισταγμό και χωρίς αποχώρηση. Ζούμε σε μία εποχή στην οποία το παράδειγμα του Γέροντα Ιουστίνου Parvu πρέπει να μας καθοδηγήσει, καθώς και ο λαμπρός αγώνας όλων των ομολογητών κατά τους κομμουνιστικούς διωγμούς.

Αν και τώρα δεν υπάρχει διωγμός η δεν υπάρχει ακόμα στην ίδια ένταση της σκληρότητας που υπήρχε τότε, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες πιέσεις ούτως ώστε η Ορθόδοξος Εκκλησία να δεχτεί πράγματα αλλότρια ως προς την Ορθοδοξία. Γνωρίζουμε ότι κάνατε μεγάλο αγώνα, για να φυλάξετε την Εκκλησία της Ρουμανίας από τέτοια πτώση. Και με δάκρυα Σας παρακαλούμε: απορρίψετε τη Σύνοδο της Κρήτης. Ο,τι δεν μπορέσατε να κερδίσετε εκεί, στην Κρήτη, κερδίστε τώρα! Επειδή δεν πρόκειται για κάποιο περιορισμένο και μικροπρεπές ανθρώπινο ενδιαφέρον, αλλά για το ιερό και ύψιστο καθήκον της ομολογίας και της διακήρυξης της διδασκαλίας του Χριστού, όπως ο ίδιος ο Σωτήρας μας την άφησε ως θησαυρό μέχρι τη συντέλεια του κόσμου.

Κοιτάξτε, Πατέρα και Ποιμένα μας, στα κύματα που σηκώνονται: οποιαδήποτε πλάνη οδηγεί σε ακραίες αντιδράσεις. Οι πλάνες του οικουμενισμού, του υπερκληρικαλισμού και εθνοφυλετισμού, οι οποίες οδήγησαν στον τρόπο διοργάνωσης και διεξαγωγής της Συν­όδου της Κρήτης και οι οποίες, παρόλες τις προσπάθειες και της Αντιπροσωπίας της Εκκλησίας της Ρουμανίας, φαίνονται στα κείμενα, προκαλούν όλο και πιο έντονες αντιδράσεις. Ακόμα και αν δεν ακούγονται στο ύψος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρουμανίας, οι φωνές οι οποίες ζητούν τη διακοπή μνημόσυνου των Αρχιερέων είναι πολλές, πάρα πολλές, και πολύ αποφασισμένες, αλλά το πιο σοβαρό είναι ότι πέρα από αυτές ακούγονται ήδη και οι φωνές φυγοκέντρων ομάδων, οι οποίες επιθυμούν και αγωνίζονται για το σκίσιμο της Εκκλησίας, φωνές οι οποίες δύνανται να βρουν πολλούς ακροατές, αν η διασάλευση συνεχίσει και επιδεινωθεί. Είναι προφανές ότι η απόρριψη της Συνόδου της Κρήτης είναι η πιο ξεκάθαρη και αποτελεσματική θεραπεία αυτών των κυμάτων και πλανών, στην ουσία η μόνη δυνατή θεραπεία.

Σας γράφουμε αυτά με φόβο Θεού, με πίστη και αγάπη, όχι επειδή προτιθέμεθα να Σας διδάξουμε εμείς κάτι, διότι τι θα μπορούσαμε να Σας διδάξουμε εμείς, που δεν έχουμε αποκτήσει τον καθαρό βίο και τη φωτισμένη γνώση; Αλλά ερχόμαστε ενώπιόν Σας, του καλού Πατέρα και Ποιμένα μας, ο οποίος « την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιω. ι : 11), υπέρ των υιών του, και δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά μόνο Σας υπενθυμίζουμε αυτά που πολύ καλά γνωρίζετε, και ευχόμαστε με αυτόν τον τρόπο να θεραπεύσετε τη διασάλευση που εμφανίστηκε στην Εκκλησία του Χριστού και να φέρετε την ειρήνη και το φως δια της εφαρμογής των ιερών δογμάτων και διδασκαλιών των προγόνων μας, των Αγίων Αρχιερέων με φόβο Θεού, οι οποίοι υπερασπίστηκαν την πίστη και το ποίμνιό τους με κίνδυνο της ζωής τους.

Γνωρίζοντας πολύ καλά την ευλάβεια και την αγάπη Σας για την Παράδοση της Εκκλησίας μας και για τους Ιερούς Κανόνες των Θείων Πατέρων, αλλά και την εκτίμηση την οποία εκδηλώσατε τόσες φορές για τον μακαριστό αγαπημένο μας πνευματικό Πατέρα, Αρχιμανδρίτη Ιουστίνο Parvu, θέτουμε ενώπιόν Σας τους πνευματοφόρους λόγους του Γέροντά μας, του ακαταπόνητου αγωνιστή για την ορθή πίστη, αγωνιστή στην πράξη και λόγο, του οποίου ο λόγος ήταν γεμάτος αγάπη και παρηγορία, αλλά και σοφή επίπληξη:

«Ο χριστιανισμός είναι η σταγόνα του ασβέστη, η οποία διασαφηνίζει το θολό νερό στο ποτήρι. Οι αρχηγοί ενός έθνους, οι αρχηγοί μιας Εκκλησίας είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι σε θέση να διασαφηνίσουν τη θολούρα του νερού και έτσι να αποκαταστήσουν την καθαρότητά του. Όμως, άμα δεν έχουμε αρχηγούς, οι οποίοι να παρέμβουν για τη διασαφήνιση των θολών νερών, τα οποία μας πνίγουν, δεν θα συμμετάσχουμε στο καθαρό ποτήρι… Οι Κανόνες των Αγίων Πατέρων δεν είναι μόνο για μας, τους Ρουμάνους, είναι για όλον τον χριστιανικό κόσμο. Έτσι ώστε ο στόχος μας είναι, όπως είπα και προηγουμένως, η σωτηρία του ανθρώπου. Αυτά είναι τα μέσα της σωτηρίας του ανθρώπου. Όταν αρχίσουμε να τα αποβάλουμε, να κάνουμε παραχωρήσεις ως προς αυτά τα θεμέλια, τότε αρχίζουμε να διαλύουμε και την ηθική μας και τη χριστιανική μας ζωή. Επομένως ο στόχος μας είναι να σηκώσουμε τον άνθρωπο, με τις αδυναμίες του, στο ύψος της Εκκλησίας, στη κανονική της γραμμή, όχι να κατεβάσουμε εμείς τους Κανόνες και τις διατάξεις των Αγίων Πατέρων στην ανθρώπινη αδυναμία. Επειδή εδώ θέλουν να φτάσουμε. Να φτάσουμε στη κατάργησή τους και ο άνθρωπος θα μείνει στο δήθεν μεγαλείο του, με όλη την αδυναμία του, σαν να μη υπήρχε κάνεις ανώτερος από αυτόν. Όμως αυτοί οι Κανόνες, αυτές οι διατάξεις συντάχθηκαν από τους Αγίους και παραμένουν άγιοι για μας κι εμείς είμαστε εκείνοι που πρέπει να προσαρμοστούμε σ’αυτούς όχι το αντίθετο. Αν δεν προσαρμοστούμε στους Κανόνες θα χαθούμε ψυχικά και θα πνιγούμε πνευματικά»[1].

Με βάση όλων των ανωτέρω, Σας διαβεβαιώνουμε για την υιική μας αγάπη και τις αδιάλειπτές μας προσ­ευχές, τις οποίες προσφέρουμε στον Κύριο, ώστε ο Ίδιος ο Θεός της Αλήθειας, ο οποίος ενθάρρυνε τους μάρτυρες, να Σας ενθαρρύνει κι Εσάς προς την αγία ομολογία κι επίσης Σας ζητάμε ταπεινά να απευθυνθείτε στην Ιερά Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας προκειμένου να αναθεωρηθούν τα κείμενα της Συνόδου της Κρήτης και να απορρίψετε τη Σύνοδο αυτή, η οποία προκάλεσε τόση διαταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας μας.

Με ταπείνωση και υιική υπακοή,

Η Γερόντισσα Ιουστίνα, Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Paltin Petru–Voda, και η συνοδεία αυτής μαζί με τους λειτουργούντες ιερείς.

11 Αυγούστου 2016, εορτή του Αγίου Νήφωνα, Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης».

Nota: Aceasta este scrisoarea manastirii Paltin Petru Voda referitoare la Sinodul din Creta, Traducere in limba greaca realizata de Tatiana Petrache

[1] Αρχιμανδρίτη Ιουστίνου Parvu, Η Εκκλησία και οι νέες αιρέσεις, Fundaia Justin Parvu, 2016, σ. 32.

 

Πηγή: Paltin Petruvoda, Ορθόδοξος Τύπος

iera synodos 01


Συνήλθε την Πέμπτη, 24 Νοεμβρίου 2016, στη δεύτερη ημέρα της εκτάκτου Συγκλήσεώς της, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Κατά την πρωινή Συνεδρία, μετά την προσευχή, ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διεπιστώθη απαρτία.

Κατόπιν επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.

Ακολούθως, σύμφωνα με την Ημερησία Διάταξη, συνεχίσθηκε εποικοδομητική συζήτηση επί της Εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγου, η οποία πραγματοποιήθηκε χθες και είχε ως θέμα την ενημέρωση του Σώματος της Ιεραρχίας περί των διεξαχθεισών εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Μετά το πέρας της συζητήσεως, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος έλαβε τον λόγο και αφού ευχαρίστησε όλους για τις τοποθετήσεις τους, αναφέρθηκε ιδιαίτερα στον Εισηγητή, ειπών μεταξύ άλλων: «Ευχαριστίες και συγχαρητήρια οφείλονται στον Σεβασμιώτατο Σερρών για την επιτυχή διαπραγμάτευση του θέματος». 

Εν κατακλείδι, μετά από Εισήγηση του Μακαριωτάτου Προέδρου, η οποία έγινε ομόφωνα αποδεκτή, τονίζεται η, μετά την ενδελεχή και λεπτομερή ενημέρωση του Σώματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, επιβεβαίωση της ενότητός Της, και αποφασίσθηκε η έγκριση των προτάσεων της Εισηγήσεως, καθώς και η μελέτη και όλων των κειμένων που υπεβλήθησαν, από την Δ.Ι.Σ., ώστε να συνταχθεί ανακοινωθέν προς ενημέρωση του ιερού κλήρου και του λαού.

Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας ασχολήθηκε επίσης με τρέχοντα υπηρεσιακά θέματα.

Η Επιτροπή Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας

 

Πηγή: Ακτίνες

mhtropoliths naypaktoy ierotheos 10


Ο μητροπολίτης Ναυπάκτου π. Ιερόθεος απαντάει στο ερώτημα: ''Ποιά θα ήταν η στάση του γέροντα Σωφρονίου σχετικά με την Σύνοδο της Κρήτης'' στο Διεθνές Συνέδριο ἀφιερωμένο στόν ἡγιασμένο Ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Σαχάρωφ, μέ τίτλο «Ἡ Συνάντηση μέ τόν Πνευματικό Πατέρα»που διοργάνωσε η Ἱερά Μητρόπολη Μολδαβίας σέ συνεργασία μέ τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἰασίου (Α.Ι. Κούζα)στο Συνεδριακό Κέντρο «Πρόνοια»» (Ἰάσιο Ρουμανίας 13 Νοεμβρίου 2016).

 

Πηγή: Τρελογιάννης

mhtropoliths serrwn theologos 01


«ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΕΞΑΧΘΕΙΣΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»*

«Το γαρ της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλά ενώσεως εστί, και συμφωνίας όνομα», (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ερμηνεία εις την Α Κορινθίους, PG 61, 13).

Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,

Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Πατέρες και αδελφοί,

Με αισθήματα βαθείας συστολής ανέρχομαι, όχι αυτόκλητος, αλλά υπό της Εκκλησίας δια της ιδικής σας φωνής, Μακαριώτατε Δέσποτα και σεπτοί Συνοδικοί πατέρες, καλούμενος στο ιερό τούτο βήμα του σεπτού και μυστικού υπερώου της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, όπου τη επιπνοία του Παρακλήτου Πνεύματος μυσταγωγείται το ανά τους αιώνες επεκτεινόμενον μυστήριον και θαύμα της αγίας Πεντηκοστής, το οποίον «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας» (Υμνολογία εορτής της αγίας Πεντηκοστής). Συνέχει με δέος και θάμβος με καταλαμβάνει αναλογιζόμενον την πτωχείαν των δυνάμεών μου, το ύψος των κατά καιρούς κοσμησάντων, δι’ έργων και λόγων, το ιερώτατον τούτο βήμα, την κρισιμότητα των περιστάσεων, την δυσκολίαν του εγχειρήματος, την ιδιαιτερότητα του θέματος, την εύλογον ευαισθησίαν του χριστεπωνύμου πληρώματος, τις απαιτήσεις της αληθείας και την περιωπήν του θεοφιλούς τούτου ακροατηρίου. Αλλά επί τω Θεώ πέποιθα, Πατέρες και Αδελφοί, και τις ιδικές σας ευχές επικαλούμαι, ώστε το ανατεθέν έργον να αχθή, λυσιτελώς και ακινδύνως, σε αίσιον και θεοφιλές τέλος. Οφειλετικώς και ευγνωμόνως ευχαριστώ τον τε Μακαριώτατον Προκαθήμενον και Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμον και τους Σεβασμιωτάτους συμπαρέδρους της προλαβούσης 159ης Συνοδικής περιόδου για την όλως τιμητικήν προς το ταπεινόν μου πρόσωπον εμπιστοσύνην τους, εκφρασθείσαν διά της αναθέσεως, Συνοδική Αποφάσει (Δ.Ι.Σ. 1.6.2016) της αρξαμένης ήδη εισηγήσεως, εχούσης αυτολεξεί τον τίτλον, κατά την διατύπωσιν του σχετικού Συνοδικού Εγγράφου (3150/11-7-2016) «Ενημέρωσις περί των διεξαχθεισών εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Τα κατά τα ανωτέρω σαφώς και σοφώς προδιαγεγραμμένα όρια προτίθεμαι να ακολουθήσω με την μεγαλυτέραν δυνατήν πιστότητα.

* Εισήγησις του Σεβ. Μητροπολίτου Σερρών και Νιγρίτης Θεολόγου ενώπιον του ιερού Σώματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την Τετάρτην 23ην Νοεμβρίου 2016.

Α. ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ – ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία, ως το πανάγιον Σώμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, κοινωνία θεώσεως και «πρόγευσις και βίωσις των εσχάτων εν τη θεία Ευχαριστία και αποκάλυψις της δόξης των μελλόντων», πορεύεται θεραπευτικώς, φωτιστικώς και αγιαστικώς μέσα στην ιστορίαν, ως «ο Χριστός ο μεθ’ ημών ων και εις τον αιώνα παρατεινόμενος» (Ιερός Αυγουστίνος). Είναι η Εκκλησία των πανευφήμων Αποστόλων, των θεοφόρων Πατέρων, των αγίων και μεγάλων Οικουμενικών, ως και των καθολικού κύρους Συνόδων, της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Αυτή η θεμελιακού χαρακτήρος Συνοδική συνείδησις διέπει, κατευθύνει και φωτίζει όλες τις θεσμικές εκφράσεις, λειτουργίες και ολόκληρον την ζωήν της, με αναφοράν και κέντρον πάντοτε το αγιώτατο μυστήριον της θείας Ευχαριστίας ως και όλην την μυστηριακήν της ζωήν, καθώς, κατά τον άγιον Νικόλαον τον Καβάσιλα, «η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται». Η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία, η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Χριστού, διεφύλαξεν αλώβητον και ανόθευτον, και μετά την τραγικήν απόσχισιν της δυτικής χριστιανοσύνης από το Σώμα της οντολογικώς αδιαιρέτου και ακεραίας πάντοτε παραμενούσης αγίας Εκκλησίας του Χριστού, την παραδεδομένην, από των Αποστολικών ακόμη χρόνων τρισσήν ενότητα, στην πίστιν, στην λατρείαν και στην κανονικήν παράδοσιν της εκκλησιαστικής διοικήσεως.

Τό αξιοσέβαστον και λίαν επωφελές για την μαρτυρίαν, την ευκοσμίαν, την οικοδομήν του Σώματος της Εκκλησίας και την αντιμετώπισιν των κατά καιρούς σοβαρών προβλημάτων περί την πίστιν και την ζωήν, αποστολοπαράδοτον Συνοδικόν κεκτημένον, ως έν εξαιρετικόν χαρισματικόν γεγονός, θεμελιούται στο ήθος, την παράδοσιν και την εμπειρίαν της αρχεγόνου χριστιανικής Εκκλησίας (Αποστολική Σύνοδος Ιεροσολύμων, 49 μ.Χ.). Εξ επόψεως δε κανονικής ευρίσκει την σαφή τεκμηρίωσίν του στην διατύπωσιν του 34ου Κανόνος των αγίων Αποστόλων, ο οποίος ορίζει ότι: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς Πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν και μηδέν τι πράττειν άνευ της εκείνου γνώμης, εκείνα δε μόνα πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει και ταις υπ’ αυτόν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της των πάντων γνώμης ποιείτω τι». Οι αποφάσεις των επισήμως ανεγνωρισμένων αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων των οκτώ πρώτων χριστιανικών αιώνων, ως και οι μετά ταύτα των Μειζόνων καθολικού κύρους Συνόδων, αποτελούν αδιαμφισβήτητον κριτήριον όχι μόνον για την δογματικήν ακρίβειαν, την θεολογίαν, την λειτουργικήν ζωήν και το ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και για την εν Χριστώ και κατά Χριστόν ζωήν του πληρώματος αυτής.

Ἡ προστασία της αποστολικής διαδοχής της πίστεως και τάξεως στην Εκκλησία είχε πάντοτε ως απόλυτον κριτήριον την αυθεντικήν συνέχειαν της βεβαίας Ευχαριστίας σε όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες, εγγυητές της οποίας ήταν, κατά τον άγιον Ιγνάτιον τον Θεοφόρον, οι κατά τόπους Επίσκοποι, οι κανονικοί και γνήσιοι διάδοχοι των πνευματοφόρων Αποστόλων στην αποστολικήν λειτουργίαν της Επισκοπής. Δια τούτο ο μεταποστολικός πατήρ άγιος Ειρηναίος Λυώνος (140-202 μ.Χ.), τονίζει: «Ημών γαρ σύμφωνος η γνώμη τη Ευχαριστία, η δε Ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην». Η εγγύησις της βεβαιότητος της τελουμένης θείας Ευχαριστίας σε όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες, δια της οποίας βιούται και φανερούται το μυστήριον της εν Χριστώ θείας Οικονομίας για την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, μαρτυρεί αυθεντικώς την αρραγή ενότητα των αγίων Εκκλησιών στην κοινωνίαν της «άπαξ παραδοθείσης τοις Αγίοις πίστεως» (Ιούδ. 3), στην κανονικήν τάξιν και στην μυστηριακήν συλλειτουργίαν. Η άμεσος και ουσιαστική σύνδεσις θείας Ευχαριστίας και Συνόδου, εκτός των άλλων, υποδηλώνει ότι η τελευταία αποτελεί επέκτασιν και συνέχειαν της θείας Λειτουργίας στην πρόσληψιν της αληθείας. Με άλλους λόγους, η κάθε Σύνοδος θα μπορούσε να χαρακτηρισθή μία άλλη λειτουργία μετά την θείαν Λειτουργίαν. Δια τούτο και πάντοτε πριν την έναρξιν των εργασιών μιας Συνόδου προηγείται η τέλεσις της θείας Μυσταγωγίας.

Υπό το πνεύμα αυτό, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι, «η Εκκλησία γαρ συστήματος και Συνόδου εστιν όνομα», διότι σε αυτήν χαρισματικώς ενώνονται όλα τα μέλη της μεταξύ τους και προς την θείαν Κεφαλήν αυτής, τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. «Η Εκκλησία αυτή καθ’ αυτήν είναι Σύνοδος υπό του Χριστού συνεστημένη και υπό του Αγίου Πνεύματος καθοδηγουμένη».

Απαρασάλευτον εκκλησιαστικόν κριτήριον της ιστορικής εξελίξεως του Συνοδικού συστήματος υπήρξεν αφ’ ενός μεν η αδιάκοπος συνέχεια της αποστολικής διαδοχής πίστεως στη ζωήν της Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε ο άρρηκτος σύνδεσμος αυτού με το ιερόν θυσιαστήριον των κατά τόπους Εκκλησιών και την δομήν της εκκλησιαστικής διοικήσεως του εκκλησιαστικού σώματος. Πρόδηλος από τα ανωτέρω τυγχάνει η παραδοχή ότι η Συνοδικότης ανήκει στον εσώτατον πυρήνα της Εκκλησίας και αποτελεί ουσιαστικόν και αναπόσπαστον στοιχείον της ζωής, της μαρτυρίας, της ενότητος και της καθολικότητός της.

Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία, έχουσα ακλόνητον την πεποίθησιν ότι μόνη αυτή αποτελεί την αυθεντικήν συνέχειαν της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και παρά τις δυσκολίες των καιρών και τις αδυναμίες των ανθρώπων, διαφυλάττει από των πρώτων χριστιανικών αιώνων έως σήμερον ως τιμαλφέστατον θησαυρόν την ως άνω θεμελιακού χαρακτήρος αυτοσυνειδησίαν της και την αποστολοπαράδοτον Συνοδικήν της ταυτότητα. Η διαπίστωσις αυτή, συν τοις άλλοις, επιβεβαιούται ιστορικώς και από τις επανειλημμένες πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της πρωτευθύνου και πρωτοθρόνου στην Πανορθοδοξίαν Εκκλησίας, για σύγκλησιν Μειζόνων Συνόδων, προς από κοινού αντιμετώπισιν των εκάστοτε αναφυομένων σπουδαίων ζητημάτων σε θέματα πίστεως και τάξεως, αλλά και από την έντονον, από τις αρχές ήδη του 20ού αιώνος και συντονισμένην κινητικότητα, για την σύγκλησιν μιας Πανορθοδόξου Συνόδου, με σκοπόν την ομόγνωμον αντιμετώπισιν των επικινδύνων συγχύσεων στις διορθόδοξες και στις διαχριστιανικές σχέσεις, αλλά και την πλέον αξιόπιστον κατάθεσιν της αγιοπνευματικής εμπειρίας της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον. Η θεοφιλής αυτή πρόθεσις εκφράσθηκε σαφέστερον στις συζητήσεις και στις αποφάσεις της συγκληθείσης υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Φωτίου Β’, στην Ιεράν Μονήν Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, Διορθοδόξου Επιτροπής (1930).

Η σύγκλησις όμως, υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου της Α’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως στην Ρόδον (1961), υπήρξεν ουσιαστικώς ο κινητήριος μοχλός της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατ’ αυτήν καταρτίσθηκε ο πρώτος εκτενής κατάλογος των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Υπό το πνεύμα αυτό εργάσθηκαν και οι επόμενες, Β’ καί Γ’ Πανορθόδοξες Διασκέψεις (Ρόδος 1963, 1964).

Συμφώνως προς αυτό το πνεύμα η Δ’ Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Σαμπεζύ 1968) απεφάσισε την άμεσον ενεργοποίησιν της διαδικασίας προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και καθόρισε τόσον τα Διορθόδοξα όργανα, όσον και την μεθοδολογίαν προετοιμασίας του τελικού θεματολογίου από τον εκτενέστατον κατάλογον των καταστρωθέντων σε οκτώ μεγάλες ενότητες και τεσσαράκοντα δύο (42) συνολικώς κεφάλαια, θεμάτων των Διασκέψεων της Ρόδου. Ωσαύτως, η ως είρηται Διάσκεψις: 1) Συνέστησεν εν Σαμπεζύ, στο Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την Γραμματείαν επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία θα είχεν ως αποστολήν της την συγκρότησιν σε θεματικούς φακέλους των αποστελλομένων «Συμβολών» των ορθοδόξων Εκκλησιών επί εκάστης θεματικής ενότητος, και 2) απεφάσισεν α) την συγκρότησιν μιας περιοδικώς συγκαλουμένης «Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής» και β) την περιοδικήν σύγκλησιν «Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως».

Η Α’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Σαμπεζύ 21-28/11/1976) απεδέχθη ομοφώνως τον περιορισμόν των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως στον αριθμόν των δέκα υπό την ως κάτωθι διατύπωσιν: «1. Η ορθόδοξος διασπορά, 2. Το Αυτοκέφαλον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού, 3. Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού, 4. Τα ιερά Δίπτυχα, 5. Το ζήτημα του ημερολογίου και του κοινού εορτασμού του Πάσχα, 6. Τα κωλύματα γάμου, 7. Η αναπροσαρμογή των περί νηστείας διατάξεων, 8. Οι σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, 9. Η Ορθοδοξία και η Οικουμενική Κίνησις και 10. Η Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στην επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και στην άρσιν των φυλετικών διακρίσεων». Η Α’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις καθόρισεν επίσης τα κριτήρια επιλογής των δέκα θεμάτων, τα οποία ίσχυσαν και για την επιλογήν της τελικής θεματολογίας της συγκληθείσης, τελικώς εν Κρήτη κατά τον παρελθόντα Ιούνιον, Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και αναφέρονται κυρίως: 1. Στις σχέσεις των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταξύ των και προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, 2. Σε πρακτικά ή ποιμαντικά ζητήματα του εκκλησιαστικού Σώματος, 3. Στις σχέσεις προς τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον και 4. Στην αξιόπιστον προβολήν της μαρτυρίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναφορικώς προς τα σύγχρονα προβλήματα του ανθρώπου και του κόσμου.

Η Β’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Σαμπεζύ, 3-12/9/1982) είχεν ως θέματα ημερησίας διατάξεως τις επί εκάστου θέματος αποσταλείσες Συμβολές των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και την επ’ αυτών εισήγησιν της Γραμματείας προς μελέτην των σημαντικών πρακτικών ζητημάτων για την ποιμαντικήν αποστολήν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ειδικώτερον η Διάσκεψις εμελέτησεν επισταμένως τα παρακάτω θέματα: «1. Κωλύματα Γάμου, 2. Αναπροσαρμογή των περί νηστείας διατάξεων και 3. Το ημερολογιακό ζήτημα σε σχέση με την περί του Πάσχα Απόφασιν της Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου και του κοινού εορτασμού του σε ορισμένην Κυριακήν από όλους τους χριστιανούς». Στα θέματα αυτά προσετέθη, κατά παρέκκλισιν των δέκα θεμάτων, και το ζήτημα της χειροτονίας Επισκόπων άνευ μοναχικής κουράς, κατόπιν παρακλήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βουλγαρίας.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του προηγουμένου αιώνος οι πολιτικές, ιδεολογικές, πνευματικές και κοινωνικές ανακατατάξεις κυρίως στους ορθοδόξους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης επέβαλαν μίαν στροφήν των εκείσε Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών προς την κατεύθυνσιν της αμέσου ποιμαντικής αντιμετωπίσεως της προκλητικής και απαραδέκτου δράσεως των ετεροδόξων χριστιανών σε βάρος του δοκιμαζομένου ορθοδόξου πληρώματος αλλά και της ανασυγκροτήσεως, της οργανώσεως, της διοικήσεως και της λειτουργίας του εκκλησιαστικού Σώματος αυτών.

Κατόπιν σεπτής πρωτοβουλίας του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, και με την σύμφωνο γνώμη και των άλλων Μακαριωτάτων Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Κων/πολιν, κατά την Σύναξιν των αγίων Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, από 10ης έως 12ης Οκτωβρίου του 2008, η διαδικασία προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας έλαβε νέαν δυναμικήν, με στόχον την σε βάθος επεξεργασίαν και την τελικήν έγκρισιν αφ’ ενός μεν του κειμένου περί της Ορθοδόξου Διασποράς και του Σχεδίου Κανονισμού Λειτουργίας των Επισκοπικών Συνελεύσεων, αφ’ ετέρου δε της άρσεως της εκκρεμούς διαφωνίας περί της υπογραφής του Πατριαρχικού Τόμου στο κείμενο περί του Αυτοκεφάλου και του τρόπου ανακηρύξεως αυτού.

Η από 6ης έως 9ης Μαρτίου του 2014 Σύναξις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολιν, στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν, ως Εκπρόσωποι της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος Β’, οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος και υπηρεσιακοί παράγοντες, έλαβε τελικώς την απόφασιν συγκλήσεως στην Κωνσταντινούπολιν, στο αιγλήεν Κέντρον της Πανορθοδοξίας, της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου κατά τις ημέρες της εορτής της αγίας Πεντηκοστής του έτους 2016, «εκτός απροόπτου». Για τον σκοπόν αυτόν απεφασίσθη η συγκρότησις Ειδικής Διορθοδόξου Επιτροπής, εχούσης ως σκοπόν αφ’ ενός μεν την επίσπευσιν της διαδικασίας για την προπαρασκευήν της Συνόδου, αφ’ ετέρου δε την επεξεργασίαν, επικαιροποίησιν και γλωσσικήν βελτίωσιν των κειμένων που έγιναν ομοφώνως αποδεκτά υπό της Β’ καί Γ’ Πανορ-θοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως. Οι αποφάσεις, οι οποίες σχεδόν ομοφώνως (εκτός του Πατριαρχείου Αντιοχείας) ελήφθησαν και απετέλεσαν τον «Καταστατικόν Χάρτην» της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι οι ως κάτωθι: «1) Όλες οι αποφάσεις κατά την Σύνοδον και κατά το προπαρασκευαστικόν αυτής στάδιον θα λαμβάνονται καθ’ ομοφωνίαν, 2) Η Σύνοδος θα προεδρεύεται υπό του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου, των λοιπών Μακαριωτάτων Προκαθημένων παρακαθημένων εκ δεξιών και εξ ευωνύμων αυτού κατά την τάξιν των ιερών Διπτύχων, 3) Εκάστη Αυτοκέφαλος Εκκλησία θα εκπροσωπείται υπό του Προκαθημένου και υπό είκοσι τεσσάρων, κατ’ ανώτατον όριον, Επισκόπων αυτής. Οι Εκκλησίες, των οποίων ο αριθμός των Επισκόπων είναι μικρότερος των είκοσι τεσσάρων, θα εκπροσωπούνται υπό του Προκαθημένου και όλων των Επισκόπων αυτών, 4) Κάθε Αυτοκέφαλος Εκκλησία θα διαθέτει μίαν φωνήν, 5) Θα συγκροτηθεί Ειδική Διορθόδοξος Επιτροπή αποτελουμένη από ένα Επίσκοπον και ένα Σύμβουλον της κάθε Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Έργο αυτής θα είναι: α) Η αναθεώρησις των κειμένων «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνηση», «Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον» και «Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην προώθησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και η εξαφάνισις των φυλετικών και άλλων διακρίσεων». β) Η επιμέλεια των κειμένων που αφορούν σε θέματα της ημερησίας διατάξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ως «Το ζήτημα του κοινού ημερολογίου», «Τα κωλύματα γάμου» και «Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον», 6) Ωσαύτως απεφασίσθη ότι κατά το πρώτον ήμισυ του 2015 θα συνεκαλείτο Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις προς αποδοχήν του κειμένου «Το Αυτόνομον στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού», το οποίον υιοθετήθηκε από την Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν».

Η Α’ Εἰδική Διορθόδοξος Επιτροπή, στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν ως Εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ασχολήθηκε με την επεξεργασίαν των κειμένων «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνησις» και «Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον».

Η Β’ Εἰδική Διορθόδοξος Επιτροπή, στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν ως Εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ασχολήθηκε με την επεξεργασίαν του κειμένου «Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην επικράτησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης, και της αγάπης μεταξύ των λαών και η άρσις των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων».

Η Γ’ Εἰδική Διορθόδοξος Επιτροπή, στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν ωσαύτως ως Εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ασχολήθηκε με την επεξεργασίαν των κειμένων: α) Τα κωλύματα Γάμου, β) Το ημερολογιακόν ζήτημα, γ) Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον. Ολοκλήρωσε ακόμη τις δύο τελευταίες παραγράφους του κειμένου «Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην επικράτησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης, και της αγάπης μεταξύ των λαών και η άρσις των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων».

Η Ε’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Σαμπεζύ, 10-17/6/ 2015), στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ασχολήθηκε με την επεξεργασίαν των κειμένων: α) Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού, β) Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον, γ) Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον και δ) Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον. Η Διάσκεψις είχεν ωσαύτως ως έργον την ολοκλήρωσιν της προπαρασκευαστικής διαδικασίας και την παραπομπήν των ομοφώνως αποδεκτών κειμένων προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον. Εντούτοις, οι νέες προτάσεις οι οποίες κατετέθησαν από ορισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες επί των ήδη ομοφώνως αποδεκτών κειμένων, οδήγησαν στην έγκρισιν μόνον του κειμένου περί του Αυτονόμου.

Η ιερά Σύναξις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών (21-25/1/2016) πραγματοποιήθηκε, για ειδικούς λόγους, στο Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης, κατόπιν προσκλήσεως του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου και με την συμμετοχήν των Μακαριωτάτων Προκαθημένων και των Αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αφ’ ενός μεν για να επικυρώση το επιτελεσθέν προπαρασκευαστικόν έργον, αφ’ ετέρου δε για να αποφασίση την σύγκλησιν, την συγκρότησιν, την οργάνωσιν και την λειτουργίαν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όπως επίσης και τον τελικόν κατάλογον των θεμάτων της Ημερησίας Διατάξεως αυτής. Στις εργασίες της εν λόγω Συνάξεως συμμετείχον, Συνοδική Αποφάσει, ως Εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Ηλείας κ. Γερμανός, Περιστερίου κ. Χρυσόστομος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος. Η ως είρηται ιερά Σύναξις απεφάσισεν: «1) Την πραγματοποίησιν της Συνελεύσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην Ορθόδοξον Ακαδημίαν στο Κολυμπάρι Κρήτης από της 18ης έως της 27ης Ιουνίου 2016, 2) Την αποδοχήν και έγκρισιν των κειμένων της Ε’ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ, 10-17/6/2015) με ορισμένες προσθήκες και διορθώσεις, 3) Την έγκρισιν του Κανονισμού οργανώσεως και λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και 4) Την οριστικοποίησιν των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως των εργασιών αυτής ως κάτωθι διαλαμβάνεται: 1. «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον, 2. Η Ορθόδοξος Διασπορά, 3. Το Αυτόνομον στην Ορθόδοξον Εκκλησία και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού, 4. Το μυστήριον του Γάμου και τα κωλύματα αυτού, 5. Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον και 6. Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον». Ωσαύτως, απεφασίσθη: α) η συγκρότησις Πανορθοδόξου Γραμματείας της Συνόδου, β) η ανάθεσις σε Ειδικήν Διορθόδοξον Επιτροπήν της εγκαίρου συντάξεως σχεδίου Μηνύματος της Συνόδου και γ) η πα

απομπή των θεμάτων περί του Αυτοκεφάλου και περί των Ιερών Διπτύχων σε περαιτέρω διορθόδοξον προετοιμασίαν, λόγω της διαπιστωθείσης αδυναμίας λήψεως ομοφώνου αποφάσεως».

Κατά την υπερπεντηκονταετή (55) προπαρασκευαστικήν διαδικασίαν (1961-2016) συνεκλήθησαν συνολικώς, υπό του αειλαμπούς εν Φαναρίω Κέντρου, με την συμμετοχήν και συμπαράστασιν όλων των αγιωτάτων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών: α) έξι συνελεύσεις της «Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής», β) τρεις συνελεύσεις της συσταθείσης υπό της ιεράς Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών «Ειδικής Διορθοδόξου Επιτροπής» για την επεξεργασίαν ή και επικαιροποίησιν των ομοφώνως εγκριθέντων κειμένων υπό των Β’ καί Γ’ Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, γ) πέντε Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, δ) τρεις ιερές Συνάξεις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών για την επίσπευσιν της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ε) δύο ειδικά θεολογικά Συνέδρια για την σύνταξιν ενός βασικού Κανονισμού λειτουργίας των Επισκοπικών Συνελεύσεων στην Ορθόδοξον Διασποράν και στ) δύο επιστημονικά Συνέδρια αφ’ ενός μεν για το ημερολογιακόν ζήτημα και το θέμα του κοινού εορτασμού του Πάσχα, αφ’ ετέρου δε για τα σύγχρονα ζητήματα βιοηθικής. Η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία οφείλει ευγνώμονες ευχαριστίες προς όσους φιλοτίμως και δημιουργικώς εκοπίασαν διαχρονικώς για τον ιερόν αυτόν σκοπόν.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΙΝ ΤΩΝ ΨΗΦΙΣΘΕΝΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ
ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος από της πρώτης στιγμής, συμμετείχεν ενεργώς και ουσιαστικώς, σε συνεργασίαν μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, στην προετοιμασίαν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τόσον σε επίπεδον οργανωτικόν, όσον και σε αυτό της πολυτίμου συνεισφοράς στην τελικήν διαμόρφωσιν των κειμένων. Εκ προσώπου της Αποστολικής Εκκλησίας της Ελλάδος, συμμετείχαν στις κατά καιρούς προσυνοδικές διαδικασίες λαμπροί και περισπούδαστοι Ιεράρχες, λίαν πεπαιδευμένοι κληρικοί και ελλογιμώτατοι καθηγητές Πανεπιστημίων. Ένιοι εξ αυτών αναπαύονται ήδη εν χώρα ζώντων ως οι αοίδιμοι: Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος, οι Μητροπολίτες, Μυτιλήνης Ιάκωβος ο Β’, Κίτρους Βαρνάβας, Κορίνθου Παντελεήμων, Χίου Χρυσόστομος, Νέας Σμύρνης Αγαθάγγελος και Νικοπόλεως Μελέτιος, οι Πρωτοπρεσβύτεροι Ιωάννης Ρωμανίδης, Στέφανος Αβραμίδης και οι καθηγητές Ιωάννης Καρμίρης και Ιωάννης Καλογήρου, ενώ οι υπόλοιποι διακονούν θεοφιλώς το υπερφυές μυστήριον της Εκκλησίας από των ιερών επάλξεών τους, ως ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος Β’ και οι Σεβ. Μήτροπολίτες, Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος , Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευστάθιος, Ηλείας κ. Γερμανός, Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, οι Αιδεσιμολογιώτατοι Πρωτοπρεσβύτεροι και ομότιμοι πλέον καθηγητές του Πανεπιστημίου, π., Γεώργιος Μεταλληνός και Θεόδωρος Ζήσης και οι ελλογιμώτατοι ομότιμοι Πανεπιστημιακοί καθηγητές κ., Βλάσιος Φειδάς και Γεώργιος Μαρτζέλος.

Επικειμένης της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η Εκκλησία της Ελλάδος εκινητοποίησεν έτι πλέον τα Συνοδικά αυτής όργανα προς αρτιωτέραν προετοιμασίαν. Συγκεκριμένως, κατά το τρέχον έτος προέβη στις ως κάτωθι ενέργειες:

• Η Δ.Ι.Σ. της 159ης Συνοδικής Περιόδου κατά την διάρκειαν των εργασιών της, την 13ην Ιανουαρίου 2016, και εν όψει της πραγματοποιήσεως της εν Σαμπεζύ Συνάξεως των Ορθοδόξων Προκαθημένων από 21ης έως 25ης Ιανουαρίου 2016, ενημερώθηκε αρκούντως περί αυτής υπό των Σεβ. Μητροπολιτών Δημητριάδος κ. Ιγνατίου και Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, τακτικών μελών της Συνοδικής Επιτροπής επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων. Περατωθείσης της ενημερώσεως, απεφασίσθη, όπως στις εργασίες της εν λόγω Συνάξεως, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος εκπροσωπηθή υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Ηλείας κ. Γερμανού, συνοδευομένου υπό των Σεβ. Μητροπολιτών, Περιστερίου κ. Χρυσοστόμου και Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου.

• Η ιδία Δ.Ι.Σ. κατά την διάρκειαν των εργασιών της, την 5ην Φεβρουαρίου 2016, εν όψει και των εργασιών της Εκτάκτου Συνόδου της σεπτής Ιεραρχίας του μηνός Μαρτίου 2016, όρισε τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ηλείας κ. Γερμανόν εισηγητήν επί του θέματος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στο ιερόν Σώμα της Ιεραρχίας.

Κατά την πρώτην συνεδρίαν των εργασιών της εκτάκτου αυτής Συνόδου της Ιεραρχίας, την 8ην Μαρτίου 2016, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ηλείας κ. Γερμανός ανέγνωσε την εμπεριστατωμένην εισήγησίν του περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, καθώς και την πρότασιν της Δ.Ι.Σ. περί της συνθέσεως της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος σε αυτήν. Γενομένης εκτενούς συζητήσεως, ακολούθησε ψηφοφορία, δια της οποίας εγκρίθηκε με ικανήν πλειονοψηφίαν η πρότασις (Δ.Ι.Σ. 5-2-2016) για την σύνθεσιν της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έχουσα ως κάτωθι:

Α . Σύνθεσις Αντιπροσωπείας Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος:

Επίσημα Αρχιερατικά Μέλη.

1. Ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ Β’, Πρόεδρος της Ι.Σ.Ι.

2. Ο Ηλείας κ. Γερμανός, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .

3. Ο Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Αλέξανδρος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .

4. Ο Άρτης κ. Ιγνάτιος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .

5. Ο Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. (Δεν μετέσχε τελικώς των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου για λόγους υγείας. Επιστολή υπ’ αριθμ. πρωτ. 733/8-6-2016).

6. Ο Νικαίας κ. Αλέξιος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .

7. Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .

8. Ο Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .

9. Ο Καστορίας κ. Σεραφείμ, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .

10. Ο Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ. Θεόκλητος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. (Για λόγους υγείας τελικώς δεν μετέσχε της Συνόδου).

11. Ο Κασσανδρείας κ. Νικόδημος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .

12. Ο Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .

13. Ο Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος, Μέλος της Δ.Ι.Σ. .

14. Ο Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Προκόπιος, Πρόεδρος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων.

15. Ο Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Πρόεδρος της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.

16. Ο Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός, Τακτικόν Μέλος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων.

17. Ο Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, Τακτικόν Μέλος της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.

18. Ο Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ.

19. Ο Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας.

20. Ο Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, Τακτικόν Μέλος της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.

21. Ο Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρας, Αναπλ. Μέλος της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.

22. Ο Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος, Τακτικόν Μέλος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων. (Δεν μετέσχε της Συνόδου λόγω σοβαρού κωλύματος).

23. Ο Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης κ. Ιωάννης, Αναπλ. Μέλος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων.

24. Ο Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Χρυσόστομος, Αναπλ. Μέλος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων.

25. Ο Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. Θεόκλητος, Αναπλ. Μέλος της Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων.

26. Ο Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ, Αναπλ. Μέλος της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.

Β. Εξαμελής Επιτροπή Ειδικών Συμβούλων.

1. Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Μεθώνης κ. Κλήμης, Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου.

2. Ο Αρχιμ. κ. Ιγνάτιος Σωτηριάδης, Γραμματεύς της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.

3. Ο Αρχιμ. Χερουβείμ Μουστάκας, Συνεργάτης της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.

4. Ο Πρωτοπρεσβύτερος κ. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αναπληρωτής Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Αθηνών.

5. Ο Πρωτοπρεσβύτερος κ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης.

6. Ο Ελλογιμώτατος κ. Γεώργιος Φίλιας, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών.

Γ. Τριμελής Αντιπροσωπεία βοηθών.

1. Ο κ. Εμμανουήλ Παπαμικρούλης, Συνεργάτης της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.

2. Ο κ. Δημοσθένης Θεοχάρης, Συνεργάτης της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων.

3. Ο κ. Νικόλαος Πετρόπουλος, Συνεργάτης του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου.

Δ. Ειδικός Σύμβουλος επί του Τύπου του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου : Ο κ. Χάρης Κονιδάρης.

Ε. Εκπρόσωπος στην Συντακτικήν Επιτροπήν του Μηνύματος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου:

Ο Σεβ. Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρας.

ΣΤ. Εκπρόσωποι στην Γραμματείαν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

1. Ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος.

2. Ο Αρχιμ. κ. Μάξιμος Παφίλης, Συνεργάτης της Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, ως Ειδικός Σύμβουλος.

Ζ. Εκπρόσωποι στην Επιτροπήν Τύπου της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

1. Ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος.

2. Ο κ. Αλέξανδρος Κατσιάρας, Συντονιστής της Επιτροπής Διοικήσεως της Ε.Μ.Υ.Ε.Ε. και Διευθυντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως Ειδικός Σύμβουλος».

Κατά την δευτέραν Συνεδρίαν των εργασιών της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας, την 9ην Μαρτίου 2016, απεφασίσθη ομοφώνως, όπως, οι παρατηρήσεις των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, αφ’ ενός μεν οι ήδη υποβληθείσες, αφ’ ετέρου δε εκείνες οι οποίες εγγράφως επρόκειτο να υποβληθούν ομού με όσες κατά την συζήτησιν συμπληρωματικώς διετυπώθησαν, αποτελέσουν αντικείμενον τελικής εγκρίσεως υπό της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας, η οποία θα συνεκαλείτο για τον σκοπόν αυτόν κατά τον μήνα Μάϊον του 2016.

1. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, κατά τις εργασίες αυτής της 12ης μηνός Μαΐου 2016, απεφάσισε την αποστολήν προς επεξεργασίαν και τελικήν κρίσιν στην Έκτακτον Σύνοδον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, της 24ης και 25ης Μαΐου 2016, των προτάσεων, τροπολογιών, διορθώσεων ή προσθηκών των 18 συνολικώς Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος επί των κειμένων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, οι οποίες υπεβλήθησαν στην Δ.Ι.Σ., βάσει του υπ’ αριθμ. πρωτ. 755/16-2-2016 σχετικού γράμματος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου προς τα σεπτά Μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και της σχετικής Αποφάσεως της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας της 9ης του μηνός Μαρτίου 2016. Ειδικώτερον προτάσεις επί των ως είρηται κειμένων κατέθεσαν γραπτώς στην Ιεράν Σύνοδον οι Σεβ. Μητροπολίτες:

2. Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιος.

3. Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευστάθιος.

4. Ηλείας κ. Γερμανός.

5. Βεροίας και Ναούσης κ. Παντελεήμων.

6. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος.

7. Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος.

8. Καστορίας κ. Σεραφείμ.

9. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ. Θεόκλητος.

10. Πειραιώς κ. Σεραφείμ.

11. Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος.

12. Νέας Σμύρνης κ. Συμεών.

13. Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος.

14. Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης και Βάρης κ. Παύλος.

15. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος.

16. Κυθήρων και Αντικυθήρων κ. Σεραφείμ.

17. Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμάς.

18. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος.

19. Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκος.

Κατά την πρώτην ημέραν των εργασιών της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, την 24ην Μαΐου 2016, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ηλείας κ. Γερμανός εισέφερεν στο ιερόν Σώμα την πρακτικώς συγκεκροτημένην εισήγησίν του με θέμα: «Ενημέρωσις επί των παρατηρήσεων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, αφορωσών εις τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου». Κατά την δευτέραν ημέραν των εργασιών της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, την 25ην Μαΐου 2016, συνεχίσθη η συζήτησις επί του ως άνω θέματος και απεφασίσθη να ανατεθή στην Δ.Ι.Σ. η υλοποίησις των Αποφάσεων στις οποίες κατέληξεν η Ι.Σ.Ι. επ’ αυτού, κατά την διάρκειαν των εργασιών αυτής.

Η προλαβούσα Διαρκής Ιερά Σύνοδος, κατά την Συνεδρίαν αυτής της 1ης Ιουνίου 2016, υλοποίησε την απόφασιν της Ι.Σ.Ι. αναφορικώς προς τις προτάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα καταρτισθέντα κείμενα της ημερησίας διατάξεως των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Οι τελικές προτάσεις – θέσεις επί των κειμένων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος κατετέθησαν στην Πανορθόδοξον Γραμματείαν της Συνόδου κατά την έναρξιν των εργασιών αυτής.

Συμπερασματικώς, δυνάμεθα να είπωμεν ότι η Αγιωτάτη Εκκλησία μας κατόπιν ενδελεχούς μελέτης των κειμένων, όπως αυτά διεμορφώθησαν τελικώς και εψηφίσθησαν με ομοφωνίαν, τα πλείονα τουλάχιστον εξ αυτών, από τους Εκπροσώπους των 14 συνολικώς Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στις κατά καιρούς, ως ανωτέρω ανεφέρθησαν, Προσυνοδικές Επιτροπές, επεξειργάσθη επιμελώς, διεμόρφωσεν εν Συνόδω και εν συνεχεία εψήφισεν εν ολομελεία, κατά τις Συνεδρίες της Εκτάκτου Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της, συνελθούσης ενταύθα την 24ην και 25ην παρελθόντος μηνός Μαΐου ε. έ. τις τελικές προτάσεις της, επί των τριών κυρίως θεμάτων της Μεγάλης Συνόδου, ήτοι: α) Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον, β) Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακήρυξής του και γ) Οι Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον, την παρουσίασιν και ανάπτυξιν των οποίων ενεπιστεύθη πρωτίστως, κατά την σχετικήν πρόβλεψιν του ομοφώνως, υπό των αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ψηφισθέντος Κανονισμού λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, (άρθρα 11 και 12) στον Μακαριώτατον Προκαθήμενον αυτής και επικουρικώς στα υπόλοιπα Αρχιερατικά μέλη της επισήμου Αντιπροσωπείας της.

Η ΣΥΝΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ.

ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΥΣΙΕΣ

1) Από τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες προσεκλήθησαν να συμμετάσχουν στις εργασίες της εν Κολυμπαρίω Κρήτης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τέσσαρες συνολικώς εξ αυτών, ήτοι Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας δεν προσήλθαν τελικώς στις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, διατυπώνοντας τους λόγους για τους οποίους απουσίαζαν από αυτήν. Ειδικώτερον:

2) Το παλαίφατον Πατριαρχείον Αντιοχείας,κατόπιν της παραθέσεως των εξαντλητικών τεκμηρίων στην Συνεδρία της Ιεράς Συνόδου αυτού (6-6-2016) υπέρ της αναβολής της συγκλήσεως της Συνόδου, «ομοφώνως απεφάσισε: 1) Να αναβληθή η σύγκλησις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου για μεταγενέστερη ημερομηνία, όταν θα επικρατήσουν ειρηνικές σχέσεις μεταξύ όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και θα εξασφαλισθή η Ορθόδοξος ομοφωνία περί των θεμάτων της Συνόδου και του Κανονισμού της, αλλά και της διαδικασίας οργανώσεως αυτής. 2) Να μην συμμετάσχη στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον μέχρι να εκλείψουν όλοι οι λόγοι που εμποδίζουν την συμμετοχήν στην Θείαν Ευχαριστίαν κατά την διάρκειαν της Συνόδου, όταν βρεθή μία οριστική λύσις αναφορικώς με την εισπήδησιν του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στα όρια του Πατριαρχείου Αντιοχείας, η οποία οδήγησε σε διακοπή κοινωνίας με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. 3) Να επιβεβαιώση για ακόμη μια φορά την σημασίαν της συμμετοχής όλων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησίων στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον και την λήψιν των αποφάσεών της με την παρουσίαν και την ομοφωνίαν πάντων, συμφώνως προς την αρχήν της ομοφωνίας, προκειμένου να διαφυλαχθή η ενότητα της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου Αντιοχείας της 6-6-2016).

3) Το Πατριαρχείον της Ρωσίαςστο ανακοινωθέν του μετά την λήξιν των εργασιών της εκτάκτου Ιεράς Συνόδου του, εσημείωσεν ότι «η αποχή έστω και μιας εκ των κοινώς ανεγνωρισμένων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών από την Σύνοδον αποτελεί απόλυτον κώλυμα δια την σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» και υπεστήριξε τις προτάσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών Αντιοχείας, Γεωργίας, Σερβίας και Βουλγαρίας περί αναβολής της Πανορθοδόξου Συνόδου και συγκλήσεως αυτής σε χρονικήν στιγμήν, η οποία θα πρέπη να καθορισθή κατόπιν πανορθοδόξου συζητήσεως και με απαραίτητον όρον την εξασφάλισιν της συμφώνου γνώμης των Προκαθημένων όλων των κοινώς ανεγνωρισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου Μόσχας της 13-6-2016).

4) Το Πατριαρχείον Σερβίας, με απόφασιν της Ιεράς Συνόδου του, απέστειλε Γράμμα προς τον τε Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον και όλους τους Μακαριωτάτους Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, στο οποίον, αφού ανέφερε τα υφιστάμενα προβλήματα, ετόνισεν ότι: «η Ορθόδοξος Εκκλησία της Σερβίας δυσκολεύεται να συμμετάσχη εν τη συγκληθείση Αγία και Μεγάλη Συνόδω και προτείνει την επί τινα χρόνον αναβολήν αυτής» (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου Σερβίας της 6-6-2016). Τελικώς όμως προσήλθεν και μετέσχε των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

5) Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βουλγαρίαςεσημείωσεν: α) την έλλειψιν από την Ημερησίαν Διάταξιν της Πανορθοδόξου Συνόδου ιδιαιτέρως σημαντικών και επικαίρων για την Ορθοδοξίαν ζητημάτων, χρηζόντων εγκαίρου Πανορθοδόξου αντιμετωπίσεως, β) τις διαφωνίες, οι οποίες προέκυψαν και τις οποίες εδήλωσαν επισήμως οι κατά τόπους Εκκλησίες σε ορισμένα από τα ήδη εγκριθέντα Συνοδικά κείμενα, γ) την αδυναμίαν επιμελείας των κειμένων, συμφώνως προς τον ήδη εγκριθέντα Κανονισμόν Λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δ) την προταθείσαν διάταξιν των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία θα εφηρμόζετο στην αίθουσαν συνεδριάσεων της Συνόδου προς παραβίασιν της αρχής της ισοτιμίας των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων κατά τόπους Εκκλησιών και την ε) ακατάλληλον διάταξιν για τους παρατηρητές και προσκεκλημένους της Συνόδου. Ως αποτέλεσμα της Συνεδριάσεως, «η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Βουλγαρίας ομοφώνως απεφάσισεν όπως επιμείνη στην αναβολήν της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και να συνεχισθούν οι προετοιμασίες για την σύγκλησιν αυτής». (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου Βουλγαρίας της 1-6-2016).

Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Γεωργίας, κατόπιν εκθέσεως των υφισταμένων προβλημάτων, εσημείωσεν ότι αυτά δύνανται να επιλυθούν δια συντόνου εργασίας, ενώ παραλλήλως εδέχθη ότι «σήμερον ευρισκόμεθα ενώπιον του γεγονότος ότι η ομόνοια δεν έχει εισέτι επιτευχθή, ενώ ο στόχος της συγκλήσεως της Συνόδου ήτο και είναι η προβολή της ομοψυχίας των Ορθοδόξων». Η Εκκλησία της Γεωργίας εζήτησε να αναβληθή η Σύνοδος, έως ότου επιτευχθή πλήρης ομόνοια. Ως εκ τούτου, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Γεωργίας απεφάνθη ότι: «Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Γεωργίας δεν θα συμμετάσχη εις την προγραμματισθείσαν εις την Κρήτην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον». (Ανακοινωθέν Πατριαρχείου Γεωργίας της 10-6-2016).

Στις ενστάσεις των ως είρηται πέντε Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, διασωζουσών την Πατριαρχικήν μάλιστα αξίαν, απήντησε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον με το ως κάτωθι Ανακοινωθέν:

«Συνήλθε σήμερον εκτάκτως (6-6-2016), υπό την προεδρίαν της Α. Θ. Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, εις συνεδρίαν, η Ιερά Ενδημούσα Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς επισκόπησιν της πορείας της χάριτι Θεού συγκληθείσης και ήδη επί θύραις Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Ιερά Ενδημούσα Σύνοδος, μετ’ εκπλήξεως και απορίας επληροφορήθη τας εσχάτως εκφρασθείσας θέσεις και απόψεις ενίων αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών και, αξιολογήσασα αυτάς, διεπίστωσεν ότι ουδέν θεσμικόν πλαίσιον υφίσταται προς αναθεώρησιν της ήδη δρομολογηθείσης συνοδικής διαδικασίας. Όθεν, αναμένεται, οι Προκαθήμενοι των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, συμφώνως προς τον Κανονισμόν Οργανώσεως και Λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, να προσκομίσουν τας τυχόν «προτάσεις τροπολογιών, διορθώσεων η προσθηκών εις τα ομοφώνως εγκριθέντα κείμενα υπό Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων και των Συνάξεων των Προκαθημένων επί των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως» (βλ. άρθρον 11), προς τελικήν διαμόρφωσιν και απόφανσιν κατά τας εργασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τη επικλήσει του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος.

Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ως πρωτεύθυνος Εκκλησία δια την διασφάλισιν της ενότητος της Ορθοδοξίας, καλεί άπαντας να αρθούν εις το ύψος των περιστάσεων και να μετάσχουν εις τας, κατά τας προκαθωρισμένας ημερομηνίας, εργασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ως πανορθοδόξως απεφασίσθη και υπεγράφη, τόσον υπό των Προκαθημένων εις τας Ιεράς Συνάξεις αυτών, όσον και υπό των εξουσιοδοτημένων εκάστοτε Αντιπροσωπειών καθ ὅλην την μακράν προπαρασκευαστικήν της Συνόδου διαδικασίαν». (Ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου της 6-6-2016).

Παρά τις εναγώνιες και εργώδεις έως τέλους προσπάθειες, κυρίως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι τέσσαρες Αυτοκέφαλοι Εκκλησίες (Αντιοχείας, Ρωσίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας) ενέμειναν έως τέλους στην απόφασίν τους περί αποχής τους από τις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία παρά ταύτα συνεκλήθη κανονικώς κατά τα πανορθοδόξως αποφασισθέντα, στην Κρήτην από 18ης έως 26ης Ιουνίου 2016 με την συμμετοχήν 162 συνολικώς Επισκόπων, αλλά και πρεσβυτέρων, μοναχών και λαϊκών από τις 10 Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.

ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΟΝΤΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ

ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ

Αντιπροσωπεία Οικουμενικού Πατριαρχείου

1. Η Α.Θ.Π., ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, Πρόεδρος της Α.Μ.Σ.Ο.Ε.

 

2. Ο Καρελίας και πάσης Φιλλανδίας κ. Λέων.

3. Ο Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας κ. Στέφανος.

4. Ο Γέρων Περγάμου κ. Ιωάννης.

5. Ο Γέρων Αμερικής κ. Δημήτριος.

6. Ο Γερμανίας κ. Αυγουστίνος.

7. Ο Κρήτης κ. Ειρηναίος.

8. Ο Ντένβερ κ. Ησαΐας.

9. Ο Ατλάντας κ. Αλέξιος.

10. Ο Πριγκηποννήσων κ. Ιάκωβος.

11. Ο Προικοννήσου κ. Ιωσήφ.

12. Ο Φιλαδελφείας κ. Μελίτων.

13. Ο Γαλλίας κ. Εμμανουήλ.

14. Ο Δαρδανελλίων κ. Νικήτας.

15. Ο Ντητρόϊτ κ. Νικόλαος.

16. Ο Αγίου Φραγκίσκου κ. Γεράσιμος.

17. Ο Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλόχιος.

18. Ο Κορέας κ. Αμβρόσιος.

19. Ο Σηλυβρίας κ. Μάξιμος.

20. Ο Αδριανουπόλεως κ. Αμφιλόχιος.

21. Ο Διοκλείας κ. Κάλλιστος.

22. Ο Ιεραπόλεως κ. Αντώνιος, επί κεφαλής των Ουκρανών Ορθοδόξων εν Η.Π.Α. .

23. Ο Τελμησσού κ. Ιώβ.

24. Ο Χαριουπόλεως κ. Ιωάννης, επί κεφαλής της Πατριαρχικής Εξαρχίας των εν τη Δυτική Ευρώπη Ορθοδόξων Παροικιών Ρωσσικής Παραδόσεως.

25. Ο Νύσσης κ. Γρηγόριος, επί κεφαλής των Καρπαθορρώσσων Ορθοδόξων εν Η.Π.Α. .

Σύνολον: 25

Αντιπροσωπεία Πατριαρχείου Αλεξανδρείας

1. Η Α.Θ.Μ., ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ.

2. Ο Γέρων Λεοντοπόλεως κ. Γαβριήλ.

3. Ο Ναϊρόμπι κ. Μακάριος.

4. Ο Καμπάλας κ. Ιωνάς.

5. Ο Ζιμπάμπουε και Αγκόλας κ. Σεραφείμ.

6. Ο Νιγηρίας κ. Αλέξανδρος.

7. Ο Τριπόλεως κ. Θεοφύλακτος.

8. Ο Καλής Ελπίδος κ. Σέργιος.

9. Ο Κυρήνης κ. Αθανάσιος.

10. Ο Καρθαγένης κ. Αλέξιος.

11. Ο Μουάνζας κ. Ιερώνυμος.

12. Ο Γουϊνέας κ. Γεώργιος.

13. Ο Ερμουπόλεως κ. Νικόλαος.

14. Ο Ειρηνουπόλεως κ. Δημήτριος.

15. Ο Ιωαννουπόλεως και Πρετορίας κ. Δαμασκηνός.

16. Ο Άκκρας κ. Νάρκισσος.

17. Ο Πτολεμαΐδος κ. Εμμανουήλ.

18. Ο Καμερούν κ. Γρηγόριος.

19. Ο Μέμφιδος κ. Νικόδημος.

20. Ο Κατάγκας κ. Μελέτιος.

21. Ο Μπραζαβίλ και Γκαμπόν κ. Παντελεήμων.

22. Ο Μπουρούντι και Ρουάντας κ. Ιννοκέντιος.

23. Ο Μοζαμβίκης κ. Χρυσόστομος.

24. Ο Νιέρι και Όρους Κένυας κ. Νεόφυτος.

Σύνολον: 24

Αντιπροσωπεία Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

 

1. Η Α.Θ.Μ., ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης κ.κ. ΘΕΟΦΙΛΟΣ.

2. Ο Φιλαδελφείας κ. Βενέδικτος.

3. Ο Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχος.

4. Ο Ιορδάνου κ. Θεοφύλακτος.

5. Ο Ανθηδώνος κ. Νεκτάριος.

6. Ο Πέλλης κ. Φιλούμενος.

Σύνολον: 6

Αντιπροσωπεία Πατριαρχείου Σερβίας

1. Η Α.Μ., ο Πατριάρχης Σερβίας κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ.

2. Ο Αχρίδος και Σκοπίων κ. Ιωάννης.

3. Ο Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας κ. Αμφιλόχιος.

4. Ο Ζάγκρεμπ και Λιουμπλιάνας κ. Πορφύριος.

5. Ο Σιρμίου κ. Βασίλειος.

6. Ο Βουδιμίου κ. Λουκιανóς.

7. Ο Νέας Γκρατσάνιτσας κ. Λογγίνος.

8. Ο Μπάτσκας κ. Ειρηναίος.

9. Ο Σβορνικίου και Τούζλας κ. Χρυσόστομος.

10. Ο Ζίτσης κ. Ιουστίνος.

11. Ο Βρανίων κ. Παχώμιος.

12. Ο Σουμαδίας κ. Ιωάννης.

13. Ο Μπρανιτσέβου κ. Ιγνάτιος.

14. Ο Δαλματίας κ. Φώτιος.

15. Ο Μπίχατς και Πέτροβατς κ. Αθανάσιος.

16. Ο Νίκσιτς και Βουδίμλιε κ. Ιωαννίκιος.

17. Ο Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης κ. Γρηγόριος.

18. Ο Βαλιέβου κ. Μιλούτιν.

19. Ο εν Δυτική Αμερική κ. Μάξιμος.

20. Ο εν Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία κ. Ειρηναίος.

21. Ο Κρούσεβατς κ. Δαυΐδ.

22. Ο Σλαβονίας κ. Ιωάννης.

23. Ο εν Αυστρία και Ελβετία κ. Ανδρέας.

24. Ο Φραγκφούρτης και εν Γερμανία κ. Σέργιος.

25. Ο Τιμοκίου κ. Ιλαρίων.

Σύνολον: 25

Αντιπροσωπεία Πατριαρχείου Ρουμανίας

1. Η Α.Μ., ο Πατριάρχης Ρουμανίας κ.κ. ΔΑΝΙΗΛ.

2. Ο Ιασίου και Μολδαβίας και Μπουκοβίνης κ. Θεοφάνης.

3. Ο Σιμπίου και Τρανσυλβανίας κ. Λαυρέντιος.

4. Ο Κλουζ, Άλμπας, Κρισάνης και Μαραμούρες κ. Ανδρέας.

5. Ο Κραϊόβας και Ολτενίας κ. Ειρηναίος.

6. Ο Τιμισοάρας και Βανάτου κ. Ιωάννης.

7. Ο εν Δυτική και Νοτίω Ευρώπη κ. Ιωσήφ.

8. Ο εν Γερμανία και Κεντρική Ευρώπη κ. Σεραφείμ.

9. Ο Τιργοβιστίου κ. Νήφων.

10. Ο Άλμπα Ιούλια κ. Ειρηναίος.

11. Ο Ρώμαν και Μπακάου κ. Ιωακείμ.

12. Ο Κάτω Δουνάβεως κ. Κασσιανός.

13. Ο Αράντ κ. Τιμόθεος.

14. Ο εν Αμερική κ. Νικόλαος.

15. Ο Οράντεα κ. Σωφρόνιος.

16. Ο Στρεχαΐας και Σεβερίνου κ. Νικόδημος.

17. Ο Τουλσέας κ. Βησσαρίων.

18. Ο Σαλάζης κ. Πετρώνιος.

19. Ο εν Ουγγαρία κ. Σιλουανός.

20. Ο εν Ιταλία κ. Σιλουανός.

21. Ο εν Ισπανία και Πορτογαλία κ. Τιμόθεος.

22. Ο εν Βορείω Ευρώπη κ. Μακάριος.

23. Ο Πλοεστίου κ. Βαρλαάμ, Βοηθός παρά τω Πατριάρχη.

24. Ο Λοβιστέου κ. Αιμιλιανός, Βοηθός παρά τω Αρχιεπισκόπω Ριμνικίου.

25. Ο Βικίνης κ. Ιωάννης – Κασσιανός, Βοηθός παρά τω Αρχιεπισκόπω εν Αμερική.

Σύνολον: 25

Αντιπροσωπεία Εκκλησίας Κύπρου

1. Η Α.Μ., ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ.

2. Ο Πάφου κ. Γεώργιος.

3. Ο Κιτίου κ. Χρυσόστομος.

4. Ο Κυρηνείας κ. Χρυσόστομος.

5. Ο Λεμεσού κ. Αθανάσιος.

6. Ο Μόρφου κ. Νεόφυτος.

7. Ο Κωνσταντίας – Αμμοχώστου κ. Βασίλειος.

8. Ο Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος.

9. Ο Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας.

10. Ο Τριμυθούντος και Λευκάρων κ. Βαρνάβας.

11. Ο Καρπασίας κ. Χριστοφόρος.

12. Ο Αρσινόης κ. Νεκτάριος.

13. Ο Αμαθούντος κ. Νικόλαος.

14. Ο Λήδρας κ. Επιφάνιος.

15. Ο Χύτρων κ. Λεόντιος.

16. Ο Νεαπόλεως κ. Πορφύριος.

17. Ο Μεσαορίας κ. Γρηγόριος.

Σύνολον: 17

Αντιπροσωπεία Εκκλησίας Ελλάδος

1. Η Α.Μ., ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Β’.

2. Ο Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Προκόπιος.

3. Ο Περιστερίου κ. Χρυσόστομος.

4. Ο Ηλείας κ. Γερμανός.

5. Ο Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Αλέξανδρος.

6. Ο Άρτης κ. Ιγνάτιος.

7. Ο Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός.

8. Ο Νικαίας κ. Αλέξιος.

9. Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος.

10. Ο Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος.

11. Ο Καστορίας κ. Σεραφείμ.

12. Ο Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος.

13. Ο Κασσανδρείας κ. Νικόδημος.

14. Ο Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ.

15. Ο Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος.

16. Ο Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος.

17. Ο Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμος.

18. Ο Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας.

19. Ο Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος.

20. Ο Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρας.

21. Ο Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης κ. Ιωάννης.

22. Ο Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ.

23. Ο Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Χρυσόστομος.

24. Ο Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. Θεόκλητος.

Σύνολον: 24

Αντιπροσωπεία Εκκλησίας Πολωνίας

1. Η Α. Μ., ο Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας κ. κ. ΣΑΒΒΑΣ.

2. Ο Λούτζ και Πόζναν κ. Σίμων.

3. Ο Λούμπλιν και Χελμ κ. Άβελ.

4. Ο Μπιαλύστοκ και Γκντανσκ κ. Ιάκωβος.

5. Ο Σιεμιατίτσε κ. Γεώργιος.

6. Ο Γκορλίτσε κ. Παΐσιος.

Σύνολον: 6

Αντιπροσωπεία Εκκλησίας Αλβανίας

1. Η Α.Μ., ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ.κ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ.

2. Ο Κορυτσάς κ. Ιωάννης.

3. Ο Αργυροκάστρου κ. Δημήτριος.

4. Ο Απολλωνίας και Φίερ κ. Νικόλαος.

5. Ο Ελμπασάν κ. Αντώνιος.

6. Ο Αμαντίας κ. Ναθαναήλ.

7. Ο Βύλιδος κ. Άστιος.

Σύνολον: 7

Αντιπροσωπεία Εκκλησίας Τσεχίας και Σλοβακίας

1. Η Α.Μ., ο Αρχιεπίσκοπος Πρέσοβ και των χωρών Τσεχίας και Σλοβακίας κ.κ. ΡΑΣΤΙΣΛΑΒ.

2. Ο Πράγας κ. Μιχαήλ

3. Ο Σούμπερκ κ. Ησαΐας

Σύνολον: 3

ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΥΝΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ : 162.

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Το αναλυτικόν πρόγραμμα εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είχεν ως εξής:

«Τετάρτη 15 Ιουνίου

13:00 Άφιξη της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουµενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολοµαίου στο Αεροδρόµιο Χανίων

17:00 Εσπερινός στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς.

Πεµπτη 16 Ιουνίου

9:00-16:00 Άφιξη των Προκαθηµένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Αεροδρόµιο Χανίων.

Παρασκευή 17 Ιουνίου

9:00 Μικρή Σύναξη των Προκαθηµένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς.

9:30-17:30 Διαβουλεύσεις.

Σάββατο 18 Ιουνίου

8:00 Όρθρος – Ι.Ν. Ευαγγελιστρίας, Κίσσαµος.

9:30 Θεία Λειτουργία – Ι.Ν. Ευαγγελισµος της Θεοτόκου, Κίσσαµος.

18:30 Δεξίωση καλωσορίσµατος από τον Δηµαρχο του Ηρακλείου, κ. Βασίλη Λαµπρινό, για τους Προκαθηµένους των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών.

 

19:00 Δοξολογία και Εσπερινός της Πεντηκοστής – Ι.Ν. Αγίου Τίτου, Ηράκλειο.

Κυριακή 19 Ιουνίου

8:00 Όρθρος της Πεντηκοστής – Ιερός Καθεδρικός Ναός Αγίου Μηνά, Ηράκλειο.

9:00 Θεία Λειτουργία της Πεντηκοστής – Ιερός Καθεδρικός Ναός Αγίου Μηνά, Ηράκλειο. Συλλείτουργο της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουµενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολοµαίου και των Μακαριωτάτων Προκαθηµένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.

11:30 Εσπερινός της Πεντηκοστής – Ιερός Καθεδρικός Ναός Αγίου Μηνά, Ηράκλειο.

14:00 Παράθεση Επισήµου Γευµατος από την Αυτού Εξοχότητα, τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δηµοκρατίας, κ. Προκόπη Παυλόπουλο για τους Προκαθηµένους των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών – Πολυχώρος “Κήπος των Αισθήσεων”, Ηράκλειο.

Δευτέρα 20 Ιουνίου

7:30 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς.

11:00-14:00 Εναρκτήρια Συνεδρίαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

16:00-19:30 Συνεδρίαση II της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

20:00 Συναυλία Μίκη Θεοδωράκη – Ευρωµεσογειακό Κέντρο Νεότητας, Νοπήγια, Κίσσαµος.

Τρίτη 21 Ιουνίου

8:00 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

9:30-13:30 Συνεδρίαση III – IV της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

17:00-19:30 Συνεδρίαση V της Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

Τετάρτη 22 Ιουνίου

8:00 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

9:30-13:30 Συνεδρίαση VI – VII της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

17:00-19:30 Συνεδρίαση VIII της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

Πεµπτη 23 Ιουνίου

8:00 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

9:30-13:30 Συνεδρίαση IX – X της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

17:00-19:30 Συνεδρίαση XI της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

Παρασκευή 24 Ιουνίου

8:00 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

9:30-13:30 Συνεδρίαση XII – XIII της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

17:00-19:30 Συνεδρίαση XIV της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

20:00 Υποδοχή των Μακαριωτάτων Προκαθηµένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών ως Εταίρων της Ορθοδόξου Ακαδηµίας Κρήτης – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

Σάββατο 25 Ιουνίου

8:00 Θεία Λειτουργία – Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

9:30-13:30 Συνεδρίαση XV – XVI της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

17:00-19:30 Κλείσιµο των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου – Ορθόδοξη Ακαδηµία Κρήτης.

20:00 Πολιτιστική Εκδήλωση και παράθεση Δείπνου – Φρούριο Φίρκα Ναυτικό Μουσείο Χανιά.

Κυριακή 26 Ιουνίου

8:00 Όρθρος – Ι.Ν. Πέτρου και Παύλου, Χανιά.

9:00 Συλλείτουργο των Προκαθηµένων – Ι.Ν. Πέτρου και Παύλου, Χανιά.

Συλλείτουργο της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολοµαίου και των Μακαριωτάτων Προκαθηµένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.

12:30 Παράθεση γευµατος από τον Σεβασµιώτατο Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου, κ. Δαµασκηνό – Μοναστήρι της Μεταµορφώσεως, Χανιά.

Δευτέρα 27 Ιουνίου

Αναχώρησις Αντιπροσωπειών».

Η επίσημος έναρξις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας εγένετο την Κυριακήν της Πεντηκοστής, 19ην Ιουνίου 2016, με το Διορθόδοξον Συλλείτουργον όλων των αγίων Προκαθημένων των συμμετεχουσών Ορθοδόξων Εκκλησιών στον Ιερόν Μητροπολιτικόν Ναόν Αγίου Μηνά Ηρακλείου και με την θείαν Λειτουργίαν της εορτής του Αγ. Πνεύματος, την 20ην Ιουνίου στην Ιεράν Πατριαρχικήν και Σταυροπηγιακήν Μονήν Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς. Ομοίως και η λήξις των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου εγένετο δια ιερού συλλειτούργου των σεπτών Προκαθημένων, την Κυριακήν 26ην Ιουνίου ε. έ., στον Ιερόν Ναόν Αγίων Πέτρου και Παύλου Χανίων. Ωσαύτως, καθημερινώς στην πλησίον της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης ευρισκομένην Ιεράν Μονήν Παναγίας Οδηγητρίας Γωνιάς ετελείτο η θεία Λειτουργία. Μετά την θείαν Λειτουργίαν της εορτής του Αγίου Πνεύματος (20-6-16) στην ως είρηται Ιεράν Μονήν, έλαβε χώρα στην κεντρικήν αίθουσαν της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης μετά την προσευχήν η εναρκτήριος Συνεδρία της Συνόδου, υπό την Προεδρίαν της Α. Θ. Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου και με την συμμετοχήν των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των υπολοίπων Ορθοδόξων Εκκλησιών, των τιμίων αντιπροσωπειών, των συμβούλων και των βοηθητικών στελεχών αυτών, των παρατηρητών από τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον και των επισήμων Εκπροσώπων των πολιτικών, στρατιωτικών και λοιπών αρχών της πατρίδος και του τόπου. Το προβαλλόμενον γενικόν σύνθημα των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν το: «ΕΙΣ ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΑΝΤΑΣ ΕΚΑΛΕΣΕΝ».

Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαίος στην εναρκτήριον προσφώνησίν του ανεφέρθη στην μεγίστην αξίαν του Συνοδικού θεσμού στην Ορθόδοξον Εκκλησίαν και εξέφρασε την χαράν του για την πρόθυμον ανταπόκρισιν των εννέα Εκκλησιών, ήτοι Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Ελλάδος, Πολωνίας, Αλβανίας, Τσεχίας και Σλοβακίας. Συγχρόνως, εσημείωσε την πικρίαν αυτού για την απουσίαν εκ της Συνόδου τεσσάρων συνολικώς Εκκλησιών, ήτοι Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας. Ενημέρωσεν, ωσαύτως το ιερόν Σώμα ότι είχε ήδη προταθή και αποσταλή από της 17ης Ιουνίου, κοινή συναινέσει όλων των παρισταμένων Προκαθημένων, πρόσκλησις προς τους Μακαριωτάτους Προκαθημένους των τεσσάρων μη συμμετεχουσών Εκκλησιών, προκειμένου να προσέλθουν στο ιερόν Συλλείτουργον της εορτής της αγίας Πεντηκοστής ή της Κυριακής των Αγίων Πάντων με την ολοκλήρωσιν των εργασιών της Συνόδου (Κυριακήν, 26ην Ιουνίου).

Ο Παναγιώτατος υπεγράμμισεν εντόνως την ιδιάζουσαν σημασίαν και σπουδαιότητα της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, για την οποίαν κατεβλήθησαν υπό πασών των Εκκλησιών άοκνες προσπάθειες, ώστε να προετοιμασθούν τα θέματα της ημερησίας διατάξεως αυτής, η επιβράδυνσις της προετοιμασίας των οποίων ωφείλετο στις γνωστές αντίξοες συνθήκες του 20ού αιώνος για όλες τις Εκκλησίες. Ανεφέρθη στους επιθυμούντες, ως ετόνισεν, με αδύναμα επιχειρήματα και παντελώς αβασίμους συλλογισμούς να παρεμποδίσουν την σύγκλησιν της Συνόδου, κατηγορούντες τους συμμετέχοντες για προδοσίαν της Ορθοδοξίας.

Η Σύνοδος αυτή, εσημείωσεν ο Παναγιώτατος, «δεν είναι αναγκαιότητα η οποία προέκυψεν από τα γεγονότα, αλλά από την συνοδικήν ταυτότητα της Εκκλησίας, η οποία υπάρχει μόνον εν Συνόδω. Η αντίθεσις στην σύγκλησιν της Συνόδου αποτελεί αθέτησιν της πατερικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Υπεγράμμισε δε μεταξύ άλλων, ότι «Συνοδικότης σημαίνει υπέρβασις της ατομικότητος, χάριν του πνεύματος της καθολικότητος. Η λειτουργία της Συνοδικότητος απετέλεσε το μόνον μέσον για την υπέρβασιν των πάσης φύσεως προβλημάτων, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίση η Εκκλησία τόσο σε τοπικόν, όσο και σε ευρύτερον επίπεδον». Ιδιαιτέρα αναφορά έγινε στις Πανορθόδοξες Προπαρασκευαστικές Επιτροπές και Προσυνοδικές Διασκέψεις, οι οποίες επί πεντηκονταετίαν προετοίμασαν την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, η οποία αποτελεί αυθεντικήν έκφρασιν της Συνοδικής συνειδήσεως της Εκκλησίας. Ο Παναγιώτατος ανεφέρθη στον τρόπον λειτουργίας της Συνόδου, σταθείς ιδιαιτέρως στην «αρχήν της ομοφωνίας πασών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών δια τα ψηφισθέντα και υπογραφέντα μέχρι τούδε κείμενα. Ουδόλως αυτή η αρχή, εσημείωσεν, δεσμεύει την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον δια την υιοθέτησιν τροπολογιών, υπό τον όρον ότι θα τύχουν κοινής αποδοχής και ομοφωνίας· εν άλλη περιπτώσει, ισχύει το αποδεχθέν κείμενον».

Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρος Β’ κατά τον χαιρετισμόν αυτού υπεγράμμισεν ότι αποτελεί νίκην για την ενότητα της Εκκλησίας η Σύνοδος των Ορθοδόξων Εκκλησιών την ημέραν μάλιστα της αγίας Πεντηκοστής, δεόμενος το «Ελθέ το Πνεύμα το άγιον και σκήνωσον εν ημίν και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος και σώσον τας ψυχάς ημών». Ανεφέρθη επίσης τόσον στην αναγκαιότητα της συνοδικότητος, όσον και στην δυνατότητα της εν τω πλαισίω αυτής ομοφωνίας.

Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλος ομίλησε για την αταλάντευτον στάσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου να προχωρήση στην προ δεκαετιών προαποφασισθείσαν σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, άνευ οιασδήποτε περαιτέρω αδικαιολογήτου καθυστερήσεως και ευχήθηκε πλήρη ευόδωσιν των σκοπών της.

Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Σερβίας κ. Ειρηναίος ετόνισεν ότι αποτελεί χαράν μεγάλην η συμμετοχή της Εκκλησίας της Σερβίας στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, ήτις αποδεικνύει την ενότητα της Ορθοδοξίας. Θα ηύχετο δε δια την παρουσίαν όλων των Εκκλησιών, αλλά, ως υπεγράμμισεν, «νεφύδριον γαρ εστί και θάττον παρελεύσεται».

Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ρουμανίας κ. Δανιήλ εχαιρέτισε δια θερμών λόγων όλους τους παρισταμένους και ηυχαρίστησε τον Άγιον Θεόν δια της χάριτος του Οποίου πραγματοποιείται η πολυαναμενομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, δεόμενος όπως ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος οδηγήση τους Συνέδρους στην εν Χριστώ ενότητα.

Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος ομίλησεν για ένα εξαιρετικόν και μεγάλον γεγονός για την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ έκρινεν ότι η απουσία των τεσσάρων Εκκλησιών οφείλεται σε επικοινωνιακούς ή πλασματικούς κατά βάσιν λόγους. Ευχαρίστησεν θερμώς τον Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην, διότι επί της πεπνυμένης Πατριαρχίας του, ως ετόνισεν, επεσπεύθησαν οι διαδικασίες προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς επίτευξιν αυτής. Επεσήμανε τα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα, τα οποία μαστίζουν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, με κυρίαν πηγήν, ως ετόνισεν, τον Εθνοφυλετισμόν, εκφραζόμενον επί των Διπτύχων και του τρόπου ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου, αναφερθείς επίσης και στον θρησκευτικόν φονταμενταλισμόν.

Ο ημέτερος Πρόεδρος, Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος επεσήμανεν ότι η εορτή του Αγίου Πνεύματος δύναται να αποτελέση πηγήν φωτισμού και εμπνεύσεως για την κοινωνίαν μας μετά του Θεού και μετ’ αλλήλων. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, υπεγράμμισεν, δεν αποτελεί μίαν απλήν εξ αντιγραφής επανάληψιν παλαιοτέρων μορφών Συνοδικότητος, αλλά μίαν Σύνοδον, η οποία χωρίς να διαφοροποιείται από την παράδοσιν, προσπαθεί να δώση απαντήσεις στα προβλήματα του συγχρόνου ανθρώπου.

Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Βαρσοβίας και Πολωνίας κ. Σάββας ευχαρίστησεν όλες τις μετέχουσες Εκκλησίες για την επίδειξιν πνεύματος εν Χριστώ ενότητος και για την τήρησιν του κανονικού καθεστώτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος εξήρε την ιστορικήν και θεολογικήν πληρότητα της ομιλίας του Οικουμενικού Πατριάρχου, ενώ για τις απουσιάζουσες Εκκλησίες ευχήθηκε να δέονται για την επιτυχίαν της Συνόδου. Εγνώρισε επίσης στο ιερόν Σώμα ότι υπήρξε πρότασις κατά τις εν Σαμπεζύ Γενεύης συνεδρίες να γίνεται σε τακτά διαστήματα Πανορθόδοξος Σύνοδος. Υπεγράμμισεν ότι η αρχή της ομοφωνίας για την λήψιν αποφάσεων έθεσε πολλά προβλήματα σε πανορθόδοξον κλίμακα και επρότεινε την εισαγωγήν της αρχής της ψήφου των πλειόνων, όπως ίσχυεν ήδη από της Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ετόνισεν επίσης ότι «οφείλομεν να αντιμετωπίσωμεν την μίαν και μεγάλην αίρεσιν, όπως όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι, αυτήν του εγωκεντρισμού, ήτις είναι μία διχαστική νόσος».

Ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Τσεχίας και Σλοβακίας κ. Ραστισλάβ, εξέφρασε την χαράν αυτού για την σύγκλησιν της Συνόδου και ευχήθηκε, όπως «η χάρις του Αγίου Πνεύματος φωτίση τας εργασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου».

Μετά την ολοκλήρωσιν των προσφωνήσεων του τε Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, διεκόπησαν για την μεσημβρίαν οι εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Το απόγευμα της ιδίας ημέρας συνεχίσθησαν οι εργασίες με την συζήτησιν στην ολομέλειαν του κειμένου: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον». Τούτ’ αυτό επραγματοποιήθη όλες τις ημέρες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, με την συζήτησιν, τροποποίησιν, διόρθωσιν και επιψήφισιν των κειμένων των εξ θεματικών ενοτήτων, συμφώνως προς το καταρτισθέν Πρόγραμμα και τον Κανονισμόν λειτουργίας της Α.Μ.Σ.Ο.Ε.

Περί των προτάσεων, τροπολογιών και διορθώσεων της Ι.Σ.Ι.

της Εκκλησίας της Ελλάδος, επί των προς συζήτησιν και ψήφισιν Κειμένων υπό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου

(Κρήτη 18-26 Ιουνίου 2016).

Ως γνωστόν τυγχάνει σε όλους μας, πολυσέβαστοι και τιμιώτατοι Πατέρες, η εντός της ιεράς αυτής αιθούσης εκτάκτως συνελθούσα Ι.Σ.Ι. της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά τις Συνεδρίες του μηνός Μαΐου (24-25/5//2016), αφού εμελέτησεν επισταμένως τα σχετικά κείμενα διεμόρφωσε με μεγάλην πλειονοψηφίαν την επί των κειμένων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας τελικήν πρότασίν της, έχουσαν κατά θέμα ως εξής:

1.

«Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον». (Δευτέρα, 20-6-2016).

α. Στην Α 3 παράγραφον του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:

«§ 3. Ως προϋπόθεση ευρύτερης συνεργασίας, μπορεί να χρησιμεύσει η από κοινού αποδοχή της ύψιστης αξίας που έχει το ανθρώπινο πρόσωπο. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες καλούνται να βοηθήσουν στη συνεννόηση και συνεργασία των διαφόρων θρησκειών…».

Αντ’ αυτής της διατυπώσεως, η πρότασις της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ι.Σ.Ι. 24-25/5/2016) ήταν:

«§ 3. Ως προϋπόθεση μιας ευρύτερης συνεργασίας στην παρούσα φάση, μπορεί να χρησιμεύσει η από κοινού αποδοχή της ύψιστης αξίας που έχει ο άνθρωπος. Οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι δυνατόν να βοηθήσουν στην συνεννόηση και συνεργασία μεταξύ των διαφόρων θρησκειών, για χάρη της ειρηνικής συνύπαρξης και κοινωνικής συμβίωσης των λαών, χωρίς αυτό να σημαίνει οποιαδήποτε ανάμειξη θρησκευτικών ιδεών (πιστευμάτων)».

Η εν Κρήτη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος απεδέχθη την πρότασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος εν μέρει, και η παράγραφος διεμορφώθη ως εξής:

«§ 3. Ως προϋπόθεση μιας ευρύτερης συνεργασίας στην παρούσα φάση, μπορεί να χρησιμεύσει η από κοινού αποδοχή της ύψιστης αξίας που έχει το ανθρώπινο πρόσωπο (αντί του ανθρώπου). Οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι δυνατόν να βοηθήσουν στη συνεννόηση και συνεργασία μεταξύ των διαφόρων θρησκειών, για την ειρηνική συνύπαρξη και την κοινωνική συμβίωση των λαών, χωρίς αυτό να συνεπάγεται οιονδήποτε θρησκευτικό συγκρητισμό».

β. Από την Αντιπροσωπείαν μας, κατ’ Απόφασιν του ιερού τούτου Σώματος (Ι.Σ.Ι.24-25/5/2016), κατετέθη η πρότασις να αντικατασταθή η φράσις «Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου…» με την φράσιν «η αξία του ανθρώπου» στην παράγραφον Α 1, και η φράσις «του ανθρωπίνου προσώπου…» με την φράσιν «του ανθρώπου» στην παράγραφον Γ 1, του ιδίου κειμένου.

Οι ανωτέρω προτάσεις δεν έγιναν δεκτές από το Συνοδικόν Σώμα.

γ. Στην πρώτην πρότασιν της παραγράφου Β 1, του ανωτέρω κειμένου με τον υπότιτλον, «περί ελευθερίας και ευθύνης» η αρχική διατύπωσις ήταν :

(«Περί ελευθερίας και ευθύνης»)

§ 1.Ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού στον άνθρωπον, και ως συγκεκριμένον φορέα της εικόνας του προσωπικού Θεού, αλλά και ως πρόσωπον που επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους που αντανακλούν κατά χάρη, με την ενότητα του ανθρώπινου γένους, την ζωήν και την κοινωνίαν των θείων προσώπων της Αγίας Τριάδος, είναι το θείον δώρον της ελευθερίας.

Αντί της διατυπώσεως αυτής, η πρότασις της Εκκλησίας της Ελλάδος περιελάμβανε τα κάτωθι:

«Περί ελευθερίας και ευθύνης. 1. Ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού στον άνθρωπον είναι η ελευθερία του».

Το Συνοδικόν Σώμα απεδέχθη την πρότασιν και το σκεπτικόν της και διεμόρφωσε την παράγραφον ως εξής:

«Β. Περί ελευθερίας και ευθύνης

§ 1. Η ελευθερία είναι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού προς τον άνθρωπο. «Ο Θεός που έπλασε εξ αρχής τον άνθρωπο, τον άφησε ελεύθερο και αυτεξούσιο, συγκρατούμενο μόνο από την εντολή του νόμου» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ , Περί φιλοπτωχίας, 25. PG 35, 892Α). Η ελευθερία κάνει, βέβαια, τον άνθρωπο ικανό να προοδεύει προς την πνευματική τελειότητα, συγχρόνως όμως κλείνει μέσα της τον κίνδυνο της παρακοής και της αυτονόμησής του από τον Θεό, με κατάληξη την πτώση, από την οποία προήλθαν και οι τραγικές συνέπειες του κακού στον κόσμο.

Όπως είναι φανερόν, από την παράγραφον αυτήν διεγράφη η με παχέα γράμματα διατύπωσις: «Ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού στον άνθρωπο, και ως συγκεκριμένο φορέα της εικόνας του προσωπικού Θεού, αλλά και ως πρόσωπο που επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους, που αντανακλούν κατά χάρη με την ενότητα του ανθρώπινου γένους την ζωή και την κοινωνία των θείων προσώπων της Αγίας Τριάδος, είναι το θείο δώρο της ελευθερίας».

2.

Περί του αιτήματος βελτιώσεως αναφορών του κειμένου:
«Η Ορθόδοξος Διασπορά».

(Τρίτη, 21-6-2016).

Κατά την πρώτην Συνεδρίαν της πρωίας της Τρίτης, 21ης Ιουνίου 2016, η Α. Θ. Παναγιότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανεφέρθη με πικρίαν στις υποκινούμενες, ως ετόνισεν, δηλώσεις και διαδηλώσεις ορισμένων οργανωμένων ομάδων πιστών, προθύμων πολεμίων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Ακολούθως ανεκοίνωσε την κατάθεσιν στην Γραμματείαν της Συνόδου υπό της Εκκλησίας της Σερβίας τριών προτάσεων – τροπολογιών στο κείμενο περί τής Αποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον και εζήτησε την αποδοχήν αυτών υπό της Συνόδου.

Μετά την αποδοχήν των τροποποιήσεων αυτών, ανεγνώσθη τόσον το κείμενον περί τής Ορθοδόξου Διασποράς, όσον και ο σχετικός Κανονισμός οργανώσεως και λειτουργίας των συσταθεισών κατά περιοχές Επισκοπικών Συνελεύσεων. Η Α.Θ.Π., ο Οικουμενικός Πατριάρχης, επεσήμανεν ότι, αν και δεν κατέστη ακόμη δυνατή η επιθυμητή κανονική οργάνωσις των Επισκοπικών Συνελεύσεων, εν τούτοις έγιναν σημαντικά βήματα και οι κοινές προσπάθειες απέδωσαν καρπούς για την αρμονικήν λειτουργίαν αυτών, παρά την αρνητικήν στάσιν μιας ή δύο Εκκλησιών. Τα θετικά αυτά βήματα υπεγραμμίσθησαν ευλόγως υπό των Σεβ. Προέδρων των Επισκοπικών Συνελεύσεων Αμερικής και Γερμανίας, ως επίσης και υπό πολλών άλλων μελών της Συνόδου, ενώ επεσημάνθησαν και τα αίτια των υφισταμένων δυσλειτουργιών υπό των Μακαριωτάτων Προκαθημένων Κύπρου, Αλβανίας, Ρουμανίας, Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Πολωνίας, και υπό πολλών ωσαύτως Σεβ. Αρχιερέων.

ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ

Οι παρεμβάσεις των Σεβ. Συνέδρων διετυπώθησαν προφορικώς και επικεντρώθησαν αφ’ ενός μέν στην διατήρησιν του υφισταμένου κειμένου, όπως αυτό παρεπέμφθη ομοφώνως στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον υπό της Συνάξεως των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών (Σαμπεζύ, Ιαν. 2016), ως άρτιον εξ επόψεως περιεχομένου και πληρούν τις ανάγκες των Επισκοπικών Συνελεύσεων, αφ’ ετέρου δε στην αξιοποίησιν της αυθεντίας της Συνόδου για την άρσιν ορισμένων αντικανονικών πρακτικών και διαπιστωμένων δυσλειτουργιών για την αποτελεσματικωτέραν εκπλήρωσιν υπό των Επισκοπικών Συνελεύσεων του σημαντικού έργου αυτών. Το κείμενον τελικώς εψηφίσθη με επουσιώδεις αλλαγές.

3.

Περί του αιτήματος βελτιώσεως αναφορών του κειμένου:
«Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακήρυξής του».

(Τετάρτη, 22-6-2016).

Κατά την πρωϊνήν συνεδρίαν της Τετάρτης, 22ας Ιουνίου 2016, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, Πρόεδρος του ιερού Σώματος, ανεκοίνωσε ότι δεν είχαν εισέτι υπογραφή τα κείμενα, «περί της Ἀποστολῆς της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμον» και «περί της Ὀρθοδόξου Διασποράς», εκ του λόγου ότι δεν είχεν ολοκληρωθή ακόμη η ρωσική μετάφρασις αυτών και εισήγαγε προς συζήτησιν το κείμενον περί του Αυτονόμου και του τρόπου ανακηρύξεως αυτού.

Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, μετά την ανάγνωσιν του σχετικού κειμένου, επαρουσίασε την κατατεθείσαν υπό της Αντιπροσωπείας της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος πρότασιν. Συγκεκριμένως, στην παράγραφον 2α αρχικώς αναγραφόταν:

«Η κίνηση και η ολοκλήρωση της διαδικασίας για την απόδοση του χαρακτηρισμού του Αυτονόμου σε τμήμα που ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, ανήκει στην κανονική αρμοδιότητά της, προς την οποία αναφέρεται η ανακηρυσσομένη αυτόνομη Εκκλησία. Έτσι:

α) Η τοπική Εκκλησία που ζητάει την αυτονομία της, εάν διαθέτει τις αναγκαίες εκκλησιαστικές και ποιμαντικές προϋποθέσεις, υποβάλλει το σχετικόν αίτημα στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία στην οποία ανήκει, εξηγώντας και τους σοβαρούς λόγους οι οποίοι επιβάλλουν την υποβολήν του αιτήματός της».

Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, δια του Μακαριωτάτου Προέδρου της, επρότεινε συμπληρωματικώς στην ανωτέρω παράγραφον και τα εξής :

«Εκκλησιαστικές Επαρχίες για τις οποίες εκδόθηκε Πατριαρχικός Τόμος η Πράξη, δεν μπορούν να ζητήσουν να τις χορηγηθεί αυτονομία, και διατηρήται έτσι απαρασάλευτο το υπάρχον εκκλησιαστικόν καθεστώς τους».

Στην παράγραφο 2β του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:

«β) Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία, που δέχεται το αίτημά της αξιολογεί σε Σύνοδο τις προϋποθέσεις και τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε το αίτημα και αποφασίζει για την απόδοση η όχι του Αυτονόμου. Σε περίπτωση θετικής απόφασης, εκδίδει τον σχετικό Τόμο, ο οποίος καθορίζει τα γεωγραφικά όρια και τις σχέσεις της Αυτόνομης με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία προς την οποία αναφέρεται, σύμφωνα με τα καθιερωμένα κριτήρια της εκκλησιαστικής παράδοσης».

Η Αντιπροσωπεία της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, αντ’ αυτού επρότεινε την εξής διατύπωσιν:

«β) Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία, που δέχεται το αίτημά της αξιολογεί σε Σύνοδο τις προϋποθέσεις και τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε το αίτημα και αποφασίζει για την απόδοση η όχι του Αυτονόμου ομοφώνως. Σε περίπτωση θετικής απόφασης εκδίδει τον σχετικό Τόμο, ο οποίος καθορίζει τα γεωγραφικά όρια και τις σχέσεις της Αυτόνομης με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία προς την οποία αναφέρεται, σύμφωνα με τα καθιερωμένα κριτήρια της εκκλησιαστικής παράδοσης».

Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης λαβών αμέσως τον λόγον ενώπιον ολοκλήρου του ιερού Σώματος, επί του ως είρηται θέματος είπεν: «Για όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έχουν εκδοθή Τόμοι, που σημαίνει ότι με την λογικήν αυτή, κανένα τμήμα, καμμιάς Αυτοκεφάλου Εκκλησίας δεν θα μπορή να διεκδικήση το αυτόνομον, εφ’ όσον για όλες έχει εκδοθή Τόμος η Πράξις. Όμως, απαγορεύεται για όλους το αυτόνομο, με την λογικήν αυτήν». Αναφερόμενος δε ο Παναγιώτατος στο εν Ελλάδι εκκλησιαστικόν καθεστώς των λεγομένων «Νέων Χωρών», διευκρίνισεν ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν έχει καμμίαν σκέψιν ή πρόθεσιν να χορηγήση αυτονομία στις περιοχές αυτές. Υπεγράμμισεν, όμως, ότι «το Οικουμενικόν Πατριαρχείον θεωρεί ότι πνευματικώς και κανονικώς αυτές οι επαρχίες υπάγονται εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το οποίον μετά την περιπέτειαν της Μικρασιατικής Καταστροφής εξεχώρησε την διοικητικήν διευθέτησιν των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών εις την αδελφήν Εκκλησίαν της Ελλάδος, την οποίαν θερμώς, είπεν, ευχαριστούμεν για την πρόθυμον ανταπόκρισίν της. Διοικητικώς υπάγονται οι Μητροπόλεις αυτές εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος και δεν υπάρχει καμμία αντίρρησις και αμφισβήτησις». Κατέληξε δε τονίζων ενώπιον όλων των πατέρων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ότι «δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας, δεν έχομεν καμμίαν πρόθεσιν η σκέψιν αλλαγής, αλλά θα συνεχίση το σημερινόν καθεστώς ως έχει».

Οι διασαφηνίσεις οι οποίες έγιναν, όπως και η διαβεβαίωσις του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου ενώπιον του Συνοδικού Σώματος, «ότι σέβεται απολύτως το υφιστάμενο εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων των λεγομένων «Νέων Χωρών» της Εκκλησίας της Ελλάδος και ουδεμία πρόθεση υπάρχει αμφισβητήσεως η αλλαγής των ισχυόντων» (Δελτίον Τύπου της Ιεράς Συνόδου, 22-6-2016), ήνοιξαν την οδόν για την τελικήν έγκρισιν του σχετικού κειμένου.

Επί του θέματος του Αυτονόμου έλαβον ωσαύτως τον λόγον ορισμένοι εκ των σεπτών Προκαθημένων (ως λ.χ. Ιεροσολύμων, Σερβίας κ. α.) και των Σεβ. Συνοδικών Αρχιερέων για να υποστηρίξουν ότι κάποιες διατάξεις του κειμένου ανοίγουν μίαν επικίνδυνον ατραπόν προς την διοικητικήν πολυδιάσπασιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με απρόβλεπτες μάλιστα αρνητικές συνέπειες για την ενότητα αυτής. Υπεστηρίχθη επίσης ότι συρρικνούται το καθιερωμένο στην Ορθόδοξον κανονικήν παράδοσιν καθεστώς του Αυτονόμου, καθ’ όσον κάθε αυτοκέφαλος Εκκλησία δύναται να επιβάλη διαφορετικόν τύπον Αυτονόμου και εξαρτήσεως από την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν, στην οποίαν αναφέρεται. Τελικώς το τε Κείμενον και ο Κανονισμός λειτουργίας των Επισκοπικών Συνελεύσεων εγένοντο αποδεκτά έπειτα από κάποιες φραστικές βελτιώσεις και διευκρινήσεις.

4.

Περί του αιτήματος βελτιώσεως αναφορών του κειμένου: «Περί της Νηστείας».

(Τετάρτη, 22-6-2016).

Κατά την απογευματινήν Συνεδρίαν της ιδίας ημέρας εισήχθη προς συζήτησιν το κείμενον επί του θέματος «Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον». Το κείμενον εθεωρήθη γενικώς ως μία αρτία και περιεκτική έκφρασις του γράμματος και του πνεύματος συνόλου της μακραίωνος Ορθοδόξου εκκλησιαστικής παραδόσεως, γι’ αυτό και υπέστη ελάχιστες τροποποιήσεις μετά την ομόφωνον αποδοχήν αυτού υπό της Γ’ Προ-συνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ, 1986). Κατά τις συζητήσεις επί του θέματος εκφράσθηκε η πλήρης ικανοποίησις των αγίων Προκαθημένων και των Σεβασμιωτάτων Συνοδικών Συνέδρων τόσον ως προς την πληρότητα, όσον και ως προς την ευρύτητα των προοπτικών του κειμένου αναφορικώς προς την ποιμαντικήν διάκρισιν μεταξύ της ευκταίας και επιζητουμένης πάντοτε κανονικής ακριβείας και της μετά μεγάλης προσοχής και κατά περίπτωσιν εφαρμοζομένης εκκλησιαστικής οικονομίας υπό των κατά τόπους αγίων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Το κείμενο εγένετο ομοφώνως δεκτόν ως είχεν.

5.

Περί του αιτήματος βελτιώσεως αναφορών του κειμένου:
«Το Μυστήριο του Γάμου και τα κωλύματά του»,
(Πέμπτη, 23-6-2016).

Κατά την πρωϊνήν συνεδρίαν της Πέμπτης 23ης Ιουνίου 2016, ανεγνώσθη και έλαβε την κατ’ αρχήν έγκρισιν, υπό μόνης της Συνάξεως των Προκαθημένων, η Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου μεθ’ ορισμένων προσθηκών και λεκτικών διαμορφώσεων. Ως γνωστόν, της Επιτροπής Συντάξεως της Εγκυκλίου μετέσχε δημιουργικώς, ως Εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Σεβ. Μητροπολίτης Ιλίου κ. Αθηναγόρας.

Ακολούθως, ανεγνώσθη και εισήχθη προς συζήτησιν στην ολομέλειαν το κείμενον «Περί του Μυστηρίου του Γάμου και των κωλυμάτων αυτού», όπως αυτό ανεπτύχθη και συνεπληρώθη υπό της Συνάξεως των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών (Σαμπεζύ, Ιαν. 2016). Οι συζητήσεις και οι προτάσεις τροπολογιών και προσθηκών επεβεβαίωσαν τόσον την σπουδαιότητα του κειμένου, όσον και την αναγκαιότητα των προβαλλομένων σε αυτό θέσεων για την προστασίαν του μυστηρίου του Γάμου, αλλά και του ιερού θεσμού της οικογενείας. Υπό την έννοιαν αυτήν, η συζήτησις περιεστράφη κυρίως περί την διασαφήνισιν της διατυπώσεως της παραγράφου του κειμένου περί των μικτών γάμων, για την οποίαν είχε προβάλει εντόνους αντιρρήσεις η μη υπογράψασα το σχετικόν κείμενον και απουσιάσασα τελικώς Αγιωτάτη Εκκλησία της Γεωργίας. Οι τροπολογίες που προετάθησαν και οι οποίες απεσκόπουν κυρίως στην εξ επόψεως ορθοδόξου κανονικής παραδόσεως επαρκή διευκρίνησιν του γράμματος και του πνεύματος της συγκεκριμένης παραγράφου, υπεστηρίχθησαν υπό των σεπτών Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και υπό των ομιλησάντων Σεβ. Αρχιερέων και ως εκ τούτου ήρθησαν, ως επί το πλείστον, οι δικαιολογημένες επιφυλάξεις ορισμένων Σεβ. Συνοδικών Συνέδρων ως προς τα όρια της εφαρμογής της εκκλησιαστικής οικονομίας, αναφορικώς προς τους λεγομένους μικτούς γάμους μετά των ετεροδόξων. Τελικώς απεφεύχθη η ρητή αναφορά και δέσμευσις της Συνόδου για ιερολόγησιν των μικτών γάμων, όπερ κανονικώς δεν ευρίσκει έρεισμα, και επελέγη η διακριτική και λελογισμένη, δυνατότης κατά περίπτωσιν «ασκήσεως εκκλησιαστικής οικονομίας». Τελικώς, το κείμενον εψηφίσθη ομοφώνως με μικρές διευκρινιστικές τροποποιήσεις.

6.

Περί του αιτήματος βελτιώσεως αναφορών του κειμένου:«Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον». (Παρασκευή, 24-6-2016).

Κατά την συνεδρίαν της Παρασκευής 24ης Ιουνίου 2016 εισήχθη προς συζήτησιν στην ολομέλειαν της Συνόδου το κείμενον «Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον». Η συζήτησις επί του ευαισθήτου τούτου θέματος υπήρξεν μακρά, κοπιώδης, έντονος σε ορισμένες στιγμές αλλά και δημιουργική. Συγκεκριμένως,

α. Στην παράγραφον 4 το αρχικό κείμενο περιελάμβανε τα εξής:

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχεται ακατάπαυστα «υπέρ της των πάντων ενώσεως» και καλλιεργεί πάντοτε τον διάλογο με όσους είναι χωρισμένοι από αυτήν, με τους πλησίον και με αυτούς που είναι μακρυά της, μάλιστα δε πρωτοστάτησε στο να αναζητήσει συγχρόνους δρόμους και τρόπους, ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα των χριστιανών, πήρε μέρος στην Οικουμενική Κίνηση από την αρχή της ακόμη, και βοήθησε στη διαμόρφωση και την περαιτέρω εξέλιξή της. Άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία, χάρη στο οικουμενικό και φιλάνθρωπο πνεύμα που την διακρίνει, το οποίο σύμφωνα με το θείο λόγο, ζητάει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2,4), πάντοτε αγωνίζεται για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας. Διότι η Ορθόδοξη συμμετοχή στην κίνηση για την αποκατάσταση τῆς ενότητας των χριστιανών, καθόλου δεν είναι ξένη προς τη φύση και την ιστορία της ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτελεί συνεπή έκφραση της αποστολικής πίστης και παράδοσης, μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες».

Αντ’ αυτής της διατυπώσεως, η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος εζήτησε την ως κάτωθι αλλαγήν:

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχεται ακατάπαυστα «υπέρ της των πάντων ενώσεως» και καλλιεργεί πάντοτε τον διάλογο με όσους είναι χωρισμένοι από αυτήν, με τους πλησίον και με αυτούς που είναι μακρυά της, μάλιστα δε πρωτοστάτησε στο να αναζητήσει συγχρόνους δρόμους και τρόπους, ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα των χριστιανών, πήρε μέρος στην Οικουμενική Κίνηση από την αρχή της ακόμη, και βοήθησε στη διαμόρφωση και την περαιτέρω εξέλιξή της. Άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία χάρη στο οικουμενικό και φιλάνθρωπο πνεύμα που την διακρίνει, το οποίο σύμφωνα με το θείο λόγο, ζητάει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α Τιμ. 2,4), πάντοτε αγωνίζεται για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας. Διότι η Ορθόδοξη συμμετοχή στην κίνηση για την αποκατάσταση της ενότητας των λοιπών χριστιανών, καθόλου δεν είναι ξένη προς την φύση και την ιστορία της ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτελεί συνεπή έκφραση της αποστολικής πίστης και παράδοσης, μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες».

Το Συνοδικόν Σώμα απεδέχθη την αλλαγήν του συγκεκριμένου σημείου και διαμόρφωσε το κείμενον στο επίμαχον σημείον ως εξής:

«Διότι η ορθόδοξη συμμετοχή στην κίνηση για την αποκατάσταση της ενότητας με τους άλλους χριστιανούς στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία καθόλου δεν είναι ξένη προς τη φύση και την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτελεί συνεπή έκφραση της αποστολικής πίστης και παράδοσης, μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες».

β. Στην παράγραφον 5 του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:

«Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας όπως και η συμμετοχή της στην Οικουμενική κίνηση στηρίζονται πάνω στην πεποίθηση αυτή της Ορθοδοξίας και του οικουμενικού της πνεύματος με στόχο να αναζητηθεί, βάσει της πίστης και της παράδοσης της αρχαίας εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, η χαμένη ενότητα των χριστιανών».

Αντ’ αυτού του κειμένου η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος επρότεινε την εξής διατύπωσιν:

«Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως και η συμμετοχή της στην Οικουμενική κίνηση, στηρίζονται πάνω στην πεποίθηση αυτή της Ορθοδοξίας και του οικουμενικού της πνεύματος με στόχο την αναζήτηση, βάσει της πίστης και της παράδοσης της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, της χαμένης ενότητας των λοιπών χριστιανών».

Το Συνοδικόν Σώμα διεμόρφωσεν τελικώς το συγκεκριμένον σημείον ως εξής:

«Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως και η συμμετοχή της στην Οικουμενική κίνηση, στηρίζονται πάνω στην πεποίθηση αυτή της Ορθοδοξίας και του οικουμενικού της πνεύματος με στόχο την αναζήτηση βάσει της πίστης και της παράδοσης της αρχαίας εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, της χαμένης ενότητας όλων των χριστιανών».

γ. Στην παράγραφον 6 του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:

«Κατά την οντολογική φύση της Εκκλησίας η ενότητά της είναι αδύνατο να διαταραχθεί. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορική ύπαρξη άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών που δεν ευρίσκονται σε κοινωνία μαζί της…».

Αντ’ αυτού η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, δια στόματος του Μακαριωτάτου Προέδρου αυτής, επρότεινε επιμόνως την κάτωθι διατύπωσιν: «Κατά την οντολογική φύση της Εκκλησίας η ενότητά της είναι αδύνατο να διαταραχθεί. Η Ορθόδοξη Εκκλησία γνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών ομολογιών και κοινοτήτων που δεν ευρίσκονται σε κοινωνίαν μαζί της…».

Για την πρότασιν αυτήν της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως είναι ήδη γνωστόν, ηγέρθη μεγάλη συζήτησις στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, η οποία ωδήγησε σε έντονες διχογνωμίες, διαστάσεις απόψεων και αντεγκλήσεις από μέρους ορισμένων Εκκλησιών που συμμετείχαν σ’ αυτήν και διεφάνη κίνδυνος διασπάσεως ή και διακοπής ακόμη της Συνόδου. Χαρακτηριστική του φορτισμένου κλίματος που επεκράτησε ήταν και η μη εγκριθείσα τελικώς πρότασις της Εκκλησίας της Σερβίας που εζήτησε «να θεωρηθούν αι εν Κρήτη Συνοδικαί εργασίαι ως η πρώτη φάσις της όλης Συνοδικής πορείας και να κηρυχθή η περαίωσις της Συνόδου μετέπειτα, εν καιρώ, κατόπιν συζητήσεων,εφ’ όλης της ύλης, και τη εκ των υστέρων συμμετοχή πασών των Εκκλησιών». Ενώπιον του ορατού πλέον κινδύνου η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχουσα βαθείαν συναίσθησιν της κρισιμότητος των στιγμών, αλλά και της γενικωτέρας ευθύνης της έναντι συνόλου της Εκκλησίας, μετά από πολύωρον και εναγώνιον διαβούλευσιν, πρωτοστατούντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου και με την σχεδόν ομόφωνον και σύμφωνον γνώμην των Σεβ. μελών της ημετέρας Αντιπροσωπείας, επανήλθε την πρωΐαν του Σαββάτου 25ην Ιουνίου, με νέαν πρότασιν,τροποποιητικήν της σχετικής Αποφάσεως της Ι.Σ.Ι. (24-25 Μαΐου 2016). Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος επρότεινε στην παράγραφον 6 του αρχικού κειμένου όπου εγράφετο ότι: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», την παρακάτω νέαν διατύπωσιν: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν άλλων ετεροδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών…». Η πρότασις αυτή τελικώς έγινε αποδεκτή από το Συνοδικόν Σώμα,τό ὁποῖον και διεμόρφωσε την εν λόγω παράγραφον ως ακολούθως:

«Κατά την οντολογική φύση της Εκκλησίας,η ενότητά της είναι αδύνατο να διαταραχθεί. Παρά ταύτα η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδέχεται την ιστορική ονομασία των άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών οι οποίες δεν έχουν κοινωνία μαζί της, αλλά πιστεύει ότι οι σχέσεις της προς αυτές πρέπει να στηρίζονται όσο είναι δυνατόν στην πιο γρήγορη και αντικειμενικότερη αποσαφήνιση του όλου εκκλησιολογικού θέματος και ιδιαιτέρως της γενικότερης από αυτές διδασκαλίας ως προς τα μυστήρια, την χάρη, την ιερωσύνη και την αποστολική διαδοχή. Έτσι, ήταν ευνοϊκά και θετικά διατεθειμένη, τόσο για θεολογικούς, όσο και για ποιμαντικούς λόγους, σε θεολογικό διάλογο με τους λοιπούς χριστιανούς, σε διμερές και πολυμερές επίπεδο και γενικότερα προς την συμμετοχή προς την οικουμενική κίνηση των νεότερων χρόνων, με την πεποίθηση ότι με τον διάλογο δίνει δυναμική μαρτυρία του πληρώματος της χριστιανικής αλήθειας και των πνευματικών της θησαυρών προς τους έξω από αυτήν, με αντικειμενικό σκοπό την διευκόλυνση της οδού που οδηγεί προς την ενότητα».

Ο Μακαριώτατος Πρόεδρος του ιερού Σώματός μας προς διασαφήνισιν του όλου θέματος εδήλωσε σχετικώς και τα κάτωθι: «Με την τροπολογίαν αυτήν πετυχαίνουμε μία Συνοδική Απόφαση που για πρώτη φορά στην ιστορίαν περιορίζει το ιστορικόν πλαίσιον των σχέσεων προς τους ετεροδόξους όχι στην ύπαρξη, αλλά ΜΟΝΟ στην ιστορική ονομασία αυτών ως ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών. Οι εκκλησιολογικές συνέπειες της αλλαγής αυτής είναι αυτονόητες.Όχι μόνο δεν επηρεάζουν αρνητικώς με οποιοδήποτε τρόπο τη μακραίωνη ορθόδοξη παράδοση, αλλ’ αντιθέτως προστατεύεται με πολύ σαφή τρόπο η ορθόδοξη εκκλησιολογία».

Αξία ιδιαιτέρας μνείας τυγχάνει και η επί του θέματος αυτού γραπτώς διατυπωθείσα θέσις του Πανιερωτάτου Επισκόπου Μπάτσκας κ. Ειρηναίου (Εκκλησία Σερβίας), ειπόντος σχετικώς ότι: «Η Ελλαδική διατύπωσις τυγχάνει προσεκτικωτέρα και ακινδυνωτέρα, ως αποφεύγουσα σοφώς το ενδεχόμενον της εξισώσεως της «ιστορικής ονομασίας» και του οντολογικού περιεχομένου του όρου εκκλησία, δεν διαφέρει όμως ριζικώς της προτέρας διατυπώσεως, καθ’ ότι ‘’η ιστορική ύπαρξις’’ δεν ισοδυναμεί αυτομάτως προς την αναγνώρισιν της εκκλησιαστικής φύσεως και υποστάσεως των υπό την εν λόγω επωνυμίαν υπαρχόντων εκκλησιαστικών ή αν θέλετε, εκκλησιομόρφων οργανισμών».

δ. Στην αρχικήν παράγραφον 17 αναγραφόταν:

«Οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες – μέλη του Π.Σ.Ε., συμμετέχουν πλήρως και ισότιμα στον οργανισμό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και συμβάλλουν με όλα τα μέσα που διαθέτουν στην μαρτυρία της αλήθειας και την προαγωγή της ενότητας των χριστιανών».

Αντ’ αυτού του κειμένου η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος επρότεινε την εξής διατύπωσιν:

«Οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες – μέλη του Π.Σ.Ε., συμμετέχουν πλήρως και ισότιμα στον οργανισμό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και συμβάλλουν με όλα τα μέσα που διαθέτουν στην προώθηση της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας πάνω στις μεγαλύτερες κοινωνικοπολιτικές προκλήσεις και τα προβλήματα».

Η πρότασις αυτή δεν έγινε αποδεκτή από το Συνοδικό Σώμα.

ε. Στην παράγραφον 20 του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:

«Οι προοπτικές των θεολογικών διαλόγων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες προσδιορίζονται πάντοτε με βάση τα κανονικά κριτήρια της Εκκλησιαστικής παράδοσης που είναι ήδη διαμορφωμένη. (Κανόνες 7 της Β καί 95 της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων)».

Αντ’ αυτού η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος απεφάσισε να προτείνη την εξής ανασύνταξιν και διατύπωσιν:

«Οι προοπτικές των θεολογικών διαλόγων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες και κοινότητες προσδιορίζονται πάντοτε με βάση τις αρχές της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και των κανονικών κριτηρίων της εκκλησιαστικής παράδοσης, που είναι ήδη διαμορφωμένη σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και με όσα αναγνωρίσθηκαν από αυτές, όπως είναι οι Κανόνες 46, 47 και 50 των Αγίων Αποστόλων, οι 8 και 19 της Α Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ο 7 της Β Οἰκουμενικῆς, ο 95 της Πενθέκτης, και ο 7 και ο 8 της Λαοδικείας.

Διευκρινίζεται, ότι όταν εφαρμόζεται η κατ’ οικονομίαν είσοδος των ετεροδόξων με Λίβελλο (έγγραφο αποκήρυξης της πλάνης) και άγιο Χρίσμα, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την εγκυρότητα του Βαπτίσματος η και των υπολοίπων μυστηρίων τους».

Το Συνοδικόν Σώμα επέλεξε την ακόλουθον διατύπωσιν για την παράγραφον αυτήν, προκειμένου να ικανοποιήση την επιθυμίαν που εκφράσθηκε από ορισμένες Εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και της Ελλάδος:

«Οι προοπτικές των θεολογικών διαλόγων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο προσδιορίζονται πάντοτε με βάση τις αρχές της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και των κανονικών κριτηρίων της εκκλησιαστικής παράδοσης, που είναι ήδη διαμορφωμένη». Η εν μέρει αποδοχή της προτάσεώς μας στο συγκεκριμένον ευαίσθητον σημείον, ως είναι εύλογον, δεν ανέπαυσε πλήρως την Εκκλησίαν μας.

στ. Στην παράγραφον 22 αρχικώς αναγραφόταν:

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί καταδικαστέα κάθε διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας, από άτομα ή ομάδες με την πρόφαση της τήρησης ή δήθεν της υπεράσπισης της γνήσιας Ορθοδοξίας. Όπως μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η διατήρηση της γνήσιας Ορθόδοξης πίστης διασφαλίζεται μόνο με το Συνοδικό σύστημα το οποίο ανέκαθεν στην Εκκλησία αποτελούσε τον αρμόδιο και τελικό κριτή γύρω από τα θέματα της πίστης».

Αντ’ αυτού η Ιεραρχία της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος προέκρινε να προτείνη την εξής ανασύνταξιν και διατύπωσιν:

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί καταδικαστέα κάθε διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας, από άτομα ή ομάδες με την πρόφαση της τήρησης η δήθεν της υπεράσπισης της γνήσιας Ορθοδοξίας. Όπως μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η διατήρηση της γνήσιας Ορθόδοξης πίστης διασφαλίζεται (…) με το Συνοδικό σύστημα (Κανόνες 6 της Β Οἰκουμενικῆς και 14 και 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου)».

Η πρότασις αυτή δεν έγινε αποδεκτή.

ζ. Στην παράγραφον 23 αρχικώς αναγραφόταν:

I. «Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει κοινή τη συνείδηση της αναγκαιότητας του διαχριστιανικού θεολογικού διαλόγου, γι’ αυτό και κρίνει αναγκαίο να συνοδεύεται αυτός πάντοτε από την μαρτυρία μέσα στον κόσμο με πράξεις αμοιβαίας κατανόησης και αγάπης, οι οποίες εκφράζουν την «ανεκλάλητον χαράν» (την ανέκφραστη χαρά) του Ευαγγελίου (Α’ Πέτρ. 1,8), ενώ αποκλείεται κάθε πράξη η άλλη προκλητική ενέργεια ομολογιακού ανταγωνισμού».

II. Στην συνέχεια του κειμένου αυτού αναγραφόταν: «Κάτω από το πνεύμα αυτό, η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί σημαντικό, όλοι οι χριστιανοί, εμπνεόμενοι από τις κοινές θεμελιώδεις αρχές της πίστης μας, να προσπαθήσουμε να δώσουμε ολοπρόθυμη και αλληλέγγυα απάντηση, βασισμένη στο ιδανικό πρότυπο του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου, στα ακανθώδη προβλήματα με τα οποία μας προκαλεί ο σύγχρονος κόσμος».

Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αντ’ αυτού επρότεινε την επαναδιατύπωσιν της παραγράφου 23 ως εξής:

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει κοινή τη συνείδηση της αναγκαιότητας του διαχριστιανικού θεολογικού διαλόγου, γι’ αυτό και κρίνει αναγκαίο να συνοδεύεται αυτός πάντοτε από την μαρτυρία μέσα στον κόσμο με πράξεις αμοιβαίας κατανόησης και αγάπης, οι οποίες εκφράζουν την «ανεκλάλητον χαράν» του Ευαγγελίου (Α Πέτρ. 1,8), ενώ αποκλείεται κάθε πράξη η άλλη προκλητική ενέργεια ομολογιακού ανταγωνισμού (Ουνίας). Κάτω από το πνεύμα αυτό, η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί σημαντικό, όλοι οι χριστιανοί, εμπνεόμενοι από τις κοινές θεμελιώδεις αρχές του Ευαγγελίου, να προσπαθήσουμε να δώσουμε στα (…) ακανθώδη προβλήματα του σύγχρονου κόσμου μια ολοπρόθυμη και αλληλέγγυα απάντηση, βασισμένη στο (…) πρότυπο του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου».

Το Συνοδικόν Σώμα απεδέχθη την πρότασιν αυτήν και διεμόρφωσε την παράγραφον ως εξής:

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει κοινή τη συνείδηση της αναγκαιότητας του διαχριστιανικού θεολογικού διαλόγου, γι’ αυτό και κρίνει αναγκαίο να συνοδεύεται αυτός πάντοτε από την μαρτυρία μέσα στον κόσμο με πράξεις αμοιβαίας κατανόησης και αγάπης, οι οποίες εκφράζουν την «ανεκλάλητον χαράν» του Ευαγγελίου (Α Πέτρ. 1,8), ενώ αποκλείεται κάθε πράξη προσηλυτισμού, ουνίας η άλλη προκλητική ενέργεια ομολογιακού ανταγωνισμού. Κάτω από το πνεύμα αυτό, η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί σημαντικό, όλοι οι χριστιανοί, εμπνεόμενοι από τις κοινές θεμελιώδεις αρχές του Ευαγγελίου, να προσπαθήσουμε να δώσουμε στα ακανθώδη προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, μια ολοπρόθυμη και αλληλέγγυα απάντηση, βασισμένη στο πρότυπο του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου».

η. Στην παράγραφον 24 του αρχικού κειμένου αναγραφόταν:

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία γνωρίζει ότι η κίνηση για αποκατάσταση της ενότητας των χριστιανών παίρνει νέες μορφές για να ανταποκριθεί στις καινούργιες συνθήκες και να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Είναι απαραίτητο η Ορθόδοξη Εκκλησία να συνεχίζει να δίνει την μαρτυρία της στον διχασμένο χριστιανικό κόσμο, βασισμένη στην αποστολική παράδοση και πίστη της».

Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αντ’ αυτού επρότεινε την εξής διατύπωσιν:

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία γνωρίζει ότι η κίνηση για αποκατάσταση της ενότητας των χριστιανών παίρνει νέες μορφές για να ανταποκριθεί στις καινούργιες συνθήκες και να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Είναι απαραίτητο η Ορθόδοξη Εκκλησία να συνεχίζει να δίνει την μαρτυρία της στον διχασμένο υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο βασισμένη στην αποστολική παράδοση και πίστη της».

Η παραπάνω προσθήκη δεν έγινε δεκτή από το Συνοδικό Σώμα.

θ. Στην τελευταίαν, μη αριθμημένην παράγραφον του κειμένου, αναγραφόταν:

«Προσευχόμαστε, οι χριστιανοί να εργασθούν από κοινού ώστε να γίνει πλησιέστερη η ημέρα, κατά την οποία ο Κύριος θα εκπληρώσει την ελπίδα των Ορθοδόξων Εκκλησιών και θα γίνει μία ποίμνη, ένα ποιμένας (Ιω. 10,16)».

Ἡ Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αντί αυτού επρότεινε την εξής διατύπωσιν:

«Προσευχόμαστε να εργασθούν από κοινού οι χριστιανοί ώστε να γίνει πλησιέστερη η ημέρα, κατά την οποία ο Κύριος θα εκπληρώσει την ελπίδα της Ορθόδοξης Εκλησίας για συγκέντρωση σ’ αυτή όλων των σκορπισμένων και να γίνει μία ποίμνη, ένα ποιμένας (Ιω. 10,16)».

Η ολομέλεια της Συνόδου δεν απεδέχθη αλλαγές σ’ αυτήν την παράγραφον.

Μετά το τέλος της συζητήσεως του ανωτέρω κειμένου με τις επενεχθείσες διορθώσεις, τροποποιήσεις και συμπληρώσεις, το ιερόν Σώμα ενέκρινε το κείμενον, το οποίον όμως δεν υπεγράφη υφ’ απάντων των μελών. Ακολούθως ανεγνώσθησαν η τε Εγκύκλιος και το Μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τα οποία και ενεκρίθησαν ενθουσιωδώς. Τις εργασίες της Ιεράς Συνόδου κατέκλεισε με χρησίμους επισημάνσεις και ευχαριστίες ο Παναγιώτατος Πρόεδρος αυτής, Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, δους δόξαν στον Τρισάγιον Θεόν για την τοιαύτην μεγάλην ευλογίαν.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΑΚΤΕΟΥ

Μακαριώτατε Άγιε Πρόεδρε,

Πολυσέβαστοι πατέρες και πολυτίμητοι αδελφοί,

Εφθάσαμε, συν Θεώ, προς το τέλος της παρούσης Εισηγήσεως. Καίτοι το παρόν κεφάλαιον κατ’ ακρίβειαν της διατυπώσεως του σχετικού αναθετηρίου Συνοδικού εγγράφου, θα μπορούσε και να παραλειφθή προς ιδικήν σας άνεσιν από την πολύωρον καταπόνησιν και ιδικόν μας κουφισμόν, ίνα του θείου Γρηγορίου, του αληθούς Θεολόγου, ενθυμηθώμεν λέγοντος: «Φύσει μεν γαρ άπας λόγος σαθρός και ευκίνητος, και δια τον αντιμαχόμενον λόγον ελευθερίαν ουκ έχων, ο δε περί Θεού (και περί των του Θεού), τοσούτω μάλλον, όσω μείζον το υποκείμενον, και ο ζήλος πλείων, και ο κίνδυνος χαλεπώτερος» (Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου. Περί της εν διαλέξεσιν ευταξίας, λόγος 32.14), νικώμεν τον δισταγμόν παρατείνοντες δι’ ολίγον χρόνον τον λόγον ευελπιστούντες ότι η παράτασις αυτή θα εισφέρει ορισμένες καλές αφορμές δημιουργικού προβληματισμού στο περί του πρακτέου εύλογο ερώτημα.

Η επί το αυτό Συνέλευσις 162 Ορθοδόξων Επισκόπων εκ της μεγάλης πλειονοψηφίας των ανά τον κόσμον Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών αυτή καθ’ εαυτήν, μετά δε και την πάροδον ιδιαιτέρως μεγάλου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίον ο ιερώτατος αυτός χαρισματικός θεσμός της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας είχεν ατονίσει, για ποικίλους εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους, συνιστά ένα βαρύνουσας σημασίας εκκλησιαστικό γεγονός. Στόχος ήταν να προσφερθή στους εντός «της ημετέρας αυλής» ευρισκομένους αδελφούς αλλά και σε κάθε άνθρωπον καλής προαιρέσεως η αγιοπνευματική μαρτυρία της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως βεβαίας παρουσίας «της Βασιλείας του Θεού εληλυθυΐας εν δυνάμει» (Μαρκ. θ, 1). Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, κατά ρητήν δήλωσίν της (Εγκύκλιος Α. Μ. Συνόδου), αποτελεί την συνέχειαν των αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων, καθώς και των άλλων μεγάλων τοπικών Συνόδων, από τις οποίες μερικές έχουν κύρος Οικουμενικών Συνόδων, ως λ.χ. η επί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλη Σύνοδος (879-880), οι επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά συγκληθείσες Μεγάλες Σύνοδοι (1341, 1351, 1368), με τις οποίες διεκηρύχθη η σώζουσα αλήθεια της αγίας ορθοδόξου Εκκλησίας στα θέματα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και της μεθέξεως υπό του ανθρώπου των ακτίστων θείων ενεργειών, περί των οποίων εξεφράσθη εσφαλμένως και αντιευαγγελικώς η αστοχήσασα περί την πίστιν ετερόδοξος Εσπερία, οι εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλες Σύνοδοι των ετών 1484 για την αποκήρυξιν της Συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), και των ετών 1628, 1642, 1672 και 1691 για την αποκήρυξιν αιρετικών προτεσταντικών δοξασιών, ως και του έτους 1872 για την καταδίκην του εθνοφυλετισμού ως εκκλησιολογικής αιρέσεως. Η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία, ως κοινωνία θεώσεως και «Σώμα Χριστού» (Μθ. κστ, Α Κορ. ι, 16-17, κ. α.) απέδειξεν εμπράκτως την προσήλωσίν της στον ιερώτατον Συνοδικόν θεσμόν, που αποτελεί αγία κληρονομία των θεοφόρων Πατέρων μας και συστατικόν στοιχείον αυτής της ιδίας της Εκκλησίας μας, η οποία «όνομα Συνόδου κέκτηται», κατά τον χρυσορόα οικουμενικόν διδάσκαλόν της. Θα ημπορούσαμε όλοι μας οι, θεία συνάρσει, εκείσε συνελθόντες, ως Εκπρόσωποι των Εκκλησιών μας μετά του ιερού ψαλμωδού να είπωμεν το: «σήμερον η χάρις του Παναγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγεν».

Η εικών και μόνον τόσων Συνοδικών Πατέρων, συνελθόντων εκ Βορρά και Νότου, Ανατολής και Δύσεως παρέπεμπε σαφώς σε ιστορικές στιγμές της πολιάς χριστιανικής αρχαιότητος, όπως αυτές διασώζονται ως κατωτέρω υπό της γραφίδος του εκκλησιαστικού ιστορικού, Ευσεβίου Καισαρείας, στην συγγραφήν του περί των συνελθόντων εν Νικαία 318 θεοφόρων Πατέρων: «Των δε του Θεού λειτουργών οι μεν χρόνου μήκει τετιμημένοι, οι δε βίου στερρότητι και καρτερίας υπομονή, οι δε τω μέσω τρόπω κατεκοσμούντο. Ήσαν δε τούτων οι μεν χρόνου μήκει τετιμημένοι, οι δε νεότητι και ψυχής ακμή διαλάμποντες, οι δε άρτι παρελθόντες επί τον της λειτουργίας δρόμον». Είχομεν την ευκαιρίαν, χάρις στην εύστροφον και οξυδερκή Προεδρίαν του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου, του πολλά μογήσαντος για την σύγκλησιν και την ολοκλήρωσιν του ιερού αυτού εγχειρήματος, να ακούσωμεν τις ποιμαντικές εμπειρίες, ανησυχίες, προβληματισμούς, μαρτυρίες αδελφών συνεπισκόπων, οι οποίοι συνδιακονούν το αγιώτατον μυστήριον της Εκκλησίας στα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου. Το γέγονος τούτο επλούτισε την εκκλησιαστικήν εμπειρίαν όλων μας. Και μόνον η εν Χριστώ κοινωνία, αναστροφή και συμπνευματισμός θα ήταν ικανά για να δοξάσωμεν τον Θεόν για την ευλογίαν αυτήν, καθώς κατά το γνωστόν πατερικόν απόφθεγμα: «Είδες, γαρ, φησί, τον αδελφόν σου, είδες τον Θεόν σου» (Μ. Γεροντικόν, Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς 1,19.). Οι Μεγάλες Σύνοδοι της Εκκλησίας μας, ως εξαιρετικά και χαρισματικού χαρακτήρος γεγονότα, έχουν ασφαλώς θεανθρωπίνην διάστασιν, όπως επιβεβαιώνει και η γνωστή Αποστολική διατύπωσις της Συνόδου των Ιεροσολύμων (49 μ.Χ.): «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πραξ. 15, 23-29). Τούτο καθιστά τον ανθρώπινον παράγοντα, ως συνεργόν και διάκονον της θείας χάριτος στην διατύπωσιν της αληθείας, η οποία σώζει και ελευθερώνει τον άνθρωπον, ιδιαιτέρως προνομιούχον, αλλά και συγκλονιστικώς υπόλογον. Έλεγε χαρακτηριστικώς ο αείμνηστος θεολόγος, Πρωτοπρ. Ιωάννης Ρωμανίδης ότι: «Η Σύνοδος δεν φτιάχνει πατέρες, αλλά αποτελείται από Πατέρες». Η δε θεοπνευστία τους συναρτάται αμέσως από την βούλησιν και την δυνατότητά προσωπικής οικειώσεως, μέσα από την κάθαρσιν του νοός και του φωτισμού, των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Κατά συνέπειαν, Πατέρες έχει η Εκκλησία πάντοτε. Με όλως γλαφυρώτατον, αλλά και βαθυνούστατον λόγον υποστηρίζει, εν άλλαις λέξεσιν, την ανωτέρω θέσιν ο πολιός αγιορείτης Γέρων Βασίλειος (Γοντικάκης), γράφων: «Αυτοί που λένε, κάποτε υπήρχαν μεγάλοι Πατέρες και θεολόγοι, σήμερα όχι, μιλούν ως αλλειτούργητοι. Οι όντως αληθινοί εν Πνεύματι, αν μία φορά υπάρξουν, δεν χάνονται ποτέ. Μπαίνουν στο συλλείτουργο της αειζωίας. Είναι πάντοτε παρόντες». Συνεχίζων δε προσθέτει: «Το εάν θα ονομασθή μία Σύνοδος Οικουμενική η όχι και το ποιά θέση θα πάρη στη ζωή της Εκκλησίας, δεν είναι θέμα ανθρωπίνης αποφάσεως, αλλά έργο της ζώσης εν Πνεύματι Εκκλησιαστικής συνειδήσεως που κρίνει και κατατάσσει απλανώς κάθε Σύνοδο».

Είναι αληθές ότι η, χάριτι Θεού, συγκληθείσα Μεγάλη Σύνοδος είχε τα ιδικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία την διαφοροποιούν σε ορισμένα σημεία από παλαιότερες, ως λ.χ. η ομοφωνία στην λήψιν των τελικών αποφάσεων, η υιοθέτησις μιας και μόνης ψήφου για κάθε Εκκλησίαν, η συμμετοχή συγκεκριμένου αριθμού μελών από κάθε Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν κ. ά. Οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι αληθές ὅτι εδημιούργησαν ένα ζωηρόν, αναμενόμενον και πολυμερή προβληματισμόν. Ενδεικτική τυγχάνει η αξιοπρόσεκτος θέσις του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου ειπόντος στην επίσημον εναρκτήριον προσφώνησίν του, ότι, θα προτιμούσε στις αποφάσεις της Συνόδου να ίσχυε η Πατερική αρχή: «η των πλειόνων ψήφος κρατείτω». Αξιοσημείωτος είναι και η διαπίστωσις του Πανιερωτάτου Επισκόπου Μπάτσκας κ. Ειρηναίου (Εκκλησία της Σερβίας) ότι, «εις την Σύνοδον, αντί της ανέκαθεν κρατούσης αποστολικής και πατροπαραδότου αρχής, «εις ανήρ, μία ψήφος», ίσχυεν η αρχή μία Αυτοκέφαλος Εκκλησία, μία ψήφος».

Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ως ετόνισεν ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης συνήλθεν πρωτίστως για να διακηρύξη αυθεντικώς την μαρτυρίαν «ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ηνωμένη εν τοις Μυστηρίοις και μάλιστα εν τη θεία Ευχαριστία και τη Ορθοδόξω πίστει, αλλά και εν τη Συνοδικότητι». Η Σύνοδος ωσαύτως ηργάσθη επιμελώς και έλαβεν αποφάσεις επί θεμάτων ποιμαντικού χαρακτήρος, ως της θεαρέστου νηστείας και των κωλυμάτων του γάμου, επί θεμάτων κανονικού και διοικητικού ενδιαφέροντος, ως της ορθοδόξου διασποράς και του εκκλησιαστικού καθεστώτος του Αυτονόμου, και τέλος επί θεμάτων σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του λοιπού χριστιανικού κόσμου και της αποστολής αυτής στον σύγχρονον κόσμον.

Εξέδωκε προς τον λαόν και τον κόσμον δύο δυνατά θεολογικά κείμενα, ορθοδόξου μαρτυρίας, ήθους και επικαιρότητος, την τε Εγκύκλιον και το Μήνυμα αυτής. Κατετέθη προς όλον τον κόσμον η αγιοπνευματική μαρτυρία της ποθεινοτάτης μητρός μας, Ορθοδόξου Εκκλησίας, επί λίαν επικαίρων και σοβαρών ζητημάτων ως : α. Της διακηρύξεως, ως εσημειώθη ανωτέρω, της αυτοσυνειδησίας της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού. β. Του τονισμού της ποιμαντικής αναγκαιότητος της ιεραποστολής, του επανευαγγελισμού και του πνευματικού αναβαπτισμού των ανθρώπων και εντός της ημετέρας μάνδρας, στα ζωηφόρα νάματα της αγίας ορθοδόξου πίστεως, βιωτής και παραδόσεως, γ. Της διατυπώσεως των ορθοδόξων αρχών δεοντολογίας και ηθικής για την αλματωδώς προοδεύουσαν επιστημονικήν και τεχνολογικήν έρευναν, εξικνουμένην σήμερον έως του ιερού μυστηρίου της ζωής, δ. Της διαφυλάξεως της ιερότητος του τε μυστηρίου του Γάμου ως εικόνος της αγάπης του Χριστού προς την Εκκλησίαν και του θεσμού της οικογενείας, ε. Της οφειλετικής μερίμνης για θέματα χριστιανικής παιδείας και αγωγής των νέων. Η Σύνοδος άρθρωσε λόγον πνευματικόν, υπεύθυνον και φιλάνθρωπον για θέματα ως η παγκοσμιοποίησις, η φρίκη του πολέμου, το φλέγον μεταναστευτικό και προσφυγικό πρόβλημα, οι σχέσεις Εκκλησίας και επιστήμης – Εκκλησίας και πολιτικής, η οικολογική κρίσις, η πτωχεία, η εκκοσμίκευσις, η μοναξιά και ο ατομοκεντρισμός στις σχέσεις των ανθρώπων. Επίσης, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ύψωσε φωνήν διαμαρτυρίας για τον ανηλεή εκτοπισμόν και τις διώξεις χριστιανικών πληθυσμών εκ των αρχαίων κοιτίδων τους, εζήτησε προστασίαν του αγαθού της θρησκευτικής ελευθερίας και κατεδίκασεν απεριφράστως τον θρησκευτικόν φανατισμόν, τονίσασα ότι κάθε πόλεμος στο όνομα της οιασδήποτε θρησκείας συνιστά πόλεμον κατ’ αυτού του θρησκευτικού γεγονότος. (βλ. Εγκύκλιον και Μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου).

Τελικώς, πολυσέβαστοι Πατέρες, η όποια αξιολογική, με εκκλησιολογικούς, αγιοπνευματικούς και ποιμαντικούς πάντοτε όρους, προσέγγισις της εν Κολυμπαρίω Κρήτης συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου επαφίεται στην νηφαλίως και αδεκάστως ενεργούσαν ιστορίαν και κυρίως στην εγρηγορούσαν και ένθεον συνείδησιν του εκκλησιαστικού Σώματος.

Η εν γένει παρουσία και συμμετοχή της Αντιπροσωπείας της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος στις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ήτο θεολογικώς ενδύναμος, αξιοπρεπής, ουσιαστική, παραδοσιακή, στιβαρή, γονίμως παρεμβατική, ενοποιός, ορθοδόξως πολυφωνική και δημιουργικώς συνθετική, ευέλικτος, ρεαλιστική, φιλάδελφος. Ο Μακαριώτατος Πρόεδρος του ιερού Σώματός μας καθημερινώς σχεδόν συγκαλούσε συσκέψεις όλων των μελών της Αντιπροσωπείας προς εκτίμησιν της πορείας των εργασιών και χάραξιν ενιαίας γραμμής προς υποστήριξιν του γράμματος και του πνεύματος των Θέσεων – Αποφάσεων της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας. Ο λόγος ήταν για όλους ελεύθερος και οι τοποθετήσεις απάντων σεβαστές. Ο δρόμος προς επίτευξιν της ομοφωνίας εντός της αιθούσης της Συνοδικής Συνελεύσεως δεν ήτο ούτε εύκολος, ούτε «εστρωμμένος πάντοτε με ρόδα», κατά την σχετικήν αναφοράν και του Παναγιωτάτου Προέδρου του ιερού Συνοδικού Σώματος στην καταληκτήριον προσφώνησίν του. Υπήρξαν στιγμές και ώρες εντόνου αγωνίας, ψυχικής κοπώσεως και εντόνου προβληματισμού.

Ευχαριστίες θερμές και συγχαρητηρίους προσρήσεις οφείλομεν όλοι οι μετασχόντες της ιεράς και μεγάλης αυτής πανορθοδόξου Συνάξεως στην φιλοξενήσασαν Αποστολικήν Εκκλησίαν της Κρήτης και κατ’ επέκτασιν στο σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον για την υποδειγματικήν, αρχοντικήν και κατά πάντα αρτίαν προετοιμασίαν και υλοποίησιν της απαιτητικής αυτής διοργανώσεως, πανορθοδόξου και παγκοσμίου βεληνεκούς και ακτινοβολίας.

Κατά λόγον δικαιοσύνης, επίσης, οφείλομεν να ευχαριστήσωμεν και να συγχαρώμεν και τις ιδικές μας Συνοδικές Υπηρεσίες για την κατά πάντα αρτίαν και σχολαστικήν προετοιμασίαν και υλοποίησιν όλων των αφορώντων στην συμμετοχήν της Εκκλησίας μας στην μεγάλην αυτήν πανορθόδοξον διοργάνωσιν. Ο Θεοφ. Αρχιγραμματεύς, οι συναρμόδιες Συνοδικές Υπηρεσίες και άπαντες οι συνεργάτες, κληρικοί και λαϊκοί, της Σ. Ε. επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων ιδιαιτέρως εκοπίασαν και αξίως δικαιούνται των θερμοτάτων ευχαριστιών μας.

Πάνυ ευλαβώς και προς ποιμαντικήν αξιοποίησιν των Κειμένων-Αποφάσεων της εν Κρήτη Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (18-26/6/2016) απαντώντες εκ προοιμίου και στο εύλογον ερώτημα, «τι δέον γενέσθαι;», εισηγούμεθα τις παρακάτω προτάσεις, τις οποίες βαθυσεβάστως εμπιστευόμεθα στην ποιμαντορικήν ευθυκρισίαν του ιερού μας Σώματος. Παρίσταται, κατά την ταπεινήν μας γνώμην, ανάγκη:

1. Παραπομπής, μερίμνη της Δ.Ι.Σ., στις αρμόδιες Συνοδικές Επιτροπές των αφορωσών σε αυτές σχετικών Αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς νηφάλιον μελέτην, αγιοπατερικήν εμβάθυνσιν, διασαφήνισιν, ποιμαντικήν ωρίμανσιν, ανάλυσιν και αξιοποίησιν (λ.χ. Σ.Ε. Δογματικών και Νομοκανονικών θεμάτων, Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, Ποιμαντικού Έργου, Θείας Λατρείας, Τύπου κ.τ.λ.). Καθηκόντως, οι εισηγήσεις των ανωτέρω Συνοδικών οργάνων θα υποβληθούν ακολούθως στην Δ.Ι.Σ. για τα κατ’ αυτήν περαιτέρω.

2. Συνεργασίας μετά των Θεολογικών Σχολών της ημεδαπής σε θέματα θεολογικής μελέτης των κειμένων και αξιοποιήσεως των αποτελεσμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

3. Ενημερώσεως σε επίπεδον Ιερών Μητροπόλεων πρωτίστως του εφημεριακού κλήρου, των μοναστικών αδελφοτήτων και των αμέσων συνεργατών μας, γενικώς περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και των Αποφάσεων αυτής, και ειδικώς περί των σχετικών Αποφάσεων – θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, προς οικοδομήν και αποφυγήν παρερμηνειών.

(Προσεκτική μελέτη και αξιοποίησις του σχετικού υλικού, των ψηφισθέντων κειμένων, Εγκυκλίων, του Μηνύματος, επιστημονικών μελετών και αναλύσεων).

4. Πληροφορήσεως, ως ποιμαντικώς οφείλομεν, του πληρώματος της Εκκλησίας της Ελλάδος δι’ εκδόσεως ευσυνόπτου και σε κατανοητήν γλώσσαν Εγκυκλίου, ως έπραξεν ήδη η Εκκλησία της Κύπρου, προς οικοδομήν και υπεύθυνον ενημέρωσιν. (Έκδοσις, μερίμνη της Δ.Ι.Σ., του ενημερωτικού φυλλαδίου «Προς τον λαό»).

5. Αναπτύξεως στους κύκλους συμμελέτης, κατηχητικές ομάδες, συνάξεις και ομιλίες των κατά τόπους Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, του σκεπτικού, του έργου και των αποτελεσμάτων της Μεγάλης Συνόδου.

6. Παρουσιάσεως εκπομπών από του Ρ/Σ της Εκκλησίας αναφορικώς προς την ιστορίαν, τους σκοπούς και τα αποτελέσματα για το Εκκλησιαστικόν Σώμα, της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Προς τούτο θα ηδύναντο να αξιοποιηθούν Ιεράρχες, καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, νηφάλιες και συγκροτημένες φωνές.

7. Εμπλουτισμού της σχετικής επισήμου ιστοσελίδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με τα ψηφισθέντα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, μελέτες και εμπεριστατωμένες αναλύσεις.

8. Αναθέσεως στην Σ. Ε. επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων σχηματισμού πλήρους και εμπεριστατωμένου αρχείου με παν ό,τι αφορά στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον.

9. Τέλος, η Αγιωτάτη Εκκλησία μας θα ηδύνατο, μερίμνη και προνοία της Δ.Ι.Σ., να αναθέσει σε αρμοδίαν ή και σε ειδικήν Συνοδικήν Επιτροπήν την σε βάθος μελέτην και θεολογικήν αποτίμησιν των εκκλησιολογικώς και θεολογικώς τεκμηριωμένων κειμένων που έχουν ήδη γραφεί και εμπεριέχουν είτε θετικές ή και επιφυλακτικές θέσεις για τις Αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Οφείλομεν, ως υπεύθυνοι και φιλόστοργοι Ποιμένες, μετά μεγίστης προσοχής και ποιμαντικής ευαισθησίας να ακούωμεν όλες τις σοβαρές και εποικοδομητικές θέσεις. Το καταστάλαγμα αυτής της μελέτης, που θεωρώ ότι εκφράζει δυνατά ένα Συνοδικόν ήθος και ποιότητα, μπορεί να βοηθήσει, καταλλήλως αξιοποιούμενον, ουσιαστικώς και την Αγιωτάτην Εκκλησίαν μας και την Πανορθοδοξίαν συνολικώς.

Μακαριώτατε Δέσποτα,

Τιμιώτατοι Πατέρες και προσφιλέστατοι αδελφοί,

«Εγώ δε κατά την της Εκκλησίας αξίωσιν τα τε προ της Συνόδου και τα εν αυτή τη Συνόδω (εν Κρήτη) γεγονότα, ως ενήν μοι, διηγησάμενος…. ήδη πέρας επιτίθημι τω συντάγματι, χάριν ομολογών τω Θεώ υπέρ ων αληθώς και αρκούντως είρηταί μοι, ως απομνημονεύσαί τε καλώς και γραφή παραδούναι ταύτα δωρησαμένω, υπέρ δε των ελλιπώς ειρημένων συγγνώμην παρ’ υμών αιτών, ως ουκ οίκοθεν, αλλά παρ’ αυτής (της Εκκλησίας) παρακληθείς και τη αποφάσει – (αγογγύστως και παρά την ενυπάρχουσαν υποκειμενικήν και αντικειμενικήν δυσκολίαν) – πεισθείς, κατετόλμησα της τοιαύτης συγγραφής… Τούτο δε προσθήσω μόνον τω διηγήματι ως αγαθήν τινα προαναφώνησιν και οιονεί κορωνίδα του λόγου. Ελπίζω εις τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του τω τιμίω αυτού αίματι συστησαμένου την ιδίαν Εκκλησίαν άσπιλον και ακηλίδωτον και διατηρούντος αυτήν μέχρι του νυν καθαράν και ανωτέραν πάσης της κατά καιρούς αναρριπισθείσης λύμης, πέπεισμαι ως ου περιόψεται ο πανοικτίρμων και εύσπλαγχνος την Εκκλησίαν αυτού, αλλά εις την αρχαίαν κατάστασιν στηρίξει και βεβαιώσει κρείττον ή πρότερον…». (Συλβέστρου Συροπούλου. Απομνημονεύματα ΙΒ,15-16).

Και τανύν, Πατέρες και αδελφοί, «την γλώσσαν πεδήσας, λύσω την ακοήν» (Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος). «Ο λόγος έστω των σοφωτέρων» (ό. π.).

«Τω δε Θεώ χάρις, ότι και τα εξαίρετα δίδωσι και δια των κοινών σώζειν επίσταται»! Σας ευχαριστώ. Εύχεσθε!

† Ο ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

 

Πηγή: Εκκλησία της Ελλάδος, Ακτίνες

iera synodos 03


Σε εξαιρετικά έντονο κλίμα πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας σήμερα το πρωί, 23 Νοεμβρίου 2016, όπου συζητήθηκαν τα θέματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης.

Η συζήτηση, που ξεκίνησε μετά την εισήγηση του μητροπολίτη Σερρών κ. Θεολόγου, επικεντρώθηκε στο θέμα της αλλαγής στάσης της Εκκλησίας της Ελλάδος όσον αφορά στην περιβόητη, πλέον, αναφορά σε άλλες «Εκκλησίες» του έκτου κειμένου της Συνόδου της Κρήτης.

Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, ενημερώνοντας το Σώμα της Ιεραρχίας, αναφέρθηκε στις έντονες πιέσεις που δέχθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος, αναφερόμενος, χωρίς όμως να τον κατονομάσει, στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει την στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος αρνητική και πως θέτει σε ομηρία την Αγια και Μεγάλη Σύνοδο.

«Δείξαμε σύνεση και υπομονή», είπε ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος υποστήριξε ότι οι ζυμώσεις που θα γίνουν σε βάθος χρόνου θα επιφέρουν τις απαραίτητες αλλαγές. «Πολλά δογματικά ζητήματα στην εκκλησιαστική ιστορία κράτησαν χρόνια», είπε ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας προς του μητροπολίτες, υποστηρίζοντας ότι στην πορεία κάποια θα βελτιωθούν και κάποια θα ανακληθούν.

«Οι αποφάσεις αυτές δεν είναι δικαστικές… έχει πορεία, θα γίνουν ζυμώσεις», φέρεται να είπε ο Αρχιεπίσκοπος.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΙΜΕΣ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Την άποψη πως τα κείμενα και οι αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση, ούτε καν σε συζήτηση, εξέφρασαν οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Άνθιμος και Περιστερίου Χρυσόστομος.

Μάλιστα, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο να κλείσει την συνεδρίαση μετά το τέλος της εισήγησης του μητροπολίτη Σερρών αφού ο ίδιος έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος συζήτησης.

Ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε και η συζήτηση προχώρησε κανονικά με τον μητροπολίτη Ναύπακτου να αναδεικνύεται σε κυρίαρχο πρόσωπο της συνεδρίασης, μιας και ήταν αυτός που εξέφρασε τις περισσότερες επιφυλάξεις.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΩΡΙΜΟ

Η βασική θέση του μητροπολίτη Ναυπάκτου ήταν πως το κείμενο στο οποίο γίνεται αναφορά σε άλλες Εκκλησίες δεν ήταν ώριμο. Μάλιστα, επικαλέστηκε τις επιφυλάξεις που εξέφρασαν και οι Εκκλησίες Σερβίας και Ρουμανίας αλλά και αυτές που δεν συμμετείχαν.

Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης του μητροπολίτη Ναυπάκτου, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις εντός της αίθουσας. Ο μητροπολίτης ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο να τηρήσει τον κανονισμό ενώ απευθυνόμενος προς τους μητροπολίτες που του ζητούσαν να αλλάξει τη στάση του, είπε «Αν θέλετε να με εκφοβίσετε, δεν θα το κατορθώσετε».

Ο μητροπολίτης Ναυπάκτου υπεραμύνθηκε της στάσης του να μην θέσει εν τέλει την υπογραφή του κάτω από το κείμενο αυτό επιμένοντας πως η φράση περί αποδοχής της ιστορικής ονομασίας των άλλων Εκκλησιών δεν έχει νόημα αφού όπως υποστήριξε δεν γίνεται να υπάρχει ονομασία χωρίς ύπαρξη.

Ο ίδιος τόνισε πως ο τρόπος με τον οποίο έχουν γίνει κάποιες αναφορές στο κείμενο και ιδιαίτερα ο όρος «ετερόδοξες Εκκλησίες» ομοιάζουν με την καταδικασμένη ομολογία του Λουκάρεως τονίζοντας πως ο όρος ετερόδοξοι αφορά σε πλανεμένους οι οποίοι δεν μπορεί να αποτελούν Εκκλησία.

Τόνισε δε πως η αποδοχή από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησίας της ύπαρξης άλλων Εκκλησιών προσομοιάζει με την θεωρία περί αόρατης και ορατής Εκκλησίας, θεωρία την οποία έχουν αναπτύξει οι Προτεστάντες.

Ο μητροπολίτης Ιερόθεος ζήτησε να υπάρξει μελέτη επί των κειμένων ώστε σε μελλοντική Σύνοδο να υπάρξουν σχετικές βελτιώσεις.

Ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ

Στα επιχειρήματα του μητροπολίτη Ναυπάκτου απάντησαν τόσο ο μητροπολίτης Χαλκίδος Χρυσόστομος όσο και ο Καστορίας Σεραφείμ.

Ο μητροπολίτης Χαλκίδος θέλοντας να τονίσει πως η χρήση του όρου «Εκκλησία» δεν αποδίδει και την αντίστοιχη αναγνώριση, μίλησε για την φράση που υπάρχει στην Αγία Γραφή όπου γίνεται αναφορά σε αυτούς που διδάσκουν «έτερο Ευαγγέλιο», τονίζοντας πως η αναφορά σε άλλα «Ευαγγέλια» δεν σημαίνει πως είναι αποδεκτά ως τέτοια.

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο μητροπολίτης Καστορίας. Ο μητροπολίτης Σεραφείμ ανέγνωσε αποσπάσματα από κείμενο του καθηγητή Τσελεγγίδη, ενός εκ των μεγαλύτερων αντιρρησιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης, ο οποίος χρησιμοποιεί τους όρους Καθολική και προτεσταντική Εκκλησία.

Οι μητροπολίτες τόνισαν πως η χρήση του όρου είναι τεχνική (technicus terminus) και πως δεν σημαίνει αποδοχή. Ωστόσο, ο μητροπολίτης Ναυπάκτου θεωρεί πως δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται τεχνικοί όροι σε συνοδικά κείμενα τέτοιας βαρύτητας.

Η ΙΣΙ θα συνεχίσει και αύριο.

 

Πηγή: Ορθοδοξία

iera synodos 03


Συνήλθε σήμερα Τετάρτη, 23 Νοεμβρίου 2016, στην πρώτη Συνεδρία της εκτάκτου Συγκλήσεώς της, η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Προ της Συνεδρίας ετελέσθη Αρχιερατική θεία Λειτουργία στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, ιερουργήσαντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καρπενησίου κ. Γεωργίου.

Περί την 9η πρωινή, στη μεγάλη Αίθουσα των Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου, ετελέσθη η Ακολουθία για την έναρξη των εργασιών της Ιεράς Συνόδου.

Αναγνωσθέντος του Καταλόγου των συμμετεχόντων Ιεραρχών, διεπιστώθη η απουσία των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου και Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλου, οι οποίοι απουσιάσαν αιτιολογημένα.

Ακολούθως, συνεκροτήθη η Επιτροπή Τυπου από τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιο, Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου κ. Δωρόθεο και Πατρών κ. Χρυσόστομο.

Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ως Πρόεδρος του Σώματος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, προσεφώνησε τα Μέλη Αυτής ευχαριστώντας τους Σεβασμιωτάτους Αρχιερείς για την προσέλευσή τους στην Συνεδρίαση τονίζοντας τα εξής: «Η απλή και μόνο ενθύμηση του σωτήριου Λόγου του Κυρίου μας ότι ‘’ου γαρ εισι δύο η τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών’’ (κατά Ματθαίον 18,20), αρκεί για να αντιληφθεί κανείς την τεράστια πνευματική σημασία που έχει από μόνο του ως γεγονός η σύγκληση και πραγματοποίηση της εν Κρήτη Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Συνόδου τόσο πολλών Προκαθημένων Ορθοδόξων Εκκλησιών, τόσο πολλών επισκόπων και άλλων πατέρων.

Εάν λάβουμε δε υπ’ όψη μας ότι ο πανάρχαιος συνοδικός θεσμός είναι θεσμός με εξαίρετη δυναμική, θεσμός άρρηκτα δεμένος με την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας μας, καθίσταται σαφές ότι μία Σύνοδος μετά την Σύνοδο, έχει να προσφέρει ρεαλιστικό και τεκμηριωμένο πνευματικό και εκκλησιαστικό Λόγο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει κάποιον διαπιστωτικό, επικυρωτικό η καθαρά διαδικαστικό - τυπικό χαρακτήρα.

Η θέση ενός εκάστου εξ ημών στο συνοδικό πολίτευμα δεν είναι διακοσμητική, αλλά οργανική, και ως εκ τούτου βαθύτατα ουσιαστική.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ζωντανής παρουσίας και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος στην ζωή της Εκκλησίας μας είμαι βέβαιος ότι εκζητούντες άπαντες τον φωτισμό του Θεού θα καταθέσουμε υπεύθυνα τις σκέψεις μας, τις προτάσεις μας, την προσωπική μας μαρτυρία, αυτό δηλαδή που επιτάσσει η αρχιερατική μας συνείδηση και η επισκοπική μας ευθύνη μέσα στο Σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής μας Εκκλησίας».

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, ως αντιπρόεδρος της Ιεραρχίας, αντιφώνησε εκ μέρους των Σεβασμιωτάτων Ιεραρχών.

Ακολούθως, σύμφωνα με την Ημερησία Διάταξη, ανέγνωσε την Εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος, με θέμα: «Ενημέρωσις περί των διεξαχθεισών εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας».

Στην Εισαγωγή του αναφέρθηκε στο γεγονός, ότι η θεμελιακού χαρακτήρος Συνοδική συνείδηση διέπει, κατευθύνει και φωτίζει όλες τις θεσμικές εκφράσεις της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας.

Γι’ αυτό και οι αποφάσεις των επισήμως ανεγνωρισμένων αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας, ως και οι μετά ταύτα των Μειζόνων καθολικού κύρους Συνόδων, αποτελούν αδιαμφισβήτητο κριτήριο, όχι μόνο για την δογματική ακρίβεια, την θεολογία, την λειτουργική ζωή και το ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και για την εν Χριστώ και κατά Χριστόν ζωή του πληρώματος αυτής.

Ακολούθως ο Σεβασμιώτατος έκανε ιστορική αναδρομή στην μακρόχρονη προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία έρχισε το 1930 και ολοκληρώθηκε τον εφετινό Ιούνιο.

Στη συνέχεια έκανε εκτενή αναφορά στην διαχρονική συνεισφορά της Εκκλησίας της Ελλάδος στην προετοιμασία της Συνόδου σε οργανωτικό επίπεδο, στην πολύτιμη συνεισφορά της στην τελική διαμόρφωση των ψηφισθέντων κειμένων από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, καθώς και στην όλη παρουσία της, την οποία χαρακτήρισε αξιοπρεπή, ουσιαστική, παραδοσιακή, στιβαρή, γονίμως παρεμβατική, ενοποιό, πολυφωνική, συνθετική, ευέλικτη, ρεαλιστική και φιλάδελφη.

Αναφερόμενος πιο συγκεκριμένα στην παρουσία της Αντιπρο-σωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο τόνισε χαρακτηριστικά: «Ο Μακαριώτατος Πρόεδρος του ιερού Σώματός μας καθημερινώς σχεδόν συγκαλούσε συσκέψεις όλων των μελών της Αντιπροσωπείας προς εκτίμησιν της πορείας των εργασιών και χάραξιν ενιαίας γραμμής προς υποστήριξιν του γράμματος και του πνεύματος των Θέσεων - Αποφάσεων της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας. Ο λόγος ήταν για όλους ελεύθερος και οι τοποθετήσεις απάντων σεβαστές. Ο δρόμος προς επίτευξιν της ομοφωνίας εντός της αιθούσης της Συνοδικής Συνελεύσεως δεν ήτο ούτε εύκολος, ούτε εστρωμμένος πάντοτε με ρόδα, κατά την σχετικήν αναφοράν και του Παναγιωτάτου Προέδρου του ιερού Συνοδικού Σώματος στην καταληκτήριον προσφώνησίν του. Υπήρξαν στιγμές και ώρες εντόνου αγωνίας, ψυχικής κοπώσεως και εντόνου προβληματισμού».

Συνεχίζοντας την Εισήγησή του, ο Σεβ. Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος παρέθεσε τον πλήρη κατάλογο των 162 συμμετασχόντων Αρχιερέων και αναφέρθηκε λεπτομερώς στο πρόγραμμα των εργασιών, στις προτάσεις, τροπολογίες και διορθώσεις της Ιεραρχίας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί των προς συζήτησιν και ψήφισιν Κειμένων υπό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

Κάνοντας μνεία των τελικών αποφάσεων της Συνόδου επισήμανε μεταξύ των άλλων: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ηργάσθη επιμελώς και έλαβεν αποφάσεις επί θεμάτων ποιμαντικού χαρακτήρος, ως αυτά της θεαρέστου νηστείας και των κωλυμάτων του γάμου, επί θεμάτων κανονικού και διοικητικού ενδιαφέροντος, ως αυτά της ορθοδόξου διασποράς και του εκκλησιαστικού καθεστώτος του Αυτονόμου, και τέλος επί θεμάτων σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του λοιπού χριστιανικού κόσμου και της αποστολής αυτής στον σύγχρονον κόσμον. Εξέδωκε προς τον λαόν και τον κόσμον δύο θεολογικά κείμενα, ορθοδόξου μαρτυρίας, ήθους και επικαιρότητος, την τε Εγκύκλιον και το Μήνυμα αυτής.

Κατετέθη προς όλον τον κόσμον η αγιοπνευματική μαρτυρία της ποθεινοτάτης μητρός μας, Ορθοδόξου Εκκλησίας, επί λίαν επικαίρων και φλεγόντων θεμάτων ως: α. Της διακηρύξεως της αυτοσυνειδησίας της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού. β. Της ποιμαντικής αναγκαιότητος της ιεραποστολής, του επανευαγγελισμού και του πνευματικού αναβαπτισμού των ανθρώπων στα ζωηφόρα νάματα της αγίας ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως, γ. Της διατυπώσεως των αναγκαίων αρχών δεοντολογίας και ηθικής για την αλματωδώς προοδεύουσαν επιστημονικήν και τεχνολογικήν έρευναν, εξικνουμένην σήμερον έως αυτού του ιερού μυστηρίου της ζωής, δ. Της ιερότητος του μυστηρίου του Γάμου ως εικόνος της αγάπης του Χριστού προς την Εκκλησίαν και του θεσμού της οικογενείας. ε. Της οφειλετικής μερίμνης για θέματα χριστιανικής παιδείας και αγωγής των νέων, στ. Του φαινομένου της παγκοσμιοποιήσεως, ζ. Της φρίκης του πολέμου, η. Του φλέγοντος μεταναστευτικού και προσφυγικού προβλήματος, θ. Των σχέσεων Εκκλησίας και επιστήμης και Εκκλησίας και πολιτικής, ι. Της οικολογικής κρίσεως. ια. Της πτωχείας, της εκκοσμικεύσεως, της μοναξιάς και του ατομοκεντρισμού στις σχέσεις των ανθρώπων.

Επίσης, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ύψωσε φωνήν διαμαρτυρίας για τον ανηλεή εκτοπισμόν και τις διώξεις χριστιανικών πληθυσμών εκ των αρχαίων κοιτίδων των, εζήτησε προστασίαν του αγαθού της θρησκευτικής ελευθερίας και κατεδίκασεν απεριφράστως τον θρησκευτικόν φανατισμόν, τονίσασα ότι κάθε πόλεμος στο όνομα της οιασδήποτε θρησκείας συνιστά πόλεμον κατ’ αυτού του θρησκευτικού γεγονότος. Εν τέλει η όποια αξιολογική, με εκκλησιολογικούς και αγιοπνευματικούς πάντοτε όρους, προσέγγισις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου επαφίεται στην νηφαλίως και αδεκάστως ενεργούσαν ιστορίαν και κυρίως στην εγρηγορούσαν και ένθεον συνείδησιν του εκκλησιαστικού Σώματος».

Ο Σεβασμιώτατος Εισηγητής εξέφρασε τις ευχαριστίες όλων των μετασχόντων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην φιλοξενήσασα Αυτήν Εκκλησία της Κρήτης και κατ’ επέκτασιν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για την υποδειγματική προετοιμασία και υλοποίηση της λαμπράς αυτής πανορθοδόξου και παγκοσμίου βεληνεκούς διοργανώσεως.

Επίσης ευχαρίστησε τον Θεοφιλέστατο Αρχιγραμ-ματέα και τις Συνοδικές Υπηρεσίες της Εκκλησίας της Ελλάδος για την κατά πάντα άρτια και σχολαστική προετοιμασία και υλοποίηση όλων των αφορώντων στην συμμετοχή της Εκκλησίας μας στην μεγάλη αυτή πανορθόδοξη διοργάνωση.

Κατόπιν εισηγήθηκε τις ακόλουθες προτάσεις προς ποιμαντική αξιοποίηση των Κειμένων-Αποφάσεων της εν Κρήτη Αγίας και Μεγάλης Συνόδου:

«1. Παραπομπή, αποφάσει της Δ.Ι.Σ., στις αρμόδιες Συνοδικές Επιτροπές των αφορωσών σε αυτές σχετικών Αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς νηφάλιον μελέτην, αγιοπατερικήν εμβάθυνσιν και ερμηνείαν, ανάλυσιν και αξιοποίησιν (λ.χ. Συνοδικές Επιτροπές Δογματικών και Νομοκανονικών Θεμάτων, Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, Ποιμαντικού Έργου, Θείας Λατρείας, Τύπου κ.τ.λ.). Καθηκόντως, οι εισηγήσεις των ανωτέρω Συνοδικών οργάνων θα υποβληθούν ακολούθως στην Δ.Ι.Σ. ή στην Ι.Σ.Ι. για τα περαιτέρω.

2. Συνεργασία μετά των Θεολογικών Σχολών της ημεδαπής σε θέματα θεολογικής μελέτης των κειμένων και αξιοποιήσεως των αποτελεσμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

3. Ενημέρωση σε επίπεδο Ιερών Μητροπόλεων πρωτίστως του εφημεριακού κλήρου, των μοναστικών αδελφοτήτων και των αμέσων συνεργατών μας, γενικώς περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και των Αποφάσεων αυτής, και ειδικώς περί των σχετικών Αποφάσεων - Θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, προς οικοδομήν και αποφυγήν παρερμηνειών. (Προσεκτική μελέτη και αξιοποίησις του σχετικού υλικού. Κείμενα, Εγκύκλιος - Μήνυμα, επιστημονικές μελέτες και αναλύσεις).

4. Πληροφόρηση, ως ποιμαντικώς οφείλομεν, του πληρώματος της Εκκλησίας της Ελλάδος δι’ εκδόσεως ευσυνόπτου και σε κατανοητήν γλώσσαν Εγκυκλίου, ως έπραξεν ήδη η Εκκλησία της Κύπρου, προς οικοδομήν και υπεύθυνον ενημέρωσιν. (Έκδοσις, μερίμνη της Δ.Ι.Σ., του ενημερωτικού φυλλαδίου «Προς τον λαό»).

5. Ανάπτυξη στους κύκλους συμμελέτης, κατηχητικές ομάδες, συνάξεις και ομιλίες των κατά τόπους Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, του σκεπτικού, του έργου και των αποτελεσμάτων της Μεγάλης Συνόδου.

6. Παρουσίαση εκπομπών από του Ρ/Σ της Εκκλησίας αναφορικώς προς την ιστορίαν, τους σκοπούς και τα αποτελέσματα για το Εκκλησιαστικόν Σώμα, της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Προς τούτο θα ηδύναντο να αξιοποιηθούν Ιεράρχες, καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, νηφάλιες και συγκροτημένες φωνές.

7. Εμπλουτισμό της σχετικής επισήμου ιστοσελίδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με τα ψηφισθέντα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, μελέτες και σοβαρές αναλύσεις.

8. Ανάθεση στην Συνοδική Επιτροπή επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων σχηματισμού πλήρους και εμπεριστατωμένου αρχείου με παν ό,τι αφορά στην Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον».

9. Τέλος, η Αγιωτάτη Εκκλησία μας θα ηδύνατο, μερίμνη και προνοία της Δ.Ι.Σ., να αναθέσει σε αρμοδίαν ή και σε ειδικήν Συνοδικήν Επιτροπήν την σε βάθος μελέτην και θεολογικήν αποτίμησιν των εκκλησιολογικώς και θεολογικώς τεκμηριωμένων κειμένων που έχουν ήδη γραφεί και εμπεριέχουν είτε θετικές ή και επιφυλακτικές θέσεις για τις Αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Οφείλομεν, ως υπεύθυνοι και φιλόστοργοι Ποιμένες, μετά μεγίστης προσοχής και ποιμαντικής ευαισθησίας να ακούωμεν όλες τις σοβαρές και εποικοδομητικές θέσεις. Το καταστάλαγμα αυτής της μελέτης, που θεωρώ ότι εκφράζει δυνατά ένα Συνοδικόν ήθος και ποιότητα, μπορεί να βοηθήσει, καταλλήλως αξιοποιούμενον, ουσιαστικώς και την Αγιωτάτην Εκκλησίαν μας και την Πανορθόδοξον γενικώς».

Περαίνοντας την Εισήγησή του ο Σεβ. Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Τελικώς, πολυσέβαστοι Πατέρες, η όποια αξιολογική, με εκκλησιολογικούς, αγιοπνευματικούς και ποιμαντικούς πάντοτε όρους, προσέγγισις της εν Κολυμπαρίω Κρήτης συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, επαφίεται στην νηφαλίως και αδεκάστως ενεργούσαν ιστορίαν και κυρίως στην εγρηγορούσαν και ένθεον συνείδησιν του εκκλησιαστικού Σώματος».

Ακολούθησε ευρύτατος διάλογος επί της Εισηγήσεως, κατά τον οποίο έλαβαν τον λόγο πολλοί Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς.

Η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας θα συνεχίσει και θα ολοκληρώσει τις εργασίες Της αύριο, Πέμπτη 24 Νοεμβρίου ε.έ.


Πηγή: Romfea

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...