Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο» τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης (2016) κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ ΠΣΕ (§§ 16-21) καὶ στὴ συμβολή του στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση μὲ ἔκδηλο ἐνθουσιασμό.
1. Ἰδιαιτέρως ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἐκφράζει θετικὴ ἐκτίμηση γιὰ τὴν «θεολογικὴ προσφορὰ» τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ ΠΣΕ καί σημειώνει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία … ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα … τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν διὰ τὴν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν» (κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο» § 21). Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τῆς παρούσης ἀναλυτικὴ ἀναφορὰ στὰ κείμενα τῆς Ἐπιτροπῆς. Εἶναι ὅμως ἐπιτρεπτὴ μία τόσο γενικόλογη προσέγγιση ἐκ μέρους τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου; Ἐπιτρέπεται ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη» Σύνοδος χωρὶς εἰδικὴ καὶ λεπτομερή μελέτη νὰ «ἐκτιμᾶ θετικῶς τά θεολογικὰ κείμενα» τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» καί τήν ἐν γένει «θεολογικὴ προσφορὰ» τοῦ ΠΣΕ, ὅταν αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ κείμενα εἶναι γεμάτα ἀπὸ προτεσταντικὲς κακοδοξίες καὶ γι’ αὐτὰ τὰ κείμενα πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχουν διατυπώσει κατ’ ἐπανάληψιν σοβαρὲς ἐπιφυλάξεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν....καταγραφεῖ ἀκόμα καὶ στὰ πρακτικὰ τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως (1986) (Γ΄ΠΠΔ) ; Γιατί τέτοια προχειρότητα ἀπὸ μία Σύνοδο ποὺ διεκδικεῖ νὰ κατα-ταγεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς «Ἁγία καὶ Μεγάλη»;
Περιοριζόμαστε νὰ παραθέσουμε ἐλάχιστα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ πλέον σημαντικὸ κείμενο τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» μὲ τὸν τίτλο «Κείμενο Λίμα, 1982 - Βάπτισμα Εὐχαριστία, Ἱερωσύνη» (ΒΕΜ-Baptism, Eucharist and Ministry), ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ Σαμπεζύ . Σημειώνουμε μόνο ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ (ΒΕΜ) ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ «Ἐκκλησίες» ἐννοεῖ τὰ περισσότερα ἀπὸ 345 μέλη τοῦ ΠΣΕ:
Βάπτισμα, § 6: «Τὸ κοινόν μας βάπτισμα, τὸ ὁποῖον μᾶς ἑνώνει μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ πίστει, ἀποτελεῖ οὕτω θεμελιώδη δεσμὸν ἑνότητος ... οἱ ποικίλλοντες τρόποι τελέσεως τοῦ βαπτίσματος ὑπὸ μιᾶς ἑκάστης (Ἐκκλησίας) δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ συμμετοχὴν εἰς τὸ μοναδικὸν βάπτισμα … Ἡ ἀνάγκη ὅπως ἐπανεύρωμεν τὴν ἑνότητα τοῦ βαπτίσματος εὑρίσκεται εἰς τὴν καρδίαν τῆς οἰκουμενικῆς ἐργασίας» (σ. 20-21).
Σχόλιο: δηλαδὴ τὸ “βάπτισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος” τῶν Πεντηκοστιανῶν πού συμμετέχουν στὸ ΠΣΕ «μᾶς ἑνώνει μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ πίστει»!
Βάπτισμα, § 13: «Τὸ βάπτισμα εἶναι πράξις, ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ ἐπαναληφθῇ. Θὰ πρέπει νὰ ἀποφευχθῇ πᾶσα πρακτική, ἡ ὁποία θὰ ἠδύνατο νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς “ἐπαναβαπτισμός”… Ὡρισμέναι Ἐκκλησίαι, αἱ ὁποῖαι ἐπέμειναν ἐπὶ ἰδιαιτέρου τινὸς τύπου βαπτίσματος ἢ αἱ ὁποῖαι εἶχον σοβαρὰ προβλήματα ἐν σχέσει πρὸς τὸ κύρος τῶν μυστηρίων καὶ τῶν τύπων ἱερωσύνης ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἐζήτησαν κατὰ καιροὺς ἀπὸ πρόσωπα προερχόμενα ἀπὸ ἄλλας ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις νὰ βαπτισθοῦν πρὶν ἢ καταστοῦν πλήρη μέλη τῆς κοινότητος εἰς τὴν ὁποίαν προσχωροῦν. Δεδομένου ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι φθάνουν εἰς μείζονα ἀμοιβαίαν κατανόησιν καὶ ἀποδοχὴν κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνακτήσεως στενoτέρων σχέσεων μαρτυρίας καὶ διακονίας μεταξὺ των, θὰ ἀπέχουν αὗται πάσης πρακτικῆς ἡ ὁποία θὰ ἠδύνατο νὰ θέσῃ ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν μυστηριακὴν ἀκεραιότητα ἄλλων Ἐκκλησιῶν ἢ νὰ ἀμβλύνῃ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος δὲν δύναται νὰ ἐπαναληφθῇ» (σ. 26).
Ἐρώτηση: δηλαδὴ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δὲν πρέπει «νὰ θέσῃ ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν μυστηριακὴν ἀκεραιότητα» τῶν Πεντηκοστιανῶν; Ἢ μήπως δὲν πρέπει νὰ βαπτίζει τοὺς προσερχομένους ἀπὸ ἀκραῖες ἢ μη προτεσταντικὲς ὁμάδες ;
Βάπτισμα, § 15: «Αἱ Ἐκκλησίαι καθίστανται ὁλονέν καὶ περισσότερον ἰκαναὶ νὰ ἀναγνωρίζουν τὸ βάπτισμα ἡ μία τῆς ἄλλης ὡς τὸ μοναδικὸν βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ… Ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώρισις τοῦ βαπτίσματος ἀποτελεῖ προφανῶς σημαντικὸν σημεῖον καὶ μέσον ἐκφράσεως τῆς βαπτιστηρίου ἑνότητος τῆς δοθείσης ἐν Χριστῷ. Πανταχοῦ ὅπου τοῦτο εἶναι δυνατόν, αἱ Ἐκκλησίαι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκφράζουν κατὰ ρητὸν τρόπον τὴν ἀμοιβαίαν ἀναγνώρισιν τῶν βαπτισμάτων των» (σ. 28).
Σχόλιο: Τί νὰ πεῖ κανείς! Αὐτονομεῖται πλέον τὸ «βάπτισμα» ἀπὸ τὴν ὁμολογία τῆς ἀληθοῦς πίστεως;
Εὐχαριστία § 19: «Ἐὰν μία Ἐκκλησία, οἱ λειτουργοὶ καὶ οἱ πιστοὶ αὐτῆς, διαμφισβητοῦν εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας, εἰς τοὺς βαπτισθέντας ὑπ’ αὐτῶν καὶ εἰς τοὺς λειτουργοὺς των τὸ δικαίωμα νὰ μετέχουν εἰς τὴν Εὐχαριστίαν ἢ νὰ προΐστανται αὐτῆς, ἡ καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας καθίσταται ὀλιγώτερον ἔκδηλος» (σ. 43).
Σχόλιο: «Ἡ καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας» ποὺ τελεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «καθίσταται ὀλιγώτερον ἔκδηλος», ἐπειδὴ δὲν ἐπιτρέπουμε στοὺς Προτεστάντες τοῦ ΠΣΕ «νὰ μετέχουν εἰς τὴν Εὐχαριστίαν ἢ νὰ προΐστανται αὐτῆς»;! Κύριε ἐλέησον! Καὶ ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος τῆς Κρήτης «ἐκτιμᾶ θετικῶς» τὸ κείμενο αὐτὸ!
Εὐχαριστία § 21: «ἔχομεν τεθῆ ὑπὸ συνεχῆ κρίσιν… ὡς ἐκ τῆς ἐμμονῆς εἰς τὰς ὁμολογιακάς ἀντιθέσεις ἀδικαιολογήτους εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ» (σ. 44).
Σχόλιο: Δέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅτι στὸ «Σῶμα τοῦ Χριστοῦ» ἀνήκουν καὶ οἱ 300 προτεσταντικὲς ὁμάδες καὶ ὁμολογίες; Ἡ καταδίκη ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἀρνήσεως τῶν Προτεσταντῶν τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων, τοῦ Τ. Σταυροῦ, τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ λειψάνων, τῆς ἀρνήσεως τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας, τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν Μυστηρίων, τοῦ κανόνος τῆς Ἁγ. Γραφῆς κλπ ἐκ μέρους τῶν Προτεσταντῶν εἶναι μήπως «ἐμμονὴ εἰς ὁμολογιακάς ἀντιθέσεις ἀδικαιολογήτους»;
Ἱερωσύνη § 53: «Διὰ νὰ φθάσουν εἰς τὴν ἀμοιβαίαν ἀναγνώρισιν τῶν μορφῶν ἱερωσύνης των, αἱ διάφοροι Ἐκκλησίαι ἔχουν νὰ διανύσουν διαφόρους βαθμίδας λ.χ.: (α) Αἱ Ἐκκλησίαι αἱ ὁποῖαι διεφύλαξαν τὴν ἐπισκοπικὴν διαδοχὴν θὰ πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ ἀποστολικὸν περιεχόμενον τῆς κεχειροτονημένης ἱερωσύνης, τὸ ὑπάρχον εἰς τὰς Ἐκκλησίας αἱ ὁποῖαι δὲν διετήρησαν τὴν διαδοχὴν ταύτην»(σ.86).
Σχόλιο: Μπορεῖ λοιπόν νὰ ὑπάρξει «ἀποστολικὸν περιεχόμενον τῆς κεχειροτονημένης ἱερωσύνης», χωρὶς νὰ ὑπάρχει «ἀποστολικὴ διαδοχή»; Δηλ. οἱ πεντηκοστιανοὶ πάστορες ἔχουν κανονικὴ ἱερωσύνη, τὴν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει;
Ἱερωσύνη § 54: «Ὁρισμέναι Ἐκκλησίαι χειροτονοῦν ἄνδρας καὶ γυναίκας, ἄλλαι χειροτονοῦν μόνον ἄνδρας. Αἱ διαφοραὶ αὗται δημιουργοῦν ἐμπόδια εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ εἰς τὴν ἀμοιβαίαν ἀναγνώρισιν τῶν διαφόρων μορφῶν ἱερωσύνης. Τὰ ἐμπόδια ὅμως ταῦτα δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ὡς κωλύματα ἀποφασιστικοῦ χαρακτῆρος» (σ. 86-87).
Σχόλιο: Δηλ. ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴ χειροτονία τῶν γυναικὼν χωρὶς νὰ τὴν θεωρεῖ «κώλυμα ἀποφασιστικοῦ χαρακτῆρος»;
Τελικά, εἶναι δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐν Πανορθοδόξῳ Συνόδῳ νὰ «ἐκτιμᾶ θετικῶς» τέτοια κείμενα ἀλλότρια της ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως; Εἶναι δυνατὸν ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης νὰ ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς «ἑπομένη τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» τή στιγμή πού ἀποδέχεται καὶ «ἐκτιμᾶ θετικῶς» κείμενα μὲ τέτοιες καί τόσες κακοδοξίες;
2. Ἐπιπλέον δέ, προσεκτικὴ μελέτη τῶν κοινῶς ἀποδεκτῶν κειμένων τῶν τελευταίων Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ ΠΣΕ καθιστᾶ σαφὲς ὅτι οἱ προτεσταντικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀντιλήψεις διαμορφώνουν ἀκόμα καὶ σήμερα - μετὰ τὴν δῆθεν “ἀναβάθμιση” τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων - τὸ θεολογικὸ πλαίσιο λειτουργίας τοῦ ΠΣΕ. Συνεπῶς, μὲ κανένα τρόπο δὲ μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ οὔτε ὁ ἐνθουσιασμὸς τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης οὔτε ἡ τόσο ἄτονη καὶ γενικόλογη κριτικὴ στὸ ΠΣΕ ἀπὸ τὴν Σύνοδο: «Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διὰ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως, διότι αἱ μὴ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» (§ 21)! Εἶναι δυνατὸν μία Πανορθόδοξη Σύνοδος νὰ περιορίσει σὲ 32 μόνο λέξεις τὴν κριτική της στὰ ὅσα ἀπαράδεκτα, καινοφανῆ καὶ ἀνατρεπτικά τῆς εὐαγγελικῆς, πατερικῆς, δογματικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας συντελοῦνται σήμερα στὸ ΠΣΕ ;
Περιποιεῖ τιμὴ στὴν Ἐκκλησία μας τέτοια ἀτολμία στὴ διατύπωση τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὰ ὅσα ἀνίερα λαμβάνουν χώρα στὸν ἐπίσημο φορέα τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης; Δυστυχῶς, δὲν ἐκφράζεται στὸ Κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης ἡ κατηγορηματικὴ διαφωνία τῆς Ἐκκλησίας μας στὰ ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα ποὺ συναντοῦμε στὸ ΠΣΕ: «Λειτουργία τῆς Λίμα» , intercommunion, διαθρησκειακὲς συμ-προσευχές , χειροτονία γυναικῶν, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς Ὁμολογίες-μέλη τοῦ ΠΣΕ κοκ, πρακτικὲς οἱ ὁποῖες εἶναι πρόσφατοι καρποὶ τῆς παλαιᾶς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς ρίζας.
3. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀξιολογεῖ θετικὰ τὴν «Δήλωση τοῦ Τορόντο» (1950) τοῦ ΠΣΕ γιὰ τὴν ὁποία σημειώνει «ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης “Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν’’ εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον» (§ 19). Ἀποσιωπᾶται ὅμως ἡ ἀναφορὰ στὴ «Δήλωση τοῦ Τορόντο» ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας» (Δήλωσις Toronto, §2)! Διερωτῶμαι μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι ὑπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ τοῦ ἕνας Ὀρθόδοξος νὰ εἶναι μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέλος «τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»; ἢ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» (ὅπως ἐννοεῖται στὸ ΠΣΕ) ὑφίσταται πάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκκλησίες-μέλη τοῦ ΠΣΕ;
4. Ἐπιχαίρει ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης διότι ἐγκρίθηκε ἡ εἰσήγηση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη συμμετοχὴ στὸ ΠΣΕ» (§ 17). Καὶ ὅμως μὲ τὴν εἰσήγηση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» μεταξὺ ἄλλων ἐγκρίθηκαν καὶ προτάσεις γιὰ «ὁμολογιακὴ κοινὴ προσευχὴ» καὶ «διομολογιακὴ κοινὴ προσευχὴ» ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετες στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ κανονικὴ τάξη καὶ ἀποβλέπουν στό νὰ προαγάγουν τὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν του μὲ προτεσταντικὲς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις. Μποροῦμε, λοιπόν, νὰ μιλᾶμε μὲ τόσο ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὶς ἐξελίξεις στὸ ΠΣΕ;
5. Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τῆς παρούσης ἡ ἐκτενής παράθεση τῶν ἐσφαλμένων ἐκκλησιολογικῶν ἀντιλήψεων ποὺ ἔχουν ἐνταχθεῖ στὰ ἐπίσημα κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ ΠΣΕ . Περιοριζόμαστε μόνο σὲ ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνέλευσης στό Πόρτο Ἀλλέγκρε (2006), τήν ὁποία δυστυχῶς συνυπέγραψαν Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι μέ Προτεστάντες: «Κάθε ἐκκλησία [σσ. ὑπό τόν ὃρο «Ἐκκλησία» ἐννοοῦνται καί ὅλες οἱ προτεσταντικές ὁμάδες πού συμμετέχουν στό ΠΣΕ] εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία καί ὄχι ἁπλά μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη [ἡ καθολική Ἐκκλησία]. Κάθε ἐκκλησία πληροῖ τήν καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται ἐν κοινωνίᾳ μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες ... Ἀκόμη καί τώρα πού ἡ συμμετοχή στήν ἴδια Εὐχαριστία δέν εἶναι πάντοτε δυνατή, οἱ διηρημένες ἐκκλησίες ἐκφράζουν τήν [μεταξύ τους] ἀμοιβαία ἐκτίμησι και ὄψεις τῆς καθολικότητος … Ὁ ἓνας χωρίς τόν ἂλλον εἲμαστε πτωχότεροι» . Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Οἰκουμενική Κίνηση καί -δυστυχῶς- καί οἱ Ὀρθόδοξοι στά πλαίσια τοῦ ΠΣΕ ἀναγνωρίσαμε, μεταξύ ἂλλων, τήν “καθολικότητα” (=πληρότητα ἀληθείας) τῶν αἱρετικῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων καί ἐπιπλέον διακηρύξαμε ὅτι ἡ Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται ἀπό τό ἄν βρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς αἱρέσεις τοῦ Προτεσταντισμοῦ, γιατί χωρίς αὐτὲς εἴμαστε … «πτωχότεροι»! Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι αὐτὴ ἡ κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας βλασφημία ἑδράζεται καὶ στὸ κείμενο ΒΕΜ τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις», στὸ ὁποῖο ἀμφισβητεῖται ρητὰ ἀκόμα καὶ ἡ «καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀποδεκτὴ ἡ intercommunio: «Ἐὰν μία Ἐκκλησία, οἱ λειτουργοὶ καὶ οἱ πιστοὶ αὐτῆς, διαμφισβητοῦν εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας, εἰς τοὺς βαπτισθέντας ὑπ’ αὐτῶν καὶ εἰς τοὺς λειτουργοὺς των τὸ δικαίωμα νὰ μετέχουν εἰς τὴν Εὐχαριστίαν ἢ νὰ προΐστανται αὐτῆς, ἡ καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας καθίσταται ὁλιγώτερον ἔκδηλος» .
Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης στὸ κείμενό της παρουσιάζει μία πολὺ ὡραιοποιημένη καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐπίπλαστη καὶ ψευδῆ εἰκόνα τοῦ ΠΣΕ καὶ τῆς θεολογικῆς του “παραγωγῆς”. Ἀποκρύπτει ὅτι παρὰ τὶς προσπάθειες Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων καὶ τὶς παραχωρήσεις ποὺ ἔγιναν ἐκ μέρους τοῦ ΠΣΕ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη συμμετοχὴ («Μόνιμη Ἐπιτροπὴ Συνεργασίας καὶ Συναινέσεως» § 17), ἡ θεολογικὴ ταυτότητα τοῦ Συμβουλίου παραμένει σαφῶς προτεσταντικὴ καί, κατὰ τὴν εὔστοχη ἐπισήμανση τοῦ Ἁγίου Ὂρους, «ὅπως λειτουργεῖ σήμερα, εἶναι ἕνας ὁμογενοποιητικὸς μηχανισμὸς ποὺ ἀμβλύνει τὸ δογματικὸ αἰσθητήριο καὶ κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος, “ἑνότητα”» .
Δὲν παραμένουν, λοιπόν, καὶ σήμερα τραγικὰ ἐπίκαιροι οἱ παλαιότεροι προβληματισμοὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου: «Τελικὰ οἱ Ὀρθόδοξοι διερωτώμεθα: Τί προσφέρουμε παραμένοντας στὸ Π.Σ.Ε ; Τί ρόλο παίζουμε στὴ διαμόρφωση τῶν ἀποφάσεών του; Οἱ 300 προτεσταντικὲς παραφυάδες, ποὺ σήμερα μετέχουν ὡς ἰσότιμα μέλη, συνεχῶς ἀλλοιώνουν, μὲ τὶς αἱρετικὲς δοξασίες των, τὸν ἐκκλησιολογικὸ χαρακτήρα τοῦ Π.Σ.Ε. Διαρκῶς κινεῖται ἡ εἰσροὴ καὶ νέων μελῶν, οἱ γυναῖκες διεκδικοῦν ἴση συμμετοχὴ μὲ τοὺς ἄντρες σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Ἤδη στὴν “Λειτουργία τῆς Λίμα”, ποὺ τελέσθηκε τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς 10-2-91, ἔλαβαν μέρος καὶ δύο γυναῖκες “ἱερείς”. Ἡ θεολογία ὑποχωρεῖ καὶ ἀπωθεῖται ἀπὸ τὸν λαϊκισμό. Ὁ Χριστιανισμὸς σιγὰ-σιγὰ ἐξανθρωπίζεται καὶ πλησιάζει ἰσότιμα τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Τελικὰ τί δέον γενέσθαι;» .
Ὁ πόνος καὶ αὐτὴ ἡ κραυγὴ ἀγωνίας δὲν ὑπάρχει, δυστυχῶς, στὸ κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης γιὰ τὸ ΠΣΕ…
Συνεπῶς, μία Σύνοδος ἡ ὁποία ἀποδέχεται καὶ «ἐκτιμᾶ θετικῶς» κείμενα καὶ καταστάσεις ποὺ εἶναι ἀντίθετες στὴν Ὀρθόδξη, Πατερικὴ Παράδοση μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς «Ἁγία καὶ Μεγάλη»;
Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται ὑπεύθυνα νὰ ἀποφανθεῖ!
1. Ὁ Τρανσυλβανίας Ἀντώνιος (Πατριαρχεῖο Ρουμανίας) στήν Γ΄ ΠΠΔ: «Κατά τό θέρος αὐτό (1986), προεδρεύων τῆς συνελεύσεως τοῦ Τμήματος Ι΄ τοῦ ΠΣΕ, διεπίστωσα ὅτι ὑπάρχουν πολλαί ἐπιφυλάξεις διά τό κείμενον τοῦ ΒΕΜ (Βάπτισμα-Εὐχαριστία-Ἱερωσύνη) . Καί ἡμεῖς εἰσέτι, ὃτε ἠξιολογήσαμεν τό κείμενον τοῦτο ἐν Βοστώνῃ, διεπιστώσαμεν ὅτι ὑπάρχουν εἰσέτι ἀδιευκρίνιστα σημεῖα, ἰδίᾳ εἰς τόν τομέα τῆς Ἱερωσύνης» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 145). Ἐπίσης ὁ Δημητριάδος (καί μετέπειτα Ἀθηνῶν) Χριστόδουλος δήλωσε: «ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου ἔχουν γίνει καί ἀρνητικαί κριτικαί τοῦ κειμένου τοῦ “ΒΕΜ”, ἡ δέ ἡμετέρα Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἠρνήθη νά συμμετάσχῃ εἰς τήν διαδικασίαν τήν ὁποίαν τό ΠΣΕ ἔθεσε, δηλαδή νά γίνῃ ἀποδοχή τοῦ κειμένου αὐτοῦ» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 150).
2. Πίστις καί Τάξις, ΠΣΕ, Βάπτισμα, Εὐχαριστία, Ἱερωσύνη, Αἱ ἐκδόσεις τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Σαμπεζύ 1983.
3. Η΄ στό Χαράρε (1998) μέ τίτλο «Πρός μία κοινή Κατανόησι καί ἕνα κοινό Ὅραμα τοῦ ΠΣΕ», Θ΄ στό Porto Alegre (2006), μέ τίτλο «Κείμενο περί ἐκκλησιολογίας: Κεκλημένοι νά γίνουμε ἡ Μία Ἐκκλησία» καί Ι΄ στό Bousan (2013), μέ τίτλο «Δήλωσις Ἑνότητος».
4. Εὔστοχα παρατήρησε ὁ Σεβ. Περιστερίου Χρυσόστομος (Ἐκκλησία Ἑλλάδος) στήν Γ΄ ΠΠΔ: «Σήμερα τά κείμενα τοῦ ΠΣΕ εἶναι καί Ὀρθόδοξα καί προτεσταντικά καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Εἶναι συγκρητιστικά κείμενα, τά ὁποῖα ἱκανοποιοῦν τούς πάντες καί δέν ἱκανοποιοῦν κανένα» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 147). Χαρακτηριστικά εἶναι ὅσα ἀναφέρει ὁ Σεβ. Κρουτίτσκης Ἰουβενάλιος (Πατρ. Ρωσίας) γιά τό ΠΣΕ (Συνοδικά ΙΧ, σ. 250).
5. Ἀν. Γκοτσοπούλου, Ἡ συμπροσευχή μέ αἱρετικούς, ἔκδ. Θεοδρομία, 20092, σ. 105, υποσ. 176.
6. Στά πλαίσια τῆς «δεύτερης διαθρησκειακῆς διάσκεψης κορυφῆς» (ἄνοιξη 1970), τήν ἔναρξη τῆς ὁποίας κήρυξε ὁ Γενικός Γραμματέας τοῦ ΠΣΕ E. C. Blake (1966-1972), ἔλαβε χώρα διαθρησκειακή συμπροσευχή στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Γενεύης μέ τή συμμετοχή «44 λειτουργῶν καί ἐκπροσώπων τῶν μεγάλων θρησκειῶν … Τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία ἐξεπροσώπησε ὁ σεβ. Αἰμιλιανός, ἐπίσκοπος Καλαβρίας, μόνιμος ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως» στό ΠΣΕ. Καί καταλήγει τό θεοσοφικό περιοδικό: «Ἦταν μία μικρή ἐκδήλωσις μέ τεράστια σημασία, πού ἤθελε νά διακηρύξῃ ὅτι, στό βάθος, ὅλες οἱ θρησκεῖες ἐπιτελοῦν ταυτόσημη ἀποστολή καί θά ἔπρεπε νά συνεργάζωνται, ἀντί νά εἶναι ἀποξενωμένες καί νά μισοῦνται, γιά δόγματα - κατασκευάσματα τῶν ἀνθρώπων» (μασωνικό-θεοσοφικό περιοδικό Ἰλισσός, 15(1970) τ. 83 σ. 376-378)!
7. Ἀν. Γκοτσοπούλου, Ἡ συμπροσευχή μέ αἱρετικούς, ἔκδ. Θεοδρομία, 20092, σ. 105-108.
8. Βλ. ἀναλυτικότερα: Ἡ ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή, «Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», Ἅγιον Ὂρος, Φεβρουάριος 2007, http://www.orthodoxnet.gr/pse%20IK/IK-PSE_Ypomnima.php, και http://oodegr.co/oode/oikoymen/ypomnima_ag_orous1.htm.
9. 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 6-7, στό http://www.impantokratoros.gr/B46B3299.el.aspx.
10. Εὐχαριστία § 19, στό Πίστις καί Τάξις, ΠΣΕ, Βάπτισμα, Εὐχαριστία, Ἱερωσύνη, Αἱ ἐκδόσεις τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Σαμπεζύ 1983, σ. 43.
11. Ἡ ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή, «Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», Ἅγιον Ὂρος, Φεβρουάριος 2007, http://www.orthodoxnet.gr/pse%20IK/IK-PSE_Ypomnima.php, καί http://oodegr.co/oode/oikoymen/ypomnima_ag_orous1.htm. Στό κοινῶς ἀποδεκτό κείμενο μέ τίτλο «Πρός μία κοινή Κατανόησι καί ἕνα κοινό Ὅραμα τοῦ Π. Σ. Ε» (Towards a Common Understanding and Vision of the WCC), § 1. 4. 6, φέρεται ὡς καταπληκτική ἐπιτυχία τοῦ Π. Σ. Ε. τό γεγονός ὅτι «μία ὅλο καί πιό ἐμφανής κοινή παράδοσις, τό ὅτι συμμεριζόμαστε τίς ἴδιες ἀπόψεις στήν πίστι, τήν ζωή καί τήν μαρτυρία, ἔχει ἀρχίσει νά ἐμπλουτίζῃ τήν θεολογική σκέψι, πού ἦταν αἰχμάλωτη σέ μία σκληρή ὁμολογιακή προοπτική, καθώς οἱ ἐκκλησίες ἦλθαν πιό κοντά ἡ μία στήν ἄλλη διά του Π.Σ.Ε» (βλ. 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 1. 12.)
12. Μητροπ. Δημητριάδος Χριστοδούλου, «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἤ Λέσχη θρησκευομένων ἀνθρώπων;», στόν συλλογικό τόμο «Ἡ Ζ ΄ Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. Καμπέρρα, Φεβρουάριος 1991. Χρονικό - Κείμενα – Ἀξιολογή-σεις», ἔκδ. Τέρτιος 1992, σελ. 178-179.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, Ἡ ἀπὸ πολλῶν ἤδη δεκαετιῶν προετοιμαζόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνῆλθε καὶ ἐπεράτωσε τὶς ἐργασίες της στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ἀπὸ 19-26 Ἰουνίου τοῦ τρέχοντος ἔτους. Μολονότι βασικὴ ἐπιδίωξη τῆς «Συνόδου», κατὰ τοὺς ὀργανωτές της, ἦταν ἡ ἐνίσχυση καὶ ἡ φανέρωση τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων, δυστυχῶς κατορθώθηκε τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο, ἡ διαίρεση καὶ ἡ διάσπαση, καὶ σὲ ἐπίπεδο ἡγεσίας καὶ στὸ χῶρο τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν.
Πρὸς:
1. Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, κ. Ἱερώνυμον
2. Σεβασμιωτάτους ἀρχιερεῖς, μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας.
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι,
Ἡ ἀπὸ πολλῶν ἤδη δεκαετιῶν προετοιμαζόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνῆλθε καὶ ἐπεράτωσε τὶς ἐργασίες της στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ἀπὸ 19-26 Ἰουνίου τοῦ τρέχοντος ἔτους.
Μολονότι βασικὴ ἐπιδίωξη τῆς «Συνόδου», κατὰ τοὺς ὀργανωτές της, ἦταν ἡ ἐνίσχυση καὶ ἡ φανέρωση τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων, δυστυχῶς κατορθώθηκε τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο, ἡ διαίρεση καὶ ἡ διάσπαση, καὶ σὲ ἐπίπεδο ἡγεσίας καὶ στὸ χῶρο τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν.
1. Ἡ «Σύνοδος» καταστρέφει τὴν ἑνότητα καὶ προκαλεῖ διαιρέσεις
Ἀπὸ τὶς δεκατέσσαρες (14) αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες ἀπουσίαζαν οἱ τέσσαρες (4), δηλαδὴ οἱ ἐκκλησίες Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὲς ἀπουσίαζε βέβαια καὶ τὸ ποίμνιο ποὺ ἐκπροσωποῦν, μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ ἥμισυ τοῦ συνόλου τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν. Ἡ ἀπουσία τους δὲν ὀφειλόταν σὲ λόγους ἀνάγκης, λόγῳ δυσμενῶν συνθηκῶν στὶς περιοχές τους, πολεμικῶν συγκρούσεων, φυσικῶν καταστροφῶν, ἐπιδημιῶν κ.τ.λ., ἀλλὰ....
στὴν φανερὴ καὶ ἐκφρασθεῖσα διαφωνία τους γιὰ τὸν κανονισμὸ λειτουργίας τῆς «Συνόδου» καὶ γιὰ πολλὲς ἀντιπατερικὲς καὶ ἀντορθόδοξες θέσεις τῶν κειμένων ποὺ εἶχαν προετοιμασθῆ. Ἐζήτησαν ἁρμοδίως τὴν ἀναβολὴ τῆς «Συνόδου», ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀποφασισθεῖσα ὡς ἀπαραίτητος ὅρος τῆς συγκλήσεως ὁμοφωνία, καὶ νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ ἑνότης, ἀλλὰ τὸ αἴτημά τους προσέκρουσε «εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων», ἀνοικτά, φαίνεται, σὲ ἄλλες φωνὲς ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴν διαίρεση τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τὴν διάβρωση τῆς δογματικῆς τους αὐτοσυνειδησίας.
Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ἐπισκόπων τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας ἀπουσίαζαν οἱ περισσότεροι, διότι κατὰ μοναδικὴ πρωτοτυπία στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ προφανῆ ἀντικανονικότητα ἔγινε ἐπιλογή, μὲ διαβλητὰ κριτήρια, μικροῦ ποσοστοῦ ἐπισκόπων, μὲ καταστρατήγηση καὶ περιφρόνηση τῆς ἰσότητος τῶν ἐχόντων τὴν ἀρχιερωσύνη, προγραμμα-τισμένη καὶ σκόπιμη διαίρεση τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων καὶ ἀποκλεισμό, διὰ τοῦ ἀποκλεισμοῦ τῶν ἐπισκόπων, τῶν προβληματισμῶν, τῶν ἀγωνιῶν, τῶν ἐρωτημάτων, τῶν σκέψεων καὶ προτάσεων τοῦ ποιμνίου.
Καὶ τὸ χειρότερο, πρωτοφανέστερο καὶ πλέον ἀπαράδεκτο• δὲν διαφυλάχθηκε ἡ ἑνότης καὶ ἡ ἰσότης οὔτε καὶ αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔλαβαν μέρος στήν «Σύνοδο», ἀφοῦ τοὺς ἀφαιρέθηκε ἡ δυνατότης νὰ ψηφίζουν. Ἔπαυσε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν συνοδικὴ ἱστορία καὶ στὴν κανονικὴ παράδοση νὰ ἰσχύει ἡ ἰσότιμη καὶ ἰσόκυρη συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων. Ἐψήφισαν τὶς ἀποφάσεις μόνον οἱ δέκα (10) παρόντες προκαθήμενοι, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἐλέχθη ὀρθῶς ἀπὸ τὸν παρόντα στὴν «Σύνοδο» λογιώτατο Σέρβο ἐπίσκοπο Μπάτσκας κ. Εἰρηναῖο Μπούλοβιτς, ἔδρασαν «ὡς συλλογικός τις πάπας». Στὴν πράξη ὑπονομεύεται τὸ συνοδικὸ πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ ὑπευθύνους πατριαρχικοὺς κύκλους ὑποστηρίζεται παρρησίᾳ καί «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ἡ παπικῆς ἐμπνεύσεως ἀρχὴ ὅτι ὁ προκαθήμενος δὲν εἶναι «primus inter pares» (=πρῶτος μεταξὺ ἴσων), ἀλλά «primus sine paribus» (=πρῶτος ἄνευ ἴσων). Αὐτὴ ἡ προσβολὴ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων καὶ ἡ σταδιακὴ διείσδυση τοῦ μοναρχικοῦ παπικοῦ πολιτεύματος στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτολμήθηκε στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης. Δικαιολογημένα ἀρκετοὶ ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀρνήθηκαν ὑπ᾽ αὐτὲς τὶς ἀντισυνοδικές, ἀντικανονικές, παπίζουσες, αὐταρχικὲς καὶ μοναρχικὲς συνθῆκες, νὰ λάβουν μέρος στή «Σύνοδο» ὡς διακοσμητικὰ στοιχεῖα, ὡς «γλάστρες» ἢ ὡς μέλη τῆς συνοδείας τῶν προκαθημένων, οἱ ὁποῖοι μόνοι εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ ἀποφασίζουν καὶ νὰ ψηφίζουν.
Τὸ τραγελαφικὸ καὶ παράλογο ὅλου αὐτοῦ τοῦ ἀντισυνοδικοῦ σκηνικοῦ, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἶχε τὰ σπέρματα τῆς διαιρέσεως καὶ τῆς διασπάσεως, φάνηκε σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις. Μνημονεύουμε τὶς πιὸ χαρακτηριστικές. Ἀπὸ τὴν εἰκοσιπενταμελῆ (25) ἀντιπροσωπία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας οἱ δεκαεπτὰ (17) ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν τὸ πιὸ προβληματικὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον»• ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἐψήφισε ὁ προκαθήμενος, θεωρεῖται ψηφισμένο ἀπὸ ὅλους, μολονότι ἡ πλειοψηφία τὸ ἀπέρριψε. Στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου τέσσαρες ἐπίσκοποι (4) δὲν ὑπέγραψαν τὸ ἴδιο κείμενο. Καὶ γιὰ νὰ μὴ φαίνεται τὸ κενὸ στὸν χῶρο τῶν ὑπογραφῶν, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, χωρὶς ἐξουσιοδότηση, τοὺς ὑποκατέστησε καὶ ὑπέγραψε «ἀντ᾽ αὐτῶν». Στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐνῶ ὑπῆρχε ὁμόφωνη συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας νὰ προταθοῦν συγκεκριμένες διορθώσεις ποὺ κατεδάφιζαν ἐν πολλοῖς τὶς οἰκουμενιστικὲς δομὲς τοῦ ἐπίμαχου κειμένου, ὁ Μακαριώτατος ἀρχιεπίσκοπος, χωρὶς συνοδικὴ ἐξουσιοδότηση, ἔπεισε ἐξωσυνοδικὰ τὴν ἀντιπροσωπία καὶ ὑπεχώρησαν, πλὴν τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, στὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο τοῦ κειμένου, στὴν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος στοὺς ἑτεροδόξους αἱρετικούς.
Ἡ μόνη μάχη μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως ποὺ δόθηκε στὴν Κρήτη, καὶ παραδόθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι εὔκολα στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐκτὸς ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἦταν ἡ ἀντικατάσταση τῆς φράσεως τοῦ κειμένου «ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν», ποὺ ἀναγνώριζε τὶς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, μὲ τὴν φράση «ἄλλων χριστιανικῶν κοινοτήτων καὶ ὁμολογιῶν», ποὺ ἐπρότειναν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πολλοὶ ἐπίσκοποι ἄλλων ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἀπέρριπτε ὀρθοδόξως τὴν χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησίες» γιὰ τοὺς αἱρετικούς. Δυστυχῶς ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοῦ, πλὴν ἑνός, ἐγκατέλειψαν τὴν ὀρθόδοξη πρόταση, χωρὶς συνοδικὴ ἐξουσιοδότηση, καὶ δέχθηκαν νὰ προτείνουν τὴν παρηλλαγμένη, ἀλλὰ οὐσιαστικῶς ἀντιφατική, παράλογη καὶ ἐν πολλοῖς δυσερμήνευτη καὶ ἀκατανόητη φράση «τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν», ἡ ὁποία οὔτε τοὺς αἱρετικοὺς ἱκανοποιεῖ πλήρως, διότι τὸ «ἑτεροδόξων» καταργεῖ τό «ἐκκλησιῶν», οὔτε τοὺς Ὀρθοδόξους διότι τὸ «ἐκκλησιῶν» ἀναιρεῖ τὸ «ἑτεροδόξων». Ὅπως σωστὰ ἐλέχθη, οἱ ἔξυπνοι εἰσηγητές, ἀλλὰ καὶ οἱ ψηφίσαντες τὴν δῆθεν συμβιβαστικὴ καὶ εἰρηνοποιὸ φράση, κοροϊδεύουν καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ, καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ἀρνοῦνται ὅτι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐκκλησίες καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι ἐκκλησίες• τὸ «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες» εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τό «πόρνη παρθένος», «σκοτεινὸ φῶς», «ψεύτικη ἀλήθεια», «ὑγιὴς ἀσθένεια» καὶ «ἄθεη θεοσέβεια».
2. Τίποτε κοινὸ μὲ τὶς ὀρθόδοξες συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Οἰκουμενιστικὴ σύνοδος
Ἡ ἀντισυνοδική, ἀντικανονική, ἀντορθόδοξη διαδικασία συγκλήσεως καὶ λειτουργίας τῆς «Συνόδου» προκάλεσε διαιρέσεις καὶ διάσπαση, μεταξὺ τῶν δεκατεσσάρων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων κάθε αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας, μεταξὺ τοῦ πρώτου τῆς συνόδου κάθε ἐκκλησίας καὶ τῶν ἄλλων συνοδικῶν μελῶν καὶ βεβαίως μεταξὺ τοῦ ποιμνίου, ποὺ ἔβλεπε καὶ βλέπει τοὺς ποιμένες σὲ ἀσυμφωνία καὶ ἀντιπαράθεση, παραπληροφορούμενο καὶ παρασυρόμενο. Χειρότερη εἶναι ἡ ἀσυμφωνία καὶ ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητος μεταξὺ τῆς σύγχρονης καὶ τῆς διαχρονικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Ἁγίων Πατέρων, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δὲν ἔχει τίποτε κοινὸ μὲ τὶς συνόδους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦν ἡ μία τὴν ἄλλη, ἐπικαλούμενες ἡ μία τὴν ἄλλη, ὡς συνεδρίες μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἑνιαίου σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐκτεινομένου εἰς τοὺς αἰῶνας. Ὅλες διακηρύσσουν ὅτι ἀκολουθοῦν τὸ σταθερὸ ὀρθόδοξο ἀξίωμα «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», τὸ μή «μεταίρειν ὅρια ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν», ὅτι δὲν καινοτομοῦν, δὲν προσθέτουν οὔτε ἀφαιροῦν ἀπὸ ὅσα καθόρισαν οἱ προηγούμενοι Ἅγιοι Πατέρες. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης τὰ ἄλλαξε ὅλα στὸν τρόπο συγκλήσεως καὶ λειτουργίας της, διέσπασε τὴν ἑνότητά της μὲ τὶς προηγούμενες συνόδους, εἶναι ὁλοφάνερα ἄλλου εἴδους σύνοδος, «διαφορετικὸ εἶδος συνόδου», ὅπως μὲ εἰλικρίνεια καὶ καύχηση παραδέχθηκε μέσα στὴν «Σύνοδο» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος. Ὄντως δὲν εἶναι ὀρθόδοξη σύνοδος, ἀλλὰ οἰκουμενιστικὴ σύνοδος, σύνοδος ὄχι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἔτσι εἶχε σχεδιασθῆ καὶ ἔτσι σιγά-σιγὰ προχωροῦσε, χωρὶς νὰ φανερώνει κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προετοιμασίας ἐμφανῶς τὸν στόχο της. Οἱ κατευθύνοντες τὰ τῆς «ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν» πρὸς μία συγκρητιστικὴ ἕνωση μὲ ἐξίσωση τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ σκότους, τῆς ἀληθείας καὶ τῆς πλάνης, τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἀντιχρίστου, εἶχαν πείσει τοὺς ἡγέτες τῶν Ὀρθοδόξων, τῶν Παπικῶν καὶ τῶν Προτεσταντῶν νὰ μὴ διεκδικοῦν ἐκκλησιολογικὴ ἀποκλειστικότητα, ἀλλὰ νὰ ἀναγνωρίσουν ὅλους τοὺς Χριστιανούς, ὅπου καὶ ἂν βαπτίσθηκαν, σὲ ὁποιαδήποτε ὁμολογία ἢ αἵρεση καὶ ἂν ἀνῆκαν, ὅτι ἀποτελοῦν ἐκκλησία, ὅτι ἀνήκουν στὴν Μία ᾽Εκκλησία. Γιὰ τοὺς Προτεστάντες, ὅπου ὁ καθένας πιστεύει καὶ πράττει ὅ,τι θέλει, μὲ τὴν ἄνευ ὁρίων ἐκκλησιολογία τους, αὐτὸ ἦταν πανεύκολο, καὶ τὸ ἐφήρμοσαν πρῶτα οἱ ἴδιοι στὸ δικό τους «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», στὸ ὁποῖο ἄκριτα προσκολληθήκαμε καὶ ἐμεῖς εὐτελίζοντας τὴν Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν Μία, Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἐξισώνοντάς την μὲ τὴν τελευταία προτεσταντικὴ αἵρεση. ῾Ο Παπισμὸς ὑποχώρησε στὴν Β´ Βατικάνεια Σύνοδο ἀπὸ τὴν ἀποκλειστικὴ ἐκκλησιολογία στὴν διευρυμένη ἐκκλησιολογία, μὲ τὴν ἀποδοχὴ στοιχείων ἐκκλησιαστικότητας ἰδιαίτερα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἄρχισε νὰ ἀποκαλεῖ «ἀδελφὴ ἐκκλησία», ποὺ θὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἐκκλησιαστικότητά της μὲ τὴν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα. Τώρα εἴμαστε ἐλλιπὴς ἐκκλησία. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὸν διεξαγόμενο ἀκόμη Θεολογικὸ Διάλογο μὲ τὴν Ρώμη κάποιοι ἐκπρόσωποί μας τείνουν νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα, γιατὶ φαίνεται ὅτι αἰσθάνονται ἐλλιπεῖς.
3. Εἰσάγει αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία
Στὴν συμφωνημένη καὶ ἐπιβληθεῖσα ἔξωθεν ἐγκατάλειψη τῆς ἐκκλησιολογικῆς μας ἀποκλειστικότητας, τοῦ ὅτι δηλαδὴ ἐμεῖς μόνο εἴμαστε ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀνταποκρίθηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἰδιαίτερα μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», καὶ στὸν τίτλο ἀλλὰ καὶ στὸ περιεχόμενο τοῦ κειμένου, ἀνεγνώριζε ἐκκλησιαστικότητα στοὺς μέχρι τότε θεωρουμένους αἱρετικοὺς λοιποὺς Χριστιανούς, Μονοφυσίτες, Παπικούς, Προτεστάντες. Ἡ ἐσφαλμένη αὐτὴ γραμμὴ ἐνισχύθηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ποὺ δεσμεύθηκε μὲ δηλώσεις καὶ ἐνέργειες νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρετικῶν, τολμηρότερα δὲ προώθησε αὐτὴν τὴν δέσμευση ὁ σημερινὸς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπὴ ποὺ συνεκρότησε ἐπεχείρησε τὴν δῆθεν ἐπικαιροποίηση καὶ βελτίωση τῶν παλαιῶν προσυνοδικῶν κειμένων καὶ δι᾽ αὐτῆς συνοδικὴ ἀναγνώριση τῆς ἐκκλησιαστικότητας ἀκόμη καὶ τοῦ Βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν, δηλαδὴ συνοδικὴ ἀναγνώριση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ πεισματικὴ ἀντίδραση στὴν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ ἀντικατασταθεῖ τὸ «ἄλλων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» μὲ τό «χριστιανικῶν κοινοτήτων».
Ὅλα αὐτὰ βέβαια δὲν μποροῦν νὰ ἀναπτυχθοῦν σ᾽ αὐτὸ τὸ περιεκτικὸ κείμενο μιᾶς Ἀνοικτῆς Ἐπιστολῆς-Ὁμολογίας. Ἔχουν ἀναλυθῆ ἀπὸ λογίους ἐπισκόπους καὶ ἀπὸ ἀκαδημαϊκοὺς διδασκάλους, τρεῖς ἐκ τῶν ὁποίων ὑπογράφουν τὸ παρὸν κείμενο, σὲ ἐπιστημονικὲς ἡμερίδες, διορθόδοξες συναντήσεις καὶ στὸν τύπο. Ὅσοι ἐκ τῶν ἐπισκόπων ἀγρυπνοῦν καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ τὴν κρισιμότητα τῶν καιρῶν καὶ τὸν μεγάλο κίνδυνο διαιρέσεων καὶ σχισμάτων ἐντὸς τοῦ ποιμνίου, θὰ πρέπει μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ θέμα τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, στὴν προσεχῆ συνεδρία τῆς συνόδου τῆς Ἱεραρχίας.
Ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν Παπικῶν ἔχει ἤδη ἀναγνωρισθῆ στὸ ἐπαίσχυντο καὶ προδοτικὸ κείμενο τοῦ Balamand τοῦ Λιβάνου (1993), στὸν Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τῶν δὲ Προτεσταντῶν καὶ Μονοφυσιτῶν στὶς Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας, (2006) καὶ στὸ Πουσὰν τῆς Ν. Κορέας (2013). Ἡ ἀποφυγὴ ἀπὸ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης νὰ κρίνει τὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ τὴν συμμετοχή μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἐνῶ ἀντίθετα ἐπαινεῖ καὶ τὰ δύο, σημαίνει ὅτι οὐσιαστικὰ ἐγκρίνει ὅτι οἱ Παπικοὶ ἔχουν Χάρη, Μυστήρια Ἱερωσύνη, Ἀποστολικὴ Διαδοχή (Balamand), καὶ ὅτι ἐμεῖς χωρισμένοι ἀπὸ τοὺς Μονοφυσίτες, τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες δὲν μποροῦμε νά εἴμαστε ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία (Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν). Ἡ μὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν συνέλευση τοῦ Balamand μεταβάλλεται τώρα σὲ συνενοχὴ μὲ τὴν ἔγκριση τῶν κειμένων τῶν Διαλόγων. Καθίσταται ἔτσι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης σύμμαχος καὶ προαγωγὸς τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀντίθετη πρὸς ὅλες τὶς προηγούμενες συνόδους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες, ἀντὶ νὰ ἐκκλησιοποιοῦν τὶς αἱρέσεις, τὶς κατεδίκαζαν καὶ τὶς ἀναθεμάτιζαν. Ἡ λέξη αἵρεση δὲν ὑπάρχει οὔτε μία φορὰ μέσα στὰ κείμενα τῆς «Συνόδου», ἡ δὲ ὀρθὴ πρόταση τοῦ Ἁγίου Ὄρους νὰ ἀπαγορευθοῦν οἱ συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς δὲν ἔτυχε καμμίας προσοχῆς. Ἑπομένως ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὴν διαδικασία συγκλήσεως καὶ λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὶς ἀποφάσεις της, ἰδιαίτερα ὡς πρὸς τὴν συνοδικὴ ἀναγνώριση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν, ἡ συνέλευση μερικῶν ἐπισκόπων στὴν Κρήτη δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ οὔτε Σύνοδος, οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη.
Ἡ ἄτυπη «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» ἀγωνίσθηκε καὶ ἀγωνίζεται νὰ ἀναχαιτίσει τὴν προέλαση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ ἱστορικὲς πρωτοβουλίες, ὅπως ἡ σύνταξη καὶ ἡ κυκλοφόρηση τὸ 2009 τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», τοῦ κειμένου γιὰ τήν «Νέα Ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου (2014)» καὶ ἄλλων, τὰ ὁποῖα ὑπέγραψαν ἀρκετοὶ ἀρχιερεῖς, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ δεκάδες χιλιάδες πιστῶν. Πρὸ τῆς συγκλήσεως τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης συνδιοργανώσαμε μαζὶ μὲ τὶς Ἱερὲς Μητροπόλεις Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, Γλυφάδας, Κυθήρων καὶ Πειραιῶς τὴν μεγάλη Θεολογικὴ Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα στὶς 23 Μαρτίου 2016 στὸν Πειραιᾶ μὲ θέμα «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Μεγάλη προετοιμασία χωρὶς προσδοκίες». Μετὰ τὴν «Σύνοδο» μὲ σειρὰ συλλογικῶν, ἀλλὰ καὶ προσωπικῶν κειμένων ἀποτιμήσαμε ἀρνητικὰ καὶ ἀπορρίψαμε τήν «Σύνοδο», εἴχαμε δὲ σειρὰ διορθοδόξων ἐπαφῶν καὶ συναντήσεων πρὸ τῆς «Συνόδου» καὶ μετ᾽ αὐτήν, προσκληθέντες ἀπὸ τὰ πατριαρχεῖα Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας, ὡς καὶ ἀπὸ τὴν ἀνήκουσα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας Ἱερὰ Μητρόπολη Μολδαβίας.
4. Θὰ ἐπικυρωθεῖ ἡ «Σύνοδος» ἀπὸ τὴν Ἑλλαδικὴ Ἱεραρχία; Διακοπὴ μνημοσύνου.
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἀποφασίσαμε νὰ συντάξουμε αὐτὴν τὴν Ἐπιστολή – Ὁμολογία, μὲ τὴν δυνατότητα νὰ ὑπογραφεῖ ἀπὸ ὅσους πιστοὺς συμφωνοῦν, λίγο πρὸ τῆς συγκλήσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, εἶναι γιὰ νὰ παρακαλέσουμε εὐσεβάστως νὰ μὴν ἐπικυρώσουν οἱ ἱεράρχες μας καὶ νὰ μὴν ἐγκρίνουν τὰ ἀποφασισθέντα στὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία, ὅπως σύντομα ἀναπτύξαμε, δὲν ἔχει τίποτε κοινὸ μὲ τὶς ὀρθόδοξες συνόδους, ἀλλὰ εἶναι μία ἀντορθόδοξη οἰκουμενιστική «Σύνοδος». Γιὰ πρώτη φορὰ σὲ συνοδικὸ κείμενο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποτιμᾶται θετικὰ ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση (Οἰκουμενισμός), καὶ ἡ «Σύνοδος ἐγκρίνει τὴ συμμετοχὴ τῶν ὀρθοδόξων καὶ ἐπιχαίρει γι᾽ αὐτήν». Τουλάχιστον νὰ ἀπορρίψουν ὡς ἄκυρο καὶ μὴ ἐγκριθὲν τὸ πολυσυζητημένο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», διότι οἱ διορθώσεις ποὺ πρότεινε ὁμόφωνα ἡ Ἱεραρχία πρὸ τῆς Συνόδου δὲν ἔγιναν δεκτὲς στὴν πλειονότητά τους, καὶ δὲν τὸ ἐψήφισαν στὴν Κρήτη πολλοὶ ἀρχιερεῖς. Ποῦ εἶναι ἡ ὁμοφωνία στὰ θέματα πίστεως; Ὅταν καθιστοῦμε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες καὶ συμπροσευχόματε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς αὐτὸ δὲν εἶναι θέμα πίστεως; Νὰ ἀναληφθεῖ ὡς ἐκ τούτου διορθόδοξη προσπάθεια νὰ συγκληθεῖ ἄλλη Πανορθόδοξη Σύνοδος μὲ ὀρθόδοξη διαδικασία καὶ ὀρθόδοξες ἀποφάσεις, ποὺ θὰ θεωρήσει τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ὡς προσυνοδικὴ συνέλευση ἐπισκόπων καὶ θὰ ἀλλάξει τὶς ἀποφάσεις της.
Γνωρίζουμε τὶς δυσκολίες τοῦ πράγματος καὶ τὴν δύναμη τῶν ἰσχυρῶν, ποὺ χαίρουν καὶ συγχαίρουν γιὰ τὶς οἰκουμενιστικὲς ἀποφάσεις καὶ τὰ πρῶτα συνοδικὰ βήματα τῆς ἀναγνώρισης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἀθώωσης τῶν αἱρέσεων. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ πράξουμε τὸ καθῆκον μας, καὶ στὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας στέκεται ὁ Χριστός. Ἐπισημαίνουμε πάντως μὲ ἔμφαση ὅτι πολλοὶ ἐκ τῶν κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν ἔχουν κατασκανδαλισθῆ καὶ εἶναι ἕτοιμοι νὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνο τῶν ἐπισκόπων ποὺ θὰ ἐπικυρώσουν τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, τὸν 31ο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τὸν 15ο τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), χωρὶς νὰ προκαλοῦν γι᾽ αὐτὸ σχίσμα οὔτε νὰ ὑπόκεινται σὲ ἐπιβολὴ ποινῶν, ἀλλὰ ἀντίθετα πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται, διότι πρόκειται γιὰ θεραπευτικὴ διαμαρτυρία, ποὺ προφυλάσσει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων. Ἤδη μερικοὶ ἔχουν προχωρήσει στὴν διακοπὴ μνημοσύνου καὶ πρὸ τῆς συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, εἰς δὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπολύτως δικαιολογημένα τὸ ἔχουν πράξει πολλοὶ κελλιῶτες ἱερομόναχοι καὶ μοναχοί, ἐφ᾽ ὅσον ἐκεῖ ἄμεσος ἐπίσκοπός των εἶναι ὁ πρωτεργάτης καὶ κήρυξ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν θέλουν νὰ μνημονεύεται στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Διαπράττουν μεγάλο κανονικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ λάθος ὅσοι, ἀντὶ νὰ ἐπαινοῦν, καταδιώκουν τοὺς μοναχοὺς ποὺ τηροῦν τὴν πατερική, ἱεροκανονικὴ καὶ ἁγιορειτικὴ Παράδοση.
5. Ὁ Οἰκουμενισμὸς τῆς Πανθρησκείας εἰσάγεται καὶ στὰ σχολεῖα.
Ἤδη ἡ ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ καταδικάσει τὸν Οἰκουμενισμό, καὶ νὰ ἀποφασίσει τὴν ἀποχώρησή μας ἀπὸ τό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» εἶχε τὸν πρῶτο πικρὸ καρπό της. Νὰ καταργηθεῖ τὸ ὁμολογιακὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ἡ ὀρθόδοξη διαπαιδαγώγηση τῶν Ἑλληνοπαίδων, καὶ νὰ εἰσαχθεῖ ἡ οἰκουμενιστικὴ θρησκειολογία. Ὅταν στὶς περισσότερες μητροπόλεις καὶ ἐνορίες δὲν ἀκούγεται τίποτε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων, ὅταν πατριάρχες καὶ ἐπίσκοποι προσφέρουν ὡς δῶρο τὸ «ἱερό» κοράνιο καὶ συμπροσεύχονται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους, ὅταν στὶς Θεολογικὲς Σχολές, τῇ συνηγορίᾳ καὶ ἐπισκόπων, εἰσάγεται ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ, ὅταν οἱ πρωτεργάτες τῆς μετατροπῆς τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σὲ θρησκειολογία συνεργάζονται μὲ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ πολλὲς μητροπόλεις, ἡ εὐθύνη δὲν βαρύνει τὸν ἄθεο Ὑπουργὸ Παιδείας ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους μέχρι σήμερα δὲν ἀντιδροῦσαν ἀλλὰ ἐνεθάρρυναν πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση τὰ πράγματα.
Πάντως ἔστω καὶ καθυστερημένα εἶναι ἀξιέπαινη ἡ ἀντίδραση τοῦ ἀρχιεπισκόπου καὶ πλείστων ἄλλων ἀρχιερέων, ἰδιαίτερα ἡ συντριπτικὴ καὶ ὁμολογουμένως ἀκαταμάχητη ἐπιχειρηματολογία τοῦ μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, στὴν ἱστορικὴ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πρωθυπουργὸ κ. Τσίπρα, στὴν ὁποία ἀποδεικνύει τὴν ρατσιστικὴ κακομεταχείριση τῆς Μητέρας τοῦ Γένους Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καὶ τὴν προνομιακὴ μεταχείριση στὴν ἐκπαίδευση τῶν Παπικῶν, τῶν Ἑβραίων καὶ τῶν Μουσουλμάνων, ὅπως ἐπιθυμοῦν οἱ διευθύνοντες τὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
῾Η «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» γνωρίζει ὅτι καὶ παλαιὰ καὶ πρόσφατα πολλοὶ ἀρχιερεῖς εἶχαν ζητήσει τὴν συνοδικὴ καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν ἀποχώρησή μας ἀπὸ τό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Ἂν καθυστερήσουμε καὶ σὲ αὐτὸ τὸ καθαρὰ ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο, στὶς ἐκκλησίες μας θὰ γίνει ὅ,τι καὶ στὰ σχολεῖα. Θὰ γεμίσουν ἀπὸ Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, γιατὶ ὄχι καὶ ἀπὸ Ἑβραίους, Μουσουλμάνους, Βουδιστὲς καὶ ἄλλους. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἔκανε τὸ πρῶτο καλὸ βῆμα πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, ὅπως ἐκτιμᾶ ὁ πάπας Φραγκῖσκος. Θὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε; Φυσικὰ ὄχι, διότι εἶναι ξένη πρὸς τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση καὶ πρός τὴν Ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία καὶ διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων, παλαιῶν καὶ νέων.
Μετὰ σεβασμοῦ καὶ τιμῆς
Γιὰ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν»
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς
Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος, Ἄνω Γατζέας Βόλου
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Σύμβουλος)
Σεπτέμβριος 2016
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Ὅσοι ἐκ τῶν κληρικῶν, μοναχῶν, μοναζουσῶν καὶ λαϊκῶν ἐπιθυμοῦν νὰ συμμετάσχουν στὴν μικρὴ αὐτὴ κατάθεση ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἠμποροῦν νὰ τὸ δηλώσουν γράφοντας: «Συμφωνῶ μὲ τὴν Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ - Ὁμολογία γιὰ τὴ “Σύνοδο” τῆς Κρήτης καὶ προσυπογράφω». Νὰ ἀποστείλουν δὲ τὴν δήλωση μὲ τὸ ὄνομά τους, τὴν κληρική, μοναστικὴ ἢ ἐπαγγελματική τους ἰδιότητα καὶ τὸν τόπο κατοικίας σὲ μία ἀπὸ τὶς παρακάτω διευθύνσεις:
• e-mail: synaxisorthkm@gmail.com
• Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον» Τσιμισκῆ 128, 546 21 Θεσσαλονίκη
• Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν «Φώτης Κόντογλου» Τ.Θ. 107, 421 32 Τρίκαλα
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Πάτρα 28.9.2016
Ἁπλοϊκὸς ἀλλὰ καίριος προβληματισμός:
Ὁ οἰκουμενισμὸς – τά ἀκάθαρτα Πνεύματα
καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης
Μία Σύνοδος, ἀκόμα καὶ ἂν συνεκλήθη ὡς Ἁγία καὶ Μεγάλη καὶ Οἰκουμενικὴ καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν συμμετεχόντων ἐπισκόπων ἀξιολογεῖται τελεσίδικα ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ κυρίως σέ ἀναφορά μέ τίς ἀποφάσεις της. Τὸ ἴδιο δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἰσχύσει καὶ γιὰ τὴν ὡς «Ἁγία καὶ Μεγάλη» καὶ Πανορθόδοξο συγκληθεῖσα Σύνοδο τῆς Κρήτης.
Ἀσφαλῶς, δέν εἴμαστε ἐμεῖς ἁρμόδιοι, οὔτε εἶναι τοῦ παρόντος ἡ ἀξιολόγηση τῆς Συνόδου. Θέτουμε ὅμως ἕναν ἁπλοϊκὸ ἀλλὰ καίριο προβληματισμό:
Γιά πρώτη φορά σέ ἐπίσημο συνοδικό κείμενο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποτιμᾶται θετικά ἡ Οἰκουμενική Κίνηση, καὶ ἡ Σύνοδος ἐπιχαίρει καὶ ἐγκρίνει τὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν σὲ αὐτή! Μὲ ἰδιαίτερα θετικὰ λόγια ἡ Σύνοδος ἀναφέρεται στὸν ἐπίσημο φορέα τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) [βλ. κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο», κυρίως τίς §§16-21]!
Ὅμως:
Ὁ πέραν πάσης ἀμφισβητήσεως πνευματοφόρος καί χαριτωμένος Γέροντας π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης ἔχει ἀποκαλύψει ὅτι κατόπιν θερμῆς του προσευχῆς ὁ Θεός τοῦ φανέρωσε ὅτι «ὁ οἰκουμενισμός ἔχει πνεῦμα πονηρίας καί κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα» (1)! «”Μία δυσωδία μὲ γεύση ξυνή, ἁλμυρή, πικρή… Νά! Αὐτὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα”, ἔλεγε μὲ ἀποτροποιασμό» (2)! Τονίζουμε ἰδιαίτερα ὅτι ὁ Γέροντας δὲν εἶπε ὅτι εἶναι δική του ἐκτίμηση, ἀλλὰ ὅτι αὐτὸ τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς κατόπιν θερμῆς του προσευχῆς!
Καί αὐτή ἡ προσωπική, χαρισματική ἀποκάλυψη ἔρχεται καί συμφωνεῖ ἀπολύτως μέ τήν πεποίθηση ὅλων τῶν συγχρόνων Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας (concensus patrum) καί τῶν χαριτωμένων ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ προσώπων σέ πανορθόδοξο ἐπίπεδο (Ἃγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Ἃγ. Παΐσιος, Ἃγ. Ἰω. Μαξίμοβιτς, Ἃγ. Πορφύριος, Ἃγ. Νεομάρτυρας Ἰλαρίων (Τροΰτσκυ), Ἃγ. Νικόλαος Ἀχρίδος (Βελιμίροβιτς), π. Φιλόθεος Ζερβάκος, π. Σωφρόνιος Ζαχάρωφ, π. Κλεόπα (Ἰλίε), π. Ἰωσήφ Ἡσυχαστής κοκ), οἱ ὁποῖοι γιά τόν ἴδιο αὐτό λόγο ὄχι μόνο δέν ἀναπαύονται στήν Οἰκουμενική Κίνηση, ἀλλά τήν ἔχουν ἀπορρίψει ρητά καί κατηγορηματικά ὡς ἀντίθετη καί ξένη πρός τό Ὀρθόδοξο φρόνημα.
Τό κρίσιμο λοιπόν ἐρώτημα εἶναι:
Ὅταν ἡ ζῶσα ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται αὐθεντικά ἀπό τούς συγχρόνους Ἁγίους καὶ χαριτωμένους ἀνθρώπους, ἀπορρίπτει τόν οἰκουμενισμό, πῶς εἶναι δυνατόν μία Σύνοδος νά τόν ἀποδέχεται καί νά τόν ἐπαινεῖ; Ποιά Ὀρθόδοξη, ἐκκλησιαστική, ἁγιοπνευματική ἐμπειρία ἐκφράζει αὐτή ἡ Σύνοδος; καί κατά συνέπεια: τελικά, τί Σύνοδος εἶναι αὐτή;
Ὅταν ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει κατὰ θαυμαστό, χαρισματικὸ καὶ ἁγιο-πνευματικὸ τρόπο ὅτι «ὁ οἰκουμενισμός ἔχει πνεῦμα πονηρίας καί κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα» καὶ ἀναδύει «δυσωδία», πῶς εἶναι δυνατόν μία Σύνοδος νά τόν ἀποδέχεται καί νά τόν ἐπαινεῖ;
Τελικὰ, ποίου πνεύματος εἶναι ἡ Σύνοδος αὐτή; τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας ἢ … ;
Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται ὑπεύθυνα νά ἀποφανθεῖ!
π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος
Πρωτοπρεσβύτερος
____________________
1 Μαρτυρία καθηγητοῦ Δημ. Τσελεγγίδη, στό “Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”. Μία Σύνοδος μέ ἔλλειμμα συνοδικότητας καί Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας», ἔκδ. «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν “Φώτης Κόντογλου”», Τρίκαλα, Μάρτιος 2016, βλ. καὶ Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης, ἔκδ. Ι. Ἡσυχαστηρίου «Ἅγιος Ἐφραίμ», Κατουνάκια Ἁγ. Ὂρους, 2000, σ. 144.
2 Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου ‘Ἅγιος Ἐφραίμ», Κατουνάκια Ἁγ. Ὂρους, 2000, σ. 144. Ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης «συχνὰ ἔλεγε ὅτι ὁρισμένες βαριὲς ἁμαρτίες τὶς αἰσθανόταν σὰν δυσωδία»! ὅπ.π.
Παραθέτομεν αποκλειστικώς την έκθεσιν του Καθηγουμένου της Ι. Μ. Σταυρονικήτα Πανοσ. Αρχιμ. Τύχωνος και εν συνεχεία σχολιάζομεν:
Εν Αγίω Όρει τη 21-7-2016
Προς την σεβαστήν Ιεράν Κοινότητα
του Αγίου Όρους, εις Καρυάς
Την Υμετέραν Πανοσιολογιότητα αδελφικώς εν Κυρίω κατασπαζόμεθα,
Συμφώνως προς την εντολήν της Εκτάκτου Διπλής Ιεράς Συνάξεως (202ας Συνόδου), μετέβην εις Κρήτην, από της 15ης Ιουνίου μέχρι της 26ης συμφώνως προς το πρόγραμμα το οποίον μου εστάλη από την Αρχιγραμματείαν, δια τας εργασίας της Αγίας και Μεγάλης Πανορδοδόξου Συνόδου, ως σύμβουλος της αντιπροσωπίας του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η ιδιότης αυτή του συμβούλου κατά την πρόοδο των εργασιών της Αγίας Συνόδου εφάνη ότι ήτο τιμητική – συμβολική, καθόσον δεν μας ανετέθη κάποια τυχόν αρμοδιότης και δεν μας εζητήθη η συμμετοχή μας εις σχετικήν τινα διεργασίαν. Είχομεν όμως την δυνατότητα της πλήρους συμμετοχής εις τας εργασίας της Αγίας Συνόδου και τας σχετικάς εκδηλώσεις. Συνέπεια τούτου ήτο η συναναστροφή μετά των μελών όχι μόνον της Πατριαρχικής αντιπροσωπίας, αλλά και αυτάς των άλλων Εκκλησιών. Είχα λοιπόν την ευκαιρία να γνωρίσω και να επικοινωνήσω με πλήθος Αρχιερέων, να λάβω την ευχή τους και συγχρόνως να γίνω αποδέκτης του προς το Αγιώνυμον Όρος σεβασμού των, αλλά και των προσδοκιών των δια την συνέχισιν της εμπράκτου υποδειγματικής πνευματικής ζωής και ακτινοβολίας αυτής προς τον εν ποικίλαις περιστάσεσιν ευρισκόμενον κόσμον. Επίσης διεπίστωσα την απλότητα και ανεπιτήδευτον καταδεκτικότητα των περισσοτέρων εξ αυτών, καθώς και την μετ’ αυτών εν Πνεύματι Αγίω κοινωνίαν, συννενόησιν και ταυτότητα προσεγγίσεως εν πολλοίς των θεμάτων της Αγίας Συνόδου, αλλά και πολλών άλλων.
Η ευσυνειδησία αυτή και συνέπεια προς την ιδιότητα του Ορθοδόξου Αρχιερέως ήτο εμφανής εις την συντριπτικήν πλειοψηφίαν των μελών της Αγίας Συνόδου, ώστε να γίνεται πλέον αντιληπτή και φανερή, η αδυναμία τινών εξ αυτών να συλλάβουν και να εκφράσουν διακριτικά και επίκαιρα τον θεολογικόν λόγον, καθώς και η έντονη επήρεια τινών εκ του κοσμικού φρονήματος. Όμως εις κανένα δεν δυνάμεθα να αποδώσωμε, τουλάχιστον δεν άφησεν κανείς να εννοηθή κάτι ανάλογο, διάθεσιν η πρόθεσιν σχετικοποιήσεως της Ορθοδόξου Πίστεως και ιδιαίτερα όσον αφορά τον διάλογο και την επικοινωνίαν με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Αντιθέτως μάλιστα ομοφώνως εγένετο δεκτόν και κατεγράφη ως απαράδεκτος προσηλυτιστική μέθοδος η ουνία.
Είναι πράγματι απαράδεκτος και άνευ ουδενός ερείσματος η όλη πολεμική εναντίον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και φανερώνεται τώρα μάλιστα εκ των υστέρων, το πως ο αντικείμενος κατάφερε να παρασύρη και καλούς ακόμη αδελφούς, με επιχειρήματα στηριζόμενα στις υπόνοιες και στις υποψίες, να δημιουργούν ένα πλαίσιο συκοφαντικών κατηγοριών, το οποίον σε τελική ανάλυσι στρέφεται εναντίον αυτής ταύτης της αμωμήτου Ορθοδόξου Εκκλησίας. Διότι πράγματι εάν και μέρος τι εκ των κατηγοριών, αι οποίαι εξετοξεύθησαν εναντίον της Αγίας Συνόδου είχον κάποιαν υπόστασιν, τότε δικαιολογημένα θα μπορούσε κανείς να διερωτηθή εάν υφίσταται ακόμη η Ορθόδοξος Εκκλησία. Όμως εις πείσμα του αντικειμένου η Αγία Σύνοδος τόσων Ορθοδόξων Αρχιερέων και αρκετών άλλων μελών Αυτής, ως συμβούλων, έδειξεν την πανσθενουργόν και ζωοποιόν Χάριν του Παναγίου Πνεύματος ενεργουμένην όχι μόνον εις τας κατά παράδοσιν Ορθοδόξους χώρας, αλλά, λόγω των διαμορφουμένων κοινωνικών συνθηκών, εξαπλουμένην παγκοσμίως, μαρτυρούσα δε την Αλήθειαν του Μονογενούς και προσκαλούσα πάντας εις σωτηρίαν.
Πλέον συγκεκριμένως, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ησχολήθη με τα έξι Θέματα, τα οποία είχον προετοιμασθή υπό των Πανορθοδόξων Προσυνοδικών Διασκέψεων και τα οποία είχον σταλή προς όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας, και προς την ημετέραν Ιεράν Κοινότητα, και εζητείτο η σχετική τοποθέτησις επ’ αυτών. Ούτω το πρώτον θέμα “Η αποστολή της Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω” συνεπληρώθη εις τινα σημεία προς καλυτέραν θεολογικήν διασάφησιν του κειμένου. Ετέθη ως αρχή του κειμένου το χωρίον “Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλλυται, αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον» κ.λπ. καθώς επίσης προσετέθη και η πέμπτη παράγραφος, η οποία αναφέρεται εις την ιεραποστολήν, επισημαίνοντας ότι η μεταφορά του μηνύματος του Ευαγγελίου συμφώνως προς την τελευταίαν εντολήν του Χριστού “Πορευθέντες κ.λπ.» αποτελεί διαχρονικήν αποστολήν της Εκκλησίας. Επίσης εγένοντο μερικαί βελτιώσεις και προσθαφαιρέσεις εις διατυπώσεις του Α κεφαλαίου περί της αξίας του ανθρώπου και εις το Β περὶ ελευθερίας και ευθύνης, εις το οποίον προσετέθη εις την δευτέραν παράγραφον ως συνέπεια του κακού και η φράσις “παρατηρούμενα νοσηρά φαινόμενα της λήψης εξαρτησιογόνων ουσιών και της υποταγής εις άλλους εθισμούς». Τέλος εις το εκτενέστερον ΣΤ κεφάλαιο εγένοντο μερικαί επαναδιατυπώσεις εις τας παραγράφους 11, 14 και 15. Σημαντικώτερη, νομίζομεν, είναι η προσθήκη εις την 14ην παράγραφον η οποία λέει “Η Εκκλησία προσδοκώσα την ανακεφαλαίωσιν των πάντων εις το εν Σώμα του Χριστού, υπενθυμίζει εις πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, ότι ο Χριστός πάλιν θα έλθη κατά την Δευτέραν Παρουσίαν Του “κρίναι ζώντας και νεκρούς» και ότι “της Βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος». Με την προσθήκην αυτήν αποσαφηνίζεται η εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας και επισημαίνεται ότι ο σκοπός του ανθρώπου είναι η επιτυχής προετοιμασία του δια την συμμετοχήν του εις την επουράνιον μελλοντικήν Βασιλείαν του Κυρίου. Καταλήγει δε το περί ου ο λόγος κείμενον αναφέροντας ότι “η Εκκλησία προβάλλει την θυσιαστικήν αγάπην του Εσταυρωμένου Κυρίου Της ως την μόνην οδόν προς ένα κόσμον ειρήνης, δικαιοσύνης, ελευθερίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών, των οποίων μόνον και έσχατον μέτρον είναι πάντοτε ο υπέρ της του κόσμου ζωής θυσιασθείς Κύριος….».
Εις το δεύτερον θέμα “Η Ορθόδοξος Διασπορά», δεν υπήρξαν σημαντικαί παρατηρήσεις. Προσετέθη εις τας περιοχάς των Επισκοπικών συνελεύσεων ως ιδιαιτέρα περιοχή ο Καναδάς, καθώς επίσης και εις τον κανονισμόν αυτών των συνελεύσεων, εις το άρθρον 5 εδάφιον γ , η φράσις, μετά των άλλων Εκκλησιών, διορθώθηκε, μετά των ετεροδόξων, δείχνοντας τοιουτοτρόπως και την τάσιν του Σώματος της Αγίας Συνόδου σχετικώς με το θέμα τουτο. Εγένετο σχετική συζήτησις περί του κανονικώς ορθού να υφίσταται ένας Επίσκοπος εις εκάστην περιοχήν – πόλιν. Όμως απετέλεσε κοινήν διαπίστωσιν, ότι λόγω της μεταναστεύσεως και των ισχυρών δεσμών των μεταναστών με τους τόπους καταγωγής των, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή η κανονική ακρίβεια και εγένετο αποδεκτή η ενδιάμεσος λύσις των Επισκοπικών Συνελεύσεων, προς κοινήν Ορθόδοξον παρουσίαν έναντι των εκασταχού Αρχών, με προοπτικήν όμως την εξομάλυνσιν της καταστάσεως κατά το μέλλον.
Εις το τρίτον θέμα “Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού», δεν υπήρξε κάποια ουσιώδης συζήτησις εκτός κάποιων προβληματισμών, τους οποίους εξέφρασεν ο Σεβασμιώτατος Ταλλίνης και Εσθονίας κ. Στέφανος.
Εις το τέταρτον θέμα “Το Μυστήριον του Γάμου και τα κωλύματα αυτού», καταδικάζονται σαφώς, η πίεσις δια την αναγνώρισιν νέων μορφών συμβιώσεως, ο πολιτικός λεγόμενος γάμος ως διάφορος προς τον ευλογούμενον υπό του Θεού και της Εκκλησίας γάμον, τα σύμφωνα συμβιώσεως του αυτού φύλου, καθώς και Πάσα άλλη μορφή συμβιώσεως διαφορετική του γάμου. Εις τα κωλύματα του γάμου εγένοντο ωρισμέναι μεταβολαί, αι οποίαι δεν φαίνεται μεν να επιφέρουν κάποιαν αλλαγήν εις την επικρατούσαν κατάστασιν, δίδουν όμως το δικαίωμα δια υποψίαν τινά αλλαγής της στάσεως της Εκκλησίας απέναντι του θέματος του δευτέρου γάμου των κληρικών. Συγκεκριμένως το 4° εδάφιο, ενώ έλεγε “Η ιερωσύνη αποτελεί, συμφώνως προς την ισχύουσαν κανονικήν παράδοσιν (κανών 3 της Πενθέκτης εν Τρούλλω συνόδου) κώλυμα προς σύναψιν γάμου», διεμορφώθη ως εξής, “Η ιερωσυνη αυτή καθ’ εαυτήν δεν αποτελεί κώλυμα γάμου, αλλ’ όμως συμφώνως προς την ισχύουσαν κανονικήν παράδοσιν (κανών 3 της Πενθέκτης εν Τρούλλω συνόδου) μετά την χειροτονίαν κωλύεται η σύναψις γάμου». Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρησιμοποιηθή η διατύπωσις αυτή από οποιονδήποτε δια καταστρατήγησιν της σαφούς εντολής των Ιερών Κανόνων. Όμως θα ήτο παράλειψις να μη αναφέρω την παρέμβασιν του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Πολωνίας, ότι το μυστήριον του γάμου είναι ιερόν και κατ’ ενώπιον Θεού και η ένωσις την οποίαν επιφέρει εις τους προσερχόμενους έχει αιωνίαν ισχύν και επεκτείνεται και εις τον μέλλοντα αιώνα και δι’ αυτό δεν μπορεί να είναι επιτρεπτόν εις ένα ιερέα να υποβιβάζη την αξίαν του ιερού τούτου Μυστηρίου και να γίνεται αρνητικόν παράδειγμα δια το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Επίσης εις την παράγραφον 5,ι σχετικώς με τον γάμον Ορθοδόξων μεθ’ ετεροδόξων, αφηρέθη το δεύτερον σκέλος αυτής, το οποίον ανεφέρετο εις την κατά συγκατάβασιν και φιλανθρωπίαν δυνατότητα ευλογίας αυτού προς ικανοποίησιν της Εκκλησίας της Γεωργίας. Όμως η τελευταία παράγραφος 7 περί εφαρμογής της εκκλησιαστικής οικονομίας, ετέθη αμέσως μετά ως παράγραφος 5,ιι αφίνουσα εν τέλει εις την διάκρισιν εκάστης Εκκλησίας το θέμα της τελέσεως των μικτών γάμων.
Εις το πέμπτον θέμα “Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον», παρ’ όλον που δεν υπήρχεν ουδεμία πρότασις αλλαγής του σχετικού κειμένου, η επιπολαιότης, κατά την γνώμην μου, ελαχίστων επισκόπων προεκάλεσεν ου μικράν συζήτησιν. Κατ’ αρχήν εζητήθη από τον Σεβ. Περγάμου να αφαιρεθή η τελευταία φράσις της πρώτης παραγράφου, η οποία και ολοκλήρωνε την παράγραφον, λέγοντας δια την νηστείαν “και ως εικών της μελλούσης ζωής», η οποία ως αναφέρεται εις την ιδίαν παράγραφον είναι φράσις ειλημμένη εκ του Τριωδίου. Εθεώρησε λοιπόν ο Σεβασμιώτατος ότι δεν δύναται να συνδέεται με την μέλλουσαν ζωήν η νηστεία, επειδή εμείς μετά το Πάσχα καταλύομε και διακόπτομε την νηστείαν και ότι ο όρος εικών δέον να αναφέρεται εις τον Χριστόν η εις τον άνθρωπον ως κατ’ εικόνα Θεού πλασθέντα. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται ιδιαιτέρα σοφία δια να κατανοήση κανείς ότι ο όρος εικών αποτελεί εις την Ορθόδοξον θεολογίαν μίαν πολυσήμαντον έννοιαν και εις την προκειμένην περίπτωσιν θέλει ο υμνωδός να μας διδάξη και να μας μυήση ότι με την νηστείαν προετοιμαζόμεθα και προγευόμεθα την μέλλουσαν ζωήν και τα μοναδικά, άφθαρτα και ανεκτίμητα πνευματικά της αγαθά, τα οποία οφείλουν να αποτελούν εικονικώς και κατά την παρούσαν ζωήν, τον κύριον σκοπόν μας. Όμως συμφωνούντος του Σεβ. Μπάτσκας κ. Ειρηναίου και παρ’ όλην την σωστήν παρέμβασιν του Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου η φράσις αύτη του Τριωδίου απελείφθη εκ του κειμένου.
Εν συνεχεία εγένετο παρέμβασις από δύο κυρίως επισκόπους, ένα εκ της Ελληνικής Εκκλησίας και ένα εκ της Κυπριακής Εκκλησίας, οι οποίοι εκφράζοντες ιδίας απόψεις, υπεστήριζαν ενθέρμως και μετά ρητορικής δεινότητος την ελάφρωσιν του κόσμου εκ των υπερβολικών νηστειών και την καθιέρωσιν προαιρετικών και υποχρεωτικών νηστειών, προσπαθήσαντες, ελπίζομεν εξ αγνοίας και αγαθότητος, να παρασύρουν την Αγίαν Σύνοδον εις το θεολογικόν ατόπημα του συμβιβασμού και συσχηματισμού της Εκκλησίας με το κοσμικόν πνεύμα και όχι της προωθήσεως και καθοδηγήσεως του κόσμου υπό της Εκκλησίας εις την Ευαγγελικήν τελειότητα συμφώνως προς την διακριτικήν διδασκαλίαν της αγίας μας Παραδόσεως περί τούτου. Τελικώς δια της βοής των πολλών επισκόπων να μείνη ως έχει, δεν εγένετο άλλη παρέμβασις εις το κείμενον.
Ενώ συνεζητείτο το θέμα της νηστείας, ήκουσα απροσδοκήτως εις παρέμβασίν του ο Σεβ. Περγάμου να καταφέρεται κατά τινων, οι οποίοι υπερβάλλουν και επιβάλλουν επί πλέον νηστείας, ως νηστείαν του Σαββάτου, τριήμερον νηστείαν προ της Θείας Κοινωνίας κ.λπ. υπερβολάς. Εις τους συντελεστάς αυτού του ατοπήματος ανέφερε γενικά κάποιους γέροντας και ονομαστικά το Άγιον Όρος, κατά την αντίληψίν μου με άκρως υποτιμητικόν και περιφρονητικόν τρόπον. Φυσικά εγνώριζα τον Κανονισμόν και δεν εσκέφθην ποτέ να τον παραβιάσω, αλλά μετά τα όσα ελέχθησαν δια το Άγιον Όρος, ως απεσταλμένος της Διπλής Ιεράς Συνάξεως του Αγίου Όρους, εθεώρησα υποχρέωσίν μου να απαντήσω και να αποκαταστήσω την αλήθειαν και προς τουτο εζήτησα τον λόγον. Ο Παναγιώτατος το αντελήφθη αμέσως, το ανέφερε εις το σώμα με σαφώς θετικήν διάθεσιν, αλλά επεσήμανε την αδυναμίαν Του να ικανοποιήση το αίτημά μου λόγω της δεσμεύσεώς Του εκ του κανονισμού. Εν συνεχεία και με την παρότρυνσιν πολλών άλλων μελών της Αγίας Συνόδου, ο Παναγιώτατος ανέφερε ότι θα μου δώση τον λόγο μετά το πέρας της συνεδρίας, το οποίον και επραγματοποιήθη. Αξίζει, νομίζω, να σημειωθή ότι μαζί με την όλην θετικήν, “πνευματικήν και Ορθόδοξον θεολογικήν παρουσίαν της Εκκλησίας της Πολωνίας, κατά τας εργασίας της Συνόδου, και εις το σημείον αυτό παρενέβη δια του ελληνομαθούς Σεβ. επισκόπου Σιεμιατίτσε κ. Γεωργίου και εζήτησε με την ευλογίαν του Αρχιεπισκόπου Πολωνίας να επιτραπή να ομιλήση ο εκπρόσωπος του Αγίου Όρους εκ μέρους της Εκκλησίας της Πολωνίας.
Είχα λοιπόν την ευκαιρίαν ενώπιον της ολομελείας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αποκαθιστώντας την αλήθειαν να αναφέρω ότι εις το Άγιον Όρος δεν παραβιάζεται η κατάλυσις του Σαββάτου εκτός του Μεγάλου Σαββάτου, δεν απαγορεύεται η προσέλευσις εις το Ιερόν Μυστήριον της Θείας Κοινωνίας κατά την Κυριακήν και ότι όχι μόνον δεν αποτρέπονται οι μοναχοί από την συχνήν Θείαν Κοινωνίαν αλλά και προτρέπονται προς τούτο μαζί με τους ευλαβείς προσκυνητάς, επειδή θεωρείται απαραίτητον στοιχείον της γνησίας πνευματικής ζωής. Επίσης ανέφερα ότι οι αγιορείται πνευματικοί τυγχάνουν ευρύχωροι πνευματικά και προσπαθούν διακριτικά με πόνον και αγάπην δια τον κάθε άνθρωπον, να τον βοηθήσουν εις την επώδυνον οδόν της μετανοίας και να τον προωθήσουν φιλάδελφα εις την Ευαγγελικήν υπόδειξιν της πορείας προς την τελειότητα. Και τέλος ανέφερα ότι χάριτι Θεού συνεχίζεται η φιλοκαλική Πατερική παράδοσις και σήμερον εις το Αγιώνυμον Όρος εις όλας τας μορφάς του μοναχικού βίου, προξενώντας αισθήματα αισιοδοξίας και πνευματικής χαράς σε όλους όσους το αγαπούν, κατανοούν τον πνευματικόν Του πλούτον και εμπνέονται από αυτόν.
Εις το έκτον θέμα “Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», επικεντρώθη περισσότερον η προσοχή όλων, καθόσον είχε δεχθή την μεγαλυτέραν κριτικήν και είχον προταθή πολλαί παρατηρήσεις επί του κειμένου υπό των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Η Εκκλησία της Ρουμανίας είχεν ήδη αποστείλει τας παρατηρήσεις της επί των κειμένων εις την Γραμματείαν της Αγίας Συνόδου και τας οποίας υπεστήριξεν επιτυχώς ο Μακαρ. Πατριάρχης Αυτής κ. Δανιήλ, με ουσιαστικήν θεολογικήν επιχειρηματολογίαν και πνευματικόν δυναμισμόν, συμβάλων ούτω αποτελεσματικώς εις την αισίαν έκβασιν των εργασιών της Μεγάλης Συνόδου.
Το σημείον εις το οποίον παρουσιάσθη η μεγαλύτερα δυσκολία συνεννοήσεως ήτο εις την παράγραφον 6, όπου αναφέρεται εις την αναγνώρισιν της ιστορικής ονομασίας των άλλων Εκκλησιών και ομολογιών. Η μία άποψις υπεστήριζεν ότι διαχρονικά απεδίδετο εις τους ετεροδόξους ο χαρακτηρισμός Εκκλησία, δια λόγους ιστορικούς, κοινωνιολογικούς και λόγω του αυτοπροσδιορισμού των ως Εκκλησίαι, χωρίς αυτό να σημαίνη εις καμμίαν περίπτωσιν την ταύτισιν η την εξίσωσιν με την ουσιαστικήν και δογματικήν έννοιαν του όρου Εκκλησία. Αυτήν την άποψιν υπεστήριζον κυρίως το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, η Εκκλησία της Αλβανίας κ.α. Η άλλη άποψις υπεστήριζε την απάλειψιν του όρου Εκκλησία προς χαρακτηρισμόν των ετεροδόξων, προς σαφεστέραν αποτύπωσιν των ουσιαστικών δογματικών διαφορών αι οποίαι υφίστανται μετά της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Την γνώμην αυτήν υπέβαλον με διαφόρους παραλλαγάς η Εκκλησία της Ελλάδος, της Ρουμανίας, Πολωνίας κ.α.
Εις την απογευματινήν συνεδρίαν της Παρασκευής 24 Ιουνίου, ο πρόεδρος της Συνόδου, Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος αντιληφθείς την επερχομένην δυσκολίαν προς διευθέτησιν του θέματος, επρότεινε να συσταθή μία επιτροπή με την συμμετοχήν των Εκκλησιών, αι οποίαι έχουν προτάσεις, προκειμένου να ευρεθή μία έκφρασις και διατύπωσις του υπό συζήτησιν θέματος, η οποία να ικανοποιή όλας τας πλευράς. Σημειωτέον ότι δεν αντελήφθην να έχη υπάρξει κάποια, έστω και υποτυπώδης, γραμματειακή επεξεργασία και προετοιμασία των διαφόρων θέσεων των Εκκλησιών προς διευκόλυνσιν των εργασιών της Συνόδου. Δυστυχώς εκείνην την κρίσιμον στιγμήν εζήτησε και έλαβε τον λόγον ο Σεβ. Περγάμου, ο οποίος, κατά την αντίληψίν μου ευρισκόμενος εκτός πρα-γματικότητος, είπε ότι το κείμενον είναι πολύ καλόν και δεν βλέπει τον λόγον να γίνη επιτροπή και δι’ αυτό δεν χρειάζεται κάποια τέτοια κίνησις. Η υποχώρησις του Παναγιωτάτου εις την παντελώς αδιάκριτη και ακατανόητη εμμονή του Σεβ. Περγάμου εις τα όσα είχον διατυπωθή εις το κείμενον, χωρίς διάθεσιν διαλόγου, κατανοήσεως της απόψεως των άλλων Εκκλησιών και προσπάθειας συγκερασμού των διαφορετικών προσεγγίσεων του θέματος, επέφερε την εύλογον αντίδρασιν, μέχρι και εμφανούς εκνευρισμού, του μέχρι τότε ηρέμου και με θεολογικά επιχειρήματα συμμετέχοντος εις τας συζητήσεις Πατριάρχου Ρουμανίας. Επιπλέον και το Πατριαρχείον Σερβίας κατέθεσε γραπτήν γνώμην, με την οποίαν υπεστήριξεν ότι το θέμα δεν είναι ώριμον και δι’ αυτό πρέπει η να αναβληθή η να παραταθούν αι εργασίαι της Συνόδου προς καλυτέραν επεξεργασίαν του κειμένου.
Αι εργασίαι έληξαν εκείνο το απόγευμα σε κλίμα μεγάλης πνευματικής δυσφορίας, απογοητεύσεως και εντόνου προβληματισμού δια την εξέλιξιν του θέματος κατά την επομένην ημέραν. Δεν δύναμαι να αποκρύψω και τα έντονα αισθήματα αγανακτήσεως, τα οποία διεπίστωνα να ανέρχωνται εις τον νουν μου, και όχι μόνον εις τον ιδικόν μου αλλά και πολλών άλλων, δια τα πρόσωπα τα οποία δια της στενόκαρδης, η να το διατυπώσωμεν ειλικρινέστερον, υπερφίαλης συμπεριφοράς των, άφησαν να διακινδυνεύση η αξιοπρέπεια και η υπόστασις όχι μόνον του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και αυτής ταύτης της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ίσως όλα αυτά να τα επέτρεψεν ο Κύριος, δια να μη ξεχνάμε την τραγικήν ανθρωπίνην αδυναμίαν μας και ότι πράγματι την Εκκλησίαν την οδηγεί και την σώζει η πανσθενουργός Χάρις του Παναγίου Πνεύματος. Το πρωί της επομένης ημέρας, συναισθανόμενοι ίσως όλοι περισσότερον τας ευθύνας των, επροτάθη και έγινεν αποδεκτή η διατύπωσις “Παρά ταύτα η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετερόδοξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών». Με αυτήν την διατύπωσιν καθίσταται σαφές ότι η ονομασία Εκκλησία προς τις ετερόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες σημειωτέον δεν ευρίσκονται σε κοινωνίαν πίστεως και Ιερών Μυστηρίων με την Μίαν Εκκλησίαν, αποδίδεται εις αυτάς, επειδή έτσι ονομάζονται κατά την ροήν της ιστορίας και έχει, αύτη η ονομασία, σημασίαν και περιεχόμενον αποκλειστικώς ιστορικόν και κοινωνιολογικόν και σε καμμίαν περίπτωσιν ουσιαστικόν και δογματικόν τοιούτον.
Εν συνεχεία διορθώθησαν και αποσαφηνίσθησαν και ωρισμέναι ακόμη φράσεις, όπως παράγραφος 5, της απολεσθείσης ενότητος των Χριστιανών, διορθώθηκε με την απάλειψιν της λέξεως απολεσθείσης, ώστε να μη δύναται κανείς να υπονοήση ότι και η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει κάποιο έλλειμα σχετικώς με το πλήρωμα της Αληθείας. Επίσης, δια παρομοίους λόγους, εις την παράγραφον 7 απελείφθη η φράσις και «αι κοιναί προσπάθειαι προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος». Επίσης εις το τέλος της 9ης παραγράφου προσετέθη με πρωτοβουλίαν της Εκκλησίας της Ρουμανίας η φράσις “Οι διμερείς και πολυμερείς θεολογικοί διάλογοι δέον όπως υπόκεινται εις πανορθοδόξους περιοδικάς αξιολογήσεις», προς διασφάλισιν καλυτέρου ελέγχου της πορείας των θεολογικών διαλόγων. Εις την παράγραφον 16 προσετέθη πριν από το “Χριστιανικάς Εκκλησίας και Ομολογίας» η λέξις ετεροδόξους. Επίσης εις την παράγραφον 17 αντικατεστάθη η φράσις “εις την μαρτυρίαν της αληθείας και την προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών.» με την φράσιν “δια την προώθησιν της ειρηνικής συνυπάρξεως και της συνεργασίας επί των μειζόνων κοινωνικοπολιτικών προκλήσεων.», μη αποδίδοντας πλέον το έργον της μαρτυρίας της αληθείας και της προαγωγής της ενότητος των Χριστιανών εις το Π.Σ.Ε., αλλά προσδιορίζοντας το έργον του εις την προώθησιν της ειρήνης και των κοινωνικών προκλήσεων.
Ακολούθως εις το άρθρον 19 προσετέθη απόσπασμα από την δήλωσιν του Τορόντο, η οποία διευκρινίζει ότι η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Π.Σ.Ε. δεν συνεπάγεται ότι θεωρεί τας άλλας Εκκλησίας, ως Εκκλησίας υπό την αληθή και πλήρη έννοια του όρου. Επίσης εις το άρθρον 20 αντί μετά των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, διορθώθηκε, μετά του λοιπού χριστιανικού κόσμου. Εις το άρθρον 21 αντί προσέγγισιν των Εκκλησιών διορθώνεται εις προσέγγισιν των χριστιανών, ενώ εις το τέλος τίθεται σημαντική προσθήκη “διότι αι μη Ορθόδοξοι Εκκλησίαι και Ομολογίαι παρεξέκκλιναν εκ της αληθούς πίστεως της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας.». Εις το άρθρον 22 παρ’ όλην την φιλότιμον θεολογικήν προσπάθειαν του Πατριάρχου Ρουμανίας, ο οποίος εξέφραζε τας παρομοίας με τας ιδικάς μας απόψεις της Εκκλησίας της Ρουμανίας, προσέκρουσε εις αδυναμίαν κατανοήσεως των ορθών απόψεών του παρά των λοιπών, με αποτέλεσμα να δυνηθή να περάση μίαν ελαφράν βελτίωσιν εις το τέλος “το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει την ανωτάτην αυθεντίαν επί θεμάτων πίστεως και κανονικών διατάξεων. (κανών 6 της Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου)», απολειφθείσης της φράσεως “τον αρμόδιον και έσχατον κριτήν». Δια να αντιληφθήτε το μέγεθος της δυσκολίας προς συνεννόησιν, αρκεί να αναφέρω την άποψιν αρχιερέως τινός, σχετικώς με την δυνατότητα να εκφράζεται η ορθή πίστις ενίοτε και δια μέσου προσώπων, ότι δεν πρέπει να αφήσωμεν άλλο περιθώριο εις τους γεροντάδες, αρκετά τους έχουμε παραχωρήσει, αυτά ανήκουν σ’ εμάς τους επισκόπους, αγνοώντας προφανώς ότι το Πνεύμα όπου θέλει πνει και ότι κανείς μας δεν μπορεί να αναπληρώση την πνευματικήν του ένδειαν με διοικητικάς επιβολάς και διατάξεις.
Εις το άρθρον 23 προσετέθη με πρότασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος και συμφωνίαν όλων, η ουνία ως απαράδεκτος ενέργεια η μέθοδος προσεγγίσεως των Χριστιανών. Εδώ εφάνη η μεγάλη αγανάκτησις όλων των Ορθοδόξων απέναντι εις την απαισίαν ταύτην μέθοδον των Δυτικών, η οποία και σήμερον ακόμη χρησιμοποιείται υπ’ αυτών, όπως εμφαίνεται με τον πρόσφατον διορισμόν ουνίτου επισκόπου εις Αθήνας. Επίσης κατωτέρω η φράσις “εμπνεόμενοι υπό των κοινών θεμελιωδών αρχών της πίστεως ημών» διορθώθηκε με την “εμπνεόμενοι υπό των κοινών θεμελιωδών αρχών του Ευαγγελίου,» ώστε να αποφευχθή οποιαδήποτε υπόνοια περί ταυτότητος της πίστεως με τας άλλας ομολογίας.
Εν τέλει, εξεδόθη και μία εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς ενημέρωσιν του χριστεπωνύμου πληρώματος με συνοπτικώτερον τρόπον. Νομίζω ότι χαρακτηρίζεται από πλέον ουσιαστικόν, ζωντανόν και ρέοντα θεολογικόν λόγον και συμπεριλαμβάνει το σημαντικόν θέμα, το οποίον και ημείς είχομεν προτείνει,». Το συνοδικόν έργον συνεχίζεται εν τη ιστορία αδιακόπως δια των μεταγενεστέρων, καθολικού κύρους συνόδων – ως λ.χ. της επί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλης Συνόδου (879 – 880) και των επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά συγκληθεισών Μεγάλων Συνόδων (1341, 1351, 1368), δια των οποίων εβεβαιώθη η αυτή αλήθεια της πίστεως, εξαιρέτως δε περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και περί της μεθέξεως του ανθρώπου εις τας ακτίστους θείας ενεργείας».
Καταλήγοντας, θα ήθελα να σημειώσω, ότι αι παρατηρήσεις επί των προσυνοδικών κειμένων, εις τας οποίας προέβημεν και κατεγράψαμεν εις την απαντητικήν προς τον Παναγιώτατον Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον επιστολήν της ΕΔΙΣ, συνέπιπτον και σχεδόν εταυτίζοντο με τας παρατηρήσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως αναφέρει και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εις την προς την Ιεράν Κοινότητα απάντησίν Του, της Εκκλησίας της Ρουμανίας κ.α. Δεν γνωρίζω εάν υπήρξε κάποια αλληλεπίδρασις εις την διαμόρφωσιν των θέσεων των Εκκλησιών, αλλά αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της εκφράσεως κοινών θέσεων και της εκ τούτου διαπιστώσεως της υπάρξεως κοινού υποβάθρου του ορθοδόξου πνευματικού βιώματος και της θεολογικής αντιλήψεως, πρέπει να μας χαροποιή ιδιαιτέρως και να μας εμποιή αισιόδοξα αισθήματα δια το μέλλον.
Μετά την παρέλευσιν κάποιου χρονικού διαστήματος, νομίζομεν ότι δυνάμεθα να αποτιμήσωμεν νηφαλιώτερον τας εργασίας της Αγίας Συνόδου. Θεωρούμε λοιπόν επιτυχίαν και μόνον την σύγκλησιν αυτής της Μεγάλης Συνόδου, διότι δεν είναι δυνατόν να προετοιμάζεται μόνον επί δεκαετίας, χωρίς ποτέ να συγκαλήται. Αποτελεί μίαν επιτυχή, δυναμικήν και πνευματικώς επιβεβλημένην ενέργειαν του Παναγιωτάτου, η οποία αφού διήλθε δια μέσου των συμπληγάδων των ανθρωπίνων αδυναμιών και μικροτήτων, χάριτι Θεού και τη απείρω Αυτού μακροθυμία ήχθη εις αίσιον πέρας. Κατόπιν μάλιστα των διορθώσεων και διασαφηνίσεων επί του κειμένου δια τας σχέσεις με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, τα κείμενα απηχούν και εκφράζουν το διαχρονικόν Ορθόδοξον βίωμα επικαιροποιημένον, ώστε να αντιμετωπίζη την σύγχρονον πραγματικότητα και μέρος των προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζουν σήμερα οι πιστοί. Δεν νομίζομεν ότι δικαιολογείται κανείς πλέον σήμερα, μετά την διάψευσιν των προσυνοδικών ψευδολογιών και ανυπόστατων φόβων, να διεγείρη θέματα άσχετα με τας αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και να δημιουργή προβλήματα εις τας συνειδήσεις των απλών πιστών.
Θα ήθελα να μου επιτρέψητε, πριν κλείσω την ελλιπή μου ταύτην έκθεσιν, να προτείνω ταπεινώς προς το Ιερόν Σώμα, την ανάθεσιν εις επιτροπήν η όπως άλλως κρίνη Αύτη, την επεξεργασίαν και τοποθέτησιν επί διαφόρων θεολογικών και εκκλησιαστικών θεμάτων της Αγιορειτικής Κοινότητος εν ηρεμία και χωρίς οιανδήποτε χρονικήν πίεσιν, ως ευσυνειδήτου διακονίας και ταπεινής συμβολής εις την Ορθόδοξον θεολογικήν επίγνωσιν και ενίσχυσιν της πίστεως του πληρώματος της Εκκλησίας. Διεπίστωσα ότι μίαν τοιαύτην ταπεινήν θεολογικήν διακονίαν, συγχρόνως με την αγίαν βιοτήν και την Μυστηριακήν ζωήν, αναζητά και προσδοκά όλον το Ορθόδοξον πλήρωμα απανταχού της γης.
Επί δε τούτοις, ευχαριστών Υμάς δια την τιμήν ην μοι προσεποιήσατε φιλαδέλφως και εκζητών την Υμετέραν επιείκειαν εις τας ατελείας μου, διατελώ μετά πολλής της εν Χριστώ φιλαδελφίας και αγάπης.
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Σταυρονικήτα
Αρχιμανδρίτης Τύχων
Σχόλιον Ο.Τ. εις την άνωθεν έκθεσιν προς την Ι. Κοινότητα
Η ως άνω έκθεσις του Πανοσιολογιωτάτου Καθηγουμένου αποτελεί κειμήλιον δια την εκκλησιαστικήν ιστορίαν του μέλλοντος όχι μόνον διότι αναφέρεται εις λεπτομερείας των εσωτερικών διεργασιών της Συνόδου της Κρήτης, αλλά πολύ περισσότερον επειδή εγράφη υπό ευλαβούς Ηγουμένου ενός εκ των 20 ιστορικών Ι. Μονών του Αγίου Όρους, αι οποίαι και σήμερον δίδουν εις τους Ορθοδόξους απανταχού της οικουμένης και οδοδείκτας της ορθής πνευματικής πορείας της Εκκλησίας, αναβλύζοντες τους ποταμούς της Παραδόσεως καθ’ ον μέτρον όμως στοιχούνται προς την αδιάκοπον υπερχιλιετή άσκησιν και βίωσιν της αληθείας του Κυρίου φανερουμένη εις τα πρόσωπα, τας πράξεις και τους λόγους των αγιασάντων Αθωνιτών Πατέρων. Δια τούτο με μεγάλην προσοχήν οφείλει κανείς να μελετήση αυτήν.
Εις την αρχήν της εκθέσεως αναφέρεται ότι η πρόσκλησις του Πανοσ. Καθηγουμένου ήτο «τιμητική-συμβολική» καθώς δεν ανετέθη εις αυτόν κάποια αρμοδιότης. Μας λυπεί αυτό ιδιαιτέρως, διότι το πλήρωμα της Εκκλησίας ανέμενε το Άγιον Όρος να έχη βαρύνοντα ρόλον και ευθύνην δια το γεγονός της Συνόδου, η οποία διεκδικεί κατά τους συγκαλέσαντας αυτήν οικουμενικόν κύρος. Επομένως, η πρόσκλησις και εν συνεχεία ο παροπλισμός του Ηγουμένου μάλλον εντάσσεται εις το γενικόν πλαίσιον της Συνόδου, όπου υπήρχαν αντιπρόσωποι, όμως απεφάσισαν οι Προκαθήμενοι. Αν συνυπολογίση κανείς ότι την ιδιότητα του συμβούλου είχε και η Πανοσ. Καθηγουμένη της Ι. Μ. Χρυσοπηγής καθώς και η συνεργασθείσα με την CIA Καθηγ. κ. Ελισάβετ Προδρόμου, μάλλον συμπεραίνει ότι κάθε άλλο παρά τιμητική ήτο η προσκλησις εις το Άγιον Όρος, το οποίον δι’ αυτής υπεβιβάσθη εις ένα φορέα ως κάθε άλλος. Ο π. Τύχων μετέβη μεν ως Ηγούμενος του ζώντος φρονήματος του Αγίου Όρους επέστρεψε δε ως υποτακτικός των κελευσμάτων προσαρμογής της Ορθοδόξου ζωής εις τα μέτρα των σημερινών Επισκόπων. Η αβρότης των Επισκόπων έναντι του Αγίου Όρους, την οποία διεπίστωσεν, εις τας συνομιλίας του, εμάλαξε την Αγιορειτικήν ακρίβειαν. Τοσούτον μάλιστα, ώστε να παραβλέπεται το γεγονός ότι ήτο φανερή «η αδυναμία τινών εξ αυτών να συλλάβουν και να εκφράσουν διακριτικά και επίκαιρα τον θεολογικόν λόγον, καθώς και η έντονη επήρεια τινών εκ του κοσμικού φρονήματος»! Διερωτώμεθα αν η σχετικοποίησις της Ορθοδόξου Πίστεως τυγχάνει πάντοτε εμπρόθετος η μήπως πολλάκις προέρχεται εκ της αλλοτριώσεως από το κοσμικόν φρόνημα; Αν κάποιος Επίσκοπος αρνείται εις τα λόγια την σχετικοποίησιν είναι ασύνηθες εις την πράξιν να πορεύεται διαφορετικώς; Δεν είμεθα της γνώμης ότι τα εχέγγυα παρέχει εις αυτό η ομόφωνος καταδίκη της ουνίας, καθώς αυτή ευρίσκεται ήδη από παλαιοτέραν Σύνοδον καταδεδικασμένη.
Αναγινώσκομεν εις την έκθεσιν ότι «η όλη πολεμική» εναντίον της Συνόδου είναι «απαράδεκτος και άνευ ουδενός ερείσματος» διότι τα επιχειρήματα στηρίζονται εις «υπόνοιες και στις υποψίες». Άγιοι ως ο Ιουστίνος Πόποβιτς κ.α. έπεφταν τόσον έξω; Οι ένδεκα Μητροπολίται που ηρνήθησαν να συμμετάσχουν εις την Σύνοδον παρεσύρθησαν; Οι Ιεράρχαι που δεν υπέγραψαν κάποια εκ των κειμένων είναι ανίδεοι; Καθηγηταί ως ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, ο π. Θεόδωρος Ζήσης, ο κ. Δ. Τσελεγγίδης κ.α. τυγχάνουν απαίδευτοι; Ποία επιχειρήματα δεν ευσταθούν; Μήπως ότι είναι η πρώτη φορά εις την δισχιλιετή πορείαν της Εκκλησίας κατά την οποίαν αφηρέθη η ψήφος από τους Επισκόπους, είναι συκοφαντία; Μήπως είναι συκοφαντία ότι οι παρόντες Επίσκοποι παρεβίασαν την εντολήν που έλαβαν από το σύνολο της τοπικής τους Ιεραρχίας; Μήπως δεν ισχύει ότι αι Αυτόνομαι Εκκλησίαι εξεπροσωπήθησαν μόνον εκ των Προκαθημένων τους αντιθέτως προς την εκκλησιολογίαν; Μήπως ο ίδιος ο Πανοσιολογιώτατος δεν γράφει ότι δια του κειμένου περί του γάμου ηνοίχθη δυνατότης δια δεύτερον γάμον εις τους κληρικούς; Αυτά όλα και άλλα πολλά «άτινα εάν γράφηται καθ’ εν, ουδέ αυτόν οίμαι χωρήσαι» εις δεκάδας τόμους χαρακτηρίζονται ως συκοφαντικαί κατηγορίαι; Εις την έκθεσιν όμως γίνεται εμμέσως επίκλησις των «τόσων Ορθοδόξων Αρχιερέων» οι οποίοι μετείχαν. Να υπενθυμίσωμεν ότι αυτοί έφθασαν μόλις τους 160, ολιγώτεροι και από αυτούς της Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου, η οποία είχε συγκληθή ως τοπική και όχι «Μεγάλη», αποτελούν δε μόλις το 1/6 των Ορθοδόξων Επισκόπων!
Εις την συνέχειαν της εκθέσεως δίδεται αναφορά περί ενός εκάστου των κειμένων. Δια το κείμενον περί της «αποστολής της Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον» αναφέρονται απλώς άνευ ιδιαιτέρων σχολίων αι προσθαφαιρέσεις. Δια το κείμενον αυτό όπως και δια τα υπόλοιπα υπάρχουν εξαντλητικαί μελέται, τας οποίας δεν προτιθέμεθα να επαναλάβωμεν. Θα αρκεσθώμεν μόνον να θέσωμεν το ερώτημα, το οποίον αν και διαλανθάνη της προσοχής είναι θεμελιώδες: Υπήρχεν ανάγκη, ώστε η Εκκλησία να συναχθή δια να καθορίση εκ νέου την «αποστολήν της εις τον σύγχρονον κόσμον»; Οφείλει να μεταβληθή η αποστολή της Εκκλησίας εις το παραμικρόν μετά από δύο χιλιάδας έτη; Ήτο ασυγχρόνιστος με την εποχή της; Δια πόσα έτη συνέβαινε αυτό;! Μήπως αυτό δεν ήτο και το σύνθημα της Β Βατικανῆς; Αν το κείμενον διετύπωσε νέα πράγματα, τότε έως τώρα ήτο παρωχημένη η Εκκλησία, αν επανέλαβε τα ίδια τότε προς τι η επαναβεβαίωσις; Δια πρόκλησιν εντυπώσεων; Δια να γραφή ένα κείμενον «εκθέσεως ιδεών»; Η μήπως ήτο επιτακτική ανάγκη Συνοδος να συμπεριλάβη, ως και έπραξε, τας «γενετικάς αλλαγάς», τον ρατσισμόν «των φύλων» και τα «μέσα ενημερώσεως» εις την αποστολήν της;
Δια το κείμενον δια την «Διασποράν» τα πράγματα ομιλούν από μόνα τους. Ενημερωνόμεθα ότι ελέχθη ποίον είναι το «κανονικώς ορθόν», όμως η Σύνοδος κατέληξεν εις «ενδιάμεσον λύσιν». Τι τελικώς είναι η λύσις αυτή; Οικονομία η αντικανονικότης; Υπάρχει οικονομία εις δογματικά ζητήματα η πρόκειται απλώς δια διοικητικόν θέμα; Θα ηδύνατο δηλαδή η δομή της στρατευομένης Εκκλησίας να έχη και ετέραν μορφήν; Εις ποίον ιστορικόν προηγούμενον εστηρίχθη η Σύνοδος δια την απόφασιν; Εις αυτά τα ερωτήματα τα οποία είναι ουσιώδη οφείλουν να δώσουν όσοι συμμετείχαν εις την Σύνοδον –και οι σύμβουλοι- κρυσταλλίνην απάντησιν. Δυστυχώς, η Σύνοδος αδυνατούσα να δώση λύσιν εποίησε δύο και πονηρά: επεκύρωσε συνοδικώς την ανωμαλίαν (δηλ. εσχετικοποίησε την Κανονικήν παράδοσιν) και προέτεινεν αυτήν δια καθολικήν αποδοχήν, διότι «πρέπει να είμεθα πραγματισταί», ως εδήλωσεν Ιεράρχης (δηλ. εισήγαγε την εκκοσμίκευσιν: ότι το κριτήριον της αναγκαιότητος υπερβαίνει το κριτήριον της φύσεως της Εκκλησίας).
Εις το ζήτημα του «Αυτονόμου» αφιερώνονται μόλις τρεις γραμμαί! Αγνοείται τελείως, ώστε να επισημανθή, ότι εις την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν δεν υπήρξαν Αυτόνομοι Εκκλησίαι. Ο «θεσμός» εδημιουργήθη εις τα νεώτερα έτη λόγω δυσλειτουργίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το διοικητικόν πεδίον και κατ’ επίδρασιν οθνείων αντιλήψεων. Δεν υπήρχον ουδέποτε υπάλληλοι σχέσεις μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών! Όμως και αυτό το επεκύρωσεν η Σύνοδος αποδούσα μάλιστα προσωπικώς και όχι συνοδικώς εις τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα, που ποτέ προηγουμένως δεν κατείχε, να αποφαίνεται εις διενέξεις Αυτοκεφάλων Εκκλησιών δια μίαν Αυτόνομον Εκκλησίαν!
Το κείμενον περί «γάμου» κρύβει ένα από τα πιο προκλητικά γεγονότα της Συνόδου. Ο Ηγούμενος της Ι. Μ. Σταυρονικήτα αποδέχεται με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον ότι αι μεταβολαί εις το κείμενον «δίδουν το δικαίωμα δια υποψίαν τινά αλλαγής της στάσεως της Εκκλησίας»! Τελικώς μετετοπίσθη εν δυνάμει έστω και ελαχίστως η παράδοσις της Εκκλησίας; Μήπως επιβεβαιούνται τώρα αι «συκοφαντίαι»; Ακατανόητη τυγχάνει η φράσις «ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρησιμοποιηθή η διατύπωσις αυτή από οποιονδήποτε δια την καταστρατήγησιν» των Ι. Κανόνων! Επαφίεται πλέον εις τον καθένα η ερμηνεία της και εμείς θα ελπίζωμεν ότι δεν θα το πράξη; Ευρίσκουν ισχυρόν έρεισμα, συνοδικά επικυρωμένον, όσοι κληρικοί επιθυμούν να τελέσουν δεύτερον γάμον; Όποιος επικαλεσθή το κείμενον αυτό η απάντησις θα είναι ότι πρέπει να συνέλθη επομένη Σύνοδος, δια να το διευκρινίση; Ανοίγωμεν με ελαφράν την καρδίαν περιπετείας δια την Εκκλησίαν… Ούτε όμως δια τους μεικτούς γάμους λαμβάνει θέσιν ο π. Τύχων. Τους αποδέχεται; Συμφωνεί η παράδοσις του Αγίου Όρους εις αυτό; Παρακαλούμεν δι’ απάντησιν!
Δια το κείμενον περί «νηστείας» το πρόβλημα επισημαίνεται εις την «επιπολαιότητα», ως αναφέρεται, ελαχίστων Επισκόπων. Δι’ εν τόσον «μεγάλο» γεγονός επιτρέπεται η επιπολαιότης και μάλιστα από Επισκόπους; Δια τας ενστάσεις έναντι της Συνόδου οι προσδιορισμοί ήσαν βαρύτατοι εις την έκθεσιν, όμως δια την επιπολαιότητα των Επισκόπων ευρέθησαν ευκόλως αι απαλύνουσαι αυτήν χαρακτηρισμοί (ρητορική δεινότητα, άγνοια, αγαθότητα κ.λπ.). Ποίον είναι δεινότερον η αυστηρά κριτική, η επισκοπική επιπολαιότης η μήπως η υστερόβουλος κολακεία; Δύο εκ των Επισκόπων, οι οποίοι δι’ άγνωστον λόγον(;) δεν κατονομάζονται, εζήτησαν την μείωσιν της νηστείας. Ποίος νους θα ηδύνατο να διανοηθή ότι υπάρχουν ακόμη υπολείμματα υποστηρικτών των θέσεων του Μ. Μεταξάκη, ο οποίος όταν εσχεδίαζε την Συνοδον αυτήν, επεθύμει την τροποποίησιν της νηστείας. Αν ευρέθησαν έστω και δύο να υποστηρίζουν αυτάς τας θέσεις παρά το γεγονός ότι είχον μεσολαβήσει προ ετών αι αντιδράσεις του Αγίου Όρους δια το κείμενον της νηστείας, ώστε να ευρεθή εις την σημερινήν του μορφήν, τι θα είχε συμβή αν δεν είχαν λάβει χώραν ποτέ; Μήπως και «οι υπόνοιες και υποψίες», ως αρνητικώς εχαρακτηρίσθησαν αι αντιδράσεις των συγχρόνων, μήπως δεν συνεκράτησαν την Σύνοδον από τα χειρότερα;
Αλγεινήν εντύπωσιν προκαλεί η στάσις του Σεβ. Περγάμου, ο οποίος κατεφέρθη «με άκρως υποτιμητικόν και περιφρονητικόν τρόπον» κατά του Αγίου Όρους. Πως ανέχεται η Ι. Κοινότης να υβρίζεται η χιλιετής πορεία των Αγίων του μοναδικού εις τον κόσμον περιβολίου της Υπεραγίας Θεοτόκου; Υπήρξεν όμως μεγαλυτέρα προσβολή από την λεκτικήν: συμφώνως με μαρτυρίαν του Σεβ. Ναυπάκτου τελικός κριτής των κειμένων ήτο ο Σεβ. Περγάμου, εκμαγείον της θεολογίας του οποίου κατέστησε τας αποφάσεις. Η Ι. Κοινότης ανέχεται την προσβολήν του Άθωνα, θα ανεχθή και την διαβολήν της Ορθοδόξου θεολογίας από την αποκλίνουσαν «ζηζιούλιαν» θεολογίαν; Όμως δεν εξέπληξε κανένα η στάσις του, διότι όπως μετέδωσεν από τας στήλας του ο Ο.Τ., δις κατά συνέντευξιν τύπου αι τοποθετήσεις του εκπροσώπου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως π. Ιωάννου Χρυσαυγή ήσαν εξίσου υποτιμητικαί δια το Άγιον Όρος. Το ίδιον επίσης υποτιμητική ήτο και η στάσις του Πατριάρχου ότε εζητήθη ο λόγος υπό του Ηγουμένου της Σταυρονικήτα. Η δικαιολογία ότι δεσμεύεται από τον κανονισμόν είναι ανήκουστος. Δεν ενεθυμήθη ότι εις Οικουμενικήν Σύνοδον, την Έκτην, ικανοποιήθη παράλογον αίτημα μοναχού, διότι οι Πατέρες όντως Πνευματοκίνητοι έπραξαν κατά το Αποστολικόν ότι εξ ανάγκης «και μετάθεσις νόμου γίνεται»!
Δια το κείμενον περί των διαχριστιανικών σχέσεων καιρία κατά την έκθεσιν ήτο η συμβολή του Πατριάρχου Ρουμανίας, ο οποίος είναι γνωστός «εν τη Ιουδαία»… Το ενδιαφέρον έλκει περισσότερον ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος επαινείται τελευταία δια την υποδειγματικήν προεδρίαν της Συνόδου, υπεχώρησε και συνετάχθη πλήρως με τον Σεβ. Περγάμου παρά τας διαφωνίας των Εκκλησιών! Δεν επιθυμούμε να εικάσωμεν τι θα συνέβαινε, αν δεν υπήρχαν ισχυραί αντιδράσεις (ιδού δι’ άλλην μία φοράν ωφελούν). Όμως παρά το γεγονός ότι υπήρχαν τρεις λύσεις (ονομασία των ετεροδόξων ως Εκκλησιών, απάλειψις του όρου Εκκλησίαι και αναβολή του ζητήματος δι’ επομένην Σύνοδον) επελέγη η πρώτη! Ενώ είχε την δυνατότητα η Σύνοδος με τας δύο λύσεις να οικοδομήση γεφύρας με τους αντιοικουμενιστάς επελέγη η πρώτη, η οποία προφανώς μοναδικόν σκοπόν είχε να ικανοποιήση τους ετεροδόξους! Η τελική διατύπωσις, παρά την άποψιν της εκθέσεως ότι είναι ιστορική και κοινωνιολογική (ως η Σύνοδος να είναι επιστημονικόν όργανον) έχει επιβεβαιωθή από συγγραφάς οικουμενιστών ότι αναγνωρίζει τους ετεροδόξους ως Εκκλησίας. Άλλωστε, είναι δυνατόν θεολογικώς να υπάρξη διάστασις μεταξύ ιστορίας και πραγματικότητος; Επιπλέον θα ηδύνατο η Σύνοδος να συμπληρώση απλώς έξι λέξεις, αλλά δεν το έκανε: «οι ετερόδοξοι δογματικώς δεν είναι Εκκλησίαι».
Ο π. Τύχων ισχυρίζεται ότι με την αλλαγήν κάποιων διατυπώσεων δεν αποδίδεται το έργον ενότητος των Χριστιανών εις το ΠΣΕ, αλλά μόνον η προώθησις της ειρήνης και η αντιμετώπισις των κοινωνικών προκλήσεων. Πέραν από το γεγονός ότι ακόμη και αυτά τα ζητήματα άπτονται της πνευματικότητος, η οποία διαφέρει εις την Ορθοδοξίαν και εις τας αιρέσεις, το ότι η Σύνοδος προσδιώρισεν έτσι το ΠΣΕ δεν σημαίνει ότι εις το εξής το ΠΣΕ θα παύση να αυτοπροσδιορίζεται ως θεσμός προωθήσεως της «ενότητας» και οι μετέχοντες εις αυτό θα το αποδέχωνται. Επομένως, αντί να διορθωθή η ρίζα του προβλήματος, δηλ. να απορριφθή η συμμετοχή εις το ΠΣΕ, θέτομεν την κεφαλήν μας εις το χώμα, ως ποιεί η στρουθοκάμηλος.
Το περιστατικόν Αρχιερέως που κατεφέρθη εναντίον της αδιαψεύστου αρχής ότι και πρόσωπον και όχι μόνον Σύνοδος δύναται να ορθοτομή, αποτελεί την επιβεβαίωσιν ότι πολλοί εκ των συμμετεχόντων Επισκόπων έχουν αλλοτριωθή εκ του κοσμικού φρονήματος, αποφασίζουν όμως δι’ όλην την Εκκλησίαν! Ο Ο.Τ. είχε γράψει ότι ένας από τους λόγους, δια τους οποίους δεν έπρεπε να συγκληθή η Σύνοδος αυτή είναι ότι κανείς εκ των συμμετεχόντων δεν διεκρίνετο δια την αγιότητά του.
Όσον αφορά την προσθήκην με αναφοράν περί της «καθολικού κύρους Συνόδου», η έκθεσις υπονοεί ότι επρόκειτο δια διασφάλισιν της Παραδόσεως. Η άλλη ανάγνωσις όμως, η χρήσιμος δια τους οικουμενιστάς, είναι η διασφάλισις ότι η παρούσα Σύνοδος είναι και αυτή μέρος των «καθολικού κύρους Συνόδων». Δεν είναι τυχαίον ότι οι εκπρόσωποι τύπου και άλλοι Ιεράρχαι επανελάμβαναν συνεχώς περί της Συνόδου της Κρήτης ότι «οι Πατέρες της Συνόδου» και άλλας παρομοίους εκφράσεις, δια να υποβάλουν παντού την ιδέαν ότι πρόκειται δια μίαν Σύνοδον, ως εκείναι εις τας οποίας μετείχον Άγιοι και ωρθοτόμησαν δια δογματικά ζητήματα, παρά το γεγονός ότι η παρούσα Σύνοδος εις ουδέν δεν ωμοίαζε προς αυτάς.
Ο Άγιος Καθηγούμενος κατακλείει την έκθεσιν με την βεβαιότητα της επιτυχίας αυτής της Συνόδου. Δεν τον στενοχωρούν αι αποτειχίσεις; Δεν τον προβληματίζουν αι διακοπαί μνημοσύνων; Δεν αγωνιά δια την στάσιν των Πατριαρχείων που απουσίασαν; Μέλημα όλων θα έπρεπε να είναι η ενότης της Εκκλησίας και όχι η ρήξις με όσους διαφωνούν δια των προκλητικών εκφράσεων περί «προσυνοδικών ψευδολογιών και ανυποστάτων φόβων». Αλλά όταν μέλημα καθίσταται το πως θα είμεθα ευάρεστοι εις την προϊσταμένην μας αρχήν, τότε λησμονούμεν ότι εικών του Θεού είναι κάθε αδελφός.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος
IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 2 Ὀκτωβρίου 2016
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΟΙΜΝΙΟ ΤΟΥ
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως,
1. Eὔχομαι νά εἶστε καλά καί νά ζῆτε εὐτυχισμένα. Εὔχομαι ἡ Παναγία Δέσποινα νά Σᾶς σκεπάζει καί νά φυλάγει τήν οἰκογένειά Σας ἀπό κάθε κακό. Νά εἶστε Παναγιοσκέπαστοι, καλοί μου!
Ὡς Ἀρχιερεύς τοῦ τόπου αὐτοῦ, ὑπεύθυνος γιά τήν πνευματική Σας προκοπή, ἐπιθυμῶ νά θερμανθεῖ ἡ καλή Σας καρδιά μέ τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατί, σάν νά μοῦ φαίνεται, ὅτι μᾶς καταπλάκωσαν τά διάφορα προβλήματα, οἰκονομικά καί ἄλλα, ἀπορροφηθήκαμε ἀπό αὐτά καί ξεχάσαμε ὅτι πρῶτο ἀπ᾽ ὅλα εἶναι τό νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό καί νά ζοῦμε κατά τόν ἅγιο Νόμο Του.
2. Γι᾽ αὐτό Σᾶς παρακαλῶ καί Σᾶς θερμοπαρακαλῶ, ἀδέλφια μου, νά κάνουμε ὅλοι μας στροφή καί νά ἐπιστρέψουμε ὁλόκαρδα στόν Χριστό μας καί στήν ὀρθόδοξη πίστη μας. Στήν προσευχή μας νά λέμε: «Χριστέ μου, κάνε με νά Σ᾽ ἀγαπῶ πάνω ἀπ᾽ ὅλα! Παναγία μου, στερέωσέ μου τήν πίστη μου καί τήν ἀγάπη μου σέ Σένα»!
Στά σπίτια σας, χριστιανοί μου, νά ἔχετε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί νά διαβάζετε ἀπ᾽ αὐτό λίγο κάθε μέρα. Τί χριστιανοί εἴμαστε, ἄν δέν ἔχουμε διαβάσει, ἔστω καί μιά φορά, τό Εὐαγγέλιο; – Τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες ἑορτές νά ἐκκλησιάζεστε μέ ὅλη Σας τήν οἰκογένεια. Ὅταν ξυπνᾶτε τό πρωί, πέστε τό «Πάτερ ἡμῶν...» καί παρακαλέστε τόν Χριστό νά πάει καλά ἡ καινούργια ἡμέρα. Καί προτοῦ νά πλαγιάσετε τό βράδυ κάνετε πάλι τήν προσευχή Σας καί εὐχαριστῆστε τόν Χριστό γιά τήν ἡμέρα πού πέρασε. Τίς Τετάρτες καί τίς Παρασκευές νά τίς νηστεύετε, ὅπως ἔτσι τό θέσπισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό καντήλι καί τό λιβάνι νά μήν ἀπουσιάζει ἀπό τά σπίτια σας, γιατί αὐτά εἶναι δείγματα μιᾶς γνήσιας ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Καί νά προσπαθεῖτε νά τά ἔχετε καλά μέ ὅλους καί νά μήν κάνετε σέ κανένα κακό, οὔτε νά κατηγορεῖτε κανένα. Γιατί ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μας. Ἔτσι νά ζῆτε, ἀδέλφια μου, καί θά δεῖτε ὅτι θά ἔλθει ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στίς οἰκογένειές Σας καί στήν πατρίδα μας, πού μᾶς τήν βούλιαξαν οἱ ἄρχοντές μας. Οἱ ἄρχοντές μας αὐτοί, πού λένε ἀδιάντροπα ὅτι δέν πιστεύουν στόν Θεό καί μερικοί μάλιστα ἀπ᾽ αὐτούς θεσπίζουν καί ἐνάντια πρός τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Τά εἶπαν καί ἄλλοι αὐτά, ἀλλά ἔγιναν στάχτη καί σκορποχώρι!...
3. Καί κάτι ἄλλο, χριστιανοί μου: Εἶστε Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, βαπτισμένοι στήν ἅγια Κολυμβήθρα ἀπό ὀρθόδοξο παπᾶ. Κρατῆστε, λοιπόν, στερεά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ὅπως μᾶς τήν παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Ὅπως τήν ἔζησαν οἱ εὐλογημένοι παπποῦδες καί γιαγιάδες μας ἐδῶ στήν Ἐπαρχία μας. Γιατί ὑπάρχει ἕνα ὕπουλο σατανικό κίνημα, πού θέλει νά ἀναμείξει τήν ὀρθή πίστη μας μέ ἄλλα ψεύτικα «πιστεύω» καί νά μᾶς τήν παραλλάξει καί νά μᾶς τήν ψευτίσει. «Οἰκουμενισμός» λέγεται τό κίνημα αὐτό, πού δέν εἶναι ἁπλᾶ μία αἵρεση, ἀλλά ἀγκαλιάζει ὅλες τίς αἱρέσεις. Εἶναι «παναίρεση». Καί τόν Οἰκουμενισμό τόν ὑποκινεῖ καί τόν ὑποστηρίζει ὁ Πάπας. Τό μεγάλο ὅμως κακό, ἀδελφοί μου, εἶναι τό ὅτι ὑπάρχουν καί δικοί μας καί μάλιστα ἐπίσημοι ρασοφόροι, ὑψηλά ἱστάμενοι, πού ἀγκαλιάζουν τόν Πάπα καί τόν ἀποκαλοῦν «ἀδελφό» μέ ἐκκλησιολογική ἔννοια. Ἀκόμη, τώρα τελευταῖα, καί ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμβαρίου τῆς Κρήτης τούς παπικούς καί ἄλλους αἱρετικούς τούς ὀνόμασε ἐπίσημα «Ἐκκλησίες», ἀντίθετα αὐτό πρός ὅ,τι εἶπε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας στήν τελευταία της Σύνοδο. Ἀλλά, ἀπορῶ καί λέγω: Ἄν καί οἱ αἱρετικοί ἀποτελοῦν Ἐκκλησία, τότε, ποιά τέλος πάντων εἶναι ἡ «ΜΙΑ, Ἁγία καί Καθολική Ἐκκλησία», τήν Ὁποία ὁμολογοῦμε στό «Πιστεύω» μας; Προσωπικά ὡς Ἐπίσκοπος, γι᾽ αὐτό τό σοβαρό καί γιά ἄλλα ἀκόμη σοβαρά παράτυπα, τά ὁποῖα ἐπεσήμαναν σοφοί θεολόγοι καί κανονολόγοι, κληρικοί καί λαϊκοί, εἶμαι καί ἐγώ ἀρνητικός στήν κρίση μου πρός τήν Σύνοδο αὐτή. Γιατί οἱ αἱρετικοί δέν μπορεῖ νά ἀποτελοῦν οὔτε καί νά ὀνομαστοῦν Ἐκκλησία. Εἶναι ἐντελῶς ἀθεολόγητοι ὅποιοι τό λέγουν αὐτό.
Ἀλλά δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τί λένε καί τί κάνουν οἱ ἄλλοι, ὁποιοιδήποτε καί ἄν εἶναι αὐτοί, πού λένε τέτοια ἀθεολόγητα καί ἀντορθόδοξα πράγματα. Ἐμεῖς πάντως, ὡς τοπική Ἐκκλησία Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, καί οἱ δυό ἐπαρχίες μας, Ἐπίσκοπος, Κλῆρος καί Λαός τοῦ Θεοῦ, δηλώνουμε ἐπίσημα ὅτι καταδικάζουμε τόν Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεση. Τόν δέ Πάπα δέν τόν λέμε «ἀδελφό» οὔτε τούς Παπικούς «Ἐκκλησία» (μέ τήν μυστηριακή ἔννοια τῆς λέξης), ἀλλά τούς καλοῦμε «αἱρετικούς». Ἀκόμη περισσότερο «ἀναθεματίζουμε» τόν παπισμό, γιατί ἐμεῖς ἐδῶ στήν Γορτυνία καί τήν Μεγαλόπολη εἴμαστε παιδιά καί ἐγγόνια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, πού ἔλεγε στούς χριστιανούς: «Τόν Πάπα νά καταρᾶστε, αὐτός θά εἶναι ἡ αἰτία»!
Εὔχομαι, χριστιανοί μου, νά εἶστε «στόν κόρφο τῆς Παναγιᾶς», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ἐπιθυμῶ πολύ νά μέ ἐνοχλεῖτε γιά θέματα σχετικά μέ τήν πνευματική Σας πρόοδο καί προκοπή καί ἰδιαίτερα νά μέ ζητᾶτε γιά ἐξομολόγηση. Γιατί ἡ ἐξομολόγηση, κατά πρῶτο λόγο, εἶναι τοῦ Ἐπισκόπου ἔργο. Ἐπιθυμῶ νά καθαρεύει ἡ ψυχή Σας, γιά νά δεῖτε τόν Θεό, γιατί ὁ Χριστός μας εἶπε: «Οἱ καθαροί στήν καρδιά θά δοῦνε τόν Θεό» (Ματθ. 5,8). Τό ἴδιο εὐχηθεῖτε καί ἐσεῖς γιά μένα. Εἴθε νά συναντηθοῦμε ὅλοι στόν γλυκό Παράδεισο, στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ΑΜΗΝ.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατά τίς Συνεδριάσεις της τῆς 24ης καί 25ης Μαΐου ἐ.ἔ., ὅπως εἶχε τό δικαίωµα καί τήν ἁρµοδιότητα, µελέτησε τά ἐγκριθέντα κείµενα ὑπό τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων ∆ιασκέψεων καί τῶν Συνάξεων τῶν Προκαθηµένων, σέ συνέχεια τῆς ἀποφάσεως καί προτάσεως τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ἔχουσα δέ ὑπ' ὄψη της τό ἄρθρο 11 τοῦ Κανονισµοῦ Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἀπεφάσισε τήν ὑποβολή προτάσεων, τροπολογιῶν, διορθώσεων καί προσθηκῶν, οἱ ὁποῖες ὑποβλήθηκαν ἁρµοδίως καί ἐµπροθέσµως στήν Πανορθόδοξη Γραµµατεία τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση
Ὡς γνωστόν, σύνοδοι συγκροτοῦνταν πάντοτε μὲ ἀφορμὴ τὴν διατάραξη τῆς εἰρήνης τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, λόγω τῆς ἐμφάνισης καὶ τῆς διάδοσης κάποιας αἱρέσεως. (1)
Πῶς, λοιπόν, ὁ λαὸς μας ὁ πιστὸς νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ‘’ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου’’, ἡ ὁποία οὔτε ἐπεσήμανε οὔτε καὶ καταδίκασε κάποια αἵρεση;
Πῶς οἱ φιλότιμοι παπάδες μας καὶ ὁ ἁπλὸς πιστὸς ἑλληνικὸς λαὸς νὰ ποῦνε τὸ ‘’ναὶ’’ σὲ ἀποφάσεις μιᾶς συνόδου, ποὺ ἀντὶ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρέσεις, τὶς ὀνόμασε ‘’ἐκκλησίες’’ καὶ ἀντὶ νὰ ἀναθεματίσει τοὺς αἱρετικούς, τοὺς ἔβαλε καὶ κάθισαν σὲ θέσεις τιμητικές, ὄχι μονάχα μέσα στὴν αἴθουσα τῶν συνεδριάσεων, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Θεία Λειτουργία, ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς; (2)
Τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐφησυχάζει, ὅπως διακαῶς θὰ ἐπιθυμοῦσαν μερικοί. Τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀγρυπνεῖ. Καὶ γιὰ τὴν ἐπαγρύπνηση αὐτή, ὅλως παραδόξως, φρόντισαν οἱ ἴδιοι οἱ διοργανωτὲς τοῦ Κολυμπαρίου! (3)
Ὁ δογματικὸς ἐνδοτισμὸς καὶ ἡ ἐκκλησιολογικὴ μειοδοσία τῆς ‘’συνόδου’’ τῆς Κρήτης, ἀντὶ νὰ....
καταστοῦν ἐργαλεῖο στὰ χέρια τῶν οἰκουμενιστῶν, τελικὰ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, λειτούργησαν ἐντελῶς ἀντίθετα: Ἀφ’ ἑνὸς μὲν ξύπνησαν τὶς μισοναρκωμένες συνειδήσεις τῶν Πιστῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἀποκάλυψαν τὸ πραγματικὸ φρόνημα ἑνὸς ἑκάστου τῶν μελῶν τῆς ἀρχιερατικῆς αὐτῆς συνάξεως. (4)
Οἱ ἀποφάσεις ὁποιασδήποτε συνόδου δὲν ἐπιβάλλονται διὰ τῆς βίας, οὔτε καὶ ἐφαρμόζονται μὲ ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα τῶν ἐπισκόπων. ‘’Ἔσχατος κριτὴς τῆς ὀρθότητας καὶ τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοὶ καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ’’. (5)
Εἶναι ἐντελῶς ξένο πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, νὰ λένε ἱερωμένοι στὰ πνευματικά τους παιδιά, ὅτι τάχα τὰ κείμενα καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς ‘’ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου’’ δὲν τοὺς ἀφοροῦν καὶ ὅτι δὲν εἶναι δουλειὰ δική τους, νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ θέματα αὐτά.
Οἱ κάθε λογὴς ὑπονομευτὲς τῆς πολυτίμητης Ὀρθοδοξίας μας, μὲ ἀφορμὴ τὰ γεγονότα τῆς ‘’συνόδου’’ τῆς Κρήτης, κατάλαβαν πολὺ καλά, ὅτι σὲ θέματα σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικούς, τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν πείθεται ἀπὸ ‘’θεολογικὲς ὀρθότητες’’ οὔτε ἀπὸ ἀγαπολογίες δυτικῆς κοπῆς.
Γνωμοδοτεῖται μονάχα ἀπὸ ἁγιασμένους καὶ φωτισμένους Πατέρες, δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ προπορεύονται καὶ τὸ ὁδηγοῦν. Μονάχα οἱ Ἅγιοι μποροῦν καὶ ὑψώνονται, ὡς ὁδοδεῖκτες τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπέναντι στὴν μανία τῶν αἱρετικῶν.
Ἡ παρακαταθήκη, γιὰ παράδειγμα, τοῦ ἁγίου γέροντα καὶ μάρτυρα Ἀνατολίου τῆς Ὄπτινα (+1922) δὲν ἀφήνει περιθώρια ἀμφιταλάντευσης: ‘’Μὴ φοβηθεῖτε θλίψεις, μᾶλλον νὰ φοβηθεῖτε τὴν ὀλέθρια αἵρεση, διότι μᾶς γυμνώνει ἀπὸ τὴ Χάρη καὶ μᾶς ἀπομονώνει ἀπὸ τὸν Χριστό’’.
Ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης, ἐπίσκοπος Λητὴς καὶ Ρεντίνης. Γιὰ κάθε πιστὸ καὶ προπαντὸς γιὰ κάθε ἀξιωματοῦχο ἱερωμένο, σὲ θέματα σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὁ ἅγιος αὐτὸς ἐπίσκοπος ἀναδεικνύεται μὲ τὴν ζωή του, γνώμονας ἀσφαλής, ἀνόθευτος καὶ ἀκέραιος.
Ὁ ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης, ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Πατριαρχείου μας, πολέμησε σκληρὰ ἐπὶ ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια, γιὰ νὰ σώσει τὸν λαὸ τῆς Μικρᾶς Ρωσίας (τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας) ἀπὸ τὶς κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ. Καὶ τὰ κατάφερε. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κατατρόπωσε τοὺς μισσιοναρίους τοῦ πάπα καὶ ἔφερε σὲ πέρας τὴν ἀποστολή του. (6)
Ὁ ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης, τὸ ‘’κλέος τῶν Ἐλλήνων’’, μὲ τὴν δράση του καὶ τὰ συγγράμματά του, μᾶς δίδαξε τρία πράγματα, ἐξόχως ἐπίκαιρα:
Πρώτον, ὅτι ὁ παπισμὸς εἶναι αἵρεση. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν πολέμησε μὲ ζῆλο.
Δεύτερον, ὅτι ὁ πάπας δὲν πρόκειται γιὰ ‘’ἀδελφὴ ἐκκλησία’’, οὔτε γιὰ ‘’κλάδο τῆς ἐκκλησίας’’, οὔτε καὶ συνιστᾶ ‘’τὸν ἄλλο πνεύμονα τῆς Μίας Ἐκκλησίας’’. Γὶ’ αὐτὸ καὶ δὲν συνδιαλέχθηκε οὔτε στιγμὴ μαζί του.
Καὶ τρίτον, ὅτι στὶς ἐπιθέσεις τῶν αἱρετικῶν δὲν καθόμαστε μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ τὰ στόματα κλειστά. Ἀγωνιζόμαστε μὲ φιλότιμο ἐκεῖ, ὅπου ἔταξε τὸν καθένα μας ὁ καλός μας Θεός. Στὴν οἰκογένεια, στὸν χῶρο ἐργασίας, στὴν ἐνορία, στὴν Μητρόπολη, στὴν Ἱεραρχία. Οἱ ποιμένες, ὡς εὑρισκόμενοι σὲ κατάσταση φωτισμοῦ, προπορεύονται σὲ αὐτὸν τὸν ἀγώνα καὶ δίνουν τὸ παράδειγμα.
Συμπέρασμα: Τὰ πράγματα γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, σὲ ὅτι ἀφορᾶ σὲ κάποιες ἀνίερες ἀποφάσεις τῆς ‘’συνόδου’’ τῆς Κρήτης, εἶναι ξεκάθαρα:
Ἢ ὑπακοῦμε, ὡς ὀφείλουμε, στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ στοὺς Ἁγίους Πατέρες μας καὶ μιμούμαστε ἐν προκειμένω τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικὸ ἢ γινόμαστε ἕνα μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ χάνουμε τὴν ψυχὴ μας μιὰ γιὰ πάντα.(7, 8)
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
(1) http://omothimadon.gr/?p=35135
(2) http://aktines.blogspot.gr/2016/06/blog-post_284.html
(3) http://blogs.sch.gr/savvop-nik/2016/09/27/%CE%BF%CE%B9
(4) http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2016/09/blog-post_13.html
(5) http://aktines.blogspot.gr/2016/09/blog-post_72.html
(6) http://www.saint.gr/4349/saint.aspx
(7) http://www.inagiounikolaoutouneou.gr/apps/gr/spag/3_1349524115.html
(8) http://oodegr.co/oode/papismos/airesi1.htm
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Στὸν ἀπόηχο τῆς συγκλήσεως τῆς Μεγάλης Συνόδου εἶδαν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας δύο κείμενα σφόδρα ἐπικριτικὰ ἐναντίον ὅσων μὲ ποικίλους τρόπους ἀντέδρασαν στὴ σύγκληση καὶ τὸ ἔργο τῆς Συνόδου.
Τὸ ἕνα κείμενο, γραμμένο ἀπὸ λαϊκό, ζητοῦσε καθαιρέσεις καὶ ἀφορισμοὺς τῶν ἀντιδρώντων πιστῶν. Τὸ ἄλλο, γραμμένο ἀπὸ ἐπίσκοπο, ἐκφεύγει κάθε κριτικῆς. Διότι δὲν μπορεῖ νὰ ταιριάζουν σὲ κάλαμο ἐπισκόπου τέτοιες διατυπώσεις σὰν αὐτές:
«Ὅλη ἡ καχυποψία, ὅλη ἡ δυσπιστία, ὅλη ἡ μικροψυχία, ὅλη ἡ στενοκαρδία, ὅλη ἡ μικρόνοια, ὅλη ἡ ἡμιμάθεια, ὅλη ἡ ψυχικὴ τύφλωσις ἐπιστρατεύθηκαν κατὰ τῆς Συνόδου, καθὼς ἐπλησίαζε ὁ καιρὸς τῆς συγκλήσεώς της!... Ἀρχιερεῖς (εὐάριθμοι εὐτυχῶς)..., συνταξιοῦχοι πανεπιστημιακοὶ δάσκαλοι ποὺ ἐζήλωσαν ὄψιμες δάφνες Ὁμολογητῶν, καλόγηροι ποὺ μᾶλλον ἔχουν βρῆ μονότονο τὸ κομποσκοίνι καὶ φλέγονται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ σώσουν τὴν οἰκουμένη μέσῳ τοῦ διαδικτύου, τῶν ΜΜΕ, διαφόρων «συνεδρίων» καὶ διαφωτιστικῶν ἐκδηλώσεων ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν οἰκουμένη, ἱερομόναχοι καὶ ἔγγαμοι ἱερεῖς κινούμενοι μεταξὺ τυφλοῦ φανατισμοῦ καὶ ἰδεοληψίας, λαϊκοὶ μὲ πρόδηλα χαρακτηριστικὰ παρανοίας, ἐθνοφυλετιστές, ψευδο-κανονολόγοι, σύνολα ἑτερόκλητα, ἀρειμάνια, κράζοντα, ἀλαλάζοντα, βοῶντα, ἄδραξαν τ’ ἄρματα νὰ πολεμήσουν τὴν Σύνοδο...».
Δὲν θὰ κρίνουμε τὸ δημοσίευμα. Εἶναι προτιμότερο νὰ τὸ καλύψει ἡ σιωπή. Τοῦτο μόνο θὰ σημειώσουμε: Ὅταν τὰ σκυλιὰ γαβγίζουν, ὁ καλὸς τσοπάνης χαίρεται· ἀκόμη κι ὅταν συμβεῖ νὰ γαβγίσουν γιὰ γνωστὰ καὶ φιλικά του πρόσωπα. Χαίρεται, διότι ξέρει πὼς ἔτσι τὸ κοπάδι του εἶναι ἀσφαλισμένο ἀπὸ τοὺς λύκους.
Καὶ ὅσοι πιστοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί – ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ – ἀντέδρασαν στὴ Μεγάλη Σύνοδο, δὲν τὸ ἔκαναν γιὰ κάποιο προσωπικό τους συμφέρον. Ἡ ἀγωνία νὰ κρατηθεῖ ἀμετάβλητη ἡ πίστη τῶν πατέρων τους τοὺς παρακινοῦσε νὰ ἐκφράσουν τοὺς φόβους τους ἔντονα. Ἐπιθυμοῦσαν νὰ δοῦν τὴ Σύνοδο νὰ αἴρεται στὸ ὕψος τῶν προηγουμένων Συνόδων καὶ νὰ ὁμολογήσει μαζί τους ἀκαινοτόμητη τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση, διάδοχος τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Κι εἶναι πόνος μεγάλος καὶ ὀδύνη ἀφόρητη γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ Μεγάλη Σύνοδος δὲν μπόρεσε ἢ δὲν θέλησε νὰ ὁμολογήσει τὴν ἀλήθεια.
Αὐτός, ὁ τώρα ὑβριζόμενος λαός, ἦταν πάντα τὸ καύχημα τῶν Ἐπισκόπων καὶ Πατριαρχῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως καὶ τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι στὴν ἱστορικὴ ἀπάντησή τους στὸν πάπα Πίο τὸν Θ΄ τὸ 1848 ὁμολόγησαν: «Παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
Αὐτὸς ὁ μαχόμενος λαὸς εἶναι καὶ σήμερα καὶ θὰ παραμείνει ὁ ὑπερασπιστὴς καὶ τὸ καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Πηγή: Ο Σωτήρ
Οἱ Πατέρες ἦταν θεόπνευστοι ὄχι μόνον κατὰ τὴν διάρκεια κάποιας συνόδου, ἀλλὰ καὶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπ΄ αὐτή. Ἡ σύνοδος δὲν φτιάχνει Πατέρες, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ Πατέρες. Γιὰ τοῦτο εἶναι θεόπνευστος. Σύνοδος, ποὺ δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ θεοπνεύστους, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνει θεόπνευστος. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ μὴ Ὀρθοδόξων συνόδων.
Κλειδὶ σωστῆς κατανόησης τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ὡς καὶ τῆς θεοπνευστίας τῶν Πατέρων εἶναι οἱ καταστάσεις φωτισμοῦ καὶ θέωσης, τῶν ὁποίων προϋπόθεση εἶναι ἡ εὐχὴ καὶ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιά. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς διαμάχης μεταξὺ Παλαμᾶ καὶ...
Βαρλαὰμ στὰ κείμενα…
Τὰ διάφορα εἴδη νοερᾶς εὐχῆς στὴν καρδιὰ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων. Μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ναὸς τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ φθάνει στὸ φωτισμὸ καὶ βαδίζει στὴ θέωση.
1) Ἡ θέωση εἶναι ἡ θεοπτία ἐκείνων ποὺ βλέπουν ἐν τῇ ἀκτίστῳ δόξῃ τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸν ἀναστάντα Χριστὸ (π.χ. 1 Κορ. 15, 5-8). Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θέωσης παύει σ΄ αὐτοὺς ἡ εὐχὴ ἡ ἀδιάλειπτος καὶ ἐπανέρχεται μὲ τὴν λήξη τῆς θεοπτίας. Δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτὴ ἡ θέωση δὲν εἶναι μόνιμος κατάσταση ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν ἔχει κατὰ φύση.
2) Τὰ διάφορα στάδια τοῦ φωτισμοῦ ἀρχίζουν ἀπὸ τὰ «γένη γλωσσῶν» (1 Κορ. 12, 28), καὶ ἀνέρχονται μέχρι τὸ στάδιο τοῦ διδασκάλου (αὐτόθι). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίδει τὴν πληρεστέρα περιγραφὴ τῶν εἰδῶν, ἀδιαλείπτου νοερᾶς εὐχῆς (Ἔφ. 5, 18-20). Διακρίνει τὶς προσευχὲς καὶ τοὺς ψαλμοὺς ποὺ γίνονται μὲ τὸ Πνεῦμα ἀπ΄ αὐτά, ποὺ γίνονται μὲ τὸν νοῦ (1 Κορ. 14, 15). Στὴ διάκριση αὐτὴ ὀδείλεται ἡ διαφορὰ μεταξὺ λατρείας ποὺ γίνεται στὴν καρδιὰ καὶ αὐτῆς, ποὺ γίνεται μὲ τὴν λογική.
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἐννοεῖται ἡ ἀπαρίθμηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τάξη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Μάλιστα τονίζει ὅτι ὁ Θεὸς θέτει τὸν καθένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἀρχίζει μὲ τοὺς ἀποστόλους, προφήτας, ποὺ φθάσανε στὴ θέωση, καὶ τελειώνει μὲ τὰ «γένη γλωσσῶν» (1 Κορ. 12, 28). Αὐτὰ τὰ στάδια εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ βαπτίσματος τοῦ Πνεύματος ποὺ διακρίνεται ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος, ὡς φαίνεται, μέχρι σήμερα ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος. Οἱ εὐρισκόμενοι στὴν ἀπαρίθμηση αὐτὴ ἀποτελοῦν τὸν βασίλειο ἱεράτευμα. Οἱ ἰδιῶτες (1 Κορ. 14, 16), ποὺ εἶναι οἱ λαϊκοὶ καὶ δὲν ἔχουν τὸ βάπτισμα τοῦ Πνεύματος δὲν ἀπαριθμοῦνται ἀκόμα ἀπὸ τὸν Παῦλο μεταξὺ τῶν μελῶν, ποὺ ἔθεσε ὁ Θεὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἐπικράτησε νὰ λέγεται ὁ προεστῶς προφήτης τῆς ἐνορίας ἐπίσκοπος καὶ οἱ ὑπόλοιποι πρεσβύτεροι, ἐνῶ στὴν ἀρχὴ συνηθίζετο νὰ λέγονται ὅλοι πρεσβύτεροι. Σημειωτέον ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου εἶχε τουλάχιστο πέντε προφῆτες (1 Κορ. 14, 29). Δὲν ἀπασχολοῦν τὸν Παῦλο τόσο τὰ ὀνόματα ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἀφοῦ, ὡς προφῆτες, τοὺς θεωρεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους, θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας (Ἔφ. 2, 20). Ἡ χειροτονία τους, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν ἀποστόλων, ἦτο κατ΄ εὐθείαν ἀπ΄ τὸν Χριστὸ μέσῳ τῆς θέωσης (Ἔφ. 3, 5) καὶ ἐν συνεχείᾳ μέσῳ τῆς ἀναγνώρισης τῆς θέωσης αὐτῆς ἀπὸ τοὺς συνθεουμένους.
Πηγή: (Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Ῥωμανίδου, ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας» Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τόμος 1), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Δεῖτε παρακάτω σὲ ἀγγλικὴ καὶ σὲ ἑλληνικὴ ἔκδοση (σύμφωνα μὲ τὴν Ρωσικὴ ἰστοσελίδα) τὰ πρωτότυπα κείμενα μὲ τὶς ἰδιόχειρες ὑπογραφὲς τῶν Ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν στὴν «διευρυμένη Σύναξη» (καὶ ὄχι Σύνοδο) τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης καὶ συγκεκριμένα στὸ κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον»
Δεῖτε τὶς πρωτότυπες ἰδιόχειρες ὑπογραφὲς ἀναλυτικὰ…
Οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ ΔΕΝ ὑπέγραψαν τὸ κείμενο τῆς «διευρυμένης Σύναξης» τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτης: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον»:
Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας:
Καμπάλας Ιωνάς
Ζιμπάμπουε και Αγκόλας Σεραφείμ
Πατριαρχεῖο Σερβίας:
Μαυροβουνίου καί Παραθαλασσίας Ἀμφιλόχιος
Ζάγκρεμπ καί Λιουμπλιάνας Πορφύριος
Σιρμίου Βασίλειος
Βουδιμίου Λουκιανóς
Νέας Γκρατσάνιτσας Λογγῖνος
Μπάτσκας Εἰρηναῖος
Σβορνικίου καί Τούζλας Χρυσόστομος
Ζίτσης Ἰουστῖνος
Βρανίων Παχώμιος
Σουμαδίας Ἰωάννης
Δαλματίας Φώτιος
Μπίχατς καί Πέτροβατς Χρυσόστομος
Νίκσιτς καί Βουδίμλιε Ἰωαννίκιος
Βαλιέβου Μιλούτιν
Κρούσεβατς Δαυΐδ
Σλαυονίας Ἰωάννης
Τιμοκίου Ἱλαρίων
Ἐκκλησία Κύπρου:
Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος (ἀντ΄ αὐτοῦ ὁ Κύπρου Χρυσόστομος)
Μόρφου Νεόφυτος (ἀντ΄ αὐτοῦ ὁ Κύπρου Χρυσόστομος)
Τριμυθοῦντος καί Λευκάρων Βαρνάβας (ἀντ΄ αὐτοῦ ὁ Καρπασίας Χριστοφόρος)
Ἀμαθοῦντος Νικόλαος (ἀντ΄ αὐτοῦ ὁ Κύπρου Χρυσόστομος)
Λήδρας κ. Ἐπιφάνιος (ἀντ΄ αὐτοῦ ὁ Κύπρου Χρυσόστομος)
Νεαπόλεως Πορφύριος (μετ΄ ἐπιφυλάξεως)
Ἐκκλησία Ἑλλάδος:
Περιστερίου Χρυσόστομος
Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
Ἡ Ἑλληνικὴ ἔκδοση μὲ ὅλες τὶς ὑπογραφὲς τῶν Ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν:
Ἡ Ἀγγλικὴ ἔκδοση μὲ ὅλες τὶς ὑπογραφὲς τῶν Ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν:
Ἡ Γαλλική ἔκδοση μὲ ὅλες τὶς ὑπογραφὲς τῶν Ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν:
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...