Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η παρούσα εργασία είναι αποτέλεσμα προσευχής και μελέτης, επί των τελικών κειμένων της λεγομένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (εις το εξής ΑκΜΣ). Παραδίδουμε στο λαό του Θεού προς κρίσιν και ενημέρωσιν, το α´ μέρος της, ενώ συντόμως θα ολοκληρωθεί και το β´ μέρος αποκλειστικώς αναφερόμενο στο έκτο κείμενο της εν λόγω συνόδου, αυτό περί των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τους εκτός αυτής ετεροδόξους.
Εισαγωγή
Έχοντας ολοκληρωθεί οι εργασίες της λεγομένης ΑκΜΣ, άμεσα εξεδόθησαν και τα τελικά της κείμενα, οπότε και παρεδόθησαν στο ορθόδοξο κριτήριο του λαού του Θεού, ούτως ώστε να κριθούν επί ορθοδοξία η κακοδοξία. Ο αγιορειτικός μοναχισμός καλείται να τοποθετηθεί επ᾽ αυτής, μετά της δεούσης προσοχής, λαμβάνων υπ᾽όψιν τόσο την κρισιμότητα της στιγμής όσο και τη σημασία που η σύνοδος θα έχει για τη ζωή της Εκκλησίας. Συν Θεώ και υπό το αγλαόν φως της χιλιοχρόνου ορθοδόξου ομολογιακής αγιορειτικής παραδόσεως, με το παρόν κείμενο2 θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τα σημεία εκείνα που χρήζουν προσοχής, βάσει των οποίων θα αξιολογηθεί και σύνολη η σύνοδος, το εάν δηλαδή είναι επομένη τοις αγίοις πατράσι η όχι.
Η διαχρονική εμπέδωσις και βίωσις της αποστολικής Παραδόσεως συνιστά πρώτιστα εμπειρικό-χαρισματικό γεγονός και ενώ διακρίνεται σε θεωρία και πράξη, εν τούτοις συναπαρτίζει το όλον της αγιοπνευματικής μαρτυρίας του αενάως ιερουργουμένου Ευαγγελίου του Χριστού. Συνέχεια της αποστολικής Παραδόσεως δεν νοείται έξω και πέρα από τα όρια που τα αυθεντικά εκμαγεία του Πνεύματος, οι θεοφόροι Πατέρες έθεσαν. Ήδη κατά το 4ο αιώνα, και ενώ η Εκκλησία εχειμάζετο όχι απλώς υπό μιας ακόμη αιρέσεως, διότι έως τότε δεκάδες αιρέσεων ήδη είχαν αναφανεί, αλλά κυριολεκτικώς υπό μιας λαίλαπας πελωρίων διαστάσεων, όπου έφτασε την παρουσία των ορθοδόξων να περιορίζεται κυριολεκτικά σε μία χούφτα ανθρώπων, “ευρέθη άνθρωπος από Θεού” ο οποίος, “ έστη ανά μέσον των τεθνηκότων και των ζώντων και εκόπασεν η θραύσις” (Αριθμ. 16,48)· και αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος, ο στύλος και το εδραίωμα της αληθούς πίστεως των ορθοδόξων. Στα δογματικά του κείμενα, καθώς και στις πολυάριθμες επιστολές του επεσήμαινε διαρκώς τον αποστολικό και σωτηριώδη χαρακτήρα της Παραδόσεως και την εμμονή σ᾽αυτήν3, που αποτελεί και τη μοναδική εγγύηση της “εκ δυνάμεως εις δύναμιν” αγιοπνευματικής πορείας συνόλου της επί της γης Εκκλησίας.
Όντας αδύνατον να αναπτυχθεί εδώ το μείζον και κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα του αρρήκτου συνδέσμου αγιότητος και αγιοπνευματικής μαρτυρίας και Παραδόσεως, καθίσταται σαφές ότι θεολογικές θέσεις, απ᾽ όπου και αν προέρχονται αυτές, ακόμη και από γενικές συνόδους, κρίνονται αποκλειστικά και μόνον υπό το φως της διαχρονικής αποστολικοπαραδότου αγιοπνευματικής μαρτυρίας των θεοφόρων αγίων Πατέρων, των μόνων αυθεντικών εκφραστών, λόγω και έργω, των αποστολοδέκτων πυρίνων γλωσσών της Πεντηκοστής. Οφείλει εδώ να τονισθεί η βαθεία αλήθεια της Εκκλησίας: Αγία Παράδοσις και αγιασμός είναι στοιχεία αλληλένδετα, καθώς ο αγιασμός εκάστου συντελείται αποκλειστικώς εν τω πλαισίω της Ιεράς Παραδόσεως.
Ο χαρακτήρ και το κύρος της ΑκΜΣ
Βάσει του προσυμπεφωνημένου κανονισμού της ΑκΜΣ στο Σαμπεζύ, άρθρο 13 παράγραφος 2, οι υπογεγραμμένες αποφάσεις της ΑκΜΣ έχουν ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΚΥΡΟΣ. Τι σημαίνει αυτό; Απλά ότι είναι υποχρεωτικές για όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, ως θα συνέβαινε εάν ήταν τω όντι Οικουμενική η ΑκΜΣ. Παρότι οι ίδιοι οι διοργανωτές της ΑκΜΣ, προεξάρχοντος του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου (προστεθέντος, διαρκούντος της συνόδου, και του Αλεξανδρείας Θεοδώρου) αρνούνται -πλέον- τον χαρακτηρισμό “Οικουμενικής” επί της ΑκΜΣ, λόγω της μη συμμετοχής της (ψευδο)εκκλησίας της Ρώμης(!), παρ᾽όλα ταύτα και μόνη η αναφορά περί του υποχρεωτικού των αποφάσεών της προσδίδει, και συμφώνως προς τα ορθοδόξως κρατούντα, οικουμενικόν κύρος.
Παρενθετικώς, αξίζει να τονισθεί ότι εξαρχής ο χαρακτήρας της ΑκΜΣ προσδιοριζόταν ως οικουμενικός. Η ίδια η ιδέα περί συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου, αποτελεί απότοκο του καταστροφικού για την ορθόδοξο ενότητα, αποκληθέντος “Πανορθοδόξου Συνεδρίου” του γενομένου εν Κωνσταντινουπόλει κατά το έτος 1923, υπό την προεδρία του κατεγνωσμένου ως μασόνου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου του Δ´#.4 Το όραμα της οικουμενικής συνεχίστηκε μετ᾽ επιτάσεως και υπό του πατριάρχου Αθηναγόρα, ο οποίος επανειλημμένως αναφερόταν ρητώς στην ανάγκη συγκλήσεως· ενδεικτικά στην εγκύκλιο του 1951 εξήγγειλε την πρόθεση συγκλήσεως «Μεγάλης Οικουμενικής Συνόδου», όταν η χρονική στιγμή θα εκρίνετο κατάλληλος5. Εδώ να προστεθεί, ότι η ονομασία της συνόδου ως Αγίας και Μεγάλης, χρησιμοποιήθηκε μ᾽ευθεία αναφορά στο τρόπο που οι Οικουμενικές σύνοδοι κατά το παρελθόν ονόμαζαν εαυτές· ήταν οι επόμενες που τελικά τους απέδιδαν τελεσιδίκως οικουμενικόν κύρος6.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί και κάτι ακόμα. Η λεγομένη ΑκΜΣ, δια στόματος αρχιερέων και λοιπών συμμετασχόντων, μετά το πέρας των εργασιών της (δεν τολμήθηκε πριν), απεκλήθη ως “η Β´ Βατικανή σύνοδος” της Ορθοδοξίας, ως το αντίστοιχο δηλαδή της τελευταίας οικουμενικής συνόδου (21ης) του παπισμού, η οποία δημιούργησε τεράστιες αναταράξεις στους κόλπους του, επιφέροντας αλλαγές τέτοιας σημασίας7, ώστε να χαρακτηρισθεί, εκ των ιδίων των πρωταγωνιστών της, ως τέμνουσα την ιστορία της “εκκλησίας” στην εποχή πριν και μετά την σύνοδο. Αυτό που είναι ενδιαφέρον και μας αναγκάζει να κάνουμε αναφορά στην σύνοδο του παπισμού είναι οι μεθοδολογικές ομοιότητες της ΑκΜΣ προς αυτήν. Έτσι “για την σύγκληση μιας Πανορθοδόξου Συνόδου, είναι ευρέως γνωστό πως ο τρόπος εργασίας της Β´ Βατικάνειας Συνόδου χρησίμευσε κατά κάποιον τρόπο ως πρότυπο για τις διαδικασίες αυτές.”8. Πράγματι, η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή, οι Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, η διαρκής Γραμματεία για την Προπαρασκευή της Συνόδου, καθώς τέλος ο τρόπος ετοιμασίας και επεξεργασίας των κειμένων της ΑκΜΣ, ΟΛΑ απηχούν το τρόπο λειτουργίας της Β´ Βατικανής9.
Τα κριτήρια οικουμενικότητος
κατά την ορθόδοξον κανονικήν παράδοσιν
Ο εξ αρχής προσδιορισμός της ΑκΜΣ ως οικουμενικής (κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία στιγμή προ της συγκλήσεώς της), σε συνάρτηση προς το υποχρεωτικόν δια πάντας των αποφάσεών της, την κατατάσσει επομένως στις συνόδους με απαίτηση οικουμενικού κύρους.
Εφ᾽όσον λοιπόν έχουν έτσι τα πράγματα, ας στραφούμε στον μέγα αγιορείτη και κανονολόγο της Εκκλησίας, όσιο Νικόδημο, για να δούμε τι λέει σχετικά περί των ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ αναγνώρισης μιας συνόδου ως οικουμενικής:
α) η σύνοδος οφείλει να συγκαλείται όχι από κάποιον πατριάρχη αλλά “δια προσταγών Βασιλικών”,κάτι το οποίο σήμερα είναι ανέφικτο και επομένως ανενεργό δίχως περαιτέρω θεολογικές επιπλοκές,
β) πρέπει να γίνεται “ζήτησις περί πίστεως και ακολούθως να εκτίθεται απόφασις και όρος δογματικός”,
γ) οφείλουν, “να ήναι πάντα τα εκτιθέμενα παρ᾽αυτών δο-γματα και οι κανόνες, ορθόδοξα ευσεβή και σύμφωνα ταις Θείαις Γραφαίς, η ταις προλαβούσαις Οικουμενικαίς συνόδοις.” και προσθέτει ο όσιος Νικόδημος το “πολυθρύλητον”, όπως λέει, αξίωμα του αγ. Μαξίμου, ότι: “ Τας γενομένας συνόδους, η ευσεβής πίστις κυροί ”, και πάλιν, “η των δογμάτων ορθότης κρίνει τας συνόδους.”,
δ) τέλος οφείλουν, “να συμφωνήσουν και να αποδεχθούν τα παρά των Οικουμενικών συνόδων διορισθέντα, και κανονισθέντα άπαντες οι ορθόδοξοι Πατριάρχες και Αρχιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, είτε δια της αυτοπροσώπου παρουσίας αυτών, είτε δια των ιδίων τοποτηρητών, η και τούτων απόντων, δια γραμμάτων αυτών.”10.
Τα ανωτέρω οφείλουν να αποτελέσουν τον οδηγό στην τελική αξιολόγηση τόσο περί του οικουμενικού-πανορθοδόξου χαρακτήρα της ΑκΜΣ, όσο και περί του κατά πόσον αποτελεί όντως συνέχεια των προ αυτής Οικουμενικών Συνόδων, κατά την πίστιν.
Κατ᾽αρχάς γεννάται το ερώτημα, εάν και κατά πόσον πληρούται ο όρος απαίτησις του κανονισμού για ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟ ΚΥΡΟΣ της συνόδου. Η μόνη δυνατή απάντηση είναι ΟΧΙ, και εξηγούμαστε:
Απουσίαζαν ως γνωστόν τέσσερεις τοπικές Εκκλησίες· από αυτό και μόνον αίρεται ο πανορθόδοξος-οικουμενικός χαρακτήρας της11· εδώ να παρατηρήσουμε ότι δια χειλέων επισκοπικών, ελέχθη ότι τούτο δεν συνιστά πρόβλημα καθότι και στη Γ´ Οικουμενική Σύνοδο απουσίαζε η Εκκλησία Αντιοχείας, όμως η Σύνοδος παρ᾽ όλα ταύτα, λειτούργησε ως Οικουμενική! Όπως πάντα οι οικουμενιστές διαστρέφουν την αλήθεια λέγοντας τα πράγματα μισά: η Εκκλησία Αντιοχείας και ο Πατριάρχης της Ιωάννης, έχοντες παρεξηγήσει τη θεολογία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, αντιδρώντας και στη καθαίρεση του Νεστορίου, εδημιούργησαν αντισύνοδο μαζί με άλλους, όντως νεστοριανούς, επισκόπους οι οποίοι αποκήρυξαν τη Συνοδο των αγίων Πατέρων της Εφέσου, κατεδίκασαν τις αποφάσεις της και καθαίρεσαν τον άγιο Κύριλλο και τον επίσκοπο Εφέσου Μέμνωνα! Αντιστοίχως η αγία Σύνοδος έθεσε σε αργία τον Ιωάννη Αντιοχείας και κήρυξε ως ψευδοσύνοδο την σύναξή τους. Τελικά μετά από ένα περίπου χρόνο ελύθησαν οι παρεξηγήσεις και η Αντιόχεια αποδέχθηκε την Σύνοδο της Εφέσου ως όντως Αγία και Οικουμενική. Ουδεμία λοιπόν σχέσις με τα λεχθέντα υπό των οικουμενιστών!
Ο προβληματικός χαρακτήρ
του Κανονισμού της ΑκΜΣ:
αι εκκλησιολογικαί συνέπειαι.
Σε κείμενα που εκυκλοφόρησαν πριν τη σύνοδο υπήρξε πυκνή αναφορά στον πρωτόγνωρο και εξόχως προβληματικό χαρακτήρα του Κανονισμού της συνόδου. Προς απόδοσιν λοιπόν πλήρους εικόνας σχετικά με τη σύνοδο οφείλουμε την παρουσίαση όλων των σχετικών προβληματικών διατάξεων του Κανονισμού της, ώστε να αποδειχθεί και μέσω αυτής ότι η απαίτηση της συνόδου για πανορθόδοξο κύρος καθίσταται αδύνατη.
Εν πρώτοις στο άρθρο 8 παράγραφος 2 ορίζεται κατ᾽ουσίαν η απαγόρευσις ελευθέρας τοποθετήσεως επισκόπων η και αυτών των προκαθημένων των τοπικών Εκκλησιών, επί νέων, μη ομοφώνως συμπεφωνημένων ζητημάτων στις Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Τουτο στη διαχρονική λειτουργία του συνοδικού θεσμού, συνιστά βαρύτατη στρέβλωσή του και ουσιαστικά κατεργάζεται τη φίμωσή του. Σε όλες τις Οικουμενικές συνόδους υπήρχε η πλήρης ελευθερία οιουδήποτε επισκόπου να θέσει ζήτημα προς συζήτηση και επίλυση. Ακολούθως στο 9,3, το οποίο λειτουργεί κατ᾽ ουσίαν ως συνέχεια του 8,2, απαγορεύεται ρητά πάσα παρέμβασης επισκόπου, επί ποινή αφαιρέσεως του λόγου(!), εις “εκτός θέματος” ζήτημα. Εν αντιθέσει, σ᾽όλες τις συνόδους της Εκκλησίας υπήρχε πλήρης ελευθερία λόγου εις πάντας, ακόμη και σε μη επισκόπους, όπως βλέπουμε επί παραδείγματι στη συζήτηση μοναχών και αγίου Ταρασίου (Α´ πράξις Ζ´ Οικουμενικής συνόδου). Επεκτείνονται δε οι ανωτέρω απαγορεύσεις στο 10,3 περί “άσχετων διαλογικών αντιπαραθέσεων” των επισκόπων, ωσάν οι επίσκοποι να μη έχουν επίγνωση της αποστολής τους και του ύψους του λειτουργήματός τους και έτσι να εκτρέπονται -δήθεν- σε διενέξεις “ξένες, αλλά και αντίθετες προς την αποστολήν” της συνόδου, όπως αναφέρεται στο κείμενο!
Στο 11,2 καθορίζεται η απαραίτητος αρχή της “ομόφωνης” αποδοχής των τροπολογιών επί των αρχικών, προσυνοδικά συμπεφωνημένων, κειμένων προς διαμόρφωσιν των τελικών κειμένων, καθώς και η απόρριψις των μη ομοφώνως αποδεκτών τροπολογιών. Οι παρατηρήσεις μας εν συντομία: όπως θ᾽αποδειχθεί κατωτέρω, συγκεκριμένα τελικά κείμενα της συνόδου σχετίζονται αμέσως αλλά και εμμέσως με δο-γματικά ζητήματα πρωταρχικής σημασίας και όχι απλώς διοικητικού η ποιμαντικού χαρακτήρα. Τίθεται το ερώτημα: σε ποία Οικουμενική Σύνοδο σε ζήτημα δογματικό υπήρχε η περίπτωση απορρίψεως δογματικής διατυπώσεως, (“τροπολογίας” κατά την φρασεολογία της συνόδου), και όλα να συνεχίζονταν “κανονικά”; Υπενθυμίζουμε αυτό που ο όσιος Νικόδημος ο αγιορείτης μας είπε ότι συνιστά τον τρίτο όρο-ιδίωμα αληθούς Οικουμενικής συνόδου: το ορθόδοξον των δο-γμάτων της. Είναι δυνατόν επί δογματικού ζητήματος να υπάρχει διαφωνία και να συνεχίζουν οι διαφωνούντες ως να μη συνέβαινε τίποτε; Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η λεγομένη ΑκΜΣ λειτουργούσε ως να ήταν η Βουλή, όπου ψηφίζουν βουλευτές πολιτικών κομμάτων υπέρ η κατά μιας τροπολογίας νόμου του κράτους, και όχι αγιοπνευματική σύναξις ποιμένων ομονοούντων εν πίστει και αληθεία…
Το 12,1 αναφέρεται στα περί της ψηφοφορίας επί των τελικών κειμένων και διαμορφώνει μία πραγματικότητα κατ᾽ επίφασιν συνοδική μεν, εν πράγματι δε πλήρως αντισυνοδική και παντελώς αμάρτυρη στην καθολική, αγιοπνευματική, συνοδική συνείδηση της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, η διαχρονικά ακολουθούμενη πρακτική όλων των συνόδων, Τοπικών η Οικουμενικών, ερειδομένη σ᾽αυτά ταύτα τα θεμέλια της ορθόξοξης Εκκλησιολογίας, ήταν η πλήρης και ομότιμη συμμετοχή των απανταχού επισκόπων, νοουμένων ως ποιμένων και όχι απλώς ως αντιπροσώπων, οι οποίοι εν αληθεία μαρτυρούσαν τη καθολική πίστη, το θεμέλιο δηλαδή επί του οποίου οικοδομήθηκε το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία12. Οι επίσκοποι, ακριβώς λόγω του ομοτίμου της αρχιερατικής τους ιερωσύνης, ψήφιζαν πάντες και δεν ήσαν -δήθεν- εκπροσωπούμενοι από τον πρώτο τους και την ψήφο του. Η νέα αυτή διαδικασία ακύρωσε τη διαχρονική εκκλησιολογική αρχή του ομοτίμου επισκόπου προς επίσκοπον, διαχώρισε κυριαρχικά τους πρώτους, (τους προέδρους δηλαδή των τοπικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών), από τους περί αυτούς επισκόπους, με συνέπεια τη διαμόρφωση δύο τύπων επισκόπων: αφ᾽ ενός του πρώτου και αφ᾽ ετέρου όλων των υπολοίπων, με ουσιαστική διάκριση ο πρώτος να ψηφίζει, αντιπρόσωπος πλέον της Εκκλησίας, ενώ οι υπόλοιποι όχι. Η συνοδικότητα κατ᾽ αυτόν τον τρόπο οδηγήθηκε σε κάτι νέο, το οποίο μετά τη Κρήτη θα λειτουργεί ως παραδεδομένο ιστορικό προηγούμενο που θα καθορίζει πλέον την λειτουργία και όλων των μετέπειτα μεγάλων συνόδων, όπου ήδη έχει αγγελθεί ότι θα υπάρξουν.
Συνυφασμένο με το 12,1 είναι και τα 12,2 και 12,3 στα οποία επεκτείνεται η εκθεμελίωση του επισκοπικού αξιώματος, ορθοδόξως νοουμένου, με συνέπεια την ίδρυση ενός νέου τοιούτου, του επισκόπου-αυλικού. Συγκεκριμένα, για να υπάρξει καταφατική η μη ψήφος επί των τελικών κειμένων, υπό του πρώτου εκάστης τοπικής Εκκλησίας προηγείται εσωτερική ψηφοφορία όλης της αντιπροσωπίας της κάθε τοπικής Εκκλησίας, κατά την οποία δύναται να μη υπάρχει ομοφωνία, και τούτο και επί δογματικών ζητημάτων. Με απλά λόγια δύνανται ένας η και περισσότεροι αρχιερείς να διαφωνήσουν, αλλ᾽ως μειοψηφούντες αποδέχονται την απόφαση, που είναι τελικά απόφαση της πλειοψηφίας! Η αξιολόγηση δε των δαφωνιών, συνιστά πλέον κατά το 12,3 “εσωτερικόν ζήτημα” εκάστης τοπικής Εκκλησίας!
Διαμορφώνεται εκ των πραγμάτων μία νέα εκκλησιολογική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία δύναται (και βάσει του 12,3 νομιμοποιείται) να υπάρχει διαφοροποίηση στο επαρχιακό επίπεδο, αλλά τελικά να επιτυγχάνεται ομοφωνία στο οικουμενικό. Κατ᾽ουσίαν το 12,3 έρχεται σε αντίφαση έως και με αυτό το κείμενο της Ραβέννας, το οποίο εν παρόδω να λε-χθει ότι, εμμέσως πλην σαφώς αποδέχεται και νομιμοποιεί ομοφώνως η σύνοδος της Κρήτης στο έκτο κείμενό της!
Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο της Ραβέννας ασχολούμενο με το θέμα “Πρωτείο και Συνοδικότης” διέβλεπε ότι η συνοδικότης λειτουργεί σε τρία επίπεδα: το τοπικό (local = η περί τον επίσκοπο τοπική Εκκλησία π.χ. ένας επίσκοπος και η περί αυτόν ιερείς13), το επαρχιακό (regional = η σύνοδος των επισκόπων μίας τοπικής Εκκλησίας π.χ. της Ελλάδος) και το οικουμενικό14 (universal = η Οικουμενική Σύνοδος)· σε κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα υπάρχει πρώτος και σύνοδος (στο τοπικό επίπεδο ως σύνοδος λαμβάνεται -δήθεν- η ευχαριστιακή σύναξη). Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι το κείμενο της Ραβέννας είναι εξ επόψεως ορθοδόξου παντελώς απορριπτέο, και οι παραπάνω θέσεις περί της συνοδικότητος εντός του συνολικού νοηματικού πλαισίου του κειμένου επίσης απόβλητες, παρατηρείται ότι το 12,3 του κανονισμού της ΑκΜΣ καταστρέφει την εσωτερική ενότητα των τριών επιπέδων: άλλα δύναται να λέει και να συμφωνεί ο επίσκοπος και η περί αυτόν Εκκλησία της επισκοπής του, άλλα να συμφωνούνται στη σύνοδο στην οποία συμμετέχει, και τέλος στο οικουμενικό επίπεδο, βάσει της επιτευχθείσας ομοφωνίας, αυτός ο επίσκοπος και η περί αυτόν τοπική Εκκλησία, άλλα να αναγκάζεται ν᾽ αποδεχθεί ως καθολική μαρτυρία της αληθείας!
Αυτήν την αλληλοπεριχώρηση των τριών επιπέδων, μα με τρόπο στρεβλό, αντικανονικό και κυριολεκτικά αντισυνοδικό, την είδαμε στην Κρήτη με την επιλεκτική παρουσία επισκόπων (24 για κάθε τοπική Εκκλησία), την διαδικασία εσωτερικής ψηφοφορίας των 24 αντιπροσώπων εκάστης τοπικής Εκκλησίας επί των τελικών κειμένων (το -δήθεν- δεύτερο επίπεδο συνοδικότητος), και τέλος την ομόφωνη ψηφοφορία-αποδοχή των τελικών κειμένων από τους 10 προκαθημένους-πρώτους (το οποίο συνιστά το τρίτο -δήθεν- επίπεδο, το (ψευδο)οικουμενικό). Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι κάποιος μειοψηφών, κατά την εσωτερική ψηφοφορία των επισκοπικών αντιπροσωπιών επίσκοπος, με δεδηλωμένη διαφωνία επί δογματικού ζητήματος15 επί παραδείγματι, να επιστρέφει στην επισκοπή του και να είναι αναγκασμένος να διδάξει τ᾽αντίθετα από αυτά που εδίδασκε προτού αναχωρήσει για τη σύνοδο· αυτό ήταν και το τελικό ζητούμενο του νεοπαγούς τρόπου “ομοφωνίας” επί των τελικών κειμένων, όσον αφορά τη ζωή της κάθε, υπό επίσκοπον, τοπικής (=local) Εκκλησίας.
Περαιτέρω έγκριση των αποφάσεων της ΑκΜΣ δεν προβλέπεται, δηλαδή οι αποφάσεις της είναι τελεσίδικες και όπως ρητώς αναφέρεται στο 13,2 έχουν πλέον πανορθόδοξο κύρος και απλώς κοινοποιούνται στις αυτοκέφαλες τοπικές Εκκλησίες προς ενημέρωσιν του ποιμνίου των Ιερών Μητροπόλεων.
Κλείνοντας την παρουσίαση περί του Κανονισμού της ΑκΜΣ περιοριζόμαστε να δηλώσουμε αυτό που ήδη έχει γίνει σαφές: η σύναξη της Κρήτης δεν πληροί απολύτως κανένα κριτήριο ορθοδόξου συνόδου· οι όροι λειτουργίας της και η διεξαγωγή των εργασιών της που ωδήγησαν και στις σχετικές αποφάσεις της, συγκροτούν ένα αντι-παράδειγμα “συνόδου”, κυριολεκτικά μία αντισύνοδο και δίχως αμφιβολία αυτό που στην εκκλησιαστική γραμματεία χαρακτηρίζεται ως ψευδοσύνοδος. Η επιβολή της παρουσίας μάλιστα ανιέρων, ετεροδόξων, ψευδεπισκόπων τόσο στο άνοιγμα όσο και στο κλείσιμο των εργασιών της συνόδου, κάτι που και αυτό προβλέπεται από τον Κανονισμό της (άρθρο 14), μας σαφηνίζει το γενικό τόνο, τον χαρακτήρα και το σκοπό της συγκεκριμένης συνάξεως.
Σημείωσις Ο.Τ.: Το παρόν κείμενον απέστειλεν αποκλειστικώς εις τον Ο.Τ. ο π. Επιφάνιος και αποτελεί το 1ον μέρος μίας συνολικής εμβριθούς θεολογικής μελέτης δια την Σύνοδον της Κρήτης, η οποία θα δημοσιευθή εις συνεχείας θεματικώς, δια την καλυτέραν προαγωγήν του δημοσίου διαλόγου.
Σημειώσεις:
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος
Τους τελευταίους μήνες στο Αγ. Όρος παρατηρείται μία αναταραχή λόγω των γνωστών θεμάτων της πανορθοδόξου Συνόδου και πιο συγκεκριμένα για την προσπάθεια του Φαναρίου να χαρακτηρίσει ως εκκλησία τους Λατίνους. Πολλοί πατέρες υπόγραψαν κείμενο διακοπής του μνημοσύνου του Πατριάρχη, τον οποίο και χαρακτηρίζουν ως αιρετικό. Ακούστηκε ότι στην Ι. Μονή Χιλιανδαρίου τέσσερις μοναχοί αρνήθηκαν να μνημονεύουν τον Πατριάρχη και διώχθηκαν. Η αντίδραση σιγά σιγά παίρνει διαστάσεις, θα γίνει ανεξέλεγκτη.
Πάμε για σχίσμα.
Με πολύ πόνο βλέπουμε μοναχούς, που πορεύονταν μαζί μέσα στην χάρη της ασκήσεως να χωρίζονται, να απομακρύνονται, ο αριθμός αυξάνεται και άλλοι ετοιμάζονται με επανάσταση και κόψιμο του μνημοσύνου.
Ίσως πρέπει να προλάβει το Πατριαρχείο, η Ιερά Κοινότητα και τα μοναστήρια ενεργώντας με πατρική αγάπη να διασωθεί η ενότητα των μοναχών. Ας αφήσουμε τις αγάπες προς τους φραγκολατίνους της ΕΕ, την αγάπη προς τους πατέρες συνασκητές που δώρισαν την ζωή τους στον Θεό οφείλουμε, για αυτήν την αγάπη θα δώσουμε λόγο. Για την αγάπη προς τους Λατίνους δεν έχουμε καμία υποχρέωση όσο παραμένουν στα αιρετικά πιστεύω τους. Θα απολογηθούν γιαυτούς οι Άγιοι Μάρκος Ευγενικός, και οι αγιορείτες Αγ. Κοσμάς (Αιτωλός) και Αγ. Κοσμάς ο Πρώτος. Το Άγιο Όρος σφράγισε με αίμα και πανηγυρίζει την αντίσταση προς τους Λατινόφρονες και τους ακολούθους των. Δεν ξεχνιούνται αυτά έτσι απλά εν ονόματι της γενικής αγάπης προς όλους. Μακάρι να ξεφύγουν από τις αιρέσεις τους οι Παπικοί και τους στρώνουμε χαλί να μπουν στην Εκκλησία. Το Άγιο Όρος ζει στο οξυγόνο των άκτιστων ενεργειών του Θεού (κατά τον Αγιορείτη Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά)· αν κοπεί αυτό το οξυγόνο, θα διαλυθεί. Οι Λατίνοι ακούν για άγιο Γρηγόριο και παθαίνουν ομαδική αλλεργία. Τι μας ενώνει λοιπόν με αυτούς;
Μόνο οι εκβιαστικές επιταγές σκοτεινών κύκλων θέλουν μία τέτοια ένωση. Μία ένωση που θα εξαφανίσει όποια εκκλησία την αποδεχθεί. Αυτά τα εξωθεσμικά κέντρα ενεργούν εκβιάζοντας χρόνια τώρα το σκλαβωμένο Πατριαρχείο μας και την σκλαβωμένη πλέον Χώρα μας.
Ας ελπίσουμε ότι το Πατριαρχείο θα σκύψει με πατρική αγάπη ν’ ακούσει τις ανιδιοτελείς φωνές του αγγελικού σχήματος, ώστε να δοθούν εξηγήσεις και εγγυήσεις ότι δεν θα πουληθεί η πίστη μας, λόγω απειλών και εκβιασμών, αλλά και του πακτωλού χρημάτων της πολιτικής ηγεσίας, μέσα σε ένα απειλητικό περιβάλλον πολέμων, ανέχειας και λιτότητας.
Παραθέτουμε κάποια αποσπάσματα ομιλιών από την ανακομιδή των λειψάνων του Αγ. Κοσμά του Πρώτου (18 Νοεμβρίου 1981) στο ναό του Πρωτάτου Καρυών προς επίρρωση των ανωτέρω.
Ο Πρωτεπιστάτης Προηγούμενος Ματθαίος Βατοπαιδινός στον πάνσεπτο Ιερό Ναό του Πρωτάτου μεταξύ άλλων ανέφερε: «Πιστός συνεχιστής της ευσεβούς Αγιορείτικης Παραδόσεως το Ιεροκοινοτικόν Σώμα ήχθη εις την ιστορικήν απόφασιν αυτού, όπως προβή εις την ανακομιδήν των λειψάνων του υπό των Ενωτικών αποκταθέντος Πρώτου Κοσμά, αποκταθέντος, τούτο το λέγω και το διακηρύττω μετά πεποιθήσεως, τόσον εξ ιδίας αντιλήψεως όσον και εκ της εκθέσεως του ιατρού κ. Χατζηεμμανουήλ κατά την γενομένη γνωμάτευση αυτού, και εκ της διατάξεως των λειψάνων άτινα κείνται ανέπαφα ως ευρέθησαν, και ημπορεί ο καθένας να εκφέρη την γνώμην του. Και όμως ευρέθησαν άνθρωποι κατέχοντες υψηλάς θέσεις εν τη Εκκλησιαστική Γραμματολογία και απεφάνθησαν γράφοντες ότι ο του 13ου αιώνος θρυλούμενος διωγμός των Αγιορειτών είναι μύθος. Την απάντησιν δεν την δίδομεν ημείς, αλλά τα ευρεθέντα δια της ανακομιδής λείψανα του Οσίου Ιερομάρτυρος Κοσμά, όλως δε ιδιαιτέρως η διάταξις αυτών, εντός του ευρεθέντος τάφου. Την ως άνω απάντησιν την δίδει το Ιεροκοινοτικόν Σώμα προς τους δυσφορούντας».
Ο καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αρχιμ. Γεώργιος σε ομιλία του στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου ανέφερε μεταξύ άλλων εμπνευσμένα και ομολογιακά: «Εδώ τελειούται μαρτυρικώς ο ομολογητής του Αγίου Όρους Ιερομάρτυς Κοσμάς, του οποίου το σεβάσμιο, ευωδιάζον και χαριτόβρυτο μαρτυρικό λείψανο ανεκαλύφθη, μερίμνη της Σεβαστής Ιεράς Κοινότητος, στο Νάρθηκα του πανσέπτου αυτού Ναού. Εδέχθη τον μαρτυρικό θάνατο ο μακάριος από αγάπη προς τον Χριστό. Το μαρτύριο είναι ο,τι υψηλότερο έχει να προσφέρει ο άνθρωπος προς τον Θεό. Μακάριε και Σεπτέ Πρώτε του Αγίου Όρους, Ιερομάρτυς του Χριστού Κοσμά, πρώτος στο ιερό διακόνημα του Πρώτου της Ιεράς Κοινότητος, πρώτος και στο μαρτύριο και την ομολογία του Χριστού. Πρώτος στην έδρα του Πρωτάτου, πρώτος και στην αγχόνη και τον θάνατο και τον τάφο. Το πολύαθλο και μαρτυρικό σου σώμα ως πολύτιμο θησαυρό έκρυψε και εφύλαξε η ιερά αυτή γη. Τώρα, με θεία νεύσι, ως αστήρ εωθινός ανατέλλεις πάλι στο Αγιώνυμο αυτό Όρος και στην απανταχού Εκκλησία του Θεού, για να φωτίσης και οδηγήσης τις ψυχές μας στην ακλινή ομολογία του Θεανθρώπου Χριστού. Σφραγίζονται σήμερα τα στόματα όσων ηθέλησαν να αμφισβητήσουν την ομολογία των Αγιορειτών και την μαρτυρική τους τελείωσι από τους λατινόφρονες. Χάρις στην ιδική σου θυσία ημπορεί η Ορθόδοξος Εκκλησία και το Άγιον Όρος να λέγουν προς τον σύγχρονο άνθρωπο «έρχου και ίδε», τον αληθινό Χριστό, το πλήρωμα της αληθείας του και της Χάριτός του, τον όλο Χριστό, την κεφαλή και το σώμα του. Η φωνή σου ως φωνή υδάτων πολλών ακούγεται σήμερα. Από τον τάφο σου ένας μυστικός ποταμός αναβλύζει, του οποίου τα ορμήματα ευφραίνουν την Πόλιν του Θεού, την Αγία ανά την οικουμένην Ορθόδοξο Καθολική Εκκλησία. Ευλογημένη η άσκησίς σου. Ευλογημένη η ομολογία σου. Ευλογημένος ο μαρτυρικός σου θάνατος. Ευλογημένη η επί 700 χρόνια σπορά σου στην Αγιορειτική γη. Ευλογημένη και η φανέρωσίς σου στους δύσκολους για τον κόσμο και την Εκκλησία καιρούς μας. Το Άγιον Όρος στο πρόσωπό σου και στα πρόσωπα των άλλων αγίων Αγιορειτών οσιομαρτύρων των ελεγξάντων τους Λατινόφρονες δεν συνεβιβάσθη ούτε συμβιβάζεται. Η αγχόνη σου επιβάλλει και σε μας να ανανεώσουμε σήμερα την ομολογία την ιδική σου και των λοιπών οσιομαρτύρων, όντες διάδοχοί σας και συνεχισταί της παραδόσεώς σας. Ομολογούμε, λοιπόν, όπως έγραψαν οι Αγιορείται προς τον λατινόφρονα Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η τὸν Παλαιολόγο, λήγοντος του 13ου αιώνος, ότι “Πάσα η του Χριστού και Θεού ημών ποίμνη εν σώμά εστιν, υπό μιας κεφαλής διοικούμενον, ος εστι Χριστός Ιησούς”».
Καρυές Αγ. Όρους 14.7.2016
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ;
ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΑΠΛΑΝΩΣ ΘΕΟΛΟΓΕΙΝ (Ή ΑΛΑΘΗΤΟ) ΣΤΗ ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ» ΟΝΤΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ, ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΙΣΧΥ, Ή ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ, ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΣΕΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ;
ΑΝ ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ, ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΣΥΓΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ;
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
………………………………………
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Διαπιστώσαμε ιδίως από τον μη έγκυρο - για τους λόγους τους οποίους εξηγούμε στην περίληψη κανονικο-δογματικής μελέτης μας με θέμα «Αξιολόγηση της λεγόμενης ‘Αγίας και Μεγάλης Συνόδου’» (https://drive.google.com/file/d/0BxcSUS2O16_gbTQ2QmRjMXh1TkE/view) - Κανονισμό της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» της Κρήτης (17/6-27/6/2016) τη λειτουργία μιας δήθεν «Πανορθόδοξης Συνόδου», η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το γνήσιο συνοδικό θεσμό, αλλά δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, το οποίο στην πραγματικότητα έχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα και καμία απολύτως συνοδική εξουσία.
Η διαπίστωση αυτή μας οδήγησε στη εξέταση όλων των μορφών τέτοιων Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών τα οποία, μετά την Οικουμενιστική Εγκύκλιο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1920, λειτούργησαν και λειτουργούν στην πράξη μετονομασμένα ψευδεπίγραφα ως «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Σύνοδοι», τα πορίσματα της οποίας εξέτασης αναπτύσσουμε στα οικεία κεφάλαια της παρούσας μελέτης. Διότι το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών μετονομασμένο έτσι λειτουργεί στην πράξη ως η Ανώτατη Αρχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας εν γένει (σαν «Αγία Έδρα ή Βατικανό» της Ορθόδοξης Εκκλησίας).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ;
ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΑΠΛΑΝΩΣ ΘΕΟΛΟΓΕΙΝ (Ή ΑΛΑΘΗΤΟ) ΣΤΗ ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;
Η Συνοδική Λειτουργία της Εκκλησίας, κατά τους Αποστόλους και τους Πατέρες, στηρίζεται στα δύο βασικά δόγματα της Εκκλησίας, το Τριαδολογικό και το Χριστολογικό. Όπως τα Τρία Πρόσωπα της Μίας ως προς την ουσία Της Τριάδος λειτουργούν συνοδικά, έτσι και η στρατευομένη Εκκλησία πρέπει να λειτουργεί συνοδικά (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Τριαδική Συνοδικότητα, η Εκκλησία ως Μυστήριο του Χριστού, Ορθόδοξη Φιλοσοφία της Αλήθειας – Δογματική της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τομ. 4, σελ. 187-188, γαλλική έκδοση). Όπως στο Πρόσωπο του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, δηλ. του Κυρίου Ιησού Χριστού, λειτουργούν συνοδικά οι δύο φύσεις Του (Αγ. Μαξίμου του Ομολογητή, Επιστολή 5, Ελληνική Πατρολογία, τομ. 91, σελ. 484), έτσι και στο Σώμα του, και ειδικότερα στη στρατευομένη Εκκλησία Του, πρέπει να λειτουργούν συνοδικά ο θείος και ο ανθρώπινος παράγοντας, το Άγιο Πνεύμα και οι πιστοί, οι οποίοι στις διάφορες μορφές Εκκλησιαστικών Συνόδων [1) της Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, 2) της Τοπικής ή Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ή 3) της Οικουμενικής Συνόδου], εκπροσωπούνται από τους Επαρχιούχους Επισκόπους των κατά τόπους Εκκλησιών ή Επισκοπών τους, οι οποίοι έχουν την αποστολική εξουσία και διακονία να αποφασίζουν ψηφίζοντας όλοι τους, Μαζί με το Άγιο Πνεύμα - αλλά όχι με εμπαιγμό του Αγίου Πνεύματος (όπως έπρατταν οι ψευδο-σύνοδοι που αναφέρονται στην Εκκλησιαστική Ιστορία) - επί δογματικών και ποιμαντικών θεμάτων των αντίστοιχων εκκλησιαστικών περιφερειών, ενώ οι πιστοί (λοιποί κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί) έχουν, δυνάμει της ειδικής ή της γενικής ιερωσύνης τους, το δικαίωμα και το καθήκον να αποδέχονται ή να απορρίπτουν ιδίως τις συνοδικές αποφάσεις που αφορούν σε θέματα πίστεως (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, ο.π., σελ. 192-196. Επίσης, Ι. Καρμίρης, Η διοργάνωσις της επιγείου Εκκλησίας και η σχέσις αυτής προς την επουράνιον, Εκκλησιολογία, σελ. 365-808).
Ως προς την ισότητα των Επαρχιούχων Επισκόπων στις Συνόδους, ο Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί τα εξής:
1 - Κάθε τοπική Εκκλησία υπό τον τελούντα την Ευχαριστία Επίσκοπό της κατέχει το πλήρωμα της Εκκλησίας και πραγματοποιείται ως Σώμα Χριστού στη Θεία Ευχαριστία. Στην ενότητα και την ισότητα και την ταυτότητα της Χάρης, της Πίστεως και της Δομής των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών (δηλ. των Επισκοπών) βρίσκεται η μια Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Έκφραση της ενότητάς της είναι η Πανορθόδοξη ή Οικουμενική Σύνοδος» (Εκκλησιολογία, σελ. 546). Σημειωτέον ότι, όπως διευκρίνισε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος, στη σύναξη της Ιεραρχίας του Θρόνου της Κωνσταντινούπολης τον περασμένο Αύγουστο, η μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν είναι Οικουμενική, διότι δεν μετέχουν οι Παπικοί και οι Προτεστάντες, δηλαδή με βάση την αιρετική διεύρυνση του όρου «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» του Συμβόλου της Πίστεως της Α΄και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, η οποία συγκρητιστική διεύρυνση περιλαμβάνει συγκρητιστικά στην Εκκλησία του Χριστού τους Παπικούς και τους Προτεστάντες.
2 – Των Οικουμενικών (και όλων γενικά) των Συνόδων μετείχαν με πλήρη δικαιώματα (δηλ. και με δικαίωμα αποφαστιστικής ψήφου) μόνον οι Επίσκοποι, ήτοι Πατριάρχες, Έξαρχοι, Μητροπολίτες, απλοί (Επαρχιούχοι, δηλ. Ποιμενάρχες) Επίσκοποι» (Εκκλησιολογία, σελ.673).
3 – Η αυθεντία όλων των Συνόδων υπόκειται υπό την ύψιστη αυθεντία της όλης Εκκλησίας, όχι μόνον εκ μέρους των Επισκόπων και λοιπών κληρικών, αλλά και εκ μέρους των πιστών (μοναχών και λαϊκών), το σύνολο των οποίων δεν πλανάται στην πίστη, επειδή έχουν «χρίσμα από του Αγίου και την αλήθειαν» γνωριζόντων (Α΄ Ιωαν. Β΄20, 27) και βιούντων και όντων όλων διδακτών Θεού (Ιωαν. ΣΤ΄, 45). Το κριτήριο της αποδοχής κάποιας Συνόδου από το Σώμα της Εκκλησίας, με την ανωτέρω έννοια, είναι η ακριβής από αυτήν διατύπωση της Ορθόδοξης Πίστης, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων. Η εγκυρότητα κάποιας Συνόδου δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη, εξαρτώμενη από τη βούληση εκείνου που την συγκαλεί ή από τον αριθμό των συγκροτούντων αυτήν επισκόπων κλπ., αλλά εξαρτάται από την εκ των υστέρων αβίαστη αναγνώριση της εγκυρότητάς της από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες (δηλ. τις Επισκοπές), στις οποίες ενεργεί ο ίδιος Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος, όπως και από την αποδοχή των αποφάσεών της από ολόκληρο το εκκλησιαστικό πλήρωμα το αποτελούμενο από κληρικούς και λαϊκούς, ως προερχόμενων από του επιστατούντος Αγίου Πνεύματος του «μεγάλου διδασκάλου της Εκκλησίας» (Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχηση 16, 19, ΒΕΠ 39, 209), και εκφραζουσών την κοινή πίστη και συνείδηση, όπως και τη λειτουργική και μυστική εμπειρία και ζωή του εκκλησιαστικού πληρώματος, λαμβανομένου υπόψη ότι Η ΔΩΡΕΑ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΤΟΥΤΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ (Εκκλησιολογία, 675-677).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ» ΟΝΤΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ, ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΙΣΧΥ, Ή ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ, ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΣΕΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ;
ΑΝ ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ, ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΣΥΓΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ;
Α.
Επί πατριαρχίας Μελετίου Δ΄ Μεταξάκη Α΄ Πανορθοδόξο Συνέδριο του 1923
Το Α΄ Πανορθόδοξο Συνέδριο ειλικρινά ονομάστηκε Συνέδριο και όχι Σύνοδος, δεδομένου ότι αποτελούνταν από εκπροσώπους Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, οι οποίες ήταν μέλη του.
Το Α΄ Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923 επί πατριαρχίας Μελετίου Δ΄ του Μεταξάκη, το οποίο, ενώ ήταν Συνέδριο και όχι Σύνοδος και γι’ αυτό δεν είχε τη σχετική αρμοδιότητα, εξουσιοδότησε αντικανονικώς τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να αποφασίσουν την εισαγωγή από τις Συνόδους των Ιεραρχιών τους της καινοτομίας του νέου εορτολογίου, καθώς και άλλες καινοτομίες, όπως τον δεύτερο γάμο των κληρικών. Βεβαίως, το νέο εορτολόγιο δεν είναι θέμα δογματικό, αλλά τάξεως, το οποίο αφορά την ενότητα του εορτασμού των ακινήτων εορτών από τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Συνεπώς, αρμοδιότητα για την εισαγωγή του είχε και έχει μόνον μια όντως Ορθόδοξη Πανορθόδοξη Σύνοδος.
Το νέο εορτολόγιο, ως γνωστόν, βασίζεται στο παπικό γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο:
α) μέχρι τότε προσπαθούσαν να επιβάλουν οι Παπικοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως ένα απαραίτητο βήμα για την ένωσή της μαζί τους χωρίς τούτοι να αποκηρύξουν τις αιρετικές πλάνες τους, ενώ μέχρι το 1923 τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία αντιστέκονταν στην εισαγωγή του και
β) χρησιμοποιήθηκε εν τέλει στην πράξη ως το πρώτο βήμα της εφαρμογής της Παναίρεσης του Οικουμενισμού, αν και η Εγκύκλιος του 1920, η οποία είχε αποσταλεί στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, παρέμεινε απόρρητη μέχρι το 1949, οπότε τη δημοσίευσε ο Ι. Καρμίρης στον Α΄ τόμο των Δογματικών και Συμβολικών του Μνημείων.
Β.
Επί πατριαρχίας Βαρθολομαίου Α΄ του Αρχοντώνη, το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών ονοματοδοτείται ψευδεπίγραφα ως Σύνοδος και όχι ως Συνέδριο.
Τα είδη τέτοιων ψευδεπίγραφων «Συνόδων», ήτοι Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, τα οποία λειτούργησαν, την εξεταζόμενη περίοδο, είναι τα εξής τέσσερα (4):
Α) οι λεγόμενες «Μείζονες και Υπερτελείς Σύνοδοι (Ελληνόφωνων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών)», Α΄, Β΄, και Γ΄
Β) η λεγόμενη «Ιερά Διευρυμένη Σύνοδος (των τεσσάρων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου)»
Γ) η λεγόμενη «Δ΄ Μείζων και Υπερτελής Πανορθόδοξη Σύνοδος», και
Δ) οι λεγόμενες «Πανορθόδοξες Σύνοδοι», ήτοι 1) «Αγία και Ιερά Σύνοδος» και 2) «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος».
Τα δύο πρώτα είδη των Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών είναι ημι-πανορθόδοξου χαρακτήρα και τα δύο τελευταία είδη των ίδιων Συνεδρίων είναι πανορθόδοξου χαρακτήρα.
Συγκεκριμένα:
Α) Ψευδεπίγραφα ονομάστηκαν ως «Μείζονες και Υπερτελείς Σύνοδοι (Ελληνόφωνων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών)» τα εξής Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών:
α) Το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, το οποίο ψευδεπίγραφα ονομάστηκε Α΄ Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος (Ελληνόφωνων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών).
Το Συνέδριο αυτό έλαβε χώρα στο Φανάρι από 30 - 31 / 7 / 1993). Συμμετείχαν μόνον οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως Αλεξανδρείας, Κύπρου και Ελλάδος. Η σύνθεση αυτού του Συνεδρίου Αυτοκέφαλων Εκκλησιών ήταν ελληνόφωνη, ήτοι διεπόταν από εθνοφυλετισμό, ερχόμενη έτσι σε αντίθεση με τον Όρο της Ορθόδοξης Τοπικής Συνόδου του 1872 κατά του Εθνοφυλετισμού. Διότι αποκλείστηκαν οι λοιπές δέκα (10) Αυτοκέφαλες Εκκλησίας, κατά βάση μη ελληνόφωνες, από τη συμμετοχή σε αυτό το Συνέδριό τους. Το θέμα της συγκλήσεως ήταν οι δήθεν αντικανονικές εκκλησιαστικές δραστηριότητες του αοιδίμου Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διοδώρου, δύο Αρχιεπισκόπων (του κ. Τιμοθέου Βόστρων, τότε Λύδδης, και του κ. Ησυχίου, σημερινού Μητροπολίτη Καπιτωλιάδος και Πατριαρχικού Επιτρόπου Ιεροσολύμων) και δύο κληρικών του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, οι συνιστάμενες σε δήθεν εισπήδηση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, η οποία υπάγεται στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Το Συνέδριο αυτών των τεσσάρων (4) Αυτοκέφαλων – αναρμοδίως διότι όχι μόνον δεν ήταν πραγματική Πανορθόδοξη Σύνοδος αλλά ούτε καν Σύνοδος, δεδομένου ότι μέλη του ήταν αυτές οι τέσσερις (4) Αυτοκέφαλες Εκκλησίες – καταδίκασε αναρμόδια - διότι δεν ήταν Πανορθόδοξη Σύνοδος, αφού οι συνοδικοί αρχιερείς δεν είχαν ατομικό δικαίωμα αποφασιστικής ψήφου, αλλά Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών το οποίο είχε ως μέλη του αποκλειστικά τις ανωτέρω ελληνόφωνες Εκκλησίες -, αντικανονικά και αυθαίρετα - αφού δεν δίκασε με την προβλεπόμενη κανονική ποινική δικονομία - σε καθαίρεση τον αοίδιμο Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διόδωρο και τους ανωτέρω δύο Αρχιεπισκόπους και δύο κληρικούς του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων [Ν. Μαγγίνα, Εκκλησιαστική Αλήθεια 19 (1994), τευχ. Α΄].
Σημειωτέον ότι:
α) Ουδεμία πραγματικά Πανορθόδοξη Σύνοδος όρισε ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει αποκλειστική δικαιοδοσία επί της Ηπείρου της Αυστραλίας. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι:
α.1.) Παράλληλες με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δικαιοδοσίες στην Αυστραλία διαθέτουν και οι εξής τρεις (3) Αυτοκέφαλες Εκκλησίες: 1) της Ρωσίας (Επισκοπή Καμπέρρας της Υπερόριας Εκκλησίας της Ρωσίας, η οποία είναι ημιαυτόνομη Εκκλησία του Πατριαρχείου της Ρωσίας), 2) της Σερβίας (Επισκοπή Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας), και 3( της Ρουμανίας (Επισκοπή Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας).
α.2.) Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στηρίζει την αποκλειστική δικαιοδοσιακή του απαίτηση στην Αυστραλία στη φράση του 28ου Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου «εν τοις βαρβαρικοίς», δηλ. εκτός ορισμένων ορίων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, δηλ. επί του υπόλοιπου του Πλανήτη Γη, θεωρεί ότι έχει το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δικαιοδοσία, χωρίς αυτή η ερμηνευτική προσέγγιση να γίνεται αποδεκτή τουλάχιστον από τις μη ελληνόφωνες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
α.3) Δεν προσκλήθηκαν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως να συμμετάσχουν στο εν λόγω Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, ελληνόφωνης σύνθεσης, οι μη ελληνόφωνες Αυτοκέφαλες Εκκλησίας, για να μην υποστηρίξουν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, διότι οι μη ελληνόφωνες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δεν αναγνωρίζουν αποκλειστική δικαιοδοσία στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σε σχέση με την Ορθόδοξη διασπορά, στην οποία ανήκει και η Αυστραλία.
α.4) Είναι σαφές ότι ο πραγματικός λόγος της καθαίρεσης του αοίδιμου Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διοδώρου δεν ήταν η λεγόμενη «εισπήδησή του στη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας που υπάγεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως», αλλά ο σωφρονισμός του λόγω της πλήρους αντίθεσής του στην επέλαση της Παναίρεσης του Οικουμενισμού, δεδομένου ότι ο αοίδιμος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Διόδωρος:
α.1.) εξέδωσε την περίφημη αντιοικουμενιστική και ομολογιακή Εγκύκλιο του 1989 (http://www.filoumenos.com/forum/viewtopic.php?f=61&t=16760),
α.2.) απέσυρε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών το 1989 και αποφάσισε τη διακοπή κάθε μορφής διαλόγου γενικά με τους ετεροδόξους και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων υπήρξε η πρώτη Αυτοκέφαλη Εκκλησία που προέβη σε αυτές τις αντιοικουμενιστικές ενέργειες,
α.2.) κατήγγειλε την δήθεν χριστολογική συμφωνία του 1991 μεταξύ Ορθοδόξων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, πλην του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, και Μονοφυσιτών, όταν αυτή κοινοποιήθηκε στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, προς όλους τους Προκαθημένους των κατά τόπους Αυτοκέφαλων και Αυτόνομων Εκκλησιών, προς το Αγιώνυμο Όρος, τις Θεολογικές Σχολές της Ελλάδος και όλους τους Ορθόδοξους λαούς, και την διακήρυξε ως άκυρη, παρά το γεγονός ότι Ορθόδοξοι Προκαθήμενοι πρότειναν την υλοποίηση των συμφωνηθέντων και την παράλληλη καταδίκη σε απομόνωση της αντιδρώσας Εκκλησίας Ιεροσολύμων (βλ. Αρχιμ. Δημητρίου Βασιλειάδη, Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η Οικουμενική Κίνηση, σε: Οικουμενισμός, Γένεση- Προσδοκίες – Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου, τομ. Α΄, σελ. 251-258).
β) Το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, το οποίο ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «Β΄ Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος (Ελληνόφωνων Εκκλησιών)».
Το Συνέδριο αυτό έλαβε χώρα στο Φανάρι στις 14-12-1993. Είχε την ίδια ελληνόφωνη σύνθεση με την προηγηθείσα Α΄ λεγόμενη «Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο». Αποφάσισε την άρση της αντικανονικής και αυθαίρετης καθαιρέσεως μόνον του αοιδίμου Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διοδώρου. Και επέβαλε αναρμόδια - διότι δεν ήταν Πανορθόδοξη Σύνοδος, αφού οι συνοδικοί αρχιερείς δεν είχαν ατομικό δικαίωμα αποφασιστικής ψήφου, αλλά Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών το οποίο είχε ως μέλη του αποκλειστικά τις ανωτέρω ελληνόφωνες Εκκλησίες -, αντικανονικά και αυθαίρετα - αφού δεν δίκασε με την προβλεπόμενη κανονική ποινική δικονομία - την ποινή του αφορισμού στον μακαριστό θεολόγο Νικόλαο Σωτηρόπουλο με την κατηγορία ότι δήθεν υποκινούσε τον λαό σε ανταρσία και απείθεια, επειδή κατήγγελλε δημοσίως την Παναίρεση του Οικουμενισμού.
Σημειωτέον πριν την άρση της αντικανονικής και αυθαίρετης καθαίρεσής του, είχε προηγηθεί συνάντηση του αοιδίμου Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διοδώρου με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τους εκπροσώπους των Εκκλησιών Αλεξανδρείας, Κύπρου και Ελλάδος στις 20-11-1993 και δόθηκε η υπόσχεση και διαβεβαίωση από τον προαναφερθέντα αοίδιμο Πατριάρχη Ιεροσολύμων ότι δεν θα έχει δικαιοδοσιακή απαίτηση στην Αυστραλία, παράλληλη με εκείνη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως [Ορθοδοξία 1 (1994) 327-330].
γ) Το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, το οποίο ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «Γ΄ Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος (Ελληνόφωνων Εκκλησιών)».
Το Συνέδριο αυτό έλαβε χώρα στο Φανάρι στις 21-4-1994. Είχε την ίδια ελληνόφωνη σύνθεση με τις δύο προηγούμενες Α΄ και Β΄ λεγόμενες «Μείζονες και Υπερτελείς Συνόδους». Αποφάσισε την άρση της αντικανονικής και αυθαίρετης καθαιρέσεως των δύο ανωτέρω Αρχιεπισκόπων και δύο κληρικών της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, ύστερα από τις αιτήσεις μετανοίας τις οποίες αυτοί κατέθεσαν σε σχέση με την εκ πρώτης όψεως δικαιοδοσιακή απαίτηση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Αυστραλία, την παράλληλη με εκείνη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως [Ορθοδοξία 1 (1994) 502-504).
Β) Ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «Ιερά Διευρυμένη Σύνοδος» το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών το αποτελούμενο από τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου».
Έλαβε χώρα στο Ορθόδοξο Κέντρο Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο Σαμπεζύ της Γενεύης στις 17-5-2006. Το θέμα του ήταν η εξέταση του απασχολούντος την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου Αρχιεπισκοπικού ζητήματος, το οποίο προέκυψε για τους κυριότερους διεκδικητές του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου από την ασθένεια του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Α΄, η οποία κατέστησε δυσχερή την άσκηση των καθηκόντων του. Αποφάσισε – αναρμοδίως για δύο (2) λόγους, πρώτον διότι δεν ήταν Πανορθόδοξη Σύνοδος, αλλά Συνέδριο το οποίο είχε ως μέλη του τα τέσσερα (4) πρεσβυγενή Πατριαρχεία, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου, και δεύτερον διότι το θέμα του εν λόγω Συνεδρίου ήταν της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ιεράς Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου - την έκπτωση από τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Κύπρου του ανωτέρω Αρχιεπισκόπου Κύπρου, λόγω σοβαρής και μακρόχρονης ασθενείας, και την κήρυξη του εν λόγω Θρόνου εν χηρεία, με την εξής διατύπωση: «Η Ιερά Σύνοδος [δηλ. το Συνέδριο των τεσσάρων (4) πρεσβυγενών Πατριαρχείων, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου], μετά βαθείας λύπης διεπίστωσεν ότι η υγεία του ασθενούντος Μακ. Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου έχει κλονισθή σοβαρώς από τετραετίας και είναι μη αναστρέψιμος, κατόπιν δε σχετικών εισηγήσεων των Μητροπολίτου Πάφου Χρυσοστόμου και Επισκόπου Κύκκου Νικηφόρου και γενομένης μυστικής ψηφοφορίας, δι’ ηυξημένης πλειοψηφίας, εκήρυξε τον Θρόνον της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου εν χηρεία…» [Ορθοδοξία 13 (2006) 227-239).
Γ) Ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «Δ΄ Μείζων και Υπερτελής Πανορθόδοξη Σύνοδος» το Συνέδριο των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών στη Σόφια.
Το Συνέδριο αυτό έλαβε χώρα από 30-9 μέχρι 1-10-1998 στη Σόφια Βουλγαρίας, μετά από αίτηση του Πατριάρχη Βουλγαρίας Μαξίμου. Συμμετείχαν όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Το θέμα της ήταν η αντιμετώπιση και λύση των προβλημάτων, τα οποία προκάλεσε το Σχίσμα που δημιουργήθηκε το έτος 1992 στην Εκκλησία της Βουλγαρίας από τη δημιουργία παράλληλης Συνόδου από αρχιερείς του Πατριαρχείου Βουλγαρίας προς εκείνη του ίδιου Πατριαρχείου για πολιτικούς λόγους. Ορθά αναγνώρισε ως κανονικό τον Πατριάρχη Βουλγαρίας Μάξιμο και υποχρέωσε τους δημιουργήσαντες το σχίσμα αρχιερείς να υποταχθούν στη Σύνοδο του Πατριαρχείου Βουλγαρίας [Ορθοδοξία 5 (1998) 619-640 και Παράρτημα του Δ΄ τεύχους με τα Πεπραγμένα της συγκληθείσας στη Σόφια λεγόμενης «Μείζονος και Υπερτελούς Ιεράς Πανορθοδόξου Συνόδου, σελ. 7-211].
Όμως, κατά την έρευνα που περιέχεται στο βίντεο με τίτλο «Απομόνωση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων» (https://www.youtube.com/watch?v=myv5UWu7aqI), το οποίο δημοσιεύθηκε στο Youtube στις 19-6-2013, στο εν λόγω Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επιχείρησε την απομάκρυνση του Πατριάρχη Βουλγαρίας Μαξίμου, αλλά συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση του Μακαριώτατου Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίου, ο οποίος και αυτός ήταν και εξακολουθεί και μετά την αντικανονική και αυθαίρετη, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, έκπτωσή του από τον Πατριαρχικό Θρόνο Ιεροσολύμων να είναι ενεργός αντιοικουμενιστής. Η συγκεκριμένη διάσταση της θέματος, εφόσον έχει βασιμότητα, αποκαλύπτει ότι οι αρχιερείς που πραγματοποίησαν το σχίσμα στην Εκκλησία Βουλγαρίας, το οποίο εκ πρώτης όψεως φαινόταν να οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, επιδίωκαν την αυθαίρετη και αντικανονική ανατροπή του Πατριάρχη Βουλγαρίας Μαξίμου, λόγω των αντιοικουμενιστικών του φρονημάτων και πρακτικών, προκειμένου το Πατριαρχείο Βουλγαρίας να αποκτήσει οικουμενιστικό προσανατολισμό.
Δ) Ψευδεπίγραφα ονομάστηκαν «Πανορθόδοξες Σύνοδοι» τα εξής Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών:
α) Η λεγόμενη «Πανορθόδοξη Αγία και Ιερά Σύνοδος».
Το Συνέδριο αυτό έλαβε χώρα στο Φανάρι στις 24-5-2005, ύστερα από έκκληση της Ιεραρχίας και Αγιοταφικής Αδελφότητας των Ιεροσολύμων, δηλ. εκείνων που διέπραξαν τα εκκλησιαστικά ποινικά αδικήματα της φατρίας και τυρείας κατά του Κανονικού Πατριάρχη τους. Συμμετείχαν οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, οι Αρχιεπίσκοποι Αθηνών και πάσης Ελλάδος, και Τιράνων και πάσης Αλβανίας, ο Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας, και εκπρόσωποι των Πατριαρχείων Αντιοχείας, Ρωσίας, Ρουμανίας, και Γεωργίας, και της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, καθώς και της Αγιοταφικής Αδελφότητας Ιεροσολύμων.
Το τυπικό θέμα του ήταν η εξέταση των δυσάρεστων εκκλησιαστικών εξελίξεων στους κόλπους του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ενώ το συγκεκαλυμμένο αλλά πραγματικό θέμα του ήταν η αυθαίρετη και αντικανονική παύση του Κανονικού Μακαριώτατου Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ από τον Πατριαρχικό Θρόνο Ιεροσολύμων. Η αυθαίρετη και αντικανονική παύση του Κανονικού Μακαριώτατου Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ από τον Πατριαρχικό Θρόνο Ιεροσολύμων έγινε χωρίς δίκη και χωρίς κανονική του παραίτηση και πραγματοποιήθηκε δε με τη μέθοδο της διαγραφής του ονόματός του από τα Ορθόδοξα Δίπτυχα. Έτσι το εν λόγω Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών (ψευδεπίγραφα, Πανορθόδοξη Αγία και Ιερά Σύνοδος) - χωρίς το ίδιο να έχει σχετική αρμοδιότητα, δεδομένου δεν ήταν πραγματική Σύνοδος, αφού μέλη της ήταν οι συμμετέχουσες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ενώ οι συμμετέχοντες αρχιερείς δεν διέθεταν ατομική αποφασιστική ψήφο - επέτρεψε στα μέλη της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων τα οποία φατρίασαν κατά του Κανονικού Προκαθημένου τους, να εκλέξουν αντικανονικώς, για τον ανωτέρω λόγο, τον Ιερώτατο Αρχιεπίσκοπο Θαβωρίου κ. Θεόφιλο στον ίδιο Πατριαρχικό Θρόνο. Κατά πληροφορίες, υπήρξε μια αρνητική ψήφος (πιθανότατα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου) και δύο αποχές.
Η απόφαση του συγκεκριμένου Συνεδρίου Αυτοκέφαλων Εκκλησιών ανέφερε: «… κατόπιν μακρών διαβουλεύσεων ήχθη εις την απόφασιν να απευθύνη αδελφικήν έκκλησιν προς τον Μακ. Πατριάρχην Ιεροσολύμων κ. Ειρηναίον όπως οικειοθελώς υποβάλη την παραίτησιν αυτού… Του Μακ. Πατριάρχου κ. Ειρηναίου αρνηθέντος να δεχθή τούτο, η Σύνοδος των Προκαθημένων απεδέχθη έναντι τριών επεχόντων την απόφασιν της πλειοψηφίας της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων περί αποκηρύξεως του Πατριάρχου αυτών, όπερ συνεπάγεται την διαγραφήν του ονόματος αυτού εκ των Ορθοδόξων διπτύχων» (Ορθοδοξία, 12 (2005) 263-281).
β) Η λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδος» (Κρήτη, από 17-27/6/2016).
Γι’ αυτό το Συνέδριο της Αποστασίας των δέκα (10) από τις δεκατέσσερις (14) Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες», οι οποίες εκπροσωπούν μόνον το ένα τρίτο (1/3) των Ορθόδοξων πιστών, και οι οποίες εισήγαγαν «συνοδικώς», ήτοι δεσμευτικά για τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες, την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Νέο-γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού) [ψευδεπίγραφα καλούμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», δεδομένου ότι μέλη της ήταν μόνον οι δέκα (10) Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ενώ οι συμμετέχοντες αρχιερείς δεν διέθεταν ατομικές αποφασιστικές ψήφους], βλέπετε τις ακόλουθες μελέτες μου:
1 – Αξιολόγηση της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» (https://drive.google.com/file/d/0BxcSUS2O16_gbTQ2QmRjMXh1TkE/view),
2 – Μελέτη για το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων των δέκα (10) Αυτοκέφαλων «Εκκλησιών» (οι οποίες εκπροσωπούν μόνον τον ένα τρίτο (1/3) των Ορθοδόξων], το οποίο εισήγαγε «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού – Gnosis, ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), και για την αναγκαία και αναπόφευκτη εκκλησιολογική συνέπεια της διακοπής κοινωνίας με τους Προκαθημένους και Επισκόπους των δέκα (10) Αυτοκέφαλων «Εκκλησιών», οι οποίοι δεν καταδικάζουν, ως Παναιρετικό, τούτο το Συνέδριο της Αποστασίας (https://drive.google.com/file/d/0BxcSUS2O16_gZ1ZYY29PSUhPc3c/view).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Οι λεγόμενες «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Σύνοδοι», δηλ. τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, δεν είναι Σύνοδοι, δεδομένου ότι τα μέλη τους δεν είναι οι συμμετέχοντες αρχιερείς με δικαίωμα αποφασιστικής ψήφου, αλλά Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες μετέχουν είτε δια των προκαθημένων τους είτε δι’ εκπροσώπων τους είτε δια των προκαθημένων και εκπροσώπων τους. Διότι για την ύπαρξη Συνόδου σε όλα τα επίπεδα, είτε σε επίπεδο Αυτοκέφαλης Εκκλησίας (Σύνοδος Ιεραρχίας αυτής), είτε σε επίπεδο Τοπικής Συνόδου ορισμένων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, είτε σε επίπεδο Πανορθόδοξης ή Οικουμενικής Συνόδου, απαιτείται καθένας από τους συνοδικούς αρχιερείς να διαθέτει ατομική αποφασιστική ψήφο (34ος Αποστολικός, όπως εφαρμόστηκε σε όλα αυτά τα είδη Συνόδων).
Επειδή οι λεγόμενες «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Σύνοδοι», δηλ. τα Συνέδρια Αυτοέφαλων Εκκλησιών, δεν είναι Σύνοδοι, γι’ αυτό το λόγο δεν έχουν συνοδική εξουσία, δηλ. δεν εκδίδουν έγκυρες αποφάσεις, δογματικές ή ποιμαντικές, ούτε αυτοδικαίως άκυρες, αλλά ακυρώσιμες από ενδεχομένως μέλλουσα να συγκληθεί όντως Ορθόδοξη Πανορθόδοξη Σύνοδο, δεδομένου ότι οι συμμετέχουσες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες τις θεωρούν ως δεσμευτικές γι’ αυτές.
Αυτά τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών έχουν ως πρότυπό τους το ειλικρινά ονομασθέν ως Συνέδριο Εκκλησιών του έτους 1923, το οποίο επέτρεψε αναρμοδίως – διότι δεν ήταν Πανορθόδοξη Σύνοδος για να παρέχει εξουσιοδοτήσεις στις Συνόδους των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών να εισάγουν αυτές οικουμενιστικές καινοτομίες - την εισαγωγή κάποιων καινοτομιών της Παναίρεσης του Οικουμενισμού (νέο εορτολόγιο, δεύτερος γάμος κληρικών κλπ.), ως πρώτων μέτρων εφαρμογής της Παναίρεσης του Οικουμενισμού, μετά την έκδοση της Εγκυκλίου του 1920 του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ως γνωστόν, αυτή η Εγκύκλιος περιέχει τον Καταστατικό Χάρτη της Παναίρεσης του Οικουμενισμού. Η ίδια, όμως, Εγκύκλιος, που είχε αποσταλεί στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, δεν δόθηκε στη δημοσιότητα παρά μόνον από τον Ιωάννη Καρμίρη στον δεύτερο τόμο των Δογματικών και Συμβολικών του Μνημείων το έτος 1968.
Επί πατριαρχίας, όμως, Βαρθολομαίου Α΄ του Αρχοντώνη, τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών μετονομάστηκαν ψευδεπίγραφα σαν «Σύνοδοι», παρά το γεγονός ότι δεν πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις για την ύπαρξη Συνόδου. Διότι, όπως ρητά αναγνωρίζεται στα Πρακτικά της λεγόμενης «Αγίας και Ιεράς Συνόδου» της 24-5-2005, το εν λόγω Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών αυτοχαρακτηρίζεται ως δήθεν «Σύνοδος των Προκαθημένων». Δεν υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και στο Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο θεσμός «Συνόδου των Προκαθημένων». Διότι, όπως προκύπτει από την Εκκλησιαστική Ιστορία, από τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, από τους Ιερούς Κανόνες, από την Πατερική Θεολογία και από την Αγία Γραφή, όταν οι επαρχιούχοι αρχιερείς, δηλ. οι ποιμενάρχες, συνέρχονται σε Σύνοδο οποιουδήποτε επιπέδου, επειδή όλοι οι συνοδικοί αρχιερείς, ανεξάρτητα από τη διοικητική τους θέση στο πλαίσιο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην οποία ανήκουν, εκπροσωπούν τις επισκοπές τους, είναι εκκλησιολογικά ίσοι μεταξύ τους και με τους προκαθημένους τους, οι οποίοι πρωτίστως μετέχουν σε οποιοδήποτε είδος Συνόδου με την ιδιότητά τους των επαρχιούχων αρχιερέων των επισκοπών των οποίων προϊστανται.
Τα είδη των Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών των μετονομασμένων ψευδεπίγραφα σε «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Συνόδους», όπως προκύπτει σαφώς από τα μέχρι τώρα δεδομένα τους, είναι τα εξής: α) «ημι-πανορθόδοξες σύνοδοι» και β) «πανορθόδοξες σύνοδοι». «Ημι-πανορθόδοξες Σύνοδοι» είναι τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών στα οποία δεν προσκαλούνται από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, κατά την ανέλεγκτη κρίση του και για τους δικούς του υποκειμενικούς λόγους, όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά μόνον ορισμένες από αυτές ως μέλη τους. «Πανορθόδοξες Σύνοδοι» είναι τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών στα οποία προσκαλούνται ως μέλη τους όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. «Ημι-πανορθόδοξες Σύνοδοι» είναι τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών τα οποία χαρακτηρίζονται ως Α΄, Β΄, και Γ΄ «Μείζονες και Υπερτελείς Σύνοδοι (Ελληνόφωνων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών)», καθώς και εκείνο που χαρακτηρίζεται ως «Ιερά Διευρυμένη Σύνοδος (των τεσσάρων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Κύπρου». «Πανορθόδοξες Σύνοδοι» είναι τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών τα οποία χαρακτηρίζονται ως 1) «Δ΄ Μείζων και Υπερτελής Πανορθόδοξη Σύνοδος», 2) «Αγία και Ιερά Σύνοδος» και 3) «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος».
Οι σκοποί λειτουργίας στην πράξη Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών είτε μη μετονομασμένων σε «Συνόδους», δηλ. του Συνεδρίου Εκκλησιών του 1923, είτε μετονομασμένων ψευδεπίγραφα σε «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Συνόδους», όπως προκύπτει σαφώς από τα μέχρι τώρα δεδομένα τους, είναι οι ακόλουθοι:
Ένα τέτοιο Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών επιδιώκει:
1) να εισάγει οικουμενιστικές καινοτομίες μη επιτρεπόμενες από την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, ως βήματα εφαρμογής της Παναίρεσης του Οικουμενισμού (Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, 1923),
2) να εισάγει αυτήν καθ’ εαυτήν την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Νέο-γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού) (λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», 2016),
3) να σωφρονίσει [λεγόμενες «Α΄, Β΄ και Γ΄ Μείζονες και Υπερτελείς Σύνοδοι (Ελληνόφωνων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών)» (1993-1994)] ή να καταδικάσει σε έκπτωση (Πανορθόδοξη Αγία και Ιερά Σύνοδος, 2005) Προκαθημένους Αυτοκέφαλων Εκκλησιών που δεν ακολουθούν την Παναίρεση του Οικουμενισμού,
4) να στηρίξει Προκαθημένους Αυτοκέφαλων Εκκλησιών οι οποίοι δεν ακολουθούν την Παναίρεση του Οικουμενισμού, σε περίπτωση δημιουργίας σχίσματος σε αυτές από αρχιερείς τους, αν δεν μπορεί, λόγω εσωτερικών διαφωνιών των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών σε αυτό το Συνέδριο, να καταδικάσει τους εν λόγω Προκαθημένους σε έκπτωση (Δ΄ Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος, 1998),
5) να αποφασίσει για ζήτημα το οποίο όχι μόνο δεν ανήκει σε Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, αλλά ούτε καν σε όντως Πανορθόδοξη Σύνοδο, δεδομένου ότι είναι εσωτερικό ζήτημα των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών [λεγόμενη «Ιερά Διευρυμένη Σύνοδος (των τεσσάρων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου) (2006)].
Είναι σαφές ότι η ψευδεπίγραφη μετονομασία των Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών σε «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Συνόδους» ή «Συνόδους των Προκαθημένων» - οι οποίες άρχισαν να λειτουργούν στην πράξη μετά την εισαγωγή της Παναίρεσης του Οικουμενισμού στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και πιο συγκεκριμένα μετά την Οικουμενιστική Εγκύκλιο του εν λόγω Πατριαρχείου του έτους 1920 - εξυπηρετεί σαφώς την εκκλησιολογικώς και κανονικώς αυθαίρετη υπερύψωση των προέδρων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών έναντι των λοιπών επαρχιούχων αρχιερέων, μέσω της προκρίσεως της ιδιότητάς τους ως προκαθημένων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών σε βάρος της ιδιότητας των εν λόγω προέδρων ως επαρχιούχων αρχιερέων. Αυτή η ιδιότητα των προέδρων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών ως επαρχιούχων αρχιερέων εκκλησιολογικώς και κανονικώς έχει τη βαρύνουσα σημασία της, λόγω της εκκλησιολογικής και κανονικής ισότητας των επαρχιούχων αρχιερέων των συνερχόμενων σε οποιοδήποτε είδος συνόδου, ανεξαρτήτως της διοικητικής θέσεως την οποία κατέχουν στο πλαίσιο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας τους. Οι διοικητικές θέσεις των επαρχιούχων αρχιερέων ως προέδρων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών έχει μόνο μια δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με την τάξη λειτουργίας οποιουδήποτε είδους Συνόδου, χωρίς αυτή η τάξη να επηρεάζει το ότι κάθε επαρχιούχος αρχιερέας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι είναι ή δεν είναι προκαθήμενος, έχει ατομική αποφασιστική ψήφο.
Η αντίθετη, όμως, προς την Εκκλησιολογία και το Κανονικό Δίκαιο, υπερύψωση των προκαθημένων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών στο Συνέδριό τους, το οποίο ονομάζεται ψευδεπίγραφα «Πανορθόδοξη ή Ημι-πανορθόδοξη Σύνοδος», εμπερικλείει την περαιτέρω ατομική υπερύψωση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Μάλιστα ο Μητροπολίτης Προύσσης Ελπιδοφόρος Λαμπριανίδης του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως προσπάθησε εντελώς εσφαλμένα να υποστηρίξει θεωρητικά την ήδη εφαρμοζόμενη στην πράξη, μέσω δήθεν «Πανορθόδοξων ή Ημι-πανορθόδοξων Συνόδων», περαιτέρω ατομική υπερύψωση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως έναντι των λοιπών Προκαθημένων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, αντί του «πρώτου μεταξύ ίσων (primus inter pares)», ως «πρώτου χωρίς ίσους (primus sine paribus)» (http://anastasiosk.blogspot.gr/2014/01/primus-sine-paribus.html), δηλ. με «παπικό», mutatis mutandis (ή με τις ανάλογες προσαρμογές) πρωτείο εξουσίας του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως εν ονόματι δήθεν του «συντονιστικού του ρόλου» σε σχέση με τις λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Συνεπώς, οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και μάλιστα οι τέσσερις (4) από αυτές που ορθά δεν συμμετείχαν στο Συνέδριο Αποστασίας της Κρήτης, επιβάλλεται
α) να παύσουν επιτέλους να συμμετέχουν σε τέτοια Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών τα οποία έχουν μετονομαστεί ψευδεπίγραφα σε «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Συνόδους», και
β) να απαιτήσουν επίμονα και σοβαρά τη λειτουργία πραγματικών Πανορθόδοξων Συνόδων, στις οποίες οι Προκαθήμενοι και οι αρχιερείς των αντιπροσωπειών των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών θα είναι όλοι συνοδικά μέλη και ο καθένας από αυτούς θα έχει ατομικό δικαίωμα αποφασιστικής ψήφου, όπως ορίζει η Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και το Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο.
Διότι, στην αντίθετη περίπτωση:
Α) Θα συνεχιστεί, μέσω τέτοιων Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, η «συνοδική», αλλά δεσμευτική για τις συμμετέχουσες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, εισαγωγή χιονοστιβάδας μεταγενέστερων οικουμενιστικών πλανών με τις αντίστοιχες δογματικές αλλοιώσεις των άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως μέχρι την πλήρη ανατροπή των θεμελιωδών δογμάτων της Μίας, Αγίας, Καθολικής Εκκλησίας, ήτοι του Εκκλησιολογικού στην αρχή και στη συνέχεια του Χριστολογικού και εν τέλει του Τριαδολογικού. Και
Β) Όποιοσδήποτε προκαθήμενος ή επαρχιούχος αρχιερέας, κληρικός, μοναχός ή λαϊκός, θα κινδυνεύει - από τη μη προβλεπόμενη από την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και τους Ιερούς Κανόνες αλλά λειτουργούσα στην πράξη ανώτατη αρχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας εν γένει, ήτοι του Συνεδρίου Αυτοκέφαλων Εκκλησιών του μετονομασθέντος ψευδεπίγραφα σε «Πανορθόδοξη ή Ημι-πανορθόδοξη Σύνοδο - να υποβληθεί, αν μεν είναι κληρικός, στην ποινή της καθαίρεσης, αν δε είναι μοναχός ή λαϊκός στην ποινή του αφορισμού, επειδή θα εκφράζει ή θα εκφράζει αντιοικουμενιστικές θέσεις ή επειδή θα αναπτύσσει αντιοικουμενιστική δράση, όπως άλλωστε δικαιούται τόσο δυνάμει του Συντάγματος της χώρας του όσο και δυνάμει της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και του Ορθόδοξου Κανονικού Δικαίου.
Χαρακτηριστική περίπτωση συνιστούν οι προαναγγελθείσες, από τον δημοσιογράφο κ. Παναγιώτη Ανδριόπουλο (Φως Φαναρίου, http://fanarion.blogspot.gr/search?updated-max=2016-08-31T21:03:00%2B03:00&max-results=15&start=28&by-date=false, με περαιτέρω ανάρτηση στη Ρουμανική στο http://basilica.ro/panagiotis-andriopoulos-caterisirea-clericilor-care-raspandesc-vrajba-in-trupul-bisericii/),
Α) καθαιρέσεις των κληρικών
1) π. Θεοδώρου Ζήση, ομότιμου καθηγητή Πατρολογίας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.,
2) π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου, εφημερίου της ενορίας Αγίου Νικολάου, της Μητροπόλεως Πατρών,
3) π. Πέτρου Χιρς, εφημερίου της ενορίας Προφήτου Ηλιού, Πετροκέρασων Θεσσαλονίκης, Μητροπόλεως Ιερισσού,
4) του π. Ματθαίου Βουλκανέσκου, εφημερίου της ενορίας Παναγίας Οδηγήτριας Λόφου Βώκου, Μητροπόλεως Πειραιώς, και
Β) αφορισμοί
1) του κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, καθηγητή Δογματικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ., και
2) του μοναχού Σεραφείμ Ζήση, από μέλλον να συγκληθεί Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών μετονομασμένο ψευδεπίγραφα σε «Πανορθόδξη Σύνοδο», με βάση ανυπόστατες σε βάρος τους κατηγορίες για δήθεν «αντιεκκλησιαστική δράση, σκανδαλισμό των πιστών, προτροπή αυτών σε απείθεια, και καταφρόνηση της Κανονικής Εκκλησίας και της μέσα σε αυτήν παραδεδομένης τάξεως, και με βάση το άρθρο 22 του εγκριθέντος από τη λεγόμενη ‘Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας’ (ήτοι των δέκα Αυτοκέφαλων Εκκλησιών που συμμετείχαν σε αυτήν και οι οποίες εκπροσωπούν μόνον το ένα τρίτο των Ορθοδόξων), το οποίο άρθρο απαγορεύει απολύτως – το οποίο άρθρο έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο προς την, κατά τα ανωτέρω, Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και το Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, όσο και προς το Σύνταγμα της Χώρας (θρησκευτική ελευθερία, ελευθερίες σκέψεως και εκφράσεως) - οποιαδήποτε κριτική των ψηφισθέντων ‘συνοδικών’ κειμένων». Στώμεν καλώς!
Πηγή: Ακτίνες
Ἡ λεγομένη ‘’Ἁγία καὶ μεγάλη σύνοδος’’ τῆς Κρήτης, ὡς ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικὸ γεγονός, ἀποτελεῖ πλέον παρελθόν. Δὲν ἀποτελοῦν, ὅμως, παρελθὸν τὰ ἀποτελέσματα καὶ οἱ συνέπειές της. Ἤδη, τὰ πορίσματα καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς ‘’συνόδου’’ ἄρχισαν νὰ μπαίνουν σὲ ἐφαρμογή. Μιὰ ἐφαρμογή, ποὺ ξαναφέρνει ζωηρὰ στὸ προσκήνιο τὴν προαιώνια διελκυστίνδα φιλενωτικοὶ-ἀνθενωτικοί, οἰκουμενιστὲς-παραδοσιακοί. Ἔτσι, τὸ μὲν ἀκατήχητο μέρος τοῦ λαοῦ μας, ἔχει περιπέσει σὲ πρωτοφανῆ σύγχυση, ὁ δὲ ἔντιμος κλῆρος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν πιστοὶ βρίσκονται σὲ κατάσταση πνευματικῆς ἑτοιμότητας καὶ ἔντονου προβληματισμοῦ.
Τὰ γεγονότα, τὰ μετασυνοδικά, μιλᾶνε ἀπὸ μόνα τους:
α) Ἁγιορεῖτες μοναχοί, ἀλλὰ καὶ παππάδες Ἱερῶν Μητροπόλεων, συκοφαντοῦνται, διώκονται καὶ τρομοκρατοῦνται, γιὰ τὸν ἀγώνα τοὺς τὸν ἀντιαιρετικό, γιὰ τὴν καταπολέμηση κυρίως τῆς παναίρεσης τοῦ οἰκουμενισμοῦ, γιὰ τὸ Πατερικό τους φρόνημα. (1,2)
β) Πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι καὶ μητροπολίτες, ἀπροκάλυπτα πλέον, θαυμάζουν καὶ ἐπαινοῦν τὴν διοργάνωση ἀπὸ αἱρετικούς, χριστιανικοῦ τάχα συνεδρίου στὴν ‘’μεικτὴ μοναστικὴ κοινότητα’’ τοῦ Μποζέ. (3,4)
γ) Ἕλληνες μητροπολίτες δηλώνουν περιχαρεῖς καὶ ἀνερυθρίαστα, ὅτι ‘’ἐπιτέλους λύθηκε τὸ πρόβλημα τῶν μεικτῶν γάμων καὶ ἔτσι οἱ χριστιανοί(;) θὰ μποροῦν νὰ....
παντρεύονται ἐλεύθερα μεταξύ τους’’. (5)
δ) Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καμαρώνουν ‘’συνοδικῶς’’ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ‘’παγκοσμίου συμβουλίου ἐκκλησιῶν’’, τὴν ‘’κουρελοὺ τοῦ διαβόλου’’, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος γέροντάς μας Παΐσιος. (6)
ε) Καρδινάλιοι καὶ πάστορες τὴν πρώτη τῆς Ἰνδίκτου, σύμφωνα μὲ ἀνάρτηση τοῦ ἐπισήμου ἰστολογίου τοῦ Πατριαρχείου μας, ‘’ἐκκλησιάζονται’’ καὶ ‘’συμπροσεύχονται’’ μέσα στὸν Πατριαρχικό μας Ἱερὸ Ναό, σὲ ὥρα Ἑσπερινοῦ καὶ Θείας Λειτουργίας, λὲς καὶ κατέχουν Ἀποστολικὴ διαδοχή, λὲς καὶ φέρουν Ἱεροσύνη, λὲς καὶ μετανόησαν γιὰ τὶς πλάνες τους καὶ ζήτησαν μὲ συντριβὴ νὰ γυρίσουν πίσω στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. (7)
στ) Πατριάρχες καὶ ἐπίσκοποι, ‘’τῇ συνοδικῇ ἀποφάσει’’, ἀναγνωρίζοντας ἐκκλησιαστικότητα σὲ ἀμετανόητους αἱρετικούς, ἀποκαλοῦν τοὺς παπικούς, τοὺς προτεστάντες καὶ τοὺς μονοφυσίτες ‘’ἀδελφὲς ἐκκλησίες’’ καὶ συμπροσεύχονται μαζί τους. (7,8)
ζ) Ἐπίσκοποί τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου, παραθεωρώντας ἀποφάσεις Συνόδων καὶ περιφρονώντας σχετικὲς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων μας, δηλώνουν ὅτι ‘’οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ εἴμαστε οἱ δύο πνεύμονες τῆς Μίας Ἐκκλησίας’’. (9)
η) Ὁ πάπας, ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τῆς Ὀρθοδοξίας μας κατὰ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ καὶ ὄχι μόνον, ἐκφράζει δημοσίως τὴν εὐαρέσκειά του γιὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ‘’ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου’’, καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς δικούς μας πνευματικοὺς ταγοὺς δέχονται τοὺς ἐπαίνους αὐτούς, χωρὶς ἴχνος προβληματισμοῦ. (10,11)
Πάντως -σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πλειονότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας διοίκησης- εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι ὁ φιλότιμος κλῆρος καὶ ὁ πιστὸς λαός, μαθαίνοντας μέσω ὑπευθύνων δημοσιευμάτων τὸ τί ἀποφασίστηκε στὴν ‘’σύνοδο’’ τῆς Κρήτης, ἔχουν περιέλθει σὲ μιὰ κατάσταση ἀφόρητης συνειδησιακῆς κρίσεως καὶ συγχρόνως καλῆς ἀνησυχίας.
Ἡ συνειδησιακὴ αὐτὴ κρίση -κατὰ τὸ βιβλικὸ ‘’ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε’’- γέννησε πολὺ γρήγορα καὶ τὸν θυμό. Ἀπέναντι, δηλαδή, στὶς ἐπιθέσεις τῶν αἱρετικῶν, ὅπως διδάσκει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, διέγειρε τὸ ‘’νεῦρο τῆς ψυχῆς’’. Ἐνεργοποίησε δυναμικά το πατροπαράδοτο ὁμολογιακὸ φρόνημα τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὑψώνοντας ἔτσι, θεοφρούρητα ἀναχώματα ἀπέναντι στὶς διαθέσεις τῶν οἰκουμενιστῶν.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ καλὴ ἀνησυχία, ὅπως συνήθιζε νὰ τὴν ὀνομάζει ὁ ἅγιος γέροντάς μας Παΐσιος, ἀναδεικνύεται στὶς ἡμέρες μας ὡς ἡ πνευματικὴ ἐκείνη δύναμη, ἡ ὁποία κατορθώνει ταυτόχρονα τρία πράγματα:
Πρώτον, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ, διατηρεῖ ἀνόθευτη καὶ ἀκεραία τὴν ἐκκλησιολογικὴ καὶ δογματικὴ συνείδηση στὶς ψυχὲς τοῦ πιστοῦ μας λαοῦ καὶ τοῦ ἔντιμου κλήρου.
Δεύτερον, ἐκφραζόμενη καθημερινὰ μὲ ἔμπρακτη ὁμολογία Πίστεως, βάζει φρένο στὰ σχέδια κάποιων οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων μας, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπακούουν πιὰ στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀλλὰ στὰ ‘’πρωτεῖα’’ καὶ στὰ κελεύσματα τοῦ περιβόητου ’’παγκοσμίου συμβουλίου ἐκκλησιῶν’’.
Καὶ τρίτον, ἡ καλὴ αὐτὴ ἀνησυχία τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ξυπνάει, στὶς καρδιὲς τῶν καλῶν μας παραδοσιακῶν Ἐπισκόπων, τὴν μνήμη τῆς Ἀρχιερατικῆς τους Ὑπόσχεσης. Τοὺς ἐλέγχει καὶ τοὺς προβληματίζει σοβαρὰ γιὰ τὴν μέχρι τοῦδε ἀνοχὴ καὶ σιωπή τους. Οἱ Ἀρχιερεῖς μας, στὴν πλειονότητά τους, δὲν εἶναι οἰκουμενιστές. Ἁπλῶς, παγιδεύτηκαν. Θαμπώθηκαν ἀπὸ τὸ οἰκουμενιστικῶς νοούμενον ‘’φιλαδέλφως’’ καὶ ὑπέγραψαν ἀποφάσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες, τὸ ποίμνιό τους καὶ προπαντὸς ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, θλίβονται καὶ θρηνοῦν. Ἄλλο πράγμα, ὅμως, τὸ ‘’φιλαδέλφως’’ τῶν Φράγκων καὶ ἄλλο τὸ ‘’ἁγιοπνευματικῶς’’ καὶ ‘’θεαρέστως’’ τῶν Ἁγίων Πατέρων μας.
Μετασυνοδικῶς, ἁπλοὶ παπάδες, ταπεινοὶ μοναχοὶ καὶ πιστὸς λαός, ‘’προσκαρτεροῦντες τὴ προσευχή’’, ἐλπίζουμε στὸ Ἔλεος τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, νὰ μᾶς ἀπαλλάξει σύντομα ἀπὸ τοὺς νεοφανεῖς ψευτοποιμένες καὶ νὰ φωτίσει τοὺς πραγματικούς μας ποιμένες, νὰ πράξουν ἁπλὰ καὶ μόνον τὸ Ἀρχιερατικό τους καθῆκον. Νὰ ὑπακούσουν, δηλαδή, στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ ὁποῖον καὶ τοὺς ἀνέδειξε Ἀρχιερεῖς.
21.9.2016
______________________________________________________
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. https://yiorgosthalassis.blogspot.com/2016/06/blog-post_1.html
2. https://aktines.blogspot.gr/2016/09/blog-post_50.html
3. https://entoytwnika1.blogspot.gr/2016/09/bose.html
4. https://fanarion.blogspot.gr/2016/09/24-bose.html
5. https://trelogiannis.blogspot.gr/2016/07/blog-post_22.html?showComment=1467658350254
7. https://www.ec-patr.org/news.php?lang=gr&mo=9&ye=2016
8. https://opaidagogos.blogspot.gr/2016/09/blog-post_57.html
9. http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2016/09/blog-post_85.html
10. https://www.candianews.gr/2016/06/19/to-minyma-tou-papa-gia-ti-synodo-tis-kritis-ikona/
11. https://aktines.blogspot.gr/2016/07/blog-post_748.html
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 15η Σεπτεμβρίου 2016
ΧΩΡΕΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ;
Όσοι μελετούν τα λεχθέντα, πραχθέντα και αποφασισθέντα κατά την «Σύνοδο» που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιούνιο στην Κρήτη, διαπιστώνουν όλο και εναργέστερα, ότι ο πρωταρχικός στόχος της πλειονότητας των μελών της υπήρξε η με κάθε τρόπο και πάση θυσία προσπάθεια αποδοχής του όρου «Εκκλησία» στους ετεροδόξους. Η επιδίωξη αυτή ήταν, θα λέγαμε, η καρδιά της «Συνόδου». Γι’ αυτό και πολεμήθηκε με πρωτοφανή λύσσα κάθε αντίθετη γνώμη, που ήταν σύμφωνη με την μακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας μας. Μένουμε δε πραγματικά έκθαμβοι, βλέποντας τις απίστευτες μεθοδεύσεις και σοφιστείες, που επινοήθηκαν κατά την εν λόγω «Σύνοδο», προκειμένου να θεμελιωθεί «θεολογικά» ο κεντρικό αυτός στόχο της.
Μια τέτοια εισήγηση, πλήρως ευθυγραμμισμένη στο «πνεύμα» του συγκρητισμού, υπήρξε και αυτή του Σεβ. Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας (Κύπρου) κ. Νικηφόρου, η οποία δημοσιεύτηκε στο υπερπολυτελές περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεώς του «ΕΝΑΤΕΝΙΣΕΙΣ» (τευχ. Ιανουάριος – Ιούνιος 2016). Τίτλος της εισηγήσεως: «Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΟΠΩΣ “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ».
Στην εισήγηση αυτή προσπαθεί ο Σεβασμιώτατος, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, με ιστορικά άλματα και θεολογικούς ακροβατισμούς, με μια στρεβλή θεώρηση της αρχής της οικονομίας και με παρερμηνείες αγιογραφικών και πατερικών χωρίων, να φθάσει στο συμπέρασμα, ότι μπορεί και πρέπει να γίνει δεκτός ο όρος «Εκκλησία» στους ετεροδόξους αιρετικούς.
Κατ αρχήν το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι, ότι η εισήγηση αυτή παρουσιάζει ένα μεγάλο θεολογικό κενό, ένα κενό που δεν δικαιολογείται για έναν Επίσκοπο, που έχει την αξίωση να παρουσιάσει μια μελέτη γύρω από την χρήση του όρου «Εκκλησία» στους ετεροδόξους σε μια πανορθοδόξου εμβελείας «Σύνοδο». Το κενό έγκειται στο γεγονός, ότι αρχίζει την διαπραγμάτευση του θέματός του από τις αποφάσεις της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, (1986), προσπερνώντας έτσι συνοδικές αποφάσεις ενός πλήθους Συνόδων Οικουμενικών, Τοπικών και Ενδημουσών και διαγράφοντας με μια μονοκονδυλιά μια Συνοδική και Κανονική Παράδοση 19 αιώνων. Η εισήγηση θα είχε θεολογική πληρότητα και αντικειμενικότητα, εάν έκανε τον κόπο να μας παραθέσει, ποιά στάση τήρησαν οι παρά πάνω Σύνοδοι απέναντι στους ετεροδόξους. Αν δηλαδή οι εν λόγω Σύνοδοι αναγνώρισαν αυτούς ως «Εκκλησίες». Η παράκαμψη όλων αυτών των Συνόδων φυσικά δεν είναι τυχαία και προφανώς έγινε σκόπιμα, διότι απλούστατα οι Σύνοδοι αυτές δεν ευνοούν τα συμπεράσματα, που θέλει να βγάλει ο Σεβασμιώτατος. Πράγματι αν ρίξουμε μια ματιά στα πρακτικά αυτών των Συνόδων, θα δούμε ότι όλες, χωρίς καμιά εξαίρεση, θεωρούν τους ετεροδόξους ως αιρετικούς, καταδικάζουν απερίφραστα τις αιρετικές τους διδασκαλίες και ουδέποτε αποδίδουν σ’ αυτούς τον όρο «Εκκλησία». Φυσικά περιττό να λεχθεί, ότι η Γ΄ Προσυνοδική με κανένα τρόπο δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία και βάση για την απόδοση του όρου «Εκκλησία» στους ετεροδόξους. Αντίθετα μάλιστα οφείλουν οι αποφάσεις της να κριθούν και να αξιολογηθούν επί τη βάσει των προγενεστέρων Οικουμενικών και Ενδημουσών Συνόδων. Επειδή δε η εν λόγω Διάσκεψη δεν ακολουθεί την Ορθόδοξη Παράδοση των Συνόδων αυτών, οφείλει να απορριφθεί στο σύνολό της ως μια αιρετίζουσα ψευδοδιάσκεψη.
Παρά κάτω ομιλεί για την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία την οποία ταυτίζει μεν με την Ορθόδοξη, αλλά παράλληλα τονίζει ότι «οι ποιμένες της ούτε εις μίαν εκ των πολλών ετεροδόξων Εκκλησιών υποβιβάζουν, αλλά ούτε και στη θεωρία των κλάδων την εντάσσουν». Εδώ ομιλεί περί «πολλών ετεροδόξων Εκκλησιών». Ρωτάμε τον Σεβ. Κύκκου: Που βρήκατε γραμμένο αυτό τον όρο, «ετερόδοξες Εκκλησίες», Σεβασμιώτατε; Από που τον δανειστήκατε; Από ποιο συνοδικό κείμενο Οικουμενικής, Τοπικής, η Ενδημούσης Συνόδου, η έστω από ποιο Πατερικό κείμενο; Όσο και αν ψάξουμε στα Πρακτικά των Οικουμενικών και των άλλων Ορθοδόξων Συνόδων, αλλά και στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, πουθενά δεν θα βρούμε τον όρο αυτό. Κατά τον Μέγα Βασίλειο, (Βλ. Α Κανών Μεγ. Βασιλείου, Πηδάλιον σελ. 587) οι εκτός της Εκκλησίας υποχρεωτικά εντάσσονται σε τρεις κατηγορίες, αυτή των αιρετικών, των σχισματικών και των παρασυναγώγων. Η κατηγορία των «ετεροδόξων Εκκλησιών» είναι άγνωστη στη Κανονική και Πατερική μας Παράδοση. Είναι, μια ανύπαρκτη κατηγορία, μια εφεύρεση που επινοήθηκε στη φαντασία μόνον των οικουμενιστών, που έλαβαν μέρος στην «Σύνοδο» της Κρήτης, προκειμένου να επιτύχουν τον σκοπό τους, να αποδώσουν δηλαδή εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους αιρετικούς. Ο όρος αυτός αποτελείται από δύο λέξεις «ετερόδοξος» και «Εκκλησία» που η μία αναιρεί την άλλη, η μία γρονθοκοπεί την άλλη. Όσο αληθινό είναι να ονομάσουμε μια πόρνη παρθένο, άλλο τόσο να ονομάσουμε μια ετερόδοξη κοινότητα Εκκλησία. Ο ετερόδοξος ταυτίζεται με τον αιρετικό επειδή πιστεύει σε άλλα δόγματα, έχει άλλη πίστη, «ετέρα δόξα», από αυτήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν πολλές πίστεις, όπως δεν υπάρχουν και πολλές Εκκλησίες με διαφορετικά δόγματα, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου: «εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα» (Εφ.4,5).
Επίσης κάνει μια απαράδεκτη διάκριση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των «πολλών ετεροδόξων Εκκλησιών». Δηλαδή κατά τον Σεβ. Κύκκου υπάρχει από τη μια μεριά η Ορθόδοξος Εκκλησία, η οποία τοποθετείται σε υψηλότερο επίπεδο εκκλησιαστικότητος και από την άλλη, οι «πολλές ετερόδοξες Εκκλησίες», οι οποίες βρίσκονται υποβιβασμένες σε χαμηλότερο επίπεδο. Εισάγει δηλαδή ανεπαίσθητα, πλην σαφέστατα, την έννοια διαφόρων διαβαθμίσεων εκκλησιαστικότητος. Η θεωρία των διαβαθμίσεων εκκλησιαστικότητος, η διαφορετικού βαθμού εκκλησιαστικής πληρότητος, αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες εκκλησιολογικές διδασκαλίες (=πλάνες) της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Πρόκειται για μια θεωρία, η οποία βέβαια δεν έχει καμία σχέση με την εκκλησιολογική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Παρά κάτω ομιλεί για την Οικονομία: «η Ορθόδοξος Εκκλησία εκτός από την οδό της ακριβείας γνωρίζει και την οδό της Οικονομίας, που αποτελεί ένα δικό της πανάρχαιο προνόμιο». Παρουσιάζει από την Καινή Διαθήκη ως «παράδειγμα πρακτικής εφαρμογής της αρχής της Οικονομίας» τον απόστολο Παύλο. Επικαλείται τα χωρία από την Α΄ προς Κορινθίους επιστολή (9,19-22): «Ελεύθερος γαρ ων εκ πάντων πάσιν εμαυτόν εδούλωσα, ίνα τους πλείονας κερδήσω· και εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδήσω· τοις υπό νόμον ως υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμονκερδήσω· τοις ανόμοις ως άνομος, μη ων άνομος Θεώ, αλλ’ έννομος Χριστώ, ίνα κερδήσω ανόμους·…». Προφανώς εδώ ο Σεβασμιώτατος στην προσπάθειά του να εφαρμόσει τα παρά πάνω χωρία του Αποστόλου στους ετεροδόξους, δίδει μια στρεβλή ερμηνεία των χωρίων αυτών, η οποία ωστόσο είναι σαφέστατη. Όταν ο Απόστολος έλεγε τους παρά πάνω λόγους, δεν θα πρέπει να εννοήσουμε ότι έπαιζε τον καραγκιόζη και αναλόγως των περιστάσεων, άλλοτε παρίστανε τον Ιουδαίο, παρασυρόμενος από τον Ιουδαϊσμό και άλλοτε τον εθνικό, παρασυρόμενος από την ειδωλολατρία και απαρνούμενος την πίστη στον Χριστό. Αλλοίμονο αν φθάσουμε στο συμπέρασμα, ότι ο Απόστολος ήταν «κάλαμος υπό ανέμων σαλευόμενος». Η ορθή ερμηνεία των παρά πάνω χωρίων σύμφωνα με τους Πατέρες είναι η εξής: Ο Απόστολος, αν και θεωρούσε την περιτομή και τις τελετουργικές διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου ως δυσβάστακτό ζυγό, από τον οποίο μας απελευθέρωσε ο Χριστός, [βλ. Γαλ.5,1: «Τη ελευθερία ουν, η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε»], εν τούτοις σε πολλές περιπτώσεις συμμορφωνόταν προς αυτές, με τον σκοπό να διευκολύνεται η αποδοχή του χριστιανικού κηρύγματος μεταξύ των Ιουδαίων. Κλασικό παράδειγμα έχουμε την περιτομή του Τιμοθέου από τον ίδιο τον Απόστολο, (βλ. Πραξ.16,3). Ο απόστολος προσάρμοζε τον εαυτό του με τα ήθη, τα έθιμα και τις τοπικές παραδόσεις των ανθρώπων, είτε αυτοί ήταν ιουδαίοι, είτε εθνικοί, εφ’ όσον τα έθιμα αυτά και οι παραδόσεις δεν ερχόταν σε αντίθεση με το ευαγγέλιο και τον νόμο του Χριστού. Γι’ αυτό άλλωστε προσθέτει παρά κάτω: «μη ων άνομος Θεώ, αλλ’ έννομος Χριστώ». Υποχωρούσε και συμμορφωνόταν με όλα αυτά, προσέχοντας πάντοτε να μην αθετήσει ουδέποτε την πίστη και τα δόγματα της Εκκλησίας και να μην παραβεί τον νόμο του ευαγγελίου για να αρέσει στους ανθρώπους: «ει γαρ έτι ανθρώποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Γαλ.1,10). Μέσα στα πλαίσια αυτής της δράσεώς του, κάθε φορά ομιλούσε ανάλογα με το ακροατήριο που είχε μπροστά του. Διαφορετικά ομιλούσε στις συναγωγές των ιουδαίων και διαφορετικά ομίλησε στον Άρειο Πάγο. Στα θέματα της πίστεως όμως ήταν άτεγκτος και ανυποχώρητος. Δεν δεχόταν καμία παραχάραξη, η δογματική αλλοίωση της ευαγγελικής διδασκαλίας: «αλλά και εάν ημείς η άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ' ο ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ.1,9). Δεν διστάζει να αναθεματίσει, δηλαδή να αποκόψει από την εκκλησία εκείνον, που θα τολμήσει να διδάξει κάτι διαφορετικό από τις αλήθειες της πίστεως, που παρέλαβαν οι Γαλάτες. Όπως καταλαβαίνει κανείς, τα παρά πάνω λόγια του Απόστολου, τα οποία επικαλείται ο Σεβ. Κύκκου (Α΄ Κορ.9,19-22), δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στους ετεροδόξους, διότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ήθη και έθιμα, αλλά με δογματικές πλάνες και αιρετικές διδασκαλίες των ετεροδόξων. Δεν καλούμεθα δηλαδή να υποχωρήσουμε και να συμμορφωθούμε με ήθη και έθιμα των Δυτικών, αλλά να αναγνωρίσουμε τους ετεροδόξους ως «Εκκλησίες», χωρίς αυτοί να έχουν αποβάλει τις αιρετικές διδασκαλίες τους. Στην προκειμένη περίπτωση επομένως, ισχύει ο λόγος του Αποστόλου «αλλά και εάν ημείς η άγγελος εξ ουρανού…» (Γαλ.1,9).
Παρά κάτω επικαλείται τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος τηρούσε μια στάση ποιμαντικής οικονομίας απέναντι στους Πνευματομάχους και απέφευγε να χρησιμοποιεί ρητά και δημοσίως τους όρους «Θεός» και «Ομοούσιος» για το άγιο Πνεύμα. Αναφέρει επίσης ότι το γεγονός αυτό ανάγκασε τον φίλο του άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, να διαφωνήσει μαζί του και να τον επιτιμήσει για την στάση του αυτή, ενώ εξ αντιθέτου ο Μέγας Αθανάσιος τον υπερασπίστηκε, θεωρώντας την στάση του σοφή και συνετή και επιβεβλημένη για λόγους εκκλησιαστικής οικονομίας. Κατ’ αρχήν ο Μέγας Βασίλειος παντού στις επιστολές του και στη διδασκαλία του ετόνιζε, ότι δεν θα πρέπει να ονομάζουμε κτίσμα το Πνεύμα το άγιο. Για παράδειγμα στην επιστολή του με τίτλο: «Τοις εν Ταρσώ πρεσβυτέροις» γράφει: «Επείουν πολλά στόματα ήνοικται κατά του Πνεύματος του αγίου και πολλαί γλώσσαι ηκόνηνται εις την κατ’ αυτού βλασφημίαν, αξιούμεν υμάς, όσον εστίν εφ’ υμίν, εις ολίγον αριθμόν περιστήσαι τους βλασφημούντας, και τους μη λέγοντας κτίσμα το Πνεύμα το άγιον, δέχεσθαι εις κοινωνίαν». (Επιστολή 113, PG 32, 527-528).
Επίσης θα πρέπει εδώ να μας εξηγήσει ο Σεβ. Κύκκου, πως συμβαίνει ο Μέγας Αθανάσιος από τη μια μεριά να επαινεί τον Μέγα Βασίλειο και από την άλλη ο ίδιος να μην ακολουθεί την οδό της εκκλησιαστικής οικονομίας που ακολουθούσε ο Μέγας Βασίλειος; Διότι όπως μας πληροφορεί ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης: «Ο Μέγας Αθανάσιος… κατεδίκασεν αυτούς [τους πνευματομάχους] συνοδικώς δις εν Αλεξανδρεία κατά τα έτη 361-363». Γι’ αυτούς μάλιστα έγραψε και επιστολή στον αυτοκράτορα Ιοβιανό ότι «οι Πνευματομάχοι εβλασφήμουν το Πνεύμα το άγιον εν τω φάσκειν αυτούς κτίσμα είναι και ποίημα δια του Υιού γεγονός». (Βλ. Ιω. Καρμίρη, «Τα δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τομ.1, Αθήνα 1960, σελ.69). Πως συμβαίνει δηλαδή ο Μέγας Αθανάσιος να συγκαλεί δύο φορές Τοπική Σύνοδο στην Αλεξάνδρεια, στην οποία ανακηρύσσει δημοσίως, ότι το Πνεύμα το άγιο είναι «Θεός» και «Ομοούσιος» με τον Πατέρα και τον Υιό και καταδικάζει επισήμως και συνοδικώς τους Πνευματομάχους ως βλασφήμους και αιρετικούς; Γιατί άραγε δεν ακολούθησε την οδό της ποιμαντικής οικονομίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος; Κατ’ επέκτασιν θα θέλαμε να μας εξηγήσει, γιατί οι άγιοι Πατέρες που συγκρότησαν την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, δεν ακολούθησαν την οδό της εκκλησιαστικής οικονομίας, που ακολουθούσε ο Μέγας Βασίλειος; Γιατί μ’ άλλα λόγια δεν αποσιωπούσαν την Θεότητα του αγίου Πνεύματος, αλλ’ απεναντίας μάλιστα θεώρησαν χρέος τους να συγκροτήσουν Οικουμενική Σύνοδο και να διακηρύξουν δημοσίως, επισήμως και συνοδικώς την Θεότητα του αγίου Πνεύματος; Από την στάση αυτή των αγίων Πατέρων της Β΄ Οικουμενικής συμπεραίνουμε, ότι ουδέποτε η γνώμη και η στάση ενός Πατρός, (όσο μεγάλος και αν είναι αυτός), σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα αποτέλεσε γνώμονα και κανόνα και γραμμή πλεύσεως στη ζωή της Εκκλησίας και ουδέποτε εδέσμευσε την Εκκλησία να λάβει τις συνοδικές αποφάσεις, που θεώρησε ότι έπρεπε να λάβει, σχετικά με τους αιρετικούς. Υπεράνω της αυθεντίας των αγίων Πατέρων βρίσκεται η αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων. Επομένως ο Σεβασμιώτατος θα έπρεπε στο συγκεκριμένο ζήτημα της εκκλησιαστικής οικονομίας να έχει ως γνώμονα και κανόνα και κριτήριο όχι την στάση οικονομίας ενός αγίου, αλλά τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
Επεκτείνοντας ακόμη περισσότερο την σκέψη μας, ρωτάμε τον Σεβασμιώτατο: Είναι επιτρεπτό να μεταφέρουμε την εκκλησιαστική οικονομία του Μεγάλου Βασιλείου στην σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα και επικαλούμενοι αυτόν να αποδώσουμε εκκλησιαστική υπόσταση στους ετεροδόξους και να ονομάσουμε αυτούς «Εκκλησίες»; Πως είναι δυνατόν να καταφύγουμε στη στάση οικονομίας ενός πατρός, η οποία ούτε στην εποχή του έγινε δεκτή από την Β΄ Οικουμενική και από τις δύο Τοπικές του Μεγάλου Αθανασίου, ως γραμμή πλεύσεως της Εκκλησίας και να διαγράψουμε με μια μονοκονδυλιά μια πλειάδα Συνόδων, Οικουμενικών και Τοπικών, που καταδικάζουν απερίφραστα τους ετεροδόξους ως αιρετικούς και ουδεμία από αυτές απέδωσε σ’ αυτούς τον όρο «Εκκλησία»; Αναφέρουμε ορισμένες ενδεικτικά. Ο Μονοφυσιτισμός έχει καταδικαστεί ήδη από την Δ΄ Οικουμενική και από όλες τις μεταγενέστερες. Ο Παπισμός (και κατ’ επέκτασιν και κατά μείζονα λόγον, ο Προτεσταντισμός) έχει καταδικαστεί από την Η΄ Οικουμενική επί Μεγάλου Φωτίου, από τις Συνόδους του 1341-1351 επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Θ΄ Οικουμενική), από την ενδημούσα Σύνοδο του 1722 εν Κωνσταντινουπόλει, (Βλ. Ι. Καρμίρη, «Τα δογματικά και Συμβολικά Μνημεία…», τομ.2, σελ. 821), την ενδημούσα Σύνοδο του 1838 εν Κωνσταντινουπόλει, (Βλ. Ιω. Καρμίρη, «Τα δογματικά και Συμβολικά Μνημεία…», τομ.2, σελ. 893-902) και άλλες.
Παρά κάτω αναφέρει την απόφαση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου να δεχθεί «πίσω στην Εκκλησία όχι μόνον τους μεταμεληθέντας εκείνους εικονομάχους επισκόπους που δεν εβαρύνοντο με εγκλήματα, αλλά και τους υπ’ αυτών χειροτονηθέντας». Κατ’ αρχήν ο Σεβ. Κύκκου παραθεωρεί κάτι πολύ βασικό: Ότι οι Πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής δεν έκαναν δεκτούς τους εικονομάχους απροϋπόθετα, αλλά επειδή εκείνοι μετενόησαν και εξέφρασαν την επιθυμία εγκαταλείποντας την κακοδοξία τους, να προσέλθουν στην Εκκλησία. Η Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε τα μυστήρια των αιρετικών καθ’ αυτά, χωρίς δηλαδή την προϋπόθεση της μετανοίας. Το λέμε αυτό και το τονίζουμε, διότι στο κείμενο: «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», που ψηφίστηκε στην «Σύνοδο» της Κρήτης, πουθενά δεν γίνεται λόγος για μετάνοια και επιστροφή των ετεροδόξων στην Ορθοδοξία. Η σημερινή τραγική πραγματικότης είναι ότι οι ετερόδοξοι, παρά τους επί δεκαετίες μέχρι σήμερα γενομένους Διαλόγους, δεν μετανοούν, αλλά εξακολουθούν να επιμένουν πεισματικά στις πλάνες των. Οι ελάχιστες μεμονωμένες περιπτώσεις ετεροδόξων που μετανόησαν και επέστρεψαν στην Ορθοδοξία, δεν επέστρεψαν εξ’ αιτίας των Διαλόγων, αλλ’ εξ’ αιτίας του ιεραποστολικού έργου αγίων Γερόντων, όπως του π. Εφραίμ, Προηγουμένου στην Αριζόνα των Η.Π.Α., ο οποίος ορθότατα ως θεοφώτιστος πατήρ, τους έκανε δεκτούς με κανονικό βάπτισμα, διότι όπως είναι γνωστό οι Δυτικοί δεν τηρούν τον απαραίτητο όρο της τριπλής καταδύσεως και αναδύσεως, που θέτουν οι Ιεροί Κανόνες 7 της Β΄ Οικουμενικής και 95 της Πενθέκτης.
Παρά κάτω επικαλείται και πάλι τον Μέγα Βασίλειο: «Αλλά και ο άγιος Βασίλειος δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τον όρο ‘Εκκλησία’ και γι’ αυτούς ακόμα τους Αρειανόφρονες λέγοντας: οίμαι προσήκειν μίαν ταύτην είναι σπουδήν τοις γνησίως και αληθώς δουλεύουσι τω Κυρίω, το επαναγαγείν προς ένωσιν τας Εκκλησίας τας πολυμερώς και πολυτρόπως απ’ αλλήλων διατμηθείσας». Θαυμάζει κανείς και εκπλήσσεται, όταν διαπιστώνει το μέγεθος της αλλοιώσεως, που επιχειρήθηκε στο παρά πάνω χωρίο και μάλιστα από έναν Μητροπολίτη. Το χωρίο αυτό είναι παρμένο από μια επιστολή του αγίου με τίτλο «Τοις εν Ταρσώ περί Κυριακόν». Αν διαβάσει κανείς ολόκληρη την επιστολή, αμέσως διαπιστώνει, ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αρειανόφρονες όπως, προφανώς σκοπίμως, ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος. Στην επιστολή αυτή ο άγιος αναφέρεται σε μία εκκλησιαστική κοινότητα, η οποία λόγω της συγχύσεως που επικρατούσε τότε, δεν ήταν σε κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες. Την κοινότητα αυτή επισκέφτηκε ο άγιος και διαπίστωσε την γνησιότητα και την ακεραιότητα της Ορθοδόξου πίστεως των πιστών που ανήκαν σ’ αυτήν, προς τους οποίους μάλιστα πλέκει εγκώμια για την πίστη και το ήθος των: «Συντυχών τοις αδελφοίς και θεασάμενος αυτών πολύ μεν το φιλάδελφον και το περί υμάς αγαπητικόν, πολλώ δε έτι πλέον το φιλόχριστον και το περί την πίστιν ακριβές τε και εύτονον, και ότι πολλήν αμφοτέρων ποιούνται σπουδήν της τε υμετέρας αγάπης μη χωρίζεσθαι και την υγιαίνουσανπίστιν μη καταπροδούναι». Μεταφράζουμε: Αφού πήγα και συνάντησα αυτούς τους αδελφούς διαπίστωσα, την φιλαδελφία και την αγάπη που έχουν σ’ εσάς, [τους εν Ταρσώ αδελφούς], και πολύ περισσότερο πόσο φιλόχριστοι είναι και πόση ακρίβεια έχουν στην πίστη και πόσο ισχυροί και νευρώδεις είναι στην πίστη και ότι έχουν μεγάλη φροντίδα και επιμέλεια αφ’ ενός μεν να μην χωρισθούν από την αγάπη σας, και αφ’ ετέρου να μην καταπροδώσουν την υγιαίνουσα πίστη. Στη συνέχεια της επιστολής ο άγιος εγγυάται προσωπικά ο ίδιος για την ορθόδοξη πίστη αυτών και παρακαλεί τους εν Ταρσώ να τους δεχθούν σε πλήρη κοινωνία «ηνωμένους γνησίως, και πάσης εκκλησιαστικής φροντίδος κοινωνούς». Νομίζουμε ότι το παρά πάνω απόσπασμα τα λέει όλα και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτε. Ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει ότι ο άγιος δεν αναφέρεται σε αρειανούς, αλλά σε Ορθοδόξους με «υγιαίνουσαν πίστιν»!
Επικαλείται ακόμη και τον άγιο Νεκτάριο, ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο Εκκλησία για τους δυτικούς. Εδώ θα επαναλάβουμε αυτό που είπαμε προηγουμένως. Υπεράνω της αυθεντίας των αγίων Πατέρων βρίσκεται η αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων, διότι οι άγιοι δεν ήταν αλάθητοι, εν αντιθέσει προς τις Οικουμενικές Συνόδους, που δογμάτισαν αλαθήτως και θεοπνεύστως. Ανθρώπινες αυθεντίες προβάλουν οι αιρετικοί παπικοί, με την περί «αλαθήτου» κακοδοξία τους και οι προτεστάντες, οι οποίοι ανάγουν τον κάθε αιρεσιάρχη σε «αυθεντία».
Κλείνοντας την εισήγησή του ο Σεβ. Κύκκου, δεν διστάζει να εξαπολύσει κεραυνούς και μύδρους εναντίον όλων εκείνων που ελέγχουν τις πλάνες των οικουμενιστών και αγωνίζονται, με την Χάρη του Θεού, να κρατήσουν ανόθευτη και απαραχάρακτη την πίστη των αγίων Πατέρων μας: «Η ορθόδοξη πίστη ποτέ δε παρουσιάστηκε “να κρατά μάχαιρα και να πειθαναγκάζει με αυτή τους πάντες”. Οι μεσαιωνικοί φανατισμοί και οι αφορισμοί με την επίκληση του σταυρού, επί προφάσει τηρήσεως, η δήθεν προασπίσεως της γνησίας Ορθοδοξίας δεν είναι σύμφωνα με το πνεύμα και την παράδοση της Ορθοδοξίας,….»! Αλλά, θέλει να αγνοεί, πως αυτοί που κρατούσαν μαχαίρια, δεν ήταν οι άγιοι Πατέρες, αλλά οι ανά τους αιώνες Λατινόφρονες, όπως ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος (1275-1283), που αιματοκύλισε το Άγιον Όρος και ανέδειξε τους αγίους Οσιομάρτυρες, που έχυσαν το αίμα τους, γιατί δεν δέχθηκαν τις αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου της Λυών, (1274), και όπως ο Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας (1334-1347), ο οποίος φυλάκισε τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τέσσερα χρόνια στις φυλακές του παλατιού και βέβαια οι Λατίνοι που έκαψαν ζωντανούς τους 13 Οσιάθλους Αγίους Πατέρες της εν Καντάρα της Κύπρου Ιεράς Μονής της Παναγίας, επειδή αρνούνταν τα άζυμα! Άξιοι συνεχιστές των Λατινοφρόνων εκείνων είναι και οι σημερινοί διάδοχοί τους, οι οποίοι δεν δίστασαν να καρατομήσουν με αφορισμό και άνευ δίκης (!) έναν άξιο εργάτη του ευαγγελίου και κορυφαίο θεολόγο της εποχής μας, που αγωνίστηκε, όσο λίγοι, εναντίον των αιρέσεων και μάλιστα εναντίον του Οικουμενισμού, τον αοίδιμο Νικόλαο Σωτηρόπουλο. Ας κάνει τον κόπο να ρίξει μια ματιά επίσης ο Σεβασμιώτατος να δει: Ποιοί είναι εκείνοι, που «ακονίζουν τα μαχαίρια τους» μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης; Ποιοί είναι εκείνοι που εξαπέλυσαν διωγμό στο Άγιον Όρος; Ποιοί είναι εκείνοι που έδιωξαν από την Ιερά Μονή του Χιλανδαρίου τέσσερις μοναχούς, επειδή δεν δέχτηκαν τις αποφάσεις «Συνόδου» της Κρήτης και ποιοί είναι εκείνοι, που απέπεμψαν τον π. Σάββα Λαυριώτη από το αξίωμα του προϊσταμένου; Τους «μεσαιωνικούς φανατισμούς» ας ψάξει να τους βρει αλλού και όχι στους αγίους Πατέρες μας και σ’ όσους βαδίζουν σήμερα στα χνάρια τους!
Περαίνοντας, εκφράζουμε τη βαθειά λύπη μας και την πλήρη απογοήτευσή μας για τις απαράδεκτες αυτές καινοφανείς θεωρίες, οι οποίες, σοφιστικώ τω τρόπω, εισέρχονται δολίως στην Εκκλησία, ως νέα «εκκλησιαστική παράδοση», η οποία επιχειρεί την πλήρη εκτόπιση της Πατερικής μας Παραδόσεως. Λυπούμαστε διότι δεν βρέθηκε ούτε ένας Επίσκοπος από τους 156, να ελέγξει ευθαρσώς τον Σεβ. Κύκκου για τα παραπάνω κακόδοξα που εισέφερε στη «Σύνοδο»! Στο βωμό της σκοπιμότητας θυσιάζονται τα ιερά και το όσια της αμωμήτου Πίστεώς μας, τώρα και «συνοδικώς»! Η προωθούμενη «ένωση των εκκλησιών» βαίνει ακάθεκτη, ως οδοστρωτήρας μεγατόνων, συνθλίβοντας την σώζουσα Ορθόδοξη Πίστη, με οδηγούς, δυστυχώς, Επισκόπους!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Θεσσαλονίκη 30/8/2016
Πρός
τήν Ἱερά Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰ. Γενναδίου 14
115 21 Ἀθήνα
Κοινοποίηση:
Πρός ὅλους τούς Ἱεράρχες
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, θά ἤθελα νά θέσω ὑπόψη Σας μία μικρή «Τριλογία» μου, ἐπειδή πιστεύω, ὅτι θά μποροῦσενά συμβάλει κάπως στή στήριξη τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ «Τριλογία» αὐτή ἀναφέρεται στήν «Ὑπεραξία τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας», στήν «βάναυση κακοποίηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας» καί στήν «ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Διοίκησή της».
Α΄. «Η ΥΠΕΡΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
Ἡ λεγόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης συγκλήθηκε, κατά τούς ἐμπνευστές καί διοργανωτές της, γιά νά ἐκφράσει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ὁ λόγος τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, γιά ἀνάδειξη τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄγνωστος καί ξένος πρός τήν ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, πού προέκυψαν ἀπό αὐτήν τήν σύγκληση, ὄχι μόνον δέν δικαίωσαν τήν φιλόδοξη στοχοθεσία, ἀλλά ἀνέδειξαν καί τήν κεκαλυμμένη πονηρία τῶν διοργανωτῶν της. Ἄς δοῦμε, ὅμως, ποιά εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κα-θεαυτήν, καί μέ ποιόν τρόπο τήν «διακήρυξε» ἡ συγκεκριμένη αὐτή «Σύνοδος».
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητά της, εἶναι δεδομένη ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζει τήν αὐτοσυνειδησία της, ἡ ὁποία διατυπώθηκε ἱστορικά στόν Ὅρο - Ἀπόφαση τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἄν, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία» –κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας- τότε, δέν μποροῦν, κατά κυριολεξία, νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες-αἱρετικές Ἐκκλησίες.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἰδιότητα τοῦ ἑνός σώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένη ἀπό τήν Κεφαλή της, τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ αὐτήν ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή.
Κατ’ ἀρχήν, πρέπει νά ποῦμε, ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Τρια-δικό Θεό καί μεταξύ τους –πού συνιστᾶ καί τόν ὑπέρτατο βαθμό ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων- εἶναι ὁ κύριος καί οὐσιαστικός σκοπός τῆς ὅλης Θείας Οἰκο-νομίας, ἡ ὁποία ἐκφράστηκε διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί εἰδικότερα διά τῆς ἐγκαθιδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας Του.
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ χαρισματικός χῶρος, ὅπου συγκροτεῖται, βιώνεται καί φανερώνεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς εἰκόνα τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατά συνέπεια, οἱ θεολογικές καί ὀντολογικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀναφορά τῶν πιστῶν στήν Τριαδική ἑνότητα βρίσκονται στήν ἵδρυση καί σύσταση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἁρμόζονται οἱ πιστοί, ὡς ὀργανικά μέλη Του. Τήν ἀδιάπτωτη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐγγυᾶται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς θεανθρώπινη Κεφαλή της.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθεαυτήν, εἶναι ἀδιάσπαστη ὀντολογικῶς καί φανερώνεται θεσμικῶς στήν πίστη, τήν λατρεία καί τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τριπλῆ αὐτή ἑνότητα θεμελιώνεται στό τρισσό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀντλεῖται ἀπό αὐτό: δηλαδή, τό προφητικό, τό ἀρχιερατικό καί τό βασιλικό. Κατά συνέπεια, οἱ τρεῖς αὐτές φανερώσεις τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά θεωροῦνται ὡς ὀργανικά ἀλληλοεξαρτώμενες, ἀλληλοπεριχωρούμενες καί ἀδιάσπαστες συντεταγμένες τῆς μιᾶς καί πλήρους ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, παρέχεται μυστηριακῶς, συντηρεῖται ὅμως καί καλλιεργεῖται μέ τήν ἄσκηση τῶν θείων ἐντολῶν καί φανερώνεται, κατεξοχήν, εὐχαριστιακῶς. Ἑπομένως, ἡ ἑνότητα αὐτή δέν ὀφείλεται σέ προσόν τῆς φύσεώς μας, οὔτε πολύ περισσότερο εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς αὐτονομημένης δραστηριότητας τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀποτελεῖ καρπό καί δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προκύπτει ἀπό τήν ἐκ μέρους τους οἰκείωση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μόνο μέσα στό πλαίσιο τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς μίας καί μόνης Ἐκκλησίας Του. Καί τοῦτο, γιατί ἡ ἑνότητα αὐτή προϋποθέτει τήν ἄνωθεν, ἄκτιστη καί χαρισματική γέννηση καί θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπό τίς ὑπαρξιακές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλά καί τήν δωρεά τῆς ἀκτίστου θείας Χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Χρίσματος.
Ἔτσι, ἐγκαθίσταται ἀμετακλήτως ἡ ἐντός τῶν πιστῶν ἄκτιστη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὅμως παραμένει ἐνεργός μόνον ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς ἀγαπητικῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν, ἀλλά καί τῆς ἀκατακρίτου μετοχῆς στά θεουργά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή, ἀκριβῶς, ἡ ἐντός τῶν πιστῶν ἐνεργός Βασιλεία τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ καί τήν κατεξοχήν ὀντολογική ἑνότητα τῶν πιστῶν κατ’ ἀρχήν μέ τόν Τριαδικό Θεό καί στή συνέχεια μετα-ξύ τους, ἐπειδή τότε φανερώνεται ἡ χαρισματική –μυστηριακή οἰκείωση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος- καί τότε γίνονται πρακτικῶς ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους. Τότε, τό ἑνοῦν αὐτούς -ἡ ἑνοποιός, δηλαδή, δύναμη- εἶναι ἡ δωρηθεῖσα καί ἐνεργοῦσα χαρισματικῶς σ’ αὐτούς ἄκτιστη θεία ἀγάπη, ἡ θεία Δόξα καί Βασιλεία, ὅπως τήν ἔζησαν ἱστορικά οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν θεία Μεταμόρφωσή Του, καί ὅλοι μαζί μετά καί μόνιμα, κατά τήν Ἁγία Πεντηκοστή.
Ὁ τρόπος, λοιπόν, πραγματώσεως αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας δέν εἶναι κτιστός, ἀλλά ἄκτιστος. Καί αὐτό μᾶς τό διαβεβαιώνει ἡ σαρκωμέ-νη Ὑποστατική Ἀλήθεια, στήν Ἀρχιερατική Προσευχή. Ὁ πυρήνας τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ τήν ἑνότητα, τόσο ὡς πρός τόν ὀντολογικό χαρακτῆρα της, ὅσο καί ὡς πρός τόν τρόπο οἰκειώσεώς της: «κἀγώ τήν δόξαν, ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς», λέγει ὁ Χριστός στόν Θεό Πατέρα, «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν‧ ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκει ὁ κόσμος ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας καί ἠγάπησας αὐτούς καθώς ἐμέ ἠγάπησας» (Ἰω. 17,22-23).
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἄκτιστη Δόξα καί Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι μόνον ὁ τρόπος πραγματώσεως αὐτῆς τῆς Θεανθρώπινης ἑνότητας, ἀλλά καί τό μοναδικό πνευματικό «κλειδί» τῆς «ἄρρητης» βιώσεως καί τῆς «ἀπερινόητης» κατανοήσεώς της, ὡς φανερώσεως τῆς ἀκτίστου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού παρέχεται διά τοῦ Χριστοῦ καί οἰκειώνεται βιωματικῶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ βαθμός τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν, ὡς κτιστῶν ὄντων, παραλληλίζεται -πάντοτε τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν- μέ τόν βαθμό τῆς κατά φύση ἀκτίστου ἑνότητας πού ἔχει ὁ Θεός Πατέρας μέ τόν Υἱό Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἀπό τό παραπάνω Βιβλικό χωρίο προκύπτει, ὅτι ὁ σκοπός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τούς πιστούς –κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, ἀγάμους καί ἐγγάμους- εἶναι ὁ ἴδιος ἀκριβῶς γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως καί στόν ἴδιο βαθμό. Εἶναι νά γίνουν ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους, προκειμέ-νου νά φθάσουν «ἀφθάστως» τήν ἄκτιστη τελειότητα καί νά τήν γεύονται καί στήν παροῦσα ζωή, γιατί μόνον ἔτσι μποροῦν νά δίνουν ἐμπειρικά-βιωματικά τήν μαρτυρία τους γιά τήν τέλεια καί ἄκτιστη ἀγάπη Του καί νά παρέχουν θεοπειθῶς τήν ἱεραποστολή τους πρός τόν ἀλλοτριωμένο ἀπό τόν Θεό κόσμο.
Κατά συνέπεια, μόνο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή μόνον ἀκτίστως, μποροῦμε νά γίνουμε ἕνα στήν Ἐκκλησία, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού παίρνουμε χαρισματικῶς δι’ αὐτῆς, εἶναι ἄκτιστη πραγματικότητα. Διά τῆς ἀκτίστου αὐτῆς ἑνότητας καταξιώνεται στόν ὑπέρτατο βαθμό τόσο ἡ παροῦσα ὅσο καί ἡ μέλλουσα αἰώνια ζωή τῶν πιστῶν, ὡς σκοπός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στήν μία καί μόνη Ἐκκλησία Του. Στό πλαίσιο αὐτό τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχουν καμμία ὑπαρξιακή θέση οἱ ραφιναρισμένες εἰδωλοποιήσεις οὔτε τῶν ἐγγάμων (συζύγων καί παιδιῶν) οὔτε τῶν ἀγάμων –κληρικῶν ἤ μοναχῶν- σέ ὁποιαδήποτε πρόσωπα ἤ θεσμούς. Γι’ αὐτό, ἄν κάποια μορφή ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας συμβαίνει νά εἰδωλοποιεῖται καί νά ἐμφανίζονται ὡς λάτρεις της κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν καί λαϊκοί, τοῦτο σημαίνει, ὅτι αὐτή ἡ μορφή ἑνότητας εἶναι κτιστή καί αὐτονομημένη ἀπό τήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, γι’ αὐτό καί εἶναι, σαφῶς, ἀπόβλητη, ὡς ξένη πρός τόν χαρακτῆρα της.
Ἡ τέλεια καί χαρισματική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας νοεῖται καί φανερώνεται στήν πράξη, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὡς συμφωνία στό φρόνημα –τήν πίστη-, ἀλλά καί ὡς συμφωνία στήν ἐσωτερική διάθεση – τήν ἀγάπη. Πρωτίστως, ὅμως, ἡ ἑνότητα προϋποθέτει τό ἴδιο -ἑνιαῖο φρόνημα. Μάλιστα, ἡ ὁμοφροσύνη εἶναι αὐτή πού, πρακτικῶς, ἐγγυᾶται τήν ἑνότητα, ἐνῶ ἡ ἀγάπη –κατά τόν ἴδιο Πατέρα –προκύπτει ἀπό τήν ὀρθή πίστη (PG 62, 509). Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ἡ «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στή θεία Λατρεία προϋποθέτει ὄχι μόνο τήν πίστη, ἀλλά ἀπαραιτήτως καί μία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, ἡ ὁποία εἶναι, κατεξοχήν, ζωή γνήσιας καί ἄκτιστης ἀγάπης. Μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, καί ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν καί τήν ὁρατή φανέρωσή τους στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, στό πλαίσιο τῆς Θείας Λατρείας.
Ἀπ’ ὅσα λέχθηκαν παραπάνω, φρονοῦμε, ὅτι γίνεται σαφές καί ἀπόλυτα κατανοητό, ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατη -ὀντολογικῶς καί πρακτικῶς- ἡ ἑνότητα μέ τούς καταδικασθέντες, ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, αἱρετικούς, χωρίς τήν ἐν μετανοίᾳ καί τήν κατά τούς Ἱερούς Κανόνες ἔνταξή τους στήν Μία καί μόνη, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό καί εἶναι προφανές, ὅτι ἡ ἀπροϋπόθετη καί αὐθαίρετη «ἐκκλησιαστικοποίηση» τῶν αἱρετικῶν, ἀπό τή λεγόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτη, ἄκυρη καί ἀνίσχυρη, καί συνιστᾶ πνευματική μοιχεία, τήν ὁποία, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, βδελύσσεται ὁ Θεός, ὡς Θεός «ζηλωτής». Ἡ ἐν λόγῳ ἀντι-Κανονική «ἐκκλησιαστικοποίηση» δέν δεσμεύει ἐπ’ οὐδενί, ἐκκλησιαστικῶς, κανέναν Ὀρθόδοξο πιστό, ὁ ὁποῖος θέλει νά παραμένει -ὡς κυριολεκτικά πιστός- στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «ἑπόμενος» –μέ τό συγκεκριμένο αὐτό τρόπο – «τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
Β΄. «Η ΒΑΝΑΥΣΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές –Πατριάρχες, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς καί λαϊκοί θεολόγοι- ἀναφερόμενοι κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, ὅλως παραπλανητικῶς στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κάνουν –κατά κόρον- παράχρηση τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ καί εἰδικότερα τοῦ ἐπίκεντρου αὐτῆς: «ἵνα ὦσιν ἕν».
Ἡ συστηματικήπροσπάθεια,ὅμως, γιά μιά βάναυση κακοποίηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἄρχισε ἤδη ἀπό τό 1961, πρίν πενήντα πέντε χρόνια, μέ τίς Προσυνοδικές Διασκέψεις.
Ἔτσι, ἡ δογματικοῦ χαρακτῆρα ἀπόφαση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ξαφνικό καί βαρύτατο θεολογικό ἀτόπημα, ἀλλά προσχεδιασμένο καί συστηματικά προωθούμενο πολυχρόνιο σκοπό, ἀπό τούς ἐκφραστές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐντός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ «Σύνοδος» αὐτή ἐπέλεξε ὅ,τι ἀνώτερο καί ἁγιώτερο στήν Ἐκκλησία -τήν ἀρραγῆ καί ἁγιοπνευματική ἑνότητά της- καί τήν βεβήλωσε ἐν ὀνόματι τῆς ὑπερασπίσεως καί τῆς διακηρύξεώς της. Παράλληλα, μέ τίς Προσυνοδικές, τίς Συνοδικές διαδικασίες –μέ βάση τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης- ἀλλά καί ὅλες τίς συμπαρομαρτοῦσες ἐνέργειες, κακοσυ-στήθηκε ἀνεπίτρεπτα τό ἁγιοπνευματικό, Συνοδικό, πολίτευμα τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας.
Συγκεκριμένα, στή Σύναξη τῶν Προκαθημένων καί τῶν ἐκπροσώπων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν στό Σαμπεζύ τῆς Ἑλβετίας, ἀλλά καί στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, κυριάρχησε, μέ παραπλανητικό τρόπο, ὡς προμετωπίδα, ἡ ἀπατηλή προβολή τῆς ὑπέρτατης ἀξίας τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς προηγουμένως νά προσδιοριστεῖ -μέ κάθε θεολογική ἀκρίβεια- ἡ ὀρθή νοηματοδότηση τοῦ ὅρου «ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως ἀντίστοιχα ἔγινε ἀπό τούς Ὀρθόδοξους Οἰκουμενιστές καί μέ τόν ὅρο «ἀγάπη».
Προβλήθηκε συστηματικά ἡ ἀπροσδιόριστη θεολογικά ἑνότητα, καί παράλληλα, ἀφοῦ ἀπολυτοποιήθηκε, αὐτονομήθηκε καί εἰδωλοποιήθηκε, καλλιεργήθηκε ψυχολογικά τό φόβητρο τῆς διαιρέσεως, μέ τό σλόγκαν: «Νά μή διασπαστοῦμε», μέ ἀποτέλεσμα νά κυριαρχήσει ἡ παπική ἀντίληψη περί τοῦ «Πρώτου» καί νά προωθηθοῦν οἱ προσχεδιασμένες ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις καί οἱ δογματικές ἐκπτώσεις, γιά νά υἱοθετηθεῖ ἄκριτα, ἀπό τούς «λάτρεις» της, ὡς πανάκεια, ἡ «φιλάδελφη»,ὄχι ὅμως καί φιλόθεη, Οἰκουμενιστική θεώρηση τῆς ἑνότητας. Προέβαλαν τήν ἀνώτατη ὑπεραξία τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς, ἑστιάζοντας αὐτονομημένα καί ἀπροϋπόθετα στήν συμπύκνωση τοῦ περιεχομένου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, τήν ὁποία ἐκφράζει ἡ Βιβλική ρήση: «ἵνα ὦσιν ἕν», καί τήν κακοποίησαν, ὅπως καί οἱ ἑτερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες. Προέβαλαν δηλαδή μιά ἑνότητα, οὐσιαστικά γενικόλογη, ἀθεολόγητη καί κυρίως χωρίς προϋπο-θέσεις. Ἔτσι, οἱ συνελθόντες στήν Κρήτη Ἀρχιερεῖς, ὡς μή «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ» κινούμενοι, δέν ὀρθοτόμησαν τόν «λόγο τῆς Ἀληθείας», γιατί, ἐν ὀνόματι τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας, ἔκαναν ἐκπτώσεις στό δόγμα.
Ἀκόμη εἰδικότερα, στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἐπιχειρήθηκε νά καθιερωθεῖ θεσμικά μία νέα, παράδοξη, διπλῆ Ἐκκλησιολογία, ἀφοῦ οὐσιαστικά παραμερίστηκε ἡ θεωρητικά πάντοτε ἀποδεκτή ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἑνότητα τοῦ πληρώματός της ἐν Χριστῷ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ τόν Θεό Πατέρα.
Στήν πραγματικότητα, δηλαδή, μέ τήν ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου προέκυ-ψε ἀπό τούς ἑτεροζυγοῦντες δέκα Προκαθημένους, ἕνα ἑτερογενές «ἀποκύημα», ἕνας «τραγέλαφος», ἕνα «τέρας». Τοῦτο ἔγινε μέ τήν ἄμικτη μίξη τῆς Ὀρθόδοξης καί τῆς ἑτερόδοξης Ἐκκλησιολογίας, ἀφοῦ θεωρήθηκαν ὡς Ἐκκλησίες οἱ ἑτερόδοξοι, δηλαδή οἱ καταδικασθέντες αἱρετικοί ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς ἀποδέχθηκαν ἀβασάνιστα –θεολογικῶς καί πνευματικῶς– τούς αἱρετικούς, ὡς Ἐκκλησίες. Ἐμφανίστηκαν νά ἀποδέχονται –θεωρητικά– τήν ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί πα-ράλληλα ἀναγνώρισαν «ἐκκλησιαστικότητα» καί στούς αἱρετικούς. Ἔτσι, εἰσηγήθηκαν μιά ἑτεροδιδασκαλία –μιά κακόδοξη Ἐκκλησιολογία. Υἱοθέτησαν στήν πράξη τήν μετα-πατερική θεολογία καί τήν θεολογική διγλωσσία. Ἀντί τοῦ Βιβλικοῦ, τό «ναί, ναί» καί τό «οὔ, οὔ» (Μθ. 5,37), δέχθηκαν τό «ναί» καί «ὄχι» τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν θεολογικά καί πνευματικά ἀπαράδεκτη καί βέβηλη κοινωνία τοῦ «φωτός» μέ τό «σκότος» (Βλ. Β΄ Κορ. 6,14).
Ἀλλά, μέ τήν ἀνεπίτρεπτη –θεολογικά καί πνευματικά– διγλωσσία καί τήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία, πού εἰσηγοῦνται οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς στό Στ΄ Κείμενο, ὑπονομεύεται καί νοθεύεται ὁ χαρακτήρας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀνοίγεται διάπλατα ἡ «πόρτα» σέ κάθε Χριστιανική αἵρεση, νομιμοποιεῖται θεσμικά ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀλλοιώνεται στήν πράξη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, πού ὁριοθετήθηκε –μέ κάθε θεολογική ἀκρίβεια– στόν Ὅρο καί Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Οἱ συνελθόντες Ἀρχιερεῖς στήν Κρήτη -ἀβασάνιστα καί ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, κινούμενοι μέ ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐλαυνόμενο «φιλάδελφο» κίνητρο- ψήφισαν μιά νόθη ἐκκλησιαστική ἑνότητα, πού νοεῖται ὡς σύνθεση τῆς διαχρονικῆς ἁγιοπνευματικῆς, χαρισματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν αἱρετικοῦ χαρακτῆρα ἑνότητα, πού εἰσηγοῦνται τά πονηρά πνεύματα τῆς πλάνης.
Ἔτσι, στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἀποκαλύφθηκε τό ὑπᾶρχον ἤδη σοβαρό ἔλλειμμα τῶν κριτηρίων γιά τό Ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν. Ἀποδείχθηκε, ἐμπειρικῶς, ὅτι οἱ ψηφίσαντες δέν ἔχουν τό θεμελιῶδες –γιά τόν πνευματικό ἡγέτη– ἁγιοπνευματικό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευ-μάτων. Καί τοῦτο, γιατί ἔκαναν σύγχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, ἀφοῦ δέν διέκριναν –πρακτικῶς– τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού διέπει τό Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τά ἀκάθαρτα πνεύ-ματα, πού κυριαρχοῦν στίς αἱρέσεις.
Λαμβάνοντας, σοβαρά, ὑπόψη τήν «συνοδική» διαδικασία, ἀλλά καί τό ἀποτέλεσμα τῆς ψηφοφορίας, κατανοοῦμε σαφῶς, –μέ πόνο ψυχῆς– ὅτι οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς δέν ἔβλεπαν πρός τόν Χριστό, ἀλλά πρός τόν «Πρῶτο». Ἔτσι, δέν μπόρεσαν νά ἐνεργήσουν ὡς Συν-Οδικοί, κατά κυριολεξία, ἀφοῦ δέν ἦσαν –πρακτικά– «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», τόσο στή διαδικασία τῆς Ὁδοῦ, ὅσο καί στό περιεχόμενο τῆς Ὑποστατικῆς Ὁδοῦ. Αὐτό τεκμαίρεται, ἀδιαμφισβήτητα καί κατεξοχήν, ἀπό τό ἀποτέλεσμα τῆς ψηφοφορίας.
Τεράστια εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική εὐθύνη, ὄχι μόνον ἐκείνων τῶν Ἀρχιερέων, πού ὡς «Συνοδικοί» Ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Κρήτη, δέχτηκαν -ἀδιαμαρτύρητα καί ἐνυπογράφως- τήν εἰσήγηση τοῦ Προκαθημένου τους, ἀλλά καί τῶν μή συμμετασχόντων Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχτηκαν παθητικά καί δέν ἀντέδρασαν, ἕως σήμερα, στίς ἐσφαλμένες ἀποφάσεις καί εἰδικότερα στήν παραβίαση τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Πρακτικῶς, οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς ἐμφανίστηκαν νά ἐπιδιώκουν νά ἀρέσουν στούς νομιζόμενους προϊσταμένους (Προκαθημένους) τους, καί ὄχι σέ Ἐκεῖνον (στόν Παράκλητο), πού τούς χειροτόνησε, ὡς ἰσοτίμους Ἀρχιερεῖς. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποκαλύφθηκε ὁ ὑφέρπων Παπισμός τῶν ψηφισάντων Ἀρχιερέων. Κατά ἐπιστημονική ἀκρίβεια, θά λέγαμε, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε «μετάλλαξη» τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου, μέ τήν ἐπίφαση τῆς Συνοδικότητας, ἀφοῦ αὐτή ἡ Συνοδικότητα δέν λειτούργησε μέ βάση τίς Ὀρθόδοξες προδιαγραφές της. Στή «Σύνοδο» ἐμφανίστηκε ἕνα συλλογικό Πρωτεῖο τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Οἱ ἐπιμέρους εἰκοσιτέσσερεις Ἀρχιερεῖς τῆς κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀκινητοποιήθηκαν –πρακτικῶς– μή ἔχοντας δικαίωμα ψήφου. Βέβαια, ἡ παπικοῦ τύπου μετάλλαξη τῆς λειτουργίας τοῦ Πρώτου ἐμφανίστηκε ἤδη –πρακτικῶς– στίς Προσυνοδικές Διασκέψεις, γιά χάρη τῆς ἐσφαλμένης θεωρήσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ὅλως -σκανδαλωδῶς-προκλητικό καί ταυτόχρονα τραγικό εἶναι, ὅτι καί σήμερα ὁρισμένοι ἀπό τούς μή μετασχόντες Ἀρχιερεῖς στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης -ἔχοντας ἐσφαλμένη θεώρηση γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνδιάφερονται διακαῶς νά μή διασπαστοῦν μεταξύ τους καί μέ τόν Προκαθήμενό τους, ὡς «φιλάδελφοι», ἀλλά δέν ἀνησυχοῦν καθόλου -φιλοθέως- γιά τό σοβαρότατο πλῆγμα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῆς υἱοθετήσεως τῆς διπλῆς Ἐκκλησιολογίας τους, μέ τήν ἀπαράδεκτη «ἐκκλησιαστικοποίηση» τῶν καταδικασμένων καί ἀμετανοήτων αἱρετικῶν.
Στήν πραγματικότητα, ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ὄχι μόνο δέν λειτούργη-σε στήν κατεύθυνση τῆς ἐκφράσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὑποτίθεται ὅτι στόχευε, ἀλλά ἀποδόμησε καί τήν ὑπάρχουσα ἕως τότε ἑνότητα μεταξύ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων, πού τίς ἀντιπροσώπευσαν. Αὐτό ἔγινε σαφές ἀπό τήν μή συμμετοχή στή «Σύνοδο» αὐτή τεσσάρων Πατριαρχείων (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καί Γεωργίας), τά ὁποῖα ἀριθμοῦν συντριπτικά περισσότερους πιστούς ἀπ’ ὅσους ἀριθμοῦν οἱ δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πού ἀντιπροσωπεύτηκαν σ’ αὐτήν. Ἡ ἀποδόμηση ὅμως τῆς ἐπιδιωκόμενης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἔγινε καί ἐκφράστηκε, πρακτικῶς, καί ἀπό τούς μή ὑπογράψαντες Ἀρχιερεῖς τό Στ΄ Κείμενο.
Στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἔγιναν ἀποδεκτά «δύο μέτρα καί δύο σταθμά», ὡς μέσο ἐξυπηρετήσεως τῆς κακῶς νοουμένης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ὅπως αὐτά λειτούργησαν στίς περιπτώσεις τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Σερβίας καί τῆς Ἑλλάδος. Συγκεκριμένα, ὁ Προκαθήμενος τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἐψήφισε τό Στ΄ Κείμενο, ἐκφράζοντας τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας του, ἐρχόμενος ὅμως σέ ἀντίθεση μέ τήν πλειοψηφία (17 ἀπό τούς 24) τῶν Συνοδικῶν του, ἐνῶ ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀδιαφόρησε γιά τήν ὁμόφωνη συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας του καί ψήφισε ἀντίθετα πρός αὐτήν, γιά χάρη τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας. Ψήφισε, δηλαδή, γιά μιά ἑνότητα, αὐτονομημένη ἀπό τήν συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας του. Στήν ἐνέργειά του αὐτή ἐνισχύθηκε ἀπό τήν ἀσυνεπῆ, πρός τήν ὁμόφωνη συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας, ὑπογραφή τοῦ Κειμένου ἀπό τούς 23 συνοδικούς Ἀρχιερεῖς, μέ λαμπρή ἐξαίρεση τοῦ 24ου Ἐπισκόπου τῆς ἀντιπροσωπείας του.
Ἀλλά καί ἡ περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου δέν ἦταν καλύτερη, ἀφοῦ ὁ Προκαθήμενός της –μετά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης– κάκισε τήν στάση τῶν διαφωνησάντων τεσσάρων Ἀρχιερέων, πού δέν ὑπέγραψαν τό Στ΄ Κείμενο, καί ὅλως αὐθαιρέτως –παρά πᾶσαν διοικητικήν καί πνευματικήν δεοντολογίαν– ὑπέγραψε ἀντ’ αὐτῶν, γιά χάρη τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας, πρᾶγμα πού συνιστᾶ ὄχι μόνον παπική νοοτροπία καί ἀνεντιμότητα ἐκκλησιαστικοῦ ἄνδρα, ἀλλά καί πράξη ποινικῶς διώξιμη.
Ἔτσι, ἡ πανηγυρική διάψευση τοῦ στόχου γιά τήν ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, πού τέθηκε καί ὡς σκοπός συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» στήν Κρήτη, ἔγινε –στήν πράξη– μέ τή μή συμμετοχή τεσσάρων Πατριαρχείων, τήν κραυγαλαία διαμυστηριακή ἀκοινωνησία δύο Πατριαρχείων (Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας), τήν θεσμικά ἀσυνεπῆ ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου ἀπό τόν Προκαθήμενο μιᾶς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας (Ἑλλάδος), τήν μή ὑπογραφή τοῦ ἐπίμαχου δογματικοῦ περιεχομένου Κειμένου ἀπό σημαντικό ἀριθμό συμμετασχόντων Ἀρχιερέων, καί τέλος, μέ τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά τούς παραπάνω θεολογικούς λόγους, ἡ ἐκκλησιολογική εὐθύνη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, συνολικῶς, εἶναι ἐξαιρετικά σοβαρή καί μεγάλη. Εὐτυχῶς, τό εὐλαβές ἐκκλησιαστικό πλήρωμα παραμένειπιστό στήν Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου –«ἑπόμενο τοῖς ἁγίοις Πατράσι»– καί ἀπορρίπτει κα-τηγορηματικάτήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία, τήν ὁποία εἰσηγήθηκε καί ψήφισε ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, νομιμοποιώντας ἔτσι «θεσμικά» τό καρκίνωμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στό «ἄσπιλο» σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰδικότερα, οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀφείλουν νά πά-ρουν ὑπεύθυνα θέση, καταρχήν προσωπικά, ἀλλά καί κατόπιν συλλογικά, στήν ἑπόμενη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἔναντι κυρίως τοῦ Στ΄ Κειμένου, μέ τήν ψήφιση τοῦ ὁποίου ἀναγνωρίστηκαν οἱ αἱρετικοί ὡς Ἐκκλησίες, στή «Σύνο-δο» τῆς Κρήτης. Ἀλλά καί τό εὐλαβές πλήρωμα, ὡς φύλακας τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας (Σύνοδος τοῦ 1848), ἀναμένει τίς δέουσες ἐξηγήσεις, γιά ποιό λόγο δηλαδή, δέν ἐκπροσωπήθηκε ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τόν Προκαθήμενό της. Πολύ περισσότερο ἀναμένει ἀπό τήν Ἱεραρχία νά καταδικάσει τήν διπλῆ, αἱρετική, συγκρητιστική καί Οἰκου-μενιστική Ἐκκλησιολογία τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ὡς πιστοί, ἀναμένουμε –στή συνέχεια– νά ἀναληφθοῦν πρωτοβουλίες καί σέ συνεργασία μέ τά τέσσερα Πατριαρχεῖα, πού δέν ἔλαβαν μέρος στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, νά συγκληθεῖ -μελλοντικῶς- μιά Πανορθόδοξη Σύνο-δος, γιά νά ἀποκαταστήσει, μέ τό μεῖζον κῦρος της –ἐπίσημα καί θεσμικά– τήν διασαλευθεῖσα ἐκκλησιαστική ἑνότητα, νά καταδικάσει τήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, καί νά δημοσιοποιήσει τά Πρα-κτικά τῆς ἀμφισβητούμενης «Συνόδου».
Τέλος, ἐπιθυμοῦμε νά κλείσουμε μέ μία ρεαλιστική αἰσιοδοξία. Φρονοῦμε, ὅτι μέ ὅσα γράφουμε, παραμένουμε –«ὡς ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι»– μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, καί κατά συνέπεια παραμέ-νουμε μέ τόν παρόντα και τόν ἐσχατολογικό Νικητή. Βέβαια, μέ δεδομένη τήν ἀδιαμφισβήτητη Βιβλική καί Πατερική Ἀλήθεια, ὅτι ὁ εἰσηγητής ὅλων τῶν αἱρέσεων εἶναι ὁ διάβολος, εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ πονηρός νόμισε πρός τό παρόν πώς πέτυχε ἐξαιρετικά μεγάλη νίκη κατά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἀφοῦ δι’ αὐτῆς –μέ τό Στ΄ Κείμενό της– «ἀναγνωρίστηκαν» ὅλες οἱ Χριστιανικές αἱρέσεις, ὡς Ἐκκλησίες. Καί, προφανῶς, ἔχει κάθε λόγο νά πανηγυρίζει σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δέν ὑπῆρξε ποτέ μιά τέτοια «Σύνοδος» στήν Ἱστορία της, πού νά νομιμο-ποιήσει θεσμικά ὅλες μαζί τίς αἱρέσεις διά μιᾶς, πρᾶγμα πού προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη καί ὀδύνη στούς πιστούς ἐκείνους, πού συμβαίνει νά πληροφοροῦνται καί νά κατανοοῦν καλῶς τά συμβαίνοντα στήν Ἐκκλησία τους.
Παρά ταῦτα, ὅμως, εἶναι ἀπολύτως βέβαιο, ὅτι ἡ χαρά του ἤδη μεταβάλλεται σέ βαρειά θλίψη. Καί τοῦτο, γιατί τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, κινούμενο ἀπό ἔλλογη ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, διαχρονικά, καί ὄχι ἄκριτα στήν Διοίκησή της, ἐξαιτίας τῆς ὑπαρξιακά βιούμενης μετάνοιας, τῆς ἀσκητικῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς, δέν πρόκειται νά ἀποδεχτεῖ ποτέ αὐτήν τήν «Σύνοδο». Ἔτσι, ἀκυρώνει –στήν πράξη– τήν ἐπαίσχυντη –θεολογικῶς καί πνευματικῶς– ἀπόφαση τῆς «ἐκκλησιαστικοποίησης» τῶν αἱρέσεων.
Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης γιά τήν συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὡς μή γενομένη.
Γ΄. «ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ»
Ἡ «Σύνοδος»τῆς Κρήτης, ὡς γνωστόν, δέν ἀναφέρθηκε –διαχρονικά- στίς προηγούμενές της Οἰκουμενικές ἤ Πανορθόδοξες Συνόδους, οὔτε καί καταδίκασε καμία ἀπό τίς προγενέστερα καταδικασμένες αἱρέσεις, οὔτε βέβαια καί κάποια ἀπό τίς σύγχρονες, πρᾶγμα πού συνιστᾶ «πρωτότυπη» παραφωνία στήν Ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὅλως παραδόξως, ὅμως, ἡ «Σύνοδος» αὐτή ἀπειλεῖ ὅσους ἀπό τούς Ὀρθοδόξους θά ἀντιδράσουν στίς ἀποφάσεις της.
Ἐπιπροσθέτως, ἡ παραπάνω «Σύνοδος» κάνει ἀνεπίγνωστη σύγχυση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ σώ-ματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκησή της.
Γιά τό σοβαρότατο αὐτό θέμα θά σημειώσουμε –μέ κάθε δυνατή συντομία- τά ἑξῆς σημαντικά, ἀπό Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογική ἄποψη.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο, ὅταν οἱ Συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐ-νεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τό Χριστό δηλαδή, ὁπότε ὡς Συν-Οδικοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶναι στήν πράξη καί «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται κατά κόρον τόσο ἀπό πιστούς ὅσο καί ἀπό Ἱερεῖς καί Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», ἐννοώντας συνήθως καί ἄκριτα τήν ὁποιαδήποτε ἀπόφαση τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγνοώντας, ὅτι ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπορεῖ ὁ Ἐπίσκοπος νά ἀγνοεῖ τούς πρεσβυτέρους καί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀποστολική Σύνοδο- ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος- ἐκφράστηκε ἡ Συνοδική Ἀλήθεια «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ»: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν». Τό «ἡμῖν» δέν ἦταν ἁπλῶς μόνον οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά καί «οἱ σύν αὐτοῖς», δηλαδή οἱ Πρεσβύτεροι, «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ». Καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί ὁ ἁπλός λαός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία (συνείδηση) στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται –χαρισματικῶς– στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἁγιοπνευματική ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶναι ἡ συμπυκνωμένη πνευματική ἐμπειρία μέσα στήν Ἐκκλησία, τό λειτουργοῦν δηλαδή μέσα μας Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο λάβαμε. Καί αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό, καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅταν, λοιπόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνεργοποιημένη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού –ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας- ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογματικά θέματα ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια, καθεαυτήν, εἶναι πλειοψηφική.Δηλαδή καί ἕνας ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ, ἔναντι τῶν ἑκατομυρίων καί δισεκατομυρίων ἄλλων ψήφων, πού εἶναι ἀντίθετες. Γιατί ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι ἄποψη. Εἶναι Ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό, καί ὅσοι διαφωνοῦν μέ αὐτήν, ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται, κατά περίπτωση.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι τό ἴδιο τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό Ὁποῖο λειτουργεῖ καί ἐκφράζεται καί μέ μεμονωμένα πρόσωπα. Αὐτό τό ἔδειξε χαρακτηριστικά ἡ ἱστορία στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, καθώς καί τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦστήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας, οἱ ὁποῖοι ἤτανε μονάδες, ἔναντι τῆς κυριαρχίας τῆς πλειοψηφίας.
Ἀποδεικνύεται ἐδῶ, πώς ἕνας ἄνθρωπος ἔδωσε τήν ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν δικαίωσε ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία καί ἁγίασε σέ σχέση μέ ὅλους τούς ἄλλους, τόν Αὐτοκράτορα, τόν Πατριάρχη καί ὅλους τούς ἄλλους πού συμμετεῖχαν, καί οἱ ὁποῖοι δέν ἐξέθεσαν τήν ἀλήθεια. Ἄρα, δέν εἶναι θέ-μα ἀριθμοῦ, ἀλλά θέμα Ἀληθείας ἤ μή Ἀληθείας. Αὐτό τό πρᾶγμα δέν πρέπει νά τό ξεχνοῦμε, γιατί εἶναι ἡ ποιοτική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας, στήν πράξη. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τά πράγματα δέν λειτουργοῦν παπικά. Δέν εἶναι ὁ Πάπας ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως ἐκεῖ, οὔτε φυσικά ἐδῶ ὑπάρχει κάποιος ἐπιμέρους Πάπας, πού νά τοποθετηθεῖ πάνω ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄρα, κριτήριο στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι, ὅτι συνῆλθε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά μποροῦσε νά εἶναι θεωρητικά καί ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καί ἕνας, δύο, τρεῖς ἤ ἐλάχιστοι ἀπό αὐτούς νά λέγανε κάτι τό ἀντίθετο. Δέν σημαίνει, ὅτι ἐκεῖνο, πού θά πεῖ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων, ἀποτελεῖ ἐχέγγυο τῆς Ἀληθείας, καί ὅτι θά πρέπει ὁπωσδήποτε αὐτό νά τό ἀποδεχτεῖ τό πλήρωμα. Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγ-ματα στήν Ἐκκλησία. Κριτήριο τῆς Ἀληθείας εἶναι, ἐάν τά λεγόμενα στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶναι «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου». Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες αὐτές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου» μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας,διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της- ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων θεωρώντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί στήν προκειμένη περίπτωση γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).
Μέ βαθύτατο σεβασμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
τοῦ Α.Π.Θ.
Η μη μνημόνευση Μητροπολίτη – ο οποίος δεν καταδικάζει ως παναιρετκή την ψευδο-σύνοδο της Κρήτης και τις αποφάσεις της και δεν παύει το μνημόσυνο της προϊσταμένης του αρχής – από Κληρικούς της Μητρόπολής του, στοιχειοθετεί το εκκλησιαστικό ποινικό αδίκημα του σχίσματος ή όχι μόνο δεν το στοιχειοθετεί αλλά και επιβάλλει την απόδοση από αυτόν της πρέπουσας σε ομολογητές κληρικούς τιμής προς εκείνους;
Ερώτηση: Με δεδομένο ότι, μετά τη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» της Κρήτης, ένας Μητροπολίτης από τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που συμμετείχαν σε αυτήν, αν υποτεθεί ότι έχει ορθόδοξο φρόνημα, αλλά, συμβιβαζόμενος με τις «συνοδικές» αποφάσεις της Ψευδο-συνόδου της Κρήτης, μνημονεύει την προϊσταμένη του αρχή (π.χ. με δεδομένο ότι ένας Μητροπολίτης από τις λεγόμενες Νέες Χώρες της Βόρειας Ελλάδος, αν υποτεθεί ότι έχει ορθόδοξο φρόνημα, αλλά μνημονεύει τις προϊσταμένες του αρχές, ήτοι τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος), αν ένας υφιστάμενός του, ιερομόναχος ή ιερέας, παύσει το μνημόσυνο του εν λόγω Μητροπολίτη, τότε ο ιερομόναχος ή ο ιερέας διαπράττει το εκκλησιαστικό ποινικό αδίκημα του σχίσματος ή όχι ;
Απάντηση: Σαφώς όχι, για τους εξής λόγους:
1 – Οι κανόνες που είναι συναφείς με το συγκεκριμένο ζήτημα είναι οι Κανόνες 13, 14 και 15 της Πρωτοδευτέρας (ή ΑΒ) Συνόδου επί Μεγάλου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Κανόνας 13 της ΑΒ Συνόδου ορίζει: «Αφού ο παμπόνηρος έριξε στην Εκκλησία του Χριστού τους σπόρους των αιρετικών ζιζανίων και τους βλέπει να κόβονται σύρριζα με το μαχαίρι του Πνεύματος, μεταχειρίστηκε άλλη μέθοδο προσπαθώντας να διαιρέσει το Σώμα του Χριστού με τη μανία των σχισματικών. Η Αγία Σύνοδος, όμως, αναχαιτίζοντας ολοκληρωτικά και αυτήν την επιβουλή του, όρισε από εδώ και στο εξής, αν κάποιος πρεσβύτερος ή διάκονος τολμήσει, επειδή τάχα έχει κατηγορήσει τον επίσκοπό του για κάποια εγκλήματα, να απομακρυνθεί από την κοινωνία του πριν από τη συνοδική απόφαση και εξέταση και την αμετάκλητη καταδίκη του, και δεν αναφέρει το όνομά του στις ιερές ευχές των λειτουργιών σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, αυτός να υπόκειται σε καθαίρεση και να στερείται από κάθε ιερατική τιμή. Διότι αυτός που είναι ταγμένος στην τάξη του πρεσβυτέρου και που αρπάζει την κρίση των μητροπολιτών και που καταδικάζει, όσο εξαρτάται από αυτόν, ο ίδιος πριν από την κρίση τον πατέρα του και επίσκοπο, αυτός δεν είναι άξιος ούτε για την τιμή ή την ονομασία του πρεσβυτέρου. Και όσοι τον ακολουθούν, αν είναι κάποιοι από τους ιερωμένους, να χάνουν και αυτοί την δική τους τιμή, και αν είναι μοναχοί ή λαϊκοί, να αφορίζονται πλήρως της Εκκλησίας, μέχρι που να απορρίψουν τη σχέση τους με τους σχισματικούς και να επιστρέψουν στον επίσκοπό τους».
Ο Κανόνας 14 ΑΒ Συνόδου προβλέπει: «Αν κάποιος επίσκοπος, χρησιμοποιώντας μια πρόφαση εναντίον του μητροπολίτη του, πριν τη συνοδική κρίση, απομακρυνθεί από την κοινωνία με αυτόν και δεν αναφέρει το όνομά του, σύμφωνα με τη συνήθεια, στη θεία μυσταγωγία, η Αγία Σύνοδος όρισε να καθαιρείται αυτός, αν, μόνον απομακρυνόμενος από τον δικό του μητροπολίτη, δημιουργήσει σχίσμα. Διότι πρέπει καθένας να γνωρίζει τα όριά του, και ούτε ο πρεσβύτερος να περιφρονεί τον δικό του επίσκοπο ούτε ο επίσκοπος τον δικό του μητροπολίτη».
Ο Κανόνας 15 ΑΒ Συνόδου διαλαμβάνει: «Όσα ορίστηκαν για πρεσβυτέρους και επισκόπους και μητροπολίτες, αρμόζουν πολύ περισσότερο και για πατριάρχες. Επομένως, αν κάποιος πρεσβύτερος ή επίσκοπος ή μητροπολίτης τολμήσει να απομακρυνθεί από την κοινωνία με τον δικό του πατριάρχη, και δεν αναφέρει, όπως έχει οριστεί και καθοριστεί, το όνομά του στη θεία μυσταγωγία, αλλά δημιουργήσει σχίσμα πριν τη συνοδική κρίση και την αμετάκλητη καταδίκη του, η Αγία Σύνοδος όρισε να αφαιρείται πλήρως από αυτόν οποιαδήποτε ιερατική διακονία, εφόσον αποδειχθεί ότι έκανε αυτήν την παρανομία. Και ναι μεν τούτα έχουν οριστεί και επικυρωθεί για όσους αποσχίζονται από τους δικούς τους προέδρους με την πρόφαση κάποιων κατηγοριών, και προκαλούν σχίσμα και διασπούν την ενότητα της Εκκλησίας. Διότι, όσοι απομακρύνονται από την κοινωνία με τον πρόεδρό τους, εξαιτίας κάποιας αίρεσης, η οποία έχει καταδικαστεί από τις Άγιες Συνόδους ή τους Πατέρες, ενώ δηλαδή ο πρόεδρός τους διακηρύσσει δημόσια και διδάσκει ανοικτά την αίρεση στην εκκλησία, τούτοι όχι μόνο δεν πρέπει να υποβληθούν στην προβλεπόμενη από τους κανόνες ποινή, επειδή αποτειχίζονται από την κοινωνία με τον καλούμενο επίσκοπο πριν τη συνοδική κρίση του, αλλά και πρέπει να αξιωθούν της πρέπουσας στους Ορθοδόξους τιμής. Διότι δεν καταδίκασαν επισκόπους, αλλά ψευδοεπισκόπους και ψευδοδιδασκάλους, και δεν κατατεμάχισαν την ενότητα της Εκκλησίας με σχίσμα, αλλά φρόντισαν να αποφύγει η Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις».
2 – Ο Κανόνας που είναι εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι ο 13ος της ΑΒ Συνόδου, αλλά ο 15ος της ίδιας ΑΒ Συνόδου. Διότι σήμερα δεν βρισκόμαστε στο προπαρασκευαστικό στάδιο της Παναίρεσης του Οικουμενισμού (ή Νέο-γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), το οποίο διήρκεσε 115 χρόνια (από το 1901 με τον ενθρονιστήριο λόγο του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, ο οποίος περιείχε την εξαγγελία και τις φάσεις ανάπτυξης της Παναίρεσης του Οικουμενισμού) και κατά το οποίο οι ιερομόναχοι και ιερείς θα μπορούσαν να εφαρμόσουν την προ συνοδικής εισαγωγής της Παναίρεσης του Οικουμενισμού κατ’ οικονομία μνημόνευση του ονόματος του οικείου Μητροπολίτη, σε συνδυασμό με μερική παύση κοινωνίας με τούτον, όπως και μοναχοί και οι λαϊκοί, σύμφωνα με την Επιστολή του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη προς τον Ηγούμενο Θεόφιλο. Αλλά από τις 25-6-2016, ημερομηνία «συνοδικής» – δηλ. δεσμευτικής για τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που συμμετείχαν στο Συνέδριο της Αποστασίας ή, επί το επιεικέστερο, στην Ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης – εισαγωγής της Παναίρεσης του Οικουμενισμού, εφαρμόζεται υποχρεωτικά η ακρίβεια, δηλ. ο 15ος Κανόνας της ΑΒ Συνόδου. Διότι ο 15ος Κανόνας είναι υποχρεωτικής ισχύος, ως νόμος της Εκκλησίας, όπως τον ερμηνεύει ορθά και ο μεγάλος κανονολόγος Νικόδημος Μίλας, ως εξής: «и церковно-служители вправе и даже обязаны тотчас отделиться от подлежащего епископа (και οι κληρικοί έχουν το δικαίωμα και ακόμη και την υποχρέωση να απομακρυνθούν άμεσα από την κοινωνία με τον επίσκοπο)» (http://azbyka.ru/otechnik/Nikodim_Milash/pravila-pomestnyh-soborov-s-tolkovanijami/#0_302).
Επομένως, κανένας Μητροπολίτης από τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες οι οποίες εισήγαγαν «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά γι’ αυτές, την Παναίρεση του Οικουμενισμού, δεν μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα ότι ο ίδιος έχει δήθεν ορθόδοξο φρόνημα, ενώ είναι ταυτόχρονα είναι συμβιβασμένος με την «συνοδικώς» εισαχθείσα Παναίρεση του Οικουμενισμού, εφόσον δεν καταδικάζει ρητά, κατηγορηματικά και δημοσίως την Παναίρεση του Οικουμενισμού και, κατά συνέπεια, εφόσον δεν παύει το μνημόσυνο της προϊσταμένης του αρχής (π.χ. αν είναι Μητροπολίτης των λεγόμενων Νέων Χωρών της Βόρειας Ελλάδος, εφόσον δεν παύσει το μνημόσυνο των προϊσταμένων του αρχών, ήτοι του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και της Ιεράς Συνόδου, και, αν είναι Μητροπολίτης της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Νότιας Ελλάδος, εφόσον δεν παύσει το μνημόσυνο της προϊσταμένης του αρχής, ήτοι της Ιεράς Συνόδου, δεδομένου ότι και οι δύο αυτές Αυτοκέφαλες συμπεριλαμβάνονται μεταξύ αυτών που συμμετείχαν στην Ψευδο-σύνοδο της Κρήτης και εισήγαγαν «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά γι’ αυτές, την Παναίρεση του Οικουμενισμού).
Για το γεγονός της «συνοδικής» – δηλ. δεσμευτικής για τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που συμμετείχαν στην Ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης – βλέπετε
1 – Αξιολόγηση της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» της Κρήτης (https://drive.google.com/file/d/0BxcSUS2O16_gbTQ2QmRjMXh1TkE/view),
2 – τη Μελέτη μου με θέμα: «Το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων των δέκα (10) Αυτοκέφαλων ‘Εκκλησιών’ (οι οποίες εκπροσωπούν μόνον το ένα τρίτο (1/3) των Ορθοδόξων), το οποίο εισήγαγε «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού – Gnosis, ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), και για την αναγκαία και αναπόφευκτη εκκλησιολογική συνέπεια της διακοπής κοινωνίας με τους προκαθημένους και τους επισκόπους των δέκα (10) Αυτοκέφαλων ‘Εκκλησιών’, οι οποίοι δεν καταδικάζουν, ως Παναιρετικό, τούτο το Συνέδριο της Αποστασίας» (https://drive.google.com/file/d/0BxcSUS2O16_gZ1ZYY29PSUhPc3c/view).
Αν κάποιος καταρρίψει πειστικά, από την άποψη της επιστημονικής μεθόδου τόσο της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας όσο και του Ορθόδοξου Κανονικού Δικαίου, τα επιχειρήματα αυτών των δύο κανονικο-δογματικών μελετών, τότε θα μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα ότι:
1 – ΑΝΤΙ του 15ου Κανόνα της ΑΒ Συνόδου, ο οποίος ορίζει ότι,όσοι απομακρύνονται από την κοινωνία με τον πρόεδρό τους, εξαιτίας κάποιας αίρεσης, η οποία έχει καταδικαστεί από τις Άγιες Συνόδους ή τους Πατέρες, ενώ δηλαδή ο πρόεδρός τους διακηρύσσει δημόσια και διδάσκει ανοικτά την αίρεση στην εκκλησία, τούτοι όχι μόνο δεν πρέπει να υποβληθούν στην προβλεπόμενη από τους κανόνες (για το σχίσμα) ποινή (της καθαίρεσης), επειδή αποτειχίζονται από την κοινωνία με τον καλούμενο επίσκοπο πριν τη συνοδική κρίση του, αλλά και πρέπει να αξιωθούν της πρέπουσας στους Ορθοδόξους τιμής. Διότι δεν καταδίκασαν επισκόπους, αλλά ψευδοεπισκόπους και ψευδοδιδασκάλους, και δεν κατατεμάχισαν την ενότητα της Εκκλησίας με σχίσμα, αλλά φρόντισαν να αποφύγει η Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις,
2 – ΔΗΘΕΝ ΘΑ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΙ ο 13ος Κανόνας της ίδιας ΑΒ Συνόδου, δηλ. ότι οι ιερομόναχοι και οι ιερείς που δεν μνημονεύουν το όνομα του Μητροπολίτη τους, εφόσον αυτός ανήκει σε μια από τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που εισήγαγαν «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά γι’ αυτές, την Παναίρεση του Οικουμενισμού, θα υποβληθούν στην ποινή της καθαίρεσης λόγω σχίσματος.
Η ανωτέρω επιστημονική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα που τέθηκε εξ αρχής, στηρίζεται στην επιστημονική μεθοδολογία της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και του Ορθόδοξου Κανονικού Δικαίου.
Αν από Μητροπολίτη κάποιας από τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που εισήγαγαν «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά γι’ αυτές, την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Νέο-γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), δεν ακολουθηθεί το συμπέρασμα της ανωτέρω επιστημονικής απάντησης, και επιλεγεί η εκ μέρους του αυταρχική παρερμηνεία της επιλογής του 13ου Κανόνα της ΑΒ Συνόδου, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, με συνέπεια την καθαίρεση ιερομονάχου ή ιερέα που δεν μνημονεύει το όνομά του, τότε τούτο θα επιβεβαιώσει με βεβαιότητα ότι – όπως και σε όλη την Εκκλησιαστική Ιστορία έπρατταν οι αιρετικοί επίσκοποι εναντίον των Ορθοδόξων συνεπισκόπων τους και εναντίον των λοιπών Ορθοδόξων πιστών – ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ (ΠΑΝ)ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΣΥΜΒΙΒΑΖΟΜΕΝΟΣ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΧΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΚΟΔΟΞΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕ (ΠΑΝ)ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΜΑΝΙΑ ΔΙΩΚΕΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ. ΔΙΟΤΙ, ΑΝΤΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΔΙΩΓΜΟΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ (ΠΑΝ)ΑΙΡΕΣΗ, ΤΟΥΤΟΣ ΘΑ ΕΧΕΙ ΕΠΙΛΕΞΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ, ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΝΥΜΦΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΗ, ΚΑΙ ΟΧΙ Η (ΠΑΝ)ΑΙΡΕΣΗ, ΕΙΝΑΙ Η ΤΑΜΕΙΟΥΧΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ.
Πάντως, μετά την «συνοδική» εισαγωγή της Παναίρεσης του Οικουμενισμού στις 25-6-2016, με την ψήφιση από τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες – Μέλη του Συνεδρίου της Αποστασίας της Κρήτης, κανένας Μητροπολίτης από τις εν λόγω δέκα (10) Αυτοκέφαλες δεν μπορεί θεολογικά και λογικά να ισχυριστεί ότι, μπορεί η προϊσταμένη του αρχή (ή οι προϊσταμένες του αρχές) να ακολουθεί (ή ακολουθούν) την Παναίρεση του Οικουμενισμού, αλλά ο ίδιος δήθεν έχει ορθόδοξο φρόνημα, γι’ αυτό οι υφιστάμενοί του κληρικοί δεν υποχρεούνται να εφαρμόσουν τον 15ο Κανόνα της ΑΒ Συνόδου για την παύση του μνημοσύνου του ονόματός του. Διότι όχι μόνο έχει συμβιβαστεί με την «συνοδικώς» εισαχθείσα Παναίρεση του Οικουμενισμού, αλλά διαθέτει πλέον και Παναιρετικό φρόνημα, δεδομένου ότι
Α. ούτε καταδικάζει ως Παναιρετικό το Συνέδριο της Αποστασίας της Κρήτης και τις αποφάσεις του,
Β. ούτε, κατά συνέπεια, παύει το μνημόσυνο της προϊσταμένης του αρχής (ή των προϊσταμένων του αρχών), όπως οφείλει και ο ίδιος ο Μητροπολίτης δυνάμει του 15ου Κανόνα της ΑΒ Συνόδου. Το οφείλει, αν επιλέξει να παραμείνει στην Ορθοδοξία και την Ορθοπραξία με Ομολογιακό Φρόνημα και Ομολογιακή επί των ώμων του Ανάληψη του Σταυρού του Χριστού και συνέχιση των Παθημάτων του Αμνού του Θεού, Κυρίου Ιησού Χριστού στη δική του ύπαρξη, ως γνήσιος ποιμένας. Ως γνωστόν, ο γνήσιος ποιμένας, όπως ομολόγησε κατά την εις επίσκοπον χειροτονία του, υποχρεούται να προστατεύει το εμπιστευθέν από τον Μέγα Αρχιερέα Χριστό σε αυτόν λογικό ποίμνιο από την κατασπάραξή του από τους νοητούς αλλά πραγματικούς «λύκους» της Παναίρεσης του Οικουμενισμού και όχι να ενδιαφέρεται πρωτίστως για την, αντί πάσης θυσίας, διατήρηση του επίγειου αρχιερατικού του θρόνου, για να μην είναι αναπολόγητος όταν παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαιοκρίτη Χριστού.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 9η Σεπτεμβρίου 2016
ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΜΑΣ;
Έχουν περάσει δύο και πλέον μήνες από την σύγκληση της «Συνόδου» της Κρήτης, η οποία προβλήθηκε και διαφημίστηκε επί δεκαετίες από τους θιασώτες της ως η μέλλουσα να συνέλθει «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» και η αγωνία του πιστού λαού του Θεού και η προσδοκία του να πληροφορηθεί, να λάβει έγκυρες και αυθεντικές απαντήσεις σχετικά με την φύση της εν λόγω «Συνόδου», την νομιμότητα της συγκλήσεώς της, τον τρόπο οργανώσεώς της και την ορθότητα, η μη των αποφάσεών της, βρίσκεται στο αποκορύφωμά της.
Οι φόβοι και οι ανησυχίες, που εκφράστηκαν στην μεγάλη και πολύ σημαντική, πανορθοδόξου εμβελείας, Ημερίδα, που διοργάνωσαν στις 23.3.2016 οι Ιερές Μητροπόλεις Πειραιώς, Γλυφάδας, Κυθήρων και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως και η «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών» κατά τις εισηγήσεις των ομιλητών, ότι δηλαδή η μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδος δεν θα είναι γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδος, αλλά μια οικουμενιστική «Σύνοδος», δυστυχώς επαληθεύτηκαν! Μια απλή αντιπαραβολή των πορισμάτων της Ημερίδος με όσα απεφασίσθησαν, ελέχθησαν και επράχθησαν στη «Σύνοδο» της Κρήτης αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Τις προβλέψεις της Ημερίδος επιβεβαίωσε ένα πλήθος δημοσιευμάτων στο διαδίκτυο και τα ΜΜΕ από αρχιερείς, από την «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών», από χριστιανικά σωματεία και οργανώσεις, από κληρικούς, καθηγητές Θεολογικών και άλλων Σχολών, αγιορείτες μοναχούς και άλλους φορείς. Οι παρά πάνω ευστοχότατες, άριστες θα λέγαμε, δημοσιεύσεις αναλύουν, εκτιμούν και αξιολογούν τις επί μέρους πλευρές και παραμέτρους της «Συνόδου» αυτής και όλες μαζί συγκλίνουν σ’ ένα γενικό συμπέρασμα: Ότι η «Αγία και μεγάλη Σύνοδος», όπως την ονόμασαν οι θιασώτες της, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια απόπειρα επαναλήψεως της Φεράρας- Φλωρεντίας.
Και τούτο, διότι η «Σύνοδος» αυτή:
Α) Δεν αποτελεί οργανική συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών Συνόδων, διότι δεν έχει τίποτε κοινό μ’ αυτές. Τούτο αποδεικνύεται από το ότι:
1. Όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι συνεκαλούντο πρωτίστως και κυρίως για να καταδικάσουν αιρέσεις της εποχής των. Η «Σύνοδος» της Κρήτης καμιά αίρεση δεν επεσήμανε, ούτε κατεδίκασε, (η λέξη αίρεση είναι άγνωστη στα κείμενά της), αντίθετα μάλιστα κατοχύρωσε και νομιμοποίησε συνοδικά την παναίρεση του Οικουμενισμού και αναγνώρισε ως Εκκλησίες τους ετεροδόξους.
2. Στις Οικουμενικές Συνόδους, κάθε επομένη Σύνοδος επεκύρωνε τις δογματικές αποφάσεις όλων των προηγουμένων. Αντίθετα η «Σύνοδος» της Κρήτης καμία από τις δογματικές αποφάσεις των προγενέστερων Οικουμενικών Συνόδων δεν θεώρησε χρέος της να επικυρώσει. Και τούτο διότι αν το έπραττε, θα ήταν αναγκασμένη να ανανεώσει την καταδίκη των ετεροδόξων ως αιρετικών, πράγμα που δεν το ήθελε επ’ ουδενί λόγω.
3. Κατεπάτησε και ακύρωσε στην πράξη θεοπνεύστους Ιερούς Κανόνες διαχρονικού κύρους, όπως αυτούς που απαγορεύουν τις συμπροσευχές, τους μεικτούς γάμους κλπ.
4. Προσκάλεσε εκπροσώπους των αιρετικών κοινοτήτων των Παπικών, Προτεσταντών, Αγγλικανών και Μονοφυσιτών ως τιμώμενα πρόσωπα, κάτι που είναι μια πρωτοφανής καινοτομία, ξένη προς την Συνοδική μας Παράδοση. Ποτέ στην ιστορία των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων δεν υπήρξε το φαινόμενο να προσκαλούνται αιρετικοί ως τιμώμενα πρόσωπα, αλλά πάντοτε ως υπόδικοι και ως απολογούμενοι, ως ένοχοι αιρετικών διδασκαλιών.
5. Οι αποφάσεις τις οποίες έλαβε ήταν προδιαγεγραμμένες και προαποφασισμένες. Οι προειλημμένες αποφάσεις, όπου ο ανθρώπινος παράγων παίζει τον κυρίαρχο, ή και τον αποκλειστικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων, αποτελούν κατ’ ουσίαν εμπαιγμό του αγίου Πνεύματος και ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Πως είναι δυνατό με τέτοιου είδους ανθρώπινες μεθοδεύσεις, ξένες προς την Παράδοση της Εκκλησίας μας, να θεωρηθεί μια τέτοια Σύνοδος ως γεγονός Πεντηκοστής, όπου θα πνεύσει και θα ομιλήσει δια των Συνοδικών μελών το ίδιο το άγιο Πνεύμα, αφού οι αποφάσεις είναι ήδη προειλημμένες;
6. Είχε μια μακροχρόνια πορεία προπαρασκευής 93 ετών. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία της Εκκλησίας μας, διότι σε καμιά άλλη Σύνοδο, Οικουμενική, η Τοπική, της αρχαίας Εκκλησίας, δεν υπήρξε τόση εργώδης και μακροχρόνια προετοιμασία. Ο λόγος είναι προφανής. Από το ξεκίνημά της η Σύνοδος είχε οικουμενιστικούς στόχους, που όμως οι γενικότερες παγκόσμιες γεωπολιτικές μεταβολές, οι αντιδράσεις του πιστού λαού του Θεού και άλλα εξωτερικά εμπόδια, δεν επέτρεψαν την πραγματοποίησή της. Ωστόσο οι θιασώτες της έψαχναν να βρουν τις κατάλληλες συνθήκες. Και οι συνθήκες αυτές έγιναν ευνοϊκές μόλις φέτος το 2016.
Β) Στερείται Κανονικότητος και Νομιμότητος.
Η «Σύνοδος» αυτή συγκλήθηκε κατά παράβασιν του Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας, που υπογράφηκε κατά την Σύναξη των Προκαθημένων τον Ιανουάριο του 2016. Ο εν λόγω Κανονισμός μεταξύ άλλων προέβλεπε, ότι η Σύνοδος «συγκαλείται υπό της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου, συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασών των υπό πάντων ανεγνωρισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών» (αρθ. 1). Ωστόσο όπως είναι γνωστό τέσσαρες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας και Αντιοχείας), ζήτησαν την αναβολή της «Συνόδου», με σκοπό την εκ νέου μελέτη των προσυνοδικών κειμένων, διότι αυτά περιείχαν αντιφάσεις, ασάφειες και κακόδοξες διατυπώσεις. Επειδή όμως το αίτημά τους απερρίφθη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τελικά δεν έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο». Επομένως η «Σύνοδος» συνεκλήθη χωρίς να πληρούται ο όρος, που προβλέπει ο Κανονισμός: «συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων», χωρίς δηλαδή την σύμφωνη γνώμη όλων των Προκαθημένων. Πέραν τούτου τον εν λόγω Κανονισμό δεν υπέγραψε το Πατριαρχείο Αντιοχείας, οπότε καταπατήθηκε και η αρχή της ομοφωνίας, η οποία συνομολογήθηκε από όλους τους προκαθημένους ως πάγια αρχή σ’ όλες τις φάσεις της διαδικασίας συγκλήσεως και διεξαγωγής της «Συνόδου». Επί πλέον, όπως παρατηρεί ο κ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.: «Είχε, μη έγκυρα, στην ημερήσια διάταξή της ως θέματα το σχέδιο κειμένου ‘Το μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα αυτού’, το οποίο δεν είχε υπογραφεί από τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Γεωργίας στη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016, όπως και τα λοιπά πέντε (5) σχέδια κειμένων τα οποία δεν είχαν υπογραφεί από το Πατριαρχείο Αντιοχείας, δηλ. κατά παράβαση της πάγιας αρχής της ομοφωνίας στη συνεργασία των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών».
Γ) Η «Σύνοδος» είχε σοβαρότατο έλλειμα συνοδικότητος, τόσο κατά την περίοδο της προετοιμασίας της, όσο και κατά την διεξαγωγή της διότι
1. Τα προσυνοδικά κείμενα παρέμεναν άγνωστα επί μακρά σειρά ετών στις Ιεραρχίες των κατά τόπους Εκκλησιών και δεν έτυχαν συνοδικής μελέτης και επεξεργασίας από τις εν λόγω Ιεραρχίες. Κοινοποιήθηκαν τον Φεβρουάριο του 2016, μόλις λίγους μήνες πριν από την έναρξη της «Συνόδου», οπότε δεν δόθηκε επαρκής χρόνος συνοδικής μελέτης και επεξεργασίας.
2. Δεν συμμετείχαν σ’ αυτήν όλοι οι επίσκοποι της ανά την Οικουμένην Ορθοδοξίας, αλλά μόνον εικοσιτέσσερις από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Από το σύνολο των 800 περίπου Επισκόπων της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας συμμετείχαν μόλις 156, ένα μικρό ποσοστό, που αντιστοιχεί μόλις στο 19,5% περίπου του συνολικού αριθμού των επισκόπων παγκοσμίως.
3. Στις συνοδικές αποφάσεις υιοθετήθηκε το σχήμα: μία ψήφος - μία Εκκλησία, πράγμα που αποτελεί μια πρωτοφανή συνοδική καινοτομία. Οι κληθέντες να συμμετάσχουν στη «Σύνοδο» επίσκοποι ήταν απλώς διακοσμητικά στοιχεία, διότι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Αποφασιστική ψήφο είχαν μόνο οι δέκα παρόντες Προκαθήμενοι, πράγμα που προσβάλλει την ισότητα των επισκόπων, διότι μεταβάλλει τους προκαθημένους από «πρώτους μεταξύ ίσων» (primos inter pares) σε «πρώτους άνευ ίσων» (primos sine paribus).
4. Καταφρονήθηκε επιδεικτικά στην όλη συνοδική διαδικασία ο συνοδικός ρόλος του υπόλοιπου κλήρου, του μοναχισμού και του πιστού λαού του Θεού, λες και τα θέματα της πίστεως είναι μια ιδιωτική υπόθεση των αρχιερέων και των Προκαθημένων. Καταφρονήθηκαν οι Εισηγήσεις και τα Πορίσματα της Ημερίδος, που έγινε στον Πειραιά, (23.3.2016) και οι επισημάνσεις εγκρίτων καθηγητών των Θεολογικών Σχολών, (όπως του κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη) και άλλες δημοσιεύσεις καταξιωμένων θεολόγων. Καταφρονήθηκαν οι επισημάνσεις και παρατηρήσεις των είκοσι αγιορειτικών Μονών και εν γένει όλου συλήβδην του αγιορειτικού και λοιπού Μοναχισμού. Προ πάντων καταφρονήθηκαν και δεν ελήφθησαν υπ όψιν επισημάνσεις και παρατηρήσεις αγίων ανδρών, όπως του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, του οσίου Φιλόθεου Ζερβάκου κ.α., οι οποίοι ομίλησαν εν αγίω Πνεύματι περί της μελλούσης Συνόδου.
Δ) Η «Σύνοδος» της Κρήτης αυτοαναγορεύθηκε ως η υπέρτατη αυθεντία και ο έσχατος κριτής σε θέματα πίστεως και επομένως παραθεωρήθηκε το γεγονός ότι έσχατος κριτής, της ορθότητας και της εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας, οι κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός λαός του Θεού, ο οποίος, με την γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει, η απορρίπτει τις αποφάσεις των Συνόδων. Αποτέλεσμα της πεπλανημένης αυτής αντιλήψεως είναι η αξίωση των μελών της «Συνόδου», να γίνουν αποδεκτές οι αποφάσεις της πανορθοδόξως.
Ε) Δεν έλαβε Ορθόδοξες αποφάσεις. Το δογματικού περιεχομένου κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» νομιμοποιεί συνοδικά, αντί να καταδικάσει και θεσμοθετεί τον Οικουμενισμό. Αντί να ανανεώσει την καταδίκη των ετεροδόξων ως αιρετικών και αντί να τους καλέσει σε μετάνοια και επιστροφή στην Ορθοδοξία, αναγνώρισε την ιστορική ονομασία τους ως «Εκκλησιών»! Όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί από την «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών»: «Οι διορθώσεις και οι βελτιώσεις, τις οποίες επρότεινε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ακόμη και αν εγίνοντο συνοδικά δεκτές, δεν επρόκειτο βέβαια να καταστήσουν το κείμενο ορθόδοξο και αποδεκτό, αφού ούτε τα απαράδεκτα κείμενα των Θεολογικών Διαλόγων εκρίνοντο [κείμενα του Balamand, του Πόρτο Αλέγκρε, της Ραβέννας, του Πουσάν κ.λ.π.] ούτε πολύ περισσότερο η με αντορθόδοξους όρους συμμετοχή μας στο ‘Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών’. Αντίθετα, μέσα στο κείμενο επαινούνται και εγκωμιάζονται. Η δε ορθή πρόταση το ‘χριστιανικές εκκλησίες’ να γίνει ‘χριστιανικές κοινότητες’ συνάντησε λυσσώδη αντίδραση και απορρίφθηκε με ανιστόρητες, αθεολόγητες, παράλογες, σοφιστικές αντιπροτάσεις, τις οποίες υιοθέτησε, άγνωστο πως, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, που δεν υπεστήριξε, ως όφειλε, την απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος και υπερέβη αναιτιολόγητα την εξουσιοδότηση, που είχε λάβει από αυτήν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εγκυρότητα των αποφάσεων που ελήφθησαν. Αναμένονται οι απαραίτητες εξηγήσεις που οφείλουν να δώσουν στο Σώμα της Ιεραρχίας τόσο ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, όσο και οι υπόλοιποι Ελλαδίτες Ιεράρχες της ‘συνόδου’ της Κρήτης».
ΣΤ) Οικοδόμησε ένα «νέο είδος συνόδου». Όπως απερίφραστα ομολόγησε ένας από τους Προκαθημένους, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, η Σύνοδος αυτή «δεν είναι αντίγραφο των παλαιών συνόδων αλλά ένα νέο είδος Συνόδου». Ήταν μια «Σύνοδος» όχι «επομένη τοις Αγίοις Πατράσι», αλλά μια «Σύνοδος» οικουμενιστικών προδιαγραφών, τέτοια που ταιριάζει στο πνεύμα, στις απαιτήσεις και στην ατμόσφαιρα της Νέας Εποχής και της Πανθρησκείας, προς την οποία οδεύει ολοταχώς η ανθρωπότητα. Ήταν μια «Σύνοδος» που εναρμονίστηκε πλήρως με τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου, την Εκκλησιολογία, της οποίας αντιγράφει με θαυμαστή ακρίβεια. Γι’ αυτό άλλωστε πανηγύρισε ο «Πάπας», όταν πληροφορήθηκε τις αποφάσεις της «Συνόδου». Ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος του Βατικανού και των απανταχού παπικών αφιέρωσε πλήθος άρθρων με επαινετικά σχόλια για τη «Σύνοδο» της Κρήτης. Καταλαβαίνει ο καθένας, τι σημαίνει αυτό, όταν πανηγυρίζουν οι εχθροί της Εκκλησίας και λυπούνται και θλίβονται τα μέλη Της! Το ότι η «Σύνοδος» αυτή κινήθηκε σε οικουμενιστικά πλαίσια φαίνεται και από το γεγονός ότι απέφυγε να αξιολογήσει την πορεία των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων και να ομολογήσει την χρεοκοπία και το αδιέξοδο, στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει. Τελικά οι Διάλογοι εξυπηρέτησαν και προώθησαν τους στόχους της Νέας Εποχής και της Παγκοσμιοποιήσεως. Απέφυγε να καταδικάσει τα κείμενα του Balamand (1993), του Porto Alegre (2006), της Ραβέννας (2007) και του Πουσάν (2013), τα οποία είναι γεμάτα από εκκλησιολογικές αιρέσεις. Αντίθετα επήνεσε το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και τα παραχθέντα από αυτό κείμενα.
Ζ) Έχασε τον πανορθόδοξο χαρακτήρα της. Στην «Σύνοδο» δεν συμμετείχαν όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά μόνον δέκα, που εκπροσωπούν μόνο το ένα τρίτο (1/3) των Ορθοδόξων πιστών, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις, οι Εκκλησίες της Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας που εκπροσωπούν τα δύο τρίτα (2/3) των Ορθοδόξων, δεν συμμετείχαν, για τους λόγους που αναφέραμε παρά πάνω. Η «Σύνοδος» σε τελική ανάλυση μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια διευρυμένη «Σύνοδος» Προκαθημένων!
Η) Απέφυγε να ασχοληθεί με θέματα επείγοντα και φλέγοντα, όπως το ημερολογιακό, που τραυμάτισε και εξακολουθεί να τραυματίζει μέχρι σήμερα την ενότητα της Εκκλησίας, όπως και με το θέμα της Ουνίας, που εξακολουθεί να αποτελεί μια ανοιχτή πληγή στο σώμα της. Η όλως απερίσκεπτη και πραξικοπηματική αλλαγή του ημερολογίου από τον Μασόνο Οικουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, δημιούργησε ένα άνευ προηγουμένου εορτολογικό διχασμό στο σώμα της Εκκλησίας, προς μεγίστη χαρά των εχθρών της, Παπικών και Προτεσταντών και ο οποίος ταλανίζει την Εκκλησία εδώ και έναν σχεδόν αιώνα!
Θ) Στο παρασκήνιο της Συνόδου της Κρήτης χρησιμοποιήθηκαν αθέμιτες μεθοδεύσεις και ασκήθηκαν απαράδεκτες πιέσεις προς τους ολίγους εκείνους επισκόπους, που δεν δέχθηκαν να υπογράψουν το κακόδοξο κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος αποκάλυψε, ότι δέχτηκε απίστευτες ύβρεις και απειλές από Επισκόπους, επειδή υπερασπίσθηκε την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας ως την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Το πρωτόγνωρο και αλγεινό φαινόμενο των πλαστογραφιών είδε επίσης το φως της δημοσιότητας. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, Προκαθήμενος υπέγραψε στα πρακτικά της Συνόδου για λογαριασμό, (δηλαδή «αντ’ αυτών», παρόντων των ιδίων), όλων εκείνων των επισκόπων της Εκκλησίας του, που αρνήθηκαν να υπογράψουν! Όλα αυτά μας θυμίζουν τις δόλιες μεθοδεύσεις κατά την Ψευδοσύνοδο της Φεράρας- Φλωρεντίας και αποδεικνύουν τετραγωνικά ότι στη «Σύνοδο» αυτή δεν ήταν παρόν το άγιο Πνεύμα.
Και τώρα τίθεται το ερώτημα: Τι δέον γενέσθαι; Ποιο είναι το χρέος μας ως κλήρος και ως πιστός λαός του Θεού μετά την πραγματοποίηση αυτής της «Συνόδου»; Απλούστατα, καλούμαστε να μιμηθούμε τους αγίους Πατέρες μας και να αγωνιστούμε, όπως αγωνίστηκαν αυτοί σε παρόμοιες περιστάσεις. Στο σημείο αυτό θεωρούμε αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε κάτι πολύ σημαντικό. Να απαντήσουμε σε μια λανθασμένη αντίληψη, ότι δήθεν η «Σύνοδος» της Κρήτης πέθανε και ετάφη. Ότι είναι από μόνη της άκυρη. Ότι σε λίγο καιρό θα ξεχαστεί και κανένας δεν θα την θυμάται και επομένως δεν χρειάζεται να γίνει κανένας αγώνας για την συνοδική καταδίκη της. Αλλοίμονο αν νομίσουμε ότι η «Σύνοδος» πέθανε και ετάφη και με την σκέψη αυτή παραμείνουμε αδρανείς και αδιάφοροι από φόβο και δειλία, μήπως μπούμε σε περιπέτειες και κινδύνους. Θα είμαστε αναπολόγητοι εν ημέρα Κρίσεως, ότι δεν πράξαμε το καθήκον μας. Πολύ σωστά επισημάνθηκε από πατέρες της «Συνάξεως» ο θεοφώτιστος λόγος του άγιου Μάξιμου του Ομολογητού, ότι «δεν αρκεί η ‘εξαφάνιση’ η ‘παρασιώπηση’ ενός κειμένου αιρετικού το οποίο εγκρίθηκε συνοδικά, αλλά απαιτείται η συνοδική καταδίκη του, ώστε να μη βλάπτει τις ψυχές όσων το διαβάσουν» (Βλ. «Περί των πραχθέντων εν τη πρώτη αυτού εξορία, ήτοι εν Βιζύη» 12, PG 90, 145 B.C.) Πολύ σωστά επίσης παρατηρεί ο καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου κ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος ότι η «Σύνοδος» «δεν είναι έγκυρη, ούτε αυτοδικαίως άκυρη, αλλά είναι ακυρώσιμη, ήτοι μπορεί να ακυρωθεί από μια όντως Ορθόδοξη Πανορθόδοξη Σύνοδο, η οποία μπορεί ενδεχομένως να συγκληθεί στο μέλλον». Οι θιασώτες και οι διοργανωτές της την θεωρούν βέβαια αυτοδικαίως έγκυρη και στο μέλλον θα επικαλούνται τις αποφάσεις της για να δικαιολογούν και να κατοχυρώνουν τις οικουμενιστικές παρεκτροπές τους. Κατ’ επέκταση θα στηρίζονται στις αποφάσεις αυτές για να επιβάλλουν ποινές και αφορισμούς σε όσους αντιδρούν. Οι διωγμοί έχουν ήδη αρχίσει στο άγιον Όρος. Τέσσερις μοναχοί από την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου εδιώχθηκαν από την Μονή της μετανοίας τους, επειδή αρνήθηκαν να δεχθούν τις αποφάσεις της «Συνόδου». Επίσης ο π. Σάββας, προϊστάμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας καθαιρέθηκε από το αξίωμα του προϊσταμένου εξ’ αιτίας της αντιαιρετικής του δράσεως, όλως αδίκως και κατά παράβασιν του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους. Ωστόσο παρά τις διώξεις το κύμα των αντιδράσεων διογκώνεται όλο και περισσότερο. Πολλοί κελιώτες μοναχοί, γύρω στους 300 μέχρι στιγμής, έχουν ήδη διακόψει το μνημόσυνο του Πατριάρχου και ο αριθμός συνεχώς αυξάνεται. Το Άγιον Όρος αυτή τη στιγμή μοιάζει με ένα καζάνι που βράζει και αυτό είναι κάτι που τρομάζει, και πολύ μάλιστα, το Φανάρι.
Αυτό λοιπόν που κατά την ταπεινή μας γνώμη πρέπει να γίνει τώρα, είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την συγκρότηση μιας νέας αληθινής Ορθοδόξου Συνόδου, η οποία θα καταδικάσει τον Οικουμενισμό. Για να φθάσουμε όμως σ’ αυτό το αποτέλεσμα χρειάζεται προηγουμένως προσέγγιση και συνεργασία μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών, που δεν έλαβαν μέρος στην «Σύνοδο» και απορρίπτουν τις αποφάσεις της. Επίσης απαιτείται συνεργασία και συνεννόηση των παρά πάνω τοπικών Εκκλησιών με όλους εκείνους τους επισκόπους, που ανήκουν σε άλλες τοπικές Εκκλησίες και οι οποίοι, είτε δεν έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο» και απορρίπτουν τις αποφάσεις της, είτε έλαβαν μεν, αλλά δεν υπέγραψαν τις αποφάσεις της. Απαιτείται περαιτέρω συνεργασία όλων των παρά πάνω επισκόπων με τους αγιορείτες πατέρες, με μοναστήρια εκτός αγίου Όρους και με άλλα μοναστήρια σε άλλες Ορθόδοξες χώρες, που απορρίπτουν τις αποφάσεις της «Συνόδου». Επίσης περαιτέρω συνεργασία με τον υπόλοιπο κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού.
Ας παρακαλέσουμε τον Θεό με πολλές προσευχές και δεήσεις να ευλογήσει την ταπεινή μας διακονία, να χαρίσει σε όλους, όσους αγωνίζονται προς την κατεύθυνση αυτή, ενότητα, ομοψυχία και ομολογιακό φρόνημα, ώστε να φθάσουμε με την Χάρη Του στην ευλογημένη εκείνη ώρα, που θα συγκληθεί η αληθινή «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» της Ορθοδοξίας, οπότε θα πανηγυρίσει ο ουρανός και η γη, η θριαμβεύουσα και η στρατευομένη Εκκλησία του Χριστού. Αμήν!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Πηγή: Ακτίνες
TIDEON: Δημοσιεύουμε τα τελικά κείμενα της Συνόδου της Κρήτης 2016. Ήδη τα κείμενα αυτά από την προσυνοδική τους μορφή προβλημάτισαν εμπόνως πλήθος αληθινών και διαπρεπών Ορθοδόξων Θεολόγων και βασάνισαν αρκετά τη συνείδηση του μεγαλύτερου μέρους του καλοπροαίρετου ποιμνίου της Ορθοδόξου και ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ Εκκλησίας. Επειδή η Τράπεζα Ιδεών είναι και μία βάση δεδομένων για τα ζητήματα αυτά, δημοσιεύουμε, όπως έχουμε καθήκον, τα τελικά κείμενα που αποφασίστηκαν από την σύνοδο της Κρήτης. Θα καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να κρατούμε ενήμερο το αναγνωστικό μας κοινό με εμπεριστατωμένες (σε καμία περίπτωση εμπαθείς) θεολογικές μελέτες, κριτικές και σχολιασμούς.
Λήψη τελικού ενυπόγραφου σκαναρισμένου κειμένου σε μόρφη pdf εδώ.
TIDEON: Δημοσιεύουμε τα τελικά κείμενα της Συνόδου της Κρήτης 2016. Ήδη τα κείμενα αυτά από την προσυνοδική τους μορφή προβλημάτισαν εμπόνως πλήθος αληθινών και διαπρεπών Ορθοδόξων Θεολόγων και βασάνισαν αρκετά τη συνείδηση του μεγαλύτερου μέρους του καλοπροαίρετου ποιμνίου της Ορθοδόξου και ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ Εκκλησίας. Επειδή η Τράπεζα Ιδεών είναι και μία βάση δεδομένων για τα ζητήματα αυτά, δημοσιεύουμε, όπως έχουμε καθήκον, τα τελικά κείμενα που αποφασίστηκαν από την σύνοδο της Κρήτης. Θα καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να κρατούμε ενήμερο το αναγνωστικό μας κοινό με εμπεριστατωμένες (σε καμία περίπτωση εμπαθείς) θεολογικές μελέτες, κριτικές και σχολιασμούς.
Λήψη τελικού ενυπόγραφου σκαναρισμένου κειμένου σε μόρφη pdf εδώ.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...