
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!
Έξι μήνες πριν από την σταυρική του Θυσία, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, στην γιορτή της Σκηνοπηγίας, πήγε στα Ιεροσόλυμα, μολονότι γνώριζε, ότι οι άρχοντες των Ιουδαίων ζητούσαν να τον θανατώσουν, και κήρυττε μέσα στο περίβολο του Ναού. Βγαίνοντας, είδε ένα τυφλό να κάθετε σε μιά γωνιά και να ζητά ελεημοσύνη. Οι Μαθητές ρώτησαν τον Διδάσκαλό τους, «Κύριε, ποιός αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός»; Και Εκείνος, που γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων απάντησε με φιλάνθρωπα αισθήματα αγάπης και ευσπλαχνίας. «Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του. Γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν τα έργα του Θεού».
Στο Ιουδαϊκό λαό βασίλευε η αντίληψη, ότι οι αμαρτίες των γονέων ταλαιπωρούν τις μεταγενέστερες γενεές των παιδιών τους. Αυτή η αντίληψη προήλθε από την παρεξήγηση της εντολής του Θεού, ο Οποίος διέταξε τον Ισραήλ να μη κατασκευάσει είδωλα, μήτε να λατρεύσει άψυχα ξόανα. Με άλλα λόγια προέτρεπε το λαό του Ισραήλ, να μη επανέλθη στην πολυθεϊα των ειδώλων. Σε περίπτωση δε που θα παράκουε και θα αποστατούσε από την πίστη στον ένα Αληθινό Θεό, τότε η τιμωρία της αμαρτίας τους θα μεταβιβαζόταν και στα παιδιά των μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς. Αυτή την ειδική διάταξη γενικεύθηκε από τον άνθρωπο για κάθε αμάρτημα. Αυτή την αντίληψη βλέπομε να έχουν και οι άγιοι Απόστολοι του Χριστού.
Βέβαια ο Μωσαϊκός Νόμος, προκειμένου περί των ατομικών αμαρτημάτων, δήλωνε με κάθε σαφήνεια, ότι οι ευθύνες είναι ξεχωριστές για τον καθένα. Διότι, ούτε οι πατέρες θα τιμωρηθούν για τα ατομικά αμαρτήματα των παιδιών τους, ούτε τα παιδιά για τα προσωπικά αμαρτήματα των γονιών τους. Ο καθένας έχει να δώσει λογοδοτήσει ανάλογα με τις πράξεις του.
Ο εκ γενετής Τυφλός δεν γεννήθηκε έτσι, γιατί έτσι θέλησε ο Θεός να τιμωρήσει στο πρόσωπό του τους γονείς του. Και ο Ιησούς το διαβεβαιώνει: «Ούτε ούτος ήμαρτε, ούτε οι γονείς αυτού».
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να διευκρινίσουμε το εξής. Σήμερα, πολλά νεογέννητα γεννώνται ελαττωματικά και παραμορφωμένα, εξ αιτίας της αμαρτωλής ζωής των γονέων των. Όταν οι γονείς είναι αιχμάλωτοι του αλκοολισμού και των ναρκωτικών’ όταν μιά μητέρα είναι κάτω από επήρεια βλαπτικών φαρμάκων ή τα παίρνει με σκοπό να αποβάλει και να φονεύσει το έμβρυο της, το μωρό της, τα ίδια της τα σπλάγχνα, τότε η δική τους αμαρτία βαραίνει και τους απογόνους τους. Εδώ το βαρύ έγκλημα διαπράττεται από τους ανθρώπους, από τους γονείς, και δεν είναι θεία τιμωρία προερχόμενη από τον Άγιο Θεό.
Η ερώτηση των Μαθητών είναι μιά αγνή απορία, γιατί πολλές φορές στο παρελθόν είχαν ακούσει το Διδάσκαλο να λέγει στους παραλυτικούς, ότι αρρώστησαν εξ αιτίας της αμαρτωλής ζωής των. Ο εκ γενετής Τυφλός όχι μόνον δεν γεννήθηκε τυφλός, αλλά και χωρίς οφθαλμούς. Ο Κύριος δεν του χαρίζει μόνον το φως των οφθαλμών του, αλλά πλάθει νέους οφθαλμούς εκ πηλού. Και εδώ είναι το μέγα θαύμα! Πού ξανακούστηκε τέτοιου είδους θεραπεία; Ποιός γιατρός μπόρεσε ποτέ να χαρίσει οφθαλμούς σ’ έναν, που γεννήθηκε χωρίς οφθαλμούς; Ποιό θαύμα μπορεί να συγκριθεί με το παρόν;
Εδώ πιστοποιείται, ότι ο Ιησούς είναι ο Αυτός Θεός, που στην αρχή της δημιουργίας έλαβε το χώμα της γης και έπλασσε τον άνθρωπο. Και αφού φύσηξε πνοή στο πρόσωπό του, τον κατέστησε “ψυχήν ζώσαν”. Ο ίδιος Θεός και εδώ φτιάχνει από πηλό και δημιουργεί νέους οφθαλμούς, χαρίζοντας στον εκ γενετής Τυφλό, το φως το αισθητό, που τόσο πολύ στερήθηκε.
Ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, είναι το Φως του κόσμου. Είναι Αυτός, που φωτίζει και αγιάζει τη ζωή μας, και μας καθοδηγεί στο να πράττουμε πάντοτε το σωστό. Χωρίς το Χριστό ο άνθρωπος ζει μέσα στο σκοτάδι της αγνωσίας. Χωρίς το Χριστό, όση μόρφωση κι αν αποκτήσει κανείς, όσα πλούτη και δόξα, παραμένει κάτω από την κυριαρχία της αμαρτίας, που σκοτίζει και μαυρίζει την όλη ύπαρξή του.
Η αμαρτία και τα αμαρτωλά πάθη τυφλώνουν τους πνευματικούς οφθαλμούς της ψυχής. Ο άνθρωπος της αμαρτίας, αν και έχει σωματικούς οφθαλμούς και βλέπει το φως το αισθητό, παραμένει τυφλωμένος και δεν θεωρεί το νοητό φως των θείων αποκαλύψεων. Εκείνος, που αιχμαλωτίζεται από τα πάθη της αμαρτίας, γίνεται σκλάβος της αμαρτίας. Στερεί από τον εαυτό του την πραγματική του ελευθερία, που χαρίζει μόνον ο Άγιος Θεός.
Για να απολαύσουμε τη θέα των θείων Δωρεών του Θεού, οφείλομε να απομακρυνθούμε από την αιτία της πνευματικής τύφλωσης, την αμαρτία. Όσο εμμένομε στις αμαρτωλές μας επιθυμίες, τόσο περισσότερο καθυστερούμε το φως να εισέλθει μέσα στο ναό της ψυχής μας.
Μπορούμε να παρομοιάσουμε την αμαρτία σαν ένα σκοτεινό σύννεφο, που επισκιάζει το πρόσωπο της γης και δεν αφήνει τις ακτίνες του ήλιου να φωτίσουν και να ζωογονήσουν τη ζωή. Έτσι και η αμαρτία γίνεται το εμπόδιο, ώστε οι ακτίνες της θείας Χάριτος να μη φθάνουν μέχρι την ψυχή, ώστε να χαρίσουν την αιώνιο ζωή στον άνθρωπο.
Ο σημερινός εκ γενετής Τυφλός βρήκε το φως του κοντά στο Χριστό. Γνώρισε το Χριστό και τον ομολόγησε Θεό Αληθινό. Εμείς ακολουθώντας το δικό του παράδειγμα, ας πλησιάσουμε τον Ιησούν και ας Του ζητήσουμε να μας θεραπεύσει από τη δική μας πνευματική τύφλωση. Ας Τον παρακαλέσουμε, να μας χαρίσει το Φως το νοητό, ώστε να βλέπουμε το δρόμο των αρετών επάνω στο οποίο οφείλομε να βαδίζουμε. Ας Τον παρακαλέσουμε, να αποτινάξει από επάνω μας το βαρύ σκοτάδι των παθών, που μας βυθίζουν στο ανεξιχνίαστο σκοτάδι. Ο Κύριος είπε: «Εάν το φως το εν σοί σκότος εστί, το σκότος πόσον»; Ας Τον παρακαλέσουμε να μας χαρίσει την θεία Του ευσπλαγχνία και έλεος, ώστε διά των πρεσβειών της υπερευλογημένης δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων να αξιωθούμε της εν Χριστώ σωτηρίας μας. Αμήν.
ΓΕΝΙΚΑ: Είναι γεγονός ότι η στάση των ιστορικών απέναντι στο Μέγα Κωνσταντίνο είναι αντιφατική. Για άλλους υπήρξε δολοφόνος και καιροσκόπος, για άλλους, το θαύμα της ιστορίας. Αυτό συμβαίνει διότι επικράτησαν ιδεολογικές εκτιμήσεις χωρίς επισταμένη έρευνα των πηγών. 'Έται όμως, η Ιστορία χρησιμοποιείται διασκευέασμένη κατά το δοκούν, για να “αποδειχθούν” πράγματα που δεν θεμελιώνονται, ενώ επιχειρείται να ερμηνευθούν ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα μέσα από το πρίσμα των συνθηκών που σήμερα επικρατούν.
Οι άμεσες πηγές που αντιστοιχούν στην περίοδο των χρόνων του Μ. Κων/νου είναι ο ιστορικός της Εκκλησίας Ευσέβιος, που ήταν, όμως, προσωπικός φίλος του Κων/νου, ο ιστορικός Λακτάντιος, που ήταν με τη σειρά του φίλος του γιου του Κων/νου, Κρίσπου, και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Πέρα από τις πηγές αυτές, έχουμε τον ειδωλολάτρη ιστορικό Ζώσιμο (425-518) που έγραψε την Ιστορία του 150 χρόνια μετά το θάνατο του Κων/νου, βασιζόμενος όμως σε πηγές άλλων ειδωλολατρικών έργων.
Μάλιστα οι περισσότερες πληροφορίες του δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν ή να διασταυρωθούν με καμιά άλλη πηγή. Έτσι παρ' όλο που ζει αρκετά χρόνια μετά τον μεγάλο αυτοκράτορα, στο έργο του εμφανίζεται απορριπτικός απέναντι του και λιβελογραφεί. Κι ενώ τα δεδομένα της Ιστορίας του δεν επιβεβαιώνονται, χρησιμοποιούνται όμως κατά κόρον από συγχρόνους αρνητές της προσφοράς και της αγιότητος του Μ. Κων/νου. “Ο φανατισμός του Ζωσίμου και η λιβελογραφική επίθεση εναντίον του Κωνσταντίνου, φαίνεται στο ότι του αποδίδει την παρακμή της αρχαίας θρησκείας και της αυτοκρατορίας σε στιγμή όπου στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία, της Ρώμης, αποκτά τη μεγαλύτερη έκταση και τη μεγαλύτερη ενότητα και αίγλη.” (π. Γ. Μεταλληνός) Βασιζόμενοι στα έργα του Ζώσιμου πολλοί νεοειδωλολάτρες, χιλιαστές οι αθεϊστές (Βολταίρος) τοποθετούνται αρνητικά έναντι του Κωνσταντίνου.
Ο Μοντεσκιέ πίστευε ότι η ίδρυση του «βυζαντινού» κράτους, όπως το ονόμασαν για να διαφοροποιηθεί από τον (αρχαίο) ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό, με υιοθέτηση νέας θρησκείας, μετακίνηση της πρωτεύουσας και ριζική διοικητική ανασύνταξη, “απετέλεσε στρατηγική κίνηση της ηγετικής τάξης μεγαλοκτηματιών και υψηλών στελεχών της διοίκησης και του στρατού, για διαφυγή από το παρελθόν τής παρηκμασμένης και παραπαίουσας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με ιδεολογική επικάλυψη (!) το χριστιανισμό”. Ο κορυφαίος ιστορικός του νέου Ελληνισμού, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, γράφει: “Πρώτη ομάδα, που εμίσησε τον Μέγα Κωνσταντίνο, ως πρόμαχο του νέου θρησκεύματος, είναι οι του αρχαίου θρησκεύματος οπαδοί. Οι ειδωλολάτρες της εποχής, όπως ο Ζώσιμος. Ο Ζώσιμος του αποδίδει όλες τις συμφορές. Και σήμερα (19ος αι.) αποδίδονται στον Κωνσταντίνο, αναπόδεικτα, όλα αυτά τα οπαία επικαλείται ο Ζώσιμος και οι νεοειδωλολάτρες. Δεύτερο, επιτίθενται στον Μέγα Κωνσταντίνο, από τον 18ο κυρίως αιώνα, οι οπαδοί του Διαφωτισμού.” Στην προσπάθεια αναίρεσης της προσφοράς του Μ. Κων/νου, κατά τον Παπαρρηγόπουλο, συνετέλεσε και η παπική αρχή. Μπορεί να είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγεγραμμένος στο αγιολόγιο του παπισμού (τουλάχιστον στους Ουνίτες), αλλά δεν παύει να τον αποστρέφονται οι ρωμαιοκαθολικοί επειδή μετέφερε την πρωτεύουσα στη Νέα Ρώμη οδηγώντας στην αφάνεια την Παλαιά Ρώμη. Μάλιστα, μετά το Σχίσμα, κανένας πάπας ή ηγεμόνας της Δύσης, δεν ονομάσθηκε Κωνσταντίνος! Κατά τον π. Γ. Μεταλληνό μια τέταρτη ομάδα που στρέφεται εναντίον του είναι οι δυτικόφρονες “οι οποίοι ακολουθούν πάντοτε κάποιαν Ευρώπη, κάποια Δύση, χωρίς να ενδιαφέρονται αν αυτά που λέγονται είναι ορθά ή όχι”.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ: Το πλήρες όνομα του Αγίου ήταν Imperator Ceasar Clavdius Valerius Constantinus. Γεννήθηκε στη Ναϊσό (Νις) της Σερβίας στις 22 Φεβρουαρίου γύρω στο 280. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε προληπτικά όμηρος στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του συναυτοκράτορα Γαλερίου, για να εμποδιστεί ο πατέρας του, Κωνστάντιος Χλωρός, να επαναστατήσει εναντίον του αυτοκράτορα. Στην αρχή νυμφεύφθηκε τη Νινευίνα και μ' αυτή απέκτησε τον Κρίσπο. Για πολιτικούς λόγους, αναγκάστηκε να χωρίσει τη Νινευίνα και να νυμφευθεί την κόρη του συναυτοκράτορα Μαξιμιανού, Φαύστα. Απέκτησε απ΄αυτή τρεις γιους. Τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο και τον Κώνσταντα που βασίλευσαν και οι τρεις. Ο Διοκλητιανός εφαρμόζοντας νέο σύστημα διοίκησης, την τετραρχία, ήταν ο πρώτος Αύγουστος και Καίσαρ, ενώ δεύτερος Αύγουστος ήταν ο Γαλέριος, βοηθός του στην Ανατολή. Ο Μαξιμιανός επίσης συναύγουστος, είχε καίσαρα τον Κωνστάντιο Χλωρό, τον πατέρα του Κωνσταντίνου. Το 305 παραιτήθηκαν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, και ο Χλωρός ανακυρήχθηκε Αύγουστος στην Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Το 306 πέθανε ο Κωνστάντιος Χλωρός και στις 25 Ιουλίου του 306, ο στρατός ανεκύρηξε τον Κωνσταντίνο αυτοκράτορα. Ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, το ίδιο έτος στις 28 Οκτωβρίου, ανακηρύχθηκε και αυτός αυτοκράτορας. Το 311 τον Γαλέριο διαδέχτηκε ο Λικίνιος που έλαβε ως σύζυγο την Κωνσταντία θετή αδερφή του Κωνσταντίνου. Στις 28 Οκτωβρίου του 312 ο Κωνσταντίνος νίκησε τον Μαξέντιο στη Μουλβία γέφυρα. Η σύγκλητος ανακήρυξε τότε πρώτο Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Το 313 ο Λικίνιος με τη σειρά του νίκησε τον Μαξιμίνο. Έτσι, ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος Αύγουστος και ο Λικίνιος δεύτερος. Τότε (313) εκδόθηκε το διάταγμα των Μεδιολάνων, περί ελευθερίας των θρησκειών. Όμως το 321 ο Λικίνιος επανέφερε τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Αργότερα επήλθε η σύγκρουση μεταξύ των δύο και η ήττα του Λικινίου. Το 324 ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας και η αχανής αυτοκρατορία απέκτησε ενότητα και κεντρική εξουσία. Από την Ιρλανδία, μέχρι την Περσία. Το 325 συγκάλεσε την Α’ Οικουμενική Σύνοδο κατά του Αρείου και το 330 εγκαινίασε τη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη. Στις 22 Μαΐου του 337 πέθανε στο Δρέπανο της Βιθυνίας, τόπο καταγωγής της μητέρας του Ελένης. Βαπτίστηκε από τον φίλο του, Ευσέβιο Νικομηδείας, με λευκό χιτώνα, ως κατηχούμενος, ενώ μετά από λίγο αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία περίπου εξήντα ετών. Η σωρός του μεταφέρθηκε και ετάφη στη νέα πρωτεύουσα (Νέα Ρώμη).
ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΥ: Ο Άγιος Κωνσταντίνος με το έργο του ανέτρεψε τον ρου της Ιστορίας με τις σημαντικές θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές παρεμβάσεις του. Ας δούμε εν συντομία κάποιες παραμέτρους του έργου του:
α΄ έδωσε τη δυνατότητα στους δούλους να γίνουν απελεύθεροι. Δεν κατήργησε τη δουλεία, εκείνη την εποχή φαινόταν αδύνατο, αλλά άλλαξε το περιεχόμενο της δουλείας.
β΄ Είναι ο πρώτος Ρωμιός-Ορθόδοξος, θα λέγαμε, αυτοκράτορας στην Ιστορία, γιατί είναι αυτός ο οποίος, καταλαβαίνοντας ότι το μέλλον της αυτοκρατορίας ήταν πλέον στην ανατολή, χτίζει τη Νέα Ρώμη, τη νέα πρωτεύουσα, αποστρεφόμενος το λατινόφωνο περιβάλλον της Δύσης. Κατάλαβε εγκαίρως τη σημασία της περιοχής του παλαιού Βυζαντίου, που ήλεγχε το πέρασμα στη Μαύρη θάλασσα (Βόσπορος). Άλλωστε η απόσταση από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Θούλη (Ισλανδία) και από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Κίνα είναι περίπου η ίδια.
γ΄ Έγινε ο αυτοκράτορας που δεν έχασε κανένα πόλεμο, ούτε εσωτερικό, ούτε εξωτερικό.
δ΄ Νομοθετικά: Κατήργησε την ποινή του σταυρικού θανάτου, ανανέωσε το οικογενειακό δίκαιο, καταδίκασε τη μοιχεία, ανύψωσε τη θέση της μητέρας, προστάτεψε τα παιδιά απ’ την κατάχρηση της πατρικής εξουσίας και τα κορίτσια απ’ την απαγωγή. Ρύθμισε ζητήματα διαζυγίου, κληρονομίας, προίκας, κ.ά. Με νόμο τιμωρούσε εκείνους που προξενούσαν τον θάνατο των σκλάβων και περιόρισε τη σωματική τιμωρία. Απαγόρευσε το στιγματισμό στα πρόσωπα των σκλάβων. (Είχαν τη συνήθεια να στιγματίζουν με καμένο σπαθί, τα πρόσωπα των σκλάβων).
ε΄ Θέσπισε ευεργετικές νομοθεσίες για ανάκληση των εξορίστων και απελευθέρωση των καταδικασμένων για την πίστη τους στους προηγουμένους διωγμούς, καθώς και για την τιμή των Αγίων Μαρτύρων και την απόδοση των κατασχεθέντων εκκλησιαστικών κτημάτων στους νομίμους κατόχους τους (τις Εκκλησίες), ενώ με νόμους προήγαγε τους Χριστιανούς σε αξιώματα και επιχορήγησε την ανοικοδόμηση νέων ναών, καθώς και την ανακαίνιση παλαιοτέρων. Ακόμη, με διάταγμα, προτρέπει, αλλά δεν εξαναγκάζει, τους παραμένοντες στην απιστία να γίνουν Χριστιανοί, προστάζοντας να μην ενοχλεί πλέον κανείς κανένα για την πίστη του.
Θεσμοθέτησε πρώτος την Κυριακή, ως την κατεξοχήν ημέρα προσευχής, και την καθιέρωσε με νόμο ως ημέρα αργίας.
Τα κυριότερα όμως των έργων του είναι:
1. Η συγκληση της Α΄Οικουμενικης Συνοδου,
2, Η αποστολή της μητέρας του, Αγίας Ελένης, στα Ιεροσόλυμα και η ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού.
3. Η οικοδόμηση της Κωνσταντινουπόλεως.
4. Η ολοκλήρωσή του στη χριστιανική πίστη με τη βάπτισή του.
ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Η Εκκλησία ανέδειξε τον Άγιο Κων/νο Ισαπόστολο. Ο λόγος είναι ότι χάρη σε ενέργειες του Κωνσταντίνου φωτίστηκαν την εποχή του αρκετά γειτονικά της Αυτοκρατορίας έθνη. Έτσι στα χρόνια της αγίας βασιλείας του φωτίστηκαν στη χριστιανική πίστη οι Ινδοί (από το φιλόσοφο Μερόπιο και τους μαθητές του Αιδέσιο και Φρουμέντιο). Ακόμη οι Ίβηρες (Γεωργιανοί), που πίστεψαν αρχικά από μια αιχμάλωτη χριστιανή, την Αγία Νίνα, ενώ στη συνέχεια ο Ισαπόστολος αυτοκράτορας έστειλε στο βασιλιά των Ιβήρων, Μιριάν, ιερείς μαζί με εικόνες, άγια λείψανα και τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού. Σε λίγο διάστημα, όχι μόνο οι βασιλείς, αλλά και πλήθη λαού βαπτίστηκαν Χριστιανοί. Την ίδια εποχή πίστεψαν στον Χριστό και οι Αρμένιοι, πάλι με ενέργειες του Μ. Κωνσταντίνου και την αποστολική δράση του Αγίου Γρηγορίου, επισκόπου και φωτιστού της Μεγάλης Αρμενίας. Όταν παρατηρήθηκαν εχθρικές προετοιμασίες των Περσών κατά των Ρωμαίων, ο Κωνσταντίνος ανησύχησε, όχι μόνο για τον πόλεμο, αλλά και την τύχη των χριστιανών στην Περσία, για τους οποίους επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στέλνοντας επιστολές στο βασιλιά της χώρας (οι ανησυχίες του επαληθεύτηκαν, καθώς από το 343 ο Σαβώρ εξαπέλυσε διωγμούς σ' όλη την Περσία, αναδεικνύοντας πλήθη Μαρτύρων). Ετοιμάστηκε μάλιστα, για εκστρατεία εναντίον των Περσών, επικαλούμενος τον Θεό και παραλαμβάνοντας ως συνοδούς και μερικούς επισκόπους, για να τον ενισχύουν με τις ευχές τους. Περνώντας όμως από τη Νίκαια ασθένησε και κατέφυγε στην Ελενόπολη για θεραπεία, καθώς εκεί υπήρχαν θερμά ιαματικά λουτρά. Όμως η ασθένειά του αυτή τελικά θα τον οδηγήσει στο θάνατο, λίγους μήνες αργότερα, κι αφού ο Κωνσταντίνος βαπτισθεί.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ: Όταν ο κατηχούμενος, ήδη, αυτοκράτορας ασθένησε, κάλεσε κοντά του τους Ορθοδόξους επισκόπους, που τον συνόδευαν, και εξέφρασε την επιθυμία να λάβει το άγιο Βάπτισμα, λέγοντας τα ακόλουθα λόγια: «Είναι πια καιρός να απολαύσω κι εγώ την αθανατοποιό σφραγίδα (Βάπτισμα και Χρίσμα)... κάτι το οποίο σκεπτόμουν να λάβω στον Ιορδάνη ποταμό, όπου, όπως αναφέρεται, μετέσχε του λουτρού του Βαπτίσματος και ο Χριστός, ως πρότυπο για μας. Αλλ' ο Θεός, που γνωρίζει το συμφέρον μας, με αξιώνει να το λάβω εδώ. Ας τελεσθεί λοιπόν τούτο χωρίς αναβολή.» Τότε οι αρχιερείς βάπτισαν τον Κωνσταντίνο και τον μετέλαβαν τα άχραντα Μυστήρια. Κι αυτός, έπειτα, φόρεσε τα λευκά ενδύματα του Βαπτίσματος, τα οποία και δεν απέβαλε μέχρι την κοίμησή του! Δεν θέλησε να περιβληθεί τη βασιλική πορφύρα! Έτσι λοιπόν, ευτυχισμένος, αφού τακτοποίησε τα της διαδοχής και διαθήκης του, κοιμήθηκε εν Κυρίω το μεσημέρι της 22ας Μαΐου του 337, ανημέρα της Πεντηκοστής.
ΤΑ “ΜΕΛΑΝΑ” ΣΗΜΕΙΑ: Α΄ Ο ΚΡΙΣΠΟΣ: Ο Κων/νος αγαπούσε πολύ το γιο του Κρίσπο, τον εκτιμούσε μάλιστα ιδιαίτερα μετα τη συμβολή του στη νίκη κατά του Λικίνιου. Είναι λοιπόν λογικό η Φαύστα να τον μισήσει διότι πίστευε πως ο Κρίσπος θα επεσκίαζε τους δικούς της γιους. Από φθόνο στον Κρίσπο κατήγειλε στον πατέρα του Κρίσπου πως αυτός είχε επιχειρήσει να την ατιμάσει και πως σχεδίαζε να τον δολοφονήσει! Ο Κωνσταντίνος την πίστεψε και χωρίς να ερευνήσει διέταξε να θανατωθεί ο γιος του. Η Αγία Ελένη, στην είδηση του θανάτου του εγγονού της ταράχτηκε και ήλεγξε αυστηρά τον Κων/νο γαι το σοβαρό του λάθος.
Εκείνος, μετανοιωμένος, διέταξε ανακρίσεις. Όταν αποδείχθηκε η σκευωρία, η Φαύστα τιμωρήθηκε με θάνατο. Τα δύο αυτά γεγονότα τον έκαναν να θρηνεί σ' όλη του τη ζωή και να επιδιώκει τη μετάνοια. Μάλιστα, προς τιμή του αδικοσκοτωμένου Κρίσπου έστησε αργυρό ανδριάντα, με την επιγραφή· «Τω ηδικημένω υιώ μου».
Συνεπεία των δύο αυτών γεγονότων πολλοί επικριτές του Μ. Κωνσταντίνου ξιφούλκησαν εναντίον του. Όμως, όταν συνέβησαν αυτά τα γεγονότα, ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν ήταν Χριστιανός. Επίσης, “ο Κωνσταντίνος δεν ενέργησε με κακία και εμπάθεια, αλλά έπεσε θύμα ραδιουργίας και συκοφαντίας, ενώ την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν δικαστήρια για την απονομή δικαιοσύνης, εφόσον η σχετική εξουσία ήταν στα χέρια των αυτοκρατόρων, που δίκαζαν σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων, χωρίς να αποκλειστεί η ύπαρξη λάθους” (π. Μεταλληνός). Ακόμη ας μην ξεχνάμε πως Άγιος είναι εκείνος που επιδεικνύει πραγματική μετάνοια για τις αμαρτίες του, αλλάζει ζωή, και αγωνίζεται έπειτα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Άλλωστε πολλοί των Αγίων υπήρξαν προηγουμένως αμαρτωλοί και χάρις στην έμπρακτη μετάνοιά τους συγχωρέθηκαν από το Θεό και αναδείχτηκαν Άγιοι, μάλιστα θαυματουργοί. Ο προφητάναξ Δαβίδ έπεσε στο αμάρτημα του φόνου και της μοιχείας, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έπεσε και αυτός στο αμάρτημα του φόνου.
Αλλά και οι δύο μετανόησαν πικρά. Έπραξαν έργα γνήσιας μετάνοιας, συγχωρέθηκαν, ευαρέστησαν τον Θεό, και τελικά αναδείχθηκαν και οι δύο μεγάλοι Άγιοι! Ακόμη, η θεμελιώδης διδασκαλία της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία ο βαπτιζόμενος καθαρίζεται, τόσο από το προπατορικό αμάρτημα, όσο και από κάθε άλλο προσωπικό αμάρτημα (αν είναι μεγάλης ηλικίας), ισχύει και στην περίπτωση του Μ. Κωνσταντίνου.
Β΄Ο ΜΑΞΙΜΙΑΝΟΣ: Ο Μαξιμιανός ήθελε να γίνει αύγουστος, αυτοκράτορας, και διώχθηκε από τον γιο του Μαξέντιο. Έτσι κατέφυγε στην κόρη του (ήταν πεθερός του Κωνσταντίνου), Φαύστα, ζητώντας προστασία από τον Κωνσταντίνο. Το 310 όμως οργάνωσε συνωμοσία κατά του Κωνσταντίνου. Ο Μαξιμιανός διέδωσε ότι ο Κωνσταντίνος φονεύθηκε στον πόλεμο κατά των Γερμανών, και πήρε ένα μέρος του στρατού με το μέρος του αυτοανακηρυσσόμενος αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και ο Μαξιμιανός κλείστηκε στο φρούριο της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος τον συνέλαβε, αλλά τον συγχωρησε με τη μεσολάβηση και της γυναίκας του, Φαύστας. Ακολούθησε όμως νέα συνωμοσία του Μαξιμιανού και της Φαύστας τώρα, για να δολοφονηθεί ο Κωνσταντίνος. Η προσπάθεια απέτυχε. Η Φαύστα ενοχοποίησε τον πατέρα της. Ο Μαξιμιανός αναγκάστηκε να αυτοαπαγχονιστεί καταλαβαίνοντας ότι τα πράγματα ήταν πια δύσκολα. Κατηγορούν γι’ αυτό τον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν ήταν ο Ανώτατος Δικαστής (Pontifex maximus) και ο ανώτατος αρχιερεύς. Αυτά έτσι τα βρήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επομένως, κάθε πράξη έπρεπε να δικαστεί από τον ανώτατο δικαστή.
Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να αποδίδουμε μονομερώς την ευθύνη, όπως όταν κανείς είναι πρόεδρος της δημοκρατίας και υπογράψει θανατική ποινή η οποία ορίζεται από το δικαστήριο, είναι υποχρεωμένος να το πράξει.
Γ΄ Η ΠΕΡΊΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΞΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΙΟ ΟΡΑΜΑ: Ο Μαξέντιος θέλησε να γίνει ο μόνος αυτοκράτορας και στράφηκε κατά του Κωνσταντίνου επικαλούμενος τον θάνατο του πατέρα του, του Μαξιμιανού. Διέταξε την καταστροφή των αγαλμάτων του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος μέσω των Άλπεων συναντάται με το στρατό στην γέφυρα του Τίβερη, δύο χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη.
Εδώ εμφανίζεται η γνωστή θεοσημία, όπως το περιγράφει ο ιστορικός Ευσέβιος. Ο Κων/νος είδε νωρίς το απόγευμα στον ουρανό τον Σταυρό και τα γράμματα που έλεγαν «Τούτω Νίκα». Δηλαδή με αυτό το σύμβολο ας νικάς. Ο Λακτάντιος παραθέτει το κείμενο εις τα Λατινικά. Ο Άγιος Αρτέμιος και ο στρατός εβεβαίωσαν πως το είδαν και αυτοί το σύμβολο, άρα το είδε πλήθος στρατιωτών και όχι μόνον ο Κωνσταντίνος. Από τότε ο Κωνσταντίνος κατασκεύασε το λάβαρο του Σταυρού με το μονόγραμμα, το Χριστόγραμμα ΧΡ, Χριστός, σε ένα στεφάνι. Το ίδιο παρήγγειλε να γίνει και στις ασπίδες των στρατιωτών του. Ο Ζώσιμος, όπως και άλλοι ειδωλολάτρες συγγραφείς, αποσιωπά το γεγονός. Στις 28 Οκτωβρίου του 312 γίνεται η μάχη, στην οποία ο στρατός του Μ. Κων/νου (25.000 άνδρες) κατενίκησε αυτόν του Μαξέντιου (100.000 στρατιώτες)! Κάποια στιγμή,πάνω στη σύγκρουση, έσπασε η γέφυρα του Τίβερη και πολλοί στρατιώτες πνίγηκαν στο ποτάμι, ανάμεσά τους και ο Μαξέντιος. Πάλι κατηγορούν τον Κωνσταντίνο. Όμως η σκοπιμότητα γίνεται φανερή, ιδίως μετά την απόφαση του Κων/νου, που δεν κατεδίκασε κανένα στρατιώτη του αντιπάλου στρατεύματος. Δεν εφάρμοσε κανένα μέτρο εναντίον τους. Τρία χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος έχτισε τη θριαμβική αψίδα που υπάρχει μέχρι σήμερα στη Ρώμη.
Δ΄Ο ΚΩΝ/ΝΟΣ “ΔΙΩΚΤΗΣ” ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΩΝ: Κατά τον Ζώσιμο, ο Άγιος Κωνσταντίνος προκάλεσε το μίσος των ειδωλολατρών, οι οποίοι για να τον εκδικηθούν και να τον προσβάλουν, βεβήλωσαν τα αγάλματά του. Όμως εκείνος, όταν του είπαν τι είχε γίνει, έπιασε το πρόσωπό του και είπε «ευτυχώς εγώ δε βλέπω κανένα τραύμα στο πρόσωπό μου». Δεν καταδίωξε τους ειδωλολάτρες, αλλά ούτε και τήρησε φιλική στάση απέναντί τους. Με επιστολές του συμβούλευε τους κατοίκους ειδωλολατρικών περιοχών να στραφούν προς τη χριστιανική πίστη. Αυστηρότητα έδειξε μόνον προς τους αιρετικούς ή αυτούς που πίστευε ότι διασάλευαν την τάξη στους κόλπους της χριστιανικής θρησκείας. Γι’ αυτό πότε εξόριζε το Μέγα Αθανάσιο, πότε εξόριζε τον Άρειο. Ήθελε να αποφύγει τις διενέξεις και τις συγκρούσεις. Γι’ αυτό και ο Μέγας Αθανάσιος, για να προφυλαχθεί κατά πολλούς ιστορικούς, επειδή τον απειλούσαν με δολοφονία οι Αρειανοί, στάλθηκε εξόριστος στη Δύση (στο σημερινό Πριρ, γενέτειρα του Μαρξ). Εκεί ο Αθανάσιος μετέφερε τον κοινοβιακό μοναχισμό του αγίου Αντωνίου και του αγίου Παχωμίου. Όμως δεν αδίκησε την εθνική θρησκεία, μάλιστα κατά τον ίδιο το Ζώσιμο επέβλεψε την ανοικοδόμηση εθνικών ναών. Συγκεκριμένα ο Κωνσταντίνος χρηματοδότησε, ως αρχηγός του κράτους, δύο ειδωλολατρικούς και δύο χριστιανικούς ναούς. Δηλαδή προσπαθούσε να τηρήσει ισορροπία και να εξασφαλίσει την ισότητα των πολιτών. Ένα σημαντικό ακόμη λάθος των αρνητών του Κων/νου είναι το θρυλούμενο πως εκείνος ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους.
Όμως, αυτό έγινε στις 28 Φεβρουαρίου του 380 από τον Θεοδόσιο τον Α’. Ο Κωνσταντίνος εξησφάλισε απλώς ελευθερία σε κάθε θρήσκευμα, οπότε και οι Χριστιανοί απέκτησαν το δικαίωμα της ελεύθερης Λατρείας. Η λίγο πριν το θάνατό του βάπτιση και η ευμενής αντιμετώπιση της Εκκλησίας δεν υποκρύπτει κανέναν καιροσκοπισμό. Γιατί κανείς πολιτικός δεν στηρίζεται ποτέ στη μειοψηφία αλλά στην πλειοψηφία. Όμως, την εποχή που ο Μέγας Κωνσταντίνος έδειχνε το ενδιαφέρον του για τον Χριστιανισμό, οι πιστοί αποτελούσαν μια μειοψηφία της τάξης του 10% στην αχανή Αυτοκρατορία (Άντολφ φον Χάρμερ: Η εξάπλωση του Χριστιανισμού κατά τους πρώτους αιώνες)!
Ο Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΓΙΟΣ: Η κηδεία του Αγίου έγινε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, στο χώρο που είχε ο ίδιος ο αυτοκράτορας ετοιμάσει, δίπλα σε ιερά λείψανα Αγίων και Αποστόλων, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Εκεί το τίμιο λείψανό του, επετέλεσε πολλά θαύματα! Πρέπει να δοξάζουμε το Θεό, που ανέδειξε τον Κων/νο αυτοκράτορα σε μια εποχή κρίσης θεσμών και αξιών, μετά από τρεις αιώνες σκληρών διωγμών και φρικτών θανατώσεων εκατομμυρίων αθώων, μόνο και μόνο για την πίστη τους στον Χριστό! Ο Μ. Κωνσταντίνος ασπάσθηκε τον χριστιανισμό, όχι μόνο ως ένας απλός πολίτης της, αλλ' ως ο αυτοκράτορας της! Το ότι βαπτίσθηκε στο τέλος της ζωής του αποδεικνύει πως δεν υπήρχε οποιαδήποτε σκοπιμότητα στην επιλογή του αυτή, αλλά προερχόταν από γνήσια εσωτερική του ανάγκη.
Έτσι ένας Ρωμαίος μονοκράτορας, μετά από τόσες νίκες και δόξα, που είχε τη θέση pontifex maximus (μέγιστος αρχιερέας της ειδωλολατρικής θρησκείας, που του αποδίδονταν τιμές λατρείας, αν και ο ίδιος κατήργησε τη λατρεία στο πρόσωπό του), να βαπτισθεί Χριστιανός; Άλλωστε η αναγνώριση της αγιότητας ενός κεκοιμημένου ορθοδόξου χριστιανού δεν είναι προϊόν ανθρώπινης αυθαιρεσίας. «Τους δοξάζοντάς με, δοξάσω», λέγει ο ίδιος ο Θεός. Μόνο ο Θεός, στην Ορθόδοξη Εκκλησία ανακηρύσσει και δοξάζει τους Αγίους Του. Ο Κωνσταντίνος αξιώθηκε, ενόσω ακόμη ζούσε άμεσης με οράματα θεϊκής καθοδήγησης, στάθηκε μοναδικό όργανο στα χέρια της θείας Προνοίας για τη στερέωση και επικράτηση της λατρείας του μόνου Αληθινού Θεού στον κόσμο. Αλλά και μετά θάνατο τον δόξασε ο Κύριος! Καθότι δεν πρέπει να παραβλέπεται το ότι και μετά την κοίμησή του οι προσευχές και μεσιτείες του προς τον Θεό θαυματουργούν, όπως εξάλλου αναφέρουν και αρχαία τροπάρια προς τιμή του. Σημαντικό στοιχείο ακόμη είναι το ότι ο Κωνσταντίνος «εκράτηνε την πίστην της Νικαίας», διότι το να επιτρέψει να συγκληθεί η Σύνοδος και να αποφασίζει η Σύνοδος, με τη Χάρη του Θεού, ανεδεικνύει ότι εκείνος ισχυροποίησε πραγματικά την πίστην των Ορθοδόξων Πατέρων της Εκκλησίας. Και κάτι ακόμη:
“Δεν υπάρχει αγιο-ποίηση στην Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά αναγνώριση της αγιότητος. Ο Θεός με έκτατες επεμβάσεις, με λείψανα που ευωδιάζουν, που θαυματουργούν, και με τις θεοσημείες αυτές αποδεικνύει την επέμβασή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τότε τιμάμε τον υπό του Θεού διατηρηθέντα και αναγνωρισθέντα άγιο.” (π. Μεταλληνος).
ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ: Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος τονίζει:«Και αν ακόμα διέπραξε και κάποια ανομήματα ο Κωνσταντίνος, αυτό δεν οφείλεται σε αγριότητα ψυχής, αλλά γιατί ο ίδιος γεννήθηκε και έζησε μέσα σε καθιερωμένες από αιώνες ολέθριες έξεις και παραδόσεις. Οι προκάτοχοι και οι συνάρχοντές του, κανένα δε σεβάσθησαν θείο ή ανθρώπινο νόμο. Είναι απορίας άξιο όμως και θαυμασμού, ότι κατανικώντας τόσο μεγάλους πειρασμούς, κατόρθωσε να κατανοήσει και να ομολογήσει τις αρχές του Ευαγγελίου.»
Πρωτογενῶς καί πρωτίστως, νά εὐχαριστήσω πάντοτε καρδιακά, τόν οἰκεῖο Μητροπολίτη, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιῶς, γιά τήν εὐλογία πού μᾶς δίνει νά ὁμιλοῦμε στή δική του περιοχή καί βεβαίως καί κατ᾽ ἐξοχήν τούς ἐφημερίους καί τόν προϊστάμενο τοῦ ναοῦ ἐδῶ γιά τήν ἀγάπη πού εἶχαν νά μᾶς προσκαλέσουν.
Ὅπως εἴπαμε, ὅλες οἱ ὁμιλίες αὐτές ἀναφέρονται στό χῶρο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καί στό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων. Ἄν θέλετε, αὐτήν τήν ὁμιλία πού θά σᾶς κάνω νά τήν χαρακτηρίσω μέ ἕναν τίτλο, περίπου νά ξέρετε τί θά λέγαμε, θά τό ἔλεγα μέ τόν ἑξῆς τίτλο: «Ἀπό τόν θρύλο στήν ὕβρη». Θά καταλάβετε μετά τί σημαίνει αὐτό πού λέω. Καί φυσικά δέν μπορῶ νά κάνω ἀλλιῶς, δέν γίνεται ἀλλιῶς, δέν μπορῶ νά μιλήσω γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο καί τή μητέρα του ἁπλῶς θεωρητικά, ἐπιστημονικά, ἱστορικά, θά τό κάνω ὅσο μπορῶ, ὅσο τό ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις μου. Ἀλλά ξέρετε, ἐπειδή αὐτός ὁ τόπος, ἡ Πόλις τοῦ Κωνσταντίνου χαρακτηρίζει τή ζωή μας, ἀπό ἐκεῖ προέρχομαι, ποτέ δέν μπορῶ νά μιλήσω γι᾽ αὐτόν, χωρίς νά βάλω μιά βαθιά συμμετοχή, σ᾽ αὐτό τό γεγονός, ἀπό ὅπου ξεκινήσαμε νά συναντοῦμε τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο.
Ἡ Πόλις τοῦ Κωνσταντίνου, ἡ Κωνσταντινούπολις. Ἡ Πόλις ὅπου μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία, ἐμένα προσωπικά, νά γνωρίσω τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο καί τόν γνωρίσαμε τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο πρῶτα - πρῶτα, ὡς θρύλο. Ξέρετε, ἄλλο νά ἀκοῦς γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο καί ἄλλο νά ζεῖς ἕνα θρύλο, μιά παράδοση, κάτι συγκλονιστικό σέ μιά καθημερινότητα. Ἐκεῖ δέν ἀκούγαμε ἁπλῶς γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, ἦταν τό βίωμά μας. Γεγονότα καί ἱστορίες πού ἦταν θρύλοι καί εἶχαν γραφτεῖ γύρω ἀπό τό ὄνομά του, χαρακτήριζαν τό εἶναι καί τήν παιδική μας ἡλικία. Αὐτό πού λέει καί ἱστορικός ἀκόμη τό ἀναφέρει. Ὅταν χάρασσε τήν Πόλη ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος, γιά νά βρεῖ τά ὅριά της, πρίν ἀπ᾽ αὐτόν προηγεῖτο ἕνας Ἄγγελος. Κι ὅταν τοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι, διότι δέν ἔβλεπαν τόν Ἄγγελο, [μόνο] ὁ Ἅγιος τόν ἔβλεπε, μέχρι ποῦ θά μᾶς πᾶς; Θά εἶναι μακριά τά σύνορα πού θά χαράξεις; [Τούς] λέει, δέν τά χαράσσω ἐγώ, θά ἀκολουθήσω αὐτόν(!) πού προηγεῖται [ἐμοῦ]. Αὐτό, γιά μᾶς, ἦταν μιά ζωντανή ἱστορία. Ζούσαμε στήν Πόλη πού χαράχτηκε ἀπό ἕναν Ἄγγελο. Καί ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καί αὐτή ἡ Πόλη δέν ἦταν ἕνας τυχαῖος τόπος. Ἦταν «Ὁ» Τόπος, γιά μᾶς! Ἦταν θρύλος, πού πιάνει τήν παιδική καρδιά καί τήν κάνει νά ἀλλάζει ὁλόκληρη. Καί νά λές, ποῦ ζῶ;! Σ᾽ ἕναν τόπο πού εἶναι θρύλος!
Οἱ χρησμοί, οἱ θρύλοι, οἱ παραδόσεις. Τά κείμενα πάνω ἀπ᾽ τόν τάφο του, πού λένε κάποιες παραδόσεις ὅτι βρέθηκαν. Πού δίνουν προφητεῖες, πού χαρακτήριζαν τή ζωή μας. Αὐτό πού γινόταν σέ κάθε χῶρο. Πάντοτε θυμόμασταν καί γελούσαμε, μέ τήν ἄλλη ἄκρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τήν Ἀσιατική, πού εἶναι ἡ Χαλκηδόνα, ὅταν ξέραμε πώς εἴχανε πεῖ σ᾽ αὐτό τό χῶρο, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ χώρα τῶν τυφλῶν. Δέν ἔβλεπαν τήν ὀμορφιά τῆς Πόλης καί μεῖναν ἀπέναντι. Ἦταν γιά μᾶς ἡ χώρα τῶν τυφλῶν.
Ὅλα ἦταν Ἅγιος Κωνσταντῖνος! Τά πάντα! Ἀκόμη καί πράγματα πού φαίνονται συμβολικά. Τό σύμβολο τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς δέν εἶναι ὁ δικέφαλος ἀετός; Αὐτό εἶναι σύμβολο. Αὐτό γιά μᾶς ἦταν μιά παρουσία. Δεκάδες ἀετοί, μεγάλοι, πετοῦσαν πάνω ἀπ᾽ τά κεφάλια μας στήν Πόλη. Δέν λέγαμε: εἶναι ἡ χώρα τοῦ συμβόλου τοῦ δικεφάλου. [Λέγαμε:] εἶναι ἡ χώρα τῶν ὑψιπετῶν ἀετῶν. Καί πόσα τέτοια, πού χαρακτηρίζουν τή ζωή ἑνός παιδιοῦ, νά νιώθει ἕναν θρύλο. Στήν Πόλη, ὅταν μπαίνεις, στήν Πόλη τοῦ Κωνσταντίνου, μπαίνεις παραδοσιακά ἀπό δύο πλευρές. Ἤ μέ τό τρένο ἀπό τήν ξηρά, ἤ μέ τό καράβι ἀπό τή θάλασσα. Ἀπ᾽ τόν Κεράτιο κόλπο. Ἄς ἀφήσω τό ἀεροπλάνο, δέν ὑπῆρχαν τότε πολλά.
Ὁ λαός ἐκεῖ, ὅλα τά ᾽κανε ὄμορφα. Λέγαμε, τί ὄμορφα εἶναι τά δειλινά στήν Πόλη. ῎Οχι, εἶναι ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος πού ἔκανε τέτοια δειλινά. Τά περίφημα δειλινά τῆς Πόλης. Μά εἶναι τό φυσικό γεγονός. ῎Οχι, εἶναι ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Μά τί ὡραία εἶναι ἡ εὐωδία ἐδῶ πέρα. Ὅταν μπαίνουμε ἀπό τό Γαλατᾶ στήν Πόλη, μήπως μυρίζει τηγανιτή παλαμίδα; ῎Οχι, ὄχι, ὄχι, τί λέτε τώρα. Ἐδῶ εἶναι ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Μά τί ὡραῖα εἶναι νά μπαίνεις ἐκεῖ ἀπό τό τρένο, πού εἶναι τό Σίρκεντζι καί κάτι ἄλλο μύριζε. ῎Οχι, ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος. Μετά ἀπό τέτοια ἐμπειρία, εἶσαι πιά μπολιασμένος μ᾽ ἕνα θρύλο, καί νιώθεις ὅτι ἔχεις μιά ὑποχρέωση.
Καί ὅταν θά φτάσεις στόν ἄλλο θρύλο, νά σέ πᾶνε στήν πλατεία, ἐκεῖ πού ἔγινε ἡ ἐπανάσταση, ἡ Στάση Τοῦ Νίκα καί νά σοῦ ποῦνε, βλέπεις ἐδῶ πέρα αὐτή τή στήλη; Ἐδῶ πάνω ἦταν ὁ ἀνδριάντας τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, τώρα ἔχει γκρεμιστεῖ. Ἀλλά ξέρεις τί ἔχει μέσα αὐτή ἡ στήλη; Ἔχει τά καρφιά πού εἶχε βρεῖ ἡ Ἁγία Ἑλένη στό Σταυρό καί τά ᾽χει ἐκεῖ πέρα στό βάθος καί ἀκόμα εἶναι ἐκεῖ. Ἦταν ὁ θρύλος. Ὁ συγκλονιστικός θρύλος, πού δέν μπορεῖ νά σέ κάνει ἱστορικό ἁπλῶς. Λές, μά ποῦ ζῶ;! Δέν εἶναι ἕνα παραμύθι. Γιατί ὅλη ἡ Αὐτοκρατορία, ἔπρεπε νά λέει, μά ποῦ ζῶ;! Ἀκόμη καί τό σήμερα αὐτό πού ἄφησε πίσω του, ὄχι ὡς ἱστορική μνήμη [ἀλλά] ὡς ζωντανή παράδοση, ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος, δέν σ᾽ ἀφήνει νά πεῖς, μά ποῦ ζούσαμε;! Ἄν τό ζήσουμε θά ποῦμε, μά ποῦ ζῶ;! Αὐτός ἦταν ὁ θρύλος.
Μετά, ὅταν περάσαμε ἀπ᾽ τό θρύλο τῆς Πόλης, στή σκληρή πραγματικότητα τῆς Ἀθήνας, βρεθήκαμε μπροστά στήν ὕβρη. Ὅλα ἄλλαξαν. Μά τά κείμενα, οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἱστορικοί, ἔβριζαν τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο. Γι᾽ αὐτό εἶπα, ἀπό τό θρύλο στήν ὕβρη. Αὐτό ξέρετε τί συγκλονισμός εἶναι; Δέν βρίζαν ἁπλῶς μιά ἱστορική μορφή. Βρίζαν ἕναν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος γιά μᾶς ἦταν αὐτός ὁ ὁποῖος χαρακτήρισε ὁλόκληρη τή Ρωμηοσύνη. Καί τότε ὅλα γκρεμίζονταν. Ὅλα γίνονταν ὕβρις. Ὁ ἱστορικός, ὁ ἕνας, ὁ ἄλλος.
Γιά πρώτη φορά πού σήκωσα κεφάλι, κάποια χρόνια μετά ἀπό τό πέρασμά μου στήν Ἀθήνα, ἦταν ὅταν ἔγινα ἱερέας στόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο Γλυφάδας. Εἶχα μείνει μ᾽ αὐτόν τόν πόλεμο μέσα μου. Ἡ ὕβρις ἤ ὁ θρύλος; Καί τότε ἄρχισα, πρίν νά μελετήσω βαθιά τίς ἱστορικές πηγές, ἄρχισα νά ζῶ κάτι ἄλλο. Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς πόσο εὐγνωμονοῦμε τό λαό τοῦ Θεοῦ! Γιατί εἶναι, ἄν τό θέλει αὐτός ὁ λαός, μιά ζωντανή βίωση τῆς παραδόσεώς μας. Ἐκεῖ λοιπόν, ὡς νέος κληρικός, στήν παραλία τῆς Γλυφάδας, στόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, ἄρχισα νά ἀκούω συγκλονιστικές ἐμπειρίες παλαιῶν ἐνοριτῶν, γερόντων, γεροντισσῶν, ἀπό γεγονότα τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Καί πόσοι μοῦ λέγανε. Μοῦ λέει εἶδα τόν Κωνσταντή, λέω ποιός εἶναι αὐτός; Λέει ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος. Λέω, γιατί δέν τόν λές Ἅγιο; Μά ἦρθε, λέει, καί μοῦ εἶπε «εἶμαι ὁ Κωνσταντής». Ὅταν τά γεγονότα τῆς παρουσίας τοῦ Κωνσταντῆ ἄρχισαν στήν καρδιά μου νά γίνονται πάρα πολλά, ἄρχισα νά ξαναβρίσκω τό θρύλο. Καί λέω ποῦ εἶναι ὁ θρύλος καί ποῦ εἶναι ἡ ὕβρις; Καί τότε, ἔπρεπε ν᾽ ἀρχίσω καί ἐγώ νά μελετῶ, γιά νά εἶμαι καί ρεαλιστής, νά εἶμαι καί θεολόγος, νά μήν εἶμαι ἀεροβάμων, ἀλλά πρέπει νά εἶμαι καί πραγματικός πού γνωρίζω τήν ἱστορία. Καί ἄρχισα νά μελετῶ τήν ὕβρη, ἀλλά βρίσκοντας τήν ὕβρη, ἔβρισκα τό κάλλος.
Ἡ πρώτη ἐμπειρία πού μοῦ ἔτυχε, πέρα ἀπό τόν εὐλογημένο λαό, πού εἶχε ἐμπειρία τοῦ Κωνσταντῆ, συγχωρέστε με γιά τή φράση, ἔτσι μοῦ ἔλεγαν οἱ γιαγιάδες στή Γλυφάδα, ἦταν ὅταν ἔμαθα, δέν ξέρω ἄν ξέρετε τό ὄνομά του, τά περί τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγητοῦ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Ποιός κρυβόταν πίσω ἀπό αὐτή τήν προσωπικότητα. Ποιός ἦταν, ἄς τό πῶ ἔτσι ὁ πνευματικός του, πού τόν καθοδήγησε πολλά χρόνια πρίν νά γίνει Χριστιανός καί μετά, σ᾽ αὐτό τό κάλλος πού ἀποκαλύφθηκε καί κατέληξε στήν ἁγιότητά του. Πιθανῶς νά ξέρετε τό ὄνομά του, εἶναι Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά πολύς λαός δέν τόν ξέρει. Γιά μένα ἦταν ἡ πρώτη πρόσβαση, γιά νά δῶ τί συνέβη στήν καρδιά του; Εἶναι ὁ Ἅγιος, προσέξτε, εἶναι Ὅσιος καί ἔχει τό ὄνομα Ὅσιος. Εἶναι ὁ Ὅσιος Ὅσιος Ἐπίσκοπος τῆς Κορδούης. Κορδούη εἶναι μία πόλη τῆς Ἱσπανίας, Κόρντοβα λέγεται μέχρι σήμερα. Μεγάλος ἱεράρχης, ὁ ὁποῖος μετεῖχε σέ Οἰκουμενική Σύνοδο. Δέν ἦταν τυχαῖος. Καί ἔγινε Ἅγιος. Κρατῆστε τό ὄνομά του. Ὁ Ὅσιος Ὅσιος Κορδούης. Ὅταν ἔμαθα ὅτι πίσω του κρυβόταν τέτοιος Ἅγιος, τέτοια ὑπέροχη μορφή καί ἀπ᾽ ὅ,τι λένε τά κείμενα, μιά μορφή βαθιά διακριτική, πού μέσα στόν ὀρυμαγδό τῶν αἱρέσεων καί [σέ] ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὁδήγησαν τήν Ἐκκλησία νά καταλήξει στήν Α᾽ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἦταν διακριτικότατο μάτι καί κρατοῦσε βαθύτατες θεολογικές ἰσορροπίες. Ἦταν ἡ πρώτη μου κατανόηση, τί ἔκανε τόν Κωνσταντή νά γίνει Ἅγιος. Καί ἀπό ἐκεῖ καί μετά ἀρχίζουν οἱ ἄλλες πιά ἱστορικές ἐμπειρίες, ἀλλά αὐτό ἦταν τό πρῶτο. Ποιός κρύβεται πίσω ἀπό τόν Ἅγιο; Πάντα εἶναι ἕνας Ἅγιος ἄνθρωπος καί ἕνας πνευματικός, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἀλλά πού βάζει αὐτούς τούς Ἁγίους ἀνθρώπους νά ἀναλύουν προσωπικότητες. Καί τότε ἀρχίζει πιά ἡ ἱστορία ἡ μεγάλη τῶν πηγῶν τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Δέν θά σᾶς κουράσω, ἀλλά ἐπειδή κάνουμε ἕναν περίπατο, ἀπό τόν θρύλο στήν ὕβρη, θέλω νά μπεῖτε στό πετσί αὐτοῦ τοῦ πράγματος καί ἡ πιθανότητα νά ξεπεράσετε τόν προβληματισμό ἤ τόν πειρασμό τῆς ὕβρεως, πού τολμῶ ἀπό τώρα νά τό πῶ, εἶναι παντελῶς ἀνυπόστατος καί γελοῖος.
Προσέξτε, ἡ Ἐκκλησία μας Ἁγίους ἀναδεικνύει δεκάδες ἁμαρτωλούς πού μετάνιωσαν. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀρνεῖται τή μετάνοια. Πόσοι ἦταν Ἅγιοι, ἐνῶ προηγουμένως εἶχαν ἁμαρτήσει. Ἄλλο αὐτό καί ἄλλο νά φορτώνεις, σέ μία προσωπικότητα, γιά λόγους πού θά πῶ σέ λίγο, περίσσια, ψεύτικα ἁμαρτήματα, γιατί πρέπει νά καταξιωθεῖ ἤ νά ἀκυρωθεῖ ἕνας πολιτισμός. Ποιός ἦταν ἀναμάρτητος καί ἔγινε Ἅγιος; Κανείς. Ἄλλο αὐτό καί ἄλλο νά φορτώνεις ψευτιά στήν προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου.
Οἱ βασικές πηγές πού ἔχουμε γιά τή ζωή του, ἐνδελεχῶς ἀναλυμένες, ὑπάρχουν ἀρκετοί ἱστορικοί, ἀλλά οἱ πιό βασικές πηγές, εἶναι ὁ γνωστός ἱστορικός καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας Εὐσέβιος, Ἐπίσκοπος Νικομηδείας. Ἕνας ἄλλος ἱστορικός, Λακτάντιος, προσέξτε ἔχει σημασία, αὐτός ὁ ἱστορικός, ὁ Λακτάντιος, ἔχει μεγάλη σημασία, γιατί ἦταν πρῶτος καρδιακός φίλος τοῦ Κρίσπου, υἱοῦ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, πού λένε πού τόν δολοφόνησε. Ὁ Λακτάντιος ἦταν καρδιακός, παιδικός φίλος τοῦ Κρίσπου, υἱοῦ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, πού λένε οἱ ὑβρίζοντες ὅτι τόν δολοφόνησε, θά πῶ μερικά πράγματα γι᾽ αὐτό. Καί ὁ Λακτάντιος μαζί μέ τόν Εὐσέβιο, ὑμνοῦν τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο. Εἶναι ἐπιχείρημα αὐτό πού λέω; Μπορεῖς νά τόν ὑμνεῖς καί ταυτόχρονα νά ἔχει δολοφονήσει τόν καλύτερό σου φίλο; Ἄς ἀφήσω καί λίγο τό ἐπιχείρημα νά τρέξει.
Μέ ἄλλα λόγια, ὑπῆρχαν καί ἄλλοι ἱστορικοί, ἐθνικοί καί Χριστιανοί, ὅλοι οἱ Χριστιανοί τόν ὑμνοῦν καί οἱ ἱστορικοί ἀκόμη οἱ ἐθνικοί, λένε καλά λόγια γι᾽ αὐτόν, ἐκτός ἀπό ἕναν. Προσέξτε, ἕνας εἶναι μόνο. Τό ὄνομά του εἶναι Ζώσιμος. Ὅλοι οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί, μᾶλλον ψευτοϊστορικοί, οἱ ὁποῖοι βάζουν τήν ὕβρη καί κατηγοροῦν τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, ἔχουν ὡς πηγή τους μόνο τόν Ζώσιμο. Δέν ἔχουν οὔτε τόν Εὐσέβιο, οὔτε τόν Λακτάντιο, οὔτε τούς ἄλλους μικροϊστορικούς πού περιστασιακά ἀσχολήθηκαν μέ τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο. Ἄρα κάτι συμβαίνει. Ἀπό τούς ἑφτά πού ἔχουν γράψει ἱστορία γι᾽ αὐτόν, ἀλλά ἡ πιό ἔντονη εἶναι τοῦ Εὐσέβιου, τοῦ Λακτάντιου καί τοῦ Ζώσιμου, ὁ Ζώσιμος εἶναι ὁ ὑβριστής· καί ὅλος ὁ χῶρος πού θέλει τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, ὄχι Ἅγιο [ἀλλά] μιά ἐξευτελισμένη προσωπικότητα, νά στηρίζεται μόνο στόν Ζώσιμο. Κοιτάξτε κάτι ἄλλο. Ὁ Εὐσέβιος καί ὁ Λακτάντιος, εἶναι σύγχρονοι τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Ὁ Ζώσιμος ἔζησε ἑκατόν πενήντα χρόνια μετά ἀπ᾽ αὐτόν. Εἶναι ἱστορικός πού ἁπλῶς καταγράφει μία ἱστορία πού ἄκουσε; Μία ἱστορία πού τήν ἔφτιαξε; Ἀλλά δέν εἶναι ὁ ἱστορικός πού ἔζησε. Οἱ ἄλλοι ἔζησαν μαζί του.
Δέν θέλω νά σᾶς πείσω μέ τά ἐπιχειρήματα, ἀλλά εἶναι τόσο ἔντονα καί συγκλονιστικά. Ζεῖ λοιπόν ἑκατόν πενήντα χρόνια μετά καί κατηγορεῖ συνέχεια τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο. Προσέξτε τίς πηγές πού χρησιμοποιήθηκαν μέχρι σήμερα ἀπό ὅλους τούς νεοπαγανιστές καί νεοειδωλολάτρες, ἀπό ὅλους τούς ἀντίθετους, προσέξτε, πού δέν ἄντεξαν τή λαμπρή, Ὀρθόδοξη, Ἀνατολική Αὐτοκρατορία. Προσέξτε, μιά παρένθεση εἶναι αὐτή, τό ὄνομα Βυζάντιο, δέν ἦταν τό ὄνομα τῆς Αὐτοκρατορίας. Βυζάντιο γιά πρώτη φορά ἀπεκλήθη ἀπό ἱστορικούς, μετά ἀπό τήν πτώση τῆς Πόλης, τό 1520. Δέν ἦταν Βυζάντιο. Ἦταν ἡ Ρωμανία ἤ ἡ Ὀρθόδοξη, Ἀνατολική Αὐτοκρατορία. Ὅλοι αὐτοί λοιπόν πού κατηγοροῦν τόν Ἅγιο Κωνσταντῑνο, εἶχαν ἕνα βαθύ μίσος γιά αὐτήν τήν Ὀρθόδοξη, Ἀνατολική Αὐτοκρατορία. Νά πῶ δυό λόγια, γιατί εἶναι πολύ μεγάλη ἱστορία. Τό 326 μ.Χ. ἕνα χρόνο μετά τήν Οἰκουμενική Σύνοδο ὁ Κωνσταντῖνος πού ἀπεστρέφετο τή Ρώμη, ἤδη ἑτοίμαζε σιγά – σιγά τήν Κωνσταντινούπολη, ἔρχεται στή Ρώμη, ἦταν ἀκόμη αὐτοκράτορας, νά γιορτάσει τά εἰκοσάχρονα τῆς βασιλείας του. Τά λεγόμενα δεύτερα δεκενάλια. Καί κλήθηκε ὅπως ἦταν φυσικό, καί ἔτσι πάντα γινόταν ἱστορικά, στό Καπιτώλιο. Νά λάβει μέρος σέ μιά στρατιωτική εἰδωλολατρική ἑορτή. Καί νά προσφέρει τίς θυσίες στούς θεούς τῶν εἰδώλων. Ἀρνήθηκε! Καταλαβαίνετε ὅτι ἄρνηση στό Καπιτώλιο μιᾶς τέτοιας τιμῆς, ἦταν ἄρνηση ἑνός ὁλόκληρου πολιτισμοῦ!
Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ἡ βασική αἰτία πού ἄρχισε νά διώκεται ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν αὐτή, παρόλο πού προϋπῆρχε πρίν ἀπό δεκατρία χρόνια τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων. Προσέξτε, τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων δέν τούς ἔθιξε τόσο πολύ. Τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων ἁπλῶς ἔδωσε ἴσες εὐκαιρίες στούς χριστιανούς. Δέν ἀδίκησε τούς εἰδωλολάτρες. Καί δέν μποροῦσε ἀλλιῶς νά γίνει. Γιατί τότε ὁ πληθυσμός τῆς Αὐτοκρατορίας κατά 90% ἦταν εἰδωλολάτρες. Σάν νά λέγαμε σήμερα πώς τό ἐκλογικό σῶμα ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὁ Κωνσταντῖνος δέν τούς χτύπησε κατά πρόσωπο. Εἶπε, ἄδικο μιά θρησκεία νά μήν ἔχει ἴσα δικαιώματα μέ τίς ἄλλες. Δέν ἦταν τό καίριο σημεῖο. Τούς πόνεσε, ἀλλά δέν ἦταν τό καίριο, γιατί οἱ Χριστιανοί ἦταν τό 10%. Κατά τούς ἱστορικούς τό καίριο σημεῖο εἶναι αὐτό πού σᾶς λέω: ὅταν πάει στή Ρώμη καί ἀρνεῖται νά δώσει πιά θυσίες. Ὅπου ἀρνεῖται πιά ἕναν ὁλόκληρο ἀρχαῖο κόσμο. Θέλοντας νά πεῖ σίγουρα τό λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού, γέγονεν καινά τά πάντα». Καί ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ τραγωδία. Δέν μποροῦσε νά μήν ἀρνηθεῖ.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ἕνα χρόνο πρίν τό 365 μ.Χ. μετεῖχε στίς συνεδριάσεις τῆς Α᾽ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου ἔψαλλαν τό Ἅγιος ὁ Θεός, τό Τρισάγιον ὡς Ὀρθόδοξο δόγμα οἱ Πατέρες. Δέν μποροῦσε τώρα νά δώσει θυσίες στά εἴδωλα. Εἶναι τό πιό καίριο σημεῖο κατά τή γνώμη μου, ἀλλά καί κατά τούς ἱστορικούς πού ἀσχολοῦνται μέ αὐτό τό θέμα. Δέν θυσίασε στόν Καίσαρα, στόν ἑαυτό του δηλαδή, γιατί Καῖσαρ ἦταν μόνο ὁ Θεός πάνω στή γῆ. Μάλιστα ὁ Ζώσιμος αὐτό τό γεγονός ἁρπάζει καί λέει ὅτι εἶναι μισητός ἐχθρός ὅλων τῶν Ρωμαίων. Τόν θεωρεῖ βέβηλο. Τόν θεωρεῖ ἄδικο. Τόν θεωρεῖ βρόμικο. Γιατί ἀρνεῖται μιά παράδοση. Ἡ παράδοση ξέρετε, ἔχει σημασία ἄν εἶναι ἀληθινή. Δέν μᾶς σώζει μιά ὁποιαδήποτε παράδοση. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι λέμε Παράδοση, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἔ; Παράδοση χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα, τί παράδοση εἶναι αὐτή; Συντήρηση κάποιων συνηθειῶν; Ἠθῶν καί ἐθίμων; Τί σημαίνει αὐτό; Πόσῳ μᾶλλον ἄν ἡ παράδοση εἶναι καί δαιμονική. Αὐτό δέν τό κατάλαβε μέ τίποτε ὁ Ζώσιμος.
Καί φυσικά μετά ἀπό ἐκεῖ, μέ τά κείμενα τοῦ Ζωσίμου, ἔγραψαν ἐναντίον [τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου] ὅλοι οἱ Δυτικοί ἱστορικοί. Ὁ Γίβων, ὁ Βολταῖρος καί πάρα πολλοί ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι τόν θεώρησαν ἀντίπαλο ὅλου αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ. Καί φυσικά ὅλος ὁ κόσμος ὁ Δυτικός, ὅλος ὁ βατικάνιος κόσμος. Μίσησε βαθύτατα τόν Κωνσταντῖνο γιατί ἔφυγε τό κέντρο, ἀπό τή Ρώμη, καί πῆγε στή Νέα Ρώμη. Σκεφτήκατε ποτέ γιατί σέ ὁλόκληρο τό Δυτικό κόσμο σπανίζει τό ὄνομα Κωνσταντῖνος; Σπανίζει. Ἐκφράζει αὐτό ἕνα μίσος, ἔ; Σπανίζει τό ὄνομα καί ἱεραρχῶν Κωνσταντῖνος μετά ἀπό τό σχίσμα. Αὐτό σᾶς λέει τίποτα; Ὅλοι οἱ διαφωτιστές λοιπόν, μέ ὅσα ὄργανα εἴχανε στά χέρια τους, χρησιμοποίησαν τόν Ζώσιμο γιά νά κάνουνε αὐτή τή δυσφήμηση.
Ὁ Κωνσταντῖνος λοιπόν πρῶτα-πρῶτα δέν ἀπαγόρευσε τή θρησκεία. Κι ἀρχίζει ἡ πορεία του πού θίγει ἄλλα πράγματα. Βλέπετε, σήμερα μιλᾶμε καί λέμε πολιτεύματα, δικτατορία, δημοκρατία, καί φυσικά ἄν κανείς μιλήσει γιά δικτατορία θά γελᾶμε. Καί μιλᾶμε γιά δημοκρατία. Τό μοντέλο τότε τῆς διοικήσεως ἦταν ὄχι ἁπλῶς ἡ ἀπόλυτη δικτατορία, ὁ αὐτοκράτορας δέν ἦταν ἁπλῶς δικτάτορας. Ἦταν θεός! Τόν προσκυνοῦσαν καί τοῦ ἔκαναν θυσίες. Ἦταν κάτι πού ξεπερνοῦσε τή δικτατορία. Καί τί κάνει ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος. Τό κάνει πρῶτα τό 311 μ.Χ. μαζί μέ τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων. Καί μετά τό κάνει στήν Α᾽ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Τότε τό 311, ἤ μᾶλλον καλύτερα γιά νά εἶμαι ἀκριβής στίς ἱστορικές στιγμές, τό 313 μέ 314 ξεκίνησε μιά μεγάλη αἵρεση τῶν δονατιστῶν. Δέν θά τήν ἀναλύσω τώρα. Καί ἦταν αὐτοκράτορας καί ἔπρεπε νά πάρει θέση ὁ αὐτοκράτορας. Τί πρέπει νά γίνει σέ αὐτό τό πρόβλημα. Τότε ἐπίσκοπος Ρώμης ἦταν ὁ Μιλτιάδης, ὁ ὁποῖος πῆγε στόν αὐτοκράτορα καί λέει, συνταράσεται ἡ Αὐτοκρατορία. Ἐσύ θά δώσεις λύση. Σᾶς διαβάζω τά λόγια τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Λέει στόν Μιλτιάδη Ρώμης, ἔχετε σύλλογο (ἐννοεῖ σύνοδο), δικάστε μέ τό συνοδικό σύλλογο. Ξέρετε τί σημαίνει αὐτό γιά τόν κόσμο αὐτό; Εἶναι μιά ἄλλη ἔκφραση δημοκρατίας. Ἡ ἀπόφαση περνάει στό σύλλογο. Καί ποῦ; Στή σύνοδο τῶν ἱεραρχῶν. Αὐτό γιά τήν ἐποχή εἶναι συγκλονιστικό!
Μικρή παρατήρηση θά κάνω. Ἔχετε σκεφτεῖ γιατί ἀκόμη μέχρι σήμερα στή βατικάνια παραλλαγή τῆς μορφῆς, τοῦ μορφώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν κάνουνε σύνοδο μπορεῖ νά μαζευτοῦν χίλιοι διακόσιοι ἐπίσκοποι. Ἀποφασίζουν. Ἀλλά ἄν ὁ πρῶτος, ὁ «ἀλάθητος», ὁ Ρώμης, ὁ πάπας πεῖ ὄχι, ἀναιροῦνται οἱ ψῆφοι τῶν χιλίων διακοσίων. Εἶναι ἀπόλυτη δικτατορία, ἔ; Αὐτό ἔμεινε ἐκεῖ μετά τό σχίσμα. Δέν ἄντεξαν τό ξεπέρασμα τοῦ Κωνσταντίνου. Εἶναι καίρια αὐτή ἡ ἱστορία. Τό νά δίνει δικαίωμα νά ἀποφασίζει μιά ὁμάδα σύλλογος, σύνοδος ἱεραρχῶν, καί μάλιστα τῶν πιστῶν χριστιανῶν, εἶναι τό δεύτερο στοιχεῖο πού βάρυνε στήν πλάστιγγα ὑπέρ τῆς ὕβρεως.
Καί φυσικά ποιός δέ θυμᾶται τά κείμενα. Πολλά ἀπό αὐτά τά παρουσιάζει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος. Φίλος τοῦ Κωνσταντίνου. Ὄχι πνευματικός του, φίλος. Ὁ Κορδούης εἶναι ὁ πνευματικός του. Τά κείμενα εἶναι συγκλονιστικά. Ἔτσι συγκαλεῖ [ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος] μέ ἐντολή του τήν Α᾽ Οἰκουμενική. Ἀκοῦστε τί λένε οἱ ἐχθροί. Βλέπετε; Ἡ Ἐκκλησία ἦταν κατευθυνόμενη, δέν εἶχε ἐλευθερία, τούς καλεῖ τό κράτος. Λάθος. Δέν ξέρουν ἱστορία. Τί δέν ξέρουν; Ὅτι σέ αὐτή τήν ἀπέραντη Αὐτοκρατορία δέν μποροῦσε κανείς νά κινηθεῖ, νά πάει κάπου, καί μάλιστα ἄν εἶχε κάποιο ἀξίωμα [ὅπως] δήμαρχος, διοικητής, ἱεράρχης, χωρίς τήν ἄδεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ὅλα μύριζαν ἐπανάσταση καί συνωμοσία. Γι᾽ αὐτό τή συγκαλεῖ ἐκεῖνος. Τούς δίνει νόμιμο δικαίωμα νά μετακινηθοῦν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, γιά νά πᾶνε στή Νίκαια. Καί τή συγκαλεῖ, δέν προεδρεύει. Τό κείμενο περιγράφει τήν εἴσοδο τοῦ Κωνσταντίνου στήν Α᾽ Οἰκουμενική. Ἔχει παραμείνει. Παρόλο πού τά πρακτικά τῆς συνόδου δέν ἔχουν παραμείνει. Τά πρακτικά. Οἱ ἀποφάσεις ὑπάρχουν. Τά πρακτικά τῶν συνεδριάσεων δέν ὑπάρχουν. Ἐνῶ τῶν ἄλλων Οἰκουμενικῶν ὑπάρχουν. Μπαίνει μέσα στή σύνοδο χωρίς στρατιῶτες, χωρίς συνοδεία. Παράλογο πράγμα γιά τόν αὐτοκράτορα. Πάει μέ τρόπο ταπεινό καί λέει, ποῦ εἶναι ἡ θέση μου; Ποῦ τό λέει; Στόν προεδρεύοντα. Ποιός ἦταν ὁ προεδρεύων; Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀντιοχείας. Καί τοῦ λέει, παράλογο γιά τήν ἐποχή, παράλογο. Ἐκεῖ θά καθίσετε. Αὐτό ἦταν ντροπή γιά τήν Αὐτοκρατορία. Ποιός ἔχει τήν τόλμη νά πεῖ, ἐσύ θά καθίσεις ἐκεῖ. Καί κάθεται ἐκεῖ. Καί παρακολουθεῖ σιωπηλά τά τεκταινόμενα. Ἡ ταπεινή παρουσία του. Ἀναγνωρίζει ὁλόκληρη τήν ἔκφραση τῆς συνόδου· ἐδῶ ἀρχίζει ἡ πραγματική δημοκρατία τῆς Ἐκκλησίας. Δέ θέλω νά σᾶς θυμίσω τή φράση πού τήν ξέρετε πού τήν εἶπε ἐκείνη τή στιγμή τῆς συνοδικῆς ἐκφράσεως, «ἐσεῖς εἶστε ἐπίσκοποι τοῦ ἐντός», μέσα δηλαδή, στά πνευματικά. Ἐγώ εἶμαι ἁπλῶς ἀπ᾽ ἔξω, κατ᾽ ἀνάγκη. Διοικῶ τόν κόσμο. Ὅλα αὐτά θίγουνε ὁλόκληρο ἕναν κόσμο. Καί φυσικά ἀρχίζει τό μεγάλο ἔργο του. Σέ πολυεπίπεδο ἐπίπεδο πού σύγχισε, [τάραξε δηλαδή] ὁλόκληρες καρδιές. Τό μίσος γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο εἶναι σήμερα πολύ μεγάλο.
Πρῶτον, προσέξτε, δίνει δυνατότητα στούς δούλους νά εἶναι ἐλεύθεροι. Ἀκοῦστε τήν παρατήρηση. Οὔτε ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει καταργῆστε τή δουλεία. Τί λέει; Τά ἀφεντικά νά ἀποκτήσουν τέτοια καρδιά νά μήν ἔχουν δούλους. Ἡ ἐπανάσταση πού γίνεται διά τῆς βίας, εἶναι πάντοτε ψεύτικη. Ἡ ἐπανάσταση πού γίνεται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, εἶναι πάντοτε ἀληθινή! Τόν δρόμο αὐτόν τόν ἀκολουθεῖ ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος. Δέν ἐπιβάλλει διά τῆς βίας νόμους ἀπελευθερώσεως τῶν δούλων. Καί τί κάνει; Προτείνει αὐτό πού σᾶς εἶπα. Ἄν εἶστε χριστιανοί καί ἀγαπᾶτε, ἀπελευθερῶστε τούς ἀνθρώπους, ἔ; Αὐτό εἶναι καταστροφή, ἄς τό πῶ ἔτσι, γιά τούς δυνατούς. Ἤ ἄς τό πῶ ἔτσι ἄν θέλετε, γιά τούς καπιταλιστές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἄν ἐπιτρέπεται ἡ λέξη. Κάνει νά ἀλλάξει ἡ καρδιά. Ὅλη αὐτή ἡ ρίζα τῆς θεολογίας, εἶναι γραμμένη ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο στήν πρός Φιλήμονα ἐπιστολή. Εὔκολα μπορεῖτε νά τή διαβάσετε. Καταργεῖ, γιά μᾶς δέ λέει τίποτα αὐτό, τό σῶμα τῶν πραιτωριανῶν. Ἰσχυρές προσωπικότητες πού κατευθύνουν τή ζωή τοῦ κόσμου. Σήμερα θά ἔλεγα πραιτωριανούς τά κόμματα πού κυβερνοῦν τόν τόπο. Πραιτωριανοί. Ὀργανωμένες ὁμάδες κρούσεως, πού ἀγνοοῦν τή βούληση τοῦ λαοῦ. Αὐτό ἔτσι τό μεταφράζω.
Κατήργησε τήν ποινή τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, καί προσέξτε, τό νομοθετικό διάταγμα τό ὁποῖο ἔφερε τίς περισσότερες ὕβρεις ἀπέναντί του. Κρατῆστε αὐτό τό σημεῖο. Ἐδῶ εἶναι πάρα πολύ καίριο. Ἕνα καίριο νομοθετικό διάταγμα. Τό ξαναλέω, τό ὁποῖο ἐπέφερε περισσότερες ὕβρεις ἀπό τά προηγούμενα. Ποιό ἦταν αὐτό τό διάταγμα; Θεωρεῖ μεγάλο ἀδίκημα τή μοιχεία. Ἀπό τά ὕψιστα ἀδικήματα πού βιώνονται σέ μιά πολιτεία. Ἀπό τά ὕψιστα. Καί βγάζει αὐστηρότατες ἐντολές γιά τούς μοιχούς. Καί ἐκεῖ -ἐπιτρέπεται ἡ λέξη;- ἔπαιξε ὁ διάβολος τό παιχνίδι του. Ἄν θέλετε λίγα λεπτά νά ἐξηγήσω αὐτή τήν ἱστορία. Γιατί ἐκεῖ στέκονται πιά οἱ μεγάλοι ὑβριστές. Ὄχι ἁπλῶς τό ὅτι κατήργησε τή Ρώμη καί τά λοιπά, τά εἴδωλα. Θά ποῦν μερικοί δέν πειράζει τά εἴδωλα, ἀλλά τό ὅτι τόν κατηγοροῦν προσέξτε, τό ὅτι σκότωσε τό γιό του καί τή γυναίκα του, αὐτό εἶναι πολύ ἰσχυρό. Τό γιό του καί τή γυναίκα του. Τόν Κρίσπο καί τή Φαύστα. Ποιά καρδιά μπορεῖ νά τό ἀντέξει; Βέβαια ἕνας ἀπολογητής τοῦ Χριστιανισμοῦ θά ἔλεγε αὐτό πού σᾶς εἶπα στήν ἀρχή. Ἐντάξει, ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἁμάρτησαν. Ἀλλά δέν σοῦ μένει μέσα τό ἀγκάθι; Σκότωσε τό γιό του καί τή γυναίκα του; Τί Ἅγιος εἶναι αὐτός; Γιά τήν Ἐκκλησία ὅλοι γίνονται Ἅγιοι. Οἱ μεγαλύτεροι ὑβριστές. Ἀλλά δέν εἶναι τά πράγματα ἔτσι. Δέν κάνω ἀπολογία ψεύτικη. Κάνω ἀπολογία ἱστορική ἀπό τά κείμενα πού ἔχω στά χέρια μου. Ἄν σκότωνε τό γιό ἤ τή γυναίκα του, ὁ Θεός ξέρει πῶς ἀναδεικνύει τούς Ἁγίους. Πόσοι τέτοιοι ἀναδείχθηκαν; Δέν εἶναι ἔτσι; Ἅγιοι ἔγιναν οἱ σταυρωταί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Λογγίνος, ἔ; ᾽Ισχυρό δέν εἶναι; Ἀλλά πῶς εἶναι τά πράγματα. Εἶναι ἀλλιώτικα. Αὐτό τό νομοσχέδιο περί τῆς μοιχείας ἦταν ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔδωσε ἐντυπωσιακές, δαιδαλώδεις ψευδολογίες μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του κατά τοῦ Κωνσταντίνου. Νά δοῦμε καί λίγο τά πράγματα. Ἔχει σημασία γιατί οἱ ἱστορικοί ἐκεῖ στέκονται πιά. Δέ στέκονται στό ὅτι πῆρε τήν Αὐτοκρατορία καί τήν πῆγε στή Νέα Ρώμη. ῎Οχι πιά. Πέρασε αὐτό. Στέκονται στά ἐγκλήματα.
Θά τό πῶ μέ λίγα λόγια. Συμπυκνώνοντας τούς ἱστορικούς πού ἀσχολήθηκαν μέ αὐτό τό θέμα. Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ἦταν παντρεμένος εἰς πρῶτο γάμο μέ μιά πολύ καλή κοπέλα. Καί οἱ πολιτικές δυνάμεις τοῦ κόσμου ἦταν τότε στήν Αὐτοκρατορία. Καί δή ὁ Μαξιμιανός τόν ὑποχρεώνει νά χωρίσει τήν πρώτη του γυναίκα ἀπό τήν ὁποία εἶχε ἕνα γιό, τόν Κρίσπο καί νά παντρευτεῖ τήν κόρη του. Γιά νά μπορεῖ νά ὑπάρχει ἰσορροπία στήν Αὐτοκρατορία. Νά μήν ὑπάρχουν μίση. Καί τόν παντρεύει μέ τή Φαύστα. Φαύστα! Νά παίξω μέ τίς λέξεις; Ἄν ξέρετε τόν Φάουστ, τόν δαιμονικό ἥρωα τῆς εὐρωπαϊκῆς λογοτεχνίας. Τί γίνεται τώρα; Εἶναι λίγες μέρες πού ἔχει ἐκδώσει, ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος, τό διάταγμα περί τῆς μοιχείας, πού εἶναι πολύ μεγάλο ἔγκλημα καί ἁμάρτημα. Ἀκολούθησαν ἐλάχιστες μέρες καί ἡ Φαύστα βγάζει μιά κατηγορία κατά τοῦ ἀνδρός της. Καί λέει, ὅτι ὁ γιός ὁ πρῶτος ἀπό τήν πρώτη γυναίκα, ὁ Κρίσπος, τῆς ἔκανε σεξουαλική ἐπίθεση.
Θυμηθεῖτε ὅτι αὐτή ἡ γυναίκα εἶχε μέ τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο τρία ἄλλα παιδιά. Καί οἱ τρεῖς μετά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο ἔγιναν αὐτοκράτορες. Κατηγορεῖ ποιόν; Τόν πρωτότοκο, τόν Κρίσπο, ὁ ὁποῖος πρέπει νά ἐξαφανιστεῖ. Γιατί ἄν ζήσει ὁ Κρίσπος, δέν θά μποροῦν τά παιδιά της νά γίνουν αὐτοκράτορες. Καί τί κατηγορεῖ; Τό πιό καίριο σημεῖο. Τόν αὐτοκράτορα, πού μισεῖ τή μοιχεία καί κατηγορεῖ τώρα τό γιό του, γιά μοιχεία! Λένε οἱ ἱστορικοί, ποιό πολιτικό κουράγιο θά εἶχε ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος νά πεῖ, συγχωρῶ τό γιό μου γιατί αὐτός τό ᾽κανε. Ὁ λαός; Ὁ νόμος ἦταν σχετικός; [Δηλαδή γιά μερικούς]; Ἡ πρώτη φράση. Ἡ πονηριά τῆς Φαύστας. Λέει, μοῦ ἔκανε τή σεξουαλική ἐπίθεση, τό ἀκούει ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος καί δίνει ἐντολή νά κρατηθεῖ στή φυλακή ὁ γιός του ὁ Κρίσπος. Πρίν νά διαπιστωθοῦν τά γεγονότα, προσέξτε, δίνει τήν ἐντολή. Δέν δίνει ἐντολή, ἐδῶ ἔχει σημασία, ἔχουν γίνει ἱστορικές ἔρευνες, νά δολοφονήσουν τό γιό του. Ἔπρεπε νά τόν συλλάβει. Βλέπετε ἄν ἤμουν, παραδείγματος χάριν, ὁ γιός τοῦ προέδρου τῆς βουλῆς καί ἔκανα ἁμάρτημα, ἔπρεπε νά ὑποστῶ καί ἐγώ τίς συνέπειες τοῦ νόμου. Αὐτό τό σκέφτηκε ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος.
Πρίν νά προλάβει νά κάνει ἀναλύσεις, ἄν ἔγινε τό γεγονός ἤ ὄχι, δίνεται μιά ἐντολή, στή φυλακή πού τόν εἶχαν, νά δολοφονηθεῖ. Οἱ τότε ἱστορικοί, ζητοῦν νά βροῦν, ποῦ εἶναι τό ἔνταλμα τῆς δολοφονίας τοῦ Κρίσπου. Ποιός ἔδωσε ἐντολή. Κανείς δέν βρίσκει ποῦ ὑπάρχει ἐντολή. Γιά νά δοθεῖ ἐντολή, ἔπρεπε νά ὑπάρχει τό χρυσόβουλο τοῦ αὐτοκράτορα, τό ὁποῖο τό εἶχε μόνο ὁ Κωνσταντῖνος στό δωμάτιό του καί τό εἶχε ἡ Φαύστα. Οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί, χωρίς νά εἶναι μεροληπτικοί, ὁμολογοῦν ὅτι ἡ Φαύστα βιάζεται. Πρίν ἀποκαλυφθεῖ τό σκάνδαλο, πού εἶναι ψέμα ἡ κατηγορία, νά δολοφονήσει τόν Κρίσπο καί ὑπογράφει ψεύτικα μέ τό χρυσόβουλο, μέ τήν ὑπογραφή τοῦ Κωνσταντίνου, καί δολοφονεῖται ὁ Κρίσπος.
Δέν εἶμαι ἀπολογητής τοῦ Κωνσταντίνου, ἀλλά ἡ σύγχρονη ἱστορική ἔρευνα τά ψάχνει ὅλα, βλέπετε, ἔ; Καί πρέπει νά δεῖ καί αὐτή τήν πλευρά. Μετά ἀπό λίγο καιρό, μέσα στόν τρομερό πόνο του, πού δολοφονεῖται [ὁ Κρίσπος] ψάχνει ποιός εἶναι ὁ δολοφόνος. Καί πρέπει, τώρα λέμε πρέπει, δέν ὑπάρχει μαρτυρία, νά ἀνακάλυψε ὅτι εἶναι ἡ Φαύστα ἀπό πίσω καί δίνει ἐντολή νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό κοντά του. Ξαφνικά! Δίνει ἐντολή νά φύγει ἀπό κοντά του. Ἀπομακρύνεται ἀπό κοντά του καί ἱστορικές μαρτυρίες λένε, ὅτι ζεῖ ἄλλα τέσσερα χρόνια. Καί πεθαίνει ἀπό κάποια ἀρρώστια, αὐτό τό κάποια ἀρρώστια [στά] τέσσερα χρόνια, τό εἶπαν οἱ ψεύτικοι ἱστορικοί, ὅτι ἀμέσως μετά τή δολοφονία τοῦ Κρίσπου, πού ἀνακαλύπτει ὁ Κωνσταντῖνος ὅτι ἦταν πλάνη καί ἔφταιγε ἡ Φαύστα, τή στραγγάλισε. Ὑπάρχουν ἱστορικές μαρτυρίες, ὅτι ζεῖ ἄλλα τέσσερα χρόνια καί εἶναι μακριά του καί πεθαίνει γιά κάποιο λόγο.
Αὐτά τά δύο γεγονότα, ἔμειναν τά γεγονότα, πού μέχρι σήμερα κατηγοροῦν τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, γιά δολοφονίες. Ἐπειδή ἀγαπῶ τόν Ἅγιο καί ἐσεῖς τόν ἀγαπᾶτε, δέν θά παίξω ἐγώ, ἕναν ψεύτικο δικηγόρο του. Οὔτε πείθομαι ἀπό τούς ἱστορικούς, ἀλλά εἶναι ἀληθινοί ἱστορικοί, ἔ; Ἀλλά ἡ καρδιά μου λέει, θά μποροῦσε ἕνας αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος βγάζει τέτοιους νόμους φιλάνθρωπους, καταργεῖ ὁποιαδήποτε δικτατορία, νά σκοτώσει τό ἀγαπημένο του παιδί, πού ἦταν ἀρχηγός τοῦ στόλου καί τόν ἀγαποῦσε πάρα πολύ! ῏Ηταν παιδί χαριτωμένο καί χαρισματοῦχο, πράγμα πού δέν ἦταν οἱ ἑπόμενοι τρεῖς, οἱ ὁποῖοι βασίλευσαν καί ἔφεραν ἀρκετή καταστροφή στό Βυζάντιο, τότε Αὐτοκρατορία Ρωμαϊκή, γιατί συνεργάστηκαν μέ τίς αἱρέσεις. Δέν φταῖνε ἐπειδή ἦταν γιοί τῆς Φαύστας· ἀλλά αὐτοί ἦταν οἱ ἑπόμενοι.
Μερικά στοιχεῖα ἀκόμη, πού ἀξίζει νά σᾶς τά καταθέσω, βλέπετε μερικοί νόμοι πού ἔδειχναν τήν ἀπέραντη φιλανθρωπία του. Γιά τή δίκη. Ἔβγαλε νόμους καθαρῆς δικονομίας, πόσοι εἶναι οἱ μάρτυρες, τί πρέπει νά ποῦνε, πῶς ἐλέγχονται οἱ μάρτυρες, ἄν λένε ἀλήθεια, ἄν λένε ψέματα, ποιός τό ἐλέγχει; Καί αὐτό, ἐνῶ βγάζει τέτοιο νόμο, ὁλόκληρο παιχνίδι ψέματος παίζεται στήν πλάτη του. Χτυπάει τήν κρατική διαφθορά, ἡ γυναίκα του εἶναι διεφθαρμένη, βγάζει νόμους γιά τήν κρατική διαφθορά, σήμερα αὐτό θά λέγανε, ἔτσι;
Ἔχει μιά βαθύτατη κοινωνική νομοθεσία, μιά βαθιά προστασία γιά τίς χῆρες, γιά τά ἀνήλικα τέκνα, γιά τά ὀρφανά, πράγμα πού δέν ὑπάρχει σήμερα στόν καιρό τοῦ μνημονίου! Εἶναι πολύ προχωρημένη ἡ νομοθεσία του γιά κείνη τήν ἐποχή. Θέλει φορολογική δικαιοσύνη. Νιώθει ὅτι τό κράτος ἀδικεῖ τόν πολίτη του. Τοῦ παίρνει τό κεφάλι! Καί ἀλλάζει τό μοντέλο ὅλης τῆς δικαιοσύνης, σήμερα δέν φωνάζουμε [γιά παράδειγμα], [μιά γιά] τό ἕνα [καί μιά γιά] τό ἄλλο; Ἀλλάζουν τά πάντα! Καί βάζει τούς κρατικούς παράγοντες, πού ἔπαιρναν ἄδικους φόρους, νά ἐπιστρέψουν τό τί πῆραν ἄδικα ἀπό τό λαό τά τελευταῖα χρόνια! Ἀναδρομικά, παρακαλῶ! Αὐτό ποιός τό ξέρει; Ἀναδρομικά! Καί ζητεῖ νά γίνει ἔφεση, σέ κάθε κυβερνήτη τῶν θεμάτων, τῶν περιοχῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐλέγχει τίς ἐφέσεις καί ὅπου ἦταν ἀδικία, βάζει τό κράτος νά γυρίσει πίσω ὅλα τά ἄδικα εἰσπραχθέντα χρήματα. Αὐτό δέν σᾶς λέει τίποτε; Εἶναι πράγμα πού δέν γίνεται σήμερα! Καί μέσα σέ ὅλα αὐτά, φυσικά, δέν χτύπησε καμία ξένη θρησκεία. Σεβάστηκε τούς πάντες. Μόνοι τους κατέρρευσαν!
Πολλά μπορεῖ νά ποῦμε γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, καί ὅλο αὐτό τό κοινωνικό του ἔργο. Μήν ψάχνετε στό πρόσωπό του νά βρεῖτε τόν ἄνθρωπο πού δέν ἦταν ποτέ ἁμαρτωλός, σίγουρα ἔκανε [ἁμαρτίες]. Ἀλλά ὄχι αὐτό πού τόν κατηγόρησαν. Ὄχι αὐτά πού ὁδήγησαν στήν τραγωδία ἕναν ὁλόκληρο κόσμο, ἔ; Τή Δύση μέ τήν Ἀνατολή. Ὅταν αὐτά τά κατάλαβα, βρῆκα τόν ἑαυτό μου. Ξαναβρῆκα τό θρύλο! Τό θρύλο πού εἶχα ζήσει στήν Πόλη. Πού κάθε μέρα μᾶς λέγανε, «ὄχι, ὁ ἥλιος λάμπει ἐπειδή αὐτή τήν Πόλη τή διάλεξε ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος, γι᾽ αὐτό λάμπει». Καί προσέξτε, αὐτή ἡ Πόλη γράφεται μέ μεγάλο «Π», ἔ; Οἱ ἄλλες μέ μικρό «π». Αὐτή εἶναι ἡ Πόλη, ἡ μία Πόλη τοῦ κόσμου, δέν ὑπάρχει ἄλλη Πόλη. Μήν τολμήσετε νά ζήσετε σέ ἄλλη Πόλη, αὐτή εἶναι «Ἡ» Πόλη.
Ὅταν ἐρχόμουν στήν Ἀθήνα διωγμένος, ντρεπόμουν, γιατί θά ζοῦσα σέ ἄλλη πόλη. Ἀλλά ὅλα εἶναι ὡραῖα, βλέπετε, ἔ; Ἐδῶ ξανά ἀνακάλυψα τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο! Ὅλα εἶναι τόσο μεγάλα στό πρόσωπό του! Γίνονται τόσο συγκλονιστικά! Καί τόσο ἀνεπανάληπτα, πού θά ἔπρεπε νά μιλῶ ὧρες γι᾽ αὐτόν. Καί ἐπειδή, ἡ καρδιά ἑνός ἀνθρώπου ἀγαπάει τόν Ἅγιο, μέσα ἀπό τέτοιες, προσωπικές ἐμπειρίες ξαναβρίσκει τό θρύλο. Ἕνας θρύλος πού ἔγινε ἀδικία καί ξαναέγινε θρύλος, μέσα ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν γηραλέων γυναικῶν τῆς Γλυφάδας. Αυτό μέ φορτίζει πάντοτε, κάθε στιγμή πού μιλάω γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο.
Πόση μου χαρά πού σήμερα, εἶχα τήν εὐκαιρία καί τήν τιμή καί τήν εὐλογία, τῶν πατέρων ἀλλά καί τοῦ Ἁγίου, νά δώσω ἐλάχιστο φόρο καταθέσεως, τῆς καρδιᾶς μου τῆς Πολίτικης γιά τόν Ἅγιο. Μικρό πράγμα εἶναι, ἀλλά πόσο χάρηκα, πού σήμερα μίλησα ἐγώ, ποιός ὁ μικρός γι᾽ αὐτόν, γιά τόν μεγάλο, ἀλλά εὐχαριστῶ τόν Θεό καί ἐκεῖνον, πού μοῦ ἐπέτρεψαν νά μιλήσω. Κρατῆστε ζωντανή μέσα σας τήν πίστη μας στήν Ἐκκλησία. Καί προσέξτε, πολλά ἀπό αὐτά πού λένε γιά τήν Ἐκκλησία, μερικές φορές, μπορεῖ νά εἶναι καί τέτοια, ἔ; Μπορεῖ νά εἶναι καί τέτοια, ἔτσι; Σᾶς ἔδωσα καί ἕνα τέτοιο δεῖγμα, ὅταν ἀκοῦτε, πῶς νά τά ἐλέγχετε καί πῶς συμβαίνουν τά γεγονότα.
Τελειώνοντας, θέλω νά πῶ τό ἑξῆς, μετά ἀπό ὅταν ἔγινε Χριστιανός, ὅτι τόν κατηγόρησαν, ὅτι τόν βάπτισε ἕνας αἱρετικός, ὁ Εὐσέβιος, [ὅτι] δέν ἦταν κανονικός Χριστιανός· εἶναι ψέμα! Ὁ Εὐσέβιος γιά μιά περίοδο, ἐτάχθη μέ τόν Ἄρειο, γιά λίγο, ἀλλα μετέχει στήν Α᾽ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὑπογράφει πλήρως τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἁπλῶς εἶχε μιά ἀμφιβολία, ἄν πρέπει νά ἀνακηρυχθεῖ μεγάλος αἱρεσιάρχης ὁ Ἄρειος. Ὑπογράφει [ὅμως] τό Σύμβολο τῆς Πίστεως! Δέν τόν βάπτισε αἱρετικός! [Βλέπετε ἀκόμα καί τό βάπτισμά του] θέλουν [κάποιοι] νά ἀναιρέσουν. Ἦταν ὁ Ἅγιος πού μετά ἀπό τή μέρα τῆς βαπτίσεώς του, φοροῦσε πάντα, ἀντί γιά τόν χιτώνα τόν πορφυροῦ, τή στολή τή βαπτιστική του, τό βαπτιστικό χιτώνα. Ἔτσι ἔζησε τίς ἑπόμενες λίγες μέρες τῆς ζωῆς του καί ἐκοιμήθη φορώντας αὐτό τό βαπτιστικό χιτώνα. «Χιτῶνά μοι παράσχου φωτεινόν», ἔ;
Ποιός μπορεῖ νά ὁμολογήσει κάτι γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, ἔ; Ποιός μπορεῖ νά μήν εἶναι γεμάτος ἀπ᾽ αὐτόν καί [γεμάτος] εὐχαριστίες, γιατί μᾶς ἔκανε νά ζήσουμε;! Ἐγώ τί ἔλεγα; Ἄχ, τί ὡραῖα πού ζοῦμε στήν Πόλη πού μᾶς τή γέννησε, μᾶς τή δημιούργησε ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος; Δέν πρέπει νά ποῦμε, πόσο μεγάλο εἶναι νά ζοῦμε στό χῶρο τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού τή θεμελίωσε, τήν ἔστησε, τήν ἔκανε Πόλη καί τήν ἔκανε δόγμα;
Εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε. Εὐχαριστῶ ὅλους σας πού ἤρθατε ἐδῶ καί κατ᾽ ἐξοχήν τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο! Νά εἶστε καλά!
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου
πού ἔγινε στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τήν Παρασκευή 24 Μαΐου 2013.
Πηγή: http://www.floga.gr/50/10/2012-3/2013052410.asp
Όταν στρέψει κανείς το βλέμμα του προς το στερέωμα του ουρανού, δεν μπορεί να μη θαυμάσει την υπέροχη τάξη και αρμονία που επικρατεί στον έναστρο ουρανό, τον στολισμένο με τόσους συνδιασμούς λαμπρών αστέρων και γαλαξιών. Με παρόμοιο τρόπο, όταν στρέψει κανείς το βλέμμα του προς το πνευματικό στερέωμα της Εκκλησίας κινείται από θαυμασμό για τον υπέροχο στολισμό του με τους αναρίθμητους λαμπρούς αστέρες των Αγίων Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων, Διδασκάλων, Ιεραρχών και Οσίων ανδρών και γυναικών κάθε ηλικίας και έθνους.
Η Ορθόδοξος μας Εκκλησία πανηγυρίζει, σήμερα, την μνήμη δύο μεγάλων αγίων, που διακοσμούν το στερέωμά Της με τη λάμψη της παραδειγματικής και ενάρετης ζωής των. Και ο μεν πρώτος είναι ο Αυτοκράτωρ του Ρωμαϊκού Κράτους Κωνσταντίνος, ο οποίος απάλλαξε την Εκκλησία από τους φοβερούς διωγμούς και θεμελίωσε τις βάσεις της νέας Χριστιανικής Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, η δε δεύτερη είναι η ευσεβής μητέρα του, Αγ. Ελένη, η οποία από ευλάβεια ξεκίνησε και ανεύρε στα Ιεροσόλυμα τον Τίμιο του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού Σταυρό.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 288 μ.Χ. στη Ναϊσσό της Δακίας από τον Καίσαρα Κωνστάντιο τον Χλωρό και την Αγ. Ελένη. Ανατράφηκε στην αυτοκρατορική αυλή του Διοκλητιανού και του Γαλερίου στην Ανατολή, σχεδόν κρατούμενος εκεί ως όμηρος. Μετά την αναγόρευση του πατέρα του ως Αυγούστου του Δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κλήθηκε από τον ίδιο στη Γαλατία, όπου, όταν μετά από λίγο χρονικό διάστημα πέθανε, ο στρατός τον ανακήρυξε Αυτοκράτωρ στις 26 Ιουλίου του 306 μ.Χ.
Ο Κωνσταντίνος υποστήριξε με διάταγμά του τα περί θρησκευτικής ανοχής των υπηκόων του και στη συνάντησή του με τον Λικίνιο στα Μεδιόλανα στις 13ης Ιουνίου του 313 μ.Χ. καθορίστηκαν οι όροι του εδίκτου των Μεδιολάνων. Βάσει αυτού οι Χριστιανοί μπορούσαν πλέον να εξασκούν ελεύθερα την θρησκεία των. Κατάργησε όλους τους νόμους των προκατόχων του που εκδόθηκαν σε βάρος των χριστιανών, και τέλος απόδωσε πίσω στην Εκκλησία τους τόπους λατρείας που είχαν κατασχεθεί. Ο Κωνσταντίνος επέδειξε άμεσο και προσωπικό ενδιαφέρον γιά την ενότητα της Εκκλησίας, της οποίας ήθελε να είναι ο μέγας ευεργέτης. Γι’ αυτό και συγκάλεσε την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325 μ.Χ.) προς αντιμετώπιση της αίρεσης του Αρείου και τη διακήρυξη της αληθινής διδασκαλίας περί του θεανδρικού προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ήθελε να εκδιώξει τις διαιρέσεις, που οι αιρετικοί δημιουργούσαν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Αγαπούσε και εκτιμούσε πολύ την Εκκλησία και τους εκπροσώπους Της. Με θερμότητα πίστεως και ιερό ζήλο επεδίωκε την διάδοση της χριστιανικής πίστεως και την προαγωγή των συμφερόντων της Εκκλησίας.
Μέσα στη ψυχή του ριζώθηκε βαθειά η εμπειρία του θείου εκείνου οράματος, σύμφωνα με το οποίον, κατά την διάρκεια της ημέρας, είδε στον ουρανό λάμποντα τον Τίμιο Σταυρό με την έναστρο επιγραφή “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”. Με αυτό το σύμβολο κατατρόπωσε τους εχθρούς του και έμεινε μονοκράτωρ σ’ όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Η Αγία Ελένη, η μητέρα του Μεγάλου τούτου ανδρός, και σύζυγος του Κωνσταντίνου του Χλωρού, προήρχετο από ταπεινή οικογένεια, αλλά εξετιμάτο πολλή από τον Υιό της, ο οποίος της απένειμε τον τίτλο της Αυγούστης.
Η Αγία Ελένη έδειξε την ευσέβειά της με άφθονες ευεργεσίες προς την Εκκλησία και την κατασκευή νέων και λαμπρών χριστιανικών ναών στη Βηθλεέμ, στα Ιεροσόλυμα, στην Κωνσταντινούπολη και σε πολλά άλλα σημεία της Αυτοκρατορίας. Σε προχωρημένη ηλικία μετέβη στα Ιεροσόλυμα προς αναζήτηση του Τιμίου Σταυρού. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 335 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, αλλά, το λείψανό της, κατά τον ιστορικό Ευσέβιο, μεταφέρθηκε στην Ρώμη.
Αυτούς τους δύο λαμπρούς αστέρες τιμά και προβάλλει προς μίμηση η Ορθόδοξος μας Εκκλησία. Μας καλεί, σήμερα, όλους να γίνουμε μέρος της ουράνιας δόξας με τη θρησκευτική, ηθική, κοινωνική μας αναδημιουργία και ανακαίνιση. Μας καλεί να γίνουμε το νέο καθεστός μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, όπου θα βασιλεύει η αγάπη και ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων. Μας καλεί να λάμψουμε ως φωστήρες του ουρανού, με τις νέες ιδεολογίες και θεσμοθεσίες, που θα γίνουν αφορμή να καλυτερεύσουν τη ζωή και την κοινωνία μας.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατάργησε τον παλαιό εαυτό του και εισήλθε μέσα σε μιά νέα περίοδο ζωής, όταν δέχθηκε το ουράνιο εκείνο φως και μήνυμα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Αποτέλεσμα είχε, να καταξιωθεί αιώνια δόξα και τιμή μέσα στην Εκκλησία.
Εμείς, σήμερα, καλούμεθα να εγκαταλείψουμε τον παλαιό μας εαυτόν, που έχει φθαρεί και νεκρωθεί από την αμαρτία και τις επιθυμίες της απάτης του κόσμου τούτου.
Ο Χριστός στο δρόμο προς την Δαμασκό κατάργησε τον παλαιό άνθρωπο στη ψυχή του Αποστόλου Παύλου. Ο ίδιος Θεός κατάργησε τον παλαιό άνθρωπο, που κυριαρχούσε μέσα στη ψυχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και ο Ίδιος μόνος μπορεί να καταργήσει την αμαρτία, που βασιλεύει μέσα στην καρδιά μας, για να κτισθεί και εγκαθιδρυθεί μέσα μας ο καινούργιος και ανανεωμένος εν Χριστώ άνθρωπος της Χάριτος.
Σ’ αυτή τη νέα κτίση καλούνται να συμμετάσχουν όλοι οι άνθρωποι, όλοι οι Λαοί της γης, όλα τα έθνη και όλες οι κοινωνίες. Καλούνται να αφήσουν τα παλαιά, για να δοθούν εξ ολοκλήρου στα νέα Εκείνου, που είναι “τα πάντα και εν πάσι” (Κολ. 3:11). Αυτό ακριβώς έπραξε ο Μέγας Κωνσταντίνος, που άφησε την παλαιά Ρώμη της ειδωλολατρίας και δημιούργησε την Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αυτοκρατορίας. Εγκατέλειψε τον παλαιό εαυτόν του και άφησε να φωτιστεί από το ουράνιο θείο φως της Χάριτος του Θεού,
Η νέα κτίση, σαν ιδέα και τρόπο ζωής, αξίζει να γίνει αποδεχτεί από εκείνους που αγαπούν την αλήθεια και την ζωή. Διότι έχει θείο κάλλος και ωραιότητα, θεία αρμονία και τάξη, θεία ζωή και αιωνιότητα, όπως λέγει ο αρχαίος ρήτορας Δημοσθένης, “μόνα τα του Θεού είναι πάντοτε πάγια και αθάνατα”.
Η δική μας μεταστροφή πρέπει να γίνει, όπως την ζητά ο Χριστός. Πρέπει να αντλήσουμε φως από το δικό Του θείο και ανέσπερο Φως, ούτως ώστε να πραγματοποιηθεί ο εσωτερικός μας φωτισμός και αναδημιουργία. Καλούμεθα να λάμψουμε από αρετές κι έργα πίστεως, όπως λάμπουν τα αστέρια στον ουρανό. Καλούμεθα να γίνουμε στην πράξη “το φως του κόσμου”, όπως ο Κύριος είπεν, “Υμείς εστέ το φως του κόσμου … ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς” (Ματθ. 5:14, 16). Η καινή διά Χριστού κτίση είναι καρπός και γνώρισμα της συμμετοχής του ανθρώπου στη θεία Χάρη, που πλουσιπάροχα χορηγείται μέσα από τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.
Σήμερα, οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, μας καλούν όλους να εγκαταλείψουμε τη ματαιότητα του κόσμου και να στρέψουμε την προσοχή μας προς την καινή του Χριστού κτίση. Αυτή καταργεί τίς παλαιές μουχλιασμένες από την αμαρτία αμαρτωλές νοοτροπίες και μεταδίδει αληθινά την πνοή της νέας ζωής, που νικά τον τάφο και συνεχίζει να λάμπει στο στερέωμα της ωραιότητας και της αιώνιας ζωής.
Μακάριος είναι ο άνθρωπος που υπομένει όλα τα λυπηρά αυτής της ζωής με καρτερία κι ελπίδα στο Θεό. Γι’ αυτόν η κάθε μέρα θα είναι μήνας στον ουρανό, ενώ στον άπιστο θα μοιάζει με χρόνο ολόκληρο. Γιατί ο άπιστος χαίρεται μόνο όταν δεν υποφέρει· κι όταν υποφέρει, το κάνει χωρίς υπομονή κι ελπίδα στο Θεό και δυσανασχετεί.
Μακάριος είναι ο άνθρωπος που δε γογγύζει όταν υποφέρει, αλλ’ εξετάζει τις αιτίες με υπομονή κι ελπίδα στο Θεό. Πού θα βρει τις αιτίες που τον κάνουν να υποφέρει αυτός που πάσχει;
Θα τις βρει είτε μέσα του είτε στους γονείς του και στους γείτονές του. Ο βασιλιάς Δαβίδ υπόφερε για τις δικές του αμαρτίες. Ο Ροβοάμ για τις αμαρτίες τού πατέρα του, του βασιλιά Σολομώντα. Οι προφήτες υπόφεραν για τις αμαρτίες των συμπατριωτών τους.
Αν αυτός που πάσχει έψαχνε διεξοδικότερα και βαθύτερα τις αιτίες των βασάνων του, πού θα τις έβρισκε; Σίγουρα θα τις συναντούσε στην ολιγοπιστία του προς το Θεό ή σε κάποιο σκοτεινό και κακό πνεύμα, σ’ ένα μαύρο σκοτάδι χωρίς φως ή στη στοργική και θεραπευτική πρόνοια του Θεού. Εδώ θα βρει τις αιτίες που τον κάνουν να υποφέρει εκείνος που ψάχνει διεξοδικότερα και βαθύτερα. Ο Αδάμ κι η Εύα υπόφεραν από την ολιγοπιστία τους στο Θεό· ό δίκαιος Ιώβ από το σκοτεινό και κακό πνεύμα τής πονηρίας· ο τυφλός νέος άνθρωπος, που ο Χριστός άνοιξε τα μάτια του, για τη δόξα τού Θεού και για τη δική του αιώνια ανταπόδοση.
Ο συνειδητός άνθρωπος είναι λογικό ν’ αναζητήσει τις αιτίες που τον βασανίζουν μέσα του, ενώ ο ανόητος κατηγορεί πάντα τους άλλους. Ο συνειδητός άνθρωπος θυμάται όλες τις αμαρτίες που έκανε από παιδί. Τις θυμάται με φόβο Θεού και περιμένει να πληρώσει γι’ αυτές. Έτσι όταν τον βρουν βάσανα, είτε αυτά προέρχονται από τους φίλους ή τους εχθρούς του, από τους ανθρώπους ή από τα πονηρά πνεύματα, αργά ή γρήγορα θα γνωρίσει τις αιτίες, γιατί τις αναζητεί μέσα του. Ο ανόητος άνθρωπος όμως είναι επιλήσμων, ξεχνά όλες τις αδικίες του. Κι όταν συναντήσει δυσκολίες οργίζεται πολύ και ρωτάει με κατάπληξη: Γιατί εγώ να έχω πονοκέφαλο, γιατί εγώ να χάνω όλα τα λεφτά μου, γιατί τα δικά μου παιδιά να πεθαίνουν; Και με την ανοησία και το μένος που τον δέρνουν, δαχτυλοδείχνει κάθε ύπαρξη στη γη ή στον ουρανό. Όλοι τους είναι υπεύθυνοι για τα βάσανά του, εκτός από τον εαυτό του - τον μόνο πραγματικά υπεύθυνο.
Μακάριος είναι ο άνθρωπος που επωφελείται απ’ όλα τα βάσανά του, γνωρίζοντας πως όλ’ αυτά τα επιτρέπει ο Θεός με την αγάπη Του για τον άνθρωπο, για τη δική του ωφέλεια. Με το έλεός του ο Θεός επιτρέπει να επισκεφτούν τον άνθρωπο βάσανα για τις αμαρτίες του. Με το έλεός Του το κάνει αυτό, όχι με τη δικαιοσύνη Του. Αν ενεργούσε με τη δικαιοσύνη Του, τότε κάθε αμαρτία αναπόφευκτα θά ’φερνε θάνατο, όπως λέει κι ο απόστολος: «Η δε αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον» (Ιακ. α' 15). Κι ο Θεός αντί για θάνατο χαρίζει θεραπεία μέσ’ από τα βάσανα. Τα βάσανα είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί ο Θεός για να θεραπεύσει τη λέπρα τής αμαρτίας και του θανάτου.
Μόνο ο ανόητος άνθρωπος σκέφτεται πως τα βάσανα είναι κακό. Ο συνειδητός άνθρωπος γνωρίζει πως τα βάσανα δεν είναι κάτι κακό αλλά η φανέρωση του κακού, η θεραπεία του. Πραγματικό κακό για τον άνθρωπο είναι μόνο η αμαρτία. Εκτός αμαρτίας δεν υπάρχει τίποτα κακό. Όλα τ’ άλλα που οι άνθρωποι αποκαλούν κακά δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά το πικρό φάρμακο που θεραπεύει το κακό. Όσο πιο άρρωστος πνευματικά είναι ο άνθρωπος, τόσο πικρότερο είναι το φάρμακο που του δίνει ο γιατρός.
Μερικές φορές ο άρρωστος νομίζει πως το φάρμακο είναι χειρότερο και πιο πικρό από την ίδια την αρρώστια. Το ίδιο γίνεται και με τον αμαρτωλό. Τα βάσανα είναι βαρύτερα και πιο πικρά από την αμαρτία που έκανε. Αυτό όμως είναι απάτη, μια πολύ μεγάλη αυταπάτη. Δεν υπάρχει στον κόσμο βάσανο τόσο σκληρό και τόσο ολέθριο όσο η αμαρτία. Όλα τα βάσανα που υποφέρουν άνθρωποι και λαοί δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά η πλούσια θεραπεία που παρέχει σε ανθρώπους και έθνη το έλεος του Θεού, για να τους σώσει από τον αιώνιο θάνατο. Κάθε αμαρτία, επομένως, όσο μικρή κι αν είναι, αναπόφευκτα την ακολουθεί θάνατος, αν το έλεος του Θεού δεν επιτρέψει την επίσκεψη της αρρώστιας, για να συνεφέρει τον άνθρωπο από τη μέθη τής αμαρτίας. Γιατί η θεραπεία που ακολουθεί τον πειρασμό, προέρχεται από την ευεργετική δύναμη του Αγίου και Ζωοποιού Πνεύματος.
Ίσως ισχυριστείς: «Ο άνθρωπος φοβάται τα βάσανα επειδή φοβάται το θάνατο. Μπορούν τα βάσανα ν’ απομακρύνουν το θάνατο;» Τί είναι αυτό που οδηγεί το σώμα στο θάνατο; Η αρρώστια ή το φάρμακο; Σίγουρα η αρρώστια, όχι το φάρμακο. Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν δεν είναι τα βάσανα που οδηγούν την ψυχή στο θάνατο αλλά η αμαρτία, που φέρνει την αρρώστια στον άνθρωπο και το θάνατο στην ψυχή. Η αμαρτία είναι ο σπόρος τού θανάτου, ένας φριχτός σπόρος, που αν δεν ξερριζωθεί έγκαιρα με τα βάσανα και δεν καεί με το πυρ του Αγίου Πνεύματος, θ’ αναπτυχθεί και θα καλύψει ολόκληρη την ψυχή και θα την κάνει δοχείο θανάτου, όχι ζωής.
Είναι σαφές λοιπόν πως τον πόνο πρέπει να τον αντιμετωπίσεις με υπομονή κι ελπίδα στο Θεό, με ευχαριστία, με χαρά. «Όσας έδειξάς μοι θλίψεις πολλάς και κακάς, λέει ο προφήτης Δαβίδ στο Θεό, και επιστρέψας εζωοποίησάς με, και εκ των αβύσσων τής γης πάλιν ανήγαγές με... ψαλώ σοι εν κιθάρα, ο άγιος του Ισραήλ, αγαλλιάσονται τα χείλη μου, όταν ψάλω σοι, και η ψυχή μου, ην ελυτρώσω» (Ψαλμ. ο' 20-23). Ο απόστολος Πέτρος συμβουλεύει τους πιστούς: «αλλά καθό κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασι, χαίρετε» (Α'Πέτρ. δ' 13). Αυτό σημαίνει πως πρέπει να χαιρόμαστε συνειδητά, ταπεινά, με υπομονή και πραότητα. Κι αυτό για την κάθαρση των αμαρτιών μας, για καινή ζωή, για να κατοικήσει μέσα και γύρω μας ο Χριστός. Όταν ο Ιερός Χρυσόστομος πέθαινε στην εξορία, βασανισμένος και περιφρονημένος από τους ανθρώπους, τα τελευταία λόγια που ψέλισε, ήταν: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
(Σημείωση ΑΛΛΗΣ ΟΨΕΩΣ: «Η τοποθέτηση του Αγίου Νικολάου σχετικά με τα αποτελέσματα της αμαρτίας και την σχέση των βασάνων και της θεραπευτικής τους επίδρασης στην ψυχή του ανθρώπου, συμφωνεί με το πνεύμα πολλών Πατέρων της Εκκλησίας μας που έχουν γράψει σχετικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Περί ακουσίων θλίψεων» του Αγ. Μάρκου του Ασκητού. Αξίζει να διαβαστεί από κάθε πιστό ΕΔΩ»)
***
Η Αγία Γραφή κι η εκκλησιαστική ιστορία μάς προσφέρουν τα μεγαλύτερα παραδείγματα υπομονής σε βάσανα πρωτάκουστα στους ανθρώπους. Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει ένα τέτοιο παράδειγμα μεγάλης και μακρόχρονης υπομονής στον πόνο. Κι όχι μόνο αυτό. Κάνοντας την περιγραφή τού δύστυχου ανθρώπου που ήταν παράλυτος για τριάντα οκτώ χρόνια, με υπομονή κι ελπίδα, το ευαγγέλιο μας αποκαλύπτει ταυτόχρονα ή μάλλον μας διαβεβαιώνει για δύο μεγάλα μυστήρια. Το πρώτο είναι πως ο άνθρωπος αυτός, που ήταν τόσα χρόνια άρρωστος, χρωστούσε την αιτία τής αρρώστιας του στον ίδιο, στην αμαρτία του. Το δεύτερο είναι πως ο παντοδύναμος Κύριος Ιησούς θεράπευσε τον άρρωστο με τη θεϊκή του δύναμη, λέγοντας τα εξής: «έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει» (Ιωάν. ε' 8). Με τα λόγια αυτά αποκαλύφτηκαν για μια ακόμα φορά η θεϊκή αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος κι η θεϊκή Του δύναμη, που επιφανειακά καλύπτονταν με το παραπέτασμα της ανθρώπινης σάρκας.
Εκείνο τον καιρό «ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έστι δε εν τοις Ιεροσολύμοις επί τη προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγόμενη Εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα» (Ιωάν. ε' 1,2). Πριν πάει στα Ιεροσόλυμα ο Κύριος βρισκόταν στη Γαλιλαία. Στην αγία πόλη πήγε για τη γιορτή. Δεν είναι εύκολο να συμπεράνουμε ποια ήταν η γιορτή αυτή. Ήταν το Πάσχα, η Πεντηκοστή ή η γιορτή τού Καθαρισμού; Δε μας είναι απαραίτητο όμως να γνωρίζουμε. Αν ήταν κάτι ουσιαστικό, ο ευαγγελιστής θα το είχε ξεκαθαρίσει.
Η Προβατική Κολυμβήθρα ή Βηθεσδά, πήρε τ’ όνομά της από τη γειτονική Προβατική Πύλη (βλ. Νεεμ. α' 1, 32), απ’ όπου περνούσαν τα πρόβατα που προορίζονταν για θυσία, για να τα πλύνουν πρώτα στην κολυμβήθρα. Η κολυμβήθρα αυτή υπάρχει ακόμα στην Ιερουσαλήμ, αν και ερειπωμένη και δε χρησιμοποιείται πια. Την εποχή τού ευαγγελιστή όμως η κολυμβήθρα ήταν σε χρήση, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί ενεστώτα χρόνο: έστι δε εν τοις Ιεροσολύμοις επί τη προβατική κολυμβήθρα.
Γύρω από την κολυμβήθρα υπήρχαν πέντε στεγασμένοι χώροι, για να φιλοξενούν τους πολλούς αρρώστους ανθρώπους που κατέφευγαν εκεί για να θεραπευτούν. «Εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν. άγγελος γαρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και εταράσσετο το ύδωρ· ο ουν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν τού ύδατος υγιής εγίνετο ω δήποτε κατείχετο νοσήματι» (Ιωάν. ε' 3-4). Σ’ αυτόν τον περίεργο τόπο μαζεύονταν απ’ όλα τα μέρη άνθρωποι που υπόφεραν από διάφορες αρρώστιες, για να βρουν τη θεραπεία που μάταια είχαν αναζητήσει από ανθρώπους σε άλλους τόπους. Το νερό αυτό δεν είχε από μόνο του θεραπευτικές ιδιότητες. Ήταν απλό φυσικό νερό με μίγματα μεταλλικά. Η θεραπευτική ιδιότητά του ήταν θεϊκή, προερχόταν από ουράνιες δυνάμεις. Κι αυτό είναι σαφές από το γεγονός ότι τις θεραπευτικές αυτές ιδιότητες τις αποκτούσε από καιρό σε καιρό, μόνο όταν με τη θεία πρόνοια άγγελος του Θεού κατέβαινε και τάραζε το νερό.
Τί περίεργη, τί δραματική σκηνή! Φανταστείτε τους χώρους στις πέντε στοές να κατακλύζονται από τους πιο απελπισμένους και πονεμένους ανθρώπους που έρχονταν από παντού! Φανταστείτε πέντε χώρους γεμάτους πόνο, θλίψη, δάκρυα και διαγκωνισμούς. Γύρω τους υπήρχε μια πόλη γεμάτη κόσμο που αναζητούσε την άνεση, κυνηγούσε τον πλούτο κι αγωνιζόταν ν’ αποκτήσει δόξα, τιμές κι εξουσία, υπήρχαν άνθρωποι που τόσο με το σώμα όσο και με την ψυχή τους ήταν σα νά ’παιζαν κωμωδία. Εδώ όμως υπήρχε η αγωνία τού θανάτου που ήταν κοντά κι ο μοναδικός τόπος όπου ήταν όλα τα μάτια γυρισμένα: το νερό. Κι ο μοναδικός που περίμεναν: ο άγγελος. Μία και μοναδική η επιθυμία τους: να θεραπευτούν.
Τί αξία έχει η υγεία για σάς; θα τους ρωτούσε κανείς. Μήπως για χάρη τής παγκόσμιας αυτής κωμωδίας, ψυχικής και σωματικής, που παίζεται γύρω σας; Δεν είναι αρκετή αυτή που παίζεται παντού, χωρίς τη δική σας συμμετοχή; Ή μήπως για να υπηρετήσετε το Θεό; Μα δεν υπηρετούν το Θεό εκείνοι που υπομένουν τα πάντα για χάρη Του με υπομονή κι ελπίδα; Ή μήπως αναζητείτε την υγεία μόνο για την υγεία και τη ζωή μόνο για τη ζωή; Μα ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Όταν ο Θεός σάς έστειλε στον κόσμο αυτόν, τό ’κανε για κάποιο σκοπό. Όταν σας έδωσε την υγεία, είχε κάποιο σκοπό. Λέει ο Ιώβ: «Ουχί πειρατήριόν εστιν ο βίος ανθρώπου επί της γης και ώσπερ μισθίου αυθημερινού η ζωή αυτού;» (Ιώβ ζ' 1). Ο άνθρωπος που υπηρετεί στο στρατό πρέπει να εκπαιδεύεται για να μάχεται και να νικά. Αν είναι μισθοφόρος, περιμένει την αμοιβή του όταν τελειώσει η υπηρεσία του. Ζωή όμως για χάρη τής ζωής, επίγεια ζωή για χάρη τής επίγειας ζωής και υγεία για χάρη τής υγείας, σημαίνουν ζωή άσκοπη και υγεία άσκοπη. Στην ουσία μιλάμε για ζωή και υγεία για χάρη τής κωμωδίας τής αμαρτίας. Κι αυτό είναι σαν δίκοπο μαχαίρι που μπήγεται στο στομάχι.
Πέντε στοές γεμάτες με ανάπηρους· τί περίεργος χώρος για την άσκηση της υπομονής και της ελπίδας στο Θεό! Τί περίεργη, τί ζωντανή εικόνα! Τί παράδοξη και ψηλαφητή απεικόνιση της κατάστασης όπου δαπανούν τη ζωή και την υγεία τους όλοι οι κάτοικοι τής πόλης! Και για ποιό σκοπό; Για ν’ αγοράσουν αμαρτία, να μαζέψουν αμαρτία.
Οι πέντε στοές στην Προβατική Κολυμβήθρα έχουν καταρρεύσει εδώ και πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Μη νομίζετε όμως πως η ιστορία τής ανθρώπινης θλίψης και της φτώχειας που κείτεται θαμμένη στα ερείπιά της έχει τελειώσει. Μη νομίζετε πως αυτή είναι μια μεμονωμένη ιστορία, πως βρίσκεται μακριά από σας και πως δεν έχει τίποτα κοινό με τη δική σας ζωή. Δεν έχει υποπέσει στις αισθήσεις σας συγκεντρωμένος πόνος και θλίψη, δάκρυα και στεναγμοί, αμαρτία κι ανομία, πονηρές και κακές σκέψεις, τυφλές επιθυμίες και άνομα πάθη, ατελέσφορες προσπάθειες και φρούδες ελπίδες; Αχ Βηθεσδά, Βηθεσδά, πόσο παγκόσμια είσαι! Σε σένα ο άγγελος τού Θεού εκείνη την εποχή λειτουργούσε σαν τον ποιμένα που σώζει ένα ένα τα χαμένα πρόβατά του, ωσότου εμφανιστεί ο Ποιμήν των πάντων, αγγέλων κι ανθρώπων. Ένας σιωπηλός άγγελος, υπηρέτης τού Δημιουργού του, τάραζε το νερό για να πλύνει το άρρωστο πρόβατο από τη μόλυνση της αμαρτίας. Κι όταν κατέβηκε σε σένα ο καλός Ποιμένας, ο σαρκωμένος Λόγος τού Θεού, με το δημιουργικό λόγο Του απομάκρυνε την αμαρτωλή μόλυνση και σε άδειασε. Αυτός ήταν ο Καλός Ποιμένας. Γι’ αυτό το λόγο η κολυμβήθρα αυτή προφητικά είχε ονομαστεί προβατική. «Τα πρόβατα τής φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ' όνομα και εξάγει αυτά... και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού» (Ιωάν. ι΄ 3, 4). Τα πρόβατα ακούνε τη φωνή τού Καλού Ποιμένα.
«Ην δέ τις άνθρωπος εκεί τριάκοντα και οκτώ έτη έχων εν τη ασθενεία αυτού. τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ· θέλεις υγιής γενέσθαι; απεκρίθη αυτώ ο ασθενών· Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν· εν ω δε έρχομαι εγώ, άλλος προ εμού καταβαίνει» (Ιωάν. ε' 5-7). Ο παντογνώστης Κύριος είχε δει από πριν κι από μακριά ποιός τον ζητούσε, ποιός τον είχε ανάγκη. Δεν πέρασε τυχαία από τη λίμνη για να πάει στη χώρα των Γαδαρηνών, για παράδειγμα, όπως ίσως νόμιζαν οι σύντροφοί Του. Εκείνος γνώριζε πως εκεί βρίσκονταν δύο άνθρωποι δαιμονισμένοι που έπρεπε να τους θεραπεύσει. Ούτε βρέθηκε τυχαία στην πόλη τής Ναΐν την ώρα που μετέφεραν το νεκρό γιό τής χήρας. Εκείνος προγνώριζε πως εκεί τον περίμενε ένα μεγάλο έργο, σ’ εκείνον τον τόπο κι εκείνη την ώρα. Με τον ίδιο τρόπο δε βρέθηκε τυχαία στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή, όποια κι αν ήταν αυτή, ούτε και βρέθηκε πάλι από τύχη ή από περιέργεια στο χώρο των πέντε στοών, στο χώρο τού πόνου και της θλίψης. Όλα έγιναν σύμφωνα με την ακριβή προόρασή Του για τον τόπο και το χρόνο. Είναι φανερό πως στην Ιερουσαλήμ δεν ήρθε για τη γιορτή, όπως νόμιζαν οι μαθητές Του, αλλά για τον άρρωστο άνθρωπο, γι’ αυτό που έμελλε να του προσφέρει.
Ο συγκεκριμένος παράλυτος άνθρωπος ήταν πολύ-πολύ άρρωστος. Μια αρρώστια που κρατάει τριάντα οκτώ μέρες, στους ανθρώπους μοιάζει ατέλειωτη. Τί να πούμε τώρα για μια αρρώστια που κρατάει τριάντα οκτώ χρόνια; Το πόσο γρήγορα ή αργά περνάει η αρρώστια, εξαρτάται από τη δική μας στάση, από τη δική μας διάθεση. Οι χαρούμενες ώρες έχουν φτερά, περνάνε γρήγορα. Οι ώρες του πόνου όμως είναι άπτερες, συχνά δεν έχουν ούτε πόδια και περνάνε πολύ αργά. Για έναν παράλυτο άνθρωπο, φαίνεται νά ‘χει παραλύσει κι ο ίδιος ο χρόνος. Ο χρόνος για εκείνον μοιάζει ακίνητος, όπως είναι κι ο ίδιος. Αν το χρόνο αυτό των τριάντα οκτώ ετών τον πολλαπλασιάσεις τουλάχιστο με το τρία, θα πλησιάσεις περίπου το χρόνο του ανθρώπου που είναι υγιής, κινητικός, δημιουργικός και χαρούμενος. Ο παραλυτικός είχε ζήσει τόσο όσο ζει ο υγιής άνθρωπος, για έναν αιώνα, και μάλιστα κατάκοιτος, στο κρεβάτι του. Αντί να τον κυνηγάει ο χρόνος, τον κυνηγούσε αυτός, τον έσπρωχνε.
Τί ηρωική υπομονή είχε ο άνθρωπος αυτός! Τί υπεράνθρωπες προσπάθειες θα κατέβαλε για να συρθεί ως την κολυμβήθρα τη στιγμή που ο άγγελος του Θεού τάραζε το νερό! Τί σταθερή ελπίδα είχε στη θεραπεία του από μέρα σε μέρα, από χρόνο σε χρόνο, ακόμα κι από δεκαετία σε δεκαετία! Μ’ όλο που ο άνθρωπος αυτός υπέφερε τόσο πολύ για τις αμαρτίες του, δεν μπορούμε παρά να τον θαυμάζουμε. Όταν τον φέρνουμε στο νου μας, δεν μπορεί παρά να σκεφτόμαστε τόσους αδύναμους χαρακτήρες -άνδρες και γυναίκες, νέους και νέες- στις μέρες μας που, αν και υφίστανται πολύ λιγότερη πίεση, σηκώνουν τα χέρια τους, παραιτούνται από τη ζωή κι αναχωρούν για την άλλη αυτόχειρες.
«Θέλεις υγιής γενέσθαι;», τον ρώτησε ο μοναδικός φίλος που έσκυψε ποτέ κοντά του, στο κρεβάτι του, τα τριάντα οκτώ αυτά χρόνια. «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω», του απάντησε ο άρρωστος. Ο τυφλός έχει κάποιον οδηγό, ο ανάπηρος έχει συγγενείς, ο αδύνατος έχει φίλους. Εγώ δεν έχω κανέναν στον κόσμο ολόκληρο να με λυπηθεί και να με βάλει στο νερό τη στιγμή που παίρνει τη θεραπευτική δύναμη. Την ώρα που προσπαθώ να συρθώ στο νερό άλλος προλαβαίνει, μπαίνει πρώτος και θεραπεύεται κι εγώ πρέπει να ξανακάνω την ίδια επώδυνη προσπάθεια για να γυρίσω στο κρεβάτι μου. Κι αυτό γίνεται για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια τώρα. Δεν έχω ούτε χρήματα ούτε υπηρέτη.
Ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους στην Ιερουσαλήμ, από τους άνεργους ως τους πλούσιους και δυνατούς, δεν υπάρχει ούτε ένας και μοναδικός για ν’ απλώσει το χέρι του και να σε βοηθήσει για χάρη της ψυχής του; Δεν μπορούσε τουλάχιστο να στείλει τον υπηρέτη του και να σε βοηθήσει; Όχι, ούτε ένας. Έπρεπε να ‘ρθει κάποιος Άνθρωπος από τη Γαλιλαία, να κάνει ένα τριήμερο και κουραστικό ταξίδι, την ώρα που πολλοί άνεργοι και χασομέρηδες γυρνούν ανέμελα στην πόλη μέρα νύχτα, λίγα μόλις μέτρα μακριά από το κρεβάτι σου; Υπάρχουν, Κύριε, πολλοί περπατούν κοντά μου, μα εγώ «άνθρωπον ουκ έχω». Κι υπάρχουν τόσο πολλοί ιερείς! Δες το ναό, απέναντι ακριβώς από το δρόμο. Αμέτρητοι ιερείς διαβάζουν το νόμο του Θεού και διδάσκουν τους ανθρώπους να δίνουν ελεημοσύνες. Και δε βρέθηκε κανένας τους να έρθει ή έστω να στείλει κάποιον για να σε βοηθήσει; Έτσι είναι, Κύριε. Εκεί στο ναό υπάρχουν πολλοί ιερείς. Εγώ όμως «άνθρωπον ουκ έχω». Υπάρχουν πολλοί Ιουδαίοι, χιλιάδες χιλιάδων, που συνάχτηκαν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή. Κανένας τους όμως δεν ενδιαφέρεται για έναν πονεμένο και ήσυχο άνθρωπο. Ενδιαφέρονται για το Σάββατο. Χιλιάδες χιλιάδων απ’ αυτούς ήρθαν μόνο για να προσευχηθούν και να προσκυνήσουν το Σάββατο, όπως οι πατέρες του προσκύνησαν τη χρυσή αγελάδα στην έρημο. Χιλιάδες χιλιάδων Ιουδαίοι, μα εγώ «άνθρωπον ουκ έχω».
Εδώ βρέθηκε ένας άνθρωπος, ο μοναδικός άνθρωπος! Εδώ είναι ο Κύριος, που αγαπά περισσότερο από το συγγενή και το φίλο, που υπηρετεί πιο πιστά από τον υπηρέτη. Δεν έκανε το μακρύ και κουραστικό ταξίδι από τη Γαλιλαία ως την Ιερουσαλήμ για το Σάββατο και τη γιορτή, αλλά για χάρη ενός πονεμένου άνθρωπου. Ήρθε ώστε με τα έργα του, κι όχι με λόγια, να καταγγείλει τη φοβερή έλλειψη αγάπης ενός λαού που τα αισθητήρια του έχουν αμβλυνθεί. Ο Άνθρωπος ήρθε για χάρη του ανθρώπου. «Λέγει αυτώ ο Ιησούς· έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει, και ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος, και ήρε τον κράβαττον αυτού και περιεπάτει» (Ιωάν. ε’ 8-9). Από τη στιγμή αυτή και προφανώς για πάντα, ο άγγελος σταμάτησε να έρχεται και να ταράζει το νερό στη Προβατική Κολυμβήθρα. Γιατί εμφανίστηκε ο Μεσσίας, ο Κύριος των αγγέλων, που θεραπεύει χωρίς μεσάζοντες. Ενόσω οι άνθρωποι βρίσκονταν κάτω από το Νόμο, υπηρέτες του Νόμου, ο Κύριος χρησιμοποιούσε τους δούλους του. Τώρα που ήρθε η χάρη κι ο Νόμος ατόνησε, έρχεται ο ίδιος ο Κύριος κοντά στον άνθρωπο, όπως ο πατέρας στα παιδιά του. Ο ίδιος, με τα ίδια του τα χέρια, τους προσφέρει τις δωρεές του.
Ίσως ρωτήσει κάποιος: Γιατί ο Κύριος δεν έκανε στον άρρωστο άνθρωπο τη συνηθισμένη ερώτηση: Πιστεύεις; Γιατί δεν ερεύνησε να δει αν υπήρχε πίστη μέσα του, όπως έκανε με πολλούς άλλους; Μα η πίστη του ανθρώπου αυτού δεν ήταν ολοφάνερη; Τριάντα οκτώ χρόνια κείτονταν υπομονετικά σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο, με την ελπίδα πως θα λάβει βοήθεια από τον ουρανό. Δεν πιστεύει μόνο στη θαυματουργική ενέργεια του αγγέλου του Θεού. Κατά κάποιο τρόπο πιστεύει και στον Κύριο Ιησού, μ’ όλο που δεν τον αποκαλεί Κύριο. Δεν είπε, «Ναι, Κύριε, θέλω να γίνω καλά, μα άνθρωπον ουκ έχω». Θα πρέπει με την ευκαιρία αυτή να θυμηθούμε πως ο Κύριος θεράπευσε πολλούς δαιμονισμένους και κωφάλαλους, χωρίς να τους ρωτήσει για την πίστη τους. Τους θεράπευσε απλά από αγάπη. Έτσι και στη Βηθεσδά τότε ο Κύριος ενήργησε από τη μια από αγάπη προς τον άνθρωπο που υπόφερε για τόσο μακρύ διάστημα, σ’ ένα περιβάλλον ελεεινό. Από την άλλη μεριά τώρα, έδρασε έτσι και μ’ ένα σκοπό· για να καταδείξει την έλλειψη αγάπης όχι μόνο των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, αλλά όλων των ανθρώπων της εποχής, που έβλεπαν τον συνάνθρωπό τους να υποφέρει και δεν κουνάγανε το δαχτυλάκι τους για να βοηθήσουν. Και τέλος, ο Κύριος σκόπιμα θεράπευσε τον παραλυτικό ημέρα Σάββατο, αν και θα μπορούσε να το κάνει αυτό και Παρασκευή, αν ήθελε. Το έκανε αυτό για να καταγγείλει την ειδωλολατρική προσκύνηση των Ιουδαίων στην ημέρα του Σαββάτου. Να δείξει πως ο άνθρωπος αξίζει περισσότερο από το Σάββατο, πως η αγάπη αξίζει περισσότερο από οποιοδήποτε είδος νομικής τυπολατρείας. Η πράξη αυτή του Χριστού έχει τη μοναδική σφραγίδα του τρόπου που ενεργεί ο Θεός: να στοχεύσει σε πολλούς στόχους ταυτόχρονα.
«Ην δε σάββατον εν εκείνη τη ημέρα, έλεγον ουν οι Ιουδαίοι τω τεθεραπευμένω· σάββατόν εστιν ουκ έξεστί σοι άραι τον κράβαττον» (Ιωάν. ε' 9-10). Τί στρεψόδικες ψυχές έχουμε εδώ! Πόσο κλεισμένες καρδιές! Αντί να χαρούν που ένα σερνάμενο σκουλήκι στάθηκε όρθιο και ξανά ’γινε άνθρωπος, αντί να τον συγχαρούν που αποκαταστάθηκε η υγεία του, αντί να ξεσηκώσουν την πόλη ολόκληρη, να τους καλέσουν όλους για να δοξάσουν το ζωντανό και στοργικό Θεό, αντί για όλ’ αυτά εξοργίστηκαν με τον άνθρωπο επειδή κουβαλούσε στους ώμους του το κρεβάτι του και ξαναγύριζε υγιής στο σπίτι του. Αν μπροστά στα μάτια τους είχε αναστηθεί κάποιος νεκρός άνθρωπος ημέρα Σάββατο, δε θα είχαν θαυμάσει για την ανάστασή του αλλά θα τον ρωτούσαν: «Γιατί είσαι σκονισμένος και λερωμένος σήμερα, που είναι Σάββατο;»
«Απεκρίθη αυτοίς· ο ποιήσας με υγιή, εκείνος μοι είπεν άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. ηρώτησαν ουν αυτόν· τίς εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σοι και περιπάτει;» (Ιωάν. ζ' 11,12). Εδώ έχουμε μια ακόμα απόδειξη της τυφλότητας των Ιουδαίων, της τυπολατρικής και μαγικής αντίληψης που είχαν για το Σάββατο. Ο άνθρωπος που θεραπεύτηκε μιλάει πρώτη φορά για τη θεραπεία του, την ομολογεί ως το πιο σπουδαίο πράγμα, και δεύτερο για το κρεβάτι που κουβαλάει στους ώμους του. Οι Ιουδαίοι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τη θεραπεία του, για την ίδια τη ζωή του που άλλαξε. Αφού άκουσαν την απάντησή του, θα ήταν φυσικό να τον ρωτήσουν μετά: «Ποιός είναι ο άνθρωπος που σε θεράπευσε;» Μα όχι. Εκείνο που ρωτούν είναι το άλλο, το δευτερεύον και συμπτωματικό: Τίς εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σοι και περιπάτει;
Πόσο διεφθαρμένος κατάντησε ο περιούσιος λαός! Δέστε τι καρποί βλάστησαν στη γη που εξέθρεψε το Μωυσή, τον Ησαΐα, το Δαβίδ! Η άλλοτε γνωστή ευλάβεια των Ισραηλιτών εξελίχτηκε σε μια σαββατολατρεία. Η ιερατική υπηρεσία τού Ζώντος Θεού έγινε μια αστυνομική εγρήγορση και παρακολούθηση της τάξεως τής θεάς που ονομάζεται «Σάββατο»!
«Ο δε ιαθείς ουκ ήδει τίς εστιν· ο γαρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τω τόπω» (Ιωάν. ε' 13). Ο θεραπευμένος άνθρωπος είχε κοιτάξει από το κρεβάτι του τα μάτια τού Κυρίου. Είχε νιώσει τη ζωοποιό ανάσα Του, είχε γνωρίσει τη θαυματουργική Του δύναμη. Παρ’ όλ’ αυτά όμως δεν μπορούσε να τους δώσει το όνομα του θεραπευτή του ή να τους πει από που ερχόταν. Ο Κύριος με το που πραγματοποίησε τη θεραπεία χάθηκε μέσα στο πλήθος κι άφησε τα πράγματα να εξελιχτούν μόνα τους. Εκείνος είναι ο σπορέας. Σπέρνει τον καλό σπόρο και τον αφήνει ν’ αναπτυχθεί και με τον καιρό να καρποφορήσει, ανάλογα με τον τόπο όπου έπεσε. Ο Κύριος έκανε το καλό έργο, το θεϊκό, τόσο σε δύναμη όσο και σε αγάπη, κι αποσύρθηκε για να γλιτώσει τον έπαινο των ανθρώπων, όπως είπε λίγο αργότερα: «Δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω» (Ιωάν. ε' 41). Φεύγει μακριά από τους ανθρώπους για να μη τον φθονήσουν, όπως γίνεται συνήθως. Φεύγει όμως για να δώσει παράδειγμα και σ’ όλους εμάς που λεγόμαστε χριστιανοί. Το καλό έργο τελειοποιείται και δικαιώνεται όταν γίνεται μόνο από αγάπη για τον άνθρωπο και για τη δόξα τού Θεού. Όλοι εκείνοι που επιθυμούν να κάνουν καλά έργα, ας μη τα κάνουν από ματαιότητα, για να προσελκύσουν τον έπαινο των ανθρώπων. Όποιος επιδείχνει τα καλά του έργα σε κοινή θέα, μοιάζει με τον άνθρωπο που βάζει τα πρόβατα ανάμεσα στους λύκους. Γι’ αυτό και πρέπει να προσέχουμε πολύ τα καλά μας έργα, ν’ αποφεύγουμε να προκαλούμε τον έπαινο ή το φθόνο των άλλων. Όποιος γυρεύει σκόπιμα τον έπαινο των άλλων, ξέχωρα από το καλό του έργο, θα κάνει και δύο κακά: Τον έπαινο, που θα βλάψει τον ίδιο προσωπικά, και το φθόνο, που θα βλάψει τους άλλους.
«Μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τω ιερώ και είπεν αυτώ· ίδε υγιής γέγονας· μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται» (Ιωάν. ε’ 14). Ο Κύριος θεράπευσε το σώμα και τώρα αναβιβάζει το γεγονός αυτό σε ανώτερη σφαίρα, στην πνευματική του διάσταση. Κάνει τον θεραπευμένο να συνειδητοποιήσει ότι η πηγή κι η αιτία τής φοβερής του αρρώστιας ήταν η αμαρτία. Και τον προειδοποιεί να πάψει ν’ αμαρτάνει. Ίνα μη χείρον σοί τι γένηται.
Δεν είναι γνωστό σε τί είδος αμαρτίας είχε πέσει ο άνθρωπος αυτός, μα ούτε και μας βοηθάει η γνώση αυτή. Ξέρουμε πως ο Θεός αποστρέφεται κάθε αμαρτία, πως η αμαρτία μας απομακρύνει από κοντά Του. Γνωρίζουμε πως κάθε αμαρτία για την οποία δεν έχουμε μετανοήσει, αργά ή γρήγορα θα προκαλέσει πόνο, θα φέρει βάσανα. Μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοί τι γένηται. Τώρα ο Θεός σού έδειξε το έλεός Του, η αμαρτία σου συχωρέθηκε. Μην εξακολουθείς να πειράζεις το Θεό όμως, μη τον προκαλείς. Γιατί τότε, αντί για την ευσπλαχνία τού Θεού, ίσως συναντήσεις τη δικαιοκρισία Του. Αν κατόρθωσες να δικαιωθείς ενώπιον του Θεού για την προηγούμενη αμαρτία σου, με μια ανεπαρκή γνώση για τη δύναμή Του, μετά απ’ αυτό που έγινε δε θα μπορέσεις να βρεις δικαιολογία.
Αυτή είναι μια θαυμάσια αλλά και φοβερή προειδοποίηση προς όλους μας. Πως αν για μια φορά νιώσαμε το έλεος του Θεού πάνω μας δεν πρέπει να ξαναμαρτήσουμε, μήπως μας βρει κάτι χειρότερο απ’ αυτό που μας λύτρωσε ο Θεός.
«Απήλθεν ο άνθρωπος και ανήγγειλε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς εστιν ο ποιήσας αυτόν υγιή» (Ιωάν. ε' 15). Είδε ότι ωφελήθηκε ο άνθρωπος κι είπε στους Ιουδαίους πως τον έκανε καλά ο Ιησούς. Το έκανε αυτό με καλή πίστη, με καλές προθέσεις. Τον ρωτήσανε για τον Ιησού κι αυτός νόμισε πως ήταν καλό να το πει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ένιωσε πως το όφειλε αυτό στον ευεργέτη του, έπρεπε να γνωρίσει το όνομά του στους άλλους, να το μάθουν όλοι, και μάλιστα εκείνοι που τον ρώτησαν. Βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του τριάντα οκτώ χρόνια. Το μόνο που σκεφτόταν όλ’ αυτά τα χρόνια ο φτωχός άνθρωπος, ήταν οι πόνοι του. Ούτε να φανταστεί δεν μπορούσε πόσο πονηρές ήταν οι καρδιές εκείνων που ρωτούσαν για τον Ιησού. Πώς θα μπορούσε να υποψιαστεί πως εκείνοι δε ρωτούσαν για να δοξάσουν τον Ιησού σαν θαυματουργό, μα για να τον θανατώσουν, επειδή δεν τήρησε την αργία τού Σαββάτου;
Πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα το σημείο αυτό. Πηγαίνει και λέει στους Ιουδαίους πως ο Ιησούς ήταν που τον θεράπευσε. Κατέχεται ολόκληρος από τη σκέψη τής θεραπείας και του θεραπευτή του. Οι Ιουδαίοι, αντίθετα, κατέχονταν από τη σκέψη τού σαββατισμού, της μη τήρησης του Σαββάτου. Σ’ αυτές τις περίεργες στιγμές, εκείνος ίσως δεν καταλάβαινε τη διαφορά τού τρόπου που σκέφτονταν για τον Ιησού, από τη μια αυτός κι από την άλλη οι Ιουδαίοι. Συνεπαρμένος από το θαύμα τους μεταδίδει τη δική του εκδοχή, τις μεγάλες και ευχαριστήριες σκέψεις για την επίσκεψη που δέχτηκε από το Θεό, για το καλό που του έκανε ο Θεός. Δεν είναι σε θέση να παρατηρήσει τη στενομυαλιά και τις πονηρές διαθέσεις τους, που κρύβονταν όπως τα φίδια κάτω από τα φυλλώματα. Η σκέψη κι η διάθεσή του ήταν να δοξολογήσει τον Κύριο Ιησού, τον ευεργέτη του. Η σκέψη κι η διάθεση των Ιουδαίων ήταν να τον θανατώσουν. «Οι Ιουδαίοι εζήτουν αυτόν αποκτείναι», γράφει ο ευαγγελιστής (Ιωάν. ε' 16). Γιατί ήθελαν να τον σκοτώσουν; Μήπως επειδή ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που πρόσεξε το δυστυχή παράλυτο τα τριάντα οκτώ αυτά χρόνια; Μάλιστα, γι’ αυτό. Αλλά και για έναν άλλο λόγο. Επειδή ο Κύριος ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που έδωσε μεγαλύτερη σημασία στη ζωή ενός ανθρώπου, από την τυπολατρία τού σαββατισμού των Ιουδαίων.
Ο Κύριος πέρασε απαρατήρητος ανάμεσα από τις παγίδες και τις ενέδρες τής κακίας των Ιουδαίων, σκορπίζοντας με λόγο και έργα το ευαγγέλιο της αγάπης για τους ανθρώπους, ως τη στιγμή που αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να παραδοθεί στα χέρια των Ιουδαίων. Για να δείξει τη μεγαλοσύνη Του με την ταπείνωσή Του, να νικήσει το θάνατο με το θάνατό Του. Σ’ Αυτόν πρέπει η τιμή κι η δόξα, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο «ΟΜΙΛΙΕΣ Γ’: ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΗΜΕΡΑ – Από την Κυριακή του Πάσχα ως την Πεντηκοστή» Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Μετάφραση – Επιμέλεια ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ – 2011), Η άλλη όψη
Το ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων αναφέρεται στη φροντίδα που έδειξαν για το θάνατο του Αθάνατου οι γυναίκες εκείνες που η διδασκαλία του Χριστού τους έδωσε ζωή.
Τότε «ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ως και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθεν προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μάρκ. ιε΄ 43). Υπήρχε κι άλλος ένας μεγάλος άνδρας που είχε έρθει από την Αριμαθαία στο όρος Εφραίμ. Αυτός ήταν ο προφήτης Σαμουήλ. Ο Ιωσήφ αναφέρεται κι από τους τέσσερις ευαγγελιστές, κυρίως σε όσα σχετίζονται με την ταφή του Κυρίου Ιησού. Ο Ιωάννης τον αποκαλεί κρυφό μαθητή του Ιησού (ιθ’ 38). Ο Λουκάς τον ονομάζει άνδρα «αγαθό και δίκαιο» (κγ’ 50), ο Ματθαίος πλούσιο (κζ’ 57). Ο ευαγγελιστής δεν ονομάζει πλούσιο τον Ιωσήφ από ματαιότητα, για να δείξει πως ο Κύριος ανάμεσα στους μαθητές Του είχε και πλούσιους, αλλά για να καταλάβουμε πως μπορούσε εκείνος να πάρει το σώμα του Ιησού από τον Πιλάτο. Ένας φτωχός και άσημος άνθρωπος δε θα ήταν δυνατό να πλησιάσει τον Πιλάτο, εκπρόσωπο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Ιωσήφ ήταν πλούσιος ψυχικά. Είχε φόβο Θεού κι ανέμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού. Εκτός όμως από τα ιδιαίτερα πνευματικά του χαρίσματα, ο Ιωσήφ ήταν και πλούσιος, άνθρωπος επιρροής. Ο Μάρκος κι ο Λουκάς τον ονομάζουν βουλευτή. Ήταν κι αυτός, όπως κι ο Νικόδημος, ένας από τους πρεσβύτερους του λαού. Όπως κι ο Νικόδημος επίσης, ήταν κι αυτός θαυμαστής και κρυφός μαθητής του Χριστού. Μπορεί οι δύο αυτοί άνδρες να ήταν κρυφοί οπαδοί της διδασκαλίας του Χριστού, ήταν έτοιμοι όμως να εκτεθούν στον κίνδυνο και να σταθούν κοντά Του. Ο Νικόδημος κάποτε ρώτησε κατά πρόσωπο τους πικρόχολους Ιουδαίους άρχοντες, όταν αναζητούσαν να σκοτώσουν τον Χριστό: «Μη ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν μη ακούση παρ’ αυτού πρότερον και γνω τί ποιεί;» (Iωάν. ζ’ 51).
Ο από Αριμαθαίας Ιωσήφ μπήκε σε μεγαλύτερο κίνδυνο όταν αποφάσισε να πάρει το σώμα του Κυρίου, την ώρα που οι στενοί μαθητές Του είχαν διασκορπιστεί, γιατί οι Ιουδαίοι λύκοι που δολοφόνησαν τον ποιμένα, ήταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να επιπέσουν και στο ποίμνιο. Το ότι αυτό που έκανε ο Ιωσήφ ήταν επικίνδυνο, το επισημαίνει ο ευαγγελιστής με τη λέξη «τολμήσας». Ήθελε τότε κάτι παραπάνω από θάρρος. Ήθελε τόλμη το να παρουσιαστεί στον αντιπρόσωπο του Καίσαρα και να ζητήσει το σώμα του σταυρωμένου «κακούργου». Ο Ιωσήφ όμως, με τη μεγαλοσύνη της ψυχής του, απέβαλε το φόβο του κι απόδειξε πως ήταν πραγματικός μαθητής του Ιησού Χριστού.
«Ο δε Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε· και γνούς από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ» (Μάρκ. ιε’ 44-45). Ο Πιλάτος ήταν καχύποπτος και επιφυλακτικός. Ήταν από τους κυβερνήτες που ασκούν την εξουσία τους με βία, όπως με βία την είχε αποσπάσει από άλλους. Δεν μπορούσε να πιστέψει ούτε λέξη ακόμα κι από ευγενείς ανθρώπους, όπως ο Ιωσήφ. Ίσως δυσκολευόταν πραγματικά να πιστέψει πως Εκείνος, που μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε καταδικάσει σε σταυρικό θάνατο, είχε ήδη παραδώσει την τελευταία του πνοή στο σταυρό. Ο Πιλάτος αποδείχτηκε πως ήταν ένας γνήσιος αντιπρόσωπος της ρωμαϊκής τυπολατρείας. Ήταν πολύ πιο πρόθυμος να πιστέψει τον κεντυρίωνα, που τον είχε επιφορτίσει με το καθήκον να φρουρήσει το Γολγοθά, παρά έναν εξέχοντα πρεσβύτερο του λαού. Μόνο όταν ο κεντυρίων επιβεβαίωσε «επίσημα» την αναφορά του Ιωσήφ, θέλησε ο Πιλάτος να ικανοποιήσει το αίτημά του.
«Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ. ιε’ 46-47). Άλλος ευαγγελιστής λέει πως αυτός ο τάφος ήταν του Ιωσήφ· «και εθηκεν αυτόν εν τω καινώ αυτού μνημείω» (Ματθ. κζ’ 60) – «εν ω ουδείς ανθρώπων ετέθη» (Ιωάν. ιθ’ 41). Όταν σταυρώνουμε το νου μας για τον κόσμο και τον ενταφιάζουμε σε μια αναγεννημένη καρδιά, σαν σε τάφο, τότε ο νους μας θα αναζωογονηθεί και θ’ αναγεννηθεί ολόκληρος ο εσωτερικός μας άνθρωπος.
Ένας νέος τάφος, σφραγισμένος. Μια μεγάλη πέτρα στην είσοδο του τάφου κι ένας φύλακας να φρουρεί μπροστά στον τάφο. Τί σημαίνουν όλ’ αυτά; Όλα τους ήταν προληπτικά μέτρα, παρμένα με τη σοφία της πρόνοιας του Θεού. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, θα σφραγίζονταν κι όλα τα στόματα εκείνων που θα τολμούσαν να ισχυριστούν πως ο Χριστός είτε δεν πέθανε είτε δεν αναστήθηκε είτε ότι έκλεψαν το σώμα Του. Αν ο Ιωσήφ δεν είχε ζητήσει το σώμα Του από τον Πιλάτο· αν ο κεντυρίων δεν είχε δώσει επίσημη διαβεβαίωση για το θάνατο του Χριστού· αν το σώμα δεν είχε ενταφιαστεί και σφραγιστεί με την παρουσία φίλων και εχθρών του Χριστού, ίσως να ισχυρίζονταν πολλοί πως ο Χριστός δεν είχε πεθάνει πραγματικά, αλλά είχε πέσει σε κώμα και μετά ανέκτησε τις αισθήσεις του. Κάτι τέτοιο υποστήριξαν τελευταία ο Σλαϊερμάχερ και κάποιοι προτεστάντες. Αν ο τάφος δεν είχε σφραγιστεί μ’ έναν ογκόλιθο κι αν δεν τον φύλαγαν φρουροί, ίσως παραδέχονταν πως ο Χριστός πέθανε κι ενταφιάστηκε, αλλά οι μαθητές του έκλεψαν το σώμα του από τον τάφο. Αν δεν ήταν καινούργιος ο τάφος, ίσως να υποστήριζαν πως δεν ήταν ο Χριστός αυτός που αναστήθηκε αλλά κάποιος άλλος νεκρός, που είχε ταφεί εκεί παλιότερα. Έτσι όλα τα προληπτικά μέτρα που πήραν οι Ιουδαίοι για να πνίξουν την αλήθεια, με την πρόνοια του Θεού βοήθησαν για να την καταδείξουν.
Ο Ιωσήφ πήρε το σώμα του Ιησού, «ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά» (Ματθ. κζ’ 59) και το απόθεσε στον τάφο. Αν θέλουμε ν’ αναστηθεί μέσα μας ο Κύριος, πρέπει να τον διατηρούμε μέσα στο καθαρό και αγνό σώμα μας. Το καθαρό σεντόνι υποδηλώνει το καθαρό σώμα. Το σώμα που έχουν μολύνει οι κακίες και τα πάθη δεν είναι κατάλληλος τόπος για ν’ αναστηθεί εκ νεκρών και να ζήσει ο Κύριος.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης συμπληρώνει την εικόνα που δίνουν οι άλλοι ευαγγελιστές, λέγοντας πως στην ταφή του Χριστού ήρθε και ο Νικόδημος «φέρων μίγμα σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατόν, έλαβον ουν το σώμα του Ιησού και έδησαν αυτό εν οθονίοις μετά των αρωμάτων, καθώς έθος εστί τοις Ιουδαίοις ενταφιάζειν» (Ιωάν. ιθ’ 39-40).
Ευλογημένοι άνθρωποι! Πήραν το πανάγιο σώμα του Ιησού με τόλμη, στοργή και αγάπη και το απέθεσαν στο μνημείο. Τί υπέροχο παράδειγμα είναι αυτό σε όλους εκείνους που αγαπούν τον Κύριο! Και τί φοβερό κατηγορητήριο για τους ιερείς και τους λαϊκούς που ντρέπονται τον κόσμο και πλησιάζουν το άγιο ποτήριο απρόσεκτα, αδιάφορα και χωρίς αγάπη, για να κοινωνήσουν τα ζωοποιά τίμια δώρα, το πάντιμο σώμα και το αίμα του αναστημένου Κυρίου!
Ο Ιωσήφ κι ο Νικόδημος δεν ήταν μόνο φίλοι του Χριστού, που διαπίστωσαν με τα μάτια τους πως ο Ιησούς πέθανε κι ενταφιάστηκε. Η μέριμνα για το νεκρό Κύριο ήταν πράξη αγάπης για τον αγαπημένο τους Φίλο και Διδάσκαλο, αλλά και ανθρωπιστικό καθήκον προς Εκείνον που είχε υποφέρει για χάρη της δικαιοσύνης.
Με θέα τον τάφο όμως βρίσκονταν και δύο ακόμα ψυχές που αγαπούσαν τον Κύριο και παρακολουθούσαν με μεγάλη προσοχή τις ενέργειες του Ιωσήφ και του Νικόδημου. Προετοιμάζονταν κι αυτές από την πλευρά τους για μια πράξη αγάπης προς τον Κύριο. Ήταν οι δύο μυροφόρες γυναίκες: η Μαρία η Μαγδαληνή κι η Μαρία, η μητέρα του Ιωσή.
«Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται. Και διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν» (Μάρκ. ιε’47, ιστ’ 1).
Πρώτα αναφέρονται δύο γυναίκες κι έπειτα τρεις. Δύο ήταν οι, μάρτυρες για όλα όσα έγιναν στο Γολγοθά, που είδαν τους κρυφούς μαθητές του Χριστού να κατεβάζουν το νεκρό σώμα Του από το σταυρό. Μετά είδαν όλα όσα έκαναν στο νεκρό σώμα και, αυτό που τις ενδιέφερε περισσότερο, είδαν τον τάφο όπου τον τοποθέτησαν. Αλήθεια, πόση χαρά θα ένιωθαν αν μπορούσαν να τρέξουν και να βοηθήσουν τον Ιωσήφ και το Νικόδημο για να ξεπλύνουν το άγιο σώμα Του από τα αίματα, να καθαρίσουν τις πληγές Του, να ισιώσουν τα μαλλιά Του, να σταυρώσουν τα χέρια Του, να δέσουν το μαντήλι γύρω από το κεφάλι Του και να τυλίξουν όλο το σώμα Του με το σεντόνι! Όμως ούτε το έθιμο ούτε κι ο νόμος επέτρεπε να το κάνουν αυτό μαζί με άνδρες. Γι’ αυτό και θα πήγαιναν αργότερα να τα κάνουν όλα μόνες τους, και κυρίως για ν’ αλείψουν τον Κύριο με αρώματα. Μαζί τους αργότερα θα πήγαινε κι η τρίτη μυροφόρα, η φίλη τους. Το Πνεύμα του Χριστού τις έδεσε όλες με φιλία.
Ποιές ήταν οι γυναίκες αυτές; Τη Μαρία τη Μαγδαληνή την ξέρουμε. Ήταν η Μαρία εκείνη που ο Κύριος τη θεράπευσε, της έβγαλε επτά δαιμόνια από μέσα της. Η Μαρία του Ιωσή κι η Μαρία του Ιακώβου, όπως λένε οι πατέρες, ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Η Σαλώμη ήταν σύζυγος του Ζεβεδαίου, η μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη.
Τί μεγάλη διαφορά υπάρχει ανάμεσα στις γυναίκες αυτές και στην Εύα! Αυτές έτρεξαν από αγάπη για να υπακούσουν το νεκρό Κύριο, ενώ η Εύα δεν έκανε υπακοή στον Ζώντα Κύριο! Εκείνες φάνηκαν υπάκουες στο Γολγοθά, στον τόπο του εγκλήματος, της κακίας και της αιματοχυσίας, ενώ η Εύα έκανε παρακοή μέσα στον παράδεισο!
«Και λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου» (Μάρκ. ιστ’ 2). Σ’ αυτό, ότι δηλαδή ήταν η πρώτη μέρα τής εβδομάδας όταν αναστήθηκε ο Κύριος, η επόμενη μέρα του σαββάτου, συμφωνούν όλοι οι ευαγγελιστές. Ο Μάρκος το ξεκαθαρίζει καλύτερα: «και διαγενομένου του σαββάτου…» (Μάρκ. ιστ’ 1), αφού είχε περάσει το σάββατο. Όλοι οι ευαγγελιστές συμφωνούν πως ο Κύριος αναστήθηκε πολύ πρωί την Κυριακή. Συμφωνούν επίσης πως οι γυναίκες πήγαν στον τάφο του Κυρίου πολύ νωρίς το πρωί. Ο Μάρκος στο ευαγγέλιό του φαίνεται πως το γεγονός αυτό το μεταφέρει λίγο αργότερα, γιατί λέει ανατείλαντος του ηλίου.
Είναι πολύ πιθανό οι γυναίκες να πήγαν στον τάφο αρκετές φορές, τόσο από αγάπη για το νεκρό Κύριο, όσο κι από φόβο, μήπως οι εχθροί Του έρθουν και βεβηλώσουν τον τάφο και το ίδιο Του το σώμα. Όπως λέει ο Ιερώνυμος στο σχόλιό του στο κατά Ματθαίον, «πηγαινοέρχονταν με ανυπομονησία, δεν ήθελαν ν’ απομακρυνθούν για πολύ από τον τάφο του Κυρίου». Ίσως εδώ ο Μάρκος να μη μιλάει για τον αισθητό ήλιο αλλά για τον ίδιο τον Κύριο, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη, «και ανατελεί υμίν… ήλιος δικαιοσύνης» (Μαλαχ. Δ΄ 2), αναφερόμενος στο Μεσσία. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης είχε ήδη αναστηθεί εκ νεκρών την πρωινή ώρα που οι μυροφόρες πήγαν στον τάφο. Όπως ο Ήλιος αυτός έλαμψε πολύ προτού δημιουργηθεί ο αισθητός ήλιος, έτσι και τώρα, στη δεύτερη δημιουργία, στην αναγέννηση του κόσμου, έλαμψε στην ανθρώπινη ιστορία προτού ανατείλει στη γη ο αισθητός ήλιος.
«Και έλεγον πρός εαυτάς· τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;» (Μάρκ. ιστ’ 3). Καθώς οι μυροφόρες γυναίκες ανέβαιναν προς το Γολγοθά, συζητούσαν μεταξύ τους το πρόβλημα αυτό. Ποιός θα κυλίσει τη βαριά πέτρα από τη θύρα του μνημείου; Όλα έδειχναν πως δεν περίμεναν κάτι αναπάντεχο. Τα γυναικεία χέρια δεν ήταν δυνατά για να σπρώξουν τη βαριά πέτρα και να ελευθερώσουν την είσοδο του μνημείου. Κι ο λίθος ήταν μέγας σφόδρα.
Καημένες γυναίκες! Δεν θυμήθηκαν πως το έργο που πήγαιναν με τόσο ζήλο και σπουδή να κάνουν στον τάφο, είχε ήδη συντελεστεί όσο ζούσε ο Κύριος. Στο δείπνο που παρέθεσε στον Κύριο στη Βηθανία ο Σίμων ο λεπρός, κάποια γυναίκα έχυσε στο κεφάλι του Χριστού ένα πολύτιμο μύρο. Ο παντογνώστης Κύριος είπε τότε για τη γυναίκα αυτή: «Βαλούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν» (Ματθ. κστ’ 12). Προγνώριζε με ακρίβεια ότι το σώμα Του δε θα δεχόταν κανένα άλλο άρωμα στο θάνατό Του. Ίσως διερωτηθείς: Γιατί τότε η πρόνοια του Θεού άφησε τις αφοσιωμένες αυτές γυναίκες ν’ απογοητευτούν τόσο πολύ; Πήγαν ν’ αγοράσουν το πολύτιμο μύρο, ήρθαν φοβισμένες μέσα στη νύχτα στο μνημείο και στο τέλος να μην εκτελέσουν το καθήκον αυτό, που με τόση αγάπη και θυσία είχαν προετοιμάσει; Μήπως όμως η θεία αυτή πρόνοια δεν αποζημίωσε τις προσπάθειές τους μ’ έναν ασύγκριτα πλουσιότερο τρόπο κι αντί να δουν νεκρό τον Κύριο τον είδαν ζωντανό;
«Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος· ην γαρ μέγας σφόδρα, και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν» (Μάρκ. ιστ’ 4-5). Όταν ο Μωυσής έφτασε με το λαό του στην Ερυθρά Θάλασσα, αντιμετώπισε μια δυσκολία, ένα μεγάλο πρόβλημα. Πώς θα άνοιγε δρόμο στη θάλασσα, εκεί που δεν υπήρχε; Μόλις όμως κραύγασε για βοήθεια στο Θεό η θάλασσα χώρισε στα δύο κι ο δρόμος άνοιξε. Το ίδιο έγινε τώρα με τις Μυροφόρες. Προβληματισμένες πολύ έντονα για το ποιός θα κυλίσει τη μεγάλη πέτρα, κοίταξαν και είδαν «ότι αποκεκύλισται ο λίθος». Η πέτρα είχε μετακινηθεί κι εκείνες μπήκαν αμέσως μέσα στο μνημείο. Μα πού πήγαν οι στρατιώτες που φρουρούσαν τον τάφο; Αυτοί δεν αποτελούσαν μεγαλύτερο εμπόδιο για να μπουν στο μνημείο, από τη βαριά πέτρα; Εκείνη την ώρα οι φρουροί είτε κείτονταν στη γη μισοπεθαμένοι από το φόβο, είτε είχαν δραπετεύσει προς την πόλη για να διηγηθούν με τρεμάμενη φωνή στους ανθρώπους αυτά που από την εποχή του Αδάμ ως τότε δεν είχαν ακούσει ανθρώπινα αυτιά. Δεν υπήρχε κανένας στο μνημείο για να τις εμποδίσει, κανένας και τίποτα στην είσοδο. Υπήρχε κάποιος όμως μέσα στο μνημείο. Κάποιος που το πρόσωπό του ήταν «ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών» (Ματθ. κη’ 3). Ήταν ένας νέος άνδρας. Ήταν πραγματικά άγγελος του Θεού. Οι γυναίκες φοβήθηκαν κι έπεσαν με το πρόσωπο στη γη. Είναι φοβερό να βλέπει κανείς τη μορφή ενός ουράνιου αγγελιαφόρου του Θεού, εκείνου που έφερε τις πιο υπερφυσικές και χαρμόσυνες ειδήσεις στη γη, από τότε που ο πεσμένος άνθρωπος άρχισε να περιπλανιέται μακριά από τον παράδεισο. Ο Ματθαίος λέει πως ο άγγελος καθόταν πάνω στην πέτρα που είχε κυλίσει από τη θύρα του μνημείου, ενώ ο Μάρκος πως ο άγγελος ήταν μέσα στο μνημείο. Το γεγονός αυτό όμως δεν έχει καμιά αντίθεση. Ίσως οι γυναίκες είδαν πρώτα τον άγγελο πάνω στην πέτρα κι έπειτα άκουσαν τη φωνή του μέσα στο μνημείο. Ο άγγελος δεν είναι κάτι υλικό και ακίνητο. Μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή και οπουδήποτε. Το γεγονός ότι ο Λουκάς αναφέρει δύο αγγέλους, ενώ ο Ματθαίος κι ο Μάρκος έναν, δεν πρέπει να φέρει σε σύγχυση τους πιστούς. Όταν γεννήθηκε ο Κύριος στη Βηθλεέμ, ένας άγγελος εμφανίστηκε ξαφνικά στους ποιμένες κι εκείνοι «εφοβήθησαν φόβον μέγαν» (Λουκ. β’ 9), Πολύ σύντομα μετά, «εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν» (Λουκ. β’ 13). Στην ανάσταση του Κυρίου στο Γολγοθά ίσως παρευρίσκονταν λεγεώνες αγγέλων του Θεού. Γιατί πρέπει να εκπλαγούμε αν οι Μυροφόρες είδαν τη μια φορά έναν άγγελο και την άλλη δύο;
«Ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον· ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν, αλλ’ υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν εκεί αυτόν όφεσθε, καθώς είπεν υμίν» (Μάρκ. ιστ’ 6-8).
Ο αστραπόμορφος άγγελος του Θεού φροντίζει πρώτα να ηρεμήσει τις γυναίκες από το φόβο και τον τρόμο τους. Ήθελε να τις προετοιμάσει για τα καταπληκτικά νέα της Ανάστασης του Κυρίου. Η πρώτη έκπληξη για τις γυναίκες ήταν όταν είδαν το μνημείο ανοιχτό. Μετά η έκπληξή τους μεταβλήθηκε σε τρόμο όταν, αντί για Εκείνον που γύρευαν, είδαν αυτόν που δεν περίμεναν.
Ο άγγελος είπε στις γυναίκες με σιγουριά: Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον. Γιατί μίλησε έτσι; Για να τις στερήσει από κάθε αμφιβολία και σύγχυση για Εκείνον που είχε αναστηθεί. Ο άγγελος μιλάει πολύ συγκεκριμένα τόσο για τις ίδιες τις γυναίκες όσο και για τις μελλούμενες γενιές. Με την ίδια πρόθεση ο άγγελός τους δείχνει το καινό μνημείο. «Ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν». Αυτό που είπε ο άγγελος ήταν πλεονασμός. Οι γυναίκες είχαν δει οι ίδιες με τα μάτια τους αυτό που τους είπε ο άγγελος. Δε γινόταν το ίδιο όμως με τους λοιπούς ανθρώπους, γι’ αυτούς που επίσης ο Κύριος πέθανε κι αναστήθηκε. «Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε». Ο ουράνιος αγγελιαφόρος πρόφερε με τον πιό απλό τρόπο την συγκλονιστικότερη είδηση που ακούστηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. «Ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε». Για τις αθάνατες χορείες των αγγέλων η συγκλονιστικότερη είδηση ήταν ο θάνατος του Κυρίου, όχι η ανάστασή Του. Για τους ανθρώπους τα πράγματα ήταν αντίθετα.
Μετά απ’ αυτό ο άγγελος είπε στις γυναίκες να μεταφέρουν τη χαρμόσυνη είδηση «στους αποστόλους και τω Πέτρω». Γιατί και τω Πέτρω; Σίγουρα επειδή ο Πέτρος ένιωθε περισσότερο ταραγμένος από τους άλλους μαθητές. Η συνείδησή του πρέπει να τον ενοχλούσε επειδή πρόδωσε τρεις φορές τον Κύριο και στο τέλος έφυγε μακριά Του. Η αφοσίωση του ευαγγελιστή Ιωάννη, που μαζί με τον Πέτρο ήταν οι πιό στενοί μαθητές του Κυρίου, θα πρέπει να έκανε πιό ευαίσθητη τη συνείδηση του Πέτρου. Ο Ιωάννης δεν είχε φύγει. Παρέμεινε κάτω από το σταυρό του σταυρωμένου Κυρίου του. Κοντολογίς, ο Πέτρος πρέπει να ένιωθε προδότης του Κυρίου και θα αισθανόταν άβολα στη συντροφιά των αποστόλων, κυρίως μπροστά στην Παναγία Μητέρα Του. Η πίστη του Πέτρου δεν φάνηκε σταθερή σαν πέτρα. Η διστακτικότητα κι η δειλία του τον έκαναν να νιώθει περιφρονημένος στα ίδια του τα μάτια. Είχε ανάγκη να σταθεί ξανά στα πόδια του, ν’ ανακτήσει την υπόληψή του ως άνθρωπος και ως απόστολος. Ο Κύριος, που αγαπά ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ακριβώς αυτό έκανε τώρα. Αυτός είναι ο λόγος που ο άγγελος έκανε ειδική αναφορά στον Πέτρο.
Γιατί ο άγγελος μίλησε για την εμφάνιση του Κυρίου στη Γαλιλαία κι όχι για τις άλλες εμφανίσεις Του στην Ιερουσαλήμ και στα περίχωρα, που θα γίνονταν νωρίτερα; «Εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν». Γιατί η Γαλιλαία ήταν περισσότερο ειδωλολατρική κι όχι ισραηλιτική περιοχή. Η θέληση του Κυρίου λοιπόν ήταν να εμφανιστεί εκεί για να δείξει στους μαθητές το δρόμο του ευαγγελίου Του, το βασικό χώρο όπου έπρεπε να δραστηριοποιηθούν για να ιδρύσουν την Εκκλησία του Θεού. Κι άλλος ένας λόγος ήταν επειδή στη Γαλιλαία θα ένιωθαν ελεύθεροι, όχι όπως στην Ιερουσαλήμ που ζούσαν με φόβο. Όχι στο σκοτάδι ή στο μεσόφωτο, αλλά στο φως της ημέρας, για να μην πει κανείς πως ο φόβος έχει μεγάλα μάτια, πως οι μαθητές είδαν ζωντανό τον Κύριό τους στην Ιερουσαλήμ πάνω στον πανικό τους και με την πίεση του φόβου τους. Και τελικά ο άγγελος του Θεού μίλησε για την εμφάνιση του Κυρίου στη Γαλιλαία χωρίς ν’ αναφέρει τίποτα για τις εμφανίσεις Του στην Ιερουσαλήμ, για ν’ αφαιρέσει τα όπλα από τα χέρια των απίστων, που διαφορετικά θα ισχυρίζονταν πως οι απόστολοι είχαν δει κάποιο φάντασμα, επειδή περίμεναν με μεγάλη ψυχική αγωνία να τον δουν. Λέει ο Νικηφόρος: «Γιατί ο άγγελος μιλάει ειδικά για την εμφάνισή Του στη Γαλιλαία; Επειδή η εμφάνιση αυτή ήταν η πιο σπουδαία. Εκεί ο Κύριος δεν εμφανίστηκε σε κάποιο σπίτι με κλειδωμένες τις πόρτες, άλλα σ’ ένα βουνό, ορατός από όλους. Οι μαθητές με το που τον είδαν εκεί τον προσκύνησαν. Εκεί παρουσιάστηκε δυναμικά μπροστά τους και τους αποκάλυψε για την εξουσία που του έδωσε ο Πατέρας Του. «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη’ 18). «Μετά το εγερθήναι με προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν» (Μάρκ. ιδ’ 28), είχε πει ο Κύριος. Ως νικητής, δηλαδή, θα προπορευτώ στον ειδωλολατρικό κόσμο και σεις θα με ακολουθήσετε. Οπουδήποτε κι αν σας οδηγήσει το Πνεύμα για να κηρύξετε, κοιτάξτε Με, θα βρίσκομαι μπροστά σας. Θα προπορεύομαι για να σας ανοίγω το δρόμο.
«Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου· είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον εκφοβούντο γαρ» (Μάρκ. ιστ’ 8). Οι Μυροφόρες τα είχαν χάσει. Πού βρίσκονταν, στον ουρανό ή στη γη; Με ποιόν μιλούσαν; Τί άκουσαν; Τέτοια πράγματα ούτε στον ύπνο τους δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι. Μα αυτό που βλέπουν και ακούν τώρα δεν είναι όνειρο, είναι αληθινό. Απ’ όλα όσα έγιναν, προκύπτει πως ζούσαν μια πραγματικότητα.
Τί ευλογημένος είναι ο φόβος κι ο τρόμος που νιώθει ο άνθρωπος όταν βλέπει ανοιγμένους τους ουρανούς, όταν ακούει μια χαρούμενη φωνή από την αληθινή, αθάνατη και ποθεινή πατρίδα του! Δεν είναι μικρό πράγμα να δεις έναν αθάνατο άγγελο του Θεού, ούτε ν’ ακούσεις μια φωνή που βγαίνει από αθάνατα χείλη. Πιό εύκολα αντέχεις να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τον ορυμαγδό ολόκληρου του φθαρτού σύμπαντος, παρά να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τη φωνή κάποιου αθάνατου όντος που δημιουργήθηκε πριν από το σύμπαν, που το κάλλος του είναι ασύγκριτα ανώτερο από την ανοιξιάτικη αυγή. Όταν ο προφήτης Δανιήλ, ο άνθρωπος του Θεού, άκουσε τη φωνή του αγγέλου, μονολόγησε: «Ουχ υπελείφθη εν εμοί ισχύς, και η δόξα μου μετεστράφη εις διαφθοράν, και ουχ εκράτησα ισχύος… ήμην κατανενυγμένος, και το πρόσωπόν μου επί την γην» (Δανιήλ, ι’ 8,9).
Πώς λοιπόν να μην τις πιάσει φόβος και τρόμος τις αδύναμες γυναίκες; Πώς να μη φύγουν γρήγορα από το μνημείο; Πώς θα μπορούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να μιλήσουν; Με τί λόγια να πουν αυτά που είδαν; Κύριε, η δόξα Σου είναι ανέκφραστη! Εμείς οι θνητοί άνθρωποι ευκολότερα μπορούμε να την εκφράσουμε με τη σιωπή και τα δάκρυά μας παρά με λόγια.
«Και ουδενί ουδέν είπον εφοβούντο γαρ». Δεν είπαν τίποτα στο δρόμο, σε κανέναν. Δε μίλησαν σε κανέναν από τους εχθρούς του Χριστού, σ’ εκείνους που έχυσαν το αίμα Του, ούτε σ’ ολόκληρη την Ιερουσαλήμ που συμφώνησε μαζί τους. Μίλησαν όμως στους αποστόλους, ούτε τόλμησαν μα ούτε και μπορούσαν να μην τους πουν τα νέα, αφού έτσι τις πρόσταξε ο αθάνατος άγγελος. Πώς μπορούσαν να μην εκτελέσουν την εντολή του Θεού; Είναι σαφές λοιπόν, πως οι γυναίκες μίλησαν σ’ εκείνους που έπρεπε (βλ. Λουκ. κδ’ 10)· και πως δεν είπαν τίποτα σ’ αυτούς που δεν έπρεπε, τους οποίους φοβούνταν.
Έτσι τέλειωσε η επίσκεψη που έκαναν οι Μυροφόρες γυναίκες στο μνημείο του Χριστού το πρωί της Ανάστασης. Τα φτωχά τους μύρα, που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν για να συντηρήσουν από τη φθορά Εκείνον που τηρεί τους ουρανούς από τον αφανισμό, να μυρώσουν Αυτόν που χαρίζει στους ουρανούς το άρωμά Του, έμειναν στα χέρια τους.
Κύριε, είσαι το μόνο άρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης στην ιστορία του. Πόσο πλούσια και θαυμαστά αποζημιώνεις τις αφοσιωμένες ψυχές που δεν σε ξέχασαν νεκρό μέσα στο μνήμα Σου!
Έκανες τις Μυροφόρες γυναίκες φορείς του αγγέλματος της Ανάστασης και της δόξας Σου. Δεν έχρισαν το νεκρό Σου σώμα· Εσύ έχρισες τις ζωντανές ψυχές τους με το μύρο της χαράς. Εκείνες που θρηνούσαν το νεκρό Κύριο, έγιναν χελιδόνια της καινούργιας άνοιξης, άγιοι στην ουράνια βασιλεία Σου.
Αναστημένε Κύριε, με τις προσευχές τους ελέησέ μας, σώσε μας, ώστε να σε δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Αναστάσεως ημέρα», ομιλίες Γ΄, Αθήνα 2011, σ. 64-82)
Πηγή: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3136
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό πιό συγκλονιστικό ἀπό ὅλα τά γεγονότα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἐπειδή ὁ θάνατος εἶναι ἡ πιό μεγάλη τραγωδία τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ἀλλά θάνατος δέν εἶναι μόνον ὁ βιολογικός. Εἶναι καί ὁ ὑπαρξιακός, ὁ κοινωνικός, ὁ ἐθνικός, καί κυρίως ὁ πνευματικός θάνατος. Στήν προσωπική μας ἱστορία ὑπάρχουν στιγμές, τἰς ὁποῖες χωρίς Χριστό τίς βιώνουμε ὡς ὑπαρξιακό θάνατο.
Μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Χριστός κατενίκησε τόν θάνατο (Ρωμ. στ’ 9). Κατανικᾶ ὅμως καί ὅλους τούς δικούς μας θανάτους, ὁσάκις ἡ Ζωή Του γίνεται δική μας ζωή διά τῆς Ἀναστάσεως (Β’ Κορ. δ’ 10-11). Σέ ὅλους αὐτούς τούς θανάτους ὁ Χριστός ἀπαντᾶ μέ τόν μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο τρόπο, ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας.
Μέσα στό Φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχει ἀπελπισία, ἀδιέξοδο, κατάρρευσις. Τά πάντα ζωοποιοῦνται, γίνονται καινά. Καί ὁ ἴδιος ὁ θάνατος, ἀπό διαδικασία φθορᾶς γίνεται ἐφαλτήριον ζωῆς. Ὅπως λέγει ὁ σεβαστός μας Γέροντας, Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης: «Τί θά ἦταν ὁ κόσμος χωρίς τόν Ἀναστάντα Χριστόν καί τήν Ἀνάστασι πού περιμένουμε νά μᾶς χαρίσῃ; Ἕνα ἀπέραντο νεκροταφεῖο. Καί ἐμεῖς τί θά εἴμεθα; Μελλοθάνατοι πού περιμένουμε τήν σειρά μας νά σβήσουμε καί νά ἐξαφανισθοῦμε. Κανένα νόημα δέν θά εἶχε ἡ ζωή, κανένα σκοπό. Πολύ σωστά εἶπε ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὅτι δέν θά ἐπίστευε εἰς τόν Χριστόν, ἐάν ὁ Χριστός δέν εἶχε νικήσει τόν θάνατον».
* * *
Οἱ διηγήσεις τῶν ἁγίων Εὐαγγελιστῶν καί ἡ ἐκκλησιαστική Ὑμνολογία μᾶς παραδίδουν ὅτι ὁ Χριστός ἐβάδισε ἑκουσίως πρός τό Πάθος, ἀλλά οἱ Μαθηταί Του δέν τό εἶχαν καταλάβει. Οἱ ὧρες τοῦ Πάθους δέν τούς ἦταν καιρός πρόσφορος γιά αἰσιόδοξες σκέψεις καί προσδοκίες. Θλῖψις καί φόβος τούς συνεῖχαν, δικαιολογημένα. Μόνο μετά τήν Ἀνάστασι ἀνεθάρρησαν οἱ Μαθηταί. «Ἐχάρησαν οὖν οἱ Μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (Ἰω. κ’ 20).
Καί οἱ ὧρες τῶν ἰδικῶν μας καθημερινῶν θανάτων, τῶν πειρασμῶν, τῶν ἀδιεξόδων, τῶν ἀποτυχιῶν, δέν εἶναι εὔκολες ὧρες. Δέν βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας τότε ἕτοιμο γιά αἰσιοδοξία. Συνήθως τά συναισθήματά μας, οἱ λογισμοί μας καί τά θελήματά μας δέν εἶναι εὐχάριστα, καί κυρίως δέν εἶναι θεάρεστα καί δέν μᾶς βοηθοῦν νά ζήσουμε τήν χαρά τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, τήν χαρά τῆς κοινωνίας μεταξύ μας, τήν χαρά τῆς κοινωνίας μέ τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό.
Στίς δύσκολες αὐτές ὧρες ἔχουμε ὑποδείγματα ζωῆς τούς Ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι ὡς υἱοί τῆς Ἀναστάσεως γεύθηκαν τούς καρπούς της καί ἔγιναν στήν συνέχεια ἀδιάψευστοι μάρτυρές της. Ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας μαθαίνουμε ὅτι ἡ ἑκούσια συμπόρευσις μέ τόν Χριστό πρός τό Πάθος εἶναι τό ἐχέγγυο γιά τήν συνανάστασι μαζί Του. Ἐάν ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό σηκώσουμε ἑκουσίως καί μέ ὑπομονή τούς καθημερινούς μας θανάτους, αὐτοί γίνονται εὐκαιρίες καί ὁδοί πρός τήν ἐν Χριστῷ ἀνάστασί μας. «Εἰ γὰρ συναπεθάνομεν, καὶ συζήσομεν· εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν· εἰ ἀρνησόμεθα, κἀκεῖνος ἀρνήσεται ἡμᾶς· εἰ ἀπιστοῦμεν, ἐκεῖνος πιστὸς μένει, ἀρνήσασθαι γὰρ ἑαυτὸν οὐ δύναται» (Β’ Τιμ. β’ 12-13). Τότε ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη τῆς Ἀναστάσεως θά εἶναι ἀναφαίρετα δῶρα τοῦ Χριστοῦ, πού θά μᾶς συνοδεύουν στήν πρόσκαιρη ζωή μας καί στήν αἰωνιότητα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τό τονίζει αὐτό στήν περίφημη ἐπιστολή του Πρός τήν σεμνοτάτη Μοναχή Ξένη.
* * *
Ἔχουν περάσει τέσσερα χρόνια ἀπό τότε πού ἡ Πατρίδα μας ἀνεβαίνει στόν πιό πρόσφατο Γολγοθᾶ της. Οἱ περισσότεροι ἀδελφοί μας ὑποφέρουν ἀπό τίς συνέπειες τῆς ποικιλώνυμης κρίσεως. Πολλοί ἔχασαν τό γέλιο, τήν χαρά, τήν γαλήνη, τήν αἰσιοδοξία, τά ὄνειρα, τίς προσδοκίες. Γέμισε ἡ ἀτμόσφαιρα ἀπό κατήφεια, λύπη, ἀπογοήτευσι καί ὀργή. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζῇ ἔτσι. Ἀναζητεῖ διεξόδους. Ἰδίως οἱ νέοι.
Ἄς ρίξουμε καί ἐφέτος τό βλέμμα μας στόν Ἀναστάντα Χριστό. Θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ λύσις τοῦ προβλήματος. Ὁ Ἀναστάς Κύριος φέρνει τήν ἀληθινή εἰρήνη στίς καρδιές καί τήν ἀληθινή χαρά στά πρόσωπά μας. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης: «Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, τῆς χαρᾶς, τοῦ φωτός τοῦ ἀληθινοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν».
Μάλιστα. Τό πᾶν εἶναι ὁ Χριστός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας, ὁ Χριστός τῶν ἁγίων Πατέρων μας, τῶν Ὁμολογητῶν καί τῶν Ὁσίων, ὁ Χριστός πού τώρα ἐκδιώκεται ἀπό τήν δύσμοιρη Πατρίδα μας μέ τόν διαθρησκειακό συγκρητισμό στά νέα σχολικά προγράμματα, μέ τήν κατάργησι τῆς Κυριακῆς ἀργίας, μέ τήν ψήφισι ἀντιευαγγελικῶν νομοθετημάτων, μέ τήν ἵδρυσι Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, θέματα πού κάνουν πιό μακρύ καί πιό ὀδυνηρό τόν θρῆνο τοῦ Γένους, καί τό «ἑάλω ἡ Πόλις» ἕνα θρηνητικό τραγούδι πού δέν λέει νά τελειώσῃ ἀκόμη.
Ὅμως ὁ εὐσεβής λαός μας δέν ἔχει ἀπεμπολήσει τόν Χριστό. Ἀντιστέκεται στίς μεθοδεῖες τῶν ἐχθρῶν τῆς ἑλληνορθοδόξου ταυτότητός του. Μένει πιστός σέ ὅ,τι παρέλαβε ἀπό τούς ἁγίους διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους. Πιστεύει, ἐλπίζει καί ὑπομένει. Τόν τελευταῖο λόγο δέν ἔχει ὁ θάνατος, ἀλλά ἡ Ζωή.
Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
+ Ἀρχιμανδρίτης Χριστοφόρος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
Ἅγιον Πάσχα 2014
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς προσφέρει μιὰ μεγαλειώδη ἀπόδειξη τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ ἀπόδειξη πού πιστοποιεῖται μὲ τὴν πίστη τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, ἀλλά καὶ μὲ τὴν πίστη χιλιάδων ἄλλων χριστιανῶν ἀπὸ τὴν ἀρχή τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας ἴσαμε σήμερα.
«Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. (Ἰωάν. κ’19).
Ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας εἶναι ἡ ἑπόμενη τοῦ Σαββάτου. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, ὅπου ἀναφέρεται: «Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου… λίαν πρωΐ τῆς μίας σαββάτων» (Μάρκ. ιστ’ 1-2). Ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ἡ Κυριακή, τότε πού ἀναστήθηκε ὁ Κύριος νωρὶς τὸ πρωί. Ἀργά τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας λοιπόν, οἱ μαθητὲς εἶχαν μαζευτεῖ σ’ ἕνα σπίτι στὰ Ἱεροσόλυμα ὅλοι μαζί, ἐκτός ἀπὸ τὸν Θωμά.
Ὅλα εἶχαν γίνει σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία: «πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα» (Μάρκ. ιδ’ 27). Οἱ ἀπόστολοι ὅμως δὲν ἦταν ἄλογα ζῶα, γιὰ νὰ διασκορπιστοῦν στοὺς πέντε ἀνέμους. Συγκεντρώθηκαν ὅλοι μαζὶ σ’ ἕνα σπίτι γιὰ νὰ περιμένουν τὶς ἐξελίξεις καὶ νὰ στηρίξουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους εἶχαν κλειδώσει τὴν πόρτα. Ἀναμφίβολα ὅλοι τους εἶχαν ζωντανὴ στὴ μνήμη τὴν προφητεία τοῦ Διδασκάλου τους, ὅταν τοὺς προειδοποιοῦσε πώς θὰ τοὺς παραδώσουν σὲ συνέδρια καὶ θὰ τοὺς μαστιγώσουν στὶς συναγωγὲς (βλ. Ματθ. ι 17). Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ξεχάσουν τὰ φοβερὰ λόγια Του: «ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῶ» (Ἰωάν. ιστ’ 2).
Ὁ φόβος τῶν ἀποστόλων αὐτὲς τὶς μέρες, ὅταν μπροστὰ στὰ μάτια τους συντελέστηκαν τόσα παράλογα ἐγκλήματα ἐναντίον τοῦ Διδασκάλου τους, ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ κατανοητός. Ἀδύναμοι ἄνθρωποι ἦταν. Τί ἄλλο θὰ περίμεναν ἀπό τούς αἱμοδιψεῖς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ἀφοῦ γνώριζαν ἤδη πόσο ἀδίστακτοι ἦταν στὴ δίκη τοῦ ἀναμάρτητου καὶ παντοδύναμου Χριστοῦ, τοῦ θαυματουργοῦ; Ὁ Χριστὸς ὅμως, ἀκόμα καὶ μέσα στὸν τάφο τοὺς εἶχε στὸ νοῦ Του, γιὰ νὰ μὴ πάθουν κανένα κακό. Θὰ τοὺς ἐνίσχυε νὰ μὴν προδώσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ μὴ σκορπιστοῦν στὶς τέσσερις γωνιὲς τῆς γῆς προτοῦ τὸν δοῦν ζωντανὸ καὶ δοξασμένο.
Καὶ νὰ πού τώρα, τὸ τέταρτο βράδυ ἀπὸ τότε πού οἱ μαθητὲς χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριό τους – ἀπὸ τότε πού τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν σὲ δίκη – καὶ τὴν πρώτη μέρα μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μπροστά τους ζωντανὸς καὶ δοξασμένος. Ἦρθε κοντά τους καὶ κάθησε στὴ μέση, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειδωμένες. Ὅπως ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἦταν πολὺ προσεχτικὰ ὑπολογισμένα γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸν ἄνθρωπο, ἒτσι γινόταν καὶ τώρα. Ὁ Εὐαγγελιστὴς δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας ὅτι ὁ Κύριος μπῆκε στὸ κλειδωμένο σπίτι θαυματουργικά. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μπροστά τους μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, πρῶτα γιὰ νὰ μὴ τοὺς τρομάξει χτυπώντας τὴν πόρτα. Εἶχαν τρομοκρατηθεῖ ἀρκετὰ ἀπό τούς Ἰουδαίους κι ὁ Κύριος δὲν ἤθελε νὰ τοὺς τρομάξει περισσότερο, οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή. Κι ἕνας δεύτερος λόγος, πού εἶναι καὶ πιὸ σπουδαῖος, ἦταν γιὰ νὰ τοὺς δείξει πώς εἶχε ἀνακτήσει τὴν παντοδυναμία Του, ἀφοῦ φαινομενικὰ ἦταν ἀβοήθητος καὶ νικημένος τὶς τελευταῖες τρεῖς μέρες. Κι αὐτὸ τὸ διατύπωσε πολὺ γρήγορα μετά: «Ἐδόθη μοι πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη’ 18).
Χωρὶς τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα, πῶς θὰ μποροῦσε ν’ ἀποκαταστήσει τὴν κλονισμένη πίστη τῶν μαθητῶν Του ὁ Χριστός; Πῶς ὁ κατακτημένος θὰ ‘δειχνε πώς εἶναι Νικητής; Πῶς θὰ μποροῦσε ὁ περιφρονημένος, ὁ ἐμπαιγμένος, ὁ βασανισμένος, ὁ σταυρωμένος καὶ θαμμένος, νὰ δείξει μὲ ἄλλον τρόπο πώς εἶναι δοξασμένος; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ πείσει μὲ ἄλλον τρόπο τοὺς φίλους Του πώς τὸ πάθος κι ὁ θάνατος δὲν εἶχαν ἀφαιρέσει τίποτα ἀπὸ τὴ δύναμή Του, ἀλλ’ ἀντίθετα, ὡς ἄνθρωπος εἶχε πολὺ μεγαλύτερη δύναμη; Καὶ κάτι τελευταῖο: ποιὸ πλάσμα θὰ μποροῦσε ν’ ἀντισταθεῖ στὸ θέλημα τοῦ Πανάγιου καὶ Πάναγνου Θεοῦ;
Ἡ φύση ὁλόκληρη ὑποτάσσεται στὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἁγνότητα. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἦταν ἀκόμα ντυμένος μὲ θνητὸ σῶμα, ἡ θέλησή Του μποροῦσε νὰ ὑποτάξει τὴ θάλασσα καὶ τοὺς ἀνέμους. Πῶς θὰ μποροῦσαν λοιπὸν ἡ ξύλινη πόρτα καὶ οἱ πέτρινοι τοῖχοι νὰ τοῦ ἀντισταθοῦν, τώρα πού εἶχε δοξασμένο σῶμα; Ὅταν τὸ ἐπιθυμεῖ -κι αὐτὸ τὸ κάνει ὅταν πρέπει, ὅπως σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση- ἡ κτίση ὁλόκληρη εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑπάρχει. Τὸ διάστημα κι ὁ χρόνος, ἡ πυκνότητα ἢ ἡ ρευστότητα κάποιου πράγματος, τὸ ὕψος ἤ τὸ βάθος, ὅλα γίνονται ἀδύναμα, ἀνοιχτά, ὑποταγμένα καὶ ἀνίκανα νὰ προβάλουν ὁποιαδήποτε ἀντίσταση.
Εἰρήνη ὑμῖν! Ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου χαιρετᾶ τὸ μικρὸ στρατό Του μὲ τὰ λόγια αὐτά. «Κύριος εὐλογήσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ» (Ψάλμ. κὴ’ 10). Ἀπὸ τὸ βάθος τῶν αἰώνων ὁ προφήτης Δαβὶβ προεῖδε τὴ χαρμόσυνη αὐτὴ στιγμή.
Εἰρήνη ὑμῖν! Αὐτὸς ἦταν ἕνας συνηθισμένος χαιρετισμὸς στὴν Ἀνατολή. Στὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ τώρα ὅμως ἀποκτοῦσε ἕνα ἰδιαίτερο περιεχόμενο κι ἕνα εἰδικὸ νόημα. Νωρίτερα, τὴν ὥρα πού ἀποχωριζόταν τοὺς μαθητές Του, ὁ Κύριος εἶχε πεῖ: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία» (Ἰωάν. ιδ’ 27). Ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα Του μέσα στὸ ἄδειο δοχεῖο τοῦ κόσμου. Στὸν κοινὸ καὶ συνηθισμένο χαιρετισμὸ ἔδωσε οὐράνια γλυκύτητα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι χάνουν τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη τους κι οἱ ἐπίγειες μέριμνες τοὺς γονατὶζουν, λένε εἰρήνη ὑμῖν, ἀλλὰ προσφέρουν κάτι πού οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν. Ὁ χαιρετισμὸς αὐτὸς οὔτε τὴ δική τους εἰρήνη μπορεῖ ν’ αὐξήσει οὔτε τὴν εἰρήνη ἐκείνων στοὺς ὁποίους ἀπευθύνονται. Τὸ λένε αὐτὸ ἀπὸ συνήθεια, ἀπὸ εὐγένεια, ἀπερίσκεπτα, χωρὶς νόημα. Τὸ ἴδιο πράγμα λένε ὅταν μαζεύονται γιὰ νὰ διασκεδάσουν ἢ νὰ μηνὺσουν καὶ ν’ ἀπατήσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Ὁ χαιρετισμὸς τοῦ Χριστοῦ ὅμως εἶναι διαφορετικός. Ἐκεῖνος δίνει αὐτὸ πού πραγματικὰ ἔχει. Ἡ δικὴ Του εἰρήνη εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ Νικητῆ, πού ἡ νίκη Του εἶναι πλήρης, ὁλοκληρωτική. Ἡ εἰρήνη Του ἑπομένως εἶναι χαρά, θάρρος, ὑγεία, εἰρήνη καὶ δύναμη. Δὲν δίνει τὴν εἰρήνη Του ὅπως κάνει ὁ κόσμος. Δὲν τὴ δίνει ἁπλὰ μὲ τὰ χείλη Του, ἀλλά μὲ τὴν ἴδια τὴν ψυχή Του, μὲ ὅλη Του τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ, ὅπως ἡ ἀγάπη δίνεται στὴν ἀγάπη. Χαρίζοντάς τους τὴν εἰρήνη Του, τοὺς μεταγγίζει μ’ ἕνα μυστηριώδη τρόπο τὴν ὕπαρξή Του. Αὐτὴ εἶναι «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἢ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλιπ. δ’ 7). Τέτοια εἰρήνη σηματοδοτεῖ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια εἰρήνη ἦταν τὸ μεσουράνημα, ὁ καρπὸς καὶ τὸ στεφάνι τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανῶν.
Μὲ τὸν χαιρετισμὸ τῶν μαθητῶν Του ὁ Κύριος θὲλησε νὰ τοὺς πείσει πώς δὲν ἦταν πνεῦμα, ὅπως θὰ μποροῦσαν νὰ σκεφτοῦν κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς ἐκείνη τὴ στιγμὴ (Λουκ. κδ’ 37), ἀλλά πώς ἦταν ὁ ἀληθινὸς καὶ ζωντανὸς Κύριος καὶ Διδάσκαλός Τους.
«Καὶ τοῦτο εἰπών ἔδειξε αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰωάν. κ’ 20). Γιατί ὁ Κύριος τούς ἔδειξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του; Προφανῶς ἐπειδὴ αὐτὰ εἶχαν δεχτεῖ στὸ σταυρὸ τὶς πληγὲς ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴ λόγχη. Μὲ τὸ νὰ τοὺς δείξει τὶς πληγὲς Του ὁ Κύριος θὲλησε νὰ τοὺς θυμίσει τί ἔγινε στὸ σταυρὸ καὶ νὰ τοὺς πείσει πώς ἦταν ζωντανός. Νὰ τοὺς πείσει πώς ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος. Ποιὸς ἄλλος θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τὶς πληγὲς αὐτὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του; Νὰ τοὺς θυμίσει πώς θὰ ‘φερνε τὰ σημάδια τῶν πληγῶν ἀκόμα καὶ τώρα πού εἶχε μεταβεῖ στὴν ἀθάνατη δόξα, ὡς αἰώνια μαρτυρία τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ πάθους Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Τότε λοιπόν, ἀφοῦ οἱ μαθητὲς εἶδαν κι ἀναγνώρισαν τὸν Κύριό τους, χάρηκαν πολύ. Μὲ τὴν προνοητικότητά Του ὁ Σωτήρας μας τοὺς εἶχε προφητέψει νωρίτερα ἀκόμα κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ τῆς χαρᾶς, ὅταν θὰ γύριζε γιὰ νὰ συναντήσει τοὺς μαθητές Του. Αὐτὸ εἶχε γίνει λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του, ὅταν οἱ μαθητὲς ἦταν περίλυποι. Ἐκεῖνος, πού ὡς ἄνθρωπος τὴν παραμονὴ τοῦ πάθους Του εἶχε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ παρηγοριά, ξέχασε τὸν ἑαυτό Του κι ἀγωνιζόταν νὰ παρηγορήσει τοὺς λυπημένους μαθητές Του: «Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία» (Ἰωάν. ιστ’ 22). Τώρα, μπροστά τους, ἐπαληθεύκε ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ προφητεία. Οἱ θλιμμένες καρδιὲς τους γέμισαν ξαφνικὰ μὲ χαρὰ ἀνεκλάλητη.
«Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ’ 21). Γιατί ὁ Κύριος λέει γιὰ δεύτερη φορὰ εἰρήνη ὑμῖν; Ἐπειδὴ θέλει νὰ τοὺς ὁπλίσει μὲ διπλὴ εἰρήνη γιὰ τὴ μάχη πού τοὺς περιμένει, ἐκεῖ πού τοὺς στέλνει ὁ ἴδιος. Τοὺς δίνει πρῶτα εἰρήνη ἐσωτερικὴ κι ἔπειτα εἰρήνη ἐξωτερική. Μὲ ἄλλα λόγια: εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ εἰρήνη μὲ τὸν κόσμο. Ὅταν λέει εἰρήνη ὑμῖν γιά πρώτη φορά, τοὺς δείχνει πώς Ἐκεῖνος, ὁ Κύριός Τους, ἦταν μαζί τους σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἤθελε μ’ αὐτὸ νὰ τοὺς πεῖ: «Ὅταν ἔχετε πόλεμο ἐσωτερικὸ μὲ τὰ πάθη, τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐγκόσμιες ἐπιθυμίες σας κι ἐγώ βρίσκομαι ἀνάμεσά σας -δηλαδὴ μέσα στὶς καρδιές σας- μὴ φοβᾶστε τίποτα. Ἐγώ εἶμαι ἡ εἰρήνη, ὁ Δημιουργὸς τῆς εἰρήνης στὶς καρδιές σας». Τώρα πού τοὺς στέλνει στὸν κόσμο -σὲ πόλεμο ἐξωτερικό, μὲ τὸν κόσμο- τοὺς χαιρετᾶ ξανὰ καὶ τοὺς συνοδεύει μὲ εἰρήνη, ὥστε νὰ μὴν φοβηθοῦν τὸν κόσμο, ἀλλά νὰ εἶναι καρτερικοὶ στὴν πάλη καὶ νὰ σπέρνουν τὴν εἰρήνη στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Τοὺς χαρίζει εἰρήνη ὑπεράφθονη, γιατί δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὴ δική τους ἀνάγκη. Πρέπει νὰ τὴ μεταφέρουν καὶ σὲ ἄλλους, ὅπως τοὺς εἶχε προφητέψει νωρίτερα: «εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν ἀσπάσασθε αὐτὴν λέγοντες· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ. ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ’ αὐτήν· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω. (Ματθ. ι’ 12-13).
Ἡ διπλὴ εἰρήνη μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ καὶ ὡς δόσιμο τῆς εἰρήνης στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἅγιους Πατέρες. Ὅμως ἡ εἰρήνη τοῦ σώματος καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἴδια εἰρήνη, ἀφοῦ τί ἄλλο εἶναι ὁ κόσμος, παρὰ «ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν» (Α΄ Ἰωάν. β’ 16);
Ἀφοῦ τούς ὅπλισε μὲ πλούσια τὴ διπλὴ αὐτὴ εἰρήνη, ὁ Κύριος τούς στέλνει στὸν κόσμο. Μὲ ποιὸ τρόπο τοὺς στέλνει; «Καθὼς ἀπέσταλκε μὲ ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ’ 21). Ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν Υἱό Του ἀπὸ ἀγάπη πρὸς ἐκείνους πού τὸν ἔστειλε. «ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α’ Ἰωάν. δ’ 10). Ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος τώρα, ὁ Κύριος Ἴησοῦς στέλνει τοὺς μαθητές Του. Ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο μὲ δύναμη κι ἐξουσία. «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ’ 15), εἶπε ὁ Ἴδιος. Κι ἀλλοῦ πάλι: «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου» (Ματθ. ια’ 27).
Ὁ ἀναστημένος Κύριος δίνει στοὺς μαθητὲς Του δὺναμη κι ἐξουσία νὰ λύνουν καὶ νὰ δένουν, ὅπως ἀποδείχτηκε λίγο ἀργότερα. Εἶπε ἀκόμα ὁ Κύριος πώς τὸν ἔστειλε ὁ Πατέρας ὄχι γιὰ νὰ κάνει τὸ δικό Του θέλημα, ἀλλά τὸ θέλημα τοῦ Πατρός. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁΥἱὸς τώρα στέλνει τοὺς μαθητὲς Του ὄχι γιὰ νὰ κάνουν τὸ δικό τους θέλημα, ἀλλά τὸ δικό Του. Ὁ Υἱός στάλθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα στὴ γῆ, ὅμως οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή δέν χωρίστηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα. «Ὅτι μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ’ ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας με πατὴρ» (Ἰωάν. η’ 16). Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τώρα ὁ Υἱός στέλνει τοὺς μαθητές Του στὸν κόσμο ἀλλά τούς ὑπόσχεται πώς θὰ εἶναι μαζί τους «ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων» (Ματθ. κη’ 20). Καὶ γιὰ νὰ διδάξει τὴν ταπείνωση στοὺς ὑπερήφανους κι ἀπερίσκεπτους ἀνθρώπους, ὁ Υἱός ἀποδίδει ὅλα τὰ ἒργα Του (βλ. Ψ. ε’ 19) καὶ τὴ διδασκαλία Του (βλ. Ἰωάν. ζ’ 16) στὸν Πατέρα Του. Στοὺς μαθητὲς Του διδάσκει τὴν ταπείνωση, λέγοντας: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. ιε’ 5). Τοὺς στέλνει ὅμως καὶ ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων, ὅπως στάλθηκε κι ὁ ἴδιος. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς ἦταν μάρτυρες γιὰ τὸν τρόπο πού οἱ ἁμαρτωλοὶ οὔρλιαζαν σὰν λύκοι τὶς τελευταῖες μέρες Του, γιὰ τὴ λυσσώδη κι αἱμοδιψή ἐπιθυμία τους νὰ τὸν βασανίσουν ἕως θανάτου. Τώρα ὅμως εἶναι μπροστά τους, ζωντανὴ μαρτυρία πώς, ὅταν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἴτε αὐτοχειριάζονται εἴτε σκοτώνουν κάποιον ἄλλον, πάντα τὸν ἑαυτὸ τους σκοτώνουν, ὄχι τὸν ἄλλον. Ἡ νίκη Του εἶναι βεβαίωση τῆς δικῆς τους μελλοντικῆς νίκης.
«Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν. κ’ 22-23). Εἴδαμε πώς ὁ Κύριος πρῶτα ὅπλισε τοὺς μαθητές Του μὲ εἰρήνη καὶ μετὰ στερέωσε τὴν πίστη τους. Παραλλήλισε τὴν ἀποστολή τους μὲ τὴ δική Του καὶ τοὺς ἔστειλε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο πού εἶχε στείλει καὶ τὸν ἴδιο ὁ Πατέρας. Τώρα βλέπουμε πώς τοὺς ὁπλίζει μὲ δύναμη κι ἐξουσία. Τοὺς ἔδωσε δύναμη μὲ τὴν πνοή Του καὶ ἐξουσία μὲ τὰ λόγια πού τοὺς εἶπε. Ἐκεῖνος πού ἀνακαίνισε τὸν κόσμο, ἦταν καὶ ὁΔημιουργός του. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν πηλὸ τῆς γῆς, «ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γέν. β’ 7). Ὁ ἀνακαινιστής τοῦ κόσμου ἐνεργεῖ τώρα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ἔδωσε πνοὴ ζωῆς στοὺς ἀνθρώπους πού ἡ ἁμαρτία τοὺς εἶχε κάνει ἀδύναμους. Μὲ τὴ ζωοποιὸ πνοὴ Του ἀναγεννᾶ, ἀνακαινίζει καὶ ἀνασταίνει ἐκ νεκρῶν τὶς ἀναὶσθητες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων πού εἶναι δεμένες στὴ γῆ. Ὁ Κύριος ἐνεφύσησε στοὺς ἀποστόλους καὶ εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη χορηγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ δεύτερη θὰ γίνει τὴν πεντηκοστὴ μέρα ἀπὸ τὴν ἐπιβλητικὴ αὐτὴ βραδυά. Ἡ πρώτη ἔγινε γιὰ νὰ ἀναζωογονήσει καὶ νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἴδιους τούς μαθητές. Ἡ δεύτερη ἀφοροῦσε τὴν ἀποστολικὴ διακονία τους στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μεταδώσουν στοὺς ἀνθρώπους τὴ νέα ζωή. Τοὺς ἔδωσε δύναμη μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, μαζὶ μὲ ἐξουσία νὰ συγχωροῦν ἢ νὰ δεσμεύουν ἁμαρτίες.
Ἀλήθεια, πόσο ὑποφέρει ὁ κόσμος ἀπό τούς ἀνθρώπους πού σφετερίζονται τὴν ἐξουσία χωρὶς νὰ ’χουν μέσα τους τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ‘χουν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα! Ὅταν ὁ ἀδύνατος ἄνθρωπος ἁρπάζει τὴν ἐξουσία πού ἀνήκει στοὺς δικαστὲς καὶ τοὺς πρεσβύτερους, εἶναι μάστιγα γιὰ τὸν κόσμο. Εἶναι ἕνα πτῶμα δεμένο στὸ σαμάρι ἑνὸς ἀχαλίνωτου ἀλόγου. Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, πού τὴν ἐξουσία τὴν ἁρπάζουν. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἀνάμεσα σὲ χριστιανούς, ὅπου ὁ Θεὸς δίνει ἐξουσία σὲ κείνους πού πρωτύτερα δέχτηκαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Βλέπετε πώς ὅλα σχεδιάζονται καὶ τακτοποιοῦνται ὄμορφα στὴ βασιλεία πού ἱδρύει ὁ Χριστός.
Τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, τοῦ νὰ συγχωρεῖ κανεὶς ἁμαρτίες ἢ ὄχι, ὁ Κύριος τὴν εἶχε ὑποσχεθεῖ καὶ νωρίτερα στὸν ἀπόστολο Πέτρο (βλ. Ματθ. ιστ’ 19) κι ἀργότερα στοὺς ἄλλους ἀποστόλους (βλ. Μάρκ. ιη’ 18). Ὁ Κύριος ἐπαναβεβαιώνει τώρα τὴν ὑπόσχεσή Του, τὴν ἴδια μέρα τῆς πανένδοξης Ἀνάστασής Του. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ξεχωρίζει τὸν Πέτρο ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά δίνει δύναμη κι ἐξουσία σ’ ὅλους ἐξίσου, χωρὶς διάκριση. Ποτὲ δὲν ἒδωσε στὸν Πέτρο ὁ Κύριος εἰδικὴ δύναμη κι ἐξουσία. Μόνο τὴν ὑπόσχεσή Του ἒδωσε ἰδιαίτερα στὸν Πέτρο, κι αὐτὸ τότε πού ὁ ἀπόστολος ἐμπνεύστηκε κι ἒδωσε τὴν ὁμολογία πώς ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ υἱόςτοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ιστ’ 16). Σὰν ἔνδειξη ἐπιδοκιμασίας τῆς ὁμολογίας Του, ἀλλά καὶ γιὰ νὰ στερεώσει τοὺς ἄλλους μαθητὲς στὴν πίστη καὶ ὁμολογία αὐτή, ὁ Κύριος ἒδωσε στὸν Πέτρο τὴν ὑπόσχεση τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τὶς ἁμαρτίες, πού ἀργότερα ἒδωσε σ’ ὅλους τούς μαθητές Του. Ἔτσι, τὴν ἴδια τὴ μέρα τῆς πανένδοξης Ἀνάστασής Του, ὁ Κύριος ἐξισώνει ὅλους τούς ἀποστόλους. Ἐκεῖνοι ἀργότερα μετέδωσαν τὴ δὺ-ναμη καὶ τὴν ἐξουσία αὐτὴ στοὺς διαδόχους τους, τοὺς ἐπισκόπους κι οἱ ἐπίσκοποι στοὺς ἱερεῖς. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ ἐξουσία αὐτὴ εἶναι ἐνεργὴ μέχρι σήμερα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
«Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰωάν. κ’ 24-25). Ἂν δὲν δῶ τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιὰ στὰ χέρια Του, εἶπε ὁ Θωμᾶς, ἂν δὲ βάλω ὁ ἴδιος τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια αὐτὰ κι ἂν δὲν ἀκουμπήσω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά Του, γιὰ νὰ δῶ τὸ σημάδι τῆς λόγχης, δὲν θὰ πιστέψω.
«Δίδυμος» δὲν ἦταν τὸ παρατσούκλι τοῦ Θωμᾶ. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἑλληνικό του ὄνομα. Ἴσως τὸ ὄνομα αὐτὸ νὰ τοῦ δόθηκε ἀπὸ κάποια μυστικὴ κι ἀνεξερεύνητη πρόνοια, γιὰ νὰ δείξει τὶς δυὸ ὄψεις τῆς ψυχῆς του, τὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν πίστη. Σ’ ὅλο τὸ διάστημα πού ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστό, δὲν βλέπουμε νὰ δίνεται ἰδιαίτερη ἔμφαση οὔτε στὴν ἀμφιβολία οὔτε στὴν πίστη του. Μόνο σὲ μιὰ περίπτωση ἀναφέρεται τὸ προσωπικό του θάρρος κι ἡ ἀφοσίωσή του στὸν Κύριο, ἂν κι αὐτὸ φαίνεται νὰ προκύπτει ἀπὸ ἒλλειψη κατανόησης. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἔγινε ὅταν ἒμαθαν τὴν εἴδηση γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Λαζὰρου κι ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές Του: «ἀλλ’ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν». Ὁ Θωμᾶς νόμισε πώς ὁ Κύριος τούς καλοῦσε ν’ ἀποδεχτοῦν τὸ δικό τους θάνατο. Δὲν καταλάβαινε τότε πώς γιὰ τὸν Ζῶντα Κύριο δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Δὲν μποροῦσε νὰ διαβλέψει βέβαια τὴν πρόθεση τοῦ Κυρίου ν’ ἀναστήσει τὸν Λάζαρο. Γράφει ὁ εὐαγγελιστής: «εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ» (Ἰωάν. ια’ 16).
Ἂν καὶ τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἰπώθηκαν μὲ ἐπίγνωση, ἦταν χαρακτηριστικὰ γενναίας κι ἀφοσιωμένης καρδιᾶς. Ὁ Θωμᾶς ἦταν μάρτυρας τῆς ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου, ὅπως καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση τῆς ἀνάστασης τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Στὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου δὲν ἦταν μπροστά, μέσα στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς κοπέλας. Ἐκεῖ ὁ Κύριος πῆρε μαζί Του μόνο τοὺς τρεῖς κορυφαίους μαθητές Του. Δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ὅμως πώς διατύπωσε κάποια ἀμφιβολία γιὰ τὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου. Καὶ βέβαια ἦταν μάρτυρας σ’ ὅλα τὰ μεγάλα θαύματα πού ἔκανε ὁ Κύριος τὰ χρόνια πού ἦταν μαζί Του. Εἶχε ἀκούσει τὴν προφητεία τοῦ Χριστοῦ πώς θ’ ἀναστηθεῖ τὴν τρίτη μέρα. Τώρα ἀκούει τοὺς δέκα φίλους του νὰ λένε πώς ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μπροστά τους ζωντανός, πώς τοὺς ἔδειξε τὶς πληγές Του. Εἶχε ἀκούσει πώς ὁ Πέτρος κι ὁ Ἰωάννης βρῆκαν τὸν τάφο Του ἄδειο, ἴσως νὰ τὸ ‘χε ἀκούσει αὐτὸ κι ἀπὸ τὶς μυροφόρες γυναῖκες. Εἶχε ἀκούσει πώς τὸν Κύριο τὸν εἶδε κι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κι ὅτι συνομίλησε μαζί Του. Εἶχε ἀκούσει ἐπίσης πώς δυὸ μαθητὲς πήγαιναν πρὸς τοὺς Ἐμμαοὺς καὶ συνταξίδευαν μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο.
Ὅλ’ αὐτὰ τὰ γνώριζε ὁ Θωμᾶς, μὰ φαίνεται πώς ἡ πίστη του δὲν ἦταν σταθερή, δυσπιστοῦσε. Δὲν τὰ πίστευε ἐπειδὴ δὲν εἶχε δεῖ ἀναστημένον τὸν Κύριο. Καὶ τὸ ξεκαθάρισε πώς δὲν τοῦ ἔφτανε νὰ δεῖ τὸν Κύριο, ἤθελε ν’ ἀκουμπήσει καὶ τὶς πληγὲς στὰ χέρια Του. Ἂν τὸ δεῖ αὐτὸ κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πλευρά, αὐτὴ εἶναι μιὰ σπάνια κι ἀκατανόητη ἐπιμονὴ κι ἰσχυρογνωμοσύνη στὴν ἀπιστία. Μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ ὅμως ἂν τὸ δεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Θείας Πρόνοιας. Ἡ σταθερότητα τῆς πίστης ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ποιός μπορεῖ νὰ ἐμβαθύνει καὶ νὰ κατανοήσει τὰ δυσθεώρητα βάθη τῆς Θείας Πρόνοιας; Ποιὸς μπορεῖ νὰ βεβαιώσει πώς ὁΘεός, μὲ τὴν πρόνοιά Του, δὲν ἤθελε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, γιὰ χάρη τῆς πίστης τῶν πολλῶν; Σὲ κάθε περίπτωση δύο πράγματα ἔχουν ἀποσαφηνιστεῖ ἐδῶ: ἡ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν πεισματικὴ ἀπιστία ἑνὸς ἀπό τούς ἀποστόλους (πού εἶχε ἀμέτρητους λόγους νὰ πιστεύσεῖ) , καθὼς κι ἡ ἄπειρη σοφία κι ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητά Του ὁ Θεὸς δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ κακὸ γιὰ νὰ βγάλει καλὸ ἀποτέλεσμα. Δὲν χρησιμοποιεῖ κακὰ μέσα γιὰ νὰ πετύχει καλοὺς στόχους. Μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος διορθώνει τοὺς κακούς μας τρόπους καὶ τοὺς μεταποιεῖ σὲ καλούς.
Ὁ Θωμᾶς διαβεβαιώνει τοὺς συμμαθητές Του πώς δὲν θὰ πιστέψει στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Του ἂν δὲν βάλει τὸ δάχτυλό του στὰ σημάδια τῶν χεριῶν Του, «εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων». Σίγουρα τὸ λέει αὐτὸ ἐπειδὴ οἱ φίλοι του εἶπαν πώς ὁ ἴδιος ὁ Κύριός τους ἔδειξε τὶς πληγὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του. Ἂς δοῦμε τώρα πῶς πείθει ὁ Κύριος τὸν ἄπιστο Θωμά:
«Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. κ’ 26). Ὀκτώ μέρες ἀργότερα, Κυριακὴ πάλι, οἱ μαθητὲς ἦταν συναγμένοι. Μαζί τους ἦταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε, κι ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν πάλι κλεισμένες, ὁ Ἰησοῦς μπῆκε μέσα, στάθηκε ἀνάμεσά τους καὶ εἶπε: εἰρήνη ὑμῖν. Ὅλα ἔγιναν ὅπως καὶ τὴν πρώτη φορὰ πού ἐμφανίστηκε μπροστά τους. Ὅλα, μόνο ποὺ τώρα ἦταν κι ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Φαίνεται πώς ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἐμφανιστεῖ στὸν Θωμὰ ἀκριβῶς ὅπως καὶ στοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει στὸ δύσπιστο μαθητὴ ὅλα ἐκεῖνα πού τοῦ διηγήθηκαν οἱ ἄλλοι δέκα.
Γιατί περίμενε ὁ Κύριος νὰ περάσουν ὀκτὼ μέρες; Γιατί δὲν ἐμφανίστηκε νωρίτερα; Πρῶτο, γιὰ νὰ εἶναι ὅλες οἱ συνθῆκες κι οἱ περιστάσεις ἀκριβῶς ἴδιες. Ὅπως τὴν πρώτη φορὰ πού ἐμφανίστηκε ἦταν Κυριακή, ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐμφανιστεῖ καὶ τώρα Κυριακή. Δεύτερο, ὥστε μὲ τὴν ἀναμονὴ νὰ γίνει μεγαλύτερη ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ. Τρίτο, γιὰ νὰ μάθει στοὺς μαθητὲς Του τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία στὴν προσευχή, προκειμένου νὰ μεταδώσουν στὸ φίλο τους τὴ δική τους πίστη, γιατί οἱ μαθητὲς σίγουρα θὰ προσεύχονταν νὰ ἐμφανιστεῖ ξανὰ ὁ Κύριος γιὰ χάρη τοῦ Θωμᾶ. Τέταρτο, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ μαθητὲς τὴν ἀδυναμία τους νὰ πιστοποιήσουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου χωρὶς τὴ δική Του βοήθεια. Καὶ τελευταῖο, ἴσως ἐπειδὴ ὁ ἀριθμὸς ὀκτὼ ὑποδηλώνει τὶς ἔσχατες μέρες, τὴν παραμονὴ τῆς δεύτερης ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ, τότε πού ἄνθρωποι σὰν τὸν Θωμὰ θὰ εἶναι πολὺ ἀδύναμοι καὶ χλιαροὶ στὴν πίστη, θὰ καθοδηγοῦνται μὲ βάση τὶς αἰσθήσεις τους καὶ θὰ πιστεύουν μόνο ἐκεῖνα πού ἀντιλαμβάνονται μ’ αὐτὲς (τὶς αἰσθήσεις τους). Τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ λένε, ὅπως κι ὁ Θωμᾶς : Ἂν δὲν ἰδῶ, δὲ θὰ πιστέψω. «Καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου» (Μάτθ. κδ’ 30).
«Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» (Ἰωάν. κ’ 27). Κι ὁ Θωμᾶς τοῦ ἀπάντησε: Ὁ Κύριός μου καὶ ὁΘεός μου!
Τὴ δεύτερη φορὰ πού ἐμφανίστηκε στοὺς ἀποστόλους ὁ Κύριος τὸ ἔκανε μόνο γιὰ τὸ Θωμά. Γιὰ χάρη ἑνὸς ἀνθρώπου, ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ. Ἐκεῖνος πού περιβάλλεται ἀπὸ ἀγγελικοὺς χοροὺς πού τὸν ὑμνοῦν ἀγαλλόμενοι, ὡς Νικητὴ τοῦ θανάτου, ἀφήνει τὰ οὐράνια τάγματα καὶ σπεύδει νὰ σώσει τὸ ἕνα πρόβατο, τὸ ἀπολωλός. Ἂς τὸ δοῦν αὐτὸ ὅλοι οἱ ἔνδοξοι κι οἱ δυνατοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου πού ξεχνοῦν τοὺς ἀδύνατους καὶ ταπεινοὺς φίλους τους, πού τοὺς ἀποφεύγουν μὲ ντροπὴ καὶ περιφρόνηση. Ἂς τὸ δοῦν αὐτὸ κι ἂς ντραποῦν ἀπὸ τὸ παράδειγμά Του. Μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος δὲν ἔνιωσε οὔτε ντροπὴ οὔτε ταπείνωση. Μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος Ἐκεῖνος, ὁ δοξασμένος καὶ παντοδύναμος, κατέβηκε γιὰ δεύτερη φορὰ σ’ ἕνα ταπεινὸ δωμάτιο στὰ Ἱεροσόλυμα. Πόσο εὐλογημένο εἶναι τὸ δωμάτιο αὐτό, ἀπ’ ὅπου προέκυψαν γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα περισσότερες εὐλογίες, ἀπ’ ὅσες θὰ μποροῦσαν νὰ προκύψουν ἀπ’ ὅλα τὰ παλάτια τῶν αὐτοκρατόρων!
Μόλις ὁ Κύριος παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν Θωμά, ἐκεῖνος ἀναφώνησε μὲ χαρά: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!» Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Θωμᾶς ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς Ἄνθρωπο καὶ ὡς Θεό, ὡς ἕνα ζωντανὸ πρόσωπο. Μόνο ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο ἦταν ἀρκετὴ νὰ δώσει στὸν Θωμὰ τὴν εὐλογία τοῦ Πνεύματος, τὴν ἀναγέννηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τὶς ἁμαρτίες, κάτι πού ὀκτὼ μέρες νωρίτερα εἶχε δώσει στοὺς ἄλλους μαθητὲς μὲ τὸ λόγο καὶ τὴν πνοή Του. Ὅταν ὁ Κύριος βρισκόταν ἀκόμα στὸ θνητὸ σῶμα Του, προτοῦ ἀναστηθεῖ, μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὴν αἱμορρούσα γυναίκα μόνο μὲ τὸ νὰ τῆς ἐπιτρέψει ν’ ἀγγίξει τὸ ἱμάτιό Του. Πολὺ περισσότερο τώρα, μὲ τὸ δοξασμένο κι ἀναστημένο σῶμα Του, μποροῦσε νὰ δώσει μόνο μὲ τὴν ἐπαφὴ στὸν Θωμὰ τὴν ἐξουσία πού εἶχε δώσει μὲ διαφορετικὸ τρόπο στοὺς ἄλλους ἀποστόλους. Δὲν ἦταν ἀδύνατο βέβαια νὰ δώσει ὁ Κύριος καὶ στὸ Θωμὰ δύναμη κι ἐξουσία μὲ τὸν ἴδιο τρόπο πού τὴν ἔδωσε στοὺς ἄλλους ἀποστόλους, ἂν κι αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται στὰ εὐαγγέλια. Ἀλλά εἶναι γνωστὸ πώς δὲν καταγράφηκαν ὅλα ὅσα εἶπε κι ἔκανε ὁΚύριος μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς λίγο ἀργότερα. Τὸ ἀξιοσημείωτο εἶναι πώς ὁ Θωμᾶς, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, ἔλαβε τὴν ἴδια δύναμη κι ἐξουσία, ὅπως κι οἱ ἄλλοι μαθητές. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὴν ἀποστολική Του διακονία, ἀπὸ τὰ θαύματά του καὶ τὸ μαρτυρικό του θάνατο. (Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ μαθαίνουμε πώς καταδικάστηκε σὲ θάνατο ἐπειδὴ ὁμολόγησε μὲ θάρρος καὶ παρρησία πώς ὁΧριστὸς ἀναστήθηκε. Πέντε στρατιῶτες ὅρμησαν τότε ἐναντίον τοῦ γενναίου στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν σκότωσαν μὲ τὶς λόγχες τους).
Γιὰ ν’ ἀποκαταστήσει καὶ νὰ ἑδραιώσει τὴν πίστη τοῦ Θωμᾶ, ὁ Κύριος τὸν ἐπέπληξε εὐγενικά: «λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. κ’ 29). Ἐσύ, Θωμᾶ, τοῦ εἶπε, μὲ πίστεψες περισσότερο μὲ τὶς αἰσθήσεις σου παρὰ μὲ τὸ πνεῦμα σου. Ἤθελες μὲ τὰ αἰσθητήριά σου νὰ πειστεῖς, γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ σοῦ ἔδωσα τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ κάνεις αὐτό. Κι ἐσύ πείστηκες μὲ τὸ νὰ μὲ δεῖς καὶ νὰ μὲ ἀγγίξεις. Ὅμως, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Μακάριοι κι εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δὲν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους, ἀλλά μὲ τὸ πνεῦμα τους καὶ πίστεψαν μὲ τὴν καρδιά τους. Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν στὸν Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιό Του χωρὶς νὰ τὸν δοῦν μὲ τὰ σωματικά τους μάτια, δίχως νὰ τὸν ἀγγίξουν μὲ τὰ χέρια τους. Μακάριο εἶναι τὸ παιδὶ πού πιστεύει ὅλα ὅσα τοῦ λέει ἡ μητέρα του, χωρὶς νὰ τὰ ἀμφισβητήσει καὶ νὰ θελήσει νὰ τὰ ἐπιβεβαιώσει μὲ τὰ μάτια ἢ μὲ τὰ χέρια του. «Ἔστω δὲ ὁλόγος ὑμῶν ναί ναί, οὔ οὔ» (Ματθ. ε’ 37).
Ὁ Κύριος τὸ εἶχε πεῖ πολλὲς φορὲς νωρίτερα πώς θ’ ἀναστηθεῖ κι ἔπρεπε νὰ τὸν πιστέψουν. Γιὰ νὰ πειστοῦν οἱ ἄπιστοι ὅμως καὶ νὰ ἑδραιωθοῦν στὴν πίστη οἱ ὀλι-γόπιστοι, ὁ Κύριος δὲν περιορίστηκε μόνο σὲ ὅσα προεῖπε γιὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Του, ἀλλά ἔκανε καὶ πολλὲς ἐμφανίσεις μετὰ ἀπ’ αὐτήν. Ἦταν πολὺ σπουδαῖο γιὰ Ἐκεῖνον ὥστε οἱ ἀπόστολοι κι ἀπ’ αὐτοὺς οἱ πιστοί, ν’ ἀποκτήσουν δυνατὴ πίστη στὴν Ἀνάστασή Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάση τῆς πίστης κι ἡ εὐφροσύνη τοῦ χριστιανοῦ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ πάνσοφος Κύριος ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸ πνεῦμα ἀλλά καὶ τὶς αἰσθήσεις τῶν ἀποστόλων, ὥστε κανενὸς ἡ πίστη νὰ μὴν κλο- νιστεῖ, νὰ μὴν ἀμφιβάλει πώς ὁ Κύριος εἶναι ἀναστημένος καὶ ζωντανός. Ἂν καὶ «τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν» (Ἰωάν. στ’ 63) καὶ μ’ ὅλο πού οἱ αἰσθήσεις μποροῦν νὰ ἐξαπατήσουν τὸν ἄνθρωπο πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, ὁ γλυκὺς Κύριος συγκατένευσε στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ ἔκανε ὅ,τι ἦταν δυνατὸ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει καὶ τὴν αἰσθητὴ ἀντίληψη καὶ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παραμένει ὡς σήμερα τὸ πλέον ἀναμφισβήτητο γεγονὸς στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ποιὸ ἄλλο γεγονός, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ ἀπώτατο παρελθόν, παραμένει τόσο φανερὰ καὶ προσεχτικὰ τεκμηριωμένο ὅσο αὐτό;
«Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 31 ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰωάν. κ’ 30-31). Εἶναι φανερὸ πώς ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστὴς πρέπει νὰ μιλάει γιὰ θαύματα πού ἔκανε ὁΧριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Αὐτὸ προκύπτει πρῶτα ἀπὸ τὴν ἀφήγηση πού προηγήθηκε, γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου. Φαίνεται ἐπίσης ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅπου ἀναφέρεται πώς ὁ Κύριος «παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. α’ 3).
Ποῦ ἔχουν καταγραφεῖ ὅλ’ αὐτὰ τὰ ἀψευδή γεγονότα πού ἔκανε τὶς σαράντα αὐτὲς μέρες; Πουθενά. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ὁμολογεῖ πώς δὲν ἔχουν γραφεῖ ὅλα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο – τὸ εὐαγγέλιό του (βλ. Ἰωάν. κα’ 25). Τέλος, τὸ ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς ἐδῶ δὲν μιλάει μόνο γιὰ τὰ θαύματα πού ἔκανε μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του καὶ γιὰ ὅσα ἔκανε στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ εὐαγγελιστῆ, μὲ τὰ ὁποῖα κλείνει καὶ τὸ εὐαγγέλιό του: «ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. ἀμήν» (Ἰωάν. κα’ 25). Οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν θὰ χωροῦσε τὰ βιβλία πού θὰ χρειάζονταν γιὰ νὰ καταχωρηθοῦν ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς.
Τὰ λόγια αὐτὰ ἀναφέρονται σὲ ὅλα τὰ θαύματα πού ἔκανε ὁ Χριστὸς στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του. Τὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ὅμως δὲν πρέπει νὰ ’χουν τὸ ἴδιο νόημα μ’ αὐτὰ πού τελειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸ εὐαγγέλιο. Ὑπῆρχε κάποιος λόγος νὰ τὰ ἐπαναλάβει;
Ὅλα ὅσα γράφτηκαν στὸ εὐαγγέλιο ἔχουν ἕνα μοναδικὸ σκοπό: «ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ σημαίνει: Μὴν περιμένετε ἄλλον Μεσσία καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου. Αὐτὸς πού ἦταν νὰ ἔρθει, ἦρθε. Αὐτὸς πού προφήτεψαν οἱ προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ κι οἱ Σίβυλλες τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, ἐμφανίστηκε στ’ ἀλήθεια. Ὅλα ὅσα γράφτηκαν, ἦταν ἐπίσης ὥστε καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἒχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. Μὲ τὴν πίστη αὐτή, πού ὁ Θωμᾶς τὴν ἐπιβεβαίωσε μὲ τὶς αἰσθήσεις του, θὰ ἔχετε ζωὴ αἰώνια. Ἀπ’ αὐτὸ φαίνεται πώς τὰ καταληκτικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου συνδέονται μὲ τὸ περιστατικὸ ποὺ προηγήθηκε, μὲ τὸν Θωμὰ καὶ τὴν ἀπιστία του. Ὁ Κὺριος ἐμφανίστηκε στὸν Θωμὰ μόνο γιὰ δική του χάρη, ἀλλὰ γιὰ τὴ χάρη ὅλων ἐκείνων πού ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωή. Μὲ τὴν ἐμφάνισή Του στὸν Θωμὰ ὁ Κύριος βοήθησε ὅλους ἐμᾶς νὰ τὸν πιστέψουμε πιὸ εὔκολα, ἀναστημένο καὶ ζωντανό. Καὶ μὲ τὴν πίστη αὐτὴ νὰ συμμετάσχουμε στὴν αἰώνια ἀλήθεια καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, προσθέτει ὁ εὐαγγελιστής. Γιατί ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ; Ἐπειδὴ «καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ’ 12). Γιατί «πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. ι’ 13). Μόνο ἡ ζωὴ πού ἀναζητεῖται καὶ ἀποκτᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι ἀληθινὴ ζωή. Κάθε ἄλλη εἶναι θάνατος καὶ φθορά. Στὴν ἄνυδρη ἐρημιὰ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ὁ ἀναστημένος Χριστὸς εἶναι ἡ μόνη σίγουρη πηγὴ νεροῦ πού ξεδιψάει καὶ ἀναζωογονεῖ. Ὁτιδήποτε ἄλλο θὰ φαίνεται σὰν πηγὴ νεροῦ στὸν ταλαιπωρημένο καὶ διψασμένο ταξιδιώτη, πού δὲν θὰ εἶναι πηγὴ ἀλλὰ τὸ λαμπύρισμα τῆς καυτῆς ἄμμου, μιὰ διαβολικὴ αὐταπάτη.
***
Τό βαθύτερο νόημα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἒχει σχέση μὲ τὸ ἐσωτερικὸ δράμα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος θέλει νὰ ἐμφανιστεῖ ὁ ἀναστημένος Κύριος μέσα του, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νὰ κλειδαμπαρώσει τὴν πὸρτα τῆς ψυχῆς του, νὰ τὴν προστατέψει ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ ἐξωτερικοῦ, τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Θεόληπτος στὴ Φιλοκαλία: «Ἀποκτῆστε σοφία ἀπὸ τὶς μέλισσες. Μὲ τὸ πού θὰ δοῦν σμῆνος ἀπὸ σφῆκες νὰ πετοῦν γύρω τους, μένουν μέσα στὴν κυψέλη κι ἒτσι διαφεύγουν τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τους». Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο οἱ ἀπόστολοι προστατεύτηκαν ἀπὸ τοὺς αἱμοδιψεῖς καὶ ὑλιστές Ἰουδαίους.
Οἱ Ἰουδαῖοι ἀντιπροσωπεύουν κατὰ κάποιο τρόπο τὸν ὑλισμὸ καὶ τὸν αἰσθησιασμό. Σὲ ψυχὴ ὅμως πού διαφυλάσσεται μὲ ζῆλο καὶ κλειδαμπαρώνεται, ὁ Κύριος θὰ ἐμφανιστεῖ ἐν δόξῃ. Ὁ δοξασμένος Νυμφίος θ’ ἀποκαλυφτεῖ τότε στὴ συνετὴ νύμφη. Ὅταν ἐμφανίζεται ὁ Κύριος, ὁ φόβος τοῦ κόσμου ἐξαφανίζεται κι ἡ ψυχὴ εἰρηνεύει. Κι ὄχι μόνο εἰρηνεύει. Ὁ Κύριος φέρνει πάντα μαζί Του πολλὰ καὶ διάφορα δῶρα, ὅπως χαρά, δύναμη καὶ θάρρος. Ἑδραιώνει τὴν πίστη, ἐνισχύει τὴ ζωή.
Ὅταν ὁ Κύριος ἐμφανίζεται καὶ μᾶς παρέχει ὅλ’ αὐτὰ τὰ πολύτιμα δῶρα, κάποια ἀμφιβολία ἐξακολουθεῖ ἀκόμα νὰ κρύβεται σὲ κάποια γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Ἡ γωνιὰ αὐτὴ ἀντιπροσωπεύει τὸ δύσπιστο Θωμά. Γιὰ νὰ φωτιστεῖ καὶ νὰ θερμανθεῖ κι ἡ γωνιὰ αὐτὴ μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε στὴν προσευχὴ καὶ νὰ περιμένουμε μὲ μεγάλη ὑπομονή. Πρέπει νὰ μένουμε κλειδαμπαρωμένοι, προστατευμένοι ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο, ἀπὸ τὶς σωματικὲς ἐπιθυμίες καὶ ὁρμές. Τότε ὁ Κύριος πού ἀγαπᾶ τὸ ἀνθρώπινο γένος θὰ μᾶς συμπονέσει καὶ θὰ εἰσακούσει τὶς προσευχές μας. Θὰ ἐμφανιστεῖ ξανά καὶ μὲ τὴ φιλεύσπλαχνη παρουσία Του θὰ φωτίσει καὶ τήν τελευταία σκοτεινὴ γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Τότε καὶ μόνο τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ποῦμε πώς εἴμαστε ζωντανὲς ψυχὲς καὶ υἱοὶ Θεοῦ κατὰ χάρη. Κι ὅλ’ αὐτὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο πρέπει ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἀπό το βιβλίο: «Ἀναστάσεως Ἡμέρα» Ἐκδόσεις, Πέτρου Μπότση)
Τελείωσε πια η αληθινή κατάπαυση του Σαββάτου, που δέχτηκε την ευλογία του Θεού, κατά την οποία ο Κύριος αναπαύθηκε από όλα τα έργα του για τη σωτηρία του κόσμου τελώντας το Σάββατο της αργίας του θανάτου και έδειξε τη χάρη και στα μάτια και στις ακοές και στην καρδιά, με τα οποία τελέσαμε την εορτή, με όσα είδαμε, με όσα ακούσαμε και όσων τη χαρά δεχτήκαμε στην καρδιά μας. Γιατί το φως που βλέπουμε με τα μάτια μας ήταν το φως της πύρινης νεφέλης που σκορπίζουν οι λαμπάδες μας μέσα στη νύκτα, ο λόγος που όλες τις νύχτες αντηχεί στις ακοές μας με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, κυλώντας με την ακοή σαν ένα ρεύμα μέσα στην ψυχή, μας γέμισε από αγαθές ελπίδες, ενώ η καρδιά, γεμάτη χαρά από τα λεγόμενα και βλεπόμενα, σφράγιζε την άφραστη μακαριότητα καθοδηγούμενη από τα φαινόμενα στο αόρατο, ώστε να είναι εικόνα των αγαθών εκείνων, «που ούτε μάτι είδε ούτε αυτί άκουσε ούτε ένιωσε καρδιά ανθρώπου» (Α´ Κορ 2, 9), τα αγαθά αυτής της ανάπαυσης, βεβαιώνοντας με την παρουσία τους την ανείπωτη ελπίδα των μελλοντικών.
2. Επειδή λοιπόν αυτή η φωτεινή νύχτα ένωσε το φως των λαμπάδων με τις ορθρινές ακτίνες του ήλιου κι αποτέλεσε μια συνεχή ημέρα που δεν τη διχοτόμησε η παρεμβολή του σκότους, ας σκεφτούμε, αδελφοί, την προφητεία που λέει, «αυτή είναι η ημέρα που έκανε ο Κύριος» (Ψαλμ. 117, 24), που δε μας προτείνει κάποιο έργο βαρύ και δυσκολοκατόρθωτο, αλλά χαρά και ευφροσύνη και αγαλλίαση, αφού αυτό μας είπε ο λόγος, «ας νιώσομε κατ αυτήν χαρά και αγαλλίαση» (Ψαλμ. 117, 24). Πόσο ωραία εντολή, πόσο ωραία νομοθεσία. Ποιος αναβάλλει ν ακούσει τέτοιες εντολές; Ποιος δε θεωρεί ζημία και τη μικρή αναβολή στην εκτέλεση της εντολής; Η ενέργεια είναι χαρά, η προσταγή αγαλλίαση, που διαλύουν την καταδίκη για αμαρτίες και μεταβάλλονται τα λυπηρά σε χαρά.
3. Αυτό είναι το απόφθεγμα της σοφίας, ότι σε ημέρα χαράς τα κακά αμνηστεύονται (Σοφία Σειρ. 11, 25). Η ημέρα αυτή επέφερε λήθη της πρώτης εναντίον μας απόφασης η καλύτερα όχι λήθη, αλλά αφανισμό. Γιατί έσβησε τελείως οτιδήποτε θύμιζε την καταδίκη μας. Τότε ο τοκετός γινόταν με πόνους (Γεν. 3, 16), τώρα η γέννηση γίνεται χωρίς ωδίνες. Τότε γεννηθήκαμε σάρκες από σάρκα, τώρα ό,τι γεννιέται είναι πνεύμα από Πνεύμα. τότε γεννηθήκαμε υιοί ανθρώπων, τώρα υιοί του Θεού. Τότε από τους ουρανούς ξεπέσαμε στη γη, τώρα ο επουράνιος έκανε ουράνιους κι εμάς. Τότε με την αμαρτία βασίλεψε ο θάνατος, τώρα παίρνει με τη σειρά της την εξουσία η δικαιοσύνη. Ένας άνοιξε τότε την είσοδο του θανάτου και τώρα με έναν μπαίνει στη θέση του θανάτου η ζωή. Με το θάνατο τότε ξεπέσαμε από τη ζωή και τώρα η ζωή αναιρεί το θάνατο. Τότε κρυφτήκαμε από ντροπή με τα συκόφυλλα (Γεν. 2, 7), τώρα πλησιάζομε τιμημένοι το ξύλο της ζωής. Τότε με την παρακοή διωχτήκαμε από τον Παράδεισο, τώρα μπαίνομε μέσα στον Παράδεισο με την πίστη. Πάλι βρίσκεται μπροστά μας και στην εξουσία μας για να τον απολαύσομε ο καρπός της ζωής (Γεν. 2, 9). Πάλι η πηγή του παραδείσου μοιράζεται σε τέσσερις κλάδους (Γεν. 2, 10) και με τα ποτάμια των ευαγγελίων ποτίζει ολόκληρη την Εκκλησία, ώστε και να μεθάνε τα αυλάκια των ψυχών μας, που όργωσε με το αλέτρι της διδασκαλίας ο σπορέας των λόγων (Μάρκ. 4, 15), και να πληθαίνουν της αρετής τα γεννήματα. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν αυτοί; Τι άλλο παρά να μιμούνται με τα σκιρτήματά τους τα όρη και τα βουνά των προφητών. Γιατί λέει, «τα όρη σκίρτησαν όπως κριάρια και τα βουνά όπως μικρά αρνιά» (Ψαλμ. 113, 4).
4. Ελάτε λοιπόν κι ας χαρούμε με τον Κύριό μας που κατέλυσε τη δύναμη του εχθρού και ύψωσε για χάρη μας το μεγάλο τρόπαιο του σταυρού με τη συντριβή του αντιπάλου μας. Ας αλαλάξουμε.κι αλαλαγμός είναι οι επινίκιες ζητωκραυγές που υψώνουν οι νικητές κατά των νικημένων. Αφού λοιπόν συντρίφτηκε η παράταξη του εχθρού κι ο ίδιος ο αρχηγός της πονηρής δαιμονικής στρατιάς έφυγε και εξαφανίστηκε και κατάντησε πια μηδέν, ας πούμε ότι «ο Θεός είναι μεγάλος Κύριος και μεγάλος βασιλέας σ όλη τη γη» (Ψαλμ. 94,3. 46, 3) «αυτός που ευλόγησε το στέφανο του χρόνου με τα αγαθά της χρηστότητάς του» Ψαλμ. 64, 12) και μας συγκέντρωσε σ αυτήν την πνευματική χοροστασία στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο η δόξα ανήκει στους αιώνες. Αμήν.
1. «Θα σταματήσω εις τον φυλάκιόν μου», λέγει ο θαυμάσιος Αββακούμ (Αββακ. 2, 1). Και εγώ θα σταματήσω μαζί του σήμερα επάνω εις την εξουσίαν και την διορατικήν ικανότητα την οποίαν μου έχει δώσει το Πνεύμα, και θα κατοπτεύσω και θα αναγνωρίσω ό,τι θα μου φανερωθή και ό,τι θα λεχθή προς εμέ. Και εσταμάτησα και κατόπτευσα. Και να άνδρας ο οποίος κάθεται επάνω εις τα νέφη και ο οποίος είναι πανύψηλος. Η όψις του είναι ομοία προς την όψιν αγγέλου και η στολή του ωσάν λάμψις αστραπής η οποία σχίζει τον ουρανόν (πρβλ. Ναούμ 2, 5). Και εσήκωσε την χείρα του προς την ανατολήν και εφώναξε με δυνατήν φωνήν (η φωνή του ήταν ωσάν φωνή σάλπιγγος και γύρω του υπήρχε πλήθος από μίαν ουρανίαν στρατιάν) και είπε: «Σήμερα ήλθεν η σωτηρία εις τον κόσμον, τον ορατόν και τον αόρατον. Ο Χριστός ανεστήθη από τους νεκρούς, αναστηθήτε μαζί του. Ο Χριστός επανήλθεν εις την θέσιν του, επανέλθετε και σεις. Ο Χριστός ηλευθερώθη από τα δεσμά του τάφου, ελευθερωθήτε και σεις από τα δεσμά της αμαρτίας. Αι πύλαι του άδου ανοίγονται, ο θάνατος καταλύεται, ο παλαιός Αδάμ απομακρύνεται και ο νέος συμπληρώνεται. Εάν υπάρχη κάποια νέα δημιουργία εις τον Χριστόν, ανανεωθήτε και σεις». Αυτά έλεγεν αυτός και οι άλλοι ανυμνούσαν, όπως είχε γίνει και προηγουμένως, όταν εφανερώθη εις ημάς ο Χριστός με την επίγειον γέννησίν του, με το «δόξα εις τον Θεόν, ο οποίος βρίσκεται εις τους ουρανούς, και ειρήνη επάνω εις την γην, συμφώνως προς την υπόσχεσίν Του προς τους ανθρώπους» (Λουκ. 1, 14). Μαζί με αυτούς λέγω και εγώ τα ίδια προς σάς. Μακάρι δε να αποκτούσα και φωνήν ισάξιαν προς την φωνήν των αγγέλων, η οποία να αντηχούσε απ άκρου εις άκρον της γης.
2. Πάσχα του Κυρίου, Πάσχα, και πάλιν θα είπω Πάσχα προς τιμήν της Αγίας Τριάδος. Αυτή είναι δι ημάς η εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων, η οποία τόσον πολύ ξεπερνά όχι μόνον τας ανθρωπίνας και τας προερχομένας από την γην, αλλά ακόμη και εκείνας του ιδίου του Χριστού και όσας τελούνται προς τιμήν Του, όσον ξεπερνά ο ήλιος τους αστέρας. Είναι μεν καλή και η χθεσινή μας λαμπροφορία και η φωταψία, την οποίαν εκάμαμεν και ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί από κοινού, και κατά την οποίαν κάθε άνθρωπος και σχεδόν κάθε τι το οποίον έχει αξίαν κατεφωτίσαμεν με πλήθος πυρσών την νύκτα, πράγμα το οποίον αποτελεί σύμβολον του μεγάλου φωτός, όπως και ο ουρανός φωτίζει από επάνω, καταυγάζων όλον τον κόσμον με την ωραιότητά του, όπως αι υπερουράνιοι φύσεις και οι άγγελοι, η πρώτη φωτεινή φύσις μετά την πρώτην, επειδή από εκείνην προέρχεται, και όπως η Τριάς από την οποίαν έχει δημιουργηθή όλον το φως, αλλά είναι ακόμη ωραιοτέρα και πιο επίσημος η σημερινή. Καθόσον χθές μεν το φως ήτο προάγγελος του μεγάλου Φωτός, το οποίον ανασταίνεται, και κατά κάποιον τρόπον μία προεόρτιος χαρά, σήμερα δε εορτάζομεν την ιδίαν την Ανάστασιν, η οποία δεν αποτελεί πλέον αντικείμενον ελπίδος, αλλά έχει ήδη γίνει πραγματικότης και έχει συγκεντρώσει γύρω της όλον τον κόσμον. Ο καθένας μεν λοιπόν με τον τρόπον του ας προσφέρη τον καρπόν του και τον χρόνον αυτόν και ας προσφέρη δώρον εορταστικόν από τα πνευματικά τα οποία αγαπά ο Θεός, μικρόν η μεγαλύτερον αναλόγως προς τας δυνάμεις του. Διότι το να προσφέρη κανείς δώρον αντάξιον προς την εορτήν θα ημπορούσαν ίσως μόλις και μετά βίας να το επιτύχουν οι άγγελοι, οι πρώτοι πνευματικοί και καθαροί και θεαταί και μάρτυρες της ουρανίου δόξης, έστω και αν είναι προσιτόν εις αυτούς κάθε είδος εξύμνησις. Ημείς δε θα προσφέρωμεν τον λόγον, το πιο ωραίον και πολύτιμον από τα μέσα τα οποία διαθέτομεν, υμνούντες και κατ άλλον τρόπον τον Λόγον δια τας ευεργεσίας Του προς τους ανθρώπους. Θα αρχίσω δε από το σημείον αυτό. Διότι δεν ανέχομαι, ενώ προσφέρω ως θυσίαν τους λόγους μου περί του μεγάλου Θύματος και της πιο μεγάλης από τας ημέρας, να μην ανατρέξω εις τον Θεόν και να κάμω από εκεί την αρχήν. Καθαρίσατε προς χάριν μου και τον νουν και την ακοήν και την διάνοιαν, όσοι εντρυφάτε εις αυτά τα πράγματα (επειδή ο λόγος αναφέρεται εις τον Θεόν και είναι θείος), δια να αναχωρήσετε αφού θα έχετε εντρυφήσει πραγματικά εις εκείνα τα οποία δεν τελειώνουν ποτέ. Θα είναι δε ο λόγος μου πλήρης αλλά και συνάμα πολύ σύντομος, εις τρόπον ώστε, ούτε να σάς λυπήση με τας ελλείψεις του, ούτε και να γίνη ανιαρός εξ αιτίας του κορεσμού, τον οποίον τυχόν θα σάς έφερε.
3. Ο Θεός υπήρχε μεν πάντοτε, και υπάρχει, και θα υπάρχη, η, καλύτερα, υπάρχει πάντοτε. Διότι το "υπήρχε" και "θα υπάρχη", είναι τμήματα του χρόνου και της φθαρτής φύσεώς μας. Ο όρος όμως ‘'ο υπάρχων'' εκφράζει το αιώνιον, και με αυτόν αυτοτιτλοφορείται όταν εμφανίζεται εις τον Μωϋσή επάνω εις το όρος (Εξ. 3, 14). Διότι έχει συγκεντρώσει και διατηρεί όλην την ''ύπαρξιν'', η οποία ούτε άρχισε ποτέ ούτε και θα λήξη ποτέ, ωσάν κάποιος απέραντος και απεριόριστος ωκεανός ουσίας, ο οποίος ξεπερνά κάθε έννοιαν και του χρόνου και της φύσεως, και ο οποίος ημπορεί να σκιαγραφηθή κάπως μόνον με τον νουν. Και από αυτόν πάλιν μόνον πολύ αμυδρά και περιωρισμένα, όχι από την ουσίαν του αλλά από εκείνα τα οποία βρίσκονται γύρω του, δια να σχηματισθή από την συγκέντρωσιν των διαφόρων εξωτερικών φαινομένων μία κάποια εικόνα της αληθείας η οποία χάνεται προτού προλάβωμεν να την κρατήσωμεν, και εξαφανίζεται προτού ημπορέσωμεν να την συλλάβωμεν με τον νουν. Η εικόνα δε αυτή λάμπει εις τον νουν μας, και μάλιστα μόνον όταν αυτός είναι καθαρός, όπως η αστραπή η οποία διαρκεί ελάχιστα. Νομίζω δε (ότι γίνεται αυτό) από την μία μεριά μεν δια να προσελκύη με εκείνο το οποίον ημπορεί να γίνη κατανοητόν (διότι το τελείως ακατανόητον απογοητεύει και εξουδετερώνει κάθε διάθεσιν προσεγγίσεως), από την άλλην δε δια να προκαλή τον θαυμασμόν με το ακατανόητον.με τον θαυμασμόν να δημιουργή περισσότερον πόθον, με τον πόθον να καθαρίζη και με την κάθαρσιν να κάνη τον νουν μας θεόμορφον. Αφού γίνωμεν δε τέτοιοι, τολμώ να το είπω, να συναναστρεφώμεθα με το Θείον ωσάν συγγενείς. Ο Θεός να ενώνεται και να επιτρέπη να Τον γνωρίσουν θεοί, και μάλιστα τόσον πολύ, όσον γνωρίζει κι όλας εκείνους τους οποίους γνωρίζει. Είναι λοιπόν άπειρον το θείον και δυσκολονόητον. Το μόνον δε το οποίον είναι κατανοητόν απ αυτό είναι το ότι είναι άπειρον, έστω και αν θα νομίζη κάποιος ότι είναι απλής φύσεως η καθ ολοκληρίαν ακατανόητον, η τελείως κατανοητόν. Διότι πως θα επιθυμήσωμεν κάποιον ο οποίος είναι απλός από την φύσιν του; Η απλότης λοιπόν δεν αποτελεί την φύσιν του, όπως και εις τα σύνθετα την φύσιν των δεν αποτελεί μόνον το ότι είναι σύνθετα.
4. Επειδή δε το άπειρον εξετάζεται από δύο πλευράς, από την αρχήν δηλαδή και το τέλος (διότι ό,τι ξεπερνά τα όρια αυτά και δεν περιορίζεται μέσα σ αυτά είναι άπειρον), όταν μεν στραφή ο νους προς το ουράνιον βάθος, επειδή δεν έχει που να σταθή δια να στηρίξη τα εξωτερικά γνωρίσματα με τα οποία αντιλαμβάνεται τον Θεόν, ονομάζει το άπειρον και το αδιέξοδον το οποίον προκύπτει από αυτά άναρχον. Όταν δε στραφή προς τα επίγεια και τα μέλλοντα, το ονομάζει αθάνατον και άφθαρτον. Όταν δε εξετάση τα πάντα, το ονομάζει αιώνιον. Διότι αιών δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε κάποιο τμήμα του χρόνου (διότι δεν μετράται). Αλλά ό,τι είναι δι ημάς ο χρόνος, ο οποίος μετράται με την περιφοράν του ηλίου, αυτό είναι δια τα αιώνια ο αιών, ο οποίος επεκτείνεται μαζί με τα όντα, ωσάν κάποιο χρονικό κίνημα και διάστημα. Εις αυτά λοιπόν ας αρκεσθή η τωρινή μου φιλοσοφική ενασχόλησις με τον Θεόν. Διότι δεν υπάρχει χρόνος δι αυτά, επειδή εκείνο το οποίον έχομεν να εξετάσωμεν είναι η οικονομία και όχι η θεολογία. Όταν δε είπω Θεόν, εννοώ τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Και η θεότης ούτε διαχέεται πέρα απ αυτά, δια να μην παραδεχθώμεν πολλούς θεούς, ούτε περιορίζωνται εις ένα απ αυτά, δια να μην κατηγορηθώμεν ότι δεχόμεθα πτωχήν θεότητα, και να μην μας είπουν είτε ιουδαίζοντας εξ αιτίας της μονοθείας, είτε ελληνίζοντας εξ αιτίας της πολυθείας. Διότι και εις τα δύο υπάρχει το ίδιον κακόν, έστω και αν ευρίσκεται μέσα εις αντίθετα πράγματα. Έτσι λοιπόν τα Άγια των Αγίων, τα οποία δεν αποκαλύπτονται ούτε εις τα ίδια τα Σεραφείμ, και τα οποία δοξάζονται με τον Τρισάγιον ύμνον (βλ. Ησ. 6, 2 ε.), συγκεντρώνονται εις μίαν αρχήν και μίαν Θεότητα, πράγμα το οποίον έχει εξετάσει κατά τρόπον άριστον και υψηλόν και κάποιος άλλος από τους πριν από ημάς.
5. Επειδή όμως δεν ήτο τούτο αρκετόν εις την αγαθότητα, το να κινήται μόνον με την σκέψιν της, αλλά έπρεπε να διασκορπισθή το αγαθόν και να εξαπλωθή, εις τρόπον ώστε να γίνουν περισσότερα τα ευεργετούμενα (διότι αυτό αποτελεί απόδειξιν της απείρου αγαθότητος), κατ αρχήν μεν δημιουργεί με την σκέψιν τους αγγέλους και τας ουρανίας δυνάμεις. Και η σκέψις της γίνεται έργον, το οποίον συμπληρώνεται από τον Λόγον και ολοκληρώνεται από το Πνεύμα. Και έτσι εδημιουργήθησαν δεύτεραι λαμπρότητες, υπηρέται της πρώτης λαμπρότητος, τας οποίας πρέπει να θεωρήσωμεν είτε νοερά πνεύματα, είτε πυρ, κατά κάποιον τρόπον, άϋλον και ασώματον, είτε ως κάποιαν άλλην φύσιν, η οποία να ταιριάζη όσον το δυνατόν περισσότερον προς τα λεχθέντα. Θέλω μεν να είπω ότι δεν ημπορούν να κινηθούν προς το κακόν, και ότι μόνον προς το καλόν ημπορούν να βαδίσουν, επειδή ευρίσκονται γύρω από τον Θεόν και φωτίζονται πρώται απ Αυτόν (διότι ο φωτισμός των επιγείων αποτελεί δεύτερον φωτισμόν). Με αναγκάζει όμως να θεωρήσω και να είπω, ότι δεν είναι ακίνητοι αλλά μόνον δυσκίνητοι, ο Εωσφόρος, ο οποίος ωνομάσθη έτσι εξ αιτίας της λαμπρότητός του (βλ. Ησ. 14, 12) και ο οποίος έγινε σκοτάδι εξ αιτίας της υπερηφάνειάς του, και αι δυνάμεις αι οποίαι απεστάλησαν υπό την αρχηγίαν του, αι οποίαι εδημιούργησαν το κακόν με την απομάκρυνσιν από το καλόν και το επροκάλεσαν και εις ημάς.
6. Έτσι λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν εδημιουργήθη υπ Αυτού ο νοητός κόσμος, εις τρόπον ώστε να ημπορώ εγώ να εξετάζω τα πράγματα αυτά, καταμετρών με τον μικρόν λόγον μεγάλα πράγματα. Επειδή δε τα πρώτα ήσαν καλά (Γεν. κεφ. 1) δι Αυτόν, εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερον κόσμον, υλικόν και ορατόν ( αυτός δε ο κόσμος είναι το οργανωμένον σύστημα και σύνολον του ουρανού και της γης και των μεταξυ αυτών ευρισκομένων, αξιέπαινον μεν δια την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη πιο αξιέπαινον εξ αιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας η οποία δημιουργείται απ΄ όλα αυτά, τα οποία ταιριάζουν το ένα με το άλλο και όλα μεταξύ των, δια να συμπληρώσουν ένα αρμονικόν σύνολον), δια να αποδείξη ότι ημπορεί να φέρη εις την ύπαρξιν όχι μόνον φύσιν ομοίαν προς Αυτόν αλλά και τελείως διαφορετικήν από Αυτόν. Διότι είναι μεν όμοια προς την Θεότητα τα πνευματικά όντα, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνον με τον νουν, αλλά ταυτοχρόνως είναι τελείως διαφορετικά τα όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά με τας αισθήσεις, και ακόμη περισσότερον διαφορετικά απ αυτά είναι εκείνα τα οποία είναι τελείως άψυχα και ακίνητα.
7. Ο νους μεν λοιπόν και η αίσθησις, τα οποία διεχωρίσθησαν κατ αυτόν τον τρόπον το ένα από το άλλο, παρέμειναν το καθένα μέσα εις την φύσιν των και έφεραν εντός των το μεγαλείον του δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί εγκωμιασταί και μεγαλόφωνοι κήρυκες του μεγαλουργήματος. Δεν υπήρχε δε ακόμα κράμα και από τα δύο, ούτε κάποια ένωσις των αντιθέτων, δείγμα ανωτέρας σοφίας και της ποικιλίας των φύσεων, ούτε ήτο γνωστός όλος ο πλούτος της αγαθότητος. Επειδή δε ο δημιουργός Λόγος αυτό ακριβώς το πράγμα ήθελε να δείξη, και να παρουσιάση ένα ον από την ένωσιν και των δύο (της αοράτου δηλαδή και της ορατής φύσεως), εδημιούργησε τον άνθρωπον. Και αφού έλαβε μεν από την ύλην, η οποία υπήρχεν ήδη, το σώμα, και αφού έβαλεν εις αυτό την πνοήν του (την οποίαν ο λόγος ορίζει ως νοεράν ψυχήν και εικόνα του Θεού), τον έστησεν επί της γης ωσάν άλλον κόσμον, κατά κάποιον τρόπον, μεγάλον μέσα εις την μικρότητά του, ωσάν άλλον άγγελον, ωσάν μικρόν προσκυνητήν, φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργόν της αοράτου, βασιλέα των ευρισκομένων επί της γης και κυβερνώμενον ταυτοχρόνως από τον Ουρανόν, επίγειον και ουράνιον, προσωρινόν και αθάνατον, ορατόν και εννοούμενον, ευρισκόμενον εις το μέσον μεταξύ μεγαλείου και ταπεινότητος.τον ίδιον πνεύμα και σάρκα. Πνεύμα προς χάριν του, και σάρκα δια να ημπορή να εξυψώνεται. Το μεν ένα δια να ζη και να δοξάζη τον Ευεργέτην, το δε άλλο δια να υποφέρη, να ενθυμήται και να διαπαιδαγωγήται από το πάθος του, επιδιώκων να ανυψωθή προς το μεγαλείον. Ον το οποίον διαμένει μεν εις την γην, αλλά μεταβαίνει εις άλλον κόσμον, και ωσάν τέλος του μυστηρίου γίνεται θεός από την επιθυμίαν του προς Αυτόν. Διότι εις αυτό, κατά την γνώμην μου, οδηγεί η μετρία λάμψις της αληθείας, η οποία παρουσιάζεται εις την γην, εις το να ίδωμεν δηλαδή και να αισθανθώμεν την λαμπρότητα του Θεού, η οποία είναι ανταξία προς Εκείνον ο Οποίος μας συνέθεσε, και ο Οποίος θα μας διαλύση και θα μας συνθέση πάλιν κατά τρόπον ακόμη πιο ένδοξον.
8. Και τον ετοποθέτησεν εις τον Παράδεισον (όποιος και αν ήτο ο Παράδεισος αυτός), αφού τον ετίμησε με το αυτεξούσιον, δια να ανήκη το αγαθόν εις εκείνον ο οποίος θα το επιλέξη όχι ολιγώτερον από όσον εις Εκείνον ο οποίος του έδωσε τα σπέρματα του αγαθού, τον έκαμε γεωργόν αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, και των απλουστέρων και των τελειοτέρων, γυμνόν εξ αιτίας της απλότητος και της χωρίς πονηρίαν ζωής, και χωρίς κανένα κάλυμμα και πρόβλημα. Διότι τέτοιος έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος. Και του δίδει τον νόμον ως αντικείμενον του αυτεξουσίου. Ο δε νόμος ήτο η εντολή από ποία φυτά ημπορούσε να φάγη και ποία δεν θα έπρεπε να αγγίξη. Εις αυτά δε ανήκε το δένδρον της γνώσεως, το οποίον ούτε εφυτεύθη από την αρχήν με κακόν σκοπόν, ούτε απηγορεύθη από φθόνον (ας μη φθάσουν μέχρις εκεί αι γλώσσαι των εχθρών του Θεού, και ας μην μιμηθούν τον όφιν!), αλλ ήτο μεν καλόν εάν το εδοκίμαζε κανείς εις τον κατάλληλον καιρόν (διότι το δένδρον, κατά την άποψίν μου, ήτο η θέα του Θεού, την οποίαν ημπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνον εκείνοι οι οποίοι είχαν τελειοποιηθή με την άσκησιν), αλλά δεν ήτο καλόν δια τους αδοκιμάστους ακόμη και τους πιο λαιμάργους ως προς την επιθυμίαν, όπως η σκληρά τροφή δεν είναι ωφέλιμος δι εκείνους οι οποίοι είναι ακόμη αδύνατοι και έχουν ανάγκην από γάλα. Αφού δε εξ αιτίας του φθόνου του διαβόλου και της παρακινήσεως της γυναικός, η οποία υπέκυψε σαν πιο αδύνατη και τον παρεκίνησε και αυτόν σαν η πιο κατάλληλη δι αυτό (αλλοίμονον εις την αδυναμίαν μου! διότι η αδυναμία του προπάτορος είναι και ιδική μου), ελησμόνησε μεν την εντολήν, η οποία του είχε δοθή. Ενικήθη από την προσωρινήν γευστικήν δοκιμήν και έτσι εξεδιώχθη αυτομάτως από το δένδρον της ζωής, από τον Παράδεισον και από τον Θεόν εξ αιτίας της κακίας του, και ενεδύθη με δερμάτινα ενδύματα (πιθανόν με την πιο βαρειά σάρκα, την φθαρτήν και αντίθετον). Και ωσάν πρώτον αποτέλεσμα αντιλαμβάνεται την καταισχύνην του και κρύπτεται από τον Θεόν. Κερδίζει, βεβαίως, κάτι απ αυτό: το ότι γίνεται θνητός και το ότι διακόπτεται η αμαρτία δια να μην γίνη αθάνατον το κακόν, και έτσι η τιμωρία αποβαίνει φιλανθρωπία. Διότι εγώ έτσι πιστεύω ότι τιμωρεί ο Θεός.
9. Αφού δε ετιμωρήθη προηγουμένως δια τα πολλά αμαρτήματα (από τα οποία εφύτρωσεν η ρίζα της κακίας) από διαφόρους αιτίας και κατά διαφόρους χρόνους, με τον λόγον, τον νόμον, τους προφήτας, τας ευεργεσίας, τας απειλάς, τας τιμωρίας, τας πλημμύρας, τας πυρκαϊάς, τους πολέμους, τας νίκας, τας ήττας, τα σημεία από τον ουρανόν , τα σημεία από τον αέρα, την γην και την θάλασσαν, με τας ανελπίστους μεταβολάς ανθρώπων, πόλεων και λαών, πράγματα τα οποία αποσκοπούσαν εις το να εξαφανισθή η κακία, έχει ανάγκην τελικά από κάποιο ισχυρότερον φάρμακον δια τας φοβερωτέρας ασθενείας, τας αδελφοκτονίας δηλαδή, τας μοιχείας, τας επιορκίας, τας ανωμάλους επιθυμίας και το χειρότερον και μεγαλύτερον από όλα τα κακά, την ειδωλολατρείαν και την μετατόπισιν της προσκυνήσεως από τον δημιουργόν εις τα δημιουργήματα. Επειδή δε είχεν ανάγκην από μεγαλυτέραν βοήθειαν, του δίδεται και τέτοια: Ήτο δε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο μη δυνάμενος να περιορισθή, ο ασώματος, η Αρχή η προερχομένη από την Αρχήν, το Φως το προερχόμενον εκ του Φωτός, η πηγή της αθανασίας και της ζωής, το αντίγραφον του πρωτοτύπου κάλλους, η αναλλοίωτος σφραγίς, η απαράλλακτος εικών, ο όρος και ο Λόγος του Πατρός. Αυτός εισέρχεται εις την ιδίαν την εικόνα Του, ενδύεται με σάρκα προς χάριν της σαρκός και με ψυχήν πνευματικήν προς χάριν της ψυχής μου, καθαρίζων έτσι το όμοιον με το όμοιόν Του. Και γίνεται κατά πάντα, εκτός από την αμαρτίαν, τέλειος άνθρωπος (Εβρ. 4, 15). Γεννηθείς μεν από την Παρθένον, της οποίας και η ψυχή και το σώμα είχε καθαρισθή προηγουμένως από το Πνεύμα (διότι έπρεπε μεν και να τιμηθή η γέννησις, αλλά και να προτιμηθή η παρθενία), παραμείνας δε Θεός μετά την πρόσληψιν της ανθρωπίνης φύσεως. Γενόμενος εν από τα δύο αντίθετα, από την σάρκα δηλαδή και το Πνεύμα, από τα οποία το μεν ένα έκαμε το άλλο Θεόν, ενώ το άλλο έγινε Θεός. Ω πόσον αξιοθαύμαστος είναι η νέα ένωσις! Ω πόσον παράδοξος είναι η σύνθεσις! Ο υπάρχων δημιουργείται, ο αδημιούργητος πλάθεται, και ο απεριόριστος περιορίζεται δια μέσου της νοεράς ψυχής, η οποία μεσιτεύει εις την Θεότητα και δια μέσου της υλικής φύσεως της σαρκός. Εκείνος ο οποίος δίδει τον πλούτον, γίνεται πτωχός.διότι γίνεται πτωχός κατά το ότι παίρνει την σάρκα μου δια να γίνω εγώ πλούσιος με την θεότητά Του. Εκείνος ο οποίος είναι γεμάτος αδειάζει.διότι αδειάζει από την δόξαν Του δι ολίγον καιρόν, δια να γευθώ εγώ την πληρότητά Του. Ποίος είναι ο πλούτος της αγαθότητος; Ποίον είναι το μυστήριον το οποίον με περιβάλλει; Έλαβα την θείαν εικόνα και δεν την εφύλαξα. Παίρνει την σάρκα μου, και δια να διατηρήση την εικόνα, αλλά και δια να κάμη αθάνατον την σάρκα. Έρχεται εις δευτέραν συνάφειαν πολύ πιο παράδοξον από την πρώτην, καθόσον, τότε μεν έδωσε το καλύτερον, τώρα δε παίρνει το χειρότερον. Αυτό είναι ακόμη πιο ταιριαστόν εις τον Θεόν, αυτό είναι, δι όσους διαθέτουν κρίσιν, ακόμη πιο υψηλόν.
10. «Αλλά τι μας ενδιαφέρουν αυτά;», θα ημπορούσε να είπη κάποιος από τους πολύ φιλεόρτους και ενθουσιώδεις πιστούς. «Σπηρούνισε το πουλάρι, δια να φθάσωμεν εις το τέρμα». «Μίλησέ μας δια την εορτήν και δι εκείνα δια τα οποία έχομεν συγκεντρωθή σήμερα». Αυτό λοιπόν και θα κάμω, έστω και αν άρχισα κάπως από υψηλότερα πράγματα, επειδή με παρακινούσε ο πόθος και με παρέσυρεν η ρύμη του λόγου. Δεν θα ήτο δε ίσως άσχημον δια τους φιλομαθείς και φιλοκάλους να εξετάσωμεν δι ολίγων τα σχετικά με την ιδίαν την ονομασίαν του Πάσχα. Κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε άσχημον εμπειρίαν δια την ακοήν μας. Το Πάσχα αυτό, το μέγα και αξιοσέβαστον, αποκαλείται από τους Εβραίους Φάσκα σύμφωνα με την γλώσσαν των. Η ονομασία δε αυτή σημαίνει το πέρασμα, ιστορικώς με την φυγήν από την Αίγυπτον και την μετανάστευσιν εις την γην Χαναάν, πνευματικώς δε την ανάβασιν και την πρόοδον εκ των κάτω προς τα άνω και προς την γην της επαγγελίας. Εκείνο δε το οποίον έχομεν ίδει να συμβαίνη εις πολλά σημεία της Γραφής, το να μεταπλάθωνται δηλαδή ωρισμένα ονόματα από μίαν κάπως ασαφή έννοιαν εις κάποιαν σαφεστέραν, η από μίαν κάπως τραχείαν εις κάποιαν πιο ευπρεπή, το βλέπομεν να συμβαίνη και εδώ. Διότι, επειδή ωρισμένοι ενόμισαν ότι το «φάσκα» αποτελούσε την ονομασίαν του σωτηρίου πάθους, αφού εξελλήνισαν εν συνεχεία την ονομασίαν, συμφώνως προς την μεταβολήν του φί εις πί και του κάππα εις χί, απεκάλεσαν την ημέραν Πάσχα. Αφού δε παρέλαβεν η συνήθεια την ονομασίαν, την ισχυροποίησεν ακόμη περισσότερον, επειδή η ακοή των πολλών αποδέχεται με περισσοτέραν ευχαρίστησιν την ονομασίαν αυτήν ως πιο ευσεβή.
11. Ο θείος μεν λοιπόν Απόστολος απεφάνθη πριν από ημάς ότι ολόκληρος ο νόμος είναι σκιά των μελλόντων (Κολ. 2, 17) και εκείνων τα οποία γίνονται αντιληπτά από την ψυχήν και την διάνοιαν. Επίσης και ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος πριν από τον Απόστολον είχεν εμφανισθή εις τον Μωϋσή όταν έδιδε τον νόμον γύρω απ αυτά τα πράγματα. Διότι λέγει: «Φρόντισε να κάνης τα πάντα συμφώνως προς τον τύπον ο οποίος σου υπεδείχθη εις το όρος», εμφανίζων έτσι εκείνα τα οποία έβλεπεν ο Μωϋσής ωσάν σκιαγράφησιν, τρόπον τινά, και προτύπωσιν εκείνων τα οποία δεν εφαίνοντο. Και πιστεύω ότι τίποτε δεν έχει διαταχθή εις την τύχην, ούτε χωρίς λογικήν αιτίαν , ούτε κατά τρόπον ταπεινόν, ούτε κατά τρόπον ανάξιον προς την νομοθεσίαν του Θεού και την υπηρεσίαν του Μωϋσέως, έστω και αν είναι δύσκολον να ευρεθή το πνευματικόν στοιχείον το οποίον αντιστοιχεί εις κάθε μίαν από τας σκιάς όταν τας εξετάσωμεν λεπτομερώς, δηλαδή τα όσα έχουν νομοθετηθή σχετικά με την ιδίαν την σκηνήν, τας διαστάσεις της, τα υλικά κατασκευής της, τους Λευίτας και λειτουργούς, οι οποίοι τα βαστάζουν, και τα σχετικά με τας θυσίας, με τους καθαρισμούς και με τας προσφοράς. Γίνονται δε αυτά κατανοητά μόνον από εκείνους οι οποίοι ομοιάζουν ως προς την αρετήν εις τον Μωϋσή, η από εκείνους που έχουν παραπλησίαν προς αυτόν μόρφωσιν. Επειδή και εις το ίδιο το όρος ο Θεός εμφανίζεται εις τους ανθρώπους, αφ ενός μεν καταβαίνων ο ίδιος από την υψηλήν του θέσιν, αφ ετέρου δε ανυψώνων ημάς από την γηίνην ταπείνωσιν, δια να εισέλθη κάπως και όσον είναι ασφαλές Εκείνος ο οποίος δεν ημπορεί να περιορισθή εις την θνητήν ανθρωπίνην φύσιν. Διότι δεν θα ήτο δυνατόν κατ άλλον τρόπον να κατανοήση τον Θεόν το υλικόν σώμα και ο δέσμιος εις την ύλην νους, εάν δεν βοηθηθή. Τότε λοιπόν δεν φαίνεται ότι όλοι έχουν αξιωθή να ευρίσκωνται εις την ιδίαν τάξιν και στάσιν, αλλά άλλος μεν είναι άξιος δια την μίαν άλλος δε δια την άλλην, αναλόγως, όπως νομίζω, προς την καθαρότητά του ο καθένας. Άλλοι δε, όσοι είναι όμοιοι με τα θηρία ως προς την συμπεριφοράν και ανάξιοι δια τα θεία μυστήρια, έχουν απομακρυνθή ολότελα και το μόνον το οποίον τους επιτρέπεται είναι να ακούουν την φωνήν του Θεού.
12. Ημείς όμως, ακολουθούντες την μέσην οδόν μεταξύ εκείνων οι οποίοι έχουν ολότελα υλικήν διάνοιαν και εκείνων οι οποίοι είναι πολύ θεωρητικοί και προηγμένοι εις τα πνευματικά, δια να μην μένωμεν ούτε εντελώς άπρακτοι και ακίνητοι, δια να μην γίνωμεν ανάξιοι και ξένοι δι εκείνα τα οποία μας προσφέρονται (διότι το μεν πρώτον είναι κατά κάποιον τρόπον Ιουδαϊκόν και ανάξιον, το δε άλλο ίδιον εκείνων οι οποίοι μαντεύουν από τα όνειρα, και τα δύο δε εξ ίσου κατακριτέα), έτσι ας ομιλήσωμεν δια τα πράγματα αυτά, κατά τρόπον δηλαδή προσιτόν προς ημάς και όχι πολύ παράδοξον και καταγέλαστον εις τους πολλούς. Διότι νομίζομεν ότι, επειδή επέσαμεν απ αρχής εξ αιτίας της αμαρτίας και παρεσύρθημεν από την ηδονήν και εφθάσαμεν μέχρι του να γίνωμεν ειδωλολάτραι και να κάνωμεν αισχράς θυσίας, έπρεπε να συνέλθωμεν πάλιν και να επιστρέψωμεν εις την πρώτην κατάστασιν δια της ευσπλαγχνίας του Θεού και Πατρός ημών, ο οποίος δεν ανείχετο να ζημιωθή τόσον το έργον της χειρός Του, ο άνθρωπος. Πως λοιπόν πρέπει να αναπλασθώμεν και τι να γίνωμεν; Πρέπει μεν να αποδοκιμασθή η αυστηρά θεραπεία, επειδή δεν ημπορεί ούτε να πείση ούτε να κτυπήση το κακόν, το οποίον έχει γίνει δευτέρα φύσις από την συνήθειαν, να χρησιμοποιηθή δε η επιεικής και φιλάνθρωπος μέθοδος της θεραπείας, δια να επιτευχθή η διόρθωσις. Διότι ούτε βλαστός ο οποίος έχει κυρτώσει δεν ημπορεί να αντέξη την απότομον ευθυγράμμισιν και την βίαν της χειρός η οποία προσπαθεί να τον ευθυγραμμίση (ευκολώτερα μεν λοιπόν θα ημπορούσε να σπάση παρά να διορθωθή), ούτε και ευέξαπτον και ηλικιωμένον άλογον, θα ημπορούσε να ανεχθή την εξουσίαν του χαλινού, χωρίς κάποιο καλόπιασμα και χαϊδευτικόν κάλεσμα. Δια τούτο μας έχει δοθή ως βοηθός ο νόμος, σαν ένα περιτείχισμα μεταξύ του Θεού και των ειδώλων, αφ ενός μεν δια να μας επαναφέρη εις τον Θεόν. Και συγχωρεί ωρισμένα πράγματα εις την αρχήν, δια να επιτύχη το πιο σπουδαίον. Συγχωρεί κατ αρχήν τας θυσίας, δια να εγκαταστήση μέσα μας τον Θεόν. Έπειτα όμως, όταν φθάση ο κατάλληλος καιρός, θα καταργήση και τας θυσίας, θα μας αλλάξη κατά τρόπον σοφόν με τμηματικάς μεταβολάς και θα μας οδηγήση εις το Ευαγγέλιον, αφού θα είμεθα ήδη προετοιμασμένοι να το ακολουθήσωμεν πειθήνια.
13. Έτσι μεν λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν μας εδόθη ο γραπτός νόμος, ο οποίος μας οδηγεί εις τον Χριστόν, και αυτός είναι ο λόγος των θυσιών, όπως πιστεύω εγώ. Δια να μην αγνοής δε το βάθος της σοφίας και τον πλούτον των ανεξιχνίαστων κριμάτων του Θεού, δεν άφησεν ούτε αυτάς τας θυσίας τελείως ανιέρους και ατελεσφόρους ούτε να έχουν μόνον την σημασίαν του απλού αίματος, αλλά εις τας νομικάς θυσίας έχει αναμιχθη το αθυσίαστον, όσον αφορά εις την πρώτην φύσιν του, σφάγιον , δια να το είπω έτσι, το οποίον δεν καθαρίζει μόνον μικρόν μέρος της οικουμένης ούτε δι ολίγον μόνον χρόνον, αλλά καθαρίζει ολόκληρον τον κόσμον και μάλιστα εις τους αιώνας. Δια τον λόγον αυτόν λαμβάνεται ως σφάγιον αφ ενός μεν πρόβατον (Εξ. 12, 3 ε.), λόγω της αθωότητός του και του ότι αποτελούσε το ένδυμα της αρχαίας γυμνότητος (διότι τέτοιο ήτο το σφάγιον το οποίον εθυσιάσθη προς χάριν μας, το οποίον και είναι και ονομάζεται ένδυμα αφθαρσίας), αφ ετέρου δε αρτιμελές, όχι μόνον λόγω της Θεότητος, από την οποίαν δεν υπάρχει τίποτε τελειότερον, αλλά και λόγω της ανθρωπότητος, η οποία προσελήφθη και εχρίσθη από την Θεότητα και η οποία έγινεν ομοία με εκείνο το οποίον την είχε χρίσει, και τολμώ να το είπω, ομοία με τον Θεόν. Λαμβάνεται δε πρόβατον άρρεν επειδή προσφέρεται υπέρ του Αδάμ, η καλύτερα, επειδή το πιο σταθερόν προσφέρεται υπέρ του σταθερού, εκείνου ο οποίος υπέκυψε πρώτος εις την αμαρτίαν, η τέλος, επειδή δεν φέρει επάνω του κανένα θηλυκόν και αδύνατον χαρακτηριστικόν και επειδή απεσπάσθη βιαίως από τους παρθενικούς και μητρικούς δεσμούς και εγεννήθη άρρεν από την προφήτιδα, όπως υπόσχεται ο Ησαίας (Ησ. 8, 3). Ενός έτους δε ωσάν ήλιον δικαιοσύνης η προερχόμενον απ αυτόν η περιοριζόμενον από εκείνο το οποίον φαίνεται και επανερχόμενον εις τον εαυτόν του, το οποίον ευλογείται ως στέφανος αγαθότητος (Ψαλμ. 64, 12) και είναι από όλας τας πλευράς ίσον και όμοιον προς τον εαυτόν του, όχι μόνον δε δια τον λόγον αυτόν, αλλά και επειδή δίδει ζωήν εις τον κύκλον των αρετών, αι οποίαι αναμιγνύονται και αλληλοσυμπληρώνονται συμφώνως προς τον νόμον της φιλίας και της αρμονίας. Καθαρόν δε και γνήσιον, επειδή θεραπεύει από τας κατηγορίας και από τα ελαττώματα και τους μολυσμούς της κακίας. Διότι αν και εσήκωσε τας αμαρτίας μας και εβάστασε τας ασθενείας μας (Ησ. 53, 4), ο Ίδιος δεν έπαθε τίποτε από εκείνα τα οποία έχουν ανάγκην θεραπείας. Διότι εδοκιμάσθη καθ όλα όπως και ημείς, αλλά παρέμεινεν αναμάρτητος (Εβρ. 4, 15), επειδή εκείνος ο οποίος κατεδίωξε το φως το οποίον φωτίζει εις το σκότος (Ιω. 1, 5), δεν κατώρθωσε να τον νικήση.
14. Τι ακόμη; Εισάγεται μεν ο πρώτος μήνας, η, καλύτερα, η αρχή των μηνών (Εξ. 12, 2), είτε επειδή ήταν τέτοιος από την αρχήν δια τους Ιουδαίους είτε επειδή έγινε κατόπιν δια τον λόγον αυτόν και έλαβεν από το μυστήριον το να είναι πρώτος. Ακόμη δε η δεκάτη του μηνός, επειδή το δέκα είναι ο πιο πλήρης απ όλους τους αριθμούς, η πρώτη τελεία μονάς η οποία αποτελείται από μονάδας και η οποία δημιουργεί τελειότητα. Διατηρείται δε εις την πέμπτην ημέραν, ίσως επειδή το θύμα δια το οποίον ομιλώ καθαρίζει τας αισθήσεις από τας οποίας προήλθε το παράπτωμα και γύρω από τας οποίας διεξάγεται ο πόλεμος, επειδή αυταί δέχονται το κεντρί της αμαρτίας. Εκλέγεται δε όχι μόνον από τα αρνία (Εξ. 12, 5) αλλά και από το χειρότερον είδος και από την αριστεράν χείρα των εριφίων (Ματθ. 25, 33), επειδή δεν θυσιάζεται μόνον δια τους δικαίους αλλά και δια τους αμαρτωλούς. Μάλιστα δε προ παντός δι αυτούς, καθόσον ημείς έχομεν ανάγκην μεγαλυτέρας φιλανθρωπίας. Δεν είναι δε παράδοξον εάν το πρόβατον αναζητήται μεν κατ αρχήν εις κάθε οικίαν και εάν δεν ευρεθή τότε ανευρίσκεται κατόπιν εράνου, λόγω της πτωχείας η οποία επικρατεί, από τους οίκους των μεγάλων οικογενειών, επειδή το καλύτερον μεν είναι να έχη την ικανότητα ο καθένας να τελειωθή προσωπικά και να προσφέρη ζωντανήν και αγίαν θυσίαν εις τον Θεόν ο οποίος τον καλεί, καθαγιαζόμενος πάντοτε και με κάθε μέσον. Αν δε αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε ας χρησιμοποιήσωμεν και συνεργούς εις αυτό εκείνους οι οποίοι είναι συγγενείς με ημάς ως προς την αρετήν και άνθρωποι του ιδίου ήθους. Διότι αυτό νομίζω ότι θέλει να δείξη το παράδειγμα, το να ερχόμεθα εις επαφήν με εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται πολύ κοντά εις το σφάγιον, εάν αυτό ήθελε χρειασθή.
15. Απ εδώ προέρχεται η «ιερά νύξ», η αντίθετος της νυκτός η οποία είναι διασκορπισμένη εις τον παρόντα βίον, κατά την οποίαν διαλύεται το πρωτόγονον σκότος και τα πάντα έρχονται εις το φως, τακτοποιούνται και αποκτούν μορφήν και έτσι αποκτά ωραιότητα η προηγουμένη ασχήμια. Από εδώ απομακρυνόμεθα από την Αίγυπτον, την σκυθρωπήν αμαρτίαν η οποία μας καταδιώκει, από τον Φαραώ τον αόρατον τύραννον και από τους σκληρούς εργοδότας, και μεταφερόμεθα εις τον ουράνιον κόσμον. Και απελευθερωνόμεθα από τον πηλόν και την κατασκευήν πλίνθων, από την αχυρένια και εύθραυστον κατασκευήν του σώματος, η οποία εις τους πολλούς δεν έχει ούτε καν την αντοχήν αχυρένιων λογισμών. Από εδώ θυσιάζεται ο αμνός και σφραγίζονται με το τίμιον αίμα η πράξις και ο λόγος, δηλαδή η συνήθεια και η ενέργεια, αι οποίαι στέκονται εις τας θύρας μας - λέγω δε θύρας τα κινήματα και τα δόγματα του νού, τα οποία ανοίγουν και κλείονται καλώς από την θεωρίαν - επειδή κατά κάποιον τρόπον η θεωρία αποτελεί το μέτρον της πνευματικής ικανότητάς μας. Από εδώ δίδεται η τελευταία και πιο βαρεία πληγή εις τους διώκτας και η οποία αξίζει πραγματικά εις τους διώκτας, και η Αίγυπτος θρηνεί τα πρωτότοκα των λογισμών και των πράξεών της (το οποίον ονομάζεται και εξυψώνεται ως σπέρμα Χαλδαϊκόν από την Γραφήν (Ιουδίθ 5, 6) και νήπια της Βαβυλώνος τα οποία ρίπτονται με δύναμιν επάνω εις την πέτραν και διαλύονται (Ψαλμ. 136, 8-9), και τα πάντα είναι γεμάτα από την βοήν και την κραυγήν των Αιγυπτίων, ενώ από ημάς θα απομακρυνθή εξ αιτίας της θυσίας του αρνίου ο εξολοθρευτής άγγελος, από σεβασμόν και φόβον δια το χρίσιμον της θύρας. Από εδώ προέρχεται και το επταήμερον φούσκωμα της ζύμης (Εξ. 12, 19) (διότι το επτά είναι ο πιο μυστικός από τους αριθμούς, ο οποίος αντιστοιχεί προς τον κόσμον αυτόν), της παλαιάς και ξυνής κακίας (διότι δεν προέρχεται από εκείνην η οποία δημιουργεί το ψωμί και ζωογονεί), δια να μην διατρεφώμεθα με το Αιγυπτιακόν προζύμι και το λείψανον της φαρισαϊκής διδασκαλίας (Ματθ. 16, 6).
16. Και αυτοί μεν ας θρηνούν, από ημάς δε θα φαγωθή το αρνί. Θα φαγωθή δε κατά την εσπέραν (Εξ. 12, 18), επειδή το πάθος του Χριστού έγινε δια το τέλος των αιώνων, και επειδή παρέδωσε το Μυστήριον εις τους μαθητάς Του κατά την εσπέραν, διαλύων την σκοτοδίνην της αμαρτίας. Δεν μαγειρεύεται δε αλλά προσφέρεται ψητόν, δια να μην έχη ο λόγος μας τίποτε το ρευστόν και ευκολοδιάλυτον, αλλά να είναι καλοστημένος και σταθερός και δοκιμασμένος από το πυρ το οποίον καθαρίζει, και ελεύθερος από κάθε τι το γήϊνον και απέριττος, και να βοηθούμεθα από τα καλά κάρβουνα, τα οποία ανάπτονται από Εκείνον ο οποίος ήλθε να βάλη φωτιάν εις την γην (Λουκά 12, 49), την φωτιάν εκείνην η οποία κατακαίει τας πονηράς συνηθείας και η οποία επιταχύνει το άναμμα. Όσον μεν λοιπόν μέρος του λόγου είναι σαρκώδες και φαγώσιμον, θα φαγωθή και θα καταναλωθή (Εξ. 12, 8 ε.) μαζί με τα εντόσθια και τα κρυφά μέρη του νού και θα παραδοθή εις πνευματικήν χώνευσιν μέχρι το κεφάλι και μέχρι τα πόδια, μέχρι δηλαδή τας πρώτας ενατενίσεις της θεότητος και τας τελευταίας σκέψεις περί της σαρκώσεως. Δεν θα βγάλωμεν δε τίποτε έξω από την οικίαν, ούτε και θα κρατήσωμεν τίποτε δια την επομένην ημέραν (Εξ. 12, 10), επειδή τα περισσότερα από τα Μυστήριά μας δεν πρέπει να παρουσιάζωνται εις τους εκτός της πίστεως, επειδή δεν υπάρχει κάθαρσις η οποία να ξεπερνά αυτήν την νύκτα και επειδή δι εκείνους οι οποίοι έχουν γίνει κοινωνοί του Λόγου δεν είναι πράγμα αξιέπαινον η αναβολή. Διότι, όπως είναι καλόν και αγαπητόν εις τον Θεόν, να μη διατηρήται η οργή μέχρι να τελειώση η ημέρα, αλλά να εξαφανίζεται πριν από την δύσιν του ηλίου (Εφ. 4, 26), όπως και να το εκλάβης αυτό, είτε από χρονικήν είτε και από πνευματικήν άποψιν (διότι δεν είναι δι ημάς ασφαλές το να δύη η ήλιος ενώ διατηρούμεν ακόμη την οργήν μας), έτσι δεν πρέπει και το φαγητόν αυτό να διατηρήται καθ όλην την διάρκειαν της νυκτός, ούτε να φυλάσσεται δια την επομένην. Όσον δε μέρος έχει κόκκαλα και δεν ημπορεί να φαγωθή ούτε να γίνη από ημάς κατανοητόν, δεν πρέπει να θραυσθή (Εξ. 12, 46), διαμοιραζόμενον και κατανοούμενον κατά τρόπον εσφαλμένον (διότι θα παραλείψω να είπω ότι και από τον Ιησούν, συμφώνως προς την ιστορίαν, δεν εθραύσθη τίποτε (Ιω. 19, 36), αν και οι σταυρωταί ήθελαν να επισπεύσουν τον θάνατόν Του εξ αιτίας του Σαββάτου), ούτε να απορριφθή και να συρθή εδώ και εκεί δια να μην δοθούν τα άγια εις τους σκύλους, εις τους κακούς κατασπαρακτάς του Λόγου, όπως δεν πρέπει επίσης να δοθή εις τους χοίρους η λαμπρότης και το μαργαριτάρι του Λόγου (Ματθ. 7, 6), αλλά θα πρέπει να καταναλωθή από την φωτιάν η οποία κατακαίει και τα ολοκαυτώματα, να εκλεπτυνθή και να διατηρηθή από το Πνεύμα το οποίον ερευνά και γνωρίζει τα πάντα, και να μην χαθή μέσα εις τα ύδατα, ούτε να διασπαρή, όπως συνέβη με την κεφαλήν του μόσχου την οποίαν εσχεδίασεν ο Μωϋσής δια τον Ισραηλιτικόν λαόν δια να κατακρίνη την σκληρότητά του (Εξ. 32, 19 ε.).
17. Αξίζει δε να μην παραβλέψωμεν ούτε τον τρόπον κατά τον οποίον ετρώγετο το αρνί, επειδή αυτό δεν το έκαμεν ούτε ο νόμος, ο οποίος αρέσκεται να κρύβη την θεωρίαν (το πνεύμα) με το γράμμα του. Διότι θα καταναλώσωμεν το σφάγιον με ζήλον και θα φάγωμεν άζυμα μαζί με πικρά χόρτα και θα σφίξωμεν με ζώνην την μέσην μας και θα δέσωμεν τα υποδήματά μας και θα κρατήσωμεν μπαστούνι (Εξ. 12, 8 ε) όπως οι γέροντες. Θα τα κάμωμεν δε αυτά με ζήλον δια να μην πάθωμεν εκείνο το οποίον έπαθεν ο Λωτ, ο οποίος είχε δεχθή την απαγορευτικήν εντολήν. Ας μην κυττάξωμεν γύρω και ας μην σταματήσωμεν εις όλα τα περίχωρα. Ας φθάσωμεν εις το όρος, δια να μην καταστραφώμεν από το παράδοξον πυρ το οποίον κατέφαγε τα Σόδομα και δια να μην γίνωμεν στήλη άλατος (Γεν. 19, 12 ε.) από την επιστροφήν εις τα χειρότερα πράγματα, πράγμα το οποίον προκαλεί η αργοπορία. Ας το φάγωμεν δε με πικρά χόρτα (Εξ. 12, 8), επειδή η σύμφωνος με το θέλημα του Θεού ζωή είναι δύσκολη και ανηφορική, προ παντός δι εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται ακόμη εις την αρχήν, και απέχει πάρα πολύ από την ηδονήν. Διότι, αν και είναι καλός ο νέος ζυγός και το φορτίον ελαφρόν (Ματθ. 11, 30), όπως ακούεις, τούτο συμβαίνει λόγω της ελπίδος και της ανταμοιβής, η οποία είναι πολύ πιο πλουσιοπάροχη από την κακοπάθησιν εις την γην, επειδή, αλλοιώς, ποίος δεν θα έλεγε ότι το Ευαγγέλιον είναι πολύ πιο κοπιαστικόν και δύσκολον; Διότι, ενώ ο νόμος απαγορεύει την διάπραξιν των αμαρτημάτων, εμείς κατηγορούμεθα και δια τα αίτια των αμαρτημάτων, ωσάν να τα είχαμεν σχεδόν διαπράξει. Ο νόμος λέγει: «Μη μοιχεύσης» (Εξ. 20, 13), ενώ συ παίρνεις την εντολήν να μην αποκτήσης ούτε επιθυμίαν (Ματθ. 5, 28), δια να μην δώσης ευκαιρίαν με το περίεργον και πονηρόν βλέμμα να ανάψη το πάθος. Εκείνος λέγει: «μη φονεύσεις» (Εξ. 20, 15), ενώ συ παίρνεις την εντολήν όχι μόνον να μην ανταποδώσης το κτύπημα, αλλά και να αφήσης τον εαυτόν σου εις την διάθεσιν εκείνου ο οποίος σε εκτύπησε (Ματθ. 5, 39). Πόσον πιο φιλοσοφημένα είναι αυτά από εκείνα! Ο νόμος λέγει: «μη παραβής τον όρκον σου» (Εξ. 20, 7), ενώ συ παίρνεις την εντολήν να μην ορκισθής καθόλου (Ματθ. 5, 34), ούτε μικρόν ούτε μεγαλύτερον όρκον, επειδή ο όρκος γεννά την επιορκίαν. Εκείνος λέγει να μην προσαρτίσης άλλην οικίαν εις την οικίαν σου και άλλον αγρόν εις τον αγρόν σου (Ησ. 5, 8) καταπιέζων τον πτωχόν, ενώ συ παίρνεις την εντολήν να αποχωρισθής με προθυμίαν και εκείνα τα οποία απέκτησες δικαίως και να γυμνωθής προς χάριν των πτωχών, δια να σηκώνης με ευκολίαν τον σταυρόν και να γίνης πλούσιος από αγαθά τα οποία δεν φαίνονται (Ματθ. 19, 21).
18. Η μέση δε εις τα άλογα μεν ας μένη χαλαρή και χωρίς περίδεσιν (πρβλ. Εξ. 12, 11), επειδή δεν διαθέτουν την λογικήν η οποία χαλιναγωγεί τας ηδονάς (δεν θα ισχυρισθώ ότι και εκείνα γνωρίζουν περιορισμόν της φυσικής των ορμής), ενώ συ πρέπει να χαλιναγωγής με ζώνην και με την σύνεσιν τας επιθυμίας και την διάθεσιν δια χρεμέτισμα (Ιερεμ. 5,8) (όπως λέγει η Γραφή, η οποία διασύρει με τον τρόπον αυτόν την αισχρότητα του πάθους), δια να τρώγης καθαρός το Πάσχα, αφού νεκρώσης τα γήϊνα μέλη σου (Κολ. 3,5) και αφού μιμηθής την ζώνην του Ιωάννου (Ματθ. 3, 4) του ερημίτου, του Προδρόμου και μεγάλου Κήρυκος της αληθείας. Γνωρίζω και άλλην ζώνην - εννοώ την στρατιωτικήν και ανδρικήν - από την οποίαν ονομάζονται ωρισμένοι Σύροι εύζωνοι η μονόζωνοι (Δ' Βασ. 5, 2), και λόγω της οποίας ο Θεός απευθυνόμενος προς τον Ιώβ λέγει: «δέσε με ζώνην ως άνδρας την μέσην σου και δος μου απάντησιν ανδρικήν» (Ιώβ 38, 3). Αυτήν υπερηφανεύεται και ο θείος Δαυίδ ότι έχει περιζωσθή ως δύναμιν εκ Θεού (Ψαλμ. 17, 33) και παρουσιάζει τον Θεόν ως ενδεδυμένον και περιζωσμένον με δύναμιν (Ψαλμ. 92, 1), ωπλισμένον δηλαδή κατά των ασεβών, εκτός αν προτιμά κάποιος την δύναμιν, η οποία τον κυκλώνει και σχηματίζει τρόπον τινά ζώνην, να την παρομοιάζη με ιμάτιον, επειδή ο Θεός ενδύεται το φως (Ψαλμ. 103, 2). Διότι ποίος θα υποστηρίξη ότι η δύναμις και το φως Του είναι άσχετα μεταξύ των; Αναζητώ κάτι κοινόν μεταξύ της μέσης του σώματος και της αληθείας; Πως πρέπει να εννοήσωμεν εκείνο το οποίον λέγει ο άγιος Παύλος: «σταθήτε λοιπόν με θάρρος αφού ζωσθήτε εις την μέσην σας την ζώνην της αληθείας» (Εφ. 6, 14); Μήπως τυχόν επειδή το πνευματικόν στοιχείον περισφίγγει το επιθυμητικόν και δεν το αφήνει να παρασυρθή εις άλλα πράγματα; Διότι δεν θέλει, εκείνο το οποίον αγαπά κάτι, να έχη την ιδίαν δύναμιν και προς τας άλλας ηδονάς.
19. Τα υποδήματά του δε, εκείνος μεν ο οποίος πρόκειται να εγγίση την αγίαν και θεοβάδιστον γην, ας τα λύη, όπως έκαμε και ο Μωϋσής εκείνος επάνω εις το όρος (Εξ. 3, 5), δια να μην φέρη επάνω του τίποτε το νεκρόν, ούτε τίποτε το οποίον να παρεμβάλλεται μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Όπως επίσης και αν αποστέλλεται κάποιος μαθητής δια να κηρύξη το Ευαγγέλιον, στέλλεται κατά τρόπον ασκητικόν και απλόν (Λουκ. 10, 3 ε. ). Οφείλει, εκτός από το να μην έχη επάνω του νομίσματα, ούτε ράβδον και εκτός από το να διαθέτη μόνον ένα χιτώνα, να κυκλοφορή ανυπόδητος, δια να φανούν πόσον ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων οι οποίοι κηρύττουν την ειρήνην (Ησ. 52, 7), και κάθε άλλο αγαθόν. Εκείνος δε ο οποίος απομακρύνεται από την Αίγυπτον και από τα σχετικά με την Αίγυπτον, ας φορέση υποδήματα (Εξ. 12, 11), δια να είναι ασφαλής από τα άλλα πράγματα και επιπροσθέτως από τους σκορπιούς και τα φίδια, από τα οποία έχει αφθονίαν η Αίγυπτος, δια να μην βλάπτεται από εκείνους οι οποίοι κεντούν την πτέρναν και τους οποίους έχομεν εντολήν να συντρίβωμεν με τα πόδια μας (Λουκά 10, 19). Δια το μπαστούνι (Εξ. 12, 11) δε και δια τον σχετικόν με αυτό συμβολισμόν η άποψίς μου είναι η ακόλουθος: Από την μίαν πλευράν το θεωρώ σαν υποστήριγμα και από την άλλην ως καθοδηγητικόν και διδασκαλικόν, το οποίον επαναφέρει εις την ορθήν πίστιν τα λογικά πρόβατα. Αλλά δια σε τώρα παραγγέλλει ο νόμος εκείνο το οποίον χρησιμοποιείται σαν υποστήριγμα, δια να μην γονατίση κάπου ο λογισμός σου ακούων δι αίμα και πάθος και θάνατον Θεού, και δια να μην περιπέσης τυχόν εις αθείαν από την πρόθεσιν σου να υπερασπισθής τάχα τον Θεόν. Αλλά χωρίς εντροπήν και χωρίς ενδοιασμούς φάγε το Σώμα και πίε το Αίμα, εάν επιθυμής να ζήσης, χωρίς να απιστής εις τους λόγους τους σχετικούς με την σάρκα, και χωρίς να σε ενοχλούν οι λόγοι οι σχετικοί με το πάθος. Να στέκεσαι γερά στηριγμένος, σταθερός και ακλόνητος, χωρίς να ημπορή να σε μετακινήση κανείς από τους αντιπάλους, και χωρίς να παρασύρεσαι από λόγους οι οποίοι φαίνονται πειστικοί. Σταμάτησε εις το ύψος σου, στήσε τα πόδια σου εις τας αυλάς της Ιερουσαλήμ (Ψαλμ. 121, 2) και στηρίξου εις την πέτραν, δια να μην ημπορή να κλονισθή η πορεία σου προς τον Θεόν.
20. Τι λέγεις; Έτσι τυχαίως εθεωρήθη καλόν να εξέλθης από την Αίγυπτον, από το σιδερένιο αυτό καμίνι (Δευτ. 4, 20), να εγκαταλείψης την πολυθείαν η οποία επικρατούσε εκεί, να οδηγηθής από τον Μωϋσή και από την νομοθεσίαν και την στρατηγικήν του καθοδήγησιν; Θα σου παρουσιάσω μίαν ερμηνείαν όχι ιδικήν μου, η καλύτερα, πολύ ιδικήν μου, αν εξετάσης το θέμα πνευματικώς. Δανείσου από τους Αιγυπτίους σκεύη χρυσά και ασημένια (Εξ. 11, 2), και πάρε τα μαζί σου εις την πορείαν. Πάρε ως εφόδια τα ξένα πράγματα, η καλύτερα, τα ιδικά σου, επειδή σου οφείλεται μισθός δια την εργασίαν και την κατασκευήν των πλίνθων. Χρησιμοποίησε τέχνασμα δια να ικανοποιήσης την απαίτησίν σου και αφαίρεσέ τα, όπως είναι δίκαιον. Έστω, έχεις ταλαιπωρηθή εδώ, αγωνιζόμενος με τον πηλόν, το πονηρόν αυτό και ακάθαρτον σώμα, και οικοδομών πόλεις ξένας και επισφαλείς, των οποίων η ανάμνησις θα εξαφανισθή με κρότον. Τι λοιπόν; Φεύγεις αφού εδούλεψες δωρεάν και χωρίς να πάρης μισθόν; Τι λοιπόν; θα αφήσης εις τους Αιγυπτίους και εις τας αντιπάλους δυνάμεις εκείνα τα οποία απέκτησαν άδικα και τα οποία θα καταναλώσουν κατά τρόπον ακόμη χειρότερον; Δεν είναι ιδικά των. Τα έκλεψαν και τα άρπαξαν από εκείνον ο οποίος είπεν: «ιδικόν μου είναι το ασήμι και ιδικόν μου είναι το χρυσάφι» (Αγγ. 2, 8) και θα το δώσω εις όποιον θέλω (Δαν. 4, 17). Χθές ανήκεν εις εκείνους, επειδή αυτός το είχεν επιτρέψει. Σήμερα το φέρει ο Κύριος και το δίνει εις σε, ο οποίος θα το χρησιμοποιήσης σωστά δια να σωθής. Ας αποκτήσωμεν φίλους από τα άδικα πλούτη μας, δια να μας ανταποδώσουν τας ευεργεσίας μας όταν αποθάνωμεν, κατά την μέλλουσαν κρίσιν (Λουκ. 16, 9).
21. Εάν μεν είσαι κάποιος όμοιος με την Ραχήλ η την Λείαν, ψυχή δηλαδή ομοία με εκείνας των προπατόρων της Παλ. Διαθήκης και μεγάλη, κλέψε και τα είδωλα τα οποία θα εύρης από τον πατέρα σου, όχι δια να τα διαφυλάξης, αλλά δια να τα καταστρέψης (Γεν. 31, 19). Εάν δε είσαι σοφός Ισραηλίτης, μετάφερέ τα εις την γην της επαγγελίας, δια να στενοχωρηθή δι αυτά εκείνος ο οποίος σε καταδιώκει και να σκεφθή και να κατανοήση ότι άδικα κατεδυνάστευε και μετεχειρίζετο ως δούλους ανθρώπους καλυτέρους απ αυτόν. Αν πράξης κατ αυτόν τον τρόπον και φύγης έτσι από την Αίγυπτον, γνωρίζω καλά ότι θα σε οδηγήση στήλη από φωτιάν και από σύννεφον κατά την νύκτα και κατά την ημέραν (Εξ. 13, 21 ε.), η έρημος θα ημερώση, η θάλασσα θα χωρισθή προς χάριν σου, ο Φαραώ θα πνιγή μέσα εις αυτήν, ο άρτος θα πέση ως βροχή από τον ουρανόν, ο βράχος θα αναβλύση νερό, οι Αμαληκίται θα κατανικηθούν (όχι με όπλα μόνον αλλά και με τας εχθρικάς δια τους αντιπάλους χείρας των δικαίων, αι οποίαι συμβολίζουν ταυτοχρόνως δέησιν και το ανίκητον τρόπαιον του Σταυρού), ο ποταμός θα ανακόψη τον ρούν του (Ιησ. Ναυή 3, 15), ο ήλιος θα σταματήση, η σελήνη θα αναχαιτισθή (Ιησ. Ναυή 10, 12), τα τείχη θα κατακρημνισθούν χωρίς την χρήσιν κανενός πολεμικού μηχανήματος, πλήθη (αγγέλων) θα τρέξουν μπροστά δια να ανοίξουν δρόμον εις τους Ισραηλίτας και να εμποδίσουν τους αλλοφύλους, και θα σου δοθούν και όλα τα άλλα, τα οποία αναφέρει η Γραφή ότι συνέβησαν μαζί και μετά απ αυτά, δια να μην μακρύνω ακόμη περισσότερον τον λόγον. Τέτοιαν εορτήν εορτάζεις σήμερα. Με τέτοια πράγματα σε φιλοδωρεί η γέννησις Εκείνου ο οποίος εγεννήθη προς χάριν σου και ο επιτάφιος Εκείνου ο οποίος έπαθεν. Τέτοιο είναι δια σε το μυστήριον του Πάσχα. Αυτά εσκιαγράφησεν ο νόμος και τα ωλοκλήρωσεν ο Χριστός, ο Οποίος κατέλυσε το γράμμα και ωλοκλήρωσε το πνεύμα, και ο Οποίος, ενώ με εκείνα τα οποία έπαθεν εδίδαξε το πάθος, με εκείνα με τα οποία εδοξάσθη μας χαρίζει την δυνατότητα να δοξασθώμεν μαζί Του.
22. Ημπορούμεν λοιπόν να εξετάσωμεν το πράγμα και το δόγμα, το οποίον από τους περισσοτέρους μεν παραβλέπεται, αλλά από εμέ εξετάζεται εκτενέστατα. Διότι, εις ποίον εδόθη το αίμα το οποίον εχύθη προς χάριν μας και δια ποίον πράγμα εχύθη το μεγάλο και περιβόητον Αίμα του Θεού και αρχιερέως και θύματος ταυτοχρόνως; Διότι ευρισκόμεθα μεν υπό την εξουσίαν του πονηρού εις τον οποίον είχαμεν πωληθή από την αμαρτίαν με αντίτιμον την απόλαυσιν της κακίας. Εάν δε το λύτρον δεν ανήκει εις κανένα άλλον παρά εις τον κάτοχον του δούλου, ερωτώ να μάθω εις ποίον προσεφέρθη τούτο και δια ποίον λόγον. Εάν μεν προσεφέρθη εις τον πονηρόν, μακρυά από εμέ τέτοια βλασφημία! (εάν όχι μόνον από τον Θεόν, αλλά και τον ίδιον τον Θεόν παίρνη ως λύτρον ο ληστής, και παίρνη τόσον υψηλόν μισθόν δια την δουλείαν των ανθρώπων το θέλημά του, γεγονός δια το οποίον θα ήτο δίκαιον να λυπηθή και να αφήση ελευθέρους και ημάς). Εάν δε εις τον Πατέρα, κατ αρχήν πως έγινεν αυτό; Διότι δεν εκρατούμεθα αιχμάλωτοι από εκείνον. Κατά δεύτερον δε λόγον, διατί τάχα θα ευχαριστούσε το Αίμα του Μονογενούς τον Πατέρα, ο Οποίος δεν εδέχθη ούτε τον Ισαάκ, όταν του είχε προσφερθή ως θυσία από τον Πατέρα του, αλλά άλλαξε την θυσίαν και ετοποθέτησε κριάρι εις την θέσιν του λογικού θύματος (Γεν. 22, 13); Είναι επομένως φανερόν ότι το λαμβάνει μεν ο Πατήρ, αλλά δια να εκπληρωθή το σχέδιον της σωτηρίας και επειδή έπρεπε να αγιασθή ο άνθρωπος από την ανθρωπίνην φύσιν του Θεού, δια να μας ελευθερώση ο Ίδιος, αφού κατενίκησε με την βίαν τον τύραννον, και δια να μας επαναφέρη κοντά Του με την μεσιτείαν του Υιού, ο Οποίος έδωσε το Αίμα Του δια να μας σώση προς τιμήν του Πατρός, εις τον Οποίον φαίνεται ότι παραχωρεί τα πάντα. Αυτά μεν λοιπόν τα σχετικά με τον Χριστόν καθώς και όλα τα άλλα ας τα τιμώμεν με σιωπήν. Ο δε χάλκινος όφις κρεμάται μεν εναντίον των όφεων οι οποίοι δαγκώνουν, αλλά σαν αντίθετος εικών και όχι σαν εικών Εκείνου ο οποίος έπαθε προς χάριν μας, διότι ο όφις σώζει εκείνους οι οποίοι τον βλέπουν, όχι επειδή τυχόν πιστεύουν ότι είναι ζωντανός, αλλά επειδή είναι νεκρός και νεκρώνει μαζί του τας δυνάμεις αι οποίαι ευρίσκονται υπό την εξουσίαν του, αφού έχει καταργηθή και ο ίδιος, όπως του άξιζε (πρβλ. Αριθμ. 21, 8-9). Ποίον λοιπόν επιτάφιον λόγον αρμόζει να του απαγγείλωμεν; «Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Που είναι, άδη, η νίκη σου;» (Οσ. 13, 14, Κορ. 15, 55). Έχεις πληγωθή από τον Σταυρόν και έχεις θανατωθή από Εκείνον ο οποίος δίδει ζωήν. Είσαι χωρίς πνοήν, νεκρός, ακίνητος, χωρίς ενέργειαν, έστω και αν διατηρής την μορφήν του όφεως, καθώς έχεις τοποθετηθή υψηλά δια να στιγματισθής.
23. Θα γίνωμεν δε μέτοχοι του Πάσχα, τώρα μεν τυπικά ακόμη και, αν αυτό είναι το παλαιόν, ακόμη πιο ανεπίσημα (διότι το Πάσχα του νόμου, τολμώ να το είπω, ήτο ακόμη πιο αμυδρός τύπος του τύπου), ύστερα δε από λίγο πολύ τελειότερα και καθαρώτερα, όταν θα το πίνη μαζί μας νέον ο Λόγος εις την βασιλείαν του Πατρός (Ματθ. 26, 29) και θα μας αποκαλύπτη και θα μας διδάσκη εκείνα τα οποία μας έχει δείξει τώρα όχι τόσον καθαρά. Διότι είναι πάντοτε νέον εκείνο το οποίον γνωρίζομεν τώρα. Ποία δε είναι η πόσις και η απόλαυσις, εμείς μεν πρέπει να το μάθωμεν, Εκείνος δε να το διδάξη και να ανακοινώση εις τους μαθητάς Του τον λόγον. Διότι η διδασκαλία είναι τροφή και δι εκείνον ο οποίος τρέφει. Αλλά εμπρός ας γίνωμεν και ημείς μέτοχοι του νόμου, κατά τρόπον όμως πνευματικόν και όχι κατά γράμμα, κατά τρόπον τέλειον και όχι ατελή, αιωνίως και όχι προσωρινώς. Ας κάμωμεν πρωτεύουσάν μας όχι την κάτω Ιερουσαλήμ, αλλά την ουράνιον μητρόπολιν.Όχι εκείνην η οποία καταπατείται τώρα από στρατεύματα, αλλά εκείνη η οποία δοξάζεται από τους Αγγέλους. Ας θυσιάσωμεν όχι νοερά μοσχάρια, ούτε αρνία «τα οποία έχουν κέρατα και νύχια» (Ψαλμ. 68, 32), το μεγαλύτερον μέρος των οποίων είναι νεκρόν και δεν αισθάνεται τίποτε, αλλά «ας προσφέρωμεν εις τον Θεόν ευχαριστήριον θυσίαν» (Ψαλμ. 49, 14) εις το ουράνιον θυσιαστήριον μαζί με τους χορούς των αγγέλων. Ας διασχίσωμεν το πρώτον χώρισμα (της σκηνής του μαρτυρίου), ας προχωρήσωμεν εις το δεύτερον και ας πλησιάσωμεν με σεβασμόν εις τα Άγια των Αγίων. Θα είπω το μεγαλύτερον, ας προσφέρωμεν τους εαυτούς μας θυσίαν εις τον Θεόν, η καλύτερα, ας Του προσφέρωμεν θυσίαν κάθε ημέραν και με κάθε κίνησίν μας. Ας δεχώμεθα τα πάντα χάριν του Λόγου, ας μιμούμεθα με τα πάθη μας το πάθος Του, ας τιμώμεν το αίμά Του με το αίμά μας και ας ανερχώμεθα με προθυμίαν εις τον σταυρόν. Τα καρφιά είναι γλυκά, έστω και αν προκαλούν φοβερούς πόνους. Διότι το να υποφέρη κανείς μαζί με τον Χριστόν και χάριν του Χριστού είναι προτιμώτερον από το να ζη ζωήν απολαύσεων κοντά σε άλλους.
24. Αν είσαι Σίμων Κυρηναίος (Λουκ. 23, 26), σήκωσε τον Σταυρόν και ακολούθησέ Τον. Αν σταυρωθής μαζί Του ως ληστής (Λουκ. 23, 40 ε.), δείξε καλήν προαίρεσιν και γνώρισε τον Θεόν. Εάν Εκείνος ετοποθετήθη μεταξύ των παρανόμων εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της αμαρτίας σου, συ να γίνης προς χάριν Του πιστός εις τον νόμον Του. Προσκύνησε Εκείνον ο οποίος υψώθη προς χάριν σου εις τον Σταυρόν, ακόμη και αν έχης υψωθή και συ. Κέρδισε κάτι και από την κακίαν. Εξαγόρασε με τον θάνατον την σωτηρίαν. Είσελθε εις τον Παράδεισον μαζί με τον Ιησούν, δια να μάθης από ποία αγαθά έχεις απομακρυνθή. Παρατήρησε τα κάλλη τα οποία υπάρχουν εκεί. Τον ληστήν ο οποίος διαμαρτύρεται και υβρίζει, άφησέ τον να αποθάνη έξω μαζί με την βλασφημίαν του. Και αν είσαι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας (Λουκ. 23, 50), ζήτησε το Σώμα από εκείνον ο οποίος τον σταυρώνει. Ας γίνη ιδικόν σου το Σώμα εκείνο το οποίον καθαρίζει τον κόσμον. Και αν είσαι ο Νικόδημος, ο θεοσεβής εκείνος ο οποίος Τον επεσκέφθη την νύκτα (Ιω. 19, 39), ενταφίασέ Τον με μύρα. Και αν είσαι κάποια Μαρία, η η άλλη Μαρία, η η Σαλώμη, η η Ιωάννα, πήγαινε πρωί-πρωί να Τον θρηνήσης (Μάρκ. 16,1). Δές πρώτη κυλισμένον τον λίθον, ενδεχομένως και τους αγγέλους και τον ίδιον τον Ιησούν. Πές Του κάτι και άκουσε την φωνήν Του. Αν ακούσης «μη με εγγίζης» (Ιω. 20, 17), σταμάτησε μακρυά, δείξε σεβασμόν προς τον Λόγον, αλλά μη λυπηθής. Διότι γνωρίζει εις ποίους θα εμφανισθή πρώτα. Βοήθησε την Εύαν, η οποία έπεσε πρώτη, να χαιρετήση και πρώτη τον Χριστόν και να το ανακοινώση εις τους μαθητάς (Ιω. 20, 14 και 18). Γίνε Πέτρος η Ιωάννης και σπεύσε εις τον τάφον, τρέχων μαζί η προπορευόμενος (Ιω. 20, 4) και συναγωνιζόμενος εις τον καλόν συναγωνισμόν. Και αν σε προλάβη εις την ταχύτητα, νίκησέ τον με την συστηματικότητά σου και μην αρκεσθής μόνον να πλησιάσης το μνημείον, αλλά να εισέλθης και μέσα (Ιω. 20, 5-6). Και αν λείψης, όπως ο Θωμάς, από την συγκέντρωσιν των μαθητών εις τους οποίους εμφανίζεται ο Ιησούς, όταν Τον ίδης, ας μην απιστήσης (Ιω. 20, 24 ε.). Και αν απιστήσης, πίστευσε εις εκείνους οι οποίοι σου το λέγουν. Εάν δε δεν τους πιστεύσης ούτε αυτούς, ας πεισθής από τα σημάδια των καρφιών. Αν κατεβαίνη εις τον Άδην, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε και τα εκεί μυστήρια του Χριστού, ποίον είναι το σωτηριώδες σχέδιον της διπλής καταβάσεως και ποίος ο λόγος της: Σώζει με την εμφάνισίν Του εκεί τους πάντας, η και εκεί σώζει μόνον εκείνους οι οποίοι Τον πιστεύουν;
25. Και αν ανεβαίνη εις τους ουρανούς, ανέβα μαζί Του. Εντάξου εις τους αγγέλους οι οποίοι Τον προπέμπουν η εις εκείνους οι οποίοι Τον υποδέχονται. Πρόσταξε να σηκωθούν αι πύλαι και να γίνουν υψηλότεραι (Ψαλμ. 23, 7), δια να υποδεχθούν πιο μεγαλόπρεπα Εκείνον ο οποίος επιστρέφει από το πάθος. Απάντησε εις εκείνους οι οποίοι απορούν δια το σώμα και τα σύμβολα του Πάθους, με τα οποία ανέρχεται, ενώ δεν τα είχε μαζί Του όταν είχε κατέβει, και οι οποίοι δια τον λόγον αυτόν ερωτούν να μάθουν «ποίος είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης;», ότι είναι «Κύριος κραταιός και δυνατός» (Ψαλμ. 23, 7-8) με όλα όσα ανέκαθεν έχει κάνει και με όσα κάνει και με τον τωρινόν πόλεμον και την περίλαμπρον νίκην Του προς χάριν της ανθρωπότητος, και δώσε εις την διπλήν ερώτησιν διπλήν την απάντησιν. Και αν απορούν λέγοντες, συμφώνως προς την δραματικήν προφητείαν του Ησαίου, «ποίος είναι αυτός ο οποίος έχει έλθει από την Εδώμ (Ησ. 63, 1) και από τα γήϊνα πράγματα;», η «διατί είναι κόκκινα τα ενδύματα εκείνου ο οποίος δεν έχει ούτε αίμα ούτε σώμα, ωσάν να έχη έλθει από πατητήρι και να έχη πατήσει ολόκληρον πατητήρι γεμάτον από σταφύλια;»(Ησ. 63, 2),να τους εκθειάσης την ωραιότητα της στολής του σώματος το οποίον έχει πάθη και το οποίον έχει καλλωπισθή από το Πάθος και έχει αποκτήσει από την Θεότητα την λαμπρότητα εκείνην από την οποίαν δεν υπάρχει τίποτε πιο επιθυμητόν και πιο ωραίον.
26. Τι θα μας είπουν δι αυτά οι συκοφάνται, οι πικρόχολοι ελεγκταί της Θεότητος, οι κατήγοροι εκείνων τα οποία επαινούνται, οι σκοτεινοί εν σχέσει προς το φως, οι αστοιχείωτοι εν σχέσει προς την σοφίαν, εκείνοι χάριν των οποίων απέθανεν ο Χριστός χωρίς να ζητήση αντάλλαγμα, τα αχάριστα δημιουργήματα, τα πλάσματα του πονηρού; Κατηγορείς τον Θεόν δια την ευεργεσίαν Του; Δια τούτο είναι μικρός, επειδή εταπεινώθη προς χάριν σου; Επειδή ο καλός Ποιμήν, ο Οποίος δίνει και την ψυχήν Του δια τα πρόβατα (Ιω. 10, 11), ήλθε προς το πρόβατον το οποίον είχε χαθή (βλ. Λουκ. 15, 4-10), επάνω εις τους λόφους και τα βουνά εις τα οποία εθυσίαζες (πρβλ. Ωσ. 4, 13), και αφού το εύρε το εσήκωσεν επάνω εις τους ώμους Του, επάνω εις τους οποίους εσήκωσε και τον Σταυρόν, και το επανέφερεν εις την ουρανίαν ζωήν και αφού το ανύψωσεν εκεί το έβαλεν εις την ιδίαν θέσιν με εκείνα τα οποία είχαν μείνει εκεί;
Τον κατηγορείς επειδή ήναψε λύχνον, την ιδίαν την σάρκα Του, και εσκούπισε την οικίαν (καθαρίζων τον κόσμον από την αμαρτίαν) και ανεζήτησε την δραχμήν, την εικόνα δηλαδή του Θεού η οποία είχε καταχωνιασθή από τα πάθη, και επειδή συγκεντρώνει δια την εύρεσιν της δραχμής τας φιλικάς προς Αυτόν δυνάμεις, τας οποίας είχε μυήσει και εις το μυστήριον της σωτηρίας, και τας κάνει μετόχους εις την χαράν Του; Τον κατηγορείς επειδή τον λύχνον, ο οποίος ετοιμάζει τον δρόμον, και ο οποίος ετοιμάζει εις τον Κύριον λαόν εκλεκτόν και καθαρίζει και προετοιμάζει δια το Πνεύμα με το ύδωρ, τον ακολουθεί το υπέρλαμπρον Φως, την φωνήν την ακολουθεί ο Λόγος και τον οδηγόν του νυμφίου ο Νυμφίος; Δι αυτό κατηγορείς τον Θεόν; Δι αυτά Τον θεωρείς κατώτερον, επειδή βάζει εις την μέσην Του την ποδιάν και πλύνει τα πόδια των μαθητών Του (Ιω. 13, 4) και δείχνει τον καλύτερον τρόπον να υψωθή κανείς, δηλαδή την ταπείνωσιν; Επειδή ταπεινώνεται χάριν της ψυχής, η οποία έχει κυρτώσει προς τα κάτω δια να ανυψώση μαζί του εκείνο το οποίον κλίνει προς τα κάτω από την αμαρτίαν; Πως δε δεν τον κατηγορείς δια το ότι γευματίζει μαζί με τους τελώνας (Λουκά 5, 27 ε.) και εις τας οικίας τελωνών, και ότι κάνει μαθητάς Του τελώνας δια να κερδίση και Αυτός κάτι; Τι δηλαδή; Την σωτηρίαν των αμαρτωλών. Ωσάν να ημπορούσε κανείς να κατηγορήση τον ιατρόν, ότι σκύβει με κατανόησιν επάνω εις τας πληγάς και ανέχεται την δυσωδίαν, δια να δώση την υγείαν εις τους ασθενείς, η εκείνον ο οποίος σκύβει από ευσπλαγχνίαν επάνω από τον βόθρον δια να βγάλη από εκεί το ζώον το οποίον έχει πέσει μέσα (πρβλ. Δευτερον. 22, 4, Ματθ. 12, 11), όπως λέγει ο νόμος.
27. Απεστάλη μεν, αλλά ως άνθρωπος (επειδή ήτο διπλούς την φύσιν), επειδή και ένιωσε κούρασιν και επείνασε και εδίψασε και εδάκρυσε κατά τους φυσικούς νόμους. Εάν δε εστάλη και ως Θεός, τι σε ενοχλεί αυτό; Την θέλησιν του Πατρός, από τον Οποίον προέρχεται, και τον Οποίον τιμά ως αρχήν άχρονον, να την θεωρής ως αποστολήν, και να μη πιστεύης ότι είναι κάτι το αταίριαστον δια τον Θεόν. Επειδή λέγεται και ότι έχει παραδοθή, αλλά έχει γραφή επίσης ότι έχει παραδώσει τον Εαυτόν του. Και ότι έχει αναστηθή από τον Πατέρα και έχει αναληφθή, αλλά και ότι έχει αναστήσει τον Εαυτόν του και ότι θα έλθη πάλιν. Εκείνα προέρχονται από την θέλησιν του Πατρός, αυτά από την δύναμίν του. Συ δε τα μεν πρώτα τα θεωρείς μειωτικά, τα δε άλλα, τα οποία εξυψώνουν, τα παραβλέπεις. Και το ότι μεν έπαθε, το υπολογίζεις. Το ότι δε έπαθε με την θέλησίν Του, δεν το αναφέρεις. Τι παθαίνει ακόμη και τώρα ο Λόγος! Από άλλους μεν τιμάται ως Θεός και ταυτίζεται με αυτόν, από άλλους δε περιφρονείται, επειδή είναι άνθρωπος, και χωρίζεται από τον Θεόν. Εναντίον ποίων να οργισθή περισσότερον; Η, καλύτερα, ποίους να συγχωρήση; Εκείνους οι οποίοι ενώνουν λανθασμένα, η εκείνους οι οποίοι χωρίζουν; Διότι και εκείνοι έπρεπε να διαχωρίζουν και τούτοι να ενώνουν. οι μεν με τον αριθμόν, οι δε με την Θεότητα. Εμποδίζεσαι από την σάρκα; Αυτό κάνουν και οι Ιουδαίοι. Μήπως τυχόν Τον ονομάζεις και Σαμαρείτην; Την συνέχειαν όμως δεν θα την αναφέρω (πρβλ. Ιω. 8, 48). Δεν πιστεύεις εις την Θεότητα; Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με τους δαίμονας. Δύστυχε, πόσον πιο άπιστος είσαι ακόμη και από τους δαίμονας, και πόσον πιο αχάριστος από τους Ιουδαίους! Εκείνοι την ονομασίαν του Υιού την εθεώρησαν ως έκφρασιν ισοτιμίας (πρβλ. Ιω. 8, 19), διότι δεν εγνώριζαν ακόμη τον Θεόν ο οποίος τον είχε στείλει. Διότι επίστευαν μόνον αφού επάθαιναν. Συ δε δεν δέχεσαι ούτε την ισότητα, ούτε και αναγνωρίζεις την Θεότητα. Θα ήταν καλύτερα δια σε να είσαι περιτετμημένος και να ευρίσκεσαι υπό την επήρειαν του δαίμονος, δια να εκφρασθώ κατά τρόπον αστείον, παρά να κατέχεσαι από πονηρίαν και αθείαν, ενώ είσαι υγιής και απερίτμητος. Αλλ όμως ο πόλεμος εναντίον τούτων η ας σταματήση, εάν βεβαίως θα ήθελαν να συνετισθούν έστω και την τελευταίαν στιγμήν, η ας αναβληθή, εάν δεν θέλουν να συνετισθούν και παραμένουν όπως έχουν. Πάντως εμείς δεν θα φοβηθούμεν τίποτε ενώ θα αγωνιζώμεθα δια την Τριάδα, με σύμμαχόν μας την ιδίαν την Τριάδα.
28. Τώρα δε είμεθα πλέον αναγκασμένοι να ανακεφαλαιώσωμεν ως εξής τον λόγον. Έχομεν δημιουργηθή δια να ευεργετηθούμεν. Έχομεν ευεργετηθή επειδή έχομεν δημιουργηθή. Μας παρεδόθη ο Παράδεισος δια να ευτυχήσωμεν. Ελάβαμεν την εντολήν, δια να δοξασθώμεν αφού την φυλάξωμεν, όχι επειδή τυχόν αγνοούσε ο Θεός εκείνο τον οποίον θα εγίνετο, αλλά επειδή ήθελε να μας παραχωρήση το αυτεξούσιον. Έχομεν εξαπατηθή, επειδή μας εφθόνησαν. Έχομεν πέσει, επειδή έχομεν παραβή την εντολήν, έχομεν αναγκασθή εις νηστείαν επειδή δεν ενηστεύσαμεν και μας κατανίκησεν η επιθυμία της γεύσεως του καρπού του δένδρου της γνώσεως. Διότι η εντολή ήτο παλαιά και σύγχρονος με ημάς, ένα μέσον διαπαιδαγωγήσεως της ψυχής και σωφρονισμού από τας απολαύσεις. Την ελάβαμεν δε ευλόγως δια να απολαύσωμεν, αφού την τηρήσωμεν, εκείνο το οποίο εχάσαμεν επειδή δεν την ετηρήσαμεν. Είχαμεν ανάγκην από Θεόν ο Οποίος εσαρκώθη και απέθανε, δια να ζήσωμεν. Έχομεν αποθάνει μαζί Του δια να καθαρισθώμεν. Έχομεν αναστηθή μαζί Του επειδή έχομεν συναποθάνει και έχομεν δοξασθή επειδή έχομεν συναναστηθή.
29. Πολλά μεν λοιπόν είναι τα θαύματα εκείνης της εποχής. Ο Θεός σταυρώνεται, ο ήλιος σκεπάζεται από σκότος και κατόπιν ανατέλλει πάλιν (διότι έπρεπε και τα δημιουργήματα να συμπάσχουν με τον Δημιουργόν), το καταπέτασμα του ναού σχίζεται (Λουκ. 23, 44-45, Ματθ. 27, 51), αίμα και ύδωρ χύνεται από την πλευράν (Ιω. 19, 34) (το μεν επειδή ήτο άνθρωπος, το δε επειδή ήτο ανώτερος από τον άνθρωπον), η γη συγκλονίζεται, αι πέτραι σχίζονται προς χάριν της Πέτρας (Ματθ. 27, 51, Α' Κορ. 10, 4), οι νεκροί ανασταίνονται (Ματθ. 27, 52), ως απόδειξις δια την τελευταίαν και κοινήν Ανάστασιν. Τα σημεία δε τα οποία έγιναν εις τον τάφον και τα μετά την ταφήν (Ματθ. 28, 1 ε., Μάρκ. 16, 1 ε., Λουκ. 24, 1 ε. και Ιω. 20, 1 ε.), ποίος θα ημπορούσε να τα εξυμνήση επαξίως; Τίποτε δε δεν είναι ισάξιον με το θαύμα της σωτηρίας μου. Ολίγαι σταγόνες αίματος αι οποίαι αναδημιουργούν ολόκληρον τον κόσμον και γίνονται ωσάν χυμός γάλακτος δι όλους τους ανθρώπους και μας συνδέουν και μας συγκεντρώνουν εις ένα σύνολον.
30. Αλλά, ω Πάσχα, το μέγα και ιερόν, το οποίον καθαρίζεις ολόκληρον τον κόσμον! Διότι θα σου ομιλήσω ωσάν να ήσουν έμψυχον. Ω Λόγε του Θεού και Φως και Ζωή και Σοφία και Δύναμις! Διότι χαίρομαι με όλα Σου τα ονόματα. Ω γέννημα και κίνησις και σφραγίς του μεγάλου νού! Ω Λόγε, ο οποίος κατανοείσαι και, άνθρωπε, ο οποίος φαίνεσαι, και ο οποίος φέρεις τα πάντα συγκεντρωμένα εις τον λόγον της δυνάμεώς σου! Τώρα μεν ας δεχθής τον λόγον αυτόν όχι ως τον πρώτον και καλύτερον καρπόν της καρποφορίας μας, αλλά ως συμπλήρωμά της ίσως, ευχαριστήριον αλλά και συγχρόνως παρακλητικόν, δια να μην υποφέρωμεν δια τας εντολάς Σου τίποτε περισσότερον εκτός από τα αναγκαία και τους ιερούς κόπους και πόνους, με τους οποίους έχομεν ζήσει μέχρι σήμερον. Και ας σταματήσης την τυραννίαν του σώματος εναντίον μας (βλέπεις πόσον μεγάλη είναι, Κύριε, και πόσον μας γονατίζει!), η την κρίσιν Σου, εάν πρόκειται να καθαρισθώμεν απ αυτό. Εάν δε φθάσωμεν επαξίως εις το ποθούμενον τέρμα και γίνωμεν δεκτοί εις τας ουρανίους σκηνάς, θα Σου προσφέρωμεν με προθυμίαν θυσίας δεκτάς εις το άγιόν Σου θυσιαστήριον, ω Πάτερ και Λόγε και Άγιον Πνεύμα, επειδή εις Σε οφείλεται κάθε δόξα, τιμή και εξουσία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...