Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

agios iwannhs konitshs 01

Συμπληρώνονται ἐφέτος διακόσια (200) χρόνια ἀπὸ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Νεομάρτυρος Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ἐκ Κονίτσης (1814-2014). Καὶ μολονότι κύλησαν δύο αἰῶνες ὁλόκληροι ἀπὸ τὶς 23 Σεπτεμβρίου 1814, αὐτὸ τὸ Κονιτσιωτόπουλο δὲν ξεχάστηκε, δὲν χάθηκε στὴν χοάνη τοῦ χρόνου. Πόσοι μεγάλοι καὶ σπουδαῖοι κατὰ κόσμον ζοῦσαν τότε. Σουλτᾶνοι, πασάδες, ἀγάδες, στρατηγοὶ καὶ ναύαρχοι καὶ πλούσιοι καὶ ἰσχυροί, κυριαρχοῦσαν, τότε, στὰ Βαλκάνια καὶ στὴν Ἑλλάδα, σπέρνοντας τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο στοὺς ραγιάδες, στοὺς ὑποδούλους, ποὺ δὲν τολμοῦσαν καλά - καλά οὔτε τὸ ὄνομά τους νὰ ποῦν ! Κι’ ὅμως ! Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης, ποὺ ἦταν πρωτύτερα Τοῦρκος καὶ μουσουλμᾶνος, γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Χασάν, ζῇ μέχρι σήμερα, λαμπρὸς καὶ πάντοτε νέος, στὶς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν καί, γενικά, στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΔΡYΪΝΟΥΠΟΛΕΩΣ , ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ & ΚΟΝΙΤΣΗΣ

Ἀριθ. Πρωτ. 64

Ἐν Δελβινακίῳ τῇ 15ῃ Σεπτεμβρίου 2014

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 175η

 

ΘΕΜΑ: Διακόσια χρόνια ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ Κονιτσιώτη Νεομάρτυρος Ἁγίου Ἰωάννου (1814-2014)

Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,

-Α-

Συμπληρώνονται ἐφέτος διακόσια (200) χρόνια ἀπὸ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Νεομάρτυρος Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ἐκ Κονίτσης (1814-2014). Καὶ μολονότι κύλησαν δύο αἰῶνες ὁλόκληροι ἀπὸ τὶς 23 Σεπτεμβρίου 1814, αὐτὸ τὸ Κονιτσιωτόπουλο δὲν ξεχάστηκε, δὲν χάθηκε στὴν χοάνη τοῦ χρόνου. Πόσοι μεγάλοι καὶ σπουδαῖοι κατὰ κόσμον ζοῦσαν τότε. Σουλτᾶνοι, πασάδες, ἀγάδες, στρατηγοὶ καὶ ναύαρχοι καὶ πλούσιοι καὶ ἰσχυροί, κυριαρχοῦσαν, τότε, στὰ Βαλκάνια καὶ στὴν Ἑλλάδα, σπέρνοντας τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο στοὺς ραγιάδες, στοὺς ὑποδούλους, ποὺ δὲν τολμοῦσαν καλά - καλά οὔτε τὸ ὄνομά τους νὰ ποῦν ! Κι’ ὅμως ! Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης, ποὺ ἦταν πρωτύτερα Τοῦρκος καὶ μουσουλμᾶνος, γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Χασάν, ζῇ μέχρι σήμερα, λαμπρὸς καὶ πάντοτε νέος, στὶς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν καί, γενικά, στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

-Β-

Τὸ ποιὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης τὸ ἔχουμε πῆ πολλὲς φορές. Ἄς τὸ ξαναποῦμε, ὅμως, ἄλλη μιὰ φορὰ γιὰ ὅσους ἴσως δὲν ἔχουν μέχρι τώρα ἀκούσει γι’ αὐτόν. Χασὰν ἦταν τὸ τούρκικο ὄνομά του. Πατέρας του ὁ Σέχης τῆς Κονίτσης. Εἶχε, λοιπόν, οἰκογένεια καλοστεκούμενη, ἐνῷ τὸ μέλλον ἀνοιγόταν μπροστά του λαμπρό. Εἰκοσάχρονος ἦταν τότε. Καὶ θὰ ἔλεγε κανείς, ὅτι ὁ νεαρὸς Χασὰν εἶχε ἐξασφαλισμένη τὴν ζωή του. Ὅμως, τὴν νεανικὴ ψυχή του δὲν τὴν ἱκανοποιοῦσαν οὔτε τὰ πλούτη καὶ ἡ κοσμικὴ δόξα, οὔτε, πρὸ παντός, ἡ ψεύτικη θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Γι’ αὐτὸ καὶ ζητοῦσε κάτι καλλίτερο, κάτι ἀνώτερο. Καὶ χωρίς, βέβαια, νὰ γνωρίζῃ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, τὸν μεγάλο αὐτὸν Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἔνοιωθε αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος ἐτόνιζε : «Κύριε, ἡ ψυχή μου εἶναι ἀνήσυχη μέχρις ὅτου συναντήσῃ Ἐσένα».

-Γ-

Ἔτσι, ὅταν ἀργότερα βρέθηκε στὸ Ἀγρίνιο (ποὺ τότε λεγόταν Βραχώρι) καὶ γνώρισε τοὺς ἐκεῖ χριστιανούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ἑλκύσθηκε πρὸς τὴν χριστιανικὴ Θρησκεία. Ὅταν, ὅμως, ἐξεδήλωσε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνῃ χριστιανός, οἱ Ἱερεῖς ἐδίστασαν νὰ τὸν βαπτίσουν, γιατὶ ἦταν σίγουρο πὼς θὰ ἔπεφτε πάνω τους βαρειὰ ἡ τιμωρία. Ἔτσι, ὁ Χασὰν πῆγε στὴν Ἰθάκη, ἡ ὁποία ἦταν Ἑνετοκρατούμενη, κι’ ἀφοῦ κατηχήθηκε συστηματικά, βαπτίσθηκε καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Ὅταν ξαναγύρισε στὸ Ἀγρίνιο, νυμφεύτηκε καὶ ἐργαζόταν σὰν ἀγροφύλακας στὸ χωριὸ Μαχαλᾶς, ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Φυτεῖες. Πίστευε ὅτι τὰ ἴχνη του εἶχαν χαθῆ. Ἀλλὰ ὁ ἀντίδικος διάβολος ὡδήγησε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ μὲ ἐντολὴ τοῦ πατέρα του τὸν ἔψαχναν, καὶ τελικῶς τὸν βρῆκαν. Δέχθηκε ὑποσχέσεις γιὰ πλούτη καὶ τιμὲς ἄν ξαναγύριζε στὸν μωαμεθανισμό. Ἀρνήθηκε κατηγορηματικά. Ἀκολούθησαν ἀπειλὲς καὶ φοβέρες. Καὶ τὸ τέλος δὲν ἄργησε νὰ ἔλθη. Τὸν ἀποκεφάλισαν κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἡ ὁποία μετέπειτα κατεδαφίσθη καὶ ἀνεγέρθηκε στὴν θέση της ὁ νέος μεγαλοπρεπὴς Ναός. Ἐνταφιάσθηκε ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸν Ναὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἐμαρτύρησε, δηλαδὴ στὶς 23 Σεπτεμβρίου 1814. Μετὰ ἀπὸ πέντε χρόνια, τὸ 1819, ἔγινε ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του · μεταφέρθηκαν στὴν Μονὴ τοῦ Προυσσοῦ, ὅπου τὸ 1974 ἀνεκαλύφθησαν, ἕνα δὲ τμῆμα ἱεροῦ λειψάνου εἶναι θησαυρισμένο στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, στὴν Κόνιτσα.

-Δ-

Σπουδαῖο πρότυπο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς νέους μας, ποὺ ἀντιμετωπίζουν πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους. Ὅταν, ὅμως βάλουν θεμέλιο τὸν Χριστό, θὰ κατορθώσουν νὰ ξεπεράσουν τὰ ὁποιαδήποτε ἐμπόδια παρουσιάζει μπροστά τους ὁ πονηρός. Ἔτσι πραγματοποιεῖται ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου : «Νεανίσκοι, ἰσχυροὶ ἐστε καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν ὑμῖν μένει καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν ... Ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ · ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Α΄ Ἰωάν. β΄ 14,17).

-Ε-

Ἡ ἀκριτικὴ Μητρόπολή μας θὰ τιμήσῃ καὶ φέτος τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου. Τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς, Δευτέρα, 22 Σεπτεμβρίου 2014, θὰ ψαλῇ Μέγας Ἀρχιερατικὸς Ἑσπερινός, ὁ ὁποῖος θὰ ἀρχίσῃ στὶς 7 μ.μ. Τὴν ἑπομένη, Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014, κυριώνυμη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, στὶς 7.30 τὸ πρωΐ θὰ ἀρχίσουν οἱ καταβασίες (δεύτερη καμπάνα), μετὰ δὲ τὸ πέρας τοῦ Ὄρθρου θὰ τελεσθῇ Ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία. Καὶ ὁ Ἑσπερινὸς καὶ ἡ Θ. Λειτουργία θὰ γίνουν ἐν μονοεκκλησίᾳ στὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, στὴν Κόνιτσα. Ἐλᾶτε ὅλοι νὰ τιμήσουμε τὸν Νεομάρτυρα Ἅγιο συμπολίτη μας. Χρόνια πολλά, ἅγια, εὐλογημένα.

 

Διάπυρος πρὸς Χριστὸν εὐχέτης

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ

 

Πηγή: Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος

gennhsh ths theotokou 01


….6. Ἀλλὰ ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρὶς νὰ ἔχη γιά πόλη της τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ ἔχη γεννηθῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ -ἀπό αὐτὸ τὸ ξεπεσμένο γένος, ποὺ ξέχασε τὴν ἴδια του τὴ φύση- καὶ κατὰ τὸν ἲδιο μὲ ὅλους τρόπο, μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀπέδωκε ἔτσι στὸν Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε, αὐτὴ μόνη, ὅλα τά ὅπλα καὶ ὅλη τὴ δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιά τὸν Θεό, μὲ τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψεώς της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη της ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθῆ. Μὲ ὅλα αὐτὰ φανέρωσε τὸν ἂνθρωπο τέτοιον ποὺ ἀληθινὰ δημιουργήθηκε, φανέρωσε δὲ καὶ τὸν Θεό, τὴν ἂφατη σοφία καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία Του.

Ἒτσι Αὐτὸν ποὺ παρουσίασε ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν περιέβαλε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, αἰσθητὰ στὰ μάτια ὅλων, τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν εἰκόνισε προηγουμένως μὲ τὰ ἔργα της ἐπάνω στὸν Ἑαυτό της. Καὶ ἦταν δυνατὸν ἀπὸ ὅλα τά κτίσματα διὰ μέσου αὐτῆς μόνης «νὰ γνωρίσουμε ἀληθινά τό Δημιουργό». Οὔτε ὁ Νόμος ἀποδείχθηκε ἱκανὸς νὰ φανερώση τὴ θεία χρηστότητα καὶ σοφία οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν Προφητῶν οὔτε ἡ τέχνη τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ ὁρατή δημιουργία οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ διηγεῖται κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ «δόξαν Θεοῦ» οὔτε ἀκόμη ἡ φροντίδα καὶ ἡ πρόνοια τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος οὔτε τέλος κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Γιατί μὸνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φέρει μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φανερωθῆ αὐθεντικὰ τέτοιος ποὺ εἶναι, χωρὶς νά ἔχη ἐπάνω του τίποτε τό νὸθο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψη ἀληθινὰ τὸν Ἴδιο τόν Θεό

Ἀλλὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ἢ πρόκειται νά ὑπάρξουν Ἐκείνη ἡ ὁποία τὰ ἐπραγματοποίησε ὅλα αὐτὰ καὶ διεφύλαξε κατὰ τρόπο λαμπρὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνόθευτη ἀπὸ καθετί ξένο εἶναι ἡ μακαρία Παρθένος. Γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν ἦταν «καθαρὸς ἀπὸ ρύπου», ὅπως λέγει ὁ Προφήτης. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτούς τούς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῶ ἡ Παρθένος ἦταν μὸνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγη, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.

7. Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηκε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθῆ σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους Της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει; Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά Της; Ποιός τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήση; Ἀπὸ ποὺ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος; Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν oἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τὸσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους.

Τί λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔδωκε τή νίκη στὴν Παρθένο, ἀφοῦ οὔτε ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἔχη λάβει φύση καθαρή ἀπὸ κάθε κακία, οὔτε μετὰ ἀπὸ τὸν καινὸ Ἂνθρωπο καὶ τὴν νέα κλίση καὶ δύναμη ποὺ ἔλαβαν oἱ ἄνθρωποι ἀπὸ Αὐτόν; Γιατί δὲν θὰ ἦταν βέβαια καθόλου παράδοξο νὰ νικήση ὁ Ἀδὰμ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νά μὴν τὸν ὠθῆ πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν κακία.

Εἶχε πράγματι γιά διαμονὴ τόπο γεμάτο ἀπὸ κάθε εἴδους τέρψη, ζωὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους, σῶμα ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει φθορά, ψυχὴ ἄγευστη ἀκόμη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Δὲν εἶχε γιά γενάρχη του ἕναν ἂνθρωπο, ἀλλά, κατὰ τρόπον ἂμεσο, τὸν ἲδιο τόν Θεό. Αὐτὸν γνώριζε καὶ σάν πατέρα τῆς φύσεως καὶ σὰν παιδαγωγὸ καὶ νομοθέτη κι ἦταν πλασμένος ἔτσι, ὥστε νά βρίσκεται μὲ Αὐτὸν σὲ κάθε εἴδους κοινωνία καὶ σχέση. Ἦταν ἑπομένως φυσικὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κρατοῦν μέσα του ἄσβεστη τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.

Ἂν πάλι ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κακία ἐκεῖνοι ποὺ γεννήθηκαν μετὰ τὴ Χάρη καὶ τή συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, μετὰ τὸν Χριστό, τὸ καινὸ Θύμα, καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ μυστικὴ γέννηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ φρικτὴ τράπεζα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν δεχθῆ τόσα πολλὰ καὶ τόσο ὑπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια τὸ ἀξιοθαύμαστο δὲν θὰ παρουσίαζαν.

Ἂς ἔρθουμε ὅμως στὴν περίπτωση τῆς Παρθένου. Ἀφοῦ τόσο σκληρή καὶ δύσκολη εἶναι ἡ μέχρι τέλους ἀντίσταση στὴν ἁμαρτία, ὥστε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε στὴ γῆ νά εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἄρχισε τὴν παρανομία καὶ παρὰ τὰ τόσα ὅπλα ποὺ εἶχε γιά νά ἀγωνισθῆ γιά τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν ἄντεξε στὴν προσβολὴ κι ἔπεσε ἀμέσως στὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνοι, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἦρθαν μετὰ τὸ λουτρό τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ Χάρη -καὶ ἐννοῶ τούς πιὸ ἐνάρετους ἀπὸ ὅλους, αὐτοὺς ποὺ ἀφιερώθηκαν στὴν εὕρεση τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ κι ἔγιναν κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους- ὑπάρχουν κακὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀνεύθυνοι καὶ ἔχουν γι’ αὐτὸ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συνεχῆ κάθαρση τῶν Μυστηρίων, ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ ὑμνήση ὅπως πρέπει καὶ ποιὸς νοῦς νά λάβη ἰδέα τοῦ πὸσο καθαρή ἀπὸ κάθε κακία διατήρησε τὴν ψυχή της ἡ Παρθένος, πὸσο καθαρὸς ἄνθρωπος -σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρη μόνο εὐγνωμοσύνη- ὑπῆρξε, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη προετοιμασμένοι δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ἐπιτύχη, αὐτὴ τὰ ἐπραγματοποίησε ἐξ ὁλοκλήρου, χωρὶς μάλιστα νὰ χρειασθῆ βοήθεια ἀπὸ κανέναν;

Kι αὐτὸ μολονότι δὲν ἦρθε στὴ ζωὴ οὔτε πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀρρώστια τῆς φύσεως οὔτε μετὰ τὸν κοινὸ Ἰατρό, ἀλλὰ στὸ μεσουράνημα τοῦ κακοῦ καὶ βρέθηκε μέσα στὸν τόπο τῆς καταδίκης, σὲ μιὰ φύση ποὺ ἔμαθε πάντοτε νά νικιέται, σὲ σῶμα ποὺ δουλεύει στὸ θάνατο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὅλοι ὅσοι μποροῦσαν νά βοηθήσουν στὴν πραγματοποίηση τῆς κακίας ἦσαν ὑπερβολικὰ κοντά, ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν νὰ συμπολεμοῦν ἀπουσίαζαν. Γιατί εἴτε ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ συμφιλίωση, πρὶν νὰ ἔρθη στὴ γῆ ὁ δημιουργός τῆς εἰρήνης, αὐτὴ ἡ Ἴδια διέλυσε μέσα της τὴν ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνοιξε τὸν οὐρανὸ καὶ προσείλκυσε τὴ Χάρη καὶ ἔλαβε τή δύναμη ν’ ἀγωνισθῆ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, αὐτό τό θαῦμα ξεπερνάει ἀσφαλῶς κάθε ἀνθρώπινη κατανόηση -γιατί πόσο ὑπέροχη πρέπει νά εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῆς Παρθένου, ἀφοῦ μπόρεσε ν’ ἀποδειχθῆ ἰσάξια μὲ ἐκείνη τοῦ μεγάλου Θύματος-;

Εἴτε πάλι θεωρήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, μολονότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἐχθρική, τόσα πολλὰ μπόρεσε νὰ πραγματοποιήση ἡ πρόθεση τῆς Παρθένου, καὶ ἐνῶ ὁ φραγμός τῆς ἔχθρας ὑπῆρχε ἀκόμη, Αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸν Θεό καὶ ὅτι τὸ τεῖχος ἐκεῖνο ποὺ χώριζε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν ἄντεξε στὴν προθυμία μιᾶς ψυχῆς, ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπάρχει πρωτοφανέστερο; Γιατί οὔτε βέβαια Τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς ἐπίτηδες τὴν Παρθένο ἒτσι, ὥστε νὰ ζῆ ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῶ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καί οἱ ἄλλοι, τὴν ἐτίμησε ὁ Θεὸς μὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βοηθήματα.

Ἀλλὰ ἡ Παρθένος νίκησε τὴν πρωτάκουστη καὶ θαυμαστὴ αὐτὴ νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τὸν Ἑαυτό Της καὶ τὰ ὅπλα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς.

8. Γιατί τό νὰ νομίση κανείς ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μέσα στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀρετὴ ὅπως καὶ τὰ ἄλλα δημιουργήματα, εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἀντίκειται πρὶν ἀπὸ ὅλα στὴν ἴδια τὴν φύση τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία εἶναι προαιρετικὸ ἀγαθὸ καὶ ἔργο τῆς προσωπικῆς μας θελήσεως. Γιατί ἀκριβῶς σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ «εἶναι» ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι λογικὰ καὶ μὲ ἐλεύθερη θέληση ὄντα, τὸ «εὖ εἶναι» δὲν μπορεῖ παρὰ νά ὑπάρχη στὴν καλὴ χρήση τῆς λογικότητος καὶ τῆς αὐτόνομης θελήσεώς τους.

Οὔτε βέβαια εἶναι δυνατόν τό «εὖ» νὰ καταστρέφη τὸ «εἶναι» οὔτε ἡ πρόοδος στὴν ἀρετὴ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μειώνη τά καλὰ ποὺ ἐκ φύσεως ἔχουμε, ἀφοῦ προορισμὸς της εἶναι νά τὰ αὐξάνη. Γιατί θά ἦταν ἀσφαλῶς ἄτοπο αὐξάνοντας τὴν ἀρετὴ νὰ μειώνουμε τὴν ἐλευθερία, νὰ καταστρέφουμε δηλαδὴ ἔτσι μὲ τὰ καλὰ ἔργα τὸν ἲδιο μας τὸν ἑαυτό, αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἴμαστε.

Ἀλλὰ ἡ υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν σκέψεων εἶναι ἀρχὴ γιὰ χίλια δυὸ ἀτοπήματα. Γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ παραδεχθοῦμε τότε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει εὐθύνη γιά καμμιὰ ἁμαρτία του καὶ ὅτι, ἀντίστοιχα, οἱ ἀγαθοὶ δὲν κερδίζουν δίκαια τά βραβεῖα -ἀφοῦ δὲν ὁδηγοῦν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς τους οὔτε εἶναι κύριοι τῆς θελήσεώς τους- ἤ, ἂν δὲν τὸ παραδεχώμαστε αὐτό, πρέπει ἀσφαλῶς νά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ἀφοῦ, διαχωρίζοντας τούς ἀνθρώπους, ἄλλους στεφανώνει καὶ ἄλλους καταδικάζει στὶς ἔσχατες τῶν ποινῶν, χωρὶς οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νὰ ἐνεργῆ λογικά.

Θὰ ἦταν δὲ κατ’ ἐξοχὴν μοχθηρό, ἐάν, ἐνῶ ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναδείξη ὅλους τους ἀνθρώπους ἀρίστους καὶ τὸ χέρι του μπορεῖ νὰ μοιράση τά ἀγαθὰ κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο σὲ ὅλους, δὲν τὸ ἔκανε.

Πῶς θὰ ἦταν ἒτσι δυνατὸν νὰ ἰσχύη ἀκόμη τό ὅτι ὁ Θεὸς δὲν «λαμβάνει πρόσωπον ἀνθρώπου» καὶ ὅτι «πάντας θέλει σωθῆναι» καὶ ὅτι ἀποτελεῖ γιά τοὺς ἀνθρώπους τό ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται σὲ κοινωνία καὶ μετοχὴ τόσο περισσότερο ἀπὸ ὅλα -καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς καί τὰ ὑπόλοιπα- ὅσο περισσότερο «κενώθηκε» καὶ ὅσο περισσότερο εἶναι πλούσιο ἀγαθό; Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἕνα συμπέρασμα καὶ ἕνας συλλογισμός. Γιατί εἶναι ἐντελῶς φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐτίμησε ὅλους τούς ἀνθρώπους μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς δωρεὲς ἐκεῖνες ποὺ βοηθοῦν τὸν ἂνθρωπο νὰ ζήση τὴν ἀληθινὴ ζωή.

Ἂν ὅμως τιμήθηκαν ὅλοι μὲ τὴ μεγαλύτερη, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔλαβαν ὅλοι τὴν ἴδια. Γιατί μεγαλύτερο ἀγαθό, δηλαδὴ ἀγαθὸ ποὺ νὰ ὁδηγῆ κατὰ καλύτερο τρόπο πρὸς τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ τὸ θὰνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ ὅλα τά ἄλλα ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὰ -καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνη ἐξ ἴσου- εἶναι βέβαια καὶ ἀδύνατο νὰ δημιουργήση κανείς καὶ τὸ νὰ θεωρήση ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη κάτι τέτοιο, πρᾶγμα ἀπὸ τὰ πιὸ παράλογα. Ἑπομένως ἡ βοήθεια μὲ τὴν ὁποία ἐβοήθησε τή μητέρα Του δὲν εἶναι καθόλου μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἐχάρισε γενικὰ σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους.

9. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη μὲ τὰ νόμιμα χαρίσματα καὶ τὴν ἀξιοποίησή τους ἡ Ἴδια ἔπλεξε στὸν Ἑαυτό Της αὐτὸ τὸ στεφάνι. Γιατί, ἐνῶ ἡ βοήθεια ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη ποὺ δέχθηκαν ὅλοι, Αὐτὴ τόσο πολὺ ξεπέρασε τούς ἄλλους μὲ ὅσα πρόσθεσε ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Της, ὥστε ὂχι μὸνο νὰ νικήση παντοῦ ὅπου ἐκεῖνοι νικήθηκαν, ἀλλὰ καὶ νὰ νικήση τόσο λαμπρά, ὥστε ἡ νίκη Της νὰ ἐπαρκέση καὶ γιά τὴν προσωπική Της δόξα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ εἶναι σάν μιὰ νίκη ποὺ τὴν ἐπέτυχαν ὅλοι. Γιατί δὲν ἀπέδειξε χειρότερο τό ἀνθρώπινο γένος ξεπερνώντας το σὰν ἕνας ἀντίδικός του, ἀλλὰ τὸ ἐκόσμησε.

Οὔτε τὸ ἔκαμε νά ντρέπεται σά νά νικήθηκε, ἀλλά τὸ φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μὲ τὸ νὰ γίνη ἡ Ἴδια ἐξαιρετικὰ ὡραία ἀποκάλυψε τὴν ἀσχήμια των ὁμοφύλων της, ἀλλὰ τοὺς χάρισε ὡραιότητα. Οὔτε πάλι μὲ τὸ ὅτι ὑπερασπίσθηκε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἀνθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας ἒτσι καθαρὰ τὴν αἰτία της ἁμαρτίας στὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἔκαμε βαρύτερες τὶς εὐθύνες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἀντίθετα, ἔχοντας ἡ Ἴδια εὐδοκιμήσει μὲ πρωτοφανὴ τρόπο, κατήσχυνε καὶ νίκησε τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε κακία τοὺς κατησχυμμένους καὶ νικημένους. Κι ἔτσι τό κάλλος, ποὺ δόθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν τὸ διατήρησε ἀνόθευτο ἀπὸ κάθε ξὲνο στοιχεῖο μὸνο στὸν Ἑαυτό Της, ἀλλά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καὶ σὲ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

10. Καὶ ἂν ἤθελε κανείς νά ἐξετάση, θά μποροῦσε νά βρῆ γιά ὅλα τοῦτα πολλὲς καὶ λαμπρὲς ἀποδείξεις. Πρὶν ἀπὸ ὅλα, τίποτε δὲν ἐμπόδισε τόν Θεὸ νὰ κατέλθη καὶ νά σκηνώση μέσα Της μὸλις χρειάσθηκε. Γιατί δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ κατέλθη, ἂν ἦταν οἰκοδομημένο ἀνάμεσά τους τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, πρᾶγμα ποὺ θὰ συνέβαινε, ἂν ὑπῆρχε μέσα Της κάτι συγγενικὸ πρὸς τὴν ἁμαρτία, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, «oἱ ἁμαρτίες σας διαχωρίζουν ἀνάμεσα σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα».

Κι οὔτε βέβαια πρέπει νά νομίσουμε ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἀντιστεκόταν πρὸς τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ τό τεῖχος καὶ ὅτι κατεβαίνοντας ὁ Θεὸς τὸ ἐγκρέμισε μὲ τὴ δύναμή Του. Γιατί τό μὲσο μὲ τὸ ὁποῖο ἔκρινε καλὸ νά καταλύση αὐτό τό φραγμὸ δὲν ὑπῆρχε, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ἀκόμη κατέλθει. Καὶ ἐννοῶ ἀσφαλῶς τὸ αἷμα καὶ τὸ πάθος, γιατί μὲ αὐτὸ μόνο τὸν τρόπο ἔπρεπε νά νικιέται ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου -καὶ στοὺς ὁποίους προεικονιζόταν ἡ Χάρη- λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «χωρὶς νὰ χυθῆ αἷμα, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξη ἄφεση ἁμαρτιῶν».

Ἐξ ἄλλου ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Παρθένο ἀποδεικνύουν πὼς ἦταν ἀμέτοχη στὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Κριτής, ποὺ «δὲν κρίνει μὲ προσωποληψία», κρίνοντας καὶ τὴν κοινὴ μητέρα ὅλων των ἀνθρώπων (τὴν Εὔα) καὶ τὴν Παρθένο, τὴν Εὔα, ποὺ ἁμάρτησε, ἐτιμώρησε ἐπιτρέποντας νὰ ζῆ μὲ λύπη, ἐνῶ τὴν Παρθένο ἀξίωσε νὰ χαίρη.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ λύπη ἁρμόζει στοὺς ἁμαρτωλούς, αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἁρμόζει ἡ χαρὰ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε τό κοινὸ μὲ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο σὲ κανέναν ἀπολύτως ἄλλον ἄνθρωπο μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀπηύθυνε ὁ Θεός τό «χαῖρε», ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ἀκόμη ὑπόδικοι καὶ μέτοχοι τῆς παλαιᾶς, κακότυχης κληρονομιᾶς.

Ἀλλά αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν τὴν προετοιμασία τῆς Παρθένου γιὰ τὴ διακονία τοῦ μυστηρίου. Ὅταν Ἐκείνη ρώτησε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πραγματοποιόταν ἡ παράδοξη γέννηση καὶ τί ἀλλοίωση ἔπρεπε νά ὑποστῆ ὥστε νά κυοφορήση καὶ νά γεννήση τόν Θεό, ὁ Γαβριὴλ ἀπαντώντας μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ ἄλλα σχετικά. Πουθενὰ ὅμως στὴν χαρμόσυνη ἀγγελία τοῦ Ἀγγέλου δὲν ἔγινε λόγος γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἐνοχὴ καὶ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν.

Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ προετοιμασία θὰ χρειαζόταν ἀσφαλῶς πρὶν ἀπὸ ὁποιεσδήποτε τυχὸν ἄλλες. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπρόκειτο νά σταλῆ σάν ἁπλὸς προάγγελος τοῦ ἀγνώστου ὡς τότε μυστηρίου (τῆς Σαρκώσεως), εἶχε ἀνάγκη καθάρσεως καὶ μάλιστα μὲ φωτιά, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ζητήθηκε καμμιὰ κάθαρση ἀπὸ Ἐκείνη πού, ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός, χρειάσθηκε νὰ διακονήση στὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου -κι αὐτὸ ὄχι μόνο μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ προσφέροντας καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξή της- δὲν φανερώνει αὐτὸ σαφέστατα ὅτι δὲν εἶχε τίποτε ποὺ ἔπρεπε νά ἀποβάλη; Ἂν δὲ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος καθαρίσθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι λέγοντας κάθαρση ἐννοοῦν τὴν προσθήκη χαρισμάτων, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι λένε ὅτι κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καθαρίζονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους βέβαια δὲν ὑπάρχει τίποτε τό κακό.

Αὐτή δὲ ἀκριβῶς τὴν ἴδια μαρτυρία φαίνεται ὅτι ἤθελε νά δώση ὁ Σωτήρας γιὰ τὴ μητέρα Του μετὰ τὴ μυστηριώδη γέννηση ὅταν σὲ δημόσια συνάθροιση εἶπε ὅτι «μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τό λὸγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν». Αὐτά τά εἶπε θέλοντας νὰ κοσμήση ὄχι τόσο ἐκείνους, ὅσο τὴ μητέρα Του. Γιατί κοσμεῖται βέβαια ἡ μητέρα, ὅταν τονίζεται ὅτι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τούς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ὀνομάζωνται «μητέρα καὶ ἀδελφοί» Του εἶναι ἡ φροντίδα γιά τὴν τήρηση τοῦ θείου νόμου.

Πράγματι, τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν Παρθένο δὲν τὴν τὶμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας οὔτε τὴν ἀποκάλεσε μὸνο, ἀλλὰ τὴν εἶχε ἀληθινὰ μητέρα, φανερώνει καθαρὰ ὅτι αὐτὴ εἶχε ξεπεράσει κάθε κορυφὴ ἁγιότητος.

Γιατί, ἂν ἀναγνώριζε σὰν ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου ὅσους τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα, δὲν ἔκαμε ἔτσι ὁλοφάνερο ὅτι σ᾽ Ἐκείνη, στὴν ὁποία ἔδωκε καὶ τὴν πραγματικότητα, σ᾽ Ἑκείνη δηλαδὴ ποὺ ὑπῆρξε ἀληθινὰ μητέρα Του, δὲν βρῆκε ποτὲ καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωση κάτι ποὺ νὰ μὴν ἁρμόζη στὰ θελήματα καὶ τοὺς νόμους Του; Φανέρωσε ἀντίθετα ὅτι ἀναγνώρισε στὴν Παρθένο ἀρετὴ ποὺ τόσο ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο μέτρο, ὅσο τό νὰ εἶναι κανείς πραγματικά κάτι, ἀπὸ τὸ νὰ ὀνομάζεται ἁπλῶς, ὅσο δηλαδή ἡ πραγματικότητα βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα.

Γιατί, ὅπως δὲν ὑπῆρχε τρόπος νά γεννήση τό Χριστὸ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι Τὸν γὲννησε οὔτε νὰ γίνη κατὰ τρόπο πραγματικώτερο μητέρα Του ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε, ἀλλά ἔφθασε στὴ σχέση Της πρὸς αὐτὸν στὸ ἀκρότατο ὅριο γνησιότητος, ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φθάση καὶ σὲ μεγαλύτερο μέτρο ἀρετῆς ἀπὸ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὅλη τὴ ζωή Της.

11. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι σημεῖο φανερὸ ὅτι ἡ μακαρία Παρθένος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία: τὸ ὅτι εἶχε εἰσέλθει στὸ ἁγιώτατο τμῆμα τοῦ Ναοῦ, τὰ Ἅγια των Ἁγίων ποὺ ἦσαν ἄβατα καὶ γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Ἀρχιερέα, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε καθαρισθῆ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μὲ τὸν τρόπο βέβαια ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ καθαρίζωνται τότε οἱ ἁμαρτίες. Γιατί μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη γιὰ ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ ἄλλους καθαρισμοὺς ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε γιά νά καθαρίση.

Καί δὲν εἰσῆλθε ἁπλῶς στὰ Ἅγια των Ἁγίων μὲ αὐτὸν τὸν τὸσο παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ ἀπὸ βρέφος μέχρι τὴν νεανική της ἡλικία. Δὲν ὑπῆρξε ἔτσι ἀνάγκη γιὰ καθαρτήριες θυσίες οὔτε κατὰ τὴ γέννηση οὔτε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖνα τά χρόνια δὲν φαινόταν νὰ ἀντιβαίνη σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς αὐτό τό πρᾶγμα, τό νὰ φρίττη δηλαδὴ καὶ νὰ τρέμη ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ διασχίση τὴν εἴσοδο, κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο καὶ χωρὶς νὰ ἔχη παραλείψει τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες, ἡ δὲ Παρθένος νὰ χρησιμοποιῆ τά Ἅγια τῶν Ἁγίων σὰν κατοικία Της καὶ νὰ τρώγη καὶ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ περνᾶ ἐκεῖ ὁλόκληρη τὴ ζωή Της.

Συμμετεῖχε λοιπὸν ἡ Παρθένος στὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ κατὰ ἕναν τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀφοῦ τά ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τροφή Της δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς τὰ προσφέρουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ Ἄγγελος ἑτοίμαζε τὸ τραπέζι Της.

Ἀποδεικνύεται λοιπόν τό πὸσο ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὸ νὰ χρειάζεται τὶς καθαρτήριες τελετές τοῦ νόμου, πρᾶγμα ποὺ ἦταν φανερὸ στὰ μάτια ὄχι μόνο Ἐκείνου ποὺ βλέπει τά κρυφά, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τόσο ἡ ἀρετὴ Της ἦταν μεγάλη καὶ λαμπρή, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνη κρυμμένη. Καὶ μολονότι ἡ ἡλικία Της καὶ τὸ γένος Της καὶ ἡ ζωή Της δὲν μποροῦσαν νὰ διακηρύξουν τὴν ἀρετή Της, καὶ μάλιστα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν ἀκόμη τυφλοὶ καὶ βουτηγμένοι στὸ βαθὺ σκοτάδι -ἀφοῦ ὁ Ἥλιος της δικαιοσύνης δὲν εἶχε ἀκόμη φανῆ- τίποτε δὲν ἐμπόδιζε τό φῶς ἐκεῖνο τῆς Παρθένου νὰ λάμψη καὶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς Της νὰ κάμη, ξεπερνώντας ὅλα τα ἐμπόδια, αἰσθητὴ στοὺς τυφλοὺς τὴν ἀκτίνα ποὺ εἶχε φθάσει στὴ γῆ.

Καί ἦταν φυσικό. Γιατί τί μποροῦσε νὰ ὑπάρξη τόσο μεγάλο, ὥστε νά συγκαλύψη τό μέγεθος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωφροσύνης Ἐκείνης, ἡ Ὁποία κατὰ τὸν Προφήτη «ἐκάλυψε καὶ αὐτούς τούς οὐρανούς»; Γιατί ἐκείνη ποὺ ἦταν τόσο ἰσχυρότερη ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη κακία, ὥστε μεμιᾶς καὶ εὐκολώτατα νὰ τὴν ἐξαλείψη ὁλόκληρη, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ συγκαλυφθῆ ἀπὸ τὴν ἀχλύ τῆς κακίας, ὅταν ἐμφανίσθηκε;

12. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διακρίνει στὴν Παρθένο τά πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, τέτοια ποὺ κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε, τὴν τιμοῦσαν μὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν, προσφέροντάς Της γιὰ κατοικία τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπῆρχε. Ἔτσι τό χῶρο ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ξεχωρίσει καὶ εἶχαν ἀφιερώσει σὰν δῶρο ὅλης τῆς γῆς ἀποκλειστικά στὸν Θεό, αὐτὸν ἔδωκαν σάν κατοικία καὶ στὴν Παρθένο. Γιατί θεώρησαν ὅτι ὁ ἴδιος χῶρος ἔπρεπε νά εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία τῆς Παρθένου, γιατί ἔπρεπε μὲ τὰ ἴδια πράγματα νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ τιμᾶται ἡ Παρθένος ἢ μᾶλλον ἔπρεπε ὁ ἴδιος οἶκος ποὺ εἶχε μέσα του τὴν Παρθένο νὰ εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ.

Ὁ δὲ Θεὸς ποὺ Τὴν ἐγνώριζε πολὺ καλύτερα, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, ὅπως ἐγνώριζε καὶ ὅσα ἦταν ἄξια ἡ Παρθένος νὰ λάβη ἀπὸ αὐτὸν -καὶ ὄχι μόνο τά ἐγνώριζε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν δύναμη νὰ τὰ δώση- τὴν κοσμοῦσε μὲ καθετί ποὺ ἦταν ἀληθινὰ ἄξιό Της. Ἒτσι, ἀφοῦ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα ἄβατα, τὴν ὁδήγησε σὲ ἄλλη σκηνὴ φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ νεφέλη οὔτε ἀπὸ ἀγγελικὰ ἢ ἀρχαγγελικὰ φτερὰ οὔτε ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ κτιστὰ καὶ δουλικὰ πράγματα, ἀλλὰ ἔγινε Αὐτὸς ὁ Ἴδιος γιὰ τὴν μακαρία σκηνή, αὐτὸς «ποὺ κατοικεῖ στὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο».

Κι ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἱερώτατος Γαβριήλ, τὴν «ἐπεσκίασεν ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος». Γιατί ὁ Θεὸς μόνο τὸν ἑαυτὸ Του βρῆκε ὅτι μποροῦσε νὰ γίνη σκηνὴ ἄξια σ’ Ἐκείνη, ποὺ μόνη ἔγινε ἄξια γιὰ τὸν Θεὸ σκηνή.

13. Τὸ ὅτι πάλι κατοίκησε στὸν ἂβατο ἐκεῖνο χῶρο δὲν εἶναι κάτι ποὺ τιμᾶ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο τό χῶρο. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ παλαιὸ Πάσχα τιμᾶται ἀπὸ τὴν προσθήκη τῆς σφαγῆς ἐκείνης ποὺ συμβόλιζε, καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάπτισμα καὶ τὰ ὑπόλοιπα σύμβολα ἀπὸ τὶς ἀληθινὲς πραγματικότητες. Γιατί, ἂν ἄλλα σύμβολα συμβόλιζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἄλλες πραγματικότητες, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁδηγοῦσαν ἀσφαλῶς στὴν παναγία Παρθένο. Τὸ γεγονὸς πράγματι ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ Ἅγια των Ἁγίων ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Ἀρχιερέα κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο κι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως καθαρισθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ὑποδηλοῦσε τὴν μυστηριώδη κυοφορία τῆς Παρθένου, ποὺ ἔφερε μέσα Της τὸ μόνον ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ μιὰ μόνη ἱερουργία καὶ μιὰ φορὰ μέσα στοὺς αἰῶνες ἐξάλειψε ὅλη τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ ὅτι πάλι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦσαν ἄβατα σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἱερὸ ἀπὸ ὅλους, ἦταν σημεῖο ποὺ φανέρωνε πὼς ἡ μακαρία Παρθένος οὐδέποτε ἔφερε στὴν ψυχὴ Της κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιο.

Ἦταν δὲ τόσο πολὺ σεβαστὸς ὁ ναός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δεχθῆ μέσα του Ἐκείνη, ἀφοῦ τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν μέσα του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ δώση αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν τόσο πολύτιμο, ὥστε ἡ ἀξία του νὰ τὸ κάνη ἀπρόσιτο στοὺς πολλούς. Ἀφοῦ τό μάννα ἦταν δυνατὸν καὶ στὰ χέρια τους νὰ τὸ κρατήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τραφοῦν μὲ αὐτό. Καὶ ἡ ράβδος τίποτε τὸ ἱερώτερο δὲν εἶχε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὴν κρατοῦσαν καί γιὰ χάρη τῶν ὁποίων πέταξε βλαστοὺς μέ φύλλα.

Τέλος κι ἀπὸ τὶς πλάκες, τὶς πολυτιμότερες ἀπ’ ὅλες, αὐτὲς ποὺ περιεῖχαν τό νὸμο, ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὶς κρατήσουν στὰ χέρια. Τί λοιπὸν πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι τιμοῦσε τόσο πολὺ ἐκεῖνον τό χῶρο, ἂν ὂχι oἱ προεικονίσεις τῆς Πανάγνου, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὅλα τά πράγματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν σ’ Ἐκείνη; Γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο, ἐνῶ ἦταν ἀπροσπέλαστος σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἦταν βατὸς γι’ αὐτήν.

Καί μόλις φάνηκε ἡ Παρθένος, ἀμέσως κατήργησε τό νὸμο ποὺ ἴσχυε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο σὲ κανέναν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τιμοῦσε Ἐκείνη καὶ κρατοῦσε τὸν Ἑαυτό του μὸνο γι’ Αὐτήν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ἦταν τόσο πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν δέχθηχε ποτὲ οὔτε τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης μικρότητος.

Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι, ἂν ὁ χῶρος ποὺ εἰκόνιζε τὴν Παρθένο τὸσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν εἶχε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, τίποτε τό κοινὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκουμένη, τί πρέπει νά σκεφθοῦμε γιά τὶς ἴδιες τὶς πραγματικότητες, ἀφοῦ βέβαια εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ μὲτρο τῶν μικροτέρων πραγμάτων νὰ γνωρίζουμε τό ὕψος καὶ τὴν ἀξία τῶν πιὸ μεγάλων;

14. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς αὐτά τά ἴδια τά σώματα μὲ τὴν ὕπαρξή τους ἐμφανίζουν καὶ διασφαλίζουν μέσα στὴ σκιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὸ σχῆμα τῶν σωμάτων τά ὁποῖα περιγράφονται, κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα καὶ ἀφοῦ προῆλθε ἀπὸ τῆ γῆ δέν εἶχε στὴ συνέχεια τίποτε νά πάρη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ κράτησε ἀπρόσβλητη τὴ βούλησή της ἀπὸ κάθε κακία, συμβολιζόταν σὰν μὲ κάποιο ἀσαφὲς καὶ ἀμυδρὸ σύμβολο ἀπὸ τὰ Ἅγια των Ἁγίων.

Κι αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ συμβαδίζει καὶ μὲ τή λογική τῶν πραγμάτων καὶ μὲ τὴ φυσικὴ τάξη. Γιατί ἦταν ἀνάγκη κάποιος ἄνθρωπος νὰ ἀποδειχθῆ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία χρησιμοποιώντας τὴν προθυμία τοῦ λογισμοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχη λάβη τό δῶρο νὰ εἶναι μητέρα τοῦ ἀναμάρτητου, πρὶν δηλαδὴ ἀκόμη ἀποκτήση συγγένεια μὲ Ἐκεῖνον. Κι αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα πρῶτα ἐπειδὴ ἦταν ἀνάγκη ἡ ἀνθρώπινη φύση νά φανερωθῆ τέτοια ποὺ πλάσθηκε, γιά νά προξενήση στὸν Τεχνίτη τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Γιατί βέβαια οὔτε στὸ γενάρχη οὔτε στοὺς ἀπογόνους του ἦταν δυνατὸν νὰ βρῆ κανεὶς ἀκέραιο τὸν ἂνθρωπο, ἀφoῦ ὅλοι ἦταν διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Ὁ δεύτερος πάλι Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἶναι καὶ Θεὸς κατὰ φύση, δὲν παρουσίασε τή δεύτερη φύση Του, τὴ δική μας ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι μόνη της ὁρατή. Γιατί δὲν εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτία τὴ σχέση ποὺ ἔπρεπε νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν διάλεξε, ἔχοντας ροπὴ καὶ πρὸς τὰ δυό, ἀπὸ τὸ κακό τό καλὸ οὔτε ἔτρεξε πρὸς τὸ καλό, ἐνῶ μποροῦσε νὰ γίνη κακός, ἀλλ’ οὔτε ἦταν βέβαια ποτὲ δυνατὸ Αὐτὸς νὰ ἁμαρτήση.

Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φανῆ Ἐκεῖνος πού, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήση, δὲν ἁμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας ἔτσι πῶς ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιατί διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ φύση δὲν εὕρισκε στὸ πρόσωπο κανενὸς ἀνθρώπου τὴ μορφὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Δημιουργὸς τὴν εἶχε πλάσει, θά ἀποδεικνυόταν μάταιη ἡ ἐπιδεξιότης τοῦ Δημιουργοῦ κι αὐτὸ στὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα Του.

Ἔπειτα, πῶς εἶναι λογικὸ νά μὴν τηρηθῆ κάποτε στὴν πληρότητά του ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχη περίπτωση νά νομοθετῆ ἄσκοπα ὁ σοφός, χωρὶς νὰ πρόκειται νά ὑπάρξη κανένας ποὺ θά ἀκολουθήση ὅλους τούς νόμους, καὶ νὰ διατάσση πράγματα στὰ ὁποῖα κανένας δὲν πρόκειται νά πειθαρχήση καὶ νά ὁμιλῆ χωρὶς νά βρίσκη κανέναν ποὺ νά θέλη νά τὸν ἀκούση κι ἔτσι αὐτός, ποὺ εἶναι σὲ ὅλα τά σημεῖα εὐτυχής, ἐδῶ νά μὴν εἶναι;

15. Ἐκεῖνο λοιπόν τό ὁποῖο ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψη ἀναγκαῖο νὰ συμβῆ, τὸ νὰ ὑπάρξη δηλαδή ἕνας κατὰ πάντα συνεπὴς ἐκτελεστής τῶν θείων διαταγμάτων, ἕνας ἄνθρωπος καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ ἄριστος μποροῦσε νὰ τὸν ἐνσαρκώση; Καὶ ἄριστη ὑπῆρξε κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἡ μακαρία Παρθένος, Ἐκείνη τὴν ὁποία διάλεξε ὁ Ἴδιος σὰν ναὸ γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, προτιμώντας την ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ φανερώση κάποιος ἄνθρωπος μὲ σαφήνεια τὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια ποὺ εἶναι πράγματι καὶ oἱ ἄλλοι ὅλοι ὑστέρησαν στὸ νά τὸ ἐπιτύχουν, δὲν ἀπόμενε παρὰ νὰ τὸ κατορθώση ἡ Παρθένος.

Ὅπως λοιπὸν εἶπα πιὸ πάνω, ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας δύναμη νὰ νικᾶμε τὴν ἁμαρτία ἀγρυπνώντας καὶ πολεμώντας, κι Αὐτὸς θὰ μᾶς κοσμοῦσε, ὅταν θὰ εἴχαμε νικήσει, καὶ μὲ τὸ νὰ μᾶς καταστήση ἐντελῶς ἀκίνητους στὸ ἀγαθό. Αὐτὰ καὶ τὰ δυό τά ἔφερε στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνη ἡ Παρθένος. Τὸ πρῶτο μὲ ἐκεῖνα ποὺ κατώρθωσε αὐτὴ ἡ Ἴδια στὸν Ἑαυτό της, τὸ δεὺτερο μὲ Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μητέρα.

Γιατί διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τή δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα του ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Παρθένος παρέμεινε πράγματι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς Της ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακία χάρις στὴν ἄγρυπνη προσοχή Της, στὴ σταθερή θέλησή Της καὶ στὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη Της. Ἐνῶ στὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ βραβεῖο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος χωρὶς νὰ χρειασθῆ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ νά νικήση, ἦρθε στὴ ζωὴ στεφανωμένος σὰν ἡγεμόνας ποὺ παρουσιάζεται στοὺς ἀντιπάλους του στολισμένος, πρὶν ἀκόμη ἀρχίση ἡ μάχη, μὲ τὰ τρόπαια τῆς νίκης.

Δὲν κράτησε ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακὸ τὴ θέλησή Του ἀγρυπνώντας, σὰν νὰ ὑπῆρχε καὶ περίπτωση νά δεχθῆ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ θέλησή Του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντελῶς ἀμόλυντη καὶ ἀνεπίδεκτη κάθε κακίας, ὅπως ἔλαβε ἀπὸ τὸν τάφο ζωντανό τό σῶμα Του πέρα ἀπὸ κάθε φθορά. Ἒτσι, μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τό γένος μας, συμβάδιζε καὶ ἡ ποιότης τῶν δώρων πού μᾶς ἔδινε ὁ Θεός. Ἡ μιὰ γέννησε τὴν ἄλλη, τὸ νὰ γίνη δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος μὲ τοὺς ἀγῶνες του ἔφερε τό δῶρο του νὰ ἔχη ἐντελῶς ἀκίνητο μέσα του τὸ ἀγαθό.

16. Ἒτσι τὴν πρώτη καθαρότητα ἔδωσε στὴ φύση μὲ τὴν πρὸοδό της ἡ Μητέρα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἔδωσε τὴ δεύτερη καὶ καλύτερη. Κι αὐτὸ ἁρμόζει βέβαια νὰ συμβῆ σὲ μιὰ μακάρια Μητέρα, τὸ νὰ εὐοδοθῆ δηλαδὴ καθετί ποὺ ἀφορᾶ τὸν Υἱό Της, νὰ νικηθῆ ἡ Ἴδια ἀπὸ τὴν ἀρετή τοῦ παιδιοῦ Της καὶ νὰ κατορθώση δι᾽ Αὐτοῦ μεγαλύτερα κατορθώματα καὶ νὰ δοξασθῆ περισσότερο χάρις σ’ Αὐτὸν παρὰ χάρις στὸν Ἑαυτό της.

Φανέρωσε ἒτσι σ’ αὐτὸν τὸν κὸσμο, σὰν στὸν παράδεισο, καθαρὸ κι ὁλόκληρο τὸν ἂνθρωπο, τέτοιον ποὺ πλάσθηκε στὴν ἀρχὴ καὶ τέτοιον ποὺ ἔπρεπε νά μείνη καὶ τέτοιον ποὺ θά ἦταν στὴ συνέχεια, ἂν ἀγωνιζόταν γιά τὴν εὐγένειά του. Γιατί, ἀφοῦ ἔπρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύση νά συναντηθῆ μὲ τή θεία καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί της τὸσο στενά, ὥστε νὰ ὑπάρχη καὶ στὶς δυὸ ἡ ἴδια ὑπόσταση, ἦταν προηγουμένως ἀνάγκη νὰ φανερωθῆ ἡ κάθε μιὰ ἀμιγής. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια φανερώθηκε ὅπως ἦταν δυνατὸν σ’ Αὐτὸν νὰ φανερωθῆ, ἐνῶ τὸν ἂνθρωπο τὸν φανέρωσε μόνη ἡ Παρθένος.

Κι ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, πού ἦταν Θεὸς καὶ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε ἀφοῦ προηγουμένως φανερώθηκε χωριστά ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυό του φύσεις. Ὅπως ἀκριβῶς, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλασε ὁ Θεός τό νοητὸ κὸσμο, στὴ συνέχεια ἐδημιούργησε τὸν αἰσθητὸ καὶ σὲ τρίτη φάση ἔκτισε αὐτὸν ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ τὰ δυό, τὸν ἂνθρωπο, ἒτσι ὁ μὲν Θεὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐμφανίσθηκε μόλις στὸ τέλος τῶν αἰώνων, στὶς ἔσχατες δὲ αὐτὲς ἡμέρες παρουσιάσθηκε ὁ Θεάνθρωπος.

Καί μοῦ φαίνεται ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς στὸ τέλος μόλις τῶν αἰώνων ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση κι ὄχι ἀπὸ παλαιότερα, συνέβη αὐτό, γιατί δὲν εἶχε ὡς τότε ἀκόμη ὑπάρξει ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ τρόπο ἀληθινό, ἀλλὰ γιά πρώτη φορὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίσθηκε.

17. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἂνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο˙ οὔτε πάλι μᾶς ἔδωσε τή φύση, ἀλλὰ τή συνετήρησε• οὔτε μᾶς ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ πρόσφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθός τοῦ πλὰστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθηκε μὲ τὸν τεχνίτη. Αὐτὴ ξανάδωσε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι Ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θά πρόσθετε βέβαια Ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νά προσθέση τό δεὺτερο. Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τά ἄλλα ζῶα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸν Θεό, γιὰ νὰ φανερώση τή χρηστότητά Του, μόνη ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε ἡ Παρθένος. Γιατί τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴ φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νά λάβη μέρος στὶς πράξεις του.

Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος• ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση. Γιατί βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρῆ τὸ κατάλληλο ὄργανo ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν βρῆκε ἁπλῶς ἕνα ὅργανο, ποὺ ταίριαζε κατὰ πάντα στὸ σκοπό του, ἀλλὰ ἕνα ἱκανώτατο συνεργάτη, τὴ μακαρία Παρθένο, κι ἔτσι φανέρωσε τὸν Ἑαυτό του.

Καί ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ παρέμενε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀθέατος, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανείς γιά νά τὸν φανερώση. Μὸλις ὅμως ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καὶ Αὐτὸς ἐντελῶς φανερός. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τά σώματα μόνον διὰ μέσου τοῦ ἀέρος βλέπουμε καθαρὰ τὸν ἥλιο -ἐπειδὴ ὁ ἀέρας δὲν βάζει μαζὶ μὲ τὸ φῶς τίποτε τό δικό του μπροστὰ στὰ μάτια μας- κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καὶ Ἐκείνη τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε ἐκτὸς ἀπὸ καθαρότητα καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν κατ’ ἐξοχήν συγγενικό πρός τὸ πρῶτο φῶς.

18. Γι’ αὐτὸ πανηγυρίζοντας μὲ εὐφροσύνη ἀπέραντη φθάνουμε λαμπροὶ καὶ μὲ τρόπο λαμπρὸ σ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ἀρχή τους. Στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὄχι ἁπλῶς ἡ Παρθένος, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, ποὺ Πρώτη καὶ μόνη εἶδε τὸν Ἀληθινὸ ἂνθρωπο, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἐπήγασε γιὰ ὅλους ἡ δυνατότης νὰ γίνουν ἐπίσης ἀληθινοὶ ἄνθρωποι.

Σήμερα ἡ γῆ ἔδωκε καθαρὰ τὸν καρπό της, ἐνῶ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ ἔδινε καρποὺς γεμάτους ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀπὸ τὴ συγκομιδὴ αὐτὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σήμερα ὁ οὐρανὸς κατάλαβε πὼς δὲν οἰκοδομήθηκε ἄσκοπα, ἀφοῦ Αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶδε ἐκεῖνο, πού, γιὰ νὰ τὸ βλέπη, ἔλαβε τό φῶς.

Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔνοιωσε τὸν ἑαυτὸ της καλύτερο καὶ λαμπρότερο, ἀφοῦ ἔλαμψε τό κοινὸ στολίδι τοῦ σύμπαντος.

Σήμερα «ὅλoι οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔψαλαν μὲ φωνὴ κραταιὴ ὕμνους καὶ ἐγκώμια στὸν Κύριό τους», τὸσο περισσότερο ἀπὸ τότε ποὺ στόλιζε τὸν οὐρανὸ μὲ τὸ στεφάνι τῶν ἀστέρων, ὅσο Αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σήμερα εἶναι ὑψηλότερη, καὶ λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀστέρι καὶ γιά ὁλόκληρο τὸν κὸσμο ὠφελιμώτερη.

Σὴμερα ἡ τυφλωμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικό ὀφθαλμό, τὴν Παρθένο, διὰ τοῦ ὁποίου ἔφθασε νά ἰδῆ τά μεγαλεῖα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἡμέρας. Γιατί, ὅπως ἀργότερα τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἔτσι ὅταν συνάντησε ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση νά περιπλανιέται σκοντάφτοντας τὴν ἐλέησε καὶ τῆς ἔδωσε τὸν ἀξιοθαύμαστο αὐτὸ ὀφθαλμό. Καί εἶδε ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ «διὰ μέσου πολλῶν προφητῶν καὶ βασιλέων ἐπεθύμησε νά ἰδῆ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε». Γιατί, ὅπως μέσα σ’ ἕνα σῶμα ὑπάρχουν πολλὰ μέρη καὶ μέλη, κανένα ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μάτι δὲν ἔχει δημιουργηθῆ γιά νά βλέπη τὸν ἥλιο, ἒτσι ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ποτὲ μόνο στὴν Παρθένο δόθηκε ἀπόλυτα τό ἀληθινὸ Φῶς καί διά μέσου αὐτῆς δόθηκε σὲ ὅλους. Μιά ἀκατάπαυστη λοιπὸν ὑμνωδία προσφέρεται σ᾽ Αὐτὴν καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ κτίσεις. Μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες oἱ γλῶσσες ψάλλουν τά δικά Της μεγαλεῖα κι εἶναι ἀσίγητοι ὑμνωδοί τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὅλοι oἱ ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων.

Καταθέτουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ψάλλοντας, στὴν κοινὴ εἰσφορὰ αὐτὰ ποὺ μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχῶς καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὀφείλαμε καὶ ἔπρεπε νά εἴμαστε πρόθυμοι νά προσφέρουμε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προθυμοποιηθήκαμε. Τόσα πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ὀφείλουμε.

Ἀλλὰ σ’ Ἐσένα καὶ στὴ δική σου φιλανθρωπία ἀνήκει, Πολυύμνητη, νὰ μὴ σταθμίσης τὴ χάρη ποὺ θά μᾶς δώσης σὲ τίποτε δικό μας, ἀλλὰ στὴ δική σου μεγαλοπρέπεια. Κι ὅπως Ἐσύ, ἀφοῦ ἐξαιρέθηκες ἀπὸ τὸ κοινὸ γένος κι ἔγινες δῶρο στὸν Θεό, ἐκόσμησες ἔπειτα ὅλους τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ἀντὶ γι᾽ αὐτοὺς ἐδῶ τούς λόγους πού σοῦ προσφέρουμε, ἁγίασε τὸ θησαυροφυλάκιο τῶν λόγων, τὴν καρδιά μας, κι ἀνάδειξε τὴ χώρα τῆς ψυχῆς ἄγονη γιὰ κάθε κακὸ μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἂναρχό Του Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

Πηγή: Ελληνικά και Ορθόδοξα 

agios kosmas o aitwlos 04


* Συμπληρώνονται φέτος τριακόσια χρόνια από τη γέννηση του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που υπήρξε το μεγαλύτερο κεφάλαιο της φυλής μας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η επιφανέστερη λαοπαιδευτική και νεοπατερική μορφή της νεοελληνικής εθνότητας, ο επιβλητικότερος λαϊκός αναγεννητής των τελευταίων χρόνων της σκλαβιάς και ένας από τους λίγους που έκαναν θετική προεργασία και εξασφάλισαν στον αγώνα του ’21 εγγυήσεις επιτυχίας. Από το πολύπλευρο και πολυδιάστατο έργο του θα σταθούμε στο εθνικό, που εστιάζεται σε τρία σημεία: στην ίδρυση σχολείων, στην καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας και στην αναστολή του εξισλαμισμού.

Στα χρόνια του Κοσμά του Αιτωλού η παιδεία δεν βρισκόταν στην άθλια κατάσταση των δύο πρώτων μετά την άλωση αιώνων, αφού στις πόλεις λειτουργούσαν αρκετά Ελληνοσχολεία. Όμως στην ύπαιθρο η κατάσταση ήταν διαφορετική. Εκεί το Γένος «ήτο βυθισμένον εις απόλυτον αγραμματείαν», όπως έγραφε ο Κων/νος Κούμας. Ο άγιος Κοσμάς σε μία φράση της Γ’ Διδαχής του περιγράφει παραστατικά την τραγικότητα της καταστάσεως: «Δεν βλέπετε, έλεγε, πώς αγρίεψε το γένος μας από την αμάθειαν και εγινήκαμεν ωσάν τα θηρία;». Γι’ αυτό ο άγιός μας, βλέποντας ότι η έλλειψη οργανωμένης παιδείας είχε συντελέσει στη γενικότερη κατάπτωση του πολιτικού και ηθικού επιπέδου, δίνει προτεραιότητα σε αυτήν.

Στη μάθηση και στην πρόοδο στήριζε το λυτρωμό του Γένους. Πριν από τον Ρήγα, τον Κοραή και τον Καποδίστρια πρώτος ο Κοσμάς είδε αυτή την ανάγκη. Από το σύνολο των επιστολών του μονάχα τρείς δεν είναι αφιερωμένες στην παιδεία. Όλες οι άλλες ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την ίδρυση και λειτουργία των σχολείων και την εδραίωση της ελληνικής γλώσσας. Η προσφορά του Κοσμά, στον τομέα αυτό υπήρξε ηρωική και γιγάντια. Κανένας ποτέ δεν μπόρεσε, έστω και κατέχοντας εξουσία, να ιδρύσει τόσα σχολεία, όσα αυτός, με τόσο ανύπαρκτα μάλιστα μέσα. Με το τείχος των σχολείων αυτών σταμάτησε σε μια πολύ κρίσιμη εποχή τον εξισλαμισμό του Γένους και το κύμα του αφελληνισμού του.

Ο άγιος Κοσμάς θεωρούσε την μόρφωση θεμέλιο της εθνικής αναγεννήσεως. Η πνευματική ανόρθωση της εθνότητας ήταν γι’ αυτόν συνάρτηση της εκπαιδεύσεως της νέας γενιάς. «Τα σχολεία, έλεγε, φωτίζουν τους ανθρώπους. Ανοίγουν τα ομμάτια των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών να μαθαίνουν τα μυστήρια».

Ο μεγάλος αυτός παιδαγωγός του δούλου Γένους πίστευε ότι χωρίς παιδεία ο άνθρωπος εξαγριώνεται. Μονάχα η παιδεία αμβλύνει την τραχύτητα των ανθρωπίνων ενστίκτων, ανεβάζει τον άνθρωπο πάνω από το υλικό και το ζωώδες και καλλιεργεί τον ενδιάθετο κόσμο του ανθρώπου. «Διά τούτο, έλεγε, σας συμβουλεύω να κάμετε κάθε τρόπον να έχετε σχολεία εις τες χώρες σας διά να καταλαμβάνετε το άγιον Ευαγγέλιον και να μη περιπατήτε εις το σκότος».

Για τον Κοσμά ο Χριστός και η Εκκλησία πρέπει να κατέχουν κεντρική θέση στο ελληνικό σχολείο. Το παιδευτικό του αίτημα είναι σαφές: η μόρφωση πρέπει να οδηγεί στην Εκκλησία, στο Θεό, στη θέωση, που αποτελεί το δεοντολογικό στόχο της ανθρώπινης υπάρξεως: «Διατί από το σχολείον μανθάνομεν το κατά δύναμιν τι είναι Θεός, τι είναι αγία Τριάς, τι είναι άγγελοι, αρχάγγελοι, τι είναι δαίμονες, τι είναι παράδεισος, τι είναι κόλασις, τι είναι αμαρτία, αρετή. Από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι αγία Κοινωνία, τι είναι Βάπτισμα, τι είναι το άγιον Ευχέλαιον, ο τίμιος Γάμος, τι είναι ψυχή, τι είναι κορμί, τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν, διατί χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος».

Η άθρησκη και αντιχριστιανική παιδεία, που πολλοί με επίφαση ψευδοπροοδευτισμού επιβάλλουν σήμερα στην πατρίδα μας, εύρισκε τον Κοσμά δυναμικά αντίθετο. Σε μια προφητεία του είχε πει πως «το κακό θα σας έρθη από τους διαβασμένους», εννοώντας το πνεύμα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, παραποιημένο, όπως έφθασε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση.

Όπως παρατηρεί ο βιογράφος του αγίου Σάπφειρος Χριστοδουλίδης: «Εκατάστησε Σχολεία πανταχού δια μέσου της διδασκαλίας του, τόσον ελληνικά, όσον και εις τα χωρία, δια να πηγαίνουν τα παιδιά εις αυτά, και να μανθάνουν δωρεάν τα ιερά γράμματα, και εκ τούτου να στερεώνονται μεν εις την πίστιν και την ευσέβειαν, να οδηγώνται δε εις την ενάρετον ζωήν και πολιτείαν».

Ο αριθμός των σχολείων που ίδρυσε ο άγιος Κοσμάς, είναι πράγματι εκπληκτικός. Τον απολογισμό του έργου του στον τομέα της ιδρύσεως σχολείων μας τον δίνει ο ίδιος σε γράμμα του προς τον αδελφό του Χρύσανθο, γραμμένο λίγο πριν από το μαρτυρικό του τέλος: «έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον μου βεβαιούντος δια των επακολουθησάντων σημείων». Πρόκειται για έναν πραγματικό άθλο για την εποχή εκείνη. Φρόντιζε επίσης για δασκάλους, για ανεύεση χρημάτων, για διδακτήρια. Ήθελε μορφωμένο λαό ο άγιος Κοσμάς, γιατί πίστευε απόλυτα ότι πριν από την εθνική αποκατάσταση πρέπει να προηγηθεί η πνευματική του αναγέννηση.

Ένας άλλος στόχος του αγίου Κοσμά ήταν η σπουδή της ελληνικής γλώσσας και η ισχυροποίηση των ασθενών εθνολογικά και γλωσσικά διαμερισμάτων της εθνότητας, ιδίως των βορειοτέρων. Και τούτο, γιατί όπως ο ίδιος έλεγε: «Η Εκκλησία μας είναι εις την Ελληνικήν και αν δε σπουδάξης εις το Ελληνικόν, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογά η Εκκλησία μας».

Αναγνωρίζοντας τον πολιτισμικό χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας επέκρινε επιμελώς όσους μιλούσαν βλάχικα ή αρβανίτικα και σύσταινε παντού τη χρήση της ελληνικής, ως γλώσσας επίσημης της Εκκλησίας και των ιδιωτικών σχέσεων. «Όποιος Χριστιανοί, άνδρας και γυναίκα, υπόσχεται μέσα στο σπίτι του να μη κουβεντιάζη αρβανίτικα, ας σηκωθή απάνω να μου το πη και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν από τον καιρόν που εγεννήθη, έως τώρα και να βάλω όλους τους Χριστιανούς να τον συγχωρήσουνε, και να λάβη μίαν συγχώρησιν, οπού αν έδινε χιλιάδας πουγγιά δεν την εματάβρισκε».

Η αγάπη του πατρό-Κοσμά για την ελληνική γλώσσα ήταν άμεσα συνδεδεμένη με το Ευαγγέλιο και την Εκκλησία, που «είναι εις την ελληνικήν». Η ελληνική γλώσσα ήταν για τον Κοσμά: Ευαγγέλιο, υμνολογία, λατρεία, θεολογικοί όροι που δεν αντικαθίστανται και δεν αποδίδονται, όταν μεταφραστούν. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που ο άγιος Κοσμάς χτυπούσε τη διγλωσσία. Ήθελε εθνική ομοιογένεια και ομοψυχία χωρίς γλωσσικές ρωγμές στο εθνικό σκάφος. Γιατί πίστευε πως μονάχα έτσι θα μπορέσει να έρθει γρηγορότερα «το ποθούμενον», η ημέρα της εθνικής του Γένους αναστάσεως.

Το εθνικό έργο του αγίου Κοσμά ολοκληρώνεται με την αναχαίτιση του κύματος του εξισλαμισμού που ήταν ταυτόχρονα και αναχαίτιση του εκτουρκισμού, αφού σ’ αυτή την τραγική για το Γένος μας περίοδο θρησκευτικότητα και εθνικισμός είχαν ταυτισθεί.

Οι εξισλαμισμοί σ’ αυτήν την περίοδο απέβησαν θρησκευτική και εθνική αιμορραγία. Το μεγαλύτερο μέρος του μικρασιατικού πληθυσμού εξισλαμίστηκε και εκτουρκίστηκε. Το ίδιο συνέβη στη Μακεδονία, Ήπειρο, Βοσνία, Ερζεγοβίνη, Θράκη και κυρίως στην Αλβανία, όπου ο αριθμός των Χριστιανών από 550 χιλ. κατέβηκε στις 50 χιλ. Ολόκληρες περιοχές, επειδή δεν μπορούσαν να υποφέρουν τις καταθλιπτικές φορολογίες, εξισλαμίζονταν ομαδικά μαζί με τους ιερείς τους και έχαναν μαζί με τη θρησκεία την εθνική τους συνείδηση και γλώσσα.

Οι εξισλαμισμοί κυρίως στην Αλβανία θα ήταν μεγαλύτεροι, αν κατά την τραγική για το Γένος μας περίοδο δεν εμφανίζονταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος με τις διδαχές και τον μαρτυρικό του θάνατο έγινε σύμβολο αντιστάσεως του λαού, στέργιωσε την πίστη των ραγιάδων και έδωσε ελπίδες καινούργιας ζωής. Το αξιοθαύμαστο παράδειγμά του απέβη καινούργια πηγή ενδυναμώσεως των χριστιανών στον αγώνα τους για τη διατήρηση της θρησκευτικής και εθνικής ελευθερίας.

Για μας τους Νεοέλληνες δεν υπάρχει άλλος δρόμος από κείνον που μας δείχνει η φωτεινή μορφή του μεγάλου Ιεραποστόλου και Εθναποστόλου Κοσμά του Αιτωλού. Είναι ο δρόμος της δοκιμασμένης ελληνορθοδόξου παραδόσεως, η οποία δεν είναι μια στείρα παρελθοντολογία, ούτε μια άγονη επιστροφή σε παρωχημένες μορφές ζωής, αλλά ένας συσσωρευτής πείρας ζωής, ένα δυναμικό γίγνεσθαι και μια ζωντανή παρουσία, που γονιμοποιεί και τρέφει τη νεοελληνική μας διάρκεια.

Η ελληνορθόδοξη παράδοση αποτελεί γεγονός και απόλυτη πραγματικότητα, απέναντι στην οποία πρέπει να σταθούμε γονυκλινείς. Κάθε προσπάθεια απεμπολίσεώς της από τη ζωή του Έθνους είναι εθνική αυτοκτονία και έγκλημα εσχάτης προδοσίας.

Αυτήν την παράδοση έχουμε χρέος να τη διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, αν θέλουμε να διατηρήσουμε την εθνική μας αυτοσυνειδησία και ταυτότητα και να μη γίνουμε ένας λαός άχρωμος, κοσμοπολίτικος, χωρίς ιδανικά, που δεν θα έχει τίποτε το διαφορετικό από τους άλλους.

 

Μιχαήλ Γ. Τρίτος

 

Πηγή: Πρωινός Λόγος 

agios kosmas o aitwlos 02


Στις 24 Αυγούστου η αγία μας Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Νεομάρτυρος, Εθνομάρτυρος και Ισαποστόλου αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Μιας μεγάλης προσωπικότητας, η οποία σημάδεψε με την παρουσία της και τη δράση της την πορεία της Εκκλησίας και του Γένους μας, σε μια από τις δυσκολότερες φάσεις της ιστορικής τους πορείας. Αλλά στις δύστηνες μέρες που περνάμε, πάψαμε να ατενίζουμε ψηλά και να βλέπουμε τα φωτεινά ορόσημα, που μας οδήγησαν και που μας οδηγούν στην εκκλησιαστική και εθνική μας πορεία. Ένα τέτοιο φωτεινό ορόσημο, υπήρξε και ο άγιος Κοσμάς, τον οποίο θέσαμε (και αυτόν) στο περιθώριο, με αποτέλεσμα να απολέσουμε τελικά τον προορισμό μας και να περιπλανόμαστε σε αδιέξοδους ατραπούς. Πηγαίνοντας, όμως, κόντρα στη «λογική» αυτής της εξωφρενικής περιθωριοποίησης, εμείς θέλουμε να τους τιμούμε, και η μικρή αυτή εργασία μας, αυτό το σκοπό θέλει να εξυπηρετήσει. Η μικρή μας αυτή αναφορά στον άγιο Κοσμά, είναι ένα ελάχιστο δείγμα, ότι υπάρχουν και εκείνοι που τον τιμούν!

Έζησε, όπως είναι γνωστό, στον 18ο αιώνα (1714-1779), στην πιο κρίσιμη, για τους ιστορικούς, περίοδο της τουρκοκρατίας για το γένος μας και όλους τους άλλους υπόδουλους λαούς στους βάρβαρους ασιάτες Οθωμανούς. Ήταν η εποχή που άρχιζε η παρακμή της απάνθρωπης οθωμανικής αυτοκρατορίας, και για τούτο υπήρξε η πιο επικίνδυνη εποχή. Βλέποντας οι δυνάστες ότι κατέρρεαν, στήριξαν τις ελπίδες τους στην «αναγέννηση» του κράτους διά της κρατούσας θρησκείας. Πίστεψαν πως η θρησκευτική ομογενοποίηση θα αναγεννούσε το κράτος. Θεώρησαν ότι το Ισλάμ ήταν εκείνο που θα ένωνε τους υπηκόους και θα στερέωνε την «Υψηλή Πύλη», δηλαδή την οθωμανική εξουσία. Γι’ αυτό άρχισαν μεγάλης έκτασης εξισλαμισμοί, είτε άμεσα αναγκαστικοί, δια της βίας, είτε έμμεσα αναγκαστικοί, με τη χορήγηση προνομίων, στους μη μουσουλμάνους υπηκόους. Όσοι παρέμειναν στις θρησκευτικές τους πίστεις και δεν εξισλαμίζονταν υπέφεραν τα πάνδεινα, ακόμη και το μαρτύριο!

Χιλιάδες έτσι ορθόδοξοι χριστιανοί αρνούνταν την ορθόδοξη πίστη και ασπάζονταν το Ισλάμ. Ολόκληρες περιοχές εξισλαμίζονταν, όπως λ.χ. στη Βόρεια Ήπειρο (ολόκληρη τη σημερινή Αλβανία). Από αυτόν τον εξισλαμισμό προέκυψαν οι μουσουλμάνοι της σημερινής Αλβανίας και των άλλων βαλκανικών κρατών. Όλοι τους είναι εξισλαμισμένοι Χριστιανοί. Περιττό να αναφέρουμε, πως όσοι έλληνες εξισλαμίζονταν, έχαναν πάραυτα την εθνική τους συνείδηση, τούρκευαν, παρ’ όλο ότι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, αν την μιλούσαν! Το σχέδιο του σαδιστή σουλτάνου Μουσταφά Δ΄ προέβλεπε τον βίαιο καθολικό εκπατρισμό των ελληνικών πληθυσμών και την μεταφορά τους στα βάθη της Ασίας και την εποίκηση της Ελλάδος με ασιάτες, αλλά ευτυχώς βοήθησε ο Θεός και το έργο του αγίου Κοσμά, και δεν εφαρμόστηκε, διότι θα χάνονταν για πάντα ο Ελληνισμός!

Αλλά ας δούμε επιγραμματικά το έργο του αγίου Κοσμά. Αφού έλαβε την πιο μεγάλη δυνατή μόρφωση για την εποχή του, αποσύρθηκε στην αρχή στο Άγιον Όρος για να μονάσει, στην Ιερά Μονή Φιλοθέου. Έμεινε εκεί ασκούμενος δεκαεπτά χρόνια. Αλλά δε μπορούσε να βρει ησυχία, διότι τον βασάνιζε ο πόνος και τα βάσανα των ορθοδόξων Ρωμιών, οι οποίοι στέναζαν κάτω από την τουρκική τυραννία. Ο εφιάλτης του εξισλαμισμού των αδελφών του, του τάραζε τον ύπνο. Γι’ αυτό πήρε τη μεγάλη απόφαση να παραμερίσει τη δική του μοναχική ησυχία και να σπεύσει σε βοήθεια των υπόδουλων ορθοδόξων. Είπε ο ίδιος σε μια διδαχή του: «Σιμά εις τα άλλα εύρον και τούτον τον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, πως δεν πρέπει κανένας χριστιανός, άνδρας η γυναίκα, να φροντίζη δια τος εαυτόν του μόνον πως να σωθή, αλλά να φροντίζη και δια τούς αδελφούς του να μη κολασθούν.

Ακούωντας και εγώ, αδελφοί μου τούτον τον γλυκύτατον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζωμεν και δια τούς αδελφούς μας, μ’ έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν τόσους χρόνους, ωσάν το σκουλήκι οπού τρώγει το ξύλον. Εσυμβουλεύθηκα τους πνευματικούς πατέρας και άφησα την ιδικήν μου προκοπήν κι εβγήκα να περιπατώ από τόπον εις τόπον και να διδάσκω τους αδελφούς μου.» (Διδαχή Α΄).

Πήρε λοιπόν τη μεγάλη απόφαση να αφήσει τη δική του ησυχία και να κατέβει στον κόσμο για να βοηθήσει τους αδελφούς του ορθοδόξους. Για να είναι νόμιμη η δράση του ζήτησε την ευλογία και την άδεια του τότε οικουμενικού πατριάρχη Σεραφείμ Β΄. Ως άλλος απόστολος Παύλος έκαμε τέσσερις μεγάλες περιοδείες σε όλη την Ελλάδα. Με την έγγραφη άδεια του πατριάρχη στον κόρφο του, ένα σκαμνάκι, το οποίο χρησιμοποιούσε ως άμβωνα και χωρίς άλλα εφόδια, γύριζε από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, σε στεριές και νησιά για να κηρύξει το λόγο του Θεού, να εμψυχώσει τους υπόδουλους ραγιάδες και να δώσει ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά, προφητεύοντας στους απελπισμένους ραγιάδες πως «αυτός ο τόπος μια μέρα θα γίνει ρωμαίικο»!

 Δεν είναι εύκολο ένα σύντομο άρθρο, σαν και τούτο, να εξαντλήσει το πολυσχιδές έργο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού και να παρουσιάσει πλήρως την πολύπλευρη προσωπικότητά του. Όμως θα προσπαθήσουμε επιγραμματικά να δώσουμε μια μικρή εικόνα, ικανή όμως να αποδείξει ότι ο άγιος και χαρισματικός αυτός άνδρας είναι όντως μια σπάνια φυσιογνωμία και το έργο του υπήρξε πρωτοπόρο και μοναδικό για την Εκκλησία και το Έθνος μας.

Ο άγιος Κοσμάς ήταν πρωτίστως ιεροκήρυκας. Κήρυττε την Ορθόδοξη διδασκαλία με ακρίβεια, όπως τη διδάσκει η Εκκλησία μας. Υπήρξε πατερική μορφή, εφάμιλλος των αγίων πατέρων της Εκκλησίας μας. Είχε απέραντη αγάπη για το Χριστό και μια μεγάλη φλόγα στην ψυχή του να Τον βάλει στις καρδιές των ακροατών του: «Ανίσως, αδελφοί μου, έλεγε, και ήτο δυνατόν να ανεβώ εις τον ουρανόν, να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην, να κηρύξω εις όλον τον κόσμον , πως μόνος ο Χριστός μας είνε Υιός και Λόγος του Θεού, και Θεός αληθινός, και ζωή των πάντων, ήθελα να το κάμω τούτο το μικρόν, και περιπατώ από τόπον εις τόπον, και διδάσκω τούς αδελφούς μου το κατά δύναμιν, όχι ως διδάσκαλος, αλλ’ ως αδελφός· διδάσκαλος μόνον ο Χριστός μας είναι» (Διδαχή Α΄). Πιστεύει απόλυτα ότι ο Χριστός ίδρυσε μία Εκκλησία, και πως αυτή η Εκκλησία είναι η Ορθοδοξία, και πως έξω από αυτή βρίσκεται η πλάνη, το ψεύδος και η απώλεια της σωτηρίας. Το λέει ξεκάθαρα σε μία από τις σωζόμενες «Διδαχές» του: «Αυτήν την Παναγίαν Τριάδα ημείς οι ευσεβείς και ορθόδοξοι χριστιανοί δοξάζομεν και προσκυνούμεν· αυτός είναι ο αληθινός Θεός, και έξω από την Αγίαν Τριάδα όσοι λέγονται θεοί είναι δαίμονες…Εγώ εδιάβασα και περί ιερέων, και περί ασεβών, αιρετικών και αθέων· τα βάθη της σοφίας ηρεύνησα· όλαι αι πίστεις είναι ψεύτικες· τούτο εκατάλαβα αληθινόν, ότι μόνη η πίστις των ορθοδόξων χριστιανών είναι καλή και αγία, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τούτο σας λέγω τώρα εις το τέλος· να ευφραίνεσθε οπού είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί, και να κλαίετε δια τους ασεβείς και αιρετικούς οπού περιπατούν εις το σκότος» (Διδαχή Α΄). Έβλεπε με πόνο ψυχής οι ορθόδοξοι Έλληνες να έχει νοθευθεί η πίστη τους από άλλες πίστεις και προλήψεις και μάτωνε η ψυχή του. Έβλεπε να μην υπάρχουν τα χρειαζούμενα για την τέλεση των Ιερών Μυστηρίων και ανησυχούσε. Κυρίως δεν υπήρχαν κολυμβήθρες και τα παιδιά δε βαπτίζονταν κανονικά και γι’ αυτό ζητούσε από τους πλούσιους να αγοράσουν κολυμβήθρες. Έτσι προμήθευσε πάνω από 4.000 κομμάτια σε εκκλησίες που δεν είχαν και άρχισαν να βαπτίζονται τα παιδία όπως έπρεπε.

Ο άγιος Κοσμάς ήταν φλογερός έλληνας πατριώτης. Η ανησυχία του για την τύχη του Γένους είναι έκδηλη στις «Διδαχές» του. Ως γνήσιος Ρωμιός, δηλαδή Ορθόδοξος Έλληνας, πίστευε στην άρρηκτη ενότητα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, ως δύο μεγέθη, που ένωσε η ιστορία, κατά θεία πρόνοια, για να πορεύονται στο χρόνο και να υπηρετούν τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του. Ο πύρινος λόγος του αφύπνιζε την κοιμισμένη εθνική συνείδηση των υποδούλων Ελλήνων. Τους θύμιζε το λαμπρό παρελθόν, αλλά και τους υποδείκνυε τη μακραίωνη σκλαβιά τους, την οποία απόδιδε στις αμαρτίες μας. Φυσικά δεν είχε κατά νου του την φράγκικη εθνικιστική αντίληψη περί του Έθνους, που έμελλε να ελευθερωθεί, αλλά στην Ρωμαίικη αυτοκρατορική του υπόσταση, όπως ήταν πριν την άλωση. Πρόσβλεπε σε ομοσπονδία των Ορθοδόξων λαών, όπως φυσικά είχε οραματισθεί και ο σύγχρονός του Ρήγας Φεραίος. Τα σύνορα του ελεύθερου Ρωμαίικου έπρεπε κατά τον άγιο Κοσμά να είναι αυτά του ένδοξου βασιλείου των Ρωμαίων, δηλαδή του Βυζαντίου. Δεν είναι τυχαία η προφητεία του, και η καταπληκτική επαλήθευσή της, περί της δημιουργίας του «ψευτορωμαίικου», δηλαδή του μικρού και αναιμικού εθνικιστικού κρατιδίου, εντελώς αντίθετου με τους οραματισμούς του μεγάλου άνδρα!

Ο άγιος Κοσμάς ήταν φωτισμένος νους ο ίδιος και φωτισμένους ήθελε τους ανθρώπους. Ήταν δάσκαλος και φωτιστής. Θεωρούσε ότι η φώτιση, η γνώση, η παιδεία και τα γράμματα είναι απαραίτητα εφόδια για την πνευματική προκοπή του ανθρώπου και για την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Έβλεπε την απίστευτη αμάθεια των υποδούλων Ελλήνων, οι οποίοι είχαν γίνει σαν άγρια θηρία, και μάτωνε η ψυχή του. Γι’ αυτό και ενέταξε στις περιοδείες του την ίδρυση σχολείων. «Έχετε σχολείον εδώ εις την χώραν σας να διαβάζουν τα παιδιά; -Δεν έχομεν, άγιε του Θεού. -Να μαζευθήτε όλοι να κάμετε ένα σχολείον καλόν, να βάλετε και επιτρόπους να το κυβερνούν, να βάνουν διδάσκαλον να μανθάνουν όλα τα παιδιά γράμματα, πλούσια και πτωχά. Διότι από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάς, τι είναι Άγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, αρετή, κακία· τι είναι ψυχή, σώμα κ.λ.π. Διότι χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος· από το σχολείον ανοίγει το μοναστήριον. Αν δεν ήτο το σχολείον, που ήθελα μάθει εγώ να σας διδάσκω;» (Διδαχή Α΄). Θεωρούσε την αμορφωσιά ως ένα από τα χειρότερα κακά και γι’ αυτό προέτρεπε να σπουδάζουν όλα τα παιδιά, πλούσια και φτωχά, αγόρια και κορίτσια, χωρίς καμιά διάκριση. Έπειθε τους προύχοντες να χτίζουν σχολεία και να πληρώνουν τους δασκάλους. Έπειθε τις γυναίκες να δωρίζουν τα ακριβά στολίδια τους και με αυτά να κτίζονται σχολεία. Παρότρυνε τους ιερείς να λειτουργούν τους ναούς και σαν σχολεία. Έτσι ως το τέλος των περιοδειών του είχε ιδρύσει περισσότερα από χίλια στοιχειώδη σχολεία, περισσότερα από διακόσια μέσα και δέκα ανώτερα! Μόνος του κατορθώνει τα ακατόρθωτα. Έγραψε στον αδελφό του Χρύσανθο λίγο πριν το μαρτυρικό του θάνατο: «Έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα». Μια πραγματιστική πνευματική και εκπαιδευτική αναγέννηση συντελέστηκε στις μέρες του!

Ως χρήσιμο παιδευτικό εργαλείο και υπέρτατο εθνικό στοιχείο θεωρούσε την ελληνική γλώσσα, την ωραιότερη και ανώτερη γλώσσα του κόσμου. Έβλεπε με πόνο ψυχής χιλιάδες υπόδουλους Έλληνες να εγκαταλείπουν την ελληνική γλώσσα και μιλούν άλλες γλώσσες και ξένους προς αυτή, ιδιωματισμούς όπως τούρκικα, αρβανίτικα, βλάχικα κλπ. Θεωρούσε την ελληνική γλώσσα ως βασικό στοιχείο της εθνικής μας ιδιαιτερότητας και γι’ αυτό παρακινούσε να σπουδάζουν και να ομιλούν την ελληνική: «Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν. Και αν δεν σπουδάσης τα ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογεί η Εκκλησία μας. Καλύτερον, αδελφέ μου, να έχης ελληνικόν σχολείον εις την χώραν σου, παρά να έχης βρύσες και ποτάμια· και ωσάν μάθης το παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται άνθρωπος. Το σχολείον ανοίγει τας εκκλησίας· το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια» (Διδαχή Ε΄). Βρήκε έναν πολύ πρόσφορο τρόπο να εδραιώσει την ελληνική γλώσσα στους ελληνικούς πληθυσμούς, όρκιζε τους ακροατές των κηρυγμάτων του δημόσια να εγκαταλείψουν τις άλλες γλώσσες και να μιλούν στα σπίτια τους πλέον ελληνικά!

Το κήρυγμά του είχε έντονο και το κοινωνικό στοιχείο. Οι υπόδουλοι Έλληνες είχαν εξαχρειωθεί και ως προς τα ήθη τους. Έγιναν σαν τα άγρια θηρία. Ζώντας αιώνες με τους βαρβάρους και αλλοθρήσκους έγιναν μιμητές τους στην κακία, την ανηθικότητα και την αδικία. Ρωτούσε όπου πήγαινε: «Εδώ, χριστιανοί μου, πως πηγαίνετε; Έχετε την αγάπην ανάμεσόν σας; Ανίσως και θέλετε να σωθήτε, κανένα άλλο πράγμα να μη ζητήσετε εδώ εις τον κόσμον από την αγάπην… Καλότυχος εκείνος ο άνθρωπος οπού αξιώθηκε και έλαβεν εις την καρδίαν του αυτάς τας δύο αγάπας, εις τον Θεόν, και εις τούς αδελφούς του» (Διδαχή Α΄). Ήταν κήρυκας της γνήσιας χριστιανικής αγάπης προς όλους, ακόμα και τους εχθρούς: «ημείς ευσεβείς χριστιανοί πρέπει να αγαπώμεν τούς εχθρούς μας και να τούς συγχωρώμεν· να τούς τρέφωμεν, να τούς ποτίζωμεν, να παρακαλούμεν τον Θεόν δια την ψυχήν των, και τότε να λέγωμεν εις τον Θεόν: Θεέ μου, σε παρακαλώ να με συγχωρήσης καθώς και εγώ συγχωρώ τούς εχθρούς μου. Ει δε και δεν συγχωρήσωμεν τούς εχθρούς μας, και το αίμά μας να χύσωμεν δια την αγάπην του Χριστού, εις την κόλασιν πηγαίνομεν… αδελφοί μου, όσοι αδικήσατε Χριστιανούς η Εβραίους η Τούρκους, να δώσητε το άδικον οπίσω , διότι είναι κατηραμένον και δεν βλέπετε καμμίαν προκοπήν. Εκείνα τα άδικα τα τρώγετε δια να ζήτε· και εκείνα σας θανατώνουν, και ο Θεός σας βάνει εις την κόλασιν» (Διδαχή Δ΄).

Η κοινωνική αδικία και η εκμετάλλευση ήταν συνηθισμένα φαινόμενα σε όλη την Ελλάδα. Ο άγιος Κοσμάς δεν παρέλειπε να κατακεραυνώνει την κοινωνική αδικία. Τόνιζε συχνά: «Εκείνο, το οποίον δεν θέλεις να σου κάμη άλλος, μη το κάμνεις και συ εις άλλον. Καθώς δεν θέλεις να σε κλέψουν οι άλλοι, έτσι και συ να μη κλέπτης, να μη φονεύης τούς άλλους» (Διδαχή Γ΄). Συμβούλευε με έμφαση: «Οι προεστοί οπού είσθε εις χωρία, αν θέλετε να σωθήτε, πρέπει να αγαπάτε όλους τούς χριστιανούς καθώς και τα παιδιά σας, και να ρίχνετε τα χρέη κατά δύναμιν εκάστου, και να μη κάμνετε φιλοπροσωπείαν. Ομοίως και σεις οι κατώτεροι να τιμάτε τούς μεγαλυτέρους σας. Οι άνδρες ν’ αγαπάτε τας γυναίκας σας· και αν η γυναίκα σου είναι κακή και την υπομένης και την συμβουλεύης, έχεις μισθόν από τον Θεόν. Ομοίως και αι γυναίκες να αγαπάτε και να υποτάσσεσθε εις τούς άνδρας, διότι με την υπομονήν και υπακοήν εις το καλόν έχετε μισθόν εις την ψυχήν σας. Και αν έχη και κανένα σφάλμα, να το παραβλέπετε, διότι ο άνδρας έχεις περισσοτέρας φροντίδας από την γυναίκα. Λοιπόν πρέπει αμφότεροι ν’ αγαπάτε αλλήλους. Ομοίως και τα τέκνα να τιμάτε και να σέβεσθε τούς γονείς σας, διότι όστις δεν τιμά και δεν υπακούει τούς γονείς του εις το καλόν, κολάζεται» (Διδαχή Γ΄). Πήγαινε μέχρι τα λημέρια των ληστών και έκανε διάλογο μαζί τους και συχνά τους έπειθε να εγκαταλείψουν τη ληστεία. Ζητούσε από τους πλούσιους να υιοθετούν από ένα ή δύο ορφανά παιδιά, να τα κάνουν ψυχοπαίδια τους και έτσι έσωσε χιλιάδες ορφανά παιδιά από τον αφανισμό. Κατάφερνε και αποσπούσε από τα χαρέμια των τούρκων τα αρπαγμένα κορίτσια, αλλά απέτρεπε και χριστιανούς να τα δίνουν με τη θέλησή τους πολλές φορές. Συμβούλευε τους ιερείς να κάνουν στο ακέραιο το ποιμαντικό τους καθήκον: «σας παρακαλώ, άγιοι ιερείς, και σας παραγγέλλω να φροντίσητε δια τούς κοσμικούς όπως να σωθώσι και εκείνοι και σεις. Ομοίως πάλιν οι κοσμικοί να τιμάτε τούς ιερείς σας» (Διδαχή Γ΄).

Στηλίτευε με ιδιαίτερα έντονο τρόπο τους εμπόρους της εποχής εκείνης, οι οποίοι, όπως σε κάθε εποχή, ήταν ο εφιάλτης των φτωχών. Συμβούλευε να είναι τίμιοι και να ζυγίζουν τα αγαθά σωστά. Αντιτάχτηκε κατά των κυριακάτικων παζαριών, τα οποία εμπόδιζαν τους χριστιανούς να εκκλησιάζονται και καταλύουν την αγία Κυριακή. Αλλά, όμως, το εμπόριο ήταν στα χέρια κυρίως των Εβραίων, οι οποίοι έβαλαν ως στόχο τους τον άγιο Κοσμά. Προέτρεπε τους χριστιανούς να κάνουν τα παζάρια τους το Σάββατο, που ήταν ημέρα αυστηρής αργίας για τους Εβραίους. Έλεγε συχνά: «Και η ευγενία σας πως σας βαστά η καρδία να κάνετε πραγματείας με τούς Εβραίους;

Εκείνος οπού συναναστρέφεται με τούς Εβραίους, αγοράζει και πωλεί, τι φανερώνει; Φανερώνει και λέγει, πως καλά έκαμαν οι Εβραίοι και εθανάτωσαν τούς προφήτας και όλους τούς διδασκάλους και όλους τούς καλούς» (Διδαχή Δ΄).

Ο άγιος Κοσμάς υπήρξε συν τοις άλλοις και προφήτης. Στις διάφορες περιοδείες του έδινε προβλέψεις για πολλά πράγματα, τα οποία έχουν πραγματοποιηθεί με καταπληκτική ακρίβεια. Εντύπωση προκαλούν οι προφητείες του για την τμηματική απελευθέρωση της Ελλάδος, για τις σύγχρονες τεχνολογικές ανακαλύψεις και για την ηθική κατάπτωση των έσχατων καιρών.

Ο άγιος Κοσμάς ήταν για τους υπόδουλος Έλληνες, ο αγιασμένος και αποσταλμένος από το Θεό άνθρωπος να τους στηρίξει και να τους σώσει στις δύσκολες εκείνες ημέρες. Αλλά σεβαστός υπήρξε και για πολλούς μουσουλμάνους, όπως τον διαβόητο κατόπιν Αλή Πασά των Ιωαννίνων, του οποίου είχε προφητέψει ο άγιος με ακρίβεια την κατοπινή του πορεία. Ο ίδιος ο άγιος έλεγε: «Χίλιοι Τούρκοι μ’ αγαπούν, κι ένας όχι και τόσο. Χίλιοι Εβραίοι με μισούν κι ένας όχι και τόσο». Έτσι δεν είχε μόνο φίλους, αλλά και ορκισμένους εχθρούς. Τους μουσουλμάνους, αφ’ ενός, διότι είχε ανακόψει το κίνημα του εξισλαμισμού. Στα μέρη που είχε κηρύξει, έπαψαν ολωσδιόλου οι εξισλαμισμοί. Αφ’ ετέρου τους αδίστακτους εμπόρους, οι οποίοι θίγονταν από το κήρυγμά του περί δικαιοσύνης και για την απαγόρευση των κυριακάτικων παζαριών. Αυτοί ήθελαν τον θάνατό του. Γράφει ο αείμνηστος Κώστας Σαρδελής: «Οι κατάσκοποι των Βενετών, των Ρώσων, των Τούρκων τον παρακολουθούν. Οι Εβραίοι ενεργούν με πάθος για την εξόντωσή του στον Κουρτ – πασά του Μπερατιού. Ο λόγος; Με τη δράση του σταμάτησε την ανθελληνική δραστηριότητα, περιόρισε την άγρια οικονομική εκμετάλλευση, επανέφερε την αργία της Κυριακής. 20.000 γρόσια πρόσφεραν στον πασά, που τον σέβονταν και τον εκτιμούσε, να φονεύσει τον Πατροκοσμά». Η τελευταία του περιοδεία ήταν στη μαρτυρική Βόρειο Ήπειρο. Ως προφήτης γνώριζε ότι αυτή ήταν και η τελευταία του. «Διήλθομεν διά πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν» ψιθύριζε καθώς βάδιζε το δρόμο του μαρτυρίου. Ο πασάς του Βερατίου Κούρτ, έδωσε την άδεια να θανατωθεί δια αγχόνης στις 24 Αυγούστου του 1779 κοντά το χωριό Κολικόντασι. Το σώμα του το έριξαν οι δήμιοι στον ποταμό Άψο για να χαθεί και να μην το βρουν οι Χριστιανοί. Όμως ένας τολμηρός ιερέας της περιοχής, ονόματι Μάρκος, ερεύνησε το ποτάμι και βρήκε το τίμιο λείψανο και το έθαψε με μεγάλες τιμές. Σήμερα τα ιερά του λείψανα αναπαύονται σε μοναστήρι στη μαρτυρική και αλύτρωτη Βόρειο Ήπειρο.

Αλλά και με το θάνατό του ο άγιος Κοσμάς προσέφερε υπηρεσία στο Γένος μας. Ο μαρτυρικός του θάνατος επισφράγισε και επιβεβαίωσε την ορθότητα της διδασκαλίας του και την ανεκτίμητη σημασία του έργου του. Προστέθηκε στη χωρία των μυριάδων Μαρτύρων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι επιβεβαίωσαν και επισφράγισαν το έργο τους με το αίμα τους. Ο Κώστας Σαρδελής αυτό ακριβώς θέλει να τονίσει για το μαρτύριο του αγίου Κοσμά: «Ο θάνατός του σφράγισε το λόγο όπου έσπειρε στις αποκαμωμένες ψυχές των σκλάβων. Κι ο σπόρος έπιασε τόπο και φύτρωσε κι έδωσε καρπούς. Και θέρισε το γένος την ελευθερία του και την αναγέννηση των αιώνιων αξιών του ανθρώπου». Ο μαρτυρικός του θάνατος έγινε σύμβολο ελπίδας και νίκης για τους υπόδουλους Έλληνες. Οι κατοπινοί αγωνιστές ορμούσαν στη μάχη τραγουδώντας το γνωστό δίστιχο: «βοήθα μας Αη -Γιώργη και συ Άγιε Κοσμά, να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά», ως πολεμικό εφαλτήριο σάλπισμα! Δεν είναι λίγοι άλλωστε οι σοβαροί μελετητές, οι οποίοι διερωτούνται για το ποια θα ήταν η ροή των γεγονότων και ποια πορεία και εξέλιξη θα είχε η εθνική μας υπόθεση, αν η Θεία Πρόνοια δεν εμφάνιζε τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό στη συγκεκριμένη κρίσιμη εκείνη περίοδο, να δράσει στην πατρίδα μας και να προσφέρει αυτές τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του στο υπόδουλο Γένος μας!

Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ανήκει αναμφίβολα στις μεγάλες διαχρονικές μορφές του Έθνους και της Εκκλησίας μας. Η μεν Εκκλησία μας τον τιμά δεόντως, αν και Καθυστερημένα, τον ανακήρυξε άγιο, ύστερα από διακόσια χρόνια, όταν ο λαός τον τιμούσε ως άγιο ενώ ακόμη ζούσε. Το Έθνος μας όμως ελάχιστη, έως μηδαμινή τιμή του αποδίδει. Ελάχιστοι ανδριάντες του έχουν στηθεί και αυτοί από την Εκκλησία, ή από ευσεβείς ιδιώτες. Τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα απαξιούν να τους στήσουν ανδριάντες, ως όφειλαν, στις εισόδους τους για να θυμίζουν τους τιτάνιους αγώνες του για την παιδεία στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας. Δυστυχώς, δεν υπάρχει σχολείο που να υπάρχει προτομή του. Προτομές στήνουν μόνο στους «άκαπνους» «διαφωτιστές», τύπου Κοραή, όπου παρακολουθούσαν από τις εφημερίδες της Ευρώπης τον Ιερό Αγώνα του Έθνους, και μετά την απελευθέρωση «κόπιασαν» για να μας μεταφέρουν τα πνευματικά σκουπίδια της Ευρώπης! Αλλά υπάρχουν και χειρότερα: τα σχολικά βιβλία περιδιαβαίνουν τον άγιο Κοσμά με επιγραμματικές αναφορές, σαν να ήταν ένας τυχαίος. Απαξιούν να του προσδώσουν την ύψιστη ιδιότητα του αγίου και τον αποκαλούν απλώς «Κοσμά»! Αλλά υπάρχουν και αθλιότερα: κάποιοι «διαβασμένοι», όπως έλεγε και ο ίδιος, συχνά κρατικοδίαιτοι, τον βρίζουν, ως δήθεν σκοταδιστή και ανθέλληνα! Και ξέρετε γιατί; Επειδή ήταν ορθόδοξος. Επειδή μιλούσε για Ορθόδοξη Ελλάδα και για ορθόδοξους Έλληνες! Επειδή είχε στο νουν του το όραμα της Ρωμηοσύνης, δηλαδή του παγκόσμιου και πανανθρώπινου ελληνορθόδοξου ιδεώδους και όχι της μιοκροεθνικιστικής κρατικής οντότητας της Ελλάδος, που επιθυμούσαν και μας επέβαλαν οι δυτικοί! Επειδή ήθελε την Ελλάδα και τους Έλληνες να διαπνέονται από την ανόθευτη Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη και όχι από τα άθεα γράμματα των αθέων, εμπαθών και μικρόψυχων ευρωπαίων «διαφωτιστών». Επειδή τόνιζε με σθένος όπου πήγαινε: «Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση, δεν ημπορεί να σας τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε, να μη τα χάσετε» (Διδαχή Δ΄)! Γι’ αυτούς τους λόγους ο μεγάλος αυτός άνδρας δεν τιμάται, βρίσκεται στο περιθώριο και υβρίζεται! Αλλά ας γνωρίζουν όλοι αυτοί πως μπορούν να λερώνουν εξωτερικά το χρυσό, αλλά δεν μπορούν να προσβάλλουν την αξία του! Μπορούν να βρίζουν αυτόν τον πνευματικό γίγαντα, αλλά δε μπορούν να τον αποκαθηλώσουν από την εθνική μας συνείδηση!

Όπως γράψαμε στην αρχή του άρθρου, θέσαμε στο περιθώριο τους πνευματικούς μας οδοδείκτες, και γι’ αυτό βαδίζουμε χωρίς προσανατολισμό την προσωπική και κοινωνική μας πορεία. Γι’ αυτό βιώνουμε την χειρότερη πολύπλευρη κρίση της ιστορικής μας ύπαρξης και δεν έχουμε τουλάχιστον την στοιχειώδη αυτοσυνειδησία να αναλογισθούμε τις αιτίες που μας οδήγησαν στο ναδίρ της κατάπτωσής μας. Ο απίστευτος ατομικός και κοινωνικός μας αμοραλισμός δε μας αφήνει να δούμε και να συνειδητοποιήσουμε την αιτία όλων των σύγχρονων κακοδαιμονιών μας, που είναι η αποκοπή μας από τις ζωογόνες αρτηρίες της φυλής μας, από τη βίωση των προαιώνιων και διαχρονικών αξιών μας. Μας χρειάζεται, αναμφίβολα, ένας σύγχρονος άγιος Κοσμάς, για να μας συνεφέρει από την πνευματική μας αφασία, να μας ξαναενώσει με τις αξίες της ελληνορθόδοξης παράδοσής μας και να μας δείξει και πάλι το δρόμο, μέσω του οποίου θα βγούμε από το θανατερό μας τέλμα!

 

Πηγή: Ακτίνες

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...