Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Ὁ Πατροκοσμᾶς εἶναι ἀπό τις γνωστότερες ἐκκλησιαστικές μορφές τῶν προεπαναστατικῶν χρόνων, ἀκόμη καί στό χῶρο τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, μολονότι ἡ δράση καί προσφορά του δέν ἀνήκουν κυρίως στόν χῶρο τῆς ἐπιστήμης. Αὐτό ἔχει μέ ἔμφαση ὑπογραμμίσει ὁ καθηγητής Gerhard Podskalsky, πού συμπεριέλαβε και τόν Πατροκοσμᾶ σέ καθαρά ἐπιστημονικό ἔργο του, ὡς μοναδική ἐξαίρεση.Ἀρκοῦν δέ πρός διακρίβωση τῆς σημασίας του γιά το ὑπόδουλο Γένος, ὅσα ἐγκωμιαστικά λέγει γι’ αὐτόν ὁ ἴδιος ὁ γερμανός ἐρευνητής: «Ἐξαιρετικά δημοφιλής ἱεραπόστολος καί ἐθνοδιδάσκαλος». Χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκοῦ ἱεροκήρυκα, πού «διέθετε μιά θρησκευτική εὐσέβεια ξένη πρός τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία»--«Τά κηρύγματά του συγκλόνισαν τό Λαό τόσο ἀπό ἐθνική, ὅσο καί ἀπό θρησκευτική ἄποψη»--γι’ αὐτό ἐθεωροῦντο «ἀπό κοινωνικοπολιτική ἄποψη ἀνατρεπτικά»3. Καί εἶναι γεγονός, ὅτι στό στόμα τοῦ Λαοῦ καί τῶν Τραγουδιῶν του σώθηκε ὁ ἀπόηχος τῶν κηρυγμάτων αὐτοῦ τοῦ μεγάλου διδάχου τοῦ Γένους...
Συγκρίσεις ἐποχῶν
1. Ἡ περίοδος, στήν ὁποία ζοῦμε, ἒχει μεταβατικό χαρακτήρα, διότι μᾶς εἰσήγαγε στή λεγομένη ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ, πού προσδιορίζεται στρατιωτικοπολιτικά ἀπό τη ΝΕΑ ΤΑΞΗ πραγμάτων. Ἀνάλογο ὅμως χαρακτήρα εἶχε καί ἡ ἐποχή τοῦ Πατροκοσμᾶ, καθώς ὁ κόσμος βίωνε ἀνακατατάξεις, πνευματικές καί πολιτικοκοινωνικές, πού ὁδήγησαν τελικά στήν ἔκρηξη τῆς Μεγάλης Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1789, ἤ γιά μᾶς τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Καί τότε καί σήμερα παρατηρεῖται πραγματική ἢ τεχνητὴ κρίση ταυτότητας. Αὐτό ὅμως συνέβαινε –καί συμβαίνει- ὄχι στην πλατειά λαϊκή βάση, ἀλλά κυρίως στόν χῶρο τῆς πολιτικῆς καί τῆς λογιοσύνης.
Ὁ διαφωτισμός τότε, ἡ μετανεωτερικότητα σήμερα, συνδέονται μέ μιά μετακενωτική κίνηση, πού σημαίνει μονοδρομική μεταφορά αὐτούσιων κατά κανόνα δομῶν τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν στήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολήν», μέ παράλληλη ὑποτίμηση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας καί τῶν συστατικῶν της. Και τότε μέν τονιζόταν ἰδιαίτερα ἡ ἑλληνικότητα ὡς στροφή στην ἀρχαιότητα, (ὅπως τήν ἀντιλαμβάνονταν οἱ τότε ἀρχαιολάτρες), με παράλληλη ὑποτίμηση ἤ καί περιφρόνηση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Βυζαντίου. Σήμερα ὅμως, ὅπως ἀπεδείχθη ἀπό τό «πρόβλημα τῶν ταυτοτήτων», ὑποτιμᾶται καί αὐτή ἡ ἑλληνικότητα γιά χάρη μιᾶς σχεδιαζόμενης μεταστάσεως σέ μιάν ἄλλη («νέα») ταυτότητα, ἐπιβαλλόμενη ἀπό τήν ἔνταξή μας στην Ἑνωμένη Εὐρώπη καί τήν εἴσοδό μας στή Νέα Ἐποχή. Τότε ἐπιδιωκόταν ὁ ἐξευρωπαϊσμός μας με τήν περιθωριοποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων μας σήμερα ὁ ἴδιος σκοπός συνδέεται μέ την ἀποσύνδεσή μας καί ἀπό αὐτή την ἐθνικότητά μας. Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ λόγος εἶναι γιά ἐκσυγχρονισμό καί ἀνανέωση, πού συγκαλύπτουν τίς ἀθέμιτες ἐξαρτήσεις τῆς ἐθνικῆς μας πολιτικῆς.
Ἡ ἀνάστασις τοῦ Γένους
2. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς φλεγόταν ἀπό τόν ἱερό πόθο, ἀλλά καί την χαρισματική βεβαιότητα γιά την ἀνάσταση τοῦ Γένους, συνδεδεμένη ὄχι μέ μιά μικρή καί ἐθνικιστικά, δηλαδή φυλετικά, νοούμενη πατρίδα, ἀλλά μέ τήν Ρωμαίικη-ἑλληνορθόδοξη Οἰκουμένη στην παλαιά εὔκλειά της. Συζητοῦσε με τό Λαό γιά τό «πότε θά ἔρθει το ποθούμενο», μιλώντας -ὅπως οἱ Κολλυβάδες, ὁ Ρήγας καί οἱ Φαναριῶτες- γιά τό ρωμαίικο: «Αὐτό μια μέρα θά γίνει ρωμαίικο», ἐπανελάμβανε. Καί αὐτά σέ περίοδο, πού εἶχαν ἐνταθεῖ οἱ ἐξισλαμισμοί.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Γένους προσανατολιζόταν στήν Πόλη καί τήν αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, τῆς Πόλης τῶν ὀνείρων τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τήν ἀποκατάσταση τοῦ Γένους προσδοκᾶ καί στίς «Προφητεῖες» του, προσπαθώντας νά κινητοποιήσει τόν πόθο τῆς παλιγγενεσίας, ἀναθερμαίνοντας την «ἀποσταμένη ἐλπίδα». Καί ὁ Λαός καταξίωνε τά κηρύγματά του, ἐντάσσοντάς το στό τραγούδι του: «Βοήθα μας Ἅη-Γιώργη / καί σύ Ἅγιε Κοσμᾶ / νά πάρουμε τήν Πόλη / καί τήν ἁγιά-Σοφιά». Ὄχι μόνο τήν Ἀθήνα!
Ἡ ἀνάσταση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμανίας (Βυζαντίου) ἦταν τότε ἡ κυριαρχοῦσα στά εὐρύτερα στρώματα τοῦ Λαοῦ ἰδεολογία. Ὑπῆρχαν μυστικοί πόθοι τοῦ Γένους. Ἡ λαϊκή ποίηση ὑποσχόταν (στήν Παναγία), ἢδη μετά την Ἅλωση: «Πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς, πάλι δικά Σου θάναι». (Ὅταν τά ἒχει ἡ Παναγία, εἶναι καί δικά ΜΑΣ, ἐνῶ, ὅπως στήν ἐποχή μας, τό ἀντίστροφο δέν εἶναι βέβαιο...).Συνήθεις σ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς δουλείας ἦσαν οἱ ἐκφράσεις «πότε θά γίνει ρωμαίικο», «ὅταν θά γίνεται Ρωμανία» (ποντιακό).
Ὁ Πατροκοσμᾶς, μαζί μέ τους Νεομάρτυρες -ἱερομάρτυρας και αὐτός- ἀνανέωνε τήν αὐτοπεποίθηση, τό αὐτοσυναίσθημα τῶν Ραγιάδων, τονώνοντας μέ τό κήρυγμά του γιά «τό ρωμαίικο» καί την ἐθνική συνείδηση. Καί ὡς μόνο μέσο γι’ αὐτή τήν ἐνδυνάμωση τῆς συλλογικῆς συνειδήσεως θεωροῦσε τήν ἐμμονή στήν πίστη: «Το κορμί σας ἄς τό καύσουν΄ ἄς το τηγανίσουν΄ τά πράγματά σας ἄς τά πάρουν, μή σᾶς μέλλει. Δώσατέ τα. Δέν εἶναι δικά σας. Ψυχή και Χριστός σᾶς χρειάζονται. Αὐτά τά δύο ὅλος ὁ κόσμος νά πέση δεν ἠμπορεῖ νά σᾶς τά πάρη, ἐκτός και τά δώσετε μέ τό θέλημά σας. Αὐτά τά δύο νά τά φυλάττετε, νά μή τά χάσετε».
Νά μή τρέχουν εἰς Αὐλάς
3. Αὐτός «ὁ λιανός καί κοντός καί τυλιγμένος μέσα στό ράσο του»4 λαϊκός ἱεροκήρυκας σαγήνευε τούς ἀκροατές του, γιατί ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας. Τήν ὁδό τῶν Ἁγίων μας ἀκολούθησε καί ὁ Πατροκοσμᾶς, ἐντασσόμενος στήν πορεία τῆς «καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ και τῆς θεώσεως». Ἔγινε δόκιμος ἁγιορείτης ἀσκητής: «Ἐπῆγα εἰς τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔκλαιγα διά τές ἁμαρτίες μου», σημειώνει. Ἔτσι ἔθεσε τά θεμέλια τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεώς του. Ἱεραποστολή χωρίς πνευματικές-ἀσκητικές προϋποθέσεις δέν μπορεῖ να ὑπάρξει στήν Ὀρθοδοξία.Ὅταν ἡ ἱεραποστολική δραστηριότητα θεμελιωθεῖ ἁπλῶς στήν ἀτομική ἠθική καί τήν ἀκαδημαϊκή γνώση, τότε εἰσάγεται ὁ δυτικός ἀκτιβισμός στήν πράξη μας. Ὁ Πατροκοσμᾶς ἀνῆκε στήν παράταξη τῶν κολλυβάδων, καί ὑπάρχουν ἀποδείξεις γι’ αὐτό.Ἡ ἡσυχαστική δέ ἐμπειρία του ἦταν προϋπόθεση τῆς θεολογίας του. Εἶναι πατερικός κατά πάντα, καί αὐτό προέρχεται ἀπό τίς κοινές μέ τούς Πατέρες ἐμπειρίες του. Τό προορατικό χάρισμα καί τό μαρτύριό του, μέ ὅλα τά θαυμαστά στοιχεῖα, πού συνδέονται μέ αὐτό, εἶναι ἐπιβεβαίωση τῆς ἐνοικήσεως μέσα του τῆς ἁγιοτριαδικῆς Χάριτος, πού τόν καταξίωσε σέ προφήτη τοῦ Λαοῦ Του. Ἡ θυσιαστική ἀγάπη του γιά το Γένος καί ἡ ἐπιλογή τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης ἦταν καρπός τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματός του. Και αὐτό συνιστοῦσε καί στούς διαθέτοντες, λόγῳ τῆς σπουδῆς τους, τά κατάλληλα προσόντα: «Χρέος ἔχουν ἐκεῖνοι, ὁποῦ σπουδάζουν, νά μή τρέχουν εἰς ἀρχοντικά και αὐλάς μεγάλων (νά μή γίνωνται δηλαδή αὐλοκόλακες) καί νά ματαιώνωσι (=χαραμίζουν) τήν σπουδή τους, διά νά ἀποκτήσουν πλοῦτον καί ἀξίωμα, ἀλλά νά διδάσκωσι μάλιστα τόν κοινόν Λαόν, ὅπου ζῶσι μέ πολλήνἀπαιδευσίαν και βαρβαρότητα...»5.
«Οἱ πίστες τοῦ διαβόλου»
4. Ὁ πόθος τοῦ Πατροκοσμᾶ για τήν κοινή τοῦ Ἔθνους ἀνάσταση συνδέθηκε μέ τήν ἐπιλογή τῶν κατάλληλων γιά τήν πραγμάτωση τοῦ στόχου αὐτοῦ μέσων. Και αὐτά ἦταν: Ἡ ἀναθέρμανση στο ἀδυνατισμένο συνειδησιακά, λόγῳ τῆς δουλείας, Ἔθνος τῆς ἀληθινῆς Πίστεως, τῆς Ὀρθοδοξίας: «Ἔμαθα –λέγει- πώς μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ και Θεοῦ δέν εἴσθενε Ἕλληνες (δηλαδή εἰδωλολάτρες), δέν εἶσθε ἀσεβεῖς αἱρετικοί, ἄθεοι, ἀλλ’ εἴσθενε εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί... τέκνα καί θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μας...»6. Αὐτά σημαίνουν: Ὁδηγεῖ ὄχι ἀόριστα σέ Θεό, ἀφοῦ καί οἱ Μασόνοι γιά Θεό μιλοῦν, ἀλλά στόν μόνο ἀληθινό Θεό, τον ἱστορικό Ἰησοῦ Χριστό, τήν μόνη φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν κόσμο (πρβλ. Ἰωάν. 17, 6). Ζητεῖ τήν ἀποσύνδεση τοῦ Ἔθνους ἀπό κάθε ἴχνος εἰδωλολατρίας (νεοπαγανισμοῦ) καί αἱρέσεως, πού εἶναι ἐκφράσεις ἀσεβείας καί βλασφημίας πρός τόν Θεό. «Ὅλες οἱ πίστες –θρησκευτικές δηλαδή διδασκαλίες- εἶναι, λέγει, ψεύτικες, κάλπικες, ὅλες τοῦ διαβόλου». Αὐτό σημαίνει: Καί ὁ ἀλλοτριωμένος φράγκικος χριστιανισμός και ὅλες οἱ «θρησκεῖες», πού διαπορθμεύονται στή Χώρα μας ἀπό τήν ἄθεη καί αἱρετική Δύση. «Μόνον ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν και Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν -τῶν Ἁγίων δηλαδή- εἶναι καλή και ἁγία». Ἕλληνας ἔξω ἀπό την Ὀρθοδοξία κατ’ αὐτόν δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ. «Ἐμεῖς οἱ εὐσεβεῖς καί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί (μόνον) τήν Ἁγίαν Τριάδα πιστεύομεν, δοξάζομεν καί προσκυνοῦμεν. Αὐτή εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ἔξω ἀπό τήν Παναγίαν Τριάδα ὅσοι λέγονται θεοί εἶναι δαίμονες...»7. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῶν λόγων του.
Τό κήρυγμά του εἶναι Τριαδοκεντρικό, ἀλλά καί Χριστοκεντρικό.Ὁ Χριστός γιά τόν Πατροκοσμᾶ εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά καί «ὁ γλυκύτατος αὐθέντης καί δεσπότης». Καταλαβαίνουμε τήν αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ λόγου σέ ἕνα λαό, πού εἶχε ἢδη μέσα στήν παρατεινόμενη δουλεία του νά ὀνομάζει «αὐθέντη» τόν τύραννο Σουλτάνο καί «δεσπότη» τόν ἐπίσκοπό του. Καί αὐτό συνεχίζεται, στήν παρατεινόμενη δουλεία μας μέχρι σήμερα. Τό κήρυγμά του ὅμως δεν ἦταν μιά ἄχρωμη ἠθικολογία, ἀλλά Θεολογία, πού προβαλλόταν ὡς τό ὀντολογικό θεμέλιο τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους. Διότι ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη, μετουσιωμένη σέ φρόνημα, πηγάζει τό ὀρθόδοξο ἦθος, ὁ ὀρθόδοξος τρόπος ὑπάρξεως. Ἤ ἑνωνόμεθα ἤ χανόμεθα 5. Τό ἀναγεννητικό ἔργο τοῦ Ἁγίου μας ἀπέβλεπε στήν ἀνάσταση καί τῆς ρωμαίικης κοινωνίας, ἀφοῦ μάλιστα εἶχε συνειδητοποιήσει, ὅτι «γινήκαμε χειρότεροι ἀπό τά θηρία». Ὡς γνήσιος ἁγιορείτης, ἐνεφορεῖτο ἀπό τό κοινοβιακό - κοινοτικό ἰδεῶδες τῆς πατερικῆς παράδοσης, μέ κύριο φορέα και ἐκφραστή του τόν Μ. Βασίλειο. Ὁ Ἅγιος Πατέρας ἢθελε τήν ἐνορία ὡς ἀδελφότητα, μέ κοινοβιακή - κοινοτική συγκρότηση καί συλλογικότητα.Ἤξερε, ἂλλωστε, ὅτι στήν κοινότητα-ἐνορία σώθηκε το ὑπόδουλο Γένος. Κατά μία μαρτυρία τοῦ ἑνετοῦ Προβλεπτῆ τῆς Λευκάδας, ὁ Γέροντας προέτρεπε τούς κατοίκους τῆς Πρέβεζας να μή ἐκκλησιάζονται στίς ἐνορίες ἐκεῖνες, πού δέν εἶχαν ἐνσωματωθεῖ σέ ἀδελφότητα. Τό μήνυμα τῆς ἐνέργειάς του: ἤ ἑνωνόμαστε ἤ χανόμαστε. Καί αὐτό ἰσχύει και σήμερα! Ὅριζε, μάλιστα ἐκλογή τῶν ὑπευθύνων μέ βάση ὀρθόδοξη («μέ τή γνώμη ὅλων τῶν χριστιανῶν») . Γιά τήν ὀρθή ὅμως λειτουργία τῆς προτεινόμενης ἀπό αὐτόν κοινωνίας κήρυττε τήν κατά Χριστόν ἰσότητα τῶν δικαιωμάτων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, τή μόρφωση τῆς γυναίκας, τήν ἱερότητα τοῦ γάμου, μέ βάση τή λειτουργική ἰδιαιτερότητα τῶν φύλων καί τη θέση τους στό κοινωνικό σῶμα, τήν Ἐκκλησία. Ἤθελε τόν ἄνδρα στήν οἰκογένεια «ὡσάν βασιλέα» καί τήν γυναῖκα «ὡσάν βεζύρη»8 (πρωθυπουργό δηλαδή), καί ἀπόδοση δικαιοσύνης ἀπέναντι σε ὅλους, καί τούς Ἑβραίους («...ὅσοι ἀδικήσατε χριστιανούς ἤ ἑβραίους»). Ἀποδεικνύει ἔτσι, ὅτι ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας, ὅταν λειτουργεῖ, δέν χρειάζεται ἀντιρατσιστικούς νόμους. Ὁ ρατσισμός, τόν ὁποῖο προσπαθοῦν σήμερα νά θεραπεύσουν, δενὐπῆρξε ποτέ ὑπόθεση τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ἀλλά τῆς Εὐρώπης, στήν ὁποία ὑποδουλωθήκαμε.
Στήν κοινωνία πού αὐτός προέβαλλε, ζητοῦσε ἀλληλοσεβασμό ἀρχόντων καί ἀρχομένων, σεβασμό στούς ἱερεῖς παραπάνω ἀπό τούς βασιλεῖς καί τούς ἀγγέλους, ἀλλά καί στούς προεστούς και τούς γεροντοτέρους. Τίς ρωμαίικες, ἑλληνορθόδοξες ρίζες τῆς κοινωνικῆς του προτάσεως ἀποκαλύπτει ἡ θέση του γιά τούς προεστούς -τούς κοτσαμπάσηδες. «Ὅ,τι χρεία τύχη τῆς χώρας, τους προεστούς γυρεύουν καί σεῖς κοιμᾶστε ξέγνοιαστοι»9. Βλέπετε, οἱ Τοῦρκοι δέν εἶχαν τά γνωστά ἀπό τήν κατοχή ναζιστικά ἀντίποινα. Ἕνα «σαμποτάζ» τό πλήρωσαν ὅλα τά Καλάβρυτα! Οἱ Ὀθωμανοί ἀποκεφάλιζαν τό ἔθνος, κρεμώντας τόν Πατριάρχη καί τίς κορυφές τοῦ Γένους, ὣς τούς Προεστούς. Ἀκολουθώντας τόν Ἀπ. Παῦλο (Ρωμ. 13,1 κ.ἑπ.) συνιστᾶ στό λαό νομιμοφροσύνη, ἀλλ’ ὂχι δουλικότητα. «Νά πείθωνται (=να ὑπακούουν) εἰς τάς κατά Θεόν βασιλικάς προσταγάς»» (Πρβλ. Πράξ. 5,29), σέ ὅσα δηλαδή «δέν ἀντιστέκονται στό Εὐαγγέλιο». Ὅπως λέγει καί ὁ Μ. Βασίλειος σχετικά: «ἐν οἷς ἐντολή Θεοῦ μή ἐμποδίζηται» (PG 35,972/3).
Διαχρονική ὅμως σημασία ἒχει καί ἡ διάκριση, πού κάνει μεταξύ τῶν δύο θηρίων, τοῦ ἀνατολικοῦ καί τοῦ δυτικοῦ, πού μόνιμα συνιστοῦν τίς θανατηφόρες ἀπειλές τοῦ Γένους (Ἔθνους) μας: «Και διατί δέν ἔφερεν ὁ Θεός –λέγει- ἄλλον βασιλέα, πού ἦταν τόσα ρηγάτα ἐδῶ κοντά (τά δυτικά βασίλεια) νά τούς τό δώση (=τό βασίλειό μας), μόνον ἤφερε τον Τοῦρκον μέσαθε ἀπό τήν Κόκκινη Μηλιά καί τοῦ τό ἐχάρισε;» (Φοβερός λόγος, ἀλλά αὐτό ἔγινε, διότι «ἤξευρεν ὁ Θεός, πὼς τά ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τήν πίστιν, καί (ἐνῶ) ὁ Τοῦρκος δέν μᾶς βλάπτει. Ἄσπρα (χρήματα) δῶσ’ του καί καβαλλίκευσέ τον ἀπό τό κεφάλι...»10. Δέν ἔδινε μόνο ἀπάντηση στούς ἑνωτικούς εὐρωπαΐζοντες κάθε ἐποχῆς, ἀλλά καί στους μεταπατερικούς Οἰκουμενιστές μας, πού ἐπιμένουν νά μή διακρίνουν τήν ἐγωπαθολογική τύφλωσή τους, ὅτι ὁ ἀληθινός κίνδυνος προέρχεται ἀπό τήν διαστροφή τῆς πίστεως καί λιγότερο ἀπό την ὁποιαδήποτε ἀθεΐα.Γι’ αὐτό δέν διστάζει νά ἀποκαλεῖ τόν πάπα (τόν παπικό θεσμό) ὡς ἀντίχριστο (Α΄ Ἰω. 2, 18) καί νά λέγει «τόν πάπαν νά καταρᾶσθε», προβλέποντας χαρισματικά τή θέση τοῦ Πάπα στο παγκόσμιο σήμερα σύστημα ἐξουσίας, ὡς «Πλανητάρχη Νο δύο»...
Ὁ Πατροκοσμᾶς, περαιτέρω, ἱεραρχεῖ τήν Πατρίδα στήν Ὀρθοδοξία, λέγοντας: «Ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήινη καί ματαία εἶναι ἀπό τοῦ ἁγίου Ἄρτης τήν ἐπαρχίαν, ἀπό τό Ἀπόκουρον...». «Ἐμεῖς, Χριστιανοί μου, δέν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα»11 (πρβλ. Ἑβρ. 13,14). Ἡ προτεραιότητα δίνεται πάντα στήν Πίστη, τήν Ὀρθοδοξία, στήν ὁποία ὁ Πατροκοσμᾶς ἱεραρχεῖ τά πάντα. Προέβλεπε ὅτι ἡ νόσος τῆς ἐποχῆς μας θά εἶναι ἡ παντοειδής χρήση τῆς Ὀρθοδοξίας ἁπλά γιά τή στήριξη τῆς ἀπολυτοποιημένης «ἑλληνικότητας». Ὁ Πατροκοσμᾶς –θά τό πῶ γιά μια ἀκόμη φορά καί ἐδῶ, ἦταν πρῶτα Ὀρθόδοξος καί μετά Ἕλληνας. Ἡ ἀναντίρρητη φιλοπατρία του, ἱεραρχόταν στήν Ὀρθοδοξία του, χωρίς τήν ὁποία πεθαίνει ἡ Ἑλλάδα, πού μᾶς ἐκληροδότησαν οἱ Πατέρες μας.
Παιδεία καί γλῶσσα
6. Διέβλεπε ὅμως, ὅτι ἡ ἐπιδιωκόμενη ἀνάσταση καί ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους ὄφειλε νά στηριχθεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς Παιδείας12. Θεωρεῖ ἔτσι «ἁμαρτία» νά μένουν «τά παιδιά ἀγράμματα καί τυφλά»· «Καλύτερα νά μένουν φτωχά καί γραμματισμένα παρά πλούσια καί ἀγράμματα». Τά ἀγράμματα παιδιά χαρακτηρίζει «γουρουνόπουλα», ἐλέγχοντας ἔτσι την ἀδιαφορία τῶν γονέων γιά τή μόρφωσή τους. Γνήσιος πατερικός και ἔξω ἀπό τόν σκοταδισμό εἶναι ὁ λόγος του. «Ἡ πίστις μας δεν ἐστερεώθη ἀπό ἀμαθεῖς Ἁγίους, ἀλλά ἀπό σοφούς καί πεπαιδευμένους...». Ἔχουμε ἐδῶ ἀπήχηση τῆς διακήρυξης τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «οὔκουν ἀτιμαστέον τήν παίδευσιν, ὅτι οὕτω δοκεῖ τισίν» (Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μ. Βασ. ΙΑ΄). Ἔβλεπε ὅμως τήν παιδεία πατερικά ὡς ἁγιοπνευματικό φωτισμό καί ὄχι ὡς εὐρωπαΐζοντα φωταδισμό, πού ἀφήνει ἀνέγγιχτη καί ἀκάθαρτη τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Τό σχολεῖο γιά τόν Πατροκοσμᾶ ἦταν ἐπέκταση τῆς Ἐκκλησίας, ναός τῆς θεοκεντρικῆς παιδείας. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι οἱ πολλές ἐκκλησιές δέν ὠφελοῦν τήν πίστη χωρίς καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Μήπως, ἀλήθεια, και μεῖς, στήν εὐρωπαϊκή πλέον δουλεία μας, ἀντί νά ἀνεγείρουμε πολλούς καί πολυτελεῖς ναούς ἤ μοναστήρια-φρούρια, θά πρέπει να στρέφουμε τήν φροντίδα καί μέριμνά μας καί στήν ἀνέγερση καί τον ἐξοπλισμό σχολείων τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής μας; Τό παιδευτικό ὅραμα, πού μᾶς κληροδότησε ὁ Ἅγιός μας, δέν εἶναι ὁ homooeconomicus, capitalisticus και marxisticus, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας.
Μέ τό ὅραμα τῆς παιδείας συνδέεται ἀχώριστα καί ἡ κένωσή του στό θέμα τῆς γλώσσας. Ἡ γλωσσική καί ὑφολογική ἁπλότητά του δέν ὀφειλόταν, βέβαια, στήν ἀνεπάρκειά του.Ὁ ἴδιος κατεῖχε ὑψηλή παιδεία, παρέλαβε ὅμως τον γλωσσικό κώδικα τῆς ἐποχῆς του καί τόν συνταίριαξε μέ τή γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Λατρείας, ἁπλοποιώντας τίς μορφές, ἀλλά διακρατώντας τόν γλωσσικό πλοῦτο τῆς παράδοσής μας. Ὁ «δημοτικισμός» ὅμως τοῦ Πατροκοσμᾶ δέν εἶναι καρπός ἰδεολογικῶν και κομματικῶν ἐμμονῶν, ἀλλά φυσικός καί ἀβίαστος. Δέν ἦταν οὔτε δημοτικιστής, οὔτε καθαρευουσιάνος, ὅπως ἐπιμένουμε νά εἴμαστε ἐμεῖς. Οἱ μορφές πάντα ἁπλουστεύονται στή μακραίωνη πορεία τοῦ Ἔθνους, ὁ γλωσσικός του ὅμως πλοῦτος μένει, ὁλόκληρος καί ζωντανός μέσα στή λατρεία μας. Ὁ Πατροκοσμᾶς δεν ἐβίασε τή γλώσσα, οὔτε κοραϊκά, οὔτε ψυχαρικά. Ἀπέφυγε κάθε ἀκρότητα, διότι σκοπός του ἦταν ἡ ὠφέλεια τῶν ἀκροατῶν του.Ὁ «δημοτικισμός» του ἦταν ἐθνικός. Γι᾽ αὐτό δίπλα στίς λαϊκές ἐκφράσεις παραθέτει αὐτούσια χωρία τῆς Γραφῆς καί τῆς Λατρείας. Ὅ,τι δέχεται ὁ Λαός καί καταλαβαίνει. Αὐτό ἐπιδιώκει, ὅταν ἀγωνίζεται γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί στό χῶρο τοῦ σχολείου. Δέν πρόκειται για ἐθνικισμό καί φυλετισμό, ἀλλά για πρόταξη τῆς γλώσσας, στήν ὁποία σώζεται ὅλος ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός μας.
Μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητος
7. Αὐτός ἧταν ὁ ὁραματισμός τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ γιά τό ἀναγεννώμενο Γένος/Ἔθνος. Ἕνα ὅραμα, πού ἐρείδεται στίς ἁγιοπατερικές πνευματικές προϋποθέσεις. Μέ τήν κατήχηση καί νουθεσία του ἀναπροσδιορίζει ὀρθόδοξα τήν ταυτότητα τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνισμοῦ, πού ἐκαλεῖτο καί πάλι νά συνεχίσει τήν πρωταγωνιστική ἀποστολή του στήν Ὀρθόδοξη Οἰκογένεια.Ὁραματιζόταν μιά ρωμαίικη κοινωνία «κατοικία τοῦ Θεοῦ, κατοικία τῶν ἀγγέλων», ὅπως καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτανἔλεγε: «Γῆν οὐρανώσωμεν, γῆν οὐρανόν ποιήσωμεν»! Μια ἀταξική ἀδελφοποιία στά ὅρια ἑνός ὑπαρκτοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπως συμβαίνει στήν μοναστική ἀδελφότητα καί τήν προέκτασή της στόν κόσμο, τήν ὀρθοδοξοπατερικά δομημένη ἐνορία. Ἡπολιτεία καί ἡ δράση του κινοῦνται μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητας. Εἶχε συνείδηση, ὅτι ὁ κόσμος ἐξελίσσεται καί ὅτιὁ νέος κόσμος, πού εἰσαγόταν ἀπό τήν ἀλλοτριωμένη Δύση, ἀπειλοῦσε ἀκάθεκτα τόν κόσμο τῆς ὀρθόδοξης παράδοσής μας. Γι᾽ αὐτό εἶναι πάντα ἐπίκαιρος ὁ λόγος του, ἰδιαίτερα στή σύγχρονή μας ἑλληνική πραγματικότητα, πού ἀπό τό 1830 εἶναι μόνιμο θλιβερό προτεκτοράτο τῆς Εὐρώπης. Καί τό ἐρώτημα εἶναι: Τί μένει ἀπό τόν ὁραματισμό τοῦ Πατροκοσμᾶ σήμερα;
Αἱ προφητεῖαι του
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἒπραξε πατερικά τό καθῆκόν του ἀπέναντί μας. Μᾶς περιέγραψε μέ πληρότητα τι εἶναι Ὀρθοδοξία καί πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ ἱστορική πραγμάτωσή της. Βλέποντας ὅμως τήν σημερινή τραγική κατάστασή μας, διαπιστώνουμε ὃτι οἱ Νεοέλληνες διαψεύσαμε τίς προσδοκίες τοῦ Πατροκοσμᾶ κυριολεκτικά. Αὐτό ὅμως τό διεῖδε καί ἐκεῖνος χαρισματικά στις «προφητεῖες» του: Μᾶς ἤθελε φύλακες καί ὁμολογητές τῆς ἀμωμήτου Πίστεώς μας, συνιστώντας να «ἔχουμε σταυρό στό μέτωπο, για νά μᾶς γνωρίζουν ὅτι εἴμεθα χριστιανοί»13, καί μεῖς καταντήσαμε: μασόνοι, μαρξιστές, ἄθεοι, παπόδουλοι, βλάσφημοι καί δαιμονολάτρες νεοπαγανιστές. Ἤθελε τον Κλῆρο μας ἡγέτη τοῦ Ἔθνους στήν ὀρθόδοξη μαρτυρία καίὁμολογία. Καί ὅμως αὐτός προεῖδε ὅτι οἱ κληρικοί θά γίνουν «οἱ χειρότεροι καί οἱ ἀσεβέστεροι τῶν ὅλων»14 Καί κάτι φοβερότερο: Εἶπε ὅτι «οἱ παπάδες θά χαλάσουν τήν θρησκεία»! Ἀρκεῖ νά φέρουμε στό νοῦ μας τήν ὑποδούλωσή μας στον βλάσφημο Οἰκουμενισμό καί την ἀντίχριστη κίνηση τῆς Πανθρησκείας. Προβλέποντας τήν στρεβλή πορεία τῆς παιδείας μας θά πεῖ, ὅτι «Τό κακό θά ἔρθῃ ἀπό τούς διαβασμένους»16, ἐννοώντας ἀσφαλῶς τούς διαφωτιστές καί μετανεωτερικούς διανοουμένους μας. Μήπως δέν περιέγραφε τήν ἐποχή μας, ὅταν ἔλεγε: «Θά βγοῦν πράγματα ἀπό τά σχολεῖα, πού ὁ νοῦς σας δέν φαντάζεται»17. Ἀδιάψευστα δέ περιγράφει προορατικά και τήν κοινωνική ζωή μας, ὅταν ἔλεγε ὅτι οἱ Πολιτικοί μαςἩγέτες «θά βάλουν φόρο στίς κόττες καί στά παράθυρα»18! Εὐστοχότερη ὅμως ἐπισήμανση τῆς δημοσιονομικῆς ὀργάνωσής μας δέν θά μποροῦσε σήμερα νά ἐπινοηθεῖ, ἀπ’ ὅσο ἡ προφητεία του: «Οἱ ληστές (γράφε: oἱ διαχειριζόμενοι τίς τύχες μας) θα φύγουν ἀπό τά βουνά καί θά κατεβοῦν στίς πόλεις καί θά φοροῦν ποδήματα»19. Κάτι πού θυμίζει τό «ὁ δολοφόνος μέ τό φράκο»! Ἀλλά και γιά τά νομοθετήματα, πού ρυθμίζουν (γρ. ἀπορρυθμίζουν) τόν ἠθικο-κοινωνικό μας βίο ἐπαληθεύθηκε ἡπρόβλεψή του: «Θά δοῦμε και θά ζήσουμε τά Σόδομα καί τά Γόμορρα»20! Προβλέποντας δέ το ρεῦμα τῆς ἀναγκαστικῆς μετανάστευσης τῶν καιρῶν μας, θά πεῖ: «Ἐσεῖς θά πᾶτε νά κατοικήσετε ἀλλοῦ καί ἂλλοι θἀρθοῦν νά κατοικήσουν σέ σᾶς»21, βλέποντας την ἐγκατάλειψη τῆς Χώρας ἀπό τους Ἕλληνες καί τήν εἰσβολή τῶν ξένων (λαθρομεταναστῶν).
Διαβάζοντας τίς «προφητεῖες» του, νομίζεις ὅτι γράφθηκαν για τήν ἐποχή μας, σέ ὅ,τι ἀφορᾷ στην ἀποστασία καί πνευματική νέκρωσή μας. Στόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, κινούμενος καί ὁ ἐπίσης ἡσυχαστής Μακρυγιάννης θα ἐκφράσει τήν ἀντίθεσή του προς τήν ἐθνική πορεία μας: «Ἄν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτήνη τή λευτεριά, ὁπού γευόμαστε, θά περικαλούσαμεν τόν Θεόν, νά μᾶς ἀφήσει εἰς τούς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θά εἰπεῖ πατρίδα, τί θα πεῖ θρησκεία, τί θά εἰπεῖ φιλοτιμία, τί ἀρετή, καί τιμιότης».
Ζώντας στήν ἐθνική μας ἀποτυχία, πού διεῖδαν, ὁ καθένας μέ τον τρόπο του, Πατροκοσμᾶς καί Μακρυγιάννης, δέν μᾶς μένει τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ταπεινή ἱκεσία: Χριστέ καί Παναγιά μου, καί σύ, Ἅγιε Κοσμᾶ,
Βοηθῆστε τήν Ἑλλάδα, νά ἀναστηθεῖ ξανά!
Σημειώσεις:
1. Ὁ ἀείμνηστος Κώστας Σαρδελῆς εἶχε καταγράψει τό 1974 (!) ἑκατοντάδες ἐπιστημονικές μελέτες γιά τόν Πατροκοσμᾶ (Κων. Σαρδελῆ, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἀναλυτική Βιβλιογραφία, 19742) καί ἔκτοτε, ἀπασχολεῖται συνεχῶς ἡ ἒρευνα μέ τό πρόσωπό του. Βλ. Τή διατριβή τῆς Ἄρτεμης Ξανθοπούλου-Κυριακοῦ, Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός καί οἱ Βενετοί (1777-1779). Τά τελευταῖα χρόνια τῆς δράσης του καί το πρόβλημα τῶν Διδαχῶν, Θεσσαλονίκη 1984. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), Ἀθῆναι 1977. Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές. Φιλολογική μελέτη-Κείμενα. Ἀθήνα (1979). π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ἃγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός-Ἀπόστολος τῆς ἑνότητας τοῦ Γένους, στό: Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 1986, σ. 85-110. Τοῦ Ἰδίου, Ἡ διαλεκτική τῶν ταυτοτήτων τοῦ Πατροκοσμᾶ καί τοῦ Ἴωνα Δραγούμη, στό: Μαρτυρίες γιά θέματα πνευματικά καί κοινωνικά, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 97-110. Ἄρθρα: στη ΘΗΕ, τ. 7, 1965, στ. 894-899 (Νικ. Σωτηρόπουλος), καί στό Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, τ. 5 (1991) σ.42-43 (Ἄρτεμης Ξανθοπούλου-Κυριακοῦ) κ.π.ἄ.
2. Μολονότι, πέρα τῆς ἀλληλογραφίας του, δεν ἔγραψε καμμιά μελέτη.
3. Gerhard Podskalsky, (μετάφρ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ), Ἡ Ἑλληνική Θεολογία ἐπί Τουρκοκρατίας (1453-1821), Ἀθήνα 2005, σ. 427-428.
4. Εὐθυμίας Μοναχῆς (Ἰουλίας Γκελτῆ), Οἱ προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ μέσα στήν ἱστορία, Ἀθῆναι 2004, σ. 525.
5. Βλ. καί τίς ἐπιστολές του στό: Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, ὅπ. π., σ.317 ἑπ.
6. Ἰωάννου Μενούνου, ὅπ. π., σ. 115/116.
7. Ἰωάννου Μενούνου, ὅπ. π., σ. 142 ἑπ., 119/120.
8. Ἰωάννου Μενούνου, σ. 134, 184 ἑπ. Αὐγουστίνου Καντιώτου, σ. 197.
9. ’Ιωάννου Μενούνου, σ. 281/2, σ. 144.
10. Αὐγουστίνου Καντιώτου, σ. 154, Ἰωάννου Μενούνου, σ. 270.
11. Στό ἴδιο, σ. 116, 143/144, 149/150.
12. G. Pοdskalsky, ὃπ.π.,σ. 349.
13. Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ.π. σ. 349.
14. Στό ἴδιο, σ. 342.
15. Μ. Τρίτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Φωτιστής τοῦ Γένους, ὁ Προφήτης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 361.
16. Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ.π., σ. 342.
17. Εὐθυμίας Μοναχῆς, Οἱ προφητεῖες..., σ. 421.
18. Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ. π., σ. 343.
19. Εὐθυμίας Μοναχῆς, ὅπ. π., σ. 432.
20. Εὐθυμίας Μοναχῆς, ὅπ. π., σ. 434 ἑπ.
21. Αὐγ. Ορθόδοξος Τύπος, 17/10/2014
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΔΡYΪΝΟΥΠΟΛΕΩΣ , ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ & ΚΟΝΙΤΣΗΣ
Εν Δελβινακίω τη 15η Σεπτεμβρίου 2014
Αριθ. Πρωτ. 64
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 175η
ΘΕΜΑ: Διακόσια χρόνια από το μαρτύριο του Κονιτσιώτη Νεομάρτυρος Αγίου Ιωάννου (1814-2014)
Αγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
Συμπληρώνονται εφέτος διακόσια (200) χρόνια από τον μαρτυρικό θάνατο του Νεομάρτυρος Αγίου Ιωάννου του εκ Κονίτσης (1814-2014). Και μολονότι κύλησαν δύο αιώνες ολόκληροι από τις 23 Σεπτεμβρίου 1814, αυτό το Κονιτσιωτόπουλο δεν ξεχάστηκε, δεν χάθηκε στην χοάνη του χρόνου. Πόσοι μεγάλοι και σπουδαίοι κατά κόσμον ζούσαν τότε. Σουλτάνοι, πασάδες, αγάδες, στρατηγοί και ναύαρχοι και πλούσιοι και ισχυροί, κυριαρχούσαν, τότε, στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα, σπέρνοντας τον φόβο και τον τρόμο στους ραγιάδες, στους υποδούλους, που δεν τολμούσαν καλά - καλά ούτε το όνομά τους να πουν !
Κι’ όμως ! Ο νεαρός Ιωάννης, που ήταν πρωτύτερα Τούρκος και μουσουλμάνος, γνωστός με το όνομα Χασάν, ζη μέχρι σήμερα, λαμπρός και πάντοτε νέος, στις καρδιές των χριστιανών και, γενικά, στην ζωή της Εκκλησίας.
-Β-
Το ποιός ήταν ο Ιωάννης το έχουμε πη πολλές φορές. Ας το ξαναπούμε, όμως, άλλη μια φορά για όσους ίσως δεν έχουν μέχρι τώρα ακούσει γι’ αυτόν. Χασάν ήταν το τούρκικο όνομά του. Πατέρας του ο Σέχης της Κονίτσης. Είχε, λοιπόν, οικογένεια καλοστεκούμενη, ενώ το μέλλον ανοιγόταν μπροστά του λαμπρό. Εικοσάχρονος ήταν τότε. Και θα έλεγε κανείς, ότι ο νεαρός Χασάν είχε εξασφαλισμένη την ζωή του. Όμως, την νεανική ψυχή του δεν την ικανοποιούσαν ούτε τα πλούτη και η κοσμική δόξα, ούτε, προ παντός, η ψεύτικη θρησκεία του Μωάμεθ. Γι’ αυτό και ζητούσε κάτι καλλίτερο, κάτι ανώτερο. Και χωρίς, βέβαια, να γνωρίζη τον ιερό Αυγουστίνο, τον μεγάλο αυτόν Πατέρα της Εκκλησίας, ένοιωθε αυτό που εκείνος ετόνιζε : «Κύριε, η ψυχή μου είναι ανήσυχη μέχρις ότου συναντήση Εσένα».
-Γ-
Έτσι, όταν αργότερα βρέθηκε στο Αγρίνιο (που τότε λεγόταν Βραχώρι) και γνώρισε τους εκεί χριστιανούς, κληρικούς και λαϊκούς, ελκύσθηκε προς την χριστιανική Θρησκεία. Όταν, όμως, εξεδήλωσε την επιθυμία να γίνη χριστιανός, οι Ιερείς εδίστασαν να τον βαπτίσουν, γιατί ήταν σίγουρο πως θα έπεφτε πάνω τους βαρειά η τιμωρία. Έτσι, ο Χασάν πήγε στην Ιθάκη, η οποία ήταν Ενετοκρατούμενη, κι’ αφού κατηχήθηκε συστηματικά, βαπτίσθηκε και πήρε το όνομα Ιωάννης. Όταν ξαναγύρισε στο Αγρίνιο, νυμφεύτηκε και εργαζόταν σαν αγροφύλακας στο χωριό Μαχαλάς, που σήμερα ονομάζεται Φυτείες. Πίστευε ότι τα ίχνη του είχαν χαθή. Αλλά ο αντίδικος διάβολος ωδήγησε τους ανθρώπους, που με εντολή του πατέρα του τον έψαχναν, και τελικώς τον βρήκαν. Δέχθηκε υποσχέσεις για πλούτη και τιμές αν ξαναγύριζε στον μωαμεθανισμό. Αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ακολούθησαν απειλές και φοβέρες. Και το τέλος δεν άργησε να έλθη. Τον αποκεφάλισαν κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου η οποία μετέπειτα κατεδαφίσθη και ανεγέρθηκε στην θέση της ο νέος μεγαλοπρεπής Ναός. Ενταφιάσθηκε όχι μακριά από τον Ναό την ημέρα που εμαρτύρησε, δηλαδή στις 23 Σεπτεμβρίου 1814. Μετά από πέντε χρόνια, το 1819, έγινε ανακομιδή των λειψάνων του · μεταφέρθηκαν στην Μονή του Προυσσού, όπου το 1974 ανεκαλύφθησαν, ένα δε τμήμα ιερού λειψάνου είναι θησαυρισμένο στον Ιερό Ναό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, στην Κόνιτσα.
-Δ-
Σπουδαίο πρότυπο ο Άγιος Ιωάννης, ιδιαίτερα για τους νέους μας, που αντιμετωπίζουν πειρασμούς και δυσκολίες στην πορεία της ζωής τους. Όταν, όμως βάλουν θεμέλιο τον Χριστό, θα κατορθώσουν να ξεπεράσουν τα οποιαδήποτε εμπόδια παρουσιάζει μπροστά τους ο πονηρός. Έτσι πραγματοποιείται ο λόγος του ιερού ευαγγελιστού Ιωάννου : «Νεανίσκοι, ισχυροί εστε και ο λόγος του Θεού εν υμίν μένει και νενικήκατε τον πονηρόν ... Ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού · ο δε ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα» (Α Ἰωάν. β 14,17).
-Ε-
Η ακριτική Μητρόπολή μας θα τιμήση και φέτος την μνήμη του Αγίου Ιωάννου. Την παραμονή της εορτής, Δευτέρα, 22 Σεπτεμβρίου 2014, θα ψαλή Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός, ο οποίος θα αρχίση στις 7 μ.μ. Την επομένη, Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014, κυριώνυμη ημέρα της εορτής, στις 7.30 το πρωί θα αρχίσουν οι καταβασίες (δεύτερη καμπάνα), μετά δε το πέρας του Όρθρου θα τελεσθή Αρχιερατική Θεία Λειτουργία. Και ο Εσπερινός και η Θ. Λειτουργία θα γίνουν εν μονοεκκλησία στον Ι. Ναό του Αγίου Κοσμά, στην Κόνιτσα. Ελάτε όλοι να τιμήσουμε τον Νεομάρτυρα Άγιο συμπολίτη μας. Χρόνια πολλά, άγια, ευλογημένα.
Διάπυρος προς Χριστόν ευχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ
Πηγή: Θρησκευτικά
«Η άμεση ανταπόκριση του Αγίου Διονυσίου στο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, η αγαθή του προαίρεση και η αξιοποίηση των ταλάντων του»
Παναγιώτατε, τίμιο πρεσβυτέριο, σεβαστοί εκπρόσωποι των αρχών, αγαπητοί συνάδελφοι νομικοί, ευσεβές εκκλησίασμα,
Aποτελεί ιδιαίτερη τιμή και εξαιρετικό προνόμιο η ανάθεση εκφώνησης του πανηγυρικού λόγου, στη μνήμη του εορταζόμενου σήμερα Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, τον οποίον ιδιαίτερα τιμούμε και ευλαβούμεθα όλοι μας .
Οι μάρτυρες, αλλά και όλοι οι άγιοι, αποτελούν τη ζωντανή απόδειξη της αλήθειας των λόγων του Χριστού και της απόδειξης ότι το Ευαγγέλιο μπορεί να εφαρμοστεί. Οι Άγιοι απολαμβάνουν τιμή και δόξα στη Βασιλεία των ουρανών, εξακολουθούν να είναι ζωντανοί και να αποτελούν αιώνιο παράδειγμα μίμησης για όλους τους ανθρώπους. Για το λόγο αυτόν η Εκκλησία μάς προτρέπει να παραδειγματιστούμε από το φρόνημα και τη ζωή τους, υπενθυμίζοντάς μας το «Μνήμη Αγίου, μίμησις Άγίου».
Η ζωή των αγίων της Εκκλησίας μας αποτελεί πρόκληση και αφύπνιση για την ορθόδοξη συνείδησή μας, προτρέποντάς μας να αναζητήσουμε έναν λιγότερο υλιστικό τρόπο ζωής στη δική μας καθημερινότητα. Είναι οι άγιοι που αξίζουν την τιμή της Εκκλησίας μας, αφού η ζωή τους εμπνέει, το παράδειγμά τους καθοδηγεί και τα έργα τους στηρίζουν τους ανθρώπους στον πνευματικό τους αγώνα.
Ένας τέτοιος μεγάλος μάρτυρας, ομολογητής και άγιος της Εκκλησίας μας, είναι και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Η αγαθή του προαίρεση, η δυνατή του πίστη και αφοσίωση προς το Χριστό, η σοφία και η σύνεσή του ταυτισμένη με το αίσθημα της δικαιοσύνης, τα εμπνευσμένα συγγράμματά του, αλλά και το φρικτό του μαρτύριο, έχουν καταστήσει τον Άγιο Διονύσιο ως έναν από τους πιο αγαπητούς αγίους στην Ελλάδα, ιδιαιτέρως δε στο χώρο των νομικών.
Η ζωή και το μαρτύριο του Αγίου, είναι δύσκολο να αφήσει ανεπηρέαστο το σύγχρονο άνθρωπο. Για το λόγο αυτό πιστεύω πως οφείλουμε να θυμόμαστε κάποια χαρακτηριστικά γεγονότα που αναφέρονται στη ζωή και την προσωπικότητά του. Σύμφωνα με το Συναξαριστή, ο άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στην Αθήνα, το ένατο έτος μετά την γέννηση του Χριστού και διακρινόταν για τη ψυχική του ευγένεια, τη σοφία, τη σύνεση και τη ρητορική του δεινότητα. Ήταν ηθικότατος, δίκαιος, ακέραιος και ενάρετος, ζούσε ως Χριστιανός προτού γίνει Χριστιανός. Διέφερε από τους Χριστιανούς μόνο ως προς την πίστη, ενώ με τον τρόπο ζωής και με τα έργα του, έμοιαζε καταπληκτικά με τους Χριστιανούς. Αναδείχθηκε άξια Δικαστής του Αρείου Πάγου εφαρμόζοντας πιστά το νόμο της συνείδησης, τον άγραφο αυτό νόμο του Θεού, και όλοι τον θαύμαζαν για τη δικαιοσύνη του.
Τα ιστορικά γεγονότα είναι πραγματικά εντυπωσιακά. Ο άγιος την ημέρα και την ώρα της Σταύρωσης του Χριστού, βρισκόταν στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, την οποία είχε επισκεφτεί, για να συμπληρώσει τις σπουδές του. Τότε βλέποντας τον ήλιο να σκοτεινιάζει εν μέσω της ημέρας, (φαινόμενο πρωτοφανές και ανεξήγητο), παρότι αγνοούσε την ύπαρξη του Χριστού, ομολόγησε ασυναίσθητα περί της Θεότητάς Του, λέγοντας΄΄ή Θεός πάσχει ή το παν απόλλυται΄΄, (δηλαδή ή κάποιος Θεός υποφέρει ή xάνεται ο κόσμος). Τόσο δε του έκανε εντύπωση το γεγονός αυτό, ώστε η ημερομηνία και η ώρα πού συνέβη τούτο τού έμειναν για πάντα ανεξίτηλα στη μνήμη του.
Δέκα εννιά χρόνια μετά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ως επιφανής Αθηναίος δικαστής, παρακολουθούσε στον Άρειο Πάγο την υπέροχη ομιλία του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος, με αφορμή ένα βωμό αφιερωμένο στον άγνωστο Θεό, μίλησε στους σοφούς Αθηναίους, δείχνοντάς τους τον αληθινό Θεό και ορίζοντας τη σχέση του Θεού με τον κόσμο.
Η ομιλία αυτή είχε ως αποτέλεσμα ο επιφανής Αθηναίος Δικαστής να πιστέψει στο Χριστό, ανταποκρινόμενος άμεσα στο κάλεσμα του Ουρανίου Πατρός μέσω του Αποστόλου Παύλου. Η μεταστροφή αυτή τον οδήγησε να ενστερνισθεί το χριστιανικό λόγο. Σύντομα και με τη χάρη του Θεού κατάφερε να συνδυάσει, πρώτος αυτός, τον ανθρώπινο νόμο με το νόμο που αποκάλυψε ο Θεός. Με την τόλμη, την αγαθή προαίρεση, τη διαίσθηση και τη διορατικότητά του, διέκρινε την αλήθεια αυτών που κήρυττε ο απόστολος Παύλος και χωρίς πολλές περιστροφές και σκέψεις πίστεψε στο Χριστό, προσφέροντας στους ανθρώπους μοναδικό παράδειγμα μεταστροφής και μετανοίας. Φιλοξένησε τον Απόστολο Παύλο στο σπίτι του, και εκεί είχε την ευκαιρία να ακούσει με κάθε λεπτομέρεια για την ενσάρκωση του Υιού του Θεού, για το Πάθος και την Ανάσταση του. Όταν μάλιστα άκουσε για το σκοτισμό του ηλίου που έγινε την ώρα της Σταυρώσεως θυμήθηκε το γεγονός, του οποίου έγινε αυτόπτης μάρτυρας στην Αίγυπτο. Τώρα πια δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο Χριστός που κήρυττε ο Απόστολος Παύλος ήταν ο αληθινός Θεός. Από τότε ο Άγιος δόθηκε πλέον ολοκληρωτικά στο Χριστό, βαπτιζόμενος μαζί με την οικογένειά του.
Ο Άγιος Διονύσιος, προσφέρει στο Θεό όλα του τα χαρίσματα. Από την ημέρα της μεταστροφής του και μετά παραδίδει την ψυχή του για να κατοικήσει μέσα της ο Θεός. Ζει ως ένας ισόβιος στρατιώτης του Χριστού. Απαρνείται δήμους, δικαστήρια, περιφανή κοινωνική θέση, πλούτο και κοινωνική καταξίωση. Ακολουθεί με μεγάλη προθυμία ψυχής το Χριστό, έχοντας ως διδάσκαλο και οδοδείκτη τον Απόστολο Παύλο. Μαζί δε με όλα του κόσμου τα τίμια και ένδοξα αφήνει και την αρχαία φιλοσοφία, για να αποκτήσει την αληθινή χάρη του Θεού. Πλουτίζει σε χριστιανικό ήθος, επιδεικνύει έναν τέλειο τρόπο ζωής και γίνεται με το λόγο και την πράξη του πνευματικός οδηγός πολλών Αθηναίων. Η πνευματική του αυτή ανάταση, τον αναδεικνύει άξιο Επίσκοπο της Εκκλησίας των Αθηνών.
Η προσέλευση του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στο Χριστιανισμό, είναι ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός, αφού ο άγιος ως προσωπικότητα ξεχωριστή στην κοινωνία της πόλεως των Αθηνών, συμβολίζει την μετακίνηση από τον Ελληνισμό στο Χριστιανισμό. Αποτελεί την πρώτη γέφυρα, με την οποία ο Ελληνισμός ενώνεται με τη νέα θρησκεία. Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης εισάγει τη Χριστιανική απάντηση ως συνέχεια στην αρχαιοελληνική δικαιϊκή σκέψη και πρακτική. Επιτυγχάνει τη ζεύξη της κλασικής σκέψης με την Ευαγγελική Αποκάλυψη. Με τα συγγράμματά του αλλά και τη σοφία του, κατέστησε τη φιλοσοφία και τη θύραθεν παιδεία, θεραπαινίδα της χριστιανικής σοφίας. Φυσικά είχε την τύχη των περισσότερων πρώτων Χριστιανών και μαρτύρησε με φρικτό θάνατο το έτος 95 μ.Χ.
Αν σε κάτι αξίζει πραγματικά να σταθούμε είναι στην ταχύτητα της μετάθεσης της ψυχής του αγίου από την ειδωλολατρική πλάνη στη χριστιανική αλήθεια. Το γεγονός αυτό δεν συνέβη ούτε καν στους σπουδαιότερους των Αποστόλων, όπως ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι οποίοι παρά το ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες αναρίθμητων θαυμάτων, εν τούτοις δίσταζαν και δεν είχαν απαλλαγεί τελείως από τις αμφιβολίες τους, σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού. Ο απόστολος Θωμάς μάλιστα, ο οποίος ήταν μαθητής του Χριστού και έζησε κοντά του, θαυμαστές καταστάσεις, δυσκολεύτηκε να πιστέψει στην Ανάσταση, αναγκάζοντας τον Κύριο να αναφωνήσει ΄΄Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες΄΄.
Ο Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης αποτελεί μία λαμπρή εξαίρεση στο ακροατήριο του Αποστόλου Παύλου. Αυτή η ταχύτητα της μεταστροφής του, αποδεικνύει περίτρανα την αγαθή του προαίρεση. Πόσο δηλαδή εύκολα και σύντομα αποδέχτηκε το καλό, προφανώς διότι η ψυχή του είχε την κλίση προς αυτό. Όπως μάλιστα γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ΄΄Το παν προαίρεσις, Θεός γαρ ουκ άκοντα σώζει βία΄΄ Δηλαδή ΄΄το παν είναι η θέλησις και ο Θεός δε σώζει με την βία αυτόν που δεν το θέλει΄΄.
Κατά τα φαινόμενα ήταν Θεία οικονομία, αφού κάθε ψυχή που διακρίνεται για την αγαθή της προαίρεση, έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα, όταν της δοθεί η ευκαιρία, να γνωρίσει τον Χριστό πολύ σύντομα. Η μεταστροφή του αυτή μας αποδεικνύει ότι όλα πραγματικά εξαρτώνται από τη βούληση του ανθρώπου και όχι από το φυσικό του χαρακτήρα. Γι’ αυτό είναι δυνατόν και η πιο αμαρτωλή ψυχή να φτάσει με τη μετάνοια, σε ύψη πνευματικής ομορφιάς, όπως πάλι είναι δυνατόν, η πιο αγνή ψυχή, αν δείξει αμέλεια και ραθυμία, να καταντήσει στην έσχατη ασχήμια.
Ο άγιος ξεκινά έτσι μία νέα ζωή και συμπεριφορά, που την χαρακτήριζε η απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Αποφασίζει να εργασθεί δραστήρια για τη νέα θρησκεία, διδάσκοντας, συμβουλεύοντας και ελέγχοντας τους συμπολίτες του, γινόμενος έτσι ΄΄τοις πάσι τα πάντα, ίνα τους πάντας σώσει΄΄ . Από τη στιγμή εκείνη ο άγιος Διονύσιος ως καλός πηδαλιούχος και κυβερνήτης, κυβέρνησε με ασφάλεια και σωφροσύνη το σκάφος της Εκκλησίας, οδηγώντας το ποίμνιό του προς το λιμάνι της σωτηρίας. Αγωνίζεται σθεναρά υπέρ του δικαίου, των αρχών και των αξιών που πρέπει να διέπουν τη ζωή όλων και υπέρ της αρετής, της υπομονής και της αγάπης, χωρίς δειλία, μικρότητες και φόβο, στηριζόμενος στο στέρεο θεμέλιο του Ιησού Χριστού.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της προσωπικότητας του αγίου, είναι η απόλυτη αξιοποίηση των ταλάντων που του χάρισε ο Θεός μετατρέποντας τον δίκαιο Δικαστή Διονύσιο σε Άγιο Διονύσιο. Αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις υπέρ του Ευαγγελίου λαμβάνοντας τελικά τον στέφανο της Δικαιοσύνης. Πολλαπλασιάζει με σύνεση τα χαρίσματα, που του έχει χαρίσει πλουσιοπάροχα ο Θεός και τα διαθέτει όχι για τον εαυτό του, αλλά για τους άλλους, αναδεικνύοντας τον ίδιο ΄΄άριστο οικονόμο των δωρεών του Θεού΄΄.
Αξιοποιεί με τρόπο μοναδικό τα τάλαντα που του χάρισε ο Θεός, υπηρετώντας με ακρίβεια τις εντολές Του, έχοντας ως μοναδικό σκοπό του την κατά χάρη θέωση. Δημιουργεί με τη ζωή του ένα πνευματικό πρότυπο. Δείχνει το δρόμο, τον πραγματικό σκοπό, για τον οποίο έχουμε πλασθεί οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που συχνά εγκαταλείπουμε για τα κοσμικά αγαθά και τις πρόσκαιρες απολαύσεις.
Μελετώντας το βίο του τιμώμενου αγίου, μπορούμε όλοι να απαλλαγούμε από τον εγωκεντρικό τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις καθημερινές μας σχέσεις, να ξεπεράσουμε την φιλαυτία και την ανθρωποκεντρική μας εμμονή, να βγούμε από τον αυτονομημένο λογικό εαυτό μας, να μάθουμε να αγαπάμε αληθινά τόσο τον πλησίον μας, όσο και τον ίδιο τον Θεό, οικονομώντας και για την πνευματική ζωή και όχι μόνο για τις βιοτικές μας μέριμνες. Με αυτόν τον τρόπο θα βρούμε το χαμένο μας εαυτό και την ελπίδα να ζήσουμε σε μια κοινωνία για την οποία πραγματικά πλασθήκαμε, μια κοινωνία, στην οποία θα μπορούμε να ανοιγόμαστε, να επικοινωνούμε και να χαιρόμαστε ο ένας τον άλλον πραγματικά και με μέτρο και όχι φίλαυτα και με πλεονεξία.
Η σημερινή εορτή δεν πρέπει να περάσει ως μια τυπική παρουσία σε μια τυπική υποχρέωση. Δεν αποτελεί κοσμικό γεγονός. Ούτε παράδοση που την τηρούμε επειδή την βρήκαμε. Την ημέρα αυτή μας δίδεται η αφορμή να γίνουμε μιμητές του αγίου. Στο δικό μας μέτρο. Με τις δικές μας δυνάμεις. Το πρότυπο του βίου και το υπόδειγμα συμπεριφοράς του Αγίου Διονυσίου επαληθεύει μάλιστα, ιδιαίτερα σε εμάς τους νομικούς, αυτό που αναφέρεται στην Αγία Γραφή, πως με το μέτρο που κρίνουμε, θα κριθούμε. Στη σημερινή εποχή της απόγνωσης και της έλλειψης προτύπων, ο Άγιος Διονύσιος, μα πάνω από όλα ο ίδιος ο Χριστός, ως δίκαιος κριτής, αποτελούν για το χώρο μας οδηγούς για την ορθή εξάσκηση του λειτουργήματός μας.
Ως προστάτη όλων όσων ασχολούνται με τη νομική επιστήμη και την εφαρμογή των κανόνων δικαίου, απευθυνόμαστε στον Άγιο Διονύσιο, από τα βάθη της καρδιάς μας και του ζητούμε να καθοδηγεί τη σκέψη μας, να μας φωτίζει και να πρεσβεύει στον Κύριο υπέρ ημών. Αυτό είναι που χρειαζόμαστε. Αυτό ζητούμε κάθε φορά όλοι όσοι εμπλεκόμαστε στην απονομή της δικαιοσύνης.
Η Δικαιοσύνη, αγαθό θεμελιακό και ακρογωνιαίος λίθος για το βίο των ανθρώπων και των κοινωνιών, αποτελούσε και αποτελεί μία επιτακτική ανθρώπινη ανάγκη. Όλοι όσοι συμμετέχουμε στην απονομή της δικαιοσύνης, πέρα από την επαρκή γνώση της νομικής επιστήμης και των κανόνων δικαίου, θα πρέπει να διαθέτουμε ηθική, συνείδηση, αίσθηση δικαίου, διάκριση, υπομονή, επιείκεια και ευγνωμοσύνη στο Θεό. Όλα τα παραπάνω βέβαια, με γνώμονα την προσφορά προς τον συνάνθρωπο με εκτίμηση και αληθινή αξιοπρέπεια και όχι με διάθεση εκμετάλλευσης και στυγνού βιοπορισμού.
Ζητούμε το παράδοξο, να απαιτούμε να συμμορφωθεί ο Θεάνθρωπος Χριστός με το πνεύμα της εποχής μας, αντί να συμμορφωθούμε και να προσαρμοστούμε εμείς στο πνεύμα της αιωνιότητας των λόγων του. Πλάθουμε τον κόσμο στα μέτρα μας και αφαιρούμαι καθημερινά αξία από τα πνευματικά αγαθά. Υπηρετώντας τον υλισμό, στρέφουμε αλλού το πρόσωπο, για να μην δούμε τον ανθρώπινο πόνο, υποκρινόμαστε τους ελεήμονες όταν μας βλέπουν και γινόμαστε άνθρωποι όταν το θυμόμαστε.
Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης σοφότατα ορίστηκε προστάτης και πνευματικός έφορος όλων όσων ασχολούμαστε με την απονομή της δικαιοσύνης, διότι αυτός ο τιμιότατος δικαστής αγάπησε όχι μόνο την ανθρώπινη δικαιοσύνη, αλλά και τη Θεία. Ασπαζόμενος το Χριστιανισμό υπηρέτησε, όχι μόνο την Θέμιδα, αλλά και τον άνθρωπο. Περισσότερο ίσως παρά ποτέ στην εποχή μας, με την οικονομική, ηθική και κυρίως πνευματική κρίση που μαστίζει την κοινωνία μας, την παντελή έλλειψη υγιών προτύπων και την απομάκρυνση των ανθρώπων από το δημιουργό τους, το πρόσωπο του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου καθίσταται πρότυπο προς μίμηση από τους ανθρώπους που υπηρετούν την δικαιοσύνη, αλλά και γενικότερα από το σύνολο της κοινωνίας, διότι η δικαιοσύνη των ανθρώπων πολλές φορές σφάλλει, η δικαιοσύνη όμως του Θεού ποτέ.
Σε μια εποχή έντονης οικονομικής κρίσης, με διαφθορά και ανηθικότητα, με διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, με τη σκληρή δοκιμασία της πλειοψηφίας των Ελλήνων, το πρότυπο της προσφοράς και της διακονίας αυτού του μεγάλου Αγίου της Εκκλησίας, φαντάζει ως φωτεινό παράδειγμα για μίμηση και προσφορά στον άνθρωπο και την κοινωνία.
Στη σημερινή εποχή, οφείλουμε να αυξήσουμε και να καταθέσουμε τα χαρίσματά μας, στην Οικονομία του Θεού, εκεί που μπορούν να γίνουν καρπός και για εμάς που τα προσφέρουμε αλλά και για αυτούς που έχουν ανάγκη. Ας μη χάσουμε λοιπόν τη σημερινή ευκαιρία να αγωνιστούμε με αγάπη και διάθεση προσφοράς για το κοινό καλό. Για αυτό που θα ήθελε ο άγιος που σήμερα τιμούμε. Για αυτό που συμβολίζει ο Σταυρός που καθημερινά κάνουμε.
Εύχομαι η Χάρη και η ευλογία του Θεού, διά πρεσβειών του αγίου Ιερομάρτυρα Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, να φωτίζει όλους εμάς, να κατευθύνει σωστά τη σκέψη μας και να μας χαρίζει την ελπίδα και την απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού.
ΤΕΛΟΣ
Τάς συγγόνους Ξανθίππην καὶ Πολυξένην,
Χοροὶ συνοίκους λαμβάνουσιν Ἀγγέλων.
Ἀξίως εἰλήφατε θεόθεν γέρα,
ὁμαίμονες, Ξανθίππη καὶ Πολυξένη.
Βιογραφία
Οι Οσίες Ξανθίππη και Πολυξένη ήταν Ισπανίδες αδελφές και έζησαν στα μέσα του πρώτου αιώνα μετά Χριστόν, όταν Καίσαρ ήταν ο Κλαύδιος ο Α’ (41-54 μ.Χ.).
Η Ξανθίππη μαζί με το σύζυγο της Πρόβο, άρχοντος της χώρας, διδάχτηκε τη χριστιανική θρησκεία, και ήλθε σ' αυτή, από τον απόστολο Παύλο (βλ. Pωμ. ιε', 28).
Η Πολυξένη ήταν παρθένος, προτού δε λάβη το άγιο βάπτισμα, είχε αρπαγή από κάποιον άνδρα ασελγή, αλλά η χάρις του Θεού την προστάτευσε και δεν του επέτρεψε να την διαφθείρη. Μεταβαίνοντας από τόπου εις τόπον άκουσε το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου και κατόπιν το κήρυγμα του αποστόλου Φιλίππου στην Ελλάδα. Τέλος, έγινε μαθήτρια του αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος την έβάπτισε. Επανερχόμενη στην πατρίδα της, παρέλαβε μαζί της τον απόστολο Ονήσιμο και την συνοδοιπόρο των ταξιδιών της Ρεβέκκα, μαζί μέ την οποία είχε βαπτισθή.
Και οι δύο αδελφές, εργάστηκαν για τη χριστιανική πίστη και οδήγησαν σ' αυτή πολλές γυναίκες. Πέθαναν και οι δύο ειρηνικά σε προχωρημένη ηλικία, χωρίς να πάψουν μέχρι και την τελευταία τους πνοή να στηρίζουν τις ασθενικές ψυχές στη χριστιανική ελπίδα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὸ φῶς δεχθεῖσα, ἔργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσεβείας, Πολυξένη Ὁσία θεόληπτε· καὶ ἐν τῷ βίῳ Χριστὸν ἐμεγάλυνας, σὺν τῇ συγχρόνῳ ἀμέμπτοις σου πράξεσι· μεθ’ ἧς πρέσβευε Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων ταῖς τρίβοις ἀκολουθήσασαι, ὑμῶν τὸν βίον ἐν ἔργοις, φιλαδελφείας καλῶς, καὶ ἀγάπης ἀκραιφνοῦς ἐδαπανήσατε, σῶφρον Ξανθίππη θαυμαστή, καὶ ὁσίων παμφαὲς, ὡράϊσμα Πολυξένη· καὶ νῦν Χριστὸν δυσωπεῖτε, ὑπὲρ ἡμῶν σεμναὶ αὐτάδελφοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Διαδραμοῦσαι πολιτείαν ὑπερθαύμαστον, ἐπὶ τῆς γῆς ὁσίων σύμμορφαι ἐδείχθητε γυναικῶν, Ξανθίππη θεία καὶ Πολυξένη· ὅθεν στέφανον δεξάμεναι ἀμάραντον ἐκ χειρῶν τοῦ Ἰησοῦ ἡμῶν ἀκούετε τῶν βοώντων νῦν· Χαίροις, ζεῦγος θειότατον.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Πολυτρόποις πράξεσιν ὁσίου βίου, Πολυξένη πάνσεμνε, Χριστῷ λατρεύσασα πιστῶς, τῆς ἄνω δόξης ἠξίωσαι, ὐπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς ἱκετεύουσα.
Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς ἄστρα φωτεινὰ, τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἀσκήσεως φωτὶ, καὶ κηρύγματος αἴγλη, πυρσεύσατε ἅπαντας, τοὺς πιστούς· ὅθεν σήμερον, ἑορταζοντες, ὑμῶν τὴν πάντιμον μνήμην ἀνακράζομεν· Ξανθίππη καὶ Πολυξένη, ἀσκήτριαι χαίρετε.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν Ἰσπανίᾳ ὑπὲρ βρότειον φύσιν, ἀγωνισάμεναι ὁσίων τοὺς δήμους, ηὐφράνατε καὶ τάγματα σεπτῶν γυναικῶν, Πολυξένη ἔνθεε καὶ Ξανθίππη ὀλβία, ὄντως ὡραΐσατε, καὶ πρὸς δώματα δόξης, τοὺς γηγενεῖς ἰθύνατε σοφῶς, αὐτοῖς τὰ θεῖα κηρύξασαι γράμματα.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Ἰχνηλατήσασαι, κλειναὶ ἀσκήτριαι, τὰ κατορθώματα, καὶ τὰ παλαίσματα, τῶν ἀποστόλων ἀρετῆς ἐδείχθητε μυροθῆκαι, καὶ αὐτῶν ἐφάμιλλοι, ἐν τοῖς τρόποις γενόμενοι, Πολυξένη πάντιμε καὶ Ξανθίππη εἰλήφατε, στεφάνους οὐρανόθεν καὶ χάριν, θεῖαι ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύειν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως νάμασιν, ἀνακαθάρασαι νοῦν, δοχεῖα γεγόνατε, ὡραία καὶ διαυγῆ, τοῦ Πνεύματος πάνσεμναι· ὅθεν ὑμᾶς τιμῶντες, Πολυξένη θεόφρον, καὶ γεραρὰ Ξανθίππη, ἑορτάζομεν πόθῳ, ὑμῶν μελισταγέσιν ᾠδαῖς, μνήμην τὴν πάμφωτον.
Ὁ Οἶκος
Ἄϋλον πολιτείαν, ἐπεδείξατε, θεῖαι αὐτάδελφοι ἀσκήτριαι ὄντως· ἀρνησάμεναι γὰρ πᾶν φθαρτὸν τῆς ἀφθάρτου δόξης κοινωνοί, ὤφθητε· διὸ ὑμᾶς γεραίροντες φωνοῦμεν εὐθαρσῶς τοιαῦτα·
Χαίρετε, λαμπροὶ σοφίας φάροι·
χαίρετε, στεῤῥοὶ ἀνδρείας στῦλοι.
Χαῖρε, Πολυξένη, συνέσεως μέλαθρον·
χαῖρε, ὦ Ξανθίππη, φρονήσεως μάργαρον.
Χαῖρε, κῆρυξ θείας χάριτος, Πολυξένη θαυμαστή·
χαῖρε, σάλπιγξ θείας γνώσεως, ὦ Ξανθίππη ἀγλαή.
Χαῖρε, γλῶσσα ὑμνοῦσα, Πολυξένη, τὸν Κτίστην·
χαῖρε, στόμα, Ξανθίππη, τὸ αἰνοῦν τὸν Δεσπότην.
Χαῖρε, λειμών, Ξανθίππη, σεμνότητος·
χαῖρε, εἰκών, ὁσία, χρηστότητος.
Χαῖρε, λαμπάς, Πολυξένη, τιμία·
χαῖρε, δυὰς ὁμαιμόνων ἁγία.
Χαίροις, ζεῦγος θειότατον.
Μεγαλυνάριον
Βίον διελθοῦσα ἀσκητικόν, Μῆτερ Πολυξένη, σὺν ὁμαίμονι τῇ σεμνῇ, σὺν αὐτῇ μετέσχες, τῆς ἄνω κληρουχίας, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, τὸ θεῖον ἔλεος.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις, αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, γυναικῶν ὁσίων, ἀποστόλων μαθητριῶν, χαίροις Πολυξένη, καὶ πάνσεμνε Ξανθίππη, αἱ νουνεχῶς τὸν βίον, ἐκδαπανήσασαι.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α´.
Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ γυναικῶν θεοσεβῶν ἡ ὁμήγυρις, ἐπὶ τῇ μνήμῃ τῶν ἀσκητριῶν Ξανθίππης καὶ Πολυξένης· αὖται γὰρ ἐν ἀληθεῖ ὁσιότητι καὶ ἀρετῶν ταῖς πράξεσι, Χριστὸν ἐδόξασαν εὐαγγελικῶς πολιτευσάμεναι· καὶ νῦν ἐν ἀγκάλαις Ἀβραὰμ ἀναπαυόμεναι, πρεσβεύουσιν ἀπαύστως διδόναι ἡμῖν τὸ μέγα, καὶ πλούσιον ἔλεος.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β´.
Ὑπεριπτάμεναι τῶν γηΐνων οὐρανίῳ φρονήματι, πρὸς ἀσκητικοὺς ἐχωρήσατε ἀγῶνας, Ξανθίππη καὶ Πολυξένη· νεκρώσασαι γὰρ τὴν σάρκα συντόνῳ ἀσκήσει, τὸν νοῦν ἐπτερώσατε γεγηθυῖαι πρὸς τὸν Κύριον, τῶν ἐφετῶν τὸ ἀκρότατον· Αὐτὸν οὖν καὶ ἡμᾶς ἀξιώσατε ἰδεῖν ἐν πόλῳ, τὸν δοξάζοντα τοὺς ἑπομένους Αὐτῷ, ἐν ἀγάπῃ καὶ δικαιοσύνῃ.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ´.
Τὰ κρείττονα ζηλοῦσαι χαρίσματα, τρυφὰς καὶ δέοντα πάντα, ὥσπερ σκύβαλα ἠρνήσασθε, ὁμαίμονες ὁσίαι Πολυξένη καὶ Ξανθίππη· ἀσκητικῆς ὅθεν τελειότητος, πρακτικοὶ ὑφηγήτριαι γενόμενοι, πολλοὺς εἱλκύσατε πρὸς μίμησιν, τῶν θεοφιλῶν ὑμῶν καμάτων· καὶ νῦν ἐν τῇ οὐρανίῳ παστάδι, σὺν τῷ Νυμφίῳ Χριστῷ εὐφραινόμεναι, ἱκετεύσατε σωθῆναι τοὺς πόθῳ, ὑμᾶς τιμῶντας ἐν ᾄσμασιν.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ´.
Ἐξέπληξαν βροτοὺς τὰ λαμπρὰ ὑμῶν κατορθώματα, ἀσκήτριαι Ξανθίππη καὶ Πολυξένη· ὡς ἄσαρκοι γὰρ προσεπαλαίσατε ἐχθροῖς τοῖς ἀοράτοις, καὶ Κυρίῳ εὐηρεστήσατε· ἀναδραμοῦσαι οὖν πρὸς πόλον, χάριν εὕρατε πρεσβεύειν τῷ Κτίσαντι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής
Δος μας, Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου; Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του.
Γι' αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.
Ας μιλήσουμε τώρα για τη θαυμαστή σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου. Και πριν από τη σύλληψή του, αυτός φανερώθηκε πως θα γίνει μέγας και τρανός και πως θα υπηρετήσει την προσδοκία των ανθρώπων για πολύ πιό μεγάλες και σωτήριες υποθέσεις, εφόσον δεν θα έμενε άσχετος από τις συνέπειες που είχε για όλο το ανθρώπινο γένος η πτώση των πρωτοπλάστων και η αποστασία από το Θεό. Και ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης βρήκε το πλήρωμά του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Όλοι οι δίκαιοι άνδρες και προφήτες περίμεναν με ιερή λαχτάρα τη λύτρωση του ανθρωπίνου γένους και την ποθούσαν και το εύχονταν με ειδικές δεήσεις και το ζητούσαν από το Θεό. Όπως ο Αβραάμ, ο Δαυίδ και τόσοι άλλοι, μάλιστα δε και ο Συμεών που το πέτυχε να Τον δεχθεί στην αγκαλιά του.
Ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους διακρινόταν και ο πρεσβύτης και ιερέας Ζαχαρίας, που τα χρόνια του είχαν περάσει και μαζί με τη σωματική παρακμή είχαν φέρει και το θάνατο πιό κοντά του. Αυτός προσευχόταν στο Θεό συχνά και επίμονα - γιατί η γλώσσα του δεν είχε δεθεί - να μη στερηθεί ένα τέτοιο θέαμα, που όλοι το περίμεναν, ούτε να βρει το θάνατο, που ήταν τόσο κοντά στη πόρτα του, πριν να δει το Σωτήρα του Κόσμου.
Αυτή τη προσευχή πάντοτε την έκανε ο άγιος αυτός γέροντας στο Θεό, παρακαλώντας τον, τόσο να κάνει ώστε το φως της σωτηρίας να λάμψει γρήγορα, όσο και να του επιτρέψει του ίδιου να δει την ανατολή αυτού του φωτός. Και για να μη τον αρπάξει ο θάνατος αμέτοχο αυτής της θεωρίας, ακριβώς τη στιγμή που θα έφτανε το πλήρωμα του χρόνου γι' αυτή τη προσευχή, αλλά περισσότερο τότε που ως ιερέας πρόσφερε στο Θεό τις λατρευτικές του υπηρεσίες, σύμφωνα με το Νόμο.
Τον παρακαλούσε λοιπόν η πραγματοποίηση αυτής της υποσχέσεως να γίνει γρήγορα, ώστε όσο το δυνατόν πιό πνευματικά και πιό τέλεια, να λυτρωθούν από το βάρος της αμαρτίας όλοι εκείνοι που μοιράζονταν μαζί του την ιερωσύνη. Αυτό το έκανε κάθε φορά που στο καιρό της εφημερίας του έμπαινε στα Άγια των Αγίων να προσφέρει θυμίαμα. Εκεί που μιά φορά το χρόνο έμπαινε μονάχα ο Αρχιερέας, έχοντας ραντισμένα τα χέρια του με αίμα και δηλώνοντας έτσι τόσο φανερά, με αυτή τη πράξη του, τη θυσία του Σωτήρα μας Χριστού, η οποία θα ήταν η μοναδική και πραγματική θυσία, που την πρόσφερε στο Θεό και πατέρα Του ο Ίδιος και σαν Αρχιερέας και σαν θύμα, σαν αμνός που θυσιάστηκε για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων.
Μέσα στα Άγια των Αγίων λοιπόν είχε βρεθεί ο Ζαχαρίας, γιατί ήταν άξιος και είχε τον ιερατικό βαθμό για μια τέτοια υπηρεσία. Καθώς λοιπόν βρισκόταν στο θυσιαστήριο, δέχθηκε μέσα στην επίμονη προσευχή του, την επίσκεψη ουρανίου αγγέλου. Τον είδε να στέκεται δεξιά από το θυσιαστήριο που προσφερόταν το θυμίαμα και να του μιλάει για τον ερχομό του Λόγου του Θεού στη γη, χαρίζοντάς του έτσι την πιο ουράνια και πιο ευχάριστη αγγελία.
Ο Άγγελος που έφερε αυτά τα σπουδαία μηνύματα ήταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Αυτός και μόνο με το όνομά του φανερώνει τη σημασία που είχαν τα μηνύματα που έφερνε. Γιατί αυτός ήρθε στο θυσιαστήριο να αναγγείλει θαυμαστά γεγονότα, που θα γινόταν πριν από την ενανθρώπιση του Θεού, για την οποία και ο ιερέας Ζαχαρίας τόσο επίμονα παρακαλούσε. Αυτόν τον Ζαχαρία τον είδε ο άγγελος του Θεού να συγκλονίζεται από το όραμα της παρουσίας του και κατάλαβε ότι όσο πιο πολύ φοβόταν τόσο πιο πολύ κλονιζόταν. Ο τρόμος του Ζαχαρία (Λουκ.1,12) φανέρωνε ότι έφτανε ο χρόνος που θα σταματούσε η απόλυτη ισχύς του Νόμου της Παλαιάς Διαθήκης και ότι ήρθε ο καιρός που οι άνθρωποι θα ακολουθούσαν το δρόμο του Ευαγγελίου. Διώχνει λοιπόν το φόβο από το Ζαχαρία και στη συνέχεια του δίνει τα ευχάριστα μηνύματα. Τι φοβάσαι σεβάσμιε γέροντα, τώρα που παίρνεις αυτά που ζητάς; Τώρα που λυτρώνεσαι από το βάρος της νομικής λατρείας; Τώρα που βλέπεις το φως μετά από τη σκιά;
Αντίθετα πρέπει να χαρείς και να ευχαριστηθείς μαζί μου, γιατί αυτά από τη φύση τους είναι πρόξενα χαράς και ευφροσύνης. Η λύτρωση των ανθρώπων βρίσκεται πιο κοντά τους, έφτασε η ώρα να σηκωθούν οι πεσμένοι. Ο νόμος βρήκε το σκοπό του. Έχει πια ανατείλει ο καιρός της Θείας Χάριτος. Θα δεις το Θεό Λόγο να σαρκώνεται από τη Παρθένο, να γεννιέται όπως όλοι εμείς οι άνθρωποι και να σώζει όλο το ανθρώπινο γένος. Όχι μόνο να θαυμάσεις αυτά που τόσο πολύ επεθύμησες, αλλά και να τα υπηρετήσεις.
Για να πιστέψεις δε στα λόγια μου, του λέγει ο αρχάγγελος, προσθέτω - και σε παρακαλώ να πιστέψεις - ένα αξιοθαύμαστο γεγονός και σου αποκαλύπτω ότι θα γίνουν πραγματικότητα εκείνα για τα οποία είχες χάσει την ελπίδα σου. Ποιά είναι αυτά; «Η γυναίκα σου η Ελισάβετ, θα σου γεννήσει γιό και θα τον ονομάσεις Ιωάννη. Και θα δοκιμάσεις χαρά και αγαλλίαση και πολλοί θα χαρούν για τη γέννησή του. Αυτός θα αναδειχθεί μεγάλος ενώπιον του Κυρίου και δεν θα πιεί κρασί και οινοπνευματώδη ποτά, και θα γεμίσει από Άγιο Πνεύμα, από το καιρό ακόμα που θα βρίσκεται στη κοιλιά της μάνας του. Και πολλούς απογόνους θα επαναφέρει με τη μετάνοια στο Κύριο και Θεό τους. Θα προπορευθεί πριν από Αυτόν, και θα ετοιμάσει όλους που θα έχουν καλή προαίρεση, ώστε να δεχθούν τον Κύριο.» (Λουκ.1,13-18).
Και ο Σαμουήλ γεννήθηκε από στείρα γυναίκα, αλλά δεν ήταν γηρασμένη, και ο Ιακώβ και ο Ιωσήφ ήταν καρποί στείρων γυναικών, ο δε Ισαάκ γεννήθηκε μεν από γηρασμένους γονείς, αλλά κανείς δεν πληρώθηκε από Άγιο Πνεύμα όταν ακόμα ήταν στη κοιλιά της μάνας του, ούτε η γέννησή τους προξένησε τόση χαρά, όση αξιώθηκε ο Πρόδρομος της παγκόσμιας χαράς και κανείς δεν έγινε στρατάρχης τουν παρθενικού τάγματος όπως ο Ιωάννης. Πόσο δε μεγάλη απόσταση υπάρχει μεταξύ παρθενίας και ηθικής ακεραιότητας, το μαρτυρούν μόνες τους αυτές οι ίδιες αρετές.
Μπροστά στα υπέροχα και ανυπέρβλητα δώρα του Ιωάννη και ο ιερέας Ζαχαρίας, έμεινε κατάπληκτος και η πολλή του αμηχανία τον έκανε να δεχτεί με το νου του το κεντρί της δυσπιστίας. Και αποτόλμησε να εκφράσει προς τον άγγελο εκείνα τα φοβερά λόγια της δυσπιστίας: «Τι είναι αυτό που θα με κάνει να πιστέψω αυτά που μου λες, αφου είμαστε γέροι;» Αυτά βέβαια δεν τα είπε ως πατέρας του Ιωάννη, αλλά ως εκπρόσωπος του στενόφωνου και βραδύγλωσσου νόμου της Παλαιάς Διαθήκης. Γι' αυτό το λόγο αμέσως σιώπησε, ως τιμωρία της δυσπιστίας του, για να προσημάνει ότι η ισχύς του Μωσαϊκού Νόμου θα σταματήσει, μόλις φανερωθεί πλέον ως άνθρωπος, ο Σαρκωμένος Λόγος, ο Μεγάλος Νομοθέτης της Χάριτος, Ιησούς Χριστός.
Έπρεπε να δεχτεί με απλή πίστη ότι ο Θεός μπορούσε να κάνει, αν ήθελε, οποιοδήποτε αξιοθαύμαστο και υπερφυσικό έργο. Τα πίστεψε όμως όλα αυτά ο Ζαχαρίας, όταν ο Γαβριήλ του επέβαλε τη σιωπή, μέχρι να γίνουν αυτά που του φανέρωσε.
Αυτό το σημείο θα έχεις να είσαι βουβός, επειδή δεν πίστεψες τα λόγια μου. (Λουκ. 1,19-20). Εφόσον λοιπόν δυσπίστησε για τη γέννηση της φωνής του Λόγου, ήταν δίκαιο να στερηθεί και τη δική του φωνή.
Ο Ιωάννης λοιπόν βλάστησε στην άγονη γη, δηλαδή στη στείρα μήτρα της μάνας του και κήρυξε στην έρημο την Ιουδαϊκή, δηλαδή στις ψυχές, που δεν είχαν καρπούς πίστεως.
Γιατί πως θα μπορούσε ποτέ να μη πειστεί στα χαρμόσυνα αυτά μηνύματα ο σεβάσμιος αυτός γέροντας και ιερέας, που όχι μόνο πίστευε στο Νόμο, αλλά δίδασκε και τους άλλους να περιμένουν το Μεσσία και προσευχόταν επίμονα γι' αυτό. Προτύπωνε λοιπόν και συμβόλιζε ο ίδιος της δυσπιστία όλων εκείνων που θα έμεναν έξω από τη πίστη στο Χριστό.
Ο μεγάλος λοιπόν αυτός ιερέας δυσπίστησε μυστικά και πιο μυστικά χάνει τη φωνή του, για να φανερώσει με το τρόπο αυτό πόσο παράλογη θα είναι η δυσπιστία των Ιουδαίων για τον αναμενόμενο Μεσσία.
Ο Ζαχαρίας ετοιμάσθηκε από το Θεό και στάθηκε στα χέρια του Θεού ένα τέλειο και κατάλληλο όργανο. Το πνευματικό του ανάστημα φανερώνεται από αυτά που προφήτευσε για το παιδί του λέγοντας: «Και συ παιδί μου, θα ονομαστείς προφήτης του Υψίστου, γιατί θα προηγηθείς πριν από το Κύριο, για να ετοιμάσεις στις καρδιές των ανθρώπων τους δρόμους Του.» (Λουκ.1,76-78). Άρα όπως είναι γραμμένο, ο Ζαχαρίας πληρώθηκε από το Άγιο Πνεύμα και δεν θα γινόταν πατέρας του Ιωάννη, αν δεν ήταν άξιος για μια τέτοια τιμή.
Η ευαγγελική μαρτυρία που αναφέρεται στους γονείς του Ιωάννη, φανερώνει ότι ζούσαν πάνω στην ακρόπολη των αρετών, γι' αυτό τους αποκάλεσε δίκαιους, ενώπιον του Κυρίου. Και συλλαμβάνεται στη κοιλιά της αγίας μάνας του, που ήταν κοσμημένη με προφητικό χάρισμα, από τον ιερέα και προφήτη πατέρα του. Ο Ιωάννης που μόνος από τους ανθρώπους αξιώθηκε να προφητεύσει, όντας ακόμα στη κοιλιά της μάνας του, όταν αξιώθηκε να αναγνωρίσει το Δεσπότη Χριστό, μέσα στη κοιλιά της Παρθένου. Έτσι και πριν από την ώρα του έγινε προάγγελος του ερχομού του Χριστού, γιατί δεν στάθηκε τίποτε ικανό να τον εμποδίσει, ούτε που δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του, ως βρέφος με τα σκιρτήματά του φώναζε ότι τώρα βρίσκεται μπροστά του Αυτός που θα μας λυτρώσει. Και η μητέρα του θα πει τότε στη Μακαρία Παρθένο: «Ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου.» Αυτό είναι κήρυγμα του Ιωάννη, έστω και αν έχει διακηρυχθεί από το στόμα της Ελισάβετ.
Και βέβαια γνωρίζουμε ότι λύθηκε η αφωνία του Ζαχαρία όταν έδωσε το όνομα του Ιωάννη, που σημαίνει δώρο, Χάρη Θεού.
Εμείς που αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε το τρόπο που ανέτειλε ο λύχνος, που χαρίζει σε μας την ανταύγεια του Αγίου Πνεύματος να προσπαθήσουμε να ζήσουμε και να μεταδώσουμε τα μυστικά αυτά νοήματα που κρύβονταν στη σύλληψη και το όνομα του Ιωάννη.
Εορτάζει η Εκκλησία μας όχι μόνο την γέννηση, αλλά και τη σύλληψη των αγίων μας και έτσι φαίνεται πόσο εγκληματικό πράγμα είναι οι εκτρώσεις στα ανυπεράσπιστα έμβρυα.
(Απόσπασμα: ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΛΥΧΝΑΡΙ-ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΡΕΑ-ΛΟΓΟΣ Ε')
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΠΑΤΡ/ΧΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ)
Πηγή: Μονή Πετράκη
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΔΡYΪΝΟΥΠΟΛΕΩΣ , ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ & ΚΟΝΙΤΣΗΣ
Ἀριθ. Πρωτ. 64
Ἐν Δελβινακίῳ τῇ 15ῃ Σεπτεμβρίου 2014
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 175η
ΘΕΜΑ: Διακόσια χρόνια ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ Κονιτσιώτη Νεομάρτυρος Ἁγίου Ἰωάννου (1814-2014)
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
Συμπληρώνονται ἐφέτος διακόσια (200) χρόνια ἀπὸ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Νεομάρτυρος Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ἐκ Κονίτσης (1814-2014). Καὶ μολονότι κύλησαν δύο αἰῶνες ὁλόκληροι ἀπὸ τὶς 23 Σεπτεμβρίου 1814, αὐτὸ τὸ Κονιτσιωτόπουλο δὲν ξεχάστηκε, δὲν χάθηκε στὴν χοάνη τοῦ χρόνου. Πόσοι μεγάλοι καὶ σπουδαῖοι κατὰ κόσμον ζοῦσαν τότε. Σουλτᾶνοι, πασάδες, ἀγάδες, στρατηγοὶ καὶ ναύαρχοι καὶ πλούσιοι καὶ ἰσχυροί, κυριαρχοῦσαν, τότε, στὰ Βαλκάνια καὶ στὴν Ἑλλάδα, σπέρνοντας τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο στοὺς ραγιάδες, στοὺς ὑποδούλους, ποὺ δὲν τολμοῦσαν καλά - καλά οὔτε τὸ ὄνομά τους νὰ ποῦν ! Κι’ ὅμως ! Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης, ποὺ ἦταν πρωτύτερα Τοῦρκος καὶ μουσουλμᾶνος, γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Χασάν, ζῇ μέχρι σήμερα, λαμπρὸς καὶ πάντοτε νέος, στὶς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν καί, γενικά, στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
-Β-
Τὸ ποιὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης τὸ ἔχουμε πῆ πολλὲς φορές. Ἄς τὸ ξαναποῦμε, ὅμως, ἄλλη μιὰ φορὰ γιὰ ὅσους ἴσως δὲν ἔχουν μέχρι τώρα ἀκούσει γι’ αὐτόν. Χασὰν ἦταν τὸ τούρκικο ὄνομά του. Πατέρας του ὁ Σέχης τῆς Κονίτσης. Εἶχε, λοιπόν, οἰκογένεια καλοστεκούμενη, ἐνῷ τὸ μέλλον ἀνοιγόταν μπροστά του λαμπρό. Εἰκοσάχρονος ἦταν τότε. Καὶ θὰ ἔλεγε κανείς, ὅτι ὁ νεαρὸς Χασὰν εἶχε ἐξασφαλισμένη τὴν ζωή του. Ὅμως, τὴν νεανικὴ ψυχή του δὲν τὴν ἱκανοποιοῦσαν οὔτε τὰ πλούτη καὶ ἡ κοσμικὴ δόξα, οὔτε, πρὸ παντός, ἡ ψεύτικη θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Γι’ αὐτὸ καὶ ζητοῦσε κάτι καλλίτερο, κάτι ἀνώτερο. Καὶ χωρίς, βέβαια, νὰ γνωρίζῃ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, τὸν μεγάλο αὐτὸν Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἔνοιωθε αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος ἐτόνιζε : «Κύριε, ἡ ψυχή μου εἶναι ἀνήσυχη μέχρις ὅτου συναντήσῃ Ἐσένα».
-Γ-
Ἔτσι, ὅταν ἀργότερα βρέθηκε στὸ Ἀγρίνιο (ποὺ τότε λεγόταν Βραχώρι) καὶ γνώρισε τοὺς ἐκεῖ χριστιανούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ἑλκύσθηκε πρὸς τὴν χριστιανικὴ Θρησκεία. Ὅταν, ὅμως, ἐξεδήλωσε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνῃ χριστιανός, οἱ Ἱερεῖς ἐδίστασαν νὰ τὸν βαπτίσουν, γιατὶ ἦταν σίγουρο πὼς θὰ ἔπεφτε πάνω τους βαρειὰ ἡ τιμωρία. Ἔτσι, ὁ Χασὰν πῆγε στὴν Ἰθάκη, ἡ ὁποία ἦταν Ἑνετοκρατούμενη, κι’ ἀφοῦ κατηχήθηκε συστηματικά, βαπτίσθηκε καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Ὅταν ξαναγύρισε στὸ Ἀγρίνιο, νυμφεύτηκε καὶ ἐργαζόταν σὰν ἀγροφύλακας στὸ χωριὸ Μαχαλᾶς, ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Φυτεῖες. Πίστευε ὅτι τὰ ἴχνη του εἶχαν χαθῆ. Ἀλλὰ ὁ ἀντίδικος διάβολος ὡδήγησε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ μὲ ἐντολὴ τοῦ πατέρα του τὸν ἔψαχναν, καὶ τελικῶς τὸν βρῆκαν. Δέχθηκε ὑποσχέσεις γιὰ πλούτη καὶ τιμὲς ἄν ξαναγύριζε στὸν μωαμεθανισμό. Ἀρνήθηκε κατηγορηματικά. Ἀκολούθησαν ἀπειλὲς καὶ φοβέρες. Καὶ τὸ τέλος δὲν ἄργησε νὰ ἔλθη. Τὸν ἀποκεφάλισαν κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἡ ὁποία μετέπειτα κατεδαφίσθη καὶ ἀνεγέρθηκε στὴν θέση της ὁ νέος μεγαλοπρεπὴς Ναός. Ἐνταφιάσθηκε ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸν Ναὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἐμαρτύρησε, δηλαδὴ στὶς 23 Σεπτεμβρίου 1814. Μετὰ ἀπὸ πέντε χρόνια, τὸ 1819, ἔγινε ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του · μεταφέρθηκαν στὴν Μονὴ τοῦ Προυσσοῦ, ὅπου τὸ 1974 ἀνεκαλύφθησαν, ἕνα δὲ τμῆμα ἱεροῦ λειψάνου εἶναι θησαυρισμένο στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, στὴν Κόνιτσα.
-Δ-
Σπουδαῖο πρότυπο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς νέους μας, ποὺ ἀντιμετωπίζουν πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους. Ὅταν, ὅμως βάλουν θεμέλιο τὸν Χριστό, θὰ κατορθώσουν νὰ ξεπεράσουν τὰ ὁποιαδήποτε ἐμπόδια παρουσιάζει μπροστά τους ὁ πονηρός. Ἔτσι πραγματοποιεῖται ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου : «Νεανίσκοι, ἰσχυροὶ ἐστε καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν ὑμῖν μένει καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν ... Ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ · ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Α΄ Ἰωάν. β΄ 14,17).
-Ε-
Ἡ ἀκριτικὴ Μητρόπολή μας θὰ τιμήσῃ καὶ φέτος τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου. Τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς, Δευτέρα, 22 Σεπτεμβρίου 2014, θὰ ψαλῇ Μέγας Ἀρχιερατικὸς Ἑσπερινός, ὁ ὁποῖος θὰ ἀρχίσῃ στὶς 7 μ.μ. Τὴν ἑπομένη, Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014, κυριώνυμη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, στὶς 7.30 τὸ πρωΐ θὰ ἀρχίσουν οἱ καταβασίες (δεύτερη καμπάνα), μετὰ δὲ τὸ πέρας τοῦ Ὄρθρου θὰ τελεσθῇ Ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία. Καὶ ὁ Ἑσπερινὸς καὶ ἡ Θ. Λειτουργία θὰ γίνουν ἐν μονοεκκλησίᾳ στὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, στὴν Κόνιτσα. Ἐλᾶτε ὅλοι νὰ τιμήσουμε τὸν Νεομάρτυρα Ἅγιο συμπολίτη μας. Χρόνια πολλά, ἅγια, εὐλογημένα.
Διάπυρος πρὸς Χριστὸν εὐχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ
«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16)
ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ, ἀγαπητοί μου, στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο βρῆκα ἕνα μυστικὸ βουνό, καὶ σᾶς προσκαλῶ ὅλους, νὰ ᾿ρθῆτε σ᾿ αὐτὸ μὲ τὰ τσαπιὰ καὶ τὶς ἀξίνες σας νὰ σκάψετε. Σᾶς ὑπόσχομαι, ὅτι θὰ βρῆτε θησαυρὸ μεγάλο.
Ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ θησαυρός; Ποιό εἶνε τὸ μυστικὸ βουνό, μὲ τὰ κοιτάσματα χρυσοῦ;
Εἶνε ἕνα μικρὸ βιβλίο. Εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Αὐτὸ τὸ βιβλίο εἶνε γεμᾶτο χρυσάφι. Ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ πάρω γιὰ νὰ σᾶς δώσω ἕνα χρυσὸ νόμισμα. Ἐγὼ ὁ πτωχὸς θὰ σᾶς δώσω ἕνα πεντόλιρο. Ἂν τὸ κρατήσετε στὰ χέρια σας, ἂν τὸ βάλετε στὰ σπίτια σας, ἂν τὸ θέσετε σὲ κίνησι, ἂν τὸ ἐξαργυρώσετε, ἂν δηλαδὴ τὸ ἐφαρμόσετε, σᾶς λέγω, ὅτι καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς θὰ γίνῃ πλούσιος.
―Μὰ ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ πεντόλιρο;
Εἶνε τὰ λόγια αὐτά, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16).
Αὐτὸ τὸ ῥητό, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὠκεανὸς ἀπὸ θεῖα καὶ οὐράνια νοήματα. Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ κάνετε λίγη ὑπομονὴ γιὰ νὰ ἀκούσετε μία ἀνάλυσί του.
* * *
Τὸ ἐπαναλαμβάνω· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (ἔ.ἀ.).
«Ἠγάπησε», λέει. Ποιός ἠγάπησε; «Ὁ Θεὸς» ἠγάπησε. Ποιόν ἠγάπησε; «Τὸν κόσμον».
Ἔχουμε ἀποδείξεις πολλές, ποὺ δείχνουν, ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δημιούργησε τὸ σύμπαν ἀλλὰ καὶ ὅτι ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ πλάσματά του, κατ᾿ ἐξοχὴν δὲ γιὰ τὸ ὑπεροχώτερο πλάσμα του τὸν ἄνθρωπο. Ὅλη ἡ φύσι γύρω μας, τὸ ὀξυγόνο, τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια, οἱ θάλασσες, τὰ πουλιὰ ποὺ κελαϊδοῦνε, τὰ ζῷα ποὺ μᾶς ὑπηρετοῦνε, ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι, τ᾿ ἀστέρια, ὅλα δείχνουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἔφτειασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο. Τοῦ ἔδωσε μάτια νὰ βλέπῃ, πόδια νὰ περπατᾷ, χέρια νὰ ἐργάζεται· τὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τὸ τελειότερο ἐργαλεῖο καί, ἂν δὲν εἶχε χέρι ὁ ἄνθρωπος, δὲν θὰ ἔκανε τίποτε. Τοῦ ἔδωσε αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούῃ. Τοῦ ἔδωσε καρδιὰ γιὰ νὰ ἀγαπάῃ. Τοῦ ἔδωσε μιὰ συνείδησι μέσα του ποὺ τοῦ λέει ἄλτ! Τοῦ ἔδωσε φαντασία καὶ μνήμη. Τὸν ἔκανε «κατ᾿ εἰκόνα» του καὶ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26). Τὸν ἔκανε ἕνα μικρὸ θεὸ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἔβαλε πάνω στὴ γῆ, ποὺ εἶνε ἕνας μικρὸς παράδεισος. Διότι τὰ ἄλλα ἀστέρια, εἶνε σὰν τὰ ξερονήσια.
Ἄνθρωπε ἀχάριστε, γιατί δὲν γονατίζεις νὰ πῇς ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεό; Ἐδῶ ἕνα σκύλο ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο καί, ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ σοῦ πῇ εὐχαριστῶ, σοῦ κουνάει τὴν οὐρά. Κ᾿ ἐσύ, ἄνθρωπε, ποὺ ὁ Θεὸς ἀνοίγει τὸ χέρι του καὶ σοῦ σκορπᾷ ὅλα τὰ ἀγαθά, δὲν λὲς ἕνα εὐχαριστῶ;…
* * *
Τώρα ὅμως, ἀδελφοί μου, θέλω νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας στὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο.
Καὶ ἂν ἀκόμα ὑποθέσουμε, ὅτι δὲν ἔτρεχαν ποτάμια, δὲν φύτρωναν δέντρα, δὲν κελαϊδοῦσαν ἀηδόνια, δὲν ἔβοσκαν ἀρνάκια, δὲν φώτιζε ἥλιος, δὲν ἔλαμπε φεγγάρι, δὲν ἔβγαιναν ἄστρα, ἔφτανε, ἀδελφοί μου, ἕνα καὶ μόνο γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ νὰ γονατίσουμε καὶ νὰ ποῦμε· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστοῦμε. Ποιό εἶνε αὐτό, ποὺ εἶνε ἀνώτερο ἀπὸ τὰ ποτάμια, ἀνώτερο ἀπὸ τὸ φεγγάρι καὶ τὸν ἥλιο, ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅλα; Ποιό εἶνε αὐτό; Ποιά εἶνε ἡ μεγαλειώδης ἀπόδειξις, ὅτι «ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη» (Α΄ Ἰωάν. 4,16);
Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξις εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου.
Θά ᾿θελα νὰ εἶχα γλῶσσα ἀγγέλου, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ σᾶς ἐξηγήσω, ὅτι ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Ἕνα μόνο παράδειγμα θὰ σᾶς πῶ, γιὰ νὰ σᾶς δώσω μιὰ ἀμυδρὰ ἰδέα τῆς μεγαλειώδους αὐτῆς ἀγάπης, τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Σὲ κάποια πόλι τῆς Ἑλλάδος, ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, ὑπάρχει ἀκόμα ἕνας σταυρός, καὶ πάνω στὸ σταυρὸ εἶνε γραμμένο τὸ ὄνομα ἑνὸς νέου ποὺ σκοτώθηκε. Κι ἀπὸ κάτω εἶνε γραμμένες οἱ λέξεις· «Ἀπέθανε δι᾿ ἐμέ».
Τί συνέβη; Ἔπιασαν οἱ Γερμανοὶ μερικοὺς ἄνδρες, τοὺς ξεχώρισαν, τοὺς ἔβγαλαν ἔξω, καὶ εἶπαν· Αὐτοὶ θὰ ἐκτελεσθοῦν. Τοὺς ἔβαλαν στὴ σειρὰ καὶ τοὺς μέτρησαν. Ἑτοίμασαν τὰ ὅπλα τους, καὶ ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικός, ἀδίστακτος, ἦταν ἕτοιμος νὰ διατάξῃ πῦρ.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ἔρχεται κάποιος τρέχοντας ―ὑπάρχει ἀγάπη στὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει μόνο μῖσος· δὲν εἶνε παραμύθι αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω―, πλησιάζει καὶ πέφτει στὰ πόδια τοῦ Γερμανοῦ λέγοντας·
―Σὲ παρακαλῶ. Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον, ποὺ εἶνε ἐκεῖ στὴ γραμμὴ καὶ πάει γιὰ ἐκτέλεσι; Εἶνε προστάτης οἰκογενείας. Ἔχει μάνα, ἔχει γυναῖκα, ἔχει παιδιά. Ἐγὼ δὲν ἔχω κανένα στὸν κόσμο. Σὲ παρακαλῶ, διῶξ᾿ τον αὐτόν, καὶ νὰ μπῶ ἐγὼ στὴ θέσι του. Νὰ σκοτωθῶ ἐγώ, γιὰ νὰ ζήσῃ αὐτός. Δὲν ἔχεις νὰ χάσῃς τίποτε. Δεκαπέντε σοῦ εἶπαν νὰ ἐκτελέσῃς, δεκαπέντε θὰ ἐκτελέσῃς. Βάλε με ἐμένα μέσα.
Ὁ Γερμανὸς συγκινήθηκε.
―Ἄντε, τοῦ λέει, πήγαινε μέσα.
Καὶ διατάσσει τὸν ἄλλο νὰ φύγῃ.
Σὲ λίγο ἀκούστηκε ὁμοβροντία. Σκοτώθηκε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ὁ ἀθῷος.
Ὁ ἄλλος, ποὺ γλύτωσε τὴ ζωή του χάρις στὴν αὐταπάρνησι καὶ αὐτοθυσία τοῦ φίλου του, πῆγε καὶ μάζεψε τὸ ἄψυχο κορμί του. Τὸ φιλοῦσε καὶ τὸ ἔβρεχε μὲ δάκρυα. Τὸ ἔθαψε στὸ νεκροταφεῖο, καὶ πάνω στὸ σταυρὸ ἔγραψε τὸ ὄνομά του, κι ἀπὸ κάτω τὰ λόγια· «Ἀπέθανε δι᾿ ἐμέ», πέθανε γιὰ μένα.
Μὲ καταλάβατε; μὲ νιώσατε;
Θαυμάζετε καὶ συγκινεῖσθε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ φίλου; Ἄχ, ἀδελφοί μου, αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε ὁ Χριστός. Ἐμεῖς ὅλοι μας ἤμαστε ἄξιοι τιμωρίας καὶ θανάτου. Δὲν θά ᾿πρεπε νὰ πάθῃ ὁ Χριστὸς αὐτὰ ποὺ ἔπαθε ἐπάνω στὸ σταυρό· ὄχι. Ὄχι τὰ δικά του χέρια, ποὺ ἦταν ἀμόλυντα, ἀλλὰ τὰ δικά μας βρωμερὰ χέρια, ποὺ κάνουν τοῦ κόσμου τὶς ἀτιμίες, αὐτὰ ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν ἐπάνω στὸ σταυρό. Ὄχι τὰ δικά του ἀμόλυντα καὶ πανάχραντα πόδια, ἀλλὰ τὰ δικά μας πόδια, ποὺ τρέχουν ὅπου εἶνε τοῦ διαβόλου τὸ θέλημα, αὐτὰ ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦνε. Ἡ δική μας γλῶσσα, ποὺ βγάζει βόρβορο καὶ λάσπη, ἔπρεπε νὰ ποτιστῇ μὲ ὄξος καὶ χολή, καὶ ὄχι ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε τὰ ὡραιότερα λόγια. Καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ κεντηθῇ ἡ πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἡ δική μας καρδία. Καὶ τὸ ἀγκάθινο στεφάνι ὄχι στὸ κεφάλι τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ στὸ δικό μας κεφάλι ἔπρεπε νὰ τεθῇ.
Τὰ ἔπαθε ὁ Χριστὸς ὅλα αὐτὰ γιὰ ᾿μᾶς. Μπῆκε στὴ θέσι ὅλων μας. Ἔγινε ὁ ἀντικαταστάτης μας. Ἀπέθανε γιὰ μένα, ἀπέθανε γιὰ σένα, ἀπέθανε γιὰ τὸν κάθε ἁμαρτωλό. Γι᾿ αὐτὸ λέω· Ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶνε ἡ μεγαλυτέρα ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης του. Γι᾿ αὐτὸ λέει καὶ ὁ διος ὁ Χριστός, ὅτι τόσο ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε τὸν μονογενῆ του υἱὸν τὸν παρέδωκε εἰς θάνατον σταυρικόν, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16).
* * *
Ἀδελφοί μου! Ἂν ὑπάρχῃ σ᾿ ἐσᾶς ἕνα χνος ἀγάπης στὸ Χριστό, ἐλᾶτε κοντά του. Ἐὰν ἔχετε πόδια, τὰ πόδια σας νὰ κάνουν φτερά· καὶ ἂν ἀκοῦτε τὴν καμπάνα νὰ χτυπᾷ, νὰ τρέχετε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νὰ λέτε· Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ. Ἐὰν ἔχετε χέρι, νὰ ἑνώσετε τὰ τρία σας δάκτυλα καὶ νὰ κάνετε κανονικὰ τὸ σταυρό, καὶ νὰ λέτε· Χριστέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ. Ἂν ἔχετε μάτια, ἀτενίστε τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ πέστε μυστικῶς· Χαῖρε, ὁ Βασιλεὺς ἡμῶν! Καὶ ἂν ἔχετε πνευματικὰ αὐτιά, ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησιά, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσετε ποὺ λέει «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 13,34). Καὶ ἂν ἔχετε μυαλό, τὸ μυαλό σας νὰ σκεφθῇ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ἂν ἔχετε καρδιά, πλησιάστε τον καὶ πέστε· Χριστέ μου, μιὰ καρδιὰ ἔχω, τὴν καρδιὰ αὐτὴ σοῦ τὴ δίνω· δική σου εἶνε, πάρ᾿ την καὶ πλάσε την ὅπως θέλεις.
Καὶ τὸ τελευταῖο, ἀδελφοί μου. Ἂν ἔχετε ἁμαρτήματα ―καὶ ποιός δὲν ἔχει ἁμαρτήματα;―, ἐλᾶτε, ἀδέλφια μου. Μὴν ἀπελπιστῇ κανείς. Φέρτε τα ὅλα ἐδῶ μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο. Καὶ θὰ τὰ κάψῃ ὅλα ὁ Χριστός, δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἁμαρτία στὸν κόσμο.
Ἐπαναλαμβάνω. Τὸ πεντόλιρο, ποὺ σᾶς δίνω, εἶνε αὐτό· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16). Ἀμήν.
….6. Ἀλλὰ ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρὶς νὰ ἔχη γιά πόλη της τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ ἔχη γεννηθῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ -ἀπό αὐτὸ τὸ ξεπεσμένο γένος, ποὺ ξέχασε τὴν ἴδια του τὴ φύση- καὶ κατὰ τὸν ἲδιο μὲ ὅλους τρόπο, μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀπέδωκε ἔτσι στὸν Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε, αὐτὴ μόνη, ὅλα τά ὅπλα καὶ ὅλη τὴ δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιά τὸν Θεό, μὲ τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψεώς της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη της ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθῆ. Μὲ ὅλα αὐτὰ φανέρωσε τὸν ἂνθρωπο τέτοιον ποὺ ἀληθινὰ δημιουργήθηκε, φανέρωσε δὲ καὶ τὸν Θεό, τὴν ἂφατη σοφία καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία Του.
Ἒτσι Αὐτὸν ποὺ παρουσίασε ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν περιέβαλε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, αἰσθητὰ στὰ μάτια ὅλων, τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν εἰκόνισε προηγουμένως μὲ τὰ ἔργα της ἐπάνω στὸν Ἑαυτό της. Καὶ ἦταν δυνατὸν ἀπὸ ὅλα τά κτίσματα διὰ μέσου αὐτῆς μόνης «νὰ γνωρίσουμε ἀληθινά τό Δημιουργό». Οὔτε ὁ Νόμος ἀποδείχθηκε ἱκανὸς νὰ φανερώση τὴ θεία χρηστότητα καὶ σοφία οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν Προφητῶν οὔτε ἡ τέχνη τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ ὁρατή δημιουργία οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ διηγεῖται κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ «δόξαν Θεοῦ» οὔτε ἀκόμη ἡ φροντίδα καὶ ἡ πρόνοια τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος οὔτε τέλος κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Γιατί μὸνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φέρει μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φανερωθῆ αὐθεντικὰ τέτοιος ποὺ εἶναι, χωρὶς νά ἔχη ἐπάνω του τίποτε τό νὸθο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψη ἀληθινὰ τὸν Ἴδιο τόν Θεό
Ἀλλὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ἢ πρόκειται νά ὑπάρξουν Ἐκείνη ἡ ὁποία τὰ ἐπραγματοποίησε ὅλα αὐτὰ καὶ διεφύλαξε κατὰ τρόπο λαμπρὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνόθευτη ἀπὸ καθετί ξένο εἶναι ἡ μακαρία Παρθένος. Γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν ἦταν «καθαρὸς ἀπὸ ρύπου», ὅπως λέγει ὁ Προφήτης. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτούς τούς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῶ ἡ Παρθένος ἦταν μὸνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγη, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.
7. Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηκε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθῆ σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους Της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει; Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά Της; Ποιός τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήση; Ἀπὸ ποὺ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος; Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν oἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τὸσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους.
Τί λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔδωκε τή νίκη στὴν Παρθένο, ἀφοῦ οὔτε ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἔχη λάβει φύση καθαρή ἀπὸ κάθε κακία, οὔτε μετὰ ἀπὸ τὸν καινὸ Ἂνθρωπο καὶ τὴν νέα κλίση καὶ δύναμη ποὺ ἔλαβαν oἱ ἄνθρωποι ἀπὸ Αὐτόν; Γιατί δὲν θὰ ἦταν βέβαια καθόλου παράδοξο νὰ νικήση ὁ Ἀδὰμ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νά μὴν τὸν ὠθῆ πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν κακία.
Εἶχε πράγματι γιά διαμονὴ τόπο γεμάτο ἀπὸ κάθε εἴδους τέρψη, ζωὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους, σῶμα ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει φθορά, ψυχὴ ἄγευστη ἀκόμη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Δὲν εἶχε γιά γενάρχη του ἕναν ἂνθρωπο, ἀλλά, κατὰ τρόπον ἂμεσο, τὸν ἲδιο τόν Θεό. Αὐτὸν γνώριζε καὶ σάν πατέρα τῆς φύσεως καὶ σὰν παιδαγωγὸ καὶ νομοθέτη κι ἦταν πλασμένος ἔτσι, ὥστε νά βρίσκεται μὲ Αὐτὸν σὲ κάθε εἴδους κοινωνία καὶ σχέση. Ἦταν ἑπομένως φυσικὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κρατοῦν μέσα του ἄσβεστη τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.
Ἂν πάλι ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κακία ἐκεῖνοι ποὺ γεννήθηκαν μετὰ τὴ Χάρη καὶ τή συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, μετὰ τὸν Χριστό, τὸ καινὸ Θύμα, καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ μυστικὴ γέννηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ φρικτὴ τράπεζα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν δεχθῆ τόσα πολλὰ καὶ τόσο ὑπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια τὸ ἀξιοθαύμαστο δὲν θὰ παρουσίαζαν.
Ἂς ἔρθουμε ὅμως στὴν περίπτωση τῆς Παρθένου. Ἀφοῦ τόσο σκληρή καὶ δύσκολη εἶναι ἡ μέχρι τέλους ἀντίσταση στὴν ἁμαρτία, ὥστε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε στὴ γῆ νά εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἄρχισε τὴν παρανομία καὶ παρὰ τὰ τόσα ὅπλα ποὺ εἶχε γιά νά ἀγωνισθῆ γιά τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν ἄντεξε στὴν προσβολὴ κι ἔπεσε ἀμέσως στὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνοι, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἦρθαν μετὰ τὸ λουτρό τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ Χάρη -καὶ ἐννοῶ τούς πιὸ ἐνάρετους ἀπὸ ὅλους, αὐτοὺς ποὺ ἀφιερώθηκαν στὴν εὕρεση τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ κι ἔγιναν κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους- ὑπάρχουν κακὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀνεύθυνοι καὶ ἔχουν γι’ αὐτὸ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συνεχῆ κάθαρση τῶν Μυστηρίων, ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ ὑμνήση ὅπως πρέπει καὶ ποιὸς νοῦς νά λάβη ἰδέα τοῦ πὸσο καθαρή ἀπὸ κάθε κακία διατήρησε τὴν ψυχή της ἡ Παρθένος, πὸσο καθαρὸς ἄνθρωπος -σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρη μόνο εὐγνωμοσύνη- ὑπῆρξε, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη προετοιμασμένοι δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ἐπιτύχη, αὐτὴ τὰ ἐπραγματοποίησε ἐξ ὁλοκλήρου, χωρὶς μάλιστα νὰ χρειασθῆ βοήθεια ἀπὸ κανέναν;
Kι αὐτὸ μολονότι δὲν ἦρθε στὴ ζωὴ οὔτε πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀρρώστια τῆς φύσεως οὔτε μετὰ τὸν κοινὸ Ἰατρό, ἀλλὰ στὸ μεσουράνημα τοῦ κακοῦ καὶ βρέθηκε μέσα στὸν τόπο τῆς καταδίκης, σὲ μιὰ φύση ποὺ ἔμαθε πάντοτε νά νικιέται, σὲ σῶμα ποὺ δουλεύει στὸ θάνατο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὅλοι ὅσοι μποροῦσαν νά βοηθήσουν στὴν πραγματοποίηση τῆς κακίας ἦσαν ὑπερβολικὰ κοντά, ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν νὰ συμπολεμοῦν ἀπουσίαζαν. Γιατί εἴτε ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ συμφιλίωση, πρὶν νὰ ἔρθη στὴ γῆ ὁ δημιουργός τῆς εἰρήνης, αὐτὴ ἡ Ἴδια διέλυσε μέσα της τὴν ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνοιξε τὸν οὐρανὸ καὶ προσείλκυσε τὴ Χάρη καὶ ἔλαβε τή δύναμη ν’ ἀγωνισθῆ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, αὐτό τό θαῦμα ξεπερνάει ἀσφαλῶς κάθε ἀνθρώπινη κατανόηση -γιατί πόσο ὑπέροχη πρέπει νά εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῆς Παρθένου, ἀφοῦ μπόρεσε ν’ ἀποδειχθῆ ἰσάξια μὲ ἐκείνη τοῦ μεγάλου Θύματος-;
Εἴτε πάλι θεωρήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, μολονότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἐχθρική, τόσα πολλὰ μπόρεσε νὰ πραγματοποιήση ἡ πρόθεση τῆς Παρθένου, καὶ ἐνῶ ὁ φραγμός τῆς ἔχθρας ὑπῆρχε ἀκόμη, Αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸν Θεό καὶ ὅτι τὸ τεῖχος ἐκεῖνο ποὺ χώριζε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν ἄντεξε στὴν προθυμία μιᾶς ψυχῆς, ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπάρχει πρωτοφανέστερο; Γιατί οὔτε βέβαια Τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς ἐπίτηδες τὴν Παρθένο ἒτσι, ὥστε νὰ ζῆ ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῶ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καί οἱ ἄλλοι, τὴν ἐτίμησε ὁ Θεὸς μὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βοηθήματα.
Ἀλλὰ ἡ Παρθένος νίκησε τὴν πρωτάκουστη καὶ θαυμαστὴ αὐτὴ νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τὸν Ἑαυτό Της καὶ τὰ ὅπλα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς.
8. Γιατί τό νὰ νομίση κανείς ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μέσα στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀρετὴ ὅπως καὶ τὰ ἄλλα δημιουργήματα, εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἀντίκειται πρὶν ἀπὸ ὅλα στὴν ἴδια τὴν φύση τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία εἶναι προαιρετικὸ ἀγαθὸ καὶ ἔργο τῆς προσωπικῆς μας θελήσεως. Γιατί ἀκριβῶς σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ «εἶναι» ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι λογικὰ καὶ μὲ ἐλεύθερη θέληση ὄντα, τὸ «εὖ εἶναι» δὲν μπορεῖ παρὰ νά ὑπάρχη στὴν καλὴ χρήση τῆς λογικότητος καὶ τῆς αὐτόνομης θελήσεώς τους.
Οὔτε βέβαια εἶναι δυνατόν τό «εὖ» νὰ καταστρέφη τὸ «εἶναι» οὔτε ἡ πρόοδος στὴν ἀρετὴ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μειώνη τά καλὰ ποὺ ἐκ φύσεως ἔχουμε, ἀφοῦ προορισμὸς της εἶναι νά τὰ αὐξάνη. Γιατί θά ἦταν ἀσφαλῶς ἄτοπο αὐξάνοντας τὴν ἀρετὴ νὰ μειώνουμε τὴν ἐλευθερία, νὰ καταστρέφουμε δηλαδὴ ἔτσι μὲ τὰ καλὰ ἔργα τὸν ἲδιο μας τὸν ἑαυτό, αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἴμαστε.
Ἀλλὰ ἡ υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν σκέψεων εἶναι ἀρχὴ γιὰ χίλια δυὸ ἀτοπήματα. Γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ παραδεχθοῦμε τότε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει εὐθύνη γιά καμμιὰ ἁμαρτία του καὶ ὅτι, ἀντίστοιχα, οἱ ἀγαθοὶ δὲν κερδίζουν δίκαια τά βραβεῖα -ἀφοῦ δὲν ὁδηγοῦν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς τους οὔτε εἶναι κύριοι τῆς θελήσεώς τους- ἤ, ἂν δὲν τὸ παραδεχώμαστε αὐτό, πρέπει ἀσφαλῶς νά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ἀφοῦ, διαχωρίζοντας τούς ἀνθρώπους, ἄλλους στεφανώνει καὶ ἄλλους καταδικάζει στὶς ἔσχατες τῶν ποινῶν, χωρὶς οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νὰ ἐνεργῆ λογικά.
Θὰ ἦταν δὲ κατ’ ἐξοχὴν μοχθηρό, ἐάν, ἐνῶ ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναδείξη ὅλους τους ἀνθρώπους ἀρίστους καὶ τὸ χέρι του μπορεῖ νὰ μοιράση τά ἀγαθὰ κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο σὲ ὅλους, δὲν τὸ ἔκανε.
Πῶς θὰ ἦταν ἒτσι δυνατὸν νὰ ἰσχύη ἀκόμη τό ὅτι ὁ Θεὸς δὲν «λαμβάνει πρόσωπον ἀνθρώπου» καὶ ὅτι «πάντας θέλει σωθῆναι» καὶ ὅτι ἀποτελεῖ γιά τοὺς ἀνθρώπους τό ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται σὲ κοινωνία καὶ μετοχὴ τόσο περισσότερο ἀπὸ ὅλα -καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς καί τὰ ὑπόλοιπα- ὅσο περισσότερο «κενώθηκε» καὶ ὅσο περισσότερο εἶναι πλούσιο ἀγαθό; Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἕνα συμπέρασμα καὶ ἕνας συλλογισμός. Γιατί εἶναι ἐντελῶς φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐτίμησε ὅλους τούς ἀνθρώπους μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς δωρεὲς ἐκεῖνες ποὺ βοηθοῦν τὸν ἂνθρωπο νὰ ζήση τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἂν ὅμως τιμήθηκαν ὅλοι μὲ τὴ μεγαλύτερη, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔλαβαν ὅλοι τὴν ἴδια. Γιατί μεγαλύτερο ἀγαθό, δηλαδὴ ἀγαθὸ ποὺ νὰ ὁδηγῆ κατὰ καλύτερο τρόπο πρὸς τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ τὸ θὰνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ ὅλα τά ἄλλα ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὰ -καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνη ἐξ ἴσου- εἶναι βέβαια καὶ ἀδύνατο νὰ δημιουργήση κανείς καὶ τὸ νὰ θεωρήση ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη κάτι τέτοιο, πρᾶγμα ἀπὸ τὰ πιὸ παράλογα. Ἑπομένως ἡ βοήθεια μὲ τὴν ὁποία ἐβοήθησε τή μητέρα Του δὲν εἶναι καθόλου μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἐχάρισε γενικὰ σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους.
9. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη μὲ τὰ νόμιμα χαρίσματα καὶ τὴν ἀξιοποίησή τους ἡ Ἴδια ἔπλεξε στὸν Ἑαυτό Της αὐτὸ τὸ στεφάνι. Γιατί, ἐνῶ ἡ βοήθεια ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη ποὺ δέχθηκαν ὅλοι, Αὐτὴ τόσο πολὺ ξεπέρασε τούς ἄλλους μὲ ὅσα πρόσθεσε ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Της, ὥστε ὂχι μὸνο νὰ νικήση παντοῦ ὅπου ἐκεῖνοι νικήθηκαν, ἀλλὰ καὶ νὰ νικήση τόσο λαμπρά, ὥστε ἡ νίκη Της νὰ ἐπαρκέση καὶ γιά τὴν προσωπική Της δόξα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ εἶναι σάν μιὰ νίκη ποὺ τὴν ἐπέτυχαν ὅλοι. Γιατί δὲν ἀπέδειξε χειρότερο τό ἀνθρώπινο γένος ξεπερνώντας το σὰν ἕνας ἀντίδικός του, ἀλλὰ τὸ ἐκόσμησε.
Οὔτε τὸ ἔκαμε νά ντρέπεται σά νά νικήθηκε, ἀλλά τὸ φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μὲ τὸ νὰ γίνη ἡ Ἴδια ἐξαιρετικὰ ὡραία ἀποκάλυψε τὴν ἀσχήμια των ὁμοφύλων της, ἀλλὰ τοὺς χάρισε ὡραιότητα. Οὔτε πάλι μὲ τὸ ὅτι ὑπερασπίσθηκε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἀνθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας ἒτσι καθαρὰ τὴν αἰτία της ἁμαρτίας στὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἔκαμε βαρύτερες τὶς εὐθύνες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀντίθετα, ἔχοντας ἡ Ἴδια εὐδοκιμήσει μὲ πρωτοφανὴ τρόπο, κατήσχυνε καὶ νίκησε τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε κακία τοὺς κατησχυμμένους καὶ νικημένους. Κι ἔτσι τό κάλλος, ποὺ δόθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν τὸ διατήρησε ἀνόθευτο ἀπὸ κάθε ξὲνο στοιχεῖο μὸνο στὸν Ἑαυτό Της, ἀλλά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καὶ σὲ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
10. Καὶ ἂν ἤθελε κανείς νά ἐξετάση, θά μποροῦσε νά βρῆ γιά ὅλα τοῦτα πολλὲς καὶ λαμπρὲς ἀποδείξεις. Πρὶν ἀπὸ ὅλα, τίποτε δὲν ἐμπόδισε τόν Θεὸ νὰ κατέλθη καὶ νά σκηνώση μέσα Της μὸλις χρειάσθηκε. Γιατί δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ κατέλθη, ἂν ἦταν οἰκοδομημένο ἀνάμεσά τους τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, πρᾶγμα ποὺ θὰ συνέβαινε, ἂν ὑπῆρχε μέσα Της κάτι συγγενικὸ πρὸς τὴν ἁμαρτία, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, «oἱ ἁμαρτίες σας διαχωρίζουν ἀνάμεσα σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα».
Κι οὔτε βέβαια πρέπει νά νομίσουμε ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἀντιστεκόταν πρὸς τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ τό τεῖχος καὶ ὅτι κατεβαίνοντας ὁ Θεὸς τὸ ἐγκρέμισε μὲ τὴ δύναμή Του. Γιατί τό μὲσο μὲ τὸ ὁποῖο ἔκρινε καλὸ νά καταλύση αὐτό τό φραγμὸ δὲν ὑπῆρχε, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ἀκόμη κατέλθει. Καὶ ἐννοῶ ἀσφαλῶς τὸ αἷμα καὶ τὸ πάθος, γιατί μὲ αὐτὸ μόνο τὸν τρόπο ἔπρεπε νά νικιέται ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου -καὶ στοὺς ὁποίους προεικονιζόταν ἡ Χάρη- λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «χωρὶς νὰ χυθῆ αἷμα, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξη ἄφεση ἁμαρτιῶν».
Ἐξ ἄλλου ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Παρθένο ἀποδεικνύουν πὼς ἦταν ἀμέτοχη στὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Κριτής, ποὺ «δὲν κρίνει μὲ προσωποληψία», κρίνοντας καὶ τὴν κοινὴ μητέρα ὅλων των ἀνθρώπων (τὴν Εὔα) καὶ τὴν Παρθένο, τὴν Εὔα, ποὺ ἁμάρτησε, ἐτιμώρησε ἐπιτρέποντας νὰ ζῆ μὲ λύπη, ἐνῶ τὴν Παρθένο ἀξίωσε νὰ χαίρη.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ λύπη ἁρμόζει στοὺς ἁμαρτωλούς, αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἁρμόζει ἡ χαρὰ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε τό κοινὸ μὲ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο σὲ κανέναν ἀπολύτως ἄλλον ἄνθρωπο μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀπηύθυνε ὁ Θεός τό «χαῖρε», ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ἀκόμη ὑπόδικοι καὶ μέτοχοι τῆς παλαιᾶς, κακότυχης κληρονομιᾶς.
Ἀλλά αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν τὴν προετοιμασία τῆς Παρθένου γιὰ τὴ διακονία τοῦ μυστηρίου. Ὅταν Ἐκείνη ρώτησε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πραγματοποιόταν ἡ παράδοξη γέννηση καὶ τί ἀλλοίωση ἔπρεπε νά ὑποστῆ ὥστε νά κυοφορήση καὶ νά γεννήση τόν Θεό, ὁ Γαβριὴλ ἀπαντώντας μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ ἄλλα σχετικά. Πουθενὰ ὅμως στὴν χαρμόσυνη ἀγγελία τοῦ Ἀγγέλου δὲν ἔγινε λόγος γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἐνοχὴ καὶ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ προετοιμασία θὰ χρειαζόταν ἀσφαλῶς πρὶν ἀπὸ ὁποιεσδήποτε τυχὸν ἄλλες. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπρόκειτο νά σταλῆ σάν ἁπλὸς προάγγελος τοῦ ἀγνώστου ὡς τότε μυστηρίου (τῆς Σαρκώσεως), εἶχε ἀνάγκη καθάρσεως καὶ μάλιστα μὲ φωτιά, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ζητήθηκε καμμιὰ κάθαρση ἀπὸ Ἐκείνη πού, ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός, χρειάσθηκε νὰ διακονήση στὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου -κι αὐτὸ ὄχι μόνο μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ προσφέροντας καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξή της- δὲν φανερώνει αὐτὸ σαφέστατα ὅτι δὲν εἶχε τίποτε ποὺ ἔπρεπε νά ἀποβάλη; Ἂν δὲ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος καθαρίσθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι λέγοντας κάθαρση ἐννοοῦν τὴν προσθήκη χαρισμάτων, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι λένε ὅτι κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καθαρίζονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους βέβαια δὲν ὑπάρχει τίποτε τό κακό.
Αὐτή δὲ ἀκριβῶς τὴν ἴδια μαρτυρία φαίνεται ὅτι ἤθελε νά δώση ὁ Σωτήρας γιὰ τὴ μητέρα Του μετὰ τὴ μυστηριώδη γέννηση ὅταν σὲ δημόσια συνάθροιση εἶπε ὅτι «μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τό λὸγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν». Αὐτά τά εἶπε θέλοντας νὰ κοσμήση ὄχι τόσο ἐκείνους, ὅσο τὴ μητέρα Του. Γιατί κοσμεῖται βέβαια ἡ μητέρα, ὅταν τονίζεται ὅτι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τούς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ὀνομάζωνται «μητέρα καὶ ἀδελφοί» Του εἶναι ἡ φροντίδα γιά τὴν τήρηση τοῦ θείου νόμου.
Πράγματι, τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν Παρθένο δὲν τὴν τὶμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας οὔτε τὴν ἀποκάλεσε μὸνο, ἀλλὰ τὴν εἶχε ἀληθινὰ μητέρα, φανερώνει καθαρὰ ὅτι αὐτὴ εἶχε ξεπεράσει κάθε κορυφὴ ἁγιότητος.
Γιατί, ἂν ἀναγνώριζε σὰν ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου ὅσους τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα, δὲν ἔκαμε ἔτσι ὁλοφάνερο ὅτι σ᾽ Ἐκείνη, στὴν ὁποία ἔδωκε καὶ τὴν πραγματικότητα, σ᾽ Ἑκείνη δηλαδὴ ποὺ ὑπῆρξε ἀληθινὰ μητέρα Του, δὲν βρῆκε ποτὲ καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωση κάτι ποὺ νὰ μὴν ἁρμόζη στὰ θελήματα καὶ τοὺς νόμους Του; Φανέρωσε ἀντίθετα ὅτι ἀναγνώρισε στὴν Παρθένο ἀρετὴ ποὺ τόσο ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο μέτρο, ὅσο τό νὰ εἶναι κανείς πραγματικά κάτι, ἀπὸ τὸ νὰ ὀνομάζεται ἁπλῶς, ὅσο δηλαδή ἡ πραγματικότητα βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα.
Γιατί, ὅπως δὲν ὑπῆρχε τρόπος νά γεννήση τό Χριστὸ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι Τὸν γὲννησε οὔτε νὰ γίνη κατὰ τρόπο πραγματικώτερο μητέρα Του ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε, ἀλλά ἔφθασε στὴ σχέση Της πρὸς αὐτὸν στὸ ἀκρότατο ὅριο γνησιότητος, ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φθάση καὶ σὲ μεγαλύτερο μέτρο ἀρετῆς ἀπὸ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὅλη τὴ ζωή Της.
11. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι σημεῖο φανερὸ ὅτι ἡ μακαρία Παρθένος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία: τὸ ὅτι εἶχε εἰσέλθει στὸ ἁγιώτατο τμῆμα τοῦ Ναοῦ, τὰ Ἅγια των Ἁγίων ποὺ ἦσαν ἄβατα καὶ γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Ἀρχιερέα, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε καθαρισθῆ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μὲ τὸν τρόπο βέβαια ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ καθαρίζωνται τότε οἱ ἁμαρτίες. Γιατί μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη γιὰ ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ ἄλλους καθαρισμοὺς ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε γιά νά καθαρίση.
Καί δὲν εἰσῆλθε ἁπλῶς στὰ Ἅγια των Ἁγίων μὲ αὐτὸν τὸν τὸσο παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ ἀπὸ βρέφος μέχρι τὴν νεανική της ἡλικία. Δὲν ὑπῆρξε ἔτσι ἀνάγκη γιὰ καθαρτήριες θυσίες οὔτε κατὰ τὴ γέννηση οὔτε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖνα τά χρόνια δὲν φαινόταν νὰ ἀντιβαίνη σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς αὐτό τό πρᾶγμα, τό νὰ φρίττη δηλαδὴ καὶ νὰ τρέμη ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ διασχίση τὴν εἴσοδο, κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο καὶ χωρὶς νὰ ἔχη παραλείψει τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες, ἡ δὲ Παρθένος νὰ χρησιμοποιῆ τά Ἅγια τῶν Ἁγίων σὰν κατοικία Της καὶ νὰ τρώγη καὶ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ περνᾶ ἐκεῖ ὁλόκληρη τὴ ζωή Της.
Συμμετεῖχε λοιπὸν ἡ Παρθένος στὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ κατὰ ἕναν τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀφοῦ τά ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τροφή Της δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς τὰ προσφέρουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ Ἄγγελος ἑτοίμαζε τὸ τραπέζι Της.
Ἀποδεικνύεται λοιπόν τό πὸσο ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὸ νὰ χρειάζεται τὶς καθαρτήριες τελετές τοῦ νόμου, πρᾶγμα ποὺ ἦταν φανερὸ στὰ μάτια ὄχι μόνο Ἐκείνου ποὺ βλέπει τά κρυφά, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τόσο ἡ ἀρετὴ Της ἦταν μεγάλη καὶ λαμπρή, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνη κρυμμένη. Καὶ μολονότι ἡ ἡλικία Της καὶ τὸ γένος Της καὶ ἡ ζωή Της δὲν μποροῦσαν νὰ διακηρύξουν τὴν ἀρετή Της, καὶ μάλιστα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν ἀκόμη τυφλοὶ καὶ βουτηγμένοι στὸ βαθὺ σκοτάδι -ἀφοῦ ὁ Ἥλιος της δικαιοσύνης δὲν εἶχε ἀκόμη φανῆ- τίποτε δὲν ἐμπόδιζε τό φῶς ἐκεῖνο τῆς Παρθένου νὰ λάμψη καὶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς Της νὰ κάμη, ξεπερνώντας ὅλα τα ἐμπόδια, αἰσθητὴ στοὺς τυφλοὺς τὴν ἀκτίνα ποὺ εἶχε φθάσει στὴ γῆ.
Καί ἦταν φυσικό. Γιατί τί μποροῦσε νὰ ὑπάρξη τόσο μεγάλο, ὥστε νά συγκαλύψη τό μέγεθος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωφροσύνης Ἐκείνης, ἡ Ὁποία κατὰ τὸν Προφήτη «ἐκάλυψε καὶ αὐτούς τούς οὐρανούς»; Γιατί ἐκείνη ποὺ ἦταν τόσο ἰσχυρότερη ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη κακία, ὥστε μεμιᾶς καὶ εὐκολώτατα νὰ τὴν ἐξαλείψη ὁλόκληρη, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ συγκαλυφθῆ ἀπὸ τὴν ἀχλύ τῆς κακίας, ὅταν ἐμφανίσθηκε;
12. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διακρίνει στὴν Παρθένο τά πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, τέτοια ποὺ κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε, τὴν τιμοῦσαν μὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν, προσφέροντάς Της γιὰ κατοικία τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπῆρχε. Ἔτσι τό χῶρο ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ξεχωρίσει καὶ εἶχαν ἀφιερώσει σὰν δῶρο ὅλης τῆς γῆς ἀποκλειστικά στὸν Θεό, αὐτὸν ἔδωκαν σάν κατοικία καὶ στὴν Παρθένο. Γιατί θεώρησαν ὅτι ὁ ἴδιος χῶρος ἔπρεπε νά εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία τῆς Παρθένου, γιατί ἔπρεπε μὲ τὰ ἴδια πράγματα νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ τιμᾶται ἡ Παρθένος ἢ μᾶλλον ἔπρεπε ὁ ἴδιος οἶκος ποὺ εἶχε μέσα του τὴν Παρθένο νὰ εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δὲ Θεὸς ποὺ Τὴν ἐγνώριζε πολὺ καλύτερα, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, ὅπως ἐγνώριζε καὶ ὅσα ἦταν ἄξια ἡ Παρθένος νὰ λάβη ἀπὸ αὐτὸν -καὶ ὄχι μόνο τά ἐγνώριζε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν δύναμη νὰ τὰ δώση- τὴν κοσμοῦσε μὲ καθετί ποὺ ἦταν ἀληθινὰ ἄξιό Της. Ἒτσι, ἀφοῦ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα ἄβατα, τὴν ὁδήγησε σὲ ἄλλη σκηνὴ φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ νεφέλη οὔτε ἀπὸ ἀγγελικὰ ἢ ἀρχαγγελικὰ φτερὰ οὔτε ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ κτιστὰ καὶ δουλικὰ πράγματα, ἀλλὰ ἔγινε Αὐτὸς ὁ Ἴδιος γιὰ τὴν μακαρία σκηνή, αὐτὸς «ποὺ κατοικεῖ στὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο».
Κι ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἱερώτατος Γαβριήλ, τὴν «ἐπεσκίασεν ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος». Γιατί ὁ Θεὸς μόνο τὸν ἑαυτὸ Του βρῆκε ὅτι μποροῦσε νὰ γίνη σκηνὴ ἄξια σ’ Ἐκείνη, ποὺ μόνη ἔγινε ἄξια γιὰ τὸν Θεὸ σκηνή.
13. Τὸ ὅτι πάλι κατοίκησε στὸν ἂβατο ἐκεῖνο χῶρο δὲν εἶναι κάτι ποὺ τιμᾶ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο τό χῶρο. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ παλαιὸ Πάσχα τιμᾶται ἀπὸ τὴν προσθήκη τῆς σφαγῆς ἐκείνης ποὺ συμβόλιζε, καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάπτισμα καὶ τὰ ὑπόλοιπα σύμβολα ἀπὸ τὶς ἀληθινὲς πραγματικότητες. Γιατί, ἂν ἄλλα σύμβολα συμβόλιζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἄλλες πραγματικότητες, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁδηγοῦσαν ἀσφαλῶς στὴν παναγία Παρθένο. Τὸ γεγονὸς πράγματι ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ Ἅγια των Ἁγίων ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Ἀρχιερέα κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο κι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως καθαρισθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ὑποδηλοῦσε τὴν μυστηριώδη κυοφορία τῆς Παρθένου, ποὺ ἔφερε μέσα Της τὸ μόνον ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ μιὰ μόνη ἱερουργία καὶ μιὰ φορὰ μέσα στοὺς αἰῶνες ἐξάλειψε ὅλη τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ ὅτι πάλι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦσαν ἄβατα σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἱερὸ ἀπὸ ὅλους, ἦταν σημεῖο ποὺ φανέρωνε πὼς ἡ μακαρία Παρθένος οὐδέποτε ἔφερε στὴν ψυχὴ Της κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιο.
Ἦταν δὲ τόσο πολὺ σεβαστὸς ὁ ναός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δεχθῆ μέσα του Ἐκείνη, ἀφοῦ τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν μέσα του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ δώση αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν τόσο πολύτιμο, ὥστε ἡ ἀξία του νὰ τὸ κάνη ἀπρόσιτο στοὺς πολλούς. Ἀφοῦ τό μάννα ἦταν δυνατὸν καὶ στὰ χέρια τους νὰ τὸ κρατήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τραφοῦν μὲ αὐτό. Καὶ ἡ ράβδος τίποτε τὸ ἱερώτερο δὲν εἶχε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὴν κρατοῦσαν καί γιὰ χάρη τῶν ὁποίων πέταξε βλαστοὺς μέ φύλλα.
Τέλος κι ἀπὸ τὶς πλάκες, τὶς πολυτιμότερες ἀπ’ ὅλες, αὐτὲς ποὺ περιεῖχαν τό νὸμο, ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὶς κρατήσουν στὰ χέρια. Τί λοιπὸν πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι τιμοῦσε τόσο πολὺ ἐκεῖνον τό χῶρο, ἂν ὂχι oἱ προεικονίσεις τῆς Πανάγνου, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὅλα τά πράγματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν σ’ Ἐκείνη; Γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο, ἐνῶ ἦταν ἀπροσπέλαστος σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἦταν βατὸς γι’ αὐτήν.
Καί μόλις φάνηκε ἡ Παρθένος, ἀμέσως κατήργησε τό νὸμο ποὺ ἴσχυε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο σὲ κανέναν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τιμοῦσε Ἐκείνη καὶ κρατοῦσε τὸν Ἑαυτό του μὸνο γι’ Αὐτήν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ἦταν τόσο πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν δέχθηχε ποτὲ οὔτε τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης μικρότητος.
Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι, ἂν ὁ χῶρος ποὺ εἰκόνιζε τὴν Παρθένο τὸσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν εἶχε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, τίποτε τό κοινὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκουμένη, τί πρέπει νά σκεφθοῦμε γιά τὶς ἴδιες τὶς πραγματικότητες, ἀφοῦ βέβαια εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ μὲτρο τῶν μικροτέρων πραγμάτων νὰ γνωρίζουμε τό ὕψος καὶ τὴν ἀξία τῶν πιὸ μεγάλων;
14. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς αὐτά τά ἴδια τά σώματα μὲ τὴν ὕπαρξή τους ἐμφανίζουν καὶ διασφαλίζουν μέσα στὴ σκιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὸ σχῆμα τῶν σωμάτων τά ὁποῖα περιγράφονται, κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα καὶ ἀφοῦ προῆλθε ἀπὸ τῆ γῆ δέν εἶχε στὴ συνέχεια τίποτε νά πάρη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ κράτησε ἀπρόσβλητη τὴ βούλησή της ἀπὸ κάθε κακία, συμβολιζόταν σὰν μὲ κάποιο ἀσαφὲς καὶ ἀμυδρὸ σύμβολο ἀπὸ τὰ Ἅγια των Ἁγίων.
Κι αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ συμβαδίζει καὶ μὲ τή λογική τῶν πραγμάτων καὶ μὲ τὴ φυσικὴ τάξη. Γιατί ἦταν ἀνάγκη κάποιος ἄνθρωπος νὰ ἀποδειχθῆ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία χρησιμοποιώντας τὴν προθυμία τοῦ λογισμοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχη λάβη τό δῶρο νὰ εἶναι μητέρα τοῦ ἀναμάρτητου, πρὶν δηλαδὴ ἀκόμη ἀποκτήση συγγένεια μὲ Ἐκεῖνον. Κι αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα πρῶτα ἐπειδὴ ἦταν ἀνάγκη ἡ ἀνθρώπινη φύση νά φανερωθῆ τέτοια ποὺ πλάσθηκε, γιά νά προξενήση στὸν Τεχνίτη τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Γιατί βέβαια οὔτε στὸ γενάρχη οὔτε στοὺς ἀπογόνους του ἦταν δυνατὸν νὰ βρῆ κανεὶς ἀκέραιο τὸν ἂνθρωπο, ἀφoῦ ὅλοι ἦταν διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ὁ δεύτερος πάλι Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἶναι καὶ Θεὸς κατὰ φύση, δὲν παρουσίασε τή δεύτερη φύση Του, τὴ δική μας ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι μόνη της ὁρατή. Γιατί δὲν εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτία τὴ σχέση ποὺ ἔπρεπε νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν διάλεξε, ἔχοντας ροπὴ καὶ πρὸς τὰ δυό, ἀπὸ τὸ κακό τό καλὸ οὔτε ἔτρεξε πρὸς τὸ καλό, ἐνῶ μποροῦσε νὰ γίνη κακός, ἀλλ’ οὔτε ἦταν βέβαια ποτὲ δυνατὸ Αὐτὸς νὰ ἁμαρτήση.
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φανῆ Ἐκεῖνος πού, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήση, δὲν ἁμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας ἔτσι πῶς ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιατί διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ φύση δὲν εὕρισκε στὸ πρόσωπο κανενὸς ἀνθρώπου τὴ μορφὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Δημιουργὸς τὴν εἶχε πλάσει, θά ἀποδεικνυόταν μάταιη ἡ ἐπιδεξιότης τοῦ Δημιουργοῦ κι αὐτὸ στὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα Του.
Ἔπειτα, πῶς εἶναι λογικὸ νά μὴν τηρηθῆ κάποτε στὴν πληρότητά του ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχη περίπτωση νά νομοθετῆ ἄσκοπα ὁ σοφός, χωρὶς νὰ πρόκειται νά ὑπάρξη κανένας ποὺ θά ἀκολουθήση ὅλους τούς νόμους, καὶ νὰ διατάσση πράγματα στὰ ὁποῖα κανένας δὲν πρόκειται νά πειθαρχήση καὶ νά ὁμιλῆ χωρὶς νά βρίσκη κανέναν ποὺ νά θέλη νά τὸν ἀκούση κι ἔτσι αὐτός, ποὺ εἶναι σὲ ὅλα τά σημεῖα εὐτυχής, ἐδῶ νά μὴν εἶναι;
15. Ἐκεῖνο λοιπόν τό ὁποῖο ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψη ἀναγκαῖο νὰ συμβῆ, τὸ νὰ ὑπάρξη δηλαδή ἕνας κατὰ πάντα συνεπὴς ἐκτελεστής τῶν θείων διαταγμάτων, ἕνας ἄνθρωπος καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ ἄριστος μποροῦσε νὰ τὸν ἐνσαρκώση; Καὶ ἄριστη ὑπῆρξε κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἡ μακαρία Παρθένος, Ἐκείνη τὴν ὁποία διάλεξε ὁ Ἴδιος σὰν ναὸ γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, προτιμώντας την ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ φανερώση κάποιος ἄνθρωπος μὲ σαφήνεια τὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια ποὺ εἶναι πράγματι καὶ oἱ ἄλλοι ὅλοι ὑστέρησαν στὸ νά τὸ ἐπιτύχουν, δὲν ἀπόμενε παρὰ νὰ τὸ κατορθώση ἡ Παρθένος.
Ὅπως λοιπὸν εἶπα πιὸ πάνω, ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας δύναμη νὰ νικᾶμε τὴν ἁμαρτία ἀγρυπνώντας καὶ πολεμώντας, κι Αὐτὸς θὰ μᾶς κοσμοῦσε, ὅταν θὰ εἴχαμε νικήσει, καὶ μὲ τὸ νὰ μᾶς καταστήση ἐντελῶς ἀκίνητους στὸ ἀγαθό. Αὐτὰ καὶ τὰ δυό τά ἔφερε στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνη ἡ Παρθένος. Τὸ πρῶτο μὲ ἐκεῖνα ποὺ κατώρθωσε αὐτὴ ἡ Ἴδια στὸν Ἑαυτό της, τὸ δεὺτερο μὲ Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μητέρα.
Γιατί διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τή δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα του ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Παρθένος παρέμεινε πράγματι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς Της ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακία χάρις στὴν ἄγρυπνη προσοχή Της, στὴ σταθερή θέλησή Της καὶ στὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη Της. Ἐνῶ στὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ βραβεῖο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος χωρὶς νὰ χρειασθῆ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ νά νικήση, ἦρθε στὴ ζωὴ στεφανωμένος σὰν ἡγεμόνας ποὺ παρουσιάζεται στοὺς ἀντιπάλους του στολισμένος, πρὶν ἀκόμη ἀρχίση ἡ μάχη, μὲ τὰ τρόπαια τῆς νίκης.
Δὲν κράτησε ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακὸ τὴ θέλησή Του ἀγρυπνώντας, σὰν νὰ ὑπῆρχε καὶ περίπτωση νά δεχθῆ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ θέλησή Του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντελῶς ἀμόλυντη καὶ ἀνεπίδεκτη κάθε κακίας, ὅπως ἔλαβε ἀπὸ τὸν τάφο ζωντανό τό σῶμα Του πέρα ἀπὸ κάθε φθορά. Ἒτσι, μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τό γένος μας, συμβάδιζε καὶ ἡ ποιότης τῶν δώρων πού μᾶς ἔδινε ὁ Θεός. Ἡ μιὰ γέννησε τὴν ἄλλη, τὸ νὰ γίνη δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος μὲ τοὺς ἀγῶνες του ἔφερε τό δῶρο του νὰ ἔχη ἐντελῶς ἀκίνητο μέσα του τὸ ἀγαθό.
16. Ἒτσι τὴν πρώτη καθαρότητα ἔδωσε στὴ φύση μὲ τὴν πρὸοδό της ἡ Μητέρα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἔδωσε τὴ δεύτερη καὶ καλύτερη. Κι αὐτὸ ἁρμόζει βέβαια νὰ συμβῆ σὲ μιὰ μακάρια Μητέρα, τὸ νὰ εὐοδοθῆ δηλαδὴ καθετί ποὺ ἀφορᾶ τὸν Υἱό Της, νὰ νικηθῆ ἡ Ἴδια ἀπὸ τὴν ἀρετή τοῦ παιδιοῦ Της καὶ νὰ κατορθώση δι᾽ Αὐτοῦ μεγαλύτερα κατορθώματα καὶ νὰ δοξασθῆ περισσότερο χάρις σ’ Αὐτὸν παρὰ χάρις στὸν Ἑαυτό της.
Φανέρωσε ἒτσι σ’ αὐτὸν τὸν κὸσμο, σὰν στὸν παράδεισο, καθαρὸ κι ὁλόκληρο τὸν ἂνθρωπο, τέτοιον ποὺ πλάσθηκε στὴν ἀρχὴ καὶ τέτοιον ποὺ ἔπρεπε νά μείνη καὶ τέτοιον ποὺ θά ἦταν στὴ συνέχεια, ἂν ἀγωνιζόταν γιά τὴν εὐγένειά του. Γιατί, ἀφοῦ ἔπρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύση νά συναντηθῆ μὲ τή θεία καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί της τὸσο στενά, ὥστε νὰ ὑπάρχη καὶ στὶς δυὸ ἡ ἴδια ὑπόσταση, ἦταν προηγουμένως ἀνάγκη νὰ φανερωθῆ ἡ κάθε μιὰ ἀμιγής. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια φανερώθηκε ὅπως ἦταν δυνατὸν σ’ Αὐτὸν νὰ φανερωθῆ, ἐνῶ τὸν ἂνθρωπο τὸν φανέρωσε μόνη ἡ Παρθένος.
Κι ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, πού ἦταν Θεὸς καὶ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε ἀφοῦ προηγουμένως φανερώθηκε χωριστά ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυό του φύσεις. Ὅπως ἀκριβῶς, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλασε ὁ Θεός τό νοητὸ κὸσμο, στὴ συνέχεια ἐδημιούργησε τὸν αἰσθητὸ καὶ σὲ τρίτη φάση ἔκτισε αὐτὸν ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ τὰ δυό, τὸν ἂνθρωπο, ἒτσι ὁ μὲν Θεὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐμφανίσθηκε μόλις στὸ τέλος τῶν αἰώνων, στὶς ἔσχατες δὲ αὐτὲς ἡμέρες παρουσιάσθηκε ὁ Θεάνθρωπος.
Καί μοῦ φαίνεται ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς στὸ τέλος μόλις τῶν αἰώνων ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση κι ὄχι ἀπὸ παλαιότερα, συνέβη αὐτό, γιατί δὲν εἶχε ὡς τότε ἀκόμη ὑπάρξει ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ τρόπο ἀληθινό, ἀλλὰ γιά πρώτη φορὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίσθηκε.
17. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἂνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο˙ οὔτε πάλι μᾶς ἔδωσε τή φύση, ἀλλὰ τή συνετήρησε• οὔτε μᾶς ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ πρόσφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθός τοῦ πλὰστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθηκε μὲ τὸν τεχνίτη. Αὐτὴ ξανάδωσε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι Ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θά πρόσθετε βέβαια Ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νά προσθέση τό δεὺτερο. Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τά ἄλλα ζῶα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸν Θεό, γιὰ νὰ φανερώση τή χρηστότητά Του, μόνη ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε ἡ Παρθένος. Γιατί τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴ φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νά λάβη μέρος στὶς πράξεις του.
Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος• ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση. Γιατί βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρῆ τὸ κατάλληλο ὄργανo ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν βρῆκε ἁπλῶς ἕνα ὅργανο, ποὺ ταίριαζε κατὰ πάντα στὸ σκοπό του, ἀλλὰ ἕνα ἱκανώτατο συνεργάτη, τὴ μακαρία Παρθένο, κι ἔτσι φανέρωσε τὸν Ἑαυτό του.
Καί ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ παρέμενε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀθέατος, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανείς γιά νά τὸν φανερώση. Μὸλις ὅμως ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καὶ Αὐτὸς ἐντελῶς φανερός. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τά σώματα μόνον διὰ μέσου τοῦ ἀέρος βλέπουμε καθαρὰ τὸν ἥλιο -ἐπειδὴ ὁ ἀέρας δὲν βάζει μαζὶ μὲ τὸ φῶς τίποτε τό δικό του μπροστὰ στὰ μάτια μας- κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καὶ Ἐκείνη τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε ἐκτὸς ἀπὸ καθαρότητα καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν κατ’ ἐξοχήν συγγενικό πρός τὸ πρῶτο φῶς.
18. Γι’ αὐτὸ πανηγυρίζοντας μὲ εὐφροσύνη ἀπέραντη φθάνουμε λαμπροὶ καὶ μὲ τρόπο λαμπρὸ σ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ἀρχή τους. Στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὄχι ἁπλῶς ἡ Παρθένος, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, ποὺ Πρώτη καὶ μόνη εἶδε τὸν Ἀληθινὸ ἂνθρωπο, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἐπήγασε γιὰ ὅλους ἡ δυνατότης νὰ γίνουν ἐπίσης ἀληθινοὶ ἄνθρωποι.
Σήμερα ἡ γῆ ἔδωκε καθαρὰ τὸν καρπό της, ἐνῶ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ ἔδινε καρποὺς γεμάτους ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀπὸ τὴ συγκομιδὴ αὐτὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σήμερα ὁ οὐρανὸς κατάλαβε πὼς δὲν οἰκοδομήθηκε ἄσκοπα, ἀφοῦ Αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶδε ἐκεῖνο, πού, γιὰ νὰ τὸ βλέπη, ἔλαβε τό φῶς.
Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔνοιωσε τὸν ἑαυτὸ της καλύτερο καὶ λαμπρότερο, ἀφοῦ ἔλαμψε τό κοινὸ στολίδι τοῦ σύμπαντος.
Σήμερα «ὅλoι οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔψαλαν μὲ φωνὴ κραταιὴ ὕμνους καὶ ἐγκώμια στὸν Κύριό τους», τὸσο περισσότερο ἀπὸ τότε ποὺ στόλιζε τὸν οὐρανὸ μὲ τὸ στεφάνι τῶν ἀστέρων, ὅσο Αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σήμερα εἶναι ὑψηλότερη, καὶ λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀστέρι καὶ γιά ὁλόκληρο τὸν κὸσμο ὠφελιμώτερη.
Σὴμερα ἡ τυφλωμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικό ὀφθαλμό, τὴν Παρθένο, διὰ τοῦ ὁποίου ἔφθασε νά ἰδῆ τά μεγαλεῖα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἡμέρας. Γιατί, ὅπως ἀργότερα τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἔτσι ὅταν συνάντησε ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση νά περιπλανιέται σκοντάφτοντας τὴν ἐλέησε καὶ τῆς ἔδωσε τὸν ἀξιοθαύμαστο αὐτὸ ὀφθαλμό. Καί εἶδε ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ «διὰ μέσου πολλῶν προφητῶν καὶ βασιλέων ἐπεθύμησε νά ἰδῆ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε». Γιατί, ὅπως μέσα σ’ ἕνα σῶμα ὑπάρχουν πολλὰ μέρη καὶ μέλη, κανένα ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μάτι δὲν ἔχει δημιουργηθῆ γιά νά βλέπη τὸν ἥλιο, ἒτσι ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ποτὲ μόνο στὴν Παρθένο δόθηκε ἀπόλυτα τό ἀληθινὸ Φῶς καί διά μέσου αὐτῆς δόθηκε σὲ ὅλους. Μιά ἀκατάπαυστη λοιπὸν ὑμνωδία προσφέρεται σ᾽ Αὐτὴν καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ κτίσεις. Μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες oἱ γλῶσσες ψάλλουν τά δικά Της μεγαλεῖα κι εἶναι ἀσίγητοι ὑμνωδοί τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὅλοι oἱ ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων.
Καταθέτουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ψάλλοντας, στὴν κοινὴ εἰσφορὰ αὐτὰ ποὺ μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχῶς καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὀφείλαμε καὶ ἔπρεπε νά εἴμαστε πρόθυμοι νά προσφέρουμε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προθυμοποιηθήκαμε. Τόσα πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ὀφείλουμε.
Ἀλλὰ σ’ Ἐσένα καὶ στὴ δική σου φιλανθρωπία ἀνήκει, Πολυύμνητη, νὰ μὴ σταθμίσης τὴ χάρη ποὺ θά μᾶς δώσης σὲ τίποτε δικό μας, ἀλλὰ στὴ δική σου μεγαλοπρέπεια. Κι ὅπως Ἐσύ, ἀφοῦ ἐξαιρέθηκες ἀπὸ τὸ κοινὸ γένος κι ἔγινες δῶρο στὸν Θεό, ἐκόσμησες ἔπειτα ὅλους τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ἀντὶ γι᾽ αὐτοὺς ἐδῶ τούς λόγους πού σοῦ προσφέρουμε, ἁγίασε τὸ θησαυροφυλάκιο τῶν λόγων, τὴν καρδιά μας, κι ἀνάδειξε τὴ χώρα τῆς ψυχῆς ἄγονη γιὰ κάθε κακὸ μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἂναρχό Του Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ελληνικά και Ορθόδοξα
Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει όσο θα έπρεπε την σημασία της αποτομής, του μαρτυρίου δηλ. του Τιμίου Προδρόμου. Βεβαίως η Εκκλησία μας, με τη συγκεκριμένη εορτή και τα αναγνώσματα, τόσο το Ευαγγελικό (Μαρκ. ΣΤ ΄ 14 – 30), όσο και το Αποστολικό (Πραξ. Αποστ. ΙΓ ΄ 25 – 32), μας δίνει να κατανοήσουμε μέσα στο ιστορικό πλαίσιο, την μεγάλη μορφή του Βαπτιστού. Το γεγονός της αποτομής είναι συγκλονιστικό και γι’ αυτό, παρά το ότι το γνωρίζουμε, είναι ανάγκη για ακόμα μία φορά να το μελετήσουμε......
Ας εμβαθύνουμε όμως για λίγο στο καθαυτό γεγονός του σφοδρού Προδρομικού ελέγχου, σε σχέση με εμάς τους ίδιους και την εποχή μας.
Οπωσδήποτε η ενέργεια του Προδρόμου, με τα σημερινά κοσμικά δεδομένα και τα «νεοπατερικά» φληναφήματα, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ακραία, ίσως γραφική, οπωσδήποτε φανατική και τελικώς ως παράδειγμα προς αποφυγήν.
Ας δούμε το γιατί.
Α) Το τι έκανε ο Ηρώδης στην προσωπική του ζωή, αυτό εντάσσεται στα «απόρρητα προσωπικά δεδομένα» και ως εκ τούτου, όχι μόνο δεν είχε δικαίωμα ο Βαπτιστής να ελέγξει, αλλά με την πράξη του αυτή, θέτει τον εαυτόν του στην παρανομία και προσκρούει στο νόμο περί της «ελεύθερης επιλογής της προσωπικής ζωής»...
Β) Με τον έλεγχό του ξεπέφτει από το υψηλό του έργο. Αυτός δεν είναι παρά ένας ασκητής ο οποίος αρνήθηκε τον κόσμο και ως εκ τούτου δεν του επιτρέπεται να αφήνει τα «δυσθεώρητα ύψη της θεώσεως» και να κατεβαίνει στα κοσμικά και μάλιστα σ’ αυτού του είδους το επίπεδο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κοσμικό κουτσομπολιό ή κοινωνικό σχόλιο», έστω και αν φαίνεται ότι στηρίζεται στον Νόμο των Εντολών.
Γ) Κάνει υπέρβαση καθήκοντος, και μάλιστα με την αδιακρισία του θίγει την «Ιερά Σύνοδο» των Εβραίων ή άλλως, το «Μέγα Συνέδριον», αφού δεν έχει εξουσιοδοτηθεί από τους Αρχιερείς για μια τέτοια πράξη. Δηλαδή, λειτουργεί αντιδεοντολογικά και εντελώς αυθαίρετα. Επιτέλους, ποιος είναι αυτός ο ασκητής που ελέγχει, καθ’ ην στιγμήν, ολόκληρο το σώμα των υπευθύνων αρχιερέων και των υπεροχικών προσώπων του Συνεδρίου που, έστω και από «διάκριση», ανέχεται αυτήν την κατάσταση, δηλ. την παρανομία του Ηρώδη;
Δ) Δημιουργεί με τον πύρινο λόγο του «κοινωνική αναταραχή», ό, τι δηλ. χειρότερο για μια «ευνομούμενη πολιτεία» και μάλιστα για έναν τόπο που βρίσκεται κάτω από το σιδερένιο πέλμα της Pax Romana. Είναι δυνατόν οι ειρηνικοί «ησυχαστές» και «ερημίτες» να γίνονται αιτία συγχύσεων και ταραχών, και μάλιστα να προσβάλλουν τους ταγούς της πολιτείας, αφού αυτοί έχουν «ταχθεί παρά Θεού» στο έργο τούτο;
Ε) Λησμονούσε ο Ζηλωτής και Βαπτιστής του Ιορδάνου ότι ο Ηρώδης, παρά τα προσωπικά του πάθη και τις ιδιορρυθμίες, έκανε δημόσια έργα, ανέπτυσσε την «πολιτισμική παράδοση» και «ιουδαϊκή κουλτούρα», κρατούσε τις «λεπτές ισορροπίες», με την Ρώμη, και το σημαντικότερο, είχε προσφέρει πολλά χρήματα από τον δημόσιο κορβανά για το κτίριο του Ναού. Ο Ιωάννης μπορεί βέβαια να είχε φτάσει στο επίπεδο να βλέπει ολόκληρο τον κόσμο ως Ναό του Θεού, πλην όμως θα έπρεπε να αισθάνεται την ανάγκη που είχαν οι άνθρωποι για ένα Ναό (και μάλιστα τι Ναό!), ώστε να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα! Κυρίως όμως με τον έλεγχό του, διατάρασσε την «αγαστή συνεργασία» μεταξύ «ιουδαϊκής θρησκείας και πολιτείας».
ΣΤ) Αποδεικνύει τον εαυτόν του ακραίο, μονοκόμματο και αδιάκριτο, αφού με την ενέργειά του αυτή, αφήνει το έργο του βαπτίσματος και του κηρύγματος και εγκαταλείπει όλον αυτόν τον κόσμο που προσέτρεχε στην έρημο για να τον ακούσει και να ωφεληθεί.
Θα μπορούσαμε βέβαια να σημειώσουμε και άλλα πολλά, τα οποία βγαίνουν ως συμπεράσματα από την σύγχρονη «θεολογική» ψευτοκουλτούρα...
Όμως, δόξα τω Θεώ, ο Τίμιος του Κυρίου Πρόδρομος, ο μέγιστος των Προφητών, ο Κήρυκας της Χάριτος, ο ασυμβίβαστος, ζούσε για την αγάπη και τη δόξα του Χριστού. Και υπέγραψε αυτήν την αγάπη του με την ίδια του την κεφαλή. Ο Πρόδρομος είναι ο γνήσιος Προφήτης που παραμένει ασυμβίβαστος και που αρνείται να καλύψει την οποιαδήποτε δειλία με ένα διάτρητο «θεολογικό» μανδύα και με επιχειρήματα «νεοπατερικής εποχής».
Αρνείται την διαστροφή της αμαρτίας που αποκτηνώνει τον άνθρωπο και συνάμα επικυρώνει την αλήθεια, του ότι οι πολιτικοί άρχοντες, πόσω δε μάλλον οι εκκλησιαστικοί, πρέπει να μένουν σε γυάλινα σπίτια, ώστε η προσωπική τους ζωή να αποτελεί παράδειγμα προς μίμησιν («το της πόλεως όλης ήθος, ομοιούται τοις άρχουσιν») Το δε αίμα του, είναι η τρανότερη μαρτυρία της συνέπειας στο πανάγιο και παντοκρατορικό θέλημα του Θεού.
Ας πρεσβεύει ο Μάρτυρας της αληθείας και του Ευαγγελικού ήθους, ώστε τουλάχιστον, αφού συνειδητοποιήσουμε την ρηχότητά μας, όλοι από κοινού, κλήρος, μοναχισμός και λαός, να δεχθούμε την χάρη και την ευλογία, για μια επιτέλους, συνειδητή Ορθόδοξη Χριστιανική ζωή.Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
Ήταν 15 / 28 Αυγούστου 1959 όταν εκοιμήθη ο γέρων Ιωσήφ Ησυχαστής.
Πενήντα τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη Κοίμηση του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή, από τις σημαντικότερες μορφές του Αγιορείτικου μοναχισμού την τελευταία 200ετία.
Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1898 εἰς τὸ χωρίον Λεῦκες τῆς Πάρου. Ἡ Πάρος εἶναι ἕνα μικρὸ καὶ ἤρεμο νησὶ τῶν Κυκλάδων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πτωχοὶ καὶ ἀναγκάζονταν νὰ ἐργάζωνται πολὺ διὰ νὰ συντηρήσουν τὴν οἰκογένειά τους. Ὁ πατέρας του ὠνομάζετο Γεώργιος καὶ ἀπέθανε πολὺ ἐνωρίς. Ἡ μητέρα του Μαρία ἀνέλαβε τὴν προστασία ὅλης τῆς οἰκογενείας. Ἡ μητέρα του ἦταν εὐλογημένη ψυχὴ καὶ εἶχε ἁπλότητα καὶ ἀκεραιότητα χαρακτῆρος καὶ ἐπήγαμε πολὺ συχνὰ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ λειτουργηθῆ, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ περιποιηθῆ τὸν Ἱερὸν ναόν.
Ὅταν ὁ μικρὸς Φραγκίσκος -αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸν ὄνομα τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ- ἔφυγε διὰ νὰ γίνη μοναχὸς ἡ μητέρα του εἶπε εἰς τοὺς συγγενεῖς της: «Τὸ ἐγνώριζα πὼς θὰ γίνη μοναχὸς ἀπὸ τὴν γέννησίν του. Ὅταν ἐγέννησα τὸν Φραγκίσκον μου καὶ ἤμουνα ἀκόμη εἰς τὸ κρεββάτι μὲ τὸ μωρὸ δίπλα φασκιωμένο, εἶδα νὰ ἀνοίγη ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἕνας φτερωτὸς καὶ πολὺ ὡραῖος νέος, ποὺ μόλις μποροῦσα νὰ τὸν ἀντικρύσω ἀπὸ τὴν πολλὴν λάμψιν του, κατέβηκε καὶ ἐστάθηκε πλάι στὸ μωρό μου καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ξεσκεπάζη μὲ σκοπὸν νὰ τὸ πάρη.
Ὅταν ἐγὼ διαμαρτυρήθηκα λέγοντας, «Τί κάνεις καλέ; Θὰ μοῦ πάρης τὸ μωρό μου;» Ἐκεῖνος ἐπέμενε ὅτι διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ἦρθε καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφασις. Καὶ διὰ νὰ μὲ βεβαίωση, μάλιστα μοῦ ἔδειξε σὲ ἕνα σημειωματάριο γραμμένη μιὰ ἐντολή, ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πάρη τὸ μικρό. Ὅταν ἀντιστάθηκα, ὁ Ἄγγελος μοῦ ἔδωσε ἕνα πολύτιμον κόσμημα σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ μοῦ πῆρε τὸ μωρό». Ἀπὸ τότε πίστευα, ἔλεγε ἡ μητέρα του Μαρία, ὅτι κάποτε ὁ Φραγκίσκος θὰ ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστόν.
Ὁ Γέροντας ὡς τὴν ἐφηβικήν του ἡλικίαν παρέμεινε εἰς τὸ χωριό του καὶ βοηθοῦσε τὴν μητέραν του εἰς τὶς διάφορες ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ. Μετὰ ἔφυγε διὰ τὸν Πειραιά, ὅπου ἐργαζότανε ὡς μικροέμπορος. Εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν εἰκοσιτριῶν ἐτῶν κέντρον τῆς ἐργασίας του ἦτο ἡ Ἀθήνα. Ἦταν πολὺ δραστήριος, ἀλλὰ ἀπέφευγε τὴν πονηρία καὶ τὴν ἀδικίαν.
Τότε ἄρχισε νὰ μελετᾶ πατερικὰ βιβλία. Μεγάλον ἐνθουσιασμὸν προκαλοῦσαν εἰς αὐτὸν οἱ βίοι τῶν μεγάλων ἀσκητῶν. Τὴν ἀπόφασίν του διὰ τὸν μοναχισμὸν τὴν ἐπῆρε ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο ὅραμα:
«Ἕνα βράδυ εἶδα εἰς τὸν ὕπνο μου ὅτι περνοῦσα ἔξω ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀμέσως μὲ ἐπῆραν δυὸ ἀξιωματικοὶ τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς καὶ μὲ ἀνέβασαν εἰς τὸ παλάτι. Δὲν ἐκατάλαβα τὸν λόγον καὶ διὰ τοῦτο διαμαρτυρήθηκα. Τότε μοῦ ἀποκρίθηκαν μὲ καλωσύνη νὰ μὴ φοβοῦμαι, ἀλλὰ νὰ ἀνέβω, διατὶ εἶναι θέλημα τοῦ Βασιλέως. Ἀνεβήκαμε σὲ ἕνα πολὺ ὑπέροχον ἀνάκτορον, ἀνώτερον ἀπὸ κάθε ἐπίγειον, μοῦ ἐφόρεσαν μιὰ ὁλόλευκη καὶ πολύτιμη στολὴ καὶ μοῦ εἶπαν· «ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Καὶ μετὰ μὲ ἐπῆγαν νὰ προσκυνήσω τὸν Βασιλέα.
Ξύπνησα ἀμέσως καὶ αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα χαράχθηκαν τόσο πολὺ μέσα μου, ὥστε δὲν μποροῦσα νὰ κάνω ἢ νὰ σκεφθῶ τίποτε ἄλλο. Σταμάτησα τὶς ἐργασίες μου καὶ ἔμεινα σκεπτικός. Ἄκουγα ζωντανὰ μέσα μου νὰ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς ἐκείνη ἡ ἐντολὴ «ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Ὅλη μου ἡ κατάστασις ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἄλλαξε»(1) .
Ἔτσι ἐπῆρε τὴν ἀπόφασιν καὶ ἔφυγε διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πρῶτος σταθμὸς ἦταν τὰ Κατουνάκια. Ἐκεῖ ζοῦσε τότε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ὁ ἱδρυτὴς τῆς ἀδελφότητος τῶν Δανιηλαίων. Ἀπὸ τὸν Γέροντα Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἦταν εὐλαβὴς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ἔλαβε μεγάλην βοήθειαν. Δὲν ἔμεινε ὅμως μαζύ του, διότι ἀγαποῦσε τὴν αὐστηρότερη ἡσυχαστικὴν ζωήν.
Σὲ μιὰ πανηγύρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνα, ἐγνώρισε τὸν Γέροντα Ἀρσένιο. Ἔκτοτε ὁ π. Ἀρσένιος ἔγινε ὁ μόνιμος συνασκητὴς του καὶ δὲν ἐχώρισαν ποτὲ πλέον.
Ὑποτάχθηκαν εἰς τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ εἶχε τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ Κατουνάκια. Ἔπειτα μαζὺ μὲ τὸν Γέροντά τους Ἐφραὶμ ἔφυγαν διὰ τὴν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Βασιλείου διὰ περισσοτέραν ἄσκησιν.
Μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ ἄρχισαν τοὺς μεγάλους ἀσκητικοὺς ἀγώνας. Ἡ ἄσκησίς τους ἦταν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή. Κυριώτερον ὅμως ἔργον ἀποτελοῦσεν δι᾿ αὐτοὺς ἡ νῆψις καὶ ὁ ἐγκλεισμὸς τοῦ νοὸς εἰς τὴν καρδίαν.
Τὸ ἔτος 1938 μαζὺ μὲ τὸν π. Ἀρσένιον μετεκόμισαν εἰς τὶς ἀπόκρημνες σπηλιὲς τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης. Εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ σπήλαια αὐτὰ ὑπῆρχε καὶ Ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Διεμόρφωσαν ἐκεῖ τὸν χῶρον, ἔκτισαν καὶ μερικὰ κελλία καὶ παρέμειναν εἰς τὸ σπήλαιον αὐτὸ ἕως καὶ τὸ ἔτος 1947.
Εἰς αὐτὸ τὸ ταπεινὸν σπήλαιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀσκήθηκαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ ἔγιναν ἔπειτα ἡγούμενοι εἰς ἄλλα μοναστήρια. Εἰς τὸν μακαριστὸν Γέροντα Ἰωσὴφ ὀφείλεται ἡ πνευματικὴ ἀναγέννησις καὶ ἐπάνδρωσις ἕξι Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ πολλῶν ἄλλων γυναικείων ἀδελφοτήτων εἰς τὸν Ἑλλαδικὸν χῶρον.
Ἀπὸ τὸ ταπεινὸν αὐτὸ σπήλαιον ἐξεκίνησε καὶ ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ καὶ ἵδρυσε εἰς τὸν Καναδὰ καὶ τὴν Ἀμερικὴν ἱεροὺς Παρθενῶνες, πνευματικὰ φυτώρια ἀπ᾿ ὅπου μεταφυτεύεται καὶ ἐξακτζώνεται τὸ Ὀρθόδοξον Πνεῦμα, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν ἀπόδημον Ἑλληνισμόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.
Ἡ ἀρετὴ ἔχει κόπον διὰ νὰ τὴν ἀπόκτηση κανείς. Ἀλλὰ ὅταν τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν εὐωδίαν της δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήση. Τὸ Ὀρθόδοξον ἀσκητικὸν Πνεῦμα μπορεῖ νὰ ἀναμόρφωση τὸν κόσμον καὶ νὰ ἀνάπλαση τὸν ἄνθρωπον ποὺ σήμερα ἔχασε τὸν δρόμον του, τὸν προορισμόν του καὶ ὑποφέρει πολύ.
Τὸ ἔτος 1951 μεταφέρθηκαν εἰς τὴν Νέαν Σκήτην, εἰς τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου παρέμεινε ἕως τὴν κοίμησίν του ποὺ συνέβη τὴν 15ην Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1959, ἑορτὴν τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Τὰ περὶ τῆς κοιμήσεώς του τὰ περιγράφει πολὺ γλαφυρὰ ὁ Γέροντάς μου Ἐφραὶμ εἰς τὸ βιβλίον «Προθύμως Ἀνάβαινε», τὸ ὁποῖον εἶναι ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου:
«Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Μόνον ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ καιρόν, νὰ τὸν πάρη, νὰ ξεκουρασθῆ. Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Παντάνασσα. Τὸν ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του. Μὲ ἐκάλεσε τότε ὁ Γέροντας καὶ μοῦ ὑπέδειξε τί νὰ ἑτοιμάσωμε. Ἐπεριμέναμε.
Τὴν παραμονὴν τῆς κοιμήσεώς του -14 Αὐγούστου 1959- ἐπέρασε νὰ τὸν ἴδη ὁ κ. Σχοινᾶς ἀπὸ τὸν Βόλον· ἦσαν γνώριμοι πολύ.
-Τί κάμετε, τοῦ λέγει, πῶς ἔχει ἡ ὑγεία σας;
-Αὔριον, Σωτήρη, ἀναχωρῶ διὰ τὴν αἰώνιαν πατρίδα. Ὅταν ἀκούσης τὶς καμπάνες, νὰ ἐνθυμηθῆς τὸν λόγον μου.
Τὸ βράδυ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας ὁ Γέροντας συνέψαλλε ὅσον ἠδύνατο μὲ τοὺς πατέρας. Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν ὥραν ποὺ ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶπε· «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου».
Ξημέρωσε 15η Αὐγούστου. Ὁ Γέροντας κάθεται στὴν μαρτυρική του πολυθρόνα στὴν αὐλὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας. Περιμένει τὴν ὥραν καὶ τὴν στιγμήν. Εἶναι σίγουρος διὰ τὴν πληροφορίαν ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ Παναγία μας, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ὥραν νὰ περνᾶ καὶ τὸν ἥλιον νὰ ἀνεβαίνη τοῦ ἔρχεται κάτι ὡσὰν στενοχώρια, ὡσὰν ἀγωνία διὰ τὴν βραδύτητα.
Εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσκεψις τοῦ πονηροῦ. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέγει: «Παιδί μου, γιατί ἀργεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ πάρη; Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει καὶ ἐγὼ ἀκόμη εἶμαι ἐδῶ!». Βλέποντας ἐγὼ τὸν Γέροντά μου νὰ λυπῆται καὶ σχεδὸν νὰ ἀδημονῆ τοῦ λέγω μὲ θάρρος: «Γέροντα μὴ στενοχωρῆστε, τώρα ἐμεῖς θὰ κάνωμε εὐχή» καὶ θὰ φύγετε».
Ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυά του. Οἱ πατέρες, ὁ καθένας τὸ κομποσχοίνι του καὶ ἔντονον τὴν εὐχήν. Δὲν ἐπέρασε ἕνα τέταρτο καὶ μοῦ λέγει: «Κάλεσε τοὺς πατέρες νὰ βάλουν μετάνοιαν, διότι φεύγω». Ἐβάλαμε τὴν τελευταίαν μετάνοιαν. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐσήκωσε τὰ μάτια του ὑψηλὰ καὶ ἔβλεπε ἐπιμόνως ἐπὶ δυὸ λεπτὰ περίπου. Κατόπιν γυρίζει καὶ πλήρης νηφαλιότητος καὶ ἀνέκφραστου ψυχικοῦ θάμβους μᾶς λέγει:
«Ὅλα ἐτελείωσαν, φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε!» Καὶ μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις ἔγειρε τὸ κεφάλι του δεξιά, ἀνοιγόκλεισε δυὸ τρεῖς φορὲς ἤρεμα τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια, καὶ αὐτὸ ἦταν. Παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χείρας Ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἐπόθησε καὶ ἐδούλευσεν ἐκ νεότητος.
Θάνατος ὄντως ὁσιακός. Εἰς ἡμᾶς ἐσκόρπισε ἀναστάσιμον αἴσθησιν. Ἐμπροστά μας εἴχαμε νεκρὸν καὶ ἤρμοζε πένθος, ὅμως μέσα μας ἐζούσαμε ἀνάστασιν. Καὶ τοῦτο τὸ αἴσθημα δὲν ἔλειψε πλέον· μὲ αὐτὸ συνοδεύεται ἔκτοτε ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἀειμνήστου ἁγίου Γέροντος».
Ἡ διδασκαλία του περιέχεται εἰς ἑξηνταπέντε ἐπιστολάς, τὰς ὁποίας ἔχει ἐκδόσει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου. Εἰς αὐτὰς φαίνεται καθαρά, ὅτι εἶναι συνεχιστὴς καὶ ἐκφραστὴς ὅλης τῆς νηπτικῆς παραδόσεως.
Ὁ ἐμπειρικὸς τρόπος τῆς ζωῆς του ἔδειξε ἐφηρμοσμένην ὅλην τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Τὰ κύματα τῆς θείας χάριτος πλημμύριζαν τὴν ψυχήν του καὶ ὁ νοῦς του ἠρπάζετο εἰς θεωρίαν. Ἦτο κάτοχος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ ἄριστος διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὅλος ὁ βίος του εἶναι ἕνα πνευματικὸν συναξάρι ποὺ θυμίζει τοὺς παλαιοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Τοὺς ἀγώνας του μὲ τὰ δαιμόνια οὔτε νὰ τοὺς ἀκούση κανεὶς δὲν τολμᾶ σήμερα. Ἦταν ἀνδρεῖος πολεμιστὴς ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ ἐβίαζε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἀφάνταστον βαθμόν. Ἀπέκτησε πολλὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα ψυχῆς καὶ σώματος καὶ εἶχε ὡς παράδειγμα πάντα τὴν Παναγία μας. Ἔγραφε σὲ μία ἐπιστολή: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν σωφροσύνην καὶ τὴν καθαρότητα. Ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἁγνὴ Παρθένος, δι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους θέλει καὶ ἀγαπᾶ».
Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Ἰωσὴφ ἐπέρασε ὅλα τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς τελειώσεως. Ἐγνώρισε ὅλα τὰ θεῖα χαρίσματα αὐτῶν τῶν καταστάσεων.
Ἔγινε ἔμπειρος πνευματικὸς ὁδηγός, διακριτικὸς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς· δι᾿ αὐτὸ ἔγραφε: «ἀναγκάζομαι νὰ ἀνοίγω τοὺς αὔλακας εἰς τὸν κόσμον· καθότι ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ δεχθοῦν τὸν λόγον ψυχαὶ καθαραὶ καὶ εἰς ἐμὲ νὰ γίνη ὠφέλεια ὁ μισθὸς τῆς ἀγάπης. Λοιπὸν ἀκούσατέ μου τοὺς λόγους, χαρίσατέ μου τὰς ἀκοάς...». Ἡ ζωή του καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι μιὰ ὀρθόδοξη ἐμπειρικὴ θεολογία.
Ἀπὸ πνευματικὴν ὑπακοὴν εἰς τὸν ἅγιον αὐτὸν Γέροντα, τὸν παπποῦν μας, ὀφείλομεν νὰ ἐκτελοῦμεν τὶς συμβουλές του, διὰ νὰ συνεχίζεται καὶ σήμερα ἡ νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ εὐαρεστῆται καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τῆς ὁποίας τὸ περιβόλι ὡς ἀνάξιοι κατοικοῦμεν.
Νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχὴν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ.
Τὸ παρὸν φυλλάδιον εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ εὐρυτέραν ἐργασίαν περὶ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ. Διανέμεται δωρεάν, τὴν δὲ δαπάνην ἀνέλαβε ἡ φιλόθεος προαίρεσις τοῦ ἀδελφοῦ Γεωργίου εἰς τὸν ὁποῖον ἀναλογεῖ καὶ ὁ μισθὸς ἀπὸ τὴν ὠφέλειαν ποὺ θὰ πρόκυψη ἐκ τῆς ἀναγνώσεως.
Ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι τόσον δυνατή, ὥστε ἐφ᾿ ὅσον ζῆς εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας, πρέπει νὰ τὴν ἀκολουθήσης. Ἀπορρέει μέσα ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἕνα αἴσθημα σεβασμοῦ καὶ ὑπακοῆς πρὸς τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου αὐτοῦ. Ἐὰν δὲν ἐγκλιματισθῆς εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν καὶ δὲν θέλησης νὰ ἀγωνισθῆς καὶ νὰ κράτησης αὐτὴν τὴν παράδοσιν, αἰσθάνεσαι ὅτι δὲν ἔχεις θέσιν εἰς αὐτὸν τὸν χῶρον.
Παραμένοντας κανεὶς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴν ἰδικήν του προαίρεση ἀγαπᾶ καὶ ὑπακούει εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν καὶ ἐντάσσεται ταπεινὰ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν μεγάλην καὶ εὐλογημένην Ἁγιορειτικὴν ἀδελφότητα.
Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες εἶναι ἐγκατεσπαρμένοι εἰς τὰ εἴκοσι κοινόβια, εἰς τὶς Σκῆτες, τὰ κελλία καὶ τὰ ἐρημητήρια· διατηροῦν μὲν τὴν ἴδια Ἅγιορείτικην παράδοσιν, ἀλλὰ μὲ τὸ ὀλίγον διαφορετικὸν λειτουργικὸν πρόγραμμα ἀπὸ τόπου εἰς τόπον συντελοῦν, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ μὴ καταπαύη ποτὲ εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας. Ἡ νοερὰ προσευχὴ βέβαια δὲν περικλείεται σὲ τυπικὸν καὶ πρόγραμμα, ἀλλὰ συντελεῖται μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα πάντοτε. Ἐδῶ ἁπλῶς ἐννοοῦμε τὶς τακτικὲς ἀκολουθίες ποὺ γίνονται εἰς τὸν ἱερὸν Ναόν.
Ἡ ἀξία τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη διὰ τὴν ζωήν μας. Εἶναι ἕνας ἀγνοημένος καὶ κρυμμένος θησαυρός, ποὺ ὅποιος τὸν ἀνακάλυψη καὶ τὸν κρύψη μέσα εἰς τὴν ψυχήν του αἰσθάνεται ὅτι εἰσέρχεται εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. Ἡ νοερὰ προσευχὴ ἀρωματίζει ὅλα τὰ ἔργα μας, ἐνισχύει τὴν ψυχὴν εἰς τὴν ἄσκησιν, περικόπτει τὰ διάφορα πάθη, φωτίζει τὸν νοῦν καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει φωτισμένον νοῦ ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μιὰ εὐλογία μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησία.
Συνασκούμενοι καὶ συνεργαζόμενοι ὅλοι μαζὺ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες δίδουν μιὰ μαρτυρία Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον. Ἀπὸ τὸν λόγον αὐτὸν ὅλον τὸ Ἅγιον Ὄρος κατακλύζεται ἀπὸ τοὺς προσκυνητάς, οἱ ὁποῖοι μὲ ζῆλον καὶ πόθον ψάχνουν νὰ βροῦν τὴν προσευχήν, τὴν ἄσκησιν, τὴν ἀρετήν, τὴν λύσιν τῶν προβλημάτων τους.
Τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος ἦτο ἀνέκαθεν καὶ θὰ εἶναι πάντοτε, μὲ τὴν πρεσβείαν τῆς Ὀροφυλάκισσας Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἕνας ὁλοφώτεινος Ναὸς ποὺ θὰ φρυκτωρῆ καὶ θὰ ἐξακτινώνη τὸ φῶς του πρὸς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.
Αὐτὴ ὅμως ἡ περίβλεπτος θέσις τοῦ Ἁγίου Ὄρους μᾶς ἐπιβάλλει νὰ καθιστοῦμε αὐτό, μὲ τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν προστασίαν τῆς Παναγίας μας, τόπον μετανοίας καὶ προσευχῆς. Τὸ χρέος ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἁγιορεῖτες Πατέρες εἶναι νὰ διατηρήσωμεν αὐτὴν τὴν πνευματικὴν κληρονομίαν καὶ τὴν χάριν τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὡς τὴν μεγίστην ὑπακοὴν καὶ ἐκπλήρωσιν τῶν μοναχικῶν μας ὑποσχέσεων.
Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ἦταν ἕνας πολὺ μεγάλος βιαστὴς εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ ἐμπειρότατος ἀσκητής. Ἐκοπίασεν ὅσον ὀλίγοι γιὰ νὰ ἀπόκτηση τὴν νοερὰν προσευχὴν καὶ νὰ κατανίκηση τὰ πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Εἰς τὶς ἐπιστολές του παρουσιάζεται ἡ ἀσκητική του διαγωγή, ἐκφράζεται ὅλη ἡ μοναχική του ἐμπειρία καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ζωή του δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου τῶν πρώτων αἰώνων. Οἱ συμπλοκές του μὲ τοὺς δαίμονας ἐνθυμίζουν τοὺς ἀγώνας τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καὶ τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου.
Ἐπάλαισε μὲ τὰ δαιμόνια εἰς τὴν πρώτην γραμμή. Ποίος μπορεῖ νὰ παραμείνη ἀσυγκίνητος, ὅταν ἀκούη αὐτὸ τὸ ἀσκητικὸν πολεμικὸν διάγγελμα: «Ἔκτοτε ἤρχισαν οἱ ἄγριοι πόλεμοι, ὅπου δὲν μὲ ἄφηναν ἡμέραν καὶ νύκτα. Ἄγριοι πόλεμοι! Μήτε ὥραν νὰ ἡσυχάσω. Ἐπίσης καὶ ἐγὼ εἶχον μανίαν εἰς αὐτούς. Ἐξ ὥρας καθήμενος εἰς τὴν προσευχὴν δὲν ἐσυγχώρουν νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν καρδίαν. Ἀπὸ τὸ σῶμα μου ὁ ἱδρῶτας ἔτρεχεν ὡσὰν βρύσι. Ξύλον ἀλύπητα. Πόνος καὶ δάκρυα. Νηστεία ἄκρα καὶ ὁλονύκτιος ἀγρυπνία» (2) .
Θέλετε νὰ παρακολουθήσετε καὶ τὴν πολεμικὴν συμπλοκὴν μετὰ τῶν δαιμόνων; Ἂς ἀκούσωμεν τὴν καταπληκτικὴν αὐτὴν σύγκρουσιν ὅπως τὴν διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Λοιπὸν μίαν νύκτα, καθὼς ηὐχόμην, ἦλθον πάλιν εἰς θεωρίαν καὶ ἠρπάγη ὁ νοῦς μου εἰς ἕνα κάμπον· καὶ ἦσαν κατὰ τάξιν -κατὰ σειρὰν- μοναχοὶ συνταγμένοι πρὸς μάχην. Καὶ ἕνας στρατηγὸς ἦλθε πλησίον μου καὶ μοῦ λέγει: Θέλεις, μοῦ λέγει, νὰ εἰσέλθης νὰ πολεμήσης εἰς τὴν πρώτην γραμμήν; Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ὅτι σφόδρα ἐπιθυμῶ νὰ μονομαχήσω μὲ τοὺς ἀντίκρυ αἰθίοπας, ὅπου ἦσαν κατέναντι ὠρυόμενοι καὶ πῦρ πνέοντες ὡσὰν ἄγριοι σκύλοι, ὁποὺ μόνον ἡ θεωρία τους σοῦ ἐπροξένει τὸν φόβον. Ἀλλ᾿ εἰς ἐμένα δὲν ἦταν φόβος· διότι εἶχον τόσην μανίαν, ὅπου μὲ τὰ δόντια μου νὰ τοὺς σχίσω.
Εἶναι δὲ ἀληθὲς ὅτι καὶ ὡς κοσμικὸς ἦμουν τοιαύτης ἀνδρείας ψυχῆς. Τότε λοιπὸν μὲ χωρίζει ὁ στρατηγὸς ἀπὸ τὰς γραμμάς, ὅπου ἦταν ἡ πληθὺς τῶν πατέρων. Καὶ ἀφοῦ διήλθομεν τρεῖς ἢ τέσσαρας γραμμὰς συνταγματικῶς μὲ ἔφερεν εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, ὅπου ἦσαν ἕνας ἢ δυὸ ἀκόμη κατὰ πρόσωπον τῶν ἀγρίων δαιμόνων. Αὐτοὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ὁρμήσουν καὶ ἐγὼ ἔπνεον πῦρ καὶ μανίαν κατεναντίον τους. Καὶ μὲ ἄφησε ἐκεῖ ἀφοῦ εἶπε: Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ πολεμήση ἀνδρείως μὲ αὐτούς, ἐγὼ δὲν τὸν ἐμποδίζω, ἀλλὰ βοηθῶ». (3)
Αὐτὸς εἶναι ὁ Γέρων Ἰωσὴφ· ὁ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ πολεμεῖ εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν καὶ ἀποδιώκει τὰς φάλαγγας τῶν δαιμόνων. Αὐτός, ὅπως βεβαιώνη ὁ ἴδιος, εἰσῆλθεν εἰς ὅλα τὰ καταφύγια τοῦ διαβόλου καὶ κατετροπωσε αὐτόν: «Κἀγὼ δὲ ἐπ᾿ ἀληθείας σᾶς λέγω ὅτι εἰσῆλθον εἰς ὅλα τὰ καταφύγια τοῦ ἐχθροῦ καὶ σκληρῶς μονομαχήσας ἐξῆλθον διὰ τῆς χάριτος».
Ἐκοπίασεν ὅσον ὀλίγοι ψάχνοντας νὰ βρῆ τὴν ἀρετήν. Συνέλεξε ὡς μέλισσα τὸ πνευματικὸν μέλι, ὅλην τὴν ἀσκητικὴν διδασκαλίαν καὶ παράδοσιν ποὺ εὑρῆκε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν παρέδωσε εἰς τὰ παιδιά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερον βασικὸν ἔργον τοῦ Πάππου μας Ἰωσήφ. Πρῶτον ἔσκαψε βαθειὰ μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, ἔδιωξε τὰ πάθη, ἔκλεισε καὶ ἐπανέφερε τὸν νοῦν μέσα εἰς τὴν ψυχήν του, ἐλειτουργοῦσε ἀδιάλειπτα ἡ εὐχὴ μέσα του, ἐμορφώθη ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός. Ἀνακαίνισε τὸν ἑαυτόν του καὶ αὐτὸν τὸν ἀνακαινισμένον ἄνθρωπον παρέδωσεν ὡς ὑπόδειγμα εἰς τὰ παιδιά του καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὰ ἐγγόνια του.
Ὁ παππούς μας Ἰωσὴφ εὑρῆκε πολλοὺς πατέρας μὲ μεγάλες πνευματικὲς καταστάσεις. Δὲν ἄφησαν ὅμως πνευματικοὺς κληρονόμους τῆς ἀρετῆς των. Ἡ ἀρετὴ πολλῶν ἀσκητῶν ἔγινε γνωστὴ διὰ μέσου τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ ποὺ ἔψαχνε νὰ τοὺς βρῆ καὶ νὰ τοὺς μιμηθῆ.
Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ συμβολὴ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ εἶναι πολλὴ μεγάλη εἰς τὴν πορείαν τοῦ Ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ. Παρέδωσε τὴν ἀσκητική του πείρα εἰς τὰ παιδιά του. Διὰ νὰ συνεχισθῆ ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις δὲν ἐπαρκοῦν τὰ βιβλία. Χρειάζεται καὶ ἡ προφορικὴ διδασκαλία, τὸ προσωπικὸν παράδειγμα καὶ ἡ ἐπίβλεψις τοῦ ἀγωνιζομένου μοναχοῦ ἀπὸ τὸν Γέροντά του, διὰ νὰ ἐπιλύωνται τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα καὶ νὰ ἀποδιώκωνται οἱ πανουργίες τοῦ διαβόλου.
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὴ ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις ἔφθασε ἕως καὶ τὴν ἰδικήν μας γενεά, ἔχομεν μεγίστην ὑποχρέωσιν νὰ τὴν συνεχίζωμεν καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν βοήθειαν τῆς Παναγίας μας, ἡ ὁποία εὐκαιρία ἀποζητᾶ διὰ νὰ ἁπλώση τὸ χέρι της νὰ μᾶς βοηθήση, νὰ εὐλόγηση τὸν κόπο καὶ τὴν προσευχήν μας.
Καὶ οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ καὶ παπποῦ μας καὶ οἱ Πατρικὲς νουθεσίες τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ εἰς ἕνα κυρίως σκοπὸ ἀποβλέπουν καὶ εἰς μίαν πνευματικὴν ἀνάβασιν μᾶς παρωθοῦν:
Νὰ ἀποκτήσωμεν τὴν νοερὰν προσευχὴν καὶ διὰ τῆς καλλιέργειας αὐτῆς νὰ ἀνέβουμε πνευματικά, συνεχίζοντας αὐτὴν τὴν πνευματικὴ πατρικὴ κληρονομιὰ καὶ ὅλην τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐὰν αὐτὸ τὸ ἐπιμεληθοῦμε καὶ τὸ ἐπιτύχωμεν, τότε θὰ ἐπιτύχωμεν καὶ τὸν προορισμόν μας ὡς μοναχοί.
Τὴν διδασκαλίαν τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τὴν παρέλαβον καὶ τὴν συνέχισαν τρεῖς ἀπὸ τοὺς ὑποτακτικούς του. Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινός, ὁ Γέροντας Ἐφραίμ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου καὶ ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Χαράλαμπος, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου. Εἰς ἕξι Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους σήμερα εἶναι ἡγούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄμεσα πνευματικοὺς ἀπογόνους τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ. Ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ πολλὰ Μοναστήρια ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ ἐξαρτῶνται καὶ κατευθύνονται ἀπὸ τοὺς ἰδικούς του ἀπογόνους.
Ὑπολογίζουν ὅτι τὰ πνευματικὰ ἐγγόνια τοῦ μακαρίου Γέροντος Ἰωσὴφ εἶναι περίπου χίλια (1000). Ἔχουν δὲ ὡς κύριον σκοπὸν καὶ ἱερὰν παρακαταθήκην ἀπὸ τὸν ἀξιοσέβαστον παπποῦ τους τὴν καλλιέργειαν τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Καὶ αὐτὸ ποὺ ἐπιτελεῖται σήμερα εἰς τὰ νέα φυτώρια, τὰ νέα Μοναστήρια τῆς Ἀμερικῆς καὶ τοῦ Καναδᾶ, εἶναι ἕνα θαυμαστὸ καὶ πρωτόγνωρο ἔργο. Μεγάλη οἰκονομία τῆς Θείας Προνοίας. Εἰς τὸ ἔργο αὐτὸ ἱδρυτὴς καὶ καθοδηγητὴς εἶναι ὁ Γέροντάς μου Ἐφραίμ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου. Ἐγκατέστησε εἰς διάφορα μέρη τοὺς πρώτους πυρῆνες ἀπὸ τὰ γυναικεῖα καὶ τὰ ἀνδρῶα μοναστήρια τῆς Ἑλλάδος. Ἀπὸ τὶς παλιὲς μοναστικὲς κυψέλες ἐπέταξαν μικρὰ σμήνη, νέες βασίλισσες καὶ ἐδημιούργησαν νέα μοναστικὰ κοινόβια, ὅπου καλλιεργεῖται τὸ μέλι τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ἔχει ἐγκατασταθῆ μόνιμα εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἰς τὴν Ἀριζόνα. Ἀπὸ ἐκεῖ πλέον κατευθύνει τὰ δέκα ὀκτὼ Μοναστήρια ποὺ ἔχει ἱδρύσει ἕως τώρα εἰς τὴν Ἀμερικὴν καὶ τὸν Καναδά, ἀλλὰ καὶ γενικὰ ὅλον τὸ πνευματικόν του ἔργον. Εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἰς τὴν Ἀριζόνα συρρέουν κάθε ἡμέρα ἑκατοντάδες προσκυνηταὶ καὶ ἔγινε ἡ ἔρημος μιὰ πνευματικὴ ὄασις, ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ τὸν κόσμον.
Τὸ ἔργον τῶν δέκα ὀκτὼ αὐτῶν πνευματικῶν νησίδων εἶναι πάρα πολὺ μεγάλο. Μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια δὲν ἠμποροῦμε νὰ τὸ ὑπολογίσωμεν. Τὰ μοναστήρια αὐτὰ μετέφεραν ὅλην τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀνανεώνεται καὶ ζωογονεῖται ὁ ἀπόδημος Ἑλληνισμός. Βιώνει τὴν Ὀρθοδοξία μέσα εἰς τὴν Βαβυλωνίαν τῶν αἱρέσεων καὶ ὑποδεικνύεται τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα καὶ ἀναπτερώνεται τὸ θρησκευτικὸν συναίσθημα καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν.
Δημιουργεῖται μιὰ Νέα Ἑλλάδα μέσα εἰς τὴν ἀπέραντο αὐτὴ ἤπειρο ἀπὸ ἕναν Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ ἕνα Σπήλαιο τοῦ Ἄθωνος, μαθητὴς γενόμενος τοῦ παπποῦ μας Ἰωσὴφ τοῦ Σπηλαιώτου.
Πῶς νὰ μὴν δοξολογήσωμεν τὸν Ἅγιον Θεὸν καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ποὺ μᾶς κατέστησαν κληρονόμους μιᾶς τέτοιας πνευματικῆς κληρονομιᾶς καὶ πῶς νὰ μὴν εὐχάριστησωμεν καὶ τὸν Σεβαστόν μας Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ μᾶς ἀνέλυσε καὶ μᾶς ἐδίδαξε πλουσιοπάροχα τὴν συνοπτικὴν διδασκαλίαν τοῦ παπποῦ μας Ἰωσήφ;
Ἄλλα ἂς ἐπανέλθωμεν πάλιν εἰς τὸν Γέροντα Ἰωσήφ, διὰ νὰ ἀκούσωμεν ζωντανὸν τὸν λόγον του. «Τὰ σπήλαια ὁλοκλήρου τὸν Ἄθωνος μὲ ὑπεδέχοντο ἐπισκέπτην· βῆμα πρὸς βῆμα, ὡσὰν τὰς ἐλάφους, ὁποὺ ζητοῦν νοτίδα ὑδάτων διὰ νὰ δροσίσουν τὴν δίψαν τους, οὕτως ἐζήτουν νὰ εὕρω πνευματικὸν νὰ μὲ διδάξη οὐράνιον θεωρίαν καὶ πραξιν» (4) .
Ἀπὸ τὸν πολὺ πόθον ὅπου εἶχε διὰ τὴν ἐρημικὴν ζωὴν τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν, ἡ Παναγία μας δὲν τὸν ἄφησεν ἀπαρηγόρητον, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅταν ἀκόμη ἦταν δόκιμος μοναχός:
«Καὶ μίαν ἡμέραν μὲ ἔτυχαν πολλοὶ πειρασμοί. Καὶ ὅλην αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐφώναζα μὲ μεγαλύτερον πόνον. Καὶ πλέον τὸ βράδυ, δύοντος τοῦ ἡλίου, κατέπαυσα· νηστικός, παϊλτισμένος ἀπὸ τὰ δάκρυα. Ἐκοίταζα τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν Μεταμόρφωσιν εἰς τὴν Κορυφὴν καὶ παρεκάλουν τὸν Κύριον μαραμένος καὶ πληγωμένος. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖθεν μοῦ ἐφάνη ὅτι ἦλθεν μία βιαία πνοή. Καὶ ἐγέμισεν ἡ ψυχή μου ἄρρητον εὐωδίαν. Καὶ εὐθὺς ἤρχισεν ἡ καρδία μου ὡσὰν ὡρολόγιον νὰ λέγη τὴν εὐχὴν νοερῶς. Ἠγέρθην λοιπὸν πλήρης χάριτος καὶ ἀπείρου χαρᾶς καὶ ἐμβῆκα εἰς τὸ σπήλαιον. Καὶ κύψας τὴν σιαγόνα μου εἰς τὸ στῆθος ἤρχισα νοερῶς νὰ λέγω τὴν εὐχήν. Ἔκτοτε δὲν ἔπαυσεν νοερῶς μέσα μου νὰ λέγεται ἡ εὐχή» (5) .
Ἀλλὰ ἂς ἀκούσωμεν καὶ τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ πῶς προτρέπει καὶ παρακινεῖ τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ λέγουν τὴν εὐχὴν: «Παιδιά μου, παρακαλῶ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, μὴ σταματᾶτε τὴν εὐχὴν τοῦ Χριστοῦ μας, οὐδὲ ἐπ᾿ ἐλάχιστον. Τὰ χείλη σας συνεχῶς νὰ μουρμουρίζουν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ, τὸν καταλύτην τοῦ διαβόλου καὶ πάσης μηχανορραφίας αὐτοῦ. Φωνάζετε ἀδιακόπως εἰς βοήθειάν σας τὸν Χριστόν μας, καὶ αὐτὸς πάραυτα σπεύδει ὁλοκαρδίως νὰ μᾶς βοηθήση.
Ὅπως τὸ πυρακτωμένο σίδηρο γίνεται ἀπλησίαστο, ἔτσι γίνεται καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἔχοντος τὴν εὐχὴν τοῦ Χριστοῦ. Οἱ δαίμονες δὲν τὴν πλησιάζουν. Πῶς νὰ τὴν ἐγγίσουν; Ἐὰν τὴν ἐγγίσσουν θὰ καοῦν ἀπὸ τὸ θεϊκὸν πῦρ ποὺ περικλείει μέσα τὸ θεῖον ὄνομα.
Βιάζεσθε εἰς τὴν εὐχήν τοῦ Ἰησοῦ μας. Αὐτὴ θὰ γίνη τὰ πάντα. Τροφὴ καὶ πόμα καὶ ἔνδυμα καὶ φῶς καὶ παρηγοριὰ καὶ ζωὴ πνευματική. Τὰ πάντα γίνεται εἰς τὸν κατέχοντα αὐτήν. Χωρὶς αὐτὴν τὸ κενόν της ψυχῆς δὲν ἱκανοποιεῖται» (6) .
Διὰ νὰ βοηθήσουμε αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἀσκοῦνται εἰς τὴν νοερὰν Προσευχήν, παραθέτουμε ὁρισμένα κείμενα τῶν θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν διὰ τὴν ἀναγκαιότητα καὶ τὴν σημασίαν τῆς προσευχῆς αὐτῆς.
Σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ φυλλαδίου εἶναι νὰ εὑρεθοῦν ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ φιλότιμο καὶ ἀγάπη Χριστοῦ θὰ πιάσουν τὸ κομποσχοίνι καὶ θὰ λέγουν τὴν εὐχὴν. Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ἀφίνομεν εἰς τὴν Πρόνοιαν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.
Πρέπει οἱ ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ
Κάθε ἀγωνιζόμενος Χριστιανὸς μέσα εἰς τὸν κόσμον ποὺ ἐξομολογεῖται εἰς τὸν πνευματικόν του πατέρα καὶ κοινωνεῖ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν νοερὰν προσευχήν, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με».
Ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ θεία κοινωνία δημιουργοῦν τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις διὰ νὰ ἐνεργήση ἡ χάρις τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἡ κάθαρσις τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐπιτελεῖται διὰ τῆς Ἱερᾶς ἔξομολογησεως, θὰ καταστήση τὴν ψυχὴν δεκτικὴν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀνάλογα πρὸς τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς ἔρχεται καὶ ὁ φωτισμὸς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ἡ ψυχὴ εἰρηνεύει, χαίρεται, ἀγωνίζεται μὲ περισσότερη βία, μὲ μεγαλύτερη διάκρισι.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ψυχή σας εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν, ρίψετε αὐτὸν τὸν εὐλογημένον σπόρον εἰς τὸν καλλιεργημένον τόπον τῆς ψυχῆς σας. Ἀνοίξετε τὴν ψυχήν σας καὶ δεχθεῖτε την. Θὰ βλάστηση, θὰ ἀνθοφορήση καὶ θὰ καρποφορήση θαλεροὺς καρπούς, ποὺ δὲν σήπονται, ἀλλὰ εὐωδιάζουν καὶ ἀποθηκεύονται εἰς τὴν ἀποθήκην τοῦ Οὐρανίου Πατρός.
Ὅταν προφορικὰ λέγετε τὰ εὐλογημένα αὐτὰ λόγια τῆς εὐχῆς τὸ στόμα σας θὰ γλυκαίνεται, ἡ ψυχή σας θὰ χαίρεται καὶ θὰ εἶναι ὡς δένδρον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων καὶ δὲν θὰ λείψουν ποτὲ ἀπὸ αὐτὴν οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «ὁ καρπὸς τὸν Ἁγίου Πνεύματος ἔστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε´, 22).
Πρέπει, λοιπὸν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ νὰ λέγουν τὴν εὐχὴν αὐτήν, ἢ αὐτὴ ἡ εὐχὴ εἶναι μόνον διὰ τοὺς μοναχούς;
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ καθηγητὴς τῆς νοερᾶς προσευχῆς, εἶχε ἕναν ὑποτακτικόν, Ἰὼβ τὸ ὄνομα, γηραλέον εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ ἁπλοῦν εἰς τοὺς τρόπους. Ἄκουσε μία ἡμέρα τὸν Ἅγιον Γρηγόριον ποὺ ἐδίδασκε καὶ ἔλεγε εἰς τοὺς προσκυνητάς, ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πάσης ἡλικίας καὶ πνευματικῆς καταστάσεως. Διότι, ἐὰν ἦταν ἀδύνατον νὰ γίνη αὐτό, δὲν θὰ προέτρεπε ὁ Θεός, διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, νὰ εὔχωνται οἱ Χριστιανοὶ ἀδιαλείπτως.
Αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν ἔκαμε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἰς τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἐπήγαιναν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Εἶχε φύγει τότε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εὑρίσκετο εἰς τὴν Θεσσαλονίκην. Ὁ Ἰὼβ ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν σκανδαλίσθηκε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Γέροντά του: «Ἐμεῖς εἴμεθα μοναχοὶ καὶ ἔχομε χρόνον νὰ λέγωμεν αὐτὴν τὴν εὐχὴν. Οἱ λαϊκοὶ ὅμως ποὺ ἔχουν τόσες μέριμνες καὶ ἀσχολίες μὲ τὴν οἰκογένειαν καὶ τὶς ἐργασίες τους, πῶς μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχουν αὐτό; Νομίζω πὼς ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι μόνον διὰ τοὺς μοναχούς». Ὄχι, τοῦ λέγει, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ἐὰν ἦταν ἀκατόρθωτον, ὁ Θεὸς δὲν θὰ προέτρεπε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τό· «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α´ Θεσ. ε´, 17). Ἡ ρίζα καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Τὸν καιρὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δὲν ὑπῆρχον μοναχοί. Ἑπομένως, διὰ τοὺς εἰς τὸν κόσμον ἀγωνιζόμενους Χριστιανούς, ἀπευθύνει τὴν προτροπὴν αὐτὴν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περὶ τῆς προσευχῆς.
Ὁ Ἰὼβ ὅμως δὲν ἐπείθετο καὶ συνέχιζε νὰ ἐπιμένη εἰς τὴν γνώμην του. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τὴν συζήτησιν καὶ ἐπῆγε νὰ ἡσυχάση εἰς τὸ κελλίον του. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ μοναχὸς Ἰὼβ.
Ὅταν ὅμως ὁ Ἰὼβ ἔφθασε εἰς τὸ κελλίον του, ἐμφανίσθηκε ἐνώπιόν του Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει: «Διατί ἀντιλέγεις καὶ δὲν πείθεσαι εἰς ὅσα λέγει ὁ Γρηγόριος; Εἶναι σωστὸ αὐτὸ ποὺ διδάσκει, διὰ τοῦτο νὰ ὑπάκουης εἰς αὐτὸν καὶ νὰ μὴν ἀντιλέγης».
Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν αὐτὴν τοῦ Ἀγγέλου ὁ Ἰὼβ συγκλονίσθηκε καὶ ἔτρεξε ἀμέσως πρὸς τὸν Ἅγιον Γρηγόριον καὶ τοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς συνέβη. Ἔβαλε τότε μετάνοια, ἐζήτησε συγχώρησι καὶ εἶπε πὼς ἄλλη φορὰ δὲν θὰ ἀντιλέγη.
Ὁ Γέροντάς μας Ἐφραὶμ, μᾶς ἐδίδασκε νὰ λέμε εἰς τὴν ἀρχὴν τὴν εὐχὴν προφορικά. Πρέπει νὰ λέμε συνέχεια μὲ τὸ στόμα: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Ἡ φωνὴ ἡ ὁποία βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα συγκεντρώνει τὸν νοῦν, ὁ ὁποῖος μετεωρίζεται καὶ ἀρχίζει τότε ὁ νοῦς νὰ προσέχη τὰ λόγια τῆς εὐχῆς.
Ὅταν ἔχετε χρόνο εἰς τὸ σπίτι σας καὶ τὴν ἀπαιτουμένη ἡσυχία ἀρχίσετε νὰ λέγετε μὲ κατάνυξι τὰ λόγια τῆς εὐχῆς. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Καθὼς περνάει ὁ χρόνος ἡ προφορικὴ αὐτὴ εὐχή, ἑλκύει τὸν νοῦν πρὸς τὰ ἔσω καὶ συγχρόνως δημιουργεῖται εἰς τὴν ψυχὴν ἕνα ἄλλο κλίμα. Αἰσθάνεται ἡ ψυχὴ χαρά, εἰρήνη, γλυκύτητα εἰς τὸ στόμα. Δὲν θέλει καθόλου νὰ διακόπτη τὴν εὐχὴν. Καὶ ὅταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάζεται νὰ διακόψη τὴν εὐχήν, τὸ αἰσθάνεται αὐτὸ ἡ ψυχὴ μέσα της ὡσὰν μιὰ ἔλλειψι.
Ὅταν ἀρχίση νὰ συγκεντρώνεται ὁ νοῦς, τότε μποροῦμε νὰ λέγωμεν τὴν εὐχὴν νοερά, δηλαδὴ μὲ τὸν νοῦν. Ἐὰν συνεχίσωμεν αὐτὸ τὸ ἱερὸν ἔργον μὲ συνέπεια καὶ τάξι καὶ λέγωμεν τὴν εὐχὴν ἄλλοτε μὲ τὸ στόμα ἐκφώνως καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν νοῦν, νὰ εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι θὰ αἰσθανθοῦμε μιὰ ἄλλη πνευματικὴν κατάστασιν μέσα μας.
Ὅταν ἡ οἰκοκυρὰ ἐργάζεται μέσα εἰς τὸ σπίτι της καὶ μαγειρεύει ἢ πλένει ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο κάνει, ἂς λέγη ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχὴν ἐκφώνως. Θὰ φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοὶ καὶ τὸ σπίτι της θὰ γίνη ἕνας αἰσθητὸς παράδεισος. Ὅλα τότε θὰ εἶναι ὄμορφα καὶ γαλήνια εἰς τὸ σπίτι της καὶ τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, ὡσὰν ἕνα ἱερὸ ἄσμα, θὰ διαποτίζουν τὴν ψυχήν της καὶ ὅταν θὰ ἔλθουν τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ σχολεῖον καὶ ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, θὰ τοὺς ὑποδεχθῆ μὲ τὴν θερμότητα τῆς εὐχόμενης καρδίας της καὶ θὰ τοὺς ἀφαίρεση τὸν κόπον καὶ τὸ ἄγχος. Μόνον ἡ εὐχή, τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ διώξη ἀπὸ τὸ σπίτι τὴν τηλεόραση ἢ νὰ τὴν ρυθμίση.
Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Σπηλακύτης μᾶς συμβουλεύει μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια διὰ τὴν χρῆσιν τῆς εὐχῆς: «Ἡ εὐχὴ ἔτσι πρέπει νὰ λέγεται μὲ τὸν ἐνδιάθετον λόγον. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν δὲν τὴν ἔχει συνηθίσει ὁ νοῦς τὴν ξεχνᾶ. Γι᾿ αὐτὸ τὴν λέγεις, πότε μὲ τὸ στόμα καὶ πότε μὲ τὸν νοῦν. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέχρις ὅτου τὴν χόρταση ὁ νοῦς καὶ γίνη ἐνέργεια.
Ἐνέργεια λέγεται ἐκεῖνο ὅπου, ὅταν λέγης τὴν εὐχήν, αἰσθάνεσαι μέσα σου -χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι- καὶ θέλεις διαρκῶς νὰ τὴν λέγης. Λοιπόν, ὅταν παραλάβη τὴν εὐχὴν ὁ νοῦς καὶ γίνη αὐτὴ ὅπου σοῦ γράφω ἡ χαρά, τότε θὰ λέγεται μέσα σου ἀδιαλείπτως, χωρὶς τὴν ἰδικήν σου βίαν. Αὐτὸ λέγεται αἴσθησις - ἐνέργεια, ἐπειδὴ ἡ χάρις ἐνεργεῖ χωρὶς τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου. Τρώγει, περιπατεῖ, κοιμᾶται, ἔξυπνα καὶ μέσα φωνάζει τὴν εὐχήν. Καὶ ἔχει εἴρηνην καὶ χαράν» (7) .
Εἰς τρεῖς τάξεις διαιρεῖται ἡ πνευματικὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ καθαρτική, ἡ δευτέρα ἡ φωτιστικὴ καὶ ἡ τρίτη ἡ τελειωτική. Ἡ καθαρτικὴ κατάστασις βοηθεῖ πολὺ τὸν ἄνθρωπον νὰ καθαρίσῃ τὴν καρδίαν του. Αὐτὴ ἡ καθαρτικὴ χάρις αὐξάνει πολὺ τὴν νοερὰν προσευχήν. Χαρίζει μετάνοια, ζῆλον πνευματικὸν καὶ ἀγωνίζεται μὲ πολλὴν ὄρεξιν ὁ ἄνθρωπος.
Ἐπειδὴ δὲν προσέξαμε εἰς τὴν ζωήν μας καὶ ὁ νοῦς δὲν ἀγρυπνοῦσε, διὰ νὰ μὴ περάσουν μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας ἐμπαθεῖς λογισμοί, ὁ χῶρος αὐτὸς τῆς καρδίας ἔχει γίνει ἀκάθαρτος ἀπὸ τοὺς λογισμούς.
Αὐτοὶ οἱ πονηροὶ καὶ ἐμπαθεῖς λογισμοὶ ἀποτελοῦν, κατὰ τοὺς Πατέρας, τὸ σκότος τῆς ψυχῆς. Τὸ πνευματικὸν αὐτὸ σκότος μπορεῖ νὰ τὸ διάλυση μόνον ἡ νοερὰ Προσευχή, τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ γλυκύτατον καὶ πανίσχυρον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας κάνει βαθειὲς τομὲς μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας καὶ ἐξέρχεται ὁ Ἰὸς τῆς ἁμαρτίας. Τὰ θανάσιμα πάθη καὶ τὰ πνευματικὰ ἕλκη δημιουργοῦν μιὰ δυσωδία εἰς τὸν χῶρον τῆς ψυχῆς. Βάθος μέγα ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πάντα ξεκινοῦν ἀπὸ αὐτὸ τὸ σαρκικὸν ὄργανον, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν καρδίαν, διότι ἐκεῖ εὑρίσκονται ὅλοι οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς.
Ἡ διδασκαλία τοῦ παπποῦ μας Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ, ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἡ πείρα τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ εἰς τὴν νοερὰν προσευχήν, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσεν, ἀποτελεῖ συνέχεια ὅλης τῆς νηπτικῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.
Λέγει ὁ Γέροντας Ἐφραίμ: «Ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ κέντρον τῶν ὑπὲρ φύσιν, τῶν κατὰ φύσιν καὶ τῶν παρὰ φύσιν κινήσεων. Τὰ πάντα ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν καρδίαν. Ἐὰν ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου καθαρισθῆ, τότε βλέπομεν τὸν Θεόν. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀθεώρητος· ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα. Δύναται ὅμως νὰ βασιλεύση εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν γίνῃ αὐτὴ καθαρὸν δοχεῖον.
Διὰ νὰ γίνη δεκτικὸν δοχεῖον ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νὰ γίνη καθαρή. Δηλαδή, νὰ γίνη καθαρὴ ἀπὸ ἀκάθαρτους λογισμούς. Διὰ νὰ καθαρισθῆ ὅμως ἡ καρδιά, πρέπει νὰ μπῆ εἰς αὐτὴν κάποιο φάρμακον. Τὸ φάρμακον αὐτὸ εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή.
Ὅπου πηγαίνει ὁ βασιλεύς, διώκονται οἱ ἐχθροί· καὶ ὅταν μπῆ εἰς τὴν καρδιὰ ὁ Χριστός, τὸ ὄνομά Του τὸ Ἅγιον, φυγαδεύονται τῶν δαιμόνων οἱ φάλαγγες. Ὅταν ἐνθρονισθῆ μέσα καλὰ-καλὰ ὁ Χριστός, τότε ὑπάκούουν τὰ πάντα.
Ἔτσι καὶ τὸ κράτος τῆς καρδιᾶς μας. Ἔχει μέσα ἐχθρούς, ἔχει ἐπαναστάσεις, ἔχει λογισμούς, ἔχει πάθη καὶ ἀδυναμίες, ἔχει τρικυμίες καὶ ταραχές. Ὅλα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου.
Διὰ νὰ μπόρεση αὐτὸ τὸ κράτος τῆς καρδιᾶς νὰ καθησύχαση καὶ νὰ ὑποταχθῆ, πρέπει νὰ ἔρθη ὁ Χριστός, ὁ Βασιλεύς, μὲ τὶς στρατιές του νὰ κυρίευση τὸ κράτος, νὰ διώξη τὸν ἐχθρόν, τὸν διάβολον, νὰ καθυποτάξῃ κάθε ἀνησυχία ἀπὸ πάθη καὶ ἀδυναμίες, νὰ βασιλεύση σὰν αὐτοκράτωρ, σὰν παντοδύναμος. Τότε αὐτό, κατὰ τοὺς πατέρας, λέγεται καρδιακὴ ἡσυχία. Νὰ βασιλεύῃ ἡ προσευχὴ χωρὶς νὰ διακόπτεται. Ἡ προσευχὴ νὰ ἔχη δημιουργήσει τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἥσυχον καρδίαν» (8) .
Ὁ μεγάλος ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ ἐπαναφέρη τὸν νοῦν, ποὺ μετεωρίζεται μὲ τὶς αἰσθήσεις ἔξω εἰς τὰ κτίσματα, μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας εἰς τὸ ταμεῖον τῶν λογισμῶν. Ὁ μεγαλύτερος διδάσκαλος εἰς τὸν ἄνθρωπον, διὰ τὸ Ἱερὸν αὐτὸ ἔργον, εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία προσελκύεται διὰ τῆς εὐχῆς, μᾶς διδάσκει ὅλα ὅσα χρειαζόμεθα.
Ὁ καλύτερος βοηθός, κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Διότι τὴν εὐχὴν αὐτὴν θὰ χρησιμοποιῆ ἡ ψυχή, ἐφ᾿ ὅσον βέβαια τὴν γνωρίζει. Ἡ ψυχὴ θὰ εἶναι ὁπλισμένη μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς, μὲ τὸ ἀκαταμάχητον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον τρέμουν οἱ δαίμονες καὶ δὲν μποροῦν νὰ πλησιάσουν τὴν ψυχήν.
Προσπάθησε πάντα ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπενδύη ὅλα τὰ ἔργα σου, κάθε πνοὴ καὶ κάθε νόημα. Ὢ τότε πόσο θὰ εὐφραίνεται ἡ καρδία σου! Πόσο θὰ χαίρεσαι, διότι θὰ ἀνεβαίνη ὁ νοῦς εἰς τὰ οὐράνια. Διὰ τοῦτο μὴν ἀμελῆς νὰ λέγης: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Ὅταν ψάλης θὰ κατανοῆς τὰ ψαλλόμενα· θὰ ἔχης ὄρεξιν καὶ φωνὴν ἱκανὴν καὶ ταπείνωση διὰ νὰ ἀποδίδης καθὼς ἁρμόζει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο μὴν ἀδικῆς ἄλλο τὴν ψυχήν σου, ἀλλὰ καὶ ψάλλων λέγε ἐνδόμυχα τὴν εὐχήν· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Ὅταν ἐργάζεσαι ἂς μὴν ἀπορροφᾶται ὅλη σου ἡ δύναμις εἰς τὴν ἐργασίαν, ἀλλὰ νὰ λέγης -ψιθυριστὰ καὶ τὴν εὐχὴν. Τότε καὶ τὰ ἔργα σου θὰ εἶναι ὀρθά, χωρὶς λάθη, καθαρὰ ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ἡ ἀπόδοσις τῆς ἐργασίας σου θὰ εἶναι μεγαλυτέρα. Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ εὐλογοῦνται τὰ ἔργα σου· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σκεπάζει τὴν ψυχὴν ποὺ εὔχεται. Εἰσέρχεται μέχρι τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ἐλέγχει ὅλον τὸν ἐσωτερικὸν κόσμον τῆς ψυχῆς καὶ τὸν κατευθύνει πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιον. Τότε μόνον ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν δύναμι, νὰ εἴπῃ μαζὺ μὲ τὸν Προφήτην. «Εὐλόγει ἡ ψυχὴ μου τὸν Κύριον καὶ πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ Ἅγιον αὐτοῦ» (Ψαλ. 102, 1). Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν διὰ νὰ ἔχης τὴν σκέπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καλύπτει τὴν ψυχήν σου, αἰσθάνεσαι μιὰ πληρότητα καὶ μιὰ ταπείνωσιν. Δὲν ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὴν ἀδικία, τὴν εἰρωνεία ἢ τὸν ἔπαινον. Ζῆς σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα πνευματικὴ ποὺ δὲν εἰσέρχεται εὔκολα ὁ ἰὸς τῆς ἁμαρτίας. Ὁ πνευματικὸς ἀνακρίνει τὰ πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σοῦ δίδει ἄλλα μάτια καὶ ἄλλην κρίσιν. Λέγε συνεχῶς τὴν εὐχήν, διὰ νὰ ζῇς ἄνετα μέσα σὲ κάθε περιβάλλον· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Ὡς ἄνθος ἀμάραντον καὶ δένδρον εὐσκιόφυλλον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἡ ψυχή σου ὅταν λέγης· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Λέγε τὴν εὐχὴν καὶ ἄφησε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ εἰσέλθη εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου. Γίνε τότε ἄγρυπνος θυρωρὸς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς σου καὶ θεατὴς τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ λέγε μετ᾿ εὐφροσύνης· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἡ εὐλογία ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀνυμνεῖ καὶ δοξολογεῖ ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀμήν.
1. Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἥσυχαστης, σελ. 39.
2. Γέροντος Ἰωσήφ, Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, σελ. 209.
3. Γέροντος Ἰωσὴφ, Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 209.
4. Γέροντος Ἰωσὴφ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 207.
5. Γέροντος Ἰωσήφ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 208.
6. Γέροντος Ἐφραὶμ, Πατρικαὶ Νουθεσίαι, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, σελ. 106.
7. Γέροντος Ἰωσὴφ, Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 30.
8. Γέροντος Ἐφραὶμ, Πατρικαὶ Νουθεσίαι, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, σελ. 130.
Φωτογραφικὸ ὑλικὸ:
Ὁ τάφος τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστῆ.
Ἄποψη τοῦ τάφου τοῦ γέροντος Ἰωσὴφ ἀπὸ ἔξω.
Ἡ συνοδεία τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ (καθιστὸς μὲ τὸ μαστούνι) στὴ Νέα Σκήτη. Ἤδη οἱ π. Χαράλαμπος (ἀριστερὰ) καὶ π. Ἐφραὶμ (δεξιὰ) εἶναι ἱερομόναχοι. Διακρίνονται ἐπίσης ὁ Γ. Ἀρσένιος στ΄ ἀριστερά τοῦ Γ. Ἰωσήφ, ὁ π. Ἰωσὴφ (νῦν Βατοπαιδινὸς) πίσω του καὶ ἄλλοι μοναχοί.
Τὰ σπήλαια τῶν δύο γερόντων Ἰωσὴφ καὶ Ἀρσενίου στὴν Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὅρος.
Διακρίνονται ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά:
παπα-Χαράλαμπος, π.Ἀρσένιος, π.Ἰωσήφ, Γέροντας Ἰωσήφ (καθιστός), π.Θεοφύλακτος, παπα-Ἐφραίμ.
Σύγχρονοι διδάσκαλοι τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ἡ θέα ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό τῆς σπηλιᾶς.
Ψηλὰ στὸν βράχο τῆς σπηλιᾶς, διακρίνουμε κρίκους ὅπου κρεμόταν μὲ σκοινὶ γιὰ τὶς πολύωρες ἀγρυπνίες.
Ἡ συνοδεία τοῦ Γέροντα Ἰωσὴφ στὴν Νέα Σκήτη.
Διακρίνονται ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά: π.Ἀθανάσιος, παπα-Ἐφραίμ, π.Ἀρσένιος, π.Ἰωσήφ, Γέροντας Ἰωσήφ, π.Θεοφύλακτος, παπα-Χαράλαμπος.
Ἀπ΄ αὐτὴ τὴν εὐλογημένη συνοδεία ἀναδείχθηκαν μεγάλοι Γέροντες, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν προόρρησιν τοῦ Γ.Ἰωσήφ, γέμισαν τὸ Ἅγιον Ὅρος (κι ὄχι μόνο) μὲ καλογέρια.
Τὸ στασίδι στὴν σπηλιὰ
Ἡ Νέα Σκήτη
Πηγή: Ἐκ τῆς ἐκδόσεως: Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, ἔργον Ἱ. Μ. Καρακάλλου Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, http://users.uoa.gr , Αγιορείτικο Βήμα, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...