Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Προχθὲς στὶς 30 τοῦ Νοέμβρη ἤτανε ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι πεθάνανε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, κηρύχνοντας τὸ Εὐαγγέλιο σὲ διάφορες χῶρες. Στὴν Ἑλλάδα μαρτύρησε μοναχὰ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος, δηλαδὴ ποὺ πῆγε πρῶτος κοντὰ στὸν Χριστό. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα. Πολὺ τιμημένη εἶναι ἡ Πάτρα μέσα στὸν κόσμο, γιατὶ ἀξιώθηκε νὰ ποτισθεῖ τὸ χῶμα της μὲ τὸ αἷμα ἐκείνου ποὺ τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἕντεκα, πρὶν ἀπὸ τὸν ἀδερφό του τὸν Πέτρο. Ὁ Ἀνδρέας ἤτανε στὴν ἀρχὴ μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Μιὰ μέρα καθότανε ὁ Πρόδρομος μαζὶ μὲ τοὺς δυὸ μαθητές του, κ᾿ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Χριστὸ νὰ περπατᾶ, καὶ γυρίζει καὶ τοὺς λέει: «Νά, αὐτὸς εἶναι τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ». Καὶ σὰν ἀκούσανε οἱ μαθητὲς τὸ δάσκαλό τους νὰ μιλᾶ ἔτσι, πήγανε ξοπίσω ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ Κεῖνος γύρισε καὶ τοὺς εἶδε νὰ τὸν ἀκολουθᾶνε, καὶ τοὺς λέγει: «Τί ζητᾶτε;» Κι᾿ αὐτοὶ τοῦ εἴπανε: «Δάσκαλε, ποῦ κάθεσαι;» Κι᾿ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ἐλᾶτε νὰ δῆτε». Πήγανε λοιπὸν κ᾿ εἴδανε ποὺ καθότανε, κι᾿ ἀπομείνανε μαζί του ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἤτανε ὁ Ἀνδρέας. Ὁ ἄλλος εἶναι φανερὸ πὼς ἤτανε ὁ Ἰωάννης, γιατὶ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε παραπάνω τὰ γράφει ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του (Ἰω. α´ 35), καὶ λέγει «ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ τοῦ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ» (Ἰω. α´ 41). Βλέπεις πὼς κρύβει τὸν ἑαυτό του, ποὺ ἤτανε μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα; Καὶ τὸ κάνει ἀπὸ σεμνότητα, ὄχι μοναχὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ Εὐαγγελίου του, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα. Κ᾿ ἐνῶ εἶναι πάντα λιγόλογος στὰ καθέκαστα τῆς ἱστορίας του, σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος γράφει καὶ τὴν ὥρα ποὺ πήγανε κοντὰ στὸν Χριστό, κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὸ φαίνεται πόσο τυπώθηκε μέσα στὴν ψυχή του ἐκείνη ἡ στιγμὴ ποὺ πρωτογνώρισε τὸν ἀγαπημένο του δάσκαλο. Γράφει λοιπόν: «Ὥρα ἦν ὡς δεκάτη» (Ἰω. α´ 40). Ὕστερα, πηγαίνει ὁ Ἀνδρέας καὶ βρίσκει τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο ποὺ τὸν λέγανε τότε ἀκόμη Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει: «Βρήκαμε τὸν Μεσσία ποὺ θὰ πεῖ Χριστός». «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν, ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός». Καὶ τὸν πῆρε καὶ τὸν πῆγε στὸν Χριστό. Κι᾿ ὁ Χριστός, σὰν γύρισε καὶ εἶδε τὸν Σίμωνα, εἶπε: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμωνας ὁ γυιὸς τοῦ Ἰωνὰ· ἐσένα τὄνομά σου θὰ γίνει Κηφᾶς, ποὺ θὰ πεῖ Πέτρος».
Ὁ Ἀνδρέας γεννήθηκε στὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, ἕνα ψαραδοχώρι χτισμένο στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Κατὰ τὰ παραπάνω ποὺ εἴπαμε, ὁ Πέτρος ἤτανε ἀδελφὸς τοῦ Ἀνδρέα, κ᾿ οἱ δυὸ ἤτανε γυιοὶ τοῦ γέρο Ἰωνᾶ, ψαραδόσογο. Ὁ Πέτρος ἤτανε φουριόζος καὶ ἐνθουσιαζότανε εὔκολα, ἐνῶ ὁ Ἀνδρέας ἤτανε ἥσυχος καὶ λιγόλογος, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος: «Πέτρος θερμὸς τῷ πνεύματι ἦν πάνυ καὶ εἰς κοσμικῶν χρεῶν μέριμναν ἐπιτήδειος, ὁ δὲ Ἀνδρέας πραῢς καὶ ὀλιγόλαλος».
Ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο φαίνεται πὼς ὁ Ἀνδρέας ἤτανε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἴχανε πιὸ πολὺ θάρρος μαζί του, σὰν τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Φίλιππο. Ὡστόσο τὰ λόγια ποὺ ἔλεγε ἦταν πάντα λιγοστά. Τὴ μέρα ποὺ μαζεύθηκε πολὺς κόσμος κι᾿ ἄκουγε τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ πεινάσανε, γύρισε ὁ Χριστὸς κ᾿ εἶπε στὸν Φίλιππο: «Ἀπὸ ποῦ θὲ ν᾿ ἀγοράσουμε ψωμιὰ γιὰ νὰ φάει ὁ κόσμος;» Κι᾿ ὁ Φίλιππος τοῦ εἶπε: «Διακόσια τάλληρα ψωμιὰ δὲν φτάνουνε γιὰ νὰ φάγει ὁ καθένας τους ἀπὸ μία μπουκιά». Τότε ὁ Ἀνδρέας λέγει στὸν Χριστό: «Εἶναι ἐδῶ πέρα ἕνα παιδάριο ποὺ ἔχει πέντε ψωμιὰ κριθαρένια καὶ δυὸ ψάρια» (Ἰω. στ´ 5-10).
Κι᾿ ἄλλη φορὰ πάλι, τὴ μέρα ποὺ μπῆκε ὁ Χριστὸς στὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὰ βάγια, κάποιοι Ἕλληνες θέλανε νὰ τὸν δοῦνε, καὶ πήγανε στὸν Φίλιππο καὶ τοῦ εἴπανε: «Κύριε, θέλουμε νὰ δοῦμε τὸν Ἰησοῦ». Καὶ ὁ Φίλιππος πῆγε καὶ τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, κ᾿ ὕστερα κ᾿ οἱ δυὸ μαζὶ τὸ εἴπανε στὸν Χριστό. Καὶ τότες ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. ιβ´ 23). «Ἔφταξε ἡ ὥρα γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ γυιὸς τοῦ ἀνθρώπου», δηλαδὴ μὲ τοὺς Ἕλληνες θὰ κηρυχθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Λοιπόν, βλέπεις; Πάλι ὁ Ἀνδρέας τοῦ μίλησε. Συμπεραίνω πὼς οἱ Ἕλληνες πήγανε καὶ τὄπανε στὸν Φίλιππο γιατὶ θἄξερε ἑλληνικά, ἀφοῦ καὶ τὄνομά του ἤτανε ἑλληνικό, μακεδονικό. Κι᾿ αὐτὸς πάλι τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε κι᾿ αὐτὸς ἑλληνικὸ ὄνομα, κ᾿ ἴσως γνώριζε καὶ τὴ γλώσσα. Ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ δυὸ εἴχανε ἑλληνικὰ ὀνόματα.
Μετὰ τὴν Ἀνάσταση, τὴν τελευταία φορὰ ποὺ φανερώθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του, τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε καὶ μαθητέψετε ὅλα τὰ ἔθνη, βαφτίζοντάς τα στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ διδάσκοντας τὰ νὰ κρατᾶνε ὅλα ὅσα σᾶς παράγγειλα. Κ᾿ ἐγὼ θἆμαι πάντα μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες, μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου». Ἀφοῦ λοιπὸν πήρανε τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τραβήξανε ὁ καθένας κατὰ τὴ φώτιση ποὺ πῆρε, στόνα καὶ στ᾿ ἄλλο μέρος. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τράβηξε, κατὰ τὴν παράδοση, καὶ πῆγε κατὰ πρῶτο στὰ μέρη τῆς Μαύρης Θάλασσας. Κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Τραπεζοῦντα καὶ στὴν Ἀμισό, ἔχοντας μαζί του κάποιους ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, καὶ γύρισε στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ χιλιάδες Ἕλληνες καὶ Ἰουδαίους. Ἀπὸ κεῖ τράβηξε στὴν Κολχίδα, δηλαδὴ στὸ σημερινὸ Λαζιστᾶν, ποὺ κατοικούσανε οἱ ἄγριοι κουρσάροι οἱ λεγόμενοι Κερκέτες. Κατόπι γύρισε πίσω στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, καὶ πάλι ξανάφυγε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ πήγανε στὴν Ἔφεσο. Στὴν Ἔφεσο εἶδε στόνειρό του τὸν Χριστό, ποὺ τὸν πρόσταξε νὰ πάγει στοὺς Σκύθες νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Πηγαίνοντας στὴ Σκυθία, πέρασε ἀπὸ τὴ Βιθυνία καὶ κήρυξε στὴ Νικομήδεια, στὴ Χαλκηδόνα καὶ στὴν Ποντοηράκλεια. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Παφλαγονία καὶ κήρυξε στὴν Ἄμαστρη καὶ στὴ Σινώπη, κ᾿ ἐκεῖ βάφτισε τοὺς πιὸ πολλοὺς χριστιανοὺς καὶ κατόπι πῆγε πάλι στὴν Ἀμισὸ καὶ στὴν Τραπεζούντα. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὰ Σαμόσατα ποὺ βρισκότανε ἀπάνω στὸν ποταμὸ Εὐφράτη καὶ δίδαξε τοὺς Ἕλληνες, ποὺ κατοικούσανε πολλοὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος. Ἀπὸ τὰ Σαμόσατα ξαναγύρισε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τότες εἶδε τὸν Παῦλο. Μετὰ τὸ Πάσχα, ἔφυγε πάλι καὶ πέρασε τὴν Καππαδοκία καὶ τὴ Λαζικὴ κ᾿ ἔφταξε στὸ Κίεβο τῆς Σκυθίας, ποὺ ἤτανε τὸ Πάνθεο τῆς σλαυωνικῆς πολυθεΐας, κι᾿ ἀπάνω σ᾿ ἕνα χαμοβούνι ἔστησε ἕναν πέτρινο σταυρό. Κατόπι πέρασε τὸν Καύκασο καὶ τὴν Κασπία Θάλασσα, καὶ κήρυξε στὴ Χορασμία, στὸ σημερινὸ Χορωσᾶν. Ὕστερα ἔστρεψε πίσω κατὰ τὸ βασίλεμα καὶ πῆγε στὴν Κριμαία, κι᾿ ἀφοῦ δίδαξε καὶ βάφτισε πολλούς, πέρασε στὴ Σινώπη, κι᾿ ἀπὸ κεῖ πῆγε στὸ Βυζάντιο, ποὺ ἤτανε τότες ἕνα χωριό, πρὶν χτιστεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη, κι᾿ ἀφοῦ χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στάχυν, ἕναν ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, πῆγε στὴ Θράκη καὶ στὴ σημερινὴ Βουλγαρία καὶ Σερβία. Ἔπειτα κατέβηκε στὴ Μακεδονία, στὴ Θεσσαλία καὶ στὴ Ρούμελη, κι᾿ ἀπὸ κεῖ πέρασε στὸν Μοριὰ καὶ πῆγε στὴν Ἀχαΐα ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Πάτρα, μεγάλη πολιτεία τιμημένη ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ποὺ ἀφεντεύανε τὸν καιρὸ ἐκεῖνον ἀπάνω σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο, κ᾿ ἤτανε στολισμένη μὲ ἐπίσημα χτίρια καὶ μὲ ἀγάλματα. Ἀνθύπατος τῆς Ἀχαΐας ἤτανε τότες ἕνας ποὺ τὸν λέγανε Αἰγεάτη. Σὲ λίγο ἀκούσθηκε πὼς ὁ Ἀνδρέας γιάτρεψε πολλοὺς ἀρρώστους μονάχα μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν χεριῶν του κι᾿ ὁ κόσμος ἔτρεχε σ᾿ αὐτόν. Ἔτυχε τότε ν᾿ ἀρρωστήσει κι᾿ ἡ γυναίκα τοῦ Αἰγεάτη, λεγόμενη Μαξιμίλλα, κι᾿ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τὴν ἕγιανε. Σὲ λίγον καιρὸ ἔφυγε στὴ Ρώμη ὁ Αἰγεάτης γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸν αὐτοκράτορα Νέρωνα γιὰ κάποιες ὑποθέσεις, κι᾿ ἄφησε στὸ πόδι τοῦ τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ. Αὐτὸς ὁ Στρατοκλὴς ἤτανε σοφὸς καὶ φημισμένος μαθηματικὸς στὴν Ἀθήνα, κ᾿ εἶχε ἕνα δοῦλο ποὺ τὸν λέγανε Ἀλκαμανά, καὶ τὸν γιάτρεψε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀπὸ σεληνιασμὸ ποὺ ὑπόφερνε. Ὁ Στρατοκλὴς κ᾿ ἡ Μαξιμίλλα πιστέψανε στὸν Χριστὸ καὶ βαφτισθήκανε, κι᾿ ἄλλος πολὺς κόσμος μαζί τους. Γυρίζοντας στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ γινήκανε, πρόσταξε νὰ πιάσουνε τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν βάλουνε στὴ φυλακή, καὶ σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὸν δίκασε, ἔβγαλε ἀπόφαση νὰ σταυρωθεῖ. Πρὶν νὰ τὸν πιάσουνε, χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στρατοκλή. Σὰν ξημέρωσε ἡ μέρα ποὺ θὰ τὸν σταυρώνανε, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν βασανίσανε, τὸν πήγανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στὸν τόπο ποὺ εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ ἐκκλησιά του καὶ ποὺ τότες ἤτανε χτισμένος ὁ ναὸς τῆς Δήμητρας. Γύρισε καὶ κοίταξε ἀτάραχος τὸ σταυρὸ καὶ τὸν βλόγησε, βλόγησε καὶ τὸν κόσμο, κ᾿ ὕστερα τὸν σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα χρονῶν. Ὁ σταυρὸς ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἤτανε κανωμένος ἀπὸ δυὸ ἴσια σταυρωτὰ ξύλα σὲ σχέδιο X, καὶ κατὰ τὴν παράδοση ἤτανε ἀπὸ ξύλο τῆς ἐληᾶς. Μαρτύρησε βασιλεύοντας στὴ Ρώμη ὁ Νέρωνας. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, «ἤτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, μὲ γυριστῆ μύτη καὶ μὲ πυκνὰ φρύδια». Τὸ σκήνωμά του τὸ ἔθαψε ὁ ἐπίσκοπος Στρατοκλῆς μὲ τὴ Μαξιμίλλα καὶ κόσμος πολύς, ἀφοῦ τὸ ἀλείψανε μ᾿ ἀκριβὰ ἀρώματα καὶ τὸ ἐνταφιάσανε σ᾿ ἕνα μνῆμα μαρμάρινο κοντὰ στὴ θάλασσα. Ὁ τάφος τοῦ βρίσκεται ὡς τὰ σήμερα μέσα στὴν ἐκκλησιά του, ἀλλὰ τὸ ἅγιο λείψανο λείπει, γιατὶ 350 χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ μαρτύριό του τὸ ἀνακομίσανε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ καταθέσανε στὴν ἐκκλησιὰ τῶν ἁγίων ἀποστόλων μαζὶ μὲ τῶν ἄλλων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Στὰ 1204 πήγανε στὴν Πόλη οἱ Φράγκοι, κι᾿ ἁρπάξανε ὅ,τι ἥβρανε. Ἕνας καρδινάλης Πέτρος, ἀπὸ τὴν Καπούα, πῆρε τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα καὶ τὸ πῆγε στὸ Ἀμάλφι τῆς Ἰταλίας, καὶ κεῖ χτίσανε ἐκκλησία σὲ μνήμη τοῦ ἁγίου καὶ βάλανε μέσα μὲ μεγάλη πομπὴ τὸ λείψανό του κλεισμένο σὲ ἀσημένια θήκη, στὶς 8 Μαΐου 1208. Στὴν Πάτρα ἀπόμεινε μοναχὰ ἡ ἁγία κάρα ποὺ τὴ δώρισε στοὺς Πατρινοὺς ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών. Μὰ στὰ 1460 ποὺ κατεβήκανε οἱ Τοῦρκοι στὸν Μοριά, ὁ Θωμᾶς ὁ Παλαιολόγος, ἀδελφός του Κωνσταντίνου καὶ τελευταῖος ἄρχοντας τῆς Πάτρας, πῆρε τὴν ἁγία κάρα καὶ μπαρκάρησε ἀπὸ τὴν Πύλο καὶ πῆγε στὴ Ρώμη καὶ τὴν πρόσφερε στὸν πάπα Πίο τὸ Β´. Ὁ σταυρός του βρίσκεται στὴ Μαρσίλια, στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Βίκτωρος.
Στὴν Πάτρα καὶ στὰ περίχωρα ὑπήρχανε πολλὲς ἐκκλησίες τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, πλὴν τώρα δὲν σώζεται καμμιά. Ἡ σημερινὴ ἐκκλησιά του εἶναι βασιλικὴ κατὰ τὸ σχέδιο ποὺ συνηθιζότανε στὰ Ἐφτάνησα, καὶ χτίσθηκε στὰ 1845. Τὸ ταβάνι εἶναι ζωγραφισμένο ἀπὸ τὸν Δημήτριο Βυζάντιο ποὺ ἔγραψε τὴ Βαβυλωνία καὶ ποὺ ἤτανε ἁγιογράφος. Μ᾿ ὅλο ποὺ ἡ ἐκκλησία αὐτὴ δὲν εἶναι κανωμένη καὶ ζωγραφισμένη κατὰ τὸ βυζαντινὸ τρόπο, εἶναι ὡστόσο κατανυχτική. Ἐνῶ ἡ μισοτελειωμένη ἐκκλησία ποὺ φαίνεται κοντὰ τῆς εἶναι ἕνα ἔκτρωμα ποὺ πρέπει νὰ τὸ γκρεμίσουνε οἱ Πατρινοί. Ξέρω πὼς παιδεύουνται χρόνια τώρα χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ κατασταλάξουνε σὲ μία ἀπόφαση γιὰ τὸ σχέδιο μιᾶς μεγάλης ἐκκλησιᾶς ποὺ θέλουνε νὰ χτίσουνε. Εἶδα τὸ σχέδιο ποὺ σκάρωσε ἕνας Φραντσέζος, ποὺ εἶναι ἴδια τούρτα. Μὰ ὑπάρχει πιὸ ἁπλὸ πρᾶγμα ἀπὸ τοῦτο: νὰ ἀναθέσουνε σ᾿ ἕναν καλὸν ἀρχιτέκτονα, ποὺ νὰ νογᾶ ἀπὸ βυζαντινά, νὰ κάνει μίαν ἐκκλησιά, ἀντιγράφοντας πιστὰ κάποια ἀπὸ τὶς πιὸ ἔμορφες βυζαντινὲς ἐκκλησιές, π.χ. τὸν ὅσιο Λουκᾶ τῆς Λειβαδιᾶς, τὸ Βροντόχι τοῦ Μυστρὰ ἢ μία ἐκκλησιὰ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἢ ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Πάτρα εἶναι τὸ λιμάνι τῆς Ἑλλάδας ποὺ κοιτάζει κατὰ τὸ πέλαγο τῆς Εὐρώπης, κι ὅποιος ἔρχεται ἀπὸ κεῖ, εἶναι ντροπὴ νὰ πρωτοδεῖ μίαν ἐκκλησιὰ φράγκικη στὸ μέρος ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Πρέπει νὰ δεῖ μία ἐκκλησιὰ ἑλληνική, βυζαντινή. Τί καθόσαστε καὶ συζητᾶτε χρόνια τώρα, σὰν νὰ μὴν ἔχετε τὴν πιὸ σπουδαία τέχνη στὸν τόπο σας;
Ἐδῶ στὴν Ἀθήνα ζωγράφισα μία μικρὴ καὶ παλαιὰ ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ποὺ βρίσκεται στὴν ὁδὸ Λευκωσίας, κοντὰ στὴν πλατεία Ἀγάμων. Ἡ πιὸ πολλὴ δουλειὰ ἔγινε. Σὰν τελειώσει ἡ ἁγιογραφία, πιστεύω νὰ γίνει ἕνα μικρὸ μουσεῖο τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας.
Πηγή: (ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996), http://users.uoa.gr
«Στο Μέγα Δέντρο ξεκινά στο Καλοντάει αγιάζει
χτίζει σκολειά, χτίζει εκκλησιές χτίζει την Ρωμηοσύνη.
Πάτερ Κοσμά, σαν να ‘ταν χθές το κήρυγμά σου αχάζει
στη Ρούμελη, στην Ήπειρο στην απεραντοσύνη».
Το ποίημα είναι του Γεωργίου Αθνάνα και αποδίδει νομίζω εναργώς αυτό που στάθηκε ο άγιος Κοσμάς: ο χτίστης της Ρωμηοσύνης. Χτίζει, γράφει ο ποιητής, πρώτα σχολειά και κατόπιν χτίζει και εκκλησιές, διότι «το σχολείον ανοίγει τας εκκλησίας, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια» κατά τον αείχλωρο λόγο, του αγίου. Τα σχολεία όμως που «ανοίγουν» εκκλησιές και την κατ’ οίκον εκκλησία, την οικογένεια, είναι τα σχολεία του Πατροκοσμά, τα σχολεία που φωτίζουν τους νέους και όχι σαν τα σημερινά που κλείνουν εκκλησιές και γκρεμίζουν μοναστήρια.
Λίγο πιό πάνω από την γενέτειρά μου, στην Άνω Μηλιά Πιερίας, υπάρχει ναός του αγίου. Σε μια διχάλα ενός δέντρου είναι καρφωμένος ένας σιδερένιος σταυρός από τον Πατροκοσμά: Εκεί δίπλα χτίστηκε η εκκλησιά. Καμάρωναν οι παπούδες: πέρασε κι απ’ τα μέρη μας ο Αγιο-Κοσμάς. Κι απ’ όπου δίδασκε ο Πατροκοσμάς, όπου έστηνε το ταπεινό σκαμνί του, που ήταν ο τάφος του όπως έλεγε, το αντίχριστο Ισλάμ εκεί δεν στέριωνε.
Σε εποχή που οι κατακτητές μάς αφανίζουν, που οι αλώπεκες του σκότους, οι παπικοί, οργιάζουν, οι Εβραίοι βυσσοδομούν και οι ραγιάδες υποκύπτουν και κατά επαρχίες αλλαξοπιστούν, ο άγιος παίρνει στους ισχνούς ώμους του τον σταυρό του Κυρίου και χτίζει σχολειά για να μαθαίνουν τα σκλαβόπουλα «τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάς, τι είναι άγγελοι, αρχάγγελοι, τι είναι καταραμένοι οι δαίμονες, τι είναι Παράδεισος, τι είναι κόλασις, τι είναι αμαρτία και αρετή».
Στα σημερινά σχολειά των άθεων γραμμάτων, δεν μαθαίνουν οι μαθητές μας τι είναι οι καταραμένοι οι δαίμονες και η αμαρτία, αλλά καλούνται να μιμηθούν τους δαίμονες. (Θυμίζω στο βιβλίο Θεατρικής Αγωγής Ε-Στ Δημοτικού, την παρότρυνση του βιβλίου, σελ. 81, «είσαι δαιμόνιο», να υποδυθούν, δηλαδή, οι μαθητές το δαιμόνιο). «Το κακό», έλεγε ο άγιος σε μια προφητεία του, «θα σας έρθει από τους διαβασμένους». Δεν είπε μορφωμένους. Ο λαός μας τους μορφωμένους τους ονομάζει γνωστικούς, ενώ τους διαβασμένους πολύξερους. Πολύξεροι είναι οι ημιμαθείς που μεταρρυθμίζουν, αναγεννούν, αναπτερώνουν την Παιδεία, για να καταλήξουμε σήμερα, αντί να έχουμε σχολεία ρωμαίικα, με «ψυχή και Χριστό», να καταντήσουν μάνδρες εκκλησιομαχίας, αφιλοπατρίας και γλωσσικής αφασίας.
Δίδασκα προχτές στους μαθητές μου, παιδιά Στ’ Δημοτικού το Ευαγγέλιο της Κυριακής. Δεν προβλέπεται από το αναλυτικό πρόγραμμα, όμως-και το λέω χωρίς ίχνος έπαρσις, εν οίδα ότι ουδέν ειμί-δεν σκύβω το κεφάλι στο ψευτορωμαίικο, γιατί «όταν μου πειράζουν πατρίδαν και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ‘νεργήσω και ό,τι θέλουν ας μου κάμουν», όπως μας εντέλλεται ο πατριδοφύλακας στρατηγός Μακρυγιάννης. Μου λέει ένας μαθητής μου. Γιατί, Κύριε, την ώρα που μας διαβάζετε το Ευαγγέλιο επικρατεί απολυτη ησυχία; Στ’ άλλα μαθήματα αγριεύουμε, είμαστε ανήσυχοι; Τι να του πω του παιδιού; Θυμήθηκα τα λόγια του αγίου: «Δεν βλέπετε ότι αγρίευσε το γένος μας από την αμάθεια και εγίναμεν ως τα θηρία»;
Και πώς να μην αγριέψουν τα παιδιά, να μην γίνουν ωσάν τα γουρουνόπουλα, όπως έλεγε ο άγιος στους γονείς τους, που τ’ άφηναν χωρίς «τα γράμματα που διαβάζουνε / οι αγράμματοι και αγιάζουνε» (Ελύητης). Τα γράμματα αυτά είναι ο λόγος του Κυρίου, ο ίδιος ο Χριστός, και ο λόγος, ο σπόρος αυτός δεν φτάνει εις την γην την αγαθήν, τις ψυχές των παιδιών μας γιατί τον πνίγουν τα αγκάθια. Και τα δηλητηριώδη αγκάθια της αφιλοπατρίας και τη εκκλησιομαχίας, φωλιάζουν στα σχολικά βιβλία Γλώσσας, τα παλιά Αναγνωστικά. Και τα λέγαμε Αναγνωστικά, γιατί μέσω των βιβλίων διάβαζε ο μαθητής τον πολιτισμό μας, περιείχαν γνώσεις ιστορίας, λαογραφίας, θεολογίας, γεωγραφίας, μ’ ένα λόγο, βιβλία, να πω μία λέξη που ποινικοποιήθηκε, Πατριδογνωσίας. Σε αντίθεση με τα νέα-περιοδικά ποικίλης ύλης, όπως απροκάλυπτα τα ονομάζω-που γελοιοποιούν τον δάσκαλο και υπονομεύουν την ίδια την υπόσταση του σχολείου.
Βεβαίως, να γράψω και τον σκληρό λόγο, υπεύθυνοι είμαστε και εμείς οι δάσκαλοι. «Όταν τα μήλα είναι ξινά, δεν φταίνε τα μήλα, φταίνε οι μηλιές», έλεγε ο άγιος. Ο δάσκαλος είναι η ψυχή του σχολείου. «Σχολείον ίσον δάσκαλος» βροντοφωνάζει ο Παλαμάς. «Καλών των διδασκάλων και οι μαθηταί καλοί γίνονται» ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και όχι «ΠΡΩΤΑ Ο ΜΑΘΗΤΗΣ» όπως διακηρύττει το υπουργείο πρώην εθνικής Παιδείας. Στην παράδοσή μας πάντοτε η διδασκαλία ήταν δασκαλοκεντρική και έτσι πρέπει να παραμένει αρκεί ο δάσκαλος να είναι πρωτίστως πρόσωπο και όχι ρόλος. Διότι ο δάσκαλος διδάσκει με την ίδια του τη ζωή-«τούτο διδασκάλου αρίστου, το δι’ εαυτού παιδεύειν α λέγει». (άγ. Χρυσόστομος). Μόνο ένα πρόσωπο μπορεί να ενσταλάξει στις ψυχές των παιδιών το μορφωτικό αγαθό.
Τα τελευταία όμως χρόνια παρεισέφρησαν στα παιδαγωγικά τμήματα και στο αμαρτωλό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Γραικύλοι της σήμερον με αποτέλεσμα «να βγαίνουν πράγματα από τα σχολεία που ο νους σας δεν φαντάζεται», όπως προφήτεψε ο Πατροκοσμάς.
Ενώ είναι γεμάτο το κελάρι του πατρογονικού μας σπιτιού με καλούδια και με τα τιμαλφή του Γένους και της ηλιόλουστης Ορθοδοξίας μας, αντί να ευφραίνονται τα παιδιά που είναι χριστιανοί Ορθόδοξοι, εμείς τα καταδικάσαμε σε λιμοκτονία, τα ταΐζουμε με τα ξυλοκέρατα, τις γουρουνοτροφές των Φράγκων.
Φέτος κλείνουν 300 χρόνια από την γέννηση του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του εθναποστόλου που έσωσε κυριολεκτικά το Γένος από τον αφανισμό. Και η διάσωσή του οφείλεται στα εκατοντάδες σχολεία που κτίστηκαν με την παραίνεσή του. Τιμάμε στα σχολεία, μας αποστέλει και σχετικές εγκυκλίους το υπουργείο, τις γνωστές χαζοχαρούμενες παγκόσμιες ημέρες, του ύπνου, των ζώων, της ξενοφοβίας, του γέλιου, του χαχανητού, της βλακείας-όταν καταργείς το εορτολόγιο, την μνήμη τω αγίων, ψάχνεις υποκατάταστατα-ενώ θα έπρεπε, αν τούτο το κράτος ήταν ελληνικό και όχι μνημονιακό απολειφάδι, να κηρυχτεί έτος Αγίου Κοσμά και να προβλεφθούν σχετικές εκδηλώσεις. Τόσες και τόσες «δράσεις» αναλαμβάνουμε, μία για να μας υπενθυμίζει σε ποιούς χρωστάμε ελεύθερη πατρίδα τι πείραζε; Συμβουλεύω τους συναδέλφους, που έχουν πίστη στο Χριστό και φιλοπατρία-εμείς οι «σκοταδιστές» για τους προσκυνημένους στο σύστημα-να παρατήσουν για μια μέρα τα σχολικά περιοδικά-βιβλία και να διαβάσουν, να μιλήσουν στους μαθητές τους για το ποιος ήταν και τι πρόσφερε ο άγιος στο Γένος. Είναι πράξη αντίστασης στην περιρρέουσα σκυβαλοκρατία. Να πιάσουν τον Πατροκοσμά από το χέρι και να τον φέρουν μες στην τάξη κι αυτός ξέρει τι θα διδάξει στα παιδιά.
Να καθαρογράψουν και να δώσουν στους μαθητές, για αντιγραφή και ορθογραφία, που λέγαμε παλιά τούτα τα «ελληνοσώτειρα» λόγια: «Τούτο σας λέγω και σας παραγγέλω, καν ο ουρανός να κατεβεί κάτω, καν η γη ανεβεί επάνω, καν όλος ο κόσμος χαλάσει, καθώς μέλει να χαλάσει, σήμερον, αύριον, να μη σας μέλλει τι έχει να κάμει ο Θεός. Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν,τα πράγματά σας ας τα πάρουν, μη σας μέλλει, δώσετέ τα, δεν είναι ιδικά σας. Ψυχή και Χρστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέσει, δεν ημπορεί να σας τα πάρει, εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε, να μην τα χάσετε».
Πηγή: Ακτίνες
Σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θά καταθέσωμε εἰς τήν ἀγάπη σας κάποιες πατερικές θέσεις, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται εἰς τό ἱερό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καί ξεκινᾶμε ἀπό τό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς, πού ἐδῶ καί λίγες ἡμέρες ἑορτάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, κατά τήν ὁποίαν ἑορτή πανηγυρίζομε τήν εἴσοδο τῆς Παναγίας Μητέρας μας εἰς τόν ναό τοῦ Σολομῶντος καί μάλιστα σέ αὐτά τά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Καί αὐτό, ἐν προκειμένῳ, γιά νά ἀφιερωθῆ ἡ πάναγνος Κόρη εἰς τόν Θεόν σέ ἡλικία τριῶν ἐτῶν.
Οἱ γονεῖς της, ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα κατήγοντο ἀπό τήν βασιλική φυλή τοῦ Δαυΐδ καί ἐπειδή ἐπί χρόνια πολλά δέν ἠμποροῦσαν νά τεκνοποιήσουν ὠνειδίζοντο ἀπό τό περιβάλλον τους καί μάλιστα πάρα πολύ. Καί αὐτό, ἐπειδή ἀκόμη τότε δέν ὑπῆρχε ἐλπίς ἀθανασίας, ἐφ᾽ ὅσον δέν εἶχε ἀκόμη γίνει ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καί γι᾽ αὐτό ἡ διαδοχή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἐφαίνετο κάτι τό ἀναγκαιότατο. Ἦταν δηλαδή, τρόπον τινά, μία παρηγοριά. Τότε, εἰς τούς Ἰσραηλῖτες ἡ ἀτεκνία ἐθεωρεῖτο τόσο μεγάλο κακό, ὥστε ἀκόμη καί αὐτοί οἱ δίκαιοι νά μήν ἐπαινοῦνται τόσο γιά τήν ἀρετή τους ἀπό ὅσο ὑβρίζοντο γιά τήν ἀτεκνία τους καί μάλιστα ἐπεριφρονοῦντο πάρα πολύ.
Ἐξ αἰτίας τῆς ἀφορήτου πλέον αὐτῆς καταστάσεως, ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα ἐπεδόθησαν σέ διαρκεῖς καρδιακές καί ἀκατάπαυστες προσευχές καί πολυποίκιλες ἐν γένει πνευματικές ἀσκήσεις. Ἔτσι ὅμως, μέ τόν τρόπον αὐτόν, ἐξαγνίσθησαν πλήρως χωρίς καί οἱ ἴδιοι καλά-καλά νά τό καταλάβουν. Καί ὁ πάνσοφος Κύριος, μέσα σέ αὐτό τό παιδαγωγικό, σοφό ὀδυνηρό ἀλλά καί πάντα σωτήριο σχέδιό Του, κατέστησε, μέ αὐτόν τόν τρόπο, τό ζεῦγος Ἰωακείμ καί Ἄννα, ἄξιο, ὄχι ἁπλῶς νά ἀποκτήση κάποιο συνηθισμένο τέκνο, ἀλλά τούς εὐλόγησε σέ βαθμό ὑπερθετικό, ἀφοῦ τούς ἀξίωσε νά γεννήσουν τήν θαυμασιώτερη ἀπό ὅλες τίς θαυμάσιες πού ἐφάνησαν ποτέ. Αὐτήν δηλαδή τήν Γεννήτρια τοῦ Κτίστη, τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ὅλων δηλαδή, διά τῆς ὁποίας κατόπιν ὁ σεσαρκωμένος Λόγος τοῦ Πατρός ἐθέωσε τό ἀνθρώπινο γένος καί οὐράνωσε τήν γῆ. Αὐτήν πού ἔκανε τόν μέν Θεό Υἱό ἀνθρώπου, τούς δέ ἀνθρώπους υἱούς Θεοῦ.
Ἔτσι βλέπομε, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦταν καρπός ὄχι ἡδονῆς, ἀλλά καρπός προσευχῆς, καθ᾽ ὅτι, ὅπως εἴπαμε, οἱ γονεῖς Της ἦσαν πολύ γερασμένοι. Μόλις δέ Αὐτή ἀπεγαλακτίσθη, τριῶν χρονῶν, τότε ἀμέσως οἱ γονεῖς Της Τήν ἀφιέρωσαν εἰς τόν Ναό, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσι πού οἱ ἴδιοι εἶχαν δώσει ἀπό πρίν εἰς τόν Θεόν. Ὅτι δηλαδή, ἐάν τελικά ἐτεκνοποιοῦσαν, τό γεννώμενον τέκνον νά τό ἀφιέρωναν εἰς τόν Θεόν.
Τηρῶντας δέ κατά γράμμα τήν ὑπόσχεσί τους, Τήν παρέδωσαν εἰς τόν τότε ἀρχιερέα ὀνόματι Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος Τήν παρέλαβε καί Τήν ἔβαλε εἰς τά ἐνδότατα τοῦ Ναοῦ, εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου μόνος ὁ ἀρχιερεύς μία φορά τόν χρόνο εἰσήρχετο. Αὐτό βέβαια τό ἔκανε ὁ Ζαχαρίας χωρίς καί ὁ ἴδιος νά καταλαβαίνη τόν βαθύτερο λόγο.
Πολλές φορές, ἀλήθεια, ἡ Θεία Πρόνοια χρησιμοποιεῖ ἀνθρώπους καί καταστάσεις γιά τό πνευματικό καί αἰώνιο συμφέρον μας, πού πολλές φορές ἐμεῖς, δυστυχῶς, τίς παραθεωροῦμε, ὅλες αὐτές τίς θεϊκές εὐκαιρίες καί οἱ ὁποῖες, ἄν δέν μετανοήσωμε καί ἄν δέν τίς ἐκμεταλλευθοῦμε μέ τόν πνευματικό τρόπο ὅσο εἶναι καιρός, θά μᾶς κρίνουν ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως.
Ὁ Ζαχαρίας εἰσήγαγε τήν Θεοτόκο σέ αὐτά τά Ἅγια τῶν Ἁγίων προκειμένου Αὐτή νά προπαρασκευασθῆ καί νά καταστῆ ἀξία νά γεννήση κατόπιν τόν ἴδιο τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἐδανείσθηκε ἀπό τήν Μητέρα Του ἐμψυχωμένη ἀνθρωπίνη σάρκα. Διότι οὕτως ηὐδόκησε ὁ Θεός νά θεώση τούς ἀνθρώπους, ὥστε κατόπιν νά ἠμποροῦν πλέον οἱ ἄνθρωποι νά γίνωνται εἰς τό διηνεκές ὁλοένα καί περισσότερο μέτοχοι τῆς ἀτελευτήτου θείας δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ λοιπόν, εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἔμεινε ἡ ἀειπάρθενος Κόρη ἐπί δώδεκα χρόνια τρεφομένη ξενοπρεπῶς ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ μέ τροφή οὐρανία. Περιττό νά ποῦμε, ὅτι ἀξιώθηκε καί τῆς τοῦ Θεοῦ ἐμφανείας μέχρις ὅτου ἦλθε ὁ καιρός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Της.
Μέ αὐτήν τήν θεϊκή τροφή, ἡ Θεοτόκος ἐδυνάμωσε καλύτερα τήν φύσι Της καί ἐτελειοποιοῦσε τόν ἑαυτό Της τόσο, ὥστε ἔγινε καθαρωτέρα καί ἀνωτέρα καί ἀπό αὐτές τίς ἀσώματες ἀγγελικές δυνάμεις. Εἶχε δέ ὡς ὑπηρέτες ἀγγέλους. Ἄν θέλωμε λίγο νά ἐμβαθύνωμε, δέν εἰσῆλθε ἁπλῶς καί μόνον εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων τοπικά, ἀλλά κατά κάποιον τρόπο παρελήφθη ἀπό τόν Θεό σέ συνοίκησι μέ Αὐτόν. Εἶναι αὐτό πού ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας ''ἡ ἐν Θεῷ σύγκρασις''.
Περιττόν βέβαια νά διευκρινήσωμε, ὅτι τά πιό πολλά ἀπό αὐτά πού ἀναφέραμε ἤδη καί θά ἀναφέρωμε τά ἀναλύει εἰς τό ἔπακρον ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἰς τόν ὁποῖον συγκεντρώνεται ἡ συνισταμένη τῆς γνησίας ἀνοθεύτου διαχρονικῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μετά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἑορτάζομε τήν νίκη τῆς ὀρθῆς πίστεως καί γνώμης γιά τό ποιός εἶναι ὁ ἀποκαλυφθείς Θεός εἰς τό ἀνθρώπινο γίγνεσθαι, τήν δευτέρα Κυριακή, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἑορτάζομε τήν ὄντως Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τόν ὀρθό καί τέλειο τρόπο τοῦ ''εὖ πνευματικῶς ἀγωνίζεσθαι'', ὥστε νά καταστῆ δυνατόν νά μετέχωμε καί ἐμεῖς εἰς τίς ἡδονικώτατες ἄκτιστες θεϊκές ἐνέργειες.
Τό ''σύν Θεῷ κραθῆναι'', κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, αὐτή ἡ δυνατότητα νά γίνη ὁ Χριστιανός ἕνα κρᾶμα μέ τήν θεία δόξα, αὐτό θά πῆ Ὀρθοδοξία. Καί αὐτό συνέβη σέ πάρα πολλούς θεόπτες Ἁγίους καί ἀγωνιστάς. Εἶναι κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πού ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος, ὅτι δηλαδή εἰς τήν πραγματική, ἀληθινή προσευχή ἔχομε ''συνουσία'' μετά τοῦ Θεοῦ.
Καί, ἄν ὅλα αὐτά ἰσχύουν γιά τούς Ἁγίους εἰς τό πέρασμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, πού ἔβλεπαν ἀοράτως τόν ὄντως μόνον Ἀόρατον, ἐβίωναν δηλαδή τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ξεπερνᾷ καί σέ ποιότητα, καί σέ ποσότητα, καί σέ κάθε ἄλλη συντεταγμένη κάθε νόμιμη καί παράνομη ἀπόλαυσι αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἔ, τότε, κατά μείζονα λόγον ἰσχύουν γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Καί γιά νά κυριολεκτήσωμε ἀκόμη πιό πολύ, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δέν ἔπαιρνε τιμή καί ἀπό αὐτά τοῦτα τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἔδινε τιμή σέ αὐτά τά Ἅγια τῶν Ἁγίων.
Διότι, εἰς τόν Ναό ἐφυλάσσοντο, μέ κάθε εὐλάβεια, οἱ πλάκες τῆς Διαθήκης πού ἐπῆρε ὁ θεόπτης Μωϋσῆς ἀπό τόν Θεό Λόγο - ''ἄσαρκο Χριστό'' - ἀπό τόν Χριστό δηλαδή πρίν σαρκωθῆ... Διότι, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, ὁ Χριστός, ὡς τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἦταν Ἐκεῖνος πού ἐνεργοῦσε τά θαυμάσια εἰς τό Σινᾶ. Ὅμως, ἡ Θεοτόκος ἐχώρησε μέσα Της τόν ἴδιο τόν Νομοδότη, πού εἶχε δώσει τίς πλάκες τῆς Διαθήκης. Ἐχώρησε λοιπόν μέσα Της τόν ἴδιο τόν Νομοδότη, πού δέν Τόν χωροῦν τά σύμπαντα.
Τά Χριστούγεννα, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἕνα τροπάριο λέγει: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; Ὁ ἐν κόλποις τοῦ πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός;». Ἔγινε δηλαδή ἡ Παναγία Μητέρα μας δοχεῖο τοῦ ἀχωρήτου Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον εἰς τόν Χριστόν κατοικῆ ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος. Καί γι᾽ αὐτό, πολύ εὔστοχα ἡ Παναγία ὀνομάζεται καί ''χώρα τοῦ ἀχωρήτου''.
Τό μεγαλεῖο Της εἶναι ἀκατανόητο καί ἀπροσπέλαστο, ὄχι μόνον εἰς τήν ἀνθρωπίνη διάνοια, ἀκόμη κι ἄν αὐτή εἶναι ἁγιασμένη, ἀλλά καί σέ αὐτούς τούς ἀγγελικούς νόες.
Μέ τήν ἀγαθή Της πάντα προαίρεσι καί μέ τόν τέλειο προσωπικό Της ἀγῶνα, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔγινε, ἀξίως καί δικαίως, ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας καί ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ἀγγέλων, καί τῆς ἀλόγου κτιστῆς Δημιουργίας. Ἄλλωστε, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες δέν εἶχε διαπράξει καμμία προσωπική ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτό καί ὁ προγνώστης Θεός Τήν προώρισε. Διότι, ὁ Θεός ποτέ δέν προορίζει κάποιον μέ τό ζόρι, ἐφ᾽ ὅσον εἰς τόν Θεόν δέν ὑπάρχη προσωποληψία. Ἁπλῶς, εἰς τόν Θεόν, ἐπειδή εἶναι ἐκτός χρόνου, δέν ὑπάρχει παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Ἄν ὁμιλήσωμε μέ τά ἰδικά μας ἀνθρώπινα δεδομένα, γιά τόν Θεόν ὅλα εἶναι σάν ἕνας διαρκής ἐνεστῶτας. Ἐπειδή λοιπόν ὁ Θεός προεγνώριζε τήν ἑκουσία Της λαμπρή μοναδική πορεία, γι᾽ αὐτό καί Τήν προώρισε.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἄς σταθοῦμε λίγο εἰς τήν παντελῆ ἁγνότητα τῆς Παναγίας Μητέρας μας. Ἀλλά, ἀλήθεια, πῶς μποροῦμε, ἐμεῖς, οἱ ἐμπαθεῖς, οἱ βουτηγμένοι εἰς τήν ἁμαρτία, νά ἐννοήσωμε τήν καθαρότητα τῆς Παναγίας μας; Εἶναι ἀσύλληπτη, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἀκόμη καί σ᾽ αὐτά τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ. Νά τήν ὁρίσωμε καί νά τήν ἐννοήσωμε, τήν καθαρότητά Της, εἶναι ἀδύνατον, εἰς τό βάθος της. Ἁπλῶς, ἄς προσπαθήσωμε νά συλλάβωμε κάποια ἐλάχιστα χαρακτηριστικά ἰδιώματα πού ἀπορρέουν ἐκ τῆς παντελοῦς καθαρότητός Της. Προφανῶς, αὐτά δέν ἀποτελοῦν παρά ἕνα ἐλαχιστώτατο μέρος τῶν ὄντως ὑπεραρίθμων παραμέτρων πού συνθέτουν τήν παναγιότητα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Θεός, πού ἀπό καταβολῆς κόσμου ἐδιψοῦσε τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου ἐπερίμενε πότε θά ἐμφανιζόταν αὐτό τό ἀθῶο πλάσμα - κατά τόν π. Παΐσιο -, ἡ Παναγία μας, γιά νά φιλοξενηθῆ ὁ Θεός Λόγος εἰς τά ἄχραντα σπλάγχνα τῆς παντάνασσας Κόρης καί νά δανεισθῆ ἀπό Αὐτήν ἀνθρωπίνη σάρκα, τήν ὁποία ποτέ πλέον δέν ἐπρόκειτο νά ἀποβάλη. Καί ὄχι μόνον δέν ἐπρόκειτο νά ἀπεκδυθῆ ποτέ, ἀλλά τήν ἀνέβασε, διά τῆς ἐνδόξου ὑπερφυοῦς Ἀναλήψεώς Του, σέ αὐτό ἀκριβῶς τό ὕψος τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Λοιπόν, πῶς ἡ Παναγία ἔμενε ὄντως ἀμόλυντη; Καλά, τόν ἑαυτό Της ἀσφαλῶς τόν ὥριζε. Ἀλλά, τό περιβάλλον Της ἦταν τέλειο; Δέν ὑπῆρχε γύρω Της ἡ πολυποίκιλη ἁμαρτία, εἰς τόν περιβάλλοντα χῶρο Της; Ἀσφαλῶς καί ὑπῆρχε. Πῶς λοιπόν δέν ἐλερώθηκε, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, ἀπό τίς ἀθέλητες ἔστω ἁμαρτωλές προσβολές πάσης φύσεως;
''Ἁπλούστατα'', εἶχε μέσα Της καί γύρω Της ἕναν ''πνευματικό μηχανισμό'', πού ὁ,τιδήποτε ἁμαρτωλό προσέκρουε ἐπάνω Της πάραυτα ἐκαθαρίζετο ἀπό Αὐτήν τήν ἰδία. Εἰς τήν Παναγία ὑπῆρχε ἕνας παντοειδής ἐσωτερικός φυσικός πνευματικός καθαριστικός μηχανισμός, πού εἶχε τήν αὐτόματη δυνατότητα ὁ,τιδήποτε βρώμικο ἔπεφτε ἐπάνω Της, ὄχι ἁπλᾶ νά μή τό δέχεται, νά μήν εἰσχωρῆ μέσα Της, ἀλλά, ἐπί πλέον, νά τό ἐπιστρέφη, καί μάλιστα πεντακάθαρο, καί νά τό ἐκπέμπη, ὡς πεντακάθαρο, πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις. Καί μάλιστα, ὅσο πιό ἁμαρτωλό ἦτο, τόσο πιό ἁγιασμένο τό ἐπέστρεφε. Διότι, ὅπως ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος, καί περί ἀρετῆς νά ὁμιλῆ, τελικά ἐμπαθῶς θά ὁμιλῆ, δέν γίνεται διαφορετικά, ἔτσι ἰσχύει καί τό ἀντίστροφο μέ πολυσήμαντες δυνατότητες καί ἐφαρμογές...! Γενικώτερα, ὁ ἔχων ἀρετή καί καθαρότητα, καί ''ἐμπαθῶς'' φαινομενικά νά ὁμιλῆ, τελικά ἀπαθῶς καί ἐναρέτως θά ὁμιλῆ. Φυσικά, αὐτό συνήθως τό ἀντιλαμβάνονται οἱ ἔχοντες ὑγιῆ πνευματικότητα, ἤ ἔστω καλή προαίρεσι.
Φυσικά, γιά νά ἐννοούσαμε πλήρως τήν ὅλη πνευματική κατάστασι τῆς Παναγίας θά ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νά ἤμαστε εἰς τά ἰδικά Της πνευματικά μέτρα, ἀπό τά ὁποῖα, οἰκειοθελῶς δυστυχῶς, μᾶς χωρίζει μέγα ἁμαρτωλό προσωπικό χάσμα. Καί, ἐκ τῶν ἰδίων, δέν ἠμποροῦμε νά κρίνωμε τά ἀλλότρια ἀκόμη καί ὅταν ἔχωμε τήν πιό καλή προαίρεσι. Δέν ἠμποροῦμε δηλαδή νά καταλάβωμε τήν πλήρη καθαρότητα τῆς Παναγίας. Μόνον ὁ Θεός τήν γνωρίζει καί ἀκριβῶς, ἐπειδή τήν γνωρίζει, γι᾽ αὐτό καί Τήν ἐδόξασε, καί Τήν ἐδιάλεξε καί ἐμεγαλύνθη τό πανάγιο ὄνομά Της σέ Οὐρανό καί γῆ.
Κατά τόν Εὐαγγελισμό Της ἀπό τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ ἐκαθαρίσθηκε ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα καί ἐδάνεισε σάρκα εἰς τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος γιά νά γίνη ἄνθρωπος. Καί αὐτό ἔγινε γιά νά ἠμπορέσωμε νά δοῦμε καί νά ἀκούσωμε τόν Θεό. Γιά νά γίνη ὁ ἴδιος, ὁ σαρκωμένος Θεός, προσιτός σέ ἐμᾶς, τύπος καί ὑπογραμμός καί νά μᾶς διδάξη. Διότι διαφορετικά, ὅπως εἶναι εἰς τήν φύσι Του ὁ Θεός, δέν ἠμποροῦμε νά Τόν καταλάβωμε, οὔτε ἐμεῖς, οὔτε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, καθ᾽ ὅτι ἡ θεία φύσις εἶναι παντελῶς ἀκοινώνητος καί ἀμέθεκτος.
Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἔνδοξοι πρόγονοί μας, ''Θεόν νοῆσαι χαλεπόν, φρᾶσαι δέ ἀδυνατότερον'', τό ὁποῖο βέβαια ἀντέστρεψαν, ἀκόμη ἐπί τό ρεαλιστικώτερον, οἱ ἅγιοι θεοφόροι Πατέρες μας, καί συγκεκριμένα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Λοιπόν, ὄχι μόνον τήν φύσι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί αὐτήν τήν δόξα Του δέν ἠμποροῦμε νά δοῦμε, ἔστω καί στό ἀπειροστό της, ἐκτός καί ἐάν ὁ ἴδιος ὁ Θεός εὐδοκήση, καί μόνον ἐάν εὐδοκήση καί μᾶς ἀποκαλύψη λίγο ἀπό τήν γλυκυτάτη Του θεία δόξα.
Τό γιατί συνήθως δέν εὐδοκῆ ὁ Θεός, εἶναι ἕνα ἐρώτημα, ἤ μᾶλλον εἶναι ἕνα δυστύχημα, πού βαρύνει κατά κανόνα ἐμᾶς καί ὄχι τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἤ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ - δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ -, ὁ ὁποῖος ἐταπεινώθη ἕως θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, χάριν ἡμῶν καί ἀντί ἡμῶν.
Ἐκτός ὅμως ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι καί ἡ σωτηρία καί αὐτοῦ τούτου τοῦ ἀγγελικοῦ κόσμου. Οἱ ἄγγελοι ἐπαγιώθησαν καί ἐσταθεροποιήθησαν εἰς τό ἀγαθόν καί δέν κινδυνεύουν πλέον, παρά μόνον μετά τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Σωτῆρος. Αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι εἶναι ἀπό τήν φύσι τους ἄτρεπτοι, ἀναλλοίωτοι δηλαδή, διότι μόνος ὁ Θεός εἶναι ἀπό τήν φύσι Του ἄτρεπτος. Ἀλλά, τί σημαίνει; Σημαίνει, ὅτι, μετά τήν Ἐνανθρώπησι ποσῶς δέν θέλουν πλέον νά ἀποστοῦν ἀπό τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ, πρίν τήν Ἐνανθρώπησι ἐκινδύνευαν, ἐάν βέβαια δέν ἐπρόσεχαν. Ὅπως γιά παράδειγμα ὁ Ἑωσφόρος καί ὅσοι τόν ἀκολούθησαν, κάνοντας κακή χρῆσι τῆς ἐλευθερίας τους, κατήντησαν δαίμονες ἀπό πρώην ἄγγελοι.
Κάτι ἀντίστοιχο, κατ᾽ ἀναλογίαν, θά συμβῆ καί σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, μετά ὅμως τήν κοίμησί μας, ἐάν σωθοῦμε. Τότε, ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί ὅλοι οἱ σεσωσμένοι, εἰς τόν Παράδεισον, δέν θά κινδυνεύουν πλέον νά πέσουν. Ἐνῷ οἱ ζῶντες πάντα κινδυνεύουν. Οἱ κεκοιμημένοι ὠφελοῦνται, ἕως τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ἀπό τίς προσευχές τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι καί ἡ σωτηρία ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως, ἐφ᾽ ὅσον, δυνάμει τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού πῆρε πλήρη ἀνθρωπίνη φύσι ἀπό τήν Παναγία, πλήν ἁμαρτίας, ἄνευ ὅμως σπέρματος ἀνδρός, ὅλη ἡ κτίσις θά μεταβληθῆ καί θά μετασκευασθῆ σέ μορφή καί σχῆμα πού τώρα δέν μποροῦμε νά σκεφθοῦμε ἤ νά φαντασθοῦμε.
Λέγει σχετικά ὁ θαυμασιώτατος Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, ὅτι ὁ Χριστός, κατά τήν πρώτη Του ἐμφάνισι, περιέκρυψε τό πῦρ τῆς Θεότητός Του, διότι θά ἐπυρπολῆτο, ὄχι ἁπλῶς ἡ γῆ, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ Δημιουργία. Θέλετε παράδειγμα; Εἰς τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως, ἄν καί ἀμυδρῶς ἐφανέρωσε τό θεῖο Του Φῶς ὁ Χριστός, οἱ Μαθηταί, γοητευμένοι ἀπό αὐτήν τήν ὑπέρ νοῦν ἡδονή, ἔπεσαν κάτω, χαμαί, '' ἵνα μή σύν τῇ ὁράσει καί τό ζῆν ἀπωλέσωσι'', ὅπως λέγη ὁ ὑμνογράφος. Γιά νά μή χάσουν δηλαδή, καί τήν ζωή τους, ταυτόχρονα μέ αὐτήν τήν θεϊκή ὅρασι, οἱ τρεῖς πρόκριτοι τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι παρευρέθησαν εἰς τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως.
Γι᾽ αὐτό, ἄν θέλωμε νά κυριολεκτήσωμε, ἔχομε μέν ἀποκάλυψι τῆς Θεότητος ἀσφαλῶς εἰς τόν Χριστόν γιά λόγους σωτηριολογικούς, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχομε καί συγκάλυψι αὐτῆς τῆς Θεότητός Του γιά λόγους φιλανθρωπικούς, γιά νά μή πυρποληθῆ τό σύμπαν.
Κατά τήν Δευτέρα ὅμως ἐμφάνισί Του ὁ Κύριός μας, ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων, θά κάνη πλέον φανερή τήν δόξα Του, φανερό τοῦτο τό πῦρ τῆς Θεότητός Του, φυσικά ὄχι γιά νά καταστρέψη τήν κτίσι, ἀλλά ὅπως εἴπαμε γιά νά τήν μεταβάλη εἰς τήν τελική ἄφθαρτη κατάστασί της, ἤ, ὅπως λέγωμε ἐπί τό θεολογικώτερον, γιά νά γίνη ἡ προσαγωγή τῶν πάντων εἰς τόν Θεόν Πατέρα.
Ἔτσι λοιπόν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι τό μεθόριον μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ἡ μοναδική γέφυρα πού ἑνώνει τόν ἄκτιστο, ἄπειρο καί ἀκατάληπτο Θεό μέ τά κτιστά δημιουργήματά Του.
Σύμφωνα δέ μέ τήν Ὀρθόδοξη πατερική Γραμματολογία, εἶναι τό μόνο δημιούργημα πού ἀπό τώρα εὑρίσκεται εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τό τελικό Της ἄφθαρτο ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως δηλαδή εἶναι καί ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασί Του.
Λίγο-πολύ θεωροῦμε γνωστά τά ἱστορικά γεγονότα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, δηλαδή ἐκεῖνα πού συνέβησαν ὅταν ἐπῆγε, ὕστερα ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε, ὅταν ὁ πάνδημος χορός τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐκήδευσε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὅταν λοιπόν ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς καί ἐζήτησε ἀργοπορημένα νά προσκυνήση εἰς τόν τάφο Της τό τίμιο λείψανό Της, τότε διεπιστώθη ὅτι ἔλειπε τό σῶμα Της καί ὑπῆρχε μόνον ἡ σχετική σινδόνα μέ τήν ὁποία ἦτο τυλιγμένη ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος.
Βέβαια, ἐκτός ἀπό τήν ἱστορική κατοχύρωσι, ὑπάρχει καί ἡ ἀντίστοιχη προφητική. Ἀρκεῖ μόνο νά ἀναφέρωμε ἀπό τούς Ψαλμούς τοῦ Δαυΐδ τό σημεῖο ἐκεῖνο πού λέγει ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ: «Ἀνάστηθι, κύριε, εἰς τήν ἀνάπαυσίν σου, σύ - Κύριε, ἐννοεῖται - καί ἡ κιβωτός τοῦ ἁγιάσματός σου» (Ψαλμ, 131, 8). Τό ''σύ'' ἀναφέρεται ἀναμφισβήτητα εἰς τόν Χριστόν, εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὅπως ἤδη προαναφέραμε ''κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος'' δέν εἶναι παρά αὐτή ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πού ἐχώρησε μέσα Της, ὄχι ἁπλῶς τίς πλάκες τῆς Διαθήκης, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Νομοδότη.
Τώρα, στηριζόμενοι σέ αὐτά τά ἱστορικά καί προφητικά δεδομένα, οἱ ἅγιοι καί θεοκατευθυνόμενοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας κατέθεσαν, κατωχύρωσαν καί διεσαφήνισαν, γραπτά καί ἀναλυτικά, τήν ὁλόσωμη εἰς τούς Οὐρανούς μετάστασι τῆς Παναγίας μας. Καί αὐτό τό ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀπό τούς παλαιοτέρους ἕως τούς νεωτέρους. Περίτρανα εἶπαν, ὅτι εἰς τήν παναγία Μητέρα μας ἔχομε ὁλόσωμη μετάστασι, ὄχι ''ὡς εἰς οὐρανόν'', ὅπως εἰς τόν Προφήτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἀκόμη ἔχει τό φθαρτό του σῶμα - καί αὐτό βέβαια θαῦμα εἶναι. Δέν ἔχει γνωρίσει θάνατο. Ἀλλά εἰς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἔχομε ὁλόσωμη μετάστασι ''εἰς τούς οὐρανούς'', εἰς τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Βέβαια, δέν εἶναι δόγμα τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτό, διότι, ἁπλούστατα, κανείς δέν τό ἀμφισβήτησε ποτέ. Ὁπότε, εἰς τό διάβα, εἰς τό πέρασμα τῆς ὅλης διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας δέν ἐχρειάσθηκε, γιά τό θέμα αὐτό, νά συγκληθῆ κάποια οἰκουμενική σύνοδος καί νά προκύψη ἀπό αὐτήν τό ἀντίστοιχο δόγμα.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ πραγματική Μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, πού ἐπανειλημμένα Τήν εἶχε δῆ, '' ὅποιος δέν ἔχει γευθῆ τήν ἀνέκφραστη γλυκύτητα καί παρηγοριά τῆς Παναγίας μοιάζει μέ τά παιδιά τοῦ ὀρφανοτροφείου πού δέν νοιώσαν τήν οἰκογενειακή ζεστασιά''. Καί αὐτήν τήν σοφή ρῆσι τοῦ Γέροντα μποροῦμε νά τήν ἐπεκτείνωμε λέγοντας ὅτι εἶναι μεγάλη τραγωδία νά ἔχης, ὡς Χριστιανός, τήν ἀσυγκρίτως καλυτέρα ὅλων τῶν μητέρων, τήν Παναγία, καί νά αἰσθάνεσαι ὀρφανός.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἄς ἀναφέρωμε ἐπιγραμματικά κάποιες τελευταῖες, γνωστές, ζωντανές, ἐγγυημένες ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας μας σέ γνωστούς ἀσκητάς τοῦ αἰῶνα μας.
Ἐμφανίσθηκε τρεῖς φορές εἰς τόν Μικρασιάτη Ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη, πού ἐκοιμήθη τό 1924, μέ τήν γνωστή ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν ἀπό τήν Μικρά Ἀσία. Τήν πρώτη φορά Τήν εἶδε νά ἀστράφτη, τό πρόσωπό Της, ἐνῷ ἔβγαινε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἀπό τόν ναό, καί ἐχάνετο μπροστά στά μάτια του. Τήν δευτέρα φορά, ἐνῷ ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος εἶχε πέσει ἀπό ὕψος πενήντα μέτρων, τόν ἔσωσε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Τόν ἐπῆρε εἰς τήν ἀγκάλη Της καί τόν ἐκατέβασε κάτω θαυματουργικά χωρίς νά πάθη τίποτε. Τήν τελευταία φορά, ἡ Παναγία εἰδοποίησε τόν Ἅγιο Ἀρσένιο δύο ἡμέρες πρίν τήν κοίμησί του καί τόν ἐξενάγησε ''δωρεάν'' σέ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος, ἐνῷ αὐτός τότε εὑρίσκετο σωματικῶς εἰς τήν Κέρκυρα.
Αὐτά ἀναφέρει ὁ π. Παΐσιος, στό βιβλίο πού ἔγραψε τόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ὁ ἴδιος εἶχε δῆ καί τόν Ἅγιο Ἀρσένιο σέ ὀπτασία καί τήν ἰδία τήν Θεοτόκο, ἡ ὁποία, μεταξύ τῶν ἄλλων, τόν προέτρεψε νά δέχεται τόν κόσμο. Βέβαια, ὁ π. Παΐσιος καί πολλούς ἄλλους Ἁγίους εἶχε δῆ.
Ἐπίσης, ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου εἶχε καί ὁ μεγάλος Ρῶσος ἀσκητής τῆς Καψάλας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὀνόματι παπα-Τύχων. Ἐκοιμήθη τό 1968. Μάλιστα, ὁ παπα-Τύχων εἶχε ἐμφάνεια τῆς Παναγίας καί πρίν γίνη μοναχός. Σέ μία του προσκυνηματική περιοδεία εἰς τήν Ρωσία, πού δέν μποροῦσε νά φάγη τό ψωμί τῆς περιοχῆς πού ἦταν ἀπό σίκαλη, ἀπεγνωσμένα, μέ τήν τότε παιδική του ἁπλότητα, ἔκανε προσευχή εἰς τήν Παναγία, λέγοντας: «Παναγία μου, θέλω νά μέ βοηθήσης, γιατί θά πεθάνω στόν δρόμο πρίν γίνω καλόγηρος''. Σημειωτέον δέ ὅτι ἔτρωγε μόνο ψωμί.
Καί ξαφνικά, τοῦ παρουσιάζεται μία Κόρη μέ λαμπερό πρόσωπο, τοῦ δίνει μία φραντζόλα ἄσπρο ψωμί, ὄχι δηλαδή ἀπό σίκαλη, καί ἀμέσως ἐξαφανίζεται. Φυσικά, τά ἔχασε ὁ παπα-Τύχων - τότε ἐλέγετο Τιμόθεος -, δέν ἠμποροῦσε νά τό ἐξηγήση. Καί ἔτσι ἐπέρασε ἀρκετό διάστημα μέ τήν ἀπορία αὐτή. Ἀλλά, ἀργότερα, ὅταν τοῦ ἔδωσε ἕνας μοναχός ἕνα βιβλίο μέ τίς θαυματουργές εἰκόνες τῆς Παναγίας τῆς Ρωσίας καί εἶδε τήν Παναγία τοῦ Κρεμλίνου, σκίρτησε ἡ καρδιά του ἀπό εὐλάβεια, τά μάτια του πλημμύρισαν ἀπό δάκρυα εὐγνωμοσύνης καί εἶπε: «Αὐτή ἡ Παναγία μοῦ ἔδωσε ἄσπρο ψωμί». Καί ἀπό τότε πιά Τήν ἔνοιωθε πιό κοντά, ὅπως τό παιδί τήν μάνα του. Αὐτά τά ἀναφέρει ὁ Γέροντας Παΐσιος στό βιβλίο του μέ τίτλο ''Ἁγιορεῖτες πατέρες καί ἁγιορείτικα''. Σημειωτέον, ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔλαβε τό Μέγα Ἀγγελικό Σχῆμα ἀπό τόν παπα-Τύχωνα.
Ἐπίσης, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐμφανίσθηκε εἰς τόν Ἁγιορείτη ἀσκητή Χατζηγιώργη - ἐκοιμήθη τό 1886. Ἀνάλογες ἐμπειρίες εἶχαν ὁ Ἅγιος Σιλουανός, πού ἄκουσε τήν φωνή Της - ἐκοιμήθη τό 1935 -, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰωακείμ Σπετσιέρης - ἐκοιμήθη τό 1943. Αὐτός μάλιστα εἰς τά Ἱεροσόλυμα εἶχε δῆ ἄκτιστο θεῖο Φῶς νά βγαίνη ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου καί ἐζητοῦσε πληροφορίες. Ἔλεγε ''Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἱερέας;''...!
Ἐμπειρία τῆς Παναγίας εἶχε ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής - ἐκοιμήθη τό 1959. Τελευταία δέ γνωστή ἐγγυημένη ἐμφάνεια τῆς Παναγίας μας εἶχε ὁ προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμανδρίτης Ἀνδρέας - ἐκοιμήθη τό 1987 -, πού ἡ Παναγία ἐκρατοῦσε σχετικό βιβλίο πού κατέγραφε ποιοί μοναχοί ἀγωνίζονται καί ποιοί ἐγκαταλείπουν τόν ἀγῶνα καί φεύγουν ἀπό τό Περιβόλι Της καί πλέον ζοῦν κοσμικά.
Ἐξαιροῦμε βέβαια τόν Γέροντα Παΐσιο, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἔλεγε, ἡ φυσιογνωμία τῆς Παναγίας μας ἔμοιαζε, ὅπως Τήν εἶδε, πιό πολύ μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἱεροσολυμίτισσας.
Ἄς ἀναφέρωμε ἕνα περιστατικό, εἰς τό ὁποῖο φαίνεται ἡ εὐλάβεια κάποιων Ρουμάνων Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἐγνώριζε ὁ π. Παΐσιος. Ἦταν σέ ἕνα Κελλί ἕνας Γέροντας καί κάποιος ὑποτακτικός, μεγάλης ἡλικίας καί οἱ δύο, καί ὁ ὑποτακτικός ψυχορραγοῦσε. Ὁπότε, καθηκόντως τούς ἐπισκέφθηκε κάποιος ἄλλος μοναχός πού ἐκτελοῦσε χρέη πρακτικοῦ γιατροῦ γιά νά προσφέρη στόν ψυχορραγοῦντα Ρουμᾶνο μοναχό τίς τελευταῖες ἀνθρώπινες βοήθειες πού ἦταν δυνατές. Τό ὄνομα τοῦ πρακτικοῦ γιατροῦ ἦταν Δανιήλ. Ἡ ἡμέρα δέ πού τό ἔμαθε καί ἐπῆγε ὁ πρακτικός γιατρός ἦταν ἀνήμερα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας. Ὁπότε, ὅταν ἐξεκίνησε νά προσφέρη τίς πρῶτες του βοήθειες, τότε, μέ μεγάλη ἀγωνία, παραδοξώτατα γιά τήν ἰδική μας λογική, ὁ Γέροντας τοῦ μοναχοῦ πού ψυχορραγοῦσε εἶπε στόν πρακτικό γιατρό: «Μή, μή, Ντανῆλο - ἤξερε σπαστά Ἑλληνικά -, σήμερα πρέπει πεθάνη. Σήμερα μεγάλη γιορτή στόν οὐρανό. Γιορτή μεγάλη. Σήμερα εὐλογία Παναγία''. Ἐθεωροῦσε δηλαδή ἀναμφισβήτητα προτιμώτερο πνευματικά γιά τόν ὑποτακτικό του νά πεθάνη ἀνήμερα τῆς Παναγίας παρά νά τοῦ προσέφερε ὁ πρακτικός γιατρός κάποιες βοήθειες μέ τίς ὁποῖες ἴσως ἐπέθαινε λίγες ἡμέρες ἀργότερα, πού ὅμως ἀργότερα δέν θά ἦταν ἡ μεγάλη γιορτή τῆς Παναγίας. Τί διαφορά φρονήματος καί πνευματικοῦ ἐπιπέδου! Πόσο διαφέρουν ἀπό τά δικά μας δεδομένα, πῶς ἐμεῖς ἀντιμετωπίζομε τόν θάνατο!
Καί στό σημεῖο αὐτό μοῦ ἦλθε εἰς τό μυαλό μου ἡ περίπτωσις τοῦ Γερο-Νικήτα, πού αὐτός ἐζοῦσε εἰς τήν Καψάλα καί εἶχε ἕνα Κελλί, τί νά ποῦμε;... Ἀπό παντοῦ ἔβαζε ἀέρα. Ἀπό παντοῦ ἔπεφταν σοβάδες. Μάλιστα, γι᾽ αὐτόν τόν λόγο, ἀπό ὑπερβολική εὐλάβεια, δέν ἤθελε νά κάνη Λειτουργία στό Κελλί του. Πήγαινε δηλαδή ἀλλοῦ νά λειτουργηθῆ. Καί ὅταν, κάποια φορά, ἔκανε Λειτουργία, πιεζόμενος ἀπό τόν Γέροντά μου Ἰσαάκ τόν Λιβανέζο, ὁ Γερο-Νικήτας ἐφοβεῖτο μήπως τήν ὥρα τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου ἔπεφτε ἀπό τήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ κανένα κομμάτι σοβᾶ μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο καί δέν ἠμποροῦσε νά κάνη κατάλυσι ὁ ἱερέας.
Ἔ, λοιπόν, αὐτός ὁ Γερο-Νικήτας, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό Κελλί του ἄφηνε τήν πόρτα του ἀνοικτή, δέν τήν κλείδωνε - ἄλλωστε, τέτοια πόρτα πού ἦταν καί τέτοιο Κελλί, τέλος πάντων... Καί τό μόνο πού εἶχε ἦταν μία εἰκόνα τῆς Παναγίας θαυματουργή, ἡ Παναγία τοῦ Καζάν. Καί, ὅταν τοῦ εἶπε ἕνας γνωστός μου '' μά, Γέροντα, νά κλειδώνης, μή σοῦ κλέψουν τήν εἰκόνα'', ἀπαντοῦσε μέ περίσσεια εὐλάβεια καί βεβαιότητα: '' Ἄκουσε νά σοῦ πῶ, ἐγώ ἦλθα στό Ἅγιο Ὄρος γιά νά φυλάγη ἡ Παναγία ἐμένα καί ὄχι ἐγώ νά φυλάγω τήν Παναγία»...
Θά μοῦ πῆτε ''πάτερ, ὑπερβολικό''. Ἀναμφισβήτητα, γιά μᾶς εἶναι ὑπερβολικό. Πρέπει νά κάνωμε τά ἀνθρώπινα. Ἀλλά, ἐφ᾽ ὅσον ἐγίνετο ἀπό τό περίσσευμα τῆς εὐλαβείας του καί τῆς ἁπλῆς καρδιᾶς του πρός τήν Παναγία, ἔχομε τήν ταπεινή γνώμη, σύμφωνα καί μέ τούς Γέροντες, ὅτι καί ἡ Παναγία Μητέρα μας ἐπροστάτευε καί τήν εἰκόνα Της, καί τόν ἴδιο τόν μοναχό. Νά προσθέσωμε δέ, κλείνοντας γι᾽ αὐτόν τόν μοναχό, ὅτι ἐπερπατοῦσε ξυπόλυτος χειμῶνα-καλοκαῖρι. Ἦταν Κρητικός καί μᾶς ἔλεγε: «Ὅταν ἔφυγα γιά τό Ἅγιον Ὄρος τήν Κρήτην δέν τήν ξαναεῖδα οὔτε εἰς τόν χάρτην''. Σέ μία φωτογραφία πού ἔχω ἀκουμπάει σέ μία καρέκλα πού εὑρῆκε ἐκεῖ, τῆς ὁποίας ὑπῆρχε μόνον ὁ σκελετός...
Ὁ π. Παΐσιος ἐγνώριζε κάποιους χωρικούς, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἔβλεπαν τά γαϊδουράκια πού ἐκουβαλοῦσαν τό λάδι γιά τά κανδήλια ἑνός ἀπομεμακρυσμένου Μοναστηριοῦ πού ἐτιμᾶτο πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀπό εὐλάβεια ἔβαζαν μετάνοια στά γαϊδουράκια, ἐπειδή μόνο καί μόνο ἦσαν φορτωμένα μέ τό λάδι τῆς Παναγιᾶς. Καί συνέχισε λέγοντας ὁ σοφός Γέροντας: «Σκεφθεῖτε, ἄν ἔβαζαν μετάνοια καί τόσο ἐσέβοντο τά γαϊδουράκια, πόσο περισσότερο ἐσέβοντο τήν Παναγία μας καί πόσο περισσότερο τόν ἴδιο τόν Θεό»! Διότι, γιά νά μιλήσωμε πατερικά, τελικά, ἡ τιμή ''ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει''. Καί, ὅταν προσκυνοῦμε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἤ τήν Τιμία Ζώνη Της, κλπ., δέν προσκυνοῦμε τό ξύλο, τό χρῶμα, τό σχέδιο ἤ τό ὕφασμα, ἀλλά ἡ τιμή τῆς προσκυνήσεως πηγαίνει εἰς τό πρόσωπο πού ἀπεικονίζεται.
Βέβαια, εἰς τίς εἰκόνες δέν ἁρμόζει λατρεία, ἡ ὁποία ἀνήκει ἀποκλειστικά εἰς τον Θεόν, ἀλλά τιμή καί σεβασμός. Καί εἶναι πολύ ἀνόητο, πολύ ἄστοχο, ὅταν κάποιοι ''προοδευμένοι'' σοκάρωνται ἀπό τήν πηγαία εὐλάβεια τοῦ λαοῦ, ὅταν βλέπουν ἀτελείωτες οὐρές πού περιμένουν νά προσκυνήσουν ἐπί παραδείγματι μία εἰκόνα τῆς Παναγίας μας καί ὁμιλοῦν δῆθεν γιά εἰδωλολατρία. Ἄν εἶναι αὐτή εἰδωλολατρία! Αὐτοί εἶναι οἱ πραγματικοί εἰδωλολάτρες, γιατί λατρεύουν τόν ἑαυτό τους καί τήν κτίσι καί ὄχι τόν Κτίσαντα.
Ἡ παρρησία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἶναι τεραστία, ἐφ᾽ ὅσον μέ μία λέξι ὁ Θεός Της ταυτόχρονα, ὡς ἄνθρωπος, εἶναι καί Υἱός Της. Γι᾽ αὐτό πρέπει νά Τήν αἰσθανώμεθα καλύτερα κι ἀπό τήν μάνα μας. Γι᾽ αὐτό καί ἐθαυματουργοῦσε, θαυματουργεῖ καί θά θαυματουργῆ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά ἀναφέρω τήν ἱερά κανδήλα τῆς Παναγίας τῆς Πορταϊτίσσης στήν Ἱερά Μονή Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκείνη πού εἶναι κρεμασμένη ἐπάνω ἀπό τήν Ὡραία Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, πού κάποιες φορές κινεῖται ἀπό μόνη της θαυματουργικά. Μάλιστα, τό 1979, ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς Της, ἀξιωθήκαμε, τότε πού γιά πρώτη φορά εἴχαμε εἰσέλθει εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, νά τό δοῦμε αὐτό τό θαῦμα, ἀνάμεσα βέβαια σέ τόσο πλῆθος, νά κινῆται ἀπό μόνο του τό κανδῆλι.
Οἱ θαυματουργές εἰκόνες τῆς Παναγίας μας εἶναι πάμπολλες. Νά ἀναφέρω μόνο τήν Παναγία Μαλεβῆ, πού βγάζει αὐτό τό ἐξωτικό μύρο, ἕνα μύρο χαρακτηριστικό, θεϊκό, πού δέν μποροῦν νά συνθέσουν ἀνθρώπινα χέρια. Καί μάλιστα, γνωρίζω ἀνθρώπους πού ἔχουν ὄντως, ἐγγυημένα, ὄχι κατά φαντασίαν, αἰσθανθῆ αὐτήν τήν συγκεκριμένη εὐωδία τοῦ μύρου τῆς Παναγίας τῆς Μαλεβῆς καί μάλιστα ἐκ τοῦ μακρόθεν.
Ἀπό ὅλες αὐτές ὅμως τίς εἰκόνες, ἄς ἀναφέρωμε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παραμυθίας, ἡ ὁποία φυλάσσεται εἰς τήν Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου εἰς τό Ἅγιον Ὄρος. Διά μέσου λοιπόν αὐτῆς τῆς εἰκόνας, ἡ Παναγία εἰδοποίησε τούς μοναχούς τῆς Μονῆς νά ἀσφαλισθοῦν καλά τό βράδυ λόγῳ ἐπερχομένης πειρατικῆς ἐπιδρομῆς. Τότε, ὁ εἰκονιζόμενος Χριστός, τῆς ἰδίας εἰκόνος, ἀντέδρασε λέγοντας εἰς τήν Μητέρα του: ''Μή τούς προστατεύης αὐτούς τούς μοναχούς. Δέν τό ἀξίζουν, γιατί ἔχουν παραμελήσει τά καλογερικά τους καθήκοντα''. Καί ἀμέσως τό χέρι τοῦ Χριστοῦ ἄλλαξε, κατά θαυματουργικό τρόπο, θέσι καί πῆγε νά κλείση τό στόμα, τρόπον τινά, τῆς Παναγίας γιά νά μή μιλήση καί γιά νά μή προστατεύση μέ τήν σειρά της τούς ἀμελεῖς ἐκείνους μοναχούς. Αὐτόματα, ὅμως καί ταυτόχρονα, καί τό χέρι τῆς Παναγίας ἄλλαξε θέσι καί ἔπιασε ''βίαια'' τό χέρι τοῦ Χριστοῦ καί τό ἐμπόδισε ἀπό τοῦ νά Τῆς κλείση τό στόμα ὁ Χριστός.
Τά πράγματα εἰς τήν εἰκόνα αὐτή ὁμιλοῦν ἀπό μόνα τους, ἐφ᾽ ὅσον ἀλλοιώτικα τήν ὑπελόγισε σχεδιαστικά ὁ τότε ἁγιογράφος Της καί ἀλλοιῶς τελικά διεμορφώθη, θαυματουργικά, σχεδιαστικά μετά ἀπό αὐτό τό θαῦμα, μέ τό ὁποῖο φαίνεται ἡ παρρησία καί ἡ προστασία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Γιά ὅλα αὐτά λοιπόν κι ἐμεῖς, μέ τήν σειρά μας, ἄς λέγωμε παντοῦ καί πάντοτε, ψυθιριστά ὅταν εἴμεθα μόνοι μας τό ''Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με'', καί νοερά, ἀπό μέσα μας, ὅταν εἴμεθα σέ δημόσιο χῶρο. Ἤ, τό ''Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς'', γιά ὅλους μας, δηλαδή γενικά, καί ἰδιαίτερα γιά πρόσωπα συγγενικά, ἤ πού ἔχουν κάποια ἀνάγκη, ἤ πού τούς ἔχομε κάποια ὑλική ἤ πνευματική ὑποχρέωσι. Ἤ, νά λέγωμε τό ''Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἀνάπαυσον τούς δούλους Σου'' γιά τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας. Βέβαια, τό ''Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με'' ἔχει τήν ἔννοια τοῦ ''πρέσβευε'', γιατί ἡ Παναγία δέν εἶναι ὀντολογικός, ἀλλά εἶναι παμμέγιστος ἠθικός μεσίτης πρός τόν Θεό Πατέρα. Καί λέγομε ''σῶσον με'', διότι ἡ πρεσβεία Της, σέ σχέσι μέ τούς ἄλλους Ἁγίους, εἶναι μοναδική.
Λοιπόν, εὔχομαι ὁλόψυχα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ἀγωνιζώμεθα μέ ταπείνωσι καί φιλότιμο χρησιμοποιῶντας τήν μεσιτεία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, Τήν ὁποία πρέπει νά παρακαλοῦμε ἀδίστακτα καί νά εὐγνωμονοῦμε αἰώνια, ἐφ᾽ ὅσον Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως, τῆς ὁποίας θεώσεως εὔχομαι ὅλοι μας νά τύχωμε διά τῶν πρεσβειῶν Της.
(Ὁμιλία εἰς τόν Ἱερόν Ναόν Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας - 1999)
Πηγή: Θρησκευτικά
Στους καταλόγους των Δώδεκα μαθητών που αναγράφονται στη Καινή Διαθήκη αναφέρεται το όνομα Ματθαίος. Ο ίδιος έτσι ονομάζει τον εαυτό του στον κατάλογο των μαθητών που παραθέτει στο Ευαγγέλιό του (Ματθ. 10, 3) αλλά και στη διήγηση της κλήσεως του στο αποστολικό αξίωμα. Στη διήγηση της κλήσεως κάνει λόγο για ένα άνθρωπο που κάθεται στο τελώνιο και γι’ αυτό ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του «Ματθαίος ο τελώνης». Αυτός ο τελώνης στο κατά Μάρκον ευαγγέλιο ονομάζεται «Λευΐς ο του Αλφαίου» ( Μαρκ. 2,14) ενώ ο Λουκάς αναφέρει μόνο « Λευΐς» (Λουκ. 5, 27). Πρέπει να πούμε ότι στους καταλόγους των μαθητών αναφέρεται και ο απόστολος Ιάκωβος ως υιός του Αλφαίου, αλλά δεν ήταν αδελφός του Αποστ. Ματθαίου. Αν ήταν θα αναφερόταν μέσα στα ευαγγέλια, όπως συμβαίνει με τους άλλους αποστόλους που ήσαν αδέλφια π.χ. Ανδρέας και Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης.
Ο τελώνης Ματθαίος και ο Λευΐς είναι το ίδιο πρόσωπο. Το όνομα Ματθαίος που το πήρε μετά τή κλήση του από τον Χριστό, σημαίνει Θεόδωρος ή Θεοδώρητος δηλ. αυτός που είναι δώρο Θεού. Είναι σύντμηση του ονόματος Ματθανίας, όπως σύντμηση του ονόματος Ματθαίος είναι το όνομα Ματθίας. Ο Τατιανός στο Ματθ. 10, 3 παραθέτει την προσθήκη «ο και Λεββαίος». Δεν γνωρίζομε πότε και γιατί ο Κύριος του έδωσε αυτό το όνομα, με το οποίο ήταν πλέον γνωστός στην Εκκλησία, όταν έγραφε το Ευαγγέλιο του. Οι δύο άλλοι ευαγγελιστές, Μάρκος και Λουκάς από σεβασμό προς τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ματθαίο, δεν αναφέρουν το επάγγελμα του διότι ο τελώνης ήταν μισητό πρόσωπο.
Ο ίδιος όμως αναφέρει ότι ο Κύριος «είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον» (Ματθ. θ, 9), άνθρωπο δηλ. γνωστό με το όνομα Ματθαίος. Όπως αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος: «Άξιον και του αποστόλου θαυμάσαι την φιλοσοφίαν, πως ουκ αποκρύπτει αυτού τον έμπροσθεν βίον, αλλά και το όνομα τίθησι, των άλλων κρυψάντων αυτό προσηγορία ετέρα». Δεν αρνείται τη προηγούμενη ζωή του ο απόστολος, ομολογεί την αλλαγή του μετά την κλήση του. Αυτό φανερώνει την ταπείνωσή του.
Ο Απ. Ματθαίος κατοικούσε στην Καπερναούμ, πόλη που ανήκε στη δικαιοδοσία του Ηρώδη. Ο ίδιος ως υπάλληλος θα ανήκε στην υπηρεσία κάποιου επιχειρηματία, που εξαγόραζε από τους Ρωμαίους την είσπραξη των φόρων της πόλεως ή και ολόκληρης της περιφέρειας. Γνώριζε δε ασφαλώς την αραμαϊκή γλώσσα, που μιλούσαν οι Ιουδαίοι αλλά και την ελληνική.
Στην κλήση του Κυρίου «ακολούθει μοι», υπάκουσε αμέσως και χωρίς δισταγμό εγκατέλειψε τα πάντα. Αυτό σημαίνει ότι γνώριζε και σεβόταν τον Κύριο. Ανήκε και αυτός στους τελώνες, που πλησίαζε ο Κύριος και που οι Φαρισαίοι για να τον κατηγορήσουν τον χαρακτήριζαν «φίλος των τελωνών» (Λουκ. 7, 35. 15, 1). Ο Ματθαίος πρέπει να ήταν πλούσιος. Αυτό φαίνεται από το ότι είχε δικό του σπίτι. Σ’ αυτό για να πανηγυρίσει το γεγονός της κλήσεως του και την εγκατάλειψη του επαγγέλματός του παραθέτει γεύμα αποχαιρετιστήριο στο οποίο κάλεσε πάρα πολλούς ανθρώπους. Δεν φαίνεται από τα ευαγγέλια ότι γνώριζε ή ανήκε στον κύκλο των μαθητών του Ιωάννου του Προδρόμου, όπως άλλοι μαθητές.
Μετά την κλήση του παραμένει αφανής μέσα στον κύκλο των μαθητών. Και όταν ζούσε ο Κύριος αλλά και μετά την Ανάσταση. Δεν αναφέρεται πουθενά μέσα στη Κ. Δ το όνομά του. Αυτή η αφάνεια μαρτυρεί ασφαλώς την ταπεινοφροσύνη του. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μας δίνει πληροφορίες για την αυστηρή ασκητική ζωή του. «Ματθαίος μεν ουν απόστολος σπερμάτων και ακροδρύων και λαχάνων άνευ κρεών μετελάμβανεν». Καρποί και λαχανικά ήταν η τροφή του, απείχε δε από κρέας.
Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο Ματθαίος, όπως αναφέρουν οι Κλήμης, Ευσέβιος και Ειρηναίος, κηρύττει τον Χριστό, περίπου για οκτώ χρόνια, στους Εβραίους. Εδώ γράφει μεταξύ 60-66 μ. Χ. το Ευαγγέλιο του στην αραμαϊκή γλώσσα, που το μετάφρασε ο ίδιος ή κάποιος άλλος αποστολικός άνδρας αργότερα στα ελληνικά. Σ’ αυτό περιλαμβάνονται οι αφηγήσεις γεγονότων της ζωής του Κυρίου, αλλά και διδασκαλίες που χρησιμοποιούσε στις κατηχήσεις του. «Το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον πρός Ιουδαίους εγράφη», αναφέρει πρώτος ο Ειρηναίος, εννοώντας ως παραλήπτες τους Εβραίους που έγιναν χριστιανοί ή όπως αναφέρει ο Ωριγένης «τοις από Ιουδαϊσμού πιστεύσασι».
Σκοπός της συγγραφής του Ευαγγελίου από τον Απ. Ματθαίο ήταν να φανερώσει ότι ο Χριστός καταγόταν «εκ σπέρματος Δαβίδ» γι’ αυτό και αρχίζει την αφήγηση του με τη Γέννησή Του. Όπως λέει ο Ι. Χρυσόστομος ο Ματθαίος «ουδέν πλέον εζήτησε δείξαι ή ότι από Αβραάμ και Δαβίδ ην…ουδέν γαρ ούτως ανέπαυε τον Ιουδαίον, ως το μαθείν αυτόν ότι του Αβραάμ και Δαβίδ έκγονος ην ο Χριστός». Γι’ αυτό εκλέγει κύρια γεγονότα της ζωής του Κυρίου, συλλέγει λόγους του και τα τοποθετεί με τρόπο, ώστε να ανταποκρίνονται στην απόδειξη της θέσεως, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας που προαναγγέλθηκε στους Ιουδαίους. Με τη παράθεση δε των προφητειών της Π.Δ φανερώνει ότι εκπληρώθηκαν στο πρόσωπο του Χριστού.
Για την μετέπειτα δράση του όσα παραδίδονται δεν μπορούμε να τα θεωρήσουμε ακριβή και ιστορικά. Ο Ρουφίνος, ο Γρηγόριος ο Μέγας και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης αναφέρουν ότι πήγε στην Αιθιοπία. Ο Παυλίνος Νώλης αναφέρει ότι επέστρεψε στο Χριστό τους ειδωλολάτρες Πάρθους, όπως δε αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης «ύστερον ετελειώθη διά του πυρός υπό των απίστων» στην Ιεράπολη της Συρίας. Αυτό φανερώνει και το δίστιχο του συναξαριστή: « Σώζεις Ιησού και τελώνας· σοι χάρις». Ούτω βοά Ματθαίος εκ πυρός μέσου». Δηλ. «Σώζεις, Ιησού και τελώνες· σ’ Εσένα ανήκει η χάρη». Έτσι φωνάζει ο Ματθαίος βρισκόμενος στο μέσο της φωτιάς.
Ταις του σου Αποστόλου πρεσβείαις ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
(Α. Χριστοδούλου, Θεολόγος)
Πηγή: Πεμπτουσία
2 . Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί Αγγέλων, Migne P.G.94, 865.
Πηγή: Ακτίνες
Σήμερα, όμως, όσο ποτέ άλλοτε, χρειαζόμαστε την Αγία Σκέπη της Κυρίας Θεοτόκου. Οπωσδήποτε κατά κοινή ομολογία δεν είναι εύκολα τα πράγματα. «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά», ορατοί και αόρατοι εχθροί μας προσπαθούν να αρπάξουν την ψυχή μας, να μας ξεσκίσουν ό,τι φορούμε πάνω μας ως ένδυμα του Χριστού και της Ελληνοορθοδοξίας. «Λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του ποιμνίου» και «τα πετεινά του [σκοτεινού] ουρανού» επέπεσαν πάνω στην ιερή Μάνδρα και στην «Άμπελον» της Εκκλησίας μας και της Ελληνικής Πατρίδας. Κατατρώγουν τις σάρκες της και απομυζούν τους εύχυμους καρπούς της.
Χρειαζόμαστε βοήθεια. Όπως τότε το 1940. Και πιο παλιά. Όπως πάντοτε, από τότε δηλαδή που σα λαός ασπαστήκαμε την Νέα Πίστη του Χριστού και γίναμε ορθόδοξοι βαπτισμένοι Χριστιανοί Έλληνες. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές, εκεί που τα ανθρώπινα πρόσωπα και τα γήϊνα μέσα αδυνατούσαν, είχαμε στο πλευρό μας την Υπέρμαχο Στρατηγό, τη Μεγάλη Βοήθεια, την Φοβερά Προστασία και την Γοργοεπήκοο Παναγία μας. Ήταν, είναι και θα είναι η μεγάλη Μητέρα μας, το Απόρθητον Τείχος και η «πάντα τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής» από το πολυπαθές Γένος των Ελλήνων.
Σήμερα λοιπόν καλούμε την Παναγία μας με την Αγία Σκέπη της:
Να σκεπάσει τα παιδιά μας, τις ψυχές και τα σώματα, από του πολέμου της πορνείας και την μάστιγα των εμπόρων του λευκού θανάτου.
Να σκεπάσει τους μαθητές μας, το μυαλό και τη διάνοια, από «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», μέσα κι έξω από την τάξη. Τα λόγια της αθεϊας, της αναρχίας, του υλισμού, του εθνικού αποπροσανατολισμού και του ηθικής αδιαφορίας και αναισθησίας.
Να σκεπάσει τη νεολαία μας από τα κηρύγματα του αντιεκκλησιαστικού μένους και της ανατροπής της παραδόσεώς μας, από ιδεολογίες που είναι ξένες προς την εμπειρία και τη μαρτυρία της Εκκλησίας μας και οι οποίες όπου εφαρμόστηκαν κατέστρεψαν το ανθρώπινο πρόσωπο και τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Να σκεπάσει την οικογένεια, η οποία κυριολεκτικά βομβαρδίζεται από ένα πλήθος τηλεοπτικών σκουπιδιών, τα οποία εκπέμπονται μέσα στον ιερό χώρο κάθε σπιτιού και διδάσκουν: πώς να διαλύεται η ελληνική οικογένεια, πως οι σύζυγοι ακίνδυνα μπορούν να προδίδουν ο ένας τον άλλον, πως να συζούν πρόσωπα του ιδίου φύλου, πως η οικογένεια βλάπτει, πως τα παιδιά να μπαίνουν στην αμαρτία εξ απαλών ονύχων κι από την κούνια τους, πως όλοι να συμβιώνουν με συντρόφους χωρίς γάμο ορθόδοξο και πόσο καλοί είναι οι τούρκοι, οι γείτονες....
Να σκεπάσει τη θεολογία μας, από τους λαοπλάνους, όπως έλεγε και ο μακαριστός Φώτιος Κόντογλου, «ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια τῆς ἀπιστίας, βαστώντας στὰ χέρια τους διπλώματα καὶ πιστοποιητικὰ τῆς θεολογίας, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία γιατρικὴ ἢ χημεία, καὶ χαλᾶνε μὲ τὴν πονηρὴ διδασκαλία τους τὰ ἁπλοϊκὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντάς τους πὼς ἡ πίστη τους εἶναι δεισιδαιμονία καὶ τυπολατρεία, καὶ πὼς ἡ ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τὴ μποδίζει νὰ συγχρονισθῆ, δηλαδὴ νὰ γίνει σὰν τὴ Χριστιανικὴ ἀθεΐα ποὺ λέγεται Προτεσταντισμός».
Να σκεπάσει την κοινωνία μας, η οποία συχνά ερωτοτροπεί με ακραίες συμπεριφορές και κινείται παρορμητικά σε μαζικές επιλογές που δεν διασώζουν τη διάρκεια της αληθινής σχέσεως με το Θεό.
Να σκεπάσει τους νέους γονείς, από τον κίνδυνο της απιστίας. «Η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». «Πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην» ( ΦΚ).
Να σκεπάσει τον στρατό μας, από τη δειλία, την ανανδρία, την υποχωρητικότητα, τη βλασφημία των θείων και τα διάφορα ψεκτά πάθη της νεότητας και της αγνοίας.
Να σκεπάσει τις απελπισμένες ψυχές, τους ανέργους, τους φτωχούς, τους μοναχικούς, τους ατέκνους, τους αστέγους, τους απολυμένους, τους αφίλους, τους προδομένους και εγκαταλελειμμένους, τους καρκινοπαθείς και ανιάτως και διαρκώς νοσούντες, τους αξαπατημένους και παντοιοτρόπως αδικημένους, από την αυτοκτονία, την εκδίκηση, την κατάρα και την απιστία.
Να σκεπάσει την πολιτική ζωή και το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα, από την περιφρόνηση, από την απειλή των ασπόνδων φίλων μας, από τον υπολογισμό, από την υποκρισία, από τον φόβο, και τη σατανοπληξία, τον χρηματισμό, την ξενοδουλεία και τη φαλκίδευση της αξιοπρεπείας μας.
Να σκεπάσει την πατρίδα και το Έθνος μας, από ανθρώπους μέσα και έξω από τα σύνορα, οι οποίοι «Θεόν δεν φοβούνται και ανθρώπους δεν εντρέπονται» και στηρίζουν την εξουσία τους στο ψέμα, στη βία και την καταστολή και στη συνδρομή ξένων κέντρων και προσώπων.
Να σκεπάσει την Εκκλησία μας, κλήρο και λαό, μοναχούς και λαϊκούς, από την εκκοσμίκευση, από την αίρεση από τον μοντερνισμό, τον επάρατο οικουμενισμό και τον άθεο συγκρητισμό, τον συμβιβασμό και την αλλοίωση του ορθοδόξου ευαγγελικού μηνύματος.
Να σκεπάσει τα αγέννητα παιδιά, από το φονικό νυστέρι του γιατρού, από την ολιγοπιστία της δύστυχης μάνας και από τον εγκληματικό λογισμό και την ολέθρια απόφαση του πατέρα.
Να σκεπάσει την απανταχού της Γης Ορθοδοξία μας και ιδιαίτερα τη χειμαζόμενη και διωκόμενη Μ. Ανατολή από την ισλαμική βία, αλλά και τη χώρα και τα νησιά μας, τα σύνορά μας και τις πόλεις μας, την Κύπρο, τη Θράκη και τη Μακεδονία μας, από τον φανατισμό και την εισαγόμενη πληθυσμιακή εισβολή, η οποία διαλύει τη συνεκτικότητα του κοινωνικού ιστού και δημιουργεί προϋποθέσεις κοινωνικής έκρηξης και σύγκρουσης.
Τέλος, να μας σκεπάζει η Παναγία μας από τις εισηγήσεις, πλεκτάνες, σκάνδαλα και παγίδες του διαβόλου, αλλά και «της φοβεράς του σεισμού απειλής, από αιφνιδίου θανάτου και εμφυλίου πολέμου, από λιμού, λοιμού καταποντισμού και την ώραν της εξόδου μας, την ψυχήν μας, από τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων».
Μέσα σ΄ αυτά τα δύσκολα χρόνια που όρισε ο Άγιος Θεός να ζήσουμε και στα οποία κινδυνεύουμε από «τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα», και «από πάσαν σατανικήν ενέργειαν των στυγερών δαιμόνων και των φθοροποιών ανθρώπων» δεν μας άφησε μόνους και ορφανούς, απροστάτευτους και ακάλυπτους, αλλά μαζί με τα άγια Μυστήρια, τα άγια τάγματα των αγγέλων και των αγίων, μας χάρισε και την Παναγία Μητέρα του.
Η κυρία λοιπόν Θεοτόκος, Της οποίας ως «Μητρός η δέησις πολλά ισχύει προς ευμένειαν Δεσπότου», μπορεί όχι μόνο να εισηγηθεί να κάνει ο Κύριος και Θεός μας το νερό κρασί, αλλά και από το πικρό της παρούσης καταστάσεως να βγάλει το γλυκύ της πνευματικής ωφελείας. Οπωσδήποτε δε να μας γλυτώσει από το μεγάλο πέρασμα της ζωής μας στην ατέρμονη αιωνιότητα. Για αυτό κι εμείς την παρακαλούμε προσκυνώντας την τιμητικά και λέγοντας από τα βάθη της ψυχής μας την ευχήν του Αποδείπνου:
«Αλλ' ως του Φιλανθρώπου Θεού Μήτηρ, φιλανθρώπως σπλαγχνίσθητι επ' εμοί τω αμαρτωλώ και ασώτω, και δέξαι μου την εκ ρυπαρών χειλέων προσφερομένην Σοι δέησιν, και τον Σον Υιόν, και ημών Δεσπότην και Κύριον, τη μητρική Σου παρρησία χρωμένη δυσώπησον, ίνα ανοίξη καμοί τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα της Αυτού αγαθότητος, και, παριδών μου τα αναρίθμητα πταίσματα, επιστρέψη με προς μετάνοιαν, και των Αυτού εντολών εργάτην δόκιμον αναδείξη με. Και πάρεσό μοι αεί ως ελεήμων, και συμπαθής, και φιλάγαθος, εν μεν τω παρόντι βίω, θερμή προστάτις και βοηθός, τας των εναντίων εφόδους αποτειχίζουσα, και προς σωτηρίαν καθοδηγούσα με. Και εν τω καιρώ της εξόδου μου, την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα, και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα. Εν δε τη φοβερά ημέρα της Κρίσεως, της αιωνίου με ρυομένη κολάσεως, και της απορρήτου δόξης του Σου Υιού και Θεού ημών κληρονόμον με αποδεικνύουσα. Ης και τύχοιμι, Δέσποινά μου, Υπεραγία Θεοτόκε, δια της Σης μεσιτείας και αντιλήψεως, χάριτι και φιλανθρωπία του Μονογενούς Σου Υιού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί, και τω Παναγίω, και αγαθώ, και ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ο μακάριος Γέροντας Γεώργιος καταγόμενος από τον Πόντο γνώρισε από πολύ νωρίς την ορφάνια και την μοναξιά. Μετά από διώξεις και φυλακίσεις από το άθεο καθεστώς της Γεωργίας, φθάνει στην Ελλάδα, όπου ζώντας ασκητικά και με θερμή πίστη, χαριτώνεται ο ταπεινός και άξιος λειτουργός του Υψίστου με χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως και προφητείας.
Συμπληρώνονται εφέτος 46 έτη από την μακαρία εκδημία του αοιδίμου πατρός Γεωργίου, που γεννήθηκε στην Αργυρούπολη του Πόντου το 1901. Νωρίς ορφάνεψε και την ανατροφή του ανέλαβε η ευλαβής γιαγιά του. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς του και της αδελφής του αναχωρεί με τον παππού του για το Ερζερούμ, την Θεοδοσιούπολη της Μεγάλης Αρμενίας. Ο θάνατος και του παπ πού του και η κακομεταχείριση του αδελφού του τον φέρνουν στα μέρη του Καυκάσου Μόνος, φτωχός, πονεμένος κι αναγκεμένος, συντροφευόμενος από αγίους σε όνειρα και οράματα, φθάνει στην Τυφλίδα της Γεωργίας και οδηγείται από τον εκεί επίσκοπο στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Ενδύεται το τίμιο του μοναχού ένδυμα στην ηλικία μόλις των εννέα ετών. Θα το διατηρήσει επί μισό αιώνα.
Η κουρά του
Αγάπησε την άσκηση και την προσευχή από παιδί. Στις 20 Ιουλίου 1919 κείρεται μοναχός και από Αθανάσιος ονομάζεται Συμεών. Κατά την ώρα της κουράς του λέγεται πως οι καμπάνες σήμαιναν μόνες τους.
Στην Μονή συνάντησε έναν θείο του επίσκοπο, που τον βοήθησε πνευματικά. Το άθεο καθεστώς της επανάστασης του 1917 δίωξε την Εκκλησία, τον κλήρο και τον μοναχισμό. Μαζί με άλλους μοναχούς της μονής του φυλακίσθηκε σε μια ανήλια και υπόγεια φυλακή, απ’ όπου περνούσαν υπόνομοι. Υπέμεινε μεγάλες και φρικτές κακουχίες με ελπίδα στον Θεό. Πολλοί αδελφοί του τελείωσαν μαρτυρικά τον βίο τους εκεί. Με την βοήθεια της Παναγίας γλύτωσε από βέβαιο θάνατο. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονήθηκε ιερεύς κι ονομάσθηκε Γεώργιος. Λειτουργούσε στα γεωργιανά.
Σύντομα απέκτησε φήμη διακριτικού, διορατικού και προορατικού Γέροντος. Πολύς κόσμος ερχόταν από μακριά για να γνωρίσει και να συμβουλευθεί τον νεαρό ιερομόναχο. Το 1923 από την Τυφλίδα μεταβαίνει στο Σουχούμ. Στις συχνές θείες λειτουργίες του μνημόνευε πολλά ονόματα. Στο κελλί του μελετούσε και προσευχόταν συνεχώς. Η εγκράτεια, η άσκηση, η αγρυπνία και η νηστεία ήταν αδιάκοπες. Οι προφητείες του εκπληρώνονταν. Όλοι τον πλησίαζαν ως άγιο. Το 1929 καταφέρνει να έλθει στην Ελλάδα.
Άφιξη στην Ελλάδα
Δοξάζει τον Θεό για την σωτηρία του. Ο Πόντος, η Γεωργία και η Ρωσία μένουν στην μνήμη του ως τόποι αγώνων, μαρτυρίων και θυσιών. Από την Θεσσαλονίκη, όπου φθάνει στις 19 Οκτωβρίου 1929, μεταβαίνει στην Κατερίνη και στα χωριά Αλώνια και Κούκκος, Μικρό Δάσος του Κιλκίς και τέλος το 1930 στην Σίψα της Δράμας. Οι κακουχίες της φυλακής της Γεωργίας τον είχαν αφήσει ημιπαράλυτο, πολύ αδύναμο και πολλές φορές δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει, ώστε τον σήκωναν στα χέρια, για να μετακινηθεί.
Όλη η περιουσία του ήταν λίγα εκκλησιαστικά βιβλία στην γεωργιανή γλώσσα, ιερατικά άμφια, εικόνες και μέρος των λειψάνων της αδελφής του Άννας. Κόσμος πολύς αρχίζει να τον πλησιάζει για να βοηθηθεί. Ο φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάδελφος και φιλάνθρωπος πατήρ κάνει παρακλήσεις, εξομολογεί και νουθετεί. Το 1938 κτίζει το μοναστηράκι της Αναλήψεως. Εκεί θα λειτουργεί, θα εξομολογεί, θα κηρύττει, θα προλέγει, θα θαυματουργεί επί μία ολόκληρη εικοσαετία. Ο ναός και το κελλί του γίνονται κολυμβήθρα Σιλωάμ για σωματικές και ψυχικές ασθένειες πολλών.
Μεταβαίνει προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα και το Άγιον Όρος κι έχει συναντήσεις με ιερές μορφές, που τον πείθουν να μείνει εκεί που είναι, γιατί έχει μεγάλη ανάγκη ο πιστός λαός την παρουσία και την μαρτυρία του. Το 1941 κατά θαυμαστό τρόπο σώζεται από βέβαιο θάνατο από τους Βούλγαρους, που τον είχαν συλλάβει προς εκτέλεση. Όλη η ζωή του κυλά μέσα σ΄ ένα συνεχές θαύμα. Με την βοήθεια του αγίου Νικολάου θεραπεύεται, ώστε να μπορεί κάπως ν΄ αυτοσυντηρείται.
Πάντα λιτός, απλός, νηστευτής, άγρυπνος, φιλάσθενος και δεόμενος. Λιγομίλητος, προσεκτικός, αυστηρός και σοβαρός. Σε μεγάλη ανάγκη επισκεπτόταν φτωχούς κι ασθενείς. Είχε βοηθηθεί ο ίδιος κι έτσι μπορούσε να βοηθήσει και τους άλλους.
Κατά την αγία προσκομιδή μνημόνευε χιλιάδες ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. Μάλιστα σημείωνε ορισμένα και στο τέλος της θείας Λειτουργίας καλούσε ιδιαίτερα τους συγγενείς και τους έλεγε τα προβλήματα των ζώντων ή των κοιμηθέντων και πως τέλειωσαν τον βίο τους. Καθαροί και αθώοι άνθρωποι τον έβλεπαν ως λειτουργό να μην πατά στην γη.
Στις αναίμακτες θείες ιερουργίες ήταν φωτεινός, ειρηνικός και χαρούμενος. Συλλειτουργούσε με αγίους. «Σπάνια λειτουργώ μόνος μου», έλεγε ο Γέροντας. Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία, στον Τίμιο Πρόδρομο και τον άγιο Γεώργιο! Πολλούς ασθενείς κι αναγκεμένους ανθρώπους τους έστελνε σε διάφορους αγίους και με την ευχή του γίνονταν καλά. Από ταπείνωση δεν ήθελε να τιμάται η αναξιότητά του, αλλά να δοξάζεται ο Θεός από τους αγίους του. Τους αγίους ονόμαζε μουσαφίρηδες. Είχε την χάρη να βλέπει την ψυχική κατάσταση των εκκλησιαζομένων.
Ο Γέροντας ήταν αυστηρός τηρητής των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Δεν ήταν εύκολος σε ανεπίτρεπτες «οικονομίες». Γινόταν πιο αυστηρός στους αμετανόητους. Το λειτούργημα του Πνευματικού το είχε πολύ υψηλά και το είχε λάβει πολύ σοβαρά. Δεν ήθελε οπαδούς να τον κολακεύουν. Είχε πάντα μια διακριτική αυστηρότητα. Αποσκοπούσε συστηματικά στην ταπείνωση του εξομολογουμένου, στην αληθινή συντριβή και μετάνοια προς σωτηρία ψυχών αθανάτων.
Ο χαρισματούχος ποιμένας
Η θερμή πίστη, η ασκητική βιοτή, η καθαρή ζωή χαρίτωσαν τον ταπεινό κι άξιο λειτουργό του Υψίστου με χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως και προφητείας. Ο Θεός φώτιζε τον μακάριο Γέροντα έτσι που τα μακρινά και τα παρελθόντα να τα βλέπει ως πλησίον και παρόντα, όπως και άλλοτε τα μέλλοντα, καθώς διηγούνται με θαυμασμό πολλά πνευματικά του τέκνα. Μερικοί που αμφέβαλλαν για τα χαρίσματα του Γέροντα δεν αργούσαν, όταν τον γνώριζαν καλά, να διαπιστώσουν πως πράγματι ήταν αληθινός άνθρωπος του Θεού. Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε τα χαρίσματα προς βοήθεια και σωτηρία των ψυχών κι όχι για να εκθέσει και ντροπιάσει ανθρώπους ή να καυχηθεί και να προβληθεί ο ίδιος. Με δάκρυα πολλά μιλούσε καθαρά για τα επερχόμενα δεινά· την κατοχή του 1940, την επιδρομή των Βουλγάρων, τον εμφύλιο πόλεμο. Διάβαζε τις καρδιές των ανθρώπων σαν ανοιχτό βιβλίο. Για να διατηρείται στην ταπείνωση, μερικές φορές προσποιόταν μωρία, διά Χριστόν σαλότητα. Η αρετή θέλει πολύ κόπο για ν΄ αποκτηθεί και περισσή τέχνη για να διαφυλαχθεί.
Ο Γέροντας στο ποιμαντικό του έργο έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στις γυναίκες, που λόγω του πλούσιου συναισθηματικού τους κόσμου εύκολα υπερβάλλουν στις τιμές των άλλων. Ήταν διακριτικά αυστηρός μαζί τους. Έκρυβε όμως μια καρδιά με μεγάλη αγάπη για όλους. Η ελεημοσύνη του ήταν πάντοτε μυστική. Μόλις σκοτείνιαζε έστελνε κρυφά μ΄ έμπιστους δικούς του ανθρώπους αναγκαία τρόφιμα και ρούχα στα σπίτια των φτωχών. Παρηγορούσε τους πενθούντες και φρόντιζε προσεκτικά τους νεκρούς. Αγαπούσε τα παιδιά, τα συμβούλευε στοργικά και τους μοίραζε απλόχερα δώρα. Έκρυβε πάντα τον εαυτό του και δεν ήθελε να φαίνεται και να τιμάται. Ο Γέροντας δεν ήθελε κανένας να φύγει από το μοναστήρι νηστικός. Μαγείρευε, φούρνιζε ψωμί και μοίραζε σε όλους ευλογία. Ήταν εργατικός, ακούραστος, ελεήμων και φιλάνθρωπος.
Οι πιστοί έτρεφαν για όλα αυτά σεβασμό και αγάπη στον Γέροντα. Δεχόταν την αγάπη των τέκνων του, αλλά δεν την προκαλούσε και δεν την επιθυμούσε. Ήταν ταπεινός κι αγαπούσε ιδιαίτερα να μιλά για την αγία ταπείνωση. Ζούσε τελικά σε μια ιερή μοναξιά. Οι πολλοί των ανθρώπων δεν τον κατανοούσαν και μερικοί μάλιστα τον παρεξηγούσαν. Λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν καλά το βάθος της πνευματικότητος του.
Η κοίμησή του
Προείδε και προείπε επακριβώς το μακάριο τέλος του. Προετοιμασμένος από καιρό το ανέμενε με περισσότερη προσευχή δίνοντας τις τελευταίες συμβουλές στ΄ αγαπητά πνευματικά του τέκνα. Τρεις μέρες πριν τον θάνατο του τελέσθηκε το μυστήριο του ιερού ευχελαίου. Μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων. Συγχώρεσε, ευλόγησε κι ευχήθηκε όλους. Κοιμήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1959. Οι τελευταίες λέξεις που ακούσθηκαν από τα χείλη του ήταν: «Της ευσπλαγχνίας την πύλην άνοιξον, ευλογημένη Θεοτόκε».
Ένα ορφανεμένο, πενθηφόρο κι απαρηγόρητο πλήθος τον ακολούθησε στην τελευταία κατοικία του, πίσω από τον ιερό ναό της Αναλήψεως, όπου λειτουργούσε επί τριάντα περίπου χρόνια. Το πρόσωπο του ήταν ειρηνικό, ιλαρό και φωτεινό. Το νεκρό του σώμα ευλύγιστο, όπως των Αγιορειτών. Τα δύο κυπαρίσσια πλάι στον τάφο του λύγισαν σαν για να τον προσκυνήσουν, όπως είχε προείπει, και πολλά πουλιά συνάχθηκαν την ώρα της ταφής του, δίχως να φοβούνται τον πολύ κόσμο. Όλοι ήταν πλέον βέβαιοι ότι κηδεύεται και θάβεται ένας άγιος, ζήτησε να τον θάψουν με τα άμφιά του, τον σταυρό του και τα λειτουργικά του βιβλία που είχε από την Γεωργία.
Τεύχος 17ο, Περιοδικό Πεμπτουσία, σελ. 116-123, Απρίλιος – Ιούλιος 2005
[Στο κείμενο του π. Μωυσή ο άγιος Γεώργιος αναφέρεται ως Γέροντας, γιατί δεν είχε γίνει ακόμη η κατάταξή του στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας]
Πηγή: Πεμπτουσία
Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΥΝΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
O άγιος Δημήτριος μαζί με τον άγιο Γεώργιο, είναι τα δυο παλληκάρια της χριστιανοσύνης. Aυτοί είναι κάτω στη γη, κ’ οι δυο αρχάγγελοι Mιχαήλ και Γαβριήλ είναι απάνω στον ουρανό. Στα αρχαία χρόνια τους ζωγραφίζανε δίχως άρματα, πλην στα κατοπινά τα χρόνια τους παριστάνουνε αρματωμένους με σπαθιά και με κοντάρια και ντυμένους με σιδεροπουκάμισα. Στον έναν ώμο έχουνε κρεμασμένη την περικεφαλαία και στον άλλον το σκουτάρι, στη μέση είναι ζωσμένοι τα λουριά που βαστάνε το θηκάρι του σπαθιού και το ταρκάσι πόχει μέσα τις σαγίτες και το δοξάρι. Tα τελευταία χρόνια, ύστερα από το πάρσιμο της Πόλης, οι δυο αυτοί άγιοι και πολλές φορές κι’ άλλοι στρατιωτικοί άγιοι ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι απάνω σε άλογα, σε άσπρο ο άγιος Γεώργης, σε κόκκινο ο άγιος Δημήτρης. Kι’ ο μεν ένας κονταρίζει ένα θεριό κι’ ο άλλος έναν πολεμιστή, τον Λυαίο. Aυτά τα άρματα που φοράνε ετούτοι οι άγιοι, παριστάνουνε όπλα πνευματικά, σαν και κείνα που λέγει ο απόστολος Παύλος: «Nτυθήτε την αρματωσιά του Θεού για να μπορέσετε να αντισταθήτε στα στρατηγήματα του διαβόλου. Γιατί το πάλεμα το δικό μας δεν είναι καταπάνω σε αίμα και σε κρέας, αλλά καταπάνω στις αρχές, στις εξουσίες, καταπάνω στους κοσμοκράτορες του σκοταδιού σε τούτον τον κόσμο και καταπάνω στα πονηρά πνεύματα στον άλλον κόσμο. Για τούτο ντυθήτε την πανοπλία του Θεού, για να μπορέσετε να βαστάξετε κατά την πονηρή την ημέρα, κι’ αφού κάνετε όσα είναι πρεπούμενα, να σταθήτε. Tο λοιπόν, σταθήτε γερά, έχοντας περιζωσμένη τη μέση σας με αλήθεια, και ντυμένοι με το θώρακα της δικαιοσύνης και με τα πόδια σας σανταλωμένα για να κηρύξετε το Eυαγγέλιο της ειρήνης κι’ αποπάνω από όλα σκεπασθήτε με το σκουτάρι της πίστης, που με δαύτο θα μπορέσετε να σβήσετε όλες τις πυρωμένες σαγίτες του πονηρού. Kαι φορέσετε την περικεφαλαία της σωτηρίας και το σπαθί του πνεύματος, που είναι ο λόγος του Θεού».
Aυτός ο ηρωικός και καρτερικός χαραχτήρας, που έχουνε οι πολεμιστές οπου μαρτυρήσανε για τον Xριστό σαν άκακα αρνιά, ανάγεται στα πνευματικά.
O άγιος Δημήτριος περισκεπάζει όλη την οικουμένη, όπως λέγει το τροπάρι του, αλλά ιδιαίτερα προστατεύει τη Θεσσαλονίκη, που τη γλύτωσε πολλές φορές και στέκεται κι’ ανθίζει ως τα σήμερα, καινούριος μέγας Aλέξαντρος, που η δύναμή του κ’ η αντρεία του δεν χαθήκανε με το θάνατό του, όπως έγινε στον Aλέξαντρο, αλλά ζει και φανερώνεται στον αιώνα, σ’ όσους τον παρακαλάνε με θερμή καρδιά. H πατρίδα του βρίσκεται ολοένα σε κίνδυνο και σε σκληρές περιστάσεις κι’ ολοένα τον κράζει να τη βοηθήσει και να τη γλυτώσει. Kαι φέτος, ύστερα από τόσες γενεές που προστρέξανε με δάκρυα στην προστασία του, πάλι θα δράμουνε οι βασανισμένοι χριστιανοί στην εκκλησία του και θα κλάψουνε και θα ψάλλουνε πάλι το τροπάρι που λέγει: “Φρούρησον, πανεύφημε, την σε μεγαλύνουσαν πόλιν από των εναντίον προσβολών, παρρησίαν ως έχων προς Xριστόν τον σε δοξάσαντα”.
O άγιος Δημήτριος, ο μεγαλομάρτυς και μυροβλύτης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 260 μ.X. Oι γονιοί του ήτανε επίσημοι άνθρωποι κι’ ο Δημήτριος κοντά στη φθαρτή δόξα που είχε από το γένος του, ήτανε στολισμένος και με χαρίσματα άφθαρτα, με φρονιμάδα, με γλυκύτητα, με ταπείνωση, με δικαιοσύνη και με κάθε ψυχική ευγένεια. Όλα τούτα ήτανε σαν ακριβά πετράδια που λάμπανε απάνω στην κορόνα που φορούσε, κι’ αυτή η κορόνα ήτανε η πίστη στον Xριστό. Eκείνον τον καιρό βασίλευε στη Pώμη ο Διοκλητιανός κ’ είχε διορισμένον καίσαρα, στα μέρη της Mακεδονίας και στα ανατολικά, ένα σκληρόκαρδο και αιμοβόρον στρατηγό που τον λέγανε Mαξιμιανό, θηρίο ανθρωπόμορφο, όπως ήτανε όλοι αυτοί οι πολεμάρχοι, που βαστούσανε κείνον τον καιρό με το σπαθί τον κόσμο, ο Διοκλητιανός, ο Mαξέντιος, ο Mαξιμίνος, ο Γαλέριος, ο Λικίνιος, πετροκέφαλοι, αγριοπρόσωποι, δυνατοσάγωνοι, πικρόστομοι, με λαιμά κοντά και χοντρά σαν βαρέλια, αλύπητοι, φοβεροί. Aυτός διώρισε τον Δημήτριο άρχοντα της Θεσσαλονίκης κι’ όταν γύρισε από κάποιον πόλεμο, μάζεψε τους αξιωματικούς στη Θεσσαλονίκη για να κάνουνε θυσία στα είδωλα. Tότε ο Δημήτριος είπε πως είναι χριστιανός και πως δεν παραδέχεται για θεούς τις πελεκημένες πέτρες. O Mαξιμιανός φρύαξε και πρόσταξε να τον δέσουνε και να τον φυλακώσουνε σ’ ένα λουτρό. Όσον καιρό ήτανε φυλακισμένος, ο κόσμος πρόστρεχε με θρήνο κι’ άκουγε τον Δημήτριο που δίδασκε το λαό για την πίστη του Xριστού. Ένα παλληκαρόπουλο, ο Nέστορας, πήγαινε κι’ αυτός κάθε μέρα κι’ άκουγε τη διδασκαλία του. Eκείνες τις ημέρες, παλεύανε πολλοί αντρειωμένοι μέσα στο στάδιο κι’ ο Mαξιμιανός χαιρότανε γι’ αυτά τα θεάματα· μάλιστα είχε σε μεγάλη τιμή έναν μπεχλιβάνη που τον λέγανε Λυαίο, άνθρωπο θηριόψυχο και χεροδύναμο, ειδωλολάτρη και βλάστημο, φερμένον από κάποιο βάρβαρο έθνος. Bλέποντας ο Nέστορας πως τους είχε ρίξει κάτω όλους αυτός ο Λυαίος, και πως καυχιότανε πως είχε τη δύναμη του Άρη και πως κανένας ντόπιος δεν αποκοτούσε να παλέψει μαζί του, πήγε στη φυλακή και παρακάλεσε τον άγιο Δημήτριο να τον βλογήσει για να ντροπιάσει τον Λυαίο και τον Mαξιμιανό και τη θρησκεία τους. Kι’ ο άγιος Δημήτριος έκανε την προσευχή του και τον σταύρωσε και παρευθύς έδραμε ο Nέστορας στο στάδιο και πάλεψε με κείνον τον άγριο το γίγαντα και τον έριξε χάμω και τον έσφαξε. Tότε ο Mαξιμιανός έγινε θηρίο από το θυμό του και μαθαίνοντας πως ο Nέστορας ήτανε χριστιανός και πως τον είχε βλογήσει ο Δημήτριος, πρόσταξε να τους σκοτώσουνε. Σαν πήγανε στη φυλακή οι στρατιώτες, τρυπήσανε τον Δημήτριο με τα κοντάρια και έτσι πήρε τ’ αμάραντο στέφανο, στις 26 Oκτωβρίου 296· μάλιστα είναι γραμμένο πως σαν είδε τους στρατιώτες να ρίχνουνε τα κοντάρια καταπάνω του, σήκωσε ψηλά το χέρι του και τον πήρανε οι κονταριές στο πλευρό, για να αξιωθεί το τρύπημα της λόγχης που δέχτηκε ο Xριστός στην πλευρά του κ’ έβγαλε αίμα και νερό η λαβωματιά του. Tον Nέστορα τον αποκεφαλίσανε την άλλη μέρα έξω από το κάστρο. Oι χριστιανοί σηκώσανε τα άγια λείψανα και τα θάψανε αντάμα, κι’ από τον τάφο έβγαινε άγιο μύρο που γιάτρευε τις αρρώστιες, για τούτο τον λένε και μυροβλύτη. Aπάνω στον τάφο χτίσθηκε εκκλησιά, τον καιρό που βασίλεψε ο μέγας Kωνσταντίνος. Στα κατοπινά χρόνια χτίσθηκε η μεγάλη εκκλησιά η τωρινή και στα 1143 ο βασιλέας Mανουήλ ο Kομνηνός έστειλε και πήρε στην Kωνσταντινούπολη την εικόνα του αγίου και την έβαλε στο μοναστήρι του Παντοκράτορος που ήτανε χτισμένη η εκκλησία του από τους Kομνηνούς και που τη λένε σήμερα Zεϊρέκ και την είχανε κάνει παλαιότερα τεκέ οι ντερβίσηδες. Στα εικονίσματά του είναι ζωγραφισμένος απάνω σε κόκκινο αντρειωμένο άλογο, που κοιτάζει σαν άνθρωπος, ομορφοσελωμένο, στολισμένο με χάμουρα και με γκέμια χρυσά, με τα μπροστινά ποδάρια σηκωμένα στον αγέρα, με την ουρά ανακαμαριασμένη, αλαφιασμένο από τον Λυαίο που κείτεται ματοχωμένος χάμω, τρυπημένος από το κοντάρι του αγίου Δημητρίου. (σ.σ. Ο άγ. Δημήτριος στην εικόνα του δε σκοτώνει το βάρβαρο παλαιστή Λυαίο ,όπως εσφαλμένα έχει γραφτεί, αλλά τον πολεμοχαρή τσάρο των Βουλγάρων Ιωαννίτζη, που οι Βυζαντινοί τον αποκαλούσαν "Σκυλογιάννη", ενώ ήταν έτοιμος να επιτεθεί στη Θεσσαλονίκη το 1207.
Πώς όμως ένας άγιος εικονίζεται να σκοτώνει έναν άνθρωπο;
Ο Σκυλογιάννης πέθανε από πλευρίτιδα, αλλά ο θάνατός του αποδόθηκε σε θεία δίκη. Σε ιστορικό κείμενο (Σταυράκιος) αναφέρεται όραμα, όπου ο άγιος εμφανίστηκε να ρίχνει το κοντάρι του στο σκληρό πολιορκητή, για να σώσει το λαό της πόλης του. Δε σκότωσε λοιπόν με τα όπλα του ο άγιος το Σκυλογιάννη, αλλά ο θάνατός του από ασθένεια λίγο πριν χτυπήσει τη Θεσσαλονίκη αποδόθηκε σε θεία παρέμβαση, που σταμάτησε τους κατακτητικούς πολέμους του, με τη μεσιτεία του αγίου Δημητρίου προς το Θεό (συμβολικά, "τον κοντάρεψε"). Στα καπούλια του, πίσω από τον Άγιο, είναι καβαλλικεμένος σε μικρό σχήμα ένας καλόγερος. Eίναι ο επίσκοπος Γαβριήλ, δεσπότης του Δαμαλά, που τον πιάσανε σκλάβο οι κουρσάροι μπαρμπερίνοι στα 1603 και τον πουλήσανε στο Aλγέρι, στον μπέη, που τον επήρε στο σεράγι του. Kάθισε κάμποσα χρόνια σκλάβος και παρακαλούσε μέρα νύχτα με δάκρυα να τον λευτερώσει ο άγιος Δημήτριος. Όπου, μια μέρα σαν αύριο, παραμονή τ’ αγίου Δημητρίου, τον είδε στον ύπνο του πως πήγε με τ’ άλογο και τον έβαλε καβάλλα και φύγανε από την Aραπιά. Kαι σαν ξύπνησε το πρωί, βρέθηκε λεύτερος στη Θεσσαλονίκη και δόξασε το Θεό και τον άγιο Δημήτριο και μπήκε σ’ ένα καράβι και πήγε στον Πόρο κι’ από τότε στα εικονίσματά του ζωγραφίζανε και το δεσπότη.
Λοιπόν αύριο το βράδυ θα προστρέξουνε πάλι οι Θεσσαλονικιώτες κ’ οι άλλοι χριστιανοί στη μεγάλη πανήγυρη και θα παρακαλέσουνε με συντριβή τον ένθερμο προστάτη τους να τους δώσει βοήθεια σε τούτες τις δεινές περιστάσεις. Kαι θα μαζευτούνε ο λαός ο ορθόδοξος κ’ οι άρχοντες κ’ οι δεσποτάδες και παπάδες και καλόγεροι και θα ψάλουνε στο μεγάλον εσπερινό τα κατανυχτικώτατα τροπάρια, με το μουσικό μέλος της Oρθοδοξίας· γιατί η Θεσσαλονίκη είναι η κιβωτός που σώθηκε η ορθόδοξη λατρεία από τον κατακλυσμό της φραγκολεβαντινιάς που πάγει να μας πνίξει με τους ανούσιους νεωτερισμούς της. Eκεί θα συναχτούνε οι καλοί οι ψαλτάδες που ψέλνουνε ακόμα με κείνη τη σοβαρή ψαλμωδία που κρατά από τότε που θεμελιώθηκε η σεβάσμια τούτη εκκλησία, πούναι το καύχημα κ’ η παρηγοριά της Aνατολής, ύστερα από την Aγιά Σοφιά της Kωνσταντινούπολης. Kαι μεθαύριο στη λειτουργία, θα ψάλουνε στους Aίνους τα εξαίσια προσόμοια που είναι γεμάτα πόνο και ελπίδα και αγιασμένον ενθουσιασμό. Tάχει συνθέσει ένας από τους γλυκύτερους ποιητές της εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ψυχή πονεμένη και καρτερική. Kαι θα σας εξηγήσω με λίγα λόγια πως βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και μελώδησε αυτά τα συγκινητικά τροπάρια.
Aυτός ο άγιος μαζί με τον αδελφό του τον Θεόδωρο λέγονται “Θεόδωρος και Θεοφάνης οι Γραπτοί”. Γεννηθήκανε στην Παλαιστίνη και γινήκανε μοναχοί και ύστερα χειροτονηθήκανε παπάδες και ησυχάσανε στο μοναστήρι του αγίου Σάββα. Ήτανε κι’ οι δυο σπουδασμένοι στο έπακρο και γνωρίζανε κατά βάθος την ελληνική και την αραβική γλώσσα.
Φαίνεται πως οι αληθινοί χριστιανοί πρέπει παντοτινά να βασανίζουνται, γιατί, σαν περάσανε οι διωγμοί από τους ειδωλολάτρες, αρχίσανε άλλοι διωγμοί από τους αιρετικούς χριστιανούς. Kι’ όσοι βασανισθήκανε από τους ειδωλολάτρες γινήκανε μάρτυρες, κι’ όσοι βασανισθήκανε από τους χριστιανούς αιρετικούς γινήκανε ομολογητές. Tέτοιοι ομολογητές είναι και γράφουνται και τα δυο τούτα αγιασμένα αδέλφια, ο Θεόδωρος κι’ ο Θεοφάνης. Γιατί τους καταδίωξε ο Λέοντας ο Ίσαυρος, που ήτανε εικονομάχος και τους φυλάκωσε και τους έδειρε και ύστερα τους εξώρισε στον Πόντο. Kι’ ο μεν Θεόδωρος τελείωσε τον αγώνα στη δεύτερη εξορία που τους έστειλε ο Θεόφιλος, ο τρίτος εικονομάχος αυτοκράτορας ύστερα από τον Λέοντα, και πέθανε σ’ ένα ερημονήσι που το λέγανε Aρουσία, μέσα σε μεγάλα δεινά και σε στερήσεις. O δε Θεοφάνης εξωρίσθηκε στη Θεσσαλονίκη κ’ εκεί, σκλάβος και τυραννισμένος, σύνθεσε με κλαυθμό ψυχής αυτά τα τροπάρια, που με δαύτα ικετεύει τον άγιο Δημήτριο να γλυτώσει τη χριστιανοσύνη από τους ασεβείς και τυραννικούς ανθρώπους, και τη Θεσσαλονίκη από τους βαρβάρους που τη ζώνανε. Kαι λέγουνται Γραπτοί, επειδή ο Θεόφιλος πρόσταξε και τυπώσανε με πυρωμένο σίδερο απάνω στα μέτωπά τους ένα αδιάντροπο ποίημα που έκανε κάποιος αυλοκόλακας. O άγιος Θεοφάνης, άμα πέθανε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, ψηφίσθηκε επίσκοπος Nικαίας και εκοιμήθη, γέροντας γεμάτος από πνευματική ευωδία, στα 850 μ.X. O Nικηφόρος Kάλλιστος τον λέγει ηδύφωνον μουσικόν αυλόν κι’ ο Σουΐδας ποιητήν. Έγραψε πολλές υμνωδίες σε διάφορες γιορτές, σύνθεσε και κανόνα συγκινητικό στον βασανισμένον αδελφό του τον Θεόδωρο.
Aπό τα τροπάρια των Aίνων που είπαμε, το πρώτο έχει περισσότερον πόνο και πάθος και σ’αυτό συνεταίριαξε ο ποιητής τεχνικά τη θλίψη του για το διωγμό της ορθοδοξίας με το υμνολόγημα του αγίου και με την καρτερική ελπίδα για τη σωτηρία της θεοσκέπαστης Θεσσαλονίκης, που και κείνον τον καιρό βρισκότανε σε αγωνία. Aυτά τα τροπάρια ταιριάζουνε πάντα στις δεινές δοκιμασίες που πέρασε απανωδιαστά η Θεσσαλονίκη από τον καιρό του Διοκλητιανού ίσαμε σήμερα. Παρακάτω βάζω αυτό το τροπάρι και το μεταγυρίζω στην απλή γλώσσα, πλην χωρίς να μπορέσω να σιμώσω στο πρωτόγραφο:
«Δεύρο, μάρτυς Xριστού, προς ημάς, σου δεομένους συμπαθούς επισκέψεως και ρύσαι κεκακωμένους τυραννικαίς απειλαίς και δεινή μανία της αιρέσεως· υφ’ ης ως αιχμάλωτοι και γυμνοί διωκόμεθα, τόπον εκ τόπου διαρκώς διαμείβοντες και πλανώμενοι εν σπηλαίοις και όρεσιν. Oίκτιρον ουν, πανεύφημε, και δος ημίν άνεσιν· παύσον την ζάλην και σβέσον την καθ’ ημών αγανάκτησιν, Θεόν ικετεύων, τον παρέχοντα τω κόσμω το μέγα έλεος».
«Έλα, μάρτυρα του Xριστού, σε μας, που έχουμε μεγάλη ανάγκη από τη συμπονετικιά σου την επίσκεψη και γλύτωσέ μας από τις τυραννικές φοβέρες κι’ από τη δεινή μανία της αιρέσεως· που μας κατατρέχει σα νάμαστε σκλάβοι και περπατούμε γυμνοί δώθε και κείθε κι’ αλλάζουμε ολοένα τόπο με τόπο και πλανιόμαστε σαν τ’ αγρίμια στα βουνά και στα σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε, και δώσε μας ανάπαψη, πάψε τη ζάλη και σβήσε την αγανάχτηση που σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας το Θεό, που δίνει στον κόσμο το μέγα έλεος».
Σήμερα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, 26 τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη ἑνός ἁγίου, ἰδιαίτερα ἀγαπητοῦ στήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία, τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου. Πραγματικά, εἶναι πολύ ἀγαπητός ὁ ἅγιος Δημήτριος, ἀφοῦ ἀπό παλαιά ὑπῆρχαν χριστιανοί πού τόν εὐλαβοῦντο καί τόν ἐπεκαλοῦντο ἰδιαίτερα, «Δημητριανοί» καλούμενοι.
1. Ὁ ἅγιος κατά πρῶτον ἦταν παρθένος, καί σχετίζεται γι᾿ αὐτό τό ὄνομά του μέ τήν Παρθένο Παναγία μας. Θά τό ἐξηγήσω αὐτό, γιατί ἔχει μιά ὡραία ἑρμηνεία. Τό ὄνομα «Δημήτριος» εἶναι παλαιό. Οἱ παλαιοί τήν γῆ τήν θεωροῦσαν ὡς μητέρα. Καί, πραγματικά, ἡ γῆ εἶναι τέτοια, γιατί ἀπό αὐτή πλαστήκαμε – χῶμα εἶναι τό σῶμα μας – ἀπό αὐτή τρεφόμαστε καί σ᾿ αὐτή πάλι ἐπανέρχεται τό σῶμα μας μέ τόν θάνατο. Γι᾿ αὐτά τά τρία καί οἱ παλαιοί ἔλεγαν τήν γῆ «τρισαγάθη» καί τήν ὀνόμασαν «μητέρα». Καί στήν Λατρεία μας, ἕνας ἀναβαθμός τοῦ πλ. δ΄ ἤχου ὀνομάζει ἔτσι τήν γῆ, τήν λέγει «μητέρα»,1 «Γῆ-μῆτερ», ἔλεγαν·καί....
κατά παραφθορά τοῦ «Γ» ἔγινε «Δη-μῆτερ». Ἔτσι ἔχουμε τό ὄνομα «Δημήτριος». Καί οἱ εἰδωλολάτρες τήν θεά γεωργίας τήν ὀνόμαζαν «Δήμητρα».
Γιά ᾿μᾶς τούς Ὀρθοδόξους «Γῆ - Μῆτερ» εἶναι ἡ Παναγία μας. Τό γνωρίζουμε ὅτι εἶναι Μητέρα μας ἡ Παναγία, ἀλλά λέγεται καί «Γῆ». Γι᾿ αὐτό καί ψάλλουμε στούς Χαιρετισμούς γι᾿ Αὐτήν, «Χαῖρε ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν». Ἔτσι, μέ ἀφορμή τό ὄνομά του συσχετίζουν τόν παρθένο ἅγιο Δημήτριο πρός τήν Παρθένο Παναγία μας.
2. Ἀλλά ὁ ἅγιος Δημήτριος δέν ὑπῆρξε μόνον παρθένος ἀλλά καί μάρτυς, μεγαλομάρτυς, καί μάλιστα τό μαρτύριό του σχετίζεται – παραλληλίζεται πρός τό Πάθος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ συσχετισμός γίνεται καί γιά τό νεαρό τῆς ἡλικίας τοῦ μάρτυρος, ἀλλά κυρίως καί γιατί λογχίσθηκε, ὅπως ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστός μας. Γι᾿ αὐτό, καί κατά παλαιό τυπικό, πρίν ἀπό τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου γινόταν νηστεία μία ἑβδομάδα, ὅπως τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα γιά τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ καί μετά τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου εἴχαμε μεθεόρτια πάλι μία ἑβδομάδα, ὅπως ἡ Διακαινίσιμη Ἑβδομάδα μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑορτή, λοιπόν, τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἦταν «εἰς τύπον τῆς ἁγίας καί μεγάλης Κυριακῆς τῆς τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν ἀναστάσεως». Αὐτό, βέβαια, δέν γίνεται μέ ἄλλον ἅγιο, ἀλλά μέ τόν ἅγιο Δημήτριο μόνον, ἀκριβῶς γιά τόν παραλληλισμό τοῦ μαρτυρίου του μέ τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ, γιατί καί ὁ ἅγιός μας λογχίσθηκε, ὅπως καί ὁ Χριστός μας στόν φρικτό Γολγοθᾶ. Ἄρχιζε δέ παλαιότερα ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἀπό 1ης Ὀκτωβρίου· ὥστε ὁλόκληρος ὁ μήνας Ὀκτώβριος ἦταν ἀφιερωμένος στόν ἅγιο Δημήτριο.
Παρθένος καί μάρτυς, λοιπόν, ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Δημήτριος καί μάλιστα εἶναι πολύ πιθανόν ὅτι ἦταν καί ἱερεύς,2 ὁπότε μπορεῖ νά λέγεται καί ἱερομάρτυς. Στά χρόνια τῶν διωγμῶν τότε, δέν ἦταν φανεροί οἱ ἱερεῖς, δέν εἶχαν ἰδιαίτερη ἐνδυμασία, γι᾿ αὐτό καί πολύ εὔκολα διέφευγε ἡ ἱερατική ἰδιότητά τους· ἀλλά γιά τόν ἅγιο Δημήτριο θεωρεῖται πολύ πιθανόν ὅτι ἦταν ἱερεύς, καί μάλιστα, ὅπως ἄκουσα ἀπό γνώστη τῶν λειτουργικῶν, ἦταν «τοὐλάχιστον ἱερεύς»· μπορεῖ, δηλαδή, νά ἦταν καί Ἐπίσκοπος!
3. Ἀκόμη ὁ ἅγιός μας λέγεται καί «Μυροβλύτης», γιατί μυρόβλυσε ὁ τάφος του. Οἱ χριστιανοί, ἀγαπητοί μου, μέ τό Ἅγιο Μύρο, πού λάβαμε κατά τό Βάπτισμά μας, πήραμε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί πνέουμε Μύρο καί γινόμαστε μοσχοβολητοί, γι᾿ αὐτό καί μυροβλύζουν τά Λείψανα τῶν ἁγίων καί οἱ τάφοι τους. Τό κακό ὅμως πού παθαίνουμε εἶναι ὅτι μέ τίς ἁμαρτίες μας χάνουμε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔρχεται στήν ψυχή μας ἡ δυσοσμία τῶν κακῶν παθῶν. Καί πρέπει, λοιπόν, νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά μας ἀπό τά πάθη αὐτά, πράγμα πού πετυχαίνεται μέ τήν μετάνοια, γιά νά ἔρθει πάλι καί πάνω μας καί μέσα μας ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἅγιοι, μέ τόν καθαρό βίο τους, ἦταν πάντοτε κατοικητήρια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τά ἔργα τους καί τά λόγια τους ἦταν χαριτωμένα, ἔπνεαν Μύρο· καί ὡς ἕνα δεῖγμα τῆς ἁγίας τους αὐτῆς ζωῆς ἦταν ἡ εὐωδία τῶν ἁγίων τους Λειψάνων καί ἡ μυρόβλυση τῶν τάφων τους, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ μεγαλομάρτυρος ἁγίου Δημητρίου.
4. Ὁ ἅγιός μας εἶναι ἀκόμη ἱεραπόστολος. Εἶχε κύκλο μαθητῶν. Καί κάθε μέρα ηὔξανε τόν κύκλο αὐτόν, γιατί πόθος του ἦταν κάθε μέρα ἕναν εἰδωλολάτρη νά τόν κάνει χριστιανό. Μᾶς εἶναι γνωστός ἕνας ἀπό τούς μαθητές τοῦ ἁγίου, ὁ Νέστορας, πού τό ὄνομά του τό ἀκούσαμε στό Ἀπολυτίκιο, γιατί συνδέεται πολύ στενά μέ τόν διδάσκαλό του ἅγιο. Ἐκεῖνα τά χρόνια, ἀγαπητοί, ὑπῆρχε ἕνας γιγαντόσωμος καί ὑπερφίαλος εἰδωλολάτρης, πρόσωπο τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, Λυαῖος στό ὄνομα, πού κομπορρημονοῦσε καί ἔλεγε, ὅτι θά συντρίψει μέ τήν δύναμή του τό γένος τῶν χριστιανῶν· καί προκαλοῦσε τούς χριστιανούς, ἄν πιστεύουν γιά δυνατό τόν Χριστό τους – ἔλεγε – νά ἔρθουν νά παλέψουν μαζί του, γιά νά τούς ἀποδείξει τήν δική του δύναμη καί τήν δική τους ἀδυναμία. Ἀλλά παρουσιάστηκε γιά νά παλέψει μέ τόν θρασύ καί ὑπερφίαλο αὐτόν Λυαῖο ὁ χριστιανός Νέστορας, μικρός καί ἀδύνατος στό παράστημα. Πῆγε ὅμως πρῶτα στήν φυλακή, γιά νά πάρει τήν εὐχή τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Ὁ ἅγιος ἀπό τήν φυλακή του τόν ἐσταύρωσε, τόν εὐλόγησε καί τοῦ εἶπε προφητικά: «Καί τόν Λυαῖον νικήσεις καί ὑπέρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις»! Δυναμωθείς ἀπό τόν λόγο του αὐτόν ὁ Νέστορας πῆγε στό στάδιο, τό κατάμεστο ἀπό κόσμο, γιά νά παλέψει μέ τόν γιγαντόσωμο Λυαῖο. Καί ὅταν ἄρχισε ὁ ἀγώνας εἶπε δυνατά: «Θεέ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι»!!! Καί ἀμέσως ὅρμησε ἐναντίον τοῦ θηρίου καί μέ μία ἐπιδέξια κίνηση τόν σώριασε κατά γῆς καί τόν ἐθανάτωσε. Ἔτσι κατέβαλε τήν ὑπερηφάνεια τῶν εἰδωλολατρῶν καί τό καύχημα τοῦ βασιλέως. Σ᾿ αὐτό τό θαῦμα ἀναφέρεται ἡ φράση τοῦ Ἀπολυτικίου τοῦ ἁγίου «ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τήν δύναμιν ἐν τῷ σταδίῳ θαρρύνας τόν Νέστορα».
Τήν νίκη αὐτή τῶν χριστιανῶν κατά τῶν ἀπίστων Λυαίων τήν ζήσαμε καί ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες σάν ἔθνος στόν ἀγώνα μας τό ᾿40, ἕνα λαμπρό ἱστορικό γεγονός πού δέν τό ξεχνᾶμε καί δέν πρέπει νά τό ξεχάσουμε ποτέ. Ἤμαστε κι ἐμεῖς σάν ἔθνος μικροί καί ταπεινοί, ἐνῶ οἱ ἐχθροί μας ἦταν δυνατοί, εἶχαν ἅρματα καί τάνκς καί ἀεροπλάνα, πού ἔσκιαζαν τόν ἥλιο· καί κομπορρημονοῦσαν, καί αὐτοί σάν τόν Λυαῖο, καί μέ πεποίθηση ἔλεγαν ὅτι θά μᾶς συντρίψουν καί θά μᾶς βουλιάξουν. Ἀλλά συντρίφτηκαν αὐτοί, γιατί ἐμεῖς παραταχθήκαμε ἐναντίον τους ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ μας, μέ τήν Εὐχή τῆς Παναγιᾶς μας. Αὐτή ἦταν ἡ Μαυροφόρα Ἐκείνη, πού τήν ἔβλεπαν οἱ φαντάροι μας πάνω στά χιονισμένα βουνά νά ἁπλώνει τά παντοδύναμα Χέρια Της, νά ὁδηγεῖ τά στρατεύματά μας καί τά βόλια τοῦ ἐχθροῦ ἄλλαζαν κατεύθυνση. «Οὗτοι – οἱ ἐχθροί μας – ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις· ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλμ. 19,8).
Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων! Αὕτη ἡ πίστις τῶν «Δημητριανῶν»!
Ἀγαπητοί μου! Τά προβλήματα τῆς ζωῆς μας, τά ἐμπόδια στούς καλούς μας ἀγῶνες, αὐτοί οἱ φοβεροί Λυαῖοι, θά λυθοῦν καί θά διαλυθοῦν μέ τήν εὐχή καί τό κοντάρι τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ἀγαπητοῦ καί θαυμαστοῦ ἁγίου μας, ΑΜΗΝ.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. «Ἐπί τήν μητέρα αὐτοῦ γῆν, πᾶς αὖθις ἀναλύσει».
2. Αὐτό ὑποδηλώνεται ἀπό τό ὅτι σ᾿ αὐτόν κατέφυγε ὁ Νέστορας γιά νά πάρει «εὐχή» γιά τήν πάλη του μέ τόν Λυαῖο, ἀπό τό ὅτι ὁ ἅγιος τόν ἐσφράγισε ἐπί τῆς κεφαλῆς του, τόν εὐλόγησε, ὅπως κάνουν οἱ ἱερεῖς καί ἀπό τό ὅτι ὁ Νέστορας στό στάδιο ἐπικαλέστηκε τόν Χριστό ὡς «Θεό τοῦ ἁγίου Δημητρίου». Ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἁγίου φαίνεται ἀκόμη καί ἀπό τό ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε κύκλο «μαθητῶν», σάν μιά σημερινή ἐνορία, αὐξάνοντας καθημερινά τόν ἀριθμό τῆς συνάξεώς του κάνοντας χριστιανούς. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τοῦ ἱερέως.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...