Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η βεβαιότητα της ευλογίας, που έλαβαν οι πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, υπάρχει διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος· το αγαθό της πνευματικής νομοθεσίας κατορθώνεται διά της ελπίδος προς τον Άγιο Θεό· τα υπέρ φύση προφητικά λόγια των Προφητών ευαγγελίζονται και όλα αυτά είναι οι καρποί της χάριτος της παρούσης ημέρας, της Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Διά του Σαββάτου της πρώτης κοσμογενείας σημαίνεται αυτό τούτο το ευλογημένο Σάββατο, «την της καταπαύσεως ημέραν», την οποίαν ευλόγησε ο Θεός περισσότερο απ’ όλες τις άλλες ημέρες. Διότι, πράγματι κατ’ αυτήν κατέπευσε απ’ όλα τα έργα του ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, διά της κατά τον θάνατο οικονομίας «τη σαρκί σαββατίσας»· και επανελθών εκεί όπου ήταν εξ αρχής, διά της αναστάσεως συνανέστησε όλο το ανθρώπινο γένος γενόμενος γι’ αυτούς ζωή, ανάσταση, ανατολή και ημέρα για όλους εκείνους που ήσαν βυθισμένοι μέσα στο σκοτάδι και ζούσαν κάτω από τη σκιά και την τυραννία του θανάτου.
Ας δούμε όμως μερικά γεγονότα που προμήνυσαν την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο Αβραάμ, ο πατέρας του Ισαάκ, δεν δίστασε να προσφέρει τον μονογενή αυτού υιό προσφορά και θυσία, και αντί αυτού αμνός σφαγιάζεται κρεμάμενος από το ξύλο (Γεν. 22:1-14). Ο Ισαάκ βαστάζει το φορτίο των ξύλων της ολοκάρπωσης και ο Υιός του Θεού φέρει το φορτίο των δικών μας αμαρτιών υπό του ξύλου του Σταυρού βαστάζων ως Θεός και ως Αμνός βασταζόμενος. Μέσα από την θυσία του προβάτου φανερώνεται το μυστήριο του θανάτου, μέσα από τον μονογενή φανερώνεται η ζωή, που δεν διακόπτεται από τον θάνατο. Ο Μωϋσής με την έκταση των χειρών διέγραφε τον τύπο του Σταυρού και διά του σχήματος αυτού κατέστρεψε την δύναμη του Αμαλήκ (Εξ. 17:11-12). Ο Προφήτης Ησαϊας αναφωνεί λέγοντας: «Παιδίον εγεννήθη ημίν, και υιός εδόθη ημίν· ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου αυτού, μεγάλης βουλής Άγγελος» (Ησ. 9:6). Αυτό το παιδί, «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτό άφωνος» (Ησ. 53:7)· και ως λέγει ο Προφήτης Ιερεμίας αυτό είναι «το αρνίον το άκακον, το αγόμενον του θύεσθαι» (Ιερ. 11:19). Ο Προφήτης Ιωνάς προδιαγράφει σαφώς το μυστήριο της τριημέρου ταφής και της αναστάσεως. Διότι, απαθώς καταδύεται υπό του κήτους, και χωρίς πάθος αναδύεται, παρ’ όλο που έμεινε στην κοιλία του κήτους τρεις μέρες και τρεις νύκτες, προδιαγράφοντας μ’ αυτό τον τρόπο την τριήμερο ταφή και ανάσταση του Κυρίου (Ιωνάς 2:1. Ματθ. 12:40).
Με την Ανάσταση του Κυρίου λαμβάνει τέλος η σκιά των προδιαγραφομένων και γίνεται η απαρχή των νέων αγαθών. Διότι, ήλθε η Βασιλεία της ζωής και καταλύθηκε το κράτος του θανάτου. Στην ανθρωπότητα δημιουργήθηκε άλλη γέννηση, που δεν προξενείται «εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, αλλ’ εκ Θεού» (Ιωάν. 1:13) γενομένη· και άλλος τρόπος ζωής δόθηκε. Έτσι, πραγματοποιήθηκε η μεταστοιχείωσης της φύσεώς μας. Αυτός ο τόκος κυοφορείται διά της πίστεως· οδηγείται στο φως διά της αναγεννήσεως. Η Εκκλησία γίνεται η τροφός μητέρα· το προσφερόμενο γάλα είναι τα θεία διδάγματα· η τροφή, ο άρτος ο εξ ουρανού καταβάς· ο γάμος, η συμβίωση με την σοφία· παιδιά, οι ελπίδες· σπίτι, η Βασιλεία του Θεού· τέλος, αντί του θανάτου, προσφέρεται η αϊδιος ζωή και η μακαριότητα των αγίων.
«Αύτη εστίν ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος» (Ψαλμ. 117:24). Κατ’ αυτήν ο Θεός εποίησε «καινόν ουρανόν και καινήν γην» (Ησ. 65:17). Ο ουρανός είναι το στερέωμα της πίστεως στον Χριστό· η γη είναι η αγαθή καρδιά. Μέσα σ’ αυτή τη νέα κτίση, ο ήλιος είναι ο καθαρός βίος· τα αστέρια είναι οι αρετές· ο αέρας είναι η διαφανής πολιτεία· η θάλασσα είναι το βάθος του πλούτου της σοφίας και της γνώσεως· τα βλαστήματα είναι η αγαθή διδασκαλία και τα θεία διδάγματα, τα οποία η ποίμνη του Θεού τρεφομένη απολαμβάνει· τα καρποφόρα δένδρα είναι η εργασία των εντολών. Μέσα σ’ αυτή την νέα κτίση οικοδομείται ο αληθινός άνθρωπος, που πλάστηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» (Γεν. 1:26) του Θεού.
Η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου έλυσε τον πόνο του θανάτου. Αυτή εμαιεύετο τον πρωτότοκο των νεκρών. Κατ’ αυτήν συνετρίβησαν οι πύλες του θανάτου. Κατ’ αυτή οι μοχλοί του Άδη συνεθλάσθησαν. Τώρα ανοίγεται το δεσμωτήριο του θανάτου. Τώρα κηρύσσεται η άφεση στους αιχμαλώτους. Τώρα γίνεται η ανάβλεψη στους τυφλούς. Τώρα πραγματοποιείται η εξ ύψους ανατολή επίσκεψη σ’ εκείνους που ήσαν καθήμενοι μέσα στο σκοτάδι και κάτω από την σκιά του θανάτου.
Το σώμα του Κυρίου κατήλθε κάτω στην καρδιά της γης, ώστε να μωράνει τον νουν του αρχεκάκου εχθρού. Διότι, επειδή ήταν αδύνατο ο άρχων του σκότους να προσμίξει την παρουσία του φωτός της Θεότητος με το δικό του σκότος, γι’ αυτό, μόλις είδε το θεοφόρο σώμα και επειδή είδε τα θαύματα που τέλεσε η Θεότητα δι’ αυτού, ήλπισε, ότι, εάν κρατήσει αυτό διά του θανάτου, θα κρατούσε και όλη την δύναμη που ευρίσκετο μέσα σ’ αυτό. Και χάρη στο δόλωμα της σαρκός αγκιστρώθηκε ο διάβολος πάνω στο αγκίστρι της Θεότητος (Ιώβ 40:24). Μ’ αυτή την ελπίδα δέχεται ο Άδης μέσα του Εκείνον, που επεδήμησε κάτω στους ανθρώπους από φιλανθρωπία.
Η αληθινή Σοφία του Θεού, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, κατέρχεται στη καρδιά της γης, για να εξαφανίσει απ’ αυτή τον μέγα της κακίας άρχοντα του σκότους, να φωτίσει το σκοτάδι, να νικηθεί η φθορά από την ζωή, να μεταχωρήσει το κακό στην ανυπαρξία και να καταργηθεί ο έσχατος εχθρός, που είναι ο θάνατος. Διότι, «πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρεώθησαν» (Ψαλμ. 13:3), και τίποτε το καλό δεν ευρίσκετο, παρά μόνον το όργανο της κακίας. Αυτή την σωρεία του κακού, που συγκεντρώθηκε από την καταβολή του κόσμου μέχρι της θείας οικονομίας, που πραγματοποιήθηκε στο πάθος του Κυρίου, διέλυσε ο Κύριος επιδεικνύοντας με την ανάστασή Του την θεία δύναμή Του, διά της οποίας αφάνισε την τόση κακία.
Το κακό επινοήθηκε από τον Διάβολο· η γυναίκα απατήθηκε από τον δράκοντα· και ο άνδρας απατήθηκε μέσον της γυναικός. Επειδή μέσα σ’ αυτά τα τρία κακά πλημμύρησε η κακία, γι’ αυτό χρειάσθηκε τρεις μέρες ο Κύριος για να εξαφανίσει τη αρρώστια. Την πρώτη ημέρα οι άνδρες καθαρίζονται· τη δεύτερη θεραπεύεται το γένος των γυναικών· τέλος, έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος και οι περί αυτόν αντικείμενες δυνάμεις.
Η Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι το σημαντικότερο γεγονός μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητος. Όταν, λοιπόν, πλησιάσουμε την Θεία Ευχαριστία και λάβουμε ως αναστάσιμο δώρο εκείνο το θείο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Σωτήρος, ας μη το λάβουμε με λερωμένη την συνείδησή μας, μήτε το μνήμα της καρδιάς μας να μυρίζει από την δυσωδία των νεκρών έργων, όπως τα κόκαλα των νεκρών. Αλλά, ας τρέξουμε και εμείς για να δούμε το παράδοξο θαύμα, διότι ο Χριστός αναστήθηκε. Ας έχομε εμείς μέσα στα χέρια μας αντί τα αρώματα, την πολύτιμη πίστη. Ας μη αναζητούμε πλέον τον Ζώντα ανάμεσα στους νεκρούς, διότι «ουκ έστιν ώδε· ηγέρθη γαρ καθώς είπε. Δεύτε ίδετε τον τόπον όπου έκειτο ο Κύριος» (Ματθ. 28:6). Γι’ αυτό ας αναφωνήσουμε με πίστη και μ’ όλη μας την καρδιά το:
Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Πηγή: Αναβάσεις
1. Τελείωσε πια η αληθινή κατάπαυση του Σαββάτου, που δέχτηκε την ευλογία του Θεού, κατά την οποία ο Κύριος αναπαύθηκε από όλα τα έργα του για τη σωτηρία του κόσμου τελώντας το Σάββατο της αργίας του θανάτου και έδειξε τη χάρη και στα μάτια και στις ακοές και στην καρδιά, με τα οποία τελέσαμε την εορτή, με όσα είδαμε, με όσα ακούσαμε και όσων τη χαρά δεχτήκαμε στην καρδιά μας. Γιατί το φως που βλέπουμε με τα μάτια μας ήταν το φως της πύρινης νεφέλης που σκορπίζουν οι λαμπάδες μας μέσα στη νύκτα, ο λόγος που όλες τις νύχτες αντηχεί στις ακοές μας με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, κυλώντας με την ακοή σαν ένα ρεύμα μέσα στην ψυχή, μας γέμισε από αγαθές ελπίδες, ενώ η καρδιά, γεμάτη χαρά από τα λεγόμενα και βλεπόμενα, σφράγιζε την άφραστη μακαριότητα καθοδηγούμενη από τα φαινόμενα στο αόρατο, ώστε να είναι εικόνα των αγαθών εκείνων, «που ούτε μάτι είδε ούτε αυτί άκουσε ούτε ένιωσε καρδιά ανθρώπου» (Α´ Κορ 2, 9), τα αγαθά αυτής της ανάπαυσης, βεβαιώνοντας με την παρουσία τους την ανείπωτη ελπίδα των μελλοντικών.
2. Επειδή λοιπόν αυτή η φωτεινή νύχτα ένωσε το φως των λαμπάδων με τις ορθρινές ακτίνες του ήλιου κι αποτέλεσε μια συνεχή ημέρα που δεν τη διχοτόμησε η παρεμβολή του σκότους, ας σκεφτούμε, αδελφοί, την προφητεία που λέει, «αυτή είναι η ημέρα που έκανε ο Κύριος» (Ψαλμ. 117, 24), που δε μας προτείνει κάποιο έργο βαρύ και δυσκολοκατόρθωτο, αλλά χαρά και ευφροσύνη και αγαλλίαση, αφού αυτό μας είπε ο λόγος, «ας νιώσομε κατ αυτήν χαρά και αγαλλίαση» (Ψαλμ. 117, 24). Πόσο ωραία εντολή, πόσο ωραία νομοθεσία. Ποιος αναβάλλει ν ακούσει τέτοιες εντολές; Ποιος δε θεωρεί ζημία και τη μικρή αναβολή στην εκτέλεση της εντολής; Η ενέργεια είναι χαρά, η προσταγή αγαλλίαση, που διαλύουν την καταδίκη για αμαρτίες και μεταβάλλονται τα λυπηρά σε χαρά.
3. Αυτό είναι το απόφθεγμα της σοφίας, ότι σε ημέρα χαράς τα κακά αμνηστεύονται (Σοφία Σειρ. 11, 25). Η ημέρα αυτή επέφερε λήθη της πρώτης εναντίον μας απόφασης η καλύτερα όχι λήθη, αλλά αφανισμό. Γιατί έσβησε τελείως οτιδήποτε θύμιζε την καταδίκη μας. Τότε ο τοκετός γινόταν με πόνους (Γεν. 3, 16), τώρα η γέννηση γίνεται χωρίς ωδίνες. Τότε γεννηθήκαμε σάρκες από σάρκα, τώρα ό,τι γεννιέται είναι πνεύμα από Πνεύμα. τότε γεννηθήκαμε υιοί ανθρώπων, τώρα υιοί του Θεού. Τότε από τους ουρανούς ξεπέσαμε στη γη, τώρα ο επουράνιος έκανε ουράνιους κι εμάς. Τότε με την αμαρτία βασίλεψε ο θάνατος, τώρα παίρνει με τη σειρά της την εξουσία η δικαιοσύνη. Ένας άνοιξε τότε την είσοδο του θανάτου και τώρα με έναν μπαίνει στη θέση του θανάτου η ζωή. Με το θάνατο τότε ξεπέσαμε από τη ζωή και τώρα η ζωή αναιρεί το θάνατο. Τότε κρυφτήκαμε από ντροπή με τα συκόφυλλα (Γεν. 2, 7), τώρα πλησιάζομε τιμημένοι το ξύλο της ζωής. Τότε με την παρακοή διωχτήκαμε από τον Παράδεισο, τώρα μπαίνομε μέσα στον Παράδεισο με την πίστη. Πάλι βρίσκεται μπροστά μας και στην εξουσία μας για να τον απολαύσομε ο καρπός της ζωής (Γεν. 2, 9). Πάλι η πηγή του παραδείσου μοιράζεται σε τέσσερις κλάδους (Γεν. 2, 10) και με τα ποτάμια των ευαγγελίων ποτίζει ολόκληρη την Εκκλησία, ώστε και να μεθάνε τα αυλάκια των ψυχών μας, που όργωσε με το αλέτρι της διδασκαλίας ο σπορέας των λόγων (Μάρκ. 4, 15), και να πληθαίνουν της αρετής τα γεννήματα. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν αυτοί; Τι άλλο παρά να μιμούνται με τα σκιρτήματά τους τα όρη και τα βουνά των προφητών. Γιατί λέει, «τα όρη σκίρτησαν όπως κριάρια και τα βουνά όπως μικρά αρνιά» (Ψαλμ. 113, 4).
4. Ελάτε λοιπόν κι ας χαρούμε με τον Κύριό μας που κατέλυσε τη δύναμη του εχθρού και ύψωσε για χάρη μας το μεγάλο τρόπαιο του σταυρού με τη συντριβή του αντιπάλου μας. Ας αλαλάξουμε.κι αλαλαγμός είναι οι επινίκιες ζητωκραυγές που υψώνουν οι νικητές κατά των νικημένων. Αφού λοιπόν συντρίφτηκε η παράταξη του εχθρού κι ο ίδιος ο αρχηγός της πονηρής δαιμονικής στρατιάς έφυγε και εξαφανίστηκε και κατάντησε πια μηδέν, ας πούμε ότι «ο Θεός είναι μεγάλος Κύριος και μεγάλος βασιλέας σ όλη τη γη» (Ψαλμ. 94,3. 46, 3) «αυτός που ευλόγησε το στέφανο του χρόνου με τα αγαθά της χρηστότητάς του» Ψαλμ. 64, 12) και μας συγκέντρωσε σ αυτήν την πνευματική χοροστασία στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο η δόξα ανήκει στους αιώνες. Αμήν.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ανάσταση! Ένας μοναδικός θρίαμβος. Ένας θρίαμβος όχι συνηθισμένων διαστάσεων, αλλά θρίαμβος κοσμικών, και χρονικώς αιωνίων διαστάσεων.
«Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω». «Εορταζέτω δε κόσμος ορατός τε και αόρατος», γιατί «τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». «Άγγελοι και άνθρωποι την του Σωτήρος υμνούσι τριήμερον έγερσιν». «Λαοί υμνούσι... Πάσχα μέγα εξανατείλαν υπό του Αναστάντος εκ τάφου Χριστού του ζωοδότου και Λυτρωτού πάσης κτίσεως». «Ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» αναγνωρίζουν το μεγάλο και μοναδικό γεγονός της Αναστάσεως. Και δικαιολογημένα ψάλλει η Εκκλησία θριαμβευτικά και με ακράτητον ενθουσιασμό την Ανάσταση. «Ώφθη φως απρόσιτον ημίν λάμπων από του τάφου ωραίος Χριστός ο Κύριος. Άδης ηχμαλώτισται. σατάν ηφάνισται. χαίρει κόσμου τα πέρατα», μέλπει Εκκλησία του Χριστού.
Και με το στόμα του μεγαλυτέρου ρήτορός της κράζει θριαμβευτικά:
«Μηδείς θρηνήτω πενίαν. εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα. συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον. ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην... ο Άδης επικράνθη... Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, Άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν άγγελοι. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας».
(Κατηχητικός Λόγος Ιω. Χρυσοστόμου, Κυριακής Πάσχα).
Αυτόν τον ενθουσιασμό με παραλήρημα χαράς ανεκφράστου ακράτητο βιώνει η Εκκλησία μας πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο της επετείου της Αναστάσεως του Κυρίου. Και τον εκφράζει διαποτισμένον με πίστη απαρασάλευτη και ζώσα με την πλούσια και ασύγκριτη υμνολογία της. Αυτόν τον θρίαμβο εξυμνεί εκφράζοντας τα θεία και ουράνια αισθήματά της καλώντας σε συμμετοχή τους πάντες, ιδιαίτερα όμως ετούτες τις ημέρες, όλους τους πιστούς της. Και τους καλεί να συμμετάσχουν σε αυτά όχι για να προκαλέση στις ψυχές κάποια έντονα στιγμιαία ιερά συναισθήματα, αλλά μόνιμα βιώματα και πεποιθήσεις εσωτερικές ακλόνητες και οδηγητικές της πορείας μέσα στη ζωή του καθενός. Βιώματα εν πίστει, που να διαποτίζουν ολόκληρη την ύπαρξη, ώστε να αποτελούν όλο και πιο αποφασιστικά και με συνέπεια αποδοχή της καινής ζωής, που εμπνέει ο κενός τάφος ως μάρτυρας σιωπηλός μεν, αλλά αναμφίλεκτος, της αναχωρήσεως από αυτόν του προσωρινού Ενοίκου του, που αναχώρησε στο ολόφωτο βασίλειο του ουρανού ως ταυτόχρονα φορεύς και της εξαγιασμένης ανθρώπινης φύσεως της ενωμένης αχώριστα με την θεϊκή του φύση.
Είναι όμως αδύνατο να περιγράψη κανένας με λόγια το γεγονός, που ολόκληρο το σύμπαν, όλος ο υλικός και πνευματικός κόσμος, αδυνατεί και να περιχωρήση και να κατανοήση εις βάθος και να εκτιμήση ανάλογα με τη σημασία και το μέγεθός του. Και βέβαια είναι απολύτως αδύνατη η περιγραφή του και παρουσίασή του στα πολύ περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας πενιχρής ομιλίας. Παραμένει μόνο η θελκτικότητα του βιώματος και η διαισθητική προσέγγιση του μεγάλου αυτού μυστηρίου εν πίστει και χαρά αφ' ενός και εν βιώσει του στην πορεία και τον αγώνα της ζωής αφ' ετέρου.
Θα έπρεπε όμως να εκταθή υπέρμετρα ο λόγος και με ακροθιγή, έστω, αναφορά του στο άφραστον αυτό θαύμα. Όσα έχουν αναφερθή ως το σημείο αυτό, αναφέρθηκαν μόνον ως στοιχειωδέστατη και ατελής υπογράμμιση της σημασίας της Αναστάσεως του Κυρίου και οπωσδήποτε αφετηριακά, γιατί το θέμα μας δεν είναι αυτό, αλλά Η Ανάσταση ως θρίαμβος της αγάπης. Ποιας αγάπης; και ποιου θριάμβου; Της αγάπης του Θεού και του θριάμβου της, όπως θα επιχείρηση η συνέχεια του λόγου να καταδείξη. Αποτελεί άλλωστε το θέμα αυτό μια ουσιαστική, αν όχι την ουσιαστικώτερη, πλευρά του γεγονότος της Αναστάσεως. Και χρειάζεται, φρονώ, περισσότερη έξαρσή του, αφού η αγάπη του Θεού είναι εκείνη, που αποτελεί τον θρίαμβό της και αυτή η αγάπη μας ενδιαφέρει περισσότερο από κάθε τι άλλο. Στην πλευρά αυτή θα προσπαθήσουμε να στρέψουμε την προσοχή μας.
α) Η αγάπη του Θεού
«Ο Θεός αγάπη εστί» (Α' Ιω. δ' 8). Όσο κι αν μας φαίνεται κατανοητή η φράση αυτή και ο προσδιορισμός του νοήματός της, όμως αποτελεί μυστήριο, γιατί μυστήριο είναι ο ίδιος ο Θεός, με τον οποίο ταυτίζεται. Όσο άπειρος είναι ο Θεός, τόσο άπειρη είναι και η αγάπη του. Και όσο λίγο κατανοούμε τον Θεό, τόσο λίγο μπορούμε να κατανοήσουμε και το νόημα αυτής της φράσεως, ότι ο Θεός είναι αγάπη στην ολότητά του, γιατί ξεπερνάει τα όρια της περιωρισμένης μας λογικής. Μένουν όμως κάποια στοιχεία και μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων εκδηλώσεων της αγάπης του Θεού, τόσο στη σύνολη δημιουργία, όσο και στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η ομιλία αυτή.
Μια προσπάθεια προσεγγίσεως της θείας αγάπης αποτελεί η περιγραφή, που επιχειρεί σχετικά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλώντας για την αγάπη του Θεού ως «εκστατικότητα του Θεού». Η αγάπη του Θεού είναι μια κατά κάποιον τρόπο μυστικόν και απροσπέλαστον νοητικά «έκσταση», δηλαδή έξοδος του Θεού από τον εαυτό του, χωρίς όμως να «εξίσταται» ο Θεός, χωρίς δηλαδή να βγαίνη από τον εαυτό του! Ακατανόητο αυτό και αντινομικό, αλλά μόνον έτσι μπορεί να εκφρασθή αυτή η διαπίστωση. Ο Θεός πληροί τα πάντα και περιέχει τα πάντα, αλλά ο ίδιος δεν περιέχεται από τίποτε. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να «εξίσταται» ο Θεός, αφού δεν υπάρχει χώρος για να «εκστή» έξω από αυτόν, γιατί είναι απερίληπτος; Πώς μπορεί δε να εξίσταται, και όμως να παραμένη μη εξιστάμενος; «Μείωση» ή «σμίκρυνση» του Θεού είναι απαράδεκτη και ακατανόητη. Ας ιδούμε όμως τί ακριβώς μας λέει ο Άγιος και ας κατανόηση ο καθένας μας ό,τι μπορεί, αφού ο χρόνος δεν μας επιτρέπει αναλύσεις και σχολιασμούς.
«Ας τολμήσουμε, λέει, να πούμε ετούτο χάριν της αλήθειας, ότι αυτός ο αίτιος των όλων εξαιτίας του καλού και αγαθού έρωτος για όλα, από υπερβολή ερωτικής αγαθότητος βγαίνει έξω από τον εαυτό του με τις πρόνοιές του για όλα τα όντα. Και θέλγεται κατά κάποιον τρόπο από την αγαθότητα και την αγάπη και τον θείον έρωτα. Από εκεί, που είναι πάνω από όλα και υψηλότερος απείρως από αυτά, κατεβαίνει σε όλα με εκστατική δύναμη υπερούσια χωρίς να εξέρχεται ουσιαστικά από τον εαυτό του. Γι' αυτό και εκείνοι, που ξέρουν καλά τα θεία τον αποκαλούν ζηλωτή, (Δευτερ. ε' 9), επειδή έχει πολύν αυτόν τον έρωτα προς τα όντα. Και επειδή γι' αυτά προνοεί».
Και επεξηγεί ο άγιος Ιερόθεος την έννοια του όρου έρως: «Τον έρωτα είτε θείον ειπούμε είτε αγγελικόν είτε νοερόν είτε ψυχικόν είτε ακόμη και φυσικόν, πρέπει να τον εννοήσουμε ως μια δύναμη που προξενεί ένωση. Και κινεί τα ανώτερα να προνοούν για τα κατώτερα, εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τα κινεί να έχουν αμοιβαία συνοχή και κοινωνία και τέλος κινεί τα κατώτερα να επιστρέψουν στα καλύτερα και ανώτερά τους».
Και ο άγιος Διονύσιος συνεχίζει: «Επομένως ο Θεός "εξίσταται" με μια πνευματική κίνηση αγαπητική προς τα δημιουργήματά του και ειδικώτερα προς τα λογικά πλάσματά του, όπως είναι ο άνθρωπος. Ο θείος έρως είναι από τη φύση του εκστατικός. Δεν αφήνει τους εραστές να ανήκουν στον εαυτό τους. Και αυτό το δείχνουν από την πρόνοια, που δείχνουν για τα κατώτερα. Εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τη δείχνουν από την μεταξύ τους συνοχή. Και τα χαμηλότερα από τη θειότερη επιστροφή τους προς τα πρώτα. Γι' αυτό ο θείος Παύλος, που κυριεύθηκε από τον θείον έρωτα και δοκίμασε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: "δεν ζω εγώ, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός". (Γαλ. β' 13) ως αληθινός εραστής, που μέσα του είχε υποστή έκσταστη προς τον Χριστό, όπως λέει ο ίδιος στην προς Κορινθίους Επιστολή του (Β', ε' 13). Δεν ζούσε επομένως τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του αγαπημένου του ως υπερβολικά αγαπητή και ποθητή».
Και ο μεγάλος θεολόγος, ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, (Ζ' εκατοντ. Θεολογίας, όπου και τα παραπάνω των αγίων Διονυσίου και Ιεροθέου κεφ. 84 εξ.) λέει τα εξής: Οι θεολόγοι ονομάζουν το θείον άλλοτε έρωτα, άλλοτε αγάπη, άλλοτε εραστό και αγαπητό. Γι' αυτό ο έρως, που είναι αγάπη κινείται (προς τα έξω), ως εραστό δε και αγαπητό κινεί προς τον εαυτό του όλα όσα είναι δεκτικά έρωτος και αγάπης. Και, για να το ξαναπούμε καθαρώτερα και σαφέστερα, κινείται προς εκείνα, που είναι δεκτικά έρωτος και αγάπης προξενώντας μια εσωτερική σχέση. Και κινεί, γιατί είναι εκ φύσεως ελκυστικός της επιθυμίας εκείνων, που κινούνται προς αυτόν. Και πάλι κινεί και κινείται, γιατί ο θείος έρως διψάει να τον διψούν, ποθεί να ποθήται και αγαπάει να τον αγαπούν. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και από την πλευρά των αγαπημένων εν σχέσει προς τον Κύριο, ως πηγή της θείας αγάπης.
Και συνεχίζει (κεφ. 87): Πηγή και γεννήτορας της αγάπης και του θείου και αγίου έρωτος είναι ο ίδιος ο Θεός. Γιατί αυτός, ενώ υπήρχε αυτή η αγάπη μέσα του, την πρόβαλε προς τα έξω, δηλαδή προς τα κτίσματά του. Σύμφωνα με αυτό έχει λεχθή ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (Α' Ιω. δ' 16). Και πάλι λέγεται για τον Θεό, ότι είναι «γλυκύτης και επιθυμία», δηλαδή αγάπη και θείος έρως (Άσμα Ασμ. ε' 16). Υποκείμενο λοιπόν, άλλα και αντικείμενο αγάπης και θείου έρωτος είναι ο ίδιος. Λοιπόν με το να ξεχύνεται από αυτόν ο θείος έρως και η θεία αγάπη, αυτή η έκβλυση σημαίνεται ως κίνηση. Με το να είναι αυτός το πράγματι αξιέραστο και αγαπητό και επιθυμητό και προτιμητό, κινεί εκείνα, που στρέφονται προς αυτόν ανάλογα προς τη δύναμη της επιθυμίας τους.
β) Η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο
Ο Θεός ο υπεράγαθος και υπεράγιος, ο Θεός, που είναι η αγάπη η άπειρη και απερινόητη, δεν ανεχόταν να περιορίζεται σε μόνον τον εαυτό του το αγαθό, που τον χαρακτηρίζει, και η χωρίς όρια μακαριότης του, χωρίς αυτά τα αγαθά να μετέχωνται και από άλλους εκτός του εαυτού του. Γι' αυτό δημιούργησε τις νοερές αγγελικές δυνάμεις, τον αισθητό κόσμο και ανάμεσά τους τον άνθρωπο, τον περιβεβλημένον υλικό σώμα, αλλά και προικισμένον με πνευματικόν πλούτο μέσα σε αυτό. Όλα έγιναν από πολλή αγάπη και μόνο, γιατί ο Θεός είναι ανενδεής, δηλαδή δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Είναι παντοδύναμος και δεν χρειάζεται συμπλήρωση από τίποτε. Είναι απολύτως μακάριος και δεν χρειάζεται προσθήκη άλλης δυνάμεως. Είναι πάνσοφος και δεν χρειάζεται συμβούλους και έξωθεν σοφία όντας αυτός αυτοσοφία και πηγή κάθε σοφίας. Ο μόνος λόγος νοερής και υλικής δημιουργίας ήταν η απέραντη αγάπη του για να μετάσχουν και τα δημιουργήματά του από τον πλούτο των αγαθών, των οποίων είναι ο ίδιος φορεύς και να γεύωνται τον πλούτο της αγάπης του.
Έτσι έχουμε μια κίνηση αγάπης, που εκπορεύεται από τον Θεό, διαπερνάει και διαποτίζει όλα τα όντα, πνευματικά και υλικά, και επιστρέφει πάλι στον ίδιο τον Θεό ως πηγή της. Ιδιοποιούμενα δε τα πλάσματά του αυτήν την αγάπη, την προσφέρουν με τη σειρά τους στην αέναη πηγή της, για να συνεχίζη ακατάπαυστα αυτή η θεία ροή και η υπερλογική ανακύκληση. Έτσι ο λόγος «Τα σα εκ των σων» αποτελεί μια ατέλειωτη και αδιάκοπη και διαρκώς επαναλαμβανόμενη περίοδο αγάπης, που ζωοποιεί και χαρίζει ό,τι καλό σε όλους τους αποδέκτες της και προ πάντων στους λογικούς αποδέκτες της, που του προσφέρουν με τη σειρά τους ως δική τους, συνειδητά δική τους, την αγάπη τους στον Θεό, από τον οποίο και ξεκίνησε.
Αυτό τονίζει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Η ερωτική κίνηση του αγαθού, η οποία προϋποθέτει τον Αγαθό Κύριο του παντός και το Αγαθό, που σε Αυτόν προϋπάρχει και που από Αυτόν προέρχεται, ξαναγυρίζει στον ίδιο, γιατί η κίνηση αυτή είναι χωρίς τέλος και χωρίς αρχή. Αυτό φανερώνει και την ακατάπαυστη επιθυμία μας προς ένωση μαζί του. Γιατί η αγαπητική ένωση με τον Θεό είναι πολύ πιο πάνω από κάθε άλλη ένωση» (όπ. π. κεφ. 89).
Η κίνηση αυτή είναι κίνηση αγαπητική κοινωνίας με τον Θεό. Ιδιαίτερα τα λογικά πλάσματα, ακριβώς γιατί έχουν λογικό και αυτοσυνειδησία, κοινωνούν συνειδητότερα και βαθύτερα με τον Θεό. Η κοινωνία αυτή βέβαια δεν είναι κοινωνία ίσων προς ίσον, αλλά κοινωνία πλασμάτων σχετικών και περιορισμένων προς τον άπειρο Δημιουργό τους. Με άλλα λόγια. αλλιώς αγαπάει ο Θεός τα πλάσματά του και αλλιώς τα πλάσματα τον Θεό. Η αγάπη του Θεού είναι απροσμέτρητη και άπειρη σε μέγεθος και βάθος και πλάτος και γνησιότητα. Η αγάπη των πλασμάτων προς τον δημιουργό τους πάντοτε περιορισμένη και σχετική και οπωσδήποτε ανάλογη με τη δύναμη προσφοράς τους.
Ο άνθρωπος, όπως είπαμε, δημιουργήθηκε από τον Θεό ως έκφραση της απέραντης αγαθότητος και κοινωνικότητός του. Και δημιουργήθηκε με κέντρο της υπάρξεώς του τον Δημιουργό του, από τον οποίο την πήρε και η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να συνεχίζεται και να διατηρήται αλώβητη, όπως π.χ. τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, η γη διατηρήται και διατηρεί όλον τον πλούτο της από τον ήλιο, που τη συγκρατεί στην τροχιά της και την ζωογονεί με το φως και τη θερμότητά του.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού». Και αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι δημιουργήθηκε και με τα ιδιαίτερα χαρίσματα της λογικότητος, της αυτοσυνειδησίας και της ελευθερίας και επομένως με τη δυνατότητα προσωπικής και αγαπητικής κοινωνίας με τον Θεό. Και αυτή πάντοτε εν ελευθερία. Αυτός ήταν ο πρωταρχικός σκοπός, όπως ήδη τονίσθηκε και πιο πάνω και για τα άλλα λογικά και πνευματικά όντα. Όχι βέβαια γιατί είχε ανάγκη ο Θεός, το τονίζουμε και πάλι αυτό, της κοινωνίας του ανθρώπου μαζί του, αλλά από αγαθότητα απέραντη και από αγάπη και με την επιθυμία να μετέχη διαρκώς και περισσότερο ο άνθρωπος στις πνευματικές και άλλες δωρεές του Θεού, στη μακαριότητα και στην απεριόριστη χαρά και ευτυχία του. και, αν μπορούμε να το πούμε και αλλιώς, να χαίρεται ο Θεός βλέποντας χαρούμενον και μακάριον τον άνθρωπο και διαρκώς προοδεύοντα στην μαζί του σχέση.
Ο Θεός φύσηξε στον Αδάμ πνοήν ζωής. Και του έδωσε άφθονη τη θεία χάρη γιατί προίκισε τον Αδάμ με «ψυχήν ζώσαν» και όχι απλώς ψυχή, που είχαν άλλα έμβια όντα. Και δεν ήταν η ψυχή του ανθρώπου απλώς ζωή, αλλά ψυχή, που δεχόταν την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος και που θα μπορούσε να τη διατηρή, εφόσον θα ζούσε πνευματικά. Έτσι το Άγιον Πνεύμα θα γινόταν η ψυχή της ψυχής του, ο μόνιμος κάτοικός της, και επομένως θα γινόταν «τέλειος και ολόκληρος και εν μηδενί λειπόμενος». Όσο θα εξακολουθούσε αυτή η ψυχή του Αδάμ να είναι τέτοια, θα του έδινε συνεχή δόξα και θεόμορφη και θεοειδή λαμπρότητα. Θα έβλεπε τα πράγματα διορατικά και προφητικά και θα γινόταν συνδημιουργός του Θεού στην κλίμακα και τον κύκλο της ανθρώπινης υπάρξεώς του.
Όπως δημιουργήθηκε ο πρώτος άνθρωπος, μας λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «δεν χρειαζόταν να παρεμβάλλεται μεταξύ αυτού και του Θεού κάτι, που να χρειάζεται να το γνωρίζη και που να τον εμποδίζη στην αυτόβουλη σχέση και συγγένειά του με τον Θεό. Αυτό θα πραγματοποιούνταν μέσω της αγάπης κατά την κίνησή του προς αυτόν. Επειδή με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος ήταν απαθής, δεν θα μπορούσαν να τον εξαπατήσουν με την ηδονή οι φαντασίες των παθών. Επειδή δε ήταν χωρίς ανάγκες, ήταν ελεύθερος από τις περιστατικές ανάγκες των τεχνών, για την οποιαδήποτε χρεία του. Και επειδή ήταν σοφός, ήταν χάρις στη γνώση ελεύθερος από την εξάρτηση και αναγκαστική θεώρηση της φύσεως, γιατί θα την γνώριζε άμεσα και με τη βοήθεια της χάριτος. Αυτή δε η κατάσταση μονιμοποιούμενη ελεύθερα με την προσωπική προσπάθεια και ελεύθερη συμβολή του ίδιου του ανθρώπου θα τον ωδηγούσε στη θέωση».
Όμως ο Αδάμ έπεσε θεληματικά παρακούοντας την σαφή εντολή του Θεού. Έπεσε πολύ βαριά. Και ευρισκόμενος στην κατάσταση της παρακοής στερήθηκε τη θεία χάρη και αποξενώθηκε από τον Θεό. Έχασε το ζωοποιό και φωτιστικό Άγιο Πνεύμα, αφού δεν θέλησε να τιμήση και την προνομιακή θέση, που σε αυτήν τον τοποθέτησε ο Θεός καθώς και τις ανεκτίμητες ευεργεσίες, που του έκανε ο Δημιουργός του. «Και άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε. Παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Έτσι βυθίστηκε στην άγνοια και στο σκοτάδι μη έχοντας πια οδηγό του το Άγιο Πνεύμα και δεν του ήταν πια δυνατή η πρώτη οικεία σχέση του με τον Θεό. Κατάντησε λοιπόν ο άνθρωπος γεώδης και βοσκηματώδης, σκλάβος των παθών του και της αμαρτίας, που τον κυρίεψε ολοκληρωτικά. Ο άνθρωπος έμεινε πια μόνος του, με μόνο σύντροφό του την πικρή, την κατάπικρη, τώρα για την κατάστασή του ανάμνηση μιας τρομερής πτώσεως και καταπτώσεως, αλλά και μιας ανέφικτης πια και οριστικά χαμένης ευτυχίας και ενός απολεσθέντος Παραδείσου.
«Οίμοι! ο Αδάμ εν θρήνω κέκραγεν, ότι όφις και γυνή Θεϊκής παρρησίας με έξωσαν, και Παραδείσου της τρυφής ξύλου βρώσις ηλλοτρίωσεν! Οίμοι! Ου φέρω λοιπόν το όνειδος. ο ποτέ βασιλεύς πάντων κτισμάτων του Θεού, νυν αιχμάλωτος ώφθην, υπό μιας αθέσμου συμβουλής και ο ποτέ δόξαν αθανασίας ημφιεσμένος της νεκρώσεως την δοράν περιφέρω. Οίμοι! Τίνα των θρήνων συνεργάτην ποιήσομαι;» (Στιχηρόν των αίνων της Κυριακής Τυρινής).
Άδικα λοιπόν δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο; Θα έμενε πια όνειρο μακρινό η αρχέγονη κατάσταση; Θα ήταν για πάντα κλειστός για τον άνθρωπο ο ουρανός;
γ) Η ανόρθωση και ο θρίαμβος της αγάπης
Ο Θεός όμως δεν είναι μικροπρεπής ούτε εκδικητικός. «Ουκ εις τέλος οργισθήσεται ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί. Ου κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν». Θα ψάλη αργότερα ο ιερός Ψαλμωδός. Αλλά ο Θεός ήταν και είναι πάντα ο ίδιος. Το πλάσμα του ελεύθερα τον παρήκουσε. Διεχώρισε την πορεία του από την πορεία, που του χάραξε ο Δημιουργός του. Αλλά εκείνος, μακρόθυμος ων και πολυέλεος, δεν μπορούσε να υποφέρη βλέποντας το πλάσμα του καταδικασμένο στη φθορά και στον θάνατο από τον ίδιο τον εαυτό του. Αν ο άνθρωπος λησμόνησε τον Πλαστουργό του, ο Πλαστουργός του δεν λησμόνησε ποτέ το πλάσμα του το ξεπεσμένο και δυστυχισμένο από τη δική του παράνοια και ανυπακοή. «Ο Θεός αγάπη εστί». Και η αγάπη του Θεού «ουδέποτε εκπίπτει» σε μη - αγάπη. Ο Θεός δεν έπαψε να αγαπά το δημιούργημά του, στο οποίο μάλιστα εγκατέστησε την εικόνα του. Ως Παντογνώστης, αλλά και πλήρως Προγνώστης του μέλλοντος είχε σχεδιάσει «προ καταβολής κόσμου» την επανόρθωση του πεσόντος Αδάμ και της καταπεσμένης ανθρώπινης φύσεως. Και προγραμμάτισε κάτι, που όχι ανθρώπου διάνοια, αλλά και αυτών των αγίων αγγέλων ο άγιος νους ήταν αδύνατο να φαντασθή.
Επειδή δε δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παραβιάση την ελευθερία του ανθρώπου, που ο ίδιος του χάρισε και την οποία δεν ήθελε χρησιμοποιώντας τη θεία δύναμή του να αναγκάση τον άνθρωπο να δεχθή τη λύτρωσή του, έπρεπε να χρησιμοποιήση τρόπο τέτοιον, που να βοηθηθή ο άνθρωπος να δεχθή ελεύθερα και αβίαστα την επάνοδό του στην αγαπητική σχέση με τον Δημιουργό του.
Δύο ενέργειες καθιστούν φανερόν και γνήσιον τον εραστή και φορέα της θείας αγάπης.
Πρώτον, η ευποιΐα και ευεργεσία προς τον αγαπημένο και
Δεύτερον, η αδίστακτη προσφορά και των μεγαλυτέρων θυσιών και δεινών χάριν του αγαπημένου.
Η δεύτερη ενέργεια είναι ανώτερη από την πρώτη. Η δεύτερη ενέργεια είναι επίσης πειστικώτερη από την πρώτη. Και γι' αυτό και είναι σπανιώτερη από την πρώτη. Στον ανθρώπινο βίο βέβαια, όχι όμως και προκειμένου περί του Θεού.
Και η πρώτη ενέργεια για τον Θεό ήταν προχειρότατη. Και την είχε εκδηλώσει προηγουμένως με πλούσια δώρα στον άνθρωπο και μπορούσε να την επαναλάβη με περισσότερες και ακόμη ανώτερες δωρεές και ευεργεσίες. Η δεύτερη όμως ενέργεια θα σκόνταβε στο ότι ο Θεός είναι απρόσβλητος από ο,τιδήποτε μειωτικό και αρνητικό, γιατί ο Θεός δεν είναι παθητός. Όμως η αγάπη του δεν σταμάτησε σε αυτό το εμπόδιο. Η αγάπη του ως πάνσοφη και απείρως εφευρετική θα εύρισκε τον τρόπο να προχωρήση και στη δεύτερη ενέργεια, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να πείση την ανθρώπινη φύση για τη γνησιότητα της αγάπης του χωρίς να την παραβιάση ή να την παραμορφώση ή να την άρη και να την αφαιρέση. Ο Θεός χαρίζει αμεταμέλητα ό,τι χαρίζει. Δεν μετανοιώνει ποτέ για ό,τι έκανε, γιατί δεν κάνει τίποτε, που να μην είναι και σοφά καμωμένο και ακριβώς σύμφωνο με αυτό ακριβώς, που ήθελε να κάνη. Και λοιπόν βρήκε τη λύση. Βρήκε τη λύση όχι περιμένοντας την πτώση του ανθρώπου, αλλά προαιωνίως, γιατί ό Θεός ήξερε τί επρόκειτο να συμβή με τον άνθρωπο. Και ποια θα ήταν η λύση; Η λύση θα ήταν η «κένωση». Η κένωση; Τί σημαίνει κένωση; Σημαίνει, ότι θα άδειαζε από τη θεότητά του και θα έπαιρνε σάρκα και οστά ο μονογενής Υιός του, η απόλυτη αγάπη του θείου προσώπου του, το θείο και υπερφυσικό Γέννημά του.
Τί πιο μεγαλειώδες και πιο υπέροχο σχέδιο από αυτό; Σχέδιο, που μόνον Αυτός μπορούσε και να το σκεφθή και προ πάντων να το θέση σε εφαρμογή επισκεπτόμενος τον άνθρωπο ο Θεός σαν άνθρωπος και αυτός στο πρόσωπο του αγαπημένου του Μονογενούς Υιού και Λόγου του, που ήταν και είναι ισοδύναμος και συνάναρχος με τον Πατέρα, Θεός εκ Θεού. Και θα τον έστελνε όχι με θείο μεγαλείο και δόξα ουράνια και στρατιές αγγέλων δορυφορούντων αυτόν, αλλά ως ταπεινόν άνθρωπο.
Αυτό θα ψάλη αργότερα η Εκκλησία:
«Ο εκ Θεού Πατρός Λόγος, προ των αιώνων γεννηθείς, επ' εσχάτων δε των χρόνων, ο αυτός εκ της απειρογάμου σαρκωθείς, βουλήσει σταύρωσιν θανάτου υπέμεινε, και τον πάλαι νεκρωθέντα άνθρωπον έσωσε, διά της εαυτού Αναστάσεως» (Πεντηκοστάριον, Σάββατον Διακαινησίμου, στιχηρόν εις το Κύριε εκέκραξα).
«Ο Βασιλεύς των ουρανών διά φιλανθρωπίαν, επί της γης ώφθη, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη. Εκ Παρθένου γαρ αγνής σάρκα προσλαβόμενος, και εκ ταύτης προελθών μετά της προσλήψεως, εις έστιν Υιός διπλούς την φύσιν, αλλ' ου την υπόστασιν. Διό τέλειον αυτόν Θεόν, και τέλειον άνθρωπον, αληθώς κηρύττοντες, ομολογούμεν Χριστόν τον Θεόν ημών, ον ικέτευε Μήτερ ανύμφευτε, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών» (ένθ. ανωτέρω).
Με άλλα λόγια δεν θα γινόταν άνθρωπος άλλος από τον ίδιο τον Θεό, γιατί στο πρόσωπο του Υιού του Θεού θα ήταν ο ίδιος ο Θεός, αφού ο Λόγος του Πατρός είναι Θεός όπως ο Πατήρ χωρίς καμμιά διαφορά εκτός της υποστατικής ιδιότητός του ως εκ Πατρός γεννηθέντος. «Ούτος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» κατά την μαρτυρία του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου.
Ναι τέτοιος είναι ο Θεός. Γεμάτος απέραντη αγάπη θερμή, τρυφερή, απαλή, ποτέ κουραστική και ποτέ εκβιαστική. Υπέροχη εικόνα αυτής της ανεκτίμητης απαλής αγάπης και θείας λεπτότητος παρουσίας του έδωσε ο ίδιος ο Θεός στον δυναμικό προφήτη Ηλία, στον οποίο είπε:
«Εξελεύση αύριον και στήση ενώπιον Κυρίου εν τω όρει. Ιδού παρελεύσεται Κύριος. Και πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου. ουκ εν τω πνεύματι ο Κύριος. Και μετά το πνεύμα συσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ ο Κύριος. Και μετά τον συσσεισμόν πυρ. ουκ εν τω πυρί Κύριος. Και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος!» (Γ' Βασιλ. 19, 11-12).
Ναι, αυτός είναι ο Κύριος. «Φωνή αύρας λεπτής», γαλήνια αύρα, που δροσίζει, που γαληνεύει, που εξηρεμεί, που ειρηνεύει και που θωπεύει τρυφερά και σπλαχνικά τον ξεπεσμένον άνθρωπο. Ως τέτοιος θα επισκεπτόταν τον άνθρωπο. Θα επισκεπτόταν τον άνθρωπο ο Μονογενής Υιός, ως άνθρωπος. Όχι μεταμορφωμένος σε άνθρωπο, χωρίς να είναι, αλλά σε πραγματικόν άνθρωπο, με σάρκα και αίμα, ως «ενανθρωπίσας Θεός». Ως ίσος προς ίσους, έστω κι αν πίσω του θα κρυβόταν η Θεότης του, αφού θα ήταν θεάνθρωπος. Όμως θα φαινόταν και θα λεγόταν και θα ήταν και «υιός του ανθρώπου». «Και λοιπόν ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν τοις ανθρώποις». Μάλιστα. «άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται»!
«Ο Υιός λοιπόν του Θεού εν μορφή Θεού υπάρχων... εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β' 6-8).
Ο λόγος του Θεού, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Χριστός, που ως απαράλλακτη εικόνα του Θεού και Πατρός ήταν και ο ίδιος Θεός, άδειασε τον εαυτό του από το θεϊκό του μεγαλείο, τον σμίκρυνε μόνος του θεληματικά από αγάπη και μόνο και από απόλυτη υπακοή στο θέλημα του αγαπημένου του Πατρός και έλαβε μορφή δούλου, δηλαδή έγινε άνθρωπος και ουσιαστικά ίδιος με τους ανθρώπους κατά το εξωτερικό του φαινόμενο, χωρίς όμως αμαρτία, και ταπείνωσε τον εαυτό του μέχρι θανάτου και μάλιστα σταυρικού θανάτου οδυνηρού και ατιμωτικού.
«Ο περί τους ανθρώπους έρως τον Θεόν εκένωσε», θα σχολιάση ένας εκκλησιαστικός Πατήρ.
Πλήθος είναι οι σχετικές γραφικές μαρτυρίες για το θέμα αυτό. Κάποιες από αυτές θα αναφέρουμε για να πιστοποιηθή πόση αγάπη και πόσον πόθο είχε ο Θεός να σώση τον άνθρωπο συμφιλιώνοντάς τον μαζί του.
«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ' ίνα σωθή ο κόσμος δι' αυτού» (Ιω. γ' 16).
Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονογενή του Υιόν, για να μη χαθή και καταδικαστή ο κόσμος, αλλά να σωθή ο καθένας, που θα πιστέψη σε αυτόν και να κληρονομήση την αιώνια ζωή. Γιατί δεν έστειλε ο Θεός τον Υιό του στον κόσμο για να κρίνη και να καταδικάση τον κόσμο, αλλά για να σωθή ο κόσμος βάσει της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού.
Αντί λοιπόν να παρουσιασθή ένδοξος και περιβεβλημένος όλη του τη θεία δύναμη και το μοναδικό του μεγαλείο, ήρθε ταπεινά, από αγάπη και εντελώς αθόρυβα, για να κάνη ό,τι ο θείος Απόστολος Παύλος σημειώνει αναφερόμενος στο γεγονός αυτό.
«Ιδού γέγονε καινά τα πάντα. Τα δε πάντα εκ του Θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ διά του Ιησού Χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής, ως ότι Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών, και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής. Υπέρ Χριστού ουν πρεσβεύομεν ως του Θεού παρακαλούντος δι' ημών. δεόμεθα υπέρ Χριστού, καταλλάγητε τω Θεώ. τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ» (Β' Κορ. ε' 17-21).
Όλα έγιναν καινούργια. Και όλες οι δωρεές πηγάζουν από τον Θεό, ο οποίος μας συμφιλίωσε με τον εαυτό του διά του Ιησού Χριστού και ανέθεσε σ' εμάς τους αποστόλους το έργο του να υπηρετούμε σε αυτήν την συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους. Γιατί ο Θεός ήταν ενωμένος με τον Ιησούν Χριστόν σε μια θεανδρική υπόσταση συμφιλιώνοντας τους ανθρώπους με τον εαυτό του και μη καταλογίζοντας τα αμαρτήματα εις βάρος των ανθρώπων. Αυτός μας ανέθεσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που συμφιλιώνει με τον Θεό. Είμαστε λοιπόν πρεσβευτές του Χριστού προς τους άλλους ανθρώπους, γιατί ο Θεός διά μέσου μας σας παρακαλεί. Και εμείς λοιπόν παρακαλούμε εξ ονόματος του Χριστού και σας λέμε. συμφιλιωθήτε με τον Θεό!
Και τώρα είναι πια εύκολο έργο η συμφιλίωση με τον Θεό διά μέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που ως άνθρωπος δεν γνώρισε ποτέ καμμιά αμαρτία από προσωπική πείρα, αυτόν τον Ιησούν Χριστό τον έκανε για μας αμαρτία, τον φόρτωσε, με άλλα λόγια, τις δικές μας αμαρτίες, και τον άφησε να κατακριθή ως αμαρτωλός για χάρη μας, ώστε εμείς διά μέσου του και της θυσίας του να δικαιωθούμε απέναντι του Θεού.
Ο Πατήρ αγάπησε πράγματι τον κόσμο. Το ίδιο και ο Υιός του. Αγάπησε και αυτός με την ίδια θέρμη και στον ίδιο βαθμό τον άνθρωπο. Αυτό μας βεβαιώνει ο άγιος Απόστολος Παύλος γράφοντας στους Θεσσαλονικείς:
«Αυτός δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός και Πατήρ ημών, ο αγαπήσας ημάς και δους παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι, παρακαλέσαι υμών τας καρδίας και στηρίξαι υμάς εν παντί λόγω και έργω αγαθώ» (Β' Θεσ. β' 16-17).
Ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και ο Θεός και Πατέρας μας, που μας αγάπησε, μας έδωσε παρηγορία ανεξάντλητη με τη χάρη και την καλή ελπίδα του ουρανού και των αγαθών του. Είθε αυτός να παρηγορήση τις καρδιές σας και να σας στηρίξη με κάθε διδασκαλία οικοδομητική και κάθε καλό έργο.
Και ο Ευαγγελιστής της αγάπης, ο άγιος απόστολος Ιωάννης, καταθέτει και αυτός τη δική του μαρτυρία.
«Εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών» (Α' Ίω. δ' 10).
Η αγάπη του Θεού φαίνεται και συνιστάται στο γεγονός, ότι δεν είμαστε εμείς εκείνοι, που πρώτοι αγαπήσαμε τον Θεό, αλλά εκείνος αγάπησε πρώτος εμάς τους αμαρτωλούς και έστειλε τον Υιό του για να προσφέρη τον εαυτό του ως θυσία λυτρωτική για τις αμαρτίες μας και τη συμφιλίωσή μας με τον Θεό.
Και ο απόστολος Παύλος προσθέτει δοξολογικά και ευχαριστιακά ό,τι θα αποτελούσε και σύνοψη του θείου έργου της αγαπητικής για τη σωτηρία του ανθρώπου οικονομίας του Θεού.
«Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ευλογήσας ημάς εν πάση ευλογία πνευματική εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ, καθώς εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον αυτού, εν αγάπη προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν διά του Ιησού Χριστού εις αυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος αυτού, εις έπαινον δόξης της χάριτος αυτού, εν η εχαρίτωσεν ημάς εν τω ηγαπημένω, εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού, ης επερίσσευσεν εις ημάς εν πάση σοφία και φρονήσει, γνωρίσας ημίν το μυστήριον του θελήματος αυτού κατά την ευδοκίαν αυτού, ην προέθετο εν αυτώ εις οικονομίαν του πληρώματος των καιρών, ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν Χριστώ, τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης, εν αυτώ, εν ω και εκληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν του τα πάντα ενεργούντος κατά την βουλήν του θελήματος αυτού, εις το είναι ημάς εις έπαινον της δόξης αυτού, τους προηλπικότας εν τω Χριστώ» (Εφεσ. α' 3-12).
Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος μας έχει χορηγήσει πλούσια κάθε ευλογία πνευματική διά μέσου του Ιησού Χριστού, ώστε να αποκτήσουμε και να απολαύσουμε τα επουράνια αγαθά. Αυτό το πραγματοποίησε σύμφωνα με την εκλογή, που μας έκανε διά μέσου του Ιησού Χριστού προτού να δημιουργηθή ο κόσμος. Και το έκανε με σκοπό να γίνουμε εμείς άγιοι και αψεγάδιαστοι μπροστά του. Με την αγάπη του μας προώρισε να υιοθετηθούμε και να γίνουμε παιδιά του χαριστικώς διά μέσου του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με την αγαθή του διάθεση και το άγιό του θέλημα. Και αυτό, με το να υμνούνται και να δοξάζονται η χάρη του και οι πλούσιες δωρεές του, που με αυτές μας στόλισε και μας έκανε χαριτωμένους πνευματικά διά μέσου του αγαπημένου του Υιού.
Πραγματικά διά μέσου του Υιού του λάβαμε και έχουμε την απελευθέρωση από την σκλαβιά της αμαρτίας και τη σωτηρία με το αίμα του, που χύθηκε επάνω στον Σταυρό για να εξαγορασθούμε. Έτσι λάβαμε και έχουμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας βάσει του πλούτου της χάριτός του. Τη χάρη αυτή μας την χορήγησε πλούσια και με το παραπάνω μαζί με κάθε σοφία πνευματική. Και αυτό, για να γνωρίσουμε μεγάλες αλήθειες και για να σκεφτόμαστε σωστά και να ρυθμίζουμε όσα μας αφορούν καθώς πρέπει.
Ακόμα μας έκανε γνωστό το μυστικό και κρυμμένο μέχρι τότε για τον άνθρωπο θέλημά του σύμφωνα με την καλή διάθεση, που είχε για μας πριν από αιώνες ο Θεός. Και η καλή του διάθεση ήταν να πραγματοποιηθή στον κατάλληλο καιρό, όταν αυτός θα ερχόταν, για τη σωτηρία μας. Και έτσι να ενώση διά μέσου του Χριστού σε μια αρμονική ενότητα τα πάντα, τους αγγέλους του ουρανού και τους ανθρώπους στη γη. Διά μέσου του Χριστού και εμείς έχουμε εκλεγή σαν να έγινε κλήρωση γι' αυτό, δηλαδή χωρίς εμείς να κοπιάσουμε καθόλου, και έχουμε προορισθή σύμφωνα με την άγια πρόθεση του Θεού. Ο Θεός ενεργεί και τα κάνει όλα σύμφωνα με το αγαθό του θέλημα. Έχουμε επομένως προορισθή να αποτελούμε έπαινον και ύμνον παντοτεινό της άπειρης δόξας του και της αγαθότητός του εμείς οι χριστιανοί, που και από πριν (όσοι ήμασταν πρώην πιστοί Ιουδαίοι και γίναμε τώρα χριστιανοί) ελπίζαμε και περιμέναμε τη σωτηρία μας διά μέσου του Ιησού Χριστού.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στην Αποκάλυψή του μας λέει ετούτα:
«Ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις... από Κυρίου Ιησού Χριστού, ο μάρτυς ο πιστός, ο πρωτότοκος των νεκρών και άρχων των βασιλέων της γης, τω αγαπώντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών...» (Αποκ. α' 4-5).
Εγώ ο Ιωάννης απευθύνομαι στις επτά εκκλησίες (της Μ. Ασίας) και σας εύχομαι να έχετε τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός είναι ο αξιόπιστος μάρτυρας της αλήθειας του Θεού. Αυτός είναι εκείνος, που έχει αναστηθή πρώτος από τους νεκρούς και έγινε αρχή της αναστάσεως όλων των πιστών στη νέα ζωή. Αυτός είναι ο εξουσιαστής και κύριος όλων των βασιλέων της γης. Αυτός λοιπόν ο Ιησούς και μας αγαπάει και μας έχει λούσει και καθαρίσει με το αίμα του από τις αμαρτίες μας.
Κάτι, που έχει σημαντική βαρύτητα και αποτελεί θεμελιώδη σημασία για την αγάπη του Θεού, είναι και η εμπειρία των Αγίων και η προσωπική βίωση της αγάπης αυτής. Αυτήν καταθέτει ο άγιος απόστολος Παύλος, που έχει ζήσει όσο λίγοι την αγάπη αυτή και μας λέει τα ακόλουθα:
«Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν. Έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. Μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται. υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν. Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι' αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού. Ου μόνον δε, αλλά και καυχώμενοι εν τω Θεώ διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι' ου νυν την καταλλαγήν ελάβομεν» (Ρωμ. 5,5-11).
Δεν μας ντροπιάζει η ελπίδα στον Θεό, γιατί η αγάπη του Θεού έχει χυθή πλούσια και έχει πλημμυρίσει τις καρδιές μας με το Άγιον Πνεύμα. Και μας δόθηκε ως προκαταβολή για τις δωρεές, που με βέβαιη ελπίδα περιμένουμε να δεχθούμε από τον Θεό. Η άπειρη αγάπη και συγκατάβαση του Θεού απέναντί μας έγινε φανερή από τούτο, δηλαδή από το ότι, ενώ εμείς ήμασταν άρρωστοι πνευματικά, δηλαδή αμαρτωλοί και ένοχοι, ο Χριστός στον καιρό, που γνώριζε από πριν ποιος θα είναι ο κατάλληλος, πέθανε επάνω στο σταυρό για να σώση με τη θυσία του τους ασεβείς.
Πραγματικά είναι μεγάλη η αγάπη του Θεού. Πολύ δύσκολα μπορεί πιθανόν να υπάρξη άνθρωπος που να θυσιασθή για κάποιον δίκαιον. Για έναν αγαθόν και καλόν άνθρωπο ίσως τολμήση κάποιος να πεθάνη. Ο Θεός όμως δείχνει με τρόπο αναμφισβήτητο την αγάπη του για μας με το γεγονός, ότι, αν και εμείς ήμασταν αμαρτωλοί, πέθανε για χάρη μας ο Χριστός. Πολύ περισσότερο λοιπόν τώρα, που δικαιωθήκαμε με το αίμα του, θα σωθούμε από την μελλοντική οργή. Και αυτό, γιατί, ενώ εμείς ήμασταν εχθροί συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό μέσω του σταυρικού θανάτου του Χριστού, πολύ περισσότερο τώρα, που έχουμε συμφιλιωθεί, θα σωθούμε μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού, που ζη (με την Ανάστασή του) αιώνια, κοντά στον Θεό ως μεσίτης μας. Και όχι μόνο θα σωθούμε, αλλά απολαμβάνοντας από τώρα τις ευεργεσίες του Θεού καυχώμαστε για την αγάπη του διά μέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που με την παρέμβασή του έχουμε αποκαταστήσει τις σχέσεις μας με τον Θεό.
* * *
Αλήθεια ποιος άνθρωπος αγάπησε τόσο πολύ; Κι αν αγάπησε έναν ή κάποιον αριθμό συνανθρώπων του δεν του ήταν δυνατό να αγαπήση όλους τους ανθρώπους με την ίδια απέραντη αγάπη και για όλους μαζί και για τον καθένα τους χωριστά. Όλους, όχι μόνο τους τωρινούς ανθρώπους, αλλά όλους, μικρούς και μεγάλους, καλούς και κακούς, δικαίους και αδίκους, όσοι υπήρξαν και όσοι θα υπάρξουν επάνω στη γη. Είναι αδιανόητο αυτό για άνθρωπο. Όση αγάπη κι αν νιώθει ένας φιλόστοργος πατέρας είναι αγάπη για το δικό του παιδί και βέβαια αγάπη ανθρώπινη, περιωρισμένη, αδύναμη, ασύγκριτα μικρή μπρος στην αγάπη του Θεού. Όση αγάπη κι αν έχει μια μητέρα για τα παιδιά της, δεν μπορεί να έχη την ίδια αγάπη και για όλα τα παιδιά του κόσμου, έστω κι αν θυσιασθή γι' αυτά. Η αγάπη της είναι ανθρώπινη, και γι' αυτό περιορισμένη και ανίκανη να σώση το παιδί της από την αμαρτία ή να του εξασφάλιση αιώνια ζωή.
Ποιος καλός άνθρωπος ένιωσε τέτοιον μανικόν έρωτα για τους ανθρώπους, ώστε να αγαπάη απαραμείωτα και μισούμενος και διωκόμενος και βασανιζόμενος και κακοπαθών ως καταγέλαστος και περιφρονημένος από τους ίδιους τους αγαπημένους του χωρίς πικρία, χωρίς αγανάκτηση, χωρίς απογοήτευση; Και μάλιστα διατηρώντας από ευγνώμονα αγάπη τη μνήμη των αγνωμόνων και σαδιστών δημίων του; Ποιος θα έδειχνε θεωρώντας τα τραύματα των βασανιστηρίων του δείγματα αγάπης αδιάσειστα ως προς τη γνησιότητά της; Αυτά μόνο η κενωθείσα και ενανθρωπήσασα αγάπη ήταν ικανή να πραγματοποιήση όχι σε περιωρισμένη κλίμακα, αλλά σε όλη την έκτασή τους. Επανερχόμενος στη ζωή ο ενανθρωπήσας και σταυρωθείς και αναστάς Ιησούς, ανασταίνοντας το σώμα του διατηρεί τις ουλές του και τις πληγές του και στα μάτια των αγγέλων και στα μάτια των Μαθητών του, τους οποίους αφήνει να τα ψαύσουν προς επιβεβαίωση της ταυτότητός του και της θυσίας της αγάπης του. Και ενώ απέρριψε όλα τα άλλα σωματικά στοιχεία και όποιο άλλο χαρακτηριστικό της υλικότητος του πριν από την ανάσταση σώματός του και όποιο άλλο αδιάβλητο πάθος (π.χ. πείνα, δίψα, βάρος, ανάπαυση κ.λπ.) κρατάει συνεχώς τις ουλές του και τα σημάδια των πληγών του. Και μάλιστα με χαρά και καμάρι και ικανοποίηση. Πώς λοιπόν να μη βρουν ανταπόκριση σε αυτήν την αγάπη τα αναρίθμητα πλήθη αγίων μαρτύρων, που «επικολούθησαν τοις ίχνεσιν αυτού» βαδίζοντας τον ίδιο δρόμο του μαρτυρίου χάριν της υπέρτατης αγάπης του Κυρίου για τους ανθρώπους και μαρτύρησαν με τη σειρά τους και αυτοί από αγάπη προς τον πρώτον αγαπήσαντα αυτούς Κύριον;
Ο Κύριος «εαυτόν εκένωσε και έλαβε δούλου μορφήν... και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Με τη σταύρωση και την ταφή του φάνηκε πως όλα τελείωναν. Έγινε λοιπόν άδικα η θυσία; Όλα όσα είπε και έκανε ο Ιησούς, ο Μονογενής Υιός του Θεού, όλα αυτά αποτελούσαν απλούστατα φενάκη; Στηρίχθηκαν λοιπόν ελπίδες στο πρόσωπό του και στο έργο του και όλα τάφηκαν πίσω από μια βαρειά ταφόπετρα; Έτσι φάνηκε τουλάχιστον. Μιαν αναλαμπή απολυτρώσεως στο Πρόσωπο του Κυρίου την διέψευδε η αλυσίδα των δραματικών γεγονότων των ελάχιστων ημερών, που προηγήθηκαν και τα σφράγισε πια για πάντα η σιγή του τάφου; Για λίγες μέρες έτσι φάνηκε, πως όλα πήγαν χαμένα. «Και ημείς ηλπίζομεν ότι αυτός εστίν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ. αλλά γε συν πάσι τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον, αφ' ου ταύτα εγένετο...». Πόση θλίψη, αλήθεια, πόση απογοήτευση, πόσο ζοφερή απαισιοδοξία, αλλά και απελπισία δεν μαρτυρούν αυτά τα λόγια! Καμμιά ελπίδα πια μετά την ταφόπετρα, που φάνηκε να σκεπάζη και νεκρώνη ελπίδες, όνειρα, προσδοκίες....
Αυτή ήταν η ανθρώπινη πλευρά.
Και η θεία πλευρά; Η θεία πλευρά δεν μίλησε με λόγια. Μίλησε με τον πιο αυθεντικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο, με την ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
Γιατί με την ανάσταση:
«Η φθορά εξωστράκισται.
αφθαρσία εξήνθησε.
ο δεσμός ο χρόνιος διαλέλυται.
οι ουρανοί, η γη και τα επίγεια ευφραίνονται.
εξανέστη γαρ Χριστός.
εσκύλευται ο θάνατος»
και η συνδιαλλαγή Θεού και ανθρώπου
επισφραγίσθηκε οριστικά και αμετάκλητα.
Γιατί «η ευφρόσυνος επεφάνη ημέρα»,
που κατ' αυτήν πραγματοποιήθηκε
ο θρίαμβος της αγάπης
του αιωνίου Θεού!
Αυτώ η δόξα, η τιμή, το κράτος, η σοφία, η αγάπη, ο αίνος και η αιωνία ευγνώμων ευχαριστία! ΑΜΗΝ!
(Όρθρος Παρασκευής Θωμά, Στιχηρά Αίνων).
* Κείμενο επίκαιρης ομιλίας σε εκκλησιαστικό ακροατήριο που πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας την 18.4.2004.
Πηγή: («ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ», Ιερομ. Ευσεβίου Βίττη, Εκδοσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»), Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
Ἡ ἀνομία τῶν Ἑβραίων ἔλαβε τέλος καί συγχρόνως ὁ Κύριος συνεπλήρωσε τό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας Του. "Τετέλεσται"! Τό θεῖο Σῶμα κρεμασμένο στόν Σταυρό, γυμνό καί νεκρό, χωρίς πνοή! Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος τό εὐτρεπίζουν γιά τόν ἐνταφιασμό του ὀδυρόμενοι μέ συντριβή καί κλαυθμούς: "Πῶς σέ κηδεύσω, Θεέ μου; ἤ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; Ποίαις χερσί δέ προσψαύσω τό σόν ἀκήρατον σῶμα; ἤ ποῖα ἄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, Οἰκτίρμον;...".
Τοποθετεῖται ὁ ἅγιος Ἐπιτάφιος στό μέσον τῆς Ἐκκλησίας ἔχοντας ἐπάνω τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τόν Τίμιο Σταυρό, τό σημεῖο τῆς δόξης τοῦ Ἐσταυρωμένου καί ὁ εὐσεβής λαός ἐναποθέτει ὡς ἀφιερώματα ἀνοιξιάτικα λουλούδια καί ἄνθη ψυχῆς: τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τούς σπαραγμούς τῆς καρδιᾶς.
Ἡ Ἐπιτάφιος Ἀκολουθία τῆς Παρασκευῆς τό βράδυ εἶναι ἡ τελευταία φάσις τοῦ θρήνου γιά τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος εὑρίσκεται στόν τάφο. Ἡ ἀκολουθία στηρίζεται στόν 118ον Ψαλμό, πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τήν ἑβραϊκή παράδοσι γιά τό Πάσχα.
Στούς στίχους του παρεμβάλλονται στροφές πού εἶναι συνθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἕνα εἶδος συνδέσεως καί πλοκῆς τῶν Δύο Διαθηκῶν. Τά τρία μέρη του πού εἶναι χωρισμένος, μᾶς δείχνουν πληρέστερα τήν ἀνεκλάλητη συγκατάβασι τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος κατεβαίνει μέχρι τά κατώτατα τοῦ ἄδου, ὅπου εὑρίσκεται ὁ αἰχμάλωτος ἀκόμη ἄνθρωπος.
Εἶναι τό κατώτερο σημεῖο τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὅταν τό Σῶμα εὑρίσκετο στόν τάφο, ὁ Κύριος μέ τήν ψυχή κατέβηκε στόν ἄδη ὡς Θεός καί, ἀφοῦ συνέτριψε τίς πύλες, ἐλευθέρωσε τούς ἀπ᾿ αἰῶνος δεσμίους.
Ἀλλά τί εἶναι αὐτές οἱ πύλες πού τίς συνέτριψε ὁ Κύριος; Ὁ ἄδης μέ τίς πύλες του πού ἐκλείδωνε τούς ἀπ᾿ αἰῶνος νεκρούς εἶναι ἡ ξεπεσμένη ἀπό τόν Θεό ἀνθρωπότητα. Ὁ Χριστός παίρνοντας κοντά του μόνο τούς νεκρούς, συνέτριψε ὅλες τίς ἁλυσίδες τοῦ θανάτου, ἔφερε τήν ἑνότητα, τήν ζωή καί τό φῶς, ἐκεῖ ὅπου κυριαρχοῦσε τό σκοτάδι τοῦ θανάτου καί ἡ μοναξιά.
Κατερχόμενος στήν βασιλεία τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός ἐνίκησε διά παντός τόν θάνατο καί μετέδωσε καί ἐκεῖ τήν αἰώνια ζωή. Ἀπό ἐδῶ πηγάζει ἡ μεγάλη καί ἀσυγκράτητη χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Ἀπό τώρα πλέον ὁ θάνατος καί ὁ ἄδης δέν ἔχουν δυνάμεις. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος, ὅπου οἱ πύλες τοῦ ἄδου δέν θά κλειδώσουν πλέον ποτέ τόν ἄνθρωπο. "Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον, ἡ Ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν ἄδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος...". "Ἡ ζωή ἐν τάφῳ κατετέθης, Χριστέ, καί θανάτῳ σου τόν θάνατον ὤλεσας, καί ἐπήγασας τῷ κόσμῳ τήν ζωήν".
Μ᾿ αὐτή τήν νίκη κατά τοῦ ἄδου ὁ Κύριος εἶναι ὡς ἕνας "λέων κοιμώμενος", ὡς ὁ ἥλιος, ὁ ὁποῖος ἀνέτειλε γιά νά διασκορπίση τά σκότει καί ὡς κόκκος τοῦ σίτου, πού πεθαίνει (σαπίζει) γιά νά βλαστήση τήν αἰώνια ζωή.
Ἀπό τόν φόβο, λόγῳ τῆς ἀπεριγράπτου κενώσεως τοῦ Κυρίου, ἀπό τήν νίκη κατά τοῦ θανάτου τό θεῖο σκήνωμα ἀναπαύεται τήν ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως, τό Μέγα Σάββατο, ἀπό τό ὁποῖο, μετά τό μελανώτερο ἔργο τῆς Παρασκευῆς, ὑποφώσκει τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. "Καί εὐλόγησεν ὁ Θεός, τήν ἡμέραν τήν ἑβδόμην...αὕτη ἐστιν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα· ἐν ἧ κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ...", ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωήν τήν αἰώνιον ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.
Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας γίνεται ἡ Περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου γύρω ἀπό τήν ἐκκλησία καί τότε συνηθίζεται οἱ Πιστοί νά περνοῦν κάτω ἀπό τόν Ἐπιτάφιο δέιχνοντας ἔτσι, ὅτι λυτρώθηκαν ἀπό τόν θάνατο μέτ᾿ Ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου. Τό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού διαβάζεται εἶναι ἀπό τήν Προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ (Κεφ.37,1-14) μέ τά ἐκτεθειμένα σέ πεδιάδα ἀνθρώπινα ὀστᾶ. Ἡ σκηνή αὐτή μᾶς βοηθεῖ νά διεισδύσουμε στήν ἔσχατη καί κοινή ἀνάστασι, κατά τήν Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου.
Ἡ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μαζί μέ τόν ἑσπερινό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, πού περιέχει πολλές βιβλικές ἀναγνώσεις τελεῖται, ὅπως παραδόθηκε κατά τά παλαιά τυπικά τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν. Οἱ ἀναγνώσεις διαβάζονται ἀδιάκοπα καί καταλήγουν στόν ὕμνο τῶν τριῶν Παίδων, πού ἐπαναλαμβάνεται μέ πανηγυρικό τόνο πολές φορές: "Τόν Κύριον ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας"!
Σκορπίσθηκε ἤδη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς λύπης καί σκυθρωπότητος ἐκ τῶν Ἁγίων Παθῶν. Ἡ χαραυγή τῆς ἀναστάσεως γίνεται πιό ἔκδηλη καί φωτεινή.
Οἱ 15 Βιβλικές ἀναγνώσεις θέτουν ἐνώπιόν μας τούς τύπους τῆς ἀναστάσεως ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη μέ τά μεγάλα ἔργα πού ἔκανε ὁ Θεός στόν κόσμο: Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπό τήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου, ἡ διάβασις τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ἡ διάβασις τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ στήν γῆ Χαναάν μέ ἀρχηγό τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυΐ, οἱ μεσσιανικές προφητεῖες πού τελειώνουν μέ τόν Δανιήλ καί τούς τρεῖς παῖδας ἐν καμίνῳ, πού ἀποτελοῦν προεικόνισι τῆς λυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπό τήν γέεννα τῆς κολάσεως.
Στήν Ἰερουσαλήμ κεντρική θέσι στήν Ἀκολουθία τοῦ θείου Φωτός τήν νύκτα ἐκείνη τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἔχει τό καταπληκτικό θαῦμα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ἁγίου Φωτός. Τό ἱλαρόν αὐτό Φῶς εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὡς Φωτός τῆς Ἀναστάσεως.
Ἡ τελετή εἶναι μεγαλειώδης. Ὁ πατριάρχης μέ ὅλη τήν Σύνοδο, ἀρχιμανδρίτες, ἡγουμένους Μονῶν τῆς Παλαιστίνης, μοναχούς τῆς Ἀδελφότητος τοῦ Παναγίου Τάφου, στούς ὁποίους προστίθενται καί κληρικοί προσκυνητές, σχηματίζουν δύο σειρές μέ τέλεια τάξι. Μεταβαίνουν ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀναστάσεως στόν Πανάγιο Τάφο μέ κωδωνοκρουσίες καί τάλαντα. Κατόπιν σβήνουν ὅλα τά φῶτα καί οἱ λαμπάδες.
Ἄς παραστήσουμε κἄπως αὐτή τήν μεγαλειώδη τελετή. Γύρω-γύρω ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο στέκονται χιλιάδες ὁ λαός, ὡσάν νά γίνεται ἕνα μεγάλο θεάμα. Εἶναι παντοῦ ἀνεβασμένοι, σ᾿ ὅλα τά ἐπίπεδα στρώματα, ὁπουδήποτε ἠμποροῦν νά σταθοῦν, ἀκόμη ἀνεβαίνουν καί μέχρι τόν τεράστιο κεντρικό τροῦλλο. Ὅλοι κρατοῦν στά χέρια μπουκέτα ἀπό 33 κεράκια, ἀνάλογα μέ τά χρόνια τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Κυρίου. Ἡ προσοχή τους εἶναι στραμμένη στόν Πανάγιο Τάφο. Ἡ πομπή τῶν ἱερουργῶν περιφέρεται τρεῖς φορές γύρω ἀπό τόν Ζωηφόρο Τάφο καί κατόπιν σχηματίζει δύο τεράστιες σειρές. Ὁ Θεός εἶναι τό κέντρον αὐτῆς τῆς πανηγυρικῆς τελετῆς, ὅλη ἡ πλάσις περιβάλλει Αὐτόν ἀπό τόν Ὁποῖον ζῆ καί κινεῖται.
Ὁ Τάφος τοῦ Κυρίου ἐπισφραγίζει τήν μεγαλειότητα αὐτῆς τῆς ἑσπερινῆς τελετῆς. "Καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν"(Ἰωάν.1,5). Μετά τήν τρίτη περιφορά, ἀποσφραγίζονται οἱ θύρες τοῦ Τάφου. Μπαίνει μέσα ὁ πατριάρχης, διαβάζει μία εὐχή, παίρνει βαμβάκι στά χέρια του, σκουπίζει μ᾿ αὐτό τήν πλάκα τοῦ Τάφου καί ἀνάβει τό βαμβάκι μ᾿ ἕνα φῶς φωσφορικό, τό ὁποῖο δέν καίει ἐπί μισή ὥρα περίπου. Μ᾿ αὐτό τό Φῶς ὁ πατριάρχης ἐξέρχεται ἔξω, ὅπου τόν περιμένουν τά πλήθη τῶν Πιστῶν...
Μιά φωνή θαυμασμοῦ ἐξέρχεται ἀπό τά χείλη τῶν Πιστῶν. Ἀκολουθεῖ θύελλα χειροκροτημάτων πού γεμίζει τόν ἀέρα ἀπό μία ἀσυγκράτητη χαρά. "Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι". Μεγάλες φλόγες περικυκλώνουν τόν Πανάγιο Τάφο, πού ἐξέρχονται ἀπό τά ψηλά κηροπήγια, καθώς ἐπίσης καί ἀπό τά κεριά τῶν ἀρχιερέων πού στέκονται ἑκατέρωθεν τοῦ Τάφου καί στό Ἱερόν Βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως. Ὅλος ὁ κόσμος στρυμώχνονται γιά ν᾿ ἀνάψουν τό μπουκέτο μέ τά κεράκια τους καί σέ λίγη ὥρα ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία ἔχει γεμίσει ἀπό μιά λαμπρή φωτοχυσία. "Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ...".
Τό Πάσχα εἶναι ἡ ἑορτή τοῦ Φωτός, τῆς νίκης, τῆς χαρᾶς καί συγχρόνως τῆς ψυχικῆς ἀναπλάσεως, ἡ ἀρχή τῆς αἰωνίου βασιλείας. Ὅπως στό Θαβώρ φανέρωσε ὁ Κύριος γιά μιά στιγμή τήν δόξα Του στούς μαθητές Του, ἔτσι ἀκριβῶς καί τώρα, στόν Πανάγιο Τάφο, διά τοῦ ἁγίου Φωτός ὁ Ἀναστάς Κύριος ἐξαποστέλλει μία ἀκτῖνα τῆς δόξης Του γιά τούς συγκεντρωθέντες στό Μυστικό Δεῖπνο τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ἀλλ᾿ αὐτό διαρκεῖ μόνο ὀλίγη ὥρα. Εἶναι μία εἰκόνα, ἕνας ἀρραβώνας καί ὄχι ἀκόμη ἡ πλήρης χαρά. Γι᾿ αὐτό τήν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, ἡ Ἐκκλησία θά μᾶς ψάλλει μέ πόθο: "Ὤ, Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ...Δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας σου"!
Σιγά-σιγά ὁ ἐνθουσιασμός κατευνάζεται· ὁ κόσμος αἰσθάνεται εὐτυχισμένος, διότι μία ἀκόμη φορά ἀξιώθηκε νά λάβει τό Ἅγιο Φῶς. Στό Ἱερό Βῆμα τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀναστάσεως ἀρχίζει ἡ ἀνάγνωσις τῶν 15 ἀναγνωσμάτων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κατόπιν ἀκολουθεῖ ἡ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, στήν ὁποία εἶχα τήν εὐτυχία νά λειτουργήσω κι ἐγώ ὁ ἀνάξιος, ὡς ταπεινός προσκυνητής πού εἶχα ξεκινήσει ἀπό τήν χώρα μου, τήν Ρουμανία τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1974. Ἀλλά τριγύρω ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο μέχρι τό ἀπόγευμα θά συνεχίσουν ν᾿ ἀκούωνται οἱ χαρμόσυνοι ἤχοι τῶν κωδώνων, πού θά ἐναρμονίζωνται μέ τίς ψαλμωδίες τοῦ πλήθους τῶν προσκυνητῶν ἀπ᾿ ὅλες σχεδόν τίς θρησκευτικές Ὁμολογίες, πού συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ γιά τό θειότατο αὐτό συμπόσιο τοῦ Κυρίου. "Ὤ, Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον Χριστέ...".
ἀπόσπασμα από τό βιβλίο
Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε
Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ
Μετάφρασις- Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
2003
Εὐχαριστοῦμε τόν πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Πηγή: Αναβάσεις
Το γεγονός του θανάτου αποτελεί την πιο συγκλονιστική και συνάμα την πιο φοβερή κατάσταση στην ανθρώπινη φύση. Μέσα από την μελέτη της παγκόσμιας ανθρωπολογίας διαπιστώνουμε ότι η αγωνία του θανάτου είναι από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας το μόνιμο και το πιο επώδυνο άγχος του ανθρώπου. Η επί γης ζωή του είναι μια συνεχής και ανελέητη μάχη κατά του θανάτου, την οποία οι ειδικοί ονοματίζουν ως «ένστικτο αυτοσυντηρήσεως». Το πρώτο πράγμα που προμηνάει η γέννησή μας είναι ο αναπόφευκτος θάνατός μας! Η γέννηση και ο θάνατος είναι οι δυο σταθερές της υπάρξεώς μας. Αυτή είναι δυστυχώς η πραγματικότητα, έστω και αν δεν επιθυμούμε, για λόγους ψυχολογικούς, να την παραδεχτούμε. Ο θάνατος, ο «έσχατος εχθρός» (Α΄Κορ.15,26) με τα προμηνύματά του είναι το υφάδι της ανθρώπινης κακοδαιμονίας και του ατέλειωτου δράματος, διότι αυτός είναι το αναπόφευκτο της ζωής!
Ενώ για την θύραθεν διανόηση το πικρό γεγονός του θανάτου είναι ένα ανεξήγητο μυστήριο, για την χριστιανική μας πίστη το πρόβλημα έχει την εξήγησή του. Ο θάνατος υπήρξε το τραγικό αποτέλεσμα της εισόδου του κακού στον κόσμο και την ανθρώπινη φύση. Είναι η νομοτελειακή κατάληξη του αυτονομημένου από το Θεό ανθρώπου. Είναι το προϊόν της εθελούσιας αποκοπής του από την πηγή της ζωής, όπως η αποκοπή του λαμπτήρα από την πηγή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Φυσικά ο άνθρωπος δεν πλάστηκε φύσει θνητός, αλλά δυνάμει αθάνατος. Η έννοια της θνητότητας και της φθοράς είναι ασυμβίβαστη με τις έννοιες της αιωνιότητας του Θεού. Η υπέρτατη ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου μπορούσε να καθορίσει την μελλοντική του κατάσταση. Δυστυχώς προτίμησε τη θνητότητα. Έτσι μετά από την μοιραία πτώση κανένας θνητός δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη φοβερή κατάληξη. Προορισμός του σώματος είναι το υγρό χώμα της γης και της ψυχής ο παμφάγος και τυραννικός άδης. Εκεί «κατέρχονται» όλοι οι ζώντες, χωρίς καμιά διάκριση (Ησ.38,18. Ιεζ.3114), εκεί όπου βασιλεύει αιώνιο σκοτάδι (Ψαλμ.87,7), όπου «έσται κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ.13,42), όπου «ο σκώληξ ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται» (Μαρκ.9,43), κάτω στα έγκατα της γης (Δευτ.32,22, πέρα από την άβυσσο (Ιώβ 26,5). Οι τρομακτικές αυτές παραστατικές εικόνες ίσως και να μην αποδίδουν απόλυτα τη φρίκη του Άδη!
Ο Σωτήρας μας Χριστός ήρθε στον κόσμο να επαναφέρει τον άνθρωπο στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή του. Αυτό σημαίνει ότι ήρθε στον κόσμο να πραγματοποιήσει την «διακονίαν της καταλλαγής» (Β΄Κορ.5,18), να κηρύξει το «ευαγγέλιο της ειρήνης» (Εφ.6,15), να καταργήσει την αμαρτία και να νικήσει το θάνατο, καθ’ ότι «τούτον ο Θεός αρχηγόν και σωτήρα ύψωσε τη δεξιά αυτού δούναι μετάνοιαν… και άφεσιν αμαρτιών» (Πραξ.5,31).
Κατά τρόπο όμως παράδοξο νίκησε το θάνατο με το θάνατο το δικό Του. Νίκησε τη φθορά, που προκαλεί η ταφή στο χώμα, με τη δική Του ταφή. Ανέτρεψε τον αιώνιο νόμο του θανάτου. Ο Χριστός δέχτηκε να τεθεί στους φυσικούς νόμους, προκειμένου να επιτελέσει με ακρίβεια τη σωτηρία του κόσμου. Όμως η φύση δε δέχτηκε να εφαρμόσει τους άτεγκτους νόμους της για το Δημιουργό της. Σύμφωνα με τη βιβλική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, το νεκρό σώμα του Κυρίου δεν υπέστη φθορά, δεν το άγγιξε δηλαδή οντολογικά το γεγονός του θανάτου: «ου κετελήφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σάρξ αυτού είδε διαφθοράν» (Πραξ.2,31). Η ενυπάρχουσα θεότητα του Κυρίου στο νεκρό και άχραντο σώμα Του δεν επέτρεψε να υποστεί τη φυσική φθορά, διότι αυτό είχε πια αυθαρτοποιηθεί, είχε θεωθεί από η στιγμή που είχε προσληφθεί από Αυτόν.
Επίσης η ψυχή του Κυρίου δεν κρατήθηκε στον παμφάγο Άδη, όπως οι ψυχές όλων των ανθρώπων. Διάλυσε τις αλυσίδες και γκρέμισε τις αιώνιες πύλες του τόπου των βασάνων. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει πως ο Χριστός, αφού έλυσε τους πεπεδημένους, απήλθε εκ μέσου των νεκρών, έχοντας ανοίξει για μας την οδό της αναστάσεως (Δαμ. Έκδ.Ορθ.Πιστ.Migne PG94,1101A). Δεν υπάρχει πια θάνατος για τους πιστούς του! Ο ιερός συγγραφέας του εσχατολογικού βιβλίου της Αποκαλύψεως αναφωνεί: «Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι» (Αποκ.14,13). Ο θάνατος των δικαίων είναι είσοδος στην ειρήνη του Θεού (Σολ.3,3)! Ο ιερός Χρυσόστομος διακηρύττει πανηγυρικά την αγία νύχτα της Αναστάσεως: «Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσεν ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην. Επίκρανεν αυτόν γευσάμενον της σαρκός αυτού» (Migne P.G.59,721).
Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο: «ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα ημών» (Ρωμ.8,11). «Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο… εντω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄Κορ.15,20-23). Προσδοκούμε λοιπόν και τη δική μας ανάσταση, ως προϊόν της αναστάσεως του Κυρίου, διότι η ζωή είναι συνώνυμη με το Χριστό. «Έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότι οι νεκροί ακούσουσι της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25). Ο δικός μας Θεός, ο μόνος αληθινός Θεός, «ουκ έστιν ο Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Μαρκ.12,27), άλλοι έχουν την ατυχία να έχουν «θεούς» νεκρών, οι οποίοι αποπνέουν οσμή θανάτου!
Ως πιστοί του Χριστού, μόνοι εμείς, έχουμε το αποκλειστικό προνόμιο να μην βιώνουμε το άγχος του θανάτου και τις παρεπόμενες συνέπειές του. Ο αρχηγός της πίστεώς μας νίκησε το θάνατο και καθαίρεσε την εξουσία του για τους πιστούς Του. Αυτό δεν είναι ένα θεωρητικό σχήμα ή μια ονειρική ουτοπία, αλλά μια απτή πραγματικότητα. Έχουμε γίνει αθάνατοι, διότι πάψαμε να ζούμε αυτονομημένοι από το Θεό. Είμαστε αθάνατοι διότι είμαστε πια οργανικά κύτταρα του αθανάτου σώματος του Χριστού μας. Τρεφόμαστε με το ακήρατο Σώμα Του και ποτιζόμαστε
με το τίμιο Αίμα Του, τα οποία μας μεταγγίζουν την αφθαρσία και την αθανασία. Ο δικός μας λεγόμενος θάνατος είναι πια κοίμηση χωρίς ουσιαστικές οντολογικές επιπτώσεις, διότι «ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ.6,9). Αντίθετα οι πολέμιοι του Θεού, οι αρνητές του Χριστού και οι «μη υπακούοντες τω ευαγγελίω… τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού» (Β΄Θεσ.1,8), κι’ αυτό όχι από θεία εκδίκηση, αλλά από δική τους συνειδητή επιλογή. Δεν τους θανατώνει ο Θεός, αλλά οι ίδιοι καταδικάζουν και θανατώνουν τον εαυτό τους.
Όταν εκείνοι γρυλλίζοντας «διακηρύττουν» το θάνατό τους, εμείς πανηγυρίζουμε το θάνατο του θανάτου μας και ψάλλουμε ακατάπαυτα κατά την λαμπροφόρο παννυχίδα της Αναστάσεως: «Θανάτου εορτάζωμεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν»!
Διάλεξη που δόθηκε εντός τού Πανεπιστημιακού χώρου (Απρίλιος 1978).
ΥΠΟ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ.
Γνωρίζουμε, ότι σε έναν ανόητο, όσα στοιχεία και αποδείξεις και αν δώσει κάποιος, αυτός θα συνεχίσει να πιστεύει αυτό που θέλει να πιστεύει, όσο παράλογο κι αν είναι. Όμως μεταξύ των αθεϊστών, υπάρχουν και μερικοί λογικοί άνθρωποι, που απλώς είναι παραπληροφορημένοι, ή αγνοούν κάποια πράγματα. Για τους ανθρώπους αυτούς, αναδημοσιεύουμε το παρακάτω επιστημονικό κείμενο του κου Σπύρου Μακρή, ελπίζοντας ότι και αυτοί θα εισέλθουν στην Οδό της Σωτηρίας του Χριστού μας. Τους υποτίτλους και κάποιες τονίσεις στα γράμματα, τα προσθέσαμε εμείς για να είναι το κείμενο πιο εύχρηστο.
Υπήρξε νεκροφάνεια του Χριστού στον Σταυρό;
Τοποθέτηση του ζητήματος
Αγαπητοί μου φίλοι,
Είναι πραγματικά ένα μεγάλο προνόμιο το ότι δίνεται η ευκαιρία να συναντηθούμε σ’ ένα αμφιθέατρο Πανεπιστημιακό, όχι μ’ εκείνο το στεγνό και στενό, αν και απαραίτητο περιεχόμενο τής μεταδόσεως ορισμένων επιστημονικών γνώσεων, αλλά σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα και το επίπεδο τής στενής και χωρίς περιορισμούς, ως προς το βάθος και το πλάτος τής γνωριμίας, σε επίπεδο που έχει σχέση με την ψυχική ζωή τόσον των ταγμένων για να σας διδάσκουν μερικές γνώσεις όσον και των φοιτητών που έρχονται εδώ για να αποκτήσουν, για να οικοδομήσουν τον ψυχικό τους κόσμο και γι’ αυτό πρέπει να δώσω και στην ανώνυμη αυτή ομάδα των συναδέλφων σας, που σκέφθηκαν να πάρουν αυτήν την πρωτοβουλία, όσο και σ’ όλους εσάς που είχατε την καλοσύνη να έλθετε απόψε, να δώσω την έκφραση τής μεγάλης μου ευχαριστίας που σκέφθηκαν και μένα και με κάλεσαν εδώ για να σας μιλήσω.
Θα πρέπει να σας πω ότι, ό,τι θα ακούσετε από εδώ και εμπρός δεν είναι τίποτε άλλο από προσωπικά μου βιώματα. δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνα που σε ώρες, είτε που απέχουν πολύ από το σήμερα, είτε και πρόσφατες παίδεψαν την ψυχή μου, πράγματα που αποτελούν το τέρμα πορείας πνευματικής, πράγματα που μπορώ να βεβαιώσω γι’ αυτά με την σφραγίδα τής απολύτου εσωτερικής πληροφορίας, με την σφραγίδα ότι επιβεβαιώνονται από την βίωση και απ’ την παρατήρηση αρκετών δεκαετιών από τον καιρό που επέστρεψα στον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. Και νομίζω ότι είναι επίκαιρη η εκλογή τού θέματος που έχει σχέση με την Σταύρωση και την Ανάσταση τού Χριστού μας, όχι μονάχα γιατί ευρισκόμαστε στην εποχή εκείνη που έχει τάξει η Εκκλησία μας για τις ψυχές όλων των Χριστιανών να στρέφονται και να προετοιμάζονται και να συμμετέχουν στα Πάθη τού Χριστού μας, αλλά και γιατί ακριβώς η Σταύρωση και η Ανάσταση είναι το επίκεντρο, είναι ο πυρήνας τής καταφάσεως τού Χριστιανισμού και τού αντιλόγου εις τον Χριστιανισμό.
Γιατί αν η Σταύρωση και η Ανάσταση τού Χριστού μας είναι αλήθεια, τότε όλα εκείνα τα οποία πιστεύαμε, όλα εκείνα στα οποία έχουμε προσκολληθεί, όλα εκείνα τα οποία ακολουθούμε και που είναι ξένα ή αντίθετα προς τον Χριστό και προς το Ευαγγέλιό Του είναι είδωλα που πρέπει να γκρεμισθούν. Γι’ αυτό και με τόση μανία και με τέτοιο πείσμα έχουν εγερθεί τόσες πολλές αντιρρήσεις, έχουν παρουσιασθεί τόσο πολλά επιχειρήματα για να πείσουν τον καθένα ότι η Ανάσταση τού Χριστού δεν έγινε. Γιατί αν η Ανάσταση τού Χριστού, έγινε, τότε ο Χριστός είναι: «ο Θεός», τότε όλα όσα λέει ο Χριστός, όλα όσα λέει το Ευαγγέλιο είναι αλήθεια και θα πρέπει να πεθάνουμε για όλα όσα έχουμε ζήσει, που είναι αντίθετα και ξένα προς τον Χριστό και να ξαναζήσουμε μια νέα ζωή σύμφωνη με όλα όσα είπε ο Χριστός και εξακολουθεί να πρεσβεύει και να βιώνει η Εκκλησία.
Τα επιχειρήματα τα οποία υψώνονται για να αμφισβητήσουν την Ανάσταση τού Χριστού μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
– Η μια είναι ότι ο Κύριος δεν απέθανε επάνω στον Σταυρό και συνεπώς αφού δεν απέθανε και δεν ανεστήθη.
– Η δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων κατά τής Αναστάσεως, είναι η αμφισβήτηση για τις εμφανίσεις που ρητά περιγράφουν τα Ευαγγέλια ότι συνέβησαν μετά την ανάσταση τού Χριστού.
– Και η τρίτη, περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι ευρέθηκε κενός ο Τάφος Του.
Το εάν ο Χριστός απέθανε πάνω στον Σταυρό ασφαλώς είναι θέμα που έχει απόλυτη συνάφεια με την επιστήμη τής Ιατρικής γιατί αυτή είναι εκείνη η οποία μελετάει τη φύση και τις συνέπειες όλων των σωματικών κακώσεων και η οποία μελετάει όλες τις εκδηλώσεις οι οποίες σχετίζονται με την βαθμιαία κατάρρευση των ζωτικών λειτουργιών τού σώματος και με την διαπίστωση ότι οι συνθήκες πλέον για την επιβίωση τού οργανισμού είναι εξαντλημένες και ότι ο θάνατος έχει επέλθει. Αξίζει λοιπόν την προσοχή μας ότι αυτή η αμφισβήτηση – ότι ο Χριστός δεν απέθανε πάνω στον Σταυρό – δεν παρουσιάσθηκε ποτέ κατά το διάστημα τής γενεάς των ανθρώπων που έζησαν όταν συνέβη η Σταύρωσις τού Χριστού, δεν παρουσιάσθηκε ούτε και κατά την εποχή των διωγμών, δεν παρουσιάσθηκε κατά την εποχή των μεγάλων αιρέσεων, οι οποίες αμφισβήτησαν και την θεότητα τού Χριστού και την Ανάστασή Του, δεν παρουσιάσθηκε παρά μόνον στον 17ον αιώνα.
Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό γιατί απλούστατα τότε μονάχα είχαν τελείως εκλείψει οι άνθρωποι που είτε οι ίδιοι είχαν παρακολουθήσει, είτε είχε φθάσει μέχρις αυτούς μια ζωντανή περιγραφή τού μαρτυρίου τής Σταυρώσεως. Εάν και σήμερα είχαμε ανθρώπους, και ευτυχώς που δεν έχουμε, που είχαν παρακολουθήσει την Σταύρωση δεν θα είχε – όπως θα δούμε σε λίγο – παρουσιασθεί μια τέτοια αμφισβήτηση με αξιώσεις λογικής ισορροπίας.
Υπήρξε νεκροφάνεια του Χριστού στον Σταυρό;
Είναι βέβαιο το ερώτημα αυτό, εάν ο Χριστός απέθανε επάνω στον Σταυρό, συνυφασμένο με τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει ο άνθρωπος όταν σταυρώνεται. Μια κοινή διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι ο θάνατος επάνω στον Σταυρό παρουσιάζεται από τον πόνο και την αιμορραγία που δημιουργούν τα καρφιά που έχουν τρυπήσει τα χέρια και τα πόδια τού εσταυρωμένου.
Όπως θα δούμε, αυτά δεν είναι παρά απλώς ένα μικρό συμπλήρωμα πολύ βασανιστικό, όπως θα αναπτύξουμε, αλλά όχι με πρωτεύοντα ρόλο στην πρόκληση τού θανάτου.
Ο θάνατος τού Σταυρού, ο θάνατος τού Χριστού επάνω στον Σταυρό, βεβαίως είχε και αυτό και πολλά άλλα προδιαθετικά αίτια. Ανάμεσα σ’ αυτά θα αναφέρουμε τα κτυπήματα που δέχθηκε ο Κύριός μας, τον οποίον «εράπιζον, εκολάφιζον, έτυπτον, έδερον», λέει το Ευαγγέλιο οι βάρβαροι στρατιώται τής Ρωμ. Αυτοκρατορίας, με όλη την δύναμη η οποία τους χαρακτήριζε και την τραχύτητα με την οποία ήταν συνηθισμένοι να κάνουν τα μαρτύριά τους την εποχή εκείνη. Αλλά βεβαίως, ενώ γνωρίζουμε ότι ένα ισχυρό κτύπημα στο πρόσωπο ενός απροστάτευτου ανθρώπου από έναν τραχύ στρατιώτη μπορεί πραγματικά να τον φέρει σε κατάσταση αφασίας ή λιποθυμίας, αυτό θα το αντιπαρέλθουμε.
Θα το αντιπαρέλθουμε για να φθάσουμε σε μία φράση που ίσως χωρίς πολλή προσοχή την ακούμε διότι σαν μετοχή απλώς τού αορίστου αναφέρεται μέσα στο Ευαγγέλιο, όταν μάς λέει το Ευαγγέλιο ότι «φραγγελώσας παρέδωσεν αυτόν...» (Μάρκ. ιε΄ 15).
Τι ήταν το φραγγέλιο; Ίσως νομίζουμε ότι το φραγγέλιο ήταν μία απλή μαστίγωσις. Δεν είναι καθόλου έτσι. Αυτόν που επρόκειτο να υποστεί το φραγγέλιο τον έδεναν σε μια κολώνα και ο ειδικός δήμιος που εκτελούσε την φραγγέλωση έπαιρνε ένα μαστίγιο βαρύ το οποίο είχε πολλές λουρίδες στην άκρη του, πάνω στις λουρίδες ήταν δεμένες σφαίρες από μολύβι ή μικρά οστάρια, κότσια από αρνί και τις έφερνε με όση δύναμη είχε πάνω στην ράχη δεμένου ανθρώπου. Πολύ σύντομα, απ’ τα πρώτα κτυπήματα εξεσχίζετο το δέρμα τού ανθρώπου που εδέχετο την φραγγέλωση και ύστερα από μερικά κτυπήματα ακόμη έφευγαν και κατεξεσχίζοντο τελείως οι σάρκες του και απεγυμνώνοντο τα κόκαλα τής ράχης. Αναφέρονται στην ιστορία αρκετές περιπτώσεις από ανθρώπους, που απέθαναν την ώρα τής φραγγελώσεως.
Σ’ αυτήν τώρα την καταξεσχισμένη, καταματωμένη και καταπονεμένη ράχη, κουβάλησε ο Χριστός μας τον Σταυρό του, που ήταν ξύλο βαρύτατο, έτσι ώστε να μπορεί να σηκώσει επάνω του το βάρος ενός ανθρώπου χωρίς να λυγίσει. Και είναι γνωστό αλλά και πάρα πολύ φυσικό να το περιμένει κανείς ότι λύγισε κάτω από το βάρος τού Σταυρού, ήδη εξαντλημένος και με αιμορραγία που τού είχε στοιχίσει απώλεια δυνάμεων, λύγισε κάτω από το βάρος τού Σταυρού αυτού και έπεσε, όπως λένε οι παραδόσεις, με το πρόσωπο πάνω στη γη, με το πρόσωπο, χωρίς καν να μπορεί να προστατεύσει το σώμα του απ’ τις συνέπειες τής πτώσεως χάρις στο Σταυρό, τον οποίο ήταν αναγκασμένος να κρατάει και που έπεσε σαν βάρος από πάνω του. Και ξέρουμε ότι για να μην πεθάνει πριν φθάσει καν στο ύψος τού Γολγοθά, ανέθεσαν στον Σίμωνα τον Κυρηναίο να κουβαλήσει αυτός για τον υπόλοιπο δρόμο τον Σταυρό.
Ας προσθέσουμε ακόμη και για τα αγκάθια που είχε ο στέφανος εκείνος που σε πολλά σημεία είχε τρυπήσει το κεφάλι Του και όλοι όσοι έχουν μια πείρα από θάλαμο ατυχημάτων τού Νοσοκομείου, ξέρουνε πόσο ιδιαίτερη τάση έχουν να αιμορραγούν τα τραύματα στο τριχωτό τής κεφαλής. Αυτό λοιπόν το έξαιμο σώμα, το καταπονημένο σώμα, καρφώθηκε επάνω στον Σταυρό.
Ας δούμε τώρα για το θέμα τού καρφώματος ακριβώς των άκρων πάνω στον Σταυρό. Από την παράδοση και από την κοινή εντύπωση πιστεύουμε ότι τα καρφιά πέρασαν τις παλάμες.
Όμως από πειράματα που έκανε ένας Γάλλος χειρουργός ο Barbet επάνω σε πτώματα, είδε ότι είναι αδύνατον ένα καρφί που περνάει ανάμεσα στα κόκαλα τής παλάμης να συγκρατήσει το ανθρώπινο σώμα, ακόμη και αν αυτό στηρίζεται με καρφιά από τα πόδια. Κάτω από το βάρος αυτό, εάν περνούσαν από εκεί τα καρφιά, τα καρφιά θα έσχιζαν το δέρμα που είναι στην πρόσθια και στην οπίσθια επιφάνεια τής παλάμης πέρα για πέρα ανάμεσα στα δάκτυλα και ο Εσταυρωμένος θα έπεφτε με το κεφάλι κάτω ενώ θα τον συγκρατούσαν μονάχα τα καρφιά με τα οποία ήταν καρφωμένα τα πόδια του. Ο ίδιος χειρουργός έδειξε ότι το μόνο σημείο στα χέρια τού ανθρώπου που μπορεί να στηρίξει το σώμα, αν περάσει ένα καρφί απ’ αυτό, είναι ο καρπός, και σε επανειλημμένα πειράματα που έκανε έδειξε ότι σε όποιο σημείο τού καρπού και αν βάλουμε ένα καρφί, αυτό οδηγούμενο από τα οστά και τους συνδέσμους που βρίσκονται εδώ, θα περάσει από έναν ανατομικόν χώρον, γνωστό στους γιατρούς, που λέγεται ο χώρος τού destot, ανάμεσα σε δύο οστάρια τού καρπού. Και εκείνο που είναι χαρακτηριστικό από μια σειρά 12 παρομοίων πειραμάτων που έκανε ο χειρουργός αυτός είναι δύο παρατηρήσεις του, ότι και στα 12 χέρια κανένα κόκαλο δεν τραυματίσθηκε ή δεν έσπασε από την ήλωση τού χεριού, για να επιβεβαιωθεί αυτό που λέει και με άλλη μια ευκαιρία, όπως θυμάστε, το Ευαγγέλιο, ότι δεν θα συντριβή κανένα κόκαλο.
Και δεύτερον ότι ακριβώς από τον χώρο αυτό σε επαφή με το καρφί βρίσκεται ένα μεγάλο νεύρο τού χεριού, το μέσο νεύρο, το οποίο σε όλες τις κακώσεις που θα υποστεί επάνω στον Σταυρό το χέρι τού Εσταυρωμένου θα βρίσκεται σε αδιάκοπη επαφή και τριβή και τραυματισμό από το καρφί. Τώρα το τι σημαίνει να δέχεται και ένα απλό, ελαφρό ερέθισμα ένα νεύρο, το έχουμε όλοι δοκιμάσει, όταν δεχθούμε σ’ ένα σημείο εδώ στον αγκώνα μας, ένα κτύπημα. Εκείνο το αφόρητο αίσθημα τής ηλεκτρικής εκκενώσεως και τής παραλύσεως που δοκιμάζουμε και που πραγματικά επαναστατεί όλο το είναι μας από το ελαφρό κίνημα. Ας σκεφθούμε λοιπόν ότι όλη την ώρα τής σταυρώσεως ένα πολλαπλάσιο ερέθισμα πόνου συνόδευε το μαρτύριο τής Σταυρώσεως.
Επίσης για το καρφί που θα περάσει από τα πόδια ευρέθηκε ότι κι αυτό πρέπει να περάσει από ένα σημείο των ποδιών και δεν μπορεί παρά να βρει διέξοδο εκεί, και αυτό είναι ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο μετατάρσιο.
Όσα είπαμε μέχρι τώρα δεν είναι παρά ένα προανάκρουσμα, δεν είναι παρά μια μικρή αρχή τού μαρτυρίου τής σταυρώσεως και ακόμη δεν μπήκαμε στο αίτιο που φέρνει τον θάνατο. Και αυτό το αίτιο που φέρνει τον θάνατο έχει μεγάλη σημασία για την συζήτησή μας, για το αν δηλαδή ο Σταυρωμένος Χριστός απέθανε επάνω στον Σταυρό.
Για να αντιληφθούμε τον μηχανισμό τού θανάτου θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μερικά πράγματα. σε μερικές εικόνες παρουσιάζεται ότι οι δύο λησταί δεν είχαν καρφωθεί επάνω στον Σταυρό, αλλά είχαν δεθεί τα χέρια τους με σχοινί. Καμία παράδοση δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο ότι συνέβη στους δύο ληστές που σταυρώθηκαν μαζί με τον Χριστό, αλλά το ότι αυτό απεικονίζεται, μαρτυρεί κάτι που και πολλοί ιστορικοί περιγράφουν: ότι δηλαδή μπορεί να σταυρωθεί και να πεθάνει ένας άνθρωπος, αν έχει εξαρτηθεί επάνω στον σταυρό, όχι με καρφιά, αλλά απλώς αν έχουν δεθεί τα χέρια του επάνω στον Σταυρό.
Για να το αποδείξουμε αυτό ακόμη καλύτερα δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε σε μια πειθαρχική ποινή που συνήθιζαν να εφαρμόζουν κατά την διάρκεια τού Πρώτου Παγκ. Πολέμου στον Γερμανικό Στρατό. Αυτή η ποινή ονομάζεται Aufbinden και συνίσταται στο ότι έδεναν αυτόν που είχε τιμωρηθεί, έδεναν τα χέρια του ψηλά από έναν πάσσαλο, έτσι ώστε να μην ακουμπούν τα πόδια του στη γη. Σύντομα το άτομο αυτό παρουσίαζε φαινόμενα ασφυξίας. Οι αναπνευστικές του κινήσεις γινόντουσαν εξαιρετικά δύσκολες και εργώδεις. το αίμα του συγκεντρωνόταν με μεγάλη πίεση στο κεφάλι του, οι φλέβες του πρήζονταν, το κεφάλι του γινόταν όλο υπεραιμικό και ο άνθρωπος σύντομα έφθανε σε λιποθυμία και αν δεν έκοβαν, δεν προλάβαιναν να κόψουν το σχοινί, μπορούσε και να πεθάνει.
Ας σημειώσουμε και το τραγικότατο ότι καθώς αναφέρεται από το ιστορικό τού Νταχάου ξαναθυμήθηκαν τότε και εκεί οι Γερμανοί αυτό το μαρτύριο και αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις φρικιαστικές, όπου άνθρωποι απέθαναν και θανατώθηκαν με το μαρτύριο τού Aufbinden. Μάλιστα αναφέρεται ότι κρεμούσαν και ένα μικρό βάρος στα πόδια όταν ήθελαν να συντομεύσουν το μαρτύριο αυτό, που το περιέγραφαν κατάδικοι που βρισκόντουσαν δίπλα την ώρα τού μαρτυρίου αυτού, που όταν φθάσει μέχρι τα τελικά του στάδια είναι αποτρόπαιο. Το πρόσωπο τού ανθρώπου πραγματικά παραμορφώνεται όπως τού κρεμασμένου, ο θώρακάς του διατείνεται σε αφάνταστο βαθμό, το κοιλιακό τοίχωμα δημιουργεί μια βαθιά κοιλότητα, ο άνθρωπος περιβρέχεται από ιδρώτα τόσο, που όπως λένε οι μάρτυρες που ήταν μπροστά, εδημιουργείτο μια λίμνη μεγάλη από ιδρώτα κάτω από τα πόδια τού δυστυχισμένου αυτού καταδίκου. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ο σταυρός φέρνει τον άνθρωπο σε μια μεγάλη έλξη χάρις στο βάρος τού σώματος που τραβάει το κορμί προς τα κάτω από τα χέρια, μια μεγάλη έλξη των χεριών, των μυών, των βραχιόνων, τής ωμικής ζώνης και τού θωρακικού τοιχώματος. Αυτή η έλξις βαστάει τον θώρακα σε μία συνεχή αναγκαστική θέση εισπνοής καίτοι ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκτελέσει εκπνευστικές κινήσεις.
Και ξέρουμε ότι οι εκπνευστικές κινήσεις γίνονται παθητικά από τον θώρακά μας, ακριβώς χωρίς καμία δύναμη, σαν μια αυτόματη επάνοδο τού μεταμορφωμένου από την εισπνοή θώρακος με την οποία γεμίζει ο θώρακας με αέρα και έτσι μπορεί ο άνθρωπος και ανανεώνει τον αέρα στις κυψελίδες του και οξυγονώνει το αίμα του και μπορεί να συνεχίζει και επιβιώνει. Στην κατάσταση τής εξαρτήσεως και από τα χέρια, στην κατάσταση τής Σταυρώσεως, ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο περιορισμό τής αναπνοής του σαν και εκείνο που θα βρισκόταν εάν είχε δεθεί με ένα πολύ σφικτό θώρακα ή εάν είχε πλακώσει τον θώρακά του με ένα πολύ μεγάλο βάρος. Δεν μπορεί να γεμίσει πάλι αέρα, ώστε ο θάνατος από την σταύρωση οφείλεται κυρίως σε ασφυξία. Κατά δεύτερο λόγο, επειδή δημιουργείται αυτή η μεγάλη πίεση μέσα στον θώρακα είναι αδύνατο να παροχετευθή, να κατέβει προς την καρδιά, το αίμα που βρίσκεται στο κεφάλι. Γι’ αυτό και η μεγάλη συμφόρηση αίματος στο κεφάλι των ανθρώπων αυτών, των σταυρωμένων. Εάν δεν είχε κάποια άλλη διέξοδο, εάν δεν εύρισκε κάποια άλλη διέξοδο, για να μπορέσει να απαλλάξει το κεφάλι του από αυτήν την πληθώρα αίματος θα πέθαινε πάρα πολύ σύντομα πάνω στον σταυρό.
Όμως ο σταυρωμένος βρίσκει μια διέξοδο. Και αυτή είναι να στηρίξει το κορμί του πιέζοντας τα πόδια του πάνω στα καρφιά με τα οποία είναι καρφωμένα. Έτσι ανυψώνεται λίγο ο θώρακας, σταματάει η εξάρτηση τού βάρους από τα χέρια και από τους ώμους, ανακουφίζεται το θωρακικό τοίχωμα, μπορεί και αναπνέει πάλι, κατεβαίνει πάλι το αίμα από το κεφάλι και ο άνθρωπος συνέρχεται. Όμως η κούραση, την οποία έχει δεν τού επιτρέπει να καταβάλλει αυτήν την μυϊκή προσπάθεια, ώστε να στηρίζει όλο το βάρος τού σώματός του από το καρφί το οποίο έχει περάσει από τα πόδια του. Έτσι εξαντλημένος ξαναπέφτει πάλι στην πρώτη θέση, για να ξαναρχίσει πάλι η ασφυξία μέχρις ότου μετά από μια διαδοχική σειρά από τέτοιες προσπάθειες εξαντληθεί, μείνει στην στάση τής εξαρτήσεως και πεθάνει από ασφυξία.
Πραγματικά είναι ένα σατανικό σχέδιο θανατώσεως ο σταυρός και γι’ αυτό και οι Ρωμαίοι τόσο πολύ ικανοποιούντο, μέσα σε κείνη την βάρβαρη επιθυμία τους να βλέπουν τον άνθρωπο να βασανίζεται, από την θέα των σταυρωμένων ανθρώπων. Και γι’ αυτό, επειδή ήταν τόσο άθλιος ο θάνατος, στην Ρωμαϊκή νομοθεσία αυτός ο θάνατος, ορίζεται να χρησιμοποιείται μονάχα στους δούλους και στους προδότες.
Ο Κικέρων, που είχε παρακολουθήσει θάνατο επάνω στον σταυρό, τον ονομάζει: «Cruderissimum et deterimum Supplicium», δηλ. το πλέον φρικτό βασανιστήριο το οποίο είχε ποτέ παρακολουθήσει. Τώρα σε περιπτώσεις όπου για κάποιο λόγο ήθελε ο επικεφαλής τού εκτελεστικού αποσπάσματος να συντομεύσει την επέλευση τού θανάτου, τι έκανε; με ένα ισχυρό κτύπημα, διέταζε να σπάσουν οι κνήμες τού σταυρωμένου και έτσι, αφού πια βρισκόταν ο σταυρωμένος σε αδυναμία να στηρίξει το βάρος τού σώματός του στα πόδια του και να ανακουφίσει τον θώρακά του και να μπορέσει να αναπνεύσει, αναγκαζόταν πλέον να εξαρτήσει όλο το βάρος, όπως είπαμε, τού κορμιού του από τα χέρια του και να πεθάνει μέσα στην ασφυξία. Και αυτό ήταν η ειδική χαριστική βολή την οποίαν επεφύλασσαν οι έμπειροι ρωμαίοι εκτελεσταί στους καταδικασμένους σε σταύρωση. Και γι’ αυτό είδατε ότι τους δύο ληστάς που ζούσαν ακόμη τους εξετέλεσαν με την χαριστική βολή αυτή, τους έσπασαν τα πόδια. Όταν, λέει, επήγαν στον Χριστό, είδαν πώς είχε ήδη αποθάνει. Τώρα εδώ πρέπει να προσέξουμε πολύ. Είναι δυνατόν ένας αξιωματικός επικεφαλής τού εκτελεστικού αποσπάσματος, που ασφαλώς είχε δει πολλές θανατώσεις με σταύρωση, είναι δυνατόν να απατηθεί; Είναι δυνατόν εκείνη την ώρα να βρίσκεται σε νεκροφάνεια το άτομο; Είναι πασίγνωστο ότι οι νεκροφάνειες δεν συνοδεύονται από άπνοια αλλά μονάχα από φαινομενική άπνοια.
Εάν πραγματικά δεν γίνονται αναπνευστικές κινήσεις είναι αδύνατο να ζήση ο άνθρωπος περισσότερο από 3-6 λεπτά, εφ’ όσον το αίμα δεν οξυγονώνεται στους πνεύμονες. Είναι όμως δυνατόν να γίνονται ανεπαίσθητες αναπνευστικές κινήσεις στον σταυρό, την ώρα που για να αναπνεύσει ο άνθρωπος, πρέπει να κάνη μια εργώδη προσπάθεια για να κινήσει λίγα εκατοστά αέρος μέσα και έξω από τους πνεύμονές του; Είναι δυνατόν εκείνη την εργώδη προσπάθεια να μην την αντιληφθεί εκείνος, ο οποίος θα πλήρωνε με την ζωή του, εάν ένας κατάδικος παρουσιαζόταν ότι δεν είχε πράγματι πεθάνει, ενώ ήταν καταδικασμένος σε θάνατο; Αλλά ίσως εδώ έμενε σε κάποιο πνεύμα, που πεισματικά στέκει στην αμφιβολία, μία πεισματώδης άρνησις.
Είναι δυνατόν; Ο Κεντυρίων ο εκατόνταρχος δεν αρκέσθηκε σ’ αυτήν την πειστική γι’ αυτόν απόδειξη, αλλά εξετέλεσε πάνω στο σταυρωμένο σώμα τού Χριστού μας, την άλλη, την κλασσική μορφή τής χαριστικής βολής, που είχαν οι Ρωμαίοι για όλους τους καταδίκους σε θάνατο, ασχέτως με τον τρόπο με τον οποίο θα εξετελείτο η θανάτωσις, δηλ. την λόγχηση τής πλευράς. Αυτό πραγματικά είναι ένα θανάσιμο κτύπημα με όλη τη δύναμη που ένας γυμνασμένος στρατιώτης μπορεί να κτυπήσει. Σχεδόν εξ επαφής με την λόγχη που ήτο εις την άκρη τού δόρατός του, την κοφτερή εκείνη λόγχη που μπορούσε να κτυπήσει ένα σώμα, ο Ρωμαίος στρατιώτης την έβαλε βαθιά στον θώρακα τού Χριστού μας. Και δεν έβαλε απλώς την λόγχη, αλλά ευθέως έρευσε ύδωρ και αίμα. Τώρα ποια είναι η μεγάλη δογματική σημασία αυτού τού ύδατος και τού αίματος δεν θα το συζητήσουμε εδώ. Και δεν είναι θέμα που αρμόζει σε μένα, ένα γιατρό, σαν ένα επιστήμονα των θετικών επιστημών που πρέπει να το αναλύσω. Όμως πρέπει να πούμε ότι για να τρέξει αίμα θα πρέπει ασφαλώς να τρύπησε αυτή η λόγχη ή την καρδιά ή ένα μεγάλο αγγείο.
Και να πούμε ακόμη ότι εάν ο Χριστός μας ζούσε, από όπου και αν προήρχετο αυτό το αίμα, θα ήτανε μια συνεχής ροή, ροή με σφύξεις, η οποία θα μαρτυρούσε την παρουσία τής ζωής. Όμως μετά από εκείνη τη ροή ύδατος και αίματος δεν παρουσιάσθηκε πλέον τίποτε άλλο και ιδίως ένα τόσο μεγάλο τραύμα δεν προκάλεσε Καμία αντίδραση. Αντιθέτως επεβεβαίωσε η έλλειψις αυτή τής αντιδράσεως στον Κεντιρίωνα την ήδη υπάρχουσα βεβαιότητα ότι ο Χριστός απέθανε. Δεν είναι λοιπόν δυνατή αυτή η νεκροφάνεια πάνω στον σταυρό, δεν είναι δυνατή η νεκροφάνεια μπροστά σ’ ένα τόσο μεγάλο τραύμα, κατά το οποίο πρέπει να σημειώσουμε ότι η είσοδος μιας λόγχης μέσα στον θώρακα, δεν προκάλεσε μονάχα την τρώση μεγάλων οργάνων τής κυκλοφορίας, όπως την καρδιά και των μεγάλων αγγείων, αλλά εξάπαντος προκάλεσε μια κατάσταση που την γνωρίζουν όσοι έχουν κάποια σχέση με την Ιατρική, τον πνευμοθώρακα, δηλ. την είσοδο αέρος ατμοσφαιρικού έξω από τους πνεύμονες, ένα φαινόμενο που όπως γνωρίζουμε είναι ασυμβίβαστο με την επιβίωση. Ένας ανοικτός πνευμοθώρακας δεν επιτρέπει την αναπνοή, ακόμη και αν ο άνθρωπος βρισκόταν στο κρεβάτι του. Ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας άλλος επιβαρυντικός παράγων για την αναπνοή του – όπως είδαμε ήταν πλέον ανύπαρκτη η αναπνοή του – ακόμη και αν δεν υπήρχε τίποτε άλλο, ένα τέτοιο μεγάλο τραύμα στον θώρακα θα είχε καταργήσει την ικανότητα τού αναπνευστικού συστήματος να εκτελεί το έργο του και θα είχε θανατώσει μέσα σε λίγα λεπτά τον άνθρωπο αυτό.
Ας πούμε ακόμη και κάτι άλλο, ότι μετά από αυτή τη διαπίστωση τού θανάτου από τον Κεντιρίωνα δεν κατέβασαν αμέσως τον Χριστό από τον Σταυρό. Κατεβαίνει ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας από τον Γολγοθά που ήταν παρών, μέχρι το πραιτόριο. Πάει, βρίσκει τον Πιλάτο και τού ζητεί το σώμα τού Χριστού.
Ο Πιλάτος εθαύμασε «ει ήδη απέθανε» για να μας έχει και μας πληροφορημένους απόλυτα ότι όταν απέθανε και εκάλεσε τον Κεντιρίωνα, ο οποίος πλέον αυτήν την πεποίθησή του, δεν την επισφραγίζει μονάχα με το ότι έφυγε αφήνοντας τον Χριστό πεθαμένο, αλλά και με το ότι διαβεβαίωσε τον ηγεμόνα, ότι πράγματι απέθανε. Και αφού λέει το διαβεβαίωσε τότε τρίτος δρόμος; – πρώτος τού Ιωσήφ προς τον Πιλάτο, δεύτερος τού αγγελιοφόρου προς τον Κεντιρίωνα, τού Κεντιρίωνα προς τον Πιλάτο, τρίτος δρόμος ξανα-ανεβαίνει ο Ιωσήφ φέρνοντας μαζί του και την σινδόνη και τότε μονάχα γίνεται αυτή η αποκαθήλωση, πράγμα που δίνει άνετο καιρό σε όλους αυτούς τους μηχανισμούς τού θανάτου και εάν ακόμη, πράγμα λογικώς αδύνατον, θετικώς απαράδεκτον, και εάν ακόμη αυτοί οι μηχανισμοί δεν είχαν προκαλέσει τον θάνατο, να τον προκαλέσουν στο διάστημα αυτό.
Και τώρα αρχίζει η διαδικασία τής ταφής, η οποία μας λέει το ευαγγέλιο, έγινε από τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο και τους άλλους που ευρίσκοντο εκεί, καθώς ήταν έθος στους Ιουδαίους.
Βρίσκουμε μέσα στο «ταλμούδ» όλη τη διαδικασία τής ταφής, η οποία για να αποτρέψει προφανώς το ενδεχόμενο τής νεκροφανείας περιείχε και το να βάλουν επί 15΄ ένα φτερό μπροστά στα ρουθούνια τού πεθαμένου για να βεβαιωθούν ότι δεν κουνάει η αναπνοή τού ανθρώπου αυτού το φτερό. Και αφού τον ετοίμασαν, έβαλαν γύρω του την σινδόνη ή τα ωθόνια και τον εκάλυψαν από πάνω καθώς ήταν το έθιμο ακριβώς στους Ιουδαίους και πάνω σε όλα αυτά τα υφάσματα έρριψαν 32 κιλά – 100 λίτ. – από μείγμα τής σμύρνας και τής αλόης, δύο αρωματικών ουσιών, που καθώς ανακατεύονται παίρνουν ένα παχύρρευστο κολλώδες σχήμα με το οποίο διαποτίζουν κατά ένα τρόπο τελείως αεροστεγή – όταν μάλιστα ρίχνουν 32 κιλά – από όλες τις πλευρές το πτώμα που περιβάλλεται από τα υφάσματα. Ώστε εάν υποτεθεί ότι ένα υγιέστατο άτομο είχε περιτυλιχθεί με το σεντόνι από παντού και με τα οθόνια και είχε περιβραχεί το σεντόνι αυτό μ’ αυτήν την κολλώδη και αδιαπέραστη ουσία, που τόσο άφθονα έπεφτε επάνω του, θα είχε πεθάνει από ασφυξία. Ώστε και αν ξεχάσουμε όλες τις άλλες πολυάριθμες αιτίες, που κάθε μια από αυτές αρκεί να προκαλέσει τον θάνατο, έχουμε τώρα εδώ, μέσα στον τάφο, μια πρόσθετη αιτία θανάτου, που είναι η ασφυξία από την σμύρνα και την αλόη.
Τον 18ον αιώνα, ο πρώτος που παρουσίασε τα επιχειρήματα τής νεκροφανείας ήταν ο Venturino. Εδέχθησαν οι ορθολογισταί ότι η σμύρνα και η αλόη αναζωογόνησαν με το άρωμά τους έναν άνθρωπο που βρισκότανε ασφαλώς κατατραυματισμένος, έξαιμος, αφυδατωμένος, ακίνητος, σε λιποθυμία, σε κωματώδη κατάσταση, αν δεν ήταν πεθαμένος, πράγμα αδιανόητον. Εάν η σμύρνα και η αλόη είχαν τέτοιο αποτέλεσμα, εμείς οι γιατροί αντί να χρησιμοποιούμε χίλιες δυο μεθόδους, ενέργειες και εξετάσεις για να σώσουμε τους βαριά τραυματισμένους δεν είχαμε παρά να τους δώσουμε να μυρίσουν σμύρνα και αλόη και αμέσως να αναζωογονηθούν. Η σμύρνα και η αλόη ήταν ένας πρόσθετος λόγος θανάτου, μια πρόσθετη αιτία, ένα τελικό επιχείρημα για όλους εκείνους που αμφιβάλλουν.
Αλλά ας προεκτείνουμε με ένα πεισματικό και εωσφορικό τρόπο την αμφιβολία μας και πέρα από δω και ας πούμε ότι πραγματικά ήταν νεκροφάνεια και ας πούμε ότι πραγματικά δεν είχε πεθάνει ο Χριστός και ας πούμε πραγματικά ότι δεν παρουσιάσθηκε ανάστασις, αλλά ότι σηκώθηκε την Τρίτη ημέρα και άρχισε να βαδίζει. Πώς, σας παρακαλώ, μπόρεσε να απαλλαγή απ’ αυτόν τον σφικτό κλοιό των ενδυμάτων, των ρούχων, των υφασμάτων που τον περιέβαλλον; Πώς μπόρεσε να αποκυλήση τον βαρύ λίθο με τον οποίο εσφράγισε ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίας τον τάφο, τον βαρύ λίθο, τον οποίο τρεις γυναίκες πηγαίνοντας την πρωία τής Κυριακής, διερωτώντο ποίος θα τις βοηθήσει να τον κυλήσουν; Και τέλος πάντων, αυτό το κατατραυματισμένο, το εξαντλημένο σώμα, εάν υποτεθεί πώς θα σηκωνόταν, εάν υποτεθεί πως θα κυλούσε τον λίθο, ασφαλώς μετά από λίγα βήματα θα ξανάπεφτε πάνω σε μια αθλία κατάσταση και δεν θα μπορούσε να συνέλθει και να σταθεί στα πόδια του, παρά μετά από μία πολύμηνη θεραπεία, ακόμη κι αν είχε τα μέσα, τα οποία σήμερα έχουμε για να κάνουμε την εντατική θεραπεία των ανθρώπων που βρίσκονται πάρα πολύ κοντά στον θάνατο.
Είναι πραγματικά έτσι οι εμφανίσεις τού Χριστού; Και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι δεν αποτελεί απλώς πληροφορία, το ότι είδαν τον Χριστό υγιέστατο όλοι εκείνοι στους οποίους ενεφανίσθη, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχει το Ευαγγέλιο. Γιατί από την υγεία από την οποία έσφυζε αυτό το σώμα, επείσθησαν αυτοί οι δύσπιστοι, όπως θα δούμε, ότι πραγματικά ανεστήθη.
Αντί να σέρνεται, λοιπόν, και να λιποθυμάει αυτό το σώμα, που πραγματικά προκαλούσε οίκτο και αηδία από τα βασανιστήρια που είχε περάσει, έχουμε μια εμφάνιση ανθρώπου που ήτανε γεμάτος από σφρίγος, που ακτινοβολούσε την επιβολή, την ειρήνη, την άνεση, ένα σώμα που περπατάει τόσο γρήγορα ώστε να κατορθώνει να φθάσει δύο ανθρώπους που βάδιζαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την Ιερουσαλήμ και που προπορεύονταν από αυτό και τους έφθασε και συνοδοιπόρησε μαζί τους για άλλη μια μεγάλη απόσταση μέσα στο σούρουπο. Ώστε πρόκειται πραγματικά για εμφανίσεις ανθρώπου που βρίσκεται σε απόλυτη υγεία και δύναμη. Ώστε το ότι πέθανε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, το ότι είναι αδύνατο παρά να παραδεχθούμε ότι οι εμφανίσεις του είναι εμφανίσεις ανθρώπου που αναστήθηκε μετά από το μαρτύριο τού Σταυρού, αυτό έχει θετικότατα πλέον αποδειχθεί στην Ιατρική Επιστήμη.
Ήταν ψευδαίσθηση;
Τώρα ερχόμαστε στη δεύτερη κατηγορία αμφισβητήσεων. Στο αν οι εμφανίσεις αυτές ήταν πραγματικές. Αν η περιγραφή και η μαρτυρία μέσα στην Αγία Γραφή, για τις ερμηνείες αυτές είναι αξιόπιστες. Τώρα εδώ, χρειαζόμαστε και μπαίνουμε στην περιοχή μιας άλλης επιστήμης, τής νομικής επιστήμης, η οποία είναι η επιστήμη που με μεγάλη ακρίβεια, με μεγάλη λογική προσοχή, μελετάει την αξιοπιστία των ενδείξεων. Διότι, προκειμένου να αποδώσει ευθύνες, προκειμένου να απαγγείλει κατηγορίες και να εκφράσει καταδίκες, στηρίζεται αδιάκοπα σε ενδείξεις και σε μαρτυρίες. Γι’ αυτό λοιπόν έχει με πολύ λεπτό ηθμό και με μεγάλη λογική αυστηρότητα ξεκαθαρίσει ποιες μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και ποιες δεν είναι και πότε μία μαρτυρία και μία ένδειξις είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί. Τώρα θα πρέπει να πούμε ότι εάν οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις τού Χριστού που υπάρχουν μέσα στα Ευαγγέλια και στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή τού Παύλου, εάν οι μαρτυρίες αυτές δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα, θα είναι αποτέλεσμα δύο ειδών παρεκκλίσεων από την αλήθεια. Η θα πρόκειται περί ψευδαπάτης ή ψευδαισθήσεως ή θα πρόκειται περί απάτης.
Ας πάρουμε τώρα μία-μία τις δύο αυτές αμφισβητήσεις. Ας πάρουμε πρώτα το ενδεχόμενο των ψευδαισθήσεων. Οι ψευδαισθήσεις θα μας αναγκάσουν τώρα να ξαναγυρίσουμε στην Ιατρική. Γιατί οι ψευδαισθήσεις είναι ένα φαινόμενο που η Ιατρική το έχει επί χρόνια πολλά και επί χιλιάδες περιπτώσεων μελετήσει και οι ψευδαισθήσεις εμφανίζονται στον άνθρωπο με ορισμένους τρόπους.
Ας αναφέρουμε μερικούς από τους τρόπους αυτούς:
Πρώτα-πρώτα τα άτομα τα οποία βλέπουν οράματα και έχουν ψευδαισθήσεις αποτελούν μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων που έχουν την προδιάθεση γι’ αυτές. Οι ψευδαισθήσεις αποτελούν μία προέκταση των διαθέσεών τους και αφορούν σε γεγονότα που η πραγματοποίησης τους επιθυμείται πολύ έντονα από τα άτομα αυτά. Στο πρώτο πρέπει λοιπόν να υπάρχει μία προδιάθεση. Το δεύτερο είναι ότι τα άτομα αυτά ανήκουν σε έναν ορισμένο τύπο ανθρώπων που είναι επιρρεπείς στις εκδηλώσεις αυτές. Επίσης, εάν πολλά άτομα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα που σχετίζεται με τον ψυχικό κόσμο, τον χαρακτήρα, τις εμπειρίες που χαρακτηρίζει τον κάθε ένα. Έχουν λοιπόν διαφορετική μορφή και διαφορετικό περιεχόμενο. Επίσης αυτές οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλη ώρα και τόπο. Σε περιστάσεις δηλαδή όπου υποβάλλουν τον άνθρωπο για τις ψευδαισθήσεις αυτές.
Τέλος, εάν οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται, τότε η επάνοδός τους παρουσιάζεται επί πολύ χρονικό διάστημα. Ας δούμε τώρα, ακολουθούν οι εμφανίσεις τού Χριστού, έστω και ένα από τους βασικούς αυτούς κανόνες, οι οποίοι χαρακτηρίζουνε τις παθολογικές ψευδαισθήσεις των ανθρώπων; Πρώτα απ’ όλα, εκείνοι στους οποίους εμφανίσθηκε ο Χριστός είχαν πράγματι την προδιάθεση για να δουν τον Χριστό αναστημένο; Κάθε άλλο. Όχι μονάχα ήταν καταπατημένοι, όχι μονάχα ήσαν βέβαιοι ότι η υπόθεση τελείωσε, αλλά και όταν ακόμα έφθασαν επανειλημμένα μηνύματα από πρόσωπα αξιόπιστα, από πρόσωπα που ζούσαν ανάμεσά τους και τους βεβαίωναν ότι είδαν τον Χριστό αναστημένο, εκείνοι αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι ήσαν αληθινές οι εμφανίσεις αυτές, ότι πραγματικά ο Χριστός ανεστήθη. Ώστε λοιπόν, όχι μόνον δεν ήσαν προδιατεθειμένα τα πρόσωπα αυτά για ψευδαισθήσεις, αλλά ήσαν και αρνητικά προδιατεθειμένα για να πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δουν τον Χριστό. Τώρα είπαμε, ότι τα πρόσωπα που παθαίνουν ψευδαισθήσεις ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο.
Και μάλιστα τύπο επιρρεπή προς τέτοιες εκδηλώσεις. Ας δούμε τώρα ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο τα πρόσωπα αυτά;
Τα πρόσωπα αυτά τα γνωρίζουμε απ’ τα ίδια τα γραπτά τους και τις αφηγήσεις τους. Κατ’ αρχήν είναι πρόσωπα που δεν έχουν φαντασιώσεις.
Ας πάρουμε τον Τελώνη Ματθαίο. Άνθρωπο που πέρασε όλη τη ζωή του πάνω στους λογαριασμούς. Τον Ματθαίο που το Ευαγγέλιό του είναι γεμάτο από ρεαλισμό, που δεν έχει τίποτε το ποιητικό, που δεν έχει τίποτε το λυρικό, που είναι μια πολύ προσεκτική παράθεση γεγονότων, με λεπτομέρειες εξαιρετικά πραγματικές, εξαιρετικά ρεαλιστικές.
Ας πάρουμε τον Θωμά. Ο Θωμάς καθόλου ασφαλώς δεν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που βλέπουν ψευδαισθήσεις. Είναι ο άνθρωπος που όταν οι 10 μαθηταί, που είχε περάσει μαζί τους 3 χρόνια αδιάκοπης ζωής, τον βεβαιώνουν ομόφωνα ότι είδαν τον Χριστό, αρνείται και λέει: «δεν θα πιστέψω, όχι αν τον δω, αλλά εάν δεν αγγίσω τον Χριστό και μάλιστα ακριβώς στο σημείο τού σώματός του που μαρτυρεί ότι πέθανε». Είναι αυτός ένας τύπος ανθρώπου προδιατεθειμένος για ψευδαισθήσεις;
Και ο Παύλος. Ο διώκτης Παύλος. Ο Παύλος ο οποίος κυριολεκτικά θέριζε την εκκλησία και κάθε άνθρωπο που ήθελε να πει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να δει και για να ακούσει τον αναστημένο Χριστό, στη στιγμή ακριβώς που βρισκόταν στο αποκόρυφο τής μανίας του εναντίον τής ιδέας ότι ο Χριστός αναστήθηκε; Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι άνθρωποι στους οποίους συνέβησαν οι εμφανίσεις αυτές, ήσαν άνθρωποι με διαφορετικό χαρακτήρα, με διαφορετικό τύπο, μάλιστα με τύπο ξένο προς την εμφάνιση ψευδαισθήσεως.
Και ακόμη ξέρουμε πως εμφανίσθηκε σε 500 ανθρώπους ταυτοχρόνως. Και οι άνθρωποι αυτοί πίστεψαν πως τον είδαν στην μεγάλη τους πλειονότητα. Είναι δυνατόν 500 πρόσωπα να ανήκουν όλα ή σχεδόν όλα στον τύπο τού ανθρώπου που βλέπει ψευδαισθήσεις;
Τώρα είπαμε επίσης ότι αν πολλά πρόσωπα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα ανάλογο προς την προσωπικότητα τού καθενός. Και γνωρίζουμε πολύ καλά, όπως θα ήταν και επόμενο να το περιμένουμε ότι τα πρόσωπα τού περιβάλλοντος τού Χριστού, είχαν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Ένας με στοιχειώδη έτσι ψυχολογική προσοχή, αντιλαμβάνεται τις μεγάλες διαφορές που υφίσταντο, τις βασικές θεμελιώδεις διαφορές χαρακτήρος που υπάρχουν ανάμεσα στον Απόστολο Πέτρο, στον Απόστολο Παύλο και στον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Οι διάφοροι χαρακτήρες τού Ευαγγελίου, των μαθητών τού Χριστού, αποτελούν ένα φάσμα που μπορούμε να πούμε αντιπροσωπεύει περίπου όλους τους ανθρώπινους τύπους. Εν τούτοις όλοι τους δέχονται και παραδέχονται ότι ο Χριστός είχε την ίδια εμφάνιση και το μίλημά του όταν τους μίλησε, είχε ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. Όλοι συμφωνούν απολύτως για το ό,τι είδαν και για το ό,τι άκουσαν. Και αυτό είναι αντίθετο προς την ιδέα ότι οι εμφανίσεις τού Χριστού θα ήταν ψευδαισθήσεις. Είπαμε ακόμη ότι οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλους υποβλητικούς τόπους και χρόνους και ώρες τής ημέρας.
Εδώ βλέπουμε ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότης. Άλλοτε και συνήθως ο Χριστός εμφανίζεται στο φως τής ημέρας. Εμφανίζεται επί πολλή ώρα, μέρα μεσημέρι, απόγευμα και περπατάει στους αγρούς επί ώρες, εμφανίζεται στον κήπο τού νεκροταφείου τής Ιερουσαλήμ. Εμφανίζεται στο όρος των Ελαιών, εμφανίζεται σ’ ένα μικρό λόφο, σε πολλούς ανθρώπους. Εμφανίζεται σ’ ένα δωμάτιο όπου ήσαν κλεισμένοι οι μαθηταί. Εμφανίζεται δίπλα στην λίμνη τής Τιβεριάδος όπου όπως ξέρετε έγινε η δεύτερη θαυμαστή αλιεία. Καθόλου όμοιοι λοιπόν οι τόποι αυτοί και καθόλου υποβλητικοί για να δημιουργούν το κλίμα και το περιβάλλον για ψευδαισθήσεις. Και ακόμη είπαμε πώς όταν οι ψευδαισθήσεις επαναλαμβάνονται, τότε επαναλαμβάνονται επί πολύ διάστημα και ή τείνουν να αραιώσουν ή να ατονίσουν, οπότε λίγο-λίγο, σιγά-σιγά εξαφανίζονται ή τείνουν να εντείνονται και να γίνονται συχνότερες, οπότε καταλήγουν σε μία κρίση. Αυτό το λέει η Ψυχιατρική. Εδώ δεν βλέπουμε τίποτε.
Οι εμφανίσεις τού Χριστού παρουσιάζονται με τον ίδιο ρυθμό και μετά από 40 ημέρες διακόπτονται χωρίς να έχουν φθάσει ούτε σε μία αραίωση ούτε σε ένα αποκόρυφο, και διακόπτονται μετά την Ανάληψη. Ας σημειώσουμε ακόμη, ότι όταν μιλούμε για ψευδαισθήσεις, όλοι εννοούμε κυρίως οράματα, δηλαδή εμφανίσεις οι οποίες γίνονται αντιληπτές με την όραση. Εδώ όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο μόνο. Όχι μονάχα οι περισσότερες από αυτές τις εμφανίσεις συνδυάζονται και με ακουστικές εντυπώσεις και με διάλογο ο οποίος διαμείβεται ανάμεσα στον εμφανιζόμενο και σε κείνους που τον βλέπουν αλλά επιβεβαιώνονται και με την αφή.
Βλέπουμε την διαβεβαίωση την οποία παίρνει ο Απόστολος Θωμάς με την αφή και ακόμη ότι για να μην μείνει αμφιβολία στους μαθητές ότι πραγματική ήταν και όχι ψευδής εντύπωσις η εμφάνισις τού Χριστού, όταν τους είδε ακριβώς από την ταραχή τους και τον φόβο τους και την δυσπιστία που είδαμε, να αμφιβάλλουν για ό,τι ακριβώς βλέπουν, ο Χριστός έφαγε μπροστά τους ψάρι και κηρύθρα από μέλισσα. Οπότε μετά την αποχώρηση του να έχουν την διαβεβαιώσει ότι πραγματικά παρουσιάσθηκε με σώμα αληθινό, πρώτον από το γεγονός ότι το ψάρι και το μέλι που και οι ίδιοι ήξεραν ότι προηγουμένως έτρωγαν ότι υπήρχε επάνω στο τραπέζι, αλλά είναι και τροφές οι οποίες αφήνουν υπόλειμμα. Το κερί, απ’ την κηρύθρα και το κόκαλο απ’ το ψάρι. Ακόμη ο Χριστός μαγειρεύει, ψήνει ο ίδιος το ψάρι στην λίμνη, το ψάρι που είχε ο ίδιος όσο και το ψάρι που είχαν ψαρέψει εκείνοι και τρώνε όλοι μαζί. Έχουμε λοιπόν και υλικά υπολείμματα από τις εμφανίσεις αυτές, τα οποία διαψεύδουν και συντρίβουν τελείως τα επιχειρήματα ότι επρόκειτο για ψευδαισθήσεις.
Πώς θα ήτο δυνατόν από ψευδαισθήσεις να είχαν και να μαρτυρούν και σε μας οι μαθηταί ότι υπήρξαν υλικά δείγματα από τις εμφανίσεις αυτές τού σώματος τού αναστημένου Χριστού;
Ήταν απάτη;
Εάν τώρα οι εμφανίσεις αυτές που περιγράφηκαν δεν είναι αποτέλεσμα αυταπάτης μήπως είναι αποτέλεσμα απάτης; Διότι αυτή η διέξοδος μένει στην αμφισβήτηση. Αυτή η διέξοδος μένει στην αμφιβολία. Ότι ήταν δηλαδή αποτέλεσμα απάτης. Ο πρώτος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί οι εμφανίσεις αυτές να είναι αποτέλεσμα απάτης οφείλεται στο γεγονός, ότι τα πρόσωπα απ’ τα οποία μαρτυρείται ότι είδαν τον Χριστό και μαρτυρείται επί πολλά χρόνια, αρκετά χρόνια μετά την Ανάσταση Του ότι είδαν τον Χριστό, (στην Α΄ προς Κορ. επιστ. απαριθμούνται τα πρόσωπα αυτά και αναφέρει εκεί ο Απ. Παύλος συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και στο Ευαγγέλιο τού Μάρκου, ότι πάνω από 500 άνθρωποι είδαν τον Χριστό), τα πρόσωπα λοιπόν αυτά ήσαν πάρα πολλά. Είναι λοιπόν πραγματικά αδύνατο, τόσο πολλά πρόσωπα, επί τόσο πολλά έτη, να έκαναν μια τόσο χονδροειδή και βλάσφημο απάτη και να μη βρέθηκε ούτε ένα πρόσωπο, το οποίο να επανέλθει και να μαρτυρήσει και να διαμαρτυρηθεί ότι το ίδιο συμμετέσχε σε μια απάτη και έπεσε θύμα αυτής. Οπότε αυτό για κάθε δικαστήριο, για κάθε κριτή που χρησιμοποιεί τους κανόνες περί ενδείξεων τής νομικής επιστήμης, το ότι έχει τόσους πολλούς μάρτυρες η εμφάνισις τού Χριστού, αυτό και μόνο αποκλείει το ενδεχόμενο τής απάτης.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το ενδεχόμενο τής απάτης πρέπει να αποκλεισθεί είναι ότι η πληροφορία και το κήρυγμα για την εμφάνιση τού Χριστού και την Ανάσταση Του, συνοδεύεται και συνοδευόταν πάντα, με την διακήρυξη τού πιο υψηλού κηρύγματος αρετής που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότης. Μιας αρετής που δεν περιορίζεται μονάχα στην πραγματοποίηση ορισμένων πράξεων ενάρετων αλλά και φθάνει με απόλυτο αυστηρότητα ακόμη και στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις διαθέσεις τού κάθε ανθρώπου. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν, άνθρωποι που όχι μονάχα κήρυξαν αυτό το κήρυγμα αλλά άνθρωποι, που κατά την μαρτυρία των πιο ασπόνδων εχθρών τους, στάθηκαν συνεπείς σε όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα αυτό το τόσο αυστηρό, να πουν και να στηρίξουν όλο τους το κήρυγμα πάνω σ’ ένα τόσο χονδροειδές ψέμα;
Ακόμη η υποψία ότι πρόκειται για μία απάτη αποδεικνύεται εσφαλμένη από το γεγονός τής συμπεριφοράς των αποστόλων που αναφέραμε μέχρι τής 3ης ημέρας μετά την σταύρωση τού διδασκάλου. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν περίτρομοι, ήσαν καταπτοημένοι. Ήσαν πεπεισμένοι, όπως τόσο ωραία περιγράφεται εκεί στα λόγια τους με τα οποία περιγράφουν την σταύρωση και τις φήμες όπως νόμιζαν περί αναστάσεως, στον Χριστό, στον ίδιο τον Χριστό, οι δύο μαθηταί προς Εμμαούς. Ήσαν πεπεισμένοι ότι η υπόθεσης αυτή τού Χριστού έληξε άδοξα με την σταύρωση Του. Ήσαν οχυρωμένοι, όπως είπαμε, επάνω στην πεποίθηση ότι είναι αδύνατον να τον είδαν άνθρωποι ζωντανό και αυτό δεν ντρέπονται να το φανερώσουν οι ίδιοι και αυτήν την στροφή των 180ο την εμφανίζουν οι ίδιοι μόνον μετά απ’ την τρανή απόδειξη ότι πράγματι δεν μπορεί παρά να είναι μία αληθινή παρουσία η συνάντηση τους μαζί Του.
Εάν αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να πουν μια απάτη, δεν θα απέφευγαν να φανερώσουν όλους τους ενδοιασμούς τους οποίους είχαν; Δεν θα απέφευγαν να διακηρύξουν σ’ όλα τα πέρατα τής γης και να το γράψουν σ’ όλα τα Ευαγγέλια ότι ήσαν οι ίδιοι εκείνοι που αμφισβητούσαν, εκείνοι που δεν ήθελαν να πιστέψουν, εκείνοι που παρουσίαζαν επιχειρήματα, εκείνοι που έλεγαν ότι επρόκειτο για λήρο, για μια συναρπαγή, για ένα ψέμα, αυτές οι διηγήσεις για την εμφάνιση τού Χριστού και πώς αυτά τα πρόσωπα τώρα, τα τρομαγμένα, τα περίτρομα έρχονται όχι μονάχα να το διακηρύξουνε μπροστά στους δυνατούς τής γης, μπροστά στους ισχυρούς και μπροστά στους ενόπλους, που ήταν έτοιμοι να τους συντρίψουν, αλλά και δίνουν μετά από διωγμούς και μετά από βασανιστήρια, άκαμπτοι όλοι, χωρίς εξαίρεση την ζωή τους για μια τέτοια απάτη;
Όπως λέει, πολύ σωστά, ένας Γάλλος, ο Goguel, «είναι αδύνατον για ένα ψέμα να υποβληθεί κανείς σε διωγμούς και να δώσει την ζωή του με βάσανα και με τυρρανισμούς». Το ψεύδος το χρησιμοποιεί ο άνθρωπος δια να αποφύγει τον διωγμό όχι δια να τον υποστεί. Ώστε λοιπόν, το όλο κήρυγμα τής Εκκλησίας, στηρίζεται επάνω στη διαβεβαιώσει για την Ανάσταση. Και πρέπει να πούμε ακόμα και θάπρεπε να το πούμε ίσως πρώτο απ’ όλα, ότι αυτήν την διαβεβαιώσει για την Ανάσταση την έδωσε ο ίδιος ο Χριστός. Το είπε σαφέστατα και το διακήρυξε και το υπεστήριξε.
Και πώς είναι δυνατόν, αυτόν που όχι απλώς εκήρυξε, αυτόν ο οποίος έζησε από το κήρυγμα, αυτόν ο οποίος χωρίς καμία αμφισβήτηση ανέβηκε πάνω στον Σταυρό γι’ αυτό το κήρυγμα, πώς είναι δυνατόν αυτόν τον άνθρωπο να τον θεωρήσουμε σαν ένα απατεώνα, ο οποίος σκηνοθετεί την ταφή Του, ο οποίος σκηνοθετεί την Ανάσταση Του;
Τώρα αφού μιλήσαμε για την απόλυτο αξιοπιστία των εμφανίσεων τού Χριστού που είναι η δεύτερη κατηγορία των αμφισβητήσεων, θα έλθουμε στην 3η κατηγορία που εύκολα ανατρέπεται, δηλ. σχετικά με τον κενό τάφο.
Η αμφισβήτηση του κενού τάφου
Η πρώτη αμφισβήτηση για τον κενό τάφο είναι εκείνη η οποία παρουσιάζεται μέσα στο ίδιο το Ευαγγέλιο, όταν έρχεται η κουστωδία και αναγγέλλει στους αρχιερείς πάντα τα γενόμενα: τον σεισμό που έγινε και την ένδοξη Ανάσταση τού Χριστού. Και τι λένε οι αρχιερείς; Τους έδωσαν λέει αργύρια ικανά και τους είπαν να διαδώσουν ότι «αυτών κοιμωμένων έκλεψαν οι μαθηταί το σώμα». Αυτή βέβαια η απλή ανατροπή αυτής τής εκδοχής είναι εκείνη η φράσις ότι «αν εκοιμώντο πώς είδαν τι έγινε;» ότι δηλ. έφυγε το σώμα απ’ εκεί. Και «αν δεν εκοιμώντο πώς άφησαν αυτοί οι στρατιώτες τους μαθητές να πάρουν τον Κύριο;»
Τώρα η άλλη σκέψις είναι ότι το σώμα δεν το απεμάκρυναν οι μαθηταί, αλλά το απεμάκρυναν οι αρχιερείς και αυτό για να μη γίνει ο τάφος σημείο προσκυνήματος των οπαδών τού Χριστού. Αλλά και δω πάλι αυτό είναι τελείως αδιανόητο και ξένο προς την λογική. Ξέρουμε ότι λίγες ημέρες μετά εδέχθησαν κατά πρόσωπο, μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους εκείνη την αυστηρότατη κατηγορία τού Πέτρου ότι «απέκτειναν τον αρχηγό τής ζωής ον ο Θεός ήγειρε εκ νεκρών». Και έτσι ο Πέτρος δημιούργησε χιλιάδες πιστών απ’ την ημέρα εκείνη και όλοι οι απόστολοι εν συνεχεία.
Πόσο απλό θα ήταν να αποστομώσουν στη γένεσή του το Χριστιανικό κήρυγμα οι αρχιερείς, παρουσιάζοντας το πτώμα τού Χριστού το οποίο είχαν κρύψει! Αμέσως αυτό θα έπαυε για πάντα στο ξεκίνημά της αυτήν την κίνηση, η οποία αδιάκοπα αφαιρούσε οπαδούς από το Συνέδριο των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Θα σταματούσαν αυτήν την βλάσφημη αίρεση παρουσιάζοντας το σώμα τού Χριστού και θα απεδείκνυαν εύκολα, και ήταν στο χέρι τους να το κάνουν, ότι πρόκειται για μια πλάνη.
Ο Αρχιδικαστής τής Αγγλίας, (όπως θα λέγαμε σε μας ο Πρόεδρος τού Αρείου Πάγου), λόρδος Darling, συνοψίζει αυτόν τον έλεγχό του νομικώς πάνω στις ενδείξεις για την Ανάσταση τού Χριστού με τα ακόλουθα λόγια, τα οποία είναι τόσο αυθεντικά ώστε δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτε άλλο:
«Εμείς λέει σαν Χριστιανοί καλούμαστε να παραδεχθούμε πολλά μόνον με την πίστη. Το βασικό θέμα, εάν δηλ. ο Ιησούς Χριστός ανέστη απ’ τους νεκρούς ή όχι, πάνω στο οποίο στηρίζεται ότι ο Χριστός ήταν πράγματι εκείνο που διακήρυξε, δεν καλούμεθα να το παραδεχθούμε μόνον με την πίστη. Υπάρχουν για την πεποίθηση αυτή, ότι είναι πραγματικά μια ζωντανή αλήθεια, υπάρχουν τόσο πολυάριθμες ενδείξεις θετικές και αρνητικές απ’ τα γεγονότα και τις περιστάσεις, ώστε κανένα σώμα από νοήμονες ενόρκους στον κόσμο δεν θα εξέφερε άλλη απόφαση παρά ότι η Ανάσταση είναι πράγματι αληθινή. Αλλά για να αποδειχθεί η αλήθεια τής Αναστάσεως πολλοί παρουσιάζουν εκείνο το επιχείρημα, το θετικό εκείνο επιχείρημα, το οποίο πιστεύω ότι είναι πιο πειστικό επιχείρημα για μας τους ανθρώπους που ζούμε σε μία εποχή κατ’ εξοχήν εποχή αρνήσεως, αποστασίας και συγχύσεως. Είναι ακριβώς οι απροσδόκητες και ψυχολογικά και λογικά ανεξήγητες επιστροφές ανθρώπων από την άρνηση και την πεισματική απιστία στην πίστη χάρις στην Ανάσταση τού Χριστού».
Σύγχρονες μεταστροφές απίστων
Υπάρχουν πάρα πολλές, υπάρχουν εκατομμύρια τέτοιες περιπτώσεις και θα αναφέρουμε μονάχα τις περιπτώσεις διασήμων ανθρώπων τού πνεύματος, οι οποίοι διετέλεσαν άπιστοι και έγιναν πιστοί.
Υπήρχε στην Αγγλία ο Καθηγητής Joad, Καθηγητής τής Φιλοσοφίας από τους πιο γνωστούς, ο οποίος ήταν τόσο πολύ φανατικός στην άρνηση, ώστε δεν άφηνε ευκαιρία, με τον γραπτό λόγο αλλά και με μία σειρά από εβδομαδιαίες ομιλίες στο αγγλικό ραδιόφωνο με τίτλο «ο Joad και ο Θεός», να υποστηρίζη την ανακρίβεια τού Ευαγγελίου. Αυτό έκανε ο Joad μελετώντας ακριβώς την Αγία Γραφή, για να παρουσιάσει επιχειρήματα. Ο ίδιος όμως από μόνος του χωρίς καμία επίδραση πείσθηκε ότι το αντίθετο από όσα κήρυσσε ήτο αλήθεια και σε μεγάλη ηλικία παρουσιάσθηκε αιφνιδίως και είπε ότι «όσα πίστευα ήταν ψέμα», και αγωνίσθηκε σαν τον Θωμά και εκήρυξε σ’ όλο τον κόσμο ότι ο Χριστός είναι πραγματικά ο Κύριος και Θεός. Στον 18ον αιώνα, όπως ανέφερα, είχε φθάσει η άρνηση στο κορύφωμά της. Και στην Αγγλία, λέει ο Montesquieu ότι, εάν ένας άνθρωπος πει σε οποιονδήποτε κύκλο μορφωμένων ανθρώπων ότι πιστεύει, δεν γίνεται υποδεκτός με τίποτε άλλο παρά με γέλια και καγχασμούς.
Την εποχή εκείνη δύο μορφωμένοι νέοι από το Πανεπιστήμιο τής Οξφόρδης έβαλαν για σκοπό τής ζωής τους να συγγράψουν δύο συγγράμματα, για να αποδείξουν ο πρώτος ότι η επιστροφή τού Παύλου δεν οφείλεται σε πίστη, σε αληθινή πίστη, και ο δεύτερος ότι η Ανάσταση τού Χριστού ήτο ψέμα.
Ο πρώτος, ο Λόρδος Lytletton μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα επέστρεψε με ένα κείμενο που απεδείκνυε ότι η συνάντησης τού Παύλου με τον αναστημένο Χριστό είχε πραγματικά συμβεί στο δρόμο τής Δαμασκού. Και ο άλλος, ο Gilbert West έγραψε ολόκληρο σύγγραμμα το οποίο ονομάζει «Παρατηρήσεις επί τής Ιστορίας και των Ενδείξεων τής Αναστάσεως τού Χριστού» και περιέχει μία σωρεία από επιχειρήματα, πολλά περισσότερα από όσα εγώ σας παρουσίασα τώρα, λογικότατα επιχειρήματα για την αλήθεια τής Αναστάσεως.
Θα έχετε ακούσει ίσως ότι το πλέον διάσημο σατυρικό περιοδικό παγκοσμίως είναι το «PUNCH». Επί έτη εκδότης τού Punch υπήρξε ο Muggeridge, πνεύμα οξύ και σκωπτικό, ο οποίος δεν δίσταζε να διακηρύττει την απιστία του. Μια επίσκεψις εν τούτοις εις τους Αγίους Τόπους κατέληξε εις αποτέλεσμα αντίθετο εκείνου το οποίον ανέμενε και επεδίωκε ο Muggeridge. Αντί να κομίσει αποδείξεις ότι η πεποίθησης στο θάνατο και την Ανάσταση τού Ιησού Χριστού είναι ένας μύθος, επέστρεψε με την ακλόνητο πεποίθησιν για την αλήθεια τής Χριστιανικής πίστεως και με μια τέτοια ψυχική μεταστροφή, ώστε έγινε σήμερα ένας από τους κυριότερους ηγέτες τού Χριστιανικού κινήματος στη Μ. Βρετανία. στο περίφημο «Φεστιβάλ τού Φωτός». Στην πολυάριθμη αυτή συγκέντρωση στην Πλατεία TRAFALGAR τού Λονδίνου, ο Muggeridge ήταν εκείνος ο οποίος καυτηρίασε και κάλεσε σε αφύπνιση και αγώνα εναντίον τής χυδαιότητας και τής παρακμής εις την οποίαν οδηγεί η απιστία.
Ίσως όμως πραγματικά για εκείνον που θέλει να κουράσει την σκέψη του, αυτό είναι πραγματικά ανάγκη γύρω από το θέμα αυτό, ίσως το πιο χαρακτηριστικό λογικό μνημείο είναι το έργο του νομικού Morison. Αυτός από μικρή ηλικία, από παιδική ηλικία είχε διαβάσει από τους Κριτικούς τής Γερμανικής Σχολής, την Κριτική τής Αγ. Γραφής. Και είχε πλούσια οπλιστεί με επιχειρήματα κατά τής Χριστιανικής Θρησκείας και ξεκίνησε με τα επιχειρήματα αυτά να γράψει ένα βιβλίο που πραγματικά, λογικά θα έπειθε τον καθένα, ότι η Ανάστασις δεν είχε πραγματοποιηθεί. Και καθώς άρχισε να γράφει αυτό το βιβλίο, βρήκε ότι ήταν αδύνατο το βιβλίο αυτό να γραφή. Και όχι μονάχα ήταν αδύνατο να γραφή αλλά οι σκέψεις και τα λόγια τα οποία έγραφε οδηγούσαν τελείως στον αντίθετο στόχο.
Λέει ο ίδιος: «Η δύναμις των περιστάσεων με ανάγκαζε να γράφω κάτι το τελείως αλλιώτικο, όχι γιατί τα ίδια τα γεγονότα τα οποία μελέτησα άλλαξαν, γιατί είναι οριστικά αποτυπωμένα στις σελίδες τής ανθρώπινης ιστορίας, αλλά γιατί η ερμηνεία των γεγονότων αυτών είχε μέσα μου υποστεί μία μεταβολή εξ αιτίας τής επιμονής αυτών των ιδίων των γεγονότων».
Ο συγγραφέας ανακάλυψε μία ημέρα ότι όχι μονάχα δεν μπορούσε να γράψει το βιβλίο που είχε σχεδιάσει αλλά και ότι αν ήθελε, δεν μπορούσε. Και από αυτήν την προσπάθεια προέκυψε το πασίγνωστο βιβλίο τού Morison «Ποιος εκύλισε τον λίθο;» που έχει κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντιτύπων και αποτελεί πραγματικά ένα μνημείο λογικής εργασίας όπου παίρνει όλες τις διεξόδους τής αμφιβολίας και τους κόβει τον δρόμο με τις ίδιες τις μαρτυρίες τής Αγ. Γραφής και με την λογική επάνω σ’ αυτές δέχεται να ασκήσει το έργο τής αμφισβητήσεως και που αποτυγχάνει.
Δίπλα σ’ αυτούς τους διανοουμένους θα ήτανε πραγματικά παρά πολύ τολμηρό να πω δυο λόγια για τον εαυτό μου.
Το λέω με απόλυτη συναίσθηση για την διαφορά σε ανάστημα και την διαφορά σε κύρος που με χωρίζει απ’ αυτούς. Όμως το χρωστώ σε σας, και το κάνω για πρώτη φορά, το χρωστώ σε σας που είσαστε τα αδέλφια μου, με τα οποία ζω τόσο έντονα την ζωή τού Πανεπιστημίου, να σας μαρτυρήσω, ότι έζησα τα τελευταία χρόνια τής γυμνασιακής μου ζωής και σχεδόν όλα τα χρόνια τής ζωής μου σαν φοιτητής μέσα στην άρνηση και στην αμφιβολία. Και να σας πω ότι δέχθηκα, μετά από πάρα πολλή μελέτη, το μήνυμα τής Αναστάσεως σαν αληθινό και όλη μου η ζωή, δεν είναι από μία σκοπιά, τίποτε άλλο, παρά ένα πύρωμα επάνω στην ακρίβεια τού κηρύγματος τής Αναστάσεως. Και έχω να σας πω ότι ούτε μια στιγμή, ούτε μια παρατήρησης μέσα στη ζωή μου, δεν παρέλειψε παρά να επιβεβαιώσει την αλήθεια τού κηρύγματος τού Ευαγγελίου, την αλήθεια τής Αναστάσεως τού Χριστού. Είναι αδύνατον λογικά, είναι αδύνατον ψυχολογικά να ζήσω ούτε μία στιγμή, μη πιστεύοντας στην Ανάσταση τού Χριστού. Και θέλω να καλέσω, σαν αδελφός προς αδελφούς, τον καθένα από σας, αν αυτό δεν έχει ολοκληρωτικά συμβεί στην ζωή σας, να πάρει την θέση αυτή και να δεχθεί απροκάλυπτα, τίμια, χωρίς φόβο, την Ανάσταση τού Χριστού σαν ένα γεγονός. Και να με βρει, αν θέλει, να συζητήσουμε, αν θέλει και να χαρούμε μαζί τα όσα θα επακολουθήσουν απ’ αυτό το άνοιγμα τής ψυχής στην Ανάσταση τού Χριστού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Π. Τρεμπέλα: Ιησούς από Ναζαρέτ, Αθήναι, 1955.
2. Ε. Θεοδώρου: Η αιωνία αλήθεια, Αθήναι, 1960.
3. Ι. Αγαπίδη: Ο Ιησούς ενώπιον τής Ιουδαϊκής και Ρωμαϊκής δικαιοσύνης, Θεσσαλονίκη, 1969.
4. R. GUARDINI: Ο Κύριος, Ελλ. Μετάφρασις, Αθήναι, 1956, Τόμος Γ΄.
5. P. BARBET: LA PASSION DE JESUS CHRIST SELON DE CHIRURGIEN, RILLEN ET CIE, ISSOUDUN, 1950.
6. τού ιδίου: A DOCTOR AT CALVARY, P.J. KENNEDY, NEW YORK, 1953.
7. PR. J.N.D. ANDERSON: CHRISTIANITY THE WITNESS OF HISTORY, TYNDOLE PRESS LONDON, 1969.
8. τού ιδίου: EVIDENCE FOR THE RESURECTION, INTERVARSITY, PRESS LONDON, 1968.
9. F. MORISON: WHO MOVED THE STONE, BARNES AND NOBLE, NEW YORK, 1962.
10. J/YOUNG: THE CASE AGAINST CHRIST, FALCON BOOKS, LONDON, 1962.
11. K.N. TAYLOR: IS CHRISTIANITY CREDIBLE? INTERVARSITY PRESS, 1970.
Ό καλός Σαμαρείτης πού έσωσε την ανθρωπότητα από τις πληγές πού της είχαν προξενήσει οι ληστές, έπεσε ό ίδιος στα χέρια τους. Γύρω από τον Κύριο υπήρχαν επτά είδη κακούργων. Το πρώτο είδος αντιπροσωπεύει ό Σατανάς, το δεύτερο οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες του Ισραηλινού λαού, το τρίτο ό Ιούδας, το τέταρτο ό Πιλάτος, το πέμπτο ό Βαραββάς, το έκτο ό αμετανόητος ληστής πού συσταυρώθηκε μαζί Του και το έβδομο ό ληστής πού μετάνιωσε. ’Άς σταματήσουμε για λίγο κι ας ατενίσουμε τη συντροφιά αυτή των κακούργων. Ανάμεσα τους στέκεται ό Υιός του Θεού, σταυρωμένος, πληγωμένος κι αιμόφυρτος.
Το πρώτο είδος είναι ό σατανάς. Είναι εκείνος πού θέλει να κάνει το μεγαλύτερο κακό στο ανθρώπινο γένος. Είναι ό πατήρ του ψεύδους, ό κακούργος των κακούργων. 0ι πειρασμοί πού χρησιμοποιεί για να πειράξει τούς ανθρώπους και να τούς κάνει κακό είναι δύο ειδών: τούς πειράζει με τις ανέσεις και με τα βάσανα. Στην αρχή πείραξε τον Κύριο στο Όρος των Πειρασμών με την υπόσχεση ανέσεων, με δύναμη και πλούτο- τώρα, στο τέλος, τον πειράζει με τα βάσανα, με το πάθος. Όταν κατατροπώθηκε στον πρώτο πειρασμό, άφησε τον Κύριο, έφυγε μακριά Του. Δεν τον εγκατέλειψε τελείως όμως, αλλά προς καιρόν. Όπως αναφέρει το ευαγγέλιο, «ό διάβολος άπέστη απ’ αυτού άχρι καιρού» (Λουκ. δ'13).
Ό καιρός αυτός πέρασε και τώρα ξαναπαρουσιάζεται. Αυτή τη φορά δέ χρειάζεται να εμφανιστεί φανερά, ανοιχτά. Τώρα δουλεύει με ανθρώπους. Χρησιμοποιεί τούς υιούς του σκότους πού, τυφλωμένοι από την εκτυφλωτική λάμψη του Χριστού, παραδίδονται στα χέρια του Σατανά. Κι αυτός τούς χρησιμοποιεί σαν όπλο εναντίον του Κυρίου Χριστού. Είναι κοντά τους όμως, είναι δίπλα σέ κάθε γλώσσα πού βλασφημεί το Χριστό, σέ κάθε στόμα πού φτύνει το πάντιμο πρόσωπό Του, σέ κάθε χέρι πού τον μαστιγώνει και του βάζει το αγκάθινο στεφάνι, σέ κάθε καρδιά πού φλέγεται από φθόνο και μίσος εναντίον Του.
Το δεύτερο είδος είναι μια ομάδα κακούργων, είναι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και οι πολιτικοί, θρησκευτικοί και πνευματικοί άρχοντες. Είναι οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, οι Σαδδουκαίοι κι οι ιερείς, με το βασιλιά Ηρώδη επικεφαλής. Ό φθόνος κι ό φόβος τούς έσπρωξε να εγκληματήσουν στον Κύριο. Τούς κατέτρωγε ό φθόνος γιατί ό Κύριος ήταν ισχυρότερος, σοφότερος και καλλίτερος απ’ αυτούς. Είχαν φόβο για τη θέση τους, για την εξουσία, για τη δόξα και τον πλούτο, σέ περίπτωση πού οι άνθρωποι θα τάσσονταν με το Χριστό. Γι’ αυτό και κραύγαζαν, «θεωρείτε ότι ουκ ωφελείτε ουδέν; ίδε ό κόσμος όπίσω αυτού άπήλθεν» (Ιωάν. ιβ'19). Ήταν από το φόβο, την αδυναμία και το φθόνο τους.
Ποιό ήταν το χειρότερο από τα κακουργήματά τους ενάντια στον Κύριο; Το ότι τον συνέλαβαν και τον θανάτωσαν χωρίς νόμιμη δίκη και καταδίκη. Αναφέρεται στο ευαγγέλιο: «Τότε συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού εις την αύλήν του αρχιερέως του λεγομένου Καϊάφα, και συνεβουλεύσαντο ίνα τον Ιησού δόλω κρατήσωσι και άποκτείνωσιν» (Ματθ. κστ'3-4). Δέ συζητούν μεταξύ τους τί κατηγορίες να του προσάψουν και πώς θα τον σύρουν στο δικαστήριο, άλλ’ ίνα τον Ιησού δόλω κρατήσωσι και άποκτείνωσιν. Το μόνο πού τούς ένδιαφέρει είναι να τον συλλάβουν με δόλιο τρόπο και να τον θανατώσουν. Όταν ό νομοταγής Νικόδημος τούς συμβουλεύει πώς στον Κύριο πρέπει πρώτα να δοθεί ακρόαση στο δικαστήριο, για να του γνωρίσουν σέ τί τον κατηγορούν, απορρίπτουν την εισήγησή του με δυσαρέσκεια και ειρωνικά χαμόγελα (βλ. Ίωάν. ζ'50-52).
Τρίτος κακούργος ήταν ό Ιούδας, ό φαινομενικός απόστολος αλλά στην ουσία επαίσχυντος προδότης. Ό Σατανάς συμμετείχε στην άδικη αιματοχυσία του Χριστού από μίσος για το Θεό και τον άνθρωπο. Οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες του Ισραήλ συμμετείχαν από φθόνο και φόβο. Ό Ιούδας συνδέεται με τη συντροφιά του Σατανά και των πρεσβυτέρων του λαού από απληστία. Τ ό έγκλημά του συνίσταται στο ότι πρόδωσε το Διδάσκαλο και Ευεργέτη Τ ου για τριάντα αργύρια. Αργότερα αναγνώρισε ό ίδιος το λάθος του στους ίδιους πρεσβυτέρους, πού τον είχαν δωροδοκήσει για την πράξη της προδοσίας: «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον... και ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ άνεχώρησεν, και άπελθών άπήγξατο» (Ματθ. κζ'4-5). Ό οικτρός θάνατός του μαρτυρεί το τραγικό σφάλμα του. Όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων γι’ αυτόν, «και πρηνής γενόμενος έλάκησε μέσος, και εξεχύθη πάντα τα σπλάγχνα αυτού» (Πράξ. α'18). Κι αφού κρεμάστηκε έπεσε κάτω, άνοιξε ή κοιλιά του και τα σπλάχνα του χύθηκαν έξω.
Τέταρτος κακούργος ήταν ό Πιλάτος, εκπρόσωπος του Καίσαρα στην 'Ιερουσαλήμ, πού κατά κάποιο τρόπο εκπροσωπούσε τον άθεο ειδωλολατρικό κόσμο στην καταδίκη του Υιού του Θεού. Ό Πιλάτος περιφρονεί τούς Ιουδαίους κι οι Ιουδαίοι περιφρονούν τον ίδιο. Στην αρχή δεν έχει καμιά διάθεση ν’ αναμιχτεί στην καταδίκη του Χριστού: «Λάβετε αυτόν υμείς και κατά τον νόμον υμών κρίνατε αυτόν» (Ίωάν. ιη' 31), είπε στους κατήγορους του Χριστού. Αργότερα παίρνει θέση υπέρ του Χριστού και, μετά από μια μορφή δίκης, λέει στους Ιουδαίους: «Εγώ ούδεμίαν αιτίαν ευρίσκω κατ’ αυτού» ( Ιωάν. ιη'38) Τελικά, υποχωρώντας σέ απειλές όπως, «εάν τούτον απόλυσης, ουκ ει φίλος του Καίσαρος» (ιθ'12), ό Πιλάτος «επέκρινε γενέσθαι το αίτημα αυτών» (Λουκ. κγ'24) και δίνει διαταγή να μαστιγωθεί και να σταυρωθεί ό Χριστός.
Το έγκλημα του Πιλάτου συνίσταται στο ότι μπορούσε να προστατέψει τον Δίκαιο και δεν το έκανε. Ό ίδιος είπε στον Κύριο: «Ουκ οιδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαί σε και εξουσίαν έχω άπολΰσαί σε;» (Ίωάν. ιθ'10). Με τη δήλωσή του αυτή ό Πιλάτος παίρνει αιώνια πάνω του την ευθύνη για το θάνατο του Χριστού. Τί είναι εκείνο πού σπρώχνει τον Πιλάτο να κάνει το έγκλημα αυτό και τί είναι αυτό πού τον κατατάσσει κι αυτόν στη χορεία των άλλων κακούργων; Είναι ή μικρόνοια κι ό φόβος του. Ή μικρόνοια για την προστασία του δίκαιου, καθώς κι ό φόβος για τη θέση του και για την εύνοια του Καίσαρα.
Πέμπτος κακούργος είναι ό Βαραββάς. Εκείνη την εποχή ήταν στη φυλακή «διά στάσιν τινά... και φόνον» (Λουκ. κγ'19). Είχε κατηγορηθεί για ανατρεπτικές ενέργειες και για φόνο και ήταν υπόδικος στον Ιουδαϊκό και τον Ρωμαϊκό νόμο, με προβλεπόμενη ποινή το θάνατο. Προσωπικά δεν είχε αμαρτήσει με κανένα τρόπο ενάντια στο Χριστό. Εκείνοι πού αμαρτάνουν είναι οι Ιουδαίοι, αυτοί πού τον βάζουν πάνω από το Χριστό, πού τον προτιμούν αντί γι’ Αυτόν. Ό Πιλάτος σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το Βαραββά σαν μέσο για να σώσει το Χριστό από τη θανατική καταδίκη. Οι Ιουδαίοι όμως χρησιμοποιούν το Χριστό για να σώσουν το Βαραββά. Ό Πιλάτος έθεσε στους Ιουδαίους το δίλημμα να διαλέξουν το Χριστό ή το Βαραββά, στην ουσία δηλαδή, το Θεό ή έναν εγκληματία; Αλλά «όμοιος όμοίω αεί πελάζει». Έτσι οι κακούργοι διάλεξαν τον κακούργο.
Ό έκτος κακούργος, όπως κι ό έβδομος, είναι εκείνοι πού συσταυρώθηκαν με το Χριστό, ό ένας στ’ αριστερά κι ό άλλος στα δεξιά Του στο Γολγοθά. Ό προφήτης Ησαΐας το είχε προφητέψει αυτό: «Και μετά άνομων έλογίσθη» (Ήσ. νγ'12). Ό ένας απ’ αυτούς, αν και βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου, βλασφημεί, ό άλλος όμως προσεύχεται.
Έδώ έχουμε δύο ανθρώπους με την ίδια τύχη: κι οι δύο τους είναι καρφωμένοι στο σταυρό, κι οι δύο τους πρόκειται να εγκαταλείψουν αυτόν τον κόσμο και δεν περιμένουν τίποτα πια απ’ αυτόν. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά. Έδώ είναι ή απάντηση σ’ όλους αυτούς πού λένε: Βάλε τούς ανθρώπους στις ίδιες υλικές συνθήκες, δώσε σ’ όλους την ίδια τιμή και τα ’ίδια υπάρχοντα, κι όλοι τους θα έχουν το ίδιο πνεύμα. Ό ένας εγκληματίας, πού σέ λίγο δέ θα ανασαίνει, εμπαίζει τον Υιό του Θεού: «Ει συ ει ό Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς» (Λουκ. κγ'39). Ό άλλος όμως ικετεύει τον Κύριο:
«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν ελθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. κγ'42). Ό πόνος της σταύρωσης σκοτώνει τον ένα σωματικά και ψυχικά. Του άλλου όμως σκοτώνει μόνο το σώμα, ή ψυχή του σώζεται. Ό σταυρός του Χριστού στον 'έναν είναι σκάνδαλο, στον άλλον σωτηρία.
Αυτά είναι τα επτά είδη των κακούργων γύρω από το Χριστό. Κύριε, βοήθησε μας να παρατηρήσουμε τη δική μας ζωή προτού καταδικάσουμε τούς κακούργους αυτούς πού κάρφωσαν τον Θεό της αγάπης στο σταυρό. ’Άς διερωτηθούμε: μήπως ανήκουμε κι εμείς στην ομάδα αυτή; ’Άς ήμασταν τουλάχιστο σαν τον έβδομο απ’ αυτούς, εκείνον πού μετάνιωσε πάνω στο σταυρό και μέσα στους φοβερούς πόνους του αναζήτησε και βρήκε τη σωτηρία από τις αμαρτίες του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Η σταύρωση του Χριστιανισμού συνεχίζεται. Το ζούμε, το ψηλαφούμε!
Κάθε φορά που κάποιος βρίζει το πανάγιο Όνομα του Χριστού μας δίπλα μας και μείς σφυρίζουμε αδιάφορα, σαν να μη συμβαίνει τίποτε,
Κάθε φορά που ένα αγέννητο παιδί χάνεται στους υπονόμους των νοσοκομείων και κλινικών και πηγαίνει στην άλλη ζωή τυφλό και αβάπτιστο, σκοτωμένο από γονείς και ιατρούς,
Κάθε φορά που ένα σπίτι διαλύεται και ένας ορθόδοξος γάμος ναυαγεί στο πέλαγος της ζωής,
Κάθε φορά που ένα βαπτισμένο μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας αρνείται το βάπτισμά του και γίνεται άθεος, άθεος εκ πεποιθήσεως δήθεν, αθεράπευτα άθεος τελικά, αιρετικός, σχισματικός,
Κάθε φορά που ένα νέο κορίτσι ξεστρατίζει από την οδό του Κυρίου πλανεμένο από τις σειρήνες της αμαρτίας,
Κάθε φορά που ένας νέος αφήνει την τελευταία του πνοή σε ένα παγκάκι τρυπημένος από τη σύριγγα του λευκού θανάτου και της δικής μας αδιαφορίας,
Κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος της διπλανής μας πόρτας ανακαλύπτεται κρεμασμένος στις σωλήνες του λουτρού του απογοητευμένος από την έλλειψη αγάπης και στήριξης,
Κάθε φορά που το μίσος οπλίζει το χέρι και αδελφός σκοτώνει τον αδελφό του,
Κάθε φορά που ένας ορθόδοξος κληρικός μας χάνεται στα μονοπάτια των σκανδάλων κι ένας αποίμαντος λαός αποπροσανατολίζεται από τη θέα του Εσταυρωμένου Κυρίου,
Κάθε φορά που ο Κύριος αιμάσσει επάνω στο σταυρό του «κρανίου τόπου» τραυματισμένος από το ακάνθινο στεφάνι της αντορθόδοξης δημοσιογραφίας ή της εκκλησιόμαχης πολιτικής και όλοι τον αρνούνται και δε μιλάει κανένας,
Κάθε φορά που εγώ αρνούμαι ως ορθόδοξος Χριστιανός να απαρνηθώ τον εαυτό μου, να σηκώσω το σταυρό μου και να ακολουθήσω τον Χριστό μου, περιφρονώ τους αδελφούς μου και εναγκαλίζομαι τους αιρετικούς και σταυρωτές του Κυρίου μου.
Κάθε τέτοια φορά, και όλες αυτές τις φορές, τις πρώτες και τις έσχατες, ο Χριστός ξανασταυρώνεται και η σταύρωση του Χριστιανισμού, δηλαδή της Ορθοδοξίας, συνεχίζεται.
Ναι, αυτή είναι η αλήθεια. «Ιησούς Χριστός, χθές και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Ο Χριστός μας είναι ο Εσταυρωμένος, η Εκκλησία μας είναι η Εσταυρωμένη, Εσταυρωμένη και η Ορθοδοξία μας, στο Σταυρό και η Ορθόδοξη Ελλάδα μας και από πίσω χιλιάδες σταυροί ακολουθούν, εσταυρωμένοι δηλαδή χριστιανοί, όσιοι και μάρτυρες, καθημερινοί άγιοι μέσα στον κόσμο, ανεβαίνουν στους αιώνες, την τεθλιμμένη οδό του Γολγοθά, σηκώνοντας το δικό τους σταυρό και ως άλλοι Κυρηναίοι, σηκώνουν και τον Σταυρό της πληγωμένης Ορθόδοξης Νύμφης του κεκοπιακότος Κυρίου.
Ανεβαίνει όντως καθημαγμένος και παραμένει καθηλωμένος στο Σταυρό ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός. Ο Σταυρός είναι ο κλήρος μας, σε μας τους Ορθοδόξους! Για πάντα; Ασφαλώς όχι! Διότι τελικά αυτός ο σταυρός είναι και η δόξα μας.
Και τούτο διότι μετά το Σταυρό ακολουθεί η Ανάσταση. Μετά τον Γολγοθά το κενό Μνημείο. Μετά το σκοτάδι, το Φως του Παναγίου Τάφου. Μετά τον διωγμό η ανεξιθρησκεία και το διάταγμα των Μεδιολάνων, μετά τις αιρέσεις η αλήθεια των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, μετά την Άλωση η υπομονή των Αγίων και η Επανάσταση της Αγίας Λαύρας, μετά τον φονικό κομμουνισμό η δόξα της Ορθοδοξίας, μετά τους δημίους οι χαροποιοί μάρτυρες και τα θαύματα των αγίων, μετά τον Αντίχριστο ο Θριαμβευτής Κύριος!
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας
«Ιδε ό άνθρωπος!», κραύγασε ό Πιλάτος στον Ιουδαϊκό όχλο, όταν τούς παρουσίασε το Χριστό πού φορούσε το αγκάθινο στεφάνι και το πορφυρό ιμάτιο. Γιατί το είπε αυτό ό Πιλάτος; Ήταν από θαυμασμό για την επιβλητικότητα, τη γαλήνη και τη σιωπή του Χριστού, ή με σκοπό να προκαλέσει τη συμπάθεια των Ιουδαίων; Ίσως και το ένα και το άλλο. Άς κραυγάσουμε κι εμείς με θαυμασμό: «Ίδε ό άνθρωπος!» Αυτός είναι ό πραγματικός, ό αληθινός και ένδοξος Άνθρωπος, ό άνθρωπος όπως τον είχε στο νου Του ό Θεός όταν έπλασε τον Αδάμ.
Αυτός είναι ό Άνθρωπος, πράος, ταπεινός και υπάκουος στο θέλημα του Θεού, όπως ήταν ό Αδάμ στον Παράδεισο προτού αμαρτήσει και εκβληθεί απ’ αυτόν. Αυτός είναι ό Άνθρωπος πού δεν έχει φθόνο και κακία, πού έχει αδιατάραχτη γαλήνη μέσα στην καταιγίδα του μίσους και της κακίας πού προκαλούν άνθρωποι και δαίμονες! Τη μάχη Του την έδωσε στον κήπο της Γεθσημανή. Τη στιγμή πού αναφώνησε για τρίτη φορά πλην μη το θέλημά μου, αλλά το σον γενέσθω, ή ψυχή Του ειρήνεψε. Ή ειρήνη αυτή τον κάλυψε ολόκληρο με μια επιβλητικότητα πού προκάλεσε τούς Ιουδαίους κι έκανε τον Πιλάτο να τον θαυμάσει.
Παρέδωσε το σώμα Του στο θέλημα του Πατέρα Του, όπως λίγο αργότερα θα παρέδινε το πνεύμα Του στα χέρια Του. Υπόταξε ολοκληρωτικά το ανθρώπινο θέλημά Του στο θεϊκό θέλημα του ουράνιου Πατέρα Του. Χωρίς να ευχηθεί το κακό για κανέναν άνθρωπο, ό Αθώος Αμνός γονάτισε από το βάρος του σταυρού στο δρόμο για το Γολγοθά. Δεν ήταν τόσο το βάρος του σταυρού, όσο οι αμαρτίες του κόσμου ολόκληρου πού βάραιναν. Οι αμαρτίες πού θα καρφώνονταν μαζί με το σώμα Του στο ξύλο του σταυρού.
Τί εννοούμε όταν λέμε πώς ό Χριστός δεν ευχόταν κακό για κανέναν άνθρωπο τη φοβερή αυτή στιγμή; Με αυτό είπαμε το μισό μόνο. Ό Χριστός όχι μόνο δεν ήθελε το κακό, αλλά ευχόταν το καλό σέ όλους τούς ανθρώπους, σέ όλη τη φύση. Ακόμα και τώρα όμως δεν είπαμε όλη την αλήθεια. Όχι μόνο ευχήθηκε το καλό, αλλά εργάστηκε για το καλό όλων ως την τελευταία Του αναπνοή. Και πάνω στο σταυρό ακόμα εργαζόταν για το καλό όλων, ακόμα και για τούς σταυρωτές Του. ‘Ότι μπορούσε να κάνει γι’ αυτούς, ακόμα και μέσα στους πόνους πού υπόφερε πάνω στο σταυρό, το έκανε: Συχώρεσε την αμαρτία τους.
«Πάτερ, άφες αύτοίς’ ου γάρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ’34). Αυτά δεν είναι απλά καλά λόγια, αλλά σωστό έργο, το μέγιστο καλό έργο πού μπορούν να ζητήσουν από το Θεό οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Πάνω στο σταυρό, ενώ ό θάνατος καραδοκούσε κι όλοι είχαν καμφθεί από τον πόνο, ό Κύριος πλημμύριζε από το ενδιαφέρον Του για τη σωτηρία των ανθρώπων. Συγχωρεί την άγνοια τους. Προσεύχεται για τούς κακούργους πού τον κάρφωσαν στο σταυρό και τον κέντησαν με τη λόγχη.
Την ώρα της σταύρωσης ο Χριστός τήρησε τις μεγάλες εντολές πού είχε δώσει στους ανθρώπους: εντολές για αδιάλειπτη προσευχή, για αγάπη και συγχωρητικοτητα. Ποιός έπεσε ποτέ στα χέρια κακούργων και προσευχήθηκε γι’ αυτούς, για τη σωτηρία τους, ποιός συχώρεσε τις κακουργίες τους; Ακόμα κι οι καλλίτεροι άνθρωποι, όταν πέσουν στα χέρια κακούργων προσεύχονται στο Θεό για τη δική τους σωτηρία, σκέφτονται το δικό τους καλό, ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους και τον δικαιολογούν. Πριν από την έλευση τού Χριστού, ακόμα κι ό πιο δίκαιος άνθρωπος δέ θα σήκωνε τα χέρια του να προσευχηθεί για εκείνους πού τον έβλαψαν. Όλοι τους θα ζητούσαν από το Θεό και τούς ανθρώπους να τον βοηθήσουν να εκδικηθεί εκείνους πού τού έκαναν κακό. Να όμως πού ό Κύριος συγχωρεί τούς εχθρούς, νοιάζεται γι’ αυτούς. Τούς συγχωρεί και προσεύχεται γι’ αυτούς.
Εμείς πόσα μικροπράγματα δέ θυμόμαστε και τα παίρνουμε για κακά! Για πόσα μικροπράγματα δεν ζητάμε οργισμένοι εκδίκηση! Και το κάνουμε εμείς αυτό, πού κάθε μέρα παροργίζουμε το Θεό, παραβαίνουμε τις εντολές Του με τις ακάθαρτες σκέψεις μας, με ακάθαρτες επιθυμίες και έφάμαρτες πράξεις. Κανένας μας δεν μπορεί να ονομαστεί άνθρωπος, αν δεν αγαπά το συνάνθρωπό του. Από μόνη της ή αγάπη για το συνάνθρωπό μας μπορεί να μάς κάνει ανθρώπους πραγματικούς, αληθινούς.
Άδικα κοιτάζουμε τον Κύριο στο σταυρό, μάταια ακούμε την τελευταία Του προσευχή για τούς αμαρτωλούς, αν δεν έχουμε αγάπη για τούς συνανθρώπους μας κι ανήκουμε στην ομάδα των κακούργων πού τον καταδίκασαν άδικα σέ θάνατο. Γι` αυτό ας μην περιοριστούμε μόνο στο να θαυμάζουμε την αγάπη του Κυρίου για το ανθρώπινο γένος. Ό θαυμασμός μας αυτός πρέπει να μάς γεμίσει ντροπή, αν σκεφτούμε πόσο αφορά κι εμάς ή προσευχή Του από το σταυρό.
«Όσο μεγαλύτερη είναι ή αγάπη, τόσο μεγαλύτερος είναι ό πόνος», λέει ό άγιος Θεόδωρος ό Στουδίτης. Αν δεν μπορούμε ακόμα να μετρήσουμε το μεγαλείο της Αγάπης πού έχει ό Κύριος Ιησούς για μάς, ας προσπαθήσουμε να μετρήσουμε το μέγεθος του πάθους Του για μάς. Τα πάθη Του ήταν τόσο μεγάλα και τόσο φοβερά, ώστε ακόμα κι ή γη τα ένιωσε και σείστηκε ό ήλιος τα ένιωσε και σκοτίστηκε- τα ορη και κομματιάστηκαν το καταπέτασμα του ναού και σχίστηκε στα δύο- τα μνήματα και άνοιξαν οι νεκροί και βγήκαν από τούς τάφους τους ό κεντυρίων πού βρισκόταν κάτω από το σταυρό κι ομολόγησε τον Υιό του Θεού• ό ληστής στο σταυρό και μετάνιωσε.
Είθε οι καρδιές μας να μη γίνουν πιο τυφλές από τη γη, πιο σκληρές από τα ορη, πιο αναίσθητες από τούς τάφους και πιο νεκρές από τούς νεκρούς. Είθε να μετανιώσουμε όπως ό ληστής στο σταυρό, να προσκυνήσουμε τον Υιό του Θεού πως ό κεντυρίων του Πιλάτου κάτω από το σταυρό. Έτσι θα μπορέσουμε, μαζί με πολλούς αγίους αδελφούς και αδελφές μας, να λυτρωθούμε από το θάνατο με τα πάθη του Χριστού, να καθαριστούμε από τις αμαρτίες μας με το τίμιο αίμα Του, ν’ αξιωθούμε να μάς αγκαλιάσουν τα άχραντα χέρια Του πού απλώθηκαν στο σταυρό και να μπούμε στην αιώνια βασιλεία Του.
Όποιος τ’ αμελεί αυτά, σ’ αυτή τη ζωή θα παραμείνει με την απαίσια συντροφιά του Αντίχριστου και στη μέλλουσα ζωή θα ’χει τη θέση του δίπλα στον αμετανόητο ληστή, μακριά πολύ από τη θέα του προσώπου του Θεού. Αν κι ό Θεός έζησε κάποτε στη γη ανάμεσα σέ αμαρτωλούς, στον ουρανό δέ θα είναι ποτέ μαζί τους.
Ας σκύψουμε λοιπόν κι ας προσκυνήσουμε τα πάθη του Χριστού, Εκείνον πού σταυρώθηκε για τις αμαρτίες μας. ’Ας τον ομολογήσουμε κι ας δοξάσουμε το άγιο όνομα Του. Σ’ Αυτόν πρέπει ή δόξα κι ό ύμνος, στον αληθινό Άνθρωπο και τον αληθινό Θεό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ
Λίγο πρὶν γραφτεῖ ὁ ἐπίλογος τῆς δηµοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου· λίγο πρὶν ἀνηφορίσει στὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ γιὰ νὰ ἀνοίξει τὰ πανάχραντα χέρια Του πάνω στὸν τίµιο Σταυρὸ καὶ νὰ ἀγκαλιάσει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ρίχνει ἕνα βλέµµα καὶ θωπεύει µὲ αὐτὸ τὴν ἱερὴ πόλη. Τὴν Ἱερουσαλήµ.
Τὴν πόλη ποὺ διέτρεξαν τὰ πανάγια πόδια Του. Τὴν πόλη ἡ ὁποία ἄκουσε τὴ σωτήρια διδασκαλία Του. Τὴν πόλη ἡ ὁποία ἔγινε µάρτυρας τῶν πολλῶν Του θαυµάτων.
Τούτη τὴν ὥρα κάνει ὁ Κύριος σύγκριση τῶν δικῶν Του πεπραγµένων μὲ τὴν ἀνταπόκριση ποὺ βρῆκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς ἱερῆς πόλεως.
Ὑπενθυμίζει τὶς τόσες εὐεργεσίες Του πρὸς αὐτήν. «Ποσάκις...», λέει, «ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου...» (Ματθ. κγ΄ [23] 37).
Ἀλήθεια, πόσες φορές, ἐπιλήσµων Ἱερουσαλήµ, δὲν γεύθηκες τὸ πατρικὸ χάδι τῆς σαρκωµένης Ἀγάπης;
«Ποσάκις»! Θυμήσου τήν ἀναστροφή Του µετὰ τῶν διδασκάλων, ὅταν ἦταν δωδεκαετής, παιδὶ ἀκόµη στὸ Ναὸ τοῦ Σολοµώντα. Τὸ θαῦµα τῆς ἀναβλέψεως τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.
«Ποσάκις»! Σκέψου πάλι τὴ θεραπεία τοῦ ἐπὶ 38 ὁλόκληρα χρόνια παραλύτου.
«Ποσάκις»! Καὶ δὲς ξανὰ τὴν παιδαγωγικὴ ἐπέµβασή Του στοὺς «πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ» (Μάρκ. ια΄ [11] 15). Θυµήσου τὸ φραγγέλιο τῆς ἀγάπης Του µπροστὰ στὴν κατάπτωση τοῦ Ναοῦ σὲ οἶκο ἐµπορίου.
«Ποσάκις»! Ἀναλογίσου τὴν πρόσφατη νεκρανάσταση τοῦ τετραηµέρου φίλου Του Λαζάρου.
«Ποσάκις»!...
Σ’ αὐτὸ ὁ Κύριος συμπυκνώνει τὸ παρελθόν, συμπεριλαμβάνει ὅµως καὶ τὸ µέλλον ὡς Παντογνώστης. Καὶ συγκαταλέγει σ’ αὐτὸ τὸ «ποσάκις» καὶ τὶς µέλλοντικὲς πατρικές Του κινήσεις:
Νὰ συγκολλήσει τὸ αὐτὶ τοῦ Μάλχου τὴ στιγµὴ τῆς συλλήψεώς Του στὴ Γεθσηµανῆ, ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος τὸ ἀποκόπτει.
Νὰ ἀπευθύνει τὸ ἐρώτηµα, σπάζοντας τὴν αἰνιγµατικὴ σιωπή Του, στὸ δοῦλο ποὺ Τὸν ραπίζει µπροστὰ στὸν ἀρχιερέα, ὄχι γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀφυπνίσει τὴν ὑπνώττουσα συνείδηση τοῦ δούλου καὶ ὅλων ὅσοι ταυτίζονται μὲ τὴ συµπεριφορά του.
Νὰ χαρίσει στοὺς σταυρωτές Του τὴν ἀπύθµενη συγχωρητικότητά Του πάνω στὸ Σταυρό.
Νὰ φέρει σὲ συναίσθηση τὸν λαό Του μὲ τὸ καταπέτασµα τοῦ Ναοῦ ποὺ σχίζεται στὰ δύο. Μὲ τὸ ἄνοιγµα τῶν µνηµείων. Μὲ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατὰ τὴν Ἀνάστασή Του.
Ἡ δηµόσια δράση Του τελειώνει. Ἡ θεία κένωσή Του ἀγγίζει σχεδὸν τὴν ὁλοκλήρωσή της. Κι αὐτὸ τὸ «ποσάκις» εἶναι ἀπὸ τὴ µιὰ ἡ καταγραφὴ τῆς ἀπροσµέτρητης ἀγάπης Του, εἶναι ὅµως ταυτόχρονα καὶ τὸ ἄγγιγµα τῆς ἀνθρώπινης σκληροκαρδίας.
Γιὰ νὰ καταδείξει πὼς ἡ ἀπερινόητη εὐεργεσία συναντᾶ τὴν ἀδιανόητη ἀδιαφορία καὶ σκληροκαρδία.
Θὰ συγκινηθοῦµε ἀσφαλῶς καὶ τούτη τὴ Μεγάλη Ἑβδοµάδα. Θὰ κλάψουµε ἴσως γιὰ τὸν ἀθῶο Κατάδικο. Θὰ καταδικάσουµε γιὰ ἄλλη µιὰ φορὰ τὸ ἀνάλγητο καὶ ἀλλοπρόσαλλο τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήµ.
Ὅµως ὁ Κύριος δὲν ἀποζητᾶ συµµάχους στὸ γεµάτο πόνο παράπονό Του. Δὲν ἐπιδιώκει τὴ συναισθηµατικὴ φόρτισή µας γιὰ τὸ ἀνοσιούργηµα ποὺ διέπραξαν οἱ θεοκτόνοι Ἰουδαῖοι.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς στέκεται καὶ πάλι καὶ ψελλίζει γιὰ τὸν καθένα µας: «Ποσάκις ἠθέλησα» νὰ σᾶς μαζέψω κοντά μου.
Νὰ µᾶς «ἐπισυναγάγει» «ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας» (Ματθ. κγ΄ [23] 37).
Λέει «ποσάκις», καὶ στρέφει τὸ ἐταστικό Του βλέµµα στὴν ὕπαρξή µας.
Εἶναι ἡ κρίσιµη στιγµὴ ποὺ ἡ ἀγάπη Του γιὰ ἐµᾶς ἐµφανίζεται ἐνώπιόν Του.
«Ποσάκις», λέει ὁ Κύριος γιὰ τὸν καθένα µας προσωπικά· γιὰ τὸν καθένα μας, ὁ ὁποῖος γνωρίζει πολὺ καλὰ τί ἔχει κάνει ὁ Κύριος µέχρι τώρα στὴ ζωή του. Πόσες εὐεργεσίες ἀπὸ τὰ παιδικά µας χρόνια. Πόσες εὐλογίες. Ἀκόµη καὶ τότε ποὺ οἱ δοκιµασίες µᾶς λύγιζαν, δίπλα µας ἦταν, βοηθός, συµπαραστάτης καὶ ἐργαζόταν καὶ δι’ αὐτῶν τῶν δοκιµασιῶν τὸ καλὸ τῆς ψυχῆς µας. Τὴν πνευµατική µας πρόοδο. Τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς µας.
Ἂς ἀνατρέξουµε λοιπὸν κι ἂς σταχυολογήσουµε, εἰδικὰ τοῦτες τὶς ἅγιες ἡµέρες τῶν Παθῶν Του, τὶς πολλαπλὲς ἐπεµβάσεις τῆς ἀγάπης Του στὴ ζωή µας, στὴν οἰκογένειά µας, στὸ ἔθνος µας, γιὰ νὰ ἀνταποκριθοῦµε συγκινηµένοι στὶς τόσες ἐπισκέψεις τῆς Χάριτός Του.
Πηγή: Ο Σωτήρ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...