Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
[…]
Αισθάνομαι ότι δεν πρέπει να κάνω ομιλία, το σκεφτόμουνα. Είναι τόσο ζεστή η ατμόσφαιρα και τόσο αυθόρμητο το κλίμα που υπάρχει, που μια ομιλία με προσφωνήσεις με σειρά συγκεκριμένη, νομίζω θα κρύωνε την όλη ατμόσφαιρα και δεν θα έλεγε τίποτα το ιδιαίτερα σημαντικό. Είπε ο κύριος δήμαρχος ότι ο μόνος που είναι ικανός είναι ο Μητροπολίτης Μεσογαίας. Δέν είμαι ικανός κύριε δήμαρχε. Νομίζω ότι τέτοιου είδους άνθρωποι πολύ δύσκολα μπορούν να περιγραφούν, πολύ περισσότερο να μπει κανείς μέσα στην πραγματικότητα του μυστηρίου τους, και μάλιστα με δημόσιο λόγο να τους εκφράσει.
Ίσως ο καλύτερος τρόπος είναι να αναφέρουν τα στοιχεία του βίου τους ή περιεχόμενα λόγων τους αυθεντικά, όπως οι ίδιοι τα έχουν πει και όχι κάποιος να κάνει αναλύσεις. Το μυστήριο, και αυτοί οι άνθρωποι είναι μυστήριο, δεν έχει τη δυνατότητα να περιγραφεί από λόγο όσο ικανός κι αν είναι ο ομιλητής. Και αυτό το βλέπουμε από την ανεπάρκεια των ακολουθιών. Οι ακολουθίες πολύ δύσκολα περιγράφουν την πραγματικότητα του αγίου, αναφέρονται λίγο στη ζωή του .. οι εκόνες επίσης δύσκολα. Δεν υπάρχει αυτή η πιθανότητα, εγώ δεν φιλοδοξώ ότι έχω αυτήν την πιθανότητα να το κάνω.
Ακούστηκε επίσης δυό τρεις φορές ότι πρέπει να γίνουμε μιμητές του Αγίου Παϊσίου. Θα με συγχωρέσετε αλλά δε νομίζω ότι γίνεται αυτό. Εγώ τουλάχιστον όταν το άκουγα αυτό είπα, ‘τι μιμητής να γίνεις;’ Θα πω μερικές σκέψεις γιατί δεν μπορούμε να μιμηθούμε έναν τέτοιο άνθρωπο. Ότι δεν υπάρχει για να τον μιμούμαστε, υπάρχει για να μας εμπνέει και υπάρχει ίσως για να φορτώνουμε τις προσευχές μας επάνω του. Γιαυτό και θα ήθελα να μου επιτρέψετε σεβασμιότατε όπως είπα να μην κάνω μία ομιλία αλλά να πω ορισμένες σκέψεις όπως λειτουργούν μέσα μου και να σταματήσω όταν συμπληρωθεί το χρονικό περιθώριο γιατί αισθάνομαι πως δεν μπορώ να ολοκληρώσω αυτό που έχω μέσα μου.
Λέει κάπου ένας ψαλμός, ‘Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού‘, ότι με το πρόσωπο των αγίων γίνονται θαυμαστά τα θαύματα του Θεού, το μυστήριο του Θεού εμφανίζεται. Λέει επίσης κάπου αλλού ο Ισαΐας, ‘Κύριος Ύψιστος εν αγίοις αναπαυόμενος’ και θα σας πω γιατί το λέει αυτό. Και λέει επίσης σε μία από τις επιστολές του Πέτρου, ‘λάλησαν άγιοι του Θεού άνθρωποι δια πνεύματος αγίου’. Αυτά τα τρία τα αναφέρω για να πω τι σημαίνει άγιος για την εκκλησία. Είναι κάποιος στον οποίο αναπαύεται το πνεύμα του Θεού. Ευαρεστείται ο Θεός, το πρώτο πράγμα. Να το πω με απλή γλώσσα, δεν έχει παράπονο ο Θεός, τον εκφράζει τον Θεό με τη ζωή του. Το δεύτερο πράγμα είναι ότι είναι θαυμαστός ο Θεός, ότι κάνει θαύματα και ενεργεί δια των αγίων υπερφυσικά. Πράγματα που δεν ερμηνεύονται που δεν κατανοούνται. Και τρίτον, αυτό που κάνει ο Θεός μέσω των αγίων Του είναι ότι εκφράζει το Λόγο Του. Σε συγκεκριμένες λέξεις μπαίνει μέρος του μυστηρίου Του. Αυτό είναι ένας άγιος. Είναι ένας ο οποίος ενεργεί θαυμαστά, ο οποίος αναπαύει το Θεό και ο οποίος όταν ανοίγει το στόμα του βγάζει το μέλι του Λόγου του Θεού.
Γιαυτό και η εκκλησία θέλει την απόδειξη του Θεού μέσα από τους αγίους. Δίπλα σε έναν άγιο καταργείται το ερώτημα της ύπαρξης του Θεού . Όταν είσαι [δίπλα] σε έναν τέτοιο άγιο λες, ‘ζει Κύριος‘, εκφράζεται μέσα από αυτόν. Δέν είναι άγιος μία ψυχούλα, ένας καλός άνθρωπος, ένας ηθικός .. ένας παράξενος που έχει μερικά χαρίσματα και κάποιες σπάνιες ικανότητες. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος έχει τη χάρη του Θεού πάνω του. Και αν είναι έτσι, τότε ναι, άγιος πρέπει και μπορεί να γίνει ο καθένας μας, δηλαδή εκφραστής όχι συγκεκριμένων τρόπων και συμπεριφορών αλλά της χάριτος του Θεού σ’ αυτόν τον κόσμο.
…
Άγιοι υπήρξανε σε όλες τις εποχές. Εγώ θα κάνω μία αναφορά .. Τον περασμένο αιώνα, τον 20ό αιώνα, έχουμε έναν άγιο το 1908, εκοιμήθει ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης λίγο πριν την επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσσία, ο οποίος κράτησε και παρηγόρησε πάρα πολύ τον Ρωσσικό λαό.
Το 1920 έχουμε εμείς έναν δικό μας άγιο, λίγο πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή, τον Άγιο Νεκτάριο. Μεγάλος άγιος, πονεμένος, διωγμένος, συκοφαντημένος, περιφρονημένος, αδικημένος απ’ την ίδια την εκκλησία, αλλά μεγάλος άγιος.
Το 1924 εκοιμήθη ένας άγιος, πάλι είχε σχέση με εδώ, ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης που φιλοξενήθηκαν για 4 χρόνια τα λείψανά του εδώ στην Κόνιτσα, που εδώ έφερε τους πρόσφυγες από τα Φάρασα, που τον βοήθησε στην φανέρωσή του ο νυν εορταζόμενος Άγιος Παΐσιος.
Το 1932 έχουμε έναν άλλον άγιο, λαϊκό, απλό άγιο, τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά. Εκοιμήθη το 1932. Λατρευτός, όχι πολύ γνωστός αλλά όμως πολύ βαθύς, απλοϊκός άνθρωπος.
Το 1938 έχουμε έναν άλλον άγιο του Αγίου Όρους, τον Άγιο Σιλουανό. Και αυτός θα παρέμενε άγνωστος αν δεν υπήρχε στη ζωή του κάποιος να τον φανερώσει και αυτός ήταν ο πατήρ Σωφρόνιος αν τον έχετε ακουστά, ο οποίος ανέδειξε τον βίο του, βρήκε το μυστικό του και κατέθεσε μέρος των διδασκαλιών του.
Το 1948 έχουμε πάλι στην Ελλάδα έναν δικό μας άγιο, τον Άγιο Σάββα τον Νέο της Καλύμνου. Και αυτός απλός άγιος. Ένας επιεικής, γλυκύς πνευματικός, κατάκαρπος στη σχέση του με το Θεό και στη σχέση του με το λαό.
Πάμε στη δεκαετία του ’50. Το 1956 εκοιμήθη στη Σερβία ένας άγιος, θα έχετε ίσως διαβάσει βιβλία του, ο Άγιος Νικόλαος ο Βελιμίροβιτς.
Το 1959, έχουμε πάλι έναν δικό μας άγιο από την Ανατολή, από τον Πόντο, τον Άγιο Γεώργιο τον Καρσλίδη.
Πάμε στη δεκαετία του ’60. Το 1961, ο Άγιος Λουκάς Επίσκοπος Συμφερουπόλεως, της Κριμαίας. Πολύ γνωστός, πολλά θαύματα με μεγάλα σημεία, τιμώμενος και στον Ελλαδικό χώρο.
Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι άγιοι όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Μαξίμοβιτς ο οποίος εκοιμήθη το 1966. Πήγε στην Κίνα, στο Παρίσι, στο Σαν Φρανσίσκο. Γεννήθηκε στο Χάρκοβο στην σημερινή Ουκρανία.
Έχουμε το 1979 τον Άγιο Ιουστίνο τον Πόποβιτς. Ίσως έχετε διαβάσει πάλι βιβλία. Ελληνομαθής, γνωστός και πολύ αγαπητός και στον Ελλαδικό χώρο.
Και πάμε στους δύο τελευταίους μας αγίους. Τον Άγιο Πορφύριο ο οποίος εκοιμήθη το 1991 -αυτοί είναι οι αναγνωρισμένοι άγιοι- και τον Άγιο Παΐσιο το 1994.
Αυτό που συμβαίνει με τον Άγιο Παΐσιο έχει μία μοναδικότητα. Ξεπερνά τα συνήθη μέτρα. Και θα σας πω το γιατί. Ο κύριος Καλιντέρης μίλησε για την οικουμενικότητά του.
Ένας άνθρωπος εξαφανισμένος στην ουσία, πηδώντας από εδώ κι από εκεί σε όλη του τη ζωή, με κάποιον τρόπο φανέρωνε διαρκώς τη χάρη του Θεού. Γιαυτό και η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να τον καταγράψει στις δέλτους των αγιολογίων δεν είναι μία απόφαση ότι να φτιάξουμε έναν άγιο και ο λαός να το πιστέψει, είναι κάτι που ο λαός δέχθηκε με τη σχέση του μαζί του, απετέλεσε συνείδησή του και έτσι επιβεβαιώθηκε η συνείδηση του λαού με την απόφαση και την πράξη της Συνόδου του Οικουμενκού Πατριαρχείου. Δεν είχε σκοπιμόητα η αγιοκατάταξή του για να παρασυρθεί μετά ο λαός και να συνεχίσει. Αλλά είναι ότι κι αν ακόμα δεν γινόταν αυτό, θα μιλούσαν οι ίδιες οι πέτρες, γιατί μιλάνε και οι πέτρες.
Αυτός λοιπόν ο άγιος, έχει όπως είπα προηγουμένως αυτό το οικουμενικό χαρακτηριστικό, να είναι καταλυτικός μέσα σε 20 χρόνια αλλά και εν ζωή ήταν συναρπαστικός. Ο νυν Πατριάρχης όταν επισκέφτηκε το Άγιον Όρος πήγε εκεί να τον δεί, άκουγε προφανώς, και ο προηγούμενος, να πάρει την ευχή του, ο Πατριάρχης, από έναν απλό μοναχό. Και οι άλλοι άγιοι είναι γνωστοί, αλλά αυτή η ορμή, αυτός ο χείμαρρος της παρηγορίας που βγαίνει αλλά και της δυνάμεως που αισθάνεται το σώμα των πιστών και ο λαός είναι κάτι το διαφορετικό.
Πριν από έναν μήνα, ακριβώς πριν από τέσσερις εβδομάδες, έγινε στην Κωνσταντινούπολη μία παρουσίαση της πρώτης μεταφράσεως των βιβλίων του στα τούρκικα και ήταν συγκλονιστικό αυτό που συνέβη γιατί ο ενθουσιασμός με τον οποίο έχει γίνει δεκτό το βιβλίο του από τον μουσουλμανικό κόσμο είναι κάτι το μοναδικό που δεν το περίμεναν. Ξέρετε ότι μέσα σε αυτό το φεστιβάλ καλών ταινιών που γίνεται τα τελευταία χρόνια στην Ρωσσία και πέρασαν από εδώ και γύρισαν αυτές τις ταινίες, το ντοκυμαντέρ που κυκλοφορεί βγήκε στην κατηγορία των πρώτων βραβείων, η ζωή του Αγίου Παϊσίου. Πέρυσι είχαν πει ότι ο αριθμός των αντιτύπων που αναφέρονται στην ζωή του Αγίου Παϊσίου στη Ρωσσική διάλεκτο ξεπερνάει τα 5 εκατομμύρια. Προ ολίγου άκουσα ότι είναι πολύ παραπάνω τώρα δεν ξέρω πόσο ακριβή είναι αυτά τα νούμερα αλλά είναι εκατομμύρια. Και όταν ζητήθηκε να δώσω εγώ μία συνέντευξη μου είπαν ότι η ακροαματικότητα, η τελεθέαση στη Ρωσσία θα ξεπερνούσε τα 80 εκατομμύρια. Για τον πατέρα Παϊσιο, αυτό το ανθρωπάκι της Κόνιτσας, που ήταν στο Στόμιο, που κάποτε έζησε εδώ. Και να σας πω και άλλο ένα στοιχείο εντυπωσιακό, και τούτο έχει να κάνει με τις μεταφράσεις των κειμένων του τις δυτικές γλώσες, στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά. Δεν θα περίμενε κανείς στον ορθολογιζόμενο κόσμο της Δύσεως να υπάρχει ανταπόκριση του λόγου αυτού του καρδιακού, του απλοϊκού που έβγαινε μέσα από τη ζωή και την καρδιά του Αγίου Παϊσίου. Κι όμως, τα νούμερα είναι και αυτά εντυπωσιακά. Φαίνεται λοιπόν, με κάποιον τρόπο, και για κάποιον λόγο ο συγκεκριμένος αυτός άγιος χτυπάει λεπτές χορδές, και της δυτικής ψυχής που έχει τη σκληρότητα του ορθολογισμού και της μουσουλμανικής ψυχής που έχει την σκληρότητα της άλλης πίστης, και στην ψυχή των κοσμικών και των αθέων και στη μυστική ψυχή των Ρώσσων και των Ελλήνων και όλων. Είναι άγιος .. οικουμενικός.
…
Τι τον έκανε τόσο ελκυστικό, τόσο μαγνητικό, τόσο πειστικό και τόσο δυνατό στη σχέση του με το λαό; Και που οφείλεται ακριβώς αυτή η μοναδικότητα του Αγίου Παϊσίου;
Το απόλυτο ήθος του.
Ένα πράγμα είναι η ακρότητα και η απολυτότητα την οποία είχε. Ήταν συνεπής. Δεν ήταν του λίγου, δεν ήταν του κι από εδώ κι από εκεί, αλλά έζησε το κάθε τι, σε απόλυτη μορφή. Παράδειγμα. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα στην ψυχή του ανθρώπου που είναι πολύ δυνατά. Τέτοιο είναι η πείνα, τετοιο είναι ο πόνος, τέτοιο είναι ο φόβος, τέτοιο πράγμα είναι ο κόπος και η φυσική αδυναμία. Αυτός σα να μην είχε τέτοια όρια, σα να μην τον φόβιζαν. Έλεγε ο άγιος Λεμεσού σε μια ομιλία του ότι σα να είχε μια χάρη από το Θεό να μην τρώει και να ζει. Εγώ έζησα κοντά του έξι μήνες. Δεν τον είδα παρά μόνο μια φορά να μασάει. [Ήταν] της Μεταμορφώσες τις 6 Αυγούστου, και μου δώσανε να του πάω 4 μικρά ψαράκια σαβρίδια, μόλις έφτασα στο σπίτι για να τα φάει φώναξε ένα καλογεράκι του τα έδωσε και του είπε να πάει απέναντι στη σκήτη του Κουτλουμουσίου. Δεν τα έφαγε. Μοίραζε σε όλον τον κόσμο ό,τι του φέρνανε.
Θυμούμαι δε μία φορά χαρακτηρισιτκά που ήταν κάποιοι αμερικάνοι, μιλούσαν για κάποια ώρα στα αγγλικά -δεν ξέραν Ελληνικά- και αυτός τους απαντούσε. Πήγα λοιπόν εγώ και μου λέει για κάτσε τώρα να δούμε τι είπαμε μ’ αυτούς τους ευλογημένους, γιατί είναι και αμερικανάκια -τά ‘λεγε έτσι κι αστεία-. Και πράγματι, μου είπε τέσσερα πράγματα που τους είπε και τέσσερα πράγματα μου είπαν κι αυτοί που τον είχαν ρωτήσει, με την ίδια σειρά και κατάλαβαν την απάντηση. Αυτή η δυνατότητα να επικοινωνεί με αλλόγλωσσους ανθρώπους ήταν εντυπωσιακή. Και λέει, μια που τα βρήκαμε και κατάλαβαν τώρα να πάω στο σούπερμάρκετ να τους φέρω κάτι για ένα κέρασμα. Και πηγαίνει μέσα στο κελί του και βγαίνει με ένα κουτί ξηρούς καρπούς, planters λέγονται είναι η πιο φημισμένη μάρκα ξηρών καρπών στην αμερική και έναν δίσκο με μπισκότα .. άντε λέει πάρτε τα κι αυτά μήπως καταλάβετε και τίποτα παραπάνω. Αυτός ο ευχάριστος τρόπος και η δυνατότητα ό,τι του δίναν να το δίνει και να το μοιράζεται είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Δεύτερο πράγμα, αυτό που είπα, να μην τρώει .. να κοιμάται ελάχιστα. Αυτό με συγχωρείτε σεβασμιότατε Νέας Κρήνης δεν μπορούμε να το μιμηθούμε, ούτε το λίγο φαγητό ούτε τον λίγο ύπνο, ούτε τον σχεδόν μηδενικό λόγο. Πέρασε χρόνια σε απόλυτη σιωπή .. χωρίς κανένα φόβο από τις απειλές της φύσεως. Εγώ χθες το βράδυ σηκώθηκα .. και είδα έναν σκορπιό, φοβήθηκα, τον πάτησα, τον τέλειωσα .. ο Άγιος Παΐσιος έζησε -έζησα και εγώ τέτοια εμπειρία και αυτά που ακούτε πρέπει να είναι αληθινά, τουλάχιστον αυτά που εγώ ξέρω τα είδα- με φίδια, με διάφορα απειλητικά για τη ζωή του. Δεν είχε φόβο. Το είχε ξεπεράσει και αυτό το πράγμα.
Όπως είπα δεν κοιμόταν. Θυμάμαι συνήθως κοιμόταν κανα δίωρο, το πολύ αν ήταν τρίωρο δεν ξέρω, γιατί εγώ είχα επικοινωνία μαζί του η ώρα 10 το βράδυ και 01 ήταν ξανά με τους φακούς. Πως γινόταν αυτό το πράγμα; Ήταν άνθρωπος απόλυτος. Ευθύς εξαρχής είπε, τα δίνω όλα και όταν πήγαινες, έβρισκες τα πάντα να είναι στο απολύτως αναγκαίο για την ύπαρξη και την επιβίωση ενός ανθρώπου. Θυμάμαι το εκκλησάκι στον Τιμιο Σταυρό που ήτανε το κελί του στη Μονή Σταυρονικήτα. Οι εικόνες στο τέμπλο, ένα απλούστατο τέμπλο, ήταν από σκέτο χαρτί, όχι πλαστικοποιημένο, το οποίο αν το πατούσες λίγο θα σκιζότανε, και τις προσκυνούσε και ήταν λειωμένες όλες στα πόδια. Και τον ρώτησα, γιατί είναι λειωμένες στα πόδια; Μου λέει, τους αγίους δεν τους φιλούμε στο πρόσωπο, τους φιλούμε όσο πιο χαμηλά μπορούμε και με όση περισσότερη ταπείνωση έχουμε. Δεν είχε τίποτε σχεδόν και θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί, τα βλέπετε και στα βιβλία και τα διαβάζετε, εγώ θα ήθελα απλώς έτσι λίγο να τα αναφέρω.
Η φιλοσυγγένεια. Δεν ξέρω αν είναι εδώ η σύζυγος του Ραφαήλ αλλά βλέπω μερικούς συγγενείς. Όταν πήγε ο Ραφαήλ ύστερα από χρόνια να τον επισκευθεί τον έβαλε στην άκρη και δεν τον δέχτηκε, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, να τον φιλοξενήσει στο κελί του αλλά τον έστειλε να πάει κάτω στη Μονή Ιβήρων. Δεν τον λυπήθηκε. Και όταν του είπα, γιατί γέροντα το έκανες αυτό; λέει, πιο καλά θα τον φροντίσει ο Θεός απ’ ό,τι εγώ. .. Ούτε προσευχή να ξέρετε δεν έκανε για να μην συνδέεται με τους συγγενείς. Προσευχόταν για όλον τον κόσμο. Τους συγγενείς τους έχω δια παντός .. εμπιστευθεί στη χάρη του Θεού και όλα θα πάνε καλά, έλεγε. Δεν υποχωρούσε.
Πήγαινες λοιπόν στο κελάκι του και ήταν απλό, φτωχό, σχεδόν τίποτα, καθαρό, νοικοκυρεμένο αλλά απέριττο, χωρίς ανθρώπινη ελπίδα και ανθρώπινη παρηγοριά.
Η αγάπη του για το Θεό και τους ανθρώπους.
Αυτό ήταν ένα στοιχείο, το απόλυτο ήθος του. Ένα δεύτερο πράγμα, η μεγάλη αγάπη του για το Θεό, απόλυτη, ασυνθηκολόγητη, τεράστια, χωρίς περιορισμούς, χωρίς εκπτώσεις. Διαρκώς όταν προσευχότανε έδινε μάχη σα να σκοτώνεται, να αγωνίζεται να επιβιώσει, μέχρι απειλούμενος κατά κάποιο τρόπο. Θυμούμαι, δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, δεν ήθελε να περάσει στιγμή χωρίς να έχει σχέση με το Θεό και έβαζε πολλές φορές μία εικονίτσα στα χείλη του και κοιμόταν ανάσκελα για να είναι σε διαρκή επαφή και κατά τη διάρκεια του ύπνου με το πρόσωπο του Χριστού, το πρόσωπο της Παναγίας, με τα πρόσωπα των αγίων -δείγμα ακριβώς αυτού του συνδέσμου του, ο οποίος ήτανε ορατός αλλά στην έντασή του δεν ήταν εύκολα αντιληπτός.
Ένα άλλο στοιχείο, η αγάπη του στην ησυχία. Τα τελευταία χρόνια βέβαια ξέρουν οι περισσότεροι ότι ήταν προσβάσιμος αλλά πέρασαν χρόνια που ήταν πάρα πολύ δύσκολο να τον πλησιάσεις. Απέφευγε τον κόσμο, δεν ήθελε να αφήσει αυτό που ήταν το επάγγελμά του, που ήταν η αποστολή του, και αυτό ήταν η ησυχία και η προσευχή.
.. Θα περάσω σε ένα επόμενο και αυτό είναι η αγάπη του. Η αγάπη όχι με θεωρίες, η αγάπη ως καλοσύνη, ως συμπόνια, ως συμπάθεια, ως κατανόηση στους ανθρώπους, μια μεγάλη αγκαλιά που χωρούσε τους πάντες και που προσφερόταν σε όλους όλος. Πάλι να πω ένα περιστατικό που ένα βράδυ είχε έρθει, ήταν καλοκαίρι, ήταν σαν σήμερα, τέτοια μέρα έχουν πανήγυρη των Αγίων Αποστόλων στο Άγιον Όρος με το παλιό ημερολόγιο, 12 Ιουλίου. Είχαμε λοιπόν πανήγυρη σε ένα κελί των Αγίων Αποστόλων και ήταν όλη τη μέρα ξάγρυπνος, καθόταν με τον κόσμο γιατί πήγαινε κόσμος, καλοκαίρι ήταν, και τον επισκεπτόταν. Και όταν ήρθε στην αγρυπνία, φυσικά δεν είχε ξεκουραστεί καθόλου, καθότανε στο λεγόμενο τεμπελόξυλο, ένα ξύλο έτσι να στηρίζεται, όρθιος και κάναμε διακοπή γύρω στις εντεκάμιση ώρα για μισή ωρίτσα. Εκαθίσαμε. Του λέει λοιπόν κάποιος: Γέροντα, όλη μέρα με τον κόσμο είσαι, και καλά δεν κουράστηκες, δεν νυστάζεις; Σε βλέπω στην αγρυπνία, δίνεις τη μάχη ψέλνοντας, δεν νυστάζεις; Πως δε νυστάζω λέει, αλλά θα σου πω το κόλπο. Πριν έλθω, στο δρόμο που ερχόμουνα, έκανα την προσευχή και είπα: Θεέ μου, εγώ τώρα πρέπει να πάω στην αγρυπνία, τα μάτια μου κλείνουν, σε παρακαλώ, πάρε τη νύστα από μένα και δώστη σε κάπους άλλους οι οποίοι πρέπει να κοιμηθούν. Τώρα που έχουμε αγρυπνία εγώ πρέπει να είμαι ξύπνιος, αυτοί είναι κουρασμένοι αλλά από τους λογισμούς κι απ’ τα προβλήματα μπερδεύονται με τα σεντόνια και δεν μπορούν να κοιμηθούν. Και έτσι λέει, και τη νύστα μου παίρνει ο Θεός και κοιμονται και 5, 6 άνθρωποι. Όλα μέσα από μία διάθεση αγάπης και καλοσύνης. Ή, όταν πονάς μην πάρεις παυσίπονο, κάνε υπομονή και κράτα τον πόνο σου με μία προσευχή, μήπως άλλος που δεν αντέχει πολύ στον πόνο μπορέσει να πάρει τη χάρη και τη δύναμη από το Θεό να αντέξει τον δικό του πόνο. Πάντα η σκέψη του άλλου, πάντα μέσα στο λογισμό του πως να πάρει δύναμη και βοήθεια από τον ίδιο, ο κάθε συνάνθρωπος.
Η χαρά και η ειρήνη.
Το τέταρτο λοιπόν στοιχείο ήταν αυτή η αγάπη στον άνθρωπο. Το πέμπτο, αυτή η χαρά και η ειρήνη. Αυτό το πλήρωμα της χαράς που έβλεπε κανείς και η ειρήνη η πάντα νουν υπερέχουσα. Πόσο θα’ θελα να δω σ’ αυτήν την κρίση πώς θα ήταν. Δεν θα τον ακουμπούσε τίποτε. Και θα παρηγορούσε τον κόσμο, και θα έβλεπε και τι θα γίνει λιγάκι, και ο ίδιος θα ένοιωθε πολύ δυνατός, ψύχραιμος. Πήγαινες δίπλα του, δεν μπορύσες να χάσεις την ειρήνη σου, ηρεμούσες. Θηρίο ήσουνα, προβατάκι γινόσουνα. Αυτή η ειρήνη, η χαρά και η δοξολογία. Ο γλυκός λόγος, αυτά τα χαριτωμένα, τα αστειάκια που έκανε, ο τρόπος με τον οποίον τον κάθε έναν τον τακτοποιούσε.
Ήταν ένας μοναχός λίγο πιο πάνω, ο οποίος τον ζήλευε -μου τα ‘λεγε ο ίδιος- και ενοχλείτο. Γιατί να πηγαίνουν όλοι στον πατέρα Παΐσιο και να μην έρχεται κανένας σε μένα; Για ποιον λόγο; Μια φορά λοιπόν χτυπάει κάποιος την πόρτα του και του λέει: με συγχωρείτε, που είναι ο πατήρ Παΐσιος; Λέει, εγώ είμαι ο πατήρ Παΐσιος. Α, χαίρομαι πάρα πολύ, μπορώ λίγο να σας μιλήσω; Έλα άνθρωπέ μου, έλα μέσα. Μπαίνει μέσα, αρχίζει λέει να μου λέει τα προβλήματά του, να προσπαθώ να τον φέρω βόλτα, αυτός να αγριεύει, να μην μπορεί, να δυσκολεύεται, να μπερδεύεται, οπότε μετά δεν μπορούσα και εγώ να τον διαχειριστώ και είπα από μέσα μου τώρα τι θα τον κάνω αυτόν τον άνθρωπο; Του λέω, δε μου λες ποιον ψάχνεις; :smile: Λέει τον πατέρα Παΐσιο. Λέει, ποιόν πατέρα Παΐσιο; Α, λέει, αυτόν τον ασκητή.. Α, λέει, άλλος είναι αυτός -αυτός είχε άλλο όνομα- θα πάς λέει εκεί πέρα, θα τον δεις, θα μιλήσεις και όταν γυρίσεις έλα εδώ να τα πούμε και μένεις το βράδυ μαζί μου. Σε λιγότερο από τρία τέταρτα επέστρεψε αυτός. Τον είχε φτιάξει, τον είχε ρεγουλάρει, τον είχε ισορροπήσει, του πήρε όλον τον καημό, όλο το βάσανο, όλη τη δυσκολία, μπήκε ο ίδιος στην ψυχή του, τον αγκάλιασε με τη χάρη του Θεού, τον τακτοποίησε, τον αλφάδιασε και του τον έστειλε. Αυτό ακριβώς δείχνει πως ένας άνθρωπος γεμάτος χαρά, ειρήνη, πλήρωμα, σοφία, μπορούσε τελικώς με τη χάρη του Θεού να μπαίνει στις ψυχές των ανθρώπων και να τις ξεκουράζει. Και τέτοια αρκετά θα μπορούσε κανείς να πει, και απ’ τον χαριτωμένο λόγο του που κυκλοφορούνε σε βιβλία.
Βλέπει κανείς, πώς ένας άνθρωπος με τόσο ασθενική φύση, να έχει τέτοια δύναμη. Πως ένας άνθρωπος ο οποίος, με τόσο περιορισμένη κοσμική γνώση, είχε μοναδική σοφία. Θυμάμαι μια φορά που πήγα, πηγαίνοντας έφευγαν δύο καθηγητές της Θεολογίας τους οποίους τους ήξερα, μπορώ να σας τους πω, ο κύριος Ματζαρίδης και ο κύριος Γαλίτης [;] και σταματήσαμε .. κάθονταν να συνέλθουν από το πώς αυτός ο άνθρωπος ο απλός, τους τακτοποίησε όλη τη γνώση τη θεολογική που είχανε μέσα σε πέντε λεπτουδάκια. Αυτό είναι χάρις Θεού, αυτό δεν έχει ερμηνεία ανθρώπινη. Φτωχός, πλούσιος σε χάρη. Χωρίς μόρφωση, πολλή σοφία. Αποφεύγει τον κόσμο στην ησυχία και ταυτόχρονα είναι ιεραποστολικός και αγκαλιάζει όλον τον κόσμο. Κάνει μία προσευχή και λύνονται όλα τα προβλήματα. Δεν σε ξέρει και γνωρίζει το όνομά σου. Είναι άνθρωπος αδύνατος και ασθενικός σαν σκεύος, και κάνει όλους αυτούς τους ασκητικούς αγώνες ανυποχώρητα.
Αυτός είναι ο άνθρωπος του Θεού. Λέει για τον άγιο ένα τροπάριο σε μία από τις ακολουθίες που κυκλοφορούν της Μονής της Σουρωτής ότι, το σημείωσα κιόλας, είχε πύρινο ζήλο σαν τον προφήτη Ηλία, είχε γενναίο φρόνημα σαν τους Μακκαβαίους, είχε σύνεση σαν τον Δανιήλ, Θείο έρωτα σαν τον Ιγνάτιο και αμέριστη αγάπη σαν τον Απόστολο Παύλο. Νομίζω πολύ ωραία περιγράφει αυτόν τον πλούτο της ψυχής αυτού του μεγάλου αγίου η αγκαλιά του οποίου χωράει όχι μόνο τους Κονιτσιώτες, όλους τους Κονιτσιώτες αλλά και όλον τον κόσμο.
Θυμάμαι επίσης, και θα τελειώσω με αυτό γιατί έγινε και λόγος πως και εμείς ήρθαμε εδώ πέρα και εγώ ήρθα αυτή τη φορά σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο για να κάνω μία προσευχή σ’ αυτόν τον άγιο στις πρεσβείες, στη σοφία, στη χάρη του οποίου πολύ έντονα και εγώ πιστεύω. Τον είχε ρωτήσει, σε μία συνέντευξη το είδα, η κυρία Βεατρίκη Καλαϊτζή που είναι Κονιτσιώτισσα .. τι να κάνω όταν έχω αδιέξοδο και με πνίγει και δεν ξέρω. Τότε λέει να κάνεις το εξής, να πηγαίνεις να κάνεις μία προσευχή στην Παναγία και να ψάλλεις το Πάντων προστατεύεις Αγαθή και θα βλέπες θαύματα στη ζωή σου αλλά όμως πρόσεχε -αυτό το έλεγε και αλλού- όχι να λες τη γνώμη σου στους αγίους αλλά να τους εμπιστεύεσαι το μέλλον σου. Δηλαδή να μην πας και να λες, άγιέ μου κάνε μου αυτό, αλλά άγιέ μου και Παναγία μου ανάλαβε αυτό το πρόβλημα. Ίσως και αυτό θα μπορούσαμε κι εμείς σ’ αυτή τη λαίλαπα και την επιδρομή των πειρασμών και των προβλημάτων που έχουμε, αντί να πούμε στον άγιο πώς να μας λυτρώσει να του πούμε, άγιε καλά μας τα είπες, καλά έζησες σ’ αυτόν τον κόσμο, ήθελες να πας στη Βασιλεία του Θεού, πιστεύουμε ότι είσαι, σου εμπιστευόμαστε και τις τύχες και του έθνους μας και της ζωής μας.
Ο Θεός να σας ευλογεί.
Πηγή: (Απομαγνητοφώνιση αποσπασμάτων της ομιλίας του Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου για τον Άγιο Παΐσιο στην Κόνιτσα τις 7 Ιουλίου του 2015),Αβέρωφ
Η Εκκλησία μας έχει να επιδείξει «νέφος μαρτύρων», ανδρών και γυναικών, νέων και γερόντων, ευγενών και ασήμων, πλουσίων και φτωχών, ελευθέρων και δούλων. Είναι οι καλλίμαχοι Μάρτυρες, οι οποίοι κλήθηκαν από τις περιστάσεις, να δώσουν τη μαρτυρία τους για τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα Χριστό, ως τον μοναδικό Λυτρωτή του ανθρωπίνου γένους. Τη μαρτυρία τους αυτή επισφράγισαν με απίστευτες ταλαιπωρίες, το αίμα τους, και εν τέλει με την ίδια του τη ζωή. Ένα τέτοιο εύοσμο άνθος της αρχαίας Εκκλησίας είναι η μεγαλομάρτυς και παρθενομάρτυς αγία Παρασκευή.
Γεννήθηκε στη Ρώμη το 2ο μ. Χ. αιώνα, όταν οι σκληροί και απάνθρωποι διωγμοί κατά τον Χριστιανών ήταν σε πλήρη εφαρμογή. Οι ευσεβείς χριστιανοί γονείς της Αγαθόνικος και Πολιτεία, προφανώς ελληνικής καταγωγής, οικονομικά εύποροι και κοινωνικά καταξιωμένοι, μετέδωσαν στην μονάκριβη κόρη τους την ευσέβειά τους και την πίστη στο Σωτήρα Χριστό.
Την ονόμασαν Παρασκευή, διότι γεννήθηκε την ημέρα της Παρασκευής, κατά την οποία προπαρασκευαζόμαστε για να εορτάσουμε την εβδομαδιαία εορτή της Αναστάσεως του Κυρίου μας, την Κυριακή.
Η ευσεβής κόρη από παιδί άρχισε να μελετά το λόγο του Ευαγγελίου και να προσαρμόζει τη ζωή της στη ζωή του Χριστού, τον Οποίο αγάπησε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ξεχώριζε δε από τα άλλα κορίτσια της Ρώμης για τον ενάρετο βίο της και την αγνότητά της.
Σε ηλικία είκοσι ετών έχασε τους γονείς της. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να αλλάξει η πορεία της ζωή της. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μοιράσει την μεγάλη περιουσία της στους φτωχούς και κατόπιν αφιέρωσε τον εαυτό της στη διακονία της Εκκλησίας, ήτοι: στη φιλανθρωπία και την ιεραποστολή. Η ρωμαϊκή εκκλησία της ανέθεσε την κατήχηση στις γυναίκες της Ρώμης. Έμπαινε στις πλούσιες επαύλεις ή τα σπίτια των φτωχών και κήρυττε το Ευαγγέλιο και τις αρχές της χριστιανικής πίστεως με ιδιαίτερο ζήλο και θέρμη. Μετέβαινε συχνά και στα απομακρυσμένα μέρη, για να μεταστρέψει όσο το δυνατόν περισσότερους στην εν Χριστώ σωτηρία. Η φήμη της έφτασε γρήγορα στις ρωμαϊκές αρχές, οι οποίες είχαν κηρύξει απηνή διωγμό εναντίον των Χριστιανών, από τα χρόνια του θηριώδους Νέρωνα (67 μ. Χ.).
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Αντωνίνου Πίου (138-161 μ. Χ.). Οι δραστηριότητες της ευγενούς χριστιανής κόρης έφτασαν ως το ανάκτορο του αυτοκράτορα, ο οποίος έδωσε διαταγή να τη συλλάβουν και να την οδηγήσουν μπροστά του. Η σεμνή και όμορφη αρχοντοπούλα στάθηκε μπροστά στον φανατικό ειδωλολάτρη ηγεμόνα με πρωτοφανές θάρρος. Ο Αντωνίνος εντυπωσιάστηκε από το κάλλος και το θάρρος της Παρασκευής και γι’ αυτό δεν ήθελε να εφαρμόσει το νόμο, που προέβλεπε φρικτά βασανιστήρια σε όσους από τους χριστιανούς δεν ήθελαν να θυσιάσουν στους παγανιστικούς «θεούς» και να κάψουν λιβανωτό στο «θεό» αυτοκράτορα.
Άνοιξε διάλογο μαζί της, ελπίζοντας ότι θα την μετέπειθε και θα αρνιόταν τη χριστιανική πίστη και θα θυσίαζε στα είδωλα και στο δικό του άγαλμα. Προσπάθησε με φτηνές κολακείες και υποσχέσεις να την πείσει. Επίσης επιχείρησε να της εξηγήσει ότι ως ρωμαίοι, έπρεπε να θυσιάζουν στους «θεούς», δείχνοντας έτσι την ευαρέσκειά τους σ’ αυτούς που τους προστάτευαν. Αλλά η Παρασκευή έμεινε αμετακίνητη στην πίστη της, αντικρούοντας με περισσό θάρρος, διαύγεια πνεύματος και λογικά επιχειρήματα τα λόγια του Αντωνίνου, τονίζοντάς του ότι ο μόνος αληθινός Θεός είναι ο Τριαδικός, τον οποίο μας αποκάλυψε ο σαρκωμένος Υιός Του.
Η στάση της και τα λόγια της εξόργισε τον αυτοκράτορα, ο οποίος, βλέποντάς την αμετάπειστη, έδωσε εντολή να τη βασανίσουν, ελπίζοντας ότι δε θα άντεχε τα μαρτύρια και θα αρνιόταν την πίστη της. Φοβεροί δήμιοι ειδωλολάτρες εφάρμοζαν φρικτά μέσα βασανισμών κατά των χριστιανών. Στην αρχή της έβαλαν πυρακτωμένη περικεφαλαία στο κεφάλι. Η αγία δε λύγισε και υπόμεινε καρτερικά τους αφόρητους πόνους του εγκαύματος. Μετά την έκλεισαν σε σκοτεινή φυλακή, απομονώνοντάς την από τις άλλες χριστιανές γυναίκες. Το δεσμωτήριό της το μετέβαλλε σε τόπο προσευχής και δοξολογίας του Θεού. Άγγελος Κυρίου κατέβηκε τη νύχτα και την ελευθέρωσε. Αλλά δεν άργησε να συλληφθεί και πάλι και να οδηγηθεί ενώπιον του αυτοκράτορα, όπου αντέκρουσε ξανά με περισσότερο θάρρος και ψυχική δύναμη τις κολακείες και τις απειλές του. Τότε διέταξε να την ρίξουν σε λέβητα με καυτό λάδι. Ο Θεός όμως την προστάτεψε και δεν κάηκε μέσα στο λάδι που κόχλαζε! Ο αυτοκράτορας νόμισε πως δεν έκαιγε το λάδι, πλησίασε στον λέβητα να δει και τυφλώθηκε από τις πύρινες αναθυμιάσεις. Η αγία τον θεράπευσε θαυματουργικά και γι’ αυτό θεωρείται προστάτιδα των ματιών. Ο Αντωνίνος την άφησε ελεύθερη και σταμάτησε τους διωγμούς!
Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε ο Αντωνίνος και τον διαδέχτηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ. Χ.). Αν και στωικός φιλόσοφος, συνέχισε με την ίδια μανία και αυτός τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Από τους πρώτους χριστιανούς που συνέλαβαν ήταν η Παρασκευή. Έδωσε εντολή σε δύο έπαρχους, τον Ασκληπιό και τον Ταράσιο να τη βασανίσουν με αγριότητα. Ύστερα από φρικτά βασανιστήρια την αποκεφάλισαν. Οι χριστιανοί της Ρώμης με μύριους κινδύνους κατόρθωσαν και πήραν το τίμιο λείψανο της αγίας και το έθαψαν σε κάποια κατακόμβη με τιμές, όπως αρμόζει σε μια ηρωική Μάρτυρα του Χριστού. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Ιουλίου.
Αυτοί είναι οι καλλίμαχοι Μάρτυρες της Εκκλησίας μας. Τα εύοσμα άνθη της πίστης και της αγνότητας. Στις θυσίες και στα αίματά τους θεμελιώθηκε και ανδρώθηκε η Εκκλησία του Χριστού!
Πηγή: Ακτίνες
(σ. Μέλιας: Ο Άγιος Παΐσιος o Αγιορείτης κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου 1924 και εκοιμήθη στις 12 Ιουλίου 1994)
Κατ’ αρχάς επειδή ποτέ δε διανοήθηκα ότι θα έρθει κάποια ώρα που θα διηγηθώ τη ζωή του πατρός Παϊσίου -και ο ίδιος ποτέ δε διηγόταν τη ζωή του συνεχόμενη- γι’ αυτό μπορεί να υπάρχουν μερικά κενά στις ημερομηνίες και στην ιστο¬ρία των πραγμάτων. Εγώ απλώς, από ευγνωμοσύνη για τον Γέροντα, δέχτηκα να έρθω εδώ κ. Νικολαΐδη, στον τηλεοπτικό σταθμό, για να δώσω μια δική μου μαρτυρία για την όσια ζωή του, την παρουσία του στην Ορθοδοξία, στην Εκκλησία μας, για όσα πράγματα είδα από την παραμονή μου στο Άγιον Όρος και όσα άλλοι αξιόπιστοι άνθρωποι μού διηγήθηκαν.
Αυτά θα προσπαθήσω να πω αισθανόμενος, βέβαια, ότι το να διηγείται κανείς τη ζωή αγίων ανθρώπων είναι ένα πολύ δύσκολο έργο. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο. γιατί ο Γέροντας ήταν άγιος άνθρωπος πραγματικά, και εμείς δεν ήμαστε τίποτα και ελάχιστα πράγματα καταλάβαμε. Ας ευχηθούμε τουλάχιστον να βοηθήση ο Θεός, να μεταφέρουμε τα γεγονότα όπως τα είδαμε και οι άνθρωποι οι οποίοι τα ακούν, να τα αξιολογήσουν με τη δική τους διάθεση.
Εγνώρισα τον πατέρα Παΐσιο το 1976, το Σεπτέμβριο. Πρώτη φορά πήγαινα στο Άγιον Όρος και εκεί μαζί με άλλους συμφοιτητές μου επισκεφθήκαμε το Γέροντα, όταν ευρίσκετο στο καλυβάκι του, στον Τίμιο Σταυρό, κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα. Εγώ εκεί τον εγνώρισα. Μπορώ να πω ότι πήγαμε με διαθέσεις περιέργειας να δούμε το Γέροντα, για τον οποίον τόσα είχαμε ακούσει. Μας εδέχθηκε με πολλή αγάπη και μπορώ να πω ότι η πρώτη συνάντηση, στην αρχή, με απογοήτευσε λίγο, γιατί δεν ήξερα τα μυστικά αυτών των πνευματικών ανθρώπων.
Όταν είδα το Γέροντα, ο οποίος με τόση απλότητα μας δέχτηκε, μας κερνούσε διάφορα πράγματα και μας έλεγε αστεία και γελούσε, άρχισα να αμφιβάλλω ότι αυτός ο άνθρωπος είναι τόσο άγιος, όσο είχε λεχθεί. Διότι οι άγιοι νόμιζα ότι πρέπει να είναι σιωπηλοί, αμίλητοι και σκυθρωποί. Αυτή την εντύπωση είχα. Όμως στη συνέχεια η πραγματικότητα μας διέψευσε, διότι ο Γέροντας μιλούσε για πράγματα πρωτάκουστα για μας και είχε τη μαρτυρία της προσωπικής του ζωής.
Το δε πρώτο γεγονός, που το καταθέτω με πάσαν ειλικρίνεια, είναι ότι, την ώρα που βγήκαμε να τον αποχαιρετήσουμε και φιλήσαμε το χέρι του, έγινε ένα γεγονός που ήτανε πραγματικά μια επέμβαση του Θεού, διότι όλα τα βουνά, όλη η ατμόσφαιρα τριγύρω εξεχύλισαν από μία άρρητον ευωδία. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Ο Γέροντας κατάλαβε αυτό το πράγμα και αμέσως μας συνέστησε να φύγουμε, ενώ εκείνος κατευθύνθηκε στο κελλί του. Εμείς, τα τρία παιδιά που ήμασταν, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι γινόταν, φύγαμε για τις Καρυές, ενώ μέσα μας επικρατούσε μια ανέκφραστη χαρά, η οποία δεν είχε εξήγηση. Ούτε γιατί τρέχαμε καταλαβαίναμε, ούτε γιατί ευωδίαζαν τριγύρω μας τα βουνά, ο αέρας, οι πέτρες, τα πάντα. Αυτό ήταν κάτι το συγκλονιστικό που έζησα, όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον πατέρα Παΐσιο.
Την παιδική του ζωή την πέρασε στην Κόνιτσα. Το γεγονός που μας διηγήθηκε κάποτε είναι ότι, όταν ήταν δεκαπέντε ετών, είχε μια συνήθεια να αποτραβιέται στο δάσος, όπου είχε φτιάξει έναν τόπο με ξύλα και κλαδιά -σαν ασκητήριο-, και εκεί προσευχόταν μετά δακρύων. Αυτό βέβαια ήταν ενέργεια της Χάριτος. Αισθανόταν αυτή τη γλυκύτητα και ήθελε να μένει μόνος του και να προσεύχεται στο Χριστό. Όμως. ενώ προσευχόταν, είδε το Χριστό μπροστά του, όχι στον ύπνο του, ζωντανά, έχοντας στο χέρι του το Ευαγγέλιο ανοιχτό, και του μίλησε, ενώ ταυτόχρονα αυτά τα οποία του έλεγε ήτανε γραμμένα και στο Ευαγγέλιο. Και του είπε ότι:
«Αρσένιε. εγώ είμαι η Ανάστασις και η Ζωή. ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται». Αυτή η εμπειρία της εμφάνισης του Χριστού ήταν απ’ ότι ξέρω η πρώτη του μικρού Αρσενίου μέσα στο χώρο των υπερφυσικών αποκαλύψεων και το καθοριστικό, ίσως, σημείο της πορείας του μετά στο μοναχισμό.
Ο Γέροντας απέφευγε επιμελώς κάθε θόρυβο γύρω από το όνομά του και μπορώ να πω ότι οι μόνες φορές που γινόταν αυστηρός, τόσο αυστηρός που τρόμαζε κανείς, ήταν όταν κάποιος μιλούσε γι’ αυτόν, θύμιζε ή έλεγε πράγματα θαυμαστά γύρω απ’ αυτόν.
Όταν πήγα το 1976 και τον είδα του λέω: «Γέροντα έχετε μεγάλη φήμη έξω στον κόσμο- οι άνθρωποι έχουν καλή γνώμη για σας, για το όνομά σας». Μου λέει γελώντας, όπως συνήθως έλεγε με αστεία και με έναν πολύ εύθυμο τρόπο και σοφό: «Τώρα που ερχόσουνα από κάτω πέρασες από τον σκουπιδότοπο;» (που ήταν στις Καρυές). Τού λέω: «Πέρασα…». «Εκεί στο σκουπιδότοπο των Καρυών έχει κάμποσα κονσερβοκούτια από καλαμάρια και εκεί, όταν πέφτει ο ήλιος, γυαλίζουν. Έτσι πάθανε και οι άνθρωποι. Βλέπουν τον ήλιο που γυαλίζει πάνω στο κονσερβοκούτι, που είμαι εγώ, και νομίζουν ότι είναι χρυσάφι. Αλλά, αν πας παιδί μου κοντά, βλέπεις ότι είναι ένα κονσερβοκούτι από καλαμάρια». Το έλεγε διασκεδάζοντας αυτό.
Αργότερα όμως. όταν μιλούσαμε σοβαρά, θλιμμένος μερικές φορές μού έλεγε: «Εμένα, πάτερ μου, ο μεγαλύτερος εχθρός είναι το όνομά μου. Αλλοίμονο στον άνθρωπο και στο μοναχό που «βγάζει όνομα». Διότι μετά ούτε ησυχία έχει, αλλά και οι άνθρωποι αρχίζουν και πλάθουν διάφορα πράγματα, τα οποία πολλές φορές δεν είναι πραγματικότητες και γίνεται ένα σημείο αντιλεγόμενο». Εκατοντάδες άνθρωποι επισκέπτονταν το κελλί του. Μόλις ερχόταν το λεωφορείο στις Καρυές και έπαιρναν το διαμονητήριο, κατευθείαν όλοι στον πατέρα Παΐσιο. Έβλεπες ένα καραβάνι ανθρώπων να πηγαίνουν εκεί. Ήταν ο πρώτος στόχος, ο πρώτος σταθμός. Μερικές φορές που έτυχε να είμαι και εγώ μαζί του και δεν άνοιγε, διερωτώμουν. Τότε μού έλεγε: «Κοίταξε, θα κάνουμε προσευχή κι αν ο Θεός μας πληροφόρηση, θα ανοίξουμε.»
Ήτανε άνθρωπος του οποίου το ύψιστον έργο ήταν η προσευχή. Μετά πλέον αφιέρωσε τον εαυτόν του στον κόσμο. Παρ’ όλη την κακουχία του, την ταλαιπωρία του, ήταν ένας άσαρκος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που δεν ήξερε τι σημαίνει ούτε ύπνος ούτε ξεκούραση. Ήταν πάντοτε ευδιάθετος και είχε πάντοτε στην καρδιά του αγάπη να δεχτεί τον πόνο των ανθρώπων. Θυμάμαι τα Χριστούγεννα του 1981 πήγα και τον συνάντησα, μετά την αγρυπνία των Χριστουγέννων, και κουβεντιάζαμε και μού εξηγούσε πόσο μεγάλο πράγμα ήταν η αγάπη του Θεού. Η αγάπη του Θεού, έλεγε, κατοικεί μέσα στον άνθρωπο σαν πυρ. Μου είπε: «Πριν μερικά χρόνια τόσο πολύ έκαιγε μέσα μου αυτή η αγάπη, που τα κόκκαλά μου έλειωναν σαν τις λαμπάδες. Και μάλιστα μια φορά έπεσε πάνω μου τόση χάρις που, ενώ περπατούσα, γονάτισα και δεν μπορούσα να συνεχίσω. Φοβόμουν κι όλας μη με δη και κανένας άνθρωπος και δεν ξέρει τι έπαθα». Οκτώ χρόνια μετά, αύτη η μεγάλη αγάπη μετεβλήθη, χωρίς βέβαια να τον εγκατάλειψη, σ1 έναν μεγάλο πόνο για τον κόσμο. Άπό τότε φαίνεται ότι ο Γέροντας διέθεσε τον εαυτό του, αφού είχε γί¬νει κατοικητήριο του Θεού, στους πονεμένους ανθρώπους.
Τον πατέρα Παΐσιο τον επισκέπτονταν άνθρωποι όλων των τάξεων. Και μορφωμένοι και αμόρφωτοι και επίσκοποι και πολλοί καθηγητές, άνθρωποι ακόμα και άλλων θρησκειών κάθε λογής άνθρωποι.
Γενικά και οι τόποι που κατοικούσε ήταν απαραμύθητοι: το Κελλί του Τιμίου Σταυρού ήταν ένα τόσο απομακρυσμένο κελλί που θυμάμαι ότι, όσο έβλεπε το μάτι μας τριγύρω, δεν βλέπαμε κανένα άλλο κελλί μοναχού. Έρημος. Θυμάμαι που μού έλεγε ο Γέροντας: «Αν ακούσης τίποτα θορύβους τη νύχτα, μη φοβηθής. Είναι αγριογούρουνα και τσακάλια».
Είναι γεγονός ότι ολόκληρη η ζωή του Γέροντα πέρασε μέσα σε πολλές ασθένειες. Και εγώ θυμάμαι ότι, όταν είχε ισχυρούς πονοκεφάλους, έβαζε πάνω στο μέτωπο έμπλαστρα, για να μπόρεση να καταστείλη τους πονοκεφάλους. Καμιά φορά που αρρωσταίναμε κι εμείς, έλεγε: «Άκουσε να σού πω, παπά μου, εμένα η αρρώστια μου με ωφέλησε πιο πολύ από την υγεία μου».
Και αυτός, παρά τις αρρώστιες του, ποτέ δεν αμελούσε τα καθήκοντα του. Είναι φοβερό το ότι μέχρι τελείας εξαντλήσεως συνέχιζε τον αγώνα του. Θυμάμαι στο Μοναστήρι είχαμε την αγρυπνία των Χριστουγέννων, η οποία κράτησε περίπου δέκα ώρες. Ο Γέροντας όλη μέρα είχε κόσμο και δεν είχε ξεκουραστεί καθόλου. Όλη νύχτα στην αγρυπνία ήτανε όρθιος. Εγώ καθόμουνα ακριβώς δίπλα του και περίμενα να δω πότε θα καθίσει. Δεν κάθισε καθόλου όλη νύχτα- ήταν όρθιος. Μού λέει σε μια στιγμή: «Δε φεύγεις λίγο πιο εκεί; Αστυνομικός είσαι εσύ!» Κατάλαβε ότι στεκόμουν δίπλα του, για να δω τι θα κάνει.
Η αγάπη του εκδηλωνόταν απεριόριστα και πλούσια στον καθένα που τον επισκεπτόταν, ιδιαίτερα στους πονεμένους ανθρώπους και στα νέα παιδιά. Θυμάμαι κάτι που το έζησα πολύ καλά, το 1982, όταν είχε έρθει στο Άγιον Όρος ένα παιδί από την Αθήνα, ο οποίος ήταν ένας σύγχρονος νέος, γεμάτος ανησυχίες, μπλεγμένος με πολλά πράγματα δύσκολα, απογοητευμένος από τη ζωή του και το περιβάλλον του, με ρούχα βρώμικα- μια κατάσταση που μαρτυρούσε την ακαταστασία και την ανησυχία του νέου αυτού. Πήγε το παιδί αυτό στον πατέρα Παΐσιο, μίλησαν και μετά έφυγε.
Μετά από δύο-τρεις μήνες ξαναγύρισε και μού διηγήθηκε κλαίγοντας το εξής πράγμα. Στην Αθήνα, όταν είχε κάποιες ατυχίες και τον έπιασε η μελαγχολία αυτή, η κατάθλιψη, ανέβηκε στη μηχανή του να πάει να αυτοκτονήσει. Τρέχοντας, έλεγε: «Δεν υπάρχει κανένας στον κόσμο, κανένας δε με αγαπάει, δεν έχει ενδιαφέρον, καλύτερα να σκοτωθώ, να τελείωση η ζωή μου».
Βγήκε από την Αθήνα, πορευόταν στον δρόμο και είχε σκοπό να τελείωση τη ζωή του. Ενώ έτρεχε, ξαφνικά ακινητοποιήθηκε η μηχανή του δίχως να πάθη τίποτα. Συγχρόνως είδε μπροστά του τον πατέρα Παΐσιο, ο οποίος του είπε: «Σταμάτα- μην κάνης αυτό το πράγμα». Μόλις είδε τη μορφή του Γέροντα, αμέσως θυμήθηκε ότι αυτός ήταν ο μόνος άνθρωπος που τον αγάπησε πραγματικά και του εξέφρασε την αγάπη του. Ο πατήρ Παΐσιος ήταν άνθρωπος πολύ εκδηλωτικός. Όταν πήγαιναν παιδιά με προβλήματα, τους έδειχνε τόση αγάπη, όπως σ’ ένα μικρό παιδί. Έτσι τα παιδιά αυτά παρηγοριόντουσαν. Μετά. αφού μού είπε την ιστορία αυτή, πήγα στον Γέροντα και τον ρώτησα: «Μα αλήθεια είναι ότι έγινε αυτό το γεγονός;» Μού λέει: «Δεν ξέρω, αλλά εκείνο που ξέρω είναι ότι πολλές φορές εκεί που προσεύχομαι στο κελλί μου, το Πνεύμα το Άγιο με μεταφέρει σε νοσοκομεία, σπίτια πονεμένων ανθρώπων, σε ανθρώπους που είναι έτοιμοι ν’ αυτοκτονήσουν κ.λ.π. Εγώ δεν κάνω τίποτε, παρά μόνο προσεύχομαι και ανάβω κεριά».
Μέσα στο κελλάκι του είχε συνεχώς αναμμένα κεριά μπροστά στις εικόνες του. Ήταν ένα απέριττο κελλί, ασκητικώτατο, πάμφτωχο, με εικόνες χωμένες στον τοίχο και κεριά αναμμένα.
Κάποτε που ήταν άρρωστος στον Τίμιο Σταυρό και τον υπηρετούσα, έμπαινα συνεχώς στο κελλί του. Ήταν ένα πολύ μικρό κελλί (2,50×2) και πάντα ο Γέροντας έκαιγε μια σόμπα ρωσική χωνευτή στον τοίχο, γιατί υπέφερε από το κρύο. Στην μία γωνιά ήταν το κρεβατάκι του, το οποίο ήταν ξύλινο, σαν φέρετρο, γεμάτο εικόνες και ένα μεγάλο «μοναχικό σχήμα» ρωσικό επάνω. Στην άλλη γωνιά κάτω είχε κάτι παλιοκουρέλια, τα οποία τάχα ήταν το χαλί του. Με κορόιδευε και μου έλεγε: «Αυτό το χαλί είναι περσικό και μού το έστειλαν από τη Βαγδάτη.»
Ήταν ένα παλιοκουρέλι, το οποίο το χρησιμοποιούσαν για να βάζουν το σαμάρι στα μουλάρια. Είχε και ένα σκαμνάκι, στο οποίο καθόταν και προσευχόταν, ένα ξύλο που έβαζε στα γόνατα και έγραφε, μια τρύπα που είχε κάμποσες κόλλες και ένα-δυο μολύβια που έγραφε.
Ήταν πάμφτωχος ο πατήρ Παΐσιος. Δεν είχε τίποτα. Πολλοί άνθρωποι του άφηναν χρήματα. Τα έκρυβαν, για να τα βρη μετά. Όμως ο Γέροντας, όταν έβρισκε χρήματα, συνήθως τα έβαζε μέσα σε βιβλία ή περιοδικά και τα έδινε. Τόσο φτωχός ήτανε, που κάποτε θυμάμαι μού είπε ότι δεν είχε ούτε πεντακόσιες δραχμές για να αγοράση ψωμί. Δεν είχε πετρογκάζ, δεν είχε τίποτε απ’ αυτά τα μαγειρικά είδη. Είχε ένα-δύο κουτιά από κονσέρβες, και μέσα σ’ αυτά έρριχνε τσάι ή έβραζε ρύζι. Είχε και μία μικρή κατσαρόλα, που τη χρησιμοποιούσε, όταν σπάνια φιλοξενούσε ξένους. Τότε. όπως έλεγε, έρριχνε και μια κουταλιά φακές μέσα για να γίνη επίσημο γεύμα.
Έτρωγε και καμιά ντομάτα ή χόρτα, που είχε από το μικρό του κήπο. Όταν έμενα εγώ μαζί του, μού έλεγε κάθε δύο μέρες: «Σήκω να πας να φας σε κανένα Μοναστήρι και να ‘ρθης πίσω». Στο κελλί του είχε μόνο τσάι και παξιμάδια. Τίποτε άλλο. Αυτός ο άνθρωπος μπορώ να πω ότι, όσο τρώμε εμείς σ’ ένα γεύμα, το έτρωγε σε δυο εβδομάδες. Πραγματικά ήταν ένας άσαρκος άνθρωπος, ένας επίγειος άγγελος και ένας ουράνιος άνθρωπος. Δεν ήταν μόνο ότι δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα, αλλά και δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου…
Σαν μοναχός ασφαλώς τηρούσε με ακρίβεια το πρόγραμμα των ακολουθιών του καθημερινά, του εσπερινού, του αποδείπνου, του μεσονυκτικού, του όρθρου, των ωρών. Αργότερα, αντικαθιστούσε τις περισσότερες από τις ακολουθίες αυτές με το κομποσχοίνι. Κάθε βράδυ αγρυπνούσε. Ξεκουραζόταν λίγο μετά τη δύση του ηλίου και ελάχιστα ακόμη πριν την ανα¬τολή. Και αυτό το έβλεπα και εγώ, όταν πήγαινα.
Θα σας πω μια εμπειρία που είχα προσωπική, γιατί είναι μία μαρτυρία για την αγιότητα αυτού του ανθρώπου. Όταν το 1977 πήγα κοντά του και έμεινα αρκετές μέρες, συνέπεσε να είναι η γιορτή του Τιμίου Σταυρού. Ήταν 13 Σεπτεμβρίου με το παλιό ημερολόγιο και μου λέει: «Θα κάνουμε αγρυπνία απόψε και το πρωί θα έρθει ένας ιερέας να λειτουργήση» (εγώ ήμουνα διάκος τότε).
Πράγματι έμεινα εκεί και από τις τέσσερις περίπου το απόγευμα μού είπε να κάνουμε εσπερινό λέγοντας την ευχή με το κομποσχοίνι. Πράγματι κάναμε 1,30-2 ώρες προσευχή με το κομποσχοίνι. Στις 6 η ώρα με φώναξε. μού έκανε ένα τσάι, μού έδειξε πώς να κάνω την αγρυπνία με το κομποσχοίνι και μού είπε ότι γύρω στις 1:30 η ώρα τα μεσάνυχτα, θα με ειδοποιούσε για να διαβάσουμε την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως και μετά πάλι θα συνεχίζαμε μέχρι το πρωί που θα ερχόταν ο ιερέας. Πράγματι προσπαθούσα και εγώ να κάνω ότι μού είπε.
Όλη τη νύχτα άκουγα το Γέροντα που προσευχόταν και περπατούσε πάνω κάτω και αναστέναζε. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία, γιατί μέσα σ’ εκείνη την έρημο εγώ φοβόμουνα, αλλά ο Γέροντας ήταν σαν στύλος ακλόνητος και προσευχόταν δίπλα.
Πήγαμε στην εκκλησία. Το εκκλησάκι του ήταν στενόμακρο και είχε πέντε εικόνες μέσα στο τέμπλο, αλλά μόνο ένα στασίδι μέσα. Μ’ έβαλε έμενα στο στασίδι, ο Γέροντας δίπλα μου κι αρχίσαμε να διαβάζουμε την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Ο Γέροντας έλεγε τους στίχους «Δόξα σοι ο Θεός ημών δόξα σοι» και ύστερα στα Θεομητορικά τροπάρια «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς». Κάθε φορά που έλεγε ένα στίχο έκανε μια εδαφιαία μετάνοια. Και εγώ δίπλα με το κερί έβλεπα και διάβαζα το τροπάριο. Όταν φτάσαμε στο τροπάριο που λέει, «Μαρία μήτηρ Θεού της ευωδίας το σεπτόν σκήνωμα», και είπε ο Γέροντας «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», μ’ έναν πολύ πονεμένο τρόπο, τότε αμέσως εγώ πήγα να πω το «Μαρία Μήτηρ Θεού». Αμέσως, όμως, άλλαξαν όλα τα πράγματα- δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε. Ξαφνικά φωτίστηκε όλο το κελλί, σαν ένας λεπτός αέρας μπήκε μέσα στο εκκλησάκι και άρχισε το καντήλι της Παναγίας να κινήται μόνο του. Ήταν πέντε καντήλια στο τέμπλο, αλλά μόνο αυτό το καντήλι κουνιόταν συνέχεια. Εγώ γύρισα προς το μέρος του Γέροντα, με είδε και μού έκανε νόημα να σωπάσω. Αυτός έσκυψε κάτω, έμεινε σκυμμένος, κι εγώ έμεινα με το κερί στο χέρι, αλλά το κερί δε χρειαζόταν, διότι εφωτίστηκαν όλα- υπήρχε άπλετο φως. Σαν να ξημέρωσε ξαφνικά. Περίμενα αρκετή ώρα, το καντήλι κουνιόταν, το φως παρέμενε, ο Γέροντας δεν έλεγε τίποτα. Μετά από μισή ώρα περίπου άρχισα να διαβάζω μόνος μου, αφού ο Γέροντας δε μιλούσε. Διάβαζα μόνος μου την ακολουθία, μέχρι που έφθασα στην έβδομη ευχή του Αγίου Συμεών. Εκεί έτσι, πάλι κατά ένα πολύ ιλαρό τρόπο, σταμάτησε να κινείται το καντήλι, το φως εξαφανίσθηκε και εγώ χρειαζόμουν πάλι το κερί για να διαβάσω.
Όταν τελειώσαμε τη Θεία Μετάληψι, του λέω: «Γέροντα τι ήταν αυτό;» Μου λέει: «Τι πράγμα;» Του λέω: «Το γεγονός στην Εκκλησία. Είδα το καντήλι της Παναγίας που κουνιόταν και φωτίστηκε το κελλί». Μου λέει: «Τίποτα άλλο είδες;» Του απάντησα ότι δεν είδα τίποτα άλλο. Ήθελα να σας πω ότι εκείνη την ώρα ο νους μου δε λειτουργούσε, ούτε σκεφτόμουνα τίποτα.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Απλώς έβλεπα αυτά τα πράγματα σαν θεατής. Μου λέει: «Βρε παιδάκι μου, τι ήταν! Δεν ξέρεις ότι η Παναγία, εδώ στο Άγιον Όρος, γυρνάει όλα τα μοναστήρια, όλα τα κελλιά, για να δη τι κάνουμε. Πέρασε από δω, είδε δύο παλαβούς εδώ πέρα και κούνησε το καντήλι να μας πη ότι πέρασε.» Και γελούσε ο Γέροντας. Μετά από αυτό το γεγονός, εκείνο το βράδυ, ο ίδιος μού διηγήθηκε πάρα πολλά περιστατικά από τη ζωή του -ήταν πολύ συγκινημένος- και ίσως ήταν η αιτία που από τότε αποκτήσαμε μια στενή σχέση με το Γέροντα. Μού εκμυστηρευόταν πάρα πολλά πράγματα που αφορούσαν τον ίδιο.
Πραγματικά μπορώ να πω με πεποίθηση ότι ο πατήρ Παΐσιος ήταν ένας άνθρωπος που στήριζε την οικουμένη με τις προσευχές του. Ήταν ένας άνθρωπος ισάξιος των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας μας.
Μπορεί κανείς να μιλάη ώρες και μέρες για το Γέροντα Παΐσιο. Τα θαύματα τα οποία έγιναν με την προσευχή του είναι ίσως αναρίθμητα. Θα σας πω κάτι που συνέβη τον τελευταίο καιρό. Ένας πατέρας, ο οποίος είχε ένα μικρό παιδάκι, γυρνούσε όλο το Άγιον Όρος να βρη το μοναχό που έσωσε το παιδί του από το θάνατο. Το μικρό παιδί οδηγούσε ένα ποδήλατο κάποιο βράδυ και πηγαίνοντας να στρίψη κάπου, το χτύπησε φορτηγό. Το φορτηγό θα πολτοποιούσε το παιδί με τις ρόδες του, όταν εμφανίστηκε ένας μοναχός, ο οποίος το άρπαξε, το πέταξε στο πεζοδρόμιο και έτσι το παιδί σώθηκε. Ο μικρός είδε το μοναχό, αλλά δεν ήξερε ποιος είναι. Είπε στον πατέρα του ό,τι συνέβη και αυτός έφερε το παιδί του στο Άγιον Όρος και γυρνούσαν όλα τα κελλιά και τα μοναστήρια, για να βρουν ποιος ήταν αυτός ο μοναχός. Μέχρι που κατέβηκαν στον πατέρα Παΐσιο και το μικρό παιδί αμέσως τον ανεγνώρισε.
Επίσης, κάποιο άλλο γεγονός που έγινε πριν φύγω από την Κύπρο. Επισκέφτηκε ένας νεαρός το Γέροντα και ήθελε να του πη ότι η γυναίκα του ήταν πολύ βαριά άρρωστη. Ο Γέροντας είχε πολύ κόσμο, ήταν κουρασμένος και τους λέει: «Παιδιά δεν μπορώ, άντε να φύγετε, να πάτε στην Ιβήρων». Επήγε αυτός και του λέει: «Θέλω να σου πω κάτι». Του απαντάει ο Γέροντας: «Άντε, παιδί μου, πήγαινε, πήγαινε». «Μα έχω κάτι σοβαρό να σου πω Γέροντα!» «Πήγαινε, παιδί μου, δεν υπάρχει τίποτα. Πήγαινε και ο Θεός θα βοηθήσει». Αυτός επέμενε, αλλά ο Γέροντας του λέει: «Βρε παιδί μου, πήγαινε να προλάβης το Μοναστήρι, μην κλείση». Τότε αυτός αποκάλυψε το γεγονός: «Γέροντα, η γυναίκα μου είναι άρρωστη!» «Πήγαινε και δεν έχει τίποτα η γυναίκα σου». Ο νέος κοίταξε το ρολόι, για να δη πόση ώρα του μένει να πάη στο Μοναστήρι- ήταν 14:45. Έφυγε απογοητευμένος, γιατί δεν έκανε τίποτα. Όταν επέστρεψε σπίτι του, η γυναίκα του, τελείως καλά, του διηγήθηκε τα εξής: «Ξαφνικά, ενώ καθόμουν εκεί στο κρεβάτι, μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας, και από εκείνη την ώρα θεραπεύτηκα. Πήγα στο γιατρό και με βρήκε τελείως καλά». Τη ρωτάει: «Ποια ώρα έγινε αυτό;» «Ήταν Παρασκευή 14:45″. Την ώρα, δηλαδή, που ο Γέροντας του είπε: «Πήγαινε και δεν έχει τίποτα η γυναίκα σου».
Τέτοια είναι πάμπολλα που μπορούμε να πούμε. Όμως μεγάλη σημασία δεν έχουν τα θαύματα του Γέροντα, αλλά η μεγάλη αγάπη του στο Θεό, η βαθιά του πίστη και ότι ήταν ένα πραγματικό τέκνο της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Μοναχισμού. Νομίζω ότι ό,τι και να πη κανείς, δεν μπορεί να περιγράψη το Γέροντα. Ο λόγος που πάντα έλεγε ήταν: «Ν’ αγαπάμε το Θεό και ν’ αγωνιζόμαστε πάντοτε με φιλότιμο». Έλεγε ότι ο Χριστός είναι οξυγόνο. Εμείς να μην το κάνουμε διοξείδιο του άνθρακος. Και γι’ αυτό ήθελε πάντοτε όλοι οι χριστιανοί να έχουν θάρρος, να είναι γεμάτοι χαρά για την αγάπη του Θεού και ποτέ να μην απογοητεύωνται, διότι, όπως έλεγε, το άγχος και η απογοήτευση είναι πάντοτε από το διάβολο και ουδέποτε από το Θεό.
Πηγή: (ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ, Γέροντας ΠΑΪΣΙΟΣ ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ 1924-1994, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΓΙΟΤΟΚΟΣ ΚΑΠΑΔΟΚΙΑ»), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Αβέρωφ
Ἡ ἀρετὴ εἶναι ὄντως μέγα καὶ οὐράνιον πρᾶγμα, ὡς ἔχουσα πηγὴν καὶ ἀρχὴν τὸν Θεόν, καὶ ὡς τιμῶσα καὶ δοξάζουσα τοὺς φίλους καὶ ἐργάτας αὐτῆς. Δι᾿ αὐτῆς ἐτιμήθησαν οἱ Ἅγιοι Προφῆται, ἐμεγαλύνθησαν οἱ θεηγόροι Ἀπόστολοι, ἠνδραγάθησαν οἱ καλλίνικοι Μάρτυρες, ἐλαμπρύνθησαν οἱ θεοειδεῖς Ἱεράρχαι καὶ ᾠκειώθησαν τῷ Θεῷ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος θεοφόροι Πατέρες. Διὰ τῆς ἀρετῆς εἰργάσαντο «ξένα καὶ παράδοξα» ἐν τῷ κόσμῳ οἱ ἀγαπήσαντες τῷ Θεῷ Ἅγιοι, καὶ ἀνεδείχθησαν πολύφωτοι φωστῆρες, «λόγον ζωῆς ἐπέχοντες» καὶ φαίνοντες «ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν», πρὸς φωτισμὸν «τῶν ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου», κατὰ τὴν θείαν ῥῆσιν, καὶ πρὸς σωτηρίαν ψυχῶν αἰώνιον. Ἡ ἀρετὴ ἀναδεικνύει τὸν ἄνθρωπον μακάριον, ἄγγελον ἐπίγειον, πλήρη θείου φωτός, σιωπῶντα καὶ λαλοῦντα καὶ ὁρώμενον, ἔμψυχον στηλογραφίαν παντὸς καλοῦ καὶ λυσιτελοῦς, κληρονόμον Θεοῦ, συγκληρονόμον Χριστοῦ.
Τῆς ἀρετῆς φίλος γνήσιος καὶ ἀληθὴς ἐργάτης καὶ μυσταγωγὸς καὶ ὑποφήτης, «ἔργῳ καὶ λόγῳ», ὑπήρξε καὶ ὁ θεοφόρος Νικόδημος, ὁ μέγας τῆς Ἐκκλησίας καὶ πολύσοφος διδάσκαλος, τὸ θαῦμα τῶν ἐν Ἄθῳ μοναστῶν, ὁ φαεινὸς ἑωσφόρος τῆς οὐρανίου σοφίας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς· ὁ ἐν ἐσχάτοις λάμψας καιροῖς, καὶ καταφωτίζων τῆς οἰκουμένης τὰ πέρατα διὰ τῶν θεοσόφων αὐτοῦ συγγραμμάτων· ἡ εὔηχος σάλπιγξ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἡ μελίῤῥυτος καὶ σοφωτάτη γλῶσσα, ἡ ἐν «δυνάμει λόγου» διατρανοῦσα καὶ ἀναπτύσσουσα τὰ ῥήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ τὰ τῶν Πατέρων συνεπτυγμένα νοήματα· τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς ὁ πρακτικώτατος ὑφηγητής· τῶν πνευματικῶν ἀναβάσεων ὁ θεοειδὴς μυστογράφος, καὶ τῶν ἐν αὐταῖς ἐλλάμψεων ὁ ἐκφάντωρ, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «ὁ στῦλος καὶ ἑδραίωμα» καὶ τὸ ἐξαίρετον καύχημα, καὶ πάσης αἱρετικῆς καὶ κενοφώνου διδαχῆς ὁ ἰσχυρώτατος καθαρέτης· ὁ πολυειδῶς καὶ πολυτρόπως δοξάσας τὸν Θεόν, καὶ ἐπαξίως παρὰ Θεοῦ δοξασθείς. «Τοὺς δοξάζοντάς με ἀντιδοξάσω» λέγει Κύριος Παντοκράτωρ.
Οὗτος ὁ πολὺς ἐν σοφίᾳ καὶ μέγας ἐν ἀρετῇ, ὁ περιφανὴς τῆς Ἐκκλησίας φωστὴρ καὶ διδάσκαλος, τὸ στόμα τῶν πάλαι Ὁσίων διδασκάλων θεῖος Νικόδημος, ἐγεννήθη ἐν τῇ νήσῳ τῶν Κυκλάδων Νάξῳ, κατὰ τὸ σωτήριον ἔτος 1749, ἐκ γονέων εὐσεβῶν καὶ ἐναρέτων, Ἀντωνίου καὶ Ἀναστασίας, τὸ ἐπίθετον Καλλιβούρτση. Διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ὠνόμασαν αὐτὸν Νικόλαον, καὶ πρῶτοι οὗτοι ἐγαλούχησαν τὸν υἱὸν τῶν διὰ τῶν ζωηφόρων τῆς πίστεως ναμάτων, ἐκ βρεφικῆς ἡλικίας. Τρανὴ ἀπόδειξις τῆς θερμῆς τῶν γονέων τοῦ Ὁσίου εὐσεβείας, καὶ μάλιστα τῆς μητρὸς αὐτοῦ, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι βραδύτερον αὕτη ἐγένετο μοναχή, ἄρασα τὸν ἐλαφρὸν τοῦ Κυρίου ζυγόν, μετονομασθεῖσα Ἀγάθη.
Ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων ἐφαίνετο ὁ Ὅσιος ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ ἀποβῇ μετὰ ταῦτα· διότι ἦτο λίαν προσεκτικὸς καὶ φρόνιμος, καίτοι ἐν παιδικῇ ἡλικίᾳ, ἀποφεύγων τὰς ματαίας συναναστροφὰς καὶ πᾶν δυνάμενον νὰ φέρῃ βλάβην εἰς τὸν ἔσω ἄνθρωπον. Ἐπιμέλεια ἠθῶν, ἀγχίνοια ἔξοχος, τρόπων εὐκοσμία, ζῆλος περὶ τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα, ἀγάπη πρὸς τὴν θύραθεν καὶ τὴν κατὰ Θεὸν παιδείαν, ἦσαν τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ νεαροῦ Νικολάου. Ἀλλὰ πλέον πάντων διεκρίνετο διὰ τὴν μεγάλην ὀξύτητα τοῦ νοός, τὴν ἀκριβῆ διορατικότητα, τὴν λαμπρὰν εὐφυΐαν καὶ τὴν ἀπέραντον μνήμην, δι᾿ ὧν κατέπληττεν, ὅχι μόνον τοὺς συνομήλικας, ἀλλὰ καὶ πάντα τοὺς ὁρῶντας τοσαῦτα ἐξαίρετα προσόντα καὶ ἀγλαὰ προτερήματα ἐν τοιαύτῃ νεαρᾷ ἡλικίᾳ.
Τὰ πρῶτα γράμματα ἐδιδάχθη ἐν τῇ Νάξῳ, ἐν τῇ ἰδιαιτέρᾳ αὐτοῦ πατρίδι Χώρᾳ, παρὰ τοῦ ἱερέως τῆς ἐνορίας του, παρὰ τοῦ ὁποίου καὶ ἐδιδάσκετο συγχρόνως τὴν πρὸς τὸν Χριστὸν ἀγάπην καὶ πρὸς τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν, καὶ πᾶν ὠφέλιμον καὶ λυσιτελές, καὶ τὸν ὁποῖον ἱερέα μετ᾿ εὐλαβείας καὶ προθυμίας πολλῆς ἐξυπηρέτει, διακονῶν, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς θείας Λειτουργίας καὶ λοιπὰς ἱεροπραξίας.
Καταρτισθεὶς οὕτω καταλλήλως ὁ μακάριος παρὰ τοῦ εὐλαβοῦς ἱερέως τὴν ἐνορίας, ἐφοίτησεν ὕστερον εἰς τὴν ἐν Νάξῳ σχολήν, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐδιδάχθη τὰ θύραθεν καὶ ἱερὰ γράμματα, παρὰ τοῦ ἐναρέτου καὶ σοφοῦ διδασκάλου τοῦ Γένους Ἀρχιμανδίτου Χρυσάνθου, ἀδελφοῦ τοῦ θαυμαστοῦ καὶ περιβοήτου «ἐν λόγῳ καὶ ἔργῳ καὶ ἀναστροφῇ» Ἰσαποστόλου καὶ Ἱερομάρτυρος Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
Εἶναι δὲ γνωστόν, ὅτι εἰς τὴν Νάξον, τῇ μερίμνῃ τῶν λογίων Ἀρχιερέων Θεωνᾶ, Ἀθανασίου, Ἰωάσαφ καὶ ἄλλων, εἶχεν ἱδρυθῆ σχολή, ἡ ὁποία ἀπὸ τοῦ 1770 καὶ ἐντεῦθεν ἀνεκαινίσθη. Ἀπὸ δὲ τοῦ 1781 ἐγκατεστάθη ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἔνθα ἐλειτούργει μέχρι τοῦ 1821. Εἰς τὴν σχολὴν ταύτην ἐχρημάτισε διευθυντὴς ὁ ῥηθεὶς Ἀρχιμανδίτης Χρύσανθος ὁ Αἰτωλός, καὶ ἐδίδαξεν ἐν συνεχείᾳ μέχρι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἐπισυμβάντος ἐν ἔτει 1785. Τοιούτου διδασκάλου τυχών, ὁ νεαρὸς Νικόλαος ἐξεπαιδεύθη θαυμασίως ὡς ἔδει, καὶ ἐξεκαύθη ἡ φιλόθεος αὐτοῦ καρδία πρὸς πλείονα παιδείαν καὶ ἐκμάθησιν ἀνωτέρων γνώσεων. Ἄγων δὲ τὸ 15ον ἔτος τῆς ἡλικίας μετεφέρθη ὑπὸ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ εἰς Σμύρνην, εἰς τὴν λαμπρὰν ἐλληνικῆς σχολὴς τῆς πόλεως ταύτης, τὴν ὀνομασθεῖσαν ἀργότερον καὶ γενομένην περιάκουστον ὡς Εὐαγγελικὴν Σχολήν2 , καὶ εἰσήχθη ὡς οἰκότροφος ἐν τῷ μαθητικῷ αὐτῆς κοινοβίῳ.
Ἐνταῦθα ἔσχε σπουδαιότερον διδάσκαλον τὸν ἐπιφανῆ κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην διὰ τὴν παιδείαν καὶ ὀνομαστὸν διὰ τὴν ἀρετὴν Ἱερόθεον Βουλισμᾶν τὸν Ἰθακήσιον3 , καὶ παρέμεινεν ἐν τῇ σχολῇ ἐπὶ πέντε ἔτη. Προκόπτων ὁ μακάριος εἰς τὰ μαθήματα κατέπληττε τοὺς πάντας διὰ τὰς θαυμασίας αὐτοῦ ἐπιδόσεις, τὴν πλουσιωτάτην μνήμην, τὴν φωτεινὴν κρίσιν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν ἄκραν ἐπιμέλειαν, τῶν ἠθῶν καὶ τὴν χρηστότητα τῶν τρόπων. Δι᾿ αὐτὸν θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ ὅ,τι ὁ Θεολόγος Ἅγιος Γρηγόριος εἶπε διὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον: «Ποῖον εἶδος οὐκ ἐπῆλθε παιδεύσεως; Μᾶλλον δὲ ποῖον οὐ μεθ᾿ ὑπερβολῆς ὡς μόνον; Οὕτω μὲν ἅπαντα διελθών, ὡς οὐδεὶς ἕν· οὕτω δὲ εἰς ἄκρον ἕκαστον, ὡς τῶν ἄλλων οὐδείς».
Μαθητεύων ἐν τῇ σχολῇ ταύτῃ ὁ νεαρὸς Νικόλαος, ἐγίνετο διδάσκαλος τῶν συμμαθητῶν αὐτοῦ, ἀναλύων, ἀποσαφηνίζων καὶ ἐκμανθάνων εἰς αὐτοὺς ὅσα δὲν κατώρθωναν κατὰ τὰς ὧρας τῆς διδασκαλίας νὰ ἀντιληφθῶσι καὶ ἐννοήσωσι σαφῶς. Διὰ τὴν προθυμία του αὐτήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν ὅλην καλωσύνην του καὶ τὰ λοιπὰ περικοσμοῦντα ἀυτὸν χαρίσματα, ἐτύγχανεν κατ᾿ ἐξοχὴν ἀγαπητὸς ἐκ μέρους τῶν συμμαθητῶν του, ὥστε νὰ προθυμοποιῶνται καὶ ἐπιδιώκουν οὗτοι νὰ τὸν ἀντικαθιστοῦν εἰς τὰς διοαφόρους ὑπηρεσίας τοῦ οἰκοτροφείου, παρὰ τὰς διαμαρτυρίας καὶ ἀντιρρήσεις του. Αὐτὸς οὗτος ὁ διδάσκαλος Ἱερόθεος, ἐκτιμῶν τὴν λαμπρὰν θεολογικὴν καὶ λοιπὴν βαθεῖαν μόρφωσιν καὶ ἀρετὴν τοῦ Νικολάου, ἔγραφε βραδύτερον πρὸς αὐτόν, ἀναχωρήσαντα πλέον ἐκ τῆς σχολῆς: «Ἐλθέ, υἱέ μου, κἂν τώρα εἰς τὸ γῆράς μου, νὰ σὲ ἀφήσω μετὰ θάνατον εἰς τὸν σχολεῖον διδάσκαλον, διότι δὲν ἔχω πλέον ἄλλον ὡσὰν σὲ ὅμοιον εἰς τὴν προκοπήν».
Ἐν τῇ σχολῇ ταύτῃ ἐδιδάχθη καὶ ἐξέμαθε, πλὴν τῶν ἐγκυκλίων μαθημάτων, τῶν θεολογικῶν γραμμάτων καὶ τῶν Ἀρχαίων Ἐλληνικῶν, τὴν Λατινικήν, τὴν Ἰταλικήν, καὶ τὴν Γαλλικὴν γλῶσσαν. Ἡ δὲ ἐπίδοσίς του καὶ ἡ γνῶσις τῆς Ἀρχαίας Ἐλληνικῆς γλῶσσης, εἶναι τῷ ὄντι σπανίᾳ, ἥτις θαυμασίως διαλάμπει εἰς πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ. Ἐγένετο βαθὺς κάτοχος αὐτῆς, δυνάμενος νὰ γράφῃ καὶ νὰ ἐκφράζηται εἰς οἱανδήποτε μορφὴν τῶν ἱστορικῶν φάσεων καὶ παραλλαγῶν τῆς γλώσσης ἡμῶν. Μετὰ τῆς ἰδίας εὐχερείας, μετὰ τῆς ὁποίας ἐξήγει εἰς τὴν ἁπλοελληνικὴν τὰ ἱερὰ κείμενα πρὸς κατανόησιν αὐτῶν ὑπὸ τοῦ λαοῦ, συνέτασσε καὶ τὰ ἀρχαιοπρεπέστατα ἐπιγράμματα εἰς τὴν Ὁμηρικὴν διάλεκτον.
Κατὰ τὸ 1770, ἐξ αἰτίας τῶν ὑπὸ τῶν Τούρκων κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμῶν καὶ σφαγῶν, ἐξαγριωθέντων διὰ τὴν πυρπόλησιν τοῦ στόλου αὐτῶν ὑπὸ τῶν Ῥώσσων παρὰ τῶν Τσεσμέν, ἀνεχώρησε ἐκεῖθεν καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὴν πατρίδα αὐτοῦ Νάξον, ἔνθα ὁ τότε Μητροπολίτης Παροναξίας Ἄνθιμος Βαρδῆς προσέλαβε αὐτὸν ὡς γραμματέα καὶ ἀκόλουθόν του, ἔχων σκοπὸν νὰ προπαρασκευάσῃ αὐτὸν ἀρμοδιώτερον «ἐπὶ τὰ τελεώτερα τῆς χάριτος», καὶ εἰσαγάγῃ κατόπιν εἰς τὸ ἱερατικὸν στάδιον, «εἰς διακονίαν Κυρίου». Ἐπὶ πέντε ἔτη ἔμεινε πλησίον τοῦ Ἀνθίμου ἐν Νάξῳ, ὅπου καὶ τῷ ἐδόθη ἡ εὐκαιρία νὰ γνωρισθῇ μετὰ τῶν ὁσιωτάτων καὶ ἐναρέτων Ἁγιορειτῶν Ἱερομονάχων Γρηγορίου καὶ Νήφωνος, καὶ τοῦ Μοναχοῦ Ἀρσενίου, ἀνδρῶν τῇ ἀληθείᾳ τοὺς πλείστους ὑπερεχόντων τῇ ἀρετῇ καὶ σεμνότητι. Οὗτοι ἀφηγήθησαν αὐτῷμτὰ τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας τῶν ἀσκητῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, καὶ ἐμύησαν τὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, γνωρίσαντες τοῦτον κατάλληλον καὶ ἐπιδεικτικὸν τῶν μυστηρίων τῆς μακαρίας ταύτης ἐργασίας. Ἐκ τῆς συναναστροφῆς καὶ συνομιλίας τῶν Ὁσίων τούτων ἀνδρῶν ᾐχμαλωτίσθη ἡ καρδία τοῦ μακαρίου πρὸς ἔνθεον ζῆλον, καὶ ἀνεφλέχθη πρὸς πόθον τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς τῶν μοναστῶν τοῦ Ἄθωνος.
Ἐπειδὴ δὲ πολλὰ εἶχεν ἀκούσει περὶ τῆς ἀρετῆς καὶ σοφίας τοῦ Μητροπολίτου Κορίνθου Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ4 , ἦλθεν καὶ συνήντησεν αὐτὸν εἰς Ὕδραν, διατρίβοντα ἐκεῖ, διὰ νὰ ἐνισχυθῇ καὶ φωτισθῇ παρ᾿ αὐτοῦ ἔτι περισσότερον εἰς τὴν κατὰ Χριστὸν ἀσκητικὴν ζωήν, πρὸς τὴν ὁποίαν εἶχεν ἤδη κατευθύνει ὅλην τὴν ῥοπὴν τῆς ψυχῆς του. Ἐκ τῆς ἁγίας αὐτῆς συναντήσεως ἀνεπτύχθη στενὸς καὶ ἰσόβιος ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ σύνδεσμος καὶ βαθεῖα ἀγάπη καὶ ἐκτίμησις μεταξὺ τῶν δύο τοῦτων ἁγίων καὶ θεοφόρων ἀνδρῶν. Ἐκεῖ ἐγνώρισεν ἐπίσης τὸν περιβόητον διὰ τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ Μοναχὸν Σίλβεστρον τὸν Καισαρέα, ἔξω τῆς νήσου ἐν κελλίῳ ἐρημικῷ ἀσκούμενον, «τὸν ὑψίνουν καὶ πλατύνουν, τὸ μέλι τῆς ἡσυχίας καὶ θεωρίας τρεφόμενον», παρὰ τοῦ ὁποίου ἐπὶ πλέον ἐξεκαύθη καὶ ἀνεπτερώθη εἰς τὴν ἀγγελικὴν τῶν μοναχῶν πολιτείαν καὶ διαγωγήν.
Καιομένην ἔχων ἤδη τὴν καρδίαν πρὸς τὴν ἐν πνεύματι μακαρίαν ζωὴν καὶ τὰ τελειότερα τοῦ πνεύματος χαρίσματα, λαβὼν συστατικὰ παρὰ τοῦ ῥηθέντος Γέροντος Σιλβέστρου γράμματα, ἀνεχώρησεν ἐκ τῆς Νάξου κατὰ τὸ 1775 διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀρνησάμενος κόσμον καὶ ἑαυτόν, κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου φωνήν, ἐπιθυμῶν νὰ ἄρῃ τὸν γλυκὺν καὶ χρηστὸν τοῦ Σωτῆρος Σταυρόν. Κατὰ τὴν ἀναχώρησίν του ἐκ Νάξου συνέβη τὸ ἐξῆς περιστατικόν, δεικνῦον τὸν διάπυρον ζῆλον τοῦ Νικολάου πρὸς τὴν μοναχικὴν ζωήν: Κατελθὼν εἰς τὸν αἰγιαλὸν εὗρεν ἱστιοφόρον ἑτοιμαζόμενον πρὸς ἀναχώρησιν διὰ Ἅγιον Ὄρος, καὶ μεγάλως ἐδόξασε τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ἐκπληρώσει τοῦ πόθου του. Παρεκάλεσε τότε τὸ πλοίαρχον νὰ παραλάβῃ καὶ αὐτόν, ὅστις τῷ ὑπεσχέθη ὅτι τὴν στιγμὴν τῆς ἀναχωρήσεως θὰ τὸν εἰδοποιήσῃ. Ἀλλὰ τίς οἶδε διατί, ἀνεχώρησε χωρὶς νὰ εἰδοποιηθῇ ὁ Ὅσιος, ὅστις ἰδὼν παρ᾿ ἐλπίδα τὸ πλοῖον ἀναχωροῦν, ἤρχισε νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ θρηνῇ διατὶ τὸν ἐγκατέλειψαν, καὶ συγχρόνως ἔῤῥιψεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, σκοπὸν ἔχων νὰ φθάσῃ κολυμβῶν τὸ ἀναχωροῦν πλοῖον. Ἰδόντες τοῦτο οἱ ναῦται ἐπέστρεψαν καὶ τὸν παρέλαβον, καὶ ἀποπλεύσαντες ἐκεῖθεν ἔφθασαν αἰσίως εἰς Ἅγιον Ὄρος.
Ἀποβιβασθεὶς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ὁ Νικόλαος, ἐχάρη χαρὰν μεγάλην σφόδρα, καὶ έλθὼν κατὰ τὰς ὁδηγίας τοῦ ῥηθέντος γέροντος Σιλβέστρου εἰς τὴν Ἱερὰν καὶ εὐαγῆ Μονὴν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, τιμωμένην ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, εὗρεν ἐκεῖ πλείσους ὁσίους ἄνδρας, κεκοσμημένου πάσῃ ἀρετῇ καὶ σεμνότητι καὶ ἀσκητικοῖς χαρίσμασι, μεταξὺ τῶν ὁποίων τοὺς Γέροντας Μακάριον μετὰ τοῦ πατρός αὐτοῦ, Ἀβράμιον καὶ ἄλλους, ἐν εὐλαβείᾳ καὶ ὁσιότητι ἀσκουμένους τὸν πνευματικὸν ἀγῶνα, θαυμάσας δὲ τὴν ἀρετὴν αὐτῶν, ἐκοινοβίασεν ἐν τῇ ἱερᾷ καὶ σεβασμίᾳ ταύτῃ Μονῇ. Ἐνταῦθα πνέων θείου ζήλου πρὸς τὴν κατὰ Χριστὸν ὁσίαν ζωὴν καὶ ἀποβαλὼν πλήρως πᾶν κοσμικὸν φρόνημα καὶ νόημα, ἐκάρη μοναχός, λαβὼν τὸ μικρὸν σχῆμα, καὶ μετωνομάσθη ἀπὸ Νικολάου Νικόδημος.
Γνωρίσαντες οἱ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς καὶ τὴν βαθεῖαν παιδείαν καὶ γνῶσίν του, ἔτι δὲ ἐκτιμήσαντες τὴν θερμὴν αὐτοῦ ἐυλάβειαν καὶ τὴν λοιπὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν πρὸς τοὺς κανόνας καὶ τὰς τάξεις τῆς ὁσίας καὶ σεμνῆς κοινοβιακῆς ζωῆς καὶ τὸ ὑποδειγματικὸν αὐτοῦ ἦθος, διώρισαν αὐτὸν ἀναγνώστην καὶ γραμματέα τῆς Μονῆς.
Ἐν τῇ Ἱερᾷ ταύτῃ Μονῇ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὑπῆρξε τύπος ἐν πᾶσιν ἀπαράμμιλος, τόσον ἐν τῇ ἀνατεθείσῃ αὐτῷ διακονίᾳ, ὅσον καὶ ἐν ταῖς πνευματικαῖς πράξεσιν, διὰ τῶν ὁποίων ἡμέρας ἐξ ἡμέρας προήγετο «τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος», ὑποτάσσων τὴν σάρκα τῷ πνεύματι καὶ λαμπρύνων τὸν νοῦν διὰ τῆς μελέτης τοῦ κρείττονος καὶ προετοιμάζων ἑαυτὸν διὰ τοὺς τελειοτάτους ἀγῶνας τῆς θεοποιοῦ ἡσυχίας καὶ τῆς ἄκραν κατὰ Χριστὸν φιλοσοφίας, ἐν οἷς ἀνεδείχθη δοκιμώτατος καὶ μέγας ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ.
Κατὰ τὸ 1777 ἐπεσκέψατο τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Κορίνθου Ἅγιος Μακάριος, ὁ γνωρίσας τὸν ἱερὸν Νικόδημον ἐν Ὕδρᾳ, καὶ ἀφοῦ προσεκύνησε τὰς Ἱερὰς Μονάς, ἦλθεν εἰς Καρυὰς καὶ κατέλυσεν εἰς τὸ Κελλίον «Ἅγιος Ἀντώνιος» τοῦ συμπολίτου αὐτοῦ Δαβίδ. Ἐνταῦθα ἐκάλεσε τὸν μακάριον Νικόδημον καὶ προέτρεψεν αὐτὸν νὰ ἐπιθεωρήσῃ πρὸς ἔκδοσιν τὰ ὀγκωδέστατα πνευματικὰ βιβλία «Φιλοκαλίαν» καὶ «Εὐεργετινόν», καὶ τὸ περὶ «Θείας καὶ ἱερᾶς Μεταλήψεως» πονημάτιον αὐτοῦ. Δώσας τὰς ἀφορμὰς εἰς τὸν Ὅσιον ἄνδρα νὰ ἐπιδοθῇ εἰς τοὺς ὑψηλοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας, οἵτινες ἀνέδειξαν αὐτὸν φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας ἀειλαμπέστατον, καὶ οἰκουμενικὸν τῆς εὐσεβείας διδάσκαλον. Καὶ ἤρχισεν ἀπὸ τῆς «Φιλοκαλίας», τὴν ὁποίαν ἀφοῦ διεξῆλθε, τακτοποιήσας ὅπου ἦτο ἀνάγκη τὰς ἐν αὐτῇ περιεχομένας πνευματικὰς καὶ ὑψηλὰς διδασκαλίας, συνέταξε γλαφυρῶς ἑκάστου Ὁσίου συγγραφέως ἐν συνόψει τὸν βίον, καὶ τῆς ὅλης βίβλου τὸ λαμπρὸν προοίμιον. Ἀκολούθως διορθώσας τὸν «Εὐεργετινόν», συντάξας καὶ αὐτοῦ τὸ θαυμάσιον προοίμιον, καὶ ἐν τέλει διόρθωσε καὶ ἐπλάτυνε τὸ «Περὶ συνεχοῦς Μεταλήψεως», ἅτινα παραλαβὼν ὁ Ἅγιος Μακάριος ἀπῆλθε πρὸς ἐκτύπωσιν εἰς Σμύρνην.
Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ὁ θεῖος Νικόδημος παρέμενεν εἰς Καρυάς, φιλοξενούμενος εἰς τὸ ἐκεῖ κελλίον τῆς Μεγίστης Λαύρας, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ κοινῶς ἐπωνομαζόμενον τῶν «Σκουρταίων», μετὰ τῶν ὁποίων καὶ συνεδέθη δι᾿ ἀῤῥήκτου ἐν Χριστῷ φιλίας καὶ ἀγάπης, ἔνθα ἐπὶ ἕν ἔτος ἀντέγραψε τὴν «Ἀλφαβηταλφάβητον», βιβλίου συγγραφὲν ὑπὸ Ὁσίου Μελετίου τοῦ Γαλησιώτου καὶ Ομολογητοῦ, καὶ περιέχων πνευματικὰ διδάγματα στιχηδόν, καὶ εἶτα ἐπανῆλθεν εἰς τὴν Μονήν αὐτοῦ.
Ἀγωνιζόμενος ὁ θεῖος Πατὴρ ἐν τῇ ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τὸ καλὸν τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς καὶ ἀσκήσεως ἀγῶνα, καὶ ἀναβάσεις καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἐν τῇ καρδίᾳ αυτοῦ ποιούμενος, ἤκουσε τὴν φήμην τῶν ἀρετῶν τοῦ Κοινοβιάρχου Παϊσίου τοῦ Ρώσσου5 , εὑρισκομένου εἰς Μπογδανίαν, (σημερινὴν Ῥουμανίαν), καὶ ἔχοντος ὑπὸ τὰς πνευματικὰς αὐτοῦ ὁδηγίας ὑπὲρ τοὺς χιλίους ἀδελφούς, τοὺς ὁποίους σὺν τοῖς ἄλλοις ἐδίδασκε καὶ τὴν νοερὰν προσευχήν, ἀπεφάσισε νὰ μεταβῇ ἐκεῖ, ὡς ἄκρος ἐραστὴς τῆς θεοποιοῦ ταύτης νοερᾶς προσευχῆς. Ἀλλ᾿ ἀποπλεύσαντες τοῦ Ἄθωνος κατελήφθησαν ὑπὸ σφοδρᾶς ἐν τῷ πελάγει τρικυμίας, κινδυνεύσαντες νὰ πνιγῶσι, καὶ ἠναγκάσθησαν νὰ ἀλλάξουν κατεύθυνσιν, μετὰ πολλοῦ δὲ κόπου προσήραξαν εἰς Θάσον, ἔνθα μετέβαλε σκοπόν. Ἐπανελθὼν δὲ εἰς Ἅγιον Ὄρος, δὲν μετέβη εἰς τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ἀλλὰ καταφλεγόμενος ὑπὸ τοῦ ἔρωτος τῆς ἡσυχίας πρὸς ἀπερίσπαστον μελέτην τῶν θείων Γραφῶν καὶ ἀδιάλειπτον καὶ ἀρρέμβαστον προσευχήν, ἦλθε προσωρινῶς εἰς τὸ κελλίον τῶν Σκουρταίων, μετὰ δὲ ταῦτα ἐγκατεστάθη ἔν τινι δωματίῳ ἡσύχῳ καὶ μεμονωμένῳ τοῦ Κελλίου «Ἅγιος Ἀθανάσιος», ὅπου καὶ ἡσύχασεν, ἐπιδιδόμενος εἰς πνευματικὰς μελέτας καὶ ἀδιαλείπτους προσευχάς, δι᾿ ὧν ἐλαμπρύνετο ὁ νοῦς του, καὶ ἐτρέφετο ἡ ψυχή του, καὶ ἐφαίνετο ὅλος θεοειδὴς καὶ πλήρης οὐρανίου γαλήνης καὶ χάριτος. Εἰς δὲ ὡρισμένας ὥρας τῆς ἡμέρας ἠσχολεῖτο εἰς ἀντιγραφὴν κωδίκων πρὸς πορισμὸν τῶν ἀπαραιτήτως χρειωδῶν τῆς ζωῆς. Ἐκεῖ συνέταξε τὰ ἰδιόμελα καὶ προσόμοια τροπάρια πρὸς πλουτισμὸν τῆς ᾀσματικῆς ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου, ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν ὁποίων ἐτιμᾶτο ὁ ναὸς τοῦ Κελλίου.
Μετὰ παρέλευσιν ὀλίγου καιροῦ ἦλθεν ἐκ Νάξου καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Σκήτην τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος (νῦν Καψάλαν) ὁ λίαν ἐνάρετος μοναχὸς Γέρων Ἀρσένιος ὁ Πελοποννήσιος, τὸν ὁποῖον ἐγνώρισεν ἐν Νάξῳ ὁ θεῖος Νικόδημος, καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ ὁποῖου ἤκουσε τὰ οὐράνια καὶ γλυκύτατα ῥήματα περὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καὶ ὅλος ἐτρώθη ἐξ αὐτῶν πρὸς τὰ κρείττονα χαρίσματα. Μαθὼν τὴν ἔλευσιν τούτου ὁ θεῖος Πατήρ, ἦλθεν εἰς τὴν Σκήτην τοῦ Παντοκράτορος, καὶ εὑρὼν τοῦτον, ἐγένετο ὑποτακτικὸς αὐτοῦ. Ἐνταῦθα, ἐν τῇ Ἱερᾷ ταῦτῃ Σκήτῃ, ἔστησεν ὁ ἀοίδιμος τὴν παλαίστραν τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, ἀποδυθεὶς εἰς τὸ μέγαν στάδιον τῆς ἡσυχίας, τὴν ὁποίαν τοσοῦτον ἐπόθει καὶ ὡς διψῶσα ἔλαφος ἐπεδίωκε νὰ εὕρῃ, πλὴν ἐπεσκέπτετο συχνῶς καὶ τῶν ἀγαπητῶν αὐτοῦ Σκουρταίων τὸ Κελλίον.
Ἐνταῦθα, ἐν τῇ ποθητῇ ἡσυχίᾳ, ὁ θεῖος Πατὴρ ἐπεδόθη ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς ἀγῶνας τῆς κατὰ Χριστὸν ἱερᾶς φιλοσοφίας, και «νυκτὸς καὶ ἡμέρας μελετῶν ἐν τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ» καὶ τὰς θεοπνεύστους Ἁγίας Γραφὰς καὶ τοὺς θεοσόφους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἐπληρώθη θείας ἀγαλλιάσεως καὶ ἔγνω μυστήρια Θεοῦ, ζῶν ὑπὲρ τὰ ὁρώμενα. Τίς νὰ διηγηθῇ τοὺς ἐνταῦθα καὶ ἀπ᾿ ἐντεῦθεν θείους ἀγῶνας καὶ καμάτους τοῦ μακαρίου Πατρός; Ἀρνησάμενος τελείως ἑαυτόν, καὶ λιπὼν πᾶσαν φροντίδα περὶ τὰ ὑλικά, ἐνέκρωσεν ὁλικῶς τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς διὰ τῆς συντόνου νηστείας, τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς, καὶ τῶν λοιπῶν κακουχιῶν τῆς ἐπιπόνου ἀσκητικῆς ζωῆς, καὶ ὅλος ἐλαμπρύνθη καὶ ἐφωτίσθη καὶ ἡγιάσθη διὰ τῆς μακαρίας ταύτης πολιτείας.
Ἐντεῦθεν ὡς ἄλλος θεόπτης Μωϋσῆς ἀνῆλθεν εἰς τὸ ὄρος τῶν ἀρετῶν καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν ὑπέρφωτον γνόφον τῆς ἐν Πνεύματι θεωρίας καὶ εἶδεν, ὡς ἦν ἀνθρώπῳ δυνατόν, τὸν ἀόρατον Θεόν, καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα καὶ ἐδέχθη τὸν ἐνυπόστατον τῆς χάριτος φωτισμὸν καὶ τὰς ἀΰλους ἐλλάμψεις καὶ ἐπιπνοίας τοῦ Παρακλήτου. Καὶ ἐθεώθη κατὰ μέθεξιν, καὶ ἐγένετο μακάριος καὶ θεοειδέστατος καὶ ἄγγελος μετὰ σώματος καὶ ἔνθους μύστης τῆς οὐρανίου γνώσεως καὶ ἐκφάντωρ ἀκριβέστατος τῆς ἐν πνεύματι ζωῆς, διαπορθμεύων καὶ σαφηνίζων ἡμῖν διὰ «τοῦ λόγου τῆς χάριτος» τοὺς καρποὺς καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτῆς, τῶν ὁποίων ἦτον πλήρης.
Πληρωθεὶς ἐντεῦθεν ὁ θεῖος Νικόδημος «χάριτος καὶ σοφίας», καὶ λαβὼν οὐρανόθεν τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας, ἀνεδείχθη φαεινότατος φωστὴρ τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέγας διδάσκαλος τοῦ Χριστιανικοῦ πληρώματος καὶ κράτιστος ἀντίπαλος πάσης αἱρέσεως καὶ ἑτεροδόξου διδαχῆς. Ὡς ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ τρυφῆς, κατὰ τὸν Δαβίδ, χειμάῤῥους, ἀνέβλυσεν ἐκ τοῦ μακαρίου του στόματος ὁ λόγος τῆς χάριτος καὶ οἱ ποταμοὶ τῆς διδασκαλίας, καταδροσίζοντες καὶ καταρδεύοντες τόσον τοὺς ἐν Ἁγίω Ὄρει μοναχούς, ὅσον καὶ τὴν λοιπὴν τοῦ Χριστοῦ Ἁγίαν Ἐκκλησίαν. Ἡ δὲ ἁγία του χεὶρ ἀνεδείχθη «κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου», συγγράψασα πλῆθος ἱερῶν συγγραμμάτων καὶ ἁγίων βιβλίων καὶ πλείστους πνευματικοὺς καὶ γλυκεῖς ὕμνους καὶ ᾀσματικὰς ἀκολουθίας εἰς διαφόρους Ἁγίους. Ὁλόκληρον βιβλιοθήκην ἀποτελοῦσι τὰ ἱερὰ αὐτοῦ συγγράμματα, θεολογικά, δογματικά, ἑρμηνευτικὰ καὶ ἠθικά, ἐν οἷς διαφαίνεται τὸ ὕψος καὶ τὸ βάθος τῆς παντοδαποῦς θείας καὶ ἀνθρωπίνης γνώσεως καὶ τὸ χῦμα τῆς οὐρανίου σοφίας. Μυρίους κόπους καὶ ἱδρῶτας κατέβαλεν ὁ θεοφόρος Νικόδημος, συγγράφων νύκτα καὶ ἡμέραν τὰς ἱεράς του διδαχάς, πρὸς ὠφέλειαν τοῦ πλησίον καὶ πλουτισμὸς τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν τοσοῦτον κατελάμπρυνε καὶ κατεκόσμησεν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις.
Κατὰ τὸ 1782 ὁ Γέρων Ἀρσένιος ἐκ τῆς Σκήτης τοῦ Παντοκράτορος, ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἀπέναντι τοῦ Ἄθω νησίδα Σκυροποῦλαν, τὸν ὁποῖον ἠκολούθησεν ὁ θεῖος Νικόδημος. Ἡ διαβίωσις ἐκεῖ ὑπῆρξε πλήρης δυσκολιῶν καὶ ταλαιπωριῶν. Ἐξ ἐπιστολῆς τὴν ὁποίαν ἔστειλεν ἐκεῖθεν εἰς τὸν ἐξάδελφόν του καὶ Ἐπίσκοπον Εὐρίπου Ἱερόθεον6 πληροφορούμεθα διὰ τὸ ἄγονον τῆς νήσου, ὅπου μόνον «ὄρνεα, αἱ γρῆες, ἰχθυοφάγα, αἰγιαλοῖς καὶ παραλίοις πέτραις ἐνδιατώμενα, νυκτινόμα καὶ φωνὴν άπηχῆ ἀφιέντα, τοῖς κλαυθμηρισμοῖς τῶν νηπίων προσεοικυῖαν» ἦσαν οἱ μόνοι σύντροφοι. Καὶ ἐκεῖ ἡ ζωή του ἦτον ἀγγελικὴ καὶ οὐράνιος. Ἔζη ὡς ἄσαρκος καὶ μόλις ἐπήρκει, ἐργαζόμενος σκληρῶς, εἰς τὰς στοιχειώδεις βιοτικὰς ἀνάγκας. Καὶ τοῦτο διότι προετίμησεν, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «τὸν ἐργατικὸν καὶ χειρωνακτικὸν βίον, δικελλίτης γεγονὼς καὶ σκαπανεύς, σπείρων, θερίζων καὶ καθ᾿ ἑκάστην καὶ τ᾿ ἄλλα πάντα ποιῶν, οἷς ἡ πολύμοχθος χαρακτηρίζεται τῶν ἐρημονήσων ζωὴ καὶ πολυειδὴς περιπέτεια». Ἐπὶ πλέον δὲ ἐκεῖ ἐστερεῖτο βιβλίων, ἀλλ᾿ ἔχαιρε «χαρὰν ἀνεκλάλητον καὶ δεδοξασμένην», ἐπιδιδόμενος εἰς τὴν ἀδιάλειπτον νοερὰν προσευχήν, δι᾿ ἧς κατηλλάμπετο ὁ νοῦς καὶ ἐδέχετο τὰς οὐρανίους ἀποκαλύψεις καὶ θείας μυήσεις τῆς ὑπερκοσμίου σοφίας.
Ἀλλὰ καίτοι ἐστερεῖτο πάντων, ζῶν ὡς ἄγγελος, καίτοι ἀποφεύγων πᾶσαν ἐπικοινωνίαν καὶ φροντίδα μετὰ τῶν ἔξω, δηλονότι τοῦ κόσμου, ὑπήκουσεν ὅμως εἰς τὴν παράκλησιν τοῦ ἐξαδέλφου του Ἱεροθέου, ἀποβλέπων εἰς τὴν ἐκ τούτου ὠφέλειαν, καὶ ἔγραψε, κατὰ μικρὰ διαλείμματα, «ἀπὸ τῆς σκαφῆς καὶ τοῦ χειρομύλωνος» θαυμάσιον πολυσέλιδον βιβλίον, πλῆρες σοφίας θείας καὶ ἀνθρωπίνης, κατωχυρωμένων διὰ πολλῶν μαρτυριῶν τόσον ἐκ τῶν θείων Πατέρων, ὅσον καὶ τῶν ἔξω σοφῶν, ὑπὸ τὸν τίτλον «Συμβουλευτικόν», καθὃ περιέχων συμβουλάς πρὸς ἀρχιερεῖς μὲν εἰδικώτερον, καὶ πρὸς πάντας τοὺς πιστοὺς γενικώτερον. Τὸ σοφὸν τοῦτο σύγγραμμα, ἐν ᾧ διαπραγματεύεται περὶ φυλακῆς αἰσθήσεων καὶ τοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον ἀγῶνος πρὸς τελειοποίησιν, δεικνύει ἐξαιρετικῶς τὴν πλουσίαν ἐκ Θεοῦ χάριν καὶ τὴν ἀπέραντον μνήμην τοῦ μεγάλου τούτου Πατρός, γράψαντος ἐν ἐρημονήσῳ, στερουμένου, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, καὶ αὐτῶν τῶν στοιχειωδῶν.
Ὁ ἴδιος θεῖος Πατὴρ χαριτολογῶν κάπως, ἔγραφε πρὸς τὸν Ἱερόθεον, ὅτι «κατὰ τὴν εἰκόνα τῶν ἀναμηρυκαζόντων ζώων... πάνθ᾿ ὅσα δι᾿ ἀναγνώσεως ἔφθη ἐντυπωθέντα τῷ, κατ᾿ Ἀριστοτέλην, ἀγράφῳ ἀβακίῳ τῆς ἐμῆς φαντασίας, καὶ κατὰ Πρόκλον, τοῖς ἱεροῖς σηκοῖς τοῦ ἐμοῦ νοός· ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τὸ τοῦ θείου Δαβίδ, «ἅπερ ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα θεῖα λόγια, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω», ταῦτα φημὶ (ὅσα δηλονότι τῷ προκειμένῳ σκοπῷ συνετέλου) ἀναπεμπάσας καὶ μνημονεύσας, κατὰ τὴν ὑπὸ τῶν Πλατωνικῶν καλουμένην ἀναζωγράφησιν, τῷ ῥυπώδει τουτωῒ Συμβουλευτικῷ ἐνεχάραξα». Διὰ νὰ τὸν ἀνακουφίσῃ ὀλίγον ἐκ τῶν στερήσεων τῆς ἐρημικῆς ζωῆς ὁ Ἱερόθεος τοῦ ἔστειλεν εἰς Σκυροποῦλαν τροφάς, ἐνδύματα καὶ σκεπάσματα, ἅτινα εὐχαρίστως ἐδέχθη ὁ θεῖος Πατήρ.
Κατὰ τὸ 17787 ἐπανῆλθεν εἰς Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔλαβε τὸ μέγα καὶ ἀγγελικὸν σχῆμα παρὰ τοῦ Ὁσιωτάτου Γέροντος Δαμασκηνοῦ Σταυρουδᾶ. Μετὰ πάροδον ὀλίγου καιροῦ ἐγκατεστάθη ὁριστικῶς εἰς ἀγορασθεῖσαν Καλύβην, εὑρισκομένην ἄνωθεν τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τοῦ Παντοκράτορος, τὴν λεγομένην τοῦ Θεωνᾶ. Ἐν αὐτῇ, μετὰ ἓν ἔτος, προσέλαβεν ὡς ὑποτακτικὸν τὸν συμπολίτην αὐτοῦ Ἰωάννην, μετονομασθέντα διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος Ἱερόθεον, ὅστις καὶ ὑπηρέτησεν αὐτὸν ἐπὶ ἓξ ἔτη. Ἡσυχάζων καὶ ἐργαζόμενος ἐκεῖ τὸ μέλι τῆς ἀρετῆς, καὶ καταλαμπόμενος ὑπὸ τοῦ φωτὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνέγραφε συνεχῶς καὶ ἐδίδασκε διὰ τῶν σοφῶν καὶ μελισταγῶν λόγων καὶ πνευματικῶν νουθεσιῶν τοὺς προσερχομένους ἀδελφούς, ἐκ τῶν ὁποίων πλεῖστοι κατῴκησαν εἰς τὰς πέριξ Καλύβας, διὰ νὰ βλέπουν τὸ χαρίεν αὐτοῦ πρόσωπον, καὶ ἀκούουν τὴν οὐράνιον διδασκαλίαν του· διότι ὡς ἐλκύει ὁ μαγνήτης τὸν σίδηρον, οὕτως εἵλκυε τοὺς πάντας ἡ ἐπανθοῦσα χάρις ἐν τῷ Ἁγίῳ Νικοδήμῳ.
Ἐκεῖ τῇ προτροπῇ τοῦ διὰ δευτέραν φορὰν ἐλθόντος εἰς Ἅγιον Ὄρος, ἐν ἔτει 1784, ἀγαπητοῦ του Μητροπολίτου Κορίνθου Ἁγίου Μακαρίου, διώρθωσε καὶ ἡτοίμασε πρὸς ἔκδοσιν τὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. Ἐπίσης συνέθεσε τὸ «Ἐξομολογητάριον», συνέλεξε καὶ ἐγκαλλώπισε τὸ «Θεοτοκάριον»· ὁμοίως τὸν «Ἀόρατον Πόλεμον», τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον» καὶ τὰ «Πνευματικὰ Γυμνάσματα». Βιβλία πλήρη χάριτος θείας καὶ οὐρανίου σοφίας, διδάσκοντα ἀποχὴν ἁμαρτίας καὶ εἰλικρινῆ μετάνοιαν, τοὺς ποικίλους τρόπους πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καθ᾿ ἡμῶν ἐπιθέσεων τοῦ ἐχθροῦ καὶ τὰς ἱερὰς γυμνασίας τῆς κατ᾿ εὐσέβειαν πολιτείας.
Κατ᾿αὐτὸν τὸν καιρόν, τῇ προτροπῇ τοῦ σοφοῦ διδασκάλου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου8 , διδάσκοντας τότε ἐν Θεσσαλονίκῃ, καὶ τοῦ Μητροπολίτου Ἡλιουπόλεως Λεοντίου, περισυνέλεξε ἐκ τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἡτοίμασε πρὸς ἔκδοσιν τὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «μετὰ πολλοῦ κόπου καὶ ἐν τρισὶν ὅλοις τεύχεσιν ἀπαρτίσας, καὶ πλείστοις σημειώσεσιν, ὡς ἔθος αὐτῷ, προσεπαυξήσας καὶ κατακαλλύνας ἀπέστειλεν εἰς Βιέννην διὰ νὰ τυπωθῶσιν εἰς τὸ τυπογραφεῖον τῶν ἀδελφῶν Μαρκίδου Πουλίου».
Δυστυχῶς ὅμως τὰ πολύτιμα αὐτὰ χειρόγραφα ἀπωλέσθησαν. Διότι τὸ τυπογραφεῖον αὐτὸ κατεστράφη καὶ διηρπάγη ὑπὸ τῶν Αὐστριακῶν, ἐξ αἰτίας μερικῶν ἐπαναστατικῶν προκηρύξεων, κατ᾿ ἄλλους μὲν τοῦ Ρήγα τοῦ Φερραίου, κατ᾿ ἄλλους δὲ τοῦ Ναπολέοντος πρὸς Ἕλληνας, αἱ ὁποῖαι εἶχον τυπωθεῖ ἐκεῖ. Μεταξὺ τῶν διαρπαγέντων ὑπὸ τῆς ἐξουσίας καὶ κατακρατηθέντων ἀντικειμένων ἦσαν καὶ τὰ χειρόγραφα τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου. Ὅταν δὲ ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ πρόκριτος Νάνος Καυταντζόγλου ἔμαθε παρὰ τῶν ἐν Βιέννῃ ὁμογενῶν τὴν ἀπώλειαν τῶν ἱερῶν τούτων συγγραμμάτων, τὴν κατέστησε γνωστὴν εἰς τὸν θεῖον Νικόδημον, ὁ ὁποῖος «κλαίων καὶ ὀδυρώμενος ὡς λέγει ὁ ῾παράδελφός᾿ του Εὐθύμιος, δὲν ἠθέλησε νὰ σταθῇ μίαν ὥραν εἰς τὴν καλύβα του». Ἀπῆλθε δὲ εἰς τὸ Κελλίον τῶν λίαν ἀγαπητῶν του ἀδελφῶν Σκουρταίων, διὰ νὰ εὕρῃ παρ᾿ αὐτῶν παρηγορίαν. Τοσοῦτον ἐλυπήθη ὁ μακάριος διὰ τὴν ἀπώλειαν τῶν ἐν λόγῳ θαυμαστῶν αὐτῶν συγγραμμάτων, ἀναλογιζόμενος οἵου καλοῦ θὰ ἐστεροῦντο οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί.
Μετὰ ταῦτα ἦλθεν εἰς Ἅγιον Ὄρος ὁ διδάσκαλος Ἱερομόναχος ἐκ Δημητσάνης Πελοποννήσου Ἀγάπιος9 , μετὰ τοῦ ὁποίου συμφωνήσας ὁ θεῖος Νικόδημος, ἀποβλέπων ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν ὠφέλειαν τοῦ πλησίον, ἤρχισε τὴν ἐργασίαν διὰ τὴν συστηματικὴν κατάταξιν καὶ ἑρμηνείαν τῶν Ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας Κανόνων, ἀπαραιτήτων πρὸς ὁδηγίαν καὶ φωτισμὸν τῶν ἱερωμένων ἀλλὰ καὶ παντὸς εὐσεβοῦς. Τὸ πολύτιμον αὐτὸ σύγγραμμα, τὸ ὁποῖον, βοηθούμενος καὶ ὑπὸ τοῦ ἀνωτέρω ἱεροδιδασκάλου Ἀγαπίου, μετὰ πολλῶν κόπων ἔφερεν εἰς πέρας, τὸ ὠνόμασε «Πηδάλιον» ὡς κυβερνὸν καὶ κατευθύνον τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι δὲ πεπλουτισμένον, πλὴν τῆς ἑρμηνείας ἑκάστου κανόνος, διὰ πλήθους σχολίων καὶ σημειώσεων, πρὸς ἀκριβῆ γνῶσιν τοῦ κανονικοῦ δικαίου καὶ τοῦ πνεύματος τῶν ἱερῶν κανόνων.
Ἀμέσως μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἔργου τούτου τὸ ἀπέστειλεν ὁ θεῖος Πατὴρ διὰ τοῦ Ἀγαπίου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ νὰ ἐγκριθῇ ὑπὸ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Μετὰ ἓν ἔτος ὁ Πατριάρχης Νεόφυτος10 , λαβὼν «τὴν καλὴν περὶ τοῦ βιβλίου μαρτυρίαν» καὶ παρὰ τῶν ἐν Χίῳ εὑρισκομένων Ἁγίου Μακαρίου Κορίνθου καὶ Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, πρὸς οὓς εἶχε στείλει τὸ βιβλίον, ζητῶν καὶ ἐκείνων τὴν ἔγκρισιν, ἔδωσε τὴν Συνοδικὴν ἔγκρισιν, καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τὸ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν θεῖον Νικόδημον. Ἀλλ᾿ οὗτος ὁ μακάριος, πάμπτωχος καθὼς ἦτο, δὲν ἠδύνατο ποτὲ νὰ ἐκδώσῃ τὸ Πηδάλιον, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὰ ἄλλα βιβλία του, ἔγινεν ἔρανος μεταξὺ τῶν Μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ τὰ συλλεγέντα χρήματα μετὰ τῶν χειρογράφων ἐδόθησαν εἰς τὸν Ἀρχιμανδίτην Θεοδώρητον τὸν ἐξ Ἰωαννίνων11 , παρακληθέντα νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν ἐκτύπωσιν τοῦ Πηδαλίου ἐν Βενετίᾳ.
Ἀλλ᾿ ἐδῶ νέα πικρία ἐπεφυλάσσετο διὰ τὸν ἱερώτατον ἄνδρα Ὅσιον Νικόδημον. Ὁ Θεοδώρητος ἀπεδείχθη, κατὰ τὸν χαρακτηρισμὸν τοῦ Εὐθυμίου, «δόλιος» καὶ «ψευδάδελφος». Διότι, ἐκ τῶν ἐπεξηγηματικῶν σημειωμάτων καὶ σχολίων τοῦ θείου Πατρὸς ἐν αὐτῷ πρὸς τοὺς κανόνας, ἄλλα μὲν αὐθαιρέτως ἀφῄρεσεν, ἄλλα ἠλλοίωσε, καί τινα ἰδικά του προσέθεσεν, εἰς ὑποστήριξιν πεπλανημένων δοξασιῶν καὶ ξένων καὶ ὀθνείων πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας φρονημάτων, παραποιήσας καὶ καταστρέψας τὸ ἔργον εἰς δεκαοκτὼ καὶ πλέον σημεῖα. Ὅταν ὁ ἱερὸς Νικόδημος εἶδε τὴν παραποίησιν καὶ διαστρέβλωσιν ταύτην, πρὸς βλάβην τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, κατεθλίβη καὶ ἐπικράνθη μεγάλως. Δὲν ἠδύνατο ἐκ τούτου νὰ εὕρῃ ἡσυχίαν, καὶ ἔλεγεν μετὰ δακρύων είς τοὺς ἀδελφικούς του φίλους Σκουρταίους, ὅτι τὸ «εἶχε κάλλιον πολλάκις νὰ τὸν ἐκτύπα (ὁ Θεοδώρητος) εἰς τὴν καρδίαν μὲ μάχαιραν, παρὰ νὰ προσθέσῃ ἢ ἀφαιρέσῃ εἰς τὸ βιβλίον του». Ἐλυπεῖτο ὁ μακάριος βαθύτατα, ἀναλογιζόμενος τὴν βλάβην καὶ τὸν σκανδαλισμόν, ὃν θὰ προεξένουν εἰς τὰς εὐσεβεῖς ψυχὰς αἱ ἑτεροδιδασκαλίαι αὗται εἰς ἓν τοιοῦτον κανονικὸν βιβλίον.
Μετὰ τὸ συμβὰν τοῦτο παρέμεινεν εἰς τὸ Κελλίον τῶν Σκουρταίων ἐπὶ δύο μῆνας, καὶ μετέπειτα ἐκοινοβίασεν εἰς τὸν Γέροντα Σίλβεστρον Καισαρέα, ἔχοντα τὸ Παντοκρατορινὸ Κελλίον «Ἅγιος Βασίλειος», ἔνθα καὶ συνέχισε τοὺς πνευματικοὺς αὐτοῦ ἀγῶνας καὶ τὴν γονιμωτάτην συγγραφικὴν ἐργασίαν. Ἐκεῖ συνέγραψε τὴν «Χρηστοήθειαν», βιβλίον διδακτικώτατον, διορθοῦν τὰ ἤθη τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν καὶ διδάσκον ἀποχὴν ἐκ πάσης πλάνης καὶ μαγείας καὶ γοητείας. Ἐπίσης διώρθωσε τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου. Μετ᾿ ὀλίγον καιρὸν ἀπεχώρησεν ἐκ τοῦ Κελλίου τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, λόγῳ δυσφορίας τοῦ ὑποτακτικοῦ τοῦ Γέροντος Σιλβέστρου, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Παντοκράτορος. Ἀλλ᾿ ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἐρημικῆς ζωῆς, δι᾿ ἧς ἠξιοῦτο ὑψηλῶν θεωριῶν, δὲν τὸν ἀφῆκεν ἐνταῦθα ἐπὶ πολύ. Ἀπεχώρησε τῆς Μονῆς Παντοκράτορος καὶ ἐγκατεστάθη εἰς μικρὰν ἡσυχαστικὴν Καλύβην, ἀπέναντι τοῦ Κελλίου τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ὅπου ἔζη ἀσκητικώτατα, ὡς ξένος καὶ πάροικος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ σαρκοφόρος ἄγγελος, συντηρούμενος ὑπὸ τῶν πνευματικῶν καὶ ἀγαπητῶν αὐτοῦ ἀδελφῶν Σκουρταίων.
Ἡ ἀσκητικὴ καὶ ἰσάγγελος αὕτη ζωὴ τοῦ Ὁσίου διδασκάλου καὶ μεγάλου Πατρὸς Νικοδήμου κατέπληττε τοὺς πάντας. «Ἡ ζωοτροφία του, λέγει ὁ παράδελφός του Εὐθύμιος, ποτὲ μὲν ἦτο ὀρύζιον νερόβραστον, ποτὲ δὲ νερόμελον· τὸν δὲ περισσότερον καιρὸν ἐλαίας καὶ μουσκεμένα κουκιὰ ἦτο τὸ προσφάγιόν του. Καὶ ὅποτε τοῦ ἐτύγχανον ὀψάρια, τὰ ἔδιδε κανενὸς γειτόνου του καὶ τὰ ἐμαγείρευε καὶ ἔτρωγον μαζί. Ὁμοίως καὶ οἱ γείτονές του, ἠξεύροντες ὅτι δὲν μαγειρεύει, πολλάκις τοῦ ἐπήγαινον μαγείρευμα».
Οἱ ἀδελφοὶ Σκουρταίοι βλέποντες τὴν σκληροτάτην ζωήν του, ἐν τῇ ὁποίᾳ κατεπονεῖτο ἀγωνιζόμενος καὶ συγγράφων, συχνάκις τὸν ἐκάλουν νὰ συμφάγει μετ᾿ αὐτῶν, πρὸς ἀνακούφισιν τοῦ καταπεπονημένου σώματός του. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ φαγητοῦ, ὁσάκις ἠρωτᾶτο ἐπὶ πνευματικῶν ζητημάτων, «ἤρχιζε νὰ λέγῃ, καὶ ἀπὸ τὸ λέγειν ἀλησμονοῦσε τὴν πεῖναν, ὥστε ὅπου πολλὰς φορὰς τὸν ἐπρόσταζεν ὁ μακαρίτης γέροντάς μας νὰ σιωπήσῃ διὰ νὰ φάγῃ». Τόσον ἦτον θεόληπτος καὶ θεοφορούμενος, καὶ τόσον πολὺ ηὐφραίνετο ἡ καρδία του εἰς τὴν μελέτην καὶ ἀνάλυσιν τῶν θείων λόγων.
Ἐν ταύτῃ τῇ καλύβῃ ἐκάθηρε καὶ ἐκαλλώπισε τὸ «Εὐχολόγιον», τὸ δεύτερον «Ἐξομολογητάριον», ἡρμήνευσε τὰς δεκατέσσαρας Ἐπιστολὰς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου καὶ τὰς ἑπτὰ «Καθολικὰς», μετέφρασε καὶ ἐσχολίασε τὴν «Ἑρμηνείαν τῶν Ψαλμῶν» Εὐθυμίου τοῦ Ζυγαδηνοῦ, καὶ τὰς ἐννέα ᾨδάς, ὀνομάσας τὸ βιβλίον «Κῆπον τῶν χαρίτων». Ἔργα ὀγκωδέστατα περιέχοντα θησαυρὸν θεολογικῶν νοημάτων καὶ ἠθικῶν διδαγμάτων καὶ παντοδαπῆ διδασκαλίαν εὐσεβείας, τὰ ὁποῖα μελετῶν πᾶς εὐσεβὴς καρποῦται βελτίωσιν ζωῆς καὶ ἀληθῆ φωτισμόν.
Ἀλλὰ τί νὰ εἴπωμεν περὶ τῶν πειρασμῶν καὶ διωγμῶν καὶ συκοφαντιῶν τὰς ὁποίας ὑπέστη ὁ μέγας οὗτος τῆς Ἐκκλησίας φωστήρ; Ἀγωνιζόμενος τὸν καλὸν τῆς ἀρετῆς ἀγῶνα, καὶ συγγράφων τῇ ὁδηγίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὰ ἱερά του βιβλία, ποικιλοτρόπως ἐφθονήθη καὶ ἐπειράσθη τόσον ὑπὸ ἀπαιδεύτων καὶ ἀμαθῶν ἀνθρώπων, ὅσον καὶ ὑπὸ τῶν νοητῶν ἐχθρῶν. Καὶ περὶ μὲν τῶν ἀπαιδεύτων καὶ ἀμαθῶν ἀδελφῶν οὐδεὶς λόγος, διότι ὁ θεῖος Πατὴρ ἐθεώρει αὐτοὺς ὡς γνησίους ἀδελφοὺς καὶ μεγάλους εὐεργέτας, ὑπομένων τὰ πάντα καὶ συγχωρῶν ἐκ καρδίας. Οἱ δὲ νοητοὶ ἐχθροὶ μὴ δυνάμενοι νὰ πειράξουν αὐτὸν κατὰ ἄλλον τρόπον, ὅταν ἠγρύπνει καὶ ἔγγραφεν, ἤρχοντο ἔξωθεν τοῦ παραθύρου τοῦ κελλίου του καὶ ἐψιθύριζον καὶ ἐθορύβουν, ἀλλ᾿ οὗτος ἐνδεδυμένος τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, οὐδεμίαν σημασίαν ἔδιδε, πολλάκις δὲ ἐγέλα εἰς τὰς ἀνοήτους καὶ ἀηδεῖς αὐτῶν πράξεις.
Ἐν μίᾳ δὲ νυκτὶ εὑρισκόμενος ἀκόμη εἰς Σκυροποῦλαν, ἤκουσε ψιθυρισμοὺς ἔξω τῆς καλύβης του μετὰ κρότου δυνατοῦ, νομίσας ὅτι κατέπεσε τοῖχός τις εὑρισκόμενος πλησίον τῆς καλύβης, ἀλλὰ τὴν πρωΐα εὕρεν αὐτὸν ὡς ἦτον πρότερον. Καὶ ἐνταῦθα πολλάκις τὰ ὅμοια τῷ συνέβαινον. Ποτὲ ἠθέλησεν νὰ ἀκούσῃ τί λέγουν, καὶ ἤκουσε τὴν φωνήν: «αὐτός ὁ γράψας». Ἐνίοτε δὲ ἐκτύπων κατ᾿ ἐπανάληψιν τὴν θύραν τῆς Καλύβης. Ὅταν ἐξήγει τὸν 34ο ψαλμὸν εἰς τὸν στίχον: «Γενηθήτω ἡ ὁδὸς αὐτῶν σκότος καὶ ὀλίσθημα, καὶ Ἄγγελος Κυρίου καταδιώκων αὐτούς», προεξένησαν τόσον κρότον καὶ θόρυβον, ὥστε ἐνόμισε ὅτι διῆλθεν ἐκ τῆς Καλύβης του στρατὸς πολὺς μετὰ πατάγου, καὶ ὅτι κατέπεσεν ὁ ἐκεῖ πλησίον εὑρισκόμενος τοῖχος. Ἀλλὰ ταῦτα πάντα ἦσαν κατὰ φαντασίαν, πρὸς ἐκφοβισμὸν τοῦ θείου καὶ μακαρίου Πατρός. Ἀλλ᾿ οὗτος, ὅστις πρότερον ἦτον τόσον δειλός, ὡς λέγεις ὁ ῥηθεὶς Εὐθύμιος, ὥστε ὅταν ἐκοιμᾶτο εἰς τὸ Κελλίον αὐτῶν ἄφηνε τὴν θύραν τοῦ δωματίου ἀνοικτὴν διὰ νὰ λαμβάνῃ ἰσχὺν τρόπον τινὰ ἐκ τῶν παρακειμένων ἀδελφῶν, ὅταν ἐξῆλθεν εἰς τὴν ἡσυχίαν του τόσον ἠνδρειώθη καὶ ἐνεδυναμώθη ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου, ὥστε πάντα ταῦτα καὶ πᾶσαν ἄλλην μανιώδη τοῦ ἐχθροῦ ἐπίθεσιν ἐθεώρει ὡς ἀθύρματα καὶ «βέλη νηπίων».
Τοιουτοτρόπως διήνυε τὸν ἀνάντη ἀλλὰ καλλιστέφανον τῆς ἀσκήσεως ἀγῶνα ὁ τρισαριστεὺς μέγας Νικόδημος, ἀντιμετωπίζων πλείστας δυσχερείας καὶ ποικίλους πειρασμούς, ἐν οἷς ἐδοκιμάσθη «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ» καὶ ἔλλαμψεν ὑπὲρ ἤλιον ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἴσως πρὸς περισσότερον ἀνετον ἐπίδοσιν εἰς τὰς συγγραφάς του, καὶ μελέτην τῶν εἰς διαφόρους Μονὰς ἀποκειμένων χειρογράφων κωδίκων, ἴσως καὶ διὰ νὰ μὴ ἐπιβαρύνῃ τὰ αὐτὰ συνεχῶς πρόσωπα μὲ τὴν λιτοτάτην ἀσκητικὴν συντήρησίν του, πιθανὸν δὲ καὶ διότι προσεκαλεῖτο καὶ παρ᾿ ἄλλων ἀδελφῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἤλλαξεν ἐπανειλημμένως τόπον παραμονῆς. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ ἠγωνίσθη ὡς καὶ πρότερον ὑπερανθρώπως, γράφων καὶ κινούμενος ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι αὐτὸν Χριστῷ καὶ λέγων μετὰ Παύλου: «Ζῶ οὐκέτι ἐγῶ, ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ἑπτὰ ἔτη πρὸς τῆς μακαρίας μεταστάσεώς του εἶχεν ὡς ἀντιγραφέα τῶν ἔργων του τὸν μοναχὸν Κύριλλον, ἀδελφὸν τὸ πρῶτον τῆς ἐν Εὐρυτανίᾳ Μονῆς Προυσοῦ, καὶ ἐπὶ δεκαεννέα ἔτη ἱερομόναχον ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Εἰς κτηματολόγιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσοῦ, εἰς τὴν σελίδα 925, ὁ ἐν λόγῳ ἱερομόναχος Κύριλλος γράφει τὰ ἑξῆς: «Ἐκ τῶν δέκα ἐννέα ἐτῶν, ὅπου κατὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἡσύχαζον, ἑπτὰ ἔτη ἐξ αὐτῶν διῆλθον ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν τοῦ ἀοιδίμου τούτου ἀνδρός, καλλιγραφίᾳ χρώμενος, ὅθεν καὶ τῶν αὐτοῦ ποιημάτων τὰ πλεῖστα ἰδίαις χερσὶ καλλιέγραψα». Παραθέτει δὲ κατάλογον δέκα ἑπτὰ ἐκδεδομένων ἔργων τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, καὶ πεντήκοντα ὀκτὼ ἀνεκδότων, διὰ τὰ ὁποῖα λέγει: «ταῦτα εἰσιν ἅπερ ἰδίοις ὄμμασιν εἶδον, καὶ διὰ τῆς ἐπιταγῆς τοῦ ἰδίου ἀνδρὸς ἀντέγραψα... ͵αωιε´ μαρτ. η´ ἐν Πυρσῷ».
Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς σοφίας τοῦ μεγάλου τούτου Πατρὸς ἐξῆλθε ταχέως καὶ διεδόθη πανταχοῦ, καὶ πλεῖστοι πανταχόθεν ἔχοντες πνευματικὴν ἀνάγκην συνέρρεον πρὸς αὐτόν, διὰ νὰ εὕρωσιν ψυχικὴν παρηγορίαν, ὡς διηγεῖται ὁ παράδελφός του Εὐθύμιος, «ὅλοι οἱ πληγωμένοι ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἄφησαν τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πνευματικούς, καὶ ὅλοι ἔτρεχον εἰς τὸν ῥακενδύτην Νικόδημον, διὰ νὰ εὕρουν τὴν ἰατρείαν τους καὶ παραμυθίαν τῶν θλιψεών τους, οὐ μόνον ἀπὸ τὰ μοναστήρια καὶ σκήτες καὶ κελλία, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ χριστιανοὶ ἤρχοντο ἀπὸ διαφόρους χώρας, νὰ ἰδοῦν καὶ παρηγορηθοῦν εἰς τὰς θλίψεις των ἀπὸ τὸν Νικόδημον».
Ἡ συνεχὴς ὅμως καὶ γόνιμος αὕτη ἐργασία, ἡ ἔντονος ἐξάλλου ἐπιθυμία του νὰ καθοδηγῇ διὰ πνευματικῶν συνομιλιῶν καὶ συμβουλῶν καὶ παραινέσεων τόσον τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅσον καὶ τοὺς ἔξωθεν πανταχόθεν συρρέοντας Χριστιανούς, καὶ ἐπὶ τούτοις ἡ σύντονος δι᾿ ἀεννάων προσευχῶν, ἀγρυπνιῶν καὶ λοιπῶν ἀσκητικῶν καμάτων ἐπίδοσίς του ἐν τῇ μακαρίᾳ κατὰ Χριστὸν ζωῇ, ἔκαμψαν τὴν ἀντοχὴν τοῦ σώματός του καὶ ἐκλόνισαν τὴν ὑγείαν του, ὁπότε ἠναγκάσθη νὰ καταφύγῃ εἰς τὸ Κελλίον τοῦ ζωγράφου Κυπριανοῦ. Ἐνταῦθα παρ᾿ ὅλους τοὺς κόπους καὶ τὰς ἀσθενείας του σώματός του, ἐξηκολούθει τοὺς τιμίους ἀγῶνας ὡς καλὸς τῆς ἀληθείας ἀγωνιστής, ἄνω ἔχων τὸ φρόνημα καὶ τὰ ἄνω ποθῶν καὶ ζητῶν νύκτα καὶ ἡμέραν. Καὶ κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς μακαρίας ζωῆς του συνέταξε τὸν τρίτομον «Συναξαριστὴν», ἡρμήνευσε καὶ ἀνέλυσε εἰς ὀγκῶδες θεολογικώτατον βιβλίον, «Ἑορτοδρόμιον» ἐπικαλούμενον, τοὺς ᾀσματικοὺς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητοριῶν ἑορτῶν, ἐπίσης καὶ εἰς ἄλλον βιβλίον ἐπιγραφόμενον «Νέα Κλίμαξ» τοὺς ἀναβαθμοὺς τῆς Ὀκτωήχου. Ἔργα θαυμαστὰ καὶ ὡς εἰπεῖν «θεοπαράδοτα», ἀποπνέοντα τὴν μυστικὴν εὐωδίαν τῆς πολυποικίλου σοφίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὁποίας ἔμψυχον θησαυροφυλάκιον ὕπήρχεν. Ἐν τέλει συνέταξεν «Ὁμολογίαν τῆς ἑαυτοῦ πίστεως» εἰς ἀναίρεσιν ἀνευλαβῶν καὶ ἀσυστάτων κατηγοριῶν, αἱ ὁποῖαι εἶχον διατυπωθῇ ὑπό τινων φθονερῶν καὶ κακοβούλων μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατὰ τοῦ μεγίστου τούτου ἐν ἀρετῇ καὶ περιβλέπτου ἐν σοφίᾳ.
Ἀλλὰ τίς νὰ διηγηθῇ τὰς διαβολάς, τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ μακαρίου Νικοδήμου ὑπὲρ τῶν ὑγιῶν καὶ ἀληθῶν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν παραδόσεων; Ὑπὲρ αὐτῶν ἠγωνίσθη καρτεροψύχως, καταβαλλὼν πᾶσαν προσπάθειαν διὰ τὴν τήρησιν αὐτῶν, καὶ μάλιστα διὰ τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων τῶν τεθνεώτων κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου12 , καθὼς ὥρισεν ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία, καὶ διὰ τὴν ἀναζωογόνησιν μίας ἀληθοὺς πνευματικῆς ζωῆς μεταξὺ τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τοῦ λοιποῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Λόγῳ τούτου κατεδιώχθη ἀμειλίκτως ὁ δίκαιος ὑπὸ «ψευδαδέλφων» ὑποκρινομένων εὐλαβειαν, καὶ ἐσυκοφαντήθη ἀπηνῶς «ὑπὸ χειλέων ἀδίκων λαλούντων ἀδικίαν ἐν ὑπερηφανίᾳ καὶ ἐξουδενώσει», ὡς οἱ μεγάλοι τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν Πατέρες Ἅγιος Ἀθανάσιος, Ἅγιος Χρυσόστομος, Ἅγιος Φώτιος, τῶν ὁποίων μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς καὶ κατὰ τὸν λόγον ἐφάμιλλος ἐτύγχανε. Τότε διὰ τὴν συνείδησιν τῶν ἀπλουστέρων ἀδελφῶν ἠναγκάσθη νὰ γράψῃ τήν, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, «Ὁμολογίαν», ἡ δὲ Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὑπεραμυνομένη τῆς ἀθωότητος καὶ δικαιοσύνης τοῦ μεγάλου διδασκάλου, ἐξέδωκεν ἐγκύκλιον ἐπιστολήν, σφοδρῶς ἐλέγχουσα καὶ ἐπιτημῶσα τοὺς τὰ ζιζάνια σπείροντας ἐν τῷ νοητῷ τῆς Ἐκκλησίας ἀγρῷ.
Ὅλη ἡ ἀγία ζωὴ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἠναλώθη εἰς ὑψηλοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας καὶ εἰς συγγραφὴν ἱερῶν βιβλίων. Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἐνῴκει εἰς τὴν καθαρὰν καρδίαν του, ἔρρεε και ἐχύνετο ἄφθονος ἐκ τοῦ στόματός του, ὡς ἀπὸ πηγῆς πλουσίας, εὐφραίνουσα πάντας. Μίαν καὶ μόνην φροντίδα καὶ ἔννοιαν ἔσχε καθ᾿ ὅλην τὴν ὁσίαν ζωήν του, τὴν ἐξυπηρέτησιν τοῦ θείου θελήματος καὶ τὴν ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. Καὶ εἰς ἀμφότερα ἀνεδείχθη καθ᾿ ὅλα ἀπαράμιλλος, καὶ τῶν πάλαι Ἁγίων ἰσοστάσιος καὶ χαρακτήρ. Ἐδέχθη παρὰ Κυρίου τὸ τάλαντον, καὶ ηὔξησεν αύτὸ μυριοπλασίως, ὡς εὐγνώμων δοῦλος καὶ πιστὸς θεράπων. Ἔζησεν ὡς ἄγγελος καὶ ὑπῆρξεν ὅσιος καὶ ἅγιος, καὶ θεόσοφος θεολόγος, ταμεῖον ἀκένωτον τοῦ Παρακλήτου, θεοειδὴς και φωτεινὸς πνευματικὸς σύμβουλος ἀπὸ τοῦ Πατριάρχου μέχρι τοῦ ἀπλουστέρου πιστοῦ, ἀκτινοβολῶν τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ, δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μέγα καύχημα τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους. Ἦτον τὸν τρόπον ἁπλοῦς καὶ ἀνεξίκακος, τὸ ἦθος γλυκὺς καὶ χαρίης, ἀκτήμων, πρᾶος καὶ ταπεινότατος. Ἡ ταπείνωσίς του ἦτον βαθυτάτη ἔργῳ καὶ λόγῳ. Ὁσάκις ὁμιλεῖ περὶν αὐτοῦ λέγει, «Ἔγὼ εἰμὶ τὸ ἔκτρωμα», «Ἐγὼ εἰμι ὁ τεθνηκὼς κύων», «Ἐγὼ είμι τὸ οὐδέν», «ὁ κεγχριαῖος», «ὁ ἄσοφος, ὁ ἀπαίδευτος». Ἀντὶ ὑποδημάτων ἔφερεν πάντοτε «τσαρούχια». Δὲν εἶχεν δεύτερον ῥάσον, ἀλλ᾿ οὔτε μόνιμον, ὡς ἀνωτέρω εἴδομεν κατοικίαν. Κατοικία τοῦ θεοφόρου διδασκάλου ἦτο ὅλον τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐξ οὗ ἔλαβεν καὶ τὴν κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπωνυμίαν Ἁγιορείτης.
Διανύων τὸ τελευταῖον στάδιον τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, καὶ αἰσθανόμενος τὸν ἑαυτόν του περισσότερον καταβεβλημένον, ἐπανῆλθε εἰς τὸ Κελλίον τῶν ἀγαπητῶν του Σκουρταίων, ὅπου καὶ ἐδέχθη τὰς ἀδελφικὰς ἐκείνων περιποιήσεις. Ἤγγιζε πλέον ἡ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἀποδημία αὐτοῦ, διότι ἡ ὑγεία του, λόγῳ τῶν πολλῶν κόπων, εἶχε κλονισθῆ ἀνεπανορθώτως. Ὁ ὀργανισμὸς εἶχεν ἐξαντληθῆ. Οἱ ὀδοντές του εἶχον πέσει. Ἡ ἀκοή του εἶχε γίνει βαρεῖα. Μετὰ δυσκολίας ἐκινεῖτο. Τὴν 5ην Ἰουλίου τοῦ 1809 ἐπεσκέφθη χάριν ἀναψυχῆς τὴ Ἱερὰν Μονὴν Κουτλουμουσίου. Οἱ Πατέρες περιχαρεῖς ἐδέχθησαν τὸν θεῖον διδάσκαλον, καὶ περὶ τὴν ἑσπέραν ἀπερχόμενον ἀπεχαιρέτησαν αὐτὸν μετὰ σεβασμοῦ καὶ πολλῆς εὐλαβείας, προπέμψαντες εἰς τὸ Κελλίον τῶν Σκουρταίων, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι πάλιν θὰ τὸν ἔβλεπον εἰς τὴν Μονήν των.
Ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπανεῖδον ἐκεῖ. Διότι, κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς ἡμέρας, καθὼς κατήρχετο τοῦ ἡμιόνου ἔξω τοῦ Κελλίου, προσεβλήθη ὑπὸ ἡμιπληγίας. Καὶ, ὅπως διηγεῖται ὁ Εὐθύμιος, «ἐπιάσθη ἡ δεξιά του χείρ, τὴν δὲ ἄλλην ἡμέραν ἐπιάσθη ἡ γλῶσσά του, καὶ βρέχων αὐτὴν μὲ τὸ νερὸ ὡμίλει ὀλίγον καὶ μετ᾿ ὀλίγον πάλιν ἐπιάνετο». Προῃσθάνετο ὁ θεῖος Πατὴρ ὅτι ἐγγίζει πλέον τὸ ποθητὸν τέλος καὶ ἔχαιρε, διότι καὶ αὐτός, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ θεηγόρου Παῦλου, «ἐπεθύμει ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι».
Προετοιμαζόμενος διὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν ὁ θεῖος Πατήρ, ἔκαμε γενικὴν ἐξομολόγησιν, ἐζήτησε καὶ ἐτέλεσεν Εὐχέλαιον, καὶ καθημερινῶς μετεῖχε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τὴν 13ην Ἰουλίου ἐβάρυνε ἀκόμη περισσότερον ἡ κατάστασίς του. Μὲ μόλις ἀκουομένη φωνὴν ἀπήυθυνε, μὲ μικρὰς διαλείψεις, θερμὴν προσευχὴν πρὸς τὸν Χριστόν, εἰπὼν εἰς τοὺς παρεστῶτας ἀδελφούς: «Δὲν ἠμπορῷ, πατέρες μου, νὰ προσευχηθῶ νοερῶς, καὶ προσεύχομαι μὲ τὸ στόμα». Ηὐχαρίστει συνεχῶς τοὺς ἀδελφοὺς διὰ τὴν ἀγάπην καὶ τοὺς κόπους, εἰς τοὺς ὁποίους εἶχον ὑποβληθῆ καὶ ὑπεβάλλοντο δι᾿αὐτόν. Κρατῶν δὲ εἰς τὰς ὁσίας χεῖράς του τὰ τίμια λείψανα τοῦ Ἁγίου Μακαρίου Κορίνθου καὶ τοῦ Ὁσίου Ἱερομονάχου Παρθενίου Σκούρτα ἐψιθύριζε: «Σεῖς ἤλθατε εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀνεπαύεσθε διὰ τὰς ἀρετὰς ὅπου ἐκατορθώσατε εἰς τὴν γῆν, καὶ ἤδη κατατρυφᾶτε τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου μας, καὶ ἐγὼ πάσχω ἐξ ἁμαρτιῶν μου. Διό, παρακαλῶ σας, πατέρες μου, ἱκετεύσατε τὸν Κύριόν μας, νὰ ἐλεήσῃ καὶ ἐμὲ καὶ νὰ μὲ ἀξιώσῃ αὐτοῦ, ὅπου εἶσθε σεῖς».
Τοιουτοτρόπως διῆλθεν ὁλόκληρον τὴν ἡμέραν. Τὴν νύκτα ἐβάρυνε περισσότερον. Ἐζήτησε καὶ ἐκοινώνησε πάλιν. Ἐσταύρωσε τότε τὰς χεῖρας, ἥπλωσε τοὺς πόδας, ἠρέμησε πλήρως, καὶ συνεχῶς προσηύχετο, εἰς ἐρώτησιν δὲ τῶν παρισταμένων ἀδελφῶν: «Διδάσκαλε, ἡσυχάζεις;» ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Τὸν Χριστὸν ἔβαλα μέσα μου, καὶ πῶς νὰ μὴ ἡσυχάσω;».
Περιστοιχιζόμενος ὑπὸ ἀγαπητῶν ἀδελφῶν, τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ συνεχῶς φανταζόμενος, καὶ ἐν ὑπερτάτῃ γαλήνῃ, τῇ 14ῃ Ἰουλίου, ἡμέρᾳ Τετάρτῃ τοῦ ἔτους 1809, ἐν ἡλικίᾳ 60 ἐτῶν, παρέδωκεν τὴν μακαρίαν αὐτοῦ ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος, τὸν ὁποῖον ἐκ νεότητος ἠγάπησεν, καὶ ὁλόκληρον ἑαυτὸν ἀφιέρωσε. Καὶ, ὅπως πάλιν ἱστορεῖ ὁ Εὐθύμιος: «ἀνατέλλοντος τοῦ ἡλίου εὶς τὴν γῆν ἐβασίλευσεν ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔλειψεν ὁ στῦλος ὁ ὁδηγῶν τὸν νέον Ἰσραὴλ εἰς τὴν εὐσέβειαν, ἐκρύφθη ἡ νεφέλη ἡ δροσίζουσα τοὺς τηκομένους τῷ καύσωνι τῶν ἁμαρτιῶν, ἐπένθησαν οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ καὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἐκ τῶν ὁποίων εἷς Χριστιανός, ἂν καὶ ἀγράμματος, εἶπεν τοιοῦτον λόγον: ῾Πατέρες μου, καλλίτερον ἦτον νὰ ἀπέθνησκον σήμερον χίλιοι Χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος᾿».
Τὸ πανόλβιον σῶμα τοῦ θεοφόρου Πατρὸς καὶ ἁγίου διδασκάλου ἐτάφη εἰς τὸ ἐν Καρυαῖς Λαυριωτικὸν Κελλίον τῶν Σκουρταίων, ἔνθα ὁσίως ἐκοιμήθη. Ἐνταῦθα ἐν τῷ αὐτῷ Κελλίῳ, φυλάσσεται ἤδη εὐλαβῶς ἡ τιμία κάρα του, θείαν εὐωδίαν ἁγιότητος ἀποπνεύουσα, καὶ ἁγιάζουσα τοὺς μετὰ πίστεως προσκυνοῦντας αὐτήν.
Μεγάλως ἐλύπησεν τοὺς πάντας ὁ θάνατος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, τόσον τοὺς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Μοναχούς, ὅσον καὶ τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ εὐσεβεῖς Χριστιανούς, καὶ πάντες ἐθρήνησαν τὴν μετάστασιν αὐτοῦ, διότι ἦτο κοινὸς ἁπάντων διδάσκαλος καὶ παρήγορος, καὶ μάλιστα κατὰ τοὺς χαλεποὺς καὶ ζοφεροὺς τῆς δουλείας χρόνους. Ἀλλ᾿ ἡ μακαρία αὐτοῦ ψυχὴ συνηριθμήθη μετὰ τῶν Ὁσίων καὶ θεολόγων καὶ διδασκάλων καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, ὡς Ὁσίου καὶ θεολόγουν καὶ διδασκάλου καὶ Ἁγίου. Καὶ ἤδη ἀπολαύων τῆς αἰωνίου χαρᾶς ἐν τῷ φωτὶ τῆς δόξης τοῦ Κυρίου, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν πρωτοτόκων, ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων, βλέπει ἀνακεκαλυμμένως, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἅπερ πρότερον ἐν ἐσόπτρῳ καὶ αἰνίγμασι καὶ σκιαῖς ἑώρα, καὶ θεοῦται κατὰ θείαν μέθεξιν, καὶ πρεσβεύει πάντοτε ὑπὲρ τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους καὶ παντὸς Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ πληρώματος, ὡς συμπαθέστατος πάντων πατὴρ καὶ διδάσκαλος.
Ἀλλ᾿ ὦ Πάτερ μου Πάτερ, θεόπνευστε καὶ οἰκουμενικὲ τῆς ἀληθείας διδάσκαλε, ἐξαίρρτον τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους καύχημα, φαεινότατε ἑωσφόρε τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, πανόσιε καὶ πανάγιε Νικόδημε· δίδου ἡμῖν φωτισμὸν ταῖς πρεσβείαις σου πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ θείου θελήματος· κατεύθυνον τὰ διαβήματα ἡμῶν πρὸς τὰς τρίβους τῆς ἐναρέτου ζωῆς· ἐπισκίασον ἡμᾶς τῇ χάριτί σου, καὶ συνέτισον ἡμῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς θεοσόφους διδαχάς σου, ἵνα ἐν αὐταῖς εὕρωμεν μετάνοιαν, ἴασιν, χαράν, εἰρήνην, χρηστότητα, ἀγαθωσύνην, πραότητα, ἀγάπην, καὶ εἴτι ἀγαθὸν καὶ καλὸν καὶ σωτήριον, καὶ ἐν τέλει ζωὴν αἰώνιον, οἱ εἰλικρινῶς ἀγαπῶντές σε καὶ καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καὶ ὥραν ἐπικαλούμενοι τὴν πατρικήν σου χάριν καὶ βοήθειαν. Καὶ πρέσβευε πάντοτε πρὸς Κύριον ὑπὲρ πάντων ἡμῶν. Ἀμήν.
Δίστιχον.Δίδου τὴν χάριν σου Νικόδημε Πάτερ |
Ὑποσημειώσεις:
1. Ἡ εἰς Ἅγιον ἀνακήρυξις τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου ἔγινε τὴν 31 Μαΐου 1955. Ὁ βίος ποὺ παραθέτουμε συνεγράφη ὑπὸ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Γερασίμου μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, Ὑμνογράφου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος συνέθεσε καὶ πλήρη ᾀσματικὴ ἀκολουθία στὸν Ἅγιο. Ἐνταῦθα, ἐκφράζουμε θερμὲς εὐχαριστίες στὴ συνοδεία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος, ἡ ὁποία μᾶς ἐχορήγησε τὴ σχετικὴ ἄδεια δημοσιεύσεως τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου.
2. Εὐαγγελικὴ Σχολή: Λαμπρὸ μορφωτικὸ ἴδρυμα τῆς Ἐλληνικῆς κοινότητος Σμύρνης. Ἱδρύθη τὸ 1717 ὡς μικρὴ Σχολὴ μὲ τὸ ὄνομα «Σχολεῖον τοῦ Χριστοῦ» μὲ διευθυντὴ τὸν Ἰθακήσιο μοναχὸ Ἱερόθεο Βουλισμᾶ (Δενδρινό). Τὸ 1733 ἔγινε κοινοτικὴ σχολὴ καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΘ´ αἰῶνα, ἀφοῦ πῆρε διάφορες ὀνομασίες, τέλος ὀνομάστηκε «Ἐυαγγελικὴ Σχολή» καὶ ἔτσι ἔμεινε γνωστή. Ἔκτοτε μὲ κληροδοτήματα ἀναπτύχθηκε τόσο, ὥστε τὸ ὄνομά της ἀναφερόταν μαζὶ μὲ τὸ ὄνομα τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει «Μεγάλης τοῦ γένους Σχολῆς», καθότι συναγωνίζονταν ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπιστικὴ καὶ ἐθνικὴ δράση, καθὼς καὶ τὰ ἐξαιρετικὰ μορφωτικὰ ἀποτελέσματα. Ἡ Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τελοῦσε ὑπὸ ἀγγλικὴ προστασία ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της μὲχρι τῆς πυρπολήσεώς της κατὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφή.
3. Ἱερόθεος Βουλισμᾶς (Δενδρινός): Λόγιος κληρικὸς ἀκμάσας κατὰ τὸν ΙΗ´ αἰῶνα. Γεννήθηκε τὸ 1697 στὴν Ἰθάκη καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὴν Πάτμο, ὅπου φοίτησε στὴν ἐκεῖ ὀνομαστὴ Σχολὴ μὲ διευθυντὴ τὸν Ἅγιο Μακάριο Καλογερᾶ. Εἰκοσαετὴς πῆγε στὴν Σμύρνη ὅπου ἐκάρη μοναχός, ἀνέλαβε δὲ ἀμἐσως τὴ διεύθυνση τῆς ἀργότερα ὀνομαζομένης Εὐαγγελικῆς Σχολῆς, θέση τὴν ὁποίαν διατήρησε μὲχρι τὸ θάνατό του τὸ ἔτος 1780.
4. Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Μητροπολίτης Κορίνθου: Γεννήθηκε στὴν Κόρινθο τὸ 1731 ἁπὸ τὴν ἐπιφανὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων. Τὸ 1765 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου ὅπου ἐργάσθηκε δραστήρια μέχρι τὸ 1774, ὁπότε ἐξαναγκάσθηκε σὲ παραίτηση κατ᾿ ἀπαίτησιν τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, ποὺ διέτασσε νὰ ἀντικατασταθοῦν οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Πελοποννήσου. Ἐν συνεχείᾳ πῆγε στὴν Χίο καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο άπετέλεσαν τοὺς ἡγέτες τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ἀφοῦ περιήλθε διάφορα μέρη διδάσκοντας καὶ στηρίζοντας τοὺς Χριστιανούς, ἐπανῆλθε στὴ Χίο, ὅπου καὶ ἐκοιμήθη τὸ 1805. Ἀποβλέποντας στὴν ψυχικὴν ὠφέλεια τῶν Χριστιανῶν ἔγραψε ἀρκετὰ βιβλία, προέτρεψε δὲ καὶ τὸν ἰσάδελφό του Νικόδημο, ὅπως ἐπιμεληθῇ πλῆθος ἀπὸ πατερικὰ συγγράμματα, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα αὐτὸς ὁ Μακάριος ἐξέδωσε ὥστε νὰ φωτισθεῖ τὸ ὑπόδουλο ἑλληνικὸ γένος.
5. Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ: Γεννήθηκε τὸ 1722 στὴν Πολτάβα τῆς Ρωσίας. Το 1734 εἰσῆλθε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Κιέβου. Μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς στὶς σκῆτες τῆς Ῥουμανίας ἔφθασε τὸ 1746 στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ δὲν βρῆκε κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν του πνευματικὸν πατέρα, οὔτε ἀνεπτυγμένη τὴν γνώση τῶν πατερικῶν συγγραμμάτων στοὺς μοναχοὺς ποὺ συνάντησε. Ἡ ἔλλειψη πνευματικοῦ ὁδηγοῦ παρακίνησε τὸν Παΐσιο νὰ ἀναζητάει μὲ ζῆλο τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα σποραδικὰ καὶ λανθασμένα ἦταν μεταφρασμένα στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα. Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀπὸ τὸν Ἅγιο ἔγιναν γνωστὰ καὶ σύντομα προσῆλθε κοντά του πλήθος μοναχῶν, Μολδαβῶν καὶ Ῥώσων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ 1758 νὰ δημιουργηθῇ ἡ Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἡλιού. Ὁ Ὅσιος Παΐσιος εἶχε μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες γιὰ τὴν εὕρεση καὶ ἀντιγραφὴ τῶν πατερικῶν κειμένων. Το 1763, ὅταν ἡ συνοδία του ἀριθμοῦσε περὶ τὰ πενήντα μέλη, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀναχωρήσει στὴ Βλαχία καὶ ἔπειτα στὶς Μονὲς Σέκου καὶ Νέαμτς τῆς Μολδαβίας, ὅπου ἡ συνοδία ἔφθασε τοὺς χιλίους μοναχούς. Ὅλο τὸν ἐλεύθερό του χρόνο τὸν δαπανοῦσε στὴν μετάφραση τῶν νηπτικῶν κειμένων, τὰ δὲ βιβλία που ἐκδόθηκαν στὸ Νέματς ἀποτελοῦν σπουδαία προσφορὰ στὴ σλαβικὴ γραμματεία καὶ ἔγιναν ἀφετηρία τῆς μεγάλης ἀφυπνίσεως τοῦ σλαβικοῦ μοναχισμοῦ κατὰ τὸν ιθ´ αἰῶνα. Ἐκοιμήθη τὸ 1794.
6. Ἱερόθεος ὁ Β´, μητροπολίτης Ἰωαννίνων: Καταγόταν ἀπὸ τὴ Νάξο καὶ ἦταν ἐξάδελφος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου. Διετέλεσε ἐπίσκοπος Εὐρίπου (Εὐβοίας) καὶ τὸ 1779 μετατέθηκε στὴν μητρόπολη Ἰωαννίνων. Ἤταν ἄνδρας λόγιος καὶ ἱεροπρεπής, ἡ δὲ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐθνική του δράση στὴν Ἤπειρο ὑπῆρξε ὑποδειγματική. Ἐκοιμήθη τὸ 1810.
7. Πλέον ὁρθὸ εἶναι τὸ 1783.
8. Ἀθανάσιος ὁ Πάριος: Γεννήθηκε στη Πάρο τὸ 1725, ὅπου καὶ διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα. Μετὰ συνέχισε τὶς σπουδές του γιὰ ἕξι χρόνια στὴν σχολὴ τῆς Σμύρνης, τοῦ Ἱεροθέου Βουλισμᾶ (Δενδρινοῦ), καὶ κατόπιν στὸ Ἅγιον Ὄρος στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ μὲ διδασκάλους τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη καὶ Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη. Δίδαξε στὴ Θεσσαλονίκη ἐπὶ δώδεκα ἔτη, στὴν Κέρκυρα, στὸ Μεσολόγγι καὶ στὴν Ἀθωνιάδα γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα κυρίως λόγῳ τῆς ἔριδος τῶν κολλύβων (τῆς ὁποίας ὑπῆρξε πρωταγωνιστὴς μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίου Μακάριο ἐπίσκοπο Κορίνθου τοῦ Νοταρᾶ καὶ Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη) ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν μοναχῶν τοῦ Ὄρους, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας τὸ 1776 καθηρέθη ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου, ἀργότερα ὅμως ἀθωώθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γαβριήλ. Ἐν τέλει τὸ 1792 μετέβη στὴ Χίο ὅπου ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση τῆς ἐκεῖ σχολῆς. Ἐπειδὴ διαδόθηκε ἡ φήμη του ἔτρεχον σ᾿ αὐτὸν πλήθη μαθητῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλοι ἐκόσμησαν ἐπισκοπικοὺς θρόνους καὶ ἄλλοι ἐργάσθηκαν ὡς δημοδιδάσκαλοι. Τὸ 1812 παραιτήθηκε λόγῳ γήρατος καὶ ἀπορσύθηκε στὸ ἐν Χίῳ μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὅπου καὶ ἀπεβίωσε τὸ 1813. Ὑπῆρξε ἐκ τῶν μεγάλων διδασκάλων τοῦ Γένους καὶ ἐκ τῶν πολυγραφωτέρων ἐπὶ τουρκοκρατίας συγγραφέων. Τὰ θεολογικά του συγγράμματα διακρίνονται σὲ ἁγιογραφικά, λειτουργικά, συστηματικὰ καὶ ὁμιλητικά. Τελευταῖα ἀνεκηρύχθη Ἅγιος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
9. Ἀγάπιος (ἱερομόναχος) ὁ Λεονάρδος (1741-1815): Καταγόταν ἀπὸ τὴ Δημητσάνα. Σπούδασε στὴ γενέτειρά του καὶ στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης. Ἐπέστρεψε στὴ Δημητσάνα καὶ ἴδρυσε τὴν περίφημη «Σχολὴ τῆς Δημητσάνης», ὅπου σπούδασαν μεγάλες φυσιογνωμίες (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε´, Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς κ.λ.π.). Κατόπιν ἀνέλαβε γιὰ ἕνα χρόνο τὴ Σχολαρχία τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς Σμύρνης. Ὕστερα περιώδευσε τὴν ὑπόδουλη Ἐλλάδα διδάσκοντας καὶ κτίζοντας πάρα πολλὰ σχολεῖα. Ἔγραψε πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ συγγράμματα καὶ ὕμνους καὶ μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο ἐξέδωσαν τὸ 1800 τὸ πασίγνωστο ἔργο «Πηδάλιον». Ἐπίσης ἔγραψε τὸ ἔργο «Συλλογὴ πάντων τῶν ἱερῶν καὶ θείων κανόνων τῶν τε Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων».
10. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος ὁ Ζ´ ὁ ἀπὸ Μαρωνείας: Ἀνήκει στοὺς λογίους Πατριάρχες καὶ μάλιστα στοὺς καλύτερους τοῦ ΙΗ´ αἰῶνα, ὑποστηρικτὴς τῆς παιδείας. Γεννήθηκε στὴ Σμύρνη, ὅπου ἐσπούδασε, καὶ ἐν συνεχείᾳ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ 1771 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Μαρωνείας. Διετέλεσε Πατριάρχης σὲ δύο περιόδους, ἀπὸ τὸ 1789-98 καὶ τὸ 1798-1801. Καὶ στὶς δύο Πατριαρχίες του ἐπιμελήθηκε μὲ ζῆλο τὰ ζητήματα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, γεγονὸς τὸ ὁποῖο μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὶς πολλὲς πατριαρχικές του πράξεις. Ἀνασύστησε τὴν Πατριαρχικὴ Μουσικὴ Σχολή, τὴν Πατριαρχικὴ Σχολὴ τοῦ Γένους καὶ ἄλλες Σχολές.
11. Θεοδώρητος (Λαυριώτης) ἱερομόναχος: Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου. Ὑπῆρξε λόγιος καὶ «φιλοπονώτατος ἀνὴρ ἀλλ᾿ ἀνημέρου χαρακτῆρος, παιδεύσεως στοιχειώδους τῆς ἔσω καὶ τῆς θύραθεν κάτοχος» (Μ. Γεδεὼν «Ὁ Ἄθως»). Τὴν ἐποχὴ τῶν διενέξεων μὲ τοὺς Κολλυβάδες ἀντιτάχθηκε στὶς παραδοσιακὲς ἀπόψεις τους. Ἐπιστάτησε στὴν ἔκδοσιν τοῦ «Πηδαλίου» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου (Λειψία), στὸ ὁποῖο πρόσθεσε σημειώσεις δικές του μὲ ἐλευθεριάζουσες ἀπόψεις, πρᾶγμα ποὺ λύπησε βαθύτατα τὸν Ἅγιο Νικόδημο.
12. Κολλυβάδες: Πνευματικὸ κίνημα τοῦ 18ου αἰῶνα. Ἐκδηλώθηκε ἀπὸ μία ὁμάδα λογίων Ἁγιορειτῶν, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἦταν οἱ Ἅγιοι Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Μακάριος ἐπίσκοπος Κορίνθου καὶ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος. Ὀνομάσθηκαν «Κολλυβάδες» εἰρωνικὰ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους των, ἀλλὰ καὶ διότι ὑποστήριζαν τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας περὶ μὴ τελέσεως μνημοσύνων (κολλύβων) ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ κίνημα αυτὸ ἀποτελεὶ ἀπάντηση στὴν πρόκληση τοῦ Διαφωτισμοῦ. Οἱ Κολλυβάδες συνέβαλαν στὸν ἀληθινὸ διαφωτισμὸ τοῦ Γένους μὲ τὸ μεγάλο συγγραφικό τους ἔργο καὶ τὴν ἐπανέκφραση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Τὸ κίνημα χαρακτηρίζεται δικαίως ὡς φιλοκαλικὴ καὶ ησυχαστικὴ ἀναγέννηση, ἀνάλογη τῆς ἡσυχαστικῆς κινήσεως τοῦ 14ου αἰῶνα, διότι καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἔχουμε μία φανέρωση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως ὡς ἀντίβαρο τοῦ δυτικοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἐπιχειρουμένης ἐκφιλοσοφήσεως καὶ ἀπορρίψεως τῆς πίστεως.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ: Διονυσιάτικον Ἁγιολόγιον, Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, Ἅγιον Ὄρος, 2004, σ.σ.: 98-130), http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 12 Ἰουλίου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΠΑΪΣΙΟΣ ΩΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
1. Σήμερα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τόν ὅσιο Παΐσιο τόν ἁγιορείτη, πού τώρα τελευταῖα ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα ἅγιος ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο. Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, νά ἀποκτήσετε καί νά διαβάσετε σιγά-σιγά τούς πέντε τόμους πού ἐπιγράφονται «Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου λόγοι». Εἶναι τό καλύτερο πνευματικό ἀνάγνωσμα οἱ τόμοι αὐτοί γιά τήν πνευματική μας πρόοδο. Εἶναι τό Γεροντικό τῆς συγχρόνου ἐποχῆς μας.
2. Ἀξιώθηκα νά γνωρίσω τόν ἅγιον αὐτόν πατέρα τῆς ἐποχῆς μας καί συνεζήτησα μαζί του δυό φορές. Πολύ ὠφελήθηκα ἀπό τίς ἅγιες συμβουλές του. Μέ τήν προσευχή καί τόν ἀσκητικό του βίο καθαρίστηκε ἡ καρδιά του καί ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σ᾽ αὐτόν τόν ἀγράμματο Μοναχό τοῦ δόθηκε τό χάρισμα τῆς θεολογίας καί ἀκόμη τοῦ δόθηκε καί τό προορατικό χάρισμα. Ἀλλά τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀγαπητοί μου, δίδονται ὅταν ὑπάρχει ὀρθή πίστη. Ὁ ὅσιος πατήρ Παΐσιος, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι Μοναχοί, μαζί μέ τόν ἀγώνα του γιά τόν καθαρμό τῆς καρδιᾶς του, εἶχε τήν ἀγωνία γιά τήν διαφύλαξη τῆς ὀρθόδοξης πίστης καί ἐκφραζόταν μάλιστα δυναμικά καί ἀγωνιζόταν γι᾽ αὐτό. Ἔτσι τό διαβάζουμε στά πολλά βιβλία, πού γράφουν τό συναξάριό του καί τήν διδασκαλία του. Στρεφόταν ἰδιαίτερα ἐναντίον τοῦ παπισμοῦ καί τοῦ οἰκουμενισμοῦ· ἐναντίον αὐτῶν τῶν δύο ἀπό τά ὁποῖα κινδυνεύουν οἱ χριστιανοί μας σήμερα, χωρίς μάλιστα νά γνωρίζουν τόν κίνδυνο τῶν αἱρέσεων αὐτῶν, γιατί δέν τούς τόν λέμε.
3. Μή ἔχοντες τόν χρόνο νά ποῦμε πολλά, λέγουμε ἐδῶ μόνο αὐτά τά λίγα. Ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος, τότε πού ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἔκανε ἐκεῖνα τά τολμηρά καί βάσφημα κατά τῆς Ὀρθόδοξης πίστη μας κινήματά του, καί προσέγγισε τούς αἱρετικούς παπικούς σάν νά ἦταν καί αὐτοί ὀρθόδοξοι, ὁ πατήρ Παΐσιος, λέγω, ἁπλός μονοχός αὐτός, ἔγραψε ἐπιστολή, στήν ὁποία χύνει τόν πόνο του γιά τό παραστράτημα αὐτό τοῦ Πατριάρχου. Σ᾽ αὐτήν τήν ἐπιστολή, πού ὑπάρχει μέχρι σήμερα, γράφει: «Ἔφθασαν – λέγει – μέχρι τό ἐρημητήριό μου θλιβερές εἰδήσεις διά τήν Ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν μας. Ἐπόνεσα πολύ διά τήν γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην, δυστυχῶς, τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα». Καί παρακάτω στήν ἐπιστολή του γράφει ὁ ἅγιος πατέρας γιά τόν Πατριάρχη: «Ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται παπική ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξη Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή». Καί γιά τίς ἐνέργειες αὐτές τοῦ τότε Πατριάρχου Ἀθηναγόρα γράφει στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Παΐσιος: «Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσῃ (ὁ Πατριάρχης) μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμον καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίσῃ ὅμως ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ». Γιά τούς φιλενωτικούς, γι᾽ αὐτούς, δηλαδή, πού θέλουν καί ἀγωνίζονται γιά τήν ἕνωσή μας μέ τόν Πάπα, λέγει ὁ ἅγιος πατήρ Παΐσιος: «Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό».
«Ἄς γνωρίζουμε – λέγει στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος – ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμία ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις πού παρουσιάζεται εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ὅμως δέν εἶναι ἀνησυχητικόν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει. Δέν εἶναι Ναός, πού κτίζεται ἀπό πέτρες, ἄμμο καί ἀσβέστη ἀπό εὐσεβεῖς καί καταστρέφεται μέ φωτιά βαρβάρων, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός “καί ὁ πεσών ἐπί τόν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται, εφ᾽ ὅν δ᾽ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτόν” (Ματθ. κα´ 44-45). Ὁ Κύριος, ὅταν θά πρέπῃ, θά παρουσιάσῃ τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμᾶδες, διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας».
4. Συνήθως, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, παρουσιάζουν τόν ἅγιο Παΐσιο ὡς παρήγορο τῶν θλιβομένων ψυχῶν καί πνευματικό διδάσκαλο, ἀλλά παραλείπουν πολλοί, ἴσως καί ἐπίτηδες, νά παρουσιάσουν τόν ἅγιο Γέροντα ὡς ὁμολογητή καί ἀγωνιστή τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας, χωρίς τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἁγιότητα.
Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή τοῦ ἁγίου πατρός Παϊσίου, πού ἑορτάζουμε σήμερα, καί ἄς γίνουμε καλοί μαθητές τῆς ἱερᾶς Του διδαχῆς καί μιμητές, ὅσον τό δυνατόν, τῆς ἁγίας ζωῆς του.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
Ποιες αρετές πρέπει να έχει ο πιστός Χριστιανός; Ερωτούν αρκετοί άνθρωποι. Την απάντηση μάς την δίνει το Αποστολικό Ανάγνωσμα (Ρωμ. ιβ' 6-14) αλλά την βλέπουμε και στο πρόσωπο του μεγάλου Αγίου, του Οσίου Πατρός ημών Παϊσίου τού Αγιορείτου τού οποίου η Ορθόδοξος Εκκλησία μας θα τιμά την ιεράν του μνήμην εφ' εξής κάθε έτος κατά την ΙΒ' τού μηνός Ιουλίου.
Αποδεικνύεται λοιπόν εκ των πραγμάτων α) ότι ουδέποτε θα παύσουν να υπάρχουν οι Άγιοι, β) ότι οι Άγιοι είναι οι ευλογημένοι καρποί που ανθούν μόνο στον λειμώνα τής Εκκλησίας και γ) ότι αποτελούν τα φωτεινά παραδείγματα αλλά και τους οδηγούς μας στην ουρανοδρόμον πορεία μας.
Εάν μελετήσουμε τον βίο και την πολιτεία τού Οσίου πατρός ημών Παϊσίου θα διαπιστώσουμε ότι διέθετε κατά τρόπο καταπληκτικόν τον καρπόν τού Αγίου Πνεύματος με όλες του τις εκφάνσεις που ξεκινούσε με την ρίζα τής Ορθοδόξου πίστεως και εκάλυπτε ολόκληρη την κτίση με επιστέγασμα την αγάπη. Την αγάπη τής εικόνος του Θεού δηλ. τον άνθρωπον.
Αυτό ακριβώς τον έκαμε να λησμονεί κόπους, ταλαιπωρίες και ασθένειες και να δίνεται ολοκληρωτικά στην διακονία τού εν Χριστώ αδελφού. Αν και δεν κατείχε κάποια θέση στην διοίκηση· δεν είχε επιδείξει πτυχία και διάφορα άλλα προσόντα που θαμπώνουν τούς πολλούς· δεν είχε “κοσμικά προσόντα”, όμως για να έχει φθάσει χάριτι Θεού στην θέωση όσο ελάχιστοι Άγιοι, είχε καταστεί το κέντρο όλων των Πιστών στην πτωχική του καλύβη εις το περιβόλι τής Παναγίας. Ακριβώς δε για όσους ήσαν άγευστοι της Πνευματικής ζωής, ο Γέροντας ήταν ένα φαινόμενο ανεξήγητο. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις κάποιοι άγγιζαν τα όρια και αυτής της συκοφαντίας.
Ό,τι δεν μπορούσαν να κατορθώσουν υψηλά ιστάμενοι, το έφερε εις πέρας και ανάπαυε τις καλοδιάθετες ψυχές ο ταπεινός ασκητής τής Παναγούδας. Κληρικοί όλων των βαθμίδων, μοναχοί και λαϊκοί κάθε ηλικίας, προπαντός νέοι, έσπευδαν ως διψασμένα ελάφια να γευθούν και ξεδιψάσουν από το “ύδωρ το ζών” που ξεχείλιζε εκ μέσης καρδίας τού πτωχού και ρακένδυτου ασκητού Γέροντος – Οσίου Παϊσίου. Πράγματι δεν υπάρχει περισσότερο ευλογημένη εφαρμογή τού Αποστολικού λόγου από αυτό που όλοι βιώναμε πλησιάζοντας τον Όσιο. “Η αγάπη ανυπόκριτος, αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ· τη φιλαδελφία εις αλλήλους φιλόστοργοι, τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι, τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες, τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες... Ευλογείτε τούς διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε” (Ρωμ. ιβ' 9-14).
Πόσο δίκαιο είχε αυτός που ετόνισε πως η ζωή των Αγίων αποτελεί το εικονογραφημένο Ευαγγέλιο! Την θεωρία εφαρμοσμένη στην πράξη. Αλλά όχι μόνο όσοι ευρίσκονται στα ύψη τής αρετής, αλλά και οι απλοί πιστοί οφείλουμε να καλλιεργούμε τα χαρίσματα που λάβαμε διά του βαπτίσματος. Χωρίς ο ένας να παρεμβάλλει εμπόδια στο χάρισμα του άλλου, άνευ ζήλειας (επειδή δεν έχει ο ένας το χάρισμα που διαθέτει ο άλλος). Διότι συμβαίνει, δυστυχώς, το να παραμελεί κάποιος το έργο του, επειδή κοιτάζει και επιθυμεί την διακονία τού άλλου. Αλλά αυτός ο πειρασμός παύει να ενεργεί όταν ο κάθε ένας εργάζεται το χάρισμά του “ως κατενώπιον Θεού”. Όταν εκτελεί το καθήκον του όσο το δυνατόν κατά τον καλύτερο τρόπο, επίσης με την σκέψη ότι ο Θεός έδωσε στον καθένα ανάλογα και σχετικά προς τις δυνάμεις του. Αποτελεί δε απόδειξη ότι ο άνθρωπος είναι ασύνετος όταν ζητά άλλα χαρίσματα από αυτά που του έδωσε η αγάπη τού Θεού. Αυτό δε, διότι το χάρισμα που ζητά είναι δυνατόν να τον οδηγήσει όχι σε προκοπή, αλλά σε καταστροφή και απώλεια της σωτηρίας του.
Αλλά μακριά από εμάς τούς πιστούς τέτοιου είδους καταστάσεις, τοσούτω μάλλον καθ΄όσον εμπρός μας υψώνεται προς κατάκτησιν η υψηλή κορυφή τής χάριτος “Ευλογείτε τούς διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε”! Και οπωσδήποτε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το Πνεύμα το Άγιον διά του Αποστόλου τονίζει δύο φορές το “ευλογείτε”! Δεν ζητεί να μην μνησικακούμε απλώς κατά των εχθρών μας, αλλά ότι πρέπει – επιβάλλεται να ευχώμεθα αγαθά γι' αυτούς στον κοινό μας Πατέρα τον “εν τοις ουρανοίς”.
Αλλά στο σημείο αυτό και πάλι σελαγίζει ενώπιόν μας ο Όσιος Παϊσιος που με την όλη του βιοτή εκπροσωπούσε την ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό και την αγάπη προς τους συνανθρώπους. Διά της κορυφαίας μάλιστα αρετής τής διακρίσεως που ήταν αναμεμειγμένη με πόνο και αγάπη, στα καθ' αυτό Εκκλησιαστικά και δη Εκκλησιολογικά θέματα, σχοινοβατούσε κατά τρόπον μοναδικό. Από την μια δηλ. απέρριπτε τον επάρατο οικουμενισμό και διά του λόγου του και της γραφίδος του, από την άλλη προφύλαξε τόσες σκανδαλισμένες ψυχές από το βάραθρο του σχίσματος και της αποκοπής εκ της Εκκλησιαστικής κοινωνίας. Ο ίδιος δε παρέμενε πάντοτε στους κόλπους τής Εκκλησίας (Άγιος γαρ) και όταν ερχόταν η ώρα να ορθοτομήσει – ελέγξει, τα λόγια του και τα χαρακτηριστικά του κείμενα, απέπνεαν το σεβασμό προς τους θεσμούς αλλά και αυτά τα πρόσωπα. Συνδύαζε σπάνια ευγένεια ψυχής και αδελφική ειλικρίνεια. Η καρδιά του ήταν ξάστερος ουρανός. Τα δέ λόγια του; γλυκόγευστο μέλι και η κάθε λέξη άρωμα εξαγιασμένης ζωής.
Όσοι πλησιάζαν κοντά του προκατειλημμένοι, γίνονταν φίλοι και ξεσπούσαν σε δάκρυα συγνώμης και όσοι έφθαναν δίπλα του ως φίλοι τούς έκανε να αισθάνονται αδελφοί. Πόσο αλήθεια έχουμε ανάγκη ιδίως σήμερα τέτοιες υπάρξεις και πόσο νοσταλγούμε με συγκίνηση τον Όσιο Γέροντα τώρα που φαίνονται μαύρα σύννεφα να καλύπτουν τον ορίζοντα.
Αλλά όπως όλοι οι Άγιοι έτσι και ο Γέροντας περισσότερο τώρα ευρίσκεται κοντά μας και μας καθοδηγεί.
Μας οδηγεί στις τόσες δυσκολίες που κατέπεσαν στο ταλαίπωρο έθνος μας με κυριαρχούσα τη χολέρα τής κολάσεως που ονομάζεται αθεΐα, αλλά και μας χειραγωγεί στους Εκκλησιαστικούς αγώνες ώστε να αποφεύγουμε τα άκρα τού διαβόλου (οικουμενισμό και σχίσματα).
Δεν έχουμε παρά να τον παρακαλούμε. Όσιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών ότι επτωχεύσαμεν σφόδρα. Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
Ο Όσιος Παΐσιος ως νέος μοναχός στην Ι.Μονή Στομίου Κονίτσης
Ο φετινός πρώτος επίσημος εορτασμός της μνήμης του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου αποτελεί αφορμή πνευματικής ανάτασης των ορθοδόξων πιστών της πατρίδας μας αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Δικαίως μεταξύ των τόπων που ιερώς καυχώνται για τον Όσιο είναι και η Κόνιτσα, η πόλη στην οποία ο όσιος Γέροντας πέρασε τα παιδικά του χρόνια αλλά και τέσσερα από τα πρώτα χρόνια των ασκητικών του παλαισμάτων.
Η παιδική ηλικία του Οσίου Παϊσίου μετά την εγκατάσταση της οικογένειάς του στην Κόνιτσα, που ακολούθησε την προσφυγιά από την Καππαδοκία όπου γεννήθηκε ο Γέροντας, είναι γεμάτη από το φως του Χριστού που τον έλουσε.
Στην Κόνιτσα σώζεται η οικία του Οσίου όπου μεγάλωσε μέσα στο πνευματικό κλίμα που είχε εμφυσήσει και στους δικούς του αγιασμένους γονείς ο όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης. Στο πρώτο δημοτικό σχολείο που λειτουργεί ακόμη στην άνω Κόνιτσα έμαθε τα γράμματα ο όσιος Παΐσιος. Σώζεται μάλιστα φωτογραφία του ως μαθητή στο κτίριο του σχολείου αυτού. Στο εξωκκλήσι της αγίας Βαρβάρας, στο οποίο οδηγεί μονοπάτι που ξεκινά από την άνω Κόνιτσα, ο Γέροντας, σε μικρή ηλικία, είχε την πρώτη γνωστή στους πολλούς θεοφάνεια, την εμφάνιση σε εκείνον αυτού του Ίδιου του Κυρίου Ιησού που τον στήριξε στην πίστη διαλύοντας τις αμφιβολίες που επιχείρησε να γεννήσει στην παιδική του ψυχή άθεος συμπατριώτης του.
Στην Ιερά Μονή Στομίου Κονίτσης, στην χαράδρα του Αώου ποταμού, ο Όσιος Παΐσιος επιδόθηκε σε υψηλά πνευματικά παλαίσματα ήδη από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής του πολιτείας. Ο πόλεμος του διαβόλου υπήρξε σφοδρός κατά τα τέσσερα χρόνια παραμονής του στη Μονή την οποία ανοικοδόμησε σε μεγάλο μέρος καθώς την είχε βρει ερειπωμένη από τις λεηλασίες και τη φωτιά των Γερμανών κατακτητών. Σώζονται σήμερα στην Μονή Στομίου όχι μόνο τα οικοδομήματα που χτίστηκαν με τη φροντίδα του αγίου Γέροντος αλλά και πολλά ξύλινα έπιπλα που ο ίδιος έφτιαξε με τα χέρια του ως επιδέξιος ξυλουργός. Τα στασίδια στους χορούς του Καθολικού της Μονής, τραπέζια και καναπέδες στην τράπεζα της μονής αλλά και πολλά άλλα έργα των χειρών του αγίου. Κυρίως όμως σώζεται το κελλάκι του Οσίου Παϊσίου το ιερό αυτό «πολυβολείο» που δέχτηκε τις αμέτρητες γονυκλισίες, τα δάκρυα, τους στεναγμούς, τις δεήσεις και τις ολονύκτιες στάσεις του Οσίου.
Η αντιαιρετική του δράση, ο αγώνας του για τη διαφύλαξη των πιστών της Κόνιτσας από την αίρεση του Προτεσταντισμού υπήρξε τόσο καρποφόρα ώστε σήμερα οι οπαδοί της αίρεσης στην Κόνιτσα να μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Το πέρασμα του Οσίου Παϊσίου από την Κόνιτσα την κατέστησε διαχρονικά «ουδαμώς ελαχίστην» μεταξύ των άλλων αγιοτόκων πόλεων της πατρίδας μας.
Το κελλί του Οσίου Παϊσίου στην Ι. Μονή Στομίου Κονίτσης
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 10/7/2015), Θρησκευτικά
Μέ τήν βοήθεια τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐφθάσαμε εἰς τό τέλος τῆς νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Κατ᾽ ἀρχάς νά ἀναφέρωμε ὅτι ''ἀπόστολος'' σημαίνει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποστέλλεται ἀπό κάποιον ἄλλον γιά κάποια ἀποστολή. Ἔτσι λοιπόν καί οἱ Ἀπόστολοι, αὐτοί οἱ ἁπλοί ψαράδες, ἐστάλθησαν ἀπό τόν ἴδιον τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγον τοῦ Πατρός εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ἑπομένως οἱ Ἀπόστολοι δέν ἦσαν αὐτόκλητοι, ἀλλά ἦσαν ὄντως θεόκλητοι ἐφ᾽ ὅσον ἐδιαλέχθησαν, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε, ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Γιά νά καταλάβωμε τό μεγαλεῖο τῆς προσφορᾶς τους ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε ὅτι ἐτόλμησαν, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ φυσικά, νά τά βάλλουν μέ ἀπόρθητες μέχρι τότε αὐτοκρατορίες, μέ παγιωμένους ἀντίθεους κοινωνικούς θεσμούς. Καί ὅμως μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἐνίκησαν.
Ἡ μοναδική τους ἀξία ἔγκειται εἰς τό ὅτι αὐτοί καί μόνον αὐτοί ἦσαν, ὅπως λέμε, οἱ ''αὐτόπται τοῦ Λόγου'', ἐφ᾽ ὅσον παρηκολούθησαν ἀπό κοντά βῆμα πρός βῆμα ὅλα τά λόγια, τίς ἐνέργειες καί τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πῆ στούς Ἀποστόλους λίγο πρίν ἀναληφθῆ, ἐσεῖς «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες...» (Πράξ. α´, 8). ''Θά μοῦ εἶσθε δηλαδή μάρτυρες σέ ὅλην τήν οἰκουμένη γιά ὅσα εἴδατε ἀπό μένα, τόν Κύριό σας, καί ἀκούσατε. Αὐτά καί μόνον αὐτά θά πῆτε στούς ἀνθρώπους''. Τίποτε δηλαδή περισσότερο καί τίποτε λιγώτερο.
Ἔτσι ἀπό τότε ὅλη ἡ μετέπειτα χορεία τῶν Ἁγίων, ἄν τό καλοσκεφθοῦμε, εἴτε αὐτοί ἦσαν ὅσιοι, εἴτε ἦσαν μάρτυρες, εἴτε ἦσαν θεολόγοι, ἱεράρχαι, κληρικοί καί λαϊκοί, ὅλη αὐτή ἡ πάνδημος ἐκλεκτή χορεία τῶν Ἁγίων οὐσιαστικά δέν εἶναι παρά ἕνας εὐκλεής πνευματικός γόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς ἐν γένει διδασκαλίας των.
Αὐτοί πρῶτοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας, πού εἶναι ὁ θάνατος, ἐφ᾽ ὅσον αὐτοί πρῶτοι εἶδαν τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ καί τήν μετέδωσαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καί βασιζόμενοι σ᾽ αὐτή τους τήν προσωπική ἀναστάσιμη ἐμπειρία, τήν ὁποία μετέδωσαν ἀπό οἶκτο καί ἀγάπη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐμαρτύρησαν σχεδόν ὅλοι τους καί ἡ ζωή τους ἦταν ἕνα συνεχές χαρούμενο μαρτύριο. Αὐτοί μόνοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ θάνατος. Καί ὅπως τό καταλαβαίνομε ὅλοι μας, γιά τό μόνο πρᾶγμα πού δέν μποροῦμε νά ὑποκριθοῦμε εἶναι ἡ ἴδια μας ἡ ζωή.
Ἐκήρυξαν μία νίκη πού ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, ὄχι ἁπλῶς δέν τήν ἐπεσήμανε, ἀλλά οὔτε κἄν ἐτόλμησε νά τήν σκεφθῆ, ἤ ἔστω νά τήν διανοηθῆ, οὔτε κἄν νά τήν νοσταλγήση.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημάνωμε ἐκεῖνο τό ὁποῖο λέγομε συνέχεια εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν - δηλαδή οἰκουμενικήν - καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» πιστεύομεν. Πού σημαίνει ὅτι ἕνα ἀπό τά θεμελιώδη γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀποστολικότητά Της. Ὅτι δηλαδή στηρίζεται ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἰς τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Διότι ὁ Χριστός, ἴσως δέν τό ἔχομε σκεφθῆ, δέν ἔγραψε τίποτε, μά τίποτε ἀπολύτως. Ἄλλωστε, ὁ Ἴδιος ἦταν ὁ Λόγος τοῦ Πατρός.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ''ὁ γραπτός Νόμος εἶναι μεταπτωτικό φαινόμενο'', γιατί οἱ πρωτόπλαστοι ἐπί παραδείγματι εἰς τόν Παράδεισο δέν εἶχαν ἀνάγκη ἀπό γραπτό νόμο. Ἔτσι ὁ γραπτός Νόμος οὐσιαστικά, ὅσο κι ἄν μᾶς φανῆ παράξενο, εἶναι ἕνα μεταπτωτικό κατάντημα. Καί συνεχίζει ὁ ἱερός τοῦτος Πατήρ: '' Ἕνα δεύτερο μεγαλύτερο κατάντημα εἶναι ὅτι ἐνῶ ὑπάρχη ὁ γραπτός Νόμος, ἐμεῖς τόν περιφρονοῦμε''.
Ὁ Χριστός λοιπόν δέν ἔγραψε οὔτε μία λέξι. Ὅμως κατέγραψαν οἱ Ἀπόστολοι τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία φυσικά καί ἐδιδάχθησαν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό καί δέν ἔγραψαν τίποτε ἄλλο παρά μόνον ἐκεῖνο πού ἐδιδάχθησαν. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε ὀλιγώτερο.
Ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ λεγομένη ''Ἀποστολική Παράδοσις'', ἡ ὁποία περιλαμβάνει φυσικά τήν Καινή Διαθήκη καί τήν ἐν γένει Ἱερά Παράδοσι, δηλαδή τά πρῶτα ἤθη καί χριστιανικά ἔθιμα τά ὁποῖα ὑπῆρχαν στήν ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν πρωτοχριστιανική περίοδο. Ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα ὁ τρόπος τῆς χειροτονίας διά τῆς χειροθεσίας, ὅπως ὁ πυρῆνας τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅπως ἡ πρώτη τότε Ἀποστολική Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔλαβε χώραν τό 49 μ.Χ., μέ πρόεδρο ὄχι τόν Ἀπόστολο Πέτρο ἀλλά τόν Ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο - αὐτό διά τούς Λατίνους -, ἀπό τήν ὁποία τότε πρώτη Ἀποστολική Σύνοδο ἐκπηγάζει ὁ λεγόμενος ''συνοδικός θεσμός'' τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Τότε οἱ Ἀπόστολοι συνεκεντρώθησαν ἐπί τό αὐτό γιά νά ἐπιλύσουν ὁμόφωνα τά τότε τρέχοντα προβλήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καί ἀπό αὐτήν τήν Ἀποστολική Σύνοδο ἐκπηγάζει, ὅπως εἴπαμε, ὁ συνοδικός θεσμός. Διότι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει ὡς ὑψίστη αὐθεντία μόνον τήν οἰκουμενική σύνοδο καί ὄχι τήν αὐθεντία κάποιου προσώπου, μεμονωμένα, ὅπως γιά παράδειγμα οἱ Δυτικοί ἔχουν τήν αὐθεντία τοῦ Πάπα. Εἶχε δίκιο ὁ μακαριστός Ἅγιος Σέρβος θεολόγος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς - πού σημειωτέον ἐγνώριζε ἄπταιστα Ἑλληνικά -, ὅταν ἔλεγε ὅτι ''τρεῖς ὑπῆρξαν οἱ μεγάλες πτώσεις τῆς ἀνθρωπότητος: Τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Πάπα''.
Ἔτσι διεμορφώθη ἡ Ἀποστολική Παράδοσις. Τώρα, γιά νά ἔχωμε ὀρθή ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως θά πρέπη ὑποχρεωτικά νά στηριχθοῦμε εἰς τήν Πατερική Παράδοσι, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἑρμηνεία πού ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τήν Ἀποστολική Παράδοσι εἰς τό διάβα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Καί ἔδωσαν ὀρθή ἑρμηνεία, διότι αὐτοί οἱ Πατέρες εἶχαν καθαρθῆ, εἶχαν φωτισθῆ, εἶχαν θεωθῆ, εἶχαν θεῖες ἐμπειρίες καί θεοπτίες. Καί ὅπως εἴπαμε θά πρέπη νά στηριχθοῦμε, ἐκτός ἀπό τούς Πατέρες, ἐπί πλέον καί εἰς τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἡ Πατερική Παράδοσις εἶναι ἰσοστάσια μέ τήν Ἀποστολική. Ἄν τήν ἀπορρίψωμε, τήν Πατερική Πράδοσι - διότι διάφοροι στίς ἡμέρες μας, εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ τους, εἴτε σκόπιμα θά ἤθελαν νά τήν πετάξουν -, τότε θά πέσωμε εἰς τήν ὑποκειμενική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πού σημαίνει ὅτι ὁ καθένας θά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή καί θά τά τήν ἑρμηνεύη ὅπως θέλει, ἤ καλύτερα, ἐπηρεαζόμενος ἀπό τά πάθη του - εἴτε τά καταλαβαίνει, εἴτε ὄχι - θά ἐνεργῆ ἀνάλογα. Καί θά καταντήσωμε λίγο-πολύ σάν τούς Προτεστάντες, πού εἶναι χίλια καί πλέον κομμάτια.
Καί τέλος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τό πιό σημαντικό ἀπ᾽ ὅλα εἶναι τοῦτο: Ἀποστολική Παράδοσις θά πῆ παράδοσις ἀπό τόν Χριστό διά τῶν Ἀποστόλων εἰς τόν κόσμον αὐτῆς καθ᾽ ἑαυτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὁ Χριστός δέν εἶπε μόνο, ἤ ἐκήρυξε, ἤ ἐθαυματούργησε, ἀλλά ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει μεγαλύτερη σημασία γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος παρέδωσε εἰς τούς αἰῶνας τήν ἁγία Του Ἐκκλησία. Διότι καί κάποιοι ἄλλοι πού ἄκουσαν ἴσως τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί αὐτοί θά μποροῦσαν νά γράψουν κάποια εὐαγγέλια. Ὅμως αὐτοί οἱ ἄλλοι δέν θά μποροῦσαν νά μᾶς παραδώσουν τήν Ἐκκλησία.
Καί ὅταν λέμε ''Ἐκκλησία'' ἐννοοῦμε τά Μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί πρωτίστως τήν πηγή τῶν Μυστηρίων, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ Ἱερωσύνη, διότι οἱ Ἀπόστολοι ἐχειροτονήθησαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο καί μετέδωσαν στούς μετέπειτα τήν Ἱερωσύνη, ἡ ὁποία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχη, σύμφωνα μέ τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γι᾽ αὐτό νά μήν ἀνησυχοῦμε γιά τήν τύχη τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλῶς νά ἀνησυχοῦμε, ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα, γιά τήν τύχη τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Καί μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει αὐτό πού λέμε ''συνεχῆ ἀποστολική διαδοχή'', ἐφ᾽ ὅσον μόνον στούς καταλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὑπάρχει κατατεθειμένη ἡ συνεχής ἀποστολική διαδοχή, ἀπό τούς Ἀποστόλους ἕως τῆς σήμερον. Οὔτε δηλαδή στούς Δυτικούς, οὔτε στούς Κόπτες, οὔτε στούς Ἀρμενίους, οὔτε στούς πάσης φύσεως σχισματικούς ὑπάρχει ἀποστολική διαδοχή. Ὅλοι αὐτοί δηλαδή ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι καί οἱ ἐντός τῆς Ἑλλάδος Παλαιοημερολογῆται.
Καί ἐκτός Ἐκκλησίας ἡ σωτηρία εἶναι ἀβεβαία. Καί ἄν κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἐν ἀγνοίᾳ του, φυσικά ἔχει πολλά ἐλαφρυντικά. Κριτής φυσικά εἶναι μόνος ὁ Θεός. Ἐάν ὅμως κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἀπό πεποίθησι, ἀπό κακή πρόθεσι, τότε τά πράγματα δυστυχῶς δυσκολεύουν γιά ἐκεῖνον σέ βαθμό ὑπερθετικό.
Εὔχομαι ἀγαπητοί μου ἀδελφοί νά ἀγωνισθοῦμε, ὄχι ὅπως μᾶς ἀρέση ἐμᾶς ἀλλά σύμφωνα μέ τό ἀποστολικό πρότυπο, πού ὅπως εἴπαμε, τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ ἀποστολικοῦ προτύπου θά τήν βροῦμε στήν Πατερική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, οὕτως ὥστε νά εἰσέλθωμε εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι ἐν μέσῳ ἁγίων, εὐκλεής καρπός τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἀμήν.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία εἰς τόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Λαμίας -29/6/1997)
Ο Άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο - Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 μ.Χ. στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 μ.Χ. και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Το 1904 μ.Χ., με το ξέσπασμα του Ρωσο - Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία.
Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 μ.Χ. ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησίαβρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ' αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη.
Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 μ.Χ. η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο - Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα - καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία.
Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο - γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει.
Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του.
Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.
Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελλο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 μ.Χ. τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος - γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 μ.Χ. αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς.
Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 μ.Χ. τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959 μ.Χ. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται...Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».
Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 μ.Χ. λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961 μ.Χ., ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος - γιατρός Λουκάς Βόινο - Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά - σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».
Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι' αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 μ.Χ. ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιάν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Άγιος Λουκάς ήταν στο Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια σε απελπιστική κατάστασή. Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.
Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον
Ιατρόν και ποιμένα, Λουκά τιμήσωμεν, Συμφερουπόλεως ποίμνης, Αρχιερέα λαμπρόν, τον βαστάσαντα Χριστού τα θεία στίγματα, τας εξορίας, τα δεινά, εγκλεισμούς εν φυλακαίς, τας θλίψεις και τα ονείδη, τον επ εσχάτων φανέντα, εν Ρωσία νέον Αγιον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Νέον ἅγιον τοῦ Παρακλήτου, σέ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ Χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τε καί θλίψεων Νόσους μέν ὡς ἰατρός ἐθεράπευσας, καί τάς ψυχάς ὡς ποιμήν καθοδήγησας πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καί μοναστῶν, πρέσβευε σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω
Συμφερουπόλεως Λουκάν τόν αρχιποίμενα, και ιατρόν τον επιστήμονα τον άριστον, οι φιλάγιοι υμνήσωμεν εγκαρδίως, εν Ρωσία γαρ βιώσας ώσπερ άγγελος, ωμολόγησε Χριστού το θείον όνομα. Διο κράζομεν, χαίροις πάτερ αοίδιμε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἀνεδείχθης ἥλιος, νυκτί βαθεῖα, διωγμοῦ, μακάριε, διό καί θάλπος νοητόν, τό ἐκ Θεοῦ σύ ἐξέχεας, χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐπισκόπων ὁ κοινωνός, τῆς Ρωσίας πάσης, ὁ θεόσοφος ἰατρός, χαίροις τῆς Κριμαίας, ὁ θεῖος Ποιμενάρχης, Λουκᾶ τῶν Ορθοδόξων ὁ νέος Ἅγιος.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις της Ρωσίας νέος βλαστός, και των θεραπευομένων ο προστάτης και βοηθός, χαίροις Εκκλησίας Χριστού ο Ιεράρχης, Λουκά ποιμήν θεόφρον, αξιοτίμητε.
Ας έχει δόξα ο Θεός, αδελφοί μου, διότι εκτός των άλλων ανήκουμε στην Εκκλησία των Αγίων. Των προσωπικοτήτων εκείνων που αγωνίσθηκαν για το καθ' ομοίωσιν, περνώντας από την κάθαρση στα επίπεδα του φωτισμού και της θεώσεως. Οι Άγιοι είναι όχι απλώς πολλοί, αλλά εκατομμύρια και πλήθος αμέτρητον τους οποίους τιμά ο Θεός, αφού εμείς γνωρίζουμε ολιγότερους σε σχέση με τους αγνώστους που ενώπιον του επουρανίου θυσιαστηρίου δοξολογούν και πρεσβεύουν υπέρ ημών.
Και επειδή υπάρχει αυτό το “νέφος των μαρτύρων και των αγίων” γνωστών και αγνώστων, η Αγία Εκκλησία έχει ορίσει την συγκεκριμένη Κυριακή των Αγίων Πάντων να εορτάζουμε όλες αυτές τις ψυχές που αγωνίστηκαν και ευαρέστησαν τον Κύριο, ευρισκόμενοι τώρα “εις τας μονάς τού Παραδείσου”.
Θα χρειάζοταν του κόσμου τα βιβλία για να καταγραφεί ο βίος και η πολιτεία των “φίλων τού Θεού”. Από τα υπάρχοντα συναξάρια κατανοεί κανείς τον πλούτο τής αγιότητος και τον θησαυρόν τής χάριτος που μπορεί κανείς να αποκομίσει μελετώντας αλλά κυρίως μιμούμενος τα μυρίπνοα αυτά άνθη τού Παραδείσου”.
Ο Απόστολος των Εθνών στο Αποστολικό Ανάγνωσμα που θα ακούσουμε στη λατρευτική μας σύναξη, με μια φράση περιγράφει αυτή την πραγματικότητα τόσο του αγώνος, όσο και του αποτελέσματος των μεγάλων μας προστατών.“Οι άγιοι πάντες, τονίζει, διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών” (Εβρ. ια' 33).
Φυσικά εδώ γίνεται λόγος για τις μορφές τής Παλαιάς Διαθήκης και τα όσα αναφέρονται ισχύουν απολύτως και για τον χώρο της Καινής. Για την Εκκλησία μας που μέσω των αιώνων καρποφορεί διά πάντων των Αγίων τους παραδείσιους καρπούς τής αγιότητος. Η όλη Αποστολική περικοπή γίνεται άκρως συγκινητική με την ζωντανή της περιγραφή. Άλλωστε εάν αφαιρεθούν οι διαστάσεις τού χώρου και του χρόνου, οι άγιοι παρελαύνουν έμπροσθέν μας ως νικητές και τροπαιούχοι. Αλλά εκείνο ιδίως που τους ενώνει είναι ότι δια τής χάριτος λατρεύουν τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, τόσο στην Π. Διαθήκη ως άσαρκον Λόγον, όσο και στην Καινή τον σαρκωθέντα Υιόν και Λόγον τού Θεού.
Οι Άγιοι λοιπόν “κατηγωνίσαντο βασιλείας”. Ποιές όμως είναι αυτές οι βασιλείες; Είναι εκείνα τα έθνη και τα ποικίλα πολιτικοθρησκευτικο-κοινωνικά συστήματα που δεν θέλησαν και επιμένουν να αρνούνται να γνωρίσουν και να αναγνωρίσουν τον Τριαδικό Θεό. Επιπλέον δε οι ειδωλολατρικές – σατανικές δυνάμεις που στο πρόσωπο των πιστών, επιχειρούσαν να χτυπήσουν Αυτόν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστόν.
Μια ματιά εάν ρίξει κανείς στην Ιστορία επιβεβαιώνεται του λόγου το αληθές. Διαφαίνεται καθαρά ότι πάντοτε έως και σήμερα , ο διάβολος μέσω των οργάνων του κτυπούσε και θα συνεχίζει έως τέλους να κτυπά και να λυσσά εναντίον τού Σώματος του Χριστού. Εναντίον τής Αγίας μας Ορθοδοξίας. Βεβαίως κατά καιρούς ο εχθρός αλλάζει τακτική . Από τη φάση τής βίας και του θανάτου περνά σε εκείνη τής πλάνης και των αιρέσεων για να φθάσει τώρα με τον διάτρητο μανδύα τού οικουμενισμού να βεβηλώσει τα άγια των αγίων. Πάντως, όπως και να σχεδιάζει, να ενεργεί και να εφαρμόζει η “βασιλεία τού κόσμου τούτου”, πάντοτε μπροστά της θα βρίσκει τους γενναίους και ατρόμητους προασπιστές και ομολογητές τής πιστεώς μας, δηλ. τους αγίους τής Εκκλησίας μας.
Ναι, εκεί που διηνεκώς δίνεται η μεγάλη μάχη και κερδίζονται οι λαμπρότερες νίκες· εκεί που στήνονται τα υψηλά τρόπαια, δεν είναι για θέματα επίγεια και για εδαφικές ή ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις. Οι μεγάλες μάχες που συνέχουν και προάγουν την ανθρωπότητα συντελούνται στο πνευματικό πεδίο. Εκεί που ο άνθρωπος συμπλέκεται μετά των δαιμονίων παρατάξεων και διά της χάριτος εξέρχεται νικητής. Και οι άγιοι αντιμετωπίζουν κυρίως την εξουσία τού άρχοντος του σκότους, του λυσσαλέου αλλά τελικώς νικηθέντος διαβόλου, αφού ο αρχηγός μας και Κύριός μας “εξήλθε νικών και ίνα νικήση” (Αποκ. στ' 2).
Φυσικά ο αγώνας αυτών των αγίων και των όπου γης πιστών είναι ισόβιος και ακατάπαυστος. Περνούν τη ζωή τους όχι με την επηγγελμένη καλοπέραση της “Νέας Εποχής” και την εμετική χλιαρότητα των οικουμενιστικών ξεπεσμένων διδασκαλιών (Αποκ. γ' 16), αλλά “υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι”, αφού η Ορθοδοξία μας είναι ασκητική – ησυχαστική – ομολογιακή – μαρτυρική!
Και ναι μεν μπορεί να σημειωθούν και οι εκ συναρπαγής πτώσεις, όμως η άμεση μετάνοια καλύπτει το κενόν και επαναφέρει στην τροχιάν τού αγώνος και της αληθείας. Άψευστος μάρτυρας περί τούτου ο προφητάναξ Δαυίδ, ο Πέτρος, ο Παύλος, τόσοι άλλοι άνδρες που μας διδάσκουν και από τα λάθη τους. Λόγω τής Μεγάλης Συνόδου τού 2016, για όσους υπερέβησαν τα εσκαμμένα, παράδειγμα μετανοίας και εν επιγνώσει ομολογίας ας είναι ο Άγιος Γεννάδιος. Ο πρώτος πατριάρχης μετά την πτώση τής Κων/πόλεως, ο οποίος καίτοι υπέγραψε εις την Φερράραν-Φλωρεντίαν, τελικώς μετενόησε και κατέστη ο ηγέτης τού ανθενωτικού – ου μην αλλά και Εθνικού αγώνος, κηρύττοντας ότι στην Σύνοδον εκείνην “Όλα ήσαν σαφής προδοσία τής αληθείας και καταφρόνησις Θεού και “παίγνια εν ου παικτοίς””.
Και ας τα προσέξουν καλώς τα διδάγματα αυτά όσοι ορκίσθηκαν να φυλάττουν την “παρακαταθήκην” και όσοι ετοιμάζονται να “διαβούν τον ρουβίκωνα”.
Οι Άγιοι λοιπόν αφού “κατηγωνίσαντο βασιλείας” ταυτοχρόνως “ειργάσαντο δικαιοσύνην” και τέλος “επέτυχον επαγγελιών”. Δεν υπάρχει αρετή που να μην έγινε πραγματικότης στη ζωή τους. Ανέδειξαν την Ευαγγελική αρετή, δείχνοντας ταυτοχρόνως και το πώς αυτή κατορθώνεται αλλά και ποιά αξία έχει.
Στο πρόσωπό τους ο κόσμος είδε ότι η Χριστιανική πίστη δεν είναι μια θεωρία, ούτε ένα φιλοσοφικό ή κοινωνικό σύστημα, αλλά τρόπος ζωής. Βίωμα μετανοίας εξαγιαστικόν. Ταυτοχρόνως δε οι Άγιοι αποτελούν την απόδειξη ότι δεν υφίστανται “πολλές” και “σώζουσες Εκκλησίες”, αλλά πλάνες και αιρέσεις, αφού εκήρυξαν και μαρτύρησαν για την αυθεντικότητα και την μοναδικότητα της Εκκλησίας μας. Έτσι λοιπόν, οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι και όχι οι διεστραμμένοι, κατανοούν πόσο αναγκαίο είναι για τον κόσμο να υπάρχει η Ορθοδοξία αμόλυντη, ώστε να παράγει τον καρπό τής αγιότητος. Να καταρτίζει Αγίους οι οποίοι κυβερνούν τα έθνη και καθοδηγούν τους λαούς στον υψηλό προορισμό τού αγιασμού και της σωτηρίας. Αυτούς λοιπόν τους Αγίους ας παρακαλέσουμε να μας ευλογούν ώστε αμετακινήτως στα του δόγματος και με ενθουσιασμό να πορευόμαστε στον δρόμο που οι ίδιοι πριν από εμάς εβάδισαν. Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...