![ti_08_mobile.png](/images/template/ti_08_mobile.png)
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Σὲ κάθε ἐποχή, μὰ ἰδιαίτερα σὲ στιγμὲς μεγάλης κοινωνικῆς παρακμῆς, συναντοῦμαι πολλὰ πρόσωπα (φιλοσόφους, ποιητές, πολιτικούς, ἐπαναστάτες) νὰ καταγγέλουν τὴν καθεστηκυία τάξη καὶ νὰ ἐπαγγέλονται ἕνα κόσμο νέο, ἕνα κόσμο καλύτερο, στὸν ὁποῖο δὲν θὰ χωρᾶ τίποτα ἀπὸ τὰ παλαιὰ δεινὰ καὶ πάθη. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε πὼς δὲν πάει καὶ πολὺς καιρὸς ποὺ καὶ στὸ τόπο μας, τὸ κεντρικὸ σύνθημα τοῦ δημοσίου διαλόγου ἦταν ἡ φράση «νὰ τελειώνουμε μὲ τὸ παλιό».
Δὲν ἦταν λίγες οἱ περιπτώσεις ὅπου διάφορα ριζοσπαστικὰ κινήματα κατάφεραν μὲ τὸν ἕναν ἢ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ ἐπικρατήσουν, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ κοινωνίες νὰ ἀλλάξουν τὶς ἰδεολογικές τους κατευθύνσεις καὶ τὸν τρόπο τῆς κοινῆς τους βιοτής, χωρὶς ὅμως οἱ ἐξαγγελίες τῶν ἐμπνευστῶν τούτων τῶν θέσεων νὰ ὁδηγήσουν τὸν κόσμο σὲ φωτεινότερες ἐποχές. Ἀντιθέτως· στὴν προϋπάρχουσα ἀδικία προστέθηκαν καινοφανεῖς ἀνομίες.
Παρὰ ταῦτα ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια γιὰ σωτηρία, μοιάζει ἐγκλωβισμένη συνεχῶς σὲ τοῦτο τὸ ἀδιέξοδο σχῆμα: καταγγελία τοῦ παλαιοῦ, ἐξύμνηση τοῦ νέου. Σὲ τούτη τὴν ὀπτικὴ ὅμως, μᾶς διαφεύγει τὸ αὐτονόητο: καὶ τὸ νέο, ἀργὰ ἢ γρήγορα, θὰ γίνει παλαιό, γιατί ὁ πτωτικὸς αὐτὸς κόσμος φθείρει τὰ πάντα, γιατί ὁ χρόνος ὅ,τι ἀγγίζει τὸ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ μαρασμό του.
Ἴσως οἱ παραπάνω λόγοι, τέκνα μου ἀγαπητά, νὰ σᾶς προκαλοῦν ἀπορία. Γιατί ἐνῶ «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, σήμερον ἠνώθησαν», ἐμεῖς στρέφουμε τὶς σκέψεις σας πρὸς τὰ παθήματα τοῦ κόσμου; Γιατί ἐνῶ «Χορεύσουιν Ἄγγελοι πάντες ἐν οὐρανῷ, καὶ ἀγάλλονται σήμερον», ἐμεῖς ἀσχολούμαστε μὲ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων; Γιατί ἐνῶ «Σήμερον ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ γεννᾶται ἐκ Παρθένου» ἐμεῖς ἀγγίζουμε αὐτὰ πού μας ἀπογοητεύουν καὶ μᾶς λυποῦν;
Μιλοῦμε γιὰ τοῦτα ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται νὰ κομίσει μία ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπάντηση στὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι, ἕνα καὶ μοναδικό: ὁ θάνατος. Μιλώντας γιὰ τὸν θάνατο δὲν πρέπει νὰ μένουμε ἁπλὰ καὶ μόνο στὴ βιολογική του διάσταση, στὴ φυσικὴ τελευτή. Τὸν θάνατο, ἂν ψηλαφίσουμε καλύτερα τὶς πληγές μας, θὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε σὲ κάθε πτυχὴ τοῦ παρηκμασμένου μας βίου: στὴν ἀδικία καὶ στὴν βία, στὶς ἔριδες καὶ στὶς συγκρούσεις, στὸν πόνο καὶ στὴν ἀδυναμία. Καμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνιστῶσες τοῦ ἀνθρώπινου βίου δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει πρὸς τὰ βέλτιστα, ἂν δὲν ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου, ἂν δὲν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως μαρτυρεῖ πὼς τοῦτο τὸ παιδίο ποὺ κείτεται σπαργανωμένο μέσα στὴ φάτνη, μέσα σ’ ἕνα λίκνο ποὺ ὁμοιάζει μὲ μνῆμα ταφικό, καὶ σ’ ἕνα σπήλαιο ποὺ θυμίζει τὸν Ἅδη, ἦρθε γιὰ νὰ καταπατήσει τὸ θάνατο καὶ νὰ θεώσει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ κρίσιμη διαφοροποίηση στὸ εἶδος τὴν σωτηρίας ποὺ ὁ Θεός μας προσφέρει. Ἔσχατος ἐχθρὸς γιὰ τὸν Θεάνθρωπο εἶναι ὁ θάνατος, ὄχι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ταλαίπωρου ἀνθρώπου, στὴν ὕπαρξη κάθε ἁμαρτωλοῦ, βλέπει τὸ ἀρχαῖο κάλος τοῦ δημιουργήματός Του. Γιατί κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἔπεσε καὶ νὰ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν ἀπώλεσε ὅμως τὸ «κατ’ εἰκόνα», δὲν ἔχασε τὴν ἀρχετυπικὴ αὐτὴ σχέση καὶ συγγένεια μὲ τὸν δημιουργό του. Ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει μέσα σὲ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀμαυρωμένη καὶ ξεχασμένη ἴσως, πάντα ὅμως ὑπαρκτὴ καὶ ἀναγνωρίσιμη.
Ἐμεῖς ὅμως, ἀκόμα καὶ σήμερα, τὴν σωτηρία μας τὴν κατανοοῦμε ὡς ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, τοὺς «κακούς» καὶ τοὺς «ἀδίκους», τοὺς «παλαιούς» καὶ τοὺς «διεφθαρμένους», χωρὶς νὰ ἔχουμε τὴν ἐντιμότητα καὶ τὸ θάρρος νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν δική μας κακότητα, τὴν δική μας παλιανθρωπιά. Ὁ ἄνθρωπος σήμερα, ἐξίσου αὐτοκαταστροφικὸς μὲ τοὺς πρωτοπλάστους, ἐπιδιώκει τὸ χαμό του. Ἂν ὁ Θεὸς ἔκανε δεκτὲς τὶς προσευχές μας γιὰ ἀπαλλαγὴ τοῦ κόσμου ἀπὸ τοὺς «κακούς», τότε θὰ ξαφνιαζόμασταν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μέσα σ’ αὐτοὺς θὰ βρισκόμασταν καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ θεωροῦντες ἑαυτοὺς ὡς δικαίους.
Μὰ ὁ Θεὸς στέλνει νέο Ἀδάμ, τὸν Υἱὸν Τοῦ τὸν μονογενῆ, γιὰ νὰ μὴν χαθεῖ κανείς, γιὰ νὰ ἀλλάξουν ὅλα μὲ τὸν δικό του τρόπο, ποὺ δὲν μοιάζει οὔτε μὲ θύελλα, οὔτε μὲ σεισμό, ἀλλὰ μὲ αὔρα λεπτή. Ποιὸς ὁ θεῖος τοῦτος τρόπος; Ἡ ἐνανθρώπηση. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ λαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, παρεκτὸς τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι συστατικὸ τούτης τῆς φύσεως, ἀλλὰ στοιχεῖο ξένο καὶ ἐπίκτητο.
Μέγα τοῦτο τὸ σκάνδαλο, γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς. Μὰ καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀθανάσιου ὑπῆρχαν κάποιοι ποὺ ἀγανακτοῦσαν μὲ τὴν ἐνανθρώπιση λέγοντας πὼς θὰ ἦταν ἀρκετὸ «νεύματι μόνον ποιῆσαι» ὁ Θεὸς γιὰ νὰ παιδαγωγήσει καὶ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἔκανε καὶ παλαιά, ὅταν ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιούργησε τὰ πάντα.
Ὅμως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μαρτυρεῖ τὴν ἀλήθεια: «Παλαιότερα, ὅταν δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ τίποτα, χρειάστηκε νεῦμα καὶ μόνον ἀπόφαση γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ σύμπαντος· ὅταν ὅμως δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος καὶ χρειάστηκε νὰ θεραπεύσει ὁ Θεός, ὄχι τὰ ἀνύπαρκτα, ἀλλὰ τὰ δημιουργηθέντα, ἦταν ἑπόμενο νὰ ἔρθει ὁ γιατρὸς καὶ σωτήρας στὰ ἤδη δημιουργημένα, ὥστε νὰ θεραπεύσει τὰ ὑπάρχοντα».
Ὁ Χριστὸς δέχεται τὴν παλαιὰ ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν καινοποιεῖ. Δέχεται σῶμα ἀνθρώπινο γιὰ νὰ τὸ ἀθανατίσει. Δέχεται ψυχὴ ἀνθρώπινη γιὰ νὰ τὴν ἁγιάσει. Δέχεται τὸν ὅλο ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν θεώσει.
Ὁ τρόπος τῆς ἐνανθρωπήσεως ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς σωτηρίας μας, ἀλλὰ καὶ ἕνα τύπο ζωῆς γιὰ τὸν κάθε χριστιανό. Ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτό, ὁ ὁποῖος ταλαιπωρεῖται ἀκόμα καὶ σήμερα ἀπὸ τὰ παρεπόμενα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Σκοπός, καὶ ἀποστολή, καὶ λαχτάρα τῶν πιστῶν πρέπει νὰ εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ κόσμου καὶ ἡ προσφορά του στὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο, γιὰ νὰ τὸν ἁγιάζει κάνοντας τὸν μέλος τίμιό του σώματός του· γιὰ νὰ τὸν καθιστὰ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι, στολίδι καὶ κόσμημα τῆς δικῆς του δημιουργικῆς σοφίας. Τοῦτο κάνουμε σὲ κάθε θεία Λειτουργία, προσφέρουμε ἄρτο καὶ οἶνο, γιὰ νὰ λάβουμε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, προσφέρουμε τὴν παλαιά μας ζωὴ γιὰ νὰ λάβουμε τὴν καινὴ βιοτὴ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Τοῦτο ὀφείλουμε νὰ ποιοῦμε στὴ καθημερινότητά μας ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ξεχωριστὰ καὶ ὅλοι μαζὶ ὡς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, νὰ προσλαμβάνουμε ὅ,τι ἀληθινὸ κουβαλᾶ ὁ ταλαιπωρημένος σύγχρονος ἄνθρωπος καὶ νὰ τὸ καταθέτουμε ὡς δῶρο τίμιο στὸ θεῖο βρέφος, χωρὶς νὰ ὀλισθαίνουμε οὔτε στὸν καταγγελτικὸ τρόπο τῆς ἄρνησης, τῆς ἀπόρριψης καὶ τὸ διχασμοῦ· οὔτε στὸν ἐκκοσμικευμένο τρόπο τῆς ἄκριτης ἀποδοχῆς τῶν κριμάτων τοῦ κόσμου.
Γι’ αὐτὸ γιὰ ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἡ ἑορτὴ τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, ἡ ἑορτὴ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἑνότητος τῶν πάντων. Τοῦ ἀκτίστου καὶ τοῦ κτιστοῦ, τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, τῶν παλαιῶν καὶ τῶν καινῶν, ἀφοῦ «δι’ ἠμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός».
ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ!
ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ!
Χρόνια πολλά μέ ὑγεία καί εὐλογίες!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Καὶ ἔτεκεν τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτόν,
καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ,
διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι. (Λουκ. β,7)
Κανένα πανδοχείο και κανένας συγγενής δεν φιλοτιμήθηκε να προσφέρει στον Νεογέννητο Χριστό τόπο για φιλοξενία.
Στην μικρή Βηθλεέμ, για όλους τους ανθρώπους υπήρχε χώρος. Για τον Πλάστη όμως και Σωτήρα, ούτε μια μικρή γωνιά δεν βρέθηκε, παρεκτός από το σπήλαιο και την φάτνη!
Σήμερα, στο δικό μας κατάλυμα, δηλαδή, στην Πατρίδα μας, στο χωριό μας, στις οικογένειές μας, στις καρδιές μας, υπάρχει άραγε διαθέσιμος τόπος για τον Ενανθρωπήσαντα Χριστό;
(1). Και πρώτα-πρώτα ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας.
Εμείς, οι βαφτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, έχουμε άραγε τόπο για τον Κύριό μας στο κατάλυμα της καρδιάς μας;
Καθαριζόμαστε από τα πάθη, ώστε να γίνει η καρδιά μας φάτνη άνετη και ζεστή για τον Χριστό, που γεννιέται;
(2). Ευρίσκει ο Χριστός τόπο στο κατάλυμα του δικού μας σπιτιού;
Έχει θέση ο Χριστός στην οικογενειακή μας ζωή;
(3). Ευρίσκει ο Χριστός κατάλυμα μέσα στον χώρο της Εκκλησίας;
Ευρίσκει τόπο να σταθεί στους διαθρησκειακούς διαλόγους και στις σχέσεις μας με τους παπικούς και τους προτεστάντες;
(4). Ευρίσκει σήμερα ο Χριστός κατάλυμα στο πνευματικό πανδοχείο του Γένους μας, που είναι το σχολείο το Ελληνικό;
Ποια είναι η θέση του Χριστού στην αγωγή και την εκπαίδευση της νεότητας;
(5). Ευρίσκει ο Χριστός κατάλυμα στο μεγάλο ’’φροντιστήριο’’ της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, που είναι η τηλεόραση;
Έχει τόπο ο Χριστός να αναπαυθεί στα τηλεοπτικά προγράμματα και ιδιαίτερα στα προγράμματα ψυχαγωγίας των παιδιών;
(6). Ευρίσκει ο Χριστός κατάλυμα στις ολόφωτες πλατείες των ημερών των Χριστουγέννων με τους κλόουν, με τα ξωτικά και με τους μάγους;
(7). Ευρίσκει ο Χριστός κατάλυμα στην Βουλή των Ελλήνων;
Υπάρχει τόπος για τον Σαρκωθέντα Λόγο μέσα στις καρδιές των πολιτικών μας ανδρών, στις αποφάσεις τους και στους νόμους, που ψηφίζουν;
Εάν αποπειραθούμε με στοιχειώδη ειλικρίνεια, να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, τότε θα καταλήξουμε στην θλιβερή διαπίστωση, ότι και σήμερα στην πολύπαθη Πατρίδα μας παραμονές Χριστουγέννων, συνεχίζουμε κατά τα φαινόμενα και μιλάμε την γλώσσα της Βηθλεέμ:
– Δεν έχουμε χώρο για Σένα, Χριστέ, στην οικογένεια.
– Δεν μπορούμε να Σε φιλοξενήσουμε στην κοινωνική μας ζωή.
– Δεν έχουμε για Σένα κατάλυμα στους νόμους μας και στα βουλευτήριά μας.
– Δεν έχουμε τόπο για Σένα μέσα στα σχολεία μας.
– Σε θέλουμε έξω από την προσωπική μας ζωή.
– Δεν μπορείς να μείνεις μαζί μας.
Πρ’ όλα αυτά οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι, όπως πάντοτε, υπάρχει και σήμερα η μικρή μαγιά, που λαβώθηκε μεν, αλλά δεν πειράχτηκε θανάσιμα από τα μικρόβια του μισόκαλου, δηλαδή τα πάθη, τον ευδαιμονισμό, την φιλαυτία, την εκκοσμίκευση και τον οικουμενισμό.
Αυτή η μαγιά, με την χάρη του Θεού, δίνει στις ημέρες μας τις πρώτες μαρτυρίες, ότι ο Λαός μας, ’’καθήμενος εν σκότει και σκιά θανάτου’’ επί έτη πολλά, αρχίζει τώρα και βλέπει ’’φώς μέγα’’. Αρχίζει και δείχνει την απογοήτευσή του από τις φαύλες επιλογές του παρελθόντος και στρέφει σιγά-σιγά τις ελπίδες του προς τον Ενανθρωπήσαντα Χριστό.
Όσο για τους συνανθρώπους μας εκείνους, που φέρονται τάχα αδιάφορα ή ακόμα και εχθρικά απέναντι στο γεγονός της Βηθλεέμ, φαίνεται πως τώρα αρχίζουν κι αυτοί –κάτω από τις απειλές του πορτοφολιού- να προβληματίζονται και να συσπειρώνονται γύρω από αξίες πατροπαράδοτες, που λησμονήθηκαν: την αλληλεγγύη, το φιλότιμο, την συμπόνια, την ανθρωπιά.
Άλλωστε -όπως έγραψε κάποιος- τώρα που μας τέλειωσαν τα λεφτά, τι μας μένει εκτός από τον Χριστό, για να ακουμπήσουμε επάνω του;
Ο πολυαγαπημένος μας Άγιος Παΐσιος , σε κάποια από τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν, είπε:
’’Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον.
Άμα ο νους μας είναι εκεί, στο «παράδοξον», τότε θα ζήσουμε και το μεγάλο μυστήριο της Γεννήσεως του Χριστού. Εύχομαι η καρδιά σας να γίνει Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώσει όλες τις ευλογίες Του’’.
Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα σε όλους μας.
23/12/2015
Πηγή: Αβέρωφ
Σε σημείωση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, στα Προλεγόμενα του πεζού Κανόνος της Χριστού Γεννήσεως, από το Εορτοδρόμιο (τόμος Α’, σελ. 145), αναφέρονται τρία θαύματα που ακολούθησαν την Γέννηση του Χριστού.
Παραθέτουμε εδώ το τρίτο συγκλονιστικό θαύμα: "Τρίτον δε και τελευταίον θαύμα ηκολούθησεν εν τη Χριστού Γεννήσει΄ λέγει γαρ ένας Διδάσκαλος, ότι την νύχτα εκείνην, κατά την οποία εγεννήθη ο Δεσπότης Χριστός, έστειλε πρώτον ένα Άγγελον και εθανάτωσεν όλους τους αρσενοκοίτας, όπου ήσαν εις τον Κόσμον, και έπειτα εγεννήθη, διά να μη ευρεθή τότε εις την γην μία τοιαύτη Θεομίσητος αμαρτία (παρά Ιερονύμω)".
Σχόλιο Άλλης Όψεως: "Ίσως τώρα να γίνεται ακόμα πιο φανερό σε καλοπροαίρετους αναγνώστες ότι το αμάρτημα αυτό αποτελεί βδέλυγμα στα μάτια του Θεού και ότι όσοι επιχειρούν να θεσμοθετήσουν "γάμους" και "σύμφωνα συμβίωσης" μεταξύ ανθρώπων του ιδίου φύλου, βλασφημούν και αντιτίθενται στο θέλημα του Θεού. Η δε προπαγάνδα υπέρ της αφύσικης αυτής κατάστασης πρέπει επιτέλους να παύσει. Αφήστε τους ανθρώπους να μετανοήσουν, γιατί δεν υπάρχει αμαρτία που να μην θεραπεύεται από την άπειρη και άφατη αγάπη του Δημιουργού του ανθρώπου".
Πηγή: Η άλλη όψη
Οἱ Ἰσραηλίτες ὑπὸ τὴν ἀσφαλῆ καθοδήγηση τοῦ θεοφώτιστου καὶ ἐκλεκτοῦ τους ἡγέτη Μωυσῆ, ἔχοντας κατανικήσει τοὺς Ἀμορραίους καὶ ἄλλους λαοὺς τῆς Χαναάν, ἔφτασαν μπροστὰ στὴ χώρα τῶν Μωαβιτῶν. Τὰ νέα γιὰ τὶς σαρωτικές τους νίκες εἶχαν διαδοθεῖ σὰν ἀστραπή.
Πανικόβλητος ὁ Βαλάκ, βασιλιὰς τῆς Μωάβ, ἀναζήτησε τρόπους νὰ ἀποσοβήσει τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὴ χώρα του. Ἔστειλε καὶ κάλεσε κοντά του ἀπὸ τὸν Εὐφράτη ποταμὸ τὸν μεγάλο μάντη Βαλαὰμ καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση μεγάλης ἀμοιβῆς τοῦ ζήτησε νὰ καταρασθεῖ τοὺς Ἰσραηλίτες.
Μετὰ ἀπὸ ἕνα περιπετειῶδες ταξίδι, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε ἀκόμα καὶ τὸ γαϊδούρι τοῦ Βαλαὰμ γιὰ νὰ τὸν νουθετήσει, ὁ μάντης ἔφτασε στὸν βασιλιὰ τῆς Μωάβ, μὲ ρητὴ ἐντολή ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ πεῖ μόνο ὅ,τι Αὐτὸς θὰ τοῦ ἔβαζε στὸ στόμα του.
Ἀφοῦ πρόσφερε θυσίες στὸ εἴδωλο τοῦ Βάαλ ποὺ λατρευόταν ἀπὸ τοὺς Μωαβίτες, ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ εὐλόγησε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, παρὰ τὴν ἐπίμονη αἴτηση τοῦ Βαλὰκ νὰ τὸν καταρασθεῖ. Τρεῖς φορὲς σὲ τρία διαφορετικὰ μέρη προσφέρθηκαν θυσίες γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, μὰ καὶ τὶς τρεῖς ὁ Βαλαὰμ ἀνοίγοντας τὸ στόμα του, παρὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Βαλάκ, εὐλογοῦσε, ἀντὶ νὰ καταριέται, τοὺς Ἰσραηλίτες.
Ἀπογοητευμένος οἰκτρὰ ὁ Βαλάκ, χτυπώντας μὲ φοβερὸ θυμὸ τὰ χέρια του, ἐξαπέστειλε τὸν μάντη στὴ χώρα του, χωρὶς νὰ τοῦ δώσει τίποτα. Μὰ ὁ Βαλαὰμ πρὶν φύγει τοῦ ἔδωσε τὴ χαριστικὴ βολὴ μὲ μία ἐπιπλέον βαρυσήμαντη προφητεία:
«“Ἄστρον ἀνατελεῖ ἐξ Ἰακώβ…” Σοῦ ἀναγγέλλω κάποιον, ποὺ τώρα βέβαια δὲν ἦρθε ἀκόμα. Τὸν μακαρίζω, ἂν καὶ εἶναι μακριά μας. Θὰ ἀνατείλει ἄστρο ἀπ’ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ θὰ φανερωθεῖ ἄνθρωπος ἀπ’ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος θὰ συντρίψει τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς Μωὰβ καὶ θὰ λαφυραγωγήσει ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Σὴθ» (Ἀριθμ. 24, 17).
Ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἑβραῖοι θεώρησαν τὴν προφητεία αὐτὴ ὡς ἀναγγελία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, εἴδηση γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία.
Στὸν κανόνα τῶν Χριστουγέννων ἀναφέρεται ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς αὐτό. Λέγει τὸ β΄ τροπάριο τῆς δ΄ ᾠδῆς («Τοῦ μάντεως πάλαι Βαλαάμ»), ὅτι ὁ δεσπότης Χριστὸς ἀνέτειλε ὡς ἀστέρας ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἰακὼβ καὶ γέμισε χαρὰ τοὺς σοφοὺς ἐκείνους πού, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη τους τὰ λόγια τοῦ Βαλαάμ, παρατηροῦσαν προσεκτικὰ τὰ ἄστρα γιὰ τὴν ἐπαλήθευσή τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν εἶδαν τὸν ἀστέρα στὸν οὐρανό, τὸ σημεῖο ποὺ τοὺς παρέπεμπε στὸ λαμπρὸ ἄστρο τοῦ Χριστοῦ, στὸν νοητὸ ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, «ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα» (Ματθ. 2, 10).
Λέγει ἐπίσης τὸ τροπάριο, ὅτι ὁ Χριστὸς δέχτηκε τοὺς σοφοὺς αὐτοὺς νὰ τὸν προσκυνήσουν καὶ νὰ τοῦ προσφέρουν τὰ δῶρα τους, «χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν», γιατὶ αὐτοὶ ἀντιπροσώπευαν τὰ ἔθνη ποὺ θὰ εἰσέρχονταν, ὡς νέος ἐκλεκτὸς λαός, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ἡ ἀπαρχὴ τῶν ἐθνῶν. Ὅπως προσφέρονταν στὸν Θεὸ οἱ ἀπαρχὲς τῶν καρπῶν, τὰ πρωτογεννήματα δηλ. ἀπὸ τὰ ἀμπέλια, τὰ χωράφια, τὰ πατητήρια καὶ τὰ ἁλώνια (πρβλ. Ἐξ. 23, 16, Ἀριθμ. 18, 12-13), ἔτσι καὶ οἱ τρεῖς σοφοὶ μάγοι ἔγιναν δεκτοὶ ὡς ἐμπροσθοφυλακὴ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη θὰ ἀποδέχονταν γιὰ Σωτήρα τους τὸν Χριστό.
Ὁ Βαλαάμ, ἂν καὶ λάτρης τῶν εἰδώλων, εἶχε εὐχηθεῖ νὰ συγκαταριθμηθεῖ μετὰ τὸν θάνατό του μεταξὺ τῶν δικαίων τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ (Ἀριθμ. 23, 10).
Ἐσένα καὶ ἐμένα τί μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὁμολογήσουμε μοναδικό μας Σωτήρα τὸν Κύριό μας Ιησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ συγκαταλεχθοῦμε στὸν νέο ἐκλεκτὸ λαό του, ποὺ ἁγία ἀπαρχή του ἀποτέλεσαν «οἱ ἀκριβεῖς γνῶστες τῶν λόγων τοῦ Βαλαὰμ σοφοὶ ἐκεῖνοι μελετητὲς τῶν ἄστρων»;
Πηγή: (ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 365, Δεκ. 2013), Αβέρωφ
Και, επειδή ο Χριστός είναι Θεός, η ένωση αυτή φέρνει τον άνθρωπο σε ένωση με το Θεό. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται άγιος, δηλαδή θεός «κατά χάριν» (αποκτά έντονα θεϊκά στοιχεία, που τα διατηρεί αιώνια, χωρίς όμως να πάψει να είναι άνθρωπος). Γι’ αυτό οι άγιοι κάνουν θαύματα: επειδή δεν είναι πια κοινοί άνθρωποι, αλλά έχουν γίνει πλάσματα ανώτερου επιπέδου: θεϊκά όντα.
Βέβαια οι άγιοι – το ξαναλέω – παραμένουν άνθρωποι, δε γίνονται θεοί «κατά φύσιν».Μόνο ο Θεός είναι Θεός κατά φύσιν. Γι’ αυτό, τους αγίους ΔΕΝ τους λατρεύουμε, δεν είναι «οι θεοί μας», αλλά πάντα είναι συνάνθρωποι και αδελφοί μας. Αυτή είναι και μια μεγάλη διαφορά των αγίων από τους άλλους ανθρώπους, που ονειρεύονται να γίνουν «θεοί» εγωιστικά: ότι όλοι, λίγο πολύ, θέλουμε να γίνουμε οι «θεοί» των άλλων και να έχουμε εξουσία και δύναμη πάνω τους, ενώ οι άγιοι δεν ζητούν λατρεία από κανέναν, γιατί αυτό που έχουν μέσα τους είναι η ταπείνωση και η αγάπη, όχι η δίψα για δύναμη και εξουσία.
Καταλαβαίνετε τώρα, ελπίζω, γιατί έχει τεράστια διαφορά αν ο Χριστός είναι Θεός από το αν είναι απλά «ένας σοφός άνθρωπος που μίλησε για αγάπη και δικαιοσύνη». Αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, τότε δεν υπάρχει ένωση ανθρώπου και Θεού, άρα δεν υπάρχει και σωτηρία. Τελικός νικητής είναι ο θάνατος.
Αλλά το ότι ο Χριστός είναι Θεός και υπάρχει αγιότητα και σωτηρία, αποδεικνύεται από την ύπαρξη των αγίων σε κάθε εποχή και, φυσικά, και στην εποχή μας. Οι σύγχρονοι άγιοι, όπως οι μεγάλοι Γέροντες Ευμένιος από τα Ρούστικα, Γεννάδιος της Ακουμιανής Γιαλιάς, Πορφύριος, Παΐσιος , Ιάκωβος της Εύβοιας κ.π.ά., σύγχρονες αγίες όπως η Σοφία της Κλεισούρας, η Ταρσώ η διά Χριστόν σαλή κ.π.ά., είναι η απόδειξη ότι ο χριστιανισμός είναι αληθινός και ότι ο δρόμος του Χριστού οδηγεί πράγματι τον άνθρωπο στην αγιότητα – σε αυτό που οι θεολόγοι λέμε «θέωση», δηλ. στο να γίνει ο άνθρωπος θεός.
Μικροί καθημερινοί άγιοι
Να πούμε εδώ ότι, ενώ μεγάλοι άγιοι είναι σχετικά λίγοι σε κάθε εποχή, υπάρχουν χιλιάδες «μικροί άγιοι», που ζουν δίπλα μας ή ίσως και μέσα στο σπίτι μας…
Άνθρωποι γεμάτοι πίστη και ταπεινή αγάπη, που συγχωρούν εύκολα και τους πάντες και αγαπούν τους πάντες με καρδιά μικρού παιδιού. Άνθρωποι που υπομένουν τρομερές δυσκολίες, αλλά έχουν πάντα μέσα τους πίστη στο Θεό, αγάπη και συγχώρεση (ανεξικακία) για τους άλλους.
Αλλά και πόσες μανάδες δεν προσεύχονται για τα παιδιά τους μέρα νύχτα και οι προσευχές αυτές δεν ωφελούν τα παιδιά τους, χωρίς οι ίδιες – ή τα ίδια – να το μαθαίνουν ποτέ… Κι αυτές οι μανάδες, λόγω της αγάπης τους, έχουν μια αγιότητα, γιατί οι φλογερές προσευχές τους, με τη βοήθεια του Θεού, κάνουν αυτό το μικρό θαύμα.
Επίσης, αρκετοί παπάδες και μοναχοί (καλόγεροι) είναι μικροί άγιοι και κάνουν τον αγώνα τους για τη σωτηρία της ψυχής τους και για τη σωτηρία όλων μας. Αν κοιτάξουμε με ειλικρίνεια γύρω μας, θα δούμε σίγουρα μερικούς.
Υπάρχουν και παιδιά ή έφηβοι, που πιστεύουν στο Θεό, προσεύχονται, πηγαίνουν στην εκκλησία, νηστεύουν, εξομολογούνται και μεταλαβαίνουν – και συχνά γίνονται στόχος των άλλων, υπομένουν πόλεμο, όχι μόνο από τα πειραχτήρια του σχολείου, αλλά και από την ίδια την οικογένειά τους, που… ανησυχεί για τα παιδιά τους, ενώ αν ήταν εγωιστικά, αν κοιτούσαν μόνο το συμφέρον τους ή τη διασκέδασή τους, θα τα θεωρούσαν φυσιολογικά και θα τα αποδέχονταν εύκολα.
Γενικά, κάθε σοβαρός χριστιανός αντιμετωπίζει προβλήματα στην κοινωνία, γιατί είναι τόσο καλός, που οι περισσότεροι γύρω του τον θεωρούν αφελή και τον λυπούνται ή τον εκμεταλλεύονται. Αυτός το καταλαβαίνει και πικραίνεται, αλλά πάντα συγχωρεί και πάντα επιμένει στην πίστη και την αγάπη. Και ζητάει βοήθεια απ’ το Χριστό για να συνεχίσει ν’ αγωνίζεται, συγχωρώντας, πιστεύοντας και αγαπώντας, και θυσιάζοντας πολλές φορές το συμφέρον του για τους άλλους, χωρίς αντάλλαγμα. Αυτή η βοήθεια του Χριστού είναι απαραίτητη για να μπορέσει ο άνθρωπος ν’ αντέξει έναν τόσο μεγάλο αγώνα…
Έτσι ο Χριστός λυτρώνει τον άνθρωπο: τον λυτρώνει από τα πάθη, που φέρνουν τη μοναξιά, το θάνατο και την αιώνια μοναξιά, που ονομάζεται κόλαση. Και τον οδηγεί στην αιώνια αγάπη και συνύπαρξη, που φέρνει την αιώνια χαρά και ονομάζεται παράδεισος.
Ο δρόμος της αγάπης και του Χριστού
Ολόκληρη η πνευματική ζωή και η ασκητική προσπάθεια του χριστιανού αποσκοπεί σ’ αυτό ακριβώς: στην προσωπική μας μεταμόρφωση σε θεία όντα γεμάτα αγάπη, που σημαίνει την ένωσή μας με τον Τριαδικό Θεό μέσα από την οδό (το δρόμο) του Ιησού Χριστού.
Η οδός αυτή (κυριολεκτικά «ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος», για να δανειστώ μια φράση από άλλη συνάφεια) μάς έχει αποκαλυφθεί από το Χριστό (που είπε «εγώ ειμί η οδός», «δεύτε προς με», κατά Ιωάννην, 14, 6, κατά Ματθαίον, 11, 28) και έχει αναλυθεί από τους αγίους διδασκάλους του ορθόδοξου χριστιανισμού, που δίδαξαν και διδάσκουν τους ανθρώπους με βάση την εμπειρία τους κι όχι θεωρητικές διανοητικές κατασκευές.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτούς, πρώτο βήμα είναι η κάθαρση της καρδιάς μας από τα πάθη, δηλαδή η απελευθέρωσή μας απ’ ό,τι μας προκαλεί εξάρτηση μονοπωλώντας την αγάπη μας και μας εμποδίζει ν’ αγαπήσουμε ολοκληρωτικά και χωρίς όρους το Θεό, το συνάνθρωπο και κατ’ επέκτασιν όλα τα όντα.
Η απελευθέρωση αυτή προϋποθέτει σκληρό αγώνα εναντίον των παθών, που μπορεί να κρατήσει και μια ολόκληρη ζωή. Περιέχει επίσης και μια παγίδα, τοποθετημένη όχι απ’ το Θεό, αλλά από τον εχθρό του ανθρώπινου γένους (το διάβολο) ή από τον εαυτό μας, που εύκολα παρασύρεται: η παγίδα είναι το ν’ αγωνιστούμε ενάντια στα πάθη με κίνητρο «να είμαστε δυνατοί», δηλ. υπηρετώντας και τροφοδοτώντας ένα απ’ αυτά τα πάθη, το χειρότερο, τον εγωισμό μας.
Ο αγώνας, όπως διδάσκεται στην πνευματική μας παράδοση, έχει αποτέλεσμα όταν γίνεται με ταπείνωση, ή μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, αποσκοπεί ακριβώς στην απόχτηση της ταπείνωσης, χωρίς την οποία δε μπορεί να υπάρξει εντός μας ούτε αγάπη ούτε φως. «Μία είναι η αρετή, η ταπείνωση», έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος, «αλλά, επειδή δε θα το καταλάβετε, άντε, ας πω και την αγάπη»… Μόνο ο ταπεινός άνθρωπος μπορεί να πραγματοποιήσει όσα ζητάει ο Ιησούς στο κατά Λουκάν, κεφ. 6, που συνοψίζονται σε μια φράση: αγάπη στους εχθρούς και παραίτηση υπέρ των άλλων από τα δικαιώματά μας.
Ο κόσμος ποτέ δε θα συγχωρήσει τον Ιησού που δίδαξε τέτοια πράγματα – ποτέ δε θα Τον συγχωρήσει που αποκάλυψε στους ανθρώπους πως αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στην πνευματική τελειότητα και μάλιστα πως αυτός ο δρόμος περνάει απ’ τη συνάντηση με τον ίδιο το Χριστό. Δεν τους άφησε να πιστεύουν πως η τελειότητα έρχεται αποχτώντας δύναμη, όπως για χιλιάδες χρόνια μας είχε παραπλανήσει ο όφις, ή πως έρχεται κάνοντας ατομικό αγώνα, με σκοπό καθαρά ατομικό, όπως μας παραπλανά τώρα.
Γιατί ο Χριστός, βλέπεις, είπε πως αυτός ο αγώνας γίνεται μέσα στην Εκκλησία, δηλαδή με την ένταξή μας στο πανανθρώπινο σώμα Του, όπου όλοι μαζί κι όχι κατά μόνας, στηρίζοντας ο ένας τους άλλους, κατευθυνόμαστε προς το Θεό (το Φως – ή μάλλον «το Φως που δεν είναι Φως και γνωρίζει το όνομά μας», όπως το χαρακτήρισε ο Νείλος Στράικερ, ο Αμερικανός βουδιστής ιερέας που έγινε ορθόδοξος χριστιανός μετά από ένα πολυήμερο χριστιανικό βίωμα).
Τα στοιχεία που περιέχει η εκκλησιαστική ζωή του χριστιανού (η θεία μετάληψη, η εξομολόγηση, η νηστεία, η προσευχή και ο εκκλησιασμός) είναι τα μέσα που παρέχει ο Χριστός στους ανθρώπους ως ενίσχυση στον αγώνα για την κάθαρση της καρδιάς. Και στη συνέχεια είναι τα μέσα για την εγκατάσταση μέσα μας της θείας χάριτος, δηλαδή της άκτιστης θείας ενέργειας, που σημαίνει εγκατάσταση του ίδιου του Χριστού (κατά Ιωάννην 14, 23) και φέρνει τον άνθρωπο στην τελειότητα.
Μήπως αυτά μοιάζουν με… βουδιστικά;
Ο ορθόδοξος δρόμος προς την τελειότητα (την αγιότητα, τη σωτηρία, τον παράδεισο – τρεις λέξεις για το ίδιο πράγμα) διαφοροποιείται από τους δρόμους που διδάσκει η σοφία των ανατολικών θρησκειών και οι διάσημες δυτικοποιημένες εκδοχές τους, κυρίως κατά τρία στοιχεία του:
Ο χριστιανός προσπαθεί ν’ ακολουθήσει το δρόμο που χάραξε ο Χριστός κι όχι να χαράξει ο ίδιος το δρόμο που προτιμά ή που θεωρεί ότι «του ταιριάζει». Έτσι πρέπει να γίνει, για να νικηθεί ο εγωισμός μας, που είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο, κατά τους Πατέρες ανυπέρβλητο χωρίς τη βοήθεια του Θεού.
Αν και η πνευματική πρόοδος μπορεί να συνοδεύεται από την παροχή «υπερφυσικών χαρισμάτων» που κάνουν κάποιον να είναι ιαματικός, διορατικός, αδέσμευτος από χώρο και χρόνο κ.π.ά., αλλά και να συνειδητοποιήσει την ενότητά του με όλα τα όντα και να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους και να τα βοηθήσει με την προσευχή του κ.τ.λ., τα χαρίσματα αυτά θεωρούνται δώρα του Αγίου Πνεύματος κι όχι ανάδυση δικών μας εσωτερικών δυνάμεων, που μπορεί να γίνει και με απλή εξάσκηση, χωρίς ενότητα με το Θεό. Εξάλλου, κίνητρο του αγώνα δεν είναι καθόλου μια τέτοια πνευματική ανάπτυξη, αλλά ο πόθος του Χριστού.
Ο χριστιανός αγωνιστής είναι «εραστής του Χριστού», Αυτόν επιθυμεί και απορρίπτει κάθε άλλη υπόσχεση (ανώτερης συνειδητότητας, σοφίας, γνώσης, ευεργετικών δυνάμεων κ.τ.λ.), γιατί μπορεί να τον αποπροσανατολίσει.
Τέλος, οι χριστιανοί αγωνιστές και οι άγιοι χριστιανοί διδάσκαλοι γνωρίζουν πολύ καλά και προειδοποιούν τους ανθρώπους ότι μπορεί ένα πνευματικό βίωμα, εντελώς όμοιο με αγαθό και θεϊκό, να είναι στην πραγματικότητα δαιμονικό και απατηλό.
Διδάσκουν επίσης την αποφυγή τέτοιων παγίδων με την επιστήμη της «διάκρισης των πνευμάτων». Ίσως δεν είναι τυχαίο, που έχοντας αναπτύξει στο έπακρο αυτή την επιστήμη, απορρίπτουν τις μεθόδους τελειοποίησης των ανατολικών θρησκειών ως ατελείς, ενώ σε μερικές περιπτώσεις διακρίνουν και σκοτεινό υπόβαθρο.
Πηγή: αέναη επΑνάσταση
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐλέγετο κατὰ κόσμον Γραδενῖγος ἢ Δραγανῖγος Σιγοῦρος. Ἦταν γυιὸς τοῦ Μωκίου Σιγούρου καὶ τῆς Παυλίνας Βάλβη. Γεννήθηκε τὸ 1547 στὸ χωριὸ Αἰγιαλὸς τῆς νήσου Ζακύνθου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν περιφανῆ καὶ ἐπίσημη οἰκογένεια τῶν Σιγούρων.
Τὶς ρίζες της τὶς εἶχε ἡ οἰκογένεια αὐτὴ στὴ Νορμανδία. Κατόπιν ἤρθανε στὴν Ἰταλία καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διαπεραιώθηκαν στὴν Ζάκυνθο. Ὁ ἄρχοντας τῆς Ζακύνθου τοὺς δώρησε κτήματα νοτιοδυτικά του νησιοῦ.
Ἡ οἰκογένεια αὐτὴ ἦταν ἡρωϊκή. Διακρίθηκε στοὺς πολέμους τῶν Βενετῶν ἐναντίον τῶν Τούρκων. Γι᾿ αὐτὸ πέτυχαν ἀπὸ τὴν Βενετικὴ Γερουσία, ὄχι μόνο τὴν ἀναγνώριση τῆς κτηματικῆς δωρεᾶς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐγγραφή τους στὸ βιβλίο τῶν ἀριστοκρατῶν. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν οἰκογένεια οἱ περισσότεροι ἔγιναν Ὀρθόδοξοι. Μεταξὺ αὐτῶν ἦσαν καὶ οἱ πρόγονοι τοῦ Ἁγίου.
Ὁμοίως καὶ ἡ μητέρα του προερχόταν ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ Ἑνετικὴ οἰκογένεια Βάλβη. Ἀπὸ τὸν γάμον τοῦ Μωκίου καὶ τῆς Παυλίνας γεννήθηκαν τρία παιδιά, ὁ Δραγανῖγος, ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ἡ Σιγοῦρα.
Ἡ μόρφωσι τοῦ Ἁγίου
Ὑπάρχει καὶ μία παράδοσις, ποὺ ἀναφέρει, ὅτι ἀνάδοχος τοῦ Ἁγίου εἶναι ὁ Ἅγιος Γεράσιμος. Ἀπὸ πολὺ μικρὸς μορφώθηκε, ὅπως πρέπει σὲ ἕνα χριστιανόπουλο.
Στὸ ἀρχειοφυλάκειο τῆς Ζακύνθου ὑπῆρχε ἕνα συμβόλαιον τοῦ πατέρα του, μὲ τὸν πολὺ μορφωμένον δάσκαλο Καιροφύλα. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ὁ Καιροφύλας ἀνελάμβανε τὴν ὑποχρέωσι νὰ διδάξῃ τὸ δεκάχρονο παλληκάρι «τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας, ἤγουν προοιμιακόν, ὀκτώηχον, ψαλτήριον, Ἀπόστολον καὶ γράψιμον». Αὐτὸ τὸ συμβόλαιο φέρει τὴν ἡμερομηνίαν 1557, Ὀκτωβρίου 27. Δυστυχῶς τὸ 1953 ἐκάη ἀπὸ πυρκαϊά.
Μετὰ τὴν στοιχειώδη μόρφωσι, ἀκολούθησε εὐρύτερες σπουδές, μὲ θεοσεβεῖς καὶ εὐπαιδεύτους διδασκάλους κατ᾿ οἶκον. Ἔξω ἀπὸ τὴν πατρίδα του δὲν πῆγε. Ἴσως ὅμως νὰ ἐμαθήτευσε κοντὰ σὲ ἐπιφανεῖς θεολόγους, οἱ ὁποῖοι πήγαιναν καὶ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν Ἑσπερία καὶ ἐστάθμευαν στὴν Ζάκυνθο.
Πάντως ἔμαθε πολὺ καλὰ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, τὴν λατινικὴ καὶ ἰταλικὴ γλώσσα. Ἰδιαίτερα μελέτησε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως συμπεραίνουμε ἀπὸ μία του ἐπιστολή, ἔγραφε σχόλια στὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Ἔνθεος ζῆλος
Τίποτε ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια δὲν συγκινοῦσε τὸν Ἅγιο. Τίποτε δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν κάμῃ νὰ «ξεστρατίση» ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ἡ εὐγένεια τῆς καταγωγῆς, οὔτε τὰ πολλὰ πλούτη, οὔτε ἡ δόξα καὶ ἡ γοητεία τῶν ἀξιωμάτων τὸν παρέσυραν. Ἀνέθρεψε καὶ καλλιεργοῦσε μὲ αὐστηρότητα τὸν ἑαυτό του. Ὁ ζῆλος του, γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὸν ἔκαιγε ἐσωτερικὰ σὰν καμίνι.
Σὲ ἡλικία 21 ἐτῶν ἀποφασίζει νὰ κόψῃ κάθε δεσμὸ μὲ τὸν κόσμο. Φαίνεται, ὅτι πολὺ σύντομα στερήθηκε τοὺς γονεῖς του. Ἀναχωρεῖ, λοιπόν, γιὰ τὴ Μονὴ Στροφάδων, ποὺ εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο, στὸ νότιο μέρος. Δωρίζει στὸν ἀδελφό του Κωνσταντῖνο ὅλη του τὴν περιουσία μὲ τὴν ὑποχρέωσι νὰ «προικίσῃ» τὴν ἀδελφή τους Σιγοῦρα.
Στὸ Μοναστήρι ἔκανε ἀγρυπνίες, νηστεία πολλὴ καὶ θαυμαστοὺς ἀγῶνες. Παρ᾿ ὅτι νέος στὴν ἡλικία, ὑπερεῖχε κατὰ πολὺ ἀπ᾿ ὅλους τους πατέρες. Ἠσχολεῖτο πολὺ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωσι τῶν θείων Γραφῶν καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Τέτοια ἦταν ἡ ἀρετή του, ποὺ γέροντες πατέρες προσπαθοῦσαν νὰ τὴν μιμηθοῦν.
Ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα τοῦ Μοναχοῦ. Ὁ Γέροντάς του ἔδωσε σ᾿ αὐτὸν τὸ ὄνομα Δανιήλ. Ἡ φήμη του γιὰ τὴν ἀρετή του διαδόθηκε πολὺ γρήγορα στὸ νησί. Ἡ κοινότητα τῆς Ζακύνθου ἐξετίμησε τόσο πολὺ τὴν προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου, ὥστε τοῦ ἔδωσε τὴν ὀρεινὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου Ἀναφωνητρίας.
Ἡ χειροτονία του
Ἕνα χρόνο ἀργότερα χειροτονήθηκε ἱερεὺς ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ζακύνθου καὶ Κεφαλληνίας Φιλόθεον. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1577 ἀνεχώρησε γιὰ τὸν Πειραιᾶ, θέλοντας νὰ μεταβῇ στοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ τοὺς προσκυνήσῃ.
Μόλις ἦλθε στὴν Ἀθήνα ἐθεώρησε καθῆκον του νὰ πάρῃ τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου Ἀθηνῶν Νικάνορος. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐξετίμησε πολὺ τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ἔπεισε ν᾿ ἀναλάβῃ τὴ χηρεύουσα ἐπισκοπὴ τῆς Αἰγίνης, ποὺ ὑπήγετο τότε στὴν Μητρόπολι Ἀθηνῶν. Ἐγνωστοποίησε τοῦτο στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμία. Ὁ Πατριάρχης συγκατατέθηκε καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ τὸν χειροτονήσῃ.
Ἔτσι ὁ Ἱερομόναχος Δανιὴλ χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Αἰγίνης κι ὀνομάζεται Διονύσιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Ἡ χειροτονία του ἐτελέσθη στὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο, ποὺ εἶναι παραπλεύρως στὸν σημερινὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν.
Ποιμένας καὶ διδάσκαλος
Τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα ἐξετέλεσε ὁ Ἅγιος Διονύσιος μὲ πλήρη εὐσυνειδησίαν καὶ τελείαν ἀκρίβειαν. Ἦταν ἀκούραστος. Ἀνεδείχθη διδάσκαλος, πατέρας καὶ παιδαγωγὸς τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ζοῦσε ζωὴ ἀσκητική.
Ἐφρόντιζε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ἀνάγκες τῶν χριστιανῶν. Ὅπου πρόβλημα, δυσκολία, φτώχεια καὶ χαρὰ ὁ Ἅγιος ἦταν παρών. «Ἔχαιρε μετὰ χαιρόντων καὶ ἔκλαιε μετὰ κλαιόντων». Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ὀρφανῶν καὶ χηρῶν καὶ ὁ πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας. Κυρίως ἐπικοινωνοῦσε μὲ τοὺς Χριστιανοὺς διὰ τοῦ κηρύγματος. Ἐκύρυττε τὶς μεγάλες ἀλήθειες ἁπλὰ καὶ μὲ τέχνη, ὥστε νὰ εἶναι καταληπτὲς καὶ ἐποικοδομητικές.
Στὴν Περαχώρα τῆς Αἴγινας, ποὺ ἀπέχει ὀλίγα χιλιόμετρα ἔξω ἀπὸ τὴ σημερινὴ πόλι, κοντὰ στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, σώζεται ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς τῆς Παλαιᾶς Αἴγινας. Ἔξω ἀπ᾿ αὐτὸν ὑπάρχει πέτρινη ἕδρα, ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς κατοίκους «ὁ Θρόνος τοῦ Ἁγίου». Ἀπὸ ἐκεῖ ἐδίδασκε καὶ νουθετοῦσε μὲ ἀποστολικὴ ἁπλότητα τὸ ποίμνιό του.
Ἡ φήμη του ξαπλώθηκε στὰ γύρω νησιά. Γι᾿ αὐτὸ ἐρχόντανε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὰ Μέγαρα, τὴ Σαλαμίνα καὶ ἀπὸ τὸν Πόρο θαυμαστές του νὰ τὸν ἀκούσουν. Ἡ συρροὴ αὐτὴ ποτὲ δὲν τὸν ἔκαμε νὰ ὑπερηφανευθῇ, τοὐναντίον, συνέχισε νὰ εἶναι ὁ ἁπλὸς καὶ ταπεινὸς Ἱεράρχης.
Τὸ διορατικὸ χάρισμα
Ὁ Ἅγιος εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητος. Τοῦτο φαίνεται ἀπὸ τὸ ἑξῆς γεγονός:
Ἕνας Ἱερομόναχος, Παγκράτιος ὀνόματι, ἀκούοντας γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν ἁγιότητά του, ἐπῆγε στὸν Ἅγιο νὰ ἐξομολογηθῇ. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἐξομολόγηση, τὸν ἐρώτησε ὁ Ἅγιος, ἂν εἶχε τίποτε ἄλλο νὰ πῇ, ποὺ ἴσως τὸ εἶχε ξεχάσει.
-Πρόσεχε, παιδί μου τοῦ λέγει: Μήπως ξέχασες κανένα ἁμάρτημα καὶ μείνῃς ἀδιόρθωτος; Νομίζω, ὅτι δὲν ἔκαμες εἰλικρινῆ καὶ τελείαν ἐξομολόγησιν.
Σκέφτεται πολλὴ ὥρα ὁ Ἱερομόναχος καὶ τοῦ ἀπαντᾷ:
-Δὲν ἔχω ἄλλο κρίμα.
Ὁ Ἅγιος τότε, μὲ τὴ σχετικὴ αὐστηρότητα, τοῦ λέγει:
-Δὲν θυμᾶσαι τὴν (δεῖνα) μέρα, ποὺ λειτουργοῦσες καὶ σοῦ ἔπεσεν Τίμιος Μαργαρίτης, ἐπειδὴ δὲν ἔδειξες τὴν ἀπαιτούμενη προσοχή;
Ὁ Ἱερομόναχος ἔμεινε κατάπληκτος, μόλις ἄκουσε τὰ ἀποκαλυπτικὰ λόγια του Ἁγίου. Ἔπεσε μὲ δάκρυα μετανοίας, ὡμολόγησε τὴν ἐνοχή του καὶ ζήτησε συγχώρησι. Ὁ Ἅγιος ἐνουθέτησε τὸν Ἱερομόναχο νὰ προσέχῃ στὸ μέλλον. Τοῦ συνέστησε νὰ πλησιάζῃ τὸν ἐπουράνιο Βασιλέα μὲ εὐλάβεια, φόβο καὶ τρόμο, τὸν ὁποῖον οὔτε καὶ αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι δὲν ἠμποροῦν νὰ κοιτάξουν. Ἔτσι τὸν ἀπέλυσε ἐν εἰρήνῃ.
Παραίτηση καὶ ἐπιστροφὴ στὴ Ζάκυνθο
Τὸ 1579 ὁ Ἅγιος ἔρχεται ξανὰ στὴ Ζάκυνθο, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς Αἰγίνης. Διατί παραιτήθηκε; Διότι ἡ φήμη τοῦ πανταχοῦ διεδίδετο καὶ ὅπως ὁ μαγνήτης τραβάει τὸν σίδηρον, ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος ἔσυρεν ὅλους πρὸς αὐτὸν γιὰ νὰ ἀκούσουν τοὺς μελιρρύτους καὶ θεοσόφους λόγους του. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸν χρόνον διοικήσεως φοβήθηκε μήπως οἱ ἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τόσον πολὺ τὸν ὕψωναν, τὸν κρημνίσουν στὰ φαράγγια τῆς κενοδοξίας. Γι᾿ αὐτὸ ἐστοχάσθηκε νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ τὸν θρόνο του.
Οἱ Αἰγινῆτες κατεθλίβησαν, διότι ἔχαναν τὸν πατέρα τους. Αὐτὸς μετὰ τὴν ἄφιξι τοῦ διαδόχου του, ἀπεχαιρέτησε συγκινητικώτατα τὸ ποίμνιό του καὶ ἀνεχώρησε, γιὰ τὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα, τὴν Ζάκυνθο.
Οἱ Ζακύνθιοι τὸν δέχθηκαν μὲ ἐνθουσιασμό. Ἤθελε καὶ ἐδῶ ὁ Διονύσιος νὰ δουλέψῃ, γιὰ τὸ καλὸ τῶν πατριωτῶν του. Ἐφοδιάσθηκε μὲ γράμμα ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱερεμία καὶ διωρίσθηκε χωρεπίσκοπος καὶ πρόεδρος Ζακύνθου. Χειροτονοῦσε κληρικούς, διότι δὲν εἶχαν χρήματα νὰ πηγαίνουν στὸν ἐπίσκοπο Κεφαλληνίας νὰ χειροτονηθοῦν. Χοροστατοῦσε σὲ κηδεῖες, γιορτὲς καὶ λειτουργίες.
Ἡ εὐγενικὴ ὅμως χειρονομία τοῦ Ἁγίου ἔθιξε τὰ συμφέροντά του τότε ἐπισκόπου Κεφαλληνίας. Ὁμάδα ἀπὸ Κεφαλλῆνες πῆγε στὴ Βενετία, ὅπου κατηγόρησε τὸν Διονύσιο, ὅτι τάχα ἀναμιγνύεται σὲ ξένη δικαιοδοσία. Γιὰ τὶς διαμαρτυρίες αὐτὲς ὁ ἡγεμὼν τῆς Βενετίας, Νικόλαος Δαπόντε διέταξε τὸ 1581 τὸν προβλεπτὴν Ζακύνθου, Κονταρίνην, ὅπως «ὁ σεβ. Διονύσιος Σιγοῦρος παραιτηθῇ πάσης Ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, ὑπαγομένης εἰς τὴν δικαιοδοσίαν Κεφαλληνίας – Ζακύνθου, ἀποδίδων τῷ αὐτῷ ἐπισκόπῳ… καὶ τὰ ὅσα… τῆς δικαιοδοσίας του εἶχεν ἰδιοποιηθῆ».
Ὁ Διονύσιος, παρ᾿ ὅτι ἦταν διωρισμένος ἀπὸ τὸν Πατριάρχην, ἐδήλωσε, ὅτι παραιτεῖται. Ἔτσι ἀπεφεύχθησαν τὰ σκάνδαλα καὶ οἱ φιλονικεῖες.
Τὸν ἄλλο χρόνο ἐξελέγη ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου. Οἱ Ζακύνθιοι τὸν ἐσέβοντο καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «πρόεδρο Ζακύνθου».
Ἡ ἀφωρισμένη
Ὁ Ἅγιος βρισκόταν στὴν πόλι Ζακύνθου ὅταν ἔτυχε ν᾿ ἀνοίξουν ἕνα τάφο στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγίου Νικολάου τῶν Ξένων. Ἐλέγετο ἔτσι ὁ ναὸς διότι ἐκεῖ ἐνεταφιάζοντο οἱ ξένοι. Ὁ ναὸς αὐτὸς εἶναι καὶ ἡ Μητρόπολις τῆς Ζακύνθου. Στὸν τάφο αὐτὸν ἐπρόκειτο νὰ ἐνταφιάσουν ἄλλο λείψανο. Μέσα στὸν τάφο βρῆκαν τὸ σῶμα μίας γυναικὸς ἀδιάλυτο. Αὐτὴ παρ᾿ ὅτι εἶχε πολὺ καιρὸ πεθάνει, ἔμεινε ἄλυωτη διότι ἦταν ἀφωρισμένη. Οἱ συγγενεῖς της παρεκάλεσαν μὲ δάκρυα τὸν Ἅγιο νὰ κάμῃ δέησι, νὰ διαβάσῃ συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ νὰ λυθῇ ἔτσι τὸ σῶμα.
Ὁ Ἅγιος λυπήθηκε τοὺς δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Τὰ βαθειὰ μεσάνυχτα μὲ τὸν διάκονό του καὶ τὸν ἐφημέριο τοῦ Ναοῦ καὶ παρεκάλεσε νὰ βάλουν τὸ πτῶμα σ᾿ ἕνα στασίδι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφόρεσε τὸ ἐπιτραχήλι, καὶ τὸ ὠμοφόριόν του. Προσευχόταν ἀρκετὴ ὥρα μὲ δάκρυα. Παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ λύσῃ τὸ δεμένο ἀπὸ τὸν ἀφορισμὸ σῶμα. Ἐνῶ ἀκόμη, ἐδιάβαζε τὴ συγχωρητικὴ εὐχὴ τὸ σῶμα σωριάστηκε χάμω καὶ διελύθη «εἰς τὰ ἓξ ὧν συνετέθη» σὲ χῶμα καὶ κόκκαλα. Τότε ἐπετίμησε αὐστηρὰ τὸν ἐφημέριο καὶ τὸν διάκονο, ἐφ᾿ ὅσον ζῇ, νὰ μὴ τὸ ποῦν αὐτό σε κανένα. Παρόμοιο θαῦμα ἔγινε καὶ στὸ χωριὸ Καταστάριον.
Ἔπειτα ἀπεσύρθη στὸ Μοναστήρι τῆς Ἀναφωνήτριας. Συχνὰ ἐρχότανε στὴν πόλι καὶ σπάνια στὶς Στροφάδες. Στὸ Μοναστήρι βοηθοῦσε τὰ ἄπορα παιδιὰ νὰ μάθουν γράμματα καὶ τὰ καθοδηγοῦσε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔζησε μὲ ὁσιότητα καὶ ἀρετή, σφυρηλατώντας μὲ τοὺς ἀγῶνες τοῦ τὸν φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητος, μὲ τὸν ὁποῖον τὸν ἐστόλισε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἔκρυψε τὸν φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του
Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ ἀρχειοφυλάκιον τῆς Βενετίας, ὑπῆρχε θανάσιμη ἔχθρα μεταξὺ τῶν οἰκογενειῶν Μονδίνων καὶ Σιγούρων. Ὁ Ἅγιος προσπάθησε νὰ τοὺς συμφιλιώσῃ, ἀλλὰ ματαίως. Ἀντιθέτως δημιουργήθηκαν φόνοι, διότι διηρέθησαν σὲ δύο παρατάξεις οἱ κάτοικοι. Σὲ μία ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς συμπλοκὲς ἐφόνευσαν τὸν ἀδελφόν του Ἁγίου, Κωνσταντῖνον.
Ὁ φονιὰς τρέχει, διωκόμενος ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς καὶ τὴν ἀστυνομία. Ζητεῖ καταφύγιο σὲ ἐρήμους τόπους. Καταλήγει στὸ Μοναστήρι τῆς Ἀναφωνήτριας, ζητώντας ἄσυλο. Βέβαια δὲν ἤξερε, ὅτι ὁ Ἡγούμενος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ θύματος. Ἐδῶ ζήτησε καταφύγιο.
Ὁ Ἅγιος εἶδε τόσο φοβισμένο τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἐρώτησε τί ἔχει. Ἐκεῖνος ὠμολόγησε, ὅτι καταδιώκεται ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τοῦ Σιγούρου, τὸν ὁποῖον ἐφόνευσε. Ὁ Διονύσιος, σὰν ἄνθρωπος καὶ ἀδελφὸς λυπήθηκε πολύ. Πειράχθηκε ἀφάνταστα, διότι ἦταν ὁ μόνος ἀδελφὸς ποὺ εἶχε. Ἐλᾶτε στὴ θέσι του. Ἀλλὰ χωρὶς νὰ φανερώσει τὴν ταυτότητά του τὸν ἐρώτησε μὲ παράπονο:
-Ἄνθρωπε, σὲ τί σοῦ ἔφταιξε ἐκεῖνος ὁ καλὸς ἄρχοντας καὶ τὸν θανάτωσες ἄδικα;
Παρ᾿ ὅτι πληγώθηκε ἡ καρδιά του, τοῦ πρόσφερε φαγητό, νερὸ καὶ τὸν συμβούλεψε. Προσπάθησε νὰ τὸν κάμῃ νὰ μετανοήσῃ γιὰ νὰ γλυτώσῃ τὴν αἰώνια Κόλασι.
Σ᾿ ὅλη του δὲ τὴ μετέπειτα ζωὴ προσπάθησε ὁ φονιὰς διὰ τῆς μετανοίας νὰ ἐξιλεωθῇ. Ἀκολούθως τὸν ἔβγαλε στὸ γιαλό, κάτω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Τοῦ ἔδωσε τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια, χρήματα καὶ τροφές, γιὰ τὸ ταξίδι, τὸν ἔβαλε μέσα σ᾿ ἕνα πλοῖο καὶ τὸν ἐφυγάδευσε πρὸς τὴν Πελοπόννησο.
Πόση μεγάλη ἀνεξικακία εἶχε, γιὰ νὰ φερθῇ ἔτσι στὸ φονιὰ τοῦ ἀγαπημένου καὶ μόνου ἀδελφοῦ του!
Γιὰ τὴ ζωή του στὸ Μοναστήρι γράφει ὁ βιογράφος του τὰ ἑξῆς:
«Καθὼς λοιπὸν ἀνέβη μὲ τὸ σῶμα ὑψηλὰ ὁ Διονύσιος, πορευόμενος εἰς τὰ ὑψίβατα ἐκεῖνα ὄρη, τοιουτοτρόπως ὕψωσε καὶ τὸν νοῦν, ὅλως διόλου εἰς τὰ οὐράνια. Δὲν ἐφαντάζετο τίποτε ἄλλο, εἰμὴ μόνον τὸ ἀσύγκριτον κάλλος τῆς Τρισυλίου Θεότητος. Καὶ τόσον ἐλέπτυνε τὴν ψυχήν του μὲ τὰς νοερὰς θεωρίας, ὥστε δύναμαι νὰ εἴπω, ὅτι ἔγινε ὅλος οὐράνιος. Ἀφήνω διηγούμενος τὰς παθοκτόνους νηστείας, τὰς νυχθημέρους προσευχάς, τὰς χαλεπὰς καὶ σωματοτιμωρητικὰς χαμευνίας… Δὲν λέγω τὴν ἀσχόλαστον ἐλεημοσύνην, διὰ τῆς ὁποίας ἐφαίνετο μία βρύσις ἀέναος, ποτίζουσα δαψιλῶς τοὺς διψασμένους πένητας, ἔχων τὴν συνήθειαν κάθε χρόνον, πρὸς τὸ Ἅγιον Πάσχα, νὰ στέλλῃ μίαν μεγάλην λέμβον τοῦ Μοναστηρίου εἰς τὴν πόλιν, φορτωμένην ἀπὸ σιτάρι, ὄσπρια, ἀρνία, ἐρίφια καὶ ἄλλα βρώσιμα, νὰ τὰ διαμοιράζουν εἰς τοὺς πτωχοὺς κυρίως, κατὰ τὴν παραγγελίαν του».
Ἡ κοίμησί του
Ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου ἔτσι συνέχισε μέχρι τέλους. Σὲ βαθειὰ γεράματα αἰσθάνθηκε τὸν ἑαυτόν του, ὅτι ἐπλησίαζε ὁ καιρὸς νὰ ἀπέλθῃ. Ἐφανέρωσε τοῦτα στὰ πνευματικά του παιδιά, τὰ ὁποῖα θρηνοῦσαν τὴν στέρησι τοῦ Γέροντά τους. Ἔτσι δεόντως, προετοιμασμένος, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Πλάστου, τὴν 17ην Δεκεμβρίου 1622, εἰς ἡλικίαν 75 ἐτῶν. Ὅλη τὴν περιουσία του τὴν ἄφησε στὸ μοναστήρι.
Τελευταία του ἐπιθυμία ἦταν νὰ τὸν ἐνταφιάσουν στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Στροφάδων, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Μετὰ τριετίαν ἐπραγματοποιήθη ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν του λειψάνων. Εὑρέθη ὁλόσωμος καὶ μὲ εὐωδίαν. Γι᾿ αὐτὸ τὸ ἐναπέθεσαν στὸν νάρθηκα τοῦ ναοῦ καὶ ὕστερα ὄρθιον στὸ δεσποτικό. Ὁ Ἱστορικὸς Φερράρι, στὸ ἔργο του «Ἱστορικαὶ σημειώσεις», ἀναφέρει, ὅτι διελθὼν ἐκ τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ «εἶδε τὸ ἅγιον λείψανον ἐπὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου ἀκέραιον, ἐκτὸς δύο ὀδόντων καὶ τοῦ ἄκρου τῆς ρινός».
Ἀνακηρύσσεται Ἅγιος
Τὰ θαύματα, ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ ἅγιος ζωντανὸς καὶ μετὰ θάνατον εἶναι πολλά. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια, μετὰ τὸν θάνατόν του, εἶχεν ἐπιβληθῆ στὴ συνείδησι τῶν Χριστιανῶν ὡς ἅγιος. Χωρὶς ἐπισήμως νὰ τὸν ἔχῃ ἀνακηρύξει ἡ Ἐκκλησία, οἱ πιστοὶ τὸν ἐσέβοντο καὶ τὸν τιμοῦσαν ὡς Ἅγιον. Συνέβη κάτι παρόμοιο καὶ μὲ τὸν νεοφανέντα Ἅγιο Νεκτάριο.
Τὸ 1703 οἱ μοναχοὶ τῶν Στροφάδων ἀποστέλλουν ἐπιτροπὴ μὲ δύο πατέρες τῆς Μονῆς στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔφεραν μαζύ τους καὶ πολυσέλιδη ἀναφορὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ζακύνθου – Κεφαλληνίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐξετίθεντο λεπτομερῶς τὰ τῆς ζωῆς καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου. Τὴν ἀναφορὰν ὑπέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Τιμόθεος καὶ ὁ ἡγούμενος τῶν Στροφάδων, Ἄνθιμος Κοριανίτης. Μὲ αὐτὴ ἐπρότειναν τὴν ἀνακήρυξι τοῦ Διονυσίου σὲ ἅγιο.
Πράγματι, ὁ Πατριάρχης ἐξέδωκε ἕνα ἐκτενῆ συνοδικὸν τόμον, ὁ ὁποῖος ἐχωρίζετο σὲ τρία μέρη. Στὸ πρῶτο μέρος ἐκτίθεται ἡ ὑποχρέωσις τῆς Ἐκκλησίας νὰ τὸν τιμᾶ ὡς Ἅγιο. Εἰς τὸ δεύτερο μέρος ἐκτίθεται ὁ βίος τοῦ ἁγίου. Εἰς δὲ τὸ τρίτον μέρος καθορίζεται ἡ ἁγιωνυμία καὶ ἡ ἑορτὴ ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου εἰς τὴν Μονὴν Μεταμορφώσεως στὶς Στροφάδες. Ὁ τόμος φέρει χρονολογίαν 1703 καὶ ἔχει τὴν ὑπογραφὴν δέκα συνοδικῶν.
Μετάθεσι τοῦ ἱεροῦ λειψάνου στὴ Ζάκυνθο
Μετὰ τὸν πόλεμο ποὺ ἔγινε μεταξὺ τῶν Τούρκων καὶ τῶν Βενετῶν τὸ 1716, ὁ Τοῦρκος ναύαρχος Χοτζᾶ Πασᾶς ἀπείλησε τὴ Ζάκυνθο, ὅτι θὰ τὴν κατέστρεφε ἂν δὲν ὑπετάσσετο στὸ Σουλτάνο. Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς ἔκρυψαν τὰ πολύτιμα κειμήλια καὶ τὸ Ἱ. Λείψανο μέσα σὲ μία σπηλιά, ἐπειδὴ φοβήθηκαν, μήπως λεηλατηθῇ καὶ τὸ Μοναστήρι. Εὐτυχῶς οἱ Τοῦρκοι νικήθηκαν καὶ ἔφυγαν. Μία ὅμως μοίρα ἀπὸ ἑπτὰ πλοῖα ἦλθαν στὸ Μοναστήρι καὶ τὸ λεηλατοῦσαν ἐπὶ τέσσαρες ἡμέρες.
Πολλοὺς μοναχοὺς ἐφόνευσαν καὶ τέλος ἔκαψαν τὰ σώματά τους. Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου δὲν τὸ ἐπείραξαν, παρὰ μόνον τέσσερις χριστιανοὶ τοῦ πληρώματος τοῦ ἔκοψαν τὰ δύο χέρια καὶ τὰ ἐτεμάχισαν σὲ τέσσερα μέρη. Ὁ ἀρχηγὸς σκέφθηκε, ὅτι τὰ χέρια αὐτὰ θὰ εἶχαν ἀξία. Τὰ πῆρε ἀπὸ ἐκείνους καὶ τὰ ἐπώλησε τὸ μὲν ἕνα στὸν ἐπίσκοπο Χίου Ἀγαθάγγελο, τὸ δὲ ἄλλο σὲ ἕνα εὐσεβῆ μοναχὸ Ἀκάκιο. Αὐτοὶ ἀργότερα τὰ ἐπέστρεψαν στὶς Στροφάδες. Τὸ ἀριστερὸ χέρι εὑρίσκεται στὴ Μονὴ τῆς παναχράντου στὴν Ἄνδρο.
Μετὰ τὴ λεηλασία πέντε μοναχοὶ ἐπεβιβάσθησαν τοῦ Δαλματικοῦ πλοίου «Ἅγιος Ἀντώνιος» καὶ μὲ τὸ Ἱ. λείψανο ἦλθαν στὴ Ζάκυνθο τὴν 22αν Αὐγούστου τοῦ 1717. Τὸ σκήνωμα ἐναπετέθη στὸν ἐπισκοπικὸ Ναό. Ἀπὸ τότε ἡ κοινότης τῆς Ζακύνθου ἐνεκήρυξε τὸν Ἅγιο Πολιοῦχον τοῦ νησιοῦ, ἀντὶ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ποὺ εἶχαν προηγουμένως. Τὴν 24ην Αὐγούστου ὥρισε ὡς ἐπέτειον τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου. Ἡ λιτανεία τῆς ἰδίας ἡμέρας καθιερώθηκε ἀργότερα κατὰ τὸ 1901, ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Ζακύνθου Διονυσίου Πλέσα.
Θαύματα μετὰ τὴν κοίμησι
Ἀπὸ τότε ποὺ ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος μέχρι σήμερα ἐπετέλεσε ἀναρίθμητα θαύματα. Ἀνθρώπινες πονεμένες ὑπάρξεις ἔρχονται μπροστὰ στὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς κάνῃ καλά. Ξέρουν τὴν παρρησία, ποὺ ἔχει στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ μὲ ἐπιμονὴ καὶ πίστη στὴν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ζητοῦν τὴν γιατρειά τους.
Τὸ λάδι τῆς κανδήλας τοῦ Ἁγίου
Στὸ Μοναστήρι ἔτυχε νὰ εἶναι κάποιος ξένος δαιμονιζόμενος. Βλέποντας οἱ Πατέρες τὸν ἄνθρωπο νὰ βασανίζεται ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, πῆραν λάδι ἀπὸ τὴν κανδήλα τοῦ Ἁγίου. Τὸν ἔχρισαν μὲ αὐτὸ καὶ διάβασαν τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ Μ. Βασιλείου. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ὁ ἄνθρωπος ἔγινε καλὰ καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του. Ἐδόξαζε τὸ Θεὸ καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιο ποὺ τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸ φοβερὸ δαιμόνιο.
Ξαναμπαίνει μόνος του στὴ λάρνακα
Στὸ Μοναστήρι ἦταν Ἡγούμενος ὁ Δανιήλ. Ἦταν καλὸς καὶ σεμνός. Ἀργότερα ἔγινε καὶ ἐπίσκοπός της περιοχῆς. Αὐτὸν τὸν ἐβασάνιζε κάποια ἀμφιβολία σχετικὰ μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Ἔλεγε πολλὲς φορὲς μὲ τὸ μυαλό του:
-Ἄραγε ὁ Διονύσιος νὰ εὑρίσκεται στὸ χορὸ τῶν Ἁγίων, ὅπως ἐμεῖς τὸν τιμοῦμε ἢ ὄχι;
Αὐτὴ ἡ σκέψη, εἴπαμε τὸν βασάνιζε πολύ. Μία μέρα ὅμως στὸν ὕπνο τοῦ βλέπει τὸν ἐκκλησιάρχη νὰ τοῦ χτυπᾶ τὴν πόρτα καὶ νὰ ζητᾶ τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ σημάνῃ τὸν Ὄρθρο. Μετὰ ἀπὸ ὀλίγη ὥρα ξύπνησε καὶ νόμισε, ὅτι πραγματικὰ εἶχε δώσει τὴν ἄδεια νὰ σημάνῃ. Κατηγοροῦσε δὲ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ ἄργησε νὰ πάῃ στὸν Ὄρθρο.
Ντύνεται βιαστικὰ καὶ κατεβαίνει στὴν Ἐκκλησία. Μόλις ὅμως ἔφθασε ἀπέναντι ἀπὸ τὴ λάρνακα, βλέπει ὄρθιο τὸν Ἅγιο ἐν μέσῳ δύο ἱερέων λευκοφορεμένων καὶ δύο ἱεροδιακόνων. Τὰ χέρια του ὁ Ἅγιος τὰ εἶχε ἀκουμπισμένα πάνω στοὺς ὤμους τους. Οἱ διάκονοι ἕντυναν τὸν Ἅγιο μὲ τὴν ἀρχιερατικήν του στολήν. Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς λέγει στὸν Ἡγούμενο:
Πείσθηκες τώρα ἢ ἀκόμα ἀμφιβάλλεις;
Ταράχθηκε ὁ Ἡγούμενος ἀπὸ τὸ ὅραμα, φοβήθηκε καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ Ναό.
Μετάνοιωσε ὅμως καὶ ξαναγύρισε νὰ ἰδῇ, ἂν πραγματικὰ τοῦτο ἦταν ἀληθινό. Στὴν πόρτα φθάνοντας, βλέπει τὸν Ἅγιο νὰ σύρεται μόνος του καὶ νὰ μπαίνει στὴν ἴδια τὴ λάρνακα.
Τρομαγμένος γυρίζει στὸ κελλί του καὶ ἀναφέρει τοῦτο στοὺς πατέρες. Ὅλοι ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ στερεώθηκαν στὴν πίστη, ὅτι ὁ Ἅγιος συνευφραίνεται μὲ τοὺς λοιποὺς Ἁγίους στὸν Οὐρανό. Ζητώντας κατόπιν συγνώμη γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία του ὁ Ἡγούμενος, ἔγινε στὸ ἑξῆς θερμότατος κήρυκας τῆς ἁγιότητος καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Διονυσίου.
Ἀνέστησε τὸ νεκρὸ παιδί
Κάποιο ἀνδρόγυνο ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο εἶχε παντρευτεῖ πρὸ δέκα ἐτῶν καὶ δὲν εἶχαν ἀποκτήσει παιδί. Γι᾿ αὐτὸ παρεκάλεσαν τὸν Ἅγιον νὰ τοὺς δώσῃ παιδί, μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τὸ βαφτίσουν στὴν Ἐκκλησία του, στὴ Ζάκυνθο. Τότε δὲ εἶδε στὸ ὄνειρό της ἡ γυναίκα τὸν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε:
-Τί θέλεις ἀπὸ μένα; Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή σου καὶ αὐτὸ ποὺ ποθεῖς θὰ σοῦ δοθῇ γρήγορα.
Πράγματι, ἡ γυναίκα ἀπέκτησε ἕνα γυιὸ χαριτωμένον. Μὲ αὐτὸ οἱ γονεῖς ἔγιναν πολὺ εὐτυχισμένοι καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς τους ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον Διονύσιον.
Ἔπειτα ὅμως ἀπὸ πέντε μῆνες ἀπὸ τὴ γέννησι τοῦ παιδιοῦ, ἑτοιμάσθησαν νὰ πᾶνε στὴ Ζάκυνθο, γιὰ νὰ κάνουν τὸ τάμα τους. Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος καὶ τὸ πλοῖον ἐμποδίστηκε νὰ ἀναχωρήσῃ. Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ἀρρώστησε βαρειὰ τὸ παιδί τους. Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν τοὺς ἐσταμάτησε καὶ ἀνεχώρησαν, μόλις σταμάτησε ἡ κακοκαιρία. Ἀλλὰ δυστυχῶς, ὅταν ἦσαν λίγο μακρυὰ ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο ἕως τρία μίλια, τὸ ἀγαπημένο τους παιδὶ ἀπέθανε. Μπορεῖ νὰ φαντασθῇ κάθε ἕνας τὰ κλάματα καὶ τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσαν οἱ δυστυχεῖς αὐτοὶ γονεῖς. Ὁ δὲ ἀέρας ἀντηχοῦσε ἀπὸ τὶς πένθιμες φωνές τους.
Ἐπὶ τέλους ἀγκυροβόλησε τὸ πλοῖο στὸ λιμάνι κατὰ τὸ ἀπόγευμα. Τὴν ἑπομένη δὲ ἡμέρα τὸ πρωί, παρ᾿ ὅλον ποὺ ἦσαν ἀποθαμένο τὸ παιδί τους, θέλησαν νὰ τὸ προσφέρουν στὸν Ἅγιο οἱ ἀγαθοὶ καὶ ἀτυχεῖς ἐκεῖνοι γονεῖς.
Ἐπῆγαν, λοιπόν, τὸ ἀποθαμένο παιδί τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου, ἀκολουθούμενοι ἀπὸ πολλοὺς χριστιανούς. Ἀπέθεσαν τὸ πτῶμα του κοντὰ στὴν Λάρνακα τοῦ Ἁγίου. Ἔκλαιγαν καὶ ἔλεγαν:
-Ἅγιε Διονύσιε, ἐχάσαμε τὸ παιδί μας ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἀλλὰ τὸ φέραμε, ἔστω καὶ νεκρὸ σὲ σένα. Τότε ξαφνικά, ὢ τοῦ θαύματος! τὸ παιδάκι ἄνοιξε τὰ μάτια του, ἔκλαιγε καὶ ζητοῦσε τὴ μητέρα του! Μόλις εἶδαν τὸ θαῦμα ὅλοι, ὅσοι ἦσαν ἐκεῖ, γονάτισαν καὶ ἐφώναζαν τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἡ λυπημένη μητέρα του, βλέποντας τὸ παιδί της ξαναζωντανεμένο, ἐνῶ ἐπὶ δεκαοκτὼ ὧρες ἦταν νεκρό, λιποθύμησε καὶ ἔμεινε σὰν νεκρή. Ἔπειτα, μόλις συνῆλθε, τὸ ἐπῆρε στὴν ἀγκαλιά της. Κατόπιν τὸ ἐβάπτισε καὶ τὸ ὠνόμασε Διονύσιο. Ἔπειτα ἔφυγαν εὐχαριστημένοι καὶ χαρούμενοι οἱ εὐλαβεῖς ἐκεῖνοι γονεῖς. Ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ ἐκήρυτταν παντοῦ αὐτὸ τὸ ἐκπληκτικὸ θαῦμα. Εὐγνωμονώντας δὲ ὁ Διονύσιος δὲν ἔλειπε ποτὲ στὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου, ὅπου ἔφερνε σὰν τάμα τὸ κερί του καὶ τὸ λιβάνι του.
Ἐμπόδισε τὴ δέηση γιὰ τὸν προτεστάντη
Τὸ 1820 στὶς 17 Δεκεμβρίου, ἐγίνετο ἡ περιφορὰ τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου μέσα στὴν πόλιν τῆς Ζακύνθου. Ἔπρεπε νὰ περάσῃ κοντὰ ἀπὸ τὴν πλατεία τῶν Ἁγίων Πάντων, ὅπου ὑπῆρχε τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἄγγλου ἀρμοστοῦ Θωμᾶ Μέλταν. Θὰ ἐγίνοντο τὰ ἀποκαλυπτήρια. Ἐπρόκειτο ἐκεῖ γι᾿ αὐτὸν τὸν Προτεστάντη, τὸν αἱρετικό, νὰ γίνῃ προσευχὴ καὶ δέησις. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπεται. Ὁ Ἅγιος ἔκαμε τὸ θαῦμα του καὶ δὲν ἔγινε ἡ προσευχή. Διότι τὴ νύχτα ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ τὸ πρωὶ ἔπεσε μεγάλο χαλάζι καὶ φοβερὴ βροχή, ποὺ ἐμποδίζανε νὰ γίνῃ ἡ τελετή. Τότε ἀναγκάσθηκαν νὰ φέρουν καὶ νὰ θέσουν τὸ Ἅγιο Λείψανο στὴν Ἐκκλησία τῆς Φανερωμένης. Κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν ἀντιπρόσωπος τῆς Ἀγγλίας ἦτο ὁ συνταγματάρχης Ρός. Τὸν συνόδευε δὲ καὶ κάποιος Ἄγγλος ναύαρχος. Ἐπῆγε ὁ Ρὸς στὴν Ἐκκλησία τῆς Φανερωμένης καὶ διέταξε νὰ μὴ μείνῃ κανεὶς μέσα παρὰ μόνο ἐκεῖνος, ὁ ναύαρχος καὶ οἱ ἐπίτροποι. Ἔκαμε τὴν προσευχή του γονατιστὸς καὶ μὲ μεγάλην συγκίνηση ἔβαλε στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου Λειψάνου τὸ χρυσὸ ἐγκόλπιο, τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχαν δώσει οἱ κάτοικοι τῆς Λευκάδος γιὰ τὴν καλήν του διοίκησιν καὶ γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ἔκαμε. Ὑπάρχει ἀκόμη καὶ σήμερα αὐτὸ ἐπάνω εἰς τὸ Ἅγιο Λείψανο, ὡς ἀπόδειξις γιὰ τὸ θαῦμα, ποὺ ἔγινε.
Βλέπει ὁ τυφλὸς τσαγκάρης
Ἕνας τσαγκάρης ὀνομαζόμενος Παναγιώτης Καλουντζόπουλος, ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο, ἔτρεφε τὴν οἰκογένειά του μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου του. Ἔμεινε δὲ ἐντελῶς ἀόμματος. Ἡ γυναίκα του ὅμως τοῦ εἶπε νὰ παρακαλέσῃ τὸν Ἅγιο, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ξαναδῇ. Τότε, αὐτὸς ἔβαλε στὰ χέρια του τὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καὶ τὴν φιλοῦσε μὲ στεναγμοὺς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ τοῦ ζητοῦσε τὴν βοήθειά του.
Τὴν 14ην ὅμως τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου βλέπει στὸ ὄνειρό του τὸν Ἅγιον, σὰν Δεσπότην, ντυμένο μὲ τὸν ἐπανωμανδύαν του. Ὁ Δεσπότης τὸν ἐπλησίασε, τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι καὶ τοῦ λέγει:
-«Κουράγιο παιδί μου. Νὰ πιστεύῃς στὸ Θεὸ καὶ σὲ τρεῖς μέρες θὰ ἔχεις τὸ φῶς σου καὶ θὰ γίνῃς καλά, ἀλλὰ νὰ μὴ τὸ φανερώσῃς αὐτό σε κανένα, ἕως ὅτου γίνῃς ἐντελῶς καλά». Μόλις τοῦ εἶπε αὐτὰ ἔγινε ἄφαντος.
Ὅταν ξύπνησε ὁ τυφλὸς Παναγιώτης διηγήθηκε τὸ ὄνειρο στὴν γυναίκα του, μὲ τὴν διαφορὰν ὅμως νὰ μὴ τὸ πῇ σὲ κανένα. Ἐζήτησε κατόπιν τὴν Εἰκόνα τοῦ Δεσπότου Αἰγίνης Διονυσίου καὶ τὴν ἀσπάσθηκε μὲ μεγάλο σεβασμό. Στὸν ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, μόλις ἄκουσε τὸν πρῶτον κανονιοβολισμόν, θυμήθηκε τὸ ὄνειρο, ποὺ εἶδε. Γονάτισε πάνω στὸ στρῶμα του μὲ τὴν βοήθειαν τῆς γυναίκας τοῦ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα τὸν Ἅγιον. Ἔγινε τότε τὸ θαῦμα καὶ εἶδε ὀλίγον:
Τὴν ἄλλην ἡμέραν τὸ πρωί, τὴν δεκάτην ἑβδόμην του μηνὸς Δεκεμβρίου, γιορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου καὶ γίνεται ἡ Λιτανεία τοῦ ἁγίου Λειψάνου στὴν πόλι τῆς Ζακύνθου. Ὅταν περνοῦσε τὸ Ἅγιον Λείψανον κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρρώστου, σηκώθηκε αὐτὸς ἀπὸ τὸ κρεβάτι βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὴ γυναίκα του. Τότε καὶ οἱ δύο ἐγονάτισαν καὶ ἔκαμαν θερμὴ προσευχὴ στὸν Ἅγιον. Καί, ὤ! τοῦ παραδόξου θαύματος! Δὲν εἶχε προχωρήσει οὔτε τριάντα βήματα ἡ Λιτανεία καὶ ὁ τυφλὸς εἶδε πλέον καλὰ καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον Διονύσιον, ποὺ τὸν ἔκαμε καλά.
Ἀνοίγει ἡ λάρνακα μόνη της γιὰ νὰ προσκυνήσουν οἱ ναυαγοί
Μία μέρα ἦταν κάποιο πλοῖο ἔξω ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς Ζακύνθου καὶ ἐκινδύνευε νὰ βυθισθῇ ἀπὸ τὴν μεγάλην τρικυμίαν. Τρεῖς ἀπὸ τοὺς ναῦτες ρίχτηκαν μὲ ὁρμὴ μέσα στὰ κύματα καὶ παρεκάλεσαν νὰ τοὺς βοηθήσῃ ὁ Ἅγιος Διονύσιος. Πραγματικὰ τότε ὁ Ἅγιος φανερώθηκε σ᾿ αὐτούς, ἡσύχασε τὴν δύναμιν τῶν κυμάτων καὶ τοὺς ἐπῆγε κολυμβώντας στὴ Ζάκυνθο. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα ἀμέσως, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν βρεγμένοι καὶ κουρασμένοι, πήγανε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου, διὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Ἅγιο, ποὺ τοὺς ἔσωσε.
Ζήτησαν ἐκεῖ νὰ ἀνοίξουν τὴν ἱερὴ Λάρνακα, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ Ἅγιο Λείψανο. Ἤθελαν νὰ βρέξουν μὲ τὰ δάκρυά τους ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἔλειπε ὁ ἐφημέριος, ποὺ κρατοῦσε τὰ κλειδιὰ τῆς λάρνακας καὶ θὰ ἔφευγαν χωρὶς νὰ προσκυνήσουν. Τότε ἀκούγεται ἕνα τρίξιμο καί, ὢ τοῦ θαύματος! ἄνοιξε ἡ ἱερὰ Λάρναξ αὐτομάτως. Μπροστὰ στὸ θαῦμα αὐτὸ ὅλοι ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, οἱ Ὀρθόδοξοι ἔμειναν κατάπληκτοι. Οἱ ναῦτες ἐφίλησαν τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου μὲ μεγάλην κατάνυξιν καὶ κατόπιν ἔκλεισε πάλιν ἡ Λάρναξ αὐτομάτως. Βγῆκαν οἱ ναῦτες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ διαλαλοῦσαν τὸ θαῦμα αὐτό σε ὅλο τὸν κόσμο.
Ἡ τυφλὴ καὶ καμπουριασμένη
Κατὰ τὸ ἔτος 1841 ἀρρώστησε ἀπὸ βαρειὰ ἀρρώστεια τῶν ματιῶν ἡ κόρη τοῦ σπαρτιάτου Εὐστρατίου Ἰατρίδου. Ὀνομαζόταν Αἰκατερίνη καὶ ἔμενε στὴν Ζάκυνθο. Μεταχειρίσθηκε ὅλα τὰ μέσα τῆς ἰατρικῆς, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκε καμμίαν γιατρειά. Τοὐναντίον ἐχειροτέρευσε τὸ κορίτσι αὐτὸ καὶ ἐκαμπούριασε ἕως τὰ γόνατα. Τότε ὁ πατέρας τῆς κοπέλας ἀπελπίσθηκε καὶ ἔτρεξε νὰ τὸν βοηθήσῃ ὁ Ἅγιος Διονύσιος. Κατὰ τὴν 17ην Δεκεμβρίου, τότε ποὺ γίνεται ἡ Λιτανεία τοῦ Ἁγίου Λειψάνου, τύλιξε μὲ ἕνα σεντόνι τὴν τυφλὴν κόρην του καὶ τὴν ἔφερε στὸν δρόμον ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ θὰ περνοῦσε ἡ Λιτανεία.
Γονατιστὸς ἐκεῖ, αὐτὸς παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιον μὲ ζεστὰ δάκρυα. Πράγματι, πέρασε ἡ Λάρνακα μὲ τὸ Ἅγιο Λείψανο ἐπάνω ἀπὸ τὸ τυφλὸ κοριτσάκι. Τύλιξε κατόπιν πάλιν ὁ πατέρας του μὲ τὸ σεντόνι τὸ ἄρρωστο κορίτσι του καὶ τὸ ἔφερε στὸ σπίτι του. Τότε, ὢ τοῦ θαύματος! ξαναεῖδε τὸ φῶς της ἡ Αἰκατερίνη. Καὶ δὲν γιατρεύτηκαν μόνον τὰ μάτια της, ἀλλὰ καὶ ὅλον της τὸ σῶμα.
«Εὐλογημένε σήκω καὶ ἄνοιξε»
Κάποιος ἄλλος, ὀνόματι Ἰωάννης Μποφαρδιός, ποὺ ἦτο ἀπὸ τὸ προάστειον Πόχαλιν, εἶχε πιασθῆ καὶ ἐβαστάζετο ὄρθιος μὲ δύο δεκανίκια. Ὅταν ἦταν ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου, πῆγε μὲ δυσκολία τὸ ἀπόγευμα στὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου διὰ νὰ τὸν παρακαλέσῃ, νὰ τὸν λυπηθῆ, καὶ νὰ τὸν βοηθήση, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐχειροτέρευσε ἡ κατάστασίς του δὲν μπόρεσε νὰ ἀναχωρήσῃ καὶ ἐπῆρε τὴν ἀπόφασιν νὰ μείνη ὅλη τὴν νύκτα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου μοναχός του. Ὅταν τὴν νύχτα ἐκτύπησαν οἱ Καλόγεροι τὴν πόρτα καὶ αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθῇ νὰ ἀνοίξῃ, ἄκουσε νὰ βγαίνῃ μία παράξενη φωνὴ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Λάρνακα καὶ νὰ τοῦ λέγῃ:
-«Εὐλογημένε, σήκω καὶ ἄνοιξε».
Τότε δυνάμωσε ὀλίγον καὶ ἀκουμπώντας στὰ στασίδια, ἄνοιξε τὴν πόρτα. Τὸ πρωὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀπεφάσισε μὲ τὴν βοήθεια τῶν δυὸ μπαστουνιῶν του νὰ γυρίσῃ στὸ σπίτι του στὴν Πόχαλιν. Πηγαίνοντας ὅμως, κατάλαβε ὅτι ἄρχισε νὰ ἀναλαμβάνῃ τὶς δυνάμεις του. Καὶ ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι του, ἦταν πιὰ τελείως καλά.
Ὁ σεληνιασμένος καπετάνιος
Κάποιος Νικόλαος Ντιρλῆς ποὺ ἤρχετο μὲ ἕνα μικρὸ πλοῖο στὴν Ζάκυνθο, ἔπασχε ἀπὸ σεληνιασμό. Ὅταν δὲ ἐπλησίασε τὸ πλοιάριο στὴν Ζάκυνθο καὶ ὁ ἄρρωστος εἶδε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ γίνῃ καλὰ καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἔγινε ἀμέσως καλά.
Ὁ Ἄγγλος πλοίαρχος
Ἕνας Ἄγγλος πλοίαρχος εἶχε ἀγκυροβολήσει στὸν ὅρμον τοῦ Κεριοῦ τῆς νήσου Ζακύνθου, ἐπειδὴ ἦταν μεγάλη τρικυμία αὐτὴν τὴν ἡμέρα. Εἶδε ὅμως ἐκεῖ τὸν Νικόλαον Κουτσουκέλην, φύλακα τοῦ Ὑγειονομικοῦ νὰ προσεύχεται γονατιστός. Τὸν ἐρώτησε καὶ ἔμαθε, ὅτι προσεύχεται στὸν Ἅγιο Διονύσιο.
-«Μπορῶ, τοῦ εἶπε καὶ ἐγὼ νὰ τὸν παρακαλέσω γιὰ νὰ σωθοῦμε;».
-«Καὶ γιατί ὄχι; Τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Ἔβγαλε λοιπὸν τότε τὸ πηλίκιόν του ὁ Ἄγγλος πλοίαρχος καὶ παρεκάλεσε τὸν Ἅγιο. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἐκόπασε ἀμέσως ἡ τρικυμία καὶ ἔγινε γαλήνη. Ὅταν ἔφθασε στὴν Ζάκυνθο ἔκαμε δῶρο ἕνα ἀσημένιο κανδήλι. Ὁσάκις μάλιστα ἐρχόταν στὴν Ζάκυνθο, δὲν ἐξεχνοῦσε νὰ προσφέρῃ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου ἀρκετὲς λαμπάδες.
Ξυπνᾶ τὸν νεωκόρο
Τὸ 1849 ὁ νεωκόρος Ἱλαρίων Γκερπέσης τρεῖς φορὲς εἶδε στὸ ὄνειρόν του τὸν Ἅγιον. Τὴν δὲ τετάρτην φορὰν εἶδε τὸν Ἅγιον νὰ τὸν σύρῃ ἀπὸ τὸ μπράτσο του καὶ νὰ τοῦ λέγῃ:
-«Σήκω». Τότε ἐκεῖνος ξύπνησε, παίρνει τὰ κλειδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀνοίγει καὶ βλέπει νὰ καίγεται τὸ κουτὶ τῆς Ἐλεημοσύνης, στὸ ὁποῖον μετεδόθη ἡ φωτιὰ ἀπὸ μίαν λαμπάδα, ποὺ τὴν ἐξέχασαν ἀναμμένην. Ἔσβησε, ἀμέσως τὴ φωτιὰ καὶ εὐχαρίστησε τὸν Ἅγιο.
Τὸ καρκούνι
Κάποτε τὴν 16ην τοῦ Δεκεμβρίου ἐγίνετο ὁ Ἑσπερινός. Τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγαν τὸ «Φῶς ἱλαρὸν» κροτοῦσαν τὰ καρκούνια. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ μπῆκε στὴν κοιλιὰ ἑνὸς παιδιοῦ, ὀνόματι Χρήστου Σεμιτέκλου, ἀπὸ τὸ Ποχάλειο. Ἔπειτα ἀπὸ εἴκοσι ἡμέρες αἰσθάνθηκε τὸ παιδὶ δυνατοὺς πόνους στὴν κοιλιά του καὶ ὢ τοῦ θαύματος, τὸ κακὸ ποὺ ἔπαθε βγῆκε ἀπὸ τὸ συνηθισμένο μέρος, διότι αὐτὸς παρακαλοῦσε πάντοτε τὸν Ἅγιον νὰ τὸν βοηθήσῃ. Δὲν ὑπῆρχαν τότε νοσοκομεῖα καὶ τὰ μέσα δι᾿ ἐγχειρήσεις καὶ κατέφυγαν μόνον στὸν Ἅγιο. Αὐτὸς ἦταν ὁ γιατρός τους σὲ κάθε ἀρρώστιά τους.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὑποδέχεται τὸν Ἅγιον Νεκτάριο
Ὅταν ἐπῆγε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στὴν Αἴγινα καὶ ἀνέβαινε τὸν ἀνήφορο, γιὰ νὰ πάῃ στὴ Μονή, ὅπου ἐγκατεστάθη ὁριστικῶς, τότε συνάντησε στὸ δρόμο τὸν Ἅγιο Διονύσιο Αἰγίνης. Αὐτός, ὡς γνωστόν, ὑπῆρξε ἄλλοτε Ἐπίσκοπος Αἰγίνης καὶ τώρα τὸ λείψανό του διατηρεῖται ἄθικτο στὴν Ζάκυνθο. Στὴν Αἴγινα σώζεται ἀκόμη τὸ ἐκκλησάκι καὶ τὸ κελί του. Σ᾿ αὐτὸ ἀσκήτευε, ὅταν ἤτανε Δεσπότης Αἰγίνης.
-Ἔλα Νεκτάριε, τοῦ εἶπε. Σὲ περιμένω. Πίσω του, ὅμως στεκόταν ἕνας στρατιωτικός. Ἐρωτᾶ ὁ Νεκτάριος τὸν Ἅγιο Διονύσιον:
-Καὶ ὁ Ἀδελφὸς ποιὸς εἶναι;
-Εἶναι ὁ Μηνᾶς, τοῦ ἀπαντᾷ. Καὶ αὐτὸς ἐδῶ μένει.
Αὐτὸ βέβαια διαδόθηκε κατόπιν παντοῦ. Ὁ δὲ Ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ ἤτανε ξένος πρὸς τὴν Αἴγινα, ρώτησε τοὺς ντόπιους:
-Ἔχετε ἐδῶ κανένα Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ;
-Ὄχι, Σεβασμιώτατε, τοῦ ἀπάντησαν. Μόνον ἕνα ἐρημοκκλήσι εἶναι κάπου πολὺ μακριά.
-Καὶ ποῦ εἶναι αὐτό; Τοὺς ρώτησε πάλιν.
-Εἶναι ἀπάνω ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρίνα καὶ κοντὰ στὸ Μεσαγρό. (Ἦταν κοντὰ στὸν ἀρχαῖον ναὸν τῆς Ἀφαίας).
Ἔπειτα ὅμως ἀπὸ δύο χρόνια, μετὰ τὴν ἐγκατάστασίν του, ἐπῆρε ὁ Ἅγιος δύο ἀδελφές, λιβάνι, κεριὰ καὶ λάδι. Καὶ ἕνα πρωὶ ξεκίνησαν μὲ ζῶα νὰ βροῦν τὸ ἄγνωστο ἐκκλησάκι. Πράγματι, τὸ βρῆκαν. Ἤτανε μικρούτσικο καὶ ἐγκαταλελειμμένο. Σ᾿ αὐτὸ κατέφυγαν ἐν καιρῷ βροχῆς καὶ κακοκαιρίας οἱ ποιμένες. Ἄναβαν ἐκεῖ φωτιά, ἔβαζαν καὶ τὰ ζῶα τους μέσα. Ὁ Ἅγιος μπῆκε στὸ Ἱερὸ καὶ προσευχήθηκε ἐπὶ πολλὴν ὥρα. Ὅταν τελείωσε καὶ βγῆκαν ἔξω ὁ Ἅγιος κοίταξε τὸν Οὐρανὸ καὶ κατόπιν ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του τὴν τοποθεσία ἐκείνη καὶ εἶπεν:
-Ἐδῶ θὰ γίνῃ μία μέρα μοναστήρι γυναικῶν. Ἐπροχώρησε ἐν συνεχείᾳ, βηματίζοντας καὶ ἐπισημαίνοντας τὴν τοποθεσίαν.
Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἔπειτα ἀπὸ σαράντα χρόνια, ἔγινε ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ κατὰ τρόπο θαυματουργικό.
Ὁ Ἅγιος στὴν ὑμνογραφία
Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ συγκινήθηκαν καὶ ἐμπνεύσθηκαν ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἁγίου. Θὰ ἦταν κουραστικὸ νὰ ἀναγράψομε ποιοὶ εἶναι καὶ πόσοι ἐφιλοπόνησαν ἐγκώμια καὶ συνέθεσαν ἱερὲς ἀκολουθίες γιὰ τὸν Ἅγιο. Θὰ ἀναφέρωμε μόνον τοῦ Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου, τοῦ Ἰωάννου Μυρέων, Συμμαχίου καὶ Ἀραβαντινοῦ. Συνηθίζεται νὰ ψάλλουν τὴν μὲν 24ην Αὐγούστου, ὅταν ἑορτάζομε τὴν ἀνακομιδὴ τῶν Ἁγίων του Λειψάνων, τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ἀραβαντινοῦ, τὴν δὲ 17ην Δεκεμβρίου τοῦ Συμμαχίου.
Κέντρον τῶν ὑμνογράφων εἶναι τὸ ἐπεισόδιον τῆς συγχωρήσεως τοῦ φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, ἡ προστασία τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδας, ἡ πραότης καὶ τὸ ἄκακον τοῦ Ἁγίου.
Πολλὲς φορὲς οἱ μοναχοὶ ἀλλάζουν τὰ χρυσοκέντητα πασουμάκια τοῦ ἁγίου, διότι κατὰ τὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ τὶς γιορτὲς τῶν Ἁγίων Γερασίμου καὶ Σπυρίδωνος, ὅπως λέγουν, ὅτι τοὺς ἐπισκέπτεται καὶ ὅτι φθείρονται τὰ παπούτσια του ἀπὸ τὴν πορεία. Μάλιστα, στὰ παπούτσια του βρίσκουν καὶ φύκια.
Οἱ Ζακύνθιοι, ὅταν θέλουν νὰ ἐκφράσουν τὴν νοσταλγία τους γιὰ τὴν πατρίδα, ἀντὶ τοῦ «καπνὸν ἀνοθρώσκοντα νοῆσαι κ.λ.π.» τοῦ Ὀδυσσέα τῆς Ἰθάκης, εὔχονται:
«Νὰ ἰδῶ τὸ καμπαναριὸ τοῦ Ἁγίου καὶ ἂς ἀποθάνω».
Ἡ παγκοσμιοποιημένη ἐποχή μας καί ἡ νέα τάξη πραγμάτων ἐνῶ ὅλο καί πιό πολύ καθιερώνει παγκόσμιες ἡμέρες καί γιορτάζει γενέθλια, ἐκτοπίζοντας τήν ὀνομαστική ἑορτή, δυσκολεύεται νά ἀποδεχτεῖ καί νά γιορτάσει τόν παγκόσμιο καί σωτήριο σταθμό τῆς ἱστορίας, τά γενέθλια τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι γνωστό βέβαια ὅτι καί στὸ παρελθόν πολλὲς φορὲς ἐπιχειρήθηκε ἡ κατάργηση τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Τὸ 1644 στὴ Βρεττανία ὁ Ὄλιβερ Κρόμγουελ καὶ τὸ κόμμα τῶν πουριτανῶν, θέλησαν νὰ καταργήσουν μὲ νόμο τὰ Χριστούγεννα. Ἐπίσης στὴν κομμουνιστικὴ Ρωσία εἶχαν ἀπαγορευθεῖ τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸ 1917 ὡς τὸ 1990, ὁπότε καὶ κατέρρευσε τὸ καθεστώς καί ἐξῆλθε νικητής τό θεῖο βρέφος. Ἡ χειρότερη ὅμως πολεμικὴ κατά τῶν Χριστουγέννων εἶναι αὐτὴ τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἡ ὁποία ὑποβαθμίζει τὸ ὑπερκόσμιο γεγονὸς σὲ ἐγκόσμιο καὶ τό ἐγκλωβίζει μέσα σέ στενά ὑλιστικά πλαίσια. Φθάσαμε ἔτσι, νὰ προβάλουμε μία ἐντελῶς εἰδωλολατρικὴ ἀτμόσφαιρα στὰ σπίτια μας καὶ στὴν κοινωνία μας καί τό ὅλο σκηνικό νά συμβάλει στή «μαγεία τῶν Χριστουγέννων».
Στὶς Η.Π.Α. καί σέ πολλές εὐρωπαϊκές χῶρες (πρβλ. καί τούς ἐν Ἑλλάδι κουλτουριάρηδες) γιά νά μή προσβληθοῦν τάχα οἱ ἀλλόθρησκοι ἐπιδίδονται σέ μία προσπάθεια ἀπάλειψης κάθε ἀναφορᾶς στὰ Χριστούγεννα. Καὶ ἐπειδή ὁ νεοέλληνας τά ἐκλαμβάνει μόνον ὡς ἁπλὲς γιορτὲς ἤ διακοπὲς, δύσκολα βρίσκεις πιά στήν ἀγορά εὐχετήριες κάρτες ποὺ νά ἀναγράφουν «καλὰ Χριστούγεννα». Συντονισμένες στό ἴδιο μῆκος κύματος καί οἱ μεγάλες ὁδικές ἀρτηρίες ἐκπέμπουν μέσω φωτεινῶν ἐπιγραφῶν τό μήνυμα «Καλὲς Γιορτὲς».
Στά σχολεῖα, ἐπίσης, τά ἐγχειρίδια καθόλου δέν βοηθοῦν τούς μαθητές μέσα ἀπό τό ὑλικό τους νά προσεγγίσουν τό μυστήριο τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως. Οἱ χριστουγεννιάτικες γιορτές τους κι αὐτές ἐν πολλοῖς ἀλλοιωμένες παρουσιάζουν –πλήν ἐξαιρέσεων- καλικαντζάρους καί ξωτικά! Τί κρίμα! Ὁ Χριστός ἦρθε νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τήν πολυαρχία τῶν εἰδώλων κι ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά τά ἀναστήσουμε διά τῆς βίας.
Ἐπιπλέον ἡ παγκοσμιοποίηση κατάφερε δυστυχῶς νὰ μᾶς κάνει νά πιστέψουμε πὼς Χριστούγεννα χωρὶς χριστουγεννιάτικο δένδρο δὲν ὑφίστανται! Κατέληξε μάλιστα νὰ γίνει τὸ παγκόσμιο σύμβολο τῶν Χριστουγέννων, ἐνῶ παράλληλα πέτυχε νὰ βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο τῆς ἑορτῆς, ἀποσπώντας τὴν προσοχή μας καὶ ἀπὸ Αὐτὸ ἀκόμη τὸ Θεῖο Βρέφος.
Κι ὅπως δὲν νοοῦνται Χριστούγεννα χωρὶς δένδρο, ἔτσι δὲν νοοῦνται Χριστούγεννα χωρὶς «Ἅη Βασίλη». Ὁ «Σάντα Κλάους», ὅπως τὸν λένε οἱ Δυτικοί -ὄνομα πού παραπέμπει στὸν Ἅγιο Νικόλαο-, δέν ἔρχεται πιά ἀπό τήν Καισάρεια ἀλλά ἀπό τόν Βόρειο Πόλο, χορηγίαις τῆς Coca-Cola Ἑλλάδος καί πάσης ὑφηλίου. Βεβαίως καμία σχέση δέν ἔχει μέ τίς σεπτές ἀσκητικές μορφές τῶν ἁγίων Νικολάου καί Βασιλείου.
Τὸ πιό ἀπογοητευτικό εἶναι ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὰ ξενύχτια, τὰ «ρεβεγιὸν» καὶ τὴ χαρτοπαιξία. Τόσο ὅμως ὁ 43ος κανόνας τῶν Ἀποστόλων, ὅσο καὶ ὁ 50ός τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Σύνοδου καταδικάζουν μὲ ἀφορισμὸ τοὺς πιστοὺς ποὺ παίζουν μὲ χρήματα!
Ἀκόμη πολλοί συν-Ελληνες ἀπό τήν Ἑλλάδα τῆς κρίσης καί τῆς φτωχολογειᾶς ὀργανώνουν κατά μόνας ἤ συλλογικά ἀποδράσεις ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος. Μεταξύ τῶν ἄλλων προσφιλής προορισμός ἐσχάτως ἀποδείχθηκε ὁ «Μύλος τῶν Ξωτικῶν» στά Τρίκαλα. Πέρυσι ὀκτακόσιες χιλιάδες Ἕλληνες «ὀρθόδοξοι» τίμησαν δεόντως «τὸ μεγαλύτερο ἐργοστάσιο παραγωγῆς παιχνιδιῶν, χαρᾶς, δημιουργίας, ἐλπίδας», ὅπως μέσῳ διαφημίσεων αὐτοχαρακτηριζόταν. Μεγαλεπήβολοι οἱ στόχοι του: «Νὰ σκορπίσουν καὶ πάλι τὰ χαμόγελα, ποὺ τόσο μὰ τόσο μᾶς ἔχουν λείψει. (...) Ὁ Ἁι-Βασίλης καὶ τὰ ξωτικὰ γιὰ πρώτη φορὰ μοιράζονται μαζί μας τὰ πολὺ καλὰ κρυμμένα μαγικὰ μυστικὰ τῆς ἐπιτυχημένης ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ἀποστολῆς τους».
Γιά ὅλη αὐτή τήν ἀντι-χριστουγεννιάτικη περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα καί τή βεβήλωση τῆς Χριστοῦ-Γέννας ὅποιος σέβεται τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα αἰσθάνεται ἱερὴ ἀγανάκτηση. Μήπως ἐντέλει ζοῦμε σὲ κοινωνία νέο-εἰδωλολατρική, ποὺ ὅλο καί περισσότερο ἀποϊεροποιεῖ τά Χριστούγεννα καί ἀντικαθιστᾶ τὴν ἀναφορά στό σωτήριο ἐπέκεινα μὲ νέα εἴδωλα, ξόανα καί ὑλικά ἀγαθά; Μὲ θρασύτητα παρατηροῦμε νά γκρεμίζεται ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ἀκόμη ὄρθιο ἀπὸ τὰ ἁγνὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τοῦ ὀδυνωμένου λαοῦ μας καί νά ἰσοπεδώνονται τὰ αἰώνια ἰδανικὰ τῆς Φυλῆς μας. Πῶς ἡ ψυχή πού διψᾶ γιά Ἀλήθεια καί Ἀγάπη νά ξεδιψάσει πραγματικά μέ τέτοια ὑποκατάστατα; Πῶς νά γεμίσει μέ χαρά καί πληρότητα, ὅταν ἀπό τά Χριστούγεννα λείπει αὐτός ὀ ἴδιος ὁ Χριστός; Ἀποτέλεσμα: Γευόμαστε «τά Χριστούγεννα τῆς μοναξιᾶς, τῆς μελαγχολίας, τῆς κατάθλιψης». Νά οἱ καρποί τῆς ἄσωτης γιορτῆς!
Θά πρέπει νά τό καταλάβουμε ὅτι σήμερα προπαντός ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό αὐτήν τή ζωοδότρα πηγή, γιά νά παραμυθήσει τόν πόνο μας καί νά φωτίσει τά σκοτάδια μας. Ἡ πολλαπλὴ κρίση ποὺ βιώνουμε δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀποτελεσματικά, ἂν δὲν χρησιμοποιήσουμε ἰσχυρά καί δοκιμασμένα πνευματικά ἀντίδοτα τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα μας στὸν παντοδύναμο Κύριό μας καί τήν προσκύνηση τοῦ νηπιάζοντος Θεοῦ.
Καί, καθώς ὅσοι ἐπιμένουν νά γιορτάζουν ρωμαίικα Χριστούγεννα βρίσκουν τήν εὐκαιρία αὐτές τίς ἡμέρες νά ξεφυλλίσουν λίγο Παπαδιαμάντη ἤ Κόντογλου, κλείνουμε μέ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν δεύτερο, ἀφοῦ φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του: «Ἀδέλφια μου, φυλάξτε τά ἑλληνικά συνήθειά μας, γιορτάστε ὅπως γιορτάζανε οἱ πατεράδες σας, καί μή ξεγελιώσαστε μέ τά ξένα κι ἄνοστα πυροτεχνήματα. Οἱ δικές μας οἱ γιορτές ἀδελφώνουν τούς ἀνθρώπους, τούς ἑνώνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μήν κάνετε ἐπιδείξεις. «Εὐφράνθητε ἑορτάζοντες».
Ἀκοῦστε τί λένε τά παιδάκια πού λένε τά κάλαντα: «Καί βάλετε τά ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθῆτε, στήν ἐκκλησίαν τρέξετε, μέ προθυμίαν μπῆτε, ν’ ἀκούσετε μέ προσοχήν ὅλην τήν ὑμνωδίαν, καί μέ πολλήν εὐλάβειαν τήν θείαν λειτουργίαν. Καί πάλιν σάν γυρίσετε εἰς τό ἀρχοντικόν σας, εὐθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τό φαγητόν σας. Καί τόν σταυρόν σας κάνετε, γευθῆτε, εὐφρανθῆτε. Δῶστε καί κανενός φτωχοῦ ὅστις τό ὑστερεῖται».
Πηγή: Άκτίνες
Ἡ δευτέρα πιὸ μακρὰ περίοδος νηστείας μετὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν εἶναι ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, γνωστὴ εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ μας καὶ ὡς σαραντα(ή)μερο. Περιλαμβάνει καὶ αὐτὴ σαράντα ἡμέρας, ὅμως δὲν ἔχει τὴν αὐστηρότητα τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀρχίζει τὴν 15ην Νοεμβρίου καὶ λήγει τὴν 24ην Δεκεμβρίου.
Ἡ ἑορτὴ τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴν δευτέραν μεγάλην Δεσποτικὴν ἑορτὴν τοῦ χριστιανικοῦ ἑορτολογίου. Μέχρι τὰ μέσα τοῦ Δ’ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς συνεώρταζεν τὴν γέννησιν καὶ τὴν βάπτισιν τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τὸ ὄνομα τὰ «Ἐπιφάνεια» τὴν ἰδίαν ἡμέραν, τὴν 6ην Ἰανουαρίου. Τὰ Χριστούγεννα ὡς ἰδιαιτέρα ἑορτή,ἑορταζομένη εἰς τὰς 25 Δεκεμβρίου, εἰσήχθη εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἀπὸ τὴν Δύσιν περὶ τὰ τέλη τοῦ Δ’ αἰῶνος.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος πρῶτος ὁμιλεῖ διὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων, τὴν ὀνομάζει «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» καὶ μᾶς πληροφορεῖ περὶ τὸ 386 μ.Χ. ὅτι «οὔπω δέκατον ἔστιν ἔτος, ἐξ οὐ δήλη καὶ γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡἡμέρα (τῆς ἑορτῆς) γεγένηται».
Μὲ τὴν διαίρεσιν τῆς ἄλλοτε ἑνιαίας ἑορτῆς καὶ τὴν καθιέρωσιν τῶν τριῶν ξεχωριστῶν ἑορτῶν, τῆς Γεννήσεως τὴν 25ην Δεκεμβρίου, τῆς Περιτομῆς τὴν 1ην καὶ τῆς Βαπτίσεως τὴν 6ην Ἰανουαρίου, διεμορφώθη καὶ τὸ λεγόμενον Δωδεκαήμερον, δηλαδὴ τὸ ἑόρτιον χρονικὸν διάστημα ἀπὸ τὴν 25 Δεκεμβρίου ἕως τὴν 6 Ἰανουαρίου. Οὕτω διεσώθη, κατὰ κάποιον τρόπον, ἡ ἀρχαία ἑνότης τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν τῆς Γεννήσεως καὶ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου.
Ἡ μεγάλη σημασία, ποὺἀπέκτησεν μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου εἰς τὴν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ νέα ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν καὶἰδιαιτέρως τῶν μοναχῶν, ἀπετέλεσαν τὰς προϋποθέσεις διὰ τὴν καθιέρωσιν καὶ τῆς πρὸ τῶν Χριστουγέννων νηστείας. Εἰς αὐτὸ ἀσφαλῶς ἐπέδρασεν καὶ ἡ διαμορφωμένη ἤδη τεσσαρακονθήμερος νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ προηγεῖτο τοῦ Πάσχα.
Ὅπως ἡ ἑορτή, τοιουτοτρόπως καὶἡ νηστεία, ὡς προετοιμασία διὰ τὴν ὑποδοχὴν τῶν γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος, ἐνεφανίσθη ἀρχικῶς εἰς τὴν Δύσιν, ὅπου ἡ νηστεία αὐτὴ ὠνομάζετο Τεσσαρακοστὴ τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, ἐπειδὴ ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου τούτου τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἴδιον ἐπανελήφθη καὶ εἰς ἡμᾶς, ὅπου πολλοὶ τὴν νηστείαν τῶν Χριστουγέννωνὀνομάζουν τοῦ «Ἁγίου Φιλίππου», ἐπειδὴ προφανῶς ἀρχίζει τὴν ἑπομένην τῆς μνήμης τοῦ Ἀποστόλου. Αἱ πρῶται ἱστορικαὶ μαρτυρίαι, ποὺ ἔχομεν διὰ τὴν νηστείαν πρὸ τῶν Χριστουγέννων, ἀνάγονται διὰ τὴν Δύσιν εἰς τὸν Ε’ καὶ διὰ τὴν Ἀνατολὴν εἰς τὸν ΣΤ’ αἰῶνα. Ἀπὸ τοὺς ἀνατολικοὺς συγγραφεῖς εἰς αὐτὴν ἀναφέρονται ὁ Ἀναστάσιος Σιναΐτης, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσάμων.
Ἡ νηστεία εἰς τὴν ἀρχήν, καθὼς φαίνεται, ἦτο μικρᾶς διαρκείας. Ὁ Θεόδωρος Βαλσάμων, ὁ ὁποῖος γράφει περὶ τὸν ΙΒ’ αἰῶνα καὶ κατὰ συνέπειαν μᾶς πληροφορεῖ διὰ τὰ ὅσα ἴσχυον εἰς τὴν ἐποχήν του, σαφῶς τὴν ὀνομάζει «ἑπταήμερον». Ὅμως ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἐπεξετάθη καὶ αὐτὴ εἰς σαράντα ἡμέρας, χωρὶς ἐν τούτοις νὰπροσλάβῃ τὴν αὐστηρότητα τῆς πρώτης.
Πῶς θὰ πρέπῃ νὰ τὴν νηστεύωμεν.
Καθ᾿ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ σαρανταημέρου δὲν καταλύομεν κρέας, γαλακτερὰ καὶ αὐγά. Ἀντιθέτως, ἐπιτρέπεται νὰ καταλύωμεν ἰχθύας ὅλας τὰς ἡμέρας ἀπὸ τὴν ἀρχὴν μέχρι καὶ τὴν 17ην Δεκεμβρίου, ἐκτὸς βεβαίως τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς. Κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καταλύομεν ἰχθύας ὁποιανδήποτε ἡμέραν καὶ ἂν πέσῃ.
Ἀπὸ τὴν 18ην μέχρι καὶ τὴν 24ην Δεκεμβρίου, παραμονὴν τῆς ἑορτῆς, ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου μόνον ἐκτός, βεβαίως, τῶν ἡμερῶν Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς, ποὺ θὰ παρεμβληθοῦν καὶ κατὰ τὰς ὁποίας τηροῦμεν ἀνέλαιον νηστείαν. Ἐπίσης μὲ ξηροφαγίαν θὰ πρέπῃ νὰ νηστεύωμεν τὴν πρώτην ἡμέραν της νηστείας, 15ην Νοεμβρίου, καθὼς καὶ τὴν παραμονὴν τῆς ἑορτῆς, ἐκτὸς ἂν πέσουν Σάββατον ἢ Κυριακήν.
ΝΗΣΤΕΙΑ: ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Ἐπίσης ὀφείλομεν νὰ μὴ τηροῦμεν μόνον τὴν τάξιν τῆς νηστείας, ποὺ ἀφορᾶ τὰς τροφάς, ἀλλὰ νὰ ἀπέχωμεν καὶἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, οὕτως ὥστε, ὅπως νηστεύομεν ὡς πρὸς τὴν κοιλίαν, νὰ νηστεύομεν καὶὡς πρὸς τὴν γλῶσσαν, ἀποφεύγοντες τὴν καταλαλιά, τὸ ψέμα, τὴν ἀργολογίαν, τὴν λοιδορίαν, τὴν ὀργὴν καὶ γενικὰ κάθε ἁμαρτίαν, ποὺ διαπράττομεν μέσῳ τῆς γλώσσης.
Ἐπίσης χρειάζεται νὰ νηστεύωμεν ὡς πρὸς τοὺς ὀφθαλμούς. Νὰ μὴ βλέπωμε μάταια πράγματα. Νὰ μὴ ἀποκτῶμεν παρρησίαν διὰ μέσου τῶν ὀφθαλμῶν. Νὰ μὴ περιεργαζώμεθα κάποιον μὲ ἀναίδειαν. Ἀκόμη θὰ πρέπῃ νὰ ἐμποδίζωμεν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια ἀπὸ κάθε πονηρὸν πρᾶγμα.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, νηστεύοντες μίαν νηστείαν εὐπρόσδεκτον εἰς τὸν Θεόν, ἀποφεύγοντες κάθε εἴδους κακίαν, ποὺ ἐνεργεῖται διὰ μέσου τῆς καθεμιᾶς ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις μας, θὰ πλησιάζωμεν τὰς Ἁγίας ἡμέρας ἀναγεννημένοι, καθαροὶ καὶ ἄξιοι τῆς μεταλήψεως τῶν Ἁγίων Μυστηρίων (ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ).
1. Σήμερα, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου, Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας. Εἶναι ἅγιος πολύ ἀγαπητός στήν πατρίδα μας καί αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι πολλοί Ναοί σέ πόλεις καί χωριά εἶναι ἀφιερωμένοι σ᾽ αὐτόν καί πολλοί χριστιανοί, ἄνδρες καί γυναῖκες, φέρουν τό ὅνομά του.
Ἄλλοτε σᾶς μίλησα γιά τόν θαυμαστό βίο τοῦ ἁγίου, ὅτι ζοῦσε ἀσκητικά, ὅτι κήρυττε τήν ὀρθόδοξη πίστη, ὅτι ἦταν πολύ φιλάνθρωπος καί μάλιστα κατά κρυφό τρόπο, γιατί ἦταν πολύ ταπεινός καί δέν ἤθελε νά διαφημίζεται τό ὄνομά του.
2. Στό σημερινό μου κήρυγμα γιά τόν Ἅγιο Νικόλαο, ἀδελφοί, θέλω νά σᾶς ἀναφέρω δύο περιστατικά, στά ὁποῖα ὁ ἅγιος παρουσιάζεται ὡς ὑπερασπιστής τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Πραγματικά, ὁ ἅγιος Νικόλαος ἦταν δυνατός ὁμολογητής τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Τό ἕνα περιστατικό, πού θά ἀναφέρω γιά νά φανεῖ αὐτό, ἦταν ὅταν ζοῦσε ὁ ἅγιος, τό δέ ἄλλο ἦταν μετά τόν θάνατό του. Ἀκοῦστε χριστιανοί:
Στά χρόνια τοῦ ἁγίου Νικολάου ζοῦσε ὁ αἱρετικός καί βλάσφημος Ἄρειος. Αὐτός ἀρνεῖτο ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν Θεός ὅμοιος - ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί τόν παρουσίαζε ἁπλῶς ὡς θεοθέντα ἄνθρωπο. ῾Η πλανεμένη αὐτή διδασκαλία τοῦ Ἀρείου ἔφερε σύγχυση καί ταραχή στήν Ἐκκλησία καί γι᾽ αὐτό ὁ βασιλεύς, ὁ ἅγιος Κωνσταντίνος, συνεκάλεσε στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό ἔτος 325 τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο, στήν ὁποῖα συμμετεῖχαν 318 ἅγιοι Πατέρες. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὡς ἀρχιερεύς Τριμυθοῦντος, καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὡς διάκονος, βοηθός τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Ἀλεξάνδρου. Μεταξύ αὐτῶν πάλι ἦταν καί ὁ ἅγιος Νικόλαος, πού ἑορτάζουμε σήμερα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας. Βλέποντας ὁ ἅγιος Νικόλαος στήν Σύνοδο ὅτι ὁ Ἄρειος προσπαθοῦσε νά ἀποστομώσει ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς καί νά φαίνεται ὅτι ὑπερισχύει ἡ δική του πλάνη, ἀπό θεῖο ζῆλο κινούμενος, σηκώθηκε ἀπό τήν θέση του καί ἔδωσε σ᾽ αὐτόν, στόν αἱρετικό Ἄρειο, ἕνα δυνατό ράπισμα, ἕνα χαστούκι, ἐνώπιον μάλιστα τοῦ βασιλέως καί αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου. Δέν γνωρίζουμε ἄν εἶναι ἰστορικό γεγονός ἡ ἀναφορά αὐτή στό ἱερό Συναξάριο· γιατί μερικά ἀπό τά ἀναφερόμενα στά Συναξάρια εἶναι συγκεχυμένα καί προέρχονται ἀπό νόθες παραδόσεις. Γιά νά ἀναφερθεῖ ὅμως στόν ἅγιο Νικόλαο ἕνα τέτοιο περιστατικό, ὅτι χαστούκισε τόν Ἄρειο, αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἅγιος ἐθεωρεῖτο ὡς πολύ ζηλωτής τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καί μάλιστα ἦταν ἐπιθετικός κατά τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν. Ἀλλά πρέπει νά εἶναι ἀληθινή ἡ ἀναφορά αὐτή στόν ἅγιο Νικόλαο, ὅτι δηλαδή ἐράπισε τόν Ἄρειο, γιατί στήν συνέχεια ἔχουμε τήν φυλάκιση τοῦ ἁγίου Νικολάου, πού δικαιολογεῖται ἀκριβῶς ἀπό τήν πράξη του αὐτή. Στήν φυλακή δέ ὁ ἅγιος πού πήγε γιά τήν ὁμολογία τῆς πίστης μας εἶχε θεοφάνεια. Γιατί τοῦ παρουσιάστηκε ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία, ἡ Ὁποία τοῦ πρόσφερε ἕνα Ὠμοφόριο, ὅπως τό βλέπουμε καί στήν Εἰκόνα του. Αὐτό ὑποδηλώνει ὅτι ἡ Παναγία ἀνακηρύττει ὡς καλόν Ἀρχιερέα ἐκεῖνον πού ζεῖ ἀσκητικά – σάν τόν ἅγιο Νικόλαο – καί ὁμολογεῖ τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀλλά καί πάσχει γι᾽ αὐτήν, σάν τόν ἅγιο Νικόλαο, πού φυλακίστηκε γιά τήν πίστη.
3. Ἀλλά ἔχουμε καί ἄλλο ὁμολογιακό γεγονός τῆς ὀρθόδοξης πίστης ἀπό τόν ἅγιο Νικόλαο, μετά τόν θάνατο ὅμως τό γεγονός αὐτό. Ἀκοῦστε: Τό Λείψανο τοῦ ἁγίου Νικολάου βρισκόταν στά Μύρα τῆς Λυκίας, ἐκεῖ πού ἦταν τό ποίμνιό του. Ἀλλά κατά τό ἔτος 1080 μ.Χ. ἔγινε μεγάλη ἐπιδρομή τῶν Ἰσμαηλιτῶν κατά τῶν Ρωμαίων καί ὑπῆρχε κίνδυνος τό Λείψανο τοῦ ἁγίου νά πέσει στά χέρια αὐτῶν τῶν ἀπίστων καί νά πεταχθεῖ. Γι᾽ αὐτό καί παρουσιάστηκε σέ ὀπτασία ὁ ἅγιος Νικόλαος σέ ἕνα εὐλαβῆ ἱερέα στήν πόλη Μπάρι τῆς Ἱταλίας. Παρουσιάστηκε καί τοῦ εἶπε νά πεῖ στόν Ἀρχιερέα τῆς πόλης καί σέ ὅλη τῆν Ἐκκλησία νά πᾶνε στά Μύρα τῆς Λυκίας, γιά νά παραλάβουν ἀπό ἐκεῖ τό Λείψανό του καί νά τό φέρουν στό Μπάρι τῆς Ἱταλίας. Ἕτσι καί ἔγινε, ἀδελφοί! Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, πού διηγεῖται τήν μετακομιδή αὐτή τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νικολάου, λέγει καί γιά τήν μεγαλοπρεπῆ καί εὐλαβέστατη ὑποδοχή πού ἔκαναν οἱ χριστιανοί τοῦ Μπάρι στόν ἅγιο, τήν 9η Μαΐου 1081 μ.Χ., Ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καί μοναχοί καί ὅλοι οἱ χριστιανοί, ἄνδρες, γυναῖκες, γέροντες καί παιδιά, ὅλο τό πλῆθος τοῦ λαοῦ βγῆκαν μέ λαμπάδες καί θυμιάματα, ψάλλοντες ὕμνους καί ὠδές στόν Χριστό καί τόν Ἱεράρχη Του τόν Νικόλαο, γιά νά ὑποδεχθοῦν αὐτόν τόν πολύτιμο θησαυρό, πού ἦρθε στήν πόλη τους. Πρέπει ὅμως νά ποῦμε ὅτι οἱ χριστιανοί τότε στό Μπάρι καί στήν Ἱταλία καί σ᾽ ὅλη τήν Δύση ἦταν ὀρθόδοξοι καί ἦταν ἐνωμένοι μέ τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία, γιατι δέν εἶχαν πέσει ἀκόμη στήν αἵρεση καί στήν κακοδοξία τῶν μετέπειτα Παπικῶν.
4. Ἀκοῦστε χριστιανοί. Στό Μπάρι τῆς Ἱταλίας, ὅπου βρισκόταν τώρα τό ἅγιο Λείψανο τοῦ ἁγίου Νικολάου, κάθε χρόνο στίς 9 Μαΐου, πού ἔγινε ἡ ἀνακομιδή του, γινόταν πανηγυρική θεία Λειτουργία. Καί συνέβαινε κάθε χρόνο θαυμαστό καί ὑπερφυσικό γεγονός: Ὅταν ὁ ἱερέας ἄρχιζε τήν θεία Λειτουργία αὐτή, τότε ἄρχιζε καί τό ἅγιο Λείψανο νά τρέχει Μύρο ἀπο τίς δύο πτέρνες τῶν ποδῶν Του. Καί ἦταν τόσο πολύ τό Μύρο, ὥστε φαινόταν ὅτι τρέχουν δύο βρύσες. Γι᾽ αὐτό καί ἔβαζαν μεγάλα ἀγγεῖα καί κάδους, γιά νά τό συλλέγουν. Γιατί τό ἔστελναν παντοῦ γιά θεραπεία ἀσθενούντων. Ὅταν ὅμως τελείωνε ἡ θεία Λειτουργία, σταματοῦσε καί ἡ ροή τοῦ Μύρου. Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἱερεῖς, πού τελοῦσαν τήν θεία Λειτουργία,τήν τελοῦσαν ἀργά-ἀργά, ὥστε νά συλλέγουν περισσότερο Μύρο! Ἀλλά ἀκοῦστε: Ὅταν ἡ Δύση καί τό Μπάρι, λοιπόν, προσχώρησε στήν αἵρεση τοῦ παπισμοῦ, τότε σταμάτησε τό Μύρο νά τρέχει. Τελοῦσε βέβαια καί ὁ παπικός παπᾶς τήν Λειτουργία, ἀλλά δέν ἀνέβλυζε τό Μύρο. Ὅταν ὅμως καλοῦσαν ὀρθόδοξο ἱερέα γιά νά τελέσει τήν θεία Λειτουργία, τότε τό ἅγιο Λείψανο τοῦ ἁγίου ἀνέβλυζε Μύρο, ὅπως πρῶτα. Τί σᾶς λέει αὐτό, χριστιανοί μου; Ναί! Αὐτό τό σημεῖο μᾶς λέει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας εἶναι ἀληθινή, ἐνῷ ἡ πίστη τῶν παπικῶν εἶναι ψεύτικη, εἶναι αἱρετική πλάνη.
5. Μέ δύο σημεῖα, λοιπόν, δυνατά σημεῖα, ἀδελφοί, ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁμολόγησε τήν ὀρθόδοξη πίστη. Τό δεύτερο ὅμως σημεῖο, τό μετά τόν θάνατό του, ἦταν πιό δυνατό ἀπό τό πρῶτο, ἀπό τό ράπισμα στόν βλάσφημο Ἄρειο. Βλέπετε, χριστιανοί μου, οἱ ἅγιοί μας καί μετά τόν θάνατό τους κηρύττουν τήν πίστη πού ἔζησαν καί θαυματουργοῦν ἀποδεικνύοντας ἔτσι δυνατά τήν ἀλήθειά της.
Ἄς γνωρίσουμε, λοιπόν, καί ἄς σπουδάσουμε τήν ὀρθόδοξη πίστη μας, ἄς τήν ζήσουμε ἐφαρμόζοντάς την στήν ζωή μας καί ἄς τήν παραδώσουμε σάν ἱερή προῖκα καί κληρονομιά στήν νέα γενεά, τά ἀγαπητά μας χρυσᾶ παιδιά.
Μέ πολλές εὐχές
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Προσκυνητής
Από την πρώτη στιγμή, που ιδρύθηκε και άρχισε να ζει η Εκκλησία του Χριστού, εξαπολύθηκαν εναντίον της αναρίθμητοι και πολύμορφοι λυσσαλέοι εχθροί, με σκοπό να την σβήσουν και να την εξαφανίσουν από το πρόσωπο της γης.
'Αλλοι με κοφτερά σπαθιά, και άλλοι με κοφτερή γλώσσα και γραφή, όλοι οι διάβολοι της κόλασης και όλοι οι άνθρωποι του διαβόλου, σε συνεργασία, εξεστράτευσαν, με κάθε σατανική μέθοδο και πονηριά, κατά των χριστιανών, κατά του «μικρού ποιμνίου» του Χριστού, για να το διασκορπίσουν και να το εξαφανίσουν. Εξόδεψαν αναρίθμητους τόνους μελανιού και εκατομμύρια τόνους χαρτιού και έχυσαν ποτάμια χριστιανικό αίμα.
Και τι κατόρθωσαν; Το αντίθετο. Νικηθήκανε, πέσανε, και συντριβήκανε, και «ουχ ευρέθη ο τόπος αυτών», κατά τη Γραφή. Η Εκκλησία του Χριστού ζει, και θα ζει, μέχρι να τελειώσουν οι αιώνες, και θα συνεχίζει, να επιτελεί, το σωτήριο έργο της πάνω στη γη, όσοι κι αν παρουσιαστούν εχθροί, για να το εμποδίσουν. Τα λόγια του θείου ιδρυτού Της «πύλαι ’δου ου κατισχύσουσιν αυτής», αποκαλύπτονται πάντοτε αληθινά. Κι αν δεν ήταν τυφλοί οι σημερινοί πολέμιοί Της, θα έβλεπαν τρανότατα αποδεδειγμένη αυτή την αλήθεια, δια μέσου των αιώνων, και θα σταματούσαν να «λακτίζουν προς κέντρα». θα έβλεπαν, ότι τους περιμένει η ίδια τύχη, το ίδιο άθλιο τέλος.
Εκείνο που είναι αληθινό, υψηλό, άγιο, θεϊκό, κείνο που έχει ουράνια προέλευση, όσο προσπαθείς να το λιγοστέψεις, αυτό τόσο πιο πολύ μεγαλώνει, φουντώνει, θεριεύει.
Ένας πολέμιος της θρησκείας του Χριστού, αυτού του αιώνα, μόλις επικράτησε και έγινε άρχοντας του τόπου του, είπε στους δικούς του: «και τώρα σφάξτε, όπου βρείτε χριστιανό και μάλιστα ρασοφόρο, εκπρόσωπο της θρησκείας, σφάξτε τον, και σας υπόσχομαι, τον τελευταίο που θα μείνει θα τον σφάξω εγώ με τα χέρια μου μπροστά σε όλους σας».
Και δεν πέρασαν πολλά χρόνια, ούτε δέκα, διωγμού και σφαγής, και πάλι ο ίδιος είπε: «βρε τι κακό είναι μ' αυτούς, έναν κόβεις δέκα φυτρώνουν».
Αυτή είναι η Εκκλησία του Χριστού. Ποτισμένη από το αδιάκοπα χυμένο αίμα των Μαρτύρων της, εδραιωμένη, αδιάσειστη, νικήτρια, πεντακάθαρη, δοξασμένη, αιώνια.
Ένα από τα ιερά σφάγια, που έπεσαν πάνω στον ιερό βωμό της πίστεως του Χριστού και επότισαν με το αίμα τους το πελώριο δένδρο του Χριστιανισμού και λάμπρυναν την Εκκλησία είναι και η Αγία, ένδοξη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα.
Η Αγία Βαρβάρα έζησε περί το τέλος του 3ου και αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνα, στην Ηλιούπολη, που ήταν πόλη της Κοίλης Συρίας, κοντά στον Αντιλίβανο. Σήμερα η πόλη αυτή, ονομάζεται Βααλβέκ. Ο πατέρας της ονομαζόταν Διόσκορος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Ήταν επίσης πολύ πλούσιος και διοικητής της Ηλιούπολης, με μεγάλη πολιτική εξουσία και δύναμη. Φανατικός δε ιερεύς της ειδωλολατρίας.
Οι ιστορικές πληροφορίες, δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα της μητέρας της, ούτε ποιά στάση τήρησε σε όλη την περιπέτεια και το φρικτό μαρτύριο της κόρης της. Μήπως είχε πεθάνει; Αυτό μόνο σαν υπόθεση μπορεί να σταθεί. Γιατί από την προτροπή του τυράννου, κατά το μαρτύριο της Αγίας, «να λυπηθεί τους γονείς της», βγαίνει το συμπέρασμα, ότι ζούσε, αλλά δεν συνταυτίστηκε με την κόρη της, όπως συνέβη με άλλες μητέρες μαρτύρων, παρά σαν φανατική ειδωλολάτρις και αυτή, συνταυτίσθηκε με τη στάση του φανατισμένου και τυφλού στην ψυχή άνδρα της Διόσκορου. Η Βαρβάρα ήταν το μονάκριβο παιδί τους. Ήταν αφάνταστα ωραία στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και είχε πολλή χάρη, ευφυΐα, σεμνότητα και σωφροσύνη.
Απ' τις περιπτώσεις που γνωρίζουμε, αυτού του είδους, όταν δηλαδή οι γονείς έχουν ένα μόνο παιδί, φανταζόμαστε πόσο ενδιαφέρον, πόση αγάπη, φροντίδα και αδυναμία, θα της είχαν, και πόσο, θα διέθεταν τα πάντα, να τη μορφώσουν και να την αποκαταστήσουν, κατά τον καλύτερο τρόπο, κάτι που τους επέβαλε οπωσδήποτε και ο πλούτος και η κοινωνική τους θέση.
Και πράγματι, όταν η κόρη τους έφτασε σε ηλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοί μνηστήρες, πολλοί υποψήφιοι γαμπροί, και από τους εξέχοντες άρχοντες, και από τους μεγιστάνες και από τους λοιπούς επιφανείς άνδρες της Ηλιούπολης. Όλα όμως τα προξενιά η Βαρβάρα τα έδιωχνε, πράγμα που ο πατέρας της δεν το έβλεπε με καλό μάτι.
Ήταν γι' αυτόν αδικαιολόγητη η έμμονή της κόρης του, να μη θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, που την ζητούσαν σε γάμο. Υπόθεσε όμως, ότι ήταν μια κάποια νεανική ιδιοτροπία, και είχε την ελπίδα ότι αργότερα, θα υποχωρούσε και θα δεχόταν να παντρευτεί. Περνούσε όμως η ηλικία της και η Βαρβάρα δεν έλεγε το ναι. Εν τω μεταξύ, όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε αφάνταστα και η ομορφιά της και την έκανε «περιλάλητη και περιμάχητη».
Κατά Συμεών το Μεταφραστή, Ι΄ αιώνας, «το γαρ κάλλος αυτής, ει και μη θεατόν, αλλ' όμως ακουστόν ον, περιμάχητον αυτής εποίει γάμον».
Όσο περνούσε ο καιρός, ο Διόσκορος γέμιζε πιο πολύ από ποικίλους φόβους, και πήρε την απόφαση να λάβει ωρισμένα μέτρα. Φαίνεται, ο πιο μεγάλος του φόβος, ήταν ωρισμένοι ψίθυροι, ότι η Βαρβάρα συμπαθούσε τον Χριστιανισμό. Οι ιστορικές πηγές λένε, για τη Βαρβάρα, ότι ήταν «εμμανής περί την των απίστων ειδώλων προσκύνησιν».
Γι' αυτό, και ο Διόσκορος, περιώρισε την ελευθερία της κόρης του τόσο, όσο να μη την βλέπει κανείς, ούτε και να την συναναστρέφεται. Μόνο υπηρέτες και υπηρέτριες, πιστοί στο Διόσκορο, την συνόδευαν. Κατά την παράδοση, τόσο την περιώρισε που έφτιαξε ειδικό πύργο και την έκλεισε μέσα.
Όμως, δύσκολα γλιτώνει κανείς απ' αυτό που φοβάται. Το λέει ο λαός και έχει δίκιο. Δεν είναι λίγες οι φορές, που τα πράγματα σ' αυτό τον κόσμο μας έρχονται διαφορετικά απ' ότι τα περιμένουμε. Πολλές φορές, παίρνουμε μέτρα και εφαρμόζουμε τακτικές, για να υποστηρίξουμε τις σκέψεις και τα σχέδιά μας, με αποτέλεσμα όμως αντίθετο. Ας γνωρίζουν λοιπόν οι γονείς, όσοι μάλιστα, σχετικά με την κλήση των παιδιών τους, αντιστρατεύονται στη βουλή του Θεού, αλλά και όλοι μας, ότι η θεία Πρόνοια, ξέρει πολύ καλά, να ματαιώνει θελήσεις ανθρώπων όπως του πατέρα της Βαρβάρας και φωτίζει ακόμα και τους δεσμοφύλακες...
Οι φόβοι του Διόσκορου βγήκαν αληθινοί. Η πανεύφημη Βαρβάρα ξαφνικά παρουσιάζεται χριστιανή. Φαίνεται, κάποια απ' τις υπηρέτριες ήταν κρυπτοχριστιανή, και μετέδωσε στη Βαρβάρα τα σωτήρια χριστιανικά δόγματα και διδάγματα. Ακόμα, κατά το βιογράφο της, την βοήθησε και η λογική, διότι καθώς έβλεπε μέσα από τον πύργο εκεί στη μοναξιά το μεγαλείο της φύσης σκεπτόταν: «ποιός έκαμε τον έναστρο ουρανό με ένα τέτοιο διάκοσμο και ποιός τη γη με τόσες ομορφιές και στολίδια, με δένδρα και καρπούς ποικίλους και ωραίους; οι ξύλινοι και πέτρινοι θεοί, που δεν έχουν λογική, και ούτε βλέπουν, ούτε ακούνε, που τους έφτιαξαν άνθρωποι»; Όχι, δεν είναι δυνατό. Δεν μπορούσε με τίποτα να το πιστέψει. Και έβλεπε σε όλα αυτά τη σφραγίδα και το μεγαλείο ενός μεγάλου και σοφού Δημιουργού, του αληθινού θεού, που ήδη είχε αρχίσει περί Αυτού να μαθαίνει με σιγουριά. Ο Συμεών ο Μεταφραστής, μας εξηγεί το θαυμαστό αυτό γεγονός ως εξής: «εν αυτώ, λέγει, τω πύργω, η του Παρακλήτου Χάρις των αφανών αυτής οφθαλμών αφανώς αψάμένη, φωτί τε θεογνωσίας εφώτισε και τον αψευδή Θεόν γνώριμον αυτή παραδόξως κατέστησε». Δηλαδή, σ' αυτόν μέσα τον πύργο, η Χάρη του Παρακλήτου αγγίζοντας μυστικά τους οφθαλμούς της ψυχής της, την εφώτισε με το φως της θεογνωσίας και της φανέρωσε με παράδοξο τρόπο τον αληθινό θεό.
Αυτή λοιπόν, η κρυπτοχριστιανή υπηρέτρια της Βαρβάρας, την πήγε κρυφά στη χριστιανική κατακόμβη, την γνώρισε με ένα ιερέα από την Αλεξάνδρεια, την κατήχησε, και μετά από λίγο καιρό τη βάπτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδος.
Η παναοίδιμη Βαρβάρα ζει τώρα πια σε καινούργιο κόσμο. Η χαρά της είναι αφάνταστη. Τώρα νιώθει την πραγματική ευτυχία και αγαλλίαση. Καταλαβαίνει τώρα πιο πολύ, ότι η ομορφιά και τα πλούτη και η μόρφωση δεν έχουν καμιά αξία, μπροστά στο μεγάλο θησαυρό της αληθινής πίστεως, που της αποκάλυψε ο Θεός και που τον ζει πια χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Αγάπησε ολοκληρωτικά το Νυμφίο της Χριστό. Αποδείχθηκε αληθινή μεγαλέμπορος, που θυσίασε τα πάντα, για να κερδίσει «τον πολύτιμο μαργαρίτη». Μπροστά στην πραγματική ευσέβεια και αρετή, και προ παντός μπροστά στην αγάπη του Χριστού, η παμμακάριστη Βαρβάρα, παραμέρισε όλες τις αμαρτωλές απολαύσεις του κόσμου τούτου, νέκρωσε όλα τα ψυχοφθόρα σαρκικά αμαρτήματα, περιφρόνησε κοσμικές τιμές και δόξες, αποστράφηκε τη λάμψη και το μεγαλείο των αξιωμάτων και του πλούτου, όλα που ο λόγος του Θεού τα ονομάζει «αλαζονείαν του βίου», τα θυσίασε όλα και προτίμησε να υποστεί τις θλίψεις του μαρτυρίου προκειμένου, να ομολογήσει με αλύγιστο θάρρος, με άκαμπτη Θέληση και παρρησία, με ηρωισμό και αυταπάρνηση, τον Χριστό και το Θέλημά Του, και να κερδίσει τον πολύτιμο, άφθαρτο και αναφαίρετο θησαυρό, την αιώνια ζωή.
Είναι πράγματι ανάξιος, όποιος θα αγαπήσει κάτι άλλο, πιο πολύ απ' τον Χριστό.
Ο Διόσκορος χωρίς να υποψιάζεται τίποτα για όλα αυτά που είχαν συμβεί, κάνει πάλι πρόταση γάμου στη Βαρβάρα. Η καλλίνικη όμως Βαρβάρα αυτή τη φορά, πήρε θέση σθεναρή και ξεκάθαρη απέναντι στον πατέρα της και έδωσε λύση μια για πάντα στο πρόβλημα του γάμου.
«Μη μου κάνεις ξανά λόγο για γάμο, γιατί ούτε θα σε ξαναπώ πατέρα και θα με αναγκάσεις να σκοτωθώ μόνη μου», είπε στον πατέρα της. Συμεών ο Μεταφραστής λέγει, ότι ο Διόσκορος «δεν εισήλθεν εις το νόημα». Νόμισε ότι αυτή η άρνηση προέρχεται από ντροπή, (ήταν μικρή στην ηλικία, ίσως 16 ετών), και δεν επέμεινε, «παρέχων αυτή διασκέψεως καιρόν». Της άφησε χρόνο να το σκεφτεί. Η ανδρόφρονη Βαρβάρα, παρ' όλο που ήταν μικρή στην ηλικία, ήταν πολύ μεγάλη και ώριμη στη σκέψη, και είχε πάρει σταθερή και αμετάκλητη την απόφαση, περί παρθενίας και αφοσίωσης στο Νυμφίο της Χριστό, και ήδη, ζούσε μέσα στον πύργο «εν προσευχή και νηστεία».
Πολλές φορές η Πρόνοια του Θεού χτυπά το διάβολο με τα δικά του όπλα. Έβαλε ο διάβολος στο σκοτισμένο μυαλό του Διόσκορου ότι η κόρη του, δεν ήθελε να ακούσει για γάμο, όχι μόνο από ντροπή, αλλά και διότι την είχε αυστηρά απομονώσει και την είχε αποξενώσει από την κοσμική ζωή, τις διασκεδάσεις κ.λπ. Και έτσι, άλλαξε τακτική. Της επιτρέπει πια να βγαίνει όποτε θέλει από τον πύργο, να δημιουργεί σχέσεις και συναναστροφές με όποιους θέλει, και να πηγαίνει οπού θέλει. Τι άλλο καλύτερο απ' αυτό θα ήθελε η σεμνή αθληφόρα;
Έτσι άρχισε ελεύθερα να βγαίνει έξω να συναναστρέφεται χριστιανές, και με πολλή προφύλαξη να παρακολουθεί ακολουθίες και κηρύγματα των καταδιωκομένων χριστιανών.
Ιδιαίτερα, τα μαρτύρια των χριστιανών που επληροφορείτο, την βοήθησαν πολύ, να στερεωθεί και να ανδρωθεί στην πίστη. Να πως έμαθε τώρα ο πατέρας της, ότι ήταν η κόρη του χριστιανή. Αποφάσισε ο Διόσκορος, να φύγει προσωρινά για υπόθεσή του σε άλλη χώρα. Πριν φύγει, θέλησε να κατασκευάσει έξω από τον πύργο ένα ωραίο λουτρό. Έκαμε το σχέδιο, το έδωσε στους τεχνίτες, με τις ανάλογες οδηγίες και έφυγε για τις υποθέσεις του. Κάποια μέρα η Αγία, κατέβηκε από τον πύργο και άρχισε να περιεργάζεται το λουτρό, που έκτιζαν οι τεχνίτες. Καθώς το παρατηρούσε, πρόσεξε, ότι όλη αυτή η οικοδομή είχε δύο μόνο παράθυρα. Ρώτησε τους κτίστες «γιατί δεν εκάματε και άλλο ένα παράθυρο προς το νότιο μέρος, ώστε να φωτίζεται το λουτρό περισσότερο;».
Γιατί αυτή την εντολή μας έδωσε ο πατέρας σου, απάντησαν. Τότε η Αγία τους είπε πάλι: «θα κάμετε οπωσδήποτε και τρίτο παράθυρο κι αν ο πατέρας μου σας παρατηρήσει, θα του μιλήσω εγώ και θα του εξηγήσω. Εσείς δεν θα 'χετε καμία ευθύνη». Οι τεχνίτες υπάκουσαν και έφτιαξαν .το τρίτο παράθυρο, εκεί ακριβώς που τους είπε. Βλέποντας η Αγία τα τρία παράθυρα ένοιωθε ανεκλάλητη χαρά και ικανοποίηση. Ο δε πανάγαθος και ελεήμων θεός, φώτιζε συνεχώς την ψυχή της, γέμιζε με ’γιο Πνεύμα την καρδιά της και μεγάλωνε το θάρρος και την παρρησία της, για να ομολογήσει πέρα για πέρα την αλήθεια και τον Αγαπημένο της Νυμφίο, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Κάποια φορά, που κατέβηκε να δει το λουτρό, στάθηκε στο σημείο που ήταν η κολυμβήθρα του, Ανατολικά, και χάραξε με το δάκτυλό της πάνω στο μάρμαρο το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Και ω του θαύματος! Σαν να ήταν το δάκτυλό της μια σμίλη από σίδερο και άνοιξε, τόσο βαθύ λάξευμα στο μάρμαρο, ώστε το σημείο εκείνο του Σταυρού να φαίνεται και να υπάρχει μέχρι σήμερα, για να κηρύττεται συνέχεια η θαυματουργική θεία δύναμη, και να δοξάζεται η αδιαίρετη και ομοούσια Αγία Τριάδα. Και όχι μόνο σώζεται μέχρι σήμερα το λουτρό εκείνο, με τα τρία παράθυρα και τον χαραγμένο από την αγία Σταυρό, αλλά και κάνει μέχρι σήμερα θαυματουργικές θεραπείες σε Αρρώστους από διάφορες αρρώστιες, όταν προσέρχονται με πίστη.
Μετά από λίγο καιρό επανήλθε ο πατέρας της Διόσκορος από το ταξίδι του και βλέποντας το τρίτο παράθυρο στο λουτρό απόρησε. Φώναξε αμέσως τους τεχνίτες και τους παρατήρησε αυστηρά, γιατί παραβήκανε την εντολή του, και κάμανε τρία παράθυρα στο λουτρό. Από εδώ και πέρα αρχίζει η φρικτή μαρτυρική ζωή και το σύντομο τέλος της σεμνής και ενάρετης Βαρβάρας. Απολογείται στον πατέρα της για την κατασκευή των τριών παραθύρων και του τονίζει ότι, «με τα τρία παράθυρα το λουτρό φωτίζεται, καλύτερα, και οι τρεις θυρίδες φωτίζουν πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Σ' ένα τροπάριο της ακολουθίας της, στην Ε' ωδή, χαρακτηριστικά αναφέρεται αυτό το γεγονός ως εξής: «θυρίσι τρισί, το λουτρόν φωτίζεσθαι κελεύσασα, μυστικώς διέγραψας, βάπτισμα Βαρβάρα της Τριάδος φωτί, των ψυχών σελασφόρον, υπάρχον καθαρτήριον». Δηλαδή, διατάζοντας να φωτίζεται το λουτρό με τρία παράθυρα, σχεδίασες με μυστικό τρόπο Βαρβάρα, το βάπτισμα, στο φως της Αγίας Τριάδος, που καθαρίζει και φέρνει λάμψη στις ψυχές.
Μ' αυτό το συμβολισμό η Αγία, αποκάλυψε με περίσσιο θάρρος και παρρησία στον πατέρα της, την πίστη και αφοσίωσή της στον Τριαδικό Θεό των χριστιανών, αλλά, και τη σφοδρή και πλήρη αντίθεσή της στους θεούς των ειδώλων. «Τετρωμένη του πόθου σου, ως νυμφίου Δέσποτα, τω γλυκυτάτω βέλει, η αθληφόρος Βαρβάρα άπασαν, πατρικήν αθεΐαν εβδελύξατο». Τροπάριο της γ' ωδής. Δηλαδή, πληγωμένη, Κύριε, με το γλυκύτατο βέλος της αγάπης Σου ως νυμφίου, η αθληφόρος Βαρβάρα σιχάθηκε (μίσησε) όλη την πατρική ασέβεια (την λατρεία των ειδώλων).
Ο Διόσκορος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ζήτησε, λοιπόν, από την κόρη του καθαρή ομολογία. Η Βαρβάρα δεν είχε κανένα λόγο να προσποιηθεί και να πει ψέματα. Είπε λοιπόν στον πατέρα της καθαρά, πως γνώρισε και αγάπησε τη χριστιανική πίστη, και πως, με την πίστη αυτή, γέμισε η διάνοιά της από φως, η καρδιά της από αγνότητα και το πνεύμα της από επανάπαυση.
Στο άκουσμα όλων αυτών ο Διόσκορος, ξέσπασε σε νευρικά γέλια. Ήταν δυνατό, η μονάκριβη κόρη του, το γέμισμα της καρδιάς του, η μοναδική του χαρά, το ίνδαλμά του, η μόνη του παρηγοριά, να γίνει χριστιανή; Οι υποψίες και οι φόβοι του βγήκαν αληθινοί; Δεν μπορούσε με τίποτα να το πιστέψει.
Γι' αυτό εξόρκισε τη Βαρβάρα, να αφήσει τα αστεία, και να τον ακολουθήσει την επομένη σε μια ειδωλολατρική τελετή.
Σε σέβομαι πατέρα και σε υπακούω, του είπε. Γνώριζε όμως, ότι οριστικά πια δεν έχω καμιά σχέση με την ειδωλολατρία, και το καθήκον μου απέναντι στο Χριστό, δεν μου επιτρέπει καμιά συμμετοχή και παρουσία στα πανηγύρια των ειδώλων. «Ου τρυφής ή τερπνότης, ουκ άνθος κάλλους πλούτος τε, ουχ ηδοναί νεότητος, έθελξάν σε Βαρβάρα ένδοξε, τω Χριστώ νυμφευθείσα καλλιπάρθενε». Τροπάριο της γ΄ ωδής της ακολουθίας της. Δηλαδή δεν σε έθελξαν ένδοξη Βαρβάρα ούτε η γλυκύτητα της απολαύσεως, ούτε η λάμψη της ομορφιάς και ο πλούτος, ούτε οι ηδονές της νεότητος, αφού είχες νυμφευθεί το Χριστό ωραία παρθένε.
Τη στιγμή αυτή ο Διόσκορος, βλέποντας την αμετάτρεπτη απόφαση της κόρης του, φούντωσε από το κακό του. Κορυφώθηκε ο ειδωλολατρικός φανατισμός του. ’δειασε η καρδιά του από κάθε πατρική στοργή και όλη η αγάπη του για τη Βαρβάρα μετατράπηκε σε λυσσαλέο μίσος. Την έβρισε σκαιότατα. Λησμόνησε πέρα για πέρα, ότι ήταν το σπλάχνο του. Με γεμάτα τα μάτια από χολή και την καρδιά του από φαρμάκι, σήκωσε το ξίφος του να την σκοτώσει.
Συγκρατήθηκε όμως. Και έδωσε εντολή να την περιορίσουν πολύ αυστηρά. Η σεμνότατη μάρτυς Βαρβάρα εμποδίζεται, περιωρισμένη τώρα μέσα στα σίδερα και κάτω απ' τα μάτια των φρουρών της, να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα, και όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν υποχρεωμένη να ακούει ολόγυρά της βλασφημίες και κάθε είδους βρισιές κατά του Χριστού. Αυτή η φοβερή δυσκολία, την έβαλε σε σκέψη, να δραπετεύσει από τον πύργο. Έτσι και έγινε. Κατόρθωσε με τη βοήθεια κάποιας πιστής της υπηρέτριας, να δραπετεύσει και να καταφύγει στο πιο κοντινό όρος, ίσως στον Αντιλίβανο. Μόλις έφτασε εκεί, σήκωσε τα χέρια στον ουρανό, ζήτησε τη βοήθεια του Θεού, να τη γλυτώσει χέρια του τύραννου πατέρα της. Και ο θείος δημιουργός της δεν άργησε καθόλου να απαντήσει στην προσευχή της. Όπως άλλοτε, έσκισε μια πέτρα στα δύο και έκρυψε και διέσωσε την πρωτομάρτυρα Αγία Θέκλα, έτσι με όμοιο θαύμα έσωσε και, την ’για Βαρβάρα από τα φονικά χέρια του πατέρα της, που έτρεχε συνέχεια καταπάνω της να την συλλάβει. Να, πως διατυπώνει το θαύμα αυτό ο υμνογράφος της Αγίας στο β' τροπάριο της ε' ωδής: «Μανίαν δεινήν του πατρός εκκλίνουσαν, Βαρβάραν σχισθέν ευθύς υπεδέξατο, όρος ώσπερ πάλαι την αοίδιμον πρωτομάρτυρα Θέκλαν. Χριστού τερατουργήσαντος». Δηλαδή, την Βαρβάραν που προσπαθούσε να αποφύγει την φοβερή μανία του πατέρα της, την δέχθηκε αμέσως με το σχίσιμό του κάποιο βουνό, όπως έγινε παλιότερα με την περίφημη πρωτομάρτυρα Θέκλα, με θαύμα του Χριστού.
Και ενώ, από το θαύμα αυτό, την έχασε ο αιμοβόρος πατέρας της από τα μάτια του, δεν γύρισε πίσω, αλλά συνέχισε να ψάχνει για να την βρει. Καθώς έψαχνε, συνάντησε δυό βοσκούς. Έβοσκαν τα πρόβατά τους στον τόπο εκείνο, και τους ρώτησε, αν είδαν που κρύφτηκε μια νέα γιατί ήταν η κόρη του. Ο ένας βοσκός, άνθρωπος καλοκάγαθος, δεν θέλησε να γίνει προδότης, και δεν θέλησε να πει την αλήθεια. Δεν την είδα καθόλου, του είπε. Προτίμησε ο ευλογημένος να πει ψέμα, που θα ήταν σωτήριο, παρά αλήθεια βλαπτική. Ο άλλος βοσκός, άθλιος, πονηρός και απάνθρωπος, για να μη χάσει αμοιβή, που του υποσχέθηκε ο διώκτης πατέρας, δεν μίλησε μεν, αλλ' όμως με το δάκτυλό του, έδειξε στον Διόσκορο το σημείο, που με το θαυμαστό τρόπο κρύφτηκε η κόρη του. Κατά την παράδοση, η θεία Δίκη, τιμώρησε αμέσως τον προδότη βοσκό και μονομιάς τα πρόβατά του έγιναν κάνθαροι. Στο γεγονός αυτό, σίγουρα, οφείλεται και το ότι το Νοσοκομείο λοιμωδών νόσων, στην Αγία Βαρβάρα Δαφνιού, ονομάζεται «Κάνθαρος».
Η καταδίωξη του Διόσκορου πέτυχε.
Μετά από λίγο συνέλαβε την κόρη του. Δεν ήταν όμως πια πατέρας ούτε κατά ίχνος, αλλά σωστός τύραννος, γεμάτος παραφορά και μίσος και πάθος εκδικητικό. Λοιπόν, της λέγει, εξακολουθείς να επιμένεις; Η Αγία τον κοίταξε καλά καλά με λύπη και σταθερά του απάντησε. Δεν μπορώ πατέρα να αρνηθώ τον αληθινό Θεό. Τότε εκείνος την άρπαξε απ' τα μαλλιά, με μανία λιονταριού, την τίναξε πολλές φορές και με σφοδρή και βίαιη πτώση την έριξε κάτω στη γη. Για μια στιγμή τον κατάλαβε φονική ορμή, να την σκοτώσει με κλωτσιές, ή να της συντρίψει την κεφαλή με κάποια πέτρα. Συγκρατήθηκε όμως, σα να είχε κάποια ελπίδα. Έδωσε εντολή να τη σηκώσουν από κάτω. Την έπιασε με τα χέρια του, σύροντάς την βίαια, την οδήγησε
ξανά στον πύργο. Εκεί την έκλεισε σ' ένα μικρό δωμάτιο με σιδερένια κάγκελα και έβαλε φρουρούς να τη φυλάνε. Πέρασε έτσι ένας μήνας. Κάθε δυο μέρες ο Διόσκορος έπαιρνε μαζί του και έναν ιερέα της ειδωλολατρίας και προσπαθούσε να αλλάξει τη γνώμη της κόρης του. Η θεόκλητη όμως Βαρβάρα, δεν δεχόταν καθόλου να ακούσει τις ειδωλολατρικές διδασκαλίες και υποστήριζε αλύγιστα την πίστη της στο Χριστό και το Ευαγγέλιό του.
Όταν ο Διόσκορος διαπίστωσε, ότι, κι αυτή του η προσπάθεια, να μεταπείσει την κόρη του, απέβη άκαρπη, τότε την κατήγγειλε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, με την κατηγορία, ότι βρίζει με σκαιότητα τα είδωλα, και τον εξόρκισε στη δύναμη των θεών τους, να μη την λυπηθεί καθόλου, αλλά να την βασανίσει με κάθε είδους βία και σκληρά βασανιστήρια, μέχρι θανάτου. Ο Μαρκιανός κάθισε στην έδρα του δικαστηρίου και έδωσε εντολή να φέρουν τη Βαρβάρα μπροστά του.
Όταν την είδε, με τόση καταπληκτική ομορφιά, μια νέα γεμάτη από ευγένεια και σεμνότητα, έμεινε εκστατικός και καταλήφθηκε από οίκτο. Μια τέτοια νέα, θα ήταν κρίμα να βασανιστεί και μάλιστα μέχρι θανάτου. Προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις, με συμβουλές, με υποσχέσεις και με απειλές να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό, αλλά μάταια. «Λυπήσου τους γονείς σου», της είπε. Η ανδρόφρων Αγία δεν δελεάστηκε από τίποτα. Ούτε την τρόμαζε καμμιά απειλή. Ήλεγξε μάλιστα με δριμύτητα το ψεύδος των ειδώλων και υπεραμύνθηκε της αλήθειας του Χριστού. Είμαι χριστιανή απαντούσε, και δεν θα μπορέσει να με αλλάξει κανείς. Τότε ο Μαρκιανός, έξω φρενών, έδωσε εντολή, να αρχίσουν τα φοβερά βασανιστήρια. Μπροστά στα σκληρά και άπονα μάτια του πατέρα της, την γύμνωσαν, την χτύπησαν με σκληρά βούνευρα χωρίς έλεος, και για να την χάνουν να νοιώθει τους πόνους πιο δριμείς, έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα ρούχα. «Αικισμοίς αφειδώς καταξαίνεσθαι, ράχεσι τριχίνοις εντόνως τε τρίβεσθαι δια Χριστόν η άμεμπτος», αναφέρεται στην Ακολουθία της, τροπάριο της στ' ωδής. Δηλαδή, η αθλήτρια παρέδωσε το σώμα της να κατασπαραχθεί με πάμπολλα βασανιστήρια και να τριφτεί δυνατά με τρίχινα κουρέλια. Και όλα αυτά τα υπέστη για το όνομα του Χριστού η άμεμπτη.
Τόση ήταν η μαστίγωση, που το άγιο εκείνο σώμα καταπληγώθηκε, και κατατρυπήθηκε, και από το άσπιλο αίμα των πληγών της κατακοκκίνησε το μέρος της γης, που τη βασάνιζαν. Μετά από πολύωρα και σκληρά βασανιστήρια την κλείσανε προσωρινά στη φυλακή, για να την ανακρίνουν και πάλι με την ελπίδα, ότι μια δεύτερη ανάκριση, και ένα πιο σκληρό μαρτύριο, θα την έκαναν να αλλάζει γνώμη, να αρνηθεί το Χριστό, να προσκυνήσει και να θυσιάσει στους ψευτοθεούς. Τα μεσάνυχτα, και ενώ η Αγία ήταν άγρυπνη και προσευχόταν, ξαφνικά το δεσμωτήριο καταφωτίστηκε από δυνατό και γλυκύτατο φως. Και ακούστηκε παρήγορη φωνή που έδινε θάρρος στην Αγία. Μονομιάς θεραπεύτηκαν όλα τα τραύματά της και η ψυχή και το σώμα της πήραν ουράνια βοήθεια και δύναμη. Η ομορφιά της έγινε ακόμα πιο λαμπρή, που κατέπληξε τους τυφλούς και αμετανόητους τυράννους της.
Και απ' αυτά τα ολοφάνερα σημεία του ουρανού, δυνάμωσε πιο πολύ η καλλίνικη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, απόκτησε μεγαλύτερη καρτερία και υπομονή. Δεν ανησυχούσε για τίποτα. Ήξερε, ότι βαδίζει πολύ γρήγορα, για να φτάσει κοντά στο Νυμφίο της Χριστό, όπου, τις ψυχές δεν μπορεί να αγγίξει πια καμιά βάσανος.
Ένοιωθε αφάνταστα χαρούμενη. Χαιρόταν με τα παθήματά της και ένοιωθε βαθειά τη χάρη του ουρανού όχι μόνο να πιστεύει στο Χριστό, αλλά και να πάσχει για το Χριστό. Περίμενε με χαρά, σα να πήγαινε για γάμο, νέα βασανιστήρια, δριμύτερα και σκληρότερα από πριν.
Αρχίζει ο δικαστής τη δεύτερη εξέταση, όλοι, που ήταν στο δικαστήριο, όταν είδαν την πολυβασανισμένη Μάρτυρα υγιέστατη, χωρίς καμιά πληγή, έμειναν άφωνοι, αλλά και με το νου αφώτιστο. Ο άσεβής Μαρκιανός, τυφλός από την πλάνη των ειδώλων, προσπάθησε να πείσει την αγία, ότι οι θεοί του τη λυπήθηκαν και της γιάτρεψαν τις πληγές. -Οι θεοί σου είναι τυφλοί και αδύνατοι, όπως είσαι κι εσύ, και έχουν ανάγκη αυτοί απ' τους Ανθρώπους. Με θεράπευσε ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, που τα γεμάτα από το σκοτάδι της ασέβειας μάτια σου, δεν μπορούν να Τον δουν, να Τον γνωρίσουν, να Τον Αγαπήσουν, για να σε σώσει.
Στο άκουσμα των θαρραλέων αυτών λόγων της Αγίας, εξοργίστηκε ο Μαρκιανός τόσο, που ξεπέρασε σε θηριωδία και το λιοντάρι και την τίγρη, και έδωσε αμέσως εντολή, να της καταξεσχίσουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και με αναμμένες λαμπάδες να καίνε τα ξεσχισμένα μέλη της και να χτυπούν με σφυρί την κεφαλή της. Ο υμνογράφος της Ακολουθίας της στην ζ' ωδή διατυπώνει ως εξής το φρικτό αυτό βασανισμό: «Πληγαίς αφορήτοις σου καταξανθέντος, του σώματος όλου τε, βαφέντος εν αιμάτων ροαίς, λαμπάσιν υπέμεινας, φλογιζομένη πλευράς, μάρτυς παναοίδιμε, Χριστω ευχαριστούσα, Βαρβάρα ένδοξε». Δηλαδή, ενώ με αφόρητα κτυπήματα είχε καταξεσχισθεί όλο σου το σώμα και είχε βαφτεί με τις ροές των αιμάτων, έδειξες υπομονή και όταν έκαιγαν με λαμπάδες τις πλευρές σου, ονομαστή μάρτυς, ευχαριστώντας τον Χριστό ένδοξη Βαρβάρα.
Στο σημείο αυτό του υπερθηριώδη αυτού βασανισμού, παρουσιάζεται και δεύτερη του Χριστού Μάρτυς. Είναι η θεοσεβής και ενάρετη Ιουλιανή. Η αγαθή Ιουλιανή, ήταν χριστιανή από πολύ καιρό. Παρακολουθούσε απ' την αρχή τα μαρτύρια της Αγίας Βαρβάρας. Είδε και έμαθε για όλα τα θαύματα που έκανε ο Χριστός επάνω της. Τώρα όμως, βλέποντας εκείνο το μαρτύριο, βλέποντας να τρέχει άφθονο το αίμα της Αγίας από όλο το σώμα και την κεφαλή της, δεν άντεξε η καρδιά της τον πόνο, και άρχισε να κλαίει γοερά και απαρηγόρητα.
Όταν την είδε ο Μαρκιανός να κλαίει, τη ρώτησε ποιά είναι.
- Είμαι χριστιανή, του απάντησε, και κλαίω από αγάπη και πόνο για τα μαρτύρια της καλλιπάρθενης Βαρβάρας. Αμέσως ο ασεβής διέταξε να κρεμάσουν την Ιουλιανή κοντά στη Βαρβάρα, να της ξεσχίσουν και αυτής τις σάρκες και να τις καίνε με αναμμένες λαμπάδες. Βλέποντας ο σκληρόκαρδος εκείνος τύραννος την υπομονή και αντοχή και των δύο Μαρτύρων γυναικών, στα τόσα και τέτοια βασανιστήρια, διέταξε να κόψουν τους μαστούς και των δύο· «ω της απανθρώπου τε και αναλγήτου, τυράννων ωμότητος, και πλείστης αθεότητος! μαστούς γαρ της μάρτυρος, ως εν μακέλλω δεινώς, ξίφεσι κατέτεμνον...», έτσι περιγράφει ο υμνογράφος της το γεγονός σ' ένα τροπάριο της ζ' ωδής. Δηλαδή, ω απάνθρωπη και άπονη σκληρότητα και Υπερβολική ασέβεια των τυράννων. Σα να βρισκόντουσαν σε κρεοπωλείο απέκοψαν τελείως με ξίφη τους μαστούς της μάρτυρος, η οποία προσήλωνε το νου της στο ζωοδότη Χριστό. Ούτε όμως η αποκοπή των μαστών των δύο γυναικών μπόρεσε να αλλάξει την απόφασή τους, να μαρτυρήσουν και να υποστούν τα πάντα για την αγάπη του Χρίστου.
Αφού είδε ο τύραννος να υπομένουν και αυτή την τρομερή βάσανο διέταξε, την μεν Ιουλιανή να την βάλουν στη φυλακή, την δε Βαρβάρα, να την ξεγυμνώσουν τελείως, να την γυρίζουν σε όλη την πόλη γυμνή, συνάμα δε και να την δέρνουν συνεχώς. Μ' αυτόν τον τρόπο θέλησαν να την πληγώσουν πιο πολύ, και να εκθέσουν τη σεμνότητα αυτής της παρθένου, της κόρης, της οσίας, που όπως λέγει, ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο εγκώμιό του, για την Αγία, «ουδέ αυτός ο ήλιος ηδυνήθη πρότερον να απολαύση κατά κόρον». Στο άκουσμα του χειρότερου αυτού, για την Αγία μαρτυρίου, το πρόσωπό της κατακοκκίνησε και φρίκη πέρασε το πνεύμα της. Αλλά ω Κύριε, Κύριε, σ' Εσένα η Βαρβάρα αφοσιώθηκε με όλη τη διάνοια, την ψυχή, την καρδιά και τη δύναμή της. Για Σένα αψήφισε τα πάντα, και γονείς, και νεότητα, και ομορφιά, και πλούτη και μνηστείες, και αναπαύσεις και απολαύσεις κοσμικές. Εσύ που τροφοδοτείς και κυβερνάς τα πάντα και προνοείς για τα λουλούδια και τα πετεινά του ουρανού. Εσύ, που είπες, ότι δεν πέφτει ούτε μια τρίχα από τους πιστούς Σου, χωρίς να το θελήσεις. Εσύ, που γνωρίζεις τα πάντα και ερευνάς καρδιές και νεφρά των ανθρώπων. Εσύ, εισάκουσε και την προσευχή, την θερμή και ολόψυχη, της γενναίας αθλήτριας και πιστής δούλης Σου Βαρβάρας, και μην αφήσεις να εκτεθεί το αγνό και παρθένο εκείνο σώμα της. Μην αφήσεις, Δίκαιε, να πραγματοποιηθεί αυτό που με σατανική έμπνευση της προετοιμάζουν, να την εκπομπεύσουν δηλαδή και να την θεατρίσουν δημόσια. Κι αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, Κύριε, να την διαφυλάξει, κόψε μονομιάς το νήμα της ζωής της, και γλύτωσέ την. Ο γεμάτος αγάπη Θεός, δεν αργοπόρησε καθόλου, άκουσε αμέσως την προσευχή της, και ω του θαύματος, ενώ της αφαιρούσαν τα ρούχα, η γύμνωσή της δεν φαινόταν. Κατά τρόπο ανεξήγητο άλλα ρούχα, πιο ωραία αντικαθιστούσαν εκείνα που με λυσσώδη μανία της αφαιρούσαν και ξέσχιζαν. Ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διατυπώνει το θαύμα ως εξής: «Χάριτος περιβολή όλην ο Χριστός περιστείλας την οικείαν αθλήτριαν, την θέαν τοις αισχροίς και ασελγέσι και μυσαροίς διετείχωσε και άπρακτον αυτών την επίνοιαν δέδειχε και της προσδοκίας παρέσφηλεν».
Δηλαδή αφού ο Χριστός περιτύλιξε τη δική Του αθλήτρια με το ένδυμα της χάριτος, εμπόδισε σαν με τείχος το θέαμα, (της γυμνώσεως), από τους αισχρούς και ακόλαστους και ακάθαρτους, και απόδειξε τη σκέψη τους ανώφελη, και έκανε να χαθεί η ανίερη ελπίδα τους για το θέαμα.
Για το ίδιο θαύμα ο Συμεών ο Μεταφραστής γράφει: «αόρατον στολήν αυτή περιέθηκε». Ο Χριστός δηλαδή, για να σκεπάσει και προστατεύσει τη σεμνότητα και αγνότητα της καλλινίκου Μάρτυρος Του, την περιέβαλε με στολή που δεν φαινόταν. Να πως ο υμνογράφος συνθέτει αυτό το θαυμαστό γεγονός σε ένα τροπάριο της η' ωδής: «’γγελος φαιδρός, στολήν φωτοειδή σε, δια Χριστόν γεγυμνωμένην σεμνή, Βαρβάρα ημφίασε, και ως νύμφη περιήγαγε. Τα πάθη τη εσθήτι γαρ, μάρτυς συνεξεδύσω, θείαν εκστάσα αλλοίωσιν». Δηλαδή, λαμπρός άγγελος σε έντυσε Βαρβάρα με φωτεινή στολή, εσένα που σε είχαν γυμνώσει για το όνομα του Χριστού οι δήμιοι, και σε παρουσίασε σα νύμφη. Τα πάθη βέβαια μαζί με τα ενδύματα τα πέταξες μάρτυς και υπέστης θεία αλλαγή.
Ποιό ήταν το αποτέλεσμα όλου αυτού του δράματος; Ανίκανος, τυφλωμένος απ' το σκοτάδι της ειδωλολατρίας ο Μαρκιανός, δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει όλα εκείνα τα θαυμάσια και υπερφυσικά, που είδαν τα μάτια του, και να δει το φως το αληθινό, αλλά πωρώθηκε και σκληρύνθηκε πιο πολύ, και φρυάττοντας με τρομακτική λύσσα, πιο μεγάλη κι από την τίγρη, έδωκε πρόσταγμα, να θανατωθούν και οι δύο γυναίκες, με αποκεφαλισμό δια ξίφους, και η Βαρβάρα και η ομόφρων αυτής Ιουλιανή. Σε όλες αυτές τις τιμωρίες και τους βασανισμούς που υπέστη η ’για, ένδοξη και μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, ήταν μπροστά και ο τυφλός από το πάθος και άσπλαχνος πατέρας της Διόσκορος. Όχι μόνο δεν πόνεσε αλλ' ούτε καν λυπήθηκε την κόρη του ο υπερθηριώδης. Δεν χόρτασε η αιμοβόρα καρδιά του από όλα εκείνα τα κολαστήρια και τους ξεσχισμούς της σάρκας, που δοκίμασε αλύγιστα η Αγία, αλλά νόμισε, ότι θα τον κατηγορούσαν, σαν άνανδρο, και με αδύνατη ψυχή, αν άφηνε να θανατώσει άλλος την κόρη του.
Και έτσι, μόλις ο δικαστής έβγαλε την καταδικαστική απόφαση, άρπαξε σα λυσσασμένο λιοντάρι την κόρη του για να την οδηγήση στον τόπο του αποκεφαλισμού και να τη φονεύσει ο ίδιος με τα καταραμένα χέρια του. Η Αγία, χωρίς να του καταλογίσει καθόλου την τόση σκληρότητά του είπε με πολλή συμπάθεια και τρυφερότητα: «πατέρα μου»! Ω λόγια, χειρότερα από ξίφος και λόγχη! Ω και τι δεν κρύβουν μέσα τους αυτά τα λόγια! Κρύβουν τη λύπη της για το κατάντημά του, που ύστερα από τόσα υπερφυσικά που είδαν τα μάτια του, δεν συνήλθε, να πιστέψει και αυτός στο Χριστό και να σωθεί. Αλλά ακόμα πιο πολύ και κυρίως κρύβουν τη συγγνώμη και την αγάπη, τη συγχώρηση στο φονιά πατέρα. Εδώ είναι η άφθαστη τελειότητα της ’γιας.
Είναι η εφαρμογή της τρομερής εκείνης διακήρυξης του Χριστού και το πρωτάκουστο μήνυμά του πάνω στη γη: «αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Όσο κι αν είναι πολύ στενό το μονοπάτι της συγγνώμης όμως είναι και το πιο μεγάλο κατόρθωμα στη ζωή και η πιο μεγάλη νίκη και τελειότητα. Δεν υπάρχει πιο βασικό καθήκον χριστιανού ανθρώπου, ούτε και γνώρισμα άλλο, αληθινού χριστιανού από το να συγχωρεί και τους εχθρούς του ακόμα. Ψάξτε σ' όλη τη γη, δεν θα βρήτε άλλο τέτοιο πραγματικό συμφέρον, που να είναι μοναδικό και στον ουρανό. Η συγχώρηση, είναι ο πιο βαρύς, άλλα και ο πιο ωραίος Σταυρός, που συμβολίζει την αποτελεσματικότερη θυσία. Ο άνθρωπος που δεν συγχωρεί, αλλά έχει κακία και ζητά εκδίκηση, είναι απαίσιος και σκοτεινός σαν το διάβολο. Τα εγνώριζε πολύ καλά όλα αυτά η Αγία. Έβλεπε τον πατέρα της εχθρό της αγάπης και της ειρήνης, γη έρημη από καλωσύνη, και άγονη από φιλανθρωπία. Τον έβλεπε, ότι είχε καρδιά από γρανίτη και ψυχή από μάρμαρο. Γι' αυτό, αντί να του μιλήσει με πολλά λόγια, που θα πήγαιναν χαμένα, του είπε μονολεκτικά αυτό το συγκλονιστικό «πατέρα μου»! Στο άκουσμα αυτό ο Διόσκορος, ταράχτηκε, σα να τον πλήγωσε κάτι. Εγώ πατέρας σου; της είπε απειλητικά. Δεν έχεις τίποτα το κοινό μαζί μου, και η ψυχή μου, δεν τρέφει τίποτα άλλο για σένα, άθλια, παρά μόνο μίσος. Και για να ξεπλύνω το κακό που έκαμα με το να σε γεννήσω θα σε θανατώσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Αυτή θα είναι και η μόνη μου ευτυχία να σου αφαιρέσω εγώ ο ίδιος τη ζωή, που σου είχα δώσει. Ω πώρωση ψυχής, αναλγησία και αμετανοησία καρδιάς! Κάθε μέρα θα πρέπει να λέει ο άνθρωπος, Θεέ μου φώτιζε το μυαλό μου να μην πωρωθώ.
Αφού έφθασαν στον τόπο του αποκεφαλισμού, η ανδρόφρων, Αγία Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, έκλινε την ιερή της κεφαλή, μπροστά στο ξίφος του πατέρα της και δέχθηκε το μαρτύριο και το στεφάνι της άθλησης, την δε Ιουλιανή, την ίδια ώρα, την αποκεφάλισε ο δήμιος. Και οι δύο, στεφθήκανε με το μαρτυρικό, αμαράντινο της δόξας στεφάνι, από τον δίκαιο επαινέτη και δωρεοδότη Κύριο.
Στην ιστορία των ανθρώπων σπάνια συναντά κανείς τέτοια θηριωδία πατέρα, σαν αυτή που έδειξε ο παιδοκτόνος πατέρας της Αγίας και πανσεβάσμιας Βαρβάρας. Γι' αυτό, και δίκαια ικανοποιείται η συνείδηση κάθε αληθινού χριστιανού, στην ιστορική πληροφορία, ότι μετά το φόνο της κόρης του ο Διόσκορος και μόλις άρχισε να κατεβαίνει από το όρος της σφαγής, ο θεία Δίκη, η πάντοτε άγρυπνη, τιμώρησε παραδειγματικά τον άσεβή και, αιμοβόρο εκείνο παιδοκτόνο, κατακαίοντας αυτόν με κεραυνό, που κατέπεσε απ' την οργή του ουρανού, σε τέτοιο σημείο, που δεν βρέθηκε ούτε ίχνος απ' το βρωμερό εκείνο σώμα του. Λέγεται μάλιστα, ότι η λάμψη του κεραυνού εκείνου, έφθασε μέχρι το μέγαρο του Μαρκιανού, σαν προειδοποίηση, συμβολική μεν, αλλά σίγουρη, της άυλης εκείνης φωτιάς, που επρόκειτο να τον κατακαίει αιώνια. Κατά την παράδοση κάποιος ευσεβής χριστιανός, Ουαλεντίνος ονομαζόμενος, πήρε τα ιερά σώματα των δύο Μαρτύρων γυναικών, τα μετέφερε στο χωριό Γελασσό, οπού τα ενταφίασε με κάθε ιεροπρέπεια. Λείψανο της Κάρας της Αγίας φυλάσσεται σε Ιερά Μονή των Μετεώρων.
Η Αγία Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμην των δύο Μαρτύρων γυναικών στις 4 Δεκεμβρίου, που είναι και η ήμερα του μαρτυρίου τους.
«Ξίφει πατήρ θύσας σε, μάρτυς Βαρβάρα, υπήρξεν άλλος Αβραάμ διαβόλου». Οι στίχοι αυτοί είναι από το Συναξάρι της Αγίας και αποτελούν μια έκφραση καυτηριασμού του παιδοκτόνου πατέρα, από την εκκλησιαστική μας ποίηση.
Οι ιστορικές πηγές διέσωσαν τρεις ευχές, που η Αγία Βαρβάρα είπε στο θεό, πηγαίνοντας να μαρτυρήσει. Οι ευχές αυτές υπάρχουν, οι δύο πρώτες στο θαυμάσιο εγκώμιο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού στην Αγία Βαρβάρα, που το έπλεξε τον 8ο αιώνα, και η τρίτη υπάρχει στο βίο της Αγίας κατά Συμεών τον Μεταφραστήν τον 10ο αιώνα.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...