Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Μήνυμα ἐπί τῇ Ἀναστάσει τοῦ Κυρίου
Ἱ. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
«Τάφος, θησαυρός ζωῆς καί Ἀναστάσεως»
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Τήν προσωρινή κατά σάρκα ἐν Τάφῳ «δύση» τοῦ Νοητοῦ Ἡλίου, τό λυκόφως τοῦ σωτηριώδους διά Σταυροῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν, καί τό σκότος τῆς φαινομενικῆς ἐπικρατήσεως τῆς ἀνθρωπίνης κακίας τῶν θεομάχων ἐχθρῶν τοῦ μόνου ἀληθοῦς Μεσσία Ἰησοῦ, ἤδη τό διαδέχεται ἡ λαμπρά Ἀνατολή τῆς ἐκ Τάφου Ἀναστάσεώς Του. Χριστός Ἀνέστη! «Ὤ, βάθος μή νοούμενον! Ὤ, ὕψος μή μετρούμενον! Ὤ, μυστηρίου φρικτοῦ, νοός δύναμιν ὑπερβαίνοντος!». Πόσο εἶναι ἐνθαρρυντικό τό μήνυμα καί ζωοποιό τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὑπῆρξε πάντοτε ἡ μυστική πηγή ζωῆς ἑνός ἑκάστου Χριστιανοῦ, ἀλλά καί ἡ τελολογική ἀναφορά τῶν ἀγώνων ἐπιβιώσεως τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους σέ περιόδους σχεδόν παντελοῦς ἀδιεξόδου!
Ἡ πρό δύο χιλιετιῶν ἀνθρωπίνη ἀπιστία καί περιεκτική ἁμαρτία προέβαλλε ὡς προφάσεις στόν Ἐσταυρωμένο Νυμφίο τούς δικούς της ἀποδεικτικούς ὅρους: «Εἰ Βασιλεύς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ Σταυροῦ καί πιστεύσομεν ἐπ’ αὐτῷ» (Ματθ. 27, 42), ἀλλ’ Ἐκεῖνος παρέσχε τεκμήρια ἀκόμη μεγαλύτερα· ἐν πρώτοις τήν διασάλευση τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, τά ὁποῖα ἐκήρυξαν τήν Θεότητά Του, ὅτι ὁ Πάσχων δέν εἶναι κτίσμα, «ὁμόδουλος» μέ αὐτά, ἀλλά ὁ Δεσπότης πάντων· «Ἐκηρύξαμεν τῷ πένθει τόν Δεσπότην. Οὐχ ὁμοδούλου Πάθος ἐθρηνήσαμεν, ἀλλά Δεσπότου ὕβριν ἐφρίξαμεν». Ἡ ἀνάσταση τῶν ἁγίων, πάλι, κατά τήν στιγμή τοῦ ἐθελουσίου θανάτου τοῦ Θεανθρώπου (Ματθ. 27, 52.53), κατά τήν ὁποίαν «καί τά μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καί πολλά σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καί ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετά τήν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τήν ἁγίαν πόλιν καί ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς», παρέχει τήν μαρτυρία τῆς γενικῆς Ἀναστάσεως στό τέλος τῆς ἱστορίας, «ἵνα μάθωμεν ἡμεῖς ὅτι Χριστός ἀποθανών, μόνος οὐκ ἀνίσταται, ἀλλά πάντας τούς εἰς αὐτόν πιστεύοντας ἐκ νεκρῶν ἀνίστησιν».
Ἡ ἴδια ἡ φύλαξη τοῦ Παναγίου Τάφου Του ἀπό τήν ἐχθρική κουστωδία, ἀποδεικνύει ὅτι καί οἱ ἀρνητές Του γνώριζαν τήν θεότητά Του, ὅμως δέ Πρόνοια τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ μετέστρεψε τίς προφυλάξεις τους σε ἀποδείξεις τῆς Ἀναστάσεως: «Εἰ γάρ κοινός νεκρός ἦν καί ψιλός ἄνθρωπος ὁ Σταυρωθείς, ὦ Ἰουδαῖε, τί ξένα καί παράδοξα ποιεῖς πράγματα; Τί φοβεῖ καί τρέμεις καί φύλακας συνάγεις; ...”ἵνα μή κλέψωσιν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ καί εἴπωσιν ὅτι ἀνέστη”· συνέβη δέ τοὐναντίον· ἔλαβον γάρ στρατιώτας, “ἵνα μή ἀναστάντος αὐτοῦ λέγωσιν ὅτι ἔκλεψαν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ καί οὐκ ἀνέστη”· καί τά κατά τῆς Ἀναστάσεως σκευωρούμενα ὑπέρ τῆς Ἀναστάσεως γέγονε, καί τούς ἐπιβούλους αὐτούς μάρτυρας ἐποίησε τῆς Ἀναστάσεως ὁ Χριστός, ἵνα ἐκκόψῃ τήν ἀπολογίαν αὐτῶν τήν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». Τήν ἴδια ἀποδεικτική ἰσχύ ἔχει καί ἡ τριήμερος Ταφή τοῦ Χριστοῦ· στό ἐρώτημα γιατί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ἔγινε ἀμέσως, ὁ χρυσόφθογγος ρήτωρ τῆς Ἐκκλησίας ἀπαντᾷ, ὅτι ἔτσι ἀποστομώθηκαν ὅσοι θά πρόβαλλαν νεκροφάνεια τοῦ Ἰησοῦ: «Ἵνα βραδύναντος τοῦ θανάτου καί διά τῆς βραδυτῆτος ἀναμφισβήτητος τῆς ἀναστάσεως ἡ ἀπόδειξις γένηται. Ὅπου γάρ καί νῦν μετά τοσαύτην ἀπόδειξίν εἰσιν ἄνθρωποι λέγοντες ὅτι δοκήσει (=φαινομενικῶς) ἔπαθεν, εἰ μή τοσαύτη γέγονε βραδυτής, τί οὐκ ἄν εἶπον ἐκεῖνοι;».
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἑορταζομένη διαρκῶς στόν ἑβδομαδιαῖο λειτουργικό κύκλο, κατά τίς Κυριακές, ἀποτελεῖ διαρκῆ ὑπόμνηση τῆς τελευταίας καί γενικῆς Ἀναστάσεως· «αὐτή ἐκείνη ἐκ περιτροπῆς ἡ καινή καί πρώτη ἁπασῶν ἡμέρα, ἥν ἡμεῖς μέν Κυριακήν καλοῦμεν, ὁ δέ Μωϋσῆς οὐ πρώτην, ἀλλά μίαν προσηγόρευσεν (Γέν. 1, 5), ὡς τῶν ἄλλων ὑπερεξῃρημένην, καί προοίμιον οὖσαν τῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος μιᾶς καί ἀνεσπέρου ἡμέρας». Ἀποτελεῖ λοιπόν, ἡ Κυριακή ἡμέρα, ἀλλά κατ΄ ἐξοχήν ἡ Κυριακή τοῦ Πάσχα, ὑπόμνηση τοῦ πανευφροσύνου μέλλοντος αἰῶνος τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ἀφθαρσίας τῶν πιστῶν μέσα εἰς τό Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος· αἰωνίου ζωῆς δεδωρημένης σέ μᾶς ἀπό τόν Θεό τόν Ἀναστάντα κατά σάρκα, διότι «αὐτός ὁ Κύριος ἀπαρχή τῆς τελείας καί μηκέτι θανάτῳ ὑποπιπτούσης ἀναστάσεως γέγονε», ἐπειδή εἴμαστε τῆς αὐτῆς μέ τόν Χριστό φύσεως· «ἐκ τοῦ ἡμετέρου φυράματος ὁ θεοδόχος ἄνθρωπος ἦν, ὁ διά τῆς ἀναστάσεως συνεπαρθείς τῇ θεότητι ... ἡ τοῦ μέρους ἀνάστασις ἐπί τό πᾶν διεξέρχεται, κατά τό συνεχές τε καί ἡνωμένον τῆς φύσεως ἐκ τοῦ μέρους ἐπί τό ὅλον συνεκδιδομένη».
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς παροτρύνουν νά ἀνακαλοῦμε συχνά «τό αἰώνιον βάρος δόξης» (Β΄Κορ. 4, 17) τῶν κλητῶν πιστῶν, ἐκείνων ὅσοι θά ἀξιωθοῦν σωτηρίας, ὅταν «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψωσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρός αὐτῶν» (Ματθ. 13, 43). Τό σῶμα τῶν σῳζομένων, Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά ἔχει τίς ἰδιότητες τοῦ σώματος τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ: «Ἕξουσι δέ καί χάριτας οἱ ἀναστησόμενοι πρό τῆς τῶν ἀγαθῶν ἀπολαύσεως δίκαιοι, πέντε τινάς· λεπτότητα, ἐλαφρότητα, λαμπρότητα, γνῶσιν ἀδίδακτον καί διόρασιν ... τάς δέ μορφάς καί ἀναβολάς, θεοειδεῖς καί οὐράνιοι ἔσονται καί τό Χριστοῦ σχῆμα οἷον καί ἦθος, ἐν ἑαυτοῖς ἀκριβεστάτῃ μιμήσει ἀναφαίρετον ἔχοντες». Ἔχοντες λοιπόν τόσο ὑψηλό προορισμό ψυχῆς καί σώματος, «καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄Κορ. 7, 1) καί ὄντες ἀπό καρδίας εὐγνώμονες πρός τόν Λυτρωτήν τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους· «διά τοῦτο καί ἐτάφη τῆς ἀθανασίας ἡ πηγή, ἵνα τοῖς θνητοῖς ἀίδιον χαρίσηται ζωήν».
Μέ θερμότατες, ἐγκάρδιες εὐχές, γιά ζωή παντοτινά ἀναστημένη
ὁ Καθηγούμενος τοῦ Ἱ. Ἡσυχ. Παντοκράτορος,
† Ἀρχιμ. Κύριλλος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος ανήκει στη χορεία των μεγαλομαρτύρων και είναι από τους λαοφιλεστέρους Αγίους της Εκκλησίας μας. Έζησε κατά τα τέλη του 3ου αιώνος μ.Χ. και τας αρχάς του 4ου επί της βασιλείας του Διοκλητιανού.
Η εποχή του υπήρξε εποχή σκληρών διωγμών και εξοντωτικών κατά της Χριστιανικής Πίστεως. Ο Γεώργιος είχε μεγάλο αξίωμα. Ήτο κόμης και διακρινόταν σ' όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την γενναιότητά του και την ανδρεία του.
Παρ' όλη τη δόξα όμως και τις τιμές δεν αρνήθηκε να θυσιάση τα πάντα και να ομολογήση με παρρησία ενώπιον του αυτοκράτορος και πολλών αρχόντων την χριστιανική του πίστιν. Υπέμεινε βασανιστήρια πολλά και φρικτά που στο τέλος τον ανέδειξαν Μεγαλομάρτυρα.
Πολλά είναι τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου. Όχι μόνον αυτά που αναφέρονται στο μικρό αυτό φυλλάδιο, αλλά και πολλά άλλα που πάντοτε και σήμερα εκτελεί σ' όσους προσφεύγουν με πίστι στις πρεσβείες του. Πολλοί ναοί τιμώνται επ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου, δείγμα κι' αυτό της αγάπης του λαού προς τον Άγιον, και πολλοί φέρουν το όνομά του. Δείγμα τιμής από μέρους μας προς τον Άγιον, αγαπητέ αναγνώστα, είναι βέβαια και ο εορτασμός της μνήμης του και αι πανηγύρεις, αλλά πιο μεγάλο δείγμα τιμής είναι η μίμησις της αγίας ζωής του, γιατί «τιμή μάρτυρος» είναι η «μίμησις μάρτυρος». Μίμησις της ομολογίας, της μαρτυρικής, της αγίας ζωής του.
Ομολογητής ο κόμης Γεώργιος
Ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία από ευσεβείς γονείς, και έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικίαν δέκα ετών. Η μητέρα του τον έφερε μαζί της στην Παλαιστίνη όπου ήταν η Πατρίδα της και είχε και τα κτήματά της. Ο Γεώργιος καίτοι νεαρός κατατάχθηκε στο στρατό, όπου μάλιστα προήχθη σε μεγάλα αξιώματα, ώστε να παίρνη μέρος και στις συνελεύσεις των ανωτάτων αξιωματούχων του Κράτους. Ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ.
Από την εποχή του αυτοκράτορος Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέλαβε τον θρόνον ο Διοκλητιανός, το 284 μ. Χ., η Χριστιανική Εκκλησία επειδή είχεν ειρήνη αυξήθηκε πάρα πολύ. Οι Χριστιανοί είχαν πάρει πολλές δημόσιες θέσεις, είχαν κτίσει πολλούς και μεγάλους ναούς, είχαν κτίσει σχολεία και είχαν οργανώσει και την διοίκηση και την διαχείρισι των εκκλησιών και της Φιλανθρωπίας.
Ο Διοκλητιανός όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του εργάσθηκε στην αρχή για την οργάνωσι του αχανούς Κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς ως βοηθούς του και τους ωνόμασε αυτοκράτορας και Καίσαρας και αφού επέτυχε να υποτάξη τους εχθρούς του Κράτους του, και να σταθεροποιήση τα σύνορά του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα. Δυστυχώς στράφηκε εναντίον της Χριστιανικής θρησκείας για ν' ανορθώση την ειδωλολατρίαν και θεοποιήση την ιδέα του αυτοκράτορος. Γι΄ αυτό λοιπόν τον λόγον εκάλεσε τους βοηθούς του Καίσαρα το 303 μ. Χ. και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις. Μεταξύ τους βρισκόταν και ο Γεώργιος που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους.
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωσι και τον αφανισμό της χριστιανικής πίστεως. Πρώτος εμίλησε ο Διοκλητιανός και επέβαλε σ' όλους ν' αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν την Χριστιανική θρησκεία από το Ρωμαϊκό Κράτος. Τότε ο γενναίος Γεώργιος στάθηκε στον μέσον του συνεδρίου και είπε: Γιατί, βασιλεύ και άρχοντες, θέλετε να χύσετε αίμα δίκαιον και άγιον και να εξαναγκάσετε τους χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα; Και διεκήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής θρησκείας και την Θεότητα του Χριστού.
Μόλις ετελείωσε, συγχύσθηκαν όλοι με την ομολογία του αυτή, και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήση για όσα είπε για να καταπραϋνθή και ο Διοκλητιανός. Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος διεκήρυττε την χριστιανικήν πίστιν του.
Στη φυλακή. Βασανιστήρια
Ωργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή και να του περισφίξουν τα πόδια του στο ξύλο και πάνω στο στήθος του να του βάλουν μεγάλη και βαρειά πέτρα, αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα.
Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιον, για να τον ανακρίνη. Και πάλιν ο Γεώργιος έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του, και παρ' όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις που του έδωσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, διεκήρυττε την πίστι του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς. Τότε, αφού ωργίσθηκε ο Διοκλητιανός, διέταξε τους δημίους να δέσουν τον Άγιον σ' ένα μεγάλον τροχόν για να κομματιασθή το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύθηκε την ανδρεία του Αγ. και τον κάλεσε να προσκυνήση τα είδωλα. Ο Άγιος Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεόν που τον αξίωνε να δοκιμασθή και δέχθηκε με ευχαρίστησι να υποστή το φοβερό αυτό μαρτύριο, με το οποίον θα κομματιαζόταν σε μικρά και λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω - γύρω από τον τροχόν υπήρχαν μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που έμοιαζαν με μαχαίρια. Πράγματι μόλις ο τροχός κινήθηκε, τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του. Τότε ακούσθηκε μια φωνή από τον ουρανόν που έλεγε: «Μη φοβάσαι Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου» και αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον άγιον, αφού τον έλυσε από τον τροχόν και θεράπευσε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.
Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημά του και με αγγελικήν όψι παρουσιάστηκε στο Διοκλητιανό που με άλλους είχε πάει να κάνη θυσία. Μόλις τον είδαν, έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μάλιστα μερικοί ισχυρίζοντο ότι είναι κάποιος που του μοιάζει, και άλλοι ότι είναι φάντασμα. Όπως εσχολίαζαν το γεγονός εμφανίσθηκαν μπροστά στο βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολεών και ο Ανατόλιος με χίλιους στρατιώτες και ωμολόγησαν την πίστι τους στον Χριστό. Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε.
Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκον με ασβέστη και νερό και να ρίξουν μέσα τον Γεώργιον και να τον αφήσουν τρεις ημέρες και τρεις νύκτες, έτσι που να διαλυθούν και αυτά τα κόκκαλά του.
Οι δήμιοι πράγματι έρριξαν τον Άγιο στο ζεματιστό ασβέστη και έκλεισαν και το στόμιο του λάκκου. Ύστερα από τρεις ημέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες ν' ανοίξουν τον λάκκο, οπότε βρήκαν τον Άγιον Γεώργιον όρθιον μέσα στον ασβέστη και προσευχόταν. Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό που εφώναζε ότι «ο Θεός του Γεωργίου είναι Μεγάλος». Και ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιον, πού έμαθε τις μαντικές τέχνες και πώς τις χρησιμοποιεί. Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι ήταν τα γεγονότα αποτελέσματα της Θείας Χάριτος και Δυνάμεως και όχι έργα μαγείας και γοητείας.
Ο Διοκλητιανός ωργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και να τον εξαναγκάζουν να περιπατή. Και ο άγιος προσευχόταν και περιπατούσε χωρίς να πάθη τίποτα. Πάλιν διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφθηκε να συγκαλέση τους άρχοντες, για να συσκεφθούν τι έπρεπε να κάμουν στον Γεώργιον. Και αφού τον έδειραν τόσον πολύ με μαστίγια και κατεπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, ο οποίος έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιον να λάμπη σαν Άγγελος. Σκέφθηκε λοιπόν, ότι αυτό το φαινόμενο γίνεται με τις μαγείες. Γι' αυτό κάλεσε τον μάγον Αθανάσιον, για να λύση τα μάγια του Γεωργίου.
Μένει αβλαβής απ' το δηλητήριον
Ήλθε πράγματι ο μάγος Αθανάσιος και κρατούσε στα χέρια του δυο πήλινα αγγεία, στα οποία υπήρχε δηλητήριον. Μάλιστα στο πρώτον υπήρχε το δηλητήριον που αν το έπινε κανείς θα τρελαινόταν και στο δεύτερο, τέτοιο, ώστε πίνοντάς το να πεθάνη.
Πράγματι ωδήγησαν τον άγιο στο Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιον. Ο βασιλεύς διέταξε να του δώσουν να πιη το πρώτον δηλητήριον. Και ο άγιος χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριον του πρώτου δοχείου αφού προηγουμένως προσευχήθηκε λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο ειπών καν θανάσιμόν τε πίωσιν ου μη αυτούς βλάψη θαυμάστωσον νυν τα ελέη σου». Και δεν έπαθε τίποτα απολύτως.
Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε τίποτα, ο βασιλεύς διέταξε να του δώση ο μάγος και το δεύτερον το θανάσιμον. Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθη το παραμικρό. Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι μόλις είδαν το θαύμα αυτό. Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επιμένη ότι για να μην πεθάνη ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια. Ο μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια που έδωσε στον Άγιο Γεώργιο αφού εγονάτισε μπροστά στον μάρτυρα ωμολόγησε την Πίστιν του στον Αληθινόν Θεόν. Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και εφόνευσαν τον Αθανάσιον αμέσως. Εκείνη την στιγμή έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα, η οποία ωμολόγησε την πίστιν της στον Αληθινόν Θεόν. Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να την φυλακίσουν και την επομένην να της κόψουν το κεφάλι. Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.
Μαρτυρικόν τέλος του Μεγαλομάρτυρος
Ο άγιος Γεώργιος κλείσθηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στο όνειρό του τον Χριστόν, ο οποίος του ανήγγειλε ότι θα πάρη τον στέφανον του μαρτυρίου και θα αξιωθή της αιωνίου ζωής. Σαν εξημέρωσε διατάχθηκαν οι στρατιώτες να παρουσιάσουν μπροστά του τον άγιον. Πράγματι ο Άγιος Γεώργιος εβάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφθασε το τέλος του. Μόλις λοιπόν τον αντίκρυσε ο Διοκλητιανός του πρότεινε να πάνε στο ναό του Απόλλωνος για να θυσιάση στο είδωλόν του. Αφού μπήκε ο Γεώργιος στο ναό εσήκωσε το χέρι του και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλον να πέση. Αμέσως το είδωλον έπεσε και κομματιάσθηκε.
Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσον πολύ εθύμωσαν που φώναζαν στον Βασιλέα να θανατώση τον Γεώργιον. Ο Διοκλητιανός εξέδωκε τότε διαταγήν, και ο δήμιος του απέκοψε την κεφαλήν.
Τα θαύματα του Αγίου μετά το μαρτύριον
1) Το θαύμα της μεταφοράς της κολώνας
Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να τη στείλη στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδε λοιπόν στο όνειρό της τον Άγιον ο οποίος μαζί της εσήκωσε την κολώνα και την έρριξαν στη θάλασσα. Η κολώνα βρέθηκε στη Ρώμη με μια επιγραφή, να τεθή στο δεξί μέρος της εκκλησίας.
2) Σωτηρία του αιχμαλώτου στρατιώτου
Στην Παφλαγονίαν του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιον και μάλιστα είχαν κτισθή προς τιμήν του πολλοί ναοί. Όλοι ετιμούσαν τον Άγιον τόσο ώστε κάθε οικογένεια να ονομάζη ένα από τα άρρενα παιδιά της Γεώργιον. Αυτό συνέβη και σε μια καλή και ευσεβή οικογένειαν. Εμεγάλωσε το παιδί της το οποίον ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό και σε ηλικία είκοσι χρονών το κάλεσαν στον στρατόν. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί χριστιανοί έπεσαν σε ενέδρα των βαρβάρων, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, και άλλους κατέσφαξαν, άλλους εκράτησαν ως υπηρέτας και άλλους επώλησαν ως δούλους. Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, ο οποίος τον εξετίμησε πολύ.
Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο επενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά επήγαιναν στην εκκλησίαν και γονατιστοί παρακαλούσαν με θερμή πίστι τον θεόν να τους φανερώση τι απέγινε ο αγαπημένος τους υιός.
Και ο Γεώργιος από την εξορίαν του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξη από την σκλαβιά και να τον αξιώση να συναντηθή με τους αγαπημένους του γονείς. Επέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίσθηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγ. Γεωργίου, και οι γονείς που πάντα είχαν την ελπίδα ότι ο υιός τους ζη εκάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνον.
Ο αξιωματικός αφέντης του Γεωργίου εζήτησε πριν από τον δείπνον να του πλύνη τα πόδια και γι' αυτό ο Γεώργιος εζέσταινε νερό. Ολόκληρη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγ. Γεώργιον που γιόρταζε, να τον ελευθερώση και να τον οδηγήση κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και το έβαλε στην στάμνα και το ετοίμασε για τον κύριόν του, εμφανίσθηκε μπροστά του ο Άγ. Γεώργιος έφιππος σ' ένα άσπρο άλογο και ανέβασε τον νέον στο άλογο και αμέσως τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που ευρίσκοντο όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζει. Έμειναν όλοι έκθαμβοι και όταν συνήλθαν ερωτούσαν τον Γεώργιον να τους πη πως βρέθηκε εκεί. Και εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια. Και όλοι γεμάτοι χαρά, εδόξαζαν τον Θεόν και τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον.
Υπάρχει και Βυζαντινή παράστασις του θαύματος αυτού, που έχει τον Άγιον στο άλογο και ένα νέον που κρατά την αργυράν στάμναν.
3) Το θαύμα της επιστροφής του υιού της χήρας
Ένα παρόμοιον θαύμα με το προηγούμενον είναι και αυτό με τον υιόν της χήρας.
Εις την Μυτιλήνην ήλθαν πειρατές από την Κρήτην για να κλέψουν, λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσον το δυνατόν περισσότερους ημπορούσαν. Εσκέφθησαν να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου που όλοι θα ευρίσκονταν στην εκκλησία συγκεντρωμένοι. Πράγματι οι κουρσάροι έκαναν την επίθεσίν τους και μεταξύ των αιχμαλωτισθέντων ήταν και ένας ωραιότατος νέος, ο υιός μιας πλουσίας χήρας.
Οι κουρσάροι τον εχάρισαν στον Αμμούν της Κρήτης ο οποίος τον έβαλε υπηρέτην της τραπέζης του.
Η μάνα του από τη στιγμή που χάθηκε ο γυιός της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεόν και τον Άγ. Γεώργιον να της φανερώση το χαμένο της παιδί. Ο μεγαλομάρτυς Γεώργιος δεν εβράδυνε να εκπληρώση τον πόθον της πονεμένης εκείνης μάνας. Και ενώ ετοιμαζόταν ο νέος να προσφέρη στον Αμιράν κρασί, τον άρπαξε ο Άγ. Γεώργιος και τον μετέφερε στην μάνα του. Και οι δύο δεν επίστευαν στα μάτια τους για το συμβάν και όταν συνήλθαν εδόξαζαν τον Θεόν και τον Άγιον για τον παράξενον τρόπον της απελευθερώσεως.
4) Το θαύμα της ευεργεσίας του Αγίου προς το ευσεβές παιδί και η τιμωρία των ασεβών
Στην Παφλαγονία υπήρχε ένας μεγάλος Ναός προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου, και στην πλατεία του ναού τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιγνίδια. Ένα από τα παιδιά αυτά δεν μπορούσε να νικήση σε κανένα από τα πολλά αγωνίσματα γι' αυτό το ειρωνεύονταν και το περιγελούσαν. Τότε στράφηκε προς την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση να νικήση και υποσχέθηκε ότι θα του πρόσφερε ένα σφουγγάτον, δηλαδή φαγητό από αυγά τηγανισμένα με κρεμμύδια και μυρωδικά.
Μόλις έκανε το τάξιμο άρχισε να παλαίη με άλλα παιδιά τα οποία και ενίκησε. Αμέσως επήγε στο σπίτι του μόνος του έφτειαξε το σφουγγάτον και το έβαλε μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ύστερα από λίγη ώρα έφθασαν εκεί τρεις νέοι για να προσκυνήσουν και μόλις είδαν το σφουγγάτον σκέφθηκαν να το φάνε. Και είπαν μεταξύ τους: «Ο Άγιος τί τα θέλει αυτά; Μήπως πρόκειται να τα φάη;». Εκάθισαν λοιπόν και έφαγαν το σφουγγάτον στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Όταν θέλησαν να φύγουν δεν ημπορούσαν να σηκωθούν, διότι είχαν κολλήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Έκαμαν τότε φτηνά τάματα στον Άγιον για να ξεκολλήσουν αλλά τίποτα. Όταν έκαμαν ακριβό τάμα, ήτοι να δώση ο καθένας από ένα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν να ξεκολλήσουν και ν' απελευθερωθούν. Μόλις λοιπόν βγήκαν από την εκκλησία και πήραν θάρρος, είπαν προς τον Άγιον: «Άγιε Γεώργιε, τα σφουγγάτα σου τα πωλείς ακριβά και γι' αυτό και εμείς τίποτα πια δεν θα αγοράσουμε από σένα».
5) Θαύμα του Μεγαλομάρτυρος στον Σαρακηνόν
Κάποιος Σαρακηνός ταξειδιώτης, (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας), σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγ. Γεωργίου διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας επειδή θα διέμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα θα συνέχιζαν το δρόμο τους. Όμως απήτησε να βάλουν και τας δώδεκα καμήλους μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρεκάλεσαν να μη βεβηλώση την εκκλησία τους. Αλλ' αυτός επέμενε και ανέβηκε σ' ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις βλέπη και να τις παρακολουθή. Όταν τις ωδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία αμέσως απέθαναν όλες. Και τότε το θαύμα διαδόθηκε και αποδόθηκε στον Άγιον Γεώργιον. Και ο Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι που ήλθε το πρωί ο ιερεύς για να λειτουργήση. Παρακολούθησε τότε ο Σαρακηνός τις κινήσεις του ιερέα και κατά την ώρα της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων, είδεν, ότι ο ιερεύς αφού επήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί το έσφαξε, και το αίμα του χύθηκε στο άγιο Ποτήριον, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά τεμάχια το έβαλε στον ιερό δίσκο. Όταν ετελείωσε το Κοινωνικόν και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδη στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, εθύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτήν την οπτασία ο Σαρακηνός εζήτησε να μάθη λεπτομέρειες και να πάρη εξηγήσεις για τα όσα συνέβηκαν. Και ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θείαν Ευχαριστίαν και ακόμη του είπε, ότι αξιώθηκε να δη ένα όραμα που μόνον οι Μεγάλοι Πατέρες είδαν. Εγώ, του λέει ο ιερέας, δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριον και βλέπω μόνον άρτον και οίνον. Εξήγησε κατόπιν στον άρχοντα Σαρακηνόν το θαυμαστό Μυστήριον. Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθή, γιατί πλέον είχε πιστέψει ότι η χριστιανική πίστις ήταν η πιο σωστή και αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάη στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθή, γιατί όταν θα το επληροφορείτο ο θείος του Σαρακηνού, που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον εσκότωνε, θ' άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών και θα κατέστρεφε και όλες τις εκκλησίες. Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός επήγε στην Ιερουσαλήμ όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και εβαπτίσθη από τον Πατριάρχην. Ύστερα μάλιστα από λίγες ημέρες συμβουλεύθηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνη για να σωθή. Τότε ο Πατριάρχης τον συνεβούλεψε να γίνη Μοναχός στο όρος Σινά. Πράγματι επήγε στο Σινά και έγινε Μοναχός.
Υστερα από τρία χρόνια επήρε άδεια από τον Ηγούμενόν του και έφυγε για να συναντήση τον ιερέα του Αγ. Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθή. Όταν έφθασε εκεί, ο ιερέας δεν τον ανεγνώρισεν. Αφού του απεκάλυψε ποίος ήταν του εξέφρασε την επιθυμίαν και τον πόθον να ιδή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Ο ιερέας τότε εδόξασε τον Θεόν και του είπε: «Πήγαινε τέκνον μου στο θείο σου Αμιράν και ωμολόγησε την πίστιν σου τόσον σ' αυτόν όσον και σ' όλους τους Σαρακηνούς». O Μοναχός όταν άκουσε τα λόγια του θεοσεβούς ιερέως εσυγκινήθη και εξεκίνησε αμέσως να πάη στην πόλιν, όπου ο θείος του ήταν Άρχοντας. Όταν έφθασε λοιπόν εκεί περίμενε να νυκτώση και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξετε εδώ, Σαρακηνοί, διότι έχω να σας πω ένα λόγο». Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον Μοναχόν ερώτησαν τι είχε να τους πη. Ο Μοναχός τους είπε: «Με ερωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ερωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιρά που έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απήντησαν: «Αν μας πης που ευρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεπτά θέλεις». Ο Μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιράν για να σας το πω».
Αφού άρπαξαν λοιπόν τον Μοναχόν με μεγάλη χαρά τον ωδήγησαν στον Αμιράν λέγοντες: «Αυτός ο Μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανεψιός σου». Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στα αλήθεια ξέρη που ευρίσκεται. Και εκείνος του απεκρίθη: «Ναι, τον ξέρω. Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγ. Πνεύμα, την μία Θεότητα και ομολογώ ότι ο Υιός του Θεού εσαρκώθη εκ της Αειπαρθένου Μαρίας και έκαμε στο κόσμο μεγάλα και θαυμάσια και εσταυρώθη και τη Τρίτη ημέρα ανέστη και ανελήφθη στους ουρανούς και εκάθησε εν δεξιά του Θεού και Πατρός και μέλλει να έλθη να κρίνη ζώντας και νεκρούς». Μόλις ήκουσε αυτό ο θείος του ο Αμιράς εξεπλάγη και του είπε: «Τι έπαθες ταλαίπωρέ μου να αφήσης το σπίτι σου, τα πλούτη σου, την δόξαν σου και να περπατής έτσι περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψε λοιπόν στη θρησκεία σου και παραδέξου ως προφήτην σου τον Μωάμεθ για να γυρίσης πάλιν στην πρώτην σου κατάστασι». Ο Μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα όταν ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινον ένδυμα που φορώ τώρα είναι τα καύχημα και ο πλούτος μου και κυρίως ο αρραβών της δόξης που πρόκειται ν' απολαύσω για την αληθινήν πίστιν του Χριστού μου. Τον Μωάμεθ που σας επλάνεψε, καθώς και την θρησκείαν του, αναθεματίζω και αποστρέφομαι εντελώς».
Όταν ήκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους παρευρισκομένους Σαρακηνούς ότι ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκανε για να τον γλυτώση από το νόμο που προέβλεπε για τους υβριστές της θρησκείας θανατική ποινή. Εκείνοι μόλις ήκουσαν τον Αμιράν είπαν: «Αφήνεις ελεύθερον αυτόν που ύβρισε τον προφήτην και την θρησκείαν μας; Ας αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκείαν μας και ας γίνωμε Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή εφοβήθη τον όχλον μήπως εξαγριωθή περισσότερον, έδωκε την άδεια να τον κάνουν ό,τι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν ενώ έτριζαν τα δόντια τους με λύσσα και αφού τον ωδήγησαν έξω από την πόλιν, τον ελιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Θεόν, γιατί τον ηξίωνε να μαρτυρήση για το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητού Μοναχού ο οποίος εστεφανώθη με τον στέφανον του Μαρτυρίου.
Κάθε νύκτα πάνω από τον σωρό των πετρών φαινόταν ένα άστρον λαμπρόν και εφώτιζε τον τόπον εκείνον. Οι Σαρακηνοί μάλιστα εθαύμαζαν για το γεγονός. Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωκε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το άγιο λείψανον του Μάρτυρος από τις πέτρες για να το ενταφιάσουν. Όταν λοιπόν εσήκωσαν τις πέτρες βρήκαν το λείψανον σώον και αβλαβές και ανέδιδε ευωδίαν. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια το ενεταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες δοξάζοντες τον Κύριον.
6) Το θαύμα του δράκοντος
Στην Ανατολική επαρχία της Ατταλείας και στην πόλι Αλαγία εβασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς χριστιανούς για ν' αρνηθούν την πίστι τους και έπειτα τους εφόνευε.
Κοντά στην πόλι υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατέτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθή και απέφευγαν να περνούν απ' εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συνεκέντρωσε τον στρατό του και πήγαν για να σκοτώσουν το άγριο θηρίο. Όμως τίποτα δεν επέτυχαν και επέστρεψαν άπρακτοι.
Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώση τον δράκοντα, πήγαν να τον ερωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρη τρόπους να εξοντώση το φοβερό θηρίον. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλήν που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε προς το πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να φονεύσωμε το θηρίον και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των θεών. Τώρα λοιπόν κατά την εντολή τους θα πρέπει ο καθένας μας να στέλνη το παιδί του για να το τρώγη ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν θα έλθη η σειρά της». Έτσι λοιπόν ο λαός υπήκουσε στη διαταγή του βασιλιά γιατί δεν ημπορούσε να κάνη και διαφορετικά. Έστελναν λοιπόν τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους για να καταβροχθίζωνται από το θηρίον.
Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του, το πρόσωπόν του, τραβούσε τα γένεια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλλοίμονον σε μένα τον ταλαίπωρον! Τι να πρωτοκλάψω γλυκύτατόν μου παιδί; Τον χωρισμόν μας ή τον ξαφνικόν σου θάνατον που πρόκειται να ίδω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμον που σε λίγο θα νοιώσης καθώς θα σε κατασπαράζη το άγριο θηρίο; Αλλοίμονον, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και επερίμενα την ώραν που θα εώρταζα τους χαρούμενους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πώς θα ζήσω μακρυά σου; Τι τη θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με ελεήσετε και να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε, και ακόμη την βασιλείαν μου, αλλά να μου κάνετε μίαν χάρι. Να μου χαρίσετε το αγαπημένο και μονάκριβο παιδί, αλλοιώς αφήστε με κι εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλιά γιατί αυτός ήταν που εξέδωσε διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά τους τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν ότι έπρεπε να εφαρμοσθή και στο παιδί του η διαταγή του.
Μη μπορώντας να κάνη διαφορετικά ο βασιλιάς την συνώδευσε μέχρι την πύλη της πόλεως. Αφού την αγκάλιασε και την κατεφίλησε κλαίοντας την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσουν κοντά στην λίμνη. Πράγματι οι άνθρωποι την άφησαν εκεί και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στη λίμνη και επερίμενε να έλθη το θηρίον για να την κατασπαράξη.
Εκείνον τον καιρό ο Μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανικήν του πίστιν, ήτο κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδος στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από ένα πόλεμον που συνεξεστράτευσε με τον Διοκλητιανόν. Κατ' οικονομίαν Θεού επέρασε και από την λίμνην και όταν είδε το νερό θέλησε να ποτίση τον ίππον του και να ξεκουρασθή και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίη ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμον την επλησίασε και την ερώτησε γιατί έκλαιγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθή τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρεκάλεσε να ιππεύση τον ίππον του και να φύγη όσον πιο σύντομα ημπορούσε, γιατί κινδύνευε να χάση την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος». Ο Άγιος επέμενε να μάθη τι της συνέβη. Και αυτή του είπε: «Είναι μακρά η αφήγησις, κύριέ μου, και δεν μπορώ να σου διηγηθώ τα καθέκαστα αυτήν την ώρα. Μόνον σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγης τώρα αμέσως για να μην θανατωθής μαζί μου άδικα». Και ο άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό που πιστεύω εγώ, ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατον. αλλοιώς θ' αποθάνω μαζί σου».
Τότε η κόρη εστέναξε πικρώς και διηγήθη στον άγιον τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε ο άγιος τα γεγονότα ερώτησε την κόρην: «Ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός σε ποιόν θεόν πιστεύουν;» Και εκείνη απεκρίθη: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεάν Άρτεμιν». Ο Άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μη φοβάσαι ούτε και να κλαις. Μόνον πίστεψε στον Χριστόν που πιστεύω εγώ και θα δης την δύναμιν του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απήντησε στον άγιον: Πιστεύω, κύριέ μου, μ' όλη μου την ψυχή και μ' όλη μου την καρδιά». Ο άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στο θεό που εδημιούργησε τον ουρανό και την γην και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήση την δύναμιν του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμη θα διώξουν το φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε λοιπόν εδώ και μόλις ιδής το θηρίον να έρχεται, φώναξέ με».
Τότε ο Άγιος έκλινε τα γόνατά του στη γη και αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε λέγοντας: «Ο Θεός ο Μέγας και Δυνατός, ο καθήμενος επί των Χερουβίμ και επιβλέπων αβύσσους, ο ων ευλογητός και διαμένων εις τους αιώνας, Συ γνωρίζεις τας καρδίας ότι είναι μάταιες. Συ, Φιλάνθρωπε Δέσποτα, ο των προαιωνίων θαυμασίων Θεός, τον οποίον ούτε έννοια ημπορεί να συλλάβη ούτε λόγος να ερμηνεύση επίβλεψον και τώρα επ' εμέ τον ταπεινόν και φανέρωσέ μου τα ελέη σου. Υπόταξε υπό τους πόδας μου το πονηρόν αυτό θηρίον, για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και είσαι Συ ο μόνος θεός και εκτός από εσένα άλλος δεν υπάρχει». Τότε ηκούσθη φωνή από τον ουρανόν η οποία έλεγε: «Εισηκούσθη η δέησίς σου, Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θάμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις ετελείωσε την προσευχή ο Άγιος εφάνη το άγριο θηρίον. Όταν το είδε η κόρη εφώναξε: «Αλλοίμονόν μου, κύριέ μου. Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξη».
Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήση το θηρίον. Ήτο το θηρίον φοβερόν. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιον ώστε παρουσίαζε ένα θέαμα φοβερόν. Αμέσως ο Άγιος έκαμε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρι μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψη ο λαός στο όνομά Σου το Άγιον». Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του ίππου του αγίου και ενώ κυλιόταν, εβρυχάτο. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα αυτό ένοιωσε μεγάλη χαράν. Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε την ζώνη σου και δέσε μ' αυτήν τον δράκοντα από τον λαιμόν». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνην της και έδεσε τον δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιον που την εγλύτωσε από τον βέβαιον θάνατον. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογό του είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλι».
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενον συμβάν ότι δηλαδή μια κόρη σύρει τον δράκοντα δεμένον, ετράπησαν σε φυγήν. Ο Άγιος Γεώργιος τους εφώναξε: «Μη φοβείσθε, σταθήτε και θα δήτε την δόξαν του Θεού και την σωτηρία σας». Τότε εσταμάτησαν όλοι απορημένοι και επερίμεναν να δουν τι θα τους δείξη. Τους προέτρεψε λοιπόν να πιστέψουν στον Αληθινόν Θεόν και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού εσήκωσε το χέρι του εκτύπησε με το ακόντιον τον δράκοντα και το φοβερό τέρας εσκοτώθη. Έπειτα αφού επήρε από το χέρι την βασιλοπούλα την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού εγονάτισαν, καταφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθον Θεόν, διότι τους ελευθέρωσε από το θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.
Ο Άγιος Γεώργιος εκάλεσε από κάποια πόλι της Αντιοχείας τον Επίσκοπον Αλέξανδρον και εβάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντας και ολόκληρο τον λαόν. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες εβάπτισε σαρανταπέντε χιλιάδες.
Αφού λοιπόν εβαπτίσθηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανόν έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία επ' ονόματι του τρισυποστάτου Θεού. Ο Άγιος επήγε να την ιδή. Μόλις μπήκε στο Άγ. Βήμα και προσευχήθηκε εβγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίσθηκε ευωδία στο Ναό. Η πηγή αυτή σώζεται μέχρι σήμερα.
Ο Διάβολος του στήνει ενέδρα
Ο Άγιος αφού απεχαιρέτησε τον βασιλέα και τον λαόν έφυγε για την πατρίδα του Καππαδοκία. Στο δρόμο του τον συνάντησε ο διάβολος μετασχηματισμένος σε μορφή ανθρώπου. Εκρατούσε και δύο ραβδιά πάνω στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε λοιπόν με ταπείνωσιν προς τον Άγιον: «Χαίρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως αντελήφθη ότι επρόκειτο περί διαβόλου και του είπε: «Ποιος είσαι και πως με ξέρεις; Εάν δεν ήσουνα πονηρός διάβολος δεν θα ημπορούσες να με ξέρης, εφ' όσον ποτέ δεν μ' έχεις ξαναδεί». Ο διάβολος είπε: «Πώς τολμάς να υβρίζης τους Αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε να μιλάς καλά». Ο Άγιος τότε απεκρίθη: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαι Άγγελος ακολούθησέ με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρόν να μην μετακινηθής από τη θέση σου». Μόλις ετελείωσε τον λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και εφώναξε δυνατά: «Αλλοίμονόν μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακόν έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!».
Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρόν και του είπε: «Σε ορκίζω στο Θεό, να μου πης τι επρόκειτο να μου κάνης». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερον τάγμα του σατανά και όταν ο Θεός έκαμε τον ουρανόν και διεχώριζε την γην από τα ύδατα ήμουνα παρών. Εγώ έκαμα φοβερές βροντές και αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα εξ αιτίας της υπερηφάνειάς μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας. Αλλοίμονόν μου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα την χάριν που σου δόθηκε και ήλθα να σε παραπλανήσω να με προσκυνήσης. Αλλά επλανήθηκα και απατήθηκα. Αλλοίμονόν μου τι κακόν εζήτησα να πάθω και δεν ημπορώ να λυθώ! Σε παρακαλώ, Γεώργιε, ενθυμήσου την προηγούμενή μου ευτυχία και μην με αφήσης να επιστρέψω στην άβυσσον γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανόν είπε: «Σ' ευχαριστώ, Κύριέ μου, διότι μου παρέδωκες στα χέρια μου τον πονηρόν δαίμονα, ο οποίος πρόκειται να σταλή σε σκοτεινόν τόπον για να τιμωρήται αιώνια». Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επετίμησε και απέλυσε το πονηρόν πνεύμα.
Έκτοτε ο Άγιος προεγνώρισεν ότι είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήση για την αγάπη του Χριστού. Έτσι επήγε στον Διοκλητιανόν όπου με θάρρος διεκήρυξε την πίστιν του και εμαρτύρησε δίνοντας το αίμα του για την αγάπη του Χριστού.
Περί των θαυματουργών εικόνων του Αγίου Γεωργίου εν τη Ιερά Μονή του Ζωγράφου εν Αγίω Όρει ευρισκομένων
α) Περί της εκ της Μονής Φανουήλ θαυμασίως μεταφερθείσης
Επί της βασιλείας του Λέοντος Σοφού (886-912) ήσαν τρεις γνήσιοι αδελφοί, Μωϋσής, Ααρών και Βασίλειος και η καταγωγή τους ήταν από την μεγαλούπολι Λιγχίδα η οποία μετωνομάσθηκε αργότερα σε Όχριδα. Αυτοί λοιπόν απεφάσισαν να εγκαταλείψουν τον κόσμον, τον πλούτον, την δόξαν και να πάρουν το Αγγελικό Σχήμα. Έφθασαν στο Άγιον Όρος και αφού βρήκαν ήσυχον τόπον κατεσκεύασαν τρεις σκηνές όπου έμειναν γι' αρκετό διάστημα και συνηντώντο μόνο την Κυριακήν. Διεδόθη λοιπόν η φήμη της αρετής τους και γι' αυτό πολλοί προσήρχοντο κοντά τους και δεν έφευγαν.
Βρήκαν και ένα χώρο όπου έκτισαν Μοναστήρι. Αφού έκτισαν και τον Ναόν εσκέπτοντο πώς να τον ονομάσουν. Άλλοι έλεγαν να τον αφιερώσουν στον Άγιο Νικόλαο, άλλοι στον Άγιο Κλήμεντα Αρχιεπίσκοπον Αχρίδος που ήταν και συμπατριώτης τους και ο καθένας λοιπόν ήθελε να δώση στο ναό το όνομα του Αγίου που έτρεφε μεγαλυτέραν ευλάβειαν. Επειδή λοιπόν δεν συμφωνούσαν απεφάσισαν να προσφύγουν δια της προσευχής στο Θεό και να δεηθούν ώστε Αυτός να αποφασίση και διατάξη σε ποιόν από τους Αγίους Του θα αφιερώσουν τον Ναόν και ποια εικόνα θα ζωγραφίσουν στην σανίδα που ετοίμασαν. Προσευχήθηκαν λοιπόν και οι τρεις ο καθένας στο ησυχαστήριό του. Κατά την διάρκεια που προσηύχοντο διεχύθη από τον νεόκτιστον Ναόν ένα ασυνήθιστον φως λαμπρότερον από τις ακτίνες του ηλίου γύρω από τα κελλιά των μοναχών. Οι μοναχοί κατελήφθησαν από φόβον και απορία και έμειναν προσευχόμενοι ολόκληρη την νύκτα.
Την επομένη το πρωί όταν κατέβηκαν οι μοναχοί στην Εκκλησίαν είδαν με θαυμασμό ότι στη σανίδα που ετοίμασαν να ζωγραφίσουν, εζωγραφήθη η εικόνα του Αγ. Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Απ' αυτήν μάλιστα έβγαινε η λάμψις που εφώτιζε τα ταπεινά ησυχαστήρια. Έτσι λοιπόν αφιερώθη η εκκλησία στον Άγιο Γεώργιον και η Μονή ωνομάσθη του Ζωγράφου.
Η θαυματουργική εικόνα υπήρχε στην Μονή του Φανουήλ που βρίσκεται στη Συρία κοντά στη Λύδδα. Κατά την μαρτυρία του Καθηγουμένου της Μονής Φανουήλ, Ευστρατίου, όταν κάποτε ο Θεός ηθέλησε και δικαίως, να τιμωρήση την Συρία και να την παραδώση στους Σαρακηνούς, η ζωγραφιά της εικόνος ξαφνικά απεχωρίσθη από την σανίδα και αφού ανυψώθη κρύφτηκε σε άγνωστον μέρος. Οι μοναχοί τότε επειδή εφοβήθηκαν και ελυπήθηκαν από το θαύμα, αφού εγονάτισαν προσηύχοντο στο Θεό θερμά και με δάκρυα και τον παρακαλούσαν να τους αποκαλύψη που εκρύβη το πρόσωπον του Αγ. Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ο Πανάγαθος Θεός άκουσε την δέησιν των Μοναχών γι΄αυτό και παρουσιάσθηκε στον Καθηγούμενον Ευστράτιον ο Άγ. Γεώργιος, ο οποίος του είπε: «Μη λυπείσθε για μένα. Εγώ βρήκα για τον εαυτόν μου Μονήν της Παναγίας στον Άθω. Εάν θέλετε σπεύσετε και σεις προς τα εκεί γιατί η οργή του Κυρίου είναι έτοιμη να πέση στην διεφθαρμένη Παλαιστίνη και σχεδόν σ' όλη την οικουμένη εξ αιτίας των αμαρτιών των Χριστιανών».
Αφού συνεκέντρωσε όλους τους Μοναχούς ο Καθηγούμενος τους ανακοίνωσε τα συμβάντα. Έπειτα εκάλεσε και τους εγκρίτους της πόλεως Λύδδης, τους ανήγγειλε τα όσα συνέβησαν περί της αγίας εικόνος και τους παρήγγειλε τα εξής: «Εμείς φεύγουμε για την αγία Πόλιν της Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσουμε τον Άγιον Τάφον του Κυρίου και ας γίνη το θέλημά Του. Εσείς εγκατασταθήτε στη Μονή για να την προφυλάξετε.
Με δάκρυα και με λύπη έπειτα ξεκίνησαν. Αφού έφθασαν στην Ιόππη βρήκαν πλοίον και ανεχώρησαν για το Όρος Άθω. Ύστερα από αρκετές ημέρες έφθασαν και επήγαν στην Μονή Ζωγράφου. Όταν μπήκαν στο Ναό, προς θαυμασμόν και έκπληξίν τους, είδαν την ζωγραφιά του Αγ. Γεωργίου, που είχαν στη Μονή Φανουήλ, νάναι προσκολλημένη χωρίς καμμιά αλλοίωσιν σε μια νέα σανίδα. Τότε με συγκίνησι και δάκρυα εγονάτισαν μπροστά στην εικόνα και έλεγαν: «Γιατί μας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυς Γεώργιε;» Οι Μοναχοί της Ζωγράφου απορούσαν, γιατί συνέβαιναν όλα αυτά τα παράξενα. Όμως εκείνοι τους διηγήθηκαν τα συμβάντα και όλοι εδόξαζαν ολοψύχως τον Κυρίον και τον Άγ. Γεώργιον. Τον Καθηγούμενον Ευστράτιον τον έκαμαν Ηγούμενόν τους.
Από τότε άρχισαν να γίνωνται από την αγίαν εικόνα πολλά θαύματα γι' αυτό και ο κόσμος επήγαινε στη Μονή Ζωγράφου, να προσκυνήση τον Τροπαιοφόρον Γεώργιον. Η φήμη των θαυμάτων έφθασε μέχρι και τον βασιλέα Λέοντα Σοφόν, ο οποίος ήτο πολύ ευσεβής. Μάλιστα απεφάσισε να πάη αυτοπροσώπως στο Άγιον Όρος για να προσκυνήση και να ευφρανθή πνευματικώς με τις ψυχωφελείς συζητήσεις που θα έκανε με τους ασκητάς Μωϋσή, Ααρών και Βασίλειον που έγιναν ξακουστοί για την αρετή τους. Ύστερα από τον Λέοντα επεσκέφθη την Μονή και ο βασιλιάς των Βουλγάρων Ιωάννης από το Τίρνοβον. Με την πλουσία βοήθεια αυτών άρχισε να κτίζεται η μεγαλοπρεπής Μονή του Ζωγράφου. Αργότερα η Ιερά Μονή κατεδαφίσθη από τους βαρβάρους και τους πειρατές. Η υφιστάμενη Μονή κτίσθηκε από τον Ηγεμόνα της Μολδαυΐας Στέφανον.
Η αγία εικόνα έχει μέχρι σήμερα το άκρον του δακτύλου ενός Επισκόπου που χαρακτηριζόταν για την ολιγοπιστίαν του ως προς την θαυματουργικήν δύναμι της εικόνος. Ο Επίσκοπος αυτός καταγόταν, κατά την παράδοσι, απ' τα Βοδενά (Έδεσσα) και όταν άκουσε για τα θαύματα της εικόνος θέλησε μαζί με την συνοδεία του να πάη να διαπιστώση εάν πράγματι ήσαν αληθινά τα όσα διεδίδοντο ή ήσαν εφευρέσεις των Μοναχών, για λόγους φιλοχρηματίας. Όταν έφθασε στο Άγιον Όρος επήγε και στην Μονή του Ζωγράφου όπου οι εκεί Μοναχοί τον υποδέχθηκαν με την πρέπουσαν τιμήν. Εν συνεχεία τον ωδήγησαν στον Ναόν για να προσκυνήση τον Άγ. Γεώργιον. Αλλ' ο Επίσκοπος αντί να φανή ταπεινός και σεμνός εξ αιτίας και του επισήμου σχήματός του εφάνη υπερήφανος και ολιγόπιστος. Αφού με αδιαφορία είδε τον Ναόν στάθηκε μπροστά στην εικόνα του Αγ. Γεωργίου και με αλαζονικόν ύφος είπε προς τους Μοναχούς: «Ώστε αυτή είναι η θαυματουργός εικόνα του Αγ. Γεωργίου;». Και άγγιξε με τον δάκτυλόν του την παρειά του Αγίου. Αμέσως όμως το δάκτυλόν του εκόλλησε στην εικόνα και μάταια προσπαθούσε να τον ξεκολλήση. Η αγωνία του και ο φόβος του εμεγάλωνε όσο αγωνιζόταν και εδοκίμαζε να τον ξεκολλήση. Κάθε φοράν που προσπαθούσε να το αποχωρήση από την εικόνα ένοιωθε και πόνους γιατί το δάκτυλό του είχε κολλήσει πολύ δυνατά. Στο τέλος ο δυστυχής Επίσκοπος δέχθηκε, παρά την θέλησίν του, να του κόψουν ύστερα από επέμβασιν τον δάκτυλόν του και έτσι έμαθε καλά εξ ιδίας πείρας την γνησιότητα, την αλήθεια και την δύναμιν των θαυμάτων του ενδόξου Τροπαιοφόρου Γεωργίου.
Η εικόνα του Αγ. Γεωργίου είναι στολισμένη με αργυρούν ένδυμα το οποίον κατεσκευάσθη στην Πετρούπολι, τη ευλογία του Μητροπολίτου Σεραφείμ, καθώς αναγράφεται και στο κράσπεδον του κάτω μέρους του ενδύματος. Η αγιογράφησις της εικόνος είναι Βυζαντινή, αλλά εξ αιτίας της παρόδου του χρόνου είναι σκοτεινή.
β) Περί της εικόνος που ήλθε μέσω θαλάσσης από την Αραβίαν
Υπάρχει κοντά στον κίονα του αριστερού χορού που ευρίσκεται η εικόνα του Αγ. Γεωργίου η εξής χειρόγραφος διήγησις.
Η αγία εικόνα ήλθε από την Αραβίαν και βρέθηκε στο λιμάνι της Μονής Βατοπαιδίου. Η απροσδόκητη άφιξις της εικόνος προκάλεσε ταραχή και θόρυβον στο Άγ. Όρος. Διότι η φήμη ξαπλώθηκε γρήγορα και συνέρρεαν μοναχοί απ' όλα τα Μοναστήρια για να προσκυνήσουν την αγίαν εικόνα που με θαύμα εφανερώθη στο λιμάνι. Μάλιστα κάθε Μοναστήρι επεδίωκε ν' αποκτήση τον θησαυρό αυτό και οι Γέροντες ηρνούντο να την δώσουν στην Μονή Βατοπαιδίου. Τελικά απεφάσισαν να βάλουν κλήρον και να δεχθούν την απόφασι της αγίας εικόνος. Πράγματι επήραν ομοφώνως απόφασιν όλοι οι Γέροντες να φορτώσουν την εικόνα, σ' ένα ξένο και άγριο νέο ημίονο που δεν ήξερε τους δρόμους και τα Μοναστήρια και αφού τον αφήσουν ελεύθερον να τον ακολουθήσουν από μακρυά. Εκεί που θα εσταματούσε θα έπρεπε να μείνη η ιερά εικόνα. Έτσι και έγινε. Αφού ωδήγησαν τον ημίονο στο δρόμο Θεσσαλονίκης - Αγίου Όρους τον άφησαν στην θέλησί του. Και ο ημίονος με αργό και ισόμετρο περπάτημα σαν να ένοιωθε ότι μετέφερε ιερό φορτίο επέρασε από δύσβατους τόπους, δάση και υψώματα και έφθασε στη Μονή Ζωγράφου και στάθηκε ακίνητος σ' έναν ωραιότατον λόφον.
Μ' αυτό τον τρόπο επληροφορήθησαν όλοι ότι η θέλησι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ήταν να μείνη η ιερή του εικόνα στη Μονή Ζωγράφου. Όλοι οι Μοναχοί δέχθηκαν στη Μονή με χαρά και με πνευματική πανήγυρι την ιερή εικόνα και την ετοποθέτησαν στον κίονα του αριστερού χορού. Ο ημίονος που μετέφερε των αγίαν εικόνα μόλις του την ξεφόρτωσαν εξέπνευσε και τον έθαψαν στον τόπον εκείνον. Σε ανάμνησι για τον ερχομό της ιερής εικόνος του Αγ. Γεωργίου έκτισαν στον λόφο ένα κελλί και μικρή εκκλησία στο όνομα του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
γ) Περί της αγίας εικόνος που αφιέρωσε ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος
Στον βορειοδυτικό κίονα, στον οποίο στηρίζεται και ο τρούλλος, είναι ανηρτημένη και άλλη εικόνα του Αγ. Γεωργίου, για την οποίαν υπάρχει η εξής χειρόγραφος διήγησις στη Μονή Ζωγράφου.
Ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος είχε, ως γνωστόν, συνεχώς πολέμους με τους Τούρκους. Κάποτε συνεκεντρώθησαν τα τούρκικα ασκέρια, που ήσαν αναρίθμητα, αποφασισμένα να τον αφανίσουν. Όταν είδε ο Στέφανος το πλήθος του εχθρού εφοβήθη. Αμέσως όμως συνήλθε και με θερμή προσευχή κατέφυγε στον Κύριον τον Θεόν και επεκαλέσθη με δάκρυα την βοήθειάν του. Με την εκ βάθους καρδίας προσευχήν του απεκοιμήθη. Μόλις τον επήρε ο ελαφρός ύπνος του εμφανίσθηκε ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος που τον περιέλουζε ένα λαμπρό και θαυμάσιον φως, τα μάτια του άστραφταν και η ουράνια δόξα τον περιέβαλλε. Ο Στέφανος αν και εκοιμόταν εφοβήθη και ετρόμαξε. Τότε ο Άγιος του είπε: «Έχε θάρρος στον Κύριό σου και μη φοβάσαι το πλήθος αυτό. Αύριον συγκέντρωσε όλο το στράτευμά σου και οδήγησέ το εναντίον των εχθρών του Χριστού με φωνές πανηγυρικές και σάλπιγγες και θα ιδής την δύναμι του Θεού μας που πάντα σε βοηθεί. Γι' αυτό τον λόγο στάθηκα εδώ, για να σου αποκαλύψω ποιος θα νικήση και να σου αναφέρω ότι η δύναμις του Θεού είναι μαζί σου και ότι ακόμη και εγώ θα σε βοηθήσω στη μάχη αυτή. Για όλα αυτά ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου που είναι αφιερωμένη στ' όνομά μου, και που ερημώθηκε. Στείλε μάλιστα και την ιδική μου εικόνα που έχεις μαζί σου».
Ο Στέφανος επήρε θάρρος από την εμφάνισι του Αγίου και ακόμη από την υπόσχεσι που του έδωσε ότι θα τον εβοηθούσε, θεία χάριτι. Αφού μάλιστα έφερε και την αγία εικόνα μαζί του με την φωνή των σαλπίγγων επέπεσε ξαφνικά σαν λαίλαπας δυνατός στον όγκο των Οθωμανών και τους συνέτριψε χωρίς χρονοτριβή και τους διέλυσε. Ύστερα απ' ολίγον καιρό έστειλε και την αγίαν εικόνα στο Άγιον Όρος και ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου, σύμφωνα με την θέλησιν του Αγίου, αφού αφιέρωσε σ' αυτή και πολλά αφιερώματα.
Κάποιος Ρώσσος συγγραφέας αναφερόμενος στην αγία εικόνα του Αγ. Γεωργίου γράφει τα εξής: «Κατά τον 15ον αιώνα εφάνη και άλλος ευεργέτης της Μονής Ζωγράφου ο Στέφανος που ήταν επίσημος Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, ο οποίος ηγωνίσθη πολλές φορές εναντίον των Οθωμανών πάντοτε τροπαιοφόρως. Όταν τον περικύκλωσαν κάποτε αμέτρητα πλήθη εχθρού σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα ημπορούσε να σώση τους περιβόλους του φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στο τείχος η μάνα του, η οποία του είπε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ στους εχθρούς σου να ανοίξουν τις πύλες του φρουρίου σου. Εάν δεν νικήσης και δεν ημπορέσης να αντισταθής σ' αυτούς στο πεδίον της μάχης, ελάχιστη ελπίδα σου απομένει για τους περιβόλους».
Εκείνο λοιπόν το βράδυ εφάνη ο Άγ. Γεώργιος προς τον συγχυσμένο ηγεμόνα Στέφανον και του υπεσχέθη την νίκην. Επίσης τον διέταξε ν' αποστείλη την αγίαν εικόνα που είχε πάντοτε μαζί του ο Στέφανος στην Μονή Ζωγράφου, και να την ανακαινίση γιατί ήδη ήταν ερημωμένη. Η νίκη έστεψε τα όπλα του ηγεμόνος που κατετρόπωσε τον εχθρόν. Ο Στέφανος εξεπλήρωσε την εντολή του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και την εικόνα απέστειλε και την Μονή μεγαλοπρεπώς ανακαίνισεν.
Και οι τρεις εικόνες του Αγίου Γεωργίου είναι περιβεβλημένες με ωραιότατα αργυρά ενδύματα που είναι κοσμημένα με πολύτιμους λίθους. Μάλιστα όλος ο διάκοσμός τους ετεχνουργήθη στη Ρωσία.
Περί της θαυμαστής εικόνος του αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος.
Στον Άγιον Όρος σώζεται η αρχαία προφορική παράδοσις και για την αγίαν εικόνα που υπήρχε κατά τους χρόνους των ασεβών και κακοδόξων εικονομάχων που με βασιλικά διατάγματα εκαίοντο οι άγιες και σεβαστές εικόνες.
Στα χρόνια εκείνα λοιπόν οι υπηρέται του παρανόμου βασιλιά ερευνούσαν και προσπαθούσαν να βρίσκουν τις άγιες εικόνες για να τις συντρίβουν και να τις ρίχνουν στη φωτιά. Βρήκαν λοιπόν και την αγία αυτήν εικόνα και την έρριξαν στη φωτιά για να καή. Αλλά μάταια εκοπίαζαν οι ανόητοι, διότι η αγία εικόνα έμεινε άφλεκτος μέχρι που έσβησε τελείως η φωτιά. Οι εικονομάχοι όταν είδαν ότι ελάχιστα η φωτιά επείραξε τα ενδύματα του Αγίου και το πρόσωπόν του τίποτα δεν έπαθε, εξεπλάγησαν. Ένας μάλιστα περισσότερον ασεβής έμπηξε μαχαίρι στο πηγούνι του Αγίου και αμέσως έτρεξε αίμα καθαρόν. Τότε όλοι όσοι είδαν το θαύμα έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του. Ένας ευσεβής χριστιανός αφού παρέλαβε την αγίαν εικόνα και ήλθε στον γιαλόν, προσευχήθηκε θερμά προς τον Κύριον για να σταματήση η φρικτή θύελλα της εικονομαχίας. Έπειτα αφού εγύρισε προς την αγίαν εικόνα είπε: «Μεγαλομάρτυρα του χριστού Τροπαιοφόρε Γεώργιε, Συ ο οποίος και στη ζωή αλλά και μετά θάνατον έκαμες τόσα πολλά θαύματα και που μόλις τώρα άφησες άφλεκτον την αγία σου εικόνα, διεφύλαξε και τώρα αυτήν και από την θάλασσα και μετέφερέ την όπου συ γνωρίζεις και επιθυμείς προς δόξαν του Θεού μας». Και μόλις ετελείωσε έβαλε την εικόνα στη θάλασσα.
Ο Χριστιανός εκείνος έφυγε. Ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος εφρόντισε ώστε η αγία του εικόνα να φθάση στο Άγιον Όρος όπου και άλλες εικόνες η θεία Πρόνοια ωδήγησε. Η εικόνα ετοποθετήθη κοντά στην Μονή Ξενοφώντος όπου έρρεαν τα ιαματικά όξινα νερά. Υπήρχε μάλιστα εκεί ένα Μονύδριον αφιερωμένο στον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον. Ακόμη σώζεται ο ναΐσκος αυτός όπου οι μοναχοί όταν είδαν την εικόνα του Αγ. Γεωργίου την μετέφεραν εκεί γεμάτοι χαρά και ευλάβειαν. Ύστερα έκτισαν Ναόν κοντά στο ναΐδριον. Όταν αυξήθηκαν οι μοναχοί και εμεγάλωσε και η Μονή ωνομάσθη του Αγ. Γεωργίου. Οι Μοναχοί εορτάζουν καθημερινώς μαζί με τον Άγιον Γεώργιον και τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον και τους μνημονεύουν κατά τας απολύσεις των ακολουθιών.
Η αγία εικόνα ευρίσκεται στον μεγάλον Καθολικόν νέον Ναό του Αγίου Γεωργίου στον ανατολικό κίονα του δεξιού χορού και έχει ζωγραφισμένο ολόσωμο τον Μεγαλομάρτυρα και σε ένδειξι του θαύματος φέρει και την πληγή στο πηγούνι και το αίμα του είναι πηγμένο σ' αυτήν. Μέχρι σήμερα το θαυμαστό φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τα πάμπολλα θαύματα που επετέλεσε και επιτελεί ο Άγιος Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρος Γεώργιος.
Η μνήμη του εορτάζεται την 23ην Απριλίου.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος δ'
Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ
Γεωργηθείς υπό Θεού ανεδείχθης, της ευσεβείας γεωργός τιμιώτατος, των αρετών τα δράματα συλλέξας σ' εαυτώ, σπείρας γαρ εν δάκρυσιν, ευφροσύνη θερίζεις. αθλήσας δε δι' αίματος, τον Χριστόν εκομίσω και ταις πρεσβείαις Άγιε ταις σαις, πάσι παρέχεις, πταισμάτων συγχώρησιν.
ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ "Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ"
Πηγή: Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
Μοναχός Μητροφάνης: Έπρεπε να δω, ως άλλος άπιστος Θωμάς, με τα μάτια μου, τι ακριβώς γίνεται μέσα στον Τάφο για να πιστέψω.
Αυτά τα λόγια ίσως βρίσκονται στο μυαλό πολλών ανθρώπων που αμφιβάλλουν για το συνεχώς επαναλαμβανόμενο θαύμα μέσα στους αιώνες, την έλευση του Αγίου φωτός στον Πανάγιο Τάφο των Ιεροσολύμων, ως μόνιμη υπενθύμιση της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ!
Όσοι λοιπόν έχουν έστω και μια αμφιβολία αλλά καλή προδιάθεση ίσως συναισθανθούν την αγωνία, το βίωμα και τη η μαρτυρία του Μοναχού Μητροφάνη την οποία διηγήθηκε μετά από 55 χρόνια, το Πάσχα του 1980, στον Κύπριο ιερέα Σάββα Αχιλλέως, ο οποίος τα κατέγραψε στο σύγγραμμα ΄΄Είδα το Άγιον Φως΄΄. Το έτος εκείνο ο πατήρ Μητροφάνης ήταν 80 ετών και αριθμούσε ήδη 56 συνεχόμενα χρόνια φύλακας του αγίου Τάφου.
Ο π. Μητροφάνης αναζητούσε επί πολύ καιρό τον τρόπο για να δώσει απάντηση στα ερωτήματά του όταν, μια μέρα που καθάριζε τον θόλο στην οροφή του Τάφου, ανακάλυψε μια μικρή εσοχή όπου μετά βίας χωρούσε το σώμα ενός άνδρα. Αυτό ήταν και το μοναδικό μέρος στο οποίο θα μπορούσε να κρυφτεί προκειμένου να παρακολουθήσει αθέατος την έλευση του Αγίου Φωτός. Επί 12 ώρες παρέμεινε ακίνητος και σιωπηλός. Μαζί του είχε μόνο λίγο νερό και έναν μικρό φακό, τον οποίο χρησιμοποίησε στις 11 το πρωί, όταν ο Τάφος σφραγίστηκε με μελισσοκέρι και έμεινε μόνος του στο σκοτάδι. Μια ώρα αργότερα, σύμφωνα με το τυπικό, τη δωδεκάτη μεσημβρινή, η πόρτα του Τάφου αποσφραγίστηκε και αργότερα εισήλθε ο Έλληνας πατριάρχης. Το απόσπασμα που ακολουθεί έχει αποδοθεί στη δημοτική και περιγράφει όσα λαμβάνουν χώρα μετά την είσοδο του πατριάρχη, όπως ακριβώς τα διηγείται ο ίδιος.
«Τότε διέκρινα τη μορφή του πατριάρχη, που έσκυψε για να εισέλθει μέσα στο ζωοδόχο μνήμα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, που η αγωνία μου βρισκόταν σε φοβερή υπερένταση μέσα στη νεκρική σιγή, που μόλις άκουγα την αναπνοή μου, ξαφνικά άκουσα έναν ελαφρύ συριγμό. Έμοιαζε με λεπτή πνοή ανέμου. Και αμέσως είδα ένα αλησμόνητο θέαμα, ένα γαλάζιο Φως να γεμίζει ολόκληρο τον ιερό χώρο του Ζωοδόχου Τάφου…. Πόση ανησυχία είχε εκείνο το γαλάζιο Φως, μέσα από το οποίο έβλεπα καθαρά τον πατριάρχη, από το πρόσωπο του οποίου κυλούσε ο ιδρώτας…. Και σαν να φωτιζόταν από το Φως άρχισε να αναγιγνώσκει τις ευχές…… Και αμέσως το γαλάζιο Φως άρχισε να μεταμορφώνεται σε ένα ολόλευκο Φως όπως εκείνο της Μεταμορφώσεως του Χριστού. Εν συνεχεία το ολόλευκο εκείνο Φως μεταμορφώθηκε σε μια ολόφωτη σφαίρα σαν τον ήλιο, που έμεινε ακίνητη πάνω από την κεφαλή του πατριάρχη. Κατόπιν είδα τον πατριάρχη να κρατάει τις δεσμίδες των 33 κεριών. Και όπως ανύψωσε αργά τα χέρια του, άναψε αυτομάτως η αγία κανδήλα και οι τέσσερις δεσμίδες των κεριών του. Εκείνη τη στιγμή εξαφανίστηκε η ολοφώτεινη σφαίρα. Τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα και το σώμα μου καιγόταν ολόκληρο».
Εύχομαι να αξιωθούμε να αισθανθούμε στα κατάβαθα της ψυχής μας αυτό, που δεν μπορούμε να δούμε!
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
*Να σημειώσω ότι ο π. Μητροφάνης σε ηλικία 21 ετών κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Ποντίων αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε σε φυλακή. Μετά από μερικούς μήνες κατάφερε να δραπετεύσει από τα κάτεργα. Χωρίς πατρίδα και οικογένεια, μοναδικό σκοπό της ζωής του είχε να καταφέρει να φθάσει ζωντανός στην Ιερουσαλήμ, για να προσκυνήσει στον Τάφο του Χριστού.
Όλα τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του δραμινού συγγραφέα Χάρη Σκαρλακίδη «ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ».
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Τις μέρες μετά το Πάσχα, επιστρέφω συνεχώς και ασυνείδητα στο ίδιο ερώτημα: αν η πρωτάκουστη διαβεβαίωση «Χριστός ανέστη» περιέχει ολόκληρη την ουσία, το βάθος και το νόημα της χριστιανικής πίστης, αν κατά τα λόγια του αποστόλου Παύλου «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ...; κενή δε και η πίστις υμων» (Α' Κορ. 15,14), τι να σημαίνει τότε άραγε αυτό το γεγονός για τη ζωή μου;
Άλλο ένα Πάσχα ήρθε και έφυγε. Για άλλη μια φορά ζήσαμε αυτή την εκπληκτική νύχτα, τη θάλασσα των αναμμένων κεριών, τη μεγάλη συγκίνηση, εκεί ήμασταν ξανά, στο μέσο μιας ακολουθίας ακτινοβόλας χαράς, που ολόκληρο το περιεχόμενό της ήταν σαν ένας ύμνος αγαλλιάσεως: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια, εορταζέτω γουν πασα κτίσις την έγερσιν Χριστου, εν ω εστερέωται».
Τι χαρούμενα νικητήρια λόγια! Τα πάντα ενώνονται: ουρανός, γη και το υποχθόνιο βασίλειο του θανάτου. Ολόκληρος ο κόσμος συμμετέχει σ' αυτή τη νίκη και στην ανάσταση του Χριστού ανακαλύπτει το δικό του νόημα και τη δική του αυτοπεποίθηση.
Όμως πέρασε, η νύχτα τέλειωσε, η γιορτή ολοκληρώθηκε, αφήνουμε το φως και επιστρέφουμε στον κόσμο, κατεβαίνουμε στη γη και εισερχόμεθα πάλι στην ομαλότητα, στην καθημερινότητα, στην πραγματικότητα της ζωής μας. Και τι βρίσκουμε; Όλα είναι ίδια, τίποτε δεν άλλαξε, και φαίνεται πώς τίποτε, απολύτως τίποτε δεν έχει κάτι το κοινό με τον ύμνο που ακούσαμε στην εκκλησία, «εορταζέτω γουν πασα κτίσις την έγερσιν Χριστου, εν ω εστερέωται».
Και τώρα αμφιβολίες αρχίζουν να εισβάλλουν στην ψυχή μας. Αυτά τα τόσο όμορφα και υπέροχα λόγια -πιο όμορφα και υπέροχα από κάθε άλλο λόγο πάνω στη γη- μπορούν να είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, ένα όνειρο; Η ψυχή και η καρδιά πίνουν παθιασμένα απ' αυτά τα λόγια, αλλά ηψυχρή λογική αποφαίνεται: όνειρα, αυταπάτη!
Δυο χιλιάδες χρόνια πέρασαν και τι μπόρεσαν να κάνουν αυτά τα λόγια; Θεέ μου, πόσο συχνά οι χριστιανοί δε χαμηλώνουν το κεφάλι τους βλέποντας το, και ούτε καν προσπαθούν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια του παζλ. Άφησέ μας μόνους, μοιάζει να λένε στον κόσμο, άφησέ μας το τελευταίο πράγμα που μας απόμεινε, την άνεση και τη χαρά! Μην ανακατεύεσαι τη στιγμή που διακηρύσσουμε στις εκκλησιές, πίσω από κλειστές πόρτες, πώς ολόκληρος ο κόσμος αγάλλεται.
Αν δεν ανακατευτείς, δε θα ανακατευτούμε κι εμείς στον τρόπο με τον οποίο ευχαριστείσαι να κτίζεις, να κατευθύνεις και να ζεις σ' αυτόν τον κόσμο ...
Στη βαθύτερη όμως γωνιά της συνείδησής μας, γνωρίζουμε πώς αυτή η ατολμία και αυτός ο μινιμαλισμός, αυτή η εσωτερική φυγή σ' ένα μυστικό εορτασμό είναι ασυμβίβαστη με το αυθεντικό νόημα και τη χαρά του Πάσχα.
Ο Χριστός ή ανέστη ή δεν ανέστη. Ή το ένα ή το άλλο! Αν ανέστη (γιατί άλλωστε θα είχαμε την πασχαλινή αγαλλίαση να γεμίζει ολόκληρη τη νύχτα με φως, θρίαμβο και νίκη), αν σε μια αποφασιστική και μοναδική στιγμή στην ανθρώπινη και παγκόσμια ιστορία, αυτή η ανήκουστη νίκη πάνω στο θάνατο συνέβη πραγματικά, τότε όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν γίνει όντως διαφορετικά και νέα, είτε οι άνθρωποι το γνωρίζουν είτε όχι.
Τότε όμως εμείς, ως πιστοί, ως αυτοί που χαρήκαμε και γιορτάσαμε, έχουμε την ευθύνη να γνωρίσουν και να πιστέψουν και άλλοι, να δουν, να ακούσουν και να εισέλθουν σ' αυτή τη νίκη και σ' αυτή τη χαρά.
Οι πρώτοι χριστιανοί δεν αποκαλούσαν την πίστη τους θρησκεία, αλλά Καλά Νέα («Ευαγγέλιον»), και είχαν σκοπό να το διαδώσουν και να το διακηρύξουν στον κόσμο. Γνώριζαν και πίστευαν πώς η ανάσταση του Χριστού δεν ήταν απλώς ευκαιρία για μία ετήσια γιορτή, αλλά πηγή μιας ενεργητικής και μεταμορφωμένης ζωής. Αυτό που άκουγαν να ψιθυρίζεται, το φώναζαν «από των δωμάτων» (Ματθ. 10, 27) ...;
«Και τι μπορώ να κάνω;» απαντά η σώφρων και ρεαλιστική λογική. «Πώς μπορώ να διακηρύξω ή να φωνάξω ή να μαρτυρήσω; Εγώ, ένας αδύνατος μικρός κόκος άμμου, χαμένος ανάμεσα στις μάζες;» Η ένσταση όμως αυτή της λογικής και του «υγιούς μυαλού» είναι ένα ψέμα, ίσως το τρομερότερο και δαιμονικότερο ψέμα του σημερινού κόσμου.
Ο κόσμος μας έχει κατά κάποιο τρόπο πείσει πώς η δύναμη και η σπουδαιότητα προέρχεται μόνο από τους μεγάλους αριθμούς, τα πλήθη, τις μάζες. Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος ενάντια σε όλους τους άλλους;
Είναι όμως σωστό πως, παρά το ψέμα, η θεμελιώδης βεβαιότητα του Χριστιανισμού πρέπει να κηρυχθεί με όλη τη δύναμη και την απαράμιλλη λογική της. Ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται πως ένας άνθρωπος μπορεί να είναι δυνατότερος από κάθε άλλον, και πως αυτός ο ισχυρισμός είναι ακριβώς τα καλά νέα του Χριστού. Σκεφτείτε αυτούς τους αξιόλογους στίχους από το έργο του Μπόρις Πάστερνακ, «ο κήπος της Γεσθημανής»:
Παραιτήθηκε χωρίς έχθρα,
σαν να γύριζε δανεισμένα πράγματα,
τα θαύματά Του και τη δύναμή Του.
Και τώρα, ήταν θνητός σαν εμάς.
Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του Χριστού: άνθρωπος δίχως εξουσία, έχθρα, οποιαδήποτε επίγεια δύναμη. Ένας άνθρωπος! Εγκαταλελειμένος, προδομένος, απορριμμένος από όλους! Όμως νικητής. Ο Πάστερνακ συνεχίζει:
Βλέπεις την προέλαση των αιώνων,
σαν την πορεία προς Εμμαούς.
Μπορεί ν' ανάψει τις καρδιές στο δρόμο.
Λόγω της φοβερής μεγαλοσύνης
που υπάρχει στο εθελούσιο μαρτύριο,
κατεβαίνω μέχρι τον τάφο.
Κατεβαίνω στον τάφο
και στην Τρίτη μέρα «αναστήσομαι»,
Και σαν τις σχεδίες που πλέουν στο ποτάμι,
έτσι σε μένα για την κρίση,
όπως οι μαούνες στη σειρά,
οι αιώνες, από το σκοτάδι, θα έρχονται παρασυρμένοι ...
«Μπορεί ν' ανάψει τις καρδιές στο δρόμο ...». Στη φράση «μπορεί ν' ανάψει» βρίσκουμε το κλειδί της απάντησης στις αμφιβολίες της «σώφρονος» λογικής.
Τι θα συνέβαινε αν ο καθένας που έχει ζήσει τη χαρά της ανάστασης, που έχει ακούσει για τη νίκη της, που πίστεψε σ' αυτό που επιτελέστηκε, άγνωστο στον κόσμο, αλλά μέσα στον κόσμο και χάριν αυτού, αν ο καθένας μας, ξεχνώντας τους μεγάλους αριθμούς, τα πλήθη και τις μάζες, μετέδιδε αυτή τη χαρά και αυτή την πίστη μόνο σε έναν άλλον άνθρωπο, άγγιζε μόνο μια άλλη ανθρώπινη ψυχή;
Αν αυτή η πίστη και η χαρά μπορούσε να είναι μυστικά παρούσα σε κάθε συζήτηση, ακόμη και στην πιο ασήμαντη, στις κοινές πραγματικότητες της καθημερινής μας ζωής, θα άρχιζε αμέσως, εδώ και τώρα, σήμερα να μεταμορφώνεται ο κόσμος και η ζωή.
Ο Χριστός είπε, «ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως» (Λουκ.17,20). Η Βασιλεία του Θεού έρχεται με δύναμη, φως και νίκη κάθε φορά που οι πιστοί τη μεταφέρουν μαζί τους από την εκκλησία στον κόσμο, και αρχίζουν να τη ζουν στη ζωή τους. Τότε τα πάντα, πάντοτε και κάθε στιγμή «μπορούν ν' ανάψουν τις καρδιές στο δρόμο ...».
Πηγή: Ψήγματα Ορθοδοξίας
Χριστιανός σημαίνει μικρός Χριστός κι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος, ἄρα χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάρμοστο καί ξένο στόν χριστιανό νά ἀναζητᾶ τίς εὐκολίες καί τήν ἀνάπαυση. Ὁ Κύριός σου καρφώθηκε στό σταυρό κι ἐσύ ἐπιζητᾶς τήν ἄνεση καί ζῆς μέ πολυτέλεια;
Ἄν ἀγαπᾶς τόν Κύριό σου, πέθανε ὅπως Ἐκεῖνος. Σταύρωνε τόν ἑαυτό σου, ἔστω κι ἄν δέν σέ σταυρώνει κανείς. Καί σταυρός εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς κακίας καί τῆς ζήλειας σου. Σταυρώνεις τό «ἐγώ» σου, ὅταν ἀρνεῖσαι νά ἱκανοποιήσεις τίς κακές ἐπιθυμίες σου. Κρεμᾶς τόν ἑαυτό σου στό σταυρό, ὅταν ἀφήνεις τόν Θεό νά κατευθύνει τή ζωή σου χωρίς τίς δικές σου λογικές παρεμβάσεις. Πεθαίνεις σάν τόν Κύριό σου, ὅταν ὑποτάσσεσαι στό θέλημά του χωρίς τά ἀτέλειωτα «γιατί».
Ὁ Κύριος ζήτησε καί ζητᾶ νά τόν ἀκολουθήσουν ὅσοι εἶναι ἀποφασισμένοι νά σηκώσουν τό σταυρό τους, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν, νά ἀρνηθοῦν τίς ἀπολαύσεις καί τήν τρυφή. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀσφάλεια καί τίς ἡδονές τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἐχθρός τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ πού ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ καί σηκώνει μέ ὑπομονή γιά χάρη...
τοῦ Ἐσταυρωμένου του Κυρίου!
Πηγή: imaik, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Μία σταγόνα δάκρυ γιὰ τὸ ἀγαπημένο καὶ πολυαδικημένο σπλάχνο της.
Καινούργιο μὰ καὶ τόσο παλαιό, ἀπὸ τότε ποὺ διωγμένη ἔφυγε μαζί του, βρέφος τότε, πρὸς στὴν Αἴγυπτο.
Τὸ δάκρυ τῆς Παναγίας γιὰ ὅλους ἐμᾶς, γιὰ τὸν καθένα μας προσωπικά, ὁ πόνος τῆς Παναγίας μας ποὺ συμπονᾶ καὶ μὲ τὸν δικό μας πόνο στὸ διάβα τῆς ζωῆς μας.
Δάκρυ λύπης ἅδου μὰ καὶ χαρᾶς παραδεισένιας σὰν ἀντικρυσε Τὸν Υἱό της νὰ λάμπει αὐγαζόμενος μέσα στὴν λαμπρή τῆς Ἀναστάσεώς του.
Τὰ δάκρυ κάθε Μητέρας πάνω στὴν γῆ ποὺ τὰ σπλάχνα της ποὺ ἔχουν γίνει τόσο πλατειὰ νὰ ἀγκαλιάσουν ὅλη τὴν πλάση.
Μία σταγόνα, μὰ ἕνας ὁλόκληρος ὠκεανὸς μαζὶ ποὺ ἀνέπλασε ὁλάκερο τὸ σύμπαν.
Τὸ δάκρυ τῆς Παναγίας Μητέρας μας!
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Το Άγιο και Μεγάλο Σάββατο είναι μια ξεχωριστή ημέρα για την Εκκλησία μας. Τιμάμε κατ’ αυτή τη θεόσωμη ταφή και την εις Άδου κάθοδο του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού. Την οδύνη μας για τα σωτήρια παθήματα του Λυτρωτή μας διαδέχεται η θλίψη, η σιωπή και η περισυλλογή.
Με την καρδιά σφιγμένη από τη βίωση των Αγίων Παθών της Μεγάλης Παρασκευής, βιώνουμε την αγία αυτή ημέρα έναν μεγάλο θρίαμβο, το μυστήριο της μεγαλύτερης πάλης όλων των εποχών, της μάχης του Χριστού με τον Άδη. Της πάλης της ζωής με το θάνατο.
Εκεί στο σκοτεινό και ανήλιο τόπο των βασάνων, στο φοβερό και αδυσώπητο δεσμωτήριο των ψυχών, στο θλιβερό μεταθανάτιο προορισμό του ανθρώπου, εκείνο το υπερευλογημένο Σάββατο ο Αρχηγός της Ζωής νίκησε το θάνατο με το δικό Του θάνατο και απάλλαξε την ανθρωπότητα από την τυραννία του Σατανά. Τον σύντριψε και κατέλυσε το σκοτεινό του βασίλειο. Για τους πιστούς του Χριστού η κυριαρχία του διαβόλου, ο θάνατος και ο Άδης αποτελούν πια εφιαλτικό παρελθόν, ένα φρικιαστικό όνειρο, το οποίο δε μπορεί να επαναληφτεί, διότι η βασιλεία του Χριστού μας είναι πια η μόνη πραγματικότητα, η ατέρμονη πορεία προς τη θέωσή μας και καμιά αντίθεη δύναμη δε μπορεί να την ματαιώσει και να την καταλύσει!
Ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας, αφού καταδέχτηκε να υποστεί τα επώδυνα παθήματα και να θανατωθεί επάνω στο σταυρό, το πνεύμα Του, ενωμένο αδιάσπαστα με τη θεότητά Του, κατήλθε «εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψε μοχλούς αιωνίους» κατά τον ιερό υμνογράφο του Πάσχα. Κατέβηκε στον παμφάγο Άδη για να συνεχίσει και εκεί το απολυτρωτικό Του έργο. Κατέβηκε στο φοβερό εκείνο τόπο, όπου βρισκόταν τα πνεύματα όλων των ανθρώπων φυλακισμένα και διατελούντα σε αφάνταστη διαρκή τυραννία για να λύσει τα πικρά προαιώνια δεσμά τους.
Ο Άδης υπήρξε εφεύρημα του διαβόλου για να κατακρατεί τα πνεύματα των ανθρώπων σε παντοτινή αιχμαλωσία και τιμωρία και να τα εμποδίζει να αναχθούν στην σφαίρα της κατά χάριν θεώσεώς των, όπως ήταν πλασμένα και προορισμένα, εκεί όπου «ο σκώληξ ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται» (Μαρκ.9,43). Παρακινημένος από ασύλληπτο μίσος κατά του Θεού και μη μπορώντας να πλήξει Αυτόν, ξέσπασε κατά του κορυφαίου δημιουργήματός Του, τον άνθρωπο. Δεν άντεχε να βλέπει τον άνθρωπο να ευδαιμονεί κοντά στο Θεό και γι’ αυτό τον παρέσυρε στην αμαρτία και τον απομάκρυνε από Εκείνον.
Η βαριά πύλη του Άδη, της φρικτής κολάσεως, άνοιξε την αποφράδα εκείνη ημέρα της πτώσεως των πρωτοπλάστων, όχι την ώρα που «έφαγαν τον καρπό» της γνώσεως του καλού και του κακού, αλλά την ώρα του φοβερού διαλόγου τους με το Θεό, όπου δεν εξεδήλωσαν ίχνος μεταμέλειας για την παρακοή τους. Όταν μετέθεταν την ευθύνη της παρακοής τους ακόμη και σ’ αυτόν το Δημιουργό τους! Την ίδια ημέρα ο «Κήπος της Εδέμ» έκλεισε οριστικά για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο. Το χερουβίμ με την φλόγινη ρομφαία φύλαγε την πύλη του Παραδείσου, ώστε να μην εισέλθει κανένας, όσο δίκαιος και αν ήταν (Γεν.3,24). Προορισμός λοιπόν πάντων, δικαίων και αδίκων ήταν το φρικτό δεσμωτήριο του σκοτεινού Άδη.
Είναι θεμελιώδης πίστη της Εκκλησίας μας πως τα «πεπεδημένα» πνεύματα των ανθρώπων στον Άδη ανέμεναν και αυτά την απολύτρωσή τους. Οι θεόπνευστοι προφήτες και οι δίκαιοι της παλιάς εποχής προανήγγειλαν και καλλιεργούσαν τη βέβαιη ελπίδα της απολυτρώσεώς τους από τα βάσανα της κολάσεως στο Θείο Πρόσωπο του αναμενόμενου Μεσσία, ο Οποίος θα έσωζε «παγγενή τον Αδάμ». Ο Κύριος «θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει» (Α΄ Βασιλ.2,6).
Ο Ωσηέ είχε προφητεύσει: «Υγιάσει (ο Κύριος) ημάς μετά δύο ημέρας, εν τη τρίτη ημέρα εξαναστηθώμεθα και ζησόμεθα ενώπιον αυτού» (Ωσηέ 6,1). Ο Ησαΐας προείπε: «Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις» (Ησ.26,19). Επίσης ο Ψαλμωδός προφήτευσε: «Κατέβη εις άδου η δόξα σου, η πολλή ευφροσύνη σου» (Ησ.14,13), προαναγγέλλοντας σαφώς την κάθοδο του Μεσσία στον Άδη. Βεβαίως δεχόμαστε την εκδοχή πως, όπως και στη γη, υπήρχαν και στον κόσμο των ψυχών άπιστοι, οι οποίοι δεν είχαν την ελπίδα της σωτηρίας και φυσικά δεν πίστεψαν στο κήρυγμα του Χριστού και εν τέλει αποτέλεσαν τους ένοικους του Άδη μετά τη συνανάσταση των νεκρών.
Ο απόστολος Πέτρος αναφέρει κατηγορηματικά πως ο Κύριος μετά την εκπνοή Του ως άνθρωπος επί του σταυρού «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι, εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν» (Α΄Πετρ.3,19). Κατέβηκε στον Άδη για να κηρύξει το ευαγγέλιο της σωτηρίας και στις αιχμάλωτες ψυχές. Το ίδιο και ο απόστολος Παύλος αναφέρει πως: ο Χριστός «κατέβη εις τα κατώτερα μέρη της γης . ίνα πληρώσει τα πάντα» (Εφεσ.4,9), θέλοντας να δηλώσει την κάθοδο του Κυρίου στον Άδη, σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής του, περί «υπογείου δεσμωτηρίου».
Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας μας, η οποία αντλήθηκε από θεόπνευστες μαρτυρίες, η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη υπήρξε επεισοδιακή. Μπήκε σαν τον πιο δοξασμένο στρατηλάτη, ματωμένο από τις νικηφόρες μάχες, καταλαμβάνοντας το κάστρο των αντιπάλων του, για να εκδικηθεί σκληρά τους τυράννους του λαού του. Ο προφητάναξ Δαβίδ προείδε ως εξής το φοβερό αυτό γεγονός στον 23ο Ψαλμό, (στ.7-10): Οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι συνόδευαν το πνεύμα του Κυρίου στάθηκαν έξω από τη φοβερή και ζοφερή φυλακή των ψυχών, τον τρομερό τόπο της βασάνου, τον Άδη και φώναζαν γοερά: «άρατε πύλας οι άρχοντες υμών, και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης».
Οι σκοτεινοί δαίμονες της κολάσεως ρωτούσαν: «Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;». Οι άγγελοι απάντησαν: «Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω»! Ο Ησαΐας είχε προφητεύσει την ήττα του Άδη: «Ο άδης κάτωθεν επικράνθη συναντήσας σοι, συνηγέρθησαν (εν Αυτώ) πάντες» (Ησ.53,4). Και επίσης ο Ιώβ προείπε: «Ανοίγονται δε σοι πύλαι θανάτου, πυλωροί δε άδου ίδονταί σε έπτηξαν» (Ιωβ 38,17). Ο προφήτης Ωσηέ σκιρτώντας από άκρατο ενθουσιασμό φώναζε να το ακούσουν όλοι οι άνθρωποι «Πού σου η δίκη σου, θάνατε, πού το κέντρον σου άδη;» (Ωσηέ 13,14).
Αμέσως σωριάστηκαν οι μεγάλες πύλες και εισήλθε ο Χριστός στα απόρθητα ως τότε βασίλεια του Διαβόλου, ως ελευθερωτής των ψυχών, που ήταν δέσμιες από την αρχή της ιστορίας. Άπλετο ουράνιο φως φώτισε για πρώτη φορά τον ανήλιο καταχθόνιο τόπο της κολάσεως. Για πρώτη φορά αγαλλίασαν οι δύσμοιρες δέσμιες ψυχές. Περισσότερο χάρηκαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι είδαν να πραγματοποιείται το προφητικό τους κήρυγμα, διότι έφθασε η πολυπόθητη ημέρα της σωτηρίας του κόσμου. Ο πλέον περιχαρής ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο οποίος σύμφωνα με την εκκλησιαστική μας παράδοση, υπήρξε ο προδρομικός κήρυκας του Χριστού και στον Άδη. Ο Χριστός κήρυξε στα εκεί πνεύματα το ευαγγέλιο της σωτηρίας και όσα από αυτά πίστεψαν στο κήρυγμά Του συναναστήθηκαν μαζί Του, «λύσας τας ωδύνας του θανάτου» σ’ αυτούς (Παρξ.2,24).
Οι ιεροί υμνογράφοι του Μεγάλου Σαββάτου απέδωσαν με άφθαστη ποιητικότητα και λυρισμό το μέγα γεγονός της ευλογημένης καθόδου του Κυρίου στον Άδη, της θριαμβευτική Του νίκη κατά του διαβόλου και της καταργήσεως του θανάτου. «Σήμερον. υπνοί η ζωή και Άδης τρέμει, και Αδάμ των δεσμών απολύεται.» (1ο τροπ. αίνων, όρθρου Μ. Σαββάτου). «Δεύτε ίδωμεν την ζωήν ημών εν τάφω κειμένην, ίνα τους εν τάφοις κειμένους ζωοποιήση.» (3ο τροπ.αίνων, όρθρου Μ. Σαββάτου). «Σήμερον ο Άδης στένων βοά, κατελύθη μου η εξουσία. εγώ είχον τους νεκρούς απ’ αιώνος, αλλά ούτος ιδού πάντας εγείρει.»
(2ο στιχ. Εσπερινού του Πάσχα). «Σήμερον ο Άδης στένων βοά, κατεπόθη μου το κράτος. Ο Ποιμήν εσταυρώθη, και τον Αδάμ ανέστησεν, ώνπερ εβασίλευον εστέρημαι, και ους κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα. Εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς, και ου ισχύει του θανάτου το κράτος.» (3ο στιχ. Εσπερινού Πάσχα)!
Ο θάνατος του Κυρίου και η εκ νεκρών ανάστασή Του συντέλεσαν στη δική μας ζωοποίηση και αναγέννηση: «αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου διά παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ.2,14-15). Δεν υπάρχει πια θάνατος για τους πιστούς του Χριστού, διότι «ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα ημών» (Ρωμ.8,11). Δεν υπάρχει αιώνιο δεσμωτήριο να τους κατακρατεί σε ανήλια και αραχνιασμένα διαμερίσματα, μακριά από το ανέσπερο φως του Χριστού. Ο φοβερός άδης υπάρχει για τους αμετανόητους αρνητές και εχθρούς του Χριστού, οι οποίοι θα βασανίζονται εκεί αιωνίως μαζί με τους εντολοδόχους τους αγγέλους της κολάσεως (Ματθ.25,41). Αντίθετα με αυτούς, οι δίκαιοι θα κληρονομήσουν «την ητοιμασμένην βασιλείαν (Του) από καταβολής κόσμου» (Ματθ.25,34).
Αφού νικήθηκε πια ο διάβολος, καταργήθηκε ο θάνατος και έκλεισαν οι πύλες του Άδη, έχουμε κάθε λόγο να βρισκόμαστε σε ψυχική κατάσταση μόνιμης χαράς και ευφροσύνης, διότι ο Αναστάς Κύριος έχει καταργήσει το χειρότερό μας εχθρό, το θάνατο με το δικό Του θάνατο! «Ο Θεός ερρύσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εις την βασιλείαν του υιού της αγάπης αυτού, εν ω έχομεν την απολύτρωσιν, την άφεσιν των αμαρτιών» (Ρωμ.6,15). Υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία από αυτή; Ο εξαίσιος υμνογράφος του Πάσχα δικαιολογημένα προτρέπει ολόκληρη τη δημιουργία σε αέναη ευφροσύνη και ατελεύτητη πανήγυρη: «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω, εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας και αόρατος! Χριστός γαρ εγήγερται ευφροσύνη αιώνιος»!
Στους νοητούς στεναγμούς του Άδη, στους απέλπιδες καγχασμούς των εχθρών του Αναστάντος Χριστού μας και στους θλιβερούς γρυλλισμούς των αρνητών της Αναστάσεώς Του, εμείς οι λελυτρωμένοι, εν «χαρά ανεκλαλήτω και δεδοξασμένη» (Α΄Πετρ.1,8), αντιπαραθέτουμε την ιλαρότητά μας και καταρτίζουμε ασίγαστο αίνο και επινίκια ωδή στο Μεγάλο Νικητή του Πάσχα. Η πίστη μας σ’ Αυτόν δεν είναι ένα ρηχό θεωρητικό σχήμα και ο εορτασμός της λαμπροφόρου Αναστάσεώς Του, δεν είναι μια επετειακή και ευκαιριακή ανάπαυλα, αλλά μόνιμη και βαθύτατη οντολογική βίωση του υπέρτατου μυστηρίου της εν Χριστώ απολυτρώσεώς μας.
Με άκρατο ενθουσιασμό, κραυγάζουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, για να ακουστεί σε όλους τους κόσμους, για να χαροποιήσει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη: «μηδείς φοβείσθω θάνατον΄ ηλευθέρωσεν γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην»(Migne P.G.59,721)!
Στη Θεόσωμη Ταφή του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού
και στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, και στην κάθοδο του Κυρίου στον Άδη, που έγινε κατά παράδοξο τρόπο μετά το σωτήριο πάθος.
***
1. Τι είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα; Μεγάλη σιωπή είναι απλωμένη στη γη. Μεγάλη σιωπή και ηρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί κοιμάται ο Βασιλιάς. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, επειδή ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε. Ο Θεός με το σώμα πέθανε, και τρόμαξε ο Άδης. Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε, και ανέστησε αυτούς που βρίσκονταν στον Άδη. Πού είναι τώρα οι προ ολίγου ταραχές και οι φωνές και οι παράνομοι θόρυβοι κατά του Χριστού; Πού είναι οι όχλοι και οι εξεγέρσεις και οι στρατιωτικές φρουρές και τα όπλα και οι λόγχες; Πού είναι οι βασιλιάδες και οι ιερείς και οι δικαστές οι καταδικασμένοι; Πού είναι οι αναμμένες δάδες και τα μαχαίρια και οι άτακτες κραυγές; Πού είναι οι όχλοι που εφρύαξαν και η άσεμνη κουστωδία; Εξαφανίστηκαν πραγματικά, γιατί στ’ αλήθεια πραγματικά οι όχλοι έκαναν σχέδια ανόητα και μάταια. Σκόνταψαν πάνω στον ακρογωνιαίο λίθο, τον Χριστό και συντρίφτηκαν οι ίδιοι. Χτύπησαν με μανία τη στέρεη Πέτρα, αλλά διαλύθηκαν σε αφρούς, όπως τα κύματα που κτυπούν στο βράχο. Χτύπησαν πάνω στο ανίκητο αμόνι και οι ίδιοι κομματιάστηκαν. Ανύψωσαν στο ξύλο του Σταυρού την πέτρα και αυτή κύλησε και τους θανάτωσε. Όπως οι Φιλισταίοι τον δυνατό Σαμψών, έδεσαν και αυτοί τον Ήλιο Χριστό, αυτός όμως έσπασε τις πανάρχαιες αλυσίδες και εξόντωσε τους αλλοφύλους και παράνομους. Έδυσε ο Θεός, ο Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, στη γη και πλάκωσε με πηχτό σκοτάδι τους Ιουδαίους.
2. Σήμερα ήλθε η σωτηρία σ’ αυτούς που βρίσκονται στη γη και σ’ αυτούς που απ’ την αρχή των αιώνων βρίσκονται κάτω απ’ τη γη. Σήμερα ήλθε η σωτηρία στον ορατό και αόρατο κόσμο. Σήμερα είναι διπλή η παρουσία του Δεσπότη Χριστού. Διπλή η φιλανθρωπία, διπλή η κατάβαση μαζί και συγκατάβαση, διπλή η επίσκεψη προς τους ανθρώπους. Κατεβαίνει ο Θεός από τον ουρανό στη γη κι από τη γη στα καταχθόνια. Ανοίγονται οι πύλες του Άδη. Χαρείτε όλοι εσείς που κοιμάσθε απ’ την αρχή των αιώνων. Υποδεχτείτε το μέγα φώς όσοι κάθεστε στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου. Ερχεται ο Δεσπότης ανάμεσα στους δούλους. Ερχεται ο Θεός ανάμεσα στους νεκρούς. Ερχεται η ζωή ανάμεσα στους θνητούς. Ερχεται ο αθώος ανάμεσα στους ενόχους. Ερχεται το φώς που δεν σβήνει ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι. Ερχεται ο ελευθερωτής ανάμεσα στους αιχμαλώτους. Ερχεται Αυτός που βρίσκεται πιο πάνω από τους ουρανούς, μεταξύ αυτών που βρίσκονται κάτω απ’ τη γη. Ήλθε ο Χριστός στη γη και πιστέψαμε. Κατέβηκε ο Χριστός στους νεκρούς, ας κατεβούμε μαζί Του κι ας δούμε τα μυστήρια που έγιναν εκεί. Ας γνωρίσουμε του κρυμμένου Θεού τα κρυμμένα θαυμάσια που έκαμε κάτω απ’ τη γη. Ας μάθουμε πως έλαμψε το κήρυγμα και στους κατοίκους του Άδη.
3. Τί συνέβη λοιπόν; Κατεβαίνοντας ο Θεός στον Άδη τους σώζει όλους χωρίς εξαίρεση; Όχι βέβαια, αλλά κι εκεί σώζει όσους πίστεψαν. Χθες είδαμε το έργο της σωτηρίας, σήμερα την εκδήλωση της εξουσίας. Χθες είδαμε την αδυναμία, σήμερα την κυριαρχία Του. Χθες φάνηκαν τα σημάδια της ανθρώπινης φύσεως Του, σήμερα της θεϊκής φύσεως. Χθες Τον ράπιζαν, σήμερα ραπίζει με την αστραπή της θεότητος τον χώρο του Άδη. Χθες τον έδεναν, σήμερα Αυτός δένει τον τύραννο – διάβολο με άλυτα δεσμά. Χθες καταδικαζόταν, σήμερα χαρίζει ελευθερία στους καταδίκους. Χθες Τον περιγελούσαν οι υπηρέτες του Πιλάτου, σήμερα οι θυρωροί του Άδη όταν Τον είδαν γέμισαν φρίκη.
4. Ακουσε όμως το πάθος του Χριστού, που ξεπερνά τη δύναμη του λόγου. Ακουσε και ύμνησε. Ακουσε και δόξασε του Θεού τα μεγάλα θαυμάσια. Πως υποχωρεί πλέον ο Μωσαϊκός Νόμος και ανθίζει η Χάρη του Χριστού. Πως τα σύμβολα και οι τύποι φεύγουν και διακηρύσσεται η αλήθεια. Πως χάνονται οι σκιές και ο ήλιος γεμίζει την οικουμένη. Πως η Παλαιά Διαθήκη αχρηστεύθηκε πια και πως η Καινή Διαθήκη επικυρώνεται. Πως τα παλιά πέρασαν και τα νέα άνθισαν. Δύο λαοί παραβρέθηκαν στη Σιών κατά το χρόνο του πάθους του Χριστού, ( ο Ιουδαϊκός μαζί με τον ειδωλολατρικό). Δύο βασιλιάδες, ο Πιλάτος και ο Ηρώδης. Δύο Αρχιερείς, ο Αννας και ο Καϊάφας. Έτσι τελούνται μαζί και τα δύο Πάσχα. Και παύει οριστικά το Ιουδαϊκό, αρχίζει δε το Χριστιανικό Πάσχα.
Το ίδιο βράδυ προσφέρονται δύο θυσίες, επειδή και δύο σωτηρίες – των ζωντανών και των νεκρών – έγιναν. Και ο μεν λαός των Ιουδαίων έδενε για να σφάξει τον Αμνό του Θεού, ο δε λαός των ειδωλολατρών γνώριζε το σαρκωμένο Θεό. Και οι μεν Ιουδαίοι αφού έδεναν τον Χριστό, τον έδιωχναν ( όπως τον αποδιοπομπαίο τράγο), ενώ οι ειδωλολάτρες τον υποδέχονταν με προθυμία. Έτσι, ταυτόχρονα, οι μεν Ιουδαίοι πρόσφεραν θυσία ζώου, οι δε ειδωλολάτρες θυσία του Θεού που φόρεσε ανθρώπινο σώμα.
5. Τη θυσία αυτού του Πάσχα οι μεν Ιουδαίοι την πρόσφεραν σε ανάμνηση της διαβάσεως τους από την Αίγυπτο, οι δε ειδωλολάτρες προανήγγελλαν με αυτή τη λύτρωση από την πλάνη των ειδώλων. Και πού συνέβαιναν αυτά; Στη Σιών, την πόλη του Βασιλέως του μεγάλου, στην οποία πραγματοποίησε τη σωτηρία του κόσμου στο κέντρο της γης, ο Ιησούς ο Υιός του Θεού που φανερώθηκε με τη γέννησή του ανάμεσα σε δύο ζώα (βόδι και γαϊδούρι). Ανάμεσα στις δύο υπάρξεις, της σαρκός και του πνεύματος, τις οποίες συμβόλιζαν τα δύο ζώα. Αυτός που φανερώθηκε ζωή, γεννημένος από τη ζωή, και χορηγός της ζωής. Που γεννήθηκε στη φάτνη, ανάμεσα σε αγγέλους και ανθρώπους. Που στάθηκε ανάμεσα στους δύο λαούς και τους ένωσε σαν λίθος ακρογωνιαίος. Αυτός που προφητεύθηκε μεταξύ του Νόμου και των Προφητών. Που εμφανίστηκε μεταξύ του Μωυσή και του Ηλία πάνω στο Θαβώρ. Που ανάμεσα στους δύο ληστές, αποκαλύφθηκε σαν Θεός στον ευγνώμονα Ληστή. Αυτός που κάθεται ως Κριτής αιώνιος εκεί που τελειώνει η παρούσα ζωή και αρχίζει η μέλλουσα. Και εμφανίζεται σήμερα μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών, χαρίζοντας διπλή γέννηση μαζί και αναγέννηση. Και άκουσε τα περιστατικά και χειροκρότησε τα θαύματα της διπλής γεννήσεως του Χριστού.
6. Άγγελος ευαγγελίσθηκε στη Θεοτόκο Μαρία τη μητρική γέννηση του Χριστού και άγγελος έφερε στη Μαρία τή Μαγδαληνή το χαρμόσυνο άγγελμα της αναστάσεως του Χριστού από τον τάφο. Νύχτα γεννιέται ο Χριστός στη Βηθλεέμ και νύχτα πάλι στη Σιών ξαναγεννιέται από τους νεκρούς. Σε σπήλαιο από πέτρα γεννιέται ο Χριστός και σε σπήλαιο πάλι από πέτρα ξαναγεννιέται. Με σπάργανα καταδέχεται να τυλιχθεί και στη γέννηση και στην ταφή του. Εκεί δέχεται σμύρνα που του προσφέρουν οι Μάγοι και εδώ καταδέχεται σμύρνα και αλόη και ταφή από τα χέρια του Ιωσήφ και του Νικόδημου.
Εκεί τον υπηρετεί ο Ιωσήφ ο άνδρας της Μαρίας που δεν ήταν άνδρας της και εδώ ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία. Εκεί πρώτοι οι ποιμένες ευαγγελίζονται τη γέννηση του Χριστού, αλλά και ποιμένες πρώτοι απ’ όλους, οι Μαθητές του Χριστού, ευαγγελίσθηκαν την αναγέννηση του από τους νεκρούς. Εκεί ο Αγγελος φώναξε στην Παρθένο το «χαίρε» και εδώ ο Χριστός, ο Αγγελος της μεγάλης αποφάσεως «χαίρετε» φώναξε στις Μυροφόρες. Στην πρώτη του γέννηση ο Χριστός, ύστερα από σαράντα ημέρες, μπήκε στην επίγεια Ιερουσαλήμ, στο Ναό, και πρόσφερε στο Θεό, σαν πρωτότοκος, ένα ζευγάρι τρυγόνια. Αλλά και κατά την αναγέννηση του από τους νεκρούς ο Χριστός, ύστερα από σαράντα ημέρες αναλήφθηκε στην άνω Ιερουσαλήμ, την οποία δεν είχε αποχωριστεί, στα πραγματικά Άγια των Αγίων, σαν άφθαρτος πρωτότοκος από τους νεκρούς, και πρόσφερε στο Θεό Πατέρα δύο πάναγνα τρυγόνια:τη ψυχή και τη σάρκα τη δική μας. Και εκεί πάνω τον υποδέχτηκε ο Συμεών, ποιός; « Ο παλαιός των ημερών», ο προαιώνιος Θεός, σαν σε αγκαλιά, μέσα στον κόλπο του, απερίγραπτα από γλώσσα ανθρώπινη. Εάν δε όλα αυτά τα ακούς σαν μύθο και όχι με αληθινή πίστη, τότε σε κατηγορούν οι απαραβίαστες σφραγίδες του Δεσποτικού μνήματος της Αναστάσεως του Χριστού. Γιατί, όπως ο Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο, αφήνοντας σφραγισμένες τις κλειδαριές της παρθενίας, αυτές που είναι τοποθετημένες εκ φύσεως σ’ όλες τις γυναίκες και τις ανοίγει η μητρότητα, έτσι ακριβώς έγινε και η εκ νεκρών Ανάσταση του Χριστού, χωρίς να ανοίξουν οι σφραγίδες του τάφου.
7. Πώς δε και πότε και από ποιον ενταφιάζεται ο Χριστός, η ζωή; Ας ακούσουμε τι λένε τα ιερά γράμματα: « Όταν βράδιασε, ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος, που λεγόταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού» (Ματθ. 27, 57, Μαρκ. 15, 43). Παρουσιάστηκε θνητός στο θνητό, ζητώντας να πάρει τον Θεόν των ανθρώπων! Ο πηλός ζητά από τον πηλό να πάρει τον Πλάστη των όλων! Το χορτάρι από το χορτάρι, να πάρει την ουράνια φωτιά! Η τιποτένια σταγόνα ζητά από την άλλη σταγόνα να της δώσει τόν ωκεανό! Ποιός είδε; Ποιός άκουσε ποτέ αυτό το ανήκουστο; Ένας άνθρωπος να χαρίζει στόν άλλο τον Ποιητή των όλων! Ένας κριτής άκριτος τον Κριτή των κριτών, να επιτρέπει σαν κατάδικο να τον θάψουν! Όταν, λοιπόν, βράδιασε, ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος, ονομαζόμενος Ιωσήφ. Πραγματικά πλούσιος, εφόσον πήρε ολόκληρη την υπόσταση του Κυρίου. Αληθινά πλούσιος, εφόσον έλαβε από τον Πιλάτο την διπλή ύπαρξη του Χριστού. Πλούσιος, γιατί αξιώθηκε να πάρει τον πολύτιμο μαργαρίτη. Πραγματικά πλούσιος, γιατί πήρε στα χέρια του θησαυροφυλάκιο, που ήταν γεμάτο με το θησαυρό της θεότητος! Πώς να μην είναι πλούσιος, αυτός που απόκτησε τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε σαν δώρο Αυτόν που τρέφει και κυβερνά τους πάντας; « Όταν δε βράδιασε». Αρα είχε δύσει πια στον Άδη ο ήλιος της δικαιοσύνης. Γι αυτό ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος, λεγόμενος Ιωσήφ, από την Αριμαθαία, που έμενε κρυμμένος γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους. Μαζί του ήρθε και ο Νικόδημος, που είχε επισκεφθεί τον Ιησού κάποια νύχτα ( Ιωαν. 3, 1-2, 19, 39).
8. Ω μυστήρια, πιο απόκρυφα από όλα τα μυστήρια! Δύο κρυφοί μαθητές έρχονται να κατακρύψουν τον Ιησού στον τάφο. Και με τη δική τους απόκρυψη, διδάσκονται το κρυμμένο στον Αδη μυστήριο του Θεού που κρύφτηκε κάτω από τη σάρκα, ξεπερνώντας ο ένας τον άλλο στη θερμή διάθεση προς τον Χριστό. Ο μεν Νικόδημος μεγαλόδωρος στην προσφορά της σμύρνας και της αλόης, ο δε Ιωσήφ αξιέπαινος για την τόλμη και το θάρρος που έδειξε απέναντι στον Πιλάτο. Γιατί αφού πέταξε από πάνω του κάθε φόβο, παρουσιάστηκε με τόλμη στον Πιλάτο, ζητώντας το σώμα του Ιησού. Όταν δε παρουσιάστηκε, φέρθηκε με πολλή εξυπνάδα, για να πετύχει το σκοπό του. Γι αυτό δεν χρησιμοποιεί, μιλώντας στον Πιλάτο, υπερήφανες εκφράσεις, μήπως τον κάνει να θυμώσει και χάσει το αίτημά του. Ούτε του λέει, δος μου το σώμα του Ιησού, που σκοτείνιασε πριν λίγο τον ήλιο, που έσχισε τις πέτρες, που άνοιξε τη γη και έσχισε στα δύο το καταπέτασμα του ναού. Τίποτε τέτοιο δεν λέει στον Πιλάτο. Αλλά τι του λέει;
9. Ένα μηδαμινό αίτημα, άρχοντά μου, και μικρό για όλους ήρθα να σου ζητήσω. Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου, που συ καταδίκασες σε θάνατο, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του ξένου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού που κρέμμεται γυμνός, του Ιησού, του γιού του περιφρονημένου μαραγκού, του δεμένου, που βρίσκεται εκτεθειμένος στο ύπαιθρο, του ξένου και αγνώριστου ανάμεσα στους ξένους και κοντά σ’ όλα αυτά βρίσκεται κρεμμασμένος και αξιοκαταφρόνητος.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήρθε εδώ από μακρινή χώρα, για να σώσει τον άνθρωπο, τον ξενιτεμένο από την ουράνια πατρίδα του.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη, για να ανυψώσει τον ξένο.
Δος μου αυτόν τον ξένο, επειδή, μόνο αυτός είναι πραγματικά ξένος.
Δος μου αυτόν τον ξένο, του Οποίου τη χώρα δεν γνωρίζουμε εμείς οι ξενιτεμένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, του Οποίου τον Πατέρα, δεν ξέρουμε εμείς οι αποξενωμένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, του Οποίου τον τρόπο και τον τόπο αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που έζησε τη ζωή και το βίο του ξενητεμένου, ανάμεσα στους ξενητεμένους.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που δεν έχει εδώ που να γύρει το κεφάλι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος ανάμεσα στους ξένους, άστεγος, γεννήθηκε στη φάτνη.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν βρέφος ακόμη από τη φάτνη, έφυγε για να σωθεί από τον Ηρώδη.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που από τα σπάργανά του ακόμη ξενιτεύθηκε στην Αιγυπτο.
Δος μου αυτόν, που δεν είχε ούτε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι, ούτε καμιά μόνιμη κατοικία, ούτε κανένα συγγενή. Αλλά σε ξένη χώρα κατοίκησε μαζί με τη μητέρα Του, αυτός που κατέχει τα πάντα.
Άρχοντά μου, επίτρεψε μου να σκεπάσω αυτόν που κρέμμεται γυμνός στο ξύλο του Σταυρού, γιατί Αυτός σκέπασε της δικής μου φύσεως τη γυμνότητα.
Δος μου να θάψω αυτόν το νεκρό, ο Οποίος έθαψε την αμαρτία μου στα νερά του Ιορδάνη. Για ένα νεκρό σε ικετεύω, που αδικήθηκε από όλους, που προδόθηκε από το μαθητή του, που εγκαταλείφθηκε από τους φίλους του, που διώχθηκε από τα αδέλφια του που τον έδειρε ο δούλος του!
Για ένα νεκρό σε παρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο ίδιος ελευθέρωσε από τη σκλαβιά, πληγώθηκε από αυτούς που θεράπευσε, εγκαταλείφθηκε από τους Μαθητές Του, στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα του!
Για ένα νεκρό σε δυσωπώ Πιλάτε, που κρέμμεται στο Σταυρό. Δεν έχει κανένα να του συμπαρασταθεί. Δεν έχει πατέρα στη γη, δεν έχει φίλο, δεν έχει μαθητή, ούτε συγγενή, ούτε κανένα για να τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου Πατρός, Θεός στον κόσμο αυτό και κανείς άλλος.
10. Με τέτοια λόγια παρακάλεσε ο Ιωσήφ και ο Πιλάτος διέταξε να του δοθεί το σώμα του Ιησού. Ήρθε λοιπόν, στο Γολγοθά και αποκαθήλωσε τον σαρκοφόρο Θεό από το Σταυρό και ξάπλωσε πάνω στο χώμα γυμνό το σώμα του Θεού! Και να τώρα, φαίνεται ξαπλωμένος κάτω, Αυτός που ανέσυρε όλους επάνω, και μένει για λίγο χωρίς πνοή, Αυτός που είναι όλων η ζωή και η πνοή.
Φαίνεται αόμματος, Αυτός που δημιούργησε τα πολυόμματα Χερουβίμ. Βρίσκεται ξαπλωμένος, Αυτός που είναι η Ανάσταση όλων. Νεκρώνεται σωματικά ο Θεός, Αυτός που ανασταίνει τους νεκρούς. Και σωπαίνει κατά το σώμα η βροντή του Θεού Λόγου. Και ανθρώπινες παλάμες σηκώνουν Αυτόν που κρατά στη παλάμη Του ολόκληρη τη γη!
Άραγε, Ιωσήφ, αφού ζήτησες και έλαβες ξέρεις καλά Ποιόν πήρες; Άραγε αφού πλησίασες το Σταυρό και αποκαθήλωσες τον Ιησού, ξέρεις καλά ποιόν κράτησες στα χέρια σου; Αν πραγματικά κατάλαβες, τώρα έγινες πλούσιος! Γιατί πώς αλλιώς κάνεις αυτή τη θεόσωμη και φρικωδέστατη κηδεία του Ιησού;
Αξιέπαινος βέβαια ο πόθος σου. Αλλά περισσότερο αξιέπαινος ο τρόπος της ψυχής σου. Δεν φρίττεις, άραγε, καθώς σηκώνεις στα χέρια σου, Αυτόν που φρίττουν τα Χερουβίμ;
Με πόσο φόβο, λοιπόν, θα απογύμνωνες το θείο αυτό σώμα από το λίγο ρούχο που το σκέπαζε; Και με πόση ευλάβεια θα έκλεινες τα μάτια, τρομάζοντας να κυτάζεις τη σωματική φύση του υπερ φύσιν Θεού;
11. Πες μου, λοιπόν, Ιωσήφ, άραγε έθαψες στραμμένο προς ανατολάς, όπως όλους τους νεκρούς, τον Ιησού, την ανατολή των ανατολών; Έκλεισες με τα δάκτυλά σου, όπως κάνουμε στους νεκρούς, τα μάτια του Ιησού, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού με το άγιο δάκτυλό Του; Έκλεισες το στόμα Εκείνου που άνοιξε του κωφάλαλου το στόμα; Έδεσες τα χέρια Εκείνου, που άπλωσε τα παράλυτα χέρια; Έδεσες και τα πόδια του Ιησού, που χάρισε το περπάτημα στα ακίνητα πόδια; Μήπως σήκωσες επάνω σε νεκροκράββατο, Αυτόν που διέταξε τον παράλυτο να σηκώσει το κρεββάτι του; Μήπως περιέχυσες με μύρα, Αυτόν που άδειασε τον εαυτό του σαν ουράνιο μύρο και ανακαίνισε τον κόσμο; Τόλμησες, άραγε να σφογγίσεις την αιμορροούσα θεόσωμη πλευρά του Ιησού, του Θεού που θεράπευσε τη δυστυχισμένη εκείνη αιμορροούσα; Έπλυνες με νερό το σώμα του Θεού, που ξέπλυνε όλων τις αμαρτίες και χάρισε την κάθαρση; Και τι είδους λαμπάδες άναψες για το φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο; Έψαλλες, άραγε και επιτάφια άσματα σ’ Εκείνον που υμνούν ακατάπαυστα όλες οι αγγελικές δυνάμεις; Έχυσες δάκρυα για τον Ιησού, που δάκρυσε και ανάστησε το νεκρό φίλο του Λάζαρο; Θρήνησες Αυτόν, που δώρησε σ’ όλους τη χαρά και σταμάτησε τη λύπη της Εύας;
12. Όμως μακαρίζω, Ιωσήφ, τα χέρια σου που ψηλάφησαν τα θεόσωμα χέρια και τα πόδια του Ιησού, που έσταζαν ακόμη αίμα. Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την πλευρά του Θεού, νωρίτερα από τα χέρια του πιστού Θωμά με τήν αξιέπαινη περιέργεια. Μακαρίζω το στόμα σου, που χόρτασε αχόρταγα και ενώθηκε με το στόμα του Ιησού και γέμισε από αυτό με Άγιο Πνεύμα. Μακαρίζω τα μάτια σου, που ήλθαν σε επαφή με τα μάτια του Ιησού και πήραν από αυτά το φως το αληθινό. Μακαρίζω το πρόσωπό σου, που πλησίασε το πρόσωπο του Ιησού. Μακαρίζω τους ώμους σου, που σήκωσαν Αυτόν που σήκωσε όλους. Μακαρίζω το κεφάλι σου, που το άγγιξε ο Ιησούς η κεφαλή όλων. Μακαρίζω τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, γιατί έγιναν Χερουβίμ προ των Χερουβίμ, καθώς σήκωσαν και κράτησαν πάνω τους τον Θεό. Πριν από τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, έγιναν υπηρέτες του Θεού, καθώς σκέπασαν και τίμησαν τον Χριστό όχι με φτερά, αλλά με σεντόνια. Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβίμ, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος τον σηκώνουν στους ώμους και τον μεταφέρουν μαζί με όλες τις στρατιές των αγγέλων.
13. Ήλθε ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος. Συνεπώς ήρθε μαζί τους και όλος ο χορός των αγγέλων. Προφθάνουν τα Χερουβίμ, συντρέχουν τα Σεραφίμ, υποβαστάζουν οι Θρόνοι, σκεπάζουν μαζί τα Εξαπτέρυγα και φρίττουν τα Πολυόμματα, καθώς βλέπουν τον Ιησού αόμματο κατά το σώμα. Συγκαλύπτουν οι Δυνάμεις, ψάλλουν οι Αρχές, φρίττουν οι τάξεις και πέφτουν σε έκσταση οι αγγελικές δυνάμεις, μένουν έκθαμβες και ρωτούν με μεγάλη απορία: Τί είναι αυτός ο φοβερός λόγος, και φόβος και τρόμος και τρόπος; Τί είναι αυτό το μέγα και παράδοξο και ακατάληπτο θέαμα; Αυτός που εμείς πάνω οι ασώματοι δεν τολμούμε να τον κοιτάξουμε από φρίκη, εδώ κάτω στη γη φαίνεται άνθρωπος γυμνός και νεκρός! Αυτόν που τα Χερουβίμ στέκονται μπροστά Του με πολλή ευλάβεια, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος τον κηδεύουν με θάρρος. Πότε κατέβηκε στη γη Αυτός που δεν εγκατέλειψε τον ουρανό; Πώς βγήκε έξω Αυτός που βρίσκεται μέσα; Πώς ήρθε και περιορίστηκε στη γη, Αυτός που γεμίζει τα πάντα με την παρουσία του; Πώς γυμνώθηκε Αυτός που φόρεσε όλους; Αυτός που βρίσκεται αδιάκοπα στον ουρανό σαν Θεός μαζί με τον Πατέρα, τώρα ζει συνεχώς κάτω στη γη μαζί με τη Μητέρα του σαν αληθινός άνθρωπος! Και Αυτός που ουδέποτε εμφανίστηκε σαν Θεός στους ανθρώπους, πώς τώρα εμφανίζεται σαν άνθρωπος ταυτόχρονα και φιλάνθρωπος;
14. Πώς έγινε ορατός ο αόρατος; Πώς ο άυλος έλαβε σάρκα; Πώς έπαθε ο απαθής; Πώς ο Κριτής στάθηκε σε κριτήριο; Πώς η ζωή γεύθηκε θάνατο; Πώς ο αχώρητος χώρεσε σε τάφο; Πώς κατοικεί στο μνήμα, Αυτός που δεν εγκατέλειψε τον κόλπο τον Πατρικό; Πώς εισέρχεται από την πύλη του σπηλαίου, Αυτός που δεν άνοιξε τις πύλες των ουρανών; Πώς άνοιξε τις πύλες του Παραδείσου, ενώ δεν έσπασε τις πύλες της Παρθένου; Πώς συνέτριψε τις πύλες του Άδη, ενώ δεν άνοιξε τις πύλες του υπερώου, όπου τον περίμενε ο Θωμάς; Πώς άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της Βασιλείας των ουρανών, ενώ τις πύλες και τις σφραγίδες του τάφου τις άφησε να ανοίξουν μόνες τους; Πώς συγκαταλέγεται με τους νεκρούς, Αυτός που είναι ελεύθερος ανάμεσα στους νεκρούς; Πώς το ανέσπερο φώς, έρχεται στο σκοτάδι και στη σκιά; Πού πηγαίνει; Πού κατεβαίνει Αυτός που δεν έχει τη δύναμη να τον κρατήσει ο θάνατος; Ποιός ο λόγος; Ποιός ο τρόπος; Ποιός είναι ο σκοπός της καθόδου του στον Άδη; Μήπως κατεβαίνει για να ανεβάσει τον Αδάμ τον κατάδικο και σύνδουλό μας; Πραγματικά! Πορεύεται οπωσδήποτε να αναζητήσει το πρωτόπλαστο και χαμένο πρόβατο και θέλει να επισκεφθεί αυτούς που βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου. Οπωσδήποτε πορεύεται να ελευθερώσει απο τους πόνους τον αιχμάλωτο Αδάμ και τη συναιχμάλωτη Εύα ο Θεός και υιός τους.
15. Ας κατεβούμε μαζί με τον Χριστό, ας συγχορέψουμε, ας σπεύσουμε, ας κάνουμε γρήγορα, βλέποντας τη συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους, την απελευθέρωση των καταδίκων που κάνει ο αγαθός Κύριος. Γιατί πορεύεται Αυτός που από τη φύση Του είναι φιλάνθρωπος, να αποφυλακίσει τους πανάρχαιους δεσμώτες, με ανδρεία και πολλή δύναμη , αυτούς που βρίσκονται στους τάφους, που κατάπιε τυραννικά ο πικρός και ανήμερος τύραννος, αφού τους υπέταξε και ως ληστής τους άρπαξε από την αγκαλιά του Θεού.
Εκεί βρίσκεται δέσμιος ο Αδάμ, ο πρωτόπλαστος και πρώτος απέθανε, και είναι πιο κάτω από όλους τους καταδίκους. Εκεί βρίσκεται ο Αβελ ο ποιμένας, ο πρώτος δίκαιος και το πρώτο αθώο θύμα, ο τύπος της άδικης σφαγής του Ποιμένα Χριστού. Εκεί ο Νώε, ο τύπος της μεγάλης κιβωτού του Χριστού, ο κατασκευαστής της Εκκλησίας του Θεού, η οποία με το περιστέρι του Αγίου Πνεύματος, διέσωσε όλα τα θηριώδη έθνη από τον κατακλυσμό της ασεβείας και έδιωξε από αυτήν τον μαύρο κόρακα τον ζοφερό διάβολο. Εκεί είναι και ο Αβραάμ, ο πρόγονος του Χριστού και θύτης του γιου του, που πρόσφερε στον Θεό την υπέροχη, με μαχαίρι και χωρίς μαχαίρι, με θάνατο και χωρίς θάνατο, θυσία. Εκεί βρισκόταν δέσμιος και ο Ισαάκ, ο παλαιός τύπος του Χριστού, ο δεμένος για τη θυσία από τον Αβραάμ. Εκεί και ο Ιακώβ καταλυπημένος στον Άδη, όπως πριν ήταν καταλυπημένος επάνω στη για τον Ιωσήφ. Εκεί ο φυλακισμένος Ιωσήφ, που φυλακίστηκε στην Αίγυπτο και προτύπωνε τον Χριστό, δεσμώτης και δεσπότης. Εκεί κάτω στα σκοτεινά ο Μωυσής, όπως κάποτε μέσα στο σκοτεινό πισωμένο καλάθι επάνω στη γη. Εκεί ο προφήτης Δανιήλ μέσα στον κατώτατο του Αδη, όπως όταν ζούσε μέσα στο λάκκο των λεόντων. Εκεί και ο προφήτης Ιερεμίας, μέσα στον λάκκο του Άδη και της φθοράς του θανάτου, όπως κάποτε ήταν ριγμένος από τους συμπατριώτες του μέσα στο λάκκο του βορβόρου. Εκεί μέσα στο στόμα του Άδη που καταπίνει τον κόσμο και ο προφήτης Ιωνάς, εικονίζοντας τον αιώνιο Χριστό.
Εκεί και ο Θεοπάτωρ Δαβίδ, από τον οποίο κατά σάρκα γεννήθηκε ο Χριστός. Και γιατί αναφέρω μόνο τον Δαβίδ, τον Ιωνά και τον Σολομώντα; Εκεί βρισκόταν και ο βαπτιστής Ιωάννης, ο μεγαλύτερος από όλους τους προφήτες, σαν μέσα από σκοτεινή μήτρα προαναγγέλοντας σ’ όλους τους αιχμαλώτους του Άδη τον Χριστό, ο διπλός Πρόδρομος και κήρυκας σε ζωντανούς και νεκρούς.
Αυτός από τη φυλακή του Ηρώδη στάλθηκε – με τον αποκεφαλισμό του – στην πανανθρώπινη φυλακή του Άδη, στους κεκοιμημένους από αιώνες δικαίους και αδίκους.
16. Από εκεί, απ’ τόν Άδη, όλοι οι προφήτες καί οι δίκαιοι ικέτευαν τόν Θεό μέ ενδόμυχες καί αδιάκοπες προσευχές, ζητώντας λύτρωση από τήν καταπονεμένη, σκυθρωπή, εξουσιαζόμενη από τόν εχθρό διάβολο, ζοφερή καί κατασκότεινη ατελείωτη νύχτα. Καί ο μέν ένας έλεγε πρός τόν Θεό· « Από τήν κοιλιά τού Άδη άκουσε τήν κραυγή τής φωνής μου» (Ιωνάς 2,3). Αλλος φώναζε· «Μέσα απ’ τά βάθη τής καρδιάς μου έκραξα πρός Εσένα, Κύριε. Κύριε άκουσε τή φωνή μου»( Ψαλμ. 129,1-2).
Ένας άλλος ικέτευε· «Φανέρωσε τό πρόσωπό Σου σέ μάς καί θά σωθούμε». Αλλος παρακαλούσε· « Εσύ πού κάθεσαι πάνω στό Χερουβικό θρόνο, φανερώσου σέ μάς».Κάποιος άλλος δεόταν: «Κύριε, οπλίσου μέ τήν αήττητη δύναμη σου καί έλα νά μάς σώσεις». Αλλος παρακαλούσε θρηνητικά: «Κύριε, άς μάς λυπηθεί καί άς προφθάσει η ευσπλαχνία Σου». Αλλος έκραζε: « Σώσε τή ψυχή μου απ’ τά κατάβαθα τού Άδη». Αλλος φώναζε: «Κύριε, βγάλε τη ψυχή μου από τόν Άδη». Ένας άλλος παρακαλούσε: «Κύριε, μή εγκαταλείψεις τή ψυχή μου στόν Άδη». Καί άλλος ακόμη ικέτευε· « Ας ανεβεί η ζωή μου από τήν απώλεια εδώ κάτω πρός Εσένα, Κύριε καί Θεέ μου»( Ιωνά 2,7).
Ολους αυτούς άκουσε ο πολυεύσπλαγχνος Θεός, καί δέν έκρινε δίκαιο νά προσφέρει τή φιλανθρωπία Του μόνο σ’ αυτούς πού έζησαν καί βρίσκονταν μαζί του, αλλά καί σ’ όλους τούς άλλους πού έμενα αιχμάλωτοι στόν Άδη, στό σκοτάδι καί στή σκιά τού θανάτου προτού έλθει ο ίδιος.
Καί γι’ αυτό αυτούς πού ζούσαν πάνω στή γή τούς επισκέφθηκε ο Θεός Λόγος μέ τό έμψυχο σώμα. Στίς δέ ψυχές πού είχαν αφήσει τό σώμα τους στή γή φανερώθηκε μέ τήν ένθεη και αχραντη ψυχή Του στόν Άδη, χωρίς τό σώμα, όχι όμως καί χωρίς τη Θεότητά Του.
17. Ας τρέξουμε λοιπόν γρήγορα με το νου κι ας βαδίσουμε στον Άδη, για να δούμε πως εκεί με πανίσχυρη δύναμη νικά ολοκληρωτικά τον τύραννο των σκλαβωμένων ψυχών και πως με μεγάλη πανστρατιά, με τη λάμψη Του αιχμαλωτίζει χωρίς χέρια τις αθάνατες φάλαγγες των δαιμόνων. Σηκώνει από τη μέση πύλες χωρίς πόρτες και πύλες που δεν είναι ξύλινες τις σπάζει με το Σταυρό του ο Χριστός. Και με τα θεϊκά καρφιά συντρίβει αιώνιους μοχλούς. Και με τα δεσμά των θεϊκών χεριών Του λειώνει σαν κερί τις άλυτες αλυσίδες. Και με τη λόγχη που χτύπησε τη θεϊκή πλευρά Του, διατρυπά την άσαρκη καρδιά του τυράννου. Εκεί συντρίβει τη δύναμη των τόξων του, όταν τέντωσε σαν τόξο επάνω στο Σταυρό τα θεϊκά Του χέρια. Γι’ αυτό, αν ακολουθήσεις με ησυχία τον Χριστό, θα δεις τώρα, που έδεσε τον τύραννο και που κρέμασε το κεφάλι του. Πως ανέσκαψε τη φυλακή του Άδη και ελευθέρωσε τους φυλακισμένους. Πως πάτησε το αρχαίο φίδι και που κρέμασε το κεφάλι του. Πως ελευθέρωσε τον Αδάμ και πως ανέστησε την Εύα. Πως γκρέμισε τον μεσότοιχο, και που καταδίκασε τον φαρμακερό δράκοντα. Που θανάτωσε τον θάνατο. Πως έφθειρε τη φθορά και πως επανέφερε τον άνθρωπο στο πρώτο βασιλικό του αξίωμα.
18. Εκείνος που χθες, μέσα στην άπειρη συγκατάβασή του δεν καλούσε να τον βοηθήσουν οι λεγεώνες των Αγγέλων, λέγοντας στον Πέτρο, ότι είναι στο χέρι μου να παρατάξω τώρα αμέσως, περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες Αγγέλων (Ματθ. 26, 53), σήμερα κατέρχεται με τον θάνατό Του κατά του Άδου και του θανάτου, του τυράννου, όπως ταιριάζει σε Θεό και Κυρίαρχο, επί κεφαλής των αθανάτων και ασωμάτων στρατευμάτων και των αοράτων ταγμάτων, όχι με δώδεκα μόνο λεγεώνες, αλλά με μύριες μυριάδες και χίλιες χιλιάδες Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Εξουσιών, Θρόνων, Εξαπτερύγων, Πολυομμάτων, ουρανίων ταγμάτων, τα οποία, ως Βασιλέα και Κύριό τους, προπέμπουν, δορυφορούν και τιμούν τον Χριστό. Όχι, ότι συμμαχούν και συμπολεμούν μαζί Του. Όχι, ποτέ! Γιατί από ποια συμμαχία έχει ανάγκη ο παντοδύναμος Χριστός; Τον συνοδεύουν γιατί χρωστούν πάντοτε και ποθούν να είναι κοντά στον Θεό τους. Οι άγγελοι έτρεχαν σαν δορυφόροι οπλίτες, ωπλισμένοι με ξίφη και σαν αστραπόμορφοι κεραυνοβόλοι, ωπλισμένοι με τους θεϊκούς και παντοδύναμους κεραυνούς του Βασιλιά τους, οι οποίοι πρόφθαιναν με πολύ ζήλο και ξεπερνούσαν ο ένας τον άλλο στη γρηγοράδα, υπακούοντας στο θεϊκό μόνο νεύμα και κάνοντας έργο και πράξη τη διαταγή και στεφανωμένοι με το στέφανο της νίκης κατά της παρατάξεως των εχθρών και τυράννων. Γι αυτό και κατέβαίνουν στα υποχθόνια δεσμωτήρια των πανάρχαιων νεκρών, που ήταν μέσα στην καρδιά του Άδη και βαθύτερα απ’ όλη τη γη, για να βγάλουν από εκεί μέσα τους αλυσοδεμένους και από αιώνες τώρα κεκοιμημένους.
19. Μόλις δε φάνηκε στα κλεισμένα απ’ όλες τις πόρτες, τα ανήλια και κατασκότεινα δεσμωτήρια, στα υπόγεια και τα σπήλαια του Άδη η θεϊκή και λαμπρή παρουσία του Κυρίου, προβαίνει εμπρός απ’ όλους ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ, επειδή είχε συνηθίσει να φέρνει χαράς ευαγγέλια στους ανθρώπους, και με φωνή δυνατή, αρχαγγελικότατη, έντονη και λιονταρίσια φωνάζει προς τις αντίπαλες δυνάμεις: «άρατε πύλας οι άρχοντες υμών». Και μαζί του φωνάζει ο Μιχαήλ: «γκρεμισθήτε προαιώνιες πύλες». Έπειτα οι Δυνάμεις συμπληρώνουν: «κάνετε πέρα παράνομοι θυρωροί». Οι δε Εξουσίες διατάζουν με εξουσία: «Σπάστε άλυτες αλυσίδες». Κι ένας άλλος Αρχάγγελος προσθέτει: «Αίσχος σε σας, ανάλγητοι τύραννοι».
Και καθώς συμβαίνει όταν παρουσιασθεί μια φοβερή, αήτητη και παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξη, φρίκη μαζί και τρόμος και ταραχή και οδυνηρός φόβος κυριεύει τους εχθρούς του ακαταγώνιστου Στρατηγού, το ίδιο έγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ο Χριστός στα καταχθόνια του Άδη. Από επάνω μια δυνατή αστραπή τύφλωνε τα πρόσωπα των εχθρικών δυνάμεων του Άδη και ταυτόχρονα ακούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές που διέταζαν: «Αρατε πύλας, όχι ανοίξετε, αλλά ξερριζώστε τις από τα θεμέλια, βγάλτε τις τελείως από τον τόπο τους, ώστε να μη μπορούν πιά να ξανακλείσουν. Αρατε πύλας οι άρχοντες υμών, όχι γιατί δεν μπορεί να τις ανοίξει ο Κύριός μας, που όταν θέλει, διατάζει και μπαίνει με κλεισμένες τις πόρτες, αλλά σας διατάζει, σαν δραπέτες δούλους, να σηκώσετε και να μεταφέρετε αυτές τις προαιώνιες πύλες. Γιά τούτο και δεν διατάζει τους όχλους σας, αλλά σας που παρουσιάζεσθε σαν αρχηγοί τους: άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών» (Ψαλμ. 23´ 7-10).
Από τώρα και έπειτα δε θα είστε πια άρχοντες κανενός, παρόλο που κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στους μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Ούτε αυτών θα είστε πλέον άρχοντες, ούτε άλλων, ούτε των εαυτών σας ακόμη. Αρατε πύλας, γιατί ήρθε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. Ανοίξτε δρόμο σ’ Αυτόν που έβαλε το πόδι Του στη φυλακή του Άδη. Το όνομά του είναι Κύριος και ο Κύριος έχει το δικαίωμα και τη δύναμη να περάσει τις πύλες του θανάτου. Γιατί την μεν είσοδο του θανάτου τη φτιάξατε σεις, Αυτός δε ήρθε για να επιτύχει το πέρασμά της. Γι αυτό ανοίξτε γρήγορα και μη αργοπορείτε. Ανοίξτε και κάντε γρήγορα. Ανοίξτε και μη αναβάλλετε. Αν νομίζετε πως θα σας περιμένουμε, κάνετε λάθος. Θα διατάξουμε τις ίδιες τις πύλες να ανοίξουν αυτομάτως και χωρίς να βάλουμε χέρι: Ανοίξτε πύλες αιώνιες!
20. Και μόλις οι αγγελικές δυνάμεις εβόησαν, την ίδια στιγμή άνοιξαν οι πύλες! Την ίδια στιγμή έσπασαν οι αλυσίδες και οι μοχλοί. Έπεσαν τα κλειδιά και συγκλονίσθηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Οι εχθρικές δυνάμεις ετράπησαν σε άτακτη φυγή, ο ένας έσπρωχνε τον άλλο, άλλος μπερδευόταν στα πόδια του άλλου και καθένας φώναζε στο διπλανό του να φεύγει γρήγορα. Έφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τα έχασαν, ταράχθηκαν, άλλαξε το χρώμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν και απόρησαν, απόρησαν και τρόμαξαν. Ο ένας έμεινε με ανοιχτό στόμα. Αλλος έκρυψε το πρόσωπο μέσα στα γόνατά του. Αλλος έπεσε κάτω, παγωμένος από το φόβο. Αλλος στάθηκε ακίνητος, σαν νεκρός. Αλλος κυριεύθηκε από δέος και άλλος έτρεξε να σωθεί σε βαθύτερο μέρος.
21. Την ώρα αυτή ο Χριστός αποκεφάλισε τους σαστισμένους τυράννους. Τότε χαλάρωσαν τα χαλινάρια τους και ρωτούσαν: «Ποιός είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης; Ποιός είναι αυτός που ήρθε εδώ, κάνοντας τόσα παράδοξα πράγματα; Ποιός είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης, που κατορθώνει τώρα στον Άδη, αυτά που δεν έγιναν ποτέ; Ποιός είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης, που βγάζει από εδώ τους προαιώνιους φυλακισμένους; Ποιός είναι αυτός που διέλυσε και κατέλυσε το αήτητο κράτος και το θράσος μας; »
Σ’ αυτούς απαντούσαν οι δυνάμεις του Κυρίου και τους έλεγαν: «Θέλετε να μάθετε ποιός είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης; Είναι ο Κύριος, ο κραταιός και δυνατός, ο Κύριος, ο δυνατός και πανίσχυρος και αήττητος στον πόλεμο. Είναι εκείνος, ελεεινοί και παράνομοι τύραννοι, που σας εξόρισε και σας έρριξε κάτω από τις ουράνιες αψίδες. Είναι αυτός που συνέτριψε μέσα στα νερά του Ιορδάνη τις κεφαλές των δρακόντων σας. Είναι εκείνος που πάνω στο Σταυρό του σας έκανε θέατρο, σας διαπόμπευσε και σας αφαίρεσε κάθε δύναμη. Είναι αυτός που σας έδεσε και σας έρριξε στο ζόφο και στην άβυσσο. Αυτός είναι που θα σας εξοντώσει τελειωτικά μέσα στην αιώνια φωτιά και τη γέεννα. Μην αργείτε, μην περιμένετε, αλλά τρέξτε γρήγορα και βγάλτε τους φυλακισμένους, τους οποίους μέχρι τώρα κακώς έχετε καταπιεί. Από εδώ κι εμπρός καταλύεται το κράτος σας. Καταργείται η τυραννική εξουσία σας. Η αλαζονεία σας καταπατήθηκε οικτρά. Η υπερήφανη καύχησή σας ξεκουρελιάσθηκε. Η δύναμή σας έσβησε και χάθηκε για πάντα»
22. Αυτά φώναζαν οι νικήτριες δυνάμεις του Κυρίου στις δυνάμεις του εχθρού και συγχρόνως ενεργούσαν με βιασύνη. Αλλοι γκρέμιζαν τη φυλακή από τα θεμέλια της. Αλλοι καταδίωκαν τους εχθρούς που έφευγαν για να σωθούν στα βαθύτερα μέρη. Αλλοι έτρεχαν και ερευνούσαν τα υπόγεια, τα φρούρια καα τα σπήλαια. Και όλοι, από διάφορες κατευθύνσεις καθένας, έφερναν τους δεσμώτες εμπρός στον Κύριο. Αλλοι έδεναν τον τύραννο, ενώ άλλοι απελευθέρωναν τους προαιώνιους δεσμώτες. Και άλλοι μεν έτρεχαν μπροστά από τον Κύριο, καθώς προχωρούσε βαθύτερα. Αλλοι δε τον ακουλουθούσαν νικηφόροι, ως Θεό και Βασιλέα.
23. Ενώ λοιπόν αυτά διαδραματίζονταν και ελέγοντο στον Άδη και σείονταν τα πάντα, ο δε Κύριος πλησίαζε να φθάσει στα πιο έσχατα βάθη, ο Αδάμ ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος που βρισκόταν δεμένος γερά και βαθύτερα από όλους, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που ερχόταν στους φυλακισμένους και αμέσως αναγνώρισε τη φωνή Του, καθώς περπατούσε μέσα στη φυλακή. Στράφηκε τότε προς όλους τους επί αιώνες συγκρατουμένους του και τους φώναξε: Ω φίλοι μου! Ακούω να πλησιάζει σ’ εμάς ο ήχος των βημάτων Κάποιου. Αν πραγματικά μας αξίωσε να έρθει ως εδώ, τότε είμαστε ελεύθεροι! Αν τον δούμε ανάμεσά μας, σωθήκαμε από τον Άδη!
24. Και την ώρα που ο Αδάμ έλεγε αυτά προς τους συγκαταδίκους του, εισέρχεται ο Κύριος, κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις τον αντίκρυσε ο Αδάμ, χτύπησε το στήθος από τη χαρούμενη έκπληξη και φώναξε προς όλους τους επί αιώνες κεκοιμημένους: «ο Κύριός μου ας είναι μαζί με όλους»! Και ο Χριστός απάντησε στον Αδάμ: «Και μετά του πνεύματός σου».
Ύστερα τον πιάνει από το χέρι, τον σηκώνει πάνω και του λέει: «Σήκω συ που κοιμάσαι και ανάστα από τους νεκρούς, γιατί σε καταφωτίζει ο Χριστός! (Εφεσ. 5, 14). Εγώ ο Θεός, που για χάρη σου έγινα γιός σου, έχοντας δικούς μου πλέον και σένα και τους απογόνους σου, με την θεϊκή εξουσία μου δίνω ελευθερία και λέω στους φυλακισμένους: εξέλθετε. Σ’ αυτούς που είναι μέσα στο σκοτάδι: ξεσκεπασθήτε. Και σ’ εκείνους που είναι πεσμένοι κάτω: σηκωθείτε!
Εσένα, Αδάμ, σε προστάζω: σήκω από τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν σε έπλασα, για να μένεις φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών, γιατί εγώ είμαι η ζωή των θνητών. Σήκω επάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω επάνω συ που είσαι η μορφή μου, που σε δημιούργησα κατ’ εικόνα μου. Σήκω να φύγουμε από εδώ. Γιατί συ είσαι μέσα σε μένα και εγώ μέσα σε σένα! Για σένα ο Κύριος έλαβε τη δική σου μορφή του δούλου. Για δική σου χάρη, εγώ που βρίσκομαι ψηλότερα από τους ουρανούς, κατέβηκα στη γη και πιο κάτω από τη γη. Για σένα τον άνθρωπο έγινα σαν ένας ανυπεράσπιστος άνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι εγώ από τη ζωή, ανάμεσα σ’ όλους τους άλλους νεκρούς (Ψαλμ. 87, 5). Για σένα που βγήκες μέσα από τον κήπο του παραδείσου, μέσα σε κήπο παραδόθηκα στους Ιουδαίους και μέσα σε κήπο σταυρώθηκα (Ιωάν. 19, 41).
Κύτταξε στο πρόσωπό μου τα φτυσίματα, που καταδέχθηκα για χάρη σου, για να σε αποκαταστήσω στην παλιά σου δόξα, που σου είχα δώσει με το φύσημά μου (Γεν. 2, 7). Κύτταξε στα μάγουλά μου τα ραπίσματα, που καταδέχθηκα, για να επανορθώσω τη διεστραμμένη μορφή σου και να τη φέρω στην όψη που είχε σαν εικόνα μου. Κύτταξε στη ράχη μου τη μαστίγωση που καταδέχτηκα, για να διασκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κύτταξε τα καρφωμένα χέρια μου, που τα άπλωσα καλώς πάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να συγχωρεθείς συ που άπλωσες κακώς το χέρι σου στο απαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τα πόδια μου που καρφώθηκαν και τρυπήθηκαν στο Σταυρό, για να εξαγνισθούν τα δικά σου πόδια που έτρεξαν κακώς στο δένδρο της αμαρτίας.
Την έκτη ημέρα βγήκε εις βάρος σου τότε η καταδικαστική απόφαση. Γι αυτό πάλι την έκτη ημέρα σε αναπλάττω και ανοίγω τον παράδεισο. Προς χάριν σου γεύθηκα τη χολή, για να σου θεραπεύσω την πικρή ηδονή που γεύθηκες από εκείνον τον γλυκό καρπό. Γεύθηκα το ξύδι, για να βγάλω από τη ζωή σου το πικρό και έξω από τη φύση σου ποτήρι του θανάτου. Δέχθηκα το σπόγγο, για να σβήσω το κατάστιχο των αμαρτιών σου. Δέχθηκα το καλάμι, για να υπογράψω την απελευθέρωση του ανθρωπίνου γένους. Ύπνωσα στο Σταυρό και τρυπήθηκα με λόγχη στην πλευρά μου, για σένα που ύπνωσα στον παράδεισο και έβγαλα απο την πλευρά σου την Εύα. Η πληγωμένη πλευρά μου θεράπευσε τον πόνο της πλευράς σου. Ο δικός μου ύπνος θα σε βγάλει από τον ύπνο σου μέσα στον Άδη. Η ρομφαία που χτύπησε εμένα, σταμάτησε τη ρομφαία που στρεφόταν εναντίον σου (Γεν. 3, 24).
Σήκω, λοιπόν. Ας φύγουμε από εδώ. Τότε σε εξώρισα απο τον γήϊνο παράδεισο. Τώρα σε αποκαθιστώ, όχι πλέον σ’ εκείνον τον παράδεισο, αλλά σε ουράνιο θρόνο. Τότε σ’ εμπόδισα να φας από το ξύλο της ζωής (Γεν. 3, 22). Να όμως τώρα που ενώθηκα πλήρως με σένα, εγώ που είμαι η ίδια η ζωή. Έταξα τα Χερουβίμ να σα φρουρούν σαν δούλο. Τώρα οδηγώ τα Σεραφίμ να σα προσκυνήσουν σαν Θεό. Κρύφθηκες τότε μπροστά στον Θεό, επειδή ήσουν γυμνός. Να όμως που αξιώθηκες να κρύψεις μέσα σου γυμνό τον ίδιο τον Θεό. Γι αυτό σηκωθείτε, ας φύγουμε από εδώ. Από τον θάνατο στη ζωή. Από τη φθορά στην αφθαρσία. Από το σκοτάδι στο αιώνιο φώς. Από την οδύνη στην ελευθερία. Από τη φυλακή του Άδη στην άνω Ιερουσαλήμ. Από τα δεσμά στην άνεση. Από τη σκλαβιά στην τρυφή του Παραδείσου. Από τη γη στον ουρανό.
25. Γι αυτό το σκοπό ο Χριστός απέθανε και ανέστη: για να γίνει Κύριος και νεκρών και ζώντων (Ρωμ. 14, 9). Σηκωθείτε, λοιπόν. Ας φύγουμε από εδώ. Ο ουράνιος Πατέρας περιμένει με λαχτάρα το χαμένο πρόβατο. Τα ενενήντα εννέα πρόβατα των αγγέλων (Ματθ. 18, 12) περιμένουν το σύνδουλό τους Αδάμ, πότε θα αναστηθεί, πότε θα ανέλθει και θα επανέλθει προς τον Θεό. Ο χερουβικός θρόνος είναι έτοιμος. Αυτοί που θα σας ανεβάσουν είναι γρήγοροι και βιάζονται. Ο νυμφικός θάλαμος έχει προετοιμαστεί. Το μεγάλο εορταστικό δείπνο είναι στρωμένο (Αποκ. 19, 9, Λουκ. 14, 16). Τα θησαυροφυλάκια των αιωνίων αγαθών άνοιξαν. Η βασιλεία των Ουρανών έχει ετοιμαστεί «από καταβολής κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Αγαθά που μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τα άκουσαν περιμένουν τον άνθρωπο (Α´ Κορ. 2, 9).
Αυτά και άλλα παρόμοια είπε ο Κύριος. Και αμέσως ανασταίνεται μαζί Του ο ενωμένος σ’ αυτόν Αδάμ και μαζί τους και η Εύα. Ακόμη δε και «πολλά σώματα δικαίων, που είχαν πεθάνει πριν από αιώνες, αναστήθηκαν» (Ματθ. 27,52), διακηρύσσοντας την τριήμερο Ανάσταση του Χριστού.
Αυτήν ας τήν υποδεχθούμε και ας την αγκαλιάσουμε οι πιστοί με πολλή χαρά, χορεύοντας με τους αγγέλους και γιορτάζοντας με τους αρχαγγέλους και δοξάζοντας τον Χριστό, που μας ανέστησε από τη φθορά. Σ’ Αυτόν αρμόζει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον αθάνατο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό και ομοούσιο Πνεύμα, σε όλους τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: (Έκδοσις Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής 1978), Διακόνημα
«Οὐδείς ποτέ κατηλλάγη τῷ Θεῷ χωρίς τῆς τοῦ Σταυροῦ δυνάμεως»
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἡ τιμιώτατη ἡμέρα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς, ἡ ἡμέρα τοῦ Ἀχράντου Πάθους τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Πάθους πού ἀναφέρεται ὄχι στήν Θεότητά Του, ἀλλά στήν ἀνθρώπινη φύση Του, πάντοτε ἕλκει τά γένη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τήν ἄλογη κτίση σέ πενθική προσκύνηση τῆς ἀνεκφράστου ἀγαθότητος καί φιλανθρωπίας Αὐτοῦ· τοῦ Ἰησοῦ τοῦ ἀπό Ναζαρέτ, τοῦ Θεανθρώπου καί Παντοκράτορος, τοῦ Ὁποίου ἡ ἀγάπη πρός τό τιμιώτατο πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο, ἀπεδείχθη μέχρι θανάτου ἰσχυρή, «κραταιά ὡς θάνατος ἀγάπη» (ᾎσμα 8, 6).
Ὅμως ἡ ἡμέρα αὐτή, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη πενθική, ἔχει μεμειγμένη καί μυστική πνευματική χαρμονή, καθώς μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Ἑορτήν ἄγομεν σήμερον καί πανήγυριν, ἀγαπητοί· ὁ γάρ Δεσπότης ὁ ἡμέτερος ἐπί τοῦ Σταυροῦ τυγχάνει τοῖς ἥλοις πεπαρμένος. Καί μή ξενισθῇς, εἰ τοῦ πράγματος σκυθρωποῦ τυγχάνοντος, ἡμεῖς ἑορτάζομεν· τοιαῦτα γάρ ἅπαντα τά πνευματικά: ἀπεναντίας τῇ συνηθείᾳ τῇ ἀνθρωπίνῃ ἐστί». Ποιός ὁ λόγος τῆς πνευματικῆς χαρᾶς; Ὅτι χάρις στήν ἄφατη φιλανθρωπία καί τήν Οἰκονομία τοῦ Δεσπότου μας, ἔγινεν ὁ «Σταυρός τό κεφάλαιον τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας, Σταυρός ἡ τῶν μυρίων ἀγαθῶν ὑπόθεσις. Διά τοῦτον οἱ πρότερον ἠτιμωμένοι καί ἔκπτωτοι, νῦν εἰς τήν τῶν υἱῶν τάξιν ἐδέχθημεν· διά τοῦτον οὐκέτι πλανώμεθα, ἀλλά τήν ἀλήθειαν ἐπέγνωμεν· διά τοῦτον οἱ δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δικαιοσύνης ἀνήχθημεν· διά τοῦτον ἡ γῆ οὐρανός λοιπόν γέγονεν· οὗτος τῶν δαιμόνων τήν πλάνην ἔσβεσεν, οὗτος τήν ἀπάτην καθεῖλε, διά τοῦτον ἡ ἀνθρωπίνη φύσις πρός τήν ἀγγελικήν πολιτείαν ἁμιλλᾶται». Καί ἡ Θεογνωσία, ἡ υἱοθεσία, ἡ ἐλευθερία, ἡ ἐν Χριστῷ «οὐράνωσις» τῶν Χριστιανῶν καί ἡ «ἅμιλλά» τους πρός τούς Ἀγγέλους εἶναι ὄντως μόνιμα κτήματα, δεδωρημένα στήν Ἐκκλησία, διά τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, πρό αἰώνων Υἱός τοῦ Θεοῦ Πατρός ἄνευ μητρός, καί ἐντός τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας υἱός καί τῆς Θεοτόκου ἄνευ πατρός ἐκ Πνεύματος δέ Ἁγίου, ἀποτελεῖ, κατά τήν εὐαγγελική διδασκαλία, τό «λύτρον» τῆς ἀνθρωπότητος ἀπό τήν τυραννία τοῦ Διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου: «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Ματθ. 20, 28· Μάρκ. 10, 45)· ὄχι «ἀντί πάντων» ἀναγκαστικῶς, ἀλλά «ἀντί πολλῶν», ἐκείνων «ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν» (Ἰω. 1, 12). Ἡ ἔννοια τοῦ «λύτρου» δέν εἶναι ἐδῶ ἡ συνήθης ἔννοια τῆς «συναλλαγματικῆς» ἀποδόσεως ἀγαθῶν ὡς λύτρων σέ κάποιον πού κατέχει αἰχμαλώτους. Κατά τήν θεόπνευστη ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τό «λύτρον», τό σταυρικόν μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ (Α΄Τιμ. 2, 6), δέν προοριζόταν νά ἀποδοθεῖ καί οὔτε ἀποδόθηκε στόν Σατανᾶ, τόν «τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου» (Ἑβρ. 2, 14) : «εἰ εἰσηνέχθη τό λύτρον τῷ πονηρῷ, φεῦ τῆς ὕβρεως!»· διότι τότε ὁ Σατανᾶς θά ἐμφανιζόταν ὡς ἐπικυρίαρχος τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, ἑνός τόσο «ὑπερφυοῦς μισθοῦ τῆς αὐτοῦ τυραννίδος», μεταξύ τῶν ὁποίων, ὅμως, οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει διαλλαγή· «τίς συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ;» (Β΄ Κορ. 6, 15). Οὔτε ὅμως καί ὁ Θεός Πατήρ ἀπαίτησε τό «λύτρον», διότι ἀφ’ ἑνός δέν κατεῖχε ὁ Πατήρ τήν ἀνθρωπότητα αἰχμάλωτη ἀφ’ ἑτέρου δέν ἦταν δυνατόν ὁ φιλανθρωπότατος Πατήρ νά χαρεῖ μέ τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του· «τίς ὁ λόγος Μονογενοῦς αἷμα τέρπειν Πατέρα;». Ἔτσι, τό «λύτρον» τοῦ Δεσποτικοῦ Αἵματος ὑπῆρξε ἐθελουσία θυσία καί προσφορά τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου χάριν τῆς ἀνθρωπότητος, ἐνῷ ὁ Θεός Πατήρ ἐδέχθη τήν Θυσία «οὐκ αἰτήσας, οὐδέ δεηθείς», χάριν τῆς σωτηρίας μας, ἄν καί αὐτή ἦταν δυνατόν νά τελεσιουργηθεῖ καί μέ ἄλλους τρόπους. Μέ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πάντως, ἀπεδείχθη ἡ τελειοτάτη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἡ δυνατότητα τῆς νίκης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐπί τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, διότι ἡ νίκη τοῦ, ὁμοουσίου μέ ἐμᾶς καί μυστικῶς ἡνωμένου μέ μᾶς Χριστοῦ, Ὑψίστου Ἀρχιερέως καί ἀνωλέθρου Θύματος, εἶναι καί δική μας· ἡ ἀνθρωπίνη φύση «πρός ἀμείνω (=καλύτερη) τινά καί θειοτέραν κατάστασιν μετεστοιχειοῦτο ἐν πρώτῳ Χριστῷ». Τό «λύτρον» τοῦ Δεσποτικοῦ Αἵματος, ὡς ὑπερφυής τιμή, καθιστᾷ ἐμᾶς, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, «κτῆμα ἴδιον» τοῦ Χριστοῦ, «τούς ἐκ τοῦ θανάτου παρ΄ αὐτοῦ διά τῆς ζωῆς ἐξαγορασθέντας».
Τό ἀναμφισβήτητον ἱστορικόν γεγονός τῆς πρό δύο χιλιάδων ἐτῶν Σταυρώσεως τοῦ Σωτῆρος ἐνεργεῖ τήν παγίωση τῆς χάριτος τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ στήν Ἐκκλησία διά τῶν παναγίων Μυστηρίων Της· «ἡ σάρξ τοῦ Χριστοῦ ἐν ταῖς ὠδῖσι τοῦ Σταυροῦ ἐγέννησε τήν Ἐκκλησίαν, τῷ ρεύσαντι ἐξ αὐτῆς αἵματι καί ὕδατι»· ὁ χρυσόφθογγος καί ἱερώτατος Ἰωάννης προσθέτει, ὅτι «ἐξ ἀμφοτέρων τούτων (τῶν πηγῶν, Αἵματος καί Ὕδατος) ἡ Ἐκκλησία συνέστηκε», αὐτό δέ τό γνωρίζουν καλῶς «οἱ μυσταγωγούμενοι, δι΄ ὕδατος μέν ἀναγεννώμενοι, δι΄ Αἵματος δέ καί Σαρκός τρεφόμενοι. Ἐντεῦθεν ἀρχήν λαμβάνει τά μυστήρια». Ἡ ἴδια ἡ ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία κατά τήν Πεντηκοστή ὀφείλεται στήν καταλλαγή τῆς ἀνθρωπότητος πρός τήν Ἁγίαν Τριάδα, χάρις - ἐν πρώτοις - στήν Σταύρωση: «ἔδει (=ἔπρεπε) πρότερον προσενεχθῆναι τήν ὑπέρ ἡμῶν θυσίαν, καί τήν ἔχθραν ἐν τῇ σαρκί καταλυθῆναι καί γενέσθαι τοῦ Θεοῦ φίλους καί τότε λαβεῖν τήν δωρεάν ... ἐπειδή ἐχθροί ἦμεν καί ἡμαρτηκότες καί ὑστερούμενοι τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ καί θεοστυγεῖς». Ὄχι ἐπειδή ἦταν ἐχθρικός πρός τήν ἀνθρωπότητα ὁ φιλανθρωπότατος καί Πανάγαθος Θεός, ἀλλά ἐπειδή ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε γίνει ἐχθρική καί ἀνεπίδεκτη πρός τήν ἐνέργεια καί χάρη Του· γι΄ αὐτό δέν γράφεται στήν Γραφή ὅτι ὁ Θεός συμφιλιώνεται πρός ἐμᾶς, ἀλλά ἐμεῖς πρός Αὐτόν «Καταλλάγητε τῷ Θεῷ (Β΄ Κορ. 5, 20)· καί οὖκ εἶπε, Καταλλάξατε ἑαυτοῖς τόν Θεόν· οὐ γάρ Ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἐχθραίνων, ἀλλ’ ὑμεῖς· Θεός γάρ οὐδέποτε ἐχθραίνει».
Ὅμως, ἄν ἡ κοσμοσωτήριος Σταύρωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐπί Ποντίου Πιλάτου «ὑπέρ ἡμῶν», αὐτές τίς ἄκτιστες, θεῖες, δωρεές τίς κατέστησε μόνιμες καί ἔνοικες στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡστόσο τό Μυστήριον τοῦ Σταυροῦ ἐνεργοῦσε καί πρό τῆς Σταυρώσεως παροδικῶς στούς ἀληθεῖς «φίλους τοῦ Θεοῦ», στούς Προφήτας καί Πατριάρχας, κατά τρόπο μυστικό καί ὑπερφυῆ. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός πρό τῆς Σταυρώσεως παραγγέλλει ὅτι δέν εἶναι ἀντάξιός Του, «ὅς οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω» Αὐτοῦ (Ματθ. 10, 38)· κατά τόν θειότατο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «φίλοι δέ Θεοῦ πολλοί τῶν πρό νόμου καί μετά νόμον, μήπω τοῦ Σταυροῦ φανέντος, ὑπ΄ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ μεμαρτύρηνται ... ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ μήπω γεγονώς, ἐν τοῖς Προπάτορσιν ἦν· τό γάρ μυστήριον αὐτοῦ ἐνηργεῖτο ἐν αὐτοῖς ... Τοῦτο δέ ἐστιν ὁ τοῦ Χριστοῦ Σταυρός, ἡ τῆς ἁμαρτίας κατάργησις». Καί τό Μυστήριον τοῦ Σταυροῦ, «ἡ τῆς ἁμαρτίας κατάργησις», πραγματώνεται λοιπόν στή ζωή μας, διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστάντος, σέ δύο διαφορετικά στάδια, σέ δύο ἐπί μέρους μυστήρια: πρῶτον, στήν «σταύρωση» τοῦ κόσμου καί τῆς ἁμαρτίας γιά μᾶς, δηλαδή μέ τήν ἐκ μέρους μας ἀποφυγή καί ἐγκατάλειψή τους: «κατά ταῦτα γοῦν ὁ κόσμος ἠμῖν σταυροῦται καί ἡ ἀμαρτία, φυγόντων ἡμῶν ἐκ τούτων»· δεύτερον, ὅταν ὁ κόσμος καί τά πάθη «σταυρώνονται» γιά μᾶς, ὅταν δηλαδή ἀποχωρήσουν ἀπό μέσα μας τά νοήματα καί οἱ ἐπιθυμίες τους, χάρις στήν ἐσωτερική θεία ἐνέργεια τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ· «κατά δέ τό δεύτερον τοῦ Σταυροῦ μυστήριον, ἡμεῖς σταυρούμεθα τῷ κόσμῳ καί τοῖς πάθεσιν, αὐτῶν φευγόντων ἐξ ἡμῶν ... ὅταν τόν ἐντός ἡμῶν ἄνθρωπον καλλιεργῶμεν καί ἀνακαθαίρωμεν, ἀναζητοῦντες τόν ἡμῖν αὐτοῖς κεκρυμμένον θεῖον θησαυρόν (τοῦ Βαπτίσματος)». Μέ τά δύο αὐτά αἰώνια σταυρικά μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐκπληρώνεται τό ἀποστολικόν λόγιον «ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ» (πρβλ. Γαλ. 6, 14).
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Διά τοῦ στόματος τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ Ἐκκλησία καλεῖ ὅλους μας νά γίνουμε μέτοχοι τοῦ Μυστηρίου καί τοῦ Πάθους τοῦ Σταυροῦ· καί καθώς ὁ Χριστός διά τῆς μέχρι θανάτου ὑπακοῆς Του στό θεῖον θέλημα, «ἐταπείνωσεν Ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ» (Φιλ. 2, 8 ) καί προσήλωσε στόν Σταυρό «ἐν ἕκτῃ ἡμέρᾳ τε καί ὥρᾳ τήν ἐν τῷ Παραδείσῳ τολμηθεῖσαν τῷ Ἀδάμ ἁμαρτίαν», καλούμαστε καί ἐμεῖς πρός τήν μίμηση τοῦ θείου Πάθους· κατά τόν σοφό Ἰωσήφ Βρυέννιο εἶναι «δυνατόν χωρίς αἵματος μαρτυρῆσαι, καί δίχα θανάτου θανεῖν, καί σταυρωθῆναι ἄνευ Σταυροῦ». Πῶς; διά τῆς ἀνυποχώρητης πάλης κατά τῆς ποικίλης ἁμαρτίας· κατά τόν μέγιστο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «τοῦτο οὖν ἐστι τό σταυρῶσαι τήν σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις, τό ἀνενέργητον γενέσθαι τόν ἄνθρωπον πρός πᾶν τό ἀπαρέσκον Θεῷ». Καί διά τοῦ ἀγῶνος αὐτοῦ ὁ Σταυρός θά μᾶς χαρίζει τήν νίκη ἐπί τῆς ἁμαρτίας καί τῶν δαιμόνων καί τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, ἀλλά καί κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας· «τό θεῖον τοῦ Σταυροῦ μυστήριον ... καί τάς κακοδόξους δόξας καί τούς ταύταις συνηγόρους ἐξελέγχει καί ἀπωθεῖται τῶν περιβόλων τῆς ἱερᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας». Ἀμήν.
ὁ Καθηγούμενος τοῦ Ἱ. Ἡσυχ. Παντοκράτορος,
† Ἀρχιμ. Κύριλλος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
Με το Πάσχα επί θύραις, επανέρχεται στην μνήμη όλων η παγκοσμίου εμβέλειας -και μέχρι πρότινος αδιανόητη- εκστρατεία για την ηθική αποκατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτου, την οποίαν ενορχήστρωσαν, τα τελευταία χρόνια, διάφοροι φορείς, φαινομενικώς άσχετοι μεταξύ τους. Στην Ελλάδα, οι πρώτες σχετικές προσπάθειες εμφανίσθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, κυρίως υπό μορφήν τηλεοπτικών συζητήσεων. Είτε ενεπίγνωστα, είτε όχι, οι συζητήσεις αυτές εξυπηρετούσαν την εκστρατεία υπονομεύσεως των ηθικών ερεισμάτων των δυτικών κοινωνιών, την οποίαν έχουν εξαπολύσει εναντίον τους οι φορείς της Νέας Εποχής. Και, είτε ενεπίγνωστα, είτε όχι, οι συζητήσεις αυτές εναπέθεσαν, μέσα στην συνείδηση του ανυποψίαστου μέσου Έλληνα, τον σπόρο της σχετικοποιήσεως ενός συμβόλου, το οποίο αντιπροσώπευε, επί δύο χιλιετίες, τον Υπατο Προδότη.Με την έναρξη της νέας χιλιετίας, εμφανίσθηκε το περιβόητο «Ευαγγέλιο του Ιούδα», το οποίο ανέλαβε την-ανεπίσημη και εκλαϊκευμένη, αλλά πολύ αποτελεσματική- ηθική αποκαταστάση του Ιούδα. Εν συνεχεία, την αποκατάσταση ανέλαβαν πιο επίσημα χείλη, και δη, εκπρόσωποι χριστιανικών ομολογιών. Ο Βιττόριο Μεσσόρι, επί παραδείγματι, διακεκριμένος συγγραφεύς του Βατικανού και στενός συνεργάτης των δύο τελευταίων Παπών, όχι μόνον απενοχοποίησε τον Ιούδα, αλλά έφθασε μέχρι του σημείου να τον ηρωοποιήσει: «...ο Ιούδας δεν ήταν ένοχος. Ήταν απαραίτητος. Κάποιος έπρεπε να προδώσει τον Χριστό. Ο Ιούδας ήταν θύμα(!) ενός σχεδίου μεγαλύτερου από αυτόν»1. Τι, όμως, οδήγησε ακόμη και έναν εσωκατάκοιλο του Βατικανού να λησμονήσει, εν έτει 2006, το θεμελιώδες χριστιανικό δόγμα της ελευθέρας βουλήσεως -ως δώρου αγάπης και ελευθερίας του Τριαδικού Θεού προς τον άνθρωπο-και να εμφανίσει τον Ιούδα ως το άβουλο θύμα ενός στυγνού και απάνθρωπου Θεού, ο Οποίος τον χρησιμοποίησε ως εργαλείο για την πραγματοποίηση του Σχεδίου Του; Και γενικώτερα, πως εξηγείται αυτή η γενικευμένη εμμονή τόσων ανομοιογενών φορέων για την απενοχοποίηση, ηθική αποκατάσταση και ηρωοποίηση -ή ακόμη και «αγιοποίηση»- του Ιούδα, με την έναρξη της Νέας Εποχής;
Το καίριο αυτό ερώτημα πρέπει να απαντηθεί για δύο λόγους.
Πρώτον μεν, διότι η όλη εκστρατεία ηρωοποιήσεως - αγιοποιήσεως αυτού που, εν πλήρει επιγνώσει, επρόδωσε τον Ίδιον τον Θεόν προκαλεί μέσα στην συνείδηση των αποδεκτών της την εξής δραματική αλλοίωση: αντιστρέφει την ουσία αυτής καθ' εαυτής της προδοσίας, και μεταλλάσσει κάθε μορφή και έκφανσή της σε ενέργεια θετική, δικαιολογημένη, χρήσιμη και απαραίτητη, εφ' όσον, δι' αυτής, ο προδότης υπηρετεί «σχέδιο μεγαλύτερο από αυτόν».
Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίον πρέπει να απαντηθεί το ανωτέρω ερώτημα, είναι ότι, το «όραμα» της Νέας Εποχής- που οι διάφορες οργανώσεις και ομάδες αποκαλούν και Εποχή του Υδροχόου, η Χρυσό Αιώνα, η Νέο Χρυσό Αιώνα, η Νέο Κόσμο, η Νέα Αυγή, η Χρυσή Αυγή, η Νέα Γη, η Νέα Εποχή, η Νέα Βασιλεία, η Βασιλεία του Θεού, η Εποχή του Ανθρώπου, η Εποχή του Εωσφόρου κ.α.- ενέπνευσε και κινητοποίησε εκατομμύρια ατόμων μέσα στις δυτικές κοινωνίες. Προσφέροντάς τους την «ηθική μαχητού του Νέου Κόσμου, που μάχεται για την ευτυχία της ανθρωπότητος»2, το όραμα της Νέας Εποχής ενστάλαξε στους οπαδούς της την ίδια αλαζονική αυτοσυνειδησία, την οποίαν είχαν ενσταλάξει στους δικούς τους οπαδούς τα δύο προηγηθέντα ομώνυμα «οράματα» των απολυταρχικών καθεστώτων του 20ού αι., ήτοι το όραμα της ναζιστικής και της κομμουνιστικής «Νέας Εποχής». Η μόνη διαφορά είναι ότι, για την πραγματοποίηση του δικού τους «οράματος», οι «μαχητές» της Νέας Εποχής εξαπέλυσαν -ενεπίγνωστα, μονομερώς και εν κρυπτώ και παραβύστω- έναν αναίμακτο πόλεμο εναντίον του συνόλου των δομών και θεσμών των ιδίων τους των κοινωνιών, καταστρέφοντάς τες εκ των ένδον. Εκτιμώμενο δεόντως, το καταστροφικό τους έργο διευκολύνεται αθέατα από τους εξουσιαστές της Νέας Τάξεως Πραγμάτων, οι οποίοι προσβλέπουν στην Νέα Εποχή ως τον «μετα - ευρωπαϊκό κόσμο», δηλαδή, ως την μεταχριστιανική, μεταθρησκευτική, ακρατική, αταξική, άνομη και χαοτική παγκόσμια κοινωνία του μέλλοντος, που οικοδομούν.
Επανερχόμενοι στο αρχικό ερώτημα μας, σχετικώς με τα αίτια της καινοφανούς εκστρατείας ηρωοποιήσεως «αγιοποιήσεως» του Ιούδα, ανακαλύπτουμε ότι, η απάντησις που αναζητούμε περικλείεται στα εξής απλά λόγια: «...ουδείς προστατεύει αφιλοκερδώς τον Ιούδαν. Κάθε υπέρ αυτού απολογία αποβλέπει προς ίδιον όφελος»3. Με άλλα λόγια, οι συντελεστές της Νέας Εποχής δεν ηρωοποιούν τον Ιούδα αφιλοκερδώς. Το όφελος, που αποκομίζουν -εκτός της εμπράκτου ευνοίας των εξουσιαστών- είναι ότι, εμφανίζοντας τον Ιούδα ως το «θύμα ενός σχεδίου μεγαλύτερου από αυτόν», όχι μόνον απεκδύονται της «προσωπικής τους ενοχής»4, αλλά ηρωοποιούν η «αγιοποιούν» εαυτούς και αλλήλους, ως τα άβουλα εργαλεία, τα θυσιασθέντα αφιλοκερδώς για την επίτευξη του Σχεδίου ενός «καλύτερου κόσμου». Ηρωοποιούν, επίσης, και τις μεθοδείες τους, μεταλλάσσοντάς τες, από προδοτικές, σε «απαραίτητες» για την επίτευξη του «Σχεδίου» αυτού. Αντιστρέφοντας, δηλαδή, την ουσία της προδοσίας, οι συντελεστές της Νέας Εποχής επιτυγχάνουν την απενοχοποίηση του συνόλου των υπονομευτικών και καταστροφικών ενεργειών τους, παρά το γεγονός ότι τις διέπραξαν με ενδιάθετη βούληση, δηλαδή, εν πλήρει επιγνώσει. Το όφελος που αποκομίζουν από την συγκεκριμένη αντιστροφή, είναι ότι, δι' αυτής, δικαιώνονται θριαμβευτικά οι μεθοδείες τους, όπως π.χ.: χρήσις προσωπείου, συγκάλυψις προθέσεων, διείσδυσις σε οργανισμούς, δομές και θεσμούς (ακόμα και στην Εκκλησία) και εκ των ένδον υπονόμευσις, διάβρωσις, εξασθένισις και αποσάθρωσίς τους, η άλωσις, αλλοίωσις και σφετερισμός τους· υποκρισία, κρυψίνοια, ψεύδη και προσποιήσεις, συνωμοτική δράσις και επιλεκτική αλληλεγγύη, εκμετάλλευσις αδυναμιών, πρόκλησις η μεγέθυνσις προβλημάτων· παραπληροφόρησις, είτε δια της προβολής ψευδών στοιχείων και γεγονότων, είτε δια της αποκρύψεως η διαστρεβλώσεως των πραγματικών· συστηματική αποδόμησις και αντιστροφή αξιών, χειραγώγησις και εκμαυλισμός συνειδήσεων κ.ο.κ..
Βάσει των ανωτέρω συνάγεται ότι, απεργαζόμενη την θριαμβική αποκατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτη, του επί 2000 χρόνια συμβόλου της προδοσίας, η ίδια η Νέα Εποχή προσδιορίζει εαυτήν ως «Εποχή του Ιούδα». Αλλά, ως «Εποχή του Ιούδα», η Νέα Εποχή δεν αρκείται στην αποκατάσταση των συνεργών της, δια του καθαγιασμού τους και της ηθικής δικαιώσεως της δράσεώς τους. Επιλέγοντας τον Ιούδα ως τον ήρωα/άγιό της -ήτοι καθιστώντας τον το νέο πρότυπο ανθρώπου-, η Νέα Εποχή εναποθέτει στα βαθύτερα επίπεδα της ψυχής όλων μας, κατά τρόπο αδιόρατο και δόλιο, τον σπόρο της σχετικοποιήσεως των θεμελιωδών αξιών μας5. Γνωρίζει ότι, ριζώνοντας εκεί, η σχετικοποίησις θα εκβλαστήσει ως αντιστροφή, η οποία, σταδιακά και εν αγνοία μας, θα κατακυριεύσει την καρδιά μας και θα συσκοτίσει τον νού μας, και, τελικώς, θα διακόψει την διαδικασία αναζητήσεως της προσωπικής ενοχής μας, που είναι το θεμέλιο της χριστιανικής αυτογνωσίας6. Επιλέγοντας, δηλαδή, τον Ιούδα ως σύμβολο και «άγιό» της, η Νέα Εποχή αποκαλύπτει ότι, δεν απεργάζεται την άλωση και καταστροφή μόνον των κοινωνιών μας, αλλά του ιδίου του Προσώπου μας.
Σημειώσεις:
1. «Ο Ιούδας ξανά στο επίκεντρο... συνωμοσιών», της Αθηνάς Κουφοπάνου, εβδ. εφημ. «Κόσμος του Επενδυτή», 14 -15.4.2006, σ. 41.
2. Michel Heller, Ρώσος Ιστορικός, Καθηγ. στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, Ο Σοβιετικός Άνθρωπος, Έρευνα στην Διαπλαση του Homo Sovieticus, έκδ. ΘΕΤΙΛΗ, 1985 (Β/Έκδ. 1987).
3. Ιωάννης Κορναράκης,Ομότιμος Καθηγητής Ποιμαντικής Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Ο Ιούδας, ως Ομαδικός Ενοχικός Αρχέτυπος, Έκδ. Οίκος Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 140.
4.Ένθ ανωτ.
5. Δάφνη Βαρβιτσιώτη, «Νέα Εποχή»: Εξέλιξη η Χειραγώγηση, εκδ. Αθ. Σταμούλη, Αθήνα 2004.
6. Ιωάννης Κορναράκης, Ο Ιούδας, ως Ομαδικός Ενοχικός Αρχέτυπος.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...